Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
04 Δεκεμβρίου 2024

mhtropoliths ierotheos megalh synodos 01


Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος πού πρόκειται νά συνέλθη τόν Ἰούνιο τοῦ 2016 στήν Κρήτη ἦταν «προσδοκία» πολλῶν, πού τήν ὁραµατίσθηκαν, ἑτοιµάσθηκαν, κουράστηκαν, καί τώρα ὁδηγεῖται πρός τήν σύγκλησή της. Τά ἐρωτήµατα τά ὁποῖα τίθενται εἶναι ἐάν ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος εἶναι αὐτή πού περίµεναν ὅσοι τήν ὁραµατίσθηκαν. Γράφονται καί λέγονται πολλά γιά τό θέµα αὐτό, ἄλλοι ἐκφράζουν τήν χαρά τους, γιατί ἐπιτέλους ἦλθε αὐτή ἡ ποθητή ὥρα, ἄλλοι ἐκφράζουν ἔντονο προβληµατισµό, ἔντονο δισταγµό καί ἄλλοι αἰσθάνονται πλήρη ἀπογοήτευση. Στήν µικρή αὐτή τοποθέτηση θά περιορισθῶ σέ µερικές ἐπισηµάνσεις.

1. Σύνοδος Προκαθηµένων
Ἡ µέλλουσα νά συνέλθη Σύνοδος ἔχει χαρακτηρισθῆ ὡς Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, στήν πραγµατικότητα ὅµως θά εἶναι Σύνοδος τῶν Προκαθηµένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Τήν ἄποψη αὐτήν τήν στηρίζω στό ὅτι ὅλες οἱ κρίσιµες ἀποφάσεις ἐλήφθησαν ἀπό τούς Προκαθηµένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Στίς 6-9 Μαρτίου τοῦ 2014 στήν Κωνσταντινούπολη οἱ Προκαθήµενοι ἔλαβαν τήν ἀπόφαση νά συγκληθῆ ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τόν Ἰούνιο τοῦ ἔτους 2016 καί καθόρισαν τήν θεµατολογία της. Στίς 27-28 Ἰανουαρίου 2016 οἱ Προκαθήµενοι στό Σαµπεζύ τῆς Γενεύης ἐψήφισαν τόν Κανονισµό λειτουργίας (ἐκτός τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας) καί τά ἑτοιµασθέντα κείµενα ἀπό τίς Ἐπιτροπές, πλήν ἑνός θέµατος τό ὁποῖο δέν ὑπεγράφη ἀπό δύο Πατριαρχεῖα (Ἀντιοχείας καί Γεωργίας). Πρό τῆς ἐνάρξεως τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου οἱ Προκαθήµενοι θά ὑπογράψουν τό µήνυµα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, τό ὁποῖο θά καταρτισθῆ ἀπό ἕναν ἐκπρόσωπο ἀπό ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες.
Τό πρόγραµµα τῶν ἐργασιῶν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου θά καταρτισθῆ ἀπό τούς Προκαθηµένους.
 Τέλος δέ τά κείµενα στήν τελική τους µορφή θά ψηφισθοῦν καί θά ὑπογραφοῦν ἀπό τούς Προκαθηµένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ἑποµένως, ὅπως φαίνεται ἀπό τά ἀνωτέρω ἡ Σύνοδος αὐτή εἶναι κυρίως Σύνοδος τῶν Προκαθηµένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Καί αὐτό εἶναι συµβατικό, γιατί ἕως τώρα ἦταν ἐλλιπής ἤ ἀνύπαρκτη ἡ παρουσία τοῦ Πατριάρχου Ἀντιοχείας Ἰωάννου, ἀµφισβητεῖται δέ πρός τό παρόν ἡ παρουσία του κατά τίς ἐργασίες τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Ἑποµένως, οὔτε ὅλων τῶν Προκαθηµένων εἶναι Σύνοδος. Θεωρητικά, βέβαια, ὑποτίθεται ὅτι οἱ Προκαθήµενοι ἐξέφρασαν ἤ ἐκφράζουν τίς ἀποφάσεις τῶν περί αὐτῶν Συνόδων. Αὐτό εἶναι θεωρητικό. Καίτοι τό σύστηµα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι συνοδικό, ἐν τούτοις ὅµως σέ πολλά θέµατα δέν λαµβάνονται ἀποφάσεις ἀπό τίς Συνόδους.
∆έν γνωρίζω ἐπαρκῶς τί γίνεται στίς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἀλλά γνωρίζω ἐκ τοῦ σύνεγγυς τί γίνεται στήν δική µας Ἐκκλησία. Γιά τήν ἀπόφαση συγκλήσεως τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου πού ἐλήφθη τόν Μάρτιο τοῦ 2014, γιά τά κείµενα πού ὑπεγράφησαν τόν Ἰανουάριο τοῦ 2016 δέν ἐζητήθη ἡ ἄποψη τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, δέν συζητήθηκαν κατά τίς συνεδριάσεις της. Γιά τά ὑπόλοιπα, ὅπως γιά τό µήνυµα τό ὁποῖο θά ἐκδώση ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, δέν γνωρίζω ἄν θά ὑπάρξη ἡ συγκατάθεση καί ἡ ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας µας. Ἑποµένως, ἡ µέλλουσα νά συγκληθῆ Ἱερά Σύνοδος εἶναι Σύνοδος τῶν Προκαθηµένων καί ὄχι Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ἐπιπροσθέτως, πρέπει νά τονισθῆ ὅτι σέβοµαι ἀπολύτως τόν Μακαριώ- τατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυµο, ὁ ὁποῖος διευθύνει τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος µέ σεβασµό στό Συνοδικό σύστηµα, ἀκούει τίς ἀπόψεις τῶν Ἱεραρχῶν καί πάντοτε ἀποδέχεται τίς ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας, χωρίς νά ἐπιδιώκη νά τήν χειραγωγῆ.
Ὅµως, ὑπάρχει Πατριαρχικό Γράµµα, τό ὁποῖο ἀπεστάλη στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος τήν 30ή Σεπτεµβρίου τοῦ ἔτους 1999, σύµφωνα µέ τό ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δέν ἔχει Προκαθήµενον, ἀλλά Προκαθηµένη εἶναι ἡ Ἱερά Σύνοδος. Μήπως µπορεῖ νά ἑρµηνευθῆ αὐτό ὡς ὑπαναχώρηση ἤ διαφορετικά; Τελικά, οἱ ὁποιεσδήποτε ἀπόρροιες τῆς Ἱερᾶς Αὐτῆς Συνόδου θά εἶναι ἀποφάσεις τῶν Προκαθηµένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
 
2. Ἡ παράκαµψη Μεγάλων Συνόδων
Ἡ Σύνοδος αὐτή σχεδιάσθηκε καί προετοιµάσθηκε ὡς µιά Οἰκουµενική Σύνοδος καί µάλιστα ἡ πρώτη σκέψη διατυπώθηκε τό 1923 µέ τήν 1600η ἐπέτειο τῆς Α΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου. Ἐτέθησαν περίπου ἑκατό (100) θέµατα τά ὁποῖα προέκυψαν ὅλο τό διάστηµα τῆς δεύτερης χιλιετίας, µέ τήν ἀπόσχιση τοῦ δυτικοῦ τµήµατος τῆς Ρωµαϊκῆς Αὐτοκρατορίας (8ο-11ο αἰώνα), τήν διαίρεση καί τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισµοῦ (15ο αἰώνα), τήν ἀνάπτυξη ποικίλων ἰδεολογικῶν ρευµάτων, ὅπως τοῦ ∆ιαφωτισµοῦ, τοῦ Ροµαντισµοῦ, τοῦ Γερµανικοῦ ἰδεαλισµοῦ, τοῦ ὑπαρξισµοῦ, ἀλλά καί τῆς ἐκκοσµίκευσης τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστιανισµοῦ.
Τελικά, ὅλο αὐτό τό ὅραµα τῶν «Πατέρων» τῆς ἰδέας αὐτῆς κατέληξε στό νά γίνη ὄχι µιά Οἰκουµενική Σύνοδος, ἀλλά µία Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος πού δέν µπορεῖ ἀκόµη νά βρῆ τήν ταυτότητά της, µέ µόνον ἕξι θέµατα ἄνευρα, ἀνεπίκαιρα, χωρίς ἰδιαίτερη στοχοθεσία, καί µερικά ἀπό αὐτά εἶναι ἀποδεσµευµένα ἀπό τήν παράδοση τῶν Πατέρων. Ἔχω ἀκούσει καί διαβάσει ὅτι ἀπό πολλούς ὑποστηρίζεται ὅτι ἔχει νά συγκληθῆ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος περίπου 1.200 χρόνια καί αὐτή συνέρχεται γιά πρώτη φορά µετά ἀπό µιά τέτοια µεγάλη χρονική περίοδο. Αὐτό δηµιουργεῖ ἔντονο προβληµατισµό σέ ὅλους ὅσοι ἀσχολοῦνται µέ τά θεολογικά γράµµατα καί τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Μέ αὐτόν τόν λόγο, παρουσιάζεται ὡσάν νά ὑπάρχη ἕνα ἐκκλησιαστικό κενό µετά τήν Ζ΄ Οἰκουµενική Σύνοδο πού ἔπρεπε νά καλυφθῆ, ἐνῶ ἔχουν συγκροτηθῆ µεγάλες καί σηµαντικές Σύνοδοι, ὅπως ἐπί Μεγάλου Φωτίου (879-80), ἐπί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ (1341-1351), ὅπως ἐπίσης σηµαντικές Σύνοδοι ἔγιναν µεταξύ τοῦ 15ου-18ου αἰῶνος, µέ καθοριστικές ἀποφάσεις. ∆ίνεται, λοιπόν, ἡ ἐντύπωση ὅτι παρακάµπτονται καί περιθωριοποιοῦνται ὅλες αὐτές οἱ σηµαντικές Σύνοδοι. Αὐτό τό θεωρῶ «προσβολή» ἐκ µέρους µας πρός τούς ἁγίους µας, Μέγα Φώτιο, ἅγιο Συµεών τόν Νέο Θεολόγο, ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαµᾶ, ἁγίους Κάλλιστο καί Φιλόθεο Κόκκινο, Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, ἅγιο Μᾶρκο τόν Εὐγενικό καί ὅλους τούς Ὀρθοδόξους Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, κατά τόν 15ο-18ο αἰώνα. Φυσικά, αὐτοί οἱ ἅγιοι δέν προσβάλλονται, ἀφοῦ οἱ διδασκαλίες τους ἔχουν ἀποκτήσει οἰκουµενικό κῦρος, ἡ ἀπόφαση τῆς Θ΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου (1351) ἔχει συµπεριληφθῆ στό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας, πού διαβάζεται κατά τήν Α΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, ἀλλά εἶναι προσβολή καί πτώση δική µας ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση.
Φαίνεται ὅτι µέ τήν Σύνοδο αὐτή ἐπιδιώκεται νά ἀρχίση µιά νέα ἐποχή τῆς ἐκκλησιαστικῆς µας ἀποστασιοποίησης ἀπό τήν θεολογία καί τήν ὁρολογία τῶν Οἰκουµενικῶν καί Πανορθοδόξων Συνόδων, ἀπό τήν Ζ΄ Οἰκουµενική Σύνοδο καί µετά.
Ἔτσι, θά παρουσιασθῆ ὅτι ὑπάρχει ἕνα «κενό µνήµης», ἕνα «πνευµατικό ἀλτσχάϊµερ» στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. ∆έν ἐξηγοῦνται ἀλλιῶς µερικά σηµεῖα τῶν κειµένων πού ἔχουν ἑτοιµασθῆ, ὅπως καί οἱ ἑρµηνευτικές ἀναλύσεις τῶν ὑποστηρικτῶν τους. Φαίνεται νά εἶναι µιά κακέκτυπη µίµηση τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου. Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ὡς ἰδέα ξεκίνησε µέ τήν προσπάθεια γιά τήν σύγκληση τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου. Ὅπως ἡ Β΄ Βατικανή Σύνοδος ἀνέπτυξε µιά «νέα ἐκκλησιολογία» πού ἀπό τήν ἔννοια «τῆς ἀποκλειστικότητας» πέρασε στήν θεολογία «τῆς περιεκτικότητας» ἤ «βαπτισµατικῆς θεολογίας», κατά ἀνάλογο τρόπο µερικά σηµεῖα τῶν κειµένων πού ἑτοιµάσθηκαν γιά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο ὑπενθυµίζουν µιά «νέα ἐκκλησιολογία» καί στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐφ’ ὅσον ἀναγνωρίζονται Μυστήρια καί ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
 
