Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
«Ἠμεῖς Χριστιανοί μου, δίκαιοι ἤ ἁμαρτωλοί εἴμεθα; Ἀνίσως καί εἴμεθα δίκαιοι, καλότυχοι καί τρισμακάριοι. Εἰ δέ καί εἴμεθα ἁμαρτωλοί, τώρα εἶναι καιρός νά μετανοήσωμεν, νά παύσωμεν ἀπό τά κακά καί νά κάμνωμεν τά καλά, διότι ἡ κόλασις μᾶς καρτερεῖ.
Πότε θά μετανοήσωμεν; Ὄχι αὔριον ἤ μεθαύριον, ἀλλά σήμερον, διότι ἕως αὔριον, δέν ἠξεύρομεν τί θά πάθωμεν» .
Αὐτά τά πατρικά, τά προτρεπτικά, τά ἁγιασμένα λόγια περιλαμβάνονται στήν πρώτη διδαχή τοῦ μεγάλου μας ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, τοῦ κήρυκος τῆς μετανοίας.
Ἐκεῖνος πού ἄφησε τήν προσωπική του ἡσυχία, τήν ἄσκησί του καί τήν ἀγαπημένη του ἔρημο, πού προτιμοῦσε νά χαθῆ γιά νά σωθοῦν οἱ ἀδελφοί του, καλεῖ ὅλους νά μετανοήσουν.
Ἁγιασμένος, καθαρός στή ζωή, ἄγγελος ἐπίγειος, γνωρίζει σάν πνευματέμφορος πατέρας, τί εἶναι ἁμαρτία, τί εἶναι μετάνοια, ποῦ ὁδηγεῖται ἡ ψυχή ὅταν κλείσει ὁ ἄνθρωπος τά μάτια καί φύγει ἀμετανόητος ἀπό τόν πρόσκαιρο καί μάταιο αὐτό κόσμο, ἀλλά καί πῶς ἐλευθερώνεται, σώζεται, ἁγιάζεται, ὅταν, εἰλικρινά καί συνειδητά, μετανοήσει…
Αὐτή τήν ἀνάγκη τῆς μετανοίας, ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἅς ἐπιτραπῆ νά σχολιάσουμε μέ ἁπλές σκέψεις:
Ἡ μετάνοια, προϋποθέτει τήν παρουσία, τήν ὕπαρξι, τήν διάπραξι τῆς ἁμαρτίας. Ἡ μετάνοια ἐπιδιώκεται καί βιώνεται ἀπό τόν χριστιανό, μέ ἀνύστακτη ἐπιμέλεια, γιά νά ἐλευθερωθῆ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν θανατηφόρο ἁμαρτία. Ὁ ἄνθρωπος, ὁ χριστιανός πού ζεῖ μέσα στήν ἁμαρτία, εἶναι ἐκτός ἑαυτοῦ. Γιά νά μετανοήση, πρέπει νά ἔλθη εἰς ἑαυτόν, στά λογικά του.
Σ’ ὁλόκληρη τήν πατερική παράδοσι, τονίζεται, ὅτι ἡ μετάνοια δέν ἐξαντλεῖται σέ ὁρισμένες ἀντικειμενικές βελτιώσεις τῆς συμπεριφορᾶς, οὔτε σέ τύπους καί σχήματα ἐξωτερικά, ἀλλά ἀναφέρεται σέ μιά βαθύτερη καί καθολικώτερη ἀλλαγή τοῦ ἀνθρώπου.
Δέν εἶναι μιά παροδική συντριβή ἀπό τή συναίσθησι διαπράξεως κάποιας ἁμαρτίας, ἀλλά μιά μόνιμη πνευματική κατάστασι, πού σημαίνει σταθερή κατεύθυνσι τοῦ ἀνθρώπου πρός τό Θεό, καί συνεχή διάθεσι γιά ἀνόρθωσι, θεραπεία καί ἀνάληψι τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνα.
Μετάνοια εἶναι τό νέο φρόνημα, ἡ νέα σωστή πνευματική κατεύθυνσι, πού πρέπει νά συνοδεύη τόν ἄνθρωπο, μέχρι τή στιγμή τοῦ θανάτου.
Μετάνοια εἶναι, ἡ δυναμική μετάβασι ἀπό τήν παρά φύσι κατάστασι τῶν παθῶν καί τῆς ἁμαρτίας, στήν περιοχή τῆς ἀρετῆς καί τοῦ κατά φύσιν, εἶναι ἡ τελεία ἀποστροφή τῆς ἁμαρτίας καί ἡ πορεία ἐπιστροφῆς στό Θεό.
Ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος, εἶναι τό ξεκίνημα γιά τήν ἀνακάλυψι τῆς κάθε ἁμαρτίας, τήν ἀληθινή μετάνοια, τήν εἰλικρινῆ ἐξομολόγησι καί τήν ἀπάλειψι τῶν ἁμαρτιῶν μας.
Χρειάζεται ὅμως νά συνειδητοποιήση ὁ ὁδηγούμενος στήν μετάνοια, τό φοβερό, τό καταστρεπτικό, τό θανατηφόρο τῆς ἁμαρτίας, καί νά θελήση νά τήν ἀποτινάξη χωρίς ἐπιφυλάξεις.
Τί εἶναι ἁμαρτία;
«Ἁμαρτία ἐστίν ἀνομία» (Ἀ’ Ἰωάννου 3, 4) μᾶς λέει τό Πανάγιο Πνεῦμα διά τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου.
Ἁμαρτία εἶναι, παράβασις τοῦ Θείου Νόμου.
Ὁ Θεός μας ἐνομοθέτησε τόν νόμον Του, ὄχι γιά τή ἐξυπηρέτησι τῶν ἰδικῶν Του συμφερόντων, οὔτε γιά τή δόξα Του καί τήν ἁγιωσύνη Του, διότι εἶναι ἀνενδεής.
Τόν νόμον Του τόν ἐνομοθέτησε, γιά τό δικό μας ψυχικό συμφέρον, ἀπό ἀγάπη καί εὐσπλαχνία κινούμενος.
Ὅποιος ἁμαρτάνει, παραβαίνει τόν θεῖο νόμο καί γίνεται παραβάτης καί ἔνοχος ἔναντι τοῦ Θεοῦ, δέν ἀναγνωρίζει Κύριό του τόν Θεό, ἀλλά τόν διάβολο. Ὁ Ἀπ. Παῦλος, ὀνομάζει τό προπατορικό ἁμάρτημα «ἀπάτη τοῦ διαβόλου».
Κατά τούς θεοφόρους Πατέρας ὁ διάβολος εἶναι ὁ ἀρχηγός καί πρωταίτιος τῆς ἁμαρτίας, καί ὁ ἄνθρωπος συναίτιος.
Οἱ πρωτόπλαστοι μποροῦσαν νά ἐπιλέξουν, εἴτε νά ζοῦν κοντά στόν Θεό, εἴτε νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπό Αὐτόν.
Ὁ Ἀδάμ ἐπέλεξε τό δεύτερο. Παρήκουσε τόν Δημιουργό, καί ἀντάλλαξε τήν φιλία τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ὑποδούλωσι στόν διάβολο. Καί ἀπεκόμισε μέ τήν ἁμαρτία του, τίς γνωστές συνέπειες οἱ ὁποῖες ἁπλώθηκαν σέ ὅλο τόν κόσμο.
Τό ἴδιο ἔκανε καί ὁ ἐπιστρέψας βέβαια, ἄσωτος υἱός.
Ὁ ἄσωτος ἀπομακρύνθηκε ἀπό τήν ἀγάπη, τή σκέπη, ἀπό τήν φροντίδα, ἀπό τήν ἀγκάλη τοῦ πατέρα, πορεύθηκε «εἰς χώραν μακράν». Καί ἐκεῖ ἔζησε πάλι τίς φοβερές συνέπειες τῆς ἁμαρτίας του.
Ὁ Ἀπόστολος Ἰωάννης μᾶς γνωρίζει ὅτι: «ὁ ποιῶν τήν ἁμαρτίαν ἐκ τοῦ διαβόλου ἐστίν» (Α’ Ἰωάν. γ’).
Ἀπό κάθε ἄνθρωπο ὀφείλει νά γίνη συνείδηση, ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι θέλημα καί ἐπιδίωξη τοῦ διαβόλου καί φέρει στόν ἄνθρωπο τήν ἀποξένωσι καί τόν χωρισμό ἀπό τόν Θεό. Εἶναι πνευματική θανατηφόρος ἀσθένεια τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἔξοδος τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό κατά φύσιν, καί κίνησίς του, πρός τό παρά φύσιν.
Νοιώθει αὐτή τήν ἀσθένεια ὁ προφήτης Δαυίδ καί φωνάζει πρός τόν μέγα Ἰατρόν: «ἴασαι τήν ψυχήν μου ὅτι ἥμαρτόν σοι». Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας ὀνομάζει τήν ἁμαρτία ἀσθένεια. «Οὔ χρείαν ἔχουσιν οἱ ὑγιαίνοντες Ἰατροῦ, ἀλλά οἱ κακῶς ἔχοντες» (Λουκ. ε΄, 31).
Αὐτή ἡ ἀσθένεια τήν ὁποία φέρει στόν ἄνθρωπο ὁ διάβολος, δέν μᾶς ἀφήνει νά γευώμαστε τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ μας. Αὐτός πού ἁμαρτάνει σκοτίζεται, χάνει τήν πνευματική διαύγεια, δέν μπορεῖ νά γνωρίση, νά νοιώσει, νά δῆ τό Θεό, ἀποστερεῖται τή χάρι τοῦ Θεοῦ Πατρός, ἀποκόπτεται ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀπό τήν εὐλογία της, ἀπό τά χαριτόβρυτα ἁγιαστικά, ἀπό τά σωστικά μυστήρια, ἀπό τό φωτισμό τοῦ Θεοῦ, καί πορεύεται εἰς «χώραν ξένην» ἀπό τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Γιά παράδειγμα, ἀφοῦ ὁ ἄσωτος διεσκόρπισε τίς θεῖες δωρεές μέ τήν ἀποστασία του, ἔζησε τόν λιμό τόν ἰσχυρό, μέ τήν «παντελῆ σπάνιν τῶν τήν ψυχήν συγκρατούντων πνευματικῶν βρωμάτων», ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής «Ἤρξατο ὑστερεῖσθαι ὁ ἄσωτος» (Λουκ. ιγ΄, 14).
Ὅπως ὁ ἀσθενής σωματικῶς δέν μπορεῖ νά ἀπολαύσῃ ὅλα τά ὑλικά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ὁ ψυχικά ἀσθενής, ὁ ἐν ἁμαρτίᾳ παραμένων, δέν μπορεῖ νά χορτάσῃ τά πνευματικά ἀγαθά, νοιώθει κενός – ἔρημος, γιατί μόνο ὁ Θεός, ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, φέρει χορτασμό στόν ἄνθρωπο.
Οἱ ἄνθρωποι σήμερα, ἔχουν ὅλα τά ἀγαθά τῆς γῆς. Τά χαίρονται; Τά ἀπολαμβάνουν μέ πηγαία χαρά, εἰρήνη, εὐτυχία;
Μέ πολλή ἀγωνία, ταραχή καί ἀβεβαιότητα ζοῦν, δέν μποροῦν νά χαροῦν τό πλήρωμα τῆς χαρᾶς καί τῆς εἰρήνης, γιατί ἡ ἁμαρτία δέν ἀφήνει νά κατοικήσει στήν καρδιά ὁ εἰρηνοποιός Χριστός. Καί αὐτά τά ὑλικά ἀγαθά δέν τά χαίρονται ὅπως θά ἐπιθυμοῦσαν. Γιατί ζοῦν, ἁμαρτάνοντες, μέσα σέ διαρκῆ σύγχυσι.
Ἡ ἁμαρτία ἀπό τή φύσι της εἶναι γεννήτρια τῆς συγχύσεως καί τῆς ταραχῆς.
Δέν τό ὁμολογεῖ ὁ προφήτης; «Ἐν ἐμοί ἐταράχθη ἡ καρδία μου».
«Γιά τούς ἁμαρτωλούς ἀνθρώπους, δέν ὑπάρχει ποτέ γαλήνη… ἀλλά νοιώθουν ταραχή μεγαλύτερη ἀπό ὁποιοδή-ποτε πέλαγος…», λέει ὁ Ἰ. Χρυσόστομος καί συνεχίζει: «Ὅσοι ἁμαρτάνουν καί δέν μετανοοῦν, συζοῦν μέ τό διαρκῆ φόβο».
Καί ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει: «Ἐάν ἐσύ ζητᾶς νά ἔχης εἰρήνην μέ τήν ἁμαρτίαν καί μέ τούς ἐχθρούς τοῦ Θεοῦ δαίμονας, ἤξευρε ὅτι ἡ συνείδησίς σου, δέν θέλει παύση ἀπό τό νά σέ πολεμᾶ…».
Μόνον ὁ Χριστός , μπορεῖ, νά προσφέρῃ ἐκ νέου στόν ἄνθρωπο τήν ἀληθινή εἰρήνη.
Ἀκόμη ἡ ἀσθένεια, ἡ ἁμαρτία, ἐξασθενεῖ τόν ἄνθρωπο, τόν ὑποδουλώνει στά πάθη καί τόν κάνει δοῦλο τοῦ Σατανᾶ. «Ὦ, τίς ἤττηται, τοῦτο καί δεδούλωται…» (Β’ Πετρ. β΄, 19). Ἡ ἁμαρτία εἶναι σκληρή δουλεία τοῦ ἀνθρώπου στά πάθη καί τό διάβολο. Πόσο ὠραία παριστάνει αὐτή τήν πραγματικότητα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μέ τά θεόπνευστα λόγια του:! «Οὐ γάρ ὅ θέλω ποιῶ ἀγαθόν. ἀλλ’ ὅ οὐ θέλω κακόν, τοῦτο πράσσω» (Ρωμ. ζ’, 19).
Τήν ζεῖ τή δουλεία ὁ ἄνθρωπος πού ἁμαρτάνει. Ὑποφέρει ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀλλά δέν μπορεῖ νά ἐλευθερωθῇ μόνος του. Πόσο ἁπλό π.χ. φαίνεται τό πάθος τοῦ καπνίσματος. Πόσο δύσκολο, ὅμως, εἶναι νά ἐλευθερωθῇ ὁ ἄνθρωπος, πού ἄφησε τόν ἑαυτό του νά ὑποχωρήσῃ σέ αὐτή τήν ἀδυναμία, τήν ἀσθένεια. Προμηθεύς δεσμώτης, ἀλύτρωτος καταντᾶ.
Τό διακηρύσσει καθαρά ὁ Κύριος: «Πᾶς ὁ ποιῶν τήν ἁμαρτίαν δοῦλος ἐστι τῆς ἁμαρτίας…», φυσικά καί τῶν συνεπειῶν της.
Γλυκάθηκε στήν ἀρχή μέ τήν ἁμαρτία του ὁ ἄσωτος, ἀλλά στή συνέχεια ἄφησε μόνιμη αἴσθησι στυφότητος καί πικρίας, ἡ ἁμαρτία. Μά αὐτή ἡ ρίζα τῆς ἁμαρτίας, εἶναι ρίζα πικρίας. Ὅπως γράφει ὁ Ζυγαβηνός «εἶναι κεράτια, κατά ἀναγωγήν αἱ ἡδοναί … Ὥσπερ ἐκεῖνα γλυκαίνουσιν ἐπί βραχύ τήν γεῦσιν, εἶτα στύφουσιν ἐπί πλεῖον, οὕτω καί αὗται τό μέν ἡδῦνον πρῶτον καί πρόσκαιρον ἔχουσι, τό δέ πικραῖνον ὕστερον καί αἰώνιον».
Ἡ γλυκύτητα τῆς ἡδονῆς εἶναι πρόσκαιρη, ἡ πικρότητα τῆς ὀδύνης μακροχρόνια καί αἰώνια. Γιατί ἄν δέν θεραπευθεῖ ἡ ἀσθένεια, θά ἔλθῃ ὁ θάνατος, ὁ αἰώνιος θάνατος. Μή λησμονοῦμε ποτέ αὐτό πού ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς μᾶς λέει: «Νά παύσωμεν τά κακά, νά κάμωμεν τά καλά, διότι ἡ κόλασις μᾶς καρτερεῖ».
Ὁ ἄνθρωπος πού ζεῖ μέ τό Θεό, ζεῖ ζωή ἀληθείας, φωτός, ἀναγεννήσεως, μεταμορφωμένη ζωή, ἡ ὁποία τόν ἑνώνει μέ τόν Θεό καί τόν καθιστᾶ ἄξιο, νά ἀναστηθῆ κατά τήν Δευτέρα Παρουσία καί νά ζήσῃ αἰωνίως.
Ἡ ἁμαρτία, σάν ἄρνησι τοῦ Θεοῦ, ἀπομακρύνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τό Θεό, τοῦ στερεῖ τό Θεό ἀλλά καί τήν ἀνάστασι ζωῆς, τήν αἰωνιότητα.
«Ζωή γάρ ὁ Θεός, στέρησις δέ τῆς ζωῆς, θάνατος», λέει ὁ Μέγας Βασίλειος.
Μετά τή διάπραξι τῆς ἁμαρτίας ὁ ἄνθρωπος, ἐφ’ ὅσον παραμένει σ΄ αὐτή, ζῆ βίο νεκρό: «Νεκρός ἡμᾶς διεδέξατο βίος, αὐτῆς τρόπον τινά τῆς ζωῆς ἡμῶν ἀποθανούσης», γράφει ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης.
Ὅταν ζοῦμε στήν ἁμαρτία, δέν μπορεῖ τό Πανάγιο Πνεῦμα, πού φέρει σέ μᾶς ζωή καί ἁγιασμό, νά ἀναπαύεται μέσα μας. Ζοῦμε χωρίς Θεό, χωρίς ζωή, καί ἄν φύγουμε ἀπό τή ζωή αὐτή ἀμετανόητοι, πορευόμαστε εἰς κόλασιν αἰώνιον. Τό διακηρύσσει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. ζ΄, 23).
Ὁ ψυχικός αὐτός θάνατος εἶναι τό ἀποκορύφωμα τῶν συνεπειῶν τῆς ἀσθενείας πού φέρει ἡ ἁμαρτία, γιατί ἡ ψυχή τοῦ ἀμετανοήτου ἁμαρτωλοῦ, τοῦ ἀνθρώπου πού ζεῖ στήν ἀποστασία, στήν παρακοή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, στήν ζωή τῶν παθῶν, μετά τόν σωματικό θάνατο, ὁδηγεῖται σέ χῶρο ἀπό τόν ὁποῖο, ἀπουσιάζει αἰωνίως ὁ Θεός, εἶναι ξένος ἀπό τή δόξα καί τήν μακαριότητα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας. Γράφει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος: «Τόσο μεγάλο κακό εἶναι ἡ ἁμαρτία. Δέν μᾶς ἀπομακρύνει μόνο ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μᾶς ὁδηγεῖ καί σέ μεγάλη ἐντροπή καί ταπείνωσι. Καί ἀφοῦ μᾶς στερήσῃ τά ὑπάρχοντα ἀγαθά, μᾶς ἀφαιρῇ ἐντελῶς τήν παρρησία πρός τό Θεό…». «Ἡ ἁμαρτία εἶναι, (ὅπως λέει ὁ Ἰ. Χρυσόστομος) μιά φοβερή τυραννία, ἕνα θανατηφόρο καρκίνωμα, θά προσθέσουμε, ἀπό τήν ὁποῖα μόνος ὁ Θεός μπορεῖ νά μᾶς ἀπαλλάξη μέ τή μετάνοια».
Ὅμως προσοχή μεγάλη, ὀφείλουμε.
Ἐμεῖς πού ζοῦμε μέσα στήν ἀτμόσφαιρα τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐμεῖς πού ζοῦμε ὅπως λέμε ἐκκλησιαστική ζωή, μπορεῖ νά εἴμαστε κληρικοί, ἐκκλησιαστικά πρόσωπα, νά διακονοῦμε μέσα στήν Ἐκκλησία μας σέ διάφορες θέσεις, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά βιώνουμε κάθε στιγμή τή μετάνοια καί ἡμέρα τῇ ἡμέρᾳ νά γινώμαστε ἁγιώτεροι, πολλές φορές δέν ἔχουμε τήν ἀληθινή γνῶσι, σχέσι, μέ τή μετάνοια, ἀπαξιώνουμε νά ἀσχοληθοῦμε, μέ τή μετάνοια.
Ὅταν ἀκοῦμε κηρύγματα μετανοίας, πρόσκλησι γιά μετάνοια, ἐλεγκτικά πνευματικά κηρύγματα, ἀναζητοῦμε τούς ἁμαρτωλούς, τούς ἐνόχους ἐκείνους, πού πρέπει νά μετανοήσουν…
Μετατοπίζουμε τήν ἁμαρτία στούς ἄλλους, γιατί ἐμεῖς δέν εἴμεθα «ὥσπερ οἱ λοιποί, οἱ ἁμαρτωλοί…».
Ἡ ἁμαρτωλότητα, ὑπάρχει στούς ἄλλους, καί ἡ μετάνοια εἶναι ἀναγκαία γιά τούς ἄλλους!!
Ἐμεῖς, κηρύττουμε γιά τή μετάνοια, μιλᾶμε μέ φλογερά κηρύγματα γιά νά μετανοήσουν οἱ ἄλλοι, ἐκτός ἀπό μᾶς.
Φοβερό τό κατάντημά μας αὐτό!!!
Ἡ μετάνοια ὑπῆρξε πάντοτε ἀναγκαία, γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους…
Δέν θά εἶναι ὑπερβολή, ἐάν σημειώσουμε ὅτι καί οἱ πρό Χριστοῦ ἄνθρωποι, ὄχι μόνο ὅσοι ἐλάτρευαν τόν ἀληθινό Θεό, ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ εἰδωλολάτρες, δηλαδή, αἰσθανόταν ἔστω συνεσκιασμένα τήν ἀνάγκη τῆς μετανοίας.
Βλέπουμε καί στούς εἰδωλολάτρες ἀκόμη, αἰσθητή τήν ἀνάγκη νά ἐξιλεώσουν τό Θεό τους.
Ἔχουμε καί σ’αὐτούς ἐκδηλώσεις, ἀνάλογες πρός τή μετάνοια πού ἔδειχναν οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ ὁποῖοι εἶχαν γνῶσι τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ…
Τί νά ποῦμε ἐμεῖς; Πῶς θά ἀπολογηθοῦμε στό Θεό μας, ἐμεῖς, πού ζοῦμε στήν ἐποχή τῆς Καινῆς Διαθήκης, στήν ἐποχή τῆς χάριτος· Ἐμεῖς πού ἀξιωθήκαμε νά γίνουμε μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας;
Αὐτή τήν ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου θέλησε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός νά ἱκανοποιήση μέ τό μυστήριο τῆς μετανοίας, πού προσφέρει.
Ἐμπιστεύθηκε στήν Ἐκκλησία Του τήν ἐξουσία, νά συγχωρῆ ἁμαρτίες, χωρίς κανένα περιορισμό.
Διάκρισι προσώπων ἤ παραβάσεων ἤ πλήθους ἁμαρτημάτων, δέν γίνεται καμμία. Ἀρκεῖ νά μετανοῆ ὁ χριστιανός εἰλικρινά καί ἀληθινά…
«Ὁ Θεός μας θέλει πάντας σωθῆναι…»
Θέλει ὅλοι νά ἐπστρέψουμε πρός Αὐτόν ὁλοκληρωτικά, νά μᾶς ἀγκαλιάση μέ τήν πατρική ἀγάπη, νά μᾶς ἐλευθερώση ἀπό τίς φοβερές συνέπειες τῆς ἁμαρτίας, νά μᾶς σώση ἀπό τόν αἰώνιο θάνατο.
Ἀναζήτησε τό χαμένο πρόβατο, καί ἀφοῦ τό βρῆκε, τό πῆρε στούς ὤμους Του καί τό ἐπανέφερε στόν Παράδεισο τῆς ἀγάπης Του.
Γιά μᾶς φόρεσε τήν ἀνθρωπίνη φύσι ὁ Κύριος, καί ὅλους μας διά τῶν ἁγιαστικῶν μυστηρίων, θέλει νά μᾶς θεραπεύσῃ, νά μᾶς ἀναγεννήσῃ, νά μᾶς φέρει ὑγιεῖς καί ἀξίους στή δόξα τοῦ Παραδείσου, νά μᾶς κάνη πολίτας τοῦ οὐρανοῦ.
«Πόση ἄμετρη ἡ χρηστότητα τοῦ Θεοῦ»! λέει ὁ ἅγ. Ἰσαάκ ὁ Σῦρος. Ἐγείρει αὐτόν πού παρέβη τήν ἐντολή Του, καί τόν ἐβλασφήμησε. Ὁ ἁμαρτωλός δέν εἶναι ἰκανός νά ἐννοήση τή χάρι τῆς ἀναστάσεώς Του. Αὐτή ἡ χάρι, πού μᾶς ἀνέστησε μετά τήν ἁμαρτία, εἶναι μεγαλύτερη ἀπό ἐκείνη τή χάρι ἡ ὁποία μᾶς ἔφερε στήν ὕπαρξι, ἀπό τήν ἀνυπαρξία.
«Ἐκατεδέχθη καί ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί ἀπό τά καθαρότατα αἵματα τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας, διά νά μᾶς κάμη νά ἔβγωμεν ἀπό τάς χείρας τοῦ διαβόλου καί νά μᾶς κάνη υἱούς καί κληρονόμους τῆς Βασιλείας Του, νά χαίρωμεν πάντοτε εἰς τόν Παράδεισον μαζί μέ τούς ἀγγέλους καί νά μή καιώμεθα εἰς τήν κόλασιν…». (Διδαχή Α΄, Ἁγ. Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ».
