Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Η σύγχρονη θρησκευτική αγωγή οριοθετείται, σύμφωνα με το νέο Πρόγραμμα Σπουδών για τα Θρησκευτικά του Δημοτικού και του Γυμνασίου[1], στο πλαίσιο του επονομαζόμενου κριτικού θρησκευτικού γραμματισμού. Η οριοθέτηση αυτή της θρησκευτικής αγωγής στοχεύει να καταστήσει το θρησκευτικό μάθημα σύγχρονο και ικανό να ανταποκριθεί με επιτυχία στις απαιτήσεις τόσο του στενού σχολικού περιβάλλοντος όσο και του ευρύτερου κοινωνικού. Εντούτοις, οι θεωρητικές βάσεις του γραμματισμού και του θρησκευτικού γραμματισμού εγείρουν ορισμένους προβληματισμούς.
Ο γραμματισμός -μετάφραση του αγγλικού όρου literacy- συνδέεται άμεσα με τον γλωσσικό σημειωτικό λόγο και αφορά πρωταρχικά και κυρίως στη γλωσσική εκπαίδευση. Αντιδιαστέλλεται από τον αναλφαβητισμό, αλλά δεν ταυτίζεται με τον αλφαβητισμό, εφόσον του αποδίδεται ευρύτερο εννοιολογικό περιεχόμενο. Η έννοια του γραμματισμού δεν περιορίζεται στη γνώση γραφής και ανάγνωσης, αλλά συμπεριλαμβάνει ικανότητες και δεξιότητες οι οποίες συμβάλλουν καθοριστικά στην επικοινωνία καθώς και στην επιτυχή ένταξη στο κοινωνικό περιβάλλον. Με βάση τα παραπάνω ως γραμματισμός ορίζεται, σύμφωνα με τον Ηλία Ματσαγγούρα, η «ικανότητα του ατόμου να χρησιμοποιεί τις (μετα-) γλωσσικές και επικοινωνιακές γνώσεις και δεξιότητές του ευέλικτα και δημιουργικά, αλλά πάντα με τρόπο που προσιδιάζει σε κάθε περίσταση επικοινωνίας, για να επιτύχει στόχους που αφορούν: α) στις λεκτικές πράξεις του προφορικού λόγου, β) στην κατανόηση, χρήση, κριτική, αλλά και την παραγωγή κειμένων ποικίλης σημειωτικής σύνθεσης και διαφορετικής κοινωνικής λειτουργίας και, ως εκ τούτου, διαφορετικού περιεχομένου και διαφορετικής μορφής και δομής και διαφορετικών λεξικο-γραμματικών και υφολογικών χαρακτηριστικών»[2].
Από την παραπάνω εννοιολογική προσέγγιση προκύπτει ότι η έννοια του γραμματισμού περιλαμβάνει εκτός από τη γνώση τόσο την ικανότητα ορθής χρήσης των γλωσσικών δομών όσο και τη δυνατότητα του ατόμου να προσαρμόζεται με ευκολία και να λειτουργεί με αποτελεσματικότητα σε ποικίλα περιβάλλοντα και διαφορετικές περιστάσεις επικοινωνίας[3]. Επομένως, ο γραμματισμός δεν εξαντλείται στην κατάκτηση συγκεκριμένου διδακτικού υλικού, αλλά επεκτείνεται και στις δεξιότητες αποτελεσματικής χρήσης αυτού του υλικού από τους μαθητές με στόχο τη λειτουργική επικοινωνία τους με το διαρκώς μεταβαλλόμενο κοινωνικό περιβάλλον. Ο Mike Baynham προσδιορίζει τις δεξιότητες αυτές ως τη λειτουργική διάσταση του γραμματισμού[4].
Στην προσπάθεια προσδιορισμού του εννοιολογικού περιεχομένου του γραμματισμού υποστηρίζεται επιπλέον ότι «ο γραμματισμός συνεπάγεται λογική, αναλυτική, κριτική και ορθολογική σκέψη, χρήση της γλώσσας με γενικεύσεις και αφαιρέσεις, σκεπτικισμό και κριτική στάση, διάκριση μεταξύ μύθου και ιστορίας, αναγνώριση της σημασίας του χώρου και του χρόνου, σύνθετους και σύγχρονους τρόπους διοίκησης (με διαχωρισμό κράτους – εκκλησίας, πολιτική δημοκρατία και μεγαλύτερη κοινωνική ισότητα, χαμηλότερο δείκτη εγκληματικότητας, καλύτερους πολίτες, οικονομική ανάπτυξη, πλούτο και παραγωγικότητα, πολιτική σταθερότητα, αστικοποίηση και χαμηλότερη γεννητικότητα»[5].
Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι από τις ποικίλες εννοιολογικές προσεγγίσεις του γραμματισμού προκύπτει η διάκριση μεταξύ του αυτόνομου και του ιδεολογικού γραμματισμού. Ο Brian Street[6] επισημαίνει ότι η διαφορά μεταξύ του αυτόνομου και του ιδεολογικού γραμματισμού εντοπίζεται στον ρόλο που έχουν συγκεκριμένες κοινωνικές πρακτικές στην κατανόηση του γραμματισμού. Στην περίπτωση του αυτόνομου γραμματισμού αυτός κατανοείται ως καθαρά γνωστική ικανότητα ανεξάρτητα από το κοινωνικό πλαίσιο και τον πολιτισμό εντός του οποίου εκδηλώνεται. Αντίθετα, ο ιδεολογικός γραμματισμός αλληλεπιδρά με την κοινωνία και το πολιτισμικό περιβάλλον[7].
ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ
Η κριτική παιδαγωγική εδραιώνεται ως παιδαγωγικό ρεύμα τη δεκαετία του 1980 με τους Henry Giroux, Michael Apple και Stanley Aronowitz. Εντούτοις, θεωρητικές επιδράσεις έχει δεχθεί από απόψεις των Paulo Freire, Antonio Gramsci και John Dewey, από την κριτική θεωρία της Σχολής της Φρανκφούρτης[8] καθώς και από άλλα ιδεολογικά ρεύματα, όπως αυτά του μεταμοντερνισμού και του μεταδομισμού.
Πρωταρχικός στόχος των εκπροσώπων της κριτικής παιδαγωγικής είναι ο μετασχηματισμός της εκπαίδευσης και κατ’ επέκταση της κοινωνίας. Ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί μέσω της κοινωνικής προβληματικής της εκπαίδευσης, η οποία διευρύνεται ως προς το περιεχόμενό της, ώστε να συμπεριλάβει το κοινωνικό και πολιτισμικό στοιχείο[9]. Επιτυγχάνεται, επίσης, με την υπέρβαση της θεωρίας της στείρας αναπαραγωγής και τον προσανατολισμό της εκπαίδευσης προς την κοινωνική και πολιτισμική παραγωγή[10]. Οι ιδεολογικές καταβολές της κριτικής παιδαγωγικής αιτιολογούν επαρκώς, όπως θα γίνει στη συνέχεια κατανοητό, το γεγονός ότι οι εκπρόσωποί της προσηλώνονται στην ατομική και κοινωνική χειραφέτηση, στη συγκρότηση δημόσιων χώρων αναστοχασμού και στην ανάληψη αυτόνομης κοινωνικής δράσης ως πρωταρχικών κεντρικών σκοπών ενός σύγχρονου εκπαιδευτικού συστήματος[11].
Στις νέες παιδαγωγικές προτάσεις του Giroux για τη θεωρία της εκπαίδευσης στις Η.Π.Α. τονίζεται μεταξύ άλλων η θεμελιώδης πολιτική φύση του σχολείου[12]. Αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Το πρόβλημα της εκπαίδευσης είναι κυρίως η άσκηση της εξουσίας [...] των κυρίαρχων ομάδων πάνω στις αδικημένες ομάδες σε συνάρτηση με τη φυλή (οι ορατές μειονότητες), το φύλο (άνδρας – γυναίκα), τις σεξουαλικές προτιμήσεις ή τις κοινωνικές τους θέσεις (φεμινιστές, μαρξιστές κ.λπ.). Υπάρχει εδώ ένα μεγάλο πρόβλημα το οποίο αγγίζει όλες τις πολιτισμικές δραστηριότητες. Οι ανώτερες τάξεις ελέγχουν την ανάπτυξη της κοινωνίας μέσα από πολιτιστικές δραστηριότητες. Η παιδαγωγική δεν μπορεί να γίνει κατανοητή ως μια απλή μετάδοση της γνώσης, διότι τώρα είναι υποτελής μιας εκτεταμένης πολιτισμικής πολιτικής».
Ο Giroux υποστηρίζει, επίσης, με θέρμη την αναγκαιότητα σύνδεσης αφενός της παιδαγωγικής με την προοπτική της κοινωνικής αλλαγής και αφετέρου της μάθησης με το πολιτισμικό υπόβαθρο και τις προσωπικές εμπειρίες του κάθε μαθητή, εφόσον «η ανάλυση του κοινωνικού προβλήματος της εκπαίδευσης […] έγινε η ανάλυση της εκπαίδευσης ως στοιχείου πολιτιστικού μετασχηματισμού»[13]. Επομένως, εκπαίδευση για τον συγκεκριμένο παιδαγωγό είναι το πεδίο στο οποίο παράγεται αμφισβήτηση, αντίσταση και προοπτική κοινωνικής δράσης[14].
Ουσιαστικά η κριτική παιδαγωγική κατά τον Giroux δεν περιγράφεται εννοιολογικά μόνο ως ένα σύνολο γραπτών, προφορικών και οπτικών πρακτικών, οι οποίες διευκολύνουν τα άτομα να αλληλοκατανοούνται και να αναλύουν τις σχέσεις τους με τους άλλους και το περιβάλλον[15]. Η κριτική παιδαγωγική είναι, επίσης, «μια αμφισβήτηση των κυρίαρχων μορφών συμβολικής παραγωγής, αν δεχτούμε την άποψη ότι οι συμβολικές αναπαραστάσεις οι οποίες εμφανίζονται στις διαφορετικές πολιτιστικές σφαίρες είναι εμποτισμένες από σχέσεις εξουσίας αμφισβητήσιμες, διότι είναι άδικες»[16].
Σύμφωνα με τα παραπάνω «η κριτική παιδαγωγική προτείνει μια διαπαιδαγώγηση του σπουδαστή, η οποία έχει ως κύριο χαρακτηριστικό να είναι μια εναλλακτική παιδεία στην κυρίαρχη παιδεία και η οποία θα στηρίζεται σε αρχές όπως η κοινωνική δικαιοσύνη, η ισότητα, ο σεβασμός των διαφορών. Είναι μια παιδεία της αμφισβήτησης η οποία τοποθετείται σε μια νεο-μαρξιστική προοπτική αποκαλούμενη κριτική θεωρία. Η τάση αυτή εκδηλώνεται κυρίως με κριτικά σχόλια πάνω στα προβλήματα της σύγχρονης διαπαιδαγώγησης και με την πρόταση μιας καινούριας γλώσσας στην εκπαίδευση. Γι’ αυτό το λόγο συνιστούμε στους υπερασπιστές της τάσης αυτής περισσότερο θεωρητικούς προβληματισμούς παρά συγκεκριμένες παιδαγωγικές προτάσεις»[17].
Προς την ίδια κατεύθυνση της ιδεολογικοποιημένης, δηλαδή, εκπαίδευσης είναι στραμμένη και η προσέγγιση του Freire για τον γραμματισμό, συμβάλλοντας καθοριστικά στη μετάλλαξη της εκπαιδευτικής σε πολιτική διαδικασία. Ο Freire καθιερώνει στον χώρο της Παιδαγωγικής επιστήμης την παιδαγωγική της συνειδητοποίησης, ένα μαρξιστικό εκπαιδευτικό μοντέλο, το οποίο αναπτύχθηκε κατά τη δεκαετία του 1970 από το Σωματείο των εκπαιδευτικών του Κεμπέκ (École et lutte de classes au Québec, 1975).
Κατά την προσέγγιση του Freire το σχολείο λειτουργεί ως μηχανισμός μετάδοσης και καλλιέργειας της ιδεολογίας του καπιταλιστικού κράτους. Μέσω του γραμματισμού δίνεται η ευκαιρία στις καταπιεσμένες κοινωνικές ομάδες να αναγνωρίσουν τις υπεύθυνες για την αλλοτρίωσή τους κοινωνικές δομές. Επομένως, όπως εύστοχα έχει παρατηρηθεί, «[...] σημαντικός πολιτικός στόχος για το Βραζιλιάνο παιδαγωγό είναι η αξιοποίηση της απελευθερωτικής οπτικής του γραμματισμού για τον κοινωνικό μετασχηματισμό προς την κατεύθυνση του ανθρωπιστικού σοσιαλισμού»[18].
Κατά συνέπεια, ο Freire υποστηρίζει με σαφήνεια ότι κανένα είδος γραμματισμού δεν είναι ουδέτερο, αφού συνοδεύεται από αξίες, στάσεις και κανόνες. Αυτή ακριβώς η θέση του Freire οδηγεί τον Gee στο συμπέρασμα ότι «αυτό που κάνει τον Freire πραγματικά σπουδαίο είναι ότι δεν προσποιείται το διαχωρισμό της πολιτικής από το γραμματισμό. Ο παιδαγωγός πρέπει να έχει το θάρρος να καθιστά σαφή την πολιτική του οπτική και να αντιστέκεται στο γραμματισμό της χειραγώγησης»[19]. Ως αντίδοτο στον γραμματισμό της χειραγώγησης προσφέρεται ο κριτικός γραμματισμός της χειραφέτησης, στο πλαίσιο του οποίου, βέβαια, η κριτική θεώρηση νοηματοδοτείται με τις έννοιες της αμφισβήτησης, της άρνησης και της αλλαγής.
ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ
Η σύνδεση, όπως προαναφέρθηκε, των επικοινωνιακών δεξιοτήτων των μαθητών με την ανάπτυξη των κειμενικών τους δεξιοτήτων οδηγεί στην υιοθέτηση μιας κειμενικής προοπτικής στην εκπαίδευση καθιστώντας την έννοια του γραμματισμού συμβατή και με άλλα -πέραν του γλωσσικού- γνωστικά πεδία, όπως αυτό των θρησκευτικών. Σε αυτή την περίπτωση «το κείμενο κατέχει καίρια θέση σε όλο το αναλυτικό πρόγραμμα, διατρέχοντας διαφορετικά μαθήματα και δραστηριότητες και συνιστά έναν κεντρικό άξονα αναφοράς, τόσο στη διδασκαλία όσο και στη μάθηση»[20].
Ο λόγος, κατά συνέπεια, αποκτά σημαίνοντα ρόλο και στη θρησκευτική αγωγή. Ειδικότερα στον θρησκευτικό γραμματισμό η κυριαρχία του λόγου στοχεύει «στο να οικοδομήσει λογικά τη θρησκευτική αγωγή των παιδιών και των εφήβων μέσα από την κατανόηση, την ερμηνεία και την κριτική, και δι’ αυτού να συμβάλει στην προσωπική και ελεύθερη συγκρότησή τους»[21].
Επομένως, σύμφωνα με το νέο Πρόγραμμα η θρησκευτική αγωγή των μαθητών προϋποθέτει εκ μέρους τους μια λογική προσέγγιση και ένα κριτικό αναστοχασμό του θρησκευτικού φαινομένου εν γένει και των οικείων τους θρησκευτικών καταβολών. Αυτό, βέβαια, συμβαίνει, διότι έτσι επιτυγχάνεται ο βασικός στόχος του γραμματισμού, ο οποίος συμπυκνώνεται, κατά μία άποψη στην ικανότητα ελέγχου της ζωής και του περιβάλλοντος μέσω του λόγου, με τρόπο ορθολογικό[22].
Η κριτική αυτή προσέγγιση του θρησκευτικού φαινομένου επιδιώκει να αποκαλύψει τις ενδεχόμενες χρήσεις των θρησκευτικών στοιχείων με σκοπό την άσκηση εξουσίας ή μια ιδιότυπη θρησκευτική χειραγώγηση, όπως αντίστοιχα ο κριτικός γραμματισμός στη γλώσσα επιχειρεί να αναδείξει γλωσσικές χρήσεις που προβάλλουν σχέσεις εξουσίας και ιδεολογίες τις οποίες δεν αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι[23]. Στοχεύει, επίσης, στο να αναδείξει μια αλληλεπιδραστική σχέση θρησκείας και κοινωνίας και να καταστήσει τα άτομα ικανά όχι να μαθαίνουν και να αναπαράγουν τις θρησκευτικές δομές ούτε απλώς να τις ελέγχουν αλλά και να τις διαμορφώνουν εξαρχής.
Ο στόχος, επομένως, του θρησκευτικού γραμματισμού επιτάσσει την προσέγγιση της θρησκευτικής αγωγής κριτικά, ώστε να ανταποκριθεί σ’ αυτό που καλείται «χειραφετητικό ενδιαφέρον». «Η γνώση είναι αληθινή όταν μας ελευθερώνει απ’ ό,τι ονομάζεται “πρόσδεση στο παρελθόν”. Χωρίς αυτό το “χειραφετητικό ενδιαφέρον” οι αλήθειες οποιασδήποτε επιστήμης και γνώσης λειτουργούν στατικά και ενδεχομένως χρησιμοποιούνται για ποικιλότροπη χειραγώγηση»[24].
Αναδεικνύονται, επομένως, οι ιδεολογικές καταβολές του κριτικού γραμματισμού γενικά καθώς και το γεγονός ότι το θρησκευτικό φαινόμενο, η θρησκευτική πίστη, προσεγγίζεται ως κατεστημένη κοινωνική δομή, με κίνδυνο τον υποβιβασμό της σε ιδεολογία. Μέσω του γραμματισμού δεν επιτυγχάνεται η χειραφέτηση των μαθητών από την καταπίεση των ιδεολογικοπολιτικών κατεστημένων, αλλά η αντικατάστασή τους από μία νέα ιδεολογική πολιτική πρόταση. Αυτή η πρόταση μπορεί, κατά τους εισηγητές της, να λύσει τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου μέσω της κριτικής θεώρησης, της αντίστασης και της απόρριψης.
ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ANDREW WRIGHΤ
Στο πλαίσιο του ευρύτερου ευρωπαϊκού προβληματισμού για τη σύγχρονη θρησκευτική εκπαίδευση ο Wright -επηρεασμένος από τις βασικές αρχές της κριτικής παιδαγωγικής- εισηγείται το μοντέλο της κριτικής θρησκευτικής εκπαίδευσης, το οποίο είναι απαρέγκλιτα βασισμένο στον θρησκευτικό γραμματισμό. Το 2004 το βρετανικό Υπουργείο Παιδείας (British Government’s Department for Education and Skills) σε συνεργασία με την Αρχή Προσόντων και Αναλυτικών Προγραμμάτων (Qualifications and Curriculum Authority) δημοσιεύει Νόμο – Πλαίσιο για τη Θρησκευτική Εκπαίδευση στη Βρετανία και την Ουαλία (non – statutory Framework for Religious Education, DES/QCA 2004). Μέλος της συντακτικής ομάδας είναι και ο Wright[25].
Ο Νόμος – Πλαίσιο αναφέρει δύο βασικούς στόχους του θρησκευτικού μαθήματος, στους οποίους θεμελιώνεται το μοντέλο της κριτικής θρησκευτικής εκπαίδευσης[26]. Οι δύο αυτοί κεντρικοί στόχοι είναι η μάθηση για τη θρησκεία (learning about religion) και η μάθηση από τη θρησκεία (learning from religion).
Ο Wright υποστηρίζει ότι οι στόχοι της θρησκευτικής εκπαίδευσης πραγματοποιούνται διαμέσου μίας εξελικτικής πορείας δύο φάσεων: της απόκτησης της γνώσης (learning about) και της ανάπτυξης δεξιοτήτων (learning from), ώστε να επιτευχθεί η προσωπική ολοκλήρωση. Επιπλέον, διευκρινίζει ότι η μάθηση για τη θρησκεία πραγματοποιείται μέσω της αντιπαράθεσης των διαφορών μεταξύ της οικείας θρησκευτικής παράδοσης και της θρησκευτικότητας των θρησκευτικά διαφορετικών μαθητών. Ουσιαστικά ο Wright προτείνει η θρησκευτική γνώση των χριστιανών μαθητών τόσο για τη δική τους θρησκευτική παράδοση όσο και για τις άλλες θρησκευτικές παραδόσεις να είναι αποτέλεσμα του προβληματισμού που προκύπτει από τη συνάντηση και την ανάδειξη των διαφορετικοτήτων τους[27].
Στο ίδιο κείμενο περιγράφεται, επίσης, ο στόχος της θρησκευτικής εκπαίδευσης στη Φιλανδία. Σύμφωνα με το Εθνικό Αναλυτικό Πρόγραμμα για τη Λυκειακή Εκπαίδευση (National Core Curriculum for Upper Secondary Schools) αναμένεται οι μαθητές να αναπτύξουν πολιτισμικό -αντί του θρησκευτικού- γραμματισμό, προβληματιζόμενοι και τηρώντας κριτική στάση απέναντι στις ποικίλες θρησκευτικές παραδόσεις.
Υπό αυτό το πρίσμα η θρησκευτική εκπαίδευση συρρικνώνεται και χρησιμοποιείται ως εργαλείο πολιτισμικής κατανόησης. Συνεπώς, οι θρησκείες προσεγγίζονται ως πεδία κοινωνικο – πολιτισμικής συνάντησης μεταξύ ατόμων και κοινωνιών και όχι ως αυταξίες[28].
Ο Wright θεωρεί ότι το μοντέλο της κριτικής θρησκευτικής εκπαίδευσης (Critical Religious Education) ανταποκρίνεται πιστότερα και αποτελεσματικότερα στις σύγχρονες παιδαγωγικές απαιτήσεις μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας. Το βασικό επιχείρημά του είναι ότι στο περιγραφόμενο μοντέλο η κριτική θρησκευτική εκπαίδευση θεμελιώνεται στις αρχές της πνευματικής ακεραιότητας (intellectual integrity), της ατομικής ελευθερίας (personal freedom), της επιδίωξης της απόλυτης αλήθειας (the pursuit of ultimate truth) και της περιφρούρησης του δικαιώματος της ατομικής θρησκευτικής αυτοδιάθεσης (personal faith – formation)[29].
Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να αναφερθεί ότι η πρόταση του Wright για το μοντέλο κριτικής θρησκευτικής εκπαίδευσης προέκυψε ως απάντηση στο αίτημα συνδυασμού της ανάπτυξης πνευματικού βάθους και της κριτικής «ανοικτότητας» των μαθητών. Ωστόσο, το προτεινόμενο μοντέλο παρουσιάζει μια εγγενή αδυναμία, καθώς απαλείφει εντελώς το υπερβατικό στοιχείο περιορίζοντας την πίστη σε διανοητικό γεγονός, ικανό να υπόκειται στη βάσανο της λογικής κριτικής.
Η πίστη, η οποία κείται όχι αντίθετα, αλλά πέρα και πάνω από τη λογική, εξορθολογίζεται σύμφωνα με τις επιταγές του θρησκευτικού γραμματισμού. Ο άνθρωπος αναζητά την απόλυτη αλήθεια στο πλαίσιο της ανθρώπινης λογικής· διαφυλάσσει μεν το δικαίωμα της θρησκευτικής του αυτοδιάθεσης, η θρησκευτική του, όμως, ταυτότητα προκύπτει ως αποκλειστικό αποτέλεσμα διανοητικής διεργασίας και κριτικής προσέγγισης. Ως εκ τούτου, ελλοχεύει ο κίνδυνος να προσεγγίζεται και να κρίνεται η πίστη ως ιδεολογία. Γίνεται, κατά συνέπεια, προφανές ότι στην περίπτωση αυτή η ατομική ακεραιότητα σε επίπεδο πίστης δε θίγεται απλώς αλλά κολοβώνεται. Το ζητούμενο στη θρησκευτική αγωγή δεν είναι η χειραφέτηση από κατεστημένες θρησκευτικές δομές, αλλά από τα στενότατα όρια της ανθρώπινης λογικής, προκειμένου ο άνθρωπος να αναχθεί στην αλήθεια η οποία είναι πέρα και πάνω από τη λογική.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ
Ο κριτικός θρησκευτικός γραμματισμός προτείνεται ως μία καινοτόμος διάσταση της σύγχρονης θρησκευτικής αγωγής. Στόχος είναι η υπέρβαση της αποκλειστικότητας[30], η οποία χαρακτηρίζει κατά μία άποψη στις μέρες μας το μάθημα των θρησκευτικών.
Εντούτοις, η έρευνα και η μελέτη των δομικών στοιχείων του κριτικού γραμματισμού, καθώς και του κριτικού θρησκευτικού γραμματισμού αποκαλύπτει ότι ο θρησκευτικός γραμματισμός στοχεύει κυρίως στην ανάπτυξη και καλλιέργεια της κριτικής θεώρησης εκ μέρους των μαθητών κάθε προσφερόμενης θρησκευτικής γνώσης. Ως κριτική στάση προκρίνεται η αμφισβήτηση, η εκ των προτέρων άρνηση και η αντίσταση, ώστε να επιτευχθεί η χειραφέτηση από τις κατεστημένες κοινωνικές και πολιτικές δομές. Τελικά, όμως, η χειραφέτηση αυτή δε συνεπάγεται την απαλλαγή από τα βαρίδια των κοινωνικών και πολιτικών κατεστημένων, αλλά την επικράτηση μίας νέας βιοθεωρίας, μίας νέας ιδεολογίας, μίας καινούριας κοσμοαντίληψης, της οποίας μοναδική θέση είναι η άρνηση.
Οι κρίσεις που διήλθε η θρησκευτική αγωγή στην Ελλάδα από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα είναι πολλές. Δεν είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι η πλέον πρόσφατη εκδηλώθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με την υφιστάμενη οικονομική κρίση.
Η νηφάλια έρευνα και μελέτη αυτών των κρίσεων αναδεικνύει ότι η νεοελληνική παιδεία στο σύνολό της αντιμετωπίζει πρόβλημα προσανατολισμού. Ο Παναγιώτης Νέλλας διέκρινε ότι αυτό το πρόβλημα είναι μεγάλο και δυσεπίλυτο, επειδή μέσα στην ελληνική παιδεία «αντιπαλεύουν τρεις τάσεις, τρεις στόχοι, τρία ανθρωποείδωλα, τρεις διαφορετικοί πολιτισμοί: ο πολιτισμός του ανθρωπισμού, ο πολιτισμός της θεανθρωπίας και ο πολιτισμός της τεχνολογίας […]. Η εκπαίδευση, όλα τα εκπαιδευτικά προγράμματα των τελευταίων χρόνων, όλες οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις είναι στη συνείδηση του ελληνικού λαού ακαταξίωτες», διότι δεν επιλύουν το πρόβλημα προσανατολισμού της ελληνικής παιδείας[31].
Η φύση και η θέση του θρησκευτικού μαθήματος στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα επιτάσσει η λύση του προβλήματος να ξεκινήσει από το μάθημα των θρησκευτικών. Αυτό οφείλει να ξαναβρεί τον προσανατολισμό του και να προτείνει το ανθρωποείδωλο εκείνο το οποίο θα συμβάλει στην επανεύρεση του προσανατολισμού της νεοελληνικής παιδείας και θα βοηθήσει τον σύγχρονο πολιτισμό να ξεπεράσει τα εγγενή αδιέξοδά του. Διαφορετικά, η επόμενη κρίση είναι κοντά και το τραγικό δεν είναι ότι μπορούμε πλέον να την προβλέψουμε· τραγικό είναι ότι αγνοούμε τι κομίζει. Γι’ αυτό «καιρός τοῦ ποιῆσαι».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Ελληνόγλωσση
Baynham M., Πρακτικές Γραμματισμού, μτφρ. Μ. Αράπογλου, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2002.
Bertrand Y., Σύγχρονες Εκπαιδευτικές Θεωρίες, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1994.
Γούναρη Π. και Γρόλλιος Γ. (επιμ.), Κριτική Παιδαγωγική, εκδ. Gutenberg – Γιώργος και Κώστας Δάρδανος, Αθήνα 2010.
Gee J., «Ο Γραμματισμός και ο Μύθος του Γραμματισμού: από τον Πλάτωνα στον Freire», στο Α. Χαραλαμπόπουλος (επιμ.), Γραμματισμός, Κοινωνία και Εκπαίδευση, μτφρ. Μ. Αράπογλου, Ε. Κονσούλη, Δ. Κορομπόκης, Λ. Κουφάκη, εκδ. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιστούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 2006, σσ. 15 – 54.
Kalantzis M. και Cope B., «Πολυγραμματισμοί», στο Α. Χριστίδης (επιμ.), Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός για τη Γλώσσα, εκδ. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 2001. [http://www.komvos.edu.gr/glwssa/odigos/thema_e2/e_2_thema.htm, προσπελάστηκε 10.03.2013]
Ματσαγγούρας Η. (επιμ.), Σχολικός Εγγραμματισμός. Λειτουργικός, Κριτικός, Επιστημονικός, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2007.
Μητσικοπούλου Β., «Γραμματισμός», στο Α. Χριστίδης (επιμ.), Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός για τη Γλώσσα, εκδ. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 2001. [http://www.komvos.edu.gr/glwssa/odigos/thema_e1/e_1_thema.htm, προσπελάστηκε 10.03.2013]
Νέλλας Π., «Η Παιδεία και οι Έλληνες», Σύναξη 21 (Ιανουάριος – Μάρτιος 1987), σσ. 9 – 22.
Νικολούδης Δ., Κριτική Παιδαγωγική και Γραμματισμός, Διδακτορική Διατριβή που υποβλήθηκε στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης Θεσσαλονίκης, Μάιος 2010.
Ρεράκης Ηρ., Υπόμνημα προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος με θέμα: «Νέο Πιλοτικό Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά και Οδηγός Εκπαιδευτικού», Θεσσαλονίκη 04.07.2012, σσ. 1 – 27.
Σαραφίδου Τ., «Ανάπτυξη Κειμενικών Δεξιοτήτων μέσα από Αφηγηματικά Πλαίσια κατά την Πρώτη Σχολική Ηλικία: Η Περίπτωση του Βιβλίου των Θρησκευτικών της Γ΄ Τάξης του Δημοτικού Σχολείου», στο Ε. Τάφα – Γ. Μανωλίτσης (επιμ.), Αναδυόμενος Γραμματισμός. Έρευνα και Εφαρμογές, εκδ. Πεδίο, Αθήνα 2009, σσ. 361 – 370.
Υπουργείο Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Νέο Σχολείο. Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού & Γυμνασίου, Αθήνα 2011.
Χαραλαμπόπουλος Α. (επιμ.), Γραμματισμός, Κοινωνία και Εκπαίδευση, μτφρ. Μ. Αράπογλου, Ε. Κονσούλη, Δ. Κορομπόκης, Λ. Κουφάκη, εκδ. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιστούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 2006.
2. Ξενόγλωσση
Fairclough N., Discourse and Social Change, εκδ. Polity Press, Cambridge 1992.
Giroux Η., «Theories of Reproduction in the New Sociology of Education», Harvard Educational Review 63, 3 (1983), σσ. 257 – 293.
Theory and Resistance in Education , εκδ. Bergin and Garvey, South Hadley 1983.
Border Crossings: Cultural Workers and the Politics of Education , εκδ. Routledge ublishing, London 1992.
Hella E. and Wright A., «Learning ‘about’ and ‘from’ Religion: Phenomenography, the Variation Theory of Learning and Religious Education in Finland and the UK», British Journal of Religious Education 31, 1 (2009), σσ. 53 – 64.
Simon R., Teaching Against the Grain, εκδ. Bergin & Garvey, New York 1992.
Street B., Literacy in Theory and Practice, εκδ. Cambridge University Press, Cambridge 1984.
Traves P., «Reading: the Entitlement to be ‘properly litrate’», Kimberley K., Meek M. & Miller J. (επιμ.), New Readings: Contributions to an Understanding of Literacy, εκδ. A & C Black, London 1992, σσ. 77 – 85.
Wright A., «Critical Religious Education and the National Framework for Religious Education in England and Wales», Religious Education: The Official Journal of the Religious Education Association 103 (November – December 2008), σσ. 517 – 521.
[1] Υπουργείο Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Νέο Σχολείο. Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού & Γυμνασίου, Αθήνα 2011.
[2] Η. Ματσαγγούρας (επιμ.), Σχολικός Εγγραμματισμός. Λειτουργικός, Κριτικός, Επιστημονικός, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2007, σ. 22. Γενικότερα, είναι αναγκαίο να επισημανθεί ότι δεν υπάρχει ένας κοινά αποδεκτός ορισμός του γραμματισμού. Μία προσπάθεια σύνθεσης διάφορων ορισμών έγινε από την Unesco, η οποία όρισε το γραμματισμό ως εξής: «Ένα άτομο είναι εγγράμματο όταν έχει αποκτήσει τις απαραίτητες γνώσεις και δεξιότητες που το καθιστούν ικανό να συμμετάσχει σε όλες εκείνες τις δραστηριότητες στις οποίες απαιτείται γραμματισμός για την αποτελεσματική λειτουργία του ατόμου στην ομάδα και στην κοινότητά του και του οποίου οι επιτεύξεις στην ανάγνωση, τη γραφή και την αριθμητική τού επιτρέπουν να συνεχίζει να χρησιμοποιεί αυτές τις δεξιότητες για την ατομική εξέλιξη και την ανάπτυξη της κοινότητάς του», στο M. Baynham, Πρακτικές Γραμματισμού, μτφρ. Μ. Αράπογλου, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2002, σσ. 19 – 20.
[3] Η. Ματσαγγούρας (επιμ.), Σχολικός Εγγραμματισμός. Λειτουργικός, Κριτικός, Επιστημονικός, ό.π. Βλ. και Β. Μητσικοπούλου, «Γραμματισμός», στο Α. Χριστίδης (επιμ.), Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός για τη Γλώσσα, εκδ. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 2001 [http://www.komvos.edu.gr/glwssa/odigos/thema_e1/e_1_thema.htm, προσπελάστηκε 10.03.2013]. Βλ. επίσης, M. Kalantzis και B. Cope, «Πολυγραμματισμοί», στο Α. Χριστίδης (επιμ.), Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός για τη Γλώσσα, εκδ. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 2001 [http://www.komvos.edu.gr/glwssa/odigos/thema_e2/e_2_thema.htm, προσπελάστηκε 10.03.2013].
[4] Μ. Baynham, Πρακτικές Γραμματισμού, ό.π., σ. 20.
[5] J. Gee, «Ο Γραμματισμός και ο Μύθος του Γραμματισμού: από τον Πλάτωνα στον Freire», στο Α. Χαραλαμπόπουλος (επιμ.), Γραμματισμός, Κοινωνία και Εκπαίδευση, μτφρ. Μ. Αράπογλου, Ε. Κονσούλη, Δ. Κορομπόκης, Λ. Κουφάκη, εκδ. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιστούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 8.
[6] Αναλυτικότερα βλ. B. Street, Literacy in Theory and Practice, εκδ. Cambridge University Press, Cambridge 1984.
[7] Βλ. περισσότερα στο Α. Χαραλαμπόπουλος (επιμ.), Γραμματισμός, Κοινωνία και Εκπαίδευση, μτφρ. Μ. Αράπογλου, Ε. Κονσούλη, Δ. Κορομπόκης, Λ. Κουφάκη, εκδ. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιστούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 2006.
[8] Ηρ. Ρεράκης, Υπόμνημα προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος με θέμα: «Νέο Πιλοτικό Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά και Οδηγός Εκπαιδευτικού», Θεσσαλλονίκη 04.07.2012, σ. 11.
[9] Y. Bertrand, Σύγχρονες Εκπαιδευτικές Θεωρίες, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1994, σ. 145.
[10] Π. Γούναρη και Γ. Γρόλλιος (επιμ.), Κριτική Παιδαγωγική, εκδ. Gutenberg – Γιώργος και Κώστας Δάρδανος, Αθήνα 2010.
[11] Δ. Νικολούδης, Κριτική Παιδαγωγική και Γραμματισμός, Διδακτορική Διατριβή που υποβλήθηκε στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης Θεσσαλονίκης, Μάιος 2010, σ. 12. Βλ. και Π. Γούναρη και Γ. Γρόλλιος (επιμ.), Κριτική Παιδαγωγική, ό.π.
[12] Βλ. Η. Giroux, Theory and Resistance in Education, εκδ. Bergin and Garvey, South Hadley 1983.
[13] Y. Bertrand, Σύγχρονες Εκπαιδευτικές Θεωρίες, ό.π., σ. 147.
