Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Τον παρακάτω συγκλονιστικό λόγο εκφώνησε ο ιερός Χρυσόστομος στα 399, ένα έτος αφού είχε ανεβεί στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Ο Ευτρόπιος ήταν ένας, ευνούχος υπηρέτης των ανακτόρων ο όποιος κατάφερε να φτάσει στο αξίωμα τα υπάτου, του κορυφαίου δηλαδή κρατικού αξιώματος. Εξαιτίας όμως της σκληρότητας και της φιλαργυρίας του έγινε ιδιαίτερα αντιπαθής από το λαό και μάλιστα ο στρατός απαίτησε από τον αυτοκράτορα να τον θανατώσει. Τότε ο φοβερός αυτός διώκτης των χριστιανών κατέφυγε στην εκκλησία για να σωθεί από το φρικτό τέλος που τον περίμενε. Ο Χρυσόστομος τον δέχτηκε και αρνήθηκε να παραδώσει τον υπόδικο στους στρατιώτες που είχαν κυκλώσει το ναό. Στο μεταξύ ο λαός είχε σπεύσει να αντικρίσει τον πρώην παντοδύναμο διώκτη να τρέμει μπροστά στο Ιερό θυσιαστήριο.
Πολλοί από τους χριστιανούς επιθυμούσαν την παράδοσή του στην εξουσία, ώστε να τιμωρηθεί όπως του άξιζε. Τότε ο άγιος με την ομιλία του από τον άμβωνα άδραξε την ευκαιρία και δίδαξε στους χριστιανούς σχετικά με την ματαιότητα των ανθρωπίνων και ταυτόχρονα κίνησε τις καρδιές τους σε έλεος απέναντι του αξιολύπητου αξιωματούχου. Μόνο ένας Χρυσόστομος, ως ρήτορας και ως άγιος, που ήταν θα μπορούσε ταυτόχρονα και να μιλήσει ωμά για το κατάντημα του Ευτροπίου αλλά και να μη φανεί σκληρός. Ο λόγος του μάλιστα προκάλεσε στους πιστούς τη συμπάθεια, την αμνησικακία και την επιθυμία ανταποδόσεως καλού αντί κακού απέναντι του πρώην τυράννου και διώκτη τους. Να σημειώσουμε ότι ο Ευτρόπιος είχε εισηγηθεί και είχε πάρει την έγκριση του αυτοκράτορα την προηγούμενη χρονιά για να ακυρωθεί ο νόμος που όριζε ότι οι ναοί ήταν άσυλα απαραβίαστα.
*****
Σε όλες τις περιστάσεις, αλλά προ παντός σήμερα είναι επίκαιρο να πούμε· «ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Εκκλησιαστής 1, 2). Που είναι τώρα η λαμπρότης του υπατικού αξιώματος; Που τα χαρωπά φώτα; Που τα χειροκροτήματα και οι συνοδείες και οι πολυέξοδες τελετές; Που είναι οι στέφανοι και τα ακριβά διαμερίσματα; Που ο θόρυβος της πόλεως και οι ζητωκραυγές στα ιπποδρόμια και οι κολακευτικές αρχές; Όλα αυτά διάβηκαν.
Φύσηξε αγέρας και με μιας όλα τα φύλλα τα έριξε κάτω, δείχνοντας μας γυμνό το δέντρο και σαλευόμενο από τη ρίζα του. Ήταν τόσο δυνατό αυτό το δρολάπι, που απείλησε να ξεριζώσει το δέντρο και να το διαλύσει ολότελα. Που είναι τώρα οι επίπλαστοι φίλοι; Που είναι τα συμπόσια και τα δείπνα; Που είναι το μελισσολόι των παρασίτων και το αψύ κρασί που χυνόταν ολημερίς και οι ποικίλες τέχνες των μαγείρων και οι υπηρέτες της εξουσίας που μιλούσαν και έκαναν περιποιήσεις με πρόθυμη καλοσύνη; Νύχτα ήταν όλα εκείνα και όνειρο, και σαν χάραξε η μέρα, αφανίσθηκαν. Ήταν άνθη εαρινά, και σαν πέρασε η άνοιξη, όλα μαράθηκαν. Σκιά ήταν και γοργοπερπάτησε. Καπνός ήταν και διαλύθηκε. Πομφόλυγες ήταν και έσκασαν. Αράχνης ιστός ήταν και έσπασε.
Γι’ αυτό, τούτο τον πνευματικό λόγο ψάλλουμε πάνω σ’ αυτά, λέγοντας: «ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης». Αυτός ο λόγος και στους τοίχους και στα ιμάτια και στην αγορά και στο σπίτι και στους δρόμους και στις πόρτες και στα κατώφλια και προ παντός στη συνείδηση του καθενός διαρκώς πρέπει να είναι γραμμένος και νυχτοήμερα να τον μελετάμε. Επειδή η απατηλότης των πραγμάτων και τα προσωπεία και η υπόκρισις από τους πολλούς νομίζονται σαν αλήθεια. Αυτόν τον λόγο πρέπει πάντα και όλες τις ώρες και παντού ο ένας να λέγει στον άλλο και ν’ ακούει από τον πλησίον του: «ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης».
Δεν σου έλεγα ακατάπαυστα πώς ο πλούτος είναι άστατος; Αλλά εσύ δεν μ’ανεχόσουν. Δεν σου έλεγα ότι είναι αγνώμων δούλος; Αλλά εσύ δεν ήθελες να το παραδεχτείς. Ιδού τώρα τα γεγονότα βοούν ότι όχι μόνο άστατος, όχι μόνο αγνώμων, αλλά και φονιάς είναι γιατί αυτός σε έκαμε να τρέμεις τώρα και να φοβάσαι. Δεν σου έλεγα όταν διαρκώς με απειλούσες, επειδή σου μιλούσα τη γλώσσα της αλήθειας, ότι εγώ σε αγαπώ περισσότερο από τους κόλακες; Ότι εγώ που σε ήλεγχα, ήμουν περισσότερο με το μέρος σου από ό,τι εκείνοι που σου χαρίζονταν; Δεν πρόσθετα σ’ εκείνα τα λόγια μου το ότι είναι καλύτερα τα τραύματα των φίλων από τα πρόθυμα φιλήματα των έχθρων; Αν υπέμενες τα τραύματα μου, δεν θα σου γεννούσαν το θάνατο τα φιλήματα εκείνων·γιατί οι δικές μου πληγές ετοίμαζαν την ανάρρωσή σου, ενώ οι ασπασμοί εκείνων σου ετοίμαζαν την απώλεια.
Πού είναι τώρα οι οινοχόοι; Πού είναι εκείνοι που ξεπηδούσαν μπροστά σου στις αγορές και σε στεφάνωναν μ’ ένα σωρό εγκώμια; Αποτραβήχτηκαν, αρνήθηκαν τη φιλία, στάθηκαν μακριά από την αγωνία σου, για να σωθούν. Αλλά εγώ δεν κάνω το ίδιο. Δεν σε προσπέρασα αδιάφορος. Έπεσες και σε περιμαζεύω και σε φροντίζω. Η Εκκλησία που πολέμησες άνοιξε την αγκαλιά της και σε δέχθηκε· τα θέατρα που ενίσχυσες και που για χάρη τους συχνά αγανακτούσες εναντίον μας, σε πρόδωσαν και σε άφησαν να πεθάνεις. Αλλά εμείς δεν είχαμε πάψει να σου λέμε πάντα: Γιατί πολιτεύεσαι έτσι; Θέλεις να διαπόμπευσης την Εκκλησία και οδηγείς τον εαυτό σου στο χείλος του κρημνού. Αλλά εσύ δεν τα λογάριαζες. Και τα μεν ιπποδρόμια, αφού σου κατέφαγαν τον πλούτο, ακόνισαν το ξίφος που θα σε θανάτωνε· η δε Εκκλησία που δέχθηκε την παράλογη οργή σου, κάνει τώρα το πάν για να σε γλυτώσει από τα βρόχια του θανάτου.
Και λέγοντας τώρα αυτά, δεν μπαίνω σε ονειδισμό, αλλά θέλω να κάνω πιο ασφαλείς εκείνους που σε τριγυρίζουν εδώ (δηλαδή το εκκλησίασμα) δεν αναξέω τα έλκη του τραυματισμένου, αλλά θέλω να φυλάξω σε υγεία εκείνους που ως τώρα δεν λαβώθηκαν· δεν καταποντίζω το ναυαγό, αλλά θέλω εκείνους που πλέουν με πρίμο αγέρα να τους διδάξω πώς να μη βουλιάξουν. Και πώς θα γίνει αυτό; Αν νιώσουμε τις μεταβολές των ανθρωπίνων πραγμάτων. Γιατί κι αυτός, αν είχε φοβηθεί αυτές τις μεταβολές, δεν θα τον εύρισκαν. Αλλ’ επειδή αυτός ούτε από τον εαυτό του ούτε από άλλους γινόταν καλύτερος, εσείς λοιπόν που είστε πνευματικά πλούσιοι, πάρτε ένα κέρδος ακόμη από τη συμφορά του· γιατί, δεν είναι τίποτε πιο τιποτένιο από τα ανθρώπινα πράγματα. Όπως και να τα ονομάσει κανείς, η πραγματικότης θα είναι ισχυρότερη. Αν καπνό, αν χόρτο, αν όνειρο, αν εαρινά άνθη, αν ο, τιδήποτε τα ονομάσει, πολύ πιο άστατα κι εφήμερα είναι και πιο τιποτένια από το τίποτε. Και ότι μαζί με την ευτέλεια έχουν και το απόκρημνο, γίνεται φανερό από τούτη την περίπτωση. Ποιος ήταν ψηλότερα απ’ αυτόν εδώ τον άνθρωπο; Δεν θάμπωσε όλη την οικουμένη με τα πλούτη του; Αλλά ιδού που κατάντησε πιο αξιολύπητος κι από τους δεσμώτες, πιο ταπεινωμένος κι από τους δούλους, πιο άνεχος κι από εκείνους που πεθαίνουν της πείνας, βλέποντας κάθε μέρα γύρω του ξίφη γυμνωμένα και βάραθρα και δήμιους και σύρσιμο στο θάνατο. Και δεν ξέρει, δεν έχει την ευχαρίστηση να ξέρει τουλάχιστον πότε θα πεθάνει, αλλά μέσα στο καταμεσήμερο βρίσκεται σε σκοτάδι πυκνό. Όσο κι αν προσπαθήσω δεν θα μπορέσω να παραστήσω με τον λόγο την αγωνία του, την αγωνία του να περιμένει κάθε ώρα και στιγμή το θάνατο. Αλλά τι χρειάζονται τα λόγια μου, όταν ο ίδιος είναι εικόνα και υπογραφή των όσων λέγω; Χθες, όταν ήλθαν σ’ αυτόν από το παλάτι για να τον πιάσουν, έτρεξε στον ιερόν αυτόν τόπο με παγωμένη όψη που και τώρα εξακολουθεί να είναι τέτοια· τα δόντια του χτυπούν, τρέμει και λύνεται το κορμί του, η φωνή του ράγισε, παράλυσε η γλώσσα του κι όλα πάνω σ’ αυτόν δείχνουν μια ψυχή παγωμένη.
Και τα λέγω αυτά όχι ονειδίζοντας, όχι μπαίνοντας αδιάκριτα στη συμφορά του, αλλά θέλοντας να μαλακώσω τη δική σας καρδιά και να σας παρακαλέσω έλεος και να σας πείσω ότι αρκετή στάθηκε γι’ αυτόν η τιμωρία. Υπάρχουν ανάμεσα μας άσπλαχνοι και άδικοι, που θα κατηγορήσουν και μένα γιατί τον δέχθηκα πεσμένο μπροστά στο ιερό βήμα θέλοντας, λοιπόν, με τα λόγια μου να μαλακώσω και ν’ αλλάξω την απανθρωπιά τους, γι’ αυτό διαδηλώνω τη συμφορά του άνθρωπου εδώ.
Για τι πράγμα αγανακτείς, αγαπητέ; πες μου. Γιατί -λέγει- στην Εκκλησία κατέφυγε εκείνος που ασταμάτητα την πολεμούσε. Μα γι’ αυτό ακριβώς έπρεπε περισσότερο να δοξάζεις το Θεό, που τον άφησε να έλθει σε τέτοια ανάγκη, ώστε και τη δύναμη της Εκκλησίας και τη φιλανθρωπία της να μάθει. Τη δύναμη, βλέποντας πώς έπεσε ενώ θαρρούσε ότι ήταν νικητής της· τη φιλανθρωπία, βλέποντας πώς η Εκκλησία που πολεμήθηκε απ’ αυτόν τώρα βάζει ασπίδα να τον προστατέψει και τον δέχεται κάτω από τις πτέρυγες της και τον ασφαλίζει ολότελα και χωρίς να μνησικακήσει για ό,τι εκείνος έπραξε εναντίον της, του άνοιξε την αγκαλιά της με μητρική στοργή.
Αυτό είναι τρόπαιο απ’ όλα τα τρόπαια λαμπρότερο, αυτό είναι νίκη περιφανής, αυτό ντροπιάζει και καταισχύνει ειδωλολάτρες και Ιουδαίους, αυτό είναι φως θριάμβου στο πρόσωπο της Εκκλησίας. Γιατί, αφού πήρε αιχμάλωτο τον εχθρό, τώρα τον λυπάται, κι ενώ όλοι τον άφησαν έρημο, αυτή μόνη σαν μητέρα φιλόστοργη κάτω από τα παραπετάσματα της, τον έκρυψε και στάθηκε αντιμέτωπη στη βασιλική οργή, στη μανία του όχλου, στο γενικό, ακράτητο μίσος. Αυτός είναι ο καλύτερος στολισμός του θυσιαστηρίου. Ποιος στολισμός -θα πεις- ο ακάθαρτος και ο πλεονέκτης και ο συλητής ν’ αγγίζει το θυσιαστήριο; Μη το λες· επειδή και η πόρνη άγγιξε τα πόδια του Χριστού, η τόσο μιασμένη και ακάθαρτη· και δεν ήταν αυτό λάθος του Χριστού, αλλά θαύμα και ύμνος μέγας· γιατί δεν ζημίωσε τον καθαρό η ακάθαρτη, αλλά τη μιασμένη πόρνη ο καθαρός και άμωμος την καθάρισε με το άγγιγμα. Μη, λοιπόν, μνησικακείς, άνθρωπε. Όλοι είμαστε δούλοι Εκείνου που έλεγε ενώ τον σταύρωναν: «ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,33).
Αλλά θα πεις, ότι αυτός ο άνθρωπος απετείχισε την Εκκλησία ως καταφύγιο που ήταν, με διάφορα διατάγματα και νόμους. Αλλά να που με τα γεγονότα έμαθε το κακό που έπραξε και με την είσοδό του εδώ πρώτος αυτός κατάργησε το νόμο που έκαμε κι έγινε θέαμα οικτρό της οικουμένης κι ενώ είναι βουβός όμως έτσι σαν να μιλά και να φωνάζει: Μη κάνετε τέτοια, για να μη πάθετε τέτοια.
Υψώνεται μες από τη συμφορά του σαν διδάσκαλος και τώρα είναι που ξεπηδά από το θυσιαστήριο μεγάλη λάμψη, φοβερότατο δίδαγμα. Ποιό είναι αυτό; Ότι η Αγία Τράπεζα έχει δεμένο το λιοντάρι. Όταν θέλουν να απεικονίσουν τη δόξα ενός βασιλέως, δεν θ’αρκεσθούν να τον παραστήσουν καθήμενο πάνω στο θρόνο και να του φορέσουν την αλουργίδα και να του βάλουν στο μέτωπο το διάδημα. Αλλά θα ζωγραφίσουν επίσης, κάτω από το πόδι του, τους νικημένους βαρβάρους, με δεμένα τα χέρια πίσω, και τα κεφάλια στο χώμα. Και ότι δεν χρειάζονται λόγια για ένα τέτοιο δίδαγμα, οι ίδιοι το παραδέχεσθε με τη βία με την οποία όλοι τρέξατε εδώ για να δείτε το θέαμα. Σήμερα η Εκκλησία είναι γεμάτη και λαμπροφόρος. Όσο λαό έβλεπα το Πάσχα συναθροισμένο εδώ, βλέπω και σήμερα. Αυτός ο άνθρωπος αν και αμίλητος, όλους σας κάλεσε, σαλπίζοντας μες από το γεγονός το ίδιο προς όλες τις κατευθύνσεις. Και κόρες τους θαλάμους, και γυναίκες τους γυναικωνίτες, και άντρες την αγορά άδειασαν και τρέξατε όλοι εδώ, για να δείτε την ανθρώπινη φύση ελεγχόμενη κι από τα εφήμερα αγαθά απογυμνωμένη και το χθεσινό ξετσίπωτο πρόσωπο, που άστραφτε από αναίδεια, πλυμένο από το σφουγγάρι της ντροπής των πραγμάτων και ξεβαμμένο από τα ψιμύθια ολότελα. Γιατί η καλοπέραση που δίνουν οι πλεονεξίες είναι πρόστυχη προσωπίδα σαν γραϊδίου όψης βαμμένη.
Αυτού του καταντήματος είναι μεγάλη η ευγλωττία· τον άνθρωπο που έλαμπε και φαινόταν από παντού, τον έκαμε να είναι τώρα ο πιο αδύνατος από όλους.
Αν πλούσιος μπει εδώ, μεγάλο θα είναι το κέρδος που θα πάρει. Γιατί, βλέποντας από τι ψηλή κορφή κρημνίσθηκε εκείνος που έσειε την οικουμένη όλη, και πώς τώρα είναι ζαρωμένος και δειλότερος από λαγό και βάτραχο, και χωρίς δεσμά σ’ αυτή την κολόνα κολλημένος και αντί με αλυσίδα από το φόβο σφιγμένος γύρω της και τρέμοντας, τότε ο πλούσιος θα αισθανθεί μέσα του να πέφτει ο πυρετός της απληστίας, να σωριάζεται ο εγωισμός του, κι αφού φιλοσοφήσει όπως πρέπει πάνω στ’ ανθρώπινα, θα φύγει από την εκκλησία έχοντας μάθει από τα πράγματα εκείνα που με λόγια διδάσκουν οι άγιες Γραφές, ότι δηλαδή· «πᾶσα σάρξ χόρτος, καὶ πᾶσα δόξα ἀνθρώπου ὡς ἄνθος χόρτου· ἐξηράνθη ὁ χόρτος, καὶ τὸ ἄνθος ἐξέπε» (Ησ. 40, 6-7). Επίσης «ὅτι ὡσεὶ χόρτος ταχὺ ἀποξηρανθήσονται καὶ ὡσεὶ λάχανα χλόης ταχὺ ἀποπεσοῦνται» (Ψαλμ. 36, 2). Επίσης «ὅτι… ὡσεὶ καπνὸς αἱ ἡμέραι (αυτού)» (Ψαλμ. 101, 4) κ.τ.λ.
Αν πάλι μπει εδώ ο φτωχός και υψώσει τα μάτια του σ’ αυτόν τον άνθρωπο, δεν θα λυπηθεί τον εαυτό του ούτε θα στενοχωρηθεί για τη φτώχεια του. Αλλά θα αισθανθεί ευγνωμοσύνη στη φτώχεια του, γιατί του είναι άσυλο και λιμάνι ακύμαντο και τείχος ασφαλές. Και βλέποντας ό,τι βλέπει, θα προτιμήσει χίλιες φορές να μείνει εκεί που βρίσκεται παρά ν’αποκτήσει για λίγο τον κόσμο ολόκληρο κι ύστερα να κινδυνεύει να χάσει και την ίδια του τη ζωή.
