Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ πρέπει νά ἀποδεχτοῦν ἀνεπιφύλακτα τή διαπίστωση τοῦ ἁγίου Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτη ὅτι «ὁ Χριστός εἶναι νέα ζωή. Ὁ Χριστός εἶναι τό πᾶν. Εἶναι ἡ χαρά, εἶναι ἡ ζωή, εἶναι τό φῶς, τό φῶς τό ἀληθινόν, πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά χαίρεται, νά πετάει, νά τά βλέπει ὅλα, νά τούς βλέπει ὅλους, νά πονάει γιά ὅλους, νά τούς θέλει ὅλους μαζί του, ὅλους κοντά στό Χριστό». Τότε θά εἶναι μακάριοι, γιατί θά ἔχουν βρεῖ τό μεγαλύτερο θησαυρό πού ὑπάρχει πάνω στή γῆ, ὁ ὁποῖος, χωρίς νά μειωθεῖ ἡ ἀξία του, μπορεῖ νά γίνει κτῆμα τοῦ καθενός.
Γιά νά φτάσει ὅμως κάποιος σέ αὐτή τήν κατάσταση χρειάζεται σταθερή ἀφοσίωση στό θέλημα τοῦ Χριστοῦ. Δέν εἶναι δυνατόν νά μιλάει κανείς γιά τήν ἀγάπη καί νά εἶναι ἐμπαθής. Ὁ Χριστός κατακτᾶται μέ τήν ἀγάπη, ἀλλά ἡ ἀγάπη προϋποθέτει ἄσκηση, ταπείνωση καί ἀδιάκοπη πνευματική προσπάθεια. Ἡ ἐμπειρία τῆς πρός τόν Χριστόν ἀγάπης, ἡ ἐμπειρία τῆς ταπείνωσης καί ἡ ἐμπειρία τῆς ἄσκησης εἶναι αὐτές πού κάνουν τόν ἄνθρωπο ἱκανό νά ἐπαναλάβει τό λόγο τοῦ ἁγίου Πρφυρίου.
Αὐτό τό μυστικό βίωμα ὁ συνειδητός χριστιανός θέλει νά τό ἀνακοινώσει καί στούς ἀδελφούς του, γιά νά γευθοῦν κι ἐκεῖνοι τή γλυκύτητα τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ ἤ μέ ἄλλα λόγια νά ἀποκτήσουν τήν ἀγάπη πρός τό Χριστό. Νά πεισθοῦν ὅτι τά ὅσα διδάσκει ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἁπλές θεωρίες, ἀλλά συγκεκριμένες πράξεις, οἱ ὁποῖες ὁδηγοῦν στήν πρόγευση τῆς μακαριότητας τοῦ παραδείσου. Ὁ ἅγιος Πορφύριος τόνιζε ὅτι «ὁ χριστιανός, ὅταν βρεῖ τό Χριστό, ὅταν γνωρίσει τό Χριστό, ὅταν ὁ Χριστός ἐγκύψει μέσα στήν ψυχούλα του καί τόν αἰσθανθεῖ, θέλει νά φωνάζει καί νά τό λέει παντοῦ, θέλει νά λέει γιά τό Χριστό, τί εἶναι ὁ Χριστός. Ἀγαπήσατε τό Χριστό καί μηδέν προτιμήσατε τῆς ἀγάπης Αὐτοῦ. Ὁ Χριστός εἶναι τό πᾶν, εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς, εἶναι τό ἄκρον τῶν ἐφετῶν, εἶναι τό πᾶν. Ὅλα στό Χριστό ὑπάρχουν τά ὡραῖα».
Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά συναντήσει τό Χριστό παντοῦ. Δέν ὑπάρχει συγκεκριμένος καί μοναδικός τόπος. Ἁπλῶς σέ μερικά μέρη, πού ἔχουν ἐκκλησιαστική παράδοση καί ἔχουν ζήσει ἐκεῖ ἐνάρετοι ἄνθρωποι, ἡ πίστη μεγαλώνει καί οἱ ἀποφάσεις γιά πνευματική ζωή παίρνονται εὐκολότερα. Ἐκεῖ συνήθως ὑπάρχουν καί φωτισμένοι κληρικοί, πού βοηθοῦν καί στηρίζουν πνευματικά τούς ἀνθρώπους. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ὁ χριστιανός πρέπει νά βρίσκεται σέ διαρκῆ κίνηση, γιά νά ἐπισκέπτεται τά μέρη αὐτά. Ὅταν συναντήσει κάποιος τό Χριστό, δέν θέλει νά ἐνταχθεῖ στή διαδικασία τοῦ θρησκευτικοῦ τουρισμοῦ μέ τήν περιπλάνηση ἀπό περιοχή σέ περιοχή, ἀπό μοναστήρι σέ μοναστήρι καί ἀπό προσκύνημα σέ προσκύνημα. Μένει στόν τόπο του καί ἀγωνίζεται πνευματικά, ἀποφεύγοντας καθετί πού τόν ἀπομακρύνει ἀπό τή μυστική ἐπικοινωνία μέ τό Γλυκύτατο Ἰησοῦ Χριστό.
Ὁ ἀνικανοποίητος χριστιανός, πού δέν ἀναπαύεται σέ κάποια περιοχή, δέν ἔχει συναντηθεῖ μέ τό Χριστό. Δέν ἔνιωσε μέσα στήν ψυχή του τήν παρουσία του καί ψάχνει νά βρεῖ στήριγμα. Τοῦ λείπει προφανῶς ἡ πίστη καί ἡ ἀποφασιστικότητα. Ἐπίσης καταδυναστεύεται καί ἀπό τό κοσμικό φρόνημα, τό ὁποῖο τοῦ μειώνει τόν ὅποιο ζῆλο καί δέν μπορεῖ νά προοδεύσει πνευματικά.
Πηγή: Ορθόδοξος Τύπος, 3/10/2014, dtatsis.blogspot.gr
O, από Πηλουσίου, Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Αντινόης κ. Παντελεήμων διδάσκων την Ελληνική γλώσσα στους Αραβόφωνες Ορθοδόξους στο Πορτ Σάιδ Αιγύπτου.
Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του κοινωνικός. Ζει, κινείται, δρα και αναπτύσσεται μέσα στην κοινωνία, μία κοινωνία ανθρώπων. Από την αρχή της Δημιουργίας ο ίδιος ο Θεός διαπιστώνει, ότι δεν είναι καλό να είναι ο άνθρωπος μόνος του πάνω στη γη, και πλάθει την γυναίκα για να είναι βοηθός και συμπαραστάτης του. Μ’ άλλα λόγια, ο ίδιος ο Θεός δημιούργησε και στη συνέχεια ευλόγησε την κοινωνικότητα του ανθρώπου. Οι αρχαίοι πρόγονοί μας έλεγαν, ότι ο άνθρωπος, που δεν ζει μ’ άλλους συνανθρώπους, ή θεός πρέπει να είναι, ή εκτός του εαυτού του.
Ο ίδιος ο Τριαδικός Θεός είναι κοινωνικός, διότι είναι Τριαδικός: Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Ο Θεός είναι Ένας ως προς την Ουσία Του, αλλά τριαδικός κατά τις Υποστάσεις Του. Μεταξύ των τριών Προσώπων υπάρχει απόλυτη αρμονία στις σχέσεις τους. Κανένα από τα δημιουργήματα δεν γνωρίζει εκείνα που είναι του Πατέρα παρά μόνον ο Υιός, και κανένας δεν γνωρίζει εκείνα που είναι του Υιού παρά ο Πατέρας. Το Άγιο Πνεύμα ερευνά τα βάθη της Υπόστασης του Πατέρα. Υπάρχει μία απόλυτη αρμονική κοινωνία μεταξύ των τριών Προσώπων της Μιάς Θεότητας.
Η αγάπη των τριών Προσώπων είναι αμοιβαία και εξωτερικεύεται προς όλο τον κόσμο, πολύ περισσότερο προς τον άνθρωπο. Η αγάπη είναι από τον Θεό, και καθένας που αγαπά τον συνάνθρωπό του είναι εκ του Θεού και γνωρίζει τον Θεό. Εκείνος που δεν έχει αγάπη, δεν γνωρίζει τον Θεό, διότι ο Θεός είναι αγάπη (1 Ιωάν. 4:7-8). Εκείνος που αγωνίζεται να μένει μέσα στην αγάπη προς τον συνάνθρωπό του, μετέχει της αγάπης του Θεού και ο Θεός μένει και κατασκηνώνει μέσα στη ψυχή του ανθρώπου που έχει αγάπη. Γι’ αυτό, εάν ο Θεός μας αγάπησε τόσο πολύ και εμείς οφείλομε να αγαπάμε ο ένας τον άλλον (1 Ιωάν. 4:11).
Η αγάπη είναι ο συνδετικός κρίκος στις σχέσεις μας προς τους συνανθρώπους μας. Το πρόβλημα που μας προβάλλει το σημερινό Ευαγγέλιο είναι, κατά πόσον είναι η αγάπη μας σωστή, όχι από ανθρώπινης πλευράς• όχι, όπως ο περισσότερος κόσμος απαιτεί την αγάπη να είναι, αλλά, κατά το πόσο διαφέρει η αγάπη που έχομε μέσα στην καρδιά μας απ’ εκείνη την κοσμική και συνηθισμένη.
Εάν, μ’ άλλα λόγια, δεν ξεπεράσουμε τα όρια της καθημερινότητας, εάν δεν υπερβούμε τα όρια της ανθρώπινης αδυναμίας, τότε πού διαφέρει η χριστιανική μας αγάπη; Εάν αγαπάμε εκείνους, που μας αγαπούν, ποία είναι η Χάρη που λάβαμε; Πώς διακρίνεται η ενεργοποιός δύναμη του Παναγίου Πνεύματος στην εσωτερική αλλαγή του χαρακτήρα σου; Ο άνθρωπος που βαπτίζεται λαμβάνει την Χάρη του Θεού. Γίνεται νέος άνθρωπος, αναγεννάται. Εάν, όμως δεν ενεργοποιήσει την Χάρη του Θεού, να την εφαρμόσει στην καθημερινή του ζωή, τότε, μένει αδρανής. Ο άνθρωπος που δεν αγαπά όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, χωρίς όρους, χωρίς προϋποθέσεις, χωρίς συμφέροντα, αποδεικνύει ότι δεν γνώρισε ακόμα τον Θεό. Οι αμαρτωλοί άνθρωποι αγαπούν αυτούς που είναι όμοιοι μ’ αυτούς. Και αυτό, τις περισσότερες φορές συμβαίνει από κάποιο συμφέρον.
Με παρόμοιο τρόπο, όταν κάμνουμε καλές πράξεις προς τους συνανθρώπους μας, δεν πρέπει να αποβλέπουμε να βοηθάμε εκείνους που πρόκειται να μας προσφέρουν κάποια υπηρεσία. Δεν πρέπει να δίνουμε δώρα, γιατί αργότερα έχομε σκοπό να ζητήσουμε κάποια εξυπηρέτηση. Δεν πρέπει να δωροδοκούμε κάποιον ανώτερό μας, γιατί αποβλέπομε να καταλάβουμε μία δημόσια θέση. Αυτά τα πράγματα δεν είναι αρεστά στο Θεό. Ο Ορθόδοξος Χριστιανός δεν κάμνει το καλό για να ικανοποιήσει κοσμικά συμφέροντα, αλλά, κάμνει το καλό για την αγάπη προς τον συνάνθρωπό του και προς τον Θεό. Βοηθά εκείνους που αδυνατούν να ανταποδώσουν το καλό, την ευεργεσία, που τους έγινε. Έχετε πλεόνασμα φαγητού, καλέσατε τους φτωχούς και χορτάσετε τους πεινασμένους. Έχετε παραπανίσια ρούχα, δώστε ντύστε τις οικογένειες που αδυνατούν να αγοράσουν.
Τι γεμίζομε τις ντουλάπες μας με τόσα πολλά ρούχα, που, στο τέλος τα κατατρώγει το σαράκι; Γιατί γεμίζομε τα τραπεζικά μας βιβλιάρια και δυσκολευόμαστε να δώσουμε μία βοήθεια σε οικογένειες που έχουν μεγάλες ανάγκες; Πολλοί σπαταλούν εκατομμύρια στο τζόγο, στα χαρτιά, στα ζάρια, στους κουλοχέρηδες και στα τόσα τυχερά παιχνίδια με την ελπίδα του γρήγορου πλούτου, και, όταν τους ζητήσεις να συμπαρασταθούν σ’ ένα καλό έργο, τότε, δεν έχουν, δυσκολεύονται, μουτρώνουν και βρίσκουν χίλιες δύο δικαιολογίες για να μη βοηθήσουν.
Εκείνος που βοηθά τον φτωχό είναι σαν να δανείζει τον Θεό. Οι πράξεις του ελεούντος στην Τελική Κρίση θα συνηγορούν γι’ αυτόν στον Δίκαιο Κριτή.
Η αγάπη μας πρέπει να είναι σαν τον ήλιο και τη βροχή. Ο Θεός ανατέλλει τον ήλιο και στέλνει τη βροχή, όχι μόνον για τους δικαίους, αλλά και για κάθε αμαρτωλό, ακόμη για εκείνους που αντιστρατεύονται στο θέλημά Του. Με παρόμοιο τρόπο ο πιστός Ορθόδοξος Χριστιανός αγαπάει όχι μονάχα εκείνους που τον αγαπούν, αλλά εκείνους που είναι εχθρικοί απέναντι του. Αγαπά εκείνους που τον έβλαψαν, εκείνους που θέλουν το κακό του, εκείνους που τον κατατρέχουν και καθημερινά τον ζημιώνουν. Ο Χριστός συγχώρησε τους σταυρωτές Του, όταν βρισκόταν πάνω στον Σταυρό, την στιγμή που πόνεσε περισσότερο. Εμείς τι κάμνομε;
Ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός με τα σημερινά ευαγγελικά λόγια μας δίδει τον χρυσό κανόνα της ζωής. Όπως θέλομε να μας συμπεριφέρονται οι άνθρωποι, και εμείς πρέπει να συμπεριφερόμαστε σ’ αυτούς. Πρέπει, σαν μαθητές του Χριστού, να γίνουμε μιμητές Θεού στην αγάπη. Μόνον, όταν υπερβούμε τα όρια της ανθρώπινης φυσικής αγάπης, θα μπορέσουμε να συμμετάσχουμε στη θεία αγάπη, που δεν γνωρίζει όρια, προϋποθέσεις και συμφέροντα. Τότε και μόνον τότε, θα είμαστε παιδιά του Θεού, του Οποίου την Χάρη εύχομαι να σκεπάζει και να φωτίζει όλους μας. Αμήν.
Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 11ης.09.2014 ΤΟΥ Σ.τ.Ε. ...
..ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΧΑΣΤΟΥΚΙ!
Το θέμα της καταργήσεως της αργίας κατά την ημέρα της Κυριακής επανήλθε στην επικαιρότητα! Το άθεο πλέον Ελληνικό Κράτος με Νόμο που ψηφίσθηκε από την Βουλή των Ελλήνων κατήργησε της αργία της Κυριακής και διέταξε τους καταστηματάρχες να τηρούν ανοικτά τα καταστήματά τους κατά την ημέρα της Κυριακής. Το μέτρον άρχισε να εφαρμόζεται «πιλοτικά», δηλ. δοκιμαστικά, σε επτά περιοχές της Χώρας.
Εναντίον του Νομοσχεδίου, όταν τούτο συνεζητείτο, είχαν ταχθή πολλοί παράγοντες, όχι όμως και η Μητέρα Εκκλησία!!!!!
Οι εργαζόμενοι είχαν πραγματοποιήσει διαδηλώσεις εκεί καπου στην οδό Ερμού των Αθηνών! Οι καταστηματάρχες με πολλούς τρόπους είχαν διαμαρτυρηθή δημοσίως! Οι Εμπορικοί Σύλλογοι επίσης με ψηφίσματά τους είχαν ταχθή κατά του Νομοσχεδίου! Μόνον η φωνή της Μητρός Εκκλησίας δεν είχε ακουσθή! Τελικά οι Σύλλογοι των Εμπο-ϋπαλλήλων έκαμαν προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Και εκέρδισαν!
Το Σ.τ.Ε. με απόφασή του της 11ης Σεπτεμβρίου εκήρυξε παράνομη της κατάργηση της Κυριακάτικης αργίας και έτσι ανεστάλη η εφαρμογή του Νόμου! Το Σ.τ.Ε αναγνωρίζει ότι η αργία της Κυριακής είναι αναγκαία για λόγους«οικογενειακής συνοχής» και «εκκλησιασμού», όπως μας πληροφορεί ηRomfea.gr, η οποία μάλιστα χαρακτηρίζει ως «βόμβα» την σχετική απόφαση (βλ. 11.09.2014).
Τώρα λοιπόν μπορούμε να νοιώσουμε ανακούφιση! Διότι όταν το πρώτον ετέθη το ζήτημα είχαμε ζητήσει την έκτακτη σύγκληση της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας με μόνο θέμα το ζήτημα αυτό. Για να στηρίξουμε τη θέση μας είχαμε απευθυνθή προς όλους τους αδελφούς Μητροπολίτες με την παράκληση να συνυπογράψουν το αίτημά μας. Δυστυχώς εκ των 81 Ιεραρχών μόνον ΔΕΚΑ ΠΕΝΤΕ (15) συνυπέγραψαν το αίτημά μας! Τότε, λοιπόν, μας εκυρίευσε μια μεγάλη κατάθλιψη! Διερωτηθήκαμε: τόσοι λίγοι, λοιπόν, Ιεράρχες ενδιαφέρονται για την επικράτηση του θείου Νόμου στη ζωή των Ελλήνων; Τόσοι πολλοί Ιεράρχες αδιαφορούν για την εφαρμογή της 6ης εντολής του Θεού, εντολής που εδόθη κάποτε από τον Επουράνιο Πατέρα Θεό στον Προφήτη Μωϋσή, γραμμένη στις δύο λίθινες Πλάκες; Δεν αντιλέγω, καλό είναι το κοινωνικό έργο, τα συσσίτια π.χ. για τους ενδεείς, με το οποίο ασχολείται η εκκλησιαστική Διοίκηση, αλλά η εφαρμογή του θείου Νόμου δεν αποτελεί τήν πρωταρχική ευθύνη όλων μας, κληρικών και λαϊκών; Τόσην αδιαφορίαν επιδεικνύει η Εκκλησία στην φωνή των εργαζομένων; σκεπτόμασταν τότε! Ήλθε, λοιπόν, η Απόφαση του Σ.τ.Ε. για να αποδειχθή, ότι οι πιστοί μερικές φορές, είναι πιο πιστοί από εμέ τον Ιεράρχη, τον Μοναχό, τον εξ ορισμού αφωσιωμένο στο Χριστό και στο έργο της Εκκλησίας!
Αυτή, λοιπόν η Απόφαση είναι ένα ισχυρό χαστούκι, ένας Κόλαφος, για όλους εμάς τους Ιεράρχες με πρώτο τον υποσημειούμενο! Πρέπει να θρηνήσουμε και να ζητήσουμε δημοσίως συγγνώμην! Αλλοιώς δεν έχουμε θέση στη Διοίκηση της Εκκλησίας! Άν δέν έχουμε τό "τσαγανό" νά αρθουμε στο ύψος των περιστάσεων, τότε πρέπει όλοι μας να παραιτηθούμε, νά φύγουμε από τήν μεγάλη αυτή ευθύνη, που μας ανέθεσε ο Πανάγαθος Θεός καί να αφήσουμε την Εκκλησία στα χέρια κάποιων άλλων πιο θαρραλέων μαχητών!
Υπό την έννοια αυτή έχει απόλυτα δίκαιο ο αρθρογράφος του ‘Ορθοδόξου Τύπου» κ. Γ. Ζερβός, όταν γράφει: «Ισοπεδώνονται τα πάντα εις την Ορθόδοξον Ελλάδα, αλλά η Ιεραρχία ασχολείται μόνο με τα συσσίτια»! Καί συμπληρώνει: « Οι Σεβ. Μητροπολίται έχουν λησμονήσει την πνευματικήν, ποιμαντικήν και αντιαιρετικήν των αποστολήν εις το όνομα των συσσιτίων και της μη εξεγέρσεως αλλοδαπών ή και Ελλήνων»!!!!. (βλ. φ. της 12.09.2014 κύριον άρθρον».
Ας θέσω στην αγάπη σας μια υποσημείωση: Η δια Νόμου κατάργηση της αργίας της Κυριακής είναι μια ακόμη δέσμευση από εκείνες του Μνημονίου, τις οποίες άλλη Κυβέρνηση αποδέχθηκε και άλλη Κυβέρνηση προσεφέρθη να εφαρμόσει! ΑΙΣΧΟΣ, και πάλιν ΑΙΣΧΟΣ, σε όλους τους υπευθύνους, όλων των εμπλεκομένων Κυβερνήσεων! Η κατάργηση της αργίας της Κυριακής, δηλ. της ημέρας του Κυρίου, δεν έχει σχέση με οικονομο-τεχνικά μέτρα! Δεν προσφέρει λύσεις στο οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδος! Απλώς προωθεί τις αρχές της παγκοσμιοποίησης, δηλ. της globalization, η οποία θέλει την κατάργηση των θρησκευτικών διακρίσεων και την καθιέρωση μιας παγκοσμίου θρησκείας -πανθρησκείας- στα μέτρα και στο μοτίβο του Τεκτονισμού (ή αλλοιώς της Μασσωνίας), που πιστεύει σε ένα αφηρημένο θεό, σε ανύπαρκτο δηλ. θεό, τον οποίο και ονομάζει Μέγα Αρχιτέκτονα του Σύμπαντος!!!!
Ας προχωρήσουμε λίγο ακόμη τους στοχασμούς μας. Η υπό της εκκλησιαστικής Δοικήσεως εφαρμοζόμενη σιγή και στο άλλο μεγάλο ζήτημα, ήτοι της ανεγέρσεως Μουσουλμανικού Τμένους στην Αθήνα, για το οποίον το Ελληνικό Δημόσιο θα δαπανήσει ΟΓΔΟΝΤΑ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ευρώ (80.000.000 €), δαπάνη, που έχει ψηφισθή, για να καταβληθή από τα Μυστικά Κονδύλια του Κράτους από την άλλοτε Υπουργό Εξωτερικών κα Ντόρα Μπακογιάννη, όπως θρυλείται! Και στο θέμα αυτό εμείς οι Ιεράρχες της Εκκλησίας της Ελλάδος, που εφαρμόζουμε την σιωπή για να τα έχουμε καλά με την Πολιτική Ηγεσία και Διοίκηση, δεχθήκαμε και άλλο ηχηρό ράπισμα από παράγοντες του κοινωνικού χώρου. Όπως έγινε γνωστό 34 Ακαδημαϊκοί Διδάσκαλοι με διάβημά τους διαμαρτύρονται και αντιτίθενται στην κατασκευή του Μουσουλμανικού Τεμένους, καθ’ όσον «η κατασκευή του με χρήματα του Ελληνικού Κράτους ανταμείβει την παράνομον εισβολήν αλλοεθνών, ικανοποιεί τας απαιτήσεις της Τουρκίας και των παρανόμων μεταναστών, ενώ με το αντιρατσιστικόν νομοσχέδιον φιμώνεται η ελευθερία του λόγου εις τοιαύτα θέματα. …..Με την κατάργηση της (προϋπαρχούσης) Νομοθεσίας……. το πολιτικόν σύστημα ενισχύει το Ισλάμ εις την Ελλάδα» (Βλ. Ορθόδοξον Τύπον της 12.09.2014).
Έπειτα από τα παραπάνω ντρέπομαι που είμαι Μητροπολίτης και ευρίσκομαι «εις τύπον και τόπον Χριστού», κατά την ‘Ορθόδοξον Θεολογίαν. Από τη θέση αυτή, ως ταπεινός και ανάξιος Αδελφός εν Χριστώ, απευθύνω έκκληση προς όλους τους ιερωμένους της Εκκλησίας της Ελλάδος, μικρούς και μεγάλους, επώνυμους και ανώνυμους, γενικώς πρός όλους τους Κληρικούς παντός βαθμού, και τούς Μοναχούς, μάλιστα δέ τους πατέρες του Αγίου Όρους, και τους παρακαλώ να εξέλθουμε από την ραστώνη και να αναλάβουμε τον ιερό ρόλο μας, δηλ. ένα ιερό αγώνα για να προστατεύσουμε την αγία Ορθοδοξία μας, αντιτασσόμενοι με κάθε νόμιμο μέσο και τρόπο σε όλους όσοι την επιβουλεύονται, μικρούς ή μεγάλους, επώνυμους ή ανώνυμους, φανερούς ή κρυφούς, οι οποίοι ευρίσκονται είτε μέσα είτε έξω από την Εκκλησία! Να πάρουμε στα χέρια μας και πάλι το λάβαρο της εξεγέρσεως με σύνθημα: «ουκ αρνησόμεθά Σε φίλη Ορθοδοξία!»
+ Ο ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ ΚΑΙ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ
Αίγιον, 1η Οκτωβρίου 2014
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
1ον Η ΑΙΤΗΣΙΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΙΕΡΑΝ ΣΥΝΟΔΟΝ
Αριθμ. Πρωτ. 636
Εν Αιγίω, Τετάρτη, 10 Ιουλίου 2013
Μακαριώτατον
Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος
Κύριον κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΝ
Πρόεδρον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου
Ἰω. Γενναδίου, 14
115 21 ΑΘΗΝΑΣ
Μακαριώτατε,
Σεβασμιώτατοι ἐν Χριστῷ Ἀδελφοί,
Τό ζήτημα τῆς διά νόμου καταργήσεως τῆς κατά Κυριακήν ἰσχυούσης ἀργίας τῶν καταστημάτων, ὡς διαφαίνεται, προωθεῖται ὁλοταχῶς πρός ρύθμισιν. Κατόπιν τούτου φρονοῦμεν, ὅτι ὑπό τάς παρούσας περιστάσεις, λαμβανομένου σοβαρῶς ὑπ’ ὄψιν καί τοῦ γεγονότος, ὅτι ἡ ἁρμοδία Δ.Ι.Σ. δέν κατώρθωσε νά ἀποτρέψῃ τόν ἐπικρεμάμενον κίνδυνον, ἐπιβάλλεται ἡ ἄμεσος καί ἔκτακτος σύγκλησις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας μέ μοναδικόν θέμα εἰς τήν Ἡμερησίαν αὑτῆς Διάταξιν τό θέμα τοῦτο.
Ὅθεν, ἐπικαλούμενοι τήν διάταξιν τοῦ ἄρθρου 6 παράγρ. 1γ τοῦ ἰσχύοντος Καταστατικοῦ Χάρτου (Ν. 590/1977), εὐλαβῶς ἐξαιτούμεθα καί παρακαλοῦμεν, ὅπως συγκαλέσητε ἐκτάκτως τήν Ι.Σ.Ι., προκειμένου νά ἐπιληφθῇ τοῦ θέματος καί νά λάβῃ τάς ἀναγκαίας ἀποφάσεις καί διά τά καθ’ ’Υμᾶς.
‘Επί δέ τούτοις διατελοῦμεν
Ἐλάχιστος ἐν Χριστῷ Ἀδελφός
+ Ο ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ ΚΑΙ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ
2ον Η ΕΚΚΛΗΣΙΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΩΣ ΕΠΕΙΓΟΥΣΑ
Αριθμ. Πρωτ. 636
Εν Αιγίω, Τετάρτη, 10 Ιουλίου 2013
Πρός τούς Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐλλάδος
***************
Σεβασμιώτατε ἐν Χριστῷ Ἀδελφέ
Κατά τήν περίοδον τοῦ θέρους, ὅτε τό κοινωνικόν σύνολον εὑρίσκεται εἰς περίοδον ραστώνης, ὡς ἐκ τούτου δέ κινεῖται δέ μέ χαλαρούς ρυθμούς, αἱ ἑκάστοτε Κυβερνήσεις εὑρίσκουν τήν εὐκαιρίαν νά προωθήσουν πρός τήν Βουλήν εἴτε ἀντίχριστα, εἴτε ἀντικοινωνικά νομοθετικά Διατάγματα!
Τοὺτ’ αὐτό, κατά τήν ταπεινήν μας γνώμην, συμβαίνει καί σήμερον μέ τό προωθούμενον νομοθέτημα διά τοῦ ὁποίου καταργεῖται ἡ κατἀ Κυριακήν ἀργία τῶν καταστημάτων καί ἐπιχειρήσεων.
Αἱ μέχρι σήμερον, χλιαραί καθ’ ἡμᾶς, ἀντιδράσεις τῆς ΔΙΣ , ὡς κατά τρόπον σαφῆ διαφαίνεται πλέον, δέν ἔφερον τό ποθούμενον ἀποτέλεσμα! Κατά τήν εἰδησεογραφίαν τῶν Ἐφημερίδων τῆς Κυριακῆς 7ης Ίουλίου ἐ.ἔ. τό νομοθέτημα προωθεῖται ὁλοταχῶς! Τό μόνον, ὅπερ σήμερον συζητεῖται ὑπό τῶν ἰθυνόντων εἶναι, ἐἀν θά τεθῇ κάποιον ὅριον εἰς τό μέγεθος τῶν Καταστημάτων, δηλ. εἰς τό ἐμβαδόν των (m2). Εἰς τό προσωπικόν μας Blog γράφομεν καί τά ἑξῆς:
Καί όμως τό ζήτημα εἶναι πολύ-πολύ σοβαρόν! Διότι:
Σεβασμιώτατε,
Παραβιάζω ἀνοικτάς πύλας, γράφων πρός Ὑμᾶς ταῦτα! Συγχωρήσατέ μοι τό θράσος! Ἡ συνέχουσα τήν ψυχήν μου ἀγωνία ὁδηγεῖ τήν πένναν μου!
Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω θεωρῶ, ὅτι ἤγγικεν ἡ ὥρα διά μίαν ἔκτακτον σύγκλησιν τῆς Ἱεραρχίας μέ μοναδικόν θέμα τῆς Ἡμερησίας Διατάξεως τήν σθεναράν ἀντίδρασιν τῆς Μητρός Ἐκκλησίας εἰς τήν ἐπιχειρουμένην κατάργησιν τῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς. Ἐάν δέν τό πράξωμεν, θά εἴμεθα ἔνοχοι ὄχι μόνον ἐνώπιον τοῦ δικαιοκρίτου Κυρίου μας, ἀλλά καί ένώπιον τῆς ἱστορίας!
Διά νά συγκληθῇ ὅμως ἐκτάκτως ἡ ΙΣΙ, ἀπαιτεῖται ἡ σχετική αἴτησις νά φέρῃ τήν ὑπογραφήν τοὐλάσχιστον ΕΙΚΟΣΙ ΕΠΤΑ (27) Ἀρχιερέων.
Συνημμένως Σᾶς διαβιβάζομεν ἕνα Σχέδιον Αἰτήσεως καί ἀδελφικῶς παρακαλοῦμεν, ὅπως:
Ø Συντάξετε καί προωθήσετε Ὑμεῖς πρός τήν ΔΙΣ ἕνα παρόμοιον κείμενον,
Ø Εὐαρεστηθῆτε καί ὑπογράψετε τό ἡμέτερον συναποστελλόμενον ἔγγραφον-αἴτησιν, καί ἀκολούθως
Ø Ἐπιστρέψετε πρός ἡμᾶς διά τοῦ FAX (26910 21634), τό συναποστελλόμενον ἔγγραφον, ὥστε νά παρακολουθήσωμεν τόν ἀριθμόν τῶν ὑπογραψάντων Σεβ. Ἱεραρχῶν καί–ἐάν συγκεντρωθοῦν αἱ ἀπαιτούμεναι ὑπογραφαί- νά προωθήσωμεν καί ἡμεῖς ἁρμοδίως τό ζήτημα δι’ ἄλλης ὁδοῦ.
Ἐπί δέ τούτοις, κατασπαζόμενος Ὑμᾶς ἐν Κυρίῳ, διατελοῦμεν
Ἐλάχιστος ἐν Χριστῷ Ἀδελφος
+ Ο ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ ΚΑΙ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ
3ον Η ΕΚΚΛΗΣΙΣ ΜΑΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΧΘΗΚΕ ΑΠΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΑΡΙΘΜΟ ΑΡΧΙΕΡΕΩΝ. ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΑΥΤΟ Η ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΑΙΤΗΣΙΣ ΟΥΔΕΠΟΤΕ ΔΙΕΒΙΒΑΣΘΗ ΑΡΜΟΔΙΩΣ!
ΜΙΑ ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΕΙΧΕ ΧΑΘΗ!
Μακαριώτατον
Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος
Κύριον κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΝ
Πρόεδρον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου
Ἰω. Γενναδίου, 14
115 21 ΑΘΗΝΑΣ
Μακαριώτατε,
Σεβασμιώτατοι ἐν Χριστῷ Ἀδελφοί,
Τό ζήτημα τῆς διά νόμου καταργήσεως τῆς κατά Κυριακήν ἰσχυούσης ἀργίας τῶν καταστημάτων, ὡς διαφαίνεται, προωθεῖται ὁλοταχῶς πρός ρύθμισιν. Κατόπιν τούτου φρονοῦμεν, ὅτι ὑπό τάς παρούσας περιστάσεις, λαμβανομένου σοβαρῶς ὑπ’ ὄψιν καί τοῦ γεγονότος, ὅτι ἡ ἁρμοδία Δ.Ι.Σ. δέν κατώρθωσε νά ἀποτρέψῃ τόν ἐπικρεμάμενον κίνδυνον, ἐπιβάλλεται ἡ ἄμεσος καί ἔκτακτος σύγκλησις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας μέ μοναδικόν θέμα εἰς τήν Ἡμερησίαν αὑτῆς Διάταξιν τό θέμα τοῦτο.
Ὅθεν, ἐπικαλούμενοι τήν διάταξιν τοῦ ἄρθρου 6 παράγρ. 1γ τοῦ ἰσχύοντος Καταστατικοῦ Χάρτου (Ν. 590/1977), εὐλαβῶς ἐξαιτούμεθα καί παρακαλοῦμεν, ὅπως συγκαλέσητε ἐκτάκτως τήν Ι.Σ.Ι., προκειμένου νά ἐπιληφθῇ τοῦ θέματος καί νά λάβῃ τάς ἀναγκαίας ἀποφάσεις καί διά τά καθ’ ’Υμᾶς.
ΟΙ ΑΙΤΟΥΝΤΕΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΑΙ
1. Καλαβρύτων καί Αἰγιαλείας Ἀμβρόσιος
2. Σερβίων καί Κοζάνης Παῦλος
3. Γλυφάδας Παῦλος
4. Κυθήρων Σεραφείμ
5. Πειραιῶς Σεραφείμ
6. Σπάρτης Εὐστάθιος
7. Ξάνθης Παντελεήμων
8. Θεσσαλονίκης Άνθιμος
9. Καρπενησίου Νικόλαος
10. Ζακύνθου Διονύσιος
11. Λήμνου Ιερόθεος
Πηγή: Θρησκευτικά
(Λουκ. στ’ 31-36)
Όταν οι άνθρωποι έχουν παντοτινή επίγνωση της φιλανθρωπίας του Θεού προς αυτούς, θα είναι φιλάνθρωποι κι ο ένας προς τον άλλον. Δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο που να κάνει τους ανθρώπους άσπλαχνους προς τους άλλους, όσο η πεποίθηση πως κανένας δε θέλει να δώσει και στους ίδιους. Κανένας; Και πού είναι ο Θεός τότε; Δε μας αποζημιώνει κάθε μέρα και κάθε νύχτα ο Θεός με την ευσπλαχνία Του, σε αντίθεση μ’ εμάς που είμαστε άσπλαχνοι; Δεν είναι πιο σπουδαίο για μας να μας ευεργετήσει ο Βασιλιάς στην αυλή Του με την ευσπλαχνία Του, αντί να μας ευεργετούν οι δούλοι Του; Τί μας ωφελεί αν μας ευεργετούν όλοι οι δούλοι Του, αλλά ο Βασιλιάς είναι συγκρατημένος απέναντι μας;
Οι άνθρωποι γίνονται ανελεήμονες όταν περιμένουν από τους άλλους να τους ελεήσουν, ενώ οι άλλοι περιμένουν το ίδιο απ’ αυτούς. Σ’ αυτήν τηναμοιβαία αναμονή , στο να περιμένει δηλαδή ο ένας από τον άλλον να τον ελεήσει, όλοι οι άνθρωποι, σαν ένας γενικός κανόνας, γίνονται άσπλαχνοι κι ανελεήμονες. Η ελεημοσύνη όμως δεν είναι παθητική αρετή, αλλά ενεργητική. Πώς θα γνώριζαν οι άνθρωποι τη φιλανθρωπία, αν ο Θεός δεν την είχε πρώτος ασκήσει σ’ αυτούς; Η φιλανθρωπία του Θεού απαιτεί τη φιλανθρωπία των ανθρώπων. Αν ο Θεός δεν είχε πρώτος δείξει τη φιλανθρωπία Του, ο κόσμος δε θα ήξερε τι ήταν.
Εκείνος που κατανοεί πως η φιλανθρωπία είναι ενεργητική αρετή κι όχι παθητική, κι αρχίσει να την εφαρμόζει μ’ αυτόν τον τρόπο, σύντομα θα διαπιστώσει πως ο ουρανός κι η γη αποκαλύπτονται μπροστά του με νέα χρώματα. Σύντομα θα κατανοήσει τόσο του Θεού τη φιλανθρωπία όσο και του ανθρώπου.
Η φιλανθρωπία είναι όπως η θραύση πέτρας με πέτρα, που πάντα παράγει σπινθήρα. Αυτός που παράγει το σπινθήρα αυτόν κι ο άλλος που τον δέχεται, νιώθουν κι οι δυο τους την παρουσία του Θεού. Τη στιγμή εκείνη νιώθουν το χέρι του Θεού να θωπεύει τις καρδιές τους. Γι’ αυτό είπε ο Κύριος: «Μακάριοι οι ελεήμονες, ότι αυτοί ελεηθήσονται » (Ματθ. ε’ 7).
Η ευσπλαχνία είναι ανώτερη από τη συμπόνια, που οι ινδουιστές θεωρούν ως τη μεγαλύτερη αρετή . Ο άνθρωπος μπορεί να νιώσει συμπόνια για έναν επαίτη, αλλά και να τον προσπεράσει. Ο φιλάνθρωπος όμως θα νιώσει συμπάθεια για τον επαίτη και θα τον βοηθήσει . Το να δείξεις φιλανθρωπία στον επαίτη δεν είναι ούτε το πιο δύσκολο ούτε το ανώτερο πράγμα στο Νόμο του Χριστού. Μεγάλο πράγμα είναι να δείξεις αγάπη στους εχθρούς σου. Η ελεημοσύνη είναι ανώτερη από τη συχώρεση των προσβολών. Η συχώρεση των προσβολών είναι το πρώτο μισό του δρόμου προς το Θεό. Η τέλεση έργων αγάπης είναι το δεύτερο μισό.
Είναι απαραίτητο να το πούμε πως η αγάπη είναι ανώτερη από την κοσμική δικαιοσύνη ; Αν δεν υπήρχε η αγάπη, όλοι οι άνθρωποι θα ήταν θύματα της κοσμικής νομικής δικαιοσύνης. Χωρίς αγάπη ο νόμος δεν μπορεί να περιφρουρήσει αυτό που ήδη υπάρχει. Η αγάπη όμως δημιουργεί καινούργια και μεγάλα έργα στον κόσμο. Ολόκληρο τον κόσμο τον δημιούργησε η αγάπη. Γι’ αυτό και είναι καλλίτερο στους ανθρώπους ν’ ασκούνται από τη παιδική τους ηλικία στη γνώση της γλυκύτητας που προσφέρει η αγάπη κι η φιλανθρωπία, παρά να μάθουν τη σκληρότητα του νόμου. Το νόμο τον μαθαίνει κανείς οποτεδήποτε. Όταν όμως η καρδιά σκληρυνθεί, είναι δύσκολο να ξαναγυρίσει και να γίνει σπλαχνική. Όταν οι άνθρωποι είναι ελεήμονες δε θ’ αμαρτήσουν ενάντια στο νόμο. Όταν όμως τηρούν το νόμο αλλά τους λείπει η φιλανθρωπία, διακινδυνεύουν να χάσουν το στεφάνι της δόξας που υποσχέθηκε ο Κύριος στους φιλάνθρωπους.
***
Το σημερινό ευαγγέλιο μιλάει για την ύψιστη μορφή αγάπης: την αγάπη για τους εχθρούς. Ο Κύριος Ιησούς έδωσε την εντολή – όχι συμβουλή αλλά εντολή — ν’ αγαπάμε τους εχθρούς μας. Η εντολή Του αυτή δεν είναι περιστασιακή και σποραδική, όπως είχε γίνει πριν από την έλευσή Του σε κάποιες σπάνιες περιπτώσεις. Η εντολή της αγάπης για τους εχθρούς μαςτοποθετείται στην ύψιστη θέση στο ευαγγέλιο.
Είπε ο Κύριος: «Και καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως » (Λουκ. στ’ 31). Αυτά είναι τα λόγια του σημερινού ευαγγελίου που μας εισάγουν στην αγάπη για τους εχθρούς μας. Αν δε θέλετε να γίνουν εχθροί σας οι άνθρωποι, πρώτ’ απ’ όλα φροντίστε να μη γίνετε εσείς εχθροί τους. Αν είναι αλήθεια πως κάθε άνθρωπος σ’ αυτόν τον κόσμο έχει εχθρούς, αυτό σημαίνει πως είσαι εχθρός κάποιου. Πώς τότε απαιτείς από έναν άνθρωπο να γίνει φίλος σου, αφού είσαι εχθρός του;Πρώτα λοιπόν ξερίζωσε την έχθρα από την καρδιά σου κι υστέρα να μετρήσεις τους εχθρούς σου στον κόσμο. Στο μέτρο που θα ξεριζώσεις από την καρδιά σου την πονηρή αυτή ρίζα κι αποκόψεις όλα τα κλαδάκια που πετούν απ’ αυτήν, θα βρεις και λιγότερους εχθρούς να μετρήσεις. Αν μετά θελήσεις να γίνουν φίλοι σου οι άνθρωποι, πρέπει εσύ πρώτα να πάψεις να είσαι εχθρός τους και να γίνεις φίλος τους. Όσο γίνεσαι φίλος με τους άλλους, τόσο ο αριθμός των εχθρών σου θα μειώνεται και στο τέλος θα μηδενιστεί.
Αυτό όμως δεν είναι το κύριο θέμα. Το κύριο θέμα είναι πως σ’ αυτήν την περίπτωση θα έχεις φίλο σου το Θεό . Είναι πολύ πιο σπουδαίο για τη σωτηρία σου να μην είσαι εχθρός κανενός, να μην έχεις καθόλου εχθρούς. Αν είσαι εχθρός άλλων, τόσο εσύ όσο κι οι άλλοι είστε εμπόδια στη σωτηρία σου. Όταν είσαι φίλος με τους άλλους, τότε οι εχθροί σου, έστω και ασυνείδητα, βοηθούν στη σωτηρία σου. Ας σκεφτόταν αλήθεια κάθε άνθρωπος τον αριθμό των ανθρώπων τους οποίους εχθρεύεται ο ίδιος, κι όχι εκείνους που είναι εχθροί του. Τότε το σκοτεινό πρόσωπο αυτού του κόσμου θα άστραφτε μέσα σε μια μέρα σαν τον ήλιο.
Η εντολή του Χριστού πως πρέπει να κάνουμε στους άλλους αυτό που ζητάμε κι εμείς απ’ αυτούς είναι τόσο φυσική και τόσο σαφής και καλή, που είναι να θαυμάζει και ν’ απορεί κανείς πως δεν έχει γίνει από παλιά μια καθημερινή συνήθεια στους ανθρώπους . Κανένας άνθρωπος δε θέλει να τον βλάψουν οι άλλοι. Επομένως ας μη βλάψει κι αυτός τους άλλους. Κάθε άνθρωπος θέλει να του φέρονται καλά. Επομένως ας φέρεται κι αυτός καλά στους άλλους. Κάθε άνθρωπος θέλει να του συχωρούν τις αμαρτίες του. Ας συγχωρεί κι αυτός τις αμαρτίες των άλλων. Κάθε άνθρωπος θέλει να συμπάσχουν οι άλλοι στις λύπες του και να χαίρονται στη χαρά του. Ας συμπάσχει κι αυτός με τις λύπες των άλλων κι ας χαίρεται με τις χαρές τους. Κάθε άνθρωπος θέλει ν’ ακούει καλά λόγια από τους άλλους. Θέλει να τον τιμούν, να τον ταΐζουν όταν πεινάει, να τον επισκέπτονται όταν είναι άρρωστος και να τον προστατεύουν όταν τον κυνηγούν. Ας κάνει κι αυτός τα ίδια στους άλλους.
Αυτό ισχύει τόσο για τους ανθρώπους ατομικά, όσο και για ομάδες ανθρώπων, γειτονικές φυλές, έθνη και κράτη. Αν την εντολή αυτή την υιοθετούσαν σαν κανόνα όλες οι τάξεις, τα έθνη και τα κράτη, θα έπαυε αμέσως κάθε κακία και σύγκρουση ανάμεσά τους, θα εξαλειφόταν κάθε έχθρα και πόλεμος. Αυτό είναι το φάρμακο για κάθε παρόμοια αρρώστια, δεν υπάρχει κανένα άλλο.
Και συνεχίζει ο Κύριος: «Και ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ οι αμαρτωλοί τους αγαπώντας αυτούς αγαπώσι. και εάν αγαθοποιήτε τους αγαθοποιούντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ οι αμαρτωλοί το αυτό ποιούσι. και εάν δανείζητε παρ’ ων ελπίζετε απολαβείν, ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ αμαρτωλοί αμαρτωλοίς δανείζουσιν ίνα απολάβωσι τα ίσα » (Λουκ. στ’ 32-34). Αυτό πάει να πει: Αν περιμένετε από τους άλλους να σας κάνουν καλό και την καλοσύνη αυτή να την ανταμείψετε και σεις με καλό, δεν κάνετε κάτι επαινετό. Περιμένει ο Θεός ανταμοιβή για τη θερμότητα του ηλίου, για να δώσει εντολή στον ήλιο να λάμψει; Ή μήπως ενεργεί από ευσπλαχνία κι αγάπη; Το ξαναλέμε πως η ευσπλαχνία είναι ενεργητική αρετή, όχι παθητική. Αυτό το έκανε σαφές ο Θεός από τότε που δημιούργησε τον κόσμο. Μέρα με τη μέρα από την αρχή του κόσμου ο Κύριος μοίραζε απλόχερα τα πλούσια τα δώρα Του σ’ όλα τα πλάσματά Του. Αν περίμενε πρώτα από τα πλάσματά Του να του ανταποδώσουν κάτι, ούτε ο κόσμος ούτε ένα μοναδικό πλάσμα δε θα υπήρχε σ’ αυτόν. Αν αγαπάμε μόνο αυτούς που μας αγαπάνε, είμαστε έμποροι και κάνουμε ανταλλαγές. Αν κάνουμε το καλό μόνο στους ευεργέτες μας, είμαστε οφειλέτες και επιστρέφουμε το χρέος μας. Η ευσπλαχνία δεν είναι κάποια αρετή που απλά αποπληρώνει τις οφειλές της, αλλά που πάντα δανείζει. Η αγάπη είναι αρετή που δανείζει συνέχεια χωρίς να ελπίζει σε επιστροφή της οφειλής. Αν δανείζουμε εκείνους που ελπίζουμε πως θα μας τα επιστρέψουν, ποία ημίν χάρις εστί; Τί καλό κάνουμε; Μεταφέρουμε τα χρήματά μας από μια κάσα σε μιαν άλλη, αφού αυτό που δανείζουμε το θεωρούμε δικό μας, όπως κι όταν ήταν στα δικά μας χέρια.
Θα ήταν παραφροσύνη να σκεφτούμε πως με τα παραπάνω λόγια ο Θεός μας διδάσκει να μην αγαπάμε εκείνους που μας αγαπάνε, να μην κάνουμε το καλό σ’ αυτούς που μας ευεργετούν . Θεός φυλάξοι! Αυτό που θέλει να πει, είναι πως αυτή είναι μια κατώτερη αρετή , που μπορούν να την ασκήσουν ακόμα κι οι αμαρτωλοί. Είναι το ελάχιστο μέτρο του καλού, που φτωχαίνει τον κόσμο αυτόν και περιορίζει τους ανθρώπους, τους κάνει στενόμυαλους. Ο Θεός θέλει ν’ αναβιβάσει τον άνθρωπο στα ανώτερα ύψη των αρετών, απ’ όπου θεωρεί κανείς όλα τ’ αγαθά του Θεού, όλους τους κόσμους Του, εκεί που η τρομοκρατημένη και περιορισμένη καρδιά του δούλου γίνεται απεριόριστη κι ελεύθερη καρδιά του υιού και κληρονόμου. Η αγάπη προς αυτούς που μας αγαπάνε είναι μόνο το πρώτο μάθημα στο απέραντο βασίλειο της αγάπης. Η ανταπόδοση του καλού σ’ αυτούς που μας αγαπάνε, είναι μόνο το στοιχειώδες σχολείο, μπροστά στη μακρά σειρά σπουδών στα καλά έργα. Ο δανεισμός σ’ εκείνους που θα ξεπληρώσουν το χρέος τους δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό. Είναι μόνο το πρώτο δειλό βήμαπρος το μέγιστο καλό, που δίνει χωρίς να περιμένει επιστροφή.
Ποιοί είναι εκείνοι που εδώ αποκαλεί αμαρτωλούς ο Θεός; Πρώτα είναι οι ειδωλολάτρες , στους οποίους δεν έχει αποκαλυφθεί η πληρότητα του μυστηρίου της αλήθειας και της αγάπης του Θεού. Είναι αμαρτωλοί επειδή αποστράφηκαν την πρωταρχική αλήθεια και την αγάπη Του. Επειδή στη θέση του Θεού έχουν προσλάβει ως νομοθέτη αυτόν τον κόσμο, που τους διδάσκει πως πρέπει ν’ ανταποδίδουν αγάπη μόνο σ’ αυτούς που τους αγαπάνε, να ευεργετούν μόνο εκείνους από τους οποίους δέχονται το καλό. Το μέγα μυστήριο της αλήθειας και της αγάπης του Θεού αποκαλύπτεται μέσω του Κυρίου Ιησού Χριστού, τώρα μάλιστα με πολύ μεγαλύτερη ενάργεια και λαμπρότητα απ’ ότι στην αρχή της δημιουργίας. Αρχικά αποκαλύφθηκε μέσω του Ιουδαϊκού λαού. Απ’ αυτούς, αν κι όχι μόνο γι’ αυτούς, αλλά για όλους τους λαούς της γης.
Όπως ο Θεός προετοίμασε τους Ιουδαίους χιλιάδες χρόνια για να κατανοήσουν και να δεχτούν την πλήρη αποκάλυψη του μυστηρίου , με το Νόμο και τους προφήτες Του, έτσι κι ο Κύριος χρησιμοποιεί εδώ τη λέξη «αμαρτωλοί» για άλλους λαούς, που έχουν βυθιστεί στην ειδωλολατρεία. Με την λέξη «αμαρτωλοί» όμως και μάλιστα μεγαλύτεροι αμαρτωλοί από τους ειδωλολάτρες, εννοεί κι όλους εκείνους στους οποίους αποκαλύφθηκε το μέγα μυστήριο της αλήθειας και της αγάπης αλλά δεν έμειναν πιστοί σ’ αυτό, παρά ξαναγύρισαν στο κατώτερο επίπεδο του αγαθού, «ώσπερ κύων επιστρέψας επί το ίδιον εξέραμα» (Β’ Πέτρ. β’ 22). Κι υπάρχουν πολλοί τέτοιοι ανάμεσά μας, χριστιανοί κατ’ όνομα, που με τα έργα τους φανερώνονται οι πιο πρωτόγονοι ειδωλολάτρες.
Τί όφελος έχουμε αν αγαπάμε αυτούς που μας αγαπούν και κάνουμε το καλό σ’ εκείνους που μας ευεργετούν; Δεν επιστρέφουμε στη θέση του αυτό που λάβαμε; Την ανταπόδοσή μας την λάβαμε. Έπαινος αξίζει στα έργα που, σε μικρή κλίμακα, μοιάζουν στα έργα της αγάπης του Θεού .
«Πλην αγαπάτε τους εχθρούς υμών και αγαθοποιείτε και δανείζετε μηδέν απελπίζοντες, και έσται ο μισθός υμών πολύς, και έσεσθε υιοί υψίστου, ότι αυτός χρηστός εστιν επί τους αχαρίστους και πονηρούς, γίνεσθε ουν οικτίρμονες, καθώς και ο πατήρ υμών οικτίρμων εστί » (Λουκ. στ’ 35-36). Αυτά είναι τα ύψη στα οποία θέλει ο Θεός να εξυψώσει τους ανθρώπους. Αυτή ήταν μια διδαχή ανήκουστη πριν από την έλευσή Του. Αυτό είναι το ύψος της αξίας του ανθρώπου, που ούτε κι ο μεγαλύτερος σοφός στην ιστορία του κόσμου δεν είχε ονειρευτεί ως τότε. Κι αυτή είναι η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο, που αλλοιώνει την καρδιά του ανθρώπου και την μετατρέπει σε ποταμό δακρύων.
