
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Τὴν Δευτέρα 13 Μαρτίου 2017 στὶς 6 τὸ ἀπόγευμα, στὸν ἱερὸ Ναὸ τοῦ πολιούχου μας ἁγίου Δημητρίου καὶ σὲ συνεργασία μὲ πτυχιούχους τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς καὶ ἄλλων σχολῶν τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης πραγματοποιήθηκε Ἡμερίδα μὲ θέμα «Τὸ με-γαλεῖο τῆς Μετανοίας στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου».
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Πραγματοποιήθηκε με επιτυχία, υπό την αιγίδα του Παναγιωτάτου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ.κ. Ανθίμου, ημερίδα στον Ιερό Ναό του αγίου Δημητρίου – Πολιούχου Θεσσαλονίκης, με θέμα : «Το μεγαλείο της μετάνοιας στη ζωή του ανθρώπου».
Με ύμνους που έψαλε η χορωδία της Χριστιανικής Φοιτητικής Δράσης, άνοιξαν, χθες Δευτέρα 13 Μαρτίου 2017, οι εργασίες της ημερίδας, που συνδιοργανώθηκε από τον Ιερό Ναό Αγίου Δημητρίου – Πολιούχου Θεσσαλονίκης και πτυχιούχους της Θεολογικής Σχολής και άλλων Σχολών του Α.Π.Θ.
Χαιρετισμούς απηύθυναν, ο Προϊστάμενος του Ιερού Ναού και Πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής της ημερίδας, αρχιμ. π. Ιάκωβος Αθανασίου, καθώς και ο οικείος Ποιμενάρχης, Παναγιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ.κ. Άνθιμος.
Η έναρξη των εισηγήσεων έγινε από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως κ.κ. Ιερεμία, που, με προφητικό κυριολεκτικά λόγο, ανέπτυξε το θέμα: «Η μετάνοια κατά την Παλαιά Διαθήκη». Ο Σεβασμιώτατος, υπογράμμισε ότι ολόκληρη η Παλαιά διαθήκη αποτελεί κήρυγμα μετανοίας. Μεταξύ άλλων τόνισε ιδιαιτέρως το χωρίο Γεν. 4, 7: «Ήμαρτες; Ησύχασον.», ενώ αναφέρθηκε στη μετάνοια όπως παρουσιάζεται στο κήρυγμα των προφητών, καταλήγοντας στο ότι ο άνθρωπος οφείλει να λάβει αποφάσεις για νέα πορεία.
Στη συνέχεια, ο αρχιμ. π. Γερβάσιος Ραπτόπουλος, Ιεροκήρυκας και Πνευματικός Προϊστάμενος της αδελφότητας «Οσία Ξένη», παρουσίασε την εισήγησή του, με θέμα: «Εμπειρίες μετανοίας από την κοινωνία των κρατουμένων». Ο π. Γερβάσιος με τις διηγήσεις του μετέφερε το κοινό στο χώρο των φυλακών, όπου διακόνησε για σαράντα χρόνια. Αναφέρθηκε σε ιστορίες ανθρώπων που άλλαξαν ρότα, σε ανθρώπους άλλων θρησκειών που συγκινήθηκαν από την προσφορά αγάπης της Ορθοδοξίας και μεταστράφηκαν σε αυτή, τονίζοντας ότι «η αγάπη που εμπνέει ο Χριστός δεν εκπίπτει ποτέ. Διατηρείται και στη ζωή και στο θάνατο και την αιωνιότητα». Χαρακτηριστικά, έγινε μνεία σε κρατούμενο που τον ευχαρίστησε γιατί του έδωσε κουράγιο, εξομολογούμενος λέγοντας: «σας βλέπω σαν πατέρα μου». Εξόχως συγκινητική, ήταν η αναφορά του στον Κώστα Πάσσαρη, τη συνάντησή τους, την εξομολόγησή του, τη μετάνοιά του και πώς νιώθει ελεύθερος και μέσα στο κελί του. «Θεέ μου να μη σε λυπήσω πια. Το έλεός σου να με καταδιώξη» είναι αυτό που πλέον μονολογεί. «Όταν ήρθε ήταν ένα λιοντάρι άγριο. Τέσσερεις μασκοφόροι με τα καλάσνικοφ παρατεταμένα τον ακολουθούσαν» είχε πει ο φύλακας των φυλακών, ενώ σήμερα επιθυμεί να εγκαταβιώσει κάποια στιγμή στο Άγιο Όρος.
Τρίτος εισηγητής ήταν ο κ. Λυκούργος Μαρκούδης, διευθυντής προγράμματος του ραδιοφωνικού σταθμού της Ι.Μ. Πειραιώς, «Πειραϊκή Εκκλησία», ο οποίος μίλησε με θέμα: «Η μετάνοια στα χρόνια της κρίσης». Έκανε λόγο για τη μετάβαση από την αμαρτία στην αρετή, την έννοια της κρίσης και της θείας δίκης, υπογραμμίζοντας πως η κρίση θα διαρκέσει έως ότου μετανοήσουμε. Αναφέρθηκε στην εκκλησία και στο γεγονός, ότι η ορθόδοξη εκκλησία δεν είναι ένας προτεσταντικού τύπου φιλανθρωπικός οργανισμός, στη ρήση του Αγίου Αναστασίου του Σιναΐτη ότι ο Θεός δίνει στο λαό άρχοντες κατά την καρδία του και του Αγίου Παϊσίου, αναφορικά με το ότι ο άνθρωπος έχει δύναμη μέσα του για ώρα ανάγκης, για να καταλήξει στο ότι η κρίση είναι πρώτης τάξης ευκαιρία για μετάνοια.
Ακολούθως, τον λόγο έλαβε, ο κ. Ανδρέας Χριστοφόρου, Νομικός, ο οποίος αναφέρθηκε στην: «μετάνοια και την αιώνιο ζωή, όπως την έμαθε από τους σύγχρονους Αγίους και Πατέρες». Αναφέρθηκε σε προσωπικά του βιώματα με τους: Άγιο Πορφύριο, Άγιο Παΐσιο, Γέροντα Ιάκωβο Τσαλίκη, Γέροντα Αμβρόσιο της μονής Δαδίου στην Αμφίκλεια, τον π. Μάρκο Μανώλη, τον γέροντα Ιωσήφ το Βατοπαιδινό, τον γέροντα Αντώνιο Γκίκιζα, το μοναχό Γρηγόριο της Μονής Σταυροβουνίου, τον γέρο-Παναγή από τη Λύση της Κύπρου. «Εξομολόγηση δεν είναι να πηγαίνεις μόνο στον πνευματικό και να λες τις αμαρτίες σου, αλλά χρειάζεται και μετάνοια. … Αν νιώθεις αγάπη, χαρά, πίστη, τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, τότε κατάλαβες ότι συγχωρέθηκες», έλεγε ο Άγιος Πορφύριος αναφερόμενος συγχρόνως και στον άσωτο υιό του Ευαγγελίου. «Αιτία για τα χαρίσματα του Αγίου Πορφυρίου ήταν η μετάνοιά του», έλεγε ο γ. Αντώνιος Γκίκιζας, που διετέλεσε και πνευματικός του. Τα βιώματα του εισηγητή με τον Γέροντα Ιάκωβο Τσαλίκη γύρω από τη Θεία Κοινωνία και τη μετάνοια, οι λόγοι του Αγίου Παϊσίου «να αγαπάς σημαίνει να μετανοείς και να συγχωρείς», η συναναστροφή του με τον γ. Αμβρόσιο, με τον γ. Ιωσήφ που συνιστούσε να εξομολογούμαστε με ταπείνωση και τον π. Μάρκο Μανώλη που ασκούνταν μυστικώς στη μετάνοια, μετέφεραν το κοινό κοντά σ΄ αυτούς τους γίγαντες του πνεύματος, τις σύγχρονες άγιες μορφές της Εκκλησίας μας.
Οι εισηγήσεις ολοκληρώθηκαν με την κ. Αθηνά Σιδέρη, κοινωνική λειτουργό και πνευματικό τέκνο του Αγίου Πορφυρίου, που μας παρουσίασε: «Το μυστήριο της μετανοίας κατά τον Όσιο Πορφύριο». «Ο Άγιος Πορφύριος έδινε μεγάλη σημασία στη μετάνοια. Και απλά και όμορφα έλεγε ότι ο χριστιανός πρέπει να καθαρίζει την ψυχή του και τα έσω του όπως ακριβώς ο ιερέας καθαρίζει το δισκοπότηρο μετά την κατάλυση. Εκτιμούσε πάρα πολύ αυτό το μυστήριο γιατί όπως ο ίδιος είχε διαγνώσει και πίστευε το μυστήριο της μετανοίας και της εξομολογήσεως είναι η συνάντησις του Ανθρώπου με το Θεό. Δεν υπάρχει ανώτερο πράγμα από αυτό που λέγεται μετάνοια και εξομολόγηση. Αυτό το μυστήριο είναι η προσφορά της αγάπης του Θεού στον άνθρωπο».
Τέλος, οι ομιλητές απάντησαν σε ερωτήσεις των παρευρισκομένων, ενώ η ευλογημένη αυτή σύναξη, έκλεισε με μία όμορφη σύνοψη όσων ακούστηκαν, από τον συντονιστή της ημερίδας που διηύθυνε και τις εργασίες της, καθηγητή Δογματικής του θεολογικού τμήματος της Σχολής Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του Α.Π.Θ., Δημήτριο Τσελεγγίδη.
Ἡ πόλις Turnyauz βρίσκεται στὰ βουνὰ τῆς δημοκρατίας Karbardino-Balkar, στὴν περιοχὴ Elbrus (στὴν Ῥωσικὴ ὁμοσπονδία). Εἶνε μιὰ μικρὴ πόλι μὲ 21.000 κατοίκους, ὅπου ὅλοι γνωρίζονται μεταξύ τους ἀπὸ παιδιά. Τὸ ἐνενήντα τοῖς ἑκατὸ τοῦ πληθυσμοῦ εἶνε μουσουλμᾶνοι καὶ ἔτσι ἡ διάκρισι μεταξὺ τῶν ἐθνικῶν Ῥώσων καὶ τῶν μουσουλμάνων εἶνε πολὺ φανερή. Ὅπως σὲ ὅλο τὸν Βόρειο Καύκασο, ἔτσι καὶ στὴν Τurnyauz ὁ καθένας μπορεῖ νὰ γίνῃ θῦμα τῶν βιαίων πράξεων καὶ τῶν μυκτηρισμῶν τῶν μουσουλμάνων μόνο ἐπειδὴ εἶνε Ῥῶσος, καὶ ἀκόμα πιὸ πολὺ ἐπειδὴ εἶνε ὀρθόδοξος. Ἂν δὲν γνώριζες τὴν τοπικὴ διάλεκτο, δὲν σοῦ μιλοῦσαν, ἀκόμα καὶ σὲ δημόσια μέρη. Μέσα σὲ ἕνα τέτοιο περιβάλλον ζοῦσε καὶ ὁ Igor, ὁ ὁποῖος ἦταν Ῥῶσος ἀλλὰ δὲν πίστευε σὲ τίποτα.
Ὅταν ἦταν περίπου εἴκοσι χρονῶν, ὁ Igor εἶδε ἕνα ὄνειρο. Τὸν εἶχαν περικυκλώσει οἱ μουσουλμᾶνοι καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν μαχαιρώνουν σ᾽ ὅλο τὸ σῶμα του. Τὸ ὄνειρο αὐτὸ τοῦ ἔκανε πολλὴ ἐντύπωσι. Δὲν ξέρουμε πῶς τὸ ἀντιμετώπισε ἐσωτερικά, ἀφοῦ τότε ἦταν ἀκόμα ἕνας ἄπιστος νέος, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὴν πρεσβυτέρα του μετὰ ἀπὸ τὸ ὄνειρο αὐτὸ πάντα ὑπῆρχε μιὰ λύπη καὶ αὐτοσυγκέντρωσι στὰ μάτια του.
Ὁ Igor ἀρεσκόταν πολὺ νὰ περπατάῃ στὰ βουνά, καὶ ἔτσι γνώρισε τὴν μέλλουσα σύζυγό του σὲ ἕναν ἀγῶνα ὀρειβασίας. Ἡ Κατερίνα ἦταν μιὰ ἁπλῆ Ῥωσίδα• γεννήθηκε καὶ μεγάλωσε σὲ μιὰ πολύτεκνη φτωχὴ οἰκογένεια σὲ ἕνα χωριὸ τῶν Οὐραλίων ὀρέων. Εἶχε βαπτισθῆ ὅταν ἦταν παιδί, ἀλλὰ ἦταν ἄπιστη σὰν τὸν Igor.
Ἡ νέα οἰκογένεια μετακόμισε στὸ χωριὸ Terskol, ποὺ ἔχει ὑψόμετρο 2.200 μέτρα. Ὁ Igor ἐργαζόταν σὲ μιὰ ὑπηρεσία διασώσεως ἀπὸ τοὺς κινδύνους τῶν χιονοστιβάδων καὶ ἦταν ὁ ὑπεύθυνος τῆς ὑπηρεσίας αὐτῆς. Τὸ κράτος παρεχώρησε ἕνα σπίτι στὴν οἰκογένεια• ἕνα μικρὸ προκατασκευασμένο σπίτι, χωρὶς τρεχούμενο νερὸ καὶ ἄλλες εὐκολίες, μὲ δύο δωμάτια καὶ ὑπόστεγο. Ἔζησαν ἐκεῖ μέχρι τὴ γέννα τοῦ τετάρτου παιδιοῦ τους καὶ μόνο τότε τοὺς δόθηκε ἕνα πιὸ κατάλληλο σπίτι. Ἀλλὰ ὅπως λέει ἡ πρεσβυτέρα Κατερίνα• «Ἐπιζήσαμε καὶ ἤμασταν εὐτυχισμένοι».
Κάθε χρόνο ἡ οἰκογένεια μεγάλωνε. Ὁ πρωτότοκος ἦταν ὁ Μάξιμος καὶ ἀκολούθησαν ὁ Ἠλίας, ἡ Ἀλεξάνδρα, ἡ Εὐγενία καὶ ὁ Ἀνδρέας. «Μετὰ τὴ γέννα τοῦ τρίτου παιδιοῦ, οἱ ἄνθρωποι μᾶς κοιτοῦσαν σὰν νὰ ἤμασταν πολὺ παράξενοι. Ὅταν εἶδαν ὅτι ἤμουν ἔγκυος στὸ πέμπτο παιδὶ προσπάθησαν νὰ μᾶς πείσουν νὰ τὸ κάνουμε ἔκτρωσι». Ἀλλὰ τὸ ἀντρόγυνο ἔμεινε σταθερὸ καὶ δὲν ἔπραξε φόνο, παρ᾽ ὅλη τὴν οἰκονομικὴ δυσκολία τους.
Σύμφωνα μὲ τὴν πρεσβυτέρα ἡ οἰκογένεια ζοῦσε ἁρμονικά• δὲν ὑπῆρχαν μαλώματα ἢ συγκρούσεις καὶ οἱ γονεῖς ἀγαποῦσαν πολὺ τὰ παιδιά τους. Ὁ Igor περνοῦσε τὸν περισσότερο χρόνο του στὰ βουνά, ἀλλὰ τὸν ἐλεύθερο χρόνο του τὸν ἀφιέρωνε ὅλο στὴν οἰκογένειά του. Ποτέ δὲν τοὺς τιμώρησε, ἀλλὰ καὶ δὲν τοὺς ἄφηνε ποτὲ νὰ δείξουν παρρησία. Τοὺς μιλοῦσε μὲ πολλὴ σοβαρότητα.
Ἡ πόρτα τῆς οἰκογενείας Rozin ἦταν πάντα ἀνοιχτὴ γιὰ κάθε περαστικό, γνωστὸ καὶ ἄγνωστο. Ἀκόμα κι ὅταν ἔλειπε ἡ οἰκογένεια πάντα ἄφηναν ἕνα σημείωμα στὴν πόρτα γιὰ τὸν κάθε περαστικὸ ἐξηγώντας ποῦ βρίσκεται τὸ κλειδί. Ἡ οἰκογένεια διακρινόταν γιὰ τὴ φιλοξενία της καὶ πάντα εἶχε κάποιον ξένο στὸ σπίτι. Εἶχε συμβῆ καὶ τὸ ἑξῆς περιστατικό.
Ὁ Μάξιμος εἶχε ἀποκτήσει λίγα χρήματα μετὰ ἀπὸ μιὰ ὀλιγοήμερη ἐργασία σ᾽ ἕνα ξενοδοχεῖο. Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο εἶχαν ἕναν φιλοξενούμενο κύριο στὸ σπίτι τους, τὸν ὁποῖο δὲν γνώριζαν πολὺ καλά. Ἡ πρεσβυτέρα βρῆκε τὰ χρήματα τοῦ παιδιοῦ της στὴν τσέπη τοῦ σακκακιοῦ του, ἀλλὰ δὲν εἶπε τίποτα σὲ κανέναν. Ἀντιθέτως, ὅταν ἔφυγε, ἡ πρεσβυτέρα τοῦ ἔδωσε κι ἄλλα χρήματα γιὰ τὸ δρόμο, καὶ μόνο ὅταν ἔφυγε ὁ κύριος ἡ Κατερίνα εἶπε στὸν σύζυγό της γιὰ τὴ λῃστεία κι αὐτὸς μὲ τὴ σειρά του τὸ δέχθηκε μὲ πολλὴ ἠρεμία.
Στὸ καινούργιο τους σπίτι –μετὰ τὴ γέννησι τοῦ τετάρτου παιδιοῦ τους– ὑπῆρχε μπάνιο καὶ τουαλέττα. Ὁ Igor μόνος του ἔβαλε τὴ θέρμανσι καὶ ἔχτισε ἕνα δεύτερο ὄροφο.
Ὁ Igor ἀγάπησε πολὺ τὰ βουνά. Ἔγινε ἕνας πολὺ ἐπιδέξιος ὀρειβάτης καὶ δύο φορὲς νίκησε σὲ τοπικοὺς διαγωνισμοὺς ὀρειβασιῶν. Ἀνέβαινε στὶς κορυφὲς τῶν πιὸ ψηλῶν βουνῶν ἀκόμα καὶ τὸ χειμῶνα, ἀλλὰ βρῆκε τὸ νόημα τῆς ζωῆς του στὴν διάσωσι τῶν ἀνθρώπων.
Ἡ δουλειά του ἦταν νὰ ψάχνῃ ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν χαθῆ στὰ βουνά, οἱ ὁποῖοι ἦταν συχνὰ παγωμένοι καὶ σχεδὸν νεκροί. Συχνὰ εὕρισκε μόνο τὰ νεκρὰ σώματά τους ἢ ὅ,τι εἶχε μείνει ἀπὸ τὸ σῶμα τους. Μετὰ τοὺς κουβαλοῦσε, μέσα σὲ δυσμενεῖς καιρικὲς συνθῆκες. Ἔπρεπε νὰ ἦταν καὶ σωματικὰ καὶ ψυχικὰ σκληραγωγημένος.
Οἱ φίλοι τοῦ Igor τὸν ἐκτιμοῦσαν καὶ τὸν σέβονταν καὶ ὅταν τὸν εἶχαν μαζί τους δὲν ἔνιωθαν φόβο. Πάντοτε ἔλεγαν• «Ὁ Θεὸς εἶνε μὲ τὸν Rozin». Μαρτυροῦσαν, ὅτι ὁ Igor πάντα κατάφερνε τὶς πιὸ δύσκολες ἀποστολές.
Κάποτε, λίγο πρὶν τὴν χειροτονία του σὲ ἱερέα, ὁ κόμπος τῆς τριχιᾶς εἶχε λυθῆ καὶ ἔπεσε ἀπὸ ὕψος 46 μέτρων. Οἱ συνεργάτες του ἔμειναν ἔκθαμβοι ὅταν τὸν ἄκουσαν νὰ λέῃ στὸ φορητὸ ῥαδιόφωνό του• «Εἶμαι καλά». Εἶχε γλυτώσει μὲ λίγα μόνο τραύματα.
Ὁ πνευματικός τοῦ Igor, ὁ π. Vyacheslav, μαρτυρεῖ• «Ὁ Igor εἶχε μιὰ πολὺ καθαρὴ καρδιὰ καὶ πραότητα καὶ γι᾽ αὐτὸ πάντα θυσιαζόταν νὰ βοηθήσῃ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἄσχετα ἀπὸ τὴ θρησκεία ἢ τὴν ἐθνικότητά τους. Τοὺς εἶχε ὅλους σὰν ἀδέλφια. Ἀργότερα ἔλεγε• “Ὅσο πιὸ ψηλὰ ἀνεβαίνεις, τόσο πιὸ κοντὰ στὸ Θεὸ εἶσαι”».
Ἡ πορεία του πρὸς τὴν πίστι ἦταν συνειδητὴ καὶ σταδιακή, λέει ἡ πρεσβυτέρα.
Ὅλα ἄρχισαν ὅταν τὰ παιδιά του ἕνα - ἕνα ἄρχισαν νὰ ἀρρωσταίνουν. Ἡ Κατερίνα δὲν ἤξερε τί νὰ κάνῃ. Κι ἀφοῦ δὲν εὕρισκε βοήθεια ἀπὸ γιατροὺς καὶ εἶχε ἀπελπιστῆ, ἀκολούθησε τὴ συμβουλὴ μιᾶς πιστῆς γυναίκας ποὺ τῆς εἶπε, νὰ ἐκκλησιάζῃ τὰ παιδιά της, νὰ τὰ ἐξομολογήσῃ καὶ νὰ κοινωνήσουν.
Ἔτσι κάθε Κυριακὴ ὡδηγοῦσε 80 χιλιόμετρα ἀπόστασι καὶ πήγαινε μὲ ὅλα τὰ παιδιά της στὴν πιὸ κοντινὴ ὀρθόδοξη ἐκκλησία. Ἦταν πολὺ δύσκολο ἕνα τέτοιο ταξίδι μὲ τέτοιο χιόνι, βουνὰ καὶ μὲ τόσα παιδιά. Ξυπνοῦσαν στὶς 4 π.μ. καὶ ἔπρεπε νὰ διανυκτερεύουν ἐκεῖ. Ἀλλὰ ὁ Κύριος εἶδε τὴν πίστι καὶ τὸν κόπο τῆς Κατερίνας καὶ θεράπευσε ὅλα τὰ παιδιά της.
Ἀπὸ τότε ἡ ζωὴ μέσα στὴν οἰκογένεια Rozin ἄλλαξε ῥιζικά. Ἡ Κατερίνα δέχθηκε τὴν Ὀρθοδοξία μὲ ὅλη τὴν καρδιά της. Ὁ Igor ἔβλεπε αὐτὴ τὴν ἀλλαγὴ στὴ ζωὴ τῆς οἰκογένειάς του μὲ ἠρεμία. Δὲν ἔφερε κανένα ἐμπόδιο, ἀλλὰ δὲν ἔδειξε καὶ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον. Κάποιες φορὲς πήγαινε τὴν οἰκογένεια μέχρι τὴν ἐκκλησία, ἀλλὰ ὁ ἴδιος δὲν ἐκκλησιαζόταν.
Ἀργότερα ὅμως ὁ Igor ἄρχισε νὰ προβληματίζεται πολύ. Ἀπὸ τὴ μιὰ δὲν καταλάβαινε τί ὠθεῖ τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά του νὰ κάνουν ἕνα τόσο δύσκολο ταξίδι κάθε Κυριακὴ ἀντὶ νὰ ξεκουραστοῦν, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη ἔβλεπε τὰ ἀποτελέσματα• τὰ παιδιὰ του εἶχαν θεραπευθῆ.
Συγχρόνως, ἡ Κατερίνα ἔλεγε στὸ σύζυγό της πολλὰ γιὰ τὴν Χριστιανοσύνη καὶ τοῦ πρότεινε νὰ βαπτισθῇ. Ἕνα ἐπιχείρημα ποὺ τοῦ πρόβαλλε ἦταν τὸ ἑξῆς σχετικὰ μὲ τὸ θάνατο• «Θὰ πεθάνουμε, καὶ ἐμεῖς θὰ εἴμαστε μὲ τοὺς Χριστιανούς, ἐνῷ ἐσὺ ποῦ θὰ εἶσαι; Δὲν θέλεις νὰ εἶσαι μαζί μας;»…
Αὐτὸ ὅμως ποὺ ἔκανε τὸν Igor νὰ πάρῃ τὴν τελικὴ ἀπόφασι γιὰ νὰ γίνῃ Χριστιανὸς εἶνε τὸ ἑξῆς περιστατικό:
Ὁ μικρότερος υἱός του, ὁ Ἀνδρέας, κάποτε ἀρρώστησε. Τὸν πῆγαν στὴν πόλι Nalchik γιὰ θεραπεία. Ἡ Κατερίνα ἔμεινε μὲ τὸν υἱό της στὸ νοσοκομεῖο, ἐνῷ ὁ Igor πέρασε τὴ νύχτα στὸ αὐτοκίνητο. Τὸ πρωῒ ὁ Igor εἶπε στὴ γυναῖκα του γιὰ ἕνα ὄνειρο ποὺ εἶχε δεῖ τὸ βράδυ. Εἶδε μιὰ ὁμάδα δαιμόνων, οἱ ὁποῖοι γελοῦσαν καὶ φώναζαν, νὰ περικυκλώνῃ τὸ αὐτοκίνητό του, νὰ τὸ σηκώνῃ στὸν ἀέρα καὶ νὰ τὸ κουβαλάῃ πάνω ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο. Ἐκεῖνος φοβήθηκε καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται. Τότε φάνηκε ἕνας μεγάλος λαμπερὸς σταυρός, καὶ οἱ δαίμονες ἄφησαν τὸ αὐτοκίνητο κάτω καὶ ἐξαφανίστηκαν ἀμέσως.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ὁ Igor ἀποφάσισε νὰ βαπτισθῇ. Ἀργότερα ἔλεγε στὰ παιδιά του• «Ἐσεῖς μὲ φέρατε στὴν πίστι». Ὅμως, ἐνῷ εἶχε ἀποφασίσει νὰ βαπτισθῇ, δὲν μποροῦσε νὰ τὸ πραγματοποιήσῃ ἀμέσως. Σὰν νὰ ἔβλεπε ὁ πονηρὸς τὸ θεάρεστο μέλλον του καὶ τοῦ ἔφερνε συνέχεια ἐμπόδια. Κάθε φορὰ ποὺ ὥριζαν μία ἡμέρα γιὰ τὴν βάπτισι, γινόταν πάντα κάτι ποὺ ματαίωνε τὸ γεγονός• ἢ τὸ αὐτοκίνητο δὲν ξεκινοῦσε, ἢ ὁ ἱερέας ἀρρώσταινε, ἢ καλοῦσαν τὸν Igor ἐπειγόντως στὴ δουλειά. Αὐτὸ συνεχιζόταν γιὰ ἀρκετὸ καιρό, μέχρι ποὺ ἡ Κατερίνα βλέποντας τὶς παγίδες τοῦ ἐχθροῦ ἀποφάσισε νὰ τοῦ στήσῃ κι αὐτὴ μιὰ παγίδα.
Μία ἡμέρα εἶπε στὸν σύζυγό της• –Igor, πᾶμε γιὰ πατάτες; Κ᾽ ἔτσι ξεκίνησαν γιὰ τὸ χωράφι, χωρὶς τίποτα καὶ μὲ κανέναν. Ὅταν ἔφτασαν ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, εἶπε στὸν Igor νὰ σταματήσῃ γιὰ νὰ ἀγοράσῃ κεριά. Ὅταν μπῆκαν στὸ ναὸ ὁ Igor αἰσθάνθηκε βαθειὰ ἐπιθυμία νὰ βαπτιστῇ. Ἔτσι, βγῆκε ἀπὸ τὸ ναὸ βαπτισμένος Ὀρθόδοξος Χριστιανός. «Κρατοῦσε μιὰ εἰκόνα τοῦ Σωτήρα Χριστοῦ στὰ χέρια του, ἕνα σταυρὸ γύρω ἀπὸ λαιμό του, καὶ ἔλαμπε ὁλόκληρος», εἶπε ἡ γυναίκα τοῦ νεοφωτίστου. Αὐτὸ συνέβη τὸ 1994. Ὁ μελλοντικὸς μάρτυρας ἦταν τότε 36 χρονῶν.
Ἀπὸ τότε ἡ οἰκογένεια ἐκκλησιαζόταν ὅλη μαζὶ καὶ τακτικά. Ἀλλὰ καὶ πάλι ὁ ἐχθρὸς δὲν τὸν ἄφησε ἥσυχο. Μόλις καθόταν ὁ Igor ἕνα τέταρτο μέσα στὸ ναό, ἄρχιζε νὰ αἰσθάνεται κάποια ἀδυναμία. Τὸ στομάχι του τὸν ἐνωχλοῦσε, ἡ μέση του τὸν πονοῦσε, καὶ τὰ πόδια του δὲν τὸν κρατοῦσαν ὄρθιο. Ἔβγαινε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ καθίσῃ λίγο, καὶ τότε τοῦ ἔφευγαν ὅλοι οἱ πόνοι. Καθὼς ξαναέμπαινε στὸ ναό, ὅλα πάλι ἄρχιζαν νὰ πονᾶνε. Ὁ Igor προβληματίστηκε καὶ ἀποφάσισε νὰ μὴ βγῇ καθόλου ἀπὸ τὸ ναό. Πίεσε τὸν ἑαυτό του καὶ πολὺ σύντομα οἱ πειρασμοὶ ἔφυγαν.
Σύντομα ὁ Igor ἔλαβε τὴν εὐλογία νὰ συμμετέχῃ στὸ ψαλτήρι καὶ πέρασε ὅλη τὴν περίοδο τῆς ἐκμαθήσεώς του ἐκεῖ μὲ ὑπομονὴ καὶ ἠρεμία. Ἔμαθε τὴν ἐκκλησιαστικὴ σλαβονικὴ γλῶσσα χωρὶς ἰδιαίτερη δυσκολία καί, καθὼς εἶχε μουσικὸ αὐτί, ἔμαθε γρήγορα καὶ τὴν ψαλτική. Γιὰ δύο χρόνια πρὶν τὴν χειροτονία του ὁ Igor διάβαζε καὶ ἔψελνε στὸ ψαλτήρι καὶ ἔμαθε πολὺ καλὰ τὸ τυπικὸ τῆς Ἐκκλησίας.
Πρὶν προχωρήσουμε στὸ μαρτύριο τοῦ Igor ἂς δοῦμε τί εἴδους ἄνθρωπο ὁ Θεὸς κάλεσε στὸ στάδιο τῆς θυσίας.
Ὁ Igor ἦταν ψηλὸς καὶ εἶχε ἀθλητικὴ κράσι. Τὰ μπλὲ μάτια του εἰσχωροῦσαν βαθειὰ μέσα στὴν ψυχή σου, ἐνῷ ἦταν πολὺ συνεσταλμένος. Ἔλεγε λίγα λόγια, μιλοῦσε περιεκτικά, καὶ δὲν ἔλεγε περιττὰ πράγματα. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀναγνωρίζουν τὴν ἀρετὴ τῆς σιωπῆς ὡς ἕνα σύντομο δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν σωτηρία.
Πάντα σοβαρός, χαμογελοῦσε πολὺ ἀραιά. Δὲν τοῦ ἄρεσαν τὰ ἀστεῖα καὶ οἱ ἀργολογίες. Συχνὰ σηκωνόταν ἀπὸ μιὰ μάταιη συζήτησι καὶ ἔφευγε. Στὶς σοβαρὲς συζητήσεις πάντα ἄκουε ὑπομονητικά, ποτέ δὲν διέκοπτε τὸν συνομιλητή του καὶ ποτέ δὲν προσπαθοῦσε νὰ ἐπιβάλῃ τὴ δική του γνώμη.
