Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ-ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΙΣ
Δημητσάνα - Μεγαλόπολη, Κυριακή 28 Ἰουνίου 2015
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΕΓΚΥΚΛΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΨΑΛΤΗΡΙΟΥ
ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΉΝ ΦΥΣΗ ΚΑΙ Η ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ.
Σήμερα, ἀδελφοί μου χριστιανοί, θά σᾶς ἑρμηνεύσω τόν 8ο ψαλμό. Παρακαλῶ νά ἔχω τήν προσοχή σας γιά νά ἀπολαύσετε τά νοήματα τοῦ ὑπέροχου αὐτοῦ ψαλμοῦ.
1. Ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ αὐτοῦ ρίπτει ἕνα βλέμμα στόν οὐρανό καί τήν γῆ καί ἀπό τήν ὀμορφιά καί τήν ἁρμονία τῶν δημιουργημάτων ξεσπᾶ σέ ὕμνο στόν Θεό καί λέγει: «Κύριε, Κύριέ μας, πόσο θαυμαστό εἶναι τό ὄνομά Σου σέ ὅλη τήν γῆ. Ἡ μεγαλοπρέπειά Σου εἶναι πάρα πάνω ἀπό τούς οὐρανούς» (στίχ. 2)!
Πραγματικά, ἀδελφοί μου, ἡ ὡραιότητα καί ἡ τάξη στό σύμπαν μᾶς κάνει νά ξεσπᾶμε σέ δοξολογία πρός τόν Δημιουργό Θεό μας καί νά λέμε μαζί μέ τόν ἄλλο ψαλμωδό: «Ὡς ἐμεγαλύνθη τά ἔργα Σου, Κύριε, πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας» (Ψαλμ. 103,24)!
2. Ἀλλά εἶναι μερικοί, θολωμένοι στήν ψυχή, πού δέν βλέπουν αὐτό τό μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ στήν δημιουργία Του καί ὄχι μόνο δέν τό βλέπουν, ἀλλά ἀντίθετα, στρέφονται ἐχθρικά πρός τόν Θεό. Εἶναι οἱ ἀπιστοῦντες στόν Θεό, πού ὁ ποιητής μας ἐδῶ τούς λέγει «ἐχθρούς» καί «ἐκδικητάς». Αὐτούς ὅμως ὁ Θεός γνωρίζει νά τούς ταπεινώνει μέ τά μικρά θηλάζοντα νήπια, τά ὁποῖα, ἀντίθετα πρός αὐτούς, ὅταν δοῦν τόν ἔναστρο οὐρανό μέ σκιρτήματα καί φωνές καί ἀναπηδήματα ἐκφράζουν τόν θαυμασμό τους στό μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ. Λέγει λοιπόν ὁ ψαλμωδός: «Ἐκ στόματος νηπίων καί θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον, ἕνεκα τῶν ἐχθρῶν σου τοῦ καταλῦσαι ἐχθρόν καί ἐκδικητήν» (στίχ. 3). Καί ἄν αὐτά τά θηλάζοντα νήπια ἐκδηλώνονται μέ τόν τρόπο τους δοξολογικά στόν Θεό, πόσο θά ἔπρεπε νά τό κάνουν αὐτό οἱ μεγάλοι στήν ἡλικία ἄνθρωποι, πού ἔχουν νοῦν.
3. Πρέπει νά εἶναι νύκτα πού ὁ ψαλμωδός ἔκανε τόν ψαλμό του, γιατί ἀπό τό βλέμμα του στόν οὐρανό λέει μόνο γιά σελήνη καί ἀστέρια καί ὄχι γιά ἥλιο (βλ. στίχ. 4). Μετά δέ ἀπό τόν οὐρανό ὁ ποιητής μας στρέφεται πρός τήν γῆ καί βλέπει τόν μικρό ἄνθρωπο καί σκέπτεται καί λέγει στόν Θεό: Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, μπροστά σέ ὅλο αὐτό τό μεγαλεῖο τοῦ οὐρανοῦ, ὥστε νά τόν θυμᾶσαι καί νά φροντίζεις γι᾽ αὐτόν; «Τί ἐστιν ἄνθρωπος, ὅτι μιμνήσκῃ αὐτοῦ, ἤ υἱός ἀνθρώπου, ὅτι ἐπισκέπτῃ αὐτόν;» (στίχ. 5)! Ἐπιθυμῶ ἐδῶ, ἀδελφοί μου χριστιανοί, νά ἀκούσετε τόν πανεπιστημιακό μου Διδάσκαλο Βασίλειο Βέλλα πόσο ὡραῖα σχολιάζει τόν στίχο αὐτό τοῦ ψαλμωδοῦ μας. Ὁ ψαλμωδός μας, ὅπως εἴπαμε, μετά τήν ἐνατένιση τοῦ οὐρανοῦ στρέφεται στήν γῆ καί ὁμιλεῖ ἀπογοητευτικά κάπως γιά τόν μικρό ἄνθρωπο, λέγοντας στόν Θεό, «τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὥστε νά τόν θυμᾶσαι καί νά τόν φροντίζεις;». Λέγει λοιπόν ὁ μακαριστός Καθηγητής Βέλλας: «Ἐκεῖ ἐπάνω εἰς τόν οὐρανόν ὁ ποιητής θά ἔβλεπε τήν μεγαλοπρέπειαν τῶν οὐρανίων σωμάτων καί ἐδῶ κάτω παρά τοῖς ἀνθρώποις τήν ἀθλιότητα. Ἐκεῖ ἐπάνω θά ἔβλεπε τήν οὐρανίαν ἡσυχίαν καί τάξιν νά βασιλεύῃ, ἐδῶ δέ κάτω τήν ἀκαταστασίαν καί τήν ἀναστάτωσιν τῶν ἀνθρώπων. Ἐκεῖ ἐπάνω θά ἔβλεπε τό αἰώνιον καί ἀμετάβλητον τῶν οὐρανίων σωμάτων, ἐδῶ δέ κάτω τήν μεταβλητότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ἐκεῖ ἐπάνω θά ἔβλεπε ὁ ποιητής μας τό ἄπειρον τῶν ἀστέρων πλῆθος καί ἐδῶ κάτω τόν πεπερασμένον ἄνθρωπον. Ἀπέναντι τῶν οὐρανίων τούτων σωμάτων ὁ ἄνθρωπος φαίνεται ὡς μηδέν. Καί ὅμως περί αὐτοῦ φροντίζει καί μεριμνᾷ ὅλως ἰδιαιτέρως ὁ Θεός» (Ἐκλεκτοί Ψαλμοί, Ἔκδοσις 3η, σ. 91)!
4. Γιά τόν ἄνθρωπο ὁ ποιητής μας, λέγει στήν συνέχεια ὅτι ὁ Θεός τόν κατέστησε ἀνώτερο ἀπό ὅλα τά δημιουργήματα, «λίγο κατώτερο ἀπό τούς ἀγγέλους», τόν ἐδόξασε καί τόν ἔκανε κυρίαρχο ὅλης τῆς κτίσεως. Ἀκοῦστε πῶς τό λέγει: «Ἠλάττωσας αὐτόν βραχύ τι παρ᾽ ἀγγέλους, δόξῃ καί τιμῇ ἐστεφάνωσας αὐτόν καί κατέστησας αὐτόν ἐπί τά ἔργα τῶν χειρῶν σου, πάντα ὑπέταξας ὑπό τούς πόδας αὐτοῦ» (στίχ. 6.7). Πραγματικά ὁ ἄνθρωπος, ὅπως λέει παρακάτω ὁ ψαλμωδός μας, ἐξουσιάζει ὄχι μόνο τά κατοικίδια ζῶα, ἀλλά καί αὐτά ἀκόμη τά ἄγρια ζῶα τοῦ ἀγροῦ, τά πετεινά πού πετοῦν στόν ἀέρα καί τούς ἰχθεῖς τῶν θαλασσῶν καί τά μεγάλα θαλάσσια κήτη («τά διαπορευόμενα τρίβους θαλασσῶν», στίχ. 9).
Ποῦ βρίσκει ὁ ποιητής μας τήν ἀνωτερότητα αὐτή τοῦ μικροῦ ἀνθρώπου, ὡς κυριάρχου ὅλης τῆς κτίσεως; Τήν βρίσκει στό ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἄν καί μικρός καί ἐλάχιστος καί μηδαμινός συγκρινόμενος μέ τό σύμπαν, ὅμως εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, φέρει μέσα του θεῖο στοιχεῖο. Στό βιβλίο τῆς Γένεσης διαβάζουμε ὅτι ὁ Θεός ἐποίησε τόν ἄνθρωπο κατά τήν εἰκόνα Του καί κατά τήν ὁμοίωσίν Του (Γεν. 1,27). Αὐτό κάνει τόν ἄνθρωπο ἀνώτερο ὅλης τῆς κτίσεως: Τό ὅτι δημιουργήθηκε κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ.
Μέ πολλές εὐχές,
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας
Πηγή: Ακτίνες
«Πρόβλημά σου». «Πρόβλημά μου». Φράσεις σκληρές, ψυχρές και αφιλάνθρωπες, σαν το κλίμα, την ιδιοσυγκρασία αλλά και τη νοοτροπία των ανθρώπων από όπου προέρχονται. Προσπαθούμε να τις μετρήσουμε, έχοντας ως μέτρο τη δική μας παράδοση. Όμως δεν έχουν καμία σχέση, δεν ταιριάζουν ούτε με το Ευαγγέλιο ούτε με τη μακραίωνη ρωμαίικη παράδοσή μας, την ελληνορθόδοξη, αλλά ούτε και με αυτήν απλώς τη λεγόμενη ανθρωπιά.
Φράσεις με περιεχόμενο προτεσταντικής βιοθεωρίας και πρακτικής. Φορτωμένες τάχα με λογική. Η λογική πρωτομάστορας του παραλόγου. Άμα δεν μπορείς, «πρόβλημά σου». Υπάρχει κάποιος άλλος, κάποιος κοινωνικός ή κρατικός φορέας, που θα νοιαστεί και για σένα. Αλλά και μένα «πρόβλημά μου», γιατί έχω αξιοπρέπεια και δε χρειάζομαι τη βοήθειά σου. Αν χρειαστώ, υπάρχει και για μένα ο φορέας. Με λίγα λόγια, μου αρκεί που δε σε φορτώνομαι, άνθρωπέ μου! Παρέα η μάνα υπερηφάνεια με τα παιδιά της, τη φιλαυτία και την αφιλανθρωπία, με αποτέλεσμα την αποποίηση της κατά φύση και κατά συνείδηση ευθύνης προς το έτερο πρόσωπο.
«Πρόβλημά σου». Δεν είναι απλώς ένας λόγος, αλλά ένα από τα πολλά δείγματα του προς διαμόρφωση νέου ήθους και τρόπου ζωής και στην πατρίδα μας. Βέβαια, εν πολλοίς λέγεται από τον Έλληνα χωρίς συναίσθηση και χωρίς αντίληψη των προεκτάσεων που μπορεί να έχει στις ψυχές και στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Ο Έλληνας δεν ήξερε ποτέ να εκφράζεται μ’ αυτόν τον τρόπο. Ήξερε από πάντα να μιλά και να ενεργεί καρδιακά, με τρέλα θα μπορούσαμε να πούμε. Να μπαίνει θυσιαστικά στον πόνο και στη χαρά του άλλου. Και ήταν αυτό η σωτηρία μας ανέκαθεν ως λαός, διότι είχαμε πάντοτε οδηγούς τους αγίους μας και τον γνήσιο ευαγγελικό λόγο.
Ο Μέγας Βασίλειος ερμηνεύοντας στο κατά Ματθαίον (ε, 42): «τῷ αἰτοῦντί σε δίδου, καὶ τὸν θέλοντα ἀπὸ σοῦ δανείσασθαι μὴ ἀποστραφῇς», σχολιάζει: «Ο λόγος αυτός του Ευαγγελίου μάς προσκαλεί να γίνουμε κοινωνικοί και φιλάλληλοι, που είναι τα οικεία στη φύση μας. Διότι ο άνθρωπος είναι ζώο πολιτικό και ζητά τη συναναστροφή. Kατά δε την καθ’ ημέρα ζωή του και τη συναναστροφή με τους άλλους είναι αναγκαίο να δίνει με ευκολία, ώστε να επανακάμψει αυτός που έχει ανάγκη». Φυσικά το να δίνει κανείς δεν περιορίζεται μόνο στα υλικά. Αφορά και στην ψυχική και πνευματική υποστήριξη. Ακόμα και στο ελάχιστο΄ σε μια απλή κουβέντα, που θα αναπαύσει, που θα ξεκουράσει στη δύσκολη ώρα την κουρασμένη ψυχή του αδελφού.
«Πρόβλημά σου». Είναι δυνατόν να λέει ο Ρωμιός στο συνάνθρωπό του, στο γείτονά του, στο χωριανό του αυτή τη φράση; Όχι. Είναι ντροπή για μας αυτού του είδους οι νοοτροπίες. Ζούμε ο ένας για τον άλλο. Δεν πορευόμαστε ο ένας χωρίς τον άλλο. Δε σωζόμαστε ο ένας χωρίς τον άλλο. Ας θυμηθούμε μόνο τις «Aγάπες» κατά τους αποστολικούς χρόνους και στη συνέχεια τις «παγκοινιές». Η συνήθεια της ρωμαίικης παράδοσης, που σήμερα συνεχίζεται στα μοναστήρια, όπου με έργα αγάπης από κοινού οι χριστιανοί δεν άφηναν ποτέ κανέναν μόνο του στο «πρόβλημά του».
«Πάντες δὲ οἱ πιστεύσαντες ἦσαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ εἶχον ἅπαντα κοινά, καὶ τὰ κτήματα καὶ τὰς ὑπάρξεις ἐπίπρασκον καὶ διεμέριζον αὐτὰ πᾶσι καθότι ἄν τις χρείαν εἶχε». «Όλοι δε οι πιστοί έμεναν μαζί και τα είχαν όλα από κοινού και πουλούσαν τα κτήματά τους και τις περιουσίες τους και τα μοίραζαν σε όλους, ανάλογα με την ανάγκη που είχε ο καθένας» (Πρ. β, 44-45)
Ο Θεοδώρητος ερμηνεύοντας το στίχο από την Α΄ Κορινθίους, ιβ΄, 26: «καὶ εἴτε πάσχει ἓν μέλος, συμπάσχει πάντα τὰ μέλη, εἴτε δοξάζεται ἓν μέλος, συγχαίρει πάντα τὰ μέλη», λέει: «Αυτήν πρέπει να βρούμε ως την τέλεια κοινωνία, όπως λειτουργούν τα μέλη του σώματος». Και συνεχίζει ο άγιος Θεοφύλακτος Βουλγαρίας: «Η ακριβής ένωση (σε μια χριστιανική κοινωνία) καθιστά κοινές τις συμφορές και τις ευχάριστες στιγμές», όπως και κατά το αποστολικό: «χαίρειν μετά χαιρόντων και κλαίειν μετά κλαιόντων». «Να χαίρεσαι με αυτούς που χαίρονται και να κλαις με αυτούς που κλαίνε». (Ρωμ. ιβ, 15)
«Πρόβλημά σου». Μια λέξη. Κι όμως, όποιος έλαχε να την δεχτεί ως απάντηση, σε κάποια συζήτηση, σε κάποια δύσκολη ώρα, σε ώρα ανάγκης, μόνο εκείνος μπορεί να καταλάβει πόσο δηλητήριο περιέχει και πόσο πληγώνει και δημιουργεί τη βαθιά και βαριά αίσθηση της απόρριψης, της εγκατάλειψης, της αδυσώπητης μοναξιάς, της απογοήτευσης, της απελπισίας. Το «εγώ» και το «εσύ» στη δόξα του. Μόνος, χωρίς τον συνάνθρωπο, χωρίς τον πλησίον. Ω, της απανθρωπιάς!
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ερμηνεύοντας στην προς Ρωμαίους επιστολή (ιβ, 10): «τῇ φιλαδελφίᾳ εἰς ἀλλήλους φιλόστοργοι, τῇ τιμῇ ἀλλήλους προηγούμενοι», σχολιάζει: «Τίποτε δεν κάνει τόσο αγαπητούς τους ανθρώπους, όσο το να βιάζονται να προλάβουν ποιος να αποδώσει πρώτος τιμή στον πλησίον».
Αλλά και ο άγιος Παϊσιος λέει: «Είμαστε υποχρεωμένοι τον πόνο του άλλου να τον κάνουμε δικό μας… Πάντα προσπαθώ να δίνω τον εαυτό μου ολόκληρο. Λίγο να έχω γνωρίσει κάποιον, με απασχολεί, τον παρακολουθώ».
Ποια σχέση μπορεί να έχει ο ευαγγελικός λόγος και ο λόγος των αγίων με το φρόνημα, τη νοοτροπία που κρύβει μέσα της η φράση «πρόβλημά σου»;
Ο άγιος Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, σχολιάζοντας στο στίχο προς Φιλιππησίους (β΄, 4): «μὴ τὰ ἑαυτῶν ἕκαστος σκοπεῖτε, ἀλλὰ καὶ τὰ ἑτέρων ἕκαστος», γράφει: «Όταν εγώ επιθυμώ το δικό σου συμφέρον και συ πάλι το δικό μου, τότε δε χωράει πλέον ούτε κενοδοξία ούτε διχόνοια ούτε κανένα από τα κακά».
Η κατάθλιψη και οι συγγενείς ασθένειες με τις αυτοκτονίες και τις θηριώδεις πράξεις, κατάντησαν μάστιγα για τις «προηγμένες χώρες». Αν θέλουμε να μείνουμε έξω από αυτήν τη λαίλαπα, πρέπει να το πάρουμε σοβαρά. Να συνεχίσουμε προσεκτικά, σεβόμενοι τον φυσιολογικό και κατά την παράδοσή μας τρόπο ζωής, εμπιστευόμενοι την απλότητά του. Διότι εκεί μας εγγυάται την αρχή και εκεί το τέλος της φυσιολογικής ζωής του κοινωνικού όντος, του ανθρώπου: ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΠΛΗΣΙΟΝ.
Κιλκίς, 21-6-2015
Πηγή: Η άλλη όψη
Όπως ακριβώς ένα απάνεμο και ακύμαντο λιμάνι, προσφέρει ασφάλεια στα αραγμένα πλοία, έτσι και ο Ιερός ναός σώζει από την τρικυμία των βιοτικών μεριμνών, όσους προστρέχουν σ’ αυτόν. Ο ναός είναι ο χώρος συναντήσεως του Θεού και του ανθρώπου, το κατ’ εξοχήν σχολείο της πνευματικής ζωής. Μόλις περάσεις το κατώφλι του, αισθάνεσαι την γαλήνη του Θεού να πλημμυρίζει το εσωτερικό σου, μια αύρα πνευματική να δροσίζει την ψυχή σου. Η πνευματική ησυχία που σου εμπνέει, σε κάνει να ξεχάσεις τις καθημερινές σου φροντίδες και να τις αναθέσεις στο Θεό. Σε μεταφέρει σε ένα άλλο κόσμο ήρεμο, γαλήνιο, γεμάτο από την παρουσία του Θεού, των αγίων. Σου υπενθυμίζει ότι τα γήινα είναι πρόσκαιρα και ότι υπάρχουν αλλού τα άφθαρτα και αιώνια.
Και αν το κέρδος είναι τόσο μεγάλο, όταν δεν τελείται λατρευτική σύναξη, πόσο μεγαλύτερο είναι το κέρδος από την τέλεση της Θείας Λειτουργίας. Σ’ αυτήν οι προφήτες διδάσκουν, οι απόστολοι κηρύττουν το Ευαγγέλιο, ο Χριστός βρίσκεται ανάμεσα στους πιστούς. Ο Θεός Πατέρας δέχεται την την κοινή προσευχή των πιστών και την τελούμενη θυσία. Το Άγιο Πνεύμα επιτελεί τα μυστήρια και παρέχει την χάρη του στους πιστούς. Οι ιερείς προσεύχονται εκ μέρους του λαού, δανείζουν τα χέρια τους, τα πόδια τους καί την φωνή τους, για την τέλεση της θείας λατρείας. Προσφέρουν στον Θεό τα τίμια δώρα, υπό την μορφή του άρτου και του οίνου, που το Άγιο Πνεύμα θα μετατρέψει σε σώμα και αίμα Χριστού, προς αγιασμό των πιστών.
Στον Ιερό Ναό συντηρείται και αποκαθαίρεται η χαρά όσων χαίρονται, παραμυθείται η λύπη των πικραμένων και πενθούντων, διασκεδάζεται η ανησυχία των αγωνιούντων, παρέχεται ανάπαυση στους κουρασμένους. Λέει ο Κύριος σε όλους τους κουρασμένους από τον αγώνα της ζωής και τους φορτωμένους από τα κοινωνικά βάρη ανθρώπους: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτιμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ. Ια΄ 28). Τι πιο ευχάριστο σε μας, από την πρόσκληση αυτή του Κυρίου στο συμπόσιό Του. Θα σε θρέψει με το πανάχραντο σώμα Του και το τίμιο αίμα Του, θα σε απαλλάξει από τις μέριμνες και τις φροντίδες, θα σε ξαλαφρώσει από το βάρος των αμαρτημάτων σου. Θα σου χαρίσει μια νέα ζωή καθαρή, χωρίς λύπη, χωρίς τύψεις, αλλά με την χαρά «της υιοθεσίας» Του.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ-ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΙΣ
Δημητσάνα - Μεγαλόπολη, Κυριακή 21 Ἰουνίου 2015
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΕΓΚΥΚΛΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΨΑΛΤΗΡΙΟΥ
O ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΘΕΙΣ ΚΑΤΑΦΕΥΓΕΙ ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΓΙΑ ΔΙΚΑΙΩΣΗ.
1. Στήν σειρά τῆς ἑρμηνείας τοῦ Ψαλτηρίου βρισκόμαστε, ἀδελφοί μου, στόν 7ο ψαλμό. Δέν εἶναι εὔκολη, ἀγαπητοί μου, ἡ ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί μάλιστα ἡ ἑρμηνεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιατί αὐτή πρωτοτύπως γράφτηκε στήν Ἑβραϊκή γλώσσα. Καί αὐτός πού τήν ἑρμηνεύει πρέπει νά ἔχει ὑπ᾽ ὄψιν του καί τά δυό κείμενα, καί τό Ἑβραϊκό καί τήν Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα, πού χρησιμοποιοῦμε στήν θεία λατρεία μας. Αὐτό θά κάνουμε καί ἐμεῖς σήμερα στήν ἑρμηνεία τοῦ 7ου ψαλμοῦ, γιά νά νοήσουμε τό νόημά του, τό θέμα του. Γιατί πρέπει νά γνωρίσουμε τό θέμα γύρω ἀπό τό ὁποῖο πλέκεται ὁ ὅλος ψαλμός.
2. Στόν 7ο ψαλμό ἔχουμε ἕνα πιστό ἄνθρωπο, πού καταδιώκεται ἀπό κάποιους (ἤ ἀπό κάποιον) καί καταφεύγει στόν Θεό ζητῶντας τήν βοήθειά Του. Στόν Θεό λέει «σῶσόν με», «ρῦσαί με» (στίχ. 2). Καί τά δύο αὐτά ρήματα εἶναι δυνατά καί ἐκφράζουν τήν μεγάλη ἀνάγκη στήν ὁποία βρίσκεται ὁ διωκόμενος ἄνθρωπος. Τήν δυσκολία αὐτή τήν ἐκφράζει ὁ ψαλμωδός καί μέ τό ὅτι παριστάνει μέ λιοντάρι τόν ἐχθρό πού τόν καταδιώκει· «μή ποτε ἁρπάσῃ ὡς λέων τήν ψυχήν μου», λέγει (στίχ. 3).
Τί συμβαίνει λοιπόν; Γιατί καταδιώκεται ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ; Τόν ψαλμωδό μας, ἀγαπητοί μου, τόν συκοφάντησαν κάποιοι – ἤ κάποιος – ὅτι ἔχει «ἀδικία στά χέρια του», δηλαδή, ὅτι ἔκλεψε, ὅπως μᾶς τό λέγει καθαρά τό Ἑβραϊκό κείμενο (στίχ. 5). Ἡ συκοφαντία αὐτή φαίνεται ὅτι ἔλαβε μεγάλη ἔκταση, γι᾽ αὐτό καί ὁ συκοφαντηθείς ποιητής μας κατέφυγε στόν Ναό. Ἐκεῖ ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ θυσιαστηρίου ἤθελε νά βεβαιώσει τήν ἀθωότητά του καί νά ἐξακριβωθεῖ ἡ ἀθωότητά του αὐτή ἀπό τόν ἱερέα μέ εἰδική τελετή, ὅπως ἐξακριβωνόταν καί ἡ περίπτωση μοιχείας (βλ. Ἀριθμ. 5,11 ἑξ.). Μάλιστα μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ συκοφαντία γιά τόν ποιητή μας ὅτι «ἔκλεψε» μπορεῖ μεταφορικά νά σημαίνει καί τήν μοιχεία, ὅτι ἔκλεψε, δηλαδή, τήν γυναίκα τοῦ ἄλλου· γι᾽ αὐτό καί ἡ τόση ταραχή τοῦ ποιητοῦ μας γιά μιά τέτοια συκοφαντία.
3. Ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ μας εὑρισκόμενος στόν Ναό ἐνώπιον τοῦ θυσιαστηρίου ὁμολογεῖ στόν ἱερέα τήν ἀθωότητά του καί λέγει: «Κύριε ὁ Θεός μου, εἰ ἐποίησα τοῦτο, εἰ ἔστιν ἀδικία ἐν χερσί μου», δηλαδή· «Θεέ μου, ἄν ἔπραξα αὐτό γιά τό ὁποῖο μέ κατηγοροῦν καί ἔχω στά χέρια μου ξένο πράγμα», τότε, «ἀποπέσοιμι ἄρα ἀπό τῶν ἐχθρῶν μου κενός» (στίχ. 5). Τότε «Θεέ μου, σύντριψέ με μπροστά στούς ἐχθρούς μου». Τότε, ἄν ἔπραξα αὐτό πού μέ συκοφαντεῖ ὁ ἐχθρός μου, «καταδιώξαι ἄρα ὁ ἐχθρός τήν ψυχήν μου καί καταλάβοι καί καταπατήσει εἰς γῆν τήν ζωήν μου καί τήν δόξαν μου εἰς χοῦν κατασκηνώσει» (στίχ. 6). Σάν νά θέλει νά πεῖ, ἄς μέ διαπομπεύσει ὁ ἐχθρός μου καί ἄς μέ ποδοπατήσει, ἄν ἀποδειχθεῖ ὅτι ἐγώ ἔχω κάνει αὐτό γιά τό ὁποῖο μέ κατηγορεῖ. Ὁ ποιητής, δηλαδή, αὐτοκαταριέται σέ περίπτωση πού διέπραξε κλοπή ἤ μοιχεία, ἄν ἀφορᾶ τήν μοιχεία ἡ κατηγορία.
4. Ὁ Ψαλμωδός ὅμως εἶναι πεπεισμένος γιά τήν ἀθωότητά του ἤ φαίνεται ὅτι βεβαιώθηκε ἡ ἀθωότητά του ἀπό τόν ἱερέα, κατά τήν τελετή, γι᾽ αὐτό καί ζητάει τώρα στήν συνέχεια τήν κρίση ἀπό τόν Θεό κατά τῶν ἐχθρῶν του. «Ἀνάστηθι, Κύριε ἐν τῇ ὀργῇ σου – τοῦ λέγει–, ὑψώθητι ἐν τοῖς πέρασι τῶν ἐχθρῶν μου» (στίχ. 7). Μέχρι τώρα, κατά παραχώρηση Θεοῦ, οἱ ἐχθροί δροῦσαν ἐναντίον τοῦ ποιητοῦ μας καί ὁ Θεός φαινόταν ὅτι ἀδρανοῦσε. Τώρα ὅμως μέ τήν βεβαίωση τῆς ἀθωότητάς του ὁ ψαλμωδός μας καλεῖ τόν Θεό νά ἀναστεῖ μέ ὀργή καί νά κινηθεῖ ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν του.
Ὁ Θεός παριστάνεται ὅτι ἐκδικάζει ἀπό ψηλά, ἀπό τούς οὐρανούς. Γι᾽ αὐτό λοιπόν καί ὁ ποιητής μας λέγει στόν Θεό ὅτι «ὑπέρ ταύτης», γιά τήν δίκη, δηλαδή, πού ζήτησε νά κάνει κατά τῶν ἐχθρῶν του, «εἰς ὕψος ἐπίστρεψον» (στίχ. 8). Ἡ δίκη αὐτή, πού θά κάνει ὁ Θεός ὑπέρ τοῦ ποιητοῦ μας, θά εἶναι ἐπίσημη. Γιατί δέν θά εἶναι μόνος Του ὁ Θεός, ἀλλά θά Τόν κυκλώνουν καί οἱ ἄγγελοι, πού θά ἀκροῶνται καί αὐτοί καί θά βεβαιώνουν καί αὐτοί γιά τήν ἀθωότητα τοῦ ψαλμωδοῦ μας. Αὐτό θέλει νά πεῖ αὐτό πού λέγει παρακάτω ὁ ψαλμός μας «καί εἰς συναγωγήν λαῶν κυκλώσει σε» (στίχ. 8· ἀντί, δηλαδή, «λαῶν» νά διαβάσουμε «ἀγγέλων», βλ. Ψαλμ. 81,1. 46,9. Δαν. 7,11).
