Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ-ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΙΣ
1. Στό προηγούμενο κήρυγμά μου, ἀδελφοί χριστιανοί, σᾶς μίλησα γιά τήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο», ὅπως τήν ὀνόμασαν, αὐτήν πού πρόκειται νά συνέλθει ἐφέτος τήν Πεντηκοστή. Στό κήρυγμα αὐτό σᾶς εἶπα ὅτι πάντοτε ἡ Ἐκκλησία μας συγκαλεῖ Οἰκουμενικές Συνόδους, γιά νά καταδικάσει τίς ἐμφανιζόμενες αἱρέσεις καί γιά νά διευθετήσει διάφορα προβλήματα καί θέματα. Καί σᾶς εἶπα ἀκόμη στό προηγούμενο κήρυγμά μου ὅτι ἤδη ἔχει ἀργήσει νά συγκληθεῖ στά χρόνια μας ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος, γιατί μᾶς ἔχει ἐμφανιστεῖ, μέ δυναμισμό μάλιστα, ἡ μεγάλη αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί περιμένουμε τήν καταδίκη της ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο. Γι᾽ αὐτό καί ἀκούσαμε μέ χαρά τήν σύγκληση μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
2. Ὅμως εἴπαμε γιά τήν Σύνοδο αὐτή, πού πρόκειται τώρα σύντομα νά συγκληθεῖ, ἐπικρατεῖ σέ πολλούς μία ἀμφιβολία, γιατί δέν δίνουν καλή ἐγγύηση οἱ γενόμενες γι᾽ αὐτήν Διασκέψεις, ἀφοῦ βλέπουν σ᾽ αὐτές μία ἀτμόσφαιρα οἰκουμενιστικοῦ πνεύματος. Γι᾽ αὐτό καί στό προηγούμενο κήρυγμά μας προέτρεψα σέ προσευχή, γιά νά φωτισθοῦν οἱ πατέρες Ἐπίσκοποι, πού θά μετάσχουν στήν Σύνοδο, νά μιλήσουν καί νά ἀποφασίσουν κατά τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων τῶν προηγουμένων Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἔτσι καί ἡ δική μας αὐτή Οἰκουμενική Σύνοδος θά εἶναι στήν ἴδια γραμμή μέ αὐτές. Εἴπαμε ὅμως καί τό ξαναλέμε ὅτι, ἄν ἡ Σύνοδος πού πρόκειται νά συγκληθεῖ ἔχει ἀποφάσεις ἐνάντιες πρός τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, θά τήν ἀποκηρύξουμε καί δέν θά τήν κάνουμε δεκτή.
3. Γιά νά εἶναι σύμφωνη μέ τήν γραμμή τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡ μέλλουσα Σύνοδος, θά πρέπει νά εἶναι διάδοχος τῆς Θ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία συνεκλήθη τό 1351 στήν Κωνσταντινούπολη καί κατεδίκασε τήν αἵρεση τοῦ παπικοῦ Βαρλαάμ, ὁ ὁποῖος ἔλεγε ὅτι οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστές. Εἶναι μεγάλη καί σοβαρή ἡ αἵρεση αὐτή. Ὅπως ὁ Ἄρειος τόν 4ο αἰώνα ἔλεγε τήν βλασφημία ὅτι ὁ Χριστός εἶναι κτίσμα, ἔτσι καί ὁ δυτικός Βαρλαάμ ἔλεγε ὅτι οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ δηλαδή, εἶναι κτιστές. Ἀλλά, ἄν εἶναι κτιστή ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, πῶς θά πετύχουμε τήν σωτηρία μας καί πῶς θά θεωθοῦμε; Τό κτιστό δέν σώζει. Ἔτσι, γιά τήν ἀντιμετώπιση τῆς σοβαρῆς αὐτῆς αἱρέσεως συνῆλθε ἐν Κωνσταντινουπόλει τό 1351 Οἰκουμενική Σύνοδος καί τήν καταδίκασε καί δικαίωσε τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος μέ βάση τήν Ἁγία Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν προηγουμένων ἁγίων Πατέρων κήρυττε ὅτι οἱ θεῖες ἐνέργειες εἶναι ἄκτιστες. Ἡ Σύνοδος δέ αὐτή τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶναι Οἰκουμενική, γιατί κατέγινε μέ τό σοβαρό δογματικό θέμα τῶν θείων ἐνεργειῶν. Στό θέμα αὐτό συγκεφαλαιώνεται ὅλη ἡ ὀρθόδοξη θεολογία, καί στό θέμα αὐτό συγκρούεται ἡ Ὀρθόδοξη μέ τήν φραγκολατινική παράδοση. Εἶναι ἀκόμη Οἰκουμενική ἡ Σύνοδος αὐτή τοῦ 1351, γιατί ἀποδέχθηκε τίς ἀποφάσεις τῶν προηγουμένων Συνόδων. Ἔτσι, λοιπόν, καί ἡ μέλλουσα τώρα τήν Πεντηκοστή νά συνέλθει Οἰκουμενική Σύνοδος πρέπει νά δεχθεῖ τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου αὐτῆς τῆς Κωνταντινουπόλεως καί νά τήν ἀναγνωρίσει ὡς Οἰκουμενική. Δηλαδή: Πρέπει νά καταδικάσει τίς πλάνες τοῦ παπισμοῦ, πού καταδικάστηκαν καί ἀπό τήν ἀκόμη προηγούμενη Η´ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐπί Πατριάρχου Φωτίου τό 879-880. Τότε μόνο, ἀδελφοί χριστιανοί, ἡ Σύνοδος πού ἀναμένουμε θά εἶναι πραγματικά «Ἁγία» καί θά φέρει τά χαρακτηριστικά μιᾶς «Οἰκουμενικῆς» Συνόδου ὅταν θά ἔλθει ὡς διάδοχος τῶν δύο προηγουμένων Συνόδων τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῆς Η´ καί Θ´, οἱ ὁποῖες κατεδίκασαν τίς πλάνες τοῦ παπισμοῦ. Καί τότε ἡ Σύνοδος αὐτή θά μᾶς εἶναι ὁλόκαρδα ἀποδεκτή καί προσκυνητή.
4. Προσωπικά, ἀδελφοί, γιά νά ὁμιλήσω μέ εἰλικρίνεια σέ σᾶς τό ποίμνιο, πού μοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός νά ποιμαίνω, σᾶς λέγω ὅτι συντάσσομαι μέ ἐκείνους πού ἔχουν κάποια ἀμφιβολία πρός τήν ἐγγύς νά συγκληθεῖ «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» καί ζητοῦν νά ἀναβληθεῖ, γιά νά ἔχουμε καλύτερες προϋποθέσεις. Ἀκοῦστε τί ἔγραφε ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς γιά τήν Σύνοδο αὐτή, πού ἐμελετᾶτο ἀπό τήν ἐποχή του νά γίνει:
«Εἶναι γνωστόν... ὅτι εἰς αὐτήν τήν ἀποκαλυπτικήν ἐποχήν εἶναι δύσκολον ἤ μᾶλλον ἀδύνατον εἰς πολλούς Ἱεράρχας τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, λόγῳ ἀνθρωπίνων ἀδυναμιῶν, νά ὁμολογήσουν ὀρθοδόξως καί ἁγιοπατερικῶς εἰς αὐτήν τήν ἐνδεχομένην μέλλουσαν νά συνέλθῃ Οἰκουμενικήν Σύνοδον, τά Ὀρθόδοξα Δόγματα καί τάς κανονικάς ἀληθείας. Ἕνεκα τούτου τό Ὀρθοδοξότερον θά ἦτο νά μή συγκληθῇ καθόλου ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος ἤ τοὐλάχιστον νά μή συμμετάσχῃ τις εἰς αὐτήν...» .
Παρακαλῶ, ὦ χριστιανοί, νά λάβουμε ὑπ᾽ ὄψιν ὅτι αὐτά τά γράφει ἅγιος. Ἐντύπωση σέ μένα ἀπό τά παραπάνω κάνει ὁ λόγος τοῦ ἁγίου πατρός ὅτι σέ πολλούς Ἱεράρχες θά εἶναι δύσκολο καί ἀδύνατο νά ὁμολογήσουν ἐλεύθερα τά Ὀρθόδοξα Δόγματα. Γιατί θά εἶναι δύσκολο; Ὅπως φαίνεται ἀπό ἄλλη περικοπή λόγου τοῦ ἁγίου πατρός, ἡ φοβία αὐτή τῶν Ἱεραρχῶν θά ἦταν λόγω τοῦ Πατριάρχου τῆς ἐποχῆς ἐκείνης Ἀθηναγόρα, ὁ ὁποῖος εἶχε ἄλλη γραμμή καί τακτική πρός τούς αἱρετικούς, καί ὄχι τήν γραμμή τήν χαρασσομένη ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀκοῦστε ὅμως, ἁπλός ἱερομόναχος ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, πῶς ἐκφράζεται, ὁμολογιακά καί θαρρετά, μιλώντας γιά τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα. Παρακαλῶ νά προσέξουμε ἰδιαίτερα τά λόγια του, γιατί εἶναι λόγια ἁγίου:
«Ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας; Αὐτός μέ τήν νεοπαπιστική συμπεριφορά του εἰς τούς λόγους καί εἰς τάς πράξεις σκανδαλίζει ἐπί μία ἤδη δεκαετία τάς Ὀρθοδόξους συνειδήσεις, ἀρνούμενος τήν μοναδική καί πανσωστική Ἀλήθεια τῆς Πίστεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀναγνωρίζων τάς Ρωμαϊκάς καί ἄλλας αἱρέσεις ὡς ἰσοτίμους μέ τήν Ἀλήθεια, ἀναγνωρίζων τόν Ρωμαῖο Ποντίφηκα μέ ὅλη τήν δαιμονική ἀντιεκκλησιαστική ὑπερηφάνειά του. Καί προετοιμάζει μέ αὐτοκτονική ταχύτητα καί ἐπιπολαιότητα, κατά τό παράδειγμα τοῦ Βατικανοῦ, αὐτή τήν ἰδικήν του λεγομένη «Μεγάλην Πανορθόδοξον Σύνοδον», ὄχι ὅμως μέ τό βασικό εὐαγγελικό καί ἁγιοπαραδοσιακό θέμα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου, ἀλλά μέ καθαρῶς σχολαστική-προτεσταντική θεματολογία... Οἱ Ἁγιορεῖτες δικαίως τόν ὀνομάζουν αἱρετικό καί ἀποστάτη εἰς τάς ἐπιστολάς των, τάς ἀπευθυνομένας πρός αὐτόν ἀνοικτῶς διά τοῦ τύπου...» (Στό Ὑπόμνημά του, «Περί τήν μελετωμένην “Μεγάλην Σύνοδον” τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).
Ἔτσι, χριστιανοί μου, ὁμιλοῦν οἱ ἅγιοι! Ἄς μᾶς δώσει ὁ Κύριος τόν Χάρη Του γιά νά ἔχουμε καθαρότητα βίου καί γνώση θεολογίας, γιά νά μποροῦμε καί ἐμεῖς νά ἐκφράζουμε σαφῶς καί ἄνευ φόβου τήν ὀρθόδοξη ὁμολογία μας. Πραγματικά! Ὁ Ὀρθόδοξος ὁμολογητής πρέπει νά ἔχει αὐτά τά δύο: Καθαρή καρδιά καί θεολογία. Ἄς μᾶς τά δώσει ὁ Χριστός μας διά πρεσβειῶν τῆς Κυρίας Θεοτόκου, ΑΜΗΝ.