3. Ἐλλιπής προετοιµασία
Ἄν ἔλθουµε στά καθ’ ἡµᾶς, διαπιστώνουµε ὅτι ἡ Ἐκκλησία µας δέν προετοιµάσθηκε κατάλληλα γιά τήν Σύνοδο αὐτή. Καί εἶναι µιά Ἐκκλησία πού ἔχει ὑψηλό θεολογικό δυναµικό, ζωντανό µοναχισµό καί καλά ὀργανωµένη ἐκκλησιαστική ζωή. Μέ ὅλα αὐτά ἡ Ἐκκλησία µας ἐκπαιδεύει, µέ τίς Θεολογικές Σχολές, Θεολόγους καί Κληρικούς ἄλλων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἔχει παγκόσµια ἀκτινοβολία, µέ θεολογικά καί ποιµαντικά κείµενα καί πολλά ἄλλα. Ὅµως, γιά τήν ἐπεξεργασία τῶν κειµένων πού θά ὑπογραφοῦν στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο δέν ὑπῆρξε ἐπαρκής προετοιµασία καί Συνοδικές Ἀποφάσεις. Τόν Μάρτιο τοῦ 2014 στήν Σύναξη τῶν Προκαθηµένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στήν Κωνσταντινούπολη ἀποφασίσθηκε ἡ Σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τόν Ἰούνιο τοῦ 2016, καθώς ἐπίσης ἀποφασίσθηκε ἀπό Ἐπιτροπή νά ἐπικαιροποιηθοῦν τά ἤδη ἑτοιµασθέντα κείµενα. Ἀπό τότε µέχρι σήµερα ἔπρεπε νά συζητηθοῦν σέ Συνεδριάσεις τῆς Ἱεραρχίας, νά δοθοῦν κατευθύνσεις στούς ἐκπροσώπους µας πού θά κατέληγαν σέ ὁριστικά κείµενα, νά γίνουν συζητήσεις στίς Θεολογικές Σχολές, σέ συνάξεις Κληρικῶν καί λαϊκῶν, ὥστε νά ἐκτεθοῦν οἱ προτάσεις τῆς Ἐκκλησίας µας, γιά νά περάσουν στά τελικά κείµενα. Ἀντίθετα, ὅµως, ὅλοι ἐµεῖς οἱ Ἱεράρχες διατελούσαµε ἐν ἀγνοίᾳ καί λάβαµε τά ὁριστικά κείµενα, ἀφοῦ ὑπεγράφησαν ἀπό τούς Προκαθηµένους τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, τόν Ἰανουάριο στό Σαµπεζύ τῆς Γενεύης καί παρεπέµφθησαν στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο.
Ἐρχόµαστε τώρα νά συζητήσουµε γιά τά κείµενα αὐτά, ὅταν ὑπάρχουν λίγες δυνατότητες νά διορθωθοῦν. Ἔχω στά χέρια µου τίς ἐκθέσεις τῶν ἐκπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας µας στήν Εἰδική ∆ιορθόδοξη Ἐπιτροπή Ἀναθεωρήσεως τῶν κειµένων, οἱ ὁποῖες ὑποβλήθησαν στήν ∆ιαρκῆ Ἱερά Σύνοδο τοῦ ἔτους 2014-2015, καθώς ἐπίσης ἔχω καί τά ἀποσπάσµατα τῶν Πρακτικῶν τῶν Συνεδριάσεων τῆς ∆ιαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου.
Οἱ ἐκπρόσωποί µας διαβεβαίωναν µέ τίς Ἐκθέσεις τους ὅτι τά κείµενα δέν ἔχουν προβλήµατα. Ἐπίσης, ἡ ∆ιαρκής Ἱερά Σύνοδος διένειµε τίς ἐκθέσεις καί τά κείµενα στούς Ἀρχιερεῖς πρός ἐνηµέρωσή τους, χωρίς νά φαίνεται ἀπό τά πρακτικά ὅτι ἔγιναν συζητήσεις ἤ δίδονταν κατευθυντήριες γραµµές γιά ἐνδεχόµενες τροποποιήσεις ἤ προσθῆκες, ἐκτός ἀπό µία φορά πού ἐλήφθη ἀπόφαση γιά µερικές λεκτικές διορθώσεις. Κατά τήν Συνεδρίαση τῆς Ἱεραρχίας τοῦ ἔτους 2009 γιά τόν διάλογο µέ τούς Ρωµαιοκαθολικούς ἀποφασίσθηκε: «1. ∆ιεπιστώθη ἡ ἀνάγκη περαιτέρω πληρεστέρας ἐνηµερώσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, στά σηµαντικά αὐτά ζητήµατα. ∆ηλώθηκε δέ ὅτι ἐφεξῆς ἡ Ἱεραρχία θά λαµβάνῃ γνώση ὅλων τῶν φάσεων τῶν ∆ιαλόγων, διαφορετικά κανένα κείµενο δέν δεσµεύει τήν Ἐκκλησία. Ἄλλωστε αὐτό συνιστᾶ τό Συνοδικό Πολίτευµα τῆς Ἐκκλησίας. …
 Τό κείµενο τῆς Ραβέννας καί τό κείµενο πού πρόκειται νά συζητηθεῖ στήν Κύπρο τελοῦν ὑπό τόν ὅρον τῆς ἀναφορᾶς καί ἐγκρίσεώς τους ἀπό τίς κατά τόπους Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, ἑποµένως καί ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, Συνοδικῶς διασκεπτοµένης. Αὐτό πρακτικῶς σηµαίνει ὅτι δέν θά ὑπάρξουν τετελεσµένα γεγονότα, χωρίς Συνοδική Ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας.
Οἱ Ἱεράρχες εἶναι φύλακες τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ὅπως ὁµολόγησαν κατά τήν εἰς Ἐπίσκοπον χειροτονία τους» (Ἀνακοινωθέν Ἱεραρχίας, 16-10-2009). Ἐάν αὐτό ἐλέχθη γιά τό κείµενο τῆς Ραβέννας, τό ἴδιο καί περισσότερο ἔπρεπε νά γίνη στήν περίπτωση αὐτή, ἀφοῦ ἐπρόκειτο νά ὑπογραφοῦν κείµενα δεσµευτικά γιά ὅλη τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἔπρεπε, λοιπόν, πέρυσι νά συγκληθῆ πάραυτα ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας µας, νά µελετηθοῦν τά κείµενα ἀπό ὅλους τούς Ἀρχιερεῖς, νά γίνουν συγκεκριµένες εἰσηγήσεις καί νά ληφθοῦν ἀποφάσεις. Αὐτό ἔγινε ἀπό ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἀπό ὅ,τι γνωρίζω.
Ἑποµένως, αὐτό πού γίνεται σήµερα ἔπρεπε νά γίνη πρό τῆς ὑπογραφῆς τῶν κειµένων αὐτῶν ἀπό τούς 6 Προκαθηµένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στό Σαµπεζύ τῆς Γενεύης, τόν Ἰανουάριο τοῦ ἔτους 2016. Ἔπρεπε δέ νά ἀκούσουµε καί τίς ἀπόψεις τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν καί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Ἀκαδηµιῶν, ὅπως καί τῶν Ἱερέων, Μοναχῶν καί τῶν λαϊκῶν. Ἡ σοβαρότητα κάθε Συνόδου ἔχει σχέση µέ τήν σοβαρότητα µέ τήν ὁποία ἀντιµετωπίζονται τά θέµατα.
∆υστυχῶς, ἐµεῖς οἱ Ἐπίσκοποι ἀρκούµαστε µόνον σέ µιά ποιµαντική διακονία µέ κοινωνιολογική ἀναφορά καί ἔχουµε ἀφήσει τά θεολογικά θέµατα σέ µερικούς πού παριστάνουν τούς «εἰδικούς». Τοὐλάχιστον, σέ αὐτήν τήν «ἔσχατη ὥρα», τήν «δωδεκάτη», ἄς ἐπιδείξουµε ὑψηλό αἴσθηµα εὐθύνης ἀπό πλευρᾶς ἐκκλησιαστικοῦ φρονήµατος καί θεολογικῆς ὁρολογίας, νά ἀποστασιοποιηθοῦµε ἀπό συναισθηµατικές «εὐαισθησίες» καί διάφορες ἐκκλησιαστικές σκοπιµότητες. ∆έν ἔχει σηµασία ποιοί θά ἐκπροσωπήσουν τῆς Ἐκκλησία µας στήν Σύνοδο αὐτή, ἀλλά τί θά ὑποστηρίξη ἡ Ἐκκλησία µας µέ τίς θέσεις πού θά παρουσιάση.
Ὁπότε, ἡ σηµερινή σύγκληση τῆς Ἱεραρχίας εἶναι πολύ σηµαντική, γιατί πρέπει νά ἀποδεχθοῦµε τήν ἀπόφαση τῆς ∆ιαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου καί στήν πραγµατικότητα νά ἀποφασίσουµε γιά θέσεις πού προσδιορίζονται ἀπό τήν παράδοσή µας ἤ ἐάν θά ἐπηρεασθοῦµε ἀπό σύγχρονες ἀντιλήψεις πού ἀποστασιοποιοῦνται ἀπό τήν γλώσσα καί τό πνεῦµα ὅλων τῶν Οἰκουµενικῶν καί Πανορθοδόξων Συνόδων τῆς δεύτερης χιλιετίας. Αὐτό εἶναι τό ζητούµενο. Θά πρέπει νά συνειδητοποιήσουµε ὅτι δέν εἶναι µόνον τά κείµενα τῶν ἕξι θεµάτων, ἀλλά καίρια σηµασία ἔχει τό µήνυµα πού θά ἐκπονηθῆ καί θά ἀναγνωσθῆ στήν ἔναρξη τῆς Συνεδριάσεως τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου.
Ἔχει λεχθῆ ὅτι κι ἄν στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο δέν συζητηθοῦν καί δέν ἀποφασισθοῦν διάφορα θέµατα, τό βασικότερο εἶναι τό µήνυµα πού θά ἀποσταλῆ σέ ὅλο τόν κόσµο. Ἔτσι, ἔχουµε ἐπιλέξει ἕναν Μητροπολίτη νά µᾶς ἐκπροσωπήση στήν σύνταξη τοῦ µηνύµατος. Θά ἔπρεπε σήµερα νά γνωρίζουµε τό περιεχόµενό του ἤ τά βασικά καί κεντρικά σηµεῖα πού θά περιλαµβάνη καί νά ἀποφασίσουµε σχετικά. Ἀπό ὅ,τι γνωρίζω ἤδη ἑτοιµάζεται τό κείµενο αὐτό, θά ὁλοκληρωθῆ ἀπό τήν Εἰδική Ἐπιτροπή πού θά συνεδριάση στήν Κρήτη µιά ἑβδοµάδα πρίν τήν σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, θά ὑπογραφῆ ἀπό τούς Προκαθηµένους τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καί θά εἶναι τό βασικό µήνυµα τῆς Συνόδου αὐτῆς. Τό ἐρώτηµα πού τίθεται εἶναι: Ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος θά ἀγνοῆ τό κείµενο αὐτό, δέν θά λάβη γνώση τοῦ περιεχοµένου του, ἀφοῦ θά εἶναι τόσο σηµαντικό;
 Ἐγώ τοὐλάχιστον, ὅπως ἐλπίζω καί πολλοί ἄλλοι ἀδελφοί, δέν ἐξουσιοδοτῶ κανέναν νά συντάξη καί νά ὑπογράψη ἕνα τέτοιο κείµενο, ἄν δέν τό διαβάσω προηγουµένως.
Προτείνω νά προστεθῆ στό Μήνυµα ἡ παράγραφος: «Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος εἶναι συνέχεια τῶν Οἰκουµενικῶν Συνόδων τῶν ὀκτώ πρώτων αἰώνων καί τῶν Μεγάλων Συνόδων ἐπί Μεγάλου Φωτίου, ἐπί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ καί τῶν µετέπειτα Συνόδων τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς». Αὐτά εἶναι τά καίρια καί σηµαντικά θέµατα καί ὄχι ποιός θά παρευρεθῆ στήν Σύνοδο αὐτή καί ποιός θά ἀρνηθῆ νά παρευρεθῆ γιά δῆθεν «συνειδησιακούς λόγους».
 
4. Ἐκκλησιαστική διγλωσσία
∆ιαβάζοντας κανείς µερικά ἀπό τά κείµενα αὐτά παρατηρεῖ ὅτι διαπνέονται ἀπό ἕνα πνεῦµα διγλωσσίας.
Ἡ λέξη διγλωσσία µπορεῖ νά ξενίζη, ἀλλά ἐκφράζει µιά πραγµατικότητα ὅταν γνωρίζουµε ὅλο τό πνεῦµα πού ὑπάρχει γύρω ἀπό τά σχετικά θέµατα. Σέ ἄλλο κείµενό µου ἔχω ἐπισηµάνει τά διφορούµενα θέµατα πού ὑπάρχουν σέ µερικά κείµενα, ὅπως τό ἔχουν κάνει πολλοί ἄλλοι, Ἐπίσκοποι, Κληρικοί, µοναχοί, θεολόγοι, λαϊκοί, καί γι’ αὐτό δέν µπορεῖ κανείς νά ἐνοχλῆται. Ἡ ἐπισήµανση αὐτή εἶναι ἀναγκαία, ἄν σκεφθοῦµε ὅτι πρόκειται γιά Συνοδικά Πανορθόδοξα κείµενα, τά ὁποῖα πρέπει νά εἶναι προσεγµένα. Μπορεῖ στήν καθηµερινή µας ἐπικοινωνία ἤ κάποτε σέ κείµενά µας νά ἔχουν περάσει µερικές λέξεις πού προκαλοῦν προβληµατισµό, ὅπως γιά παράδειγµα µπορεῖ νά γράφουµε ἤ νά ποῦµε «Ρωµαιοκαθολική Ἐκκλησία» ἤ «Προτεσταντική Ἐκκλησία» κλπ., ἀλλά ὅταν συντάσσωνται ὁµολογιακά κείµενα, τά ὁποῖα θά παραµένουν ὡς ἀποφάσεις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, τότε πρέπει νά εἴµαστε προσεκτικοί. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαµᾶς, κατά τήν διάρκεια τῶν θεολογικῶν καί ἡσυχαστικῶν ἀγώνων ἔχει καθιερώσει µιά βασική ἀρχή: «ἕτερον ἐστιν ἡ ὑπέρ τῆς εὐσεβείας ἀντιλογία καί ἕτερον ἡ τῆς πίστεως ὁµολογία».
Αὐτό σηµαίνει ὅτι στήν ἀντιλογία µπορεῖ κανείς νά χρησιµοποιήση κάθε εἴδους ἐπιχειρήµατα, ὅµως ὅταν γράφη ὁµολογιακά κείµενα, τότε ὁ λόγος πρέπει νά εἶναι σύντοµος καί δογµατικῶς ἀκριβής, ὅπως ἔκαναν οἱ ἅγιοι Πατέρες πού ἐδογµάτισαν «βραχύ ρήµατι καί πολύ συνέσει». 8 Ἔτσι, τά κείµενα πού τίθενται ἐνώπιόν µας καί πρόκειται νά ὑπογραφοῦν καί ἀπό τήν Ἐκκλησία µας πρέπει νά εἶναι δογµατικῶς καθαρά, καί νά µή διακρίνωνται ἀπό ἀσάφεια καί σύγχυση, διαφορετικά δέν θά εἶναι κείµενα ὀρθόδοξα.
∆ιαβάζοντας κανείς προσεκτικά τίς λέξεις πού χρησιµοποιοῦνται καταλαβαίνει ὅτι ἐπιδιώκεται νά καλυφθοῦν κάποια θέµατα, ὅπως, δυστυχῶς, γίνεται πολλές φορές µέ τούς νόµους πού ψηφίζονται στά Κοινοβούλια καί εἶναι φωτογραφικοί. Ὑπάρχει µιά ἀσαφής καί συγκεκριµένη πρακτική σέ πολλά ἐκκλησιαστικά θέµατα πού καλύπτονται κάτω ἀπό τίς λέξεις τῶν κειµένων, τά ὁποῖα κάνουν λόγο γιά ἄλλες Ἐκκλησίες. Θά ἀναφέρω τρία παραδείγµατα ἀπό τήν ἕως τώρα πρακτική. Τό πρῶτον εἶναι τό θέµα τῶν πράξεων τοῦ 1965, πού ἔγιναν στήν Κωνσταντινούπολη καί τό Βατικανό, αὐτό πού ἔχει καθορισθῆ νά γράφεται ὅτι ἔγινε ἡ ἄρση τῶν ἀναθεµάτων. Νά θυµίσω ὅτι ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος Β΄ , ἀνεψιός τοῦ Μεγάλου Φωτίου, µέ συνοδική ἀπόφαση διέγραψε τό ὄνοµα τοῦ Πάπα Ρώµης Σεργίου ∆΄ ἀπό τά δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τό 1009, ἐπειδή στήν ἐνθρονιστήρια ἐπιστολή του συµπεριέλαβε τό Σύµβολο τῆς Πίστεως µέ τό filioque, καί ἀπό τότε κανενός Πάπα τό ὄνοµα δέν ἐτέθη στά δίπτυχα, ὁπότε ὑπάρχει ἀκοινωνησία. Ἀργότερα, τό 1054 ὁ Καρδινάλιος Οὐµβέρτος ἀναθεµάτισε τόν Πατριάρχη Κηρουλάριο καί ἄλλους δύο καί ἐκεῖνος τόν ἀναθεµάτισε. Αὐτό σηµαίνει ὅτι ἡ ἀκοινωνησία ὑπῆρξε καί πρίν τά ἀναθέµατα, καί φυσικά ἡ ἄρση τῶν ἀναθεµάτων δέν καταργεῖ τήν πράξη τῆς ἀκοινωνησίας. Τό ἐρώτηµα πού τίθεται εἶναι: Τό 1965 ἔγινε ἄρση ἀναθεµάτων ἤ ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας; Εἶναι ἐρώτηµα καίριο, διότι στήν Πράξη τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου τῆς 7ης ∆εκεµβρίου τοῦ 1965 γράφεται ὅτι ἔγινε ἄρση ἀναθεµάτων, καί ἑποµένως ὑφίσταται ἀκόµη ἡ ἀκοινωνησία, ἐνῶ σέ δήλωση πού ὑπογράφηκε στά γαλλικά µεταξύ τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριάρχου καί τοῦ Πάπα καί τήν ὁποία διάβασε ὁ Πάπας κατά τήν τελευταία ἡµέρα (7 ∆εκεµβρίου) καί πράξη τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, γράφεται ὅτι ἔγινε ἄρση ἀκοινωνησίας.
Ἔχω στήν διάθεσή µου τό κείµενο αὐτό στήν γαλλική καί τήν ἀγγλική γλώσσα. Τό δεύτερο εἶναι συνέχεια τοῦ προηγουµένου ὅτι, δυστυχῶς, στήν ἐκκλησιαστική πρακτική ὄχι µόνον ἀναγνωρίζονται οἱ Ἑτερόδοξοι ὡς  Ἐκκλησίες, ἀλλά ὑπάρχει καί ἐκκλησιαστική καί εὐχαριστιακή κοινωνία! Ἑποµένως, ὑφίσταται µία ἐκκλησιαστική διγλωσσία, ἀσάφεια καί σύγχυση. Ἀναφέροµαι σέ ἕνα κείµενο µιᾶς Ἐκκλησίας, πού χαρακτηρίζεται ὡς «Ὁµολογία», πού ἐγκρίθηκε ἐπισήµως καί στό ὁποῖο ἐπικρατεῖ σέ µεγάλο βαθµό ἡ διγλωσσία καί ἡ σύγχυση. Ἐνῶ γίνεται λόγος γιά Μία Ἐκκλησία, συγχρόνως χαρακτηρίζονται καί ἄλλες ὁµολογίες ὡς Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες «ἀποτελοῦν τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Ἐπίσης, γίνεται λόγος ἀκόµη γιά θεία Κοινωνία ἀπό τό ἴδιο ἅγιο Ποτήριο ἀπό ὅλους τούς Χριστιανούς «διά λόγους ἀνάγκης καί Χριστιανικῆς Μυστηριακῆς φιλοξενίας», ὅπως καί γιά τό ὅτι «ὅλοι οἱ Χριστιανοί µέ τό ἴδιον βάπτισµα ἐγίναµεν µέλη τοῦ Σώµατος τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία».
Τό τρίτο παράδειγµα εἶναι ὅτι πρόσφατα διάβασα τό βιβλίο τοῦ καθηγητοῦ Ἀντωνίου Παπαδοπούλου µέ τίτλο «Θεολογικός διάλογος Ὀρθοδό- ξων καί Ρωµαιοκαθολικῶν (ἱστορία-κείµενα-προβλήµατα)» καί διαπίστωσα ἀκόµη γιά µιά φορά ὅτι κατά τόν διάλογο αὐτό καί τίς δηλώσεις καί τά κοινά κείµενα µεταξύ τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριάρχου καί τοῦ Πάπα, ὅπως καί τῶν ἀντιπροσώπων τους, ἐπικρατεῖ µιά γλώσσα ὅτι ἐπικρατεῖ ἕνα πνεῦµα «ἀδελφοσύνης ἥτις προκύπτει ἐκ τοῦ µοναδικοῦ βαπτίσµατος καί ἐκ τῆς συµµετοχῆς εἰς τά ἱερά µυστήρια» καί ὅτι «αἱ Ἐκκλησίαι ἡµῶν ἀναγνωρίζουσιν ἀλλήλας ὡς Ἐκκλησίας ἀδελφάς, συνυπευθύνους ἐν τῇ διαφυλάξει τῆς µόνης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ πιστῆς εἰς τό θεῖον σχέδιον, ὅλως δέ ἰδιαζούσης ἐν ὄψει τῆς ἑνότητος». Ἡ διγλωσσία σέ ἐπίσηµα ἐκκλησιαστικά ἔγγραφα εἶναι µιά ὀδυνηρή πραγµατικότητα πού δείχνει τήν ἀποµάκρυνση ἀπό τά ἐπίσηµα ἐκκλησιαστικά κείµενα δύο χιλιετιῶν. Αὐτό δέν πρέπει νά γίνη στά κείµενα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου.
 
