
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι περιωρισμένος κατ’ οὐδένα τρόπον. Γι’ αὐτὸ τονίζουν οἱ Πατέρες ὅτι ὁ Θεὸς Πατὴρ εἶναι πανταχοῦ παρὼν κατ’ ἐνέργειαν. Λόγω τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τοῦ Λόγου μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύσι στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐπίσης πανταχοῦ παρὼν καὶ ὁ Χριστὸς ὡς Λόγος κατ’ ἐνέργειαν, εἶναι ὅμως ἀπών ὁ Χριστὸς ὡς Λόγος, κατ’ οὐσίαν. Ἡ ἀνθρώπινη φύσις τοῦ Χριστοῦ ὅμως εἶναι πανταχοῦ παροῦσα κατ’ οὐσίαν.
Ὁ Θεός, δηλαδὴ ἡ Ἁγία Τριὰς εἶναι ἀπών κατ’ οὐσίαν στὸν κόσμο. Διότι ὁ Θεὸς δὲν ἔχει κατ’ οὐσίαν σχέσεις μὲ τὸν κόσμο, ἐπειδὴ οἱ σχέσεις τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν κόσμον εἶναι μόνο κατὰ βούλησιν καὶ κατ’ ἐνέργειαν. Κατ’ οὐσίαν σχέσεις μὲ τὸν κόσμον ἔχει μόνον ἡ ἀνθρώπινη φύσις τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι πανταχοῦ παροῦσα. Ὄχι ἡ Θεία φύσις τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτὲς οἱ διαφοροποιήσεις λοιπὸν συνιστοῦν τὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία περὶ τῆς οὐσίας καὶ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι πάρα πολὺ ἁπλή. Τὸ θεμέλιο αὐτῆς τῆς διδασκαλίας εἶναι αὐτὴ αὕτη ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως. Καμμία φιλοσοφία δὲν ὑπεισέρχεται ἐδῶ. Οἱ διακρίσεις αὐτές, ποὺ κάνουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ, διότι γνωρίζουν ἐξ ἰδίας ἐμπειρίας ὅτι στὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως ὁ θεούμενος εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸν Θεὸν κατ’ ἐνέργειαν.
Ἡ ὑποστατικὴ ἕνωσις ὅμως τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Θεὸν Λόγον δὲν εἶναι αὐτῆς τῆς φύσεως. Δὲν εἶναι ἑνωμένος ὁ Χριστὸς μὲ τὸν Λόγον κατ’ ἐνέργειαν ἢ ἁπλῶς κατὰ τὴν βούλησιν τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ εἶναι ἑνωμένος ὁ Χριστὸς (ἡ ἀνθρωπίνη Του φύσις) μὲ τὸν Λόγο κατὰ φύσιν.
Πηγή: (Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Πατερικὴ Θεολογία», τοῦ πατρὸς Ἰωάννου Σ. Ῥωμανίδου (†)), Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Με το θέμα της φαντασίας, που είναι σπουδαιότατο για την μεταμόρφωση του ανθρώπου και την πορεία του προς την θέωση, έχω ασχοληθεί στα βιβλία μου, ιδιαιτέρως στο βιβλίο μου με τίτλο «Θεραπευτική αγωγή», καθώς επίσης και σε μερικές σελίδες στο άλλο βιβλίο μου «Ψυχική ασθένεια και υγεία». Δεν θέλω, βέβαια, να επανέλθω πάνω στο θέμα αυτό, γιατί πιστεύω ότι αναπτύχθηκε διεξοδικά, αλλά θέλω να υπογραμμίσω μερικά σημεία, τα οποία θεωρώ πολύ απαραίτητα για την κατανόηση των θέσεων του κεφαλαίου εκείνου περί φαντασίας.
1) Οι άγιοι Πατέρες που ασχολήθηκαν και έγραψαν για το θέμα αυτό δεν ξεκίνησαν από ψυχoλoγικές έρευνες, ούτε από την προσπάθεια απλώς να ερευνήσουν επιστημονικά τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Άλλωστε ξέρουμε από την διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας ότι οι άγιοι Πατέρες δεν ήταν επιστήμονες του γραφείου, αλλά Ποιμένες του λαού του Θεού. Και φυσικά είχαν την εμπειρία πως ενεργεί η Χάρη του Θεού μέσα στον άνθρωπο. Με άλλα λόγια οι άγιοι Πατέρες γνώρισαν πολύ καλά την ψυχή, όπως είναι μετά το συνταρακτικό γεγονός της πτώσεως, και στην συνέχεια γνώρισαν την ψυχή και όλον τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, όπως αναγεννάται με την Χάρη του Θεού. Έτσι έκαναν τις παρατηρήσεις τους πάνω στο θέμα της φαντασίας όχι κινούμενοι από ψυχολογικές, επιστημονικές έρευνες, αλλά από την εμπειρία που είχαν και με σκοπό, φυσικά, να καθοδηγήσουν τον λαό του Θεού. Και όταν οι άγιοι Πατέρες χρησιμοποίησαν την ορολογία των φιλοσόφων και επιστημόνων της εποχής εκείνης δεν ταυτίζονταν πέρα για πέρα με τις θεωρίες τους. Γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Καν τις των Πατέρων τα αυτά τοις έξω φθέγγηται, άλλ’ επί των ρημάτων μόνον επί δε των νοημάτων, πολύ το μεταξύ νουν γαρ ούτοι, κατά Παύλον, έχουσι Χριστού, εκείνοι δε, ει μη τι και χείρον, εξ ανθρωπίνης διανοίας φθέγγονται». Το χωρίο αυτό είναι αξιοπρόσεκτο. Δείχνει ότι, καίτοι μερικοί από τους Πατέρες χρησιμοποίησαν κοινή ορολογία με τους φιλοσόφους, εν τούτοις όμως υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ τους. Οι άγιοι Πατέρες έχουν νουν Χριστού πράγμα το οποίο σημαίνει ότι έχουν την Αποκάλυψη, ενώ οι φιλόσοφοι μιλούν από την διάνοια και τον δικό τους ανθρώπινο στοχασμό.
Το λέγω αυτό γιατί πρέπει να σημειωθή ότι δεν μπορούμε και σήμερα, μιλώντας για την φαντασία, να εννοούμε ό,τι εννοούν και οι σημερινοί ψυχίατροι που ασχολούνται με το θέμα αυτό. Υπάρχει ομολογουμένως μεγάλη διαφορά μεταξύ αυτών που έχουν την αγιοπνευματική εμπειρία και αυτών που ασχολούνται ανθρωποκεντρικά με το σοβαρό θέμα της φαντασίας. Κι αν καμμιά φορά χρησιμοποιούμε κοινή ορολογία εν τούτοις εννοούμε διαφορετικά πράγματα.
Θα ήθελα να υπενθυμίσω τι λέγει ο Αρχιμ. Σωφρόνιος για το θέμα αυτό. Αρχίζοντας να μελετά το θέμα της φαντασίας εισαγωγικά τονίζει και τα ακόλουθα: «Κι αυτό το κεφάλαιο της πνευματικής ζωής είναι εξαιρετικά λεπτό και πολύπλοκο και δεν πιστεύουμε πως θα ανταπεξέλθωμε ικανοποιητικά. Επειδή βασική τάση μας είναι να εκθέτουμε συγκεκριμένη πείρα, είμαστε υποχρεωμένοι να περιγράψουμε απλά σε γενικές γραμμές τη συνείδηση και τις παραστάσεις, που επικράτησαν σήμερα στους ασκητικούς κύκλους των πατέρων του Άθω και που συμμεριζόταν κι ο ίδιος ο Γέροντας. Αφήνομε κατά μέρος τις θεωρίες της σύγχρονης επιστημονικής ψυχολογίας. Δεν θα κάνουμε σύγκριση ούτε κριτική αυτών ή άλλων θεωριών. Σημειώνουμε μόνο πως σε πολλά δεν συμπίπτουν, γιατί οι δυο θεωρίες έχουν σαν βάση διαφορετικές κοσμολογικές και ανθρωπολογικές παραστάσεις».
Έτσι στην ανάπτυξη του θέματος της φαντασίας δεν προσπάθησα να κάνω σύγκριση μεταξύ της διδασκαλίας των αγίων Πατέρων και των συγχρόνων ψυχολόγων γύρω από το θέμα, αλλά να περιγράψω το πως μιλούν οι άγιοι Πατέρες για την φαντασία μέσα από την σύγχρονη πείρα που διασώζεται και διαφυλάσσεται μέσα στην Εκκλησία και βιώνεται από συγχρόνους μοναχούς που είναι εντεταγμένοι μέσα στην θεραπευτική αγωγή της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Και αυτό είναι απαραίτητο να λεχθή γιατί οι σύγχρονοι ψυχολόγοι αναφέρονται περισσότερο στην φαντασίωση, γιατί πιστεύουν ότι μόνον αυτή δημιουργεί ψυχoλογικές ανωμαλίες, ενώ οι άγιοι Πατέρες όταν μιλούν για την φαντασία επεκτείνονται και πέρα από αυτήν την ερμηνεία. Άλλωστε, όπως γνωρίζουμε, οι άγιοι Πατέρες δεν ενδιαφέρονται απλώς για μια ψυχολογική ισορροπία την οποία ενδεχομένως καταργεί η φαντασίωση, αλλά για την θέωση του ανθρώπου, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι για να φθάση εκεί ο άνθρωπος δεν απαλλάσσεται μόνον από την φαντασίωση, αλλά και από αυτήν την ίδια την ενέργεια του φαντάζεσθαι, έστω και σε καλά πράγματα. Γιατί στην διδασκαλία των αγίων Πατέρων βλέπουμε ότι ο νους για να φθάση στην θεωρία του Θεού απαλλάσσεται τελείως από κάθε εικόνα, έστω και καλή, ακόμη δε απαλλάσσεται και από αυτούς τους λογισμούς και τους συλλογισμούς, έστω κι αν είναι καλοί για την εξέλιξη του πολιτισμού και την προσαρμογή μας στον κοινωνικό χώρο.
Γι’ αυτό δεν μπορούμε να μιλούμε την ίδια γλώσσα με τους ψυχιάτρους. Κι αν κάποτε συμπίπτουμε σε μερικές εκφράσεις πρέπει να παρατηρηθή ότι υπάρχει χαώδης διαφορά στο νόημα κάθε όρου. Πιστεύω δε ότι είναι μεγάλη ασέβεια να προσπαθούμε να ερμηνεύουμε πατερικά κείμενα μέσα από την σύγχρονη ψυχολογική ερμηνεία, καθώς επίσης είναι μεγάλη αδικία να θεωρούμε τα ψυχολογικά ως πνευματικά. Όταν μιλούμε για πνευματικά, εννοούμε κυρίως την επενέργεια του Παναγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά του ανθρώπου. Ο πνευματικός άνθρωπος είναι αυτός στον οποίο κατοικεί το Πανάγιο Πνεύμα, δηλαδή αυτός που είναι ναός του Αγίου Πνεύματος. Βέβαια, η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά του ανθρώπου έχει συνέπειες και στον ψυχολογικό τομέα (στις ανθρώπινες εκδηλώσεις), όπως επίσης και η απουσία του Παναγίου Πνεύματος από την καρδιά του ανθρώπου έχει τρομακτικές επιπτώσεις στην όλη προσωπικότητα τού ανθρώπου, στις λεγάμενες ψυχολογικές εκδηλώσεις του, αλλά δεν μπορούν να ταυτισθούν τα ψυχολογικά με τα πνευματικά.
Στην Ορθόδοξη Παράδοση λέμε πως δεν υπάρχει τίποτε όμοιο μεταξύ κτιστού και άκτιστου. Είναι μια από τις βασικές διδασκαλίες της Εκκλησίας. Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν υπάρχει καμμιά ομοιότητα μεταξύ των ψυχολογικών (κτιστών) και των πνευματικών (άκτιστων). Μιλώντας για πνευματικά δεν εννοώ αυτό που ο κόσμος ονομάζει, δηλαδή τις εκδηλώσεις και ενέργειες του μυαλού, αλλά την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά του ανθρώπου.
Ο Απόστολος Παύλος γράφει κάτι που νομίζω ισχύει κυρίως στην περίπτωση που μελετάμε. Γράφει στην επιστολή προς Κορινθίους: «Ψυχικός δε άνθρωπος ου δέχεται τα του πνεύματος του Θεού μωρία γαρ αυτώ έστι, και ου δύναται γνώναι, ότι πνευματικώς ανακρίνεται, ο δε πνευματικός ανακρίνει μεν πάντα, αυτός δε υπ’ ουδενός ανακρίνεται» (Α' Κορ. β', 14-15). Ψυχικός άνθρωπος είναι ο εστερημένος των ενεργειών του Παναγίου Πνεύματος και πνευματικός άνθρωπος είναι αυτός που δέχεται τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος, αυτός που είναι ναός του Αγίου Πνεύματος και αυτό φανερώνεται με την νοερά αδιάλειπτη προσευχή. Ο ίδιος Απόστολος μιλώντας για την υιοθεσία παρουσιάζει τα γνωρίσματα που δείχνουν ότι είμαστε αληθινά τέκνα Θεού. Γράφει: «ελάβετε Πνεύμα υιοθεσίας, εν ω κράζομεν αββά ο πατήρ, αυτό το Πνεύμα συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού» (Ρωμ. η', 15-16). Αυτό σημαίνει ότι το Άγιον Πνεύμα ενεργεί μέσα στην ψυχή μας και αυτή η ενέργεια εκδηλώνεται με την νοερά προσευχή («κράζομεν αββά ο πατήρ») και αυτό φανερώνει ότι είμαστε τέκνα Θεού. Το ότι αυτή είναι η ερμηνεία τού αποστολικού αυτού χωρίου φαίνεται από έναν επόμενο στίχο της ίδιας επιστολής στον οποίο λέγει: «το γαρ τι προσευξόμεθα καθό δει ουκ οίδαμεν, άλλ’ αυτό το Πνεύμα υπερεντυγχάνει υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις» (Ρωμ. π', 26). Έτσι, λοιπόν, ο πνευματικός άνθρωπος, αυτός που έχει το Άγιον Πνεύμα και στον οποίο ενεργεί η νοερά αδιάλειπτη προσευχή, και που φανερώνει ότι είναι τέκνον Θεού, αυτός δεν ανακρίνεται από κανέναν άνθρωπο, δηλαδή δεν μπορεί κανείς άνθρωπος του κόσμου να τον εξετάση, να τον ερευνήση, αντίθετα μάλιστα αυτός ερευνά όλους τους ανθρώπους.
Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, ερμηνεύοντας αυτόν τον αποστολικό λόγο, γράφει: «ο τοιούτος (δηλαδή ο άγιος, ο πνευματικός άνθρωπος) πάντας ανθρώπους ανακρίνει κατά το γεγραμμένον, γινώσκει έκαστον πόθεν λαλεί και πού έστηκε και εν ποίοις μέτροις εστίν. Αυτόν δε ουδείς ανθρώπων των εχόντων το πνεύμα του κόσμου γινώσκειν και ανακρίνειν δύναται, ει μη μόνον ο το όμοιον έχων επουράνιον της Θεότητος Πνεύμα γινώσκει τον όμοιον». Κανείς ψυχολόγος που κάνει το έργο του ανθρωποκεντρικά δεν μπορεί να εξετάση τον άγιο άνθρωπο γιατί ο άγιος κινείται πέρα από το δικό του ανθρωποκεντρικό ενδιαφέρον. Αυτό το γράφω γιατί δεν μπορούμε με ψυχoλογικά κριτήρια να ερμηνεύουμε και να διαβάζουμε τα έργα των Θεουμένων. Και είναι μεγάλη αδικία όταν προσπαθούμε με κριτήρια ψυχολογικά και μάλιστα της σημερινής ανθρωποκεντρικής ψυχολογίας να εξετάσουμε και να ερμηνεύσουμε την διδασκαλία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και πάλι υπογραμμίζω ότι γράφοντας για την φαντασία και γενικά για το μεγάλο θέμα της Ορθοδόξου Ψυχοθεραπείας δεν έκανα καμμιά σύγκριση και σύγχυση της θεόπνευστου διδασκαλίας των αγίων Πατέρων με τα πορίσματα της συγχρόνου ανθρωποκεντρικής ψυχολογίας.
Άλλωστε, αν η σημερινή ψυχολογία ερευνήση τις θεωρίες που έχουν οι άγιοι θα τους παρουσιάση ψυχασθενείς, ως πάσχοντας από φαντασία. Και όμως είναι δεδομένο ότι όταν οι άγιοι φθάνουν στην θεωρία του Θεού, των αγγέλων και άλλων αγίων, αυτό γίνεται γιατί προηγήθηκε κάθαρση της καρδιάς, και ο νους απηλλάγη από κάθε είδους φαντασία και από κάθε είδους εικόνα. Έβλεπαν δια της θεώσεως «ξένον θέαμα, ξένον άκουσμα», χωρίς να υπάρχη η ενέργεια τού φαντάζεσθαι.
2) Μιλώντας άκόμη για την φαντασία πρέπει να δούμε δυο βασικά χωρία των αγίων Πατέρων. Το ένα είναι τού Αγίου Ιωάννου τού Δαμασκηνού και το άλλο του Αγίου Μαξίμου τού Ομολογητού.
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός σε ένα πολύ ευσύνοπτο χωρίο κάνει διάκριση μεταξύ φανταστικού, φανταστού, φαντασίας και φαντάσματος. Γράφει χαρακτηριστικά: «Φανταστικόν έστι δύναμις της άλογου ψυχής δια των αισθητηρίων ενεργούσα, ήτις λέγεται αίσθησις. Φανταστόν δε και αισθητόν το τη φαντασία και τη αισθήσει υποπίπτον ως όρασις μεν αυτή η οπτική δύναμις, ορατόν δε το υποπί πτον τη οράσει, λίθος τυχόν ή τι των τοιούτων. Φαντασία δε έστι πάθος της άλογου ψυχής υπό φανταστού τίνος γινόμενον, φάντασμα δε πάθος διάκενον εν τοις αλόγοις της ψυχής απ’ ουδενός φανταστού γινόμενον. Όργανον δε του φανταστικού η εμπρόσθιος κοιλία του εγκεφάλου».
Στο χωρίο αυτό φαίνεται ότι το φανταστικό είναι η δύναμη της άλογου ψυχής που ενεργεί δια των αισθητηρίων, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι το φανταστικό ενεργεί όταν ενεργούν τα αισθητήρια όργανα. Φανταστό δε είναι αυτό που υποπίπτει στην φαντασία και την αίσθηση, πράγμα το οποίο λέγεται και αισθητό. Φαντασία είναι το πάθος της άλογου ψυχής που ενεργείται από κάποιο φανταστό. Και φάντασμα είναι εκείνο που δεν προξενείται από κανένα φανταστό. Ώστε, λοιπόν, υπάρχει το όργανο που λέγεται φανταστικό, που είναι δύναμη της άλογου ψυχής, το φανταστό, που υποπίπτει στο φανταστικό, η φαντασία που συνδέεται με τις αισθήσεις και το φάντασμα που δημιουργείται στο φανταστικό χωρίς να υπάρχη συμμετοχή των αισθητηρίων οργάνων.
Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής γράφει για το θέμα της φαντασίας: «Ούτε τη σαρκί κατ’ αρχάς συνεκτίσθη η ήδονή και η οδύνη· ούτε τη ψυχή η λήθη και η άγνοια· ούτε τω νω το τυπούσθαι και μετατυπούσθαι τοις είδεσι των γεγονότων τούτων γαρ η παράβασις εξήρε την γένεσιν. Ο τοίνυν της σαρκός εξελών την ηδονήν και την οδύνην, την πρακτικήν αρετήν κατώρθωσεν, ο δε της ψυχής εξαφανίσας την λήθην και την άγνοιαν, την φυσικήν διήνυσεν ευπρεπώς θεωρίαν ο δε τον νουν, των πολλών απολύσας τύπων, την θεολογικήν εκτήσατο μυσταγωγίαν».
Για να μπορέσουμε να δούμε καθαρά το χωρίο αυτό του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού πρέπει να το εντάξουμε μέσα στην όλη θεολογία του, κατά την οποία υπάρχουν τρία στάδια της πνευματικής ζωής, ήτοι η πρακτική φιλοσοφία, η φυσική θεωρία και η μυστική θεολογία. Όταν ό άνθρωπος απαλλάσσεται από την ηδονή και την οδύνη, τότε βιώνει την πρακτική φιλοσοφία, όταν απαλλάσσεται από την λήθη και την άγνοια, τότε βιώνει την φυσική θεωρία, δηλαδή την αδιάλειπτη νοερά προσευχή, και όταν ο νους του απαλλάσσεται και ελευθερώνεται από τις εικόνες και τις φαντασίες, τότε οδηγείται προς την θεωρία που συνδέεται αναπόσπαστα με την θεολογία. Και όπως η ηδονή και η οδύνη, και όπως η λήθη και η άγνοια, έτσι και η φαντασία είναι μεταπτωτικά φαινόμενα και, επομένως, για να φθάση ο άνθρωπος στην θέωση πρέπει να απαλλαγή και να ελευθερωθή από αυτά. Με αυτό το πρίσμα και ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος λέγει ότι «και όσα ομοιώματά τινα νομίζει ο νους υπέρ αυτών ποιείσθαι, φαντασία λέγεται και ουκ αλήθεια... Η αιτία της φαντασίας των εικόνων η ασθένεια, και ούχ η καθαρότης εστί τού νοός».
Μελετώντας τα χωρία αυτά των αγίων Πατέρων, αλλά και άλλα συναφή χωρία μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι, καίτοι υπάρχει το φανταστικό ως ενέργεια της άλογου ψυχής, εν τούτοις το φαντάζεσθαι, και μάλιστα εμπαθώς είναι καρπός της πτώσεως του ανθρώπου και είναι αυτό που μολύνει τον νου. Ο νους στην φυσική του κατάσταση είναι απηλλαγμένος από τις φαντασίες. Και γι’ αυτό, όπως θα δούμε στην συνέχεια, ο άνθρωπος ο οποίος μετά από μεγάλη κάθαρση φθάνει στον φωτισμό τού νου και στην θεωρία, απαλλάσσεται τελείως από το φαντάζεσθαι και με αυτήν την έννοια λέμε ότι ο άνθρωπος πρέπει να απαλλαγή από τις φαντασίες και να καθαρίση τελείως τον νου του. Και έτσι πια καταλαβαίνουμε ότι οι Πατέρες μιλούν για την απαλλαγή από την φαντασία, αφού το φανταστικό, που είναι ενέργεια της άλογου ψυχής, αδρανοποιείται στην καθαρή θεωρία.
_____________
* Νυν Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου
Πηγή: (ΤΟ ΒΙΛΙΟ «ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ» Τόμος Α΄ - Α΄ Έκδοση 1989,σσ. 354-362 - Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου), Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Κοντάκιον
Εις την Σύναξιν του Αγίου ενδόξου Προφήτου, Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου
(7 Ιανουαρίου)
Προοίμιο
Τρέμοντας τη σωματική Σου παρουσία, ο Ιορδάνης από φόβο οπισθοδρόμησε,
και την προφητική του αποστολή πραγματοποιώντας, ο Ιωάννης με τρόμο οπισθοχώρησε.