Σχετικό άρθρο: Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κ.κ. Ιερεμίας: Αγία και Μεγάλη Σύνοδος (α)
Ὁ τρόπος µέ τόν ὁποῖον δέχεται ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τούς προσερχοµένους σέ αὐτήν ἀπό ἄλλες Χριστιανικές παραδόσεις (Λατίνους- Προτεστάντες) τήν ἀπασχόλησε πολλές φορές, καί αὐτό τό ἔκανε ἤ κατ’ ἀκρίβεια µέ ἀναβαπτισµό ἤ κατ’ οἰκονοµία µέ Χρίσµα καί λίβελλο. Αὐτό ἐξαρτᾶται πάντοτε ἀπό τόν «παπικό προσηλυτισµό» καί ἀπό τήν ἀντίδραση τῶν Ὀρθοδόξων στίς προκλήσεις τῶν δυτικῶν Χριστιανῶν. Μέσα στό πλαίσιο αὐτό πρέπει νά δοῦµε τήν Σύνοδο τῶν Τριῶν Πατριαρχῶν (Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἱεροσολύµων) τοῦ ἔτους 1756. Ἡ ἀπόφαση τῆς Συνόδου αὐτῆς ἔχει δηµοσιευθῆ ἐπισήµως σέ βιβλίο πού τυπώθηκε στό Τυπογραφεῖο τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου, ἀπό τόν Μανουήλ Γεδεών µέ τίτλο «Κανονικαί ∆ιατάξεις»1 . Θά ἀναλύσω τό θέµα αὐτό µέσα ἀπό τίς ἀπόψεις δύο συγχρόνων σηµαντικῶν Ἱεραρχῶν τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου. 1. Ἡ ἀκρίβεια καί ἡ οἰκονοµία, κατά τόν Μητροπολίτη Ἐφέσου Χρυσόστοµο Κωνσταντινίδη
Ὁ Μητροπολίτης Ἐφέσου Χρυσόστοµος, ὁ ὁποῖος ἔπαιξε σηµαντικό ρόλο στήν προετοιµασία γιά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, σέ ἕνα βιβλίο του µέ τίτλο: «Ἡ ἀναγνώριση τῶν Μυστηρίων τῶν Ἑτεροδόξων στίς διαχρονικές σχέσεις Ὀρθοδοξίας καί Ρωµαιοκαθολικισµοῦ»2 ἀναπτύσσει δύο µεγάλα θέµατα, ἤτοι «Μυστηριολογικές συγκλίσεις καί διαφορές» καί «Ἀκρίβεια, οἰκονοµία καί ἀναγνώριση τῶν µυστηρίων». Στό βιβλίο αὐτό διαβάζει κανείς διάφορες ἀπόψεις πού ἔχουν διατυπωθῆ διαχρονικῶς γιά τό θέµα τῶν Μυστηρίων, τῶν Ὀρθοδόξων καί «Ρωµαιοκα- 1 βλ. Μανουήλ Γεδεών, Κανονικαί ∆ιατάξεις, Ἐπιστολαί, Λύσεις, Θεσπίσµατα τῶν Ἁγιωτάτων Πατριαρχῶν Κωνσταντινουπόλεως, ἀπό Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου µέχρι ∆ιονυσίου τοῦ ἀπό Ἀδριανουπόλεως, τόµος πρῶτος, ἐν Κωνσταντινουπόλει 1888, ἐκ τοῦ Πατριαρχικοῦ Τυπογραφείου, σελ. 252-254. 2 Χρυσοστόµου Κωνσταντινίδου, Μητροπολίτου Ἐφέσου, Καθηγητοῦ τῆς Ὀρθοδόξου ∆ογµατικῆς Θεολογίας,
Ἡ ἀναγνώριση τῶν Μυστηρίων τῶν Ἑτεροδόξων στίς διαχρονικές σχέσεις Ὀρθοδοξίας καί Ρωµαιοκαθολικισµοῦ, ἐκδ. Ἐπέκταση 1995. 2 θολικῶν», ἀλλά στό κείµενο αὐτό µέ ἐνδιαφέρει κυρίως ἡ ἀκρίβεια καί ἡ οἰκονοµία στόν τρόπο εἰσδοχῆς τῶν ἑτεροδόξων στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Κατ’ ἀρχήν ὁρίζεται τί εἶναι ἀκρίβεια στά θέµατα τῆς πίστεως καί τῶν Μυστηρίων. Γράφεται: «Ἀκρίβεια εἶναι ἡ αὐστηρή τήρηση, τόσο τῆς οὐσίας, ὅσο καί τοῦ γράµµατος, µιᾶς σαφῶς ἐκφρασµένης, µιᾶς ἐπίσηµα διατυπωµένης καί κανονικά καί ἔγκυρα ἀπό τήν ἐκκλησία θεσµοθετηµένης ἀλήθειας ἤ διδασκαλίας ἤ ἔννοιας ἤ διάταξης, πού ἀνάγεται εἴτε στήν ὀρθή πίστη, εἴτε στήν ὀρθή πράξη τῆς ἐκκλησίας, δηλ. µέ ἄλλα λόγια, στήν ἐκκλησιαστική «ὀρθο-δοξία» καί στήν ἀντίστοιχη «ὀρθοπραξία». Αὐτό σηµαίνει, ὅτι ἡ ἀκρίβεια γιά τήν ἐκκλησία καί, φυσικά, καί γι’ αὐτούς πού ζοῦν συνειδητά µέσα στήν ἐκκλησία, εἶναι ἡ αὐστηρά ὁριοθετηµένη γραµµή, ἡ ὁποία προσδιορίζει τό βαθµό τῆς πιστότητας, τήν ὁποία κάθε µέλος τῆς ἐκκλησίας πρέπει νά ἔχει καί νά ὁµολογεῖ γιά ὅ,τι εἶναι αὐστηρά καί καθοριστικά θεσπισµένο ἀπ’ αὐτήν καί πού ἡ κάθε ἀπόκλιση ἀπ’ αὐτό συνεπάγεται διάφορες βαθµίδες καί κατηγορίες ἀπόκλισης ἀπό τό ἴδιο τό σῶµα τῆς ἐκκλησίας.
Ἡ ἀπόκλιση αὐτή δηµιουργεῖ εὐθῦνες καί ἑποµένως καί κυρώσεις-ποινές σέ ὅποιον τολµᾷ τήν ἀπόκλιση αὐτή, µέ τό φυσικό καί ἀναπότρεπτο σκεπτικό, ὅτι ὁ τοιοῦτος παραβιάζει αὐτό πού εἶναι καί πρέπει νά µένει «ἐξ ἑαυτοῦ» ἀπαραβίαστο καί ἀπαράβατο µέσα στό σῶµα τῆς ἐκκλησίας καί στό εὐρύτερο σύστηµα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς»3. Ἡ ἀκρίβεια ἐπεκτείνεται κατά συνέπεια καί στά Μυστήρια. «Εὐθύς ἐξ ἀρχῆς πρέπει νά τονισθεῖ, ὅτι καί στό χῶρο τῶν µυστηρίων, αὐτῶν πού τελοῦνται καί ἁγιάζονται στήν ὀρθόδοξη ἐκκλησία καί αὐτῶν πού «θεωροῦνται ὅτι τελοῦνται» στίς µή ὀρθόδοξες ἐκκλησίες, ἡ ἀκρίβεια εἶναι µιά σωστή ἀρχή, πού πρέπει νά εἶναι σεβαστή ἀπόλυτα καί ὁλοκληρω- τικά»4. Ἀναφέρεται ὡς πρός τό θέµα τῆς ἀκρίβειας στόν Α΄ κανόνα τῆς Καρθαγένης, ὁ ὁποῖος περιεβλήθηκε µέ οἰκουµενικό κύρος ἀπό τόν Β΄ κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουµενικῆς Συνόδου, σύµφωνα µέ τόν ὁποῖον «µηδένα βαπτίζεσθαι δύνασθαι ἔξω τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας· ἑνός ὄντος βαπτίσµατος, καί ἐν µόνῃ τῇ καθολικῇ ἐκκλησία ὑπάρχοντος… ∆οκιµάζειν γάρ ἐστι τό τῶν αἱρετικῶν καί σχισµατικῶν βάπτισµα, τό συνευδοκεῖν τοῖς ὑπ’ ἐκείνων 3 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 85-86. 4 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 94. 3 βεβαπτισµένοις. Οὐ γάρ δύναται ἐν µέρει ὑπερισχύειν· εἰ ἠδυνήθη βαπτίσαι, ἴσχυσε καί ἅγιον Πνεῦµα δοῦναι· εἰ οὐκ ἠδυνήθη, ὅτι ἔξω ὤν, Πνεῦµα ἅγιον οὐκ ἔχει, οὐ δύναται τόν ἐρχόµενον βαπτίσαι, ἑνός ὄντος βαπτίσµατος, καί ἑνός ὄντος ἁγίου Πνεύµατος, καί µιᾶς ἐκκλησίας ὑπό τοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡµῶν… Τά ὑπ’ αὐτῶν γινόµενα, ψευδῆ καί κενά ὑπάρχοντα, πάντα ἐστίν ἀδόκιµα. Οὐ γάρ δύναταί τι δεκτόν καί αἱρετόν εἶναι παρά τῷ Θεῷ, τῶν ὑπ’ ἐκείνων γινοµένων»5. Αὐτό σηµαίνει ὅτι ὅπως ὑπάρχει ἀκρίβεια στά θέµατα τῆς πίστεως, ἔτσι ἀκρίβεια ὑπάρχει καί στό θέµα τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ὑπάρχει σαφέστατη σχέση µεταξύ πίστεως καί Μυστηρίων. Γράφει ὁ Σεβασµιώτατος: «Ἑποµένως, ὅση καί ὅποια ἀκρίβεια ἰσχύει καί ἀπαιτεῖται στήν τήρηση καί στόν σεβασµό τῶν πιστευτέων τῆς ἐκκλησίας, ἡ αὐτή κατά βάσιν ἀκρίβεια, ποιοτικά καί ποσοτικά, ἀπαιτεῖται καί γιά τά µυστήρια. Καί ὅπως δέν νοεῖται καί δέν ἐπιτρέπεται ἀλλοτρίωση ἀπό τήν πίστη καί τά δόγµατα τῆς ἀληθοῦς ἐκκλησίας, ἐφ’ ὅσον ἡ ἀλλοτρίωση αὐτή ὁδηγεῖ εὐθέως στήν αἵρεση ἤ στό σχίσµα, ἔτσι δέν νοεῖται καί δέν ἐπιτρέπεται ἀποδοχή καί ταύτιση µέ «µυστήρια» πού δέν φέρνουν καθ’ ἑαυτά τήν φερεγγυότητα καί γνησιότητα τῆς ἀληθοῦς ἐκκλησίας.
Κατά ταῦτα, ὁ,τιδήποτε φέρεται σάν «µυστήριο» ἔξω ἀπό τά παραπάνω περιγραφόµενα «ἐκκλησιαστικά» ὅρια, δέν εἶναι µυστήριο, δέν ἀναγνω- ρίζεται σάν µυστήριο σωστό καί σωστικό»6. Ἐκτός ἀπό τήν ἀκρίβεια στήν Ἐκκλησία ἰσχύει καί ἡ οἰκονοµία. Ἀναλύοντας τό θέµα αὐτό ὁ Σεβασµιώτατος προσδιορίζει: «α. Ποιά εἶναι ἡ ἔννοια τῆς οἰκονοµίας σέ ἀντιπαραβολή πρός τήν ἀκρίβεια, β. ποῦ καί πῶς ἐφαρµόζεται αὐτή, καί γ. πῶς καί κατά πόσο µπορεῖ νά ἐπεκταθεῖ αὐτή καί στό χῶρο τῶν µυστηρίων»7. Ἀναφέρει τήν διδασκαλία διαφόρων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί εἰδικῶν κανονολόγων. Ἐνδιαφέρουσες εἶναι οἱ θέσεις τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας πού προσδιορίζει χρονικά τήν οἰκονοµία, µέ τήν διατύπωση «ἔργον ὄντως οἰκονοµίας ἐστι τό δοκεῖν ἔσθ’ ὅτε βραχύ τι τοῦ πρέποντος ἐξίστασθαι λόγου…»· τοῦ Εὐλογίου Ἀλεξανδρείας πού κάνει λόγο γιά τόν πρόσκαιρο µόνο χαρακτήρα τῆς οἰκονοµίας· τοῦ ἱεροῦ Φωτίου πού ὁµιλεῖ γιά τήν «ἐπί τινα χρόνον» ἄσκηση τῆς οἰκονοµίας· καί τοῦ Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου πού κάνει λόγο γιά τήν «διπλῆ οἰκονοµία», τήν «πρός καιρόν» καί 5 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 95. 6 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 96. 7 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 99. 4 στό «διηνεκές» γιά τίς εἰδικές συνθῆκες πού ἀντιµετώπισε στήν ζωή του8. Γενικά, οἱ Πατέρες ἀποφεύγουν «τήν µονιµότητα τῆς οἰκονοµίας»9. Πάντοτε, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Σεβασµιώτατος, ἡ ἀκρίβεια καί ἡ οἰκονοµία εἶναι «δύο συνάλληλες δοµικές ἀρχές στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας» µέχρι τήν Πενθέκτη Οἰκουµενική Σύνοδο καί µετά ἀπό αὐτήν µέχρι σήµερα10. Πάντως, ἡ ἀρχή τῆς οἰκονοµίας δέν καταργεῖ τήν ἀρχή τῆς ἀκρίβειας, ἀλλά τήν προϋποθέτει, ἀφοῦ κατά τόν Μέγα Φώτιο εἶναι «τῶν ἀκριβεστέρων νόµων ἡ ἐπί τινα χρόνον ὑποστολή»11. Αὐτό σηµαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία πρέπει «νά ἔχει προσδιορίσει τό περιεχόµενο καί τά πλαίσια τῶν «ἀκριβεστέρων νόµων» πού ἰσχύουν στούς κόλπους της», καί στήν συνέχεια «πρέπει καί αὐτοί πρός τούς ὁποίους µέλλει νά ἐφαρµοσθεῖ ἡ οἰκονοµία νά ἔχουν γνώση καί συνείδηση τοῦ πῶς καί σέ ποιά ἔκταση λειτουργεῖ γι’ αὐτούς ἡ οἰκονοµία ἀπό τήν ὀρθόδοξη πλευρά µέσα στήν ὅλη διδασκαλία της περί ἀκριβείας»12.