Ὁ ψαλμωδός εὔχεται ὅτι σ᾽ αὐτήν τήν δίκη, πού θά κάνει ὁ Θεός ἐκεῖ στά ὕψη ὑπέρ αὐτοῦ, νά λάβει τέλος ἡ ἐναντίον του πονηρία καί κακία τῶν ἁμαρτωλῶν ἐχθρῶν του. «Συντελεσθήτω δή – λέγει – ἡ πονηρία ἁμαρτωλῶν» (στίχ. 10).
5. Τέλος ὁ ποιητής μας στρέφεται πρός αὐτούς τούς ἐχθρούς του, πού τόσο τόν κατασυκοφάντησαν καί τόν κατηγόρησαν, καί τούς προτρέπει νά μετανοήσουν. «Ἐπιστραφεῖτε», τούς λέγει (στίχ. 13). Ἄν ὅμως αὐτοί δέν μετανοήσουν γιά τήν πράξη τους, τότε θά ἀντιμετωπίσουν τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ. Καί τόν Θεό του ὁ ποιητής μας τόν παριστάνει ἐδῶ μέ ἰσχυρό πολεμιστή ἔχοντα ρομφαία, τόξο καί θανατηφόρα βέλη. «Ἐάν μή ἐπιστραφεῖτε – λέγει στούς ἐχθρούς του – τήν ρομφαίαν αὐτοῦ στιλβώσει, τό τόξον αὐτοῦ ἐνέτεινε καί ἡτοίμασεν αὐτό καί ἐν αὐτῷ ἡτοίμασε σκεύη θανάτου» (στίχ. 13)!
Στό τέλος τοῦ ψαλμοῦ του βρισκόμενος ὁ ποιητής δίνει μία ὡραία παραστατική εἰκόνα τοῦ κυρίως ἐχθροῦ του, ὁ ὁποῖος παρακίνησε καί ἄλλους σέ ἐχθρότητα ἐναντίον του. Κατά τήν εἰκόνα αὐτή ὁ ἐχθρός τοῦ ποιητοῦ εἶχε μία αἰσχρή γέννα: Κοιλοπόνησε ἀδικία, συνέλαβε πόνο καί γέννησε ἁμαρτία: «Ἰδού ὠδίνησεν ἀδικίαν, συνέλαβε πόνον καί ἔτεκεν ἀνομίαν» (στίχ. 15)! Καί ἀκόμη ὁ ἐχθρός του μέ τίς συκοφαντίες του ἄνοιξε ἕνα λάκκο, στόν ὁποῖο ἔπεσε ὁ ἴδιος μέσα: «Λάκκον ὤρυξε καί ἀνέσκαψεν αὐτόν καί ἐμπεσεῖται εἰς βόθρον, ὅν εἰργάσατο» (στίχ. 16). – Τέλος ὁ ποιητής μας ὡς ἄνθρωπος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού δέν εἶχε ἀκούσει τόν λόγο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ νά συγχωροῦμε καί τούς ἐχθρούς μας, εὔχεται τό κακό πού τοῦ ἔκανε ὁ ἐχθρός του νά πέσει στό κεφάλι του. Λέγει ἐπί λέξει: «Ἐπιστρέψει ὁ πόνος αὐτοῦ εἰς κεφαλήν αὐτοῦ καί ἐπί τήν κορυφήν αὐτοῦ ἡ ἀδικία αὐτοῦ καταβήσεται» (στίχ. 17).
Ἐπειδή ὅμως ὁ ψαλμός εἰπώθηκε στόν Ναό, ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ θυσιαστηρίου καί παρουσίᾳ ἱερέως, γι᾽ αὐτό καί τελειώνει μέ λειτουργικό καί λατρευτικό στίχο: «Ἐξομολογήσομαι τῷ Κυρίῳ κατά τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ καί ψαλῷ τῷ ὀνόματι Κυρίου τοῦ Ὑψίστου» (στίχ. 18).
Μέ πολλές εὐχές,
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας
Πηγή: Ακτίνες
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ-ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΙΣ
Δημητσάνα - Μεγαλόπολη, Κυριακή 14 Ἰουνίου 2015
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΕΓΚΥΚΛΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΨΑΛΤΗΡΙΟΥ
ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ Η ΨΥΧΙΚΗ ΤΟΥ ΚΑΤΑΠΤΩΣΗ. ΦΑΡΜΑΚΟ Η ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΟΝ ΘΕΟΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ Η ΨΥΧΙΚΗ ΤΟΥ ΚΑΤΑΠΤΩΣΗ. ΦΑΡΜΑΚΟ Η ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΟΝ ΘΕΟ.
Ὁ ψαλμός μας διδάσκει τούς δεινοπαθοῦντας ἀρρώστους, ἀλλά καί κάθε ἄνθρωπο εὑρισκόμενο σέ δύσκολη κατάσταση τῆς ζωῆς του, ὅτι τό καλύτερο φάρμακο στά δεινά τοῦ βίου εἶναι ἡ ἐλπίδα στόν Θεό. Αὐτή κρατᾶ ὄρθιο τόν βασανιζόμενο ἄνθρωπο, τόν δυναμώνει ψυχικά καί δέν τόν ἀφήνει νά καταπέσει καί νά συντριβεῖ.
Μέ πολλές εὐχές,
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας
Πηγή: Ακτίνες
Σεβαστή Γερόντισσα, μετά τῆς θεοφιλοῦς ἐν Χριστῷ συνοδείας σας, δι᾽ εὐχῶν ἐδῶ τοῦ Γέροντά σας, κάνομε, σήμερα, τήν σύναξι αὐτή.
Ὅταν μοῦ εἴπατε, Γέροντα, νά μιλήσω σ᾽ αὐτήν τήν σύναξι, σκέφθηκα γιά ποιό θέμα νά μιλήσω σέ ἀδελφές πού τυγχάνουν ἀπό ἐτῶν πνευματικά σας τέκνα. Καθ᾽ ὅ,τι, καί ἐσεῖς προσωπικά, καί ἡ Γερόντισσα, ἔχετε μεγάλη πνευματική ἐμπειρία, ὅπως καί ὅλη ἡ ἐν Χριστῷ ἀδελφότητα.
Ὡς ἐκ τούτου, αἰσθάνομαι τό ὀλιγώτερο ἄβολα, ἀναλογιζόμενος τήν ποικίλη ἀδυναμία μου, διότι ὅ,τι καί νά σᾶς πῶ, πιστεύω ἀκράδαντα, ὅτι τό γνωρίζετε καλά, καί μάλιστα ἐκ πείρας. Ὅμως, παρά ταῦτα, δέν ἠμποροῦσα νά μήν ὑπακούσω καί ἀποδεχθῶ, τήν εὐγενῆ ἐπιθυμία σας, πολυσέβαστε Γέροντα, καί, στηριζόμενος στίς εὐχές σας, ἀποτολμῶ πρᾶγμα πού ὑπερβαίνει τήν προσωπική μου πνευματική δύναμι καί μέτρο. Παρακαλῶ, ὅλοι σας, εὔχεσθε νά δώση ὁ Κύριος κατά τήν καρδίαν σας.
Τό θέμα πού ἐπέλεξα, ἔχει σχέσι μέ κάποιες πτυχές τῆς ὑπακοῆς, καί δή τῆς μοναχικῆς κοινοβιακῆς ὑπακοῆς, ὅπως καί ἄλλα συναφῆ πνευματικά θέματα, πού συνδέονται ἄμεσα μέ αὐτήν, ὅπως εἶναι οἱ λογισμοί, ἡ νοερά προσευχή, τό θεῖο Φῶς, κλπ.
Ἕνας μοναχός εἶδε σέ ὅραμα τόν κεκοιμημένο Γέροντά του, ὁ ὁποῖος Γέροντας εὑρίσκετο δίπλα στόν Χριστό. Ὁ μοναχός ἐπῆγε νά βάλη μετάνοια πρῶτα στόν Χριστό καί μετά στόν Γέροντά του. Τότε ὅμως, τόν ἐσταμάτησε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός καί τοῦ εἶπε: «Παιδί μου, πρῶτα στόν Γέροντά σου θά βάλης μετάνοια καί μετά σέ μένα».
Προφανῶς, ἐδῶ ἐννοεῖται, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἀσυγκρίτως ἀνώτατος ὅλων, καί ὅτι εἶναι, σύν Πατρί καί Πνεύματι, ἡ Πηγή τοῦ ἁγιασμοῦ. Ἐδῶ ὁ Κύριος θέλησε νά δείξη στόν μοναχό καί, φυσικά, διά τοῦ μοναχοῦ αὐτοῦ, νά μᾶς διδάξη, ὅλους μας, διαχρονικά, τί μεγίστη σημασία, ἀξία καί εὐλογία ἔχει ὁ θεσμός τοῦ Γέροντα - Γερόντισσας - γιά τούς μοναχούς - μοναχές -, ὑποτακτικούς - ὑποτακτικές.
Γι᾽ αὐτό, καλά μέν καί ἀπαραίτητα εἶναι τά κομβοσχοίνια, οἱ μετάνοιες, οἱ ἀκολουθίες, τά ποικίλα διακονήματα, κλπ., ὅλα εἶναι θεάρεστα ἐάν γίνωνται μέ σωστό φρόνημα, ἀλλά, πρῶτο ἀπ᾽ ὅλα, τό θεμέλιο, ἡ βάσις καί ἡ ἀσφάλεια ὅλων εἶναι ἡ εὐλογημένη ὑπακοή.
Ὅλη ἡ ὑπόλοιπη ἄσκησις, πού ἀσφαλῶς ἀποτελεῖ βασικωτάτη παράμετρο τῆς ὑπακοῆς μας, τελικά, πρέπει νά μᾶς ὁδηγῆ, νά μᾶς φωτίζη καί νά μᾶς ὠθῆ σέ ὅλο καί περισσότερη ὑπακοή, καί ποιοτικῶς, καί ποσοτικῶς.
Ἡ λοιπή ἀπαραίτητη θεοφιλής ἄσκησις θά συντελῆ, ἐκτός τῶν ἄλλων, στήν προσθήκη, καθ᾽ ἑκάστην ὥρα καί ἡμέρα, ὑπακοῆς στήν ὑπακοή. Καί, ἔτσι, καί μόνο ἔτσι, θά ἔλθουν, μέ τόν πιό γρήγορο, εὔκολο, ἀλλά καί ἀσφαλῆ καί ἀπόρθητο τρόπο, οἱ καρποί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἀπαριθμεῖ ὁ Ἀπόστολος.
Ἔτσι λοιπόν, ὁ πρῶτος καρπός τῆς κατά Θεόν εὐχῆς εἶναι ἡ ὑπακοή. Καί ἡ σωστή ὑπακοή, μέ τήν σειρά της, βελτιώνει, σέ ὅλα τά ἐπίπεδα, τήν εὐχή μέσα μας.
Ἀντίθετα τώρα, χωρίς ὑπακοή, ὅσο κι ἄν προσπαθοῦμε, δέν ἀνθίζει, οὐσιαστικά ἡ εὐχή μέσα μας. Βέβαια, ἐδῶ δέν ἐννοοῦμε ἁπλῶς νά λέγωμε τήν εὐχή - πού αὐτό βέβαια ἐπιβάλλεται καί ἔτσι πρέπει νά ἀρχίζωμε τόν πνευματικό μας ἀγῶνα - , ἀλλά ἐννοοῦμε τήν ἀβίαστη πλέον εὐχή, πού ἐνεργεῖται ἀκόπως στό κέντρο τῆς ψυχῆς μας, στόν ὀφθαλμό τῆς ψυχῆς μας, στήν πνευματική μας καρδία.
Καί αὐτό ἀσφαλῶς μπορεῖ νά τό διαπιστώση κάποιος στόν ἑαυτό του, ὅταν, καί μόνον ὅταν, διά τῆς πλήρους ὑπακοῆς ἐνεργοποιηθῆ ἡ νοερή του ἐνέργεια. Ὁπότε, κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς του, καί ὄχι μόνον τότε, ἀλλά καί ὅταν κάνη διάφορα διακονήματα, κλπ., αἰσθάνεται καί βιώνει ὀντολογικά, ποῦ ἑδράζεται ὁ νοῦς, ἡ πνευματική δηλαδή καρδία, τό κέντρο τῆς ψυχῆς.
Ἄν αὐτή ἡ νοερή ἐνέργεια σέ ἕναν ἄνθρωπο λειτουργῆ συνεχῶς, ἐννοεῖται τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος, ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται συνεχῶς μέσα του, κάπου στό στῆθος του, εἴτε ἐργάζεται, εἴτε ὁμιλεῖ, εἴτε κοιμᾶται, εἴτε κάνει κάποια ἐργασία, ἀκόμη καί διανοητική, κλπ., αἰσθάνεται ὁ ἀγωνιστής, τήν ὕπαρξι καί ἐνέργεια τοῦ ''νοῦ'' του, τῆς πνευματικῆς του καρδίας. Γι᾽ αὐτό καί οἱ ἅγιοι Πατέρες, πού προφανῶς εἶχαν ἀνάλογες ἐμπειρίες, ὀνομάζουν τήν συγκεκριμένη προσευχή ''καρδιακή προσευχή''.
Κάποτε, ἦταν ἕνας μοναχός, πού τοῦ εἶχε δοθῆ αὐτό τό δῶρο ἀπό τόν Θεό καί δροῦσε ἡ εὐχή καί κατά τόν ὕπνο, κατά τό ρῆμα τῆς Γραφῆς ''ἐγώ καθεύδω, ἀλλ᾽ ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ'' (ᾆσμα, Ε´, 2). Ὅταν εὑρίσκετο εἰς τό τέλος τῆς ζωῆς του, ὅταν τόν ἐρώτησαν ὁ Γέροντας Παΐσιος καί οἱ ἐκεῖ παρευρισκόμενοι λοιποί πατέρες, δίπλα στήν ἐπιθανάτια κλίνη του, ''πῶς εἶσαι, πάτερ, πῶς αἰσθάνεσαι;'', ἐκεῖνος εἶπε: «Εἶμαι ἕνα μάτσο χάλια». Ἀλλά, ἐνῶ τό ἔλεγε αὐτό, δέν εἶχε καθόλου μελαγχολία οὔτε ὅλα τά ὑπόλοιπα συμπλέγματα. Ὁπότε, ὁ π. Παΐσιος, πού ἤξερε καί διέβλεπε τήν πραγματική του πνευματική κατάστασι, τοῦ εἶπε: «Μά ἐσύ ἔχεις λειώσει τόσα καί τόσα κομποσχοίνια ἀπό τήν πολλή χρῆσι». Καί τότε ἐκεῖνος ὁ ἑτοιμοθάνατος καί ὄντως μακαριώτατος μοναχός ἀπήντησε, μέ πόνο, δυναμισμό, αὐθεντικότητα καί γνησιότητα: «Τί τά θέλεις, πάτερ μου; Σέ ὅλη μου τήν ζωή δέν ἔχω πῆ ἕνα 'Κύριε ἐλέησον' ὅπως θά τό ἤθελε ὁ Θεός». Τότε, ὁ Γέροντας Παΐσιος τοῦ λέγει: «Τοὐλάχιστον, ὅταν κοιμᾶσαι, δέν λέγεται ἡ εὐχή ἀπό μόνη της;». Καί ἐκεῖνος, θεωρῶντας ὅτι αὐτό εἶναι φυσικό καί δεδομένο γιά κάθε μοναχό, εἶπε: «Ἔ, ἀλλοίμονο ἄν δέν συνέβαινε καί αὐτό»! Σχόλια νά μή κάνωμε ἐπ᾽ αὐτῶν.
Ἁπλῶς, στό σημεῖο αὐτό νά διευκρινίσωμε, ὅτι αὐτή ἡ προσευχή δρᾶ καί ὅταν ὁ ἐγκέφαλος πάθη ὁποιαδήποτε μορφή βλάβης, ἐννοεῖται γιά ὅποιον τήν ἔχει ἤδη ἀποκτήσει. Ἀλλά, νά μή ξεφύγωμε τώρα σέ θέματα Ὀρθοδόξου Ἀνθρωπολογίας.
Γενικῶς, ὅταν ἡ πνευματική ἄσκησις δέν διέπεται ἀπό τό πνεῦμα τῆς ὑπακοῆς, τότε τά ἀποτελέσματα εἶναι κατώτερα τῶν ἀναμενομένων, ἀμφίβολα, μετέωρα, εὐάλωτα καί, κάποιες φορές, ἀκόμη καί ἀρνητικά, καί ὁδηγοῦν σέ κρυφή ἤ φανερή πλάνη, ἀκόμη καί στήν αἰωνία ἀπώλεια.
Ἔλεγε, ὁ Γέροντας Παΐσιος, γιά κάποιον μοναχό, πού ἐθεωρεῖτο ἀγωνιστής: «Νά βράσω τά κομποσχοίνια πού κάνει». Καί τό ἔλεγε αὐτό, ὁ μακάριος καί διορατικός Γέροντας, μέ πόνο καί ἀγάπη, διότι διέβλεπε, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, ὅτι ὁ ἐν λόγῳ μοναχός, παρά τήν ἀγωνιστικότητά του, εἶχε ἐσωτερικές σοβαρές, κρυφές, πνευματικές ''διαρροές''.
Τώρα, γιά τό θέμα τῆς ὑπακοῆς, εἰδικά ὅ,τι μᾶς φαίνεται ἄδικο, αὐστηρό, πικρό, ἀκαταλαβίστικο, κλπ., προερχόμενο ἀπό τόν Γέροντα - τήν Γερόντισσα -, ἐκεῖνο τελικά εἶναι καί τό πιό σωστό, διότι, ἁπλούστατα, ἔτσι ἀπεφάσισε ὁ Γέροντας - ἡ Γερόντισσα. Καί μόνο αὐτό τελικά, εἶναι τό εὐλογημένο, τό κατ᾽ εὐδοκίαν καί ὄχι κατά παραχώρησιν. Καί τότε ἡ ὑπακοή ἀποκτᾶ ἀκόμη μεγαλυτέρα ἁγία καί παν-αγία ἀξία.
Εἶναι διαχρονικό, ζωντανό καί ἀμετάκλητο μυστήριο πῶς ὁ Θεός σφραγίζει τόν λόγο τοῦ Γέροντα. Τά Γεροντικά, τά Συναξάρια, τά πατερικά βιβλία βρίθουν ἀπό τέτοιες ψυχωφέλιμες ἱστορίες. Θυμηθεῖτε τί εἶπε ὁ μικρόσωμος Ἅγιος Νέστωρ, πρίν νικήση τόν Λυαῖο: ''Ὁ Θεός τοῦ Δημητρίου, βοήθει μοι''. Ἀπό τά ἀρχαῖα χρόνια, λοιπόν, ἰσχύει ὁ θεσμός τῆς ὑπακοῆς.
Ἤ πῶς καί ὁ μακάριος Ἐπιφάνιος εἶδε καί αὐτός τό ὅραμα τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς Θεοτόκου, μέ τήν δύναμι καί τήν μεσιτεία τοῦ Γέροντά του, τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα τοῦ διά Χριστόν σαλοῦ. Ἔχομε καί πολλές ἄλλες παρόμοιες ἀναρίθμητες περιπτώσεις.
Τόσο πολύ πρέπει νά ἐμπεδώσωμε μέσα μας τὀ πνεῦμα τῆς ὑπακοῆς, ὥστε ἀκόμη καί ὅταν, ἀνθρωπίνως, εἴμαστε σίγουροι γιά τήν ἀπάντησι τῆς Γερόντισσας, ἀκόμη καί τότε, πρέπει νά μή κάνωμε κάτι χωρίς εὐλογία, ἐκτός ἄν ἡ ἴδια ἡ Γερόντισσα μᾶς ἔχει ἤδη πῆ νά τό κάνωμε χωρίς νά ρωτᾶμε κάποια πράγματα. Διότι, σ᾽ αὐτήν τήν περίπτωσι, ἄν κάνωμε δηλαδή κάτι ἄνευ εὐλογίας, ἐκεῖνο πού θά κάνωμε δέν ἔχει τήν ἀνάλογη Χάρι ἀπό τόν Θεό, ἐνῶ, κάνοντας ἀκριβῶς τό ἴδιο πρᾶγμα, ὅταν ὅμως ἔχη προηγηθῆ εὐλογία, τότε, καί μόνον τότε, εὐλογεῖ ὁ Θεός καί ἀποδίδει καρπούς ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.
Ἄν λοιπόν ποῦμε ἀμέσως, μέ κατά Θεόν ἁπλότητα καί σοφία, ''νά εἶναι εὐλογημένο'', δίχως δηλαδή νά κάνωμε προηγουμένως σύσκεψι λογισμῶν, ''γιατί;... πῶς;.... ἀφοῦ.... μά....'' κλπ., τότε ἡ ὑπακοή εἶναι ὑπερ-αγία. Καί ὅσο, τώρα, πιό ἀκατανόητο ἤ πικρό-ἄδικο μᾶς φαίνεται ἐκεῖνο στό ὁποῖο ὑπακοῦμε, τόσο πιό παν-αγία καί θεάρεστη εἶναι ἡ ὑπακοή μας, πού συγκινεῖ τόν Θεό καί, αὐτομάτως, μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό τίς μηχανορραφίες τῶν δαιμόνων καί τίς ἐπαναστάσεις τῶν παθῶν μας. Διότι, ὅλα αὐτά μᾶς δημιουργοῦν ἐσωτερικό ἐγκεφαλικό λαβύρινθο, πού ὅλοι οἱ διάδρομοί του δέν ὁδηγοῦν παρά εἰς τήν ἀπώλειά μας, εἰς τήν πνευματική μας φθορά καί ζημία, πού, πολλές φορές, ἴσως μπορεῖ νά εἶναι καί ἀνεπανόρθωτη.
Ἀπαιτεῖται ὁ μοναχός - ἡ μοναχή - ἐκτός ἀπό τά πάθη του, νά ἐγκαταλείπη καί τά φυσικά του θελήματα. Αὐτό πρέπει νά γίνεται, ἔστω κι ἄν αὐτά δέν εἶναι ἁμαρτωλά, ἔστω κι ἄν ἔχουν πάρα πολλά θετικά σημεῖα καί παραμέτρους, ἀκόμη καί ἄν εἶναι ''σοφά'', διότι τελικά γίνονται δευτερογενεῖς πηγές πτώσεων.
Ὅπως μᾶς ἔλεγε ὁ π. Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης ἐπάνω σ᾽ αὐτό, πρέπει νά πηγαίνωμε ἀκόμη καί ''μέ τά νερά'' τοῦ Γέροντός μας. Πρέπει δηλαδή νά βολιδοσκοποῦμε, μέ προθυμία, ποιό εἶναι τό πνεῦμα τοῦ Γέροντα - τῆς Γερόντισσας - καί νά τό ἐκτελοῦμε ὁλοπρόθυμα, γιατί, ὅποιος βιάζει τόν Γέροντα στό θέλημά του γίνεται δεύτερος Ἰούδας Ἰσκαριώτης. Ἄλλη περίπτωσις τώρα εἶναι ἄν κάτι δέν μποροῦμε ὄντως νά κάνωμε, ἀπό ἀδυναμία. Τότε, ἐπιτρέπεται-ἐπιβάλλεται νά τό ἀναφέρωμε στόν Γέροντα, ἀλλά πάντα μέ πνεῦμα ὑπακοῆς, χωρίς δηλαδή ἴδιον θέλημα.
Ἔλεγε ἐπί παραδείγματι ὁ ἴδιος πατήρ: ''Ἀκόμη κι ἄν σοῦ ζητήση ὁ γείτονας ἕνα κρεμμύδι, ἀκόμη καί γι᾽ αὐτό πρέπει νά ρωτήσης τόν Γέροντα. Διότι, διαφορετικά, τό κρεμμύδι θά γίνη σκόρδο, τό σκόρδο θά γίνη κάτι ἄλλο, καί σιγά-σιγά θά ἀρχίσης νά κάνης τοῦ κεφαλιοῦ σου''.
Ἄλλωστε, μία ἀπό τίς μεθόδους τοῦ Διαβόλου, ἰδιαίτερα σέ αὐτούς πού ἀγωνίζονται, εἶναι ποτέ νά μή τούς σπρώχνη, μέ μιᾶς σέ κάποια μεγάλη ἁμαρτία-παρακοή. Πάντα ὁ Διάβολος τούς πάει μέ τό μαλακό, σιγά-σιγά, ὕπουλα, μετά ''σατανικῆς διακρίσεως'', προκειμένου νά μεγιστοποιήση τίς πιθανότητες ἐπιτυχίας του.
Ἄν κάνη ἔτσι ὁ μοναχός, εἶναι ὄντως εὐλογημένος. Ἀποκτᾶ ἀρραγῆ πνευματική θωράκισι ἀπέναντι στά ἀνεξιχνίαστα καί ἀσύλληπτα τεχνάσματα τοῦ πονηροῦ ἀρχαίου ὄφεος καί ὁδεύει σέ εὔκολο καί ἀσφαλῆ δρόμο καί εὔδιο πνευματικό λιμένα. Μόνον ἔτσι θά γνωρίση πολλά μυστήρια τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί θά βιώνη τόν ἀκόρεστο κορεσμό της. Καί, ἀργά ἤ γρήγορα, θά ἐπιτρέψη ὁ Θεός νά γνωρίση, ἐκ πείρας, τούς ἡδονικούς καρπούς τῆς ὑπακοῆς, σέ τέτοιο βαθμό, πού καί ὁ Γέροντάς του, ἀκόμη κι ἄν τόν ἀφήνη ἐλεύθερο σέ κάποιες ἐπιλογές καί θέματα, ὁ ἴδιος θά τόν ἐκλιπαρῆ νά μπαίνη σέ ὅλα κάτω ἀπό τόν εὐλογημένο, ἐλαφρύ καί ἀσφαλῆ ζυγό τῆς ὑπακοῆς, προκειμένου νά μή χάση αὐτήν τήν ἀνάπαυσι κι αὐτήν τήν θεία ἡδονή καί παρηγοριά, πού ἔχει ἤδη γευθῆ μέσα ἀπό τήν ὑπακοή του.
Ὅλα αὐτά τά πνευματικά φαινόμενα ὁδηγοῦν σέ μία αὔξουσα πνευματική δυναμική κατάστασι. Ἡ πνευματική ζωή δέν εἶναι εὐσεβισμός, οὔτε καθηκοντολογία. Ὅταν εἶναι στάσιμη, εἶναι ''κρύα''.
Ἄς ἀναφέρωμε, τώρα, κάποια σχετικά περιστατικά.
Κάποιος μοναχός, ἐν Ἁγίῳ Ὄρει, ἀγωνιζόμενος στό κελλί του κατά τήν αὐστηρή καλογερική τάξι τῆς συνοδείας των, δέν εἶχε, παρά ταῦτα, δυνατές πνευματικές ἐμπειρίες στό κελλί του, μέσα ἀπό τίς συνήθεις ἀκολουθίες, τόν προσωπικό του κανόνα, κλπ. Ἄλλωστε, οὔτε καί τίς ἐπιζητοῦσε, διότι αὐτό εἶναι ἐπιζήμιο καί ἕνα πρῶτο δεῖγμα μιᾶς πλανεμένης τακτικῆς. Ἐγνώριζε ὁ μοναχός αὐτός, ὅτι ὁ σκοπός τῆς ὑπακοῆς, τῆς εὐχῆς καί τοῦ ἐν γένει πνευματικοῦ ἀγῶνα πρέπει νά εἶναι μόνον ἡ ἀπέκδυσις τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ συγκεκριμένος μοναχός, ὅταν κάποτε ἐστάλη ἀπό τόν Γέροντά του σέ μία διακονία ἐκτός τοῦ κελλιοῦ του, τοῦ συνέβη τό ἑξῆς: Κάνοντας ὑπακοή, μόλις πῆρε εὐχή ἀπό τόν Γέροντά του, τοῦ ἔβαλε μετάνοια καί ἀπεμακρύνθη λίγο ἀπό τό κελλί του, μέ τίς πρῶτες συνηθισμένες ἁπλές εὐχές πού λίγο-πολύ πάντα ἔλεγε, ξαφνικά, τόν ἐπλημμύρισε μεγάλη ''ποσότητα'' θείου Φωτός. Τόσο πολύ, πού δέν ἤξερε ποῦ πατοῦσε στόν δρόμο. Εἶχε ''τρελλαθῆ'' μέ τήν ἁγία τρέλλα. Σταμάτησε τότε, βέβαια, χωρίς νά τό καταλαβαίνη καί χωρίς νά μπορῆ νά κάνη διαφορετικά, τά λόγια τῆς προσευχῆς. Ἔπαυσε δηλαδή ἡ προσευχή, καί ἀπελάμβανε κάτι ἀνώτερο, τήν θεία ἡδονή, τό θεῖο Φῶς.
Ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε, κατ᾽ αὐτήν τήν διακονία του, τόσο Φῶς, ἴσα-ἴσα νά μή χάση τήν ἐπαφή μέ τό περιβάλλον του καί νά βλέπη ποῦ πηγαίνει γιά νά μπορέση ἔτσι νά φέρη εἰς πέρας τήν διακονία του. Καί μάλιστα, μετά ἀπό αὐτό τό θεῖο διαρκές γεγονός, πού κράτησε ὧρες, δέν ἐπήγαινε ἀπό ἀνοικτό δρόμο, ἀλλά, ὅπου ὑπῆρχε δυνατότητα, προτιμοῦσε νά πηγαίνη ἀπό μονοπάτι γιά νά μή γίνη ἀντιληπτός σέ αὐτήν τήν κατάστασι καί γιά νά μή χάση αὐτήν τήν θεϊκή ἡδονή, ἐρχόμενος σέ συναναστροφή μέ ἄλλους.
Βέβαια, ἐδῶ νά κάνωμε μία παρένθεσι. Ἔχομε καί περιπτώσεις πού μπορεῖ κάποιος νά περπατάη μέσα στό θεῖο Φῶς καί λόγῳ τῆς ὑπερβολικῆς δόσεως τοῦ Φωτός, νά χάνη πλήρως τήν ἐπαφή μέ τό περιβάλλον. Παρά ταῦτα, τό θεῖο Φῶς τόν ὁδηγεῖ καί τόν πηγαίνει, μέ κάθε ἀκρίβεια, ὅπου Ἐκεῖνο εὐδοκεῖ, χωρίς αὐτός νά σκοντάφτη, κλπ. Στόν Θεό, προφανῶς, τίποτε δέν ἀδυνατεῖ.
Ὅμως, στήν προαναφερθεῖσα περίπτωσι τοῦ μοναχοῦ στό Ἅγιον Ὄρος, ἄν καί ἦτο πολύ λαμπερό καί ἡδονικώτατο τό ἄκτιστο Φῶς, τοῦ ἐπέτρεπε νά βλέπη, μέ τά σωματικά του μάτια, καί τόν δρόμο πού ἐβάδιζε. Αὐτός ὁ μοναχός εἶχε τέτοιες ἀνάλογες ἐμπειρίες, ὅταν ἀπεστέλλετο σέ διάφορες ἀναγκαῖες ἀποστολές, κάνοντας ὑπακοή, ἀκόμη καί ὅταν αὐτές οἱ διακονίες φαινομενικῶς ἦσαν εἰς βάρος κάποιων ἀκολουθιῶν.
Μάλιστα, γιά ἕνα ἀρκετά μεγάλο διάστημα, εἶχε συνηθίσει αὐτές τίς ἐμπειρίες. Καί, χωρίς νά τίς ἀναζητᾶ, ἐθεωροῦντο ὡς ἄνωθεν δεδομένο, τόσο πολύ, πού, ὅταν μετά ἀπό καιρό, μετά ἀπό κάποια διακονία, δέν ἐπῆρε τήν ἀνάλογη Χάρι, ἀπόρησε...! Αὐτό συνέβη διότι, παρά τήν μεγίστη συνεχόμενη δωρεά τῆς Χάριτος πού ἐλάμβανε, στήν οὐσία, ἄπειρος ὤν, ἐνόμιζε, ὅτι αὐτό ἴσως θά ἐσυνεχίζετο ἐπ᾽ ἀόριστον.
Ἡ πνευματική ἐμπειρία ἀποδεικνύει ὅτι, μετά ἀπό τέτοιες ἐμπειρίες, ἀκολουθεῖ ἕνα ἄλλο φαινόμενο, τό ὁποῖο λέγεται ''ἄρσις τῆς Χάριτος'', κατά τό ὁποῖο, κατά θείαν Πρόνοιαν, συμβαίνουν διάφοροι ὀδυνηροί πειρασμοί. Καί ἐκεῖ φαίνονται οἱ καρτερόψυχοι.
Πολλές εἶναι οἱ περιπτώσεις πού ὁ Θεός δίνει τήν Χάρι Του καί, γενικῶς, εὐλογεῖ μέ τόν α´ ἤ β´ τρόπο, ὅποιον κόβει ὁλοπρόθυμα τό θέλημά του καί κάνει ὑπακοή.
Στό σημεῖο αὐτό, κάνοντας μέ τήν σειρά μου ὑπακοή, μιᾶς καί περί ὑπακοῆς ὁ λόγος, ὀφείλω νά ἀναφέρω - μιᾶς καί μοῦ τό ἐζήτησε ἐπιμόνως ὁ Γέροντάς σας - ἕνα προσωπικό μάθημα-πάθημα ὑπακοῆς:
Ὅταν ἤμουν δόκιμος μοναχός στό Ἅγιον Ὄρος, ἀπεφασίσαμε ἀπό κοινοῦ μέ τόν Γέροντά μου π. Ἰσαάκ τόν Λιβανέζο καί τόν Γέροντα Παΐσιο νά μονάσω καί νά ἱερωθῶ ἐκτός Ἁγίου Ὄρους. Οἱ Γέροντες μοῦ ἔδωσαν τήν εὐλογία τους. Περιττό νά ποῦμε ὅτι ὁ Γέροντας Παΐσιος εἶχε κάνει μεγαλόσχημο τόν π. Ἰσαάκ.
Στήν ἀρχή, δέν εἶχα εὐλογία, ἀπό κανέναν ἀπό τούς δύο Γεροντάδες, νά πάω εὐθύς ἐξ ἀρχῆς στήν ἡσυχία ἐκτός Ἁγίου Ὄρους κατά μόνας, λόγῳ τοῦ νεαροῦ τῆς ἡλικίας μου, ἀλλά καί τοῦ ἀπείρου τῆς πνευματικῆς μου καταστάσεως. Δηλαδή, δέν μοῦ ἐπετράπη νά μονάσω μόνος μου σέ ἐρημικό μέρος. Ἔτσι ἐξεκίνησα, ἀναγκαστικά τότε, ἀπό τήν Θεσσαλονίκη, ὡς διάκονος.
Ὅταν ὑπηρετοῦσα ὡς διάκονος εἰς τήν Θεσσαλονίκη, ἐρώτησα τούς Γεροντάδες: « Θέλετε, πρέπει, ἔχει εὐλογία, νά σπουδάσω Θεολογία;». Ἀμφότεροι οἱ Γεροντάδες μοῦ ἀπήντησαν: «Δέν χρειάζεται νά πᾶς». Κι ἔτσι δέν πῆγα τότε. Μετά ὅμως ἀπό δύο χρόνια, μοῦ ἐδόθη ἀβιάστως εὐλογία γιά κατά μόνας ἡσυχία καί ἐγκατεστάθην εἰς τό ταπεινό μου Μοναστήρι, στήν Ἱερά Μονή Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος, ὅπου, δι᾽ εὐχῶν τῶν Γεροντάδων, εὑρίσκομαι ἕως καί τήν σήμερον, ἐδῶ καί 22 ἔτη.
Ὅταν πρωτοῆλθε στό Μοναστήρι μου ὁ Γέροντάς μου Ἰσαάκ, ἐπειδή ''ἐφοβήθη'' -μέ τήν καλή ἔννοια- τήν πολλή ἡσυχία, τό ὅτι δέν εἶχε βατό αὐτοκινητόδρομο πρός τό Μοναστήρι, κλπ., μοῦ εἶπε, ἀπό μόνος του, ἐντελῶς ἀπροσδόκητα, τό ἑξῆς: «Νά πᾶς νά σπουδάσης Θεολογία. Δέν χρειάζεται νά παρακολουθῆς τίς παραδόσεις. Ἁπλῶς νά δίνης τά μαθήματα, γιά νά ἔχης ἔτσι πρισσότερο χρόνο, ἀφορμή καί δικαιολογία νά σέ βλέπωμε πιό συχνά στό Ἅγιον Ὄρος καί νά ξεφεύγης λίγο καί ἀπό τήν συνεχῆ ἡσυχία ἐδῶ. Ἀλλά, προηγουμένως, ρώτησε καί τόν π. Παΐσιο καί ὅ,τι ἐκεῖνος σοῦ πῆ, αὐτό νά κάνωμε». Περιττό νά εἴπω ὅτι αὐτό μοῦ ἦλθε ὡς κεραυνός ἐν αἰθρίᾳ.
Ὅταν ἐρώτησα σχετικά τόν Γέροντα Παΐσιο, μοῦ εἶπε: «Τώρα νά πᾶς, νά πάρης καί ἕνα χαρτί. Νά εἶσαι ὅμως καλή μέλισσα - νά παίρνω δηλαδή μόνο τά ὠφέλιμα ἀπό τήν Σχολή. Μόνο νά μή βιαστῆς νά τήν τελειώσης γρήγορα». Δηλαδή, μοῦ ἐτόνισε νά μήν ἀγχωθῶ νά πάρω γρήγορα τό πτυχίο. Καί ἔτσι ἔκανα ἕξι χρόνια νά τήν τελειώσω.
Ὡς ἐκ τούτου, ἔδωσα εἰσαγωγικές ἐξετάσεις, κλπ. Λόγῳ ὅμως ἀπειρίας, ὀρθολογισμοῦ καί ἀνωριμότητος, πολλές φορές ἐμονολογοῦσα καί ἔλεγα: «Καλά, γιά δύο χρόνια ἤμουν κοντά στήν Θεολογική Σχολή καί δέν εἶχα εὐλογία να σπουδάσω Θεολογία - πρᾶγμα πού καθόλου, βέβαια, δέν μέ πείραζε - καί τώρα πού εὑρίσκομαι 300 χιλιόμετρα μακρυά ἀπό τήν Σχολή, θά πρέπη νά πάω;».
Σκεφτόμουν, ὅτι θά ἔπρεπε νά δώσω ἐξετάσεις σέ 80 μαθήματα, κλπ. - πού, αὐτά, ὅσο ἁπλᾶ καί νά εἶναι, δημιουργοῦν ἄγχος, κούρασι, κλπ. - καί ἔλεγα: «Τί λογική ἔχουν ὅλα αὐτά; Καί μάλιστα, ἐνῷ πρίν ἀπό δύο χρόνια, ὅταν τούς εἶχα ρωτήσει, μοῦ εἶπαν ''ὄχι'', τώρα, μοῦ λέγουν ἀπό μόνοι τους, χωρίς κἄν νά τούς ἐρωτήσω ''νά πᾶς''».
Βλέπετε, ὁ παλαιός ἄνθρωπος καί τό ταγκαλάκι μέ τσίγκλιζαν. Παρά ταῦτα, ἔκανα ὑπακοή καί ἐπῆγα στήν Θολογική Σχολή. Τώρα, τί ἔγινε μετά ταῦτα καί γιά ποιόν λόγο σᾶς τά λέγω αὐτά; Ἔχει σημασία γιά τό θέμα μας.
Τήν ἡμέρα πού ἐπῆρα τό πτυχίο τῆς Θεολογίας - καί ὡς ἐκ τούτου εὑρισκόμουν στήν Θεσσαλονίκη -, ''πετάχτηκα'' μέχρι τήν Ἱερά Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου Μεταμορφώσεως Χαλκιδικῆς, διότι τότε εὑρίσκετο ἐκεῖ ὁ Γέροντάς μου, ὁ π. Ἰσαάκ, κατάκοιτος.
Τόν ἐβρῆκα ἔξω ξαπλωμένο σέ μία εἰδική πολυθρόνα νά εἶναι σέ κατάστασι σάν σέ ''φυτό'' καί δέν ὡμιλοῦσε καθόλου. Ἀπ᾽ ὅ,τι μέ ἐπληροφόρησαν οἱ ἐκεῖ παρευρισκόμενοι, συνεχῶς ἐκοιμᾶτο. Εἶχε βγῆ ἀπό τό νοσοκομεῖο, ὅπου εἶχε εἰσαχθῆ γιά ἀρκετό καιρό, ταλαιπωρούμενος ἀπό κάποιες ἀρρώστειες. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ, ἀλλά καί λόγῳ ἄλλων συγκυριῶν, εἶχα πολύ καιρό νά τόν δῶ, μῆνες. Πρωτοφανές, βέβαια, αὐτό, γιά μένα.
Γιά νά μή μακρυγορῶ μέ ἄλλες σοβαρές λεπτομέρειες πού δέν ἀφοροῦν τό σημερινό μας θέμα, τήν στιγμή πού τόν ἐπλησίασα χωρίς νά τόν ἀγγίξω γιά νά πάρω τήν εὐχή του, ὁ π. Ἰσαάκ, ὅλως παραδόξως, ἄνοιξε τά μάτια του καί ζήτησε νά μείνωμε οἱ δυό μας. Καί τοῦτο, γιά τόν ἁπλούστατο λόγο, ὅτι εἶχα, ὅπως εἴπαμε, νά τόν δῶ πολύ καιρό.
Συζητήσαμε, γιά περισσότερο ἀπό μισή ὥρα, μοῦ εἶπε πράγματα πρωτοφανῆ, καταπληκτικά, πάρα πολύ συγκινητικά - τά πιό πολλά ἀπ᾽ αὐτά, βέβαια, εἶναι ἀπόρρητα. Βέβαια, παράλληλα μέ ὅλα αὐτά, ἐγώ τότε ἀποροῦσα μέσα μου καί ἀναρωτιόμουν καί ἔλεγα ''μά, ὅλα καλά, ἀλλά γιατί μοῦ τά λέει αὐτήν τήν ὥρα ὅλα αὐτά, μόλις δηλαδή πού ἐβγῆκε ἀπό τό νοσοκομεῖο;'' Καί ἀποροῦσα, ἐπειδή εἶχα πιστεύσει ὅτι ὁ π. Ἰσαάκ εἶχε γίνει ἐντελῶς καλά, λόγῳ τῆς διαυγείας πού εἶχε ὁ νοῦς του, τό κέφι πού εἶχε καί τήν ἀναστάσιμη γλυκύτητα πού ἐξέπεμπε, ὅταν ὡμιλούσαμε.
Μετά, μοῦ ἐζήτησε, πρίν ἀναχωρήσω γιά τό Μοναστήρι μου στήν Λαμία, νά τόν συνοδεύσω στήν τουαλέττα. Καί ἐκεῖ, πρίν μπῆ στήν τουαλέττα, πιό συγκεκριμένα στόν νιπτῆρα πού ὑπῆρχε στόν προθάλαμο τῆς τουαλέττας, ὁ π. Ἰσαάκ μοῦ ἔδωσε τήν εὐχή του ξανά, γιά τελευταία φορά, καί μοῦ εἶπε νά πάω στό καλό, νά ἐπιστρέψω στήν Μονή μου. Ἔφυγα κατενθουσιασμένος καί χαρούμενος, γιά πολλούς λόγους, καί κυρίως ἐπειδή ἐνόμιζα ὅτι ὁ Γέροντάς μου εἶχε γίνει ἐντελῶς καλά.
Ἀπ᾽ ὅ,τι ὅμως μέ ἐπληροφόρησαν τήν ἑπομένη, πού μέ ἐβρῆκαν στό τηλέφωνο, ἐκεῖ, στόν νιπτῆρα, ἐλιποθύμησε καί μετά ἀπό λίγα λεπτά ἀπεβίωσε.
Μέ ὅλα αὐτά, πού ἐντελῶς ἐπιγραμματικά ἀναγκάστηκα κατόπιν πιέσεως ἀπό τόν Γέροντά σας νά ἀναφέρω εἰς τήν καλωσύνη σας, θέλω νά πῶ, ὅτι, ἄν δέν ἔκανα ὑπακοή ὅταν εἶχα πάει στό Μοναστήρι μου, νά πάω στήν Θεολογική Σχολή, δέν θά εἶχα αὐτήν τήν εὐλογία καί παρηγοριά ἀπό τόν Θεό, πού σᾶς ἀνέφερα. Διότι, ὅπως καταλαβαίνετε, ἐκ πρώτης ὄψεως δέν φαίνεται καί τόσο καλογερικό νά ἀφήνη κάποιος τήν ἡσυχία καί νά συμφύρεται μέ τόν φοιτητόκοσμο, κλπ.
Ἐκ τῶν ὑστέρων, ἀναλογίζομαι ὅτι, ἐάν ἐπέμενα, ἄμεσα, ἔμμεσα, ἤ μέ σοφιστεῖες, καί ἐπήγαινα καί ἐβίαζα τούς Γεροντάδες καί ἀποσποῦσα ἔτσι τήν εὐλογία τους νά πάω στήν Θεολογική Σχολή δύο χρόνια πρίν, ὅταν ἤμουν δηλαδή στήν Θεσσαλονίκη, τότε, ἀπ᾽ ὅ,τι ἀποδεικνύεται ἀπό τά γεγονότα, δέν θά εἶχα αὐτήν τήν παρηγοριά, ἡ ὁποία, ὡς ἀσθενής πού εἶμαι, μοῦ ἦταν ἀπαραίτητη.
Κάτι ἀνάλογο συνέβη καί μέ τόν Γέροντα Παΐσιο, κατά τήν περίοδο 1993–94. Τότε παρέμενε ἄρρωστος, μέ καρκῖνο, εἰς τό Ἱερό Ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου τῆς Σουρωτῆς.
Τότε, μέ ἀφορμή-δικαιολογία τίς σπουδές μου στήν Σχολή, μοῦ ἐδόθη ἡ εὐκαιρία νά κάνωμε, δι᾽ εὐχῶν τοῦ Γέροντος, ἀρκετές ἀκολουθίες, Λειτουργίες, Εὐχέλαιο, κλπ., μέ τόν μακαριστό Γέροντα Παΐσιο, καί νά κληθῶ νά τόν κοινωνήσω τό τελευταῖο Πάσχα τῆς ἐπί γῆς ζωῆς του (1994). Καί, δέν εἶναι μόνο αὐτό, βέβαια, ἀλλά, ἐπί πλέον, ἐπῆρα πολλές σοφές ἀπαντήσεις πού μοῦ ἔδινε ὁ ἅγιος Γέροντας, μέχρι τήν τελευταία στιγμή, σέ ἀπαιτητικές ἐρωτήσεις μου, ὄχι μόνο σέ προσωπικά θέματα, ἀλλά καί σέ θέματα γενικοῦ πνευματικοῦ ἐνδιαφέροντος. Μάλιστα, ἰδιαιτέρως μέ συγκινεῖ τό γεγονός ὅτι ἀπό μόνος του ὁ Γέροντας μοῦ ἐπέστησε τήν προσοχή σέ κάποια σοβαρά θέματα, πού λόγῳ τῆς ἀνωριμότητός μου τότε δέν μέ ἀπασχολοῦσαν.
Ἐάν, λοιπόν, δέν ἔκανα τότε ''παράλογη'' ὑπακοή νά πάω στήν Θεολογική Σχολή καί νά ἀφήσω τήν ''γλυκυτάτη ἡσυχία'', δέν θά εἶχα, ὅπως συμπεραίνεται ἀπό τά μετέπειτα γεγονότα - πάντα ἀναξίως - αὐτές τίς πνευματικές παρηγοριές, ἀλλά καί πολλές ἄλλες, γιά τίς ὁποῖες βέβαια εἴμαστε ἐντελῶς ἀναπολόγητοι, ἀλλά ἐλπίζομε στίς εὐχές τῶν Γερόντων.
Τί λένε, γιά τό θέμα τῆς ὑπακοῆς, οἱ ἅγιοι Πατέρες; Ἀνέπαυσες τόν Γέροντα; Ἄν ναί, ἀνέπαυσες τόν ἴδιο τόν Χριστό.
Κάποιες φορές, δυστυχῶς, ἡ ἐφαρμογή τῆς ὑπακοῆς μᾶς φαίνεται δύσκολη, ἄδικη, ἤ ἀκατανόητη, λόγῳ τῶν ἰδικῶν μας ἀδυναμιῶν, συγκυριῶν, ἀλλά καί λόγῳ, φυσικά, τοῦ πειρασμοῦ. Διότι, ἐκεῖ πού πάσχομε, θά ἐπιστρατεύση ὁ πολυμήχανος Διάβολος ὅλες τίς δυνάμεις καί θά μᾶς χτυπήση ἀλύπητα καί πολυποίκιλα μέ δυνατή, κατά τό φαινόμενο, ἐπιχειρηματολογία. Μάλιστα, δέν εἶναι λίγες οἱ φορές πού μᾶς κατοχυρώνει τήν σατανική ἐπιχειρηματολογία του ἀκόμη καί πατερικῶς, φέροντάς μας παραδείγματα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, τούς ἁγίους Πατέρες, τά Γεροντικά, κλπ. Διάβολος εἶναι καί ξέρει... Καί ὅλα αὐτά, προκειμένου νά μᾶς πείση, ὅτι αὐτή ἡ ὑπακοή εἶναι δύσκολη, εἶναι ἀδύνατη, ὅτι δέν πρέπει νά γίνη ἀπό ἐμᾶς, κ.ο.κ.
Ἐμεῖς, τότε, πρέπει νά μή ταρασσώμεθα καθόλου ἀπό ὅλα αὐτά. Μάλιστα δέν πρέπει νά ἀπαντᾶμε καθόλου σ᾽ αὐτούς τούς σατανικούς λογισμούς. Οἱ δαιμονικοί λογισμοί πού ἔρχονται στόν ἄνθρωπο δέν εἶναι ἁμαρτία. Μάλιστα, ὄχι ἁπλῶς μόνον δέν εἶναι ἁμαρτία, ἀλλά ὅταν τούς ὑπομένωμε, χωρίς νά κάνωμε συγκατάθεσι, θά ἔχωμε ἐπί πλέον καί μισθό ἀπό τόν Θεό, διότι ὑπομένομε τήν τυραννία καί τήν δυσωδία τῶν λογισμῶν τοῦ Διαβόλου.
Σέ αὐτές τίς περιπτώσεις, λοιπόν, πρέπει νά ἔχωμε ἐμπιστοσύνη στόν Γέροντα - Γερόντισσα - σέ ὅ,τι μᾶς λέει. Χρειάζεται ἑπομένως κατά Θεόν ἀδιαφορία καί ἀναισθησία στούς λογισμούς ἀμφιβολίας, μέ προσευχή, συντριβή νοός, ταπείνωσι, ἁπλότητα, χωρίς ἐμπιστοσύνη στήν κρίσι μας. Πρέπει νά βάλωμε τόν νοῦ μας στό ''ψυγεῖο'', ἤ μᾶλλον στόν ''καταψύκτη'' μέχρι νά ξεμπλοκάρη καί νά ξεθολώση.
Μέ πνευματικό λοιπόν ἀγῶνα, νά ἔχωμε μοναδικό σκοπό ἐκείνην τήν ὑπακοή στήν ὁποία ἐντελλόμεθα, αὐτήν νά κρατήσωμε ἀκεραία καί ἀνόθευτη, χωρίς ἀλλοιώσεις, προσμίξεις, προσθαφαιρέσεις, κλπ. Αὐτήν, λοιπόν, τήν φαινομενικά δύσκολη ὑπακοή πρέπει νά βαδίσωμε καί νά φέρωμε εἰς πέρας. Μόνον ἔτσι, ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς, θά προαγώμεθα ἐν Κυρίῳ καί θά ἀπαλλασσώμεθα ἀπό τά ποικίλα μας προσωπικά, φανερά καί κυρίως κρυφά πνευματικά μικρόβια, πού πολλές φορές φθείρουν τήν πνευματική μας ὅρασι, τόσο ὥστε νά διαχέεται γύρω μας ἕνα πλατύ καί παχύ στρῶμα παγιωμένης πνευματικῆς ὀμίχλης, πού δυστυχῶς, ἐνίοτε, μᾶς φαίνεται ὡς φυσική κατάστασις.
Ἄν ὅμως ἀρχίσουν οἱ λογισμοί νά μᾶς λένε, ὅτι ''ὁ Γέροντας - ἡ Γερόντισσα κάνει π.χ. διακρίσεις, ἤ ὅτι ἔχει αὐστηρότητα, ἤ ὅτι δέν κατενόησε τό πρόβλημα ἤ τό θέμα, ἤ ὅτι δέν δείχνει συγκατάβασι, ἀγάπη, κλπ., τότε πρέπει ἀμέσως νά ἀποβάλωμε αὐτούς τούς θανατηφόρους λογισμούς, νά μή πιάσωμε τήν παραμικρή κουβέντα μαζί τους, διότι, αὐτοί εἶναι λογισμοί πού προέρχονται, ἤ ἔστω ἐνισχύονται, ἀπό τόν Διάβολο, ὁ ὁποῖος ἔχει πρωταρχικό στόχο νά μᾶς χωρίση ἀπό τόν Γέροντα - Γερόντισσα - καί ἀπό τους παραδελφούς - παραδελφές μας.
Ὁ βασικός σκοπός τοῦ ἀρχεκάκου καί πολυπείρου ὄφεος εἶναι νά σπέρνη διχόνοια, ζήλειες, ἀμφιβολίες, διάσπασι, μερικές φιλίες καί πολλά ἄλλα ἀνάμεσα σέ παραδελφούς - παραδελφές. Θλιβερό ἀποτέλεσμα ὅλων αὐτῶν εἶναι νά δημιουργοῦνται, σέ ἀδελφότητες, ἐσωτερικά κόμματα, ''πηγαδάκια'' κλπ., καί νά ρίχνωμε εὐθύνες καί νά γινώμεθα αὐστηροί κριτές τοῦ Γέροντα - τῆς Γερόντισσας - καί τῶν παραδελφῶν.
Δέν εἶναι, δυστυχῶς, λίγες οἱ φορές, πού ἀδελφοί - ἀδελφές - ἀπασχολοῦν τόν Γέροντα - τήν Γερόντισσα - γιά θέματα πού νομίζουν ὅτι ὑφίστανται στό Μοναστήρι, ἐνῶ, στήν οὐσία, εἶναι κατασκευή τοῦ Σατανᾶ.
Ἔλεγε κάποιος Γέροντας: «Τί νά κάνω, παιδί μου... Ἐκτός τῶν ἄλλων, χρειάζομαι κόπο καί ὀδύνη γιά νά γκρεμίζω τίς σατανοκατασκευές πού συναρμολογοῦνται, τῇ εὐχῇ τοῦ Διαβόλου, πρίν αὐτές βάλουν γερά θεμέλια στίς ψυχές τους καί ἐγκατασταθοῦν ἐκεῖ, οἱ ὑποτακτικοί μου. Καί ἐνῶ αὐτοί αὐταπατώμενοι θά νομίζουν καί θά πιστεύουν ὅτι ζοῦν στόν νοητό Παράδεισο, στό μοναστήρι, στήν πραγματικότητα θά εὑρίσκωνται στό ''σατανοκατασκευαστήρι''». Προφανῶς καί δυστυχῶς, ἐδῶ, ἐννοοῦσε, ὁ σοφός καί ἔμπειρος Γέροντας, ὅτι σωματικῶς μέν θά ἦσαν στό μοναστήρι, ἐνῶ νοερῶς, ἐν προαιρέσει, θά εὑρίσκωνται ἐκεῖ πού τούς εἶχε βάλει ὁ Διάβολος.
Ποτέ δέν πρέπει νά ἀπογοητευώμεθα, ἀρκεῖ νά ἔχωμε ἐμπιστοσύνη στόν Γέροντα - Γερόντισσα. Δέν ἔχεις ἐμπιστοσύνη στόν Γέροντα - Γερόντισσα; Τότε, δέν ἔχεις ἐμπιστοσύνη οὔτε στόν Θεό.
Ἐπίσης, πρέπει νά προσέχωμε τήν ἀναβολή τῆς ὑπακοῆς. Ἔλεγε κάποιος ὑποτακτικός: «Κάποτε πρέπει νά κάνω σωστή ὑπακοή». Καί χωρίς νά προσπαθῆ, ἐσκέφτετο καί μονολογοῦσε: «Ἄ, ἔχω ἀκόμη καιρό». «Ἡ ἀναβολή τῆς ὑπακοῆς, ἔλεγε ὁ διακριτικός καί ἔμπειρος Γέροντάς του, τί εἶναι; Εἶναι ἀλλαγή βολῆς». Εἶναι βολή πνευματική ἐναντίον τοῦ ἰδίου τοῦ ὑποτακτικοῦ, εἶναι στήν οὐσία διαβολική βολή, ἤ μᾶλλον σατανικές βολές. Ἐνῶ, ἡ σωστή ὑπακοή, τί εἶναι; Εἶναι βολή ἐναντίον τοῦ Διαβόλου καί τῆς ἐν γένει συμμορίας του.