[14] Η. Giroux, «Theories of reproduction in the new sociology of education», Harvard Educational Review 63, 3 (1983), σσ. 257 – 293. Βλ. και Π. Γούναρη και Γ. Γρόλλιος (επιμ.), Κριτική Παιδαγωγική, ό.π., σ. 32.
[15] Βλ. H. Giroux, Border Crossings: Cultural Workers and the Politics of Education, εκδ. Routledge Publishing, London 1992.
[16] Y. Bertrand, Σύγχρονες Εκπαιδευτικές Θεωρίες, ό.π., σ. 148. Βλ. και R. Simon, Teaching Against the Grain, εκδ. Bergin & Garvey, New York 1992.
[17] Y. Bertrand, Σύγχρονες Εκπαιδευτικές Θεωρίες, ό.π.
[18] Δ. Νικολούδης, Κριτική Παιδαγωγική και Γραμματισμός, ό.π., σ. 311.
[19] Δ. Νικολούδης, Κριτική Παιδαγωγική και Γραμματισμός, ό.π. Βλ. και J. Gee, «Ο Γραμματισμός και ο Μύθος του Γραμματισμού: από τον Πλάτωνα στον Freire», ό.π., σ. 38.
[20] Τ. Σαραφίδου, «Ανάπτυξη Κειμενικών Δεξιοτήτων μέσα από Αφηγηματικά Πλαίσια κατά την Πρώτη Σχολική Ηλικία: Η Περίπτωση του Βιβλίου των Θρησκευτικών της Γ΄ Tάξης του Δημοτικού Σχολείου», στο Ε. Τάφα – Γ. Μανωλίτσης (επιμ.), Αναδυόμενος Γραμματισμός. Έρευνα και Εφαρμογές, εκδ. Πεδίο, Αθήνα 2009, σ. 362.
[21] Υπουργείο Παιδείας – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Νέο Σχολείο. Πρόγραμμα Σπουδών, ό.π., σ. 21.
[22] P. Traves, «Reading: the Entitlement to be ‘properly litrate’», K. Kimberley, M. Meek & J. Miller (επιμ.), New Readings: Contributions to an Understanding of Literacy, εκδ. A & C Black, London 1992, σσ. 77 – 85.
[23] N. Fairclough, Discourse and Social Change, εκδ. Polity Press, Cambridge 1992, σ. 7.
[24] Υπουργείο Παιδείας – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Νέο Σχολείο. Πρόγραμμα Σπουδών, ό.π.
[25] A. Wright, «Critical Religious Education and the National Framework for Religious Education in England and Wales», Religious Education: The Official Journal of the Religious Education Association 103 (November – December 2008), σσ. 517 – 518.
[26] A. Wright, «Critical Religious Education and the National Framework for Religious Education in England and Wales», ό.π., σ. 520.
[27] E. Hella and A. Wright, «Learning ‘about’ and ‘from’ Religion: Phenomenography, the Variation Theory of Learning and Religious Education in Finland and the UK», British Journal of Religious Education 31, 1 (2009), σσ. 53 – 64.
[28] E. Hella and A. Wright, «Learning ‘about’ and ‘from’ Religion: Phenomenography, the Variation Theory of Learning and Religious Education in Finland and the UK», ό.π., σ. 54.
[29] A. Wright, «Critical Religious Education and the National Framework for Religious Education in England and Wales», ό.π., σ. 518.
[30] Υπουργείο Παιδείας – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Νέο Σχολείο. Πρόγραμμα Σπουδών, ό.π., σ. 13.
[31] Π. Νέλλας, «Η παιδεία και οι Έλληνες», Σύναξη 21 (Ιανουάριος – Μάρτιος 1987), σ. 10.
(Εισήγηση στο Πανελλήνιο Επιστημονικό Συνέδριο με θέμα «Το Μάθημα των Θρησκευτικών: Προβληματισμοί – Επισημάνσεις – Προτάσεις» που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη από 11-13 Μαρτίου 2012)
Ἡ ὅλη περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα θεολογικοῦ καί μάλιστα δογματικοῦ σχετικισμοῦ πού ἔχει ἀναπτυχθεῖ τά τελευταῖα χρόνια ἐντός καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἦταν σχεδόν ἀναμενόμενο ὅτι θά ἔφθανε τελικῶς καί στό θέμα τοῦ Ἡσυχασμοῦ τῶν ἁγίων νηπτικῶν Πατέρων. Ἡ πρόσληψη τῆς αἱρετικῆς «μετα-πατερικότητος», σέ συνδυασμό μέ τή συστηματική παραθεώρηση τῆς ἀξίας τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας τῆς β΄ μετά Χριστόν χιλιετίας - ὥστε νά διευκολυνθεῖ μιά τεχνητή καί παραπειστική προσέγγιση μέ τήν ἀμετανοήτως αἱρετική Ρώμη - ἔχουν προφανῶς συμβάλει ἀποφασιστικῶς στήν ἐξέλιξη αὐτή στό γενικότερο πλαίσιο τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ἀποτελεῖ πραγματική ἔκπληξη, ὄχι εὐχάριστη, μία πρόσφατη ἐπιστολή Κληρικοῦ τῆς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στό Περιοδικό «Ἐφημέριος», ἡ ὁποία ἐτέθη ὑπ΄ ὄψιν μας, στήν ὁποία ὁ Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης ἀπορρίπτει τήν μέσῳ τῆς ἀκτίστου χάριτος καί ὑποστηρίζει τήν διά κτιστῶν μέσων θέωση τοῦ ἀνθρώπου, καθώς καί τήν κτιστότητα τοῦ Θαβωρίου Φωτός τῆς Μεταμορφώσεως!
Πρίν σχολιάσουμε τήν δομή τῶν σχετικῶν θεολογικῶν ἰσχυρισμῶν, δέν μποροῦμε νά μή ἐκφράσουμε εὔλογο παράπονο γιά τήν κατά τά τελευταῖα ἔτη ἀπάλειψη ἀπό τό Λειτουργικό Τυπικό τῆς ἀναγνώσεως τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας τήν Α΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ θαυμάσιο μέσο ἐπιβεβαιώσεως τῆς θεολογικῆς συνεχείας τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας, διακηρύξεως τῆς αὐτοσυνειδησίας Της, ἀλλά καί θεολογικῆς παιδείας τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος Της. Ἡ Ἐκκλησία, κατά τήν ἱστορική διαπίστωση τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων δέν ἀδιαφορεῖ γιά τούς παραβάτες τῆς Πίστεως, «ἡ Καθολική Ἐκκλησία οὐ παρορᾷ τούς εἰς αὐτήν πλημμελοῦντας»[1] · σκοπός Της εἶναι νά διασφαλιστεῖ ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἔναντι τῆς ἀλλοιώσεως τῆς σωτηριώδους Πίστεως καί τῆς ὑπερφιάλου ἀντιθέσεως τῶν αἱρεσιαρχῶν πρός τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι σημεῖο ἐσχάτης ἀλαζονείας. Αὐτό τόν σκοπό ἐξυπηρετεῖ καί ἡ ὑπενθύμιση καί ἐπανάληψη τῶν ἐπευφημιῶν καί τῶν ἀναθεματισμῶν τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας! Ἐλπίζουμε ὅτι, παρά τήν ἐπικίνδυνη γενική ἀδιαφορία τῶν τελευταίων ἐτῶν ἔναντι τῶν αἱρέσεων τοῦ Παπισμοῦ, ἡ τοποθέτηση τοῦ Πανοσ. Ἀρχιμανδρίτου ἀποτελεῖ μεμονωμένο γεγονός, καθώς ταυτίζεται μέ μέρος τῆς διδασκαλίας τῶν αἱρεσιαρχῶν Βαρλαάμ τοῦ Καλαβροῦ, Γρηγορίου Ἀκινδύνου καί Νικηφόρου Γρηγορᾶ, τούς ὁποίους κατεδίκασαν οἱ Ἡσυχαστικές Σύνοδοι τῶν ἐτῶν 1341, 1347 καί 1351 (ἡ τελευταία ὀρθῶς θεωρούμενη ὡς ἡ Ἐνάτη Οἰκουμενική[2] ) καί, βεβαίως, ταυτίζεται μέ τήν σχετική διδασκαλία τοῦ παπισμοῦ. Εἶναι ακόμη περισσότερο λυπηρό ὅτι ἀκαδημαϊκός Καθηγητής φέρεται νά ἔχει συναινέσει στίς θεολογικές αὐτές θέσεις τοῦ ὀρθοδόξου αὐτοῦ Κληρικοῦ.
1. Ἡ ἐπιστολή περί τῆς μεθέξεως τῆς ἀκτίστου χάριτος
Σύμφωνα μέ τήν ἐν λόγῳ ἐπιστολή πρός τό Περιοδικό Ἐφημέριος[3] : (α) ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς δέν θεολόγησε κατ΄ ἀκρίβειαν, ἀλλά κατ΄οἰκονομίαν· (β) ἡ παραδοχή τῆς διδασκαλίας του δέν εἶναι ἀπαραίτητη ἐξ ἐπόψεως ὀρθοδόξου καί τό ὅλο θέμα περί ἀκτίστου χάριτος δέν ἔχει λήξει· (γ) ἐναντίον τῆς θεολογίας τοῦ Παλαμᾶ στρέφονται καί Ρῶσοι, ἀλλά καί Δυτικοί θεολόγοι· (δ) τό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας ἔγκειται στήν κατάβαση τοῦ Θεοῦ στόν ἀνθρώπινο χῶρο, καί στή δημιουργία (κτίση) τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως («ἀνθρωπότητος») τοῦ Χριστοῦ, ὥστε ὁ Θεός ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Χριστοῦ νά ἐπικοινωνήσει μέ τούς ἀνθρώπους καί νά τούς διδάξει· (ε) λόγῳ τῆς ὀντολογικῆς διαφορᾶς Θεοῦ (ἀκτίστου, ἀδημιουργήτου) καί ἀνθρώπων (κτιστῶν, δημιουργημένων) εἶναι ἀδύνατον νά συμμετάσχει ὁ ἄνθρωπος σέ ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, γι΄ αὐτό (ἀντίθετα ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Παλαμᾶ) ὁ ἄνθρωπος θεώνεται συμμετέχοντας σέ κτιστά ἀποτελέσματα τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν· (στ) ὁ ἄνθρωπος στερεῖται ὀργάνου ἱκανοῦ νά μετέχει τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Τέλος (ζ) ἡ θέση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅτι ὁ Θεός κατοικεῖ σέ ἀπρόσιτο φῶς, τόν Ὁποῖον κανείς ἄνθρωπος δέν εἶδε οὔτε εἶναι δύνατον νά Τόν δεῖ, (ὁ Ὁποῖος εἶναι «φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον, ὅν εἶδεν οὐδείς ἀνθρώπων οὐδέ ἰδεῖν δύναται»[4])μᾶς ὑποχρεώνει νά δεχθοῦμε ὅτι τό Θαβώριο φῶς εἶναι κτιστό.
Μέ τίς ἐν λόγῳ τοποθετήσεις του ὁ Πανοσ. Ἀρχιμανδρίτης ταυτίζεται ἀπολύτως μέ τίς θέσεις τῶν παπικῶν, μόνον πού ἀποφεύγει νά προσδιορίσει ἄν παραδέχεται ὀρθοδόξως ἤ ἀπορρίπτει παπικῶς τήν ὕπαρξη ἀκτίστων ἐνεργειῶν στόν Θεό (διακεκριμένων, ἀλλ’ ὄχι χωριζομένων τῆς οὐσίας), ἀσχέτως πρός τήν ἐδῶ συζητουμένη ἀνθρώπινη μέθεξή τους («Εἶναι καί ἄλλα ἀλλά δέν θέλω νά μακρηγορήσω» , γράφει). Οἱ παπικοί διακρίνουν τήν ἐν τῷ Θεῷ ἄκτιστη φύση καί ἐνέργεια (ταυτιζόμενες μεταξύ τους) ἀπό τήν κτιστή, δῆθεν – κατ΄ αὐτούς θέωση – τοῦ ἀνθρώπου· γράφουν σχετικῶς, διερμηνεύοντας τήν σωτηριολογία τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτου· «Ἀναβλύζει μέσα σέ αὐτόν [στόν ἄνθρωπο] μία ζωή, πού γι΄ αὐτόν εἶναι πλήρως ὑπερφυσική καί μόνο γιά τόν Θεό εἶναι φυσική. Βεβαίως ὑφίσταται μία μεγάλη διαφορά μεταξύ τῆς θεϊκῆς ζωῆς ἐν τῷ ἰδίῳ τῷ Θεῷ, καί αὐτῆς ἐντός τῆς ψυχῆς πού ἔχει χαριτωθεῖ. Αὐτό πού στόν Θεό εἶναι τῆς οὐσίας, τό ἀποκτᾷ ἡ ψυχή μόνο κατά συμβεβηκός· ἡ θεία φύση εἶναι μεθεκτή ἀπό αὐτήν [τήν ψυχή] ὡς κτιστή ἐξομοίωση καί μετοχή, καί γι΄ αὐτό δέν μπορεῖ τυπικῶς μέ τρόπο ἄπειρο νά καταστεῖ κτῆμα οὐδενός κτίσματος, ἀκόμη καί αὐτοῦ πού ἔχει χαριτωθεῖ»[5] .
Τηρώντας τήν θέση τους αὐτή, οἱ ρωμαιοκαθολικοί - ὡς συνεπείς αἱρετικοί - ἀναγνωρίζουν διακριτικῶς ὅτι εὑρίσκονται σέ ἀσυμφωνία μέ τήν πατερική διδασκαλία (καί ὄχι μόνον μέ ἕνα μέρος της, ὅπως παραπλανητικῶς γράφουν): «Ἡ μακαρία ὅραση [ἐν. τῆς θείας οὐσίας] εἶναι προφανῶς μία κτιστή ἐνέργεια σύμφυτη στήν ψυχή, καί ὄχι, καθώς μερικοί ἀπό τούς παλαιότερους θεολόγους σκέφθηκαν, ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τῆς διανοίας τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία κοινωνεῖται στήν ψυχή. Διότι, καθώς τό ὁρᾶν καί τό γινώσκειν εἶναι σύμφυτες ζωτικές ἐνέργειες, ἡ ψυχή δύναται νά δεῖ ἤ νά γνωρίσει τόν Θεό μέσῳ μόνον τῆς δικῆς τῆς δραστηριότητος, καί ὄχι μέσῳ μιᾶς δραστηριότητος πού ἐξασκεῖται ἀπό κάποια ἄλλη διάνοια»[6].
Ἀντιθέτως, ὁ Ἁγιορειτικός Τόμος, τό θεολογικό καταστάλλαγμα τῆς ἁγιορειτικῆς ἁγιοπνευ-ματικῆς ἐμπειρίας, δεσμευτικός γιά τήν ὀρθοδόξη ὁμολογία, διευκρινίζει ὅτι δέν μπορεῖ ἡ χάρη τῆς θεώσεως, καθότι ἄκτιστος, νά ἔχει ὁποιαδήποτε ὁμοιότητα καί σχέση μέ τίς κτιστές φυσικές δυνάμεις· διότι τότε δέν θά λεγόταν «χάρις», δηλαδή δώρημα, ἀλλά φανέρωση τῆς ἐνεργείας πού προέρχεται ἀπό δύναμη τῆς φύσεως: «Ἄσχετός ἐστι παντάπασιν ἡ τῆς θεώσεως χάρις, οὐκ ἔχουσα τήν οἱανοῦν δεκτικήν ἑαυτῆς ἐν τῇ φύσει δύναμιν, ἐπεί οὐκέτι χάρις ἐστίν, ἀλλά τῆς κατά τήν φυσικήν δύναμιν ἐνεργείας φανέρωσις»[7].
2. Ἡ ὀρθόδοξη δογματική συνέχεια στή θεολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ
Τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέχεται πρός θέωση τήν ἄκτιστη χάρη τῆς Ἁγίας Τριάδος, δέν ἀποτελεῖ καινοτόμο ἄποψη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ , ὅπως ἀφίνει νά ἐννοηθεῖ ὁ σ. τῆς Ἐπιστολῆς παρασιωπώντας τούς παλαιοτέρους Πατέρες, ἀλλά διαχρονική πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἐκφρασμένη στά συγγράμματα ὅλων τῶν Ἁγίων ὅσοι ἀσχολήθηκαν μέ τό θέμα. Οὐδείς ἐξ αὐτῶν ἀκολουθεῖ τήν ἀντίθετη ἄποψη, ὅτι ἡ μεθεκτή χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστή[8] . Γράφει χαρακτηριστικῶς ὁ Μ. Ἀθανάσιος : «Τώρα ὅμως, ὅταν λεγόμαστε μέτοχοι Χριστοῦ καί μέτοχοι Θεοῦ, ἀποδεικνύεται ὅτι τό μέσα μας χρίσμα καί ἡ σφραγίδα [τοῦ Βαπτίσματος], δέν εἶναι τῆς φύσεως τῶν κτιστῶν, ἀλλά τοῦ Υἱοῦ, ὁ Ὁποῖος μᾶς συνάπτει μέ τόν Πατέρα μέσῳ τοῦ Πνεύματος πού εἶναι μέσα Του»[9].
Ὁ Μέγας Βασίλειος, τόν ὁποῖον ἐπικαλεῖται συχνότατα ὁ ἅγιος Παλαμᾶς, ἐπιμαρτυρεῖ σχετικῶς, ἑρμηνεύοντας τό χωρίο τοῦ Προφήτου Ἰωήλ (3,1), περί τῆς ἐκχύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος στούς δούλους τοῦ Θεοῦ, ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ὁ Θεός «τό ἐξέχεε, δέν τό ἔκτισε· τό χάρισε, δέν τό ἔφτιαξε· τό ἔδωσε, δέν τό δημιούργησε»[10]. Σέ ἄλλο σημεῖο λέγει τό ἐξῆς, ἐπικρίνοντας ὅσους λέγουν ὅτι, ἐπειδή τό Πνεῦμα εἶναι δῶρον Θεοῦ, γι΄ αὐτό δέν εἶναι ὁμότιμον μέ αὐτόν πού τό δίδει (δηλ. ἄκτιστο, θεϊκό)· «“Μέσα μας, λέγει, εἶναι τό Πνεῦμα, ὡς δῶρο ἀπό τόν Θεό. Λοιπόν, δέν τιμᾶται τό δῶρον μέ τιμή ἴση μέ αὐτόν πού τό ἔχει δώσει”. Ναί μέν, εἶναι δῶρον Θεοῦ τό Πνεῦμα, ἀλλά δῶρον ζωῆς [...] καί δῶρον δυνάμεως [...] Συνεπῶς, πῶς αὐτοί πού τά λέγουν αὐτά δέν ἔχουν ὑπερβεῖ τήν ἰουδαϊκή ἀγνωμοσύνη, λαμβάνοντας σάν ἐφόδιο τῆς βλασφημίας τήν ὑπερβολή τῆς ἀγαθότητος;»[11]. Εἶναι σαφέστατο, ὅτι δέν πρόκειται βεβαίως περί τοῦ προσώπου τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά τῆς ἐνεργείας Του, ἡ ὁποία ἐπίσης καλεῖται Πνεῦμα[12] , καί εἶναι ὁμότιμη μέ τόν Θεό, ἄρα καί ἄκτιστη (δέν μπορεῖ κτίσμα νά εἶναι ὁμότιμο μέ τήν Ἁγία Τριάδα). Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος προκαλεῖ ἐνόχληση στούς παπικούς θεολόγους γιά ὅσα ἔγραψε περί τῆς ἀκαταληψίας καί τοῦ ἀοράτου χαρακτῆρος τῆς θείας οὐσίας[13], εἶναι καί στό θέμα τῆς προσλήψεως τῶν θείων ἐνεργειῶν σαφέστατος: «... ὅλοι ἐμεῖς ἐλάβαμε μέ μέτρο τήν ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος (διότι Πνεῦμα ὀνομάζει ἐδῶ τήν ἐνέργεια· διότι αὐτή εἶναι ἡ ὁποία διαμερίζεται), ἐνῷ Αὐτός [δηλ. ὁ Χριστός] ἔχει ὁλοτελῆ καί ἀμέτρητη ὅλη τήν ἐνέργεια. Ἄν ὅμως ἡ ἐνέργεια αὐτοῦ εἶναι ἀμέτρητη, πολύ περισσότερο ἡ οὐσία»[14]. Δέν μπορεῖ νά ἀμφισβητηθεῖ ὅτι ἐδῶ γίνεται λόγος περί ἀκτίστου ἐνεργείας καί ὄχι κτιστῆς, καθότι ἀμέτρητη, καθότι πλήρωμα πού ἐνοικεῖ στόν Χριστό καί καθότι συγκρίνεται μέ τήν οὐσία Του! Ποιός θά ἀποτολμοῦσε σύγκριση μέ κτιστή ἐνέργεια, γιά νά ἀποδείξει τήν ἀπειρία (δηλ. τό ἄπειρον) τῆς θείας οὐσίας; Ἀπό αὐτήν ὅμως τήν ἐνέργεια, τήν ἄκτιστη, δεχόμαστε καί ἐμεῖς ἕνα μέτρο, σύμφωνα μέ τόν Χρυσορρήμονα.
Εἶναι εὔλογο, ὅτι τά ἱερά ἀρεοπαγιτικά συγγράμματα, τά ὁποῖα χαίρουν ὑψίστης ἐκτιμήσεως σέ Ἀνατολή καί Δύση, ἀκολουθοῦν τόν βασικό αὐτό ἄξονα τῆς περί θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου ὀρθοδόξου σωτηριολογίας· «Καί βέβαια ἡ θεωνυμία τοῦ ὄντος», γράφουν, «ἐκτείνεται σέ ὅλα τά ὄντα καί ὑπέρκειται πάντων τῶν ὄντων· τῆς δέ ζωῆς ἐκτείνεται σέ ὅλα ὅσα ζοῦν καί ὑπέρκειται πάντων τῶν ζώντων· τῆς δέ σοφίας ἐκτείνεται σέ ὅλα τά νοερά καί λογικά καί αἰσθητικά καί ὑπέρκειται πάντων αὐτῶν»[15]·ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς σχολιάζοντας κατά λογική ἀκολουθία τήν ρήση αὐτή ἐπισημαίνει: «Βλέπεις ὅτι οἱ μετοχές αὐτές ὑπέρκεινται τῶν ὄντων;»[16], τῶν κτιστῶν ὄντων, ὁπωσδήποτε· ἄρα εἶναι θεῖες καί ἄκτιστες (διότι ἀλλιῶς, ὡς κτιστές, δέν θά ἦταν ὑπερκείμενες τῶν ὄντων, ἀλλά μεταξύ τῶν ὄντων)!
Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος (4ος αἰ.), γιά νά περιορισθοῦμε σέ ἕνα ἀκόμη Πατέρα τῆς Φιλοκαλίας, εἶναι ἐπίσης σαφέστατος: «Γι’ αὐτό εὐδόκησε ὁ ἀγαθός καί φιλάνθρωπος Θεός μέ τήν πολλή Του χρηστότητα νά χαρίσει πνευματικό πλοῦτο στίς ψυχές μας, δηλαδή τό Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, πού δέν εἶναι τῆς φύσεώς μας – διότι ἐμεῖς εἴμαστε κτίσμα, ἐνῷ αὐτό εἶναι ἄκτιστο -, ὥστε αὐτό ἀφοῦ ἐργασθεῖ μέ τήν δική Του ἐπιστήμη καί τέχνη καί καλλιεργήσει τίς καρδιές τῶν πιστῶν, νά εὐτρεπίσει ἐκεῖνες πού μέ ὁλόκληρο τό θέλημά τους θά ἀφοσιωθοῦν στόν πνευματικό γεωργό»[17].
Ἀπό τούς ἀρχαίους Πατέρες ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής εἶναι ἴσως ὁ καταπέλτης κατά τῆς σωτηριολογίας τῆς κτιστῆς χάριτος, λόγῳ τῆς πεφωτισμένης ὑπό τοῦ Πνεύματος ἑρμηνείας του ἐπί τῶν ἀρεοπαγιτικῶν συγγραμμάτων, ἀλλά καί τῆς ἐνασχολήσεώς του μέ τίς αἱρέσεις τοῦ μονοενεργητισμοῦ καί τοῦ μονοθελητισμοῦ· τά σχετικά χωρία του δέν ἐπιδέχονται ἐναλλακτική κατανόηση, ὅπως λ.χ. τό ἑξῆς:«Ἀπάτωρ, λοιπόν, καί ἀμήτωρ καί ἀγενεαλόγητος ἔχει ὀνομαστεῖ ὁ μέγας Μελχισεδέκ, καί ὅτι δέν ἔχει μήτε ἀρχή ἡμερῶν, μήτε τέλος ζωῆς [...] ὄχι λόγῳ τῆς φύσεως τῆς κτιστῆς πού προῆλθε ἀπό τήν ἀνυπαρξία, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας ἡ ὕπαρξή του ἄρχισε καί ἔληξε, ἀλλά λόγῳ τῆς χάριτος τῆς θείας καί ἀκτίστου καί ἡ ὁποία πάντοτε ὑπέρκειται κάθε φύσεως καί κάθε χρόνου, [καί προέρχεται] ἀπό τόν πάντοτε ὑπάρχοντα Θεό» [18].Σαφέστατο, ὅπως καί τό ἀκόλουθο: «Εἶπα ὅτι εἶναι μία ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων, αὐτή ἡ ὁποία θεώνει τούς ἁγίους, τῆς μακαριότητος τήν ὁποίαν ἐλπίζουμε· ἡ ὁποία ὑπάρχει ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, καί ἔχει γίνει τῶν ἁγίων κατά χάριν»· οἱ ἅγιοι λοιπόν καθίστανται «ζωντανές εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καί ταυτίζονται μέ Αὐτόν περισσότερο κατά τήν χάρη, παρά ὡς ὁμοιώματα»[19].
Βάσει ὅλου τοῦ πατερικοῦ πλούτου, μέρος μόνον τοῦ ὁποίου παραθέσαμε ἀνωτέρω, ὁ ἅγιος Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Θεσσαλονίκης, στή δική του ὁμολογητική συγγραφή«Ἔκθεσις τῆς τῶν Βαρλαάμ καί Ἀκινδύνου δυσσεβημάτων ἀλλοκότου πληθύος», γράφει μεταξύ τῶν ἄλλων· «Ἀποβάλλουμε ὅσους λέγουν ὅτι ἡ χάρις καί ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος ἡ ὁποία ἐκχύνεται στούς ἁγίους, ἐπειδή δέν εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Πνεύματος, εἶναι κτιστή»[20].
Τό συμπέρασμα εἶναι ὅτι ἀποτελεῖ πλήρη ἀλλοίωση τῆς ἀληθείας ὁ ἰσχυρισμός παλαιῶν καί νέων ἑτεροδόξων ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, ὁ κακῶς λεγόμενος «παλαμισμός», ἀποτελεῖ καινοτομία. Ἁπλῶς ὁ ἅγιος Παλαμᾶς συνεισέφερε στή συστηματοποίηση τῆς διαχρονικῆς περί τούτου διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας: «ἡ θεολογία τῶν ἐνεργειῶν συνήντησε στόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ ἀκρίβεια καί συστηματοποίηση πού δέν εἶχε γνωρίσει μέχρι τότε», δηλαδή τήν ἐπανερμηνεία παλαιῶν ἐκφράσεων ἀναλόγων πρός ἄλληλες, ὅπως οἱ «δόξα», «λάμψις», «φῶς», «ζωή», «δυνάμεις», «τά περί τήν οὐσίαν», τίς ὁποῖες ὁ Παλαμᾶς συγκέντρωσε ὑπό τό ὄνομα τῶν «ἐνεργειῶν», ἐνῷ φώτισε, συγκεκριμενοποίησε, ξεκαθάρισε καί σέ κάποιο βαθμό συστηματικοποίησε τίς θέσεις τῶν προγενεστέρων Πατέρων[21] .
Εἶναι δυνατόν μετά ἀπό αὐτά, νά θέτει κανείς ἐν ἀμφιβόλῳ τόσο τήν κοινή ἐκκλησιαστική πίστη περί τῆς ἀνθρωπίνης μετοχῆς, μεθέξεως, στίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ὅσο καί τήν κεφαλαιώδη σημασία της, περιορίζοντας τό ὅλο ζήτημα στά περί τό κῦρος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ;
3. Ἡ ἀξία τῆς θεολογίας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου καί τῶν Ἡσυχαστῶν
Ἡ θεολογία τοῦ Ἡσυχασμοῦ, δέν συνιστᾷ λοιπόν, καινοτομία οὔτε εἶναι δυνατόν νά ἐξετάζεται κεχωρισμένως, ἀλλά εἶναι ἀπολύτως σύμφωνη μέ τήν πρό αὐτῆς θεολογία καί τήν διάκριση στόν Θεό τῆς ἀμεθέκτου οὐσίας Του καί τῆς μεθεκτῆς χάριτός Του (τῆς ἐνεργείας Του). Ὅπως ἔχει ἐπισημανθεῖ, ὁ Μέγας Βασίλειος, λόγου χάριν, πολύ πρωτύτερα «προβάλλων τήν ὀντολογικήν καί γνωσιολογικήν σημασίαν τῆς διακρίσεως οὐσίας καί ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ [...] προσέφερε τήν βάσιν διά τήν περαιτέρω ἀνάπτυξιν τῆς περί οὐσίας καί ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ διδασκαλίας ἐντός τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως»[22]. Ὁ Παλαμᾶς δέν αὐτονομήθηκε οὔτε πρωτοτύπησε, θά ἦταν δέ μεγίστη ὕβρη γι΄ αὐτόν ἡ ἀπόδοση καινοτομίας στό ἔργο του, ἀλλά «ὡς θεολόγος ἦτο ἀπλούστατα διερμηνεύς τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας [...] ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὑπῆρξε βαθύτατα ἐρριζωμένος ἐν τῇ παραδόσει»[23] , τήν ὁποίαν διέσωσε ἔναντι νέων προκλήσεων.
Σέ ἀντίθεση με τούς ἰσχυρισμούς τοῦ Ἀρχιμανδρίτου, ὁ ὁποῖος φαίνεται νά προσδίδει μόνον ἠθικό περιεχόμενο στήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου , ὡς παράδειγμα ταπεινώσεως καί μέσο προφορικῆς διδασκαλίας, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἐπισημαίνει τίς ὀντολογικές συνέπειες τῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων, θείας καί ἀνθρωπίνης, στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, διά τῆς ὁποίας ἑνώσεως μεταδίδονται σέ μᾶς οἱ ἄκτιστες δωρεές: «Ἄν λοιπόν, ὅπως σέ ὅλα τά κτίσματα, μέ τόν ἴδιο τρόπο ὑπάρχει καί στούς Ἁγίους [ὁ Θεός], καί ὡς Θεός – σύμφωνα μέ τίς σοφές ἐπινοήσεις σας - ὅπως στά ἄλλα κτίζει [δηλ. δημιουργεῖ] ὅσα εἶναι ἁρμόδια, ἔτσι καί στούς Ἁγίους [κτίζει] τήν ἁγιότητα, τότε ποιά εἶναι ἡ ἀνάγκη γιά τόν Χριστό καί τήν παρουσία Του; Ποιά ἡ ἀνάγκη γιά τό βάπτισμα σ’ Ἐκεῖνον καί γιά τήν ἐξουσία καί δύναμη πού μᾶς προστίθεται ἀπό αὐτό»[24];Ἐπιστρέφουμε λοιπόν στίς δογματικές διαμάχες γιά τήν θεότητα ἤ κτιστότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά μέ ἄλλη μορφή. Ἡ Ἐκκλησία προήσπισε τήν θεότητα τοῦ Προσώπου (τῆς Ὑποστάσεως) τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τῶν Πνευματομάχων καί πάσης φύσεως Ἀρειανῶν κατά τόν 4ο μ.Χ. αἰῶνα, περί τήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Χίλια ἔτη ἀργότερα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὑπεραμύνθηκε τῆς ἀκτίστου χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (δηλ. καί ὅλης τῆς Ἁγίας Τριάδος) ὡς προϋποθέσεως σωτηρίας καί θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου[25] . Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀντέτασσε στούς αἱρετικούς Ἀνομοίους: «Δέν πείθομαι ὅτι σῴζομαι ἀπό τό ὁμότιμο [μέ ἐμένα, κτίσμα]· ἄν δέν εἶναι Θεός τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, νά θεωθεῖ πρῶτα καί ἔτσι νά μέ θεώσει καί ἐμένα τόν [δῆθεν] ὁμότιμο [μέ αὐτό, κτίσμα]»[26]· ὁ ἅγιος Παλαμᾶς μεταφέρει, βάσει τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τήν σχετική πατερική θέση καί στή σωτηριολογία: «Δέν σέβεσαι, ἄνθρωπε, τόν Ἀπόστολο, ὁ ὁποῖος λέγει “τά σώματά μας εἶναι ναός τοῦ ἁγίου Πνεύματος τό ὁποῖο βρίσκεται μέσα μας;”[27]. Καί πάλιν, “εἶστε ναός τοῦ Θεοῦ καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ μέσα σας;”[28]. Ἆραγε θά καταδεχόταν ποτέ νά τιμήσει μέ τήν προσηγορία “ναός” τό κατοικητήριο τοῦ δούλου [ἑνός δηλ. κτίσματος];»[29]. Ἕτσι λοιπόν, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς συνδέει ἀμέσως τήν αἵρεση τοῦ Βαρλαάμ πρός τίς ἀρχαῖες ἀντιτριαδικές αἱρέσεις τοῦ Ἀρείου καί τοῦ Μακεδονίου, οἱ ὁποῖοι κατέτεμναν τήν Τριαδική Θεότητα σέ κτιστά (Υἱόν καί Πνεῦμα) καί ἄκτιστα (δηλ. τόν Πατέρα)· παρομοίως πράττει «καί ὁ Βαρλαάμ μέ τούς ὀπαδούς του ὑποστηρίζοντας ὅτι τό φῶς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, τό ὁποῖο θά περιλάμψει τούς δικαίους, καί κάθε ἄλλη ἐνέργεια καί δύναμη τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστά πράγματα»[30] .
Ἡ συνεπής αὐτή ὑπεράσπιση τῆς κοινωνίας τῆς ἀκτίστου θεωτικῆς χάριτος ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου (ἀλλά καί τῆς ἀγγελικῆς φύσεως) ἤδη συστηματικῶς ἀπό τούς Καππαδόκες καί μέχρι τόν Παλαμᾶ καί μετέπειτα, ἀποτελεῖ βεβαίως καί διαφύλαξη – πλήν τῆς θεώσεως τῶν πιστῶν – καί τῆς μόνης ὀρθῆς ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς . Στό κείμενο Ἔκθεσις δυσσεβημάτων τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τῆς Θεσσαλονίκης γίνεται καί πάλι σαφής ἡ ἀναφορά στή μαρτυρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Ἀποβάλλουμε ὅσους λέγουν ὅτι εἶναι κτίσμα αὐτό πού οἱ ἅγιοι λαμβάνουν[31] ἀπό “τό πλήρωμα τῆς θεότητος πού κατοικεῖ στόν Χριστό”[32], διότι μέ τόν τρόπο αὐτό σάν νά λέγουν κτίσμα καί τό πλήρωμα ἐκεῖνο, ἤ - ταυτοσήμως- τήν τοῦ Χριστοῦ θεία καί ἐνέργεια καί φύση, καί εἶναι γιά τόν λόγο αὐτό ἀρειανοί»[33].
Ἐξ ἀντιθέτου, ἡ υἱοθέτηση τῆς σωτηριολογίας τῆς δῆθεν κτιστῆς χάριτος, συνεισφέρει στήν αἱρετική δυτική προπαγάνδα. Στούς παραπάνω ἰσχυρισμούς ἡ λατινική θεολογία εὕρισκε καί ἀκόμη ἕνα ἐπιχείρημα ὑπέρ τοῦ Filioque: ἀφοῦ τό Ἅγιον Πνεῦμα πού λαμβάνουν οἱ Ἅγιοι δέν εἶναι κτίσμα (κατά τούς παλαιοτέρους Ἁγίους), δέν εἶναι δέ καί ἄκτιστη ἐνέργεια (κατά τόν Βαρλαάμ καί τούς λοιπούς), τότε ἀπομένει τό ὅτι αὐτό πού ἐκχέει στούς Ἁγίους ὁ Θεάνθρωπος Χριστός εἶναι τό Πρόσωπον (ἡ Ὑπόστασις) τοῦ Πνεύματος, ἄρα ἐπιβεβαιώνεται δῆθεν ἡ «καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ» (“Filioque”) ὑποστατική ἐκπόρευση τοῦ Πνεύματος, κατά τήν αἵρεση τῆς Δύσεως[34] .