Βλέπεις ότι όχι μικρή η ωφέλεια είναι και στους πλουσίους και στους φτωχούς και στους ταπεινούς και στους δοξασμένους και στους δούλους και στους ελευθέρους από μια τέτοια εδώ καταφυγή. Βλέπεις πώς γιατρεύεται ο καθένας μόνο και μόνο που είδε αυτό το θέαμα.
Άρα σας μαλάκωσα το πάθος, σας ξερίζωσα την οργή; Άρα σας έσβησα την απανθρωπιά; Άρα σας οδήγησα σε συμπάθεια; Νομίζω πώς το πέτυχα και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό. Μου το δείχνουν τα πρόσωπα σας και οι πηγές των δακρύων σας. Αφού, λοιπόν, η πέτρα έγινε χώμα παχύ και μαλακό, εμπρός ας βλάστηση το έλεος, ας κυματίσουν τα στάχυα της συμπαθείας μας κάτω από τα μάτια του Θεού κι ας πέσουμε στα γόνατα μπροστά στον βασιλέα, η μάλλον ας παρακαλέσουμε τον φιλάνθρωπο Θεό να μαλακώσει το θυμό του βασιλέως, να κάνει απαλή την καρδιά του και να μας δώσει ολόκληρη τη χάρη που θα του ζητήσουμε. Και ήδη, από τη μέρα εκείνη που αυτός κατέφυγε εδώ, δεν σημειώθηκε μικρή μεταβολή στις διαθέσεις του βασιλέως. Γιατί, σαν έμαθε ο βασιλεύς πώς κατέφυγε σε τούτο το ιερό άσυλο, έβγαλε λόγο μακρό μπροστά στο στρατόπεδο, που του ζητούσαν να τον αποκεφαλίσει εξαιτίας των εγκλημάτων του, και γαλήνευσε τον στρατιωτικό θυμό. Και είπε ότι δεν πρέπει μόνο τα φταιξίματα, αλλά και τα κατορθώματα του να λογαριασθούν, δείχνοντας έτσι ότι ένιωθε την αγανάκτηση τους, αλλά και ανθρώπινη κατανόηση. Κι όταν πάλι ήλθαν έως εδώ για να εκδικηθούν τον βασιλέα τους, μ’ άγριες φωνές και έξαλλες χειρονομίες και σείοντας τα δόρατα, αυτός εδώ αφήνοντας να ρέουν τα δάκρυα από τα ημερότατα μάτια του και δείχνοντας τους την ιερά τράπεζα όπου είχε καταφύγει, κόπασε την οργή τους.
Αλλ’ ας προσθέσουμε κι εμείς τώρα τη δική μας συμπεριφορά. Ποιας συγχωρήσεως θα είσαστε άξιοι, αν ο βασιλεύς που υβρίσθηκε δεν μνησικακεί, και σεις που τίποτε τέτοιο δεν πάθατε θα φανερώνατε τόση οργή; Και πώς, σαν διαλυθεί αυτή η σύναξη και παύση αυτό το θέαμα, θα προσεγγίσετε τα άγια μυστήρια και θα φέρετε στα χείλη σας την προσευχή εκείνη που ο Κύριος μάς πρόσταξε να λέμε: «ἄφες ἡμῖν… (καθώς) καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν» (Ματ. 6, 12) αν απαιτητέ τιμωρία;
Έκανε μεγάλες αδικίες, προσέβαλε τόσο πολύ; Δεν θα το αρνηθούμε ούτε εμείς. Αλλά τώρα δεν είναι καιρός δικαστηρίου, αλλά ελέους· όχι ευθύνης, αλλά φιλανθρωπίας· όχι ανακρίσεως, αλλά συγχωρήσεως· όχι καταδικαστικής ψήφου, αλλά οίκτου και χάριτος. Ας μη φλογίζεται λοιπόν κανένας από οργή, ας μη προβάλλει εμπόδια, αλλά καλύτερα ας δεηθούμε στον φιλάνθρωπο Θεό να δώσει σε τούτο το πλάσμα του προθεσμία ζωής, να εξαρπάσει από τη σφαγή που το απειλεί για να πληρώσει τα φταιξίματα που έκαμε, και όλοι μαζί ας προσέλθουμε στον φιλάνθρωπο βασιλέα, παρακαλώντας εξ ονόματος της Εκκλησίας, εξ ονόματος του θυσιαστηρίου, να μάς χαρίσει αυτό τον άνθρωπο που πρόσπεσε στην άγια Τράπεζα.
Αν το πράξουμε αυτό, και ο βασιλεύς θα το δεχθεί και ο Θεός πριν και πάνω από τον βασιλέα θα το επαινέσει και μεγάλη αμοιβή θα μάς αποδώσει για τη φιλανθρωπία που θα δείξουμε. Γιατί, καθώς αποστρέφεται και μισεί τον ωμό και απάνθρωπο, έτσι στον ελεήμονα και φιλάνθρωπο είναι προσηνής και γεμάτος φίλτρο. Και αν μεν αυτός είναι δίκαιος, του πλέκει λαμπρότερα στέφανα· αν δε αμαρτωλός, παρατρέχει τα αμαρτήματα, αμείβοντας τη συμπάθεια που έδειξε ο αμαρτωλός, στον συναμαρτωλό του. Γιατί λέγει «ἔλεος θέλω καὶ οὐ θυσίαν» (Πρ. Ωσηέ 6,6 και Ματ. 9,13). Και παντού της Γραφής βλέπει το Θεό να ζητά ακριβώς αυτό και να το λέγει λύση των αμαρτημάτων.
Έτσι λοιπόν, κι εμείς τώρα θα τον κάνουμε ίλεω, έτσι θα λύσουμε και τα δικά μας φταιξίματα, έτσι θα στολίσουμε την Εκκλησία, έτσι και ο φιλάνθρωπος βασιλεύς θα μάς επαινέσει, καθώς είπα προηγουμένως, και όλος ο λαός θα μάς χειροκροτήσει και τα πέρατα της οικουμένης θα μάθουν τη φιλανθρωπία και την ημερότητα της πόλεως αυτής, και θα γεμίσει η γη από το κήρυγμα του παραδείγματος μας.
Για να απολαύσουμε, λοιπόν, τα τόσα αυτά αγαθά, ας προσπέσουμε, ας παρακαλέσουμε, ας δεηθούμε, ας αρπάξουμε από τα νύχια του κινδύνου τον αιχμάλωτο, τον φυγάδα, τον ικέτη, για να πετύχουμε κι οι ίδιοι των μελλόντων αγαθών, χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω η δόξα και το κράτος νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ
Περιοδική έκδοση Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου Γιαννιτσών
Τεύχος 21
Νεόμβριος 2010
Πηγή: Το κανδυλάκι
ΠΟΛΛΟΙ νεώτεροι κληρικοί ἔχουν τήν τάση νά ἐμφανίζονται στήν κοινωνία περιποιημένοι καί σύγχρονοι, περιφρονώντας τήν παραδοσιακή ἐμφάνιση πού εἶναι τά ράσα, τό καλυμμαύχι, τά μαλλιά καί τά γένια. Νομίζουν ὅτι μέ τόν τρόπο αὐτό εἶναι πιό κοντά στόν κόσμο καί τό ὅποιο ποιμαντικό τους ἔργο διευκολύνεται καί γίνεται ἀποτελεσματικότερο.
Πρόκειται περί πλάνης. Οἱ ἰσχυρισμοί τῶν προοδευτικῶν κληρικῶν δέν εὐσταθοῦν. Τό κοσμικό φρόνημα τούς ἐμποδίζει νά προχωρήσουν στήν πνευματική ζωή καί νά ἀποκτήσουν τήν ἐμπιστοσύνη τοῦ ποιμνίου τους. Μπορεῖ νά κάνουν θόρυβο καί νά ἀκοῦν ἐπαίνους ἀπό μερικούς κοσμικούς καί ἄσχετους, ὅμως δέν βοηθοῦν καθόλου τό ποίμνιό τους πνευματικά. Θά ἔλεγα, χωρίς ὑπερβολή, ὅτι μᾶλλον τό ἀπομακρύνουν ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Ἀλήθεια, πῶς νά ἐμπιστευθεῖς τέτοιους κληρικούς, πού ποτέ δέν γεύτηκαν τήν πνευματική ζωή καί ποτέ δέν ἀπαρνήθηκαν τή νοοτροπία καί τίς ἀδυναμίες τῶν κοσμικῶν;
Ὁ πολύπειρος καί θερμός ὑποστηρικτής τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης μητροπολίτης Φλωρίνης Αὐγουστῖνος Καντιώτης περιέγραφε μέ ἐπιτυχία τήν ἐμφάνιση τῶν νεωτέρων κληρικῶν, ἀποκαλύπτοντας συγχρόνως τήν πνευματική τους κενότητα καί τό κοσμικό φρόνημα, πού τούς διαβρώνει καί τούς ἐξαφανίζει κάθε ἴχνος ἱερατικοῦ ζήλου. Ἔγραφε λοιπόν ὁ π. Αὐγουστῖνος σέ ἀναφορά του πρός τήν Ἱερά Σύνοδο: «Ἐσχάτως μεταξύ τῶν κληρικῶν καί δή τῶν νεωτέρων παρατηρεῖται τάσις, ὅπως οὗτοι ἐμφανίζωνται ἐπί τό κοσμικώτερον. Οὕτω κληρικοί θεῶνται εἰς κουρεῖα. Κόπτουν τήν κόμην καί περικόπτουν τήν γενειάδα, περιλούονται μέ ἀρώματα, καί φρεσκοξυρισμένοι εἰς τόν τράχηλον ἐξέρχονται ἐκ τῶν κουρείων εὐωδιάζοντες ἐκ τῶν ἀρωμάτων.
Ἀποβάλλουν ἐπίσης τό ἐξώρασον καί μέ τό ἀντερί, ἐκ πολυτελοῦς ὑφάσματος, ζωηροῦ καί ἀνοικτοῦ ἔστιν ὅτε χρώματος, μέ κολλάρον, μέ ὡρολόγιον χρυσοῦν εἰς τήν χεῖρα, μέ χρυσῆν ἅλυσιν ἐκ τοῦ λαιμοῦ κρεμασμένην, μέ ὑποδήματα τοῦ τελευταίου συρμοῦ, καί μέ τσιγάρον εἰς τό στόμα καί ἀναπτῆρα εἰς τό χέρι, κάμνουν τήν ἐμφάνισίν των δημοσίᾳ. Παντοῦ. Καί εἰς θέατρα καί εἰς κινηματογράφους καί εἰς γήπεδα ποδοσφαιρικῶν συναντήσεων, διατί ὄχι καί εἰς ταβέρνας καί ἐξοχικά κέντρα, εἰς τά ὁποῖα συχνάζει τό κοσμικώτερον μέρος τῆς κοινωνίας. Ὡς δέ ἔχομεν διαπιστώσει, οἱ μέ τοιαύτην ἐξωτερικήν ἐμφάνισιν κληρικοί εἶναι, κατά κανόνα, φορεῖς καί… νέων ἰδεῶν, ἐκμονδερνισμοῦ καί ἐκκοσμικεύσεως τῆς Ἐκκλησίας» («Ἐκκλησιαστικός στρουθοκαμηλισμός», 1973, σελ.159-160).
Οἱ νεωτεριστές κληρικοί εἶναι ὑπερήφανοι, ἀλλά καί ἀμαθεῖς παπαγάλοι. Ἔχουν μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό τους καί ἐπανα- λαμβάνουν φράσεις καί λέξεις τοῦ συρμοῦ. Μέ παιδαριώδη ἐπιχειρήματα προσπαθοῦν νά ὑποτιμήσουν τούς παραδοσιακούς συναδέλφους τους καί νά τούς ἐμφανίσουν ὡς καθυστερημένους καί ὀπισθοδρομικούς. Χωρίς καμιά ἀναστολή περιφρονοῦν τή νηστεία, τίς ἱερές ἀκολουθίες, τίς ἐκκλησιαστικές παραδόσεις. Εἶναι, θά ἔλεγα, νέοι Λούθηροι. Ἔχουν ἐπίσης καί πολλές κρυφές ἀδυναμίες, στίς ὁποῖες δέν θέλω νά ἀναφερθῶ.
Ἐκεῖνο ὅμως πού πρέπει νά μάθουν καί νά ἀποδεχτοῦν αὐτοί οἱ κληρικοί εἶναι ὅτι «ἡ ἐμφάνισις τοῦ Ὀρθοδόξου κληρικοῦ ἔχει βαθείας ρίζας εἰς τόν ψυχικόν κόσμον τοῦ λαοῦ, πᾶσα μεταβολή προσκρούει εἰς τά αἰσθήματα τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ καί προκαλεῖ σκανδαλισμόν συνειδήσεων» (ὅπ. παρ., σελ. 163).
Ὁ λαός μας ἐκτιμᾶ ἰδιαίτερα τούς παραδοσιακούς καί εὐσεβεῖς κληρικούς, ἐνῶ ἀπέναντι στούς νεωτεριστές καί κοσμικούς διατηρεῖ τίς ἐπιφυλάξεις του. Πρέπει οἱ μητροπολίτες νά προσέξουν τό θέμα τῆς ἐμφάνισης τῶν κληρικῶν τους καί νά τούς ἐμπνεύσουν τό σεβασμό στήν ἐκκλησιαστική παράδοση, γιατί δέν πρόκειται γιά παρωνυχίδα, ἀλλά γιά ἀναγκαία προϋπόθεση προκειμένου νά ἔχει ἐπιτυχία τό ποιμαντικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ λαϊκή παροιμία ὅτι «τά ράσα δέν κάνουν τόν παπά» εἶναι ὀρθή, γιατί ὑπενθυμίζει ὅτι ὁ παπάς πρέπει νά εἶναι πνευματικός ἀγωνιστής καί πρῶτος αὐτός νά τηρεῖ τίς ἐντολές. Αὐτό εἶναι τό βαθύτερο νόημά της καί δέν πρέπει νά χρησιμοποιεῖται ἀπό τούς μή ἀγωνιζόμενους νεωτεριστές κληρικούς, γιά νά δικαιολογήσουν τήν κοσμική τους νοοτροπία. Καί νά μή ξεχνοῦν ὅτι τά ράσα, πού δέν κάνουν τόν παπά, ἀσκοῦν εὐεργετική ἐπίδραση στόν παπά τόν ἀνυψώνουν στά μάτια τοῦ λαοῦ καί τόν προφυλάσσουν ἀπό παγίδες καί πειρασμούς.
Ορθόδοξος Τύπος,09/01/2015
Πηγη: Ακτίνες
«Φως ιλαρόν αγίας δόξης, αθανάτου Πατρός, ουρανίου, αγίου, μάκαρος, Ιησού Χριστέ. Ελθόντες επί την ηλίου δύσιν, ιδόντες φως εσπερινόν, υμνούμεν Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα Θεόν. Άξιόν Σε εν πάσι καιροίς υμνείσθαι φωναίς οσίαις. Υιε Θεού, ζωήν ο διδούς• διο ο κόσμος Σε δοξάζει».
Το Φως ιλαρόν είναι πρωτοχριστιανικός λυχνικός ύμνος, δηλ. εσπερινός ύμνος της πρωτοχριστιανικής λατρείας ή, όπως τον ονομάζει ο άγιος Βασίλειος ο Καππαδόκης, «επιλύχνιος ευχαριστία». Ο περίφημος αυτός ύμνος είναι ποίημα ενός από τους άγιους Μάρτυρες και Ομολογητές των πρώτων αιώνων και μάλιστα της περιοχής αυτής - της Καππαδοκίας και Συρίας. Μια αρχαία παράδοσις τον αποδίδει στον άγιο Ιερομάρτυρα Αθηνογένη, που εμαρτύρησε με δέκα μαθητές του επί Διοκλητιανού στις 16 Ιουλίου στην Σεβαστία, γειτονική πόλη της Καισαρίας, γι' αυτό και ζωγραφίστηκε σε πολλές εκκλησίες της Καππαδοκίας.
Ο άγιος Βασίλειος ο Μέγας, στο γνωστό του έργο Περί Αγίου Πνεύματος (κεφ. Κθ': Περί Παραδόσεως στην Εκκλησία) μνημονεύει τον ύμνον αυτόν και μάλιστα αναφέρει ρητώς ένα στίχο του λέγοντας, ότι δεν ξέρει ακριβώς ποιος είναι «ο πατήρ των ρημάτων εκείνων της επιλυχνίου ευχαριστίας» αυτής, αλλά στην συνέχεια μνημονεύει και έναν (άλλον;) ύμνον του αγίου Αθηνογένους (του οποίου αναφέρει το όνομα μόνον, ως πασίγνωστο), και αυτόν μάλλον επιλύχνιον, που τον είπε ή έψαλε ο Μάρτυς μπροστά στους μαθητές του ως «εξιτήριον» (= εξόδιον από τον κόσμον αυτόν) «ορμών ήδη προς την δια πυρός τελείωσιν», πηγαίνοντας δηλ. στην φωτιά του μαρτυρίου του.
Πάντως, όποιος και να είναι ο ποιητής του ύμνου Φως ιλαρόν, πρόκειται οπωσδήποτε για πρωτοχριστιανικό ύμνο (ίσως του γ' ή ακόμη και του β' αιώνος). Διότι ο ίδιος ο Μέγας Βασίλειος λέγει στο ίδιο χωρίο ότι το παρέλαβαν «από τους πατέρας ημών», και ως γνωστόν, οι πατέρες και προπάτορές του ήταν χριστιανοί μάρτυρες και ομολογητές στην μεγαλομαρτυρική Καππαδοκία. Ρητώς λέγει ο Μέγας Βασίλειος για τον ύμνο μας: «έδοξε της Πατράσιν ημών μη σιωπή την χάριν του εσπερινού φωτός δέχεσθαι, άλλ' ευθύς φανέντος ευχαριστείν» και γι' αυτό στο εσπερινό ιλαρό φως του ηλιοβασιλέματος, «ο λαός αρχαίαν αφήισι την φωνήν», δηλ. όλος ο λαός μαζί ψάλλει τον αρχαίο τούτον ύμνο προς δόξαν του φωτός ή μάλλον του Δημιουργού του φωτός - του Χριστού.
Ο ύμνος Φως ιλαρόν είναι ωραιότατο ποίημα καθαρώς χριστιανικής εμπνεύσεως και περιεχομένου. Εποιήθη και εψάλει ως δοξολογία στον Θεό κατά την εσπερινή ώρα της δύσεως του ηλίου• την ώραν αυτή που απλώνεται στην γη μας ένα χαριτωμένο, ιλαρό φως, με το οποίο τελειώνει η ημέρα, αλλά και προμηνύεται η νύχτα και από την νύχτα πάλι η άλλη ημέρα.
Η αρχή του ύμνου αυτού ξεκινάει από την φύση , με το φυσικό φως του δειλινού και αυτό φανερώνει ότι οι πρώτοι χριστιανοί ζούσαν ανοιχτά και βλέπανε θετικά το κάλλος της φύσεως, την στάση αυτή συναντούμε και στους Εβραίους της Βίβλου και στους αρχαίους Έλληνες.1 Οι πρώτοι χριστιανοί ζούσανε την φύση ως ποίημα, δημιούργημα του Ζώντος και Αληθινού Θεού και γι' αυτό πίσω από την φύση έβλεπαν τον ποιητή της και Αυτόν εδόξαζαν στο κάλλος της. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι ο ύμνος αναφέρεται στο Φως, το πιο λεπτό και ωραίο και βαθύ στοιχείο στην ορατή φύση. Η φύσις στο βάθος σημαίνει φως και ως φως την έβλεπαν και οι πρώτοι χριστιανοί, και αργότερα οι ησυχαστές, αλλά και η σημερινή πιο προχωρημένη επιστήμη ανάγει τα πάντα στο φως, όπως ακριβώς και τα πρώτα λόγια της Βίβλου.
