Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ἀναγνωρίζει τὴν λυσιτέλειαν τῶν καταβαλλομένων ὑπὸ τῆς Γραμματείας ἐπὶ τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου προσπαθειῶν ἐν προκειμένῳ καὶ τὴν χρησιμότητα τυχὸν μελλοντικῆς συνεχίσεως τούτων». Tὸ κείμενον ἐλήφθη ἀπὸ Μητροπολίτου Ἑλβετίας Δαμασκηνου, Πρὸς τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον. Προβλήματα καὶ Προοπτικαί, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Σειρὰ Διαλέξεις, Ἀθῆναι 1990, σελ. 38-41.
Πηγή: Ακτίνες
Οἱ Ἱερές Μητροπόλεις Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως, Γλυφάδας, Κυθήρων, Πειραιῶς καί ἡ σύναξις Κληρικῶν καί Μοναχῶν διοργάνωσαν μέ επιτυχία τήν ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ-ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ μέ θέμα «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ- Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες» στήν Αἴθουσα «Μελίνα Μερκούρη» τοῦ Σταδίου Εἰρήνης καί Φιλίας, Πειραιῶς τήν Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016 καί ὥρα 9:00 π.μ.
«ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ» Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες
Με τη Χάρη και την ευλογία του Αγίου Τριαδικού Θεού, σήμερα Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016, πραγματοποιήθηκε στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, αίθουσα «Μελίνα Μερκούρη», στο Νέο Φάληρο Πειραιώς, Θεολογική - Επιστημονική Ημερίδα, με θέμα: «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ: Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες».
Την διοργάνωση, την οποία πραγματοποίησαν οι Ιερές Μητροπόλεις Γλυφάδας, Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως, Κυθήρων και Πειραιώς, καθώς και η Σύναξις Κληρικών και Μοναχών, ετίμησαν με την παρουσία τους σεβασμιώτατοι Αρχιερείς, Καθηγούμενοι και Γερόντισσες Ιερών Μονών, αγιορείτες Πατέρες, κληρικοί, πρόεδροι χριστιανικών Σωματείων και Οργανώσεων, Καθηγητές Θεολογικών Σχολών και Θεολόγοι και γύρω στους χίλιους πιστούς. Την Ημερίδα διοργάνωσε πενταμελής Επιστημονική Επιτροπή: α) ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ, β) ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Μεταλληνός, Ομ. Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, γ) ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης, Ομ. Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. δ) ο Αρχιμανδρίτης π. Αθανάσιος Αναστασίου, Προηγούμενος της Ι. Μονής του Μεγάλου Μετεώρου, και ε) ο κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης, Καθηγητής της Δογματικής της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ. Στην Ημερίδα παρέστη και απηύθυνε χαιρετισμό ο Επίσκοπος Μπαντσέν κ. Λογγίνος της Ουκρανικής Εκκλησίας και ο προϊστάμενος της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας αγίου Όρους π. Σάββας. Επίσης ο Μητροπολίτης Λόσετς της Βουλγαρικής Εκκλησίας κ. Γαβριήλ εκπροσωπήθηκε από τον π. Ματθαίο Βουλκανέσκου, κληρικό της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, ο οποίος και ανέγνωσε τον χαιρετισμό του.
Το γενικό θέμα της Ημερίδος αναπτύχθηκε σε τέσσερις Συνεδρίες από τους εισηγητές: τους Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες Πειραιώς κ. Σεραφείμ, Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεον, Γλυφάδας κ. Παύλον, Κυθήρων κ. Σεραφείμ, και Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κ. Ιερεμίαν, τους πανεπιστημιακούς καθηγητές, τον πρωτ. π. Γεώργιο Μεταλληνόν, τον πρωτ. π. Θεόδωρο Ζήση, τον κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη, τον πανοσ. αρχιμ. π. Σαράντη Σαράντο, Διδάκτορα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, τον πανοσ. αρχιμ. π. Αθανάσιο Αναστασίου, τον πρωτ. π. Πέτρο Heers, διδάκτορα της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., τον πρωτ. π. Αναστάσιο Γκοτσόπουλο, Θεολόγο, (Μr. Θεολογίας), εφημέριο Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου Πατρών, τον πανοσ. αρχιμ. π. Παύλο Δημητρακόπουλο, Θεολόγο, (Μr. Θεολογίας), Διευθυντή του Γραφείου Αιρέσεων της Ι. Μητροπόλεως Πειραιώς, τον κ. Σταύρο Μποζοβίτη, Θεολόγο –Συγγραφέα, μέλος της Αδελφότητος Θεολόγων ο «Σωτήρ» και τον πρωτ. π. Άγγελο Αγγελακόπουλο, Θεολόγο, κληρικό της Ι. Μητροπόλεως Πειραιώς.
Από τις εισηγήσεις και τον επακολουθήσαντα διάλογο προέκυψε και εγκρίθηκε ομοφώνως το παρά κάτω Ψήφισμα- Πόρισμα:
1) Η Θεολογία της Εκκλησίας μας είναι καρπός της Θείας Αποκαλύψεως, εμπειρία της Πεντηκοστής. Δεν νοείται Εκκλησία χωρίς Θεολογία και δεν νοείται Θεολογία έξω από την Εκκλησία, την οποία εξέφρασαν οι Προφήτες, οι Απόστολοι, οι Πατέρες και οι άγιες Σύνοδοι. Όταν μια Σύνοδος δεν θεολογεί ορθοδόξως, δεν μπορεί να είναι γνήσια Ορθόδοξη Σύνοδος, αποδεκτή από το Ορθόδοξο πλήρωμα. Αυτό μπορεί να συμβεί, όταν οι συμμετέχοντες στη Σύνοδο δεν έχουν την πείρα των θεουμένων Πατέρων, η τουλάχιστον δεν ακολουθούν αυτούς, χωρίς να τους παρερμηνεύουν. Στην περίπτωση αυτή τα συνοδικά μέλη διατυπώνουν κακόδοξες διδασκαλίες, η επηρεάζονται από πολιτικές, η άλλες σκοπιμότητες. Η σύγχρονη εκκλησιαστική πραγματικότητα απέδειξε, ότι σήμερα πολλά υψηλά ιστάμενα πρόσωπα της εκκλησιαστικής ιεραρχίας επηρεάζονται, ως μη όφειλε, από πολιτικούς παράγοντες. Σε πολλές επίσης περιπτώσεις δημιουργούνται στις ενδοεκκλησιαστικές σχέσεις αντιπαλότητες, η κυριαρχούν εθνικιστικές και πολιτικές σκοπιμότητες.
2) Μετά από μια μακρά ιστορία προετοιμασίας της συγκλήσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, ενενήντα τριών ετών, διαπιστώνουμε από την θεματολογία, τα προσυνοδικά κείμενα και τις δηλώσεις των διοργανωτών, ότι υπάρχει μεγάλο έλλειμμα Συνοδικότητος, έλλειμμα θεολογικής πληρότητος, σαφήνειας και ακρίβειας των προς συζήτησιν κειμένων και ακόμη μεγαλύτερο έλλειμμα ως προς την θεολογική ορθότητα, με την οποία αυτά είναι διατυπωμένα. Πιο συγκεκριμένα:
3) Η μη συμμετοχή όλων των επισκόπων στην μέλλουσα να συγκληθεί Σύνοδο, αλλά μόνον εικοσιτεσσέρων από κάθε Τοπική Αυτοκέφαλη Εκκλησία, είναι ξένη προς την Κανονική και Συνοδική μας Παράδοση. Τα υπάρχοντα ιστορικά στοιχεία μαρτυρούν όχι αντιπροσώπευση, αλλά την μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή επισκόπων από όλες τις επαρχίες της ανά την Οικουμένην Εκκλησίας. Επίσης ο μη χαρακτηρισμός της ως Οικουμενικής, με τον απαράδεκτο ισχυρισμό, ότι δεν μπορούν να συμμετάσχουν σ’ αυτήν οι «χριστιανοί της Δύσεως», έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τους αγίους Πατέρες, οι οποίοι συγκροτούσαν τις Άγιες Συνόδους ερήμην των αιρετικών. Κατ’ ακολουθίαν είναι απαράδεκτο οι διοργανωτές της να έχουν την αξίωση το κύρος της να είναι ισοδύναμο και ισάξιο με τις Οικουμενικές Συνόδους. Αλλά ούτε και Πανορθόδοξος, μπορεί να αποκληθεί η εν λόγω Σύνοδος, διότι προφανώς αποκλείεται η συμμετοχή όλων των Ορθοδόξων Επισκόπων.
Εξ’ ίσου αμάρτυρο στην Εκκλησιαστική και Κανονική μας Παράδοση, και γι’ αυτό απαράδεκτο, είναι το σχήμα: μία ψήφος-μία Εκκλησία, με απαραίτητη την ομοφωνία όλων των Τοπικών Εκκλησιών. Ο κάθε επίσκοπος δικαιούται να έχει ιδική του ψήφο, και στις αποφάσεις των μη δογματικών θεμάτων, να ισχύσει η αρχή: «η ψήφος των πλειόνων κρατείτω». Απαράδεκτο θεωρούμε επίσης να προαποφασίζονται τα θέματα και ο τρόπος οργανώσεως της Συνόδου χωρίς το κυρίαρχο σώμα των κατά τόπους Ιεραρχιών των Τοπικών Εκκλησιών να έχει εκφράσει συνοδικώς την επί των θεμάτων αυτών τοποθέτησή των.
4) Οι μέχρι τώρα γενόμενοι Διαχριστιανικοί Διάλογοι της Ορθοδοξίας με την Ετεροδοξία κατέληξαν σε τραγική αποτυχία, την οποία ομολογούν σήμερα και αυτοί οι ίδιοι οι πρωτεργάτες των. Η δήθεν προσφερόμενη βοήθεια μέσω των Διαλόγων για την επιστροφή των Ετεροδόξων στην εν Χριστώ αλήθεια και την Ορθοδοξία διαψεύδεται και αποδεικνύεται ανύπαρκτη. Τελικά οι Διάλογοι εξυπηρέτησαν και προώθησαν τους στόχους της Νέας Εποχής και της Παγκοσμιοποιήσεως. Ένα σημαντικό κενό που παρουσιάζουν τα προς συζήτησιν εν τη μελλούση Συνόδω προσυνοδικά κείμενα, είναι το γεγονός, ότι παραδόξως απουσιάζει σ’ αυτά η κριτική αξιολόγηση της μέχρι σήμερα πορείας τόσο των διμερών Θεολογικών Διαλόγων μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των λοιπών χριστιανικών κοινοτήτων, όσο και της συμμετοχής της στην Οικουμενική Κίνηση και το Π.Σ.Ε., η οποία υπήρχε στα κείμενα της Γ΄ Προσυνοδικής.
5) Το προσυνοδικό κείμενο με τίτλο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» παρουσιάζει κατά συρροή την θεολογική ασυνέπεια, η και αντίφαση. Έτσι, το άρθρο 1 διακηρύσσει την εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξου Εκκλησίας, θεωρώντας αυτήν –πολύ σωστά– ως την «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία». Όμως, στο άρθρο 6 παρουσιάζει μία αντιφατική προς το παραπάνω άρθρο (1) διατύπωση. Σημειώνεται χαρακτηριστικά, ότι «η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξιν άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ’ αυτής». Εδώ γεννάται το εύλογο θεολογικό ερώτημα: Αν η Εκκλησία είναι «ΜΙΑ», κατά το Σύμβολο της Πίστεως και την αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας (Άρθρ. 1), τότε, πως γίνεται λόγος για άλλες Χριστιανικές Εκκλησίες; Είναι προφανές, ότι αυτές οι άλλες Εκκλησίες είναι ετερόδοξες. Οι ετερόδοξες όμως «Εκκλησίες» δεν μπορούν να κατονομάζονται καθόλου ως «Εκκλησίες» από τους Ορθοδόξους, επειδή δογματικώς θεωρούμενα τα πράγματα δεν μπορεί να γίνεται λόγος για πολλότητα «Εκκλησιών», με διαφορετικά δόγματα και μάλιστα σε πολλά θεολογικά θέματα. Κατά συνέπεια, ενόσω οι «Εκκλησίες» αυτές παραμένουν αμετακίνητες στις κακοδοξίες της πίστεώς τους, δεν είναι θεολογικά ορθό να τους αναγνωρίζουμε –και μάλιστα θεσμικά– εκκλησιαστικότητα, εκτός της «Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας».
Στο ίδιο άρθρο (6) υπάρχει και δεύτερη σοβαρή θεολογική αντίφαση. Στην αρχή του άρθρου αυτού σημειώνεται το εξής: «Κατά την οντολογικήν φύσιν της Εκκλησίας η ενότης αυτής είναι αδύνατον να διαταραχθή». Στο τέλος, όμως, του ίδιου άρθρου γράφεται, ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία με την συμμετοχή της στην Οικουμενική Κίνηση έχει ως «αντικειμενικόν σκοπόν την προλείανσιν της οδού της οδηγούσης προς την ενότητα». Εδώ τίθεται το ερώτημα: Εφόσον η ενότητα της Εκκλησίας είναι δεδομένη, τότε τι είδους ενότητα Εκκλησιών αναζητείται στο πλαίσιο της Οικουμενικής Κινήσεως; Μήπως υπονοείται η επιστροφή των δυτικών χριστιανών στη ΜΙΑ και μόνη Εκκλησία; Κάτι τέτοιο όμως δεν διαφαίνεται από το γράμμα και το πνεύμα σύνολου του Κειμένου. Αντίθετα, μάλιστα, δίνεται η εντύπωση, ότι υπάρχει δεδομένη διαίρεση στην Εκκλησία και οι προοπτικές των διαλεγομένων αποβλέπουν στην διασπασθείσα ενότητα της Εκκλησίας.
6) Το ως άνω κείμενο κινείται στα πλαίσια της νέας οικουμενιστικής Εκκλησιολογίας, η οποία έχει εκφραστεί ήδη κατά την Β΄ Βατικανή Σύνοδο. Αυτή η νέα Εκκλησιολογία έχει ως βάση την αναγνώριση του βαπτίσματος όλων των χριστιανικών ομολογιών, (βαπτισματική θεολογία). Οι συντάκτες του κειμένου, προκειμένου να προσδώσουν κανονική εγκυρότητα και συνοδική νομιμότητα στην κακόδοξη αυτή Εκκλησιολογία, επικαλούνται τον 7ο Κανόνα της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου και τον 95ο της ΣΤ΄ Οικουμενικής. Ωστόσο οι εν λόγω Ιεροί Κανόνες ρυθμίζουν μόνο τον τρόπο εισδοχής στην Εκκλησία των μετανοημένων αιρετικών, και δεν αναφέρονται καθόλου στο «εκκλησιαστικό status» των αιρέσεων, ούτε στη διαδικασία διαλόγου της Εκκλησίας με την αίρεση. Ούτε, ασφαλώς, υπονοούν το «υποστατόν» των μυστηρίων των ετεροδόξων, ούτε ότι οι αιρέσεις παρέχουν σώζουσα Θεία Χάρη. Ουδέποτε η Εκκλησία αναγνώρισε και διεκήρυξε εκκλησιαστικότητα στην πλάνη και στην αίρεση. Η «μερίς των σωζομένων» για την οποία ομιλούν οι εν λόγω Ιεροί Κανόνες βρίσκεται μόνο στην Ορθοδοξία και όχι στην αίρεση. Η οικονομία, που εισηγούνται οι παραπάνω Κανόνες, δεν μπορεί να εφαρμοστεί στους Δυτικούς (Ρωμαιοκαθολικούς και Προτεστάντες), γιατί στερούνται τις θεολογικές προϋποθέσεις και τα κριτήρια που θέτουν οι συγκεκριμένοι Κανόνες. Και, επειδή δεν μπορεί να γίνει οικονομία στην δογματική αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας μας, οι Δυτικοί καλούνται να αρνηθούν τις αιρέσεις τους, να τις αναθεματίσουν, να εγκαταλείψουν τις Θρησκευτικές Κοινότητές τους, να κατηχηθούν και να ζητήσουν εν μετανοία την δια του Βαπτίσματος ένταξή τους στην Εκκλησία.
7) Το ίδιο, ως άνω, κείμενο πουθενά δεν αναφέρεται σε κακοδοξίες, η πλάνες, τις οποίες να προσδιορίζει συγκεκριμένα, ωσάν το πνεύμα της πλάνης να μην δραστηριοποιείται πλέον σήμερα. Το κείμενο δεν επισημαίνει καμία αίρεση, και καμία διαστροφή της εκκλησιαστικής διδασκαλίας και ζωής στον εκτός της Ορθοδοξίας ευρισκόμενο χριστιανικό κόσμο. Αντίθετα οι κακόδοξες και αιρετικές παρεκκλίσεις από τη διδασκαλία των Πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων χαρακτηρίζονται «παραδεδομένες θεολογικές διαφορές, η τυχόν νέες διαφοροποιήσεις» (§ 11), τις οποίες καλούνται η Ορθόδοξη Εκκλησία και η ετεροδοξία να «υπερβούν» (§ 11). Το ζητούμενο για τους συντάκτες είναι η ενότητα των «Εκκλησιών» και όχι η ενότητα στην Εκκλησία του Χριστού. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει πουθενά πρόσκληση σε μετάνοια και σε άρνηση και καταδίκη των πλανών και ετεροδιδασκαλιών που παρεισέφρησαν στη ζωή των αιρετικών αυτών Κοινοτήτων.
8) Το ως άνω κείμενο κάνει εκτεταμένη αναφορά στο Π.Σ.Ε. (§§ 16-21) και αποτιμά θετικά την συμβολή του στην Οικουμενική Κίνηση, επισημαίνοντας την πλήρη και ισότιμη συμμετοχή των Ορθοδόξων Εκκλησιών σ’ αυτήν και την συμβολή τους «εις την μαρτυρίαν της αληθείας και την προαγωγήν της ενότητος των Χριστιανών» (§ 17). Ωστόσο η εικόνα που μας δίδει το κείμενο σχετικά με το Π.Σ.Ε. είναι ψευδής και επίπλαστη. Κατ’ αρχήν αυτή καθ’ εαυτήν η ένταξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας σ’ έναν οργανισμό που εμφανίζεται ως υπερεκκλησία και η συνύπαρξη και συνεργασία της με την αίρεση συνιστά παραβίαση της κανονικής τάξεώς της και αθέτηση της εκκλησιολογικής αυτοσυνειδησίας της. Η θεολογική ταυτότης του Π.Σ.Ε. είναι σαφώς προτεσταντική. Η μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν έγινε μέχρι σήμερα δεκτή στο σύνολό της από τις προτεσταντικές ομολογίες του Π.Σ.Ε, όπως φαίνεται από την 70ετη ιστορία του. Όλα δείχνουν, ότι το επιδιωκόμενο στο Π.Σ.Ε. είναι η ομογενοποίηση των ομολογιών -μελών του μέσω ενός μακροχρονίου συμφυρμού. Το κείμενο αποκρύπτει την πραγματική εικόνα των μέχρι σήμερα γενομένων Διαλόγων με τις προτεσταντικές ομολογίες-μέλη του Π.Σ.Ε. και το αδιέξοδο στο οποίο αυτοί έχουν φθάσει σήμερα. Πέραν τούτου δεν καταδικάζονται, τα απαράδεκτα από Ορθοδόξου απόψεως κοινά κείμενα των Γενικών Συνελεύσεων του Π.Σ.Ε, (Πόρτο Αλέγκρε, Πουσάν κλπ.) και επί πλέον αποσιωπώνται πλείστα όσα εκφυλιστικά φαινόμενα, τα οποία συναντούμε σ’ αυτό, όπως «Λειτουργία της Λίμα», intercommunion, διαθρησκειακές συμπροσευχές, χειροτονία γυναικών, περιεκτική γλώσσα, αποδοχή του σοδομισμού από πολλές ομολογίες κλπ.
9) Η αλλαγή του Ημερολογίου το 1924 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Εκκλησία της Ελλάδος ήταν μονομερής και πραξικοπηματική ενέργεια, γιατί δεν έγινε με πανορθόδοξη απόφαση. Διέσπασε την λειτουργική ενότητα μεταξύ των Ορθοδόξων Τοπικών Εκκλησιών και προκάλεσε σχίσματα και διαιρέσεις μεταξύ των πιστών. Στην αλλαγή συνήργησαν και ώθησαν ετερόδοξες ομολογίες και μυστικές εταιρείες, μέσω του πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη. Ήταν προσμονή όλων και δέσμευση των εκκλησιαστικών ηγετών η μέλλουσα να συνέλθει Σύνοδος να συζητήσει και να επιλύσει το θέμα. Δυστυχώς κατά την μακρά προσυνοδική διαδικασία Παπικοί και Προτεστάντες έθεσαν στους Ορθοδόξους νέο θέμα, τον «κοινό εορτασμό του Πάσχα», με συνέπεια να στραφεί προς τα εκεί το ενδιαφέρον και να ατονήσει η συζήτηση για την θεραπεία του τραύματος της λειτουργικής ενότητος στον εορτασμό των ακινήτων εορτών, που προκλήθηκε χωρίς λόγο και ποιμαντική ανάγκη. Στην τελική φάση της Συνόδου και χωρίς συνοδικές αποφάσεις των τοπικών Εκκλησιών το θέμα του Ημερολογίου αποσύρθηκε από τον κατάλογο των θεμάτων, ενώ ήταν το κατ’ εξοχήν επείγον και φλέγον θέμα.
10) Η ιστορία των Οικουμενικών Συνόδων, μας βεβαιώνει ότι αυτές συνεκαλούντο κάθε φορά που κάποια αίρεση απειλούσε την αγιοπνευματική εμπειρία της εκκλησιαστικής αλήθειας και την έκφρασή της από το εκκλησιαστικό σώμα. Αντίθετα, η μέλλουσα να συνέλθει Σύνοδος συγκαλείται όχι για να οριοθετήσει την πίστη έναντι της αιρέσεως, αλλά για να παράσχει θεσμική αναγνώριση και νομιμοποίηση της παναιρέσεως του Οικουμενισμού. Γι’ αυτό και δεν στηρίζεται στην εμπειρία του εκκλησιαστικού σώματος, αλλά αντίθετα την υποβαθμίζει και την υποτιμά, την περιθωριοποιεί και την παραβλέπει. Η συνολική διαδικασία, η προπαρασκευή και η θεματολογία της Συνόδου είναι αποτέλεσμα επιβολής μιας εκκλησιαστικής ολιγαρχίας, που εκφράζει μια ακαδημαϊκή, αποστεωμένη, άνευρη και αποπνευμάτιστη θεολογία, αποκεκομμένη από το εκκλησιαστικό σώμα. Έσχατος κριτής, της ορθότητας και της εγκυρότητας των αποφάσεων των Συνόδων είναι το πλήρωμα της Εκκλησίας μας, οι κληρικοί, οι μοναχοί και ο πιστός λαός του Θεού, ο οποίος, με την γρηγορούσα εκκλησιαστική και δογματική του συνείδηση επικυρώνει, η απορρίπτει τις αποφάσεις των. Όμως στην μέλλουσα Σύνοδο απουσιάζει παντελώς αυτή η σημαντική παράμετρος, καθ’ ότι, εκφράστηκε επισήμως, ότι φορέας της εγκυρότητας των αποφάσεών της θα είναι η Συνοδικότητα και όχι το Ορθόδοξο Πλήρωμα.