(σ. 49) «Ὁ Πατέρας», λέει ὁ Μ.Βασίλειος, «ὅς στέκεται καί περιμένει τήν ἐπάνοδό μας ἀπό τήν πλάνη, μόνο νά ἐπιστρέψουμε θέλει, καί ἐνῶ θά εἶναι ἀκόμη μακρυά, θά τρέξη θά πέση στόν τράχηλό μας καί θ’ ἀγκαλιάση μέ φιλικούς ἀσπασμούς τήν καθαρισθεῖσα ἤδη ἀπό τῆς μετανοίας ψυχή μας.
Καί θ’ἀναγγείλει ἡμέρα εὐφροσύνης καί χαρᾶς στούς δικούς του, καί ἀγγέλους καί ἀνθρώπους, καί θά ἑορτάσῃ μέ κάθε τρόπο τήν σωτηρία μας ».
Ὅλους μᾶς περιμένει ὁ Θεός μας. Θέλει νά ἐπιστρέψουμε πρός Αὐτόν, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας μας, καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας μας, ὥστε ὅλους καί ὁλοκλήρους νά μᾶς ἀγκαλιάση καί μᾶς ὁδηγήση στήν πατρική δόξα καί χαρά.
Γιά ὅλους μας, ἐκένωσε ἑαυτόν, γιά ὅλους μας ἄπλωσε τά χέρια Του στό Σταυρό, γιά ὅλους μας προσφέρει τήν Ἐκκλησία Του γιά νά μή μείνη κανείς, ἔξω τοῦ νυμφῶνος.
Ἀφοῦ «τά φάρμακα τῆς μετανοίας εἶναι ὠφέλιμα γιά ὅλους, ἐπειδή κανείς δέν εἶναι ἐλεύθερος ἀπό ἁμαρτία, γίνεται φανερό ὅτι δέν ὑπάρχει κανείς πού νά μήν ἔχη ἀνάγκη ἀπό μετάνοια…», ὑπογραμμίζει ὁ Ἰ. Χρυσόστομος.
Ἀπό τό Γεροντικό:
Ἕνας ἀδελφός ἔκανε συνεχῶς αὐτή τήν προσευχή στό Θεό:
- Κύριε, δέν ἔχω φόβο Θεοῦ! Στεῖλε μου λοιπόν κεραυνό ἤ καμμίαν ἄλλη τιμωρία ἤ ἀρρώστια ἤ διαμόνιο, μήπως κι ἔτσι ἔρθει σέ φόβο ἡ πωρωμένη μου ψυχή.
***
Ἄλλοτε πάλι παρακαλοῦσε κι ἔλεγε:
- Ξέρω πώς ἔχω πολύ ἁμαρτήσει ἐνώπιόν Σου, Δέσποτα, καί πώς εἶναι ἀναρίθμητα τά σφάλματά μου. Γι’ αὐτό καί δέν τολμῶ νά Σοῦ ζητήσω νά μέ συγχωρέσεις. Ἄν ὅμως εἶναι δυνατόν, συγχώρεσέ με γιά τήν εὐσπλαγχνία Σου. Ἄν πάλι εἶναι ἀδύνατον, τουλάχιστον τιμώρησέ με στή ζωή αὐτή, καί μή μέ κολάσεις στήν ἄλλη. Κι ἄν εἶναι καί τοῦτο ἀκόμη ἀδύνατον, στεῖλε μου ἐδῶ ἕνα μέρος τῆς τιμωρίας καί ἀλάφρωσέ μου ἐκεῖ τήν κόλαση. Ἄρχισε μόνο ἀπό τώρα νά μέ τιμωρεῖς. Ἀλλά τιμώρησέ με σπλαγχνικά, ὄχι μέ τήν ὀργή Σου, Δέσποτα.
Ἔτσι, λοιπόν, μετανοοῦσε ἕναν ὁλόκληρο χρόνο κι αὐτά ἔλεγε μέ δάκρυα ἱκετευτικά, ὁλόθερμα καί ὁλόψυχα, λιώνοντας καί τσακίζοντας σῶμα καί ψυχή, μέ νηστεία καί ἀγρυπνία καί ἄλλες κακουχίες.
Μιά μέρα καθώς καθόταν καταγῆς, ὅπως συνήθιζε, θρηνώντας καί φωνάζοντας σπαραχτικά, ἀπό τήν πολλή του λύπη, νύσταξε κι ἀποκοιμήθηκε.
Καί νά ! Παρουσιάζεται μπροστά του ὁ Χριστός καί τοῦ λέει μέ φωνή γεμάτη ἱλαρότητα:
Ὁ ἀδελφός, Τόν ἀναγνώρισε, καί ἀποκρίθηκε ἔντρομος:
- Γιατί ἔπεσα, Κύριε!
- Ἔ, σήκω!
- Δέν μπορῶ, Δέσποτα, ἄν δέν μοῦ δώσεις τό χέρι Σου!
Τότε Ἐκεῖνος ἅπλωσε τό χέρι Του, ἔπιασε τόν ἀδελφό καί τόν σήκωσε.
Μά κι ὅταν αὐτός σηκώθηκε, συνέχισε νά θρηνεῖ.
Ἐκεῖνος ἅπλωσε ξανά τό χέρι Του, τ’ ἀκούμπησε στό κεφάλι τοῦ ἀδελφοῦ καί τοῦ εἶπε:
Δέν εἶναι φοβερό, ἀκατανόητο ἐκ μέρους μας, νά περιφρονοῦμε τόση ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μας, τόση μακροθυμία καί νά ἀμελοῦμε τό ψυχοσωστικό ἔργο τῆς μετανοίας;
Ἀνυπακούουμε, ἀσεβοῦμε, περιφρονοῦμε τόν Θεό μας, ἀπαξιοῦμε τήν πατρική Του ἀγάπη, τή θυσία Του τήν σταυρική, τήν φωτεινή καί ἁγιαστική ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας, καί ἀμελοῦμε ἤ περιφρονοῦμε τήν μετάνοια.
«Ἡ μετάνοια εἶναι ἡ ἐπιστορφή πρός τό Χριστό καί πρός τό βίο τόν σύμφωνο μέ τό θέλημά Του», λέει ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί συνεχίζει: «Ἄν λοιπόν κανείς διαπράξη τήν θανατηφόρο ἁμαρτία, τήν ἀποστραφῆ δέ ἀπό ψυχῆς, καί ἐπιστρέψη πρός τόν Κύριο, ἄς ἔχει θάρρος καί μεγάλη ἐλπίδα, διότι δέν θά ἀστοχήση ἀπό τήν ἀίδιο ζωή καί σωτηρία…».
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἀναφέρει τό παράδειγμα μιᾶς ἁμαρτωλῆς γυναικός, ἡ ὁποία ἐνῶ κατεῖχε τά πρωτεῖα τῆς ἁμαρτίας, ξαφνικά ἄλλαξε τρόπο ζωῆς. «Διότι, μετενόησε, ἀπέσπασε τή χάρι τοῦ Θεοῦ… καί ἔτρεξε πρός τόν οὐρανό. Μολονότι δέν ὑπῆρχε τίποτε πιό αἰσχρό ἀπό αὐτήν, ὅμως μέ τήν (ἀληθινή της μετάνοια) καί τήν ὑπερβολική της ἐγκρά-τεια, ξεπέρασε πολλές. Καί ἀφοῦ ἐνδύθηκε τό σάκκο τῆς μετανοίας, ἔζησε ὅλο τόν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς της ἀσκουμένη… Καί ἀφοῦ καταξιώθηκε τῶν ἀπορρήτων Μυστηρίων, δηλαδή τῆς θείας Κοινωνίας, καί ἐπέδειξε ζῆλο ἀντάξιο τῆς Θείας Χάριτος, ἔτσι τελείωσε τή ζωή της».
Πόσα τέτοια γεγονότα ζήσαμε στή διακονία τῆς Ἐξομολογήσεως!!!
«Ἀδελφέ μου», λέει ὁ Ἁγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, «ἥξευρε ὅτι ἡ μετάνοια κατά τόν Θεῖον Ἰωάννην τόν Δαμασκηνόν εἶναι μία ἐπαναστροφή ἀπό τόν διάβολο πρός τόν Θεόν, ἡ ὁποία γίνεται μέ πόνον καί ἄσκησιν.
Λοιπόν καί σύ, ἐάν θέλης νά μετανοήσης καθώς πρέπει χρεωστεῖς νά ἀφήσης τόν διάβολον καί τά ἔργα τά διαβολικά καί νά ἐπαναγυρίσης πρός τόν Θεόν, καί τήν κατά Θεόν πολιτείαν, νά ἀφήσης τήν ἁμαρτίαν ὅπου εἶναι παρά φύσιν καί νά ἐπαναγυρίσης εἰς τήν ἀρετήν, ὅπου εἶναι κατά φύσιν… ».
Ὅσο καί ἄν εἶναι τό πλῆθος τῶν ἁμαρτημάτων μας μεγάλο, οἱ ἁμαρτίες μας δέν μποροῦν νά νικήσουν τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ μας.
«Ἀκόμη καί σέ θανάσιμη ἁμαρτία καί ἄν πέση κανείς, ὁ Κύριος μέ ἀγάπη θά τήν ἀπαλείψη», ὑπογραμμίζει ὁ Ἁγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
(Γέρων Ἐφραίμ προηγούμενος Φιλοθέου).
«Αὐτό κάνει ὁ οὐράνιος Πατέρας, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὁ ἁμαρτωλός ἐπιστρέψει κοντά Του. Τόν καθαρίζει, τόν πλένει, τοῦ δίνει τήν πρώτη στολή τοῦ Βαπτίσματος, τοῦ δίνει τήν υἱοθεσία καί τόν ἀξιώνει τῆς Βασιλείας Του· ὅλα δωρεάν. Ὅταν ἐπέστρεψε ὁ ἄσωτος, δέν τοῦ ζήτησε λογαριασμό οὔτε τόν ἐπέπληξε οὔτε τοῦ ζήτησε εὐθύνες. Ἀρκεῖ πού ἐπέστρεψε· αὐτό, τοῦ ἔφθανε τοῦ Πατέρα.
Ἔτσι καί κάθε ἁμαρτωλός πού θά ἐπιστρέψει. Μόνο νά πεῖ τό ἥμαρτον, νά ἀφήσει εἰλικρινά καί ἀμετάκλητα τά
ἁμαρτήματά του, νά καταλάβη τά λάθη του καί ἀπό ἐκεῖ καί πέρα εἶναι λυμένα ».
Ἀλήθεια πῶς θά βροῦμε ἔλεος, ἀγαπητοί, ἄν περιφρονήσουμε τέτοια ἀγάπη τοῦ Λυτρωτοῦ μας καί τό τόσο μεγάλο καί σωτήριο δῶρο, τή μετάνοια;
Τί λόγο θά δώσουμε ἔπειτα στόν Κύριο, ἄν ἀμελοῦντες τή μετάνοια, πλησιάζουμε ἀκάθαρτοι στό ἅγιο Ποτήριο;
«Ἀνίσως καί ἡμεῖς θέλωμεν νά ὠφεληθῶμεν ἀπό τά Ἄχραντα Μυστήρια ὡσάν τούς ἔνδεκα Ἀποστόλους τούς καλούς, καί νά μή βλαφθῶμεν ὡσάν τόν Ἰούδαν τόν κακόν, νά ἐξομολογούμεθα καθαρά καί νά κοινωνῶμεν μέ φόβον καί τρόμον καί εὐλάβειαν καί τότε νά φωτιστῶμεν…
Εἰ δέ καί πηγαίνομεν ἀνεξομολόγητοι, ἀμετανόητοι, μεμολυσμένοι μέ ἁμαρτία καί τολμῶμεν νά μεταλαμβάνωμεν τά Ἄχραντα Μυστήρια, βάζομεν φωτιά καί καιόμεθα ». (Ἅγ. Κοσμᾶς).
Χωρίς μετάνοια, οὔτε τό Θεό μας μποροῦμε νά κατανοήσουμε καί νά δοῦμε, ἀφοῦ «οἱ καθαροί τόν Θεόν ὄψονται» οὔτε στά μυστήρια νά πλησιάσουμε ἀξίως, οὔτε στόν Παράδεισο νά φθάσουμε…
Ποτέ δέν πρέπει ἔπειτα νά φέρουμε στό νοῦ μας τό λογισμό τῆς ἀναβολῆς τῆς μετανοίας.
Σκεπτώμαστε καί λέμε: Ἄς ἁμαρτήσουμε τώρα… καί ἀργότερα μετανοοῦμε… ἤ ἔχουμε καιρό νά μετανοήσουμε…
Εἶναι γραμμένο πώς «Θεός οὑ μυκρητίζεται, δηλαδή, ὁ Θεός δέν ἐμπαίζεται. Κι εἶναι ἀλήθεια ἐμπαιγμός τοῦ Θεοῦ νά παραδινόμαστε στήν ἁμαρτία, ἐπειδή ξέρομε πώς ὑπάρχει μετάνοια. Γιατί εἶναι πολλοί πού λένε: – κάνω σήμερα τήν ἁμαρτία κι αὔριο μετανοῶ. Αὐτός εἶναι πονηρός λογισμός πού δέν τόν δέχεται ὁ Θεός· δέν συνθηκολογεῖ μαζί μας ὁ Θεός ὅταν εἶναι νά ἁμαρτήσουμε.
Ἀλλά τάχα κι ἔχουμε στά χέρια μας τόν καιρό γιά νά μετανοήσουμε; Ὅσοι κάνουν αὐτό τόν πονηρό λογισμό μεταθέτουν τήν μετάνοια πιό πέρα ἀπό τό βίο τους. Δέν προφταίνουν νά μετανοήσουν καί πεθαίνουν ἐν ἁμαρτίαις αὐτῶν… ». Ἀλλά τέτοιο πράγμα ἐμεῖς νά μή τό πάθουμε, χάριτι καί φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Γράφει σχετικά ὁ Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: «Καί αὐτοί ὁποῦ πρότερον ἔλεγον: Ἄς ἁμαρτήσω τώρα καί ἔπειτα θέλω ἐξομολογηθῆ, θέλω μετανοήσει, καταντοῦν εἰς ἕνα βαθμόν, ὅπου ἀφοῦ φθάσουν εἰς τό βάθος τῶν κακῶν, δέν θέλουν πλέον νά μετανοήσουν, νά ἐξομολογηθοῦν. Καί ἄν τύχη καμμίαν φοράν νά θελήσουν, ἀλλά δέν ἠμποροῦν, διότι ἡ συνήθεια τῆς ἁμαρτίας ἔγινεν ἕξις εἰς αὐτούς, καί ἡ ἕξις ἔγινεν ὡσάν φύσις καί ἐσκλήρυνεν ὡσάν πέτραν τήν καρδίαν των, καί τήν ἔκαμεν ἀναίσθητον καί ἀνεπίδεκτον μετανοίας καί διορθώσεως. Καί οὕτως ἀποθαίνουν οἱ ἄθλιοι ἀδιόρθωτοι, καί ἀμετανόητοι…».
Ὁ Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀναφέρει ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα:
Ἕνας νέος ζοῦσε μέσα στήν ἀκολασία. Ἐλεγχθείς ἀπό τούς γονεῖς του, τούς καλούς συγγενεῖς του καί τόν πνευματικό του, ἀπεφάσισε νά σπάση τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας καί νά λυτρωθῆ μέ τήν μετάνοια καί τήν ἐξομολόγησι…
Συγκεντρώνοντας τά πλήθη τῶν ἁμαρτημάτων του, τά ἔγραψε σέ ἕνα χαρτί…
Δέν συγκλονίστηκε, ὅμως, δέν ἔζησε τήν συντριβή καί τήν ἀληθινή μετάνοια, τήν ἀπόφασι τήν ἀμετάκλητη, τῆς ἐπιστροφῆς.
Πῆρε τό δρόμο γιά τόν πνευματικό, ἀλλά δυστυχῶς βαδίζοντας πέρασε κοντά ἀπό τό σπίτι ὅπου ἁμάρτανε…
Νικημένος ἀπό τόν λογισμό του εἶπε: Ἄς πάω νά ἁμαρτήσω μία ἀκόμη φορά καί μετά θά πάω νά ἐξομολογηθῶ στόν πνευματικό. Δυστυχῶς διέπραξε καί πάλι τήν ἁμαρτίαν…
Ἐξερχόμενος, ὅμως, ἀπό τό σπίτι τῆς ἀνομίας, συνάντησε τόν συνεραστή τῆς πόρνης γυναικός, ὁ ὁποῖος τοῦ ἐπετέθη καί τόν ἐφόνευσε…
Ἐκείνοι πού πῆραν τό λείψανό του νά τό ἐνταφιάσουν, βρῆκαν τό χαρτί μέ τά ἁμαρτήματά του.
Τί κι ἄν τά ἔγραψε; Δέν ἔζησε τήν μετάνοια. Ἔφυγε γιά νά μήν ἀναστηθῆ καί ζήση στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Λέει ὁ ἅγ. Ἐφραίμ ὁ Σῦρος:
«Ἀδελφοί, ὁ τωρινός καιρός, εἶναι καιρός γιά μετάνοια. Μακάριος, λοιπόν, εἶναι ἐκεῖνος πού δέν ἔπεσε καθόλου στά δίχτυα τοῦ ἐχθροῦ. Μακάριος εἶναι γιά μένα, κι ἐκεῖνος, πού ἔπεσε στά δίχτυα τοῦ ἐχθροῦ, , ἀλλά κατόρθωσε νά τά σκίσει καί νά τοῦ ξεφύγει, ὅσο βρίσκεται στήν παρούσα ζωή.
Αὐτός ζῶντας ἀκόμη σωματικά, μπόρεσε νά ξεφύγει ἀπό τόν πόλεμο γιά νά σωθεῖ, ὅπως ξεγλιστράει τό ψάρι ἀπό τό δίχτυ. Γιατί τό ψάρι καί νά πιαστεῖ, ἄν σκίσει τό δίχτυ καί ὁρμήσει πρός τό βυθό, ὅσο βέβαια εἶναι ἀκόμα στό νερό, σώζεται…
Ἄν ὅμως τό τραβήξουν στή στεριά τότε πιά, δέν μπορεῖ νά βοηθήσει τόν ἑαυτό του.
Ἔτσι κι ἐμεῖς, ὅσο εἴμαστε σ’αὐτή τή ζωή, ἔχουμε πάρει τή δύναμι καί τήν ἐξουσία ἀπό τό Θεό νά σπάσουμε μόνοι μας τίς ἀλυσίδες τῶν θελημάτων τοῦ ἐχθροῦ, νά πετάξουμε τό φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν μας μέ τή μετάνοια καί νά σωθοῦμε, κερδίζοντας τή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἄν ὅμως μᾶς προφτάσει τό φοβερό ἐκεῖνο πρόσταγμα, ἄν ἡ ψυχή χωριστεῖ ἀπό τό σῶμα καί τό σῶμα μπεῖ στόν τάφο, τότε δέν μποροῦμε πιά νά βοηθήσουμε τόν ἑαυτό μας – ὅπως συμβαίνει καί μέ τό ψάρι, πού τό τράβηξαν ἀπό τό νερό καί τό ἔκλεισαν μέσα σέ δοχεῖο…
Ἀδελφέ μή πεῖς, σήμερα ἁμαρτάνω καί αὔριο μετανοῶ, γιατί δέν ἔχεις σιγουριά. Στόν Κύριο ἀνήκει ἡ φροντίδα γιά τό αὔριο ».
Παραγγέλλει ὁ Ἰ. Χρυσόστομος: «Γέρων εἶ, καί πρός ἐσχάτην ἀπήντησας ἔξοδον; Μή νομίσης μηδέ οὕτως ἐκπεπτωκέναι μετανοίας, μηδέ ἀπογνῶς τῆς σωτηρίας τῆς σεαυτοῦ.
Νέος εἶ, μή θαρσήσης τῇ νεότητι, μηδέ νομίσης ἰκανήν ἔχειν προθεσμίαν ζωῆς. Ἡ γάρ ἡμέρα Κυρίου, ὡς κλέπτης ἐν νυκτί οὕτως ἔρχεται… ».
«Ἰδοῦ καιρός μετανοίας καί καθαρᾶς ἐργασίας. Ἐπεργάζου τά ἔργα, φεῦγε τό σκότος τῶν παθῶν, τόν ὕπνον ἐκδίωξον τῆς κακίστης ραθυμίας ψυχή μου, ὅπως γένης θείου φέγγους κοινωνός». (Ὄρθρος Τρίτης α΄Ἦχος).
Ὅλα αὐτά, τά ἁπλά βέβαια, μᾶς ὑπογραμμίζουν τό πόσο ὅλοι κάθε στιγμή ὀφείλουμε νά καλλιεργοῦμε τήν προσωπική μας μετάνοια…
Θυμᾶμαι ἕναν ἅγιο γέροντα μοναχό, πρότυπο βέβαια ὁσιότητος καί ἀληθινῆς μοναχικῆς ζωῆς.
Νέοι ἐμεῖς τόν πλησιάσαμε καί τόν παρακαλέσαμε νά μᾶς πῆ λόγον ὠφέλιμο.
Καί ἐκεῖνος μέ πολύ ταπείνωσι μᾶς ἀπάντησε: «Σᾶς παρακαλῶ παιδιά μου προσεύχεσθε, νά βάλω ἀρχή μετανοίας».
(π. Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής):
«Βάζε μετάνοιαν συνεχῶς ὅταν σφάλης, καί μή χάνης καιρόν. Καθότι, ὅσον ἀργεῖς νά ζητήσης συγχώρησιν, τόσον δίδεις ἄδειαν εἰς τόν πονηρόν νά ἁπλώνη μέσα σου ρίζες. Μήν τόν ἀφήνης νά κάμη νεῦρα εἰς βάρος σου».
Αὐτήν τήν ἀρχή τῆς μετανοίας, τήν συνεχῆ μετάνοια, ὅλοι μας, ὅλοι μας, κληρικοί καί λαϊκοί, χωρίς ἀναβολή, ὀφείλουμε νά ἐπιδιώξουμε.
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός στήν προτροπή του γιά μετάνοια δέν ξεχωρίζει κανέναν. Ὅλους καλεῖ νά μετανοήσουν. Καί τούς λαϊκούς καί τούς κληρικούς, προτρέπει νά μετανοήσουν, καί γιά τόν ἑαυτό τοῦ μιλάει, ὅτι ἔχει ἀνάγκη μετανοίας. Πρῶτο πληθυντικό πρόσωπο χρησιμοποιεῖ.
«Πότε θά μετανοήσωμεν;» λέει.
Ποιός ἀπό μᾶς ἀγαπητοί καί ποιός ἄνθρωπος μπορεῖ νά πῆ ὅτι δέν ἔχει ἁμαρτία;
«Ἐάν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτούς πλανῶμεν καί ἡ ἀλήθεια οὐκ ἐστιν ἐν ἠμῖν» (Α’ Ἰωαν. α’, 8).
«Πάντες ἥμαρτον καί ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ», συμπληρώνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. (Ρωμ. γ’ 23).
Ὅλοι μας εἴμαστε υἱοί τοῦ Ἀδάμ. Ὅλοι ἁμαρτάνουμε καί ὅλοι μας ἔχουμε ἀνάγκη μετανοίας. Γιατί ὅλοι μας ὀφείλουμε νά ἐπιτύχουμε χωρίς ἀμφισβήτησι τόν προσωπικό μας ἁγιασμό.
«Τοῦτο γάρ ἐστί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἁγιασμός ἠμῶν». (Α’ Θεσ. δ’ 3).
Χωρίς ἁγιασμό κανείς μας δέν θά μπορέση νά συναντήση καί νά ζήση τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Χωρίς τόν ἁγιασμό, «οὐδείς ὄψεται τόν Κύριο».
Μέ τήν παραβολή τῶν Βασιλικῶν Γάμων, μᾶς βεβαιώνει ὁ Κύριος πώς ὁ ἄνθρωπος, ὁ μή ἔχων ἔνδυμα γάμου, ἄρα καθαρότητα, ἀρετές, ἁγιασμό, θά ἐκδιωχθῆ ἀπό τό δεῖπνο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ…
Χωρίς μετάνοια, ἁγιασμός δέν κατορθώνεται.
Τό ἀναλογιζώμαστε αὐτό;
Τώρα νά ζοῦμε, ὅπως λέμε, μέσα στήν Ἐκκλησία, νά ἀσχολούμαστε μέ τά ἐκκλησιαστικά δρώμενα, νά μᾶς τιμοῦν οἱ ἄνθρωποι, νά μᾶς συμβουλεύονται ἀκόμη γιά πνευματικά θέματα, νά χαιρώμαστε τίς ἀνέσεις μας, τά ἀγαθά μας, ἀλλά καί τίς ἐκκλησιαστικές ἐκδηλώσεις, καί τήν μεγάλη ἐκείνη καί φοβερά ἡμέρα τῆς ἀδεκάστου κρίσεως, νά ἀκούσουμε ἀπό τά χείλη τοῦ Κυρίου μας τό «οὐκ οἶδα ὑμᾶς» καί τό «πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τό πῦρ τό αἰώνιον»; (Ματθ. κε’, 41).
Καί αὐτά ὅλα γιά τήν ἀμετανοησία μας;
Φανταζώμαστε τί φοβερό θά εἶναι ἐμεῖς οἱ κληρικοί νά ἀκούσουμε αὐτά τά ἐπιτιμητικά λόγια τοῦ Κυρίου μας ἐπειδή δέν μετανοοῦμε;
Ἅς θυμηθοῦμε τήν φοβερή προφητεία τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ «οἱ κληρικοί θά γίνουν χειρότεροι καί ἀσεβέστεροι ὅλων».