Ἡ ἀναβολή τῆς ὑπακοῆς καί ἡ παρακοή εἶναι θανάσιμες βολές ἐναντίον τοῦ ἰδίου μας τοῦ ἑαυτοῦ. Δέν ὑπάρχει ἀναβολή ὑπακοῆς, δέν πρέπει νά ὑπάρξη οὔτε κατά τό ἐλάχιστον. Ἡ ὑπακοή δέν ἔχει τέλος, οὔτε στάσεις καί ἀναβολές. Ἡ ὑπακοή εἶναι ἡ πιό δραστική καί εὔστοχη βολή, πού καταστρέφει ὁλοσχερῶς τά πολυποίκιλα διαβολικά τεχνάσματα. Στήν χριστοκεντρική ὑπακοή ἐγγυητής εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
Ἡ ὑπακοή εἶναι ἡ ἀκατάλυτη δύναμις τοῦ πραγματικοῦ μοναχοῦ. Μέ τήν ὑπακοή ὁ μοναχός χαριτώνεται. Ἡ παρακοή δέν εἶναι, ἁπλῶς, χωρισμός ἀπό τόν Γέροντα, ἀλλά καί ἀπό τόν Χριστό. Λέγει ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Μή παραξενευθῆς γιά ὅ,τι πρόκειται νά πῶ. Ἔχω σ᾽ αὐτό συνήγορο τόν ἴδιο τόν Μωϋσῆ. Εἶναι προτιμότερο νά ἁμαρτήσωμε στόν Θεό παρά στόν Γέροντά μας. Διότι, ἄν παροργίσωμε τόν Θεό, ἔχει τήν δύναμι ὁ διδάσκαλός μας νά μᾶς συμφιλιώση μέ Αὐτόν. Ἄν, ὅμως, ἐξοργίσωμε τόν Γέροντά μας, δέν θά ἔχωμε πλέον κάποιον γιά νά μεσιτεύση στόν Θεό πρός χάριν μας. Ἐμένα δέ μοῦ φαίνεται, ὅτι καί τά δύο ἔχουν τήν ἴδια βαρύτητα» (Λόγος Δ´. Περί Ὑπακοῆς, §126).
Γι᾽ αὐτό, πρέπει νά παίρνωμε εὐλογία γιά ὅλα. Σχετικά, ἔλεγε ὁ παπα-Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης: «Κάνε ὅ,τι θέλεις, ἀρκεῖ νά τό κάνης μέ εὐλογία».
Κάποιος μοναχός ἐδιηγεῖτο: «Κάποια φορά, κατά τήν διάρκεια τοῦ Ἑξαψάλμου, δίπλα μου ἐκαθόταν ἕνας ἡλικιωμένος μοναχός καί τό μπαστούνι του κατά λάθος ἀκουμποῦσε στό πόδι μου. Καί μάλιστα, ἐπειδή ὅλη ἡ δύναμις πού ἐστηρίζετο διωχετεύετο μόνον σέ ἕνα δάκτυλό μου, ἐπονοῦσα ἀρκετά. Ὁ Γέροντάς μου ὅμως, μοῦ εἶχε πῆ κατά τήν ὥρα τοῦ Ἑξαψάλμου μόνο ἀναπνοή νά παίρνω καί αὐτήν ἀναγκαστικά. Γι᾽ αὐτόν τόν λόγο, ἔκανα ὑπομονή ἕως ὅτου νά τελειώση ὁ Ἑξάψαλμος καί δέν μετεκίνησα τό πόδι μου. Ἔκανα ὑπακοή στόν Γέροντά μου καί εἶμαι ἀναπαυμένος». Τί συγκινητικό!
Ἐδῶ, ἄς ἀναφέρωμε καί τό ἀντίστροφο τοῦ προηγουμένου, κατά κάποιο τρόπο. Μία ἀληθινή ἱστορία, λίγο ἀστεία, πού μοῦ ἀνέφερε ὁ Γέροντας Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης: Ἕνας Γέροντας, γιά κάποιο ἀτόπημα, ἔβαλε κανόνα σέ δύο ὑποτακτικούς του νά βάλουν ρεβύθια μέσα στά παπούτσια τους γιά κάποιες ὧρες καί ἔτσι νά περπατοῦν καί γενικῶς νά κάνουν, ὑπό τοιαύτας ὀδυνηράς συνθήκας, τά προβλεπόμενα διακονήματα τῆς ἡμέρας.
Ὅταν ἐπέρασε τό χρονικό διάστημα τοῦ κανόνα καί οἱ ὑποτακτικοί ἐπῆγαν νά βάλουν μετάνοια ὡς εἴθισται στόν Γέροντα, ὁ Γέροντας εἶδε τόν ἕναν ὑποτακτικό νά ὀδυνᾶται καί νά περπατάη μέ πολύ μεγάλη δυσκολία - ἡ ὀδύνη φαινόταν ἀκόμη καί στό πρόσωπό του. Ἐνῷ τόν ἄλλον ὑποτακτικό τόν εἶδε νά εἶναι ἄνετος καί νά περπατάη χωρίς τήν παραμικρή δυσκολία. Τότε, ὁ Γέροντας ἐρώτησε αὐτόν τόν ὑποτακτικό, τόν ἄνετο: «Δέν πονοῦν τά πόδια σου, παιδί μου;». Καί ἐκεῖνος, ἀπήντησε: «Ὄχι, Γέροντα, διότι ἔβαλα τά ρεβύθια στά παπούτσια μου, ὅπως εἴπατε. Ἀλλά, πρίν τά βάλω, πρῶτα τά ἔβρασα. Διότι εἴπατε ἁπλῶς νά βάλωμε ρεβύθια. Δέν μᾶς διευκρινήσατε, βρασμένα ἤ ὄχι»....!
Καί κάτι ἀκόμη, στήν ἴδια ''συχνότητα'': Ἕνας Γέροντας ἔκανε μάθημα περί ὑπακοῆς σέ ἕναν ἀρχάριο καί ἁπλό μοναχό. Ὅταν ἐτελείωσε, τοῦ λέγει ὁ ὑποτακτικός: «Μοῦ τά ἐξήγησες ὅλα καλά, Γέροντα. Ἀλλά, μήπως γιά νά τά χωνέψω ὅλα αὐτά καλύτερα, θά μοῦ ἦταν πιό ὠφέλιμο, γιά ἕνα διάστημα, νά ἔκανες ἐσύ πρῶτα ὑπακοή σέ μένα, γιά νά δῶ στήν πρᾶξι πῶς γίνεται ἡ ὑπακοή πού μοῦ δίδαξες; Καί, μετά, ὅταν τό ἐμπεδώσω, σοῦ ὑπόσχομαι, Γέροντα, ὅτι θά φροντίσω νά τήν ἐφαρμόσω κι ἐγώ».....!
Πάντως, καί ἡ ἀναξιότης μου, δέν σᾶς κρύβω, σεβαστέ μου Γέροντα, σεβαστές Γερόντισσες καί ἀδελφές, ὅτι ἔχω πάρει πολλά πρακτικά μαθήματα ὑπακοῆς, πού ἔχουν μείνει ἀνεξίτηλα στήν μνήμη μου, ἀπό τήν πνευματική σχέσι-ὑπακοή πού εἶχε καί ἔκανε ὁ Γέροντάς μου π. Ἰσαάκ στόν Γέροντα Παΐσιο.
Εἶπε Γέρων: «Ὅσο δυσβάστακτο καί νά θέλη νά μᾶς παρουσιάση ὁ Διάβολος τόν δρόμο τῆς ὑπακοῆς - διότι ἀγωνίζεται μετά μανίας νά μᾶς τόν παρουσιάση ἔτσι -, νά γνωρίζωμε, ὅτι εἶναι ὁ μόνος ἀσφαλής, εὐλογημένος, ἐγγυημένος καί πιό εὔκολος δρόμος πρός ἁγιασμόν».
Στήν ὑπακοή δέν ὑπάρχουν, οὔτε γκρεμοί, οὔτε χαράδρες, οὔτε ἐνέδρες, κλπ. Ἀντιθέτως, ὁ δρόμος τῆς παρακοῆς στήν ἀρχή φαίνεται βατός, εὐθύς καί εὔκολος. Μάλιστα δέ, κάποιες φορές μᾶς δημιουργεῖ ἐπιφανειακή ''εἰρήνη'', ὄχι κατά Θεόν - μπορεῖ δηλαδή κάποιος νά αἰσθανθῆ προσωρινή ἀνακούφισι -, καί τελικά ἀποδεικνύεται ὅτι εἶναι μία πνευματική ἐνέδρα. Τό πότε θά φανῆ καί θά ἐκδηλωθῆ αὐτό, βέβαια, δέν ἔχει σημασία, πάντως, ἀργά ἤ γρήγορα, θά ἐκδηλωθῆ. Εἶναι μία παγίδα, πού, ὅσο περπατάει πάνω σ᾽ αὐτήν ὁ παρήκοος, ἀνέμελος καί σίγουρος γιά τήν ''σοφία'' του μοναχός, τόσο καί πιό πολύ παγιδεύεται καί ἐγκλωβίζεται μέσα στόν λαβύρινθο τοῦ Σατανᾶ. Ὁ ὁποῖος Διάβολος ἔχει τήν ἱκανότητα νά μᾶς αὐτοδικαιώνη, γιατί εἶναι ἄριστος δικηγόρος. Χρησιμοποιεῖ ἀκόμη καί τέλεια ''πατερική ἐπιχειρηματολογία''. Ἐδῶ, ὅμως, ἰσχύει ἐκεῖνο πού λέμε λαϊκά: ''Ἡ ἐγχείρησις ἐπέτυχε, ἀλλά ὁ ἀσθενής ἀπεβίωσε''.
Γι᾽ αὐτό, στήν ἀπευκταία αὐτήν περίπτωσι, μέ τά πρῶτα συμπτώματα τοῦ ἐπερχομένου πνευματικοῦ μας θανάτου, μέ τά πρῶτα ''καμπανάκια'' πού ἡ θεία Πρόνοια ἀπό ἀγάπη θά ἐπιτρέψη νά ἠχήσουν γιά νά συνέλθωμε, ἀμέσως νά ἀναθεωρήσωμε, χωρίς ἀπογοήτευσι καί μελαγχολία τήν λανθασμένη τακτική μας. Καί, τό ταχύτερο δυνατόν, νά φροντίσωμε νά τακτοποιηθοῦμε πάλι στόν δρόμο τῆς ὑπακοῆς μέ τόν Γέροντα καί τήν ἀδελφότητα, διότι ἡ τιμή καί ἡ τακτοποίησις ''ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει'', ἐπί τόν Θεόν δηλαδή. Σέ μελαγχολικούς διαβολικούς λογισμούς δέ τοῦ τύπου ''πῶς νά τό γυρίσω τώρα καί νά ἀλλάξω στάσι, ἔγινα ἤδη ρεζίλι, στενοχώρησα τόν Γέροντα, τήν ἀδελφότητα, κλπ.'', νά τιναζώμεθα μακρυά ὡς ἀπό πορνείας, κατά τόν Ὅσιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος (Λόγος Δ´, Περί Ὑπακοῆς, § 9).
Λέγει ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σῦρος: «Ἐπειδή δέν θέλομε νά ὑπομείνωμε μικράν θλῖψιν, χάριν τοῦ Κυρίου, περιπίπτομεν ἀκουσίως εἰς πολλάς καί κακάς θλίψεις...», κλπ.
Φυσικά, ἡ ὑπακοή πρέπει νά εἶναι χριστοκεντρική, δηλαδή μέ ἁγνᾶ κατά Χριστόν μόνον ἐλατήρια, χωρίς ἄλλες ἀτελείωτες ἐμπαθεῖς προσμίξεις ἀμφιβόλου προελεύσεως... Ὁ ὑποτακτικός ὀφείλει, κυρίως, νά ἔχη ταπείνωσι καί ὄχι ἔπαρσι. Ἡ ὑπακοή χωρίς αὐτά, ἀκόμη καί ἄν φαντάζη ''τελεία'' ἐξωτερικά, δέν εἶναι ὑπακοή κατά Θεόν, ἀλλά, πολλές φορές, καταντᾶ νά εἶναι ἕως καί κατά Διάβολον. Διότι, ἡ ὑπακοή, ὅπως καί ἡ ἐν γένει ἐργασία τῶν ἐντολῶν δέν εἶναι παρά μέσα καθάρσεως καί ὄχι αὐτοσκοπός.
Στήν μή θεάρεστη ἐγωϊστική ὑπακοή, κάνουν παρέλασι πολλά διαβολάκια μέσα μας, πού θέλουν νά μᾶς ὁδηγήσουν σέ αὐτοεπαίνους μέ πολύ λεπτό καί ὕπουλο τρόπο. Μᾶς ὑποβάλλουν δηλαδή ὅτι δῆθεν εἴμαστε κάτι, ἀφοῦ σέ ὅλα λέμε ''νἆναι εὐλογημένο'', καί ὅτι ὁ Θεός ἀναπαύεται μέ μᾶς, ὅτι ἔχομε ἀναπαύσει τόν Γέροντα - τήν Γερόντισσα - καί ὅτι διαφέρομε ἀπό τούς παραδελφούς - παραδελφές -, κλπ. Διότι, ἔτσι ἀναπαύομε τόν κενόδοξο λογισμό μας καί τόν Διάβολο, πού μᾶς θέλει κενοδόξους, ὑπερόπτες, κλπ. Καί ἄν ἀφήσωμε νά παρελαύνουν τέτοιοι λογισμοί, μετά βάζομε καί παράσημα στόν ἑαυτό μας, ὅτι δῆθεν εἴμαστε ὑπόδειγμα ὑπακοῆς, καί, σέ πιό ''προχωρημένες'' - χειρότερες καταστάσεις κατακρίνομε τούς παραδελφούς μας, ὅτι αὐτοί δέν κάνουν ὑπακοή, ὅπως ἐμεῖς, ὅτι στενοχωροῦν καί θλίβουν τόν Γέροντα, κλπ.
Ἀκοῦμε δηλαδή τούς λογισμούς πού μᾶς σερβίρει ὁ Διάβολος, ὁ ὁποῖος, στήν περίπτωσι αὐτή, μιμεῖται τόν ψυχισμό μας, τήν νοοτροπία μας, τήν χροιά μας, τόν συναισθηματισμό μας, τήν ἐξυπνάδα μας, συντονίζεται στήν πνευματικο-οργανική μας ἰδιοσυχνότητα, μέ μία φρᾶσι μιμεῖται τά πάντα μας, γιά νά νομίσωμε ὅτι αὐτές οἱ σκέψεις πού μᾶς ὑποβάλλει εἶναι ἀποκλειστικά 100% δικές μας. Γι᾽ αὐτό καί εἶναι πάρα πολύ δυσδιάκριτη ἡ προέλευσίς τους. Μᾶς τά ''πασσάρει'', ὅλα αὐτά, ὁ Διάβολος, λές καί τόν πῆρε ὁ πόνος γιά τήν Γερόντισσα καί τήν λοιπή ἐν Χριστῷ ἀδελφότητα.
Ὁ π. Παΐσιος ἔλεγε σχετικά: «Μέ ἕνα διαβολάκι, καί ὅλοι οἱ δικηγόροι νά μαζευτοῦν, δέν μποροῦν νά τά βγάλουν πέρα». Εἶναι σάν τήν Λερναία Ὕδρα τοῦ Ἡρακλῆ. Ὅταν κόβουμε ἕναν λογισμό, ὁ Διάβολος μᾶς δημιουργεῖ ἄλλους ''ἐννέα'' - πολλούς δηλαδή καινούργιους λογισμούς - καί ἔτσι δημιουργεῖται μέσα μας ἐγκεφαλικός σατανικός λαβύρινθος καί ἀδιέξοδο. Σ᾽ αὐτές τίς περιπτώσεις ἐπιβάλλεται περιφρόνησις.
Ἐνῶ, ὅταν ἡ ὑπακοή εἶναι ἁγιοπνευματικο-κατευθυνομένη, ὅταν δηλαδή γίνεται μέ ταπεινό φρόνημα, κλπ., τότε εἶναι μία κατάστασις, στήν ὁποία, ἐνῷ κάνωμε πλήρη καί σωστή ὑπακοή, ὅλως παραδόξως - ὧδε ἡ Ὀρθόδοξος πνευματικότης - ἐμεῖς πιστεύομε καί νοιώθομε ὅτι δέν εἴμαστε ὑπάκοοι, ὅπως θά τό ἤθελε ὁ Θεός. Αἰσθανόμεθα δηλαδή, ὅπως ἐκεῖνος ὁ μακάριος μοναχός πού εἶπε πρό τοῦ θανάτου του: «Δέν ἔχω πῆ ἕνα ''Κύριε ἐλέησον'' ὅπως θά τό ἤθελε ὁ Θεός». Καί, ὡς ἐκ τούτου, κάνομε ἀγῶνα καί εὐχόμεθα νά ἀποκτήσωμε κάποτε ὑπακοή εὐάρεστη τῷ Κυρίῳ. Ἄλλωστε, τίποτε δέν εἶναι ἰδικό μας. Ὅλα μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ δίδονται.
Ὁ Χριστός εἶναι Ἐκεῖνος πού θεραπεύει τά τραύματά μας. Ἄν ἐπιτρέψη ὁ Θεός στόν Διάβολο, δέν θά ἀναγνωρίσωμε τόν ἑαυτό μας... Ἐπειδή ὅμως δέν ἐπιτρέπει πειρασμούς - ἀνάξιοι ὄντες -, νά μήν ἔχωμε αὐταπάτες περί τοῦ ἑαυτοῦ μας.Ὁ Χριστός νικᾶ γιά λογαριασμό μας. Ἀρκεῖ, ὅμως, ἐμεῖς νά ἔχωμε τήν ἀγαθή προαίρεσι νά δεχθοῦμε τίς ὀδυνηρές συνέπειες αὐτῆς τῆς πνευματικῆς ἐγχειρήσεως.
Θά τελειώσωμε μέ τά λόγια τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου, ὁ ὁποῖος λέγει: «Ὅποιος δέν ἔχει θέλημα, εἶναι σάν νά γίνεται πάντα τό δικό του. Γιατί τότε, ὁ ὑποτακτικός δέν θέλει πιά νά γίνωνται τά πράγματα ὅπως θά τά ἤθελε ὁ ἴδιος, ἀλλά τά θέλει ὅπως γίνονται».
Εὐχηθῆτε, σεβαστέ μου Γέροντα, σεβαστές Γερόντισσες καί ἀδελφές, ὅπως, ἀποφεύγοντες, ὅλοι ἐμεῖς, τήν ὑπαρξιακή ἀνεπάρκεια τοῦ ἰδίου θελήματός μας, διά πλήρους κατά Θεόν ὑπακοῆς, ἀκινδύνως καί εὐκόλως φθάνωμε, ὁλοένα καί περισσότερο, σέ αὐτογνωσία καί σέ θεογνωσία, ζῶντες, ἀπό ἐδῶ καί τώρα, τόν ὑπέργλυκο ἀκόρεστο κορεσμό τοῦ Θεοῦ, αὐτήν τήν ἱερά καί νηφάλια κατά Θεόν μανία, καί νά προσθέτωμε μέσα μας, ἀνά πᾶσα ὥρα καί στιγμή, πῦρ στό θεϊκό πῦρ καί ὑπακοή στήν ὑπακοή.
Σᾶς εὐχαριστῶ πάρα πολύ γιά τήν ἀνοχή σας. Νά μέ συγχωρῆτε, πάντων ἕνεκεν. Παρακαλῶ ὅλους ὑμᾶς ὅπως εὔχεσθε γιά τήν ἀναξιότητά μου.
Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
(Ὁμιλία σέ κοινοβιακή Ἱερά Μονή μοναζουσῶν 3-9-2013)
Δεν είναι ολίγοι εκείνοι οι πιστοί που ενώ ξεκινούν την πνευματική ζωή με ιερό ενθουσιασμό και με συνέπεια, προϊόντος τού χρόνου αφήνουν την καρδιά τους να ψυχρανθεί και η πίστις να καταστεί απλώς κάτι σαν ιδέα και θεωρία. Οι συνέπειες όμως αυτής τής καταστάσεως είναι άκρως αρνητικές, αφού τελικώς όχι αυτοί που έχουν κάποια γνώση, αλλά εκείνοι που την εφαρμόζουν θα δικαιωθούν εν ημέρα κρίσεως.
Αυτήν ακριβώς την αλήθεια μάς επισημαίνει στο Αποστολικό ανάγνωσμα ο Απ. Παύλος.
“Ου γαρ οι ακροαταί τού νόμου δίκαιοι παρά τω Θεώ, αλλ’ οι ποιηταί τού νόμου δικαιωθήσονται” (Ρωμ. β' 13).
Ας εμβαθύνουμε όμως με τη χάρη τού Θεού στο σημαντικότατο αυτό θέμα.
Θα πρέπει εξ' αρχής να τονίσουμε και να εννοήσουμε ότι ο Θεός δεν δίδει τον Νόμον του και τις εντολές του απλώς και ως έτυχε. Δεν είναι απλά λόγια το αποκαλυπτικό θέλημα του Θεού που επαφίεται στο τι εξ' αυτών ο άνθρωπος θα θελήσει να εφαρμόσει. Όχι, ο Νόμος και οι Εντολές τού Θεού για τους πιστούς που εκουσίως δέχονται τον ελαφρύ ζυγό τού Χριστού, είναι υποχρεωτικού κύρους και εφαρμογής. Μας εδόθη ο νόμος τού Θεού που διασφαλίζεται και ερμηνεύεται αυθεντικώς μόνο εντός τού Σώματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, όχι για άλλο σκοπό, αλλά για να τον έχουμε ρυθμιστή στην ατομική, την οικογενειακή, την κοινωνική, την Εθνική μας ζωή. Και φυσικά το τέλειο είναι ολόκληρος ο κόσμος να τεθεί στην υπακοή αυτών των θείων εντολών που απελευθερώνουν και εξαγιάζουν τον άνθρωπο.
Ο Χριστιανός που θεωρητικώς αποδέχεται την πίστη τού Χριστού αλλά αδιαφορεί για την πρακτική της εφαρμογή ομοιάζει προς το άκαρπο δένδρο. Τι λέγει όμως ο Κύριος για την περίπτωση αυτή; “Παν δένδρον μη ποιούν καρπόν καλόν, εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται”.
Και δεν είναι καθόλου τυχαίες οι λέξεις διά των οποίων ο Κύριος αποδίδει τις ουράνιες πραγματικότητες, αφού σε αυτό το πυρ τής αιωνίου κολάσεως θα καταλήξει ο κάθε αμετανόητος παραβάτης τού Ευαγγελικού νόμου.
Όχι, αδελφοί μου, δεν μπορούμε να θεωρούμε εντελώς φυσιολογικό γεγονός την εφαρμογή τού πολιτειακού νόμου· να συμφωνούμε ότι άγνοια νόμου δεν συγχωρείται· να δεχόμαστε απαξάπαντες - οι νουν έχοντες - ότι οι παραβάτες των νόμων τού κράτους πρέπει να τιμωρούνται και από την άλλη να αρνούμαστε τις συνέπειες της παραβάσεως των εντολών τού Θεού. Εκ των λόγων σου κρινώ σε δούλε πονηρέ. Αυτή τη λογική που εφαρμόζεις για τα του κόσμου, τουλάχιστον εφάρμοσέ την και στα του Θεού, για να μην ισχυριστούμε ότι η διαλεκτική αυτή σύγκρισις υποβιβάζει το πανάγιον θέλημα. Αλλ' έστω κι απ' αυτήν την οπτική γωνία εάν το παρατηρήσει κάποιος το όλον θέμα, καταντά αναπολόγητος και στη ζωή αυτή, αλλά, φοβερόν, και εν ημέρα κρίσεως.
Δεν μπορούμε λοιπόν παρά να καταντούμε άνευ των έργων τής πίστεως, πνευματικώς νεκροί. Και φυσικά, αυτό σε ουδεμία των περιπτώσεων συνιστά ηθικισμό όπως θα σπεύσουν να κατηγορήσουν οι νεορθόδοξοι και οι “καιροσκόποι” θεολόγοι, το κατάντημα δηλ. τούτο τής πίστεως. Η εφαρμογή τής Ορθοδόξου πίστεως διά έργων αγαθών, αποδεικνύει ορθοπραξίαν και συνειδητή μυστηριακή – ασκητική – ησυχαστική – ομολογιακή βιοτή με όλες τις συνέπειες και σε όλες τις εκφάνσεις τής καθημερινότητος.
Αυτό δηλ. που κηρύσσει θεοπνεύστως και ο θείος Ιάκωβος όταν γράφει: “η πίστις χωρίς των έργων νεκρά εστί”, για να προσθέσει προς κάθε πιστόν “δείξον μοι την πίστιν σου εκ των έργων σου”.
Εάν τώρα θελήσουμε να προσέξουμε περισσότερο την πληγή τής μη εφαρμογής θα διαπιστώσουμε και θα παραδεχθούμε όχι ότι ο Θεός ζητά πράγματα ακατόρθωτα, αλλά ότι μας πνίγουν οι τρεις γίγαντες της ψυχής, δηλ. η ραθυμία, η λήθη και η άγνοια, κατά τους Πατέρες τής Εκκλησίας μας. Αυτή είναι η βασική αιτία συν τού ότι ως ανόητοι αναπαυόμαστε στην αμαρτητική ροπή που φέρουμε μέσα μας αλλά και στην κατάσταση της πνευματικής αναισθησίας που καρποφορεί η ενεργός αμαρτία σε όλα της τα επίπεδα. Είναι δε τόσο δαιμονική η αδικαιολόγητος δικαιολογία ορισμένων ότι δήθεν οι εντολές τού Χριστού είναι ανεφάρμοστες και τα θεία παραγγέλματα ακατόρθωτα που εγγίζουν τα όρια της βλασφημίας τού Αγίου Πνεύματος. Είναι δυνατόν άνθρωπε ο Θεός να δώσει νόμο δυσβάστακτο και ακατόρθωτο στους ανθρώπους; Αυτός ο πάνσοφος που γνωρίζει έως λεπτομερείας τις δυνατότητες του ανθρώπου, Αυτός που εξ αγάπης και εκ του μη όντως τον δημιούργησε, Αυτός που έδωσε τον Υιόν του τον μονογενή να θυσιαστεί επί του Σταυρού για την σωτηρία τού ανθρώπου, είναι ποτέ δυνατόν να ισχυρισθούμε ότι ζητά κάτι ακατόρθωτο από τον άνθρωπο; Κύριε φύλαξέ μας από τέτοιους δαιμονικούς λογισμούς. Όχι λοιπόν δεν είναι αυτό. Η πνευματική τεμπελιά, η άγνοια, η συνήθεια στην αμαρτία που καταντά δευτέρα φύσις καθότι “το επαναλαμβανόμενον έθος, ήθος”, η δειλία και η ντροπή τού κόσμου και τόσα άλλα είναι εκείνα που υψώνονται ως ανυπέρβλητο εμπόδιο στο να εφαρμόσουμε με χαρά και ενθουσιασμό τον αιώνιον και αμετάθετον νόμον τού Θεού. Αυτή είναι η πραγματικότητα και ας αφήσουμε τις δικαιολογίες που ως βαρίδια μάς δένουν και μας ρίχνουν στο πέλαγος της ανυπακοής.
Ναι. Τα πάντα ως προς το ζήτημα αυτό εξαρτώνται από εμάς και μόνον από εμάς, δοθέντος ότι “ο Θεός πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν” (Α' Τιμ. Β' 4).
Αδελφοί μου τα έτη που μας χαρίζει η αγάπη τού Θεού για να ζήσουμε στον πρόσκαιρο αυτό κόσμο είναι μετρημένα και φεύγουν γρηγορότερα και από το νερό. Στο χέρι μας είναι να τα εκμεταλλευθούμε και να θέσουμε αρχή σωτηρίας. Η εφαρμογή και μόνο η εφαρμογή των θείων εντολών είναι που βεβαιώνει την ελπίδα για την άλλη, την αιώνια, την ζωή στους ουρανούς που θα απολαμβάνουμε το λατρευτό πρόσωπο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Να δώσει ο Θεός. Αμήν.
Πηγή: Θρησκευτικά
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ-ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΙΣ
Δημητσάνα - Μεγαλόπολη, Κυριακή 7 Ἰουνίου 2015
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΕΓΚΥΚΛΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΨΑΛΤΗΡΙΟΥ
Ο ΘΕΟΣ ΘΑ ΔΙΚΑΙΩΣΕΙ ΤΟΝ ΔΙΚΑΙΟ
ΚΑΙ ΘΑ ΤΙΜΩΡΗΣΕΙ ΤΟΥΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΣ ΤΟΥ
1. Στήν σειρά τῆς ἑρμηνείας τοῦ ἱεροῦ Ψαλτηρίου, σήμερα, ἀδελφοί χριστιανοί, θά σᾶς ἑρμηνεύσω τόν 5ο ψαλμό.