11) Μια άλλη βασική προϋπόθεση γνησιότητας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου είναι η αναγνώριση υπ’ αυτής ως Οικουμενικών των θεωρούμενων ως τοιούτων στη συνείδηση του Ορθοδόξου πληρώματος της Η΄ (879-880) επί ιερού Φωτίου και της Θ΄ (1351), επί αγίου Γρηγορίου Παλαμά, συγκληθεισών, οι οποίες είχαν όλα τα στοιχεία των Οικουμενικών Συνόδων και είχαν καταδικάσει τις αιρετικές κακοδοξίες του Παπισμού. Αλλά τέτοιο ενδεχόμενο δεν προκύπτει από την θεματολογία και τα προσυνοδικά κείμενα.
12) Η ορθόδοξη νηστεία είναι τόσο εδραιωμένη στη συνείδηση των ορθοδόξων ποιμένων και του ορθοδόξου λαού, ώστε δεν χρειάζεται καμία σύντμηση, η προσαρμογή. Οι ποιμένες της Εκκλησίας είναι εκείνοι, οι οποίοι έχουν ανάγκη να αποκτήσουν περισσότερο ορθόδοξη παιδεία και ασκητικό φρόνημα, για να μπορέσουν με το παράδειγμά τους και τον ασύλληπτο πλούτο της αγιοπατερικής γραμματείας να διδάξουν διακριτικά το ποίμνιό τους. Η ορθόδοξη Εκκλησία μας εφαρμόζει χριστοφιλανθρωπότατα σε όλα τα μήκη και πλάτη της οικουμένης την οικονομία σε όλο το μεγαλείο της. Είναι τόσα πολλά τα κείμενα περί νηστείας όλων των αγίων Πατέρων, που αναλύουν τις παθοκτόνες και σωτήριες παραμέτρους της, ώστε δεν αξίζει ο ευτελισμός που υφίσταται από την μινιμαλιστική νοοτροπία των μεταπατερικών ανανεωτών, οι οποίοι κόπτονται για τον σύγχρονο κόσμο. Αν η μέλλουσα Σύνοδος επιβάλει νέες μεταρρυθμίσεις ημερών της νηστείας και τροφών, θα μιμηθεί τον ολοκληρωτισμό, που χαρακτηρίζει το Κανονικό Δίκαιοτου Παπισμού, το οποίο καθορίζει θεσμικά και ασφυκτικά ακόμα και την οικονομία.
13) Κατά την διάρκεια του 20 αιώνος ο Οικουμενισμός εκφυλλίζεται και μεταλλάσσεται σε πανθρησκειακό όραμα. Οι ατέλειωτες διαθρησκειακές συναντήσεις και συμπροσευχές Ορθοδόξων με ηγέτες θρησκειών του κόσμου (π.χ. Ασίζη), μαρτυρούν ότι απώτερος στόχος του Οικουμενισμού είναι η συνένωση των θρησκειών σε ένα τερατώδες σχήμα, την εφιαλτική Πανθρησκεία, η οποία επιδιώκει να εκμηδενίσει τη σώζουσα αλήθεια της Ορθοδοξίας. Η διαθρησκειακή συνεργασία με τις άλλες θρησκείες είναι αδύνατον να δικαιωθεί, ούτε να θεμελιωθεί στην αγία Γραφή και στην Ορθόδοξη Πατερική Θεολογία. Ο θεόπνευστος λόγος του αποστόλου είναι ξεκάθαρος: «Μη γίνεσθε ετεροζυγούντες απίστοις. Τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; Τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος;» (Β΄Κορ.6,14).Επίσης το ιδανικό της ειρηνικής συνυπάρξεως, το οποίο κατά κόρον προβλήθηκε στους Διαθρησκειακούς Διαλόγους, καθίσταται αδύνατο, διότι έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον λόγον του Κυρίου, «ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν», (Ιω.15,20), και με τον λόγον του αποστόλου «πάντες δε οι θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ Ιησού διωχθήσονται», (Β΄Τιμ.3,14). Οι μετέχοντες στους μέχρι τώρα γενομένους Διαλόγους, δεν μπόρεσαν δυστυχώς να μεταφέρουν ανόθευτη την Ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία, αλλά ούτε και να προσελκύσουν έστω και ένα αλλόθρησκο στην Ορθοδοξία. Αντίθετα μάλιστα έφθασαν στο αξιοθρήνητο κατάντημα να παρασυρθούν σε πλάνες και αιρέσεις και να διατυπώνουν βλάσφημες δηλώσεις, σκανδαλίζοντες τον πιστό λαό του Θεού, παρασύροντες στην πλάνη τους ασθενείς στην πίστη και προκαλούντες έτσι μεγίστη πνευματική φθορά και διάβρωση του Ορθοδόξου φρονήματος. Παρά την πληθώρα των μέχρι τώρα γενομένων Διαλόγων, ο ισλαμικός φανατισμός, όχι μόνον δεν καταστέλλεται, αλλά γιγαντώνεται όλο και περισσότερο,
14) Οι αγώνες των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, μαζί με τους αγώνες των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας, θα πρέπει να μας εμπνέουν και να μας οδηγούν για την διαφύλαξη της πολύτιμης παρακαταθήκης μας. Απόπειρα νοθεύσεως της μωσαϊκής θρησκείας, παρατηρούμε και στην Παλαιά Διαθήκη, όπου, στην αρχή, χαναανϊτικά και αργότερα βαβυλωνιακά και αιγυπτιακά στοιχεία απειλούσαν να νοθεύσουν την πίστη στον Ένα Θεό. Μεγάλοι άνδρες (Προφήτες, βασιλείς, πολιτικοί άρχοντες, κλπ.) αγωνίστηκαν με σθένος για την διαφύλαξη της καθαρής μωσαϊκής θρησκείας. Ιδιαιτέρως αγωνίστηκαν κατά των διαφόρων ψευδοπροφητών, οι οποίοι αναφαίνονταν κατά καιρούς.
Συνοψίζοντας τα παρά πάνω, συμπεραίνουμε ότι η μέλλουσα να συγκληθεί Αγία και Μεγάλη Σύνοδος δεν θα είναι ούτε Μεγάλη, ούτε Αγία, διότι με βάση τα μέχρι σήμερα δεδομένα, δεν προκύπτει ότι αυτή θα είναι σύμφωνη με την Συνοδική και Κανονική Παράδοση της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας και ότι θα λειτουργήσει όντως ως γνήσια συνέχεια των αρχαίων μεγάλων Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων. Ο τρόπος με τον οποίο είναι διατυπωμένα τα δογματικού χαρακτήρος προσυνοδικά κείμενα δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφιβολίας, ότι η εν λόγω Σύνοδος αποσκοπεί να προσδώσει εκκλησιαστικότητα στους ετεροδόξους και να διευρύνει τα κανονικά και χαρισματικά όρια της Εκκλησίας. Ωστόσο, καμία Πανορθόδοξη Σύνοδος δεν μπορεί να οριοθετήσει διαφορετικά την μέχρι σήμερα ταυτότητα της Εκκλησίας. Δεν υπάρχουν επίσης ενδείξεις, ότι η εν λόγω Σύνοδος θα προχωρήσει σε καταδίκη των συγχρόνων αιρέσεων και πρωτίστως της παναιρέσεως του Οικουμενισμού. Αντίθετα μάλιστα όλα δείχνουν ότι η μέλλουσα να συγκληθεί Αγία και Μεγάλη Σύνοδος επιχειρεί να την νομιμοποιήσει και να την εδραιώσει. Ωστόσο, οι όποιες αποφάσεις της με οικουμενιστικό πνεύμα είμαστε απολύτως βέβαιοι, ότι δεν θα γίνουν δεκτές από τον κλήρο και τον πιστό λαό του Θεού, ενώ η ίδια θα καταγραφεί στην εκκλησιαστική ιστορία ως ψευδοσύνοδος.
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΗΜΕΡΙΔΑΣ
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
Σεβασμιώτατοι Πατέρες, Συλλειτουργοί Ἱερεῖς,
Ὁσιώτατοι Μοναχοί καί Μοναχές, Ἐλλογιμώτατοι Καθηγητέςκαί ἐκλεκτέ λαέ τοῦ Θεοῦ,
Εὐχαριστῶ γιά τήν τιμή νά ὁμιλήσει καί ἡ ταπεινότητά μουστήν Ἡμερίδα αὐτή, τήν ὁποία διοργάνωσε ἡ ἀγωνία ΠατέρωνἹεραρχῶν, Ἱερέων καί Μοναχῶν καί Θεολόγων Καθηγητῶνγιά τόν στηριγμό τοῦ Ὀρθοδόξου φρονήματος τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Τό θέμα μου εἶναι «Οἱ ἀγῶνες τῶν Προφητῶν γιά τήν καθαρότητα τῆς πίστης στόν Γιαχβέ». Τό θέμα αὐτό εἶναι πολύ σοβαρό, εἶναι ὅλη ἡ Παλαιά Διαθήκη, καί, ὅπως τό ἐννοοῦμε, δέν εἶναι δυνατόν νά ἐξαντληθεῖ στά στενά καί περιορισμένα ὅρια μιᾶς 20 λέπτου ὁμιλίας, ὅπως καθορίζει τό πρόγραμμα γιά τούς ὁμιλητές. Ὀλίγα μόνο γενικά θά πῶ γιά τό θέμα καί παρακαλῶ νά τά δεχθεῖτε.
1. Ὅπως μᾶς εἶναι γνωστόν, ὁ Μωυσῆς, στήν θεοφάνειά του ἐκείνη στό ὄρος Σινᾶ, ἔλαβε τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ, τόνὁποῖον καί παρέδωσε στούς ᾽Ισραηλῖτες. Αὐτή τήν «Μωσαϊκή θρησκεία», ἄς τήν ποῦμε ἔτσι, τήν κράτησαν οἱ Ἰσραηλῖτες κατά τήν πορεία τους στήν ἔρημο καθαρή, ἀλλά ὅταν εἰσῆλθαν στήν Χαναάν, βρῆκαν τόν ἀνθηρό πολιτισμό τῶν Χαναναίων μέ τήν πολυθεϊστική τους θρησκεία. Ἡ Χαναανιτική αὐτή θρησκεία εἶχε τοπικούς θεούς, ἀλλά ἐλάτρευε καί πλῆθος ἄλλων Βαβυλωνιακῶν καί Αἰγυπτιακῶν θεῶν. Ἐπειδή κύριος θεός τῶν Χαναναίων ἦταν ὁ Βάαλ καί ἡ Ἀστάρτη, θεοί τῆς βλαστήσεως, γι᾽ αὐτό ἡ λατρεία τῶν Χαναναίων ἦταν ὀργιαστική. Οἱ Ἰσραηλῖτες λοιπόν τώρα, ἐγκατασταθέντες στήν Χαναάν, ὅπως παρέλαβαν ἀπό τούς Χαναναίους τόν πολιτισμό τους, ἔτσι παρέλαβαν ἀπ᾽ αὐτούς καί στοιχεῖα ἀπό τήν θρησκεία τους καί τήν λατρεία τους. Στήν ἀρχή μέν ἡ ἐπίδραση αὐτή ἦταν ἐξωτερική. Οἱ Ἰσραηλῖτες, δηλαδή, τελοῦντες τήν λατρεία τους, ἐμιμοῦντο τόν τρόπο λατρείας τῶν Χαναναίων, χρησιμοποιοῦντες καί αὐτοί ξυλόγλυπτες παραστάσεις τοῦ Θεοῦ καί ἐτέλουν αὐτήν σέ ὑψώματα, σέ λόφους καί ὄρη, ὅπως τό ἔκαναν οἱ Χαναναῖοι (βλ. Κριτ. 8,2. 9,6. 17,1 ἑξ. 18,30 κ.λπ. Α´ Βασ. 9,12 ἑξ.). Ἀργότερα ὅμως ὁ κίνδυνος γιά τήν θρησκεία ἔγινε σοβαρότερος, γιατί οἱ Ἰσραηλῖτες δέν εἶχαν μόνο ἐξωτερική ἐπίδραση ἀπό τήν Χαναανιτική θρησκεία, ἀλλά καί ἐσωτερική. Ἀνέμειξαν, δηλαδή, καί τόν Θεό τους Γιαχβέ μέ τούς θεούς τῶν Χαναναίων. Ἔτσι στόν λαό τοῦ Ἰσραήλ δημιουργήθηκε μιά ἄλλου εἴδους θρησκεία πού εἶχε μέν κατά βάσιν μωσαϊκά στοιχεῖα, ἀνάμεικτα ὅμως μέ στοιχεῖα καί ἄλλων θρησκειῶν, καί ἄλλων θεῶν καί θεοτήτων, αὐτῶν πού ἐλατρεύοντο σήν Χαναάν. Συγκρητισμός! Οἰκουμενισμός! Τόν τύπον αὐτόν τῆς θρησκείας οἱ εἰδικοί τόν ὀνομάζουν «λαϊκή θρησκεία». Παράλληλα λοιπόν πρός τήν καθαρή Μωσαϊκή θρησκεία ἔχουμε καί τήν δημιουργηθεῖσα στόν λαό «λαϊκή θρησκεία», δηλαδή τήν Μωσαϊκή θρησκεία νοθευμένη μέ ξένα θρησκεύματα.
2. Ὅπως τό καταλαβαίνουμε, γι᾽ αὐτήν τήν δημιουργηθεῖσα κατάσταση προῆλθε ἀντίδραση. Ἠ ἀντίδραση αὐτή ἦταν ἀπό κύκλους καί ὁμάδες ὀπαδῶν τῆς καθαρᾶς Μωσαϊκῆς θρησκείας. Ἐδῶ ἔχουμε τήν ἐμφάνιση τῶν προφητῶν. Οἱ προφῆτες ἐμφανίζονται ρητά κατά τήν ἐποχή τοῦ Σαμουήλ (11ος αἰών). Τήν ἐποχή αὐτή οἱ προφῆτες μᾶς ἐμφανίζονται καθ᾽ ὁμάδες. Ἀλλά, ἄν τήν ἐποχή τοῦ Σαμουήλ οἱ προφῆτες μᾶς παρουσιάζονται ὁμαδικά, θά πρέπει τήν ἐμφάνιση ἀπομεμονωμένων προφητῶν νά τήν ἀποδώσουμε πολύ ἀρχαιότερα, ὥστε νά ὑπάρξει χρόνος κατά τόν ὁποῖον οἱ μεμονωμένοι προφῆτες συνενώθησαν καί συνεκρότησαν ὁμάδες. Ἕνας μικρός κύκλος γνησίων ὀπαδῶν τῆς Μωσαϊκῆς θρησκείας μᾶς παρουσιάζεται γύρω ἀπό τήν Δεββώρα, ἡ ὁποία καλεῖται ρητῶς «προφῆτις» (Κριτ. 4,4) καί δρᾶ ἐν ὀνόματι τοῦ Γιαχβέ! Πολύ ὅμως σπουδαιότερος εἶναι ὁ κύκλος τῶν ἱερέων στό προσκύνημα στή Σηλώ. Τά χρόνια γιά τά ὁποῖα μιλᾶμε τό ἱερό τῆς Σηλώ ἀποτελεῖ τό κέντρον, γύρω ἀπό τό ὁποῖον συσπειροῦνται οἱ συνεχιστές τῆς Μωσαϊκῆς παραδόσεως ἱερεῖς καί προφῆτες. Καί ἀπό τόν κύκλο αὐτόν προῆλθε ὁ μεγάλος κριτής καί προφήτης Σαμουήλ.
Ὁ Σαμουήλ διέγνωσε ὅτι ὅλος ὁ Ἰσραήλ εἶχε ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν καθαρή Μωσαϊκή θρησκεία καί γι᾽ αὐτό γίνεται ἱεραπόστολος καί αὐλακώνει ὅλη τήν χώρα, ἀπό τήν Μασσηφάθ στήν Βαιθήλ καί ἀπό αὐτήν στήν Γιλγάλ καί ἀπό τήν Γιλγάλ στήν Ραμά καί πάλι στήν Μασσηφάθ (Α´ Βασ. 7,6. 7,16), κηρύττοντας τήν ἐπιστροφή στήν πατρώα θρησκεία. Τά χρόνια ὅμως παρέρχονται, ὁ Σαμουήλ γηράσκει καί βλέπει ὅτι τό πνεῦμα τοῦ συγκρητισμοῦ εἶναι μεγάλο, γι᾽ αὐτό, ἀπό τήν ἀγωνία του γιά τήν πίστη τοῦ λαοῦ, προβαίνει σέ μία σπουδαία καί σημαντική πράξη γιά τό Ἰσραήλ, τήν ἵδρυση τῆς βασιλείας σ᾽ αὐτό. Ἡ ἵδρυση τοῦ θεσμοῦ τῆς βασιλείας δέν προῆλθε μόνο γιά τόν ἀγώνα κατά τῶν περιοίκων ἐχθρῶν τοῦ Ἰσραήλ, ἀλλά ἀπό θρησκευτικούς λόγους. Ὁ Σαμουήλ σκέφθηκε ὅτι ἡ φυσική ἀντίθεση τοῦ νέου βασιλείου πρός τούς γειτονικούς λαούς θά συνέβαλε καί πρός τήν ἀντίθεση τῆς θρησκείας τοῦ βασιλείου αὐτοῦ πρός τήν θρησκεία τῶν ἄλλων λαῶν καί ἡ ἀντίθεση αὐτή θά συγκρατοῦσε τό ρεῦμα τοῦ συγκρητισμοῦ καί θά βοηθοῦσε πρός τήν ἐπάνοδο τῆς καθαρᾶς Μωσαϊκῆς θρησκείας. Ἔτσι λοιπόν ὁ Σαμουήλ ἔχρισε τόν Σαούλ ὡς πρῶτον βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ, φίλα προσκείμενον πρός τούς προφητικούς κύκλους. Ὡς πολιτικός ὅμως τώρα ὁ Σαούλ εἶδε ὅτι γιά νά σταθεῖ ὡς βασιλεύς δέν μπορεῖ νά ἔλθει σέ ἀντίθεση μέ τό θρησκευτικό κατασκεύασμα τοῦ λαοῦ, γι᾽ αὐτό καί φαίνεται νά συμπορεύεται μέ αὐτό. Δέν μποροῦσε ὅμως νά ἐναντιωθεῖ καί στόν ἰσχυρό Σαμουήλ, γι᾽ αὐτό καί κινεῖται μεταξύ τῶν δύο αὐτῶν πόλων (βλ. ἀντιθέτους ἐνεργείας του εἰς Α´ Βασ. 14,35. 14,41. 13,12. 28,3. 9. 14,3. 18. 19,13. 29,9 ἑξ. 14,3. 18. 22,9 ἑξ.). Ἔτσι δημιουργήθηκε ἕνας τρίτος τύπος θρησκείας, ἡ «θρησκεία τῶν ἐπισήμων», ἡ ὁποία κλίνει καί πρός τήν παραδοσιακή Μωσαϊκή θρησκεία, ἀλλά καί δέν ἐναντιοῦται πρός τήν «λαϊκή θρησκεία». Ὁ Σαούλ λοιπόν εἶδε τήν θρησκεία μέ πολιτικό φακό καί θέλησε νά τήν ὑποτάξει στήν πολιτική! Γι᾽ αὐτό καί τελικά ὁ Σαμουήλ ἀπεκήρυξε τόν Σαούλ καί προέβη σέ ἄλλη ἐκλογή, τοῦ Δαβίδ· ὁ Δαβίδ, προερχόμενος ἀπό ποιμενικούς κύκλους, ἦταν σαφῶς ὀπαδός τῆς Μωσαϊκῆς θρησκείας, γι᾽ αὐτό καί φαίνεται νά ἔχει στενή ἐπαφή καί συνεργασία μέ τούς προφῆτες Γάδ καί Νάθαν.
3. Γιά τό θέμα μας μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ ἐποχή τοῦ προφήτου Ἠλία (9ος αἰών). Τήν ἐποχή αὐτή ἡ «θρησκεία τῶν ἐπισήμων», ὅπως τήν ὀνόμασαν, ὄχι μόνον ἔχει κλίνει πρός τήν «λαϊκή θρησκεία», ἀλλά καί ἔχει ταυτιστεῖ πρός αὐτήν καί ἦλθε λοιπόν καί αὐτή ἄκρως ἀντιμέτωπη πρόςτήν Μωσαϊκή θρησκεία. Αὐτό συνέβηκε γιατί τώρα προστέθηκε καί νέος λόγος πρός τόν συγκρητισμό, οἱ ἐπιγαμίες τῶν βασιλέων. Ὁ βασιλεύς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ κράτους Ἀχάβ νυμφεύθηκε τήν θυγατέρα τοῦ βασιλέως τῶν Φοινίκων, τήν Ἰεζάβελ, καί ἵδρυσε ὑπέρ αὐτῆς ναό τοῦ Βάαλ τῆς Τύρου, μεγάλων διαστάσεων ναό, μαζί βέβαια μέ τό ἀναγκαῖο θυσιαστήριο (Δ´ Βασ. 10,19 ἑξ. 16,32). Ἀλλά καί ὁ πατέρας αὐτοῦ Ὀμρί, ἐπιδιώκοντας τήν φιλία μέ τούς Ἀραμαίους, ἐπέτρεψε στήν πρωτεύουσα Σαμάρεια τήν δημιουργία συνοικίας τῶν Σύρων, οἱ ὁποῖοι ἔκτισαν σ᾽ αὐτήν ἱερά ξένων θεῶν (Γ´ Βασ. 21,34). Καί τώρα ἔχουμε ἐδῶ τούς σκληρούς ἀγῶνες τοῦ προφήτου Ἠλία κατά τοῦ βασιλέως Ἀχάβ. Ὁ προφήτης συναντήθηκε μέ τόν βασιλέα, ὁ ὁποῖος ταράχθηκε μέ τήν παρουσία του καί τοῦ ἐπιτέθηκε ἀποκαλώντας τον «καταστροφέα τοῦ Ἰσραήλ»!... Ἀπεκάλεσε ἔτσι ὁ Ἀχάβ τόν Ἠλία, γιατί μέ τόν λόγο του καί τήν ὅλη του δράση ὁ προφήτης τόν ἐμπόδιζε γιά νά κάνει τό φθοροποιό του ἔργο. Ἀλλά καί ὁ προφήτης, ἀνταποδίδων τά ἴσα, ἀπεκάλεσε τόν Ἀχάβ «διαφθορέα τοῦ Ἰσραήλ» (βλ. Γ´ Βασ. κεφ. 17-18. Β. Βέλλα, Θρησκευτικαί Προσωπικότητες, Α´ τόμος, σελ. 138)!