«Τόν παλαιόν καιρόν οἱ ἄνθρωποι ὅταν ἤθελαν νά παιδεύσουν κανέναν ἄνθρωπον, ἔκαναν ὅρκον καί ἔλεγαν, νά δώση ὁ Θεός νά τόν βάλη μέ τούς ἱερεῖς τοῦ 18ου αἰ.»
Καί συνεχίζει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς: «διά τοῦτο ἀδελφοί μου εἶναι δύσκολον τήν σήμερον ἡμέραν νά σωθοῦν Πατριάρχαι, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς. Διά τοῦτο σᾶς συμβουλεύω ἅγιοι Ἱερεῖς, τώρα πού ἔχετε καιρόν, μετανοήσατε ἵνα σωθῆτε…».
Τί νά ποῦμε ἐμεῖς ὅταν αὐτά λέει ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός; Οὔτε τά ἀξιώματα, οὔτε οἱ τιμές, οὔτε -συγχωρήσατέ με – τά ἐγκόλπια, οὔτε οἱ μίτρες, οὔτε οἱ κολακεῖες δέν θά συνηγοροῦν τότε, γιά νά γίνουμε ἄξιοι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Μόνο ἡ ἀληθινή, ἡ εἰλικρινής, ἡ συνειδητή μας μετάνοια…
(Ἀββᾶς Ἰσαάκ Σῦρος, Μετάνοια «ἰσόβια»):
«Ἐφ’ ὅσον ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί, καί κανένας δέν μπορεῖ νά ξεφύγει τούς πειρασμούς, ἄρα, καμμία ἀπό τίς ἀρετές, δέν εἶναι σπουδαιότερη ἀπό τή μετάνοια. Γι’ αὐτό καί ποτέ δέν τελειώνει τό ἔργο τῆς μετανοίας. Ἁμαρτωλοί καί δίκαιοι, ὅλοι ὅσοι ποθοῦν νά πετύχουν τή σωτηρία, πάντοτε χρειάζονται τή μετάνοια, ὅλοι, καί αὐτοί πού προχώρησαν σέ τελειότητα. Γιατί δέν ὑπάρχει ὄριο τελειώσεως. Καί τῶν τελείων ἡ τελειότης εἶναι ἀτελής. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς ἡ μετάνοια δέν περιορίζεται σέ καιρούς καί σέ ἔργα. Εἶναι ἰσόβια, Μέχρι τό θάνατο».
Ὄχι, λοιπόν, αὔριο, ὄχι ἀργότερα, ἀλλά τώρα αὐτή τή στιγμή εἰ δυνατόν ὅλοι μας, κληρικοί καί λαϊκοί, σωτήριο ἀπόφασι ἄς πάρουμε, νά ἀρνηθοῦμε τήν ἁμαρτία, νά ἀγαπήσουμε τό Χριστό μας, νά ζήσωμε τήν ὑπακοή στό Εὐαγγέλιο, νά ζητοῦμε συνεχῶς τό ἔλεός Του, νά μιμούμαστε τούς ἁγίους μας, νά πορευώμαστε πρός τά αἰώνια.
«Στόν μέλλοντα αἰῶνα, δέν θά κολασθοῦμε ἐπειδή ἁμαρτήσαμε, οὔτε θά κατακριθοῦμε γι’ αὐτό· ἐπειδή ἔχουμε φύσι τρωτή καί ὑφίσταται μεταβολές καί ἀλλοιώσεις. Ἀλλά θά κολασθοῦμε καί θά κατακριθοῦμε γιατί, ἐνῶ ἁμαρτήσαμε, δέν μετανοήσαμε, δέν ἀποστραφήκαμε τούς δρόμους τῆς πονηρίας, γιά νά στραφοῦμε πρός τόν Κύριο, ἐνῶ μᾶς ἔχει δοθεῖ ἡ ἐξουσία καί χρόνος μετανοίας.
Καί νά προσευχόμαστε θερμά. Θερμά νά προσευχόμαστε νά μᾶς φωτίζει, νά μᾶς ἐνισχύη, νά μᾶς ὁδηγῆ ὁ Κύριος στήν εἰλικρινῆ μετάνοια ».
Ἔλεγε ὁ σύγχρονος ἅγιος γέροντας Παΐσιος: «Νά μή ζητᾶ κανείς ἀπό τό Θεό οὔτε φώτα οὔτε χαρίσματα, παρά μετάνοια. Λειτουργοῦν οἱ πνευματικοί νόμοι στήν πνευματική ζωή».
Θά τελειώσω μέ τήν προτροπή τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου:
«Ἀγαπητοί μου ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, εἰς τήν μετάνοιαν σᾶς προσκαλῶ μέ τόν παρόντα λόγον, ὅλους μικρούς καί μεγάλους, ἱερωμένους καί λαϊκούς, εἰς τήν μετάνοιαν ἄς προστρέξωμεν, ἀδελφοί ἄνδρες καί γυναῖκες, νέοι καί γέροντες∙ εἰς τάς ἀγκάλας τῆς μετανοίας ἄς καταφύγωμεν ὅλοι, ὅλοι χωρίς νά ἐξαιρεθῇ κανείς∙ διατί ἄλλη ἀρετή δέν δύναται νά μᾶς φιλιώσῃ μέ τόν Θεόν ἡμᾶς ὅλους, ὅπου μίαν φοράν ἡμαρτήσαμεν, πάρεξ ἡ μετάνοια. Ὅλοι φωνάζομεν πρός τόν Θεόν· Κύριε ἐλέησον».
Ὁ Θεός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, δέν ἔχει νά μᾶς ἐγκαλέσῃ, νά μᾶς κατακρίνῃ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ θανάτου καί τῆς κρίσεως διότι δέν ἐθεολογήσαμεν, ἤ δέν ἐκάμαμεν θαύματα, ἤ δέν ἐγενήκαμεν θεωρητικοί…Ὄχι. Ἀλλά διατί δέν ἐμετανοήσαμεν…
Διά τοῦτο ἁμαρτωλοί σύντροφοι ἐδικοί μου, ἄς φωνάξωμεν πάντοτε πρός τόν Θεόν τάς κοινάς ἐκείνας τῆς Ἐκκλησίας δεήσεις: «Ἅγιε, ἐπίσκεψαι καί ἴασαι τάς ἀσθενείας ἡμῶν ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου καί Ἐπουράνιε Βασιλεῦ, ἡμᾶς ἐν μετανοίᾳ καί ἐξομολογήσει παρέλαβε ὡς ἀγαθός καί φιλάνθρωπος».
Ἀγαπητοί,
Ὅλοι μας ζοῦμε τήν δοκιμασία τῆς Πατρίδος μας. Ἡ Ὀρθοδοξία μας, ἡ Πατρίδα μας, οἱ ἀξίες μας, τά ἰδανικά μας δοκιμάζονται. Κίνδυνοι πανταχόθεν περίζωσαν τήν Ἑλλάδα.
Ἄς εὐχηθοῦμε νά μᾶς λυπηθεῖ ὁ Θεός.
Τώρα ἰδιαιτέρως εἶναι ἀναγκαία ἡ μετάνοιά μας. Ἡ εἰλικρινής μετάνοια ὅλων τῶν Ἑλλήνων, κληρικῶν καί λαϊκῶν. Γιά νά μή μᾶς ὀργισθῆ ὁ Κύριος, γιά νά σκεπάση καί σώση το γένος μας. Ἀμήν.
*Εἰσήγηση στήν ἡμερίδα τῆς Ε.ΡΩ. στήν Ἀθήνα, Σεπτέμβριος 2011
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Μέσα στη Μ. Τεσσαρακοστή συχνά ακούγεται η ευχή του αγίου Ευφραίμ του Σύρου: «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου…». Μέσα σ΄ αυτή την προσευχή λέγεται και η παράκληση - αίτηση: «δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου».
Είναι αλήθεια ότι όλοι γνωρίζουμε πόσο μεγάλο αμάρτημα είναι η κατάκριση. Ο μικρός άνθρωπος, παίρνει από μόνος του τη θέση του Κριτού, του Μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Ο Θεός Πατέρας όμως «πάσαν την κρίσιν δέδωκεν τω Υιώ, ότι υιός ανθρώπου εστί», ο δε Χριστός μας είπε ότι «απ΄ εμαυτού εγώ ποιώ ουδέν, καθώς ακούω κρίνω». Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι «η κρίσις του Θεού εστί».
Η λεγομένη κατάκριση, το αμάρτημα αυτό, είναι πολύ πονηρό και ύπουλο, διότι χώνεται, παρεισφρύει, σε κάθε συνομιλία, αρχικά ως απλή είδηση, μετά δήθεν σαν πληροφορία, ενημέρωση, δίκαιη αγανάκτηση, γίνεται δυσμενής κρίση, καταλαλιά και τελικά βρισκόμαστε στη αμαρτωλή κατάσταση να καταδικάζουμε, από κοινού δυστυχώς, απόντα τον άλλο και αναπολόγητο. Αυτό είναι φρικτό.
Η κατάκριση συνιστά όχι μόνο αντιποίηση αρχής, δηλαδή παίρνουμε τη θέση του Θεού και στέλνουμε τον άλλον στο «σκότος το εξώτερον και εις το άσβεστον πύρ», αλλά αποτελεί επίσης τελεία επιπολαιότητα και απερισκεψία, διότι δεν είμαστε καρδιογνώστες και παντογνώστες, ψυχολόγοι και αστυνομικοί, εισαγγελείς και δικαστές. Με ποιο δικαίωμα λοιπόν κάνουμε αυτό το άπρεπο έργο συγχρόνως όμως και υποκριτικό, λές κι εμείς είμαστε αλάθητοι και αναμάρτητοι;
Υπάρχει χειρότερο αμάρτημα από την κατάκριση; Ασφαλώς και υπάρχει. Και ισοδύναμο και χειρότερο. Είναι η συκοφαντία, ο φθόνος, η λοιδορία, η ψευδομαρτυρία, η αδικία και η κλοπή, η ασπλαγχνία και αδιαφορία και τελικά ο φόνος. Όλα αυτά είναι παραβάσεις των Εντολών του Θεού. Λέγουν οι δολοφόνοι μεταξύ τους ότι «η πρώτη σφαίρα αν βρεί το στόχο της και σκοτώσει το πρώτο θύμα, μετά δεν κάνει καμμία αίσθηση κάθε επόμενος φόνος».
Μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος μέχρι εκεί; Ασφαλώς ναι και όλα αυτά που ζούμε αυτές τις μέρες φανερώνουν περίτρανα το μίσος και το δαιμονικό σκοτασμό στα οποία μπορεί να περιέλθει ο άνθρωπος και τελικά να αποβεί όπως και ο διάβολος, κατ΄ εξακολούθηση δηλαδή «ανθρωποκτόνος».
Αυτά μάλιστα τα αμαρτήματα δεν εστιάζονται μόνο στην καθημερινή κοινωνική ζωή, διότι μερικοί λένε την κατάκριση και το κουτσομπολιό «κοινωνικό σχόλιο» φθάνοντας μάλιστα και στην ιεροκατηγορία, αλλά κατευθύνονται και ανάγονται τελικά στο πρόσωπο του Κυρίου. Όσοι πράττουν αυτά σε αδελφούς τους, σήμερα, συμμετέχουν σ΄αυτούς που αμάρτησαν σε βάρος του Χριστού μας πάνω στο Γολγοθά, τότε, αλλά και στα όσα έλαβαν χώρα και πρίν από το πάθος.
Δηλαδή τότε στην περίπτωση του Κυρίου, όχι μόνο τον κατέκριναν ως δαιμονισμένο δήθεν, ως φάγο και οινοπότη, ως αγράμματο και ασεβή παραβάτη του Μωσαϊκού Νόμου, αλλά έφτασαν στο σημείο να χρησιμοποιήσουν σε βάρος Του βία, ψευδομάρτυρες, απειλές, φθόνο και δόλο. «Διά φθόνον παρέδωκαν αυτόν Ποντίω Πιλάτω». Λοιδορίες, στις οποίες δεν απαντούσε ποτέ με όμοιο τρόπο. «Λοιδορούμενος ούκ αντελοιδόρει, πάσχων ουκ ηπείλει, παρεδίδου δε τω κρίνοντι δικαίως». Του πήραν το κάλλος και την μορφή από τα βασανιστήρια. Έπασχε ως άνθρωπος και άφηνε τα πάντα στον Δικαιοκρίτη Θεό να ανταποδώσει εκδίκηση και να ποιήσει κρίση και δικαιοσύνη. Τελικά τον σκότωσαν, πάνω στο Σταυρό.
Τι λέγει όμως ο θείος λόγος: «άνδρα αιμάτων και δόλιον βδελύσσεται Κύριος». «Όψονται εις όν εξεκέντησαν» και το γνωστό σε όλους: «μάχαιραν έδωκες, μάχαιραν θα λάβης».
Με ποιο δικαίωμα επεμβαίνουμε στη ζωή, στη συμπεριφορά στην περιουσία, στην ελευθερία, στην ευτυχία του άλλου; «Άνθρωπε, λέγει ο απόστολος Παύλος, τις σε κατέστησε κριτήν; Δεν μπορείς να κρίνεις «αλλότριον οικέτην», δηλ. ξένον δούλον. «Τω ιδίω κυρίω στήκει ή πίπτει, σταθήσεται δε. Δυνατός ο Θεός στήσαι αυτόν». Δεν αμαρτάνει σε σένα. Στο Θεό αμαρτάνει. Θα δώσει εκεί λόγο. Ο Θεός είναι αγάπη. Τον περιμένει μετά από κάθε πτώση και τελικά θα τον σώσει. Πως εσύ τον καταδικάζεις. Κοίταξε καλύτερα τον εαυτό σου.
Πάλι λέγει ο απόστολος Παύλος: «αδελφοί, εάν κάποιος άνθρωπος πέσει σε κάποιο παράπτωμα, σείς οι πνευματικοί να τον καταρτίζετε με πνεύμα πραότητος, <σκοπών σεαυτόν μη και σύ πειρασθής>, μήπως και σύ μπείς σε πειρασμό θυμού και οργής ή και να πέσεις στο ίδιο αμάρτημα».
Όλο το κακό όμως προέρχεται από την άγνοιά μας και αγνωσία μας. Και τούτο διότι δεν καταλαβαίνουμε τι είναι ο άλλος που έχουμε απέναντί μας. Δεν ξέρουμε δηλαδή πως ακριβώς βλέπει ο Θεός και η Ορθόδοξη πίστη και διδασκαλία τον άνθρωπο.
Η Αγία Γραφή και κατ΄ επέκταση ο Χριστιανισμός βλέπει τον άνθρωπο ως εικόνα Θεού, δηλ. με τα χαρίσματα του λογικού και του αυτεξουσίου, λίγο κατώτερο από τους αγγέλους, λόγω του σώματος, πολύ όμως ανώτερο από τα ζώα, τα οποία δεν έχουν ψυχή αθάνατη, αλλά ζωτική δύναμη και ένστικτα.
Ο άλλος είναι παιδί του Θεού, πλάσμα του Δημιουργού μας, αδελφός μας κατά τον λόγο της Δημιουργίας και πολύ περισσότερο κατά τον λόγο του αγίου Βαπτίσματος. Λέγει ένας άγιος: «είδες τον αδελφόν σου; είδες Κύριον τον Θεόν σου». «Εμοί εποιήσατε ή δεν εποιήσατε», λέγει ο Χριστός στο Ευαγγέλιο της Παγκοσμίου Κρίσεως. Ταυτίζει τους αδελφούς μας τους ελαχίστους με τον εαυτό του. Ο άλλος όσο άσχημος και άσημος, δίκαιος ή αμαρτωλός, πλούσιος ή πένης, μικρός ή μεγάλος, κληρικός ή λαϊκός, βασιλεύς ή στρατιώτης, είναι πρόβατο του Καλού Ποιμένα Ιησού και κανένας δεν έχει δικαίωμα κατακρίσεως και επεμβάσεως στη ζωή του, διότι μετά έχει να κάνει με τον ίδιο τον Χριστό.
Ένας άνθρωπος που έχει στραμμένη την προσοχή του στον εαυτό του και εξετάζει συστηματικά την πορεία του και προσέχει να μη προσκρούσει στο θείο θέλημα, αυτός δεν έχει χρόνο να ασχοληθεί με τους άλλους.
Ένας άνθρωπος που σκέφτεται ότι τα χρόνια της ζωής μας είναι λίγα και γρήγορα φεύγουν και ότι μέσα σ΄ αυτά πρέπει να επιτελέσει το έργο της μετανοίας, της αγάπης και της ιεραποστολής, αυτός δεν έχει χρόνο να κρίνει τους άλλους.
Ένας άνθρωπος που σκέφτεται τα λάθη του παρελθόντος, τις ελλείψεις του παρόντος, την αγάπη και συγχώρεση του Θεού στις δικές του αμαρτίες και ότι τον περιμένει θάνατος μερική κρίση και Δευτέρα Παρουσία, δεν τολμά να κρίνει κανέναν, πόσο μάλλον να αδικήσει ποικιλοτρόπως και να σκοτώσει.
Κι ένας άνθρωπος που ξέρει ότι υπάρχει διάβολος που καιροφυλακτεί και όλα τα εκμεταλλεύεται για να κάνει κακό και να οδηγήσει τα πράγματα τραγικά στο τέλος του αίματος, προσέχει ώστε σε τίποτε να μη βλάψει κανένα πλάσμα του Θεού.
Ο Θεός να μας φωτίσει να ισχύσει και για μας ο λόγος του αγίου Ευφραίμ του Σύρου: «, Ναι, Κύριε, δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου».
Πηγή: Χριστιανική Εστία Λαμίας
(Τὴν εὔσημη τούτη ἡμέρα ἀξίζει νὰ θυμηθοῦμε τὴ διδαχὴ τοῦ ἀειμνήστου γέροντος π. Αὐγουστίνου μεταφέροντάς την ἐδῶ μέσα ἀπὸ ἕνα γνωστὸ ἔργο του· εἶνε τὸ τέλος τοῦ βιβλίου Ἐλευθέρα καὶ ζῶσα Ἐκκλησία [Ἀθῆναι 1954-55, σσ. 209-212, σὲ μεταγλώττισι]. Ἐκφράζει τὸν πόνο του γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας καὶ μὲ παρρησία ἀγωνίζεται νὰ ξυπνήσῃ τὶς συνειδήσεις τῶν τότε ποιμένων της ποὺ συγκροτοῦσαν τὴν ἱ. Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας. Πέρασαν βέβαια ἀπὸ τότε 60 χρόνια· μήπως ἆραγε ὁ λόγος του ἔγινε πιὰ ἀνεπίκαιρος καὶ ἀταίριαστος γιὰ τὴν κατάστασι ποὺ ζοῦμε ἐμεῖς σήμερα; Ἂς τὸν ἀκούσουμε.)
Ὤ πῶς κοιμῶνται οἱ ἱεράρχες μας, αὐτοὶ ποὺ κατὰ τὴ χειροτονία τους, μπροστὰ σὲ χιλιάδες λαοῦ, πατώντας ἐπάνω στὸν δικέφαλο ὡρκίστηκαν, πὼς θά ᾽νε ἄγρυπνοι φύλακες τῶν νόμων τῆς Ἐκκλησίας μας;
Ἀλλὰ δὲν λείπουν καὶ ἱεράρχες ποὺ ἀναστενάζουν γιὰ τὴ δουλεία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἀείμνηστος Κασσανδρείας Εἰρηναῖος, ὅταν γύρω στὸ 1930 ὡς ἱεράρχης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἐλάμβανε πρώτη φορὰ μέρος σὲ συνεδρίασι τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἑλλάδος, εἶχε τὸ θάρρος νὰ διακηρύξῃ, ὅτι τὸ Ἑλληνικὸ κράτος, κυβερνώμενο ἀπὸ τῆς συστάσεώς του ἀπὸ σκοτεινὲς δυνάμεις μὲ πρώτη τὸν μασονισμό, ἐξ δωσε νόμους ποὺ ἀποτελοῦν ἄρνησι τῆς πίστεως καὶ τῆς ἠθικῆς τοῦ Εὐαγγελίου. Καὶ γεμᾶτος ἱερὰ ἀγανάκτησι ἐπρότεινε, ἡ Ἱεραρχία ἐπει γόν τως, τελεσιγραφικά, νὰ ζητήσῃ ἀπὸ τὴν κυ βέρνησι μέσα σὲ ὡρισμένη προθεσμία «τὴν ἀπάλειψι ἀπὸ τὴ Νομοθεσία κάθε Νόμου ποὺ ἀντιστρατεύεται στὰ δόγματα, τὰ μυστήρια, τὸ Κανονικὸ Δίκαιο, τὶς παραδόσεις καὶ τὸν ἠθικὸ βίο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Καὶ ἂν ἡ προθεσμία περάσῃ ἄπρακτη, ἡ Ἐκκλησία νὰ χωριστῇ ἀπὸ τὸ κράτος· νὰ διακηρυχθῇ, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος πίστις μας βρίσκεται σὲ διωγμό, καὶ ν᾿ ἀνατεθῇ ἡ ὑπεράσπισί της στὸν εὐσεβῆ Ἑλληνικὸ λαό, τὸ μόνο φύλακα τῶν θρησκευτικῶν καὶ ἐθνικῶν μας παραδόσεων. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Σπυρίδων, στὸ συνέδριο τῶν θεολόγων ποὺ ἔγινε στὴν Ἀθήνα τὸ 1949, εἶχε τὴν εἰλικρίνεια νὰ ὁμολογήσῃ, ὅτι ζῇ καὶ αὐτὸς ὡς πρωθιεράρχης μέσα στὴν ἀθλιότητα τῆς δουλείας, ὅτι βλέπει τὴν Ἐκκλησία δεμένη ἀπὸ τὸ κράτος χειροπόδαρα, καὶ γι᾽ αὐτὸ ἔκανε ἔκκλησι στοὺς συνέδρους, νὰ ἐργασθοῦν καὶ αὐτοὶ στὸν κύκλο τους γιὰ νὰ σπάσουν τὸ συντομώτερο τὰ δεσμὰ τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅπως ἐξελίσσονται γοργὰ τὰ πολιτικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ γεγονότα, ἐνισχύεται καθημερινὰ ἡ πίστι, ὅτι ἡ ῥιζικὴ λύσι ποὺ θ᾽ ἀποδώσῃ τὴν ἐλευθερία στὴν Ἐκκλησία εἶνε ὁ χωρισμὸς ἐκκλησίας καὶ κράτους. Δὲν μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία ἐπ᾿ ἄπειρον νὰ παίζῃ διελκυστίνδα μὲ τὸ κράτος· κάποτε τὸ σχοινὶ θὰ κοπῇ. Ὁ χωρισμὸς εἶνε ἀναπόφευκτος. Μετὰ τὸ χωρισμὸ ἡ ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας δὲν θὰ ἔχῃ βέβαια τὴν ἐξω τερικὴ αὐτὴ αἴγλη ποὺ ἔχει σήμερα, ποὺ φέρε ται ὑψωμένη πάνω στὴ ῥάχη τοῦ θηρίου, τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας· δὲν θὰ ἔχῃ τὸ προβάδισμα στὶς δημόσιες τελετές· δὲν θ᾿ ἀπο δίδωνται στοὺς ἀρχιερεῖς τιμὲς ἀντιστρατήγων, οὔτε θὰ τοὺς ἀπονέμωνται μεγαλό σταυροι, οὔτε θὰ κροτοῦν ὁμοβροντίες ὅπλων στὸν ἐνταφιασμό τους. Δὲν θὰ ἔχουν βέβαια καμμία ὑλικὴ βοήθεια ἀπὸ τὸ κράτος, ζώντας πλέον κατὰ τὸ πατερικὸ ῥη τὸ «Βιώσομαι ἐσθίων ἀκρίδας καὶ μέλι ἄγριον μᾶλλον, ἢ ψωμὸν ἐκ μισθωμάτων πόρνης», θὰ ζήσω δηλαδὴ τρώγοντας ἀκρίδες καὶ μέλι ἄ γριο, παρὰ ψωμὶ ἀπὸ χρήματα πόρνης. Ἀλλὰ τί μὲ τοῦτο; «Καλύτερα μιᾶς ὥρας ἐλεύθερη ζωή, παρὰ σαράντα χρόνια σκλαβιὰ καὶ φυλακή». Μία ὥρα ἐλευθέρας Ἐκκλησίας εἶνε μύριες φορὲς προτιμότερη ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια μονότονης ζωῆς μέσα σὲ μία δούλη Ἐκκλησία, ταπεινὴ ὑπηρέτρια, «γκαρσόνι» τῶν θελη μάτων τοῦ κόσμου. Γιατὶ ὅ,τι μπορεῖ νὰ γίνῃ μέσα σὲ μία ὥρα στὴν ἐλευθέρα Ἐκκλησία, δὲν μπορεῖ νὰ γίνῃ μέσα σὲ ἕναν αἰῶνα στὴ δούλη Ἐκκλησία, ποὺ οἱ κληρικοί της λογίζον ται ὡς «ἀριθμημένα κομμάτια τῆς κρατικῆς μη χανῆς», καθὼς κινοῦνται κατὰ τὶς διαταγὲς τῶν κρατούντων. Ὁ ἀέρας τῆς ἐλευθερίας ποὺ θὰ πνεύσῃ θὰ εἶνε τέτοιος, ὥστε τὸ σημερινὸ τέλμα τῶν βατράχων ποὺ κοάζουν θὰ διαλυθῇ. Νέος κόσμος θὰ ξεπηδήσῃ, ὁ κόσμος τῆς «ἐλευθερίας τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (πρβλ. ῾Ρωμ. 8,21). Θά ᾽νε ζηλευτὴ ἡ Ἐκκλησία ποὺ οἱ ἐπίσκοποί της θὰ ἄρχουν σὲ ὄντα ἐλεύθερα. «Βουλομένων γάρ», ὅπως λέει ὁ Γρηγόριος ὁ θεολόγος, «οὐ τυραννουμένων τὸ τῆς εὐσεβείας μυστή ριον», τὸ μυστήριο δηλαδὴ τῆς πίστεώς μας τὸ ζοῦν ἄνθρωποι ποὺ τὸ θέλουν, ὄχι ἄνθρωποι ποὺ ἀναγκάζονται νὰ τὸ ζήσουν. Οἱ ἐπίσκοποί μας, ἐλευθερωμένοι ἀπὸ τὸν θανάσιμο ἐναγκαλισμὸ τοῦ κράτους, ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ τὴ γραφειοκρατία, τὶς διαρκεῖς ἐνοχλήσεις κι ἀνιαρὲς ἐπισκέψεις τῶν ἐπισήμων, θὰ ξαναβροῦν τὸ χαμένο ἑαυτό τους, θὰ γίνουν πιὸ πνευματικοί, πιὸ ἀποστολικοί, θὰ θυμηθοῦν τὰ λόγια τοῦ Κυρίου, τὸ «ἄτερ βαλλαντίου καὶ πήρας», δίχως πουγγὶ καὶ τρουβᾶ, χωρὶς πορτοφόλι καὶ σακκίδιο (Λουκ. 22,35)· καὶ ἂν τὸ κράτος γίνῃ λῃστὴς κι ἁρπάξῃ καὶ τὸ τελευταῖο τετρα γωνικὸ μέτρο κι ἀφήσῃ τὴν Ἐκκλησία χωρὶς περιουσία, ἡ Ἱεραρχία ἂς μὴν τρομάξῃ. Γυμνὴ ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἐγκόσμια ἀγαθά, πλούσια ὅμως καὶ ἀκμάζουσα στὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ καὶ κινουμένη δραστηρίως γιὰ τὴν ἐγκαθίδρυσι τῆς βασιλείας του στὶς καρδιές, «περιάγουσα περὶ ἑ αυτὴν (ἀκτινοβολώντας γύρω της) τὸν ἥλιον τῆς πνευματικότητός της», θὰ συγκεντρώσῃ καὶ πάλι ὅ,τι ὑλικὸ χρειάζεται γιὰ τὸ ἔργο της. Γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ ὑποσχέθηκε «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. 6,33) δὲν λέει ψέματα.