Αγαπάτε τους εχθρούς υμών . Δε λέει « μην ανταποδίδετε κακό στο κακό». Αυτό δεν είναι σπουδαίο πράγμα. Αυτό είναι απλά ανοχή. Ούτε και λέει «αγαπάτε εκείνους που σας αγαπούν».
Αυτή είναι μόνο παθητική αγάπη. Ο Χριστός λέει αγαπάτε τους εχθρούς υμών. Όχι απλά να τους ανέχεστε, όχι να είστε παθητικοί, αλλά να τους αγαπάτε. Το ξαναλέμε και πάλι, πως η αγάπη είναι ενεργητική αρετή.
Η αγάπη για τους εχθρούς δεν είναι αφύσικη; Η αντίρρηση αυτή προβάλλεται πολύ έντονα από τους μη χριστιανούς . Δε βλέπουμε πως πουθενά στη φύση δεν υπάρχει παράδειγμα αγάπης για τους εχθρούς, παρά μόνο αγάπης για τους φίλους; Αυτή είναι λοιπόν αιτία αμφισβήτησης. Τι έχουμε ν’ απαντήσουμε σ’ αυτό;
Πρώτ’ απ’ όλα η πίστη μας αναγνωρίζει δύο φύσεις: μία άφθαρτη, φωτεινή και άτρεπτη στο κακό από την αμαρτία, σαν κι αυτήν που είχε ο Αδάμ στον παράδεισο· κι άλλη μια διεστραμμένη, σκοτεινή κι επιρρεπή στο κακό και την αμαρτία, σαν κι αυτήν που αντιμετωπίζουμε διαρκώς σ’ αυτόν τον κόσμο.
Στον κύκλο της πρώτης φύσης, η αγάπη για τους εχθρούς είναι απόλυτα φυσική . Στη φύση αυτή η αγάπη είναι σαν τον αέρα που ανασαίνουν όλα τα πλάσματα και ζουν. Αυτή είναι η αληθινή φύση που δημιούργησε ο Θεός. Απ’ αυτήν η θεϊκή αγάπη λάμπει στη φύση μας όπως οι ακτίνες του ήλιου μέσα από τα σύννεφα. Οτιδήποτε στη γη έχει αληθινή αγάπη, προέρχεται από την αγάπη αυτή.
Στον κύκλο της δεύτερης, της επίγειας φύσης, η αγάπη για τους εχθρούς είναι σπάνια και θα μπορούσε να θεωρηθεί αφύσικη . Δεν είναι πραγματικά αφύσικη . Σε σχέση με την επίγεια φύση μας είναι στην ουσία υπερφυσική ή, καλύτερα, προ-φυσική, καθώς η αγάπη φτάνει στην αμαρτωλή φύση μας από την πρωταρχική, αναμάρτητη κι αθάνατη φύση που προϋπήρχε της δικής μας.
Η αγάπη για τους εχθρούς είναι τόσο σπάνια ώστε θα μπορούσε να κληθεί αφύσικη, λένε άλλοι αντιρρησίες. Αν τα πράγματα είναι έτσι, τότε και το μαργαριτάρι είναι αφύσικο, όπως και το διαμάντι κι ο χρυσός. Αυτά είναι όλα σπάνια αντικείμενα. Ποιός όμως μπορεί να τα ονομάσει αφύσικα; Όπως υπάρχουν φυτά που ευδοκιμούν μόνο σε μία περιοχή, έτσι γίνεται και με το σπάνιο αυτό φυτό, τη σπάνια αυτή αγάπη. Φυτρώνει κι αναπτύσσεται μόνο στην Εκκλησία του Χριστού. Για να πειστεί κάποιος από τα πολυάριθμα παραδείγματα του φυτού αυτού και του κάλλους του, πρέπει να διαβάσει τους βίους των αποστόλων του Χριστού, των πατέρων και των ομολογητών της χριστιανικής πίστης, των μαρτύρων της μεγάλης αλήθειας κι αγάπης του Χριστού.
Μια τρίτη ομάδα αντιρρησιών ισχυρίζεται πως αν δεν είναι αδύνατη, η αγάπη αυτή είναι τουλάχιστο εξαιρετικά δύσκολη. Είναι αλήθεια πως δεν είναι εύκολη, κυρίως για εκείνον που διδάσκεται την αγάπη μακριά από το Θεό, από τον οποίο ενισχύεται και τροφοδοτείται η αγάπη αυτή. Πώς όμως δεν μπορούμε ν’ αγαπήσουμε αυτούς που αγαπάει ο Θεός; Ο Θεός δεν αγαπά περισσότερο εμάς απ’ όσο αγαπά τους εχθρούς μας και μάλιστα όταν είμαστε εχθροί άλλων. Ποιός από μας μπορεί να ισχυριστεί πως δεν υπάρχει κανένας στον κόσμο που να τον αποκαλεί εχθρό του; Αν ο ήλιος του Θεού ζέσταινε κι η βροχή έπεφτε μόνο σ’ εκείνους που κανένας δεν τους λογάριαζε εχθρούς του, δύσκολα θά ‘φτανε κάποια ακτίνα στη γη ή θά ‘πεφτε κάποια σταγόνα βροχής στο χώμα. Ο άνθρωπος φορτώνεται από μόνος του μεγάλο φορτίο έχθρας. Η αμαρτία δημιουργεί φόβο στον άνθρωπο. Κι ο φόβος αυτός με τη σειρά του τον κάνει να υποπτεύεται εχθρούς σ’ όλα τα πλάσματα γύρω του. Ο Θεός όμως είναι αναμάρτητος κι άφοβος κι επομένως δεν υποπτεύεται κανέναν, αλλά τους αγαπά όλους. Μας αγαπά τόσο πολύ ώστε, όταν μας κυκλώνουν εχθροί χωρίς να φταίμε σε τίποτα, πρέπει να πιστεύουμε πως αυτό γίνεται σε γνώση Του και για το καλό μας.
Ας είμαστε δίκαιοι. Ας ομολογήσουμε πως οι εχθροί μας μάς βοηθούν πολύ στην πνευματική μας πορεία . Αν δεν υπήρχε έχθρα στους ανθρώπους, πάρα πολλοί από εκείνους που ευαρέστησαν στο Θεό δε θα είχαν γίνει φίλοι Του. Ακόμα κι η έχθρα του σατανά μπορεί να βοηθήσει εκείνους που είναι ζηλωτές των ιερών πραγμάτων του Θεού και της ψυχικής τους σωτηρίας. Ποιός ήταν περισσότερο ζηλωτής των ιερών του Θεού πραγμάτων ή είχε μεγαλύτερη αγάπη για το Χριστό από τον απόστολο Παύλο; Ο ίδιος απόστολος όμως λέει πως επέτρεψε ο Θεός στο διάβολο να τον πειράξει, όταν του αποκαλύφθηκαν πολλά μυστήρια: «Και τη υπερβολή των αποκαλύψεων ίνα μη υπεραίρομαι, εδόθη μοι σκόλοψ τη σαρκί, άγγελος σατάν, ίνα με κολαφίζη ίνα μη υπεραίρομαι» (Β’ Κορ. ιβ’ 7).
Όταν ο διάβολος ο ίδιος χωρίς να το θέλει βοηθάει τον άνθρωπο, πώς δεν μπορούν οι άνθρωποι να βοηθούν το συνάνθρωπό τους, που είναι οπωσδήποτε λιγότερο εχθρός από τους δαίμονες; Θα τολμούσε να πει κανείς πως οι φίλοι του ανθρώπου ζημιώνουν περισσότερο την ψυχή του από τους εχθρούς του . Ο ίδιος ο Κύριος είπε πως «εχθροί του ανθρώπου οι οικιακοί αυτού» (Ματθ. ι’ 36). Εκείνοι που ζουν κάτω από την ίδια στέγη μαζί μας, που ενδιαφέρονται πολύ για τις σωματικές ανάγκες και τις ανέσεις μας, συχνά γίνονται εχθροί της σωτηρίας μας. Η αγάπη κι η φροντίδα τους δε στοχεύει στην ψυχή αλλά στο σώμα μας. Πόσοι γονείς δεν έχουν κάνει ανυπολόγιστη ζημιά στις ψυχές των γιων τους κι αδέρφια στ’ αδέρφια τους, καθώς και σύζυγοι στους συζύγους τους; Κι όλ’ αυτά από αγάπη!
Η πραγματικότητα αυτή που διαπιστώνεται καθημερινά είναι μια ακόμα αιτία για να μας κάνει να μη δοθούμε ολοκληρωτικά στην αγάπη προς τους συγγενείς και τους φίλους μας, ούτε και να μειώσουμε την αγάπη προς τους εχθρούς μας. Είναι ανάγκη να το ξαναπούμε, πως συχνά, πολύ συχνά, οι εχθροί μας είναι στην ουσία πραγματικοί φίλοι; Οι τρόποι που χρησιμοποιούν για να μας αναστατώσουν, μας βοηθούν . Οι τρόποι με τους οποίους μας απορρίπτουν, υπηρετούν τη σωτηρία μας. Οι τρόποι με τους οποίους πιέζουν την εξωτερική, τη φυσική ζωή μας, μας ωθεί ν’ αποσυρθούμε μέσα μας, στον εαυτό μας, να βρούμε την ψυχή μας και να ζητήσουμε από το Θεό να τους σώσει. Οι εχθροί μας είναι πραγματικά εκείνοι που μας σώζουν από την καταστροφή που μας ετοιμάζουν αθέλητα οι οικείοι μας, που φροντίζουν το σώμα μας σε βάρος της ψυχής μας και χαλαρώνουν το χαρακτήρα μας.
Αγαθοποιείτε και δανείζετε μηδέν απελπίζοντες , λέει ο Κύριος. Αγαθοποιείτε, κάνετε το καλό σ’ όλους τους ανθρώπους αδιάκριτα, είτε σας αγαπούν είτε όχι. Ακολουθήστε το παράδειγμα του Θεού που τους ευεργετεί όλους, είτε φανερά είτε κρυφά. Αν η ευεργεσία σας δε θεραπεύει το μίσος του εχθρού σας, πολύ λιγότερο θα το θεραπεύσει η έχθρα σας. Γι’ αυτό κάνετε το καλό ακόμα και σε κείνους που ούτε το ζητούν ούτε το περιμένουν από σας . Δανείζετε όλους εκείνους που σας ζητούν. Δανείζετε όμως σα να δίνετε, σα να επιστρέφετε κάτι που ανήκει σε άλλον, όχι κάτι δικό σας. Λέει ο όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός: «Ελεήμων άνθρωπος είναι εκείνος που δίνει, χαρά στους άλλους μ’ αυτά που ο ίδιος έλαβε από το Θεό: ψωμί, φαγητό, εξουσία, ένα λόγο προσευχής· που λογαριάζει τον εαυτό του οφειλέτη, αφού έλαβε παραπάνω απ’ όσα χρειάζεται. Μέσω του αδελφού του είναι σα να του ζητάει ο Θεός και γίνεται έτσι οφειλέτης του».
Αν ο εχθρός δε δεχτεί την ευεργεσία σου, δε σ’ εμποδίζει μ’ αυτό από το να συνεχίσεις να του δίνεις. Ο Κύριος είπε, «προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς » (Ματθ. ε’ 44). Κάνε και συ λοιπόν προσευχή για τους εχθρούς σου, ευεργέτησέ τους. Αν ο εχθρός σου δε δεχτεί κάποιο είδος καλοσύνης ή εξυπηρέτησης από μέρους σου, ο Θεός θα δεχτεί την προσευχή που θα κάνεις γι’ αυτόν. Ο Θεός θα μαλακώσει την καρδιά του και θ’ αλλάξει τη διάθεσή του για σένα. Δεν είναι τόσο δύσκολο στο Θεό να κάνει έναν εχθρό φίλο, όσο φαίνεται στους ανθρώπους. Αυτό είναι ίσως αδύνατο στους ανθρώπους, μα δυνατό στο Θεό. Εκείνος που ξανακάνει την παγωμένη γη εύφορη κοιλάδα, όπου αναπτύσσονται πανέμορφα λουλούδια, μπορεί να λιώσει και τον πάγο της έχθρας της ανθρώπινης καρδιάς και να κάνει να ευδοκιμήσουν σ’ αυτήν τα ευωδιαστά λουλούδια της φιλίας.
Βέβαια, το σπουδαιότερο πράγμα δεν είναι να γυρίσει ο εχθρός σου και να γίνει φίλος σου χάρη στην καλοσύνη σου, αλλά να μη χάσει την ψυχή του λόγω του μίσους του για σένα . Περισσότερο πρέπει να προσεύχεται κανείς γι’ αυτό το τελευταίο, παρά για το πρώτο. Για τη δική σου σωτηρία δεν παίζει κανένα ρόλο αν σ’ αυτή τη ζωή έχεις περισσότερους φίλους ή εχθρούς. Παίζει πολύ σπουδαίο ρόλο όμως το να μην είσαι εχθρός κανενός, αλλά να είσαι φίλος με όλους με την καρδιά σου, με τις προσευχές και τις σκέψεις σου.
Αν το κάνεις αυτό, η ανταπόδοσή σου θα είναι μεγάλη. Από ποιόν; Σε κάποιο βαθμό ίσως από τους ανθρώπους, κυρίως όμως από το Θεό. Τί είδους ανταπόδοσή θα έχεις; «Έσεσθε υιοί του Υψίστου», θ’ αξιωθείτε ν’ αποκαλέσετε το Θεό «Πατέρα», «και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρύπτω, αποδώσει σοι εν τω φανερώ» (Ματθ. στ’ 6). Αν δε γίνει σήμερα αυτό, θα γίνει αύριο. Αν όχι αύριο, τότε στο τέλος του κόσμου, ενώπιον αγγέλων και ανθρώπων. Ποιά μεγαλύτερη ανταπόδοση θα μπορούσαμε να περιμένουμε από το να κληθούμε παιδιά του Υψίστου, να ονομάζουμε τον Ύψιστο Πατέρα μας;
Προσέξτε. Ο ένας και μοναδικός Υιός του Υψίστου είναι ο Κύριος Ιησούς. Έως τώρα μόνο Αυτός ονόμαζε το Θεό Πατέρα Του. Και τώρα την ίδια τιμή υποσχέθηκε ο Θεός σ’ εμάς, τους αμαρτωλούς και παραστρατημένους . Τί σημαίνει η τιμή αυτή για μας; Πώς θα είμαστε μαζί Του στην αιωνιότητα (βλ. Ιωάν. ιδ’ 3), κοντά στη δική Του δόξα, όπου βασιλεύει χαρά χωρίς τέλος. Σημαίνει πως η αγάπη του Θεού Πατέρα θα είναι πάντα μαζί μας. Ακόμα κι όταν διερχόμαστε όλες τις δοκιμασίες και τις δυσκολίες σ’ αυτή τη ζωή, όλα θ’ αντιστραφούν και θα καταλήξουν στο καλό μας. Σημαίνει πως όταν πεθάνουμε δε θα παραμείνουμε στον τάφο, αλλά θ’ αναστηθούμε, όπως Εκείνος αναστήθηκε εκ νεκρών. Σημαίνει πως σ’ αυτή τη γη τοποθετηθήκαμε προσωρινά. Στο σπίτι του ουράνιου Πατέρα μας όμως μας περιμένει κάλλος αθάνατο, τιμή και δόξα.
Θα μπορούσαμε ν’ απαριθμήσουμε όλα τ’ αγαθά που περιμένουν έναν ορφανό αν τον υιοθετήσει κάποιος επίγειος βασιλιάς; Είναι αρκετό να πούμε πως το ορφανό αυτό το υιοθέτησε ένας βασιλιάς κι όλοι θα καταλάβουν πόσα αγαθά θ’ απολαύσει το ορφανό αυτό. Η δική μας υιοθεσία δεν έγινε από ανθρώπους αλλ’ από το Θεό, αφού θα γίνουμε υιοί του Υψίστου, του Οποίου Υιός είναι ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς. Θα γίνουμε υιοί του αθάνατου Βασιλιά, του Βασιλιά των βασιλιάδων. Μας υιοθετεί ο Θεός όχι για χάρη μας, αλλά για χάρη του Μονογενούς Του Υιού, όπως λέει ο απόστολος: «Πάντες γαρ υιοί Θεού εστε διά της πίστεως εν Χριστώ Ιησού» (Γαλ. γ’ 26). Ο Χριστός μας υποδέχεται σαν αδελφούς Του. Ο Θεός Πατέρας επομένως μας δέχεται σαν υιούς Του.
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει περίπτωση να μας αξίζει να λεγόμαστε «υιοί του ζώντος Θεού». Είναι αστείο και να σκεφτούμε ακόμα πως θα μπορούσαμε με οποιοδήποτε έργο μας, ακόμα κι αν ασκούσαμε τη μεγαλύτερη αγάπη για τον εχθρό μας, ν’ αξίζαμε ν’ ανταμειφθούμε με αυτό που υποσχέθηκε ο Κύριος Ιησούς στους πιστούς δούλους Του. Αν δίναμε όλα τα υπάρχοντά μας στους φτωχούς, αν νηστεύαμε όλες τις μέρες της ζωής μας κι αν στεκόμασταν στην προσευχή σαν αναμμένες λαμπάδες ως το τέλος του χρόνου· αν χωρίζαμε πνευματικά το πνεύμα από το σώμα μας, σα νά ‘ταν ψυχρή πέτρα κι αν η ψυχή μας ήταν απαθής προς τον υλικό κόσμο· αν αφήναμε τον εαυτό μας να τον φτύνουν και να τον ποδοπατούν όλοι οι άνθρωποι ή ακόμα κι αν παραδινόμασταν τροφή στα πεινασμένα θηρία·ακόμα κι αν τα κάναμε όλ’ αυτά, δε θα ήταν παρά μια απειροελάχιστη τιμή για όλα τ’ αγαθά, τη δόξα και την ανέκφραστη ευφροσύνη που συνοδεύουν την υιοθεσία του Θεού. Δεν υπάρχει ευσπλαχνία στη γη ούτε αγάπη στο θνητό άνθρωπο που θα μπορούσε να τον αξιώσει να γίνει «υιός Θεού», αθάνατος πολίτης της ουράνιας Βασιλείας. Η αγάπη του Χριστού όμως αναπληρώνει αυτό που δεν μπορεί να κάνει ο άνθρωπος. Ας μην ισχυριστεί κανένας μας πως μπορεί με τη δική του αγάπη να σωθεί, με τη δική του αξία ν’ ανοίξει τις πύλες του παραδείσου για να μπει μέσα.
Η εντολή της αγάπης για τον πλησίον επομένως, όσο μεγάλη και δύσκολη κι αν μας φαίνεται, είναι μόλις ένα μικρό νόμισμα που ζητάει ο Θεός από μας για να μας φέρει πιο κοντά Του στην υπέροχη και πανένδοξη βασιλεία Του. Δε μας ζητάει να τηρήσουμε την εντολή αυτή για να κερδίσουμε με την αξία μας τη Βασιλεία και την υιοθεσία Του, αλλά μόνο να επιθυμήσουμε πάνω απ’ όλα τη Βασιλεία και την υιοθεσία Του. Από μας ζητάει μόνο να πιστεύουμε τα λόγια Του και να υπακούμε τον Κύριο Ιησού.
Από ποιά άποψη ο Αδάμ ήταν άξιος για τον Παράδεισο; Από καμία. Ο Παράδεισος του δόθηκε από την αγάπη του Θεού. Τί έκανε τον Αδάμ να παραμείνει στον Παράδεισο ως την πτώση του; Η υπακοή του στο Θεό, μόνο η υπακοή του . Όταν όμως ο ίδιος κι η σύζυγός του άρχισαν ν’ αμφισβητούν την εντολή του Θεού, και μόνο η αμφισβήτηση αυτή παραβίασε την εντολή κι έπεσε στη θανάσιμη αμαρτία της παρακοής.
***
Στη Νέα Κτίση ο Κύριος Ιησούς ζητάει από μας το ίδιο πράγμα που ζήτησε από τον Αδάμ και την Εύα στον Παράδεισο: πίστη και υπακοή . Πίστη πως κάθε εντολή που μας έδωσε, είναι για τη σωτηρία μας· απροϋπόθετη υπακοή σε κάθε μία από τις εντολές Του . Μας έδωσε όλες τις εντολές, μαζί κι αυτήν για ν’ αγαπάμε τους εχθρούς μας, για νά ‘χουμε πίστη στα λόγια Του και υπακοή. Αν κάποια από τις εντολές Του δεν ήταν καλή και δεν υπηρετούσε τη σωτηρία μας, δε θα μας την έδινε. Εκείνος ήξερε πολύ καλύτερα αν η εντολή αυτή ήταν φυσική ή αφύσικη, δυνατή ή αδύνατη. Το πιο σπουδαίο πράγμα για μας είναι πως ο Θεός μας έδωσε την εντολή αυτή κι εμείς, αν θέλουμε το καλό μας, πρέπει να την τηρήσουμε. Όπως ο άρρωστος παίρνει το φάρμακο από το χέρι του γιατρού με πίστη και κάνει υπακοή, είτε το φάρμακο είναι γλυκό είτε πικρό, έτσι κι εμείς, αδύναμοι από την αμαρτία και με σκοτισμένο νου, πρέπει να τηρούμε με πίστη κι υπακοή όλες τις εντολές που μας έδωσε ο καλός Ιατρός των ψυχών μας και Κύριος της ζωής μας, Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος.
Σ’ Εκείνον πρέπει δόξα και αίνος, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
(Απόσπασμα από το βιβλίο «ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟ Β’ – ΟΜΙΛΙΕΣ Ε’ Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς», Επιμέλεια – Μετάφραση: Πέτρος Μπότσης, Αθήνα 2013)
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ἀκτὴ Θεμιστοκλέους 190, 185 39 ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ, Τηλ. +30 210 4514833 (19), Fax +30 210 4518476 e-mail: impireos@hotmail.com
Πειραιεύς, 1 Ὀκτωβρίου 2014
ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΣτΕ καί ΙΣΛΑΜ
Ἡ Ὁλομέλεια τοῦ ΣτΕ δικάζοντας τήν ἀπό 27/11/2011 αἴτησή μας γιά τήν ἀκύρωση τῆς ὑπ’ ἀριθμ. Πρωτ. ΕΥΔΕΚ/οικ/760/7.11.2011 κοινῆς Ὑπουργικῆς Ἀποφάσεως τῶν Ὑπουργῶν Ἐθνικῆς Παιδείας καί Θρησκευμάτων, Πολιτισμοῦ καί Ἀθλητισμοῦ καί Ἀνάπτυξης, Ἀνταγωνιστικότητας, Ὑποδομῶν, Μεταφορῶν καί Δικτύων, μέ τήν ὁποία προβλέπεται «ἡ χρηματοδότηση τῶν πάσης φύσεως δαπανῶν γιά τήν ὑλοποίηση τοῦ ἔργου τῆς μετασκευῆς τοῦ πρώην Κεντρικοῦ Συνεργείου Αὐτοκινήτων Ναυτικοῦ (Κ.Σ.Α.Ν.) σέ χρήση τεμένους...» ἐρρειδομένης ἐπί τοῦ Νόμου 3512/2006 «Ἰσλαμικό Τέμενος καί ἄλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 264/2006) ἀπέρριψε κατά πλειοψηφία τήν αἴτησή μας ἐκδίδοντας τήν ὑπ’ ἀριθμ. 2399/2014 Ἀπόφασή της.
Ἐπειδή ὅπως θυμόσοφα λέει ὁ λαός μας καί οἱ κρίνοντες κρίνονται θά σχολιάσουμε τήν ἐκδοθεῖσα Ἀπόφαση τῆς Ὁλομελείας τοῦ ΣτΕ ἀποδεικνύοντας ὅτι ἐξεδόθη κατά πρόδηλη παράβαση τῶν διατάξεων τοῦ Συντάγματος τό ὁποῖο θεσμικά ὀφείλει νά ὑπερασπίζεται.
Εἰδικώτερα ἀπέρριψε τόν λόγο ἀκυρώσεως ὅτι ἡ ἀνωτέρω Ὑπουργική Ἀπόφαση ἦταν ἀκυρωτέα διότι ἡ ἐγκατάσταση τοῦ Ἰσλαμικοῦ τεμένους στό Βοτανικό ἐν ὄψει τῶν ἐπιπτώσεων πού θά ἔχει ἡ λειτουργία του (συγκέντρωση μεγάλου ἀριθμοῦ Μουσουλμάνων γιά προσευχή, ἠχητικές ὀχλήσεις, προβλήματα κυκλοφορίας) στήν καθημερινή ζωή τῶν περιοίκων, στό φυσικό πολιτιστικό καί ἀνθρωπογενές περιβάλλον καί στήν αἰσθητική τῆς πόλεως, ἀφ’ ἑνός προσβάλλει τό δικαίωμα τῆς ἐλεύθερης ἀνάπτυξης τῶν κατοίκων καί τήν ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας, ἀφ’ ἑτέρου δέ στερεῖται τῆς ἀπαιτουμένης κατά τά ἄρθρα 24 καί 26 τοῦ Συντάγματος καί τήν Νομολογία τοῦ Δικαστηρίου τῆς ΕΕ αἰτιολογίας, ἐφ’ ὅσον δέν προκύπτει ἡ ὕπαρξη ἐξαιρετικῶν λόγων πού νά διακιολογοῦν τήν συγκεκριμένη χωροθέτηση ἀπ’ εὐθείας μέ διάταξη Νόμου καί δέν ἔχει προηγηθεῖ σχετική περιβαλλοντική ἐκτίμηση καί δέν ἔχουν ἐρευνηθεῖ ἐναλλακτικές λύσεις ὀλιγώτερο ἐπεχθεῖς γιά τό περιβάλλον. Ἀπέρριψε τόν ἀνωτέρω λόγο ἀκυρώσεως χωρίς, κατά τή γνώμη μας, ἐπαρκῆ αἰτιολογία διότι ἡ χωροθέτηση ὁποιουδήποτε ἔργου ὡς ἀτομική ρύθμιση χωροταξικοῦ καί πολεοδομικοῦ σχεδιασμοῦ, τελεῖ κατά τό ἄρθρο 24 τοῦ Συντάγματος ὑπό συγκεκριμένες οὐσιαστικές καί διαδικαστικές προϋποθέσεις (Ὁλομ. ΣτΕ 1970/2012, 3059/2009), ὅταν δέ, κατ’ ἐξαίρεση καίτοι ἀποτελεῖ ἀτομική ρύθμιση, ἐπιχειρεῖται ἀπό τήν Νομοθετική ἐξουσία πρέπει, ἐν ὄψει καί τῶν ἄρθρων 26 καί 4 τοῦ Συντάγματος:
α. Νά αἰτολογεῖται ἀπό τήν ἄποψη τῆς συνδρομῆς τῶν ἐξαιρετικῶν πρός τοῦτο λόγων, οἱ ὁποῖοι πρέπει νά προκύπτουν ἀπό τίς προπαρασκευαστικές ἐργασίες τοῦ Νόμου καί ὑπό τήν προϋπόθεση ὅτι μέ τίς ρυθμίσεις αὐτές δέν θίγονται ἀτομικά δικαιώματα καί δέν παραβιάζονται ἄλλες συνταγματικές διατάξεις ἤ ἀρχές καθώς καί σχετικοί ὁρισμοί τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου καί
β. Νά γίνεται κατόπιν ἐκτιμήσεως εἰδικῆς ἐπιστημονικῆς μελέτης (Ὁλομ. 1970/2012, 123/2007, 415/2011). Στήν προκειμένη περίπτωση ἡ προσβληθεῖσα πράξη ἀφορᾶ σύμφωνα μέ τήν παρ. 5 τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Ν. 3512/2006 στήν προβλεπομένη ἀπό τήν παρ. 2 τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ Κρατική χρηματοδότηση τῆς κατασκευῆς τοῦ Ἰσλαμικοῦ τεμένους, πρόκριμα ὅμως καί πρϋπόθεση τῆς νομιμοτητός της εἶναι ἡ ἐπιλογή τοῦ συγκεκριμένου χώρου στόν ὁποῖο θά κατασκευαστεῖ τό τέμενος (χωροθέτηση) καί ἡ ἐν εὐρεία ἐννοία νομιμότητα τῆς ἐπιλογῆς αὐτῆς. Εἰδικώτερα δέ ἡ συνταγματικότητα τῆς σχετικῆς ἀτομικῆς ρυθμίσεως τοῦ Νόμου, δέν ὑφίσταται γιά τήν ἐν λόγῳ χωροθέτηση, διότι ἡ ἀναφερομένη στήν αἰτιολογική ἔκθεση τοῦ Νόμου 4014/2011 ἀπόφαση ἀπό 26/9/2011 τῆς Ἐκτελεστικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Ὁργανισμοῦ Ἀθήνας, ἔχει ὡς μόνο ἀντικείμενο τήν συμπλήρωση τῶν ἐπιτρεπομένων χρήσεων τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἐλαιώνα καί δέν στηρίζεται σέ καμμιά ἀναλυτική μελέτη ἀλλά σέ ἁπλή εἰσήγηση τῆς προϊσταμένης τοῦ ἐν λόγῳ Ὀργανισμοῦ.
Ἀπέρριψε ἐπίσης ἡ Ὁλομέλεια τοῦ ΣτΕ, χωρίς ἐπαρκῆ αἰτιολογία τόν βάσιμο λόγο ἀκυρώσεως τῆς κοινῆς Ὑπουργικῆς Ἀποφάσεως ὅτι οἱ διατάξεις τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Ν. 3512/2006 (Ἰσλαμικό Τέμενος) ὅπως ἔχουν ἀντικατασταθεῖ ἀπό τίς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 29 παρ. 5 στοιχεῖο ii τοῦ ν. 4014/2011 ἀντίκεινται στίς ἀρχές τῆς διακρίσεως τῶν ἐξουσιῶν καί τῆς ἰσότητος (ἀρ. 26 καί 4 τοῦ Συντάγματος) κατά τό μέρος πού μέ αὐτές θεσπίζονται ἀτομικές ρυθμίσεις χωρίς ἡ ἐπιλογή τῆς νομοθετικῆς ὁδοῦ νά αἰτιολογεῖται εἰδικῶς οὔτε καθ’ ἑαυτήν οὔτε ἐν σχέσει πρός τή μή τήρηση τῶν διαδικασιῶν πού προβλέπονται ἀπό τήν σύμφωνη μέ τό Σύνταγμα Νομοθεσία περί ἱδρύσεως καί λειτουργίας λατρευτικῶν χώρων (ἄρθρ. 1 τοῦ ἀναγκ. Ν. 1363/1938 ὅπως τροποποιήθηκε μέ τό ἄρθρ. 1 τοῦ ἀναγκ. Ν. 1672/1939, ΦΕΚ Α΄ 123) ἐνῶ ὅπως συνάγεται ἀπό τόν συνδυασμό τῶν διατάξεων 4 παρ. 1, 20 παρ.1 καί 26 τοῦ Συντάγματος δέν ἀποκλείεται μέν, κατ’ ἀπόκλιση ἀπό τήν συνήθη διοικητική διαδικασία, πού προβλέπεται ἀπό τήν κειμένη νομοθεσία, θέσπιση μέ τυπικό νόμο ἀτομικῶν ρυθμίσεων, ὑπό τήν προϋπόθεση ὅμως ὅτι μέ τίς ρυθμίσεις αὐτές δέν παραβιάζονται ἄλλες συνταγματικές διατάξεις ἤ ἀρχές. Ὁ Ν. 3612/2006 (Ἰσλαμικό Τέμενος) μέ τό ἄρθρο 3 ὅπως ἀντικαταστάθηκε ἀπό τίς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 29 παρ. 5 στοιχεῖο ii τοῦ ν. 4014/2011 προβλέπει τήν ἐγκατάσταση τοῦ Ἰσλαμικοῦ Τεμένους σέ κτῆμα τοῦ Ἑλληνικοῦ δημοσίου, τήν κρατική χρηματοδότηση τῆς μελέτης γιά τήν ἐγκατάστασή του καί τῆς κατασκευῆς του καί τήν δωρεάν ἐπ’ ἀόριστο παραχώρηση ἀπό τό Δημόσιο τῆς χρήσεως τοῦ ἐν λόγῳ Τεμένους στό ΝΠΙΔ τοῦ Ν. 3512/2006, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ ἁπλῶς τό φορέα διοικήσης καί διαχειρίσης δηλ. τό νομικό «περίβλημα» τοῦ Τεμένους. Γιά καμμία ὅμως ἀπό τίς παραπάνω ἀτομικές ρυθμίσεις δέν συντρέχουν οἱ προϋποθέσεις τῶν ἄρθρων 20 παρ. 1, 26, 28 καί 4 τοῦ Συντάγματος διότι α. οὔτε γιά τήν λειτουργία τοῦ συγκεκριμένου Τεμένους, οὔτε γιά τήν χωροθέτησή του, οὔτε γιά τήν δωρεάν παραχώρηση δημόσιας ἐκτάσεως γιά τήν ἀνέγερσή του, οὔτε γιά τήν κρατική χρηματοδότηση τῆς κατασκευῆς του, προκύπτει ἀπό τίς προπαρασκευαστικές ἐργασίες τοῦ Ν. 3512/2006 ἤ τοῦ Ν. 4014/2011 ἡ συνδρομή ἐξαιρετικῶν περιστάσεων πού νά δικαιολογοῦν τήν θέσπιση τῶν ἀνωτέρω ἀτομικῶν ρυθμίσεων μέ νόμο, ἀντιθέτως γιά τίς ἐν λόγῳ ρυθμίσεις δέν συντρέχει λόγος δημοσίου ἐθνικοῦ ἤ γενιότερου κοινωνικοῦ συμφέροντος, ἀφοῦ μέ αὐτές ἐξυπηρετεῖται ἀποκλειστικά τό συμφέρον συγκεκριμένης ὁμάδας (θρησκευτικῆς κοινότητας, ἡ ὁποία κατά τά κοινῶς γνωστά δέν ἀπαρτίζεται κατά πλειοψηφία ἀπό Ἕλληνες πολίτες) καί β. μέ τίς ἀνωτέρω ρυθμίσεις παραβιάζονται τό ἀρ. 24 παρ. 1 καί 2 τοῦ Συντάγματος διότι ἡ χωροθέτηση τοῦ Τεμένους ἔγινε χωρίς νά προηγηθεῖ εἰδική ἐπιστημονική μελέτη γιά τίς περιβαντολλογικές του ἐπιπτώσεις (Ὁλομ. ΣτΕ 3500/2009) καί γ. τό ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος τόσον αὐτοτελῶς ὅσο καί μέ τήν ἀρχή τῆς ἰσότητος ἀρ. 4 παρ. 1 τοῦ Συντάγματος, ἀφοῦ ἡ διάταξη πού καθιερώνει τό κανονικό δικαίωμα τῆς ἀνεμπόδιστης ὑπό τῆν προστασία τῶν Νόμων λατρείας, ἐκλαμβάνεται ἐσφαλμένως ἀπό τό Ν. 3512/2006 (Ἰσλαμικό Τέμενος) ὡς δημιουργοῦσα γιά τήν Πολιτεία δῆθεν ὑποχρέωση κατασκευῆς καί λειτουργίας μέ κρατική χρηματοδότηση λατρευτικοῦ χώρου σέ συγκεκριμένη θρησκευτική κοινότητα (Μουσουλμάνους), μή ἀνήκουσα στήν κατά τό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος ἐπικρατοῦσα θρησκεία.
Ἀπερρίφθη ὡσαύτως ὁ βάσιμος λόγος ἀκυρώσεως ὅτι ἐνῶ ἡ ἀνέγερση καί λειτουργία λατρευτικοῦ χώρου ὁποιουδήποτε δόγματος καί θρησκείας, πλήν τῆς ἐπικρατούσης κατ’ ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος χωρεῖ σύμφωνα μέ τήν σχετική πάγια Νομοθεσία (ἄρθρ. 1 τοῦ ἀναγκ. Ν. 1363/1938 ὅπως τροποποιήθηκε μέ τό ἄρθρ. 1 τοῦ ἀναγκ. Ν. 1672/1939, ΦΕΚ Α΄ 123) κατόπιν διοικητικῆς ἀδείας, ἡ ὁποία χορηγεῖται κατόπιν αἰτήσεως τῶν μελῶν τῆς οἰκείας θρησκευτικῆς κοινότητος τά ὁποία καί ἀναλαμβάνουν τήν σχετική δαπάνη. Ἡ Ἑλληνική Πολιτεία εἰδικῶς γιά τήν θρησκευτική κοινότητα τῶν Μουσουλμάνων τῆς Ἀττικῆς, παρακάμπτοντας τήν ὡς ἄνω πάγιας γενικῆς ἐφαρμογῆς διαδικασία, προβαίνει στήν ἵδρυση τοῦ συγκεκριμένου Τεμένους καί τοῦ διοικοῦντος αὐτό ΝΠΙΔ μέ νόμο, ἀναλαμβάνοντας μάλιστα ἡ ἴδια καί τήν δαπάνη κατασκευῆς καί λειτουργίας του μέ προφανές ἀποτέλεσμα οἱ ἐνέργειες αὐτές νά συνιστοῦν προνομιακή μεταχείριση τῆς Μουσουλμανικῆς θρησκευτικῆς κοινότητος πού ἀντίκειται σαφῶς καί προδήλως στά ἄρθρα 13 παρ. 2 καί 4 τοῦ Συντάγματος.
Τό ἀτομικό δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας πού κατοχυρώνεται μέ τό ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος περιλαμβάνει τήν ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως (παρ. 1) καί τήν ἐλευθερία τῆς ἐκδηλώσεως τῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων μέ ρητή ἀναφορά στήν ἀνεμπόδιστη ἄσκηση τῆς λατρείας κάθε γνωστῆς θρησκείας (παρ. 2). Ἀπό τήν τελευταία εἰδικότερη ἔκφανση τοῦ ἐν λόγῳ ἀτομικοῦ δικαιώματος ἀπορρέει γιά τό κράτος κατά τήν ρητή διατύπωση τῆς παρ. 2 ἡ ὑποχρέωση ἀφ’ ἑνός μέν, νά μήν παρακωλύει τήν ἄσκηση τῆς λατρείας, ἀφ’ ἑτέρου δέ νά τήν προστατεύει μέ Νόμους (βλ. ἄρθρα 200 καί 374α ΠΚ). Περαιτέρω ἀπό τά ἄρθρα 13 παρ. 1 τοῦ Συντάγματος καί 9 παρ. 1 τῆς ΕΣΔΑ πού κατοχυρώνουν τήν ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως κατοχυρώνεται καί ἡ ἀρχή τῆς θρησκευτικῆς ἰσότητος, ἐνῶ ἀπό τίς διατάξεις τῶν ἄρθρων 13 παρ. 2 τοῦ Συντάγματος καί 9 παρ. 2 τῆς ΕΣΔΑ συνάγεται ἡ ὑποχρέωση τοῦ Κράτους στό πλαίσιο τοῦ συμφύτου σέ μιά δημοκρατική Πολιτεία θρησκευτικοῦ πλουραλισμοῦ νά τηρεῖ οὐδέτερη καί ἀμερόληπτη στάση ἔναντι ὅλων τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων (ΕΔΔΑ Hassan et Tchaouch κατά Βουλγαρίας, 26/10/2000 σκ.60,62, Eglise metropolitaine de Bessarabie κατά Μολδαβίας, 13/12/2001, σκ.113, Mirolubovs κατά Λεττονίας, 15/9/2009 σκ.80). Ἐξάλλου ἀντίκειται στήν καθιερωμένη ἀπό τό Σύνταγμα ἀρχή τῆς ἰσότητος, (ἄρθρο 4) σέ συνδυασμό πρός τίς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 13, ἡ βάση θρησκευτικοῦ ἀποκλειστικῶς κριτηρίου προνομιακή μεταχείριση ὑπέρ ὁρισμένων πολιτῶν (Ὁλομ. ΣτΕ 1016/1963), πολύ δέ περισσότερο ὑπέρ ἀλλοδαπῶν. Περαιτέρω σύμφωνα μέ τίς διατάξεις πού προαναφέρθηκαν ἡ ἀνέγερση ἤ λειτουργία Ναοῦ, οἱουδήποτε δόγματος ἤ θρησκείας πλήν τῆς ἐπικρατούσης κατ’ ἄρθρον 3 τοῦ Συντάγματος, χωρεῖ κατόπιν ἀδείας τῆς Διοικήσεως πού χορηγεῖται κατόπιν αἰτήσεως τῶν μελῶν τῆς οἰκείας θρησκευτικῆς κοινότητος καί εἶναι σύμφωνος μέ τό ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος (Ὁλομ. ΣτΕ 4202/2012) καί ἀπό αὐτές προκύπτει ὅτι ἡ Πολιτεία μετά τήν ἔκδοση τῆς ἀνωτέρω ἀδείας καί ἐνδεχομένως τῆς σχετικῆς οἰκοδομικῆς ἀδείας δέν ὑποχρεοῦται νά προβεῖ σέ οἱαδήποτε ἄλλη ἐνέργεια π.χ χρηματοδότηση πρός ἐκτέλεση τῶν ἀδειῶν αὐτῶν, ἡ ὁποία ἐκτέλεση ἀπόκειται στά μέλη τῆς θρησκευτικῆς κοινότητος πού ὑπέβαλαν τά σχετικά αἰτήματα.
Περαιτέρω, στὴν αἰτιολογικὴ ἔκθεση τοῦ ν. 3512/2006 (Ἰσλαμικό Τέμενος) ἀναφέρονται τὰ ἑξῆς: «δὲν εἶχε ὑποβληθεῖ ἕως σήμερα ἀπὸ τὶς ἴδιες τὶς μουσουλμανικὲς κοινότητες, ἐπίσημο αἴτημα πρὸς τὸ Ὑπουργεῖο Ἐθνικῆς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων ... γιὰ τὴ χορήγηση σχετικῶν ἀδειῶν ... Κατόπιν αὐτῶν ἡ Κυβέρνηση ἀναλαμβάνει τὴν πρωτοβουλία νὰ δημιουργήσει ἕνα τέμενος στὴν Ἀθήνα, ἀντιμετωπίζοντας ἔτσι τὴ χρόνια ἀνάγκη τῶν μουσουλμάνων νὰ ἔχουν ἕναν ἐπίσημο, σύγχρονο καὶ ἀξιοπρεπῆ χῶρο λατρείας». Ἐξ ἄλλου, ὅπως ἀνέφερε ἡ Ὑπουργὸς Ἐθνικῆς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων στὴ Βουλὴ κατὰ τὴν ψήφιση τοῦ ἐν λόγω νόμου (πρακτικὰ Βουλῆς 7.11.2006, σέλ. 895), τὸ περιεχόμενο αὐτοῦ «δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὶς ἐξωτερικὲς σχέσεις τῆς χώρας» καὶ «δὲν ἀποτελεῖ ὑποδομὴ ποὺ θὰ γίνει μετὰ ἀπὸ διαπραγματεύσεις ἢ συζητήσεις μὲ ἄλλες χῶρες. Ἀποτελεῖ ὑποχρέωση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους πρὸς μουσουλμάνους ποὺ κατοικοῦν στὴν Ἑλλάδα, ἀνεξαρτήτως ἂν ἔχουν ἢ δὲν ἔχουν τὴν ἑλληνικὴ ὑπηκοότητα». Περαιτέρω δέ, ὁ Ἀναπληρωτὴς Ὑπουργὸς Περιβάλλοντος ἀνέφερε ὅτι «στὴν Ἀττικὴ λειτουργοῦν 120 παράνομα τζαμιὰ» (πρακτικὰ Βουλῆς 6.9.2011, σέλ.16303 ). Τέλος, στὸ ἀπὸ 24.9.2012 ἔγγραφυ τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας, Δία Βίου Μάθησης καὶ Θρησκευμάτων πρὸς τὸ ΣτΕ ἀναφέρεται ὅτι, στὸ παρελθὸν δὲν ἔχει χρηματοδοτηθεῖ ἀπὸ τὸ κράτος ἡ κατασκευὴ χώρων λατρείας ἄλλων θρησκειῶν ἢ δογμάτων. Ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω στοιχεῖα συνάγεται α) ὅτι οἱ μουσουλμάνοι τῆς Ἀττικῆς δὲν ἔχουν ἐμποδισθεῖ στὴν ἄσκηση τῶν θρησκευτικῶν τους καθηκόντων, ἀλλά, ἀντιθέτως, καλύπτουν τὶς θρησκευτικές τους ἀνάγκες μὲ τὴν ἀνοχὴ ἀπὸ τὴν Πολιτεία τῆς λειτουργίας 120 χώρων λατρείας, οἱ ὁποῖοι, καίτοι στεροῦνται τῆς κατὰ τὸ ἄρθρο 1 τοῦ ἄν. ν.1363/1938 ἀδείας, δὲν ἔχουν, παρὰ τὴν σχετικὴ ὑποχρέωση τῆς Διοικήσεως, σφραγισθεῖ καὶ β) ὅτι δὲν ἔχει προβληθεῖ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ θρησκευτικὴ κοινότητα τῶν μουσουλμάνων τῆς Ἀττικῆς, μὲ τὴν ὑποβολὴ σχετικῆς αἰτήσεως, ἡ ἀνάγκη καλύψεως τῶν θρησκευτικῶν τους ἀναγκῶν (προφανῶς λόγω τῆς ὡς ἄνω λειτουργίας τῶν 120 χώρων λατρείας). Ἐν ὄψει τῶν πραγματικῶν τούτων δεδομένων ποὺ προκύπτουν εὐθέως ἀπὸ τὶς προπαρασκευαστικὲς ἐργασίες θεσπίσεως τῶν ἐπίμαχων διατάξεων, δὲν στοιχειοθετεῖται κἄν, ὡς πρὸς τὴν πραγματική του βάση, ὁ λόγος τὸν ὁποῖο ἐπικαλεῖται ὁ νομοθέτης (ἡ ἀνάγκη δηλαδὴ καλύψεως τῶν θρησκευτικῶν ἀναγκῶν) γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὴν παρέμβασή του πρὸς θέσπιση τῶν ἐν λόγω ἀτομικῶν ρυθμίσεων (κεντρικὸ σημεῖο τῶν ὁποίων, κατὰ τὰ ἐκτεθέντα , δὲν εἶναι ἡ σύσταση νομικοῦ προσώπου ἰδιωτικοῦ δικαίου, ἀλλὰ ἡ κατασκευὴ καὶ λειτουργία ἰσλαμικοῦ τεμένους). Ἡ ὕπαρξη δὲ μεγάλου ἀριθμοῦ μουσουλμάνων στὴν Ἀττικὴ- ἡ ὁποία δὲν ἀμφισβητεῖται - ἢ ἡ ἀπουσία συνολικῆς καὶ ἑνιαίας ἔκφρασης τῆς μουσουλμανικῆς κοινότητος δὲν συγκροτοῦν, ἐν ὄψει τῶν ἀνωτέρω πραγματικῶν δεδομένων (τῆς λειτουργίας 120 χώρων λατρείας καὶ τῆς μὴ ὑποβολῆς σχετικῶν αἰτημάτων), τὴν, κατὰ τὴν ὡς ἄνω εἰσηγητικὴ ἔκθεση, ὕπαρξη ἀνάγκης καλύψεως τῶν θρησκευτικῶν ἀναγκῶν τῶν μουσουλμάνων, τὴν ὁποία, ἄλλωστε, ὁ ἴδιος ὁ νομοθέτης δὲν χαρακτηρίζει ὡς λόγο δημοσίου συμφέροντος. Ἁπλῶς, στὶς ἐπίμαχες ρυθμίσεις προβαίνει ὁ νομοθέτης μὲ τὴν, ἐσφαλμένη, ἐν ὄψει τοῦ ἐκτεθέντος περιεχομένου τοῦ ἄρθρου 13 παράγραφος 2 τοῦ Συντάγματος, ἀντίληψη ὅτι στὶς ὑποχρεώσεις τῆς Πολιτείας περιλαμβάνεται καὶ ἡ ἵδρυση, κατασκευή, ὀργάνωση, λειτουργία καὶ χρηματοδότηση λατρευτικῶν χώρων (ἀκόμη καὶ θρησκείας ἄλλης, ἐκτός τῆς, κατὰ τὸ Σύνταγμα, ἐπικρατούσης). Τέλος, ἡ κατασκευὴ τοῦ συγκεκριμένου Τεμένους δὲν ἀποτελεῖ, κατὰ τὰ ἐκτεθέντα, ζήτημα συνδεόμενο μὲ τὶς διεθνεῖς σχέσεις τῆς χώρας. Ἑπομένως προκύπτει ὅτι μὲ τὶς διατάξεις τῶν ἄρθρων 1-4 τοῦ ν. 3512/2006 (ὅπως ἰσχύουν), χωρὶς νὰ ὑπηρετεῖται κανένας δημόσιος σκοπός, εἰσάγεται ἕνα σύνολο ἀλληλεξαρτώμενων ἀτομικῶν ρυθμίσεων εἰδικῶν (ὡς ἀφορωσῶν στὴν κατασκευὴ καὶ λειτουργία τοῦ συγκεκριμένου λατρευτικοῦ χώρου), ἐξαιρετικῶν (ἐφ' ὅσον χωροῦν κατὰ παρέκκλιση τῆς ὑφισταμένης παγίας σχετικῆς νομοθεσίας) καὶ εὐνοϊκῶν -κυρίως καθ' ὅ μέρος προβλέπουν τὴ δωρεὰν παραχώρηση ἐπ' ἀόριστον κρατικῆς περιουσίας καὶ τὴν κρατικὴ χρηματοδότηση τῆς κατασκευῆς καὶ λειτουργίας τοῦ Τεμένους- γιὰ συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων (μάλιστα δέ, κατὰ πλειοψηφία, ὄχι Ἑλλήνων πολιτῶν), μὲ μόνο κοινὸ χαρακτηριστικὸ τὴν ἔνταξή τους σὲ συγκεκριμένη θρησκεία (ποὺ δὲν εἶναι, πάντως, ἡ κατὰ τὸ Σύνταγμα ἐπικρατοῦσα). Πρόκειται, συνεπῶς, γιὰ μία ἀδικαιολογήτως εὐνοϊκὴ (προνομιακὴ) μεταχείριση ὑπὲρ τῆς ὡς ἄνω κατηγορίας προσώπων μὲ ἀποκλειστικὸ κριτήριο τὶς θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Οἱ διατάξεις, ἑπομένως, αὐτές, κατ' ἐξοχὴν δὲ ἡ πρόβλεψη περὶ κρατικῆς χρηματοδοτήσεως τῆς κατασκευῆς τοῦ ἐν λόγω Τεμένους (στὴν ὁποία, εἰδικότερα, ἀναφέρεται ἡ προσβαλλόμενη πράξη) ὑπὸ συνθῆκες, μάλιστα, δυσμενέστατης δημοσιονομικῆς συγκυρίας, παραβιάζουν τὶς προεκτεθεῖσες ἀρχὲς τῆς θρησκευτικῆς ἰσότητος καὶ οὐδετερότητος τοῦ Κράτους ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ τὰ ἄρθρα 13 καὶ 4 τοῦ Συντάγματος καὶ 9 τῆς ΕΣΔΑ.
Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω πού κονιορτοποιοῦν τήν Ἀπόφαση τῆς Ὁλομελείας τοῦ ΣτΕ ἡ Ἑλληνική Πολιτεία, θά προχωρήσει ἀπρόσκοπτα στήν ἀνέγερση τοῦ Μουσουλμανικοῦ Τεμένους ὅταν ἡ γειτονική Τουρκία πρό ὀλίγων ἡμερῶν μετέτρεψε τὀν 9ο κατά σειρά ἱστορικό Ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας Ἠρακλείας (Ἐρεσλί) τοῦ Δ. Πόντου σέ τέμενος μέ τήν ὀνομασία Ὀρχάν Τζαμί πού θά ξαναλειτουργήση μέ πανηγυρικό τρόπο στήν μουσουλμανική ἑορτή τοῦ Κουρμπάν Μπαϊράμ.