Ἔτσι, ἡ οἰκονοµία εἶναι «µιά παρέκκλιση ἀπό τήν ἀκρίβεια»13· ἡ οἰκονοµία στίς περισσότερες φορές «εἶναι κατάσταση στήν ὁποία προσέφευγε αὐτή (ἡ Ἐκκλησία) ἀκούσια καί «ἐξ ἀνάγκης»»14· ὁ παράγων τῆς οἰκονοµίας εἶναι ἡ ἀγάπη· ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά κάνη «χρήση τῆς οἰκονοµίας, ὅπως πρέπει, ὅσο πρέπει καί ὅπου πρέπει»15· καί γενικά γιά τήν Ἐκκλησία «οὔτε ἄλογη, οὔτε ἀπεριόριστη χρήση καί ἐφαρµογή τῆς οἰκονοµίας ἐπιτρέπεται νά γίνεται»16. Καί ὅλα αὐτά ἐννοοῦνται ὅτι «γιά νά εἶναι ἀποτελεσµατική καί καθολικά καθιερωµένη καί ἀποδεκτή ἡ ὁποιαδήποτε οἰκονοµία µέσα στήν ἐκκλησία, χρειάζεται νά ὑπάρχει ἐξασφαλισµένη ἡ καθολική συναίνεση καί ἀποδοχή τοῦ συνόλου τῆς Ἐκκλησίας, αὐτοῦ πού καλοῦµε «ἐπιµαρτυρία τοῦ πληρώµατος», «consensus fidelium»»17. Καί, βέβαια, µέ τήν προϋπόθεση ὅτι, ἐφ’ ὅσον ἡ οἰκονοµία εἶναι πρόσκαιρη, οἱ ἐνδιαφερόµενοι «πρέπει νά ἀναγνωρίζουν καί τό ὅτι θά πρέπει, τό ταχύτερο δυνατόν, νά ἀποκατασταθῆ τό καθεστώς τῆς θεολογικῆς ἀκρίβειας καί τῆς κανονικῆς τάξεως»18. 8 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 125-126. 9 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 129. 10 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 146-178. 11 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 212. 12 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 212. 13 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 212. 14 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 213. 15 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 216. 16 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 217. 17 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 218. 18 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 213. 5 Ἀφοῦ ὁ Μητροπολίτης Ἐφέσου Χρυσόστοµος ἀναλύει διεξοδικά ἀπό τήν ἐκκλησιαστική παράδοση τό θέµα τῆς ἀκρίβειας καί τῆς οἰκονοµίας, ἀναπτύσσει, µέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική, τό θέµα τῆς εἰσδοχῆς τῶν ἑτεροδόξων καί µάλιστα τῶν «Ρωµαιοκαθολικῶν» στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Σέ ἕνα κεφάλαιο µέ τίτλο «ἡ διττή θεώρηση τῶν ἔξω τῆς ὀρθοδοξίας µυστηρίων: ἐξεταζοµένων καθ’ ἑαυτά ἤ κρινοµένων στίς περιπτώσεις ἐπιστροφῆς τῶν ἑτεροδόξων στήν ὀρθοδοξία», ἀπό τήν ἀρχή κάνει τήν σαφέστατη διάκριση, ὅτι ἄλλο εἶναι τό θέµα «πῶς δεῖ εἰσδέχεσθαι τούς προσιόντας τῇ ὀρθοδοξίᾳ ἑτεροδόξους» καί ἄλλο εἶναι «τό παράλληλο πρός αὐτό θέµα» «πῶς δεῖ ἀποδέχεσθαι (καί ἀναγνωρίζειν) τά αὐτῶν µυστήρια». Αὐτά τά δύο θέµατα εἶναι «ξέχωρα, ὑπαρκτά µέσα στήν ὀρθόδοξη ἐκκλησία ἤδη ἀπό τούς πρώτους αἰώνας τῆς ἀρχέγονης ἐκκλησίας». Καί ὅπως γράφει ὁ Σεβασµιώτατος, συζητοῦνται αὐτά τά θέµατα «µέ εὐαισθησία καί ὑπευθυνότητα», ἀλλά «ὄχι πάντοτε ὁµοιόµορφα καί µέ ἀπολυτότητα ὡς πρός τήν ἐφαρµογή τῆς ἀκρίβειας ἤ τῆς οἰκονοµίας». «Καί φυσικά, τά θέµατα αὐτά ἔχουν ἄλλη διάσταση ἀπό τό κατ’ ἀρχήν θέµα τῆς ἀναγνώρισης τῶν «µυστηρίων» πού τελοῦνται ἐκτός τῆς Ὀρθοδοξίας καί µένουν ἐκεῖ, στό χῶρο δηλ. τῆς αἱρέσεως ἤ τοῦ σχίσµατος, καί τά ὁποῖα, κατά τρόπο αὐτονόητο, µπαίνουν στήν κατηγορία τῶν περιπτώσεων ἐκείνων, πού ἀντιµετωπίζονται µέ µεγαλύτερη καί πιό ἀπόλυτη ἀκρίβεια, ἡ δέ ἐφαρµογή τῆς οἰκονοµίας στίς περιπτώσεις αὐτές ἀπαιτεῖ µεγαλύτερη ἀκριβολογία καί ὁπωσδήποτε προσεκτικότερη ἀξιολόγηση τῶν λόγων καί τῶν προϋποθέσεων πού θά συνέτρεχαν γιά τή χρήση της»19. Σέ ἕνα σηµεῖο τῆς µελέτης του γράφει ὁ Σεβασµιώτατος: «Τά µυστήρια τῶν ἑτεροδόξων, ἐκλαµβανόµενα ὁριστικῶς καθ’ ἑαυτά καί µέσα στήν ἀποσχισµένη ἑτερόδοξη ἐκκλησία, στήν ὁποία τελεσιουρ- γοῦνται καί παραµένουν σ’ αὐτήν, δέν εἶναι δυνατόν νά γίνουν ἀποδεκτά κατ’ ἀκρίβειαν.
Αὐτό εἶναι καί µένει ἔξω ἀπό κάθε ἀµφισβήτηση»20. Βεβαίως, σέ ἄλλο σηµεῖο φαίνεται ὅτι ἀποδέχεται τά µυστήρια τῶν ἑτεροδόξων καί µάλιστα τῶν «Ρωµαιοκαθολικῶν» κατ’ οἰκονοµίαν καί γράφει ὅτι «µόνο σέ εἰδικές περιπτώσεις, στίς ὁποῖες διαπιστοῦνται οἱ ἀπαραίτητες µυστηριολογικές συγκλίσεις τῶν ἑτεροδόξων πρός τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, παράδοση καί πράξη»21, «µποροῦν τά µυστήριά τους νά ἀναγνωρισθοῦν, κατ’ 19 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 185. 20 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 190. 21 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 190. 6 οἰκονοµίαν, βεβαίως, καί οὐδέποτε κατ’ ἀκρίβειαν»22. Προσδιορίζοντας δέ αὐτό τό θέµα γράφει: «Μέ τήν οἰκονοµία δέν καθίσταται ἁπλά καί µόνο ἔγκυρο τό «θέσει» ἄκυρο στό χῶρο τῶν µυστηρίων, ἀλλά παρέχεται καί ἡ δυνατότης µιᾶς πιό στενῆς καί οἰκοδοµητικῆς ἐπαφῆς µεταξύ τῶν ἀναφεροµένων ἤ καί ἀντιµαχοµένων πλευρῶν καί παρατάξεων µέσα στήν ἐκκλησία -κάτι πού συµβαίνει συνήθως ἀναπόφευκτα στίς σχέσεις τῆς ἀληθοῦς ἐκκλησίας µέ τίς αἱρέσεις καί τά σχίσµατα»23. Ἀπό ὅλη τήν ἀνάλυση φαίνεται καθαρά ὅτι στά θέµατα τῆς πίστεως καί τῶν µυστηρίων ὑπάρχει ἡ ἀκρίβεια, ἐνῶ µερικές φορές στό θέµα τοῦ τρόπου εἰσδοχῆς τῶν ἑτεροδόξων στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία µπορεῖ νά ἐφαρµοσθῆ ἡ οἰκονοµία, µέ ὁρισµένες προϋποθέσεις «κατά περίπτωση καί κατά χώρους καί πρόσωπα καί καταστάσεις, ἔτσι ὥστε τό «κατ’ οἰκονοµίαν» νά µή εἶναι κάτι τό ρευστό ἤ ἀπροσδιόριστο καί ἐλαστικό, πού προσδιορίζεται ἤ καί πού καλύπτει τίς πάσης φύσεως καταστάσεις ἤ ἀνωµαλίες µέσα στήν ἐκκλησία»24. Ἡ χρήση τῆς οἰκονοµίας δέν καταργεῖ, οὔτε ὑποτιµᾶ τήν ἀκρίβειαν, ἀλλά τήν ἐξαίρει ἀκόµη περισσότερο. Ἀπό αὐτά συνεπάγεται ὅτι δέν µπορεῖ νά γίνη λόγος γιά τό βάπτισµα τῶν ἑτεροδόξων ὡς «ἔγκυρο» καί «ὑποστατό». Αὐτές οἱ ἀπόψεις θά φανοῦν πολύ χρήσιµες γιά τά ἑπόµενα. 2. Ἡ Σύνοδος τῶν Τριῶν Πατριαρχῶν τοῦ ἔτους 1756, κατά τόν Μητροπολίτη Γέροντα ∆έρκων Ἀπόστολο ∆ανιηλίδη Κατά τόν Καθηγητή Ἰωάννη Καρµίρη, µετά τό Σχίσµα τῶν «Ρωµαιοκα- θολικῶν» ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία ἐπικράτησε νά δέχωνται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τούς Λατίνους καί αὐτούς πού ἀργότερα ὀνοµάσθηκαν «Λατινόφρονες καί Οὐνῖτες» µέ ἁπλῆ ἀποκήρυξη καί ἀπόπτυση τῶν λατινικῶν ἑτεροδιδασκαλιῶν καί µέ ὁµολογία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, συνηθέστερα µέ τήν χρίση τοῦ ἁγίου Μύρου, σύµφωνα µέ τόν 7ο κανόνα τῆς Β΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου καί τόν 95ο τῆς Πενθέκτης Οἰκουµενικῆς Συνόδου. Ἀπό τήν ἐποχή τῶν Σταυροφοριῶν καί ἀπό τίς ἑνωτικές λατινικές Συνόδους στήν Λυών τό 1274 καί στήν Φλωρεντία τό 1439, κατά τίς ὁποῖες οἱ Πάπες προσπαθοῦσαν νά ἐπιβάλουν στούς Ὀρθοδόξους τίς πληθυνόµενες λατινικές κακοδοξίες καί νά τούς καθυποτάξουν, ἄρχισε νά µεταβάλλεται ὁ 22 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 191. 23 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 204. 24 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 205. 7 τρόπος εἰσδοχῆς τῶν Λατίνων ἐπί τό αὐστηρότερον, δηλαδή ἐνῶ πρῶτα γινόταν µέ ὁµολογία ὀρθοδόξου πίστεως, µετά γινόταν µέ τήν χρίση τοῦ ἁγίου Μύρου. Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική ἡ Τοπική Σύνοδος τοῦ 1484, στήν ὁποία συµµετεῖχαν οἱ Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Συµεών, Ἀλεξαν- δρείας Γρηγόριος, Ἀντιοχείας ∆ωρόθεος καί Ἱεροσολύµων Ἰωακείµ, ἐψήφισε τό νά δέχωνται «µύρῳ µόνῳ χρίειν τούς προσιόντας τῇ Ὀρθοδοξίᾳ Λατίνους, ἐπιδόντας τόν λίβελλον τῆς πίστεως καί ἀποταξαµένους τῶν ἀλλοτρίων τῆς πίστεως δογµάτων καί ἐθῶν τῶν λατινικῶν».
Ἡ Σύνοδος αὐτή, ἡ ὁποία ἀνεκήρυξε τόν ἑαυτό της ὡς οἰκουµενική, ἀκύρωσε καί τήν ἑνωτική Σύνοδο στήν Φλωρεντία, πού ἔγινε τό 1439. Ὅµως, τό ἔτος 1756 Σύνοδος τῶν Τριῶν Πατριαρχῶν, ἤτοι Κωνσταντι- νουπόλεως Κυρίλλου τοῦ Ε΄, Ἀλεξανδρείας Ματθαίου καί Ἱεροσολύµων Παρθενίου, ἀπέρριψε τό βάπτισµα τῶν «Ρωµαιοκαθολικῶν» καί τῶν ∆ιαµαρτυροµένων πού ἐτελεῖτο διά τοῦ ραντισµοῦ καί ἐπέβαλε τόν ἀναβαπτισµό. Μάλιστα, γιά τήν ἀπόφαση αὐτή στηρίχθηκε στόν 7ο κανόνα τῆς Β΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου καί στόν 95ο κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουµενικῆς Συνόδου, τούς ὁποίους ἑρµήνευσε κατά γράµµα. Ἡ ἀπόφαση γιά τόν ἀναβαπτισµό ἔγινε ἀπό περιστατικούς λόγους καί µέ τήν πίεση τοῦ λαοῦ, καί δέν ἐπικράτησε πολύ, ὁπότε ἡ Ἐκκλησία ἐπανῆλθε στήν ἀπόφαση τοῦ 1484 25. Ὁ Μητροπολίτης Γέρων ∆έρκων Ἀπόστολος ∆ανιηλίδης σέ ἕνα πρόσφατο ἐνδιαφέρον κείµενό του µέ τίτλο: «Τό ζήτηµα τῆς εἰσδοχῆς τῶν ἑτεροδόξων στήν Ἐκκλησία καί ὁ ἀναβαπτισµός»26 παρουσιάζει ἐνδιαφέ- ρουσες πλευρές τόσο γιά τήν Σύνοδο τῶν Τριῶν Πατριαρχῶν τοῦ 1756 ὅσο καί γενικότερα γιά τόν τρόπο τῆς εἰσδοχῆς τῶν ἑτεροδόξων πού ἐπικρατεῖ σήµερα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Τό κείµενο διαιρεῖται σέ τρία µέρη. Στό πρῶτο µέρος γίνεται λόγος γιά τό «ζήτηµα τῆς εἰσδοχῆς τῶν ἑτεροδόξων στήν Ἐκκλησία καί ὁ ἀναβαπτισµός: Ἱστορική ἐπισκόπηση», ὅπου ἀναπτύσσονται τά θέµατα: ἡ «ἑνότητα καί καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας»· ἡ «διαφύλαξη τῆς ἑνότητας καί εἰρήνης στήν Ἐκκλησία»· καί ἡ «διαίρεση τῆς Ἐκκλησίας καί «λόγοι ἐκκλησιαστικῆς σκοπιµότητας»». Στό δεύτερο µέρος ἀναπτύσσεται τό θέµα «»Ἀβεβαιότης καί 25 βλ. Ἰωάννου Καρµίρη, Τά ∆ογµατικά καί Συµβολικά µνηµεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόµος ΙΙ, Ἐν Ἀθήναις, 1953, σελ. 979-987. 26 βλ. Ἀποστόλου ∆ανιηλίδη, Μητροπολίτου ∆έρκων, Τό ζήτηµα τῆς εἰσδοχῆς τῶν ἑτεροδόξων στήν Ἐκκλησία καί ὁ ἀναβαπτισµός, εἰς Σκεῦος εἰς τιµήν, ἀφιερωµατικός τόµος ἐπί τῇ συµπληρώσει 25ετίας ἀπό τῆς εἰς Ἐπίσκοπον χειροτονίας καί 10ετίας ἀπό τῆς ἐνθρονίσεως τοῦ Μητροπολίτου Αὐστρίας καί ἐξάρχου Οὐγγαρίας καί Μεσευρώπης κ. Μιχαήλ, Ἀθῆναι 2011, σελ. 25-41. 8 ἀστάθεια ἐν τῆ πράξει»:
Συνοπτική εἰκόνα τῆς σηµερινῆς καταστάσεως», στό ὁποῖο παρουσιάζεται ἡ κατάσταση πού ἐπικρατεῖ στήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, στό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο καί στό Ἅγιον Ὄρος. Στό τρίτο µέρος κατατίθενται «δύο προτάσεις γιά τήν ἀντιµετώπιση τοῦ ζητήµατος», γιά τήν «ἀποσαφήνιση τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ θέµατος» καί τήν «ἀκρίβεια καί οἰκονοµία». ∆ιαβάζοντας κανείς τήν µελέτη αὐτή διαπιστώνει καί τήν ἱστορική διαδροµή τοῦ θέµατος τῆς εἰσδοχῆς τῶν ἑτεροδόξων στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλά καί τήν διαφορετική ἀντιµετώπιση τοῦ θέµατος ἀπό διάφορες Ἐκκλησίες, πού σηµαίνει ὅτι στήν πράξη ἰσχύει καί ἡ ἀπόφαση τῆς Συνόδου τοῦ 1484 καί ἡ ἀπόφαση τῆς Συνόδου τοῦ 1756. Γιά τήν ἀπόφαση τῆς Συνόδου τοῦ 1756 γράφεται ὅτι ἦταν «συνέπεια τῆς µεγάλης ἀγανακτήσεως τοῦ λαοῦ ἐναντίον τῆς παπικῆς προπαγάνδας καί τῆς ἱεραποστολικῆς δράσεως τῶν προτεσταντῶν µισσιοναρίων», «εἶναι µιά ἀπόφαση πού δικαιολογεῖται ἀπόλυτα ἄν ληφθοῦν ὑπ’ ὄψη τά ἐκκλησιαστικά καί ποιµαντικά συµφέροντα, ἤ µᾶλλον αὐτή ταύτη ἡ ἱστορική ὑπόσταση καί συνέχιση τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς». Συγχρόνως, εἶναι µιά ἀπόφαση πού «ἀνατρέπει ὅλη τήν µακραίωνη κατ’ οἰκονοµία παράδοση καί πράξη τῆς Ἐκκλησίας καί ὁδηγεῖ στό γράµµα τῆς ἀκρίβειας κατ’ αὐτό», ἀλλά καί «δηµιουργεῖ ἕνα προηγούµενο, τό ὁποῖο οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες δέν µπόρεσαν ἀκόµη νά ἀναιρέσουν συνοδικά, ἔστω καί ἄν πολλές ἀπό τίς ἱστορικές συνθῆκες ἄλλαξαν ἐν τῷ µεταξύ»27. Στήν µελέτη αὐτή, µέ γνώση τοῦ ἀντικειµένου, καταγράφεται ὅτι ὑπάρχει στό θέµα αὐτό διαφορετική πράξη καί στούς κόλπους τῆς εὐρύτερης δικαιοδοσίας τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου.