Συνέπασχε μὲ τὸν κάθε ἄνθρωπο καὶ προσευχόταν θερμὰ γιὰ ὅλους, ἀκόμα καὶ γιὰ τοὺς μέθυσους. Ὑπερασπιζόταν τοὺς ἀδικημένους ἀλλὰ πάντα μὲ ταπείνωσι. Συνήθιζε νὰ λέῃ• Ποιός εἶμαι ἐγώ; Κανένας!
Δὲν κολάκευε τοὺς ἄλλους γιὰ νὰ κερδίσῃ τὴν ἐκτίμησί τους. Γι᾽ αὐτὸ πολλὲς φορὲς οἱ ἄνθρωποι προσβάλλονταν ἀπὸ τὴν στάσι του αὐτή. Ἐπίσης δὲν τοῦ ἄρεσε ἡ παρρησία. Συμπεριφερόταν σ᾽ ὅλους τὸ ἴδιο ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ θρήσκευμα ἢ τὴν ἐθνικότητά τους.
Συχνὰ τὸν ξυπνοῦσαν τὸ βράδυ μέθυσοι ἢ ναρκομανεῖς γιὰ νὰ ζητήσουν βοήθεια καὶ πολλὲς φορὲς περνοῦσε ὅλες τὶς βραδινὲς ὧρες του μαζί τους. Ἡ Κατερίνα πολλὲς ἀρκετὲς φορὲς ἀντιδροῦσε γι᾽ αὐτό, ἀλλὰ τῆς ἀπαντοῦσε ἁπλᾶ, ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ ἀρνηθῇ τὴν βοήθεια σὲ ὅσους τοῦ τὴν ζητοῦσαν. Τοὺς βοηθοῦσε ἀκόμα χρηματικὰ καὶ πολλὲς φορὲς τοὺς ἔδινε τὰ ροῦχα ποὺ φοροῦσε.
Στὸ σπίτι τους εἶχαν μόνο τὰ ἄκρως ἀπαραίτητα. Τὰ ἔπιπλα ἁπλᾶ καὶ συνήθως δικῆς του κατασκευῆς. Ἡ Κατερίνα ἔλεγε• –Ποτέ δὲν μᾶς λῄστεψαν, γιατὶ δὲν ὑπῆρχε τίποτα νὰ κλέψουν. Ὁ πλοῦτος μας ἦταν τὰ παιδιά μας, οἱ εἰκόνες καὶ τὰ βιβλία μας.
Μετὰ τὴ βάπτισί του ὁ Igor μιλοῦσε συνέχεια στὰ παιδιά του γιὰ τὸ Θεό. Δὲν τοὺς ἄφηνε νὰ κατακρίνουν καὶ ἔμαθαν νὰ τὸν ὑπακούουν μὲ τὸν πρῶτο λόγο του. Ἡ προσευχὴ γινόταν οἰκογενειακῶς.
Ἀγαποῦσε πολὺ τὴν πατρίδα του. Κατὰ τὴν περίοδο τῆς perestroika τὰ σύνορα ἀνοίχτηκαν καὶ ὅλοι οἱ συγγενεῖς του ἔφυγαν γιὰ τὸ Ἰσραὴλ (ἀπ᾽αὐτὸ συμπεραίνουμε ὅτι ὁ Igor εἶχε Ἑβραϊκὴ καταγωγή), ἀλλὰ μόνο ὁ Igor καὶ οἱ γονεῖς του ἔμειναν. Κι αὐτὸ παρόλο ποὺ εἶχαν οἰκονομικὴ ἀνάγκη καὶ ἡ Κατερίνα εἶχε μαζέψει ὅλα τὰ ἀπαραίτητα χαρτιὰ γιὰ νὰ φύγουν. Ὁ Igor ἔλεγε• Εἶμαι πατριώτης! Καὶ δὲν ξανασυζητοῦσαν τὸ θέμα τῆς μεταναστεύσεως.
Ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ ὡλοκλήρωσε τὸ χαρακτῆρα τοῦ Igor ἦταν τὸ γεγονὸς τῆς χειροτονίας του σὲ ἱερέα…
Ὁ πνευματικὸς τοῦ Igor, ὁ π. Vyacheslav, ἦταν αὐτὸς ποὺ πρότεινε νὰ χειροτονηθῇ ἱερέας. Ἡ πρότασι αὐτὴ ἦταν τελείως ἀπροσδόκητη γιὰ τὸν Igor καὶ ἔτσι δίσταζε γιὰ πολὺ καιρὸ νὰ τὴν δεχθῇ. Αἰσθανόταν πὼς ἐμπόδια ἦταν ἡ προχωρημένη ἡλικία του –ἦταν ἤδη σαρανταδύο χρονῶν–, ἡ πτωχὴ μνήμη του καὶ ἡ ἔλλειψι μορφώσεώς του.
Ὅμως ὁ π. Vyacheslav ἐπέμενε καὶ μάλιστα θεωροῦσε τὸν Igor κατάλληλο γιὰ ἐφημέριο σὲ ἕνα ναὸ ποὺ μόλις ἄρχισε νὰ ξαναλειτουργῇ στὸ Tyrnyauz μετὰ τὴν πτῶσι τοῦ κομμουνισμοῦ. Παρ᾽ ὅλο τὸ δισταγμό του ὁ Igor ἔδειξε ὑπακοὴ καὶ συμφώνησε.
Στὶς 19 Ἰουλίου, στὴ μνήμη τοῦ ἁγίου Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ, ὁ Igor χειροτονήθηκε διάκονος. Τρεῖς ἡμέρες ἀργότερα, τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς, ἔγινε ἡ χειροτονία του σὲ ἱερέα ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Γεδεών.
Ἡ πρεσβυτέρα Αἰκατερίνη παρατήρησε πώς, μετὰ ἀπὸ τὴν χειροτονία του, ὁ π. Igor ἔγινε ἤρεμος, πρᾶος καὶ χαρούμενος καὶ ἡ χάρις τὸν ἐπισκίασε.
Ὁ ναὸς στὸ Tyrnyauz ἦταν σὲ ἀθλία κατάστασι. Εἶχαν σαπίσει οἱ τοῖχοι καὶ ἡ σκεπὴ ἔσταζε ἀπὸ παντοῦ. Ὡστόσο ὁ π. Igor ἀγάπησε τὸ ναὸ καὶ τοὺς ἐνορῖτες πραγματικά. Πῆρε τὰ ἐργαλεῖα στὰ χέρια του καὶ ἀνακαίνισε τὸ ναό. Ὅλη ἡ οἰκογένεια τὸν βοήθησε. Κουβάλησαν τὰ ξύλα ἀπὸ τὸ κοντινὸ δάσος, ἔβαψαν καὶ ἀσβέστωσαν τὸ ναὸ καὶ ἔχτισαν τὴν ἁγία τράπεζα μόνοι τους.
Ὅπως προαναφέρθηκε, τὸ 90% τῶν κατοίκων τοῦ Tyrnyauz ἦταν μουσουλμᾶνοι. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἦταν ἐμπόδιο γιὰ τὸν π. Igor. Πάνω ἀπ᾽ ὅλα ἤθελε νὰ ὑπηρετήσῃ τὸ Θεό. Ἡ πρώτη θ. λειτουργία ἔγινε κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Πολλοὶ συμμετεῖχαν• ἄλλοι γιὰ νὰ προσευχηθοῦν καὶ ἄλλοι γιὰ νὰ δοῦν τὸν καινούργιο ἱερέα. Ὁ π. Igor τοὺς δέχθηκε ὅλους μὲ ἀγάπη.
Ὁ π. Igor λειτουργοῦσε κάθε Σάββατο καὶ Κυριακὴ καὶ στὶς ἑορτές. Κάθε Τετάρτη διάβαζαν τὸ Ἀκάθιστο Ὕμνο μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Πάντα ἔλεγε ὁ π. Igor• «Καὶ ἕνας μόνο νὰ ἔρθῃ νὰ λειτουργηθῇ, ἐγὼ θὰ λειτουργήσω». Λειτουργοῦσε χωρὶς βιασύνη, μὲ προσοχὴ καὶ κατάνυξι. Ὅταν τὸν ρωτοῦσαν γιὰ διάφορα πράγματα τὴν ὥρα τῆς ἀκολουθίας, συνήθιζε νὰ λέῃ• «Δὲν καταλαβαίνετε; Ὑπηρετῶ τὸν Θεὸ καὶ δὲν μπορεῖτε νὰ μὲ περισπᾶτε μὲ ἕνα σωρὸ ἄλλα πράγματα. Αὐτὰ μποροῦν νὰ ἀποφασισθοῦν μετὰ τὴν ἀκολουθία».
Ὁ π. Igor ντρεπόταν γιὰ τὴν ἀγραμματωσύνη του καὶ πολλὲς φορὲς ζήτησε εὐλογία νὰ παρακολουθήσῃ κάποιο θεολογικὸ σεμινάριο. Ἀλλὰ ὁ ἐπίσκοπος τοῦ εἶπε• Θὰ ἦταν καλύτερα νὰ διαβάζῃς περισσότερα βιβλία. Ὅλα ὅσα χρειάζεσαι θὰ τὰ βρῇς ἐκεῖ. Ἔτσι ὁ π. Igor ἀφιέρωσε ὅλο τὸν ἐλεύθερο χρόνο του στὴ μελέτη. Ἡ πρεσβυτέρα θυμᾶται, πὼς ὁ π. Igor εἶχε βιβλία παντοῦ καὶ συνεχῶς διάβαζε. Ἰδιαίτερα ἀγαποῦσε τοὺς βίους τῶν γερόντων τῆς Ὄπτινα καὶ τοῦ Βαλαάμ• τὰ ἔργα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ καὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Στὸ ἐπισκοπεῖο δὲν ὑπῆρχαν ἀρκετὰ βιβλία καὶ ζητοῦσε ἀπὸ τοὺς φίλους του νὰ τοῦ στείλουν.
Στὸ σπίτι του εἶχε ξεχωρίσει ἕνα μικρὸ κελλὶ –χωρισμένο μὲ σανίδα– γιὰ νὰ προσεύχεται καὶ νὰ διαβάζῃ. Ποτέ δὲν ἔτρωγε πρὶν τὶς 3 μ.μ., κι ὅμως ἤξερε νὰ οἰκονομῇ τὰ πνευματικά του παιδιὰ στὸ θέμα τῆς νηστείας ἀνάλογα μὲ τὶς δυνάμεις τους.
Σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα οἱ ἄνθρωποι ἄρχισαν νὰ προσέρχωνται στὸν π. Igor καὶ δημιουργήθηκε μιὰ ζωντανὴ ἐνορία. Ὑπῆρχε καὶ κατηχητικὸ σχολεῖο γιὰ τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς ἐνηλίκους. Φύτευε μέσα στὶς ψυχὲς τῶν παιδιῶν τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὶς ἀκολουθίες της μὲ ἕνα διακριτικὸ τρόπο.
Χάρι στὴ δραστηριότητα τοῦ π. Igor πολλοὶ Balkars (ἄνθρωποι μιᾶς τουρκικῆς φυλῆς ἀπὸ τὴν περιοχὴ τοῦ Καυκάσου) ἔγιναν ὀρθόδοξοι. Ἐπίσης πολλοὶ μουσουλμᾶνοι ἄρχισαν νὰ τὸν συμβουλεύωνται καὶ μερικοὶ βαπτίσθηκαν κρυφά. Γιατὶ σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους τους ὅποιος γινόταν «προδότης» τοῦ Ἀλλάχ, διωκόταν ἀπὸ τὴν κοινότητα τῶν μουσουλμάνων ἢ καταδικαζόταν σὲ θάνατο. Οἱ πιὸ τολμηροὶ ὅμως ἀπὸ αὐτούς, ὅταν μάθαιναν τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως, προχωροῦσαν στὸ βάπτισμα. Συνήθως αὐτοὶ ἦταν οἱ ἀπόβλητοι τῆς κοινωνίας – ἀλκοολικοὶ καὶ ἀλῆτες. Σὲ μία τέτοια περίπτωσι ἕνας βαπτίστηκε δεκαπέντε λεπτὰ πρὶν πεθάνῃ.
Ὁ π. Igor παρακολουθοῦσε τὸν κάθε ἐνορίτη καὶ ἂν δὲν παρουσιαζόταν γιὰ πολὺ καιρὸ τὸν ἐπισκεπτόταν. Δὲν τὸν ἐνδιέφεραν καθόλου τὰ λεφτὰ καὶ ποτέ δὲν ἔπαιρνε χρήματα γιὰ τὰ μυστήρια ποὺ τελοῦσε.
Εἴτε λόγῳ τοῦ αἰφνιδίου θανάτου τοῦ υἱοῦ του (γιὰ τὸν ὁποῖο θὰ γίνῃ λόγος σὲ ἑπόμενο ἄρθρο) εἴτε λόγῳ τῶν ἐπανειλημμένων ἀπειλῶν τῶν μουσουλμάνων εἴτε λόγῳ τοῦ ὀνείρου ποὺ εἶχε δεῖ ὡς νέος, ὁ π. Igor ἄρχισε νὰ ἀλλάζῃ καὶ νὰ γίνεται πιὸ σκεπτικός. Μιλοῦσε ὅλο καὶ πιὸ συχνὰ γιὰ τὸ θάνατο, γιὰ τὴ μεταθανάτια ζωὴ καὶ γιὰ τὸ μαρτύριο.
Ἐκλιπαροῦσε τὰ πνευματικά του παιδιὰ νὰ διαβάζουν τὰ ἔργα τῶν Πατέρων, νὰ ἐργάζωνται τὴν σωτηρία τους διὰ μέσου τῶν θλίψεων καὶ τῆς βίας. Δυνάμωνε τὴν πίστι τους, τοὺς παρηγοροῦσε καὶ τοὺς ἐνθάρρυνε. Τοὺς προέτρεπε νὰ μὴ φοβοῦνται τοὺς ἀνθρώπους τῶν ἄλλων θρησκειῶν ἀλλὰ νὰ θέσουν ὅλες τὶς ἐλπίδες τους στὸ Θεό. Ἀγαποῦσε ὅλους ἀνεξαιρέτως, ἀκόμα κι αὐτοὺς ποὺ τὸν μισοῦσαν ὑπερβαλλόντως.
Εἶχε πολὺ πόνο καὶ θλῖψι γιατὶ οἱ γονεῖς του δὲν συμφωνοῦσαν μὲ τὸ δρόμο ποὺ εἶχε πάρει καὶ οἱ ἴδιοι δὲν ἦταν βαπτισμένοι. Μὲ τὸν διακριτικὸ ὅμως τρόπο καὶ τὴν ὑπομονή του κατάφερε νὰ δῇ τὴ μητέρα του βαπτισμένη ὀρθόδοξη. Ἡ πρεσβυτέρα του θυμᾶται πὼς σπάνια χαμογελοῦσε ὁ π. Igor, ἀλλὰ στὴ βάπτισι τῆς μητέρας του ἕνα χαμόγελο κοσμοῦσε συνεχῶς τὸ στόμα του. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ π. Igor βαπτίστηκε καὶ ὁ πατέρας του.
Ὁ π. Igor εἶχε ἀντιληφθῆ τὶς ἀπειλὲς γιὰ τὴ ζωή του, ἀλλὰ δὲν παραπονιόταν σὲ κανέναν. Μία παράταξι φανατικῶν μουσουλμάνων συνεχῶς παρακολουθοῦσε τί γινόταν στὸ ναὸ καὶ φύτευαν μῖσος γιὰ τοὺς ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς στὰ παιδιὰ τῆς περιοχῆς.
Τὸ 2001, στὴν ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, ἕνας μεγάλος ἀριθμὸς μουσουλμάνων μαζεύτηκε ἔξω ἀπὸ τὸ ναὸ καὶ ἄρχισαν νὰ φωνάζουν• «Θὰ τινάξουμε στὸν ἀέρα τὴν ἐκκλησία σας καὶ θὰ σκοτώσουμε τὸν ἱερέα σας». Μετὰ τὴν θεία λειτουργία ὁ π. Igor καὶ οἱ πιστοὶ ἔκαναν λιτανεία γύρω ἀπὸ τὸ ναὸ μὴ δίνοντας καμμιά σημασία στὶς φωνές τους. Μάλιστα ὁ π. Igor τοὺς ῥάντισε ὅλους μὲ ἁγιασμό.
Μετὰ ἀπὸ μερικὲς ἡμέρες ἡ πρεσβυτέρα βρῆκε ἕνα σκοτωμένο σκυλὶ ἔξω στὴν αὐλή τους (κάτι ποὺ συνηθίζουν νὰ κάνουν στὸν Καύκασο γιὰ νὰ προειδοποιήσουν τὸν ἐχθρό τους γιὰ ἕναν ἐπικείμενο θάνατο). Ἡ πρεσβυτέρα φοβήθηκε καὶ ἔτρεξε νὰ τὸ πῇ στὸν π. Igor, ὁ ὁποῖος δικαιολόγησε τὸ γεγονὸς ὡς τυχαῖο καὶ τῆς πρότεινε νὰ μὴ δώσῃ σημασία. Ἤξερε ὅμως πολὺ καλὰ τί σήμαινε αὐτὸ καὶ αὔξησε τὴν προσευχή του στὸ Θεό.
Τρεῖς φορὲς οἱ μουσουλμᾶνοι ρήμαξαν τὸ φράχτη τοῦ ναοῦ, κι ὅμως ὁ π. Igor καθησύχασε τοὺς πιστοὺς λέγοντας• Τί μουσουλμᾶνοι; Φύσηξε δυνατὸς ἀέρας καὶ ἔπεσε ὁ φράχτης.
Ἕνα πρωί, δύο ἑβδομάδες πρὶν τὸ μαρτύριο τοῦ π. Ιgor, ἕνας μουσουλμᾶνος ἔτρεξε στὸ σπίτι τοῦ π. Igor ἀγχωμένος κι ἄρχισε νὰ χτυπάῃ ὅλα τὰ παράθυρα καὶ τὶς πόρτες. Ἡ πρεσβυτέρα ἔτρεξε ἔξω καὶ τὸν ρώτησε τί συμβαίνει. Ἤθελε νὰ μιλήσῃ μὲ τὸν π. Ιgor. Ἦταν πολὺ νωρὶς καὶ ἡ πρεσβυτέρα δὲν ἤθελε νὰ ξυπνήσῃ τὸν σύζυγό της. Τὸν ρώτησε τί τὸν θέλει καὶ γιατί εἶνε τόσο ἀναστατωμένος. «Συμβαίνει κάτι;» τὸν ρώτησε. Καὶ αὐτὸς ἀπάντησε• «Τὸ ξέρω• τὸ ἄκουσα μὲ τὰ ἴδια μου τὰ αὐτιά• θέλουν νὰ σκοτώσουν τὸν μπάτιουσκα». Καὶ σ᾽ αὐτὴ τὴν περίπτωσι ὁ π. Igor ἔμεινε ἤρεμος…
Πηγή: (ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Orthodox Word, τ. 291• μτφρ. ἱ. μονῆς Ἁγ. Αὐγουστίνου Φλωρίνης), Χριστιανική Σπίθα
Ο πόνος είναι ξένος προς το σχέδιο του Θεού και δεν δημιουργήθηκε από Αυτόν
Ότι ο Θεός δεν θέλει ουσιαστικά τον πόνο, τούτο φανερώνεται με σαφήνεια από το γεγονός ότι δεν τον δημιούργησε στην απαρχή της δημιουργίας και ούτε τον πρόσθεσε μεταγενέστερα σε αυτή. Είναι ξένος προς το θείο σχέδιο σε ό,τι αφορά τον άνθρωπο και τα υπόλοιπα όντα της δημιουργίας, όπως αυτό εκδηλώνεται από τις απαρχές του και στους αιώνες των αιώνων.
Ο καθολικά αγαθός χαρακτήρας και η απουσία του κακού από καθετί που δημιούργησε ο Θεός υπογραμμίζονται στο βιβλίο της Γενέσεως, τόσο για κάθε στάδιο της δημιουργίας: «Και είδεν ο Θεός ότι καλόν» (πρβλ. Γεν. 1, 4.8.10.12.18.21.25), όσο και στο τέλος αυτής για το σύνολό της. Με μια διατύπωση που επιμένει στο γεγονός ότι όλα όσα δημιούργησε ο Θεός ήταν πολύ καλά: «Και είδεν ο Θεός τα πάντα όσα εποίησεν, και ιδού καλά λίαν» (Γεν. 1, 31).
Στο σημείο αυτό δεν θα μπορούσε να προβληθεί το επιχείρημα ότι το κείμενο έχει υπόψη του μόνο το ηθικό κακό και όχι τα φυσικά κακά [στο εξής: «δεινά» (Σ.τ.Μ.)] καθώς η έννοια του ηθικού κακού δεν θα ήταν ακόμη δυνατόν να έχει αποκτήσει νόημα, δεδομένου ότι ούτε ο άνθρωπος είχε πλαστεί ακόμη ούτε και ο πονηρός ήταν παρών στον παράδεισο.
Από την πλευρά τους, οι Πατέρες, όταν αναφέρονται στο «κακό» έχουν υπόψη τους το ηθικό κακό, καθώς και τα δεινά, στα οποία ανήκει και ο πόνος ως ένα στοιχείο με βαρύνουσα σημασία. Δεν κάνουν λόγο πάντα γι’ αυτόν αφού τον εξετάζουν χωριστά. Ομιλούν όμως για τη νόσο, τη φθορά και τον θάνατο, με τα οποία συνδέεται δικαιολογημένα: καθώς συχνότατα συνοδεύει την ασθένεια, συνδέεται με τη φθορά, καθώς και με τις περισσότερες από τις διαδικασίες που οδηγούν στον θάνατο. Οι Πατέρες αναφέρονται επίσης και στο παθητό (στην παθητότητα): ο όρος υποδηλώνει ότι είναι δυνατόν να προσβληθεί κάποιος από τα φυσικά πάθη, μεταξύ των οποίων ο πόνος κατέχει μια από τις πρώτες θέσεις.
Επομένως, οι Πατέρες διαβεβαιώνουν ότι όλα αυτά απουσίαζαν στην απαρχή της δημιουργίας, καθώς ο Θεός δεν τα είχε θέσει εκεί και ούτε είχε τον σκοπό να συμβεί κάτι τέτοιο. Σε ό,τι αφορά τον άνθρωπο, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης σημειώνει ότι «δεν δημιούργησε τίποτε με κακό σκοπό, Αυτός που οργάνωσε όλο το σύμπαν σύμφωνα με το αγαθό». Στο ερώτημα: «Κι από πού προέρχονται oι αρρώστιες; Από πού οι σωματικές βλάβες και οι αναπηρίες;», ο άγιος Βασίλειος Καισαρείας απαντά ότι δεν δημιουργήθηκαν από τον Θεό, αφού ο Θεός δημιούργησε μόνο τη φύση και όχι αυτό που εκτρέπεται από τη φύση (όπως οι ασθένειες) για να την αποστραφεί και να υπάρχει ακόμα και σε αντίθεση με τη φύση [«παρά φύση» στο εξής (Σ.τ.Μ.)]: «Γιατί ούτε αγέννητη είναι η αρρώστια ούτε βέβαια και δημιούργημα του Θεού. Οι ζωντανοί οργανισμοί πλάστηκαν με την κατασκευή που τους αρμόζει σύμφωνα με τη φύση [«κατά φύση» στο εξής (Σ.τ.Μ.)], και ήρθαν στη ζωή αρτιμελείς, αρρώστησαν όμως όταν ξέφυγαν από την κατά φύση κατασκευή τους. Γιατί την υγεία του τη χάνει κάποιος είτε γιατί ακολουθεί κακό τρόπο ζωής είτε εξαιτίας οποιουδήποτε παράγοντα που προκαλεί αρρώστιες. Επομένως ο Θεός έπλασε το σώμα, και όχι την ασθένεια». Με τον ίδιο τρόπο εκφράζεται και ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς: «… ο Θεός […] δεν δημιούργησε… νόσους και ασθένειες»17.
Σε ό,τι αφορά τον πόνο κυριολεκτικά, ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής διαβεβαιώνει ρητά ότι «ο Θεός που δημιούργησε τη φύση των ανθρώπων, δεν συνδημιούργησε ταυτόχρονα με αυτή την ηδονή και την οδύνη σε αναφορά με την αισθητική δύναμη, αλλά προσάρμοσε σε αυτή μια νοερή δύναμη με την προοπτική της ηδονής, που να επιτρέπει στον άνθρωπο να απολαμβάνει τον Θεό με άρρητο τρόπο». Ο ίδιος συμπληρώνει: «την εσωτερική μεταβολή της φύσης προς το πάθος, τη φθορά και τον θάνατο δεν τη δέχτηκε (έλαβε) ο άνθρωπος από τον Θεό καταρχάς». Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης σημειώνει ότι μπορούσαμε να διαπιστώσουμε ότι από τον πρώτο άνθρωπο «απούσιαζε το πάθος, επειδή ήταν αντίτυπο και πορτρέτο Αυτού που δεν γνωρίζει το πάθος». Και ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός διαβεβαιώνει ότι ο Θεός μάς ήθελε για πάντα απαθείς (επομένως, μεταξύ των άλλων, και απαλλαγμένους από τον πόνο).
Δημιουργός των δεινών είναι ο Θεός: μια αιρετική άποψη
Οι Πατέρες ενδιαφέρονται να διαβεβαιώσουν ότι ο Θεός δεν είναι ο δημιουργός των δεινών, ειδικότερα όταν υποχρεώθηκαν εκ των πραγμάτων να αντικρούσουν και να αναιρέσουν δόγματα που έθεταν σε κίνδυνο τη χριστιανική πίστη: για ποικίλους λόγους ο πλατωνισμός, ο γνωστικισμός, ο μανιχαϊσμός, ο νεοπλατωνισμός, ο ωριγενισμός και ο πελαγιανισμός υποστήριζαν το αντίθετο, ότι δηλαδή ο Θεός είναι ο ποιητής των κακών.
(1) Οι πλατωνικοί φιλόσοφοι επιβεβαίωναν μεν ότι ο Θεός δεν ήταν ο ποιητής των δεινών, θεωρούσαν ωστόσο ότι η απαρχή του κακού βρισκόταν στην αταξία της προϋπάρχουσας ύλης, η οποία και χρησιμοποιήθηκε από τον Δημιουργό για την κατασκευή του κόσμου, από την πλευρά τους οι νεοπλατωνικοί έβλεπαν την πηγή του κακού περισσότερο ως μια βαθμιαία κατάπτωση, μια παραμόρφωση της ύλης, μια απώλεια του είναι και του αγαθού της, που ήταν αποτέλεσμα της απομάκρυνσής της από τον Ένα από τον Οποίο και προερχόταν. Τα δύο αυτά φιλοσοφικά ρεύματα θεωρούσαν ότι το κακό οφειλόταν κατά ένα μέρος, για τον άνθρωπο, στην πτώση της ψυχής του στο σώμα. Την ίδια ιδέα, δηλαδή αυτή του στενού δεσμού ανάμεσα στο κακό και την ύλη, συναντάμε και πάλι στον ωριγενισμό που έχει δεχτεί την ισχυρή επίδραση του νεοπλατωνισμού. [Η πηγή της κεντρικής ιδέας του ωριγενισμού για το συγκεκριμένο ζήτημα εντοπίζεται εν μέρει στο έργο Περί αρχών του Ωριγένη και στα Κεφάλαια γνωστικά του Ευαγρίου του Ποντικού].
Πολλοί Πατέρες αντικρούουν τούτη την αντίληψη. Για παράδειγμα, ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης (που συχνά αδικείται κατατασσόμενος στο ρεύμα του νεοπλατωνισμού, ενώ στην πραγματικότητα δίνει μεγάλη βαρύτητα στην αναίρεση του νεοπλατωνισμού εκ των έσω, χρησιμοποιώντας τις κατηγορίες αυτού για να προσδώσει σε αυτές χριστιανικό νόημα) υπογραμμίζει: «Και αυτή [η ύλη] μετέχει στην τάξη, την ομορφιά και τη μορφή». Ο Θεός, όταν έπλασε τον κόσμο, χρησιμοποίησε την ύλη ως «απαραίτητη (όπως λένε) […] για την ολοκλήρωση του σύμπαντος»· επομένως, αναρωτιέται ο Αρεοπαγίτης: «Πώς λοιπόν ο Αγαθός (Θεός) θα χρησιμοποιούσε για τη δημιουργία κάτι (από το) κακό»;
(2) Κυρίως όμως, ήταν εναντίον του δόγματος των Μανιχαίων που κλήθηκαν να δώσουν μάχη οι Πατέρες (και ιδιαίτερα οι Βασίλειος Καισαρείας, Γρηγόριος Νύσσης, Κύριλλος Ιεροσολύμων και Ιωάννης ο Χρυσόστομος), εξαιτίας της επίδρασης που το συγκεκριμένο ρεύμα σκέψης ασκούσε στους κόλπους του χριστιανισμού· άλλωστε είναι γνωστή η σύνδεση του μανιχαϊσμού με τις απαρχές του γνωστικισμού και του μαζντεϊσμού [ζωροαστρισμού (Σ.τ.Μ.)]. Οι Μανιχαίοι δέχονταν την αΐδιο προΰπαρξη δύο Αρχών, μίας για το αγαθό και μίας για το κακό. Αντιμετωπίζοντας το συγκεκριμένο δόγμα, ο άγιος Βασίλειος προσδιορίζει: «Γιατί ούτε (το κακό) είναι αγέννητο, σύμφωνα με κάποιο λόγο των ασεβών, που εξισώνουν και θεωρούν ισότιμη την πονηρή φύση με την αγαθή, ωσάν να ήταν και οι δύο χωρίς αρχή, ωσάν να προηγούνταν κάθε δημιουργίας· ούτε βέβαια έχει γεννηθεί (από τον Θεό)». Οι Μανιχαίοι πρόβαλλαν την ένσταση ότι ο Θεός δεν ήταν δυνατό να μην προβλέπει τα δεινά που θα συνέβαιναν στην ανθρωπότητα και ότι Αυτός τα είχε δημιουργήσει με πλήρη επίγνωση: «Γιατί αυτά», γράφει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, «τα παρουσιάζουν με έμφαση όσοι έχουν παρασυρθεί από την απάτη των μανιχαϊκών δογμάτων, ώστε να επιβάλλουν την πλάνη τους, διότι αποδεικνύουν με αυτό τον τρόπο ότι ο Δημιουργός της ανθρώπινης φύσης είναι πονηρός. Γιατί, αν πραγματικά κανένα από τα όντα δεν ξεφεύγει από τη γνώση του Θεού, και αν ο άνθρωπος είναι βυθισμένος στα δεινά, είναι αδύνατο να παραμένει ακέραιο το δόγμα για την αγαθότητα του Θεού, καθώς ο άνθρωπος θα έχει κληθεί στην ύπαρξη προορισμένος να ζει μέσα στα δεινά». Και συνοψίζει ο άγιος Γρηγόριος το μανιχαϊκό δόγμα ως εξής: «Καθώς η φύση του σώματος που είναι σύνθετη και οδεύει στη διάλυση υπόκειται αναγκαστικά σε παθήματα και ασθένειες, και καθώς τα παθήματα αυτού του είδους σε κάποιο βαθμό συνοδεύονται από αίσθηση οδύνης, θεωρούν ότι η δημιουργία του ανθρώπου είναι έργο ενός πονηρού Θεού». Ανασκευάζοντας τούτο το εσφαλμένο δόγμα, ο άγιος Γρηγόριος διακηρύσσει ότι «η ευθύνη για το κακό δεν βαρύνει τον Θεό» και ότι «δεν είναι δυνατόν, λογικά, να δηλώνει κάποιος μικρόψυχα ότι υπεύθυνος για τα δεινά είναι ο Δημιουργός της ανθρωπότητας».