5. Ὁ ὅρος «ἀδελφαί Ἐκκλησίαι»
Στό κείµενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον», ἐνῶ γίνεται λόγος γιά τό ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι «ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία», συγχρόνως γίνεται λόγος γιά τό ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν ἤ Ὁµολογιῶν», ὁπότε γίνεται σύγχυση πρός τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, γι’ αὐτό προτείνεται ἡ διόρθωση τοῦ κειµένου αὐτοῦ.  Τό θέµα αὐτό εἶναι σοβαρότατο, γιατί σέ διάφορους θεολογικούς διαλόγους µεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ρωµαιοκαθολικῶν, ὅπως ἐπίσης καί σέ ἐπίσηµα κείµενα γίνεται λόγος γιά «ἀδελφές Ἐκκλησίες», µεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων καί τῶν Ρωµαιοκαθολικῶν, καί δυστυχῶς αὐτός ὁ ὅρος «ἀδελφές Ἐκκλησίες» ἀνέπτυξε µιά ἰδιαίτερη θεολογία καί ἐκκλησιολογία.
∆έν εἶναι δέ ἕνας τεχνικός ὅρος, ἀλλά µιά σύγχρονη ἐκκλησιολογική θεολογία, πού ἐπικράτησε στήν οἰκουµενική κίνηση. Γιά τόν ὅρο «ἀδελφές Ἐκκλησίες» καί µάλιστα ὅπως ἄρχισε νά χρησιµοποιῆται, γίνεται µιά ἀναφορά σέ κείµενο πού ἐξέδωσε τό Γραφεῖο τῆς Ἐπιτροπῆς γιά τήν διδασκαλία πίστεως τοῦ Βατικανοῦ (30 Ἰουνίου 2000), τῆς ὁποίας προήδρευε ὁ Καρδινάλιος Ἰωσήφ Ράντζιγκερ, µετέπειτα Πάπας Βενέδικτος. Ὁ ὅρος αὐτός, σύµφωνα µέ τό κείµενο αὐτό, ἐµφανίσθηκε τόν 12ο καί 13ο αἰώνα, χρησιµοποιήθηκε στούς νεώτερους χρόνους ἀπό τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἀθηναγόρα, υἱοθετήθηκε ἀπό τήν Β΄ Βατικανή Σύνοδο καί ἔκτοτε χρησιµοποιήθηκε σέ παπικά ἔγγραφα, σέ προσφωνήσεις, σέ ἐπιστολές, σέ ἐγκυκλίους κλπ. Ἐπίσης, στό κείµενο πού ἐξέδωσε ἡ Ἐπιτροπή γιά τήν διδασκαλία τῆς πίστεως γίνεται µιά θεολογική ἀνάλυση τῆς ἐκφράσεως αὐτῆς καί παρουσιάζεται γιά τό πῶς τήν ἐννοοῦν οἱ «Ρωµαιοκαθολικοί», ὅτι «ἡ µία ἁγία, καθολική καί ἀποστολική παγκόσµια Ἐκκλησία», πού εἶναι ἡ Παπική, «δέν εἶναι ἀδελφή, ἀλλά µητέρα ὅλων τῶν συγκεκριµένων Ἐκκλησιῶν». Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖον «θά πρέπει κάποιος νά ἀποφεύγη, ὡς αἰτία παρεξηγήσεως καί θεολογικῆς σύγχυσης, τήν χρήση ἐκφράσεων ὅπως «οἱ δυό µας Ἐκκλησίες», ἡ ὁποία ἀποδίδεται στήν Καθολική Ἐκκλησία καί στό σύνολο τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (ἤ µιᾶς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας)». Πάντως, ὁ ὅρος αὐτός «ἀδελφές Ἐκκλησίες», κατά τό κείµενο, «µπορεῖ νά χρησιµοποιεῖται µόνο γιά τίς ἐκκλησιαστικές ἐκεῖνες κοινότητες, οἱ ὁποῖες διατήρησαν ἔγκυρη ἐπισκοπική διαδοχή καί εὐχαριστία».
Εἶναι φανερόν ὅτι ὁ ὅρος «ἀδελφές Ἐκκλησίες» χρησιµοποιεῖται ἀπό τούς Παπικούς µέ τήν θεολογική καί ἐκκλησιολογική ἔννοια τῆς ἐγκυρότητας τῶν µυστηρίων καί τῆς ἐπισκοπικῆς διαδοχῆς καί δέν εἶναι ἕνας τεχνικός ὅρος, µέ τήν προσθήκη ὅτι µητέρα Ἐκκλησία ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι ἡ «Καθολική Ἐκκλησία». Εἶναι ἐνδιαφέρον ὅτι ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β΄ σέ λόγο του πού ἐκφώνησε τήν 5η Ἰουνίου 1991 στό Bialystok τῆς Πολωνίας εἶπε γιά τό θέµα αὐτό: «Σήµερα βλέπουµε καθαρότερα καί ἐννοοῦµε καλύτερα ὅτι οἱ Ἐκκλησίες µας εἶναι ἀδελφές Ἐκκλησίες, ὄχι ὑπό ἔννοια ἁπλῶς µιᾶς 11 ἐκφράσεως εὐγενείας, ἀλλά ὑπό ἔννοια µιᾶς θεµελιώδους οἰκουµενικῆς ἐκκλησιολογικῆς κατηγορίας». Αὐτό προέρχεται ὄχι µόνο ἀπό τήν Β΄ Βατικανή Σύνοδο, ἀλλά καί ἀπό τά κείµενα πού ὑπογράφησαν κατά τούς θεολογικούς διαλόγους µεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων καί Ρωµαιοκαθολικῶν στό Μόναχο (1982), στό Μπάρι (1987), στό Νέο Βάλαµο τῆς Φινλανδίας (1988) καί ἀργότερα στήν Ραβένα (2007).
Ὑπενθυµίζω ὅτι στό Μόναχο καταρτίσθηκε κείµενο µέ θέµα «Τό µυστήριο τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Εὐχαριστίας ὑπό τό φῶς τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος»· στό Μπάρι καταρτίσθηκε κείµενο µέ θέµα «Πίστις, µυστήρια καί ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας»· στό Νέο Βάλαµο καταρτίσθηκε κείµενο µέ θέµα «Τό Μυστήριον τῆς Ἱερωσύνης ἐν τῇ µυστηριακῇ δοµῇ τῆς Ἐκκλησίας καί ἰδίᾳ ἡ σπουδαιότης τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς διά τόν ἁγιασµόν καί τήν ἑνότητα τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ»· καί στήν Ραβένα καταρτίσθηκε κείµενο µέ θέµα «Ἐκκλησιολογικαί καί κανονικαί συνέπειαι τῆς µυστηριακῆς φύσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκκλησιαστική κοινωνία, συνοδικότης καί αὐθεντία».
Τά τέσσερα αὐτά κείµενα καταρτίσθηκαν καί ἐγκρίθηκαν ἀπό τούς ἀντιπροσώπους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκλησιῶν, µέ τήν προοπτική ὅταν θά ὁλοκληρωθῆ ὁ θεολογικός διάλογος, θά ἐγκριθῆ ἀπό τίς κατά τόπους Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες. Ὕστερα ἀπό αὐτά ἐξάγονται ἀναµφιβόλως δύο σηµαντικά συµπερά- σµατα. Τό πρῶτο συµπέρασµα εἶναι ὅτι ὁ ὅρος «ἀδελφαί Ἐκκλησίαι» καί ὁ ὅρος «Ἐκκλησία» γιά τούς Ρωµαιοκαθολικούς δέν εἶναι τεχνικός ὅρος, ἀλλά ἀπόδοση ἐκκλησιαστικότητος στίς χριστιανικές αὐτές κοινότητες. Τό δεύτερο συµπέρασµα εἶναι ὅτι τά ὡς ἄνω κείµενα ὑπεγράφησαν ἀπό τούς ἐκπροσώπους καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος µέ τήν ἀπαραίτητη ὅµως προϋπόθεση ὅτι θά ἔλθουν τελικά πρός ἔγκριση στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, δηλαδή τελοῦν ὑπό τόν ἀπαραίτητο ὅρο τοῦ ad referendum.
Ἄν ὅµως στό κείµενο πού πρόκειται νά ψηφισθῆ στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο στήν Κρήτη παραµείνη ἡ ἔκφραση ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορική ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁµολογιῶν» καί ἄλλες παρόµοιες ἐκφράσεις, τότε ἀναγνωρίζονται ἐµµέσως τά κείµενα πού ἤδη ἔχουν ὑπογραφῆ ἀπό τούς ἀντιπροσώπους, καίτοι εἶναι προβληµατικά, χωρίς νά ἔλθουν πρός ἔγκριση στήν Ἱεραρχία µας. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖον πρέπει νά προηγηθῆ ἡ ἔγκριση ἤ µή τῶν τεσσάρων κειµένων ἀπό τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. 12 Ἑποµένως, πρέπει ὁπωσδήποτε στό κείµενο πού πρόκειται νά συζητηθῆ καί νά ψηφισθῆ στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο νά µή χαρακτηρίζωνται ἄλλες Χριστιανικές Κοινότητες καί Ὁµολογίες ὡς Ἐκκλησίες.
 