Στήν σύγχυση πού ὑπῆρχε στό Ἰσραήλ τοῦ Γιαχβέ μέ τόν Βάαλ, ὁ προφήτης Ἠλίας ἔθεσε ὀρθά τό πρόβλημα: Ἤ ὁ Γιαχβέ ἤ ὁ Βάαλ εἶναι Θεός. Τρίτον τι δέν χωρεῖ! Εἶναι ὡς νά λέγουμε σήμερα: Ἤ ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ἤ οἱ Παπικοί εἶναι Ἐκκλησία. ΜΙΑ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. – Ὁ Ἠλίας μέ ὑπέρμετρο ζῆλο, μέ ἄφθαστο ἐνθουσιασμό, πού τόν ἐμπνέει ἡ ἰδεώδη ἐκείνη Μωσαϊκή ἐποχή, ἀγωνίζεται νά ἀποδείξει ὅτι ὁ Γιαχβέ εἶναι ὁ πραγματικός Θεός καί ἀναλαμβάνει γι᾽ αὐτό σκληρό ἀγώνα κατά τοῦ Βάαλ. Ἀπαράδεκτο γιά τόν προφήτη Ἠλία νά λατρεύεται ὁ Γιαχβέ μαζί μέ τόν Βάαλ. Εἶναι σάν νά κουτσαίνει κανείς καί μέ τά δύο τά πόδια. «Ὑμεῖς χωλανεῖτε ἐπ᾽ ἀμφοτέραις ταῖς ἰγνύαις» (Γ´ Βασ. 18,21), ἔλεγε ὁ προφήτης στούς Ἰσραηλῖτες, γιατί μαζί μέ τόν Γιαχβέ λάτρευαν καί ἄλλους θεούς, γιατί δηλαδή ἦσαν 0ἰκουμενιστές!
4. Γιά ἕναν ἄλλο μετέπειτα προφήτη, τόν προφήτη Ὠσηέ, τό νά προσεταιρίζονται οἱ Ἰσραηλῖτες καί ἄλλον ἤ καίἄλλους θεούς καί νά λατρεύουν καί αὐτούς συγχρόνως (οἰκουμενισμός) αὐτό καλεῖται καθαρά «πορνεία»! Εἶναι πολύ ἐνδιαφέρουσα ἡ διδασκαλία τοῦ προφήτη Ὠσηέ, γιά τό θέμα μας, ἀλλά κατανοεῖται μόνο ἀπό τό προσωπικό του οἰκογενειακό ἐπεισόδιο. Τό λέγω σύντομα μέ ὀλίγα λόγια, γιατί ἀποτελεῖ κλειδί ἑρμηνείας τοῦ ὅλου βιβλίου του, ἀναφερομένου ἀκριβῶς στό θέμα μου. Ὁ προφήτης νυμφεύθηκε μέ μία γυναίκα, τήν Γῶμερ. Καλή αὐτή ἡ γυναίκα στήν ἀρχή, ἀλλά ἔπειτα ἔγινε ἐρωμένη ἑτέρου ἀνδρός. Ὁ προφήτης τό διεπίστωσε αὐτό, ἐπειδή ὅμως ἀγαποῦσε τήν Γῶμερ, τήν ἀνεχόταν, ἐλπίζοντας στήν μετάνοιά της. Ὅταν ὅμως τελικά εἶδε τό ἀδιόρθωτο τῆς γυναίκας του, τήν ἀπεδίωξε ἀπό τόν οἴκο του. Ἀλλά τότε ἡ Γῶμερ, μακράν τοῦ συζυγικοῦ οἴκου εὑρισκόμενη, μετενόησε καί ἐπεθύμησε τόν Ὠσηέ, ὡς τόν νόμιμο ἄνδρα της, καί ἐπέστρεψε ἐν μετανοίᾳ σ᾽ αὐτόν. Καί ὁ προφήτης ἐδέχθη τήν μετάνοιά της καί τήν προσέλαβε ὡς σύζυγό του. Ἁπλό καί καταληπτό εἶναι τό ἐπεισόδιο αὐτό, ἀλλά ὁ προφήτης τήν οἰκογενειακή του αὐτή περιπέτεια τήν εἶδε μέ θρησκευτκό ὄμμα ὡς εἰκονίζουσα τά συμβαίνοντα στόν Ἰσραήλ. Σ᾽ αὐτό πού θά πῶ τώρα πλέκεται τό ὅλο βιβλίο τοῦ προφήτου Ὠσηέ. Ἀκοῦστε: Ὅπως ὁ προφήτης ἀπό ὅλες τίς γυναῖκες ἐξέλεξε μιά καί συνῆψε μαζί της διαθήκη γάμου, ἔτσι καί ὁ Θεός ἀπό ὅλα τά ἔθνη ἐξέλεξε ἕνα ἔθνος, τό Ἰσραήλ, μέ τό ὁποῖο συνῆψε διαθήκη στό ὄρος Σινᾶ. Ὅπως ἡ Γῶμερ ἦταν πιστή ἀρχικά στόν ἄνδρα της, ἔτσι καί ὁ Ἰσραήλ ἦταν πιστός στήν ἀρχή στόν Θεό του. Τότε κατά τήν πορεία του στήν ἔρημο, ἰδανική ἐποχή, κατά τόν προφήτη Ὠσηέ ἀπό θρησκευτική ἄποψη· γι᾽ αὐτό καί στο βιβλίο τοῦ προφήτου τονίζεται πολύ ἡ ἔρημος. Ἀλλά ὅπως ἔπειτα ἡ γυναίκα τοῦ προφήτου ἀρνήθηκε τόν νόμιμο ἄνδρα της καί ἀγάπησε ἄλλον, ἔτσι καί ὁ Ἰσραήλ ἀρνήθηκε τόν Γιαχβέ, μέ τόν ὁποῖον συνῆψε στενή διαθήκη στό ὄρος Σινᾶ καί στράφηκε στά εἴδωλα. Καί ὅπως ὁ προφήτης ἀνεχόταν τήν πορνεία τῆς γυναίκας του, γιατί τήν ἀγαποῦσε, ἔτσι καί ὁ Θεός ἀνέχεται τώρα τόν ἀποστάτη λαό του, γιατί ἀναμένει τήν μετάνοιά του. Ἀλλά, ὅπως ὁ προφήτης ἀπεδίωξε τήν γυναίκα του, γιατί δέν ἔβλεπε τήν μετάνοιά της, ἔτσι καί ὁ Θεός θά ἀποδιώξει τόν Ἰσραήλ ἀπό τόν οἶκό του, θά τόν ὁδηγήσει αἰχμάλωτο στήν Ἀσσυρία. Ἐδῶ ἔχουμε προφητεία τοῦ προφήτου Ὠσηέ περί καταστροφῆς τοῦ λαοῦ ἀπό τούς ἰσχυρούς Ἀσσυρίους καί τόν ἐκπατρισμό του, πράγμα πού συνέβηκε τό 722 π.Χ. Ἀλλά ὁ προφήτης, ὁρμώμενος ἀπό τό προσωπικό του χαροποιό συμβάν, τῆς μετάνοιας τῆς γυναικός του, δέν σταματᾶ τήν ἱστορία τοῦ Ἰσραήλ στήν αἰχμαλωσία του, ἀλλά, ἐλπίζοντας καί αὐτοῦ τήν μετάνοια, προφητεύει τήν ἐπάνοδό του ἀπό τήν ἐξορία στήν πάτριο γῆ.
5. Τήν ἰδία ἐποχή, τόν 8ο δηλαδή αἰῶνα, ἔχουμε καί ἄλλο πρόσθετο λόγο, πιό δυναμικό μάλιστα, γιά τήν αὔξηση τοῦ συγκρητισμοῦ στό Ἰσραήλ, τήν λεγομένη «πολιτική τῶν συμμαχιῶν». Αὐτό σημαίνει ὅτι τό ἀδύναμο Ἰσραηλιτικό κράτος, γιά νά μπορέσει νά ἀποκρούσει τούς ἀπειλοῦντας ἐχθρούς του, συνῆπτε συμμαχία μέ τά διάφορα ἰσχυρά κράτη. Συμμαχία ὅμως ἐκείνη τήν ἐποχή μέ ἕνα ἔθνος ἐσήμαινε ὅτι πρέπει νά δεχθοῦν καί τούς θεούς τοῦ ἔθνους αὐτοῦ. Γι᾽ αὐτό καί οἱ προφῆτες ἦταν σφόδρα ἐνάντιοι πρός τήν πολιτική τῶν συμμαχιῶν καί ἀπέτρεπαν τούς βασιλεῖς τοῦ Ἰσραήλ ἀπό τό ἐγχείρημα αὐτό, γιατί κινδύνευε ἡ πίστη. Γιά τούς προφῆτες προτιμώτερο θά ἦταν νά καταστραφεῖ τό ἔθνος, παρά νά χαθεῖ ἤ νά φθαρεῖ ἡ πίστη τοῦ λαοῦ. Εἶναι αὐτό, δηλαδή, πού ἔγραφε ὁ μακαριστός ἅγιος πατήρ Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος πρός τόν Πατριάρχην Ἀθηναγόραν: «Μυριάκις προτιμώτερον – τοῦ ἔγραφε – νά ἐκριζωθῇ ὁ ἱστορικός τῆς Κωνσταντινουπόλεως Θρόνος καί νά μεταφυτευθῇ εἴς τινα ἔρημον νησίδα τοῦ Πελάγους, ἀκόμη δέ καί νά καταποντισθῇ εἰς τά βάθη τοῦ Βοσπόρου, ἤ νά ἐπιχειρηθῇ ἔστω καί ἡ ἐλαχίστη παρέκκλισις ἀπό τῆς χρυσῆς τῶν Πατέρων γραμμῆς, ὁμοφώνως βοώντων: “Οὐ χωρεῖ συγκατάβασις εἰς τά τῆς Πίστεως”». Γι᾽ αὐτό λοιπόν καί οἱ προφῆτες ἦταν ἐνάντιοι μέ τίς δημιουργούμενες στό Ἰσραήλ φιλο-ἀσσυριακές ἤ φιλο-αἰγυπτιακές μερίδες, οἱ ὁποῖες μέ ἀντιπροσώπους τους κατέφευγαν στά ἔθνη αὐτά, γιά νά πετύχουν τήν συμμαχία τους. Ἡ ἐνέργεια αὐτή ἐξάλλου πρόδιδε καί ἀπιστία στόν παντοδύναμο Θεό Γιαχβέ, καί κατ᾽ οὐσίαν ἄρνησή του, ἀφοῦ ἐδέχοντο τόν ὅρο τῆς συμμαχίας νά δεχθοῦν τούς θεούς τοῦ συμμάχου κράτους. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Ἡσαΐας λέγει μέ ἀγανάκτηση καί πόνο:
«Οὐαί στούς καταβαίνοντας
στήν Αἴγυπτο γιά βοήθεια!
........................................
Δέν προσβλέπουν στόν Ἅγιο τοῦ Ἰσραήλ
καί τόν Γιαχβέ δέν ἐκζητοῦν
........................................
Οἱ Αἰγύπτιοι εἶναι ἄνθρωποι
καί ὄχι Θεός
οἱ ἵπποι τους εἶναι σάρκα
καί ὄχι πνεῦμα» (Ἡσ. 31,1-3)!
Κατά ταῦτα καί ὁ Ἡσαΐας ἀποκαλεῖ «πόρνη» τήν Ἱερουσαλήμ, γιατί μαζί μέ τόν Γιαχβέ λατρεύει καί ἄλλους θεούς. Σέ ἕνα θρηνώδη του στίχο ὁ προφήτης παρουσιάζει τόν Θεό νά λέγει περίλυπος: «Πῶς ἐγένετο πόρνη πόλις πιστή Σιών, ἐν ᾗ δικαιοσύνη ἐκοιμήθη ἐν αὐτῇ νῦν δέ φονευταί» (1,21). Καί γιά τόν ἴδιο λόγο πάλι, τῆς ἀναμείξεως τῆς λατρείας τοῦ Γιαχβέ μέ τήν λατρεία τῶν ξένων θεῶν (γιά τόν Οἰκουμενισμό, δηλαδή), ὁ προφήτης λέγει: «Οἱ κάπηλοί μίσγουσι τόν οἶνον ὕδατι» (1,22).
6. Τό χειρότερο ὅμως ὅλων εἶναι ὅτι τήν θρησκευτική αὐτή πτώση τῶν πολιτικῶν ἀρχόντων καί τοῦ λαοῦἀκολουθοῦσαν καί ἱερεῖς καί ψευδοπροφῆτες. Τό κακό αὐτό ἔγινε ὅταν τά ἱερά ἔγιναν «βασιλικά» καί περιῆλθαν στήν κυριότητα τοῦ βασιλέως. Ἔτσι, πλεῖστοι ἱερεῖς τῆς Ἰσραηλιτικῆς θρησκείας γιά νά εἶναι εὐάρεστοι στόν βασιλέα καί γιά ὑλικό τους συμφέρον δέν εἶχαν τήν δύναμη νά ἀντιδράσουν κατά τοῦ βασιλέως καί ὑπεστήριζαν τήν τακτική του. «Οἱ ποιμένες ἠφρονεύσαντο», ὅπως λέγει ὁ προφήτης Ἱερεμίας (10,21). Οἱ ἀληθινοί προφῆτες τοῦ Γιαχβέ, οἱ ἀκολουθοῦντες τήν καθαρά Μωσαϊκή θρησκεία, διεξάγουν τώρα πολυμέτωπο ἀγῶνα ὄχι μόνον κατά τῶν πολιτικῶν, ἀλλά καί κατά τῶν θρησκευτικῶν ἀρχόντων, τῶν ἱερέων καί αὐτοῦ τοῦ μεγάλου ἀρχιερέως. Οἱ πηγές μας μᾶς παρέχουν ἄφθονο ὑλικό, πολλά χωρία, στά ὁποῖα μαρτυρεῖται ἡ προδοτική στάση τῶν ἱερέων καί τῶν ψευδοπροφητῶν, οἱ ὁποῖοι συμμαχοῦσαν μέ τούς ἄρχοντες ἐπιτιθέμενοι κατά τοῦ κηρύγματος τῶν πιστῶν προφητῶν τοῦ Γιαχβέ. Ἐλλείψει χρόνου ἀναφέρω μόνο μία περικοπή, ἡ ὁποία διασώζεται στό βιβλίο τοῦ προφήτου Ἡσαΐου. Ἡ σκηνή διεξάγεται μᾶλλον στήν αὐλή τοῦ Σολομῶντος ἤ σέ κάποιο ἄλλο ἱερό, ὅπου μετά ἀπό μία προσφερθεῖσα θυσία εἶχε παρατεθεῖ πολυτελέστατο δεῖπνο μέ ἄφθονα σφάγια καί κρασί, στό ὁποῖο δεῖπνο συνέτρωγαν καί συνέπιναν οἱ ἱερεῖς καί ψευδοπροφῆτες μέ τούς ἄρχοντες. Στό εὔθυμο αὐτό δεῖπνο ἐμφανίστηκε Ἡσαΐας, ὁ ὁποῖος τούς ἤλεγξε λέγοντάς τους ὅτι «σκοτίζονται ἀπό τά ποτά καί παρακρούουν ἀπό τό κρασί. Σκοτισμένοι εἶναι κατά τάς ὁράσεις καί ζαλισμένοι ὅταν πρόκειται νά κρίνουν». Ἀκόμη τούς εἶπε ὅτι οἱ τράπεζές τους εἶναι γεμάτες ἀπό «ἀκάθαρτες τροφές». Ὑποθέτω ὅτι αὐτή ἡ τελευταία ἔκφραση, «ἀκάθαρτες τροφές», ὑποδηλώνει ὅτι ἡ θρησκευτική πτώση εἶχε προχωρήσει τόσο πολύ, ὥστε κατά τίς θυσίες στόν Γιαχβέ προσεφέροντο θυσίες καί σέ ἄλλους θεούς καί γι᾽ αὐτό τά σφάγια αὐτά τῶν ξένων θυσιῶν λέγονται ἀκάθαρτα. Αὐτό δέ εἶναι πού ταράσσει περισσότερο τόν προφήτη μας, τό ὅτι δηλαδή ἡ λατρεία τοῦ Γιαχβέ ἐνεπλέκετο μέ τήν λατρεία καί θυσία τῶν ἄλλων θεῶν. Στόν ἔλεγχο αὐτό τοῦ προφήτου ἔχουμε ἀνταπάντηση τῶν πολιτικῶν ἀρχόντων καί τῶν ψευδοπροφητῶν πρός τόν προφήτη μας, τόν ὁποῖο ἀπεκάλεσαν ὁμοῦ ὡς «ἀποκεκομμένο πρό ὀλίγου ἀπό τό γάλα», ὡς «ἀποσπασμένο πρό μικροῦ ἀπό τόν μαστόν» (Ἠσ. 28,7-9). Μέ τίς ἐκφράσεις αὐτές ἤθελαν οἱ προδότες καί ἐμπαῖκτες ἡγέτες τοῦ Ἰσραήλ νά ταπεινώσουν τόν προφήτη χαρακτηρίζοντάς τον ὡς νήπιο, πού δέν ξέρει νά ὁμιλεῖ, ὅτι δηλαδή στά κηρύγματά του λέγει παιδαριώδη πράγματα. Αὐτή εἶναι ἡ ἔννοια τῆς ἀπαντήσεως τῶν ἐμπαικτῶν αὐτῶν, ὅπως φαίνεται καθαρά ἀπό τήν ἑπομένη δυσνόητη φράση τους, «διότι στάβ λατσάβ τσάβ λατσάβ κάβ λακάβ ὀλίγον ἐδῶ ὀλίγον ἐκεῖ» (στίχ. 10). Στό χωρίο αὐτό παρατηροῦμε ὅτι ὅλος ὁ στίχος αὐτός πλέκεται περί τάς συλλαβάς «τσάβ» καί «κάβ». Στίς σειρά δέ τοῦ ἑβραϊκοῦ ἀλφαβήτου γνωρίζουμε ὅτι τό τσᾶδαι προηγεῖται ἀμέσως τοῦ κώφ. Ἄρα μέ τόν λόγο τους αὐτό οἱ ψευδοπροφῆτες σάν νά θέλουν νά ποῦν στόν Ἡσαΐα ὅτι εἶναι ἀγράμματος, ὅτι τώρα μαθαίνει τήν ἀλφαβήτα, καί πῶς λοιπόν τολμάει αὐτός, τό ἀγράμματο νήπιο, νά ἐλέγξει αὐτούς τούς ἐπισήμους καί ἄρχοντες τοῦ Ἰσραήλ; Ἄς σημειώσουμε δέ μέ τήν εὐκαιρία τοῦ λόγου ὅτι ὁ προφήτης Ἡσαΐας, ὅπως τό δεικνύει τό βιβλίο του μέ τά ὑψηλά του νοήματα καί τήν καλλιέπεια τῆς γλώσσης, ἦταν πολύ μορφωμένος, ἦταν μᾶλλον, ὅπως ὑποθέτουν οἱ ἑρμηνευτές, ἰατρός στήν ἰδιότητα.
Ἡ ἰδία πολεμική καί ὁ ἐμπαιγμός καί ἡ ὑβρεολογία ἔγινε καί σέ προηγούμενα χρόνια ἐναντίον τοῦ προφήτου Ὠσηέ. Ὁ λαός, παρασυρόμενος βεβαίως ἀπό τούς ἄρχοντές του, ἀποκαλοῦσε τόν προφήτη Ὠσηέ «ἀνόητο» καί «τρελλό». Καί ἀκόμη περισσότερο διοργάνωναν συνωμοσίες γιά νά τόν θανατώσουν. Ὁ ἴδιος ὁ προφήτης, περιγράφοντας τήν δίωξη καί τά δεινά, τά ὁποῖα ὑφίστατο λόγω τοῦ κηρύγματός του, λέγει σέ μία περικοπή:
«Ὁ Ἰσραήλ (μοῦ) φωνάζει:
Ἀνόητος εἶναι ὁ προφήτης,
τρελλός εἶναι ὁ ἄνθρωπος τοῦ πνεύματος.
....................
Ὁ Ἐφραίμ παραμονεύει
παρά τήν σκηνήν τοῦ προφήτου
παγίδες στήνει σέ ὅλους τούς δρόμους του» (Ὠσ. 9,7-8).
7. Ἀγαπητοί μου ἀκροατές, τελείωσα τόν ταπεινό μου λόγο, ἔχοντας πλήρη τήν συναίσθηση ὅτι δέν ἀνέπτυξα ἐπαρκῶς τό θέμα μου, ἀλλά ἁπλά τό ἔθιξα καί μάλιστα ἀκροθιγῶς. Ὁ μελετητής τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γνωρίζει ἀπό τά ἱερά της βιβλία τούς δυνατούς ἀγῶνες τῶν προφητῶν γιά τήν διατήρηση τῆς θρησκείας τοῦ Γιαχβέ, ὅπως ὁ Ἴδιος τήν παρέδωσε στό ὄρος Σινᾶ· ὅπως καί πάλι ἀπό τά κείμενά μας φαίνεται ἡ σκληρή πολεμική κατά τῶν προφητῶν, πολεμική ἐκ μέρους τῶν θρησκευτικῶν καί πολιτικῶν ἀρχόντων, γιά τό κήρυγμά τους, τό ὁποῖο ἐσάλπιζε στήν ἀποστάτιδα κοινωνία τοῦ Ἰσραήλ τήν ἐπιστροφή στήν πατρῶα θρησκεία.
Ἡ ἱερά ἱστορία ἐπαναλαμβάνεται, ἀναδιπλοῦται καί ἀνακυκλοῦται. Ἔτσι τό διαβάζουμε στήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία. Πάντοτε ἡ Ὀρθόδοξη πίστη μας ἀντιμετώπιζε τόν κίνδυνο αὐτό τῆς ἀλλοιώσεως καί τῆς νοθεύσεως τῆς ἀληθείας της ἀπό τίς ψευδοδιδασκαλίες τῶν αἱρετικῶν. Ἀλλά, ὅπως τό γνωρίζουμε, ὁ Θεός πάντοτε ἀνεδείκνυε προφῆτες, οἱ ὁποῖοι μέ τήν διδασκαλία τους, γραπτή καί προφορική, καί μέ τόν ἅγιο βίο τους, κράτησαν τήν πίστη καθαρή, χωρίς τό παραμικρό ξένο στοιχεῖο, ἀκολουθοῦντες τήν γραμμή, ὅτι δέν χωρεῖ οὐδεμία παραχώρηση, οὐδέ ἡ παραμικρή, στά θέματα τῆς πίστεως. Καί βέβαια δέν ἦταν δυνατόν νά νοθευθεῖ ἡ πίστη μας, διότι αὐτή δέν εἶναι ἀνθρώπινο κατασκεύασμα, ὥστε νά μεταβάλλεται, ἀλλά ἔχει ἀπό τόν Θεό τήν προέλευσή της καί γι᾽ αὐτό εἶναι αἰωνία, διότι εἶναι ἀληθής. Καί σήμερα βεβαίως βλέπουμε πολλά προδοτικά κινήματα, περισσότερα ἴσως ἀπό κάθε ἄλλη φορά. Καί σήμερα «κάπηλοι μίσγουσι τόν οἶνον ὕδατι», ὅπως ἔλεγε ὁ προφήτης Ἡσαΐας γιά τούς ψευδοπροφῆτες τῆς ἐποχῆς του. Ἀλλά ὑπενθυμίζουμε στούς ἥρωες τῶν κινημάτων αὐτῶν ὅτι εἶναι «σκληρό πράγμα νά χτυπάει κανείς τά καρφιά μέ γυμνά τά πόδια»! Εὐχαριστοῦμε τόν Θεό, γιατί ὅπως πάντοτε ἔτσι καί σήμερα ἔχει ἀναδείξει προφῆτες, κληρικούς καί λαϊκούς, ἱεράρχες καί μοναχούς, ἐναρέτους καί ἰσχυρούς στό φρόνημα θεολόγους, οἱ ὁποῖοι δίδουν ἰσχυρή μαρτυρία γιά τήν Ὀρθόδοξη πίστη μας ἐνάντια πρός τόν ἐκχαναανιτισμό, γιά τόν ὁποῖο μίλησα, δηλαδή, γιά τόν Οἰκουμενισμό. Οἱ σημερινοί αὐτοί ἀγωνιστές τῆς ὀρθόδοξης πίστης μας μᾶς ὑπενθυμίζουν μέ τήν ἰσχύ τους τόν προφήτη Μιχαία, ὁ ὁποῖος, παρά τήν πολεμική τῶν συγχρόνων του νά σιγάσει, αὐτός ἔλεγε: «Τοὐναντίον ἐγώ εἶμαι πλήρης δυνάμεως καί ἰσχύος, γιά νά ἐξαγγέλλω τοῦ Ἰακώβ τήν ἀσέβεια καί τοῦ Ἰσραήλ τήν ἁμαρτία» (Μιχ. 3,8).