Ἐπισηµαίνεται χαρακτη- ριστικά ὅτι στό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο ὡς πρός τό θέµα αὐτό «ἐκ πρώτης ὄψεως δέν ὑπάρχει οὔτε ἀστάθεια, οὔτε ἀσάφεια». Συγχρόνως ἐπισηµαίνεται: «∆υστυχῶς, ὅµως, τά πράγµατα δέν εἶναι τόσο ἁπλᾶ. Παρατηρεῖται, δηλαδή, µία σοβαρή ἀσυνέπεια ὅσον ἀφορᾶ τίς ἀποφάσεις τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ὁποία, µέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου καί λαµβάνοντας προφανῶς ὑπ’ ὄψη νεώτερες ἐξελίξεις στίς διαχριστιανικές σχέσεις, δέν ἐφαρµόζει πλέον τόν Ὅρο τῆς συνόδου τοῦ 1756. Ἐπιστρέφει ἀµέσως µέν στό γράµµα τῶν ἀποφάσεων τῆς συνόδου τοῦ 1484, ἐµµέσως δέ στό πνεῦµα τοῦ 95ου κανόνος τῆς Πενθέκτης Οἰκουµενικῆς Συνόδου. Τοῦτο, βέβαια, δέν θά δηµιουργοῦσε µεγάλες δυσκολίες καί ἀντιθέσεις, ἄν 27 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 33. 9 εἶχε προηγουµένως ἀναιρεθεῖ ἡ ἀπόφαση τῆς συνόδου τοῦ 1756. Πολλοί εἶναι σήµερα ἐκεῖνοι πού ἐπικαλοῦνται τήν ἀπόφαση τῆς συνόδου αὐτῆς καί, κατά συνέπεια, δηµιουργοῦνται νέες ἔριδες καί ἐντάσεις µέσα στούς κόλπους τοῦ ἴδιου τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου, κατ’ ἐπέκταση δέ καί στόν εὐρύτερο χῶρο τῆς ἑλληνικῆς Ὀρθοδοξίας ἤ ἐκεῖνον τῶν πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων»28. Στήν συνέχεια τῆς µελέτης γράφεται: «Τέλος, θά µπορούσαµε νά ἀντιληφθοῦµε καί νά δικαιολογήσουµε εὐκολώτερα τήν πράξη τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως ἐάν δέν ὑπῆρχε ἤδη ἡ διαφορά πράξεως µέ µία ἄλλη ἀδελφή Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, ἀλλά καί διαφορά πράξεως µέσα στούς ἴδιους τούς κόλπους τῆς εὐρύτερης κανονικῆς καί πνευµατικῆς δικαιοδοσίας τοῦ Πατριαρχείου. Ἄς ληφθεῖ ὑπ’ ὄψιν, ὅτι ἡ πνευµατική καί κανονική αὐτή δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ἐπεκτείνεται ὄχι µόνο στήν παλαιότερη καί νεώτερη διασπορά, ἀλλά καί σέ νέες ἱεραποστολικές περιοχές ὅπως ἡ Κορέα ἤ ἡ Ἰνδονησία, ὅπου µοιραῖα ἀναφύεται τό ζήτηµα»29. Αὐτό σηµαίνει ὅτι ὑφίσταται ἀκόµη σέ µερικούς κύκλους ἡ ἰσχύς τῆς ἀποφάσεως τῆς Συνόδου τοῦ 1756, τό σηµαντικό δέ εἶναι ὅτι δέν ἀναιρέθηκε ποτέ συνοδικά µέ τόν ἴδιο τρόπο πού ἀποφασίσθηκε. Γι’ αὐτό στήν µελέτη γράφεται ὅτι αὐτήν τήν ἀπόφαση «οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες δέν µπόρεσαν ἀκόµη νά τήν ἀναιρέσουν συνοδικά»30 καί ἀλλοῦ ὅτι δέν ἔχει ἀκόµη «ἀναιρεθεῖ ἡ ἀπόφαση τοῦ 1756»31. Γι’ αὐτό στόν ἐπίλογο συµπεραίνει: «Συµπερασµατικῶς, θεωρῶ ὅτι µία πανορθόδοξος µελέτη καί ἀπόφαση περί τοῦ ζητήµατος εἶναι ἀπαραίτητη. Τό θέµα εἶναι ὄχι µόνον πολύπλοκο ἀλλά καί σοβαρό. ∆έν µπορεῖ νά ἐκτεθεῖ καί νά ἐπιλυθεῖ µέ ἀτοµικές ἐπιστηµονικές προσπάθειες ἤ περιορισµένου χαρακτῆρος ποιµαντικές πρωτοβουλίες»32.
Τό σηµαντικό τῆς ὑποθέσεως αὐτῆς εἶναι ὅτι ὅταν συνῆλθε τό 1971 στήν Γενεύη ἡ Προπαρασκευαστική Ἐπιτροπή τῆς Ἁγίας καί µεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας «ἕνα ἀπό τά ἕξη κείµενά της ἦταν ἀφιερωµένο στό θέµα «Ἡ Οἰκονοµία ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ»», τοῦ ὁποίου ἕνα µεγάλο 28 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 35-36. 29 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 36-37. 30 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 33. 31 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 36. 32 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 41. 10 µέρος ἐκάλυπτε τό θέµα τῶν «µυστηρίων» πού τελοῦνται ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, καί τῆς ἀποδοχῆς τῶν αἱρετικῶν καί σχισµατικῶν 33. Ὅπως ἐπισηµαίνεται, ὁ Μητροπολίτης Γέρων Ἐφέσου (τότε ὡς Μύρων) Χρυσόστοµος σέ ὁµιλία του ἀπό τοῦ ἄµβωνος στό ἐκκλησίασµα, κατά τήν διάρκεια τῆς ∆ιορθοδόξου Ἐπιτροπῆς (1971), τῆς ὁποίας προήδρευε, εἶπε ὅτι «δέν εἶναι σχολαῖον τό θέµα τῆς οἰκονοµίας καί ἀκριβείας ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ». Καί τόνισε ὅτι πρέπει νά ἐξετασθοῦν συναφῆ καί σοβαρά ζητήµατα, ὅπως: «Τί εἶναι ἐν τῇ οὐσίᾳ τό κατ’ οἰκονοµίαν αὐτό; Μέχρι ποίου σηµείου ἐκτείνεται; Πότε γίνεται χρῆσις καί πότε κατάχρησις τούτου; Καί διά τούς ἔξω; Ἐπικρατεῖ ἡ ἰδέα, ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ «κατ’ οἰκονοµίαν», ὅπερ διά τούς πολλούς ἰσοδυναµεῖ πρός ἐκκλησιαστικόν compomis. Εἶναι ὅµως τοῦτο ἀκριβές;»34. Τελικά, ὅµως, ὅπως σηµειώνει ὁ Μητροπολίτης ∆έρκων Ἀπόστολος, «οἱ ἐξελίξεις στήν πορεία πρός τή Σύνοδο ἐπέφεραν ἀλλαγές στήν θεµατολογία.
Ἔτσι τό ζήτηµα τῆς οἰκονοµίας ἐξέπεσε ἀπό τόν κατάλογο τῶν θεµάτων, παρά τήν πρόοδο πού εἶχε σηµειωθεῖ»35. Ὁ ἴδιος δέ ὁ Μητροπολίτης Γέρων Ἐφέσου Χρυσόστοµος συνοψίζει τό θέµα αὐτό: «Ὅταν εἰς τήν πρώτην φάσιν τῆς ἐξετάσεως τῶν πρώτων τεθέντων θεµάτων τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ἐξῃτάζετο εἰς τήν ∆ιορθόδοξον Προπαρασκευαστικήν Ἐπιτροπήν ἐν Γενεύῃ τό θέµα τῆς οἰκονοµίας, ἐκ τῶν πρώτων καί περισσότερον θεµελιωδῶν προβληµάτων τά ὁποῖα ἐτέθησαν καί εἰς τά ὁποῖα ἐκλήθηµεν νά δώσωµεν µίαν πανορθόδοξον ἀπάντησιν, ἦτο ἡ χρῆσις τῆς οἰκονοµίας εἰς τό θέµα τῆς ἀναγνωρίσεως τοῦ βαπτίσµατος τῶν µή ὀρθοδόξων. Τῆς δυναµένης νά χρησιµοποιηθῇ ἐν προκειµένῳ οἰκονοµίας ἀπό Ὀρθοδόξου πλευρᾶς, τῶν ὁρίων τῆς οἰκονοµίας ταύτης καί, ἀκόµη, µέχρι ποίου σηµείου ἡ οἰκονοµία αὕτη χρησιµο- ποιουµένη ὑπό τῆς Ἐκκλησίας δέν ἀναστέλλει τήν ἀκρίβειαν, δεδοµένου ὅτι ἡ θεολογία τοῦ βαπτίσµατος, ὡς κατ’ ἐξοχήν µυστηρίου τῆς χριστιανικῆς µυήσεως, πρέπει νά ἑδράζεται καί νά θεµελιοῦται ἐπί τῆς ἀκριβοῦς ἐκκλησιολογίας. Ἦτο τότε µία καλή προσπάθεια καθο- ρισµοῦ τῶν γενικῶν κριτηρίων διά τήν θεολογίαν τοῦ βαπτίσµατος. Ἀλλ’ ὡς 33 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 38. 34 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 40. 35 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 40. 11 γνωστόν, τό θέµα ἐκεῖνο ἐξέπεσεν ἀπό τήν ἡµερησίαν διάταξιν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου καί οὕτω ἐχάθη µία καλή εὐκαιρία»36. Ἔµεινε, ὅµως, τό βιβλίο του πού ἀναφέρθηκε στήν ἀρχή τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ.
Ὁ Μητροπολίτης Γέρων ∆έρκων Ἀπόστολος στό τέλος τῆς µελέτης του παρατηρεῖ ὅτι ἡ ἐπίλυση τοῦ ζητήµατος τῶν µυστηρίων τῶν ἑτεροδόξων «εἶναι ἄµεσα συνδεδεµένη µέ τήν ἐκκλησιολογία καί τήν θεολογία τοῦ βαπτίσµατος. Ἡ ἀντιµετώπιση αὐτή δέν µπορεῖ παρά νά ἐπιτευχθεῖ µέ ἀναφορά στά δεδοµένα τῆς ἐποχῆς ἀφ’ ἑνός, αὐτό ἄλλωστε ἔπραξαν καί οἱ συνοδικοί Πατέρες, καί, ἀφ’ ἑτέρου, σέ πανορθόδοξο ἐπίπεδο, πού δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἔκφραση συνοδικότητος»37. Τό συµπέρασµα εἶναι ὅτι οἱ Σύνοδοι τοῦ 1484 καί τοῦ 1756 ἔχουν ἰσχύ, καί ἐκφράζουν τό πνεῦµα τῆς οἰκονοµίας καί τῆς ἀκρίβειας στήν Ἐκκλησία, ἀντίστοιχα. Ἄλλωστε, ἡ οἰκονοµία εἶναι πρόσκαιρη, καί δέν µπορεῖ νά καταργήση τήν ἀκρίβεια πού ἔχει µονιµότητα. Ἐδῶ πρέπει νά ὑπενθυµίσω ὅτι ἡ ἀπόφαση µιᾶς µεταγενέστερης Συνόδου, δηλαδή ἡ ἀπόφαση τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ ἔτους 1848 κάνει λόγο γιά τήν ὁρολογία καί τήν ταυτότητα τόσο «τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅσο καί τῶν αἱρέσεων καί τοῦ «Παπισµοῦ»». Ἐπίσης, κάνει λόγο γιά τήν ἀντιµετώπιση τῶν αἱρετικῶν καί τήν ἐπιστροφή τους στήν Ἐκκλησία. Μεταξύ τῶν ἄλλων γράφεται ὅτι ἡ ἐπιστροφή τῶν αἱρετικῶν «πρός τήν ἀναλλοίωτον καθολικήν ὀρθόδοξον πίστιν τῶν κοινῶν Πατέρων ἡµῶν» θά πρέπει νά γίνη µέ τό νά ἀπορριφθοῦν «τά σηµερινά παπικά δόγµατά τε καί µυστήρια», διότι εἶναι «ἐντάλµατα ἀνθρώπων»38. Αὐτό σηµαίνει ὅτι διατηρήθηκε ἡ παράδοση τῆς ἀκρίβειας στήν πίστη καί στά Μυστήρια, ἀφοῦ µάλιστα ποτέ δέν καταργήθηκε συνοδικά ὄχι µόνον ἡ ἀπόφαση τῶν Τριῶν Πατριαρχῶν τοῦ 1756, ἀλλά καί ἡ ἀπόφαση τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ ἔτους 1848.