6. Τό «ἔγκυρο» καί «ὑποστατό» τοῦ Βαπτίσµατος
Συνέχεια τοῦ προηγουµένου εἶναι ὅτι πολλοί ἰσχυρίζονται ὅτι τό Βάπτισµα τῶν Ἑτεροδόξων εἶναι «ἔγκυρο» καί «ὑποστατό», δηλαδή δέν ταυτίζονται τά χαρισµατικά µέ τά κανονικά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ παλαιότεροι Ἀρχιερεῖς τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου χρησιµο- ποιοῦσαν τήν κανονική τάξη περί τοῦ κατ’ ἀκρίβειαν καί κατ’ οἰκονοµίαν τρόπου ἀποδοχῆς κάποιων ἑτεροδόξων στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ἔκαναν διάκριση ὅτι ἄλλο εἶναι ἄν ὑπάρχουν Μυστήρια ἐκτός Ἐκκλησίας –πού δέν ὑπάρχουν– καί ἄλλο εἶναι τό πῶς ἀποδεχόµαστε κάποιον ἑτερόδοξο στήν Ἐκκλησία. Κατ’ ἀκρίβειαν δέν ὑπάρχουν Μυστήρια ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά κατ’ οἰκονοµίαν ἀποδεχόµαστε κάποιον µέ Χρίσµα ἤ λίβελλο, ὅταν ἡ βάπτιση γίνεται στό ὄνοµα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅπως νοεῖται ὀρθοδόξως, καί µέ τριττή ἐµβάπτιση στό νερό. Αὐτό µᾶς ἀναπαύει. Ἡ ἄποψη µερικῶν νά µετατρέπουν τήν οἰκονοµία, ἀπό µία προσωρινή ὑποστολή τῆς ἀκρίβειας σέ µόνιµη κατάσταση, εἶναι ἀνεπίτρεπτη. Ἔτσι, πολλοί ἰσχυρίζονται ὅτι τό βάπτισµα τῶν ἑτεροδόξων-αἱρετικῶν εἶναι «ἔγκυρο» καί «ὑποστατό», πράγµα πού δέν τό ἰσχυρίζονται οἱ Κανόνες 7 τῆς Β΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου καί 95 τῆς Πενθέκτης Οἰκουµενικῆς Συνόδου.
Ἀλλά πέρα ἀπό τίς δύο αὐτές Οἰκουµενικές Συνόδους δέν πρέπει νά παροραθῆ ὅτι στήν λατινική παράδοση ἔχει εἰσαχθῆ ἡ αἵρεση τοῦ filioque, ἡ αἵρεση τοῦ actus purus, ἄλλες αἱρετικές ἀποκλίσεις, καθώς ἐπίσης καί ὁ ραντισµός στό βάπτισµα καί ἡ ἐπίχυση ὕδατος, παρακάµπτοντας τήν ἐµβάπτιση τοῦ ἐµβαπτιζοµένου στό νερό. Ἔπειτα, διερωτᾶται κανείς γιατί νά µή εἶναι «ἔγκυρα» καί «ὑποστατά» τό Χρίσµα, ἡ θεία Εὐχαριστία στούς ἑτεροδόξους µέ τήν ἴδια νοοτροπία; Καί γιατί εἶναι «ἔγκυρο» καί «ὑποστατό» τό βάπτισµα τῶν ἑτεροδόξων, ὅταν ταυτοχρόνως ἐµποδίζονται νά κοινωνήσουν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, πού εἶναι ὁ βαθύτερος σκοπός τοῦ βαπτίσµατος; ∆ηλαδή, κατά µερικούς θεολόγους τό βάπτισµα τῶν ἑτεροδόξων εἶναι «ἔγκυρο» καί «ὑποστατό», ἀλλά δέν παράγει ἐκκλησιαστικά ἀποτελέσµατα, ἀφοῦ εἶναι ἀνενεργό , ὅπως ὑποστηρίζει ὁ Αὐγουστῖνος ἐπίσκοπος Ἱππῶνος;  Ἡ ἄποψη περί «ἐγκύρου» καί «ὑποστατοῦ» βαπτίσµατος συνδέεται µέ τήν Ἀποστολική ∆ιαδοχή, δηλαδή «ἔγκυρη» καί «ὑποστατή» Ἱερωσύνη. Αὐτή ἡ θέση εἶναι παράδοξη, διότι ἡ Ἀποστολική ∆ιαδοχή δέν εἶναι «µαγική» καί µηχανική πράξη, δέν εἶναι µόνον µιά σειρά, ἀδιάκοπη ἔστω, χειροτονιῶν, ἀλλά κυρίως καί πρό παντός διαδοχή ἀποστολικοῦ τρόπου, κατά τό Ἀπολυτίκιο: «Καί τρόπων µέτοχος, καί θρόνων διάδοχος τῶν Ἀποστόλων γενόµενος, τήν πράξιν εὗρες θεόπνευστε εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διά τοῦτο τόν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτοµῶν, καί τῇ πίστει ἐνήθλησας µέχρις αἵµατος, Ἱεροµάρτυς Ἰγνάτιε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡµῶν».
Ἡ ἀπώλεια τῆς Ὀρθοδόξου ἀποκαλυπτικῆς πίστεως, ἡ εἰσαγωγή τῆς σχολαστικῆς θεολογίας ὡς ἀνωτέρας ἀπό τήν ἀποστολική καί τήν πατερική θεολογία, δέν συνιστᾶ Ἀποστολική διαδοχή. Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ λόγος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου: «οἱ δέ τῆς Ἐκκλησίας ἀποστάντες, οὐκ ἔτι ἔσχον τήν χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύµατος ἐφ’ ἑαυτούς· ἐπέλιπε γάρ ἡ µετάδοσις τῷ διακοπῆναι τήν ἀκολουθίαν» (α΄ Κανών). Ὅπως ἐπίσης εἶναι γνωστή ἡ φράση ἀπό τόν Κανόνα τῆς Συνόδου τῆς Καρχηδόνος: «Παρὰ δὲ τοῖς αἰρετικοῖς, ὅπου Ἐκκλησία οὐκ ἔστιν, ἀδύνατον ἁµαρτηµάτων ἄφεσιν λαβεῖν». Πέρα τοῦ δογµατικοῦ αὐτοῦ θέµατος τίθεται ἔντονος προβληµατισµός, καί ἀπό ἱστορικῆς πλευρᾶς, τῆς ἀδιάκοπης σειρᾶς χειροτονιῶν, ἀφοῦ παραδίδεται ἱστορικά ὅτι ὁ Καρλοµάγνος καί οἱ διάδοχοί του τοποθετοῦσαν ὡς Ἐπισκόπους λαϊκούς χωρίς χειροτονία, τούς θεωροῦσαν ὡς διοικητικά ὄργανα µέσα στό φεουδαλιστικό σύστηµα πού ἐπέβαλαν, µέ ἀποτέλεσµα νά διαµαρτύρεται, πρίν τό 1009, ἀκόµη καί ὁ Πάπας τῆς Ρώµης πρός τούς Γερµανούς Ἡγεµόνες. Ἱστορικά ἔχει ἀποδειχθῆ ὅτι πρίν τό σχίσµα τῆς Παλαιᾶς Ρώµης πρός τήν Νέα Ρώµη, ὑπῆρξε σχίσµα τῶν Ἐπαρχιῶν ὅπου κυριαρχοῦσε ὁ Καρλοµάγνος πρός τήν Παλαιά Ρώµη.
Τό ἔτος 794 στήν Φραγκφούρτη καταδικάστηκε ἡ Ζ΄ Οἰκουµενική Σύνοδος καί τό ἔτος 809 στό Ἄαχεν εἰσήχθη τό filioque, καί ὅλα αὐτά πέρασαν καί στήν Ἐκκλησία τῆς Παλαιᾶς Ρώµης, ὅταν κατελήφθη ἀπό τούς Φράγκους. ∆ιαβάζοντας τό βιβλίο «∆ιάλογοι» τοῦ Πάπα Ρώµης Γρηγορίου, τοῦ ὀνοµαζοµένου ∆ιαλόγου, βλέπει κανείς τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ρώµης πρό τοῦ 7ου αἰῶνος µ.Χ., τήν θεολογία της καί τόν ἡσυχασµό της, τά κοινά σηµεῖα µέ τήν θεολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τόν ἀγώνα τῶν Ὀρθοδόξων Παπῶν, Ἐπισκόπων καί µοναχῶν πρός τούς αἱρετικούς Γότθους, Βησιγότθους, Βανδάλους, Λογγοβάρδους καί ἀκόµη πρός τούς Φράγκους, ὅπως καί τά µαρτύρια, τήν σφαγή πού ὑπέστησαν οἱ Ὀρθόδοξοι τῆς Παλαιᾶς Ρώµης ἀπό τά Γερµανικά φῦλα. Καί ὅλα αὐτά συνέβαιναν στίς ἀρχές τοῦ 7ου 14 αἰῶνος. Τότε, γιά ποιά ἀποστολική παράδοση καί διαδοχή ὁµιλοῦµε, ὅταν ὅλα εἶναι προβληµατικά, καί τά θεολογικά, καί τά ἐκκλησιαστικά, καί τά ἱστορικά;
 
7. Ἡ κακοδοξία τῆς ὀντολογίας τοῦ προσώπου
Τό θέµα τοῦ προσώπου δέν εἶναι «σχολαῖο», δηλαδή σχολαστικό, εἶναι µεγίστης σηµασίας.
Ἔχει εἰσαχθῆ στήν ὁρολογία µας, τό χρησιµοποιοῦµε συχνά, κάνουµε λόγο γιά τό «ἀνθρώπινο πρόσωπο» καί τήν «ἱερότητά» του, γιά τήν διαφορά µεταξύ «προσώπου καί ἀτόµου» καί πολλά ἄλλα πού εἶναι ἄρνηση τῆς θεολογίας τῶν Πατέρων µας. ∆ιάβασα τό κοινό ἀνακοινωθέν πού ὑπεγράφη στήν Μυτιλήνη µεταξύ τοῦ Πάπα, τοῦ Πατριάρχου καί τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος. Γίνεται λόγος γιά «προστασία τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς», γιά «ἀνθρωπιστική κρίση», γιά «παραβίαση τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας καί τῶν θεµελιωδῶν ἀνθρωπίνων δικαιωµάτων καί ἐλευθεριῶν τους», γιά «κρίση ἀνθρωπιστική», ἀλλά ὄχι γιά «ἀνθρώπινο πρόσωπο». ∆υστυχῶς, σήµερα ἔχει ἀντικατασταθῆ ἡ ὡραιότατη καί θεολογικότατη λέξη ἄνθρωπος ἀπό τίς λέξεις πρόσωπο, ἀνθρώπινο πρόσωπο, πού µοῦ θυµίζουν τήν παλαιότερη φράση «σοσιαλισµός µέ ἀνθρώπινο πρόσωπο», καί µέ αὐτή τήν ἔννοια ἀπό τήν θεολογία φθάσαµε στήν κοινωνιολογία γιά τά ἀνθρώπινα δικαιώµατα.
Βεβαίως, σεβόµαστε τά ἀνθρώπινα δικαιώµατα, ἀλλά ἡ θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δέν µπορεῖ νά περικλεισθῆ µόνον σέ αὐτά. Ἡ λέξη πρόσωπο καί ἄτοµο γιά τόν ἄνθρωπο καί τά σχετικά µέ τήν «ὀντολογία τοῦ προσώπου» ἔχουν µιά διαδροµή ἀπό τόν Θωµᾶ τόν Ἀκινάτη µέχρι τόν Κάντ, τόν γερµανικό ἰδεαλισµό (Φίχτε, Σέλινγ, Χαῖγκελ), τήν ρωσική θεολογία καί τόν ὑπαρξισµό, καί χρησιµοποιοῦνται κυρίως ἀπό µερικούς Ὀρθοδόξους. Πρόκειται γιά µιά µορφή «θεολογικοῦ ἰοῦ», πού ἔχει προσβάλει τήν ὀρθόδοξη θεολογία µας. Καί µπορεῖ, ἴσως, νά χρησιµοποιοῦµε τόν ὅρο αὐτόν στήν καθηµερινή µας γλώσσα, χωρίς νά τό ἀντιλαµβανόµαστε, ἀλλά ὅταν εἰσάγεται αὐτός ὁ ὅρος σέ ἐπίσηµα συνοδικά καί ἐκκλησιαστικά κείµενα, τότε ἀποτελεῖ θεολογική παρεκτροπή. Οἱ σύγχρονοι θεολόγοι πού χρησιµοποιοῦν τίς φράσεις «ἀνθρώπινο πρόσωπο», «ἀναγκαιότητα τῆς φύσεως», «βούληση ἤ ἐλευθερία τοῦ προσώπου» σαφῶς παραβιάζουν τήν ὀρθόδοξη θεολογία ὅτι ἡ φύση εἶναι καλή, καί ὄχι ἀναγκαστική, ἡ θέληση-βούληση εἶναι ὄρεξη τῆς φύσεως καί ὄχι τοῦ προσώπου, τό πρόσωπο ταυτίζεται µέ τό ἄτοµο κ.ἄ.
Ἡ σύνδεση µεταξύ τῆς θέλησης καί τοῦ προσώπου καταργεῖ τόν Τριαδικό Θεό, εἰσάγει τριθεΐα, καί ἡ σύνδεση µεταξύ φύσεως καί ἀνάγκης ἀποδίδει µοµφή στόν Θεό γιά τήν δηµιουργία τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, στό κείµενο πρέπει νά ἀντικατασταθοῦν τά περί προσώπου, µέ τήν λέξη ἄνθρωπος. Τί ὡραία εἶναι αὐτή ἡ λέξη µέ τό ὀρθόδοξο περιεχόµενο τοῦ κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁµοίωση! Φυσικά, κάθε ἄνθρωπο ὡς δηµιούργηµα τοῦ Θεοῦ πρέπει νά τόν σεβόµαστε καί δέν µπορεῖ νά τόν ὀνοµάζουµε πρόσωπο γιά νά δείχνουµε τόν σεβασµό µας σέ αὐτόν. Ἐπειδή µερικοί ἐπικαλοῦνται τόν Γέροντα Σωφρόνιο πού ὁµιλοῦσε περί προσώπου θέλω νά ἐπισηµάνω ὅτι ὅσα ἔγραφε ὁ Γέροντας δέν ἔχουν καµµιά σχέση µέ ἐκεῖνα πού ἀναλύουν οἱ σύγχρονοι θεολογοῦντες περσοναλιστές.
Ὁ Γέροντας ταύτιζε τό πρόσωπο-ὑπόσταση µέ τήν πορεία ἀπό τό κατ’ εἰκόνα στό καθ’ ὁµοίωση καί στήν πραγµατικότητα µέ τόν ὅρο πρόσωπο «ζωγράφιζε» τόν ἅγιο Σιλουανό.
 
Συµπέρασµα
Τά κείµενα πού ἔχουν γραφῆ καί ὑπογραφῆ ἀπό τούς Προκαθηµένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί πρόκειται νά συζητηθοῦν στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο προκαλοῦν σέ µερικά σηµεῖα, διότι στίς ἡµέρες µας παρατηρεῖται, ἀκόµη καί µέσα στήν Ἐκκλησία µιά σύγχυση µεταξύ τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ καί τῆς διδασκαλίας τῶν οὑµανιστῶν πολεµίων του.
Τά κείµενα καταρτίσθηκαν χωρίς δηµόσιο διάλογο καί θεολογική «διαβούλευση», γι’ αὐτό δηµιούργησαν θεολογικές ἀντιδράσεις, καί δικαίως. Ὅµως, µερικοί «ἔξυπνοι» ὁµίλησαν σκληρά γι’ αὐτούς πού δικαίως ἀντιδροῦν µέ θεολογικά ἐπιχειρήµατα καί τούς ὀνόµασαν «»στρατευµένη φράξια» µιᾶς ἰδεολογικῆς ὀρθοδοξίας», τῆς «ὀρθοδοξίας «ἁγιατολάχ»». Στρέφονται ἐναντίον «τῆς σύναξης τῶν πεφωτισµένων καί θεουµένων γερόντων καί πνευµατικῶν πατέρων», καί γράφουν: «Καιρός πιά, γιά τούς ὑπεύθυνους ἐκκλησιαστικούς ἡγέτες καί ὅλους ἐµᾶς, νά τελειώνουµε µ’ αὐτήν τήν καρικατούρα τῆς δῆθεν πιστότητας στήν Παράδοση, µ’ αὐτούς τούς ὀρθοδόξους «ἁγιατολλάχ», πού θεωροῦν πῶς ἔχουν τήν εὐθύνη τῆς ἀνά τόν κόσµον ὀρθοδοξίας…». Τό πρόβληµα, λοιπόν, εἶναι ὅτι ἐπιχειρεῖται µιά χειραφέτηση ἀπό τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀρχίζει ἀπό τήν 7η Οἰκουµενική Σύνοδο καί φθάνει µέχρι σήµερα, µιά ἀποδυνάµωση καί ἀποµάκρυνση ἀπό τήν διδασκαλία τῶν θεουµένων ἁγίων µας, κυρίως τοῦ Μεγάλου Φωτίου, τοῦ 16 ἁγίου Συµεών τοῦ Νέου Θεολόγου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ, τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ καί ὅλων τῶν ἄλλων Φιλοκαλικῶν Πατέρων. Ἄν δέν εἶναι ἔτσι, ἄς ὁµολογήσουν ἐπισήµως στό µήνυµα, πού θά ἐκπέµψουν, τήν πιστότητά τους στίς Μεγάλες Συνόδους µετά τήν Ζ΄ Οἰκουµενική Σύνοδο, ἤτοι στίς Συνόδους ἐπί Μεγάλου Φωτίου, ἐπί Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ καί στίς ἐν συνεχείᾳ Συνόδους τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς, κατά τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας.
Εἶναι τόσο ἁπλό!

Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου
 

 

Πηγή: Ακτίνες

mhtropoliths peirews serafeim 01



Συνέντευξη για τη Μεγάλη Σύνοδο στο Ρουμανικό τηλεοπτικό κανάλι TVR1 [29 Μαΐου 2016]. Δείτε από 7.34΄.

 

Πηγή: Ακτίνες

 

p savvas lavriwths 01


Την 29ην Μαΐου ημέραν Κυριακήν και ώραν 7 μ.μ. εις την αίθουσαν: «Αρχιμανδρίτης Μάρκος Μανώλης» της «Πανελληνίου Ορθοδόξου Ενώσεως» της εφημεριδας ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ (Λεωφ. Θησέως 25, Νέας Ερυθραίας) , πραγματοποιήθηκε ομιλία απο τον Γέρων π. Σάββα Λαυριώτη με το επίκαιρον θέμα: Η «Αγία» και «Μεγάλη» Σύνο­δος μια προσπάθεια κατοχυρώσεως της αι­ρέσεως του Οικουμενισμού.
 