Εὐχαριστῶ πού μέ ἀκούσατε
Πηγή: Ακτίνες
Ὁ πιστός λαός τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ θεματοφύλακας καί ὑπερασπιστής τῆς ἀληθείας τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας· εἶναι αὐτός πού στέκεται πάντοτε τό ἀνάχωμα ἐνάντια σέ κάθε ἀπόπειρα καινοτομίας· εἶναι αὐτός πού ἀνθίσταται σέ κάθε ἐπιχείρηση ἀλλοίωσης καί παραποίησης τῆς δογματικῆς ἀλήθειας· εἶναι αὐτός πού μένει ἀνύστακτος φρουρός τῆς παραδόσεώς μας.
[22] Καθηγητῆ Δογματικῆς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. κ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Ἐπιστολή (2η) 10-2-2016 πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Εἰδικότερα, ἀπό τήν Ἑλλαδική Ἐκκλησία θά παρευρεθοῦν σ’ αὐτήν λιγότεροι τοῦ ἑνός τρίτου τῶν Ἐπισκόπων της, ἐνῶ ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας οὔτε τό ἕνα δέκατο τῶν Ἐπισκόπων της. Στήν πραγματικότητα, οὔτε οἱ παρόντες Ἐπίσκοποι ἔχουν ἄμεση ψῆφο, στήν ἐν λόγω Σύνοδο, ἀφοῦ καί αὐτή ἡ ψῆφος τους θά ἐκφραστεῖ μόνον διά τοῦ Πρώτου, καί μόνον ἐάν εἶναι πλειοψηφοῦσα ψῆφος, στό πλαίσιο τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Τοπικῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας. Πρᾶγμα, σαφῶς ἀντι-Κανονικό καί ἀμάρτυρο στήν Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Πρόκειται μᾶλλον γιά μιά παρωδία Πανορθοδόξου Συνόδου, στήν ὁποία δέν θά εἶναι παρόντες ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι. Ἔτσι, ἄθελά μας, μᾶς παραπέμπει καί στήν ἐπί δικτατορίας «ἀριστίνδην» Σύνοδο! Ἀλλά καί τήν «ἀριστίνδην» τήν ξεπερνᾶ κατά πολύ σέ ἀντικανονικότητα.
Εὐχαριστῶ γιά τήν ὑπομονή σας.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ἀκτὴ Θεμιστοκλέους 190, 185 39 ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ, Τηλ. +30 210 4514833, Fax +30 210 4518476 e-mail: impireos@hotmail.com
Ἐν Πειραιεῖ τῇ23ῃ Μαρτίου 2016
Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν
Ἀκολουθεῖ ὁ χαιρετισμός τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Πειραιῶς Σεραφείμ στήν ἡμερίδα «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ˙Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες» πού διοργανώνεταιὑπό τήν αἰγίδα τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων i) Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως, ii)Κυθήρων καί Ἀντικυθήρων, iii) Γλυφάδας, Ἑλληνικοῦ, Βούλας, Βουλιαγμένης καί Βάρης καί iv) Πειραιῶς στό Στάδιο Εἰρήνης καί Φιλίας στόν Πειραιᾶ τήν 23η Μαρτίου 2016.
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΜΕ ΘΕΜΑ : «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ˙Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες»
Σεβασμιώτατοι, Σεβαστοί Πατέρες, Ἐλλογιμώτατοι κ. Καθηγητές, Σεβαστό Προεδρεῖο, Ἀγαπητοί ἐν Χριστῶ ἀδελφοί,
Χαιρετίζω τήν πολύ νευραλγική σημερινή ἡμερίδα, πού διοργανώνουν οἱ Ἱερές Μητροπόλεις Γλυφάδας, Ἑλληνικοῦ, Βούλας, Βάρης καί Βουλιαγμένης, Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως, Κυθήρων καί Ἀντικυθήρων καί ἡ καθ’ ἡμᾶς Πειραιῶς καί Φαλήρου, καθώς καί ἡ Σύναξις Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν, μέ θέμα: «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος˙ Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες».
Ἡ ἰδέα τῆς συγκλήσεως Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶχε διατυπωθεῖ γιὰ πρώτη φορὰ ἐπισήμως μὲ ἔνα πρῶτο κατάλογο θεμάτων, στὸ «Πανορθόδοξο Συνέδριο» τῆς Κωνσταντινούπολης τὸ 1923 ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη κυρό Μελέτιο Δ´ Μεταξάκη. Τὸ 1930 προωθήθηκε ἀπὸ τὴν ὀνομασθεῖσα «Προκαταρκτικὴ Ἐπιτροπή», ποὺ συνῆλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βατοπαιδίου, ἡ ὁποία ἑτοίμασε ἕνα πρῶτο κατάλογο θεμάτων τῆς Συνόδου. Ὅμως, δυσμενεῖς ἱστορικὲς συνθῆκες δὲν ἐπέτρεψαν τὴν σύγκληση τῆς Συνόδου πρὶν καὶ μετὰ τὸν δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ἰδιαίτερα μάλιστα, ἐπειδὴ στὶς περισσότερες ὀρθόδοξες χῶρες ἐπεκράτησαν ἀθεϊστικὰ κομμουνιστικὰ καθεστῶτα, τὰ ὁποῖα δυσκόλεψαν τὸ ἔργο καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν ἐκεῖ Ἐκκλησιῶν.
Τὸ θέμα ἐπανέφερε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχηςκυρός Ἀθηναγόρας, ὁ ὁποῖος συνεκάλεσε στὴ Ρόδο τὴν Α´ Πανορθόδοξη Διάσκεψη τὸ 1961, ἡ ὁποία ἔλαβε ὁριστικὲς ἀποφάσεις γιὰ τὴν προπαρασκευὴ τῆς Συνόδου καὶ κατήρτισε ἕναν εὐρύτατο κατάλογο δέκα θεμάτων, τὰ ὁποῖα μὲ τὶς ὑποδιαιρέσεις τους ξεπερνοῦσαν τὰ ἑκατό. Ὁ κατάλογος αὐτὸς ἐπικρίθηκε ἔντονα, ἐπειδή καταρτίσθηκε κατὰ τὰ πρότυπα τοῦ καταλόγου θεμάτων τῆς Β´ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου, ἡ ὁποία συνερχόταν τὴν ἴδια ἐποχὴ, καὶ ἡ ὁποία ἐπηρέασε τήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία. Λόγῳ ἀντιδράσεων καὶ ἐπικρίσεων ὁ εὐρὺς αὐτὸς καὶ ἀντισυνοδικὸς κατάλογος ἀποσύρθηκε καὶ ἀναθεωρήθηκε ἀπὸ τὴν Α´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη Διάσκεψη (1976) τῆς Γενεύης, ἡ ὁποία κατέληξε σὲ δέκα θέματα, ποὺ θεωρήθηκαν ὡς τὰ πιὸ σημαντικὰ πρὸς διαβούλευση καὶ αὐθεντικὴ ἀπόφαση, καί τά ὁποία ἦταν τὰ ἑξῆς: α) Ὀρθόδοξη Διασπορά· β) Τὸ Αὐτοκέφαλο καὶ ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ· γ) Τὸ Αὐτόνομο καὶ ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ· δ) Δίπτυχα· ε) Τὸ ζήτημα τοῦ κοινοῦ ἡμερολογίου καὶ τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα· στ) Κωλύματα γάμου· ζ) Ἀναπροσαρμογὴ τῶν περὶ νηστείας ἐκκλησιαστικῶν διατάξεων· η) Σχέσεις Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον· θ) Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις ι) Συμβολὴ τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στὴν ἐπικράτηση τῶν χριστιανικῶν ἰδεωδῶν τῆς εἰρήνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης μεταξὺ τῶν λαῶν καὶ ἄρσιν τῶν φυλετικῶν διακρίσεων.
Ἔπειτα συνῆλθαν οἱ Β´ καί Γ΄ Προσυνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις τό 1982καί τό 1986 στὴ Γενεύη. Ἡ Δ´ Προσυνοδικὴ Διάσκεψη, πάλι λόγῳ δυσκολιῶν καὶ ἀνακατατάξεων, ποὺ ὀφείλονταν κυρίως στὴν πτώση τῶν κομμουνιστικῶν καθεστώτων στὶς Ὀρθόδοξες χῶρες, συνῆλθε τὸν Ἰούνιο τοῦ 2009, δηλ. εἰκοσιτρία ὁλόκληρα ἔτη μετὰ τὴν προηγούμενη! Τὸν Δεκέμβριο τοῦ 2009 καὶ τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2011 συνῆλθε δύο φορὲς στὴ Γενεύη ἡ Διορθόδοξη Προπαρασκευαστικὴ Ἐπιτροπὴ. Τὸν Μάρτιο τοῦ 2014 πραγματοποιήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη ἡ πρώτη Σύναξη τῶν Προκαθημένων τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν1, ἡ ὁποία ἀποφάσισε νά ἐπισπευσθοῦν οἱ προετοιμασίες γιά τήν σύγκληση τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου», ὥστε αὐτὴ νὰ συνέλθει, ἐκτὸς ἀπροόπτου, κατὰ τὸν Ἰούνιο τοῦ 2016, τὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς στὸν παλαιὸ ἱστορικὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου συνῆλθε καὶ ἡ Β´ Ἁγία καί Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (381). Συνέστησε δὲ καὶ Εἰδικὴ Διορθόδοξη Ἐπιτροπή, ἡ ὁποία ἀνέλαβε νὰ ἀναθεωρήσει ἤ νὰ ἐπικαιροποιήσει ὅσα κείμενα εἶχαν ἑτοιμασθεῖ καὶ νὰ ἑτοιμάσει τὰ ἐναπομείναντα. Ἡ τελευταία Ε´ Προσυνοδικὴ Διάσκεψη συνῆλθε τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 2015.
Τέλος, ἀπό 21 ἕως 28 Ἰανουαρίου 2016, συνεκλήθη ἡ δεύτερη Σύναξη τῶν Προκαθημένων στό Ὀρθόδοξο Κέντρο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης, ἡ ὁποία ἀσχολήθηκε μέ θέματα σχετικά μέ τήν προετοιμασία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου2 καί ἀποφάσισε ὅτι ἡ «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» θά πραγματοποιηθεῖ, ἐκτός ἀπροόπτου, στήν Ὀρθόδοξη Ἀκαδημία τῆς Κρήτης ἀπό 16 ἕως 27 Ἰουνίου 2016. Τά θέματα, πού τελικῶς ἐγκρίθηκαν ἐπισήμως πρός ὑποβολή καί υἱοθέτηση στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο εἶναι τά ἑξῆς ἕξι : α) Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον, β) Ἡ Ὀρθόδοξος Διασπορά, γ) Τό Αὐτόνομον καί ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ, δ) Τό μυστήριον τοῦ γάμου καί τά κωλύματα αὐτοῦ, ε) Ἡ σπουδαιότης τῆς νηστείας καί ἡ τήρησις αὐτῆς σήμερον, καί στ) Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον.
Μετὰ ἀπὸ τὴν σύντομη αὐτή ἀναφορὰ στὴν μακρὰ ἱστορία ἐνενήντα τριῶν χρόνων καὶ στὴν θεματολογία τῆς Συνόδου, διαπιστώνουμε μετά θλίψεως ὅτι, ὅπως προκύπτει ἀπό τήν διαδικασία, τήν θεματολογία, τό περιεχόμενο τῶν κειμένων καί ἀπό πολλές δηλώσεις προσώπων, πού κατευθύνουν τή Σύνοδο, ὑπάρχει μεγάλο ἔλλειμα καί μεγαλύτερο κενό ὡς πρός τήν ὀρθότητα τῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου καί τὴν Ὀρθοδοξία τῆς Συνόδου.
Ἡ ἀναγνώριση τῶν ἀποφάσεων μιᾶς Συνόδου ἐξαρτᾶται ἀποκλειστικά ἀπὸ τὸ ἂν αὐτή ἀποτελεῖ αὐθεντικὴ καὶ γνήσια συνέχεια τῶν προηγουμένων συνόδων, τῶν ὁποίων πρέπει νὰ ἀκολουθεῖ πιστὰ τὶς ἀποφάσεις, καὶ πρὸ παντὸς ἀπὸ τὴν ὀρθότητα τῶν δογμάτων καὶ τῶν κανόνων, ποὺ θεσπίζει. Ὁ Ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής τονίζει χαρακτηριστικά: «Ἐκείνας οἶδεν ἁγίας καὶ ἐγκρίτους συνόδους ὁ εὐσεβὴς τῆς Ἐκκλησίας κανών, ἃς ὀρθότης δογμάτων ἔκρινεν»3.
Οἱ οἰκουμενιστές ἀνερυθριάστως καί ἀσυστόλως πάνω στό Ἱερό Σῶμα τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας μας, προβάλλουν καί στηρίζουν ὡς δῆθεν ἀληθῆ διδασκαλία της τόν σατανοκίνητο, μασονοκίνητο καί σιωνιστικό Οἰκουμενισμό. Τό σχέδιό τους, ὅμως, αὐτό ἔχει πρό πολλοῦ ἀποτύχει παταγωδῶς, ὅπως ἀποδεικνύεται ἐν τοῖς πράγμασι. Ἡ δεινή καί τραγική πραγματικότητα ἀποδεικνύει ὅτι ἡ Οἰκουμενιστική Κίνηση, μέ ἀποκλειστική εὐθύνη τῶν ἰδίων τῶν αἱρετικῶν καί ἑτεροδόξων ἀπό τή μιά, καί τῶν οἰκουμενιστῶν ἀπό τήν ἄλλη, εἶναι ἀλυσιτελής. Τό μόνο, πού ἐπιτυγχάνεται, εἶναι ἡ σύγχυση καί ὁ συγκρητισμός. Οἱ αἱρετικοί καί ἑτερόδοξοι διακρίνονται για τήν ἔλλειψη εἰλικρίνειας καί μετανοίας, ἐμμένοντες σατανικῶς στήν κακοδοξία.
Ἡ μέν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ συνεχίζει νά ἐμμένει στό παγκόσμιο πρωτεῖο ἐξουσίας τοῦ «Πάπα» τῆς Ρώμης, στή διασάλευση τοῦ μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος καί στήν ἄρνηση τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν κτιστή χάρη.
Ἡ δέ αἵρεση τοῦ Προτεσταντισμοῦ ἐμμένει κι αὐτή στήν εἰκονομαχία, στήν ἄρνηση τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ μυστηρίου τῆς Ἀειπαρθένου Θεοτόκου. Οἱ «χειροτονίες» γυναικῶν στόν ἱερατικό καί ἐπισκοπικό βαθμό καί ἡ θεσμοθέτηση τῆς ὁμοφυλοφιλίας στόν Προτεσταντικό κόσμο, πού ἀποτελεῖ ἀνατροπή τῆς ἀνθρωπίνης ὀντολογίας καί φυσιολογίας καί καθιερώνει μιά κίβδηλη ἀνθρωπολογία τήν κορωνίδα τῶν ἁμαρτιῶν, καθώς και ἡ ἀναγνώριση τῶν «γάμων» μεταξύ τῶν ὁμοφυλοφίλων, ἀποδεικνύουν ὅτι καθόλου δέν ἐπηρρεάστηκε ἀπό θεολογικούς διαλόγους, οὔτε πλησίασε ἡ αἵρεση καί ἡ ἑτεροδοξία πρός τήν ὀρθόδοξη κατεύθυνση, θεολογία καί ζωή.
Παραλλήλως, ἡ αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, παρά τίς ψευδολογίες τῆς ἐπαίσχυντης συμφωνίας τοῦ Σαμπεζύ τῆς Γενεύης τό 19914, μνημονεύει τούς αἱρεσιάρχες Σεβήρο καί Διόσκορο καί ἀρνεῖται τήν ἐν δυσί φύσεσι Ὀρθόδοξη Χριστολογία, προσθέτουσα καί τίς κακοδοξίες τοῦ Μονοθελητισμοῦ καί τοῦ Μονοενεργητισμοῦ, καθώς καί τίς αἱρέσεις τοῦ Θεοπασχητισμοῦ καί τῆς ἰκανοποιήσεως τῆς Θείας Δικαιοσύνης.
Ἀπόδειξη τῶν τραγικῶν συνεπειῶν τῶν αἱρέσεων καί τοῦ ναυαγίου-ἀδιεξόδου τῶν συγχρόνων οἰκουμενιστικῶν διαθρησκειακῶν διαλόγων εἶναι ἡ ἐνδυνάμωση τοῦ δαιμονιώδους Ἰσλάμ, μέ τό φρικιαστικό ἰδεολόγημά του περί ὑποταγῆς τῶν πάντων, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ ἕνα συμπίλημα τῶν χριστολογικῶν αἱρέσεων τοῦ Ἀρειανισμοῦ, τοῦ Ἀπολλυναρισμοῦ, τοῦ Νεστοριανισμοῦ καί τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, πού ἀρνήθηκαν τήν κατ’οὐσίαν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου καί ἀνεκήρυξαν πανηγυρικά τόν Θεό ἀπρόσιτο καί ἀμέθεκτο ἀπό τό ἀνθρώπινο πρόσωπο καί ἑπομένως ἡ ὑποταγή (Ἰσλάμ) πρέπει νά εἶναι ἡ μόνη πνευματική σχέση Θεοῦ καί ἀνθρώπου.
Οἱ χριστιανικοί πληθυσμοί τῶν Κοπτῶν τῆς Αἰγύπτου, τῶν Ἀβυσσηνῶν τῆς Αἰθιοπίας, τῶν Νεστοριανῶν Ἀσσυρίων καί τῶν Ἰακωβιτῶν Μονοφυσιτῶν τῆς Συρίας σφαγιάζονται ἀπό τό πνευματικό τους ἔκγονο, τό Ἰσλάμ, πού οἱ πατέρες τους ἀφρόνως δημιούργησαν μέ τήν σατανική στρέβλωση τῆς Ὀρθοδόξου Χριστολογίας.
Ἡ ἔκφραση τῆς μεγάλης μας ἀνησυχίας γιά τήν ἔκβαση τῆς Συνόδου δικαιολογεῖται καί ἀπό τά παρακάτω γεγονότα.
Ἐν πρώτοις, εἶναι ἡ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῶν συνόδων, κατὰ τὴν ὁποία ἡ προετοιμασία διήρκεσε τόσο πολύ, ἐνενήντα τρία χρόνια! Αὐτὸ δείχνει ὅτι δὲν ὑπάρχει οὔτε «εὔλογος αἰτία», οὔτε «ἐπείγουσα ἀνάγκη» γιὰ σύγκληση τῆς Συνόδου, ἀλλὰ ἐξυπηρετοῦνται ἄλλες ἐκκλησιαστικοπολιτικὲς σκοπιμότητες. Διότι, ἂν ὑπῆρχε «ἐπείγουσα ἀνάγκη», ὅπως πάντοτε συνέβαινε στὴν συνοδικὴ παράδοση μὲ τὴν ἐμφάνιση κάποιας αἱρέσεως, σχίσματος ἢ ἄλλης ἐκτροπῆς, αὐτή ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπισθεῖ ἀμέσως ἐντὸς ὀλίγων μηνῶν ἢ ὀλίγων ἐτῶν.
Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιά τήν θεματολογία τῆς Συνόδου. Ἀπό τά ἔξι τελικά θέματα, δύο μόνο ἔχουν τὸν χαρακτήρα τοῦ ἐπείγοντος, τὸ θέμα τῆς Διασπορᾶς καί τό θέμα τῶν σχέσεων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπό χριστιανικό κόσμο. Τὰ ὑπόλοιπα θέματα, ὅπως τῆς ἀποστολῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στόν σύγχρονο κόσμο, τῆς Νηστείας καί τῶν Κωλυμάτων τοῦ Γάμου, εἶναι αὐτονοήτως λελυμένα καὶ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἀπὸ τὴν Πατερικὴ καὶ Συνοδικὴ Παράδοση. Τό θέμα τῆς Διασπορᾶς θά ἔπρεπε νά διευθετηθεῖ μέ τήν δημιουργία Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Σέ καμία περίπτωση δέν πρέπει νά συνεχιστεῖ τό ἀντικανονικό καί ἀντιεκκλησιαστικό φαινόμενο τῶν πολλῶν Ἐπισκόπων σέ μία ἐπαρχία, οὔτε πρέπει νά παραταθεῖ τό ἡμίμετρο τῶν ἐπισκοπικῶν συνελεύσεων. Τό θέμα τοῦ Αὐτονόμου δείχνει τὶς τάσεις πρωτοκαθεδρίας τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Ἡγετῶν καὶ θὰ μποροῦσε βέβαια γιὰ λόγους εὐταξίας νὰ διευθετηθεῖ μετὰ ἀπὸ συνεννοήσεις, χωρὶς τὴν αἴσθηση τοῦ κατεπείγοντος.