Των αγγέλων τα τάγματα κατάπληκτα έμειναν
που Σ’ έβλεπαν μέσα στα νερά ως άνθρωπος να βαπτίζεσαι,
κι όλοι οι σκοτισμένοι γέμιζαν φως και υμνούσαν Εσένα
που φάνηκες και εφώτισες τα πάντα.
Οίκοι
α. Για χάρη του Αδάμ, που έχασε το φως του στον Παράδεισο, εβγήκε Ήλιος από τη Βηθλεέμ,
και του άνοιξε τα μάτια, αφού τα έπλυνε στα νερά του Ιορδάνη·
στον μελανιασμένο και στον σκοταδιασμένο εβγήκε Φως άσβηστο.
Νύχτα πια για τον Αδάμ δεν υπάρχει, αλλά πάντα ημέρα.
Πρωί-πρωί το Φως γι’ αυτόν γεννήθηκε.
Γιατί το δειλινό εκρύφτηκε, καθώς μας λέει η Γραφή.
Αυγή να τον φωτίζει βρήκε αυτός που στο σουρούπωμα γκρεμίστηκε.
Απ’ το σκοτάδι απαλλάχτηκε και πρόφτασε το Χάραμα,
που φάνηκε κι εφώτισε τα πάντα.
β. Όταν θεληματικά ο Αδάμ εξευτελίστηκε, γιατί καρπό δοκίμασε που τύφλωνε,
αμέσως άθελά του εγυμνώθη. Αφού δηλαδή τυφλό τον ευρήκε εκείνος που τον ατίμασε, τον εξεγύμνωσε.
Ήτανε το λοιπόν γυμνός κι ανάπηρος και προσπαθούσε ψάχνοντας να πιάσει αυτόν που τον εξέντυσε.
Κι εκείνος βλέποντας αυτόν, τον επεριγελούσε,
πως άπλωνε δηλαδή παντού τα χέρια και ζητούσε
την πρώτη στολή ακόμα και μετά την απογύμνωση.
Έτσι τον είδε ο φύσει Συμπαθής κι ήρθε κοντά του λέγοντας·
«Αν και είσαι γυμνός κι ανάπηρος, σε δέχομαι, έλα σε μένα,
που φάνηκα κι εφώτισα τα πάντα».
γ. Ύμνησέ Τον, Αδάμ, ύμνησέ Τον. Προσκύνησε Αυτόν που ήλθε προς τα σένα.
Γιατί σου φανερώθηκε, όσο το μπορούσες, για να Τον αντικρύσεις, να Τον ψηλαφήσεις και να Τον υποδεχτείς.
Αυτός που τον φοβήθηκες, τότε που ξεγελάστηκες, για χάρη σου όμοιος έγινε με σένα.
Κατέβηκε στη γη, για να σε πάρει επάνω.
Μέχρι το θάνατο έφτασε, θεός συ για να γίνεις
και νάβρεις την πρώτη σου ομορφιά.
Θέλοντας να ξανανοίξει τον Παράδεισο κατοίκησε στη Ναζαρέτ.
Γι’ αυτά, λοιπόν, ύμνησε, άνθρωπε, και ευχαρίστησε ψέλνοντας Αυτόν,
που φάνηκε κι εφώτισε τα πάντα.
(…)
ιβ . Σχίζεται πια ο πένθιμος χιτώνας της αμαρτίας. Επήραμε τη στολή τη λευκή,
που το Άγιο Πνεύμα μας ύφανε από καθάριο μαλλί του Αρνιού και Θεού μας.
Η αμαρτία καταργήθηκε. Εδόθηκε αθανασία. Η αποκατάσταση είναι φανερή.
Ο Πρόδρομος αυτήν εγνωστοποίησε λέγοντας:
«Νάτος ετώρα ο Αμνός του Θεού που σηκώνει
όλου του κόσμου τα κρίματα».
Έδωκε άφεση χρέους σε όλους που πολλά χρεωστούσαν.
Αυτός που εσκίρτησε πρώτος τώρα με το κήρυγμα φανέρωνε Αυτόν
που φάνηκε κι εφώτισε τα πάντα.
ιγ . Τι θαυμάσιο το κήρυγμα του Βαπτιστή και τι συμβολισμό περιέχει!
Έλεγε Αρνί τον Τσοπάνη, κι όχι απλώς Αρνί, αλλά Αρνί που συγχωράει αμαρτίες.
Έδειξε στους άνομους ότι ήταν ανώφελος ο τράγος, που έστελναν στην έρημο.
«Να», λέει, «το Αρνί. Τώρα δεν χρειάζεται ο τράγος.
Ακουμπήστε πάνω Του όλοι τα χέρια
και λέγετε τις αμαρτίες σας.
Γιατί ήρθε να σηκώσει μαζί με του λαού του και τις αμαρτίες όλου του κόσμου.
Να ο Ελευθερωτής, που μας έστειλ’ ο Πατέρας, Αυτός
που φάνηκε κι εφώτισε τα πάντα.»
(…)
ιζ . Θα Σε δω λοιπόν κι εγώ, Ιησού, να φωτίζης τον νου μου
και να λες στους λογισμούς μου· «Σεις οι πάντοτε διψασμένοι ελάτε σε μένα και πιείτε.»
Πότισε την καρδιά την ταπεινωμένη, που ο πλάνος την έκανε συντρίμμι.
Την μάρανε ολότελα με πείνα και με δίψα.
Όχι με πείνα φαγητού ούτε με δίψα του νερού
μα με πείνα και δίψα ακοής του λόγου του Θεού.
Γιατί δεν βρίσκει δάσκαλο ούτε και μαθητή.
Έτσι σιωπηλά αναστενάζει και Σένα περιμένει τον Δίκαιο Κριτή,
που φάνηκες κι εφώτισες τα πάντα.
(…)
Αγίου Ρωμανού του Μελωδού
(απόδοση στη δημοτική: Αρχιμ. Ανανίας Κουστένης)
* Περισσότερα για το ποιητικό είδος των Κοντακίων μπορείς να βρεις εδώ.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας στα συγγράμματά τους αποκάλεσαν την λογική ενέργεια «λόγο» και την νοερά ενέργεια «νου». Έτσι, σε πολλά πατερικά έργα συναντούμε τους όρους «λόγο» και «νου».
«Όταν διαβάσει κανείς τους Πατέρες, κυρίως τους Αλεξανδρινούς, από την εποχή του Μακαρίου Αιγυπτίου, όπως και τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, γίνεται συνέχεια λόγος περί λόγου και νου».
Βέβαια, η λέξη «νους» συγγενεύει ετυμολογικά με την λέξη «διάνοια» και ενώ οι δύο αυτές λέξεις ταυτίζονται σχεδόν σημασιολογικά, εν τούτοις οι Άγιοι Πατέρες έκαναν την διάκριση μεταξύ νου και διάνοιας-λόγου, για να εκφράσουν την εμπειρία που είχαν αποκτήσει με την Χάρη του Θεού.
«Στην νεοελληνική φιλοσοφία λόγος και νους είναι το ίδιο πράγμα. Οπότε, άμα λέμε λογική ενέργεια ή νοερά ενέργεια, οι περισσότεροι που διαβάζουν τους Πατέρες λένε το ίδιο πράγμα είναι».
Σύγχυση δημιουργείται και με την μετάφραση των νηπτικών κειμένων σε άλλες γλώσσες, που ταυτίζουν τον νου με την διάνοια.
«Σήμερα μου έφερε κάποιος μια μετάφραση της Φιλοκαλίας στα αγγλικά, και έχει στο πίσω μέρος ένα ευρετήριο ονομάτων με ορισμούς, τι σημαίνουν οι ορολογίες. Και έχουν εκεί νου και το ταυτίζουν με την διάνοια. Ενώ στους Πατέρες νους και διάνοια δεν είναι το ίδιο πράγμα».
Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι όταν λένε οι Πατέρες ότι ο νους κατεβαίνει στην καρδιά, δεν εννοούν ότι κατεβαίνει η λογική - ο εγκέφαλος, πράγμα αδύνατον, αλλά η νοερά ενέργεια, που διαφέρει από την λογική ενέργεια.
«Δεν ξέρω πώς άλλαξε η ορολογία του νου. Αλλά φαίνεται ότι οι Πατέρες, για να καταλάβει ο Ελληνιστικός κόσμος ότι αυτή η νοερά προσευχή, η καρδιακή προσευχή, δεν είναι κάτι το συναισθηματικό, πήραν τις συνώνυμες λέξεις, όπως είναι ο λόγος και ο νους και τις τεμαχίσανε και είπαν ο λόγος θα είναι το μυαλό και ο νους θα είναι η νοερά ενέργεια».
Ο νους χρησιμοποιείται και για τους αγγέλους, οι οποίοι λέγονται «νόες», όπως είδαμε πιο πάνω. Στην χρήση της λέξεως νους οδηγήθηκαν οι Πατέρες και από το ότι ο Απολλινάριος είχε χρησιμοποιήσει αυτόν τον όρο.
«Ο Απολλινάριος είναι γνωστόν πως ηρνείτο στον Χριστό, όχι την ανθρώπινη λογική, αλλά τον ανθρώπινο νου. Έλεγε ότι ο Χριστός πήρε ψυχή λογική, αλλά την θέση του νου πήρε ο Λόγος, που είναι διδασκαλία του Αρείου. Οπότε, φαίνεται και από τους αιρετικούς η ανθρωπολογία αυτή».
Συγχρόνως, οι Πατέρες, πέραν του ότι μιλούσαν για νου και λόγο, έκαναν και την διάκριση μεταξύ του νου και της λογικής. Άλλο είναι το έργο του νου και άλλο είναι το έργο της λογικής.
Επίσης στην Παλαιό Διαθήκη γίνεται λόγος για καρδιά, πράγμα το οποίο χρησιμοποιεί και ο Απόστολος Παύλος και οι πρώτοι Πατέρες.
«Στους Εβραίους είναι η καρδιά. Στην Παλαιά Διαθήκη είναι η καρδιά. Έχουν μια πιο βιολογική αντίληψη. Στους Πατέρες, όμως, είναι η καρδιά, είναι τα νοερά όμματα του ανθρώπου, είναι η διάνοια και ο νους, όπως λέει ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος. Η διάνοια είναι η λογική και ο νους είναι αυτό που προσεύχεται. Αλλά, και τα δύο μαζί λέγονται νοερά όμματα ή νοερές ενέργειες της ψυχής».
«Ο Απόστολος Παύλος ακολουθεί την παλαιότερη ορολογία, που δεν γίνεται διάκριση μεταξύ λόγου και νου, όπως γίνεται στον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη και στους νεώτερους Πατέρες. Στους Καππαδόκες, μάλλον, δεν γίνεται η διάκριση μεταξύ του λόγου και του νου. Οι Καππαδόκες πάντοτε αναφέρονται στο νου».
«Στην πατερική παράδοση φαίνεται, ίσως για πρώτη φορά, στον Μακάριο Αιγύπτιο, όπου γίνεται μια διαφοροποίηση μεταξύ λόγου και νου και ταυτίζεται ο νους με την λειτουργία μέσα στην καρδιά του ανθρώπου και ο λόγος πλέον, μαζί με την λέξη διάνοια, ταυτίζονται με την λογική του ανθρώπου».
Οι Πατέρες στην αρχή «κληρονόμησαν μια παράδοση με τον όρο καρδία». Αυτή ήταν η παράδοση της Παλαιάς Διαθήκης. «Έλεγαν καρδία πρώτα και τίποτα άλλο ή έλεγαν το πνεύμα του ανθρώπου και τίποτε άλλο, ή η καρδιά του ανθρώπου.
Μετά, σε ορισμένο χρόνο, άρχισαν οι Πατέρες να χρησιμοποιούν την διάκριση νοός και λόγου, για να διαφοροποιήσουν τα δύο, ώστε η νοερά ενέργεια να μη ταυτίζεται με την λογική.
Γι' αυτόν τον λόγο πήραν ταυτόσημες λέξεις, διότι στα Ελληνικά νους και λόγος είναι το ίδιο πράγμα. Όπως έκαναν την διάκριση μεταξύ υποστάσεως και ουσίας, το ίδιο έκαναν και εδώ. Είπαν: από τώρα και στο εξής λέμε λόγο αυτό που είναι μέσα στο κεφάλι του ανθρώπου, που είναι η λογική του ανθρώπου, και αυτό που προσεύχεται μέσα στην καρδιά του ανθρώπου θα το ονομάσουμε νου και τελείωσε το θέμα. Αυτό έκαναν.
Οπότε, δεν ταυτίζεται ο νους αυτός με την λογική ούτε με την καρδιά, αλλά όταν προσεύχεται ο νους, όμως, πάντοτε προσεύχεται στην καρδιά. Αυτό είναι το παράξενο. Διότι αυτό το ξέρει από παρατήρηση, το ακούει. Ακούει βέβαια».
Πρέπει να υπογραμμισθεί ότι σε παλαιούς Πατέρες, πολλές φορές, με τον όρο «νους» χαρακτηρίζεται η ψυχή, η οποία έχει διάφορες ενέργειες.
«Λέμε νους και για την διάνοια. Οπότε, από μια άποψη, η ψυχή έχει διάφορες ενέργειες: έχει λόγο, έχει αίσθηση, λόγο και νου, η ψυχή έχει αυτές τις ενέργειες.
Σε άλλους Πατέρες είναι ο νους που έχει διάφορες ενέργειες, οπότε ο νους είναι η ψυχή, με άλλα λόγια, που έχει διάφορες ενέργειες, έχει τον λόγο, έχει την δύναμη να μπορεί να προσεύχεται στην καρδιά κ.ο.κ. Αλλά είναι θέμα ορολογίας αυτά».
Τελικά, «οι Πατέρες λένε ότι η νοητική κατάσταση δεν είναι λογική. Άλλο είναι ο νους, άλλο είναι ο λόγος, γι' αυτό έχουν χωρίσει τα δύο αυτά».
Αυτό σημαίνει ότι δίνουμε σημασία στο τι περιγράφουν και τι αποδίδουν οι λέξεις. Η εμπειρία, για να εκφρασθεί, απαιτείται καλύτερη και αρτιότερη ορολογία.
«Εκείνο που έχει σημασία, δεν είναι ακριβώς με ποιές λέξεις γίνεται η προσευχή αυτή, αλλά ότι ο νους δεν συγχέεται με την λογική. Αυτό έχει σημασία. Δηλαδή, η ενέργεια του νου δεν συγχέεται με την ενέργεια της λογικής, τελείως ανεξάρτητος είναι».
Κατά την φυσική λειτουργία της ψυχής του ανθρώπου, οι λογισμοί βρίσκονται στην λογική.
«Υπάρχει η φαιά ουσία, που λέγεται μυαλό, όπου υπάρχουν οι λογισμοί. Αυτοί οι λογισμοί είναι έργο της λογικής. Οι λογισμοί δεν έχουν την έννοια που έχουν σήμερα οι ανήθικες σκέψεις. Αυτοί είναι των νεωτέρων, δηλαδή, πουριτανών της Ελλάδος.
Στους Πατέρες της Εκκλησίας λογισμός σημαίνει απλώς λογική σκέψη, τίποτα άλλο δεν σημαίνει. Είναι ο λόγος, οι λογισμοί, είναι οι διανοήσεις της λογικής».
«Στον νου του ανθρώπου πρέπει να κυριαρχεί ένας λόγος, η αδιάλειπτη μνήμη του Θεού, που επιτυγχάνεται με την μονολόγιστη προσευχή. Μονολόγιστος ευχή σημαίνει ο ένας λογισμός, η μνήμη Θεού και τίποτα άλλο, το Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν κλπ. Ένας λογισμός που θα είναι μόνον ο Κύριος της δόξης, δηλαδή, μέσα στον νου του ανθρώπου, γι' αυτό και λέγεται μονολόγιστος ευχή».
Είναι βασική διδασκαλία των θεουμένων που έχουν πείρα, ότι η νοερά ενέργεια - ο νους ενεργεί στην καρδιά.
«Όταν ο νους λειτουργεί φυσιολογικά, τότε είναι στην καρδιά του ανθρώπου και προσεύχεται. Όποτε ο άνθρωπος προσεύχεται με την λογική του, αυτή είναι η ανθρώπινη προσευχή, τότε ο άνθρωπος προσεύχεται. Όταν όμως προσεύχεται ο νους του ανθρώπου μέσα στην καρδιά, τότε το Πνεύμα προσεύχεται. Γι' αυτό και ο Απόστολος Παύλος μάς λέει ότι προσεύξομαι τω νοΐ, προσεύξομαι τω πνεύματι.
Οπότε, εδώ υπάρχουν δύο προσευχές. Στον Απόστολο Παύλο, όμως -φαίνεται σαφώς- ο νους εκεί είναι η λογική. Και όταν λέει προσεύξομαι τω Πνεύματι, αυτή η προσευχή είναι του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, που πολλές φορές αναφέρεται ο Απόστολος Παύλος στην προσευχή του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά του ανθρώπου».
«Ήταν συνείδηση των αρχαίων Χριστιανών ότι ο άνθρωπος έχει μία ενέργεια, η οποία πρέπει να είναι στην καρδιά και αυτό πρέπει να γίνει όργανο του Αγίου Πνεύματος, όταν προσεύχεται μέσα στην καρδιά αδιαλείπτως, όλο το εικοσιτετράωρο».
«Μόνον όταν λειτουργεί αυτή η ενέργεια, ο νους είναι στην καρδιά του ανθρώπου. Όταν δεν λειτουργεί σωστά, τότε πλανάται εδώ και εκεί και έχει συγχωνευθεί με την λογική του ανθρώπου».
«Οι ασκητές, όταν ασκητεύουν, φθάνουν στο σημείο που βλέπουν τον νουν. Τον βλέπουν κιόλας. Βλέπουν όταν είναι εκτός του σώματος ή μέσα στην καρδιά. Είναι όπως είναι ένα πινγκ-πονγκ μπάλα (pingpong ball) δηλαδή, μια σφαίρα, είναι φωτεινό και το βλέπουν. Οπότε, όταν φεύγει από εκεί που πρέπει να είναι, το βλέπουν που φεύγει και, όταν επιστρέφει, το βλέπουν που επιστρέφει».
«Γι' αυτό και η όλη ασκητική της Ορθόδοξης Εκκλησίας βασίζεται στο να χωρισθεί ο νους από την λογική και να περιορισθεί ο νους μέσα στο σώμα, κυρίως στον χώρο της καρδιάς.
Και το παράξενο είναι, αυτοί που ασχολούνται με αυτήν την ασκητική πράξη ξέρουν και εντοπίζουν τον νου, πού βρίσκεται, δηλαδή, ή εδώ ή κάπου αλλού, και πού περιτριγυρίζει η ενέργεια αυτή, δηλαδή, και πρέπει να την περιορίσουν, ώστε να είναι δυνατόν νάρθει το Πνεύμα το Άγιον να κατοικήσει εκεί και να προσεύχεται».
Όταν ο άνθρωπος έχει εμπειρία Θεού, δεν χάνει την λογική του και τις αισθήσεις του.
«Και αυτή η γνώση που έχουν οι Άγιοι του Θεού, από το ένα μέρος συμπεριλαμβάνει την λογική του ανθρώπου, διότι η λογική και το σώμα του ανθρώπου μένουν παρατηρητές στην εμπειρία αυτή. Δεν χάνονται οι αισθήσεις κλπ, μετέχουν στην εμπειρία της θεοπτίας, αλλά η ίδια η εμπειρία της θεοπτίας υπερβαίνει τις αισθήσεις και την δύναμη της λογικής, γι' αυτό και είναι υπέρλογος γνώση του Θεού.
Και οι Πατέρες την περιγράφουν ως αγνωσία, όχι διότι στερείται γνώσεως, αλλά διότι υπερβαίνει την γνώση. Δεν είναι ένα είδος γνώσεως. Εν συγκρίσει με τις γνώσεις τις φυσικές του ανθρώπου, που έχει δια της λογικής, είναι αγνωσία, αλλά δεν είναι όμως άγνοια, διότι είναι θεοπτία.
Διότι ο άνθρωπος πραγματικά μετέχει στο άκτιστο που δεν έχει καμιά ομοιότητα με τα κτίσματα. Αυτή η εμπειρία που έχουν οι Προφήτες, οι Απόστολοι και οι Άγιοι της Εκκλησίας είναι το θεμέλιο της θεολογίας και είναι η μόνη ασφαλής και πραγματική γέφυρα μεταξύ Θεού και ανθρώπου».
Γίνεται σαφέστατο ότι άλλος είναι ο ρόλος της λογικής και άλλος ο ρόλος του νου. Με την λογική γνωρίζουμε τα κτιστά πράγματα του περιβάλλοντος και με τον νου γνωρίζουμε τον Θεό.
«Η λογική έχει την θέση της μέσα στην θεολογία. Στο στάδιο της καθάρσεως και του φωτισμού μετέχει βέβαια η λογική, καταλαβαίνει τι μπορούμε να γνωρίσουμε περί Θεού και τι δεν μπορούμε να γνωρίσουμε περί Θεού. Επίσης, η λογική καταλαβαίνει ότι ο σκοπός αυτών των ρημάτων είναι να μας εμπνέουν νοήματα, τα οποία όμως νοήματα είναι οδηγοί στην θέωση και δεν μπορεί να ταυτισθούν με την θέωση.
Η προσπάθεια των αιρετικών είναι να αφανίσουν την διάκριση μεταξύ Θεώσεως και φωτισμού, και έτσι χρησιμοποιούν τα νοήματα ώστε να ταυτίσουν την νόηση με την θέωση, ώστε να νομίζουν ότι οι ίδιοι, με την διανόηση, έχουν φθάσει στην ακμή των γνώσεων περί Θεού, ώστε να γνωρίζουν αυτοί καλύτερα από αυτούς που έχουν φθάσει στην θέωση».
Ο άνθρωπος με την λογική του ταξινομεί τις εμπειρίες του και κάνει περιγραφή. Για παράδειγμα, ένας κόβεται και πονάει. Αυτό είναι μια εμπειρία. Μετά η λογική κάνει ανάλυση.
«Έχω μια τραυματική εμπειρία. Κόπηκα, πονάω. Μετά η λογική έρχεται και βάσει της εμπειρίας που έχω, κάνει ανάλυση, κάνει συσχέτιση σύνθεση, και πάει να βρει μια λύση. Τι θα κάνω τώρα, θα φωνάξω τον γιατρό, θα κάνω μόνος μου την θεραπεία, θα βάλω ιώδιο επάνω. Κάνει παρατήρηση, μετέχει σε μια παρατήρηση, η οποία είναι μια συγκέντρωση από όλο το νευρολογικό σύστημα. Γίνεται συγκέντρωση και μετά γίνεται ανάλυση και μετά απόφαση τι θα γίνει».