Ὁ πολύ ἀξιόλογος διανοητής καί σχολιαστής Τάκης Θεοδωρόπουλος στήν «Καθημερινή» τῆς Κυριακῆς 28/9/2014 ἔγραψε γιά τούς 50.000 μαχητές τοῦ χαλιφάτου στό Ἰράκ καί τή Συρία: «Εἶναι ἐναντίον τῆς Δημοκρατίας, εἶναι ἐναντίον τῆς ἐκκοσμικευμένης γνώσης καί σκέψης, ἄρα ἐναντίον τῆς ἐλευθερίας τῆς σκέψης, εἶναι ἐναντίον τοῦ Διαφωτισμοῦ, ἐναντίον τῶν ἀρχαίων ἀγαλμάτων. Εἶναι μέ δύο λόγια ἐναντίον τοῦ πολιτισμοῦ μας». Τό θέμα ὅμως πού ἀποσιωπᾶται ἀπό ὅλους, εἶναι ὅτι τήν εὐθύνη γιά τά φρικώδη καί τρομακτικά ἐγκλήματα τοῦ ἱεροῦ πολέμου (!) Τζιχάντ δέν τήν ἔχουν ἀσφαλῶς τά ἀξιοθρήνητα θύματα καί θῦτες ἐν ταὐτῷ τοῦ Χαλιφάτου ἤ «Ἀποκεφαλιστάν» ἀλλά ἡ ψευδής καί ἀσύμβατη μέ κάθε ἔννοια δημοκρατίας, ἐλευθερίας, ἀνεξιθρησκείας καί ἀληθείας, θρησκεία τοῦ Κορανίου, ἡ ὁποία στό Κεφ. 47 παραγρ. 4 ἐντέλλεται !!! «ὅταν συναντᾶτε τούς ἀπίστους φονεύετε καί κατασφάζετε, συγκρατοῦντες στερεά τά δεσμά τοῦ αἱχμαλώτου (Κορ. κεφ. 47,4), στό δέ Κεφ. 8, παραγρ. 68 διακηρύσσει «Κανείς ἀπό τούς προφῆτες δέν μπόρεσε νά ἀποκτήση στή γῆ ὀπαδούς χωρίς σφαγές» καί στό Κεφ. 8 παραγρ. 40 συνεχίζει τίς ἐντολές τοῦ θανάτου «πολεμεῖτε αὐτούς μέχρις ὅτου δέν θά ὑπάρχει πλέον πειρασμός, μέχρις ὅτου δέν θά ὑπάρχει ἄλλη θρησκεία παρά τοῦ μόνου Θεοῦ» καί ὁλοκληρώνει τό τελετουργικό τῶν στυγνῶν δολοφονιῶν καί τόν «ἐξαγιασμό» !!! τους μέ τήν διαβεβαίωση στό Κεφ. 8 παραγρ. 17 «Δέν φονεύετε ἐσεῖς αὐτούς ἀλλά ὁ Θεός. Ὅταν ἀκοντίζεις δέν εἶσαι ἐσύ πού ἀκοντίζεις, εἶναι αὐτός ὁ Θεός γιά νά δοκιμάσει τούς πιστούς διά λαμπρᾶς δοκιμασίας. Ὁ Κύριος ἀκούει καί γνωρίζει τά πάντα» καί στό Κεφ. 9 στιχ. 29 «Πολεμεῖται ἐναντίον τοῦ μή πιστεύοντος τόν Θεό, οὔτε στήν ἐσχάτη ἡμέρα καί μή θεωροῦντος ἀθέμιτο ὅ,τι ὁ Θεός καί ὁ ἀπόστολος Αὐτοῦ ἀπηγόρευσαν, πολεμεῖτε δέ ἐπίσης ἐναντίον τῶν Ἑβραίων καί τῶν Χριστιανῶν οἱ ὁποίοι δέν πιστεύουν τήν πίστη τῆς ἀληθείας».
Αὐτή εἶναι ἡ «θεολογική» βάση τοῦ Ἰσλάμ πού δέν διακρίνεται σέ ριζοσπαστικό καί σέ δῆθεν μετριοπαθές. Μιᾶς ἀνθρωποπαθοῦς θρησκείας πού ἑδράζεται στό τρομακτικό ἰδεολόγημα ὅτι δῆθεν ἔνθεος εἶσαι ἐάν σφάζεις, βιάζεις, λεηλατεῖς καί ἐπιβάλλεσαι στό συνάνθρωπό σου. Βέβαια ὁ ψευδοθεός Ἀλάχ δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τόν ψευδοθεό τοῦ ἀραβικοῦ πολυθεϊστικοῦ καί εἰδωλολατρικοῦ συστήματος καί ἑπομένως ὡς δαιμόνιο ἀρέσκεται στίς ἀνθρωποθυσίες καί τό αἷμα, ὁ δέ δῆθεν Προφήτης ἐνυμφεύθη ὡς ἕβδομη γυναίκα του τήν σύζυγο τοῦ υἱοῦ του Ζαΐντ καί ὡς ἔνατη τήν ἑπταετῆ κορασίδα Ἀϊσά. Τό ἐρώτημα πού τίθεται εἶναι πόσο ἀνόητοι μπορεῖ νά εἶναι οἱ ὑπεύθυνοι τῶν πολιτειῶν τῆς Δύσεως, ὥστε νά παραβλέπουν τά ἀνωτέρω καί νά δηλώνουν παγκόσμια σάν τόν Ἀμερικανό Πρόεδρο ὅτι δῆθεν «ὑποτιμήσαμε» τό θέμα. Ὅσον ἀφορᾶ γιά τούς ἐν Ἑλλάδι κρατοῦντας πολλαπλασιάζεται ἡ εὐθύνη τους γιατί σέ αὐτήν τήν αἱματοπότιστη χώρα τό Γένος μάτωσε καί τά ἱερά σφάγια τῆς πίστεως καί τῆς ἐλευθερίας μας πότισαν μέ τό αἷμα τους, σπιθαμή πρός σπιθαμή, αὐτή τήν μαρτυρική γῆ, γιά νά μήν ἀποτελοῦμε σήμερα τό ὑπόλοιπο τῆς Εὐρωπαϊκῆς Τουρκίας.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Ὑπάρχει φανερὴ ὑπερηφάνεια, ὑπάρχει καὶ κρυφὴ ὑπερηφάνεια. Τὴν κρυφὴ ὑπερηφάνεια ἐννοεῖ ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος, λέγοντας: «Ἡ ὑπερηφάνεια ἀναγκάζει ἐπινοεῖν καινοτομίας μὴ ἀνεχομένη τὸ ἀρχαῖον».
Αὐτὴ τὴν ὑποχθόνια ὑπερηφάνεια, ποὖναι κρυμμένη κάτω ἀπὸ τὴν ταπεινολογία καὶ τὴν ταπεινοφάνεια, ἔχουνε ὅσοι δὲν σέβουνται τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας στὴ λατρεία καὶ στὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες, καὶ θέλουνε νὰ εἰσάξουνε σ᾿ αὐτὴ κάποιους νέους τρόπους ποὺ εἶναι ὁλότελα ξένοι πρὸς τὴν οὐσία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Ὄχι μοναχὰ ξένοι πρὸς τὸν πνευματικὸν χαρακτήρα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ ὁλότελα ἀντιορθόδοξοι.
Εἶδες τί λέγει ὁ ὅσιος Ἐφραὶμ γιὰ τὴν ὑπερηφάνεια ποὺ εἶναι ἡ αἰτία τῶν νεωτερισμῶν; Δὲν λέγει ἁπλῶς «κινεῖ» ἀλλὰ «ἀναγκάζει», βιάζει αὐτὸν ποὺ τὴν ἔχει τὴν ὑπερηφάνεια. Καὶ ἔπειτα λέγει «ἐπινοεῖν», νὰ ἐφεύρει, νὰ φτιάξει κάποια ψεύτικα πράγματα. Τὸ «ἐπινοεῖν» ἔχει μέσα του τὴν πονηρία. Καὶ παρακάτω λέγει ὁ ἅγιος: «μὴ ἀνεχομένη». Ἡ περιφάνεια, λέγει δὲν ἀνέχεται, δὲν χωνεύει, δὲν ὑποφέρει «τὸ ἀρχαῖον», δηλαδὴ «τὴν παράδοση», ἀλλὰ τὴν πολεμᾶ μὲ λύσσα. Πῶς νὰ τὴν ἀνεχθεῖ ἀφοῦ τὴ μποδίζει στοὺς νεωτερισμοὺς ποὺ ἐπιθυμᾶ νὰ ἐπιδίδεται. Ἡ ὑπερηφάνεια, λοιπόν, μισεῖ «τὸ ἀρχαῖον», δηλαδὴ τὸ ἔργον τῶν εὐσεβῶν ψυχῶν ποὺ μᾶς παραδώσανε τὸν ἐξωτερικὸ χαρακτῆρα τῆς Ὀρθοδοξίας μαζὶ μὲ τὸν ἐσωτερικό, γιὰ νὰ τὰ φυλάξουμε μὲ δέος καὶ μὲ ἀγάπη. Τὸ νὰ μισεῖ ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι φυσικὸ ἰδίωμά της. Ἀλλὰ τί μισεῖ; Μισεῖ «τὸ ἀρχαῖον», δηλαδὴ τὴν παράδοση. Μά, ἕνα πράγμα ποὺ τὸ μισεῖ ἡ ὑπερηφάνεια, τὸ σατανικὸ αὐτὸ πάθος, θὰ πεῖ πὼς αὐτὸ ποὺ μισεῖ πρέπει νὰ εἶναι κάποιο πράγμα ἁγιασμένο, ἱερώτατο, ποὺ κάνει τὴ διαβολικὴ ὑπερηφάνεια νὰ φρυάξει καταπάνω του.
Λοιπόν, ἐκεῖνοι ποὺ κάνουνε τοὺς νεωτερισμοὺς ὁποὺ παραμορφώνουνε τὸν χαρακτῆρα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἴτε στὴν ἐσωτερικὴ πνευματικὴ οὐσία της, εἴτε στὴν ἐξωτερικὴ μορφή της, ἡ ὁποία ἐκφράζεται μὲ τὴν τελετουργία καὶ μὲ τὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες, σπρώχνουνται σ᾿ αὐτὸ τὸ ἀνίερο ἔργο ἀπὸ τὸν σατανᾶ τῆς ὑπερηφάνειας καὶ τῆς ἀπιστίας. Ἀπ᾿ ἐναντίας, ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουνε μέσα τους τὴ βλογημένη ταπείνωση, νοιώθουνε τέτοια ἀγάπη πρὸς τὴν παράδοση, ποὺ ἡ χαρά τους εἶναι νὰ τῆς ὑποτάσσονται προθυμερά, ὅπως ὁ καλὸς δόκιμος ὑποτάσσεται στὸν πνευματικὸν πατέρα του, κι ὁ πόθος τους εἶναι νὰ συντηρηθεῖ αὐτὴ ἡ πολύτιμη κληρονομιὰ τῆς παράδοσης, κι ὄχι νὰ παραμορφωθεῖ καὶ νὰ καταστραφεῖ, ὅπως εὔχουνται οἱ ἀσεβεῖς νεωτεριστές.
Καὶ μὅλα ταῦτα, κάποιοι τέτοιοι νεωτεριστὲς παρουσιάζονται, οἱ ἀθεόφοβοι, σὰν ἀνακαινιστὲς τῆς ὀρθοδοξίας, καὶ γιορτάζουνε τὴ μεγάλη γιορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ εἶναι ἡ νίκη τῆς Ἐκκλησίας καταπάνω στοὺς ἴδιους αὐτοὺς νεωτεριστές. Ναί, γιορτάζουν μαζὶ μὲ κείνους ποὺ κρατοῦνε τὶς παραδόσεις σὰν ἀτίμητο θησαυρό.
Ἀλλά, τοῦτοι οἱ καταργητές, αὐτοὶ ποὺ μισοῦν τὴν ἱερὴ παράδοση, (ποὺ ὁ θρίαμβός της εἶναι ἡ γιορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας), θέλουν νὰ διδάξουν τί ἐστὶ Ὀρθοδοξία στὰ τέκνα τὰ γνήσια τῆς Ὀρθοδοξίας. Καὶ τοῦτοι οἱ πονηροὶ καθηγηταὶ εἶναι χειροτονημένοι ἀπὸ τοὺς ὀρθοδοξώτατους Προτεστάντες δασκάλους τους! Ἀπ᾿ αὐτοὺς διδαχθήκανε ποιά εἶναι ἡ ἀληθινὴ Ὀρθοδοξία, κι ὄχι ἡ πεπαλαιωμένη κείνη Ὀρθοδοξία ποὺ διδάξανε οἱ Πατέρες ποὺ μᾶς τὴν παραδώσανε, καὶ ποὺ βεβαιώσανε τὴ διδασκαλία τους μὲ τὴν ἁγιωσύνη τῆς ζωῆς τους.
Ἀπὸ τέτοιους καθηγητὲς περιμένει νὰ φωτισθεῖ ἡ Ἑλλάδα, ποὺ πήγανε νὰ μάθουνε τί εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς της, κι ἀπὸ κείνους ποὺ καταξεράνανε μὲ τὴν ἄπιστη σοφία τους τὸ δροσόφυλλο δέντρο τῆς θρησκείας τοῦ Χριστοῦ, ποὺ πήγανε στὸ ἔρεβος τοῦ Μέλανος θεολογικοῦ Δρυμοῦ, γιὰ νὰ φέρουνε τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου στὸν λαὸ ποὺ τὸ κήρυξε στὰ ἔθνη, αὐτοὶ ποὺ ἀφήσανε τὰ ἡφαίστεια τῆς Ὀρθοδοξίας ποὺ πυρπολήσανε τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, καὶ πήγανε στὰ παγόβουνα τοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ τῆς ἀπιστίας, γιὰ νὰ φέρουνε σ᾿ ἐμᾶς, ποὺ μᾶς ἔθρεψε ἐπὶ αἰῶνες τὸ μάνα τῆς παράδοσης, τὴν ψύχρα τῆς πονηρῆς γνώσης. Αὐτοὶ μιλοῦν γιὰ Ὀρθοδοξία ἐν ὀνόματι τῶν ἁγίων Πατέρων Χάρνακ, Στράους, Ρενὰν καὶ τῶν σὺν αὐτοῖς ἁγιασάντων!!
Τόσο ἀφιονισθήκανε, λοιπόν, οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τὸ ἀφιόνι τῆς Δύσης, ὥστε νὰ γίνουνται μαθητὲς κι ἀκροατὲς σὲ τέτοιους δασκάλους, ποὺ διαφημίζουνε πὼς τοὺς φέρνουνε μιὰ Εὐρωπαϊκὴ Ὀρθοδοξία, μαζὶ μὲ τὰ εὐρωπαϊκὰ σπίτια, μὲ τὰ εὐρωπαϊκὰ προϊόντα καὶ μὲ τὰ εὐρωπαϊκὰ πλυντήρια;
Αὐτοὶ οἱ ἐπιστημονικοὶ θεολόγοι καὶ νεορθόδοξοι δὲν θὰ εἶναι παράξενο νὰ ὑποστηρίζουνε κάποτε, ἐπιστημονικῶς, πὼς κατὰ λάθος γράφηκε ὅτι οἱ Πατέρες ποὺ διδάξανε στὸν κόσμο τὸν Χριστιανισμὸ γεννηθήκανε ἐδῶ στὴν Ἀνατολή, καὶ πὼς κατόπιν τῶν νέων ἐρευνῶν τῆς ἐπιστήμης ἐβεβαιώθη ὅτι ὁ μὲν Βασίλειος γεννήθηκε στὴν σεπτὴν Φραγκφούρτη, ὁ Χρυσόστομος στὴν ἁγίαν πόλιν τοῦ Μονάχου, τὴν νέαν Σιών, ὁ Γρηγόριος στὸ ἱερὸν Ἀμβοῦργον, ὁ Ἀντώνιος πὼς ἀσκήτεψε παρὰ τὴν Βαλτικὴν θάλασσαν, κ.λπ.
Ὅσον γιὰ τὸν Ἐφραὶμ τὸν Σῦρο, ποὺ εἴπαμε παραπάνω, ποῦ νὰ καταδεχτοῦνε νὰ τὸν γράψουνε στὰ σοφὰ συγγράμματά τους, ἕναν ἄξεστον καὶ ἀπαίδευτον τουρκοκαλόγηρον, καθὼς καὶ τοὺς ἄλλους, μὲ τὴν περιορισμένη διάνοια, ὅπως εἶναι ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος, Βαρσανούφιος, Νεῖλος, Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, Νικήτας Στηθᾶτος, Γρηγόριος Σιναΐτης, κι οἱ ἄλλοι φανατικοὶ καὶ μισαλλόδοξοι ἀνατολίτες.
Ἡ σημερινὴ «θεολογικὴ ἐπιστήμη», λένε οἱ ἐξ Ἑσπερίας φωτοδόται, ἐσυγχρονίσθη εἰς τὰς πολιτισμένας χώρας, καὶ ὁδηγεῖται εἰς τὴν ἔρευνάν της ὑπὸ τῶν πορισμάτων τῶν ἄλλων ἐπιστημῶν, τῆς βιολογίας, γεωλογίας, τῆς ἀστρονομίας κ.λπ. Ζῶμεν εἰς τὸν αἰῶνα τῶν ἐπιστημονικῶν θαυμάτων, τῶν πυραύλων, τῶν σπούτνικ. Εἰς τὰ ἀγωνιώδη ἐρωτήματα τὰ ὁποῖα προβάλλουν οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι, τί εἶναι εἰς θέσιν ν᾿ ἀπαντήσουν οἱ ἀγαθοὶ καὶ ἁπλοϊκοὶ ἐκεῖνοι γέροντες τῆς ἐρήμου, οἱ ζήσαντες ἐν σπηλαίοις ὡς οἱ τρωγλοδῦται, καὶ εἰς μίαν ἐποχὴν καθ᾿ ἣν ἐβασίλευεν ἡ βαρβαρότης, ἡ ἀμάθεια καὶ ἡ νοσηρὰ δεισιδαιμονία;
Ποιὰ θρησκεία λοιπὸν παραμορφώθηκε σὲ τέτοιον ἀπίστευτον βαθμό; Ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μᾶς ἔφερε τὴν ἀλήθεια, ἁπλή, καθαρὴ σὰν κρύσταλλο, καὶ ποὺ γλύτωσε τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ ἀπὸ τὴν πολύπλοκη καὶ μπερδεμένη ψευτιὰ τῆς γνώσης, αὐτὴ ἡ θρησκεία ἔπεσε πάλι στὰ πονηρὰ συστήματα ἐκείνων γιὰ τοὺς ὁποίους εἶπε ὁ Χριστὸς πὼς εἶναι κλέφτες καὶ ληστὲς ποὺ ληστεύουνε τὶς ψυχές.
Αὐτοὶ δὲν μπαίνουνε στὴν αὐλὴ τῶν προβάτων ἀπὸ τὴ θύρα, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, ἀλλὰ πηδᾶνε ἀπάνω ἀπὸ τὴ μάντρα, καὶ παρουσιάζουνται σὰν ποιμένες, ἐνῶ εἶναι ληστὲς καὶ κλέφτες.
Καὶ ποιοὶ εἶναι αὐτοί; Εἶναι τοῦτοι οἱ λαοπλάνοι, ποὺ ἔρχουνται ἀπὸ τὰ Πανεπιστήμια τῆς ἀπιστίας, βαστώντας στὰ χέρια τους διπλώματα καὶ πιστοποιητικὰ τῆς θεολογίας, σὰν νὰ εἶναι ἡ θεολογία γιατρικὴ ἢ χημεία, καὶ χαλᾶνε μὲ τὴν πονηρὴ διδασκαλία τους τὰ ἁπλοϊκὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, λέγοντάς τους πὼς ἡ πίστη τους εἶναι δεισιδαιμονία καὶ τυπολατρεία, καὶ πὼς ἡ ἱερὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας τὴ μποδίζει νὰ συγχρονισθῆ, δηλαδὴ νὰ γίνει σὰν τὴ Χριστιανικὴ ἀθεΐα ποὺ λέγεται Προτεσταντισμός.
Ναί. Αὐτοὶ εἶναι οἱ κλέφτες κι οἱ ληστὲς ποὺ εἶπε ὁ Κύριος πὼς ἀνεβαίνουνε ἀπ᾿ ἀλλοῦ καὶ μπαίνουνε στὴν αὐλὴ τῶν προβάτων, δηλαδὴ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καὶ δὲν μπαίνουνε ἀπὸ τὴ θύρα, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Καὶ θέλουνε νὰ ξεγελάσουνε τὰ ἀθῶα τὰ πρόβατα ποὺ ζοῦνε μὲ τὴν πατροπαράδοτη εὐσέβεια καὶ ποὺ γνωρίζουνε καλὰ τὸν Χριστό, καὶ Ἐκεῖνος τὰ γνωρίζει.
Μίλησα γιὰ τὶς ξένες χῶρες ποὺ σπουδάζουνε οἱ θεολόγοι μας. Αὐτοὶ οἱ λαοὶ εἶναι ἀγαθὴ γῆ καὶ καλοδεχτική, γιὰ νὰ φυτρώσει μέσα τους ὁ σπόρος τῆς ἀληθινῆς πίστης. Ἀλλὰ οἱ δικοί μας ποὺ πηγαίνουνε νὰ σπουδάσουνε ἐκεῖ ἀπὸ ματαιοδοξία, ἀντὶ νὰ μεταλαμπαδεύουνε τὴν Ὀρθοδοξία σὲ κεῖνες τὶς ψυχές, ποὺ τὶς ξέρανε ὁ λίβας τοῦ Προτεσταντικοῦ ὀρθολογισμοῦ, φέρνουν ἀπὸ κεῖ σὲ μᾶς, στὴ φυλὴ ποὺ κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο σ᾿ ὅλη τὴ γῆ, τὸν παραμορφωμένον ἐκεῖνον Χριστιανισμό, πιθηκίζοντας τὰ ξένα κι ἀποθεώνοντάς τα, ὅπως ὁ Παυσανίας ὁ Περιηγητὴς λέγει, πὼς κάνανε οἱ Ἕλληνες τῆς παρακμῆς στὸν καιρό του: «Ἕλληνες ἐν θαύματι τιθέασι τ᾿ ἀλλότρια, ἢ τὰ οἰκεῖα».
«Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· εἰς κρίμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσι καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται. Καὶ ἤκουσαν ἐκ τῶν Φαρισαίων ταῦτα οἱ ὅντες μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ εἶπον αὐτῷ· μὴ καὶ ἡμεῖς τυφλοί ἐσμεν; Εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· εἰ τυφλοὶ ἦτε, οὐκ ἂν εἴχετε ἁμαρτίαν· νῦν δὲ λέγετε ὅτι βλέπομεν· ἡ οὖν ἁμαρτία ὑμῶν μένει» (Ἰωάν. Θ´, 39).
«Ἦλθα σὲ τοῦτον τὸν κόσμο, λέγει ὁ Χριστός, γιὰ νὰ δοῦνε τὸ φῶς ἐκεῖνοι ποὺ δὲν βλέπουνε, καὶ γιὰ νὰ τυφλωθοῦνε ὅσοι βλέπουνε».
«Ἐκεῖνοι ποὺ δὲν βλέπουνε» εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἔχουνε τὴν ὑπερήφανη ἰδέα πὼς εἶναι σοφοὶ στὰ τῆς θρησκείας, ὅπως ἡμεῖς ποὺ πιστεύουμε μὲ ἁπλότητα καὶ μὲ ἐμπιστοσύνη στὸ Εὐαγγέλιο καὶ σὲ ὅσα μᾶς παραδώσανε οἱ Πατέρες, διατηρώντας μὲ εὐλάβεια ὀλότελα ἀνάλλαχτον τὸν χαρακτήρα τῆς λατρείας, καὶ θεωρώντας πὼς εἶναι ἀσέβεια τὸ νὰ βάζουμε τὰ τῆς θρησκείας μας κάτω ἀπὸ τὴ δική μας κρίση. Ἤμαστε τὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, κι ὅπως τὰ πρόβατα ἐμπιστεύουνται στὸν τσομπάνη, κι ἐμεῖς ἐμπιστευόμαστε στὸν ἀρχιποιμένα τὸν Χριστὸ καὶ στοὺς ποιμένας ποὺ διώρισε Ἐκεῖνος νὰ φροντίζουνε γιὰ τὴν αὐλὴ τῶν προβάτων, ἤγουν γιὰ τὴν Ἐκκλησία.
Καί «ἐκεῖνοι ποὺ βλέπουνε» εἶναι ὅσοι ἔχουνε τὴν περιφανῆ ἰδέα πὼς εἶναι σοφοὶ στὰ θρησκευτικὰ πράγματα, ἐπειδὴ σπουδάσανε σὲ κάποια μεγάλα σχολεῖα τῆς Εὐρώπης, ἐκεῖ ποὺ διδάσκουνε ἀνάμεσα στὶς ἄλλες ἐπιστῆμες καὶ τὴ θεολογία, σὰν νὰ εἶναι ἡ θεολογία μιὰ κοσμικὴ γνώση, ὅπως εἶναι ἡ γιατρική, ἡ μηχανικὴ κ.λπ.
Αὐτοὶ λοιπὸν «οἱ βλέποντες», ἐρευνοῦνε καὶ κρίνουνε τὰ τῆς θρησκείας, κι ἄλλα παραδέχουνται, ἄλλα δὲν τὰ παραδέχουνται, ἐπειδή, κατὰ τὴν κρίση τους, δὲν εἶναι σωστὰ ἀλλὰ εἶναι γεννήματα τῆς ἀμάθειας, κι ἔχουνε τὴν ἰδέα πὼς πρέπει ν᾿ ἀλλάξουνε, γιατὶ παληώσανε, μὴν πιστεύοντας πὼς εἶναι ἀνάλλαχτα κι αἰώνια, ἐπειδὴ δὲν πιστεύουνε πὼς προέρχουνται ἀπὸ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τοῦτοι λοιπὸν «οἱ βλέποντες», ἤγουν «οἱ οἰόμενοι βλέπειν», τυφλώνουνται, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, σὲ καιρὸ ποὺ κάνουνε τὸν καθηγητὴ καὶ τὸν ὁδηγό. Κι ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειά τους, κοιτάζουνε «τοὺς μὴ βλέποντας», δηλαδὴ ἐκείνους ποὺ παραδίνουνται σὰν τὸν τυφλὸ νὰ τοὺς χειροκροτήσει ἡ ἀμετασάλευτη πίστη τους στὴν ἁγιασμένη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, τοὺς κοιτάζουνε λοιπὸν μὲ περιφρόνηση σὰν ἀμαθεῖς τυπολάτρες ποὺ ἔχουνε στενὴ ἀντίληψι τῆς θρησκείας.
Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς ξενοσπουδασμένους θεολόγους, ἔβγαλε λόγο σὲ μιὰ ἐκκλησιά, κατὰ τὴ λειτουργία τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ γιορτὴ αὐτὴ γίνεται σὲ ἀνάμνησιν τῆς νίκης τῆς Ὀρθοδοξίας καταπάνω στοὺς νεωτεριστές. Φαντάσου λοιπόν, ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς νεωτεριστὲς νὰ γιορτάζει, πρῶτος καὶ καλίτερος, γιὰ τὴ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας καταπάνω στοὺς ὁμοίους του, καὶ νὰ βγάζει καὶ λόγο, γεραίροντας αὐτὸν τὸν θρίαμβο.
Ὁ θρίαμβος τῆς Ὀρθοδοξίας ἤτανε τότε κατὰ τῶν εἰκονομάχων, ἀλλὰ ἀπ᾿ ἀφορμὴ τῶν εἰκονομάχων, καταδικαστήκανε ὅλοι μαζὶ οἱ ἀνίεροι νεωτεριστές, ποὺ ἐπιχειρήσανε κι ἐπιχειροῦνε νὰ ξεσχίσουν τὸν ἄρραφο κι ἀκομμάτιαστον χιτώνα τῆς Ἐκκλησίας.
Ὡστόσο, ὁ καλόβουλος αὐτὸς θεολόγος, ποὺ εἶναι κι ἱερωμένος, συμβίβασε τὴν Ὀρθοδοξία με τοὺς νεωτερισμούς. Στὴν ἐκκλησία ποὺ λειτούργησε καὶ κήρυξε ὁ νεωτεριστὴς Ὀρθόδοξος, οἱ εἰκόνες κι ἡ μουσικὴ ἤτανε εὐρωπαϊκές, ἀντιορθόδοξες. Κι ἡ λειτουργία, σὲ πολλὰ παραμορφωμένη ἐπὶ τὸ νεωτεριστικώτερο, τὸ ὕφος δυτικό, ἡ ἀτμόσφαιρα χωρὶς τίποτα σχεδὸν Ἑλληνικὸ καὶ Ὀρθόδοξο.
Ἀλλὰ κι ὁ ἴδιος, πρόθυμα, θὰ ἔβγαζε πολλὰ περιττὰ ἀπὸ τὴ λειτουργία, θὰ ἔκοβε τὰ γένειά του, θὰ ἄλλαζε τὰ ἄμφιά του μὲ πολιτικὰ ροῦχα, θὰ καταργοῦσε τὰ κεριά, τὸ λιβάνι, τὰ καντήλια, τὰ πάντα, «ὡς ἐπουσιώδη», ὅπως συμπεραίνει κανεὶς ἀπὸ τὸν λόγο του.
Κατὰ βάθος ἴσως νὰ ἐλεεινολογοῦσε μάλιστα καὶ τοὺς Πατέρας ποὺ θεσπίσανε τὴν ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ θὰ τὄλεγε, ἂν δὲν φοβότανε τὸν «ὄχλο». Γιατὶ, κατὰ τὴ γνώμη του, ἡ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας ἤτανε ἡ νίκη τῆς τυπολατρείας καὶ τῆς δεισιδαιμονίας κατὰ τῆς ὑψηλῆς καὶ εὐρείας ἀντιλήψεως τῆς θρησκείας, ἡ ὁποία, κατ᾿ αὐτόν, εὑρίσκεται μέσα στὰ κεφάλια τῶν καθηγητῶν ποὺ εἶχε στὴν Εὐρώπη.
Γι᾿ αὐτὸν καὶ γιὰ τοὺς ὅμοιούς του δὲν ἔχει καμμιὰ σημασία τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς μακάριζε τὶς ἁπλὲς ψυχές, λέγοντας στοὺς Ἀποστόλους πὼς εἶναι μακάριοι γιατὶ ἀξιωθήκανε, αὐτοὶ οἱ ψαράδες, νὰ δοῦνε καὶ νὰ νοιώσουνε τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ ποὺ θελήσανε νὰ τὰ δοῦνε σοφοὶ καὶ σπουδαῖοι ἄνθρωποι, καὶ δὲν μπορέσανε γιατὶ τὰ ἔκρυψε ἀπ᾿ αὐτοὺς ὁ Θεός. Ναί, τὰ ἔκρυψε, γιατὶ δὲν ἤτανε ἄξιοι νὰ τὰ δοῦνε, τυφλωμένοι ἀπὸ τὴν ψεύτικη σοφία τους.
Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ἐκκλησία τῶν ἁπλῶν ψυχῶν κι ὄχι τῶν σοφῶν καὶ τῶν ἐπιστημόνων, δηλ. ἐκκλησία ὅπως τὴ θέλησε ὁ Χριστός. Ὁ Ὀρθόδοξος λαός μας δὲν χρειάζεται σπουδασμένους θεολόγους, ἀλλὰ ἱερεῖς ποὺ νὰ ὑπηρετοῦνε τὸν Θεὸ «ἐν ἀφελότητι καρδίας». Πρὶν ἀπὸ χρόνια ἔγραφα σ᾿ ἕνα βιβλίο μου τὰ παρακάτω λόγια: «Τοῦτο τὸ γραΐδιο ποὺ κάνει τὸν σταυρό του καὶ στέκεται σὰν κουρούνα μπροστὰ στὰ εἰκονίσματα, εἶναι ψυχὴ χιλιάδων χρονῶν καὶ ξέρει ἀπὸ ποῦ βαστᾶ καὶ ποῦ πάει, καλίτερα ἀπὸ τὸν κάθε λιμοκοντόρο ποὺ σπουδάζει στὰ Παρίσια» (Ταξίδια, ΜΗΛΟΣ). Ὁ εὐσεβὴς λαός μας διψᾶ γιὰ ἁγιότητα, κι ὄχι γιὰ ἐπιστημονικὲς θεολογίες.
Ἡ Ὀρθοδοξία ἔζησε πάντα μέσα στὴν ἁπλότητα ποὺ δίδαξε ὁ Χριστός, ἐνῶ οἱ εὐρωπαϊκὲς ὀργανώσεις ποὺ λέγουνται Ἐκκλησίες, ξεπέσανε στὰ πολύπλοκα συστήματα τῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς ἐπιστήμης. Ἰδοὺ τί ἔγραφε γιὰ τοὺς παπιστὲς ἕνας Πατριάρχης, ποὺ σκοτώθηκε ἀπὸ τοὺς κακούργους δυτικούς: «Ἂν δὲν ἔχομεν σοφίαν ἐξωτέραν (δηλαδὴ κοσμική, θύραθεν), ἔχομεν, χάριτι Χριστοῦ, σοφίαν ἐσωτέραν καὶ πνευματικήν, ἡ ὁποία στολίζει τὴν Ὀρθόδοξόν μας πίστιν, καὶ εἰς τοῦτο πάντοτε εἴμεσθεν ἀνώτεροι ἀπὸ τοὺς λατίνους, εἰς τοὺς κόπους, εἰς τὰς σκληραγωγίας καὶ εἰς τὸ νὰ σηκώνωμεν τὸν σταυρόν μας καὶ νὰ χύνωμεν τὸ αἷμα μας διὰ τὴν πίστιν καὶ ἀγάπην, τὴν πρὸς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.
Ἂν εἶχε βασιλεύση ὁ Τοῦρκος εἰς τὴν Φραγκίαν δέκα χρόνους, χριστιανοὺς ἐκεῖ δὲν εὕρισκες. Καὶ εἰς τὴν Ἑλλάδα τώρα τριακόσιους χρόνους εὑρίσκεται, καὶ κακοπαθοῦσιν οἱ ἄνθρωποι καὶ βασανίζονται διὰ νὰ στέκουν εἰς τὴν πίστιν των, καὶ λάμπει ἡ πίστις τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ μυστήριον τῆς εὐσεβείας, καὶ ἐσεῖς μοῦ λέγετε ὅτι δὲν ἔχομεν σοφίαν; Τὴν σοφίαν σου δὲν ἐθέλω ὀμπρὸς εἰς τὸν σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ».
Ἄκοῦς θεολόγε ξενοσπουδασμένε, τί λέγει ὁ Πατριάρχης στοὺς δασκάλους σου τοὺς πολύξερους; «Τὴν σοφία σου δὲν τὴν θέλω, ἐμπρὸς εἰς τὸν σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ».
Τέτοιοι εἶναι οἱ Ὀρθοδοξοι Χριστιανοί. Τέτοιοι εἶναι οἱ λέοντες τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἔχουνε μέσα στὴν καρδιά τους τὴ μωρία τοῦ Εὐαγγελίου. Αὐτοὶ εἶναι ποὺ τοὺς ὀνομάζεις ἐσὺ κι οἱ ὅμοιοί σου τυπολάτρες καὶ στενοκέφαλους. Αὐτοὺς λοιπόν, ποὺ δὲν εἶναι σὰν κι ἐσένα «μαθόντες» στὰ Πανεπιστήμια, ἀλλὰ ποὺ εἶναι «παθόντες τὰ θεῖα», κατὰ τὸν θεωρητικότατον ἅγιον Διονύσιον, αὐτοὺς ποὺ δὲν χωρίζουνε τὸ πνεῦμα ἀπὸ τὸν τῦπο τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ τὴν ζοῦνε σὰν ἕνα πράγμα ἀτόφιο, αὐτοὺς ἔρχεσαι νὰ διδάξεις, ἀντὶ νὰ διδαχθεῖς ἐσὺ ἀπ᾿ αὐτούς;
Πλέκεις ἕνα ρητορικὸ ἐγκώμιο τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ ἐκεῖνο τὸ τυποποιημένο ὕφος ποὺ ἔχουνε οἱ παρόμοιες ὁμιλίες, καὶ ἐξυμνεῖς «τὰ χρυσορρήμονα στόματα», «τὴν ζωοποιὸν δύναμιν τοῦ λαοῦ μας», «τὰ ἀμάραντα μνημεῖα τῆς θείας λατρείας». Ἀλλά, μαζὶ μ᾿ αὐτὰ ρίχνεις καὶ τὸ ὕπουλο καὶ φαρμακερὸ σύνθημα, λέγοντας: «Προσοχὴ ὅμως! Δὲν πρέπει νὰ παρεξηγήσωμεν τὸ περιεχόμενο τῆς Ὀρθοδοξίας οὔτε νὰ ὑποβαθμίσωμεν τὴν ἀξίαν Της. Ὁ θησαυρὸς τῆς Ὀρθοδοξίας μας δὲν ταυτίζεται οὔτε μὲ συνδυασμοὺς χρωμάτων μιᾶς στενῆς καθορισμένης τεχνοτροπίας, οὔτε μὲ τὴν ποικιλίαν καὶ τὴν ποιότητα μουσικῶν ἤχων, μιᾶς εἰδικῆς ὡρισμένης ἐποχῆς».
Μὲ ἄλλα λόγια θέλεις νὰ πεῖς πὼς τὸ περιεχόμενο τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἄσχετο μὲ τὰ ἔργα τῆς λειτουργικῆς μουσικῆς καὶ τῆς ἁγιογραφίας, μὲ τὰ ὁποῖα ἐκφράζεται ἐπὶ αἰῶνες. Πὼς αὐτὰ εἶναι κάποια συμβατικὰ στολίδια τῆς Ὀρθοδοξίας ποὺ πρέπει νὰ τ᾿ ἀλλάξουμε, δηλαδὴ κάποιο φόρεμα ποὺ πάλιωσε, καὶ πὼς πρέπει νὰ τῆς φορέσουμε ἄλλο, καινούργιο.
Ἀληθινά, μοναχὰ ἕνας «ἐπιστημονικός» θεολόγος μπορεῖ νὰ ἔχει τόσο λίγη εὐαισθησία καὶ τόση ψυχικὴ ἀμορφοσιά, μ᾿ ὅλα τὰ πτυχία τῆς Εὐρώπης, γιὰ νὰ λέγει τέτοια ἀσύστατα πράγματα! Μοναχὰ μιὰ ψυχὴ ποὺ λείπει ἀπὸ μέσα της ἡ θερμὴ αἴσθηση τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ ποὺ τὴν ἔχει ξεράνει ὁ χιονιᾶς τοῦ ὀρθολογισμοῦ, ψυχὴ ποὺ τὴν στέγνωσε ἡ πρακτικὴ βορεινὴ μεθοδολογία, καὶ γιὰ νὰ πῶ μ᾿ ἕναν σύντομο λόγο, ποὺ λείπει ἀπὸ μέσα της ὁλότελα ἡ βλογημένη καὶ δροσερὴ πνοὴ ποὺ λέγεται ποίηση τῆς Ὀρθοδοξίας, κι ἡ κατάνυξη ποὺ τὴν μεθᾶ μὲ τὸν οὐράνιον οἶνον, μιὰ τέτοια ψυχὴ μοναχὰ μπορεῖ νὰ πεῖ καὶ νὰ γράψει παρόμοια λόγια.
Ἀλλά, πρῶτα-πρῶτα, τί γνωρίζεις Πανοσιολογιώτατε, ἀπὸ τέχνη, καὶ μιλᾶς μὲ τέτοια κατηγορηματικότητα γιὰ τὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ γιὰ τὰ ἔργα της; Ξέρουμε πὼς ἐσὺ καὶ οἱ ὅμοιοί σου δὲν ἤσαστε σὲ θέση νὰ νοιώσετε παραπάνω ἀπὸ τὶς λιθογραφίες ποὺ κρέμουνται στὰ κορνιζοπωλεῖα τῆς ὁδοῦ Ἑρμοῦ, κι ἀπὸ τὶς ἐλεεινὲς χαλκομανίες... Μὲ ἄλλα λόγια, πὼς βρισκόσαστε στὸ νηπιαγωγεῖο τῆς ζωγραφικῆς.
Τὸ ἴδιο καὶ στὴ μουσική. Μ᾿ ὅλο ποὺ κάνετε τοὺς μοντέρνους καὶ τοὺς συγχρονισμένους, δὲν ἤσαστε σὲ θέση νὰ νοιώσετε παραπάνω ἀπὸ τὶς ζακυνθινὲς βαρκαρόλες καὶ τὰ πρίμα-σεγκόντα τῆς Πλάκας. Τὸ πολὺ-πολύ, νὰ ἐνθουσιασθῆτε ἀπὸ τὴν αἰσθηματικὴ γεροντοκόρη Νόρμα τοῦ Μπελλίνι.
Μ᾿ αὐτὰ λοιπὸν τὰ σπουδαῖα ἐφόδια, δηλαδὴ μ᾿ αὐτὴ τὴν παιδαριώδη καὶ οἰκτρὴ αἰσθηματολογία, ἐπιχειρεῖς νὰ κρίνεις τὰ ἔργα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀρθόδοξης παράδοσης, ποὺ ἔχουνε καταπλήξει σήμερα τὸν κόσμο; Κι ἡ τεχνικὴ κατάρτισή σου εἶναι τόσο μεγάλη, ποὺ νὰ μιλᾶς τόσο ἄπρεπα γι᾿ αὐτά; λέγοντάς τα «συνδυασμοὺς χρωμάτων μιᾶς στενῶς καθορισμένης τεχνοτροπίας;».
Ὡστόσο, αὐτὰ τὰ εἰκονίσματα προσκυνούσανε ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Χρυσόστομος, ὁ Φώτιος, ὁ Παλαμᾶς, κι ἀπ᾿ αὐτὰ φούντωνε μέσα τους ἡ φλόγα τῆς πίστης. Αὐτὰ τὰ ἔργα κάνανε τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Νύσσης, τὸν ἄξιο ἀδελφὸ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, νὰ χύνει δάκρυα κατανύξεως, καὶ τὸν Χρυσόστομο νὰ μὴ μπορεῖ νὰ ζήσει καὶ νὰ προσευχηθῆ, χωρὶς νὰ ἔχει κρεμασμένο στὸ κελλί του τὸ εἰκόνισμα τοῦ Ἁγίου Παύλου, ποὺ τὸ ἀσπαζότανε κι ἔκλαιγε. Αὐτὰ τὰ ἔργα ἔβλεπε ὁ Μέγας Φώτιος νὰ καταστολίζουνε τὴν Ἁγία Σοφία, καὶ σκιρτοῦσε ἀπὸ θεῖον οἶστρο, καὶ τὰ ἐγκωμίαζε στὶς ὁμιλίες του. Ναί, αὐτὰ τὰ ἔργα μᾶς παραδώσανε, μαζὶ μὲ τὴν Ὀρθόδοξο πίστη, οἱ μεγάλοι Πατέρες, γιὰ νὰ τὰ προσκυνοῦμε στὸν αἰῶνα, ὅσο θὰ ἔχουμε τὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Γιατὶ δὲν εἶναι ἕνα φόρεμα φθαρτό, ποὺ τῆς τὸ φορέσαμε μιὰ φορὰ καὶ ποὺ πάλιωσε, καὶ ποὺ θέλετε ἐσεῖς οἱ νεωτεριστὲς νὰ τ᾿ ἀλλάξετε, ἀλλὰ εἶναι στολὴ ἄφθαρτη, ποὺ μ᾿ αὐτὴ θὰ ὑπάρχει στολισμένη στὴν αἰωνιότητα. Εἶναι περισσότερο ἀπὸ στολὴ ἄφθαρτη. Εἶναι τὸ ἴδιο τὸ ἁγιασμένο σῶμα της, ποὺ τὸ φόρεσε, ὅπως ὁ Χριστὸς τὸ δικό του, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ τὴ δοῦμε «ὡς ἐν ἐσόπτρῳ» με τὰ σαρκικὰ μάτια μας, καὶ ν᾿ ἀκούσουμε τὴ φωνή της μὲ τὰ σαρκικὰ αὐτιά μας.
Κι ἐσύ, ὁ ἱερεύς, ἀντὶ νὰ σκύψεις καὶ νὰ προσκυνήσεις τὶς ἅγιες εἰκόνες τῆς Ὀρθοδοξίας, σήμερα ποὺ γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία τὴν ἀναστήλωσή τους, καὶ νὰ παρακινήσεις καὶ τοὺς ἄλλους, σὰν ἱερωμένος, νὰ τὶς ἀσπασθοῦνε, σήμερα, αὐτὴ τὴ μέρα ποὺ σείσθηκε ὅλη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κι ἔκλαψε ἀπὸ χαρὰ γιατὶ οἱ περιπόθητες εἰκόνες ρίξανε πάλι τὴ λάμψη τους στὶς καρδιὲς τῶν Ὀρθοδοξων, σήμερα βρῆκες τὴν εὐκαιρία νὰ ρίξεις τὸ δηλητήριο, λέγοντας πὼς αὐτὰ περάσανε, πὼς αὐτὰ τὰ ἱερὰ ἔργα εἶναι «μιᾶς ὡρισμένης ἐποχῆς», πὼς πρέπει δηλ. νὰ τὰ κατεβάσουμε, (σήμερα, ποὺ γιορτάζουμε τὴν ἀναστήλωσή τους!), καὶ νὰ βάλουμε στὴ θέση τους ἄλλα, μοντέρνα, φράγκικα, τῆς ἀρεσκείας σου.
Ἀλλά, καλίτερα νὰ ἔλεγες νὰ μὴ βάλουμε τίποτα. Τουλάχιστον θὰ ἤσουνα ἕνας ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους, μ᾿ ὅλον ποὺ θὰ ἤσουνα ὁ χειρότερος, γιατὶ διάλεξες τὴν Κυριακή της Ἀναστηλώσεως τῶν εἰκόνων γιὰ νὰ κάνεις τὸ ὕπουλο κήρυγμα τῆς νέας εἰκονομαχίας. Αὐτὸ ποὺ κάνεις εἶναι χειρότερο ἀπὸ τὴν εἰκονομαχία. Εἶναι εἰκονομαχία κρυμμένη κάτω ἀπὸ τη ψεύτικη εἰκονολατρευτικὴ προσωπίδα.
Σ᾿ ἕνα ἐξαίσιο βιβλίο ποὺ ἔγραψε γιὰ τὴ σημασία τῆς Εἰκόνας ὁ ὀρθοδοξώτατος καὶ εὐσεβέστατος Λεωνίδας Οὐσπένσκης, καθηγητὴς τῆς εἰκονογραφίας στὸ Ὀρθόδοξο Ρωσσικὸ Ἰνστιτοῦτο τῆς Γαλλίας (τέτοιοι καθηγητὲς εἶναι σεβαστοί, γιατὶ εἶναι ἐχθροὶ τῶν ὑπόπτων νεωτεριστῶν), λέγει τὰ παρακάτω λόγια: «Τὸν καιρὸ τῶν εἰκονομάχων, κατὰ τὸν η´ καὶ θ´ αἰῶνα, μέσα στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξή της, ἡ Ἐκκλησία ὑπερασπίσθηκε τὸ δόγμα τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ «Θεὸς γέγονεν ἄνθρωπος». Σήμερα κινδυνεύει ὁ σκοπὸς τῆς Ἐνσαρκώσεως τοῦ Θεοῦ «ἵνα ὁ ἄνθρωπος γένηται Θεός». Ἡ σημερινὴ εἰκονομαχία, ποὺ δὲν τὴν ὑποπτεύουνται οὔτε ἐκεῖνοι ποὺ τὴν κάνουν, δὲν εἶναι τόσο ἡ ἄρνηση τῆς Εἰκόνας, ἀλλὰ περισσότερο ἡ παραμόρφωσή της, μάλιστα ἡ παραφθορά της, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ ὅτι οἱ ἄνθρωποι δὲν καταλαβαίνουνε πιὰ τὴ δογματικὴ καὶ διδακτικὴ σημασία της. Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, τὴν Εἰκόνα τὴν θεωροῦνε σὰν κάποιο πράγμα δευτερεῦον. Μοναχὰ ὁ λόγος, τὸ κήρυγμα, κρίνεται πὼς εἶναι ἀρκετὸ ὅπως κάνουνε οἱ Προτεστάντες. Ξεχνᾶνε πὼς ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι μοναχὰ ὁ Λόγος τοῦ Πατρός, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ ἡ Εἰκὼν τοῦ Πατρός... Ἡ Εἰκόνα, γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους, δὲν εἶναι ἕνα ἀντικείμενο ποὺ μᾶς δίνει μιὰ αἰσθητικὴ ἀπόλαυση ἢ μᾶς κινεῖ τὴν ἐπιστημονικὴ περιέργεια, ἀλλὰ ἔχει μιὰ θεολογικὴ ἔννοια. Ὅπως ἡ κοσμικὴ τέχνη παριστάνει τὴν πραγματικότητα τοῦ κόσμου τῶν αἰσθήσεων καὶ τῶν αἰσθημάτων, κατὰ τὸν τρόπο ποὺ τὴν βλέπει κάθε τεχνίτης, ἡ Εἰκόνα παριστάνει τὴν πραγματικότητα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν».
Βλέπει λοιπὸν κανείς, ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, πόσα πράγματα σχετικὰ μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ τέχνη γνωρίζουν ἐκεῖνοι ποὺ προσεγγίζουν μὲ βαθειὰ εὐλάβεια καὶ μὲ δέος τὰ ἔργα της, καὶ μὲ πόσον ζῆλο ἀγωνίζονται γιὰ τὴ συντήρηση τῆς ἱερῆς παράδοσης, κι ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος πόση ἀμάθεια, σ᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα, ποὺ εἶναι τόσο σημαντικὰ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ἔχουνε κάποιοι, ποὺ μὲ ἐλαφρὴ κι ἀνύποπτη συνείδηση, ἀποφθέγγονται γι᾿ αὐτά, ὡς ἀπὸ τρίποδος, καὶ μολονότι εἶναι θεόγυμνοι ἀπὸ κάθε ἰδέα τέχνης, καὶ βρίσκουνται σὲ πρωτόγονη κατάσταση, ἔχουνε τὸ θράσος, συνεργούσης καὶ τῆς ἀσέβειας καὶ τῆς πνευματικῆς ὑποταγῆς στὰ θεότυφλα Πανεπιστήμια ποὺ τοὺς δώσανε τὰ διπλώματα, ἔχουνε λοιπὸν τὸ θράσος νὰ δογματίζουν, αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, γιὰ τὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες, ἐν ὀνόματι τῆς προόδου καὶ τῆς «ἐπιστημονικῆς θεολογίας», καὶ νὰ ὑποδεικνύουν μὲ τί ἔργα πρέπει νὰ στολισθοῦν οἱ ναοί μας, γιὰ νὰ εἶναι συγχρονισμένοι, γιὰ νὰ μοιάζουνε δηλαδὴ μὲ τὰ ἀρχοντοχωριάτικα σπίτια τους, ποὺ φανερώνουνε τὴν πιὸ φρικτὴ ἀκαλαισθησία. Ἀφοῦ δὲν ἔχουν, οἱ δυστυχεῖς, μήτε τὴν συνηθισμένη εὐαισθησία, στὰ σπίτια τους, στὰ γραφεῖα τους, στὰ βιβλία τους, σὲ ὅλα τους, ποὺ βασιλεύει ἐπιδεικτικὰ ἡ πιὸ ἀηδιαστικὴ ἀκαλαισθησία, θέλουνε νὰ γίνουνε οἱ ὁδηγοὶ στὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες, ποὺ εἶναι ἄβυσσοι μυστηρίου κι οἱ πιὸ ἀποκαλυπτικοὶ τρόποι μὲ τοὺς ὁποίους ἀξιώθηκε ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐκφράσει τὸ ἀνέκφραστο. Καὶ μάλιστα, αὐτοὶ ποὺ ἰκανοποιοῦνται μὲ τὶς κοκκινοπράσινες λιθογραφίες καὶ μὲ τὰ ἰταλικὰ ναπολιτάνικα τραγούδια, ξεστομίζουν πὼς εἶναι ἄτεχνες καὶ κατώτερες ἀπὸ τὶς πνευματικὲς ἀπαιτήσεις των (!!) οἱ βυζαντινὲς εἰκόνες μὲ τὴν βαθύτατη ἱερατικότητα, καθὼς καὶ τὰ ἀριστουργήματα τῆς μυστικῆς μουσικῆς, ποὺ κάνουν ν᾿ ἀπορήσουν ὅσους ἔχουν πνευματικὲς κεραῖες γιὰ νὰ τ᾿ ἀντιληφθοῦν. Ἐπειδὴ ἐκεῖνοι, γιὰ τοὺς ὁποίους γράφουνται αὐτὰ ποὺ γράφω, ἐκτιμοῦν ὑπὲρ πᾶν ἄλλο τὴ γνώμη τῶν Εὐρωπαίων γιὰ τὰ δικά μας πράγματα, ἀναφέρω πὼς ὁ μέγας μουσικὸς SΑΙΝΤ SΑΕΝS κι ὁ διάσημος συγγραφεὺς Ἀλέξανδρος Δουμᾶς, ἐγκωμιάσανε τὴ βυζαντινὴ μουσική μας.