Ἡ κατά τῶν Ἡσυχαστῶν καί ἰδίως τοῦ ἁγίου Γρηγορίου πολεμική τῶν Βαρλαάμ, Ἀκινδύνου καί Γρηγορᾶ πέραν τῶν ἀνωτέρω, ἦταν καί ἡ πρώιμη μορφή τῆς αἱρέσεως τῆς «μετα-πατερικότητος»· αὐτή τήν μομφή κατά τῶν παλαιῶν θεολόγων Πατέρων τούς ὁποίους ἐπικαλοῦνταν οἱ ἱεροί Ἡσυχασταί θά τήν ἐκτιμοῦσαν ἰδιαιτέρως οἱ Λατῖνοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης: «Ἔπειτα, πόσο νομίζεις ὅτι θά ἐκτιμήσουν οἱ Λατῖνοι», γράφει ὁ Παλαμᾶς, «τό νά ἀποδειχθοῦν τά βιβλία τῆς δικῆς μας Ἐκκλησίας σφαλερά;»[35] . Τό ἴδιο ἐρώτημα, ἰσχύει ἀσφαλῶς καί γά ὅσους σήμερα τολμοῦν νά ἀμφισβητήσουν τήν διά στόματος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ἐκπεφρασμένη διαχρονική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀντιλαμβάνεται περαιτέρω ὁ Πανοσ. Ἀρχιμανδρίτης τίς περαιτέρω φοβερές συνέπειες πού θά προέκυπταν σέ ὅλον τόν πνευματικό μας βίο, ἄν παραδεχόμασταν ὡς κτιστές τίς σωστικές ἐνέργειες τῆς Ἁγίας Τριάδος; Καί ὅτι κατά συνέπεια σέ πλεῖστες ὅσες περιπτώσεις θά φαινόμασταν ὡς κτισματολάτρες (προσκυνηταί κτισμάτων) καί ὄχι λάτρες τοῦ Θεοῦ; Ὄχι ὁ ἅγιος Παλαμᾶς, ἀλλά ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἐπισημαίνει περί τῆς τιμητικῆς προσκυνήσεως τῶν ἁγιασμάτων τά ἑξῆς: «Δεύτερος τρόπος, μέ τόν ὁποῖον προσκυνοῦμεν κτίσματα [...] Αὐτά καί τά παρόμοια σέβομαι καί προσκυνῶ καί κάθε ἅγιο ναό τοῦ Θεοῦ καί κάθε τι, ἐπί τοῦ ὁποίου μνημονεύεται ὁ Θεός, ὄχι γιά τήν φύση τους, ἀλλά ἐπειδή εἶναι δοχεῖα τῆς θείας ἐνεργείας καί μέσῳ αὐτῶν καί σέ αὐτά εὐδόκησε ὁ Θεός νά μεθοδεύσει τήν σωτηρία μας. Διότι καί ἀγγέλους καί ἀνθρώπους καί κάθε ὕλη πού μετέχει στή θεία ἐνέργεια καί πού ὑπηρέτησε τήν σωτηρία μου τήν σέβομαι καί τήν προσκυνῶ λόγῳ τῆς θείας ἐνεργείας. Δέν προσκυνῶ τούς Ἰουδαίους· διότι δέν εἶναι μέτοχοι θείας ἐνεργείας, οὔτε μέ σκοπό τήν σωτηρία μου σταύρωσαν τόν Κύριον τῆς Δόξης, τόν Θεόν μου, ἀλλά μᾶλλον κινούμενοι ἀπό φθόνο καί μῖσος πρός τόν Θεό καί εὐεργέτη»[36]. Σαφῶς αὐτά ἰσχύουν γιά κάθε σχετική προσκύνηση ἱ. Εἰκόνων, ἱ. Λειψάνων, ἱ. Σκευῶν κ.λπ. Εἶναι σαφέστατο, ὅτι ὡς θεία ἐνέργεια ἐννοεῖται μόνον ἡ ἄκτιστη· διότι καί συγκεκριμένως περί τῆς προσκυνήσεως τῶν Ἁγίων ἔγραψε λίγο παραπάνω ὁ Δαμασκηνός: «Ὅπως λοιπόν ἀληθῶς εἶναι ὄχι κατά τήν φύση [θεοί], ἀλλά ὡς μέτοχοι τοῦ κατά τήν φύση Θεοῦ, ἔτσι εἶναι καί προσκυνητοί, ὄχι κατά φύση, ἀλλ΄ ἐπειδή ἔχουν μέσα τους τόν ἐκ φύσεως Προσκυνητόν»[37] .
Συνοψίζοντας ὁ Πρωτοπρεσβύτερος Καθηγητής τῆς Πατρολογίας π. Θεόδωρος Ζήσης τήν σημασία τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἐπισημαίνει ὅτι ὁ ἅγιος εἶχε σκοπό «νά ἀποτρέψει τήν κατάργηση τῆς δυνατότητος νά μετέχει ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὥστε να εἶναι δυνατή ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου»· ἀντιθέτως ὅμως πρός τήν Ὀρθοδοξία, ἡ Δύση «ἔχει ἀποξηράνει τήν πνευματική ζωή καί ἀντί τῆς ἐλευθερίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔχει διαμορφώσει σύστημα ἐντολῶν καί ἠθικῶν ἀπαιτήσεων, τούς καρπούς τῶν ὁποίων ἀναμένει κανείς μόνο στό μέλλον»[38].
4. Ἐπαρκεῖ ἡ κτίση (δημιουργία) τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ;
Βάσει ὅσων γράψαμε ἀμέσως παραπάνω, δέν ἐπαρκεῖ ἡ κτίση τῆς ἀνθρωπότητος (δηλ. ἀνθρωπίνης φύσεως) τοῦ Χριστοῦ, ἄν αὐτή - θεωμένη μέ τό πλήρωμα τῶν θείων ἀκτίστων ἐνεργειῶν - δέν μετοχετεύει στούς Χριστιανούς τήν θεία Χάρη. Ἡ θέση τῶν ἀντι-ησυχαστῶν ὅτι ἡ σωτηρία ἐπιτυγχάνεται μέ ἁπλῆ «φυσική μίμηση» τοῦ Χριστοῦ, ὡς κτιστή ἕξη, καί ὄχι μέσῳ τῆς ἀκτίστου χάριτος οὐσιαστικῶς εἶναι παραδοχή ἀδυναμίας θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Σύμφωνα καί μέ τήν φραγκο-λατινική διδασκαλία τῶν Παπικῶν ὁ «ἀνεξάλειπτος μυστηριακός χαρακτήρ» (“character sacramentalis indelibilis”),
ὁ ὁποῖος ἐντυπώνεται στήν ψυχή διά τῶν λατινικῶν μυστηρίων βαπτίσματος, χρίσματος καί ἱερωσύνης ἔχει διανοητικό χαρακτῆρα, εἶναι ἐγγενής ποιότητα τῆς ψυχῆς καί εἶναι διακεκριμένος ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ: «Ἐπί τῇ βάσει αὐτῆς τῆς ἐξηγήσεως τῆς Συνόδου τοῦ Τριδέντου, ὁ [μυστηριακός] χαρακτήρ πρέπει νά ὁρισθεῖ ὡς ἕνα ἀληθές συμβεβηκός ὄν συνημμένο στήν ψυχή, μέ περισσότερη ἀκρίβεια, ὡς μία ὑπερφυσική ποιότητα οὐσιωδῶς [entatively] ἐγγενής στήν ψυχή [...] Ὁ ἅγ. Θωμᾶς [Ἀκινάτης] θεωρεῖ ὄχι τήν οὐσία τῆς ψυχῆς, ἀλλά τή δύναμη τῆς διανοίας ὡς τό ὑποκείμενο ἤ φορέα τοῦ χαρακτῆρος (παρομοίως ὁ ἅγ. Βελαρμῖνος, ὁ Σουάρεζ)»[39]. Ἡ παπική θεολογία, ὁμιλεῖ ἀκόμη καί περί «ὑπερφυσικῶν» ἀρετῶν οἱ ὁποῖες ἐγγίνονται στήν ἀνθρώπινη ψυχή (“virtutes infusæ”)[40] , οἱ ὁποῖες ὅμως δέν εἶναι ἄκτιστες, διότι ὁ ὅρος «ὑπερφυσικός» δέν παύει νά προσδιορίζει ὑπερβατικές διαστάσεις ἐντός τῆς κτίσεως, κτιστές[41] . Ἀντιθέτως, κατά τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἐκκλησιαστική ζωή ὡς μετοχή στό Σῶμα Χριστοῦ εἶναι κάτι πολύ ἀνώτερο, καθότι θεϊκό: «Ἐνταῦθα πρόκειται περί πολύ περισσοτέρου ἤ μιᾶς “ἠθικῆς” κοινωνίας, καί πολύ περισσοτέρου ἤ μιᾶς ἀνθρωπίνης τελειότητος. Μόνον ἡ λέξις θέωσις δύναται νά ἀποδώσῃ καταλλήλως τή μοναδικότητα τῆς ὑποσχέσεως καί προσφορᾶς [ἀπό μέρους τοῦ Θεοῦ]»[42].
Εἶναι καί πάλιν χρήσιμο ἐν προκειμένῳ τό παραπάνω[43] ἐπιχείρημα τοῦ ἁγίου Παλαμᾶ: ἄν δέν ἦταν ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου σκοπός τῆς θείας Οἰκονομίας, τότε γιατί ὁ Υἱός ἐνηνθρώπησε; Ἀρκοῦσε ἡ ἔξωθεν, ὅπως στήν Παλαιά Διαθήκη, πέμψη τῆς χάριτος, ἄν αὐτή δέν ἦταν ἡ ἰδική Του ἔμφυτος Θεότης. Ὅμως οἱ ἅγιοι Πατέρες εἶναι σαφέστατοι· ὁ Λόγος ἔγινε «σάρξ» (ἄνθρωπος), γιά νά κάνει τό ἀνθρώπινο γένος δεκτικό τῆς θεότητος[44] · αὐτή ἡ ἴδια ἡ θέωση εἶναι «ἡ πρός Θεόν, ὡς ἐφικτόν, ἀφομοίωσίς τε καί ἕνωσις»[45]. Ποῦ ἐδῶ χῶρος καί λόγος γιά ἠθικές βελτιώσεις καί μετοχή σέ κτιστές, ἔστω καί ὑπερφυσικές, «χάριτες»; Ἀντιθέτως ἡ μετοχή σέ ἄκτιστες (δηλαδή θεῖες) ἐνέργειες εἶναι ἡ ἀσφαλής ἐκπλήρωση[46] τῆς ἀποστολικῆς ἐμπειρίας καί ὑποσχέσεως ὅτι καθιστάμεθα «θείας φύσεως κοινωνοί» (Β΄Πετρ. 1, 4).
Μέ τόν ὑποβιβασμό τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς σέ ἐπίπεδα ἁπλοῦ «ἤθους» εἶναι ἀδύνατον νά ἀποφευχθεῖ ἡ ἀνεπαίσθητη «νεστοριανικο-ποίηση» τῆς πνευματικῆς ζωῆς· διότι κατά τόν αἱρεσιάρχη Νεστόριο ὁ ἄνθρωπος Ἰησοῦς ἐπέτυχε μόνος του ἠθική ἐξύψωση τέτοια, ὥστε νά δεχθεῖ μεταγενεστέρως τήν ἐνοίκηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου. Ἀπό αὐτήν προῆλθε μία ἠθική καί βουλητική συνάφεια καί συνεργασία τῶν δῆθεν δύο προσώπων, τοῦ Ἰησοῦ καί τοῦ Θεοῦ-Λόγου· αὐτή ὅμως ἡ χριστολογική ἄποψη προδίδει«προτίμησιν τῆς πνευματικῆς καί ἠθικῆς σφαίρας ἐν τῇ θρησκείᾳ ἀπό τήν ἐφαρμογήν κοινῶν φυσικῶν κατηγοριῶν ἐν αὐτῇ»[47]. Ὁ φανταστικός νεστοριανικός «Χριστός» τῆς «ἠθικῆς ἐξυψώσεως» τοῦ ἀνθρώπου Ἰησοῦ, εἶχε ὡς προφανῆ σωτηριολογική συνέπεια ὅτι χρησίμευε «ὡς πρότυπον δι΄ αὐτοσωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων, ἐνισχυομένων μόνον, καί αὐτῶν, ὑπό τοῦ Θεοῦ (Πελαγιανισμός)»[48]. Ἀπό αὐτό ὅμως πάσχει ἀφανῶς καί ἡ δυτική σωτηριολογία ὑποβιβάζοντας τή θεοποιό χάρη τοῦ Θεοῦ σέ κτίσμα. Ἐπιστρέφουμε λοιπόν στή «μίμηση Χριστοῦ», ὄχι κατά τά δεδομένα τῆς ὀρθοδόξου σωτηριολογίας, δηλαδή ὡς σέ ὑπερφυῆ μίμηση ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι - ἀλλά τῶν ἀντι-ησυχαστῶν καί τῶν σημερινῶν Παπικῶν· ἐπιστρέφουμε σέ μίμηση τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ μέ ἠθικές παραμέτρους, «ὑπερφυσικῶς» μέν, ἀλλά ὄχι θεϊκῶς, ἀκτίστως, κεχαριτωμένη.
Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφκσυ ἐπικαιροποιώντας τήν περί τόν Νεστοριανισμό ἀρχαία προβληματική, ἐπισημαίνει ὅτι «ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος σκοπίμως ἤ ὑποσυνειδήτως δελεάζεται ἀπό τό Νεστοριανικόν ἄκρον, δηλαδή δέν δέχεται τήν ἐνανθρώπησιν ὡς ἀποφασιστικόν γεγονός. Δέν τολμᾶ νά πιστεύσει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι πρόσωπον θεῖον. Ζητεῖ ἀνθρώπινον λυτρωτήν, ἁπλῶς βοηθούμενον ἀπό τόν Θεόν. Ἐνδιαφέρεται περισσότερον διά τήν ἀνθρωπίνην ψυχολογίαν τοῦ Λυτρωτοῦ, παρά διά τό μυστήριον τῆς θείας ἀγάπης, διότι, εἰς τελευταίαν ἀνάλυσιν, πιστεύει μέ αἰσιοδοξίαν εἰς τήν ἀξιοπρέπειαν τοῦ ἀνθρώπου»[49]· τό ἀνάλογον ἰσχύει ἀσφαλῶς, ὅταν ἡ θεία βοήθεια στή σωτηρία ὑποβιβάζεται ἀπό ἄκτιστη Χάρη σέ ἁπλοῦν παράδειγμα, πρότυπο φυσικῆς μιμήσεως, καί σέ ἠθική προτροπή καί ἐνίσχυση - ὅπως δηλαδή ἀκριβῶς φανερώνει ἡ ἐπιστολή τοῦ ἐν λόγῳ Πανοσ. Ἀρχιμανδρίτου!
Παρά ταῦτα, μόνον τό Ἅγιον Πνεῦμα - ἐπειδή εἶναι ἄκτιστο, ὡς ἄκτιστη ἐνέργεια – εἶναι δυνατόν νά εἰσχωρήσει στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί νά ἑνωθεῖ μέ αὐτήν, σέ ἀντίθεση μέ ὁποιοδήποτε νοερό κτίσμα, ὅπως οἱ δαίμονες, οἱ ὁποῖοι ἁπλῶς συνδέονται μέ τίς ψυχές. Τό Ἅγιον Πνεῦμα δέν προκαλεῖ ἁπλῆ συνάφεια, ἀλλά ἀνάκραση τῆς χάριτός Του μέ τήν ὅλη ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, κατά τόν ἱερό Παλαμᾶ[50] .
5. Ἡ μαρτυρία τῆς ρωσικῆς καί τῆς παπικῆς θεολογίας
Σύμφωνα μέ τόν ἐπίλογο τῆς ἐν λόγῳ Ἐπιστολῆς, «Εἶναι γνωστό ὅτι καί οἱ Δυτικοί καί οἱ Ρῶσοι, ὅπως μοῦ εἶπε ἕνας καθηγητής, δέν δέχονται τήν ὀρθότητα τῆς Θεολογίας τοῦ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ» (δηλαδή, θά ἀναμέναμε οἱ λύκοι νά δεχθοῦν τό κῦρος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Ποιμένος;!). Βεβαίως, ἡ ρωσική ἀκαδημαϊκή θεολογία ὑπέστη γιά κάποιο διάστημα, καθώς ἄλλωστε καί ἡ ἑλληνική, τίς δυτικές σχολαστικές ἐπιδράσεις[51] . Ἀλλά αὐτό δέν συνιστᾷ μέτρον τῆς διαχρονικῆς Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας! Πάντως, καί οἱ ἴδιοι οἱ δυτικοί θεολόγοι ἔχουν ἀρχίσει νά παραδέχονται καί ἄκοντες τή συμφωνία τοῦ ἁγίου Παλαμᾶ μέ τούς πρό αὐτοῦ μεγίστους Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας.
Ἤδη τό 1980 ἡ προτεστάντις θεολόγος Dorothea Wendebourg, ἀργότερα Καθηγήτρια τῆς προτεσταντικῆς θεολογικῆς σχολῆς τοῦ Μονάχου, παρά τήν πολεμική της κατά τῆς θεολογίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, ἀναγνώρισε τήν πατερική συνέχεια τῆς παλαμικῆς διδασκαλίας. Κατά τή Wendebourg, εἶναι μεγάλη ἡ εὐθύνη τῶν προδρόμων τοῦ Παλαμᾶ γιά τήν πορεία τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, διότι καί αὐτοί διδάσκουν, ὅπως καί ὁ Παλαμᾶς, ὅτι ὁ ἀπρόσιτος κατά τήν οὐσία Θεός κοινωνεῖ μέ τόν κόσμο μέσῳ τῶν ἐνεργειῶν Του· ὡς προδρόμους τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ὀνομάζει τόν Μ. Ἀθανάσιο, τόν Δίδυμο τόν Τυφλό καί τούς τρεῖς ἁγίους Καππαδόκες Πατέρες, Μ. Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο καί Γρηγόριο Νύσσης. Τῶν ἀπόψεών της ὑπεραμύνθηκαν καί ἄλλοι ξένοι ἀκαδημαϊκοί θεολόγοι, ὅπως ὁ Καρδινάλιος Christoph von Schönborn[52] .
Τήν τελευταία θετική στροφή μέρους τῆς παπικῆς θεολογίας ὑπέρ τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἐπιβεβαιώνει καί ὁ Ὀρθόδοξος Καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Στρασβούργου Jean-Claude Larchet γράφοντας: «Μέ ἱκανοποίηση ἐπισημαίνουμε ὅτι κάποιοι καθολικοί πατρολόγοι, διακινδυνεύοντες νά ἀντιμετωπίσουν τίς ἐπικρίσεις ὁρισμένων ἐκ τῶν συναδέλφων τους, κατέθεσαν προσφάτως στίς μελέτες τους μία πραγματική συμπάθεια πρός τόν διδάσκαλο τοῦ ἡσυχασμοῦ καί συνέβαλαν στό νά καταδείξουν πώς τό ἔργο του βρίσκεται ἐν ἁρμονίᾳ μέ τήν πατερική παράδοση καί εἶναι συνέχεια αὐτῆς»· ὁ Καθηγητής Larchet ἀναφέρεται ὀνομαστικῶς στίς σχετικές μελέτες τῶν G.Habra (1957-58, 1963), C. Journet (1960), J. Kuhlmann (1968), M. Strohm (1967), G. Philips (1972), A. De Halleux (1973), G.A. Maloney (1987), D. Coffey (1988) καί J. Lison (1994) καί προσθέτει ὅτι οἱ μελέτες αὐτές «ἐπιβεβαιώνουν μέ χρήσιμο τρόπο τίς ἐργασίες πολυαρίθμων ὀρθοδόξων ἱστορικῶν, οἱ ὁποῖοι πρίν ἀπό αὐτούς ἤ παραλλήλως πρός αὐτούς ἐφώτισαν μέ βαθεῖες ἀναλύσεις τά παραδοσιακά θεμέλια τῆς παλαμικῆς θεολογίας»[53].
Περιττόν νά λεχθεῖ, ὅτι αὐτή ἡ στροφή τῶν ἑτεροδόξων ὑπέρ τῆς παραδοσιακῆς, διά στόματος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, διδασκαλίας περί τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν, καί τό θέμα τῆς ἐν Θεῷ διακρίσεως οὐσίας καί ἐνεργείας, θά ἦταν δυνατόν παλαιότερα νά ἔχουν ἀξιοποιηθεῖ στούς θεολογικούς διαλόγους· ἡ σχετική προεργασία τοῦ Παλαμᾶ καί τῶν λοιπῶν Ἡσυχαστῶν Θεολόγων, θά κονιορτοποιοῦσε – συνδεόμενη μέ τή λοιπή πατερική παράδοση, κυρίως τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων - τά θεμέλια τῆς θωμιστικῆς, σχολαστικῆς καί ἀριστοτελικῆς ἀπάτης τῆς δυτικῆς θεολογίας.
6. Ἡ ὀντολογική διαφορά ἀκτίστου (Θεοῦ) καί κτιστοῦ (ἀνθρώπου) δέν εἶναι ἐμπόδιο
Ἡ περί θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τῶν προγενεστέρων Πατέρων, στηρίζεται ἐπί τῶν βάσεων (α) τῆς «κατ’ εἰκόνα καί καθ΄ ὁμοίωσιν Θεοῦ» δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, (β) τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου καί (γ) τῆς δυνατότητος τῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι[54] . Οἱ πραγματικότητες αὐτές αἴρουν τά ἐμπόδια τῆς θεώσεως λόγῳ τῆς χαώδους ὀντολογικῆς ἀποστάσεως ἀκτίστου Θεοῦ καί κτιστοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ Ἁγία Τριάς ὁ Θεός κατεσκεύσε τόν ἄνθρωπο ἐξ ἀρχῆς δεκτικό τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν, καί αὐτό χάρις στή θεϊκή Παντοδυναμία, ὅπως ἐπιχειρηματολογεῖ ὁ Μέγας Βασίλειος: «Εἶναι διαπίστωση ἀνάξια γιά τόν Θεό, τό νά ἐγκαταλείψει τήν κτίση γυμνή καί τρόπον τινά ἔρημη τοῦ ἑαυτοῦ Του. Ἀλλά οὔτε ἡ κτίση εἶναι τόσο ἄθλια, οὔτε ὁ Θεός τόσο ἀδύνατος, ὥστε νά μή μεταδώσει στά δημιουργήματα τήν ἁγία μετάδοση»[55].Λοιπόν, τό καθ΄ ὁμοίωσιν τοῦ ἀνθρώπου, ἔγκειται στό ὅτι δύναται ὁ ἄνθρωπος νά καταστῇ ὅμοιος τῷ Θεῷ, διότι Αὐτός «μᾶς ἔκανε δυνάμει ἱκανούς πρός ὁμοίωση μέ τόν Θεό [...] ἔχοντας δώσει δύναμη γιά τήν πρός τόν Θεό ὁμοίωση [...] Βιάσου νά γίνεις ὅμοιος μέ τόν Θεό, ἐνδύσου τόν Χριστό»[56]. Προϋπόθεση, προτέρα φυσική καταβολή τῆς δυνατότητος, γιά τήν ὁμοίωση αὐτή εἶναι τό ὅτι ἔχουμε ἐκ φύσεως τό κατ΄ εἰκόνα, δηλαδή τό «νοερόν καί αὐτεξούσιον», καθώς καί ὁ Θεός εἶναι Νοῦς, εἶναι δέ ἐλεύθερος, αὐτοκρατής καί αὐτοδέσποτος[57]. Ὁ προπάτωρ Ἀδάμ ἔχων τό δῶρον τοῦ κατ’ εἰκόνα καί τή δυνατότητα τοῦ καθ’ ὁμοίωσιν, εἶχε τόν Θεόν ἔνοικον ἐντός του (βεβαίως τήν ἄκτιστη ἐνέργειά Του) καί ἀπέλαυε τή θεωρία τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ, θεούμενος μέ μετοχή τῆς θείας ἐλλάμψεως[58], κατά τούς Ἁγίους Πατέρες. Βεβαίως, ἡ ἐνοικοῦσα χάρις ἀπεχώρησε μετά τήν πτώση καί ὁ ἄνθρωπος ὑπέστη τόν θάνατον, ὡς γνωστόν, ψυχῆς καί σώματος.
Ἡ ἐν Χριστῷ ἀνάκληση τοῦ ἀνθρώπου στή ζωή τῆς χάριτος, τῆς ἀκτίστου ἐν τῇ Παναγίᾳ Τριάδι ζωῆς, κατωρθώθη διά τῆς Οἰκονομίας τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου· καί γιά νά μή μακρηγοροῦμε στά ἐπί μέρους, ἀκριβῶς ἐπειδή ἡ ἀνθρώπινη φύση ἐν Χριστῷ ἔγινε ἀπαρχή ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος στή ζωή αὐτή, διά τοῦτο καί ἐμεῖς συμμετέχοντας μυστηριωδῶς στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καθιστάμεθα μέτοχοι τῆς ἀκτίστου αὐτῆς ζωῆς· κατά τόν Μέγα Ἀθανάσιο «ἐνῷ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι χάνονταν ἐξ αἰτίας τῆς παραβάσεως τοῦ Ἀδάμ, πρώτη ἀπό τούς ἄλλους σώθηκε καί ἐλευθερώθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση Ἐκείνου [τοῦ Χριστοῦ], ἐπειδή ἔγινε σῶμα τοῦ ἰδίου τοῦ Λόγου, καί λοιπόν ἐμεῖς, ἐπειδή εἴμαστε σύσσωμοι, σωζόμαστε χάρις σέ ἐκεῖνο»[59]. Μέ ἄλλα λόγια, κατά τόν Καθηγητή τῆς Δογματικῆς Δημήτριο Τσελεγγίδη, «μέ τήν ὑποστατική ἕνωση τῆς θείας καί τῆς ἀνθρώπινης φύσεως στό Χριστό δόθηκε ἡ ὀντολογική δυνατότητα γιά συνεχή μετοχή τῆς θείας χάρης ἀπό τόν ἄνθρωπο πού ἐντάσσεται καί παραμένει στό μυστηριακό σῶμα τοῦ Χριστοῦ [...] Ἡ σχέση πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στή θεότητα καί τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τό πρότυπο τῆς χαρισματικῆς σχέσεως τῆς θείας χάρης μέ τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ κάθε πιστοῦ»[60]. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς, ἐπειδή ἡ μεθεκτή ἀπό ἐμᾶς ἄκτιστη θεία χάρη ἦταν «ἀποκειμένη» στόν Χριστό, γι΄ αὐτό καί μᾶς ἐδόθη, ὅπως λέγει ἡ Ἁγία Γραφή, «κατ΄ ἰδίαν πρόθεσιν καί χάριν [τοῦ Θεοῦ] ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ πρό χρόνων αἰωνίων» [61], διότι μόνον Αὐτός ὑπῆρχε πρό χρόνων αἰωνίων ὡς ταμίας τῶν ἀκτίστων «λόγων τῶν ὄντων».
Ἡ «ἐπιστροφή» λοιπόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν ἀνθρωπότητα, χάρις στήν Οἰκονομία τοῦ Θεανθρώπου συνιστᾷ κατ’ ἀρχήν ἀποκατάσταση στήν προπτωτική κατάσταση· ὅπως στήν ἀρχή ὁ ἄνθρωπος ἦταν μέτοχος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἄν καί δέν εἶχε στερεωθεῖ στήν ἀρετή, ἔτσι καί τώρα ὁ Θεάνθρωπος ἐπαναφέρει τή χάρη τοῦ Παρακλήτου στήν ἀνθρωπότητα ὡς μόνιμη ἔνοικο στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας[62] :«Καινουργής πάλι δημιουργία, μεταλαμβάνοντας ἀπό τό Πνεῦμα, ἀπό τό ὁποῖο στερημένη εἶχε παλαιωθεῖ [...] Ἄν λοιπόν στήν ἀρχή τά πάντα ἔχουν δημιουργηθεῖ ἐν Πνεύματι, ἔτσι καί ἀνακαινίζονται πάλιν ἐν Πνεύματι· μία καί ἡ αὐτή φανερώνεται προφανῶς ὅτι εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, μέσῳ τοῦ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι»[63]. Εἶναι προφανές, ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ὡς Θεός Παντοδύναμος δέν στερεῖται τῆς ἱκανότητος νά καταστήσει μετόχους Του τούς ἀνθρώπους, ὅπως μάλιστα καί ἐποπτικούς τῆς θείας δόξης· μέ τό ἴδιο αὐτό φρόνημα γράφοντας καί ὁ ἅγιος Παλαμᾶς ἐπισημαίνει:«Ἀποβάλλουμε ὅσους λέγουν, ὅτι ἐκεῖνοι πού βλέπουν ἐν Πνεύματι δέν μποροῦν μέ τή δύναμη τοῦ θείου Πνεύματος νά δοῦν κάτι ἄκτιστο· διότι ὑβρίζουν τήν ἴδια τή δύναμη τοῦ θείου Πνεύματος»[64].
Ἄν ὅμως ἡ ὀντολογική διαφορά ἀκτίστου (θείου) καί κτιστοῦ (δημιουργήματος) καθιστᾷ ἀδύνατη τή χαρίτωση τοῦ ἀνθρώπου μέ ἄκτιστη ἐνέργεια, ἐνῷ (δῆθεν) μόνον ἡ κτιστή χάρη εἶναι μεθεκτή, τότε πῶς ἐξηγεῖται ἐξ ἀρχῆς ἡ δημιουργία κτιστῆς χάριτος ἀπό τήν ἄκτιστη ἐνέργεια; Ἐκεῖ δέν ὑπάρχει πρόβλημα ὀντολογικῆς διαφορᾶς κτιστοῦ-ἀκτίστου; (διότι ἡ θεία οὐσία δέ δημιουργεῖ ἀπ΄ εὐθείας κτίσματα, καθότι δέν τρέπεται, δέν ἀλλοιώνεται). Πῶς ἐξηγεῖται περαιτέρω ἡ διατήρηση τῆς εὐρυθμίας τοῦ σύμπαντος διά τῆς συνεκτικῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ, καθώς παραδέχεται ἡ Ἐκκλησία, ὅτι «ἁγίῳ Πνεύματι περικρατεῖται πάντα τά ὁρατά τε σύν τοῖς ἀοράτοις»[65] ; Ἤ εἶναι καί αὐτό τό Πνεῦμα, ὡς συνεκτική δύναμη ... κτίσμα;
7. Ὁ ἄνθρωπος δέν στερεῖται ὀργάνου προσκτήσεως ἀκτίστων ἐνεργειῶν· ἔχει τόν πάντιμον νοῦ
Ἡ Ἐπιστολή τοῦ Ἀρχιμανδρίτου βασίζει τήν ἀδυναμία προσλήψεως ἀκτίστου χάριτος ἀπό τόν ἄνθρωπο, στήν ἔλλειψη καταλλήλου ὀργάνου ὑποδοχῆς τῆς ἀκτίστου χάριτος:«Ὁ ἄνθρωπος πῶς θά μετέχει τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, μέ ποιό γνωστικό ὄργανο, μέ ποιό μέρος τῆς ὑπάρξεώς του; Ἔχει ὁ ἄνθρωπος πάνω του, στήν ὕπαρξή του κάτι ἄκτιστο, ὥστε μέ αὐτό σάν ὄργανο νά διεισδύσει στόν Ἄκτιστο χῶρο;» [66]. Ἀντιθέτως, σύμφωνα καί μέ τή διδασκαλία τοῦ Μ. Βασιλείου, ὅπως αὐτή ἐκτίθεται στήν Ἐπιστολή 233 «δέκτης τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ εἰς τόν κόσμον εἶναι ὁ ἀνθρώπινος νοῦς», ὁ ὁποῖος «συνιστῶν τό “κατ΄ εἰκόνα” τοῦ Θεοῦ εἰς τόν ἄνθρωπον, ἐδόθη εἰς αὐτόν πρός γνῶσιν τῆς ἀληθείας καί κυρίως πρός γνῶσιν τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ “αὐτοαλήθεια”»[67]. Τό γεγονός ὅτι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ «δέν δύναται νά εἶναι πλήρης, δέν σημαίνει ὅτι ὁ νοῦς εἶναι τελείως ἀνίκανος, διά νά γνωρίσῃ τόν Θεόν. Ἡ γνῶσις τοῦ Θεοῦ, ἔστω καί μερική, μόνον διά μέσου τοῦ νοῦ δύναται νά ἐπιτευχθῇ».Ἀπαιτεῖται, βεβαίως, ἡ καθαρότητα τοῦ νοός ἀπό κάθε πνευματικό ρύπο[68] . Σύμφωνα μέ τούς λόγους τοῦ ἁγίου πατρός: «Ὁ νοῦς ὅμως ὁ ὁποῖος ὅμως ἔχει μειχθεῖ μέ τή θεότητα τοῦ Πνεύματος, αὐτός ἤδη εἶναι ἱκανός γιά ἐποπτεία τῶν μεγάλων θεαμάτων, καί βλέπει τά θεϊκά κάλλη, ἀλλά τόσο, ὅσον ἐπιτρέπει ἡ χάρις καί ἀνέχεται ἡ κατασκευή του»[69].
Ἡ θεία ἀποκάλυψη ἐντοπίζοντας τή σημασία τοῦ ἡγεμόνος νοῦ γιά τή σύνολη πνευματική ἐργασία τοῦ ἀνθρώπου καί τόν ἁγιασμό του, ἐπαίνεσε τόν νοῦ τῆς ἁγίας Παρθενομάρτυρος Ἀγάθης, καθώς μαρτυρεῖται στόν βίο της (5 Φεβρουαρίου), μέ τή θεόσδοτη φράση «Νοῦς ὅσιος αὐτοπροαίρετος, τιμή ἐκ Θεοῦ καί πατρίδος λύτρωσις».Ὅπως εἴδαμε, τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι νοερός τόν καθιστᾷ κτίσμα «κατ΄ εἰκόνα Θεοῦ», ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ ὑπεροχικώτατος Νοῦς.
Πλήν τοῦ νοός, ὡς ὀφθαλμοῦ τῆς ψυχῆς, ἡ ὅλη ψυχοσωματική κατασκευή τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὀντολογία του, καθιστᾷ δυνατή τή μετοχή του στήν ἄκτιστη θεία Χάρη, τίς θεῖες δυνάμεις. Μέ βάση τή διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου καί τῶν ἄλλων Πατέρων«στήν ὀντολογική τους βάση, οἱ ἀρετές εἶναι θεῖες ἰδιότητες, οἱ ὁποῖες ὑπάρχουν “ἐξ ἀϊδίου ἐν τῷ Θεῷ”, λαμβάνουν δέ “τήν ἀρχήν παρά Θεοῦ τῇ ἡμετέρᾳ ψυχῇ κατά χάριν”». Ὀρθῶς ἄρα ἐπισημαίνεται, ὅτι «ὅλα τά ἀγαθά νοήματα τῆς ψυχῆς (ἀγάπη, εἰρήνη, δικαιοσύνη) στήν προπτωτική καθαρότητά τους, μποροῦν νά θεωρηθοῦν ὡς κτιστές εἰκόνες τῶν ἄκτιστων λόγων καί τρόπων τῶν θείων ἀρετῶν, νοήματα στά ὁποῖα ἐποχούμενες οἱ ἀρετές [ἄκτιστες καί θεῖες, σ.ἡμ.] ὁδηγοῦν τό ἅρμα τῆς ψυχῆς πρός τήν τελείωσή της» [70]. Εἶναι συνεπῶς ἐπιτρεπτόν νά ὁμιλοῦμε περί ἀκτίστου ὀντολογικοῦ θεμελίου τοῦ ἀνθρώπου καί τῶν λειτουργιῶν του, τό ὁποῖο προβάλλει ἡ πνευματική γνωσιολογία τῶν Πατέρων μέ τούς «προαιωνίους λόγους»[71], τά ἄκτιστα προαιώνια ἐπί μέρους ἀγαπητικά θελήματα, τούς προορισμούς, τοῦ Θεοῦ γιά τά ὄντα, πού εἶναι μυστικῶς κεκρυμμένοι μέσα σέ αὐτά, στά κτίσματα, καί βεβαίως καί μέσα στήν ἀνθρώπινη διφυᾶ φύση.
8. Τό Θαβώριον Φῶς δέν εἶναι κτιστό.