* * *
«Μασονικὸ κράτος ἡ Ἑλλάδα», διακήρυττε μὲ θάρρος ἕνας ἡρωικὸς ἱεράρχης καὶ τὸ ἀ ποδείκνυε μὲ ἐπιχειρήματα (βλ. περ. «Ἁγιορειτικὴ Βιβλιοθήκη», τ. 161/Φεβρουάριος 1950). «Οἱ μασόνοι, ἅγιοι ἀδελφοί», ἔλεγε στὴν ἱστορικὴ προσφώνησί του πρὸς τὴν Ἱεραρχία ὁ Κασσανδρείας Εἰρηναῖος, «οἱ μασό νοι καυχῶνται, ὅτι κατὰ 90% αὐτοὶ κυβερνοῦν κι αὐτὴ τὴν Ἑλλάδα». Ἀντιστρέφον τας λοιπὸν τὸ ῥητὸ ἂς ποῦμε· «Διαρρήξωμεν τοὺς δεσμοὺς αὐτῶν καὶ ἀπορρίψωμεν ἀφ᾿ ἡμῶν τὸν ζυγὸν αὐτῶν», ἂς σπάσουμε δηλαδὴ τὰ δεσμά τους κι ἂς πετάξουμε ἀπὸ πάνω μας τὸ ζυγό τους (πρβλ. Ψαλμ. 2,3). Χωρισμὸ τῆς ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ κράτος! φωνάζει ἡ ἀδιάφθορη συνείδησι τοῦ Ὀρθοδό ξου πληρώματος· δὲν τὴν ἀκοῦνε ἆραγε οἱ ἅγιοι συν οδικοὶ πατέρες;
Χωρισμός! Νά τὸ φάρμακο –πικρὸ μὲν στὸ στόμα μερικῶν ἀλλὰ σωτήριο–, ποὺ θὰ ἐξυγιάνῃ ὅλο τὸν ἐκκλησιαστικὸ ὀργανισμό, ὁ ὁποῖος κινδυνεύει νὰ ὑποστῇ ὁλοκληρωτικὸ σάπισμα. Χωρισμός! αὐτὸ πρέπει νὰ γίνῃ σύνθημά μας. Χωρισμός! Ὄχι μοσχάρι καὶ γάιδαρος κάτω ἀπ᾽ τὸν ἴδιο ζυγό, ὄχι μαζὶ πίθηκος καὶ ἄγγελος. Χωρισμός. Ἐμπρός, τὸν ζυγὸν λύσα τε! Καὶ ποιοί εἶνε ἁρμόδιοι νὰ κηρύξουν τὸν χωρισμό; Ἐμεῖς δὲν βλέπουμε ἄλλους ἀπὸ τοὺς ἱεράρχας ποὺ συγκροτοῦν τὴν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας. Ἡ Ἱεραρχία, αὐτὴ εἶνε ἡ κατ᾿ ἐξοχὴν ἁρμοδία γιὰ νὰ λύσῃ τὸ ἐπίμαχο ζήτημα.
Θὰ προχωρήσῃ ἆραγε στὸν χωρισμὸ καὶ θ᾿ ἀποδώσῃ τὴν Ἐκκλησία ὡς Νύμφη στὸν Νυμφίο Χριστό; Αὐτό, ὅπως ἔλεγε ὁ καθηγητὴς Ἀνδροῦ τσος, εἶνε κυρίως ΖΗΤΗΜΑ ΠΙΣΤΕΩΣ. Ἐὰν οἱ ἱεράρχαι μας ἔχουν βαθειὰ τὴν πίστι, τότε θ᾿ ἀ ποκτήσουν τὶς «δύο πτέρυγες τοῦ ἀετοῦ τοῦ μεγάλου» (Ἀπ. 12,14), θὰ ὑψωθοῦν πάνω ἀπὸ τὰ μικρὰ καὶ ταπεινά, πάνω ἀπὸ χωράφια καὶ οἰ κόπεδα, θὰ ἐπισκοπήσουν τὸν ὁρίζοντα, θὰ δοῦν τὴν Ἐκκλησία σὲ ἀθλία κατάστασι, θὰ πενθήσουν, καὶ κάνοντας ΑΓΡΥΠΝΙΑ, ΟΛΟΝΥΚΤΙΑ ΣΥΝ ΕΔΡΙΑΣΙ, «ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου» (πρβλ. Μᾶρκ. 16,2) θ᾿ ἀνοίξουν τὶς θύρες τοῦ Συνοδικοῦ Μεγάρου καὶ θὰ δώσουν στὴ δημοσιότητα τὸ ἑξῆς λακωνικὸ ἀνακοινωθέν, ποὺ θ᾿ ἀξί ζῃ περισσότερο ἀπὸ μακροσκελεῖς δηλώσεις.
«Δόξα τῇ ἁγίᾳ Τριάδι. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ σήμερα τὸ πρωὶ κηρύσσεται ἐλευθέρα. Τὸ “δούλειον ἦμαρ”, ἡ περίοδος τῆς δουλείας, ἔδυσε. “Υἱοὶ φωτὸς οἱ πρὶν ἐσκοτισμένοι” , αὐτοὶ ποὺ προηγουμένως ἦταν σκοτισμένοι ἔγιναν παιδιὰ τοῦ φωτός (καταβ. Φώτ. ᾠδ. η΄)».
Θὰ τὸ πράξουν; Ἂν ἔχουν τὴν πίστι ὅλοι οἱ ἱεράρχαι μας, ἀσφαλῶς ὁ χωρισμὸς θὰ συν τελεσθῇ καὶ ἡμέρες δόξης θ᾿ ἀνατείλουν γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ Γένος μας, τὸ ὁποῖο μόνο μία ἐλευθέρα Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ τὸ σώσῃ. Ἂν ὅμως δειλιάσουν καὶ προταθοῦν κάποιοι συμβιβασμοί, τότε ἂς ἐξακολουθήσουν –οἱ διάδοχοι αὐτοὶ Βασιλείων, Γρηγορίων καὶ Χρυσοστό μων– νὰ συνωστίζωνται στοὺς διαδρόμους τοῦ ὑπουργείου, γιὰ νὰ περιμένουν πότε θ᾿ ἀνοίξῃ ἡ θύρα τοῦ γραφείου καὶ νὰ τοὺς δεχθῇ ὁ γενικὸς δερβέναγας, γιὰ νὰ παίρνουν ἀπ᾽ αὐ τὸν κατευθύνσεις πῶς θὰ κυβερνᾶται ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος… Ἔφτασε πιὰ ἡ ὥρα ἡ Ἱεραρχία νὰ ὑψώσῃ στὸ κατάρτι τὸ σῆμα τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας τῆς Ἐκκλησίας.
Μακαριώτατε-σεβασμιώτατοι, ἀφουγκρασθῆτε τὸ λαό μας. Οἱ εὐκαιρίες δὲν περιμένουν. Πρὶν εἰσέλθουμε σὲ ἀκόμη μεγαλύτερο σκοτάδι, προσευχηθῆτε κατα¬νυκτικά, σκεφθῆτε σοβαρά, ἀποφασίστε ἀνεπηρέαστα, ἐνεργῆστε γρήγορα, τολμῆστε γεν ναῖα, σπάστε τὰ δεσμὰ χωρὶς δισταγμό, ἐλευθερῶστε τὴν Ἐκκλησία, καὶ τότε θὰ σᾶς μνημονεύουν αἰωνίως ἐπάνω στὴν ἑλληνικὴ γῆ.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
ΤΟ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» εἶναι ἕνα κείμενο, τὸ ὁποῖο περιλαμβάνεται στὸ «Τριώδιο» καὶ διαβάζεται τὴν Κυριακὴ τῆς ᾿Ορθοδοξίας, δηλαδὴ τὴν Αʹ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν.
Εἶναι γνωστὸ ὅτι διὰ μέσου τῶν αἰώνων παρουσιάσθηκαν διάφορες αἱρέσεις, οἱ ὁποῖες ἠρνοῦντο τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἐμπειρία καί, στὴν πραγματικότητα, χρησιμοποιώντας τὴν φιλοσοφία καὶ τὸν στοχασμό, ἀμφισβητοῦσαν τὴν ἀλήθεια τῆς ᾿Εκκλησίας πάνω σὲ διάφορα δογματικά θέματα.
Οἱ Πατέρες ποὺ συνεκρότησαν τὶς Συνόδους ἀντιμετώπισαν αὐτὲς τὶς πλάνες. Οἱ ἀποφάσεις τῶν Συνόδων πάνω σὲ δογματικὰ θέματα καλοῦνται «῞Οροι». Γενικότερα, κάθε ἀπόφαση τῶν Συνόδων καλεῖται «Συνοδικόν». ῎Ετσι, ἔχουμε τὸν Συνοδικὸ Τόμο καὶ τὸν Συνοδικὸ ῞Ορο καί, ὁπωσδήποτε, κάθε Σύνοδος ἔχει τὸ δικό της Συνοδικό.
Τὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» εἶναι οἱ ἀποφάσεις τῆς Ζʹ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ ἀναφέρονται στὴν προσκύνηση τῶν ἱερῶν Εἰκόνων. ῾Η ἀνάγνωσή τους τὴν Κυριακὴ τῆς ᾿Ορθοδοξίας ἔδωσε τὸν τίτλο «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας».
Βέβαια, πρέπει νὰ λεχθῆ ὅτι ἀργότερα στὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» προσετέθη καὶ ὁ ῞Ορος Πίστεως τῶν ῾Ησυχαστικῶν Συνόδων τοῦ 14ου αἰῶνος. ῎Ετσι, τὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» περιλαμβάνει τὶς ἀποφάσεις τόσο τῆς Ζʹ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅσο καὶ τῶν Συνόδων τοῦ 14ου αἰῶνος, οἱ ὁποῖες, ὅπως θὰ λεχθῆ πιὸ κάτω, ἔχουν ὅλα τὰ στοιχεῖα γιὰ νὰ χαρακτηρίζωνται καὶ νὰ θεωροῦνται ὡς Θʹ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος.
Θὰ ἐπιχειρηθῆ μιὰ ἀνάλυση τοῦ «Συνοδικοῦ τῆς ᾿Ορθοδοξίας» στὰ κεντρικά του σημεῖα. Δὲν θὰ εἶναι εὐρεῖα ἀνάλυση ὅλου τοῦ Συνοδικοῦ, ἀλλὰ θὰ τονισθοῦν τὰ κυριότερα, κατὰ τὴν γνώμη μου, σημεῖα, γιατὶ ἐκφράζουν τὸ ἦθος τῆς ᾿Εκκλησίας. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἀπαραίτητο, γιατὶ τὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα συνδέεται καὶ συντονίζεται μὲ τὶς ἀποφάσεις τῶν Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας, ὅπως ἐκφράσθηκαν συνοδικῶς.
ΟΠΟΙΟΣ διαβάσει τὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας», θὰ διαπιστώση ἀμέσως ὅτι ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν ἀναθεματίζονται οἱ αἱρετικοί, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ ἐπευφημοῦνται οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ οἱ ῾Ομολογητές.
Γιὰ τοὺς πρώτους, ἀπὸ τὸ παριστάμενο λαὸ ἀναφωνεῖται τὸ «ἀνάθεμα» τρεῖς φορές· γιὰ τοὺς δεύτερους, ἀναφωνεῖται τὸ «αἰωνία ἡ μνήμη» τρεῖς φορὲς σὲ κάθε πρόταση.
Μερικοὶ σκανδαλίζονται ὅταν βλέπουν καὶ ἀκοῦν μιὰ τέτοια ἐνέργεια, κυρίως ὅταν ἀκοῦν τὸ «ἀνάθεμα». Τὸ θεωροῦν πολὺ σκληρὸ καὶ λέγουν ὅτι ἐκφράζεται μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ μισαλλόδοξο πνεῦμα ποὺ ἔχει ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία. ῞Ομως τὰ πράγματα δὲν ἑρμηνεύονται κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο.
Οἱ ἀναθεματισμοὶ δὲν μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν ὡς φιλοσοφικὲς ἔννοιες καὶ ὡς μισαλλόδοξες καταστάσεις, ἀλλὰ ὡς ἰατρικὲς ἐνέργειες.
Πρῶτα-πρῶτα, οἱ αἱρετικοί, μὲ τὴν ἐπιλογὴ ποὺ ἔκαναν, κατέληξαν στὴν αἵρεση καὶ στὴν διαφοροποίηση ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῆς ᾿Εκκλησίας. Χρησιμοποιώντας τὴν Φιλοσοφία, ἀντετάχθησαν στὴν Θεολογία καὶ τὴν ᾿Αποκάλυψη. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο δείχνουν ὅτι ἀρρώστησαν καὶ στὴν πραγματικότητα ἀπεκόπησαν ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία.
῎Επειτα ὁ ἀφορισμός ἔχει τὴν ἔννοια τῆς ἐπισημοποιήσεως τοῦ ἀποχωρισμοῦ τοῦ αἱρετικοῦ ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μὲ τὴν πράξη τους αὐτὴ ἐπιβεβαιώνουν τὴν ἤδη ὑπάρχουσα κατάσταση, καὶ ἐκτός αὐτοῦ, βοηθοῦν τοὺς Χριστιανοὺς νὰ προφυλάσσωνται ἀπὸ τὴν αἵρεση-ἀσθένεια.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὰ Πρακτικὰ τῆς Συνεδρίας Δʹ τῆς Ζʹ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Εκεῖ λέγεται ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐκπληρώνουν τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, νὰ θέτουν, δηλαδή, τὸν λύχνο τῆς θείας γνώσεως «ἐπὶ τὴν λυχνίαν» γιὰ νὰ λάμπη σὲ ὅλους ποὺ βρίσκονται στὴν οἰκία
καὶ νὰ μὴν τὸν κρύπτουν «ὑπὸ τὸν μόδιον». Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο βοηθοῦνται ὅσοι ὁμολογοῦν εὐσεβῶς τὸν Κύριο, νὰ βαδίζουν ἀπροσκόπτως τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες «πᾶσαν πλάνην αἱρετικῶν ἐξωθοῦσι καὶ τὸ σεσηπὸς μέλος, εἴπως ἀνίατα νοσεῖ, ἐκκόπτουσι· καὶ τὸ πτύον κατέχοντες, τὴν ἅλωνα καθαίρουσι καὶ τὸν σῖτον, ἢτοι τὸν τρόφιμον λόγον, τὸν στηρίζοντα καρδίαν ἀνθρώπου, ἀποκλείουσιν ἐν τῇ ἀποθήκῃ τῆς Καθολικῆς ᾿Εκκλησίας, τὸ δὲ ἄχυρον τῆς αἱρετικῆς κακοδοξίας ἔξω ρίψαντες κατακαίουσι πυρὶ ἀσβέστῳ»12.
῎Ετσι, οἱ αἱρετικοὶ εἶναι σεσηπότα μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀνίατα καὶ γι᾿ αὐτὸ ἐκκόπτονται ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς ᾿Εκκλησίας.
Μὲ αὐτὸ τὸ πρίσμα πρέπει νὰ ἐξετάζωνται οἱ αἱρετικοί. ῾Οπότε μπορεῖ κανεὶς νὰ δῆ τὴν φιλανθρωπία τῆς ᾿Εκκλησίας. Γιατί, ὅπως ἔχουμε τονίσει καὶ ἀλλοῦ, ὅταν κανεὶς διαθέτη λαθεμένη ἰατρικὴ διδασκαλία, τότε δὲν ὑπάρχουν θεραπευτικὰ ἀποτελέσματα, ὁπότε δὲν θεραπεύεται, δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ φθάση στὴν θεραπεία. Τὸ ἴδιο γίνεται μὲ τὰ δόγματα ἢ τὴν πλανεμένη διδασκαλία. Μιὰ λαθεμένη διδασκαλία, ἡ ὁποία στηρίζεται σὲ σφαλερὴ μεθοδολογία, δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ ὁδηγήση τὸν ἄνθρωπο στὴν θέωση.
Μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ πλαίσια πρέπει νὰ ἐξετάζεται τὸ γεγονὸς ὅτι τόσο οἱ ἀναθεματισμοὶ ὅσο καὶ οἱ ἐπευφημίες ἀναφέρονται σὲ συγκεκριμένα πρόσωπα, γιατὶ αὐτὰ τὰ συγκεκριμένα πρόσωπα
εἶναι ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα πλάθουν αὐτὲς τὶς διδασκαλίες καὶ στὴν συνέχεια ἀποκτοῦν ὀπαδούς.
Καί, μάλιστα, εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι γιὰ τοὺς αἱρετικοὺς χρησιμοποιοῦνται φοβερὰ ἐπίθετα. Πρέπει νὰ προσθέσουμε ὅτι τὰ φρικτὰ ἐπίθετα ποὺ χρησιμοποιοῦνται δὲν πρέπει νὰ ἐξετάζωνται ἀπὸ ἠθικὴ ἔννοια, ἄλλωστε πολλοὶ αἱρεσιάρχες ἦταν «ἠθικοὶ» ἄνθρωποι, ἀλλὰ ἀπὸ θεολογική. Θὰ ἤθελα στὴν συνέχεια νὰ δοῦμε μερικὰ τέτοια ἐπίθετα καὶ μερικοὺς χαρακτηρισμοὺς πολὺ ἐνδεικτικούς.
Τοὺς Εἰκονομάχους, ποὺ καταφέρονταν ἐναντίον τῶν ἱερῶν Εἰκόνων, τὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» τοὺς ὀνομάζει «φαυλιστὰς τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ», «τολμητὰς κατὰ τῆς εἰκόνος καὶ θρασεῖς, δειλοὺς καὶ πεφευγότας». Αὐτοὺς ποὺ ἄρχισαν τὴν αἵρεση τῆς Εἰκονομαχίας, στὴν ἐποχὴ τῶν ᾿Ισαύρων, τοὺς ὀνομάζει «ἀνιέρους καὶ ὁδηγοὺς ἀπωλείας». ῾Ο Γερόντιος ἀναθεματίζεται γιὰ «τὸν ἰὸν τῆς μυσαρᾶς αὐτοῦ αἱρέσεως… σὺν τοῖς διεστραμμένοις αὐτοῦ δόγμασι». ῾Η αἵρεση εἶναι ἀσθένεια καὶ ἡ αἱρετικὴ δογματικὴ δοξασία εἶναι διεστραμμένη, γιατὶ διαστρέφει τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἀλήθεια τῆς ᾿Εκκλησίας. Δίδεται ἀναθεματισμὸς «τῷ φρυαξαμένῳ συνεδρίῳ κατὰ τῶν σεπτῶν Εἰκόνων».
῞Οπως ἐλέχθη, στὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» μνημονεύονται ὅλοι οἱ αἱρετικοί. Μὲ αὐτὸ φαίνεται ἀφ᾿ ἑνός μὲν ὅτι ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ χρησιμοποίησαν τὴν ἴδια μέθοδο καὶ στὴν οὐσία συμπίπτουν μεταξύ τους, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ ὅτι τόσο ἡ Ζʹ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ὅσο καὶ ἡ φερομένη ὡς Θʹ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους ὡς ἐκφραστὰς τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ ὡς συνέχεια τῶν προγενεστέρων Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
῾Ο ῎Αρειος ἀποκαλεῖται θεομάχος καὶ ἀρχηγὸς τῶν αἱρέσεων, ὁ Πέτρος ὁ Κναφεὺς παράφρων. ῾Ο ἴδιος χαρακτηρισμὸς «παράφρων» χρησιμοποιεῖται γιὰ πολλοὺς αἱρετικούς. Φυσικά, λέγονται παράφρονες ὄχι μὲ βιολογικὴ ἔννοια, ἀλλὰ κυρίως καὶ πρὸ παντὸς μὲ θεολογική. Τὸν Βαρλαὰμ καὶ τὸν ᾿Ακίνδυνο, ἀρχηγοὺς τῶν ἀντι-ησυχαστικῶν διδασκαλιῶν, καὶ ὅλους τοὺς ὀπαδούς των τοὺς ὀνομάζει πονηρὰ συμμορία.
᾿Αντίθετα, γιὰ τοὺς ὑπερμάχους τῶν ὀρθοδόξων διδασκαλιῶν χρησιμοποιοῦνται ἐπίθετα, ὅπως εὐσεβής, ἁγιώτατος, καὶ ἀοίδιμος.
Καὶ πάλι πρέπει νὰ σημειώσω, ὅτι ἡ αἵρεση ἀνατρέπει τὸν ἀληθινὸ τρόπο θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου γιὰ νὰ φθάση στὴν θέωση. ῎Αν σκεφθοῦμε ὅτι θεραπεία εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς, ὁ φωτισμὸς τοῦ νοῦ, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ πορευθῆ στὴν θέωση, τότε καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ αἵρεση ἀνατρέπει αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο αἰωνίως ἀθεράπευτο, χωρὶς ἐλπίδα θεραπείας καὶ σωτηρίας.
ΔΕΝ εἶναι δυνατόν, βέβαια, νὰ ἀναλύσουμε καὶ νὰ ἑρμηνεύσουμε ὅλο τὸ περίφημο καὶ μεγάλης σημασίας «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας». ῾Ο ἀναγνώστης πρέπει νὰ τὸ διάβαση προσεκτικὰ καὶ
θὰ διαπιστώση τὴν σπουδαιότητά του. Θὰ ἤθελα ὅμως νὰ δοῦμε μερικὰ χαρακτηριστικὰ σημεῖα, τὰ ὁποῖα, νομίζω εἶναι ἡ βάση ὅλων ὅσων λέγονται στὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας», ἀλλὰ καὶ ἡ βάση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, καὶ εἶναι αὐτὰ ποὺ δείχνουν κατὰ πόσον διακατεχόμαστε ἀπὸ τὸ γνήσιο ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα.
῾Η καταδίκη τῆς Φιλοσοφίας
Σὲ ὅλο τὸ κείμενο τοῦ «Συνοδικοῦ τῆς ᾿Ορθοδοξίας» φαίνεται καθαρὰ ὅτι καταδικάζεται ἡ Φιλοσοφία. Καταδικάζεται τόσο ὁ τρόπος ποὺ χρησιμοποιεῖ ἡ Φιλοσοφία γιὰ νὰ μιλήση καὶ νὰ
παρουσιάση τὸν Θεό, ὅσο καὶ τὰ συμπεράσματα στὰ ὁποῖα καταλήγει. Καί, φυσικά, μιλώντας γιὰ Φιλοσοφία, ἐννοοῦμε τὴν μεταφυσική, ὅπως ἀναπτύχθηκε ἀπὸ τὸν Πλάτωνα καὶ τὸν ᾿Αριστοτέλη καὶ ἀπὸ ἄλλους μεταγενεστέρους φιλοσόφους. Θὰ δοῦμε ποιές αἱρετικὲς διδασκαλίες ἀφορίζονται καὶ ἀποβάλλονται.
᾿Αφορίζονται ὅσοι δέχονται τὰ δυσσεβῆ δόγματα τῶν ῾Ελλήνων, δηλαδὴ τῶν εἰδωλολατρῶν, ποὺ ἀναφέρονται στὴν δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ στὶς ἀνθρώπινες ψυχές, καὶ τὰ ἀναμειγνύουν μὲ τὴν διδασκαλία τῆς ᾿Εκκλησίας.