(3) Μερικοί Πατέρες επίσης (και κυρίως ο ιερός Αυγουστίνος) βρέθηκαν στην ανάγκη να βεβαιώσουν, προκειμένου ν’ αντιμετωπίσουν τους πελαγιανούς, ότι ο Θεός δεν είχε καμιά ευθύνη στην απαρχή των δεινών που επηρεάζουν την ανθρωπότητα. Οι πελαγιανοί βέβαια (Πελάγιος, Ιουλιανός Αικλάνων, Κελέστιος) δεν δήλωναν ρητά ότι ο Θεός είναι ο ποιητής των δεινών. Τούτη η θέση όμως συναγόταν έμμεσα από την παραδοχή τους ότι ο Αδάμ είχε πλαστεί με τη δυνατότητα της φθοράς, υπέκειτο στα πάθη (συνεπώς και στον πόνο) και ήταν θνητός. Η συγκεκριμένη αντίληψη αντικρούστηκε από τον ιερό Αυγουστίνο και καταδικάστηκε από Σύνοδο που συγκλήθηκε στην Καρθαγένη το 418. Επαναλήφθηκε όμως εν μέρει από ορισμένους συγγραφείς της Ανατολής στο πλαίσιο μιας υπέρμετρης αντίδρασης εναντίον του δόγματος του ιερού Αυγουστίνου, (το οποίο αντιμετώπιζε μεν τον πελαγιανισμό, εμφάνιζε δε εσφαλμένες θέσεις). Κάποια ίχνη πελαγιανισμού εντοπίζονται στον Διόδωρο Ταρσού και στον μαθητή του Θεόδωρο Μοψουεστίας. Εντούτοις, πρέπει να αναφερθεί ότι η συγκεκριμένη αντίληψη παρέμεινε τελείως στο περιθώριο.
Ο ισχυρισμός ότι τα δεινά δημιουργήθηκαν από τον Θεό αποτελεί άρνηση του αγαθού Θεού, και συνεπώς άρνηση του Θεού
Ο αγαθός Θεός δεν θα μπορούσε να έχει εισάγει στην ανθρώπινη φύση τα δεινά που εντοπίζουμε τώρα σε αυτή. «Καθώς ο άνθρωπος αποτελεί έργο του Θεού», γράφει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, «ο Οποίος χάρη στην αγαθότητά Του έφερε τούτο το πλάσμα στη ζωή, δεν θα ήταν δυνατόν κάποιος, σκεπτόμενος λογικά, να υποπτευθεί, ότι αυτός που οφείλει την ύπαρξή του στην αγαθότητα, έχει βυθιστεί από τον Δημιουργό του μέσα στα δεινά· […] κάποια άλλη είναι η αιτία για την παρούσα κατάσταση της ύπαρξής μας και την αποστέρησή μας από μια πιο ευνοϊκή και ζηλευτή κατάσταση»35.
Η θεώρηση του Θεού ως αρχής και πηγής του κακού οδηγεί στην άρνηση της αγαθότητάς Του. Ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης γράφει ότι «δεν είναι αλήθεια ότι ο Θεός είναι πηγή του κακού. Γιατί θα έπρεπε να αρνηθεί την αγαθότητά Του, διαψεύδοντας τον λόγο Του ότι δημιουργεί και φέρνει στο φως της ημέρας μόνο αγαθά πράγματα».
Επομένως, η άρνηση της αγαθότητας του Θεού οδηγεί στην άρνηση Αυτού του ίδιου του Θεού, επειδή ο Θεός είναι Αγαθότητα. 0 Μέγας Βασίλειος τοποθετεί εκείνον που πιστεύει ότι ο Θεός είναι ο ποιητής των δεινών στην ίδια θέση με τον άθεο. «Είναι λοιπόν ανόητος και άμυαλος, πραγματικά στερημένος από νου και σύνεση, αυτός που ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει Θεός. Του μοιάζει πολύ και δεν έχει τίποτε να ζηλέψει σε ανοησία και αυτός που ισχυρίζεται ότι ο Θεός είναι υπεύθυνος για τα δεινά. Γιατί τοποθετώ στο ίδιο επίπεδο την αμαρτία τους, καθώς ο καθένας από τους δύο με τον ίδιο τρόπο αρνείται τον Αγαθό. Ο μεν πρώτος λέει ότι αυτή η Ύπαρξη δεν υπάρχει καθόλου, ο δε δεύτερος αποφαίνεται ότι δεν είναι Ύπαρξη αγαθή. Πραγματικά, αν Αυτός είναι υπεύθυνος για τα δεινά, είναι φανερό ότι δεν είναι αγαθός. Έτσι και από τις δύο πλευρές προκύπτει άρνηση του Θεού».
Ο πόνος αποτελεί τμήμα μιας παρά φύση πραγματικότητας, που συνιστά απουσία του αγαθού
Η θέση του Μεγάλου Βασιλείου συνδέεται με τη γενικότερη αντίληψη σύμφωνα με την οποία το κακό είναι μια παρά φύση πραγματικότητα. Η αντίληψη αυτή απαντά και στον Γρηγόριο Νύσσης που σημειώνει ότι το κακό «εμφυτεύθηκε στη φύση παρά φύση». Την ίδια ιδέα βρίσκουμε επίσης και στον Διονύσιο Αρεοπαγίτη.
Η θέση του Μεγάλου Βασιλείου συνδέεται επιπλέον με την αντίληψη ότι το κακό, στις διάφορες διαβαθμίσεις του, συνιστά απώλεια ή απουσία του αγαθού. «Να μη θεωρείς καθόλου ότι ο Θεός είναι υπεύθυνος για την ύπαρξη του κακού», γράφει, «ούτε να φαντάζεσαι ότι το κακό έχει δική του υπόσταση. […] Γιατί το κακό αποτελεί στέρηση του αγαθού. Ο οφθαλμός έχει δημιουργηθεί, η τύφλωση όμως συνέβη με την απώλεια των ματιών». Η συγκεκριμένη αντίληψη επαναλαμβάνεται και από τους αγίους Γρηγόριο Νύσσης, Διονύσιο Αρεοπαγίτη και Μάξιμο Ομολογητή. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης σημειώνει ότι «κάθε κακία χαρακτηρίζεται από τη στέρηση του αγαθού, χωρίς να υπάρχει καθαυτή». Και τούτο τον οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν είναι δυνατόν να είναι ο Θεός δημιουργός αυτής: «Επομένως το μη ον δεν έχει υπόσταση, και αυτό που δεν έχει υπόσταση δεν είναι έργο Εκείνου που δημιούργησε όσα έχουν υπόσταση. Η ευθύνη, λοιπόν, του κακού δεν πέφτει στον Θεό, τον ποιητή των όντων και όχι τον δημιουργό των μη όντων δεν πέφτει σε Αυτόν που δημιούργησε την όραση και όχι την τύφλωση». Και στον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, η συγκεκριμένη αντίληψη αναπτύσσεται πιο αναλυτικά. Επισημαίνει ότι «η ύπαρξη του κακού πρέπει να θεωρηθεί απλώς τυχαία, και με ξένη, διαφορετική φύση [ως προς τον Θεό και τη φύση που Αυτός δημιούργησε (Σ.τ.Μ.)]». «Το κακό δεν είναι παρά ένα ατέλεστο αγαθό», «μια υποβάθμιση και ανεπάρκειά του». «Καταστρέφει την ύπαρξη των όντων», και ο μοναδικός ρόλος του είναι να διαφθείρει και να καταστρέφει. Προέρχεται «από πολλές και επιμέρους ανεπάρκειες», «ούτε βέβαια τα κακά παράγονται από λόγους και δυνάμεις [θετικές], αλλά μάλλον από την αδυναμία, την ανεπάρκεια και τη μη αρμονική ανάμειξη ετερογενών στοιχείων». Το κακό μέσα μας δεν αποτελεί παρά μόνο «απώλεια και ατέλεια των οικείων αγαθών».
Αναφορικά λοιπόν με τα δεινά που επηρεάζουν και προσβάλλουν τη φύση, θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι το κακό «συνίσταται στη φθορά της φύσης», στην εξασθένηση και κατάπτωση των φυσικών έξεων, ενεργειών και δυνάμεων, όπως σημειώνει ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης, ο οποίος και προσδιορίζει επιπλέον: «… το κακό δεν εντοπίζεται στα σώματα […]. Ασθένεια είναι η απώλεια της μορφής και η στέρηση της τάξης».
Με άλλα λόγια, η ασθένεια και ο πόνος που συνδέεται με την ασθένεια αντιστοιχούν σε κατάρρευση και φθορά της υγείας, την οποία, σύμφωνα με τους Πατέρες, ο άνθρωπος γνώριζε τόσο στην ψυχή του όσο και στο σώμα του.
Ο άνθρωπος στην παραδείσια κατάστασή του αγνοούσε τον πόνο
Ομόφωνα οι Πατέρες επιβεβαιώνουν ότι στην αρχέγονη κατάστασή του, στον παράδεισο, ο άνθρωπος αγνοούσε τον πόνο τόσο σε ψυχολογικό και ηθικό όσο και σε φυσικό επίπεδο.
Όλοι υπενθυμίζουν την πραότητα, τη χαρά, την τέρψη, την έντονη πνευματική μακαριότητα και το κάλλος που γευόταν ο άνθρωπος στον παράδεισο, τα οποία και τον τοποθετούσαν όχι μόνο πέρα από κάθε είδους πόνο, αλλά και από κάθε ηδονή.
Και τούτη η κατάσταση συμβάδιζε με μιαν άλλη, πνευματικής, ψυχικής και σωματικής απαρτίωσης, την οποία δεν μπορούσε τίποτε να φθάσει. Ο άγιος Δωρόθεος Γάζης παρατηρεί ότι, στην αρχή ο άνθρωπος «ζούσε στη χαρά του παραδείσου, […] έχοντας υγιές το σύνολο των δυνάμεών του [των αισθήσεών του (Σ.τ.Μ.)], στην κατά φύση κατάσταση, όπως ακριβώς είχε δημιουργηθεί». Κατά τον ίδιο τρόπο, και ο Ησαΐας ο Αναχωρητής σημειώνει ότι, στην αρχέγονη κατάστασή του, ο άνθρωπος «είχε υγιείς τις δυνάμεις [αισθήσεις] και σταθερές στην κατά φύση κατάστασή τους». Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης υπογραμμίζει ότι η υγεία (ψυχική και σωματική) του ανθρώπου στην αρχέγονη κατάστασή του ήταν συνέπεια της ενάρετης ζωής του: «Κάποτε, το ανθρώπινο γένος, όπως μπορούμε να το κατανοήσουμε, απολάμβανε την υγεία, καθώς τα στοιχεία της […] ήταν ισόρροπα μέσα μας, σύμφωνα με τους νόμους της αρετής».
Ο Μέγας Βασίλειος παρατηρεί γενικά ότι ο άνθρωπος ζούσε «στον παράδεισο μια ζωή από την οποία απούσιαζε κάθε λύπη». Ο Μέγας Αθανάσιος κάνει λόγο για «ήσυχη, ήρεμη και πραγματικά μακάρια ζωή». Και ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός παρατηρεί ότι «ο Δημιουργός, ο Θεός μας, ήθελε να είμαστε αμέριμνοι, να μη μας απασχολούν χίλια δύο πράγματα ούτε η ζωή μας να είναι επιρρεπής στην αγωνία, αλλά να έχουμε όλα τα αγαθά που είχαν τύχει στον Αδάμ». Ορισμένοι Πατέρες ορίζουν με ακρίβεια ότι πάθη όπως η λύπη και ο φόβος (τα οποία θεωρούν με την ευρεία σημασία τους και κατά τη γνώμη τους αποτελούν σημαντικές, πηγές ψυχολογικού και ηθικού πόνου) ήταν άγνωστα στον άνθρωπο κατά την αρχέγονη κατάστασή του, καθώς «τα πάθη αυτά […] δεν ήταν πρωταρχικά συστατικά της φύσης του ανθρώπου».
Προκειμένου ειδικότερα για το σώμα, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει: «Αν θέλεις να ξέρεις πώς ήταν ο άνθρωπος όταν βγήκε από τα χέρια του Θεού, ας πάμε στον παράδεισο, κι ας δούμε ποιον άνθρωπο μόλις τοποθέτησε εκεί ο Θεός. Γιατί το σώμα εκείνο δεν ήταν φθαρτό· […] αλλά όπως κάποιος ανδριάντας που μόλις βγήκε από το καμίνι λάμπει εκτυφλωτικά, έτσι κι εκείνο το σώμα ήταν απαλλαγμένο από κάθε αδυναμία και έλλειψη εντοπίζουμε σε αυτό σήμερα…». Και ο ίδιος επιβεβαιώνει επιπλέον ότι, στην αρχική κατάστασή του, ο άνθρωπος, «μολονότι ντυμένος με σώμα δεν υπέφερε καθόλου από τα σωματικά […] ούτε είχε κάτι άλλο ανάγκη» ούτε είχε αδυναμίες και αλλοιώσεις που βιώνει σήμερα. Ο Μέγας Αθανάσιος, σκεπτόμενος ταυτόχρονα και την ψυχή και το σώμα, σημειώνει ότι ο άνθρωπος ζούσε «στον παράδεισο ζωή χωρίς λύπη, πόνο και έγνοιες».
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης παρατηρεί ότι «στην αρχή της δημιουργίας, η φύση μας ήταν αγαθή και ζούσε σε αγαθό περιβάλλον». Ανάμεσα στα αγαθά που είχε στην αρχή ο άνθρωπος «η απουσία κάθε λύπης» (τό άλυπον) καταλάμβανε αναμφισβήτητα σημαντική θέση. Αφορούσε τόσο στην ψυχή όσο και στο σώμα: για την οδύνη, «για τις σωματικές δοκιμασίες […] που έχουν συνδεθεί πολύπλοκα με τη φύση μας, δεν είχε η ανθρωπότητα καμία γνώση στην αρχή της δημιουργίας». Πλασμένος κατ’ εικόνα Θεού, ο άνθρωπος μετείχε κατά την ψυχή και το σώμα του όλων των θείων αγαθών. «Ενδεχομένως τούτη η διαβεβαίωση μπορεί να αντιμετωπίσει τον αντίλογο από εκείνον που βλέπει την παρούσα κατάσταση των πραγμάτων και φαντάζεται ότι πείθει για την αναλήθεια τούτου του λόγου, με το επιχείρημα ότι ο σημερινός άνθρωπος βρισκόμενος μακράν από την κατοχή εκείνων των αγαθών, εμφανίζεται σε μας σε μια σχεδόν εντελώς αντίθετη κατάσταση. Αλήθεια, πού εντοπίζεται ο θείος χαρακτήρας της ψυχής; Πού είναι η απουσία του φυσικού πόνου; Και πού είναι αυτή η αιωνιότητα; Η σύντομη διάρκεια της ζωής μας, ο επώδυνος χαρακτήρας της κατάστασής μας, ο προορισμός που υπόκειται στην αλλοίωση, η προδιάθεση να υποφέρουμε όλους τους συνδυασμούς φυσικών και ηθικών νοσημάτων, τους οποιουσδήποτε, και άλλους παρόμοιους, είναι τα επιχειρήματα με τα οποία θα κατατροπώσει τη φύση μας, πεπεισμένος ότι με αυτό τον τρόπο ανατρέπει τον λόγο που ήδη εκθέσαμε σχετικά με τον άνθρωπο. Κι όμως […] ο αφύσικος και αλλόκοτος χαρακτήρας των συνθηκών της ανθρώπινης ζωής σήμερα, δεν αρκεί για να αποδείξει ότι ουδέποτε ο άνθρωπος ήταν κύριος τούτων των αγαθών». Για το άγιο Γρηγόριο, η άποψη ότι μπορούμε να έχουμε τα αγαθά της αρχέγονης φύσης δεν μπορεί παρά να μας κάνει να υπομένουμε περισσότερο τα τρέχοντα δεινά: «Κι όποιος κάνει λόγο για τις σωματικές δοκιμασίες που είναι κομμάτι της ύπαρξής μας, για τις τόσες αρρώστιες για τις οποίες στην αρχή της δημιουργίας η ανθρώπινη φύση δεν είχε γνώση, μάλλον θα χύσει ακόμη περισσότερα δάκρυα, όταν θα συγκρίνει τη μακαριότητα [πριν από την πτώση] με τη δυστυχία, τα δεινά [τα τωρινά] με τα [αλλοτινά] αγαθά».
Σε άλλο σημείο, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης εξηγεί ότι στην κατάσταση που είχε πλαστεί, ο άνθρωπος δεν είχε μέσα του ούτε τη δυνατότητα να πάσχει, δηλαδή να έχει όχι μόνο πονηρά πάθη αλλά και φυσικά, και επομένως δεν είχε τη δυνατότητα να υποφέρει: «Ο άνθρωπος, αυτό το λογικό και σκεπτόμενο ζώο, είναι έργο και αντίτυπο (μίμημα) της θείας και ανόθευτης (ακήρατης) φύσης – γιατί στη διήγηση για τη δημιουργία του κόσμου έχει γραφεί σχετικά ότι “κατ’ εικόνα Θεού έποίησεν αύτόν”. Τούτο λοιπόν το ζώο, ο άνθρωπος, δεν είχε εκ φύσεως ούτε ως ιδιότητα ενωμένη με τη φύση του την παθητότητα και τη θνητότητα κατά την πρώτη δημιουργία του. Γιατί δεν θα ήταν δυνατόν να εξασφαλίσει και να διασώσει την έννοια της εικόνας, αν η ομορφιά που αναπαράγεται βρισκόταν σε αντίθεση με το Πρωτότυπο. Αργότερα όμως, και μετά την ολοκλήρωση της πρώτης κατασκευής, εισήλθε η παθητή φύση μέσα του».
Συναντάμε και πάλι στον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή την απουσία της παθητότητας (και συνεπώς της οδύνης) από τη φύση του ανθρώπου στην αρχέγονη κατάστασή της: «Την εσωτερική μεταβολή της φύσης προς το παθητό, τη φθορά και τον θάνατο, […] ο άνθρωπος δεν την είχε στην αρχή». Σε σχόλιό του σε χωρίο του αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, στο οποίο ο τελευταίος υπενθυμίζει τη γυμνότητα του Αδάμ πριν από την πτώση, ο Μάξιμος διακρίνει σε αυτή την κατάσταση της αρμονίας και ισορροπίας που χαρακτήριζε τότε το ανθρώπινο σώμα και η οποία απέκλειε κάθε δυσαρμονία και εσωτερική σύγκρουση που θα είχε ως συνέπεια την οδύνη: «Υποπτεύομαι, λοιπόν, ότι αυτά τα αναφέρει, θέλοντας να δώσει κάποια ένδειξη της διαφοράς που υπάρχει ανάμεσα στη σύσταση του ανθρώπινου σώματος στον προπάτορα Αδάμ πριν από την πτώση, και σε αυτή που παρατηρούμε τώρα σε μας να μας κρατά υπό την επιρροή της. Τότε δηλαδή ο άνθρωπος δεν παρασυρόταν πότε προς τη μια πλευρά και πότε προς την άλλη, από αντίθετες μεταξύ τους ιδιότητες που κατέστρεφαν οι μεν τις δε, στο πλαίσιο της σύστασης του σώματος. Όχι, παρέμενε όπως ήταν αυτός ο ίδιος χωρίς μεταβολή και απορροή· ήταν ανεπηρέαστος από την αδιάκοπη αλλαγή και από την εναλλασσόμενη επικράτηση αυτών των ιδιοτήτων, ωσάν, διά της χάρης, να μην έπαυε να έχει μερίδιο στην αφθαρσία, χωρίς το μαστίγιο με αυτές τις αιχμές, όμως με προφανώς τελείως διαφορετική σύσταση σε αρμονία με το σώμα του και ιδιότητες απλές και ειρηνικές. Έτσι ο πρώτος άνθρωπος ήταν γυμνός, όχι γιατί δεν είχε σάρκα ή σώμα, αλλά γιατί δεν είχε αυτή την παχύτερη σύσταση του σώματος [που έχει σήμερα], και η οποία καθιστά τη σάρκα και θνητή και τραχιά».
Πηγή: (Απόσπασμα από το βιβλίο του Jean Claude Larchet “Ο Θεός δεν θέλει τον πόνο των ανθρώπων“, Εκδόσεις “Εν πλω”. Στο βιβλίο μπορεί ο αναγνώστης να βρει τις παραπομπές του παρόντος αποσπάσματος), Η άλλη όψη
«Όταν ξαναγυρίσω στην Ελλάδα, θέλω να αναλάβω τις ευθύνες μου. Να ζητήσω συγγνώμη από τους συγγενείς των θυμάτων. Δικαίωμα του κάθε κατηγορούμενου είναι να βλέπει τους κατηγόρους τους».
Αυτό τόνισε -μεταξύ άλλων- ο κακοποιός Κώστας Πάσσαρης σε τηλεφωνική συνέντευξη που παραχώρησε στην εκπομπή του ΣΚΑΪ «Δικογραφίες».
«Έχουν αλλάξει πλέον τα πράγματα. Άλλες οι αρχές μου τώρα. Πλησίασα τον Θεό και αυτό με άλλαξε. Είναι υποχρέωσή μου να βρίσκομαι εδώ που είμαι και δεν κατηγορώ κανέναν», πρόσθεσε ο Πάσσαρης, ο οποίος κρατείται στις φυλακές της Ρουμανίας τα τελευταία 15 χρόνια.
Ερωτηθείς γιατί δεν δίνει συχνότερα συνεντεύξεις, ο Πάσσαρης απάντησε: «Mου φαίνεται απρεπές να μιλάω στα ΜΜΕ. Δεν είμαι κάποιο δημόσιο πρόσωπο. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου κάτι τέτοιο. Πολλά πράγματα έχουν ειπωθεί διαφορετικά απ’ ό,τι πραγματικά έγινε. Κάποια στιγμή έπρεπε να ακουστώ κι εγώ».
«Είμαι άλλος άνθρωπος πλέον, διαφορετικός από πριν»
Ο διαβόητος κακοποιός αναφέρθηκε και στον πνευματικό του, αλλά και στον τρόπο που η θρησκεία άλλαξε τον τρόπο σκέψης του.
«Με έχει αλλάξει η επαφή μου με τον πατέρα Γερβάσιο. Είμαι ένας άλλος άνθρωπος πλέον. Διαφορετικός από πριν. Οι άνθρωποι αλλάζουν. Με έχει φέρει κοντά στον Θεό. Μου έδωσε αγάπη. Πήρα πολύ περισσότερη αγάπη. Τόση που ίσως δεν την άξιζα. Θα ήθελα, όταν μετά από χρόνια βγω από τη φυλακή, να πάω στον πατέρα Γερβάσιο. Αυτό θα ήθελα. Έχω και εγώ στόχους. Είναι περισσότερο πνευματικοί, βέβαια. Ξέρω ότι είμαι φυλακή, αλλά κάποια στιγμή θα ήθελα να πάω στο Άγιον Όρος και να γίνω μοναχός. Αλλά πρώτα πρέπει να κλείσω τους λογαριασμούς μου με την κοινωνία», διευκρίνισε.
«Φοβάμαι μην τυχόν στεναχωρήσω τον Θεό. Αυτός είναι ο μεγαλύτερός μου φόβος πλέον. Θα ήθελα το τελευταίο μέρος της ποινής μου να το εκτίσω στην Ελλάδα. Και δεν είναι ότι εδώ οι φυλακές είναι τόσο χάλια όσο λένε. Ούτε ποτέ ήμουν σε κανένα υπόγειο, όπως έλεγαν τα ελληνικά ΜΜΕ. Απλά θα ήθελα να ξαναμπώ στο κλίμα της Ελλάδας. Να είμαι πιο κοντά με τον πατέρα Γερβάσιο. Ήμουν νεκρός και τώρα ξαναζώ. Πέρασα από την κόλαση στη ζωή», είπε.
Όσο για το πώς περνάει στη φυλακή: «Δεν μου λείπει κάτι. Είμαι καλά. Δεν αισθάνομαι ότι μου λείπει κάτι. Είμαι εκεί που είμαι. Εκτίω την ποινή μου. Είναι σημαντικό αυτό. Διαβάζω, προσεύχομαι, γυμνάζομαι. Έχω ένα πολύ όμορφο πρόγραμμα. Τελειώνει η μέρα μου και υπάρχουν πράγματα που δεν έχω προλάβει να κάνω. Γράφω στίχους και ποιήματα. Βραβεύτηκα κιόλας. Δεν είναι κάτι ιδιαίτερο βέβαια».
Τέλος, ο Πάσσαρης έστειλε το δικό του μήνυμα στις οικογένειες των θυμάτων, εμφανώς μετανιωμένος.
«Πραγματικά λυπάμαι. Αν θα μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, θα είχα κάνει διαφορετικά τα πράγματα. Δεν τους άξιζε αυτό που τους συνέβη. Ούτε στα θύματα, ούτε στους συγγενείς τους. Και λυπάμαι γι’ αυτό. Η μόρφωση και η εκπαίδευση είναι σημαντική. Δεν ξέρω τι θα γινόταν αν από την αρχή της ζωής μου τα είχα πάει καλά. Τα πράγματα, πιθανότατα, θα ήταν διαφορετικά. Δεν μπορείς να στηρίζεις την ευτυχία σου στη δυστυχία του άλλου», τόνισε.
Πηγή: iefimerida.gr
Σχόλιο Τ.Ι.: Η αξία, η ανάγκη και η βαρύτητα της προσωπικής εργασίας σε ένα βαρυσήμαντο άρθρο.
Δυο λέξεις, γραμμένες στην αρχαία ελληνική, που καταρχάς, από μόνες τους, φαίνονται ακατανόητες. Αυτές οι λέξεις όμως βοήθησαν, ώστε να ακολουθήσει ένας έφηβος στη ζωή του το δρόμο της φιλοπονίας και της εργατικότητας. Του έδωσαν την πρώτη ισχυρή ώθηση, για να διδαχθεί στη συνέχεια πως ο ιερός κόπος είναι πάντα ευλογημένος.
Πως δεν μπορεί κανένας, όσο επιδέξιος κι αν είναι, να «αρπάξει τα γεννήματα του κόπου αυτού». Πως, όσο κι αν ενεργεί το πονηρό και το άδικο σ` αυτόν τον κόσμο, το δίκιο θα βγαίνει πάντα νικητής. Και δεν μετανόησε, που εργάστηκε έτσι σ` όλη του τη ζωή.
Ιδού η προσωπική ιστορία, την οποία μου διηγήθηκε ο φίλος μου Φιλάρετος:
«Θυμάμαι, έλεγε, ήμουν στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου. Τα καλοκαίρια, όπως ξέρεις, τα παιδιά της εποχής εκείνης, δεκαετία `60-`70 και οι παλιότεροι, δεν κάναμε διακοπές. Όσοι ήμασταν από χωριά, φεύγαμε από την πόλη και πηγαίναμε, για να βοηθήσουμε τους γονείς μας στις δουλειές τους. Δουλειές δύσκολες τις περισσότερες φορές για παιδιά. Γι` αυτό και παρακαλούσαμε να μην τελειώσουν τα μαθήματα. Ξέραμε τι μας περίμενε. Οι γονείς μας μας έβαζαν στη δουλειά από το δημοτικό ακόμη.
Θυμάσαι που, όταν ερχόταν ο Ιούνιος και ο δάσκαλος ετοιμαζόταν για τις «γυμναστικές επιδείξεις», οι γονείς μας του χαλούσαν τα σχέδια, διότι δε μας έστελναν στο σχολείο. Μας παίρνανε μαζί τους στα χωράφια, για να φυτέψουμε καπνό και να φροντίσουμε τους κήπους και τα ζωντανά μας. Τι να έκαναν οι άνθρωποι; Μας πονούσαν, μας λυπόνταν, αλλά δεν γινόταν διαφορετικά. Μας έβαζαν στο χωράφι, στο στάβλο, στην οικοδομή, στο αγώγι, οπουδήποτε, για να τους βοηθήσουμε, ώστε να προλάβουν να τελειώσουν στον κατάλληλο καιρό, για να έχουν όσο το δυνατό λιγότερες «απώλειες».
Η δική μου οικογένεια, συνέχισε, εξαιτίας κάποιων συγκυριών, μετακόμισε στην πόλη και δεν φεύγαμε από εκεί. Ο πατέρας μου φρόντιζε, ώστε τα καλοκαίρια να μη μένω άπραγος. Δούλευα άλλοτε σε συνεργείο οικοδόμων, άλλοτε εργάτης σε κατασκηνώσεις, άλλοτε σε εργοστάσιο επεξεργασίας φρούτων, οπουδήποτε. Θυμάσαι. Αρχίζαμε τη δουλειά την πρώτη μέρα των διακοπών και σταματούσαμε την προηγούμενη της έναρξης των μαθημάτων. Αυτές ήταν οι διακοπές μας!
Το ξέρεις, ήταν πολύ οδυνηρό για μας, αλλά καταλαβαίναμε, πως δεν γινόταν αλλιώς. Και δεν πέρασε από το νου μας ποτέ η σκέψη της ανυπακοής, της άρνησης για συμμετοχή σ` αυτό το «μαρτύριο». Έπρεπε να συνδράμουμε στον βιοπορισμό της οικογένειας. Βέβαια, σαν παιδιά, ξεχνιόμασταν και ξεφεύγαμε πολλές φορές από τη δουλειά. Πιανόμασταν στο παιχνίδι μέχρι το βράδυ, αλλά όταν γυρίζαμε στο σπίτι, απολαμβάναμε τις συνέπειες της «λιποταξίας» μας.
Τα χρήματα που έπαιρνα από τη δουλειά, συνέχισε, τα κατέθετα στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Κατά τη συμβουλή του πατέρα μου, θα μπορούσα κι εγώ να έχω το βιβλιάριό μου και να βλέπω πόσα χρήματα μάζεψα με δικό μου κόπο.
Εκείνο το καλοκαίρι, είχα τελειώσει την τρίτη γυμνασίου. Ξεκίνησα αμέσως τη δουλειά. Πληρώθηκα τα πρώτα μεροκάματα στο τέλος της εβδομάδας και έτρεξα να ανοίξω βιβλιάριο. Πήγα πετώντας, μπορώ να πω. Στάθηκα μπροστά στον υπάλληλο και του είπα τι ήθελα. Με κοίταξε αδιάφορα και άρχισε να με ρωτάει «τα στοιχεία μου». Τα είχα μέσα στο μυαλό μου όλα τακτοποιημένα με σειρά. Ήμουν πεσμένος, θυμάμαι, ολόκληρος πάνω στη θυρίδα του. Σ` ό,τι με ρωτούσε, του απαντούσα αμέσως. Του έκανε εντύπωση η ετοιμότητα που είχα και η προσοχή με την οποία παρακολουθούσα τις διατυπώσεις. Τελειώσαμε γρήγορα!