Ἄλλο προβληματικό σημεῖο τῆς Συνόδου εἶναι ἡ ἄρνηση ἐνεργοῦς συμμετοχῆς ὅλων τῶν Ἐπισκόπων ὅλων τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πού δέν ὑπερβαίνουν παγκοσμίως τούς 700, ὅπως γινόταν σὲ ὅλες τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Μέ τόν ἀντιπαραδοσιακό αὐτό τρόπο ἀποφεύγεται ἡ πιθανότητα κάποιοι ἐπίσκοποι νὰ ἀντιδράσουν σὲ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, πού θά εἶναι ἀνατρεπτικὲς τῆς Παραδόσεως, ἢ κάποια Τοπικὴ Ἐκκλησία νὰ ἔχει μεγαλύτερη δύναμη στὴν λήψη τῶν ἀποφάσεων, λόγῳ τοῦ μεγαλυτέρου ἀριθμοῦ ἐπισκόπων. Αὐτὰ, ὅμως, ἀποτελοῦν ἀνθρώπινες ἰδιοτελεῖς σκοπιμότητες, ξένες πρὸς τά ἁγιοπνευματικὰ κριτήρια, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, ἡ ὁποία θεωρεῖ ὅτι ὁ ἐπίσκοπος κάθε ἐπαρχίας, καὶ τῆς μικρότερης ἀκόμη, ἐκπροσωπεῖ μὲ τὸ ποίμνιό του ἕνα ζωντανὸ μέρος τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀπουσία του ὄχι μόνο τραυματίζει τὴν ὁλοκληρία τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ στερεῖ τὴν δυνατότητα νὰ ἐκφρασθεῖ ἀπὸ ὅλους ἡ συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία φαίνεται ὅτι φοβοῦνται οἱ ὑπεύθυνοι γιὰ τὴν προετοιμασία καὶ σύγκληση τῆς Συνόδου. Δὲν δικαιολογεῖται ἀπό κανένα κριτήριο, οὔτε ποιμαντικὸ οὔτε ἐκκλησιολογικό, ἡ συμμετοχὴ μόνο εἰκοσιτεσσάρων ἐπισκόπων ἀπὸ κάθε Ἐκκλησία, πρᾶγμα ποὺ προσβάλλει καὶ τὴν ἰσότητα τῶν ἐπισκόπων, ἀλλὰ καὶ δημιουργεῖ ἐρωτηματικὰ γιὰ τὰ κριτήρια ἐπιλογῆς τῶν ἐπισκόπων, ποὺ θὰ μετάσχουν. Μήπως εἶναι μειωμένης ἐπισκοπικῆς εὐθύνης καὶ ἀξίας οἱ ἐπίσκοποι, ποὺ δὲν θὰ μετάσχουν στή Σύνοδο καὶ ποὺ ἀποτελοῦν τὴν μεγάλη πλειονότητα στὶς περισσότερες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες; Ποιός γνωρίζει καὶ ποιός θὰ μεταφέρει στὴν Σύνοδο τὶς σκέψεις, τὶς ἐκτιμήσεις καὶ τὶς ἀντιδράσεις τῶν ποιμνίων τους; Παρέλκει βεβαίως νά τονισθεῖ τό γεγονός ὅτι στίς Ὀρθόδοξες Συνόδους, ἐκτός τῶν Ἐπισκόπων, συμμετεῖχαν καί κληρικοί κατωτέρων βαθμῶν, ὅπως Καθηγούμενοι, Ἀρχιμανδρῖτες, Ἱερεῖς, Μοναχοί, καθώς ἐπίσης καί ὁ πιστός λαός. Δέν θά ἦταν καθόλου ὑπερβολή νά λεχθεῖ ὅτι ἡ ἐπικείμενη Σύνοδος θά εἶναι μία Πανορθόδοξη Σύνοδος χωρίς Ὀρθοδόξους.
Παντελῶς ἀμάρτυρη στήν Ὀρθόδοξη παράδοση καί γι’αὐτό ἀπαράδεκτη εἶναι καί ἡ θέση ὅτι κάθε Ἐκκλησία διαθέτει μία ψῆφο. Τό ὀρθόν εἶναι ὅτι κάθε Ἐπίσκοπος διαθέτει μία ψῆφο καί ὅχι κάθε Τοπική Ἐκκλησία. Παραλλήλως, ἡ ἀρχή τῆς ὁμοφωνίας κινεῖται κι αὐτή μέσα σέ ἀντιπαραδοσιακά πλαίσια. Ἡ παραδοσιακή τακτική λήψεως ἀποφάσεων σέ μιά Σύνοδο εἶναι ἡ κανονική ἀρχή, πού ὁρίζει ὅτι «ἡ τῶν πλειόνων ψῆφος κρατείτω» (ΣΤ κανών Α΄ Ἁγίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου).
Τό πιό ἀνησυχητικό καί σοβαρό εἶναι ὅτι, ὅπως προκύπτει ἀπό τήν ἐνδελεχῆ μελέτη τοῦ κειμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον»5,οἱ ἰθύνοντες ἀποσκοποῦν στήν, μέ πανορθόδοξη συνοδική ἀπόφαση, νομιμοποίηση καί θεσμοθέτηση, ἐπισημοποίηση καί ἐδραίωση τῆς παναιρέσεως τοῦ συγκρητιστικοῦ διαχριστανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὡς ἐπισήμου γραμμῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Βαίνουμε, δηλ. πρός πανορθόδοξη ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος («βαπτισματική θεολογία») καὶ τῆς ἐκκλησιαστικότητας τῶν αἱρετικῶν Παπικῶν καὶ Προτεσταντῶν μέ τήν δολία ἐπίκληση τῶν Ἱερῶν Κανόνων Ζ΄ (7ου) τῆς Ἁγίας Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ΡΕ΄ (95ου) τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού ἀναφέρονται στήν κατ’ οἰκονομίαν εἰσδοχή τῶν μετανοούντων αἱρετικῶν στήν Ἐκκλησία μετά τήν ἀπόπτυση τῆς κακοδοξίας τους, καί πρός ἀποδοχὴ τῆς προτεσταντικῆς «θεωρίας τῶν κλάδων», τῆς διευρυμένης ἐκκλησιολογίας τῆς Β´ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου περὶ πλήρους καὶ ἐλλιποῦς ἐκκλησιαστικότητος καί τοῦ οἰκουμενιστικοῦ ἐκκλησιολογικοῦ μοντέλου τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν», ποὺ οἰκοδομήθηκε τὶς τελευταῖες δεκαετίες καὶ ἐπισημοποιήθηκε στὸν Θεολογικὸ Διάλογο μὲ τοὺς Παπικοὺς στὸ Balamand τοῦ Λιβάνου (1993), ὅπου οἱ ὑπογράψαντες Ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστές ἀνεγνώρισαν τὸν Παπισμὸ ὡς Ἐκκλησία μὲ Χάρη, μυστήρια καὶ ἀποστολικὴ διαδοχή. Ἔτσι, ἡ μέλλουσα Σύνοδος ἔρχεται σέ σφοδρή σύγκρουση καί ἀντιπαράθεση μέ τήν Ὀρθόδοξη παράδοση δεκαεννέα αἰώνων, κατά τούς ὁποίους ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι Πατριάρχες καί ὅλες οἱ διευρυμένες ἐνδημούσες Σύνοδοι τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὀνόμαζαν τόν Παπισμό καί τόν Προτεσταντισμό καθαρά καί ξάστερα αἱρέσεις καὶ αἱρετικούς. Καί ἐνῶ αὐτά τά θέματα ἔπρεπε νὰ ἐγγραφοῦν εὐθέως πρὸς συζήτηση καί καταδικαστική ἀπόφαση στὴ Σύνοδο, οἱ Προκαθήμενοι θεσμοθετοῦν τήν κακοδοξία. Ἡ υἱοθέτηση τῶν παραπάνω αἱρετικῶν οἰκουμενιστικῶν κακοδοξιῶν καί πλανῶν ἀπό τούς οἰκουμενιστές διευκολύνεται, ἐπίσης, καί ἀπό το γεγονός ὅτι τὰ τελευταῖα χρόνια οἱ ἴδιοι οἱ οἰκουμενιστὲς ἀπεμπόλισαν, ἀποχαρακτήρισαν καὶ διέγραψαν τὸν Οἰκουμενικὸ χαρακτῆρα τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου», ἡ ὁποία κατ’ ἀρχήν εἶχε προγραμματιστεῖ νά συνέλθει μέ ἀξιώσεις Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἔστω κι ἂν ὀνομάστηκε Πανορθόδοξη ἤ Ἁγία καί Μεγάλη.
Ἡ μέλλουσα, λοιπόν, «Ἁγία και Μεγάλη Σύνοδος», ἄν πραγματικά ἤθελε νά εἶναι Ὀρθόδοξη Σύνοδος, θά ἔπρεπε νά λάβει τίς ἑξῆς καίριες ἀποφάσεις:
α) Νά ἀναγνωρίσει τίς θεωρούμενες ἀπὸ ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους δύο Συνόδους τοῦ ἐνάτου καὶ δεκάτου τετάρτου αἰῶνος ὡς Οἰκουμενικές, δηλ. τήν Η´ ἐπὶ Μ. Φωτίου, τοῦ 879-880, καὶ τήν Θ´ ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ 1351, οἱ ὁποῖες, κατεδίκασαν ἡ μὲν πρώτη τὸ Filioque καί τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα ὡς αἱρέσεις, ἡ δὲ δεύτερη τὴν περὶ κτιστῆς Χάριτος αἵρεση, ἑπομένως καὶ τὸν Παπισμό ὡς αἵρεση. Νά ἐπικαιροποιήσει καί ἐπικυρώσει τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1282-1284) διά τῶν ὁποίων ἠκυρώθη ἡ ψευδοένωσις τῆς Λυῶνος καί τῆς Μεγάλης Συνόδου (1484) διά τῆς ὁποίας ἠκυρώθησαν οἱ ἀποφάσεις τῆς ληστρικῆς Συνόδου Φεράρας-Φλωρεντίας
β) Νά ἐκλέξει, νά χειροτονήσει καί νά ἐνθρονίσει στό πάλαι ποτέ περίπυστο Πατριαρχεῖο τῆς Ρώμης καί τῆς Δύσεως νέο Ὀρθόδοξο Πάπα Ρώμης, καί Ὀρθόδοξη Ἱεραρχία μή ἀναγνωρίζουσα τόν σημερινό καταληψία τοῦ Πατριαρχείου τῆς Δύσεως καί αἱρεσιάρχη κ. Φραγκῖσκο. Ἔτσι, θά λύνονταν τά θέματα τοῦ Παπισμοῦ, τῆς Οὐνίας καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ὁρίζουσα ἐπί τέλους τή θέσι τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ ψευδοπετρείου πρωτείου καί τῶν «διδαχῶν» τῶν ψευδοσυνόδων Λυῶνος, Φλωρεντίας, Βατικανῆς Ι καί ΙΙ καθώς καί τή θέσι τοῦ πρώτου στήν Ἐκκλησία.
γ) Νά δημιουργήσει Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες στήν Εὐρώπη, Ἀμερική, Καναδᾶ καί Αὐστραλία, λύουσα τό θέμα τῆς Διασπορᾶς, καί
δ) Νά ἀκολουθήσει τήν Πατερική ὁδό μαχίμου ἐπανευαγγελισμοῦ τῆς Οἰκουμένης, μέ τήν δημιουργία δορυφορικῆς πλατφόρμας γιά τήν Ὀρθόδοξη μαρτυρία σέ 100 γλῶσσες. Μέ τόν τρόπο αὐτό, θά κονιορτοποιοῦσε τίς διαμονικές ψευδοθρησκεῖες καί αἱρέσεις μέ παγκόσμιο λόγο καί πατερική παρρησία, θά ἐδόξαζε τόν Θεό καί θά διεσφάλιζε τόν ἄνθρωπον.
ε) Νά λύση τό ἡμερολογιακό πού διασπᾶ ἀναποδράστως τή λειτουργική ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Πρὸς τὸ παρὸν, μέ τά δεδομένα, πού ἔχουμε, δὲν βλέπουμε πὼς ἡ μέλλουσα Σύνοδος θὰ ἀποτελέσει αὐθεντικὴ καὶ γνήσια συνέχεια τῶν προηγουμένων Συνόδων καὶ πὼς θὰ ἀποφασίσει πατερικὰ καὶ ἁγιοπνευματικά, ἀλλὰ μᾶλλον οἰκουμενιστικὰ καὶ ἐκκοσμικευμένα. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐκτιμοῦμε ὅτι θά ἦτο καλύτερον τελικά νὰ μὴ συνέλθει, ὅπως πίστευαν μεγάλοι Ἅγιοι καὶ Γέροντες τῶν καιρῶν μας, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ Πόποβιτς μὲ εἰδικὰ ὑπομνήματα πρὸς τὴν ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας6, ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, μέ ὅσα γιὰ ἐνέργειες τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρα ἔγραψε7, καὶ ὁ ὁσιακῆς βιοτῆς Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος, μὲ εἰδικὰ κείμενα περὶ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου8.
Σέ περίπτωση, ὅμως, πού, ἐξαιτίας τῆς ἀποστασίας, τῆς ἀπιστίας καί τῶν ἁμαρτιῶν μας, ὁ Τρισάγιος Θεός ἐπιτρέψει τήν σύγκληση τῆς Συνόδου, ἡ ὁποία θά ἀποφασίσει ἀντικανονικῶς, ἀντιπαραδοσιακῶς καί ἀντορθοδόξως, αὐτή δέν πρόκειται νά γίνει ἀποδεκτή ἀπό τόν Ὀρθόδοξο κλῆρο καί τόν λαό τοῦ Θεοῦ, θά καταγραφεῖ στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία ὡς οἰκουμενιστική, ληστρική καί ψευδοσύνοδος, ὅπως ἡ ἐν Ἐφέσω (430), ἡ τῆς Δρυός (403), ἡ τῆς Ἱερείας, ἡ Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-9), ἡ ἐν Λυών (1274), καί οἱ ἀποφάσεις της θά καταστοῦν ἀνίσχυρες ἔστω καί ἄν γράφεται ὅτι θά ἀπολαμβάνουν «πανορθοδόξου κύρους».
Ἐπειδή διατυπώθηκε ἡ ἀθεολόγητος θέση ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ καταδικαστέαν πᾶσαν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό ἀτόμων ἤ ὁμάδων, ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας», καί ὅτι «ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀπετέλει τόν ἁρμόδιον καί ἔσχατον κριτήν περί τῶν θεμάτων πίστεως»9, θα πρέπει νά τονισθεῖ ἐμφαντικά ὅτι ἡ Ἀλήθεια δέν εἶναι ἰδεοληψία ἤ ὑποκειμενική προσέγγιση ἤ ζήτημα ἀριθμητικῆς ὑπεροχῆς, ἀλλά ἔνσαρκος πραγματικότητα, πού ὀντοποιεῖται στό πρόσωπο τοῦ τελείου Θεοῦ καί τελείου ἀνθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί ἑπομένως καθίσταται αὐταπόδεικτο τό γεγονός ὅτι ἡ Ἀλήθεια-πρόσωπο Ἰησοῦς Χριστός καί εἷς ἀποτελοῦν τήν πλειοψηφία, ἔστω καί ἄν ἀπέναντι βρίσκονται πολυεκατομμύρια ἄλλων. Ἐπίσης, ἐν Συνόδῳ βρισκόμαστε μόνο ἐντός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, κοινωνώντας μέ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, διότι «ἡ ζωή καί ὁδός Χριστός»10, ὅπως ψάλλει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, και, ὅπως ὁ ἴδιος διεσάλπισε,«ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή»11. Ἑπομένως, ἐν τῇ Ὁδῷ καί ἐν Συν-όδῳ βρισκόμαστε μόνο, κοινωνώντας μέ τήν Ἀλήθεια, πού εἶναι ὁ Χριστός, καί ὄχι μέ τήν αἵρεση, πού εἶναι ὁ διάβολος. Σύμφωνα, τέλος, μέ τή διακήρυξη τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν τό 1848, «παρ’ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτέ εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστής τῆς θρησκείας ἐστίν αὐτό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτός ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τό θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καί ὁμοειδές τῶ τῶν Πατέρων αὐτοῦ»12.
Σεβασμιώτατοι, Σεβαστοί Πατέρες, Ἐλλογιμώτατοι κ. Καθηγητές, Σεβαστό Προεδρεῖο,
Ἀγαπητοί ἐν Χριστῶ ἀδελφοί,
Ἡ σημερινή ἡμερίδα εἶναι ὄντως μία ὀρθόδοξη μαρτυρία καί μία ἀποφασιστική ἀπάντηση στά διλήμματα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Ἡ ἡμερίδα, ἐμπεριστατωμένα, μέ ἐπιστημονικά καί θεολογικά ἐπιχειρήματα, θά καταδείξει τήν Ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἁγίων Του, μέσῳ τῶν ἐξαιρέτων εἰσηγήσεων τῶν ἐκλεκτῶν εἰσηγητῶν.
Κλείνοντας, θά ἤθελα νά ἐκφράσω τά θερμά, ἐγκάρδια καί εἰλικρινή συγχαρητήριά μου καί τίς ὁλόψυχες εὐχαριστίες μου πρός τούς Σεβασμιωτάτους ἀδελφούς, ἅγιο Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεο, ἅγιο Γλυφάδας κ. Παῦλο, ἅγιο Γόρτυνος κ. Ἱερεμία, ἅγιο Κυθήρων κ. Σεραφείμ, τήν «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν», τούς ἐλλογιμωτάτους κ. Καθηγητές καί τήν Ἐπιστημονική καί Ὀργανωτική Ἐπιτροπή, γιά τήν ἐμπνευσμένη πρωτοβουλία νά διοργανώσουν τήν πολύ νευραλγική αὐτή ἡμερίδα μέ τή συμμετοχή τόσων ἐκλεκτῶν, σεβαστῶν καί λίαν ἀγαπητῶν εἰσηγητῶν.
Εὐχαριστίες θερμές ὑποβάλλομεν ὡσαύτως καί σέ ὅλους ἐσᾶς πού παρίστασθε θυσιαστικῶς στήν ὁμολογιακή αὐτή μαρτυρία. Ὁ Κύριος ἐγγράφη τήν παρουσία Σας ἐν βίβλῳ Ζωῆς.
Μέ τίς ταπεινές αὐτές σκέψεις εἰς τό ὄνομα τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ διά τῶν εὐχῶν τῆς Κυρίας Θεοτόκου καί τῶν Ἁγίων καί Θεοφόρων Πατέρων καί πάντων τῶν Ἁγίων κηρύσσω ὡς ἐπιχώριος Ἐπίσκοπος τήν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν τῆς σημερινῆς ἡμερίδος καί εὔχομαι εὐόδωση καί ἐπιτυχία τῶν ἐργασιῶν της.
1. Τό μήνυμα τῆς Σύναξης τῶν Ὀρθοδόξων Προκαθημένων (Φανάρι, 6-9 Μαρτίου 2014), 9-3-2014, http://fanarion.blogspot.gr/2014/03/6-9-2014.html
2. http://fanarion.blogspot.gr/2016/01/21-28.html
3. ΟΣΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Περὶ τῶν πραχθέντων ἐν τῇ πρώτῃ αὐτοῦ ἐξορίᾳ 12, PG 90, 148.
4. http://entoytwnika1.blogspot.gr/2013/11/blog-post_5337.html
6. ΟΣΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Περί τήν μελετωμένην “Μεγάλην Συνοδον” τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὑπόμνημα πρός τήν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».
7. Ὀρθόδοξος Τύπος (1-3-1969) 4, ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ, «Ἄγνωστη ἐπιστολή πόνου κατά οἰκουμενιστῶν καί φιλενωτικῶν», ἐν Ὀρθόδοξος Τύπος (9/16-3-2007) 1,5, Ὀρθόδοξος Τύπος (30-3-2007) 1,5 καί Θεοδρομία ΙΖ2 (Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2015).
8. Ὁ Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος (ὁ οὐρανοδρόμος ὀδοιπόρος, 1884-1980), τ. Β΄, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1988, σσ. 43-49.
9. Σχ. βλ. κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» § 22, http://www.romfea.gr/diafora/6177-apofasis-sxeseis-tis-orthodojou-ekklisias-pros-ton-xristianiko-kosmo
10. Ε΄ Ἀναστάσιμο Ἑωθινό Ἐξαποστειλάριο
11. Ἰω. 14, 6.
12. ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Τά δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. ΙΙ, Graz-Austria 1968, σ. 920 [1000].
Ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα χαρίσματα τῶν Χριστιανῶν (Κληρικῶν, Μοναχῶν καί λαϊκῶν) πού εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι ἀποτελοῦν τήν ἐγρηγοροῦσαν συνείδησιν, ἡ δέ μεγαλύτερη προσφορά τῶν Ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως γράφει ὁ μακαριστός Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἀρχιμανδρίτης Γεώργιος (Καψάνης), εἶναι νά ἐνεργοποιῆ τήν ἐγρήγορση τῆς συνειδήσεως τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό ἔχει μεγάλη σημασία, ὅταν μάλιστα ὁ λαός τοῦ Θεοῦ σήμερα ἀφήνη ἐν πολλοῖς «ἀδρανές καί ἀνενέργητον τό χάρισμα τοῦτο». Ἡ ἐγρήγορση τῆς Ὀρθοδόξου συνειδήσεως ἀποτελεῖ τήν μεγαλύτερη ἀπόδειξη ὅτι τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ζωντανά.
Ἐμεῖς δέ οἱ Κληρικοί, παντός βαθμοῦ, καί οἱ λαϊκοί θεολόγοι ἔχουμε μεγάλη εὐθύνη ὅταν δέν καλλιεργοῦμε στό ποίμνιό μας τήν «ἐγρήγορσιν τῆς συνειδήσεώς» του, ἀλλά ἀρκούμαστε σέ μιά κοινωνική διακονία καί σέ μιά πολιτιστική προσφορά, καί δέν προσφέρουμε τόν ὀρθόδοξο λόγο, πού εἶναι ἡ προϋπόθεση τῆς σωτηρίας. Ἡ θεολογία, ὅπως ἐκφράσθηκε ἀπό τούς ζωντανούς ὀργανισμούς, ἤτοι τούς Προφήτας, τούς Ἀποστόλους καί τούς Πατέρας, εἶναι μεγάλο χάρισμα, καί ἡ χάρη τῆς θεολογίας σώζει τόν ἄνθρωπο.
Αὐτή εἶναι μιά μικρή εἰσαγωγή γιά νά προχωρήσω στό θέμα μου, πού εἶναι: «θεολογία καί πολιτική» καί ὁπωσδήποτε ἔχει ἀναφορά στήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο», ἡ ὁποία πρόκειται νά συνέλθη, ὅπως ἔχει προγραμματισθῆ, κατά τήν ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς τοῦ ἔτους πού διανύουμε. Πρόκειται ὄντως γιά μεγάλο ἐκκλησιαστικό γεγονός, τό ὁποῖο πρέπει νά κινηθῆ στήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, νά εἶναι προϊόν «τῆς ἐγρηγορούσης συνειδήσεως» τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας καί φυσικά θά πρέπει νά ἀποδεσμεύεται ἀπό τήν κοσμική πολιτική.
Θά διαιρέσω τό θέμα μου σέ τρεῖς ἑνότητες: πρῶτον ἡ θεολογία τῆς Πεντηκοστῆς, δεύτερον τά σύγχρονα θεολογικά ρεύματα, καί τρίτον ἡ εἴσδυση τῆς πολιτικῆς στίς ἐνδοορθόδοξες σχέσεις. Θά προσπαθήσω νά ἐπεξεργασθῶ τό θέμα μου μέ ψυχραιμία καί νηφαλιότητα.
Ἡ μέλλουσα νά συγκληθῆ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος θά πραγματοποιηθῆ τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, καί ἀσφαλῶς ἔχει ἐπιλεγεῖ συμβολικά γιά νά ἐκφράση τήν ἑνότητα τοῦ Χριστιανικοῦ κόσμου.
Ὅμως, ἡ Πεντηκοστή εἶναι μιά ἡμέρα πού δείχνει ποιά εἶναι ἡ ἀληθινή θεολογία τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ λειτουργική ἑνότητά της. Πρόκειται γιά τήν θεολογία τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ μέσα στό Φῶς. Οἱ Ἀπόστολοι διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἑνώθηκαν μέ τόν Χριστό καί ἔγιναν μέλη τοῦ Σώματός Του.
Ὁ Χριστός στήν ἀρχιερατική Του προσευχή εὐχήθηκε στόν Πατέρα Του, ὥστε οἱ Μαθητές Του νά ἔχουν ἑνότητα μεταξύ τους: «τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς» (Ἰω. ιζ΄, 11). Αὐτό τό ἐπανάλαβε, «ἵνα πάντες ἓν ὦσι», «ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν» (Ἰω. ιζ΄, 21).