Ἡ θέση τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Πανοσ. Ἀρχιμανδρίτου πρός τόν «Ἐφημέριο», ὅτι τό Θαβώριον Φῶς εἶναι κτιστό καί γι΄ αὐτό ἔγινε ὁρατό - ἐπειδή ὁ Θεός εἶναι «φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον, ὅν εἶδεν οὐδείς ἀνθρώπων, οὐδέ ἰδεῖν δύναται»[72] - δεικνύει μονομερῆ γνώση τῆς Ἁγίας Γραφῆς· τόσο ἡ παραπάνω ἁγιογραφική ρήση, ὅσον καί τό ὅτι «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε»[73]συμπληρώνονται ἀπό ἀντίθετες διαπιστώσεις, ὅτι «ἐθεασάμεθα τήν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρά Πατρός», ὅτι «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» καί ὅτι «ὀψόμεθα αὐτόν καθώς ἐστι»[74]. Πῶς ἐπιλύεται ἡ φαινομενική αὐτή ἀντίφαση; Ἐπιλύεται, καθώς μᾶς ὑποδεικνύουν οἱ ἱεροί Κανόνες, μέ τή μόνη ἐπιτρεπτή ἑρμηνευτική μέθοδο τῆς Ὀρθοδοξίας, τήν καταφυγή στίς ἑρμηνεῖες τῶν ἁγίων Πατέρων.
Ἄλλωστε, ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς ὑποδεικνύει πώς μόνον τῶν θεωθέντων, τῶν ἁγίων, ἡ ἑρμηνεία εἶναι ἡ κατάλληλη γιά τήν κατανόηση τῶν προφητειῶν[75] . Γράφει λοιπόν ὁ 19ος ἱ. Κανών τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου· «ἄν ἀνακινηθεῖ ἁγιογραφικό θέμα, νά μή τό ἑρμηνεύσουν διαφορετικά, παρά ὅπως οἱ φωστῆρες καί διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας παρέθεσαν διά τῶν συγγραμμάτων τους»[76].
Τί λέγουν λοιπόν οἱ Πατέρες σχετικῶς;
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός σέ μία φράση του περίφημη γιά τήν ὑπεράσπιση τῆς ἡσυχαστικῆς θεολογίας, διατυπώνει τόσο τό ἄκτιστο τοῦ θείου φωτός τῆς Μεταμορφώσεως ἐν Θαβώρ, ὅσο καί τήν ἄμεση σχέση του φωτός αὐτοῦ μέ τή θεία φύση, μακράν πάσης φυσικῆς ἀλλοιώσεως τοῦ Χριστοῦ ἤ προσλήψεως ἐξωτερικοῦ (δηλονότι κτιστοῦ, δημιουργημένου) φωτός· ὁ Χριστός«μεταμορφώνεται λοιπόν, ὄχι μέ τό νά προσλάβει αὐτό τό ὁποῖο δέν ἦταν, οὔτε μέ τό νά μεταβληθεῖ σέ αὐτό πού δέν ἦταν, ἀλλά μέ τό νά φανερώσει στούς δικούς Του μαθητές αὐτό τό ὁποῖο ἦταν, διανοίγοντας τά μάτια τους καί κάνοντάς τους νά βλέπουν, ἀπό τήν [προηγούμενη] κατάστασή τους τῆς τυφλότητος [...]. Μένοντας ὁ ἴδιος στήν ἴδια κατάσταση, ἔγινε ὁρατός στούς μαθητές τώρα διαφορετικά ἀπ΄ ὅ, τι φαινόταν πρίν [...] Καί ἔλαμψε τό πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος, Αὐτοῦ ὁ Ὁποῖος φωταγώγησε τόν ἥλιο μέ τήν πολλή ἐξουσία Του [...] “Διότι αὐτός εἶναι τό Φῶς τό ἀληθινό”, τό ὁποῖο γεννᾶται ἀπό τό ἀληθινό καί ἄυλο Φῶς [...] ἀλλά εἶναι ἀδύνατον νά εἰκονισθεῖ στήν κτίση τό ἄκτιστο χωρίς ἀπώλεια»[77]. Συνεπῶς, ἡ λεκτική εἰκόνα «σάν τόν ἥλιο» ἀδυνατεῖ νά παραστήσει τή λαμπρότητα τοῦ ἀκτίστου φωτός τῆς θείας φύσεως, δηλαδή «αὐτό τό ὁποῖο ὁ Χριστός ἦταν», διότι τό Φῶς αὐτό πάντοτε εὑρίσκεται στόν Χριστό - ἄρα δέν εἶναι κτίσμα, δηλ. δέν τό ἀπέκτησε ὁ Χριστός δημιουργώντας το «ἐξ οὐκ ὄντων»[78].
Τό ὅτι αὐτή ἡ ἔλλαμψη, ἄκτιστη κατά τόν Δαμασκηνό, εἶναι ἡ μεθεκτή ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, μαρτυρεῖται ἀπό τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή πολύ ἐνωρίτερα: «κοινή εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί τῶν τεθεωμένων»[79], ἡ ὁποία βεβαίως ταυτίζεται μέ τό Θαβώριον Φῶς καί μέ τή δόξα τοῦ Θεοῦ καί τῶν δικαίων[80]! Ποῦ τό κτιστό (δημιουργημένο) φῶς, ἐδῶ, κατά τόν Πανοσ. Ἀρχιμανδρίτη; Αὐτό εἶναι τό ὁποῖο ὁ ἅγιος Μάξιμος ἀλλοῦ ὀνομάζει ἀπεριφράστως «ἀγένητη καί ἐνυπόστατη ἔλλαμψη πού φανερώνεται μέσα στούς ἀξίους», δηλαδή φῶς ἄκτιστον, ἀφοῦ «δέν ἔχει γένεση» δηλ. κτίση, δημιουργία[81]. Καί πρό τοῦ Μαξίμου ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἔγραφε ὅτι ὡς πρός τή θεοποιό χάρη ὁ Θεός καί μετέχεται καί βλέπεται ἀπό τούς ἀξίους, ἀλλά κατά τήν οὐσία εἶναι ἀμέθεκτος[82]. Τό ὅτι βλέπεται, («ὁρᾶται»), ὡς φῶς, δέν μπορεῖ νά ἀμφιβάλλει κανείς ὅτι ἀποτελεῖ κοινή ἐμπειρία τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀπό τή λάμψη τοῦ προσώπου τοῦ Μωϋσέως ἐν Σινᾶ, μέχρι τό φωτεινό ὅραμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στό δρόμο πρός τή Δαμασκό καί τή δόξα τῆς Β΄ Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία θά εἶναι ἡ αἰωνιότητα τῶν σῳζομένων, διότι «ὁ αἰών ἡμῶν εἰς φωτισμόν τοῦ Προσώπου Σου»[83] !
Ἡ ἴδια ἡ ἐκκλησιαστική ὑμνογραφία τῆς Μεταμορφώσεως, συμφωνεῖ στή διαπίστωση τῆς θειότητος, τῆς ἰδιότητος ὡς ἀκτίστου, τοῦ φωτός τῆς ἐν Θαβώρ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος. Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Μελῳδός ὑμνολογεῖ: «Τήν ἀμαυρωθεῖσαν ἐν Ἀδάμ φύσιν μεταμορφωθείς ἀπαστράψαι πάλιν πεποίηκας, μεταστοιχειώσας αὐτήν εἰς τήν σήν τῆς Θεότητος δόξαν τε καί λαμπρότητα», ἐνῷ καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός σέ δικό του τροπάριο περιλαμβάνει τά ἑξῆς: «Δεῦτε μοι πείθεσθε λαοί, ἀναβάντες εἰς τό ὄρος τό ἅγιον [...] ἐποπτεύσωμεν νοΐ θεότητα ἄϋλον, Πατρός καί Πνεύματος, ἐν Υἱῷ Μονογενεῖ ἀπαστράπτουσαν»[84].
Βάσει αὐτῶν καί πολύ περισσοτέρων ἄλλων στοιχείων, ὁ Ἁγιορειτικός Τόμος, πού ἀποτελεῖ συνοδικόν μνημεῖον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καταδικάζει ἐκείνους πού ὀνομάζουν τό Θαβώριον Φῶς «φάσμα καί σύμβολον τέτοιου εἴδους, ὥστε νά δημιουργεῖται καί νά ἐξαφανίζεται»(γινόμενον καί ἀπογινόμενον κτίσμα), ἐνῷ μάλιστα ὅλοι οἱ ἅγιοι ἐπιβεβαιώνουν ὅτι εἶναι«ἄρρητο, ἄκτιστο, ἀΐδιο, ἄχρονο, ἄπλετο, ἄπειρο, ἀπεριόριστο, ἀθέατο [κατά τή φύση του - ὄχι κατά συγκατάβαση] στούς ἀγγέλους καί τούς ἀνθρώπους, ἀρχέτυπο καί ἀναλλοίωτο κάλλος, δόξα Θεοῦ, δόξα Χριστοῦ, δόξα Πνεύματος, ἀκτίνα θεότητος καί τά παρόμοια»[85]. Αὐτά ὅλα εἰσήχθησαν καί στό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἀποτελοῦν δόγμα τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας, τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς. Τό συνοδικόν ἐπιρρίπτει τό «ἀνάθεμα» (τόν χωρισμό ἀπό τό ἐκκλησιαστικό σῶμα) σέ ὅσους «φρονοῦν καί λέγουν ὅτι τό φῶς πού ἔλαμψε ἀπό τόν Κύριο κατά τή θεία Του μεταμόρφωση ἄλλοτε ὅτι εἶναι ἴνδαλμα καί κτίσμα καί φάσμα πού φανερώθηκε γιά λίγο καί διαλύθηκε ἀμέσως [...] ἀλλά δέν ὁμολογοῦν, σύμφωνα μέ τίς θεόπνευστες θεολογίες τῶν Ἁγίων καί τό εὐσεβές φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι οὔτε κτίσμα εἶναι ἐκεῖνο τό θειότατον φῶς, οὔτε οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλ΄ ἄκτιστη καί φυσική χάρη καί ἔλλαμψη καί ἐνέργεια, ἡ ὁποία πάντοτε προχέεται ἀπό τήν ἴδια τή θεία οὐσία χωρίς νά χωρίζεται ἀπό αὐτήν»[86].
Ἐπίλογος
Στο σημεῖο αὐτό περατώνουμε τή μικρή αὐτή μελέτη ὡς ἀπάντηση καί κατάρριψη προβληματισμοῦ ὁ ὁποῖος δέν θά ἔπρεπε κἄν νά ὑφίσταται γιά θεόσδοτα δόγματα, ὅπως θά ἦταν ἐπικίνδυνος ὁποιοσδήποτε προβληματισμός τῶν ἰατρῶν γιά τά ἤδη ἀποδεδειγμένως ἀποτελεσματικά ἐπιτεύγματα τῆς ἐπιστήμης τους. Ἐλευθερία φρονήματος ἐπιτρέπεται ἐκεῖ πού δέν παραβλάπτεται ἡ σωτηρία ἡμῶν καί τοῦ πλησίον, εἶναι ἐπιτρεπτή μόνον σέ ὅσα εἶναι ἐκκλησιαστικῶς ἀμφιβαλλόμενα ἤ θεολογούμενα (“in necessariis unitas, in dubiis libertas”). Δέν συμπεριλαμβάνεται ὅμως σέ αὐτά τό ἤδη ὁριστικῶς καί ἐπ΄ Ἐκκλησίαις ἐπιλυθέν θέμα τῆς διακρίσεως οὐσίας καί ἐνεργείας ἐν τῷ Θεῷ, τῆς μεθέξεως τῶν θείων ἐνεργειῶν καί τοῦ ἀκτίστου Θαβωρίου Φωτός· ἡ ἀνακίνησή του, μόνον ψυχική ἀπώλεια μπορεῖ νά προκαλέσει, πέραν τῆς κτισματολατρείας καί τοῦ πελαγιανισμοῦ-νεστοριανισμοῦ, ἔστω καί ὡς ἀμφισβήτηση τῆς ἑνιαίας ἐκκλησιαστικῆς Πίστεως. «Οἱ ἀναθεματισμοί τῆς συνόδου τοῦ 1351 εἰσήχθησαν, ὡς γνωστόν, εἰς τό τυπικόν τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐν τῷ Τριωδίῳ. Οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι ὀφείλουν ἀπαραιτήτως ὅπως δέχωνται αὐτούς»[87].
Μοναχός Σεραφείμ
Ἱερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
[1] . Ἐπιστολή τῆς ἐν Σαρδικῇ συναχθείσης Συνόδου ἡ ὁποία περιέχεται στό Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Ἀπολογητικός κατά Ἀρειανῶν 40, PG 25, 317Β (ΕΠΕ 8, 136).
[2] . Βλ. τήν σχετική περίφημη ἐργασία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γόρτυνος κ. Ἱερεμίου, «Περί τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς ἐν Κπόλει ἐν ἔτει 1351 μ.Χ. συγκληθείσης Συνόδου ὡς Ἐνάτης Οἰκουμενικῆς», ἐν Θεοδρομία ΙΣΤ΄ 3 (Ἰούλιος–Σεπτέμβριος 2014) 428-439.
[3] . Αρχιμ. ΧΡΙΣΤΟΔ. ΤΑΜΠΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Ἐπιστολή στό Ἐφημέριος 8 (Σεπτέμβριος 2014) 28ἑ. http://www.ecclesia.gr/greek/press/efimerios/efimerios_2014_septembrios.pdf
[4] . Α΄Τιμ. 6, 16
[5] . J. WÖRLE, Die Lehre des hl. Thomas von Aquin vom Wachstum des übernatürlichen Gnadenlebens, Linz 1931, σελ. 1· «Der Mensch ist darum nicht mehr bloß Diener und Knecht Gottes, er ist Freund und Kind Gottes geworden. Es flutet in ihm ein Leben, das für ihn vollständig übernatürlich und nur Gott allein natürlich ist. Freilich besteht zwischen dem göttlichen Leben in Gott selbst und dem in der begnadeten Seele ein großer Unterschied. Was in Gott substantiell ist, besitzt die Seele nur akzidentell; die göttliche Natur ist ihr als geschaffene Verähnlichung und Teilnahme mitgeteilt und kann darum von keinem auch noch so begnadeten Geschöpfe formell auf unendliche Weise in Besitz genommen werden». Ὁ Καθηγητής Joseph Wörle παραπέμπει σχετικῶς στή Summa τοῦ Ἀκινάτου, 1 ΙΙ ἐρ. 110 a 2 & 2 «Patet igitur quod quamlibet Dei dilectionem sequitur aliquod bonum in creatura causatum quandoque, non tamen dilectioni aeternae coaeternum» («Εἶναι, λοιπόν, σαφές ὅτι κάθε ἀγάπη ἀπό μέρους τοῦ Θεοῦ ἀκολουθεῖται σέ κάποιο χρόνο ἀπό ἕνα ἀγαθό προκληθέν μέσα στό κτίσμα, πού δέν εἶναι ὅμως συναιώνιο μέ τήν αἰώνια ἀγάπη»).
[6] . J. HONTHEIM, «Heaven» ἐν The Catholic Encyclopedia, τόμ. 7, The Encyclopedia Press Inc., New York 1913, σελ. 172· «The beatific vision is obviously a created act inherent in the soul, and not, as a few of the older theologians thought, the uncreated act of God’s own intellect communicated to the soul. For, as seeing and knowing are immanent vital actions, the soul can see or know God by its own activity only, and not through any activity exerted by some other intellect».
[7] . Ἁγιορειτικός Τόμος 2, ἐκδ. Χρήστου τόμ. 2, 571( ΕΠΕ 3, 502).
[8] . JEAN -CLAUDE LARCHET, «Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ἡ πατερική παράδοση», ἐν Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στήν ἱστορία καί τό παρόν, ἐποπτείᾳ Γ. Ἰ. Μαντζαρίδη, ἐκδ. Ἱ.Μ.Μ. Βατοπεδίου, Ἅγιον Ὄρος 2000, σελ. 342· «Θά ἤθελα μόνο νά ὑπογραμμίσω ἐδῶ ὅτι ὁ ἄκτιστος χαρακτήρας τῆς Χἀριτος βεβαιώνεται σαφῶς στό ἔργο τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ (τό κυριότερο κείμενο τοῦ Μαξίμου μνημονεύεται ἐξ ἄλλου συχνά ἀπό τόν Παλαμᾶ), ἐνῷ ἀντιθέτως δέν ὑπάρχει κανείς Ἕλληνας Πατήρ ὁ ὁποῖος νά βεβαιώνει τόν κτιστό χαρακτήρα τῆς Χάριτος».
[9] . Πρός Σεραπίωνα Θμούεως Ἐπίσκοπον 24, PG 26, 585B.C· «Νῦν δέ, ὅτε λεγόμεθα μέτοχοι Χριστοῦ καί μέτοχοι Θεοῦ, δείκνυται τό ἐν ἡμῖν χρίσμα καί ἡ σφραγίς μή οὖσα τῆς τῶν γενητῶν φύσεως, ἀλλά τῆς τοῦ Υἱοῦ, διά τοῦ ἐν αὐτῷ Πνεύματος συνάπτοντος ἡμᾶς τῷ Πατρί».
[10] . Κατ’ Εὐνομίου Λόγος ε΄ (Περί τοῦ Πνεύματος 2), PG 29, 772D· «Τοῦτο τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐξέχεεν ἐφ’ ἡμᾶς πλουσίως ὁ Θεός διά Ἰησοῦ Χριστοῦ· ἐξέχεεν, οὐκ ἔκτισεν· ἐχαρίσατο, οὐκ ἐποίησεν· ἔδωκεν, οὐκ ἐδημιούργησεν».
[11] . Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρός τόν ἐν ἁγίοις Ἀμφιλόχιον Ἐπίσκοπον Ἰκονίου 24 (57), PG 32, 173A.B· «Ἐν ἡμῖν, φησί, τό Πνεῦμα ὡς δῶρόν ἐστι παρά τοῦ Θεοῦ. Οὑ δήπου δέ τό δῶρον ταῖς ἴσαις τιμαῖς τῷ δεδωκότι σεμνύνεται. Δῶρον μέν οὖν Θεοῦ τό Πνεῦμα, ἀλλά δῶρον ζωῆς [...] Καί δῶρον δυνάμεως [...] Ὥστε πῶς οἱ τά ταῦτα λέγοντες οὐχί τήν ἰουδαϊκήν ἀγνωμοσύνην παρεληλύθασι, τήν ὑπερβολήν τῆς χρηστότητος ἐφόσιον εἰς βλασφημίαν λαμβάνοντες;».
[12] . ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Ἔκθεσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως 1, (13) 13 PG 94, 858Β· «Τό πνεῦμα νοεῖται πολλαχῶς· τό ἅγιον Πνεῦμα· λέγονται δέ καί αἱ δυνάμεις τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου πνεύματα». Ο Αυτοσ, Τεμάχια διάφορα, PG 95, 233C.D: «Ἐπειδή πολλαχῶς τό πνεῦμα νοεῖται, λεκτέον τά σημαινόμενα. Πνεῦμα τοίνυν εἴρηται τό ἅγιον Πνεῦμα [...] αἱ γάρ ἐνέργειαι τοῦ Πνεύματος, πνεύματα οἶμαι φίλον τῷ Ἠσαΐᾳ καλεῖν».
[13] . Βλ. σχετικῶς ΒΛΑΔ. ΛΟΣΚΙ, Ἡ θέα τοῦ Θεοῦ, Βιβλιοθήκη Ὀρθοδόξου Μαρτυρίας, μετφρ, Ἀρχιμ. Μελετίου Καλαμαρᾶ, ἐκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1973, σελ.26-31 καί τήν γενικότερη συνάφεια.
[14] . Εἰς τό κατά Ἰωάννην, 30, 2, PG 59, 174· «... πάντες ἡμεῖς μέτρῳ τήν τοῦ Πνεύματος ἐνέργειαν ἐλάβομεν· Πνεῦμα γάρ ἐνταῦθα τήν ἐνέργειαν λέγει· αὕτη γάρ ἐστιν ἡ μεριζομένη· οὗτος δέ ἀμέτρητον ἔχει καί ὁλόκληρον πᾶσαν τήν ἐνέργειαν. Εἰ δέ ἡ ἐνέργεια αὐτοῦ ἀμέτρητος, πολλῷ μᾶλλον ἡ οὐσία». Πρόκειται περί τῆς ἑρμηνείας τοῦ ἐδαφίου Ἰω. 3,34: «οὐ γάρ ἐκ μέτρου δίδωσιν ὁ Θεός τό Πνεῦμα».
[15] . Περί θείων ὀνομάτων 5, 1 PG 3, 816C· «Ἡ δέ τοῦ ὄντος [θεωνυμία] εἰς πάντα τά ὄντα ἐκτείνεται, καί ὑπέρ τά ὄντα ἐστίν. Ἡ δέ τῆς ζωῆς εἰς πάντα τά ζῶντα ἐκτείνεται, καί ὑπέρ τά ζῶντά ἐστίν. Ἡ δέ τῆς σοφίας, εἰς πάντα τά νοερά καί λογικά, καί αἰσθητικά ἐκτείνεται καί ὑπέρ πάντα ταῦτά ἐστι». Ἐδῶ ἐπισημαίνεται ἀπό τό κείμενο (αὐτόθι), ὅτι δέν πρόκειται περί τῆς θείας οὐσίας, ἀλλά τῆς θείας ἐνεργείας «τῷ λόγῳ σκοπός οὐ τήν ὑπερούσιον οὐσίαν, ᾗ ὑπερούσιος, ἐκφαίνειν [...] ἀλλά τήν οὐσιοποιόν εἰς τά ὄντα πάντα τῆς θεαρχικῆς οὐσιαρχίας πρόοδον ὑμνῆσαι».
[16] . Διάλεξις Θεοφάνους πρός Θεότιμον 24, ἐκδ. Χρήστου τόμ. 2, 250 (ΕΠΕ 3, 424): «Ὁρᾷς τάς μετοχάς ταύτας ὑπέρ τά ὄντα οὔσας;».
[17] . Λόγος 50, 1, 7 Makarios /Symeon Reden und Briefe, ὑπό H. Berthold, τόμ. 2, Akademie – Verlag – Berlin 1973, σελ. 124· «Διό εὐδόκησεν ὁ ἀγαθός καί φιλάνθρωπος Θεός τῇ πολλῇ αὐτοῦ χρηστότητι πλοῦτον ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τόν πνευματικόν {ἡμῖν} χαρίσασθαι, τουτέστι τό τοῦ Χριστοῦ Πνεῦμα μή ὄν ἐκ τῆς ἡμετέρας φύσεως - ἡμεῖς μέν γάρ ἐσμεν κτίσμα, αὐτό δέ ἄκτιστόν ἐστι - ἵνα <αὐτό> τῇ ἰδίᾳ <ἐπιστήμῃ> καί τέχνῃ ἐργασάμενον καί γεωργῆσαν τῶν πιστῶν τάς καρδίας εὐτρεπίσῃ τάς ὅλῳ θελήματι ἑαυτάς ἐπιδούσας τῷ πνευματικῷ γεωργῷ» κ.λπ.
[18] . Περί διαφόρων ἀποριῶν (Θεωρία εἰς τόν Μελχισεδέκ) PG 91, 1141A· «Ἀπάτωρ οὖν καί ἀμήτωρ καί ἀγενεαλόγητος, μήτε ἀρχήν ἡμερῶν, μήτε τέλος ζωῆς ἔχων, ἀναγέγραπται ὁ μέγας Μελχισεδέκ, ὡς ὁ ἀληθής τῶν θεοφόρων ἀνδρῶν τά περί αὐτοῦ διεσάφησε λόγος, οὐ διά τήν φύσιν τήν κτιστήν καί ἐξ οὐκ ὄντων, καθ΄ ἥν τοῦ εἶναι ἤρξατό τε καί ἔληξεν, ἀλλά διά τήν χάριν τήν θείαν καί ἄκτιστον καί ἀεί οὖσαν ὑπέρ πᾶσαν φύσιν καί πάντα χρόνον ἐκ τοῦ ἀεί ὄντος Θεοῦ, καθ΄ ἥν δι΄ ὅλου μόνην ὅλος γνωμικῶς γεννηθείς ἐπιγινώσκεται».
[19] . Πρός Μαρῖνον τόν ὁσιώτατον Πρεσβύτερον PG 91, 33A.B· «ἔφην μίαν ἐνέργειαν τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων, τήν πάντων ἐκθεωτικήν τῶν ἁγίων, τῆς ἐλπιζομένης μακαριότητος· τοῦ μέν Θεοῦ κατ’ οὐσίαν ὑπάρχουσαν, τῶν δέ ἁγίων κατά χάριν γεγενημένην», καί ἐπίσης Περί διαφόρων ἀποριῶν PG 91, 1253D· «Ἑτοίμους ὁ λόγος δι΄ ἐλπίδος καθίστησι τῇ παραδοχῇ τῆς τῶν ἀληθῶν ἀρχετυπίας ψυχωθῆναι καί γενέσθαι ζώσας εἰκόνας Χριστοῦ, καί ταὐτόν αὐτῷ μᾶλλον κατά τήν χάριν ἤ ἀφομοίωμα».
[20] . Ἔκθεσις δυσσεβημάτων 21, ἐκδ. Χρήστου τόμ. 2, 583 (ΕΠΕ 3, 522):«Ἀποβαλλόμεθα τούς λέγοντας τήν ἐπί τούς ἁγίους ἐκχεομένην χάριν καί ἐνέργειαν τοῦ Πνεύματος κτιστήν, ὅτι μή οὐσία τοῦ Πνεύματός ἐστιν».
[21] . JEAN-CLAUDE LARCHET, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 336.338ἑ.
[22] . Γ. ΜΑΡΤΖΕΛΟΣ, Οὐσία καί ἐνέργειαι τοῦ Θεοῦ κατά τόν Μέγαν Βασίλειον, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 193.
[23] . Πρωτοπρ. Γ. ΦΛΩΡΟΦΚΣΥ, «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ἡ Πατερική Παράδοσις» ἐν Πανηγυρικός Τόμος ἑορτασμοῦ τῆς ἑξακοσιοστῆς ἐπετείου τοῦ θανάτου τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Ἀρχιεσπικόπου Θεσσαλονίκης (1359-1959), ἐπιμελείᾳ Π.Κ. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1960, σελ. 248.
[24] . Περί θείας καί θεοποιοῦ μεθέξεως 3, ἐκδ. Χρήστου τόμ. 2, 139 (ΕΠΕ 3, 216): «Εἰ δέ ὥσπερ ἐν τοῖς κτίσμασι πᾶσιν οὕτω καί ἐν τοῖς ἁγίοις ἐστί, καί ὡς Θεός κατά τάς σοφάς ὑμῶν ἐπινοίας, καθάπερ ἐν τοῖς ἄλλοις τά κατάλληλα κτίζει , οὕτω κἀν τοῖς ἁγίοις τήν ἁγιότητα, τίς χρεία Χριστοῦ καί τῆς αὐτοῦ παρουσίας ; Τίς χρεία τοῦ κατ’ αὐτόν βαπτίσματος καί τῆς ἐξ αὐτοῦ προσγινομένης ἡμῖν ἐξουσίας τε καί δυνάμεως;».
[25] . Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, Παλαμικά, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 175. 177: « Ἐάν τό Ἅγιον Πνεῦμα ἦτο κτίσμα, δέν θά κατελύετο μόνον τό τριαδικόν τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί ἡ δυνατότης θεώσεως τῶν πιστῶν. Ἡ διδασκαλία τῶν ἀντιησυχαστῶν καί τῶν Λατίνων περί σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου διά κτιστῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἐρχομένη εἰς ἀντίθεσιν πρός βασικήν πατερικήν ἀρχήν, κατά τήν ὁποίαν ἡ ἀνακαίνισις καί θέωσις τοῦ ἀνθρώπου δέν συντελεῖται διά κτιστῶν μέσων, συνεκέντρωσε τά βέλη τοῦ Παλαμᾶ [...] Ἡ διδασκαλία τούτων [Βαρλαάμ, Ἀκινδύνου, Γρηγορᾶ] ἔρχεται καί πάλιν εἰς ἀντίθεσιν πρός τήν ἐμπειρίαν τῆς θεώσεως, τήν ὁποίαν διατηρεῖ ἡ Ἐκκλησία. Ὁ τρόπος κατά τόν ὁποῖον προσβάλλεται ἠ ἐκκλησιαστική αὕτη ἐμπειρία εἰς τήν προκειμένην περίπτωσιν εἶναι νέος»· δηλαδή, ἀντί τῆς κτιστότητος τῆς ὑποστάσεως (προσώπου) τοῦ Πνεύματος, προβάλλεται ὑπό τῶν αἱρετικῶν ἡ κτιστότης τῆς φυσικῆς ἐνεργείας Του.
[26] . Λόγος 34 (Εἰς τούς Αἰγύπτου ἐπιδημήσαντας) 12, PG 36, 252B.C· «Τολμῶ τι φθέγξασθαι, ὦ Τριάς· καί συγγνώμη τῇ ἀπονοίᾳ· περί ψυχῆς γάρ ὁ κίνδυνος [...] Οὐ πείθομαι τῷ ὁμοτίμῳ σῴζεσθαι. Eἰ μή Θεός τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, θεωθήτω πρῶτον, καί οὕτω θεούτω με τόν ὁμότιμον».
[27] . Α΄ Κορ. 6, 19· «Ἤ οὐκ οἴδατε ὅτι τό σῶμα ὑμῶν ναός τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπό Θεοῦ, καί οὔκ ἐστε ἑαυτῶν;».
[28] . Α΄ Κορ. 3, 16· «Οὑκ οἴδατε ὅτι ναός Θεοῦ ἐστε καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν;».
[29] . Περί θείας καί θεοποιοῦ μεθέξεως 4, ἐκδ. Χρήστου τόμ. 2, 140 (ΕΠΕ 3, 218): «Οὑ δυσωπῇ, ἄνθρωπε, λέγοντα τόν Ἀπόστολον “ὅτι τά σώματα ἡμῶν ναός τοῦ ἐν ἡμῖν ἁγίου Πνεύματός ἐστι ” ; Καί πάλιν, “ναός θεοῦ ἐστε καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν”; Ἆρα τό δουλικόν οἰκητήριον κατεδέξατο ἄν ποτε τῇ τοῦ ναοῦ προσηγορίᾳ τιμῆσαι;»
[30] . Πρωτοπρ. Θ. ΖΗΣΗΣ, Θεολόγοι τῆς Θεσσαλονίκης, Πατερικά 4, ἐκδ. «Βρυέννιος», Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 157.
[31] . Ἰω. 1, 16: «Καί ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καί χάριν ἀντί χάριτος».
[32] . Κολ. 2, 9.10: «ὄτι ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς, καί ἐστέ ἐν αὐτῷ πεπληρωμένοι».Βλ. καί Κολ. 1, 19· «ὅτι ἐν αὐτῷ εὐδόκησε πᾶν τό πλήρωμα κατοικῆσαι, καί δι΄ αὐτοῦ ἀποκαταλλάξαι τά πάντα εἰς αὐτόν».
[33] . Ἔκθεσις δυσσεβημάτων 29, ἐκδ. Χρήστου τόμ. 2, 584 (ΕΠΕ 3, 525ἑ.): «Ἀποβαλλόμεθα τούς λέγοντας κτίσμα τό λαμβανόμενον τοῖς ἁγίοις ἐκ τοῦ “κατοικοῦντος ἐν τῷ Χριστῷ πληρώματος τῆς θεότητος”, ὡς κτίσμα λέγοντας ἐντεῦθεν καί τό πλήρωμα ἐκεῖνο, ταὐτόν δ΄ εἰπεῖν, τήν θείαν τοῦ Χριστοῦ καί ἐνέργειαν καί φύσιν, καί ἀρειανούς ἐντεῦθεν ὄντας».
[34] . ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 3,1,3 ἐκδ. Χρήστου, τόμ. 1, 617ἑ.· «Ὅταν γάρ ἀκούσωμεν “ἐκ τοῦ Υἱοῦ” διδόμενον τό πνεῦμα [...] εἶτα καί τοῦ μεγάλου Βασιλείου λέγοντος [...] “ἐξέχεεν οὐκ ἔκτισεν” [...] ὦμεν δ’ ἀναπεπεισμένοι κτιστήν τήν χάριν εἶναι, τί ἐροῦμεν δίδοσθαι καί χαρίζεσθαι καί προχεῖσθαι διά τοῦ Υἱοῦ; Οὐκ αὐτό τό τήν χάριν ἐνεργοῦν ; [...] Ἆρ’ οὖν οὐ τοῦτ’ αὐτό ἐστιν ἄντικρυς τό τῶν Λατίνων φρόνημα, δι΄ ὅ τῶν τῆς καθ΄ ἡμᾶς ἐκκλησίας ἀπελήλανται περιβόλων, ὅτι οὐχ ἡ χάρις, ἀλλ’ αὐτό τό πνεῦμα τό ἅγιον κἀκ τοῦ Υἱοῦ πέμπεται καί διά τοῦ Υἱοῦ προχεῖται;».
[35] . Περί θείων ἐνεργειῶν 45, ἐκδ. Χρήστου τόμ. 2, 130 (ΕΠΕ 3, 196): «Ἔπειτα πόσου Λατίνους οἴει τιμήσασθαι τό δειχθῆναι τάς τῆς καθ΄ ἡμᾶς ἐκκλησίας βίβλους οὐκ ἀσφαλεῖς».
[36] . ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Πρός τούς διαβάλλοντας τάς ἁγίας εἰκόνας λόγος τρίτος 34, PG 94, 1353BC· «Ταῦτα καί τά τοιαῦτα σέβω καί προσκυνῶ καί πάντα ναόν Θεοῦ ἅγιον καί πᾶν, ἐφ΄ ᾧ Θεός ὀνομάζεται, οὐ διά τήν αὐτῶν φύσιν, ἀλλά ὅτι θείας ἐνεργείας εἰσί δοχεῖα καί δι΄ αὐτῶν καί ἐν αὐτοῖς ηὐδόκησεν ὁ Θεός τήν σωτηρίαν ἡμῶν κατεργάσασθαι. Καί ἀγγέλους γάρ καί ἀνθρώπους καί πᾶσαν ὕλην τῆς θείας ἐνεργείας μέτοχον καί διακονησαμένην τήν σωτηρίαν μου σέβω καί προσκυνῶ διά τήν θείαν ἐνέργειαν. Οὐ προσκυνῶ Ἰουδαίοις· οὐ γάρ θείας εἰσίν ἐνεργείας μέτοχοι οὐδέ σκοπῷ τῆς ἐμῆς σωτηρίας τόν κύριον τῆς δόξης, τόν Θεόν μου, ἐσταύρωσαν, φθόνῳ δέ μᾶλλον καί μίσει πρός τόν Θεόν καί εὐεργέτην βαλλόμενοι».
[37] . Αὐτόθι 33, PG 94, 1352C· «Ὥσπερ τοίνυν ἀληθῶς εἰσι οὐ φύσει, ἀλλ’ ὡς τοῦ φύσει Θεοῦ μέτοχοι, οὕτως εἰσι προσκυνητοί, οὐχί φύσει, ἀλλ’ ὡς τόν φύσει προσκυνητόν ἐν ἑαυτοῖς ἔχοντες».
[38] . Ἔνθ’ ἀνωτ., 120.124
[39] . LUDWIG OTT, Fundamentals of Catholic Dogma, ἐπιμ. J.C.Bastible D.D., μεταφρ. P. Lynch, Roman Catholic Books, Fort Collins (Colorado) 1954, σελ. 334· «On the ground of this explanation of the Council of Trent, the character is to be defined as a real accidental being attaching to the soul, more exactly, as a supernatural quality entatively inhering in the soul [...] St. Thomas regards not the substance of the soul but the faculty of intellect as the subject or bearer of the character (similarly St. Bellarmine, Suarez)». Αὐτόθι, «In the writings of St. Augustine all the essential characteristics of the sacramental character appear: a) Its differentation and the separability from grace (“consecratio” in contra distinction to “satisfaction” or "vitae aeternae participatio”)».
[40] . F.N. MUTZ, «Ascetical Theology» ἐν The Catholic Encyclopedia, τόμ. 14, The Encyclopedia Press Inc., New York 1913, σελ. 616: «As is proved in dogmatic theology, our soul receives in justification supernatural habits [...] These supernatural powers (virtutes infusæ) are joined to the natural faculties or the acquired virtues (virtutes acquisitæ),constituting with them one principle of action». Αὐτόθι· «Imitation of Christ is the duty of all who strive after perfection. It lies in the very nature of this formation after the image Christ that the process is gradual and must follow the laws of moral energy» !