Ἑποµένως, ἡ ἀπόφαση τῶν Τριῶν Πατριαρχῶν τοῦ 1756 καί τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ 1848 µόνον συνοδικά µπορεῖ νά καταργηθῆ καί µάλιστα µέ σαφέστατες θεολογικές καί ἐκκλησιο- λογικές προϋποθέσεις. Ὅµως, δέν τέθηκε στήν θεµατολογία τῆς 36 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 40-41. 37 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 41. 38 βλ. Ἰωάννου Καρµίρη, Τά ∆ογµατικά καί Συµβολικά µνηµεῖα…, ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 902 κ.ἑξ. 12 Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί φυσικά δέν πρέπει νά παραθεωρηθῆ ἐµµέσως καί µυστικῶς. Στό κείµενό µου αὐτό προτίµησα νά ἀναφερθῶ σέ δύο σηµαίνοντας Ἀρχιερεῖς τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου, οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν τό θέµα αὐτό καί ὡς πρός τήν θεωρία καί ὡς πρός τήν πρακτική του ἐφαρµογή. Καί αὐτό δείχνει τήν σοβαρότητα τοῦ θέµατος, τό ὁποῖο δέν λύνεται µέ ἀκαδηµαϊκές µελέτες ἐπιστηµόνων καί ἐπιλεκτικές ἀναφορές, ἀλλά µέ συνοδικές πράξεις καί ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀπρίλιος 2016
Πηγή: NafpaktiaNews
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ-ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΙΣ
«Ἀπὸ καιρὸ ἀρχίσανε κάποιοι δικοί μας κληρικοὶ νὰ θέλουν καὶ νὰ ἐπιδιώκουν νά δέσουν στενὲς σχέσεις μὲ τοὺς παπικούς, ποὺ ἐπὶ τόσους αἰῶνες μᾶς ρημάξανε. Γιατί στ' ἀληθινά, δὲν ὑπάρχει πιὸ μεγάλος ἀντίμαχος τῆς φυλῆς μας, κι ἐπίμονος... πού, σώνει καὶ καλὰ θέλει νὰ σβήσει τὴν Ὀρθοδοξία... Καὶ θὰ ἐξαφανισθεῖ (ἡ ῾Ελλάδα) ὄχι τόσο εὔκολα μὲ τὸν ἀμερικανισμὸ ποὺ πάθαμε, ὅσο ἂν γίνουμε στὴ θρησκεία παπικοί. Γιατί γι' αὐτοῦ πᾶμε. Παπική Ἑλλάδα θὰ πεῖ ἀξαφάνιση τῆς Ἑλλάδας», ἔγραφε πρίν ἀπό χρόνια ὁ ἀϊβαλιώτης Φώτης Κόντογλου[1].
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ - ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ
«ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ»
Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016, αἴθουσα «Μελίνα Μερκούρη» τοῦ Σταδίου Εἰρήνης καί Φιλίας
Αἰδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος ἐφημέριος Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως Πειραιῶς
Εἰσήγησις Μητροπολίτου Κυθήρων Σεραφείμ
Ἐν πρώτοις αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά εὐχαριστήσω τήν Ἐπιτροπή τῆς παρούσης Ἐπιστημονικῆς Θεολογικῆς Ἡμερίδος διά τήν συναρίθμησί μου εἰς τούς εἰσηγητάς της, τήν κατάρτισι τοῦ καταλόγου τῶν περισπουδάστων θεμάτων της: θεολογικῶν, ἐκκλησιολογικῶν καί κανονικῶν, ἀφορώντων εἰς τήν θεματολογία τῆς συγκληθησομένης «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου», καί τήν ἀρτία διοργάνωσί της.
[ii] «Τοὺς προστιθεμένους τῇ ὀρθοδοξίᾳ, καὶ τῇ μερίδι τῶν σῳζομένων ἀπὸ αἱρετικῶν, δεχόμεθα κατὰ τὴν ὑποτεταγμένην ἀκολουθίαν τε καὶ συνήθειαν. Ἀρειανοὺς μὲν καὶ Μακεδονιανούς, καὶ Ναυατιανούς, τοὺς λέγοντας ἑαυτοὺς Καθαροὺς καὶ Ἀριστερούς, καὶ τοὺς Τεσσαρακαιδεκατίτας, ἤγουν Τετραδίτας, καὶ Ἀπολλιναριστάς, δεχόμεθα, διδόντας λιβέλλους, καὶ ἀναθεματίζοντας πᾶσαν αἵρεσιν μὴ φρονοῦσαν, ὡς φρονεῖ ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ ἐκκλησία, σφραγιζομένους, ἤτοι χρισμένους πρῶτον τῷ ἁγίῳ μύρῳ, τὸ μέτωπον, καὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ τὰς ῥίνας, καὶ τὸ στόμα, καὶ τὰ ὦτα, καί, σφραγίζοντες αὐτούς, λέγομεν· Σφραγὶς δωρεᾶς Πνεύματος ἁγίου. Περὶ δὲ τῶν Παυλιανισάντων, εἶτα προσφυγόντων τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ, ὅρος ἐκτέθειται, ἀναβαπτίζεσθαι αὐτοὺς ἐξάπαντος. Εὐνομιανοὺς μέντοι, τοὺς εἰς μίαν κατάδυσιν βαπτιζομένους, καὶ Μοντανιστάς, τοὺς ἐνταῦθα λεγομένους Φρύγας, καὶ Σαβελλιανούς, τοὺς υἱοπατορίαν δοξάζοντας, καὶ ἕτερά τινα χαλεπὰ ποιοῦντας, καὶ πάσας τὰς ἄλλας αἱρέσεις, ἐπεὶ πολλοί εἰσιν ἐνταῦθα, μάλιστα οἱ ἀπὸ τῶν Γαλατῶν χώρας ἐρχόμενοι, πάντας τοὺς ἀπ᾿ αὐτῶν θέλοντας προστίθεσθαι τῇ ὀρθοδοξίᾳ, ὡς Ἕλληνας δεχόμεθα· καὶ τὴν πρώτην ἡμέραν ποιοῦμεν αὐτοὺς Χριστιανούς· τὴν δὲ δευτέραν, κατηχουμένους· εἶτα τὴν τρίτην, ἐξορκίζομεν μετὰ τοῦ ἐμφυσᾷν τρίτον εἰς τὸ πρόσωπον, καὶ εἰς τὰ ὦτα, καὶ οὕτω κατηχοῦμεν αὐτούς, καὶ ποιοῦμεν χρονίζειν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, καὶ ἀκροᾶσθαι τῶν Γραφῶν, καὶ τότε αὐτοὺς βαπτίζομεν. Καὶ τοὺς Μανιχαίους δέ, καὶ τοὺς Οὐαλεντινιανούς, καὶ Μαρκιωνιστάς, καὶ τοὺς ἐκ τῶν ὁμοίων αἱρέσεων προσερχομένους, ὡς Ἕλληνας δεχόμενοι, ἀναβαπτίζομεν· Νεστοριανοὺς δέ, καὶ Εὐτυχιανιστάς, καὶ Σεβηριανούς, καὶ τοὺς ἐκ τῶν ὁμοίων αἱρέσεων χρὴ ποιεῖν λιβέλλους, καὶ ἀναθεματίζειν τὴν αἵρεσιν αὐτῶν, καὶ Νεστόριον, καὶ Εὐτυχέα, καὶ Διόσκορον, καὶ Σεβῆρον· καὶ τοὺς λοιποὺς ἐξάρχους τῶν τοιούτων αἱρέσεων, καὶ τοὺς φρονοῦντας τὰ αὐτῶν, καὶ πάσας τὰς προαναφερομένας αἱρέσεις, καὶ οὕτω μεταλαμβάνειν τῆς ἁγίας κοινωνίας».
Πηγή: Ακτίνες
Σεβασμιώτατοι,
Σεβαστοί Πατέρες,
Ἀγαπητοί ἀδελφοί.
Εἷς ἐκ τῶν ἐλαχιστοτάτων πρεσβυτέρων τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, ἐγώ ὁ λίαν ἰσχνόφωνος καί βραδύγλωσσος, καλοῦμαι νά μιλήσω γιά θέματα, τά ὁποῖα πλειάδες θεοφωτίστων ἁγίων Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ὄχι μόνο, θεοπνεύστως καί μέ ἀσύλληπτη ἁγιοπνευματική, καί οἱ πλεῖστοι ἐξ αὐτῶν καί μέ ἀφθονοῦσαν τήν θύραθεν σοφία ὅρισαν, ὑπεραφθονούσης μάλιστα καί τῆς μακροτάτης καί φιλοστοργοτάτης αὐτῶν ποιμαντικῆς ἐμπειρίας.
Σᾶς παρακαλῶ νά δεχθεῖτε τήν εὐτελέστατη αὐτή προσωπική μου κατάθεση, πού ἐπιτείνει ἡ ὑπόμνηση τοῦ προλόγου τοῦ πρώτου θεολογικοῦ λόγου τοῦ ὁσίου Πατρός ἡμῶν Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου λέγοντος:
«Τό περί Θεοῦ λέγειν ἤ φθέγγεσθαι καί τά κατ’ αὐτόν ἐρευνᾶν καί τά ἀνέκφορα ποιεῖν ἔκφορα καί τά πᾶσιν ἀκατάληπτα ὡς καταληπτά ὑπεμφαίνειν τολμηρᾶς ἄν εἴη καί αὐθάδους ψυχῆς ἔνδειγμα. Καί τοῦτο πάσχουσιν οὐχ ὅσοι ἀφ’ ἑαυτῶν τι λέγειν τολμῶσι μόνον περί Θεοῦ, ἀλλά καί ὅσοι τά πρός αἱρετικούς πάλαι λαληθέντα παρά τῶν θεσπεσίων θεολόγων καί γραφῇ παραδοθέντα ἀποστηθίζουσί τε καί πολυπραγμονοῦσιν, οὐχ ἵνα πνευματικήν τινα ὠφέλειαν καρπώσωνται, ἀλλ’ ἵνα θαυμάζωνται παρά τῶν ἀκουόντων ἐν πότοις καί συνεδρίοις καί θεολόγοι ἐπιφημίζωνται· ὅ καί μᾶλλον λυπεῖ με καί ἐν ἀδημονίᾳ ποιεῖ, ἐννοοῦντα τό φρικτόν τοῦ ἐγχειρήματος καί τό τοῖς τολμητίαις ἀποκείμενον κρῖμα. Οἷα δέ φασι τῶν θείων κατατολμῶντες!» (Θεολογικός Α΄ καί κατά τῶν τιθεμένων τό πρῶτον ἐπί τοῦ Πατρός). Μά πῶς τό τολμοῦν λέγει ὁ Ἅγιος Συμεων!
Ἄς ἀναλογισθοῦμε τί θαῦμα ἦταν αὐτό, τό νά καταφθάνουν γιά τήν πρώτη Οἰκουμενική Σύνοδο, στή Νίκαια ἀπ’ ὅλα τά μέρη τοῦ κόσμου τριακόσιοι δέκα ὀκτώ ἅγιοι πατέρες, σακάτηδες ἀπό τούς τελευταίους διωγμούς κατά τῶν χριστιανῶν καί νά γίνονται καλοδεχούμενοι ἀπό τόν ἀνώτατο ἄρχοντα τῆς τότε οἰκουμένης, μή βαπτισμένο ἀκόμα, αὐτοκράτορα τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, μετέπειτα ἅγιο Μέγα Κωνσταντῖνο, ὁ ὁποῖος ἔσκυβε καί ἀσπαζόταν τίς οὐλές καί τά τραύματατῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν. Μέ τί καρδιά καί μέ τί ψυχή θά ἀνοίξουμε τά πήλινα χείλη μας γιά νά ἐπαναδιαπραγματευτοῦμε τά ὅσα αὐτοί καλῶς ἐδογμάτισαν! Ἀφ’ ἑτέρου πῶς μποροῦμε νά διαχωρίσουμε τούς ἀνθρώπους σέ ἀρχαίους, σέ συγχρόνους, σέ νεωτερικούς καί μετανεωτερικούς; Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας πιστεύει στήν ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἀπό τοῦ πρώτου ζεύγους τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας μέχρι τῶν ἡμερῶν μας καί μέχρι τῶν ἐσχάτων. Ὁ Χριστός μας θυσιάστηκε μόνο γιά κάποιους ἀνθρώπους καί ὄχι γιά πάντας τούς κατοικούντας ἐπί τῆς γῆς;
Ἀπό τήν πρώτη ἤδη Προσυνοδική Πανορθόδοξο Διάσκεψη (21-28 Νοεμβρίου 1976) διαφαίνονται οἱ προθέσεις καί προοπτικές τῆς συγκληθησομένης «Ἁγίας» καί Μεγάλης Πανορθοδόξου Συνόδου, διεκδικούσης τό κῦρος καί τήν ἁγιοπνευστία Οἰκουμενικῆς.
Ἀμέσως μετά, στίς 7 Μαΐου 1977, ὁ πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμ. π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς, ὁ σήμερον Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀπέστειλε ἱκετευτικόν ὑπόμνημα πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ σοβαρές παρατηρήσεις, πού δήλωναν τίς προϋποθέσεις συγκλήσεως μιᾶς τοιαύτης Συνόδου. Δέν φαίνεται νά ἔχουν ληφθεῖ ὑπ’ ὄψιν ἀπό κανένα ἐκ τῶν ἐμπλεκομένων θεολόγων κατά τίς μεταγενέστερες προσυνοδικές διασκέψεις μέχρι σήμερα. Τό λυπηρότερο ὅμως εἶναι ὅτι δέν ἔχουν ληφθεῖ ὑπ’ ὄψιν οἱ θεοφώτιστες ἁγιοπνευματικές ἐμπειρίες ὅλων τῶν ἁγίων Πατέρων τῶν Μεγάλων καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. «Συνοδικῶς», ἑπομένως, πλέον ἑδραιώνεται καί νομιμοποιεῖται ἡ μεταπατερική θεολογία.