Κράτησα το βιβλιάριο στα χέρια μου σφιχτά και έφυγα τρέχοντας. Ένοιωθα πως κρατούσα τον πιο μεγάλο θησαυρό του κόσμου. Τίποτε άλλο δεν είχε αξία εκείνη την ώρα μπροστά στα δικά μου μάτια. Ήθελα να το απολαύσω, να «το χορτάσω» μόνος, σε κάποιο ήσυχο μέρος, χωρίς να με βλέπει κανείς. Πήγα πίσω από έναν μεγάλο θάμνο του κήπου της πλατείας και το άνοιξα στην πρώτη σελίδα. Το βλέμμα μου έπεσε κατευθείαν στο πάνω μέρος. Εκεί, στο περιθώριο, ήταν τυπωμένες με κεφαλαία σφραγιδογράμματα δυο λέξεις: «ΙΔΙΩ ΚΑΜΑΤΩ». Δεν αιφνιδιάστηκα. Ήμουν καλός στα αρχαία ελληνικά και κατάλαβα αμέσως. Ήταν πτώση δοτική: «Με δικό του κόπο». Αναρρίγησα! Στάθηκα και το κοίταζα αμήχανος. Δεν καταλάβαινα αν ήταν αληθινό αυτό που ζούσα ή αν ήταν όνειρο;
Πιο κάτω ήταν γραμμένο το όνομά μου και τα λοιπά στοιχεία μου. Επιβεβαίωνε δηλαδή επίσημα το ίδιο το γραφείο, η ίδια η υπηρεσία, πως τα χρήματα ήταν βγαλμένα με το δικό μου κόπο. Μου αναγνώριζε την ιδιοκτησία. Μου έδινε το δικαίωμα να νοιώθω και να λέω πως είναι δικά μου. Είχα το δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής για τη χρήση τους. Δεν ξέρω αν μπορώ να περιγράψω πώς βίωσα όλη αυτήν την κατάσταση, αλλά και δεν μπορώ να εξηγήσω, πώς σημάδεψε εκείνη η στιγμή όλη την πορεία της ζωής μου.
ΜΕ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΚΟΠΟ! Δικός μου κόπος, δικός μου ιδρώτας! Δικός μου αγώνας! Δική μου δημιουργία! Δικές μου δυνάμεις! Δικές μου αγωνίες και λαχτάρες! Δικές μου στερήσεις και ταπεινώσεις! Δική μου υπομονή! σκεφτόμουν. Ένοιωσα κάποια στιγμή να με πληγώνουν οι σκέψεις αυτές! Ήταν πολύ εγωιστικές. Ναι, ήταν εγωιστικές. Αλλά παράλληλα ένοιωθα να με σπρώχνει μέσα μου μια ισχυρή, αόρατη δύναμη, να με σηκώνει ψηλά και να με κάνει να πιστεύω πρώτη φορά, με βεβαιότητα, πως και εγώ είμαι ικανός, πως μπορώ να κάνω κάτι σημαντικό στη ζωή μου.
Πόση δύναμη είχαν οι δυο μικρές λέξεις. Πόσο αυτοσεβασμό και αυτοεκτίμηση μου πρόσφεραν! Και πώς μπόρεσα στη συνέχεια να τα εμπεδώσω και να πορευτώ αγκαλιά μ` αυτά στη ζωή μου, παραμένει ένα μυστήριο!
Διότι έτσι, με τον ίδιο τρόπο συνέχισα σταθερά τη δουλειά και τη διαχείριση στις οικονομίες μου. Και φυσικά, στην μετέπειτα ζωή μου, όταν έκανα οικογένεια και ασχολήθηκα με τη δική μου δουλειά, είχα πάντοτε κρατημένη μέσα μου αυτήν την ανάμνηση, που με στήριζε στις δύσκολες ώρες και μου ανανέωνε τις ελπίδες και τις αποφάσεις να συνεχίζω».
Εδώ σταμάτησε τη διήγηση. Έσκυψε το κεφάλι και σιγοψιθύρισε συγκινημένος: «Η ζωή είναι ένα μυστήριο! Πράγματα και γεγονότα, που συμβαίνουν στον καθένα μας, μπορεί να περνούν απαρατήρητα για τον κόσμο. Όταν όμως συμβαίνουν στη ζωή ενός νέου ανθρώπου, ενός εφήβου μάλιστα, αυτά τα «ασήμαντα», μπορούν να μιλήσουν στην ευαίσθητη καρδιά με το δικό τους τρόπο και να αφήσουν το ξεχωριστό μήνυμά τους, την ανεξίτηλη σφραγίδα τους, ίσως ακόμη και μέχρι το τέλος της ζωής. Αυτό έπαθα κι εγώ».
Τι να πούμε για τη σημερινή κατάσταση; Πεθαίνει ζωντανή η νεολαία μας κι εμείς κολλημένοι στον ποδόγυρο των Ευρωπαίων «φίλων», ασχολούμαστε με καταμετρήσεις αριθμών και συγκρίσεις μεγεθών. Με ατέλειωτες μηχανιστικές, τεχνητές, μηδενιστικές θεωρίες και πράξεις. Με νεκρά και άψυχα πράγματα! Και καθυστερούμε και αναβάλλουμε το «εγερτήριο». Και μένουν άνεργοι οι νέοι, λες και κάποια αόρατη δύναμη κατάπιε τις πηγές της εργασίας. Αλλά και αν και όταν εργάζονται, απαξιώνεται ο κόπος τους με απολαβές ταπεινωτικές και προφάσεις γελοίες. Είναι τρέλα αυτό.
Χωρίς εργασία ο άνθρωπος είναι νεκρός! Η εργασία είναι πρόδρομος της αρετής, μας λένε οι πρόγονοί μας: «Μπροστά από την αρετή οι αθάνατοι θεοί έβαλαν τον ιδρώτα», έλεγε ο αρχαίος Έλληνας ποιητής Ησίοδος τον 7ο αιών π.Χ. Εμείς τι κάνουμε;
Νοοτροπίες ξένες προς την παράδοσή μας, δανεισμένες αλλούθε, μας οδήγησαν εδώ και συνεχίζουμε να επιμένουμε στην πορεία για την πλήρη καταστροφή! Ο Θεός να μας ελεήσει!
Πηγή: Ακτίνες
Σύντομη βιογραφία
Ο άγιος πατέρας μας Γρηγόριος ο Θεσσαλονίκης έζησε στα χρόνια της βασιλείας τον Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου, γύρω στο 1340 μ.Χ. Αφού άφησε όλο τον κόσμο και τα του κόσμου, από την πατρίδα του Κωνσταντινούπολη μετανάστευσε στον αγιώννμο Αθω, όπου ακολούθησε τη μοναστική ζωή. Εδώ, έπειτα από σκληρούς ασκητικούς κόπους μέσα σε άκρα ησυχία, με την ψυχή στραμμένη στο Θεό μόνο, έγινε θεόμορφος καθρέφτης του Αγίου Πνεύματος, ανεβαίνοντας όσο λίγοι στην κορυφή της πράξεως και της θεωρίας. Με καταυγαζόμενη τη διάνοια του από τις θεοπτικές Ελλάμψεις του Πνεύματος, άφησε στην Εκκλησία του Θεού σοφότατα και θεολογικότατα συγγράμματα, σαν μνημείο Ορθοδοξίας.
Αποσπάσματα από αυτά είναι όσα περιέχονται στο βιβλίο αυτό, τα οποία προξενεύουν πράγματι στους αναγνώστες θησαυρούς θείας γνώσεως και πνευματικής σοφίας και τελειότητας. Γιατί ο ουράνιος και θεοπτικός αυτός νους δε συγκέντρωσε σε αυτά μόνο τους λόγους των παλαιοτέρων Αγίων, αλλά πρόσθεσε και όσα υπερφυσικά έμαθε ο ίδιος με μακρά πείρα και μακάριο πάθος, και τεχνούργησε έτσι ένα πραγματικό αριστούργημα των νηπτικών, ώστε κανείς ποτέ να μην τα θεωρεί γέννημα ανθρώπινης διάνοιας -κάθε άλλο μάλιστα. Στην πραγματικότητα είναι νοήματα Χριστού και λόγοι Θεού που φέρνουν σε έκσταση κάθε ακοή και διάνοια. Με αυτά υπερασπίζει σθεναρά όσους ζουν σε ιερή ησυχία και σχολάζουν ατή νοερά νήψη και προσευχή, ενώ αντιμετωπίζει εμβριθέστατα, με αποδείξεις από τη Γραφή, τις αντίθετες κενοφωνίες των αντιπάλων, ως απόψεις που ανατρέπουν την αλήθεια.
Εισαγωγικά σχόλια
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ανεδείχθη ως η μεγαλύτερη μεταβυζαντινή θεολογική μορφή της Ορθοδοξίας, που συνδύασε τον θεόπνευστον δογματικόν με τον πιο αγιοπνευματικώς έμπειρον απολογητή της μυστικής και νηπτικής θεολογίας του δεκάτου τετάρτου αιώνος, καλύπτοντας όλο το φάσμα της εν Χριστώ ζωής·
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1296. Μεγάλης φυσικής καταβολής νους, κατενόησεν, όσον ελάχιστοι, την Ορθόδοξη θεολογία και συνέλεξε απέραντες γνώσεις από την κλασσική γραμματεία, ώστε να διεγείρει σε έκπληξη και θαυμασμό, για τη σοφία του, τους διδασκάλους του, αλλά κι αυτόν τον αυτοκράτορα, ο οποίος τον προώριζε για πολιτικά αξιώματα.
Το αρχοντικό του ήταν σαν μοναστήρι, όπου όλη η οικογένεια ζούσε ασκητικά. Τη θεολογική και πνευματική στοιχείωσή του την ώφειλε στο διάσημο μητροπολίτη Φιλαδέλφειας Θεόληπτο. Ήταν τόσον εντατική η ασκητική αγωγή του Γρηγορίου, ώστε όσοι δεν γνώριζαν την πολιτεία του να υποθέτουν ότι έχασε τον νουν του. Όταν ο άγιος πατέρας του εκοιμήθη εν Κυρίω, πείθει ολόκληρη την οικογένεια του, αδελφές, αδελφούς και μητέρα, και αναχωρούν όλοι για μοναχοί. Ο ίδιος με τα δύο αδέλφια του κατευθύνεται προς τον Άθω, ενώ οι γυναίκες εισέρχονται σε μονή της Κωνσταντινουπόλεως.
Στον Άθω υποτάσσεται σε άγιον ασκητή. Αργότερα, μετά την κοίμηση του, πηγαίνει στη Λαύρα του άγιου Αθανασίου, στη συνέχεια έξω της Λαύρας σε ερημητήριο, κατόπιν στη Θεσσαλονίκη και Βέροια και πάλι στο Άγιον Όρος με τους ησυχαστές, όπως λεπτομερώς αναφέρεται στη βιογραφία του, οπού έφτασε σε ύψη αγιότητας και έλαβε το χάρισμα της Θεολογίας από την Παναγία. Έγραψε πραγματείες κατά της εκπορεύσεως του Άγιου Πνεύματος και εκ του Υιού και αντέκρουσε, εξ αναθέσεως υπό των ησυχαστών, τον λατινέλληνα Βαρλαάμ τον Καλαβρό, επιβάλλοντας συνοδικώς τις ορθόδοξες δογματικές θέσεις του και προκαλώντας την επικύρωση των ησυχαστικών διδασκαλιών από τέσσερες συνόδους της Κωνσταντινουπόλεως.
Σε αναγνώριση της υψίστης προσφοράς του προς την Εκκλησία, εξελέγη μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, όπου έλαμψε με την αγιότητα του, με τα θαύματα του, με την ποιμαντική σοφία του και με τη χάρη της θεολογίας του. Έγραψε ένα μεγάλον αριθμόν έργων δογματικού και πνευματικού περιεχομένου, από τα οποία, οι άγιοι Μακάριος και Νικόδημος, επέλεξαν, ως αντιπροσωπευτικά και προς το σκοπό της Φιλοκαλίας, την θεολογικότατη και πνευματικότατη και ευωδιάζουσα από τη χάρη του Πνεύματος εκτεταμένη Επιστολή Προς την σεμνοτάτην εν μοναζούσαις Ξένην.
Σ' αυτήν εκθέτει ο θεόσοφος μυστικός θεολόγος τις μοναχικές και ησυχαστικές εμπειρίες του, τις προϋποθέσεις για την αδιάλειπτη προσευχή, που είναι οι εντολές του Κυρίου, τα όπλα κατά των παθών, τονίζοντας την αποτελεσματικότητα του πνευματικού πένθους και των δακρύων, την ακτημοσύνη, την πτωχεία και, προπαντός, την ταπείνωση και την αγάπη προς τον Θεόν και τον πλησίον, ώστε σταδιακά να φθάσει η μοναχή από την καθαρότητα του κατ' εικόνα, στην υψηλή κατάσταση του καθ' ομοίωσιν. Και θαυμάζει κανείς τη σοφία του Αγίου, που, ενώ απευθύνεται σε μοναχές και θα έπρεπε να επιμείνει στην αδιάλειπτη προσευχή του Ιησού, όμως, παραλλήλως, υπογραμμίζει τη μεγίστη σημασία των εντολών, δίδοντας το προβάδισμα στο πνευματικό πένθος. Η Επιστολή είναι αριστούργημα ποιμαντικής προς μονάστριες, φυσικά και μοναχούς.
Στη συνέχεια αναλύει τον δεκάλογο του Μωϋσέως, μεταφέροντας τον στην περιοχή της χάρης, ως κατά Χριστόν Νομοθεσία, όπου, τα επιφανειακά και σκιώδη παραγγέλματα του Νόμου, προσλαμβάνουν το βάθος της ευαγγελικής πνευματικής νομοθεσίας και όπου το γράμμα, που κτείνει, παραχωρεί τη θέση του στο πνεύμα, που ζωοποιεί. Αποτελεί μια θαυμάσια αναλογική μεταφορά, κατά τη διαδοχή του ατελούς Νόμου από το τέλειον Ευαγγέλιον, αφού παρήλθεν η σκιά του νόμου, της χάριτος ελθούσης.
Οι ανθολόγοι της Φιλοκαλίας, δρέποντες από τα ευώδη άνθη του παλαμικού παραδείσου, απέσπασαν από τις Τριάδες των Λόγων ζόντων τον Λόγο περί της νοεράς προσευχής, όπου αναλύονται τα προβλήματα της εσωστρέφειας, αλλά και του φυσιολογικώς ενεργούμενου ελαφρού κρατήματος της αναπνοής.
Όπως σημειώσαμε και στα σχόλια του Σιναΐτου, ο θείος Παλαμάς, δεν είχε πολλή δυσκολία ν' αποκρούσει τις κατηγορίες των αντιπάλων, αφού την νοερά προσευχή ενεργούσαν προγενέστεροι ησυχαστές, μαρτυρηθέντες από τον Θεόν με σημεία αγιότητος. Αυτούς επικαλείται για ν' αποστομώσει τους κατηγόρους, ότι τάχα οι ησυχαστές, εφαρμόζοντες την ψυχοσωματική μέθοδο, επεδίωκαν την θείαν χάριν δια των μυκτήρων εισοικίζειν.
Επίσης, επειδή κατηγορούσαν τους ησυχαστές, ότι προσπαθούσαν έφ' εαυτούς βλέπειν και δια της αναπνοής είσω πέμπειν τον οικείον νουν, αφού, κατ' αυτούς, ο νους δεν είναι χωρισμένος από την ψυχή, ο μέγας ησυχαστής Γρηγόριος, με Γραφικές και Πατερικές αποδείξεις, ανατρέπει τους κατηγόρους, υποστηρίζων τη διάκριση του νου ως ουσίας και ενεργείας. Αναχωρώντας από την καθολική εμπειρία, κατά την οποία η διάνοια και οι λογισμοί είναι διακεχυμένοι, δια των αισθήσεων, στον κόσμον, είναι προφανές ότι πρέπει να επανέλθουν στο φυσικό τους χώρο, στην ουσία τους, που είναι ο νους. Και ως αποτελεσματικό μέσον απεδείχθη η νοερά προσευχή, βοηθούμενη από την ψυχοσωματική μέθοδο. Αγνοούντες, ακόμη και σήμερα, τις ανθρωπολογικές αυτές λειτουργίες, ονόμαζαν τους νοερώς προσευχομένους κοιλιοψύχους και ομφαλοσκόπους. Τα πλήθη των Άγιων όμως, τι λέγουν;
Στη Φιλοκαλία παρατίθενται επίσης τρία εκτεταμένα Κεφάλαια, Περί προσευχής και καθαρότητος καρδίας, οπού αναλύεται δογματικώς, θεολογικώς και πνευματικώς το πρόβλημα της νοεράς προσευχής, στο οποίον ανεδείχθη, ο θείος Παλαμάς, αληθινή αυθεντία. Με τα τρία αυτά Κεφάλαια, εκτίθεται συνοπτικώς και πειστικότατα η αξία της θεομαρτυρημένης και αγιομαρτυρημένης νοεράς προσευχής.
Στη συνέχεια οι εκδότες παραθέτουν τα εκατόν πενήντα Φυσικά, θεολογικά, Πρακτικά και Ηθικά Κεφάλαια, με τα οποία συνοψίζεται η δογματική και μυστική διδασκαλία της Εκκλησίας. Εκτός από την προβολή των κοσμολογικών 33 Κεφαλαίων, που απηχούν τις επιστημονικές γνώσεις της εποχής και της αναλύσεως ανθρωπολογικών προβλημάτων, προβαίνει στην ανάπτυξη θεμάτων της καταφατικής και αποφατικής θεολογίας, αποδεικνύοντας ότι ουδέποτε η μία αναιρεί την άλλη. Επίσης θεοπνεύστως θίγονται θέματα Τριαδολογικά, Χριστολογικά. και Πνευματολογικά, που άπτονται του τότε επιμάχου θεολογικού προβλήματος, της διακρίσεως Ουσίας και Ενεργείας, ως και της φύσεως του θαβωρίου φωτός, ως ακτίστου, που περιλάμπει τους Αγίους. Οι θεολογικές τομές του θείου Παλαμά ανακεφαλαιώνουν ολόκληρη την θεολογική παράδοση.
Σαν επισφράγισμα της παλαμικής θεολογίας, οι ανθολόγοι, παρέθεσαν τον περιώνυμον Αγιορειτικόν Τόμον υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, ο οποίος έχει υπογραφεί από ησυχαστές του Αγίου Όρους, ως Ομολογία Πίστεως, όμως είναι έργο του αγίου Παλαμά. Στον Τόμον αυτό, που εγράφη για να χρησιμεύσει στον άγιο Γρηγόριο, κατά τους θεολογικούς αγώνες του στις Συνόδους της Κωνσταντινουπόλεως, συμπυκνώνεται η διδασκαλία του περί θείου ακτίστου φωτός και μεθέξεως του από τους Αγίους και θίγονται τα προβλήματα της νοεράς προσευχής, αλλά και της μετοχής του σώματος στην άκτιστη θεοποιόν ενέργεια.
Πρόκειται για ένα κείμενο θεμελιώδους δογματικής, θεολογικής και πνευματικής σημασίας, που καθιέρωσε τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά ως τον μέγιστο των μεταβυζαντινών θεολόγων, γιατί συνεπύκνωσε και εξέφρασε όλους τους θεολόγους Πατέρες, αλλά και έλυσε βαθύτατα θεολογικά προβλήματα, καταδεικνύοντας συν τοις άλλοις και το υφιστάμενο χάσμα που υπάρχει μεταξύ Ορθοδόξου και Λατινικής Θεολογίας.
Προς τη σεμνότατη μοναχή Ξένη
Σε εκείνους που επιθυμούν να ζουν τη μοναχική ζωή αληθινά, είναι δυσάρεστη όχι μονάχα η συναναστροφή με τους πολλούς, αλλά και με εκείνους που ζουν με τον ίδιο τρόπο, γιατί αυτό διακόπτει τη συνέχεια της πανευφρόσυνης επικοινωνίας με το Θεό και σχίζει στα δύο και κάποτε σε πολλά μέρη το ενιαίο του νου, το οποίο συγκροτεί τον έσω και αληθινό Μοναχό. Γι' αυτό και κάποιος από τους Πατέρες, όταν ερωτήθηκε γιατί αποφεύγει τους ανθρώπους, αποκρίθηκε ότι δεν μπορώ να είμαι με το Θεό όταν συναναστρέφομαι με τους ανθρώπους. Άλλος πάλι, μιλώντας γι' αυτά από την πείρα του, θεωρεί όχι μόνο τη συναναστροφή, αλλά και τη θέα των ανθρώπων, ως αιτία που μπορεί να διαφθείρει τη σταθερότητα της νοερής ηρεμίας των ησυχαστών. Αν δε κανείς εξετάσει με ακρίβεια, και μόνο η σκέψη του ερχομού κάποιου και η αναμονή της επισκέψεως και της συνομιλίας δεν αφήνει τελείως ατάραχο το νοητικό μέρος της ψυχής. Εκείνος τώρα που γράφει και λόγους, φορτώνει το νου του με ακόμη πιο έντονη μέριμνα. Κι αν είναι από εκείνους που έχουν προκόψει στην αρετή και έχει, λόγω ψυχικής υγείας, και την αγάπη του Θεού, την έχει ενεργητική και όταν γράφει, αλλά πάντως όχι με άμεσο και γνήσιο τρόπο. Αν όμως είναι από εκείνους που πέφτουν ακόμη σε πολλά νοσήματα και πάθη της ψυχής, όπως πράγματι είμαι εγώ, κι έχουν ανάγκη να φωνάζουν συνεχώς στο Θεό γιάτρεψε με, γιατί αμάρτησα σ' Εσένα1, αυτοί δεν είναι εύλογο πριν από τη θεραπεία τους ν' αφήσουν τη δέηση και ν' ασχοληθούν με ο,τιδήποτε άλλο θεληματικά. Εκτός από αυτά, με τα γραπτά του κανείς συνομιλεί και με τους απόντες, και μεταδίδει την ομιλία σε περισσότερους καιρούς και ανθρώπους, κάποτε και σ' αυτούς που δε θα ήθελε, αφού τα κείμενα παραμένουν και μετά το θάνατο εκείνου που τα έγραψε. Γι' αυτό πολλοί Πατέρες, κορυφαίοι ησυχαστές, δε θέλησαν να γράψουν τίποτε, αν και μπορούσαν να εκθέσουν σπουδαία και ωφελιμότατα πράγματα.
Εγώ, αν και απέχω πάρα πολύ από την ακρίβεια εκείνων, συνήθιζα να γράφω, αλλά όταν υπήρχε επείγουσα ανάγκη. Τώρα όμως μ' έκαναν διστακτικότερο και σ' αυτό εκείνοι που είδαν με φθονερά μάτια μερικά γραπτά μου, ζητώντας άπ' αυτά αφορμές να με βλάψουν. Αυτοί, σύμφωνα με τον Μέγα Διονύσιο, προκαταλαμβάνονται εμπαθώς από τα ψηφία και τις χωρίς νόημα γραμμές και από συλλαβές και λέξεις άγνωστες που δε φτάνουν στο νοερό μέρος της ψυχής τους. Κι είναι πράγματι παράλογο και κακό και ολότελα ανάρμοστο σ' εκείνους που θέλουν να νοούν τα θεία, το να μην προσέχουν στην έννοια του περιεχομένου, αλλά στις λέξεις. Εγώ γνωρίζω καλά πως δέχθηκα δικαίως τις κατηγορίες τους. Όχι ότι δεν έγραφα σύμφωνα με τους Πατέρες. Αυτό με τη χάρη του Χριστού το φύλαξα στα γραπτά μου· αλλά ότι έγραψα για πράγματα, για τα οποία δεν ήμουν άξιος και, παρόμοια με τον Οζά2, επιχείρησα με το λόγο να κρατήσω το όχημα της αλήθειας που κινδύνευε να ανατραπεί. Βέβαια, η τιμωρία που εγώ δέχθηκα από το Θεό δεν ήταν σε βαθμό οργής, αλλά παιδαγωγίας με μέτρο. Γι' αυτό και δεν παραχωρήθηκε να υπερισχύσουν εναντίον μου οι επιτιθέμενοι. Αλλά κι αυτό μάλλον οφείλεται στην αναξιότητά μου. Δεν ήμουν φαίνεται άξιος ούτε ικανός να πάθω τίποτε για χάρη της αλήθειας και να γίνω με χαρά συγκοινωνός των παθημάτων των Αγίων. Μήπως και ο Χρυσόστομος, που από αυτήν ακόμη τη ζωή ήταν ενωμένος με την Εκκλησία των πρωτοτόκων στους ουρανούς και που έγραφε λόγους για την ευσέβεια με εγκυρότητα, σαφήνεια και γλυκύτητα όσο κανείς, μήπως λοιπόν κι αυτός ο τόσο μέγας δεν αποκόπηκε από την Εκκλησία και δεν καταδικάστηκε σε εξορία, γιατί δήθεν έγραφε και φρονούσε την αίρεση του Ωριγένη; Και ο Πέτρος, ο κορυφαίος του κορυφαίου χορού των μαθητών του Κυρίου, λέει ότι οι τότε αμαθείς διαστρέβλωναν τα δυσνόητα σημεία των επιστολών του μεγάλου Παύλου, με αποτέλεσμα να οδηγούνται στην απώλεια3.
Εγώ δε, για τη μικρή ενόχληση που μου προξένησαν οι αντίπαλοι, αν και καταδικάστηκαν συνοδικώς, είχα σκοπό να πάψω τελείως να γράφω, αν εσύ τώρα, αγία Γερόντισσα, δεν το ζητούσες ακούραστα με παρακλητικά γράμματα και μηνύματα, έως ότου με έπεισες να καταπιαστώ πάλι με συμβουλευτικούς λόγους. Αν και εσύ δεν έχεις μεγάλη ανάγκη από συμβουλές, γιατί έχεις, με τη χάρη του Χριστού, μαζί με τη γεροντική ηλικία και το σεβασμό της συνέσεως, κι έχεις διαβάσει το νόμο των ιερών εντολών με πολυετή εφαρμογή, μοιράζοντας κατάλληλα τη ζωή σου στην υπακοή και στην ησυχία. Με αυτά λείανες την πλάκα της ψυχής σου και την έκανες κατάλληλη να χαραχθούν πάνω της τα θεϊκά γράμματα και να μη σβήσουν. Αλλά τέτοια είναι η ψυχή που κυριεύτηκε ολοκληρωτικά από τον πόθο της πνευματικής διδασκαλίας δεν την χορταίνει ποτέ. Γι' αυτό και η Σοφία του Θεού λέει για τον εαυτό της: Όσοι με τρώνε, θα πεινάσουν κι άλλο4. Και ο Κύριος που βάζει μέσα μας αυτόν τον πόθο, λέει για τη Μαρία που διάλεξε την αγαθή μερίδα, ότι δεν πρόκειται να της αφαιρεθεί5. Εσύ χρειάζεσαι επιπλέον τη διδασκαλία αυτή και για τις θυγατέρες του Μεγάλου Βασιλέως, τις μοναχές δηλαδή, που ζουν κάτω από την πνευματική σου παιδαγωγία, και μάλιστα για τη Σύνεση Στο πρωτότυπο κείμενο γράφει σύνεσιν. Μάλλον όμως πρόκειται για κύριο όνομα, δηλαδή όνομα Μονάχης, και μάλιστα συγγενούς της μοναχής Ξένης., την οποία ποθείς να δώσεις νύμφη από το γένος σου στο Χριστό, το χορηγό της αφθαρσίας.
Αυτόν μιμήθηκες κι εσύ˙ όπως δηλαδή Αυτός πήρε πραγματικά για χάρη μας τη δική μας μορφή, έτσι κι εσύ τώρα υποδύθηκες το πρόσωπο των αρχαρίων που έχουν ανάγκη από διδασκαλία. Γι' αυτό κι εγώ, αν και δεν έχω ευχέρεια στους λόγους, και ειδικά σε τέτοιους λόγους, αλλά για να κάνω υπακοή και να τηρήσω την εντολή Σ' όποιον σου ζητάει κάτι, να το δώσεις6, από ό,τι τώρα έχω, θα εκπληρώσω το χρέος της κατά Χριστόν αγάπης, για να δείξω την καλή πρόθεση μου.
Να ξέρεις λοιπόν, αγία Γερόντισσα, ή μάλλον άκουσε συ για να πληροφορηθούν οι νέες που διάλεξαν την κατά Θεόν ζωή, ότι υπάρχει και θάνατος της ψυχής, η οποία είναι φύσει αθάνατη. Έτσι λέει ο Θεολόγος, ο αγαπημένος μαθητής του Χριστού: Υπάρχει αμαρτία που επιφέρει θάνατο και άλλη που δεν επιφέρει7· εδώ εννοεί οπωσδήποτε το θάνατο της ψυχής. Και ο μέγας Παύλος λέει: Η κατά κόσμον λύπη προκαλεί θάνατο8· εννοεί φυσικά το θάνατο της ψυχής. Κι αλλού λέει: Ξύπνα εσύ που κοιμάσαι, αναστήσου από τους νεκρούς, κι ο Χριστός θα σε φωτίσει9. Από ποιους νεκρούς προστάζει να αναστηθεί; Οπωσδήποτε από εκείνους που νεκρώθηκαν από τις σαρκικές επιθυμίες, οι οποίες μάχονται κατά της ψυχής10. Γι' αυτό και ο Χριστός ονόμασε νεκρούς, εκείνους που ζουν στον μάταιο αυτόν κόσμο. Γιατί δεν έδωσε άδεια στο μαθητή που του ζήτησε να πάει να θάψει τον πατέρα του, αλλά τον διέταξε να Τον ακολουθεί, και να αφήσει τους νεκρούς να θάβουν τους νεκρούς τους. Νεκρούς εδώ ονόμασε ο Κύριος και τους ζωντανούς που είναι νεκρωμένοι στην ψυχή. Όπως δηλαδή ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα είναι θάνατος του σώματος, έτσι κι ο χωρισμός του Θεού από την ψυχή, είναι θάνατος της ψυχής. Κι ο πραγματικός θάνατος είναι αυτός, ο θάνατος της ψυχής. Αυτόν το θάνατο εννοούσε με την εντολή Του στον Παράδεισο ο Θεός, όταν έλεγε στον Αδάμ: Την ημέρα που θα φας από το απαγορευμένο δένδρο, θα δοκιμάσεις το θάνατο12. Τότε με την παράβαση θανατώθηκε η ψυχή του Αδάμ, καθώς χωρίστηκε από το Θεό, ενώ κατά το σώμα εξακολούθησε να ζει μέχρι την ηλικία των εννιακοσίων τριάντα ετών13. Αλλά ο θάνατος που επικράτησε στην ψυχή λόγω της παραβάσεως, όχι μονάχα αχρειώνει την ψυχή και κάνει τον άνθρωπο επικατάρατο, αλλά κάνει και το σώμα πολύμοχθο και πολύπαθες και φθαρτό και στο τέλος το παραδίνει στο θάνατο. Γιατί τότε, μετά τη νέκρωση δηλαδή του έσω ανθρώπου εξαιτίας της παραβάσεως, άκουσε ο χοϊκός Αδάμ ότι θα είναι καταραμένη η γη και θα το δείχνει στα διάφορα έργα σου˙ θα σου φυτρώνει αγκάθια και τριβόλια, και με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα τρως το ψωμί σου, ως την ώρα που θα επιστρέφεις στη γη, από την οποία σχηματίστηκες· γιατί γη είσαι, και στη γη θα γυρίσεις14. Στη μέλλουσα εκείνη νέα γέννηση μας, κατά την ανάσταση των δικαίων, θα αναστηθούν και τα σώματα των άνομων και αμαρτωλών, αλλά για να παραδοθούν στο δεύτερο θάνατο15, στην αιώνια κόλαση, στον ακοίμητο σκώληκα16, στο τρίξιμο των δοντιών, στο εξώτερο και ψηλαφητό σκοτάδι17, στη σκοτεινή και άσβεστη γέεννα του πυρός18, σύμφωνα με τον Προφήτη που λέει ότι οι άνομοι και οι αμαρτωλοί θα ρίχτουν μαζί σε φωτιά, που κανείς δε θα μπορεί να σβήσει19. Αυτό είναι ο δεύτερος θάνατος15, όπως μας δίδαξε ο Ιωάννης στην Αποκάλυψη. Άκουε ακόμη τι λέει και ο μέγας Παύλος: Αν ζείτε σαρκικά, σας περιμένει θάνατος· αν όμως νεκρώνετε με τη δύναμη του Πνεύματος τις αμαρτωλές τάσεις σας, θα ζήσετε20. Εδώ μιλά για τη ζωή και το θάνατο κατά τον μέλλοντα αιώνα˙ ζωή λέει την απόλαυση της αιώνιας βασιλείας και θάνατο την αιώνια κόλαση. Η παράβαση λοιπόν της εντολής του Θεού γίνεται πρόξενος κάθε θανάτου, και στην ψυχή και στο σώμα, και στην παρούσα ζωή και σ' εκείνη την ατελεύτητη κόλαση. Αυτός είναι ο καθεαυτού θάνατος, να διαζευχθεί η ψυχή τη θεία χάρη και να συζευχθεί την αμαρτία. Αυτός ο θάνατος είναι για τους συνετούς ο πράγματι φρικτός και αποκρουστικός. Αυτός είναι, σ' εκείνους που ξέρουν να εκτιμούν τα πράγματα, πιο φρικτός κι από την τιμωρία στη γέεννα. Κι αυτόν ας αποφύγομε κι εμείς με όλη μας τη δύναμη. Ας πετάξομε και ας παραμερίσομε και ας απαρνηθούμε τα πάντα, κατά τις σχέσεις και τις πράξεις και τα θελήματα, οσα μας απομακρύνουν και μας χωρίζουν από το Θεό και συγκροτούν αυτόν το θάνατο. Γιατί εκείνος που φοβήθηκε αυτόν το θάνατο και φυλάχθηκε άπ' αυτόν, δε θα φοβηθεί το θάνατο του σώματος όταν έρθει, αφού θα έχει μέσα του ένοικο την αληθινή ζωή, η οποία με το σωματικό θάνατο γίνεται πια αναφαίρετη.