[41] . J.F. SOLLIER, «Supernatural Order» ἐν The Catholic Encyclopedia, τόμ. 14, The Encyclopedia Press Inc., New York 1913, σελ. 337· «Catholic theologians sometimes call supernatural the miraculous way in which certain effects, in themselves natural, are produced, or certain edowments (like man’s immunity from death, suffering, passion, and ignorance) that bring the lower class up to the higher though always within the limits of the created, but they are careful in qualifying the former as accidentally sumpernatural (supernaturale per accidens) and the latter as relatively supernatural (præternaturale)».
[42] . Πρωτοπρ. Γ. ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ἡ Πατερική Παράδοσις», ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 249.
[43] . Βλ. ἀνωτέρω, ὑποσημείωση 24.
[44] . Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Κατά Ἀρειανῶν Λόγος Β΄, PG 26, 273A· «Ἄλλως γάρ, οὐκ ἄν γένοιντο υἱοί, ὄντες φύσει κτίσματα, εἰ μή τοῦ ὄντος φύσει καί ἀληθινοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα ὑποδέξονται. Διό, ἵνα τοῦτο γένηται, ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο, ἵνα τόν ἄνθρωπον δεκτικόν θεότητος ποιήσῃ».
[45] . ΑΓ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ, Περί τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας 4, PG 3, 376A.
[46] . Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Πρός Σεραπίωνα Θμούεως Ἐπίσκοπον 24, PG 25, 585C-588A· «Εἰ δέ τῇ τοῦ Πνεύματος μετουσίᾳ γινόμεθα κοινωνοί θείας φύσεως, μαίνοιτ΄ ἄν τις λέγων τό πνεῦμα τῆς κτιστῆς φύσεως, καί μή τῆς τοῦ Θεοῦ. Διά τοῦτο γάρ καί ἐν οἷς γίνεται, οὗτοι θεοποιοῦνται·εἰ δέ θεοποιεῖ, οὐκ ἀμφίβολον, ὅτι ἡ τούτου φύσις Θεοῦ ἐστι».
[47] . ΙΩ. ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, Ἱστορία τῶν δογμάτων, τόμ. Β΄, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1969, σελ. 102ἑ. Βλ. καί σελ. 103· « ... τήν κοινωνίαν μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου, τόσον ἐν τῷ Χριστῷ ὅσον καί ἐν τοῖς χριστιανοῖς, ἀπεκαθίστων [οἱ Ἀντιοχεῖς θεολόγοι, ἐκ τῶν ὁποίων προῆλθε ὁ αἱρεσιάρχης Νεστόριος] διά συσχετισμοῦ αὐτῶν ἐπί τοῦ ἐπιπέδου τῆς βουλήσεως, δεχόμενοι τόσον τόν Θεόν ὅσον καί τόν ἄνθρωπον ὡς ἰδιαιτέρως βουλητικά ὄντα».
[48] . Αὐτόθι, σελ. 198.
[49] . Γ. ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, Ἁγία Γραφή - Ἐκκλησία - Παράδοσις, μτφρ. Δημ. Τσάμη, Γεωργίου Φλωρόφσκυ Ἔργα 1, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 46.
[50] . Βλ. Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, Παλαμικά, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 175· «Ἡ χάρις τοῦ Πνεύματος εἰσχωρεῖ εἰς τήν ψυχήν τοῦ ἀνθρώπου, ἐπειδή εἶναι ἄκτιστος. Οὑδέν κτίσμα δύναται νά ἑνωθῇ μετά τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς»· ἔνθα καί ἡ σχετική διδασκαλία τοῦ ἁγίου Παλαμᾶ.
[51] . Βλ. Πρωτοπρ. ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ, Πατερική Θεολογία, ἐπιμέλεια-σχόλια Μον. Δαμασκηνοῦ Ἁγιορείτου, ἐκδ. Παρακαταθήκη, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 28.
[52] . D . WENDEBOURG, Geist oder Energie ? Zur Frage der innergöttlichen Verankerung des christlichen Lebens in der byzantinischen Theologie, München 1980. Βλ. τήν σχετική διαπραγμάτευση στό Γ. ΜΑΡΤΖΕΛΟΣ, «Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ἡ νεότερη δυτική θεολογία», ἐν Πρακτικά Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμήνκαί μνήμην τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Γρηγορίου Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦΠαλαμᾶ, ἐκδ. Ἱ.Μ. Θεσσαλονίκης 1986, σελ. 220-222.
[53] . JEAN-CLAUDE LARCHET, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 344.
[54] . Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, Παλαμικά, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 155.
[55] . Κατ΄ Εὐνομίου Λόγος 5, PG 29, 724ΑΒ· «Ἀνάξιος δέ ὁ λόγος περί Θεοῦ, τό γυμνήν καί ὥσπερ ἔρημον ἑαυτοῦ περιορᾶν τήν κτίσιν. Ἀλλ΄ οὔτε ἡ κτίσις οὕτως ἀθλία, οὔτε ὁ Θεός οὕτως ἀδύνατος, ὥστε τήν ἁγίαν μετάδοσιν μή διαπέμπειν ἐπί τά ποιήματα».
[56] . ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Εἰς τό Ποιήσωμεν ἄνθρωπον 1, PG 44, 273B.D: «[...] δυνάμει ἡμᾶς ἐποίησεν ὁμοιωτικούς Θεοῦ [...] δύναμιν δούς πρός τό ὁμοιοῦσθαι Θεῷ [...] ἐπείχθητι γενέσθαι ὅμοιος Θεῷ, ἔνδυσαι Χριστόν».
[57] . Βλ. τήν σχετική πατερική σκέψη ἐν Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ, Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Α΄, ἐκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 1978, σελ. 488ἑἑ.
[58] . ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Λόγος κατηχητικός ὁ μέγας 6, PG 44, 29Β·«ἀνάπλεως δέ παρρησίας, αὐτῆς κατά πρόσωπον τῆς θείας ἐμφανείας κατατρυφῶν».ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως Β΄ 11 (25) PG 94, 916C· «Θεόν ἔχων οἶκον τόν ἔνοικον, καί αὐτόν ἔχων εὐκλεές περιβόλαιον, καί τήν αὐτοῦ περιβεβλημένος χάριν, καί τοῦ μόνου γλυκυτάτου καρποῦ τῆς αὐτοῦ θεωρίας κατατρυφῶν, οἷά τις ἄγγελος ἄλλος». Αὐτόθι, Β΄12 (26) PG 94, 924A· «πέρας τοῦ μυστηρίου, τῇ πρός Θεόν νεύσει θεούμενον· θεούμενον δέ, μετοχῇ τῆς θείας ἐλλάμψεως, καί οὐκ εἰς τήν θείαν μεθιστάμενον οὐσίαν».
[59] . Κατά Ἀρειανῶν 2, 61 PG 26, 277B· «... πάντων τῶν ἀνθρώπων ἀπολλυμένων κατά τήν παράβασιν τοῦ Ἀδάμ, πρώτη τῶν ἄλλων ἐσώθη καί ἠλευθερώθη ἡ ἐκείνου σάρξ, ὡς αὐτοῦ τοῦ Λόγου σάρξ γενομένη, καί λοιπόν ἡμεῖς, ὡς σύσσωμοι τυγχάνοντες, κατ΄ ἐκεῖνο σῳζόμεθα». Βλ. καί ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Λόγος εἰς τήν ξηρανθεῖσαν συκῆν 2 PG 96, 577C· «Ὡς μέγεθος ἰατρείας τήν αὐτοῦ θεότητα προσήνεγκεν τῇ φύσει τῆς ἀνθρωπότητος φάρμακον, φάρμακον ἐναργέστατον, φάρμακον παντοδύναμον. Αὕτη τό ἀσθενές σαρκίον, τῶν ἀοράτων ἀνέδειξε δυνατώτερον [...] ὁ χόρτος τῆς ἡμετέρας φύσεως ἑνωθείς τῷ πυρί τῆς θεότητος, ἀπρόσιτος τῷ διαβόλῳ γέγονε».
[60] . Χάρη καί ἐλευθερία κατά τήν πατερική παράδοση τοῦ ιδ΄ αἰώνα, Φιλοσοφική καί Θεολογική Βιβλιοθήκη 9, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 129ἑ.
[61] . Πρβλ. Β΄Τιμ. 1, 9· ὁ Καθηγητής Τσελεγγίδης ἐπισημαίνει (αὐτόθι, 129): «Ἡ ἀφετηρία τῆς μετοχῆς τοῦ ἀνθρώπου στή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἶναι λοιπόν προαιωνίως θεμελιωμένη στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὁ ὁποῖος εἶναι καί τό πρωτότυπο τοῦ κατ’ εἰκόνα».
[62] . Περί τῆς διαφορᾶς τῆς πρό Χριστοῦ καί μετά Χριστόν ἐνεργείας τοῦ μονῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στούς ἀνθρώπους, βλ. Πρωτοπρ. Θ. ΖΗΣΗΣ, Ἑπόμενοι τοῖς θείοις Πατράσιν· ἀρχές καί κριτήρια τῆς Πατερικῆς Θεολογίας, Πατερικά 1, ἐκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 135ἑ.
[63] . Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Κατ΄ Εὐνομίου Λόγος 5, PG 29, 728A.729Α· «καινή πάλιν ἡ κτίσις μεταλαμβάνουσα τοῦ Πνεύματος, οὗπερ ἐστερημένη πεπαλαίωτο [...] Εἰ δή καί κατ’ ἀρχήν ἐν Πνεύματι τά πάντα πεποίηται, καί ἀνακαινοῦται πάλιν ἐν Πνεύματι· μία καί ἡ αὐτή προφανῶς ἐνέργεια Θεοῦ δι΄ Υἱοῦ ἐν Πνεύματι φαίνεται».
[64] . Ἔκθεσις δυσσεβημάτων 11, ἐκδ. Χρήστου τόμ. 2, 581 (ΕΠΕ 3, 522):«Ἀποβαλλόμεθα τούς λέγοντας διά τῆς τοῦ θείου Πνεύματος δυνάμεως μή δύνασθαι ὁρᾶν ἄκτιστόν τι τούς ἐν πνεύματι ὁρῶντας, ὡς εἰς αὐτήν τήν τοῦ θείου Πνεύματος δύναμιν ὑβρίζοντας».
[65] . Ἐκ τῶν Ἀναβαθμῶν τοῦ πλ. α΄ ἤχου ( Ὄρθρος Κυριακῆς τοῦ πλ. α΄ ἤχου στήν Παρακλητική), α΄ ἀντίφωνον.
[66] . Αρχιμ. ΧΡΙΣΤΟΔ. ΤΑΜΠΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 28.
[67] . Γ. ΜΑΡΤΖΕΛΟΣ, Οὐσία καί ἐνέργειαι τοῦ Θεοῦ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 122
[68] . Αὐτόθι, σελ. 123.
[69] . Ἐπιστολή 233 (Ἀμφιλοχίῳ ἐρωτήσαντι) 1, PG 32, 865B.C· «Ὁ μέντοι τῇ θεότητι τοῦ Πνεύματος ἀνακραθείς νοῦς, οὗτος ἤδη τῶν μεγάλων ἐστί θεωρημάτων ἐποπτικός, καί καθορᾷ τά θεῖα κάλλη, τοσοῦτον μέντοι, ὅσον ἡ χάρις ἐνδίδωσι, καί ἡ κατασκευή αὐτοῦ ὑποδέχεται».
[70] . Βλ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ, Θεός Λόγος καί ἀνθρώπινος λόγος· οἱ ἐνέργειες τῆς ψυχῆς στήν πατερική ἀνθρωπολογία, ἐκδ. Ἱ.Μ. Ἁγ. Διονυσίου, Ἅγιον Ὄρος 1998, σελ. 144ἑ.
[71] . Αὐτόθι, σελ. 293.
[72]. Α΄ Τιμ. 6, 16.
[73]. Ἰω. 1, 18. Πρβλ. καί Α΄ Ἰω. 4, 12· «Θεόν οὐδείς πώποτε τεθέαται».
[74]. Ἰω. 1, 14 καί Ματθ. 5, 8 καί Α΄ Ἰω., 3, 2. Πρβλ. Α΄Κορ. 13, 12 «τότε δέ [βλέψομεν] πρόσωπον πρός πρόσωπον» καί Ἰω. 14, 21.
[75]. Β΄ Πετρ. 1, 21.
[76]. ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. Ἀ. Γεωργίου καί Ἀπ. Φερετοπούλου, Ἀθῆναι 1886, σελ. 195: «... καί μή παρεκβαίνοντας τούς ἤδη τεθέντας ὅρους, ἤ τήν ἐκ τῶν Θεοφόρων Πατέρων παράδοσιν, ἀλλά καί εἰ γραφικός ἀνακινηθείη λόγος, μή ἄλλως τοῦτον ἑρμηνευέτωσαν, ἤ, ὡς ἄν οἱ τῆς Ἐκκλησίας φωστῆρες καί διδάσκαλοι διά τῶν οἰκείων συγγραμμάτων παρέθεντο, καί μᾶλλον ἐν τούτοις εὐδοκιμείτωσαν, ἤ λόγους οἰκείους συντάττοντες, ἵνα μή, ἔστιν ὅτε, πρός τοῦτο ἀπόρως ἔχοντες, ἀποπίπτοιεν τοῦ προσήκοντος».
[77]. Λόγος εἰς τήν ὑπερένδοξον Μεταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ 12, 13· PG 96, 564C.565A· «Μεταμορφοῦται τοίνυν, οὐχ ὅ οὐκ ἦν προσλαβόμενος, ἀλλ’ ὅπερ ἦν τοῖς οἰκείοις μαθηταῖς ἐκφαινόμενος, διανοίγων τούτων τά ὅμματα, καί ἐκ τυφλῶν ἐργαζόμενος βλέποντας [...] Μένων γάρ αὐτός ἐν ταυτότητι, παρ΄ ὅ τό πρίν ἐφαίνετο, ἕτερον νῦν τοῖς μαθηταῖς ἑωρᾶτο φαινόμενος [...] Καί ἔλαμψε τό πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τοῦ τόν ἥλιον ἐξουσίᾳ πολλῇ δαδουχήσαντος [...] Αὐτός γάρ ἐστι τό φῶς τό ἀληθινόν, τό ἐξ ἀληθινοῦ καί ἀΰλου φωτός ἀϊδίως γεννώμενον [...] ἀμήχανον γάρ ἀπαραλείπτως ἐν τῇ κτίσει τό ἄκτιστον εἰκονίζεσθαι».
[78]. Αὐτόθι, 2, PG 96, 548C· «Οὐκ ἔξωθεν ἡ δόξα τῷ σώματι προσεγένετο, ἀλλ’ ἔνδοθεν ἐκ τῆς ἀῤῥήτῳ λόγῳ ἡνωμένης αὐτῷ καθ΄ ὑπόστασιν τοῦ Θεοῦ Λόγου ὑπερθέου θεότητος».
[79]. Περί διαφόρων ἀποριῶν PG 91, 1076C· «... τῆς εἰκόνος ἀνελθούσης πρός τό ἀρχέτυπον [...] ὡς τῆς θείας ἐπειλημμένης ἐνεργείας, μᾶλλον δέ Θεός τῇ θεώσει γεγενημένης [...] διά τήν ἐκνικήσασαν αὐτήν χάριν τοῦ Πνεύματος καί μόνον ἔχουσαν ἐνεργοῦντα τόν Θεόν δείξασαν, ὥστε εἶναι μίαν καί μόνην διά πάντων ἐνέργειαν, τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀξίων Θεοῦ, μᾶλλον δέ μόνου Θεοῦ, ὡς ὅλου ὅλοις τοῖς ἀξίοις περιχωρήσαντος».
[80]. Ἐρωταποκρίσεις 190, ἐκδ. J. Declerck, Corpus Christianorum Series Graeca 10, Brepols-Turnhout 1982, σελ. 132· « ... καθ΄ ὅ μέν οὖν ἐστιν Υἱός τοῦ Θεοῦ ἀεί τήν δόξαν κέκτηται, κατά δέ τό γενέσθαι Υἱός ἀνθρώπου λέγεται ἔρχεσθαι ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ. Οὕτως γάρ ἐδόξασεν τήν προσληφθεῖσαν ἀνθρωπότητα, ὅτι ὥσπερ ἐν τῷ παθητῷ σώματι ὤν ὤφθη ἐν τῷ ὄρει μεταμορφωθείς, οὕτως ἡμεῖς ἐν τῇ ἀναστάσει ἄφθαρτον ἀπολαμβάνοντες σῶμα ἐσόμεθα».
[81]. Πρός Θαλάσσιον 61 (Σχόλιον 16), PG 90, 644D· «Ἀγέννητον (sic) εἶπε θέωσιν, τήν κατ΄ εἶδος ἐνυπόστατον τῆς θεότητος ἔλλαμψιν, ἥτις οὐκ ἔχει γένεσιν, ἀλλ’ ἀνεννόητον ἐν τοῖς ἀξίοις φανέρωσιν».
[82]. Πρός Ἀντίοχον Δούκα 28, PG 28, 616A· «Ὅθεν πρόδηλον ὅτι, οὐ τήν οὐσίαν τοῦ Θεοῦ ἔβλεπον, ἀλλά τήν δόξαν».
[83]. Ψαλμ. 89, 8
[84]. Πρόκειται περί τοῦ β΄ ἰδιομέλου τῆς Λιτῆς τῆς 6ης Αὐγούστου, τῆς Μεταμορφώσεως, καί τοῦ β΄τροπαρίου τῆς θ΄ ᾠδῆς τοῦ Κανόνος τοῦ πλ. δ΄ ἤχου.
[85]. Ἁγιορειτικός Τόμος 4, ἐκδ. Χρήστου τόμ. 2, 572ἑ. (ΕΠΕ 3, 506): «Ὅστις τό ἐν Θαβωρίῳ τούς μαθητάς περιαστράψαν φῶς φάσμα λέγει καί σύμβολον τοιοῦτον, οἷον γίνεσθαι καί ἀπογίνεσθαι, ἀλλ’ οὐ κυρίως εἶναι καί οὐχ ὑπέρ πᾶσαν νόησιν, ἀλλά χείρω νοήσεως ἐνέργειαν, σαφῶς ἀντιφθέγγεται ταῖς τῶν ἁγίων δόξαις. Οὗτοι γάρ κἀν τοῖς ᾄσμασι, κἀν τοῖς συγγράμμασιν, ἀπόρρητον, ἄκτιστον, ἀΐδιον, ἄχρονον, ἄπλετον, ἄπειρον, ἀπεριόριστον, ἀγγέλοις καί ἀνθρώποις ἀθέατον, ἀρχέτυπον κάλλος καί ἀναλλοίωτον, δόξαν Θεοῦ, δόξαν Χριστοῦ, δόξαν Πνεύματος, ἀκτῖνα θεότητος καί τά τοιαῦτα προσαγορεύουσι».
[86] . Τά κατά τοῦ Βαρλαάμ καί Ἀκινδύνου κεφάλαια 1, ἐν Τριώδιον Κατανυκτικόν, ἐκδ. Ἰω. καί Σπ. Βελούδων, Ἐνετίῃσιν 1856, σελ. 140ἑ. «Τοῖς αὐτοῖς φρονοῦσι καί λέγουσι τό λάμψαν ἀπό τοῦ Κυρίου ἐπί τῆς θείας αὐτοῦ Μεταμορφώσεως φῶς, ποτέ μέν εἶναι ἴνδαλμα, καί κτίσμα, καί φάσμα ἐπί βραχύ φανέν καί διαλυθέν παραχρῆμα [...] μή ὁμολογοῦσι δέ, κατά τάς τῶν Ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνημα, μήτε κτίσμα εἶναι τό θειότατον ἐκεῖνο φῶς, μήτε οὐσίαν Θεοῦ, ἀλλ’ ἄκτιστον καί φυσικήν χάριν καί ἔλλαμψιν καί ἐνέργειαν ἐξ αὐτῆς τῆς θείας οὐσίας ἀχωρίστως ἀεί προϊοῦσαν. Ἀνάθεμα γ΄».
[87]. Πρωτοπρ. Γ. ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ἡ Πατερική Παράδοσις», ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 251.
Δυστυχώς όμως υπάρχουν άνθρωποι, που αρνούνται να δεχθούν τη λύτρωση, αποφεύγουν τη σωτηρία, που τους προσφέρει ο Χριστός.
Ποιοί είναι αυτοί; Είναι από τη μια εκείνοι που με την ασεβή και άθλια ζωή τους φωνάζουν πως δεν έχουν ανάγκη από λύτρωση. Παραδομένοι στα πάθη και τις επιθυμίες τους, αδιαφορούν για το θέλημα του Θεού και περιφρονούν το απολυτρωτικό έργο του Κυρίου. Δηλώνουν αρνηταί και άθεοι. Νομίζετε πως αυτοί είναι οι χειρότεροι; Καθόλου μάλιστα.
Υπάρχουν από την άλλη οι λεγόμενοι «καλοί άνθρωποι», οι οποίοι έχουν την ιδέα ότι είναι άψογοι. Δεν έκλεψαν, δεν σκότωσαν, δεν αδίκησαν, αλλ’ έκαναν καλές πράξεις. Οι άνθρωποι αυτής της μερίδας δεν απορρίπτουν θεωρητικά τον Θεό, αλλά και δεν αισθάνονται την ανάγκη του. Αυτοί είναι από μόνοι τους δικαιωμένοι. Τι περισσότερο θα τους δώσει ο Χριστός; Έτσι δεν επιτρέπουν στον Θεό να τους σώσει, διότι, όπως κηρύττει ο απόστολος Παύλος, ο Ιησούς Χριστός«εστί σωτήρ πάντων ανθρώπων, μάλιστα πιστών» (Α΄ Τιμ. 4,10). Προσφέρει,δηλαδή, τη σωτηρία σ’ όλους τους ανθρώπους. Σώζονται όμως μόνον εκείνοι οι οποίοι τον πιστεύουν και τον δέχονται ως λυτρωτή (…)
Κρεμασμένος ο Κύριος πάνω στο σταυρό, όλος αγάπη, καλεί την ανθρωπότητα να κοινωνήσει στη θυσία του με την πίστη και την μετάνοια. Αν όμως αυτά τα δύο μένουν στη ζωή μας ανενέργητα, δεν μπορούμε να έχουμε επαφή με την ιερουργία του Γολγοθά. Αν παρομοιάσουμε τη σταυρική θυσία του Ιησού Χριστού σαν μία πηγή ή σαν μία απέραντη δεξαμενή, όπου φυλάγεται το νερό της ζωής, ο αποκλειστικός αγωγός, που μας φέρνει από τη δεξαμενή το νερό της σωτηρίας, είναι η πίστη και η μετάνοια. Ω, η μετάνοια, η συντριβή του αμαρτωλού και η απόφασή του να κόψει πλέον κάθε δεσμό που τον έδενε με την αμαρτία· μ’ αυτή την αρρώστια της ψυχής, που, όπως λέει ο Μ. Βασίλειος,«θάνατός εστι της αθανάτου ψυχής» κι «αξίζει να κλαίμε και να πενθούμε γι’ αυτήν»! Η μετάνοια, που ρίχνει τον αμαρτωλό ζητιάνο μπρός στον θρόνο του θείου ελέους, είναι ο ζηλευτός πλούτος που μπορεί ν’ αποκτήσει ό άνθρωπος και η καλύτερη ευκαιρία, για να φανεί ο πλούτος του Θεού. «Διότι», διδάσκει ο άγιος Χρυσόστομος, «για μας είναι πλούτος το να ζητήσουμε από τον Θεό, για ’κείνον είναι πλούτος το να μας συγχωρήσει. Εμείς, όταν παίρνουμε τη συγχώρηση, κερδίζουμε θησαυρό· ο Θεός, όταν συγχωρεί τα πλημμελήματά μας, τότε περισσότερο αποδεικνύεται πλούσιος. Διότι πλούτος του Θεού είναι των ανθρώπων η σωτηρία».
Στηρίζει δε τη διδαχή του, το χρυσό της οικουμένης στόμα, στο λόγο του αποστόλου Παύλου, όπου ο Θεός χαρακτηρίζεται «πλουτών εις πάντας τους επικαλουμένους αυτόν» (Ρωμ. 10,12). Κι αλλού ο ίδιος πατέρας πλέκει το εγκώμιο της μετανοίας· «Φάρμακον των πλημμελημάτων εστίν η μετάνοια, δαπάνημα των παρανομιών, ανάλωμα των δακρύων, παρρησία προς τον Θεόν, όπλον κατά του διαβόλου, μάχαιρα αποτέμνουσα αυτού την κεφαλήν, σωτηρία ελπίς, απογνώσεως αναίρεσις». Δηλαδή· «Η μετάνοια γιατρεύει τα πλημμελήματα, εξαντλεί τις παρανομίες, ξοδεύει τα δάκρυα, δίνει παρρησία ενώπιον του Θεού.
Είνε όπλο κατά του διαβόλου, μαχαίρι που το κόβει το κεφάλι, σωτήρια ελπίδα που σκοτώνει την απελπισία».
«Θυγατέρα της ελπίδος και άρνησι της απελπισίας», τη χαρακτηρίζει ο άγιος Ιωάννης συγγραφέας την Κλίμακος, διότι αυτή, λέγει είναι «συνειδότος καθαρισμός».
Η μετάνοια, κατά τον ορισμό του αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, «εστίν εκ του διαβόλου προς τον Θεόν επάνοδος». Όσους θεληματικά και με επίγνωση εγκαταλείπουν τον διάβολο κι επιστρέφουν στον Θεό, τους σώζει ο Κύριος (…).
Η σωτηρία όμως δεν είναι υπόθεση μαζική αλλά προσωπική.
Ο Θεός δίνει την άνεση στον καθένα να κάνει την επιλογή του να σωθεί ή όχι.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Στεργίου Ν. Σάκκου Καθηγητού: Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΕΛΠΙΣ»
Πηγή: Αντιαιρετικός, Ακτίνες
«Δεῦτε πρός με πᾶντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι,
κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ. 11, 28).
Ἀντὶ προλόγου
Ὁ θεοχειροτόνητος ἐπίσκοπος Ἰκονίου Ἅγιος Ἀμφιλόχιος, ἐξάδελφος Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, μαθητής καὶ φίλος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, εἰς τὸν «Περὶ μετανοίας» ἐπιγραφόμενον εἰς αὐτὸν Λόγον του, μεταξὺ ἄλλων περὶ μετανοίας φιλανθρώπων διηγήσεων, ἀναφέρει καὶ τὸ ἀκόλουθον παράδοξον περιστατικόν.
«Βούλομαι δὲ καὶ ἑτέραν ἀφήγησιν, ὦ φίλοι, ὠφέλιμον οὖσαν ὑμῖν διηγήσασθαι, δεικνύουσαν καθαρῶς Θεὸν μηδένα ἀποστρέφεσθαι τῶν προσπελαζόντων αὐτῷ. Καὶ τοῦτο... ἀπὸ τῆς βίβλου τῶν Πατέρων πειράσομαι διηγήσασθαι».
-Θέλω, ὦ φίλοι, λέγει, νὰ σᾶς διηγηθῶ καὶ μίαν ἄλλην ὠφέλιμον διήγησιν ἡ ὁποία φανερώνει πολὺ καθαρὰ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀποστρἑφεται κανένα ἀπὸ ὅσους θέλουν διὰ μετανοίας νὰ τὸν πλησιἀσουν, μὲ σκοπὸν νὰ σωθοῦν. Καὶ αὐτὸ θὰ τὸ ἀνασὐρω ἀπὸ τὴν βίβλο τῶν πατερικῶν διηγήσεων.
Διηγεῖται λοιπὸν ὁ Ἅγιος καὶ τὸ ἀπροσδόκητον αὐτὸ γεγονός, ὡς ἔνδειγμα τῆς ἄκρας τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίας πρὸς τοὺς ἁμαρτἀνοντας, ὥστε νὰ μὴ διστάζουν ὡς πρὸς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἐὰν θελήσουν ἀληθινὰ νὰ μετανοήσουν.
Ἀπὸ τὴν διήγησιν αὐτὴν πληροφορούμεθα ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν πρέπει νὰ ἀφἡνῃ ποτὲ τὸν ἑαυτὸν του εἰς λογισμοὑς ἀπελπισίας καὶ ἀπογνώσεως ὡς πρός τὴν σωτηρίαν του, ἀκόμη καὶ ἐὰν καθ' ὑπόθεσιν ἦτο τόσον ἀμαρτωλός, ὡς νἀ ἧτο δαίμων, καὶ ἤθελε εἰλικρινῶς νὰ μετανοήσῃ.
«Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀναβάλλουμε, οὔτε νὰ βραδύνουμε δι' ἐκεῖνον ποὺ πρόκειται νὰ καταπονισθῆ. Διότι ἄν θελήσεις δι' ὁλίγον χρόνον νὰ ἀναβἀλῃς τὴν σωτηρία του, θὰ τὸν ἐγκαταλείψῃς στὴν ἀγριότητα τῆς τρικυμίας. Δι' αὐτὸ σὲ τέτοιες συμφορές χρειάζεται ταχύτης, ταχύτης καὶ προσπάθεια ἐντατικἡ... Ἄς γινὡμεθα, λοιπόν, προνοητικοὶ διὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀδελφῶν μας».
(Ἅγ. Ἰωάν. Χρυσόστομος)
Λέγει λοιπόν ἡ ἐκ παραδὁσεως ἐρχομένη αὐτὴ διήγησις ὅτι:
Κάποιος Γέρων ἀσκητὴς μέγας καὶ διορατικός εἶχε φθάσει εἰς μέτρα ἀσκἡσεως ὑπερἀνω τῶν δαιμονικῶν πειρασμῶν, τῶν ὁποίων τὴν ἐπἡρεια εὐθαρσῶς κατεφρόνει. Εἶχαν ἀνοίξει μὲ τήν χάριν τοῦ Θεοῦ τῆς ψυχῆς του τὰ μάτια καὶ ἔβλεπε ὁφθαλμοφανῶς Ἀγγέλους καὶ δαίμονας, πῶς ὁ καθένας ἀπὸ τὴν ἰδικήν του παράταξιν ἀγωνιζόμενος ἐπηρεἀζει τῶν ἀνθρώπων τὸν βίον. Τόσον μέγας ἦταν ὁ Γέρων αὐτός εἰς τὸ νὰ περιφρονῇ καὶ νὰ περιπαίζῃ ἐμφανῶς τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα, ὥστε πολλές φορές τοὺς ἐμέμφετο καὶ τοὺς ἔθλιβε, ὑπενθυμίζων εἰς αὐτούς και τὴν ἔκπτωσίν των ἀπὸ τὸν οὐρανὸν και τοῦ αἰωνίου πυρός τὴν κόλασιν, ἡ ὁποία ὡς ὑποδίκους τούς ἀναμἑνει.
Οἱ δαίμονες, ἕνας μὲ τὸν ἄλλον, κοινολογὡντας τὴν προκοπὴν καὶ τὰ κατορθώματα τοῦ θεοφόρου αὐτοῦ Γέροντος, κατέλιξαν εἰς τὴν γνώμην νὰ μὴν τὸν πλησιάσῃ κανείς πλέον ἀπὸ μέρους των εἰς τὸ ἑξῆς μήτε νὰ τολμήσῃ νὰ παλαίσῃ μαζὶ του μήπως καὶ πληγωθῇ ἀπὸ αὐτόν, διότι μὲ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔφθασε εἰς μέτρα τελειώσεως ὑπερβαίνοντα τὴν κοινὴν ἀνθρωπίνην φύσιν.
Ἐδῶ περίπου εὑρίσκοντο πνευματικῶς, ἐν σχέσει μὲ τὸν μέγαν Γέροντα τὰ πράγματα, ὅταν μίαν ἡμέραν ἕνας τῶν δαιμόνων λέγει εἰς ἕνα ἄλλον συνταλαίπωρον ὅμοιον του, Ζερέφερ τὸ ὄνομα -ἐὰν ἔχουν οἱ ἀκατονόμαστοι ὄνομα.
-Ζερἑφερ· τοῦ λέγει, ἔχω ἔνα λογισμόν· Ἆραγε, ἐὰν κάποιος ἀπὸ ἡμᾶς τοὺς δαίμονας ἤθελε μεταμεληθῇ - ἀλλάξῃ γνώμην, τὸν δέχεται ἆραγε εἰς μετάνοιαν ὁ Θεός;
Τὶ λέγεις; ναὶ ἢ ὄχι; Καὶ ποιός ἐνδεχομένως θα ἠμποροῦσε νὰ τὸ γνωρίζῃ αὐτό;
Περίεργον ἀπίθανον τὸ ἐρώτημα.
Τοῦ ἀποκρίνεται ὁ Ζερέφερ·
-Θέλεις, τοῦ λέγει· να ὑπάγω εἰς τὸν μέγαν Γέροντα ποὺ μᾶς περιφρονεῖ καὶ μᾶς περιπαίει νὰ τὸν πειράξω μὲ τὸ ἐρώτημα αὐτό, νὰ λάβωμε ἀπάντησι;
Τοῦ λέγει ὁ πρῶτος·
-Πήγαινε, ἀλλὰ πρόσεχε καλά, διότι ὁ Γέροντας εἶναι ἀνεβασμένος πνευματικα, εἶναι διορατικός καὶ θὰ γνωρίσῃ τὸν δόλον· καὶ δὲν θὰ πεισθῇ νὰ ἐρωτήσῃ περὶ τοῦ ζητήματος αὑτοῦ τὸν Θεόν. Ὅμως πήγαινε· καὶ ἢ ἐπιτυγχάνεις τόν σκοπόν σου, ἢ δοκιμὰζεις καὶ φεύγεις.
Ἐπῆγε λοιπὸν πρός τὸν μέγαν Γέροντα ὁ Ζερέφερ, σχηματίζοντας τὸν ἑαυτόν του ὡς ἄνθρωπον παναμαρτωλόν, θρηνοῦντα καὶ ὀδυρόμενον τὴν ἀπὡλειάν του. Ὁ δὲ Θεός, θέλων να δείξῃ ὅτι οὑδένα μετανοημένον ἀποστρέφεται, ἀλλὰ δέχεται τούς πάντας, ἐὰν εἰλικρινῶς εἰς Αὐτὸν ἐπιστρέφουν, δὲν ἐφανέρωσε εἰς τὸν Γέροντα τὰ σχετικὰ μὲ τὴν περἱπτωσιν αὐτὴν τῆς πανουργίας τοῦ δαίμονος, ἀλλ' ὡς ἄνθρωπον ὁ Γέρων ἔβλεπε τὸν πονηρὸν καὶ τίποτε περισσότερον.
Θρηνεῖ λοιπὸν γοερῶς ὁ ἀπατεὡν.
Καὶ τὸν ἐρωτᾶ ὁ Γέρων·
-Τὶ ἔχεις, ᾶνθρωπε, καὶ κλαίεις καὶ ὀλοφὑρεσαι τόσον ἀπὸ καρδίας, συντρίβων μὲ τὸν ὀδυρμόν σου καὶ τὴν ἰδικήν μου καρδίαν;
Ἀποκρίνεται ὁ δαίμων·
-Ἐγώ, Πάτερ ἅγιε, δὲν εἶμαι ἄνθρωπος, ἀλλά διάβολος πονηρός, καθώς συμπεραίνω ἐκ τοῦ ἀπείρου πλήθους τῶν ἀνομιῶν μου.
Τοῦ λέγει ὁ Γέρων·
-Καὶ τὶ θέλεις ἀπὸ ἐμὲ νὰ σοῦ κάμω;
Διότι ἐνόμισεν ὁ Πατήρ ὅτι ἀπὸ πολλῆς ταπεινώσεως ἀπεκάλει ὁ ὁδυρόμενος τὸν ἑαυτόν του δαίμονα· ὁ δὲ Θεός, πρός τὸ παρόν, δὲν ἀποκαλύπτει τὸ γινόμενον.
Λέγει ὁ δαίμων·
-Τίποτε ἄλλο δὲν παρακαλῶ, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, παρὰ νὰ δεηθῇς ἀπὸ καρδίας πρός Κύριον τὸν Θεόν σου νὰ σοῦ φανερὡσῃ, ἐἀν δέχεται τόν διάβολον εἰς μετἀνοιαν· διότι, ἐὰν ἐκεῖνον εἰς μετάνοιαν δεχθῇ, δέχεται καὶ ἐμένα, ὁ ὁποῖος εἰς τίποτε δὲν διαφέρω ἀπὸ ἐκεῖνον.