Υπάρχει όμως και μια βασική διαφορά στην στάση έναντι της φύσεως μεταξύ των πρώτων χριστιανών και των αρχαίων. Οι αρχαίοι εθαύμαζαν την φύση αλλά και την ελάτρευαν, και μάλιστα το φως του ηλίου και των αστέρων και γι' αυτό ελάτρευαν τον αήττητον ήλιον (solus invictus). Οι χριστιανοί απέρριπταν κάθε είδος ειδωλολατρίας και γι' αυτό ελάτρευαν μόνον τον Ζώντα και Αληθινόν Θεόν που απεκάλυψεν και εξηγήσατο (Ιω.1,18) ο Χριστός. Αλλ' οι πρώτοι Χριστιανοί έβλεπαν την φύση και τα πάντα μέσα στην φύση, και μάλιστα το φως, ως χώρο προνοίας και τόπο παρουσίας του Ζώντος και Παρόντος Θεού. Ο κόσμος γι' αυτούς ήταν το σπίτι τους, ο οίκος του Θεού τους, και δεν ήθελαν να τον αρνηθούν ή να τον αφήσουν στα χέρια του διαβόλου και των ψευδοθεών του. Αντί λοιπόν της αρχαίας κοσμολατρίας οι χριστιανοί είχαν έναν υγιή κοσμισμό, μια ορθή κοσμολογία έβλεπαν τον κόσμο ως έργο του Θεού Λόγου, του Χριστού.
Γι' αυτό ο ύμνος μας αρχίζει με αφορμή το χαριτωμένο, ιλαρό φως της δύσεως του ηλίου, που και αυτό είναι έργο (κτίσμα) του Δημιουργού του σύμπαντος. Αλλ' όσο και να είναι ωραίο και ευχάριστο το φως αυτό, αμέσως η σκέψις των πρώτων χριστιανών, η καρδιά τους, τους οδηγεί στο βάθος, στο αληθινό Φως του Κόσμου, που είναι ο Χριστός. Παίρνοντας απλώς αφορμή από το φυσικό γεγονός -πόσο ωραία και ήσυχα ακτινοβολεί το χαμηλό φως του δύοντος ηλίου - οι πρώτοι χριστιανοί βλέπουν σ' αυτό μια εικόνα της θείας αλήθειας: πως ο Χριστός, φως του Θεού Πατρός, προσέρχεται και ακτινοβολεί στον κόσμο, ιλαρώς. Η εικόνα που δίνει το ποίημα φαίνεται στην αρχή φυσική: ένα ήσυχο, ιλαρό φως διάχυτο στον δυτικό ορίζοντα μας αποκαλύπτει μια ωραία, σχεδόν ιερή δόξα του ήλιου και προκαλεί αισθήματα ευχάριστα. Αλλά για τους χριστιανούς αυτό είναι πολύ, πάρα πολύ λίγο. Η νοσταλγία τους ή μάλλον η πρωταρχική πίστις τους και η εσχατολογική ελπίδα τους (που και οι δύο συνιστούν μέσα τους την χριστιανική αισθητή πληροφορία (βλ. Α' Θεσ. 1, 5 και Εβρ. 6. 11 και 10, 22) τους πάει αμέσως, πιο πέρα: στον Ιησού Χριστό (του οποίου το όνομα ο ποιητής του ύμνου άφησε επίτηδες, γι' αργότερα), που είναι το αληθινό και άκτιστο και πραγματικό Ιλαρόν Φως της Δόξης της Αγίας, που είναι ο Αθάνατος Πατήρ (και όχι ο πεπερασμένος ήλιος) και που ο υμνωδός στην συνέχεια στολίζει με μερικά χαρακτηριστικά, τον ονομάζει: Ουράνιο, Άγιο, Μακάριο.
Θα μπορούσαμε από εδώ ακόμη να διαβλέψουμε μια ησυχαστική θεώρηση που προέρχεται από καθαρώς χριστιανική βιβλικο-ησυχαστική πείρα. Το φως είναι η ‘δόξα‘ του ηλίου, η λαμπρή ακτινοβολία του, που τον φανερώνει και μας καθιστά κοινωνούς του. Ο Χριστός είναι το θείον Φως που μας αποκαλύπτει την Δόξα του Θεού Πατρός, μάλλον ο Ίδιος είναι η Δόξα του Πατρός, επειδή μας αποκαλύπτει τον Πατέρα και την αγία, αθάνατη, ουράνια, μακάρια Δόξα Του κάνοντάς μας ταυτόχρονα και μετόχους της Δόξης αυτής και του πλούτου των χαρίτων του Θεού της Αιωνίου Δόξης. Ίσως όμως θα μπορούσαν να εκληφθούν όλα αυτά απρόσωπα, αν ο ποιητής δεν έσπευδε, στο τέλος της στροφής αυτής, να προσθέσει το αγαπητό στους πρώτους χριστιανούς και στους ησυχαστές, και σε μας τους αμαρτωλούς, όνομα: Ιησού Χριστέ.
Είμαι βέβαιος ότι ο ποιητής- υμνωδός, ξεκίνησε στο Φως ιλαρόν από την καθαρώς χριστιανική πείρα του την εν Χριστώ Ιησού, από την γεύση δηλαδή της εν Χριστώ σωτηρίας, χάριτος, νέας ζωής εν Θεώ και συν Θεώ, και δι' αυτής αναγνώρισε όχι μόνον πίσω από το φυσικό φως του ήλιου το θείον Φως του Ήλιου της Δικαιοσύνης, αλλά και αναγνώρισε μέσα στον Ιησού Χριστό τον αληθινό Υιό του Θεού, όπως θα Τον αποκαλέσει (‘Υιε Θεού') και θα Τον αναφέρει λίγο πιο κάτω. Δηλαδή, από την χαριτωμένη πείρα της δόξης του Χριστού Σωτήρος, που είναι δώρον του Αγίου Πνεύματος του αποκαλύπτοντος τον Χριστό ως Κύριο και Θεό (Α' Κορ. 12, 3, Γαλ. 4,6 κ.λ.π.) ξεκίνησε ο ποιητής, δηλ. οι πρώτοι χριστιανοί, και έτσι όλη η κοσμολογία του και η θεολογία του, δηλ. εδώ Χριστολογία (σχέση του Χριστού προς τον Θεό και τον κόσμο) έχει την Σωτηριολογία ως βάση και ως οδηγό. Γι' αυτό καταλήγει στην πρώτη στροφή του ύμνου, στο περιεκτικό όνομα και πράγμα ‘Ιησού Χριστέ', διότι Αυτός είναι η ταυτότητα του και ταυτότητα μας. (Ένας, νομίζω, λόγος παραπάνω να δεχθούμε ότι ο ύμνος είναι ποίημα ενός πρωτοχριστιανού Μάρτυρος).
(‘Κύριε Ιησού Χριστέ'.., είναι και η προσευχή των ησυχαστών). Διότι, χωρίς αυτόν, τον Χριστό, όλα αυτά, ακόμη και τα πιο χαρακτηριστικά και σπουδαία προσόντα του Θεού, όπως η Δόξα Του (και μάλιστα η Δόξα με την βιβλική της έννοια), δεν έχουν για μας τους ανθρώπους τόση σημασία, μας είναι απρόσιτα, αμέθεκτα, άφθαστα.
Η δεύτερη στροφή (που μερικοί μελετητές της πρωτοχριστιανικής ποιήσεως, μεταξύ των οποίων και ο καθ. Π. Χρήστου, την θεωρούν ως επιπρόσθετο εφύμνιο, πράγμα που είναι υποθετικό, χωρίς σίγουρη απόδειξη), δείχνει πως ο ποιητής ζει και εννοεί τον Ιησού Χριστό μέσα στα Τριαδολογικά πλαίσια, διότι η Χριστολογία της πρώτης Εκκλησίας, όπως και όλης της Ορθοδοξίας μέχρι σήμερα, και των επομένων άγιων ησυχαστών (ασκητών και θεολόγων του ησυχασμού), εννοείται μόνον εντός της ορθής και πλήρους Τριαδολογίας από την οποία είναι αχώριστη. Γι' αυτό ο υμνωδός μας και στην πρώτη στροφή το ίδιο φως συνδέει με τον Χριστό, και στην δεύτερη στροφή με την Αγία Τριάδα: ‘ιδόντες φως εσπερινόν, υμνούμεν Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα Θεόν'.
Μπορούμε επίσης να πούμε ότι σ' αυτήν την δεύτερη στροφή ο πρωτοχριστιανός ποιητής παίρνει αφορμή, από το εσπερινό φως της δύσεως του ήλιου, για να υμνήσει την Αγία Τριάδα, διότι οι πρώτοι χριστιανοί, και στην συνέχεια οι Πατέρες της Εκκλησίας (π.χ. ο Γρηγόριος ο θεολόγος) βλέπανε στον ήλιο μια κτιστή εικόνα του Τριαδικού Θεού: ο ίδιος ο ήλιος εσήμαινε τον Θεόν Πατέρα, το φως του - τον Υιόν, και η θερμότητά του - το Άγιον Πνεύμα. Επίσης, μπορούμε να διακρίνουμε ότι ο ποιητής στο εσπερινό φως, που ενώ δύει μοιάζει να αναγγέλλει το επόμενο ξημέρωμα, βλέπει και αισθάνεται να προμηνύεται η εσχατολογική προοπτική πλήρους της αποκαλύψεως και φανερώσεως του Θεού ως του Τριαδικού Φωτός (βλ. Α' Τιμ. 6, 14-16 και Ιακώβου 1, 5-7).
Με αυτόν τον τρόπο οι πρώτοι χριστιανοί, ξεκινώντας από το φυσικό, κτιστό φως του ηλίου, έβλεπαν όλη την κτίση ως μια αναγωγή, ως μια φυσική μυσταγωγία προς την δοξολογία του Θεού Δημιουργού, που γι' αυτούς, και για μας τους σημερινούς ορθοδόξους, είναι Τριάς, και όχι απλώς ένας Θεός Κτίστης (δηλ. ένας Θεός του στείρου μονοθεϊσμού). Πράγματι, για μας τους χριστιανούς, ο Θεός ως ποιητής της κτίσεως είναι Θεός Τριάς, Θεός που κατά φύσιν είναι κοινωνία προσώπων και όταν δημιούργησε τον κόσμο κάλεσε όλους σε προσωπική κοινωνία μαζί Του: κοινωνία Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος.
Αυτό που είπαμε φαίνεται και στην πρώτη στροφή του ύμνου, όπου ο ποιητής βλέπει το ιλαρόν φως, τον Χριστό, ως φανέρωση της αγίας δόξης του Αθανάτου και επουράνιου Πατρός και έτσι υμνεί την σχέση Υιού και Πατρός (δηλ. των δύο πρώτων προσώπων της Τριάδος). Στην δεύτερη στροφή συμπληρώνει την ευχαριστήριο υμνολογία σε ολόκληρη την Αγία Τριάδα, αναφέροντας και το τρίτο πρόσωπο, το Άγιον Πνεύμα Θεόν (το οποίον, κατά τον άγ. Αθανάσιον και τους Καππαδόκες Πατέρες, συμπληρώνει την τελειότητα της Τριάδος, διότι μόνον «εν τη Τριάδι η τελείωσις έστιν».
Στην τρίτη στροφή το ποίημα μας, που ξεκίνησε από την εσπερινή ώρα για να υμνήσει τον Χριστό και δι' Αυτού την Αγία Τριάδα, τώρα επεκτείνει την υμνολογία και δοξολογία του Χριστού «εν παντί καιρώ και πάση ώρα», λέγοντας ότι «άξιόν Σε εν πάσι καιροίς υμνείσθαι». Διότι, ο Χριστός ως Θεός και όλη η Αγία Τριάς είναι Δημιουργός κάθε ώρας και κάθε χρόνου, όπως και ποιητής κάθε κτίσματος και πράγματος στο σύμπαν. Είναι πολύ φυσικό για τους πρώτους χριστιανούς να τονίσουν, ότι ο Θεός είναι άξιος λατρείας και δοξολογίας όχι μόνον σε ορισμένη ώρα της ημέρας ή της νύχτας, ή σε κάποια μέρα ή περίοδο της εβδομάδος ή του έτους, αλλά Του πρέπει και Του αξίζει ευχαριστία και δοξολογία παντού και πάντοτε: «νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων», όπως το λέμε μόνιμα σ' όλες τις λατρευτικές προσευχές και ακολουθίες και λειτουργίες της Εκκλησίας μας. Όλη η ζωή των χριστιανών είναι μία δια βίου μόνιμη λατρεία του Θεού.
Αλλά ο ποιητής προσθέτει και το απαραίτητο ηθικό στοιχείο για την πλήρη συμμετοχή μας στην παντοτινή λατρεία και υμνολογία του Θεού, λέγοντας ότι άξιον είναι να υμνήσουμε τον Χριστό και την Αγία Τριάδα, όχι όπως- όπως, αλλά «φωναίς οσίαις». (Στην νεώτερη γραφή του ύμνου φως ιλαρόν γράφεται και λέγεται «φωναίς αισίαις». δηλ., με χαρά και με αισιοδοξία, αλλά η παλαιά σλαβική μετάφραση διέσωσε την πιο παλιά και ορθή μορφή του κειμένου: φωναίς οσίαις (που και παλαιότερα ελληνικά χειρόγραφα το μαρτυρούν, το νόημα είναι έτσι και βιβλικά πιο κατοχυρωμένο). Η έννοια της φράσεως του στίχου αυτού του ποιήματός μας είναι ότι τον Σωτήρα Χριστόν και τον Θεόν Τριάδα πρέπει να υμνούμε από καρδιά καθαρή και ψυχή όσια, από την οποία βγαίνει η ηθική -οσιακή φωνή ευχαριστίας και δοξολογίας. (Έτσι λέγεται και στους Ψαλμούς: ‘ψάλλατε τω Κυρίω, οι όσιοι αυτού' -Ψαλ. 29-30), και επίσης στις Παροιμίες 22. II: ‘αγαπά Κύριος όσιας καρδίας'- και κυρίως στην Σοφία Σολομώντος 6, 10: ‘οι φωνάξαντες οσίως τα όσια οσιωθήσονται'. Τα λόγια αυτά έχουν πολύ σπουδαία σημασία για την σύνολη στάση μας -και όχι μόνο την ηθική- μπροστά στον Θεό και στα θεία).
Αυτός ο στίχος λοιπόν τονίζει τώρα, μετά την Κοσμολογία, Χριστολογία και Τριαδολογία, και την ηθική που είναι το αναφαίρετο στοιχείο της χριστιανικής μας υπάρξεως και πίστεως και ζωής. Δεν μπορεί δηλαδή να έχουμε πίστη στον Χριστό και την Αγία Τριάδα και να μην την συνοδεύει μια αληθινή αφοσιωμένη οσία ζωή. Διότι το πνεύμα του Θεού (το κατ' εξοχήν Άγιον Πνεύμα, που μόλις προμνημονεύτηκε στον ύμνο) δεν κατοικεί σε ακάθαρτες ψυχές, όπως λέγει η Αγία Γραφή, και γι' αυτό ο Θεός μας καλεί στην σωτηρία και την αγιότητα, που είναι ένα και το αυτό.
Με αυτό τον τρόπο ο ύμνος «Φως ιλαρόν» περιέχει και εκφράζει την καθολικότητα και ακεραιότητα της χριστιανικής πίστεως και ζωής (σύμφωνα με τον αρχαιοχριστιανικό κανόνα: lex orandi - lex credendi - lex Vivendi). Διότι η αληθινή ζωή των χριστιανών πηγάζει από την αλήθεια της πίστεως στον Χριστό, η δε πίστις από την αποκάλυψη του Τριαδικού Θεού στο Πρόσωπο και έργο του Σωτήρος Ιησού Χριστού, του Υιού του Θεού και Θεού του ανθρώπου.
Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο ο ποιητής συνεχίζει τον ύμνο μνημονεύοντας τώρα και επικαλούμενος το κύριον όνομα του ύμνου: «Υιε Θεού, ζωήν ο διδούς». Είδαμε στην πρώτη στροφή του ύμνου ότι ο ποιητής επανέλαβε το όνομα: Ιησού Χριστέ, το οποίο, καίτοι είναι όνομα που αναφέρεται στην θεία Οικονομία και όχι μόνο στην θεία φύση του Λόγου, στα συμφραζόμενα του κειμένου το συνδέει με τα θεϊκά χαρακτηριστικά του Χριστού: Φως της Δόξης του Επουρανίου και Αθανάτου Πατρός κ.λ.π, που θα αρμόζανε κυριολεκτικά στο όνομα του Χριστού το κυρίως θεολογικό: Υιε Θεού. Αλλ' ο πρωτοχριστιανικός ποιητής στο θεϊκό αυτό όνομα προσθέτει μάλιστα ένα οικονομικό και σωτηριολογικό χαρακτηριστικό του Χριστού: ζωήν ο διδούς, που κατά την γνώμη μας αφορά πρωτίστως την νέα εν Χριστώ ζωή, την κεχαριτωμένη καινή ζωή, και μέσω αυτής της πείρας της νέας σωτηριώδους ζωής υπονοείται σίγουρα και η πρώτη ζωή που μας την έδωσε ο Χριστός ως Δημιουργός του ανθρώπου και όλου του κόσμου. Αυτά είναι εκείνο που εννοούσαμε στην αρχή, όταν είπαμε ότι ο ποιητής του ύμνου Φως ιλαρόν ξεκίνησε από την καθαρώς χριστιανική εμπειρία της εν Χριστώ νέας ζωής και αιωνίου σωτηρίας και από αυτήν βλέπει με νέο φως τον κόσμο, την φύση. την ζωή, την ύπαρξη, το φυσικό φως του ήλιου κ.λπ.
Το ότι αντικαθιστά τους όρους, δηλ. τα ονόματα του Χριστού, τα οικονομικά, σωτηριολογικά και τα θεολογικά, αυτό το κάνει επίτηδες, όπως εξ άλλου και τα πολλά αποστολικά και πατερικά και υμνογραφικά κείμενα της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, διότι με αυτόν τον τρόπο ομολογεί και μαρτυρεί την στάση της Εκκλησίας στην αλήθεια της αντιδόσεως των ιδιωμάτων της θείας και της ανθρωπίνης φύσεως του Ενός Χριστού, θεανθρώπου και Σωτήρος.
Ο ύμνος Φως ιλαρόν, λοιπόν, ενώνει και δοξολογεί ενιαία όλα τα χαρακτηριστικά του Χριστού: ως Λόγου και Σοφίας και Φωτός και Δόξης του Θεού ως Μεσσίου και Σωτήρος (=Ιησού Χριστέ), ως Υιού του Θεού και ενός της Αγίας Τριάδος. Αλλά, ας επαναλάβουμε, όλα αυτά τα ζει, τα εκφράζει και εξυμνεί ξεκινώντας από την καθαρώς χριστιανική σωτηριολογική πείρα της εν Χριστώ απολυτρώσεως, αναγεννήσεως και ανακαινισμένης ζωής, που ο Χριστός έφερε και εχάρισε στους ανθρώπους και στον σύμπαντα κόσμον -«διο ο κόσμος Σε δοξάζει». Δηλαδή, όλος ο κόσμος δοξάζει τον Χριστόν ως τον Κύριόν του και Σωτήρα του, ως Κτίστην του Φωτοδότη και Ζωοδότη, και στην εδώ φυσική ύπαρξη και ζωή, αλλά ακόμη περισσότερο στην αιώνια, υπερφυσική, κεχαριτωμένη ύπαρξη και ζωηφόρο και φωτοφόρο αγία, μακάρια, αθάνατη ζωή, στην αιώνια Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Ο θαυμάσιος ύμνος φως ιλαρόν, ποιηθείς ως πρωτοχριστιανική επιλύχνιος ευχαριστία στον Χριστό είναι ένα τέλειο χριστιανικό λατρευτικό ποίημα που εν σπέρματι περιέχει όλα τα βασικά στοιχεία της χριστιανικής νέας, καθολικής, θείας και ενιαίας οράσεως του κόσμου και του ανθρώπου. Είμαι σίγουρος ότι ο πρώτος ποιητής, δηλ. ο συνθέτης του, που μάλλον θα ήτο ένας μάρτυς του Χριστού, δεν σκέφθηκε, γράφοντάς τον ή μάλλον ψάλλοντάς τον αυθόρμητα και εμπνευσμένα για πρώτη φορά, να βάλει μέσα όλα τα θεολογικά κ.λ.π. στοιχεία που είδαμε πιο πάνω, άλλ' απλώς άφησε την καρδιά του να υμνήσει τον Θεό όπως τον ζούσε και εγνώριζε. (Εδώ και πάλιν ισχύει ο λόγος του Αποστόλου, ότι «ου γαρ θελήματι ανθρώπου... αλλ' υπό Πνεύματος Αγίου φερόμενοι ελάλησαν άγιοι Θεού άνθρωποι» - Β' Πέτρου 1. 21).