Από την εμπειρία του Θεού, δια του νου, εμπνέεται και η λογική, «που μεταφράζει την εμπειρία στην γλώσσα του ανθρώπου».
Αν κανείς προσπαθήσει να φθάσει στην γνώση του Θεού με την λογική, τότε πλανάται, αφού «η λογική είναι ένα αδέσποτο πράγμα, ο καθένας φαντάζεται ό,τι θέλει».
Η προσπάθεια να αποκτήσει κανείς την γνώση του Θεού δια της λογικής, οδηγεί στην αίρεση.
«Η πεποίθησις του Αυγουστίνου ότι ο άνθρωπος μπορεί με την λογική του να συλλάβει τον Θεό, είναι η βάση όλων των διαφορών μεταξύ Ορθοδοξίας και Φράγκων».
Επομένως, οι Άγιοι Πατέρες κάνουν την διάκριση μεταξύ νου και λογικής. Την διάκριση αυτή την γνωρίζουν και οι Ινδουϊστές, που ασκούνται στον υπερβατικό διαλογισμό.
Όμως, σε αυτούς ενώ ο νους αδειάζει από λογισμούς, εν τούτοις εκτρέπεται σε άλλη κατεύθυνση, αφού δεν πληρούται από το Άγιον Πνεύμα.
«Οι Ινδουϊστές γνωρίζουν για την νοερά ενέργεια, αυτοί ξέρουν αυτήν την διάκριση μεταξύ λόγου και νοός. Και έχουν μια ασκητική γύρω από αυτά τα θέματα».
«Οι Ινδουϊστές ξέρουν ότι, εκτός από την λογική, υπάρχει ο νους. Το ξεύρουν αυτό το πράγμα και κάνουν γυμναστική πνευματική και φθάνουν μέχρι το να διώξουν από τον νου όλους τους λογισμούς και χωρίς να έχουν την μονολόγιστη ευχή.
Οι δικοί μας διώχνουν από τον νου όλους τους λογισμούς και μετά παραμένει η μονολόγιστη ευχή, που κατεβαίνει από την λογική και μεταφέρεται στην καρδιά. Δηλαδή, όπως δίνει κανείς την μπάλα σε έναν άλλο, η λογική αφού έχει καθαρισθεί ο νους, περνάει την ευχή στην καρδιά. Οπότε, η καρδιά προσεύχεται νοερώς και η λογική κάνει εσπερινό. Οπότε, μπορεί και διπλά να προσεύχεται ο άνθρωπος και εσπερινό να κάνει και να κάνει νοερά προσευχή ή να γράφει και να μαγειρεύει».
Ενώ οι Ινδουϊστές γνωρίζουν την ύπαρξη της νοεράς ενέργειας και την διάκριση μεταξύ νου και λογικής, την αγνοούν οι ψυχίατροι.
«Μόνον που οι σημερινοί ψυχολόγοι και ψυχίατροι δεν γνωρίζουν περί της υπάρξεως της νοεράς ενέργειας του ανθρώπου».
«Ο ψυχίατρος, αν γνώριζε την ύπαρξη του νου, θα ήταν υποχρεωμένος ή όχι να βρει τρόπο να θέσει σε λειτουργία αυτόν τον νου, ώστε η ανθρώπινη προσωπικότητα να λειτουργεί σωστά; Αυτό, νομίζω, ότι είναι το σημείο επαφής της σημερινής Ορθοδόξου θεολογίας με τον σύγχρονο άνθρωπο».
Πηγή: ("Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη" Τόμος Β΄. Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου), Ι.Ν. Παντανάσσης ''To Γενέσιον της Θεοτόκου''
Θυμᾶσαι, πιστεύω, ὅτι ὁ χριστιανὸς δὲν εἶναι ἕνας κοινὸς ἄνθρωπος, ἀφοῦ διαμορφώνεται τόσο ἀπὸ τὴ φύση ὅσο καὶ ἀπὸ τὴ χάρη. Πρέπει νὰ διευκρινίσω, ὅμως, ὅτι ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς δὲν σώζονται ὅλοι. Σώζονται, μπαίνουν δηλαδὴ στὴν αἰώνια βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μόνο ἐκεῖνοι στοὺς ὁποίους ἐνοικεῖ ἡ χάρη, διαποτίζοντάς τους ὁλοκληρωτικά, μεταμορφώνοντας θὰ ἔλεγα, σύνολη τὴ φύση τους. Πρόσεξε τί λέει ὁ Κύριος! Λέει πὼς «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μοιάζει μὲ προζύμι, ποὺ τὸ πῆρε μία γυναίκα καὶ τὸ ἀνακάτεψε μ’ ἕνα σακὶ ἀλεύρι, ὥσπου ζυμώθηκε ὅλο» (Ματθ. 13:33). Τὸ ζυμάρι δὲν φουσκώνει ἀμέσως μόλις ἀνακατωθεῖ μὲ τὸ προζύμι. Φουσκώνει στὴν ὥρα του, ἀφοῦ πρῶτα τὸ προζύμι διεισδύσει καὶ ἁπλωθεῖ σιγὰ-σιγὰ μέσα του. Τὸ ψωμὶ ποὺ γίνεται ἔτσι, εἶναι ἀνάλαφρο, εὐωδιστό, νόστιμο. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴ χάρη. Ὅταν ἑνώνεται μὲ τὴ φύση μας, στὸ ἅγιο Βάπτισμα, δὲν τὴ διαποτίζει ἀμέσως. Ἁπλώνεται σιγὰ-σιγά. Κι ὅταν ἡ χάρη ἁπλωθεῖ παντοῦ, ὅταν σύνολη ἡ φύση μας χαριτωθεῖ, τότε, ὅλα ὅσα κάνουμε, παίρνουν ἕναν ἄλλο χαρακτήρα. Τότε οἱ ἐνέργειές μας, μολονότι φαινομενικὰ εἶναι οἱ ἴδιες μὲ ἄλλες ὅμοιες ὁποιουδήποτε ἀνθρώπου, ἀποκτοῦν ἕνα ἰδιαίτερο ἄρωμα, μίαν ἰδιαίτερη γεύση, ἕναν ἰδιαίτερο ἦχο. Ὁ Θεὸς δέχεται μόνο αὐτὲς τὶς ἐνέργειες, ποὺ Τοῦ εἶναι ἐξαιρετικὰ εὐάρεστες.
Θὰ κάνω ἄλλη μία παρομοίωση, γιὰ νὰ ἐξηγήσω τὸ πῶς ἡ χάρη, ὅταν τῆς δίνονται περιθώρια νὰ ἐνεργήσει, ἀφοῦ διαποτίσει σύνολη τὴ φύση μας, γίνεται καὶ ἐξωτερικὰ ὁρατὴ σὲ ὅλους ὅσοι εἶναι ἱκανοὶ νὰ τὴ δοῦν. Ἡ χάρη, λοιπόν, μοιάζει μὲ τὴ φωτιά, ποὺ διεισδύει στὸ σίδερο. Δὲν εἶναι μόνο μέσα στὸ σίδερο, μὰ καὶ στὸ ἐξωτερικό του. Τὴν πύρινη δύναμή της τὴ βλέπει ὁ καθένας. Ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὴ χάρη, ὅταν εἰσχωρήσει στὴ φύση μας. Γίνεται ἀντιληπτὴ ἀπ’ ὅλους. Ὅλοι ὅσοι ἔρχονται σὲ ἐπαφὴ μ’ ἕναν θεοχαρίτωτο ἄνθρωπο, αἰσθάνονται ὅτι αὐτὸς ἔχει μίαν ἀσυνήθιστη δύναμη, ποὺ ἐκδηλώνεται ποικιλότροπα. Ὅταν ἀρχίζει νὰ μιλάει γιὰ ὁτιδήποτε πνευματικό, λάμπει σὰν τὸν μεσημεριάτικο ἥλιο, καὶ τὰ λόγια του πηγαίνουν κατευθείαν στὴν ψυχὴ τοῦ ἀκροατῆ, διαμορφώνοντας μέσα του μὲ αὐθεντία ἀνάλογα συναισθήματα καὶ διαθέσεις. Μὰ κι ὅταν ἀκόμα δὲν μιλάει, ἐκπέμπει μία θερμότητα, ποὺ ἐπηρεάζει τὰ πάντα γύρω του, καὶ μία παράξενη δύναμη, ποὺ ἐπενεργεῖ στὶς ψυχὲς καὶ τοὺς ἐμπνέει προθυμία γιὰ πνευματικὸ ἀγώνα.
Παίρνουμε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ στὴ νηπιακή μας ἡλικία μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα. Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ἡ χάρη ἀρχίζει νὰ ἐνεργεῖ μέσα μας, μὲ τὴν προοπτικὴ καὶ τὴν ἐλπίδα ὅτι, μετὰ τὴν ἐνηλικίωση καὶ ὡρίμανσή μας, θὰ ἀναλάβουμε αὐτοθέλητα καὶ πρόθυμα τὸν ἀγώνα γιὰ τὴ σωτηρία μας.
Ὅταν οἱ γονεῖς εἶναι εὐσεβεῖς καὶ ἀνατρέφουν τὰ παιδιά τους, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος, «δίνοντάς τους ἀγωγὴ καὶ συμβουλὲς ποὺ ἐμπνέονται ἀπὸ τὴν πίστη στὸν Κύριο» (Ἐφ. 6:4) , τότε ἡ θεία χάρη γεννάει τὴν εἰρήνη στὶς παιδικὲς ψυχές. Ἔτσι τὰ παιδιὰ γίνονται εὐγενικά, ταπεινά, ὑπάκουα, καλότροπα, θεοφοβούμενα. Παραδείγματα μπορεῖ νὰ δεῖ κανεὶς παντοῦ. Θὰ ἔλεγα πὼς κι ἐσὺ εἶσαι ἕνα τέτοιο παιδί, ἂν δὲν φοβόμουνα ὅτι θὰ τὸ ἔπαιρνες ἐπάνω σου, μολονότι κανένα χάρισμά σου δὲν ὀφείλεται σὲ δικές σου προσπάθειες. Ὑπάρχουν στὴν ψυχή σου πολλὰ καλὰ στοιχεῖα, ἀλλὰ τὰ ἔχεις πάρει ἀπὸ ἄλλους· εἶναι δῶρα εἴτε τοῦ Θεοῦ εἴτε τῶν ἀνθρώπων, καὶ συγκεκριμένα τῶν γονιῶν σου, πού σοῦ τὰ κληροδότησαν ἤ σοῦ τὰ ἔδωσαν μὲ τὴν ἀνατροφή. Μπροστά σου βρίσκεται τώρα ἕνα καθῆκον: Ν’ ἀγαπήσεις ὅλα αὐτὰ τὰ καλὰ στοιχεῖα, νὰ τὰ κλείσεις στὴν καρδιά σου, κι ἔπειτα νὰ τὰ αὐξήσεις καὶ νὰ τὰ πολλαπλασιάσεις. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι πατᾶς σὲ γερὰ θεμέλια καὶ ὅτι βρίσκεσαι στὸν σωστὸ δρόμο. Τίποτα, ὅμως, ἀπ’ ὅσα ἔχεις δὲν εἶναι καρπὸς τῆς ἐλεύθερης βουλήσεώς σου καὶ ἀποτέλεσμα ὑπεύθυνων ἀποφάσεών σου. Καὶ ἂν δὲν ἀρχίσεις τώρα νὰ καταβάλλεις τὶς δικές σου προσπάθειες γιὰ τὴ σταθεροποίηση τῶν καλῶν στοιχείων τῆς ψυχῆς σου, θὰ τὰ χάσεις ὅλα μὲ τὶς πρῶτες δυσάρεστες περιστάσεις. Ναί, θὰ σὲ ἐγκαταλείψουν, ἀφήνοντας πίσω τους μόνο μία γλυκειὰ – ἢ μήπως πικρή;- ἀνάμνηση.
Θυμᾶσαι τί ἔνιωσες, ὅταν βυθίστηκες στὴ δίνη τῆς κοσμικῆς ζωῆς; Πῶς ταλαιπωρήθηκες τότε; Πῶς ἡ λύπη πλημμύρισε τὴν καρδιά σου; Ὅ,τι καλὸ ἔχεις μέσα σου, τὸ πῆρες ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ τὴν οἰκογένειά σου. Γιατί, λοιπόν, οἱ ἐμπειρίες σου ἀπὸ τὴν κοσμικὴ ζωὴ σὲ στενοχώρησαν; Ἐπειδὴ ἄφησες τὸν ἑαυτό σου νὰ νιώσει κάποια συμπάθεια γιὰ τὴ ζωὴ αὐτή. Μολονότι δὲν τὸ ὁμολόγησες, εἶναι αὐταπόδεικτο ἀπὸ τὴ λύπη ποὺ σὲ ταλαιπώρησε ἀργότερα. Ἂν δὲν ὑπῆρχε συμπάθεια, δὲν θὰ ὑπῆρχε καὶ ταλαιπωρία. Σοῦ ἔγραψα ὅτι, ἂν κάποια ἀδήριτη ἀνάγκη σὲ ρίξει ξανὰ στὴν ἴδια δίνη, μὴν ἀφήσεις τὴν καρδιά σου νὰ προσκολληθεῖ σὲ κάτι ἀπ’ ὅσα βλέπεις ἢ ἀκοῦς ἐκεῖ. Ἂν ἡ καρδιά σου δὲν προσκολληθεῖ σὲ τίποτα, δὲν θὰ ξαναδοκιμάσεις λύπη. Δὲν ξέρω ἂν τώρα βρίσκεσαι πάλι σ’ αὐτὴ τὴ δίνη. Κι ἂν βρίσκεσαι, δὲν ξέρω ἂν τηρεῖς τὴ συμβουλή μου. Κάνε ὅ,τι νομίζεις. Εἶσαι αὐτεξούσια. Ὅπου νὰ ‘ναι, ἄλλωστε, ἐνηλικιώνεσαι.
Ἀπὸ τὴν πλευρά μου, πάντως, ὀφείλω νὰ σοῦ πῶ εἰλικρινὰ καὶ ξεκάθαρα ὅτι ἔχεις τρεῖς ἐπιλογές: Εἴτε νὰ γίνεις ἄνθρωπος πνευματικὸς καὶ θεοχαρίτωτος, εἴτε νὰ γίνεις ἄνθρωπος κοσμικός, κενός, ματαιόσχολος καὶ ἐμπαθὴς ὅσο ὅλοι σχεδὸν οἱ ἄλλοι, εἴτε, τέλος νὰ γίνεις ἄνθρωπος μετέωρος ἀνάμεσα στὴν πνευματικὴ καὶ τὴν κοσμικὴ ζωή. Ἐλπίζω καὶ εὔχομαι νὰ γίνεις ἄνθρωπος πνευματικός. Καὶ θὰ γίνεις, ἂν τὸ θελήσεις. Ἄνθρωπος κενὸς καὶ ματαιόσχολος, ἄνθρωπος κοσμικὸς καὶ ἄπιστος δὲν νομίζω ὅτι θὰ γίνεις ποτέ, γιατί σὲ γνωρίζω ἀρκετὰ καλά. Δὲν μπορῶ, ὡστόσο, ν’ ἀποκλείσω τὴν πιθανότητα τῆς τρίτης περιπτώσεως. Εἶναι πιθανὸ νὰ μὴ γίνεις οὔτε ἐντελῶς πνευματικὴ μὰ οὔτε καὶ ἐντελῶς κοσμική, οὔτε χριστιανὴ μὰ οὔτε καὶ ἄπιστη. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ συμβεῖ, ἂν δὲν φυλάξεις τὴν καρδιά σου ἀπὸ τὴν ἕλξη τῆς κοσμικῆς ζωῆς. Πρόσεξε! Μιλάω γιὰ ἕλξη καὶ ὄχι γιὰ συμμετοχὴ στὴν κοσμικὴ ζωή. Γιατί ἡ συμμετοχή, ὅπως λὲς κι ἐσύ, μερικὲς φορὲς εἶναι ἀναπόφευκτη. Ἂν λοιπόν, δὲν φυλάξεις τὴν καρδιά σου ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἕλξη, θὰ γεννηθεῖ μέσα σου μία συμπάθεια γιὰ τὴν κοσμικότητα, συμπάθεια ποὺ δὲν θὰ σὲ ἀποκόψει ἐντελῶς ἀπὸ τὶς χριστιανικὲς ἀρχές σου, ἀλλὰ θὰ σοῦ ἐμπνεύσει κάποια ψυχρότητα ἀπέναντί τους. Θὰ διατηρήσεις τὶς ἀρχές σου, ἢ μᾶλλον μερικὲς ἀπ’ αὐτές, ἀλλὰ μόνο ἀπὸ συνήθεια. Ἔτσι οὐσιαστικὰ δὲν θὰ βρίσκεσαι οὔτε στὸν κοσμικὸ χῶρο, οὔτε στὸν ἀληθινὰ πνευματικό· δὲν θὰ εἶσαι οὔτε κοσμικὸς οὔτε πνευματικὸς ἄνθρωπος.
Τὸ ἀποτέλεσμα ποιὸ θὰ εἶναι; Ὅποιο ἦταν καὶ γιὰ τὸν ἄγγελο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Λαοδικείας, ποὺ καταδικάστηκε ἀπὸ τὸν Κύριο στὴν Ἀποκάλυψη: «Ξέρω καλὰ τὰ ἔργα σου. Δὲν εἶσαι οὔτε κρύος οὔτε ζεστός. Μακάρι νὰ ἤσουνα εἴτε κρύος εἴτε ζεστός! Ἐπειδή, ὅμως, δὲν εἶσαι οὔτε κρύος οὔτε ζεστὸς ἀλλὰ χλιαρός, γι’ αὐτὸ θὰ σὲ ξεράσω ἀπὸ τὸ στόμα μου» (Ἀποκ. 3:15-16). Πρέπει νὰ εἶναι κανεὶς θερμὸς ἀπέναντι στὸν Θεὸ καὶ σ’ ὅλα τὰ θεῖα, ἀλλὰ ψυχρὸς ἀπέναντι στὴν κοσμικότητα καὶ τὴν ἁμαρτία. Ἂν δὲν εἶσαι οὔτε ψυχρὴ ἀπέναντι στὴν κοσμικότητα οὔτε θερμὴ ἀπέναντι στὰ θεῖα, ἀλλὰ χλιαρὴ καὶ κρυερὴ ἀπέναντι σὲ ὅλα, ὁ Θεὸς θὰ σὲ ἀποδοκιμάσει καὶ θὰ σὲ ἀπορρίψει.
Τί πρέπει, λοιπόν, νὰ κάνεις; Νὰ διαλέξεις μὲ τὴν καρδιά σου τὴν ἅγια καὶ θεάρεστη πνευματικὴ ζωή, τώρα μάλιστα ποὺ ἐνηλικιώνεσαι. Θὰ τὴ διαλέξεις; Ὁ Κύριος νὰ σὲ εὐλογήσει καὶ νὰ σὲ φωτίσει!
Η Εκκλησία μάς προβάλλει σήμερα, 7 Ιανουαρίου, τη μορφή του Προδρόμου Ιωάννη, πρωταγωνιστή της Βαπτίσεως του Κυρίου.
Ο Βαπτιστής ήταν «η φωνή του Λόγου, ο λύχνος του φωτός, ο εωσφόρος, ο του ηλίου πρόδρομος» (Ειρμός Στ’ Ωδής Θεοφανείων). Ήταν δε «ενδεδυμένος τρίχας καμήλου και ζωήν δερματίνην περί την οσφύν αυτού, και εσθίων ακρίδας και μέλι άγριον». Οι συγκεκριμένες πρακτικές του θα μας δώσουν αφορμή ν’ ασχοληθούμε ακροθιγώς με τη σκληραγωγία του «σαρκίου», η οποία βοηθάει πολύ στην ανύψωση του πνεύματος.
Υπόθεση αναγκαιότατη, αν τη ζυγίσουμε με τα λεγόμενα του κολοσσού Παύλου. Δεν του έφθαναν όσα «τράβηξε» ακούσια, που τα συνόψισε πυκνώτατα σε τέσσερις λέξεις, «έξωθεν μάχαι, έσωθεν φόβοι» (Β’ Κορ. 7.5), αλλά πρόσθετε και τα εκούσια. Μας φανερώνει πάλι: «Υποπιάζω μου το σώμα και δουλαγωγώ, μήπως άλλοις κηρύξας αυτός αδόκιμος γένωμαι» (Α’ Κορ. 9.27).
* * *
Η μαλθακότης δεν βοηθάει ούτε σωματικά ούτε ψυχικά. Έτσι αποφαίνεται η Ιατρική, έτσι και η Θεολογία. Τη χειρωνακτική δουλειά και απασχόληση την έχει ευλογήσει ο Κύριος με την προσωπική Του εργασία, αυτή που Του έδωσε την προσωνυμία «ο τέκτων» (Μάρκ. 6.3).
Ρωτάει επομένως ο Μέγας Βασίλειος (Ασκητικαί Διατάξεις 23): Ποιος θα παραπονεθεί ότι είναι ταπεινωτικά τα έργα του, αν αυτά τα έκανε και ο Κύριος;
Πράγματι εργαζόταν χειρωνακτικά, έπλυνε τα πόδια των μαθητών (Ιω. 13.4-5), μαγείρεψε (Ιω. 21.9) και ακόμη κακοπάθησε, κουράσθηκε από οδοιπορία και πείνασε (Ιω. 4.6,8), αγρύπνησε (Λουκ. 6.12), δίψασε (Ιω. 19.28) κλπ.
Επαινώντας ακριβώς τη σκληραγωγία του Προδρόμου είχε πει: «Αλλά τι εξήλθετε ιδείν; άνθρωπον εν μαλακοίς ιματίοις ημφιεσμένον; ιδού οι τα μαλακά φορούντες εν τοις οίκοις των βασιλέων εισίν» (Ματθ. 11.8).
Επίσης ο μέγας Διδάσκαλος τους δώδεκα μαθητές Του τους είχε διαλέξει κατά κύριο λόγο από το επίμοχθο επάγγελμα των ψαράδων. Το ίδιο και οι άγιοι· υπήρξαν «γιοί της εργασίας» (Α’ Παραλ. 26.29) και αγίασαν τις διάφορες εργασίες, όπως και η Θεοτόκος τα οικιακά. Ο Θεός έδωσε την εργασία στον Αδάμ (Γεν. 2.15). Συνεπώς κατά φύση η εργασία, οπότε κατ’ ανάγκη παρά φύση η αεργία.
«Ει τις ου θέλει εργάζεσθαι, μηδέ εσθιέτω. ακούομεν γάρ τινας… μηδέν εργαζομένους, αλλά περιεργαζομένους· τοις δε τοιούτοις παραγγέλομεν… ίνα μετά ησυχίας εργαζόμενοι τον εαυτών άρτον εσθίωσιν» (Β’ Θεσσ. 3.10-12), και να μη ζουν παρασιτικά σε βάρος τρίτων. Τα γράφει αυτά αυτός ο Παύλος (Β’ Θεσσ. 3, 8· Α’ Κορ. 4.12). Υπογραμμίζει δε o ιερός Χρυσόστομος ότι, εκτός από την εργασία του προς βιοπορισμό, «μεγάλο έδειχνε κόπο για τη δουλειά, ώστε να μπορέσει να βοηθήσει και άλλους». (Εις το Ασπάσασθε Πρίσκιλλαν και Ακύλλαν Α’ 5). Και τούτο το τελευταίο το είχε εξομολογηθεί ο μέγας απόστολος λέγοντας «Ταις χρείαις μου και τοις ούσι μετ’ εμού υπηρέτησαν αι χείρες αύται» (Πρ. 20.34).