Ὁ ψαλμός αὐτός εἶναι θρηνώδης. Ὁ ψαλμωδός θρηνεῖ στήν προσευχή του πρός τόν Θεό γιά τήν πολεμική πού τοῦ ἐξασκοῦν κακοί ἄνθρωποι καί Τοῦ λέγει: «Σύνες τῆς κραυγῆς μου» (στίχ. 2), «πρόσεχε τόν στεναγμό μου», ὅπως τό λέει τό Ἑβραϊκό κείμενο. Ποιοί εἶναι αὐτοί οἱ κακοί ἄνθρωποι πού στρέφονταν ἐναντίον τοῦ ποιητοῦ τοῦ ψαλμοῦ μας δέν γνωρίζουμε, οὔτε πάλι φαίνεται ἀπό τόν ψαλμό τί ἀκριβῶς τοῦ ἔλεγαν. Πάντως ὁ ψαλμωδός ἐπιτίθεται μέ βαρειές ἐκφράσεις ἐναντίον τους καί μάλιστα στρέφεται ἰδιαίτερα ἐναντίον κάποιου τόν ὁποῖο ὀνομάζει «ἄνδρα αἱμάτων καί δόλιον» (στίχ. 7).
2. Οἱ ἐχθροί τοῦ ποιητοῦ μας, κακοί ὄντες, ἔλεγαν πολλά συκοφαντικά ἐναντίον του. Ἔλεγαν λόγια πού τοῦ ἔκαναν ζημιά, γιατί ὁ λάρυγγάς τους ἦταν ἕτοιμος σάν τάφος νά τόν καταφάγει καί νά τόν θάψει. Ὅλο καί ἔλεγαν καί μηχανεύονταν δόλια πράγματα ἐναντίον του (στίχ. 10). «Ταῖς γλώσσαις αὐτῶν ἐδολιοῦσαν» (στίχ. 10).
3. Στόν πόνο του ὁ ποιητής μας γιά τήν ἐναντίον του πολεμική καί γιά νά σωθεῖ ἀπό τά ὅσα λέγουν καί μηχανεύονται κατ᾽ αὐτοῦ οἱ ἐχθροί του καταφεύγει στόν Ναό γιά νά προσφέρει θυσία στόν Θεό. Εἶναι δέ πολύ πιστός ὁ ποιητής μας, γι᾽ αὐτό καί εἰσέρχεται μέ πολλή εὐλάβεια καί φόβο στόν Ναό. Εἰσερχόμενος λέγει στόν Θεό: «Ἐγώ δέ ἐν τῷ πλήθει τοῦ ἐλέους σου εἰσελεύσομαι εἰς τόν οἶκον σου προσκυνήσω πρός ναόν ἅγιόν σου ἐν φόβῳ σου» (στίχ. 8). Τήν ὥρα πού ὁ ψαλμωδός προσφέρει τήν θυσία του εἶναι πρωί: «Τό πρωί παραστήσομαί σοι καί ἐπόψομαι», λέγει (στίχ. 4). Ὅσοι πρόσφεραν τότε θυσία παρατηροῦσαν εἴτε τόν ἱερέα εἴτε τό θύμα, εἴτε κοίταζαν γύρω-γύρω, μήπως δοῦν κανένα εὐνοϊκό σημεῖο ἀπό τόν Θεό, πού θά ἀνήγγελε κάποια βοήθεια. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ποιητής μας λέγει «ἐπόψομαι». Να δῶ, δηλαδή, κάποιο σημεῖο.
4. Ὁ ποιητής, πού συνθέτει τόν παρόντα ψαλμό καί προσφέρει πρωινή θυσία στόν Θεό γιά βοήθειά του, πιστεύει ὅτι ὁ Θεός θά τόν βοηθήσει. Θά τόν βοηθήσει γιατί ὁ Θεός δέν ἔχει καμμιά σχέση μέ τούς ἁμαρτωλούς, ὅπως εἶναι οἱ ἐχθροί του. Οὔτε δέχεται ὁ Θεός νά Τόν ὑπηρετοῦν οἱ πονηρευόμενοι καί δέν δέχεται πάλι ὁ Θεός νά εἶναι πλησίον Του οἱ παράνομοι. «Οὐχί Θεός θέλων ἀνομίαν σύ εἶ, οὐδέ παροικήσει σοι πονηρευόμενος, οὐδέ διαμενοῦσι παράνομοι κατέναντι τῶν ὀφθαλμῶν σου» (στίχ. 6), λέγει. Ὄχι μόνον ὁ Θεός δέν ἔχει καμμιά σχέση μέ τούς ἁμαρτωλούς, ἀλλά ἀντίθετα τούς ἀποστρέφεται καί τούς καταστρέφει (στίχ. 6). Ἑπομένως θά καταστρέψει «τούς λαλοῦντας τό ψεῦδος» (στίχ. 7), αὐτούς πού ἔλεγαν τά συκοφαντικά ἐναντίον τοῦ ποιητοῦ. Καί ἐκεῖνον τόν «ἄνδρα τῶν αἱμάτων καί δόλιον», πού ἤθελε νά κάνει μεγαλύτερο κακό στόν ψαλμωδό μας, τόν «βδελύσσεται ὁ Κύριος» (στίχ. 7).
5. Στήν προσευχή του ὁ ποιητής, ὅταν προσφέρει τήν θυσία στόν Θεό, εὔχεται τήν καταδίκη τῶν ἐχθρῶν του ἀπό τόν Θεό καί τήν ἀποτυχία τῶν κακῶν τους σχεδίων (στίχ. 11). «Ἀποπεσάτωσαν», λέγει (στίχ. 11). Νά ἀποτύχουν, δηλαδή, τά σχέδιά τους. Ἀκόμη περισσότερο παρακαλεῖ νά διώξει ὁ Θεός μερικούς ἀπό τούς ἐχθρούς του, «ἔξωσον» αὐτούς, λέγει στήν προσευχή του (στίχ. 11). Νά τούς διώξει ἀπό ποῦ; Ἀπό τό ἅγιο Θυσιαστήριο μᾶλλον. Ἄρα ἦταν καί ἱερεῖς πολέμιοι τοῦ εὐσεβοῦς ποιητοῦ μας. Τώρα ἑρμηνεύουμε καλύτερα αὐτό πού εἶπε προηγουμένως ὁ ποιητής μας ὅτι δέν δέχεται ὁ Θεός νά Τόν ὑπηρετοῦν οἱ πονηρευόμενοι («οὐδέ παροικήσει σοι πονηρευόμενος», στίχ. 5), οὔτε πάλι δέχεται ὁ Θεός νά εἶναι πλησίον Του οἱ παράνομοι («οὐδέ διαμενοῦσι παράνομοι κατέναντι τῶν ὀφθαλμῶν σου», στίχ. 6). Καί οἱ ἱερεῖς εἶναι αὐτοί πού ὑπηρετοῦν τόν Θεό καί εἶναι πλησίον Του, ὡς ἐγγίζοντες τά ἅγια. Καί σκανδαλισμένος λοιπόν καί πληγωμένος ὁ ποιητής μας ἀπό τήν κακή συμπεριφορά καί τῶν ἱερέων ἀκόμη ἐναντίον του λέγει περί αὐτῶν στήν προσευχή του: «Ἔξωσον αὐτούς»!... Διῶξε τους, ὦ Θεέ, ἀπό τό ἅγιο θυσιαστήριό Σου!...
6. Ἐνῶ ὅμως οἱ ἀσεβεῖς συκοφάντες καί πολέμιοι τοῦ ποιητοῦ μας θά καταστραφοῦν γιά τήν ἁμαρτωλότητά τους (στίχ. 11), ἀντίθετα, οἱ δίκαιοι, ὅσοι ἐλπίζουν στόν Θεό, ὅπως ἐλπίζει ὁ ψαλμωδός μας, θά αἰσθανθοῦν χαρά καί αἰώνια ἀγαλλίαση, γιατί ὁ Θεός θά «κατασκηνώσει ἐν αὐτοῖς» (στίχ. 12). Ὁ Θεός τόν δίκαιο ἄνθρωπο θά τόν στεφανώσει μέ τήν Χάρη Του, πού θά τοῦ εἶναι σάν ὅπλο ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν του. «Σύ εὐλογήσεις δίκαιον, Κύριε, ὡς ὅπλον εὐδοκίας (δηλαδή τῆς Χάρης Σου, τῆς εὐαρέσκειάς Σου) ἐστεφάνωσας αὐτούς» (στίχ. 13).
Μέ πολλές εὐχές,
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας
Πηγή: Ακτίνες
Kάποτε, ἐνῶ κήρυττε ὁ Κύριος, ἦλθαν οἱ συγγενεῖς Του, ἡ Μητέρα Του καὶ οἱ νομιζόμενοι ἀδελφοί Του, μὲ σκοπό, ὅπως φαίνεται, νὰ Τοῦ ὑποδείξουν νὰ μὴν κουράζεται ὑπερβολικά, ἀφοῦ, ὅπως σημειώνει ὁ ἱερὸς Εὐ-αγγελιστής, ὁ Κύριος καὶ οἱ Μαθητές Του ἀπὸ τὴν πολλὴ ἀπασχόλησή τους μὲ τὰ προβλήματα τῶν -ἀνθρώπων δὲν εὐκαιροῦσαν οὔτε νὰ φᾶνε (βλ. Μάρκ. γ´ 20 καὶ 31-35). Ἦλθαν, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν πολὺ κόσμο δὲν μπόρεσαν νὰ Τὸν πλησιάσουν. Κάποιος Τοῦ ἀνήγγειλε ὅτι ἡ μητέρα Σου καὶ οἱ ἀδελφοί Σου ἔχουν σταθεῖ ἔξω καὶ θέλουν νὰ Σοῦ μιλήσουν. Ἐκεῖνος τότε ἔδειξε τοὺς ἀφοσιωμένους ἀκροατές Του καὶ εἶπε: «Νά ἡ μητέρα καὶ οἱ ἀδελφοί μου». Δηλαδή, νά ποιοὶ εἶναι οἱ συγγενεῖς μου. «Ὅστις γὰρ ἂν ποιήσῃ τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς, αὐτός μου ἀδελφὸς καὶ ἀδελφὴ καὶ μήτηρ ἐστίν» (Ματθ. ιβ´ [12] 50)· ὅποιος κάνει τὸ θέλημα τοῦ Πατρός μου, ποὺ εἶναι στοὺς οὐρανούς, αὐτὸς εἶναι ἀδελφός μου καὶ ἀδελφή μου καὶ μητέρα μου.
Ὁ Κύριος βέβαια «οὐκ ἀρνεῖται τὴν κατὰ φύσιν συγγένειαν, ἀλλὰ προστίθησι τὴν κατ᾿ ἀρετήν», σημειώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (PG 57, 466). Δὲν ἀρνεῖται τὴ φυσικὴ συγγένεια – γι᾿ αὐτὸ καὶ καρφωμένος πάνω στὸ Σταυρὸ φρόντισε νὰ παραδώσει τὴ Μητέρα Του στὴν προστασία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου (βλ. Ἰω. ιθ´ [19] 26-27). Ἀλλὰ προσθέτει τὴ συγγένεια μὲ βάση τὴν ἀρετή, τὴν πνευματικὴ συγγένεια. Μιλᾶ γιὰ μιὰ ἄλλη οἰκογένεια, πνευματική. Ἡ οἰκογένεια αὐτὴ εἶναι ἡ Ἐκκλησία.
Εἶναι ἡ οἰκογένεια ποὺ ἔχει τὴν ἀρχή της στὸ Θεό. Συστήθηκε «οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκός… ἀλλ᾿ ἐκ Θεοῦ» (Ἰω. α´ 13). Ὁ Θεὸς θέλησε καὶ δημιούργησε τέτοιους δεσμοὺς μὲ τοὺς ἀνθρώπους· ὁ Θεὸς ὁ ἀπειροτέλειος καὶ ἀπρόσιτος, μπροστὰ στὸν Ὁποῖο στέκουν μὲ τρόμο οἱ ἄγγελοι. Ἐμεῖς οἱ χωματένιοι καὶ ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι δὲν θὰ τολμούσαμε νὰ σκεφθοῦμε κάτι τέτοιο οὔτε νὰ τὸ ζητήσουμε.
Ἡ πνευματικὴ συγγένεια λοιπὸν ἔχει τὴν ἀρχή της στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, στὴν ἀσύλληπτη συγκατάβασή Του. Καὶ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, εἶναι χάρισμα. Μᾶς χορηγεῖται μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα. Ἡ μέρα τῆς βαπτίσεώς μας εἶναι τὰ πνευματικά μας γενέθλια. Τότε πεθαίνει ὁ ἁμαρτωλὸς ἑαυτός μας μέσα στὸ νερὸ τῆς κολυμβήθρας καὶ γεννιέται ὁ καινούργιος, ὁ ἀναγεννημένος. Ἀνήκουμε πλέον στὸ Θεό, διότι δὲν εἴμαστε πιὰ μόνο δημιουργήματά Του, ἀλλὰ καὶ γινόμαστε κοινωνοὶ τῆς Χάριτος καὶ τῆς ἁγιότητός Του. Εἴμαστε φύ-τρα τοῦ Θεοῦ, «οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ» (Ἐφ. β´ 19), δικοί Του ἄνθρωποι, μέλη τῆς οἰκογενείας Του, τοῦ σπιτιοῦ Του, τῆς Ἐκκλησίας Του. Ἔχουμε τὸν Θεὸ Πατέρα, τοὺς ἄλλους Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς ἀδελφούς μας, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ πρωτότοκο ἀδελφό μας (βλ. Ρωμ. η´ 29). Ἔχουμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ Πνεῦμα τῆς -«υἱοθεσίας» (Ρωμ. η΄ 15), ποὺ μᾶς μεταμόρφωσε σὲ τέκνα Θεοῦ, στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας· τὸ Ὁποῖο μᾶς δίνει τὴν πληροφορία καὶ τὴν παρρησία νὰ ἀπευθυνόμαστε πρὸς τὸν Θεὸ μὲ τὴ λέξη: «Πατέρα»!
Αὐτὴ ἡ πνευματικὴ συγγένεια βέβαια εἶναι θεῖο χάρισμα, ἀλλὰ πρέπει νὰ συντηρεῖται, νὰ ἐπιβεβαιώνεται καὶ νὰ αὐξάνει καθημερινὰ διὰ τῆς πίστεως, ποὺ ἐκδηλώνεται μὲ ἔργα ἀρετῆς καὶ ἁγιότητος. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος δήλωσε ὅτι συγγενεῖς Του εἶναι ὅσοι ἐφαρμόζουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «Πάντες υἱοὶ Θεοῦ ἐστε διὰ τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. γ´ 26).
Εἴμαστε συγγενεῖς τοῦ Θεοῦ, εἴμαστε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Ἅγιος εἶναι ὁ Θεός, ἅγια εἶναι καὶ τὰ γνήσια τέκνα Του. Τὰ παιδιὰ μοιάζουν στὸν πατέρα τους. Ἂν θέλουμε λοιπὸν νὰ εἴμαστε γνήσια τέκνα Του, πρέπει νὰ ζοῦμε ζωὴ ἁγιότητος, ζωὴ μετανοίας καὶ καθάρσεως ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας.
Εἴμαστε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ!
Ἔχουμε ἀδελφούς, μὲ τοὺς ὁποίους μοιραζόμαστε τὴν ἴδια πίστη καὶ ἐλπίδα, τὸ ἴδιο πνευματικὸ τραπέζι, τὸν ἴδιο ἀγώνα, τοὺς ἴδιους πόθους καὶ τὶς ἴδιες ἀγωνίες. Προσβλέπουμε στὴν κοινὴ πατρίδα μας. Μιλᾶμε στὸν Πατέρα μας μαζὶ στὴν προσευχὴ καὶ στὴ Λατρεία, ἑνώνοντας τὶς φωνὲς καὶ τὶς καρδιές μας. Μιλᾶμε τὴν ἴδια γλώσσα, τὴ γλώσσα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τόσο περισσότερο ὅσο Τὸ ἀφήνουμε νὰ μᾶς κατευθύνει στὸ θεῖο θέλημα. Ἔτσι, γινόμαστε ἄξια τέκνα τοῦ Θεοῦ καὶ χαιρόμαστε πιὸ βαθιὰ τὸν μεταξύ μας ἀδελφικὸ σύνδεσμο.
Ἔχουμε οἰκογένεια.
Ἂς τὴ χαροῦμε.
Ἂς ζήσουμε στὴ θαλπωρή της.
Πηγή:Ο Σωτήρ
Δυστυχῶς πολλοί χριστιανοί πάσχουμε ἀπό μία πολυμερῆ διάχυση πρός τά ἔξω. Ζοῦμε στόν αἰῶνα τῶν αἰσθήσεων. Ἡ ἐξωστρέφεια, ἡ πολυπραγμοσύνη, ὁ σκορπισμός τῆς ψυχῆς μας στά ἀνθρώπινα καί κοσμικά ἀποτελοῦν τόν χαρακτῆρα τῶν σημερινῶν ἀνθρώπων. Ἡ ὑλική λάμψη τοῦ μηχανικοῦ πολιτισμοῦ, ἡ Κίρκη αὐτή τῶν ὀφθαλμῶν, μετέβαλε τούς ἀνθρώπους σέ ἄνοα (χωρίς νοημοσύνη) ὄντα.
Πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι “ἐντός ἡμῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν” καί ἡ ἐνασχόληση μέ κοσμικά πράγματα, περισσότερο τοῦ πρέποντος εἶναι ἔργο τοῦ σατανᾶ. Δέν φθάνει νά ἐπιθυμοῦμε τό ἀγαθό, ἀλλά χρειάζεται νά γνωρίσουμε καί πού βρίσκεται καί πώς κατακτιέται. Ἡ ψυχική οἰκοδομή εἶναι ὑπόθεση ἐσωτερικοῦ πόνου, γιατί κάθε ἁμαρτία εἰσέρχεται στή ψυχή ἀπό ἡδονή καί εἶναι λογικό νά ἐξέρχεται διά τοῦ πόνου.Ἡ ἀπαλλαγή της γίνεται μέ τόν πόνο.
Δέν θά ἦταν προτιμότερο ἀντί νά τρέχουμε δεξιά καί ἀριστερά νά κλεισθοῦμε στό σπίτι μας, νά λησμονήσουμε γιά λίγο ἀκόμη καί τόν ἑαυτό μας καί νά εἰσέλθουμε στό “ταμιεῖον μας;” Νά πάρουμε τό κοσμβοσχοίνι καί νά ἀρχίσουμε μέ ταπείνωση, μέ μετά-νοια καί μέ συντριβή νά λέμε τήν εὐχή τό: “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησον ἡμᾶς”.
Ἡ προσευχή εἶναι τό πνευματικό ὀξυγόνο. “Ὁ Κύριος εἶναι πάντοτε κοντά σ’ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι τόν ἐπικαλοῦνται μέ πίστη, σέ ὅλους ὅσοι τόν ἐπικαλοῦνται μέ εἰλικρίνεια καρδιᾶς. Τά δίκαια θελήματα καί αἰτήματα αὐτῶν πού Τόν εὐλαβοῦνται, θά ἐκπληρώσει ὁ Κύριος, θά κάνει δεκτή τήν δέησή των καί θά τούς σώσει ἀπό τούς διαφόρους κινδύνους. (Ψαλμ.144, 18-19). “Ὅταν προφέρωμεν τό Ὄνομα τοῦτο τοῦ Χριστοῦ, ἐπικαλούμενοι Αὐτόν εἰς κοινωνίαν μεθ’ ἡμῶν, τότε Οὗτος, ὁ τά πάντα πλη-ρῶν, προσέχει ἡμᾶς καί ἡμεῖς εἰσερχόμεθα εἰς ζῶσαν ἐπαφήν μετ’ Αυτοῦ”. [1]
Ἔτσι καί μέ τόν καιρό θά ἀξιωθοῦμε νά δοῦμε τόν Χριστό μυστικά μέσα στήν καρδιά μας, νά μᾶς χορτάσει ἀπό ἀγάπη καί ἀλήθεια.[2]
Γιά τούς ἐν τῷ κόσμῳ εὑρισκόμενους χριστιανούς, οἱ Γέροντες τῆς Ἱ. Μονῆς Βαλαάμ, (Φιλαμνδίας), συμβουλεύουν:”Ὅταν δέν σᾶς εἶναι δυνατόν ἤ δέν ἔχετε διαθέσιμον χρόνον διά νά ἀσκῆσθε εἰς τήν προσευχήν, τότε κατά τήν ἀπασχόλησίν σας προσπα-θήσατε νά διατηρεῖτε παντοιοτρόπως τό “πνεῦμα τῆς προσευχῆς” τ. ἔ. ἔχετε τήν μνήμην τοῦ Θεοῦ καί μέ κάθε τρόπο ἐντείνατε τήν νοεράν ὅρασίν σας ἵνα βλέπετε Αὐτόν ἐνώπιόν σας, ὄντως ὄντα, μετ’ εὐλαβοῦς ὑποταγῆς εἰς Αὐτόν καθ’ ὅλας τάς ὥρας τῆς ἐργασίας σας. Παραδώσατε ἑαυτούς εἰς τήν παντοδυναμίαν Του, εἰς τήν παντοκρατορίαν Του, εἰς τήν παντογνωσίαν, οὕτως ὥστε εἰς κάθε ἔργον σας, εἰς κάθε λόγον σας καί εἰς κάθε διαλογισμόν σας νά ἐπιμνημονεύτεαι ὁ Θεός καί τό ἅγιον Αὐτοῦ θέλημα. Ἰδού ἐν ὀλίγοις εἰς τί ἔγκειταιτό λεγόμενον “τό νεῦμα τῆς προσευχῆς”.[3]
Λόγω τοῦ σπουδαιοτάτου αὐτοῦ θέματος τῆς προσευχῆς, κρίναμε σκόπιμο νά παρουσιάσουμε στήν ἀγάπη σας τήν ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ σεβαστοῦ Ἁγιορείτου Μοναχοῦ π. Θεοκλήτου Διονυσιάτου, ἡ ὁποία παρουσιάστηκε στόν Ραδιο-φωνικό σταθμό τῆς Ἒκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τό Σάββατο 22 Αὐγούστου 2004. Γιά τήν πληρέστερη κατανόηση τῆς ὁμιλίας, στήν εἰσαγωγή πού ἀκολουθεῖ ἀναφέρουμε τήν δημιουργία καί τήν ζωή πρό καί μετά τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων μέσα ἀπό κείμενα ἀπό τούς ἁγ. Πατέρες μας ἀλλά καί τοῦ ὁμιλοῦντος σχετικά μέ τήν ἡσυχαστική – ἀσκητική Παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.
Γιά τίς ἐλλείψεις ζητοῦμε τήν ἐπιείκειάν σας.
Κων/νος Ἡρ. Δεσπότης
Εἰσαγωγή
Ὁ Θεός άρχικά δημιούργησε τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τή γῆ καί στή συνέχεια “ἐνεφύσησε” καί ἐδημιούργησε τήν ψυχή. Τό ἐμφύσημα τοῦ Θεοῦ, λέγει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἔχει τριαδική φύση ὅπως ὁ Θεός εἶναι Τριαδικός (Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιο Πνεῦμα), Νοῦς ὁ πατήρ, Λόγος ὁ Υἱός καί Πνεῦμα, ἔτσι καί ἡ ψυχή ἔχει νοῦ, λόγο καί πνεῦμα. Ὁ νοῦς, πού εἶναι θά λέγαμε ὁ πυρήνας τῆς ὑπάρξεώς μας, ὁ λόγος, πού γεννιέται ἀπό τόν νοῦ καί τό πνεῦμα πού εἶναι “ὁ νοερός ἔρως τοῦ ἀνθρώπου”. Ὁ Θεός ἔχει οὐσία, – πού εἶναι ἀμέθεκτη – καί ἐνέργεια, (ἡ θεία Χάρις, μέ τήν ὁποία μπορεῖ νά ἔχει κοινωνία ὁ ἄνθρωπος), πού εἶναι ἄκτιστες ἀλλά καί ἡ ψυχή ἔχει οὐσία καί ἐνέργεια. Ἡ οὐσία της βρίσκεται στήν καρδιά ὄχι σάν σέ ἀγγεῖο ἀλλά σάν σέ ὄργανο, ἐνῶ ἡ ἐνέργειά της (ὁ νοῦς) λειτουργεῖ μά τούς λογισμούς. Στή φυσική κατάσταση ὁ νοῦς βρίσκεται στήν καρδιά καί ἔχει ἀδιάλειπτη προσευχή, ὁ λόγος ἐνεργεῖ στόν ἐγκέφαλο. Ἡ λογική ἐργάζεται καί ἔχει συνείδηση τοῦ περιβάλλοντος, ἀσχολεῖται μέ τίς γήϊνες φροντίδες.
Κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ ἡ ψυχή λέγεται καί νοῦς. Ἀλλά νοῦς λέγεται τόσο ἡ οὐσία της πού εἶναι ἡ καρδιἀ, ὅσο καί ἡ ἐνέργειά της, πού συνίσταται στούς λογισμούς. Γιά νά μή γίνεται ὅμως καμμιά σύγχυση οἱ ὅροι αὐτοί στήν βιβλιοπατερική Παράδοση ἐναλλάσσονται, μποροῦμε νά μιλοῦμε γιά τήν ψυχή ὡς τό πνευματικό στοιχεῖο τῆς ὑπάρξεώς μας, γιά τήν καρδιά, ὡς τήν οὐσία τῆς ψυχῆς καί γιά τόν νοῦ, ὡς τήν ἐνέργειά της.
Καρδιά εἶναι τό κέντρο τῆς ψυχοσωματικῆς συγκροτήσεως τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ὁ χῶρος ἐκεῖνος πού ἀνακαλύπτεται μέ τήν ἐν Χάριτι ἄσκηση (τήν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν) καί ὁ χῶρος ὅπου ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός. Εἶναι τό κέντρο καί ἡ συνισταμένη τῶν τριῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς ἤτοι τοῦ λογιστικοῦ (ἤ λόγος), τοῦ ἐπιθυμητικοῦ (ἤ ἐπιθυμία) καί τοῦ θυμικοῦ (ἤ θυμός). Ἡ ἐπιθυμία καί ὁ θυμός ἀποτελοῦν τό παθητικό μέρος τῆς ψυχῆς.[4] “Ὁ μέν λόγος ἀναζητεῖ τόν Θεό, ἡ ἐπιθυμία νά ἐπιθυμῆ τόν Θεό καί ὁ θυμός πρέπει νά κάνη τά πάντα γιά νά ἐπιτύχη αὐτήν τήν τήν κοινωνία καί ἑνότητα”.[5]
“Ὁ Ἀδάμ στόν Παράδεισο πρίν ἀπό τήν πτώση βρισκόταν στήν θεωρία τοῦ Θεοῦ. Ἡ μελέτη τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως δείχνει ὅτι ὁ Αδάμ εἶχε κοινωνία μέ τόν Θεό, ἀλλά ἔπρεπε μέ τόν ἐλεύθερο ἀγώνα του νά παραμείνη σ’ αὐτήν τήν κατάσταση, νά σταθε-ροποιηθῆ περισσότερο καί νά φθάση στήν τελεία κοινωνία καί ἑνότητα μαζί Του. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός περιγράφει πολύ χαρακτηριστικά αὐτήν τήν κατάσταση τῆς ἀρχεγόνου δικαιοσύνης. Ὁ Ἀδάμ ἦταν κεκαθαρμένος καί συγχρόνως τρεφόταν ἀπό τήν θεωρία τοῦ Θεοῦ. Ὁ νοῦς του ἦταν φωτισμένος, καί αὐτό σημαίνει κυρίως ὅτι ἦταν ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί εἶχε ἀδιάλειπτη μνήμη Θεοῦ”.[6] Οἱ πρωτόπλαστοι ἀκολούθησαν τήν πονηρή συμβουλή τοῦ διαβόλου, νά αὐτονομηθοῦν καί νά φθάσουν στήν θέωση χωρίς τόν Θεό, ὁ ὁποῖος μέ ἀγάπη τούς πρότεινε νά μήν φάνε ἀπό τόν καρ-πό γιατί θά πεθάνουν. Κι’ αὐτό δέν ἀποτελοῦσε μία ἀπειλή ἀλλά τήν φανέρωση τῶν ὁρίων τῆς ζωῆς. Γιατί δέν ὑπάρχει ζωή ἔξω ἀπό τόν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως δέν συνειδητοποιεῖ αὐτή τήν δωρεά πού τοῦ δόθηκε μέ ἀποτέλεσμα νά ἀκολουθήση ἡ πτώση. Τό προπατορικό ἁμάρτημα συνίσταται στόν σκοτασμό τοῦ νοῦ καί τήν ἀπώλεια τῆς Θεοκοινωνίας. Ὁ νοῦς ὑπολειτουργεῖ καί ὑποδουλώνεται στά πάθη, στό ἄγχος, στίς συνθῆκες τοῦ περιβάλλοντος, διασκορπίζεται καί διαχέεται στόν κόσμο διά τῶν αἰσθή-σεων. Ἔπαθε πλήρη ἐσωτερική ἀποδιοργάνωση, οἱ ψυχικές δυνάμεις σκορπίστηκαν καί ἡ λογική θεοποιήθηκε καί καί νεκρώθηκε.