Το περιεκτικό αυτό φωταγωγικό και φωτοδοξολογικό λατρευτικό ποίημα Φως ιλαρόν, όπως είχε αρχίσει με δοξολογία του Θεού δια Χριστού εν Αγίω Πνεύματι, έτσι και τελειώνει με δοξολογία του Θεού Πατρός δια του Ζωοδότου Υιού Του εν τω Ζωηφόρω Αγίω Πνεύματι, συμπεριλαμβανομένου και του κόσμου• το κέντρο αυτού του κόσμου είμαστε οι άνθρωποι, που ζούμε μέσα σ' αυτόν. Η ζωή μας όμως «κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ». (Κολ. 3. 3) που είναι ο Πατήρ των Φώτων - του Υιού και του Πνεύματος- (Ιακώβου 1, 17 και Διονύσιος Αρεοπαγίτης και οι Πατέρες του ησυχασμού). Είμαστε οι κατά χάριν υιοί φωτός (Εφ. 5. 8• Α' Θεσ. 5. 5).
Διότι, Φως Χριστού φαίνει πάσι!
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Είναι βέβαιον ότι και οι Εβραίοι της Παλαιάς Διαθήκης, όπως και οι αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι είχαν την θρησκευτική παράδοση να προσεύχονται και υμνούν τον Θεό για το εσπερινό και πρωινό φως και την επιλύχνιον ευχαριστία, όπως μαρτυρεί π.χ. ο Ιππόλυτος Ρώμης (Αποστολική παράδοσις, 25). Κλήμης Αλεξανδρείας Προτρεπτικός, 11: «Χαίρε. Φως!»... κ.λ.π.). αγ. Γρηγόριος Νύσσης (Βίος Μακρίνης, 22-25). άγ. Ιωάννης Χρυσόστομος κ.λ.π. Η πρωτοχριστιανική αυτή παράδοσις, που πηγάζει από την βιβλική αποκάλυψη, συνεχίσθηκε και στην ησυχαστική παράδοση.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΚΡΙΤΑΣ
Έκδοση Πρώτη, Σεπτέμβριος 1991
Ομιλία στον Εσπερινό το απόγευμα των αγ. Αποστόλων Πέτρου και Παύλου (29.6.1988)
στη πρωτοχριστιανική (μισογκρεμισμένη) εκκλησία της Καππαδοκίας,
στην κοιλάδα Βαλκάνων (ή Βουλκάνων) κοντά στο Ortahisar.
Πηγη: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Ο Κύριος βρισκόταν στην Καπερναούμ. Η Καπερναούμ ήταν η πόλη των ιεραποστολικών εξορμήσεων του Χριστού μας. Η πόλη αυτή είδε πολλά θαύματα, πλήν όμως δεν πίστεψε όσο θα έπρεπε, γι αυτό ενώ είχε ανεβεί τόσο ψηλά από τις δωρεές του Κυρίου, κατέβηκε μέχρι τον άδη και έγινε συντρίμμια και ερείπια. Επιβεβαιώθηκε η προφητεία του Κυρίου και σήμερα δεν έχουν απομείνει από την αρχαία Καπερναούμ παρά μόνο κάποιες μεμονωμένες πέτρες.
Αυτό είναι δίδαγμα και για μας. Τα χαρίσματα και τα θαύματα που δίνει ο Χριστός δεν πρέπει να τα ξεχνάμε και να γινόμαστε αχάριστοι. Πάντοτε να τα έχουμε μπροστά στα μάτια μας και με τη ζωή μας να ευγνωμονούμε τον Κύριο της Δόξης, τον Δωρεοδότη Κύριο. “Σ΄ αυτόν που δόθηκε πολύ, πολύ και ζητηθήσεται από αυτόν”. Διαφορετικά υπάρχει φόβος να ξαναγυρίσουμε στο μηδέν.
Εκεί λοιπόν πήγε ο Χριστός. Κι ένας ρωμαίος εκατόνταρχος, λοχαγός θα λέγαμε σήμερα, πήγε στο Χριστό να παρακαλέσει να κάνει καλά τον άρρωστο δούλο του. Παρακάλεσε θερμά τον Χριστό και ξεδίπλωσε μπροστά του τη βασανιστική ασθένεια του δούλου του, σε μια εποχή μάλιστα που οι δούλοι ήταν στο περιθώριο της ζωής και δεν διέφεραν από τα αντικείμενα και τα κατοικίδια του σπιτιού.
Ο εκατόνταρχος αν και ρωμαίος ειδωλολάτρης είχε μέσα του απέραντη καλοσύνη και καλή καρδιά, πονετική, και γνήσιο ενδιαφέρον για τον άλλον, όποιος κι αν ήταν. Τον απασχολούσε το θέμα της αρρώστιας του δούλου του και όταν άκουσε ότι ο Χριστός ήταν εκεί κοντά δεν θεώρησε προσβλητικό και ταπεινωτικό να πάει να παρακαλέσει ένα εβραίο διδάσκαλο, νέο στην ηλικία, να κάνει ένα θαύμα, μάλιστα χωρίς εξάρτηση και αναφορά στους ψευδοθεούς ή με φόβο από τον κίνδυνο αν το μάθαιναν οι ανώτεροί του. Έδειξε πίστη και και ταπείνωση και απευθύνθηκε στον Χριστό. Τονπαρεκάλεσε θερμά.
Ένα πρώτο που καταλαβαίνουμε και εισπράττουμε είναι ότι δεν πρέπει να κατακρίνουμε κανένα ξένο . Υπάρχουν παντού πολλοί και καλοί άνθρωποι με ευαισθησίες. Αυτοί για κάποιους λόγους δεν πίστεψαν ακόμη. Λόγω των συνθηκών που μεγάλωσαν και έζησαν βρίσκονται ακόμη μακριά από την αληθινή πίστη και το άγιο βάπτισμα. Ποτέ όμως δεν ξέρουμε τι θα κάνει ο Καλός Θεός και με αυτούς που έχουν καλή διάθεση.
Ασφαλώς όμως χωρίς την Εκκλησία και το βάπτισμα, χωρίς προσευχή, πίστη και καταφύγιο στο Χριστό, ο άνθρωπος όσο καλός κι άν είναι δεν βλέπει Θεού πρόσωπο και βασιλεία Ουρανών. Ο Χριστός είναι η Οδός η Αλήθεια και η Ζωή και η Θύρα των προβάτων. Τα όποια θαύματα γίνονται σε καλούς ανθρώπους, αβάπτιστους όμως, είναι τα δώρα του Θεού για να τους φέρουν στην αληθινή πίστη και αυτά τα θαύματα δεν τα κάνει ούτε ο Μωάμεθ ούτε ο Βούδας, αλλά μόνο ο Χριστός γιατί αυτός είναι ο αληθινός Θεός και τέλειος άνθρωπος.
Ακόμη πως αλήθεια προσεγγίζουμε τον Χριστό για κάποιο πρόβλημα που έχουμε εμείς ή κάποιοι άλλοι δικοί μας άνθρωποι; Αυτό μας το δείχνει πάλι ο Εκατόνταρχος. Ταπεινά, προσευχητικά, ικετευτικά, με πίστη, απόλυτα, χωρίς αμφιβολίες και κρατούμενα και χωρίς να μας νοιάζει τι θα πεί ο κόσμος, οι ανώτεροι ή οι κατώτεροι. Ακούμε την καρδιά μας και τρέχουμε στον Κύριο της δόξης, χωρίς να ελπίζουμε από πουθενά αλλού κάτι άλλο.
Ο Κύριος προθυμοποιήθηκε να πάει στο σπίτι του Εκατοντάρχου για να κάνει καλά το δούλο του. Και να φανταστεί κάποιος ότι όλα αυτά γίνονται για ένα δούλο, ο οποίος ήταν χρήσιμος άνθρωπος. Δεν ήταν τεμπέλης και αχαϊρευτος. Δηλαδή όλα προσμετρώνται στην επέμβαση του Κυρίου. Και στα θεϊκά και στα ανθρώπινα πράγματα. Δείχνεις ενδιαφέρον για τη δουλειά σου και είσαι εύχρηστος και όχι άχρηστος. Τότε και οι άλλοι σε υπολογίζουν, σε φροντίζουν και σε προάγουν.
Τότε όμως φάνηκε το μεγαλείο της Πίστεως του Εκατοντάρχου. Είπε πράγματα στο Χριστό πρωτάκουστα για τον Ισραήλ. Μετάφερε την πρακτική του στρατού στο λόγο του και ανάφερε πως υπακούουν ιεραρχικά οι στρατιώτες αλλά και ο ίδιος, όλοι δηλαδή, ο κατώτερος στον ανώτερο.
Ο εκατόνταρχος αναγνωρίζει την εξουσία που έχει ο Κύριος πάνω στο σύμπαν, στους υγιείς και τους αρρώστους, στους δούλους και τους ελευθέρους. Τον σέβεται και τον αναγνωρίζει σαν Κύριο, δηλ. Κυρίαρχο, Θεό. Μόνο ένας Θεός μπορεί να κάνει τέτοια θαύματα και μάλιστα από μακριά, με μόνη τη θέλησή του και την ενέργειά του. Ποίος μπορεί από απόσταση να θεραπεύσει έναν άρρωστο; Ο εκατόνταρχος πίστευε στην παντοδυναμία του Κυρίου και σε αυτή την πίστη βασίστηκε και πήγε στο Χριστό και από αυτή τη πίστη φωτίστηκε να πεί τόσο ωραία πράγματα. Η πίστη του του άνοιξε το μυαλόνα σκεφτεί πλατιά και σωστά για τον Χριστό και μάλιστα σε ένα περιβάλλον, όπου έδιναν και έπαιρναν οι κατηγορίες σε βάρος του Χριστού από μέρους των ομοεθνών του.
Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό που έκανε ο εκατόνταρχος, γι αυτό και απέσπασε τον θαυμασμό, τον δίκαιο έπαινο του Χριστού και των ανθρώπων και πήρε και το θαύμα της θεραπείας του δούλου του αυθωρεί και παραχρήμα εν τη ώρα εκείνη από μακριά βεβαίως.
Αλήθεια αν σκεφθούμε πως μεγάλωσε στη Ρώμη αυτός ο άνθρωπος, θα κατανοήσουμε το μεγαλείο της ψυχής του και την αξία της πίστεώς του.Μέσα στα είδωλα, με θυσίες στα αγάλματα, χωρίς καμμιά ανταπόκριση στις προσευχές τους, με συνήθειες συχνά υποτιμητικές και της νοημοσύνης των ανθρώπων, μέσα σε ένα σπίτι που τιμούσε προφανώς σα ημίθεο τον αυτοκράτορα, αυτό ήταν το περιβάλλον του. Κι από την άλλη μεριά μέσα στο στράτευμα είχε τις βωμολοχίες και βλασφημίες και την ένταση προς τον σκληρό και απείθαρχο λαό των Εβραίων.
Κι όμως διαμόρφωσε τέτοια καλή ψυχή και κράτησε σωστή τη συνείδησή του ανεπηρέαστη από το κακό περιβάλλον, με αποτέλεσμα να βρεί το δρόμο για τον Χριστό. Να τι σημαίνει καλή ψυχή, αγαθή συνείδηση, καλή προαίρεση, αγαθή διάθεση και όλα αυτά, όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου και η ώρα της χάριτος, με κάποια αφορμή του Θεού, ήρθαν και βρήκαν το δρόμο του θαύματος.
Τό χρονικό τῆς αἰχμαλωσίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στούς Τούρκους, ὅπως διασώζεται στίς ἐπιστολές του, δέν παρουσιάζει ὅλες τίς δυσκολίες πού συνάντησε ἐκεῖ. Νομίζω ὅτι πρέπει νά δοῦμε μερικά ἐνδιαφέροντα σημεῖα, ὅπως τά διηγεῖται ὁ ἴδιος, γιατί φανερώνουν καί τόν χαρακτήρα τῶν Τούρκων.
Τό πρῶτο σημεῖο εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶχε σαφῆ συνείδηση ὅτι ἀνῆκε στό γένος τῶν Ρωμαίων. Κάνει λόγο γιά τήν ἐγκατάλειψη «τοῦ καθ᾿ ἡμᾶς γένους» ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ. Δέν πρόκειται ἁπλῶς γιά τό ἑλληνικό γένος, ἀλλά γιά τό ρωμαϊκό, πού ἔχει ἑλληνικό πολιτισμό καί ὀρθόδοξη πίστη. Πολλές φορές στό κείμενο τῆς ἐπιστολῆς του κάνει λόγο γιά τούς κατοίκους τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας καί τούς ἀποκαλεῖ Ρωμαίους. Γίνεται ἀντιδιαστολή μεταξύ τῶν Ρωμαίων καί τῶν βαρβάρων καί μέ αὐτήν τήν λέξη ἐννοοῦνται οἱ Τοῦρκοι.
Τό δεύτερο σημεῖο εἶναι ὅτι περιγράφει τήν φρικτή δοκιμασία τῶν Ρωμαίων κατοίκων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἀπό τήν αἰχμαλωσία τους στούς Τούρκους. Κάπου λέγει ὅτι εἶδε νά ζοῦν μαζί Χριστιανοί καί Τοῦρκοι: «ἄγοντας, ἀγομένους ὁρῶν». Οἱ Χριστιανοί ἦταν ἀγόμενοι, ἐνῶ οἱ Τοῦρκοι ἄγοντες. Μέ τήν φράση αὐτή πολλά μπορεῖ κανείς νά ὑπονοήση. Πάντως εἶναι γεγονός ὅτι οἱ Τοῦρκοι χρησιμοποιοῦσαν τούς Χριστιανούς σκληρά. Σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἐπιστολῆς περιγράφεται ἡ προσέλευση τῶν Χριστιανῶν πρός αὐτόν πού τόν ρωτοῦσαν, ἐκτός τῶν ἄλλων, καί γιά τήν αἰτία τῆς ἐγκαταλείψεώς τους ἀπό τόν Θεό. Κατά τήν μεταφορά του «εἰς τάς Πηγάς», συνάντησε ἐκεῖ Ἐκκλησία, γύρω ἀπό τήν ὁποία ζοῦσαν μοναχοί καί κοσμικοί. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁμιλοῦσε στήν Ἐκκλησία καί παρηγοροῦσε, ἀφ᾿ ἑνός μέν τούς αὐτόχθονες, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ «τούς ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας ἐκεῖ συναγομένους Χριστιανούς». Αὐτό σημαίνει ὅτι στόν τόπο ἐκεῖνο ἦταν συγκεντρωμένοι πολλοί αἰχμάλωτοι Χριστιανοί, ἐστερημένοι τῶν πάντων καί ἔχοντες ἀνάγκη παρηγοριᾶς.
Τό τρίτο σημεῖο εἶναι ὅτι τήν κατάληψη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπό τούς Τούρκους θεωρεῖ ὡς οἰκονομία καί παιδεία τοῦ Θεοῦ γιά τά ἁμαρτήματα τῶν Ρωμαίων. «Ἅμα δέ καί πρός μικράν ἔκτισιν τῶν πολλῶν εἰς Θεόν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων». Μάλιστα δέ καί ἄλλα γεγονότα, ὅπως τόν σεισμό, θεωρεῖ ὅτι εἶναι εἴτε παιδευτικές ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἴτε ἐγκαταλείψεις. Δέν τό δέχεται αὐτό μοιρολατρικά, ἀλλά πραγματικά, ἀφοῦ βλέπει τήν ἱστορία μέσα ἀπό τήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἀδιαφοροῦσε γιά τήν ἐλευθέρωσή τους ἤ τήν ἐλευθερία τοῦ Γένους τους, ἀλλά ἤξερε νά ἑρμηνεύη τήν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νά ξεπεράση τούς πειρασμούς καί τά προβλήματα.
Τό τέταρτο σημεῖο πού βλέπουμε στίς ἐπιστολές του αὐτές εἶναι ὅτι περιγράφεται ὅλη ἡ ταλαιπωρία του κατά τήν φρικτή δοκιμασία τῆς αἰχμαλωσίας. Εἶχε ξεκινήσει ἀπό τήν Θεσσαλονίκη μέ ἐπισφαλῆ ὑγεία καί ἐξαναγκάστηκε νά περάση ὅλη αὐτή τήν πειρασμική δοκιμασία. Σέ πολλά σημεῖα τῶν ἐπιστολῶν του φαίνεται ἡ ταλαιπωρία πού πέρασε. Θά ἀναφέρω μερικές χαρακτηριστικές φράσεις.
Ὅλοι αὐτοί οἱ χαρακτηρισμοί δείχνουν τήν κατάσταση τῶν Τούρκων καί πῶς αἰσθανόταν ὁ καθαρότατος καί ὁ ἁγιότατος Γρηγόριος, εὑρισκόμενος μέσα στήν σαρκολατρική καί ἐμπαθῆ ἀτμόσφαιρα τῶν Ὀθωμανῶν.
Περιγράφοντας τά γεγονότα τῆς συλλήψεώς του λέγει: «Καί πολέμου συγκροτηθέντος... ἐλεεινῶς ἥλωμεν αἰχμάλωτοι γεγονότες». Ἔγινε μάχη μέσα στό πλοῖο καί συνελήφθησαν ἐλεεινῶς αἰχμάλωτοι. Ἀμέσως μετά τήν αἰχμαλωσία ἀντιμετώπισε ποικίλα προβλήματα. Ὁμιλεῖ γιά γύμνωση, γιά στέρηση τῶν ἀναγκαίων, γιά παντοδαπῆ κάκωση τοῦ σώματος πού προερχόταν ἀπό ἔξω, προφανῶς ἐδῶ ὑπονοεῖ μαστιγώσεις, καθώς ἐπίσης γιά καχεξία τῶν σπλάγχνων, γιά σύντηξη τῆς σαρκός καί παράλυση τμήματος τῶν μελῶν. Ἡ εἰκόνα τοῦ αἰχμαλώτου, ἄν προσαρμοσθῆ στήν περίπτωση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου μπορεῖ νά δείξη τήν δοκιμασία του. Ἐπίσης, οἱ πολλοί ἔπαινοι τῶν Ρωμαίων ἐνεργοῦσαν ἀρνητικά, γιατί οἱ Τοῦρκοι, ἀντιλαμβανόμενοι ὅτι αἰχμαλώτισαν ἕνα σημαντικό πρόσωπο τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ζητοῦσαν περισσότερα λύτρα γιά νά τόν ἀπελευθερώσουν.