Ἀλλά, τί νὰ νοιώσει ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει αὐτὲς τὶς κεραῖες, ποὺ δὲν ἔχει δηλαδὴ τὴν παντογνωστικὴ δύναμη ποὺ χαρίζει στὸν ἄνθρωπο ἡ πνευματικὴ ἐγρήγορση, κι ἡ βλογημένη ταπείνωση, ἡ ὁποία δὲν θέλει νὰ στήσει τὸ θέλημά της ἀπάνω ἀπὸ τὴν τάξη τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὴν παράδοση; Πῶς νὰ ὑψωθεῖ στὴν ὑπερούσια γνώση, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ταπεινώθηκε ἀληθινά; Πῶς νὰ ἀξιωθεῖ νὰ εἰσέλθει στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ νὰ ἰδεῖ τὰ μυστήρια της, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀρνήθηκε, μαζὶ μὲ τὰ αἰσθητὰ ἀγαθά, καὶ τὴν ἁμαρτωλὴ γνώση, «τὸν νοῦν τῆς σαρκὸς αὐτοῦ», μαζὶ μὲ τὴν οἴηση ποὺ φέρνει αὐτὴ ἡ γνώση, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει ὁ ἄνθρωπος; «Τὰ γὰρ μυστήρια τοῖς ταπεινόφροσιν ἀποκαλύπτεται». Ἀλλά, ἂς κρίνουμε τὰ γραφόμενα τοῦ ἱερωμένου ποὺ ἔγραψε κι εἶπε αὐτὴ τὴν ὁμιλία μὲ τὸν παραπλανητικὸ τίτλο «Θεματοφύλακες τοῦ Θριάμβου», ἂς κρίνουμε λοιπὸν τὰ λεγόμενα αὐτοῦ τοῦ «θεματοφύλακος» ποὺ ἐκτιμᾶ τόσο λίγο αὐτὰ ποὺ λέγει πὼς φυλάγει, ἂς τὸν κρίνουμε μὲ κάποια μέτρα ποὺ εἶναι πιὸ χεροπιαστὰ καὶ ποὺ τὰ νοιώθει ὁ καθένας:
Ἐνῶ, ὅπως εἴπαμε, πλέκει τὸν ὕμνο τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἐγκωμιάζει «τὴν κληρονομίαν τὴν ἄφθαρτον καὶ ἀμίαντον καὶ ἀμάραντον» (Α´ Πέτρ. α´, 4), μὲ τὴν ὁποίαν «ἐγαλουχήθησαν αἱ γενεαὶ τῶν Πατέρων μας», καθὼς καὶ «τὰ ἀμάραντα μνημεῖα τῆς θείας λατρείας» (τῆς Ὀρθοδοξίας), μαζὶ μ᾿ αὐτά, τὴν ἴδια στιγμή, λέγει πὼς κάποια ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ ἀμάραντα μνημεῖα τῆς θείας λατρείας εἶναι μαραμένα καὶ ξερά, ἐννοώντας τὴ θεοδώρητη λειτουργικὴ εἰκονογραφία γιὰ τὴν ὁποία λέγει πὼς εἶναι «συνδυασμὸς χρωμάτων μιᾶς στενῶς καθορισμένης τεχνοτροπίας», καθὼς καὶ γιὰ τὰ ἐξαίσια ἔργα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς μας, ποὺ γι᾿ αὐτὸν καὶ γιὰ τοὺς ὁμοίους του ἄξεστους φραγκολάτρες εἶναι: «ποικιλία καὶ ποιότης μουσικῶν ἤχων μιᾶς εἰδικῆς ὡρισμένης ἐποχῆς». Μὲ ἄλλα λόγια, κατὰ τὴ γνώμη του, ἡ κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη παράδοση εἰκονογραφία καὶ μουσικὴ δὲν τὸν ἱκανοποιοῦν, γιατὶ τὰ ἔργα τους εἶναι βάναυσα κι ἀνυπόφορα γιὰ ἀνθρώπους σοφοὺς κι εὐρωπαϊσμένους, ποὺ ἔχουνε γιὰ ἀριστουργήματα τὰ παιδιακίσια κάρτ-ποστάλ, ποὺ τὰ λένε οἱ Γάλλοι SAINT SULPICE, (ἐπειδὴ τὰ πουλᾶνε στὴν πλατεία αὐτῆς τῆς ἐκκλησίας), καθὼς καὶ τὰ ἀνάλατα μουσικὰ κατασκευάσματα, τύπου «Ἀνθισμένης ἀμυγδαλιᾶς», φτάνει νὰ λέγουνται μὲ πρίμο καὶ μὲ σεγκόντο! Ὤ! Ἀληθινά, μοναχὰ οἱ σοφοὶ κι οἱ ἐπιστήμονες μποροῦν νὰ ποῦν τέτοιες ἐπιστημονικὲς ἀνοησίες. Κι ἀντὶ νὰ κρύψουνε τὴν ἀμάθειά τους, οἱ τέτοιοι φωστῆρες, θέλουν νὰ κάνουνε καὶ τὸν προφέσορα!
Ἂς μᾶς ἐξηγήσει λοιπὸν ὁ προκείμενος δύσκολος κριτὴς τῆς βυζαντινῆς ἁγιογραφίας καὶ τῆς λειτουργικῆς μουσικῆς, ποὺ δὲν ἔχει κἂν ἰδέαν ἀπὸ τὸ τί θὰ πεῖ λειτουργικὴ καὶ τί μὴ λειτουργικὴ τέχνη, ἂς μᾶς ἐξηγήσει ποιὰ εἶναι γι᾿ αὐτὸν τὰ «ἀμάραντα μνημεῖα τῆς θείας λειτουργίας», καὶ ποιὰ εἶναι τὰ μαραμένα. Μήπως «τὰ ἀμάραντα» εἶναι, κατὰ τὴν ἐπιστημονικὴ γνώμη του, μοναχὰ οἱ ὁμιλίες τῶν Πατέρων, ποὺ θὰ τὶς ἐκτιμᾶ σὰν ρητορεῖες, καὶ ἡ ὑμνολογία, χωρὶς ὅμως τὴ μουσική, ἐπειδὴ τὸν θαμπώνει τὸ κλασικὸν κάλλος τῶν ἰάμβων, ἀπὸ προγονοπληξία; Γιατὶ, τί ἄλλο μποροῦνε νὰ εἶναι «τὰ ἀμάραντα μνημεῖα τῆς λατρείας»;
Ὥστε ἔχουμε μέν, κατὰ τὸν γλαφυρὸν ὁμιλητὴν τῶν κοινοτοπιῶν τοῦ ἄμβωνος, «ἀμάραντα μνημεῖα» τῆς ὑμνολογίας ἀλλὰ πρέπει νὰ τὰ κρατήσουμε γυμνὰ ἀπὸ τὴν μουσική τους, ἐπειδή, κατὰ τὴ γνώμη του αὐτὴ ἡ μουσικὴ εἶναι «μιᾶς εἰδικῆς ὡρισμένης ἐποχῆς». Σάμπως τὰ λόγια τῆς ὑμνολογίας δὲν εἶναι μιᾶς ὡρισμένης ἐποχῆς, καὶ γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ τὰ ντύσουμε, αὐτὰ «τὰ ἀμάραντα μνημεῖα» τῆς ὑμνολογίας, μὲ ἄλλο μουσικὸ φόρεμα τῆς ἐποχῆς μας, ἤγουν μὲ τὴν ἀνθισμένην ἀμυγδαλιά, μὲ βαρκαρόλες, καὶ τὰ παρόμοια. Δηλαδή, ἔχουμε κι ἐδῶ ἕναν ἄλλον Σοῦτσο ποὺ ἔλεγε γιὰ τὰ ποιήματα τοῦ Σολωμοῦ πὼς ἤτανε «ἰδέαι πλούσιαι, πτωχὰ ἐνδεδυμέναι», κι ἤθελε νὰ τὸν πάρει κοντά του ὁ Σολωμὸς νὰ ράβει αὐτὸς τὰ πλούσια ροῦχα γιὰ νὰ ντύνει τὶς ἰδέες τοῦ Σολωμοῦ. Ἐδῶ μάλιστα, ὁ προκείμενος ἐπιδιορθωτὴς τῆς ὑμνωδίας μας εἶναι χειρότερος ἀπὸ τὸν Σοῦτσο, γιατὶ θέλει νὰ ντύσει τὰ ἔργα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνολογίας μας, ὅπως εἶναι π.χ. τὸ «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου» ἢ τὸ ἰαμβικὸ «Ἰμερτὸν ἐξέφηνε σὺν πανολβίῳ ἤχῳ Πατήρ, ὃν γαστρὶ ἐξηρεύξατο», μὲ μουσικὴν τῆς Νόρμας τοῦ Μπελλίνι ἢ τῆς Τραβιάτας τοῦ Βέρντι! Λοιπόν, βλέποντες πόσο ἀνώτερος εἶναι ὁ συγγραφεὺς τῶν «Θεματοφυλάκων τοῦ Θριάμβου» ἀπὸ τὸν ποιητὴν Σοῦτσον, μποροῦμε νὰ ἀναφωνήσουμε· «Ἰδού, πλεῖον Ἰωνᾶ ὧδε! Ἰδού, πλεῖον Σολομῶντος ὧδε!»
Ἂν ὁ συγγραφεὺς δὲν ἐννοεῖ τὴν ὑμνολογία, γράφοντας γιὰ «τὰ ἀμάραντα μνημεῖα τῆς θείας λατρείας», τότε τί ἄλλο μπορεῖ νὰ ἐννοεῖ; Μήπως τὴν τελετουργικὴ διάταξη; Μὰ καὶ κείνη θέλει ἀλλαγὴ καὶ διόρθωμα, κατὰ τὸν συγγραφέα καὶ τοὺς ὁμοίους του. Ἢ ἐννοεῖ τὰ συγγράμματα τῶν Ἁγίων Πατέρων; Μὰ αὐτὰ δὰ εἶναι ποὺ δὲν τὰ φέρνει ποτὲ στὸ στόμα του ὁ συγγραφεὺς κι οἱ ὅμοιοί του, ὡς πεπαλαιωμένα, ἐνῶ μεταφράζει τὸν Χόλτσνερ καὶ κάποια ἄλλα ψυχολογικὰ δοκίμια, σὲ καιρὸ ποὺ ἡ φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καὶ τ᾿ ἄλλα Ὀρθόδοξα πατερικὰ συγγράμματα μεταφράζουνται στὶς ξένες γλῶσσες, καὶ γίνουνται πνευματικὴ τροφὴ τῶν λαῶν ποὺ προσκυνᾶνε οἱ δικοί μας νεωτεριστές, ὅπως συμβαίνει καὶ μὲ τὴ βυζαντινὴ εἰκονογραφία καὶ μὲ τὴ βυζαντινὴ μουσική. Μήπως ἀκόμα γιὰ «ἀμάραντα ἄνθη» ἐννοεῖ ὁ ὁμιλητὴς τὰ ἔργα ποὺ κάνουνε οἱ ἄλλες ἐκκλησιαστικὲς τέχνες τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ἀρχιτεκτονική, ἡ μικροτεχνία, ἡ ποικιλτική; Ἀλλὰ κι ἀπ᾿ αὐτὰ δὲν νοιώθει περισσότερο ἀπ᾿ ὅτι νοιώθει ἀπὸ εἰκονογραφία κι ἀπὸ ψαλμωδία, καὶ θὰ τὰ νομίζει κι αὐτὰ ὁλότελα συμβατικά, ἀσήμαντα γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, καὶ χρήζοντα ἀλλαγῆς.
Μὲ λίγα λόγια, τὸ συμπέρασμα ἀπ᾿ ὅλη τούτη τὴν ἀνιαρὴ ἀνάλυση τῆς ὁμιλίας τοῦ καθηγητοῦ, εἶναι, ἂν κατάλαβα καλά, πὼς χτυπᾶ μιὰ στὸ καρφὶ καὶ μιὰ στὸ πέταλο, χωρὶς νὰ γνοιασθεῖ καθόλου ἂν συμφωνοῦν μεταξύ τους αὐτὰ ποὺ λέγει. Ἐκτὸς ἂν παραλογίζεται ἄθελά του.
Ἔχω ὅμως τὴν ἰδέα ὅτι ἀπὸ τὰ λεγόμενά του φαίνεται πὼς ἐπιχειρεῖ πολὺ ἀδέξια νὰ κρύψει τὴν ἀντιπάθειά του πρὸς τὴν ὀρθόδοξη παράδοση, θέλοντας νὰ συμβιβάσει τὰ ἀσυμβίβαστα, τὴν Ὀρθοδοξία με τὶς ἀντιορθόδοξες καινοτομίες, παρουσιάζοντας ἔτσι ἕνα τερατῶδες κατασκεύασμα. Ἀλλά, δὲν ἀκούει τί λέγει ὁ θεόγλωσσος Παῦλος, ποὺ τὸν συχνοαναφέρει στὰ γραφόμενά του, ἀπὸ προτεσταντικὴ μίμηση, ὅπως φαίνεται: «Μὴ γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες... Τίς γὰρ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος; Τίς δὲ συμφώνησις Χριστοῦ πρὸς Βελίαλ;»
Δὲν πιστεύω πὼς ἀδικῶ τὸν πανοσιολογιώτατον καθηγητήν. Μακάρι νὰ ἤτανε ἄλλη ἡ ἀλήθεια. Θὰ χαιρόμουνα πολὺ νἄβγαινα ψεύτης. Μὰ τὰ ἔργα ποὺ κάνουνε αὐτοὶ οἱ νεωτεριστές, μαρτυροῦν ἀπὸ τὰ λόγια τους αὐτὸ τὸ ἀλλοπρόσαλλο κατάντημά τους: Οἱ ἐκκλησίες στὶς ὁποῖες εἶναι προϊστάμενοι δὲν ἔχουνε τίποτα ποὺ νὰ εἶναι ὀρθόδοξο. Εἶναι ἀπογυμνωμένες ἀπὸ τὸν θερμὸ ἑλληνικὸ χαρακτήρα τους. Ἡ ἁγιογραφία, ἡ μουσική, τὰ σκεύη, τὰ κηρύγματα, ἀκόμα, σὲ πολλά, κι ἡ ἀκολουθία, μυρίζουν προτεσταντικὴ μούχλα. Ἡ ἀτμόσφαιρα εἶναι ψυχροσχολαστική, ἀκατάνυκτη, χωρὶς ἐκείνη τὴ ζεστὴ μυστικοπάθεια ποὺ ἔχουνε οἱ γνήσιες ἐκκλησίες μας. Ἀκόμα καὶ τὰ κεριά, ποὺ εἶναι τὸ πιὸ ἁπλό, κι ἴσως τὸ πιὸ πνευματικὸ σύμβολο τῆς ψυχῆς ποὺ προσεύχεται μὲ ταπείνωση, ἀκόμα καὶ τὸ θυμίαμα ποὺ προσφέρνεται «εἰς ὀσμὴν εὐωδίας πνευματικῆς», κι αὐτὰ ἀκόμα ἔχουνε καταργηθεῖ σὲ κάποιες ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς ἐκκλησίες ποὺ εἶπα. Ἀλλὰ καὶ τὸν σταυρό τους, ἐκεῖ μέσα, τὸν κάνουνε πολὺ ἀραιά, μὲ πολλὴ οἰκονομία, ἢ καθόλου, παπάδες κι ἐκκλησιαζόμενοι. Ὅ,τι ποιητικὸ στοιχεῖο συντείνει στὸ νὰ νοιώσει κατάνυξη ὁ ὀρθόδοξος Χριστιανός, δὲν τὸ θέλουνε ἐκεῖνες οἱ παγωμένες καρδιές, ποὺ τὶς ξέρανε ὁ λίβας τῆς σχολαστικῆς καὶ τῆς στενόψυχης ἠθικῆς. Γιατὶ γι᾿ αὐτοὺς ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἕνα κατάξερο ἠθικὸ σύστημα, κατάλληλο γιὰ πρακτικὲς καὶ μικρολόγες σκοπιμότητες. Οὔτε ἀποκάλυψη φρικτῶν μυστηρίων, οὔτε εὐωδία τοῦ καινοῦ ἀέρος τῆς μελλούσης ζωῆς καὶ εὐφροσύνη, οὔτε πυρπόλησις τῆς καρδίας, οὔτε μέθη ἀπὸ τὸν πνευματικὸν οἶνον, οὔτε χαρμολύπη, οὔτε δάκρυον κατανύξεως, οὔτε συντριβή, οὔτε κοινωνία τοῦ Παρακλήτου, οὔτε μυστικὴ ὅρασις καὶ ἀκοή, οὔτε ὑπὲρ αἴσθησιν αἴσθησις. Τίποτα!
Πῶς νὰ μὴν εἶναι λοιπὸν τόσο ψυχρὲς κι ἀκατάνυκτες οἱ ἐκκλησίες τους, ἀφοῦ ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος, «ἡ καρδία ἔσωθεν ὁμοίως τοῖς ἐξωτέροις σχήμασιν ἐνδιατυποῦται»;
Τί σχέση μποροῦνε νὰ ἔχουν αὐτὰ τὰ ἀνέκφραστα τραγούδια ποὺ ἀκούονται ἐκεῖ μέσα, μὲ τὴν ὀρθόδοξη λατρεία, μὲ τὴν ἱερατικὴ γλώσσα τῆς ὑμνολογίας, μὲ τὸν σοβαρὸ χαρακτήρα τῆς προγονικῆς μας εὐσέβειας;
Ὤ! Τί βεβήλωση εἶναι αὐτή, νὰ μπαίνουνε οἱ μίμοι καὶ νὰ ἀσχημονοῦν μέσα στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ, μὲ κάποιες φωνὲς ποὺ γαργαλίζουν τὴ σάρκα τους; Ὥστε αὐτὴ εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία σας, νὰ μὴν ἔχει ὁ ναὸς τίποτα ὀρθόδοξο; Ἡ πνευματικὴ γεύση σας τόσο πολὺ χάλασε, ὥστε κάθε τί ποὺ στάθηκε γιὰ τοὺς Ἁγίους ὁ οὐράνιος ἄρτος κι ὁ ὑπερούσιος οἶνος, νὰ σᾶς φαίνεται στυφὸ καὶ πικρό; Τὰ ἁγιασμένα ὁράματα καὶ ἀκούσματα, ποὺ εὐφράνανε μυριάδες εὐλαβεῖς ψυχές, ἐσεῖς δὲν τὰ κρίνετε ἄξια νὰ τὰ διατηρήσουμε, ἀλλὰ θέλετε νὰ τὰ ἀλλάξετε, καὶ νὰ βάλετε στὴ θέση τους τὰ μουγκρίσματα τῶν ζώων, γιὰ νὰ εἶναι σύμφωνα μὲ τὴν ἐκφυλισμένη ἐποχή μας;
Λέτε πὼς σεβόσαστε καὶ τιμᾶτε τοὺς Ἁγίους. Ἀλλὰ ποιοί μᾶς παρέδωσαν, μαζὶ μὲ τὴν πίστη, τὸν τρόπο τῆς λατρείας καὶ τὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες; Δὲν μᾶς τὰ παραδώσανε οἱ Πατέρες; Γιατί λοιπὸν δὲν τὰ σεβόσαστε καὶ δὲν τὰ τιμᾶτε;
Ἰδιαίτερα δὲν σᾶς ἀρέσει ἡ μουσική της ἐκκλησίας μας, δηλαδὴ ἡ μόνη ἱερατικὴ χριστιανικὴ μουσική. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἔψελνε μαζὶ μὲ τοὺς Ἀποστόλους κι ὑμνοῦσε τὸν Θεό: «Καὶ ὑμνήσαντες ἐξῆλθον εἰς τὸ Ὄρος τῶν ἐλαιῶν», γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος. Καὶ μὲ τί εἴδους μουσικῆς ἄραγε ὕμνησαν; Ρωτῶ νὰ μοῦ πεῖς. Μήπως μὲ τὴ θεατρικὴ μουσικὴ ποὺ εἰσάγεις στὶς ἐκκλησίες τοῦ Χριστοῦ, μ᾿ αὐτή, λέγω τὴν εὐρωπαϊκὴ τετραφωνία, ἢ μὲ τὴν ἱεροπρεπῆ ἀνατολικὴ μουσικὴ ποὺ δὲν τὴν θέλεις, ποὺ τὴν θεωρεῖς βάρβαρη, ἐσὺ ὁ βάρβαρος καὶ βλάσφημος;
Ναί! Ἐδῶ δὲν εἶναι θολὲς καὶ ὀμιχλώδεις θεωρίες, σὰν κι αὐτὲς ποὺ ἄκουσες στὰ μουχλιασμένα Πανεπιστήμια. Ἐδῶ εἶναι καθαρὰ καὶ ἁπλὰ πράγματα: Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε σὰν ἄνθρωπος στὴν Ἀνατολή, καὶ δὲν γεννήθηκε, ὅπως θἄθελες, στὸ Παρίσι ἢ στὴ Στοκχόλμη ἢ στὴ Λόντρα. Γεννήθηκε σ᾿ ἕνα φτωχοχώρι τῆς Ἰουδαίας. Ἡ γλώσσα ποὺ μιλοῦσε ἤτανε Ἀνατολίτικη. Κι ἡ μουσική, ποὺ μ᾿ αὐτὴ ὑμνοῦσε τὸν Θεό, ἤτανε κι αὐτὴ Ἀνατολίτικη, ἢ τὸ θέλεις εἴτε δὲν τὸ θέλεις.
Λοιπόν, γιατί δὲν τὴ καταδέχεσαι αὐτὴ τὴ μουσική, ἐσὺ ὁ ὑπηρέτης τοῦ Χριστοῦ, αὐτὴ τὴ μουσικὴ ποὺ τὴν ἁγίασε ὁ Χριστός; Ἐγὼ φρίττω, δακρύζω, καταπλήττομαι, μόνο ποὺ συλλογίζουμαι πὼς μ᾿ αὐτὴ τὴ μουσικὴ ἔψελνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καὶ πὼς ἀξιονόμαστε κι ἐμεῖς νὰ τὴ ψέλνουμε ὅπως Ἐκεῖνος! Κι ἐσύ, ἀντὶ νὰ ἀγάλλεσαι, ἀντὶ νὰ νοιώθεις πνοὴ ἀθανασίας ἀπάνω σου ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ θεαγάπητη μουσική, ποὺ μᾶς κληροδοτήθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα οὐράνια δῶρα ὁποὺ βρίσκουνται φυλαγμένα μέσα στὸ θησαυροφυλάκιο τῆς γεραρᾶς παραδόσεώς μας, ἐσὺ δὲν τὴν θέλεις, τὴν ἀπεχθάνεσαι, τὴν λὲς τούρκικη, δὲν τὴ νομίζεις ἄξια γιὰ τὰ ἁμαρτωλὰ στόματά μας!
Τέτοια τύφλωση, λοιπόν, παθαίνει ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγαπᾶ τὴ ματαιότητα καὶ ζητᾶ τὸ ψεῦδος.
Ὁ Θεὸς ἂς μὲ συγχωρήσει γιὰ ὅσα ἀναγκάσθηκα νὰ πῶ γιὰ ἕναν ὑπηρέτη του.
Κύριε, νά, εἶμαι μπροστά σου, καὶ κρίνε με. Ἐσὺ εἶσαι καρδιογνώστης καὶ ξέρεις τὴν πίκρα τῆς καρδιᾶς μου γιὰ τὴ βεβήλωση ποὺ παθαίνουν οἱ ἅγιες ἐκκλησίες σου. Ὁ ζῆλος τοῦ οἴκου σου κατέφαγέ με. Ἐσὺ ποὺ ἐπέτρεψες στὸν Προφήτη Ἠλία, νὰ ἐξαγριωθεῖ ἀπὸ τὸν πύρινο ζῆλο ποὺ τὸν ἔκαιγε, Ἐσὺ ποὺ τὸν συγχώρεσες γιὰ τὴ φοβερὴ ἁμαρτία ποὺ ἔκανε νὰ σφάξει τοὺς ἱερεῖς τοῦ Βάαλ, ἐπειδὴ εἶδες πὼς ἤτανε ὁ μονώτατος δοῦλος σου ποὺ πίστευε σὲ Σένα, καὶ τὸν στεφάνωσες μὲ τὸν ἀμάραντον στέφανο, καὶ τὸν ἅρπαξες ἀπάνω σ᾿ ἕνα ἁμάξι πύρινο καὶ τὸν πῆρες κοντά Σου μὲ τὸ σάρκινο κορμί του, δίχως νὰ δοκιμάσει θάνατο, Ἐσύ, Κύριε, εὔσπλαχνε καὶ δίκαιε, συγχώρεσε κι ἐμένα τὸν ἁμαρτωλό. Γιατὶ Ἐσὺ ἄνοιξες τὸ στόμα μου, ὅπως ἄνοιξες τὸ στόμα τῆς ὄνου τοῦ Βαλαάμ, γιὰ νὰ μιλήσω γιὰ τὴ βεβήλωση τοῦ οἴκου σου, ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς ματαιότητας.
Φώτισε, Κύριε, τὶς σκοτισμένες διάνοιές μας. Ἐλευθέρωσέ τες ἀπὸ τὰ φιλόσαρκα φρονήματα. Γέμισε τὴν καρδιά μας μὲ τὴν πανευφρόσυνη λύπη σου. Γιατὶ μ᾿ αὐτὴ βρίσκουμε τὸν μυστικὸ δρόμο ποὺ μᾶς φέρνει σὲ Σένα, κι ὄχι μὲ τὶς ἀπατηλὲς σοφίες τοῦ κόσμου τούτου.
Ἡ λύπη τῆς διανοίας εἶναι θυμίαμα εὔοσμο, ποὺ ἀνεβαίνει πρὸς τὸν θρόνο σου. Αὐτὴ ἀνοίγει τὴν κλεισμένη πύλη, γιὰ νὰ μπεῖ ἡ ψυχή μας στὴ χώρα τῶν μυστηρίων Σου. Γιὰ τοῦτο εἶπες· «μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται. Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται».
(Ἀπάντησις σὲ ἀρχιμανδρίτην τῶν Ἀθηνῶν)
Φώτης Κόντογλου, Μεγάλη Παρασκευή, 1960
Δύο βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, ο Γιάννης Μιχελάκης και η Ελενα Ράπτη, προστέθηκαν προσφάτως στις πολλές φωνές διαμαρτυρίας κατά του Προγράμματος Ισλαμικών Σπουδών, το οποίο αποφάσισε ένας αριθμός καθηγητών του Τμήματος Θεολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Η απόφαση αυτή έχει βρει αντίθετο το άλλο τμήμα της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, δηλαδή το Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας, καθώς και τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ. Ανθιμο και όλους τους κληρικούς της πόλεως. Είναι προφανές ότι πρόκειται για ένα θέμα που διχάζει την τοπική κοινωνία και το οποίο θα πρέπει να επανεξετασθεί από το υπουργείο Παιδείας.
Το σκεπτικό των υποστηρικτών του προγράμματος λέγει τα εξής: Οι μουσουλμάνοι της Θράκης είναι συμπολίτες μας και δικαιούνται ισονομίας και ισοπολιτείας. Αρα οφείλει η Ελληνική Πολιτεία να παράσχει θεολογική κατάρτιση πανεπιστημιακού επιπέδου για τους θρησκευτικούς λειτουργούς του Ισλάμ. Ετσι, θα αποφύγουμε τη μετάβαση των νεαρών μουσουλμάνων στην Τουρκία ή σε φανατικές ισλαμικές χώρες για να σπουδάσουν. Κατανοώ τη βάση του σκεπτικού, αλλά διαφωνώ με την ένταξη του προγράμματος σε μια ορθόδοξη θεολογική σχολή.
Πριν θυμίσω τις ενστάσεις των δύο βουλευτών που προανέφερα, εκφράζω την εξής απορία: Είχαμε στη Θεσσαλονίκη επί 40 χρόνια την Ειδική Παιδαγωγική Ακαδημία, τη γνωστή ως ΕΠΑΘ, η οποία εκπαίδευε δασκάλους για τα σχολεία της μειονότητας. Η σχολή διέθετε καθηγητές που δίδασκαν το Ισλάμ, ώστε οι μουσουλμάνοι δάσκαλοι να διδάξουν τα Θρησκευτικά στους μουσουλμανόπαιδες της Θράκης. Η ΕΠΑΘ καταργήθηκε χωρίς δικαιολογία, αν και οι απόφοιτοί της στελέχωσαν τα σχολεία και τα τζαμιά της μειονότητας στη Θράκη.
Αντί να μπερδεύουμε το Ισλάμ με την Ορθοδοξία, μπορούμε να επανιδρύσουμε την ΕΠΑΘ, η οποία θα μετατραπεί από τριετούς σε τετραετούς φοιτήσεως και θα στελεχωθεί από καθηγητές όλων των ειδικοτήτων. Ετσι, θα έχουν επαρκή μόρφωση από ελληνικό ΑΕΙ οι θρησκευτικοί λειτουργοί της μειονότητος. Αυτή είναι πρακτική λύση και όχι η μετατροπή της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης σε πολυθρησκευτική, με εξομοίωση του Χριστού προς τον Μωάμεθ, με υποβάθμιση της Ορθοδοξίας -την οποία οφείλει να προβάλλει αυτή η σχολή- και με προώθηση ενός θρησκευτικού συγκρητισμού ο οποίος σιγά σιγά θα εξαπλωθεί στην κοινωνία μας.
Οι σοβαρές διαφωνίες των δύο βουλευτών εστιάζονται στα ακόλουθα σημεία: Ο Γιάννης Μιχελάκης υπογραμμίζει ότι η εισδοχή μουσουλμάνων φοιτητών σε μια ορθόδοξη θεολογική σχολή μπορεί να οδηγήσει σε εντάσεις και συγκρούσεις. Οι μουσουλμάνοι φοιτητές του Προγράμματος Ισλαμικών Σπουδών θα ζητήσουν να εξαφανισθούν ο Χριστός και οι εικόνες των αγίων μας από τη σχολή, να μην τελείται η θεία λειτουργία στο παρεκκλήσιο ή -προσθέτω εγώ- να δημιουργηθεί τζαμί για αυτούς. Ιδού εστία αναταραχής!
Η Ελενα Ράπτη επισημαίνει ότι σε όλη την Ευρώπη οι θεολογικές σχολές είναι αμιγώς χριστιανικές και δεν αναμιγνύουν το Ισλάμ με τη Χριστιανική Θεολογία. Οπου υπάρχουν τμήματα ισλαμικών σπουδών λειτουργούν εντελώς ανεξάρτητα από τις θεολογικές σχολές των χριστιανικών κοινοτήτων. Προτείνει δε να ενταχθεί το υπό συζήτησιν πρόγραμμα στη Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης, στην οποία ήδη λειτουργεί και έδρα Εβραϊκών Σπουδών. Δηλαδή, και οι δύο βουλευτές συμφωνούν με τον μητροπολίτη ότι δεν είναι απορριπτέο το πρόγραμμα ως ιδέα, αλλά απορριπτέα είναι η ένταξή του στο Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ...
Προσθέτω ότι η θεολογική παράδοση της Θεσσαλονίκης είναι σαφώς αντιρρητική προς το Ισλάμ. Οι Θεσσαλονικείς άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος και ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, αρχιεπίσκοπος της πόλεως τον ΙΔ' αιώνα, κατέγραψαν τις τρομερές δυσκολίες θεολογικού διαλόγου με το Ισλάμ. Ο δε άγιος Νικάνωρ ο Θεσσαλονικεύς, ιδρυτής της Μονής Ζάβορδας, διέσωσε γύρω στο 1500 μ.Χ. τη δυτική Μακεδονία από τον εξισλαμισμό. Αυτήν την παράδοση οφείλει να σεβασθεί το Τμήμα Θεολογίας Θεσσαλονίκης.
Πηγή: Εφημερίδα Δημοκρατία
* Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος στην εκλεκτή πνευματική θυγατέρα του και προσφυγομάνα Θράκη.
* Η Θράκη στο διάβα των αιώνων τελεί αδιαλείπτως υπό το «Πρωτόθρονο Μητρικό Ωμοφόριο» του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Η αδέκαστη ιστορία έχει καταγράψει αψευδώς και διά «τεκμηρίων πολλών» ότι η εκκλησιαστική οργάνωση των Επαρχιών του ευρύτερου γεωγραφικού χώρου της θρακικής Γης είναι συνυφασμένη ακατάλυτα με την ζωή της πρωτοθρόνου και πρωτευθύνου Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας. Ο Απόστολος Ανδρέας, ο Πρωτόκλητος των Αποστόλων, έδρασε, σύμφωνα με αξιόπιστες ιστορικές πηγές και την παράδοση της Εκκλησίας, στην Μικρά Ασία, τiς περί τον Εύξεινο Πόντο περιοχές, την Θράκη και την Αχαΐα, όπου και εμαρτύρησε. Έτσι, η αποστολικότητα του θρόνου της Μητρός Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας είναι αποδεδειγμένα συνδεδεμένη και με την αποστολικότητα των ιδρυθεισών κατά τόπους Εκκλησιών στις παραπάνω περιοχές, όπου έδρασε ο Πρωτόκλητος Απόστολος Ανδρέας, και μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται και εκείνες της ευλογημένης Θρακικής Γης.
Ο «κοινός αποστολικός σύνδεσμος» ανάμεσα στην Θράκια Γη και την ιερά εκκλησιαστική Καθέδρα της του Κωνσταντίνου Πόλεως, της Θεοτοκουπόλεως Βασιλίδος των Πόλεων, ενισχύεται κατά τους μετέπειτα χρόνους και εκ του γεγονότος ότι προ του Μεγάλου Κωνσταντίνου η μικρά πόλις (Πολίχνη) του λεγομένου Βυζαντίου, η αρχαία αυτή αποικία των Μεγαρέων ήταν επισκοπή κατά το χριστιανικό αυτής τμήμα, υπαγομένη στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Μητροπολίτου της εν Θράκη Ηρακλείας. Ο δε εκάστοτε Μητροπολίτης Ηρακλείας μέχρι και σήμερα, εάν βεβαίως υπάρχει εν ενεργεία Μητροπολίτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου υπό τον τίτλο του «Ηρακλείας», σύμφωνα με αρχαιότατο εκκλησιαστικό έθος, εγχειρίζει την πατριαρχική ποιμαντορική ράβδο (πατερίτσα) στον εκάστοτε νεοεκλεγέντα και ενθρονιζόμενο Οικουμενικό Πατριάρχη.
Η άλλοτε τοπική Εκκλησία της πολίχνης του Βυζαντίου, αρχικώς υπαγομένη στον εκάστοτε Μητροπολίτη Ηρακλείας, κυρίως δε από την Β’ Οικουμενική Σύνοδο (381 μ.Χ.) και ακόμη σταθερότερα και εντονότερα με τις αποφάσεις της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου (451 μ.Χ.) κατέστη σταδιακά και συν τω χρόνω στην «καθ’ ημάς Ανατολή» η όντως τροφός και φιλόστοργος «Ιερά καθέδρα και το αδιάσειστον Ιερόν Κέντρον» των Επισκοπών, Αρχιεπισκοπών και Μητροπόλεων, μεταξύ των οποίων και εκείνες του ενιαίου γεωγραφικού χώρου της θρακικής Γης, που υπήγοντο στην εκκλησιαστική, πνευματική και διοικητική δικαιοδοσία αυτής.
Παρόλο που οι επαρχίες του λεγομένου Ανατολικού Ιλλυρικού (το πλείστον μέρος της Βαλκανικής Χερσονήσου- η άλλοτε Γιουγκοσλαβία, πλην της Δαλματίας η οποία υπήγετο στο Δυτικό Ιλλυρικό, η Αλβανία, η Δυτική Βουλγαρία, η Ελλάς, η Κρήτη, η Μακεδονία) υπήγοντο στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Επισκόπου Ρώμης, εντούτοις από τα τέλη του Δ’ αιώνος οι Επίσκοποι αυτών, παραθεωρούντες τις αντιδράσεις της Εκκλησίας της «Πρεσβυτέρας Ρώμης», προτιμούσαν να απευθύνονται στον Κωνσταντινουπόλεως ως τον πρωτόθρονο Επίσκοπο της «Νέας Ρώ-μης» για την ρύθμιση των επαρχιακών εκκλησιαστικών και εν γένει πνευματικών υποθέσεών τους, τις οποίες η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως επέλυε στο πλαίσιο της «κηδεμονικής προνοίας και συναντιλήψεως αυτής». Έτσι, αυτό που de facto επικρατούσε ως εκκλησιαστική πρακτική, επιβεβαιώθηκε και de jure, όταν η Δ’ εν Χαλκηδόνι Οικουμενική Σύνοδος (451 μ.Χ.) με τον 28ο κανόνα αυτής υπήγαγε τις τρεις Διοικήσεις Πόντου, Ασίας και Θράκης στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως. Εν προκειμένω δε ο πολύς συγγραφέας Μητροπολίτης Σάρδεων Μάξιμος στο μνημειώδες έργο του, υπό τον τίτλο: «Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία», γράφει σχετικά ότι: «Τούτο δε κρίνεται μάλλον ως φυσική κατάστασις, α) διότι προηγήθη η διοικητική μεταρρύθμισις και απόσπασις του Ιλλυρικού από του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας, β) διότι εις τας επαρχίας του ανατολικού Ιλλυρικού η γλώσσα της λατρείας ήτο η ελληνική, οι δε Επίσκοποι αυτού, ιδίως της Μακεδονίας και όλων των ελληνικών επαρχιών, ωμίλουν ελληνιστί, και γ) διότι γενικώς επρόκειτο περί πληθυσμών πλησιέστερων και οικειότερων, υπό πάσαν έποψιν, προς τον θρόνον Κωνσταντινουπόλεως».
Ο ίδιος συγγραφέας σε άλλο σημείο αναφερόμενος στην πολιτιστική σύνδεση και συνάφεια των περιοχών της Θράκης με την νέα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, την Νέα Ρώμη, την Θεοτοκούπολη Κωνσταντινούπολη, γράφει: «Ενώ δηλαδή εν Αιγύπτω αναπτύσσεται κυρίως η κοπτική φιλολογία και εν τη Διοικήσει της Ανατολής η συριακή και η αρμενική, αι περιοχαί της Θράκης, της Ασίας και του Πόντου, διαποτίζονται και καλλιεργούνται ολονέν και περισσότερον υπό της ελληνικής γλώσσης και παιδείας. Η πολιτιστική αυτή συγγένεια επέδρα μεγάλως εις τον προσανατολισμόν των Επισκόπων των τριών Διοικήσεων προς την Κωνσταντινούπολιν, η οποία εγένετο ήδη το κυριώτερον κέντρον της ελληνικής παιδείας».
Στο διάβα των αιώνων λοιπόν σφυρηλατήθηκαν ακατάλυτοι και άρρηκτοι εκκλησιαστικοί, πνευματικοί και ιστορικοί δεσμοί ανάμεσα στην ευλογημένη θρακική Γη και την Μητέρα Αγία Μεγάλη του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδα Εκκλησία. Έκτοτε και μέχρι σήμερα αδιαλείπτως η Θράκη ως ενιαίος γεωγραφικός χώρος (στη σύγχρονη εποχή πλην της Βορείου Θράκης ή Ανατολικής Ρωμυλίας που υπάγεται στο Πατριαρχείο Βουλγαρίας) τελεί υπό το «Πρωτόθρονο Κηδεμονικό Ωμοφόριο» του Οικουμενικού Πατριαρχείου και εν τοις πράγμασι αποδεικνύεται αυτό που από ετών εγράψαμε «περί Γης Θρακικής- Γης Πατριαρχικής». Δεν νοείται δηλαδή εκκλησιαστική οργάνωση των επαρχιών της γεωγραφικώς ενιαίας Θράκης άνευ της Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, καθώς επίσης δεν νοείται και το Οικουμενικό Πατριαρχείο άνευ των εκλεκτών εκκλησιαστικών επαρχιών του στον ενιαίο γεωγραφικό χώρο της Θράκης.
Στο σχέδιο του Θεού η θρακική Γη υπήρξε και παραμένει ανά τους αιώνες ο «ζωτικός φυσικός χώρος» της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας του μαρτυρικού και δι’ αιμάτων καθαγιασμένου Οικουμενικού Πατριαρχείο, το οποίο αδιαλείπτως συνεχίζει να σκέπει υπό τις φιλόστοργες πτέρυγές του την θρακική Γη. Δεν θα ήταν υπερβολή εάν επισημαίναμε ότι από τις πλέον εκλεκτές εκκλησιαστικές επαρχίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οι οποίες υπήρξαν και παραμένουν αλησμόνητες, είναι εκείνες της Ανατολικής Ρωμυλίας ή Βορείου Θράκης και της Ανατολικής Θράκης, που από το 1922/1923 είναι απορφανεμένες από το ποίμνιό τους, ενώ ακμαίες και δραστήριες παραμένουν οι επαρχίες του Οικουμενικού Θρόνου στη Δυτική Θράκη, οι οποίες αποτελούν αδιάκοπα μέσα στον χωροχρόνο κανονικό έδαφος της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας της Κωνσταντινουπολίτιδος Μητρός Εκκλησίας μέχρι και στις μέρες μας.
Στον ενιαίο γεωγραφικό χώρο της Θράκης έχουν καταγραφεί «χρυσοίς γράμμασι» στις σελίδες της εκκλησιαστικής ιστορίας από την βυζαντινή περίοδο και μέχρι το 1922 οι περισσότερες Επισκοπές, Αρχιεπισκοπές και Μητροπόλεις εν συγκρίσει με άλλες εκκλησιαστικές επαρχίες, οι οποίες υπήγοντο στην κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρ-χείου. Σύμφωνα με τα στατιστικά δεδομένα που καταγράφονται από τους
κατά καιρούς ερευνητές, στον ενιαίο γεωγραφικό χώρο της Θράκης (Βόρεια, Ανατολική και Δυτική) από Χριστού και μέχρι την δεκαετία του 1930 διέλαμψαν περί τις 94 συνολικά Μητροπόλεις, Αρχιεπισκοπές και Επι-σκοπές, στις οποίες, κατά προσέγγιση και στο ίδιο χρονικό διάστημα, ε-ποίμαναν περί τους 1824 αρχιερείς (Μητροπολίτες, Αρχιεπίσκοποι, Επίσκοποι), εν ενεργεία ή απλώς τιτουλάριοι).
Όλες αυτές οι Μητροπόλεις, Αρχιεπισκοπές και Επισκοπές είχαν την έδρα τους στην έκταση των 6 Επαρχιών που αποτελούσαν το έδαφος της «Διοικήσεως» της Θράκης, η οποία με τη σειρά της αποτελούσε μέρος του «Ανατολικού Θέματος» σύμφωνα με την υπό του Μ. Κωνσταντίνου γενομένη νέα διαίρεση του αχανούς Ρωμαϊκού Κράτους σε «Υπαρχίας ή Θέματα» και αυτά σε «Διοικήσεις», οι οποίες διαιρούνταν σε «Επαρχίες». Οι έξι Επαρχίες της Διοικήσεως Θράκης ήταν: 1) Ευρώπης (Ηρακλείας). 2) Ροδόπης (Τραϊανουπόλεως), 3) Αιμιμόντου (Αδριανουπόλεως), 4) Θράκης (Φιλιππουπόλεως), 5) Μυσίας ή Αιμιμόντου (Μαρκιανουπόλεως) και 6) Σκυθίας (Τόμης).
Ο αριθμός των παραπάνω Μητροπόλεων, Αρχιεπισκοπών και Επισκοπών της καθόλου Θράκης υπέστη σημαντικές αυξομειώσεις και μεταβολές δια μέσου των αιώνων και μέχρι της αλώσεως (1453). Έτσι, από της αλώσεως και μέχρι την δεκαετία του 1920 καταγράφονται, κατόπιν πολλών συγχωνεύσεων, στην Ανατολική και Δυτική Θράκη, οι παρακάτω Μητροπόλεις, Αρχιεπισκοπές και Επισκοπές: Αδριανουπόλεως, Μετρών και Αθύρων, Αίνου, Αργυρουπόλεως, Αρκαδιουπόλεως, Βιζύης και Μηδείας, Γάνου και Χώρας, Δέρκων (αρχικά υπό τον Ηρακλείας), Διδυμοτείχου, Ηρακλείας και Ραιδεστού, Καλλιουπόλεως και Μαδύτου, Μαρωνείας, Μετρών και Αθύρων, Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Ξάνθης και Περιθεωρίου, Παμφίλου, Σαράντα Εκκλησιών, Τυρολόης και Σερεντίου, Σηλυβρίας, Σκοπέλου (υπό τον Αδριανουπόλεως), Τραϊανουπόλεως, Χαριουπόλεως κ.ά. Άξιο μνείας είναι ότι στην καρδιά της γεωγραφικής εκτάσεως της σημερινής λεγομένης Δυτικής Θράκης, από του Δ’ αιώνος και μέχρι τον ΙΔ΄ αιώνα, κυριαρχούσε η Μητρόπολη Τραϊανουπόλεως έχουσα ως Επισκοπές τις εξής: Μαρωνείας, Μαξιμιανουπόλεως, Αίνου, Τοπείρου, Κυψάλων, Αναστασιουπόλεως, Διδυμοτείχου, Μάκρης, Μοσυνουπόλεως, Πόρων, Ξανθείας, Περιθεωρίου κ.ά. Πλείστες εξ αυτών ανεβιβάσθησαν σε Αρχιεπισκοπές και αργότερα συγχωνεύθησαν στις ήδη από του ΙΓ΄ και ΙΔ΄ αιώνος ιδρυθείσες Μητροπόλεις της Δυτικής Θράκης, ήτοι Μαρωνείας, Διδυμοτείχου, Ξάνθης και Περιθεωρίου, ενώ η εσχάτως ιδρυθείσα Μητρόπολη της Δυτικής Θράκης είναι της Αλεξανδρουπόλεως (1922).
Στην δε Βόρεια Θράκη ή Ανατολική Ρωμυλία από της αλώσεως (1453) και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1910, οι καταγεγραμμένες Μητροπόλεις, Αρχιεπισκοπές και Επισκοπές, κατόπιν πολλών μεταβολών και συγχωνεύσεων, ήταν οι εξής: Αγαθονικείας, Αγαθουπόλεως, Αγχιάλου, Αξιουπόλεως, Βάρνης, Βιδύνης, Βράτσας, Διοσπόλεως, Δρύστρας, Κεστεντηλίου, Κωνσταντίας, Λεύκης, Λιτίτσης. Λοφτσού, Μεσημβρίας, Περκόφτσας, Πρεσλάβας, Ροδοστόλου, Σαμακοβίου, Σοφίας, Σωζοπόλεως (Σωζοαγαθουπόλεως), Τζερβενού, Τορνόβου, Φιλιππουπόλεως.
Η ύπαρξη τόσου μεγάλου αριθμού Μητροπόλεων, Αρχιεπισκοπών και Επισκοπών στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της Θράκης συγκριτικά με άλλες γεωγραφικές περιοχές, που υπήγοντο στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, δεν υπήρξε ένα γεγονός τυχαίο και περιστασιακό. Αντιθέτως, αποδεικνύει περίτρανα τόσο το υψηλό και γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα των Θρακών, όσο και την ιδιαιτέρα μεγάλη σημασία και βαρύτητα που έδιδε το Οικουμενικό Πατριαρχείο σ’ όλες αυτές τις νευραλγικές εκκλησιαστικές επαρχίες του με τον υψηλού επιπέδου ακμάζοντα ορθόδοξο πληθυσμό, ο οποίος ήταν αφοσιωμένος, παρά το κατά καιρούς βαρύτατο κόστος που πλήρωναν λό-γω της προσηλώσεως και αφοσιώσεώς τους στην μαρτυρική και «αει εσταυρωμένη» Μητέρα τους Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως.
Οι Μητροπόλεις αυτές, κυρίως μετά την άλωση της Πόλεως (1453), υπήρξαν οι «Κιβωτοί της Σωτηρίας» για το δεινώς δοκιμαζόμενο υπόδουλο γένος των Ρωμηών σε όλη την ενιαία γεωγραφική έκταση της θρακικής Γης και όχι μόνον. Ανεδείχθησαν όντως οι «πνευματικές ασπίδες προστασίας» του Χριστεπωνύμου πληρώματος, αλλά και η «πνευματοφόρος εστία» της προόδου σε όλα τα επίπεδα. Οι Μητροπολίτες της Θρακώας γης και οι υπ’ αυτούς Επίσκοποι, οι οποίοι εξελέγοντο και απεστέλοντο από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις «Φαναριοσκέπαστες» αυτές επαρχίες, όπου χτυπούσε δυνατά η καρδιά της αθανάτου Ρωμηοσύνης του φιλοχρίστου και φιλοθέου γένους μας, εφύτευαν και μεταλαμπάδευαν στους Θράκες τα «ανόθευτα νάματα» της αμωμήτου ορθοδόξου πίστεως, την άσβεστη φλόγα της Ρωμηοσύνης, την γνήσια και ανόθευτη συνείδηση ότι οι εκκλησιαστικές επαρχίες της θρακικής Γης ήταν και μέχρι σήμερα παραμένουν πατριαρχικό έδαφος, και ότι επίσης το μαρτυρικό Οικουμενικό Πατριαρχείο αποτελούσε την «αει εσταυρωμένη» και φιλόστοργη Μητέρα
τους Εκκλησία. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο ότι ως Μητροπολίτες και Επίσκοποι στις Εκκλησιαστικές επαρχίες της Θράκης εξελέγοντο από το Οικουμενικό Πατριαρχείο οι άριστοι των πατριαρχικών κληρικών από τους οποίους πολλοί στο διάβα των αιώνων ανήρχοντο ως Οικουμενικοί Πατριάρχες στο θρόνο της Κωνσταντινουπολίτιδος Μητρός Εκκλησίας.
Η Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως υπήρξε η «κιβωτός της ελληνορθοδόξου παιδείας» και η «πνευματοφόρος κολυμβήθρα» του αναβαπτισμού των ρωμηόπουλων στα γράμματα και τις τέχνες. Δεν μεριμνούσε δηλαδή μόνο να εκλέγει και να αποστέλει τους αρίστους Επισκόπους και Μητροπολίτες στις εκκλησιαστικές επαρχίες της Θράκης, αλλά ως Εθναρχούσα Εκκλησία αόκνως και νυχθημερόν αγωνιζόταν να ιδρύονται Εκκλησίες, ιερές μονές (Παπίκιον Όρος επί της οροσειράς της Ροδόπης, Ι.Μονή Παναγίας Πετριτσονιτίσσης Μπατσκόβου- Βόρεια Θράκη, Ι.Μ. Παναγίας Σκαλωτής- Ανατολική Θράκη, Ι.Μ. Παναγίας Κοσμοσώτειρας- Δυτική Θράκη κ.α.), ευαγή φιλανθρωπικά και κοινωφελή ιδρύματα, καθώς επίσης νηπιαγωγεία, δημοτικά σχολεία, σχολαρχεία (Αστικές Σχολές) και λοιπά ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Αλλεπάλληλα τα αιτήματα του Πατριαρχείου προς την Υψηλή Πύλη για την έκδοση Σουλτανικών Φιρμανίων και την χορήγηση υπουργικής αδείας με σκοπό την ανίδρυση και λειτουργία εκπαιδευτηρίων κάθε βαθμίδος. Το Πατριαρχείο με τους διακεκριμένους φιλεκπαιδευτικούς και φιλοπροόδους συλλόγους της Κωνσταντινουπόλεως φρόντιζε να αποστέλλονται διδάσκαλοι και διδασκάλισσες σε όλα τα σχολεία της Θράκης προκειμένου τα Ρωμηόπουλα να γεύονται τα νάματα της ελληνορθοδόξου παιδείας και παραδόσεως με τα οποία ως θώρακα και ασπίδα προστασίας να ανθίστανται στις προπαγανδιστικές και προσηλυτιστικές απόπειρες του εκτουρκισμού, εκβουλγαρισμού και εκλατινισμού τους.
Η μέριμνα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που ήταν και παραμένει το «Ιερόν Κέντρον» του φιλοχρίστου και ευσεβούς Γένους μας, για την παιδεία και μόρφωση των υποδούλων τέκνων του εφάνη σε μικρό χρονικό διάστημα μετά την άλωση, όταν, παρόλες τις άθλιες συνθήκες υπό τις οποίες ζούσε η Θράκη, επετεύχθη η άνθιση της ελληνορθοδόξου παιδείας με την πρωτοβουλία του εξ Αγχιάλου Θρακός Οικουμενικού Πατριάρχου Ιερεμίου Β΄ του επικαλουμένου Τρανού (1572-1579, 1580-1584, 1587-1595), ο οποίος κατά το έτος 1593 ενεπνεύσθη και απέστειλε την ιστορικής σημασίας σχετική εγκύκλιο για την ίδρυση σχολείων απανταχού των εδαφών της δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου, όπου υπήρχε έστω και η ελάχιστη εστία ελληνισμού. Έτσι άρχισε η άνθιση της ελληνικής παιδείας στη Θράκη με την πληθώρα των λογίων Θρακών, κληρικών και λαϊκών, που ανεδείχθησαν καθ’ όλη την διάρκεια της οθωμανοκρατίας.
Από δε την δεκαετία 1850/1860 και εντεύθεν το Οικουμενικό Πατριαρχείο νυχθημερόν και με επιμονή απαιτούσε την έκδοση και υπογραφή φιρμανίων από την Υψηλή Πύλη και σχετικών υπηρεσιακών αδειών (ιστιλάμιον) από τα αρμόδια υπουργεία της εκάστοτε οθωμανικής κυβερνήσεως για την ίδρυση εκπαιδευτηρίων, τα οποία επληθύνοντο ραγδαίως σε όλες τις πόλεις, τις κωμοπόλεις και στα πλέον απομακρυσμένα χωριά όλου του ενιαίου θρακικού χώρου, όπου λειτουργούσαν όλων των βαθμίδων εκπαιδευτήρια, όπως γραμματοδιδασκαλεία, Δημοτικά, Παρθεναγωγεία, Αρρεναγωγεία (Σχολαρχεία), Ημιγυμνάσια, Γυμνάσια, Ανώτερα και Ανώτατα φροντιστήρια. Σημειώνουμε εν προκειμένω ότι κατά την περίοδο 1881-1912 υπήρχαν στις ένδοξες Μητροπόλεις της Αν. και Βορ. Θράκης, κατά μία πρώτη προσέγγιση, τετρακόσιες τρεις κοινότητες στις οποίες λειτουργούσαν ισάριθμα σχολεία, πλην, βεβαίως, των μεγάλων σχολείων των αστικών κέντρων, στα οποία κύρια φροντίδα ήταν η μετάδοση όχι μόνον των γνώσεων, αλλά και η εμπέδωση της εθνικής συνειδήσεως και της Ορθοδόξου πίστεως.