Ὁ κατάλογος τῶν θεμάτων καί ἡ μεθοδολογία τῆς προπαρασκευῆς της φανερώνουν ἀντισυνοδικό φρόνημα καί μιά νεοπαπιστική ἐπιβολή μιᾶς οἰκουμενιστικῆς Συνόδου. Μετά μάλιστα ἀπό τή συνολική εἰκόνα τῆς Β΄ Βατικάνειας Συνόδου πού ἔχουμε ἀποκρυσταλλώσει, ἡ προετοιμαζόμενη «Ἁγία» καί Μεγάλη Σύνοδος διαθέτει ὅλα τά χαρακτηριστικά δεινῆς ὁλοκληρωτικῆς παπικῆς Συνόδου, σάν τῆς Β΄ Βατικανῆς, ἡ ὁποία ἰσχυροποίησε καί ἐπξύξησε τό παπικό πρωτεῖο καί τό παπικό ἀλάθητο. Ἁπλῆ ἀπομίμηση οὐμανιστικῶν νεοεποχίτικων συνεδρίων ἑτοιμάζεται.
Τό ὅτι ἡ πρώτη ἀλλά καί οἱ πέντε λοιπές προπαρασκευαστικές Προσυνοδικές Διασκέψεις, μέχρι καί τήν τελευταία τῶν Προκαθημένων, ἔχουν σαφέστατα τό χαρακτήρα κοσμικοῦ συνεδρίου καί ὄχι Ὀρθοδόξου Συνόδου, φαίνεται καί ἀπό τόν τεράστιο ἀρχικά ἀριθμό θεμάτων – σαράντα ἀρχικά – τά ὁποῖα κατέληξαν στόν ἀριθμό τῶν δέκα περίπου, ἀσύμβατος ἀριθμός θεμάτων μέ τόν ἀριθμό θεμάτων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἐκτός καί ἄν οἱ προεδρεύοντες στίς ἐπί μέρους συνεδρίες ἔχουν ἀποφασίσει προσυνοδικῶς τά πολλά ἐπί μέρους θέματα νά τά διεξέλθουν συνοπτικῶς καί ἕνα ἤ δύο ἐξ αὐτῶν νά τά ἀναδείξουν ὡς μείζονος σημασίας, ὅπως εἶναι ἡ σχέση τῆς ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας μέ τόν παπισμό καί τόν προτεσταντισμό τοῦ ΠΣΕ. Ἤδη ἔχουν προηγηθεῖ κείμενα διαφόρων «Πατριαρχικῶν» πού θεωροῦν ὡς μία καί ἑνιαία Ἐκκλησία τήν Ὀρθόδοξη, μαζί μέ τόν παπισμό καί τόν προτεσταντισμό. Δεδομένου μάλιστα τοῦ γεγονότος ὅτι ἤδη εἶναι προσκεκλημένοι στήν «Ἁγία» καί Μεγάλη Σύνοδο παρατηρητές ἑτερόδοξοι, αὐτό σημαίνει, ὅτι ἀνετότατα μπορεῖ νά προσφωνηθοῦν μέ τούς «ἐκκλησιαστικούς» βαθμούς τους καί Συνοδικῶς νά νομιμοποιηθοῦν ὡς μέλη καί ὡς βαθμοφόροι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Μέ μία εἰκόνα τῆς τηλεοράσεως μέσα ἀπό τόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ Ἠρακλείου, ὅπου κατά τή μεγαλώνυμο ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς θά παρίστανται ἅπαντες οἱ προσκεκλημένοι αἱρετικοί στήν περίλαμπρη ὀρθόδοξη Θεία Λειτουργία, θά σαρωθεῖ ὁλόκληρη ἡ δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας καί θά ἰσοπεδωθοῦν συλλήβδην ἅπαντα τά πιστεύματά μας. Ἡ μέλλουσα «Ἅγία» καί Μεγάλη Σύνοδος εἶναι ἀδιανόητο νά ἀναμείξει τά ἄμεικτα, δηλαδή τήν διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησία μας μέ τήν αἱρετική ἐπίδραση τῶν παπικῶν παρατηρητῶν.
Ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας δέν ἐπινοοῦσε τεχνητῶς, δέν ἐξεύρισκε θέματα, γιά νά συνέλθει καί νά συνεδριάσει σέ συνεδριάσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Μόνο γιά ἕνα ἤ δύο ἤ τό πολύ τρία δογματικά θέματα συνήρχετο. Θεωροῦσαν μάλιστα ἀπαραίτητο οἱ Ἅγιοι πατέρες νά εὑρίσκονται παρόντες ἅπαντες οἱ ἐπίσκοποι τῆς Οἰκουμένης, μέ ἴση μάλιστα ψῆφο γιά τόσο σοβαρά θέματα. Ἡ νοοτροπία αὐτή προῆλθε ἤδη ἀπό τίς Ἀποστολικές Συνόδους ὅπου παρευρίσκονταν ἅπαντες οἱ δώδεκα καί, εἰ δυνατόν, καί οἱ ἑβδομήκοντα καί ἄλλοι ἐκ τοῦ πληρώματος τῶν πιστῶν. Ἀριστίνδην Οἰκουμενικές Συνόδους δέν εἴχαμε ποτέ. Τό σημερινό ἐπιχείρημα τῆς πληθώρας τῶν ἐπισκόπων καί τῶν τεραστίων ἀποστάσεων πού πρέπει νά διανύσουν γιά νά συναχθοῦν ἐπί τό αὐτό δέν ἀξίζει νά προσπαθήσουμε νά τό ἀναιρέσουμε λόγῳ τῶν πολλῶν καί συγχρόνων μέσων μεταφορᾶς καί ἐπικοινωνίας.
Κατά τόν ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς καί κατά τούς ἁγίους Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὁ κατάλογος τῶν θεμάτων δέν προετοιμάζεται σέ τόσες συνεδρίες προσυνοδικές ἐπί τόσα πολλά χρόνια, ἀλλά προκύπτει ἄμεσα μέ μόνο σκοπό τή σωτηρία καί τήν ἐν Χριστῷ θέωση τοῦ πληρώματος τῶν Ὀρθοδόξων. Οἱ Ἅγιες καί Οἰκουμενικές Σύνοδοι εἶχαν πάντοτε Χριστολογικό, Σωτηριολογικό καί Ἐκκλησιολογικό χαρακτήρα. Τό παμπεριεκτικόν πρόσωπο τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἡ σωτηρία τῆς εἰκόνος Του, δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου, λέγει ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος, προκαλοῦσαν τή σύγκληση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων διά τῶν ἁγίων ἐνεργειῶν τῆς Ἐκκλησίας Του καί διά διαταγμάτων τῶν Βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων. Φόβος καί τρόμος κατελάμβανε τούς ὑπεύθυνους ἄρχοντες μπροστά στό διασπαστικό μίασμα τῶν αἱρέσεων, τῶν σχισμάτων καί τῶν πολλαπλῶν ἀλλοτριωτικῶν ρηγμάτων.
Ἡ «Ἁγία» καί Μεγάλη Σύνοδος πού ἀπό χρόνια προετοιμάζεται δέν ἔχει αὐτό τό χαρακτήρα, γιατί τά ἐνδιαφέροντά της εἶναι κατακερματισμένα σέ ἐπί μέρους ἠθικῆς φύσεως θέματα, μέ στόχο τή διείσδυση καί ἐπικράτηση τῆς κοσμικῆς νεωτερικῆς ἤ μετανεωτερικῆς ἤ καλύτερα μεταπατερικῆς συγχρόνου νοοτροπίας στή Θεολογία, στήν Παράδοση, στούς Ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπιχειρεῖται μάλιστα ὅπως θά δείξουμε κατωτέρω συγκεκριμενοποίηση καί ρύθμιση τῆς «Οἰκονομίας» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας καί προσομοίωση τοῦ κανονικοῦ δικαίου τῆς ἁγίας Ὀρθοδοξίας μας πρός τό παπικό, τό ὁποῖο αὐστηρά ὁρίζει καί τήν ἀκρίβεια καί τήν Οἰκονομία. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας διά τῶν ὀρθοδόξων ποιμένων της τόνιζε πάντοτε τή θεόπνευστη ἀκρίβεια τῶν Κανόνων της, ἐφάρμοζε ὅμως ἀπέραντη καί ἀσύλληπτη Οἰκονομία στά μέλη της πού, ὄντας ἀσθενῆ, τά οἰκονομοῦσε καί τά χριστοοικονομεῖ στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μέ μακαρία Θεία Κεφαλή τόν θεάνθρωπο Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί μέλη ὅλους μας, δικαίους καί ἐν μετανοίᾳ ἁμαρτωλούς. Καμία δημαγωγία μετανεωτερική ἤ μεταπατερική δέν μπορεῖ νά φιμώσει τούς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας μας στόν εὐαγγελισμό πάντων τῶν ἐθνῶν στή μία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική Ἀλήθεια τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας μας. «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
Σκηνοθετημένη Σύνοδος δέν μπορεῖ νά στηθεῖ φωνάζει ἀπό τό 1977 ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς. Οὔτε εὐαγγελικό, οὔτε ὀρθόδοξο, οὔτε κανονικό, θά ἦταν να ἐπιτραπεῖ σέ ἕνα ἐκ τῶν Πατριαρχείων νά ὁδηγήσει τήν ὀρθοδοξία στό χεῖλος τῆς ἀβύσσου.
Ἐφ’ ὅσον τά μείζονα θέματα α) τῆς ἐκπροσωπήσεως καί β) τῆς θεματολογίας εἶναι ἀντίθετα πρός τήν παράδοση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τί νά ποῦμε γιά τά ἐπί μέρους;
Ἄς ἔλθουμε πιό συγκεκριμένα στό βασικό θέμα μας. Στό θέμα τῆς νηστείας. Μέσα στόν Παράδεισο ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ ἄσαρκος Λόγος, ὁ συνδημιουργός μέ τόν Θεό Πατέρα καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, τελευταῖο δημιουργεῖ ἐκ τοῦ χοός τόν ἄνθρωπο, τόν Ἀδάμ καί ἐκ τῆς πλευρᾶς αὐτοῦ τήν Εὔα, κατ’ εἰκόνα Αὐτοῦ. Μέσα στόν Παράδεισο ζοῦν τόν παρθενικό τρόπο ζωῆς, ἐνῷ παραλλήλως ὁ Θεός τούς εὐλογεῖ ὡς ζεῦγος καί τούς εὔχεται τό «αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γῆν καί κατακυριεύσατε αὐτῆς». Συνδέει δέ τήν ἄκρως ἀρχοντική αὐτή εὐλογία Του μέ τήν ἀπαγόρευση τῆς γεύσεως ἐκ τοῦ καρποῦ τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ πονηροῦ. Εὐλογία συνυφασμένη μέ τή νηστεία καί μέ τήν προοπτική τῆς κατά χάριν θεώσεώς τους. Χαρισματική καί μακαρία ἡ διαμονή τους μέσα στόν πλούσιο σέ χάρη καί ὡραιότητα Παράδεισο τῆς τρυφῆς, ἀενάως τροφοδοτούμενοι ἀπό τήν πληρότητα τῆς κοινωνίας τους μέ τό Θεό.
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέγει ὅτι «πλάσας τόν ἄνθρωπον ὁ Θεός εὐθέως καί ἐκ προοιμίων τῷ πρωτοπλάστῳ ταύτην δέδωκεν τήν ἐντολήν. Καί ἡ ἐντολή ἦταν ἀπαγόρευση ὄχι ἀπό κάτι κακό, ἀφοῦ τό δένδρο τῆς γνώσεως ἦταν ἕνα ἀπό τά καλά λίαν δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ».
Ὁ Μέγας Βασίλειος στόν Α΄ περί νηστείας λόγο του λέγει: «Ἀρχαῖον δῶρον ἡ νηστεία… καί νόμου πρεσβυτέρα. Συνηλικιώτης ἐστί τῆς ἀνθρωπότητος… ἐν τῷ Παραδείσῳ ἐνομοθετήθη». Πρῶτο χαρακτηριστικό τοῦ θεοπρεποῦς τρόπου ζωῆς μέσα στόν Παράδεισο ὑπῆρξε ἡ νηστεία πού προσείλκυε τήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ κοντά στούς πρωτοπλάστους καί τούς ἀνέπτυσσε τή μακαριότητα καί τήν ὄρεξη νά βρίσκονται ἑκούσια κοντά καί ἄρρηκτα συνδεδεμένοι στήν ὑπακοή τοῦ Θεοῦ. Μακάριοι, μακαριώτατοι ἦταν οἱ πρωτόπλαστοι γιατί εἶχαν ἐμπειρία τοῦ καλοῦ καί μόνο, χωρίς παράλληλα τή γνώση τοῦ κακοῦ, πού ὡς μεταπτωτικοί ἐμεῖς πιστεύουμε ὅτι ὁπωσδήποτε χρειάζεται ἡ ἐμπειρία ἤ τουλάχιστον ἡ γνώση τοῦ κακοῦ γιά νά μή παραπλανηθοῦμε περισσότερο. Ἡ Κυρία Θεοτόκος λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς οὐδέποτε ἡμάρτησε, οὔτε σκιά κακοῦ λογισμοῦ δέν ἐμόλυνε τό νοῦ της.
Στήν Παλαιά Διαθήκη μνημονεύονται δύο περιπτώσεις σαρανταήμερης νηστείας: Ἡ νηστεία τοῦ προφήτη Μωυσῆ πρίν παραλάβει τόν Νόμο (Ἔξοδ. 34,28) καί ἡ νηστεία τοῦ προφήτη Ἠλία στό ὄρος Χωρήβ (Γ΄ Βασιλ. 19,8)
Στή Καινή Διαθήκη ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός νηστεύει σαράντα ἡμέρες πρίν ἀρχίσει τή δημόσια δράση Του (Ματθ. 4,1-2). Ἡ πράξη αὐτή τόν συνδέει μέ τόν Νόμο πού ἐπροσωπεῖ ὁ Μωυσῆς καί μέ τούς Προφῆτες, πού ἐκπροσωπεῖ ὁ Ἠλίας.
Οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων μνημονεύουν λατρευτικές τελετές, πού περιλαμβάνουν νηστεία καί προσευχή. «Λειτουργούντων δέ αὐτῶν τῷ Κυρίῳ καί νηστευόντων εἶπε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον· Ἀφορίσατε δή μοι τόν Βαρνάβαν καί τόν Σαῦλον εἰς τό ἔργον ὅ προσκέκλημαι αὐτούς. Τότε νηστεύσαντες καί προσευξάμενοι καί ἐπιθέντες αὐτοῖς τάς χεῖρας ἀπέλυσαν(Πραξ. 13,1-3). Ἐπίσης «…χειροτονήσαντες δέ αὐτοῖς πρεσβυτέρους κατ’ ἐκκλησίαν καί προσευξάμενοι μετά νηστειῶν παρέθεντο αὐτούς τῷ Κυρίῳ» (Πραξ. 14,23).
Ἤδη ἀπό τούς Ἀποστολικούς χρόνους ἡ νηστεία ὡς βασική πνευματική καί σωματική ἄσκηση συνδυαζόμενη μέ τήν ἀνάμνηση τῆς Προδοσίας καί τῆς Σταύρωσης τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καθιερώνει τήν Τετάρτη καί τήν Παρασκευή. Πολύ σύντομα ἀναδύεται ἀπό τά σπλάχνα τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος ἡ τεσσαρακονθήμερη νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὡς χαρισματική μίμηση τῆς τεσσαρακονθήμερης νηστείας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μεταγενέστερα ἀπό τήν παθοκτόνο ὠφέλεια τοῦ σαρανταημέρου θεσπίστηκε τό τριήμερο ἀπόλυτης ἀποχῆς ἀπό κάθε τροφή. Τό ἱερό τριήμερο γενικεύεται ὡς ἐνθουσιαστική σωματοπνευματική θεραπεία ἐφόδου, ἀκόμα καί στίς πολυπληθεῖς ἐνορίες τῶν μεγάλων πόλεων τῆς ἑλληνικῆς ὀρθοδόξου πατρίδος μας. Κληρικοί μέ τίς οἰκογένειές τους συναμιλλῶνται μετά τῶν τιμίων ἀγωνιστῶν μοναχῶν καί μοναζουσῶν, προσφέροντας αὐτό τό ἰδιάζον εὐλογημένο μικρό μαρτύριο στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Τό ἀλάδωτο ὅλης τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς κατορθώνεται ἀφοῦ τοποθετήθηκαν οἱ γερές βάσεις νηστείας καί συμμετοχῆς στίς θεόπνευστες ἱερές Ἀκολουθίες.
Ἀναλογικῶς καί λίαν ποθητῶς ἀναμένουν οἱ ἀγωνιζόμενοι χριστιανοί ἐν τῷ κόσμῳ τίς ἐξαιρετικές εὐκαιρίες νηστείας τῶν Χριστουγέννων, τῆς Μητροπόλεως τῶν ἑορτῶν, τοῦ θερινοῦ Δεκαπενταυγούστου καί τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ζηλεύουμε ὄντως ἐμεῖς, ἱερωμένοι ἐν τῷ κόσμῳ, τόν ἱερό ζῆλο οἰκογενειαρχῶν, μητέρων, ἐφήβων καί κοριτσιῶν, ἀκόμα καί μικρῶν παιδιῶν καί ὑπερηλίκων, πού φιλοτιμοῦνται σ’ αὐτές τίς ἅγιες περιόδους καί συναγωνίζονται στόν ἄριστο ἀγώνα τῆς ἁγιωτάτης μητρός Ἐκκλησία μας. Οἱ πιστοί μας δέν περιμένουν τεκμηριωμένες ὁμιλίες, ἐπιστημονικοῦ ἐπιπέδου γιά νά πεισθοῦν καί νά προετοιμασθοῦν γιά τό ἄθλημα τῆς νηστείας, ἀλλά εἰσέρχονται στήν ἀρένα μέ τή δύναμη τοῦ τιμίου Σταυροῦ καί τό ὑπέρ πᾶν παράδειγμα θυσίας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Μέγας Βασίλειος ἀρκεῖται στή βεβαιότητα πού ἐκφράζεται μέ τή φράση «Παρελάβομεν ἐκ τῶν Πατέρων».
Εἶναι τόσα πολλά τά κείμενα περί νηστείας ὅλων τῶν ἁγίων Πατέρων, πού ἀναλύουν τίς παθοκτόνες καί σωτήριες παραμέτρους της, ὥστε δέν ἁρμόζει ὁ εὐτελισμός πού ὑφίσταται ἀπό τήν μινιμαλιστική νοοτροπία τῶν μεταπατερικῶν ἀνανεωτῶν, οἱ ὁποῖοι κόπτονται γιά τόν σύγχρονο κόσμο.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης μᾶς λέει:
«Νηστεία ἐστί, βία φύσεως καί περιτομή ἡδύτητος λάρυγγος· Πυρώσεως ἐκτομή· πονηρῶν ἐννοιῶν ἐκκοπή· ἐνυπνιασμῶν ἐλευθερία· προσευχῆς καθαρότης· ψυχῆς φωστήρ· νοός φυλακή· πωρώσεως λύσις· κατανύξεως θύρα· στεναγμός ταπεινός· συντριμμός ἱλαρός· πολυλογίας ἀργία· ἡσυχίας ἀφορμή· ὑπακοῆς φύλαξ· ὕπνου κουφισμός· ὑγεία σώματος· ἀπαθείας πρόξενος· ἁμαρτημάτων ἄφεσις· παραδείσου θύρα καί τρυφή·» (Λόγος ΙΔ΄ Περί γαστριμαργίας λα΄ σελ. 191 ἔκδοση Ἱ.Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 1978).
Ὁ Μέγας Βασίλειος μᾶς λέει:
«Ἤ ἀγνοεῖς ὅτι ὥσπερ ἐπί παρατάξεως ἡ τοῦ ἑτέρου συμμαχία ἧτταν ποιεῖ τοῦ ἑτέρου, οὕτως ὁ τῇ σαρκί μεταταξάμενος καταδουλοῦται τήν σάρκα; «Ταῦτα γάρ ἀλλήλλοις ἀντίκειται». Ὥστε εἰ βούλει ἰσχυρόν ποιῆσαι τόν νοῦν, δάμασον τήν σάρκα διά νηστείας. Τοῦτο γάρ ἐστιν ὅ φησίν ὁ ἀπόστολος· ὅτι «ὅσον ὁ ἔξωθεν ἄνθρωπος διαφθείρεται, τοσοῦτον ὁ ἔσωθεν ἀνακαινοῦται». Καί τό «Ὅταν ἀσθενῶ τότε δυνατός εἰμί»…
Τίς γάρ ἐν τροφῇ δαψιλεῖ καί τρυφῇ διηνεκεῖ ἐδέξατό τινα κοινωνίαν χαρίσματος πνευματικοῦ;…» (Περί νηστείας Α΄,9 ΕΠΕ τ. 6 σελ. 44-45).
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης πάλι:
«Θλῖβε κοιλίαν καί πάντως κλείσεις καί στόμα, νευροῦται γάρ γλῶσσα ὑπό πλήθους ἐδεσμάτων. Πυκτεύων, πύκτευε αὐτῇ καί νήφων νῆφε δι’ αὐτήν· ἐάν γάρ μικρόν πονήσῃς, εὐθέως καί ὁ Κύριος συνεργεῖ σοι». (Λόγος ΙΔ΄ Περί γαστριμαργίας ιθ΄ σελ. 189)
Ὁ Μέγας Βασίλειος πάλι:
«Καί ἄλλως δέ ἀφορμή εἰς εὐφροσύνην ἐστί τό νηστεύειν. Ὡς γάρ ἡ δίψα ἡδύ τό ποτόν εὐτρεπίζει, καί λιμός ἡγησάμενος ἡδεῖαν παρασκευάζει τήν τράπεζαν, οὕτω καί τήν τῶν βρωμάτων ἀπόλαυσιν νηστεία φαιδρύνει. Μέσην γάρ ἑαυτήν παρενθεῖσα καί τό συνεχές τῆς τρυφῆς διακόψασα, ποθεινήν σοι τήν μετάληψιν φανῆναι ποιήσει ὥσπερ ἀπόδημον. Ὥστε εἰ βούλει σεαυτῷ ἐπιθυμητήν κατασκευάσαι τήν τράπεζαν, δέξαι τήν ἐκ τῆς νηστείας μεταβολήν» (Περί νηστείας Α΄, 8, ΕΠΕ τ. 6, σελ. 40).
Καί πάλι στόν ἴδιο λόγο του:
«Ἐκακώθημεν διά τῆς ἁμαρτίας· ἰαθῶμεν διά τῆς μετανοίας· μετάνοια δέ χωρίς νηστείας ἀργή. «Ἐπικατάρατος ἡ γῆ, ἀκάνθας καί τριβόλους ἀνατελεῖ σοι» (Γεν. 3,17-18). Στυγνάζειν προσετάχθης, μή γάρ τρυφᾶν. Διά νηστείας ἀπολόγησαι τῷ Θεῷ. Ἀλλά καί ἡ ἐν παραδείσῳ διαγωγή, νηστείας ἐστίν εἰκών, οὐ μόνον καθότι τοῖς ἀγγέλοις ὁμοδίαιτος ὤν ὁ ἄνθρωπος, διά τῆς ὀλιγαρκείας τήν πρός αὐτούς ὁμοίωσιν κατώρθου, ἀλλ’ ὅτι καί ὅσα ὕστερον ἡ ἐπίνοια τῶν ἀνθρώπων ἐξεῦρεν, οὔπω τοῖς ἐν τῷ παραδείσω διαιτωμένοις ἐπενενόητο· οὔπω οἰνοποσίαι, οὔπω ζωοθυσίαι· οὐχ ὅσα τόν νοῦν ἐπιθολοῖ τόν ἀνθρώπινον». (Περί νηστείας Α΄ 3, ΕΠΕ τ. 6, σελ. 28).
Ἐπίσης :
«Νηστεύοντος σεμνόν τό χρῶμα, οὐκ εἰς ἐρύθημα ἀναιδές ἐξανθοῦν, ἀλλ’ ὠχρότητι σώφρονι, κεκοσμημένον· ὀφθαλμός πραΰς, κατεσταλμένον βάδισμα, πρόσωπον σύννουν, ἀκολάστω γέλωτι μή καθυβριζόμενον, συμμετρία λόγου, καθαρότης καρδίας» (Περί νηστείας Α΄ 9, ΕΠΕ τ.6 σελ. 42).
Ἡ πρόταση τῆς Μεγάλης Συνόδου περί νηστείας στίς προσυνοδικές φυσικά δέν θά ἦταν ἀκύρωσή της. Πλέκεται τό ἐγκώμιό της καί ἡ μεγάλη σημασία της στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Ὅμως τό δηλητήριο τῆς ἀλλοτριώσεως βρίσκεται στήν πρόταση γιά ἐξουσιοδότηση στίς κατά τόπους Ἐκκλησίες νά διευθετήσουν τήν οἰκονομία περί νηστείας οἱ ἴδιες, ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες τῶν συγχρόνων ἀνθρώπων. «Ἐπαφίεται εἰς τήν πνευματικήν διάκρισιν τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν νά καθορίσουν τό μέτρον τῆς φιλανθρώπου οἰκονομίας». Ὡστόσο οὐδέποτε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ὑπῆρξε ἀφιλάνθρωπος. Ἐφαρμόζει χριστοφιλανθρωπότατα σέ ὅλα τά μήκη καί πλάτη τῆς οἰκουμένης τήν Οἰκονομία σέ ὅλο τό μεγαλεῖο της. Ἄν ἡ «Ἁγία» καί Μεγάλη Σύνοδος ἐπιβάλει νέες μεταρρυθμίσεις ἡμερῶν τῆς νηστείας καί τροφῶν, θά προσομοιάσει πρός τόν παπικό ὁλοκληρωτισμό τοῦ κανονικοῦ δικαίου πού καθορίζει θεσμικά καί ἀσφυκτικά ἀκόμα καί τήν Οἰκονομία. Ἐκ τῆς ἐμπειρίας μας φρονοῦμε ὅτι δέν χρειάζεται νά γίνει ἐπίσημη σύντμηση τῆς περιόδου τῆς Νηστείας τῶν Χριστουγέννων. Οὔτε ἄλλες προσθῆκες τροφῶν σέ λάδι καί σέ ψάρι. Ἡ ἄφθονη παπική περιπτωσιολογία μειώνει τό κῦρος τῆς Συνόδου. Ἐξ ἄλλου, τί νόημα ἔχει ἡ καινούργια θεσμοθέτηση τοῦ «συγκεκριμένου» ἐνῷ ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες πού διαθέτουν ποίμνιο ἔχουν τήν ἐμπειρία καί τή ἐν Χριστῷ βούληση νά τό οἰκονομοῦν παντοιοτρόπως;
Ἡ ὀρθόδοξη νηστεία εἶναι τόσο ἑδραιωμένη στή συνείδηση τῶν ὀρθοδόξων ποιμένων καί τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ μας, ὥστε δέν χρειάζεται καμία σύντμηση ἤ προσαρμογή. Γιαυτό παρακαλοῦμε ἰῶτα ἕν καί μία κεραία νά μή πειραχθεῖ ἀπ’ ὅσα θεοπνεύστως ἔχουν θεσμοθετηθεῖ ἀπό τούς θεοφόρους Ἁγίους Πατέρες μας. Ἐμεῖς, οἱ χάριτι Θεοῦ χειροτονηθέντες ποιμένες, χρειάζεται νά ἀποκτήσουμε περισσότερο ὀρθόδοξη παιδεία καί ἀσκητικό φρόνημα, γιά νά καταφέρουμε καί μέ τό παράδειγμά μας καί μέ τόν ἀσύλληπτο πλοῦτο τῆς ἁγιοπατερικῆς γραμματείας νά διδάξουμε διακριτικά τούς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς μας. Ἀλλιῶς θά ἀποδειχθοῦμε κομπλεξικά μειράκια, παρασαλευόμενα ἀπό ὅλους τούς μεταπατερικούς ἀπαξιωτικούς ἀνέμους, τῶν ἀμύθητων θησαυρῶν τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας μας, πού ὡς μή μονοφυσιτική φροντίζει γιά ὅλον τόν ἄνθρωπο. Καί ἡ νηστεία ὅπως εἶναι θεσμοθετημένη θεοπανσόφως βοηθεῖ ἀμεσότατα στήν ἐν Χριστῷ τελείωση ὅλων μας, κλήρου καί λαοῦ, μοναχῶν καί κοσμικῶν.