Όπως λοιπόν ο θάνατος της ψυχής είναι ο κυρίως θάνατος, έτσι και η ζωή της ψυχής είναι η κυρίως ζωή. Ζωή της ψυχής είναι η ένωση με το Θεό, όπως ακριβώς ζωή του σώματος είναι η ένωση με την ψυχή. Και όπως με την παράβαση της εντολής η ψυχή χωρίστηκε από το Θεό και θανατώθηκε, έτσι με την υπακοή στην εντολή ενώνεται πάλι με το Θεό και ζωοποιείται. Γι' αυτό λέει ο Κύριος στα Ευαγγέλια: Τα λόγια που λέω εγώ, είναι πνεύμα και είναι ζωή21. Το ίδιο έλεγε στον Κύριο και ο Πέτρος, που το έμαθε από την πείρα: Έχεις λόγια της αιώνιας ζωής22. Τα λόγια όμως αυτά οδηγούν στην αιώνια ζωή όσους υπακούνε, ενώ για όσους παρακούνε, αυτή η εντολή της ζωής γίνεται αιτία θανάτου23. Έτσι και οι Απόστολοι, ενώ ήταν ευωδιά Χριστού, για άλλους ήταν οσμή θανάτου που δίνει θάνατο, ενώ για άλλους οσμή ζωής που δίνει ζωή24. Η ζωή πάλι αυτή, δεν είναι ζωή μόνο της ψυχής, αλλά και του σώματος, αφού με την ανάσταση το αθανατίζει κι αυτό. Και δε λυτρώνει το σώμα μονάχα από τη θνητότητα, αλλά κι από το θάνατο που ποτέ δε λήγει, δηλαδή τη μέλλουσα εκείνη κόλαση, χαρίζοντας και σ' αυτό την αιώνια εν Χριστώ ζωή, τη δίχως πόνο, δίχως νόσους, δίχως λύπη, την πράγματι αθάνατη. Όπως στο θάνατο της ψυχής, δηλαδή στην παράβαση και την αμαρτία, επακολούθησε ο θάνατος του σώματος και η διάλυση του σε γη και η μετατροπή του σε χώμα, και στο σωματικό θάνατο επακολούθησε η καταδίκη της ψυχής στον άδη, έτσι στην ανάσταση της Ψυχής η οποία είναι η επιστροφή στο Θεό με την υπακοή στις θείες εντολές, θα ακολουθήσει υστέρα η ανάσταση του σώματος που θα ενωθεί πάλι με την ψυχή. Και στην ανάσταση αυτή θα ακολουθήσει η πραγματική αφθαρσία και η αιώνια ζωή με το Θεό όσων την αξιωθούν, αφού από σαρκικοί θα γίνουν πνευματικοί και θα ζουν στον ουρανό σαν άγγελοι, όπως λέει ο Απόστολος: Θα μας αρπάξουν τα σύννεφα για να υποδεχτούμε στον αέρα τον Κύριο που θα έρχεται, κι έτσι θα είμαστε πάντοτε μαζί με τον Κύριο25. Όπως δηλαδή ο Υιός του Θεού, που έγινε άνθρωπος από φιλανθρωπία, πέθανε σωματικά και χωρίστηκε η ψυχή Του από το σώμα, αλλά δε χωρίστηκε από αυτό η θεότητά Του -γι' αυτό και αφού ανάστησε το σώμα Του, το πήρε μαζί Του στον ουρανό με δόξα-, έτσι κι εκείνοι που έζησαν εδώ σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Καθώς δηλαδή, όταν αποχωρίζονται το σώμα τους, δε χωρίζονται από το Θεό, στην ανάσταση θα πάρουν μαζί και το σώμα τους κοντά στο Θεό, εισερχόμενοι με ανέκφραστη χαρά εκεί όπου εισήλθε ως πρόδρομος για χάρη μας ο Ίησους26, για να απολαμβάνουν μαζί Του τη δόξα που μέλλει να φανερωθεί27. Και δε θα μετάσχουν μονάχα στην ανάσταση Του, αλλά και στην ανάληψή Του και σε όλη τη θεόμορφη ζωή Του. Δε θα γίνει όμως το ίδιο και μ' εκείνους που έζησαν εδώ σαρκικά και στην ώρα του θανάτου βρέθηκαν να μην έχουν καμία κοινωνία με το Θεό. Γιατί, αν και όλοι θ' αναστηθούν, αλλά ο καθένας στην ανάλογη τάξη, όπως λέει ο Απόστολος28. Εκείνος που θανάτωσε εδώ με τη δύναμη του Πνεύματος τις πράξεις του σώματος29, θα ζήσει εκεί τη θεϊκή και αιώνια ζωή μαζί με το Χριστό. Ενώ εκείνος που με τις σαρκικές επιθυμίες και τα πάθη θανάτωσε εδώ το πνεύμα του, εκεί -αλλοίμονο- θα καταδικαστεί μαζί με το διάβολο, το δημιουργό και πρόξενο της κακίας, και θα παραδοθεί στην αβάσταχτη και ασύλληπτη από το νου κόλαση, πράγμα που είναι ο δεύτερος θάνατος30, ο μόνιμος.
Που έλαβε αρχή ο πραγματικός θάνατος που προξένησε και στην ψυχή και στο σώμα τόσο τον πρόσκαιρο, όσο και τον αιώνιο θάνατο; Όχι στον τόπο της ζωής; Γι' αυτό και ευθύς αμέσως -αλλοίμονο- ο άνθρωπος καταδικάστηκε σε εξορία από τον Παράδεισο του Θεού, γιατί έκανε τη ζωή του θανατηφόρο και ακατάλληλη για το θείο Παράδεισο. Ώστε και η αληθινή ζωή, η οποία και στην ψυχή και στο σώμα προξενεί την αθάνατη και αληθινή ζωή, θα λάβει την αρχή της εδώ, στον τόπο του θανάτου˙ κι οποίος δε σπεύδει να την κάνει εδώ κτήμα της ψυχής του, ας μην ξεγελά τον εαυτό του με κούφιες ελπίδες ότι θα τη λάβει εκεί. Ούτε να ελπίζει ότι θα λάβει τη φιλανθρωπία του Θεού εκείνη την ώρα˙ γιατί τότε είναι καιρός ανταποδόσεως και έκδικήσεως31 και όχι συμπάθειας και φιλανθρωπίας. Τότε είναι καιρός φανερώσεως θυμού και οργής και δικαιοκρισίας του Θεου32, καιρός που θα φανεί το δυνατό θείο χέρι να κινείται για να κολάσει τους απειθείς. Αλλοίμονο σ' αυτόν που θα πέσει στα χέρια του αληθινού Θεου33, αλλοίμονο σ' αυτόν που θα δοκιμάσει εκείτο θυμό του Κυρίου και δεν έχει γνωρίσει από εδώ, μέσω του θείου φόβου, τη δύναμη της οργής Του και δεν προεξασφάλισε με τα έργα του τη φιλανθρωπία του Θεού, χρησιμοποιώντας όπως πρέπει τον τωρινό καιρό. Γι' αυτό πράγματι μας παραχώρησε και τη ζωή αυτή ο Θεός, δίνοντας μας τόπο μετάνοιας. Γιατί αν δεν ήταν έτσι, ευθύς με μία αμαρτία του ο άνθρωπος θα έχανε και τη ζωή του αυτή· τι όφελος θα είχε πια από αυτήν; Γι' αυτό και η απελπισία δεν έχει καμία θέση ανάμεσα στους ανθρώπους, αν και ο πονηρός με διάφορους τρόπους την υποβάλλει, όχι μόνον σ' εκείνους που ζουν με αδιαφορία, αλλά κάποτε και στους αγωνιστές. Επειδή δηλαδή ο καιρός της ζωής είναι καιρός για μετάνοια, αυτό το να εξακολουθεί να ζει ο αμαρτωλός, είναι εγγύηση για όποιον επιθυμεί την επιστροφή του, ότι ο Θεός τον δέχεται. Κι αυτό, γιατί με την εδώ ζωή συνυπάρχει πάντοτε το αυτεξούσιο. Και είναι υπόθεση του αυτεξουσίου να προτιμήσει η ν' αποφύγει το δρόμο της ζωής και του θανάτου, που προείπαμε' γιατί έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει όποιο θέλει. Που λοιπόν να βρει θέση η απελπισία, αφού πάντοτε και όλοι μπορούν όταν θέλουν να αποκτήσουν την αιώνια ζωή;
Αλλά βλέπεις το μέγεθος της φιλανθρωπίας του Θεού; Όταν απειθήσομε, δε μας επιβάλλει από την αρχή τη δίκαιη τιμωρία Του, αλλά μακροθυμεί και μας δίνει καιρό επιστροφής. Στον καιρό αυτό της μακροθυμίας Του, μας δίνει εξουσία, αν θελήσομε, να γίνομε παιδιά Του. Τι λέω, να γίνομε παιδιά Του; Να ενωθούμε με Αυτόν και να γίνομε ένα πνεύμα μαζί Του. Αλλά και στον καιρό αυτό της μακροθυμίας, αν εμείς βαδίσομε τον αντίθετο δρόμο και αγαπήσομε το θάνατο περισσότερο από την αληθινή ζωή, Αυτός δε μας αφαιρεί την εξουσία που μας έδωσε. Κι όχι μονάχα δεν την αφαιρεί, αλλά και μας ξανακαλεί κοντά Του και ψάχνει παντού ζητώντας μας για να μας επιστρέψει στα έργα της ζωής, όπως στην παραβολή του αμπελώνα34, από το πρωί μέχρι και το βράδυ της ζωής αυτής.
Αλλά ποιος είναι εκείνος που καλεί και μας παίρνει εργάτες με μισθό; Είναι ο Πατέρας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο Θεός που μας δίνει κάθε ενίσχυση35. Και ποια είναι η άμπελος, όπου μας καλεί για εργασία; Είναι ο Υιός του Θεού, που είπε: Εγώ είμαι η άμπελος36. Γιατί κανείς δεν μπορεί να πάει στο Χριστό, όπως είπε ο ίδιος στα Ευαγγέλια, αν δεν τον ελκύσει ο Πατέρας37. Και ποιοι είναι τα κλήματα; Εμείς. Άκουσε πάλι τι λέει ο Ίδιος: Εσείς είστε τα κλήματα και ο Πατέρας μου είναι ο γεωργός38. Ο Πατέρας λοιπόν συμφιλιώνοντας μας με τον εαυτό Του μέσω του Υιού και μη λογαριάζοντας τα αμαρτήματα μας39, μας καλεί όχι ως προσκολλημένους στα άτοπα έργα, αλλά σαν αργούς. 'Αν και η αργία είναι κι αυτή αμαρτία, αφού θα δώσομε λόγο και για αργό λόγο40. Αλλά όπως είπα, ο Θεός, παραβλέποντας τις προηγούμενες αμαρτίες μας, πάλι και πάλι μας προσκαλεί. Και μας καλεί για να κάνομε τι; Για να εργαστούμε στον αμπελώνα, που θα πείνα εργαστούμε για τα κλήματα, δηλαδή για μας τους ίδιους. Κι έπειτα, ω η ακατάληπτη φιλανθρωπία του Θεού, και μισθό μας υπόσχεται και μας δίνει, αν και εργαζόμαστε για τους εαυτούς μας! Ελάτε, λέει, πάρετε ζωή αιώνια που την παρέχω πλουσιοπάροχα. Και σαν να σας οφείλω ο Ίδιος, θα σας καταβάλω μισθό για τον κόπο της οδοιπορίας και για το ότι θελήσατε μονάχα να τη λάβετε από μένα. Ποιος δεν οφείλει λύτρα στο Λυτρωτή του από το θάνατο; Ποιος δεν ευγνωμονεί το Δωρητή της ζωής; Ο Κύριος όμως επιπλέον υπόσχεται και να προκαταβάλει μισθό, και μάλιστα μισθό ανείπωτο. Το λέει ο ίδιος: Εγώ ήρθα για να έχουν ζωή και για να έχουν περίσσεια41. Ποια είναι η περίσσεια; Όχι μόνο ό'τι θα είναι μαζί Του και θα ζουν μαζί, αλλά και ότι θα τους κάνει και αδελφούς Του και συγκληρονόμους.
Αυτή λοιπόν η περίσσεια, όπως ταιριάζει, είναι ο μισθός που δίνεται σ' εκείνους που έτρεξαν με προθυμία στη ζωοποιό Άμπελο και έγιναν κλήματα Της και κοπίασαν για χάρη του εαυτού τους και καλλιέργησαν για τους εαυτούς των. Και τι έκαναν; Πρώτα-πρώτα περιέκοψαν όλα τα περιττά που δε συντελούσαν στο σκοπό τους, αλλά αντιθέτως αποτελούσαν εμπόδιο στο να δώσουν καρπούς άξιους για τη θεϊκή αποθήκη. Ποια είναι αυτά; Ο πλούτος, η ηδυπάθεια, η μάταιη δόξα, όλα όσα ρέουν και παρέρχονται, κάθε πάθος ψυχής και σώματος βδελυρό και πονηρό, όλος ο συρφετός των επηρμένων λογισμών της διάνοιας, κάθε άκουσμα και θέαμα και κάθε λόγος που μπορεί να βλάψει την ψυχή. Γιατί αν κανείς δε φροντίζει με όλη του την επιμέλεια αυτά να τα κόβει και να καθαρίζει τα βλαστήματα της καρδιάς του, δε θα δώσει ποτέ καρπό για την αιώνια ζωή42.
Είναι βέβαια δυνατό και στους έγγαμους να επιδιώξουν αυτήν την καθαρότητα, αλλά με πολύ μεγάλη δυσκολία. Γι' αυτό και όλοι όσοι από τη νεότητα τους ελεήθηκαν από το Θεό κι έστρεφαν τα διαπεραστικά μάτια της διάνοιας τους προς την αιώνια ζωή κι έγιναν εραστές των αγαθών της, αποφεύγουν το γάμο, και καλά κάνουν, αφού όταν αναστηθούν οι νεκροί, όπως είπε ο Κύριος, δε θα υπάρχει γι' αυτούς θέμα γάμου, αλλά θα είναι όπως οι άγγελοι του Θεου43. Όποιος λοιπόν θέλει να είναι τότε σαν άγγελος του Θεού, κάνει εδώ τον εαυτό του ανώτερο από τη σαρκική ένωση, όπως θα είναι οι συμμέτοχοι της αναστάσεως εκείνης . Άλλωστε και η αφορμή της αμαρτίας από τη σύζυγο βρήκε λαβή στην αρχή. Πρέπει λοιπόν να παραιτηθούν από το γάμο, όσοι θέλουν να μη δώσουν οι ίδιοι ποτέ καμία λαβή στον πονηρό. Αν το ίδιο το σώμα που έχομε είναι ατίθασο και δύσκολα ανακαλείται στην αρετή, ή μάλλον είναι και έμφυτα αντίθετο, τι άραγε θα πάθομε και πόσο θα αυξήσομε τη δυσχέρεια μας για την αρετή, όταν συνδεθούμε με πολλά και διάφορα σώματα; Πως θα αποκτήσει την ελευθερία για την οποία αγωνίζεται, εκείνη που έδεσε τον εαυτό της με φυσικούς δεσμούς προς τον άντρα και τα παιδιά κι όλους τους συγγενείς; Πως θα προσευχηθεί αμέριμνα στον Κύριο εκείνη που ανέλαβε τόσες φροντίδες; Πως θ' απαλλαγεί από θορύβους εκείνη που είναι ανάμεσα σε τόσα πλήθη;
Γι' αυτό λοιπόν η πραγματική παρθένος που έχει μοιάσει με τον Παρθένο Υιό της Παρθένου, το Νυμφίο των ψυχών που έζησαν όπως πρέπει με παρθενία, όχι μόνον τη σαρκική συζυγία, αλλά και την κοσμική συντροφιά αποφεύγει, και απαρνείται όλους τους συγγενείς, ώστε να μπορεί με παρρησία να λέει όπως ο Πέτρος στο Χριστό: Εμείς αφήσαμε τα πάντα και σ' ακολουθήσαμε45. Όταν η επίγεια νύμφη αφήνει πατέρα και μητέρα για χάρη νυμφίου φθαρτου, και προσκολλάται σ' αυτόν, κατά τη Γραφή46, τι το παράδοξο κάνει η παρθένος αν αφήσει τους γονείς της και προσκολληθεί στον ύ-περκόσμιο Νυμφίο και στο νυμφώνα Του; Πως επιτρέπεται να έχει συγγενείς πάνω στη γη, εκείνη που έχει το πολίτευμα της στους ουρανούς47; Πως εκείνη που δεν είναι τέκνο σάρκας, αλλά του Πνεύματος, θα έχει σαρκικό πατέρα η μητέρα η τους εξ αίματος συγγενείς; Πως εκείνη που απαρνήθηκε το σώμα της και πάντοτε κατά το δυνατόν το απαρνείται, αφού απέρριψε τον κατά σάρκα βίο, θα έχει οποιαδήποτε σχέση με ξένα σώματα; Αν η ομοιότητα, όπως λένε, δημιουργεί αγάπη, και το κάθε τι έλκεται από το όμοιό του, θα εξομοιωθεί με τα αγαπώμενα η παρθένος και θα περιπέσει πάλι στην αρρώστια της φιλοκοσμίας; Η φιλία του κόσμου είναι έχθρα προς το Θεό48, όπως λέει ο Παύλος, ο νυμφαγωγός του πνευματικού νυμφώνα. Έτσι λοιπόν η παρθένος κινδυνεύει όχι μόνο να διαζευχθεί τον υπερκόσμιο Νυμφίο, αλλά να φτάσει και σε έχθρα με Αυτόν.
Και μην απορήσεις, μήτε να στενοχωρηθείς βλέποντας ότι στη Γραφή δε διατυπώνεται μομφή κατά των εγγάμων γυναικών που μεριμνούν για κοσμικά πράγματα κι όχι για ο,τι άφορα στον Κύριο , ενώ σ' εκείνες που υποσχέθηκαν παρθενία στο Θεό, έχει απαγορευθεί ακόμη και να πλησιάζουν τα του κόσμου και δεν επιτρέπεται καθόλου να ζουν με άνεση. Αν και ο Παύλος λέει και στους έγγαμους: Ο καιρός που απομένει είναι περιορισμένος, έτσι ώστε και όσοι έχουν γυναίκες ας ζουν σαν να μην έχουν, και όσοι ασχολούνται με τον κόσμο, σαν να μην ασχολούνται καθόλου50· πράγμα που εγώ νομίζω πιο δυσκολοκατόρθωτο από τον αγώνα της παρθενίας. Γιατί η πείρα αποδεικνύει και τη νηστεία πιο εύκολη από την εγκράτεια στα φαγητά και ποτά. Και θα έλεγε κανείς, δίκαια και αληθινά: αν κάποιος δεν ενδιαφέρεται να σωθεί, εμείς δεν έχομε να του πούμε τίποτε˙ αν όμως μέριμνα του είναι η σωτηρία του, αυτός ας γνωρίζει ότι ο παρθενικός βίος είναι πολύ πιο ωφέλιμος και πιο άκοπος από τον έγγαμο.
Αλλ' ας τ' αφήσομε αυτά. Εσύ τώρα παρθένε, νύμφη του Χριστού, κλήμα της αμπέλου της ζωής, αναλογίσου εκείνο που είπα παραπάνω. Λέει δηλαδή ο Κύριος: Εγώ είμαι η άμπελος κι εσείς τα κλήματα. Ο Πατέρας μου είναι ο γεωργός και καθαρίζει κάθε κλήμα που δίνει καρπό, για να δώσει περισσότερο51. Αύτη λοιπόν την επιμέλεια του Θεού για σένα, θεώρησε την απόδειξη της καρποφορίας της παρθενίας σου και της αγάπης του Νυμφίου προς εσένα. Και να χαίρεσαι περισσότερο και να φιλοτιμείσαι να Του αντιπροσφέρεις την ευπείθειά σου. Εξάλλου και ο χρυσός που έχει στη μάζα του λίγο χαλκό, λέγεται κίβδηλος, ενώ ο χαλκός όταν επιχρυσωθεί με ελάχιστη ποσότητα χρυσού γίνεται πιο λαμπρός άπ' ό,τι είναι και πιο στιλπνός. Έτσι λοιπόν, παρθένε, το να ποθούν οι έγγαμες εσένα και τη ζωή σου, είναι γι' αυτές δόξα, ενώ σ' εσένα προξενεί ατιμία να ποθείς εκείνες. Γιατί ο πόθος αυτός σε ξαναγυρίζει στον κόσμο, από το ένα μέρος γιατί θα έχεις σχέση και θα ζεις μαζί μ' εκείνους που ζουν στον κόσμο, εσύ που πέθανες για τον κόσμο, κι από το άλλο γιατί, μένοντας κοντά τους, θα θέλεις κι εσύ εκείνα που θέλουν κι αυτοί για τον εαυτό τους και για τους συγγενείς τους, δηλαδή αφθονία όλων των βιοτικών αγαθών, πλούτο, κοινωνική επιφάνεια, δόξα και τη χαρά για όλα αυτά. Κι έτσι θα καταντήσεις να ξεπέσεις από το θέλημα του Νυμφίου, αφού Εκείνος όλα αυτά τα ελεεινολογεί σφόδρα στα Ευαγγέλια λέγοντας: Αλλοίμονο σ' εσάς τους πλούσιους, αλλοίμονο σ' εσάς που γελάτε, αλλοίμονο σ' εσάς που είστε χορτάτοι, αλλοίμονο όταν όλοι οι άνθρωποι σάς επαινούν52. Γιατί λοιπόν τους ελεεινολογεί αυτούς; Όχι γιατί είναι νεκρωμένοι στην ψυχή; Ποια συγγένεια έχει λοιπόν η νύμφη της ζωής με τους νεκρούς; Ποια σχέση μπορεί να έχει μ' εκείνους που βαδίζουν τον αντίθετο δρόμο; Γιατί ο δρόμος που αυτοί βαδίζουν είναι πλατύς και ευρύχωρος53· κι αν δε συγκρατήσουν τους εαυτούς των αναμιγνύοντας στη ζωή τους κάτι από τη δική σου, θα φτάσουν στην τέλεια απώλεια. Ενώ εσύ μπαίνεις από τη στενή και γεμάτη δυσκολίες πύλη και οδό προς την αιώνια ζωή. Κι από τη στενή πύλη και οδό δεν μπορεί να περάσει κανείς κουβαλώντας ο'γκο δόξας, σωρό ηδονών, φορτίο χρημάτων και κτημάτων.
Ακούγοντας όμως ότι είναι πλατύς εκείνος ο δρόμος του βίου, μην τον νομίσεις ότι είναι και χωρίς λύπες· στην πραγματικότητα είναι γεμάτος από πολλές και βαριές συμφορές. Αλλά ο Κύριος τον ονομάζει πλατύ και ευρύχωρο, επειδή είναι πολλοί εκείνοι που περνούν άπ' αυτόν53 και σηκώνει ο καθένας μεγάλο σωρό φθαρτής ύλης. Ενώ ο δικός σου δρόμος, παρθένε, είναι στενός, δε χωράει να περάσουν δύο μαζί. Γι' αυτό και πολλές που ήταν πρώτα έγγαμες, όταν έμειναν χήρες αρνήθηκαν τον κόσμο, ζηλεύοντας την υπερκόσμια ζωή σου, και διάλεξαν να βαδίσουν το δικό σου δρόμο για να συμμετάσχουν και στα στεφάνια. Αυτές τις χήρες παραγγέλλει ο Παύλος να τις τιμούμε, γιατί επιμένουν καρτερικά στις δεήσεις και τις προσευχές, με την ελπίδα τους στο Θεό54. Κι αν υπάρχει και στην παρθενική ζωή κάτι λυπηρό, αλλά και αυτό επισύρει τη θεία παρηγοριά και μας χαρίζει τη βασιλεία των ουρανών και προξενεί τη σωτηρία μας. Ενώ της κοσμικής ζωής και τα τερπνά και τα λυπηρά είναι θανατηφόρα. Όπως λέει και ο Απόστολος: Η κατά κόσμον λύπη προκαλεί θάνατο, ενώ η κατά Θεόν λύπη προξενεί μετάνοια που καταλήγει σε αναφαίρετη σωτηρία55.
Γι' αυτό και ο Κύριος μακαρίζει όσα είναι αντίθετα στα καλά του κόσμου, λέγοντας: Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, γιατί δική τους είναι η βασιλεία των ουρανών56. Γιατί, λέγοντας μακάριοι οι πτωχοί, πρόσθεσε τω πνεύματι; Για να δείξει ότι μακαρίζει και αποδέχεται τη μετριοφροσύνη της ψυχής. Και γιατί δεν είπε μακάριοι οι πτωχοί το πνεύμα -αφού και έτσι θα δηλωνόταν η μετριοφροσύνη-, αλλά είπε μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι; Για να μας δείξει ότι και η σωματική φτώχεια είναι άξια μακαρισμού και προξενεί την ουράνια βασιλεία, αλλά όταν ασκείται από ταπείνωση της ψυχής και είναι ενωμένη μαζί της και ξεκινά από αυτήν. Μακαρίζοντας δηλαδή τους πτωχούς τω πνεύματι, υπέδειξε με θαυμαστό τρόπο, ποιο είναι σαν να λέμε ρίζα, η οποία προξενεί τη φτώχεια που παρατηρείται στους Αγίους, ότι δηλαδή είναι το πνεύμα τους. Αφού δηλαδή αυτό εγκολπωθεί τη χάρη του ευαγγελικού κηρύγματος, αναβλύζει από μέσα του πηγή φτώχειας που ποτίζει όλο το πρόσωπο της γής57 μας, δηλαδή τον εξωτερικό άνθρωπο, και τον κάνει παράδεισο αρετών. Αυτού του είδους η φτώχεια μακαρίζεται από το Θεό.
Δίνοντας λοιπόν ο Κύριος στους ανθρώπους αυτόν το συνοπτικό λόγο, κατά τον Προφήτη58, έδειξε την αιτία της θεληματικής και πολύμορφης φτώχειας, και αφού την έδειξε και τη μακάρισε, περιέλαβε σ' αυτήν τα αποτελέσματα της που είναι πολλά, μιλώντας με λίγα λόγια για όλα. Μπορεί δηλαδή να είναι κανείς ακτήμων, λιτοδίαιτος, εγκρατής και μάλιστα θεληματικά, αλλά για να δοξάζεται από τους ανθρώπους. Αυτός λοιπόν δεν είναι πτωχός τω πνεύματι. Γιατί η υποκρισία γεννιέται από την οίηση, και η οίηση είναι αντίθετη της πτώχειας εν πνεύματι. Ενώ εκείνος που έχει το πνεύμα του συντετριμμένο, μετρημένο και ταπεινό, είναι αδύνατο να μη χαίρεται και στην εξωτερική του φτώχεια και ταπείνωση· και τούτο γιατί θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο για τη δόξα, την καλοπέραση, την αφθονία και όλα αυτά. Και αυτός είναι ο φτωχός που μακαρίζεται από το Θεό, οποίος δηλαδή νομίζει ανάξιο τον εαυτό του γι' αυτά τα αγαθά. Και αυτός είναι ο αληθινά φτωχός, οποίος δε βιώνει το μισό μόνο περιεχόμενο του ονόματος φτωχός . Γι' αυτό και ο θειος Λουκάς είπε μακάριοι οι πτωχοί , χωρίς να προσθέσει τω πνεύματι. Και αυτοί είναι όσοι άκουσαν και ακολούθησαν και έγιναν όμοιοι με τον Υιό του Θεού που λέει: Μάθετε από μένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά, και θα βρείτε ανάπαυση στις ψυχές σας60, γι' αυτό και η βασιλεία του Θεού τους ανήκει. Γιατί είναι συγκληρονόμοι του Χριστού61.
Επειδή η ψυχή διακρίνεται σε τρεις δυνάμεις κι αποτελείται από τρία μέρη, το λογιστικό, το θυμικό και το επιθυμητικό, και είναι άρρωστη και στα τρία, ο Χριστός, θέλοντας να τη θεραπεύσει, άρχισε εύλογα τη θεραπεία από το τελευταίο, την επιθυμία. Υλικό που εξάπτει το θυμικό είναι η επιθυμία που δεν ικανοποιείται, κι ο μετεωρισμός της διάνοιας προέρχεται από το ότι και τα δύο αυτά νοσούν. Και δεν μπορεί ποτέ να θεραπευτεί ούτε το θυμικό, αν δε θεραπευτεί πρωτύτερα η επιθυμία, ούτε το λογιστικό, αν δε θεραπευτούν προηγουμένως τα άλλα δύο. Πρώτο κακό γέννημα του επιθυμητικού, αν εξετάσεις, θα βρεις πως είναι η φιλοκτημοσύνη. Δεν είναι υπαίτιες οι επιθυμίες που συντελούν στη ζωή του ανθρώπου, γι' αυτό και μας συνοδεύουν από την πολύ μικρή ηλικία. Ενώ η φιλαργυρία αναφύεται υστέρα από λίγο, όταν ακόμη είμαστε παιδιά. Από αυτό φαίνεται ότι η φιλαργυρία δεν έχει την αρχή της στη φύση, αλλά στην προαίρεση. Και δίκαια ο θεσπέσιος Παύλος την ονόμασε ρίζα όλων των κακών62. Γιατί η φιλαργυρία γεννά πολλά κακά˙ ανελεημοσύνες, απάτες, άρπαγες, κλοπές, και γενικά κάθε είδος πλεονεξίας, την οποία ο ίδιος Παύλος ονόμασε δεύτερη ειδωλολατρία63. Ακόμη σε όσα κακά δε φυτρώνουν από αύτη, σε όλα σχεδόν προμηθεύει τα υλικά της υπάρξεως τους. Kι αυτά είναι όσα πάθη γεννιούνται από τη φιλοϋλία της ψυχής που δεν έχει προθυμία για αγαθοεργία.