Εμείς δεν έχουμε τις ευθύνες και τον φόρτο που είχε ο απόστολος των εθνών. Εμείς επιδιώκουμε ανάπαυση, ρωτάει ο αββάς Κασσιανός, «στους οποίους δεν παραδόθηκε ούτε κήρυγμα του Ευαγγελίου ούτε των Εκκλησιών η μέριμνα, αλλά μόνο της δικής μας ψυχής η φροντίδα»; (Προς Κάστορα επίσκοπον, Περί Ακηδίας).
Μας «ταρακουνάει» ο ιερός Χρυσόστομος: «Και άνω και κάτω πολύ [προφέρεται και κυριαρχεί] το όνομα της αναπαύσεως. Τί λες, άνθρωπε; Ενώ διατάχθηκες να βαδίζεις τεθλιμμένη οδό [Ματθ. 7.14], ρωτάς για ανάπαυση; Και ενώ προστάχθηκες να εισέλθεις δια της στενόχωρης πύλης [Ματθ. 713], επιζητάς ευρύχωρη;… Τί λες, άνθρωπε; Ενώ μέλλεις να βαδίσεις προς τον Ουρανό… ρωτάς αν υπάρχει τίποτε δύσκολο κατά την οδό αυτή… και δεν ντρέπεσαι;» (Περί Κατανύξεως Α’ 6).
Προσοχή λοιπόν, μας συμβουλεύει η Κλίμαξ, «μήπως λέγοντας ότι οδεύουμε πάνω στη στενή και τεθλιμμένη οδό, πλανηθήκαμε κατέχοντας την πλατειά και ευρύχωρη» (2.13).
* * *
Σκληραγωγία. Δεν μας αρέσει! Ρέπουμε προς την καλοπέραση, χαϊδεύουμε τον εαυτούλη μας. Καλοζωϊσμό ζητάει η φύση μας, και μεις της κάνουμε το χατίρι, την κολακεύουμε. Ωστόσο «το να ζει κανείς κατά φύση, δεν είναι καθόλου χαρακτηριστικό του πιστού» (Ιουστίνου Αμφιβαλλόμενα, Επιστολή προς Ζήναν… 7). Για τη δυνατή θέληση έχει θέση η ρήση «Ό,τι θέλεις το μπορείς». Ο νωθρός, αυτός που φοβάται τον ιδρώτα, σωματικό και πνευματικό, δεν θα προκόψει· από τα πιο πεζά ως τα πιο υψηλά.
Αν π.χ. ο ξυλουργός, μια και αναφερθήκαμε στον «τέκτονα» Ιησού, κάνει τις κατασκευές του όπως-όπως, απλώς για να ξεγελάσει, η κατάντια τους σύντομα θα τον μαρτυρήσει, και δεν πρόκειται να του ξαναδώσουν δουλειά.
Αν ο φοιτητής δεν ξενυχτάει στο διάβασμα, δεν βλέπει πτυχίο. Αν ο πιστός δεν καταβάλει τίμημα κόπου και πόνου, δεν λυτρώνεται από τα πάθη.
Ιδίως στα πνευματικά δεν υπάρχει αυτόματος πιλότος, δεν ισχύει το «Εσύ κοιμάσαι και η τύχη σου δουλεύει». Γιατί; Γιατί αποφάνθηκε ο Χριστός ότι «βιασταί αρπάζουσιν αυτήν», την Βασιλεία των Ουρανών (Ματθ. 11.12). Υπομνηματίζουν οι Πατέρες:
Μέγας Αθανάσιος: «Εκείνος που έχει ανάπαυση στον κόσμο τούτο ας μην ελπίζει να λάβει την αιώνια ανάπαυση. Γιατί η Βασιλεία των Ουρανών δεν είναι των αναπαυμένων εδώ, αλλά είναι εκείνων που κυνήγησαν τον βίο τούτο μέσα σε θλίψη πολλή και στενοχωρία» (Περί Παρθενίας 18).
Ιωάννης Χρυσόστομος: «Πώς λοιπόν δεν είναι άτοπο, σε όλα μεν τα βιωτικά να προϋπάρχουν οι πόνοι πριν από την ηδονή… αν και μένει ευτελής και μικρή η προσδοκία από εκείνους τους κόπους, όταν δε υπάρχει μπροστά μας ο Ουρανός… και η συναναστροφή με αγγέλους… να προσδοκούμε ότι θα τα επιτύχουμε με ραθυμία και ραστώνη και διαλυμένη ψυχή, και δεν τα αξιώνουμε με την ίδια με τα βιωτικά επιμέλεια;» (Εγκώμιον εις Μάρτυρας Αιγυπτίους 2).
Λαυσαϊκό: «Κανείς τα έτοιμα και την άνεση να μην επιζητεί, αλλά ας στενοχωρείται τώρα και ας θλίβεται, για να κληρονομήσει την ευρυχωρία της Βασιλείας του Θεού» (Ιωάννης Λυκοπολίτης).
Ισαάκ ο Σύρος: «Δεν κατοικεί το Πνεύμα του Θεού σε αυτούς που περνούν με ανάπαυση , αλλά του διαβόλου»! (Ασκητικά Λόγος 36 Περί του μη δειν χωρίς ανάγκης επιθυμείν… σελ. 15). Η ανάπαυση και η αεργία είναι απώλεια της ψυχής και μπορεί να βλάψει περισσότερο από τους δαίμονες» (Ασκητικά Λόγος 73 Περιέχων συμβουλίας πεπληρωμένας ωφελείας σελ. 291).
Και ο ιερός Χρυσόστομος: «Ο καιρός μεν των επάθλων και των στεφάνων είναι ο μέλλων αιών, των δε παλαισμάτων και των ιδρώτων ο παρών… Αν δε, θα ήθελε κάποιος ραθυμώντας, και ν’ απολαύσει τα εδώ ηδέα και [τον] μισθό που απόκειται εκεί γι’ αυτούς που κοπιάζουν, ξεγελά και απατά τον εαυτό του. Γιατί όπως ακριβώς με τους αθλητές, εκείνος μεν που πάνω στον καιρό των αγώνων επιζητά άνεση, αισχύνη… προξενεί στον εαυτό του, ενώ εκείνος που μέσα στο στάδιο υπέφερε γενναία κάθε κούραση κερδίζει από τους θεατές στεφάνια και δόξα… και μέσα στους ίδιους τους αγώνες και όταν αυτοί τελειώσουν, έτσι και με μας» (Προς Σταγήριον Β’, ΕΠΕ τόμ. 29 σελ. 130).
Σκοπός της σκληραγωγίας του σώματος είναι η ενδυνάμωση του πνεύματος, είπαμε, και της θελήσεως. Ειδικώτερα η ταπείνωση της σάρκας συνεπιφέρει την ταπείνωση του υψηλού και επηρμένου φρονήματος.
Για παράδειγμα όταν κάνουμε μετάνοιες, μαζί με το σώμα πράγματι κλίνει και σκύβει και η ψυχή λέγοντας «… ελέησόν με τον αμαρτωλόν».
Επακόλουθο η άφεση των αμαρτιών. Διδάσκει ο διδάσκαλος όσιος Νικόδημος ο Αγειορίτης: «Έχεις και τρίτο λουτρό [μετά την εξομολόγηση και τα δάκρυα] τους ιδρώτες και κόπους του σώματος, με τους οποίους γίνεται άφεση των αμαρτιών από τον Κύριο. “Δες την ταπείνωσή μου και τον κόπο μου και άφησε όλες τις αμαρτίες μου [Ψαλμ. 24.18]» (Πνευματικά Γυμνάσματα, Μελέτη 10,β).
Συντάσσεται με αυθεντία ο Μάξιμος ο Ομολογητής: «Ταπείνωση και κακοπάθεια ελευθερώνουν τον άνθρωπο από κάθε αμαρτία. Η μεν με το να περικόπτει τα πάθη της ψυχής, η δε του σώματος» (Κεφάλαια περί αγάπης, Εκατοντάς Α’, 76).
Αφού το εξασκημένο σώμα και πειθήνιο δίνει το προβάδισμα στον νου και ισχυροποιεί τη θέληση, όσο δεν έχουν έρθει τα γηρατειά και οι αρρώστιες ας καλλιεργούμε την «πρακτική» αρετή, την εξωτερική, ας πούμε, αρετή.
Η εργασία και η κακοπάθεια δεν ασκείται μόνο χάριν της άλλης ζωής, αλλά και για ν’ αντεπεξερχόμαστε ενίοτε και σε αυτή τη ζωή. Ποιος γνωρίζει τί στερήσεις είναι πιθανό να συναντήσουμε στην πορεία μας; Αβέβαιο το μέλλον. Πιθανές και οι οικονομικές κρίσεις σε απίθανο βαθμό – τα ζήσαμε αυτά. Εκτός από βιωτικές αντιξοότητες δυνατό να σηκωθούν και «συνειδησιακές», ομολογία πίστεως, με κόστος διωγμούς, φυλακίσεις και τα συνακόλουθα. Είναι φρικτό και ανόητο ν’ αρνηθεί κανείς τον Σωτήρα γιατί του στέρησαν τις τούρτες!
Ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος κατακλείει συμβουλευτικά: «Εάν θέλεις… να γίνεις επίγειος άγγελος, αγάπησε, αδελφέ, θλίψη σώματος, ασπάσου κακοπάθεια» (Κατήχηση Β’ 2).
* * *
Είπαμε πολλά για το πνευματικό όφελος των εξωτερικών ασκήσεων. Δεν γίνεται να τελειώσουμε χωρίς να αναφερθούμε και στο φυσικό. Είναι παγκοίνως αποδεκτό πώς το εξασκημένο σώμα παρέχει ψυχοσωματική ευεξία και ισορροπία.
Χωρίς κίνηση ο οργανισμός σκουριάζει. Πάρε το τσαπί και θα σου περάσουν όλα, και μάλιστα αν μπορείς μέσα στη φύση. Μια μέρα τέτοιας δραστηριότητας φέρνει κανονική βιολογική λειτουργία και νύχτα με ομαλό ύπνο. Το σώμα γίνεται ζωντανό και σφριγηλό. Το επισημαίνει και ο άγιος Χρυσόστομος: «Σώμα το μεν αργό και ακίνητο, νοσώδες και αηδιαστικό, το δε κινούμενο και κουραζόμενο και ταλαιπωρούμενο, ωραιότερο και υγιεινότερο» (Εις τας Πράξεις 54.3).
Τέτοιο σώμα πειθήνιο ατσαλώνει και ομορφαίνει και την ψυχή. Ο ιδρώτας αποτοξινώνει εξωτερικά – η απραξία, το αντίθετο.
Βρισκόμαστε στην αρχή του νέου χρόνου. Ανταλλάσσουμε ευχές για νά είναι αίσιος, χαρούμενος, δημιουργικός, ευτυχισμένος. Αν δεν θέλουμε νά μείνουμε στα λόγια, νά μείνουν κούφια λόγια, αλλά πραγματικά νά είναι καρποφόρος καί πνευματικά καί υλικά – καί τα υλικά είναι ευλογημένα όταν γίνονται «εν Κυρίω», κατά τήν αγαπημένη έκφραση του Παύλου (π.χ. Ρωμ. 16.2) – τότε ας ενεργοποιηθούμε. Ας εργασθούμε σωστά, ας πούμε επαγγελματικά, όχι ερασιτεχνικά, Δεν λέμε ουτοπιστικά, νά κοιμόμαστε δηλ. δυό ώρες το εικοσιτετράωρο καί νά δουλεύουμε είκοσιδυό! Όλα μέ σύστημα, μέ οργάνωση καί επιμέλεια, μέ σώφρονα εργατικότητα, συνειδητά. Αυτά θα μας κάνουν ευλογημένο καί χαρούμενο το νέο έτος καί όχι η οκνηρία καί η ανευθυνότητα.
Η δε παντοτινή κατάπαυσή μας και η απόλαυσή μας θα είναι ο σαββατισμός του Θεού στην αιωνιότητα – ξεκουράσθηκε, λέει η Γραφή (Γεν. 2.2-3) ο Θεός την ημέρα την εβδόμη, μετά τη δημιουργία του κόσμου. Τότε έργο μας άκοπο και μεθυστικό ηδονής πνευματικής θα είναι η αιώνια λειτουργία «τω καθημένω επί του θρόνου και τω Αρνίω» (Αποκ. 5.13). Θ’ αναπέμπουμε ακατάπαυστα τον τρισάγιο ύμνο «ημέρας και νυκτός λέγοντες· άγιος, άγιος, άγιος Κύριος ο Θεός ο Παντοκράτωρ» (Αποκ. 4.8), ενώ «Κύριος ο Θεός φωτιεί» μας (Αποκ. 22.5).
Αφού ευχαριστήσουμε τον Τίμιο Πρόδρομο που μας παρέσχε την ευκαιρία να μελετήσουμε αρετή που ίσως δεν της είχαμε δώσει σημασία, ας ζητήσουμε τις πρεσβείες του: «Το χέρι σου που ακούμπησε την ακήρατη κορυφή του Δεσπότη… σήκωσέ το υπέρ ημών προς αυτόν, Βαπτιστή, γιατί έχεις παρρησία πολλή» (Δοξαστικό Θ’ Μεγ. Ώρας Θεοφανείων). Αμήν!
Ιουστίνος ιερομόναχος
Πηγή: Κοινωνία Ορθοδοξίας
Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες, αγαπητοί αδελφοί
Ευθύς εξ αρχής θα πρέπει να παραδεχθώ και να σας ομολογήσω, ότι αυτή τη φορά έκανα μίαν παρασπονδίαν, την εξής: Ενώ, δηλαδή, το θέμα της σημερινής ομιλίας μου είχεν ορισθεί να είναι: Ο άγιος Ιωάννης ως Βαπτιστής, Προφήτης και Πρόδρομος και θα περιμένατε, δηλαδή, να ακούσετε να αναλύω και να αναπτύσσω, να ξεδιπλώνω ολόκληρο αυτό το τρίπτυχο, δηλαδή: και το Βαπτιστής , και το Πρόδρομος και το Προφήτης, όμως αναγκάστηκα από τα ίδια τα πράγματα να περιορισθώ στο πρώτο μόνο σημείον, δηλαδή στο Βαπτιστής. Κι' αυτό, διότι, όταν καταπιάστηκα με το θέμα του αγίου Ιωάννου, βρέθηκα μπροστά σε μιαν απέραντη ύλη, την οποία μου ήταν αδύνατο να δαμάσω και να σας την παρουσιάσω σε μία μόνο ομιλία τριών περίπου τετάρτων της ώρας. Αυτή, λοιπόν, ήταν η παρασπονδία μου, για την οποίαν και ζητώ συγγνώμην, αλλά και την κατανόησή σας. Αν δε ο Θεός επιτρέψει και με τις ευχές πάντα του Σεβασμιωτάτου, θα σας παρουσιάσω τον επόμενον χρόνον τις άλλες δύο πτυχές αυτού του τριπτύχου του αγίου Ιωάννου. Έτσι, περιορισμένο, λοιπόν, το σημερινό θέμα μας, θα είναι: Ο άγιος Ιωάννης ως Βαπτιστής. Αλλ' επειδή και έτσι περιορισμένο, θα είναι, όπως θα διαπιστώσετε, τεράστιο, θα περιορισθώ σε μερικές μόνον επισημάνσεις, χωρίς να είναι δυνατόν ούτε αυτό να το εξαντλήσω, όπως βέβαια θα επιθυμούσα. Και ήδη επείγομαι να μπω στο θέμα μου:
Πρώτη επισήμανση: Το παρωνύμιον «Βαπτιστής»: Από τους τέσσαρες Ευαγγελιστές, ο μεν τέταρτος, ο και θεολόγος όταν μιλάει στο ευαγγέλιο του για τον Πρόδρομον, τον ονομάζει απλά και μόνο με το όνομα Ιωάννης, χωρίς ποτέ να το συνοδεύει και με το παρωνύμιον Βαπτιστής . Οι υπόλοιποι, όμως, τρεις ευαγγελιστές, οι λεγόμενοι συνοπτικοί, αναφέρουν μεν το όνομα Ιωάννης, αλλά το συνοδεύουν και με το παρωνύμιον Βαπτιστής. Ειδικότερα δε, ο ευαγγελιστής Μάρκος, εκτός του Βαπτιστής, χρησιμοποιεί τρεις φορές και την μετοχήν ο Βαπτίζων. Εξ άλλου, από τις εξω-καινοδιαθηκικές Ιστορικές πηγές, ο ιουδαίος Ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος είναι που εις το έργον του Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, αφιερώνοντας ορισμένες γραμμές στο πρόσωπον και στο θρησκευτικό κίνημα, που προκάλεσεν ο άγιος Ιωάννης, του αποδίδει κι' αυτός το παρωνύμιον Βαπτιστής.
Και το μεν γεγονός καθ' αυτό, ότι αυτός ο Ιωάννης όντως είχεν αυτήν την πλατειά μαρτυρούμενην βαπτισματικήν δραστηριότητα, ουδείς ποτέ το αμφισβήτησεν. Πρόκειται, δηλαδή, για κατοχυρωμένο Ιστορικό γεγονός, που το βεβαιώνουν, πλην του ιουδαίου ιστορικού Φλαβίου Ιώσηπου, και οι τέσσερες ευαγγελιστές, αλλά και ο συγγραφέας του βιβλίου των Πράξεων Αποστόλων.
Παρατηρούμεν μάλιστα ότι αυτή η Ιωάννεια βαπτισματική τελετουργία καταλάμβανε τόσον σπουδαία και κεντρική θέση μέσα στο όλο δημόσιο έργο του Προδρόμου, δηλαδή μέσα στην διακονία του, ώστε ο ευαγγελιστής Μάρκος, μάλλον επειδή τη θεωρεί σπουδαιότερη, να την αναφέρει ακόμη και προ αυτού του Ιωάννειου κηρύγματος, δηλαδή, να την προτάσσει του κηρύγματος του Ιωάννου, όταν λέγει ο ευαγγελιστής αυτός: «εγένετο Ιωάννης βαπτίζων εν τη ερήμω και κηρύσσων» (Μάρκ. α', 4). Να γιατί λέμε, ότι η Καινή Διαθήκη αποδίδοντας του το παρωνύμιον Βαπτιστής, θέλει να τον χαρακτηρίσει με αυτήν την πιο εντυπωσιακήν, την πιο χαρακτηριστικήν, αλλά και την πιο σημαντικήν του δραστηριότητα και, άρα, ιδιότητα.
Δεύτερη επισήμανση: Η χρονική περίοδος της βαπτισματικής δράσης του Ιωάννου: Αφετηρία, διάρκεια, λήξη της: Μας είναι, άραγε δυνατόν να προσδιορίσουμε τις αρχές αυτής της δραστηριότητας, δηλαδή, πότε ακριβώς άρχισεν ο Ιωάννης να βαπτίζει; Αυτό το πράγματι βασανιστικόν ερώτημα απασχόλησεν τους ιστορικούς της Ιστορίας της εποχής του Χριστού. Βέβαια, εκ πρώτης όψεως, το πράγμα φαίνεται εύκολον. Κι αυτό, διότι ο ευαγγελιστής και πρώτος ιστορικός της Εκκλησίας, ο και ιατρός Λουκάς, ακριβώς την είσοδον του Βαπτιστή στην σκηνή της δημόσιας δράσης του για την προετοιμασία του δρόμου του Μεσσία, την τοποθετεί σ' ένα τέτοιο ιστορικό πλαίσιο, όπου μάλιστα και εμφανίζονται να παρελαύνουν αρκετά πρόσωπα γνωστά και άλλοθεν, αλλά και από την κοσμικήν Ιστορίαν. Λέγει, λοιπόν, ο ευαγγελιστής Λουκάς, τον οποίον παραθέτω εν παραφράσει: «Κατά δε το δέκατον πέμπτον έτος της αυτοκρατορίας του Τιβερίου Καίσαρος, όταν ήταν ηγεμών εις την Ιουδαίαν ο Πόντιος Πιλάτος, και τετράρχης εις την Γαλιλαίαν ο Ηρώδης αντίπας, ο δε Φίλιππος ο αδελφός του ήτο τετράρχης της Ιτουραίας και της Τραχωνίτιδος χώρας, και ο Λυσανίας ήτο τετράρχης της Αβιλινής, επί των αρχιερέων Άννα και Καϊάφα, ήλθε διαταγή του Θεού προς τον Ιωάννην τον υιόν του Ζαχαρίου, εις την έρημον, όπου αυτός έμενεν.» (Λουκ. γ', 12)
Θάλεγε κανείς ότι με τόσους χρονολογικούς προσδιορισμούς, δηλαδή, δια της αναφοράς και μνημονεύσεως τόσων προσώπων εκ της Ιστορίας, θα ήταν εύκολος και ο ακριβής προσδιορισμός της έναρξης του βαπτισματικού έργου του Ιωάννου. Όμως, εάν οι προσδιορισμοί αυτοί ήσαν αρκετοί και ικανοποιητικοί για τις Ιστορικές ανάγκες και απαιτήσεις της εποχής του Λουκά, δεν είναι πάντως πια για μας σήμερα. Εξ άλλου, τα χρονολογικά αυτά δεδομένα δεν είναι ούτε συγκεκριμένα, αλλ' ούτε και ακριβή, παρά μόνο φαινομενικώς. Το πρώτον μάλιστα απ’ αυτά, το μόνο που θάλεγε κανείς ότι θα μπορούσε να μας χρησιμεύσει και σαν βάση για ένα τέτοιο χρονολογικό υπολογισμό, που ζητάμε, δεν αποτελεί σίγουρο δεδομένο και στοιχείο και σημείον χρονολογικής εκτίμησης και αφετηρίας. Αλλά και οι ικανότεροι και διασημότεροι Ιστορικοί γενικότερον και κατά κανόνα, παραιτούνται από την προσπάθεια να ανιχνεύσουν από πότε ακριβώς άρχιζαν και πως υπολογίζονταν τα έτη διακυβέρνησης των ρωμαίων αυτοκρατόρων. Να γιατί στο ερώτημα πότε ακριβώς αρχίζει και η βαπτισματική δραστηριότητα του Ιωάννου, οι γνώμες των ιστορικών διχάζονται, ή, μάλλον ποικίλλουν και κινούνται σε μια μεγάλη χρονολογική κλίμακα, σε μια γκάμμα εννέα ετών, δηλαδή από το έτος 26 μ.Χ. μέχρι και το έτος 34 μ.Χ.