Ἑπομένως ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται νά θεραπευθῆ μέ τήν βοήθεια τῆς θείας Χάριτος τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πού χορηγεῖται διά τῶν μυστηρίων καί τῆς Εὐαγγελικῆς ζωῆς, ἀκολουθώντας τήν ἡσυχαστική ἀγωγή[7] τῆς Ἐκκλησίας μας νά διέλθη τά τρία στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆς πού εἶναι ἡ κάθαρση,[8] ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ, πού ἦταν ἡ κατάσταση τοῦ Ἀδάμ πρίν τήν πτώση, καί ἔπειτα νά φθάση στήν θέωση. [9]
Ἡ Θεοτόκος διά τῆς ἡσυχίας ἐπιτυγχάνει τήν τελεία ἕνωσί της μέ τόν Θεό.[10]
“Τήν ἡσυχία, τήν στάσι τοῦ νοῦ καί τοῦ κόσμου, τήν λησμονιά τῶν κάτω, τήν μυσταγωγό τῶν ἄνω, τήν ἀπώθηση τῶν νοημάτων πρός τό ἀνώτερο. Αὐτή ἡ πρᾶξις ἀληθῶς εἶναι ἐπίβασις τῆς ἀληθινῆς θεωρίας ἤ θεοπτίας, γιά νά μιλήσω σαφέστερα, εἶναι δεῖγμα τῆς ἀληθοῦς ὑγιοῦς ψυχῆς. Διότι κάθε ἄλλη ἀρετή εἶναι σάν φάρμακο ἀντίδοτο πρός τίς ἀσθένειες τῆς ψυχῆς καί τά κατερριζώμενα πονηρά παθήματα ἀπό τή ραθυμία.[11]
Ἡ ἡσυχία ὅπως τήν ἐβίωσε ἡ Παναγία δέν εἶναι ἀδράνεια. Εἶναι κοπιώδης πνευματική ἐργασία, εἶναι συνεχής ἀγών πνευματικῶν καρδιακῶν ἀναβάσεων, πού μόνο ψυχές ἐκκαιόμενες ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί χαριτωμένες ἀπό τήν θεία Χάρι ἠ-μποροῦν νά ἀναλάβουν. Ἡ Θεοτόκος, ἐγκαινίασε στόν κόσμο τήν ἡσυχαστική ὁδό ἀναβάσεως πρός τόν Θεό: ” Ἀποβάλλοντας λοιπόν ἡ Πάναγνος ὅλες (τίς σχέσεις) ἀπό αὐτήν τήν ἀφετηρία τοῦ βίου της (καθώς λένε), ἀπομακρύνθηκε ἀπό τούς ἀνθρώπους. καί ἀποφεύγοντας τόν ἔγγαμο βίο,προτίμησε τήν ἀόρατη σέ ὅλους καί ἀσυνδύαστη ζωή, διαβιώνοντας μέσα στά ἄδυτα, (Ἅγια τῶν Ἁγίων τοῦ Ναοῦ), ὅπου λυμένη ἀπό κάθε δεσμό καί ἐκτινάσσοντας κάθε σχέσι καί ὑπερνικώντας καί αὐτήν τή συμπάθεια πρός τό δικό της σῶμα, συνένωσε τόν νοῦ μέ τήν στροφή καί τήν προσοχή πρός τόν ἑαυτόν της (τήν καρδιά) καί μέ τήν ἀδιάλειπτη θεία προσευχή (πού ἔδωσε στόν νοῦ της). Καί ἀφοῦ εἰσῆλθε δι’ αὐτῆς ἐντός τοῦ ἑαυτοῦ της, καί ὑπερέβηκε τόν πολύμορφο συρφετό τῶν λογισμῶν καί, γιά νά μιλήσω μέ ἁπλᾶ λόγια, κάθε εἴδους (νοήματα), οἰκοδόμησε καινούργια καί ἀπόρρητη ὁδό πρός τούς οὐρανούς, γιά νά μιλήσω ἔτσι, τήν νοητή σιγή. Καί προσηλώνοντας σ’ αὐτήν τόν νοῦ ὑπερίπταται πάνω ἀπό κάθε κτιστό, καί βλέπει τήν δόξα τοῦ Θεοῦ πολύ ἀνώτερα κι ἀπό τόν Μωϋσῆ καί ἀντικρύζει τήν θεία Χάρι, πού δέν ὑποπίπτει καθόλου στίς αἰσθήσεις, ἀλλά εἶναι εὔχαρι, καί ἱερό θέαμα τῶν ἀμολύντων ψυχῶν καί νόων. Ἐπιτυγχάνοντας λοιπόν αὐτό τό θέαμα, γίνεται σύμφωνα μέ τούς θείους ὑμνωδούς,νεφέλη φωτεινή τοῦ ὄντως ζῶντος ὕδατος καί αὐγή μυστικῆς ἡμέρας καί πρυρίμορφο ὄχημα τοῦ Λόγου. [12] Γι’ αὐτό καί ἀφοῦ μέ αὐτές τίς τελειότατες θεωρίες ἔφθασε σέ τελεία καθαρότητα καί ἀφοῦ κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἑνώθηκε καί ἔγινε ὁμοία μέ τόν Θεό, μοναδική ἀπό τούς ἀνά τούς αἰῶνες ἀνθρώπους”.[13]
Ὁ ἀναγνώτης μπορεῖ νά πληροφορηθῆ γιά τήν ἡσυχαστική-ἀσκητική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀπό τά ἔργα τοῦ Σεβασμιωτάτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, σχετικά μέ τήν Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία, 4 τόμοι, ἔκδοση Ἱ. Μονῆς Πελαγίας.
Tό θέμα τό ὁποῖον ἐπέλεξα διά νά σᾶς μιλήσω εἶναι τό θέμα τῆς προσευχῆς τό ὁποῖον τόσον συνδέεται μέ τήν πνευματικήν ζωήν τῶν χριστιανῶν.[14] Ἡ προσευχή ἀποτελεῖ ἕνα θέμα τό ὁποῖον ἀποτελεῖ τήν καρδίαν τῆς πίστεώς μας χωρίς τό ὁποῖον δέν μπορεῖ νά νοηθῇ πνευματική ζωή, χριστιανική ὀρθόδοξος ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ προσευχή προϋποθέτει μίαν ἀδιάλειπτον προσπάθειαν συνομιλίας καί ἑνώσεως μέ τόν Θεόν ἀπό τόν ὁποῖον προερχόμεθα καί εἰς τόν ὁποῖον πάλιν ἐπιστρέφωμεν. Ἑπομένως, ἡ προσευχή, εἶναι ἕνα ἀπό τά κέραια θέματα (τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς) ὄχι μόνον ὡς οὐσιώδης ἐνέργεια τῆς ψυχῆς καί ὡς μέσον ἑνώσεως μέ τόν Θεόν ἀλλά καί ὡς στοιχεῖον τό ὁποῖον κρίνει τόν βαθμόν τῆς χριστιανικότητός μας. Διότι εἶναι ἀδύνατον νά νοηθῇ χριστιανός ὀρθόδοξος χωρίς νά εὑρίσκεται εἰς ἀδιάλειπτον ἐπαφήν μέ τόν Θεόν διά τῆς προσευχῆς ὅπως λέγει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μέ τήν σύστασίν του:” ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε”. Ὁ Κύριός μας: “ἀγρυπνεῖτε καί προσεύχεσθε” καί γενικῶς ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες ὑπογραμμίζουν τήν ἀναγκαιότητα τῆς προσευχῆς[15] ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τόν πνεύμονα τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς καί χωρίς τήν ὁποίαν δέν μποροῦμε νά νοηθοῦμε χριστιανοί. Εἶναι θά ἔλεγε κανείς ἀδελφοί μου ἡ προσευχή τό πιό χαρακτηριστικό γνώρισμα αὐτῆς τῆς ἀνθρωπίνης ὑποστάσεώς μας ὡς λογικῶν ὅντων καί ὡς ἕνα μέσον διά τοῦ ὁποίου ἑνούμεθα μέ τόν Θεόν καί μαρτυροῦμεν μέ τήν ἀδιάλειπτον τήν ἄρρηκτον σχέσιν πού ἔχομεν μέ τόν Πατέρα Δημιουργόν μας. Γι’ αὐτό λοιπόν εἶπα: “ὅτι αὐτό τό θέμα πρέπει νά μᾶς ἀπασχολῇ πάντοτε ἀδελφοί μου, καί αὐτό μάλιστα γιατί ἡ προσευχή εἶναι κάτι στό ὁποῖο προσκρούωμε οἱ πολλοί διότι ἡ προσευχή προϋποθέτει κάτι τό ὁποῖον εἰς τήν γλῶσσαν τῶν ἁγίων Πατέρων ὀνομάζεται ἀμεριμνίαν,[16] ἡσυχίαν, προϋποθέσεις ἐντελῶς ἀπαραίτητες. Καί ξέρετε ὅτι δημιουργεῖται ἕνα εἶδος ἀντινομίας θά ἔλεγε κανείς ἀπό τό γεγονός νά θέλῃ κανείς νά προσευχηθῇ ὑπό την προϋπόθεσιν ὅτι θέλει νά ἑνωθῇ μέ τόν Θεόν σέ συνθῆκες καταλυτικές, ὅπως εἶναι οἱ σύγχρονες συνθῆκες τῆς ζωῆς μας κατά τίς ὁποῖες διασπᾶται ἡ ἑνότης τῆς ψυχῆς κατακερματίζεται ἡ καρδία καί δέν μποροῦμεν νά ἀναφερθοῦμεν εἰς τόν Θεῖον.
Θά ἔλεγε κανείς ὅτι συνδέεται ἡ προσευχή μέ τήν προσπάθειαν ἐκτοπίσεως ὅσων τό δυνατόν περισσοτέρων διαφόρων μεριμνῶν τῆς ἀφαιρέσεως ὅσων τό δυνατόν περισσοτέρων στοιχείων τά ὁποῖα παρεμβάλλονται ἐμποδιστικῶς μέσα στήν προσπάθειάν μας νά τά προσπεράσωμεν καί νά ἑνωθοῦμε μέ τό Θεῖον. Ἑπομένως ἡ προσευχή εἶναι ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα ἀθλήματα γι’ αὐτό μάλιστα καί οἱ ἅγιοι Πατέρες τήν θεωροῦν ὡς καθρέπτην τῆς πνευματικῆς καταστάσεως τῶν χριστιανῶν[17] . “Πές μου πώς προσεύχεσαι νά σοῦ πῶ ποιός εἶσαι”. Καί ξέρετε ἀδελφοί μου ὅπως εἶπα προηγουμένως, ὅτι εἶναι τρομακτική ἀντινομία νά σκεφθῇ κανείς ὅτι ἔχοντες τήν συνείδησιν ὅτι εἴμαστε παιδιά τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος καί ἔχοντες αὐτόν τόν νοερόν ἐργαστήριον, ἔχοντες αὐτήν τήν ποιότητα τήν πνευματικήν ὡς νοερά ὅντα, ὡς ψυχοπνευματικῶν ἀνήκοντες περισσότερον εἰς τόν Θεόν καί ὁλιγότερον εἰς τόν κόσμον νά μήν ἔχωμεν τήν δυνατότητα ἤ τουλάχιστον νά ἐμποδιζόμεθα τόσον πολύ ἀπό τήν προσευχήν.[18]
Βέβαια περί τῶν μοναχῶν δέν γίνεται κἄν λόγος καί θά ἔλεγε κανείς εἶναι ἕνα τάγμα τό ὁποῖον ἀδιαλείπτως προσεύχεται ἀκριβῶς ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι ἔχουν εξασφαλισμένες τίς προϋποθέσεις τῆς προσευχῆς πού εἶναι ἡ ἀμεριμνία καί ἡ ἡσυχία.[19]
Ἡ ζωή μας εἶναι ὁργανωμένη ὅπως θά τό ξέρετε ἔτσι ὥστε ἡ ψυχή τοῦ μοναχοῦ ἀπηλλαγμέγη ἀπό διάφορες ὀχλήσεις ἐξωτερικῶν πραγμάτων χωρίς εἰκόνες, χωρίς τύπους τίς διασπαστικές μέριμνες, χωρίς νά ἔχουν τήν ἐμποδιστικήν τῶν διαφόρων ἀνθρωπίνων περιπασμῶν, ἀντίρρησιν, τήν ἄρνησιν νά μποροῦν νά ἔχουν αὐτήν τήν δυνατότητα τῆς ἀμεσότερης προσευχῆς γι’ αὐτό μάλιστα θά ἔλεγε κανείς εἶναι οἱ ὑμνητικοί ἐρωδιοί, εἶναι πνεύματα ἀδιαλείπτως κινούμενα στόν χῶρο τῆς προσευχῆς καί τῆς ἑνώσεως μέ τόν Θεόν. Οἱ μοναχοί ἰδίως μάλιστα οἱ ἡσυχασταί ἀπό τούς ὁποίους ἔχουν ἀναδειχθεῖ μεγάλοι Πατέρες θεολόγοι εἶχαν αὐτήν τήν ἱκανότητα καί τήν ἐνέργειαν τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι ἦσαν μέσα εἰς τόν χῶρον τόν ἡσυχαστικόν καί ἐάν μέσα εἰς τήν ἡσυχίαν ἀπαιτεῖται μία προσπάθειαν διά τήν ἑνότητα μέ τήν προσευχή εἶναι προφανές ὅτι ἐσεῖς ἔχετε ἐδῶ εἰς τόν κόσμον “περιπεπληγμένη ταῖς τοῦ βίου πραγματεῖες”, περισσοτέραν τήν ἀνάγκην αὐτῆς τῆς προσπαθείας ὑπερβάσεως τῶν διαφόρων ἐμποδίων τῶν ὁποίων ἐγείρονται εἰς τήν ζωήν σας διά νά μπορέσετε νά ἔρθετε εἰς ἐπαφήν μέ τό Θεῖον.[20]
Κατ’ ἀρχήν ἀδελφοί μου ὅταν λέγωμεν προσευχήν ἐννοοῦμε αὐτό πού λέγουν οἱ Πατέρες εἶναι ὁμιλία ἐν τῆ ἐννοία του ὁμοῦ δηλ. τῆς ἑνότητος κάνωμεν μίαν προσπάθειαν ἑνώσεως καί ἑνότητος μέ τόν Θεόν. Εἶναι μία χάρις ἰδιαιτέρα εἰς τόν ἄνθρωπον ἀλλά διά νά πραγματοποιηθῇ αὐτή ἡ ἑνότης δέν φθάνει μόνον ὅπως εἶπα προηγουμένως νά εἴμαστε ἀπηλλαγμένοι ἀπό τίς πολλές μέριμνες καί μήν ξεχνᾶτε πώς καί ἡ προσευχή εἶναι μία ἀπό τις λειτουργίες τῆς χριστιανικῆς ζωῆς μέσα στά πλαίσια ὅλων τῶν ἄλλων προσπαθειῶν διά νά ἀπαλλαγῇ ἡ ψυχή μας ἀπό τά διάφορα πάθη καί ἀπό τίς διάφορες παρενέργειες. Δηλ. δεν μποροῦμε νά ἐννοήσουμε προσευχήν ἐάν δέν τηροῦμε τάς ἐντολάς[21] μίαν ἐκ τῶν ὁποίων καί ἐκ τῶν θεμελιωδεστέρων εἶναι ἀδελφοί μου·” μή μεριμνᾶτε τί φάγετε ἤ τί ἐνδύσητε ..κλπ”. Καί νά μήν διασποῦμε τήν προσευχή μας μέ αὐτές τίς μέριμνες, τίς καθημερινές ἀναπόφευκτες δέ ἀλλά ἐπειδή εἶναι ἀναπόφευκτες μποροῦν νά ἀντιμετωπιστοῦν. Πῶς; Μέ τήν πίστιν. Ἡ πίστις εἶναι αὐτή ἡ ὁποία μᾶς ἱκανώνη ὥστε τίς μέριμνες οἱ ὁποῖες εἶναι μέσα στό δρόμο τῆς συνθέσεως τῆς οἰκογενειακῆς καί κοινωνικῆς ζωῆς εἶναι ἀναπόφευκτες ὅμως μποροῦν νά γίνουν χωρίς προσπάθεια. Νά γίνονται μέ πνεῦμα πίστεως μέ καρδίαν ὑψωμένην εἰς τόν Θεόν ἔτσι ὥστε νά ἐνεργῇ ὁ ἄνθρωπος μέσα εἰς τήν ζωήν του μέ πίστιν καί μέ ἀπάθεια. Δηλ. νά γίνεται αὐτό τό ὁποῖο λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: “χρώμενοι τῷ κόσμῳ καί οὐ καταχρώμενοι” Νά εἴμαστε μέσα εἰς τά πλαίσια τοῦ πιστεύοντος ἀνθρώπου πού εὑρῆκε θέσι συνεργείας μέ τόν Θεόν καί δέν παραδίδει τόν ἑαυτόν του, τήν ψυχήν ὅπως λέγει ὁ Κύριος διά τῆς μερίμνης νά διασπᾶται καί νά κατακερματίζεται ἡ ἑνότης. Ἡ ἑνότης δέ τῆς ψυχῆς ἀδελφοί μου, συνίσταται εἰς τήν μετριοπάθειαν εἰς τήν ἀπάθειαν, δηλ. ὅταν ἔ-χουμε μέριμνες ἐξωτερικές νά μήν ἔχουμε, ὅταν ὅμως ἔχουμεν πάθη εἰς τήν ψυχή μας καί εὑρισκόμενοι μέσα εἰς χώρους ἡσυχαστικούς καί τότε ἀκόμη δέν ἔχουμε τήν βασικήν προϋπόθεσιν τῆς προσευχῆς ἐφ’ ὅσον τά πάθη τά ἴδια διασποῦν καί περισποῦν αὐτήν τήν ἑνότητα. Δέν μᾶς ἐπιτρέπουν νά ἑνωθοῦμε γι’ αὐτό μάλιστα καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὅταν ἔλεγε διά νά ἑξάρη τήν ἀναγκαιότητα τῆς ἑνοποιήσεως τῆς ψυχῆς προκειμένου νά προσευχηθῇ ὁ ἄνθρωπος, ὁ χριστιανός ὁ μοναχός ἔλεγε: “ὅταν τό ἑνιαῖον τῆς ψυχῆς γίνεται τρισσόν μένον ἑνιαῖον ἀνέρχεται εἰς τήν θεανδρικήν Τριάδα, ὑπεράνω καθεστώς σαρκός κόσμου καί κοσμοκράτορος καί δημιουργεῖ μίαν ἑνότητα δηλ. ὅταν τό τρισσόν ἐννοεῖ τήν ψυχήν μας ὡς οὐσίαν, τήν ἐνέργειαν τῆς ψυχῆς μας, τήν διανοητικότητα καί τήν βούλησίν μας τήν ἀγαπητικήν.[22] Πρέπει νά συνέλθουν οἱ παράγοντες αὐτοί διά νά μποροῦμε νά ἀναβαίνωμεν εἰς τόν Θεόν διά τῆς προσευχῆς. Ὅπως μάλιστα καί ὁ μέγας Βασίλειος σέ ἕνα ἄλλο σημεῖον λέγει ὅτι: “νοῦς μή σκυ-δεννύμενος ἐπί τά ἔξω μηδέ διά τῶν αἰσθητηρίων διά τόν κόσμον ἐπάνω δέ πρός ἑαυτόν καί πρός τοῦ Θεοῦ ἔννοιαν ἀναβαίνει κα-κείνῳ τῷ κάλλει περιλαμπόμενος…..λαμβάνη”.[23]
Πάλιν οἱ ἅγιοι Πατέρες τονίζουν αὐτήν τήν ἀναγκαιότητα τῆς ἑνοποιήσεως, δέν μποροῦμε ἐν Χριστῷ ἀδελφοί μου νά ἔχουμε προσευχήν ἐάν δέν ἔχουμε κάποιαν ἑνοποίησιν καί δέν μποροῦμε νά προσευχόμεθα ὅταν ἔχουμε κατακερματισμένες τίς ψυχές μας ἀπό τίς διάφορες μέριμνες κι ἄν δέν ἀντιμετωπίζουμε τά διάφορα προβλήματά μας διά τῆς πίστεως ὥστε ἡ ψυχή παραμένουσα σέ κάποιον βαθμόν ἀπαθής ἤ μετριοπαθής νά μπορῇ τουλάχιστον νά ἔρχεται εἰς ἐπαφήν μέ τό Θεῖον.
Ξέρετε ὅτι προσευχές ἔχουμε πάρα πολλές, πολλά εἴδη. Ἔχουμε Ἐκκλησιαστικές προσευχές, ἔχουμεν τίς ἐκτεταμμένες προσευχές, τίς στενώτερες τό: “Πάτερ ἡμῶν…” διάφορες αὐτοσχέδειες προσευχές πού ἔχουν κάνει οἱ ἅγιοι Πατέρες καί ἐκεῖνες οἱ προσευχές οἱ ὁποιες προσχεδιάζουν πρός στούς μοναχούς: “ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ” καί “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλό” κ.λ.π.[24] Μάλιστα καί ἡ εὐχή αὐτή ἡ νοερά λεγομένη προσευχή ἀποδεικνύει μέ τήν ἐλαχιστότητα μέ τούς πέντε λόγους ἀπό τούς ὁποίους συγκροτεῖται ἀποδεικνύει πώς ὅσο περισσότερο ἑννοποιεῖται ἡ ψυχή τόσο περισσότερον ἐπιτυγχάνει αὐτήν τήν ἑνότητα με τόν Θεόν.[25] Βέβαια, ὅπως εἶπα προηγουμένως ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔχουν ὁρίσει τήν προσευχήν ὡς τήν μεγαλυτέραν πνευματικήν κατάστασιν τοῦ ἀνθρώπου καί ὡς τό κάτοπτρον τῆς πνευματικότητός του. Γιατί ἀκριβῶς ὁ νούς μας διακεχυμμένος εἰς τά πράγματα τοῦ κόσμου τούτου διά τῶν αἰσθητηρίων καί προπαντός διά τῶν ἐνεργούντων παθῶν μέσα εἰς τήν ψυχήν μας πρός τά διάφορα ἀντικείμενά των προκαλεῖται μία σύγχυσις προκαλεῖται μία διάσπασις, προκαλεῖται ἕνας κερματισμός αὐτής τῆς ἑνότητος. Γι’ αὐτό δέν μπορεῖ νά νοηθῆ προσευχή ὡς ἐπιδιωκομένη ἐνέργεια καί ἐπιθυμία νά ἑνούμεθα μέ τόν Θεόν παρά μέσα στά πλαίσια ἐργασίας τῶν ἐντολῶν, ὅσον περισσότερον ἐργαζώμεθα τίς ἐντολές, ὅσον περισσότερον ἐλευθερούμεθα ἀπό τά πάθη ὅσον περισσότερον ἀγαπῶμεν τόν Θεόν ὅσον περισσότερον ταπεινούμεθα καί συντριβώμενοι ἐν ταπεινώσει τόσον πιό πολύ ἔχουμε τίς ἀναγκαῖες προϋποθέσεις καί τούς ὅρους διά νά ἔλθωμεν εἰς ἐπαφήν μέ τό Θεῖον καί νά ἐκφράσουμε ἐν στεναγμοῖς ἀλαλλήτοις τούς πόθους καί τά αἰτήματά μας. Εἶπα ἀδελφοί μου ὅτι δέν μπορεῖ νά νοηθῇ προσευχή χωρίς αὐτές τίς προϋποθέσεις πράγματι.[26]
Ἐμεῖς στό Ἅγιον Ὄρος ἐπειδή λόγω τῆς ὁργανωμένης μοναχικῆς ζωῆς εἴμαστε ἀπηλλαγμένοι ἀπό τίς μέριμνες τίς δικές σας μποροῦμε νά ἀφήνουμε τόν νοῦν μας ἐλεύθερο νά πετᾶ εἰς τόν Θεόν εἴτε μέ τήν προσευχήν αὐτή εἴτε μέ μελέτες Θεολογικές, εἴτε μέ θεωρίες πνευματικές ἔτσι ὥστε νά ἐπιτυγχάνωμε τήν ἀμεσοτέραν ἐπαφήν μέ τό Θεῖον. Μάλιστα αὐτή ἡ ἐπαφή εἶναι αἴτημα τῆς Ὀρθοδοξίας μας. Αἴτημα δηλ. τοῦ Χριστοῦ ἑρμηνευμένο ὀρθοδόξως. Διότι ὅταν λέγη ὁ Χριστός: “ἐγώ θέλω νά εἶμαι ἐν ἡμῖν καί ὑμεῖς ἐν ἐμοί, (ἐγώ μέσα σας καί ἐσεῖς μέσα μου) δηλ. ζητᾶ μίαν ἀγαπη-τικήν, ἐρωτικήν θά ἔλεγε κανείς ἀλληλοπεριχώρησιν, μίαν ἕνωσιν πραγματικήν ἡ ὁποία μάλιστα θά ἐκφράζεται καί μέ τό εἰκονικόν ἐκεῖνο τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου: “Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος καί ὑμεῖς τά κλήματα”. Ἄμπελος εἶναι, ὄχι τό ἀμπέλι πού κακῶς τό ἑρμη-νεύουν τινές, εἶναι τό κλῆμα καί τά κλήματα εἶναι οἱ παραφυᾶδες τῶν κλημάτων γιά νά παρουσιάση αὐτήν τήν ἀδιάσπαστη καί θά ἔλεγε κανείς ὁργανική ἕνωσι τοῦ κλήματος μέ τίς παραφυᾶδας μέ τίς κληματσῖδες μέ τά κλήματα. Μᾶς θέλει λοιπόν, ἀποτελεῖ αἴτημα, γι’ αὐτό μάλιστα καί ὁ θεῖος Παῦλος συνεχῶς μᾶς ὑπομιμνήσκη ὅτι: “ἐμεῖς οὐκ ἔχωμεν ὦδε μένουσαν πόλιν, τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν ἐμεῖς ἐπιθυμοῦμε τά συνεχῶς τά ἄνω ἀφοῦ καί τό πολίτευμα ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει”.
Μέσα στήν Ὀρθοδοξίαν ἀδελφοί μου ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἔχουμεν ὡς πλοῦτον ἄρρητον καί ὡς εὐεργεσίαν ἀνέκφραστην ἀπό τόν Θεόν εἶναι αὐτή ἡ δυνατότης τήν ὁποίαν μᾶς ἔχει δώσει ὡς πλάσματα, ὅπως εἴμαστε κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσίν Του νά φθάσουμε νά γίνουμε ὅμοιοι μέ Αὐτόν. Ὅπως λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες ὅλες οἱ ἀρετές οἱ ἐνεργούμενες διά τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ δέν ἑνώνουν μέ τόν Θεόν ἀλλά παρασκευάζουν καταλλήλως τό ἔδαφος διά νά ἐνωθοῦμε μέ τόν Θεόν διά τῆς προσευχῆς. “Ὅντες λοιπόν κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν καί ὁδηγούμενοι μέ τήν ἐλευθερίαν πού ἔχουμε μέ τό καθ’ ὁμοίωσιν καί μέ τήν δυνατότητα ὁμοιώσεως μέ τόν Θεόν διά τῆς προσευχῆς ὁδηγούμεθα εἰς τήν θέωσιν. Ὅπως λέγει ἕνα δοξαστικό τοῦ Εὐαγγελισμοῦ: “….ἦλθεν ἵνα τοῦ χείρονος μεταλαβών ὁ Χριστός μεταδῶ μοι τοῦ βελτίονος. Ἐψεύσθη πάλαι Ἀδάμ, καί Θεός ἐπιθυμήσας οὐ γέγονεν· ἄνθρωπος γίνεται Θεός ἵνα Θεόν τόν Ἀδάμ ἀπηργάσηται”. Μᾶς θέλει, ὅπως Αὐτός εἶναι Θεός κατά φύσιν νά γίνωμεν Θεοί κατά χάριν, καί γινώμεθα μέσα εἰς τό χῶρον τῶν ἐντολῶν ὅπως λέγει μάλιστα ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης ὁ μέγας ἐκεῖνος πατήρ ὅτι: “ἡ πρός Θεόν ἀφομοίωσίς τε καί ἕνωσις ταῖς τῶν σεβα-σμιωτάτων ἐντολῶν ἱερουργίες καί ἀγαπήσεσιν μόνοις τελεῖται”. Διά τῶν ἐντολῶν λοιπόν ὁδηγούμεθα ἀλλά θεούμεθα ὅμως καί ὁμοιούμεθα διά τῆς προσευχῆς. Γι’ αὐτό καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἕνας ἐκ τῶν μεγαλυτέρων δογματικῶν καί μυστικῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ὁποῖος ὑπέστη τόσας προσβολάς ἀπό τήν Δυτικήν Θεολογίαν ὥστε νά ἀποβῆ ἕνας ἐκ τῶν μεγαλυτέρων, θά ἔλεγε κανείς, ὑπερασπιστῶν τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας εἶχεν ὡς βάσιν τήν προσευχήν καί ὅλη του ἡ Θεολογία του στρέφεται περί τήν προσευχήν ὑπό τήν προϋπόθεσιν βεβαίως τῆς ἐργασίας τῶν ἐντολῶν. Γι’ αὐτό μάλιστα στίς διάφορες ἐκφάνσεις ἀντιλογίας πρός τόν Βαρλαάμ τόν Καλαμβρόν, αὐτόν τόν μοναχόν ὁ ὁποῖος κατεδικάσθη ὑπό τῶν Συνόδων του 14ου αἰῶνος, διετύπωνε συνεχῶς τήν ἄποψιν ὅτι πρέπη νά φεύγουν πολλά περιττά πράγματα καί μάταια ἀπό τήν ψυχήν τοῦ Ὀρθοδόξου, προκειμένου νά γίνη τέλειος. Γι’ αὐτό καί ἐπικαλεῖται ὁ Κύριος: “εἰ θέλης τέλειος εἶναι ὕπαγε πώλησον τά ὑπάρχοντά σου, διάδως πτωχοῖς καί δεῦρο ἀκολούθει μοι..” κ.λ.π. Δηλ. δέν μποροῦμε νά ἀναχθοῦμε εἰς τό Θεῖον δέν ἠμποροῦμεν νά ἑνωθοῦμε παρά μόνον ἀφαιροῦντες συνεχῶς τά μάταια καί τά περιττά. Βέβαια ἀδελφοί μου ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου στήν σύγχρονη ἐποχή καί μάλιστα ὑπό τό πρίσμα τῆς ὑφέσεως τῆς πνευματικῆς τήν ὁποίαν ἐφιστάμεθα ἐξ ἀφομῆς τοῦ ἐπηρεασμοῦ τῆς κοσμικῆς ζωῆς μέ τίς κοσμικές μέριμνες κ.λ.π. φαίνεται ἀπραγματοποίητος ἐν τούτοις ὅμως εἶναι ἐπιβεβλημμένη “γίνεσθε τέλειοι, γίνεσθε ἅγιοι ὅπως ὁ πατήρ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐ ρανοῖς τέλειος ἐστί καί ἅγιος”. Εἶναι ἀνάγκη ὁπωσδήποτε νά αὐξάνωμεν τήν πίστιν μας καί αὐτό γίνεται μέ τήν φροντίδα τῆς ἐπιτελέσεως τῶν ἐντολῶν καί τῆς ἀδιαλείπτου εἰ δυνατόν ἐργασίας τῆς προσευχῆς.