-Καλά, τοῦ λέγει ὁ Γέρων, ὅπως θέλεις θὰ κάμω· Τώρα πήγαινε στὸ καλό σου, καὶ αὔριον ἔλα πάλι ἐδῶ να σοῦ ἀναγγείλω τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἔφυγε ὁ δαίμων. Καὶ τὴν νύκτα ἐκείνην ἀπλὡνει καρδίαν καὶ χεῖρας εἰς ἱκεσίαν ὁ ὅσιος Γέρων, παρακαλῶν τὸν Πανὰγαθον νὰ τοῦ φανερώσῃ, ἐὰν ἆραγε δέχεται τὸν διάβολον ἐπιστρέφοντα εἰς μετάνοιαν.
Ἀμέσως τότε τοῦ ἐμφανίζεται Ἄγγελος παρὰ Κυρίου ἐξαστράπτων καὶ λέγων·
-Τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεός σου!
-Διατὶ παρεκάλεσες ὑπέρ δαίμονος τὴν ἐξουσίαν μου;
Καὶ τὶ ἦλθε αὐτός ζητῶν, ἐκπειράζων σε μὲ δόλον;
Ὁ Γέρων ἔμεινε ἐκστατικός πρός τὸν Ἄγγελον.
-Καὶ πῶς, λέγει, ὁ Κύριος δὲν μοῦ ἀπεκάλυψε τὸ ἐνεργούμενον, ἀλλὰ μοῦ τὸ ἀπέκρυψε νὰ μὴν τὸ ἐννοήσω;
Καθησυχάζων αὐτὸν ὁ Ἄγγελος τοῦ λέγει·
-Μή ταραχθῇς δι' αὐτὸ ὅπου ἔγινε. Διότι κάποιαν θαυμαστἡν οἱκονομίαν μετέρχεται ὁ Θεός εἰς ὡφέλειαν τῶν ἀμαρτωλῶν, ὥστε να μὴν ἀπελπίζωνται. Διότι κανένα ἐκ τῶν προσερχομένων εἰς αὐτὸν ἐν μετανοία δὲν αποστρέφεται ὁ πανυπεράγαθος Κύριος· κἄν καὶ ὁ ἴδιος ὁ Σατανᾶς καὶ Διάβολος ἤθελε δεόντως προσέλθει· ὥστε μέ τὴν δοκιμὴν αὐτὴν νὰ γίνῃ φανερὰ ἡ ἐξ αὐτῶν τῶν ἰδίων δαιμόνων προερχομἐνη σκληρότης καί θανάσιμος αὐτῶν ἀπόγνωσις. Ὅταν λοιπὸν ἔλθη αὔριον ὁ πειρἀζων πρός σέ, μὴν τὸν ἀποπάρῃς ἐξ ἀρχῆς, ἀλλ' εἶπέ του τὰ ἑξῆς·
-Διὰ νὰ γνωρίζῃς ὅτι εἶναι φιλάνθρωπος ὁ Θεός καὶ δὲν ἀποστρέφεται κανένα ἐξ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἐπιστρέφουν εἰς Αὐτὸν ἐν μετανοίᾳ, καθ'οἰονδἡποτε τρόπον καὶ ἄν εἶχαν προηγουμένως ἁμαρτἡσει, μοῦ ὑπεσχέθῃ ὅτι καὶ ἐσένα θὰ δεχθῇ· ἀλλὰ ἐὰν τηρήσης ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα δι' ἐμοῦ σὲ προστἀζει.
Ὅταν ἐδῶ φθάσουν τὰ πράγματα, καὶ σὲ ἐρωτήσει·
-Καὶ ποῖα ἄραγε εἶναι αὐτὰ ποὺ μοῦ δίνεις ἐντολὴν νὰ τηρἡσω;
Τότε νὰ τοῦ εἰπῇς τὰ ἑξῆς:
-Τάδε λἑγει Κὐριος·
Ἐγώ Κύριος ὁ Θεός σὲ γνωρίζω ποῖος εἶσαι καὶ ἀπὸ ποῦ ἔχεις ἔλθει πειράζων. Σὺ εἶσαι ἀρχαῖον κακόν. Καὶ συνήθισες νὰ πορεύεσαι κατὰ τὴν βέβηλόν σου ὑπερηφἀνειαν. Καὶ πῶς θὰ ἠμπορέσῃς νὰ ἀφιερώσῃς τὸν ἑαυτόν σου εἰς ἀληθινὴν μετάνοιαν; Ὅμως, διὰ νὰ μὴν ἔχῃς πρόφασιν ἀπολογίας τὶς δικαιολογίες αὐτές κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως, ὅτι δῆθεν ἡθέλησα νὰ μετανοήσω καὶ ὁ Θεὸς δὲν μὲ ἐδέχθη, πρόσεχε εἰς αὐτὰ ποὺ σοῦ λέγω, πῶς ὁφείλεις νὰ ἐνεργήσῃς τὸν τρόπον τῆς σωτηρίας σου.
Αὐτή εἶναι ἡ ἐντολή τοῦ Κυρίου τῶν Δυνάμεων·
-Θἀ μείνης ἐπὶ τρία ἔτη εἰς ἕνα τόπον ἀκίνητος. Στραμμἐνος κατὰ ἀνατολἀς. Νύκτα καὶ ἡμέρα θἀ ἱκετεύῃς: «Ὁ Θεός, ἐλέησόν με τὸ ἀρχαῖον κακόν». Σὺ θὰ τὸ λέγῃς αὐτὸ ἑκατὸ φορές. Μὲ φωνή δυνατή.
Καὶ πάλιν ἐκατὁ φορές: «Ὁ Θεός, ἐλέησόν με τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως».
Καὶ πάλιν ἄλλες ἑκατὸ φορές: «Ὁ Θεός, ἐλέησόν με τὴν ἐσκοτισμένην ἀπάτην»!
Αὐτἀ νὰ κρἀζῃς πρός τον Κύριον ἐπὶ τρία ἔτη διαδοχικῶς καὶ ἀδιαλείπτως, τὴν μίαν ἑκατοντἀδα μετὰ τὴν ἄλλην. Καὶ ἐἀν τὰ κάνῃς αὐτὰ καθώς πρέπει μὲ τὴν ταπεινοφροσύνην ποὺ ἁρμόζει, θὰ συναριθμηθῇς μὲ τοὺς Ἀγγέλους Θεοῦ τοῦ Παντοκράτορος.
Αὐτὰ νὰ τοῦ εἰπῇς, λέγει ὁ Ἄγγελος, εἰς τὸν Γέροντα. Ἐἀν λοιπὸν συμφωνἡσῃ νὰ τὰ κάμῃ, δέξου αὐτὸν εἰς μετἀνοιαν.
Ἀλλὰ γνωρίζω, λέγει Κύριος, ὅτι ἀρχαῖον κακὸν νέον καλὸν δὲν γίνεται.
Καὶ ὅσα ἀκολουθήσουν σημείωσέ τα διὰ τὶς ἔσχατες ἡμἐρες, νὰ μὴν ἔρχωνται οἱ ἄνθρωποι εἰς ἀπελπισίαν καὶ ἀπόγνωσιν, ἐφόσον ἀπὸ καρδίας θελήσουν νὰ μετανοἡσουν. Διότι πάρα πολὺ θὰ ὠφεληθοῦν ἀπὸ τὴν διἡγησιν αὐτὴν οἱ βαρέως ἀμαρτήσαντες, πληροφορούμενοι γιὰ τὸ ἄπειρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ μὴ ἀπελπίζωνται εἰς τὴν προσπἀθειαν τῆς μετανοίας διὰ τὴν σωτηρίαν των.
Αὑτἀ εἶπεν ὁ Ἄγγελος καὶ ἀνέβη εἰς τους οὐρανούς.
Τὴν ἐπομένην ἐνωρίς τὸ πρωΐ ἐμφανίζεται πάλιν κλαίων ὡς ἄνθρωπος ἀπὸ μακρὁθεν ὁ δαίμων, καὶ ἐρχόμενος πρὸς τὸν Γέροντα.
Ὁ Γέρων κατ' ἀρχἀς δὲν ἐθεάτρισε τὴν ἀπἀτην τοῦ προσερχομένου· μόνον ἔλεγε ἀπὸ μέσα του εἰς τὸν λογισμόν του: -Κακῶς ἦλθες, ἀρχαῖον κακόν, κλέπτη διάβολε, σκορπιὲ μὲ τὸ δηλητἡριο, ἀποστάτα τῆς θείας δόξης, ἀντἀρτη κακότροπε, κακοσήμαντε, παραχαραγμἐνε, παραμορφωμένε.
Καὶ ὅταν ἐπλησίασε, τοῦ λέγει·
-Νὰ γνωρίσης ὅτι παρεκἀλεσα τὸν Θεόν, καθώς σοῦ ὑπεσχέθην, καὶ σὲ δέχεται εἰς μετάνοιαν, ἐὰν ὅμως κάμῃς ἔργον αὐτὰ ποὺ σοῦ παραγγέλει δι' ἐμοῦ ὁ κραταιὸς τῶν Δυνάμεων Κύριος.
Λέγει ὁ δαίμων· -Καὶ ποῖα εἶναι αὐτὰ ποὺ Αὐτὸς μοῦ ὥρισε νὰ κάμω;
Καὶ ὁ Γέρων εἶπε·
-Προστάζει ὁ Θεός νὰ σταθῇς εἰς ἕνα τόπον ἀκίνητος ἐπὶ τρία ἔτη βλέπων κατὰ ἀνατολἀς καί κρἀζων ἡμέρα καὶ νύχτα ἀδιαλείπτως ἀνὰ ἑκατὸ φορές: «Ὁ Θεός ἐλἑησὁν με τὸ ἀρχαῖον κακόν»· καὶ πάλιν ἑκατὸ φορές· «Ὁ Θεός, ἐλἑησόν με τό βδἑλυγμα τῆς ἐρημὡσεως»· καὶ πάλιν ἑκατὸ φορές· «Ὁ Θεός, ἐλέησόν με τὴν ἐσκοτισμἑνην ἀπἀτην». Συνεχῶς ἐπαναλαμβανὁμενα αὐτὰ ἀνὰ ἐκατό, τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, ἐπὶ τρία ἔτη. Ὅταν τά κάμῃς αὐτὰ καθώς πρέπει, θὰ δεχθῇ τὴν μετάνοιάν σου καὶ θὰ συναριθμηθῇς καθὼς ἤσουν ἐξ ἀρχῆς μὲ τούς Ἀγγέλους Αὐτοῦ.
Καθὼς ῆκουσεν αὐτὰ ὁ Ζερέφερ ἀστραπιαίως ἀπἑβαλε τὸ ἐπίπλαστον τοῦ θρἡνου προσωπεῖον του· ἔκαμε ἔνα δαιμονιώδη ἀπαίσιον καγχασμόν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ εἶπε εἰς τὸν Γέροντα·
-Ὦ σαπρόγηρε, ἐλεεινὲ καὶ ἄθλιε, τρισάθλιε γέρον! Ἐάν ἐγὼ ἤθελα νὰ ἀποκαλέσω τὸν ἑαυτόν μου βδέλυγμα καὶ ἀρχαῖον κακὸν καὶ ἐσκοτισμένην ἀπἀτην καὶ ἐζοφωμένον καὶ ἀνωφέλητον, ἀπὸ εὺθὐς ἐξ ἀρχῆς θὰ εἶχα διαλέξει νὰ τὸ κάνω αὐτὸ καὶ θὰ ἐσωζόμουν ἀμέσως, ἀπὸ τότε.
Ἀλλἀ, τώρα ἐγώ, ἀρχαῖον κακόν; Μὴ γένοιτο! Καὶ πῶς εἶμαι ἀρχαῖον κακόν; Τώρα μάλιστα ποὺ ἔχω γίνει τόσον θαυμαστός; καὶ ὅλοι μοῦ ὑποτἀσσονται καὶ μὲ φοβοῦνται καὶ μὲ τρέμουν;
Τώρα ἐγώ νὰ ἀποκαλέσω τὸν ἑαυτόν μου βδέλυγμα καὶ ἀπάτην καὶ ἑζοκρωμένον καὶ ἀνωφέλητον; Ὄχι, Γέρον! Ὄχι! Ὄχι!
Τώρα ἰδίως ποὺ δεσπόζω ὅλων τῶν ἁμαρτωλῶν, νἀ γίνω διὰ τῆς μετανοἰας ἐγὼ ἔνα τίποτε, ἔνα παίγνιον, ἔνα ξεπεσμένο ἄβουλο ὄν; ἕνας δοῦλος ταπεινός, ἐλεεινός, εὑτελἡς καὶ ἀχρεῖος; Ὄχι, Γέρον! Ὄχι! Ὄχι! Ποτέ! ποτέ!
Αὐτἀ εἶπε τὸ ἀκἀθαρτον πνεῦμα καὶ μὲ ένα ἀλλόκοτον συριγμὸν καὶ ἀλαλαγμὸν, ἔγινε ἄφαντον ἀπὸ προσώπου τοῦ Γέροντος.
Ὁ δὲ Γέρων, καθώς εἶδε καὶ ἄκουσε αὐτὰ ἐσύναξε τὸν ἑαυτόν του εἰς προσευχἡν, εὐχαριστῶν τῷ Θεῷ ἀπὸ ἐμπειρίας καὶ λέγων·
-Ἀληθῶς εἶπας, Κύριε, ὅτι ἀρχαῖον κακόν νέον ἀγαθὸν δὲν γίνεται!
Ἡ ἐρμηνευτική ἀπόδοση ἔγινε ἀπὸ τὸν ὁσιολ. Μοναχόν Λ.Φ, Ἀγιορείτη, τὸν ὁποῖον καὶ εὐχαριστοῦμε θερμῶς.
Ὡς ἐπίλογος
Αὐτά, ἀγαπητοὶ δὲν τὰ κοινολογῶ ἀπλῶς καί ὡς ἔτυχε, ἀλλὰ γιὰ νὰ γνωρίσετε τοῦ Δεσπότου τὸ πολὺ καὶ ἀνεκδιήγητον ἔλεος καὶ τὴν ἄπειρον Αὐτοῦ ἀγαθότητα. Διότι, ἐὰν καὶ τὸν διἀβολον δέχεται μετανοοῦντα, πολὺ περισσότερον τοὺς ἀνθρώπους, ὑπὲρ τῶν ὁποίων τὸ αἶμα Του ἔχυσε, θὰ δεχθῇ ἐπιστρέφοντας, ἐὰν τὸν ἱκετεύσουν ἀπὸ καρδίας ἐν μετανοίᾳ μὲ ἐξομολόγησιν καὶ διόρθωσιν βίου, καθώς ὁρίζει ἡ Ἁγία μας Ὀρθόδοξος τοῦ Χριστοῦ Καθολική καὶ Ἀποστολική Ἐκκλησία.
ΔΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ ἀπὸ τίς ἐκδόσεις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ» εἰς ψυχικὴ ὡφέλεια, μετάνοια καὶ σωτηρία καλοπροαιρέτων συνανθρώπων μας. Πληροφορίες στὸ τηλ.: 23Ι02Ι2659 (Βιβλιοθήκη Ἑλλήνων Πατέρων, τόμ. 71ος) ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞ0Σ ΚΥΨΕΛΗ» ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2012
Πηγή: Ορθόδοξοι Πατέρες
Στην Αθηναϊκή αγορά του ''Χρυσού αιώνα'' , σαν υψώσει ο ήλιος το μπόϊ του και κάνει τον ιδρώτα ποτάμι, , τα συνάφια παρατάνε για λίγο τις δουλειές τους και πιάνουνε την κουβέντα.
- Περικλή, εσύ που τόσα ξέρεις, πες μας τί είναι ευτυχία;
- Ο παππούς ο Θουκυδίδης έλεγε: ''Το εύδαιμον το ελεύθερον''. Ευτυχία είναι η ελευθερία.
- Και ελευθερία τί είναι;
- ’’Ελευθερία εστί αγαθή συνείδησις’’. Έτσι δίδασκε ο σοφός Περίανδρος από την Κόρινθο. Ελευθερία και βίος ενάρετος πάνε πάντοτε μαζί. Θυμάστε τί έλεγε ο δάσκαλος εκείνος, που τον καταδικάσαμε να πιει το κώνειο; ''Όποιος παρασύρεται από τις απολαύσεις και τις ηδονές του σώματος, καταντάει δούλος. Κανείς δεν μπορεί να είναι ελεύθερος, εάν δεν είναι κύριος του εαυτού του''.
Η ίδια συζήτηση συνεχίζεται, οχτώ αιώνες αργότερα, στην Πόλη των ονείρων μας: Στην Βασιλεύουσα.
Στο κέντρο της λαοσύναξης βρίσκεται ο Μέγας Ιεράρχης Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
Το παλάτι και οι άνθρωποι του σκότους δεν αντέχουνε τον χρυσό του λόγο, που στηρίζει τους φτωχούς και ελέγχει τους δυνάστες, γι' αυτό και τον εξορίζουνε τρείς φορές.
- Πάτερ Ιωάννη Χρυσόστομε, τί είναι ελευθερία;
- Ελευθερία είναι η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι πλασμένος από τον Θεό αυτεξούσιος και ελεύθερος. Όπου είναι το πνεύμα του Κυρίου , εκεί είναι και η Ελευθερία. Δεν έχετε ακούσει τί λέει επ' αυτού και ο Απόστολος Παύλος; ''Εσείς αδελφοί μου είστε καλεσμένοι για την ελευθερία. Προσοχή μονάχα, μην πάρετε την ελευθερία ως αφορμή για καλλιέργεια των παθών''.
Και από την Πόλη πάμε στα Γιάννενα , χίλια πεντακόσια χρόνια μετά, με πρωταγωνιστές αυτή την φορά τον Αλή πασά και τους ηρωικούς Σουλιώτες.
Παραδοθείτε μωρέ, τους λέει ο Αλή πασάς, κι εγώ θα σας χαρίσω ό, τι λαχταράει η ψυχή σας. Και οι Σουλιώτες του απαντάνε: Η λευτεριά , πασά μου, δεν αγοράζεται ούτε με όλους τους θησαυρούς της γης.
Αφήνουμε τα Γιάννενα και πάμε κατευθείαν στην Τεργέστη . Η κουβέντα για την ελευθερία άναψε για τα καλά. Στο κέντρο της ομήγυρης τον πρώτο λόγο έχει κάποιος από το Βελεστίνο. Ρήγας το όνομά του.
- Αδέλφια μου, μπροστά μας έχουμε δυο ελευθερίες. Την ελευθερία του Γένους και την ελευθερία του ήθους. Για την ελευθερία μας από τους Τούρκους, ένα έχω να πω: Η σκλαβιά πιότερο δεν υποφέρεται. Θα αγωνιστούμε και ό, τι πει ο Θεός. Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή.
Όσο για το ηθικό σύνορο της ελευθερίας να θυμάστε τούτο το ρητό: ''Μη κάμεις εις τον άλλον αυτό, που δεν θέλεις να κάμουν εις εσένα''. Συλλογάται καλά, όποιος συλλογάται ελεύθερα
Και φτάνουμε στα χρόνια τα δικά μας. Τα χρόνια των μνημονίων, της ταπείνωσης και του εθνικού μας εξευτελισμού.
Είναι ολοφάνερο, ότι ως έθνος σκλαβωθήκαμε. Και σκλαβωθήκαμε, διότι θεωρήσαμε την ευκολία και την άνεση πιο σημαντικές κατακτήσεις από την θεόσδοτη ελευθερία. Και η ειρωνεία είναι, ότι κοντά στην ελευθερία χάνουμε τώρα και τα ευτελή δολώματα των ευκολιών και των ανέσεων.
Έλεγε εκείνος ο ευλογημένος στρατηγός Μακρυγιάννης: ''Και λευτερωθήκαμεν από τους Τούρκους και σκλαβωθήκαμεν εις ανθρώπους, όπου ήταν η ακαθαρσία της Ευρώπης''.
Οι σημερινοί Έλληνες χάσαμε την λευτεριά μας, όπως χάνουνε την ελευθερία τους και οι πίθηκοι στην Ινδία: Ειδικά δοχεία καλά στηριγμένα, που έχουνε στόμιο μικρής διαμέτρου, τα γεμίζουν με φυστίκια. Οι πίθηκοι βάζουνε το χέρι τους μέσα, γεμίζουν λαίμαργα την χούφτα τους με φυστίκια αλλά έτσι, όπως είναι κλειστή και γεμάτη η παλάμη τους, είναι αδύνατον να χωρέσει και να βγει από το δοχείο...Στο μεταξύ έρχονται οι επιτήδειοι και τους αιχμαλωτίζουν.
Το παράδειγμα φαίνεται απλό, αλλά έχει το νόημά του: Καμμιά εθνική ελευθερία δεν τα καταφέρνει να ζήσει για πολύ, όταν στις ψυχές των ανθρώπων πεθαίνει η ελευθερία του Πνεύματος και του Ήθους.
14 Μαρτίου 2015
(Σαν σήμερα 14 Μαρτίου, το 1957, απαγχονίζεται στην Κύπρο από τους Άγγλους κατακτητές ο γενναίος Αγωνιστής της Ελευθερίας Ευαγόρας Παλληκαρίδης, σε ηλικία μόλις 19 ετών)
Πηγή: Ακτίνες
Τὸ φαινόμενο εἶναι γνωστό. Ζοῦμε σὲ ἕνα πανδαιμόνιο θορύβων, σὲ μιὰ πολύβουη πόλη, ποὺ τὴν χαρακτηρίζουν οἱ ἐκκωφαντικοί ἥχοι καὶ τὸ πολύγλωσσο τῶν ἀπόψεων. Δὲν ἀποτελεῖ πιὰ γεγονός ἀξιοπρόσεκτο, τὸ θέαμα ἀνθρώπων ποὺ κονταροχτυπιοῦνται λεκτικά στὰ στάδια, στὶς κερκίδες, στὰ καφενεῖα, στὰ τηλεοπτικά κανάλια, ἀκόμα καὶ στὸ διάλειμμα τῶν σχολείων. Μάθαμε πιὰ νὰ διατυπώνουμε τὶς θέσεις μας μὲ φωνές καὶ μὲ χειρονομίες. Καὶ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο διδάσκουμε τὰ παιδιά μας.
Παρ’ ὅλα αὐτά, ἡ στάση ἐκείνων ποὺ πεισματικά σιωποῦν δημιουργεῖ τουλάχιστον ὑποψίες. Γιατί, σιωποῦν συνήθως ὅσοι δὲν ξέρουν πῶς νὰ ἐκφρασθοῦν, ἢ ὅσοι, ἔχοντας ἐπίγνωση τῆς ἄγνοιάς τους σὲ ἕνα συγκεκριμένο θέμα, προτιμοῦν νὰ κρατήσουν τὸ στόμα τους κλειστό. Ὅπως ἐπίσης παραμένουν σιωπηλοί καὶ αὐτοί ποὺ περιμένουν ὑπομονετικά νὰ ἀκούσουν τοὺς ἄλλους πρὶν ἐκφράσουν τὴ δική τους ἄποψη.
Στὶς μέρες μας, ποὺ ὁ λόγος ἔχει ἐκτραπεῖ σὲ κάθε εἴδους χυδαιολογία, ψεῦδος, βρισιά καὶ κατάρα, ἡ σιωπή ἔχει κάτι νὰ πεῖ. Τὴν ἴδια ὥρα, ποὺ ἀναλωνόμαστε στὴν κολακεία καὶ στὸ κουτσομπολιό, μποροῦμε νὰ ἀντλήσουμε νέες δυνάμεις ἀπό τὴν διακριτική καὶ ὠφέλιμη σιωπή. Γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ διάλεξαν τὴν ἀπομόνωση καὶ τὸν ἡσυχασμό, ἡ σιωπή δηλώνει τὴν ταπείνωση τοῦ νοῦ, τὴν ὅραση τῆς καρδιᾶς, τὴν εὐχαριστία τῆς ψυχῆς. Γιατί, ἡ σιωπή γεννᾶ τὸν καθαρό, ὡραῖο καὶ μεστό λόγο.
Δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ συνηθίσαμε νὰ παρομοιάζουμε τὴν σιωπή μὲ τὸν χρυσό. Γιατί, ὅταν στὴν πρόκληση ἀπαντᾶ κανείς μὲ τὴν ἐπιλεγμένη σιωπή, χαμηλώνει τὴν ἔνταση, διακόπτει τὴ συνέχεια, ταπεινώνει τὴν ὁργή, σβήνει τὸν θυμό καὶ καταλαγιάζει τὰ πάθη. Καὶ δὲν πρέπει αὐτό νὰ παρερμηνεύεται ὡς ἀδυναμία. Χρειάζεται μεγαλύτερη δύναμη νὰ σιωπήσεις σὲ καταστάσεις ἔντασης, παρά νὰ ξεστομίσεις αὐθάδη καὶ θρασύ λόγο. «Ἂν μπορεῖς, ὅταν σὲ βρίζουν, νὰ μὴ βγάζεις τσιμουδιά (γράφει ὁ Κίπλινγκ), θὰ μπορέσεις ν’ ἀπολαύσεις ὅπως πρέπει τὴν ζωή σου».
Μία παλιά παροιμία προσδιόριζε σὲ 5 τὰ διαδοχικά σκαλοπάτια ποὺ ὁδηγοῦν στὴ μάθηση. Τὸ πρῶτο σκαλί εἶναι ἡ ἰκανότητα νὰ ἀκοῦς (ἢ μᾶλλον νὰ ἀφουγκράζεσαι) τὶς γνώσεις καὶ τὴν ἐμπειρία τῶν διδασκάλων σου. Τὸ δεύτερο, νὰ ἔχεις τὴν δύναμη νὰ σιωπᾶς καὶ νὰ μὴ παριστάνεις τὸν πολύξερο σὲ πεδία γνώσης ποὺ δὲν κατέχεις. Τὸ τρίτο, νὰ μελετᾶς ἀδιάκοπα καὶ νὰ στέκεσαι στὴν λεπτομέρεια, ὑπογραμμίζοντας τὶς σημειώσεις. Τὸ τέταρτο, νὰ προσπαθεῖς νὰ ἐφαρμόσεις στὴν πράξη ὅλα ὅσα ἄκουσες καὶ διάβασες. Τὸ πέμπτο καὶ τελευταῖο σκαλί τῆς μάθησης εἶναι νὰ ἐπιδιώκεις νὰ διδάσκεις στοὺς νεώτερους ὅσα κέρδισες ἀπό τὰ προηγούμενα.
Εἶναι ἀλήθεια πὼς ὁ κόσμος ποὺ ζοῦμε εἶναι τόπος δακρύων καὶ «κοιλάδα κλαυθμῶνος». Ὅπου καὶ νὰ στρέψεις τὸ βλέμμα ἀντικρίζεις πόνο, θλίψη, ἀδικία, θάνατο. Σὲ ἕνα ἐμπνευσμένο κείμενο, ὁ μητροπολίτης Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς Νικόλαος τοποθετεῖται εὐθαρσῶς: «Κάθε σκέψη ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ προξενεῖ αἴσθηση κενοῦ, βαθιά ἀπογοήτευση, ἔλλειψη σκοποῦ, ἀσάφεια προορισμοῦ, ἀνυπαρξία λόγου καὶ ἀδυναμία προσδιορισμοῦ τῆς βαθύτερης αἰτίας τῆς ὕπαρξης». Καὶ σὲ ἕνα ἄλλο σημεῖο γράφει: «Τὸ ἐρώτημα δὲν εἶναι ἂν ὁ Θεός εἶναι παρών, ἀλλά πότε Αὐτός μᾶς ἐμφανίζεται καὶ πότε καὶ πῶς ἐμεῖς Τὸν βλέπουμε καὶ ὁ καθένας μας Τὸν αἰσθάνεται».
Τὴν εὔλαλη σιωπή πολλοί ἄνθρωποι τοῦ πνεύματος τὴν ἐκτίμησαν. Θαύμασαν τὴν σιωπή τοῦ ἁγίου ποὺ τὸν ἔφερνε κοντύτερα στὸν Θεό. Παραδέχτηκαν τὴν κορυφαία σιωπή τοῦ σοφοῦ ποὺ τὸν ὁδηγοῦσε στὴ λύση περίπλοκων προβλημάτων. Ἐγκωμίασαν τὴν ὑπομονετική σιωπή τοῦ ἥρωα, πρὶν τὴν μεγάλη ἀπόφαση αὐτοθυσίας. Ὁ ἅγιος Ἀρσένιος ἔλεγε: «Μετάνιωσα ποὺ μίλησα, ὄχι ὅμως γιατί σιώπησα». Ἄλλωστε, ἡ ἐγνωσμένη παραίτηση ἀπό τὸν λόγο δηλώνει, ἂν μὴ τι ἄλλο, ἐμπειρία. Σωπαίνει κανείς τόσο στὴ μεγάλη χαρά, ὅσο καὶ στὸν βαθύ πόνο. Δὲν βρίσκει τρόπο νὰ ἐκφρασθεῖ. Χάνει τὰ λόγια του. Λέγει ἕνας σοφός: «Ἔχουμε δύο αὐτιά καὶ ἕνα στόμα. Περισσότερο νὰ ἀκοῦμε καὶ λιγότερο νὰ μιλᾶμε».
Τὴν σιωπή, ὁ καλλιτέχνης τὴν ἀντιλαμβάνεται μὲ τὸν δικό του μοναδικό τρόπο. Καὶ καλεῖ νὰ τὸν κατανοήσουμε καὶ νὰ συμμεριστοῦμε τὴν πρότασή του. Ὁ Πικάσο σπάζει τὴν σιωπή του γιὰ τὸν Ἰσπανικό ἐμφύλιο πόλεμο, ζωγραφίζοντας τὸν περίφημο πίνακα «Γκουέρνικα», μετά τὴ βάρβαρη καταστροφή τῆς ἱερῆς πόλης τῶν Βάσκων. Ὁ Μπετόβεν, βυθισμένος σὲ πλήρη σιωπή, συνθέτει μουσική ἀπομονωμένος ἀπό τὸ περιβάλλον του. Ὁ Ρίτσος γράφει τὰ 18 λιανοτράγουδα τῆς πικρῆς πατρίδας, ἀπομονωμένος σὲ ἕνα ἕρημο καὶ σιωπηλό μέρος (στὸ Παρθένι τῆς Λέρου), κραυγάζοντας στὴν κυριολεξία κατά τῶν συνταγματαρχῶν τῆς δικτατορίας.
Μεγάλη ἡ πρόκληση τῶν καιρῶν. Καλούμαστε καθημερινά νὰ ἀντιδράσουμε μὲ κραυγές, διαμαρτυρίες, πανό καὶ πλακάτ. Μποροῦμε ὅμως νὰ περιορίσουμε τὴν κοινωνικότητα (ὅταν αὐτή συνεπάγεται ἀτέρμονη φλυαρία), τὶς μέριμνες καὶ τοὺς σχολαστικισμούς, γιὰ νὰ αὐξήσουμε τὴ μελέτη, τὴν περισυλλογή καὶ τὴν ἐνδοσκόπηση.
Μὲ ἀπώτερο, σιωπηλό μας, στόχο τὴν αὐτοσυγκράτηση καὶ τὴν αὐτοπειθαρχία.
Βιβλιογραφία
Μωϋσῆ Μοναχοῦ Ἁγιορεῖτου: Ἡ εὔλαλη σιωπή. Εκδόσεις Ἐν πλῷ. Ἀθήνα 2008.
Κίπλινγκ Ράντγιαρντ: Ἂν. Εκδόσεις Καστανιώτη. Ἀθήνα
Μαρκέα Νικολάου: Ὁ ἀκτινογραφικός ἔλεγχος στὸν ἀναπτυσσόμενο σκελετό. Πόσο ἀξιόπιστος εἶναι; Εκδόσεις Litho Pac. Ἀθήνα 2006.
Μητροπολίτου Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς Νικολάου: Ἐκεῖ ποὺ δὲν φαίνεται ὁ Θεός. Ἐκδόσεις Σταμούλη Α. Ε. Ἀθήνα 2008. 1993.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ δέχονται μέ χαρά, ἄν ὄχι καί μέ ἐνθουσιασμό, τό καλό παράδειγμα κάποιου. Σέ μιά κοινωνία πού ἐπικρατεῖ πιά ἡ ἀδικία, τό συμφέρον, τό ἀκόρεστο πάθος τῆς πλεονεξίας, τό θράσος, ὁ ἄκαμπτος ἐγωισμός, ἡ φιληδονία, ἡ φιλοδοξία, ἀλλά καί ἡ φυγοπονία, ἡ ἀπάτη, ἡ κακοβουλία, οἱ δαιμονικές μεθοδεύσεις, ἡ πρόκληση, ἡ ἀνηθικότητα κ.λπ., εἶναι παρήγορο πού οἱ ἄνθρωποι ἀναζητοῦν καί δέχονται τή λάμψη τοῦ καλοῦ παραδείγματος. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὑπάρχει ἀκόμα ἡ ἐλπίδα νά βελτιωθεῖ ἡ κοινωνία. Ὁ δρόμος βέβαια εἶναι καί μακρύς καί ἀνηφορικός.
Τό καλό παράδειγμα δέν ὑπάρχει παντοῦ, σέ ἀντίθεση μέ τό κακό πού πλεονάζει καί δημιουργεῖ δυσάρεστες καταστάσεις. Ὡστόσο, γίνεται ἀποδεκτό καί ἀπό ἐκείνους πού εἶναι ἀπρόσεκτοι στήν προσωπική τους ζωή, κατέχουν δημόσιες θέσεις, ἀσχολοῦνται μέ τά κοινά καί συχνά σκανδαλίζουν τούς ἁπλούς ἀνθρώπους. Θά μπορούσαμε νά τό χαρακτηρίσουμε ὁδοδείκτη καί νά τό προβάλλουμε πρός μίμησιν.
Ὑπάρχει ὅμως καί ἡ μεγάλη ἀδυναμία στούς ἀνθρώπους. Ἐνῶ θαυμάζουν τό φωτεινό παράδειγμα κάποιου, ἀπό ἀδυναμία καί διαστροφή μιμοῦνται τό κακό παράδειγμα, τό ὁποῖο θεωρητικά ἀπορρίπτουν! Συμβαίνει αὐτό, γιατί εἶναι κοντόφθαλμοι καί ἀρνοῦνται τήν αἰώνια ζωή. Γι᾿ αὐτούς ὁ Θεός δέν ὑπάρχει ἤ ἄν ὑπάρχει, βρίσκεται πολύ μακριά τους καί δέν χρειάζεται νά ἔχουν σχέση μαζί του. Ἡ ζωή τους κυλάει δίχως Θεό, γι᾿ αὐτό καί ὅλα ἐπιτρέπονται. Θά μποροῦσα νά διατυπώσω καί διαφορετικά τή φράση. Ἡ ζωή τους κυλάει μέ τό διάβολο, γι᾿ αὐτό οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ περιττεύουν.
Ὁ καλοπροαίρετος ὠφελεῖται πνευματικά καί ἀπό τό καλό παράδειγμα καί ἀπό τό κακό. Ἀπό τό καλό παρακινεῖται πρός τήν ἀρετή καί ἀπό τό κακό, γιά νά ἀποφεύγει τήν ἁμαρτία. Μέ αὐτό τόν τρόπο τά βήματά του εἶναι σταθερά πρός τό καλό, συγχρόνως δέ ἀποτελεῖ καί ὁ ἴδιος ἀξιομίμητο παράδειγμα.
Ἐδῶ ὅμως πρέπει νά ποῦμε παρενθετικά ὅτι πολλές φορές στή ζωή βλέπουμε τήν ὑποκρισία νά θολώνει τά πράγματα στή συμπεριφορά τῶν ἀνθρώπων καί νά προβάλλονται ἄτομα, τά ὁποῖα εἶναι πλήρως διεφθαρμένα. Αὐτό συνήθως συμβαίνει στήν τηλεόραση, ὅπου πραγματικά τό μαῦρο καί δυσῶδες ἐμφανίζεται ὡς ἄσπρο καί εὐῶδες! Χρειάζεται μεγάλη προσοχή στό θέμα αὐτό. Δέν πρέπει νά εἶναι κανείς εὐκολόπιστος, γιά νά μή παρασύρεται ἀπό πρόσωπα πού δέν ἔχουν ἦθος καί ὑπηρετοῦν μόνο τά δικά τους συμφέροντα.
Εἶναι ἀνάγκη νά αὐξηθοῦν οἱ συνειδητοί χριστιανοί καί νά ἀποκτήσει ἡ Ἐκκλησία μεγαλύτερη πνευματική δύναμη. Μόνο ἔτσι μπορεῖ νά ἐλπίζει κάποιος ὅτι ἡ κοινωνία θά βελτιωθεῖ, οἱ ἄνθρωποι θά ἀποκτήσουν ἦθος καί ἡ κακοδαιμονία θά περιοριστεῖ σέ μεγάλο βαθμό.