Αὐτή ἡ ἑνότητα τῶν Μαθητῶν ἐν Χριστῷ πραγματοποιήθηκε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Δέν πρόκειται γιά μιά ἐξωτερική ἑνότητα οὔτε γιά μιά διανοητική ἑνότητα, ἀκόμη καί μέ τήν ἴδια πίστη, ἀλλά ἑνότητα μέσα στήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Αὐτό φαίνεται ἀπό τούς ἴδιους λόγους τοῦ Χριστοῦ στήν Ἀρχιερατική προσευχή, ὅταν λέγη: «καὶ ἐγὼ τὴν δόξαν ἣν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν, ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν» (Ἰω. ιζ΄, 22-23), «θέλω ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ κἀκεῖνοι ὦσι μετ᾿ ἐμοῦ, ἵνα θεωρῶσι τὴν δόξαν τὴν ἐμὴν ἣν δέδωκάς μοι» (Ἰω. ιζ΄, 24).
Εἶναι φανερόν ὅτι τό «ἵνα ὦσιν ἕν» συνδέεται μέ τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, μέ τό «τετελειωμένοι εἰς ἕν», μέ τό «θεωρῶσιν τήν δόξαν» τοῦ Θεοῦ. Πρόκειται γιά τήν ἑνότητα τῶν Μαθητῶν στήν δόξα τοῦ Θεοῦ, τήν ἀνάβαση στό ὕψος τῆς Πεντηκοστῆς, στήν θέωση.
Ἡ ἐμπειρία τῆς Πεντηκοστῆς προξένησε τόση χαρά στούς Ἀποστόλους, ὥστε φάνηκαν ὡς μεθυσμένοι. Πρόκειται γιά τήν μέθη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Μιά καταπληκτική ἑρμηνεία τί εἶναι αὐτή ἡ μέθη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δίνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν προτρέπη τούς Χριστιανούς τῆς Ἐφέσου: «καί μή μεθύσκεσθε οἴνῳ, ἐν ᾧ ἐστιν ἀσωτία, ἀλλά πληροῦσθε ἐν Πνεύματι, λαλοῦντες ἑαυτοῖς ψαλμοῖς καί ὕμνοις καί ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ᾄδοντες καί ψάλλοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ,» (Ἐφ. ε΄, 18-19). Οἱ ψαλμοί καί οἱ ὕμνοι καί οἱ ὠδές οἱ πνευματικές πού ἄδονται καί ψάλλονται στήν καρδιά εἶναι ἡ ἐσωτερική λειτουργία, εἶναι ἡ νοερά καρδιακή προσευχή, πού εἶναι ὁ πρῶτος βαθμός τῆς θεωρίας. Δέν μπορεῖ νά δοθῆ καμμιά ἄλλη ἐξήγηση αὐτοῦ τοῦ θεοπνεύστου χωρίου καί δείχνει ποιά ἦταν ἡ κατάσταση τῶν Χριστιανῶν μετά τό ἅγιο Βάπτισμα, καί ποιά εἶναι ἡ κατάλληλη πορεία πρός τήν αὐθεντική θεολογία, ὡς θεοπτία.
Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος πού βρέθηκε στήν Πεντηκοστή, καί προηγουμένως στό Ὄρος Θαβώρ, εἶναι ἀποκαλυπτικός ὅταν γράφη: «οὐ γάρ σεσοφισμένοις μύθοις ἐξακολουθήσαντες ἐγνωρίσαμεν ὑμῖν τήν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ δύναμιν καί παρουσίαν, ἀλλ᾿ ἐπόπται γενηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος» (Β΄ Πέτρ. α΄, 16). Οἱ «σεσοφισμένοι μύθοι» εἶναι ἡ φιλοσοφία τῆς κλασσικῆς μεταφυσικῆς, τοῦ Πλάτωνος, τοῦ Ἀριστοτέλη, τῶν Νεοπλατωνικῶν, οἱ ὁποῖοι ἔκαναν φιλοσοφία τήν εἰδωλολατρική θρησκεία, ὅταν ὁμιλοῦσαν γιά τόν κόσμο τῶν ἰδεῶν, τόν λεγόμενον ἐξεμπλαρισμό τοῦ Πλάτωνα καί τό πρῶτον ἀκίνητον κινοῦν, τόν λεγόμενον ὑλικομορφισμό τοῦ Ἀριστοτέλη. Ὅλοι αὐτοί «οἱ σεσοφισμένοι μύθοι» ἐξαφανίσθηκαν ἐπάνω στό Ὄρος Θαβώρ, ὅταν οἱ Ἀπόστολοι ἔγιναν «ἐπόπται τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος», εἶδαν τό ἄκτιστο Φῶς τοῦ Θεοῦ, καί μετεῖχαν αὐτοῦ, καί ὅταν στήν συνέχεια κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἔγιναν μέλη τοῦ σώματος τοῦ σεσαρκωμένου Λόγου.
Πρό τῆς Πεντηκοστῆς ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ μετεχόταν «ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς», ὅπως γινόταν στούς Προφήτας, ἀλλά μετά τήν Πεντηκοστή καί τό τεθεωμένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ «μετέχεται ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς» καί οἱ Ἀπόστολοι βλέπουν τόν Χριστόν ἐν τῷ Φωτί καί μετέχουν τοῦ Φωτός ὡς μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Στήν συνέχεια, ὁ Ἀπόστολος Πέτρος συνιστᾶ στούς Χριστιανούς νά προσέχουν τόν προφητικό λόγο, ὁ ὁποῖος ὁμοιάζει μέ λύχνο πού φέγγει στό σκοτάδι, ὥστε νά φθάσουν στήν θεωρία τοῦ Φωτός πού θά ἀνατείλη στίς καρδιές τους. Γράφει: «Καί ἔχομεν βεβαιότερον τόν προφητικόν λόγον, ᾧ καλῶς ποιεῖτε προσέχοντες ὡς λύχνῳ φαίνοντι ἐν αὐχμηρῷ τόπῳ, ἕως οὗ ἡμέρα διαυγάσῃ καί φωσφόρος ἀνατείλῃ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν» (Β΄ Πέτρ. α΄, 19).
Αὐτή εἶναι ἡ πραγματική θεολογία τῶν ἁγίων, ὅπως καί πάλιν διδάσκει ὁ Πρωτοκορυφαῖος Ἀπόστολος Πέτρος: «οὐ γάρ θελήματι ἀνθρώπου ἠνέχθη ποτέ προφητεία, ἀλλ᾿ ὑπό Πνεύματος Ἁγίου φερόμενοι ἐλάλησαν ἅγιοι Θεοῦ ἄνθρωποι» (Β΄ Πέτρ. α΄, 21).
Ἡ ἀναφορά αὐτή τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου δείχνει τήν ἰσχυρότατη σχέση μεταξύ τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων, διά μέσου τῶν αἰώνων, οἱ ὁποῖοι ἐμπνέονται ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα, μετέχουν τοῦ θείου Φωτός τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, καί εἶναι πράγματι οἱ θεόπνευστοι καί οἱ πραγματικοί ἡγέτες τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Δέν ὁμιλοῦν μέ «σεσοφισμένους μύθους», πράγμα πού κάνουν οἱ αἱρετικοί, ἀλλά εἶναι «ἐπόπται τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος», ἀκοῦν τήν φωνή τοῦ Πατρός «ὑπό τῆς μεγαλοπρεποῦς δόξης», καί γίνονται πραγματικοί θεολόγοι στήν Ἐκκλησία καί φορεῖς τῆς Πεντηκοστῆς.
Ὅλη αὐτή ἡ θεολογία τῶν θεοπτῶν ἁγίων πέρασε μέσα στίς ἀποφάσεις τῶν Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων, στήν γλώσσα τῆς λατρείας καί στίς εὐχές τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι αὐτό πού ὁ μακαριστός π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ εἶχε πῆ ὅτι ὑπάρχει σταθερή σχέση μεταξύ τοῦ lex credendi καί τοῦ lex orandi. Αὐτή εἶναι ἡ κοινή θεολογική γλώσσα τῶν Ἁγίων. Κάθε φορά πού μιά θεολογία ἀποδεσμεύεται ἀπό τήν θεολογία τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τήν θεολογία τῆς λατρείας καί τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐκκοσμικευμένη θεολογία καί δέν ἐκφράζει τό μυστήριο τῆς Πεντηκοστῆς, ἀλλά τούς «σεσοφισμένους μύθους».
Βέβαια, οἱ ἅγιοι Πατέρες διά μέσου τῶν αἰώνων, κυρίως οἱ Πατέρες τοῦ 4ου αἰῶνος, χρησιμοποίησαν μιά ἄλλη ὁρολογία γιά νά ἀπαντήσουν στούς αἱρετικούς θεολόγους τῆς ἐποχῆς τους, ἀλλά ὅμως ἡ ἐμπειρική θεωρία ἦταν ἑνιαία. Δέν ὑφίσταται καμμιά διαφορά μεταξύ τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων ὡς πρός τό «ἄκτιστον ρῆμα», ἀλλά ἡ διαφορά ἦταν ὡς πρός τό «κτιστόν ρῆμα καί νόημα». Ἄν κάποιος δέν μπορεῖ νά καταλάβη αὐτήν τήν οὐσιαστική διαφορά, δέν μπορεῖ νά καταλάβη τί εἶναι ὀρθόδοξη θεολογία.
Αὐτή εἶναι ἡ Πεντηκοστή μέσα στήν ἱστορία καί αὐτοί οἱ θεολόγοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι τῆς Πεντηκοστῆς. Κι ἄν δέν διαθέτουμε ἀποκαλυπτική ἐμπειρία, ὅμως τό λιγότερο πού μποροῦμε νά κάνουμε εἶναι νά ἀκολουθοῦμε πιστά τήν ἐμπειρία καί τήν διδασκαλία τῶν θεοπτῶν ἁγίων καί νά πορευόμαστε «κατά τάς τῶν ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκκλησίας εὐσεβές φρόνημα».
Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος θά πραγματοποιηθῆ σύμφωνα μέ τόν προγραμματισμό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, καί ἐμεῖς εὐχόμαστε στήν Σύνοδο αὐτή νά παρευρίσκωνται Ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι τουλάχιστον νά ἀκολουθοῦν τήν διδασκαλία τῶν θεουμένων ἁγίων.
Δυστυχῶς, ἐκτός ἀπό τό ὀρθόδοξο θεολογικό ρεῦμα τῶν θεοπτῶν ἁγίων, οἱ ὁποῖοι εἶναι συνέχεια τῆς Πεντηκοστῆς, διά μέσου τῶν αἰώνων, ἐμφανίσθηκαν καί ἄλλα θεολογικά ρεύματα, καί ἄς ἐλπίσουμε νά μή ἐπικρατήσουν στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, πού θά γίνη τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.
Στήν εἰσήγησή μου στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ τίτλο «Ἡ θεολογική κρίση καί οἱ ἐπιπτώσεις της στήν καθημερινότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς», ἀφοῦ ἐξέθεσα ποιά εἶναι ἡ θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στήν αὐθεντική ἔκφρασή της, στήν συνέχεια παρουσίασα τό πῶς ἀλλοιώθηκε ἡ θεολογία, μέ τήν σχολαστική θεολογία, τήν βιβλική κριτική θεολογία καί τήν παλαιότερη ρωσική θεολογία, καί ἔδωσα συγκεκριμένα παραδείγματα τῆς θεολογικῆς ἐκτροπῆς.
Ἐπίσης, στό Συνέδριο πού ἔγινε στόν χῶρο αὐτό ἀπό τήν Ἱερά Μητρόπολη Πειραιῶς τό 2012 εἰσηγήθηκα ἕνα θέμα μέ τίτλο: «Ἡ μεταπατερική θεολογία ἀπό ἐκκλησιαστικῆς προοπτικῆς», καί παρουσίασα τόν πυρῆνα τῆς μεταπατερικῆς θεολογίας καί πῶς ἐφαρμόζεται στήν σύγχρονη ἐκκλησιαστική σκέψη.
Δέν ἐπιθυμῶ νά ἐπαναλάβω τά ἴδια θέματα, ἀλλά παραπέμπω κάθε ἐνδιαφερόμενο στίς εἰσηγήσεις αὐτές. Ἐδῶ θέλω νά ἐπισημάνω ὅτι ἡ στοχαστική θεολογία τῶν ἀρχαίων αἱρετικῶν τοῦ 3ου καί 4ου αἰῶνος πέρασε στόν δυτικό χῶρο τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καί μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου διαμόρφωσε μιά ἰδιαίτερη θεολογία, πού ἀποκλήθηκε φραγκολατινική ἤ σχολαστική θεολογία. Αὐτή ἡ θεολογία στηρίχθηκε κυρίως στίς ἀπόψεις τοῦ Πλάτωνος καί τοῦ Ἀριστοτέλους, ὅπως φαίνεται στό ἔργο τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη Summa Theologica. Ἔπειτα, οἱ Μεταρρυθμιστές ἀπέβαλαν τήν σχολαστική θεολογία καί ἑρμήνευσαν καί ἑρμηνεύουν τά βιβλικά κείμενα μέ μιά ἰδιαίτερη μέθοδο, δηλαδή οὐσιαστικά ἀπέρριψαν τήν Θεοπτική ἑρμηνευτική μέθοδο τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί ἐφαρμόζουν μεθόδους πού χρησιμοποιοῦνται στό πεδίο τῆς ἱστορίας, τῆς συγκρητικῆς θρησκειολογίας καί τῆς φιλοσοφίας. Κατά βάση ἐξετάζουν τό περιβάλλον στό ὁποῖο ἔζησε κάθε Προφήτης, χωρίς νά διακρίνουν μεταξύ ἀκτίστων ρημάτων καί κτιστῶν ρημάτων, νοημάτων καί εἰκονισμάτων. Στήν συνέχεια τά ρεύματα αὐτά, μαζί μέ τόν γερμανικό ἰδεαλισμό εἰσέρρευσαν στήν Ρωσία καί ἐκεῖ τόν 19ο αἰώνα διαμορφώθηκε μιά ἰδιαίτερη θεολογία πού ὀνομάσθηκε Ρωσική, ἡ ὁποία προσέλαβε ἐν πολλοῖς τά ὑπαρξιακά στοιχεῖα καί τῆς ὁποίας κέντρο σήμερα εἶναι τό Ρωσικό Ἰνστιτοῦτο τοῦ Ἁγίου Σεργίου στό Παρίσι.
Πρατηρώντας τά θεολογικά ρεύματα καί τήν σκέψη πού ἐπικρατεῖ σήμερα στόν θεολογικό κόσμο συμπεραίνουμε ὅτι εἶναι ἐπηρεασμένα ἀπό τόν νεοσχολαστικισμό, τόν προτεσταντικό βιβλισμό, τόν γερμανικό ἰδεαλισμό, τήν σλαβοφιλία καί τόν ὑπαρξισμό, τά ὁποῖα ἔχουν διαφοροποιηθῆ ἐν πολλοῖς ἀπό τήν ὀρθόδοξη βιβλικοπατερική παράδοση.
Εἶναι σημαντικό νά τονισθῆ ὅτι ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ ἀγωνίσθηκε ἐναντίον αὐτῆς τῆς παραχαράξεως τῆς πατερικῆς παραδόσεως. Ὁ π. Γεώργιος Δράγας, μαθητής του, ἔχει ἐπισημάνει ὅτι ὁ μεγάλος αὐτός θεολόγος σέ ὅλες τίς διαλέξεις του τόνιζε δύο σημεῖα: Πρῶτον ὅτι ἡ ἐμπειρική πατερική θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς διαφοροποιεῖται ἀπό τήν σχολαστική ἤ ὀρθολογική θεολογία τῆς Δύσεως. Δεύτερον ὅτι εἶναι λανθασμένη ἡ ἀντιπαράθεση τῆς βιβλικῆς θεολογίας πρός τήν δογματική ἤ πατερική θεολογία, ἡ ὁποία ἀντιπαράθεση, δυστυχῶς, ἑδραιώθηκε στήν Δύση. Αὐτήν τήν θεολογία μέ τά δύο αὐτά σημεῖα πού διαμορφώθηκε στούς ἀκαδημαϊκούς κύκλους τήν χαρακτήριζε ὡς «ψευδομόρφωση», ἐπέμενε δέ ὅτι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπάρχει μιά ἀρραγής συνέχεια ἀπό τούς Προφήτας στούς Ἀποστόλους καί τούς Πατέρας τοῦ 4ου αἰῶνος, καί στούς Πατέρας τῶν ἑπομένων αἰώνων μέχρι τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί τούς Φιλοκαλικούς Πατέρας. Σέ ὅλη αὐτήν τήν ὀρθόδοξη περίοδο ὑπάρχει ταυτότητα στήν θεολογία καί τήν μεθοδολογία.
Αὐτήν τήν θεολογική γραμμή συνέχισε καί ὁ καλύτερος μαθητής τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ὁ ὁποῖος τόνιζε ὅτι ἡ θεοπτική ἐμπειρία εἶναι ἡ βάση τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καί ὅτι ὅταν ἡ ἀκαδημαϊκή θεολογία ἀποκόπτεται ἀπό τήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τήν θέωση εἶναι ἀντιεκκλησιαστική καί αἱρετικίζουσα. Ἐπίσης, στό θέμα τῆς ψευτοδιάκρισης τῆς βιβλικῆς ἑρμηνείας ἀπό τήν ἁγιοπατερική ἐμπειρία καί τήν δογματική, τόνιζε τήν ἑνότητα καί συμφωνία μεταξύ τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων.
Εἶναι χαρακτηριστική ἡ περίπτωση τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη καί γι’ αὐτό θά ἀναφερθῶ λίγο σέ αὐτόν. Μεγάλωσε καί σπούδασε στά μεγάλα κέντρα γνώσης τῆς Δύσης. Ἔμαθε ἀπό μαθητής στό Γυμνάσιο, καί στήν συνέχεια ὡς φοιτητής, τήν σχολαστική θεολογία τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη. Ἔπειτα, σπούδασε σέ μεγάλους βιβλικούς θεολόγους τήν βιβλική κριτική μέθοδο ἐρεύνης τῶν βιβλικῶν κειμένων. Ἀκόμη, γνώριζε ἐκ τοῦ σύνεγγυς τήν Ρωσική θεολογία στό Ρωσικό Ἰνστιτοῦτο τοῦ Ἁγίου Σεργίου. Ὅμως, ὅταν κατέληξε στήν μελέτη καί γνώση τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί γνώρισε τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, κυρίως τῶν Φιλοκαλικῶν Πατέρων καί τήν νηπτική παράδοση τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τότε ἄσκησε βαθύτατη κριτική στήν δυτική θεολογία. Γνώριζε καλύτερα ἀπό κάθε ἄλλον τήν δυτική θεολογική σκέψη, ἀλλά καί τήν οὐσία τοῦ ὀρθοδόξου ἡσυχασμοῦ, γι’ αὐτό καί καταλάβαινε πολύ καλά τίς ἐπιρροές πού δέχθηκε ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ἀπό τά δυτικά θεολογικά ρεύματα.
Ὁ ἴδιος δέν ἦταν κλεισμένος σέ ἕνα γραφεῖο καί σέ κάποιο δωμάτιο, ἀλλά συμμετεῖχε σχεδόν σέ ὅλους τούς σύγχρονους θεολογικούς διαλόγους ὡς ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας, προσφέροντας εὔστοχο θεολογικό λόγο, ὅπως φαίνεται στίς ἐκθέσεις καί τά κείμενά του, καθώς ἐπίσης ὑπῆρξε μέλος τῆς ἀντιπροσωπείας τῶν παρατηρητῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στήν Β΄ Βατικανή Σύνοδο. Γνώριζε, λοιπόν, ἀσφαλέστατα τήν σκέψη τῆς δυτικῆς θεολογίας καί τίς ἐπιρροές πού ἄσκησε αὐτή ἡ θεολογία, κυρίως ἡ Ρωσική θεολογία στούς σύγχρονους ὀρθοδόξους ἀκαδημαϊκούς θεολόγους. Γι’ αὐτό καί ἦταν δεινός ἐπικριτής ὅλων αὐτῶν τῶν θεολογικῶν ρευμάτων. Ἔχω ὑπ’ ὄψη μου τέτοια ἀνέκδοτα ἀκόμη κριτικά κείμενα, τά ὁποῖα θά δημοσιεύσω ἀργότερα καί θά προξενήσουν μεγάλη ἐντύπωση.
Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖον ὅσοι διακρίνονται ἀπό ξένες θεολογικές παραδόσεις τόν εἰρωνεύονται, τόν ὑποσκάπτουν, τόν πολεμοῦν, ὅπως κάνουν καί μέ καθένα πού ἀκολουθεῖ τήν πατερική παράδοση. Ἀλλά ὅ,τι καί νά κάνουν, ἡ θεολογία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, πού εἶναι θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, θά μείνη στήν Ἐκκλησία, γιατί ἐκφράζει τήν ζωή της.
Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης εἶχε τήν εὐκαιρία νά σπουδάση στά μεγαλύτερα θεολογικά κέντρα τῆς ἐποχῆς του καί κατά συνέπεια εἶχε τήν εὐκαιρία νά γίνη μέγας κατά κόσμον, ἀλλά αὐτός ὡς ἄλλος Μωϋσῆς –ὁ ὁποῖος «μέγας γενόμενος ἠρνήσατο λέγεσθαι υἱός θυγατρός Φαραώ, μᾶλλον ἑλόμενος συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἤ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν, μείζονα πλοῦτον ἡγησάμενος τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν τόν ὀνειδισμόν τοῦ Χριστοῦ· ἀπέβλεπε γάρ εἰς τήν μισθαποδοσίαν» (Ἑβρ. ια΄, 24-26)– ἀρνήθηκε καί αὐτός τούς ἰσχυρούς κατά τήν δύναμη τήν κοσμική καί ὑποστήριζε τούς ταπεινούς ἡσυχαστές μοναχούς καί τήν θεολογία τους.
Καππαδόκης αὐτός συγγένευε πνευματικά μέ τόν Καππαδόκη Μέγα Βασίλειο, ὁ ὁποῖος, κατά δική του ὁμολογία, δαπάνησε πολύ χρόνο στήν ματαιότητα, ἡ ὁποία ἀφάνησε τήν νεότητά του στήν ματαιοπονία, καί ὅταν σηκώθηκε «ὥσπερ ἐξ ὕπνου βαθέος» ἀπέβλεψε «πρός τό θαυμαστόν φῶς τῆς ἀληθείας τοῦ Εὐαγγελίου». Καί ἀφοῦ εἶδε τό ἄχρηστον τῆς σοφίας τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος αὐτοῦ πού θά καταργηθῆ, θρήνησε τήν ἐλεεινή του ζωή καί εὐχήθηκε νά τοῦ προσφερθῆ χειραγωγία γιά νά εἰσαχθῆ στά δόγματα τῆς εὐσεβείας. Ἔτσι, πορεύθηκε στούς μοναχούς πού ζοῦσαν στήν Ἀλεξάνδρεια, τήν ὑπόλοιπη Αἴγυπτο, τήν Παλαιστίνη, τήν Κοίλη Συρία καί τήν Μεσοποταμία, γιά νά μάθη στήν ἀσκητική ἡσυχαστική παράδοση.