Θά ἤθελα λοιπόν νά σᾶς ἀπασχολήσω γιατί ξέρετε ὁ νοῦς μας, ὅπως εἶπε καί ὁ Μ. Βασίλειος διαχέεται εἰς τόν κόσμον διά τῶν αἰσθητηρίων καί διασπᾶται ἡ ἑνότης καί πολλές φορές καί ἀπό ἄγνοια καί ἡ ζωή ἡ πνευματική θέλει τέχνην, εἶναι μία τέχνη θά ἔλεγεν κανείς ἀπό τήν γνώσιν. Ἡ Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας, δηλ. ἡ Παράδοσις τῶν ἁγίων Πατέρων, ἡ ἐμπειρία ἡ καθολική τῶν ἁγίων Πατέρων μᾶς διδάσκουν τήν τέχνην καί τήν γνῶσιν μέ τήν ὁποίαν δυνάμεθα νά γινώμεθα ἀληθινά χριστιανοί. Συνιστοῦν λοιπόν τήν ἀδιάλειπτον προσευχήν καί τήν συνιστοῦν διότι εἶναι τό ἀσφαλέστερον καί εὐκολότερον μέσον διά νά μποροῦμε νά κρατοῦμεν τήν ψυχήν μας καθαρή, ἀπρόσβλητη ὅσον τό δυνατόν ἑνοποιημένη καί νά μᾶς θωρακίζη ἀπό τίς διάφορες προσβολές τίς ὁποῖες ἐφιστάμεθα ἀπό τόν κόσμον, ἀπό τόν διάβολον καί ἀπό τά πάθη. Γι’ αὐτό νομίζω ὅτι ἕνα ἀπό τά μέσα τοῦ ἀποφασιστικοῦ χαρακτῆρος πού μᾶς ἐγγυῶνται μίαν πνευματικήν πρόοδον εἶναι τό νά μάθωμεν νά προσευχόμεθα. Ὅπως μάλιστα λέγει ὁ Ἀπ. Παῦλος τό πώς “δεῖ προσεύχσθε ἐν στεναγμοῖς ἀλαλλήτοις” καί ὅπως μάλιστα λέγει ἀλλοῦ: ” οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν εἰμί ἐν Πνεύματι Ἁγίω”. Ὅταν λέμε μέσα εἰς αὐτήν τήν διάχυσιν τοῦ κόσμου εἰς τόν ὁποῖον εὑρισκόμεθα ὅταν ἐπιμελούμεθα τήν προσευχή αὐτήν καί κάνουμε δύο ἐργασίες, μίαν ἐπαναλαμβάνοντες τό ὄνομα, τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα, τό γλυκύτατον ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μας καί Σωτῆρος μας ἀπό τό ἄλλο μέρος καλλιεργοῦμεν τήν συντριπτικήν διάθεσιν τῆς ψυχῆς ἐν ταπεινώσει νά ἐκζητοῦμεν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ ὅταν ἐπαναλαμβάνοντες αὐτό καί ἐκτοπίζοντες τά διάφορα ἄλλα νοήματα τότε σταδιακά εἰσερχόμεθα εἰς τήν καρδίαν μας καί τότε γίνεται μία ἀληθινή ἑνοποίησις πού “τό τρισσόν γίνεται ἑνιαῖον μένον τρισσόν” δηλ. ἡ ἐνέργεια καί ἡ οὐσία τοῦ νοῦ μας καί ἡ ἀγαπητική βούλησις μέ τήν ὁποίαν κάνωμεν μίαν ἑνότητα.
Μέσα λοιπόν εἰς τόν χῶρον αὐτόν ἀδελφοί μου μποροῦμε σταδιακά νά καθαιρόμεθα, νά καθαίρεται ἡ ψυχή μας ἀπό τά πάθη, διότι μήν ξεχνᾶμε ότι ὅλες οἱ κακίες, ὅλα τά πάθη προέρχονται ἀπό τήν κακήν καί μή ὀρθήν χρῆσιν τῶν λογισμῶν μας.[27] Τά πάθη σχηματίζονται ἀπό τήν ἐπανάληψιν τῶν λογισμῶν καί στερεώνονται μέσα καί γίνονται ὅπως λέγει καί ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ καί γίνονται σκληρές οὐσίες. Ἔτσι λοιπόν ὅταν φθάσωμεν σέ ἡλικία καί κατανοήσουμεν ποιά πάθη μᾶς καταδυναστεύουν, ποιοί λο-γισμοί μᾶς προσβάλλουν μονιμότερον πρᾶγμα ἐκφραστικόν παραμονῆς τῶν παθῶν πού βρίσκονται μέσα μας ὅταν τό κατανοήσωμεν αὐτό μέ κλαυθμόν νά παρακαλοῦμε τόν Θεόν νά μᾶς ἐλευθερώση διά τῆς ἀγωγῆς αὐτῆς τῆς μονολογίστου λεγομένης προ- σευχῆς νοερᾶς πού γίνεται ἀργότερα καρδιακή. Πολλοί χριστιανοί πού ζοῦν εἰς τόν κόσμον κυρίως δέν γνωρίζουν αὐτήν τήν ἀνθρωπολογικήν δομήν, καί δεν ξέρουν τίς λειτουργίες τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, πού νομίζουν ἄν δέν κάνωμεν κάποια ἐξωτερικά κακά ἤ ἄν κάνωμεν κάποια ἐξωτερικά καλά ὑποτίθεται ὅτι εἴμαστε ἀληθινοί χριστιανοί ἀλλά αὐτό εἶναι λάθος μεγάλο. Ὁ Χριστός δέν ἦρθε στή γῆ γιά νά μᾶς κάνη καλούς ἀνθρώπους καί νά τακτοποιήση τά ἤθη μας καί νά μᾶς δημιουργήση τίς προυποθέσεις μιᾶς, θά ἔλεγε κανείς, ἁρμονικῆς συμβιώσεως στόν χῶρον τῆς κοινωνικῆς καί ‘Εκκλησιαστικῆς μας ζωῆς. Ἦρθε γιά νά μᾶς θεώση.Ἑπομένως τό ἅπαν εὑρίσκεται μέσα εἰς τήν ψυχήν μας καί ἐκεῖ πού διαφιλονικεῖται ἡ τελειότης μας εἶναι ἀκριβῶς εἰς τόν χῶ-ρον αὐτόν ὁ ὁποῖος προσβάλλεται ἀπό τά πάθη ἐξ ἀφορμῆς τοῦ ὅτι δέν ξέρωμεν νά κάνουμε ἀγωγήν εἰς τόν νοῦν μας. Θά ξέρετε ὅτι ὅλοι μας ἔχωμεν τήν πεῖρα ὅτι προσβαλλώμεθα ἀπό λογισμούς. Εἶναι τραγωδία ἀληθινή νά νομίζωμεν ὅτι οἱ ποικίλοι λογισμοί, οἱ κακοί λογισμοί ὅτι ἀγνοοῦνται ἀπό τόν Θεόν. Μέσα εἰς τήν σιωπήν τῆς λειτουργίας τῆς διανοητικῆς και πνευματικῆς νομίζωμεν ὅτι δέν βλεπόμεθα ἀπό τόν Θεόν, εἶναι λάθος. Διότι βλέπει τούς ἐλαχίστοτάτους λογισμούς καί τίς πλέον μικρές ἐλαχίστους κινήσεις τῆς καρδίας μας ὁ Θεός. Καί λοιπόν ἔτσι ἐάν ξέρωμεν τίς συνέπειες τῶν λογισμῶν θά δώσωμεν ὅλο τό βάρος, νά πέση ἀκριβῶς ἐπάνω στήν προσοχήν τῶν λογισμῶν.Ἐάν δέν προηγηθοῦν οἱ λογισμοί στόν νοῦ εἶναι ἀδύνατον νά θιγῇ ἡ ψυχή καί τά πάθη τά ἐνυπάρχοντα ἀκόμη εἰς τήν ψυχήν δέν διερεθίζονται ἐάν δέν λειτουργήσουν, ἐάν δέν ἐνεργήσουν οἱ λογισμοί. Γι’ αὐτό ὅλη ἡ προσπάθειά μας πρέπει νά τείνη εἰς τήν προσοχήν τῶν λογισμῶν ὥστε νά ἀναστέλλεται ἡ ἐπιδείνωσις τῶν λογισμῶν καί ἀκόμη νά δημιουργοῦμε προϋποθέσεις συνεχοῦς καθάρσεως καί συνεχοῦς ἀφαιρέσεως ἀπό τά ξένα στοιχεῖα πού εἶναι μέσα μας.
Κατά τήν διδασκαλίαν τῶν ἁγίων Πατέρων ὅπως εἶπα προηγουμένως τά πάθη σχηματίζονται ἀπό τήν κακήν χρῆσιν τῆς ἐλευθερίας μας διά τῆς ἀποδοχῆς καί ἐπαναλήψεως τῶν διαφόρων ποιότητος λογισμῶν.
Ἡ ἐργασία αὐτή ἀφιερώνεται στόν σεβαστό Γέροντα π. Θεόκλητο καί στή συνοδεία του ὡς ἕνα ἀντίδωρο τῆς ἀγάπης των.
10 Νοεμβρίου 2004, ἑορτή τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου.
[1] Ἀρχιμ. Σωφρονίου (Ζαχάρωφ), “Περί προσευχῆς”,ἔκδ. βα,Ἱ. Πατριαρχική Μο-νή Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ, Ἀγγλίας 1994, σελ.145).
[2] Ἀπόσπασμα ἀπό κείμενο τοῦ Γέροντα π. Θεοκλήτου μοναχοῦ Διονυσιάτου, δημοσιευμένο τά “Ἀθωνικά ἄνθη”, ἐκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθῆναι 1962, σελ. 106. Διασκευασμένο στήν δημοτική.
[3] Ἡ νοερά ἄθλησις, ἤτοι περί προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ,Γέροντος Κλήμεντος, μετάφρασις ἐκ τοῦ Ρωσικοῦ, Κατουνάκια Ἁγίου Ὄρους, 1976, ἔκδοσις 1η, σελ.281).
[4] Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, “Μικρά εἴσοδος” στήν Ὀρθόδοξη πνευ-ματικότητα, ἔκδ. β. τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα 1998, σελ.31 καί ἑξῆς.
[5] π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Φωνή Κυρίου, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθή-να 1985, σελ. 86.
[6] Μητροπολίτου Νυπάκτου Ἱεροθέου, “Μικρά εἴσοδος”….., σελ.48 καί ἑξῆς
[7] Ἡ ἡσυχία εἶναι μιά ἁγιοπνευματική κατάσταση, πού ἐκφράζεται μέ τήν μετά-νοια καί τό (κατά Θεόν) πένθος. Γεννᾶται ὀργανικῶς ἐκ τῆς βαθείας μετανοίας καί ἐκζητήσεως τῆς φυλάξεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ δι’ αὐτῶν τῶν ἐντολῶν γεννῶνται οἱ ἀρετές.. Ἡ ταπείνωση καί ἡ ὑπομονή εἶναι τά δύο θεμέ-λιά της. Σκοπός της ὁ καθαρμός τῆς καρδιᾶς καί τοῦ νοῦ.
Ἀρχή τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ διά τῆς σωματικῆς ἒξωτερικῆς ἡσυχίας (πού εἶναι ἡ προσπάθεια νά μειώση ὁ ἄνθρωπος, κατά τό δυνατόν, τόν περιορισμό τῆς γλώσσης, τῆς ὁράσεως, τῆς ἀκοῆς καί τῶν λόγων. Νά μειωθοῦν οἱ ἐξωτερι-κές παραστάσεις, οἱ εἰκόνες πού δέχονται καί προσφέρουν στήν ψυχή οἱ αἰσθή-σεις).Ἡ ψυχική ἡσυχία ἔγκειται στό νά ἀποκτήση ὁ νοῦς τήν ἱκανότητα καί τήν δυνατότητα νά μή δέχεται καμμιά πειρασμική περιπλάνηση, διακατεχόμενος ἀπό τήν νήψη (ἐγρήγορση) καί τήν κατάνυξη νά εἶναι στραμμένος μέσα στήν καρδιά. Ὁ νοῦς ἑνώνεται ἐν Ἁγίω Πνεύματι μέ τήν καρδιά καί τότε γίνεται ἀδι-άλειπτη προσευχή στήν καρδιά.Τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύ-ματος”. (Μητροπολίτου Ναυπάκτου, κ. Ἱεροθέου, “Καιρός τοῦ ποιῆσαι.” Ἱ.Μ. Πελαγίας, β, ἔκδ. 2000, σελ. 72-80)
[8] Οἱ ἅγιοι Πατέρες μιλώντας γιά τήν κάθαρση ἐννοοῦν τήν κάθαρση τῆς καρ-διᾶς ἀπό τούς λογισμούς πού παραμένοντας στήν καρδιά γίνονται πάθη.Νά θε-ραπευθοῦν οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς). (Μητροπολίτου Ναυπάκτου, κ.Ἱεροθέου, “Καιρός τοῦ ποιῆσαι.”….σελ.131)
[9] Μητροπολίτου Νυπάκτου Ἱεροθέου, “Μικρά εἴσοδος” στήν Ὀρθόδοξη πνευ-ματικότητα, ἔκδ. β. τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα 1998, σελ.44, 51-53.
[10] Ἀρχιμ. Γεωργίου Καθηγουμένου Ἱ. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, ἔκδ.β, Ἱ.Μ. Ὁ-σίου Γρηγορίου, Ἁγίου Ὄρους, 1998,
[11] Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, πρός Μοναχήν Ξένης, Φιλοκ. τ. Δ, σελ. 170 -171.
[12] Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, πρός Μοναχήν Ξένης, Φιλοκ. τ. Δ, σελ. 170 -176.
[13] Ὁμιλίαι, ἔνθ ἀνωτέρω, σελ. 177.
[14] Βασικές προϋποθέσεις τῆς πνευματικῆ ζωῆς εἶναι:”Ἡ θέλησις, ἡ θυσία, ἡ χά-ρις. Οὔτε μόνη ἡ θέλησις, οὔτε μόνη ἡ θυσία, οὔτε μόνη ἡ χάρις. Προηγεῖται ἡ θέλησις τοῦ ἀνθρώπου, ἀκολουθεῖ ἡ θυσία καί ἕπεται ἡ χάρις. Σπανιωτάτη εἶ-ναι ἡ ἀντιστροφή τῆς ἀκολουθίας ταύτης. Ἀλλ’ ὅταν λέγωμεν θυσίαν ἐννοοῦ-μεν τήν ἐργασίαν τῶν ἐντολῶν. Διότι ἡ ἐκτέλεσις τῶν ἐντολῶν ἀπαιτεῖ θυσίας καί μάλιστα μεγάλας μάλιστα θυσίας. Διατί εἶναι ἀναγκαία προϋπόθεσις τῆς μετά τοῦ Χριστοῦ μυστικῆς ἑνώσεως, ἡ ἐργασία τῶν ἐντολῶν; Διότι καθαίρομεν τήν καρδίαν ἀπό τῶν ψεκτῶν (ἀξιοκατακρίτων) παθῶν καί ἑτοιμάζομεν οὕτω τόπον πρός τόν εἰπόντα:”ἐάν τις ἀγαπᾶ με, τόν λόγον μου τηρήσει, καί ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ’ αὐτῷ ποιήσο-μεν. Ἤ καί καθαιρομένης τῆς καρδίας ἀπό τῶν παρά φύσιν παθῶν, ἡ ἐν ἐν αὐ-τῇ χάρις, ἥν ἐλάβομεν διά τοῦ Βαπτίσματος, ἀνάλάμπει κατά τό μέτρον τῆς κα-θάρσεως”.(Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ἀθωνικά Ἄνθη, ἐκδ. Παπαδημη-τρίου, Ἀθῆναι 1962, σελ.49)
[15] “Περισσότερο ἀπό ὅλα ἀγάπησε τήν προσευχή, λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος,, διότι σέ φέρνει κοντά τοῦ καρποῦ, πού ἡ γλῶσσα ἀδυνατεῖ νά τόν ἐξηγήσει”. (Λόγος λδ΄)
[16] “Τό ἀπερίσπαστο καί τό ἀμέριμνο φέρνουν τήν ἐσωτερική ἡσυχία καί τήν πν-ευματική ἐπιτυχία. Οἱ μέριμνες ἀπομακρύνουν ἀπό τόν Θεό. Ὅταν ὑπάρχη πο-λύς περισπασμός, ὑπάρχουν πολλά πνευματικά παράσιτα καί οἱ πνευματικοί ἀ-σύρματοι δέν ἐργάζονται μέ σήματα καλά.
Πρέπει νά ζητοῦμε πρῶτα τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καί αὐτή νά εἶναι ἡ μέρι-μνά μας, καί ὅλα τά ἄλλα θά μᾶς δοθοῦν. (Ματ.6,33). (Γέροντος Παϊσίου Λόγοι “τ. Α, “Μέ πόνο καί μέ ἀγάπη, ἔκδ.Ἱερόν Ἡσυχαστήριον “Εὐαγγελιστής Ἰωάν-νης ὁ Θεολόγος, Σουρωτή Θεσ/κης,1998, σελ. 200).
Ἀμεριμνίαν ἀπό κάθε πρᾶγμα, δηλ. νέκρωσις ἀπό ὅλα, ὁποῦ νά μήν σέ ἐλέγχη ἡ συνείδησις εἰς κανένα πρᾶγμα”. Ἡ νοερά ἄθλησις, ἤτοι περί προσευχῆς τοῦ Ἰη-σοῦ,Γέροντος Κλήμεντος, μετάφρασις ἐκ τοῦ Ρωσικοῦ, Κατουνάκια Ἁγίου Ὄ-ρους, 1976, ἔκδοσις 1η, σελ.211).
[17] Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, Κλῖμαξ, λόγος κη, περί προσευχῆς παρ. 38)
[18] Προσευχή καί λαϊκοί.Οἱ χριστιανοί πού ζοῦν στόν κόσμο ἡ προσευχή τους δέν εἶναι καθαρή, δηλ. δέν μποροῦν νά συγκεντρωθοῦν, παρεμβαίνουν λογι-σμοί καί ἀποροῦν. Ἡ καθαρή προσευχή εἶναι δῶρο Θεοῦ, καί θά τήν δώσει, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν πλευρά του θά κάνει αὐτό πού πρέπει νά κάνει. Τί μένει λοιπόν στόν ἄνθρωπο; Στόν ἄνθρωπο μένει ἁπλῶς νά κάνει προσευχή. Ἡ ποσότητα τῆς προσευχῆς λέγει ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου “περιπέτειες ἑνός προ-σκυνητοῦ” . Καί αὐτό τό τονίζουν ὅλοι οἱ Πατέρες. Στήν προσευχή σου ἔφυγε ὁ νοῦς; Τό ἔργο σου εἶναι πάλι νά τόν φέρεις, καί πάλι θά φύγει καί πάλι νά φέ-ρεις τό νοῦ. Ἔτσι θά δείξεις στόν Θεό τήν καλή σου διάθεση, ἔτσι θά δεῖ ὁ Θεός τήν φιλοτιμία σου καί θά σέ δεχθεῖ. Μήν κάνεις προσευχή καί αὐτοδικαιώνεσαι καί περιμένεις ἀπό τόν Θεό τρόπον τινά πληρωμή. Δέν εἶναι ἔτσι. Νά ζητοῦμε γιά νά μᾶς δώσει ὁ Θεός: ” αἰτεῖτε καί δοθήσετε ὑμῖν” (Λουκ. 11, 9). Πῶς θά ζη-τᾶμε; Μέ ταπείνωση, μέ μετάνοια, μέ πίστη. Νά προσπαθήσουμε μέσα ἀπό τήν καρδιά, ἔστω καί ἄν εἶναι ἀκάθαρτη, προσπάθησε νά λές τήν προσευχή σου ἀδιαλείπτως.
Νά λές τήν εὐχή μέ συναίσθηση, μέ μυστηριακή ζωή (σελ. 249). Ὁ ἄνθρωπος, ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου διακρίνεται σέ τρία ἄς ποῦμε μέρη: Εἶναι ὁ νοῦς εἶναι δηλ. ἡ νοητική δύναμη ὁ νοῦς,εἶναι ἀγαπητική δύναμη πού εἶναι ἐκεῖ τό συναίσθημα καί ἡ βούληση (καρδιά), καί εἶναι καί ἡ λο-γιστική δύναμη. Δηλ. ὁ ἄνθρωπος ἔχει νοῦ, καρδία, ἀγαπᾶ, χαίρεται,ὁ ἄνθρωπος ἔχει λόγον ἤ μιλάει ἐκφώνως καί ἀκούγεται ἤ μιλάει ἀπό μέσα του. Ὁ νοῦς εἶναι ἀεικίνητος, ὅπως καί ἡ καρδία. Γι’ αὐτό λένε οἱ Πατέρες “δῶσε δουλειά στόν νοῦ” γιατί θά βρεῖ ἄλλα πράγ-ματα. καί δουλειά ἐννοοῦν τήν εὐχή, νά ἐπικαλειται ὁ νοῦς τόν Χριστό. Θά λές μέ τήν λογιστική δύναμη τήν εὐχή, ἀκατάπαυστα, ὅσο μπορεῖς. Μέ τήν εὐχή ἀναγκάζεις τόν νοῦ νά προσέχει ἐκεῖ θέλει δέν θέλει. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλί-μακος λέει: ” Ἐγκλείειν τόν νοῦν εἰς τά λόγια” Λέει ὁ π. Σωφρόνιος ὅτι: ὅταν ὁ νοῦς, ἡ νοητική δύναμη καί ἡ ἀγαπητική δύναμη ἑνωθοῦν – καί ἑνώνονται αἀτά γύρω ἀπό τό ὄνομα τοῦ Κυρίου – καί ἐν τῷ μεταξύ εἶναι καί ὁ ἐνδιάθετος λόγος ἤ ὁ προφορικός λόγος, οἱ τρεῖς δυνάμεις πού λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γίνουν ἕνα δηλ. καί ἑνώνονται μόνο στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστ-οῦ,μόνο στό ὄνομά Του, ὁ Χριστός μπαίνοντας στήν καρδία καθαρίζει λίγο λίγο τήν καρδία. Ὅταν τά τρία γίνουν ἕνα καί τό ἕνα τρία, τότε “ὁφθήσεταί σοι ἡ Ἁγία Τριάς” .(Ἀπομαγνητοφωνημένες ὁμιλίες τοῦ π.Συμεών Κραγιοπού-λου, “τό μυστήριο τῆς σωτηρίας”, ζηλος, γονίδια, εὐχή. Πανόραμα Θεσ/ κης, 1998, σελ. 231- 233)
[19] “Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, πού ἔγινε γιά μᾶς σέ ὅλα τύπος καί ὑπο-γραμμός, ὑπέδειξε μέ τό παράδειγμά του πόσο πολύτιμη καί ἀναγκαί εἶναι ἡ κατά μόνας συνομιλία μέ τό Θεό καί ἡ ἐνώπιος ἐνωπίῳ προσευχή.“Καί ἀπολύ-σας τούς ὄχλους ἀνέβη εἰς τό ὄρος κατ’ ἰδίαν προσεύξασθαι. Ὁψίας δέ γενομέ-νης μόνος ἦν ἐκεῖ” (Ματθ. ιδ’ 23). “Ἐγένετο δέ ἐν ταῖς ᾑμέραις ταύταις ἐξῆλθεν εἰς τό ὄρος προσεύξασθαι καί ἦν διανυκτερεύων ἐν τῇ προσευχῇ τοῦ Θεοῦ” (Λουκ. στ. 12). “Καί ἀποταξάμενος αὐτοῖς ἀπῆλθεν εἰς τό ὄρος προσεύξασθαι. Καί ὁψίας γενομένης ἦν τό πλοῖον ἐν μέσω της θαλάσσης καί αὐτός μόνος ἐπί τῆς γῆς” (Μάρκ. στ. 46,47).“Διήρχετο δέ μᾶλλον ὁ λόγος περί αὐτοῦ καί συνήρ-χοντο ὅχλοι πολλοί ἀκούειν καί θεραπεύεσθαι ὑπ’ αὐτού ἀπό τῶν ἀσθενειῶν αὐτῶν* αὐτός δέ τήν ὑποχωρών ἐν ταῖς ἐρήμοις καί προσευχόμενος”. (Λουκ. 15, 16). Ὁ δρόμος τῆς κοινωνίας μέ τό Θεό καί τούς ἀνθρώπους περνᾶ μέσα ἀπό τήν ἔρημο τῆς μόνωσης τῆς σιωπῆς καί τῆς ἡσυχίας. “Σύ δέ ὅταν προσεύχη εἴ-σελθε εἰς τό ταμεῖον σου, καί κλείσας τήν θύραν σου πρόσευξαι τῳ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καί ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ” (Ματθ. στ’, 6). “Εἰρήνευσον ἐν σεαυτῷ καί εἰρηνεύσει σοι ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ. Σπούδασον εἰσελθεῖν εἰς τό ταμεῖον τό ένδοθέν σου καί ὅψει τό τα-μεῖον τό οὐράνιον* εἐν γάρ έστι τοῦτο κακεῖνο. Καί ἐν μιᾶ εἰσόδῳ θεωρεῖς τά ἀμφότερα. Ἡ κλίμαξ τῆς Βασιλείας ἐκείνης ἔνδοθέν σου ἐστί, κεκρυμμένη ἐν τῇ ψυχῇ σου” (Άγ.Ισαάκ Λ, 127).Σύμφωνα μέ τήν γνώμη τῶν Ἁγίων Πατέρων ὁ πε-ρισπασμός εἶναι αἰτία τοῦ σκοτασμοῦ τοῦ νοός. Διότι ἐάν δέν συμμαζευτεῖ ἀπό παντοῦ ὁ νοῦς, ὅπως τό νερό περιορίζεται μέσα σέ ἕνα σωλήνα, δέν εἶναι δυνα-τόν στή διάνοια νά συγκεντρωθεῖ πρός τόν ἑαυτόν της ὥστε καί πρός τόν Θεό νά ανεβεῖ. “Μή ανελθών δέ τιςς νοερῶς καί μή γευσάμενος τι τῶν ἄνω, πῶς εὐ-χερῶς τῶν κάτω καταφρονῆσαι δύναται;” (Φιλοκ. Γ’,90). Μόνωση καί ἡσυχία. Ἐπίγνωση ἀρ. 48, Χειμώνας 1993-94.)
[20] Ὅταν προσεύχεσαι θά πετᾶς σάν ἀετόπουλο στά ὕψη.