Πηγή: (Ορθόδοξος Τύπος, 13/3/2015), Θρησκευτικά
Όταν ο Δαβίδ κατώρθωσε να συνενώση τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ σε ενιαίο κράτος με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ, ο περιούσιος λαός γνώρισε πολλά μεγαλεία. Μία από τις δόξες των ημερών εκείνων ήταν και οι «δυνατοί», ένα επίλεκτο σώμα από τριάντα άνδρες, προικισμένους με σπάνια χαρίσματα. Λέγοντας «δυνατοί» ας εννοήσουμε: πρωτοπαλλήκαρα, ήρωες, γενναίοι, «λοκατζήδες», λεβέντες...
Ο Θεός ευλογούσε πλούσια το δωδεκάφυλο και ανέδειχνε κάθε είδους ταλαντούχα πρόσωπα. Και ο πανέξυπνος Δαβίδ έψαχνε, τα εύρισκε και τα αξιοποιούσε κατά τον καλύτερο τρόπο. Οι «δυνατοί» ήταν γι’ αυτόν η προσωπική του φρουρά, το δεξί του χέρι στις πολεμικές επιχειρήσεις, το στήριγμά του σε δύσκολες ώρες, η χαρά του και το καύχημά του.
Στα χρόνια που ο Δαβίδ καταδιώκοταν από τον Σαούλ και αναγκαζόταν να ζη στα βουνά και στις ερημιές της Ιουδαίας, ακολουθείτο από τετρακόσιους στρατιώτες. Ήταν βέβαια λίγοι, μα πολύ σκληραγωγημένοι. Η πρώτη «μαγιά» των δυνατών βρέθηκε σ' αυτά τα πρόσωπα. Να, πως τους εγκωμιάζει το Ιερό κείμενο:
«Ισχυροί, δυνατοί άνδρες παρατάξεως πολέμου
αίροντες θυρεούς και δόρατα,
και πρόσωπον λέοντος τα πρόσωπα αυτών,
και κούφοι ως δορκάδες επί των ορέων τω τάχει».
(Α' Παραλ. 12,9)
Μάλιστα. Γρήγοροι σαν ζαρκάδια! Φοβεροί σαν λιοντάρια! Άνδρες δυνατοί!
Αργότερα μπόρεσε να επιλέξη και από τον ευρύτερο χώρο του Ισραηλιτικού λαού. Ο αριθμός τους έφθανε τους τριάντα. Φαίνεται ότι ήταν διαιρημένοι ανά τρεις: Δέκα τριάδες. Η μεγάλη δόξα ανήκε σ' αυτούς που βρίσκονταν στην πρώτη τριάδα, φαίνεται ότι αν κάποιος απ’ όλους πάθαινε κάτι, αν λ.χ. σκοτωνόταν στον πόλεμο, αν αρρώσταινε, αν γερνούσε... τον αντικαθιστούσαν με άλλον, ώστε ο αριθμός να παραμένη ο ίδιος. Κάποιος που βρισκόταν σε κατώτερη τριάδα, υπήρχε δυνατότητα να ανεβή πιο πάνω. Το μεγάλο όνειρο ήταν ν' αξιωθή κανείς να φθάση στην πρώτη τριάδα, στους «τρεις δυνατούς», φαίνεται ότι ωρισμένες φορές μία τριάδα ανελάμβανε κάποια ειδική αποστολή, ανεξάρτητα από τους άλλους. Τα μέλη κάθε τριάδος ωνομάζονταν «τρεις δυνατοί», αλλά κυρίως χαρακτηρίζονταν έτσι αυτοί που ανήκαν στην πρώτη τριάδα.
Αυτά τα συμπεραίνουμε από διάφορες φράσεις της Γραφής, σαν τις επόμενες, οι οποίες ας σημειωθή είναι κάπως δυσνόητες:
«Αυτός -ο Ελεάζαρ- ήταν στους τρεις δυνατούς» (Α' Παραλ. 11, 12). «Αυτά κατώρθωσαν οι τρεις δυνατοί» (Β' Βασιλ. 23, 17). «Και αυτός -ο Αβεσσά- είχε όνομα στους τρεις· ήταν ένδοξος σ' αυτούς και αρχηγός τους, αλλά ως τους τρεις δεν έφθασε» (Β' Βασ. 23,18-19). «Και σ' αυτόν -τον Βαναία- υπήρχε όνομα στους τρεις δυνατούς· ήταν ο ενδοξότερος ανάμεσα στους τριάντα, αλλά δεν ερχόταν στους τρεις» (Α' Παραλ. 11, 24-2'δ).
Σε κρίσιμες πολεμικές ώρες, η επέμβασις των δυνατών υπήρξε αιτία εθνικής σωτηρίας.
Οι δυνατοί πάλι έσωζαν την αξιοπρέπεια του Ισραηλιτικού λαού από τα ονειδιστικά λόγια των «εκγόνων του Ραφά», των Ραφαΐμ .
Να κάνουμε μία επεξήγησι γι' αυτούς τους τελευταίους. Στην Παλαιστίνη εκτός από τις φυλές των Χαναναίων υπήρχε και μία φυλή γιγάντων -οι Ραφαΐμ - οι οποίοι θεωρούνται αρχαιότεροι από τους Χαναναίους. Αλλά και όταν εξέλιπε αυτή η φυλή, λείψανα εναπόμειναν εδώ κι εκεί. Στους Φιλισταίους λ.χ. συχνά εμφανίζονται γίγαντες. Ο βασιλεύς της Βασάν Ωγ που νικήθηκε από τον Μωυσή ανήκε στους γίγαντες, και το κρεββάτι του είχε μάκρος εννέα πήχεις!
Όταν κάποιος από τους Ραφαΐμ ξεπρόβαλλε εμπρός στο Ισραηλιτικό στρατόπεδο και προσκαλούσε σε μονομαχία και εξαπέλυε εξευτελιστικά λόγια και εμποιούσε τρόμο, ποιος μπορούσε να τον αντιμετωπίση; Μόνο ένας από τους δυνατούς.
Στο Α' Παραλειπομένων διαβάζουμε τα εξής: «Μετά ταύτα συνεκροτήθη πόλεμος με τους Φιλισταίους στην Γαζέρ. Τότε επάταξε ο Σοβοχαί ο Χουσαθίτης τον Σαφού, που ήταν απόγονος των γιγάντων και τον εταπείνωσε. Και πάλι έγινε πόλεμος με τους Φιλισταίους και ο Ελλανάν ο γυιός του Ιαΐρ επάταξε τον Λαχμί τον αδελφό του Γολιάθ του Γεθθαίου˙ το ξύλο του δόρατος (του Λαχμί) ήταν σαν το αντί του αργαλειού. Και πάλι έγινε πόλεμος στην Γεθ, και εμφανίσθηκα άνδρας υπερμεγέθης, που είχε τα δάκτυλα έξι-έξι, συνολικά εικοσιτέσσερα, και ήταν απόγονος των γιγάντων είπε λόγια που εξευτέλιζαν τον Ισραήλ. Αυτόν τον κατενίκησε ο Ιωνάθαν που ήταν γυιός του Σαμά, του αδελφού του Δαβίδ» (20, 4-7).
Για να μπορέσουν τώρα ο Σοβοχαί και ο Ελλανάν και ο Ιωνάθαν να συγκρουσθούν με γίγαντες και να τους εξουδετερώσουν, φαντάζεσθε τι φοβερή δύναμι και παλληκαριά θα διέθεταν.
Από τα χειρότερα που μπορούσαν να συμβούν στον Ισραηλιτικό λαό ήταν να φονευθή ο βασιλεύς στη μάχη. Αλλά οι δυνατοί στέκονταν πλάι του. Και σε κρίσιμες στιγμές επενέβαιναν και του έσωζαν την ζωή του. Σχετικά διαβάζουμε στο Β' Βασιλειών:
«Και έγινε πάλι πόλεμος των Φιλισταίων με τον Ισραήλ. Και κατέβηκε ο Δαβίδ με τους στρατιώτες του και επολέμησαν τους Φιλισταίους. Και απέκαμε ο Δαβίδ. Τότε ο Ιεσβί που καταγόταν από τον Ραφά (ήταν δηλ. γίγαντας), με δόρυ που ζύγιζε τριακόσιους σίκλους (*) χαλκού, με μεγάλο σπαθί στην μέση, ήταν έτοιμος να σκοτώση τον Δαβίδ. Αλλά ο Αβεσσά, ο γυιός της Σαρουΐας του συμπαραστάθηκε· χτύπησε τον Φιλισταίο και τον θανάτωσε» (21, 15-17).
Άλλος λοιπόν δυνατός, ο Αβεσσά, έσωσε τον Ισραήλ από μεγάλη συμφορά. Αυτός μάλιστα ήταν και ανεψιός του Δαβίδ, αφού η Σαρουΐα ήταν αδελφή του βασιλέως.
Όπως κάθε λαός της αρχαιότητος είχε τους ήρωές του (πρβλ. για τον ελληνικό χώρο, Ηρακλή, Θησέα, Οδυσσέα, Αχιλλέα, Μ. Αλέξανδρο...) και εξυμνούσε τα μεγάλα κατορθώματά τους, έτσι γινόταν και στον Ισραήλ με τους τριάκοντα δυνατούς. Οι εντυπωσιακές ανδραγαθίες τους φέρονταν από στόμα σε στόμα. Γέμιζε καύχησι ο Ισραηλίτης όταν εγκωμίαζε αυτούς τους ηρωικούς άνδρες. Και τα μικρά παιδιά όπως σήμερα θαυμάζουν κάποιο σπουδαίο αθλητή ή ποδοσφαιριστή, τότε, στον Ισραήλ, καμάρωναν τους «δυνατούς».
Περίφημος ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν ο Βαναίας (ή Βεναΐας), ο γυιός του Ιωδαέ που καταγόταν από την Καβασεήλ, μία κωμόπολι στα όρια Ιουδαίας και Ιδουμαίας. «Αυτώ όνομα εν τοίς τρισί τοις δυνατοίς». Έβγαλε μεγάλο όνομα. Ιδιαίτερα μνημονεύονται τρεις ηρωικές του πράξεις. Η πρώτη, ότι μπόρεσε να καταβάλη δύο δυνατούς Μωαβίτες που είχαν την ρώμη λέοντος. «Επάταξε τους δύο αριήλ Μωάβ» (Α' Παραλ. 11,22). Αριήλ σημαίνει λέων(**). Φαίνεται ότι αυτοί oι δύο φοβεροί Μωαβίτες προκαλούσαν τους Ισραηλίτες, και είχαν γίνει φόβος και τρόμος. Η δύναμίς τους, τρομερή. Και όμως ο Βαναίας τους εφόνευσε και τους δύο, και κατέβαλε την μωαβιτική έπαρσι.
Σ' εκείνα τα χρόνια υπήρχαν πολλά δάση στην Παλαιστίνη, και φιλοξενούσαν άγρια θηρία, λιοντάρια, αρκούδες κλπ. Κάποιες φορές μπορούσε ένα λιοντάρι να πέση σε κατοικημένη περιοχή και να κατασπάραζη τους ανθρώπους. Κλείνονταν τότε στα σπίτια τους. Κανένας δεν τολμούσε να ξεμυτίση. Η ζωή μιας ολόκληρης πόλεως νεκρωνόταν. Σε μία τέτοια περίπτωσι ο ηρωικός Βαναίας βγήκε από το σπίτι του και εξουδετέρωσε τον λέοντα. «Επέταξε τον λέοντα εν μέσω του λάκκου εν τη ημέρα της χιονός». Όταν έρριχνε χιόνια, τα λιοντάρια έσπευδαν σε κατοικημένες περιοχές προς αναζήτησι λείας. Ένα λοιπόν απ' αυτά γλύστρησε κι έπεσε σε λάκκο. Μη μπορώντας να βγη από εκεί εβρυχάτο και σκορπούσε τρόμο. Κανείς δεν τολμούσε να το πλησιάση. Ο γενναίος όμως Βαναίας δεν εδίστασε να κατεβή στον λάκκο παρ’ όλη την ολισθηρότητα του χιονιού και να συγκρουσθή με το άγριο θηρίο. Κατάφερε να το φονεύση.
Ο ίδιος κατέβαλε και κάποιον «πεντάπηχυν» Αιγύπτιο. Το παράστημα και η δύναμις αυτού του Αιγυπτίου ήταν το κάτι άλλο. Πανύψηλος, πέντε πήχεις ύψος! Ενδεικτικό της ισχύος του ήταν το πελώριο δόρυ που κρατούσε στο χέρι, «ως αντίον υφαινόντων» και ως «ξύλον διαβάθρας», σαν το «αντί» του αργαλειού και σαν ξύλινη γέφυρα που οδηγεί από το πλοίο στην ξηρά! Κι αυτός προκαλούσε την ανδρεία των Ισραηλιτών. Τότε ο Βαναίας ήρθε σε συνάντησί του κρατώντας, παρακαλώ, σαν όπλο του ένα ραβδί! Κατάφερε όμως ν' αρπάξη από τον Αιγύπτιο το τεράστιο δόρυ και να τον φονεύση μ’ αυτό· «και απέκτεινεν αυτόν εν τω δόρατι αυτού».
«Ταύτα εποίησε Βαναίας». Παρ' όλο που δεν ανήκε στην πρώτη τριάδα των δυνατών.
Σ' όλη του την βασιλεία ο Δαβίδ τον είχε δεξί χέρι, φρουρό, αρχισωματοφύλακα, μέλος του βασιλικού μυστικοσυμβουλίου. Αλλά και ο Σολομών για να εδραιωθή καλά στον θρόνο βρήκε μεγάλη υποστήριξι από τον Βαναία τον υιόν Ιωδαέ. Το πρόσωπό του υπολογιζόταν όπως του αρχιερέως Σαδώκ και του προφήτου Νάθαν (Πρβλ. Γ’ Βασιλειών, κεφ. 1ον).
Αλλά και ο Αβεσσά διέπραξε εντυπωσιακά ανδραγαθήματα. Τον αναφέραμε και προηγουμένως. Ήταν ανεψιός του Δαβίδ, και στις διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις που έκανε ο βασιλεύς για να στερεώση το δωδεκάφυλο, διέπρεπε. Όταν χρειαζόταν να διαιρεθή το στράτευμα σε δύο-τρία μέρη, γιατί έτσι το απαιτούσε κάποια πολεμική ανάγκη, στο ένα μέρος επικεφαλής ετοποθετείτο ο Αβεσσά (Β' Βασιλ. 18, 2).
Στα πρώτα χρόνια όταν ο Δαβίδ καταδιωκόταν από τον Σαούλ, ο Αβεσσά αποτελούσε μεγάλο στήριγμα του θείου του. Όταν κάποτε ο Δαβίδ απεφάσισε να μπη μέσα στο στρατόπεδο του Σαούλ, να πλησιάση στην σκηνή του, να του πάρη το δόρυ και το παγούρι του νερού και ν' απομακρυνθή για να φωνάξη αργότερα από μακρυά ότι δεν μισεί τον Σαούλ και δεν αφαιρεί την ζωή του παρ' όλο που μπορεί να το κάνη, σ' αυτή τη παράτολμη νυκτερινή επιχείρησι, ο Δαβίδ συντροφευόταν μόνο από τον Αβεσσά (Α' Βασιλ. 26, 6-9). Κανείς άλλος δεν είχε κουράγιο να τον ακολουθήση.
Όταν ο Αβεσσαλώμ έκανε πραξικόπημα κατά τού Δαβίδ, και ο βασιλεύς περνούσε δραματικές ώρες, ο Αβεσσά στεκόταν δίπλα του, έτοιμος να προσφέρη κάθε βοήθεια. Τότε συνέβη κάποιος συγγενής του Σαούλ, ο Σεμεί να υβρίζη και να εξευτελίζη τον Δαβίδ, οπότε ο Αβεσσά πρόβαλε στην μέση να υπερασπισθή τον βασιλέα. Και αν ο μεγαλόψυχος βασιλεύς δεν τον συγκρατούσε, ήταν έτοιμος να αποκεφαλίση τον υβριστή (Β' Βασιλ. 16, 5-11).
Μεγάλη δόξα απέκτησε ο γενναίος και σκληρός Αβεσσά, σε κάποια μάχη όπου κατώρθωσε να φονεύση με το σπαθί του τριακόσιους εχθρούς! Και αυτό, «εν καιρώ ενί», δηλαδή στην συνέχεια, τον ένα μετά τον άλλο. Τι δύναμι που έκρυβε μέσα του! Μάλιστα! «Εσπάσατο την ρομφαίαν αυτού επί τριακοσίους».
Δεν ήταν μόνο η σωματική ρώμη που διέκρινε τους δυνατούς, αλλά και το ψυχικό σθένος. Πολλές φορές προέβησαν σε ενέργειες που απαιτούσαν υπερβολικά μεγάλη τόλμη. Αυτό διαφαίνεται στο επόμενο περιστατικό.
Βρισκόμαστε σε περίοδο συγκρούσεων μεταξύ Ισραήλ και Φιλισταίων. Τα αντίπαλα στρατεύματα τα συναντούμε στην περιοχή της Ιουδαίας, σε καιρό θέρους. Ο Ισραηλιτικός στρατός τού οποίου ηγείται ο Δαβίδ έχει στρατοπεδεύσει στην έρημο της Ιουδαίας, σε τόπο που αφθονούσαν βράχοι και σπηλιές, αλλά απουσίαζε το νερό. Σε κάποια στιγμή όλες οι προμήθειες του νερού τελείωσαν. Ο βασιλεύς διψούσε. Ο λάρυγγας του στέγνωσε. Και πιεσμένος από αυτή την κατάστασι αναφώνησε:
- Ποιος θα μου φέρη νερό από τον λάκκο που βρίσκεται κοντά στην πύλη της Βηθλεέμ;
Αυτή του η επιθυμία υπό άλλες συνθήκες μπορούσε άνετα να εκπληρωθή. Αλλά τώρα τα πράγματα παρουσίαζαν φοβερά εμπόδια. Διότι για να προχωρήση κάποιος προς την Βηθλεέμ θα έπρεπε να διασχίση την λεγομένη κοιλάδα των Ραφαΐμ (των Γιγάντων), όπου βρισκόταν ο στρατός των Φιλισταίων. Δηλαδή έπρεπε να περάση μέσα από την φωτιά. Και φυσικά, και στην επάνοδο πάλι από την φωτιά θα περνούσε.
Τότε έτυχε να επισκεφθούν τον Δαβίδ τρεις δυνατοί, από τους «τριάκοντα». Ήρθαν και τον βρήκαν στο σπήλαιο Οδολλάμ. Το σπήλαιο αυτό υπήρξε προσφιλές στον βασιλέα, γιατί σε δύσκολες περιόδους της ζωής του τον έπαιρνε υπό την προστασία του. «Και κατέβησαν τρεις εκ των τριάκοντα αρχόντων εις την πέτραν προς Δαβίδ εις το σπήλαιον Οδολλάμ» (Α' Παραλ. 11, 15). Φαίνεται ότι τους είχε αναθέσει κάποια άλλη αποστολή, και μετά το τέλος της ήρθαν να τον συναντήσουν. Οπωσδήποτε θα του έφεραν και κάποιες χρήσιμες πληροφορίες.
Άκουσαν κι αυτοί την μεγάλη επιθυμία του αρχηγού. Κατενόησαν πως εξέθεταν σε μέγιστο κίνδυνο την ζωή τους. Παρά ταύτα απεφάσισαν το παράτολμο εγχείρημα, «και διέρρηξαν οι τρεις την παρεμβολήν των αλλοφύλων». Μάλιστα! Διέσχισαν το στρατόπεδο των Φιλισταίων! Και βγήκαν ζωντανοί. Έφθασαν ως την πηγή της Βηθλεέμ και προμηθεύτηκαν νερό. Και πάλι, μέσα από το εχθρικό στρατόπεδο έφθασαν ζωντανοί στους δικούς των.
Ο Δαβίδ μέχρι να επιστρέψουν οι τρεις δυνατοί φαίνεται ότι αισθανόταν άσχημα˙ είχε έλεγχο από την συνείδησί του. Ποιος ξέρει τι δεήσεις θα απηύθυνε στον Θεό για να τους προστατεύση! Για ένα παγούρι νερό να διακινδυνεύσουν τρεις ανθρώπινες ζωές!
Ηρέμησε σαν τους είδε σώους και δόξασε τον Κύριο που άκουσε τις προσευχές του. Και στην συνέχεια προέβη σε μία ενέργεια που τους άφησε όλους κατάπληκτους.
Πήρε το νερό, κοίταξε ψηλά στον ουρανό και το έχυσε προσφέροντας το θυσία στο Θεό.
- Θεέ μου συγχώρησε με. Δεν τολμώ να πιώ νερό που αντλήθηκε με αίμα. Με κίνδυνο της ζωής τους το έφεραν.
Θυσία θα πη να προσφέρης κάτι πολύ σπουδαίο και πολύτιμο. Εκείνη την ώρα δεν υπήρχε για τον Δαβίδ πολυτιμότερο πράγμα από το νερό. Το θυσίασε στον Θεό. Θυσία εξιλαστήριος, για να του συγχωρεθή η παράτολμη ενέργεια. Θυσία ευχαριστήριος, γιατί επέστρεψαν ζωντανοί οι τρεις άνδρες.
Οι τρεις δυνατοί δεν διέθεταν μόνο σωματική ρώμη και αντοχή. Ήταν ωπλισμένοι με πρωτοφανές ψυχικό σθένος. Είχαν κατακτήσει την κορυφή του ηρωικού φρονήματος, αφού απεφάσισαν να διακινδυνεύσουν έτσι την ζωή τους. Η αφοσίωσίς τους στον βασιλέα μας καταπλήττει. Αφοσίωσις, αγάπη και υπακοή μέχρι θανάτου.
Στους δυνατούς φαίνεται ότι άνηκαν και ωρισμένοι άνδρες από την φυλή του Γαδ. Αυτή η φυλή είχε εγκατασταθή «πέραν του Ιορδανού» και λόγω συχνών προστριβών με γειτονικές αραβικές φυλές ήταν φιλοπόλεμη και εμπειροπόλεμη. Οι επόμενοι ένδεκα πολεμιστές, όλοι απόγονοι του Γαδ, αποτελούν καύχημα του Δαβίδ: Αζέρ, Αβδία, Ελιάβ, Μασμανά, Ιερεμίας, Ιεθί, Ελιήλ, Ιωανάν, Ελιαζέρ, Ιερεμίας, Μελχαβαναί. Χαιρόσουν να τους βλέπης με τα δόρατα και τις ασπίδες τους, με τα τολμηρά τους πρόσωπα και τα γοργόφτερα πόδια! Ο κατώτερος απ' αυτούς κατανικούσε εκατό και ο ανδρειότερος χίλιους· «εις τοις εκατόν μικρός, και μέγας τοις χιλίοις» (Α' Παραλ. 12, 15).
Γι’ αυτά τα ένδεκα παλληκάρια αναφέρεται ένα σπουδαίο ανδραγάθημα, στα χρόνια που ο Δαβίδ συγκρουόταν με τον Σαούλ:
Στις αρχές της ανοίξεως όταν λυώνουν τα χιόνια του Έρμων, ο Ιορδάνης πλημυρρίζει και γίνεται αδιάβατος. Σε κάποια περιοχή της κοιλάδος του, οι κάτοικοι ήταν αντίθετοι προς τον Δαβίδ. Το σημείο αυτό που από γεωγραφικής απόψεως παρουσιαζόταν σημαντικό, ανήκε ατούς αντιπάλους. Οι πλημμύρες τού ποταμού δεν βοηθούσαν την κατάστασι, και ο Δαβίδ ήταν στενοχωρημένος. Οι ένδεκα όμως αυτοί Γαδίτες κατώρθωσαν και τον Ιορδάνη να διαβούν και όλους τους κατοίκους που ανήκαν στο μέρος του Σαούλ να διώξουν είτε προς ανατολικές είτε προς δυτικές περιοχές. «Εξεδίωξαν πάντας τους κατοικούντας αυλώνας» (Α' Παραλ. 12, 16). Αυλώνες - αυλακιές, περιοχές στην κοιλάδα του Ιορδάνη.
Οι τριάκοντα δυνατοί προέρχονταν κατά κανόνα από τις φυλές του Ισραήλ. Κατ' εξαίρεσι όμως μπορούσε να συγκαταλέγεται σ' αυτούς και κάποιος αλλόφυλος, ο οποίος εννοείται αγάπησε το Ισραηλιτικό έθνος και προσχώρησε σ' αυτό ή ένας από τους γονείς του ήταν αλλοεθνής, όπως οι Ιεθαμά ο Μωαβίτης και Ουρίας ο Χετταίος.
Σύμφωνα με όσα γράφει ο Απόστολος Παύλος στην Α' προς Κορινθίους επιστολή, τα γεγονότα της Π. Διαθήκης προτυπώνουν καταστάσεις της Κ. Διαθήκης.
Ένας λαός, ένας βασιλεύς, τριάκοντα δυνατοί. Πίσω από τον Ισραηλιτικό λαό κρύβεται ο νέος Ισραήλ, δηλ. ο Χριστιανικός λαός, πίσω από τον Δαβίδ κρύβεται ο βασιλεύς της Κ. Διαθήκης, ο Χριστός. Και πίσω από τους τριάκοντα δυνατούς ποιους θα ενατενίσουμε; Οπωσδήποτε τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, όπως λ.χ. τον Μέγα Βασίλειο, τον Μέγα Αθανάσιο, τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο κλπ. Αυτοί ωπλισμένοι με μεγάλη πνευματική δύναμι φονεύουν κάποιους άλλους λέοντες και λεοντώδεις Μωαβίτες και πεντάπηχεις Αιγυπτίους και Φιλισταίους γίγαντες και απόγονους του γίγαντα Ραφά. Αυτοί θυσιάζουν τα πάντα για τον βασιλέα της Νέας Ιερουσαλήμ, όπως εκείνοι οι τριάκοντα για τον Δαβίδ, τον βασιλέα της επιγείου Ιερουσαλήμ.
Βλέποντας τον Σαμαία τον Αρουχαΐο να υπερασπίζεται μόνος του τον αγρό με τις καλλιέργειές του, ενώ ο Ισραηλιτικός λαός είχε τραπή σε φυγή, και να κατανικά τους Φιλισταίους (Β' Βασ. 23, 11-12), νομίζω ότι βλέπω τον Μ. Αθανάσιο που μόνος του σώζει τον αγρό της Ορθοδοξίας και εξουδετερώνει τους Αρειανούς. «Και εστηλώθη εν μέσω της μερίδος και εξείλατο (έσωσε) αυτήν και επάταξε τους αλλοφύλους».
ΟΙ φράσεις των υμνογράφων τονίζουν την γενναιότητα του Πατρός: «Τα λόγια σου ήταν φωτιά και κατέκαψαν σαν φρύγανα τις αιρέσεις» - «υπήρξες πέλεκυς που έκοψες τα δένδρα της αιρέσεως» - «ανεδείχθης, μακάριε, πύργος ακατάβλητος της Εκκλησίας» - «πύργος άσειστος» - «στύλος απερίτρεπτος».
Ας ευχηθούμε να στείλη ο Κύριος και στις ημέρες μας ένδοξα Πατερικά αναστήματα , άνδρας «αίροντας θυρεούς και δόρατα, και πρόσωπον λέοντος τα πρόσωπα αυτών».
(*) Τριακόσιοι σίκλοι ζυγίζουν τριαντατέσσερα κιλά. Μόνο γίγαντας μπορούσε να χρησιμοποιή τέτοιο κοντάρι.
(**) Κατά λέξι το «άριήλ» ερμηνεύεται «λέων του Θεού». Το -ηλ σημαίνει τον Θεό. Π.χ. Δανιήλ = κριτής ο Θεός, Ιεζεκιήλ = δύναμίς μου ο Θεός, Μιχαήλ = ποιος σαν τον Θεό· Ραφαήλ= θεραπεύει ο Θεός κ.λπ.
Πηγή: Από το βιβλίο: ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ, Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Ὅταν ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἠσκήτευεν εἰς τὴν ἔρημον, νὰ καὶ ἔρχεται ὁ Δαίμων τὰ μεσάνυκτα, καὶ τοῦ ἐκτύπησε τὴν πόρτα διὰ νὰ τοῦ ἀνοίξῃ. Ἐσηκώθη λοιπὸν ὁ Μέγας Ἀντώνιος, καὶ ἀφοῦ ἄνοιξε τὴν πόρτα του, βλέπει ἔξαφνα ἄνθρωπον ἀλλόκοτον καὶ ἔστεκεν ἔξω.
Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ποῖος εἶσαι ὁποῦ μοῦ κτυπᾶς τὰ μεσάνυκτα τὴν πόρταν, καὶ τὶ θέλεις";
Λέγει του ὁ μιαρὸς Δαίμων "Ἐγὼ εἶμαι ὁ Δαίμων".
Καὶ λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Ἅγιος "Πῶς ἦλθες, παγκάκιστε ἐδῶ";
Καὶ λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Δαίμων "Ἦλθα νὰ σοῦ εἰπῶ πῶς μάχονται οἱ καλόγηροι καὶ λοιποὶ Χριστιανοί, ὑβριζόμενοι κατὰ πᾶσαν ὥραν, καὶ πῶς τοὺς κοσμικοὺς γυρίζω εὔκολα εἰς τὸ θέλημά μου".
Λέγει του ὁ Ἅγιος "Παγκάκιστε, διατὶ κάμνεις αὐτό";
Λέγει του ὁ Δαίμων "Ἐγὼ φθονῶ τοὺς καλογήρους, διότι ὁ αὐθέντης μου ὁ Ἑωσφόρος ἔχει πολὺν φθόνον εἰς αὐτούς, ἐπειδὴ μέλλει ὁ Θεὸς ν΄ἀποκαταστήσῃ τὸ Τάγμα τῶν Ἀγγέλων ὁποῦ ἐξέπεσεν ἀπὸ ἡμᾶς, καὶ νὰ κάμῃ Ἀγγέλους ἀπὸ τοὺς καλοὺς Ἱερεῖς καὶ τοὺς ταπεινοὺς Μοναχούς, καὶ διὰ τοῦτο ἔχομεν τόσον φθόνον εἰς αὐτούς".
Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἐπειδὴ ἦλθες ἐδῶ, ὦ Δαίμων, ὁρκίζω σε εἰς τὸν Θεὸν τοῦ παντὸς τὸν κτίσαντα τὰ πάντα, νὰ σταθῇς αὐτοῦ ἕως οὗ νὰ ὁμολογήσῃς ὅλα ὅσα πράττεις".
Λέγει του ὁ Δαίμων "Διατὶ μὲ ἔδεσες Ἀντώνιε, ἐγὼ ἤλθα νὰ σοῦ πῶ τὸ καύχημά μου μόνον τό πῶς μάχονται οἱ μοναχοὶ καὶ λοιποὶ χριστιανοί, καὶ σὺ μὲ ἔδεσες";
Λέγει ὁ Ἅγιος "Εἶπέ μοι τὰ ἔργα τῶν Δαιμόνων, τὶ κάμνωσιν εἰς τοὺς Μοναχοὺς καὶ λοιποὺς χριστιανούς".
Λέγει του ὁ Δαίμων "Ἄκουσον Ἀντώνιε ἡμεῖς εἴμεθα πρῶτα ἄγγελοι καὶ ὁ Ἑωσφόρος, ὁ πρῶτος μας, ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειαν ἐξέπεσε, διότι ἠθέλησε νὰ στήσῃ τὸν θρόνον του ἐπάνωθεν τοῦ Θεοῦ, συλλογιζόμενος δὶς τὸν ἑαυτόν του νὰ γίνη ὅμοιος μὲ τὸν Θεόν. «Καὶ ἔσομαι ὁμοίως τῷ Ὑψίστῳ». Καὶ μόλις τὸ ἐσυλλογίσθη, παρευθὺς ἔπεσε κάτω εἰς τὰ καταχθόνια τοῦ ᾅδου, ἀκολουθοῦντες αὐτὸν καὶ ἡμεῖς, καὶ ἐξ αἰτίας τούτου, ἀπὸ ἄγγελοι ἐγείναμεν δαίμονες, καὶ διὰ τοῦτο ἔχομεν τὸν φθόνον εἰς τοὺς μοναχοὺς καὶ τοὺς ὀρθοδόξους χριστιανούς, καὶ τοὺς πειράζομεν. Ἀλλὰ ἄλλο δὲν μᾶς θανατώνει περισσότερον ἀπὸ τὴν προσευχήν, τὴν νηστείαν καὶ τὴν ταπείνωσιν ὁποῦ κάμνουν οἱ μοναχοὶ καὶ λοιποὶ ὀρθόδοξοι χριστιανοί- διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς πασχίζομεν κατὰ πολλὰ διὰ νὰ τοὺς κάμωμεν οὔτε νὰ προσεύχωνται οὔτε νὰ νηστεύωσιν, ἀλλὰ νὰ ἀμελῶσι καὶ νὰ ὑπερηφανεύωνται, καὶ ἄλλοι νὰ λέγωσιν ὅτι εἶναι εὔμορφοι, ἐνῶ εἶναι ἄσχημοι, καὶ ἄλλοι ὅτι εἶναι προκομμένοι καὶ δὲν γνωρίζουν οὔτε τὰ ἄλφα, καὶ βάνωμεν πολλὴν ἔχθραν ἀνάμεσον τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου διὰ νὰ μαλώνουν, καὶ ἐξ΄αἰτίας τούτου πηγαίνωμεν ἀπὸ τόπον εἰς τόπον, καὶ ἄλλους κάμνωμεν νὰ ἀρνῶνται τὸν Χριστόν, καὶ ἄλλους νὰ ἀφίνουν τὴν μοναχικὴν ζωὴν καὶ νὰ γίνωνται κοσμικοί, καὶ μ΄αὐτὸν τὸν τρόπον τοὺς πέρνομεν μαζὺ εἰς τὴν αἰώνιον κόλασιν. Ἀλλ' ἄκουσε καὶ τοῦτο, Ἅγιε τοῦ Θεοῦ. Ὅτι ἄλλο δὲν μᾶς πειράζει οὔτε ἡ προσευχή, οὔτε ἡ νηστεία, ὅσον ἡ ταπείνωσις. Καὶ αὐτὴν τὴν βλέπομεν εἰς πολλοὺς μοναχοὺς καὶ εἰς ὀλίγους κοσμικούς, ἀλλὰ αὐτοὺς τόσον πολὺ σπουδάζωμεν νὰ τοὺς σείρωμεν εἰς τὸν ἑαυτόν μας, ὅσον τὸ σκουλίκι ὁποῦ βόσκει εἰς τὶ δένδρον καὶ πασχίζει νὰ τὸ ξηράνη καὶ νὰ τὸ καταντήσῃ ἄχρηστον εἰς τὸ νὰ κάμῃ καρπὸν ὥστε νὰ βαλθῇ εἰς τὴν φωτιάν. Τέτοιας λογῆς λοιπὸν πασχίζομεν καὶ ἡμεῖς ὥστε νὰ ξηράνωμεν τὴν καρδία αὐτῶν ὁποῦ πράττουσι τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ. Ὕστερον νὰ τοὺς ῥίξωμεν εἰς τὴν αἰώνιον κόλασιν.
Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἀμὴ τοὺς κοσμικοὺς διατὶ τοὺς πειράζετε";
Λέγει του ὁ Δαίμων - ἐπειδὴ καὶ ὁ Χριστὸς διὰ τὸν Ἀδὰμ ἔῤῥιψε τὸν πρῶτον μας, καὶ ἔχομεν πολὺν φθόνον εἰς αὐτούς, βλέπεις δὲ καὶ ἐτοῦτα τὰ μαχαίρια ὁποῦ ἔχω εἰς τὴν ζῶσιν μου. Ὅλα δι' αὐτοὺς τὰ ἔχω, καὶ ὅταν μεθύσωσιν ἀπὸ τὸ κρασὶ τοὺς βάνω εἰς μάχην πολλὴν καὶ ἀπὸ λόγον εἰς λόγον πιάνονται, καὶ ἐγὼ ἀναμαζώνω τους καὶ σφάζονται, καὶ ὄχι ἐγὼ μοναχός μου, ἀλλὰ καὶ οἱ λοιποί μου ἀδελφοί.
Λέγει του ὁ Ἅγιος "Καὶ ποῦ εἶναι οἱ ἀδελφοί σου";
Λέγει του ὁ Δαίμων "Εἰς κάποιον τόπον γίνεται πανήγυρις καὶ πηγαίνουν ἐκεῖ διὰ νὰ κάμουν σκάνδαλα".