Πηγή: Ακτίνες

iera synodos logo 01

 

Εγκύκλιος: «Περί τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» (2/6/2016).
Πρωτ. 2541
Ἀριθμ. Διεκπ. 1133
Ἀθήνῃσι 2ᾳ Ἰουνίου 2016
Ε Γ Κ Υ Κ Λ Ι Ο Σ 2 9 7 7
Πρός
τό Χριστεπώνυμον Πλήρωμα
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἀγαπητοί Πατέρες καί ἀδελφοί,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ !
ἀσφαλῶς γνωρίζετε ὅτι αὐτόν τόν μήνα,

 

ἤτοι ἀπό 17 ἕως 26 Ἰουνίου, θά συνέλθει στήν Κρήτη ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῶν Ὀρθοδόξων κατά τόπους Ἐκκλησιῶν, ὕστερα ἀπό προετοιμασία πολλῶν ἐτῶν, γιά νά συσκεφθεῖ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καί νά φανερώσει τήν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, σέ ἐποχή πού ἡ τοπική καί παγκόσμια κοινωνία εἶναι γεμάτη ἀντιφάσεις καί ἀνταγωνισμούς. Ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας πού ἐξουσιοδοτήθηκε ἀπό τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, θέλει νά σᾶς ἐνημερώσει ὑπεύθυνα γιά τό σημαντικό αὐτό γεγονός.
 
Κατ' ἀρχάς τό ἐκκλησιαστικό πολίτευμα εἶναι συνοδικό καί ἱεραρχικό. Τό συνοδικό δηλώνει τήν ὕπαρξη πολλῶν ἀνθρώπων ἐπί τό αὐτό καί εἰς τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ συνηγμένων καί τό ἱεραρχικό δηλώνει ὅτι ὑπάρχει ἱεράρχησή τους, ἀνάλογα μέ τά χαρίσματα πού διαθέτουν. Σέ ὅλα τά ἐκκλησιαστικά ἐπίπεδα (Ἱερά Σύνοδος, Μητροπόλεις, Ἐνορίες, Μονές) λειτουργεῖ τό συνοδικό καί ἱεραρχικό πολίτευμα καί ἔτσι ἐκφράζεται ἡ ἀλήθεια τῆς πίστεως. Αὐτό φανερώνεται ἔντονα στήν θεία Εὐχαριστία, πού ἐκφράζει τόν τρόπο λειτουργίας τοῦ συνοδικοῦ πολιτεύματος, στόν ὁποῖον ὑπάρχει ὁ Ἐπίσκοπος ὡς Πρόεδρος τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως καί διδάσκαλος τῆς ἀληθείας, οἱ κληρικοί, οἱ μοναχοί καί οἱ λαϊκοί μέ τό ἰδιαίτερο χάρισμά τους ὁ καθένας. Ἔτσι λειτουργοῦν καί οἱ Σύνοδοι τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί οἱ Πανορθόδοξοι Σύνοδοι. Μέ τόν τρόπο αὐτόν δοξάζεται ὁ Τριαδικός Θεός.
 
Πολλά χρόνια οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες διαπίστωναν ὅτι εἶναι ἀναγκαῖο νά συγκληθεῖ ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος γιά νά ἐπιλυθοῦν διάφορα χρονίζοντα ἐκκλησιαστικά θέματα πού ἀπασχολοῦν τίς κατά τόπους Ἐκκλησίες. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πάντοτε διασκέπτεται συνοδικῶς γιά τήν λύση διαφόρων δογματικῶν, ἐκκλησιαστικῶν, κανονικῶν καί ποιμαντικῶν θεμάτων.
 
Στήν πρώτη χιλιετία τοῦ Χριστιανισμοῦ συνεκλήθησαν οἱ Τοπικές καί Οἰκουμενικές Σύνοδοι. Στήν δεύτερη χιλιετία ἐπίσης συνεκλήθησαν Μεγάλες Σύνοδοι, μέ οἰκουμενικό καί πανορθόδοξο χαρακτήρα, μέ σημαντικότερες τίς Συνόδους ἐπί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τίς μετέπειτα Συνόδους τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς. Στήν πραγματικότητα, «ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖται ὡς μία συνεχής Σύνοδος», ἄλλωστε αὐτό σημαίνει καί ἡ λέξη Ἐκκλησία. Ἔτσι, στή διαχρονική αὐτή πορεία τῆς συνοδικότητος χωρίς οὐσιαστική διακοπή καί ἐκκλησιαστικά χάσματα ἐντάσσεται καί ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Οἱ δεκατέσσερεις κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ὕστερα ἀπό πολλές προπαρασκευαστικές Συνοδικές Ἐπιτροπές, ἐπέλεξαν ὁμοφώνως νά ἀντιμετωπίσουν στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο ἕξι θέματα, ἤτοι: 1) «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον». 2) «Ἡ Ὀρθόδοξος Διασπορά». 3) «Τό Αὐτόνομον καί ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ». 4) «Τό μυστήριον τοῦ γάμου καί τά κωλύματα αὐτοῦ». 5) «Ἡ σπουδαιότης τῆς νηστείας καί ἡ τήρησις αὐτῆς σήμερον». 6) «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον».
 
Οἱ Ἐπιτροπές ἀπό ὅλες τίς Ἐκκλησίες ἑτοίμασαν τά κείμενα, ὑπογράφηκαν ἀπό τούς Προκαθημένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί σέ τελική μορφή τέθηκαν στίς Ἱεραρχίες τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν μέ τήν δυνατότητα νά προτείνουν διορθώσεις καί προσθῆκες, ὅπως ἐπιβάλλει τό Συνοδικό σύστημα τῆς Ἐκκλησίας.
 
Μέ τόν σκοπό αὐτό συνεκλήθη πρόσφατα ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τήν 24η καί 25η Μαΐου, γιά νά συζητήσει γιά τήν Ἀπόφαση καί Πρόταση τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, ὕστερα ἀπό ἀποσταλεῖσες προτάσεις Ἱεραρχῶν, κατόπιν τῆς προτροπῆς τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερωνύμου.
 
Ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μέ ἀπόλυτη πίστη στήν διδασκαλία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, καί μέ σεβασμό στό Συνοδικό πολίτευμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μελέτησε διεξοδικά τίς προτάσεις τῆς Διαρκοῦς Συνόδου, μίαν πρός μίαν, καί μέ πνεῦμα ὁμοψυχίας, ὑπευθυνότητας καί σοβαρότητας, μέ ὁμοφωνία στά περισσότερα σημεῖα καί ἀπόλυτη πλειοψηφία σέ ἄλλα, ἔκανε τίς διορθώσεις τῶν τεθέντων κειμένων καί ὅπου χρειάσθηκε ἔκανε καί προσθῆκες, ὥστε αὐτές νά εἶναι οἱ τελικές ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τά κείμενα αὐτά.
 
Οἱ διορθώσεις καί οἱ προσθῆκες πού εἶναι οὐσιαστικές καί συντονίζονται στήν διαχρονική ἐμπειρία καί παράδοση τῆς Ἐκκλησίας θά κατατεθοῦν στήν Πανορθόδοξη Γραμματεία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου στήν Κρήτη καί θά ὑποστηριχθοῦν ἀπό τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο γιά νά βελτιωθοῦν τά ἤδη ἐπεξεργασθέντα κείμενα ἀπό τούς Προκαθημένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί ἔτσι νά δοθεῖ μιά καλή ἐκκλησιαστική μαρτυρία πίστεως καί ἑνότητος στόν σύγχρονο κόσμο, συντονισμένη στήν ὅλη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀσφαλῶς, ἔγινε γνωστόν ὅτι ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος συζήτησε τά σοβαρά αὐτά θέματα μέ ὑπευθυνότητα, νηφαλιότητα καί γνώση. Τό σημαντικό ὅμως εἶναι ὅτι διαφύλαξε τήν ἑνότητά της. Ἀκούστηκαν οἱ ἀπόψεις πολλῶν Ἱεραρχῶν καί οἱ ἀποφάσεις ἦσαν σχεδόν ὁμόφωνες.
 
Ἐπειδή τό προηγούμενο χρονικό διάστημα ὑπῆρξε ἀνησυχία, ἐν πολλοῖς δικαιολογημένη, σέ πολλούς Κληρικούς, μοναχούς καί λαϊκούς, γιά τά κείμενα τά ὁποῖα θά συζητήσει ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, γι’ αὐτό συνιστοῦμε σέ ὅλους νά εἰρηνεύουν, γιατί πρῶτοι ἐμεῖς οἱ Ἱεράρχες ἔχουμε δώσει τήν ὁμολογία τῆς πίστεως κατά τήν χειροτονία μας γιά νά διασφαλίσουμε τήν Ἀποστολική καί Πατερική παρακαταθήκη πού παραλάβαμε καί ἀγρυπνοῦμε γιά τό ποίμνιό μας, γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί τόν ἔπαινο τῆς Ἐκκλησίας.
 
Εἶναι γνωστόν ὅτι ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος θά διεξαγάγει τίς ἐργασίες της ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἕως τήν Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων. Αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ Ἀρχιερεῖς καί οἱ λοιποί Κληρικοί καί λαϊκοί πού θά ἐκπροσωπήσουν τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος στήν Σύνοδο αὐτή, ὅπως θά τό κάνουν καί οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες, θά προσπαθήσουν νά ἐκφράσουν τήν ἐμπειρία καί τήν πίστη τοῦ μυστηρίου τῆς Πεντηκοστῆς καί τήν ὁμολογία τῶν Ἁγίων μας, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἡ συνέχεια τῆς Πεντηκοστῆς στήν ἱστορία.
 
Γι’ αὐτό παρακαλοῦμε τό χριστεπώνυμο πλήρωμα τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας μας νά προσεύχεται γιά ὅλους, ἰδιαιτέρως γιά τούς Ἐπισκόπους, Κληρικούς, μοναχούς καί λαϊκούς, οἱ ὁποῖοι θά παραβρεθοῦν στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, ὥστε νά δώσουν τήν καλή μαρτυρία τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας καί ἡ Σύνοδος αὐτή μέ τίς Ἀποφάσεις της νά ἀποδειχθεῖ πνευματικό ὁρόσημο στήν ἐκκλησιαστική μας ζωή.
 
† Ὁ Ἀθηνῶν Ι Ε Ρ Ω Ν Υ Μ Ο Σ, Πρόεδρος
† Ὁ Ἠλείας Γερμανός
† Ὁ Μαντινείας καί Κυνουρίας Ἀλέξανδρος
† Ὁ Ἄρτης Ἰγνάτιος
† Ὁ Λαρίσης καί Τυρνάβου Ἰγνάτιος
† Ὁ Νικαίας Ἀλέξιος
† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος
† Ὁ Σάμου καί Ἰκαρίας Εὐσέβιος
† Ὁ Καστορίας Σεραφείμ
† Ὁ Φλωρίνης, Πρεσπῶν καί Ἑορδαίας Θεόκλητος
† Ὁ Κασσανδρείας Νικόδημος
† Ὁ Σερρῶν καί Νιγρίτης Θεολόγος
† Ὁ Σιδηροκάστρου Μακάριος
Ὁ Ἀρχιγραμματεύς
† Ὁ Μεθώνης Κλήμης
 

mhtropoliths peirews serafeim 02

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ἀκτὴ Θεμιστοκλέους 190
185 39 ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ
Email
: impireos@hotmail.com 
Τηλ
. 210 4514833
Fax 210 4518476

 

Ἀριθμ. Πρωτ.528                                      

Ἐν Πειραιεῖ τὴ 23η Μαΐου 2016

 

Πρὸς τὸν Σεβασμιώτατον 
Μητροπολίτην
Κισινιὲφ 
καὶ
πάσης Μολδαυΐας
κ
.κ. Βλαδίμηρον
Εἰς
Κισινιέφ.

 

Σεβασμιώτατε Ἅγιε ἐν Χριστῷ Ἀδελφέ,

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!

Τὴν Ὑμετέραν Σεβασμιότητα ἀδελφικῶς ἐν Κυρίω κατασπαζόμενος μετὰ βαθυτάτων αἰσθημάτων ἀγάπης ἐν Χριστῷ ἀπευθύνω πρὸς Ὑμᾶς ἐκ προσώπου τοῦ εὐαγοῦς Κλήρου καὶ τοῦ φιλοχρίστου λαοῦ τῆς καθ’ ἠμᾶς Ἁγιωτάτης Μητροπόλεως τῆς ναυλόχου πόλεως τοῦ Πειραιῶς καὶ πρώτου λιμένος τῆς Ἑλλάδος, θερμὲς ἐόρτιες προσρήσεις ἐπὶ τὴ λαμπροφόρω Ἀναστάσει τοῦ Κυρίου.

Γνωστὸν τυγχάνει, ἅγιε ἐν Χριστῷ ἀδελφέ, τὸ πολυσχιδὲς καὶ ἐπίμοχθον ἔργον, τὸ ὁποῖον ἐπιτελεῖ ἡ Ὑμετέρα Σεπτὴ Σεβασμιότης τόσον διὰ τὸν εὐαγγελισμὸν τῶν μακράν τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως εὐρισκομένων, ὅσον καὶ διὰ τὸν ἐπιστηριγμόν, ὑλικὸν καὶ πνευματικόν, τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν ἐν τῆ Ὑμετέρα Θεοφρουρήτω ἐπαρχία, τῆ Ὀρθοδόξω Ἐκκλησία τῆς Μολδαυΐας, ἔργον διὰ τὸ ὁποῖον αἴνους καὶ δοξολογίαν ἀναπέμπομεν πρὸς τὸν ἅγιον Τριαδικὸν Θεόν. Ὠσαύτως γνωστὴ τυγχάνει ἡ ἐξ’ ἴσου πολύμοχθος μέριμνα καὶ φροντίδα, τὴν ὁποίαν καταβάλλετε διὰ τὴν περιφρούρησιν καὶ διαφύλαξιν τοῦ πιστοῦ λαοῦ τῆς Μολδαυΐας ἐκ τῶν ποικιλωνύμων αἱρέσεων, ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῦ ἀθεμίτου καὶ δολίου προσηλυτισμοῦ ἐκ τῆς δαιμονικῆς καὶ ἐπαράτου Οὐνίας. Μέσα στὰ πλαίσια τῆς φροντίδος αὐτῆς δὲν ἐφείσθητε κόπων καὶ δαπανῶν διὰ νὰ προσκαλέσετε ἐν τὴ Ὑμετέρα ἐπαρχία  ἐκ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος λογίους καὶ πνευματικοὺς ἄνδρες, ὅπως τὸν πρωτ. π. Γεώργιον Μεταλληνόν, τὸν πρωτ. π. Θεόδωρον Ζήσην καὶ τὸν κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη  καθηγητᾶς τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν Ἀθηνῶν καὶ Θεσσαλονίκης, ἐπὶ τῷ σκοπῶ τοῦ πνευματικοῦ καταρτισμοῦ καὶ τῆς περιφρουρήσεως ἐν τῆ Ὀρθοδόξω πίστει τοῦ πιστοῦ λαοῦ τῆς Μολδαυΐας. Νωπὴ ἀκόμη παραμένει στὴ μνήμη μας ἡ πρόσφατη ἐπίσκεψις, κατόπιν προσκλήσεώς σας, στὸ Κισινιὲβ τῆς Μολδαβίας τοῦ π. Θεόδωρου Ζήση, ὁ ὁποῖος  στὶς 21 καὶ 22 Ἰανουαρίου 2016, ὁμίλησε ἐνώπιον πολυπληθοῦς ἀκροατηρίου  2500 ἀτόμων περίπου διὰ τὸ κατ’ ἐξοχὴν φλέγον καὶ ἐπίκαιρο θέμα, τὴν μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ τὸν προσεχῆ Ἰούνιο στὴν Κρήτη  «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο».