Γιατί ἔκανα αὐτήν τήν ἀναφορά στόν Μέγα Βασίλειο καί τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη; Διότι πολλοί σύγχρονοι σπουδαῖοι καί τρανοί θεολόγοι καί Κληρικοί χαίρονται νά μελετοῦν τά ἔργα μεγάλων κατά κόσμον θεολόγων, ἱκανοποιοῦνται νά τούς ἐπαινοῦν οἱ δυτικοί θεολόγοι καί παρουσιάζονται ὡς μεγάλοι θεολόγοι καί στήν Ἐκκλησία, ἐνῶ ταυτόχρονα ὑπονομεύουν τήν ἀσφαλῆ μέθοδο τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας, πού εἶναι ἡ ἡσυχαστική παράδοση καί κατά συνέπεια περιφρονοῦν τούς συγχρόνους ἐμπειρικούς θεολόγους πού εἶναι συνεχιστές τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων.
Καί αὐτό εἶναι ἀξιοσημείωτο, γιατί τά κείμενα πού κατεργάζονται σύγχρονοι θεολόγοι γιά νά ἐγκριθοῦν ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο ἔχουν δεχθῆ ἐπιρροές ἀπό τήν δυτική σκέψη. Αὐτό φαίνεται καί στήν θεολογία καί στήν ὁρολογία. Ἐμένα μέ ἐνδιαφέρει καί ἡ ὁρολογία, ὅταν ἀποστασιοποιῆται ἀπό τήν γλώσσα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τήν γλώσσα τῆς λατρείας τῆς Ἐκκλησίας.
Γιά παράδειγμα, ἡ φράση πού ἔχει εἰσχωρήσει σέ θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά κείμενα «ἀξιοπρέπεια καί ἱερότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου», εἶναι ἀρκετά προβληματική καί ἐπικίνδυνη ἀπό πλευρᾶς θεολογικῆς. Αὐτή ἡ ἐπικινδυνότητα φαίνεται ἀπό τό ὅτι, ἐκτός τοῦ ὅτι δέν κάνουν τήν διάκριση μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ, καί συνδέουν τήν φύση μέ τήν ἀνάγκη, ὅπως καί τήν θέληση-βούληση μέ τό πρόσωπο, συγχρόνως ὑποσκελίζουν τόν ἁγιογραφικό ὅρο γιά τόν ἄνθρωπο ὡς κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση Θεοῦ, μέ ἀποτέλεσμα νά περιορίζουν τόν λόγο στά ἀνθρώπινα δικαιώματα, τά ὁποῖα ἑρμηνεύονται πάντοτε κατά τό δοκοῦν.
Δέν εἶμαι ἐναντίον τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, ἐάν αὐτή συντονίζεται στήν θεολογία καί τήν μεθοδολογία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἄν μιά Σύνοδος ἔχει τήν δυνατότητα νά ἀρθῆ στό ὕψος τῶν Συνόδων ἀπό τίς ὁποῖες ἀπετελέσθη τό «Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας», πού διαβάζεται κατά τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, τότε αὐτή ἡ Σύνοδος εἶναι ὄντως Ἁγία καί Μεγάλη.
Ἡ λέξη πολιτική ἔχει πολλές ἔννοιες καί σημασίες. Σημαίνει «τό σύνολο τῶν θεμάτων πού ἔχουν σχέση μέ τά κοινά καί τήν ἄσκηση τῆς ἐξουσίας»· «τόν τρόπο ἄσκησης τῆς κρατικῆς ἐξουσίας»· «τόν τρόπο δράσεως (προσώπου, ὀργανισμοῦ κλπ.) σύμφωνα μέ συγκεκριμένο σχέδιο» (Γεώργιος Μπαμπινιώτης).
Στήν προκειμένη περίπτωση ἰσχύουν ὅλα αὐτά μέ μιά εἰδικότερη σημασία. Δυστυχῶς, ἡ γεωπολιτική καί οἱ διάφορες ἐθνικές πολιτικές σκοπιμότητες εἰσέρχονται καί στίς ἐνδοορθόδοξες ἐκκλησιαστικές σχέσεις καί πολλές φορές καθορίζουν τούς διαλόγους καί τίς ἀποφάσεις τῶν Συνελεύσεων. Εἶναι γνωστόν σέ ὅλους μας ὅτι οἱ ἐθνικισμοί, παρ’ ὅτι ὁ ἐθνοφυλετισμός καταδικάστηκε ὡς αἵρεση στήν Σύνοδο τοῦ 1872, στήν Κωνσταντινούπολη, ἐν τούτοις ἐπηρεάζει τίς σχέσεις μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Αὐτό τό βλέπουμε σέ ὅσα ἔρχονται στό φῶς τῆς δημοσιότητος. Καί τό ὅτι ἀπό τά δέκα θέματα πού κατέληξαν νά συζητηθοῦν στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, τελικά θά συζητηθοῦν τά ἕξι ἀπό αὐτά, καί μάλιστα τά κείμενα πού καταρτίζονται καί οἱ ἀποφάσεις θά εἶναι προϊόντα συμβιβασμῶν γιά νά ψηφισθοῦν, δείχνει τό μεγάλο πρόβλημα πού ὑφίσταται.
Θά ἤθελα νά ἀναφέρω ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα γιά νά γίνη κατανοητό αὐτό πού ὑποστηρίζω. Πρόκειται γιά τήν συζήτηση πού ἔγινε στήν Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Ἐπιτροπή πού συνῆλθε στό Chambesy ἀπό 9 ἕως 16 Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 2009, στήν ὁποία μεταξύ ἄλλων συζητήθηκε τό θέμα τῆς ὑπογραφῆς τοῦ Τόμου τοῦ Αὐτοκεφάλου. Βεβαίως, τελικά αὐτό τό θέμα δέν πρόκειται νά συζητηθῆ στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, ἀφοῦ δέν βρέθηκε συμφωνία, ἀλλά εἶναι χαρακτηριστικά τά ὅσα διαδραματίσθηκαν στήν Ἐπιτροπή αὐτή, πού δείχνει τήν ὅλη νοοτροπία πού ἐπικρατεῖ στίς ἐνδοορθόδοξες ἐκκλησιαστικές σχέσεις, οἱ ὁποῖες ἐπηρεάζονται ἀπό τήν σύγχρονη πολιτική τῶν Κρατῶν, πιθανόν καί τήν γεωπολιτική στρατηγική τῶν Μεγάλων Δυνάμεων.
Κατά τήν Συνεδρίαση ἐκείνη ὁ Πρόεδρος τῆς Ἐπιτροπῆς, Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης, ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τόνισε ὀρθῶς «ὅτι τό θέμα τῆς ὑπογραφῆς τοῦ Τόμου τοῦ Αὐτοκεφάλου ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου εἶναι βασικόν ἐκκλησιολογικόν θέμα ἐπί τοῦ ὁποίου δέν δύναται νά γίνη καμμιά ὑποχώρησις ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου».
Μέ τήν θέση αὐτή, πού εἶναι κατά τήν ἄποψή μου ὀρθή, συνετάγησαν ἕξι (6) Ἐκκλησίες, ἤτοι τά Πατριαρχεῖα Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων καί οἱ Ἐκκλησίες Ἑλλάδος καί Ἀλβανίας.
Μέ τήν θέση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας νά ὑπογράφεται ὁ Τόμος ἀπό ὅλους τούς Προκαθημένους τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν ἤ τουλάχιστον νά τό ὑπογράφη «καί» ἡ Ἐκκλησία-Μήτηρ συνετάγησαν ἑπτά (7) Ἐκκλησίες, ἤτοι Ρωσίας, Σερβίας, Ρουμανίας (γιά δικούς τους λόγους), Βουλγαρίας, Γεωργίας, Πολωνίας, καί Τσεχίας καί Σλοβακίας.
Καί ὑπέρ τοῦ νά ὑπογραφῆ ὁ Τόμος ἀπό ὅλες τίς Ἐκκλησίες ἐτάχθη ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου.
Δηλαδή ἡ ψηφοφορία ἀνέδειξε ἕξι (6) ψήφους ὑπέρ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί ὀκτώ (8) ψήφους ἐναντίον τῆς θέσεως του. Τελικά τό θέμα αὐτό δέν τέθηκε στήν θεματολογία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου.
Ἐκεῖνο πού ἔχει ἰδιαίτερη σημασία ἀπό αὐτήν τήν Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Ἐπιτροπή εἶναι οἱ παρατηρήσεις καί τά Συμπεράσματα τοῦ τότε Γραμματέως τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Διορθοδόξων καί Διαχριστιανικῶν Σχέσεων τῆς Ἐκκλησίας μας ἀειμνήστου Πρωτοπρεσβυτέρου π. Στεφάνου Ἀβραμίδη, πού παρευρισκόταν στίς Συνεδριάσεις, σέ ἔκθεσή του πρός τήν Ἱερά Σύνοδο.
Θά σᾶς ἀναγνώσω μερικά τμήματα τῆς ἐκθέσεως αὐτῆς, πολύ χαρακτηριστικά, γιά νά ἀντιληφθῆτε τό κλῖμα πού ἐπικρατεῖ σέ τέτοιες Ἐπιτροπές, ὄχι βέβαια σέ ὅλες.
Γράφει ὁ ἀείμνηστος π. Στέφανος Ἀβραμίδης:
«Ἄν κανείς θελήσει νά ἐκτιμήσει καί ἀξιολογήσει τά ἐν Γενεύῃ εἰς τήν Προπαρασκευαστικήν Διάσκεψιν ἀπό 9-17 Δεκεμβρίου 2009 διά τήν προετοιμασίαν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, θά πρέπει νά ὁμολογήςῃ ὅτι ξεκίνησε, συνεχίσθηκε καί ἔκλεισε μέσα σέ ἕνα πνεῦμα ὄχι ἁπλῶς ψυχρότητος, ἀλλά κατά κυριολεξία παγερότητος καί παγωνιᾶς. Τό 1993, δηλαδή πρό 16 ἐτῶν εἶχε διακοπῆ ὑπό θλιβεράς συνθήκας ἡ τότε Συνδιάσκεψις χωρίς ἐλπίδα. Κατά ἄκρα μακροθυμία ἡ Α.Θ.Π. ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἐδέχθη νά συνεχισθοῦν κατά τό ἤδη παρελθόν ἔτος 2009».
Ἀλλοῦ γράφει:
«Τίποτε στήν Συνδιάσκεψη αὐτή δέν ἐνθύμιζε πνεῦμα Χριστοῦ, ἀγάπη, Ἐκκλησία, Πεντηκοστή. Οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν Ἐκκλησιῶν σεβάσμιοι ἱεράρχες ἀγωνίζονταν, ἤ παραταξιακά χωρισμένοι σέ δύο μπλόκ (τῶν ὑπερμάχων τῶν προνομίων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῶν πολεμίων του) ἤ μέ ἀγωνία νά ξεπερασθῇ αὐτό τό ψυχοφθόρον καί καταλυτικόν τῆς ἔννοιας τῆς Ἐκκλησίας πνεῦμα, πού ἔχει εἰσέλθει εἰς τά ἀνώτερα κλιμάκιά της καί σιγά-σιγά μεταβάλλεται σέ ἰδεολογική ταυτότητα τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Μάτην ἠκούσθησαν κραυγαί ἀγωνίας».
Καί καταλήγει:
«Ὅπως ἀναφέραμε ἀνωτέρω, διεφάνη ὁλοκάθαρα ὅτι ὑπάρχουν δύο "μπλόκ" μέσα στίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες: Τό "μπλόκ" ὑπέρ τῶν δικαίων καί προνομιῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τό "μπλόκ", τό ὁποῖον θέλει νά μειώση, καί εἰ δυνατόν, νά καταργήςῃ τά προνόμια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, παρά τό γεγονός, ὅτι ἰσχυρίζεται τό ἀντίθετον».
«Ἡ πώλωσις αὐτή δυσκολεύει καί θά δυσκολεύςῃ ὄχι μόνον τήν πορείαν πρός τήν σύγκλησιν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, ἀλλά καί κάθε ἄλλην πανορθόδοξον συνεργασίαν καί προσπάθειαν».
«Τό γεγονός, ὅτι μεταξύ τῶν ἐκπροσώπων τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν ὑπῆρξαν ἀρκετοί πρώην ὑπότροφοι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ... εἰς οὐδέν ὠφέλησε τάς διεκδικήσεις τοῦ Οἰκ. Πατριαρχείου. Οὗτοι οὐδεμίαν φιλελληνικήν στάσιν ἐτήρησαν. Τό μόνον πού κατάφεραν, ἦτο νά ὁμιλήσουν ἐναντίον τῶν θέσεων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἰς ἄπτεστα ἑλληνικά».
Τό συμπέρασμα εἶναι ὅτι κάθε Ὀρθόδοξη Σύνοδος γιά νά εἶναι Ἁγία καί Μεγάλη πρέπει νά ἀσχολῆται μέ θέματα δογματικά καί νά συμμετέχουν στήν Σύνοδο αὐτή θεούμενοι Πατέρες, τοὐλάχιστον πρέπει νά συμμετέχουν ὅσοι ἀποδέχονται τήν θεολογία καί τήν μεθοδολογία τῶν δογμάτων καί τῶν εὐσεβῶν παραδόσεων καί ἀκολουθοῦν τούς ἁγίους Πατέρας, χωρίς νά τούς παρερμηνεύουν. Διαφορετικά δέν εἶναι Ὀρθόδοξη Σύνοδος.
Μάρτιος 2016
Πηγή: Ἐκκλησιαστική Παρέμβαση
Η Εκκλησία μας εορτάζει σήμερα, Α Κυριακὴ των Νηστειών, τη νίκη και τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας εναντίον της πλάνης και των ποικίλων αιρέσεων.
Τρία, κυρίως, θέματα απασχολούν αυτόν τον καιρό, και κυριαρχούν στην ορθόδοξη Ελλαδική Εκκλησία :
Το πρώτο ζήτημα είναι ο τρόπος διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών. Στα Σχολεία και κυρίως στα Λύκεια, ο Υπουργός Παιδείας και φυσικά με την σύμφωνη γνώμη του Πρωθυπουργού, επιμένει ανενδότως την αντικατάσταση του μαθήματος των Θρησκευτικών με το μάθημα της Θρησκειολογίας, δηλ. να μαθαίνουν τα παιδιά για όλες τις Θρησκείες. Κι αυτό όταν καλά - καλά δεν γνωρίζουν την πατροπαράδοτη Ορθόδοξη Πίστη. Η Ιερά Σύνοδος και όλη η Ιεραρχία της Εκκλησίας αντικρούει τα σχέδια αυτά του Υπουργείου με ισχυρά επιχειρήματα. Η Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων (ΠΕΘ) καθώς και το Άγιον Όρος και άλλοι παράγοντες, όπως υποστηρίζουν καθώς γνωρίζουν καλώς τα πράγματα, η επιμονή του Υπουργείου φανερώνει την κυβερνητική γραμμή , προσέξτε το αυτό, σταδιακά να καταργηθεί το μάθημα των Θρησκευτικών από τα Σχολεία.
Το δεύτερο: Είναι η Εγκύκλιος του Υπουργείου Παιδείας, τώρα τελευταία εξεδόθη, η οποία απαγορεύει σε κληρικούς, κυρίως σε κληρικούς, να εισέρχονται στα Σχολεία (Γυμνάσια –Λύκεια) και να κάνουν ομιλίες προς τους μαθητές. Έτσι απηγορεύθη στον Μητροπολίτη Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας κ. Γαβριήλ, να επισκεφθεί Σχολεία της Μητροπολιτικής του περιφερείας. Αλλά η πιο κραυγαλέα περίπτωση είναι εκείνη του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικολάου, ο οποίος είχε προσκληθεί να μιλήσει σε ένα Λύκειο της Θεσσαλονίκης. Και κοιτάξτε. Αυτήν την ομιλία την είχε ζητήσει σύσσωμο το 15μελες του Λυκείου, όλοι οι Καθηγητές του Λυκείου και η Λυκειάρχης. Και ενώ ήταν όλα έτοιμα για να εκφωνηθεί η ομιλία, την τελευταία στιγμή το Υπουργείο Παιδείας είπε «ΟΧΙ». Ελέχθη στον Υπουργό ότι ο Άγιος Μεσογαίας θα επισκεφθεί το Λύκειο όχι απλώς σαν Θεολόγος, αλλά σαν πανεπιστήμων με μεγάλη φήμη. Και πάλι αντιτάχθηκε άρνηση. Όταν ρωτήθηκε «γιατί;». Η απάντηση ήταν : «Διότι φοράει ράσο». Έτσι είπε. Ξέχασε, όμως, ο ανεκδιήγητος αυτός Υπουργός, ότι αυτό το ράσο σκέπαζε και προστάτευε το Έθνος στα μαύρα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς. Πάντως, το γεγονός αυτό είναι λίαν ανησυχητικό. Είναι ανησυχητικό ως προς τις προθέσεις της Πολιτείας έναντι της Εκκλησίας. Και σκεφθείτε : Συμπεριφέρεται έτσι στην Εκκλησία τώρα, που την έχει ανάγκη. Διότι τρέφει ένα μεγάλο μέρος του πεινώντος ελληνικού λαού. Σκεφθείτε εάν βελτιωθούν τα οικονομικά του Κράτους, τι θα πράξει η Πολιτεία έναντι της Εκκλησίας. Αυτό ο καθένας μπορεί να το σκεφθεί και να το καταλάβει.
Το τρίτο είναι η λεγομένη Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδοξίας, η οποία έχει προγραμματισθεί να συγκληθεί την Κυριακή της Πεντηκοστής εφέτος, στην Κρήτη. Η Σύνοδος αυτή έχει σχετικά μια μακρά προϊστορία. Για πρώτη φορά συνήλθε το 1961 στη Ρόδο, η πρώτη προσυνεδριακή σύναξη, και ακολούθησαν και άλλες διασκέψεις μέχρι σήμερα. Φαίνεται ότι τώρα έχουν αποκρυσταλωθεί τα θέματα τα οποία θα συζητηθούν στη Σύνοδο. Εκείνο πάντως που επιδιώκεται από αυτούς που θα λάβουν μέρος στη Σύνοδο, είναι να διατηρηθεί η ενότητα της Ορθοδοξίας και ότι είναι η μία Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Την Εκκλησία την οποία ίδρυσε ο Ιησούς Χριστός, και η οποία θεμελιώνεται στην διδασκαλία των Αποστόλων, των Αγίων Πατέρων, των Οικουμενικών Συνόδων, κρατώντας αναλείωτα την Πίστη και τις Παραδόσεις.
Αν και στην θεματολογία της Συνόδου δεν υπάρχει το θέμα της Ουνίας, θα ήθελα πανορθοδόξως να καταδικασθεί αυτό το σύστημα. Ουνία και άλλοτε το έχουμε πει, σας το υπενθυμίζω με δυό λόγια, είναι η μέθοδος του Παπισμού να παραπλανά τους Ορθοδόξους. Δηλ. βλέπεις έναν Επίσκοπο να φοράει μίτρα, να κρατάει πατερίτσα, να φοράει τον σάκο, δεν είναι Ορθόδοξος όμως, είναι Παπικός. Ή βλέπεις έναν παπά με το καλυμμαύχι, με το ράσο, δεν είναι όμως, Ορθόδοξος. Η Ουνία είναι σύστημα δόλου και απάτης του Παπισμού. Διότι έχει κάνει μεγάλη ζημιά και στην Ουκρανία αλλά ιδίως στο χώρο της Μέσης Ανατολής.
Θα ήθελα ακόμη να χαρακτηρισθούν ως αιρέσεις, όπως και πράγματι είναι, οι υπόλοιπες χριστιανικές ομολογίες, ο Παπισμός, ο Προτεσταντισμός, ο Αγγλικανισμός, ο Μονοφυσιτισμός και ο Οικουμενισμός, ο οποίος κατά το σύγχρονο Σέρβο Άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς είναι Παναίρεση. Δηλ. μια συγκέντρωση όλων των αιρέσεων. Τώρα να σας εξηγήσω κάτι. Στη Σύνοδο αυτή που θα συνέλθει όπως είπαμε την Κυριακή της Πεντηκοστής στη Κρήτη, κάθε Ορθόδοξη Εκκλησία θα έχει μόνον μία ψήφο. Δηλ. οι Προκαθήμενοι βεβαίως θα συνοδεύονται από έναν αριθμό Μητροπολιτών, κάποιων λαϊκών και καθηγητών. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών για παράδειγμα θα έχει 24 Μητροπολίτες. Όμως ο κάθε Προκαθήμενος, επαναλαμβάνω, θα έχει μόνον μία ψήφο.
Όλα αυτά σας τα είπα για να έχετε μία έγκυρη ενημέρωση, επειδή πολλά θα λέγονται και θα γράφονται και θα ακούγονται και κατά την διάρκεια των εργασιών της Συνόδου αλλά και προ και μετά. Πολλοί με την φαντασία τους θα πλάθουν διάφορα σενάρια και θα τα πλασάρουν στο κοινό. Εκείνο που χρειάζεται, όμως, αγαπητοί αδελφοί, είναι να προσευχόμαστε θερμά όλοι μας να φωτίσει τους συνέδρους το Πνεύμα το Άγιον, ώστε να διακηρυχθεί επίσημα το Συνοδικόν της Ορθοδοξίας για μια ακόμη φορά : «Αύτη η πίστις των Αποστόλων, αύτη η πίστις των Πατέρων, αύτη η πίστις των Ορθοδόξων, αύτη η πίστις την οικουμένην εστήριξεν. Της των της Ορθοδοξίας προμάχων, ευσεβών βασιλέων, Αγιωτάτων Πατριαρχών, Αρχιερέων, Διδασκάλων, μαρτύρων, ομολογητών, αιωνία να είναι η μνήμη». Αυτό ν’ ακούσουμε και φθάνει για να ευχαριστήσουμε τον Θεόν.
Αμήν.
Ἀπό τήν ἀρχή τῆς προπαρασκευῆς της, ἡ Σύνοδος αὐτή εἶχε ὡς ἀφετηρία της κοινωνικά καί ὄχι δογματικά ζητήματα, ὑπηρέτησε ποικίλες σκοπιμότητες καί συνδέθηκε ἄρρηκτα μέ τόν Οἰκουμενισμό.
Ἡ πρώτη ἀπόφαση γιά τήν σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου λήφθηκε τό 1923 στό «Πανορθόδοξο Συνέδριο» τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐπί πατριαρχίας Μελετίου Μεταξάκη καί ἐνῶ ἀπουσίαζε ἡ πλειοψηφία τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Τότε ξεκίνησε καί ἡ κατάρτιση τοῦ καταλόγου μέ τά θέματα τῆς Συνόδου. Συζητήθηκε, σέ δεύτερη φάση, στά πλαίσια τῆς «Προκαταρκτικῆς Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς», τό 1930, στό Ἅγιον Ὄρος. Ἐπανῆλθε στό προσκήνιο ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα τό 1964, στά πλαίσια τῶν οἰκουμενιστικῶν ἀνοιγμάτων του πρός τούς παπικούς καί τούς προτεστάντες.