Από τα πάθη που γεννιούνται από την προαίρεση μας, ελευθερωνόμαστε ευκολότερα, παρά από τα πάθη που έχουν την αρχή τους στη φύση. Τα πάθη της φιλαργυρίας τα κάνει ν' αποβάλλονται δύσκολα η απιστία στην πρόνοια του Θεού. Γιατί εκείνος που δεν πιστεύει σ' αυτή, στηρίζεται στα χρήματα. Και ενώ ακούει τον Κύριο που λέει ότι ευκολότερο είναι να περάσει η καμήλα από την τρύπα της βελόνας, παρά ο πλούσιος στη βασιλεία των ουρανών64, αυτός δε λογαριάζει για τίποτε τη βασιλεία, και μάλιστα βασιλεία ουράνια και αιώνια, αλλά ποθεί πλούτο, γήινο και προσωρινό. Ποθεί πλούτο, ο οποίος κι όταν δεν αποκτηθεί, και μόνον που ποθείται προξενεί τεράστια ζημία. Γιατί, όπως λέει ο Παύλος, όσοι επιθυμούν να πλουτίσουν, πέφτουν σε πειρασμούς και παγίδες του διαβόλου65. Αλλά και όταν έρθει ο πλούτος, δείχνει ότι δεν είναι τίποτε, αφού οι ιδιοκτήτες του εξακολουθούν να τον διψούν σαν να μην τον έχουν λάβει και δε διδάχτηκαν μήτε από την πείρα τους. Και δεν προέρχεται από την ανέχεια ο ολέθριος αυτός έρωτας· μάλλον εκείνη προέρχεται από αυτόν, κι αυτός προέρχεται από την αφροσύνη, από την οποία πολύ δίκαια ονόμασε ο Κύριος άφρονα εκείνον που θα χαλούσε τις αποθήκες του για να κτίσει μεγαλύτερες66.
Πως δηλαδή δεν είναι άφρων εκείνος ο οποίος για πράγματα που δεν μπορούν να ωφελήσουν σε τίποτε (αφού σε κανέναν δε δίνουν ζωή τα υπάρχοντα του, όσο περίσσια κι αν είναι67) προδίδει τα ωφελιμότερα; Και δεν είναι ούτε σοφός πραγματευτής, ώστε να διαθέτει όσο μπορεί κι αυτά τα αναγκαία, για να αυξάνει το κεφάλαιο του πραγματικά πολύ επικερδούς πνευματικού εμπορίου και της πολύ αποδοτικής πνευματικής γεωργίας. Η γεωργία αυτή, και πριν ακόμη φτάσει ο καιρός του θερισμού, εκατονταπλασιάζει το σπόρο που ξοδεύτηκε, σαν να προδιαγράφει το μελλοντικό κέρδος και τη συγκομιδή όταν έρθει ο καιρός, που θα είναι ανέκφραστα και αφάνταστα. Και το παράδοξο είναι ότι αυτό ισχύει τόσο περισσότερο, όσο από φτωχότερες αποθήκες βγαίνει ο σπόρος. Επομένως, ούτε για αγαθοεργία δεν απομένει πρόφαση στους ανθρώπους να επιθυμούν τον πλούτο. Στην πραγματικότητα φοβούνται τη φτώχεια, μη πιστεύοντας σ' Εκείνον, που υποσχέθηκε ότι θα δώσει όλα τα αναγκαία σ' εκείνους που ζητούν τη βασιλεία του Θεού68. Και με τη σκέψη μόνο αυτή σαν αφορμή, ακόμη κι αν τα έχουν όλα, δεν ελευθερώνονται ποτέ από τη νοσηρή και ολέθρια αυτή επιθυμία, αλλά μαζεύοντας πάντοτε, φορτώνουν τον εαυτό τους άχρηστο φορτίο, ή μάλλον του κατασκευάζουν παράδοξο τάφο, ενώ είναι ακόμη ζωντανοί. Γιατί οι νεκροί θάβονται στο κοινό χώμα, ενώ ο νους του ζωντανού φιλάργυρου θάβεται στο χρυσάφι που κι αυτό είναι χώμα. Κι αυτός ο τάφος είναι πιο βρωμερός από τον άλλο, για όσους έχουν υγιείς τις πνευματικές αισθήσεις. Και τόσο πιο βρωμερός είναι, όσο με περισσότερο χρυσό τον έχει σκεπάσει. Γιατί η δυσωδία της πληγής των αθλίων θαμμένων διαπερνά το πάχος αυτού του τάφου και φτάνει μέχρι τον ουρανό, στους Αγγέλους του Θεού και στο Θεό. Από αυτό γίνονται σιχαμεροί και πράγματι άξιοι αποστροφής, γιατί -κατά τον Δαβίδ- βρώμησαν εξαιτίας της αφροσύνης τους69.
Από το βρωμερό και νεκροποιό αυτό πάθος απαλλάσσει τους ανθρώπους η θεληματική και χωρίς ανθρωπαρέσκεια ακτημοσύνη, η οποία ταυτίζεται με την εν πνεύματι πτωχεία που μακάρισε ο Κύριος. Ο μοναχός που έχει αυτό το πάθος, είναι αδύνατο να ζήσει σε υποταγή. Κι αν εξακολουθεί να το καλλιεργεί όσο μπορεί, υπάρχει μεγάλος φόβος να υποστεί ανεπανόρθωτες σωματικές συμφορές. Ο Γιεζή από την Παλαιά Διαθήκη και ο Ιούδας από την Καινή Διαθήκη είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα. Ο πρώτος έβγαλε λέπρα70, σαν δείγμα της αθεράπευτης ψυχής του, ενώ ο άλλος κρεμάστηκε στον αγρό του αίματος, και αφού έπεσε από την αγχόνη, σχίστηκε η κοιλιά του και χύθηκαν τα σπλάχνα του71. Αν τώρα η απάρνηση των εγκόσμιων προηγείται από την υποταγή, πως θα γίνει το δεύτερο πριν πραγματοποιηθεί το πρώτο; Κι αν στοιχειώδης αρχή της μοναχικής ζωής είναι η απάρνηση των εγκόσμιων, πως θα διεξαγάγει καλά κάποιον από τους άλλους μοναχικούς αγώνες εκείνος που δεν απαρνήθηκε πρώτα τα χρήματα; Θα έλεγε κανείς˙ αφού ένας τέτοιος μοναχός είναι ακατάλληλος για την υποταγή, ας πάει να ησυχάσει μόνος του σε ένα κελί και ν' αφοσιωθεί στη μελέτη και στην προσευχή. Λέει όμως ο Κύριος: Όπου είναι ο θησαυρός σου, εκεί θα είναι και ο νους σου72. Πως λοιπόν θα ατενίσει νοερά Εκείνον που κάθεται στα δεξιά της θείας Μεγαλοσύνης ψηλά στον ουρανό73, αυτός που θησαυρίζει κάτω στη γη; 'Η πως θα κληρονομήσει τη βασιλεία, την οποία ούτε στο νου του να βάλει δεν του επιτρέπει το πάθος της φιλαργυρίας; Γι' αυτό είναι μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, γιατί σ' αυτούς ανήκει η βασιλεία των ουρανών74.
Βλέπεις πόσα πάθη περιέκοψε ο Κύριος με ένα μακαρισμό; Αλλά δεν είναι μόνον αυτά, γιατί η φιλοκτημοσύνη είναι μόνο το πρώτο γέννημα της πονηρής επιθυμίας. Υπάρχει και δεύτερο, το οποίο ακόμη περισσότερο πρέπει να αποφύγομε, αλλά και τρίτο, όχι λιγότερο κακό. Ποιο είναι λοιπόν το δεύτερο; Η φιλοδοξία. Καθώς προχωρούμε από την παιδική ηλικία, πριν εμφανιστεί η φιλοσαρκία συναντούμε αυτό το πάθος, ενώ είμαστε ακόμη μικροί, σαν κακό προοίμιο της φιλοσαρκίας. Εδώ αναφέρομαι στο είδος της φιλοδοξίας που αποβλέπει στον καλλωπισμό του σώματος και στα πολυτελή ενδύματα, την οποία οι Πατέρες ονομάζουν και κοσμική κενοδοξία. Γιατί το άλλο είδος της κενοδοξίας επιτίθεται εναντίον εκείνων που διακρίθηκαν στην αρετή και συνεπάγεται οίηση και υποκρισία. Μέσω αυτών ο εχθρός μηχανεύεται να λεηλατήσει και να διασκορπίσει τον πνευματικό πλούτο. Όλα αυτά θεραπεύονται τελείως, με τη συνείδηση και τον πόθο της ουράνιας τιμής μαζί με συναίσθηση της αναξιότητας γι' αυτήν εκείνου που την ποθεί˙ επίσης, και με την εγκαρτέρηση στην ευτέλεια ενώπιον των ανθρώπων μαζί με την πεποίθηση ότι είναι άξιος γι' αυτή. Επιπλέον, να θεωρεί προτιμότερη τη δόξα του Θεού από τη δική του δόξα, σύμφωνα μ' εκείνον που είπε: Όχι σ' εμάς, Κύριε, όχι σ' εμάς, αλλά στο όνομα Σου δώσε δόξα75. Κι αν βλέπει ότι έκανε κάτι αξιέπαινο, να αποδίδει στο Θεό την αιτία του κατορθώματος και να θεωρεί ότι πρέπει και γι' αυτό να δοξάζει με ευγνωμοσύνη το Θεό κι όχι τον εαυτό του. Έτσι, θα χαρεί γιατί δέχτηκε την αρετή σαν δώρο, δε θα υπερηφανευτεί όμως, αφού δε θα έχει τίποτε δικό του, αλλά και θα ταπεινωθεί και θα έχει τα μάτια του ήμερα και νύχτα στο Θεό, όπως -για να εκφραστώ ψαλμικώς- η δούλη έχει τα μάτια της στα χέρια της κυρίας της76. Και μαζί θα φοβάται μην τυχόν χωριστεί από το Θεό, το μόνο που δίνει το καλό και μας συγκρατεί σ' αυτό, και γκρεμιστεί στο βάραθρο της κακίας. Γιατί αυτό παθαίνει όποιος γίνεται δούλος στην οίηση και την κενοδοξία. Στη θεραπεία των παθών αυτών βοηθά ξεχωριστά και η αναχώρηση και η ζωή στη μόνωση και η παραμονή μέσα στο κελί, με την προϋπόθεση βέβαια να αναγνωρίζει κανείς την αδυναμία της προαιρέσεως του και να θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο να συναναστρέφεται με ανθρώπους. Αυτά τι άλλο είναι, παρά η εν πνεύματι πτωχεία, την οποία μακάρισε ο Κύριος;
Αν κανείς αναλογιστεί τις ασχήμιες που προέρχονται από αυτό το πάθος, θα αποφύγει την κενοδοξία με όλη του τη δύναμη. Όποιος δηλαδή ποθεί τη δόξα των ανθρώπων, από μόνα τα έργα που κάνει για να την επιτύχει πέφτει σε αδοξία. Γιατί φροντίζοντας να φανεί ωραίος και επαιρόμενος για τη δόξα των προγόνων του και υπερηφανευόμενος για την πολυτελή ενδυμασία του και τα παρόμοια, φανερώνεται πως έχει ακόμη νηπιώδες φρόνημα. Όλα μαζί αυτά είναι χώμα. Και τι είναι πιο καταφρονημένο από το χώμα; Η μοναχή που δε μεταχειρίζεται τα ρούχα απλώς για να σκεπάσει και να ζεστάνει το σώμα της, αλλά αρέσκεται στα απαλά και φανταχτερά, δεν κάνει μόνο φανερή σ' όσους τη βλέπουν την ακαρπία της ψυχής της, αλλά εκτός άπ' αυτό περιβάλλεται και την ασχημοσύνη των κοινών γυναικών.
Πριν από κάθε άλλον, ας ακούσει τον Κύριο που λέει: Αυτοί που φορούν τα πολυτελή ρούχα, βρίσκονται στα βασιλικά ανάκτορα77. Εμείς όμως έχομε το πολίτευμα μας στους ουρανούς78, σύμφωνα με το θεσπέσιο Παύλο. Μη ριχτούμε λοιπόν από τον ουρανό, για τη μωρία των ενδυμάτων, στις σκηνές του κοσμοκράτορα του σκότους του κόσμου τούτου79.
Το ίδιο παθαίνουν κι όσοι ασκούν την αρετή για να δοξαστούν από τους ανθρώπους. Ενώ δηλαδή τους έλαχε να έχουν το πολίτευμα τους στους ουρανούς78, αυτοί σκεπάζουν με το χώμα τη δόξα τους, επισύροντας τη δαβιτική κατάρα80. Γιατί ούτε η προσευχή τους ανεβαίνει στον ουρανό, αλλά και κάθε προσπάθεια τους πέφτει κάτω στη γη, καθώς δεν έχει τα φτερά της θείας αγάπης, τα οποία κάνουν τις επίγειες πράξεις μας να φτάνουν στον ουρανό. Ώστε και κόπους υποφέρουν και μισθό δεν καρπώνονται. Και τι λέω, δεν καρπώνονται μισθό; Αυτό που κερδίζουν είναι η ντροπή, η ακαταστασία των λογισμών, η αιχμαλωσία της διάνοιας και η ταραχή. Γιατί ο Κύριος, κατά τον Ψαλμωδό, διασκόρπισε τα οστά των ανθρωπαρέσκων ντροπιάστηκαν, γιατί ο Θεός τους εκμηδένισε81.
Το πάθος αυτό της ανθρωπαρέσκειας είναι το πιο δυσδιάκριτο άπ' όλα τα πάθη. Γι' αυτό εκείνος που παλεύει εναντίον του, δεν πρέπει μόνο να εξετάζει το συνδυασμό η να αποφεύγει τη συγκατάθεση, αλλά να θεωρεί σαν συγκατάθεση και την απλή προσβολή του πάθους και να φυλάγεται. Μόλις και θα μπορέσει έτσι να αποφύγει την ταχύτατη ήττα. Αν κάνει έτσι και προσέχει, η προσβολή γίνεται πρόξενος κατανύξεως˙ ειδάλλως, προετοιμάζεται τόπος για την υπερηφάνεια. Εκείνος τώρα που αποκτά την υπερηφάνεια, είναι δύσκολο, η μάλλον αδύνατο να θεραπευτεί, γιατί η πτώση αυτή είναι όμοια με του διαβόλου. Αλλά και πριν άπ' αυτό, το πάθος της ανθρωπαρέσκειας προκαλεί τόσο μεγάλη βλάβη σ' όσους το έχουν, ώστε να ναυαγούν και σ' αυτή την πίστη, σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου: Πως μπορείτε να πιστεύετε σ' εμένα, όταν επιδιώκετε να δοξάζεστε ο ένας από τον άλλο και δεν αποζητάτε τη δόξα από το μόνο Θεό;82. Τι σχέση έχεις εσύ, άνθρωπε, με τη δόξα των ανθρώπων, ή μάλλον με το χωρίς περιεχόμενο όνομα της δόξας; Αυτή όχι μόνον δόξα δεν είναι, αλλά και μας στερεί την πραγματική δόξα. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά μαζί με άλλα γεννά και το φθόνο. Ο δε φθόνος είναι δυνάμει φόνος, κι αυτός προξένησε τον πρώτο φόνο και κατόπιν και τη θεοκτονία.
Άραγε σε τι βοηθάει η δόξα την ανθρώπινη φύση; Μήπως τη συγκρατεί ή τη φυλάει, ή μήπως όταν σφάλλει τη διορθώνει και τη θεραπεύει; Κανείς δε θα μπορούσε να πει κάτι τέτοιο. Και νομίζω ότι αυτό ελέγχει τις προφάσεις ως αβάσιμες. Αν κανείς θελήσει να εξετάσει με ακρίβεια, θα βρει ότι η ανθρώπινη δόξα είναι που προξενεί με δόλιο τρόπο τα περισσότερα αίσχη και τα φανερώνει, πετώντας με αναίδεια το προσωπείο της, ώστε συχνά καταντροπιάζει και εδώ τους εραστές της˙ αν και οι διδάσκαλοι των ελληνικών δοξασιών έχουν τη γνώμη ότι χωρίς αυτήν, κανένα κατόρθωμα δε γίνεται στη ζωή. Αλλοίμονο στην πλάνη τους! Ούτε που ντρέπονται να το λένε! Εμείς όμως δε διδαχθήκαμε έτσι, εμείς που φέρομε το όνομα Εκείνου που έχρισε φιλάνθρωπα την ανθρώπινη φύση μας με τον εαυτό Του, αλλά Αυτόν έχομε επόπτη των έργων μας. Προς Αυτόν όσοι αποβλέπουν, μέσω Αυτού και γι' Αυτόν κατορθώνουν ό,τι καλύτερο, πράττοντας τα πάντα για τη δόξα του Θεού83. Και διόλου δε θέλουν ν' αρέσουν στους ανθρώπους, ή μάλλον ούτε και είναι αρεστοί στους ανθρώπους, όπως λέει ο Παύλος, ο νομοδότης μας και άκρος μύστης του Νομοθέτη. Αν ήθελα να είμαι αρεστός ακόμη στους ανθρώπους, λέει, δε θα ήμουν δούλος του Χριστού84.
Ας δούμε τώρα αν και το τρίτο γέννημα της κακής επιθυμίας εξαλείφεται με τη φτώχεια που μακαρίζει ο Κύριος. Τρίτο λοιπόν τέκνο της ψυχής που είναι άρρωστη στην επιθυμία, είναι η γαστριμαργία, από την οποία γεννιέται κάθε σαρκική ακαθαρσία. Αλλά γιατί την αναφέρομε τρίτη και τελευταία στη σειρά, αφού είναι έμφυτη από αυτή τη γέννηση μας; Γιατί όχι μόνο η γαστριμαργία, αλλά και αυτές ακόμη οι φυσικές κινήσεις για τεκνογονία, επισημαίνονται στα παιδιά από τη βρεφική ακόμη ηλικία. Πως λοιπόν εμείς τοποθετούμε τελευταία τη νόσο της σαρκικής επιθυμίας; Επειδή εκείνα τα έχομε εκ φύσεως, και όσα είναι φυσικά, είναι ακατηγόρητα, φτιαγμένα από τον αγαθό Θεό για να τα χρησιμοποιήσομε σε αγαθά έργα. Επομένως δεν είναι δείγματα άρρωστης ψυχής· γίνονται όμως τέτοια όταν γίνεται κακή χρήση τους. Όταν λοιπόν φροντίζομε για τη σάρκα, να ικανοποιούμε τις επιθυμίες της85, τότε είναι κακό το πάθος κι η φιληδονία γίνεται αρχή σαρκικών παθών και αρρώστια της ψυχής. Ώστε στις περιπτώσεις αυτές, πρώτος δοκιμάζει το πάθος ο νους. Κι επειδή από τη διάνοια αρχικά ξεκινούν τα πονηρά πάθη, γι' αυτό λέει ο Κύριος ότι από την καρδιά βγαίνουν οι κακοί λογισμοί, κι αυτοί είναι που μολύνουν τον άνθρωπο86. Αλλά και ο Νόμος της Παλαιάς Διαθήκης λέει: Πρόσεχε στον εαυτό σου, μην τυχόν κάνεις κρυφά στην καρδιά σου αμαρτωλό λογισμό87.
Αυτός που πρώτος διατίθεται εμπαθώς είναι βέβαια ο νους, αλλά κι αυτός αφού αρχικά συλλέξει μέσω των αισθήσεων τη φαντασία των αισθητών σωμάτων, τότε τα μεταχειρίζεται με εμπάθεια. Κυρίως δε με τα μάτια, τα οποία πρώτα μπορούν και από μακριά να τραβήξουν το μολυσμό, παρασύρεται ο νους στην κακή χρήση. Σαφής απόδειξη γι' αυτό είναι η προμήτωρ Εύα· είδε πρώτα ότι το απαγορευμένο δένδρο είναι ωραίο και ευχάριστο στην δράση, και τότε συγκατατέθηκε μέσα στην καρδιά της και πήρε κι έφαγε από τον καρπό του88. Ορθά λοιπόν είπαμε ότι η ήττα εμπρός στα κάλλη των σωμάτων προηγείται και είναι προοίμιο των αισχρών παθών. Γι' αυτό και αποτελεί πατρικό παράγγελμα, να μην περιεργάζεται κανείς το κάλλος των ξένων σωμάτων89 και να μη ναρκισσεύεται με το δικό του. Πριν λοιπόν γίνει εμπαθής η διάνοια, αν και υπάρχουν εκ φύσεως τα πάθη στα παιδιά, δε συνεργούν ωστόσο στην αμαρτία· είναι μόνο για τη συντήρηση της φύσεως. Γι' αυτό και δεν είναι τότε πονηρά. Αλλά επειδή τα σαρκικά πάθη έχουν την αρχή τους από τον εμπαθή νου, από αυτόν πρέπει να αρχίσει και η θεραπεία. Σε περίπτωση πυρκαϊάς, αν εκείνος που θέλει να τη σβήσει, πάει να περιορίσει τη φλόγα από επάνω, δεν πετυχαίνει τίποτε- αν όμως τραβήξει από κάτω τα υλικά που τροφοδοτούν τη φωτιά, αυτή αμέσως μαραίνεται. Το ίδιο συμβαίνει και με τα πορνικά πάθη. Αν δεν αποξηράνεις από μέσα την πηγή των λογισμών με την προσευχή και την ταπείνωση, αλλά αγωνίζεσαι εναντίον τους μόνο με τη νηστεία και την κακοπάθεια, ματαιοπονείς. Αν όμως αγιάσεις τη ρίζα με την ταπείνωση και την προσευχή, όπως είπαμε, θα αποκτήσεις και εξωτερικά τον αγιασμό. Αυτό νομίζω ότι συμβουλεύει ο Απόστολος, όταν λέει να ζώσομε τη μέση μας με την αλήθεια90.
Το λόγο αυτό ερμήνευσε πολύ ωραία και κάποιος από τους Πατέρες, λέγοντας ότι το λογιστικό του νου περισφίγγει το επιθυμητικό και περιστέλλει τα κάτω από την οσφύ και κοιλιά πάθη. Το σώμα όμως χρειάζεται και την κακοπάθεια και τη μετρημένη εγκράτεια στην τροφή, για να μην είναι ανυπότακτο και ισχυρότερο από το λογισμό. Επομένως και τα πάθη της σάρκας, τίποτε άλλο δεν τα θεραπεύει, παρά η κακοπάθεια του σώματος και η προσευχή που γίνεται από ταπεινωμένη καρδιά, πράγμα που είναι η εν πνεύματι πτώχεια, την οποία μακάρισε ο Κύριος. Αν λοιπόν επιθυμεί κανείς τον πλούτο του αγιασμού, χωρίς τον οποίο κανείς δε θα δει τον Κύριο91, ας παραμένει στο κελί του, κακοπαθώντας και προσευχόμενος με ταπείνωση. Το κελί του καλού μοναχού είναι λιμάνι σωφροσύνης και εγκράτειας. Κι όλα τα έξω από το κελί, και μάλιστα όσα είναι στις αγορές και τις συγκεντρώσεις, αποτελούν έναν πορνικό κυκεώνα που σχηματίζεται από τα άκοσμα ακούσματα και θεάματα και καταποντίζει την άθλια ψυχή του μοναχού που θα βρεθεί σ' αυτά. Αλλά και φωτιά μπορείς να αποκαλέσεις τον κόσμο της κακίας, που καίει όσους τον πλησιάζουν κι αποτεφρώνει κάθε αρετή τους. Ενώ η φωτιά που δεν καίει, βρέθηκε στην έρημο92. Εσύ, αντί για την έρημο, να μένεις στο κελί σου και απομονώσου λίγο, έως ότου περάσει ο χειμώνας της εμπάθειας93. Όταν αυτός περάσει, δε βλάπτει η παραμονή στο ύπαιθρο. Τότε πλέον θα είσαι πράγματι πτωχή τω πνεύματι, και θα αποκτήσεις την κυριαρχία πάνω στα πάθη και θα σε μακαρίσει με λαμπρότητα ο Κύριος που είπε: Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, γιατί δική τους είναι η βασιλεία των ουρανών94. Και πως να μη μακαρίζονται δικαίως εκείνοι που δεν έχουν τις ελπίδες τους στα χρήματα, παρά σ' Αυτόν; Εκείνοι που δεν ποθούν να αρέσουν σε άλλους, παρά σ' Αυτόν; Εκείνοι που ζουν με ταπείνωση μαζί μ' αυτούς ενώπιον Του; Ας γίνομε λοιπόν κι εμείς πτωχοί τω πνεύματι, αφού ταπεινωθούμε και κακοπαθήσομε στη σάρκα και γίνομε ακτήμονες, για να γίνει δική μας η βασιλεία του Θεού και να επιτύχομε τις μακάριες ελπίδες, κληρονομώντας τη βασιλεία των ουρανών.
Ο Κύριος μας έδωσε μερικούς συνοπτικούς λόγους που συγκεφαλαιώνουν το Ευαγγέλιο της σωτηρίας μας, ένας από τους οποίους είναι ο μακαρισμός που αναλύομε. Σ' αυτόν, όπως είδαμε, περιέλαβε μ' ένα λόγο πολλές αρετές και απέκλεισε πολλές κακίες, ευλογώντας όσους με βάση αυτόν περιτέμνουν καλώς το παθητικό μέρος της ψυχής τους με τη μετάνοια. Δεν είναι όμως μόνο αυτά. Στο λόγο αυτό ο Κύριος περιέλαβε και πάρα πολλά άλλα, παρόμοια στην ενέργεια όχι με την περιτομή, αλλά με το υπερβολικό κρύο και την παγωνιά, το χιόνι, την πάχνη και τους σφοδρούς ανέμους, και γενικά με την ταλαιπωρία που υποφέρουν τα φυτά το χειμώνα και το καλοκαίρι, εκτεθειμένα στο κρύο και τη ζέστη, χωρίς τα οποία κανένα φυτό δεν μπορεί να ωριμάσει τον καρπό του. Ποια είναι αυτά; Οι διάφοροι πειρασμοί που έρχονται και που είναι ανάγκη να τους υποφέρει ευχαρίστως εκείνος που μέλλει να αποδώσει καρπό στο Γεωργό των πνευμάτων. Όπως δηλαδή όταν λυπηθεί κανείς τα φυτά της γης που ταλαιπωρούνται και τα περιτειχίσει και κάνει από πάνω στέγη και δεν τα αφήσει να ταλαιπωρούνται από τα δεινά των καιρικών μεταβολών, δεν παίρνει καρπό ακόμη κι αν τα κλαδεύει η τα καθαρίζει και τα περιποιείται. Πρέπει να τα αφήσει να υπομείνουν τα πάντα˙ γιατί έτσι, αφού περάσει η δυσκολία του χειμώνα και έρθει η άνοιξη, βλαστάνουν και ανθίζουν και γεμίζουν φύλλα και προβάλλουν μαζί με τους ωραίους εκείνους θαλερούς βλαστούς και τους άγουρους καρπούς, οι οποίοι κάτω από τις καυτερές ακτίνες του ηλίου μεγαλώνουν σιγά-σιγά και ωριμάζουν και γίνονται κατάλληλοι για τροφή και συγκομιδή. Έτσι κι εκείνος που δεν υποφέρει με γενναιότητα το βαρύ φορτίο των πειρασμών, ακόμη κι αν δεν του λείπει καμιά από τις άλλες αρετές, δεν θα δώσει ποτέ καρπό άξιο για το θεϊκό πατητήρι και τη θεϊκή αποθήκη. Γιατί κάθε αγωνιστής γίνεται τέλειος με την υπομονή των εκουσίων και ακουσίων κόπων, από τους οποίους άλλοι έχουν εξωτερικά αίτια κι άλλοι καταβάλλονται από εμάς τους ίδιους.
Ό,τι γίνεται στα φυτά της γης από τη φύση και από τις γεωργικές επινοήσεις και τις μεταβολές των εποχών, τούτο γίνεται με την προαίρεση μας και σ' εμάς, τα λογικά κλήματα του Χριστού, όταν υπακούμε σ' Αυτόν, το Γεωργό των ψυχών μας, εφόσον είμαστε αυτεξούσιοι. Χωρίς υπομονή σ' εκείνα που μας βρίσκουν άθελα μας, ούτε οι κόποι που καταβάλλομε με το θέλημα μας θα ευλογηθούν από το Θεό. Γιατί η αγάπη προς το Θεό, δοκιμάζεται κυρίως με τη θλίψη των πειρασμών. Πρέπει λοιπόν η ψυχή να κατορθώσει πρώτα τα εκούσια, κι αφού μ' αυτά εθιστούμε στο να καταφρονούμε τη δόξα και την ηδονή, τότε θα υποφέρομε εύκολα και τους ακούσιους πειρασμούς.
Εκείνος που για την εν πνεύματι πτωχεία του καταφρονεί δόξα και ηδονή και θεωρεί τον εαυτό του άξιο να δεχτεί τα πιο δραστικά φάρμακα της μετάνοιας, περιμένει πάντοτε κάθε θλίψη και δέχεται ευχαρίστως κάθε πειρασμό σαν να του πρέπει, και χαίρεται γι' αυτό, γιατί τον βλέπει ως το καθαρτικό της ψυχής του. Και κάνει τον πειρασμό του αφορμή έντονης και πολύ αποτελεσματικής δεήσεως προς το Θεό, πιστεύοντας ότι αυτός του προξενεί και μαζί προφυλάγει την υγεία της ψυχής του. Κι όχι μόνο συγχωρεί με αμνησικακία εκείνους που τον θλίβουν, αλλά και τους ευγνωμονεί και προσεύχεται γι' αυτούς σαν να τον ευεργέτησαν. Γι' αυτό, όχι μόνο λαβαίνει τη συγχώρηση των αμαρτιών του, σύμφωνα με την υπόσχεση του Κυρίου95, αλλά επιτυγχάνει και τη βασιλεία των ουρανών και τη θεία ευλογία, και μακαρίζεται από τον Κύριο για τη μέχρι το τέλος μακροθυμία του με πνεύμα ταπεινώσεως.