Λέγει του ὁ Ἅγιος "Καὶ πῶς λέγουν τὰ ὀνόματά των";
Λέγει του ὁ Δαίμων "Τὸν ἕναν τὸν λέγουν Κενόδοξον, ἤγουν τῆς κενοδοξίας, καὶ τὸν ἄλλον Θυμώδη, ἐπειδὴ θυμώνει τοὺς ἀνθρώπους καὶ δέρνονται, κάμνοντας καὶ ἀλλὰ πολλότατα κακά, δηλαδὴ νὰ πηγαίνωσιν εἰς τὰ κριτήρια, νὰ ἐξοδεύωσι τὸν βίον τους, ἔχοντες καὶ ἡμεῖς ἀπὸ αὐτοὺς πολὺ διάφορον τουτέστι μερδικόν, μόνον ἐκείνους ἔχομεν ἐχθροὺς ὁποῦ δὲν ἀφίνουν τοὺς ἄλλους νὰ πηγαίνουν εἰς τοὺς Κριτάς, διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς ἐκείνους ὁποῦ δὲν κάμνουν τὸ θέλημα μας πολλὰ τοὺς πολεμοῦμεν, ἀλλὰ δὲν κάμνωμεν τίποτε, καὶ ὅταν ὑπάγωμεν εἰς τὸν πρῶτον μας πολὺ μᾶς μαλώνει καὶ ὑβρίζει. Διὰ τοῦτο παρακαλῶ σε, νὰ μὲ ἀφήσῃς νὰ ὑπάγω, ὅτι πολὺν καιρὸν ἔκαμα ἐδῶ, καὶ ἄργησα, καὶ πλέον μὴ μὲ ἐρωτᾷς, διότι πολὺ θέλει μὲ παιδεύσει ὁ αὐθέντης μου.
Λέγει του ὁ Ἅγιος, τόσους χρόνους ἔχετε, παγκάκιστοι ἐχθροί, ὁποῦ πειράζετε τὸν κόσμον καὶ ἀκόμη δὲν ἐχορτάσατε; Ἀμὴ πάλιν ὁρκίζω σε, εἰς τὸν Παντοδύναμον Θεὸν νὰ μοῦ εἰπῇς τὴν ἀλήθειαν εἰς ὅ,τι σὲ ἐρωτήσω.
Τότε λέγει του ὁ Δαίμων: "Ἀντώνιε, διατὶ μὲ ἔδεσες περισσότερον, ὁποῦ ἐγὼ βιάζομαι; πηγαίνω διατὶ πολὺν καιρὸν ἄργησα ἐδῶ ὁποῦ ἕως τώρα ἤθελα γυρίσει εἰς τὸ θέλημά μου πολλοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ σὺ δὲν μὲ ἀφίνεις, καὶ ὅταν ὑπάγω μὲ μαλώνει ὁ αὐθέντης μου, ἐρῶτα με λοιπὸν ὀγρήγορα, διότι ὅλοι μου οἱ ἀδελφοὶ ὑπάγουν μὲ κανίσκια εἰς τὸν αὐθέντην μας τὸν πρῶτον, καὶ δὲν ἔχω μὲ τὶ νὰ ὑπάγω κ΄ἐγώ, ἐπειδὴ μὲ κατέστησες ἄμοιρον τῆς χάριτός μου, καὶ μὲ μαλώνουν οἱ ἀδελφοί μου ὁποῦ πηγαίνουν εἰς τὰ πανηγύρια.
Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ποῖον εἶναι τὸ μεγαλήτερον σκάνδαλον ὁποῦ δίδετε ἐσεῖς οἱ δαίμονες εἰς τοὺς ἀνθρώπους;"
Λέγει του ὁ Δαίμων "Κενοδοξίαν καὶ εἰς τοῦτο ἐγὼ πιάνω καὶ τοὺς δαιμονίζω, διὰ νὰ πιασθοῦν ἕνας μὲ τὸν ἄλλον, ἔπειτα φθάνει καὶ ὁ θυμώδης ὁ μεγαλύτερός μου ἀδελφὸς καὶ τοὺς δίδει διπλὴν τὴν κενοδοξίαν καὶ τότε πιάνωμεν καὶ τοὺς ἀνακατώνομεν πολλά, καὶ οὕτω κάμνουν τὸ θέλημα μας καὶ τότε ὑπάγωμεν εἰς τὸν αὐθέντην μας, καὶ αὐτὸς πολὺ μᾶς χαίρεται, καὶ μᾶς ἀξιώνει εἰς μεγαλητέραν τιμήν".
Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἀμὴ πῶς δὲν φοβεῖσθε τὸν Θεόν, ἀλλὰ τολμᾶτε καὶ κάμνετε σκάνδαλα εἰς τοὺς χριστιανούς;"
Λέγει του ὁ Δαίμων: "Ἀντώνιε, ἡμεῖς ἔχομεν ἀπὸ τὸν Θεὸν θέλημα, καὶ ὅ,τι θελήσωμεν κάμνωμεν, ἀφίνοντὰς μας καὶ οἱ Ἄγγελοί του νὰ πράξωμεν ὅ,τι θέλωμεν καὶ ἡ παραχώρησις αὕτη δίδεται εἰς ἡμᾶς, διὰ νὰ δοκιμάζωνται οἱ πιστοὶ ἀπὸ τοὺς ἀπίστους• διατὶ ὅσοι ἔχουν πίστιν σταθερὰν δὲν κάμνουν τὰ θελήματα μας, διὰ τοῦτο πηγαίνουμεν καὶ εἰς τὰ τραπέζια ὁποῦ ἔχουν παιγνίδια, καὶ κανένας δὲν μᾶς ἐμποδίζει, καὶ χαιρόμεθα καὶ ἡμεῖς μαζὺ μὲ αὐτούς, καὶ γίνονται ἰδικοί μας ὑπηρέται, καὶ ἀφίνοντες τὸν Θεὸν λατρεύουν ἡμᾶς καὶ πολλαὶς φοραῖς μᾶς ὑβρίζουν, ἀλλ´ ὅταν πίνουν τὸ κρασὶ μὲ τὰ παιγνίδια, πάλιν κάμνουν τὸ θέλημά μας".
Λέγει του ὁ Ἅγιος ὁρκίζω σε εἰς τὸν Θεὸν νὰ μὲ εἰπῇς καὶ τοῦτο "Δηλ. τὴν Κυριακὴν τὶ κάμνετε εἰς τοὺς χριστιανούς;"
Λέγει του ὁ Δαίμων "Ἡμεῖς καθόλου δὲν ἀναπαυόμεθα ὅλον τὸν καιρόν, οὔτε παύομεν τὰ σκάνδαλα, μόνον εἰς αὐτὰ εὑρισκόμεθα παντοτεινά, καὶ τὴν Κυριακὴν κάμνομεν πολλὰ εἰς τοὺς χριστιανοὺς καὶ ἄλλους κάμνομεν νὰ ῥάπτουν, ἄλλους νὰ πραγματεύωνται, ἄλλους νὰ γελοῦν, ἄλλους νὰ τραγωδῶσι, καὶ εἰς τὰς γυναίκας, ἄλλας νὰ τὶς κάμνωμεν νὰ κεντῶσιν, ἄλλας νὰ πραγματεύονται τὴν Κυριακήν, κάμνομεν τοὺς ἄνδρας καὶ τὰς γυναίκας νὰ πολυκοιμῶνται καὶ νὰ μὴ πηγαίνουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, τοὺς δίδομεν πόνον εἰς τὴν κεφαλὴν ἢ εἰς ἄλλο μέρος τοῦ κορμίου, διὰ νὰ εὐρίσκουν πρότασιν, νὰ λέγωσι πῶς δὲν ἠμποροῦν νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, καὶ τὸν χειμῶνα τοὺς δίδομεν ζέσταν, καὶ τὸ καλοκαίριον γλυκύτητα εἰς τὸν ὕπνον καὶ βάρος εἰς τὴν κεφαλὴν διὰ νὰ μὴ σηκωθοῦν νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, καὶ οὕτω κάμνουν καὶ αὐτοὶ τὰ θέλημά μας. Ἐκεῖνοι ὅμως ὁποῦ γυρίζουν εἰς θεογνωσίαν, φεύγωμεν ἀπ΄αὐτοὺς καὶ πηγαίνομεν εἰς ἐκείνους ὁποῦ κάμνουν τὸ θέλημά μας, νὰ ἔχουν καὶ νὰ κρατοῦν τὸν βίον τους, σιμά των ὡς νὰ δουλεύουν τὰς Κυριακὰς καὶ τὰς ἑορτὰς νὰ μὴν τιμοῦν. Ἐκεῖνοι ὅμως ὁποῦ τιμοῦν τοὺς ἁγίους, παρακαλοῦν καὶ οἱ Ἅγιοι δι` αὐτοὺς τὸν Θεόν, καὶ συγχωροῦνται αἱ ἁμαρτίαι των, καὶ ξαναφεύγουν ἀπὸ ἡμᾶς, καὶ ἡμεῖς θρηνοῦμεν πῶς τοὺς ἐχάσαμεν, διατὶ δὲν κάμνουν πλέον τὸ θέλημά μας, καὶ διὰ τοῦτο ὁ πρῶτος μας, πολλὰ συγχίζεται καὶ θλίβεται δι' αὐτούς, τότε δὲ, κάμνει σύναξιν μεγάλην εἰς ὅλους τοὺς Δαίμονας καὶ πολλὰ πολλὰ τοὺς μαλώνει καὶ τοὺς ὑβρίζει, πῶς δὲν ἠμπόρεσαν νὰ κάμουν σκάνδαλα εἰς τοὺς χριστιανούς, τοὺς ἐορτάζοντας τὰς Κυριακάς, διὰ τοῦτο μαλώνει ἡμᾶς καὶ τότε πηγαίνομεν καὶ ἡμεῖς καὶ τοὺς ἀνακατώνομεν καὶ οὕτω κάμνουν πάλιν τὸ θέλημα μας, καὶ ἐπιστρέφομεν εἰς τὸν αὐθέντην μας, καὶ μᾶς χαίρεται κατὰ πολλάς, καὶ μᾶς ἀξιώνει εἰς περισσοτέραν τιμήν, καὶ πάλιν στέλλει καθ' ἕναν ἀπὸ ἡμᾶς εἰς διαφόρους ὑπηρεσίας, δηλαδὴ ἄλλους εἰς τὴν θάλασσαν νὰ παρακινοῦν τοὺς ναύτας νὰ πνίγουν τοὺς ἐπιβάτας διὰ νὰ πάρουν τὸν βίον τους ἂν ἔχουν, ἄλλους εἰς τὰ ποτάμια, καὶ πάλιν στέλλει τὸν ἔξαρχον μὲ ἑκατὸν πεντήκοντα Δαίμονας νὰ ταράσσουν τὴν θάλασσαν διὰ νὰ κινδυνεύουν τὰ καράβια, καὶ νὰ ἀγανακτοῦν οἱ ναῦται καὶ νὰ ὑβρίζουν τὴν πίστιν τους, καὶ νὰ λέγουν πολλὰς ἄλλας βλασφημίας, ἄλλους διὰ νὰ φονεύουν τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἄλλους εἰς τὰ παιγνίδια διὰ νὰ κάμουν σκάνδαλα νὰ μαλώνουν καὶ νὰ ὑβρίζωνται ἕνας τὸν ἄλλον ἄνθρωπον, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ ὁλίγον εἰς ὁλίγον πιάνονται καὶ δέρνονται καὶ ἔτζι κάμνουν τὸ θέλημά μας, δίδοντες εἰς αὐτοὺς πολὺν θυμὸν διὰ νὰ χάνουν τὸν μισθόν τους ἀπὸ τὸν Ἅγιον ὁποῦ ἐορτάζουν, καὶ ἄλλοι πάλιν δαίμονες εἰσχωροῦν εἰς ἀνδρόγυνα καὶ κάμνουν πολλὴν μάχην, καὶ ἄλλοι εἰς ἐκείνους ὁποῦ ἔχουν περισσὸν βίον, διὰ νὰ σκληρύνουν, τὰς καρδίας των καὶ νὰ μὴ λυπῶνται τοὺς πτωχοὺς διόλου, ἀλλὰ μόνον νὰ παίρνουν τῶν πτωχῶν τὸ ἀμπέλι, ἢ τὸ χωράφι, καὶ διὰ τοῦτο σπουδάζομεν πολὺ νὰ μὴ λυπῶνται οἱ πλούσιοι, τοὺς πτωχούς".
Τότε λέγει του ὁ Ἅγιος "Ὁρκίζω σε εἰς τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, νὰ μοῦ εἰπῇς καὶ τοῦτο τὶ ἔχετε ἐσεῖς οἱ δαίμονες μὲ τοὺς πτωχούς;"
Λέγει του ὁ Δαίμων "Ἡμεῖς ἀπὸ τοὺς πτωχοὺς διάφορον δὲν ἔχομεν, παρὰ ἀπὸ ἐκείνους ὁποῦ κλέπτουν, ἐπειδὴ καὶ αὐτοὶ εἶναι ἰδικοί μας δοῦλοι, ἀλλὰ ἀπὸ ἐκείνους ὁποῦ φυλάττουν τὴν πίστιν τους, διάφορον δὲν ἔχομεν."
Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἀμὴ ἐκείνους ὁποῦ δίδουν τὰ ἀργύρια τους μὲ τὸ διάφορον πῶς τοὺς ἔχετε;"
Λέγει του ὁ Δαίμων "Αὐτοὶ εἶναι ἰδικοί μας φίλοι."
Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἀμὴ ἐκείνους ὁποῦ μαντεύουν πῶς τοὺς ἔχετε;"
Λέγει του ὁ Δαίμων "Αὐτοὶ εἶναι ὡσὰν μανάδες μας, ἐπειδὴ πλανοῦν τὸν κόσμον, καὶ ἔρχεται πρὸς ἡμᾶς καὶ ἔχομεν πολὺ διάφορον ἀπὸ αὐτούς, διατὶ ἀφίνουν τὸν Θεόν, καὶ κάμνουσι τὸ ἰδικόν μας θέλημα, ἐπειδὴ κάμνουν τὸν ἑαυτόν τους διὰ Θεὸν καὶ προσκαλοῦν ἡμᾶς διὰ νὰ δώσωμεν εἰς τὸν ἄρρωστον τὴν ὑγείαν του, καὶ τότε ὁ μαντατοφόρος Δαίμων στέλλει δώδεκα ὑπηρέτας νὰ κάμουν φαντασίαν, πῶς ἀπὸ τὴν μαντείαν ἐσηκώθη ὁ ἄρρωστος, καὶ εὐθύς, ὁ μαντατοφόρος Δαίμων γράφει εἰς τὸ κατάστιχόν του ἐκείνους ὁποῦ κάμνουν τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὸ θέλημά του, διὰ τοῦτο καὶ ὁ αὐθέντης μας, πολλὰ τοὺς χαίρεται, καὶ τοὺς ἀξιώνει εἰς μεγαλητέραν τιμήν.
Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἐκείνους ὁποῦ δὲν τιμοῦν τὴν ἁγίαν Κυριακὴν πῶς τοὺς ἔχετε;"
Λέγει του ὁ Δαίμων "Ὡσὰν οἱ γονεῖς τὰ παιδία των - διατὶ ἡμέραν Κυριακὴν μᾶς ἅρπαξεν ὁ Χριστός, ὅσους εἴχαμεν εἰς τὴν κόλασιν."
Λέγει του ὁ Ἅγιος "Διατὶ ἐβάλλατε τοὺς Ἑβραίους καὶ τὸν ἐσταύρωσαν;"
Λέγει του ὁ Δαίμων "Δὲν τὸ ἠξεύραμεν ὅτι ἦτον ὁ Θεός, ἀμὴ ἐνομίζαμεν αὐτὸν διὰ Προφήτην καὶ ἠπατήθημεν. Διότι τὰς βουλὰς τοῦ Θεοῦ κανεὶς δὲν τὰς ἠξεύρει. Λοιπὸν παρακαλῶ σε Ἀντώνιε, ἄφησέ με νὰ ὑπάγω, διότι πολὺ ἄργησα, καὶ πλέον μὲ τοὺς ἀδελφούς μου δὲν θὰ ἔχω ἀνάπαυσιν."
Λέγει του ὁ Ἅγιος, "Ζῇ Κύριος ὁ Θεός μου, δὲν σὲ ἀφίνω ἂν δὲν μοῦ εἰπῇς ἀκόμη τὰς πανουργίας τῶν δαιμόνων."
Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Δαίμων λέγει πρὸς τὸν Ἅγιον "Πολὺ κακὸν ἔκαμες εἰς ἐμέ, Ἀντώνιε, καὶ μὲ ἀργοπορεῖς κάθοντάς με ἐδῶ ἀδιαφόρευτον. Καὶ κατὰ πολλὰ ζημιώνομαι, χάνοντας καὶ τὴν ὑπόληψίν μου ἀπὸ τὸν αὐθέντην μου."
Λέγει του ὁ Ἅγιος εἶπέ μοι καὶ τοῦτο "Αὐτοὺς ὁποῦ δὲν ἀγαποῦν ἕνας τὸν ἄλλον, πῶς τοὺς ἔχετε";
Λέγει ὁ Δαίμων "Ἐδικοί μας κουμπάροι εἶναι, διότι καὶ ἡμεῖς ἀγάπην ἀναμεταξύ μας δὲν ἔχομεν, καὶ ἐκεῖ ὁποῦ εὑρίσκεται ἡ ἀγάπη δὲν ἠμποροῦμεν νὰ ἐμβῶμεν εἰς αὐτοὺς διὰ νὰ ἐνεργήσωμεν ὅλα ἐκεῖνα, ὁποῦ θέλομεν καὶ ἀρέσουν τοῦ αὐθέντος μας, διότι ὁ Θεὸς δὲν ἐπιθυμεῖ περισσότερον ἄλλο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, εἰμὴ τὴν ἀγάπην, διὰ τοῦτο καὶ ἐκεῖνοι ὁποῦ ἔχουν τὴν ἀγάπην πρὸς τοὺς γειτόνους των, στεκόμεθα μακρὰν ἀπὸ αὐτούς.
Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἀμὴ αὐτοὺς ὁποῦ δίδουν ἐλεημοσύνην εἰς τοὺς πτωχοὺς πῶς τοὺς ἔχετε";
Λέγει του ὁ Δαίμων "Πολλαῖς μαχαιριαῖς ἐμπήγουν εἰς τὴν καρδίαν μας ὅλοι ἐκεῖνοι ὁποῦ λυποῦνται τοὺς πτωχούς, διότι εὐσπλαγχνίζεται καὶ αὐτοὺς ὁ Θεός, καὶ ἅμα δώσουν τὴν ἐλεημοσύνην εἰς τοὺς πτωχοὺς σβύνονται ἀπὸ τὸ κατάστιχον τῶν γραμμάτων μας αἱ ἁμαρτίαι των, καὶ ἡμεῖς χάνομεν τὸν κόπον μας, καὶ δὲν ἔχομεν ἀπὸ αὐτοὺς ποσῶς διάφορον."
Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἀμὴ ἐκείνους ὁποῦ κρατοῦν τὸ δίκαιον τῶν πτωχῶν, πῶς τοὺς ἔχετε;"
Λέγει του ὁ Δαίμων "Αὐτοὶ εἶνε τραπεζῖται ἐδικοί μας, ἐπειδὴ αὐτοὶ ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος πέρνουν τὸ δίκαιον τῶν πτωχῶν, καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο τὸ ἁρπάζομεν ἡμεῖς, καὶ διὰ τοῦτο ποτέ τους δὲν χορταίνουν, καὶ εἰς αὐτὸ χαιρόμεθα πολύ• ἀλλὰ δὲν ἤξευρα πῶς ἔχεις νὰ μὲ κρατήσῃς ἐδῶ τόσον καιρόν, ἀλλὰ ἤθελα νὰ φύγω μακρὰν ἀπὸ ἐσένα ὥσπερ δαίμων".
Λέγει του ὁ Ἅγιος "Καὶ ἐγὼ θαυμάζω πῶς ἐσεῖς οἱ δαίμονες κάμνετε τόσον κακὸν εἰς τὸν κόσμον"
Λέγει του ὁ Δαίμων "Διὰ τοῦτο μᾶς ἐκαταράσθη ὁ Θεός, διὰ νὰ μὴν ἔχωμεν κανένα καλόν, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν καλωσύνην ν΄ἀπέχωμεν πάντοτε καὶ διὰ τοῦτο ἐργαζόμεθα κάθε λογῆς κακὸν εἰς τὸν κόσμον, ὡς καὶ εἰς τοὺς βασιλεῖς, καὶ εἰς τοὺς πατριάρχας, καὶ εἰς τοὺς μητροπολίτας καὶ εἰς τοὺς ἱερεῖς καὶ μοναχοὺς καὶ ὁσίους καὶ εἰς τοὺς πτωχοὺς καὶ πλουσίους, καὶ εἰς ὅλους δίδομεν σχεδὸν τὴν φιλαργυρίαν, τὴν μάχην, τὴν ζηλίαν, τὸν φθόνον καὶ ὅλα τὰ ἐπίλοιπα κακά, καὶ ὡς ἐκ τούτου γίνονται φίλοι μας. Καὶ τὶ νὰ σὲ εἰπῶ, Ἀντώνιε, αἱ τέχναι μας εἶναι ἀμέτρηται."
Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἀμὴ εἰς τὰ παιδία τὶ κάμνετε ἐκεῖ ὁποῦ παίζουν;"
Λέγει του ὁ Δαίμων "Ἐκεῖ ἔχομεν ἡμεῖς τὴν χάριν μας καὶ κάμνομεν πολλὰς τέχνας διὰ νὰ σφαγοῦν ἢ νὰ ἐβγάλουν τὰ ὀμμάτια τους, ἢ νὰ τσακίσουν τὰ χέρια τοὺς καὶ τὰ ποδάρια τους, καὶ ἀλλὰ πολλὰ κακὰ ἐργαζόμεθα διὰ νὰ θυμώνεται τὸ ἕνα κατὰ τοῦ ἄλλου, καὶ νὰ πηγαίνουν οἱ γονεῖς των εἰς τὰ κριτήρια καὶ εἰς τοὺς αὐθεντάδες νὰ ἐξοδιάζουν τὸ βίον τους καὶ νὰ χαλοῦν τὰ ὑπάρχοντά τους καὶ νὰ τὰ φθείρουν τοῦ κακοῦ, ἐπειδὴ αὐτὸ εἶναι διάφορον ἐδικόν μας ὁποῦ ἔχωμεν καὶ ἀπὸ τὰ δύο μέρη."
Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἀμὴ εἰς τὸν διδάσκαλον, ὁποῦ μανθάνει τὰ παιδία ἱερὰ γράμματα, ὑπάγετε καὶ ἐκεῖ νὰ κάμνετε σκάνδαλα;"
Λέγει του ὁ Δαίμων "Εἰς αὐτὰ ὑπάγομεν, ἀμὴ στεκόμεθα ἀπὸ μακράν, διότι κρατοῦν τὰ βιβλία καὶ διαβάζουν τὰ γράμματα, μὲ τὰ ὁποῖα πολλά μᾶς κατακρίνουν καὶ μᾶς κατηγοροῦν, διὰ τοῦτο δὲν ὑπάγωμεν σιμά των, παρ΄ὅταν παύσουν καὶ δὲν διαβάζουν, τότε ὑπάγωμεν κοντά των καὶ βάνωμεν εἰς αὐτὰ πολλοὺς λογισμοὺς διὰ νὰ μισοῦν τὸ γράμματα, διὰ νὰ μὴ διαβάζουν, ὥστε νὰ μισοῦν τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ κάμνουν τὸ θέλημά μας, διατὶ διαβάζοντας πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ παιδία γυρίζουν εἰς θεογνωσίαν καὶ ἔχουμεν πολλὴν ἀδικίαν ἀπὸ αὐτά, καὶ διὰ τοῦτο σπουδάζομεν νὰ κάμνουν τὸ θέλημά μας βάνοντας εἰς αὐτά, μεγάλας παιδεύσεις καὶ τιμωρίας, καὶ τότε τὰ γράφομεν εἰς τὸ κατάστιχόν μας, συντρίβοντες ἀπὸ αὐτὰ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ ἐπειδὴ ὅσοι ἀναγινώσκουν τὰ γράμματα πολλὰ μᾶς ὑβρίζουν, καὶ διὰ τοῦτο κάμνομεν τὰ παιδία νὰ μισοῦν τὰ γράμματα, καὶ νὰ μὴ θέλουν νὰ τὰ ἰδοῦν, κάμνοντες καὶ τοὺς γονεῖς των νὰ γίνωνται ἀμελεῖς καὶ νὰ μὴν τὰ παιδεύουν εἰς τὰ γράμματα" ἐπειδὴ διὰ τῶν ἱερῶν γραμμάτων δοξάζεται ὁ Θεὸς διὰ τὴν πολλὴν χάριν ὁποῦ ἔχουν.
Ταῦτα ἄκουσας ὁ Ἅγιος παρὰ τοῦ Δαίμονος, εἶπεν εἰς αὐτόν «Ἐπιτιμήσει σε, Κύριος ὁ Θεός, διάβολε, εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον, τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τῆς ἀγγέλοις αὐτοῦ». Καὶ παρευθὺς ἔγεινεν ἄφαντος ὁ Δαίμων ἀπ´ αὐτόν. Καὶ μείνας ὁ Ἅγιος ἐκστατικὸς ἐκείνην τὴν ὥραν, εἶπε "Θεὲ Παντοκράτωρ καὶ Κύριε τοῦ ἐλέους, ὁ ποιήσας τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς, αὐτὸς δεσπότα φιλάνθρωπε, ἐλευθέρωσόν με ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ παμπόνηρου διαβόλου" καὶ ποιήσας προσευχὴν ὁ Ἅγιος ὕπνωσεν ὁλίγον. Προσελθὼν λοιπὸν Ἄγγελος Κυρίου εἶπε πρὸς αὐτόν "Ἀντώνιε, εἶδες τὸν πονηρὸν δαίμονα;" Ναί, εἶδα αὐτὸν ἀπεκρίθη ὁ Ἅγιος -ἀμὴ ποῖος εἶσαι ὁποῦ μοῦ συντυχαίνεις; Λέγει του, ὁ Ἄγγελος "Ἐγὼ εἶμι ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ καὶ ἤλθα νὰ σοῦ εἰπῶ νὰ γράψεις τὰς πανουργίας τῶν δαιμόνων καὶ νὰ τὰς φανέρωσῃς εἰς τὸν Κόσμον". Ἔξυπνος δὲ γενόμενος ὁ ὅσιος, ἐνεθυμήθη τὰ λόγια τοῦ Ἀγγέλου, καὶ εὐχαριστήσας τὸν Θεόν, εἶπεν "Εὐχαριστῶ σοι Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεὸς τῶν Δυνάμεων, ὁποῦ ἔστειλας τὸν Ἄγγελόν σου λέγοντάς μου νὰ γράψω τὰς πανουργίας τῶν δαιμόνων, πῶς αὐτοὶ κάμνουσι φθόνους, φόνους, μάχας καὶ ζηλοφθονίας μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν καὶ ἐνεργοῦν εἰς αὐτοὺς νὰ ἐχθρεύωνται ἕνας τὸν ἄλλον, νὰ μὴν τιμοῦν τὴν ἁγίαν Κυριακήν, ὁποῦ ἔγεινεν ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ"
Διὰ τοῦτο τέκνα μου ἀγαπητά ἐν Χριστῷ, παρακαλῶ νὰ ἀκούσητε ταύτην μου τὴν νουθεσίαν, καὶ νὰ ἀπέχητε ἀπὸ κάθε λογῆς παιγνίδια καὶ ἀτοπήματα, ἐπειδὴ αὐτὰ χαίρονται νὰ βλέπουν οἱ πονηροὶ δαίμονες, ὁποῦ προξενοῦν εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἀμέτρητα σκάνδαλα, καὶ νὰ παρακαλῆτε τὸν Θεὸν νὰ σᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπὸ ὅλα τὰ κακὰ καὶ τὰς ἐνέδρας τοῦ μιαροῦ ἐχθροῦ μας, δαίμονος, καὶ νὰ ἔχωμεν τὸν Θεὸν βοηθόν μας, οὗ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πηγή: Ορθόδοξοι Πατέρες
Ο άνθρωπος δεν ημπορεί να νοιώθει ελεύθερος παρά γνωρίζοντας την αλήθεια. Άλλωστε ο ίδιος ο Κύριος το τονίζει προς κάθε ψυχή. “Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς”. (Ιωάν. η' 32).
Αυτή την αλήθεια, την κατέχει η Εκκλησία μας δια της Ιεράς Αποστολικής παραδόσεώς της, τόσο στην γραπτή, όσο και στην προφορική της μορφή. Το δε Αποστολικό ανάγνωσμα, αναφέρεται σε μεγάλες δογματικές αλήθειες που έχουν να κάνουν με τον Θεό, που είναι ο δημιουργός τού σύμπαντος κόσμου, αλλά και με την αναδημιουργία και σωτηρία τού ανθρώπου δια του Ιησού Χριστού, ο οποίος είναι ασυγκρίτως ανώτερος από όλα τα “λειτουργικά πνεύματα τα εις διακονίαν αποστελλόμενα δια τους μέλλοντας κληρονομείν σωτηρίαν” (Εβρ. α' 14).
Ας εμβαθύνουμε όμως στο ότι ο Θεός είναι ο δημιουργός.
Πράγματι, πριν “ο Πατήρ, δι΄ Υιού και εν Αγίω Πνεύματι” δημιουργήσει “εκ του μη όντος” τον ορατό και αόρατο κόσμο, ουδέν υφίστατο. Ο Θεός που ευρίσκεται έξω των διαστάσεων του χώρου και του χρόνου, δημιουργεί αυτά “εκ του μηδενός”. Έμπλεος ιερού ενθουσιασμού ο Δαβίδ μελωδεί: “Αυτός είπε και εγενήθησαν, Αυτός ενετείλατο και εκτίσθησαν” (Ψαλμ. λβ΄9).
Αλλά και τα δικά μας, τα πύλινα χείλη θα πρέπει να αντλούν από το βάθος τής καρδίας και να ψάλλουν με αίσθημα δέους και θαυμασμού. Με δοξολογία ακατάπαυστη και ευχαριστία αγιόλεκτη προς τον άπειρο Δημιουργό που στην “έκρηξη” της αγάπης του δημιούργησε τα πάντα μέσα σε τόση αρμονία και τέτοια ομορφιά. Όσο μάλιστα ο πιστός Χριστιανός αγωνίζεται να εφαρμόσει το άγιο και σωστικό θέλημα του Θεού, όσο προσπαθεί ν' αγαπήσει εξ' όλης τής καρδίας του τον Κύριο Ιησού Χριστό, τόσο και το εσωτερικό του πλημμυρίζει από αισθήματα αληθούς ταπεινώσεως και ανεκφράστου αγάπης ενώπιον αυτής της θείας μεγαλειότητος. Ταυτοχρόνως δε αισθήματα υπακοής στο νόμο Του, οδηγούν τον πιστό εις την οδό τής αγιότητος.
Αλλ' εάν αυτά ισχύουν για την υλική και πνευματική δημιουργία, πόσο μάλλον δονείται η όλη ύπαρξις ενώπιον της αναδημιουργίας του ανθρώπου. Όταν δηλ. καθίσταται όσο το δυνατόν κατανοητό το τι ακριβώς συνέβη δια της παρακοής τού ανθρώπου και στην συνέχεια με ποίο τρόπο ο Θεός επανέφερε την εικόνα Του, δια της ενανθρωπίσεως, σε πλεονεκτικότερη θέση και σε υψηλότερη κατάσταση από αυτή την αρχική.
Ναι, ο άνθρωπος δεν στάθηκε στο ύψος στο οποίο τον τοποθέτησε εξ' αρχής ο Θεός. Αμάρτησε και ξέπεσε. Το “αρχαίον κάλλος αμαυρώθη”. Ουδείς μπορούσε να επαναφέρει τον άνθρωπο στο βάθρο του. Εκεί δηλ. που ο Θεός τον είχε τοποθετήσει, μεταξύ ουρανού και γης. Χρειαζόταν λοιπόν νέα, πνευματική αυτή τη φορά αναδημιουργία. Και το έργο αυτό το αναλαμβάνει ο Υιός και Λόγος τού Θεού, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Γίνεται άνθρωπος όμοιος με εμάς, χωρίς αμαρτία, για να αναπλάσει και σώσει τον ένοχο άνθρωπο. Έτσι, με το κοσμοσωτήριο έργο Του ο Χριστός, σώζει εκείνον που πραγματικά θέλει να σωθεί.
Μας έδωσε την χάρη· μας χορηγεί την ζωή· μας εξασφάλισε την ανάσταση και επιπλέον διήνοιξε τις πύλες τής αιωνίου ζωής και βασιλείας! Με δυο λόγια: Μας έσωσε!
Αυτό είναι το μέγα πλεονέκτημα που έχουμε οι πιστοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Έχουμε τον Θεό όχι μόνο δημιουργό μας, αλλά και Σωτήρα μας.
Σε τι αλήθεια βάραθρο πνευματικό και σε τι είδους ηθική και πνευματική αναισθησία θα πρέπει να ευρίσκεται ο άνθρωπος που παραμένει αδιάφορος μπροστά σε τούτα τα συγκλονιστικά γεγονότα. Και άνευ αντιρρήσεως, πόσο αδικεί κανείς τον ίδιο του τον εαυτό όταν ο ίδιος ο Δημιουργός και Σωτήρας τού προσφέρεται, ενώ αυτός επιμένει στο να κρατά κλειστή την ύπαρξή του στους σωστικούς χτύπους τής χάριτος.
Είναι παράλογο. Και όμως, υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι πεισματικώ τω τρόπω αρνούνται αυτή την θεϊκή αγάπη και κάποιοι άλλοι, αλλοίμονο, δαιμονικώ τω τρόπω, προσπαθούν οι ανόητοι να αμαυρώσουν την λάμψη τού Σωτήρος Χριστού.
Αλλά όπως όλες οι ενέργειές μας, από του πλέον ασημάντου λόγου, έως και του υψηλοτέρου έργου, νομοτελειακώς φέρουν και τα αποτελέσματά τους, ούτω πως και επιπλέον, εις την περίπτωση της μη αποδοχής τής σωτηρίας, η άρνηση φέρει και αυτή τα δικά της τραγικά αποτελέσματα. Είναι δε εντελώς παράλογη η ένστασις ορισμένων ότι δήθεν τα επίχειρα της κακής τους προαιρέσεως, στερούν την ελευθερία τους, αφού γνωρίζουν εξ' αρχής τα αποτελέσματα της οιασδήποτε συμπεριφοράς και τελικώς είναι στο χέρι τους ελευθέρως να αποδεχθούν τη σωτηρία τους ή να επιλέξουν την “ένδικον μισθαποδοσίαν” η οποία και τους αναμένει. Και επειδή έτσι έχει η πραγματικότητα, είτε γίνεται ελευθέρως αποδεκτή, είτε ορισμένοι θέλουν να ξεγελούν τον εαυτόν τους, γι' αυτό και ο Απόστολος στο τέλος τού αναγνώσματος ερωτά: “ει γαρ ο δι' αγγέλων λαληθείς λόγος εγένετο βέβαιος, και πάσα παράβασις και παρακοή έλαβεν ένδικον μισθαποδοσίαν, πώς ημείς εκφευξόμεθα τηλικαύτης αμελήσαντες σωτηρίας;” (Εβρ. β' 2-3).
Επομένως, είναι απόλυτη ανάγκη “περισσοτέρως ημάς προσέχειν τοις ακουσθείσι”. Να προσέχουμε το αυθεντικό κήρυγμα της Εκκλησίας μας όπως αυτό εκφράζεται δια των αγίων Αποστόλων, των Πατέρων και Διδασκάλων, των Οσίων και Αγίων μας, και όχι τα οθνεία διδάγματα της ψευδοκουλτούρας και της πλανεμένης θεολογίας – “σκοτολογίας”, “μή ποτε παραρρυώμεν”.
Ας μη λησμονούμε δε ποτέ ότι το γνήσιο και ζωντανό κήρυγμα δε συμπορεύεται με το πνεύμα τού κόσμου, αλλά αφυπνίζει προς αγώνα, ομολογία και αγιότητα. Αμήν.
Γράφει ο Αρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος,
Ιεροκήρυξ Ι. Μ. Δρ. Πωγ. &Κονίτσης
e-mail: ioil.konitsa@gmail.com
Πηγή: Θρησκευτικά
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...