Αλλ' εάν δεν μας είναι δυνατόν να προσδιορίσουμε μίαν απόλυτα ακριβή στη λεπτομέρεια της χρονολογίαν έναρξης της βαπτι-σματικής δράσης του Ιωάννου, όμως, μας είναι δυνατόν, περιοριζόμενοι σε μιαν σχετικήν τοιαύτην να ικανοποιήσουμε μόνον εν μέρει αυτήν την ιστορικήν περιέργειά μας. Η σχετική δε αυτή χρονολόγηση βασίζεται στα εξής δεδομένα, που μας παρέχουν πάλιν τα ευαγγέλια:
Όταν, δηλαδή, ο Ιησούς πήγε στον Ιορδάνη ποταμό για να βαπτισθεί ο ίδιος, υπήρχεν ήδη μεγάλη συρροή πλήθους ανθρώπων, στις όχθες του ποταμού (Λουκ. γ', 7). Αυτό είναι το ένα στοιχείον.
Εξ άλλου, ο Βαπτιστής ήταν τότε ήδη γνωστός σ' όλο το λαό, που έτρεχε σ' αυτόν με ενθουσιασμό (Λουκ. γ', 21). Κι' αυτό είναι το δεύτερον. Πιο συγκεκριμένα δε, επίσης, η φήμη του Βαπτιστή είχεν ήδη μεγαλώσει και διαδοθεί τόσον στην Ιερουσαλήμ, όσον και σε όλην την Ιουδαία. (Ματ. γ', 5, Μάρκ. α', 5), τρίτον δεδομένον.
Επομένως, και βάσει αυτών των τριών στοιχείων, θα πρέπει να υποθέσουμεν ότι ο Ιωάννης θα πρέπει να είχεν αρχίσει ήδη να βαπτίζει, τουλάχιστον μερικούς μήνες πριν να εκδηλωθεί το κυρίως μεσσιανικόν κίνημα, αυτό, δηλαδή, του Ιησού. Αυτά τα λίγα μόνον, για τη χρονολογία γύρω από το Ιωάννειο Βάπτισμα.
Τρίτη επισήμανση: Και αφού μιλήσαμε για το χρόνο, περνάμε τώρα στο ερώτημα για τον τόπο: Πού, σε ποιες περιοχές εβάπτιζεν ο Ιωάννης;
Ο Λουκάς σημειώνει τα εξής για τον Ιωάννη και τη σχέση, που είχε από παιδί με την έρημον: «Το δε παιδίον ηύξανε και εκραταιούτο πνεύματι, και ην εν ταις ερήμοις, έως ημέρας αναδείξεως αυτού προς τον Ισραήλ» (Λουκ. α', 80). Ακριβώς δε, βγαίνοντας ο Ιωάννης απ’ αυτές τις ανώνυμες ερήμους, που αναφέρει ο Λουκάς, άρχισεν την αποστολή του, της οποίας το πρώτον πεδίον δράσης, ήταν επίσης μία έρημος, που αυτή όμως μας είναι γνωστή, η έρημος της Ιουδαίας (Ματθ.γ', 1).
Παλαιότεροι και νεώτεροι ερευνητές συμφωνούν τοποθετώντας αυτήν την έρημο στα πέριξ της Ιεριχούς, κοντά όμως στον Ιορδάνη. Σημειωτέον δε ότι το ποτάμι αυτό το αναφέρουν ονομαστικά και οι τέσσαρες Ευαγγελιστές. Πρέπει, όμως, να ξέρουμε ότι ο Βαπτιστής δεν έμενε σταθερά και συνέχεια στο ίδιο σημείο. Και ο μεν Ματθαίος με τον Μάρκο μας παρουσιάζουν τα πράγματα ωσάν μία ολόκληρη μερίδα ανθρώπων της Παλαιστίνης, να κατευθύνονταν προς τον Βαπτιστή, ενώ ο Λουκάς μας εμφανίζει τον Ιωάννην να κινείται αυτός ο ίδιος πλέον, και να κυκλοφορεί προσωπικώς καθ' όλην την έκταση της κοιλάδας του ποταμού (Λουκ. γ', 3), σαν να, δηλαδή, μετεκινείτο προς συνάντηση των νεωστί βαπτισθέντων υπ’ αυτού και των νεοφύτων του.
Είναι, λοιπόν, πιθανόν, ότι ακόμη και στην αρχή της δράσης του ασκούσε την διακονίαν του σύμφωνα με τις καθημερινές ανάγκες, που παρουσιάζονταν και κατά τις απαιτήσεις της στιγμής, άλλοτε στην αριστερή όχθη του ποταμού κι' άλλοτε στη δεξιάν. Οι ερμηνευτές της Καινής Διαθήκης θεωρούν ακόμη δυνατόν, μετά τη βάπτιση του Ιησού, ο Ιωάννης, σαν για να αφήσει στον Μεσσία ελεύθερο το πεδίο δράσεως, να προτίμησε την παραμονήν του στην Υπεριορδανία. Μια τέτοια υπόθεση των καινοδιαθηκολόγων, θα μπορούσε πλην των άλλων, να εξηγήσει θαυμάσια και μίαν πληροφορία του τέταρτου ευαγγελιστή, που, αλλιώς, αυτή θα εφαίνετο όλως διόλου αντιφατική. Διότι ο τελευταίος αυτός, σημειώνει: «Ταύτα εν Βηθανία εγένετο πέραν του Ιορδανού, όπου ην Ιωάννης βαπτίζων» (Ιω. α', 28) . Αυτή δε ακριβώς η Βηθανία, χωριό ή απλό πέρασμα του ποταμού, φαίνεται, λοιπόν, ότι εκείτο εις τον κάτω ρουν του ποταμού Ιορδάνη. Κι' αυτό είναι όλο κι' όλο, ό,τι ξέρομεν για την τοποθεσία αυτής της Βηθανίας. Αργότερα, ο Ιωάννης πέρασε και πάλιν στη δεξιά όχθη του ποταμού, αλλά, τη φορά αυτή, πολύ πιο βόρεια και έφθασε συγκεκριμένα εις την πηγήν Αίνων, πλησίον της πόλεως Σαλείμ, όπου, κατά την μαρτυρίαν του τέταρτου ευαγγελιστή, υπήρχαν πολλά νερά, και όπου, κατά την ίδιαν μαρτυρίαν, και γι' αυτό ακριβώς, εγκαταστάθηκεν εκεί ο Βαπτιστής: «ότι ύδατα πολλά ην εκεί, και παρεγένοντο και εβαπτίζοντο.» (Ιω. γ', 23).
Στο μέρος δε ακριβώς αυτό ήταν όπου ήλθαν, λοιπόν, και βρήκαν τον Βαπτιστή οι δικοί του μαθητές και του είπαν αγανακτισμένοι και εμφανώς εξοργισμένοι: Στην Ιουδαία κάποιοι τελούν ένα άλλο Βάπτισμα, διαφορετικό από το δικό σου, εννοώντας το Βάπτισμα, που γινόταν εκεί κατ' εντολήν του Μεσσία Ιησού υπό των μαθητών του τελευταίου.
Αλλ' αυτό ακριβώς το περιστατικό με τους μαθητές του Ιωάννου, παρέσχεν την αφορμή στον ίδιο να δώσει, για μια ακόμη φορά, την δικήν του μαρτυρίαν υπέρ του Ιησού, σαν του μέχρι τότε αναμενόμενου και νυν ελθόντος Μεσσία.
Τέταρτη επισήμανση: Και ποιους, άραγε, εβάπτιζεν ο Ιωάννης;
Οι ακροατές του Βαπτιστή, άνδρες και γυναίκες (λέγω και γυναίκες, γιατί δεν υπήρχεν κανένας σοβαρός λόγος για να αποκλείονταν και να εξαιρούνταν αυτές από το Βάπτισμα του Ιωάννου), προέρχονταν κυρίως απ’ την ίδια την Ιερουσαλήμ, αλλά και γενικότερα, από την νότια Παλαιστίνη, δηλαδή, από την Ιουδαία. (Ματθ. γ', 5, Μαρκ. α, 5) .
Αλλ' επειδή ο Ιωάννης μετεκινείτο προς την αντίθετον φοράν και κατεύθυνση του ρεύματος του Ιορδανού, δηλαδή, προς τον Βορρά, μπορούμε να δεχθούμε ότι ακριβώς αυτές οι βόρειες επαρχίες δεν έμειναν ανέπαφες και ασυγκίνητες από τη γοητεία, που ασκούσεν το κήρυγμά του. Κι' όταν, όπως είπαμε, κάπως αργότερα, δηλαδή, στη δεύτερη φάση της διακονίας του, μετακινήθηκεν ο Ιωάννης και ήλθεν εις την πηγήν Αίνων, οι Γαλιλαίοι, αυτοί δηλαδή οι Παλαιστίνοι του βορρά, μπορούσαν πια ευκολότερα και ανετότερα να επωφεληθούν και απολαύσουν το κήρυγμά του, αλλά και να δεχθούν το Βάπτισμά του.
Κάποιοι, μάλιστα, απ’ αυτούς τους Γαλιλαίους δεν περίμεναν να έλθει ο Βαπτιστής μέχρις εκεί για να γίνουν και μαθητές του. Τον είχαν κι' όλας πλησιάσει και μαθήτευαν κοντά του. Τέτοιοι π.χ. ήσαν ο Σίμωνα Πέτρος, ο Φίλιππος και ο Ναθαναήλ, που ήσαν ήδη μαθητές του Ιωάννου πολύ πριν μεταπηδήσουν και γίνουν, αργότερα, μαθητές του ίδιου του Μεσσία, δηλαδή του Ιησού (Ιω. α' , 35) .
Πάντως, όπως μαθαίνομεν απ’ τις πληροφορίες των ευαγγελιστών, ανάμεσα στα πλήθη, που έσπευδαν προς τον Ιωάννην και συνέρρεαν στις όχθες του πόταμου, μπορούσε να διακρίνει κανείς τα πιο ετερόκλιτα και διαφορετικά στοιχεία: Έτσι, π.χ., μπορούσες να δεις, ακόμα και κάποιους Φαρισαίους, αλλά και Σαδδουκαίους (Ματθ. γ', 7), εκεί. Επομένως, θα πρέπει, πάντως να δεχθούμεν ότι η φήμη του Βαπτιστή ήταν ήδη στο απόγειόν της, για να φθάσει, δηλαδή, στο σημείον να προσελκύσει ταυτόχρονα και τις δύο αυτές αντίπαλες μεταξύ τους θρησκευτικές παρατάξεις, των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων, οι οποίες ακριβώς συναγωνίζονταν η μια την άλλην, ποια απ’ τις δυο θα ασκήσει πάνω στον εβραϊκό λαό τη μεγαλύτερη επίδραση και επιρροήν. Πάντως, είναι, επίσης, γεγονός, ότι όλα αυτά τα πρόσωπα, όσα, δηλαδή, αναφέραμε ότι επισκέπτονταν την όχθην, όπου εβάπτιζεν ο Ιωάννης, δεν σημαίνει και ότι ήσαν αδιακρίτως και οπωσδήποτε σίγουροι και εξασφαλισμένοι υποψήφιοι για το Βάπτισμα.
Ένας αριθμός επισκεπτών π.χ. έρχονταν από περιέργειαν. Άλλοι, πάλιν, εντυπωσιασμένοι από τους βίαιους και καυστικούς λόγους του Προδρόμου (Ματθ. γ', 7), και νιώθοντας μάλιστα ότι όσους μύδρους εξαπέλυεν ο προφήτης αυτός είναι γι' αυτούς, ότι γι' αυτούς προορίζονταν, ότι σ' αυτούς απευθύνονταν, ότι αυτούς εστόχευαν, όλοι αυτοί, λοιπόν, απέφευγαν επιμελώς και συστηματικά να ζητήσουν τον συμβολικόν καθαρμόν, όλοι αυτοί, των οποίων την υποκρισίαν καυτηρίαζεν αυτός ο αναμφισβήτητα, για τον λαόν, άνθρωπος του Θεού. Τέτοια π.χ. ήταν η περίπτωση των Φαρισαίων. Ο Λουκάς, συγκεκριμένα, μας πληροφορεί σχετικώς, ότι «οι δε Φαρισαίοι και οι νομικοί την βουλήν του Θεού ηθέτησαν εις εαυτούς, μη βαπτισθέντες υπ’ αυτού» (Λουκ. ζ', 30), δηλαδή, υπό του Ιωάννου. Ευτυχώς, όμως, το μεγαλύτερον μέρος των ακροατών του Ιωάννου, το κύριον σώμα των, ήσαν απλοί άνθρωποι του λαού και μάλιστα ανάμεσά τους ήσαν και κάποιοι τελώνες, που, ως γνωστόν, εθεωρούντο ιδιαίτερα αμαρτωλοί, καθώς και αρκετοί στρατιώτες, που όλοι αυτοί δεν ζητούσαν τίποτε άλλο, δεν περίμεναν τίποτε άλλο, παρά μόνον ένα νεύμα του Ιωάννου, για να εκτελέσουν πιστά οποίαν εντολήν θα τους έδιδεν αυτός (Λουκ. γ', 10). Αυτούς τους απλούς ανθρώπους ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός τους επαίνεσεν και τους εγκωμίασεν μπροστά στους δικούς του μαθητές, όταν είπεν στους τελευταίους αυτούς: και πας ο λαός ακούσας, «και οι τελώναι, εδικαίωσαν τον Θεόν βαπτισθέντες το βάπτισμα Ιωάννου.» (Λουκ. ζ', 29)
Μέχρι του σημείου αυτού, αγαπητοί μου, η ομιλία ήταν κυρίως περιγραφική κάποιων λίγο-πολύ, γνωστών, ή, και ευκόλως κατανοητών πραγμάτων. Και δεν ξέρω, μάλιστα, εάν και κατά πόσον παρουσίασεν ενδιαφέρον και τράβηξε την προσοχήν σας. Μπορώ όμως να σας διαβεβαιώσω ότι το υπόλοιπον μέρος της, θα είναι πολύ ενδιαφέρον, εάν συνεχίσετε αλλά και εντείνετε την προσοχήν σας.
Όσα σημεία θα θίξωμεν από τώρα και μέχρι τέλους, είναι στοιχεία που συνθέτουν τη γενικότερη εικόνα ενός σπουδαιότατου θέματος, που δυστυχώς σπανίως μεν το διαπραγματεύονται και ακόμη σπανιότερον το αναλύουν ορθά: Πρόκειται για το μεγάλο θέμα της καταγωγής και προέλευσης του Χριστιανισμού μέσα στην Ιστορίαν. Και για μας μεν που πιστεύομεν στην θεότητα του Χριστού και στην εν Χριστώ αποκάλυψη, η απορία γι' αυτό το ζήτημα λύνεται αυτόματα, ή, μάλλον, δεν υπάρχει καν πρόβλημα.
Κάποιοι άλλοι όμως άπιστοι ή και αιρετικοί, και πιο συγκεκριμένα οι συλλήβδην λεγόμενοι Προτεστάντες (Ευαγγελικοί, Πεντηκοστιανοί, Βαπτιστές, Αντβεντιστές και λοιποί), και μεγάλοι κατά κόσμον σοφοί καθηγητές τους, οι οποίοι βέβαια «εμωράνθησαν εν τη σοφία αυτών», όπως λέγει η Αγία Γραφή, όλοι αυτοί για το ζήτημα της προέλευσης του Χριστιανισμού, προσπαθούν να τα εξηγήσουν όλα εξελικτικά και δια της αλληλεπίδρασης ιδεών και θεσμών.
Έτσι, και για το θέμα μας ισχυρίζονται ότι το μεσσιανικό κίνημα του Ιησού και η μορφή του κινήματος, σαν Εκκλησίας, προήλθεν από το θρησκευτικο-κοινωνικόν κίνημα του Ιωάννου του Βαπτιστή. Ο Χριστός δηλαδή, λένε, δεν πρωτοτύπησεν στα περισσότερα στοιχεία, που δίδαξεν και θεσμοθέτησεν, αλλά, δήθεν, προσέλαβεν, αφομοίωσεν, συνέχισεν και το πολύ-πολύ εβελτίωσεν ή και τελειοποίησεν στοιχεία, που πήρε απ’ το πρόσφατον παρελθόν του ή από την ίδιαν την εποχήν του. Και ψάχνουν οι μωρανθέντες αυτοί σοφοί να βρουν: από ποια θρησκευτικά περιβάλλοντα και θρησκευτικο-κοινωνικο-πολιτικά κινήματα πήρε και δανείστηκεν ο Χριστός στοιχεία, από ποιους δηλαδή επηρεάστηκε για να φτιάξει το δικό του κίνημα. Έτσι βρίσκουν, οι κύριοι αυτοί την καταγωγήν του Χριστιανισμού: Οι Εσσαίοι εγέννησαν Ιωάννην τον Βαπτιστήν. Ιωάννης δε ο Βαπτιστής εγέννησεν τον Ιησούν Χριστόν. Έτσι, περνούν «γενεές δεκατέσσαρες» τον Χριστιανισμόν, που δίδαξεν ο Χριστός.
Φθάνομεν, λοιπόν, και στο σημερινό μας θέμα: Λένε αυτοί: Συγκεκριμένα, το Βάπτισμα που καθιέρωσεν ο Ιησούς δεν ήταν άλλο από το Βάπτισμα του Ιωάννη. Ο Ιωάννης εβάπτιζε στο νερό. Ο Ιησούς πήρε, αφομοίωσε, βελτίωσεν και συνέχισεν το Βάπτισμα του Ιωάννου. Δεν είναι άλλου είδους το Βάπτισμα, που καθιέρωσεν ο Ιησούς. Επομένως, ούτε και υπάρχει πρωτογενώς και πρωτοτύπως ειδικό χριστιανικό Βάπτισμα στο νερό. Ο Χριστός υιοθέτησεν το Ιωάννειο Βάπτισμα εν ύδατι, και έδωσεν εντολήν να το συνεχίσουν οι μαθητές του και η Εκκλησία μέχρι σήμερον, αυτό το υδάτινο Βάπτισμα του Ιωάννου. Είναι Βάπτισμα σε σκέτο νερό και σε τίποτε άλλο που το πολύ-πολύ συμβολίζει κάτι. Γι' αυτό και ένα τέτοιο Βάπτισμα, δεν μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες, να τις σβύνει. Το μόνο που μπορεί είναι να καθαρίζει τις βρωμιές του σώματος. Να γιατί όλοι αυτοί οι αιρετικοί Προτεστάντες δεν δέχονται ότι το Βάπτισμα, που κάνει η Εκκλησία εν ύδατι, συγχωρεί αμαρτίες. Διότι, λένε, δεν διαφέρει, απ’ το Ιωάννειον.
Σιωπούν για τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, που με τις ευχές του ιερέως κατεβαίνει από τον ουρανόν και αγιάζει το νερόν του Βαπτίσματος. Το νερό, λοιπόν, του Βαπτίσματος καθ' ημάς δεν είναι σκέτο νερό, αλλ' αγιασμένο απ’ τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, γι' αυτό και είναι αμαρτημάτων λυτήριον. Οι ίδιοι αυτοί αιρετικοί, όμως, επιφυλάσσουν για τους οπαδούς τους ένα άλλο Βάπτισμα, ένα δεύτερο Βάπτισμα, όχι υποχρεωτικά στο νερό, αλλά που τελείται κυρίως με το ακούμπημα του χεριού του τελετουργού πάνω στο κεφάλι του οπαδού του, για να του μεταδώσει -λένε- το άγιον Πνεύμα, ανεξάρτητα όμως από το νερό του Βαπτίσματος. Μιλάνε, δηλαδή, αυτοί για δύο διαφορετικά Βαπτίσματα: Το Βάπτισμα εν ύδατι και το Βάπτισμα εν Πνεύματι. Ενώ ο απόστολος Παύλος μιλώντας για το χριστιανικό Βάπτισμα μιλάει όχι για δύο, αλλά για ένα Βάπτισμα, όταν λέγει: Εις Κύριος, μία πίστις, εν Βάπτισμα. (Εφεσ. δ', 5). Αυτό το ένα Βάπτισμα διατηρεί και τελεί η Εκκλησία, που είναι Βάπτισμα ύδατος και ταυτόχρονα Πνεύματος.
Έχουν όμως δίκαιον όλοι αυτοί οι πλανεμένοι, όταν ισχυρίζονται ότι το εν ύδατι Βάπτισμα, που καθιέρωσεν ο Ιησούς και τηρεί μέχρι σήμερα πιστά η Εκκλησία, είναι η συνέχεια του ίδιου εκείνου υδάτινου Βαπτίσματος, που έκανε ο Ιωάννης και που δήθεν υιοθέτησεν ο Ιησούς, βάπτισμα βέβαια, που δεν συγχωρούσεν αμαρτίες;
Ταυτίζεται, λοιπόν, το Βάπτισμα του Ιωάννου με το Βάπτισμα του Χριστού; Ποιάν σχέση έχουν αυτά τα δύο; Ας δούμε αυτήν τη σχέση και ας συγκρίνομε τα δύο, συνεχίζoντας την ανάλυσή μας στο Ιωάννειο Βάπτισμα, μετά την ενημερωτικήν παρέκβαση, που ήταν απαραίτητη να κάνουμε.
Έτσι μπαίνομε στην πέμπτη επισήμανση: Αυτή αφορά στην ίδια τη βαπτισματική πράξη του Ιωάννου: Πώς, δηλαδή, με ποιόν τρόπον εβάπτιζεν αυτός;
Το Ιωάννειο Βάπτισμα γινόταν με βύθιση του βαπτιζομένου στο νερό. Όμως, η ολοκληρωτική και πλήρης βύθιση στο νερό πρέπει να ήταν εύκολη μεν στα νερά του Ιορδάνη, αλλά πολύ λιγότερο εύκολη στα νερά της πηγής Αίνων, όπου, όπως είπαμε, και εκεί εβάπτιζεν ο Ιωάννης. Βέβαια, τίποτε δεν θα εμπόδιζε τον Βαπτιστή να παίρνει με τα χέρια του νερό και να βρέχει απ' το κεφάλι και κάτω του βαπτιζομένου το μέρος του σώματος του, που ήταν έξω από το νερό.
Άλλωστε, μας είναι γνωστόν, ότι πολλοί Βαπτισμοί, τους οποίους εντέλλεται και περιγράφει ο ίδιος ο μωσαϊκός Νόμος, γίνονταν συχνά κατ' αυτόν τον τρόπο και υπ’ αυτές τις συνθήκες.