Το μαρτυρικό Οικουμενικό Πατριαρχείο ως «αεί εσταυρωμένη» φιλόστοργη Μητέρα Εκκλησία με πρώτον τον εκάστοτε Πατριάρχη του Γένους και συν αυτώ με άπαντες τους Μητροπολίτες, Αρχιεπισκόπους, Επισκόπους και τους εν γένει αγάμους και εγγάμους κληρικούς αυτού απανταχού των επαρχιών του στη Θράκη, από της υποδουλώσεως της ευλογημένης θρακικής Γης στους Οθωμανούς και εντονότερα μετά την άλωση της Βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως (1453), καθώς και κατά την διάρκεια της εθνικής παλιγγενεσίας (1821), προσέφερε αφειδώς «ημέρας και νυκτός» προς τους φιλοχρίστους και φιλογενείς Θράκες την σκέπη και προστασία του. Ποταμοί αιμάτων Πατριαρχών, Αρχιερέων, ιερέων, ιερομονάχων, μοναχών και μοναζουσών «ως λύτρον αντί πολλών» άρδευσε την θρακική Γη, όταν το ποίμνιο οδηγούνταν στην απώλεια ή τον βίαιο εξισλαμισμό τους.
Όταν και πάλι οι πολιτικές σκοπιμότητες και ο άκρατος εθνοφυλε-τισμός (εθνικισμός) έφεραν δίσεκτα και δυσχείμερα έτη για τον θρακικό ελληνισμό, ο οποίος εδέχετο την βιαία δράση της σχισματικής και αντικανονικής βουλγαρικής εξαρχίας και μετά το 1908 και αυτού του κινήματος των Νεοτούρκων (Νέο-Οθωμανών), που αποσκοπούσαν, αντιστοίχως, είτε στον εκβουλγαρισμό είτε στον εκτουρκισμό των Θρακών, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανθέστη αυτοθυσιαστικώς υπέρ του περιποθήτου Ποιμνίου του εν Θράκη. Μετά δε το έτος 1914, όταν άρχισε από μέρους των ακραίων εθνικιστών Νεοτούρκων ο βίαιος εκτοπισμός και ο γενοκτονικός αφανισμός των Θρακών, η Μητέρα Κωνσταντινουπολίτις Εκκλησία προσέφερε και πάλι το τίμιο αίμα των κληρικών της προκειμένου να αποφευχθεί το αναπόφευκτο.
Οι δ ε Θράκες, οι οποίοι ήταν προσηλωμένοι στην Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και είχαν βαθύτατα πατριαρχικό φρόνημα, διαποτισμένοι οι ίδιοι μέχρι «μυελού οστέων» από την ζωογόνο εκκλησιαστική πνοή του μαρτυρικού και εστευρωμένου φαναρίου, σε πολλές και ιδιαίτερα δυσχερείς και λίαν επικίνδυνες περιόδους, αν και θα μπορούσαν να απαρνηθούν το Οικουμενικό Πατριαρχείο και να σωθούν, εκείνοι με απαράμιλλη γενναιοφροσύνη παρέμεναν πιστά, ακλόνητα και αφοσιωμένα τέκνα της «Μεγάλης και Μαρτυρικής Μάνας τους Εκκλησίας», και θυσιάζονταν «μέχρις ενός». Και πλησίον τους και οι παπάδες, οι καλόγεροι και οι Μητροπολίτες τους εκ των οποίων πλείστοι όσοι είναι εθνοϊερομάρτυρες και Άγιοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Στο σημείο τούτο άξιο μνείας και προς απόδειξη της απολύτου και άκρας αφοσιώσεως και μέχρι λατρείας αγάπης των Θρακών στην Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, στη Μάνα τους Εκκλησία, είναι και το αψευδές ιστορικό γεγονός που συνέβη κατά την διάρκεια της δράσεως της σχισματικής- αντικανονικής βουλγαρικής εξαρχίας στον γεωγραφικό χώρο της Θράκης. Ο Έλληνας Πρόξενος στις Σέρρες Αντώνιος Σαχτούρης σε υπηρεσιακή έκθεσή του προς το ΥΠΕΞ έγραφε λίγες ημέρες μετά τον θάνατο του ήρωος Μακεδονομάχου Παύλου Μελά, ότι σε ένα ελληνορθόδοξο χωριό, πλησίον του χωριού Καβακλί (Ανατ. Ρωμυλία), οι σχισματικοί βουλγαροεξαρχικοί κομιτατζήδες σύναξαν βιαίως τους χωρικούς στην κεντρική πλατεία και τους επέβαλαν να φωνάξουν: «Κάτω το Πατριαρχείο- Ζήτω η Βουλγαρική Εξαρχία». Όλοι όμως παρέμειναν σιωπηλοί και ακίνητοι. Τότε σηκώθηκε ο γέροντας παπάς του χωριού και με αγέρωχη φωνή βροντοφώναξε: «Αδελφοί μου, εκατό φορές πεθαμένοι και πιστοί στο Πατριαρχείο μας, παρά ζωντανοί και προδότες του Πατριάρχου μας». Όλοι τους τουφεκίσθησαν, αλλά προδότες του Πατριαρχείου, της Μητέρας τους Εκκλησίας δεν έγιναν.
Επετειακώς γράφοντες και ευγνωμόνως αναμιμνησκόμενοι των μεγάλων προσωπικοτήτων, που ανεδείχθησαν στα άγια χώματα της λατρευτής και αλησμονήτου Πατρίδος των προγόνων μας, αναφέρουμε ότι Θράκες την καταγωγή που ανήλθαν στον Οικουμενικό θρόνο μετά την άλωση (1453) ήταν: 1) Ο εξ Αγχιάλου Ιερεμίας Β΄ ο Τρανός (1572-1579, 1580-1584, 1587-1595), 2) Ο εκ της επαρχίας Ξάνθης, Μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως και έπειτα Τυρνόβου, Πατριάρχης Κύριλλος Γ΄ ο Σπανός (α΄ 1652, β΄ 1654), 3) Ο εξ Ανδριανουπόλεως Κύριλλος Στ΄ (1813-1818), 4) ο εκ της επαρχίας Αδριανουπόλεως Αγαθάγγελος (1826-1830), 5) Ο εκ του Νε-οχωρίου Ραιδεστού Άνθιμος Ε΄ (1841-1842), ο οποίος διετέλεσε το πρότερον και Μητροπολίτης στις θρακικές επαρχίες Αγαθουπόλεως και Αγχιάλου, 6) Ο εξ Ανδριανουπόλεως Διονύσιος Ε΄ (1887-1891), ο οποίος διετέλεσε και Μητροπολίτης στις θρακικές επαρχίες Διδυμοτείχου και Αδριανουπόλεως.
Από τους Μητροπολίτες, οι οποίοι διεποίμαναν εκκλησιαστικές επαρχίες της Μητρός Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως και ανήλθαν στον Οικουμενικό θρόνο, ενδεικτικώς και μόνον αναφέρουμε τους εξής: 1) Ο από Αδριανουπόλεως Γερμανός Γ΄ (1267), 2) Ο από Αδριανουπόλεως Ιωάσαφ Β΄ ο μεγαλοπρεπής (1555-1565), 3) Ο από Αδριανουπόλεως Άνθιμος Β΄ (1623), 4) Ο από Αδριανουπόλεως Παρθένιος Α΄ (1639-1644), 5) Ο από Αδριανουπόλεως Παρθένιος Β΄ (1644-1646, 1651), 6) Ο από Ηρακλείας Ιω-αννίκιος Β΄ (1646-1648, 1651, 1652, 1653-1654, 1655-1656), 7 ) Ο από Ηρα-κλείας Γαβριήλ Β΄ (1657), 8) Ο από Αδριανουπόλεως Νεόφυτος Δ΄ (1688-1689), 9) Ο από Αδριανουπόλεως Αθανάσιος Ε΄ (1709-1711), 10) Ο από Μα-ρωνείας Νεόφυτος Ζ΄ (1789-1794, 1799-1801), ο οποίος ως Μητροπολίτης Μαρωνείας ενήργησε αόκνως και επέτυχε την ανέγερση του Μητροπολι-τικού Ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου Κομοτηνής και της Αγίας Αναστασίας Φαρμακολύτρας Μάκρης-Ν. Έβρου, που την περίοδο εκείνη υπήγετο στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Μητροπολίτου Μαρωνείας, 11) Ο από Αδριανουπόλεως Κύριλλος ο Στ΄ (1813-1818), 12) Ο από Αδριανουπόλεως Διονύσιος Ε΄ (1887-1891), 13) Ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ ο μεγαλοπρεπής (1878-1884, 1901-1912), ο οποίος διετέλεσε και Μητροπολίτης Βάρνης (1864-1874), 14) Ο Πατριάρχης Φώτιος Β΄ (1929-1935), ο οποίος διετέλεσε και Πατριαρχικός Επίτροπος Φιλιππουπόλεως (1906-1914), 15) Ο από Ηρα-κλείας Πατριάρχης Βενιαμίν Α΄ (1936-1946) κ.ά.
Εκκλησιαστικές προσωπικότητες, οι οποίες κατήγοντο από τις Πα-τριαρχικές επαρχίες του ενιαίου γεωγραφικού χώρου της Θράκης ή έδρασαν σε αυτές, ήταν: 1) Ο εξ Αγχιάλου της Βορείου Θράκης Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας Β΄ ο Τρανός (1572-1579, 1580-1584, 1587-1595), όπως και οι λοιποί προαναφερθέντες Θράκες την καταγωγήν Οικουμενικοί Πατριάρχες, 2) Ο εκ Σωζοπόλεως, Μητροπολίτης Νικαίας Πορφύριος Α΄ (τέ-λη ΙΣΤ΄ -μέσα ΙΖ΄ αι.), 3) Ο εξ Αίνου, Πατριάρχης Ιεροσολύμων Μελέτιος (τέλη ΙΖ΄ – αρχάς ΙΗ΄ αι.), 4) Ο εκ Ραιδεστού, Πατριάρχης Ιεροσολύμων Αθανάσιος Ε΄ (τέλη ΙΗ΄ – μέσα ΙΘ΄ αι.), 5) Ο εκ Ραιδεστού, Μητροπολίτης Αθηνών (1783-1799) Αθανάσιος (Μιχαήλ Τατλίκαρις), 6) Ο εξ Αίνου, Μητροπολίτης Αίνου και έπειτα Θεσσαλονίκης και Κυζίκου Ματθαίος (μέσα ΙΗ΄ – μέσα ΙΘ΄ αι.), 7) Ο εκ Περιστάσεως, Ιερομόναχος Αγάθων Παντοκρατορινός (ΙΘ΄ αι.), ο οποίος έλαβε το Οφφίκιον του Μεγάλου Εκκλησιάρχου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Εκοιμήθη το 1887, 8) Ο εκ των Γανοχωρίων, Πατριάρχης Αντιοχείας Ιερόθεος (τέλη ΙΗ΄ -1855), 9) Ο εκ Μαδύτου, πεπαιδευμένος Μητροπολίτης Αμασείας Άνθιμος Αλεξούδης (1825-1907), 10) Ο εξ Αδριανουπόλεως, Μητροπολίτης Κυζίκου Αθανάσιος Μεγακλής (1848-1909), 11) Ο εξ Αδριανουπόλεως, Μητροπολίτης Σάρδεων Μιχαήλ Κλεόβουλος (1848-1918), 12) Ο εκ Σηλυβρίας, Μητροπολίτης Ιερισσού και Αγίου Όρους Σωκράτης Σταυρίδης (1866-1945), 13) Ο από τους Δελλιώνες της επαρχίας Σηλυβρίας, Μητροπολίτης Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας Γερμανός Στρηνόπουλος (1872-1951), 14) Ο εκ Σηλυβρίας, Μητροπολίτης Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Βεροίας και Ναούσης, Ελευθερουπόλεως Σωφρόνιος Σταμούλης (1875-1960), 15) Ο εκ Μαδύτου, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Α΄ Παπαδόπουλος (1922-1938), ο οποίος υπήρξε και Καθηγητής του Παν/μίου Αθηνών, 16) Ο εκ Κριθίας της Θρακικής Χερσονήσου, Μητροπολίτης Ρόδου Απόστολος Τρύφωνος, 17) Οι θρακικής καταγωγής καθηγητές της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, αδελφοί κατά σάρκα, Μητροπολίτης Διδυμοτείχου Κωνσταντίνος Βαφείδης (+1899), ο οποίος διετέλεσε και Μητροπολίτης Μαρωνείας, και ο από Διδυμοτείχου Μητροπολίτης Ηρακλείας Φιλάρετος Βα-φείδης (+1933), ο οποίος υπήρξε μέγας εκκλησιαστικός ιστορικός. Ο δε ανεψιός των δύο ως άνω αρχιερέων, ο Αρχιμ. Νικόλαος Βαφείδης, Πρωτοσύγκελλος και Ιεροκήρυξ της Μητροπόλεως Διδυμοτείχου, υπήρξε δεινός συγγραφεύς ιστορικών και λοιπών εκκλησιαστικών μελετών, 18) Ο εκ Μαρωνείας του Ν. Ροδόπης, Μητροπολίτης Κορίνθου και έπειτα Αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής Μιχαήλ Κωνσταντινίδης (1892-1958), 19) Ο εκ Κομοτηνής του Ν. Ροδόπης, Μητροπολίτης Τραπεζούντος και έπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος Φιλιππίδης (1881-1949), 20) Ο εθνεγέρτης Ροδόπης κατά την επανάσταση του 1821, Μητροπολίτης Μαρωνείας Κωνστάντιος Α΄ (1810-1821), 21) Ο Μητροπολίτης Μαρωνείας (1922-1938) Άνθιμος ο Δ΄ (Σαρρίδης), ο από Βιζύης και Μηδείας, ο οποίος υπήρξε ο διορθωτής του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου και ο εισηγητής του «Νέου Ημερολογίου». κ.ά.
Οι κατά την καταγωγή Θράκες ή εν Θράκη μαρτυρήσαντες Άγιοι και Νεομάρτυρες της Εκκλησίας είναι: Α) Άγιοι: 1) Η εκ των Επιβατών της Ανατ. Θράκης Οσία Παρασκευή η Νέα (μεταξύ του 10-12 αι. μ.Χ.), 2) Ο εκ Σηλυβρίας Άγιος Νεκτάριος, Επίσκοπος Ραιδεστού, Μητροπολίτης Ηρακλείας Γρηγόριος Καλλίδης (1844-1925).
Ιεράρχες ποιμάναντες την Μητρόπολη Αδριανουπόλεως, οι οποίοι εντάσσονται στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι: 1) Λούκιος (+348, 11η Φεβρουαρίου), 2) Φίλιππος (+362, 22 Οκτωβρίου), 3) Μανουήλ (787-813, 22 Φεβρουαρίου), 4) Νικόλαος (+976), 5) Μιχαήλ, διάδοχος του ως άνω (4 Φεβρουαρίου).
Β) Άγιοι Νεομάρτυρες, Θράκες την καταγωγή ή εν Θράκη μαρτυρή-σαντες είναι: 1) Γεώργιος εξ Αδριανουπόλεως (+1437), 2) Μιχαήλ Μαυροειδής, Αδριανουπολίτης (17 Φεβρουαρίου 1493 ή 1490;) του οποίου τμήμα ιε-ρού λειψάνου φυλάσσεται στον Μητροπολιτικό Ναό Κοιμήσεως της Θεο-τόκου Κομοτηνής, 3) Οσιομάρτυρας Ιάκωβος και οι μαθητές αυτού Ιάκω-βος Διάκονος και Διονύσιος Μοναχός (+1519, Αδριανούπολη ή κατ’ άλλους το έτος 1520 στο Διδυμότειχο), τιμώνται την 1η Νοεμβρίου), 4) Δημήτριος Αδριανουπολίτης (+1521), 5) Γαβριήλ Επίσκοπος Γάνου (Προύσα, +1659), 6) Δήμος Αδριανουπολίτης, μαρτυρήσας εν Σμύρνη την 5η Απριλίου 1763 ή κατ’ άλλους την 10η Απριλίου 1763, 7) Επίσκοπος Διδυμοτείχου Παρθένιος (+1805, Διδυμότειχο), 8) Οσιομ. Χριστοφόρος Διονυσίατης (+1818 ή κατ’ άλ-λους το 1808, Αδριανούπολη), 9) Προκόπιος εκ Βάρνης, μαρτυρήσας στη Σμύρνη (25 Ιουνίου 1810), 10) Οσιομ. Τιμόθεος Εσφιγμενίτης (+1820, Α-δριανούπολη), 11) Στέφανος εξ Αίνου (17 Απριλίου 1821), 12) Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως Δωρόθεος ο Πρώϊος (4 Μαίου 1821, Κωνσταντινού-πολη), 13) Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος ΣΤ΄ , Αδριανουπολίτης, (Απρίλιος 1821, Αδριανούπολη), 14) Οι εκ Σαμοθράκης, εν Μάκρη του Ν. Έβρου μαρτυρήσαντες (+1836) Μανουήλ, Θεόδωρος, Γεώργιος, Μιχαήλ, Γεώργιος), 15) Ιερομ. Ευδόκιμος ο Ιβηρίτης (+1913, Μάλγαρα;). κ.ά.
Απ’ όλα τα παραπάνω δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι από τις πλέον εκλεκτές και ηγαπημένες εκκλησιαστικές επαρχίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οι οποίες παραμένουν μέχρι και σήμερα αλησμόνητες στις καρδιές των επιγενομένων Θρακών, είναι εκείνες της Ανατολικής και Βορείου Θράκης, και τούτο συμβαίνει διότι οι πρόσφυγες όλων των επαρχιών αυτών με την αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών (1923) ήλθαν και εγκατεστάθησαν πρωτίστως στην «Προσφυγομάνα Δυτική Θράκη» και φυσικά και σε άλλα μέρη της Ελλάδος διατηρώντας άσβεστη την «φλόγα της αγάπης και της άκρας αφοσιώσεως» προς την Μητέρα τους Εκκλησία, που ήταν και παραμένει το μαρτυρικό Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η Βόρεια Θράκη ανήκει πλέον στο Πατριαρχείο της Βουλγαρίας και η Ανατολική Θράκη είναι από το 1923 απορφανεμένη από το ευσεβές ποίμνιό της, αλλά οι επιγενόμενοι των προσφύγων εκείνων Θράκες που διαβιούν στην Ελληνική Θράκη και σ’ όλη την Ελλάδα διατηρούν ζώσα την συνεί-δηση μέσα στο ιστορικό DNA τους ότι αποτελούν και θα συνεχίσουν να αποτελούν ποίμνιο εκλεκτό και περιπόθητο της μαρτυρικής και σταυραναστάσιμης Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας.
Δικαίως λοιπόν γράφουμε και υπομνηματίζουμε, αμεταθέτως και αστασιάστως, στους ενίοτε αγνώμονες και επιλήσμονες και πολλάκις φέροντες «φιλοπατριαρχικόν προσωπείον» ψευδαδέλφους, ότι η «Θρακική Γη είναι Γη Πατριαρχική», συνεχίζουσα αδιαλείπτως ανά τους αιώνες και μέχρι σήμερα να τελεί υπό το «Πρωτόθρονον Μητρικόν Ωμοφόριον» του εκάστοτε Οικουμενικού Πατριάρχου.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
«Η άμεση ανταπόκριση του Αγίου Διονυσίου στο κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου, η αγαθή του προαίρεση και η αξιοποίηση των ταλάντων του»
Παναγιώτατε, τίμιο πρεσβυτέριο, σεβαστοί εκπρόσωποι των αρχών, αγαπητοί συνάδελφοι νομικοί, ευσεβές εκκλησίασμα,
Aποτελεί ιδιαίτερη τιμή και εξαιρετικό προνόμιο η ανάθεση εκφώνησης του πανηγυρικού λόγου, στη μνήμη του εορταζόμενου σήμερα Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, τον οποίον ιδιαίτερα τιμούμε και ευλαβούμεθα όλοι μας .
Οι μάρτυρες, αλλά και όλοι οι άγιοι, αποτελούν τη ζωντανή απόδειξη της αλήθειας των λόγων του Χριστού και της απόδειξης ότι το Ευαγγέλιο μπορεί να εφαρμοστεί. Οι Άγιοι απολαμβάνουν τιμή και δόξα στη Βασιλεία των ουρανών, εξακολουθούν να είναι ζωντανοί και να αποτελούν αιώνιο παράδειγμα μίμησης για όλους τους ανθρώπους. Για το λόγο αυτόν η Εκκλησία μάς προτρέπει να παραδειγματιστούμε από το φρόνημα και τη ζωή τους, υπενθυμίζοντάς μας το «Μνήμη Αγίου, μίμησις Άγίου».
Η ζωή των αγίων της Εκκλησίας μας αποτελεί πρόκληση και αφύπνιση για την ορθόδοξη συνείδησή μας, προτρέποντάς μας να αναζητήσουμε έναν λιγότερο υλιστικό τρόπο ζωής στη δική μας καθημερινότητα. Είναι οι άγιοι που αξίζουν την τιμή της Εκκλησίας μας, αφού η ζωή τους εμπνέει, το παράδειγμά τους καθοδηγεί και τα έργα τους στηρίζουν τους ανθρώπους στον πνευματικό τους αγώνα.
Ένας τέτοιος μεγάλος μάρτυρας, ομολογητής και άγιος της Εκκλησίας μας, είναι και ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης. Η αγαθή του προαίρεση, η δυνατή του πίστη και αφοσίωση προς το Χριστό, η σοφία και η σύνεσή του ταυτισμένη με το αίσθημα της δικαιοσύνης, τα εμπνευσμένα συγγράμματά του, αλλά και το φρικτό του μαρτύριο, έχουν καταστήσει τον Άγιο Διονύσιο ως έναν από τους πιο αγαπητούς αγίους στην Ελλάδα, ιδιαιτέρως δε στο χώρο των νομικών.
Η ζωή και το μαρτύριο του Αγίου, είναι δύσκολο να αφήσει ανεπηρέαστο το σύγχρονο άνθρωπο. Για το λόγο αυτό πιστεύω πως οφείλουμε να θυμόμαστε κάποια χαρακτηριστικά γεγονότα που αναφέρονται στη ζωή και την προσωπικότητά του. Σύμφωνα με το Συναξαριστή, ο άγιος Διονύσιος γεννήθηκε στην Αθήνα, το ένατο έτος μετά την γέννηση του Χριστού και διακρινόταν για τη ψυχική του ευγένεια, τη σοφία, τη σύνεση και τη ρητορική του δεινότητα. Ήταν ηθικότατος, δίκαιος, ακέραιος και ενάρετος, ζούσε ως Χριστιανός προτού γίνει Χριστιανός. Διέφερε από τους Χριστιανούς μόνο ως προς την πίστη, ενώ με τον τρόπο ζωής και με τα έργα του, έμοιαζε καταπληκτικά με τους Χριστιανούς. Αναδείχθηκε άξια Δικαστής του Αρείου Πάγου εφαρμόζοντας πιστά το νόμο της συνείδησης, τον άγραφο αυτό νόμο του Θεού, και όλοι τον θαύμαζαν για τη δικαιοσύνη του.
Τα ιστορικά γεγονότα είναι πραγματικά εντυπωσιακά. Ο άγιος την ημέρα και την ώρα της Σταύρωσης του Χριστού, βρισκόταν στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου, την οποία είχε επισκεφτεί, για να συμπληρώσει τις σπουδές του. Τότε βλέποντας τον ήλιο να σκοτεινιάζει εν μέσω της ημέρας, (φαινόμενο πρωτοφανές και ανεξήγητο), παρότι αγνοούσε την ύπαρξη του Χριστού, ομολόγησε ασυναίσθητα περί της Θεότητάς Του, λέγοντας΄΄ή Θεός πάσχει ή το παν απόλλυται΄΄, (δηλαδή ή κάποιος Θεός υποφέρει ή xάνεται ο κόσμος). Τόσο δε του έκανε εντύπωση το γεγονός αυτό, ώστε η ημερομηνία και η ώρα πού συνέβη τούτο τού έμειναν για πάντα ανεξίτηλα στη μνήμη του.
Δέκα εννιά χρόνια μετά ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ως επιφανής Αθηναίος δικαστής, παρακολουθούσε στον Άρειο Πάγο την υπέροχη ομιλία του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος, με αφορμή ένα βωμό αφιερωμένο στον άγνωστο Θεό, μίλησε στους σοφούς Αθηναίους, δείχνοντάς τους τον αληθινό Θεό και ορίζοντας τη σχέση του Θεού με τον κόσμο.
Η ομιλία αυτή είχε ως αποτέλεσμα ο επιφανής Αθηναίος Δικαστής να πιστέψει στο Χριστό, ανταποκρινόμενος άμεσα στο κάλεσμα του Ουρανίου Πατρός μέσω του Αποστόλου Παύλου. Η μεταστροφή αυτή τον οδήγησε να ενστερνισθεί το χριστιανικό λόγο. Σύντομα και με τη χάρη του Θεού κατάφερε να συνδυάσει, πρώτος αυτός, τον ανθρώπινο νόμο με το νόμο που αποκάλυψε ο Θεός. Με την τόλμη, την αγαθή προαίρεση, τη διαίσθηση και τη διορατικότητά του, διέκρινε την αλήθεια αυτών που κήρυττε ο απόστολος Παύλος και χωρίς πολλές περιστροφές και σκέψεις πίστεψε στο Χριστό, προσφέροντας στους ανθρώπους μοναδικό παράδειγμα μεταστροφής και μετανοίας. Φιλοξένησε τον Απόστολο Παύλο στο σπίτι του, και εκεί είχε την ευκαιρία να ακούσει με κάθε λεπτομέρεια για την ενσάρκωση του Υιού του Θεού, για το Πάθος και την Ανάσταση του. Όταν μάλιστα άκουσε για το σκοτισμό του ηλίου που έγινε την ώρα της Σταυρώσεως θυμήθηκε το γεγονός, του οποίου έγινε αυτόπτης μάρτυρας στην Αίγυπτο. Τώρα πια δεν είχε καμία αμφιβολία ότι ο Χριστός που κήρυττε ο Απόστολος Παύλος ήταν ο αληθινός Θεός. Από τότε ο Άγιος δόθηκε πλέον ολοκληρωτικά στο Χριστό, βαπτιζόμενος μαζί με την οικογένειά του.
Ο Άγιος Διονύσιος, προσφέρει στο Θεό όλα του τα χαρίσματα. Από την ημέρα της μεταστροφής του και μετά παραδίδει την ψυχή του για να κατοικήσει μέσα της ο Θεός. Ζει ως ένας ισόβιος στρατιώτης του Χριστού. Απαρνείται δήμους, δικαστήρια, περιφανή κοινωνική θέση, πλούτο και κοινωνική καταξίωση. Ακολουθεί με μεγάλη προθυμία ψυχής το Χριστό, έχοντας ως διδάσκαλο και οδοδείκτη τον Απόστολο Παύλο. Μαζί δε με όλα του κόσμου τα τίμια και ένδοξα αφήνει και την αρχαία φιλοσοφία, για να αποκτήσει την αληθινή χάρη του Θεού. Πλουτίζει σε χριστιανικό ήθος, επιδεικνύει έναν τέλειο τρόπο ζωής και γίνεται με το λόγο και την πράξη του πνευματικός οδηγός πολλών Αθηναίων. Η πνευματική του αυτή ανάταση, τον αναδεικνύει άξιο Επίσκοπο της Εκκλησίας των Αθηνών.
Η προσέλευση του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου στο Χριστιανισμό, είναι ένα μεγάλο ιστορικό γεγονός, αφού ο άγιος ως προσωπικότητα ξεχωριστή στην κοινωνία της πόλεως των Αθηνών, συμβολίζει την μετακίνηση από τον Ελληνισμό στο Χριστιανισμό. Αποτελεί την πρώτη γέφυρα, με την οποία ο Ελληνισμός ενώνεται με τη νέα θρησκεία. Ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης εισάγει τη Χριστιανική απάντηση ως συνέχεια στην αρχαιοελληνική δικαιϊκή σκέψη και πρακτική. Επιτυγχάνει τη ζεύξη της κλασικής σκέψης με την Ευαγγελική Αποκάλυψη. Με τα συγγράμματά του αλλά και τη σοφία του, κατέστησε τη φιλοσοφία και τη θύραθεν παιδεία, θεραπαινίδα της χριστιανικής σοφίας. Φυσικά είχε την τύχη των περισσότερων πρώτων Χριστιανών και μαρτύρησε με φρικτό θάνατο το έτος 95 μ.Χ.
Αν σε κάτι αξίζει πραγματικά να σταθούμε είναι στην ταχύτητα της μετάθεσης της ψυχής του αγίου από την ειδωλολατρική πλάνη στη χριστιανική αλήθεια. Το γεγονός αυτό δεν συνέβη ούτε καν στους σπουδαιότερους των Αποστόλων, όπως ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, οι οποίοι παρά το ότι ήταν αυτόπτες μάρτυρες αναρίθμητων θαυμάτων, εν τούτοις δίσταζαν και δεν είχαν απαλλαγεί τελείως από τις αμφιβολίες τους, σχετικά με το πρόσωπο του Χριστού. Ο απόστολος Θωμάς μάλιστα, ο οποίος ήταν μαθητής του Χριστού και έζησε κοντά του, θαυμαστές καταστάσεις, δυσκολεύτηκε να πιστέψει στην Ανάσταση, αναγκάζοντας τον Κύριο να αναφωνήσει ΄΄Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες΄΄.
Ο Άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης αποτελεί μία λαμπρή εξαίρεση στο ακροατήριο του Αποστόλου Παύλου. Αυτή η ταχύτητα της μεταστροφής του, αποδεικνύει περίτρανα την αγαθή του προαίρεση. Πόσο δηλαδή εύκολα και σύντομα αποδέχτηκε το καλό, προφανώς διότι η ψυχή του είχε την κλίση προς αυτό. Όπως μάλιστα γράφει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ΄΄Το παν προαίρεσις, Θεός γαρ ουκ άκοντα σώζει βία΄΄ Δηλαδή ΄΄το παν είναι η θέλησις και ο Θεός δε σώζει με την βία αυτόν που δεν το θέλει΄΄.
Κατά τα φαινόμενα ήταν Θεία οικονομία, αφού κάθε ψυχή που διακρίνεται για την αγαθή της προαίρεση, έχει τη δύναμη και τη δυνατότητα, όταν της δοθεί η ευκαιρία, να γνωρίσει τον Χριστό πολύ σύντομα. Η μεταστροφή του αυτή μας αποδεικνύει ότι όλα πραγματικά εξαρτώνται από τη βούληση του ανθρώπου και όχι από το φυσικό του χαρακτήρα. Γι’ αυτό είναι δυνατόν και η πιο αμαρτωλή ψυχή να φτάσει με τη μετάνοια, σε ύψη πνευματικής ομορφιάς, όπως πάλι είναι δυνατόν, η πιο αγνή ψυχή, αν δείξει αμέλεια και ραθυμία, να καταντήσει στην έσχατη ασχήμια.
Ο άγιος ξεκινά έτσι μία νέα ζωή και συμπεριφορά, που την χαρακτήριζε η απόλυτη εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού. Αποφασίζει να εργασθεί δραστήρια για τη νέα θρησκεία, διδάσκοντας, συμβουλεύοντας και ελέγχοντας τους συμπολίτες του, γινόμενος έτσι ΄΄τοις πάσι τα πάντα, ίνα τους πάντας σώσει΄΄ . Από τη στιγμή εκείνη ο άγιος Διονύσιος ως καλός πηδαλιούχος και κυβερνήτης, κυβέρνησε με ασφάλεια και σωφροσύνη το σκάφος της Εκκλησίας, οδηγώντας το ποίμνιό του προς το λιμάνι της σωτηρίας. Αγωνίζεται σθεναρά υπέρ του δικαίου, των αρχών και των αξιών που πρέπει να διέπουν τη ζωή όλων και υπέρ της αρετής, της υπομονής και της αγάπης, χωρίς δειλία, μικρότητες και φόβο, στηριζόμενος στο στέρεο θεμέλιο του Ιησού Χριστού.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα της προσωπικότητας του αγίου, είναι η απόλυτη αξιοποίηση των ταλάντων που του χάρισε ο Θεός μετατρέποντας τον δίκαιο Δικαστή Διονύσιο σε Άγιο Διονύσιο. Αγωνίζεται με όλες του τις δυνάμεις υπέρ του Ευαγγελίου λαμβάνοντας τελικά τον στέφανο της Δικαιοσύνης. Πολλαπλασιάζει με σύνεση τα χαρίσματα, που του έχει χαρίσει πλουσιοπάροχα ο Θεός και τα διαθέτει όχι για τον εαυτό του, αλλά για τους άλλους, αναδεικνύοντας τον ίδιο ΄΄άριστο οικονόμο των δωρεών του Θεού΄΄.
Αξιοποιεί με τρόπο μοναδικό τα τάλαντα που του χάρισε ο Θεός, υπηρετώντας με ακρίβεια τις εντολές Του, έχοντας ως μοναδικό σκοπό του την κατά χάρη θέωση. Δημιουργεί με τη ζωή του ένα πνευματικό πρότυπο. Δείχνει το δρόμο, τον πραγματικό σκοπό, για τον οποίο έχουμε πλασθεί οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, που συχνά εγκαταλείπουμε για τα κοσμικά αγαθά και τις πρόσκαιρες απολαύσεις.
Μελετώντας το βίο του τιμώμενου αγίου, μπορούμε όλοι να απαλλαγούμε από τον εγωκεντρικό τρόπο που αντιμετωπίζουμε τις καθημερινές μας σχέσεις, να ξεπεράσουμε την φιλαυτία και την ανθρωποκεντρική μας εμμονή, να βγούμε από τον αυτονομημένο λογικό εαυτό μας, να μάθουμε να αγαπάμε αληθινά τόσο τον πλησίον μας, όσο και τον ίδιο τον Θεό, οικονομώντας και για την πνευματική ζωή και όχι μόνο για τις βιοτικές μας μέριμνες. Με αυτόν τον τρόπο θα βρούμε το χαμένο μας εαυτό και την ελπίδα να ζήσουμε σε μια κοινωνία για την οποία πραγματικά πλασθήκαμε, μια κοινωνία, στην οποία θα μπορούμε να ανοιγόμαστε, να επικοινωνούμε και να χαιρόμαστε ο ένας τον άλλον πραγματικά και με μέτρο και όχι φίλαυτα και με πλεονεξία.
Η σημερινή εορτή δεν πρέπει να περάσει ως μια τυπική παρουσία σε μια τυπική υποχρέωση. Δεν αποτελεί κοσμικό γεγονός. Ούτε παράδοση που την τηρούμε επειδή την βρήκαμε. Την ημέρα αυτή μας δίδεται η αφορμή να γίνουμε μιμητές του αγίου. Στο δικό μας μέτρο. Με τις δικές μας δυνάμεις. Το πρότυπο του βίου και το υπόδειγμα συμπεριφοράς του Αγίου Διονυσίου επαληθεύει μάλιστα, ιδιαίτερα σε εμάς τους νομικούς, αυτό που αναφέρεται στην Αγία Γραφή, πως με το μέτρο που κρίνουμε, θα κριθούμε. Στη σημερινή εποχή της απόγνωσης και της έλλειψης προτύπων, ο Άγιος Διονύσιος, μα πάνω από όλα ο ίδιος ο Χριστός, ως δίκαιος κριτής, αποτελούν για το χώρο μας οδηγούς για την ορθή εξάσκηση του λειτουργήματός μας.
Ως προστάτη όλων όσων ασχολούνται με τη νομική επιστήμη και την εφαρμογή των κανόνων δικαίου, απευθυνόμαστε στον Άγιο Διονύσιο, από τα βάθη της καρδιάς μας και του ζητούμε να καθοδηγεί τη σκέψη μας, να μας φωτίζει και να πρεσβεύει στον Κύριο υπέρ ημών. Αυτό είναι που χρειαζόμαστε. Αυτό ζητούμε κάθε φορά όλοι όσοι εμπλεκόμαστε στην απονομή της δικαιοσύνης.
Η Δικαιοσύνη, αγαθό θεμελιακό και ακρογωνιαίος λίθος για το βίο των ανθρώπων και των κοινωνιών, αποτελούσε και αποτελεί μία επιτακτική ανθρώπινη ανάγκη. Όλοι όσοι συμμετέχουμε στην απονομή της δικαιοσύνης, πέρα από την επαρκή γνώση της νομικής επιστήμης και των κανόνων δικαίου, θα πρέπει να διαθέτουμε ηθική, συνείδηση, αίσθηση δικαίου, διάκριση, υπομονή, επιείκεια και ευγνωμοσύνη στο Θεό. Όλα τα παραπάνω βέβαια, με γνώμονα την προσφορά προς τον συνάνθρωπο με εκτίμηση και αληθινή αξιοπρέπεια και όχι με διάθεση εκμετάλλευσης και στυγνού βιοπορισμού.
Ζητούμε το παράδοξο, να απαιτούμε να συμμορφωθεί ο Θεάνθρωπος Χριστός με το πνεύμα της εποχής μας, αντί να συμμορφωθούμε και να προσαρμοστούμε εμείς στο πνεύμα της αιωνιότητας των λόγων του. Πλάθουμε τον κόσμο στα μέτρα μας και αφαιρούμαι καθημερινά αξία από τα πνευματικά αγαθά. Υπηρετώντας τον υλισμό, στρέφουμε αλλού το πρόσωπο, για να μην δούμε τον ανθρώπινο πόνο, υποκρινόμαστε τους ελεήμονες όταν μας βλέπουν και γινόμαστε άνθρωποι όταν το θυμόμαστε.
Ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης σοφότατα ορίστηκε προστάτης και πνευματικός έφορος όλων όσων ασχολούμαστε με την απονομή της δικαιοσύνης, διότι αυτός ο τιμιότατος δικαστής αγάπησε όχι μόνο την ανθρώπινη δικαιοσύνη, αλλά και τη Θεία. Ασπαζόμενος το Χριστιανισμό υπηρέτησε, όχι μόνο την Θέμιδα, αλλά και τον άνθρωπο. Περισσότερο ίσως παρά ποτέ στην εποχή μας, με την οικονομική, ηθική και κυρίως πνευματική κρίση που μαστίζει την κοινωνία μας, την παντελή έλλειψη υγιών προτύπων και την απομάκρυνση των ανθρώπων από το δημιουργό τους, το πρόσωπο του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου καθίσταται πρότυπο προς μίμηση από τους ανθρώπους που υπηρετούν την δικαιοσύνη, αλλά και γενικότερα από το σύνολο της κοινωνίας, διότι η δικαιοσύνη των ανθρώπων πολλές φορές σφάλλει, η δικαιοσύνη όμως του Θεού ποτέ.
Σε μια εποχή έντονης οικονομικής κρίσης, με διαφθορά και ανηθικότητα, με διασπάθιση του δημοσίου χρήματος, με τη σκληρή δοκιμασία της πλειοψηφίας των Ελλήνων, το πρότυπο της προσφοράς και της διακονίας αυτού του μεγάλου Αγίου της Εκκλησίας, φαντάζει ως φωτεινό παράδειγμα για μίμηση και προσφορά στον άνθρωπο και την κοινωνία.
Στη σημερινή εποχή, οφείλουμε να αυξήσουμε και να καταθέσουμε τα χαρίσματά μας, στην Οικονομία του Θεού, εκεί που μπορούν να γίνουν καρπός και για εμάς που τα προσφέρουμε αλλά και για αυτούς που έχουν ανάγκη. Ας μη χάσουμε λοιπόν τη σημερινή ευκαιρία να αγωνιστούμε με αγάπη και διάθεση προσφοράς για το κοινό καλό. Για αυτό που θα ήθελε ο άγιος που σήμερα τιμούμε. Για αυτό που συμβολίζει ο Σταυρός που καθημερινά κάνουμε.
Εύχομαι η Χάρη και η ευλογία του Θεού, διά πρεσβειών του αγίου Ιερομάρτυρα Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, να φωτίζει όλους εμάς, να κατευθύνει σωστά τη σκέψη μας και να μας χαρίζει την ελπίδα και την απόλυτη εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού.
ΤΕΛΟΣ
Κατά 17.660 άτομα μειώθηκε πέρυσι ο πληθυσμός στην πατρίδα μας, λόγω του αρνητικού ισοζυγίου μεταξύ γεννήσεων και θανάτων, χωρίς να συνυπολογιστεί η μετανάστευση. Μάλιστα στην τριετία 2011-13 η συνολική μείωση ανήλθε στα 38.628 άτομα.
Συγκεκριμένα, πέρσι στην Ελλάδα ο δείκτης γεννητικότητας ήταν 8,6 και ο δείκτης θνησιμότητας 10,2, ενώ στη γειτονική Τουρκία οι αντίστοιχοι δείκτες ήταν 16,9 και 4,9. Στην ίδια κατάσταση με την Ελλάδα είναι η Βουλγαρία (9,2 και 14,4), η Ιταλία (8,5 και 10) και η Πορτογαλία (7,9 και 10,2), ενώ η εικόνα είναι αντίστροφη στην Αλβανία (12,3 και 7,1), τα Σκόπια (11,2 και 9,3) και την Ισπανία (9,1 και 8,3).
Αναλυτικά, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ για τη φυσική κίνηση πληθυσμού το 2013:
1. Γεννήσεις
Οι γεννήσεις το 2013 ανήλθαν σε 94.134 άτομα (48.430 αγόρια και 45.704 κορίτσια), παρουσιάζοντας μείωση κατά 6,21% σε σχέση με το 2012, που είχαν ανέλθει σε 100.371 άτομα (51.654 αγόρια και 48.717 κορίτσια). Στις γεννήσεις δεν συμπεριλαμβάνονται οι γεννήσεις νεκρών βρεφών, οι οποίες κατά το 2013 ανήλθαν σε 376, μειωμένες κατά 15,7% σε σχέση με το 2012 που είχαν ανέλθει σε 446.
Σχετικά με την υπηκοότητα της μητέρας, καταγράφηκαν 80.940 γεννήσεις από Ελληνίδες (ποσοστό 85,98%) και 13.194 από αλλοδαπές (ποσοστό 14,02%). Τα αντίστοιχα στοιχεία για το 2012 ήταν 84.851 (ποσοστό 84,54%) από Ελληνίδες μητέρες και 15.520 (ποσοστό 15,46%) από αλλοδαπές.
Η μέση ηλικία της μητέρας κατά τη γέννηση ήταν 31,85 έτη, σημειώνοντας αύξηση σε σχέση με το 2012, που η αντίστοιχη μέση ηλικία ήταν 31,57 έτη. Οι γεννήσεις εκτός γάμου σε απόλυτους αριθμούς, παρουσίασαν μείωση σε σχέση με το 2012 και ανήλθαν σε 6.337 (ποσοστό 6,7% επί του συνόλου των γεννήσεων), από 7.640 (ποσοστό 7,6% επί του συνόλου των γεννήσεων) που ήταν το 2012.
2. Θάνατοι
Οι θάνατοι παρουσίασαν μείωση κατά 4,15% και ανήλθαν σε 111.794 άτομα, (57.627 άντρες και 54.167 γυναίκες) έναντι 116.670 ατόμων (60.137 άντρες και 56.533 γυναίκες) που ήταν το 2012. Η μέση ηλικία κατά τον θάνατο, ανήλθε στα 75,25 έτη για τους άνδρες και 80,85 έτη για τις γυναίκες, παρουσιάζοντας αύξηση σε σχέση με το 2012 (για τις άντρες το 2012 ήταν 74,79 έτη και για τις γυναίκες ήταν 80,64 έτη).
Ο δείκτης βρεφικής θνησιμότητας (θάνατοι βρεφών ηλικίας κάτω του έτους ανά 1.000 γεννήσεις ζώντων) από 2,91 το 2012, αυξήθηκε στο 3,69 κατά το 2013. Ο δείκτης νεογνικής θνησιμότητας (θάνατοι βρεφών ηλικίας μικρότερης των 28 ημερών ανά 1.000 γεννήσεις ζώντων) αυξήθηκε στο 2,63 από 1,89 το 2012 και ο δείκτης περιγεννητικής θνησιμότητας (γεννήσεις νεκρών και θάνατοι βρεφών ηλικίας μικρότερης της μιας εβδομάδας ανά 1.000 γεννήσεις) αυξήθηκε στο 5,79 από 5,64 το 2012. Αναλυτικά, σε σύνολο 347 θανάτων βρεφών, τα 76 ήταν μικρότερα της μιας ημέρας και 248 ήταν μικρότερα του ενός μηνός.
3. Γάμοι – σύμφωνα συμβίωσης
Οι γάμοι ανήλθαν σε 51.256, έναντι 49.710 το 2012, παρουσιάζοντας αύξηση 3,11%. Οι πολιτικοί γάμοι ήταν περίπου ίσοι με τους θρησκευτικούς. Συγκεκριμένα, σε σύνολο 51.256 γάμων, οι θρησκευτικοί ήταν 25.624 και οι πολιτικοί 25.632. Η μέση ηλικία των γυναικών κατά τον πρώτο γάμο, ήταν 29,9 έτη, ενώ το 2012 ήταν 29,6. Η αντίστοιχη μέση ηλικία των ανδρών ήταν 32,7 έτη, ενώ το 2012 ήταν 32,5.
Σημειώνεται, ότι στο σύνολο των 51.256 γάμων, οι γυναίκες που τέλεσαν πρώτο γάμο ήταν 45.300, ενώ οι άντρες ήταν 44.807.
Τέλος, τα Σύμφωνα Συμβίωσης αυξήθηκαν κατά 85,03% σε σχέση με το 2012 και έφτασαν τα 1.421.
Πηγή: tet-a-tet.gr
Δεν έλειψαν οι εντάσεις κατά την συζήτηση επί της αρχής, του νομοσχεδίου του υπουργείου παιδείας και Θρησκευμάτων σχετικά με την αναγνώριση των θρησκευτικών κοινοτήτων στην Ελλάδα.
Το νομοσχέδιο το οποίο λίγο πριν τα μεσάνυχτα ψηφίστηκε επί της αρχής και αύριο θα συζητηθεί κατ΄ άρθρων θεωρήθηκε ως θετικό βήμα από τα περισσότερα κόμματα της Βουλής, πλην της Χρυσής Αυγής που το χαρακτήρισε «κατάπτυστο» και του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος που έκανε λόγο για σημαντικά προβλήματα.
Συγκεκριμένα η εισηγήτρια της Ν.Δ. κα. Άννα Καραμανλή, καταφέρθηκε στην ομιλία της κατά των παρεμβάσεων της «Ένωσης για τα ανθρώπινα δικαιώματα» και έριξε το «γάντι» στο ΣΥΡΙΖΑ ζητώντας να μάθει αν τελικά σκοπεύει να στηρίξει το νομοσχέδιο, το οποίο χαρακτήρισε «ιστορικής σημασίας».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Ν.Δ. κ. Άδωνις Γεωργιάδης που εξαπέλυσε επίθεση κατά του ΣΥΡΙΖΑ και κατά της ΔΗΜΑΡ για την στάση τους.
Ιδιαίτερα καυστικός απέναντι στην κυβέρνηση ήταν ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ κ. Γιάννης Αμανατίδης που χαρακτήρισε την εισηγήτρια κα. Καραμανλή «αυτόκλητο εκφραστή της Εκκλησίας της Ελλάδος».
Η βουλευτής της ΔΗΜΑΡ κα. Μαρία Ρεπούση έθεσε εκ νέου θέμα χωρισμού Κράτους – Εκκλησίας. Την άποψη αυτή υποστήριξε και η κοινοβουλευτική εκπρόσωπος του κόμματος αλλά και ο εκπρόσωπος του Κ.Κ.Ε.
Από την πλευρά του ο ειδικός αγορευτής του ΠΑΣΟΚ κ. Πύρος Δήμας ξεκαθάρισε οτι «δεν είναι σκοπός του νομοσχεδίου να ρυθμίσει τις σχέσεις Εκκλησίας - Κράτους».
Εκεί που συμφώνησαν σχεδόν όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης ήταν στον απαραίτητο αριθμό των 300 ατόμων που χρειάζονται για να αναγνωριστεί ένα εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο, τον οποίο θεωρούν υπερβολικά υψηλό.
Ο υπουργός Παιδείας κ. Ανδρέας Λυκουρέζος σημείωσε πως το νομοσχέδιο απαντά σε προβλήματα δεκαετιών και είναι αποδεκτό από όλους τους ενδιαφερόμενους, ενώ έκανε ειδική αναφορά στον γενικό γραμματέα θρησκευμάτων κ. Γιώργο Καλαντζή για την προσφορά του στην προετοιμασία του νομοσχεδίου.
Πηγή:Δόγμα
Επισκεπτόμενος πριν λίγες μέρες την Αμφίπολη, να δω από κοντά το χώρο, την περιοχή και τις ανασκαφικές εργασίες στο λόφο Καστά προσπάθησα νοερά να μεταφερθώ στην εποχή του Αλέξανδρου και της εποποιίας των Μακεδόνων.
Από αυτή την περιοχή, που αποτελούσε τότε, το σημαντικότερο λιμάνι της βόρειας Ελλάδας, στις εκβολές του Στρυμόνα, ανάμεσα στο Παγγαίο και τα Κερδύλλια ο Μ. Αλέξανδρος συγκέντρωσε το στράτευμα των Ελλήνων και εκστράτευσε στην Ασία με πρώτο σκοπό, την απελευθέρωση των ελληνικών πόλεων στη Μ. Ασία και στο Αιγαίο από τον περσικό ζυγό και την οριστική εξουδετέρωση της απειλής τους.
Η περσική αυτοκρατορία επανειλημμένα είχε στοχοποιήσει την Ελλάδα και ήθελε να την καθυποτάξει, χωρίς να υπολογίσει βέβαια το πείσμα και την αντίσταση των Ελλήνων στις Θερμοπύλες, στη Σαλαμίνα, στις Πλαταιές και στο Μαραθώνα που έγραψαν χρυσές σελίδες δόξας στην ελληνική αλλά και στην παγκόσμια ιστορία.
Τι άραγε θα σκεφτόταν ο Αλέξανδρος την παραμονή της αναχώρησης από την Αμφίπολη; Τι οδηγίες να του έδωσαν άραγε ο Αριστοτέλης και ο πατέρας του Φίλλιπος, που σχεδίαζε την εκστρατεία που με την πρόωρη δολοφονία του ανέλαβε να την εκτελέσει ο Αλέξανδρος ; Πως μπορούμε να φανταστούμε την κίνηση και τον οργανωτικό οίστρο, την επιμελητεία (logistics ) και την κίνηση χιλιάδων ανθρώπων στην Αμφίπολη, λίγο πριν μπούνε στα καράβια. Ο M. Αλέξανδρος δεν είχε πάρει δορυφορικές εικόνες, ούτε είχε GPS, και όλα που έχει σήμερα η στρατιωτική τεχνολογία. Αλλά και ποιος ξέρει αν το είχε φανταστεί ότι σε λίγα χρόνια αποχαιρετώντας την Αμφίπολη και τη γη της Μακεδονίας θα γινόταν ο κυριάρχος της Ασίας και του τότε γνωστού κόσμου.
Η πορεία του αποτέλεσε ίσως την συναρπαστικότερη ιστορική διαδρομή στρατιωτικού ηγέτη, βασιλέα αλλά και εκπολιτιστή. Η ιστορία τον αναφέρει ως Μέγα γιατί έτσι ήταν. Ο ελληνικός πολιτισμός έφθασε μέχρι τις Ινδίες και το Αφγανιστάν. Νομίσματα, θέατρα, γυμναστήρια, μνημεία αλλά και η ελληνική γλώσσα ως εργαλείο διοίκησης άντεξαν σχεδόν τριακόσια χρόνια την περίοδο δηλαδή μετά το θάνατό του και την διοίκηση της αυτοκρατορίας από τους επιγόνους του (Ελληνιστικοί χρόνοι). Η ελληνική γλώσσα που ομιλιόταν από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου ως το Αφγανιστάν αποτέλεσε το γόνιμο έδαφος αλλά και το όχημα στη συνέχεια για την εξάπλωση του χριστιανισμού (μην ξεχνούμε ότι τα ευαγγέλια εγράφησαν στην ελληνική γλώσσα) μιας και τα ελληνικά της τότε εποχής είναι όπως τα αγγλικά σήμερα για όλο τον πλανήτη.
Ένας σημαδιακός τάφος, μια συνεχή προβολή από τα ΜΜΕ και ξαφνικά όλοι μας πέραν από το ερώτημα, τα στοιχήματα και την αγωνία για το ποιος ή ποιοι είναι θαμμένοι, μαθαίνουμε, ενθυμούμαστε και «ψάχνουμε» όλο και περισσότερο, την ιστορία μας και το μεγαλείο των Ελλήνων, μέσα σε μια περίοδο που γύρω μας συντελούνται ιστορικές αλλαγές (Μ. Ανατολή) αλλά και νέες απειλές για την σταθερότητα της ειρήνης και της ευημερίας στην Ευρώπη (Ουκρανία).
Η Ελλάδα, οι Έλληνες, το ελληνικό έθνος είχε πάντα την τύχη ή την κατάρα να αγωνίζεται και να είναι κοντά σχεδόν σε όλες τις παγκόσμιες εξελίξεις κυρίως για την γεωγραφική και γεωπολιτική θέση. Η Μεσόγειος και ο ευρύτερος χώρος αποτέλεσε τη μήτρα πολιτισμών, εξελίξεων στις επιστήμες, ζυμώσεων αλλά και συγκρούσεων. Από τους Μίνωες, τους Αιγυπτίους, τους Βαβυλωνίους, στην Αρχαία Ελλάδα, Ρωμαίους, Βυζαντινή Αυτοκρατορία, Οθωμανική Αυτοκρατορία μέχρι το 15ο αι και πριν την ανακάλυψη της Αμερικής και την άνοδο της Δύσης ο χώρος που μας περιβάλλει ήταν και ιστορικός χώρος.