Τόν περιέφεραν στίς πόλεις τῆς Μικρᾶς Ἀσίας μέ μεγάλη ταλαιπωρία, ὥστε ὁ ἴδιος νά γράψη ὅτι, ὅταν ἔφθασαν «εἰς τάς Πηγάς», ἦταν ταλαιπωρημένοι πολύ ἀπό τήν ὁδοιπορία καί ἀπό ὅσα συνέβησαν κατ᾿ αὐτήν, καί μάλιστα τότε τούς ἄφησαν νά διημερεύσουν στό ὕπαιθρο. Ὁπότε, ὅταν ὁ κοινοτάρχης τῆς πόλεως τούς φιλοξένησε, τότε «ὑπό στέγην ἤγαγε καί γυμνούς ὄντας ἐνέδυσε καί πεινῶντας ἔθρεψε καί διψῶντας ἐπότισε». Ὅταν διάβασα γιά πρώτη φορά αὐτό τό κείμενο συγκινήθηκα βαθειά. Ἔβλεπα ἕναν ὁμολογητή τῆς Ὀρθοδοξίας, ἕνα μεγάλο κεφάλαιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἕναν θεούμενο πού ἔπλεε μέσα στό φῶς τοῦ Θεοῦ, νά γυμνώνεται καί νά ἐξευτελίζεται ἀπό τούς βαρβάρους Τούρκους. Καί στήν Προῦσα, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος, «περιστοιχοῦντες ἦσαν ἡμᾶς οἱ βάρβαροι».
Κατά τόν πρῶτο θεολογικό διάλογο πού εἶχε μέ τόν Ἰσμαήλ, ἐγγονό τοῦ Ὀρχάν, ἔβρεξε πάρα πολύ, ὥστε ὁ συνομιλητής του νά φύγη δρομαῖος, ἐνῶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος μέ τούς ἄλλους αἰχμαλώτους παρέμεινε κάτω ἀπό τήν βροχή. Λέγει «ἐγώ δέ... μετ᾿ ἐκείνων ὕπαιθρος· τόν ὑετόν ὑφιστάμενος».
Πρός τό τέλος τῆς ἐπιστολῆς του πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης ὑπάρχει καί μιά ἄλλη χαρακτηριστική φράση, πού δείχνει τήν τραγική κατάσταση στήν ὁποία βρισκόταν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Γράφει: «Τάδ᾿ ἐν ταῖς ἑξῆς γράφειν ὁ μέν λογισμός ἐθέλει, ἡ δέ χείρ οὐκ ἰσχύει». Αὐτή ἡ φράση εἶναι σημαντική, γιατί δείχνει ὅτι, παρά τήν ἐπιθυμία του νά γράφη, δέν ἀνταποκρινόταν τό χέρι του ἀπό τίς ταλαιπωρίες. Ἄν συνδέσουμε αὐτόν τόν λόγο μέ τόν ἄλλο πού γράφει γιά τήν πάρεση μικροῦ μέλους τοῦ σώματος, διαπιστώνουμε ὅτι μᾶλλον εἶχε ὑποστῆ μιά μικρή παραλυσία ἀπό τίς κακουχίες.
Ἕνα πέμπτο σημεῖο ἀπό τήν ἐπιστολή πού μελετᾶμε εἶναι ὅτι σέ αὐτήν χαρακτηρίζεται ἡ νοοτροπία καί ὁ χαρακτήρας τῶν Τούρκων, οἱ ὁποῖοι τόν κρατοῦσαν αἰχμάλωτο, ἀλλά καί τό ἦθος μέ τό ὁποῖο τούς ἐμπότιζε ἡ θρησκεία τους. Πολλές φορές στήν ἐπιστολή τούς ὀνομάζει βαρβάρους, καί μάλιστα «τοῖς πάντων βαρβάρων βαρβαρωτάτοις». Σέ ἀντιπαράθεση μέ τό εὐσεβές γένος τῶν Ρωμαίων αὐτοί ἀποτελοῦν «τό δυσεβές καί θεομισές καί παμμίαρον τοῦτο γένος». Οἱ Τοῦρκοι δέν ἀκολούθησαν τόν Χριστό, ἀλλά «ἀνθρώπῳ ψιλῷ τε καί θνητῷ καί τεθαμμένῳ, Μωάμεθ οὗτος». Γι᾿ αὐτό ὁ Θεός τούς παρέδωσε σέ ἀδόκιμο νοῦ καί πάθη ἀτιμίας «ὥστε βιοῦν αἰσχρῶς καί ἀπανθρώπως καί θεομισῶς». Καί παρά τούς φόνους καί τίς ἀκολασίες νομίζουν ὅτι ἔχουν τόν Θεό συνευδοκοῦντα. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος αἰσθάνεται ὅτι ὁδηγεῖται ἀπό χέρια ἄνομα. Ὅλοι αὐτοί οἱ χαρακτηρισμοί δείχνουν τήν κατάσταση τῶν Τούρκων καί πῶς αἰσθανόταν ὁ καθαρότατος καί ὁ ἁγιότατος Γρηγόριος, εὑρισκόμενος μέσα στήν σαρκολατρική καί ἐμπαθῆ ἀτμόσφαιρα τῶν Ὀθωμανῶν.
Μέ ὅλα αὐτά φαίνονται οἱ δυσκολίες τοῦ ἁγίου Γρηγορίου κατά τήν ἐνιαύσιο αἰχμαλωσία του στούς Τούρκους. Μετά ἀπό τόσους ἀγῶνες καθάρσεως πού ἔκανε στό Ἅγιον Ὄρος, μετά ἀπό τίς ἐμπειρίες τοῦ ἀκτίστου Φωτός, μετά ἀπό τούς ἀγῶνες γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη, περιέπεσε αἰχμάλωτος στούς Τούρκους. Καί ὅλα αὐτά ἦταν μέσα στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιά νά ἁγιασθῆ ἀκόμη περισσότερο ὁ ἴδιος, καί νά δοξασθῆ τό Ὄνομά Του.
Οἱ τρεῖς διάλογοι
Κατά τήν διάρκεια τῆς ἐνιαυσίου αἰχμαλωσίας του ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶχε καί τρεῖς θεολογικούς διαλόγους. Θά κάνουμε μιά σύντομη ἀνάλυση τῶν διαλόγων αὐτῶν, παρουσιάζοντας τά κεντρικά τους σημεῖα, γιατί δέν εἶναι εὔκολο νά ἀναλυθοῦν ὅλες οἱ πλευρές τους.
Ὁ πρῶτος διάλογος ἔγινε στήν Προῦσα, ἡ ὁποία τότε ἦταν ἡ Πρωτεύουσα τῶν Ὀθωμανῶν, μέ τόν ἐγγονό τοῦ ἐμίρη Ὀρχάν, Ἰσμαήλ. Κάθησαν στό ἔδαφος καί παρευρίσκονταν μερικοί ἄρχοντες. Παρετέθησαν στόν Ἰσμαήλ κρέατα καί στόν ἅγιο Γρηγόριο φροῦτα, ἐπειδή ἦταν καλοκαίρι. Στήν ἀρχή ἡ συζήτηση περιστράφηκε στό γιατί δέν τρώγει κρέας ὁ ἅγιος. Στήν συνέχεια ὁ λόγος προχώρησε στήν ἐλεημοσύνη, ἐπειδή τήν ὥρα ἐκείνη κάποιος ἔφθασε καί ἀνήγγειλε ὅτι ἐξετέλεσε τήν ἐντολή τοῦ μεγάλου ἀμηρᾶ γιά τήν ἐλεημοσύνη τῆς Παρασκευῆς. Ὁ Ἰσμαήλ ρώτησε τόν ἅγιο ἄν καί οἱ Χριστιανοί ἐξασκοῦν τήν ἀρετή τῆς ἐλεημοσύνης. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀπήντησε ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι γέννημα καί καρπός τῆς ἀληθινῆς πρός τόν Θεό ἀγάπης, ὁπότε αὐτός πού ἀγαπᾶ πολύ τόν Θεό εἶναι ἐλεήμων.
Ἐπειδή ὁ Χριστός δέν μᾶς εἶπε νά δεχθοῦμε κανένα Μωάμεθ, γι᾿ αὐτό δέν ἀγαπᾶμε τόν Μωάμεθ. Μᾶς εἶπε δέ, ὅπως λέγουν καί οἱ Ἀπόστολοι, νά μή δεχθοῦμε κανέναν ἄλλο, γιατί Αὐτός θά ἔλθη νά κρίνη τόν κόσμο.
Ἴσως τό περιστατικό αὐτό νά ἦταν σκηνοθετημένο γιά νά συζητήσουν περί τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Μωάμεθ. Πράγματι, ὁ Ἰσμαήλ ρώτησε τόν ἅγιο Γρηγόριο ἄν οἱ Χριστιανοί ἀγαποῦν τόν Προφήτη τους Μωάμεθ. Ἡ ἀπάντηση τοῦ ἁγίου ἦταν ἀρνητική. Ἡ ἑπόμενη ἐρώτηση τοῦ Ἰσμαήλ ἦταν, γιατί ἀγαποῦν ἕναν ἐσταυρωμένο Θεό καί πῶς προσκυνοῦν τό ξύλο καί τόν σταυρό. Ὁ ἅγιος ἀνέλυσε καί τό ἑκούσιο καί τήν δόξα τοῦ πάθους, ἀλλά καί τό ἀπαθές τῆς θεότητος, καί ὅτι ὁ σταυρός εἶναι τό τρόπαιο καί σημεῖο τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ὁ ἄρχοντας ἔχει διάφορα διακριτικά ἐμβλήματα καί ἀπαιτεῖ τήν τιμή τῶν ἄλλων. Στήν συνέχεια, θέλοντας ὁ Ἰσμαήλ νά εἰρωνευθῆ τήν χριστιανική πίστη, εἶπε ὅτι, ἐπειδή οἱ Χριστιανοί διδάσκουν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι υἱός τοῦ Θεοῦ, σημαίνει ὅτι ὁ Θεός Πατήρ ἔχει καί γυναίκα, διά τῆς ὁποίας τόν ἐγέννησε. Ἡ ἀπάντηση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ἦταν ἀποστομωτική. Χρησιμοποιώντας τήν διδασκαλία τῶν Μουσουλμάνων ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Λόγος τοῦ Θεοῦ καί ὅτι γεννήθηκε ἀπό τήν Παρθένο Μαρία, προχώρησε γιά νά πῆ ὅτι ἄν ἡ Μαρία γέννησε τόν Χριστό κατά σάρκα καί δέν εἶχε ἀνάγκη ἀνδρός, πόσο μᾶλλον ὁ Θεός πού εἶναι ἀσώματος γέννησε τόν Λόγο Του ἀσωμάτως καί θεοπρεπῶς καί ἑπομένως δέν εἶχε ἀνάγκη ὑπάρξεως γυναικός.
Ἡ συζήτηση σταμάτησε στό σημεῖο αὐτό, δέν εἶχε δέ ἄλλη ἐξέλιξη, οὔτε διατέθηκε ἄγρια ὁ Ἰσμαήλ πρός τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ. Μάλιστα σέ αὐτήν τήν φάση τῆς συζητήσεως ἔπεσε πολλή βροχή, ὁπότε ἔφυγε δρομαῖος ὁ Ἰσμαήλ ἀπό τόν χῶρο ἐκεῖνο. Ἐν τῷ μεταξύ εἶχε ἤδη βραδυάσει.
Ὁ δεύτερος διάλογος ἔγινε μέ τούς Χιόνας. Πρίν παρακολουθήσουμε τά κεντρικά σημεῖα τοῦ διαλόγου νομίζω πρέπει νά ποῦμε μερικά πράγματα γιά τό τί ἦταν αὐτοί οἱ Χιόναι, γιατί πολλά ἐλέχθησαν γιά τό πρόσωπό τους καί τήν ἀποστολή τους. Ἡ προέλευση τῶν προσώπων αὐτῶν εἶναι μυστηριώδης. Ὁ M.Jugie ἰσχυρίζεται ὅτι «εἶναι παλαιοί ἰουδαῖοι προσηλυτισθέντες εἰς τό Ἰσλάμ». Ὁ Meyendorff «φρονεῖ ὅτι ἦσαν Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι ἐδέχθησαν τόν Ἰουδαϊσμό, διά νά πλησιάσουν τούς Τούρκους κατακτητάς καί ἀποφύγουν διώξεις». Ὁ ἅγιος Φιλόθεος ἰσχυρίζεται ὅτι οἱ Χιόναι ἦταν Χριστιανοί καί ἔγιναν Μωαμεθανοί. Οἱ ἀπόψεις αὐτές παρουσιάζουν μιά ὁμάδα ἀνθρώπων «οἱ ὁποῖοι κινοῦνται μεταξύ Χριστιανισμοῦ, Ἰουδαϊσμοῦ καί Μωαμεθανισμοῦ, χωρίς νά διευκρινίσουν ποῦ εὑρίσκονται τώρα». Ὁ Παναγιώτης Χρήστου ἰσχυρίζεται ὅτι οἱ Χιόνες ἦταν Ἕλληνες. Τό ὄνομά τους (Χιόνες) εἶναι οἰκογενειακό καί ὄχι θρησκευτικό. Πρόκειται ἀσφαλῶς γιά μιά συγκρητιστική ὁμάδα ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι γιά νά ἀποφύγουν τίς διώξεις, λόγῳ τῶν σκληρῶν συνθηκῶν πού ἐπικρατοῦσαν στήν Μικρά Ἀσία ἀπό τήν εἰσβολή τῶν Τούρκων, ἀπέστησαν ἀπό τήν χριστιανική πίστη, μποροῦσαν νά ἐμφανίζωνται καί ὡς Τοῦρκοι καί ὡς Ἰουδαῖοι καί εἶχαν ἥσυχη τήν συνείδησή τους ὅτι διατηροῦσαν μέρος τῆς πίστεως, ὡς κρυπτοχριστιανοί. Ὁ Ὀρχάν χρησιμοποιοῦσε «τά ἐπίλεκτα μέλη τῆς οἰκογενείας αὐτῆς εἰς τό ὑπανάπτυκτον ἐκπαιδευτικόν σύστημά του». Οἱ ἴδιοι οἱ Χιόναι κατά τήν ἀρχή τοῦ διαλόγου ὁμολόγησαν: «Ἡμεῖς ἠκούσαμεν δέκα λόγους, οὕς γεγραμμένους κατήγαγεν ὁ Μωϋσῆς ἐν πλαξί λιθίναις, καί οἴδαμεν ὅτι ἐκείνους κρατοῦσιν οἱ Τοῦρκοι· καί ἀφήκαμεν ἅπερ ἐφρονοῦμεν πρότερον καί ἤλθομεν καί ἐγενόμεθα καί ἡμεῖς Τοῦρκοι». Ὁ ἅγιος, ὅμως, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀπό ὅσα ἄκουσε ἀπό αὐτούς ὁμολογεῖ ὅτι περισσότερο εἶναι Ἑβραῖοι καί ὄχι Τοῦρκοι. Καί ἀπό αὐτόν τόν λόγο φαίνεται ὅτι πρόκειται γιά συγκρητιστική ὁμάδα, ἡ ὁποία ἔδειχνε αὐτήν τήν διαγωγή γιά νά ἐπιζήση ἐκείνη τήν δύσκολη ἐποχή. Ἄλλωστε γι᾿ αὐτό καί ἀποκαλοῦνται «ἄθεοι».
Τό κεντρικό θέμα τῶν συζητήσεων ἦταν τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί τό πρόσωπο τοῦ Μωάμεθ. Τό θεμέλιο τῆς ρθοδόξου διδασκαλίας εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. Φαίνεται ὅτι ὁ ἅγιος ὁδηγοῦσε πρός τό σημεῖο αὐτό τήν συνομιλία.
Τήν συζήτηση διοργάνωσε ὁ ἴδιος ὁ Ὀρχάν. Ρώτησε τόν ἰατρό Ταρωνείτη «τίς ποτε καί οἷός ἐστιν ὁ καλόγηρος οὗτος;». Καί ὅταν ὁ ἰατρός τοῦ ἔδωσε τά στοιχεῖα τῆς προσωπικότητός του, ἐκεῖνος ἀπάντησε: «ἔχω σοφούς καί ἐλλογίμους κἀγώ, οἵτινες αὐτῷ διαλέξονται». Μετά ἀπό αὐτό ἔγινε ἡ συζήτηση τῶν Χιόνων μέ τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ.
Ἀφοῦ οἱ Χιόναι στήν ἀρχή ὁμολόγησαν ὅτι ἔγιναν Τοῦρκοι, οἱ παρόντες ἄρχοντες εἶπαν στόν ἅγιο Γρηγόριο νά δώση τήν δική του ἀπολογία. Ὁ ἅγιος ἐκφράζει τόν δισταγμό του νά ἀπολογηθῆ, καί διότι αἰσθάνεται ὅτι εἶναι μηδέν πρός τό ὕψος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, καί διότι οἱ ἄρχοντες παρευρίσκονται καί ὡς κριταί καί συμμαχοῦν μέ τούς ἀντιδίκους –ἑπομένως δέν εἶναι καλό νά παρουσιασθοῦν τά δικαιώματα τῆς εὐσεβείας– ἀλλά καί διότι πρέπει νά μιμηθῆ τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος ὅταν παραδόθηκε δέν ἀποκρινόταν. Ὅμως στήν συνέχεια ὁμολογεῖ τήν πίστη καί δέν ἀπολογεῖται πρός τούς Χιόνας. Ἔτσι ἀναλύει τό δόγμα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, καταλήγοντας ὅτι «ὁ Θεός τρία, καί τά τρία ταῦτα εἷς ἐστί Θεός καί δημιουργός». Σέ αὐτήν τήν θέση συνεφώνησαν καί οἱ παρόντες Τοῦρκοι ἴσως ἀπό λόγους τακτικῆς.
Ἡ συζήτηση ἔπειτα περιστράφηκε στό ἐρώτημα τῶν Χιόνων, γιατί οἱ Χριστιανοί ὁμολογοῦν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός, ἀφοῦ εἶναι ἄνθρωπος καί γεννήθηκε ὡς ἄνθρωπος. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀνέπτυξε τό θέμα τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδάμ καί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ γιά νά σώση τόν ἄνθρωπο. Οἱ Τοῦρκοι ἔκαναν θόρυβο, λέγοντας, πῶς γεννήθηκε ὁ Θεός καί τόν ἐχώρεσε μήτρα γυναικός. Ὁ ἅγιος ἀπάντησε ὅτι ὁ Θεός, ἐπειδή εἶναι ἀσώματος, μπορεῖ νά εἶναι πανταχοῦ καί πάνω ἀπό τό πᾶν καί σ᾿ ἕναν τόπο. Οἱ Χιόναι πάλι τόν διέκοψαν γιά νά ποῦν: «εἶπεν ὁ Θεός καί ἐγένετο καί ὁ Χριστός». Μέ αὐτό ἤθελαν νά δείξουν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι κτίσμα καί ὄχι Θεός. Ὁ ἅγιος μεταξύ τῶν ἄλλων χρησιμοποίησε τήν διδασκαλία τοῦ Μωαμεθανισμοῦ, ὅτι ὁ Χριστός χαρακτηρίζεται Λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν μπορεῖ ὁ ἕνας Λόγος νά γίνη ἀπό τόν ἄλλο Λόγο καί νά μήν εἶναι συνάναρχος μέ τόν Θεό. Ἄλλο εἶναι ἡ δημιουργία τοῦ ὑλικοῦ κόσμου καί ἄλλο ἡ γέννηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, πού λέγεται καί Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστός εἶναι Θεός, ἀλλά γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση.