Αφού αναφέρθηκα με συντομία σε κάποια σημεία της πνευματικής περιτομής, θα προσθέσω τώρα και μερικά για την εξαιτίας της άφθονη καρποφορία. Στη συνέχεια λοιπόν εκείνων που απέκτησαν τον αναφαίρετο πλούτο με την εν πνεύματι πτωχεία, ο Κύριος, ο μόνος μακάριος, κάνει κοινωνούς της μακαριότητας Του όσους πενθούν, λέγοντας: Μακάριοι όσοι πενθούν, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούν96. Γιατί ο Χριστός ένωσε το πένθος με τη φτώχεια; Επειδή τούτο συνυπάρχει πάντοτε μαζί της. Η λύπη όμως για την υλική φτώχεια προξενεί το θάνατο της ψυχής, λέει ο Απόστολος97, ενώ η λύπη για την κατά Θεόν φτώχεια οδηγεί στη μετάνοια προς σωτηρία ψυχής, για την οποία δε μετανιώνει κανένας. Στην πρώτη φτώχεια, που είναι αθέλητη, ακολουθεί το αθέλητο πένθος, ενώ στην εκούσια ακολουθεί εξ ανάγκης το εκούσιο πένθος. Κι επειδή το πένθος που μακαρίζεται εδώ είναι ενωμένο με την κατά Θεόν φτώχεια και τη συνοδεύει αναγκαστικά, και από εκείνην, ως αιτία του, εξαρτάται ολόκληρο, έχει και από αυτήν, φυσικά, το ότι είναι πνευματικό και εκούσιο. Αλλά ας δούμε πως η μακαριστή φτώχεια γεννά το μακάριο πένθος.
Τέσσερα είναι τα είδη της πνευματικής φτώχειας, όπως έδειξε ο λόγος λίγο παραπάνω. Είναι δηλαδή η φτώχεια στο φρόνημα, στο σώμα, στον υλικό πλούτο και στους πειρασμούς που μας έρχονται άπ' έξω. Κανένας όμως που βλέπει να τα παραθέτω χωριστά να μη νομίσει ότι και η ενέργεια καθενός είναι χωριστή. Γιατί το καθένα από αυτά ενεργείται μαζί με τα άλλα. Γι' αυτό κι έχουν συμπεριληφθεί σ' ένα μακαρισμό, ο οποίος συγχρόνως υποδηλώνει θαυμάσια και ποιο είναι κατά κάποιο τρόπο η ρίζα και η αιτία τούτων, ότι δηλαδή είναι το πνεύμα μας. Γιατί τούτο, όταν εγκολπωθεί, όπως είπαμε, τη χάρη του ευαγγελικού κηρύγματος, αναβλύζει από μέσα του πηγή φτώχειας που ποτίζει όλο το πρόσωπο της γης μας98, δηλαδή τον εξωτερικό άνθρωπο, και τον κάνει παράδεισο αρετών. Τέσσερα λοιπόν είναι τα είδη της πνευματικής φτώχειας, κι από το καθένα γεννιέται το ανάλογο πένθος, μαζί με την ανάλογη παρηγοριά.
Από την εκούσια σωματική φτώχεια και ταπείνωση, (που περιλαμβάνει πείνα και δίψα και αγρυπνία και γενικά κάθε ταλαιπωρία και κακοπάθεια του σώματος, και μαζί με αυτά και έλλογη συστολή των αισθήσεων), όχι μονάχα γεννιέται πένθος, αλλά και δάκρυα. Όπως δηλαδή η αναλγησία, η πώρωση και η σκληρότητα της καρδιάς γεννιούνται από την άνεση, την απόλαυση και την καλοπέραση, έτσι από την εγκρατή και πειθαρχημένη δίαιτα γεννιούνται η συντριβή της καρδιάς και η κατάνυξη, που αποτρέπουν κάθε πικρία και φέρνουν μια γλυκιά ιλαρότητα. Γιατί βέβαια χωρίς συντριβή της καρδιάς είναι αδύνατο, όπως λένε, να απαλλαγεί κανείς από την κακία. Συντριβή στην καρδιά φέρνει και η τριμερής εγκράτεια, του ύπνου, της τροφής και της σωματικής αναπαύσεως. Και αφού με τη συντριβή αυτή η ψυχή ελευθερωθεί από την κακία και την πικρία, παίρνει στη θέση τους την πνευματική χαρά. Αυτή είναι η παρηγοριά για την οποία μακαρίζει ο Κύριος εκείνους που πενθούν. Λέει δε και ο Ιωάννης, ο οποίος έγραψε για μας την πνευματική Κλίμακα: Η δίψα και η αγρυπνία συνθλίβουν την καρδιά. Κι όταν αυτή συνθλιβεί, αναπηδούν δάκρυα. Εκείνος, λέει, που θα τα δοκιμάσει, θα γελάσει παρηγορημένος εξαιτίας τους, με το μακάριο γέλιο που υποσχέθηκε ο Κύριος99. Έτσι γεννιέται από τη θεοφιλή φτώχεια το πένθος που παρηγορεί και κάνει μακάριους εκείνους που το απέκτησαν.
Ας δούμε τώρα πως γεννιέται το πένθος από το άλλο είδος της φτώχειας, δηλαδή το έμφοβο φρόνημα και την ένθεη ταπείνωση της ψυχής. Η αυτομεμψία συνυπάρχει πάντοτε με την ταπείνωση της ψυχής, και δίνει στην αρχή σφοδρή ένταση στο φόβο της κολάσεως, φέρνοντας μπροστά στα μάτια εκείνη τη φρικωδέστατη συνένωση των διαφόρων αντίθετων βασανιστηρίων σε ένα, και αυξάνοντας περισσότερο το φόβο από την υπόμνηση ότι η κόλαση είναι ανέκφραστη, αφού είναι χειρότερη άπ' όσα έχουν ειπωθεί γι' αυτήν. Πόση δε προσθήκη στα δεινά είναι η ατελεύτητη διάρκεια της! Καύσωνας και ψύχος, σκοτάδι και φωτιά, αναταραχή και ακινησία, δεσμά και φόβοι και δαγκώματα από αθάνατα θηρία, όλα αυτά μαζεύονται σ' εκείνη την καταδίκη, αλλά και με όλα αυτά δεν παριστάνεται εκείνο το κακό, το οποίο, κατά τη Γραφή, δεν μπορεί να το συλλάβει νους άνθρωπου100. Τι είναι όμως το ανώφελο και απαρηγόρητο και ατελείωτο εκείνο πένθος; Σ' εκείνους που αμάρτησαν απέναντι του Θεού, το πένθος δημιουργείται από την επίγνωση των αμαρτιών τους. Εκεί λοιπόν, αφού ελεγχθούν και εξαλειφθεί κάθε ελπίδα τους και απελπιστούν για τη σωτηρία, ο ακούσιος έλεγχος της συνειδήσεως πολλαπλασιάζει στον καθένα την επικείμενη οδύνη μέσω του πένθους. Κι αυτό το πένθος πάλι και πάντοτε, επειδή δε θα τερματιστεί ποτέ, γίνεται αφορμή άλλου πένθους και άλλο φοβερό σκοτάδι και καύσωνας ανυπόφορος και βυθός λύπης απερίγραπτος.
Το πένθος όμως αυτό είναι πάρα πολύ ωφέλιμο στην εδώ ζωή. Γιατί ο Θεός υπακούει με ευσπλαχνία, αφού και ως εμάς κατέβηκε να μας επισκεφθεί, και σ' εκείνους που πενθούν μ' αυτόν τον τρόπο υποσχέθηκε την παρηγοριά και την παράκληση που είναι Αυτός ο ίδιος, αφού είναι και ονομάζεται Παράκλητος101. Είδες λοιπόν και το πένθος της ταπεινωμένης ψυχής και την παρηγοριά που ακολουθεί; 'Αλλά και η αυτομεμψία μόνη της, όταν τοποθετηθεί σαν νοερό βάρος πάνω στο λογιστικό μέρος της ψυχής και πολυκαιρίσει, το συντρίβει και το πιέζει και βγάζει το σωτηριώδες κρασί που ευφραίνει την καρδιά του ανθρώπου102, δηλαδή τον εσωτερικό μας άνθρωπο. Και τέτοιο κρασί είναι η κατάνυξη. Γιατί μέσω του πένθους, η αυτομεμψία συντρίβει τότε και τα πάθη και γεμίζει την καρδιά από αξιομακάριστη χαρά, αφού την ελευθερώσει από το φοβερό βάρος τους. Γι' αυτό είναι μακάριοι όσοι πενθούν, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούν103.
Θ' αναφερθούμε τώρα στην ακτημοσύνη, δηλαδή στη φτώχεια κατά την περιουσία και τα υπάρχοντα μας, ενωμένη βέβαια με τη φτώχεια του πνεύματος, όπως είπαμε παραπάνω˙ γιατί μόνο όταν ασκούνται μαζί όλα τα είδη της φτώχειας, είναι τέλεια και ευάρεστα στο Θεό. Άκουσε λοιπόν με σύνεση για να μάθεις πως έρχεται το πένθος και η αντίστοιχη παρηγοριά από αυτό το είδος της φτώχειας. Όταν ο άνθρωπος τα αποχαιρετίσει όλα και απαρνηθεί τα χρήματα και τα κτήματα, εγκαταλείποντας τα η μοιράζοντας τα στους φτωχούς σύμφωνα με την εντολή104, και απομακρύνει την ψυχή του από τη μέριμνα γι' αυτά, τότε την κάνει να στραφεί στην εξέταση του εαυτού της, ελεύθερη πια από εξωτερικούς περισπασμούς. Κι όταν ο νους απομακρυνθεί από όλα τα αισθητά και ανασηκωθεί από την τύρβη τους που τον κατακλύζει και παρατηρήσει τον εσωτερικό άνθρωπο, πρώτα-πρώτα βλέπει το απαίσιο προσωπείο που απέκτησε από την περιπλάνηση του στα γήινα, και σπεύδει να το αποπλύνει με το πένθος. Έπειτα, αφού αφαιρέσει το δύσμορφο αυτό κάλυμμα, και καθώς πια η ψυχή δε διασκορπίζεται άπρεπα σε ποιες μέριμνες, ο νους εισέρχεται ατάραχα στα πραγματικά ταμεία -στα ενδότερα της ψυχής-, κι εκεί προσεύχεται στον αόρατο Πατέρα. Και Εκείνος του χαρίζει πρώτα-πρώτα το δώρο που είναι δοχείο των θείων χαρισμάτων, δηλαδή την ειρήνη των λογισμών, μετά από την οποία τελειοποιεί την ταπείνωση, που γεννά και συγκρατεί κάθε αρετή. Όχι βέβαια την ταπείνωση που συνίσταται σε λόγια και σχήματα τα οποία βρίσκει εύκολα οποίος θέλει, αλλά εκείνη που επιβεβαιώνεται από το αγαθό και θείο Πνεύμα, την οποία κτίζει το ίδιο το Πνεύμα όταν εγκατασταθεί στα έγκατα της ψυχής. Μέσα στην ειρήνη λοιπόν και την ταπείνωση, σαν μέσα σε ασφαλές περιτείχισμα του παραδείσου του νου, φυτρώνουν τα κάθε είδους δένδρα της πραγματικής αρετής. Στο κέντρο του ανεγείρονται τα ιερά ανάκτορα της αγάπης, στα πρόθυρα των οποίων ανθίζει σαν προοίμιο της μέλλουσας ζωής η ανέκφραστη και αναφαίρετη χαρά.
Η ακτημοσύνη είναι μητέρα της αμεριμνίας. Η αμεριμνία, της προσοχής και της προσευχής. Αυτές είναι μητέρες του πένθους και των δακρύων. Τούτα εξαλείφουν τις εμπαθείς συνήθειες. Όταν αυτές εξαλειφθούν, γίνεται ευκολότερος ο δρόμος της αρετής, γιατί φεύγουν από τη μέση τα εμπόδια και η συνείδηση πια δεν κατηγορεί. Από αυτό πηγάζει η χαρά και το μακάριο γέλιο της ψυχής. Τότε πλέον και τα οδυνηρά δάκρυα μετατρέπονται σε γλυκά, και τα λόγια του Θεού γίνονται γλυκύτατα στο λάρυγγα και ανώτερα από μέλι στο στόμα106, και από δέηση η προσευχή μεταβάλλεται σε ευχαριστία, και η μελέτη των θείων εντολών είναι αγαλλίαση της ψυχής, με ελπίδα αδιάψευστη, η οποία, αποτελώντας πρόγευση των ουρανίων, πλησιάζει την ψυχή μέσω της πείρας αυτής της γεύσεως και της μαθαίνει εν μέρει τον υπερβολικό πλούτο της αγαθότητας του Θεού, σύμφωνα με τα λόγια του Δαβίδ: Γευθείτε και μάθετε ότι ο Κύριος είναι αγαθός107. Αυτός είναι η αγαλλίαση των δικαίων, η χαρά των ευθέων, η ευφροσύνη των ταπεινωμένων, η παρηγοριά εκείνων που πενθούν γι' Αυτόν.
Τι λοιπόν; Η παρηγοριά φτάνει ως εδώ; Κι αυτά μονάχα είναι τα δώρα της ιερής μνηστείας; Πέρα από αυτά δε φανερώνει καθαρότερα τον εαυτό Του ο Νυμφίος των ψυχών αυτών σ' όσους έχουν το μακάριο πένθος και καθαρίστηκαν και είναι στολισμένοι σαν νύμφες με τις αρετές; Όχι βέβαια. Για όσα όμως θα πούμε τώρα, είναι κάποιοι έτοιμοι να μας κατηγορήσουν από φθόνο, λέγοντας κάπως έτσι: Μη μιλήσεις στο όνομα του Κυρίου˙ ειδεμή, θα δυσφημίσομε το όνομά σου, χαλκεύοντας εναντίον σου και διαδίδοντας συκοφαντίες και ψευδοκατηγορίες. Άλλ' ας τους αγνοήσομε τώρα αυτούς κι ας δώσομε συνέχεια στο λόγο, πιστεύοντας και λέγοντας τα λόγια των αγίων Πατέρων μας και σ' αυτά αποβλέποντας και πείθοντας γι' αυτά και τους άλλους. Γιατί λέει η Γραφή108: Πίστεψα, γι' αυτό και μίλησα˙ έτσι κι εμείς, πιστεύομε, γι' αυτό και μιλούμε.
Όταν λοιπόν διωχθεί κάθε αισχρό πάθος που κατοικεί μέσα μας και ο νους, όπως είπαμε, επιστρέψει ο ίδιος ολοκληρωτικά στον εαυτό του και στις άλλες δυνάμεις της ψυχής και καλλωπίσει με την καλλιέργεια των αρετών την ψυχή, προχωρώντας προς τα τελειότερα και ποθώντας νέες πρακτικές αναβάσεις και καθαρίζοντας με τη βοήθεια του Θεού όλο και περισσότερο τον εαυτό του, τότε δεν εξαλείφει μονάχα όλα τα αποτυπώματα του πονηρού, αλλά βγάζει από τη μέση και κάθε επίκτητο στοιχείο, όσο κι αν είναι ή φαίνεται καλό. Κι αφού ανεβεί πάνω από τα νοητά και τα σχετικά με αυτά νοήματα -όσα δεν είναι αμιγή από φαντασίες-, κι αφού τα απορρίψει όλα για την ευαρέστηση και την αγάπη του Θεού και σταθεί μπροστά στο Θεό κωφός και άλαλος, τότε ο νους γίνεται πια υλικό στα χέρια του Θεού και δέχεται τη θειότατη ανάπλαση ανεμπόδιστα, καθώς τίποτε πλέον από τα εξωτερικά δεν τον ενοχλεί, και η εσωτερική χάρη τον μεταβάλλει στο καλύτερο και, το πιο παράδοξο, καταφωτίζει με ανέκφραστο φως εσωτερικά και τελειοποιεί τον έσω άνθρωπο. Αφού λοιπόν χαράξει η μέρα στις καρδιές μας, σύμφωνα με τα λόγια του Κορυφαίου των Αποστόλων109 , κι ανατείλει σ' αυτές ο αυγερινός, βγαίνει ο όντως άνθρωπος -ο νους- στην κατεξοχήν εργασία του, σύμφωνα με τον προφητικό λόγο110, και με το φως βαδίζει το δρόμο κι ανεβαίνει σε βουνά αιώνια111.
Και -ω του θαύματος- μέσα σ' αυτό το φως εποπτεύει τα υπερκόσμια πράγματα, μη χωριζόμενος από το υλικό σώμα με το οποίο πλάστηκε από την αρχή, η και χωριζόμενος από αυτό, ανάλογα με το στάδιο της ανόδου. Γιατί δεν ανεβαίνει με τα φανταστικά φτερά της διάνοιας, η οποία τριγυρίζει σαν τυφλή χωρίς να έχει ακριβή και βέβαιη κατανόηση μήτε για τα απόντα αισθητά, μήτε για τα υψηλά και απρόσιτα νοητά. Αλλά ανεβαίνει πραγματικά με την ανέκφραστη δύναμη του Πνεύματος, και με ανείπωτη πνευματική αντίληψη ακούει τα άρρητα ρήματα112 και βλέπει τα αθέατα. Και από αυτό γεμίζει ολόκληρος με θαυμασμό, και ας είναι απών από εκεί· και συναγωνίζεται με τους ακούραστους υμνωδούς, τους Αγγέλους, σαν άλλος επίγειος άγγελος του Θεού. Και μέσω του εαυτού του προσφέρει στο Θεό όλη την κτίση, επειδή και ο Ίδιος μετέχει όλων, και τώρα μετέχει και του πάνω άπ' όλα Θεού, για να αποδειχθεί ότι φέρει ακριβή τη θεία εικόνα.
Πάνω σ' αυτά ο άγιος Νείλος λέει: Η καλή κατάσταση του νου είναι ένα νοητό ύψος, όμοιο με ουράνιο χρώμα, όπου κατά τον καιρό της προσευχής έρχεται το φως της Αγίας Τριάδος. Και πάλι: Όποιος θέλει να δει την κατάσταση του νου του, ας στερήσει τον εαυτό του άπ' όλα τα νοήματα, και τότε θα δει το νου του παρόμοιο με σάπφειρο η με ουράνιο χρώμα. Αυτό είναι αδύνατο να γίνει χωρίς την απάθεια, γιατί χρειάζεται να συνεργήσει ο Θεός και να του παρέχει το συγγενές του φως. Και ο άγιος Διάδοχος λέει: Δύο πράγματα μας δίνει η χάρη με το βάπτισμα, που το ένα είναι απείρως ανώτερο από το άλλο. Πρώτα δηλαδή μας ανακαινίζει μέσα στο νερό και κάνει λαμπρό το κατ' εικόνα, ξεπλένοντας κάθε ρύπο της αμαρτίας μας· για το άλλο όμως περιμένει τη συνεργασία μας. Όταν λοιπόν αρχίσει ο νους με βαθιά αίσθηση να γεύεται την αγαθότητα του Παναγίου Πνεύματος, τότε πρέπει να γνωρίζομε ότι άρχισε η χάρη να επιζωγραφίζει στο κατ' εικόνα το καθ' ομοίωσιν. Ώστε αυτή η αίσθηση φανερώνει ότι διαμορφωνόμαστε στο καθ' ομοίωσιν. Όμως την τελειότητα της ομοιώσεως θα την καταλάβομε από το φωτισμό. Και πάλι: Την πνευματική αγάπη δεν μπορεί κανείς να αποκτήσει, αν δε φωτιστεί από το Άγιο Πνεύμα με κάθε εσωτερική πληροφορία. Γιατί αν δε λάβει ο νους τελείως το καθ' ομοίωσιν μέσω του θείου φωτός, όλες τις άλλες αρετές μπορεί να τις έχει, είναι όμως ακόμη άμοιρος της τέλειας αγάπης. Επίσης, από τον άγιο Ισαάκ μαθαίνομε ότι, στον καιρό της προσευχής, ο χαριτωμένος νους βλέπει την καθαρότητα του, όμοια με επουράνιο χρώμα- η κατάσταση αυτή ονομάστηκε τόπος Θεού από τους πρεσβυτέρους του Ισραήλ, όταν τους φανερώθηκε στο Όρος Σινά3. Λέει ακόμη: Καθαρότητα του νου είναι η κατάσταση στην οποία ακτινοβολεί, στον καιρό της προσευχής, το φως της Αγίας Τριάδος.
Ο νους που καταξιώθηκε εκείνο το φως, διαβιβάζει πολλά σημάδια του θείου κάλλους και στο συνδεδεμένο μ' αυτόν σώμα, ως ενδιάμεσος μεταξύ της θείας χάρης και της παχύτητας της σάρκας, χορηγώντας του δύναμη και για τα αδύνατα. Από αυτό πηγάζει η θεοειδής και ασύγκριτη έξη της αρετής και η δυσκινησία ή η τέλεια ακινησία προς την κακία. Από αυτό έρχεται ο Λόγος και σαφηνίζει στο νου τους λόγους των όντων και του αποκαλύπτει, για την καθαρότητα του, τα μυστήρια της φύσεως· δια μέσου αυτών, η διάνοια εκείνων που τα δέχονται με πίστη, υψώνεται κατ' άναλογίαν στην κατανόηση των υπέρ φύση, την οποία πραγματοποιεί ο ίδιος ο Πατέρας του Λόγου με άυλες επαφές. Από αυτό ακόμη πηγάζουν και οι άλλες ποικίλες θαυματοποιίες και η διόραση και η προόραση και η διήγηση περί εκείνων που συμβαίνουν κάπου μακριά, σαν να είναι παρόντα. Το σπουδαιότερο μάλιστα είναι ότι αυτά δεν αποτελούν το σκοπό των μακαρίων εκείνων ψυχών. Όπως δηλαδή όταν κανείς βλέπει προς μία ηλιακή ακτίνα, διακρίνει και τα αιωρούμενα μόρια της σκόνης, παρόλο που δεν είναι αυτό ο σκοπός του, έτσι κι εκείνοι που δέχονται με καθαρότητα τις θεϊκές ακτίνες, οι οποίες από τη φύση τους αποκαλύπτουν τα πάντα, είναι επόμενο να αποκτούν -σαν πάρεργο βέβαια- τη γνώση όχι μόνο όσων υπήρξαν η υπάρχουν, αλλά και των μελλοντικών, ανάλογα με την καθαρότητα τους. Όμως πρωταρχική τους επιδίωξη είναι η επιστροφή και συγκέντρωση του νου στον εαυτό του. Ή μάλλον, η επιστροφή όλων των δυνάμεων της ψυχής προς το νου -αν και φαίνεται παράδοξος ο λόγος-, και η ενέργεια του νου κατά Θεόν, με την οποία διορθώνονται ώστε να μοιάσουν προς το Πρωτότυπο, το Θεό, και έρχονται σε υγιή πνευματική κατάσταση, καθώς η χάρη τους ξαναφέρνει στο πρωτόκτιστο και απερίγραπτο εκείνο κάλλος. Σε τέτοιο ύψος ανεβάζει το μακάριο πένθος τους ταπεινούς τη καρδία και πτωχούς τω πνεύματι114.
Αφού αυτά, για την αμέλεια που φωλιάζει μέσα μας, είναι πάνω από μας, ας ξαναγυρίσομε στο θεμέλιο τους κι ας προσθέσομε λίγα ακόμη για το πένθος. Αυτό λοιπόν επακολουθεί σε όλα τα είδη της ακούσιας κατά κόσμον φτώχειας. Πως δηλαδή να μη λυπάται εκείνος που δεν έχει χρήματα και πεινά χωρίς να το θέλει και κοπιάζει πολύ και περιφρονείται; Αλλά αυτό το πένθος δεν έχει παρηγοριά, και μάλιστα όσο επιτείνεται η φτώχεια, η μάλλον όσο ο φτωχός αυτός δεν έχει την αληθινή γνώση. Καθώς δηλαδή αυτός δεν υποτάσσει στο λογικό τις ηδονές και τις οδύνες της αισθήσεως, αλλά μάλλον ο Ίδιος υποτάσσεται σ' αυτές με τη λανθασμένη χρήση του λογικού του, τις αυξάνει χωρίς κανένα κέρδος -όπως δεν έπρεπε- η μάλλον και με πολύ μεγάλη ζημία του. Γιατί δίνει σημάδι και απόδειξη καθαρή εναντίον του ότι δεν πίστεψε ακλόνητα στο Ευαγγέλιο που κήρυξε ο Χριστός και στη διδαχή των πριν από Αυτόν προφητών και των μετά από Αυτόν μαθητών και αποστόλων Του. Ότι δηλαδή η φτώχεια είναι που χαρίζει τον αδαπάνητο πλούτο, η ευτέλεια την ανέκφραστη δόξα, η εγκράτεια την ανώδυνη απόλαυση, και η καρτερία στους πειρασμούς την απαλλαγή από την αιώνια στενοχώρια και θλίψη που απειλεί όσους αγάπησαν τον εδώ παραλυμένο βίο και δεν προτίμησαν να περάσουν στη ζωή μέσα από τη στενή πύλη και οδό115. Σωστά λοιπόν είπε ο Απόστολος Παύλος ότι η κατά κόσμον λύπη προξενεί θάνατο116, γιατί με αυτά που είπαμε αποδείχθηκε ότι είναι αμαρτία που οδηγεί στο θάνατο.
Αν η πραγματική ζωή της ψυχής είναι φως θεϊκό που προξενείται από το κατά Θεόν πένθος, κατά τους Πατέρες, όπως σημειώσαμε παραπάνω, άρα ο θάνατος της ψυχής είναι σκοτάδι δαιμονικό που προξενείται από την κοσμική λύπη στην ψυχή. Είναι το σκοτάδι εκείνο για το οποίο λέει ο Μέγας Βασίλειος ότι, η αμαρτία έχει την ύπαρξη της από την απουσία του καλού και παίρνει τη μορφή νοερού σκότους με τις άδικες πράξεις. Αλλά και ο άγιος Μάρκος˙ λέει: Εκείνος που είναι περικυκλωμένος από τους πονηρούς λογισμούς πως θα δει πραγματική την αμαρτία που σκεπάζουν; Αυτή είναι σκοτάδι και ομίχλη της ψυχής που έπεσε μέσα της από έννοιες και λόγια και πράξεις πονηρές. Εκείνος που δεν είδε αυτή την περιεκτική αμαρτία, πότε θα παρακαλέσει να καθαριστεί από αυτήν; Κι εκείνος που δεν καθαρίστηκε, πως θα βρει τον τόπο της καθαρής φύσεως; Κι εκείνος που δε βρήκε αυτόν τον τόπο, πως θα δει τον εσωτερικότερο οίκο του Χριστού; Πρέπει λοιπόν να κτυπήσομε τη θύρα του οίκου αυτού με προσευχή επίμονη και να ζητήσομε όχι μόνο να τον αποκτήσομε, αλλά και να τον διαφυλάξομε. Γιατί υπάρχουν άνθρωποι που τον έχασαν, αφού τον έλαβαν. Ψιλή γνώση η και τυχαία πείρα αυτών των πραγμάτων, ίσως και οψιμαθείς και νέοι κατέχουν. Την εργασία όμως, την υπομονετική κι επίμονη, μόλις κατέχουν οι ευλαβείς και πολύπειροι γέροντες.
Σύμφωνος με αυτούς τους δύο είναι και ο άγιος Μακάριος, ο ουράνιος κατά τη γνώση, και όλη η συνάθροιση των Όσιων. Αλλά όπως το σκοτάδι αυτό παίρνει την ύπαρξή του από τα αμαρτήματα, έτσι αν εξετάσεις και την κατά κόσμον λύπη, θα βρεις ότι γεννιέται και δυναμώνει από όλα τα πάθη. Είναι λοιπόν εικόνα και κατά κάποιο τρόπο απαρχή και προοίμιο και προκαταβολή του αιώνιου πένθους στο οποίο θα βυθιστούν όσοι δεν προτίμησαν το πένθος που μακάρισε ο Κύριος, το πένθος που δεν έχει μόνο κέρδος τη θεϊκή παρηγοριά, καρποφορώντας την πρόγευση της αιώνιας ευφροσύνης, αλλά και διασφαλίζει την αρετή, κάνοντας την ψυχή αμετακίνητη πια προς τα χειρότερα. Γιατί αν κανείς γίνει φτωχός και ταπεινωθεί και επιδιώξει την κατά Θεόν ευτέλεια, δεν αποκτήσει όμως και το πένθος, προοδεύοντας στο καλύτερο, μπορεί εύκολα να μεταβληθεί και να ξαναγυρίσει με τη σκέψη του σ' εκείνα που άφησε, ποθώντας πάλι εκείνα που στην αρχή είχε εγκαταλείψει και γινόμενος παραβάτης. Αν αντίθετα, παραμένοντας και προσέχοντας στη διάθεση του για τη μακαριστή φτώχεια, δημιουργήσει μέσα του το πένθος, δεν έχει πια τάση να γυρίσει προς τα πίσω και να παλινδρομήσει κακώς εκεί από όπου καλά έκανε κι έφυγε. Γιατί η κατά Θεόν λύπη, όπως λέει ο Απόστολος117, προξενεί στην ψυχή την αμεταμέλητη μετάνοια, που την οδηγεί στη σωτηρία.
Γι' αυτό και κάποιος από τους Πατέρες έλεγε, ότι το πένθος εργάζεται και φυλάγει118. Και δεν είναι αυτό το μοναδικό κέρδος του πένθους, ότι ο άνθρωπος γίνεται ακίνητος σχεδόν προς το κακό και δεν ξαναγυρίζει στα προηγούμενα αμαρτήματα του, αλλά κι αυτά θεωρούνται σαν να μην έγιναν. Επειδή δηλαδή ο άνθρωπος πενθεί πρώτα-πρώτα γι' αυτά, του τα λογαριάζει ο Θεός για ακούσια. Και για τα ακούσια δεν υπάρχει ευθύνη. Εκείνος που πενθεί για την πενία του, δίνει απόδειξη με αυτό ότι η πενία του δεν είναι θεληματική, γι' αυτό και θα πέσει μαζί με τους πλούσιους ή όσους επιθυμούν να πλουτίσουν στις παγίδες του διαβόλου119· κι αν δεν αλλάξει και δεν τρέξει να ξεφύγει αυτές τις παγίδες, θα παραπεμφθεί στην αιώνια κόλαση μαζί με το διάβολο. Έτσι κι εκείνος που αμάρτησε στο Θεό, αν εξακολουθεί αδιάκοπα να πενθεί, δε θα του λογαριαστούν σαν εκούσια τα αμαρτήματα του και θα βαδίσει ανεμπόδιστα το δρόμο της αιώνιας ζωής, μαζί μ' εκείνους που δεν αμάρτησαν.
Αυτό λοιπόν είναι το κέρδος της αρχής του πένθους, η οποία είναι γεμάτη μεγάλο πόνο, γιατί είναι ενωμένη με το φόβο του Θεού. Όταν όμως το πένθος προχωρήσει, ενώνεται με την αγάπη του Θεού με θαυμαστό τρόπο και καρπώνεται τη γλυκιά και αγία παρηγοριά, καθώς ο άνθρωπος που έχει πια το πένθος ως ιδιότητα γεύεται την αγαθότητα του Παρακλήτου. Αυτή η παρηγοριά είναι ανήκουστη για όσους δεν τη δοκίμασαν, γιατί είναι ανείπωτη. Αν κανείς δεν μπορεί να πληροφορήσει για τη γλυκύτητα που έχει το μέλι, εκείνους που δεν το γεύθηκαν ποτέ, πως άραγε μπορεί κανείς να περιγράψει την ηδονή της ιερής χαράς και της χάρης του Θεού σ' εκείνους που δεν τη δοκίμασαν; Και βέβαια, η αρχή του πένθους μοιάζει με επιζήτηση μνηστείας με το Θεό, που σχεδόν φαίνεται αδύνατη. Γι' αυτό και όσοι ποθούν τον Νυμφίο, πενθούν βλέποντας Τον να μη συγκατατίθεται και Του απευθύνουν κάποια λόγια σαν αυτά που προηγούνται από τη μνηστεία. Και κλαίγοντας σπαρακτικά Τον καλούν με θρήνους, επειδή δεν είναι κοντά τους κι ίσως δεν έρθει και ποτέ. Το τέλος όμως του πένθους είναι η τέλεια αγνή νυμφική ένωση. Γι' αυτό και ο Παύλος, αφού ονόμασε μέγα μυστήριο την ένωση των συζύγων σε μία σάρκα, πρόσθεσε: Εγώ βέβαια μιλώ για το Χριστό και την Εκκλησία120. Γιατί όπως οι σύζυγοι είναι μια σάρκα, έτσι και οι άνθρωποι του Θεού είναι ένα πνεύμα με το Θεό. Το ίδιο λέει κι άλλου με σαφήνεια: Όποιος συνδέεται με τον Κύριο, γίνεται, ένα πνεύμα μαζί Του121.