Τίς τελευταῖες δεκαετίες, ὑπῆρξε μία ἔντονη κινητικότητα καί ἀσκήθηκε ἰσχυρή πίεση ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο γιά τήν πραγματοποίηση αὐτῆς τῆς Συνόδου, τό πνεῦμα καί ἡ θεματολογία τῆς ὁποίας ταυτίστηκαν ἄμεσα μέ αὐτό τῶν Διμερῶν Διαλόγων μέ τούς ἑτεροδόξους καί τίς φιλενωτικές προσπάθειες τῶν οἰκουμενιστῶν.
Τό γεγονός αὐτό στιγματίζει καί ὁ μεγάλος Ἅγιος καί δογματολόγος Ἰουστῖνος Πόποβιτς σέ σχετικό Ὑπόμνημά του πρός τήν Σερβική Ἐκκλησία:
«Πρέπει νά εἴμεθα εἰλικρινεῖς: εἰς τήν συμπεριφοράν ὡρισμένων ἐκ τῶν ἀντιπροσώπων τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως γίνεται αἰσθητή κατά τάς τελευταίας δεκαετίας ἡ ἴδια ἐκείνη μή ὑγιής καί νοσηρά σπουδή, ἡ ὁποία κατά τόν ΙΕ΄ αἰῶνα ὡδήγησε τήν Ἐκκλησίαν εἰς τήν Φλωρεντιανήν προδοσίαν, ἐξουθένωσιν καί αἰσχύνην».
Τό περιεχόμενο καί ἡ θεματολογία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου δέν ἐξέφρασαν ποτέ τό Ὀρθόδοξο πλήρωμα (κληρικούς, μοναχούς καί λαϊκούς), τό ὁποῖο, ἄλλωστε, οὐδέποτε πληροφορήθηκε κάτι σχετικό μέ τήν Σύνοδο αὐτή, οὐδέποτε συμμετεῖχε στήν διαδικασία προπαρασκευῆς της καί οὐδέποτε ἐνέκρινε τά πρός συζήτηση θέματά της.
Ἐκτός, ὅμως, ἀπό τόν ἀποκλεισμό τοῦ πιστοῦ λαοῦ, τῶν μοναχῶν καί τῶν κληρικῶν, ἔχουμε καί τόν ἀποκλεισμό καί τήν φίμωση τῶν ἰδίων τῶν Ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι οὐδέποτε ἐνημερώθηκαν γιά τά πεπραγμένα τῶν Προσυνοδικῶν Ἐπιτροπῶν καί γιά τά θέματα πού συζητήθηκαν.
Ὅπως σημειώνει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος σέ Ἐπιστολή του πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος:
«Τά κείμενα τῶν θεμάτων αὐτῶν ὁλοκληρώθηκαν ἀπό τήν Εἰδική Διορθόδοξη Ἐπιτροπή καί παραπέμφθηκαν ἤδη στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, χωρίς νά τά γνωρίζη ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας μας... Γιατί δέν ἐτέθησαν πρός ἔγκριση ἀπό τήν Ἱεραρχία τά κείμενα αὐτά καί παραπέμφθηκαν στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο ἐν ἀγνοίᾳ τῶν Ἱεραρχῶν;».
Καί ὁ Καθηγητής κ. Τσελεγγίδης παρατηρεῖ ὅτι, «...ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος -ἀπό τό 1961, πού ἄρχισαν οἱ Πανορθόδοξες Προσυνοδικές Διασκέψεις γιά τήν παραπάνω Μεγάλη Σύνοδο- δέν ἀσχολήθηκε μέ τίς ἀποφάσεις τῶν Διασκέψεων αὐτῶν σέ ἐπίπεδο Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας».
Κανονισμός Ὀργανώσεως καί Λειτουργίας τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου
Ὁ ἀποκλεισμός τῶν Ἐπισκόπων συντελεῖται, ἐπίσης, καί ἀπό τό γεγονός ὅτι μόνον 24 Ἀρχιερεῖς ἀπό κάθε Τοπική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θά συμμετέχουν στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο καί αὐτοί χωρίς νά ἔχουν δικαίωμα ψήφου ὁ καθένας ξεχωριστά, ἀλλά μόνον ὁ Προκαθήμενος τῆς κάθε Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος θά ψηφίζει μέ βάση τήν πλειοψηφία τῶν ἐκεῖ εἰκοσιτεσσάρων συμμετεχόντων.
Μέ τόν τρόπο αὐτό, ὅπως τονίζει καί ὁ Πανιερώτατος Μητροπολίτης Λεμεσοῦ κ. Ἀθανάσιος, «καταργεῖται ἡ πρακτική ὅλων τῶν μέχρι τοῦδε Ἱερῶν Συνόδων... ὅπου κάθε ἐπίσκοπος ἔχει καί τή δική του ψῆφο... (καί) καθιστᾶ τά μέλη τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, πλήν τῶν Προκαθημένων, διακοσμητικά στοιχεῖα, ἀφαιρεθέντος ἀπ’ αὐτῶν τοῦ δικαιώματος τῆς ψήφου».
Ὁ ἀποκλεισμός αὐτός τῶν Ἐπισκόπων, τῶν κληρικῶν, τῶν μοναχῶν καί τοῦ πιστοῦ λαοῦ ἀπό τήν διαδικασία προπαρασκευῆς τῆς Μεγάλης Συνόδου ἀποσκοπεῖ στό νά περιστείλει κάθε Ὀρθόδοξη ἀντίδραση· ἀποσκοπεῖ στό νά ἐπιβάλει οἰκουμενιστικές ἀντιλήψεις καί πρακτικές καί νά τίς ἐνισχύσει μέ τό κῦρος τῆς ἀποφάσεως μίας Πανορθοδόξου Συνόδου.
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑ
Μέ τό κείμενο: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» καί εἰδικότερα μέ τό ἄρθρο 6, ὅπου σημειώνεται χαρακτηριστικά ὅτι: «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν, μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς», ἐπιχειρεῖται:
Ὁ Μητροπολίτης Λεμεσοῦ κ. Ἀθανάσιος θεωρεῖ ὅτι «θεολογικά καί δογματικά καί νομοκανονικά ἡ ἀπόδοση τοῦ τίτλου «Ἐκκλησία» σέ αἱρετικές ἤ σχισματικές κοινότητες εἶναι παντελῶς λανθασμένη γιατί μία εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ... Ἐάν εἶναι ἐκκλησίες οἱ αἱρέσεις, τότε ποῦ εἶναι ἡ μοναδική καί Μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων Ἀποστόλων;»
Καί ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος ἀναφέρει γιά τό ἴδιο κείμενο ὅτι «ὑπάρχουν μερικές ἀσάφειες, ὡσάν νά «ἀναγνωρίζωνται» καί ἄλλες Ἐκκλησίες, ἐκτός τῆς Μίας, Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».
Κατά τόν Μητροπολίτη Ναυπάκτου: «Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τίς ἄλλες Χριστιανικές Ἐκκλησίες καί Ὁμολογίες.....Ὑπάρχουν Χριστιανικές Ἐκκλησίες ἐκτός τῆς Μιᾶς, Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας»;
Καί ὁ Μητροπολίτης Λεμεσοῦ διερωτᾶται: «γιατί στό κείμενο γίνεται πολλαπλή ἀναφορά σέ «Ἐκκλησίες» καί «Ὁμολογίες»; ... Ποιά εἶναι Ἐκκλησία καί ποιά ἡ αἱρετική καί ποιά ἡ σχισματική ὁμάδα ἤ ὁμολογία; Ἐμεῖς ὁμολογοῦμε μία Ἐκκλησία καί ὅλα τά ἄλλα αἱρέσεις καί σχίσματα».
Ὁ δέ Καθηγητής κ. Τσελεγγίδης σημειώνει πώς «...ἕνα κείμενο πού προωθεῖται πρός ἔγκριση, ...εἰσηγεῖται οὐσιαστικά τήν Προτεσταντική θεωρία τῶν «κλάδων» -νομιμοποιώντας μέ τήν ἀποδοχή του τήν ὕπαρξη πολλῶν Ἐκκλησιῶν μέ πολύ διαφορετικά δόγματα».
Στό τέλος τοῦ ἄρθρου 6 τοῦ ἴδιου Κειμένου γράφεται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ τήν συμμετοχή της στήν Οἰκουμενική Κίνηση ἔχει ὡς «ἀντικειμενικόν σκοπόν τήν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρός τήν ἑνότητα». Ἐπ’ αὐτοῦ, ὁ Καθηγητής κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης σημειώνει ὅτι:
«Ἐφόσον ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δεδομένη, τότε τί εἴδους ἑνότητα Ἐκκλησιῶν ἀναζητεῖται στό πλαίσιο τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως; ... δίνεται ἡ ἐντύπωση, ὅτι ὑπάρχει δεδομένη διαίρεση στήν Ἐκκλησία καί οἱ προοπτικές τῶν διαλεγομένων ἀποβλέπουν στήν διασπασθεῖσα ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας».
Ὁ δέ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος διερωτᾶται:
«Ἐπίσης, μέ τήν ὑπενθύμιση τῶν συγκεκριμένων Κανόνων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων (ἄρθ. 20) ὑπονοεῖται ἡ «βαπτισματική θεολογία» ὡς βάση τῆς ἑνότητας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν ἄλλων «Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν»; ...Μήπως ἐμμέσως ἀνακαλεῖται ἡ ἀπόφαση τῶν Πατριαρχῶν τοῦ ἔτους 1756, μέ τήν ὁποία ἀποδεχόμαστε τούς ἑτεροδόξους στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ βάπτισμα; Καί ὅποιος θά ἐξακολουθεῖ νά πιστεύη κατά τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων θά διασπᾶ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί θά εἶναι «καταδικαστέος»; (ἄρθ. 22).
Στό ἄρθρο 21 σημειώνεται, ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία... ἐκτιμᾶ θετικῶς τά ὑπ’ αὐτῆς (ἐνν. τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καί Τάξις») ἐκδοθέντα θεολογικά κείμενα... διά τήν προσέγγισιν τῶν Ἐκκλησιῶν». Ὁ Μητροπολίτης Λεμεσοῦ σχολιάζει ἐπ’ αὐτοῦ:
«Ἡ ἀναφορά τοῦ κειμένου στό «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» μοῦ δίνει τήν εὐκαιρία νά διατυπώσω τήν ἔνστασή μου ἀπέναντι σέ κατά καιρούς διάφορα συγκρητιστικά ἀντικανονικά γεγονότα πού ἔγιναν σ᾽ αὐτό, ἀλλά καί σ᾽ αὐτήν ταύτην τήν ὀνομασίαν του, ἀφοῦ σ᾽ αὐτό ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θεωρεῖται ὡς «μία ἐκ τῶν Ἐκκλησιῶν» ἤ κλάδος τῆς μίας Ἐκκλησίας, πού ψάχνει καί ἀγωνίζεται γιά τήν πραγμάτωσή της στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν».
ΣΥΝΟΔΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Στό ἄρθρο δέ 22 τοῦ ἰδίου Κειμένου ἀναφέρεται συγκεκριμένα ὅτι: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ καταδικαστέαν πᾶσαν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό ἀτόμων ἤ ὁμάδων, ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας. Ὡς μαρτυρεῖ ἡ ὅλη ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀπετέλει τόν ἁρμόδιον καί ἔσχατον κριτήν περί τῶν θεμάτων πίστεως».
Μέ τόν τρόπο αὐτό:
Παρατηρεῖ σχετικά ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος:
«Δηλαδή, ἄν τελικῶς ληφθοῦν ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀποφάσεις, τίς ὁποῖες οἱ Ἀρχιερεῖς, οἱ μοναχοί καί θεολόγοι τίς ἀγνοοῦν, καί οἱ ὁποῖες ἀντιβαίνουν σέ πατερικές θέσεις, θά ἔχουν εὐθύνη καί θά ὑπόκεινται σέ κρίσεις καί κατακρίσεις, ἄν ἀρνηθοῦν νά τίς ἐφαρμόσουν;».
Προβάλλεται, ἐπίσης, στό ἴδιο ἄρθρο, ὡς ἀπόλυτος ἐκφραστής καί ἐγγυητής τῆς δογματικῆς ἀληθείας τῆς Ὀρθοδόξου πίστεώς μας μόνον τό Συνοδικό Σύστημα. Παραγνωρίζεται, ἔτσι, καί ὑποτιμᾶται ὁ κλῆρος, οἱ μοναχοί καί ὁ εὐσεβής λαός, πού ὑπῆρξαν πάντοτε οἱ ὑπερασπιστές καί οἱ φύλακες τῆς ἀκεραιότητας τῆς Ὀρθοδόξου πίστεώς μας, ἔναντι κακοδόξων ἀποφάσεων ληστρικῶν Συνόδων.
Ὅπως παρατηρεῖ γιά τό ἴδιο θέμα ὁ Καθηγητής κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης σέ σχετική Ἐπιστολή του πρός ὅλους τούς Ἱεράρχες:
«Στό ἄρθρο 22 δίδεται ἡ ἐντύπωση, ὅτι ἡ Μέλλουσα νά συνέλθει Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος προδικάζει τό ἀλάθητο τῶν ἀποφάσεών της... Στό ἄρθρο αὐτό παραγνωρίζεται τό ἱστορικό γεγονός, ὅτι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔσχατο κριτήριο εἶναι ἡ γρηγοροῦσα δογματική συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία στό παρελθόν ἐπικύρωσε ἤ θεώρησε ληστρικές ἀκόμη καί Οἰκουμενικές Συνόδους. Τό Συνοδικό Σύστημα ἀπό μόνο του δέν διασφαλίζει μηχανιστικά τήν ὀρθότητα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Αὐτό γίνεται μόνο, ὅταν οἱ συνοδικοί Ἐπίσκοποι ἔχουν μέσα τους ἐνεργοποιημένο τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τήν Ὑποστατική Ὁδό, τό Χριστό δηλαδή, ὁπότε ὡς συν-οδικοί εἶναι στήν πράξη καί «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι».
Ἀνάλογη κριτική ἀσκεῖ καί ὁ Μητροπολίτης Λεμεσοῦ κ. Ἀθανάσιος:
«Ἡ ἄποψη ὅτι ἡ διατήρηση τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνο διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, ὡς τοῦ μόνου «ἁρμοδίου καί ἐσχάτου κριτοῦ τῶν θεμάτων τῆς πίστεως», ἔχει δόση ὑπερβολῆς καί ἐκφεύγει τῆς ἀληθείας, καθότι στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία πολλές σύνοδοι ἐδίδαξαν καί ἐνομοθέτησαν λανθασμένα καί αἱρετικά δόγματα καί ὁ πιστός λαός τίς ἀπέρριψε καί διεφύλαξε τήν ὀρθόδοξη πίστη καί ἐθριάμβευσε τήν Ὀρθόδοξη Ὁμολογία. Οὔτε σύνοδος ἄνευ τοῦ πιστοῦ λαοῦ, τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε λαός ἄνευ συνόδου Ἐπισκόπων μποροῦν νά θεωρήσουν ἑαυτούς σῶμα Χριστοῦ καί Ἐκκλησίαν Χριστοῦ καί νά ἐκφράσουν σωστά τό βίωμα καί τό δόγμα τῆς Ἐκκλησίας».
Σύμφωνα μέ τήν συνολική κρίση, ἐπί τοῦ κειμένου: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», τοῦ Καθηγητῆ κ. Τσελεγγίδη, «οἱ ἐμπνευστές καί οἱ συντάκτες του ἐπιχειροῦν μιά θεσμική νομιμοποίηση τοῦ χριστιανικοῦ συγκρητισμοῦ-οἰκουμενισμοῦ μέ μιά ἀπόφαση πανορθοδόξου Συνόδου. Αὐτό ὅμως θά ἦταν καταστροφικό γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό προτείνω, ταπεινῶς, τήν καθολική ἀπόσυρσή του».
ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Τό κείμενο: «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ» κυριαρχεῖται ἀπό τήν ἀντιπατερική ἀντίληψη περί προσώπου, ὅπως τήν ἐκφράζει ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ἰωάννης. Στήν κριτική πού ἀσκεῖ ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος ἀναφέρει, ὅτι ὁ Μητροπολίτης Περγάμου «παρερμήνευσε τήν διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων καί τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ γιά τόν Τριαδικό Θεό καί πρέπει ἡ ἀντιπατερική αὐτή ἄποψη νά ἀποβληθῆ, δεδομένου μάλιστα, ὅτι τό συγκεκριμένο κείμενο τοῦ Περγάμου Ἰωάννου διδάσκεται στίς Θεολογικές καί Ἐκκλησιαστικές Σχολές, μέ κίνδυνο νά μεγαλώση μιά γενιά θεολόγων καί Κληρικῶν μέ ἀνορθόδοξες ἀπόψεις γιά τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος».
Γιά τό ἴδιο κείμενο παρατηρεῖ, ἐπίσης, ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου: «Ἀντί στό κείμενο νά γίνεται λόγος γιά τήν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, γίνεται λόγος γιά τήν «ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου» (Ἐπικεφαλίδα καί κεφ. Α΄, ἄρθρ. 4), τήν «ἱερότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου» (κεφ. Α΄, ἄρθρ. 3), τήν «ὕψιστη ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου» (κεφ. Α΄, ἄρθρ. 5) ...Στό ἄρθρο αὐτό (Β΄, ἄρθ. 1) γίνεται λόγος γιά «κοινωνία θείων προσώπων», ἐνῶ... στόν Τριαδικό Θεό ὑπάρχει κοινωνία φύσεως καί ὄχι κοινωνία προσώπων... Ἀκόμη, εἶναι προβληματική ἡ φράση ὅτι, «τό πρόσωπον συνδέεται μέ τήν ἐλευθερίαν καί τήν μοναδικότητα, αἱ ὁποῖαι ἐκφράζουν σχέσιν καί κοινωνίαν» (Κεφ. Α΄,1) καί ὅτι ἡ ἐλευθερία εἶναι «ὀντολογικό στοιχεῖον τοῦ προσώπου» (Κεφ. Β΄, 3). Ἄν ἴσχυε αὐτό τότε στόν Θεό κάθε πρόσωπο θά εἶχε τήν δική του ἐλευθερία καί ἑπομένως θά διεσπᾶτο ἡ ἑνότητα τῆς Ἁγίας Τριάδος… Ἄν μείνουν αὐτές οἱ φράσεις πού ἐκφράζουν μιά σύγχρονη θεολογική κατεύθυνση μερικῶν νεωτέρων θεολόγων, πού διαφοροποιεῖται ἀπό τήν ὀρθόδοξη πατερική διδασκαλία, τότε τά κείμενα πού θά προέλθουν ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο...θά στηρίξουν μιά θεολογία πού εἶναι ξένη πρός τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, θά στηρίξουν τήν λεγομένη μεταπατερική θεολογία καί θά φανεῖ ὅτι αὐτός ἦταν ὁ σκοπός αὐτῶν πού συνέταξαν τά κείμενα αὐτά».
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδοξίας,
τότε, σύμφωνα καί μέ τόν Ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς:
«Τό ὀρθοδοξότερον εἶναι νά μή συγκληθεῖ καθόλου ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος ἤ νά μή συμμετάσχει κάποιος σ’ αὐτήν».
Διότι, «Τί δύναται νά περιμένει κανείς ἀπό μίαν τοιαύτην Οἰκουμενικήν Σύνοδον; ἕν μόνον: σχίσματα καί αἱρέσεις καί διαφόρους ἄλλας συμφοράς. Αὐτό εἶναι ἡ βαθεῖα μου αἴσθησις καί ἡ πλήρης ὀδύνης ἐπίγνωσις. Δι’ αὐτό παρακαλῶ καί ἱκετεύω τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας νά ἀπόσχει ἀπό τήν συμμετοχήν εἰς τήν προετοιμασίαν τῆς Συνόδου καί ἀπό τήν συμμετοχήν εἰς τήν Σύνοδον». Τήν ἴδια παράκληση μέ αὐτή τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου ὑποβάλλουμε καί πρός τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος: νά ἀπόσχει ἀπό τήν συμμετοχή στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο.
Ἀλλά καί στήν περίπτωση πού θά παραστεῖ, τότε νά καταστεῖ ὁ φύλακας καί ὁ προασπιστής τῆς ἀμωμήτου πίστεώς μας, νά παραμείνει πιστή στίς Ὀρθόδοξες θέσεις, νά ἐλέγξει καί νά καταψηφίσει κάθε ἀντορθόδοξη καί ἀντιπατερική θέση, πού θά προταθεῖ.
Ἀκόμη καί ἄν δέν ἀποφευχθεῖ ἡ σύγκληση τῆς Συνόδου αὐτῆς, θά πρέπει νά προσευχόμαστε καί νά εὐχόμαστε μέ πόνο καρδιᾶς καί μέ πνεῦμα μετάνοιας καί ταπείνωσης νά κυριαρχήσει ἡ χαρισματική παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν Ἐκκλησία μας.
Ὅπως τονίζει ὁ Καθηγητής κ. Τσελεγγίδης:
«Στά δογματικά θέματα, ὡς γνωστόν, ἡ ἀλήθεια δέν βρίσκεται στήν πλειονοψηφία τῶν Συνοδικῶν Ἀρχιερέων. Ἡ ἀλήθεια καθεαυτήν εἶναι πλειοψηφική, γιατί στήν Ἐκκλησία ἡ ἀλήθεια εἶναι Ὑποστατική πραγματικότητα».
Ἡ Ἀλήθεια εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Γι’ αὐτό καί ἕνας ἀκόμη, ὅταν τήν ἐκφράζει, αὐτή πλειοψηφεῖ ἔναντι ὅλων τῶν ἄλλων, ὅσοι κι ἄν εἶναι ἐκεῖνοι. Ὁποιαδήποτε, ἄλλη, λοιπόν, κατασκευασμένη καί τεχνητή πλειοψηφία ἐπιβληθεῖ στήν μέλλουσα Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, θά τήν καταδείξει ληστρική. Κι αὐτό γιατί δέν θά γίνει ἀποδεκτή ἀπό τήν γρηγοροῦσα δογματική συνείδηση τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος.
————————————————————————–
Οἱ παραπομπές τοῦ κειμένου προέρχονται ἀπό τά παρακάτω Κείμενα, τά ὁποῖα ἔχουν δημοσιοποιηθεῖ ἐντός τοῦ μηνός Φεβρουαρίου. Ἀναμένεται, σύμφωνα μέ πληροφορίες, ἡ δημοσίευση καί πολλῶν ἄλλων ἀνάλογων Κειμένων ἀπό Ἱεράρχες, Καθηγητές, κληρικούς, μοναχούς καί λαϊκούς.
Ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ὑπόμνημα Περί τήν μελετωμένην «Μεγάλην Σύνοδον» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πρός τήν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, 1977
Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου, Ἐπιστολή (1η) 11/18-1-2016 πρός τήν Ἁγίαν καί Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου, Ἐπιστολή (2η) 20/20-1-2016 πρός τήν Ἁγίαν καί Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Μητροπολίτου Λεμεσοῦ κ. Ἀθανασίου, Ἐπιστολή πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς ἁγιωτάτης Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, 11-2-2016
Καθηγητῆ Δογματικῆς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. κ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Ἐπιστολή (1η) 3-2-2016 πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Καθηγητῆ Δογματικῆς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. κ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Ἐπιστολή (2η) 10-2-2016 πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Σύναξη Ὀρθοδόξων Ρωμηῶν «ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ»
Πηγή: Σύναξη Ὀρθοδόξων Ρωμηῶν
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...