Ὁ Μωάμεθ, χρησιμοποιώντας τήν βία καί τήν ἡδονή, δέν προσεταιρίσθηκε οὔτε ἕνα μέρος τῆς οἰκουμένης, ἐνῶ ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, καίτοι συνιστᾶ σκληρό βίο καί ἄσκηση, ἐν τούτοις κυριαρχεῖ καί στούς πολεμίους της καί σέ ὅλη τήν οἰκουμένη, χωρίς βία.
Στό σημεῖο αὐτό παρενεβλήθη ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ Ὀρχάν Παλαπᾶνος, πού προήδρευε καί ρώτησε τόν Παλαμᾶ, γιατί δέν δέχονται τόν δικό τους Προφήτη, τόν Μωάμεθ, ἐνῶ οἱ Μουσουλμάνοι δέχονται τόν Χριστό ὡς Λόγο τοῦ Θεοῦ καί τήν μητέρα του πλησίον τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀπήντησε ὅτι δέν μπορεῖ κανείς νά ἀγαπᾶ τόν διδάσκαλο, ἄν δέν πιστεύση στά λόγια του. Ἐπειδή ὁ Χριστός δέν μᾶς εἶπε νά δεχθοῦμε κανένα Μωάμεθ, γι᾿ αὐτό δέν ἀγαπᾶμε τόν Μωάμεθ. Μᾶς εἶπε δέ, ὅπως λέγουν καί οἱ Ἀπόστολοι, νά μή δεχθοῦμε κανέναν ἄλλο, γιατί Αὐτός θά ἔλθη νά κρίνη τόν κόσμο.
Στήν συνέχεια οἱ Χιόναι μαζί μέ τούς ἄλλους Τούρκους τόν ρώτησαν γιατί δέν περιτέμνονται οἱ Χριστιανοί, ἀφοῦ καί αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Χριστός περιτμήθηκε. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀπήντησε ὅτι στήν Παλαιά Διαθήκη ὁρίζονταν πολλά, ὅπως τό ἑβραϊκό Πάσχα, ὁ σαββατισμός, οἱ θυσίες, τό θυσιαστήριο μέσα στόν Ναό καί τό καταπέτασμα, τά ὁποῖα καί αὐτοί οἱ Τοῦρκοι δέν τά ἀκολουθοῦν. Ἤθελε ὅμως νά συνεχίση καί νά ἀναφέρη τούς Προφήτας οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦσαν γιά τήν μετάθεση τοῦ νόμου, πού θά γινόταν ἀπό τόν Χριστό, ἀλλά τόν διέκοψαν οἱ Χιόναι γιά νά τόν ρωτήσουν γιά τίς εἰκόνες, τίς ὁποῖες ἀπαγορεύει ἡ Παλαιά Διαθήκη. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀπάντησε ὅτι ἀπαγορεύθηκε ἡ προσκύνηση τῶν ὁμοιωμάτων στήν Παλαιά Διαθήκη γιά νά μήν λατρεύωνται ὡς Θεοί. Ἐπαινοῦμε καί ἐμεῖς τά κτίσματα, «ἀλλ᾿ ἀναγόμεθα δι᾿ αὐτῶν εἰς τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ». Δέν θεοποιοῦμε τά κτίσματα τοῦ Θεοῦ.
Κάπου στό σημεῖο αὐτό περατώθηκε ὁ διάλογος μεταξύ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ καί τῶν Χιόνων – Τούρκων. Ἀλλά μέ τό τέλος τοῦ διαλόγου συνέβησαν δύο πράγματα. Τό ἕνα ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἄρχοντες σηκώθηκαν «καί ἀπεχαιρέτησαν μετ᾿ εὐλαβείας τόν Θεσσαλονίκης καί ἀπήρχοντο». Φαίνεται θαύμασαν τήν σοφία, διακριτικότητα, ἀλλά καί τά χαρίσματα πού εἶχε. Τό ἄλλο εἶναι ὅτι ἕνας ἀπό τούς Χιόνας παρέμεινε λίγο καί «ὕβρισε τόν μέγαν τοῦ Θεοῦ ἀρχιερέα αἰσχρῶς καί ὁρμήσας ἐπάνω αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτῷ πληγάς κατά κόρρης», δηλαδή τόν ὕβρισε καί τοῦ ἔδωσε γροθιές στό πρόσωπο. Ὅμως ἄλλοι Τοῦρκοι τόν ἐκράτησαν, τόν κατηγόρησαν καί τόν ὁδήγησαν πρός τόν Ὀρχάν.
Καί ὁ σεβασμός τῶν Τούρκων, ἀλλά καί ἡ ἀντίδραση τοῦ ἑνός συζητητοῦ δείχνουν τήν μεγάλη νίκη πού κατήγαγε ὁ ἅγιος Γρηγόριος καί τά ἀτράνταχτα ἐπιχειρήματα πού χρησιμοποίησε. Ὅπως φαίνεται ἀπό τούς εἰσαγωγικούς του λόγους ὁμίλησε μέ ἔμπνευση ἀπό τόν Θεό, φωτιζόμενος ἀπό τήν ἄκτιστη Χάρη Του, ἀλλά ὅμως καί μέ θαυμαστή διάκριση καί σοφία.
Ἀρχίζει ἀπό τίς μαρτυρίες τοῦ Κορανίου γιά τόν Χριστό καί προχωρεῖ στήν ἀνάπτυξη τῆς σκέψεώς του. Δέν εἶναι ἀπό τήν ἀρχή ἐπιθετικός, οὔτε ἀλλοιώνει τήν πίστη. Χρησιμοποιεῖ δικές τους μαρτυρίες, χωρίς νά ἀλλοιώνη τήν ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια, ἔχοντας μεγάλο θάρρος, καίτοι εἶναι αἰχμάλωτος.
Ὁ τρίτος θεολογικός διάλογος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου μέ τούς Μωαμεθανούς ἔγινε ὅταν βρισκόταν στά μέρη τῆς Νίκαιας. Ξεκίνησε ἀπό ἕνα περιστατικό πού εἶδε. Κάποια ἡμέρα βγῆκε ἔξω ἀπό τήν πόλη. Λίγο ἔξω ἀπό τήν ἀνατολική πύλη εἶδε ἕναν κύβο κατασκευασμένο ἀπό μάρμαρο καί εὐπρεπισμένο γιά κάποια χρήση. Ρώτησε σέ τί χρησίμευε ὁ κύβος αὐτός. Τήν ὥρα πού κάποιος τοῦ ἐξηγοῦσε, ἄκουσε φωνές καί κραυγές πού προέρχονταν ἀπό τήν ἔξοδο τῆς πόλεως. Διαπίστωσαν ὅτι ἔρχονταν Τοῦρκοι ἔχοντας νεκρό γιά νά τόν ἐνταφιάσουν. Τότε ἀπομακρύνθηκαν λίγο, ὥστε νά εἶναι δυνατόν νά δοῦν καί νά ἀκούσουν ὅσα θά λεχθοῦν καί θά γίνουν. Οἱ Τοῦρκοι τοποθέτησαν τόν νεκρό στόν κύβο καί ἔχοντας στό μέσον τόν τασιμάνη, τόν ὑπεύθυνο, δηλαδή, γιά τήν μουσουλμανική λατρεία, προσευχήθηκαν. Σήκωνε ὁ τασιμάνης τά χέρια του προσευχόμενος καί τό ἴδιο ἔκαναν καί οἱ παρόντες. Αὐτό ἔγινε τρεῖς φορές. Μετά τόν ἐνταφιασμό συνάντησε ὁ ἅγιος Γρηγόριος τόν τασιμάνη καί εἶχε μαζί του μιά συζήτηση μέ τήν βοήθεια διερμηνέως.
Κατ᾿ ἀρχάς ὁ ἅγιος Γρηγόριος τόν ρώτησε νά μάθη τί ἔλεγαν κατά τήν προσευχή τους στόν Θεό. Ὅταν τοῦ ἐξήγησαν ὅτι τόν παρακαλοῦσαν νά συγχωρήση τά σφάλματα τῆς ψυχῆς τοῦ νεκροῦ, ὁ ἅγιος ἀποκρίθηκε ὅτι, ἐπειδή καί αὐτοί πιστεύουν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι κριτής τῶν ἀνθρώπων καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, σημαίνει ὅτι προσεύχονταν στόν Χριστό. Ἐπειδή ὁ τασιμάνης εἶπε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ὁ ἅγιος ἀπάντησε ὅτι δέν μπορεῖ νά εἶναι δοῦλος αὐτός πού εἶναι Λόγος τοῦ Θεοῦ καί θά κρίνη τούς ἀνθρώπους, ὅπως τό ὁμολογοῦν ὅλοι οἱ Προφῆτες.
Ὁ τασιμάνης βρέθηκε σέ δυσκολία. Πολλοί Χριστιανοί καί Τοῦρκοι πλησίασαν γιά νά ἀκούσουν τόν διάλογο. Τότε ὁ Τοῦρκος ρώτησε τόν ἅγιο Γρηγόριο γιατί οἱ Χριστιανοί δέν δέχονται τόν Προφήτη Μωάμεθ καί τό εὐαγγέλιό του, πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό, ἐνῶ οἱ Τοῦρκοι δέχονται καί τούς Προφήτας καί τόν Χριστό καί τά τέσσερα εὐαγγέλια, ἕνα ἀπό τά ὁποῖα εἶναι καί τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀπάντησε ὅτι δέν παραδεχόμαστε τίποτε οὔτε τό θεωροῦμε ὡς ἀλήθεια, ἄν δέν ὑπάρχουν μαρτυρίες. Ἀπό ὅλους τούς Προφήτας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔχουμε μαρτυρίες γιά τόν Χριστό, γι᾿ αὐτό καί πιστεύουμε σέ αὐτόν καί τό εὐαγγέλιό Του. Ὅμως δέν πιστεύουμε στόν «Μεχούμετ», γιατί οὔτε μαρτυρεῖται ἀπό τούς Προφήτας, ἀλλά οὔτε καί ἔπραξε κάτι παράδοξο.
Τότε ὁ τασιμάνης κατηγόρησε τούς Χριστιανούς ὅτι ἀπέκοψαν τό ὄνομα τοῦ Μωάμεθ ἀπό τό εὐαγγέλιο, ὅπου ἦταν γραμμένο. Ἐπίσης εἶπε ὅτι καί ὁ Μωάμεθ ἔκανε μεγάλα πράγματα, ἀφοῦ μέ τήν δύναμη αὐτοῦ τοῦ Προφήτη κυριάρχησαν οἱ Τοῦρκοι ἀπό τήν ἀνατολή ἕως τήν δύση.
Ἀπαντώντας ὁ ἅγιος Γρηγόριος στό πρῶτο ἐπιχείρημα εἶπε ὅτι κανείς Χριστιανός δέν ἀπέκοψε τό ὄνομα τοῦ Μωάμεθ ἀπό τό εὐαγγέλιο, γιατί τιμωρεῖται ἐκεῖνος πού θά ἀφαιρέση κάτι ἀπό τήν Ἁγία Γραφή. Ἄλλωστε, ὅπου μεταφράστηκε τό εὐαγγέλιο πουθενά δέν ἀναφέρεται τό ὄνομα τοῦ Μωάμεθ. Ἀκόμη καί οἱ αἱρετικοί, πού χρησιμοποιοῦν τήν ἴδια Ἁγία Γραφή, δέν ἔχουν αὐτό τό ὄνομα. Ὅλοι ἀπέθαναν, ἀλλά μόνον ὁ Χριστός ἀναστήθηκε, ἀναλήφθηκε καί θά κρίνη τήν οἰκουμένη. Ὅσον ἀφορᾶ τό ἐπιχείρημα ὅτι μέ τήν δύναμη τοῦ Μωάμεθ κυρίευσαν ὅλο τόν κόσμο, ὁ ἅγιος Γρηγόριος μέ θάρρος εἶπε, ὅτι αὐτό ἔγινε μέ τήν δύναμη τοῦ διαβόλου, μέ πόλεμο καί μαχαίρι, μέ λεηλασίες, καί ἀνδραποδισμούς καί φόνους. Καί ὁ Ἀλέξανδρος ἀπό τήν δύση πορεύθηκε πρός τήν ἀνατολή καί τήν κυρίευσε, ἀλλά αὐτό δέν εἶναι ἀπόδειξη θεότητος, οὔτε σέ αὐτόν ἐμπιστεύθηκαν οἱ ἄνθρωποι τίς ψυχές τους. Ὁ Μωάμεθ, χρησιμοποιώντας τήν βία καί τήν ἡδονή, δέν προσεταιρίσθηκε οὔτε ἕνα μέρος τῆς οἰκουμένης, ἐνῶ ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, καίτοι συνιστᾶ σκληρό βίο καί ἄσκηση, ἐν τούτοις κυριαρχεῖ καί στούς πολεμίους της καί σέ ὅλη τήν οἰκουμένη, χωρίς βία.
Στό σημεῖο αὐτό οἱ παρευρισκόμενοι Τοῦρκοι κινήθηκαν μέ ὀργή. Βλέποντας οἱ Χριστιανοί τίς διαθέσεις τους, ἔκαναν νεῦμα στόν ἅγιο Γρηγόριο νά περατώση τόν λόγο. Τότε ὁ ἅγιος μέ ἱλαρότητα καί ὑπομειδίαμα τούς εἶπε: «εἴ γε κατά τούς λόγους συνεφωνοῦμεν ἑνός ἄν καί ἦμεν καί δόγματος». Ἦταν μιά ἔξυπνη ἀπάντηση γιά νά τούς καθησυχάση. Εἶπε, δηλαδή, ὅτι δικαιολογεῖται κάποια διαφορά, διότι ἀλλιῶς δέν θά ἀνῆκαν σέ διαφορετικά δόγματα.
Τότε κάποιος ἀπό τούς Τούρκους εἶπε: «ἔσται ποτε ὅτε συμφωνήσομεν ἀλλήλοις». Καί γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος: «καί ἐγώ συνεθέμην καί ἐπευξάμην τάχιον ἤκειν τόν καιρόν ἐκεῖνον», δηλαδή συμφώνησε καί εὐχήθηκε νά ἔλθη γρήγορα ὁ καιρός πού θά συμφωνήσουν μεταξύ τους. Ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, τό εἶπε αὐτό ἐνθυμηθείς τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψει καί πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται ὅτι κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός». Φυσικά αὐτό, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος, θά συμβῆ στήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ τρίτος αὐτός διάλογος ἔγινε τόν Ἰούλιο τοῦ 1354, λίγους μῆνες μετά τήν ἀρχή τῆς αἰχμαλωσίας του. Δεδομένου ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος παρέμεινε ἕνα χρόνο αἰχμάλωτος στούς Τούρκους, ὁπωσδήποτε θά εἶχε καί ἄλλες συνομιλίες μαζί τους. Ὅμως ἐδῶ τελειώνει ἡ ἐπιστολή καί δέν ἔχουμε ἄλλες μαρτυρίες. Τό γεγονός εἶναι ὅτι δόθηκε ἡ εὐκαιρία ἀπό τόν Θεό καί στούς Τούρκους νά μετανοήσουν τήν κρίσιμη ἐκείνη ἐποχή, πρίν καταλύσουν τό Ρωμαϊκό Κράτος.
Σχολιάζοντας καί τούς τρεῖς αὐτούς διαλόγους μποροῦμε νά καταλήξουμε σέ μερικά συμπεράσματα. Τό ἕνα ὅτι τό κεντρικό θέμα τῶν συζητήσεων ἦταν τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί τό πρόσωπο τοῦ Μωάμεθ. Τό θεμέλιο τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. Φαίνεται ὅτι ὁ ἅγιος ὁδηγοῦσε πρός τό σημεῖο αὐτό τήν συνομιλία. Τό ἄλλο ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος διακρίνεται γιά τήν μεθοδικότητα τῆς συζητήσεως. Ξέρει πῶς νά χειρισθῆ τό θέμα. Ἀρχίζει ἀπό τίς μαρτυρίες τοῦ Κορανίου γιά τόν Χριστό καί προχωρεῖ στήν ἀνάπτυξη τῆς σκέψεώς του. Δέν εἶναι ἀπό τήν ἀρχή ἐπιθετικός, οὔτε ἀλλοιώνει τήν πίστη. Χρησιμοποιεῖ δικές τους μαρτυρίες, χωρίς νά ἀλλοιώνη τήν ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια, ἔχοντας μεγάλο θάρρος, καίτοι εἶναι αἰχμάλωτος. Τό τρίτο εἶναι ὅτι διακρίνεται γιά τήν σύνεσή του. Ξέρει πῶς νά ἀρχίση καί ποῦ νά σταματήση. Ὅταν αἰσθάνεται ὅτι δέν ὠφελεῖ τούς συνομιλητάς του, τότε σταματᾶ μέ τρόπο, σοφία καί ἐξυπνάδα. Μερικές φορές χρησιμοποιεῖ καί διφορούμενες ἐκφράσεις, σέ μή οὐσιώδη θέματα, γιά νά περατώση ἤρεμα καί ἥσυχα τήν συζήτηση. Ἔτσι συζητᾶ ἕνας θεούμενος, ἕνας ἅγιος.
Παροτρύνσεις περί τῆς πίστεως
Νομίζω ὅτι τό θέμα δέν θά εἶναι ὁλοκληρωμένο ἄν δέν δοῦμε καί πῶς καταλήγει αὐτή ἡ ἐπιστολή του, πού ἀπέστειλε στήν Ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης. Δέν ἐκθέτει μόνον τίς ταλαιπωρίες του ἀπό τήν ἐξορία, οὔτε τούς διαλόγους του πού εἶχε μέ τούς Τούρκους, ἀλλά προχωρεῖ καί στόν τονισμό τῶν ὑποχρεώσεων πού ἔχουν οἱ Χριστιανοί. Εἶναι μιά καταπληκτική ποιμαντική ἐπιστολή, καί ὄχι ἕνα χρονογράφημα, γιατί ὁ ἅγιος αἰσθανόταν Ποιμήν. Ὅπως ὅταν βρισκόταν στήν Θεσσαλονίκη δίδασκε μέ θυσία καί παρρησία τήν ὁδό τῆς σωτηρίας, ἔτσι κάνει καί τώρα πού βρίσκεται σέ μεγάλο πειρασμό.
Οἱ Χριστιανοί τοῦ ποιμνίου του δέν πρέπει νά ξεχνοῦν ποτέ ὅτι ἔχουν ζωντανό καί ἀληθινό Θεό, πού μαρτυρεῖται ἀπό τόν Πατέρα, τούς Προφῆτες καί ἀπό τά ἔργα τους. Αὐτός εἶναι ὁ Χριστός. Ἀλλά καί ὁ Χριστός ἀπαιτεῖ ζωντανή καί ἀληθινή πίστη πού νά μαρτυρῆται ἀπό τόν Θεό, τούς διδασκάλους τοῦ Θεοῦ καί τά ἔργα. Οὐσιαστικά πρόκειται γιά τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.
Χρειάζεται ζωντανή πίστη. Ἄν δέν ὑπάρχουν τά ἔργα, ἡ πίστη εἶναι νεκρά. Αὐτός πού ἔχει νεκρά πίστη, «διά τῆς τῶν ἀγαθῶν ἀπραξίας», εἶναι νεκρός, ἀφοῦ δέν ζῆ ἐν τῷ Θεῷ. Ἡ πίστη πού δέν μαρτυρεῖται ἀπό τά ἔργα τῆς σωτηρίας δέν εἶναι πίστη καί ὁμολογία, ἀλλά ἀπιστία καί ἄρνηση.