Σε όλα αυτά τα χρόνια, η Ελλάδα και το ελληνικό έθνος ήταν παρόντες αλλά και πρωταγωνιστές με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Αυτή λοιπόν η διαδρομή, μας χάρισε το προνόμιο να έχουμε αποκτήσει τα δικά μας «πυρηνικά όπλα», για την άμυνά μας, την επιβίωσή μας αλλά και την ιστορική μας εξέλιξη και δεν είναι παρά η ιστορία και ο πολιτισμός μας.
Ο τάφος της Αμφίπολης και η ιερή γη της Μακεδονίας έρχονται να μας ξυπνήσουν από τον ιστορικό λήθαργο που κάποιοι επιδιώκουν να μας θέσουν για δικούς τους γεωπολιτικούς λόγους και να μας αφοπλίσουν. Δεν είναι τυχαίο ότι όσοι σχεδίασαν και σχεδιάζουν το μελλοντικό γεωπολιτικό τοπίο της περιοχής έχουν ως πρώτο στόχο τον «ιστορικό» μας αφοπλισμό, τη λήθη και την απουσία αντιστάσεων. Η όλη στρατηγική περιλαμβάνει φυσικά και μέρος της επιχειρηματικής, ακαδημαϊκής, δημοσιογραφική και πολιτικής ελίτ του τόπου που εργολαβικά έχουν αναλάβει τις τελευταίες δεκαετίες την ιστορική αποδόμηση και υλοποίηση υπερεθνικών σχεδιασμών.
Τυχαία είναι η υποστήριξη του αλβανικού εθνικισμού, της στήριξης του τεχνητού κρατιδίου των Σκοπίων, της τουρκικής επιστροφής στα Βαλκάνια από ξένα κέντρα και της εσωτερικής αλλοίωσης του πληθυσμού ; Τυχαία είναι κάποια πολιτικά πρόσωπα στην Ελλάδα που εκλέχθηκαν αφού είχαν προεπιλεχθεί από τον ξένο παράγοντα να παίξουν συγκεκριμένο ρόλο σε συνεργασία με νομοθετικές αλλαγές π.χ. το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο; Στην Μακεδονία και στην Θράκη θα περάσουν αγωγοί φυσικού αερίου στο μέλλον, από τη Ρωσσία ή την Κ. Ασία, η Καβάλα και η Αλεξανδρούπολη αλλά και το λιμάνι της Αμφίπολης έχουν προνομιακή θέση στους ενεργειακούς δρόμους που ενώνουν την Ασία με την Ρωσία και την Ευρώπη/Μεσόγειο.
Η ιστορία και ο πολιτισμός μας είναι όπως είπα παραπάνω «τα πυρηνικά μας όπλα» αποτελούν όμως και ένα διαχρονικό και αστείρευτο θησαυροφυλάκιο που εγγυώνται την ιστορική μας συνέχεια ,αλλά και μας δίδουν δύναμη, ελπίδα και αισιοδοξία να αντέξουμε και να ξαναγίνουμε πρωταγωνιστές, όχι μόνο παρόντες, στην στροφή μεγάλων ίσως ιστορικών ανατροπών που είναι μπροστά μας.
Ιωάννης Μήτσιος πολιτικός επιστήμων-διεθνολόγος, Μ.Α Παν/μιου Northeastern Βοστώνης. Πρόεδρος του Συλλόγου Μακεδόνων Ηρακλείου Αττικής «Ο Μέγας Αλέξανδρος».
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Ο κίνδυνος μουσουλμανοποιήσεως της Ευρώπης είναι μέγας και ορατός. Από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στρατιές μουσουλμάνων έχουν καταφύγει προς εξεύρεση εργασίας στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε. και ιδιαιτέρως στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Αγγλία, την Ολλανδία, το Βέλγιο και τη Δανία. Δυόμισι περίπου χιλιάδες γόνοι των μουσουλμάνων τούτων έχουν ήδη ενταχθεί στους τζιχαντιστές.
Οι αρχές της ανεξιθρησκείας και της ελευθέρας διακινήσεως ανθρώπων και αγαθών, που επεκράτησαν σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη, είχαν ως συνέπεια τη διευκόλυνση των μουσουλμάνων να εγκατασταθούν σε συνοικίες– γκέτο, όπου είναι αδύνατον να ζήσουν πολίτες άλλων θρησκειών. Η απορρόφηση των μουσουλμάνων από τους λαούς των χωρών στις οποίες ζουν, είναι εντελώς αδύνατη. Η Τουρκία πρωτοστατεί στην επέκταση του ισλαμισμού.
Ειδικότερα στην νεο-οθωμανική εκστρατεία για την επέκταση τούτου προμαχεί ο θρησκευτικός ηγέτης της Τουρκίας Μεχμέτ Γκιουρμέζ. Σε πρόσφατη ανακοίνωσή του καυχάται ότι δεν θα υπάρξει χώρα στην οποία ακούγεται το Κοράνι χωρίς την προστατευτική παρουσία της Τουρκίας. Προς τον σκοπό αυτό, απεκάλυψε την ίδρυση μιάς σειράς οργανισμών που θα διευθύνουν την τουρκική πανισλαμική εκστρατεία, όπως το «Ισλαμικό Συμβούλιο Ευρασίας», η «Σύνοδος Θρησκευτικών Ηγετών Μουσουλμάνων Αφρικής», η «Συνεύρεση Μουσουλμάνων Ευρώπης», η «Συνέλευση Προέδρων Θρησκευτικών Θεμάτων Βαλκανίων» κ.α.
Μάλιστα, ο άνω θρησκευτικός ηγέτης της Τουρκίας προτίθεται συντόμως να μεταβεί στη Λατινική Αμερική για να κινητοποιήσει το εκεί μουσουλμανικό ποίμνιο, ώστε να έλθει πιο κοντά στη νέα παγκόσμια προστάτιδα των απανταχού μουσουλμάνων, ήτοι την Τουρκία.
Ας σημειωθεί ότι ο αυτός θρησκευτικός ηγέτης επεσκέφθη την Δημοκρατία της Γεωργίας, όπου είναι η μουσουλμανική μειονότητα των Ahiska που ομιλεί ένα τουρκογενές γλωσσικό ιδίωμα. Σκοπός της επισκέψεώς του αυτής ήταν η ενίσχυση των μουσουλμάνων και της καταπιεσμένης θρησκευτικής τους πίστεως και η διαμαρτυρία του στην ηγεσία της Γεωργίας διότι η μειονότητα αυτή υποφέρει από τους χριστιανούς της περιοχής Νοτίου Καυκάσου.
Η Ελληνική Πολιτεία, προστατεύουσα τους μουσουλμάνους υπερμέτρως και υποσχεθείσα να ανεγείρει μουσουλμανικό τέμενος σε κεντρικό σημείο των Αθηνών, χωρίς να έχει υποχρέωση από διεθνή συνθήκη, ούτε από το Σύνταγμα της χώρας, ευνοεί σκανδαλωδώς την αύξηση των μουσουλμάνων στη χώρα μας. Η εύνοια αυτή συνδυαζόμενη με τις επαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ, θέτει την ορθόδοξη ελληνική εκκλησία σε κίνδυνο και σε μειονεκτική θέση. Στην ιστοσελίδα του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ Λάρισας και υπό τον τίτλο «Διαχωρισμός Κράτους – Εκκλησίας», γράφονται τα εξής:
«Η παρέμβαση της Εκκλησίας στα πράγματα της Πολιτείας και η στενή διαπλοκή της με το Κράτος, ανάγεται στην ίδρυση του ελληνικού κράτους. Οι παθογένειες αυτής της σύμφυσης είναι πάντοτε εμφανείς. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια οξύνθηκαν ιδιαίτερα με την εθνικιστική και πολλές φορές οπισθοδρομική πολιτική παρέμβαση της προηγούμενης ηγεσίας της ελληνικής Εκκλησίας, αλλά και με τη σκανδαλώδη οικονομική και παραοικονομική δραστηριότητα Εκκλησίας και μοναστηριών. Σήμερα είναι πλέον φανερό ότι έχει καταστεί ώριμο το κοινωνικό αίτημα για μία σύγχρονη και δημοκρατική πολιτεία, του διαχωρισμού Κράτους – Εκκλησίας και σε συνταγματικό επίπεδο. Στο πλαίσιο αυτό προτείνουμε και διεκδικούμε τον πλήρη διαχωρισμό ρόλων Εκκλησίας και Κράτους με πλήρη αρμοδιότητα της Πολιτείας σε ζητήματα γάμου, ονοματοδοσίας και μαθήματος θρησκευτικών. Την κατάργηση του θρησκευτικού όρκου. Η ανεξιθρησκεία είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη, ενώ η θρησκευτική ελευθερία είναι απαραβίαστη. Το κράτος διασφαλίζει την απόλυτη άσκησή της και σέβεται όλα τα θρησκεύματα… Το μάθημα των θρησκευτικών διδάσκεται στη στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση έτσι ώστε να μην έχει ομολογιακό χαρακτήρα, αλλά η εισαγωγή στην ιστορία, την κοινωνιολογία και τη δογματική όλων των θρησκειών. Επιστροφή στο Κράτος της μεγάλης ακίνητης εκκλησιαστικής περιουσίας και απόδοσή της σε ακτήμονες και σε δημόσια χρήση. Τα εισοδήματα των εκκλησιαστικών ενώσεων και οργανώσεων από εμπορικές δραστηριότητες, χρεόγραφα και εκμετάλλευση ακινήτων, φορολογούνται κανονικά».
Άραγε οι καθηγούμενοι των μονών του Αγίου Όρους, που υπεδέχθησαν και ευχήθηκαν στον κ. Τσίπρα επιτυχία, εγνώριζαν τις πιο πάνω προθέσεις των στελεχών του κόμματός του;
Αντί ο τελευταίος να ζητήσει να μείνει μόνος με την εικόνα του «Άξιον Εστί» (κάτι που μάλλον υπεδείχθη εις αυτόν, από εκείνον που είχε την φαεινή ιδέα να προκαλέσει την επίσκεψή του), θα έπρεπε να είχε το θάρρος να δηλώσει αν προτίθεται να απογυμνώσει την Εκκλησία και τα μοναστήρια των περιουσιακών τους στοιχείων. Οπότε θα είναι ανέφικτο οι Έλληνες και ξένοι να επισκεφθούν τα μοναστήρια, αφού αυτά θα αδυνατούν να προσφέρουν ένα πιάτο φαγητό…
Οι εξαγγελίες των συριζαίων θυμίζουν αυτές του Ανδρέα Παπανδρέου και του Αντώνη Τρίτση. Τελικώς, ο πρώτος όταν έφθασε στο έσχατο σημείο, προσέφυγε στην βοήθεια της Εκκλησίας. Και ο δεύτερος, όταν ασθένησε, είχε τον χρόνο να αναλογισθεί την αξία της ευλογίας της Εκκλησίας.
Η εθνική υπόσταση είναι συνδεδεμένη με την ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία έχει δώσει πολλές φορές στο κράτος όχι μόνον τα περιουσιακά της στοιχεία, αλλά και τα μανουάλια. Αλλά ουδέποτε η Πολιτεία ανεγνώρισε την συμβολή της στην ανακούφιση του λαού.
Ας αναλογισθούν, επομένως, οι νέοι πολιτικοί, που διακατέχονται από τη μέθη της εξουσίας, ότι χωρίς την ευλογία της Εκκλησίας και του Υψίστου ουδέν είναι δυνατόν να επιτύχουν, όπως δεν επέτυχαν έως τώρα όλοι οι δυνάστες της Γης.
Πηγή: Πρωινός Λόγος, 30/09/2014
Ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας Σπύρος Ταλιαδούρος διαβίβασε εν είδει Αναφοράς προς τον Υπουργό Παιδείας Ανδρέα Λοβέρδο Επιστολή του Μοναχού Πορφυρίου Φιλοθεΐτου την οποία απέστειλε προς τους βουλευτές της Ν.Δ. του Γ΄ θερινού τμήματος της Βουλής με θέμα την ψήφιση νόμο με τον οποίο θα συσταθεί κατεύθυνση Ισλαμικών Σπουδών στη Θεολογική Σχολής του ΑΠΘ.
Δείτε την Επιστολή:
Πορφύριος Μοναχός
Φιλοθεΐτης
Άγιον Όρος τη 1η Σεπτεμβρίου 2014
Προς τους Βουλευτάς της Ν.Δ.
του Γ΄ θερινού τμήματος
Προσωπικώς
Κύριε Βουλευτά
Ετοιμάσθη– αφού ο δαίμων δεν έχει ησυχία- να έρθει προς ψήφισιν νόμος που συστήνει κατεύθυνσιν Ισλαμικών Σπουδών στο τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
1. Αποτελεί παγκόσμια πρωτιά αφού σε ολόκληρη την Ευρώπη οι Θεολογικές Σχολές έχουν χαρακτήρα ομολογιακόν όπως άλλωστε προβλέπεται και από το Σύνταγμά μας. Ακόμη, στα πιο φιλελεύθερα από τα Κράτη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως πού κυριαρχούν ριζοσπασταστικές προτεσταντικές παραφυάδες και το μόνο πού μας συνδέει μαζί τους είναι η πίστις στον Τριαδικό Θεό και τίποτε άλλο, οι Θεολογικές Σχολές είναι ομολογιακές. Δεν γίνεται αναφορά στις Θεολογικές Σχολές της Ασίας και Μ. Ανατολής που είναι αδιανόητος τέτοια συνοίκησις. Άρα διεκδικούμε παγκόσμια πρωτιά ανοησίας! Συνεπώς, επιστημολογικά και δεοντολογικά η συστέγασις χριστιανικής θεολογίας και Ισλάμ είναι απαράδεκτος και λίαν επικίνδυνος.
2. Αν αύριο, σε Σας ως πολιτικούς φθάσει αίτημα των Μουσουλμάνων φοιτητών ότι ενοχλούνται από την εικόνα του Χριστού, εσείς τι θα πράξετε; Νομοθετικά θα την αφαιρέσετε από τα αμφιθέατρα και τα σπουδαστήρια ή θά επικαλεστείτε τον κυρίαρχον Ορθόδοξον προσανατολισμόν της Σχολής; Ακόμα και αν λοιπόν αρνηθείτε, υπάρχουν τα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια που θα δικαιώσουν φοιτητές πού αυτοδιαμορφώνουν το περιβάλλον των σπουδών τους. Θα οδηγηθεί λοιπόν η χώρα μας, ως μη ώφειλε, σε διεθνείς περιπέτειες, με την γείτονα να πιέζει και να μας εκθέτει επί πλέον οντάς εν αδίκω (Θεολογική Σχολή Χάλκης)
3. Και αν αγνοηθούν τα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια ποιος θα εμποδίσει τον ανεγκέφαλον Μουσουλμάνον υπερασπιστήν της σχολής του και της πίστεως του που θα θυσιαστεί ζωσμένος με εκρηκτικά μέσα στο αμφιθέατρο της Θεολογικής Σχολής για να εξαγνίσει τον τόπον σπουδών του από τους «ειδωλοεικονολάτρες» Χριστιανούς και αρνητές του Προφήτου Μωάμεθ; Πώς θα αντικρύσετε στα μάτια τα θύματα και τις οικογένειες τους; Τέτοιον άσκόν του Αιόλου εκπωμίζετε αγνοώντας ότι κάποια πράγματα παραμένουν άμεικτα και «ου παντός πλειν ες Κόρινθον».
4. Δεν διαισθάνεσθε τον κίνδυνο; Για αυτούς πού δεν διαθέτουν πρόσφατη ιστορική μνήμη, πού περιλαμβάνει τις δεκάδες χιλιάδες ανθρωποθυσίες προγόνων μας Ελλήνων, πού έχασαν την ζωή τους, όχι γιατί δεν έγιναν Τούρκοι (αυτό δεν ζητήθηκε άπό κανέναν) αλλά γιατί δεν εξισλαμίσθησαν, στα αυτιά τους δεν φθάνουν οι ιαχές και η αποφορά ανθρωπίνου χριστιανικού αίματος πού ρέει ποταμηδόν από εγκλήματα Μουσουλμάνων στην Β. Αφρική, στην Μ. Ανατολή αλλά και στην Α. Ανατολή; Στις σημερινές φρικαλεότητες και τον διαχρονικόν τρόμον που σκορπά το Ισλάμ στή Μ. Ανατολή με τις αποκομμένες ασώματες και αιμάσσουσες κεφαλές Χριστιανών, πού ντροπιάζουν τον πολιτισμόν μας, τις οποίες κραδαίνουν θριαμβικά φανατικοί μουσουλμάνοι.
5. Δεν υπάρχει η στοιχειώδης κρίσις να λειτουργήσετε έστω με το έσχατον κριτήριον της αυτοσυντηρήσεως, δομικόν στοιχείον των εμβίων όντων, και να προστατεύσετε τους εαυτούς Σας, αφού με την συγκεκριμένη ψήφισιν θα καταλήξετε έρμαια του πιο ακραίου φονταμενταλισμού πού τάχα καταριέστε με το σκεπτικόν του Νόμου.
6. Ψηφίσατε την αυτοχρηματοδότηση του τζαμιού ατό Βοτανικό για να αποφύγετε τους επιδόξους πάτρωνες των εν Ελλάδι Μουσουλμάνων και τώρα αντίθετα ψηφίζετε την υποτέλεια της άδηλου χρηματοδοτήσεως των Ισλαμικών Σπουδών.
Λύσις υπάρχει για να ικανοποιηθούν οι πάντες και είναι να ιδρυθεί κατεύθυνσις Ισλαμικών Σπουδών αντισταθμιστικά προς την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης ή στο Τμήμα Φιλοσοφίας Παιδαγωγικής & Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης αφήνοντας μακριά κάθε εμπλοκή με δογματικά και θεολογικά ζητήματα, που στο μέλλον θα χρειασθεί να αντιμετωπιστούν αν δεν προνοήσετε τώρα, ή στο
Τμήμα Βαλκανικών σπουδών.
Κύριε Βουλευτά, όπως γνωρίζετε ευχόμεθα διά τόν φωτισμόν και την ευθυκρισίαν Σας. Αγωνιούμεν για την πορεία του Τόπου, παρακολουθούμεν καί καταγράφομεν και την ιδικήν Σας φιλοτιμίαν. Η προς ψήφισις νόμου του ως άνω θέματος Σας θέττει προ των ευθυνών. Μή προκαλούμεν! λύσις Σας επροτάθη. Μη προκαλήτε γιατί ενεργοποιούνται και νόμοι πνευματικοί! Έξ άλλου και οι εκλογικές Σας περιφέρειες και αυτές θα εκτιμήσουν την στάσι Σας. Μη λοιπόν, τους διαψεύσετε! Μη επιβαρύνετε την συνείδησί Σας.
Διαπιστώνετε καθημερινά και αναρωτιέστε που πάμε! Βαδίζομεν ολοταχώς προς την αποσύνθεσιν, διότι δεν είπατε μέχρι τώρα ένα όχι! Με ρωτάτε συνεχώς γιατί δεν ομιλώ, γιατί δεν παρεμβαίνω, Το κάμνω όταν κρίνω ότι επιβάλλεται, αλλά δεν εισακούομαι πάντα. Λοιπόν λύσις υπάρχει, στείλτε με την άρνησίν Σας το εγχείρημα τους εκεί πού πρέπει. Να γνωρίζετε ότι αυτή η άρνησις έχει μεγαλυτέρα αξία, από τις κατά καιρούς αντιδράσεις Σας.
Επί δε τούτοις,
Διατελώ μετ' εξαίρετου τιμής και ευχών εγκαρδίων.
Εξ Αγίου Όρους
Πορφύριος Μοναχός
Φιλοθεΐτης
Πηγή: Θρησκευτικά
Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση τοῦ 1821, ἀφοῦ ἐπὶ ἑπταετία ἀντιμετώπισε τοὺς στρατοὺς καὶ τοὺς στόλους τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Βερβερίας, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐχθρότητα, ἰδιαίτερα κατὰ τὰ πρῶτα ἔτη, τῶν Εὐρωπαϊκῶν Δυνάμεων, ἀφοῦ γνώρισε θριάμβους καὶ συμφορές, ἀφοῦ ὑπερπήδησε μεγάλους κινδύνους, κατὰ τὰ μέσα τοῦ 1827, βρισκόταν πλέον στὸ χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ!
Μετὰ τὴν πτώση τοῦ Μεσολογγίου, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Καραϊσκάκη καὶ τὴν ἐπακολουθήσασα καταστροφὴ τοῦ Φαλήρου καὶ τὴν διάλυση τοῦ στρατοπέδου τῶν Ἀθηνῶν, ἡ κατάσταση εἶχε φθάσει στὸ σημεῖο μηδέν. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Ναύπλιο καὶ κάποιες ἄλλες πόλεις, ὁρισμένα φρούρια, τῆς Μάνης, τῆς περιοχῆς τοῦ Ἰσθμοῦ καὶ τῶν νησιῶν, ἡ ὑπόλοιπη χώρα κατεχόταν ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ ἢ βρισκόταν στὴν διάθεση αὐτοῦ. Ἡ παράδοση τῆς Ἀκροπόλεως τῶν Ἀθηνῶν ἐξέφραζε συμβολικὰ τὴν δεινὴ θέση, στὴν ὁποία εἶχε περιέλθει ὁ Ἐθνικὸς ἀγώνας. Καὶ οἱ Αἰγύπτιοι μετέφεραν νέες δυνάμεις γιὰ τὸ τελειωτικὸ χτύπημα.
Ἐν τῷ μεταξὺ εἶχαν δαπανηθεῖ οἱ πόροι τῆς χώρας καὶ τὰ ἐξωτερικὰ δάνεια. Ἡ οἰκονομία ἦταν νεκρή, οἱ πόλεις καὶ τὰ χωριὰ κατεστραμμένα, ἡ ὕπαιθρος ἔρημη. Ἀκόμη βαρύτερες ἦταν οἱ ἀπώλειες σὲ ἀνθρώπινες ὑπάρξεις. Τὸ ἓν τρίτο καὶ πλέον τοῦ πληθυσμοῦ εἶχε ἐξοντωθεῖ· καὶ χιλιάδες ἐξαθλιωμένων προσφύγων εἶχαν συρρεύσει στὸ Ναύπλιο, στὴν Αἴγινα, στὸν Πόρο καὶ στὶς ἄλλες ἐλεύθερες ἀκόμη περιοχές. Ὁ στρατὸς καὶ ὁ στόλος, ἐλλείψει μέσων συντηρήσεως, διαλύονταν· καὶ σημαντικὸς ἀριθμὸς τῶν στρατιωτῶν καὶ τῶν ναυτῶν τρέπονταν ἀπὸ ἀπόγνωση στὴ ληστεία καὶ τὴν πειρατεία, ἡ ὁποία δυσφημοῦσε φοβερὰ τὸν ἑλληνικὸ ἀγῶνα. Ὅσοι τοπικοὶ στρατιωτικοὶ ἀρχηγοὶ διατηροῦσαν ἀκόμη ὁρισμένες δυνάμεις, φρόντιζαν γιὰ τὸν ἑαυτό τους καὶ τὶς ἐπαρχίες τους, ἐνῶ τυπικὰ μόνον ὑπάγονταν στὴν σκιώδη κεντρικὴ κυβέρνηση. Τὰ ἐλάχιστα ἐναπομείναντα συγκροτημένα στρατόπεδα κινδύνευαν ἀπὸ μέρα σὲ μέρα νὰ διαλυθοῦν καὶ τὰ εἰσέτι ἀντέχοντα φρούρια νὰ ἐγκαταλειφθοῦν ἐλλείψει ἐφοδίων. Ἐξ ἄλλου ἡ ἐσωτερικὴ ἀσφάλεια εἶχε σχεδὸν ἐκλείψει. Δικαστήρια δὲν ὑφίσταντο. Σχολεῖα δὲν λειτουργοῦσαν.
Συνεπείᾳ αὐτῆς τῆς καταστάσεως εἶχε ἀρχίσει νὰ κάμπτεται καὶ τὸ πνεῦμα ἀντιστάσεως κατὰ τοῦ ἐχθροῦ. Ἀπὸ τὴν Στερεὰ Ἑλλάδα, ἡ ὁποία μετὰ τὴν ἐν Φαλήρῳ καταστροφὴ εἶχε ὑποταγεῖ σχεδὸν ἐξ ὁλοκλήρου, κατὰ χιλιάδες στέλνονταν τὰ προσκυνοχάρτια στὴν Κωνσταντινούπολη, καὶ αὐτὸ σὲ ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποία ἐπρόκειτο νὰ κριθεῖ ἐπὶ τοῦ διπλωματικοῦ πεδίου ἡ τύχη τῆς Ἑλλάδος. Μόνον ὅπου βρισκόταν ὁ Κολοκοτρώνης καὶ τμήματά του σωζόταν ἀκόμη ἡ Ἐπανάσταση.
Καὶ τὸ χειρότερο, οὐδεμία ἀντίδραση φαινόταν δυνατή. Οἱ ἐμφύλιες συρράξεις ποὺ εἶχαν προηγηθεῖ, ἡ δυσπιστία καὶ ἀντιζηλία μεταξὺ τῶν πολιτικῶν ἡγετῶν, ἡ ἀνυποληψία τῶν περισσοτέρων ἐξ αὐτῶν στὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ, τὰ ἀντικρουόμενα συμφέροντα τῶν διαφόρων ὁμάδων, ποὺ ἀποτελοῦσαν τὴ βασικὴ αἰτία τῶν περισσοτέρων συμφορῶν τῆς Ἐπανάστασης, καθιστοῦσαν ἀδύνατη ὁποιαδήποτε σοβαρὴ προσπάθεια πρὸς βελτίωση τῆς κατάστασης μέσῳ τῶν πολιτικῶν προσώπων, ποὺ εἶχαν δοκιμασθεῖ καὶ εὐθύνονταν σὲ μεγάλο βαθμὸ γιὰ τὴ δεινὴ θέση τῆς πατρίδας. Ὅλες οἱ πολιτικὲς λύσεις εἶχαν ἐξαντληθεῖ.
Τὴν ὕστατη αὐτὴ ὥρα τὸ Ἔθνος ἔρριξε στὸν Ἀγῶνα τὸ τελευταῖο του χαρτί· τὸν Ἰωάννη Καπποδίστρια.
Ὁ Ἰωάννης μεγάλωσε σὲ ἕνα καθαρὰ πατριαρχικὸ περιβάλλον, μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ὀκτὼ ἀδελφοὺς καὶ ἀδελφές του, μὲ ἔντονα θρησκευτικὴ ἀγωγὴ καὶ ἀπὸ τοὺς δύο γονεῖς. Τὰ πρῶτα γράμματα τὰ διδάχθηκε ἀπὸ τοὺς δασκάλους τοῦ τόπου του καὶ ἀπὸ τὰ 12 χρόνια του τὸ εὐαίσθητο καὶ εὐγενικὸ ἀγόρι αἰσθάνεται ἔντονα τὴν κλίση πρὸς τὴ μελέτη τῆς Ὀρθόδοξης πίστης. Αὐτὴ τὴν κλίση θὰ τοῦ τὴν καλλιεργήσει σὲ βάθος ὁ μοναχὸς Συμεὼν στὴ μονὴ Πλατυτέρας, ὅπου σύχναζε ὁ νεαρὸς Καπποδίστριας.
Ἔχουμε πληροφορίες ὅτι ὁ Καπποδίστριας διδάχθηκε ἀκόμη μουσικὴ καὶ ἱππασία. Ἀνάμεσα στὰ ἐλάχιστα πράγματα ποὺ ἔφερε μαζί του, ὅταν γύρισε γιὰ πάντα στὴν Ἑλλάδα, ἦταν καὶ τὸ πιάνο του. Τὸ 1792 κάνοντας ἱππασία στὴν Κέρκυρα ἔπεσε ἀπὸ τὸ ἄλογο, ποὺ τὸν παρέσυρε ἀρκετὰ στὸ χαλκοστρωμένο δρόμο. Ἡ διάσωσή του ἀποδόθηκε σὲ θαῦμα τῆς Παναγίας τῆς Πλατυτέρας. Ἀπὸ τότε χρονολογεῖται τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὸ μοναστήρι αὐτό, ποὺ ποτὲ δὲν τὸ ξέχασε σὲ ὅλη τὴ λαμπρή του σταδιοδρομία. Μέσα στὸ μοναστήρι σώζεται ἡ ἀναπαράσταση τοῦ ἀτυχήματος, καμωμένη ἀπὸ λαϊκὸ ζωγράφο. Σ᾿ αὐτὸ τὸ μοναστήρι εἶχε ἐκφράσει τὴν ἐπιθυμία νὰ ἐνταφιαστεῖ. Οἱ ἀδελφοί του ἐκπλήρωσαν τὴν ἐπιθυμία του ἀργότερα, πολὺ μετὰ τὴ δολοφονία του.
Ὁ πιστὸς φίλος τῶν νεανικῶν του χρόνων Δημ. Ἀρλιώτης, στὴ βιογραφία του γιὰ τὸν Καπποδίστρια, τὸν περιγράφει σὰν φύση ἐξαιρετικὰ εὐγενικὴ καὶ λεπτή, προικισμένο μὲ σπάνια ψυχικὰ καὶ σωματικὰ χαρίσματα, μὲ χαρακτήρα σοβαρὸ καὶ ἀνδροπρεπῆ, παρὰ τὴ νεαρὴ ἡλικία του, εὐαίσθητο καὶ θερμὸ συμπαραστάτη στὸν κάθε ἀνθρώπινο πόνο.
Στὴν Ἰταλία τότε ἔπνεε σφοδρὸς ὁ ἄνεμος τῶν ἐπαναστατικῶν ἰδεῶν τῆς Γαλλικῆς ἐπανάστασης καὶ τῶν διακηρύξεων τῶν ὑλιστικῶν θεωριῶν. Οἱ σπουδαστὲς παρακολουθοῦσαν μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ ἀπληστία τὶς νέες ὑλιστικὲς θεωρίες, ποὺ γκρέμιζαν μὲ πάθος, μαζὶ μὲ τὶς ἀποστεωμένες στὴ Δύση θρησκευτικὲς ἀντιλήψεις, καὶ κάθε ὑπερβατικὴ πίστη. Ὁ νεαρὸς Καπποδίστριας βρέθηκε ξαφνικά, ἀπὸ τὸ συντηρητικὸ περιβάλλον τοῦ σπιτιοῦ του, μέσα στὸ στρόβιλο τῶν ὑλιστικῶν ρευμάτων τῆς Δύσης καὶ τὴν ἔξαρση τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ φιλελευθερισμοῦ. Ἡ θεμελιωμένη ὅμως πάνω στὶς πνευματικὲς ἀξίες προσωπικότητά του ἔμεινε σταθερὴ στοῦ Πνεύματος τὶς ἐπιταγές, ἀκλόνητος στὶς ἀρχές του, ὅπως σημειώνουν ὅλοι οἱ σύγχρονοι καὶ νεώτεροι βιογράφοι του.
Σὲ ἕνα σημεῖο μόνο ἄφησε τὸν ἑαυτὸ του συνειδητὰ ἐλεύθερο νὰ ἐπηρεαστεῖ ἀπὸ τὶς νέες ἰδέες καὶ τὰ πρωτοφανέρωτα ρεύματα: σὲ ὅ,τι ἀφοροῦσε στὴν κοινωνικὴ δικαιοσύνη, στὴν ἰσοπολιτεία καὶ ἰσονομία μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων ὅλων τῶν κοινωνικῶν τάξεων. Ἂν καὶ εἶχε ἀνατραφεῖ μέσα σὲ αὐστηρὰ ἀριστοκρατικὸ περιβάλλον, ὁ ἴδιος ἀπὸ τὴ φύση του ἔκλινε πρὸς τὶς δημοκρατικὲς κοινωνικὲς ἀντιλήψεις, ποὺ ἐνισχύθηκαν καὶ ξεκαθαρίστηκαν καλύτερα στὰ χρόνια τῶν σπουδῶν του στὴν Πάντοβα. Ἀκριβῶς αὐτὲς τὶς δημοκρατικὲς ἰδέες του γιὰ τὴν κοινωνικὴ εὐδαιμονία καὶ ἰσοπολιτεία θὰ ἀγωνιστεῖ μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις νὰ διαδώσει καὶ ἐφαρμόσει ἀνάμεσα στὸ λαὸ τῆς πατρίδας του, ὅταν θὰ γυρίσει σ᾿ αὐτὴ ὡς γιατρὸς καὶ φιλόσοφος. «Γνωρίζετε ἄλλωστε ὅτι τὸ πρόσωπον τοῦ δημοκράτου δύναμαι νὰ ὑποδυθῶ εὐκολότερον, διότι εἶναι τὸ ἰδικόν μου πρόσωπον», θὰ γράψει ἀργότερα στὴ Ρωξάνδρα Στούρτζα».Γρήγορα ὅμως ἡ ἐξέλιξη τῶν πολιτικῶν γεγονότων καὶ ἡ μεταβολὴ τῶν τυχῶν τῆς ἰδιαίτερης πατρίδας του τὸν φέρνουν πρὸ τῶν πυλῶν τῆς πολιτικῆς δράσης. Ὁ Θεὸς εἶχε προετοιμάσει ἕνα θαυμάσιο Σχολεῖο, στὸ ὁποῖο εἶχε τὴν εὐκαιρία ὁ νεαρὸς Ἰωάννης νὰ ἀναπτύξει καὶ νὰ ἀσκήσει τὶς ἐξαιρετικὲς καὶ ἠθικὲς ἀρετές του, νὰ μορφώσει καὶ νὰ ἐπιδείξει πολιτικὴ ἰδιοφυΐα.Ἡ φήμη τῶν σπάνιων πολιτικῶν ἱκανοτήτων τοῦ Ἑπτανήσιου πολιτικοῦ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν πρόσκλησή του στὴν Πετρούπολη καὶ τὴν πρόσληψή του στὸ Ρωσσικὸ Ὑπουργεῖο τῶν Ἐξωτερικῶν.
Ἐκεῖ εἰσερχόταν στὴν περίοδο τῆς ζωῆς του, κατὰ τὴν ὁποία σύντομα θὰ ἀναδεικνυόταν στὴν πρώτη θέση τῶν πολιτικῶν ἀνδρῶν τῆς Εὐρώπης.
Ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τὸν Τουρκικὸ ζυγὸ ὑπῆρξε κατόρθωμα τῶν ἡρωϊκῶν ἀγωνιστῶν τοῦ 1821. Ἡ συγκρότηση ὅμως αὐτῆς σὲ βιώσιμο κράτος ὀφείλεται στὸν πρῶτο της Κυβερνήτη Ἰωάννη Καπποδίστρια, ὁ ὁποῖος τὴν παρέλαβε τὸ 1828 ἀπὸ τὶς φλόγες τῆς Ἐπανάστασης ἔνδοξη, ἀλλὰ ἐξαντλημένη.
Συνειδητοποιώντας τὴ θέση καὶ τὸ ρόλο τῆς Ὀρθόδοξης χριστιανικῆς ἀγωγῆς τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ, μέσα στὸ γενικότερο ἐκπαιδευτικὸ καὶ πολιτικό του ἔργο, ὁ πρῶτος κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδος σὲ ὁδηγίες του πρὸς τοὺς δασκάλους τῆς Ἐπικράτειας τόνιζε: «θέλετε καταβάλει θεμέλιον τῆς παιδείας εἰς τὰς ἁπλὰς ψυχὰς τῶν παίδων τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς σοφίας, καὶ στοιχειοῦντες αὐτοὺς εἰς τὴν ἀληθινὴ παιδεία, τὴν εὐσέβειαν, θέλετε τοὺς διδάσκει τὴν ἱερὰν κατήχησιν, ἐκ τῆς ὁποίας μυούμενοι τὰ ἀληθινά τοῦ χριστιανοῦ χρέη, θέλουν διδάσκεσθαι καὶ τὰ τοῦ ἀγαθοῦ πολίτου καθήκοντα διὰ τῆς ἠθικῆς προσαρμοζόμενης εἰς τὸν οὐράνιον νόμον τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου».
Πρῶτο λοιπὸν σκοπὸ τῆς ἀγωγῆς τοῦ νεοσύστατου Ἑλληνικοῦ κράτους ἔθετε τὴ Χριστιανικὴ μόρφωση τῆς νεότητας. Ἐπιθυμοῦσε οἱ νέοι τῆς Ἑλλάδος νὰ μορφωθοῦν μὲ τὴ «διδασκαλίαν τῆς πίστεως» καὶ νὰ τελειωθοῦν μὲ τὸν «ἱερὸν νόμον τοῦ Εὐαγγελίου». Δὲν ἦταν ἕνας ὑποστηρικτὴς μίας ἐνδοκοσμικῆς ἀγωγῆς, ποὺ θὰ ἀποσκοποῦσε ἁπλῶς στὴ βελτίωση τῶν βιοτικῶν συνθηκῶν τοῦ νέου κράτους, οὔτε προσέβλεπε ἁπλῶς στὴν ἠθικὴ ἀναγέννηση τῆς μικρῆς Ἑλληνικῆς κοινωνίας καὶ στὴν ἀτομικὴ τελειότητα καὶ εὐδαιμονία. Ἦταν ἕνας δραστήριος διάκονος τῆς πραγμάτωσης τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Εἶχε συναίσθηση ὅτι ἀνῆκε στὴν Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ἔβλεπε πὼς τὸ περιβάλλον του «νεωτέριζε στὴν πίστη» καὶ ἤθελε νὰ προφυλάξει τὴ νεότητα ἀπὸ κάθε «πλάνη». Παραδοσιακὸς καὶ ἀνανεωτικός, βιβλικὸς καὶ ρεαλιστής, Ἕλληνας γνήσιος καὶ Εὐρωπαῖος διαφωτιστὴς ἀντελήφθη πὼς ἡ ὑπόθεση τῆς ἀγωγῆς στὸν καιρὸ του ἦταν συνάρτηση τῆς καλῆς ἐμμονῆς στὴν ντόπια παιδευτικὴ παράδοση ἀπὸ τὴ μία μεριά, ἀλλὰ καὶ τῆς σύγχρονης προβληματικῆς τῆς ἐποχῆς του ἀπὸ τὴν ἄλλη. Γνώριζε πὼς μόνο ἔτσι, μὲ αὐτοὺς τοὺς παιδευτικοὺς στόχους, θὰ ἐξυπηρετοῦσε καλύτερα τὶς ἀνάγκες τῆς ἑλληνικῆς κοινωνικῆς καὶ πολιτιστικῆς πραγματικότητας.
Τὸν καιρὸ τῆς παραμονῆς του στὴν Εὐρώπη ὁ Καπποδίστριας κατάφερε μὲ τὶς πρωτοβουλίες του καὶ τὶς ἐνέργειές του νὰ διεθνοποιήσει τὸ Ἑλληνικὸ ζήτημα, ἀλλὰ καὶ νὰ στρέψει συνάμα τὸ ἐνδιαφέρον ὅλων στὰ «ἀνὰ τὴν Εὐρώπην σπουδάζοντα Ἑλληνόπουλα» καὶ στὴν ἵδρυση Ἑλληνικῶν Σχολείων, χωρὶς τὰ ὁποῖα ὑπῆρχε ἄμεσος κίνδυνος νὰ ξεχάσουν τὶς ἐθνικές τους ρίζες καὶ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη τους. Ὁ Ἰωάννης προσπαθοῦσε μὲ κάθε τρόπο νὰ ἀντιμετωπίσει τοὺς «αἱρετικοὺς μεθοδιστὲς» δασκάλους, ὅπως τὸν δάσκαλο στὸ σχολεῖο τῆς Βασιλείας, ὁ ὁποῖος «πίεζε τοὺς νέους νὰ παραιτήσωσι τὰ θρησκευτικὰ των ἔθιμα» και «περιΰβριζε τὰ δόγματά τους».
Στὸ δάσκαλο Ραδινό, ὑπεύθυνο τοῦ Σχολείου τῆς Γενεύης ἔγραφε: «θέλει σᾶς πέμψει εἰς Ἑνετίας ὁ κ. Μουστοξύδης ἕν ἀντιτύπον τῶν ὁμιλιῶν τοῦ ἱεροκήρυκος Μηνιάτου. Ἐπιθυμῶ νὰ γνωστοποιήσετε στοὺς ἀπὸ Σᾶς διδασκόμενους τὸν πάτριον Ἕλληνα λόγον, ὅτι τοὺς καθυποχρεώνω πάντας νὰ συνέρχωνται κατὰ τὴν ἀπὸ σᾶς ταχθησομένην ὥραν εἰς τὸ κατάλυμά σας τὰς Κυριακὰς καὶ ὅλας τὰς ὑπὸ τῆς ἁγίας ἡμῶν ἐκκλησίας πανηγυριζομένας ἡμέρας, διὰ νὰ σὲ ἀκροάζωνται ἀναγιγνώσκοντα τὴν κατ᾿ ἐκλογήν σου διδαχὴν τῆς ἑορταζομένης ἡμέρας. Ἤθελεν εἶναι ὠφέλιμον ὡσαύτως τὸ νὰ προσθέτετε εἰς αὐτὴν τὴν ἀνάγνωσιν σύντομον τινὰ διδασκαλίαν, διὰ τῆς ὁποίας νὰ ἐξηγῆτε εἰς τοὺς νέους σας μαθητὰς τὰς ἀρχὰς τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως, στηρίζοντες μάλιστα τὴν προσοχὴν των ἐπὶ τὰς ἀφορμὰς καὶ τὸν σκοπὸν των κατὰ τὰς Κυριακὰς καὶ τῶν ἄλλων ἐν χρήσει προσευχῶν …».
Ὁ Ἰωάννης Καπποδίστριας πίστευε πὼς ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι τὸ κέντρο τῆς Ὀρθόδοξης λατρείας καὶ ἡ Ἐκκλησία ὁ «Κυρίως ναός», τὸ κέντρο τῆς Χριστιανικῆς διαπαιδαγώγησης τῆς νεότητας τῆς διασπορᾶς, ποὺ συντελεῖ στὴν κατ᾿ ἐξοχὴν ἑλληνοκεντρικὴ θεώρηση τῆς ζωῆς καὶ τοῦ κόσμου. Ἡ Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία τελεσιουργοῦσε γι᾿ αὐτὸν μυστικὰ καὶ ἀνεπαίσθητα τὴν ἀνάσταση τοῦ Γένους καὶ συντελοῦσε στὴ διατήρηση τῆς Ἐθνικῆς καὶ θρησκευτικῆς συνείδησης τοῦ ἀπόδημου Ἑλληνισμοῦ. Ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ Λατρεία τοῦ Θεοῦ ἦταν γι᾿ αὐτὸν ἡ ζωή του καὶ ἡ Λειτουργία τῆς Κυριακῆς τὸ κέντρο ὅλης του τῆς ζωῆς. Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ ὅτι ἡ χαριστικὴ βολὴ τοῦ δόθηκε, ὅπως προαναφέραμε, στὸ δρόμο γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ὅπου μετέβαινε τὴν Κυριακὴ τὸ πρωΐ γιὰ τὴν Θεία Λειτουργία.
Ὅταν ἵδρυε Σχολεῖα καὶ ὀργάνωνε τὴν ἀγωγὴ τῶν διασκορπισμένων ἀπὸ τὶς συμφορὲς καὶ ὀρφανῶν Ἑλληνοπαίδων στὴ Γερμανία, τὴ Γαλλία καὶ τὴν Ἑλβετία, κοντὰ στὰ ἄλλα φρόντιζε καὶ γιὰ τὸ παρεκκλήσι καὶ τὸν ἱερέα τοῦ Σχολείου.Ἐπίσης ἡ γνωριμία του καὶ ἡ ἐκτενὴς ἀλληλογραφία του μὲ τοὺς διακεκριμένους τὴν ἐποχὴ ἐκείνη Ἑλβετοὺς παιδαγωγούς Pestalozzi καὶ Fellemberg τὸν προβλημάτισαν σοβαρὰ πάνω στὰ σύγχρονα τότε παιδαγωγικὰ προβλήματα καὶ τὸν ἐπηρέασαν ἀναμφίβολα στὸ μετέπειτα ἐκπαιδευτικό του ἔργο στὴν Ἑλλάδα.
Τόση ἦταν ἡ ἔκπληξη καὶ ὁ θαυμασμὸς ποὺ προξένησαν τὰ ἐκπαιδευτικὰ συστήματα τῶν Pestalozzi καὶ Fellembergστον Ἰωάννη Καπποδίστρια, ὥστε ἀνέλαβε μὲ δικές του δαπάνες τὴν ἐκπαίδευση τῶν φτωχῶν Ἑλληνοπαίδων τῆς διασπορᾶς στὰ διάφορα Σχολεῖα ποὺ ἵδρυε, καὶ διατηροῦσε σὲ ὁλόκληρη τὴ ζωὴ του σύνδεσμο μαζί τους.Καὶ ἐρχόμαστε τώρα στὴ τελευταία περίοδο τῆς ζωῆς του. Ὅταν τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1828 ἔφθασε στὴν Ἑλλάδα, γνώριζε ὅτι μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα προβλήματα ἔπρεπε νὰ μεριμνήσει καὶ γιὰ τὸ πρώτιστο ἔργο κάθε πολιτείας, τὸ πρόβλημα τῆς παιδείας καὶ τῆς ἀγωγῆς τοῦ λαοῦ· ἑνὸς λαοῦ ποὺ ἔβγαινε στὴν πλειονότητά του ἀμαθὴς καὶ ἀναλφάβητος μέσα ἀπὸ δουλεία καὶ καταπίεση αἰώνων. Ἡ ἀγραμματοσύνη τῶν μεγάλων μαζῶν τοῦ λαοῦ ἦταν γιὰ τὸν Κυβερνήτη ἐμπόδιο στὴν ἀνασυγκρότηση τῆς νέας Ἑλλάδος.Οἱ ἐκπαιδευτικές του προσπάθειες ἀρχικὰ ἐπικεντρώθηκαν στὴν πρόνοια ὑπὲρ τῶν ὀρφανῶν, ποὺ ὅπως καταλαβαίνετε ἦταν τότε πολλά, καὶ στὴν ἐπαγγελματική τους ἀποκατάσταση, καθὼς καὶ στὴ φροντίδα του γιὰ τὴν πρωτοβάθμια ἐκπαίδευση, τὴν παιδεία γιὰ ὅλο τὸ λαό. Εἶναι εὐεξήγητο, γιατί ἡ ἐπαγγελματικὴ καὶ ἡ πρωτοβάθμια ἐκπαίδευση ἦταν ὁ θεμέλιος λίθος γιὰ τὸν Κυβερνήτη στὸ νεοσύστατο κράτος τῆς Ἑλλάδος. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ ἐκπαίδευση ἀνταποκρινόταν ἄριστα στὶς τότε δύσκολες περιστάσεις τῆς χώρας. Ἡ ἐπιβίωση τοῦ λαοῦ μὲ ἕνα ἐπάγγελμα καὶ ἡ στοιχειώδης μόρφωσή του ἦταν ἀπὸ τοὺς βασικοὺς στόχους του. Ὡστόσο σὲ καμμία περίπτωση δὲν ὑποβάθμισε τὸ ρόλο τῆς Ὀρθόδοξης κοινωνικῆς ἀγωγῆς. Θεώρησε τὴν παιδεία–ἀγωγὴ ὡς ἀχώριστη ἀπὸ τὴ Θρησκεία καὶ θέσπισε ὥστε τὰ Ἐκκλησιαστικὰ καὶ τῆς Δημοσίου Παιδεύσεως θέματα νὰ ὑπάγονται στὴν ἁρμοδιότητα τοῦ ἴδιου Ὑπουργείου. Ἔδωσε στὴ στρατηγική τῆς ἐκπαιδευτικῆς του πολιτικῆς καὶ στὴ σχολικὴ ζωὴ ἐκκλησιαστικὸ χρῶμα καὶ θρησκευτικὸ χαρακτῆρα. Ἐκκλησία καὶ Πολιτεία κατὰ τὴν Καπποδιστριακὴ περίοδο συνεργάστηκαν ἄριστα, γιὰ νὰ μορφωθεῖ ὁ λαὸς καὶ νὰ ἀντιμετωπίσει τόσο τὶς βιολογικὲς ὅσο καὶ τὶς πνευματικές του ἀνάγκες.
Μέσα σὲ ἕνα συγχρονισμένο καὶ εὐνομούμενο κράτος ἄρχισαν νὰ δίνονται ἴσες δυνατότητες καὶ εὐκαιρίες μόρφωσης σὲ ὅλα τὰ Ἑλληνόπουλα. Ἔτσι ὁ Ἰωάννης Καπποδίστριας παρουσιάζεται ἐκσυγχρονιστικὸς καὶ ἀνανεωτικὸς στὴν ὀργάνωση τῆς ἐκπαίδευσης καὶ συνάμα παραδοσιακὸς στοὺς στόχους του. Δυτικότροπος καὶ ριζοσπαστικὸς στὰ ἐξωτερικὰ σχήματα καὶ τὴν ὀργάνωση τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ συστήματος, μιᾶς καὶ εἶχε μελετήσει ἀπὸ κοντὰ τὰ Δυτικὰ καὶ Ρωσσικὰ ἐκπαιδευτικὰ πρότυπα, ἀλλὰ ταυτόχρονα πιστὸς στὶς Ρωμαίϊκες ρίζες του καὶ στὴν Ἑλληνικὴ διάρκεια, δὲν ἄφησε στὸ περιθώριο τὸ Ὀρθόδοξο μορφωτικὸ πρότυπο ἀγωγῆς, τὸ ὁποῖο ἐμπνέει καὶ ριζώνει στὶς εὐαίσθητες ψυχὲς τῶν παιδιῶν τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ τὶς ἀξίες τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Ὥριμος, ὅπως ἦταν, δὲν ἀπέρριπτε τὴν πολιτιστικὴ παράδοση τοῦ τόπου του, καθὼς διέβλεπε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία ἦταν ἄξια νὰ ἐμπνεύσει καὶ νὰ καλλιεργήσει τὰ παιδιὰ τοῦ ταλαιπωρημένου Ἑλληνικοῦ λαοῦ, ἀφοῦ τόσα εἶχε προσφέρει στὸν προεπαναστατικὸ ἀγῶνα καὶ στὴ διάρκεια τῆς Ἐπανάστασης.Ὁ ἴδιος ἄλλωστε ἦταν γέννημα τῆς Χριστιανικῆς ἀγωγῆς καὶ ζοῦσε τὸ θεολογικὸ μυστήριο τῆς Χριστιανικῆς πίστης καὶ ζωῆς.
Εἰδικότερα τώρα στὴ «Σχολειούπολη» τῆς Αἴγινας καὶ στὰ ἄλλα Ἀλληλοδιδακτικὰ καὶ Ἑλληνικὰ Σχολεῖα τῆς ἐπικράτειας προέβη ὁ Κυβερνήτης σὲ συγκεκριμένες ἐνέργειες καὶ νομοθετικὲς ρυθμίσεις, γιὰ νὰ μυηθοῦν οἱ πρῶτοι μαθητὲς στὴν Ἑλληνορθόδοξη προγονικὴ παιδευτικὴ παράδοση. Γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα μὲ τὶς ἐγκυκλίους τῆς Κυβέρνησης κατοχυρώνεται ἡ θρησκευτικὴ διαπαιδαγώγηση τῶν νέων στὰ Σχολεῖα τοῦ Κράτους καὶ εἰσάγεται τὸ θρησκευτικὸ μάθημα στὴν Πρωτοβάθμια καὶ Δευτεροβάθμια Ἐκπαίδευση. Τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Σχολεῖο Πόρου ὀργανώθηκε σὲ αὐτοτελὲς ἐκπαιδευτήριο ὑπὸ τὴν προστασία τῆς «Σεβαστῆς Κυβερνήσεως». Ὁ κύκλος τῶν μαθημάτων ἦταν εὑρύτατος καὶ περιελάμβανε ὅλους τοὺς κλάδους τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης.
Παρὰ τὴν ἀρνητικὴ κριτικὴ ποὺ δέχτηκε τὸ Κυβερνητικὸ ἔργο τοῦ Ἑπτανήσιου πολιτικοῦ καὶ εἰδικότερα τὸ ἐκπαιδευτικό, τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ὅτι κατάφερε νὰ ὀργανώσει τὴν Ἐκπαίδευση τοῦ λαοῦ μέσα στὸ κλίμα τῆς Ἑλληνορθόδοξης παιδευτικῆς παράδοσης καὶ νὰ τὴ στηρίξει στὰ στέρεα θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας σὲ ὅλη τὴ ζωὴ του ἦταν ζωντανὸ μέλος. Οἱ διάδοχοι τοῦ Ἰωάννη Καπποδίστρια ἔκοψαν τὸ νῆμα τῆς συνέχειας τῆς Ἑλληνορθόδοξης παιδευτικῆς παράδοσης τοῦ λαοῦ καὶ αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ σωρευτοῦν μεγάλα καὶ σοβαρὰ προβλήματα στὴ Δημόσια Ἐκπαίδευση τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ.