Μετά ἀπό τό σοβαρό θέμα τῆς νηστείας ἕπονται καί ἐπί μέρους ἠθικά θέματα, ὅπως:
2. Θέματα Βιοηθικῆς
3. Ἡ Κοινωνία ὡς θεολογικό θέμα ἐντός τῆς Ὀρθοδοξίας.
4. Μοντερνισμός - ἐκκοσμίκευση.
5. Οἰκολογία.
Τά τέσσερα παραπάνω θέματα δέν ἔχουν περιληφθεῖ σέ κάποιες Μεγάλες Συνόδους. Τά θέματα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἦταν ἤ ἕνα, τό Χριστολογικό, ἤ δύο, τό Σωτηριολογικό, ἤ τρία, τό Ἐκκλησιολογικό. Ποιμαντικά βέβαια ὅλοι οἱ ἅγιοι μεγάλοι Πατέρες ἀσχολήθηκαν μέ τά κοινωνικά θέματα, ἡ ρίζα καί ἡ βάση τῶν ὁποίων εἶναι κοινή στούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν ἀνά τήν Οἰκουμένη.
Ὅσον ἀφορᾷ τό ἠθικό θέμα: Ἡ Κοινωνία ὡς θεολογικό θέμα ἐντός τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐννοοῦμε ἄν ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπιτρέπεται νά ἐπεμβαίνει δυναμικά στήν πολιτική ἐξουσία καί στό γενικότερο κοσμικό γίγνεσθαι, καί κατά πόσον ἡ πολιτική ἐξουσία μπορεῖ νά ἐμπλέκεται ζωηρά καί ἀποφασιστικά στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἅγιοι Πατέρες πάντοτε ἐνδιαφέρονταν γιά τήν ἐν Χριστῷ πνευματική προκοπή ὅλων τῶν ἀνθρώπων καί ὕψωναν συχνά τούς τόνους τῆς φωνῆς τους γιά νά ἀφυπνίζονται οἱ ράθυμοι καί γιά νά μετανοοῦν οἱ βουλόμενοι καί καλοπροαίρετοι. Δέν ἀπουσίαζε καί ὁ δριμύς ἔλεγχος τῶν ἀρχόντων ὅταν κακοποιοῦσαν ὑλικῶς καί ἠθικῶς τό λαό. Ὑπερβάσεις ἔγιναν κατά καιρούς ἑκατέρωθεν μέσα στό ἱστορικό γίγνεσθαι. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ὡς ἐπί τό πλεῖστον προσέφερε προσωπική διακονία στόν ἄνθρωπο χωρίς νά κηρύσσει ἱερούς πολέμους ἤ ἱερές ἐξετάσεις. Τά κόμματα, ἡ διαφθορά, ἡ ἀνηθικότητα, ἡ ἐκκοσμίκευση δέν βρίσκονταν στήν ἡμερήσια διάταξη τῶν ἐνδιαφερόντων της, μολονότι προσπαθοῦσε ἐπηρεάζοντας προσωπικά ἕκαστον ἄνθρωπο, νά διευρύνει τό ἁγιαστικό της ἔργο σέ ὅλο τόν κόσμο. Γιαυτό καί ποτέ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν πάσχισε νά ἐγκαταστήσει ἐγκόσμιο κρατικό μηχανισμό ἐπί γῆς. Ἡ κοσμική ἐξουσία ὅμως ὄχι σπανίως ἤγειρε διωγμούς κατά τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή ὅμως ἐξακολουθεῖ νά βροντοφωνάζει ἀγαπᾶτε καί τούς ἐχθρούς ὑμῶν.
Ὅσον ἀφορᾶ στά θέματα βιοηθικῆς καί οἰκολογίας αὐτό πού ἔκανε ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἦταν νά θυμίζει στή κοινωνία τίς δικές της ρίζες, τίς δικές της ἀξίες καί τή δική της θεανθρώπινη πνευματικότητα. Σ’ αὐτά τά πλαίσια μποροῦν νά διαλέγονται καλοπροαίρετα ἡ Ἐκκλησία μέ τόν κόσμο πρός ὄφελος τοῦ ἀνθρώπου ὡς εἰκόνος Θεοῦ.
Εὐτυχήσαμε ἐμεῖς οἱ «μετανεωτερικοί», λαϊκοί καί κληρικοί νά ἔχουμε κοντά μας τούς τρεῖς μεγάλους καί θεοφώτιστους πατέρες, Πορφύριο καί Παΐσιο, ἤδη ἁγιοκαταταχθέντας καί τόν πατέρα Ἰάκωβο, τοῦ ὁποίου ἐπίκειται ἡ ἁγιοκατάταξη. Μέ τόν πλούσιο φωτισμό τῆς ἀκτίστου ἐν Τριάδι Θείας Χάριτος στήριζαν χιλιάδες ἀνθρώπους σέ προσωπικό ἐπίπεδο καί μέ τή χαρισματική ἐν Χριστῷ παιδεία τους ἐξυγίαιναν καί τράνωναν κάθε μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καί κατ’ ἐπέκταση ὅλη τήν πάσχουσα μεταπτωτική κοινωνία. Ἡ ἀσύλληπτη ἐν Χριστῷ διάκρισή τους ἀπέφευγε τίς θεαματικές συγκρούσεις ἐναντίων τῶν μή πιστῶν, ἀφοῦ προτεραιότητά τους ἦταν ἡ μόρφωση τοῦ Χριστοῦ στίς ψυχές τῶν «νεωτερικῶν» καί «μετανεωτερικῶν» ἀνθρώπων καί δι’ αὐτῶν μεταμορφουμένων καί θεανθρωποποιουμένων, ἁπλωνόταν ὁ ἁγιασμός καί ἡ χριστοποιητική ἐπίδραση σέ σύμπασα τήν κοινωνία. Ἡ ἐπίδραση ἐκ τῶν κάτω, τῶν λαϊκῶν στρωμάτων, ἡ ἐν σιωπῇ δράση, ἡ χριστοταπεινή ποιμαντική τῶν ὡς ἄνω ἁγίων, ἀλλά καί ὅλων τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας μυστικῶς, διαγιγνώσκεται καί στίς ἡμέρες μας. Ὁ ἑλληνορθόδοξος λαός μας παρά τήν ἀνελέητη πολεμική τῶν ξένων καί ντόπιων κυβερνητῶν μας ἀντιστέκεται καί ὑπομένει καρτερικά μέ τίς εὐχές τῶν ἁγίων καί ἀναμένει τήν ἐπαλήθευση τῶν λόγων τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, ὅτι ἡ χριστιανική Ἑλλάδα εἶναι προορισμένη νά εἶναι φάρος καί διδάσκαλος τῆς Οἰκουμένης.
Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί. Θά ἔπρεπε νά ἀρχίζαμε τήν εἰσήγησή μας ἀπό τό θέμα τῶν ἑτεροδόξων παρατηρητῶν πού εἶναι προσκεκλημένοι στήν Ἁγία καί Μεγάλη Πανορθόδοξη Σύνοδο. Ἡ παρουσία αἱρετικῶν παρατηρητῶν ἤ ἑτεροδοξων παπικῶν ἤ τοῦ ΠΣΕ, αὐτομάτως ἀκυρώνει τήν ἁγιότητά της, γιατί οὐδέποτε στήν ἱστορία τῶν ἁγίων καί Μεγάλων Συνόδων δέν ὑπῆρχαν παρατηρητές. Ἀλλά καί ἄν ὑπῆρχαν, ἡ παρουσία τους ἦταν a priori ὁριοθετημένη ὡς αἱρετικῶν, κατά τῆς πλάνης τῶν ὁποίων ἐπιχειρηματολογοῦσαν οἱ ἅγιοι Πατέρες, μέ σκοπό νά ἐπιστρέψουν οἱ πλανηθέντες αἱρετικοί ἐκ τῆς πλάνης πρός τό φῶς τῆς Ὀρθοδόξου ἀληθείας τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Σήμερα πρυτανεύει ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου. Οἱ προσκεκλημένοι παρατηρητές δέν θά παρίστανται ὡς αἱρετικοί ἀλλά ὡς ἰσότιμα μέλη, τά ὁποῖα ἀνήκουν σέ ἄλλο κλάδο τοῦ ἑνιαίου κορμοῦ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Οἱ Σεβασμιώτατοι Μητροπολῖτες μας, τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος θά πρέπει νά προσέξουν πολύ καλά πῶς θά προσφωνηθοῦν οἱ αἱρετικοί ἑτερόδοξοι παρατηρητές. Μέ ποιό τρόπο καί μέ ποιό χαιρετισμό; Μέ ποιό κείμενο; Μέ ποιό τρόπο θά ἀπαντήσουν οἱ παρατηρητές; Μέ εἰσήγηση ἤ μέ παπική ἄνωθεν φιλόφρονα ἐπιστολή τοῦ «Ἁγίου Πατέρα»; Ὅπως πάντως καί ἄν φραστικά προσφωνηθοῦν, ὅπως πάντως καί ἄν ἀπαντήσουν οἱ παρατηρητές, τό Ὀρθόδοξο κείμενο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δέν θά πρέπει νά ἐπιτρέψει νά ἐπικυρωθεῖ ἡ νέα Ἐκκλησιολογία τῶν κλάδων τοῦ κ. Βαρθολομαίου, ἀλλά μέ ἁγιοπνευματική νοοτροπία καί σαφέστατη Ὀρθόδοξη φρασεολογία ἤ ὁρολογία νά μή ἀναμιχθοῦν τά ἄμικτα, ὥστε νά μή διατυμπανισθεῖ ἀπό τά ΜΜΕ ὅτι ἐπί τέλους φθάσαμε νά εἶναι ὅλοι οἱ χριστιανοί ἑνωμένοι καί νά συναποτελοῦν τό ἑνιαῖο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Μή ξεχνᾶμε τόν ἔνθεο Τιτάνα τῆς Ἐκκλησίας, τόν Ἱερό Φώτιο, πού ἔλεγε καλύτερα χωρισμένοι ἀπ’ αὐτούς καί μαζί μέ τό ἄκτιστο Φῶς τοῦ Χριστοῦ, παρά ἑνωμένοι μέ τό πηχτό σκότος τῆς Δυτικῆς αἱρέσεως.
Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς στό ἱκετευτικό ὑπόμνημά του τό 1977 πρός τήν Ἱ.Σύνοδο τῆς Ἐκκλησία τῆς Σερβίας ἐκφράζει τό φόβο, μήπως ἡ μέλλουσα Πανορθόδοξος Σύνοδος ὁδηγήσει τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας σέ μιά νέα Φλωρεντιανή περιπέτεια. Μή γένοιτο, μή γένοιτο, τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος!
Οἱ Σεβασμιώτατοι Μητροπολῖτες μας ἄς μή μᾶς προδώσουν καί ἄς μή μᾶς ἀφήσουν, κληρικούς καί λαϊκούς, στά στόματα τῶν λύκων τῆς ἀρειανικῆς παναιρέσεως τοῦ ὁλοκληρωτικοῦ νεοταξικοῦ παπισμοῦ καί τοῦ πανθρησκειακοῦ χαώδους προτεσταντισμοῦ τοῦ ΠΣΕ. Εὐλαβῶς καί ἱκετευτικῶς ἀσπαζόμαστε τούς τιμίους πόδας τῶν Σεβασμιωτάτων ἀρχιερέων μας καί τούς παρακαλοῦμε νά ἵστανται ἄγρυπνοι φρουροί τῆς μοναδικῆς ἁγιωτάτης ὀρθοδόξου ἀληθείας καί πίστεως γιά νά μποροῦμε ὅλοι μας, ὅλο τό ἱερό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, νά χριστοκαταξιώνουμε τήν καθημερινότητά μας καί νά βηματίζουμε σταθερά πρός τήν θριαμβεύουσα Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Οἱ πολιτικοί μας μᾶς ὁδηγοῦν στήν ἄβυσσο τῆς καταστροφῆς, οἱ πνευματικοί Πατέρες μας, οἱ Σεβασμιώτατοι Μητροπολῖτες τῆς Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἄς μᾶς κρατήσουν στήν θειότατη ἄβυσσο τοῦ ἐν Τριάδι ἐλέους.
Κλείνοντας ταπεινῶς φρονοῦμε τά κάτωθι.
Μακάρι νά δώσει ὁ ἐν Τριάδι Θεός νά μή συρθοῦμε σέ τετελεσμένα γεγονότα, σέ συγχρωτισμούς καί ἐναγκαλισμούς μέ ὅλα τά εἴδη τῶν αἱρετικῶν.
Οἱ Σεπτοί Μητροπολῖτες μας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἔχουν, δόξα τῷ Θεῷ, τό χρόνο νά ζητήσουν νά εἶναι ἅπαντες παρόντες ὡς ἔχοντες τό ἀρχαιότερο Ὀρθόδοξο ποίμνιο.
Ἀκούστηκε ὅτι, ὅταν ὁ Μακαριώτατος πληροφορήθηκε τήν παρουσία τῶν παρατηρητῶν, δυσανασχέτησε. Δέν μπορεῖ νά ὁριοθετηθεῖ διαφορετικά ἡ συμπεριφορά μας ἔναντι αὐτῶν καί ἡ δική τους ἔναντι ἡμῶν; Τό βέβαιο εἶναι ὅτι, ὅπως ἔχουν προγραμματισθεῖ τά τῆς Συνόδου, οἱ ἐναγκαλισμοί, τά χαμόγελα καί οἱ ἀγαπολογίες θά ἐντυπωσιάσουν πάντας ἀνά τήν οἰκουμένη.
Ἄν οἱ Σεβασμιώτατοί μας ὑποκύψουν καί ὑπογράψουν μέ τήν τιμία χείρα τους προσφορά ἐκκλησιαστικότητας στούς παναιρετικούς, πῶς θά ἀσπαζόμαστε τό χέρι τους; Πῶς θά μνημονεύουμε τό ὄνομά τους;
Μακάρι ποτέ νά μήν πραγματοποιηθεῖ μιά τέτοια Σύνοδος.
Πηγή: Ἑστία Πατερικῶν Μελετῶν
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...