Ἐν ὄψει τοῦ κορυφαίου αὐτοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος, ἡ καθ’ ἠμᾶς Ἱερὰ Μητρόπολις ἐν συνεργασία μετὰ τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων Γλυφάδας, Γόρτυνος καὶ Μεγαλοπόλεως, καὶ Κυθήρων, ὡς καὶ τῆς Συνάξεως Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν, συνδιοργάνωσε Θεολογικὴ - Ἐπιστημονικὴ Ἡμερίδα, μὲ θέμα: «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος: Μεγάλη προετοιμασία, χωρὶς προσδοκίες», ἡ ὁποία ἔλαβε χώρα τὴν Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016, στὸ Στάδιο Εἰρήνης καὶ Φιλίας, στὸ Νέο Φάληρο Πειραιῶς.

Τὴν Ἡμερίδα ἐτίμησαν μὲ τὴν παρουσία τοὺς Σεβασμιώτατοι Ἀρχιερεῖς, Καθηγούμενοι καὶ Γερόντισσες Ἱερῶν Μονῶν, ἁγιορεῖτες Πατέρες, κληρικοί, πρόεδροι Χριστιανικῶν Σωματείων καὶ Ὀργανώσεων, Καθηγητὲς Θεολογικῶν Σχολῶν καὶ Θεολόγοι καὶ γύρω στοὺς χίλιους πιστούς. Ἡ Ἐπιστημονικὴ Ἐπιτροπή, ἀποτελοῦνταν ἀπὸ α) τὴν ἐλαχιστότητά μου, β) τὸν Αἰδεμιολογιώτατο πρωτοπρεσβύτερο π. Γεώργιο Μεταλληνό, Ὁμότιμο Καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, γ) τὸν Αἰδεσιμολογιώτατο πρωτοπρεσβύτερο π. Θεόδωρο Ζήση, Ὁμότιμο Καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. δ) τὸν Πανοσιολογιώτατο Ἀρχιμανδρίτη π. Ἀθανάσιο Ἀναστασίου, Προηγούμενο τῆς Ι. Μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, καὶ ε) τὸν ἐλλογιμώτατο Καθηγητὴ τῆς Δογματικῆς της Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη. Στὴν Ἡμερίδα παρέστησαν καὶ ἀπηύθυναν χαιρετισμὸ ὁ Ἐπίσκοπος Μπαντσὲν κ. Λογγίνος τῆς Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ προϊστάμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας Ἁγίου Ὅρους π. Σάββας. Ἐπίσης, ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Λόβετς τῆς Βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας κ. Γαβριὴλ ἐκπροσωπήθηκε ἀπὸ τὸν Αἰδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Ματθαῖο Βουλκανέσκου, κληρικὸ τῆς καθ’ Ἠμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, ὁ ὁποῖος καὶ ἀνέγνωσε τὸν χαιρετισμό του.

Τὸ γενικὸ θέμα τῆς Ἡμερίδος ἀναπτύχθηκε σὲ τέσσερις Συνεδρίες: Ἀπὸ τὴν ἐλαχιστότητά μου καὶ τοὺς εἰσηγητὲς Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἰερόθεο, Γλυφάδας κ. Παῦλο, Κυθήρων κ. Σεραφείμ, καὶ Γόρτυνος καὶ Μεγαλοπόλεως κ. Ἱερεμία, τοὺς ὁμοτίμους πανεπιστημιακοὺς καθηγητές, Αἰδεσιμολογιωτάτους πρωτοπρεσβυτέρους π. Γεώργιο Μεταλληνὸ καὶ π. Θεόδωρο Ζήση, τὸν κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη, τοὺς Πανοσιολογιωτάτους Ἀρχιμανδρίτες π. Σαράντη Σαράντο, Διδάκτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, καὶ τὸν π. Ἀθανάσιο Ἀναστασίου, τοὺς Αἰδεσιμολογιωτάτους πρωτοπρεσβυτέρους π. Πέτρο Heers, Διδάκτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ., καὶ π. Ἀναστάσιο Γκοτσόπουλο, (Μr Θεολογίας), ἐφημέριο του Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Νικολάου Πατρών, τὸν Πανοσιολογιώτατο Ἀρχιμανδρίτη π. Παῦλο Δημητρακόπουλο, (Μr. Θεολογίας), Διευθυντὴ τοῦ Γραφείου ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων καὶ τῶν Παραθρησκειῶν τῆς καθ’ Ἠμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, τὸν ἐλλογιμώτατο κ. Σταῦρο Μποζοβίτη, Θεολόγο –Συγγραφέα, μέλος τῆς Ἀδελφότητος Θεολόγων ὁ «Σωτήρ», καὶ τὸν Αἰδεσιμολογιώτατο πρωτοπρεσβύτερο π. Ἄγγελο Ἀγγελακόπουλο, (Μr Θεολογίας), ἐφημέριο του Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως τῆς καθ’ Ἠμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως.

Ἀπὸ τὶς εἰσηγήσεις καὶ τὸν ἐπακολουθήσαντα διάλογο προέκυψε καὶ ἐγκρίθηκε ὁμοφώνως τὸ παρακάτω Ψήφισμα-Πόρισμα:

1) Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μᾶς εἶναι καρπὸς τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως, ἐμπειρία τῆς Πεντηκοστῆς. Δὲν νοεῖται Ἐκκλησία χωρὶς Θεολογία καὶ δὲν νοεῖται Θεολογία ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία ἐξέφρασαν οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Πατέρες καὶ οἱ ἅγιες Σύνοδοι. Ὅταν μία Σύνοδος δὲν θεολογεῖ ὀρθοδόξως, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι γνήσια Ὀρθόδοξη Σύνοδος, ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὸ Ὀρθόδοξο πλήρωμα. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ συμβεῖ, ὅταν οἱ συμμετέχοντες στὴ Σύνοδο δὲν ἔχουν τὴν πείρα τῶν θεουμένων Πατέρων, ἢ τουλάχιστον δὲν ἀκολουθοῦν αὐτούς, χωρὶς νὰ τοὺς παρερμηνεύουν. Στὴν περίπτωση αὐτὴ τὰ συνοδικὰ μέλη διατυπώνουν κακόδοξες διδασκαλίες, ἢ ἐπηρεάζονται ἀπὸ πολιτικές, ἢ ἄλλες σκοπιμότητες. Ἡ σύγχρονη ἐκκλησιαστικὴ πραγματικότητα ἀπέδειξε ὅτι σήμερα πολλὰ ὑψηλὰ ἱστάμενα πρόσωπα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας ἐπηρεάζονται, ὡς μὴ ὄφειλε, ἀπὸ πολιτικοὺς παράγοντες. Σὲ πολλές, ἐπίσης, περιπτώσεις δημιουργοῦνται, στὶς ἐνδοεκκλησιαστικὲς σχέσεις, ἀντιπαλότητες, ἢ κυριαρχοῦν ἐθνικιστικὲς καὶ πολιτικὲς σκοπιμότητες.

2) Μετὰ ἀπὸ μιὰ μακρὰ ἱστορία προετοιμασίας τῆς συγκλήσεως τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου», ἐνενήντα τριῶν ἐτῶν, διαπιστώνουμε, ἀπὸ τὴν θεματολογία, τὰ προσυνοδικὰ κείμενα καὶ τὶς δηλώσεις τῶν διοργανωτῶν, ὅτι ὑπάρχει μεγάλο ἔλλειμμα Συνοδικότητος, ἔλλειμμα θεολογικῆς πληρότητος, σαφήνειας καὶ ἀκρίβειας τῶν πρὸς συζήτηση κειμένων καὶ ἀκόμη μεγαλύτερο ἔλλειμμα ὡς πρὸς τὴν θεολογικὴ ὀρθότητα, μὲ τὴν ὁποία αὐτὰ εἶναι διατυπωμένα. Πιὸ συγκεκριμένα :

3) Ἡ μὴ συμμετοχὴ ὅλων τῶν ἐπισκόπων στὴν μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ Σύνοδο, ἀλλὰ μόνο εἰκοσιτεσσάρων ἀπὸ κάθε Τοπικὴ Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία, εἶναι ξένη πρὸς τὴν Κανονικὴ καὶ Συνοδική μας Παράδοση. Τὰ ὑπάρχοντα ἱστορικὰ στοιχεῖα μαρτυροῦν, ὄχι ἀντιπροσώπευση, ἀλλὰ τὴν μεγαλύτερη δυνατὴ συμμετοχὴ ἐπισκόπων ἀπὸ ὅλες τὶς ἐπαρχίες τῆς ἀνὰ τὴν Οἰκουμένην Ἐκκλησίας. Ἐπίσης, ὁ μὴ χαρακτηρισμός της ὡς Οἰκουμενικῆς, μὲ τὸν ἀπαράδεκτο ἰσχυρισμὸ ὅτι δὲν μποροῦν νὰ συμμετάσχουν σ’ αὐτὴν οἱ «χριστιανοὶ τῆς Δύσεως», ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τοὺς ἁγίους Πατέρες, οἱ ὁποῖοι συγκροτοῦσαν τὶς Ἅγιες Συνόδους ἐρήμην τῶν αἱρετικῶν. Κατ’ ἀκολουθίαν εἶναι ἀπαράδεκτο οἱ διοργανωτές της νὰ ἔχουν τὴν ἀξίωση τὸ κύρος της νὰ εἶναι ἰσοδύναμο καὶ ἰσάξιο μὲ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Ἀλλά, οὔτε καὶ Πανορθόδοξος μπορεῖ νὰ ἀποκληθεῖ ἡ ἐν λόγω Σύνοδος, διότι προφανῶς ἀποκλείεται ἡ συμμετοχὴ ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων.

Ἐξ ἴσου ἀμάρτυρο στὴν Ἐκκλησιαστικὴ καὶ Κανονική μας Παράδοση, καὶ γι’ αὐτὸ ἀπαράδεκτο, εἶναι τὸ σχῆμα: μία ψῆφος-μία Ἐκκλησία, μὲ ἀπαραίτητη τὴν ὁμοφωνία ὅλων τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Ὁ κάθε ἐπίσκοπος δικαιοῦται νὰ ἔχει δική του ψῆφο καὶ στὶς ἀποφάσεις τῶν μὴ δογματικῶν θεμάτων νὰ ἰσχύσει ἡ ἀρχή: «ἡ ψῆφος τῶν πλειόνων κρατείτω». Ἀπαράδεκτο θεωροῦμε, ἐπίσης, τὸ νὰ προαποφασίζονται τὰ θέματα καὶ ὁ τρόπος ὀργανώσεως τῆς Συνόδου, χωρὶς τὸ κυρίαρχο σῶμα τῶν κατὰ τόπους Ἱεραρχιῶν τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν νὰ ἔχει ἐκφράσει συνοδικῶς τὴν ἐπὶ τῶν θεμάτων αὐτῶν τοποθέτησή του.

4) Οἱ μέχρι τώρα γενόμενοι Διαχριστιανικοὶ Διάλογοι τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὴν Ἑτεροδοξία κατέληξαν σὲ τραγικὴ ἀποτυχία, τὴν ὁποία ὁμολογοῦν σήμερα καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι οἱ πρωτεργάτες τους. Ἡ δῆθεν προσφερομένη βοήθεια μέσω τῶν Διαλόγων γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν Ἑτεροδόξων στὴν ἐν Χριστῷ ἀλήθεια καὶ τὴν Ὀρθοδοξία διαψεύδεται καὶ ἀποδεικνύεται ἀνύπαρκτη. Τελικά, οἱ Διάλογοι ἐξυπηρέτησαν καὶ προώθησαν τοὺς στόχους τῆς ἀντιχρίστου λεγομένης «Νέας Ἐποχῆς» καὶ τῆς Παγκοσμιοποιήσεως. Ἕνα σημαντικὸ κενό, ποῦ παρουσιάζουν τὰ πρὸς συζήτηση στὴ μέλλουσα Σύνοδο προσυνοδικὰ κείμενα, εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι παραδόξως ἀπουσιάζει σ’ αὐτὰ ἡ κριτικὴ ἀξιολόγηση τῆς μέχρι σήμερα πορείας τόσο τῶν διμερῶν Θεολογικῶν Διαλόγων μεταξύ της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῶν λοιπῶν χριστιανικῶν κοινοτήτων, ὅσο καὶ τῆς συμμετοχῆς της στὴν Οἰκουμενι(στι)κὴ Κίνηση καὶ τὸ λεγόμενο «Π.Σ.Ε.», ἡ ὁποία ὑπῆρχε στὰ κείμενα τῆς Γ΄ Προσυνοδικῆς Διασκέψεως.

5) Τὸ προσυνοδικὸ κείμενο μὲ τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον» παρουσιάζει κατὰ συρροὴ τὴν θεολογικὴ ἀσυνέπεια, ἢ καὶ ἀντίφαση. Ἔτσι, τὸ ἄρθρο 1 διακηρύσσει τὴν ἐκκλησιαστικὴ αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας, θεωρώντας τὴν –πολὺ σωστὰ– ὡς τὴν «Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία». Ὅμως, στὸ ἄρθρο 6 παρουσιάζει μία ἀντιφατικὴ πρὸς τὸ παραπάνω ἄρθρο (1) διατύπωση. Σημειώνεται χαρακτηριστικὰ ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν μὴ εὐρισκομένων ἐν κοινωνία μετ' αὐτῆς». Ἐδῶ γεννᾶται τὸ εὔλογο θεολογικὸ ἐρώτημα: Ἂν ἡ Ἐκκλησία εἶναι «ΜΙΑ», κατὰ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως καὶ τὴν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας (ἄρθρ. 1), τότε, πῶς γίνεται λόγος γιὰ ἄλλες Χριστιανικὲς Ἐκκλησίες; Εἶναι προφανὲς ὅτι αὐτὲς οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες εἶναι ἑτερόδοξες. Οἱ ἑτερόδοξες, ὅμως, «Ἐκκλησίες» δὲν μποροῦν νὰ κατονομάζονται καθόλου ὡς «Ἐκκλησίες» ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους, ἐπειδή, δογματικῶς θεωρούμενα τὰ πράγματα, δὲν μπορεῖ νὰ γίνεται λόγος γιὰ πολλότητα «Ἐκκλησιῶν», μὲ διαφορετικὰ δόγματα καὶ μάλιστα σὲ πολλὰ θεολογικὰ θέματα. Κατὰ συνέπεια, ἐνόσο οἱ «Ἐκκλησίες» αὐτὲς παραμένουν ἀμετακίνητες στὶς κακοδοξίες τῆς πίστεώς τους, δὲν εἶναι θεολογικὰ ὀρθὸ νὰ τοὺς ἀναγνωρίζουμε –καὶ μάλιστα θεσμικὰ– ἐκκλησιαστικότητα, ἐκτός της «Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας».  