Λέγεται χαρακτηριστικά:
«Τοῖς εὐσεβεῖν μὲν ἐπαγγελομένοις τὰ τῶν ῾Ελλήνων δὲ δυσσεβῆ δόγματα τῇ ᾿Ορθοδόξῳ καὶ Καθολικῇ ᾿Εκκλησίᾳ, περί τε ψυχῶν ἀνθρωπίνων, καὶ οὐρανοῦ, καὶ γῆς, καὶ τῶν ἄλλων κτισμάτων, ἀναιδῶς ἢ μᾶλλον ἀσεβῶς ἐπεισάγουσιν, ἀνάθεμα».
Πρέπει νὰ σημειωθῆ ὅτι ἀναθεματίζονται ὅσοι δέχονται μὲν τὰ δόγματα τῶν ῾Ελλήνων, ἀλλὰ παρουσιάζονται ὡς εὐσεβεῖς.
Φαίνεται ὅτι καὶ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὑπῆρχαν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὰ ἄλλα προσποιοῦνταν τὸν εὐσεβῆ, εἶχαν καλοὺς τρόπους συμπεριφορᾶς, ὅμως δὲν παραδέχονταν τὴν δογματικὴ
διδασκαλία τῆς ᾿Εκκλησίας.
Βέβαια, δὲν ἀφορίζονται αὐτὰ καθ᾿ ἑαυτὰ τὰ ἔργα τῶν φιλοσόφων, ἀλλὰ ἡ προτίμηση τῶν φιλοσοφικῶν διδασκαλιῶν σὲ βάρος τῆς Πίστεως, καὶ ἡ χρησιμοποίηση τῆς Φιλοσοφίας γιὰ τὴν ἀλλοίωση τῆς ἀλήθειας τῆς ᾿Εκκλησίας. Δὲν ἀπαγορεύεται ἡ μελέτη τῶν ἔργων τῶν ἀρχαίων ῾Ελλήνων, δηλαδὴ τῶν εἰδωλολατρῶν, ἀλλὰ κατηγοροῦνται οἱ Χριστιανοὶ ποὺ ἀκολουθοῦν καὶ παραδέχονται τὶς μάταιες θεωρίες τους.
Λέγεται: ἀνάθεμα «τοῖς τὰ ῾Ελληνικὰ δεξιοῦσι μαθήματα, καὶ μὴ διὰ παίδευσιν μόνον ταῦτα παιδευομένοις, ἀλλὰ καὶ ταῖς δόξαις αὐτῶν ταῖς ματαίαις ἑπομένοις». Καὶ, ὅπως λέγαμε προηγουμένως, κατηγοροῦνται καὶ ἀναθεματίζονται ὅσοι προτιμοῦν «τὴν μωρὰν τῶν ἔξωθεν φιλοσόφων λεγομένην σοφίαν» ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία.
Τὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» δὲν παραμένει σὲ θεωρητικὸ ἐπίπεδο, ἀλλὰ προχωρεῖ καὶ σὲ συγκεκριμένα θέματα, τὰ ὁποῖα καταδικάζει. Καί, ὅπως θὰ διαπιστωθῆ, ἀναφέρεται σὲ βασικὲς
διδασκαλίες τῆς Φιλοσοφίας, τῆς λεγομένης μεταφυσικῆς. Μεταξὺ αὐτῶν εἶναι καὶ ἡ διδασκαλία Πλάτωνος περὶ ἰδεῶν.
Σύμφωνα μὲ αὐτὴν τὴν ἀντίληψη, ὑπάρχουν οἱ ἰδέες καὶ ὅλος ὁ κόσμος εἶναι ἡ ἀντιγραφὴ αὐτῶν τῶν ἰδεῶν ἢ πτώση ἀπὸ τὶς ἰδέες αὐτές. Κατὰ τὸν Πλάτωνα, ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἔγκειται στὸ νὰ ἐπιστρέψη ἡ ψυχὴ στὸν κόσμο τῶν ἰδεῶν. Οἱ ἅγιοι Πατέρες στὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» καταδικάζουν αὐτὴν τὴν ἄποψη καὶ τοὺς δεχομένους «τὰς Πλατωνικὰς ἰδέας, ὡς ἀληθεῖς».
Οἱ ἀρχαῖοι φιλόσοφοι πίστευαν ὅτι ἡ ὕλη εἶναι ἄναρχος καὶ ὅλα τὰ κτίσματα εἶναι ἀΐδια καὶ ἄναρχα καί, βεβαίως, ἡ ὕλη εἶναι συνάναρχος μὲ τὸν Δημιουργὸ τοῦ κόσμου. Οἱ δεχόμενοι αὐτὰ καταδικάζονται: «Τοῖς τὴν ὕλην ἄναρχον, καὶ τὰς ἰδέας, ἢ συνάναρχον τῷ Δημιουργῷ πάντων καὶ Θεῷ δογματίζουσι, καὶ ὅτι περ οὐρανὸς καὶ γῆ, καὶ τὰ λοιπὰ τῶν κτισμάτων ἀΐδιά τέ εἰσι καὶ ἄναρχα, καὶ διαμένουσιν ἀναλλοίωτα… ἀνάθεμα». Η ὕλη καὶ ὁ κόσμος δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ δὲν παραμένουν ἀναλλοίωτα.
᾿Αλλὰ καὶ στὸ θέμα τῆς δημιουργίας ὑπάρχει διαφοροποίηση τῆς Φιλοσοφίας ἀπὸ τὴν Θεολογία. Βασικὴ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι ὅτι ὁ κόσμος δημιουργήθηκε ἐκ τοῦ μηδενός, «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος», ἐκ «μὴ ὑπαρχούσης ὕλης». Αὐτὴ ἡ διδασκαλία κλονίζει ὅλα τὰ θεμέλια τῆς Φιλοσοφίας. ῾Η Φιλοσοφία πίστευε, ὅπως ἀναφέραμε, ὅτι ἡ ὕλη εἶναι ἀΐδιος. ῎Ετσι, καταδικάζονται ἀπὸ τὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» ὅσοι δέχονται ὅτι «οὐκ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος τὰ πάντα ἐγένετο».
Καὶ στὸ θέμα τῆς ψυχῆς ὑπάρχει διαφοροποίηση τῆς Φιλοσοφίας καί, ἑπομένως, καταδικάζονται ὅσοι δέχονται τὶς ἀπόψεις της. Οἱ ἀρχαῖοι φιλόσοφοι πίστευαν στὴν προΰπαρξη τῆς ψυχῆς, στὶς μετεμψυχώσεις καὶ στὸ ὅτι ὑπάρχει τέλος τῆς ψυχῆς, ὅτι, δηλαδή, κάποτε θὰ πεθάνη ἡ ψυχή. Τέτοιες διδασκαλίες εἰσεχώρησαν καὶ σὲ μερικοὺς θεολόγους τῆς ᾿Εκκλησίας, γι᾿ αὐτὸ καὶ καταδικάζονται. ᾿Αναθεματίζονται ὅσοι δέχονται «ὅτι προΰπαρξίς ἐστι τῶν ψυχῶν» καὶ ὅσοι δέχονται ἀκόμη «τὰς μετεμψυχώσεις τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν, ἢ καὶ ὁμοίως τοῖς ἀλόγοις ζῴοις ταύτας ἀπόλλυσθαι, καὶ εἰς τὸ μηδὲν χωρεῖν δεχομένοις», καὶ γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο ἀθετοῦν «ἀνάστασιν, κρίσιν, καὶ τὴν τελευταίαν τῶν βεβιωμένων ἀνταπόδοσιν». ᾿Επίσης καταδικάζονται καὶ ὅσοι ὑποστηρίζουν ὅτι οἱ ἄνθρωποι μὲ ἄλλα σώματα θὰ ἀναστηθοῦν καὶ θὰ κριθοῦν «καὶ οὐχὶ μεθ᾿ ὧν κατὰ τὸν παρόντα βίον ἐπολιτεύσαντο».
Παράλληλα μὲ αὐτά, καταδικάζονται καὶ ὅσοι δέχονται τὴν δοξασία τῶν φιλοσόφων ὅτι θὰ ὑπάρξη ἀποκατάσταση τῶν πάντων, δηλαδή, «ὅτι τέλος ἐστὶ τῆς κολάσεως ἤ ἀποκατάστασις
αὖθις τῆς κτίσεως, καὶ τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων».
῞Οπως ὑπάρχουν καὶ σήμερα, ἔτσι ὑπῆρχαν καὶ τότε ἄνθρωποι ποὺ ὑπερτιμοῦσαν τοὺς φιλοσόφους ἔναντι τῶν Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας, τοὺς θεωροῦσαν ἀνώτερους καὶ γι᾿ αὐτὸ δέχονταν τὶς διδασκαλίες τους. ῞Οσοι, λοιπόν, διδάσκουν ὅτι οἱ φιλόσοφοι, οἱ ὁποῖοι καταδικάστηκαν ἀπὸ ὅλες τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους «κρείττονες εἰσὶ κατὰ πολύ, καὶ ἐνταῦθα, καὶ ἐν τῇ μελλούση κρίσει» τῶν ἁγίων Πατέρων, καὶ ὅσοι ἀποβάλλουν τὶς διδασκαλίες τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ τὰ Πρακτικὰ τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων, καθὼς ἐπίσης καὶ ὅσοι δὲν ἐκλαμβάνουν ὀρθὰ τὶς διδασκαλίες τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ προσπαθοῦν «παρερμηνεύειν τε καὶ περιστρέφειν» αὐτές, ἀναθεματίζονται. Γιατὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες εἶναι φορεῖς τῆς Παραδόσεως, ἐμπνέονται ἀπὸ τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα.
᾿Αναφέραμε προηγουμένως ὅτι ὅλοι οἱ φιλόσοφοι εἶχαν μιὰ ἰδιαίτερη μέθοδο ποὺ διακρινόταν ἀπὸ τὴν μεθοδολογία τῶν ἁγίων Πατέρων. Οἱ φιλόσοφοι χρησιμοποιοῦσαν τὴν λογικὴ καὶ τὴν
φαντασία γιὰ νὰ ἑρμηνεύσουν αὐτὰ τὰ θέματα, ἐνῶ οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔφθασαν στὸν φωτισμὸ τοῦ νοῦ καὶ τὴν θέωση καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο παρέλαβαν τὴν ᾿Αποκάλυψη. ῾Η ἐσφαλμένη μέθοδος τῶν φιλοσόφων, καθὼς ἐπίσης καὶ ἐκεῖνοι ποὺ τὴν χρησιμοποιοῦν, καταδικάζονται ἀπὸ τὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας». ᾿Αντίθετα, ἐπαινεῖται ἡ καθαρὰ πίστη καὶ ἡ ἁπλὴ καὶ ὁλόψυχος καρδία.
Γράφεται συγκεκριμένα:
«Τοῖς μὴ πίστει καθαρᾷ, καὶ ἁπλῇ καὶ ὁλοψύχῳ καρ- δίᾳ τὰ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν καὶ Θεοῦ, καὶ τῆς ἀχράντως αὐτὸν τεκούσης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, καὶ τῶν λοιπῶν ῾Αγίων ἐξαίσια θαύματα δεχομένοις, ἀλλὰ πειρωμένοις, ἀποδείξεσι καὶ λόγοις σοφιστικοῖς, ὡς ἀδύνατα διαβάλλειν, ἢ κατὰ τὸ δοκοῦν αὐτοῖς παρερμηνεύειν, καὶ κατὰ τὴν ἰδίαν γνώμην συνιστᾶν, ἀνάθεμα».
῞Οταν στηρίζεται κανεὶς μόνον στὴν λογικὴ καὶ στὴν φαντασία, τότε βρίσκεται σὲ λαθεμένη πορεία. Καί, ἂν παρατηρήσουμε προσεκτικά, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ ἀκολούθησαν αὐτὸν τὸν δρόμο. Προσπάθησαν μὲ τὴν λογικὴ καὶ τὴν φαντασία καὶ μὲ τὴν χρησιμοποίηση τῆς Φιλοσοφίας νὰ ἀναλύσουν καὶ νὰ κατανοήσουν ὅλα τὰ δόγματα τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Αντίθετα, οἱ ἅγιοι Πατέρες χρησιμοποίησαν ἄλλη μέθοδο, ποὺ εἶναι ὁ λεγόμενος ῾Ησυχασμός, ὁ ὁποῖος συνίσταται στὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς, στὸν φωτισμὸ τοῦ νοῦ καὶ τὴν θέωση.
Λέγοντας ὅλα αὐτά, πάλι πρέπει νὰ ὑπενθυμίσουμε ὅτι οἱ φιλόσοφοι στὴν ἐποχή τους ἔκαναν μεγάλη προσπάθεια γιὰ νὰ ἑρμηνεύσουν μερικὰ πράγματα ποὺ ζητοῦσαν λύση. ῞Ομως ἐκεῖνο
ποὺ μποροῦμε νὰ παρατηρήσουμε εἶναι ὅτι χρησιμοποίησαν ἄλλη μέθοδο καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀστόχησαν.
Μὲ ὅσα λέγονται στὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» δὲν προτρεπόμαστε νὰ σταματήσουμε νὰ μελετοῦμε τὰ συγγράμματα τῶν φιλοσόφων καὶ τῶν ἀρχαίων ῾Ελλήνων, ἀλλὰ νὰ μὴ χρησιμοποιοῦμε τόσο τὴν μέθοδό τους, ποὺ συνίσταται στὸν στοχασμὸ καὶ τὴν λογικοκρατία, ὅσο καὶ νὰ μὴν δεχόμαστε τὶς δοξασίες τους, γιατὶ ἀλλοιώνουν τὴν ὀρθόδοξη Πίστη.
Οἱ θεωρίες περὶ ἰδεῶν, περὶ ἀνάρχου καὶ ἀϊδίου ὕλης περὶ αἰωνιότητος τοῦ κόσμου, περὶ προϋπάρξεως τῶν ψυχῶν, περὶ μετεμψυχώσεως ἤ μετενσαρκώσεως, περὶ δημιουργίας τοῦ κόσμου ἐξ ὑπαρχούσης ὕλης, περὶ ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων κ.λ.π. κλονίζουν τὶς διδασκαλίες τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ ἀναιροῦν τὴν ᾿Αποκάλυψη.
ΟΠΟΙΟΣ μελετήσει τὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας», ὅταν φθάση στὰ κεφάλαια ποὺ ἀναφέρονται στὴν αἵρεση τοῦ Βαρλαὰμ καὶ τοῦ ᾿Ακινδύνου, θὰ παρατήρηση ἀσφαλῶς ὅτι ἕξι φορὲς ὑπάρχει ἡ φράση:
«κατὰ τὰς τῶν ῾Αγίων θεοπνεύστους θεολογίας καὶ τὸ τῆς ᾿Εκκλησίας εὐσεβὲς φρόνημα».
Καὶ μάλιστα θὰ παρατήρηση ὅτι, ἀντικρούοντας ἡ Σύνοδος ὅλες τὶς αἱρετικὲς θέσεις τοῦ Βαρλαὰμ καὶ τοῦ ᾿Ακινδύνου καὶ ἀναφέροντας τὴν διδασκαλία τῆς ᾿Εκκλησίας πάνω στὸ συγκεκριμένο θέμα, χρησιμοποιεῖ τὴν ἴδια φράση. Καταδικάζονται οἱ αἱρετικοί, ἐπειδὴ δὲν πιστεύουν καὶ δὲν ὁμολογοῦν «κατὰ τὰς τῶν ῾Αγίων θεοπνεύστους θεολογίας καὶ τὸ τῆς ᾿Εκκλησίας εὐσεβὲς φρόνημα».
Πρέπει νὰ παρατηρήσουμε ὅτι οἱ θεολογίες τῶν ῾Αγίων χαρακτηρίζονται θεόπνευστες. Καί, βέβαια, ἡ θεοπνευστία συνδέεται μὲ τὴν ᾿Αποκάλυψη. Οἱ ῞Αγιοι βίωσαν τὸν Θεό, ἀπέκτησαν ἐμπειρία τῆς θείας Χάριτος, γνώρισαν προσωπικὰ τὸν Θεό, ἔφθασαν στὴν Πεντηκοστή, παρέλαβαν τὴν ᾿Αποκάλυψη καὶ γι᾿ αὐτὸ χαρακτηρίζονται θεόπνευστοι καὶ ἀπλανεῖς Διδάσκαλοι τῆς ᾿Εκκλησίας.
᾿Ιδιαιτέρως πρέπει νὰ ὑπογραμμίσουμε τὴν μέθοδο, τὴν ὁποία χρησιμοποίησαν καὶ τὸν τρόπο, τὸν ὁποῖο βίωσαν γιὰ νὰ γίνουν κατὰ Χάριν θεόπνευστοι. Αὐτὸς ὁ τρόπος εἶναι ὁ ῾Ησυχασμός, ὁ ὁποῖος συγκεκριμενοποιεῖται στὰ τρία στάδια τῆς πνευματικῆς τελειώσεως, ποὺ εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς, ὁ φωτισμὸς τοῦ νοῦ καὶ ἡ θέωση.
Αὐτοὶ οἱ θεούμενοι καὶ θεόπνευστοι ῞Αγιοι εἶναι οἱ Προφῆτες στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, οἱ ᾿Απόστολοι καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες. Γι᾿ αὐτὸ τὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» λέγει:
«οἱ Προφῆται ὡς εἶδον, οἱ ᾿Απόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ ᾿Εκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφρόνηκεν, ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν».
῾Υπάρχει, ἑπομένως, ταυτότητα ἐμπειριῶν μὲ ὅλους τοὺς ῾Αγίους, ἀκριβῶς γιατὶ ἀκολούθησαν τὸν ἴδιο τρόπο, βίωσαν ὅλο τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ποὺ εἶναι ἡ φυγή μας ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἡ
φυγὴ τῆς ἁμαρτίας ἀπὸ μέσα μας καὶ ἡ ἄνοδος στὴν θεωρία του Θεοῦ.
᾿Ακόμη, ἡ θεόπνευστη διδασκαλία τῶν ῾Αγίων συνδέεται στενὰ μὲ τὸ τῆς ᾿Εκκλησίας εὐσεβὲς φρόνημα. Η ᾿Εκκλησία γεννᾶ τοὺς ῾Αγίους καὶ οἱ ῾Αγιοι ἐκφράζουν τὸ εὐσεβὲς φρόνημα τῆς ᾿Εκκλησίας. Δὲν νοοῦνται ῞Αγιοι ἔξω ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία καὶ δὲν νοοῦνται ῞Αγιοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν αἱρετικές καὶ λαθεμένες ἀπόψεις πάνω σὲ σοβαρὰ θεολογικὰ ζητήματα.
Μέσα στὴν ᾿Εκκλησία, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὑπάρχουν «οἱ πείρᾳ μεμυημένοι» καὶ αὐτοὶ ποὺ ἀκολουθοῦν καὶ σέβονται αὐτοὺς τοὺς πεπειραμένους. ῎Ετσι, ἂν δὲν ἔχουμε δική μας πείρα στὰ θέματα αὐτά, πρέπει, ὁπωσδήποτε, νὰ ἀκολουθοῦμε τὴν διδασκαλία τῶν θεοπτῶν, θεουμένων καὶ πεπειραμένων ῾Αγίων. Μόνον ἔτσι ἔχουμε ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα καὶ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση. Διαφορετικὰ ἀνοίγουμε τὸν δρόμο γιὰ τὴν αὐτοκαταστροφή.
Πρέπει συνεχῶς νὰ πιστεύουμε καὶ νὰ ὁμολογοῦμε «κατὰ τὰς τῶν ῾Αγίων θεοπνεύστους θεολογίας καὶ τὸ τῆς ᾿Εκκλησίας εὐσεβὲς φρόνημα».
* * *
ΤΟ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» εἶναι ἕνα ὑπέροχο πολὺ συνοπτικὸ κείμενο, ποὺ εἶναι περίληψη ὅλης τῆς ὀρθόδοξης διδασκαλίας τῆς ᾿Εκκλησίας μας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ᾿Εκκλησία τὸ ἐνέταξε μέσα στὴν λατρεία Της, τὴν Κυριακὴ τῆς ᾿Ορθοδοξίας καὶ διαβάζεται σὲ στάση προσοχῆς καὶ προσευχῆς. Εἶναι κείμενο ἱερό. Καὶ πρέπει νὰ προσαρμόζουμε ὅλη μας τὴν σκέψη καὶ πρὸ παντὸς τὴν ζωή μας σ᾿ αὐτό.
Χρειάζεται νὰ τὸ μελετοῦμε ἐπισταμένως γιὰ νὰ γνωρίζουμε σὲ τὶ συνίσταται ἡ ὀρθόδοξη Πίστη καὶ ἡ ὀρθόδοξη Ζωή. Καὶ πραγματικὰ ἡ ὀρθόδοξη βιοτὴ εἶναι ἀπηλλαγμένη ἀπὸ σχολαστικισμοὺς καὶ ἠθικισμούς. Εἶναι ἡσυχαστικὴ καὶ θεολογική.
῾Η θετικὴ ἢ ἀρνητικὴ στάση στὸ κείμενο αὐτὸ δείχνει κατὰ πόσο διαπνεόμαστε ἀπὸ τὸ ὀρθόδοξο ἐκκλησιακτικὸ φρόνημα ἤ κατὰ πόσο διακατεχόμαστε ἀπὸ τὸν σχολαστικισμό.
Εἴμαστε ἐκκλησιαστικοὶ ὅσο εἴμαστε ἁγιοπατερικοί
Πηγή: Ἐν Τούτῳ Νίκα
Τι είναι ανάθεμα;
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει ότι ανάθεμα λέγεται εκείνο, που χωρίζεται από τον Θεό και την Εκκλησία των Χριστιανών, και αφιερώνεται στον διάβολο. Κανένας δεν τόλμα να συναναστραφεί και να συγκοινωνήσει με εκείνον τον άνθρωπο, που έχει χωρισθεί από τον Θεό και την Εκκλησία και έχει γίνει ανάθεμα στον διάβολο, αλλά όλοι οι πιστοί χωρίζονται απ’αυτόν. 1
Προς στήριξη της παραπάνω θέσεως φέρνει ο άγιος Νικόδημος την μαρτυρία του θείου Χρυσοστόμου 2, ο οποίος αναφερόμενος στο ανάθεμα, λέγει: «Τι άλλο θέλει να ειπή το ανάθεμα οπού λέγεις, άνθρωπε, πάρεξ, ας αφιερωθή ούτος εις τον διάβολον και πλέον ας μην έχη χώραν σωτηρίας, ας γένη αποξενωμένος από τον Χριστόν». Το ανάθεμα παντελώς χωρίζει και αποκόπτει τον άνθρωπο από τον Χριστό. Ερμηνεύοντας, επίσης, ο ιερός Χρυσόστομος το 23ο κεφάλαιο των Πράξεων 3 και συγκεκριμένα το χωρίο, όπου λέγεται ότι ανεθεμάτισαν τον εαυτό τους οι τεσσαράκοντα εκείνοι Ιουδαίοι, εάν δεν θανατώσουν τον Απ. Παύλο, σημειώνει τα εξής: «Τι εστιν ανεθεμάτισαν, αντί του έξω είναι της εις Θεόν πίστεως είπον, ειμή το δόξαν κατά Παύλου ποιήσαιεν».
Προς επικύρωση των θέσεών του ο άγιος Νικόδημος επικουρείται και από τον Άγιο Ταράσιο Πατριάρχη Κων/λεως, ο οποίος στον απολογητικό της Ζ΄ αγίας και Οικουμενικής Συνόδου αναφέρει: «Δεινόν είναι το ανάθεμα, επειδή μακράν του Θεού ποιεί τον άνθρωπον και από την βασιλείαν των ουρανών εκδιώκει και πέμπει αυτόν εις το σκότος το εξώτερον» 4.
Ο Απόστολος Παύλος λέγει: «ει τις ου φιλεί τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, είτω ανάθεμα» 5. Όλοι όσοι πολιτεύονται έξω από την αποστολική διδασκαλία και παράδοση του θείου Παύλου, δεν αγαπούν εν αληθεία τον Κύριο. Και όλοι όσοι δεν αγαπούν εν αληθεία τον Κύριο αυτοί είναι ανάθεμα, δηλαδή χωρισμένοι από τον Κύριο. Και ο Θεοδώρητος λέει: «Ας είναι χωρισμένος από το κοινόν σώμα της Εκκλησίας, όποιος χριστιανός δεν έχει θερμήν αγάπην εις τον δεσπότην Χριστόν» 6.
Ο όρος «ανάθεμα» αναφέρεται από τον Απόστολο Παύλο και στην προς Γαλάτας επιστολή εναντίον εκείνων, που ευαγγελίζονται έξω από τα παραδεδομένα: «αλλά και αν ημείς η άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζεται υμίν παρ’ό ευαγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω»7.
Όπως ευστόχως επισημαίνει ο αγωνιστής και ομολογητής Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ.κ. Σεραφείμ, «τα αναθέματα εν τη Εκκλησία δεν αποτελούν εκφράσεις οργής η κατάρας η ύβρεως, αλλά πανηγυρικάς διακηρύξεις, ότι οι συγκεκριμένοι δεν ανήκουν στο σώμα της Εκκλησίας και ο λαός του Θεού καλείται να επιτείνει την προσοχή του εις αυτό και να μην συμφύρεται μετά των αναθεματιζομένων, δια να μην απολέση την υγιαίνουσα διδασκαλία, άνευ της οποίας δεν υφίσταται σωτηρία. Επομένως, τα αναθέματα αποτελούν ειδικότερα στην σημερινή εποχή της ομογενοποιήσεως και του συγκρητισμού, έξοχο αμυντικό μηχανισμό και παιδαγωγικό τρόπο δια την διασφάλιση της Ορθοδόξου αυτοσυνειδησίας και αληθείας…» 8. Σύμφωνα δε με τον ομότιμο καθηγητή της Πατρολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ αιδεσιμολογιώτατο πρωτοπρεσβύτερο π. Θεόδωρο Ζήση, τα αναθέματα αποτελούν ποιμαντικό μέτρο αγάπης 9. Οι άγιοι Πατέρες, όταν στις Συνόδους αναθεμάτιζαν τους αιρετικούς, δεν το έκαμαν από μίσος προς αυτούς, αλλά με πόνο ψυχής απέκοπταν αυτούς «ως ανιάτως νοσήσαντας», από το Σώμα της Εκκλησίας, όπως ακριβώς ο χειρουργός αποκόπτει το σεσηπώς και νεκρό μέλος του σώματος, για να μην μεταδοθεί η σήψις και στο υπόλοιπον σώμα.