Αλλά, εκτός απ’ αυτήν την υπόθεση, που είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε, κάτι άλλο έχει μεγαλύτερη σημασία και σπουδαιότητα. Άραγε, ποιος ακριβώς ήταν ο ρόλος του ίδιου του Ιωάννου του Βαπτιστή κατ' αυτήν την βαπτισματική πράξη; Και μήπως ο Ιωάννης χρησιμοποιούσε κατά την βάπτιση κάποιαν στερεότυπη εκφώνηση λόγων, κάποιον χαρακτηριστικόν βα-πτισματικόν τύπον, κάποια βαπτισματική φόρμουλαν σ' αυτήν την βαπτισματική τελετή;
Οι ειδικοί που ασχολήθηκαν μ' αυτό το θέμα δίνουν αρνητικήν απάντηση σ' ένα τέτοιο ερώτημα. Ο δε λόγος του Αποστόλου Παύλου (Πρ. ιθ',4), που αναφέρουν οι Πράξεις Αποστόλων δηλώνει περισσότερον τον σκοπόν του Βαπτίσματος του Προδρόμου, παρά τον τύπον βαπτισματικής εκφώνησης του Ιωάννου. Ως προς δε τον πιθανόν ιερατικόν ρόλον του Ιωάννου κατά το Βάπτισμα, ό,τι μπορούμε να ανιχνεύσουμε στα κείμενα των Ευαγγελίων, είναι ότι: οπωσδήποτε ο ρόλος του Βαπτιστή Ιωάννου κατά το Βάπτισμα δεν ήταν απλά ο παθητικός ρόλος ενός απλού μάρτυρα, που μόνον παρίστατο και παρατηρούσε τη βύθιση των νεοφύτων στα ύδατα.
Ο Ιωάννης, επί πλέον, είχε ρόλον ενεργητικόν μεν, αλλά του οποίου τον αληθινό χαρακτήρα δεν προσδιορίζουν οι ιστορικές μας πηγές. Κι' αυτό διότι, όπως μαρτυρούν αυτές, ο Ιωάννης ήταν προσωπικά δεμένος με το Βάπτισμα, έτσι ώστε κανένας από τους μαθητές του δεν μπορούσε να υποκαταστήσει τον Πρόδρομον σ' αυτό του το λειτούργημα. Μαρτυρείται, ότι όλοι όσοι έρχονταν να βαπτισθούν, επιθυμούσαν να λάβουν το Βάπτισμα απ’ τα δικά του χέρια και μόνον (Μάρκ. α', 5, Ματθ. γ', 6). Κάτι, δηλαδή, που δεν συνέβαινε με το Βάπτισμα, που καθιέρωσεν ο Χριστός. Κι' αυτή η διαπίστωση είναι μία απ’ τις πολλές διαφορές, που σημειώνομεν ότι υπήρχαν ανάμεσα στο Ιωάννειο και στο χριστιανικό Βάπτισμα.
Και αφού θίξαμε κι' αυτό το σημείον, μπορούμε να μπούμε στην έκτη επισήμανση: Άραγε, το Βάπτισμα του Ιωάννου επέζησεν και συνεχίστηκε μετά τον αποκεφαλισμό του ίδιου; Και πιο συγκεκριμένα. Ήταν νόμιμον, θεμιτόν, επιτρεπτόν να συνεχισθεί και να επιβιώσει του Ιωάννου, ένα τέτοιο Βάπτισμα; Τι λέγει η ίδια η Καινή Διαθήκη; Τι μαρτυρεί η Ιστορία;
Ο μεν τέταρτος ευαγγελιστής, για το θέμα αυτό, φαίνεται να υπονοεί, ότι αμέσως μόλις συνελήφθη και φυλακίστηκεν ο Ιωάννης, το Ιωάννειο Βάπτισμα έληξεν εσταμάτησεν. Λέγει, δηλαδή, ο ευαγγελιστής αυτός: Ήρχοντο εκεί, δηλαδή εις την πηγήν Αίνων και εβαπτίζοντο εκεί, διότι ο Ιωάννης δεν είχεν ακόμη φυλακισθεί (Ιω. γ', 23-24). Αυτή η διατύπωση του Ευαγγελίου σημαίνει βέβαια, ότι με τη φυλάκιση του Ιωάννου, σταμάτησε το Βάπτισμά του.
Και κάτι ακόμη: Οι Πράξεις Αποστόλων αναφέρουν ότι είκοσι περίπου έτη μετά τη φυλάκιση και τον αποκεφαλισμόν του Ιωάννου, κάποιος Ιουδαίος ονόματι Απολλώς προερχόμενος από την Αλεξάνδρεια, δεν εγνώριζε άλλο Βάπτισμα, παρά μόνον το Βάπτισμα του Ιωάννου. Το ερώτημα όμως για μας είναι: Πολύ ωραία, ο Απολλώς εγνώριζεν σαν μόνο και αποκλειστικό Βάπτισμα εκείνο του Ιωάννου. Όμως, θα ήταν δυνατόν να το είχε μεν λάβει ο ίδιος είκοσι χρόνια πριν, απ’ τα χέρια του ίδιου του Ιωάννου. Το ερώτημά μας όμως είναι άλλο: Εάν, δηλαδή, εν τω μεταξύ, το Βάπτισμα του Ιωάννου έπαψε να τελείται, εάν διεκόπη οριστικά με τον θάνατο του Βαπτιστή. Ή εάν, έστω και αυτοί που είχαν βαπτισθεί απ’ τον ίδιον, όντως συνέχιζαν να βαπτίζουν περαιτέρω και άλλους, αλλά και εάν, κάνοντας τυχόν κάτι τέτοιο, ενεργούσαν νόμιμα, τουτέστιν σύμφωνα με την επιθυμίαν ή σχετικήν εντολήν του ίδιου του Ιωάννου, που τυχόν την είχε δώσει τουλάχιστον στους μαθητές του, πριν αποκεφαλιστεί. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν προκύπτει από πουθενά. Στην δε περίπτωση συγκεκριμένα του Απολλώ, που, όπως αναφέραμε, λέγεται ότι έλαβε το Βάπτισμα Ιωάννου, αλλά δεν λέγεται τίποτε σχετικά με το αν αυτός ο Απολλώς, που είχε δεχθεί αυτό το Βάπτισμα, το συνέχιζεν τυχόν, με το να βαπτίζει ενδεχομένως άλλους. Κάτι τέτοιο, λοιπόν, δεν μαρτυρείται.
Ωστόσον, οι Πράξεις Αποστόλων (Πρ. ιθ', 1-7) αναφέρουν πάλιν μια δεύτερη περίπτωση: Συγκεκριμένα ο Απόστολος Παύλος συναντά στην Έφεσο κάποιους, οι οποίοι είχαν ήδη λάβει το Ιωάννειο Βάπτισμα. Διερωτώμεθα λοιπόν: Άραγε το έλαβαν απ’ τα χέρια του ίδιου του Ιωάννου; Τίποτα δεν το αποκλείει. Αυτοί οι κάτοικοι της Εφέσου θα μπορούσαν να ήσαν Ιουδαίοι, που πριν είκοσι χρόνια να ευρίσκονταν στα Ιεροσόλυμα, όταν, δηλαδή, ζούσεν ακόμη και εβάπτιζεν ο Ιωάννης και να είχαν βαπτισθεί απ’ τον ίδιο τον Βαπτιστή. Μάλιστα, τα λόγια που τους απευθύνει ο Παύλος, δείχνουν, ότι ο ίδιος ο Παύλος έτσι κατάλαβε το πράγμα και ότι αυτά τα λόγια του αποτελούν τρόπον τινά απάντηση σε μιαν προηγούμενη δήλωσή τους, ότι ακριβώς οι ίδιοι βαπτίσθηκαν απ’ τον ίδιο τον Βαπτιστή. Διότι ο Παύλος τους λέγει:
Ο Ιωάννης μεν εβάπτισεν βάπτισμα μετανοίας. Αυτά δηλαδή τα λόγια του Παύλου δείχνουν ακριβώς ότι δεν μεσολάβησε μεταξύ Ιωάννου Βαπτιστή και των εν λόγω Εφεσίων άλλος ενδεχομένως τελετουργός του Ιωάννειου αυτού Βαπτίσματος, είτε μαθητής του Ιωάννου, είτε οπαδός του, αλλ' ούτε και κάποιος απλά βαπτισμένος, που εις την συνέχειαν τυχόν εβάπτιζε άλλους, προκειμένου να συνεχίσει και διαιωνίσει το Βάπτισμα του Ιωάννου.
Θα πρέπει, άρα, να συμπεράνουμε ότι στα ιερά κείμενα της Καινής Διαθήκης δεν σώθηκε κανένα ίχνος για τυχόν επιβίωση του Ιωάννειου βαπτίσματος μετά το θάνατο του Βαπτιστή.
Μήπως, όμως, στα μετακαινο-διαθηκικά κείμενα και στην Ιστορία μπορούμε να εντοπίσουμε τέτοιαν ενδεχομένην επιβίωση; Μήπως, δηλαδή, κάποιες αιρέσεις, νόμιμα ή όχι, αξίωσαν, όμως, ότι αυτές είναι οι νόμιμοι συνεχιστές μέσα στην Ιστορίαν, του Ιωάννειου Βαπτίσματος;
Ωστόσον, σώζεται και υπάρχει ένα μετακαινοδιαθηκικόν κείμενο, που είναι γνωστό με τον τίτλο: «Αναγνωρίσεις Κλήμεντος», που αναφέρει τα εξής: ότι οι μαθητές του Ιωάννου ή Ιωαννίτες είχαν θέσει σαν σκοπό τους να εμποδίσουν γενικότερα μεν τη διάδοση του Ευαγγελίου και ειδικότερα του χριστιανικού Βαπτίσματος. Πώς όμως; Με το να αποδοκιμάζουν το χριστιανικό Βάπτισμα και με το να προβάλλουν την αξίωση ότι οι ίδιοι προσέφεραν το περίφημο Βάπτισμα του Ιωάννου.
Όμως, το ζήτημα είναι όχι αυτά που λέγουν οι Αναγνωρίσεις Κλήμεντος, αλλ' ακριβώς ποιάν ιστορικήν αξία μπορούν να έχουν αυτές οι πληροφορίες ενός τέτοιου κειμένου, το οποίον θεωρείται από τους ειδικούς άνευ ιστορικής αξίας, διότι κινείται μέσα στο χώρο της φαντασίας και της προκατάληψης.
Οπωσδήποτε, όμως, ιστορικά σίγουρον είναι ότι κι αν πράγματι υπήρξε κάποτε μια τέτοια οργανωμένη αίρεση, που να ασκούσε το Βάπτισμα του Ιωάννου, όμως θα πρέπει να είχεν γρήγορα σβύσει και εξαφανισθεί, διότι απλούστατα τέτοια αίρεση ήταν άγνωστη στους τότε εκκλησιαστικούς συγγραφείς, που ασχολούνται με τις αιρέσεις της εποχής εκείνης, και μας δίνουν καταλόγους με τα ονόματα των τότε αιρέσεων.
Η μόνη φαινομενική εξαίρεση στο συμπέρασμά μας για την μη επιβίωση του Ιωάννειου Βαπτίσματος είναι αυτή που μαρτυρείται και μνημονεύεται από ένα μεγάλον αιρεσιολόγον της Εκκλησίας του δ' αιώνος, τον άγιον Επιφάνιον επίσκοπον Κύπρου, ο οποίος μιλώντας για δεκάδες αιρέσεων, κάνει λόγο και για τους λεγόμενους «Ημεροβαπτιστές». Λέγει, όμως, ο άγιος Επιφάνιος ότι αυτοί είχαν προ πολλών ετών εξαφανισθεί. Εξ άλλου, και αυτοί οι Ημεροβαπτιστές και στην εποχήν, που υπήρχαν ακόμη, δεν φαίνεται να ισχυρίζονταν ή να αξίωναν πως συνεχίζουν το Ιωάννειο Βάπτισμα. Το Βάπτισμά τους ήταν διαφορετικό από του Ιωάννου και δεν του έμοιαζεν. Κατά τις πληροφορίες του αγίου Επιφανίου, αυτοί οι Ημεροβαπτιστές επεδίδοντο σε καθημερινούς βαπτισμούς, εξ ου και η ονομασία Ημεροβαπτιστές. Δεν επρόκειτο, δηλαδή, για Βάπτισμα που γίνονταν άπαξ, μια μόνο φορά, όπως του Ιωάννου, αλλά για καθημερινούς τελετουργικούς καθαρμούς, που θυμίζουν όχι, πάντως, το Βάπτισμα του Ιωάννου, αλλά μάλλον αυτούς των Ιουδαίων, ή, μάλλον, ειδικότερα, τους ατέλειωτους καθαρμούς των Φαρισαίων.
Υπάρχουν, έπειτα, και κάποιοι άλλοι, οι λεγόμενοι Μανδαίοι ή Μανδαΐτες, που μερικές χιλιάδες απ’ αυτούς σώζονται μέχρι σήμερα στη Μεσοποταμία. Είναι μεν γεγονός ότι αυτοί διατηρούν προφανώς ένα ιδιαίτερο σεβασμό για τον άγιο Ιωάννη το Βαπτιστή. Ισχυρίζονται, μάλιστα, ότι τηρούν και διαφυλάσσουν μίαν άλλην θρησκεία, που δήθεν την κήρυξε και την δίδαξε ο ίδιος ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, εξ ου και η ονομασία τους : «Χριστιανοί του αγίου Ιωάννου».
Όμως, ερευνώντας τον χαρακτήρα του Βαπτίσματος, που εφαρμόζουν αυτοί, διαπιστώνομεν ακριβώς ότι δεν πρόκειται για μίαν βαπτισματικήν τελετήν, που, όπως οι ίδιοι ισχυρίζονται, ανάγεται δήθεν παραδοσιακώς στον ίδιον τον Ιωάννην. Πρόκειται μάλλον για Βάπτισμα, που ενσωματώνει κάποιον στην Κοινότητά τους, πράγμα, δηλαδή, που δεν συνέβαινεν στην περίπτωση του Ιωάννου του Βαπτιστή. Επίσης, οι συχνοί τους, βαπτισμοί, ιδίως κατά τις πέντε ημέρες που διαρκεί η λεγόμενη «Μεγάλη εορτή του Βαπτίσματος», δεν έχει άλλον σκοπόν και χαρακτήρα, παρά το να τηρήσουν κάποιες απαιτήσεις μιας άλλης γνωστής αίρεσης της αρχαιότητας του περίφημου Γνωστικισμού, που είχεν τότε κυριολεκτικά συνταράξει την Εκκλησίαν.
Και με την έβδομη επισήμανση, μπαίνουμε στο πιο κρίσιμον όσον και ενδιαφέρον σημείον: Ποια, δηλαδή, η σχέση του Ιωάννειου Βαπτίσματος με το χριστιανικό;
Πρώτον: Το Βάπτισμα του Ιωάννου είναι διαφορετικό, άλλο από το χριστιανικό και κατώτερό του.
Διαπιστώνομεν από τα αρχαία κείμενα του χριστιανισμού, ότι ακόμη και κατά την περίοδο που τα δύο αυτά είδη Βαπτίσματος, δηλαδή, το Ιωάννειο και το χριστιανικόν, ετελούντο παράλληλα, όμως διακρίνονταν σαφώς μεταξύ τους και το καθένα απ’ αυτά είχε τα δικά του χαρακτηριστικά, που θα αναφέρουμε. Άρα, δεν ταυτίζονταν.
Τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, μόνον κάποιοι μεμονωμένοι αιρετικοί συνέχεαν τα δύο αυτά Βαπτίσματα, το Ιωάννειον και το χριστιανικόν. Τέτοιοι αιρετικοί ήσαν οι Λουσιφεριανοί και οι Δονατιστές, που εναντίον τους και προς αντιμετώπισή τους κινήθηκαν ενεργητικά και ο άγιος Ιερώνυμος και ο άγιος Αυγουστίνος.
Εξ άλλου, τη διαφορά ανάμεσα στα δύο αυτά Βαπτίσματα δηλώνει και η γλώσσα, που χρησιμοποιεί η Καινή Διαθήκη , όταν κάνει λόγο για καθένα απ’ αυτά χωριστά, ή, όταν μιλάει για την σχέση αυτών των δύο και τα συγκρίνει.
Η Καινή Διαθήκη ονομάζει το πρώτο και το χαρακτηρίζει με την σύντομη έκφραση: «Το Βάπτισμα του Ιωάννου». Αντίθετα, οι πρώτοι χριστιανοί εκφράζονται ως εξής: λένε ότι έχουν βαπτισθεί στο όνομα του Ιησού, ή, στο όνομα του Κυρίου. Και μόνη αυτή διαφορά στην ονομασία τους δείχνει, ότι οι πρώτες, οι αρχέγονες χριστιανικές Κοινότητες δεν εταύτιζαν τα δύο αυτά Βαπτίσματα.
Η Ιωάννεια βαπτισματική τελετή, αν και θεωρούμενη θεϊκής προέλευσης, δεν ήταν παρά πλύση σωματική, που έφερε το όνομα αυτού που την τελούσεν και συμβόλιζε την προδιάθεση και προετοιμασία για τον Μεσσία και τη βασιλεία του. Ο δε απόστολος Παύλος μιλώντας για το χριστιανικό Βάπτισμα, επιμένει στο σημείον αυτό: «όλοι βαπτισθήκαμε στο όνομα του Ιησού Χριστού» (Ρωμ. στ', 3, Γαλ. γ', 27), για να δώσει ακριβώς την ταυτότητα αυτού του χριστιανικού Βαπτίσματος σε σχέση με οποιοδήποτε τυχόν άλλο Βάπτισμα, πραγματικό ή υποθετικό. Γιατί, λοιπόν, αυτή η διαφορά ονομασίας ανάμεσα στα δύο αυτά Βαπτίσματα;
Πρώτον: διότι ακριβώς το χριστιανικό Βάπτισμα δεν παίρνει το όνομά του από τον τελετουργόν του, ο οποίος φυσικά δεν είναι και ο πρώτος αίτιος που προκαλεί το κύριον αποτέλεσμα του Βαπτίσματος, που είναι η εσωτερική, ψυχική κάθαρση. Παίρνει, λοιπόν, αυτό το Βάπτισμα το όνομα του όχι από τον τελετουργόν του, αλλ' από τον ίδιον τον ιδρυτήν του, τον Χριστόν. Είναι το Βάπτισμα εις Χριστόν.
Δεύτερον: Το Ιωάννειο Βάπτισμα αποτελεί προετοιμασίαν για την υποδοχήν και αποδοχήν του Μεσσία, που έρχεται. Αυτόν τον χαρακτήρα του Ιωάννειου Βαπτίσματος δείχνουν οι διαμαρτυρίες, που με άκραν ταπείνωση κάνει ο Ιωάννης. Θεωρεί τον εαυτό του, απλά, πρόδρομο του Μεσσία και κατώτερον του Μεσσία, τόσον όσον ο δούλος σε σχέση με το αφεντικό, με τον Κύριόν του, με τον Δεσπότη του. Ο ίδιος είναι επιφορτισμένος μόνον με το έργον της προετοιμασίας του δρόμου του Μεσσία. (Ιω.α',23).
Ο Ιωάννης προηγήθηκεν ως προς τη γέννησή του από τη γέννηση του Ιησού Χριστού. Το δε κήρυγμα του επίσης άρχισεν πριν από εκείνο του Ιησού. Έπρεπε, φαίνεται, και το Βάπτισμα του Ιωάννου να προηγηθεί του Βαπτίσματος, που θα έδινεν ο Χριστός. Επομένως, το Βάπτισμα αυτό του Ιωάννου θεσμοθετήθηκεν με ένα ιδιαίτερο σκοπόν. Ο τέταρτος Ευαγγελιστής βάζει στο στόμα του Ιωάννου τα εξής λόγια: αλλά για να φανερωθεί εις το Ισραήλ, δια τούτο ήλθον εγώ εν τω ύδατι βαπτίζων (Ιω. α', 31) .
Ο Βαπτιστής ασταμάτητα εκήρυσσε τον Μεσσία στα πλήθη, που συνέρρεαν στις όχθες του Ιορδάνη. Αλλά και ο Απόστολος Παύλος λέει κάτι το πολύ χαρακτηριστικόν, ότι ο Ιωάννης εβάπτιζε τους νεόφυτούς του «εις τον μετ' αυτόν ερχόμενον, για να πιστεύσουν σ' Αυτόν, δηλαδή, στον Ιησούν» (Πρ. ιθ'. 4) .
Όλα αυτά τα είπαμε, για να αποδειχθεί ότι δεν είναι επιστημονικά ορθόν αυτό, που κάποιοι υποστήριξαν, για δήθεν επιβιώσεις του Ιωάννειου Βαπτίσματος μέσα στην Ιστορία. Μένει τώρα να δούμε το σπουδαιότερον: άραγε επιβίωσεν το Ιωάννειο Βάπτισμα μέσα στον ίδιο τον Χριστιανισμόν σαν δήθεν καθαρά χριστιανικό Βάπτισμα, όπως υποστηρίζουν οι Προτεστάντες μέχρι σήμερα; Αυτό θα το δούμε κατωτέρω.
Προηγείται όμως, η έβδομη επισήμανσή μας: Ποιος, λοιπόν, ήταν ο αληθινός χαρακτήρας και η ίδια η φύση του Ιωάννειου Βαπτίσματος;
Πρώτα-πρώτα θα πρέπει να δεχθούμε και να ομολογήσουμε ότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες της Καινής Διαθήκης, το Βάπτισμα του Ιωάννου ήταν βέβαια θεϊκής έμπνευσης, και προέλευσης. Εάν ο Ιωάννης είχε την αξίωση να επιβάλει στους Ιουδαίους ένα Βάπτισμα δικής του επινόησης, δικής του αυθεντίας, και όχι θεϊκής, οι Ιουδαίοι δεν θα το απεδέχοντο, δεν θα το ελάμβαναν, δεν θα υπετάσσοντο σ' αυτό. Διότι οι Ιουδαίοι είχαν την πεποίθηση ότι πράγματι κάθε τέτοιου είδους βαπτιστής έπρεπε να έχει λάβει από το Θεό την εντολή να βαπτίζει. Είχαν πει στον ίδιο τον Ιωάννη: Γιατί, λοιπόν, βαπτίζεις, αφού λες ότι δεν είσαι εσύ ο Χριστός, ούτε ο «προφήτης» (Ηλίας);) (Ιω. α', 25). Ο Ιωάννης όμως υπήκουε και ακολουθούσε και εφήρμοζεν τον λόγον του Θεού (Λουκ. γ', 2) και για να διαλύσει κάθε αμφιβολίαν τους, διακήρυσσε με δυνατή φωνή την δικήν του αποστολήν, που του ανέθεσεν δι' αποκαλύψεως ο ίδιος ο Θεός. «Αυτός που με έστειλεν να βαπτίζω στο νερό, ο ίδιος μου είπε· αυτός που πάνω του θα δεις να κατεβαίνει το Πνεύμα....» Μόνον ο Θεός θα μπορούσε να του έχει αποκαλύψει ότι θα δει να κατεβαίνει το άγιον Πνεύμα πάνω στον Μεσσία. Επομένως ο Θεός είναι και Αυτός που του ανέθεσεν εμπιστευτικά την αποστολήν και το έργο να βαπτίζει.