Οἱ Χριστιανοί δέν πρέπει νά πάθουν κάτι παρόμοιο μέ τούς Μουσουλμάνους, στό θέμα τῆς πολιτείας καί ὄχι τῆς θεοσεβείας. Γιατί οἱ Μουσουλμάνοι, ἐνῶ πιστεύουν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Λόγος καί πνοή τοῦ Θεοῦ καί ὅτι γεννήθηκε ἀπό Παρθένο, ἐν τούτοις «ὡς μή Θεόν ὄντα τοῦτον φεύγουσι φρενοβλαβῶς καί ἀθετοῦσιν». Τό ἴδιο μποροῦν νά πάθουν καί οἱ Χριστιανοί, ὅταν ὁμολογοῦν ὅτι οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ εἶναι δίκαιες καί ἀγαθές, ἀλλά στήν συνέχεια τίς ἀθετοῦν διά τῶν ἔργων.
Εἶναι ἀδύνατον κάποιος ἄπιστος νά ἐμπιστευθῆ τόν Χριστιανό, ὅταν πιστεύη μέν στόν Χριστό πού γεννήθηκε ἀπό παρθένο Πατέρα ἀχρόνως καί ἀπό παρθένο Μητέρα ἐν χρόνῳ, ὅμως δέν ἀσκεῖ τήν παρθενία καί τήν σωφροσύνη, ἀλλά ζῆ τήν ἀκολασία. Εἶναι ἀδύνατον νά γίνη κανείς υἱός κατά Χάριν τοῦ Θεοῦ, ὅταν ὁ μέν Χριστός νήστευε, νομοθέτησε τήν ἐγκράτεια, διέταξε νά κρίνουμε δίκαια, ταλάνιζε τούς πλουσίους, ἔδειχνε συμπάθεια πρός τούς πταίοντας, ἀλλά καί μακροθυμία, πραότητα, ἀνεξικακία καί ταπείνωση, ὁ δέ Χριστιανός κάνει ἐντελῶς τά ἀντίθετα.
Στό τέλος τούς προτρέπει νά κάνουν αὐτοί τήν ἀρχή καί τότε θά βοηθήση ὁ Θεός. «Δός σύ τήν ἀρχήν ταύτης, ὁ δέ Θεός παράσχηται τήν τελείωσιν». Οἱ Χριστιανοί πρέπει νά ζητοῦν ὄχι μόνο τήν ἀνθρώπινη ἀρετή, ἀλλά καί τήν θεϊκή. Αὐτό σημαίνει ὅτι πρέπει νά ἐπιτύχουν τήν θέωση. Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τήν κακία, ἡ ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς, ἡ ἀνάληψη τῶν ἔργων τῆς μετανοίας καί ἡ ἀναμονή τοῦ Θεοῦ, ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν πρόσκτηση τῶν θεϊκῶν ἀρετῶν «διά τῆς τοῦ θείου πνεύματος ἐνοικήσεως». Ἐδῶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος συνιστᾶ τήν μέθοδο τῆς θεώσεως. Δέν ἀρκεῖται στόν τονισμό μόνον τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό τήν κακία, ἀλλά τονίζει καί τήν πορεία πρός τήν θέωση, τήν ἔλευση τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ στήν καρδιά. Ἔτσι ἑρμηνεύεται ἡ ἐνοίκηση τοῦ θείου πνεύματος ἐντός μας. Μέ αὐτόν τό τρόπο «θεοποιεῖται ὁ ἄνθρωπος».
Οἱ Χριστιανοί πρέπει νά δείξουν τήν ἀληθινή πίστη ἀπό τά ἔργα τῆς προσωπικῆς τους ζωῆς. Καί καταλήγει αὐτήν τήν θαυμάσια ἐπιστολή ὁ θεῖος Γρηγόριος: «Οὕτω γάρ θεοποιεῖται ὁ ἄνθρωπος. Ὁ γάρ κολλώμενος διά τῶν ἔργων τῆς ἀρετῆς τῷ Θεῷ ἕν πνεῦμα μετά τοῦ Θεοῦ γίνεται διά τῆς τοῦ θείου πνεύματος χάριτος, ἥτις μετά πάντων ὑμῶν εἴη πάντοτε, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
Ἡ ἐπιστολή αὐτή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου εἶναι ὑπόδειγμα ποιμαντικοῦ λόγου. Δέν ἐξαντλεῖται σέ μιά ἀπολογία καί μιά γνωσιολογική ἐνημέρωση, ἀλλά προχωρεῖ καί στήν ποιμαντική καθοδήγηση τῶν Χριστιανῶν πρός τήν θέωση, πού εἶναι ὁ τελικός σκοπός τοῦ ἀνθρώπου. Δείχνει πῶς καί ἐμεῖς πρέπει νά ἀντιμετωπίζουμε τίς αἱρέσεις. Πρέπει νά διαφωτίζουμε τούς Χριστιανούς, ἀλλά καί νά τούς κατηχοῦμε, καί κυρίως νά τούς ποιμαίνουμε πρός τήν κοινωνία τους μέ τόν Θεό.
Πηγή: Εκκλησιαστική Παρέμβαση Τεῦχος 221 - Δεκἐμβριος 2014 , Ακτίνες
Ὀ χρόνος καλπάζει... Πότε κιόλας πέρασε τὸ 2014; Τώρα ἀνατέλλει τὸ φῶς μιᾶς νέας χρονιᾶς: 2015! Μέσα σὲ ἀμφίβολους καιρούς. Δίσεκτους... καὶ ὀργισμένους. Ἄδηλο τὸ μέλλον, σκοτεινὸ τὸ αὔριο τοῦ κόσμου. Ποῦ πᾶμε;...
Ἐργασία ὑπηρεσιακὴ μὲ ἔφερε πρὶν λίγο καιρὸ σὲ πόλη ἐπαρχιακή, μιὰ ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς ὄμορφες μικρὲς πόλεις ποὺ κοσμοῦν ὅλες τὶς γωνιὲς τοῦ τόπου μας. Ἐδῶ οἱ ἄνθρωποι ἀναπνέουν καθαρὸ ἀέρα, κινοῦνται ἤρεμα, περπατοῦν χωρὶς φόβο, κρατοῦν ἀκόμα κάτι ἀπὸ τὸν παλιὸ καλὸ τρόπο ζωῆς.
Τελικὰ δὲν θὰ ἔμενα σὲ ξενοδοχεῖο. Φίλος ἐκλεκτὸς ἀπὸ παλιὰ πληροφορήθηκε τὴν παρουσία μου καὶ ἐπέμεινε πιεστικὰ νὰ μὲ φιλοξενήσει, νὰ μοῦ χαρίσει δυὸ ἡμερῶν χαρὰ στὸ ὄμορφο σπιτικό του μὲ τὴν πολὺ ἀγαπητή μου οἰκογένειά του.
Τὸ πρῶτο βράδυ, ὅταν πιὰ ἀποσύρθηκα στὸ δωμάτιο, ἔπεσα ἤρεμος νὰ ξεκουραστῶ... Ἡσυχία ἀπόλυτη. Ἄλλος κόσμος, πράγματι...
Ξαφνικὰ αἰσθάνθηκα κάτι νὰ μὲ ἐνοχλεῖ... Ἕνας θόρυβος ἐλαφρός, παράξενος, ἐπίμονος... Τί εἶναι; Ἄνοιξα τὸ φῶς... προσπάθησα νὰ τὸν ἐντοπίσω. Ἄ! Ἀπίστευτο! Ἕνα ρολόι... ἕνα παλιὸ ἐπιτραπέζιο ρολόι ἀπὸ κεῖνα μὲ ἐλατήρια, ποὺ χρειάζεται κατὰ καιροὺς νὰ τὰ κουρντίζεις... Τί μοῦ θύμισε... Τίκ-τάκ, τίκ-τάκ, τίκ-τάκ...
– Ἀκοῦς; Ἡ φωνὴ ἦρθε ξαφνικὰ στὰ αὐτιά μου ἀπὸ τὸ πουθενά. Ἐνοχλητική, ἀδιάκριτη...
– Ποιός, ποῦ εἶσαι; Τὰ λόγια μου πνίγηκαν στὰ χείλη μου, τὴν ὥρα ποὺ τὸ βλέμμα μου ἀσυναίσθητα στράφηκε ἐρευνητικὸ στὶς γωνιὲς τοῦ δωματίου... Δὲν ὑπῆρχε βέβαια κανένας... Καὶ δὲν εἶχα καμιὰ ἀμφιβολία• ἀπὸ μέσα μου εἶχε ἀκουστεῖ ἡ ἀπροσδόκητη φωνή.
– Ἀκοῦς; ξαναμίλησε ἡ μυστηριώδης φωνή... Ἀκοῦς;
– Τὸ τίκ-τάκ; Ναί, τὸ ἀκούω...
– Σοῦ θυμίζει τίποτε;
– Δέν... Τίποτε...
– Σκέψου καλύτερα... Δὲν σοῦ φαίνεται σὰν καλπασμός;
– Καλπασμός; Τὸ τίκ-τάκ;...
– Ναί, καλπασμός... Καλπασμός, ἂς ποῦμε, τοῦ ἀλόγου τοῦ θανάτου.
– Ἔτσι καλπάζει τὸ ἄλογο τοῦ θανάτου;
– Γιατί ὄχι; Κάθε στιγμὴ καὶ πιὸ κοντά... τίκ-τάκ, τίκ-τάκ, τίκ-τάκ... Αὐτὸ σοῦ φωνάζει τὸ ρολόι... Ἔρχεται, πλησιάζει...
– Ἔρχεται, ἔ; Ναί, βέβαια... ἔρχεται, ἔρχεται...
– Τὸ περιμένεις, ἔτσι;
– Τὸ περιμένω...
– Τὸν θάνατό σου!
– Τὸν θάνατό μου;
– Ναὶ βέβαια, τὸν θάνατό σου... Νομίζεις πώς...
– Ὄχι, ὄχι... Τὸ ξέρω... θνητὸς εἶμαι... θὰ πεθάνω...
– Ἀλλὰ ἀργότερα, ἔτσι; μετὰ ἀπὸ 20, 30, 50 χρόνια...
– ..........................
– Δὲν μιλᾶς;... Γιὰ σκέψου... Εἶσαι ἄνθρωπος, ἕνας ἀπὸ τὰ 7 δισεκατομμύρια τοῦ τωρινοῦ πληθυσμοῦ τῆς γῆς. Καὶ τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὁ κάθε ἄνθρωπος; Μήπως δὲν εἶναι ἕνα χορταράκι στὸ χωράφι, λουλουδάκι στὸ ἀπέραντο λιβάδι; Ὅπως τὸν παρομοίασε ὁ Ψαλμωδός: «Ἄνθρωπος, ὡσεὶ χόρτος αἱ ἡμέραι αὐτοῦ• ὡσεὶ ἄνθος τοῦ ἀγροῦ, οὕτως ἐξανθήσει» (Ψαλ. ρβ΄ [102] 15). Ἀνθίζει τὸ λουλούδι, ἔπειτα πνέει ὁ καυστικὸς λίβας, καὶ τὸ λουλούδι μαραίνεται καὶ χάνεται. Ἔτσι χάνεται καὶ ὁ ἄνθρωπος. Γεννιέται, δρᾶ γιὰ λίγο στὸν κόσμο, καὶ κατόπιν «οὐκ ἐπιγνώσεται ἔτι τὸν τόπον αὐτοῦ». Σὲ λίγο τὸν ξεχνοῦν ὅλοι. Συμφωνεῖς;
– Ἔχεις δίκιο.
– Κλεῖσε λοιπὸν γιὰ λίγο τὰ μάτια σου. Μεῖνε ἔτσι ἕνα λεπτό. Μόνο ἕνα λεπτό. Μὲ τὴ σκέψη σου δὲς τὸν ἑαυτό σου 30, 50, 80 χρόνια μετά. Δὲν θὰ ὑπάρχεις πιά. Ποιὸς σὲ γνωρίζει; Ποιὸς σὲ θυμᾶται; Λίγοι μόνο, γιὰ λίγα μόνο χρόνια.
– Ἔτσι εἶναι...
– Δός μου ἕνα ἀκόμη λεπτὸ μὲ κλειστὰ τὰ μάτια σου. Δὲς τὴ ζωή σου... Μπροστά σου μιὰ νέα χρονιά. Πῶς θὰ τὴ ζήσεις; Σκέφτηκες ὅτι στὸ τέλος της μπορεῖ νὰ εἶσαι καὶ σὺ ἀνάμεσα σ᾿ αὐτοὺς ποὺ θὰ ἔχουν ἀναχωρήσει γιὰ πάντα;
Ἀναλογίσου! Αὐτὴ ἡ νέα χρονιὰ εἶναι ἡ εὐκαιρία σου, ἡ ζωή σου, τὸ μέλλον σου! Ὁ νομπελίστας ποιητὴς μᾶς τὸ εἶπε τόσο δυνατά: «Δεύτερη ζωὴ δὲν ἔχει...»! Μιὰ καὶ μόνη ζωὴ ἔχεις. Ἂν τὴ χάσεις, χάθηκες! Μὴν τὴ χάσεις. Νὰ τὴν κερδίσεις! Νὰ κερδίσεις τὰ πάντα, τὴν αἰωνιότητα...
Ἀκοῦς; Τίκ-τάκ, τίκ-τάκ, τίκ-τάκ... Τί εἶναι;
– Τί εἶναι! Δὲν εἶπες ὁ καλπασμὸς τοῦ ἀλόγου τοῦ θανάτου;
– Ὄχι! Τώρα εἶσαι ἐσύ! Καλπάζεις πρὸς τὴ Βασιλεία. Πηγαίνεις πρὸς τὸ πατρικό σου σπίτι, τὸ παλάτι τοῦ Πατέρα σου. Δὲν σοῦ δίνει αὐτὸ χαρά;
– Χαρά;
– Χαρά, βέβαια! Ἀφοῦ ξέρεις. Δὲν ξέρεις ὅτι σὲ περιμένει ἡ Βασιλεία τῆς ἄπειρης χαρᾶς, τῆς ἄπειρης δόξας, τῆς ἄπειρης εὐτυχίας;
– Ἀσφαλῶς τὸ ξέρω... Τὸ πιστεύω!
– Ζῆσε λοιπὸν σωστὰ τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς σου γιὰ νὰ τὴν κερδίσεις. Ζῆσε μὲ μετάνοια. Ἄλλαξε! Ἄφησε τὶς κακές σου συνήθειες. Γίνε ἅγιος!...
Ἀκοῦς;
– Ἀκούω: Τίκ-τάκ, τίκ-τάκ, τίκ-τάκ... Ὁ καλπασμὸς τοῦ ἀλόγου... Ἡ μέρα τῆς μεγάλης προσδοκίας πλησιάζει!
Πηγή: Ο Σωτήρ
Πῶς ἦταν ἡ ἐποχή στά χρόνια τῆς ἐπίγειας παρουσίας τοῦ Χριστοῦ; Σέ πολλά σημεῖα ἔμοιαζε μέ τήν δική μας, ἄν καί μερικές φορές στίς μέρες μας γίνονται πολλοί χειρότερα πράγματα. Ἦταν μιά μπερδεμένη ἐποχή μέ περισσότερο μπερδεμένους ἀνθρώπους. Ἡ κοινωνική ἀδικία ἔφερνε καί φέρνει πλήρη σύγχυση καί ἀποσταθεροποίηση στίς δομές τῶν κρατῶν. Ἡ βία καί ἡ ἔλλειψη δικαιοσύνης ὑπῆρχαν καί κορυφώνονται στίς μέρες μας. Κάθε εἶδους φρικτά ἐγκλήματα σημειώνονται καθημερινά καί τά παρακολουθοῦμε ἀπό τήν ζεστασιά τοῦ σπιτιοῦ μας. Ἄνθρωποι λιμοκτονοῦν, ψάχνουν τούς κάδους τῶν ἀπορριμάτων, περιμένουν στήν σειρά γιά τό συσσίτιο, δυσκολεύονται γιά τήν ἀπόκτηση τῶν φαρμάκων καί ἡ ἀγωνία τῶν δήμων εἶναι πότε θά «ἀνάψει τό χριστουγεννιάτικο δένδρο». Πρόκειται γιά τόν ἀπώλυτο παραλογισμό! Εἶναι νά θρηνεῖς! Ἐνῶ ὅμως τόσα συμβαίνουν δίπλα μας ἐξακολουθοῦμε νά μήν διδασκόμαστε, τόσο ἀπό αὐτά, ὅσο καί ἀπό τά ἀμέτρητα παραδείγματα τῆς πλούσιας ἱστορίας μας. Τόσες τραγωδίες, μέ κύριο χαρακτηριστικό, τά ἀδελφοκτόνα μίση καί πάθη, ἀκόμα δέν μᾶς δίδαξαν. Ἀπό τήν μιά νά συναντᾶς στίς πόλεις τήν ἄκρα βαρβαρότητα καί ἀπό τήν ἄλλη νά προσπαθεῖς μέ γιρλάντες καί φωτάκια νά παρουσιάσεις πολιτισμό. Οἱ οἰκογένειες εἶναι πλέον διαλυμένες, ζεῖ τό κάθε μέλος της ἀπίστευτη μοναξιά. Ὅμως ἐξακολουθοῦμε νά ζοῦμε τό ψεύτικο, μέ μοναδικό κριτήριο τήν κρίση τῶν ἄλλων. Δηλαδή μοιάζουμε μέ ἕνα μῆλο ἐξωτερικά ροδοκόκκινο πού ἐσωτερικά εἶναι ἐντελῶς σαπισμένο. Μιά τέτοια κοινωνία συνάντησε ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του ὅπως θά κάνει καί φέτος τήν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων. Περισσότερο παρά ποτέ, ἡ κοινωνία χρειάζεται τόν μεσσία, ἀλλά προσοχή, τόν πραγματικό μεσσία, διότι πολύ παρουσιάζονται ὡς μεσσίες ἀλλά εἶναι ψευδομεσσίες. Μακάρι ὁ Χριστός νά εἶναι ποθητός στήν ζωή τοῦ καθενός γιατί ὅποιος τόν δεχθεῖ στήν καρδιά του ἔχει νά χαρεῖ μιά ζωή πνευματική πού ἀξίζει νά τήν ζεῖς. Ἄς διατηροῦμε τούς ὀφθαλμούς τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος ἀνοικτούς, γιά νά παρατηροῦμε τά συμβαίνοντα -πού δέν εἶναι καί λίγα- καί νά προετοιμάζουμε τόν ἑαυτό μας γιά ὅτι καί νά συμβεῖ. Παράλληλα χρειάζεται προσευχή γιατί συχνά βλέπουμε τήν ἀδυναμία μας στήν διαχείριση τῶν καταστάσεων πού ζοῦμς. Οἱ καιροί ὄντως εἶναι πονηροί! Ἀγρυπνεῖτε καί προσεύχεστε!
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Οι απαντήσεις, που με τη Χάρη του Θεού και την ευλογία του Γέροντα θα ακολουθήσουν, θα είναι αναπόφευκτα ο καρπός της προσωπικής μας, και βεβαίως μικράς, πείρας. Θεωρώ ότι την καθολική επί του θέματος απάντηση έχει διδάξει το ίδιο το Άγιον Πνεύμα στην Εκκλησία δια των Αγίων μας. Εμείς μπορούμε να αναπτύξουμε μόνο κάποιες πλευρές της καθολικής αυτής εμπειρίας της Εκκλησίας, σύμφωνα με το λόγο του Αποστόλου Παύλου: «εκ μερους δε γινωσκομεν και εκ μερους προφητεύομεν» (Α’ Κορ. 13:9).
Η παρουσία κάθε ανθρώπου στον κόσμο είναι μια ευλογία του Θεού. Ελλόγως και πανσόφως ο Θεός μας φέρει στην ύπαρξη, γιατί αποβλέπει στην ολοκλήρωση του σκοπού της Δημιουργία του κόσμου και της Πλάσεως του ανθρώπου, που είναι η εν Χριστώ μετοχή μας στην Χάρη και την δόξα και το φως της Αγίας Τριάδος.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερο δώρο του Θεού προς τον άνθρωπο, από το να γίνει κοινωνός της θείας Ζωής Του. Αλλά και δεν υπάρχει μεγαλύτερο χρέος για μας, από το να ανταποκριθούμε στην δική του αγάπη και πρόσκληση.