Ἡ προσευχή εἶναι συναναστροφή τοῦ νοῦ μέ τό Θεό. Σκεφθεῖτε λοιπόν σέ ποιά κατάσταση πρέπει νά βρίσκεται ὁ νοῦς μας γιά νά μπορεῖ νά ἀπευθύνεται στόν Κύριο καί νά συνομιλεῖ μαζί Του χωρίς νά στρέφεται ἀλλοῦ καί χωρίς τή μεσολάβηση κανενός ἄλλου.
Ἡ προσευχή εἶναι καρπός τῆς πραότητας καί τῆς εἰρήνης πού δέν τήν ταράζει θυμός.
Ἡπροσευχή εἶναι προέκταση χαράς καί εὐχαριστίας.
Ἡ προσευχή εἶναι ἀσπίδα γιά κάθε λύπη καί στενοχώρια.
Μή στενοχωριέσαι ἄν δέν πάρεις ἀμέσως ἀπό τό Θεό αὐτό πού ζητᾶς. Θέλει νά σέ εὐεργετήσει περισσότερο γι’ αὐτό σέ κρατάει περισσότερο στήν προσευχή. Ὑπάρχει ἄραγε κάτι ἀνώτερο ἀπό τό νά συνομιλεῖς μέ τό Θεό κι ἀπό τό νά χρονοτριβεῖς στή συνάντηση μαζί Του ;
Ἡ ἀπερίσπαστη προσευχή εἶναι ἡ ἀπόλυτη χρήση τοῦ νοῦ μας.
Ἡ προσευχή εἶναι ἀνάβαση τοῦ νοῦ πρός τό Θεό.
Εἴτε προσεύχεσαι μέ ἄλλους εἴτε μόνος, ἀγωνίσου νά μήν τό κάνεις ἀπό συ-νήθεια ἀλλά μέ αἴσθηση.
Προσευχήσου μέ γλυκύτητα καί χωρίς ταραχή καί ψάλλε μέ συγκέντρωση καί ἁρμονία, καί θά εἶσαι σά νιογέννητο ἀετόπουλο πού πετᾶ στά ὕψη.
Ἡ προσευχή εἶναι ἐνέργεια ἀντάξια τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ. Δηλαδή εἶναι ἡ καλύτερη καί ἡ καθαρή χρήση τοῦ νοῦ.
Νά μή θέλεις νά γίνεται στή ζωή σου ὅ,τι ἐσύ νομίζεις σωστό ἀλλά ὅ,τι θέλει ὁ Θεός, καί τότε θά προσεύχεσαι χωρίς ταραχή καί μέ εὐγνωμοσύνη.
(Ἅγιος Νεῖλος ὁ Ἀσκητής, Λόγος περί προσευχῆς, κεφάλαια γ΄,ιδ΄,ιε΄,ιστ΄,λδ΄, λε΄, μβ΄,πβ΄,πδ΄,πθ΄).
[21] Σκοπός ὅλων τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ εἶναι νά καθαρίσουν καί νά ἁγιά-σουν τήν καρδίαν τῶν πιστῶν. (Μον.Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ἀθωνικοί Διά-λογοι, “Θεολογία τῆς νοερᾶς προσευχῆς, Θεσ/κη 1975, σελ. 44).
“Ἡ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νά ἐφαρμόση τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ λέγεται ἄσκηση. Διά τῶν ἐντολῶν ὁ ἄνθρωπος διέρχεται ἀπό τά τρία πνευματικά στά-δια τῆς πνευματικῆς ζωῆς:τήν κάθαρση, (κακοπάθεια, νηστεία, – νά προσέχη μή βρεθῆ ὁ νοῦς ἀφύλακτος καί ἀθωράκιστος, – ἀγρύπνους προσευχάς καί τό ἀδι-άλειπτον δάκρυον διά νά φθάσουν στόν φωτισμό τοῦ νοῦ, – (Μον.Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ἀθωνικά Ἄνθη, ἐκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθῆναι 1962, σελ.18) καί τήν θέωση”.Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, “Μικρά εἴσοδος” στήν Ὀρθό-δοξη πνευματικότητα, ἔκδ. β.τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα 1998, σελ.150.
[22] “…τό τρισσόν ἐννοεῖ τήν ψυχήν μας ὡς οὐσίαν, τήν ἐνέργειαν τῆς ψυχῆς μας τήν διανοητικότητα καί τήν βούλησίν μας τήν ἀγαπητικήν”. Ὁ Γέροντας π. Θεό-κλητος στό βιβλίο του:”Ἀθωνικοί Διάλογοι, Ἡ Θεολογία τῆς Νοερᾶς προσευ-χῆς”, Θεσ/κη 1975 στή σελ.43, διευκρινίζει αὐτή τήν παράγραφο ὡς ἑξῆς:”Ὁ νοῦς, ἡ βούλησις, τό συναίσθημα ἤ, μέ ἄλλην ὁρολογία, τό θυμικόν, τό ἐπιθυμη-τικόν καί τό λογιστικόν, ὀνομάζονται “καρδία” (ψυχή) εἰς τό σύνολόν των, ἀ-φοῦ παρά τό διακεκριμένον τῶν λειτουργιῶν των, εἶναι ἀδιαίρετοι τῆς ψυχῆς δυνάμεις”.
Ὁπότε, γράφει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος, ὅταν ὁ νοῦς ἔρχεται στήν καρδιά καί ἐνεργεῖται ἐκεῖ τότε ὑπάρχει ἑνότητα μεταξύ τοῦ νοῦ (ἐνέρ-γεια), καρδιᾶς (οὐσία) καί ψυχῆς”. (Μικρά εἴσοδος στήν Ὀρθόδοξη Πνευμα-τικότητα, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, ἔκδ. βα, Ἀθῆναι 1998, σελ. 38)
[23] Πνευματική ρύθμιση.
“Ἅγνιζε καί κάθαρε καί ρύθμιζέ με”. (Ἀκολουθία θείας Μεταλήψεως).
Τό μεγαλύτερο πρόβλημα πού ἀπασχολεῖ τόν ἄνθρωπο εἶναι τό θέμα τῆς ἐσω-τερικῆς ρυθμίσεως,νά ρυθμισθεῖ ὁ νοῦς. Πρέπει νά ἀποκτήση πνευματική ὑγεία, ὥστε νά ἀντιδρᾶ φυσιολογικά σέ ὅλα τά ἐμφανιζόμενα στήν ζωή προβλήματα. Ὁ νοῦς νά προσανατολισθῆ πρός τόν Θεό καί νά λειτουργῆ γι’ Αὐτόν. Νά χρη-σιμοποιήση ὁ ἄνθρωπος διάφορες μεθόδους,κυρίως τήν μετάνοια, τήν προσευχή καί τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Νά ἀποσπασθῆ ὁ νοῦς ἀπό τό ἄγ-χος, τό περιβάλλον καί κυρίως ἀπό τήν τυραννία τῆς λογικῆς καί νά ἔχει ἀδι-άλειπτη μνήμη Θεοῦ, παρά τίς καθημερινές του ἀσχολίες τοῦ σώματος.
Αὐτό ἐπιτυγχάνεται, ὅπως ἀναφέρει ὁ μέγας Βασίλειος σέ μία ἐπιστολή στόν φίλο του ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο.
“Ἐν ἡσυχία τόν νοῦν ἔχει πειρᾶσθαι προσήκει”.(Πρέπει νά προσπαθῶμεν νά κρατῶμεν τόν οῦν εἰς κατάστασιν ἡσυχίας.(Μ. Βασιλείου, ἐπιστολαί, Ε.Π. Ε. 2α ἐπιστολή πρός τόν φίλον Γρηγόριον. σελ. 60)
Τό πρῶτο εἶναι ἡ ἡσυχία τοῦ νοῦ. Ὅπως ὁ ὀφθαλμός, ἄν δέν προσηλοῦται σ’ ἕνα ὁρισμένο σημεῖο δέν μπορεῖ νά δῆ καθαρά ὅ, τι εὑρίσκεται μπροστά του τό ἴδιο γίνεται καί μέ τόν νοῦ. Ὁ νοῦς πρέπει νά προσανατολισθῆ πρός τόν Θεό καί νά τόν ἀπασχολῆ μόνον ὁ Θεός καί τά ἔχοντα σχέση μέ Αὐτόν. Αὐτό στήν πραγματικότητα εἶναι ἡ ἀναχώρηση ἐκ τοῦ κόσμου.Ἡ ψυχή πρέπει νά ἀποσπα-σθῆ ἀπό τήν συμπάθεια πρός τό σῶμα. Νά ἀπαλλαγῆ ἀπό τήν δουλεία στό κοσ-μικό καί σαρκικό φρόνημα καί νά ἀναφερθῆ πρός τόν Θεό.
“Νοῦς μέν γάρ μή σκεδαννύμενος ἐπί τά ἔξω, μηδέ ὑπό τῶν αἰσθητηρίων ἐπί τόν κόσμον διαχεόμενος, ἐπάνεισιν μέν πρός ἑαυτόν,δι’ ἑαυτοῦ δέ πρός τήν περί Θεοῦ ἔννοιαν ἀναβαίνει· κἀκείνω τῷ κάλλει περιλαμπόμενός τε καί ἐλλα-μπόμενος καί αὐτῆς τῆς φύσεως λήθην λαμβάνει, μήτε πρός τροφῆς φροντίδα, μήτε πρός περιβολαίων μέριμναν τήν ψυχήν καθελκόμενος, ἀλλά, σχολήν ἀπό τῶν γηΐνων φροντίδων ἄγων· τήν πᾶσαν ἑαυτοῦ σπουδήν ἐπί τήν κτῆσιν τῶν αἰωνίων μετατίθησι”.
(Διότι ὁ νοῦς, ὅταν δέν διασκορπίζεται πρός τά ἔξω καί δέν διαχέεται διά τῶν αἰσθητηρίων πρός τά ἔξω καί δέν διαχέεται διά τῶν αἰσθητηρίων πρός τόν κό-σμον,ἐπιστρέφει πρός τόν ἑαυτόν του καί ἀπό τόν ἑαυτόν του ἀναβαίνει πρός τήν ἔννοιαν τοῦ Θεοῦ. Καθώς δέ περιαυγάζεται καί φωτίζεται ἀπό ἐκεῖνο τό κάλλος, λησμονεῖ καί τήν ἰδικήν του φύσιν ἀκόμη· δέν ἑλκύει τήν ψυχήν εἰς φροντίδα διά τήν τροφήν οὔτε εἰς μειμναν διά τήν ἐνδυναίαν, ἀλλά, ἐλεύθερος ἀπό γήινας φροντίδας,ὅλην του τήν προσοχήν μεταθέτει εἰς τήν ἀπόκτηιν τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν). (ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 64)
Αὐτό εἶναι τό δεύτερο σημεῖο, εἶναι ἡ πορεία τοῦ νοῦ.Ὁ νοῦς δέν δέν πρέπει νά διαχέεται πρός τόν κόσμο διά τῶν αἰσθητηρίων οὔτε νά διασκορπίζεται πρός τά ἔξω, ἀλλά νά ἐπιστρέφη στόν ἑαυτό του καί διά τοῦ ἑαυτοῦ του νά ἀνέρχε-ται στήν ἔννοια τοῦ Θεοῦ. Αὐτό στήν πραγματικότητα εἶναι ἡ κυκλική κίνηση. Ὁ νοῦς ἀφήνει τόν κόσμο καί στρέφεται πρός τόν ἑαυτό του, ὁπότε ἀνέρχεται στόν Θεό. Σέ αὐτήν τήν περίπτωση, καίτοι ζῆ ὁ ἄνθρωπος στόν κόσμο ἐν τού-τοις λαμβάνει λήθη τῆς φύσεως καί ἔχει μιά διηνεκῆ ἀδολεσχία μέ τόν Θεό.
“Καί τοῦτό ἐστι τοῦ Θεοῦ ἐνοίκησις, τό διά τῆς μνήμης ἐνιδρυμένον ἔχειν ἐν ἑαυτῷ τόν Θεόν. Οὕτω γινόμεθα ναός Θεοῦ, ὅταν μή φροντίσι γηΐναις τό συνεχές τῆς μνήμης διακόπτηται….”
(Ἐνοίκησις δέ τοῦ Θεοῦ εἶναι τοῦτο, τό νά ἔχῃ κανείς τόν Θεόν ἱδρυμένον μέσα του διά τῆς μνήμης.Τότε γινόμεθα ναοί τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἡ συνοχή τῆς μνήμης δέν διακόπτεται ἀπό γήινας φροντίδας…”). (ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 64)
Εἶναι τό τρίτο σημεῖο στό ὅτι ὁ ἄνθρωπος, παρά τίς γήϊνες φροντίδες, ἔχη διαρ-κῆ μνήμη Θεοῦ καί δέν διακόπτεται ἡ ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ ἀπό τίς κα-θημερινές ἐργασίες, τότε δείχνει τήν ἐνοίκηση τοῦ Θεοῦ μέσα μας καί ἀκόμη φανερώνει ὅτι γίναμε ναός τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά γιά νά ἐπιτευχθῆ αὐτό εἶναι ἀπα-ραίτητη ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπό τά πάθη. Ἀρχή δέ τῆς καθάρσεως εἶναι ἡ ἡσυχία:”Ἡσυχία οὖν ἀρχή καθάρσεως τῇ ψυχῇ”. (Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, Θεραπευτική ἀγωγή, τόμ. 2, ἔκδ. δ., Ἱ.Μ.Γενεθλίου τῆς Παναγίας, σελ. 64 καί ἑξῆς,1998)
[24] Μέ τήν βοεράν κραυγήν “Κύριε”, δοξολογοῦμεν τόν Θεόν, τήν ἔνδοξον μεγα-λειότητά Του, τόν δημιουργόν τῆς ὁρατῆς καί ἀοράτου κτίσεως, ὅν φρίττουσι τά Σεραφείμ καί τά Χερουβείμ.
Μέ τήν γλυκυτάτην ἐπίκλησιν καί πρόσκλησιν”Ἰησοῦ”, μαρτυροῦμεν, ὅτι εἶναι παρών ὁ Χριστός, ὁ σωτήρ ἡμῶν, καί εὐγνωμόνως τόν εὐχαριστοῦμεν, διότι μᾶς ἠτοίμασε ζωήν αἰώνιον. Μέ τήν τρίτη λέξιν “Χριστέ”, θεολογοῦμεν, ὁμολογοῦν-τες ὅτι ὁ Χριστός εἶναι αὐτός ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Θεός. Δέν μᾶς ἔσωσε κάποιος ἄνθρωπος, οὔτε ἄγγελος, ἀλλά ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἀληθινός Θεός.
Ἐν συνεχεία μέ τήν ἐνδόμυχον αἴτησιν “ἐλέησόν με”, προσκυνοῦμεν καί παρα-καλοῦμεν νά γίνῃ ἵλεως ὁ Θεός, ἐκπληρῶν τά σωτήρια αἰτήματά μας, τούς πό-θους καί τά ἀνάγκας τῶν καρδιῶν μας. καί ἐκεῖνο τό “με”, τί εὗρος ἔχει! Δέν εἶ-ναι μόνον ὁ ἑαυτός μου· εἶναι ἅπαντες οἱ πολιτογραφηθέντες εἰς τό κράτος τοῦ Χριστοῦ, εἰς τήν ἁγίαν Ἐκκλησίαν, εἶναι ὅλοι αὐτοί πού ἀποτελοῦν μέλος τοῦ ἰδικοῦ του σώματος.Καί, τέλος, διά νά εἶναι πληρεστάτη ἡ προσευχή μας, κατα-κλείομεν μέ τήν λέξιν “τόν ἁμαρτωλόν”, ἐξομολογούμενοι – πάντες γάρ ἁμαρτω-λοί ἐσμεν – καθώς ἐξωμολογοῦντο καί ὅλοι οἱ ἅγιοι καί ἐγίνοντο διά ταύτης τῆς φωνῆς υἱοί φωτός καί ἡμέρας. Ἐξ αὐτῶν ἀντιλαμβανόμεθα, ὅτι ἡ εὐχή ἐμπεριέ-χει δοξολογίαν, εὐχαριστίαν, θεολογίαν, παράκλησιν καί ἐξομολόγησιν”. (Ἀρχ. Αἰμιλιανοῦ Σιμωνοπετρίτου, ἡ προσευχή τοῦ Ἁγ. Ὄρους, Ἁγιορείτικη Μαρτυ-ρία, τεῦχος 3,Μάρτιος – Μάϊος 1989, σελ. 124)
[25] Προσευχῆς νοερά, πρακτικές συμβουλές. Μόλις ξυπνοῦμε νά κάνουμε τρεῖς μετάνοιες, τό βράδυ πρίν ἀποσυρθοῦμε πάλι νά κάνουμε τίς τρεῖς μετάνοιες καί τήν προσευχή μας. Κατά τήν διάρκεια τῆς ἡμέρας εὐκαίρως ἀκαίρως μέσα μας, νά λέμε τήν εὐχή νοερά. Μισή ὥρα τήν ἡμέρα νά προσπαθήσουμε νά ποῦμε τήν εὐχή, κατά τήν δύναμή του ο καθένας. θά αισθανθεις μεγάλη ὠφέλεια. Θά μα-λακώσει ἀμέσως ἡ καρδιά καί λίγο ἄν ἐπιμείνει κανείς, ερχονται καί τά δάκρυα από τήν Χάρι του Θεου. (Ἀπομαγνητοφωνημένες ὁμιλίες π. Συμεών Κραγιοπού-λου, τό μυστήριο τῆς σωτηρίας, ζῆλος, γονίδια, εὐχή.Πανόραμα Θεσ/ κης, 1998, σελ. 274- 275)
[26] Ἡ προσευχή εἶναι ἀπό τις κυριώτερες καί ἰσχυρότερες δυνάμεις, πού κάνουν τόν προσευχόμενο νά ξαναγεννιέται καί τοῦ χαρίζουν σωματική καί πνευματι-κή εὐεξία. Χωρίς τήν προσευχή οὔτε οἱ αμαρτίες μας συγχωροῦνται οὔτε Μυ-στήριον κάνουμε οὔτε καί ὁ Θεός μᾶς δίνει τή βοήθειά του καί τή Χάρη Του.
Ἡ προσευχή εἶναι τά μάτια καί τά φτερά τῆς ψυχῆς μας καί μᾶς δίνει θάρρος καί δύναμη ν’ ἀντικρίσουμε τόν Θεό. Ὅμως κατά τήν προσευχή πρέπει:
α) Τό ἦθος μας νά εἶναι ταπεινό, τρεφόμενο μ’ ἁγνές ἐλπίδες,
β) Νά μεταχειριζόμαστε ὅσα ταπεινώνουν καί ἡσυχάζουν τό σῶμα ἐλευθερώ-νοντας τό νοῦ ἀπό κάθε ἐνόχληση,
δ) Οἱ τροφές μας νά εἶναι ἐκείνες πού πρέπει καί τά πιοτά μας ἐλαφρά καί μέ μέτρο.
ε) Ἡ ὁρθοστασία μας καί οἱ γονυκλισίες μας ἀνάλογες μέ τίς δυνάμεις μας,
στ) Ὁ ὕπνος μας νά εἶναι ὁλίγος καί σέ σκληρά στρώματα,
ζ) Νά μεταχειριζόμαστε ὅσα δαμάζουν τό σῶμα καί ξυπνοῦν τό νοῦ φέροντάς μας κοντά στό Θεό. Σ’ αὐτό βοηθοῦν πολύ ἡ ἀνάγνωση τῶν Θείων Γραφῶν καί τῶν ἑρμηνειῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων, τά νηπτικά ἀποφθέγματα τῶν Ὁσίων καί οἱ κατανυκτικές ψαλμωδίες, καί
η) Νά νιώθουμε σ’ ὅλη τους τήν ἔκταση τά θαύματα, πού ἔγιναν καί γίνονται σ’ ὅλον τόν κόσμο.
Προσευχήσου, λοιπόν, ἀδελφέ μου, μέ τό στόμα, ὥσπου νά σέ φωτίσει ἡ Θεία Χάρη νά προσεύχεσαι καί μέ τήν καρδιά σου. Τότε θά συντελεσθεῖ μέσα σου μέ θαυματουργικό τρόπο ἑορτή καί πανήγυρη καί δέν θά προσεύχεσαι πιά μέ τό στόμα ἀλλά μέ τήν καρδιά. Σε κάθε σου ἐργασία ἀπό τό πρωΐ μέχρι τό βράδυ, ἄς προηγεῖται ἡ προσευχή! Αὐτή ἄς κυβερνάει ὅλες σου τίς πράξεις! Αὐτή γεν-νάει τή μετάνοια καί τό δάκρυ! Αὐτή προχωρεῖ ὡς τά μύχια τῶν λογισμῶν μας. Αὐτή εἶναι ἡ γεννήτρια τῆς Θείας Ἀγάπης! Αὐτή καθορίζει τό λογιστικό τῆς ψυχής. Αὐτή ἐξαγνίζει τούς Ἀγγέλους καί τούς Ἁγίους!… Αὐτή φυλάγει καθαρό τό ἐπιθυμητικό τῆς ψυχῆς μέ τό νά βρίσκεται μπροστά στό Θεό, νά ὁμιλεῖ καί νά προσκολλᾶται σ’ Αὐτόν μ’ ὅλη της τήν ἐπιθυμία. Γιατί καθένας πού ἀγαπάει καί φοβᾶται τόν Θεό εἶναι ἀδύνατο νά μή σκέπτεται ταπεινά, εἶναι ἀδύνατο νά κυβερνᾶται ἀπό τό θυμό. Γι’ αὐτό καί λέμε πώς ἡ ὁσία ταπείνωση καθαρίζει τήν ψυχή. Ἀπό τό βιβλίο ἀνωνύμου Ἁγιορείτου Μοναχοῦ «Ἀδιαλείπτως προσεύχε-σθε»:31 ἐντρυφήματα γιά τήν προσευχή»,ἔκδοσις “Ὀρθόδοξος Κυψέλη”, Θεσ/κη
[27] Λογισμός εἶναι συνδυασμός εἰκόνος καί σκέψεως καί συνδυάζεται ὁπωσ-δήποτε καί μέ τήν φαντασία.Ἐνεργοῦν στό λογιστικό μέρος τῆς ψυχῆς, ἐρεθί-ζουν τό ἐπιθυμητικό καί προσπαθοῦν νά αἰχμαλωτίσουν τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώ-που. Ὅταν οἱ ρυπαροί λογισμοί κυριαρχήσουν στήν ψυχή, τότε τήν δηλητηριά-ζουν καί τήν νεκρώνουν. Ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ἀνασφαλής, κυριαρχεῖται ἀπό ἄγχος, ἀϋπνία, ταραχή καί νευρικότητα.
Στήν ὀρθόδοξη θεραπευτική ἀγωγή χρεάζεται προληπτική καί θεραπευτική ἀ-γωγή. Στήν προληπτική ἐντάσσεται ἡ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἀπωθή-σεως τῶν λογισμῶν. Χρειάζεται ἐγρήγορση τοῦ νοῦ πού λέγεται νήψη καί προ-σευχή, ἡ ἀποφυγή τῶν αἰτίων πού προκαλοῦν τούς λογισμούς. Ὁ ἅγιος Θεοφά-νης ὁ Ἔγκλειτος ἀναλύει ὡς ἑξῆς τά στάδια τῆς ἁμαρτίας:.
α) Ἐμφανίζεται στό νοῦ μιά ἄσχημη σκέψη ἤ προσβολή. Ὅταν ἀντιδράσεις ἀμέσως καί στραφεῖς πρός τόν Κύριο, κέρδισες ἕνα στεφάνι. Ἐάν ὅμως ἀρχίσεις νά ἀσχολεῖσαι μέ τήν σκέψη ἤ συζητᾶς μαζί της ἡ ψυχή κλονίζεται καί πραγ-ματοποιεῖ ἕνα βῆμα πρός τήν ἁμαρτία. γ) Ἡ ἱκανοποίηση ἤ ἡ εὐχαρίστηση, πού ἀρχίζει νά προξενεῖ στήν ψυχή ἡ παράταση τοῦ πειρασμοῦ καί ἡ κουβέντα μαζί του. Στήν φάση αὐτή ἔχεις μολυνθεῖ. δ) Ἡ κάμψη τῆς θελήσεως. Στό ση-μεῖο αὐτό ὑπάρχει ἐνοχή. ε) Ἡ συγκατάθεση στήν ἁμαρτία ἤ ἡ ἀπόφαση νά ἁ-μαρτήσει κανείς. Ἐδῶ ἔχουμε ὁπωσδήποτε ἁμαρτία ἐσωτερική, πού τήν βιώνει ὁ ἄνθρωπος στήν ψυχή του ὡς διαστροφή τῶν ἐνργειῶν τῆς ψυχῆς. στ) ἡ διά-πραξη τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ τελευταία φάση. Ἔχουμε τήν ὁλοκληρωμένη πτώ-ση, στέρηση τῆς θείας Χάριτος, τήν ὑποταγή στήν ἐξουσία τοῦ ἐχθροῦ”.(Πρωτ. Εὐαγγ.Παχυγιαννάκη, Εὐαγγελικά Μηνύματα, ἔκδ. Ἐνορίας Ἁγίας Τριάδος, Ἁγ. Νικολάου Κρήτης,2000, σελ.35)
Ὅταν μιά ἁμαρτία ἐπαναλαμβάνεται συχνά καί ἐμφωλεύει πολύ χρόνο μἐσα στή ψυχή μας, λέγεται πάθος. Ἔχουμε διαστροφή τῶν ψυχικῶν δυνάμεων.Ἡ φυσική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ὕπαρξη τῶν ἀρετῶν, ἐνῶ τά πάθη εἶναι ἡ παρά φύση κατάσταση. Ἀποτελεσματικός τρόπος ἀπαλλαγῆς ἀπό τούς λογισμούς εἶναι ἡ ἐξαγόρευσή τους σέ ἔμπειρο πνευματικό πατέρα. Ἄλλος τρό-πος εἶναι νά δημιουργοῦμε καλούς λογισμούς. Ἡ καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν, ἡ ἀ-νάγνωση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ καί οἱ βίοι τῶν ἁγίων. Ὅπως διαλύεται ὁ καπνός στόν ἀέρα, ἔτσι διαλύονται οἱ λογισμοί μέ τήν ἐπίκληση τοῦ Ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ. (Ἅγιος Ἡσύχιος ὁ Πρεσβύτερος). Ὁ καλύτερος τρόπος ἀπό τόν διά-λογο εἶναι ἡ περιφρόνηση τοῦ λογισμοῦ. Συνιστᾶται σάν καλός τρόπος ἰδίως ἀπό τούς ἀρχαρίους στόν ἀγώνα αὐτόν. (Ἀρχ. Ἱεροθέου Βλάχου, Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία,Ἱ.Μ. Τιμίου Σταυροῦ, Ἔδεσσα 1986, σελ.216, 231 καί ἑξῆς).
“’Eγώ δέν γνώρισα ἄλλη πτώση ἀνθρώπου, ἀπό ἐκείνη πού προκύπτει ἀπό τήν ἐμπιστοσύνη στό λογισμό του.…Είδες κάποιον να πέσει στήν ἁμαρτία; Μάθε ὅτι ἐμπιστεύτηκε τόν λογισμό του. Τίποτε δέν εἶναι βαρύτερο καί πιό ὁλέθριο ἀπό τήν ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό μας.
Μέ σκέπασε μέ τή Χάρη Του ὁ Θεός καί πάντοτε φοβόμουνα αὐτόν τόν κίν-δυνο. Γιατί ποτέ, δέν ἀποφάσιζα νά κάνω κάτι, χωρίς νά ἔχω τήν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ μου. Καί πιστέψτε με, ἀδελφοί μου, ἡ ψυχή μου ἦταν πολύ ξε-κούραστη, χωρίς καμιά μέριμνα… Γιατί ἄκουγα ὅτι πρέπει νά μποῦμε στή Βα-σιλεία τῶν Oὐρανῶν, περνώντας μέσα ἀπό πολλές θλίψεις καί ἔβλεπα πώς ἐγώ δέν εἶχα καμιά θλίψη καί φοβόμουνα καί βρισκόμουνα σέ ἀπορία, ἐπειδή δέν ἤξερα τήν αἰτία τῆς τόσης ἀναπαύσεως, μέχρις ὅτου μοῦ εἶπε ὁ Γέροντας: «Μή στενοχωριέσαι. Καθένας πού μπαίνει κάτω ἀπ’ τήν ὑπακοή τῶν Πα-τέρων, τέτοια ἀνάπαυση καί ἀμέριμνη ζωή ἔχει».
Φροντίστε καί σεῖς νά ρωτᾶτε γιά ὅλα, ἀδελφοί μου, καί νά μήν ἔχετε ἐμπι-στοσύνη στόν ἑαυτό σας. Μάθετε πόση ξεγνοιασιά, πόση χαρά, πόση ἀνά-παυση ἔχει ὅποιος τό ἐφαρμόζει.
Ἐπιμέλεια: Kατερίνα Xούπα –Xημικός Mη-χανικός E.M.Π. Ἀββᾶ Δωροθέου Ἔργα Ἀσκητικά” Ἐκδόσεις: “Ἑτοιμασία”
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...