Που είναι λοιπόν εκείνοι που λένε ότι είναι κτιστή η χάρη η οποία κατοικεί στους Αγίους του Θεού; Ας γνωρίζουν ότι βλασφημούν εναντίον του ίδιου του Πνεύματος, το οποίο μεταδίδοντας τη χάρη ενώθηκε με τους Αγίους. Ας φέρω όμως για το θέμα μας κι ένα πιο σαφές παράδειγμα. Η αρχή του πένθους μοιάζει με την επιστροφή του άσωτου. Γι' αυτό και γεμίζει από σκυθρωπότητα τον πενθούντα και τον βάζει να λέει εκείνα τα λόγια: Πατέρα, αμάρτησα στο Θεό και σ' εσένα και δεν είμαι άξιος πια να ονομαστώ γιός σου122. Το τέλος πάλι του πένθους μοιάζει με την προϋπάντηση και τον εναγκαλισμό του ουράνιου Πατέρα, οπότε ο γιός, αντικρύζοντας τον πλούτο της άπειρης ευσπλαχνίας του Πατέρα και αποκτώντας εξαιτίας της πολλή χαρά και παρρησία, δεχόταν τα φιλήματα Του και τα ανταπέδιδε. Και περνώντας μέσα στο πατρικό σπίτι κάθισε στο τραπέζι και μαζί με τον Πατέρα απολάμβανε την ουράνια ευφροσύνη.
Ελάτε κι ας προσπέσομε κι εμείς, με τη μακαριστή φτώχεια, κι ας κλάψομε μπροστά στον Κύριο και Θεό μας123, για να Εξαλείψομε τις προηγούμενες αμαρτίες μας, να κάνομε τους εαυτούς μας ακίνητους προς την κακία και να επιτύχομε τον Παράκλητο, που θα μας χαρίζει την παράκληση Του, και θα αναπέμπομε δόξα σ' Αυτόν, μαζί με τον άναρχο Πατέρα και τον μονογενή Υιό, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων.
Αμήν.
1.Ψαλμ. 40, 5.
2. Β' Βασ. 6, 6-7.
3. Β' Πέτρ. 3, 16.
4. Σ. Σεφ. 24, 21.
5. Λουκ. 10, 42
6. Ματθ. 5, 42.
7. Α' Τω. 5, 16-17.
8. Β' Κορ. 7, 10.
9. Έφ. 5, 14.
10. Α' Πέτρ. 2, 11.
11. Ματθ. 8, 22.
12. Γεν. 2, 17.
13. Γεν. 5, 5.
14. Γεν. 3, 17-19.
15. Αποκ. 20, 14.
16. Μάρκ. 9, 44.
17. Ματθ. 8, 12.
18. Ματθ. 5, 22.
19. Ης. 1, 31.
20. Ρωμ. 8, 13.
21. Ιω. 6, 63.
22. Ίω. 6, 68.
23. Ρωμ. 7, 10.
24. Β' Κορ. 2, 15-16.
25. Α' Θεσ. 4, 17.
26. Έβρ. 6, 20.
27. Α' Πέτρ. 5, 1.
28. Α' Κορ. 15, 23.
29. Ρωμ. 8, 13.
30. Αποκ. 20, 14.
31. Ιερ. 28, 6.
32. Ρωμ. 2, 5.
33. Εβρ. 10, 31.
34. Ματθ. 20, 1-16.
35. Β' Κορ. 1, 3.
36. Ιω. 15, 1.
37. Ιω. 6, 44.
38. Ιω. 15, 1 και 5.
39. Β' Κορ. 5, 19.
40. Ματθ. 12, 36.
41. Ιω. 10, 10.
42. Ιω. 4, 36.
43. Ματθ. 22, 30. 28.
44. Λουκ. 20, 36.
45. Λουκ. 18,
46. Γεν. 2, 24.
47. Φιλιπ. 3, 20.
48. Ρωμ. 8, 7· Ίακ. 4, 4.
49. Α' Κορ. 7, 34.
50. Α' Κορ. 7, 29 και 31.
51. Ίω. 15, 1-2 και 5.
52. Λουκ. 6, 24-26.
53. Ματθ. 7, 13.
54. Α' Τιμ. 5, 5.
55. Β' Κορ. 7, 10.
56. Ματθ. 5, 3.
57. Γεν. 2, 6.
58. Ης. 10, 23.
59. Λουκ. 6, 20.
60. Ματθ. 11, 29.
61. Ρωμ. 8, 17.
62. Α' Τιμ. 6, 10.
63. Κολ. 3, 5.
64. Ματθ. 19, 24.
65. Α' Τιμ. 6, 9.
66. Λουκ. 12, 18.
67. Λουκ. 12, 15.
68. Ματθ. 6, 33.
69. Ταλμ. 37, 6.
70. Δ' Βασ. 5, 27.
71. Πράξ. 1, 18.
72. Ματθ. 6, 21.
73. Έβρ. 1, 3.
74. Ματθ. 5, 3.
75. Ψαλμ. 113, 9.
76. Ψαλμ. 122, 2.
77. Ματθ. 11, 8.
78. Φιλιπ. 3, 20.
79. Εφ. 6, 12.
80. Ψαλμ. 7, 6.
81. Ταλμ. 52, 6.
82. Ίω. 5, 44.
83. Α' Κορ. 10, 31.
84. Γαλ. 1, 10.
85. Ρωμ. 13, 14.
86. Ματθ. 15, 19.
87. Δευτ. 15, 9.
88. Γεν. 3, 6.
89. Σ. Σεφ. 9, 8.
90. Εφ. 6, 14.
91. Εβρ. 12, 14.
92. Εξ. 3, 2.
93. Ης. 26, 20.
94. Ματθ. 5, 3.
95. Ματθ. 6, 14.
96. Ματθ. 5, 4.
97. Β' Κορ. 7, 10.
98. Γεν. 2, 6.
99. Λουκ. 6, 21.
100. Α' Κορ. 2, 9.
101. Ιω. 14, 16· Α' Ίω. 2, 1.
102. Ψαλμ. 103, 15.
103. Ματθ. 5, 4.
104. Λουκ. 14, 33· Ματθ. 19, 21.
105. Ματθ. 6, 6.
106. Ταλμ. 118, 103.
107. Ταλμ. 33, 9.
108. Ταλμ. 115, 1 · Β' Κορ. 4, 13.
109. Β'Πέτρ. 1, 19.
110. Ταλμ. 103, 23.
111. Ψαλμ. 75, 5.
112. Β'Κορ. 12, 4.
113. Εξ. 24, 9-10.
114. Ματθ. 5, 3.
115. Ματθ. 7, 14.
116. Β' Κορ. 7, 10.
117. Β' Κορ. 7, 10.
118. Γεν. 2, 15.
119. Α' Τιμ. 6, 9.
120. Εφ. 5, 32.
121. Α' Κορ. 6, 17.
122. Λουκ. 15, 21.
123. Ταλμ. 94, 6.
1. Εάν στ’ αλήθεια είσαι ελεήμων, όταν άδικα σου αφαιρούν τα πράγματά σου, μη λυπηθείς καθόλου μέσα σου, μήτε να διηγείσαι στους ανθρώπους τη ζημιά που σου έκαμαν, αλλά μάλλον η ελεημοσύνη της καρδιάς σου ας καταπιεί τη ζημιά αυτών που σε αδίκησαν, όπως το πολύ νερό διαλύει τη δύναμη του κρασιού. Δείξε λοιπόν τον πλούτο της ελεημοσύνης σου με τις ευεργεσίες σου προς αυτούς που σε αδίκησαν. Όπως έκαμε ο μακάριος Ελισσαίος στους εχθρούς του, που ήθελαν να τον αιχμαλωτίσουν. Γιατί όταν προσευχήθηκε και τους τύφλωσε θολώνοντας τα μάτια τους, τους έδειξε τη θεϊκή δύναμη που είχε μέσα του˙ όταν όμως τους έδωσε να φάνε και να πιούνε και, μετά, τους άφησε να φύγουν, τους έδειξε την ελεημοσύνη της καρδιάς του. (223-4). Το χρήμα και η αγάπη.
2. Όπως δεν είναι δυνατό, στο ίδιο σώμα να υπάρχει και η υγεία και η αρρώστια και να μη σβήσει το ένα εξαιτίας του άλλου, έτσι ακριβώς είναι αδύνατο να υπάρχουν στο ίδιο σπίτι το πολύ χρήμα και η αγάπη, και να μην εξαλειφθεί το ένα από το άλλο. (278). Η αγάπη δεν έχει εμπάθεια.
3. Πάντοτε τούτον τον τρόπο να έχεις στη ζωή σου: να είσαι γλυκομίλητος και να αποδίδεις τιμή σε όλους τους ανθρώπους. Και να μην κάνεις κανέναν να θυμώσει και να οργισθεί, και να μη ζηλοφθονήσεις, ούτε για την πίστη που έχει κάποιος, ούτε για τα κακά έργα κάποιου άλλου.
Φυλάξου λοιπόν να μην κατηγορήσεις και να μην ελέγξεις κανέναν για κάποια αδυναμία του, γιατί έχουμε στους ουρανούς κριτή απροσωπόληπτο. Εάν όμως θέλεις να τον βοηθήσεις να επιστρέψει στην αλήθεια, να λυπηθείς γι’ αυτόν, και με δάκρυα και με αγάπη πες του ένα ή δυο λόγια, και μην ανάψεις από θυμό εναντίον του, για να μη δει στην καρδιά σου σημείο έχθρας. Γιατί η αγάπη του Θεού δε γνωρίζει να θυμώνει, ούτε να παροργίζεται, ούτε να κατηγορεί κάποιον με εμπάθεια. (31).
Πηγή: (Από το βιβλίο: “Ανθολόγιο από την ασκητική εμπειρία του Αγίου Ισαάκ του Σύρου”. Ερμηνευτική απόδοση – επιμέλεια, Κωνσταντίνου Χρ. Καρακόλη, Δρος Θεολογίας, Φιλολόγου. Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη), Η άλλη όψη
Ο Μέγας Βασίλειος δίνει τον ακόλουθο ορισμό της νηστείας: «Νηστεία αληθινή είναι η αποξένωσις από το κακόν, η εγκράτεια της γλώσσης, η αποχή από τον θυμόν, ο χωρισμός από τας επιθυμίας, την καταλαλιάν, το ψεύδος και την ψευδορκίαν. Η στέρησις από αυτά είναι αληθινή νηστεία. Μέσα εις αυτά λοιπόν η νηστεία είναι αγαθόν».
Ο περιορισμός της νηστείας στην αποχή από φαγητά δεν είναι «αγαθόν»· μόνο νηστεία τού σώματος που συνοδεύεται από τον χωρισμό από τα πάθη λογίζεται αρετή. «Η αληθινή νηστεία είναι η αποξένωσις από τα κακά» επαναλαμβάνει ο Μ. Βασίλειος και παραπέμπει στο Ης. ξγ' 4-6' να λύσης τα δεσμά της αδικίας, μη νηστεύεις χάριν διαμάχης και έριδος. «Δεν τρώγεις κρέατα, αλλά τρώγεις τον άδελφόν σου· δεν πίνεις οίνον, αλλά δεν είσαι εγκρατής εις τας ύβρεις».
«Διότι ποίον είναι το όφελος εάν απέχης από τροφάς, αλλά τρώγεις δια των οφθαλμών την ακολασίαν της μοιχείας ή με την θέλησίν σου ακούεις δια των ώτων ματαίας και διαβολικάς φωνάς; Δεν ωφελεί καθόλου να απέχης από τροφάς, όμως να μην απέχης από την έπαρσιν της υψηλοφροσύνης, της κενοδοξίας και κάθε πάθους. Ή τι ωφελεί βεβαίως να είσαι εγκρατής εις τας τροφάς, αλλά να μην απέχης από πονηρούς λογισμούς... Ας γίνωμε λοιπόν εγκρατείς εις όλα αυτά, δια να μη έλθη ποτέ εις ημάς η κατηγορία τού Κυρίου, ότι διυλίζομεν τον κώνωπα και καταπίνομε την κάμηλον (Ματθ. κγ' 24)» (Μ. Βασίλειος).
Για τον Μ. Βασίλειο η νηστεία είναι παλαιότερη εντολή (Γέν. β' 17). Το «μη φάγετε», λέγει, είναι «νομοθέτημα νηστείας και εγκράτειας». Μετά από την πτώση όμως η νηστεία πήρε τη θέση τού ιατρού, γιατί συνδέεται με τη μετάνοια· είναι η μετάνοια τού σώματος! Εκείνος που νηστεύει δεν μιμείται την παρακοή της Εύας και δεν ακολουθεί τη συμβουλή του φιδιού. Για τους πρωτόπλαστους η «νηστεία» ήταν το μέτρο που θα εδοκιμάζετο η σφοδρή επιθυμία των να μείνουν σε κοινωνία με τον Θεό. Μετά από την πτώση η νηστεία, που συνοδεύεται με την άσκηση των άλλων αρετών, αποτελεί θεμέλιο στο οποίο ο πνευματικός αθλητής στηρίζει τον πνευματικό του αγώνα.
«Η νηστεία, οπού είναι ο ιατρός των ψυχών ημών», λέγει ο Συμεών ο νέος Θεολόγος, «έχει συνήθειαν, άλλου χριστιανού να ταπεινώση την σάρκα και άλλου να καταπραΰνη τον θυμόν και άλλον να φέρη εις προ-θυμίαν δια να κάμη το καλόν και άλλου να καθαρίζη τον νουν του και να τον κάμνη ελεύθερον από τους πονηρούς λογισμούς. Και άλλου να δαμάζη την αδάμαστον και ακράτητον γλώσσαν και να την κρατά με τον φόβον τού Θεού... Και άλλου να εμποδίζη τα μάτια να μη κοιτάζουν εδώ και εκεί και να περιεργάζονται τι κάμνει ο ένας και ο άλλος, αλλά κάμνει τον κάθε ένα να προσεχή εις τον εαυτόν του και να ενθυμήται τα ιδικά του ελαττώματα...». Η νηστεία οδηγεί σε κατάνυξη και μας βοηθεί να περάσουμε με τη χάρη τού Θεού «όλην την ταραχήν των παθών και την φουρτούνα των πειρασμών τού διαβόλου οπού μας καταδυναστεύει πικρώς και θέλει έλθωμεν εις τον λιμένα της απαθείας», καταλήγει ο ίδιος πατέρας.
«Θλίβε την κοιλία και οπωσδήποτε να κλείσης και το στόμα· διότι η γλώσσα ισχυροποιείται από τα πολλά φαγητά. Να πυγμαχής συνεχώς εναντίον της και να επαγρυπνής συνεχώς επάνω της. Εάν συ κοπιάσης λίγο, αμέσως και ο Κύριος σε βοηθεί» (Κλίμαξ).
«Η σωματική νηστεία δεν είναι το πρώτο· κατέχει τελευταίον μέρος εις τον χώρον της αρετής» (Χρυσ.). Η αληθινή νηστεία είναι «βία φύσεως και περιτομή των ηδονών τού λάρυγγος, εκτομή της σαρκικής πυρώσεως, εκκοπή των πονηρών λογισμών, απελευθέρωσις από μολυσμούς ονείρων, καθαρότης προσευχής, φωτισμός της ψυχής, διαφύλαξις τού νου, διάλυσις της πωρώσεως, θύρα της κατανύξεως... σταμάτημα της πολυλογίας, αφορμή ησυχίας, φρουρός της υπακοής ελαφρότης τού ύπνου, υγεία τού σώματος πρόξενος της απαθείας, άφεσις των αμαρτημάτων, θύρα και απόλαυσις τού παραδείσου» (Κλίμαξ). Οι κόποι και οι ταλαιπωρίες είναι η συνεργασία τού σώματος στην άσκηση των αρετών της ψυχής, λέγει ο Μ. Βασίλειος και αναφέρεται στη νηστεία τού Κυρίου, τού Μωυσή και τού Ηλία
Διακρίνοντας τη νηστεία τού Κυρίου με την ιδική μας νηστεία ο Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει πως η νηστεία Εκείνου προβάλλεται εναντίον των πειρασμών (Ματθ. δ' 1-2), ενώ για μας σημαίνει «συμμετοχή εις την νέκρωσιν τού Χριστού και μία προεόρτιος κάθαρσις». Και δεν είναι αυτό «παντελής αποχή από τας τροφάς», λέγει ο Μ. Βασίλειος, αλλά «αποχή από τας απολαύσεις, με σκοπόν να συντρίψωμε το φρόνημα της σαρκός (Ρωμ. η' 8) και να επιτύχωμε τον σκοπόν της ευσέβειας». Γι' αυτό κανείς δεν εξαιρείται «από τον κατάλογον των νηστευόντων... Άγγελοι είναι αυτοί που κάμνουν την καταγραφήν των νηστευόντων εις κάθε εκκλησίαν».
Σκοπός της νηστείας δεν είναι η συντριβή τού σώματος, αλλά χαλιναγώγηση της δυνάμεως της σάρκας ώστε ο ίππος των επιθυμιών να καταστεί ευπειθής, λέγει ο Χρυσόστομος και συνιστά την τροφή για την ικανοποίηση των αναγκών.
Η νηστεία είναι όπλο στην εκστρατεία εναντίον τού Διαβόλου (Μάρκ. θ' 29). Ένας πολεμιστής προμηθεύεται πάντοτε τα αναγκαία τρόφιμα, όχι εκείνα που χρησιμεύουν στην απόλαυση· έτσι πρέπει να κάνει και ο πολεμιστής εναντίον των αοράτων έχθρων, λέγει ο Μ. Βασίλειος και προσθέτει σε άλλο σημείο: «Η εγκράτεια πρέπει να ορίζεται δια κάθε άνθρωπο ανάλογα της σωματικής του δυνάμεως, ώστε ούτε ολιγώτερον της υπαρχούσης δυνάμεως να αγωνισθώμεν, ούτε να επεκτεινόμεθα υπέρ την δύναμιν. Διότι και τούτο, νομίζω, πρέπει να προσέξωμε, μήπως δηλαδή καταλύσωμε την αντοχήν τού σώματος με την υπερβολήν της εγκράτειας και το καταστήσωμεν ανίκανον να επιτελέση τας σπουδαίας πράξεις».
Αναφερόμενος στην αναγκαιότητα της εργασίας και ταυτόχρονα της νηστείας λέγει· «πρέπει να νηστεύωμε και να τρώγωμεν όπως απαιτείται από την θεοσέβειαν ώστε όταν μεν χρειάζεται να εκτελεσθή η εντολή τού Θεού δια της νηστείας, να νηστεύσωμεν όταν δε πάλιν η εντολή τού Θεού ζητή τροφή τονωτικήν δια το σώμα, να φάγωμεν όχι ως γαστρίμαργοι, άλλ' ως εργάται τού Θεού. Διότι πρέπει να τηρούμε τον λόγον τού αποστόλου· «είτε ουν εσθίετε είτε πίνετε, είτε τι ποιείτε, πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε» (Α' Κορ. Γ 31).
Εκείνος που τρώγει τόσο, «όσον χρειάζεται δια να αναλάβη δυνάμεις το σώμα που ασθενεί», λέγει ο Χρυσόστομος, μπορεί να είναι «εφάμιλλος προς εκείνον που νηστεύει ως προς την σωφροσύνην της ψυχής. Γιατί και αν το σώμα είναι ασθενικό για τη νηστεία, δεν είναι ασθενικό για την προσευχή, ούτε ανίσχυρο για να περιφρονήσει την τρυφηλή ζωή και να αποφύγει την αμαρτία ή να μετάσχει με κατάνυξη στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Αυτός που για λόγους ασθενείας δεν νηστεύει σε τίποτε δεν εμποδίζεται να ασκηθεί στην ταπείνωση, να περιφρονήσει την κενοδοξία, να προσεύχεται και να εξομολογείται και να βοηθεί τον εαυτό του με την ελεημοσύνη», λέγει ο Χρυσόστομος και υπογραμμίζει ότι η ελεημοσύνη μπορεί να εξαλείψει τις αμαρτίες μας, όταν την ασκούμε με αφθονία και χωρίς επίδειξη ενώπιον των ανθρώπων.
«Διότι υπάρχουν πράγματι τρόποι κατά πολύ σπουδαιότεροι από την αποχήν από τα τρόφιμα, οι οποίοι μπορούν να μας ανοίξουν τας θύρας της παρρησίας προς τον Θεόν. Εκείνος λοιπόν, που τρώγει και δεν ημπορεί να νηστεύει ας επιδεικνύει πλουσιωτέραν ελεημοσύνην, εκτενείς προσευχάς ας έχη έντονον προθυμίαν δια την ακρόασιν των θείων λόγων εδώ δεν μας εμποδίζει καθόλου».
Πηγή: (Από το βιβλίο: Το νόημα της ζωής στο φως της Ορθοδοξίας), Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
«Γιατί σε καιρό νηστείας νηστεύουμε το λάδι και τα ψάρια και τρώμε ελιές και αυγοτάραχο;»
Η παλιά και αληθινή νηστεία συνίσταται στην πλήρη αποχή τροφής ή στην ξηροφαγία. Επειδή όμως αυτή δεν είναι δυνατόν να τηρηθεί στις μεγάλες περιόδους των νηστειών του εκκλησιαστικού έτους, λόγω δύσκολων συνθηκών ζωής ή έλλειψης ζήλου, έχουν στην πράξη επινοηθεί διάφορες διευκολύνσεις, ώστε να είναι δυνατή η εφαρμογή της νηστείας από όλους τους πιστούς.
Στην αρχαία εποχή οι χριστιανοί μετά την ενάτη ώρα (3 μ.μ.) των νηστήσιμων ημερών κατέλυαν μόνο νερό και ψωμί. Σιγά-σιγά όμως όχι μόνο η διάρκεια της ολοκληρωτικής αποχής από τροφή περιορίστηκε στα συνηθισμένα και στις άλλες μέρες όρια γι αυτό μετατέθηκαν και οι Εσπερινοί της Τεσσαρακοστής και οι Προηγιασμένες το πρωί αλλά και άλλα είδη τροφών άρχισαν να χρησιμοποιούνται, όπως οι καρποί, τα όσπρια, τα οστρακόδερμα, τα μαλάκια κ.ο.κ.
Μέσα στα πλαίσια αυτά μπορεί να κατανοηθεί και το ότι τρώμε ελιές κατά τις ημέρες που δεν τρώμε λάδι, και αυγοτάραχο κατά τις ημέρες που απέχουμε από ψάρια. Για το πρώτο μπορούμε να επικαλεστούμε το λόγο ότι οι ελιές τρώγονται ως καρπός, ενώ η απαγόρευση του λαδιού αφορά στα φαγητά που παρασκευάζονται με λάδι. Για το δεύτερο η δικαιολογία είναι λιγότερο εύλογη, αφού δεν ισχύει το ίδιο για το γάλα ή τα αυγά, αλλά και αυτά απαγορεύονται κατά τις νηστείες μας ως «καρπός... και γεννήματα ων απεχόμεθα» κατά τον 56ο κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου. Γνωρίζω πάντως ευλαβείς χριστιανούς που κατανοούν ότι πρόκειται για «οικονομία», και κατά τις ημέρες των μεγάλων νηστειών, όπως και την παραμονή που θα κοινωνήσουν, απέχουν και από ελιές και από αυγοτάραχο.
Είναι αλήθεια πως αυτή την ερώτηση την ακούμε συχνά από καλοπροαίρετους πιστούς και συχνότερα από μερικούς που ειρωνεύονται τις νηστείες. Θα μπορούσε και στις δύο περιπτώσεις να υπογραμμιστεί η ελαστικότητα και το φιλάνθρωπο των σχετικών εθίμων και των κανόνων της Εκκλησίας, που δεν έχουν σκοπό να εξοντώσουν τους ανθρώπους, αλλά να τους βοηθήσουν να ασκηθούν στην εγκράτεια και να κυριαρχήσουν στα πάθη τους. Αν τους σκανδαλίζουν οι τροφές αυτές, μπορούν να απέχουν από αυτές χωρίς κατά τον απόστολο να εξουθενώνουν τους «εσθίοντας» ή να «κρίνουν» (Ρω 14,3) την Εκκλησία για την φιλάνθρωπη τακτική της. Το να αναλάβει η Εκκλησία αγώνα για την εκκαθάριση των σχετικών με τη νηστεία εθίμων και των τροφών που τρώγονται ή όχι σ αυτήν, ούτε του παρόντος είναι ούτε μπορεί να μείνει πάντοτε μέσα στα όρια της σοβαρότητος. Εκείνο που πρωτεύει είναι ο τονισμός της ανάγκης της νηστείας και της πνευματικής ωφέλειας που προέρχεται απ' αυτή, καθώς και η προσπάθεια για την κατά το δυνατόν συμμόρφωση των πιστών στις σχετικές εκκλησιαστικές διατάξεις, που αρκετά έχουν ατονήσει στις μέρες μας.
Από τη στιγμή κατά την οποία ο άνθρωπος αρχίζει να κατανοεί ότι υπάρχει σαν πρόσωπο αρχίζει να λειτουργεί και συνειδησιακά. Αρχίζει δηλαδή να ενεργοποιείται η συνείδησή του.
Τι είναι, όμως, συνείδηση; Η λέξη «συνείδηση» παράγεται εκ του «σύνοιδα» που σημαίνει γνώση – συναίσθηση.
Η αρχαία ελληνική φιλοσοφία, αλλά και η σημερινή φιλοσοφία και θεολογία χωρίζουν την συνείδηση σε ηθική και ψυχολογική.
Η ψυχολογία διδάσκει ότι συνείδηση είναι η άμεση γνώση περί των προσωπικών καταστάσεων και ενεργειών. Γνωρίζω τι γνωρίζω και γνωρίζω ό,τι γνωρίζω. Ο Τζον Λοκ το 1690 υποστήριζε ότι «η αντίληψη των όσων συμβαίνουν στην διάνοια του ανθρώπου αυτό είναι συνείδηση». Ο Γιουνγκ, ο Αντλερ, ο Φρόυδ κ.άλ. συμφωνούν ότι είναι δύσκολο να καθορισθεί η έννοια της συνειδήσεως και μάλιστα της ψυχολογικής.
Στον χώρο της φιλοσοφίας το πρόβλημα της συνειδήσεως υπήρχε από τους αρχαίους χρόνους. Παλαιοί και νέοι φιλόσοφοι συμφωνούν ότι συνείδηση είναι η εσωτερική δυνατότητα του ανθρώπου να κρίνει και να επικρίνει τις πράξεις του και τις πράξεις των άλλων.
Από ηθικής τώρα πλευράς όλες οι θρησκείες του κόσμου καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι συνείδηση είναι η εσώτερη μαρτυρία και κρίση, η οποία υποβοηθεί τον άνθρωπο να διακρίνει το «σώζον» από του «βλάπτοντος».
Έρχεται, όμως, η ορθόδοξος θεολογία, βασισμένη στην Αγία Γραφή και την Πατερική διδασκαλία, να διευκρινήσει ότι συνείδηση είναι η ενδιάθετη «φωνή» του Θεού, ως έμφυτος ηθικός νόμος, μέσῳ της οποίας διακρίνεται το αγαθό από το κακό (Βλ. Ρωμ. 2, 14-16). Ωθούμενος ο άνθρωπος προς το αγαθό, αποφεύγει το κακό. Η συνείδηση λειτουργεί είτε ως διδάσκαλος είτε ως κριτής του. «Οτ' αν γαρ αμαρτάνομεν διά της συνειδήσεως ημών διελέγχουσα κατά πρόσωπον υπαντά, ότε δε μετανοώμεν δίδωσι πάροδον» (Μάξ. Ομολ. CCG 10, 158).
Στην προς Κορινθίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου διαβάζουμε: «Η γαρ καύχησις ημών αύτη εστίν, το μαρτύριον της συνειδήσεως ημών» (Β´Κορ. 1, 12). Αξιοσημείωτη είναι η ρήση του Ευαγγελιστού Ιωάννου, ο οποίος τονίζει ότι καθαρή και ακατηγόρητη συνείδηση είναι προϋπόθεση της αμέσου και με παρρησία σχέσεώς μας με τον Θεό: «Εάν η καρδία μη καταγινώσκῃ ημών, παρρησίαν έχομεν προς τον θεόν» (Α´ Ἰωάν. 3, 21).
Ο Ιερός Χρυσόστομος θεωρεί την συνείδηση ως δώρο της αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο, ώστε να γίνεται ακριβής διάγνωση των καλών και των κακών: «Και τούτο δε της του Θεού φιλανθρωπίας, ην περί το των ανθρώπων γένος επεδείξατο, το εκάστῳ ημών επιθείναι κριτήριον αδέκαστον το συνειδός, έχον ακριβή την διάγνωσιν των καλών και των ου τοιούτων» (PG 53, 50).
Ο σημερινός άνθρωπος, δυστυχώς, έχει «κεκαυστηριασμένη την ιδίαν συνείδησιν» (Πρβλ. Α´ Τιμ. 4, 2), την έχει νεκρώσει. Οταν μαζοποιήται και δεν υπάρχει πλέον ως πρόσωπο· όταν άγεται και φέρεται από τοὺς διάφορους λαοπλάνους και διαστρεβλωτὲς της αληθείας· όταν παρασύρεται από τα ποικίλα ρεύματα παραθρησκείας, αιρέσεως και ηθικού ξεπεσμού, χωρίς να δύναται να διατηρήσει το δικό του πρόσωπο και την δική του ελεύθερη επιλογή, τότε ο άνθρωπος υποβιβάζει την οντολογική συνείδησή του, η οποία αδρανεί, διαστρέφεται και τελικώς νεκρώνεται.
Μόνον ο εκείνος που ζει εκκλησιαστικά - πνευματικά μπορεί να υποστηρίζει ότι διαθέτει καθαρή συνείδηση. Και τούτο για τον λόγο ότι μόνον στην εν Χριστώ ζωή υπάρχει η δυνατότητα να υφίσταται η συνείδηση στον χώρο της πραγματικής ελευθερίας και των ορθών κριτηρίων για την ανάπαυση και την λύτρωσή μας. «Το δε τέλος της παραγγελίας εστίν αγάπη εκ καθαράς καρδίας και συνειδήσεως αγαθής και πίστεως ανυποκρίτου» (Α´Τιμ. 1, 5). Όταν το «θέλω» του ανθρώπου ταυτίζεται με το «θέλω» του Δημιουργού μας Θεού, όπως εκφράζεται μέσα από το «θέλω» της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τότε λέμε ότι η συνείδησή μας ταυτίζεται με την συνείδηση της Εκκλησίας. Τότε έχουμε το δικαίωμα να ισχυριζόμαστε ότι ενεργούμε κατά συνείδηση. Τότε μπορούμε κι εμείς να ομολογήσουμε: «Εγώ πάση συνειδήσει αγαθή πεπολίτευμαι τω θεώ άχρι ταύτης της ημέρας» (Πράξ. 23, 1).
Πηγή: Ακτίνες
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...