Ανάθεμα, λοιπόν, έχουμε κυρίως, όταν υπάρχει αίρεση. Μερικοί, όμως, νομίζουν ότι τα αναθέματα είναι κάποιες απλές κουβέντες. Δεν είναι έτσι. Ο αναθεματισμός είναι ο αποχωρισμός, η αποκοπή με δυσμενείς εκφράσεις από το κοινό Σώμα της Εκκλησίας. Γιατί, η αίρεση είναι η διάσπαση αυτής της θεανθρωπίνης κοινωνίας μέσα στο κοινό Σώμα της Εκκλησίας και γι’αυτόν ακριβώς τον λόγο καταδικάζεται και αναθεματίζεται από τις Οικουμενικές Συνόδους.
Πολλές φορές, όταν λέγονται αυτά τα πράγματα, αλλά και όταν διαβάζονται – αν διαβάζονται – τα αναθέματα την Κυριακή της Ορθοδοξίας, οι πιο αυθόρμητοι σοκάρονται και λένε : «Ε, τώρα, που ζούμε; Στον Μεσαίωνα; Μιλάμε για αναθεματισμούς και αφορισμούς; Αυτά δεν είναι πράγματα, που αρμόζουν στην Εκκλησία». Αυτή η νοοτροπία έχει επηρεάσει πολλούς. Νομίζουν δηλ. ότι η Εκκλησία είναι συνεχώς μόνο σιρόπια, λουκούμια και γλυκίσματα. Αυτοί, όμως, οι άνθρωποι είναι άγευστοι. Δεν έχουν καταλάβει τι είναι Ορθοδοξία. Δεν έχουν καταλάβει ότι αυτό το Σώμα είναι αγαπητικό. Αν δεν υπάρχει αυτή η αγάπη του Θεού, η οποία «εκκέχυται εν ταις καρδίαις ημών» 10 , τότε η έλλειψη αγάπης σημαίνει την αποστασιοποίηση. Γιατί, όταν κάποιος αγαπά πολύ κάτι, έρχεται σε αγαπητική σχέση μ’αυτό. Όταν, όμως, αποστασιοποιείται, όχι μόνο περιστασιακώς, αλλά και θεσμικώς, τότε η Εκκλησία του βεβαιώνει, μ’ένα θεσμικό τρόπο, αυτό, που έχει πάθει. Η Εκκλησία, όταν λέει σε κάποιον «ανάθεμα», ουσιαστικά του πιστοποιεί, του δίνει την ληξιαρχική πράξη, την πιστοποίηση αυτού του γεγονότος, που έχει υποστεί. Αυτό, όμως, σήμερα δεν γίνεται κατανοητό, ακόμη και από τα υψηλά κλιμάκια. Και δεν γίνεται κατανοητό, επειδή δεν βιώνεται. Δεν βιώνεται, επειδή δεν υπάρχει η προϋπόθεση της καθαρότητος, την οποία οι πολλοί υστερούνται. Η Εκκλησία είναι μια ζωντανή πραγματικότητα. Όταν ο πιστός έχει καθαρότητα, τότε έχει σχέση με την Εκκλησία, νιώθει την αγάπη του Θεού και την εκφράζει. Εξ αιτίας αυτής της ελλείψεως βιωματικής εμπειρίας φθάνουμε στο σημείο να λέγεται ότι «τα αναθέματα και οι αφορισμοί δεν ισχύουν σήμερα. Θα τ’αλλάξουμε. Ζούμε σε άλλη εποχή». Ο άνθρωπος, όμως, παραμένει πάντα ο ίδιος και αλλοίμονο αν δεν ήταν έτσι. Ο Χριστός μία φορά εκπλήρωσε το μέγα της ευσεβείας μυστήριον για όλους τους ανθρώπους όλων των εποχών. «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» 11 .
Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ότι, όταν παραβιάζεται η αγαπητική σχέση, τότε υπάρχει ο αφορισμός, με τον οποίο η Εκκλησία επικυρώνει την προϋπάρχουσα κατάσταση.
Ολ’ αυτά, τα οποία σήμερα ηχούν φονταμενταλιστικά, για τους πιστούς μέσα στην Εκκλησία είναι σημεία, τα οποία συμπυκνώνουν την αγάπη. Είναι τέτοια, ώστε να οριοθετούν και να σημειώνουν ότι η αγαπητική σχέση μέσα στα πλαίσια της Εκκλησίας δεν είναι κάτι το δευτερεύον η το τριτεύον, αλλά είναι το ουσιώδες συστατικό της. Αυτά τα πράγματα τα εξέφρασε η Εκκλησία με τον ίδιο δυναμισμό, όταν θέλησε να εκφράσσει την ακοινωνησία, με την οποία δίνει την ληξιαρχική πράξη ότι κάποιος έχει πεθάνει από πλευράς αγαπητικής. Αυτό το Σώμα, μέσα στο οποίο ανήκουμε και θεολογούμε είναι μυστηριακό μεν, αγαπητικό δε. Αν δεν υπάρχει αυτή η αγαπητική σχέση και αυτός ο αγαπητικός πόθος, που να εκφράζεται και στην πράξη, τότε διαψεύδεται.
Το Συνοδικό της Ορθοδοξίας
Σκοπός της καθιερώσεως της εορτής της Κυριακής της Ορθοδοξίας από τους τότε ομολογητές επισκόπους και μοναχούς, όπως μας λέει το Συναξάρι της εορτής 12, ήταν το να ανακηρυχθούν ονομαστικά και να επαινεθούν οι ευσεβείς και ορθόδοξοι, ενώ αντιθέτως οι ασεβείς και κακόδοξοι να κατακριθούν και να αναθεματιστούν ονομαστικά, όχι βεβαίως από κακία, εμπάθεια και μίσος εναντίον των αιρετικών, αλλά από παιδαγωγική και ποιμαντική φροντίδα και αγάπη, ώστε οι μεν αιρετικοί ελεγχόμενοι να μετανοήσουν και να αποκηρύξουν την πλάνη, να προφυλαχθούν δε κυρίως οι υπόλοιποι πιστοί από το να ακολουθήσουν την πλάνη. Οι Πατέρες και οι Άγιοι είχαν πραγματική και ειλικρινή αγάπη, και όχι την ψευτοειρήνη και την ψευτοαγάπη των σημερινών υποκριτών, που ενοχλούνται από τα αναθέματα και παρουσιάζονται έτσι καλύτεροι των Αγίων Αποστόλων και των Αγίων Πατέρων, οι οποίοι από αγάπη ελέγχουν και παιδαγωγούν 13.
Το Συνοδικό της Ορθοδοξίας γράφτηκε για πρώτη φορά το 843 από τους αγίους πατέρες της Ζ΄ αγίας και Οικουμενικής Συνόδου μετά το τέλος της δευτέρας φάσεως της εικονομαχίας και περιελάμβανε αναθέματα για όλους τους αιρετικούς από τον Άρειο μέχρι και τους εικονομάχους. Από τον 9ο αιώ. και μετά έκαναν την εμφάνισή τους κι άλλες αιρέσεις, ιδίως η αιρετική παρασυναγωγή του Παπισμού, οπότε η Εκκλησία απεφάσισε τον 14ο αιώ. να εμπλουτίσει το Συνοδικό της Ορθοδοξίας με νέα αναθέματα, οπότε προστέθηκαν τα «Κεφάλαια κατά Βαρλαάμ και Ακινδύνου», με τα οποία αναθεματίζεται, στα πρόσωπα του Βαρλαάμ Καλαβρού και του Γρηγορίου Ακινδύνου, η αίρεση του Παπισμού. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι το Συνοδικό της Όρθοδοξίας είναι αναπροσαρμοζόμενο και ότι η προσθήκη καινούργιων αναθεμάτων ήταν και είναι συνήθης τακτική της Εκκλησίας. Επομένως, δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τους αγίους Πατέρες ότι δήθεν είναι πάνω από την Εκκλησία, δεν κάνουν υπακοή, διότι προσέθεσαν νέα αναθέματα.
Αυτή, λοιπόν, η συνήθης εκκλησιαστική τακτική προτείνεται να ακολουθείται, όταν την Κυριακή της Ορθοδοξίας συνίσταται να εκφωνούνται όχι μόνο τα παλαιά αναθέματα, αλλά προαιρετικώς και τα νέα αναθέματα εναντίον του Σιωνισμού, του Μουσουλμανισμού, του Ιουδαϊσμού, του Προτεσταντισμού, του Αγγλικανισμού, του Λουθηροκαλβινισμού, του Παπισμού, του αιρεσιάρχου Πάπα Ρώμης, του Νεοβαρλααμισμού, του Ιεχωβισμού, του Χιλιασμού, του Πεντηκοστιανισμού, της μεταπατερικής, νεοπατερικής, και συναφειακής αιρέσεως και του διαχριστιανικού και διαθρησκειακού Οικουμενισμού, όπως πολύ σοφά, άριστα και θεόπνευστα έπραξε πέρισυ την Κυριακή της Ορθοδοξίας 2012 ο αγωνιστής και ομολογητής Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ.κ. Σεραφείμ. Η μήπως αγνοείται το γεγονός ότι όλες οι παραπάνω αιρέσεις είναι κατεγνωσμένες από συνόδους και από αγίους Πατέρες 14; Εξάλλου και το ίδιο το Συνοδικό της Ορθοδοξίας αναφέρει σε κάποιο σημείο˙«όλοις τοις αιρετικοίς ανάθεμα!» 15 , ανάθεμα σε όλους τους αιρετικούς, και στους παλαιούς και τους νέους, τους συγχρόνους, σ΄αυτούς που υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρξουν μέχρι συντελείας αιώνων. Η ανωτέρω τακτική δεν αποτελεί ούτε πρωτοτυπία, ούτε καινοτομία, ούτε πρόταξη του εγώ υπεράνω Συνόδων και Εκκλησίας, αλλά απλώς ταπεινή ακολουθία της συνήθους εκκλησιαστικής τακτικής, και τήρηση της τάξεως του λειτουργικού βιβλίου του Τριωδίου, η οποία και βεβαίως ισχύει μέχρι και της σήμερον. Ο ποιμαντικός σκοπός και στόχος της εκφωνήσεως των αναθεμάτων είναι διφυής, διττός : Από τη μια η μετάνοια των αναθεματισμένων, και από την άλλη η προφύλαξη του ποιμνίου του από τις αιρέσεις, παλαιές και νέες, οι οποίες στερρούν την σωτηρία από τους ανθρώπους. Έτσι, δεν πρέπει να σπεύσουν να εκτοξεύσουν μομφές και κατηγορίες οι σχεδόν αμετανόητοι Οικουμενιστές, που, με την Χάριν του Θεού και κατά το ανθρώπινο δυνατό, επιδεικνύεται επαγρύπνηση και ανύστακτο ενδιαφέρον για το ποίμνιο και δεν αφήνονται οι λύκοι να καταφάνε και να κατασπαράξουν τα πρόβατα.
Αντιθέτως, οι σχεδόν αμετανόητοι Οικουμενιστές πρέπει να κατηγορούνται, επειδή αφήνουν τα πρόβατα να γίνονται βορά στα στόματα των λύκων των βαρέων 16, των ποικίλων αιρετικών, και αυτοί κουβαλούν στους ωμούς τους από πέρισυ το ανάθεμα για τον διαχριστιανικό και διαθρησκειακό Οικουμενισμό. Τα δικά τους αναθέματα είναι άκυρα, διότι δεν συμφωνούν με τον Θεό. Η ποιμαντική και παιδαγωγική ορθότητα των μέτρων της Εκκλησίας φαίνεται και εκ του ότι οι Οικουμενιστές δεν αντέχουν την δύναμη των αναθεμάτων, δεν αντέχουν, ελεγχόμενοι, την αντιαιρετική και επικριτική διδασκαλία των Αγίων Πατέρων, δεν αντέχουν καν την έννοια της αιρέσεως. Γι’αυτό και κατήργησαν την ανάγνωση των αναθεμάτων συνοδικώς από το 2005, γιατί νιώθουν πως αυτοαναθεματίζονται. Γι’αυτό παραμερίζουν με την μεταπατερική, νεοπατερική και συναφειακή αίρεση τους Αγίους Πατέρες, που καταγγέλλουν ονομαστικά και αποκαλύπτουν τους αιρετικούς. Γι’αυτό και κατήργησαν την έννοια της αιρέσεως, δεχόμενοι ως «ισότιμες, ισάξιες και αδελφές εκκλησίες» τις σύγχρονες μεγάλες αιρετικές παρασυναγωγές του Παπισμού και του Προτεσταντισμού, αλλά και την παλαιά, αρχαία αίρεση του Μονοφυσιτισμού 17.
Η άρση των αναθεμάτων
Από πλευράς των σχεδόν αμετανοήτων Οικουμενιστών γίνεται πολύς λόγος για την άρση των αναθεμάτων «δια συνοδικής αποφάσεως εν έτει 1965» στα Ιεροσόλυμα από τον Οικουμενικό Πατριάρχη κυρό Αθηναγόρα και τον Πάπα Παύλο τον Στ΄. Παραβλέπουν, όμως, το γεγονός ότι τα αναθέματα ήρθησαν με συνοδική απόφαση τοπικής συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου και όχι από Πανορθόδοξη Σύνοδο, δηλ. τα αναθέματα ήρθησαν μονομερώς, διότι η άρσις αυτή δεν ήταν έκφραση βουλήσεως όλων των Πατριαρχείων και των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Πολύ περισσότερο δεν ήταν έκφραση βουλήσεως των Ιεραρχιών των κατά τόπους Συνόδων των Πατριαρχείων και Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, όπως βέβαια θα έπρεπε για ένα τόσο μεγάλο γεγονός. Αλλά, και αυτή ακόμη η βούληση των Ιεραρχιών των κατά τόπους Συνόδων δεν είναι αυθαίρετη. Θα έπρεπε οι Ιεραρχίες των Εκκλησιών, πριν πάρουν μια τέτοια απόφαση, να εξετάσουν, εάν ήρθησαν τα αίτια, που οδήγησαν στην επί εννέα αιώνες, από τον 11ο μέχρι τον 20ο, επιβολή των αναθεμάτων. Διότι τα αναθέματα τότε μόνο αίρονται, όταν αίρονται τα αίτια , δηλαδή όταν οι αιρετικοί αποκηρύξουν τις αιρετικές τους διδασκαλίες και επανέλθουν στην Ορθόδοξο πίστη. Ποιος εξουσιοδότησε τον Οικουμενικό Πατριάρχη κυρό Αθηναγόρα να άρει τα αναθέματα το 1965 στα Ιεροσόλυμα; Ποια πανορθόδοξη σύνοδος αποφάσισε την άρση των αναθεμάτων; Βεβαίως καμμία. Επομένως, τα αναθέματα ήρθησαν αντικανονικώς 18. Και είναι απορίας, αλλά και δακρύων άξιον πως οι σχεδόν αμετανόητοι Οικουμενιστές επικαλούνται την άρση των αναθεμάτων, για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα.
[1] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σσ. 396-398.
[2] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Λόγος «Ὅτι δέν πρέπει νά ἀναθεματίζη τινάς κανένα ζωντανόν ἡ ἀποθανόντα», τ. 5.
[3] Τοῦ ἰδίου, τ. 4, σ. 880.3.
[4] Β΄ Τόμος Συνοδικῶν, σ. 724.
[5] Α΄ Κορ. 16, 22.
[6] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ἑρμηνεία εἰς τάς ΙΔ΄ ἐπιστολάς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τ. Α΄, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1989,
σ. 697.
[7] Γαλ. 1, 8. ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ἑρμηνεία εἰς τάς ΙΔ΄ ἐπιστολάς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τ. Β΄, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1990, σσ. 248-249.
[8] http://www.impantokratoros.gr/64EFF01C.el.aspx
[9] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Στον Πειραιά γιορτάσθηκε αυθεντικά η Κυριακή της Ορθοδοξίας», Θεοδρομία ΙΔ1 (Ιανουάριος-Μάρτιος
2012) 3-6.
[10] Ρωμ. 5, 5.
[11] Εβρ. 13, 8.
[12] Τριώδιον, εκδ. «Φως Χ.Ε.Ε.Ν.», Αθήνα 2010, σ. 618.
[13] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Στον Πειραιά γιορτάσθηκε αυθεντικά η Κυριακή της Ορθοδοξίας», Θεοδρομία ΙΔ1 (Ιανουάριος-
Μάρτιος 2012) 3-4.
[14] ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΗΜΑΤΗΣ, «Είναι αἵρεση ὁ Παπισμός; Τι λένε Οἰκουμενικές Σύνοδοι και Πατέρες», Θεοδρομία Θ2 (Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2007) 233-
284.
[15] Τριώδιον, εκδ. «Φως Χ.Ε.Ε.Ν.», Αθήνα 2010, σ. 628.
[16] Πράξ. 20, 29.
[17] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Στον Πειραιά γιορτάσθηκε αυθεντικά η Κυριακή της Ορθοδοξίας», Θεοδρομία ΙΔ1 (Ιανουάριος-
Μάρτιος 2012) 5.
[18]ΑΡΧΙΜ. ΙΩΑΣΑΦ ΜΑΚΡΗΣ, «Ἱστορική ἀναδρομή τῆς προσεγγίσεως Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν κατά τόν 20ό αἰώνα», Ἐν Συνειδήσει˙ Οἰκουμενισμός˙ ἱστορική καί κριτική προσέγγιση, ἔκδ. Ι. Μ. Μεγ. Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα, Ἰούνιος 2009, σσ. 55-64.
Υπάρχουν κάποιες προσωπικότητες που όχι μόνο σηματοδοτούν την ιστορία με το δυναμικό τους πέρασμα, αλλά κυλώντας ο χρόνος, οι άνθρωποι αισθάνονται ολοένα και περισσότερο την ανάγκη της παρουσίας τους και της ευλογίας τους.
Άνευ αμφιβολίας μια τέτοια προσωπικότης υπήρξε και ο αοίδιμος Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Πωγωνιανής και Κονίτσης, Σεβαστιανός.
Πολλοί υπήρξαν αυτοί που τον γνώρισαν και τον άκουσαν, αλλά περισσότεροι είναι εκείνοι που τώρα θα ήθελαν να γνωρίσουν τον ανεπανάληπτο αυτόν ιεράρχη τής Εκκλησίας μας, δοθέντος ότι στις 12 Δεκεμβρίου τού 2014 έκλεισε εικοσαετία από της κοιμήσεώς του.
Βεβαίως, ο αείμνηστος Σεβαστιανός είχε καταστεί γνωστός, τόσο στο Πανελλήνιο, όσο και στον όπου γης Ελληνισμό και όχι μόνον, για τον ατρόμητο χαρακτήρα του και τον ακατάπαυστο αγώνα του υπέρ των δικαίων τού Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού και υπέρ τής απελευθερώσεως της “αρχεγόνου Ελλάδος”, τουτέστιν της αιματοποτισμένης και εις έτι αλυτρώτου Βορείου Ηπείρου.
Στις καρδιές και στα ώτα όσων αξιώθηκαν να τον ακούσουν και να παρακολουθήσουν τις εθνεγερτικές του εκείνες ομιλίες, ακόμα αντηχούν τα ελληνόψυχα συνθήματά του: “Κουράγιο αδελφοί βορειοηπειρώτες”, “έρχεται και για σας η ώρα τής λευτεριάς” και η επίσης συγκλονιστική επωδός που έκανε τις ψυχές να ριγούν από συγκίνηση “Χριστός Ανέστη και η Βόρειος Ήπειρος ανέστη, αδελφοί”!
Κάθε έτος τον μήνα Φεβρουάριο, και όταν μέσα στο κατάλευκο της χιόνος, προμηνύεται ο ερχομός τής ανοίξεως, όσοι γνωρίζουν την Ελληνική Ιστορία, και όσοι ακόμα αισθάνονται στις φλέβες τους να ρέει το αίμα τής Ρωμιοσύνης, μνημονεύουν του Αυτονομιακού Αγώνος τού 1914. Του Αγώνος που ξεκίνησαν οι Βορειοηπειρώτες πατέρες και αδελφοί και ο οποίος αγώνας εστέφθη υπό επιτυχίας για τα απαράγραπτα δίκαια, σχηματίζοντας την κυβέρνηση του Γεωργίου Χρηστάκη – Ζωγράφου, με την ομόθυμη συμπαράσταση των γενναίων Μητροπολιτών, Δρυϊνουπόλεως Βασιλείου και Βελάς και Κονίτσης Σπυρίδωνος Βλάχου.
Κάθε Φεβρουάριο λοιπόν, επί σειρά ετών ο αείμνηστος Μητροπολίτης τού χρέους και της θυσίας, Σεβαστιανός, με το επιτελείον του, τους άμεσους συνεργάτες, τον Πα.Συ.Β.Α και τα λεβεντόπαιδα της Σ.Φ.Ε.Β.Α. στο ακριτικό Δελβινάκιον (όπου και η έδρα τής Ιεράς Μητροπόλεως) και με την ολοπρόθυμη συμμετοχή πλήθους κλήρου και λαού, αφού τελούσε την συγκλονιστική Θεία Λειτουργία και εκφωνούσε τον εθνεγερτικό του λόγο (που θα τον ζήλευαν ακόμη και ρήτορες της αρχαιότητος), ολοκλήρωνε τις εκδηλώσεις με την δυναμική πορεία και την ανάγνωση του ψηφίσματος στο ηρώον τής πόλεως. Χρόνια τωόντι ανεπανάληπτα, όταν μάλιστα σκεφθεί κανείς πως όλα αυτά κάποιες χρονιές ελάμβαναν χώρα υπό βροχήν, μέσα στο κρύο και στον πάγο, αλλά με καρδιές που φλέγονταν “διά του Χριστού την πίστην την αγίαν και της Πατρίδος την ελευθερίαν”!
Ναι, ο Μητροπολίτης Σεβαστιανός, που κατείχε όπως βεβαίως και ο διάδοχός του, τον επίζηλο τίτλο “πάσης Βορείου Ηπείρου”, αποτελούσε τον χρυσό κρίκο στην αδιάσπαστη χρυσή αλυσίδα των αυθεντικών ιεραρχών. Των ιεραρχών εκείνων που δεν προσκύνησαν και σε ουδένα συμβιβασμό προχώρησαν για να έλθουν στα ύπατα αξιώματα της διοικήσεως και αυτής τής Αρχιερωσύνης.
Ο Σεβαστιανός επιστρατεύθηκε από την ίδια την Εκκλησία για να καταστεί όντως “επί – σκοπός” στο προκεχωρημένο φυλάκιον της Ελλαδικής Εκκλησίας και στα αιματοβαμμένα χώματα του ακριτικού Ελληνισμού που περιλαμβάνει η έκτασις της πτωχής μεν, αλλά ηρωικής Μητροπόλεως Δρυϊνουπόλεως. Ήταν η εποχή εκείνη που πράγματι η Ελλαδική Εκκλησία με αρχιεπίσκοπο τον Ιερώνυμο τον Α΄ γνώριζε πού κρύβονταν τα πνευματικά διαμάντια τής Χάριτος και της εκκλησιαστικής ποιμαντικής, τα ενεφάνιζε ώστε να καθοδηγούν το ποίμνιον και με αυτά κοσμούσε το πολύτιμο στέμμα τού επισκοπικού αξιώματος. Εποχές που συγκινούσαν αλλά και συγκινούν ιδίως σήμερα τον κάθε πιστό που αγωνίζεται και αγωνιά για την πορεία τής Εκκλησίας, βιώνοντας ταυτοχρόνως το κατάντημα του Έθνους.
Το να θελήσουμε όμως να κάνουμε ειδική αναφορά στους εθνικούς αγώνες τού Σεβαστιανού, τούτο θα απαιτούσε τόμους ολοκλήρους, αφού η πολύπλευρη και πολυσχιδής δράσις τού ανδρός, στον εθνικό μας μόνο τομέα, ακόμα δεν έχει πλήρως καταγραφεί και παραμένει εν πολλοίς άγνωστος, ακόμα και γι' αυτούς που ασχολούνται με το Βορειοηπειρωτικό.
Ιερά υποχρέωσις προς τον τομέα αυτό μάς συνέχει και δοθείσης ευκαιρίας θα πρέπει κάποτε να ξεκινήσει το έργο αυτό, το οποίο θα φωτίσει πτυχές άγνωστες και θα φέρει στην επιφάνεια πρόσωπα και καταστάσεις που διαδραμάτισαν ρόλο στην εξέλιξη του θέματος, και όχι μόνο.
Πτυχές άγνωστες της λαμπρής αυτής προσωπικότητος που έχουν να κάμουν και με την καθαυτό πνευματική και κοινωνική διακονία και προσφορά τού Ιεράρχου που έως τώρα επισκιάζονται από το φωτεινό αστέρι του Βορειοηπειρωτικού Αγώνος.