Στὶς 14 Σεπτεμβρίου τοῦ 1831, λίγες μέρες πρὶν τὸ αἷμα του βάψει τὰ σκαλοπάτια καὶ τὴν παραστάδα τοῦ ναοῦ τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος στὸ Ναύπλιο, ὁ Ἰωάννης Καπποδίστριας ἔγραφε στὸν ἐπιστήθιο φίλο του καὶ μεγάλο εὐεργέτη τῆς Ἑλλάδος Ἰωάννη–Γαβριήλ Εynard, τὴν ἀκόλουθη προφητικὴ γιὰ τὸν ἑαυτὸ του φράση: «Ἂς λέγουν καὶ ἂς γράφουν ὅ,τι θέλουν. Θὰ ἔλθει ὅμως κάποτε καιρός, ὅτε οἱ ἄνθρωποι κρίνονται ὄχι σύμφωνα μὲ ὅσα εἶπαν ἢ ἔγραψαν περὶ τῶν πράξεὼν των, ἀλλὰ κατ᾿ αὐτὴν τὴν μαρτυρίαν τῶν πράξεὼν των. Ὓπ᾿ αὐτῆς τῆς πίστεως, ὡς ἀξιώματος, δυναμούμενος ἔζησα μέσα εἰς τὸν κόσμον μέχρι τώρα, ὁπότε εὑρίσκομαι εἰς τὴν δύσιν τῆς ζωῆς μου, καὶ ὑπῆρξα πάντοτε εὐχαριστημένος διὰ τοῦτο. Μοῦ εἶναι ἀδύνατον πλέον νὰ ἀλλάξω τώρα. Θὰ συνεχίσω ἐκπληρῶν πάντοτε τὸ χρέος μου, οὐδόλως φροντίζων περὶ τοῦ ἑαυτοῦ μου, καὶ ἂς γίνη ὅ,τι γίνη».Καὶ ἦλθε πράγματι ὁ καιρός, ποὺ ἡ ἱστορία ἔκρινε, κρίνει καὶ θὰ κρίνει τὸν Καπποδίστρια ἀπὸ τὴν μαρτυρία τῶν πράξεών του, ἀπὸ τὸ τεράστιο Ἐθνικό του ἔργο, ἀπὸ τὴν ἀνυπολόγιστη προσφορά του πρὸς τὴν Ἑλλάδα καὶ τοὺς Ἕλληνες.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Συνεχίζοντας τίς ὁμιλίες μας αὐτές, μετά ἀπό τή σύντομη ἑορταστική διακοπή, νά εὐχηθῶ σέ ὅλους σας καλή κι εὐλογημένη χρονιά νά ἔχετε. Δέν λέμε χρόνια πολλά, πού εἶναι κάτι πολύ σχετικό γιά τά μέτρα τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐφόσον τά χρόνια τά πολλά ἔρχονται σέ μιά, θά ᾽λεγα ἔτσι, διανοητική ἀντιπαλότητα μέ τό στοιχεῖο τῆς αἰωνιότητας, ἀλλά νά ᾽ναι χρόνια εὐλογημένα, πού θά σᾶς ὁδηγήσουν αὐτά τά χρόνια στό χῶρο τῆς αἰωνιότητας. Χρησιμοποιοῦμε τό χρόνο γιά νά φτάσουμε στήν αἰωνιότητα, ὄχι ὁ πολλαπλασιασμός τοῦ χρόνου, πού θά μᾶς κάνει κάτι καλύτερο. Ὅπως λέει καί ἡ Γραφή, «γῆρας τό τίμιον οὐ τό πολυχρόνιον», ἕνας πού καταξιώθηκε ἤ χαριτώθηκε νά ᾽χει χρόνια, πού εἶναι γεροντικῆς ἡλικίας, δέν σημαίνει πού καταξιώθηκε λόγω ἀκριβῶς τῆς χρονικῆς του παρουσίας πάνω στή γῆ, ἀλλά γιά ἐκεῖνο, τό ὁποῖο εἶναι εὐλογημένο κι ἁγιασμένο. Οὐ, λοιπόν, τό πολυχρόνιο, ἀλλά τό εὐλογημένο μετράει γιά μᾶς.
Μέσα ἀπ᾽ αὐτές τίς χρονολογικές εὐχές μας, πού εὐχόμαστε ἀπό τή σχετικότητα τοῦ χρόνου νά πᾶνε στήν ἀπολυτότητα τῆς αἰωνιότητας, νά συνεχίσουμε τίς ἀναλύσεις μας, πού ἔχουν σάν ἐργαλεῖο καί σάν ὄργανο, βέβαια, κείμενα πατερικά, πού εἶναι πάρα πολλά τά κείμενα καί σίγουρα θέλουν πολλές ἀναλύσεις καί πολύπτυχα νά τίς δοῦμε, τῶν Ὅρων κατ᾽ ἐπιτομήν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἀλλά πού πάντοτε συνδυάζουμε αὐτές τίς ἀναλύσεις μέ κάποιο ἐπίκαιρο γεγονός καί μᾶς βοηθοῦν πάντοτε οἱ Ὅροι κατ᾽ ἐπιτομήν γιά νά προσδιορίσουμε καλύτερα τήν ἐπικαιρότητα, πού πάντοτε μᾶς δίνει ἐρεθίσματα καί πάντοτε μᾶς δίνει ἀφορμές, μιά πού εἶναι κάτι ζωντανό ἡ ἐπικαιρότητα καί εἶναι πρός ἀξιοποίηση· καί αὐτό πού λέω πάντοτε, ὅτι ἐμεῖς οἱ χριστιανοί δέν φοβόμαστε τήν ἐπικαιρότητα, ἐπειδή ζοῦμε στόν κόσμο.
Τό ἐπίκαιρο εἶναι τό ἐπί καιροῦ, εἶναι κάτι πολύ προσωρινό, ἀλλά ἐμεῖς δέν φοβόμαστε τό ἐπίκαιρο, ἀφοῦ καί τώρα, αὐτή τή στιγμή, ζοῦμε ἐπίκαιρα, ζοῦμε αὐτό τό λεπτό, αὐτή τήν ὥρα τῆς ζωῆς μας καί ἡ ἐπικαιρότητα μπορεῖ νά εἶναι τόσο πληθωρική αὐτή τήν ἐποχή, μάλιστα μέ τά μέσα τῆς ἐνημερώσεως, πού πολυποίκιλα γεμίζουν τίς ἀκοές μας καί τό νοῦ καί τήν καρδιά μας μέ τίς τρέχουσες εἰδήσεις, πού μπορεῖ νά γίνουν πληθωρικές καί κουραστικές καί πληθωριστικές καί νά χάσουν τήν ἀξία τους· ἀλλά τολμῶ νά πῶ ὅτι ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, ἐπειδή δέν ζοῦμε μανιχαϊκά, ἀλλά ζοῦμε ὀρθόδοξα, ἀξιοποιοῦμε τήν ἐπικαιρότητα μ᾽ ἕναν τρόπο εὐλογημένο, δηλαδή δέν ἀκοῦμε ἁπλῶς γιά νά γεμίσουμε τά αὐτιά μας μ᾽ ἐμπειρίες ἀκοῶν. Ἀκοῦμε γιά ν᾽ ἀκούσουμε τί συμβαίνει στόν κόσμο καί τουλάχιστον νά πάρουμε ἐρεθίσματα ἀπ᾽ αὐτό καί αὐτή εἶναι, θά ᾽λεγα, ἡ ἀποκλειστική δυνατότητα πού μπορεῖ νά ἀκοῦμε τήν ἐπικαιρότητα, εἶναι νά πάρουμε τίς ἀκοές τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου καί ὅλα αὐτά νά μετασχηματιστοῦν ἤ σέ μιά πράξη ζωῆς, ἄν εἶναι δυνατό, κάπου νά σταθεῖς πλάι σέ κάποιον ἄνθρωπο ἤ ἀκόμη περισσότερο, ἐφόσον δέν μπορεῖ νά γίνει πράξη ζωῆς ἡ κάθε εἴδηση πού ᾽ρχεται, νά γίνει ἕνα ἀντικείμενο προσευχῆς κι ἔτσι ὁ πόνος, ἡ κραυγή τῆς ἀγωνίας, τῆς πείνας, τῆς δίψας, τῆς καταπιέσεως, τῆς ἀδικίας, πού διατρέχει συνήθως τά δελτία ἐνημερώσεως, πού δέν μπορεῖ νά εἶναι ὡραιοποιημένα, πάνω στήν τραγωδία στέκονται -τά ὡραῖα τά πράγματα εἶναι κρυμμένα πάντοτε, ὅπως οἱ ἅγιοι εἶναι κρυμμένοι πάντοτε- μᾶς δίνουν ἀφορμή γιά πολύ βαθύτερη προσευχή.
Κι ἔτσι δέν μέ πειράζει ἡ ἐπικαιρότητα κι ἀσχολοῦμαι μέ τήν ἐπικαιρότητα καί τήν ἀξιοποιῶ, κατ᾽ ἐξοχήν, ὅσο ἐπιτρέπει ὁ λειτουργικός μου ὁ χρόνος, γιά νά βάλω μιά μερίδα μέσα στό δισκάριο τῆς προσκομιδῆς, γιά ὅλους τούς πονεμένους τῆς γῆς καί κατ᾽ ἐξοχήν μετά γιά νά μπορῶ νά πῶ ἕνα λόγο, ν᾽ ἀρθρώσω ἕνα λόγο γιά τά πράγματα τοῦ κόσμου ἐξ ἀπόψεως Ὀρθοδοξίας, γιατί ἄν δέν ὑπάρχει ὀρθόδοξος λόγος, ὄχι ὡς ἀντιπαλότητα, ἀλλ᾽ ὡς κατάθεση ἀληθείας, ὅλα τά ἄλλα τά γεγονότα θά διατρέχουν τή ζωή μας καί τίς ἀκοές μας καί μερικά θά τά ἀπορρίπτουμε ἀκριβῶς γιατί πιστεύουμε ὅτι εἶναι ἀντίθετα μέ τήν πίστη μας ἤ μερικά ἄλλα σιγά-σιγά θά τά δεχόμαστε κι ἔρχεται μιά πολύ βαθιά ἀλλοίωση τῆς ζωῆς μας· κι αὐτό γίνεται εἰδικά καί ἀπό τίς νεαρές ἡλικίες, γίνεται μιά συστηματική ἀντικατήχηση, ὅπου τά παιδιά μας σέ λίγα χρόνια θά ζοῦν ἄλλα γεγονότα, γιατί γίνεται μιά συστηματική ἀντικατήχηση.
Ἐμεῖς, λοιπόν, δέν κάνουμε λόγο ἀπολογητικό, οὔτε ἐπιθετικό λόγο· καταθέτουμε τή μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας μας. Παράδειγμα, ὅλη αὐτή ἡ ἱστορία, ἡ πολύ γνωστή ἱστορία πού εἶναι τραγική γιά τή χριστιανική ἐμπειρία, γιά τήν ὀρθόδοξη ἐμπειρία, τοῦ «γάμου» τῶν ὁμοφυλοφίλων, πού εἶναι ἀπαράδεκτο γιά ὅλους μας, μπορεῖ σιγά-σιγά νά γίνει μιά κοινή συνείδηση. Βλέπετε, πρίν ἀπό μερικές δεκαετίες, οὔτε κουβέντα δέν γινόταν γιά μιά ἐπίσημη παρουσίαση τέτοιων τραγελαφικῶν καταστάσεων καί διαστροφῶν. Σήμερα αὐτό σιγά-σιγά γίνεται ἀποδεκτό καί πρόσωπα ἐπίσημα, ἀρχίζουν νά τό ἀποδέχονται καί ἄς μήν τό ζοῦν οἱ ἴδιοι αὐτό τό γεγονός, τό θεωροῦν μιά ἔκφραση δημοκρατικῆς ἐλευθερίας. Βέβαια, ὁ καθένας κυβερνάει τή ζωή του ὅπως θέλει “κατ᾽ ἐλευθερίαν” καί τό λέει καί ἡ Ἁγία Γραφή, βέβαια μιλάει γιά τό «ἐπ᾽ ἐλευθερίᾳ ἐκλήθητε, ἀδελφοί» ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀλλά αὐτή ἡ ἐλευθερία εἶναι μιά ἐλευθερία ἡ ὁποία μᾶς ὁδηγεῖ στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὄχι μιά ἐλευθερία πού κάνει τό δικό μας θέλημα.
Ἀπό ᾽κεῖ θ᾽ ἀρχίσει ἡ θεολογική μου ἡ διαφοροποίηση. Δέν διαφωνῶ ποτέ μέ τίς ἐλεύθερες σκέψεις καί τίς φωνές καί δέν μπορῶ ποτέ νά κάνω καθυπόταξη συνειδήσεων, οὔτε νά κάνω λογοκρισία τῶν συνειδήσεων, ἀλλά, πέρα ἀπ᾽ αὐτό, κανείς δέν μπορεῖ νά κλείσει τό στόμα μου νά λέω ἀλήθειες, γιά γεγονότα, τά ὁποῖα διαστρέφουν τόν κόσμο. Αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας μας καί μπορῶ νά κάνω κριτική σέ ὅλο αὐτό τό σύστημα τό διαστροφικό, πού θέλει νά περάσει αὐτή τή διαστροφή πάνω στή ζωή μας καί εἶναι μιά ἀναίρεση οὐσιαστικά, ὄχι μόνο τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, μιά ἀναίρεση τῆς ἴδιας τῆς ψυχολογίας τοῦ ἀνθρώπου. Τό ἀποτέλεσμα ὅλης αὐτῆς τῆς ἱστορίας θά εἶναι καί εἶναι ἤδη -ὅσο διατρέχει τήν ἱστορία μας- πολύ βεβαρημένη ψυχασθένεια μές τή ζωή τοῦ κόσμου, χωρίς νά καταλαβαίνουν γιατί αὐτό συμβαίνει· γιατί ἀκριβῶς διαστρέφονται βασικά ψυχικά δομικά τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου.
Αὐτό μπορῶ νά ἀξιολογήσω σήμερα σάν τραγικότητα, πού μιλᾶνε γιά «γάμο» ὁμοφυλοφίλων, ὅ,τι πιό ἀντιφατικό σάν λέξη, «γάμος» ὁμοφυλοφίλων δέν γίνεται, δέν ὑπάρχει τέτοιο γεγονός. Ὅπου ὁ Θεός ἑνώνει, ἀλλά γιατί ἑνώνει, μέ ποιό σκοπό ἑνώνει, ποιά εἶναι ἡ προοπτική τοῦ «ἑνώνει» καί φυσικά αὐτό τό «ἑνώνω» χρησιμοποιεῖ σάν βασικό του ὄργανο τήν ἀγάπη. Ὁ Θεός εἶναι Τριαδικός Θεός, ἐπειδή εἶναι ἀγάπη ὁ Θεός καί εἶναι ἑνότητα ὁ Θεός, δέν μπορῶ ἀλλιῶς νά τό ἐκφράσω τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Ἄν μιλᾶμε, λοιπόν, γιά ἕνωση, ἡ μόνη ἔκφραση πού μπορεῖ νά κάνει τήν ἕνωση ἕνωση, εἶναι μόνο ἡ ἀγάπη· ἀλλά ποιός ὅρισε τήν ἀγάπη; Καί ἐπειδή ὁ μόνος ὁρισμός τῆς ἀγάπης μπορεῖ νά δοθεῖ ἀπ᾽ αὐτό πού λέει τό κείμενο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν», ὅταν μιλῶ τουλάχιστον ἐγώ γιά ἀγάπη, δέν μπορῶ παρά νά στραφῶ νά ψάξω τόν ὁρισμό τῆς ἀγάπης στό Θεό, δέν ἔχω ἄλλα κριτήρια, δηλαδή. Μπορεῖτε κι ἐσεῖς νά δώσετε ὁρισμούς τῆς ἀγάπης, ἀλλά εἶναι κι αὐτοί ἐλέγξιμοι, πρέπει νά ἐλέγξουμε γιατί τό λέτε ἀγάπη αὐτό. Ἀγάπη λέτε τό βίτσιο σας, τήν ἐπιθυμία σας, τόν ἐγωισμό σας, τήν προβολή σας, αὐτό μπορεῖ νά τό λέτε ἀγάπη, ἀλλά δέν εἶναι ἀγάπη.
Ἐδῶ λέμε «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν» καί ὁ Θεός εἶναι ταπεινός, ὁ Θεός κρύβεται, ὁ Θεός δέν μᾶς καθηλώνει, ὁ Θεός μᾶς φτιάχνει, ὁ Θεός θέλει νά μᾶς σώσει· ἀλλοῦ μπαίνει ἡ ἔννοια τῆς ἀγάπης. Ἔτσι λοιπόν, ἀμέσως οἱ ἔννοιες ἀλλάζουν τελείως καί πρέπει ν᾽ ἀναμετρηθοῦμε μ᾽ αὐτές τίς ἔννοιες. Ἄν λοιπόν ὑπάρχει γάμος χωρίς ἀγάπη, δέν εἶναι γάμος καί ἐφόσον ὁ «γάμος» αὐτός δέν μπορεῖ νά ἔχει ἀγάπη μέ τίποτε, παρά μόνο καταξίωση ἐγωιστικοῦ βίτσιου, τότε ἀκριβῶς δέν μιλᾶμε γιά «γάμο», δηλαδή εἶναι ἀντιφατικές οἱ ἔννοιες, πρέπει νά ψάχνουμε τούς ὁρισμούς. Ἀκόμη κι ἄν δέν ξέρουν τά τῆς Ἐκκλησίας μας, νά κάνουν ἐτυμολογικές ἀναλύσεις.
Τί σημαίνει ἡ λέξη: «γάμος»; Θά πεῖ κάποιος τό «ἔγημα-γαμέω-γαμῶ» ἀπό τή λέξη αὐτή. Τί σημαίνει αὐτό ὀρθόδοξα; Εἶναι ἁπλῶς μιά σεξουαλική πράξη ἤ εἶναι κάτι πολύ βαθύτερο; Τί εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ γάμου στήν ὀρθόδοξη Θεολογία; Εἶναι ἁπλῶς ἡ ὁριζόντια ἔκφραση τῆς πράξεως τῆς σεξουαλικῆς; Καθόλου. Εἶναι μιά πολύ βαθιά ἀγαπητική ἕνωση, ἡ ὁποία κατευθύνεται πρός τό Θεό, καταλήγει στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ· γι᾽ αὐτό βλέπετε κι ἡ σχέση μας μέ τό Θεό εἶναι ἐρωτική κι ὁ ἄνθρωπος ζεῖ ἐρωτικά κατευθυνόμενος στό Θεό κι ἔχοντας αὐτή τήν ἀγαπητική σχέση μέ τό Θεό, μπορεῖ νά ἀγαπήσει μετά. Καί εἶμαι βέβαιος γι᾽ αὐτό, δέν τό λέω φιλοσοφικά, οὔτε θεολογικά, οὔτε τό λέω γιατί θέλω νά κάνω ἀντιπαλότητα, προσωπικά σάν πνευματικός δέν γνώρισα ποτέ κάποιον ἄνθρωπο πού μπορεῖ ν᾽ ἀγαπάει, ἄν δέν ἀγαποῦσε τό Θεό. Ὅλα τ᾽ ἄλλα ἦταν μιά προβολή βίτσιων ἤ ἐπιθυμιῶν ἤ ψευτοαγαπητικῶν διαθέσεων. Ἄν, λοιπόν, μιλοῦν γιά ἀγάπη νά ᾽ρθουν ν᾽ ἀναμετρηθοῦν μέ τήν πράξη τῆς ζωῆς κι ὄχι μ᾽ ἕνα θεολόγο, οὔτε μέ τήν ὀρθόδοξη Θεολογία.
Μέσα ἀπ᾽ αὐτές τίς προοπτικές, λοιπόν, προσπαθώντας νά ὁρίσω καί δέν χρειάζεται τό αὐτονόητο, νά ὁρίσω θεολογικά τήν ἀντίθεση μέ τό θέμα τοῦ «γάμου» τῶν ὁμοφυλοφίλων, εἶναι ἀντιφατικό, δέν μπορεῖ νά γίνει, δέν εἶναι γάμος. Ἁπλῶς εἶναι μιά συμβατική νομική ἕνωση, ἡ ὁποία ἐπεβλήθη διά τῆς ἐπιβολῆς πολλῶν δυνατῶν τῆς γῆς, οἱ ὁποῖοι ἦταν ὁμοφυλόφιλοι, εἶναι πολύ δεδομένο αὐτό. Ἐπειδή, λοιπόν, ἤθελαν νά καταξιώσουν τόν ἑαυτό τους, τό πέρασαν νομικά δηλαδή, αὐτό εἶναι σίγουρο, ξέροντας τίς ἰσορροπίες τίς μαθηματικές ἀκόμη καί στά κοινοβούλια ἤ τά εὐρωκοινοβούλια, τά ὁποῖα καταξιώνουν τέτοιες καταστάσεις, δέν χρειάζεται νά ζητήσουμε ἀλλοῦ τήν ἱστορία· καί μερικοί ἄλλοι ἀνόητοι ἐν ὀνόματι τῆς δημοκρατικότητας τό ψήφισαν κι αὐτοί μαζί τους. Δηλαδή δέν μέ ἐνδιαφέρει αὐτή τή στιγμή ὁ νόμος. Ὁ νόμος ἁπλῶς εἶναι πρός χρήση, ἄν πρόκειται νά κρατήσει τή νόμιμη τάξη καί νά μή διαστρέψει τόν κόσμο. Ἄν πρόκειται νά διαστρέψει εἶναι νόμος παράνομος, δέν μοῦ λέει τίποτα αὐτό τό πράγμα. Κι ἐπειδή εἶμαι σίγουρος ὅτι μετά ἀπό μερικά χρόνια ἤ δεκαετίες, δέν ξέρω, τό φαινόμενο θά ἐμφανιστεῖ κι ἐδῶ -δέν μπορεῖ, εἴμαστε κι ἐμεῖς μιμητικά ὄντα καί μεταδίδουμε τίς νόσους αὐτές, ὅπως τά ἀποδημητικά πτηνά μεταδίδουν τή γρίπη τῶν πτηνῶν, μεταδίδουμε κι ἐμεῖς αὐτή τή γρίπη τῆς ἀνωμαλίας συνέχεια- θά ᾽ρθει κι αὐτό ἐδῶ πέρα καί πρέπει νά ἔχουμε λόγο θεολογικό καί βασικά θεραπευτικό λόγο, γιά τή διαστροφή πού γίνεται μέσα ἀπ᾽ αὐτό τό γεγονός.
Νά προσπαθήσω, λοιπόν, χρησιμοποιώντας Ὅρους κατ᾽ ἐπιτομήν, ὅσο μπορῶ νά μπῶ σ᾽ αὐτό τό στοιχεῖο τῆς ἑνότητας καί νά μιλήσουμε γιά ἄλλους Ὅρους, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν ἄμεση σχέση μ᾽ αὐτό τό γεγονός, ἀλλά ἐγώ βρίσκω σ᾽ αὐτή τή θεραπευτική τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, μέσα ἀπό τούς Ὅρους κατ᾽ ἐπιτομήν, αὐτά τά κείμενα πού προσαρμόζονται καί σέ τέτοια φαινόμενα καί τέτοια κείμενα θά χρησιμοποιήσω πιθανῶς γιά νά δώσω πιό βαθιές καί ὀργανωμένες θεολογικές ἀπαντήσεις, σέ τέτοιες διαστροφικές καταστάσεις.
Πρίν ἀρχίσω τήν ἀνάλυση τῶν κειμένων τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, νά πῶ καί πάλι, ὀνομάζω αὐτή τήν πράξη διαστροφή, μιά διαστροφή, γι᾽ αὐτό δέν θά πάψει ποτέ νά εἶναι διαστροφή. Ἀλλά ἕναν πού θά τόν δῶ μπροστά μου, πού ζεῖ αὐτή τή διαστροφή δέν θά τόν πῶ διεστραμμένο, γιατί δέν εἶναι γιά πάντα διεστραμμένος, μπορεῖ νά μετανιώσει. Ὁ διάβολος εἶναι διεστραμμένος, γιατί θά παραμείνει πάντα διάβολος. Ἄρα κάνω μία διαφοροποίηση: ζεῖ μία διαστροφή, ἀλλά εὔχομαι νά μή ζεῖ αὐτή τή διαστροφή συνεχῶς, νά μή διαβολοποιηθεῖ, ὅπου ἡ διαστροφή θά γίνει μόνιμη. Ἀλλά ἐπειδή δέν ξέρω πόσο μόνιμα θά μείνει αὐτή ἡ διαστροφή πάνω του, ἐγώ δέν τόν λέω διεστραμμένο, ὄχι ἁπλῶς νά μήν τόν κατακρίνω, γιατί ἔτσι εἶναι τό πράγμα. Διεστραμμένος ὁριστικά εἶναι ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀμετανοησία καί δέν ξέρω τό πρόσωπο πού ἔχω μπροστά μου κατά πόσο θά διατηρήσει αὐτή τήν ἀμετανοησία του ἤ ὄχι σ᾽ αὐτό τό γεγονός, ἀλλά ὁπωσδήποτε ὅμως πρέπει νά πῶ -χωρίς νά φοβᾶμαι τίς λέξεις μου- ὅτι αὐτό εἶναι διαστροφή.
Σηκώνονται σήμερα οἱ ἐκπρόσωποι αὐτῆς τῆς ὄχι συμπαθοῦς τάξεως, ὅπως λένε μερικοί -καθόλου συμπαθής τάξη, δέν εἶναι κἄν τάξη, εἶναι μιά ὁμάδα ἐκφράσεως μιᾶς διαστροφῆς- καί λένε ἐντάξει τί νά κάνουμε, ἀφοῦ ἔτσι εἶναι τά πράγματα, πρέπει νά τό δεχτοῦμε, νά τό δοῦμε μέ συμπάθεια· καθόλου συμπάθεια. Οὔτε ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νά δεῖ μέ συμπάθεια. Τί θά πεῖ μέ συμπάθεια νά δεῖ ἡ Ἐκκλησία, τί νά δεῖ δηλαδή; Ἡ Ἐκκλησία βλέπει τά παιδιά της πού καταστρέφονται. Ποιά συμπάθεια νά δείξει ἡ Ἐκκλησία; Μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νά συγκαταβεῖ σέ τέτοια τραγικά γεγονότα, νά ἀποδεχτεῖ, δηλαδή, τήν ἀρρώστια ὡς ἀρρώστια; Ἡ Ἐκκλησία θέλει νά θεραπεύσει καί νά φωνάξει, ὑπάρχει ἀρρώστια, πρέπει νά τό γιατρέψουμε. Ἄρα καμία συμπαθητική διάθεση καί καμία συγκατάβαση σ᾽ αὐτή τήν ἁμαρτία.
Συγκατάβαση στόν ἄνθρωπο γιά νά ὁδηγηθεῖ στή μετάνοια ναί, νά μιλήσω μαζί του ναί, δέν θά τόν διώξω, ἀλλά δέν μπορεῖ νά πεῖ, οὔτε τολμάει νά πεῖ αὐτό πού λένε σήμερα καί διαφημίζουν: εἴμαστε κι ἐμεῖς πολύ καλοί Χριστιανοί, στό Χριστό πιστεύουμε. Ἐντάξει, ἄν πιστεύεις στό Χριστό, ὁ Χριστός δέν εἶναι κάτι ἀφηρημένο, ὁ Χριστός ἐκφράζεται μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία Του καί μέσα ἀπό τή Γραφική Της καί Πατερική Της Παράδοση. Ἄν, λοιπόν, τό Χριστό πιστεύεις καί λές ὅτι εἶσαι καλός Χριστιανός, δέν μπορεῖς νά διαστρέφεις τήν Πατερική Παράδοση γιά τά βίτσια σου!
Δηλαδή πόσες κουβέντες θά μπορούσαμε νά κάνουμε· γιατί ἔφτασαν σ᾽ αὐτό τό προχωρημένο στάδιο, νά κάνουμε ὀρθόδοξη Θεολογία πάνω σ᾽ αὐτά τά θέματα. Κι ἐδῶ εἶναι ἡ ἀκραία διαστροφή πιά, νά ποῦν ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά δεχτεῖ κι αὐτούς τούς συμπαθεῖς ἀνθρώπους. Ὄχι δέν εἶναι καθόλου συμπαθής ἡ διαστροφή αὐτή καί τούς ἀνθρώπους τούς δέχομαι ὄχι ὅμως τή διαστροφή τους καί τούς δέχομαι πρός μετάνοια. Τό νοσοκομεῖο δέχεται ἀνθρώπους πρός θεραπεία, ὄχι γιά νά μείνουν μέσα ἐκεῖ πέρα νά διατηροῦν τήν ἀσθένειά τους καί νά βρίζουν τή θεραπευτική μέθοδο πού χρησιμοποιεῖ τό νοσοκομεῖο. Ἔτσι θέλουν, ἀλλά δέν μποροῦν νά παίξουν μέ τά γεγονότα αὐτά. Νά εἴμαστε σαφεῖς δηλαδή καί δέν μπορῶ νά πέφτω σέ συμπαθητικές, δημοκρατικές ἐκφράσεις. Εἶναι πολύ ἀνόητο νά κάνουμε αὐτή τήν κατάσταση, γιά νά φανοῦμε καλοί μέ τόν κόσμο. Δέν φαινόμαστε καλοί μέ τόν κόσμο.
Νά δοῦμε, ὅμως, λιγάκι τό Μέγα Βασίλειο, σέ ἄλλα ἐκφραστικά μεγέθη -θά φαίνεται στήν ἀρχή, ὅπως μιλῶ- ἀλλά νά δεῖτε στό σύνολό του, στήν ὁλική του ἔκφραση πῶς δίνει ἀπαντήσεις, ξεκινώντας ἐδῶ ἀπό τό συλλογικό μέγεθος, ἀπό τά μεγέθη τῆς ἑνότητας, πῶς λειτουργεῖται ἡ ἑνότητα μέσα στό χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας.
Στόν Ὅρο, λοιπόν, 225 -νά διαβάζω καί τό πρωτότυπο τοῦ πρωτοτύπου ἐρωτήματος, εἶναι πολύ μικρό συνήθως- καί παρατηρῶ πάντοτε, διαβάζοντας τή συγκριτική τοῦ κειμένου καί τῆς μεταφράσεως πόσο σπουδαῖο εἶναι νά κατανοεῖς, ὅσο εἶναι δυνατό, κατά τά μέτρα τῆς γνώσεως τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, νά κατανοεῖς καί τό πρωτότυπο κείμενο κι ἔχει πάντοτε ἄλλο κάλλος καί κρύβει ἄλλες ἑρμηνευτικές δυνατότητες. Νά δῶ τό πρωτότυπο λοιπόν, θά τό μεταφράσω, μή φοβάστε· καί δέν ἔπρεπε νά φοβάστε καθόλου τά ἀρχαῖα Ἑλληνικά ἤ ἀκόμη περισσότερο τή γλώσσα τῶν Πατέρων καί δή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, πού δέν εἶναι καθόλου μιά ἀρχαΐζουσα ἀρχαιοελληνική γλώσσα, ἀλλά εἶναι μιά βατή γλώσσα πού ἔχει πολύ μεγάλο κάλλος καί πολύ σπουδαία ποιητικότητα.
Λέει τό ἑξῆς στό ἐρώτημά του ὁ Μέγας Βασίλειος: «Τοῦ Κυρίου εἰπόντος, ὅπου ἐάν ὦσι δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν· πῶς τούτου καταξιωθῆναι δυνηθῶμεν;». Ὁ Χριστός, λέει, μᾶς εἶπε, ὅπου εἶναι δύο ἤ τρεῖς μαζεμένοι στό ὄνομά μου, ἐκεῖ εἶμαι ἀνάμεσά τους. Πῶς θά ἀξιωθοῦμε αὐτοῦ τοῦ γεγονότος; Βλέπετε παίρνει ἕνα ἐρώτημα ἑνότητας, ὅπου εἶναι δύο ἤ τρεῖς μαζεμένοι, τό ξέρετε αὐτό, καί εἶμαι ἀνάμεσά τους καί πάνω σ᾽ αὐτό τό δομικό στοιχεῖο τῶν δύο ἤ τριῶν -βλέπετε δύο ἤ τρεῖς, ὄχι ἕνας, ποτέ ἡ μοναδικότητα, ἡ ἀποκλειστικότητα, ὁ ἐγωισμός, ὁ ἀποκλεισμός- οἱ δύο ἤ τρεῖς ὅπου ὁ Χριστός εἶναι ἐν μέσῳ αὐτῶν.
Πῶς θά ἀξιωθοῦμε αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, πῶς θά τό ζήσουμε; Ἐνῶ ὁ Χριστός εἶναι δεδομένο ὅτι εἶναι ἀνάμεσα στούς δύο ἤ τρεῖς πού εἶναι συνηγμένοι ἐν τῷ ὀνόματί Του, προσέξτε ἐν τῷ ὀνόματί Του, ὄχι δύο ἤ τρεῖς πού εἶναι μαζεμένοι γιά ὁποιονδήποτε ἄλλο λόγο. Ὁ Χριστός πάντοτε εἶναι πανταχοῦ παρών γιατί εἶναι Ἀγάπη, ἀλλά λειτουργεῖ τήν ἑνότητα, ἐφόσον αὐτοί τό θέλουν καί τή θέλουν τήν ἑνότητα ἐν τῷ ὀνόματί Του. Πού σημαίνει γιά νά ὑπάρχει ἑνότητα, πρέπει νά ὑπάρχει Χριστός, ἄν τό θέλουν οἱ ἄλλοι. Ἄν δύο ἤ τρεῖς μαζευτοῦν νά κάνουν μιά συμμορία ἀνομίας -ὁ Χριστός τούς ἀγαπάει κι αὐτούς γιά νά μετανιώσουν καί θά κάνει γι᾽ αὐτούς θεραπευτική- ἀλλά δέν σημαίνει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἐν μέσῳ αὐτῶν γιά νά συγκροτήσει τήν ἑνότητά τους.
Μπαίνω, δηλαδή, στό δομικό στοιχεῖο τῆς λέξης ἑνότητα, γιά τήν ὕπαρξη κοινωνικῶν ὁμάδων. Ὕπαρξη κοινωνικῶν ὁμάδων ὑπ᾽ αὐτή τήν ἔννοια, πού εἶναι χῶροι βαθιά ἀναπαυτικοί, θεραπευτικοί, ἀπαιτεῖ νά ὑπάρχει ὁ Χριστός καί νά δεχόμαστε τό Χριστό, ὅπως εἶναι, ὄχι ὅπως Τόν θέλουμε ἐμεῖς. Ἄρα ἐγώ δέν μπορῶ νά δεχτῶ ἑνότητα κατ᾽ ἐπίφασιν συλλόγων, ὁμάδων ἐκφραστικῶν, κομμάτων, πεῖτε ὅ,τι θέλετε, πού ἔχουν σκοπούς. Ἄν ὁ σκοπός τους δέν εἶναι τό κατεξοχήν πρόσωπο πού ἑνώνει, ὁ Χριστός, δέν εἶναι ὁμάδες αὐτές. Εἶναι συμπίλημα ἀνόμων, ἐγωιστῶν ἀνθρώπων. Πάρτε το ὅπως θέλετε, εἶναι σύλλογος, εἶναι ὀργάνωση, εἶναι συνεταιρισμός, εἶναι ἑταιρεία, εἶναι κόμμα, πεῖτε το ὅπως θέλετε. Ἄν δέν ἔχει ἐν τῷ μέσῳ τό Χριστό καί δέν δέχεται τίς προθέσεις τοῦ Χριστοῦ, ἑνότητα δέν ὑπάρχει· γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς ὅλα αὐτά διαλύονται, καταστρέφονται καί ὁδηγοῦνται σέ καίριες ἀντιπαλότητες.
Καί ὅπου βλέπετε σέ ὁμαδικές ἐκφράσεις ἀντιπαλότητες καί διαμάχες συνεχεῖς -διαμάχες ἀνθρώπινες μπορεῖ νά ὑπάρχουν, ἀλλά πρέπει νά θεραπεύονται- ἄν ὑπάρχουν συνεχεῖς διαμάχες καί συνεχεῖς ἀντιπαλότητες καί συνεχεῖς διχασμοί διατηρούμενοι, διπολικοί ἤ τριπολικοί διχασμοί, σημαίνει ὅτι ἐκεῖ μέσα δέν ὑπάρχει ποτέ ὁ Χριστός.
Κατά τ᾽ ἄλλα τά ἀνθρώπινα μπορεῖ νά ὑπάρχουν, ἀνάμεσα σέ δύο καλούς Χριστιανούς μπορεῖ νά ὑπάρχει ἕνας πειρασμός, μιά δυσκολία, μιά μικρή ἀντιπάθεια, ἀλλά αὐτό εἶναι πρός θεραπεία. Ἄν ὅμως αὐτό διατηρεῖται συνεχῶς καί διαιωνίζεται συνεχῶς, τότε ἐδῶ ὑπάρχει δαιμονική κατάσταση, ὅπου ὁ διχασμός εἶναι διαιωνιζόμενος, διαιωνίζεται, βλέπετε, περνάει διά τῶν αἰώνων, δέν ὑπάρχει τίποτα ἀπ᾽ τό Χριστό. Ἄρα βλέπετε καί μόνο πού λέω μερικές κοινωνικές ἀντιπαλότητες καί μόνο πού λέω πολιτική ἀντιπαλότητα στό οἰκονομικό ἐπίπεδο, δεξιοί ἀριστεροί, ἄν αὐτό διαιωνίζεται, εἶναι δαιμονιῶδες. Ἄν ὑπάρχει, δηλαδή, ἕνα ἑνωτικό στοιχεῖο πού θά κάνει νά ξεπεράσουν τήν ἀντιπαλότητά τους πέρα ἀπό τίς ἰδέες. Οἱ ἰδέες μόνες δέν μᾶς χωρίζουν, οἱ ἰδέες εἶναι πρός κατάθεση γιά μιά περαιτέρω διεργασία μέ κουβέντα, μέ συζήτηση. Ἄν, ὅμως, οἱ ἰδέες αὐτές πάντοτε παραμένουν ὡς ὁριστικοποιημένες πράξεις διχασμοῦ, ἐδῶ ὑπάρχει διχασμός, ὑπάρχει δαιμονοποίηση τῆς καταστάσεως καί φυσικά ὄχι παρουσία Χριστοῦ καί ὄχι ἀγάπη. Αὐτό, προσέξτε, τό γεγονός εἶναι πάρα πολύ σπουδαῖο, σέ ὁποιαδήποτε ὁμάδα καί νά τό ἐφαρμόσετε.
Ἔτσι δέν μπορῶ νά πῶ ὅτι ὑπάρχει αὐτή τή στιγμή, γιά νά ἔρθω, ἄς ποῦμε, στό προκείμενο, γιά νά τό χαριτολογήσω καί λίγο, ἕνας σύλλογος προστασίας τῶν δικαιωμάτων τῶν ὁμοφυλοφίλων. Δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει τέτοιο πράγμα, ὅσο ἑνωτικά στοιχεῖα καί νά ἔχει· καί θά μοῦ πεῖ κάποιος, ὑπάρχει ἕνα Πρωτοδικεῖο πού κάνει τό σύλλογο σύλλογο. Ἀλίμονο ἄν ἡ ἑνότητα χαρακτηριζόταν ἀπό τήν πράξη ἑνός Πρωτοδικείου· θά ἦταν τελείως ἀνόητο νά μπορεῖ ἕνα ὄργανο δικαστικῆς μορφῆς ἤ ἐκφράσεως κάποιας βουλήσεως κάποιου νομοθέτου, νά ἀποκτήσει τή δυνατότητα νά ἑνώνει τούς ἀνθρώπους, δέν γίνεται αὐτό τό πράγμα. Ἡ ἑνότητα ὑπάρχει μόνο ἐν Χριστῷ καί ἐν ἀγάπῃ, μέ τήν ἀγάπη ὅπως τή λέει ὁ Χριστός καί τίποτε ἄλλο.
Ἔτσι, λοιπόν, τό ἐρώτημα εἶναι πάρα πολύ καίριο, πῶς αὐτό θά μπορέσουμε νά τό ζήσουμε, λέει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἐν μέσῳ δύο ἤ τριῶν. Νά δοῦμε τί λέει ὁ Μέγας Βασίλειος καί ἔχει σημασία γιά ὅλες αὐτές τίς ἄνομες ἑνότητες πού παρουσιάζονται γύρω μας. Ὅλοι κάνουν μιά σύμπηξη μιᾶς ὁμάδας καί οἱ γκάνγκστερ μπορεῖ νά κάνουν ὁμάδα, δηλαδή μαφία εἶναι μιά ὀργανωμένη ὁμάδα, ἀλλά αὐτό δέν ἐκφράζει τίποτα γιά μᾶς. «Οἱ συναχθέντες εἰς τό ὄνομα κάποιου ὀφείλουν ὁπωσδήποτε νά γνωρίζουν τόν σκοπόν αὐτοῦ πού τούς συνήγαγε καί νά ἑτοιμάζονται πρός αὐτόν τόν σκοπόν», λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, πρέπει νά ξέρουν ποιός τούς μάζεψε καί ποιός εἶναι ὁ σκοπός τους. Ἔχει σημασία, ποιός μᾶς μάζεψε, ποιός εἶναι ὁ σκοπός μας. Κι ἐδῶ ἡ συγκεκριμένη περίπτωση εἶναι τό ποιός, ἔχει σημασία, ποιός; Μπορεῖ κάποιος, κατά τά ἀνθρώπινα μεγέθη, νά μᾶς μαζέψει; Τολμῶ νά πάω παρακάτω τό ἐρώτημα, μπορεῖ κάποιος νά γίνει ἀρχηγός; Ἡ ὀρθόδοξη Θεολογία, μέσα ἀπό τή γλώσσα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, λέει ὄχι. Κανείς δέν ἔχει τή δυνατότητα νά μαζέψει καί νά γίνει ἀρχηγός. Ἄν κάποιος ἔχει τό κουράγιο νά κάνει μιά σύναξη ἀνθρώπινη, θά τήν κάνει ὡς παρουσία Χριστοῦ ἀνάμεσα, ἐν τῷ μέσῳ αὐτῶν.
Βλέπετε τί λέμε, στήν τοπική Ἐκκλησία, ὁ Ἐπίσκοπος ἀκριβῶς συμβολίζει τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ὄχι δέν ἐκφράζει τόν ἑαυτό του. Εἶναι ἀκριβῶς μιά ὁρατή παρουσία ἑνότητος, σημεῖο ἑνότητος τοῦ Χριστοῦ. Ἐν ὀνόματι τοῦ ἐπισκόπου δέν συνασσόμεθα. Τό Χριστό ἐκφράζει καί ἐκφράζει τήν ἑνότητα αὐτή, πού πρακτικά ἐκφράζεται μέσα ἀπ᾽ αὐτή τή σύναξη τήν ἀνθρώπινη. Γιατί ὁ Ἐπίσκοπος καί μετά ὅλο τό τίμιο Πρεσβυτέριο καί ὁ λαός θά ἐκφράσουν τήν ἀγαπητική πρόκληση τῆς ἑνότητας πού ἔρχεται μέσα ἀπ᾽ τό Χριστό.
Κανείς δέν μπορεῖ νά μαζέψει κανέναν καί νά γίνει ἀρχηγός. Ἀλλά ὅταν ἀκοῦμε καί τή λέξη ἀρχηγός, αὐτός πού μᾶς ἔσωσε, αὐτός ἔκανε αὐτό τό κίνημα, αὐτός ἔκανε αὐτό, ἔκανε τό ἄλλο, εἶναι μιά ἀνόητη φράση καί εἶναι μιά παραχάραξη τῆς ἀγαπητικῆς ἰδιότητας τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνος μᾶς συνάζει. Ὅ,τι καλό γίνεται, ἐν ὀνόματι κάποιας ἑνότητας ἀνθρωπίνης, γίνεται μόνο ἀπ᾽ τό Χριστό. Θά πεῖτε εἶσαι ἀπόλυτος, γιατί ἀγαπᾶς τό Χριστό καί τά λοιπά. Μά δέν εἶναι αὐτή ἡ ἀπολυτότητα. Νά μοῦ βρεῖτε κάποιον πού μπορεῖ νά ἑνώσει τούς ἀνθρώπους. Πάρτε ὅλα τά συστήματα τῆς ἑνότητας. Μαζεύτηκαν νά κάνουν ὅλοι μιά ἐπανάσταση κι εἶχαν ἀρχηγό. Στήν πορεία νά δεῖτε μετά πῶς διχάστηκαν ὅλοι αὐτοί. Δέν ὑπάρχει οὔτε μία ἱστορική μαρτυρία, πού ἀπό τέτοιες ὁμάδες καλῶν ἐπαναστατικῶν κινημάτων -διαβάστε τήν ἱστορία τῶν ἐπαναστάσεων ἤ τῶν κινημάτων- πῶς ἡ συνέχεια αὐτῶν τῶν κινημάτων μετά ἀπό λίγα χρόνια, δέν χρειάζεται νά πᾶμε σέ μακροχρόνιες διαδικασίες, ἦταν μιά κατάληξη διχασμοῦ τῶν ἴδιων τῶν κινημάτων, πού ἦταν δῆθεν σωτήρια, ἀπολυτρωτικά καί τά λοιπά. Ὅλες αὐτές οἱ μορφές μετά καταλύονται, γιατί ἀκριβῶς εἶναι ἐγωιστικές μορφές καί γιατί καταξιώθηκαν μέσα ἀπό τήν ἡρωική κίνηση κάποιου ἐγωιστοῦ ἀρχηγοῦ. Ἄρα ἡ Ἐκκλησία δέν δέχεται ποτέ ἀρχηγό. Γιατί καί μόνο ἄν δεχτοῦμε τή λέξη ἀρχηγός, πρέπει νά δεχτοῦμε τόν ἄκρως ταπεινούμενο, γιατί ὁ Χριστός εἶναι ὁ πρῶτος ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν καί γιατί εἶναι ὁ ἔσχατος, δηλαδή ἔγινε ἔσχατος ἄχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ. Ὑπ᾽ αὐτή τήν ἔννοια γίνεται Πρῶτος. Ὁ διακονῶν εἶναι ὁ πρῶτος. Ἐκεῖνος πού διακονεῖ καί πεθαίνει γιά τόν ἄλλο, αὐτός εἶναι ὁ πρῶτος γιά μᾶς, δέν ὑπάρχει ἄλλος πρῶτος. Ἄρα ὅλες οἱ ἄλλες μορφές κινημάτων, τοῦ ἀρχηγοῦ πού ἑνώνει τούς ἀνθρώπους, τοῦ ἐκφραστοῦ ἑνός μέσου, εἶναι ἀνόητες ἐκφράσεις δηλαδή.
Ἄρα δέν μπορεῖ νά ἐμφανιστεῖ ἕνας σύλλογος νά ὑποστηρίξει τά δικαιώματα κάποιας μορφῆς ἀνομίας. Ὑπάρχει αὐτή ἡ μορφή καί ὑποστηρίζει τά δικαιώματα αὐτά καί θέλει νά τά περάσει σέ ἄλλους χώρους. Καί φυσικά ἄν γίνουν παλινδρομήσεις καί αὐτό δέν τό καταλάβουμε ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί καί τό δεχτοῦμε, δέν σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία θά χάσει, ἐμεῖς χάνουμε δηλαδή. Χάνουμε καί χαλᾶμε τό κάλλος τῆς ὀρθόδοξης Θεολογίας. Ἔτσι, λοιπόν, ἐδῶ πέρα ὑπάρχει ἑνότητα καί ὑπάρχει ὁ σκοπός.
Ποιός εἶναι ὁ σκοπός; Νά θυμηθεῖτε ἕναν κανόνα, ὑπάρχει στό Πηδάλιο, πού μιλάει γιά τή συνωμοσία καί τήν τυρεία, συνωμοσία ἤ φατρία. Ὁ φατριασμός σημαίνει ἕνας διχασμός, κάποιοι ἔρχονται καί φατριάζονται· καί λέει τό ἑξῆς, κάτι πολύ ὡραῖο πού λέει ὁ κανόνας καί τό ἐπιτείνει ἡ ἑρμηνευτική διάταξη τοῦ μεγάλου ἑρμηνευτοῦ, τοῦ Βαλσαμώνα, πού ἑρμήνευε πολλές διατάξεις στό Πηδάλιο μαζί μέ τόν Ζωναρᾶ. Λέει, λοιπόν, ἐκεῖ: ἄν ὑπάρχει μέσα στό χῶρο τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας μιά ὁμάδα ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τούς δικούς τους σκοπούς, ἄς εἶναι καί γιά καλό αὐτοί οἱ σκοποί, αὐτό εἶναι φατρία, εἶναι δαιμονικό· κι ἄν οἱ σκοποί εἶναι πολύ καλοί, ἀλλά ἄν αὐτοί διχάζονται μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία καί δημιουργοῦν ἕνα ρῆγμα μέσα στήν Ἐκκλησία αὐτό εἶναι φατρία, εἶναι διχασμός. Ὅπου ὑπάρχει, λοιπόν, σκοπός ἔστω καί καλός -πόσῳ μᾶλλον ἄν εἶναι καί κακός ὁ σκοπός- μιλάω γιά τόν καλό τό σκοπό, δέν ὑπάρχει ἑνότητα. Ὅποιος ἀποκόπτεται μέσα ἀπό δῶ, νά βγάλει μιά καλή κατάσταση, νά πεῖτε ἐδῶ σέ αὐτή τήν ἐνορία δέν γίνεται καλό φιλανθρωπικό ἔργο κι ἐμεῖς θέλουμε νά κάνουμε μιά δική μας ὁμάδα, θά κάνουμε καλό φιλανθρωπικό ἔργο, θά τό κάνουμε ἔτσι ἀνεξάρτητα, μόνοι μας, εἶναι καλός ὁ σκοπός σας, ἀλλά αὐτό εἶναι φατρία, γιατί ἀποκόπτεσθε περιφρονώντας τούς ἄλλους πού δέν μποροῦν νά κάνουν φιλανθρωπία, ὅσο τή φαντάζεσθε ἐσεῖς. Ἀκριβῶς θά μπεῖτε μέσα στό σῶμα καί θά ἀντέξετε τούς ἄλλους πού δέν ἔχουν νά τό κάνουν ἔτσι τό πράγμα, θά ἀντέξετε τή γνώμη τῶν ἄλλων, γιά νά γίνει ἀκριβῶς μιά ἄλλη ἰσορροπία, ὄχι δημοκρατική ἰσορροπία, νά ἐκφραστεῖ πρώτα ἡ ἑνότητα καί μετά τό καλό τό ἔργο. Ἄν ὑπάρχει καλό ἔργο χωρίς ἑνότητα, δέν κάνουμε τίποτε.
Ἄρα, λοιπόν, ἐδῶ πέρα ὅλες αὐτές οἱ ὁμάδες τῆς ἀνομίας δέν μποροῦν νά μιλοῦν οὔτε γιά ἑνότητα, οὔτε [να λένε] ὅτι ἔχουν δικαιώματα, πού προβάλλονται μέσα ἀπό ἀνεξάρτητες ὁμάδες, πού θέλουν ἀκόμα νά βοηθήσουν καί τή σκέψη, ὅπως λένε, τῆς Ἐκκλησίας γιά νά γίνει πιό συγκαταβατική καί πιό φιλάνθρωπη. Πιό δαιμονιῶδες πράγμα δέν ἄκουσα. Προτείνουν στήν Ἐκκλησία νά γίνει φιλάνθρωπη, δηλαδή προτείνουν στό χῶρο τοῦ κάλλους τοῦ φωτός, νά γίνει φῶς· μά τό φῶς δέν μπορεῖ νά γίνει πιό πολύ φῶς. Καί δέν μπορεῖ νά τό πεῖ αὐτό ἕνας, ὁ ὁποῖος ζεῖ μιά διαστροφή, ἀφοῦ ἡ διαστροφή του τόν ὁδηγεῖ σέ ἀδυναμία νά ἔχει κάθαρση νοός. Πῶς αὐτός θά μοῦ προτείνει τί εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖο εἶναι τό καλύτερο γιά τούς ἀνθρώπους καί θά προτείνει στήν Ἐκκλησία νά γίνει συγκαταβατική; Ἀπό αὐτό κάτι πιό ἄνομο δέν ἄκουσα. Τί προτείνει δηλαδή, ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι συγκαταβατική; Δέν ἐκφράζει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ; Δέν συγκαταβαίνει ὁ Χριστός, λοιπόν, μέχρι τόν Ἅδη καί ἡ Ἐκκλησία δέν μαζεύει τόν κάθε πονεμένο καί κουρασμένο καί τόν συγχωρεῖ καί τόν ἀγαπάει; Αὐτοί θά μᾶς τό ποῦν ἄν ἡ Ἐκκλησία εἶναι συγκαταβατική; Γιά νά περάσουν δῆθεν δημοκρατικά μηνύματα; Ποῦ εἶναι ἡ ἑνότητα; Ποῦ εἶναι ὁ Χριστός κι ἄν ὁ Χριστός λέει τέτοια πράγματα; Ποιοί, λοιπόν, εἶναι αὐτοί πού θά τό καταξιώσουν;
Πρέπει νά ὑπάρχει κάποιος πού μαζεύει καί νά ὑπάρχει ἕνας πού ἔχει ἕνα σκοπό. Δέν ξέρω ὅταν λέμε γιά σκοπούς, τί ἐννοοῦμε σκοπούς. Πέρα ἀπό τό σκοπό τῆς ζωῆς σας, ὁ σκοπός γιατί κάνετε αὐτό, γιατί κάνετε τό ἄλλο, γιατί βρίσκεστε ἐδῶ, γιατί κάνετε αὐτή τήν πράξη. Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί ἕνα σκοπό ἔχουμε. Ὁ στόχος μας εἶναι ὁ Χριστός, σ᾽ Ἐκεῖνον κινούμεθα δηλαδή καί ὁ στόχος μας εἶναι ὅ,τι γίνει νά γίνει ἐν Χριστῷ. Ὅλη ἡ ζωή μας εἶναι μιά χριστολογική παρουσίαση. Δέν ἔχουμε ἰδιαίτερους καί ἀνεξάρτητους στόχους ἐμεῖς. Ὅ,τι καί νά κάνουμε, ἀκόμη καί καλό, ἄν αὐτό τό καλό γίνει χωρίς χριστολογικούς στόχους, χωρίς τόν ἁγιασμό μας καί τόν ἁγιασμό τοῦ κόσμου, δέν ὑπάρχει νόημα νά γίνει. Εἶναι ὁριζόντιο ἔργο, τό ὁποῖο θά καταξιωθεῖ σάν ἐγωισμός μετά, θά καταλήξει ἐγωισμός, προβαλλόμενος ἐγωισμός. Πόσῳ μᾶλλον νά προβάλεις ἐγωιστικά τή διαστροφή σου δηλαδή καί νά λές ἔτσι εἶμαι καί μοῦ ἀρέσει πάρα πολύ αὐτό πού εἶμαι καί δέν ἀλλάζω. Ἐδῶ, λοιπόν, προβάλλεται μόνο ὁ ἐγωισμός σέ αὐτή τήν περίπτωση καί τίποτε ἄλλο.