Ακριβώς δε το γεγονός αυτό είχε τόσην επισημότητα και είχε τόσο ριζώσει στις ψυχές του λαού, ώστε και οι ίδιοι οι θρησκευτικοί αρχηγοί δεν μπορούσαν και δεν τολμούσαν να το θέσουν υπό αμφισβήτηση. Απόδειξη τούτου είναι το ακόλουθο ερώτημα, που έκανε μια μέρα ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός στους θρησκευτικούς ηγέτες του Ισραήλ. Τους είπεν: Το Βάπτισμα του Ιωάννου ποιάν προέλευση είχεν; Προερχόταν απ’ τον ουρανό, απ’ τον ίδιο το Θεόν; Ή, μήπως, είχεν ανθρώπινη προέλευση και καταγωγή; Δηλαδή, μήπως αυτό ήταν άπλα επινόηση του ίδιου του Ιωάννου, που ήταν ένας άνθρωπος; (Ματθ. κα', 25). Η πρόθεση του Ιησού ήταν ολοφάνερη: Γνωρίζει ότι οι θρησκευτικοί αρχηγοί των Ιουδαίων ούτε που θα τολμούσαν να αρνηθούν τον χαρακτήρα θεϊκής προέλευσης, ουράνιας καταγωγής του Ιωάννειου Βαπτίσματος. Αλλά και κάτι άλλο, επίσης: Επειδή και ο Βαπτιστής έδωσε τη δική του μαρτυρία για τον Ιησούν σαν τον Μεσσία, μ' αυτό ακριβώς που έκανε ο Ιωάννης και χωρίς να το θέλει έδινε μαρτυρίαν και για τον ίδιο τον εαυτόν του, για τον θεϊκό χαρακτήρα δηλαδή της ίδιας της δικής του αποστολής. Αυτό φάνηκε καθαρά στα μάτια των εντυπωσιασμένων ακροατών του. Το αντιλήφθηκαν όλοι, το έζησαν, το εβίωσαν.
Και όταν παρά τις αντιρρήσεις του ο Ιωάννης υποχρεώθηκε να ρίξει το συμβολικόν ύδωρ στην κεφαλήν του Ιησού, του οποίου την έλευση ο ίδιος ήδη εκήρυσσεν, άρπαξε τη μοναδική αυτή ευκαιρία για να πλέξει στον Ιησού ένα εντυπωσιακόν εγκώμιο, που είχε μεγάλο αντίκτυπο στους γύρω ακροατές του (Ιω. α', 29, 34, 36).
Ο Βαπτιστής κράτησε πάντα την ίδια στάση απέναντι στον Ιησού και έδινε στους μαθητές του να καταλάβουν ότι η δική του αποστολή ήταν εφήμερη και προσωρινή. Απ’ την αρχήν κι' όλας της διακονίας του ο Ιωάννης υπαινίσσετο συνεχώς, ότι η δική του αποστολή θα έληγεν, όταν θα άρχιζεν εκείνη του Ιησού: «Εγώ σας βαπτίζω στο νερό, αλλ' Αυτός θα σας βαπτίσει στο Άγιον Πνεύμα» (Μάρκ. α', 8). Αργότερα, θα πει και ότι ο ίδιος πρέπει να σβύσει, να εξαλειφθεί μπροστά στο Χριστό. Ακόμη, ότι ο ίδιος είναι ο παράνυμφος, που παραστέκεται στο γαμπρό, χαίρεται ν' ακούει τη χαρούμενη φωνή του Νυμφίου: «Εγώ πρέπει να ελαττώνομαι και Εκείνος να αυξάνει» (Ιω. γ, 29-30). Με την τέλεση του γάμου του Νυμφίου, ο ρόλος του Ιωάννη ετελείωσεν. Όλων τα βλέμματα τώρα πια ας στρέφωνται στο κύριο πρόσωπο της γαμήλιας εορτής, δηλαδή, στον γαμπρόν, ενώ ο ίδιος ο παράνυμφος θα πρέπει διακριτικά να αποσυρθεί. Πράγμα που όντως και έπραξεν ο Ιωάννης. Ο Ιωάννης δεν είχεν σαν έσχατη επιδίωξή του να βαπτίσει το Χριστό, αλλά ακριβώς να οδηγήσει τους ακροατές του στο Βάπτισμα, που θα έδιδεν πλέον ο Χριστός, και που το συνιστούσεν ο Ιωάννης.
Ακολούθησε, βέβαια, μία σύντομη περίοδος, κατά την οποίαν ετελούντο παράλληλα και τα δύο αυτά Βαπτίσματα. Ξέρουμε από την Καινή Διαθήκη (Ιω. δ',1), ότι ο Ιησούς ανέπτυξε μίαν βαπτισματική δραστηριότητα μέσω των δικών Του μαθητών, πολύ μεγαλύτερη και πιο εκτεταμένη από εκείνην του Ιωάννου. Ευρισκόμενος δε πια ο Ιωάννης στη φυλακήν και, επομένως, έχοντας σταματήσει το Βάπτισμα, επληροφορείτο για τον αληθινό θρίαμβο εκ της διαδόσεως του Βαπτίσματος, που έκανεν ο Ιησούς δια των δικών Του μαθητών.
Τρίτον: Το Βάπτισμα του Ιωάννου είναι βάπτισμα μετανοίας εν όψει μιας επικείμενης άφεσης αμαρτιών. Αυτό, δηλαδή, προκαλούσε καλές διαθέσεις για δικαιοσύνην και ευσέβειαν και δι' αυτών οδηγούσε σε μίαν μέλλουσαν άφεση αμαρτιών.
Εξ άλλου, ο ίδιος ο Ιωάννης ευθύς εξ αρχής τοποθετήθηκεν κάνοντας μιαν σαφή διάκριση ανάμεσα στο δικό του Βάπτισμα και σ' εκείνο του ισχυρότερου του: «Εγώ σας βάπτισα στο νερό, Εκείνος θα σας βαπτίσει με άγιον Πνεύμα» (Μάρκ. α', 8), λέγει ο Μάρκος, «με άγιον Πνεύμα και με φωτιάν», λέγουν ο Ματθαίος και ο Λουκάς (Ματθ.γ', 11, Λουκ.γ', 16).
Κάθε ένα από τα δύο είδη Βαπτίσματος εν ύδατι και εν Πνεύματι αγίω αντιστοιχεί στο χαρακτήρα αυτού που το τελεί: ο μεν Ιωάννης, που είναι μόνον άνθρωπος, βαπτίζει στο νερό μόνον. Ο Ιησούς, που είναι Θεάνθρωπος, θα βαπτίζει και στο άγιον Πνεύμα, επί πλέον.
Ο Ιωάννης δεν έχει άλλο μέσο στη διάθεση του, παρά το υλικόν ύδωρ, του οποίου η δραστικότητα δεν είναι μεγάλη, εν προκειμένω: Το νερό το σκέτο βρέχει, μουσκεύει το σώμα, το πλένει, βγάζει τις εξωτερικές βρώμες. Δεν μπορούμε να απαιτούμε απ’ αυτό να διεισδύει και στο εσωτερικόν της ψυχής και να την καθαρίζει.
Εξ εαυτού του και μόνον, χωρίς, δηλαδή, κάθοδον της θείας Χάριτος που να το αγιάζει, είναι ανίκανο, βέβαια, το σκέτο νερό να καθαρίσει και την ψυχήν. Το Ιωάννειο Βάπτισμα, που γινόταν μόνο στο νερό, δεν είχε τη δύναμη του αγίου Πνεύματος. Αλλ' ούτε και θα πρέπει να νομίζουμε ότι ανάμεσα στα δύο αυτά Βαπτίσματα, στο Ιωάννειο και στο χριστιανικό, η διαφορά έγκειται στην αποτελεσματικότητά τους και μόνο, η οποία στο ένα είναι απλώς ανώτερη και στο άλλο κατώτερη. Η διαφορά μεταξύ τους είναι αβυσσαλέα. Είναι, όπως λέμε στη Λογικήν, διαφορά είδους: Άλλου είδους το ένα, άλλου, διαφορετικού είδους, το άλλο.
Και όταν, λίγο μετά, γεννιέται και εμφανίζεται επίσημα η Εκκλησία την ημέραν της Πεντηκοστής, το Βάπτισμα του Ιωάννου θεωρείται πια απ’ τους απόστολους, οπωσδήποτε, ανύπαρκτο. Πώς αποδεικνύεται αυτό;
Μα, ένας μεγάλος αριθμός εκ των πρώτων χριστιανών προηγουμένως, πριν δηλαδή γίνουν χριστιανοί και ενόσω ζούσεν ακόμη ο Ιωάννης, είχαν ήδη βαπτισθεί απ’ αυτόν, τότε που όλη η χώρα της Ιουδαίας και των Ιεροσολύμων συνέρρεεν προς αυτόν.
Όμως, κατόπιν, όταν έγινε η Πεντηκοστή, ο ίδιος ο απόστολος Πέτρος δεν διστάζει να πει σ' όλους αυτούς, που είχαν ήδη βαπτισθεί από τον Ιωάννην: «Πρέπει ο καθένας από σας να βαπτισθεί στο όνομα του Ιησού Χριστού, για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες σας και για να λάβετε το άγιον Πνεύμα» (Πρ. β ', 38) .
Αλλά και λίγες μέρες πριν την Πεντηκοστήν, ο ίδιος ο αναστημένος Ιησούς, την ημέραν της Ανάληψής Του, δίδει στους μαθητές Του μίαν εντολήν γενικής ισχύος, που περιελάμβανε, δηλαδή, όλους τους ανθρώπους, ακόμη και εκείνους που είχαν ήδη βαπτισθεί από τον Ιωάννην. Και αυτοί έπρεπε τώρα να βαπτισθούν με το χριστιανικό Βάπτισμα στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος, τώρα πια.
Λίγο αργότερα, εξ άλλου, ο ίδιος ο Παύλος στην Έφεσο βάπτισεν στο όνομα του Ιησού, δηλαδή με το χριστιανικό Βάπτισμα, κάποιους που παλιά είχαν βαπτισθεί από τον Ιωάννην, δηλώνοντας, έτσι, ο Παύλος ότι το Βάπτισμα του Ιωάννου ήταν Βάπτισμα ελπίδας και προσμονής για τη Χάρη του αγίου Πνεύματος, ενώ το Βάπτισμα του Ιησού Χριστού ήταν ακριβώς αυτή αύτη η πραγματοποίηση και πραγματικότητα, η ίδια η έλευση αυτής της Χάριτος, που είχε , δηλαδή, έλθει: «η χάρις και η αλήθεια δια Ιησού Χριστού εγένετο» (Ιω.α',17).
Συμπερασματικώς σημειώνομεν, ότι, επομένως, το Βάπτισμα του Ιωάννου δεν ήταν ένα από τα Μυστήρια της Καινής Διαθήκης. Μόνον συγχέοντάς το με το χριστιανικό Βάπτισμα, θα έφθανε κανείς στο σημείο να το θεωρήσει Μυστήριον. Όπως όμως είδαμεν, το Ιωάννειο Βάπτισμα διαφέρει απ’ το χριστιανικό, πρώτον: ως προς την προέλευσή του: έχει μεν θεϊκήν προέλευση, αλλά δεν θεσμοθετήθηκε απ’ τον ίδιον τον Ιησού Χριστό, ο οποίος και είναι ο ιδρυτής όλων των Μυστηρίων της Εκκλησίας και ήταν, εξ άλλου, πρόσκαιρον και εφήμερον. Διαφέρει, δεύτερον, το Ιωάννειο από το χριστιανικό ως προς την εξωτερικήν πράξη της τελέσεώς του. Τελείται με τη χρήση ενός υλικού στοιχείου, του νερού, χωρίς όμως να συνοδεύεται από βαπτισματικόν τύπον, σε αντίθεση με το χριστιανικόν που τελείται πάντα στο όνομα του Τριαδικού Θεού.
Διαφέρει, τρίτον, το Ιωάννειο από το χριστιανικό Βάπτισμα, ως προς την σημασίαν του: συμβολίζει όχι την παρούσαν και ελθούσαν θείαν Χάρη του Αγίου Πνεύματος, αλλά την μέλλουσαν, την ελευσόμενη Χάρη, αφού μόνον δια του Ιησού Χριστού η χάρις και η αλήθεια δια Ιησού Χριστού εγένετο (Ιω., α', 17).
Τέταρτον, διαφέρει από την αποτελεσματικότητά του: το μεν χριστιανικό Μυστήριο του Βαπτίσματος ενεργεί, όπως λέμε στη Θεολογία: ex opere operato ( = εξ έργου ειργασμένου), ενώ το Βάπτισμα του Ιωάννου ενεργούσε: ex opere operantis ( = εξ έργου του ενεργούντος).
Που θα πουν αυτά τα δυο, ότι: το μεν χριστιανικό Βάπτισμα αντικειμενικά αναγεννά τον βαπτιζόμενο. Εντυπώνει στην ψυχήν του ένα ανεξάλειπτο χαρακτήρα, τον ενσωματώνει στην Κοινότητα, δηλαδή, στην Εκκλησία του Χριστού κάνοντάς τον μέλος της, τον κάνει ικανόν και δεκτικόν των υπολοίπων Μυστηρίων της Εκκλησίας. Ενώ το Βάπτισμα του Ιωάννου ήταν ανίκανο να επιφέρει τέτοια αποτελέσματα.
Το Ιωάννειο Βάπτισμα, εμφανισθέν πριν απ’ την ίδρυση της Εκκλησίας, δεν ήταν δυνατόν να συγκαταλέγεται μεταξύ των αγιαστικών μέσων, που διαθέτει η χριστιανική Κοινότητα, και, όταν άρχισεν η διάδοση του Ευαγγελίου, το Βάπτισμα του Ιωάννου είχεν ήδη σβύσει και εξαφανισθεί.
Το Βάπτισμα του Ιωάννου προετοίμαζεν για την μελλοντικήν και επικείμενην είσοδον στη βασιλεία των ουρανών, όσους μετανοούσαν για τα αμαρτήματά τους και έδειχναν πίστη στην επικείμενη έλευση του Μεσσία. Όμως, επειδή αυτό το ίδιο το Βάπτισμα δεν προξενούσε αφ' εαυτού του ούτε την εσωτερικήν-ψυχικήν καθαρότητα, αλλ' ούτε και την νομικήν τοιαύτην, δηλαδή την καθαρότητα που υπεδείκνυεν και απαιτούσεν ο μωσαϊκός Νόμος, και γι' αυτούς τους δύο λόγους, δεν μπορεί κυριολεκτικά να ονομαστεί Μυστήριον.
Πρόκειται για τελετή με εξωτερικό χαρακτήρα, κάτι σαν πρελούδιο, εισαγωγή, προοίμιον στο χριστιανικό Βάπτισμα. Ο βαπτιζόμενος στα νερά του Ιορδάνη ομολογούσε δημόσια την αμαρτωλότητά του, μόνον, ζητούσε μέσω της συγγνώμης των αμαρτημάτων του την μέλλουσα εισδοχήν του στη Βασιλεία των Ουρανών, της οποίας τις πύλες άνοιξεν ο Μεσσίας Ιησούς και της οποίας η επί γης επέκτασή της είναι ο χώρος της Εκκλησίας.
* Πρόκειται για ομιλία, που θα εγίνετο επί τη εορτή του άγιου Ιωάννου του Βαπτιστή το 2005 εις την αίθουσα διαλέξεων της Ιεράς Μητροπόλεως Νέας Ιωνίας και Φιλαδέλφειας.
Χρίστος Βασιλειάδης
Γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1940. Ἔκανε τὴν πρωτοβάθμια καὶ δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση τὸ 1958-59 στὴν Νέα Ἰωνία Ἀττικῆς. Εἰσῆλθε σὲ δύο Πανεπιστημιακὲς Σχολὲς (Θεολογία & Φιλολογία) μὲ κρατικὴ ὑποτροφία κὰθ΄ὅλην τὴν φοίτησή του. Πτυχιοῦχος τῆς Θεολογικῆς τὸ 1963. Ὑπηρέτησε στὸν Ἑλληνικὸ Στρατὸ μὲ διαγωγὴ ἄριστη. Μετέβην στὴν Γερμανία γιὰ μετεκπαίδευση (Φιλοσοφία) καὶ στὴ Γαλλία (Ἱστορία τοῦ Πολιτισμοῦ). Στὴ Γαλλία ἐργάστηκε ὡς δημοσιογράφος ἐπὶ 7ετία στὴν Κρατικὴ Γαλλικὴ Τηλεόραση & Ραδιοφωνία. Ἐπέστρεψε στὴν Ἑλλάδα τὸ 1974 καὶ δούλεψε ὡς κλητήρας σὲ Ἀσφαλιστικὴ ἐταιρία. Διορίστηκε στὸ Δημόσιο σὲ ἡλικία 39 ἐτῶν ἀπ’ ὅπου καὶ συνταξιοδοτήθηκε παρατηθεῖς τὸ 2005 λόγω τῆς ἐπαράτου ἀσθενείας του καὶ ὡς ἐκ τούτου λαβῶν μειωμένη σύνταξη.
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΗΜΑΙΝΕΤΑΙ ΕΝ ΤΟΙΣ ΜΥΣΤΗΡΙΟΙΣ
Δια της Εκκλησίας οι πνευματικοί κρουνοί της χάριτος του Θεού, μέσω των επτά κυρίων μυστηρίων της, περιλούζουν όχι μόνο την ανθρωπότητα αλλά και ολάκερη την πλάση, με σκοπό την λύτρωση του ανθρώπου και την επιτέλεση του φυσικού προορισμού παντός κτιστού όντος. Λέμε «μέσω των επτά κυρίων μυστηρίων της», διότι η Εκκλησία δεν αρνήθηκε ποτέ, δια των Πατέρων και της αποστολικής Παραδόσεως, πως μυστήριο είναι όλη η εκκλησιαστική και εν χάριτι ζωή των πιστών, η ασκητική και εν μετανοία ζωή των μοναχών, ο φωτισμός και η έλλαμψη του θείου και ακτίστου φωτός. Ακόμη, μυστήρια είναι: Ο χωρισμός ψυχής και σώματος την στιγμή του θανάτου, η ατελεύτητος ζωή των αναχωρησάντων εκ του βίου τούτου, η επενέργεια των μνημοσύνων στις ψυχές των κοιμηθέντων και η προσωρινή, έως της Δευτέρας Παρουσίας, διάκριση σε αγωνιζόμενη στη γη και θριαμβεύουσα εν ουρανοίς Εκκλησία.
Ιδιαίτερα ο απόστολος Παύλος ονομάζει την Εκκλησία «Σώμα Χριστού» (Ρωμ. 12,5/Α΄ Κορ. 10,17/ κεφ. 12), η οποία έχει ως κεφαλή τον Χριστό και μέλη τους πιστούς. Στις λειτουργίες του φυσικού σώματος αντιστοιχούν και οι χαρισματικές λειτουργίες του εκκλησιαστικού σώματος, της νέας δηλονότι οικογένειας, στην οποία ο άνθρωπος εντάσσεται από το βάπτισμά του και εξής. Έτσι, στη γέννηση του ανθρώπου αντιστοιχεί το μυστήριο του Βαπτίσματος. Στην κίνηση και αύξηση το μυστήριο του Χρίσματος. Στην τροφή το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Στην ενηλικίωση το μυστήριο του γάμου και της οικογένειας ή της μοναχικής ζωής. Στην ανάγκη για ψυχοσωματική θεραπεία ανταποκρίνεται το μυστήριο του Ευχελαίου. Στην ανάγκη για συμφιλίωση και κοινωνία με τους συνανθρώπους το μυστήριο της Μετανοίας-ιεράς Εξομολόγησης. Η Εκκλησία δεν εγκαταλείπει τον άνθρωπο αβοήθητο και «στην τύχη του» ούτε και κατά τον θάνατό του, αλλά ούτε και μετά. Τον ακολουθεί μέχρι την τελευταία του κατοικία με την ακολουθία της κηδείας και εύχεται γι’ αυτόν στον Θεό με τα μνημόσυνα, αλλά και κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας.
Όλα μάλιστα τα στοιχεία της φύσεως εξαγιάζονται δια της χάριτος του Θεού, μέσω των τελετών, ακολουθιών και μυστηρίων της Εκκλησίας, ώστε να συμπεριλάβει η νέα ανθρωπότητα του Χριστού κάθε υλικοπνευματική εκδήλωση της ζωής και να βοηθήσει τους πιστούς να αναπνέουν πλήρως μέσα στη Θεία Παρουσία: Το νερό ευλογείται κατά τα άγια Θεοφάνεια, αλλά και μετατρέπεται σε αγιασμό με τις ευχές του ιερέα. Το λάδι ευλογείται και χρησιμοποιείται κατά το Βάπτισμα, το Χρίσμα και το άγιο Ευχέλαιο. Ο άρτος και ο οίνος μεταβάλλονται σε σώμα και αίμα Χριστού. Ευχές και ευλογίες έχει όμως η Εκκλησία και για τα επαγγέλματα, την καθημερινή ζωή και τα αντικείμενα που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος, ούτως ώστε να τον επισκέπτεται πολύ συχνά η δύναμη του Θεού και να καλυτερεύει η ζωή του σωματοψυχικά. Έτσι, μέσω της Εκκλησίας, ο πιστός γίνεται κατ’ ενέργειαν ένα με το Θεό και αναγνωρίζει όχι σαν μαγική την αίσθηση της Θείας Χάριτος, αλλά σαν νέο ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟ τρόπο υπάρξεως, εν τω Σώματι του Κυρίου.
Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Κάθε λειτουργία του εκκλησιαστικού σώματος έχει μια ξεχωριστή αποστολή, αλλά και ανταποκρίνεται αγιαστικά στην συνολική ζωή των πιστών. Έτσι:
ΚΑΤΑ ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ εντάσσεται ο άνθρωπος στην οικογένεια του Χριστού και υπάγεται πλέον εκτός από τη φυσική (βιολογική) και στην πρωταρχική (όπως όφειλε να είναι εν Παραδείσω), κατά θέλησιν Θεού, πνευματική του οικογένεια (Εκκλησία). Δια της τριπλής καταδύσεως και αναδύσεως στο νερό της κολυμβήθρας ο πιστός νεκρώνει τον παλαιόν άνθρωπο της αρχικής πτώσεως και φθοράς και αναγεννάται στη ζωή της Αγίας Τριάδος. Είναι γνωστή η εντολή του Χριστού στην νεοσύστατη Εκκλησία Του: «Πηγαίνετε και κάνετε όλα τα έθνη μαθητές μου, βαπτίζοντάς τους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» (Ματθ. 44,19), αλλά και το παράγγελμα των Πράξεων: «Σήκω και βαπτίσου και ομολόγησε ότι αυτός είναι ο Κύριος για να καθαριστείς από τις αμαρτίες σου» (22,16). Ο δε απόστολος Παύλος επισημαίνει: «Όσοι βαπτισθήκατε στο Χριστό, έχετε ενδυθεί τον Χριστό» (Γαλ. 3,27). Κατά τη διάρκεια του μυστηρίου ο ιερέας αλείβει με λάδι το σώμα του πιστού, φανερώνοντας συμβολικά τη βοήθεια που παρέχει ο Θεός για να ξεφύγει ο βαπτισθείς από τις παγίδες του διαβόλου και του κακού, όπως οι αθλητές αλείβονταν με λάδι για να ξεφύγουν στην αρένα από τις παγίδες και τον σφιχτό εναγκαλισμό των αντιπάλων τους. Ακόμη, κόβει μερικές τρίχες σταυροειδώς ο ιερέας από το κεφάλι του παιδιού για να δηλώσει ότι δεν είναι πλέον δούλος κάποιου αφέντη, αλλά δούλος Χριστού, ήτοι πραγματικά ελεύθερος από τα πάθη και την αμαρτία. Την αξία του βαπτίσματος και πόσο αυτό μπορεί να αλλάξει όλη την κοινωνία, αν εμείς οι ίδιοι θελήσουμε, δείχνει η ακόλουθη ιστορία: Οι Φιτζαίοι υπήρξαν πριν εκχριστιανιστούν φυλή αγρίων και κανιβάλων στον Ειρηνικό Ωκεανό. Αφού όμως βαπτίσθηκαν και δέχθηκαν τον Χριστιανισμό (1867), την ίδια μεγάλη πέτρα πάνω στην οποία αφαιρούσαν τη ζωή από τα θύματά τους, την μετέτρεψαν, αφού τη λάξευσαν, σε βαπτιστήριο και εκεί βάπτιζαν τα παιδιά τους. Από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια είναι αλήθεια πως βαπτίζονταν και τα νήπια (σύμφωνα και με το Ματθ. 19,13-15). Συγκεκριμένα βαπτίζονταν ολόκληρες οικογένειες, μέσα στις οποίες υπήρχαν και πολλά παιδιά, γεγονός που επισημαίνει άλλωστε το κήρυγμα του απ. Πέτρου, ο οποίος κάλεσε όλους τους παρευρισκόμενους να βαπτισθούν (3.000 ανθρώπους), μικρούς και μεγάλους, με τα λόγια: «Αυτά που υποσχέθηκε ο Θεός είναι για σας και για τα παιδιά σας» (Πράξ. 2,38-39). Αλλά και η θεοσεβής Λυδία από την πόλη των Θυατείρων «βαπτίστηκε αυτή και οι οικιακοί της» (Πράξ. 16,15), ο δεσμοφύλακας του Παύλου και του Σίλα «βαπτίστηκε αυτός και όλοι οι δικοί του» (Πράξ. 16,33), καθώς και ο «οίκος», η οικογένεια δηλαδή του Στεφανά, από τον απ. Παύλο (Α΄ Κορ. 1,16).
ΤΟ ΧΡΙΣΜΑ είναι η σφραγίδα της χάριτος του Θεού πάνω στους βαπτισθέντες και η λήψη των ποικίλων χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος. Στη Σαμάρεια λ.χ., αν και είχαν βαπτισθεί οι πιστοί από το ΔΙΑΚΟΝΟ Φίλιππο, δεν είχαν λάβει ακόμη τα χαρίσματα του Παρακλήτου, γεγονός που έγινε στη συνέχεια από τον Πέτρο και τον Ιωάννη, οι οποίοι «έθεταν τα χέρια πάνω τους και λάβαιναν Πνεύμα Άγιο» (Πράξ. 8,14-17). Το ίδιο συνέβη και στην Έφεσο από τον απ. Παύλο, όπου μόνο δι’ επιθέσεως των χεριών του Παύλου «ήλθε το Πνεύμα το Άγιον επ’ αυτούς, ελάλουν τε γλώσσαις και προεφήτευον» (Πράξ. 19,1-6). Αργότερα αντικαταστάθηκε η «επίθεση των χειρών» των αποστόλων με τη χρήση και επάλειψη δι’ αγίου μύρου, δηλαδή από ευλογημένο υπό επισκόπου έλαιο, εκκλησιαστική πρακτική που μαρτυρείται από αυτά ήδη τα αποστολικά χρόνια. Δια του μυστηρίου του Χρίσματος ο πιστός, δια της δυνάμεως του Θεού και του ιδικού του αγώνος, καλείται να αποκτήσει το τριπλό αξίωμα του Κυρίου, δηλαδή να γίνει ιερέας, προφήτης και βασιλιάς. Σαν ιερέας οφείλει να ευχαριστεί τον Θεό και να προσφέρει την, ήδη στον άνθρωπο δωρηθείσα, φύση και πάλι στον Θεό με προσευχές και ύμνους. Σαν προφήτης οφείλει να ομιλεί (για), και να διδάσκει τους συνανθρώπους του, την Οδόν του Κυρίου και σαν βασιλέας οφείλει να υποτάσσει τη φύση του στο θέλημα του Θεού και να καθίσταται άρχοντας στα πάθη και κατώτερα ένστικτα.
Η ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ είναι το μυστήριο των μυστηρίων και «φάρμακον αθανασίας» όπως χαρακτηρίζεται τον 2ο αιώνα από τον άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο (Εφεσ. ΧΧ). Τον ίδιο αιώνα ο άγιος Ιουστίνος υπογραμμίζει την καθολική σ’ αυτό συμμετοχή των πιστών καθώς και την αποστολή των Τιμίων Δώρων στους απόντες (Α΄ Απολογία 67). Η Θεία Ευχαριστία είναι όχημα των πιστών προς τον Ουρανό και συνδέει όσο τίποτε άλλο κατά χάριν Θεό και ανθρώπους, αλλά και τους ανθρώπους μεταξύ τους, σύμφωνα και με παρατήρηση του φιλοσόφου Βολταίρου. Μετά δηλαδή και την Πεντηκοστή, η νέα κοινότητα των πιστών τρεφόταν και εξαρτιόταν όχι μόνο από την υλική τροφή, αλλά και από το σώμα και το αίμα του Κυρίου. Έτσι πραγματοποιήθηκε και η προφητεία του ιδίου του Χριστού, που είπε: «Όταν εγώ υψωθώ από τη γη (σταυρωθώ και αναληφθώ), όλους θα τους ελκύσω προς τον εαυτόν μου» (Ιω. 12, 32-33). Κατά τη μεταβολή των Τιμίων Δώρων, το ψωμί και το κρασί μεταβάλλονται αοράτως σε σώμα και αίμα Χριστού (Ματθ. 26,26-28). Ο απ. Παύλος είναι κάθετος όσον αφορά την αλήθεια αυτής της μεταβολής και τις αρνητικές συνέπειες όσων δεν διακρίνουν το σώμα του Κυρίου (Α΄ Κορ. 11,27-30). Στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, ο Ιησούς είπε στους Ιουδαίους: «Εάν δεν φάτε τη σάρκα του Υιού του ανθρώπου και δεν πιείτε το αίμα του, δεν έχετε ζωή μέσα σας… Εκείνος που τρώει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου μένει μέσα μου και εγώ μέσα του… Εκείνος που με τρώγει θα ζήσει ένεκεν εμού» (6,53-58). Τα ξεκάθαρα αυτά λόγια Του (και όχι μόνο αυτά) αναιρούν κάθε σκέψη περί εικονικής δήθεν μεταβολής των Τιμίων Δώρων. Την χρυσή εποχή των Κατακομβών εκατομμύρια μάρτυρες στηρίχθηκαν και υπέμειναν τα μαρτύρια με τη βοήθεια της Θείας Μετάληψης. Άλλωστε και αυτός ο μυστηριώδης Μελχισεδέκ προσέφερε «άρτον και οίνον» στον πατριάρχη Αβραάμ (Γέν. 14,18), που σημαίνει ότι υπήρχαν εξαρχής ως ιερά δώρα και δεν αντλήθηκε η έννοιά τους από παγανιστικά μυστήρια, όπως μερικοί μη ενημερωμένοι ερευνητές προσπάθησαν να αποδείξουν. Η προφητεία του Μαλαχία μάς γνωστοποιεί την προτύπωση της Θείας Κοινωνίας από πολύ παλιά, όταν λέγει δι’ αυτού ο Θεός: «Από την ανατολή του ηλίου έως τη δύση του το όνομά μου έχει δοξαστεί ανάμεσα στα έθνη και σε κάθε τόπο θυμίαμα προσάγεται στο όνομά μου και ΘΥΣΙΑ ΚΑΘΑΡΗ» (Μαλ. 1,11).
Άνευ του μυστηρίου της ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ τίποτε καλό δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί στον κόσμο, αφού η μετάδοση όλων των υπολοίπων μυστηρίων καθώς και η θεραπεία ψυχών και σωμάτων εξαρτάται απ’ αυτό. Η ιεροσύνη είναι χάρισμα, όχι υπαλληλικό αξίωμα, και ο ιερέας καλείται να είναι πνευματικός πατέρας-θεραπευτής ψυχών τρωθέντων από την αμαρτία, την έλλειψη ασκήσεως και κατά χάριν ζωής. Ο μόνος βέβαια αρχιερέας είναι ο Χριστός. Οι διάκονοι όμως, πρεσβύτεροι και επίσκοποι, οι τρείς αυτοί βαθμοί ιεροσύνης, δανείζουν τον εαυτόν τους στον Χριστό και δι’ αυτού εξαγιάζεται η οικουμένη. Δια των νέων κάθε φορά χειροτονιών (συνεχιζόμενη αποστολική διαδοχή) και της υγιούς αποστολικής διδαχής μεταφέρεται η αλήθεια του Θεού και η σωτηρία στις επόμενες γενεές. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν νοείται ταξική διάκριση μεταξύ των μελών του εκκλησιαστικού σώματος, διότι αφενός η διάκριση σε ιερείς και λαϊκούς είναι λειτουργική και όχι ουσιαστική, αφετέρου και οι λαϊκοί κατέχουν δια του βαπτίσματός τους την λεγόμενη «γενική ιεροσύνη» και συγκαταλέγονται στο «βασιλικό ιερατείο, έθνος άγιο, λαό δικό Του» (Α΄ Πέτρ. 2,9), που εξαγγέλλει τις θαυμάσιες πράξεις Εκείνου και πορεύεται προς τη βασιλεία Του. Η γενική ιεροσύνη των χριστιανών δεν αναιρεί βέβαια την «ειδική ιεροσύνη» του κλήρου, των ποιμένων δηλαδή του λαού. Ο απ. Πέτρος αναφέρεται στους Πρεσβυτέρους ως σε μια ξεχωριστή τάξη κληρικών και καθοδηγητών του ποιμνίου, διότι λέγει: «Τους πρεσβυτέρους, οι οποίοι είναι μεταξύ σας, προτρέπω εγώ ο συμπρεσβύτερος και μάρτυς των παθημάτων του Χριστού, … ποιμάνατε το ποίμνιο του Θεού το οποίο είναι μεταξύ σας, ασκούντες την επίβλεψη όχι αναγκαστικά αλλά θεληματικά … και όταν θα φανερωθεί ο Αρχιποιμένας, τότε θα λάβετε το αμάραντο στεφάνι της δόξας» (Α΄ Πέτρ. 5,1-4). Επιπλέον, ο απ. Παύλος αναφέρεται στον Τιμόθεο και Τίτο ως σε επισκόπους (Τιμ. Α΄ 4,14/ Τίτ. 1,5-8), αλλά και σε ιδιαίτερα εδάφια της Κ.Δ. ξεχωρίζει η διάκριση σε διακόνους, ιερείς και επισκόπους (Πράξ. 6,6/ Α΄ Τιμ. 3,8-13/ Πράξ. 14,23 & 20,17). Δεδομένου ότι στα πρωτοχριστιανικά χρόνια της Κ.Δ. ΜΟΝΟ η τάξη των ‘προφητών-επισκόπων’, στην οποία συγκαταλέγονταν π.χ. ο Παύλος και ο Βαρνάβας, μπορούσε να χειροτονήσει πρεσβυτέρους, συνεπάγεται ότι είχαν και τον ανώτερο βαθμό ιεροσύνης στην Εκκλησία μετά τους αποστόλους.
Δια της ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΩΣ οι πιστοί μετά+νοούν, δηλαδή αλλάζουν τρόπο σκέψεως και ζωής και λαμβάνουν συγχώρηση, ήτοι όχι μόνο δεν ανακρίνονται και δικάζονται, αλλά και με την άφεση που λαμβάνουν δια του ιερέως επανατοποθετούνται στο οικείο εκκλησιαστικό περιβάλλον τους, συμφιλιωμένοι με τους υπολοίπους αδελφούς τους (συν+χωρούνται). Ο Θεάνθρωπος χορήγησε δια του μυστηρίου της ιεροσύνης την εξουσία της αφέσεως των αμαρτιών στους αποστόλους Του, δηλαδή στους ποιμένες της Εκκλησίας, και όχι στο ποίμνιο, όταν τους είπε: «Αλήθεια σας λέγω, ότι όσα δέσετε στη γη θα είναι δεμένα στον ουρανό και όσα λύσετε στη γη θα είναι λυμένα στον ουρανό» (Ματθ. 18,18). Και πάλι τους λέγει: «Λάβετε Πνεύμα Άγιον. Εάν συγχωρήσετε τις αμαρτίες κανενός, του είναι συγχωρημένες. Αν κανενός δεν τις συγχωρήσετε, θα μείνουν ασυγχώρητες» (Ιω. 20,22-23). Το μυστήριο της εξομολογήσεως είναι καθαρά θεραπευτικό και ξεπλένει αμαρτωλές συνειδήσεις, καθαρίζει την ψυχή από τραύματα και πάθη. Όπως πολλές φορές γυμνωνόμαστε μπροστά στο γιατρό για να εξεταστούμε, αλλά η ντροπή αυτή οδηγεί μετά στην θεραπεία και την υγεία, έτσι και στον πνευματικό μπροστά ντρεπόμαστε εξομολογούμενοι τα κρίματά μας, αλλά δια του τρόπου αυτού η ψυχή και πάλι λαμπρύνεται και οδηγείται στο δρόμο του Θεού από τον οποίον παρέκλινε. Η μεγαλοσύνη του Σπλαχνικού Πατέρα και η μετάνοια του Ασώτου Υιού φανερώνουν πεντακάθαρα την μοναδική αξία του μυστηρίου, σύμφωνα με την ομώνυμη παραβολή. Η Εκκλησία είναι ως εκ τούτου πνευματικό νοσοκομείο και η επανεύρεση της χαμένης κοινωνικότητος συντελείται δια της μετανοίας. «Ελάτε σε μένα όλοι εσείς, που είστε κουρασμένοι και φορτωμένοι, και εγώ θα σας δώσω ανάπαυση» (Ματθ. 11,28-30), παροτρύνει ο Κύριος. Άλλωστε συχνά το κήρυγμά Του ήταν: «Μετανοείτε, διότι πλησίασε η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 4,17). Έξοχο παράδειγμα μετανοίας αποτελεί η ζωή του αγίου Διονυσίου Ζακύνθου, ο οποίος όχι μόνο έδειξε άκρα ταπείνωση και μετάνοια στη ζωή του, αλλά και στο μοναστήρι της Αναφωνήτριας (προς τα τέλη 16ου αι.) συγχώρεσε και φυγάδευσε τον ίδιο το φονιά του αδελφού του, ακολουθώντας πιστά τα βήματα του Χριστού που συγχώρεσε τους σταυρωτές Του.
Με το μυστήριο του ΕΥΧΕΛΑΙΟΥ παρέχεται η άφεση των αμαρτιών (όπως και με κάθε μυστήριο) και χορηγείται η ψυχοσωματική υγεία, δια της χρήσεως με άγιο λάδι. Δεν αντικαθιστά φυσικά το μυστήριο της Μετανοίας. Το μυστήριο τελείται στους Ορθόδοξους ναούς την Μεγάλη Τετάρτη το εσπέρας, ώστε να προετοιμασθούν κατάλληλα οι πιστοί για το ‘ποτήριον της Ζωής’, που θα δοθεί από τις επόμενες ημέρες. Για τους ασθενείς γίνεται στο ναό, ενίοτε όμως και στα σπίτια. Τελείται κανονικά από 7 ιερείς (μπορεί όμως να γίνει και από έναν), διαβάζονται 7 αποστολικά αναγνώσματα και 7 ευαγγελικές περικοπές και ακούγονται 7 ευχές. Στην τελευταία Ευχή γονατίζουν οι δυνάμενοι και χρίονται όλοι σταυροειδώς στο πρόσωπο και τα χέρια (έδρα πέντε αισθήσεων). Με τα λόγια του Ιακώβου του Αδελφοθέου φανερώνεται η χρήση του Ευχελαίου ως μυστηρίου και συνήθειας των χριστιανών στις πρώτες χριστιανικές κοινότητες: «Ασθενεί κανείς μεταξύ σας; Ας προσκαλέσει τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας και ας προσευχηθούν επάνω του, αφού τον αλείψουν με λάδι στο όνομα του Κυρίου, και η προσευχή που έγινε με πίστη θα θεραπεύσει τον ασθενή. Ο Κύριος θα τον σηκώσει και, αν έχει διαπράξει αμαρτίες, θα του συγχωρηθούν» (Ιακ. 5,14-15). Όταν άλλωστε ο Κύριος έστειλε τους δώδεκα μαθητές Του να κηρύξουν το Ευαγγέλιο της σωτηρίας και της μετανοίας, αυτοί έβγαζαν πολλά δαιμόνια και «άλειφαν πολλούς ανθρώπους με λάδι και τους θεράπευαν» (Μάρκ. 6,13).
Ο ΓΑΜΟΣ είναι το μυστήριο εκείνο που αναφέρεται «εις Χριστόν και εις την Εκκλησία», σύμφωνα και με τον απόστολο Παύλο (Εφ. 5,25-32). Δόθηκε στους ανθρώπους πριν την πτώση των πρωτοπλάστων, επομένως δεν είναι αποτέλεσμα αμαρτίας. Είναι μάλιστα μυστήριο «μέγα», καθώς όχι μόνο συντελεί εις σωτηρίαν αλλά και θεραπεύει ανάγκες ψυχολογικές, κοινωνικές και βιολογικές. Ο Θεός ήταν μάλιστα που έδωσε την εντολή τού «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε» στους πρώτους ανθρώπους, με σκοπό να πληρώσουν την γη και να την κατακυριεύσουν (Γεν. 1,28). «Και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν» (Γεν. 2,24) αναφέρει τόσο η Π.Δ. όσο και η Εκκλησία κατά τη διάρκεια του μυστηρίου. Από τότε και ύστερα δεν είναι πια δύο αλλά ένας άνθρωπος. Ο Χριστός τίμησε τον γάμο παρευρισκόμενος και θαυματουργώντας για πρώτη φορά στον εν Κανά γάμο, «τη παρουσία και τω δώρω», όπως γράφει και ο ιερός Χρυσόστομος (P.G. 51, 210). Ο γάμος, εκτός από την άγια και αγαπητική ζωή των συζύγων, ολοκληρώνεται και με την απόκτηση απογόνων, χωρίς να είναι αυτό φυσικά το μοναδικό ζητούμενο στη συζυγία τους. Από δω και πέρα δημιουργείται «η κατ’ οίκον Εκκλησία», όπως λέγει ο απ. Παύλος. Η σωστή παρουσία και συμπεριφορά των συζύγων είναι απαραίτητη για την υγιή ανάπτυξη των παιδιών, όπως και η σωστή επικοινωνία του καθενός με τους άλλους. Μεγάλη βοήθεια προσφέρεται δια της συχνής μυστηριακής ζωής, της ελλείψεως φωνασκιών, της πίστης προς τον Θεό και της αγάπης προς όλους. Είναι απαραίτητο ακόμη οι σύζυγοι να αισθάνονται ανεξάρτητοι από πεθερικά και συγγενείς, διάγοντες βέβαια με υπευθυνότητα και σεβασμό προς εκείνους.
ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Τα μυστήρια της Εκκλησίας ικανοποιούν την ανάγκη του σύγχρονου ανθρώπου να νοιώσει ότι δεν είναι μόνος, αλλά αδελφός μέσω αδελφών, και ότι έχει Πατέρα, αδελφό, και φίλο ακόμη, τον Ιησού Χριστό. Συμβάλλουν στην πνευματική μεταποίηση του ανθρώπου από άτομο σε πρόσωπο και τον καθιστούν μέτοχο της δόξης του Τριαδικού Θεού. Θεραπεύουν μάλιστα υλικές και υπαρξιακές ανάγκες του, αλλά και επιβεβαιώνουν την ενότητα σώματος και ψυχής, αφού εν τη Εκκλησία αντιμετωπίζεται ο άνθρωπος ψυχοσωματικά και όχι αιρετικά, δηλαδή μόνο σωματικά, μόνο ψυχικά ή μόνο διανοητικά. Τέλος, δια των εκκλησιαστικών μυστηρίων και με τη χάρη του Χριστού μεταμορφώνεται όλο το σύμπαν σε βασιλεία του Θεού, υποχωρούν οι δαιμονικές δυνάμεις, ανακαινίζεται η πλάση και ενοποιούνται τα διεστώτα, αλλά και θεραπεύεται κάθε διαίρεση και αδυναμία εν τω λαώ, δια της προσωπικής σχέσεως με τον Θεό και τον πλησίον.
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
‘Βασικές αλήθειες πίστεως και ζωής’, Νικολάου Νευράκη, Αθ. 2007
‘Βήματα πίστεως και ζωής’ , ΟΕΔΒ, Υπ. Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων
‘Η Καινή Διαθήκη’, Αποστολικής Διακονίας, έκδ. Θ΄, 2009
‘Η Παλαιά Διαθήκη’, Αποστολικής Διακονίας, Αθ. 1981
‘Ορθόδοξη πίστη και λατρεία’, ΟΕΔΒ, 2005
‘Σύγχρονες αιρέσεις και παραθρησκευτικές λατρείες στην Ελλάδα’, Μιχαήλ Χούλη, εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Σύρου, Ερμούπολη 2002
‘Χριστιανισμός και Θρησκεύματα’, Νικολάου Νευράκη, Αθ. 1999
Εκπομπή "Εκκλησία και Κόσμος" της Μητροπόλεως Κασσανδρείας στο κανάλι Atlas TV που μεταδόθηκε την Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2017.
Πηγή: Θρησκευτικά
Τηλεοπτικές Παραγωγές “Ενωμένη Ρωμηοσύνη” (Αχελωος TV 2016)
Παραγωγός – Παρουσιαστής: Ανδρέας Μπλάνος
Υπεύθυνος Στούντιο – Κάμερα: Φώτης Βαρδής
Ημερομηνία Εγγραφής: 15/11/16
Καλεσμένος: Κλάους Κένεθ Συγγραφέας, Μουσικός
ΣΧΟΛΙΑ – Ο Κλάους Κένεθ, Γερμανός συγγραφέας και μουσικός, σε αποκλειστική συνέντευξή του στον Αχελώο μιλά για την Ορθοδοξία ως αποκάλυψη και ζωή. Μιλά για την οδύσσεια της πολυτάραχης ζωής του ζώντας επί χρόνια μέσα στο εωσφορικό σκοτάδι και αποκαλύπτει με ποιόν θαυματουργικό τρόπο ανακάλυψε το φως, την ελευθερία και την αγάπη εκεί, όπου ποτέ δεν περίμενε να τα βρει. Μια συγκλονιστική ιστορία για το πώς ο Χριστός αποκαλύφθηκε στον Κλάους Κένεθ.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...