Τούτο το τονίζουμε διότι ο Μητροπολίτης Σεβαστιανός είχε πρωτίστως κατακτήσει την αγιότητα. Ευρίσκετο σε ύψη πνευματικά δυσθεώρητα που ολίγα πρόσωπα κατορθώνουν στην ζωή τους να προσεγγίσουν. Και ομολογουμένως κατέστη εθνικός ηγέτης και αγωνιστής, διότι προηγουμένως είχε βαδίσει τον δύσκολο, κακοτράχαλο, σκληρό και ανηφορικό, συνάμα δε και ευλογημένο δρόμο τής Ορθοδόξου Πνευματικότητος. Οι αγιασμένες προσωπικότητες με τις οποίες διατηρούσε επί σειρά ετών αδιατάρακτη φιλία και βίωναν τον συμπνευματισμό, όπως ο Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης, ο Γέροντας Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, αλλά και τόσοι άλλοι σύγχρονοι όσιοι που τον τιμούσαν, τον αγαπούσαν και τον εμπιστεύονταν κατά τρόπο μοναδικό, αποδεικνύουν τού λόγου το αληθές περί της προσωπικότητος του ιερού ανδρός.
Αλλά ο αείμνηστος, θα πρέπει να παραδεχθούμε πως με τον βίο και την πολιτεία του, με τις περίφημες εγκυκλίους του που αποτελούν πλέον εθνικά και εκκλησιαστικά κειμήλια, και κυρίως με την στεντόρεια φωνή του, αποτελεί έναν έλεγχο. Μάλιστα, έναν έλεγχο προς τους ηγέτες των πυλώνων τού Έθνους. Κυρίως όμως του εκκλησιαστικού και αυτού του εθνικού τομέως, τώρα μάλιστα που ορισμένοι, ως μη όφειλε, συμβιβάστηκαν και αλλοίμονο ντρέπονται να κάνουν λόγο περί των απαραγράπτων Ελληνικών μας Δικαίων και αυτών των Ελληνορθοδόξων Ιδανικών, τουτέστιν της Πίστεως, της Πατρίδος και του θεσμού τής ευλογημένης ελληνικής Οικογένειας.
Βεβαίως το μόνο που δεν θα επιτρέψουμε στον εαυτόν μας (ως τέκνα πνευματικά τού Σεβαστιανού) είναι το να πέσουμε στην απογοήτευση. Το μόνο, τονίζουμε, που θα αρνηθούμε και θα αποδιώξουμε είναι τα μαύρα σύννεφα από τον ορίζοντα της συνειδήσεώς μας. Και τούτο διότι όχι απλώς γνωρίζουμε ότι εγγύς τού θρόνου τής Χάριτος όπου ευρίσκεται τώρα ο αείμνηστος Γέροντας Επίσκοπος, δέεται και προσεύχεται ακαταπαύστως για το Έθνος και υπέρ τής Βορείου Ηπείρου και της Κύπρου μας, αλλ' η πολύτιμος παρακαταθήκη του μας φωτίζει και μας καθοδηγεί στην οδόν τού χρέους και της εκπληρώσεως των ιερών μας όρκων.
Αυτή είναι η πραγματικότητα και ουδέποτε θα λησμονήσουμε των ευλογημένων του λόγων, ότι τον τελευταίο λόγο τον έχει ο Θεός, ο οποίος αγαπά και ευλογεί την αλήθεια και όσους αγωνίζονται και δίνουν και αυτή την ζωή τους γι' αυτή και για την Ελλάδα.
Του δε αειμνήστου Μητροπολίτου Δρυϊνουπόλεως Πωγωνιανής και Κονίτσης κυρού Σεβαστιανού, αιωνία η μνήμη και η ευχή και προσευχή του είθε να μας συνοδεύει στα όμορφα, ανηφορικά και ευλογημένα μονοπάτια τής Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού
Αμήν.
Αρχιμ. Ιωήλ Κωνστάνταρος
Mail: ioil.konitsa@gmail.com
Κόνιτσα.
Α) Ο Κύριος όχι σπάνια πήγαινε και σε σπίτια Φαρισαίων για γεύμα ή για δείπνο ανάλογα. Πρώτα, πρέπει να πούμε, ότι δεν πήγαινε ποτέ ακάλεστος ο Χριστός. Χαρακτηριστικό - και φαινομενικά αντίθετο – φαίνεται να είναι το παράδειγμα με τον Αρχιτελώνη Ζακχαίο. Εκεί, ναι μεν δεν τον κάλεσε τον Χριστό μας ο Ζακχαίος, αλλά ο Καρδιογνώστης Χριστός ανταποκρίθηκε στη βαθύτερη επιθυμία του επίσημου εφοριακού, που ποθούσε και ζητούσε να δεί τον Ιησού από κοντά. Τη συνέχεια βέβαια την ξέρουμε...
Συμβολική επίσης - αλλά και ουσιαστική - είναι η εικόνα της Ιεράς Αποκαλύψεως που παρουσιάζει τον Χριστό να στέκεται έξω από την πόρτα ενός σπιτιού, μιας καρδιάς, και να χτυπά να Του ανοίξουν. Δεν παραβιάζει κλειστές πόρτες ο Ιησούς.
Ο Ίδιος δεν είπε στους μαθητές Του, ότι αν σας διώχνουν από μια πόλη να πηγαίνετε σε άλλη και να τινάζετε και τη σκόνη από τα υποδήματά σας; Αυτός δεν είπε ότι αν σας φιλοξενήσει κάποιος στο σπίτι του, εκεί να μένετε και να μη τριγυρνάτε από σπίτι σε σπίτι και παρουσιάζεστε έτσι άστατοι, αχόρταγοι και ενοχλητικοί, επιβαρύνοντας τους άλλους ανθρώπους; Ασφαλώς, ναι!
Άρα ο Χριστός όχι μόνο σέβεται την ελευθερία των άλλων, αλλά είναι διακριτικός και ευγενικός. Αυτό βέβαια είναι ένας κόλαφος για όσους ξημεροβραδιάζονται σε ξένα σπίτια και μπαινοβγαίνουν σε αυλές και σε ώρες ακατάλληλες και δεν ξεκολλάνε, τη στιγμή μάλιστα που η άλλη οικογένεια καίγεται από δουλειές, έχει μικρά παιδιά και δεν μπορεί να σηκώσει όλο αυτό το βάρος οικονομικά, πρακτικά και διατροφικά.
Β) Το ερώτημα λοιπόν είναι, γιατί πήγαινε ο Ιησούς σε ανθρώπους δεληλωμένους από πριν αντίθετους με Αυτόν; Ωραία, δεν πήγαινε ακάλεστος, αλλά γιατί πήγαινε;
1. Προφανώς πήγαινε, γιατί όλοι οι άνθρωποι είναι πλάσματα του Θεού. Ένας μάλιστα που καλεί τον Χριστό ή κάποιον εκπρόσωπό του, δείχνει ότι δεν είναι φανατικός. Κάτι καλό λοιπόν μπορεί να βγεί. Ύστερα ο Χριστός μας μπορεί να μη ήταν αδιάκριτος, αλλά δεν ήταν και ακατάδεχτος.
2. Σε τέτοιες ευκαιρίες ευρίσκονταν και άλλοι καλοδιάθετοι άνθρωποι που ήθελαν να δούνε και να ακούσουν τον Χριστό, ίσως από περιέργεια, μπορεί και από ενδιαφέρον. Ο Χριστός μας το είπε στη φιλοξενία και στο τραπέζι στο σπίτι του τελώνη Ματθαίου μετά την κλήση του, ότι “ανάγκη δεν έχουν οι υγιείς, αλλά οι άρρωστοι και ότι ο Χριστός ήρθε να αναζητήσει και να σώσει το χαμένο πρόβατο. Ο Χριστός είναι συμπαθής προς όλους και συμπάθεια πρώτιστα ζητάει από τους χριστιανούς προς όλους”.
3. Είναι όμως και κάτι άλλο. Εκεί που πήγαινε ο Χριστός δεν πήγαιναν μόνο διψασμένοι πνευματικά και ψυχικά άνθρωποι, αλλά και άρρωστοι στο σώμα και “οχλούμενοι υπό πνευμάτων ακαθάρτων”, για να βρούνε τη γιατρειά τους.
4. Ασφαλώς ήταν εκεί και οι κακοί και οι κατάσκοποι και οι ψευτοενδιαφερόμενοι και οι εγκάθετοι και οι καλοθελητές, που ζητούσαν αφορμή να πιαστούν από κάποιο λόγο ή κάποια πράξη του Χριστού και να τον καταγγείλουν είτε στη θρησκευτική είτε στην πολιτική εξουσία, είτε απευθείας στο λαό, όπως νόμιζαν. Κι από αυτούς ακόμη δεν ξέρει κανείς τι θα μπορούσε να βγεί κάποτε έστω και ετεροχρονισμένα...
5. Δεν είναι δε τυχαίο ότι πολλά θαύματα ο Χριστός τα έκανε το Σάββατο, που ήταν αργία για τους Εβραίους. Δεν το έκανε για να τους μπεί στο μάτι, αλλά για να τιμήσει την ημέρα του Σαββάτου με αγαθοεργίες και να διδάξει πως πρέπει να αγιάζουμε την ημέρα του Κυρίου. Δηλαδή απαντούσε ουσιαστικά στο ερώτημα: θα μείνουμε κολλημένοι στο γράμμα του νόμου και αδρανοποιημένοι, αδιάφοροι στις ανάγκες των άλλων ή θα επιλέξουμε την ελευθερία της αγάπης παντού και πάντοτε; Ο Χριστός επέλεξε και επέλεγε πάντοτε το δεύτερο.
Γ) Σε ένα τέτοιο σπίτι Φαρισαίου, ημέρα Σάββατο μάλιστα , που πήγε ο Χριστός μας, τον πλησίασε ένας ταλαίπωρος υδρωπικός, βασανισμένος και αποκρουστικός, παραμορφωμένος και άρρωστος. Δεν τολμούσε να μιλήσει. Να ζητήσει τί; Ασφαλώς τη θεραπεία του. Αλλά ήταν μέρα Σάββατο κι είχε τόσα πολλά ακούσει να λένε για τον Χριστό, ότι “δεν τηρεί το Σάββατο” (Λουκ. Ιδ' 1-6). Στάθηκε εκεί κοντά και περίμενε σιωπηλά, αλλά, όπως άλλοτε ο Μωϋσής παρά το χείλος της Ερυθράς θάλασσας, βοούσε καρδιακά προς τον Θεόν και ζητούσε λύση στο πρόβλημά του.
Το κλίμα ήταν όντως τελείως αρνητικό και όλοι παρατηρούσαν τι θα έκανε ο Κύριος; Δεν λυπόντουσαν οι ανάλγητοι την ταλαιπωρία του ανθρώπου, αλλά περίμεναν να δούνε αν θα τους πέσει το λαχείο για να κατηγορήσουν τον Κύριο... “Μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά...”, αντί να πούνε με μια φωνή:”Κύριε, θεράπευσέ τον εδώ και τώρα, τον ξέρουμε τον άνθρωπο ταλαιπωρείται από καιρό”.
Αυτό όμως που δεν έκαναν αυτοί όχι μόνο το έκανε ο Χριστός μας, - πως άλλωστε ήταν δυνατό να μη το κάνει; - αλλά στο ενδόμυχο και εναγώνιο ερώτημά τους, τι θα κάνει επιτέλους ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ, ο Χριστός αντέστρεψε το ερώτημα και τους ρώτησε εμμέσως πλήν σαφώς: “αν επιτρέπεται κάποιος να θεραπεύει την ημέρα του Σαββάτου ή όχι”.
Ο Χριστός τελικά με ένα άγγιγμα θεράπευσε τον υδρωπικό και τον έκανε καλά.
Μετά όμως δίδαξε αποστομωτικά και τους κακεντρεχείς φαρισαίους λέγοντας χαρακτηριστικά, ότι “εσείς αν πέσει το βόδι σας ή το παιδί σας στο πηγάδι ημέρα Σάββατο, πάτε και με κόπους και προσπάθειες το βγάζετε... και ασφαλώς αυτό δεν θεωρείται αμαρτία και παράβαση... Ποιός λογικός άνθρωπος θα έλεγε το αντίθετο; Εμένα γιατί με κατηγορείτε για ένα άγγιγμα και ένα λόγο, που έκανα καλά ολόκληρο άνθρωπο;”
Δ) Αλήθεια, γιατί ο Χριστός έκανε καλά τον υδρωπικό;
Πρώτα πρώτα για την εσωτερική του πίστη και επιμονή του να μπει σε ξένο και επίσημο σπίτι, φαρισαίου μάλιστα και ημέρα σάββατο και εκεί να στέκεται σε κοινή θέα, χωρίς να μιλάει με την πίστη ότι κάτι θα κάνει η δύναμη και η καλοσύνη του Χριστού, και ότι μπορεί να το κάνει, έστω και αν δεν μιλήσει ο ίδιος. Ο Χριστός ξέρει. Αυτό ήταν μια φοβερή κίνηση ψυχής του υδρωπικού με πολλά ρίσκα για τον ίδιο και κορυφαία πίστη.
Δεύτερο είναι ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν θύμα μέσα σε εκείνη τη λυκοφωλιά και την απανθρωπιά, αστήρικτος και ανυπεράσπιστος, μόνος μέσα σε κόσμο εχθρικό και για τον Χριστό και για τον ίδιο προφανώς. Αλλά στους κολασμένους όλης της γης ο Χριστός είναι η μοναδική ελπίδα.
Το τρίτο είναι, ότι για λόγο δικαιοσύνης και οι συνδαιτυμόνες να δούνε το θαύμα και να ακούσουν τη θεία διδασκαλία περί της ημέρας του Σαββάτου και του αληθούς νοήματός της.
Ε) Εμείς τώρα στην Ορθοδοξία έχουμε αντί για το Σάββατο την Κυριακή. Την Κυριακή λοιπόν τη σεβόμαστε και την αφιερώνουμε στο Θεό, στην Εκκλησία, στην ψυχή μας, στην οικογένεια και με καλοσύνες και ιεραποστολή και στον συνάνθρωπο. Αυτή τη μέρα έχουν λάβει χώρα όλα τα άγια γεγονότα της Ανάστασης του Χριστού.
Πηγή: Χριστιανική Εστία Λαμίας
Μόνο αυτός που φλέγεται από την αγάπη και για την δόξα τού Χριστού είναι έτοιμος για κάθε είδους θυσία. Θυσία από τα μικρότερα έως τα μεγαλύτερα, όπως βλέπουμε στον Απόστολο Παύλο. Στον Απόστολο των εθνών που διαμαρτύρεται με όλη τη δύναμη της ψυχής του εναντίον εκείνων, οι οποίοι είτε ενσυνειδήτως, είτε ασυνειδήτως, γίνονται αφορμή σκανδάλου για τους πιστούς. Και δεν μπορεί να συμβαίνει διαφορετικά, αφού το σκάνδαλο, επιφέρει καταστρεπτική επίδραση στην πνευματική ζωή και γενικώς στην πρόοδο των Χριστιανών.
Ο Απόστολος είχε λάβει πληροφορίες ότι στην Κόρινθο υπήρχαν μερικοί πιστοί “προοδευμένοι” στην γνώση οι οποίοι δεν πρόσεχαν όσο θα έπρεπε την εξωτερική τους συμπεριφορά και γίνονταν αφορμή πολλών σκανδάλων.
Η βρώσις των ειδωλοθύτων κρεάτων, δηλ. αυτών τα οποία είχαν πριν προσφερθεί θυσία στα είδωλα, γινόταν αιτία, ώστε ορισμένοι απλοϊκοί πιστοί, που δεν είχαν ξεκαθαρίσει ακόμα μέσα τους κάποια θέματα, να σκανδαλίζονται. Έτσι ο ιδρυτής τής Εκκλησίας τής Κορίνθου, τους επιτιμά, εκείνους που γίνονται αιτία και αφορμή σκανδάλου και τους γράφει: “Εάν η τροφή γίνεται αιτία σκανδάλου στον αδερφό μου, δεν θα φάγω καθόλου κρέας σε όλη μου την ζωή, για να μη σκανδαλίσω τον αδερφό μου”.
Ο θεόπνευστος Απόστολος ξεκαθαρίζει το θέμα τού σκανδάλου κατά τρόπο άμεσο και δυναμικό. Όμως το σκάνδαλο δεν αφορούσε μόνο την Εκκλησία τής Κορίνθου, αλλά δυστυχώς το βρίσκουμε σε κάθε τόπο και σε κάθε εποχή να φυτρώνει ως μανιτάρι τού διαβόλου. Διότι, τι είναι σκάνδαλο; Σκάνδαλο είναι το εμπόδιο και το πρόσκομμα το οποίο παρεμβάλλεται στην πνευματική πορεία και εμποδίζει την πνευματική προκοπή. Κάποια συμπεριφορά ανάρμοστη για Χριστιανό, κάποιος λόγος επιπόλαιος, κάποιο παράδειγμα προς αποφυγήν, αλλά και τόσα άλλα που όπως όλοι βλέπουμε γίνονται αφορμές για να κλονιστεί η πίστις τού εν Χριστώ αδελφού. Και φυσικά σκάνδαλο δημιουργείται, όχι μόνο από όσους είναι εντελώς απρόσεκτοι και έχουν σχεδόν αρνηθεί την Χριστιανική ζωή, αλλά και από ακατάρτιστους πιστούς και εν πολλοίς από πράξεις που μπορούν να χαρακτηριστούν ως “ηθικώς αδιάφοροι”.
Το θέμα γίνεται παραπάνω από όσο μπορούμε να υπολογίσουμε σοβαρό, όταν βλέπουμε τον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό, να καταδικάζει το σκάνδαλο με τις πλέον δριμείς εκφράσεις. Να περιγράφει με τα μελανώτερα των χρωμάτων, την βαριά ευθύνη εκείνου που το προκαλεί: “Ουαί – λέγει - τω ανθρώπω εκείνω δι ου το σκάνδαλον έρχεται” (Ματθ. ιη' 7). Και ακριβώς τα λόγια αυτά του Χριστού θα πρέπει να δημουργούν την ευλογημένη προσοχή και περίσκεψη, αν όχι τον φόβο στις ψυχές όσων αισθάνονται ότι η έως τώρα συμπεριφορά τους δεν είχε την προσοχή αλλά και την συναίσθηση ότι οι ίδιοι γίνονται αιτία, κάποιες ψυχές να κλονίζονται σοβαρά, ίσως δε και ανεπανόρθωτα. Επομένως το σκάνδαλο αποτελεί αμαρτία μεγάλη και η ευθύνη όλων μας είναι καθόλου μικρή ενώπιον του Θεού. Τούτο σημαίνει ότι είναι απολύτως ανάγκη ο Ορθόδοξος Χριστιανός, να θυσιάζει και μερικά δικαιώματά του, προκειμένου να αποφύγει την δημιουργία σκανδάλου για τους άλλους, αφού επιτέλους και ο πλέον απλοϊκός αδελφός φέρει αθάνατη ψυχή “υπέρ ης Χριστός απέθανεν”.
Θα πρέπει όμως να καταστεί απ' όλους μας κατανοητό και κάτι ακόμα. Ότι, ναι μεν φέρει ευθύνη εκείνος που με την απρόσεκτη ζωή του σκανδαλίζει, αλλά μεγάλη την ευθύνη έχει και εκείνος που σκανδαλίζεται. Ας σταθούμε για λίγο και στο σημείο αυτό, διότι υπάρχουν και ορισμένοι που ως αιτιολογία τού κλονισμού τής πίστεώς τους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται ως πραστράτημα σε αμαρτωλές πράξεις, φέρουν το ότι δήθεν εσκανδαλίσθησαν από τον άλλον (τον απρόσεκτο). Όπως όμως γίνεται κατανοητό απ' όλους, η αδικαιολόγητος αυτή δικαιολογία ότι δηλ. “δεν πταίω εγώ· ο άλλος με παρέσυρε”, όχι μόνο δεν απαλύνει το βάρος τής ευθύνης, αλλά προσαυξάνει την κατηγορία επί του “σκανδαλισθέντος” και εις το κακόν ηττηθέντος, σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό. “Όποιος προσπαθεί να δικαιολογήσει τα δικά του σφάλματα προβάλλοντας τα ατοπήματα και σκάνδαλα των άλλων, ομοιάζει με εκείνον που θέλει να πλυθεί και να καθαριστεί με τη λάσπη” είχε διδάξει ο Σωκράτης.
Ο Θεός δεν μας είπε να κανονίζουμε τη συμπεριφορά μας σύμφωνα με το κακό παράδειγμα που δίδουν δυστυχώς οι απρόσεκτοι Χριστιανοί, ου μην αλλά και οι επιπόλαιοι ποιμένες, αλλά σύμφωνα με τον Νόμο Του και το αιώνιο παράδειγμα που Αυτός ο ίδιος μας έδωσε επί γης.
Εάν μάλιστα θελήσουμε να εμβαθύνουμε έτι περισσότερο στο θέμα τού σκανδάλου, θα καταλήξουμε στο ότι το σκάνδαλο μπορεί ακόμα και να μας βοηθήσει, και όχι να μας εμποδίσει στην ορθόδοξη πνευματικότητα. “Τα σκάνδαλα- κηρύσσει ο Ιερός Χρυσόστομος- διεγείρουν (πρέπει να διεγείρουν) την προσοχή μας, μας κάνουν προθυμότερους στο καλό και ακονίζουν τον νου μας”. Μήπως δεν το βλέπουμε αυτό και στις χαλεπές, από κάθε άποψη, ημέρες που διανύουμε, κυρίως όμως από εκκλησιολογικής πλευράς; Τα σκάνδαλα των συμπροσευχών υψηλά ισταμένων προσώπων με κακοδόξους και αιρετικούς, τα θεατρικά σχεδόν συλλείτουργα, προς προσβολήν των αγίων πατέρων και διδασκάλων, κάνουν “τοις νούν Χριστού έχουσιν” να μελετούν Γραφή, Πατρολογία, Κανονικόν Δίκαιον, Εκκλησιαστική Ιστορία κ.τ.λ. και γενικώς ειπείν τα σκάνδαλα και αυτού του τομέως γίνονται αιτία για όσους έχουν φόβον και αγάπη προς τον Θεόν και τους αδελφούς, να ατενίζουν καθαρότερα την αλήθεια, να απορρίπτουν το σκάνδαλο και την πλάνη και φυσικά να υψώνουν χείρας ικέτιδας, αναφωνόντας ακαταπαύστως το “δόξα τη μακροθυμία σου Κύριε δόξα σοι”. Και όπως κάποιος άγιος όταν ερωτήθηκε από πού έμαθε την τέχνη τής προσευχής, απάντησε, “από τα δαιμόνια”, από τον πόλεμο δηλ. που του έκαναν, ανεκάλυψε την μέθοδο της καρδιακής προσευχής, ούτω πως και εν προκειμένω, τα εκκλησιαστικά ιδίως σκάνδαλα καταρτίζουν τους αυθεντικούς πιστούς αγιωτέρους, τους δε ρηχούς και αγεύστους τής πνευματικής ζωής, χειροτέρους.
Όμως, ας κλείσουμε με τούτο. Πρώτον, να αποφεύγουμε πάση θυσία να προξενούμε σκάνδαλο οιασδήποτε μορφής, και δεύτερον, να μην παρασυρόμεθα από τα “θέατρα του παραλόγου” που ευκαίρως - ακαίρως ανεβάζουν επί της διεθνούς σκηνής όσοι έχασαν τον φόβο τού Θεού, τον σεβασμό προς τους αγίους και φυσικά την εντροπή έναντι του ποιμνίου τους. Αμήν.
Γράφει ο Αρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος,
Ιεροκήρυξ Ι. Μ. Δρ. Πωγ. &Κονίτσης
e-mail: ioil.konitsa@gmail.com
Πηγή: Θρησκευτικά
Είναι γεγονός αναμφισβήτητο πως ζούμε σε μια εποχή νεοειδωλολατρείας, όπως ορθά την χαρακτήρισε ο Ορθόδοξος Αμερικανός καθηγητής Βιοηθικής Ένγκερχαρντ Τρίστραμ. Δεν πιστεύουμε στα αρχαία είδωλα, όμως λατρεύουμε τα νέα: τη βία, το σεξ, τον ωφελιμισμό, τον υλισμό, με μια λέξη την ηδονή στις ποικίλες μορφές της. Σήμερα δεν καλούμεθα στο μαρτύριο, όπως συνέβαινε στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, αυτό ακόμη δεν συμβαίνει στις λεγόμενες χριστιανικές χώρες, αλλά σε αυτές της Ανατολής – ισλαμικές και ινδουιστικές – 100.000 είναι οι μάρτυρες για τον Χριστό κάθε χρόνο. Όμως υφιστάμεθα την επιβολή μιας πεζής, μιας επίπεδης ζωής χωρίς ανάταση και χωρίς Ανάσταση.
Είναι μια ζωή που μας επιβλήθηκε από τη Δύση. Σημειώνω πως ο ποιητής και διανοητής Γιώργος Σαραντάρης όταν μιλάει για τη Δύση εννοεί το κοσμικό φρόνημα, που έχει θεμελιωθεί πάνω στη λογική και στην ηδονή. Γράφει σχετικά:
«Η Δύση καλλιεργεί τη θνητή ζωή του ατόμου, την καλλωπίζει σύμφωνα μ’εκείνο το κριτήριο του έρωτα, που είναι το μόνο κριτήριο, που ειλικρινά επιτρέπει στο άτομο η προοπτική του θανάτου. Γιατί η Δύση λησμονεί το θάνατο, αλλά ο θάνατος είναι η κύρια υποστασιακή προοπτική της. Ό,τι για το Χριστιανό είναι ο Θεός, για τη Δύση είναι ο θάνατος…». (Το κείμενο εγράφη στις 3 Ιουλίου του 1938 και περιλαμβάνεται στον 2ο Τόμο των Έργων το, που περιλαμβάνει τα Κατάλοιπά του από το 1932 έως το 1940. Το δίτομο έργο είναι έκδοση της Βικελαίας Βιβλιοθήκης – Ηράκλειο, 2006, σελ. 464).