Στὸ ἴδιο ἄρθρο (6) ὑπάρχει καὶ δεύτερη σοβαρὴ θεολογικὴ ἀντίφαση. Στὴν ἀρχὴ τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ σημειώνεται τὸ ἑξῆς: «Κατὰ τὴν ὀντολογικὴν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νὰ διαταραχθῆ». Στὸ τέλος, ὅμως, τοῦ ἴδιου ἄρθρου γράφεται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, μὲ τὴν συμμετοχή της στὴν Οἰκουμενι(στι)κὴ Κίνηση, ἔχει ὡς «ἀντικειμενικὸν σκοπὸν τὴν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρὸς τὴν ἑνότητα». Ἐδῶ τίθεται τὸ ἐρώτημα: Ἐφόσον ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δεδομένη, τότε τί εἴδους ἑνότητα Ἐκκλησιῶν ἀναζητεῖται στὸ πλαίσιο τῆς Οἰκουμενι(στι)κῆς Κινήσεως; Μήπως ὑπονοεῖται ἡ ἐπιστροφὴ τῶν δυτικῶν χριστιανῶν στὴ ΜΙΑ καὶ μόνη Ἐκκλησία; Κάτι τέτοιο, ὅμως, δὲν διαφαίνεται ἀπὸ τὸ γράμμα καὶ τὸ πνεῦμα συνόλου τοῦ Κειμένου. Ἀντίθετα, μάλιστα, δίνεται ἡ ἐντύπωση ὅτι ὑπάρχει δεδομένη διαίρεση στὴν Ἐκκλησία καὶ οἱ προοπτικὲς τῶν διαλεγομένων ἀποβλέπουν στὴν διασπασθεῖσα ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.

6) Τὸ ὡς ἄνω κείμενο κινεῖται στὰ πλαίσια τῆς νέας οἰκουμενιστικῆς Ἐκκλησιολογίας,ἡ ὁποία ἔχει ἐκφραστεῖ ἤδη κατὰ τὴν Β΄ Βατικανὴ ψευδοσύνοδο. Αὐτὴ ἡ νέα Ἐκκλησιολογία ἔχει ὡς βάση τὴν ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος ὅλων τῶν χριστιανικῶν αἱρέσεων, (βαπτισματική θεολογία). Οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου, προκειμένου νὰ προσδώσουν κανονικὴ ἐγκυρότητα καὶ συνοδικὴ νομιμότητα στὴν κακόδοξη αὐτὴ Ἐκκλησιολογία, ἐπικαλοῦνται τὸν 7ο Ἱερὸ Κανόνα τῆς Β΄ Ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τὸν 95ο τῆς ΣΤ΄ Ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὡστόσο, οἱ ἐν λόγω Ἱεροὶ Κανόνες ρυθμίζουν μόνο τὸν τρόπο εἰσδοχῆς στὴν Ἐκκλησία τῶν μετανοημένων αἱρετικῶν καὶ δὲν ἀναφέρονται καθόλου στὸ «ἐκκλησιαστικὸ status» τῶν αἱρέσεων, οὔτε στὴ διαδικασία διαλόγου τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν αἵρεση. Οὔτε, ἀσφαλῶς, ὑπονοοῦν τὸ «ὑποστατὸν» τῶν μυστηρίων τῶν ἑτεροδόξων, οὔτε ὅτι οἱ αἱρέσεις παρέχουν σώζουσα Θεία Χάρη. Οὐδέποτε ἡ Ἐκκλησία ἀναγνώρισε καὶ διεκήρυξε ἐκκλησιαστικότητα στὴν πλάνη καὶ στὴν αἵρεση. Ἡ «μερὶς τῶν σωζομένων», γιὰ τὴν ὁποία μιλοῦν οἱ ἐν λόγω Ἱεροὶ Κανόνες, βρίσκεται μόνο στὴν Ὀρθοδοξία καὶ ὄχι στὴν αἵρεση.

Ἡ οἰκονομία, ποῦ εἰσηγοῦνται οἱ παραπάνω Κανόνες, δὲν μπορεῖ νὰ ἐφαρμοστεῖ στοὺς Δυτικοὺς (Παπικοὺς καὶ Προτεστάντες), γιατί στεροῦνται τὶς θεολογικὲς προϋποθέσεις καὶ τὰ κριτήρια, ποῦ θέτουν οἱ συγκεκριμένοι Κανόνες. Καί, ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει οἰκονομία στὴν δογματικὴ αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ Δυτικοὶ καλοῦνται νὰ ἀρνηθοῦν τὶς αἱρέσεις τους, νὰ τὶς ἀναθεματίσουν, νὰ ἐγκαταλείψουν τὶς Θρησκευτικὲς Κοινότητές τους, νὰ κατηχηθοῦν καὶ νὰ ζητήσουν ἐν μετανοία τὴν διὰ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος ἔνταξή τους στὴν Ἐκκλησία.

7) Τὸ ἴδιο, ὡς ἄνω, κείμενο πουθενὰ δὲν ἀναφέρεται σὲ κακοδοξίες ἢ πλάνες, τὶς ὁποῖες νὰ προσδιορίζει συγκεκριμένα, ὡσὰν τὸ πνεῦμα τῆς πλάνης νὰ μὴν δραστηριοποιεῖται πλέον σήμερα. Τὸ κείμενο δὲν ἐπισημαίνει καμμία αἵρεση καὶ καμμία διαστροφὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας καὶ ζωῆς στὸν ἐκτός της Ὀρθοδοξίας εὑρισκόμενο χριστιανικὸ κόσμο. Ἀντίθετα, οἱ κακόδοξες καὶ αἱρετικὲς παρεκκλίσεις ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν Ἁγίων καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων χαρακτηρίζονται «παραδεδομένες θεολογικὲς διαφορὲς ἢ τυχὸν νέες διαφοροποιήσεις» (§ 11), τὶς ὁποῖες καλοῦνται ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ἡ ἑτεροδοξία νὰ «ὑπερβοῦν» (§ 11). Τὸ ζητούμενο γιὰ τοὺς συντάκτες εἶναι ἡ ἑνότητα τῶν «Ἐκκλησιῶν», καὶ ὄχι ἡ ἑνότητα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ὑπάρχει πουθενὰ πρόσκληση σὲ μετάνοια καὶ σὲ ἄρνηση καὶ καταδίκη τῶν πλανῶν καὶ ἐτεροδιδασκαλιῶν, ποῦ παρεισέφρησαν στὴ ζωὴ τῶν αἱρετικῶν αὐτῶν Κοινοτήτων.

8) Τὸ ὡς ἄνω κείμενο κάνει ἐκτεταμένη ἀναφορὰ στὸ λεγόμενο «Π.Σ.Ε.» (§§ 16-21) καὶ ἀποτιμᾶ θετικὰ τὴν συμβολή του στὴν Οἰκουμενι(στι)κὴ Κίνηση, ἐπισημαίνοντας τὴν πλήρη καὶ ἰσότιμη συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σ’ αὐτὴν καὶ τὴν συμβολὴ τους «εἰς τὴν μαρτυρίαν τῆς ἀληθείας καὶ τὴν προαγωγὴν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν» (§ 17). Ὡστόσο, ἡ εἰκόνα, ποῦ μᾶς δίδει τὸ κείμενο σχετικὰ μὲ τὸ «Π.Σ.Ε.», εἶναι ψευδὴς καὶ ἐπίπλαστη. Κατ’ ἀρχήν, αὐτὴ καθ’ ἑαυτὴν ἡ ἔνταξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σ’ ἕναν ὀργανισμό, ποῦ ἐμφανίζεται ὡς ὑπερεκκλησία, καὶ ἡ συνύπαρξη καὶ συνεργασία της μὲ τὴν αἵρεση, συνιστᾶ παραβίαση τῆς κανονικῆς τάξεώς της καὶ ἀθέτηση τῆς ἐκκλησιολογικῆς αὐτοσυνειδησίας της. Ἡ θεολογικὴ ταυτότητα τοῦ «Π.Σ.Ε.» εἶναι σαφῶς προτεσταντική. Ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δὲν ἔγινε μέχρι σήμερα δεκτὴ στὸ σύνολό της ἀπὸ τὶς προτεσταντικὲς αἱρέσεις τοῦ «Π.Σ.Ε.», ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν 70ετή ἱστορία του. Ὅλα δείχνουν ὅτι τὸ ἐπιδιωκόμενο στὸ «Π.Σ.Ε.» εἶναι ἡ ὁμογενοποίηση τῶν «ὁμολογιῶν»-μελῶν τοῦ μέσω ἑνὸς μακροχρονίου συμφυρμοῦ. Τὸ κείμενο ἀποκρύπτει τὴν πραγματικὴ εἰκόνα τῶν μέχρι σήμερα γενομένων Διαλόγων μὲ τὶς προτεσταντικὲς αἱρέσεις-μέλη τοῦ «Π.Σ.Ε.» καὶ τὸ ἀδιέξοδο, στὸ ὁποῖο αὐτοὶ ἔχουν φθάσει σήμερα. Πέραν τούτου, δὲν καταδικάζονται τὰ ἀπαράδεκτα ἀπὸ Ὀρθοδόξου ἀπόψεως κοινὰ κείμενα τῶν Γενικῶν Συνελεύσεων τοῦ «Π.Σ.Ε.», (π.χ. Πόρτο Ἀλέγκρε, Πουσάν κ.λ.π.) καὶ ἐπιπλέον ἀποσιωπῶνται πλεῖστα ὅσα ἐκφυλιστικὰ φαινόμενα, τὰ ὁποῖα συναντοῦμε σ’ αὐτό, ὅπως «Λειτουργία τῆς Λίμα», intercommunion, διαθρησκειακὲς συμπροσευχές, χειροτονία γυναικών, περιεκτικὴ γλώσσα, ἀποδοχὴ τοῦ σοδομισμοῦ ἀπὸ πολλὲς αἱρέσεις κλπ.

9) Ἡ ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου τὸ 1924 ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἦταν μονομερὴς καὶ πραξικοπηματικὴ ἐνέργεια, γιατί δὲν ἔγινε μὲ πανορθόδοξη ἀπόφαση. Διέσπασε τὴν λειτουργικὴ ἑνότητα μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ προκάλεσε σχίσματα καὶ διαιρέσεις μεταξὺ τῶν πιστῶν. Στὴν ἀλλαγὴ συνήργησαν καὶ ὤθησαν ἑτερόδοξες «ὁμολογίες» καὶ μυστικὲς ἑταιρεῖες, μέσω τοῦ Πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη. Ἦταν προσμονὴ ὅλων καὶ δέσμευση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει Σύνοδος νὰ συζητήσει καὶ νὰ ἐπιλύσει τὸ θέμα. Δυστυχῶς, κατὰ τὴν μακρὰ προσυνοδικὴ διαδικασία Παπικοὶ καὶ Προτεστάντες ἔθεσαν στοὺς Ὀρθοδόξους νέο θέμα, τὸν «κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα», μὲ συνέπεια νὰ στραφεῖ πρὸς τὰ ἐκεῖ τὸ ἐνδιαφέρον καὶ νὰ ἀτονήσει ἡ συζήτηση γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ τραύματος τῆς λειτουργικῆς ἑνότητος στὸν ἑορτασμὸ τῶν ἀκινήτων ἑορτῶν, ποῦ προκλήθηκε χωρὶς λόγο καὶ ποιμαντικὴ ἀνάγκη. Στὴν τελικὴ φάση τῆς Συνόδου καὶ χωρὶς συνοδικὲς ἀποφάσεις τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν τὸ θέμα τοῦ Ἡμερολογίου ἀποσύρθηκε ἀπὸ τὸν κατάλογο τῶν θεμάτων, ἐνῶ ἦταν τὸ κατ' ἐξοχὴν ἐπεῖγον καὶ φλέγον θέμα.

10) Ἡ ἱστορία τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων μᾶς βεβαιώνει ὅτι αὐτὲς συγκαλοῦνταν κάθε φορᾶ, ποῦ κάποια αἵρεση ἀπειλοῦσε τὴν ἁγιοπνευματικὴ ἐμπειρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀληθείας καὶ τὴν ἔκφρασή της ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα. Ἀντίθετα, ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει Σύνοδος συγκαλεῖται, ὄχι γιὰ νὰ ὁριοθετήσει τὴν πίστη ἔναντι τῆς αἱρέσεως, ἀλλὰ γιὰ νὰ παράσχει θεσμικὴ ἀναγνώριση καὶ νομιμοποίηση τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν στηρίζεται στὴν ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀλλὰ ἀντίθετα τὴν ὑποβαθμίζει καὶ τὴν ὑποτιμᾶ, τὴν περιθωριοποιεῖ καὶ τὴν παραβλέπει. Ἡ συνολικὴ διαδικασία, ἡ προπαρασκευὴ καὶ ἡ θεματολογία τῆς Συνόδου εἶναι ἀποτέλεσμα ἐπιβολῆς μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς ὀλιγαρχίας, ποῦ ἐκφράζει μιὰ ἀκαδημαϊκή, ἀποστεωμένη, ἄνευρη καὶ ἀπνευμάτιστη θεολογία, ἀποκομμένη ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα. Ἔσχατος κριτὴς τῆς ὀρθότητας καὶ τῆς ἐγκυρότητας τῶν ἀποφάσεων τῶν Συνόδων εἶναι τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ κληρικοί, οἱ μοναχοὶ καὶ ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος, μὲ τὴν γρηγοροῦσα ἐκκλησιαστικὴ καὶ δογματική του συνείδηση, ἐπικυρώνει ἢ ἀπορρίπτει τὶς ἀποφάσεις τους. Ὅμως, στὴν μέλλουσα Σύνοδο ἀπουσιάζει παντελῶς αὐτὴ ἡ σημαντικὴ παράμετρος, ἐπειδὴ ἐκφράστηκε ἐπισήμως ὅτι φορέας τῆς ἐγκυρότητας τῶν ἀποφάσεών της θὰ εἶναι ἡ Συνοδικότητα καὶ ὄχι τὸ Ὀρθόδοξο Πλήρωμα.

11) Μιὰ ἄλλη βασικὴ προϋπόθεση γνησιότητας τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου» εἶναι ἡ ἀναγνώριση ὑπ’ αὐτῆς ὡς Οἰκουμενικῶν τῶν θεωρουμένων ὡς τοιούτων στὴ συνείδηση τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματός τῆς Η΄ (879-880) ἐπὶ ἱεροῦ Φωτίου τοῦ Μεγάλου καὶ τῆς Θ΄ (1351) ἐπὶ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ συγκληθεισῶν, οἱ ὁποῖες ἔχουν ὅλα τὰ στοιχεῖα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ ἔχουν καταδικάσει τὶς αἱρετικὲς κακοδοξίες τοῦ Παπισμοῦ. Ἀλλά, τέτοιο ἐνδεχόμενο δὲν προκύπτει ἀπὸ τὴν θεματολογία καὶ τὰ προσυνοδικὰ κείμενα.