Βασικό ανθρωπολογικό αίτημα είναι η καταξίωση της ανθρώπινης υπάρξεως. Θρησκείες και φιλοσοφίες επεδίωξαν να απαντήσουν στην πανανθρώπινη αυτή αναζήτηση. Αλλά μόνον ο Χριστός προσέφερε στην ανθρώπινη φύση την οντολογική της καταξίωση. Η θέωσις του ανθρώπου δεν είναι κάτι περισσότερο από αυτό που χρειάζεται η ανθρώπίνη ύπαρξη για να ολοκληρωθεί, και γι’ αυτό κάτι περιττό και περιφρονητέο.
Ο Θεός περιμένει την εν Χριστώ αποκατάστασή μας στο πρωτόκτιστον κάλλος. Κατ’ εικόνα, καλούμεθα να ξαναγίνουμε σύμμορφοι της εικόνος της δόξης αυτού, όπως αναφέρει ο Απόστολος Παύλος (Ρωμ.η’29) και επαναλαμβάνει στην ευχή της Αναφοράς της θείας Λειτουργίας του ο Μέγας Βασίλειος.
Στην προοπτική της εν Χριστώ μεταμορφώσεως και Χριστοειδούς μορφώσεως οι νέοι καλούνται να αναζητήσουν και να ακολουθήσουν τις πνευματικές οδούς που θα τους οδηγήσουν στην τελεία εν Χριστώ ζωή. Αυτή είναι η κλήση του Θεού.
Μέσα σε ένα κόσμο που διαρκώς επιθυμεί να κινείται μακριά από τον Χριστό και να εξαναγκάζει τους πιστούς νέους σε συμβιβασμούς με το κοσμικό φρόνημα, οι δρόμοι που εξασφαλίζουν μια αδιατάρακτη πορεία προς τον Χριστό και με τον Χριστό είναι η μετοχή στην ζωή της Εκκλησίας και η προσωπική πνευματική άσκηση.
Σε μία εποχή που οι νέοι άνθρωποι αντιμετωπίζουν πολλές και σκληρές προκλήσεις από την εκκοσμικευμένη κοινωνία και γίνονται συχνά θύματά της, οι πιστοί νέοι έχουν την ευλογία να ακουμπούν σταθερά και με εμπιστοσύνη σε ανθρώπους πνευματικούς, που έχουν τη Χάρη του Θεού και είναι ικανοί να τους καθοδηγήσουν, και να αντλούν δύναμη από τα ζωοποιά Μυστήρια της Εκκλησίας.
Η αγάπη που ο Χριστός ζητεί από τους Χριστιανούς είναι μια περιεκτική αρετή, που σημαίνει ολοκληρωμένη απέκδυση του παλαιού ανθρώπου και ολοκληρωμένη ένδυση του Χριστού. Η άσκηση όμως αυτής της αρετής προϋποθέτει αυτοπροαίρετο και αυτεξούσιο προσανατολισμό της ελευθερίας μας στη τήρηση των εντολών του Χριστού.
Πρόκειται για καίριο και γι’ αυτό αξιοπρόσεκτο σημείο. Ιδιαίτερα για την εποχή μας, που η υποκλοπή της ελευθερίας μας μπορεί να γίνεται με πολλούς και θεωρούμενους δυστυχώς φυσιολογικούς τρόπους. Από την πλύση εγκεφάλου που κάνουν τα Μ.Μ.Ε. προωθώντας το American life style μέχρι τις επιδέξιες κινήσεις για να χαρακτηρισθούν αναχρονικοί και φονταμενταλισταί όσοι προσβλέπουν στην μοναδικότητα της εν Χριστώ και τη Εκκλησία σωτηρίας.
Η Ορθόδοξος Πίστις μας, βεβαίως, δεν αποτελεί ιδεολόγημα και πολύ περισσότερο δεν συνιστά μισαλλόδοξο φρόνημα, ούτε η Ορθόδοξος Εκκλησία μας είναι χώρος δογματικού απομονωτισμού, όπως τελευταία λέγεται. Αντιθέτως, είναι ο τρόπος και ο χώρος που επιτρέπουν στις δυνάμεις της ανθρώπινης ψυχής να αναπτυχθούν σωστά και σύμφωνα με τις αληθινές προδιαγραφές της ανθρώπινης υπάρξεως, εφ’ όσον ο Χριστός γενόμενος άνθρωπος ανέδειξε την ανθρώπινη φύση καθαρή, όπως πρωτοπλάσθηκε, και κατέδειξε τις οντολογικές της δυνατότητες.
Όταν ολοκληρωτικές τάσεις χειρισμού (manipulation) των ανθρωπίνων συνειδήσεων καταγγέλλονται ως ο μεγαλύτερος σήμερα κίνδυνος για τους νέους, η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι ο πιο ασφαλής τόπος και η Ορθόδοξη Πίστις είναι ο πιο ασφαλής δρόμος που θα τους σώσει από κάθε ολοκληρωτισμό.
Η Ορθοδοξία ως Πίστις είναι η αληθινή δόξα (από το δοκέω -ώ), δηλαδή ό,τι πιο αληθινό και ανεπίδεκτο πλάνης μπορεί να σκέπτεται και να θεωρεί ο άνθρωπος περί Θεού και κόσμου. Και ως βίωμα η Ορθοδοξία είναι αυτή που μπορεί να αναπαύσει τις νεανικές ψυχές που αναζητούν το αυθεντικό και γνήσιο, μακριά από εμπαθείς και ιδιοτελείς επιδιώξεις. Η Ορθόδοξος Πίστις είναι ό,τι πολυτιμότερο μπορεί κανείς να κατέχει και ό,τι αποτελεσματικότερο μπορεί να χρησιμοποιήσει, προκειμένου να αγαπά ειλικρινά τον κάθε άνθρωπο, δικό μας και ξένο. Γιατί εν Χριστώ Ιησού «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ» (Γαλ. γ’ 28).
Ο νεανικός κόσμος σήμερα αναζητεί τρόπους διαφυγής από τον κλοιό που του δημιούργησε η νεωτεριστικότητα, όπως την αποκαλούν, δηλαδή η αντίληψη ότι μπορεί να οικοδομηθεί ένας τρόπος ζωής χωρίς Χριστό. Αυτός ο κλοιός συνίσταται από το άγχος, τα προσωπικά και κοινωνικά αδιέξοδα, την αβεβαιότητα. Γι’ αυτό οι νέοι προσφεύγουν σε τρόπους ζωής που δημιουργεί και σερβίρει η μετά -νεωτερικότητα, δηλαδή η αντίληψη ότι την λύση των αδιεξόδων δεν θα προσφέρει ο Χριστός αλλά ο αποκρυφισμός, η Νέα Εποχή, ο νεοπαγανισμός και νεοπολυθεϊσμός ή ολυμπισμός, δηλαδή ο αντίχριστος.
Και τίθεται το ερώτημα: Υπάρχει σήμερα σημείο επαφής μεταξύ των νέων ανθρώπων και της Εκκλησίας;
Βεβαίως υπάρχει, και είναι επιτακτικότερη η ανάγκη σήμερα παρά άλλοτε να τονισθεί ότι η Ορθόδοξος Πίστις μας και η Ορθόδοξος Εκκλησία μας είναι η απάντηση στα υπάρχοντα αδιέξοδα των νέων μας.
Η κλήση και η αποστολή των πιστών νέων είναι να αγωνίζονται να ζουν εν Χριστώ με συνέπεια και αποφασιστικότητα, ώστε να μπορούν να μαρτυρούν ότι υπάρχει ο Χριστός, Σωτήρας, όλων των ανθρώπων όλων των εποχών, και υπάρχει η Ορθόδοξος Εκκλησία, χώρος σωτηρίας για όλους τους ανθρώπους όλων των εποχών.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Όπως είναι γνωστό στους περισσότερους, ο Άγιος Βασίλειος αφού τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην πατρίδα του, την Καισαρεία της Καππαδοκίας και στην Νεοκαισάρεια, με τον πατέρα του, μετά πήγε στην Κωνσταντινούπολη για ανώτερες σπουδές και κατόπιν στην Αθήνα, οπού μαθήτευσε σε σοφούς διδασκάλους και εσπούδασε τα Ελληνικά γράμματα, την φιλοσοφία, την ρητορική, την αστρονομία και την γεωμετρία. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε έδρα Ιατρικής στα Πανεπιστήμια, αλλά οι σπουδαστές μέσα στο μάθημα της Φιλοσοφίας εμάθαιναν και ορισμένα στοιχεία της Ιατρικής.
Δεν μπορούμε όμως να χαρακτηρίσουμε σαν γνώστη της Ιατρικής και ιατρό, κάθε σπουδαστή της Φιλοσοφίας του καιρού εκείνου. Όμως ο Άγιος Βασίλειος δεν αρκέστηκε μόνο σ' αυτές τις λίγες γνώσεις της Ιατρικής, αλλ' ασχολήθηκε πολύ και μ' αυτήν και έγραψε πολλά μέσα στα συγγράμματα του περί Ιατρικής. Ίσως το μεγάλο του αυτό ενδιαφέρον προς την επιστήμη του Ιπποκράτη, να ωφείλετο κατά ένα μέρος και στην κακή προσωπική του υγεία και την ασθένεια που τον καταταλαιπωρούσε σε όλη την βραχυχρόνια ζωή του. Το ιατρικό του όμως ενδιαφέρον δεν στάματα μόνο στα συγγράμματα, αλλά κορυφώνεται με την ίδρυση του πρώτου Δημοσίου Νοσοκομείου στον κόσμο, μέσα στην περίφημη πόλη της φιλανθρωπίας που αυτός είχε δημιουργήσει, δηλαδή την «Βασιλειάδα ». Και όχι μόνο ήταν ο ιδρυτής του πρώτου Νοσοκομείου, αλλά έδειχνε και τεράστιο ενδιαφέρον για τους ασθενείς που νοσηλεύονταν σ' αυτό, ειδικά δε για τους λεπρούς, που τους περιεποιείτο και τους περιέθαλπε ο ίδιος προσωπικά. Μελετώντας τα συγγράμματά του καθώς και τις ομιλίες του, μπορεί κανείς να αντιληφθεί ότι κάθε φορά που του δινόταν η ευκαιρία να ασχοληθεί με ιατρικά θέματα ήταν όχι μόνο εγκυκλοπαιδικά κατατοπισμένος σ' αυτά αλλά ταυτόχρονα βαθύς γνώστης των επιστημονικών δεδομενών της εποχής του.
Αν και ο σκοπός του δεν ήταν να συγγράψει ιατρικές μελέτες, όμως είναι πολύτιμες οι επιστημονικές του παρατηρήσεις που σημειώνει σε αρκετές εργασίες του.
Ο Μέγας Βασίλειος με το φωτεινό του παράδειγμα ήθελε να μας πείσει ότι είναι απαράδεκτο στον άνθρωπο να περιφρονεί τους συνανθρώπους του, καθώς και να ασκείται αγριότητα στους ασθενείς.
Ο Μέγας Πατέρας της Εκκλησίας μας που μερικοί τον αποκαλούν και Βασιλέα των Πατέρων, είναι ο πρώτος που ετόνισε την ανάγκη της προσωπικής επαφής γιατρού και αρρώστου. Γι' αυτό πηγαίνει κοντά στον άρρωστο, μελετά τα προβλήματά του, τον ενισχύει ψυχικά με μοναδικό σκοπό να τον θεραπεύσει. Η ανθρωπιστική ιατρική είχε βρει από τότε στο πρόσωπο του τον ενσαρκωτή της. Η εφαρμογή της Ιατρικής της προσωπικότητας, στην σύγχρονη ιατρική σκέψη, θα πρέπει να θεωρεί σαν τον πρώτο θεμελιωτή των αρχών της τον Μέγα Βασίλειο, 16 ολόκληρους αιώνες πριν.
Πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Η πρωτοχρονιά, η αφετηρία της νέας ετήσιας κυκλικής κίνησης του χρόνου, προκαλεί στους ανθρώπους ποικίλες σκέψεις και συναισθήματα. Μπορεί να επενδύεται, με αριστοτεχνικό τρόπο, από την πλασματική λαμπηδόνα του κόσμου, δεν παύει, όμως, να δημιουργεί διάθεση έντονης εσωστρέφειας και εσωτερικής αναζήτησης. Ο Μέγας Βασίλειος, ο Άγιος που Εκκλησία μας πρώτο από όλους τιμά την ημέρα αυτή, κακοποιείται βάναυσα από το πνεύμα του κόσμου, καθώς προβάλλεται, άλλοτε ως το σύμβολο του καταναλωτισμού, με προκλητικό τρόπο και άλλοτε ως το σύμβολο της κοσμικής ευδαιμονίας, σε μια εποχή μάλιστα κατά την οποία η ανθρωπότητα δοκιμάζεται, σε μεγάλο βαθμό από την φτώχεια, την ανέχεια και τη δυστυχία, ενώ ο ίδιος υπήρξε και είναι το πρότυπο του ασκητικού ιδεώδους.
Οι σκέψεις του Αγίου Βασιλείου περί χρόνου βοηθούν στο να κατανοήσει ο κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος το μέγεθος αυτού του κορυφαίου δώρου που χάρισε ο Θεός στο πλάσμα Του, προκειμένου να το αξιοποιήσει, να το καλλιεργήσει, με σκοπό τη διαρκή του βελτίωση και την κατά το δυνατόν ομοίωση μαζί Του. Οι σκέψεις του Αγίου περί χρόνου είναι απάντηση – καταπέλτης στο πνεύμα του σύγχρονου κόσμου που διακρίνεται από μια τάση επιμελούς ισοπέδωσης όλων εκείνων των στοιχείων που επιτρέπουν στον άνθρωπο να γνωρίσει τον εαυτό του και να πλησιάσει το Θεό. Είναι η απάντηση προς όλους εκείνους που διακηρύσσουν ότι ο χρόνος περιορίζεται στα ευτελή και πεπερασμένα όρια αυτής της ζωής και δεν επεκτείνεται στην αιωνιότητα, για την κατάκτηση της οποίας απαιτούνται αγώνες, εσωτερικές αναμετρήσεις αλλά και διαρκής αντιπαράθεση με την υλικοβιοτική αντίληψη της ανθρώπινης ζωής.
Η πρώτη διάσταση του χρόνου που καταγράφει ο Μέγας Βασίλειος στο περίφημο έργο του «Εις την Εξαήμερον» έχει σχέση με τον Θεό. Ο Θεός είναι υπεράνω του χρόνου και ταυτόχρονα είναι εκτός χρόνου, από την άποψη ότι δεν έχει χρονική αρχή και δε θ’ αποκτήσει ποτέ χρονικό τέλος. Χρονική αρχή έχουν όλα τα δημιουργήματα, δεν έχουν, όμως, όλα χρονικό τέλος. Κάποτε ο Θεός σήμανε την έναρξη του υλικού κόσμου, κάποτε θα σημάνει το τέλος του. Αυτό, όμως, αφορά στα υλικά δημιουργήματά Του. Τα πνευματικά δημιουργήματα, όπως οι Άγγελοι και το ηγεμονικό μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης, η ψυχή, δε θα έχουν ποτέ τέλος. Δημιουργήθηκαν αλλά δεν εξαφανίζονται, δεν πεθαίνουν.
Η δεύτερη διάσταση του χρόνου, κατά τον Μέγα Βασίλειο, σχετίζεται με την ύλη και την παρούσα ζωή. Ο χρόνος μοιάζει με μία σφαίρα που κυλά στον κατήφορο και δε σταματά. Ρέει ακατάπαυστα αποκαλύπτοντας ότι και όσα σχετίζονται μαζί του είναι ρέοντα και όχι σταθερά. Σα να ταξιδεύει κανείς με το τραίνο και βλέπει ν’ αποκαλύπτονται μπροστά του διαδοχικά υπέροχα τοπία, τα οποία, όμως, δεν είναι σταθερά, εξαφανίζονται πριν καν τα συνειδητοποιήσει αφήνοντας στη θέση τους άλλα που χάνονται, με τη σειρά τους, στο απύθμενο δοχείο του χρόνου, που έχει τη μοναδική δυνατότητα να μετατρέπει αυτοστιγμεί το παρόν σε παρελθόν. Αυτή η διάσταση του χρόνου αποκαλύπτει το χρέος του ανθρώπου που αφορά στην σωστή αξιοποίησή του προκειμένου αυτός να μην πάει χαμένος. Εκείνος που τον αντιμετωπίζει με αυτή η λογική, κατά τον Μέγα Πατέρα της Εκκλησίας μας, μπορεί ν’ αντεπεξέλθει με σοφία στις θλίψεις και στα προβλήματα της ζωής. Αντιλαμβάνεται ότι ο χρόνος είναι ευκαιρία εσωτερικής καλλιέργειας και καιρός μετανοίας. Εξαγοράζει τον καιρό του, κατά την προτροπή του Αποστόλου Παύλου, μη αφήνοντας την κάθε στιγμή να χαθεί αναξιοποίητη για την προσωπική του βελτίωση που συνιστά την απαρχή για τη βελτίωση του κόσμου.
Η τρίτη παράμετρος του χρόνου, κατά τον Καππαδόκη Άγιο, σχετίζεται με την αιωνιότητα. Ο χρόνος της παρούσης ζωής είναι σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στο ατελεύτητο της αιωνιότητας. Κι, όμως, εμείς οι άνθρωποι αντιμετωπίζουμε το γεγονός εντελώς διαστρεβλωμένο. Δεν καταλαβαίνουμε ότι είμαστε «πάροικοι και παρεπίδημοι» στην γήινη πραγματικότητα, είμαστε περαστικοί, ανέστιοι διαβάτες που πορεύονται προς την πραγματικότητα της αιωνιότητας, γι’ αυτό και κάνουμε το παν για να χτίσουμε και να δημιουργήσουμε σ’ αυτή τη ζωή με τα καλύτερα υλικά, ξοδεύουμε τις δυνάμεις μας στα ευτελή και πεπερασμένα, αγνοώντας τις ανάγκες του έσω ανθρώπου που θα ζήσει αιώνια όταν το φθαρτό του σαρκίο πεθάνει. «Δεν είμεθα πλασμένοι για τη λίγη ζωή. Είμεθα πλασμένοι για την αιωνιότητα. Δεν είμεθα πλασμένοι για τη γη. Είμεθα πλασμένοι για τον ουρανό. Η γη είναι το φυτώριο. Κάποτε θα μεταφυτευτούμε από το φυτώριο στον κήπο του παραδείσου. Όσοι είναι πιστοί, όσοι έχουν το δένδρο της ζωής τους γεμάτο καρπούς, θα μεταφυτευτούν στον ουρανό. ‘Επειγόμεθα, λέγει ο Μέγας Βασίλειος, ίνα έγκαρποι και πλήρεις έργων αγαθών φυτευθέντες εν τω οίκω Κυρίου, εν ταις αυλαίς του Θεού ημών εξανθήσωμεν’» (Αρχιμ. Δανιήλ Αεράκης, «Άγιοι μόνον τότε;», σελ. 24).
Αυτή η αντίληψη του χρόνου προσφέρει σε όλους μας τη δυνατότητα και να τον απολαύσομε σε αυτή τη ζωή και να τον αξιοποιήσουμε στην προοπτική της άλλης. Απομένει σε εμάς η επιλογή – πρόκληση, η δυσκολότερη ίσως αυτής της ζωής. Καλή χρονιά!
Πηγή: Εκκλησία
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...