Εδώ αβίαστα γεννάται το ερώτημα: Πώς μπορεί να επιβιώσουμε στον καταιγισμό του πρακτικού υλισμού που μας επιβάλλεται; Πρώτα να εγκολπωθούμε αυτό που είχε συνειδητοποιήσει ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, όπως και τόσοι άλλοι κληρικοί και λαϊκοί. Γράφει στα «Collectanea» του:
«Χωρίς την πίστη μου και χωρίς τη γλώσσα μου – τα δυο αυτά υπερατομικά κρατήματα ή κερκέλια (Σημ. Σημαίνει συνδετικούς κρίκους) – πέφτω …πέφτω… πέφτω… στο κενό… στην άβυσσο την πνευματική, την άπατη (αν τέτοιο πράμα υπάρχει πουθενά)». Και τα δύο αυτά σημαντικά για τη ζωή του Έθνους μας στοιχεία από καιρό και συν τω χρόνω υποβαθμίζονται.
Εμείς στην υποβάθμιση αυτή αντιστεκόμαστε πνευματικά, ο καθένας με τις δυνάμεις που διαθέτει και από τη θέση όπου βρίσκεται. Σκοπός μας να επιβιώσουν και τα δύο και να μεταλαμπαδευθούν στην επόμενη από μας γενιά. Ο Σεφέρης είχε εκφράσει στον Λορεντζάτο το φόβο του, ότι η γενιά τους θα ήταν η τελευταία που θα μιλούσε τα ελληνικά…Δόξα τω Θεώ εμείς τα μιλάμε. Πρόβλημα όμως υπάρχει και με την Πίστη και με τη Γλώσσα.
Ως προς την Πίστη μας, λυπούμαι που το λέγω, αλλά από την ποιμαίνουσα Εκκλησία υπάρχει, πλην φωτινών εξαιρέσεων, μια σιωπή στα κακώς κείμενα, και μια αδράνεια στο ξήλωμα των παραδοσιακών ζωογόνων Αξιών μας.
Ως προς τη γλώσσα οι νεοέλληνες ξεχνούν τον πλούτο της γλώσσας μας περιορίζουν με την πάροδο του χρόνου το λεξιλόγιό τους, και αγνοούν σιγά-σιγά όχι μόνο τους Πατέρες της Εκκλησίας, αλλά και κλασσικά έργα ελλήνων συγγραφέων, ακόμη και τον Παπαδιαμάντη. Το πρόβλημα εντείνεται αφενός μεν με τη νοοτροπία του Υπουργείου Παιδείας και πολλών διδασκόντων, αφετέρου δε με τη συνήθεια που επικρατεί, δυστυχώς με την ανοχή των γονέων, στους μαθητές και τις μαθήτριες, να βρίσκονται υπό την επήρρεια των ηλεκτρονικών υπολογιστών και της τηλεόρασης. Τα αγαθά αυτά της τεχνολογίας είναι όπως το μαχαίρι. Απαιτούν σωστή χρήση, αλλιώς κάνουν κακό στις νεανικές ευαίσθητες ψυχές.
Δεύτερον. Για να επιβιώσουν οι Αξίες στις οποίες πιστεύουμε, οφείλουμε να αποτελούμε παράδειγμα στα παιδιά μας, στα εγγόνια μας, στο περιβάλλον μας. Όχι μόνο λόγια, κυρίως έργα. Πάλι ο Λορεντζάτος γράφει:
«Το μέγιστο που μπορείς να γίνεις μια μέρα για τον τόπο σου- μια καλή πυξίδα». Μακάρι όλοι και όλες να αποτελούμε μια έστω μικρή, -σημασία δεν έχει το μέγεθος, αλλά ο προσανατολισμός-, πυξίδα στη ζωή του οικογενειακού και κοινωνικού μας περιβάλλοντος.
Και το τρίτο, αλλά ίσως το σημαντικότερο για την επιβίωση του Έθνους μας, είναι να προσευχόμαστε, πολύ θερμά και με ειλικρίνεια.
Διερχόμαστε, ως Έλληνες, μια σοβαρή κρίση που είναι άγνωστο πού θα μας οδηγήσει. Τις ευθύνες γι’ αυτήν τις ρίχνουμε κυρίως στους ξένους. Όμως αυτή είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι πως ο τρόπος της ζωής μας και πιο συγκεκριμένα ο πρακτικός υλισμός που κυριαρχεί μέσα μας είναι αυτός που έχει αλλοιώσει τις ψυχές μας και μας έχει οδηγήσει στη σημερινή κρίση. Ο αείμνηστος εξαίρετος φιλοσοφών φιλόλογος και σπουδαίος πνευματικός άνθρωπος Βασίλειος Τατάκης, στα 1938 έγραψε για τις οικονομικές κρίσεις, που διέρχεται περιοδικά η ανθρωπότητα:
«Η κρίση δεν είναι οικονομική. Θρονιάζει μέσα μας». Αν ζούσε η γιαγιά μου και η μητέρα μου, πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, θα χαμογελούσαν πικρά, είμαι βέβαιος, για αυτό που λέμε εμείς σήμερα κρίση. Πέρασαν μια καταστροφή, μια γενοκτονία, ένα ξεριζωμό. Χάσανε τα πάντα: πατρίδα, βιός, αγαπημένα πρόσωπα και μέρη. Άλλο να ακούμε για ξεριζωμό, και τελείως άλλο να μας συμβαίνει… Στη συνέχεια πέρασαν την κατοχή όπου, όπως περιέγραψε και η Αρβελέρ, οι άνθρωποι πολλές φορές περνούσαν πάνω από πτώματα συνανθρώπων τους που είχαν πεθάνει από ασιτία. Μακάρι να μην ξαναδεί το Έθνος μας τέτοιες δοκιμασίες…
Πρέπει να ομολογήσουμε πως η ζωή μας έχει δυσκολέψει και των παιδιών και εγγόνων μας θάναι δυσκολότερη. Και δεν μιλάω μόνο από οικονομικής πλευράς, που συνήθως πάει το μυαλό μας. Μιλάω από πνευματικής, ηθικής και κοινωνικής πλευράς. Η γενιά μας φταίει για την κατάσταση που διαμορφώνεται στα παιδιά και στα εγγόνια μας. Εμείς από την πλευρά μας, το επαναλαμβάνω, συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε για να σώσουμε τις ψυχές μας και να περισώσουμε ό, τι μπορούμε. Γι΄αυτό χρειάζεται η εκτενής προσευχή μας και η εκζήτηση της βοηθείας και του ελέους από τον Κύριο μας Ιησού Χριστό. Θα αναφέρω πάλι μια σκέψη του Λορεντζάτου:
«Αγαπάω τον Χριστό γιατί είναι ο μόνος που μου δείχνει την αθλιότητά μου. Ιδιαίτερα την ώρα της προσευχής λογαριάζω τη φοβερή απόσταση και συντρίβομαι αποκαμωμένος στρατοκόπος – γυρεύω ένα χάνι στο δρόμο να κάνω ένα λουτρό, να αλλάξω ρούχα και να ξεκουραστώ, να ξεκουραστώ. Μπροστά στη συχώρεση του Χριστού η προσπάθειά μου τίποτα. Όμως προσπαθώ, προσπαθώ». Όλα μπορεί να μας τα συχωρέσει ο Θεός», έλεγε ο Πικιώνης, «πως δεν προσπαθήσαμε δεν θα μας το συχωρέσει ποτέ».
Ναι, εμείς προσπαθούμε και διδάσκουμε τους νεότερους ότι και αυτοί οφείλουν να προσπαθούν και πως πρέπει να απαρνηθούν κάθε μορφής ηδονή, όλα όσα αναφέρει ο Απόστολος Παύλος στους Γαλάτες ως «έργα της σαρκός». Γιατί, όπως γράφει ο Σαραντάρης, «Η πράξη η αντίθετη της ηδονής είναι εκείνο που οι περισσότεροι ονομάζουμε <πνευματική ζωή>, είναι η πορεία προς την ύπαρξη». Είναι εκείνο που τονίζει ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς στο βιβλίο του «Άνθρωπος και Θεάνθρωπος», ότι ο αμαρτωλός άνθρωπος αν και ζει και κινείται είναι χωρίς ύπαρξη, χωρίς ζωή.
Εμείς προσπαθούμε αλλά, θα ρωτήσει κάποιος, στη σημερινή κρίση υπάρχει ελπίδα, ή «αέρα δέρομε»; Ασφαλώς και υπάρχει ελπίδα. Οι κρίσεις, -καλύτερα να τις λέμε δοκιμασίες-, σε όλα τα επίπεδα, προσωπικό, οικογενειακό, κοινωνικό, εθνικό, είναι ευκαιρία για να αποκτήσουμε αυτοσυνειδησία των πραγματικών μας διαστάσεων και για να φιλοσοφήσουμε στη ζωή με την προοπτική της αιωνιότητας. Μέσα σε αυτό το καύμα της κρίσης ας είμαστε γεμάτοι Αγάπη, Πίστη, Ελπίδα, υπομονή, θέληση, ενέργεια.
Ο Ελληνισμός έχει περάσει πολλές και δεινές δοκιμασίες και έχει επιζήσει. Και τώρα αυτό θα συμβεί. Πρέπει να είμαστε βέβαιοι. Ακόμη και μέσα σ’ αυτό τον υλιστικό ορυμαγδό πάντα θα υπάρχει η μικρά ζύμη που όλο το φύραμα θα ζυμώνει.. Και μη μας λήψει η Αισιοδοξία….ας είμαστε αυτό που περιγράφει ο Απόστολος Παύλος στους Κορινθίους: «Ως λυπούμενοι αεί δε χαίροντες, ως πτωχοί πολλούς δε πλουτίζοντες, ως μηδέν έχοντες και πάντα κατέχοντες» Β΄ Κορ. στ΄10).
Συμπερασματικά η ελπίδα να μη μας αφήνει! να μην το βάζουμε κάτω! ΤΩΡΑ μας χρειάζονται τα παιδιά μας, οι συνάνθρωποί μας, ΤΩΡΑ μας χρειάζεται η Πατρίδα μας.
Mην ξεχνάμε ποτέ πως όταν ο Ηλίας ήταν απελπισμένος στη σπηλιά του πιστεύοντας ότι το παν είχε χαθεί στο Ισραήλ, φωνή Κυρίου τον ενημέρωσε πως επτά χιλιάδες άνδρες, δεν είχαν κάμψει γόνυ ούτε είχαν προσκυνήσει τον Βάαλ.(Βασ. Γ΄ ιθ΄18). Κι εμείς δεν είμαστε λίγοι και ο Θεός είναι βοηθός μας.-
*Χαιρετισμός εις συνεστίαση της Ενώσεως Γυναικών Επιστημόνων. Κυριακή 8 Φεβρουαρίου
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Ἡ Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί μου, προσεύχεται πάντοτε, προσεύχεται κι αὐτὴ τὴν ὥρα. Προσεύχεται ἔντονα. Στὴν ἁγία Γραφὴ ὑπάρχει προτροπὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ μᾶς συνιστᾷ τὴν ἔντονη προσευχή· «Ἀγρυπνεῖτε», λέει, «ἐν παντὶ καιρῷ δεόμενοι ἵνα καταξιωθῆτε ἐκφυγεῖν πάντα τὰ μέλλοντα γίνεσθαι καὶ σταθῆναι ἔμπροσθεν τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου» (Λουκ. 21,36). «Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε», λέει ἐπίσης ὁ Κύριος (Ματθ. 26,41). Καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος συμβουλεύει· «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α΄ Θεσ. 5,17).
Προσεύχεται ἡ Ἐκκλησία μας διαρκῶς, ἀνὰ πᾶσαν ὥρα. Δὲν ὑπάρχει μόνο τὸ κοσμικὸ ὡρολόγιο, δὲν ὑπάρχει μόνο τὸ ὡράριο ἐργασίας τοῦ κόσμου· ὑπάρχει καὶ τὸ ὡράριο προσευχῆς στὸ Θεό, ἡ ὥρα τοῦ Θεοῦ.
Προσεύχεται ἡ Ἐκκλησία τὸ πρωὶ στὸν ὄρθρο, προσεύχεται τὸ μεσημέρι στὶς ὧρες, προσεύχεται τὸ ἀπόγευμα στὸν ἑσπερινό, προσεύχεται τὸ βράδι στὸ ἀπόδειπνο, προσεύχεται τὰ μεσάνυχτα στὸ μεσονυκτικό.
Προσεύχεται ὅλες τὶς ἡμέρες. Κάθε ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος εἶνε ἀφιερωμένη σὲ κάποια μνήμη. Ἡ Δευτέρα λόγου χάριν εἶνε ἀφιερωμένη στὴ μνήμη τῶν ἁγίων ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων. Ἡ Τρίτη στὴ μνήμη τοῦ τιμίου Προδρόμου. Ἡ Τετάρτη στὴν ἀνάμνησι τῆς προδοσίας. Ἡ Πέμπτη στὴ μνήμη τῶν ἁγίων ἀποστόλων. Ἡ Παρασκευὴ στὴν ἀνάμνησι τῆς σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ μας. Τὸ Σάββατο; Κάθε Σάββατο, ποὺ χτυπάει ἡ καμπάνα, ὁ ἱερεὺς προσεύχεται ὑπὲρ τῶν νεκρῶν· τὸ Σάββατο εἶνε ἡμέρα τῶν νεκρῶν. Καὶ τέλος ἡ Κυριακή, ἡ ἐπίσημος καὶ μεγαλοπρεπὴς ἡμέρα, εἶνε ἀφιερωμένη στὴν ἀνάστασι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἀνέστη ἐκ νεκρῶν καὶ ζῇ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Τὴν Κυριακὴ πρέπει νὰ τὴν τιμοῦμε ὅλοι. Καὶ ὅμως δὲν τὴν τιμοῦμε. Ἐὰν κρίνουμε ἀπὸ τὰ ἔργα μας, ἀπὸ τὴν αἰσχρὴ συμπεριφορὰ ποὺ δείχνουμε τὴν ἡμέρα αὐτή, δὲν ὑπάρχει Κυριακή. Ἦταν κάποτε ἡ Κυριακή. Τώρα θὰ ἔπρεπε νὰ μὴν τὴν ὀνομάζουμε Κυριακή, ἀλλὰ
…διαβολική! Γιατὶ στὸν διάβολο τὴν ἀφιερώνουν οἱ ἄνθρωποι. Τὰ μεγαλύτερα ἐγκλήματα, ὅπως βεβαιώνουν στατιστικὲς τῆς ἀστυνομίας καὶ τῶν δικαστηρίων, γίνονται τὴν ἡμέρα αὐτή. Ἔπαυσε στὸν αἰῶνα αὐτὸν νὰ τιμᾶται ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου.
* * *
Σήμερα ὅμως εἶνε Σάββατο, ἡμέρα τῶν νεκρῶν. Ἀλλὰ τὸ σημερινὸ Σάββατο διαφέρει ἀπὸ ὅλα τὰ Σάββατα τοῦ ἔτους. Γι᾿ αὐτὸ ὀνομάζεται Ψυχοσάββατο. Τί σημαίνει ψυχοσάββατο;
Ἡ Ἐκκλησία μας στρέφεται μὲ ἱερὴ συγκίνησι στοὺς τάφους καὶ θυμᾶται τοὺς νεκρούς. Ποιούς νεκρούς; Οἱ νεκροὶ εἶνε πολλοί. Οἱ νεκροί, ποὺ εἶνε θαμμένοι ἐδῶ στὰ κοιμητήρια εἶνε πιὸ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ζωντανοὺς ποὺ βρίσκονται στὴν πόλι. Ἔχουμε δύο πόλεις· ἡ μία ἀποτελεῖται ἀπὸ τοὺς ζῶντας, καὶ ἡ ἄλλη ἀπὸ τοὺς κεκοιμημένους. Ἡ μικρὴ πόλις ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τοὺς ζῶντας πόσοι εἴμαστε; Μερικὲς χιλιάδες; Εἴμαστε μειοψηφία. Ἡ μεγάλη πόλις, ἡ ἀπέραντη πόλις, εἶνε τὸ νεκροταφεῖο. Πάνω ἀπὸ ἕνα ἑκατομμύριο εἶνε θαμμένοι ἐκεῖ μέσα. Ἐμεῖς εἴμαστε ἡ μειοψηφία, αὐτοὶ εἶνε πλειοψηφία.
Αὐτοὺς λοιπὸν τοὺς νεκρούς, ποὺ καθένας κατὰ διαφορετικὸ τρόπο ἀπῆλθαν ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦτο, μνημονεύει σήμερα ἡ Ἐκκλησία. Ἄλλοι ἀπὸ αὐτοὺς πέθαναν νήπια –καὶ αὐτὰ εἶνε τὰ μακάρια πνεύματα–, ἄλλοι πέθαναν γέροντες ἀσπρομάλληδες. Ἄλλοι πέθαναν μέσα στὸ σπίτι, καὶ ἄλλοι ἔξω στοὺς δρόμους ἢ στὰ βουνά. Ἄλλοι πέθαναν στὴν ξηρά, ἄλλοι στὴ θάλασσα. Ἄλλοι πέθαναν μὲ φυσικὸ θάνατο, ἄλλοι ἀπὸ διάφορα δυστυχήματα ἢ τοὺς ἔφαγαν τὰ θηρία τῆς ἐρήμου.
Ὅλους αὐτοὺς τοὺς θυμᾶται σήμερα ἡ Ἐκκλησία. Θυμᾶται ὅμως καὶ κάποιους ἄλλους. Ποιούς; Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοσι, πρέπει ὁ πιστὸς Χριστιανός, ὅταν περάσουν τρεῖς μέρες ἀπὸ τὸ θάνατο, νὰ τελῇ μνημόσυνο, τὰ τριήμερα· ὅταν περάσουν ἐννέα ἡμέρες, τὰ ἐννιάμερα· ὅταν περάσουν σαράντα ἡμέρες, τὰ σαράντα κ.λπ.. Ἔχουν σημασία αὐτά. Δὲν εἶνε τώρα ἡ ὥρα νὰ σᾶς ἐξηγήσω, γιατί κάνουμε τότε μνημόσυνο, ἢ στὸ χρόνο, ἢ στὰ τρία χρόνια κ.λπ..
Τώρα δυστυχῶς πᾶνε κι αὐτά, λησμονήθηκαν. Τώρα λησμονοῦν καὶ τοὺς νεκρούς!
Ἂν πᾶτε στὴν Ἰαπωνία, θὰ δῆτε ὅτι τιμοῦν πολὺ τοὺς νεκρούς. Τὰ νεκροταφεῖα τους εἶνε περιβόλια, ἄλση ὡραιότατα. Καὶ ὅταν βαπτίζωνται ἢ ὅταν στεφανώνωνται, τὶς σπουδαιότερες δηλαδὴ στιγμὲς τῆς ζωῆς τους, οἱ Γιαπωνέζοι πηγαίνουν στὰ νεκροταφεῖα καὶ προσεύχονται στοὺς τάφους τῶν νεκρῶν.
Ἐμεῖς…· θὰ ἔλεγα μιὰ σκληρὴ λέξι, ἀλλὰ δὲν τὴν λέω. Κτηνώδης εἶνε ἡ κατάστασις. Γίναμε ἀγριώτεροι ἀπὸ ὅλους. Λησμονήσαμε τοὺς νεκρούς. Χορτάριασαν τὰ μνήματα. Ἀπαίσια εἶνε ἡ ὄψι τῶν νεκροταφείων μας –πλὴν ἐλαχίστων–, οὔτε ἕνα μπουκέτο λουλούδια δὲν τοὺς πᾶμε. Παίρνει τὸ παιδὶ ἢ τὸ ἐγγόνι τὴν περιουσία ἐκείνων, ποὺ κοπίασαν γιὰ νὰ ζῇ αὐτὸς τώρα εὐτυχής, καὶ δὲν τοὺς ἀνάβει ἕνα κερί. Ὑπάρχουν πολλοὶ κεκοιμημένοι ποὺ τοὺς ἔχουν λησμονήσει οἱ πάντες.
Ἀλλ᾿ ἐδῶ εἶνε τὸ μεγαλεῖο τῆς Ἐκκλησίας. Ἐὰν ὅλος ὁ κόσμος τοὺς λησμονῇ, δὲν τοὺς λησμονεῖ ὅμως ἡ μάνα· ναί, ἡ μάνα. Ποιά εἶνε ἡ μάνα, εἰδικῶς σ᾿ ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες; Ἐὰν γιὰ ἄλλους λαοὺς τῶν Βαλκανίων, τοὺς Σέρβους καὶ τοὺς Ῥουμάνους καὶ τοὺς Βουλγάρους καὶ τοὺς Ῥώσους ποὺ εἶνε κι αὐτοὶ ὀρθόδοξοι, ἐὰν γι᾿ αὐτοὺς ἡ Ἐκκλησία εἶνε μιὰ φορὰ μάνα, γιὰ ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες εἶνε χίλιες φορὲς μάνα, ἡ «γλυκειὰ μάνα» μας, ὅπως ἔλεγε ὁ Κρυστάλλης.
Αὐτὴ ἡ μάνα λοιπὸν δὲν λησμονεῖ τὰ παιδιά της. Ἂν σὲ λησμονήσῃ ὁ ἄντρας, σὲ λησμονήσῃ ἡ γυναίκα, σὲ λησμονήσῃ τὸ παιδί σου, ἡ Ἐκκλησία δὲν σὲ λησμονεῖ. Τέτοια ἁγία ἡμέρα ἀναπέμπει δέησι ὑπὲρ ὅλων τῶν νεκρῶν, καὶ ἰδίως τῶν νεκρῶν ἐκείνων τοὺς ὁποίους λησμόνησαν οἱ συγγενεῖς τους καὶ δὲν τελοῦν μνημόσυνα γι᾽ αὐτούς. Ὑπὲρ ὅλων αὐτῶν τελεῖ σήμερα τὸ μνημόσυνο.
* * *
Ἀλλὰ κ᾿ ἐμεῖς οἱ ζῶντες ἂς προετοιμαζώμαστε γιὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη, τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου. Μὴ φανοῦμε ἀμελέστεροι ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες προγόνους μας. Γιατὶ ὑπῆρχαν πρὸ Χριστοῦ Χριστιανοί, ὅπως ὑπάρχουν καὶ μετὰ Χριστὸν εἰδωλολάτρες.
Πρὸ Χριστοῦ Χριστιανοί; Περίεργο πρᾶγμα! Μάλιστα. Πρὸ Χριστοῦ Χριστιανὸς ἦταν λ.χ. ὁ Φίλιππος ὁ Μακεδών, ὁ ἔνδοξος βασιλεύς, ὁ πατέρας τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Δὲν ἦταν Χριστιανὸς βαπτισμένος, ἀλλ᾿ ὅμως τί ἔκανε; Εἶχε ὁρίσει ἕνα στρατιώτη του πρωὶ πρωὶ νὰ παρουσιάζεται ἐνώπιόν του καὶ νὰ τοῦ δίνῃ ἀναφορά, πρὶν ἀπὸ ὁ,τιδήποτε ἄλλο, καὶ νὰ τοῦ λέῃ· «Φίλιππε, μέμνησο ὅτι θνητὸς εἶ»· Φίλιππε, θυμήσου ὅτι θὰ πεθάνῃς.
Τώρα ἐμεῖς σβήσαμε ἀκόμα καὶ τὶς ταμπέλλες τῶν καταστημάτων ποὺ κατασκευάζουν φέρετρα, γιὰ νὰ μὴ μᾶς ἐνοχλῇ ὁ θάνατος. Καὶ τὶς κηδεῖες τὶς ὠνομάσαμε τελετές· «γραφεῖα τελετῶν» γράφουν, ὄχι «γραφεῖα κηδειῶν». Καὶ ὅμως ὁ θάνατος ἔρχεται. Ἔρχεται ὡς ἀστραπὴ καὶ κεραυνός, ὡς τρομακτικὴ βροντὴ καὶ αἰφνίδιος σεισμός.
«Ὅρος φιλοσοφίας», ἔλεγε ὁ Ἀριστοτέλης, ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας, εἶνε ἡ «μνήμη θανάτου»· γιὰ νὰ ἐμβαθύνῃ δηλαδὴ κανεὶς στὴ σοφία, πρέπει νὰ θυμᾶται τὸ θάνατο. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου ἐπαναφέρει σὲ τάξι τὸν ἄνθρωπο καὶ δημιουργεῖ μέσα του κατάνυξι καὶ σωτηρία.
* * *
Τὴ μνήμη λοιπὸν τοῦ θανάτου ὑπενθυμίζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔρχονται γιὰ τὸ Ψυχοσάββατο στὴν ἐκκλησία.
Ὦ Ψυχοσάββατο στὴ Ῥούμελη, στὸ Μοριά, στὴ Μακεδονία, στὰ νησιὰ τὰ εὐλογημένα, σὲ κάθε γωνία τῆς Ἑλληνικῆς γῆς! Ὅλοι τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἔτρεχαν μὲ τὰ κόλλυβα ἀπὸ νωρὶς στὴν ἐκκλησία.
Τελειώνοντας εὔχομαι σὲ ὅλους· Ν᾿ ἀναπαύσῃ ὁ Θεὸς «ἐν σκηναῖς δικαίων» ὅλους τοὺς νεκρούς, κ᾿ ἐμᾶς νὰ μᾶς ἀξιώσῃ νὰ ἔχουμε τέλος χριστιανικό, σύμφωνα μὲ τὴν ὡραία αἴτησι τῆς Ἐκκλησίας μας «Χριστιανὰ τὰ τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν, ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα, εἰρηνικὰ καὶ καλὴν ἀπολογίαν τὴν ἐπὶ τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ»· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: Ακτίνες
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...