12) Ἡ ὀρθόδοξη νηστεία εἶναι τόσο ἑδραιωμένη στὴ συνείδηση τῶν ὀρθοδόξων ποιμένων καὶ τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ, ὥστε δὲν χρειάζεται καμμία σύντμηση, ἢ προσαρμογή. Οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀνάγκη νὰ ἀποκτήσουν περισσότερο ὀρθόδοξη παιδεία καὶ ἀσκητικὸ φρόνημα, γιὰ νὰ μπορέσουν, μὲ τὸ παράδειγμά τους καὶ τὸν ἀσύλληπτο πλοῦτο τῆς ἁγιοπατερικῆς γραμματείας, νὰ διδάξουν διακριτικὰ τὸ ποίμνιό τους. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἐφαρμόζει χριστοφιλανθρωπότατα σὲ ὅλα τὰ μήκη καὶ πλάτη τῆς Οἰκουμένης τὴν οἰκονομία σὲ ὅλο τὸ μεγαλεῖο της. Εἶναι τόσα πολλὰ τὰ κείμενα περὶ νηστείας ὅλων τῶν ἁγίων Πατέρων, ποῦ ἀναλύουν τὶς παθοκτόνες καὶ σωτήριες παραμέτρους της, ὥστε δὲν ἀξίζει ὁ εὐτελισμός, ποῦ ὑφίσταται ἀπὸ τὴν μινιμαλιστικὴ νοοτροπία τῶν μεταπατερικῶν ἀνανεωτῶν, οἱ ὁποῖοι κόπτονται γιὰ τὸν σύγχρονο κόσμο. Ἂν ἡ μέλλουσα Σύνοδος ἐπιβάλει νέες μεταρρυθμίσεις ἡμερῶν τῆς νηστείας καὶ τροφῶν, θὰ μιμηθεῖ τὸν ὁλοκληρωτισμό, ποῦ χαρακτηρίζει τὸ Κανονικὸ Δίκαιό του Παπισμοῦ, τὸ ὁποῖο καθορίζει θεσμικὰ καὶ ἀσφυκτικὰ ἀκόμα καὶ τὴν οἰκονομία.

13) Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ 20ού αἰῶνος ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἐκφυλλίζεται καὶ μεταλλάσσεται σὲ πανθρησκειακὸ ὅραμα. Οἱ ἀτελείωτες διαθρησκειακὲς συναντήσεις καὶ συμπροσευχὲς Ὀρθοδόξων μὲ ἡγέτες θρησκειῶν τοῦ κόσμου (π.χ. Ἀσίζη) μαρτυροῦν ὅτι ἀπώτερος στόχος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ἡ συνένωση τῶν θρησκειῶν σὲ ἕνα τερατῶδες σχῆμα, τὴν ἐφιαλτικὴ Πανθρησκεία, ἡ ὁποία ἐπιδιώκει νὰ ἐκμηδενίσει τὴ σώζουσα ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ διαθρησκειακὴ συνεργασία μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες εἶναι ἀδύνατον νὰ δικαιωθεῖ, οὔτε νὰ θεμελιωθεῖ στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Πατερικὴ Θεολογία. Ὁ θεόπνευστος λόγος τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου εἶναι ξεκάθαρος: «Μὴ γίνεσθε ἐτεροζυγοῦντες ἀπίστοις. Τὶς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνη καὶ ἀνομία; Τὶς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος»; (Β΄ Κορ.6,14).Ἐπίσης, τὸ ἰδανικό της εἰρηνικῆς συνυπάρξεως, τὸ ὁποῖο κατὰ κόρον προβλήθηκε στοὺς Διαθρησκειακοὺς Διαλόγους, καθίσταται ἀδύνατο, διότι ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, «εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν καὶ ὑμᾶς διώξουσιν» (Ἰω. 15, 20), καὶ μὲ τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται» (Β΄ Τίμ. 3, 14). Οἱ μετέχοντες στοὺς μέχρι τώρα γενομένους Διαλόγους δὲν μπόρεσαν, δυστυχῶς, νὰ μεταφέρουν ἀνόθευτη τὴν Ὀρθόδοξη χριστιανικὴ διδασκαλία, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ προσελκύσουν ἔστω καὶ ἕναν ἀλλόθρησκο στὴν Ὀρθοδοξία. Ἀντίθετα, μάλιστα ἔφθασαν στὸ ἀξιοθρήνητο κατάντημα νὰ παρασυρθοῦν σὲ πλάνες καὶ αἱρέσεις καὶ νὰ διατυπώνουν βλάσφημες δηλώσεις, σκανδαλίζοντας τὸν πιστὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, παρασύροντας στὴν πλάνη τοὺς ἀσθενεῖς στὴν πίστη καὶ προκαλώντας ἔτσι μεγίστη πνευματικὴ φθορὰ καὶ διάβρωση τοῦ Ὀρθοδόξου φρονήματος. Παρὰ τὴν πληθώρα τῶν μέχρι τώρα γενομένων Διαλόγων, ὁ ἰσλαμικὸς φανατισμός, ὄχι μόνο δὲν καταστέλλεται, ἀλλὰ γιγαντώνεται ὅλο καὶ περισσότερο.

14) Οἱ ἀγῶνες τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μαζὶ μὲ τοὺς ἀγῶνες τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, θὰ πρέπει νὰ μᾶς ἐμπνέουν καὶ νὰ μᾶς ὁδηγοῦν στὴν διαφύλαξη τῆς πολύτιμης παρακαταθήκης μας. Ἀπόπειρα νοθεύσεως τῆς μωσαϊκῆς θρησκείας παρατηροῦμε καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅπου, στὴν ἀρχὴ χαναανϊτικὰ καὶ ἀργότερα βαβυλωνιακὰ καὶ αἰγυπτιακὰ στοιχεῖα ἀπειλοῦσαν νὰ νοθεύσουν τὴν πίστη στὸν Ἕνα Θεό. Μεγάλοι ἄνδρες, (Προφῆτες, βασιλεῖς, πολιτικοὶ ἄρχοντες, κλπ.) ἀγωνίστηκαν μὲ σθένος γιὰ τὴν διαφύλαξη τῆς καθαρῆς μωσαϊκῆς θρησκείας. Ἰδιαιτέρως ἀγωνίστηκαν κατὰ τῶν διαφόρων ψευδοπροφητῶν, οἱ ὁποῖοι ἀναφαίνονταν κατὰ καιρούς.

Συνοψίζοντας τὰ παραπάνω, συμπεραίνουμε ὅτι ἡ μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος» δὲν θὰ εἶναι οὔτε Μεγάλη, οὔτε Ἁγία, διότι, μὲ βάση τὰ μέχρι σήμερα δεδομένα, δὲν προκύπτει ὅτι αὐτὴ θὰ εἶναι σύμφωνη μὲ τὴν Συνοδικὴ καὶ Κανονικὴ Παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅτι θὰ λειτουργήσει ὄντως ὡς γνήσια συνέχεια τῶν ἀρχαίων μεγάλων Ἁγίων Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων. Ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο εἶναι διατυπωμένα τὰ δογματικοῦ χαρακτῆρος προσυνοδικὰ κείμενα, δὲν ἀφήνουν κανένα περιθώριο ἀμφιβολίας, ὅτι ἡ ἐν λόγω Σύνοδος ἀποσκοπεῖ νὰ προσδώσει ἐκκλησιαστικότητα στοὺς ἑτεροδόξους καὶ νὰ διευρύνει τὰ κανονικὰ καὶ χαρισματικὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας.

Ὡστόσο, καμμία Πανορθόδοξη Σύνοδος δὲν μπορεῖ νὰ ὁριοθετήσει διαφορετικὰ τὴν μέχρι σήμερα ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ὑπάρχουν, ἐπίσης, ἐνδείξεις ὅτι ἡ ἐν λόγω Σύνοδος θὰ προχωρήσει σὲ καταδίκη τῶν συγχρόνων αἱρέσεων καὶ πρωτίστως τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἀντίθετα μάλιστα ὅλα δείχνουν ὅτι ἡ μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος» ἐπιχειρεῖ νὰ τὴν νομιμοποιήσει καὶ νὰ τὴν ἑδραιώσει.Ὡστόσο, οἱ ὅποιες ἀποφάσεις της μὲ οἰκουμενιστικὸ πνεῦμα, εἴμαστε ἀπολύτως βέβαιοι, ὅτι δὲν θὰ γίνουν δεκτὲς ἀπὸ τὸν εὐσεβῆ κλῆρο καὶ τὸν πιστὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ ἴδια θὰ καταγραφεῖ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία ὡς ψευδοσύνοδος.

Σεβασμιώτατε,

Ἡ μέλλουσα «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος», ἂν πραγματικὰ θέλει νὰ εἶναι Ὀρθόδοξη Σύνοδος, θὰ πρέπει νὰ λάβει, κατὰ τὴν ταπεινή μας γνώμη, τὶς ἑξῆς καίριες ἀποφάσεις:

α) Νὰ ἐπικυρώσει τὶς ἀποφάσεις ὅλων προγενεστέρων ΟἰκουμενικῶνΣυνόδων, (Α΄ ἕως καὶ Ζ΄ Οἰκουμενικές), δηλαδὴ τοὺς ὑπὸ τῶν ἁγίων  Πατέρων  θεσπισθέντες δογματικοὺς  ὅρους  καὶ Ἱεροὺς  Κανόνες.

β) Νὰ ἀναγνωρίσει τὶς θεωρούμενες ἀπὸ ὅλους τους Ὀρθοδόξους δύο συνόδους τοῦ ἐνάτου καὶ δεκάτου τετάρτου αἰῶνος ὡς οἰκουμενικές, δηλαδὴ τὴν Η΄ ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου, τὸ 879, καὶ τὴν Θ΄ ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ 1351, οἱ ὁποῖες, κατεδίκασαν ἡ μὲν πρώτη τὸ Filioque καὶ τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα ὡς αἱρέσεις, ἡ δὲ δεύτερη τὴν περὶ κτιστῆς Χάριτος αἵρεση, ἑπομένως καὶ τὸν Παπισμὸ ὡς αἵρεση.

γ) Νὰ καταδικάσει τὴν συγκρητιστικὴ παναιρέση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως τὴν ἀποκαλοῦσε ὁ ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς.

δ) Νὰ καταδικάσει τὴν παρουσία καὶ συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν στὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν» (Π.Σ.Ε.).

ε) Νὰ τερματίσει  τοὺς Διαθρησκειακοὺς Διαλόγους καὶ τοὺς Θεολογικοὺς Διαλόγους μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, τὶς προετεσταντικὲς ὁμολογίες τοῦ Π.Σ.Ε. καὶ τοὺς Μονοφυσίτες.

στ) Νὰ καταδικάσει τὴν μεταπατερικὴ καὶ ἀντιπατερικὴ «νέα ἐκκλησιολογία», ἡ ὁποία ἀπορρίπτει τὰ χαρισματικά, δογματικὰ καὶ κανονικὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας.

ζ) Νὰ ἐκλέξει, νὰ χειροτονήσει καὶ νὰ ἐνθρονίσει στὸ πάλαι ποτὲ περίπυστο Πατριαρχεῖο τῆς Ρώμης νέο Ὀρθόδοξο Πάπα Ρώμης, μὴ ἀναγνωρίζοντας καὶ ἐκθρονίζοντας τὸν σημερινὸ καταληψία τοῦ Πατριαρχείου τῆς Δύσεως καὶ αἱρεσιάρχη κ. Φραγκίσκο. Ἔτσι, θὰ λυθοῦν τὰ θέματα τοῦ Παπισμοῦ, τῆς Οὐνίας καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ.  

η) Νὰ δημιουργήσει Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, λύνοντας τὸ θέμα τῆς Διασπορᾶς, καὶ

θ) Νὰ ἀκολουθήσει τὴν Πατερικὴ ὁδὸ μαχίμου ἐπανευαγγελισμοῦ τῆς Οἰκουμένης, μὲ τὴν δημιουργία δορυφορικῆς πλατφόρμας γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη μαρτυρία σὲ 17 γλῶσσες. Μὲ τὸν τρόπο αὐτό, θὰ κονιορτοποιήσει τὶς αἱρέσεις μὲ παγκόσμιο λόγο καὶ πατερικὴ παρρησία, θὰ δοξάσει τὸν Θεὸ καὶ θὰ διασφαλίσει τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο. 

Τὰ κείμενα τῆς Συνόδου πρέπει νὰ ξαναγραφοῦν ἀπ’ τὴν ἀρχή, λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν τὸ πνεῦμα τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως. Δὲν ἀρκεῖ νὰ συγκληθεῖ μιὰ Σύνοδος μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἀποδειχθεῖ στὸν κόσμο ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι εἴμαστε ἑνωμένοι. Ἑνωμένοι σὲ τί; Ἡ ἕνωση γίνεται μόνο βάσει τῆς Ἀληθείας. Ἡ ἑνότητα εἶναι ὁ καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως μᾶς λέγει ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς στὴν ἀρχιερατική Του προσευχή: «ἴνα ὦσιν ἓν καθὼς ἠμεῖς… ἁγίασον αὐτοὺς ἐν τὴ ἀληθεία σου… ἴνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἠγιασμένοι ἐν ἀληθεία»(Ιω.17,11,17,19). Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας συνίσταται στὴν ἀκέραιη καὶ ἀβλαβῆ διαφύλαξη τῶν διδασκαλιῶν τῆς ὀρθῆς πίστεως, τὴν ὁποία μᾶς παρέδωσαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Διηρημένοι καὶ ἀποσχισμένοι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι, ποῦ φρονοῦν διαφορετικὰ ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ὀνόμασαν «Καθολικὴ» τὴν Ἐκκλησία Του, ἐπειδὴ μόνο αὐτὴ διατηρεῖ στὴν πληρότητά της τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴν Ὁμολογία τῆς Πίστεως, χωρὶς τὴν ὁποία κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ σωθεῖ. Πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ κατανοηθεῖ ὅτι δὲν ἐπιχειρεῖται νὰ ἀλλάξει οὔτε ἡ νηστεία, οὔτε ἡ τάξη τοῦ μοναχισμοῦ, οὔτε ἡ τάξη τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν, ὅμως παραχαράσεται καὶ στρεβλώνεται τὸ πιὸ νευραλγικὸ σημεῖο, δηλαδὴ ἡ ἐκκλησιολογικὴ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.

Σεβασμιώτατε,

Γνωρίζοντας πολὺ καλὰ τὴν πλήρη ἀφιέρωση καὶ τὴ θυσιαστικὴ ἀγάπη Σας γιὰ τὸν Σωτήρα Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸν Ὁποῖο διακονεῖτε μὲ ὅλη τὴν ὕπαρξή Σας, Σᾶς ἀπηύθυνα αὐτὲς τὶς σκέψεις, οἱ ὁποῖες μᾶς προβληματίζουν.

Προσευχόμαστε ἡμέρα καὶ νύχτα στὸν Ἀρχιποιμένα μας καὶ ἐν πάσιν πρωτεύοντα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, νὰ Σᾶς ἐνισχύσει διὰ τῆς φωτιστικῆς Χάριτος Αὐτοῦ, ὥστε νὰ δώσετε, ἐν τὴ μελλούση νὰ συγκληθεῖ Συνόδω, ὡς μέλος τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, τὴν  καλὴν μαρτυρίαν τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, μὴ ἀποδεχόμενος καὶ μὴ ὑπογράφων, πάσαν ἀπόφασιν αἱρετίζουσαν καὶ ξένην πρὸς τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν καὶ Παράδοσιν. Εἴησαν τὰ ἔτη Ὑμῶν, ὄλβια, ὑγιεινὰ καὶ πανευφρόσυνα.

 

Ο   Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ


+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

 

Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

Δεν ξεχνώ

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ [1986 - 2016]: 30 Χρόνια από τήν ψήφιση…

Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017

Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...

ΕΛΛΗΝΕΣ και ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ μποϊκοτάρετε τα προϊόντα εταιρειών που αφαιρούν…

Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017

Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...

Σύμφωνο Διαστροφικής Συμβίωσης

TIDEON 21-12-2015

Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...

ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: Δεν θα γίνω ευκολόπιστο θύμα!

Tideon 14-12-2015

Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...

Η καταιγίδα των αντιδράσεων για το «αντιρατσιστικό»

TIDEON 27-08-2014

  Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...

Δεν θα γίνω «δωρητής» οργάνων χωρίς να το θέλω! …

tideon.org 02-05-2013

  Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές...

Tideon 31-12-2012

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...

Όχι, δεν θα φύγω

Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012

Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...

ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων…

tideon 07-11-2011

  ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ...;

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011

   Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου;    Για να...

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου…

ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...