Ἔτσι, λοιπόν, γιά νά ἀξιωθοῦμε αὐτῆς τῆς χάριτος, ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος «πρέπει ἀκριβῶς νά ξεπεράσουμε πρῶτα κάθε κακία καί κάθε ἀμέλεια, γιά νά ἔχουμε ἑνότητα» λέει «καί νά μποροῦμε νά προτείνουμε στοιχεῖα ἑνότητας στή ζωή τοῦ κόσμου, ὅπου θά ἀποκαλυφθεῖ ὁ Χριστός πού εἶναι τό στοιχεῖο τῆς ἑνότητάς μας». Ἀρχίζει πιά ἐδῶ ὁ Μέγας Βασίλειος κι ὁρίζει τήν κάθαρση καί μιλάει γιά τήν κακία καί τήν ἀμέλεια. «Γιατί», λέει, «ὅπως οἱ κληθέντες ἀπό κάποιον, ἄν μέν ὁ καλέσας ἔχει σκοπό νά θερίσει, παρασκευάζονται γι᾽ αὐτό τό ἔργο». Ἄν σᾶς καλέσει κάποιος νά κάνετε κάποια δουλειά, ξέρετε [ὅτι] αὐτός σᾶς κάλεσε γιά νά θερίσετε. Γι᾽ αὐτό σᾶς καλεῖ νά ᾽ρθεῖτε νά τόν βοηθήσετε. «Ἐάν δέ ἔχει σκοπό νά οἰκοδομήσει, ἑτοιμάζονται οἱ κεκλημένοι γιά νά οἰκοδομήσουν. Ἔτσι καί οἱ κληθέντες ἀπό τόν Κύριο, ὀφείλουμε νά ἐνθυμηθοῦμε τόν Ἀπόστολο πού λέει "παρακαλῶ ὑμᾶς ἐγώ ὁ δέσμιος ἐν Κυρίῳ, νά περιπατῆτε ἀξίως τῆς κλήσεως εἰς τήν ὁποίαν προσεκλήθητε μετά πάσης ταπεινοφροσύνης καί πρᾳότητος, μετά μακροθυμίας, ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ, σπουδάζοντες νά τηρεῖτε τήν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος διά τοῦ συνδέσμου τῆς εἰρήνης. Ἕν σῶμα καί ἕν Πνεῦμα, καθώς καί ἐκλήθητε μέ μία ἐλπίδα τῆς κλήσεως ὑμῶν"». Αὐτό καί μόνο τό κείμενο τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἐδῶ, πού χρησιμοποιεῖται ἀπό τό Μέγα Βασίλειο, εἶναι πάρα πολύ σπουδαῖο γιά νά ὁρίσουμε πιά τά πρακτικά στοιχεῖα τῆς ἀνθρωπολογίας, δηλαδή τοῦ τρόπου ζωῆς τῆς ἑνότητας. Βλέπετε, ἐπαναλαμβάνω τά στοιχεῖα αὐτοῦ τοῦ κειμένου, εἶναι πάρα πολύ σπουδαῖο. Εἴμαστε καλεσμένοι ἀπό τό Χριστό. Πῶς θά ἐκφράσουμε αὐτή τήν ἑνότητα, ἐφόσον εἶναι ὁ Χριστός ἀνάμεσά μας, τί εἶναι ὁ Χριστός γιά μᾶς; Νά, λέει «παρακαλῶ ὑμᾶς». Προσέξτε, ποιά εἶναι ἡ ἰδιότητα τοῦ ἀποστόλου Παύλου; Δέν λέει ἐγώ ὁ πρόεδρος, ὁ τάδε, τάδε, λέει «ὁ δέσμιος ἐν Κυρίῳ». Δέν εἶναι ὁποιοσδήποτε ἐκφραστής κάποιου εἰδικοῦ μεγέθους, κάποιου συλλόγου, κάποιας ὁμάδας, κάποιας ἐπαναστατικῆς κινήσεως, νά δείξει πόσο δυνατός εἶναι.
Ποιός ἀρχηγός θά τολμοῦσε νά πεῖ: «ἐγώ ὁ δέσμιος ἐν Κυρίῳ», «δέσμιος» καί «ἐν Κυρίῳ», νά πεῖ, κοίταξε ἐγώ εἶμαι δοῦλος Κυρίου, τίποτε ἄλλο. Μποροῦν οἱ ἀπελευθερωτές, πού κάνουν ἀπελευθερωτικά κινήματα καί ἐκφράζουν δῆθεν μοντέρνες ἰδέες καί δημοκρατικές ἰδέες νά ποῦν ὅτι εἶναι δέσμιοι ἐν Κυρίῳ; Σίγουρα μποροῦν νά ποῦν εἴμαστε δέσμιοι τῶν παθῶν μας. Δέν τό λένε ἔτσι, γιατί αὐτό πού κάνουν δέν τό θεωροῦν πάθος δηλαδή.
Ἔχω ἀκούσει τόσα πολλά αὐτές τίς μέρες καί ἔχει κουραστεῖ πολύ τό μυαλό μου. Χρησιμοποιῶ τήν ὁρολογία τους, γιατί βγαίνουν εὐκαίρως, ἀκαίρως σέ ἐφημερίδες καί κανάλια καί λένε χίλιες ἀνωμαλίες καί δέν σηκώνεται κανείς νά πεῖ τίποτα, γιατί φοβοῦνται μή φανοῦν μή μοντέρνοι δηλαδή. Μά εἶναι δυνατόν; Καί σοβαροί ἄνθρωποι πού ἔχουν ἀντίθεση μέ αὐτή τή διαστροφή, σοβαρότατοι ἄνθρωποι. Τούς ἀκοῦν ἔτσι στά κανάλια χαμογελώντας καί λένε, ἔτσι εἶναι ἡ ζωή, τί νά κάνουμε κι αὐτό εἶναι μιά ἔκφραση, ὁ ἄνθρωπος δημοκρατικά ἐκφράζεται· κι αὐτοί ἐκφράζονται ὡς πρόεδροι σωματείων καί τά λοιπά πού ἐκφράζουν τή διαστροφή. Δέν μπορῶ νά τό ἀνεχτῶ αὐτό τό πράγμα, γιατί ἀκριβῶς πρέπει νά ὑπάρχει ἕνας ἄλλος λόγος καί αὐτός ὁ λόγος δέν περνάει καί γιά νά γελάσουν τό πολύ-πολύ βάζουν ἕναν παπα-Τσάκαλο νά πεῖ κάνα καλαμπουράκι νά γελάσουμε. Καλά κάνει ὁ παπα-Τσάκαλος, τούς γελοιοποιεῖ, ἀλλά ἐμεῖς θέλουμε ἀπαντήσεις. Τόν παππούλη τόν ἀγαπῶ πολύ, γιατί εἶναι μιά ἐλεύθερη φωνή. Λέει τρέλες δηλαδή, ἀπίθανες τρέλες καί μέσα ἀπό τήν τρέλα βγαίνουν πολλά πράγματα. Ἀλλά αὐτοί αὐτό θέλουν, νά πεῖ καί ἡ Ἐκκλησία τό λόγο Της, πού ἡ Ἐκκλησία λέει μιά τρέλα· ἀλλά αὐτοί γελᾶνε, τόν παίρνουν γιά νά γελᾶνε ἐκεῖ, τόν ἔχουν «μαϊντανό» γιά νά γελᾶνε, αὐτή εἶναι ἡ ἱστορία. Ὁ ἄνθρωπος καλά κάνει, πάει νά δώσει μιά μαρτυρία, ἀλλά τό κάνουν γιά νά γελάσουν. Ἄν τολμοῦσε νά πεῖ ἕνα λόγο πιό βαθύ θά τόν πετοῦσαν ἔξω, δέν θά τόν καλοῦσαν φυσικά. Θά γινόταν ἐνοχλητικός, τώρα εἶναι χαριτωμένος. Λένε μερικές διαστροφές καί γιά νά περάσει πιό χαριτωμένα τό παραμύθι τους, ὑπάρχει κι ἕνα γέλιο πού βγαίνει ἀπό ἕναν παπά δηλαδή. Ἐδῶ εἶναι ἡ ἱστορία τῆς διαστροφῆς ἀκόμη περισσότερο.
«Παρακαλῶ ὑμᾶς ἐγώ ὁ δέσμιος ἐν Κυρίῳ νά περιπατῆτε ἀξίως τῆς κλήσεως». Βλέπετε πῶς περπατοῦμε, ἡ ἑνότητα πῶς χαρακτηρίζεται; Ἐκεῖνος πού ἑνώνει μιά ὁμάδα κι ἔχει κάτι νά φωνάξει μές τήν κοινωνία εἶναι νά περπατήσει ἀξίως τῆς κλήσεως. Νά δεῖς γιατί εἶμαι καλεσμένος ἐδῶ. Δηλαδή εἶσαι καλεσμένος νά φωνάζεις γιά μιά διαστροφή; Νά τή διαφημίζεις παντοῦ δηλαδή; Γι᾿ αὐτό σέ κάλεσε; Ποιός σέ κάλεσε; Εἶσαι αὐτόκλητος. Ἐδῶ λέει νά εἶστε «ἀξίως τῆς κλήσεως», εἴμαστε ὅλοι κεκλημένοι, εἴμαστε κλητοί, κεκλημένοι εἴμαστε ὅλοι. Ἄλλο ἄν εἴμαστε ἐκλεκτοί ἤ ὄχι, ἀλλά εἴμαστε καλεσμένοι τουλάχιστον καί ἀξίως τῆς κλήσεως. Κανείς δέν εἶναι αὐτο-ζωή καί αὐτο-ύπαρξη καί αὐτο-θεωρία. Γιατί κάποιος καλεῖται νά κάνει μιά ἐπανάσταση, νά φέρει κάτι καινούργιο στόν κόσμο; Ποῦ τοῦ ἦρθε στό κεφάλι ἔτσι; Ποιός τόν κάλεσε; Ποιός τοῦ ἔδωσε ἐντολή; Ἔχει πολύ μεγάλη σημασία. Ὁ καθένας μπορεῖ νά πεῖ κάτι καί καλεῖ ἀνθρώπους ἐδῶ. Ποιός σέ κάλεσε; Ποιός εἶσαι ἐσύ;
Δέν ρωτοῦσαν οἱ Ἰουδαῖοι στόν Πρόδρομο, ποιός εἶσαι ἐσύ; Ποιός σέ ἔβαλε ἐδῶ πέρα νά βαπτίζεις; Ἐν ὀνόματι ποίου βαπτίζεις; Αὐτά τά ἀλλεπάλληλα ἐρωτήματα ἦταν καίρια ἐρωτήματα θεολογικῆς ἱστορίας, τά ὁποῖα μετά τά ἀπηύθυναν στό Χριστό. Ποιός εἶσαι ἐσύ; Κι ἔλεγε, ἐγώ εἶμαι ἐκ τοῦ Πατρός καί τά λοιπά. Ἔλεγε, ἐκ τοῦ Πατρός ἦλθον, ἀπαντοῦσε ὁ Χριστός. Ποῦ νά καταλάβουν ἐκεῖνοι... Αὐτό τό ἐρώτημα εἶναι: Ποιός σέ κάλεσε, ἀπό ποῦ πῆρες ἐντολή; Ἤ θά πεῖς πῆρα ἐντολή ἀπό τόν ἑαυτό μου ἤ θά πεῖς, πῆρα ἐντολή ἄνωθεν. Πάρα πολλοί ἄνθρωποι, ἀκόμη καί πολλοί αἱρετικοί -εἶναι οἱ σύγχρονες αἱρέσεις- ὁμιλοῦν γιά ἄνωθεν κλήσεις, δηλαδή εἶδα τό Χριστό, τήν Παναγία, εἶδα κάποιο πνεῦμα, κάποιον ἄγγελο καί μέ κάλεσε· αὐτά τά ἀνόητα τά πράγματα. Εἶναι μιά ἄλλη κλήση αὐτή, πού ὅταν καλεῖσαι γιά κάτι, καλεῖσαι μέ τόν τρόπο πού καλεῖσαι καί καταξιώνεις αὐτό τό ὁποῖο καλεῖσαι.
«Περιπατῆτε ἀξίως τῆς κλήσεως εἰς τήν ὁποίαν προσεκλήθητε». Εἶστε προσκεκλημένοι. Πῶς; «Μετά πάσης ταπεινοφροσύνης». Ἡ ταπεινοφροσύνη δέν ἐπιτρέπει αὐτό τό ὁποῖο κάνεις, νά τό φωνάζεις καί νά τό διαφημίζεις. Λές μιά ἀλήθεια καί τίποτε ἄλλο· δέν λές, ἐμεῖς κάνουμε αὐτό καί τά λοιπά καί τά λοιπά καί εἴμαστε αὐτό καί θέλουμε νά σώσουμε τόν κόσμο· καθόλου.
«Μετά πάσης ταπεινοφροσύνης». Αὐτό ἔχουμε νά ποῦμε, τίποτε ἄλλο. «Μετά πάσης ταπεινοφροσύνης». Ποῦ εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη δηλαδή, ὅταν ὁ ἄλλος λέει, εἶναι δική μου ἡ ἐλευθερία, δέν σκέφτεσαι τόν ἄλλο δηλαδή; Τά παιδιά μου δέν τά σκέφτεσαι; Καί τό πολύ-πολύ εἶσαι ἐλεύθερος νά ἔχεις τό βίτσιο σου κρυμμένο, γιατί τό προβάλλεις στούς ἄλλους; Εἶναι ταπεινοφροσύνη αὐτό, νά τό περνᾶς μέ τό ζόρι πάνω στόν ἄλλο; Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη ἱστορία. Ἐδῶ κανονικά οὔτε ἡ Ἐκκλησία -ἄν τῆς ποῦνε, μή μιλᾶς- ἡ Ἐκκλησία στά κανάλια νά μή μιλάει. Ἐκεῖ εἶναι ὁ καημός μας δηλαδή; Κι ἄν ποῦμε κάτι, θά τό ποῦμε ἐν πάσῃ ταπεινοφροσύνῃ, λέγοντας ὄχι τίς ἰδέες μας, νά ποῦμε αὐτό πού λέει ὁ Χριστός μας δηλαδή. Ἄν λές τίς δικές σου ἰδέες εἶναι καθαρός ἐγωισμός. Κανείς δέν ἔχει δικές του ἰδέες μόνος του, γιατί ὁ δωρεοδότης τῶν ἰδεῶν εἶναι ὁ Χριστός. Ποῦ βρίσκεις τίς ἰδέες, δηλαδή; Ἄρα πῆρες τίς ἰδέες τοῦ Χριστοῦ καί τίς διέστρεψες. Μόνο αὐτό ἔχω νά πῶ. Ἄν ἔχεις ἰδέες, ποῦ βρίσκεις τίς ἰδέες; Ποιός σέ ἔφτιαξε νά ἔχεις ἰδέες; Ποιός σοῦ ἔδωσε ἐγκέφαλο καί μυαλό; Τό βρῆκες μόνος σου; Τό ἔφτιαξες μόνος σου; Καί ποῦ κατέβασε αὐτές τίς ἰδέες; Αὐτογενῶς ἦρθαν μέσα; Εἶναι μεγάλα ἐρωτήματα αὐτά, πού πρέπει νά μοῦ τά ἀπαντήσουν, ἐφόσον κινοῦνται, δῆθεν κουλτουριάρικα καί φιλοσοφικά καί κάνουν καί φιλοσοφικό λόγο στά πράγματα -ἐκεῖ καταντήσαμε- πρέπει νά δώσουν ἀπαντήσεις τέτοιες, ὅπως ἐδῶ τά ἐρωτήματα τοῦ ἀποστόλου Παύλου.
«Μετά πάσης ταπεινοφροσύνης καί πρᾳότητος, μετά μακροθυμίας, ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ». Καί δέν δέχομαι κουβέντες ψεύτικες δηλαδή. Πόσες φορές πού κουβέντιασα -καί μιά φορά ἦταν δημόσια κουβέντα ἀπό κανάλι- ὅταν ἄρθρωσα τέτοιο λόγο μοῦ εἶπαν «μά ἐμεῖς ἀγαπᾶμε, εἴμαστε ἄνθρωποι τῆς ἀγάπης». «Ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ», λέει «ἐμεῖς ἀγαπᾶμε, γι᾽ αὐτό εἴμαστε ὁμοφυλόφιλοι, ἀγαπᾶμε, εἶναι μιά μορφή ἀγάπης». Μά ποτέ δέν σκέφτηκε κάποιος τήν ψυχολογία τοῦ ὁμοφυλόφιλου, πού ὅσο τή μελετᾶς, σέ ἕνα πρακτικό ἐργαστήριο ἐξομολογήσεως, εἶναι μιά κατάσταση ὄχι ἁπλῶς διαστροφῆς, ἀρρωστημένης ψυχοσύνθεσης· δηλαδή, μόνο κατά τά ἀνθρώπινα τά μέτρα, ὄχι τά ἐκκλησιαστικά, θά ἅρμοζε νά εἶναι κλεισμένοι σέ ἕνα ψυχιατρεῖο καί νά τούς κάνουν θεραπεία. Ἄν δεῖς τό βαθύ μίσος πού κρύβουν μέσα γιά τόν ἄνθρωπο. Εἶναι κλεισμένοι σέ μιά ἀγάπη κλειστή τελείως, σέ κάποιο πρόσωπο, καταξιώνοντας τά βίτσια τους, τό ὁποῖο μετά ἀπό χρόνια τό ὁδηγοῦν σέ ἕνα βαθύ μίσος· καί ὅταν ἐκεῖνος ὁ ὁμοφυλόφιλος -μοῦ τόν πέταξε ἐκεῖνος ὁ γνωστός δημοσιογράφος ξαφνικά μπροστά μου, σ᾽ ἕνα παράθυρο καί τόν ἔβγαλε μπροστά μου, ἄρα τό εἶχε προετοιμάσει, μοῦ τήν εἶχε στημένη- μοῦ βγῆκε καί μοῦ λέει «πάτερ, ἐμεῖς ἀγαπᾶμε» ἐγώ τί νά πῶ ἐκείνη τήν ὥρα, ἤξερα ὅτι δολοφόνησε τόν ἐραστή του, τί νά πῶ τώρα, παπάς ἤμουν δηλαδή, νά τοῦ πῶ κάτι; Τ᾽ ἄφησα ἔτσι, ἄς γίνω ρεζίλι -πειράζει;- γιατί σεβάστηκα τό πρόσωπό του, δέν ἤθελα νά τό γελοιοποιήσω σέ ὅλη τήν Ἑλλάδα μπροστά.
Αὐτό εἶναι τό σύστημα. Ἀγαπάω. Ποῦ ἀγαπᾶνε; Νά ἀποδείξουν ὅτι ἀγαπᾶνε δηλαδή. Ἡ ἀγάπη ἔχει θυσία, δέν εἶναι βίτσιο, καταξίωση τοῦ προσώπου καί ἁπλῶς νά μελετήσουν πρακτικά. Ἀφοῦ ἡ ἐποχή μας εἶναι τόσο πληθωρική ἀπό ψυχολόγους, ψυχαναλυτές, ψυχοθεραπευτές, νά κάνουν τήν ἀνατομία τῶν ὁμοφυλοφίλων, νά κάνουν μιά μελέτη. Τό μελέτησαν ποτέ τό φαινόμενο; Νά μποῦν βαθιά στήν τομή τῆς ψυχῆς τους, ὅμως. Ἐμένα μοῦ ἐπιτρέπεται λόγῳ τῆς ἰδιότητάς μου νά συναντήσω ἀρκετούς μετανοοῦντες καί μερικούς μή μετανιωμένους, ἀλλά τό ἀποτέλεσμα εἶναι πάντοτε τό ἴδιο. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι ἕνα βαθύ μίσος γιά τό γεγονός ἀκριβῶς καί τοῦ ἀγαπημένου προσώπου, ἄχρι καιροῦ, μέχρι νά περάσει ἡ ἰδιότητα τοῦ βίτσιου δηλαδή καί ἡ χρήση τοῦ ἄλλου. Ἐγώ δέν ἔχω ἄλλο στοιχεῖο νά καταθέσω, δέν εἶμαι ἀρκετός ἐγώ, οὔτε ἡ ἐμπειρία μου εἶναι τόσο ἐπαρκής γιά νά καταθέσω μιά πλήρη θεωρία γιά τό πράγμα, ἀλλά καί μόνη ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ ἀντίθεση τῆς Ἐκκλησίας σέ αὐτό τό φαινόμενο, δέν εἶναι ἁπλῶς μιά ἀντίθεση ἠθικοπλαστική. Εἶναι μιά θέση θεολογική καί θεραπευτική βασικότατα. Ἡ Ἐκκλησία ἕνα πράγμα ἐνδιαφέρεται νά κάνει, νά θεραπεύσει τό λαό της, γι᾽ αὐτό εἶπα δέν μιλῶ γιά διεστραμμένο ἄνθρωπο, μιλῶ γιά διαστροφή, σεβόμενος τή δυνατότητα νά θεραπευτοῦν καί αὐτοί. Νά μήν τούς βάλουμε μιά ταμπέλα καί μείνει ἀξεπέραστη αὐτή ἡ ταμπέλα πάνω τους. Αὐτός ὁ σεβασμός ὅμως, πού κάνω, εἶναι θεραπευτικός σεβασμός. Δέν εἶναι ἀντιπαλότητα θεολογική ἤ ἰδεολογική. Καί τότε πῶς ὁ Χριστός θά εἶναι «ἐν μέσῳ ἡμῶν», ἄν δέν ἔχουμε ἀγάπη καί ἁπλῶς ἀγαποῦμε μόνο τόν ἑαυτό μας καί τά βίτσια μας; Αὐτό σημαίνει Χριστός, ἀγάπη, ἀγάπη καί θυσία.
«Ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ, σπουδάζοντες νά τηρεῖτε τήν ἑνότητα τοῦ πνεύματος, διά τοῦ συνδέσμου τῆς εἰρήνης. Ἕν σῶμα καί ἕν πνεῦμα, καθώς καί ἐκλήθητε μέ μία ἐλπίδα τῆς κλήσεως ὑμῶν». Ἅμα διασπᾶται ὁ κοινωνικός ἱστός μέ αὐτό τό φαινόμενο, πῶς θά γίνει δηλαδή; Ἅμα διαστραφεῖ ὁλόκληρη ἡ ἱστορία τῆς ἑνότητας τοῦ γάμου, τῆς οἰκογένειας καί θά γίνει μιά ὁλόκληρη ἀλλοίωση τῆς συνθέσεως τῆς ἰσορροπίας τοῦ κόσμου, αὐτό δέν εἶναι διχασμός; Αὐτό εἶναι ἑνότητα τοῦ πνεύματος;
Πρέπει νά ρωτήσω αὐτά τά ἐρωτήματα, δέν εἶναι τί σοῦ ἀρέσει. Τί περνάει στά παιδιά μου, δηλαδή. Μπορεῖ νά γελᾶς, νά χαμογελᾶς, ν᾽ ἀκοῦς τό ἀλ τσαντίρι νιούζ καί νά γελᾶς. Τί θά βγεῖ μετά, ὅμως, αὐτό μέ νοιάζει ἐμένα. Καί ἐδῶ ὑπάρχουν τά παιδιά μου πού ἀκοῦν καί δέν ξέρω γιατί δέν κάνουν ἕνα ρεπορτάζ ἀνάμεσα στούς οἰκογενειάρχες, πού ἔχουν παιδιά. Νά ποῦνε, θέλετε τά παιδιά σας νά γίνουν ὁμοφυλόφιλοι; Τολμᾶνε νά τό κάνουν αὐτό τό ρεπορτάζ; Ποιός μπαμπάς θά πεῖ ναί; Νά τολμήσουν, ἀφοῦ εἶναι, λοιπόν, τόσο τοῦ γκάλοπ, τοῦ ρεπορτάζ καί βγάζουν κάθε βδομάδα ἄν θά πρέπει νά εἶναι αὐτός πρωθυπουργός ἤ ὁ ἄλλος, νά τολμήσουν καί αὐτό νά τό κάνουν. Δέν εἶδα ποτέ νά τό κάνουν καί νά πᾶνε στούς οἰκογενειάρχες, πού ἔχουν παιδιά. Δέν θά πᾶνε, δηλαδή, στόν ἀλ τσαντίρι νιούζ νά τόν ρωτήσουν, αὐτό δέν ἔχει νόημα. Ἔχει σημασία. Τούς προκαλῶ δηλαδή. Δέν ἔχω κάτι ἄλλο νά κάνω, γιατί μιλᾶνε ἀόριστα καί τά σπασμένα, ποιός θά τά μαζεύει μετά; Δέν μᾶς πειράζει· θά τά μαζεύει ἡ Ἐκκλησία, γιά νά μαζέψει ὅλες αὐτές τίς διεστραμμένες καταστάσεις καί τίς ἀρρωστημένες προσωπικότητες. Οὔτε αὐτό θά μᾶς κουράσει. Μακάρι ἡ Ἐκκλησία νά γεμίζει ἀπό ἀνθρώπους, πού θέλουν θεραπεία, ἀλλά γιατί νά διαστρέψουν τά παιδιά μας μέχρι νά γιατρευτοῦν αὐτά. Ποιός ἔδωσε αὐτό τό δικαίωμα;
Ἐδῶ γίνεται τόση φασαρία, βγαίνει ὁ ἄλλος καί φωνάζει καί λέει, βρῆκα μούχλα μές στό ἀλεύρι καί κάνει ὁλόκληρη φασαρία κάθε βράδυ στήν τηλεόραση. Ἔ, χαλάλι του, ἐντάξει δέν εἶναι καί τίποτα αὐτό, βρῆκε μούχλα στό ἀλεύρι, ἐντάξει, λίγο μούχλα, ἐντάξει. Θά φτιάξει καί πενικιλίνη τό πολύ-πολύ, ἄν θέλω νά γελάσω. Γιά τό ἄλλο κανείς δέν φωνάζει. Εἶναι αὐτή σωστή κοινωνία; Πῶς λένε, ἄ, μούχλα στό ἀλεύρι, ἄ, ἡ ντομάτα, ξέρω ᾽γώ, ἦταν ἔτσι καί κατακρίνουν τούς καταστηματάρχες, θά κλείνουν τά σοῦπερ μάρκετ, καλά κάνει ὁ νόμος. Γιά τό ἄλλο κανείς δέν μιλάει; Μούχλα, δηλαδή, στή ζωή τῶν παιδιῶν μου, πού δέν ξέρω πότε θά τό ξεπεράσουν καί μέ τί κόστος, ἄν θά ἀντέξουν νά ἀνασυνταχθοῦν γιά νά τό ξεπεράσουν τό θέμα καί πάει ἡ ἑνότητα τῆς κοινωνίας πιά. Πᾶνε τά πάντα, δηλαδή, πάει αὐτό τό ὁποῖο λέμε, ὁ Χριστός «ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν», πού εἶναι ἡ μόνη κατάσταση εἰρήνης· καί μετά λέμε κάτι φταίει στήν κοινωνία. Εἶναι δεδομένο. Ἄν δέν πᾶτε στή ρίζα... βλέπω ἐδῶ τρομερή ἐπικινδυνότητα, γι᾽ αὐτό κάνω αὐτή τήν ἀνάλυση τώρα. Βλέπω μιά τραγική ἐπικινδυνότητα, γιά τό μέλλον ὅλης τῆς Εὐρώπης καί ὅλων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ζοῦν αὐτό τό γεγονός .
Καί φυσικά νά φωνάξω καί νά πῶ κατ᾽ ἐπίφαση, παρενθετικά, ὅτι δέν ὑπάρχει καμιά θρησκεία στόν κόσμο, καμιά θρησκεία, δέν λέω μόνο ὁ Χριστιανισμός, πού νά δέχεται αὐτή τήν κατάσταση. Ἀκόμη καί οἱ ἄγριοι τῆς ζούγκλας, οἱ ἄγριοι, δηλαδή, πού ἔχουν στοιχειώδη ἔκφραση κοινωνικότητας, δέν εἶναι ἄγριοι οἱ ἄνθρωποι, ἔχουν ἔστω τό σπερματικό λόγο ἀλήθειας, αὐτό τό θεωροῦν μεγάλη διαστροφή, θεωρεῖται ἀπαράδεκτο. Ὑπάρχει μιά συνείδηση βλέπετε, ἕνας κρυμμένος κώδικας καί νόμος μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτά δέν τά μελέτησαν; Καί πῶς μᾶς τό περνᾶνε ἔτσι τό γεγονός τόσο αὐτονόητα πιά καί χαμογελᾶνε. Ἔ, καί τολμοῦν νά ποῦν, καί μερικοί ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας, ἐντάξει, ἡ διαστροφή παντοῦ μπαίνει καί ψεῦτες εἴμαστε οἱ Χριστιανοί πολλές φορές καί ἀνώμαλοι εἴμαστε. Αὐτό ἀλλάζει τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας, τή θεολογία Της, ἐπειδή μερικοί ἔκαναν μερικές διαστροφές, δηλαδή; Εἶναι ἐπιχείρημα αὐτό τό πράγμα; Ἐπειδή τό δικαστικό τό σῶμα εἶχε μερικούς, οἱ ὁποῖοι πούλησαν τή δικαιοσύνη, εἶναι φθαρμένο τό δικαστικό τό σῶμα; Αὐτό εἶναι τό ἐπιχείρημα; Οὔτε αὐτό μοῦ ἀρκεῖ, δηλαδή νά προβάλουν προσωπικότητες, δῆθεν κάποιων κληρικῶν, πού ἔχουν αὐτή τή διαστροφή. Τί νά τό κάνουμε;
«Ὁ Κύριος, λοιπόν, μᾶς ἐκθέτει τό ὅλο πράγμα σαφέστερον, διά τῆς ὑποσχέσεως πού δίνει σέ κάθε ἄνθρωπο ὅταν εἶπε, ἄν μέ ἀγαπᾶ κάποιος, τόν λόγον μου θά τηρήσει, καί ὁ πατέρας μου θά ἀγαπήσει αὐτόν, καί πρός αὐτόν θά ἔλθωμεν καί μονήν παρ᾽ αὐτῷ θά ποιήσωμεν». Ἐδῶ μᾶς θυμίζει τό στοιχεῖο τῆς ἑνότητας. Πῶς γίνεται πιά αὐτή ἡ ἑνότητα; Ἐπειδή ἀκριβῶς θέλουμε τό Χριστό καί τί λέει ὁ Χριστός. Εἶναι αὐτή πού σᾶς λέω συνέχεια ἡ θεραπευτική δομή τῆς στροφῆς τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου πρός τό Χριστό, ὅπου ἐπειδή σέ Αὐτόν ἀνοίγεσαι καί δέν ἔχεις ἁπλῶς τίς δικές σου ἰδέες γιά νά σώσεις τόν κόσμο, ἀνοίγεσαι σέ Αὐτόν καί ἔρχεται ἡ Ἁγία Τριάδα ὁλόκληρη καί ποιεῖ μονήν. Παραμένει πάνω μας. Κάνει τόπο κατοικητηρίου ἐπάνω μας καί τότε αὐτός ὁ ἄνθρωπος, πού ἡ ζωή του γίνεται κατοικητήριο τῆς Ἁγίας Τριάδας καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μπορεῖ νά κάνει κάτι γιά τόν ἄνθρωπο. Δέν εἶναι, δηλαδή, κανένας λεβέντης, ὁ ὁποῖος θέλει νά ἀλλάξει τόν κόσμο, πού τόν ἀλλάζει μέ τίς δικές του ἀπόψεις· οὔτε κἄν μέ χριστιανικές ἀπόψεις, ἄν δέν τίς ζεῖ τίς ἀπόψεις. Δέν ἀρκοῦν οἱ ἰδέες οἱ χριστιανικές γιά νά σώσουν τόν κόσμο, πρέπει νά ὑπάρχουν οἱ φορεῖς αὐτῶν τῶν πραγμάτων, πού οἱ ἰδέες θά γίνουν πράξη.
«Καί μονήν παρ᾽ αὐτῷ ποιήσομεν». Εἶναι πολύ σπουδαῖο αὐτό πού εἶπε ὁ Μέγας Βασίλειος καί τότε μπορεῖ νά ἀλλάξει ὁ κόσμος, ὅπως τό ἔκαναν οἱ ἅγιοι. Οἱ ἅγιοι ἀκριβῶς τό δέχτηκαν αὐτό τό γεγονός, ἔκαναν τήν ταπείνωση καί ὅλα αὐτά πού λέει πρίν ἀπό λίγο ὁ ἀπόστολος Παῦλος, μέσα ἀπό τά λόγια τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί ἦρθε ὁλόκληρη ἡ Ἁγία Τριάδα, «ἐγώ καί ὁ πατήρ» λέει «μονήν παρ᾽ αὐτῷ ποιήσομεν» καί κατοίκησε σέ αὐτούς. Καί ἐπειδή ἦταν ἄνθρωποι ἁγιοπνευματικοί πιά, ἄνθρωποι ἐκφραστές τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, μποροῦσαν πιά νά κάνουν κάτι ὀντολογικά γιά τή ζωή τοῦ κόσμου. Νά ἀλλάξει ὁ κόσμος πέρα ἀπό λόγια, πέρα ἀπό ἀντιπαλότητες καί πέρα ἀπό κούφιες ἑνωτικές διαθέσεις.
Εἶναι σπουδαία αὐτή ἡ ἱστορία πιά. Ἄρα ἡ εὐθύνη ἡ δική μας εἶναι σέ τέτοιες καταστάσεις, πού θέλουν νά φέρουν κάτι νέο στόν κόσμο, νά χαρακτηρίσουν νέες ἑνότητες. Δέν ὑπάρχουν νέες ἑνότητες, εἶναι μιά ἑνότητα τριαδιολογική τῆς ἀγάπης καί τῆς ταπεινώσεως πού περνάει πάνω στή ζωή μας, μέσα ἀπό τό γάμο, μέσα ἀπό τό μοναστήρι. Δέν ὑπάρχουν ἄλλες μορφές ἑνότητας. Νά τό καταλάβουν. Ἄν θέλουν νά φτιάξουν νέες μορφές ἑνότητας, δέν ὑπάρχουν, οὔτε θά βροῦν τίποτε ἄλλο. Εἶναι ὁ γάμος ἤ τό μοναστήρι ἤ ὁ εὐλογημένος ἄνθρωπος πού ἀσκεῖται θεοπρεπῶς καί ἀγαπάει τόν κόσμο, πέρα ἀπό αὐτό ἄν ὑπάρχει ἕνας πού δέν μπόρεσε νά παντρευτεῖ ἤ δέν ἔγινε μοναχός στό μοναστήρι του. Ἄν εἶναι ἄνθρωπος πού ἀγαπάει πραγματικά καί ζεῖ μέσα στόν κόσμο, ἀγαπώντας -αὐτές οἱ ἔκτακτες περιπτώσεις- καί γίνεται μονή παρά τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, αὐτή εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ κόσμου. Δέν ὑπάρχει ἄλλη μορφή ἑνότητας.
«Ὅπως, λοιπόν, κατοικοῦμε πλησίον Του διά τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν, ἔτσι βρίσκεται καί ἐν μέσῳ τῶν δύο ἤ τριῶν, ἄν ἑτοιμαστοῦμε κατά τό θέλημα Αὐτοῦ». Ἐδῶ πέρα ἐξαντλεῖ πιά τό ἐρώτημα ὁλόκληρο καί λέει ἔτσι εἶναι ὁ Χριστός ἀνάμεσά μας, ὅπου γίνεται ἡ ζωή μας μονή ὁλόκληρη τῆς Ἁγίας Τριάδας καί ὁ Χριστός εἶναι μόνιμα ἀνάμεσά μας καί ἡ προοπτική μας εἶναι τί θέλει ἀπό ἐμᾶς ὁ Χριστός. Δέν θέλουμε τίποτε ἄλλο ἐμεῖς, δέν ἔχουμε ἄλλα θέλω δικά μας. Ὅσες φορές ὁ κόσμος εἶχε δικά του θέλω ἔγινε καταστροφή. Ἀκόμη καί ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας ἄν εἶχαν δικά τους θέλω, χωρίς νά καταλάβουν τί εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, καταστροφή ἔκαναν. Ἄν θέλω νά κάνω ἕνα καλό ἔργο καί ξεχνώντας ἄν αὐτό ἔτσι πρέπει νά γίνει, ἄν ἔτσι θά τό ἔκανε ὁ Χριστός, λάθος κάνουν. Ἀφορᾶ τούς πάντες αὐτό τό πράγμα.
Ἄρα χρειάζεται αὐτό πού ἔλεγα πάντοτε, αὐτή ἡ κάθαρση ἀπό τά πάθη, ὁ φωτισμός τοῦ νοός γιά νά ξέρουμε τί κάνουμε καί τότε γινόμαστε, μέ τή χάρη τοῦ Χριστοῦ, εὐεργέται τῶν ἀνθρώπων· γιατί ἀνοίγουμε τό δρόμο τῆς ἑνότητας καί τῆς ἀναπαύσεως τοῦ κόσμου· αὐτή εἶναι ἡ ἱστορία, ἑνότητα καί ἀνάπαυση. Ἐνῶ ἡ διαστροφή, οὔτε ἀναπαύει τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων ὅλων, οὔτε δημιουργεῖ ἑνότητα, γι᾽ αὐτό εἶναι διαστροφική. Αὐτή εἶναι ἡ ἱστορία ἡ μεγάλη. Ἐνῶ βλέπετε ἡ Ἐκκλησία, μπορεῖ νά ἔχει ἀντιπάλους, πού δέν Τή θέλουν, ἀλλά δέν Τή θέλουν γιά λόγους ἰδεολογικούς. Δέν εἶναι θέμα γιατί ἐκεῖ δέν ἀναπαύτηκαν. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι χῶρος ἀναπαύσεως. Ὅ,τι ὅμως δημιουργεῖ μιά διαστροφή, ὅπου ὁ κόσμος πολύς ἤ λίγος δέν ἀναπαύεται, ἐδῶ δέν εἶναι σωστός τόπος. Ἄλλο δέν θέλω καί ἄλλο δέν ἀναπαύομαι, προσέξτε ἡ λέξη τῶν Πατέρων, ἀναπαύομαι λέει. Ἄλλο δέν θέλω καί ἄλλο δοκίμασα καί δέν ἀναπαύομαι. Ὅποιος δοκιμάσει πραγματικά τήν Ἐκκλησία καί τήν ἔζησε τήν Ἐκκλησία σωστά, ἀναπαύεται πάντοτε κοντά στό Χριστό καί ἐκεῖ εἶναι τό κριτήριο.
Νά πάω σέ μιά παράλληλη ἀκριβῶς ἔκφραση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, στό ἐρώτημα τό ἑπόμενο, τό 226, πού λέει: «Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει· ὀνειδιζόμενοι, εὐλογοῦμεν· βλασφημούμενοι, παρακαλοῦμεν· πῶς ὀφείλει νά εὐλογεῖ ὁ ὀνειδιζόμενος ἤ τί νά παρακαλεῖ ὁ βλασφημούμενος;». Ἔ, τώρα σέ αὐτό τό ἐρώτημα τοῦ ἀποστόλου Παύλου, πού εἶναι πάρα πολύ καίριο, πού λέει, ὅλοι αὐτοί μπορεῖ νά βρίζουν τήν Ἐκκλησία, νά κοροϊδεύουν τήν Ἐκκλησία καί λέει, στό πρωτότυπο, ἐμεῖς «λοιδορούμενοι, εὐλογοῦμεν καί βλασφημούμενοι, παρακαλοῦμεν». Ἀκοῦστε τήν ἰσορροπία: «Λοιδορούμενοι, εὐλογοῦμεν», μᾶς κοροϊδεύουν καί τούς εὐλογοῦμε. «Βλασφημούμενοι, παρακαλοῦμεν», μᾶς βλασφημοῦν καί ἐμεῖς προσευχόμαστε. Καί λέει ἐδῶ πέρα ὁ Μέγας Βασίλειος: «πῶς ὀφείλει νά εὐλογεῖ ὁ ὀνειδιζόμενος ἤ τί νά παρακαλεῖ ὁ βλασφημούμενος;». Ὑπάρχει τώρα αὐτή ἡ κατάσταση καί ὁ ἄλλος σοῦ λέει «εἶσαι γελοῖος, εἶσαι ἠλίθιος, εἶναι βλακεία αὐτά τά ὁποῖα κάνετε, εἶναι κουταμάρες αὐτά πού λέτε στόν κόσμο»· καί ἐδῶ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί νά εὐλογοῦμεν καί νά παρακαλοῦμεν. Λέει ὁ Μέγας Βασίλειος ἀπαντώντας -βλέπετε ἀρχίζει ἡ θεραπευτική καί αὐτοῦ ἀκόμα πού σέ βρίζει. Γι᾽ αὐτό σᾶς εἶπα πρίν ἀπό λίγο, δέν τούς λέω διεστραμμένους, λέω διαστροφή τήν πράξη τους. Γιά νά ἀρχίσω τήν ἱστορία αὐτή τό «ὀνειδιζόμενοι, εὐλογοῦμεν καί βλασφημούμενοι, παρακαλοῦμεν» καί αὐτό τό ὅτι δέν τόν λέω διεστραμμένο καί ἐλπίζω ὅτι θά μετανιώσει, εἶναι στό χῶρο τοῦ «εὐλογοῦμεν» καί τοῦ «παρακαλοῦμεν». Δέν θεωρῶ ὅτι ἔχει τελειώσει ἡ ζωή του δηλαδή καί εἶναι ὁριστικά ἕνας διαβολοποιημένος ἄνθρωπος· κι αὐτό μιά προσευχή εἶναι κι αὐτό μιά παράκληση εἶναι καί αὐτό εἶναι μιά ἀποδοχή τῆς δυνατότητάς του νά ἀλλάξει ὁλόκληρη ἡ ζωή του. «Γενικῶς», λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, «νομίζω ὅτι ὁ Ἀπόστολος μᾶς διδάσκει ἐδῶ, ἀπό τή δική του ἐμπειρία, ὅτι πρέπει νά εἴμεθα ἀνεξίκακοι πρός ὅλους» προσέξτε πρός ὅλους «καί νά ἀμείβομε μέ ἀγαθά τούς πονηρευομένους, ὥστε αὐτό νά γίνεται ὄχι μόνο μέ τόν ὀνειδίζοντα, ἀλλά καί μέ κάθε πονηρευόμενον, μέ τό νά πληροῦμε τά τῆς Γραφῆς. Μή νικᾶσαι ὑπό τοῦ κακοῦ, ἀλλά νίκα διά τοῦ ἀγαθοῦ τό κακόν. Ἀλλά τό παρακαλῶ», λέει, «θέτει ἡ Γραφή ὄχι κατά τή συνήθη χρήση τῆς λέξεως, ἀλλά πρός ἐνίσχυσιν τῆς καρδίας, ὥστε νά βεβαιωθεῖ περί τῆς ἀληθείας. Ὅπως εἰς τό παρακαλεῖτε τόν λαόν μου λέει ὁ Θεός καί ὁ ἀπόστολος δέ λέει, ἐπιποθῶ νά ἴδω ὑμᾶς γιά νά μεταδώσω σέ ὑμᾶς χάρισμα τι πνευματικόν πρός στήριξιν ὑμῶν. Τοῦτο δέ ἵνα συμπαρακληθῶμεν μεταξύ ἡμῶν διά τῆς κοινῆς πίστεως ὑμῶν καί ἐμοῦ. Καί ὁ Θεός παρεκάλεσεν, ὁ παρακαλῶν τούς ταπεινούς παρεκάλεσεν ἡμᾶς διά τῆς παρουσίας τοῦ Τίτου» λέει στό κείμενο τοῦ ἀποστόλου Παύλου.
Κάνει μιά πολύ σπουδαία ἐδῶ ἀνάλυση μέ αὐτές τίς δυό λέξεις. Τό πρῶτο εἶναι τό «εὐλογοῦμεν» καί μετά εἶναι τό «παρακαλοῦμεν». Βλέπετε τή δική μας ἀντίδραση ἤ ἀντίσταση, καταθέτουμε λόγο ἀληθείας γιά τά πράγματα, δέν λέμε ἔτσι εἶναι σωστά τά πράγματα πού γίνονται, ἀλλά ἡ πρακτική μας ἔκφραση σέ αὐτούς οἱ ὁποῖοι κάνουν αὐτή τή διαστροφή, τήν ὁποιαδήποτε διάδοση τέτοιων ἐννοιῶν δαιμονικῶν, μπαίνουμε στό «εὐλογοῦμεν» καί «παρακαλοῦμεν». Προτάσσει τό «εὐλογοῦμεν» καί μετά πάει στό «παρακαλοῦμεν». Εἶναι αὐτό καί μιά μικρή κλίμακα μέ δυό σκαλοπάτια. Τό «εὐλογοῦμεν» ἐδῶ πέρα τό ἐξήγησα ὅτι ἐμεῖς δέν ἔχουμε κάτι μαζί μέ αὐτούς τούς ἀνθρώπους καί ἔτσι τούς φερόμαστε μέ καλό τρόπο, δηλαδή δέν τούς κάνουμε κάτι κακό, δέν ἐπιδιώκουμε τό κακό τους. Ἄλλο πού ἔχω αὐτή τή θέση τῶν πραγμάτων, γιατί εἶναι βιβλική θέση καί δέν εἶναι δική μου θέση κι ἄλλο τό ὅτι ἐγώ «εὐλογοῦμεν». Δέν παύω νά εὐλογῶ ὅλο τόν κόσμο.
Εὐλογία τί εἶναι; Μιά θεραπευτική κίνηση τῆς Ἐκκλησίας πρός τό λαό Της. Ὁ Θεός τή δίνει τήν εὐλογία. Εὖ-λόγος. Νά βρεῖ τήν αἰτία του, τήν καλή αἰτία του. Ἄρα ἡ Ἐκκλησία ὁποιονδήποτε βρεῖ ἐδῶ πέρα, νά δίνει μιά διαστροφή πού ἔχασε τήν αἰτία τῆς ζωῆς του, πρέπει νά τόν εὐ-λογήσει. Εὖ-λογῶ. Εὐλογῶ, τοῦ δίνω καλό λόγο, καλή αἰτία. Βλέπετε τήν ἱστορία αὐτή; Δέν παύω δηλαδή νά λέω, εὔχομαι νά βρεῖς τό σκοπό τῆς ζωῆς σου. Αὐτό σημαίνει εὐλογῶ. Ὄχι σέ εὐλογῶ παιδί μου, γιά νά γίνει κάτι καλό στή ζωή σου, νά κερδίσεις χρήματα. Αὐτοί θέλουν νά εὐλογηθοῦν καί ἀπό τήν Ἐκκλησία, γι᾽ αὐτό τό λέω. Ζητοῦν καί ἡ Ἐκκλησία νά τούς εὐλογεῖ τώρα. Γιατί νά σέ εὐλογήσω; Ἐγώ σέ εὐλογῶ, ἀλλά μέ ἄλλο τρόπο. Ἐσύ θέλεις νά σέ εὐλογήσω γιά νά κάνεις νόμο τήν ἁμαρτία σου· κι ἐγώ θέλω νά σέ εὐλογήσω καί σέ εὐλογῶ πάντοτε, γιά νά βρεῖς σκοπό τῆς ζωῆς σου, γιατί ὁ σκοπός τῆς ζωῆς σου μέσα ἀπό τέτοιο πράγμα δέν θά βρεθεῖ. Βλέπετε εἶναι ἄλλη προοπτική. Δηλαδή ἀπαντῶ στήν ἀπαίτησή τους τώρα, πού λένε, ἤδη ἡ ἐκκλησία στήν τάδε χώρα εὐλογεῖ τό «γάμο» τῶν ὁμοφυλοφίλων. Τί εὐλογεῖ; Τούς δαιμονίζει τούς ἀνθρώπους, δέν τούς εὐλογεῖ. Σωστά πράγματα εἶναι αὐτά; Τό εἶπαν, τό λένε συνέχεια, πότε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θά γίνει τόσο προχωρημένη, νά εὐλογήσει τούς ὁμοφυλοφίλους. Εἶναι πιά ἔλλειμμα ἐγκεφάλου, δέν μπορῶ νά πῶ κάτι ἄλλο. Δέν θά μοῦ πεῖς ἐμένα τί θά κάνω, ναί ἐγώ σέ εὐλογῶ, δέν εὐλογῶ ὅμως τήν τραγωδία σου· εὐλογῶ τή θεραπεία σου καί εὐλογῶ νά βρεῖς τό δρόμο σου. Λένε ἡ Ἐκκλησία δέν μᾶς εὐλογεῖ, μᾶς θεωρεῖ καταραμένους ἐμᾶς, μᾶς ἀποκλείει· νά ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἀποκλεισμοῦ καί τῆς ἱερᾶς ἐξετάσεως. Μά τί λένε; Ὅ,τι τούς κατέβει στό κεφάλι θά λένε; Ναί σέ εὐλογῶ, γιά νά ἀλλάξει τό μυαλό σου καί νά θεραπευτεῖς δηλαδή, νά βρεῖς τόν τρόπο τῆς ζωῆς σου. Νά εὐλογήσω αὐτό τό ὁποῖο σκέπτεσαι; Σάν νά πεῖ τό παιδί σου, μαμά θέλω νά πάω νά κλέψω τσίχλες ἀπό τό περίπτερο, μέ εὐλογεῖς; Τί θά τοῦ πεῖς; Μπράβο παιδάκι μου, σέ εὐλογῶ. Καί θά πεῖ, τί μαμά εἶσαι ἐσύ πού δέν μέ εὐλογεῖς; Καταραμένο μέ θέλεις, ἔ;
Αὐτή τήν κουβέντα θέλουν καί ὁ λαός πού δέν ξέρει πολλά ἀπό τέτοια πράγματα -θά πρέπει νά ξέρει δυό πράγματα- τά ἀκούει ἔτσι καί λέει «δές ἡ Ἐκκλησία τώρα», «ἔ, ἄνθρωποι εἶναι καί αὐτοί, τί νά κάνουμε;», «ἕνα ἐλάττωμα, ἕνα κουσούρι ἔχουν». Γνωστή ἐκκλησιαστική λέξη. Γιά ἕνα κουσούρι τώρα, γιά ἕνα κουσούρι τώρα; Τί κουσούρι, καλέ; Κουσούρι εἶναι αὐτό; Μιλᾶμε γιά κουσούρι; Διαστροφή τῆς κοινωνίας ὁλόκληρης εἶναι. Εἶναι τόσο μικρό τό ἐλάττωμα; Εἶναι δυνατόν; «Μά ξέρεις εἶναι προσωπικά τά δεδομένα» λέει. Εἶναι προσωπικό τό δεδομένο του, εἶναι μιά δική του ἰδιότητα. Θέλει νά εἶναι ὑπουργός, γραμματέας, καθηγητής πανεπιστημίου καί νά ἔχει καί αὐτό τό κουσούρι. Εἶναι ξέρω νόμος, αὐτός ὁ γνωστός, περί προσωπικῶν δικαιωμάτων. Εἶναι πολύ καλός σέ αὐτό τό ἐπάγγελμα. Ἄ, δέν ἔχω καμιά ἀντίρρηση, παρόλο πού ἔχω νά ἀντείπω καί ἐδῶ κάτι. Ὅτι ἐφόσον ἔχει αὐτό τό κουσούρι δηλαδή, καί εἶναι ἀπό τά προσωπικά δεδομένα πού δέν πρέπει νά παρουσιαστεῖ καί δέν πρέπει νά κολλήσει τό ἔργο του ὡς καθηγητοῦ στήν ἕδρα ἤ ὡς ὑπουργοῦ στό ὑπουργεῖο. Ἕνα πράγμα εἶμαι ἐγώ σίγουρος, ξέροντας τή θεραπευτική τῆς Ἐκκλησίας μας: αὐτός ἔχει θολωμένο μυαλό, ἐφόσον ζεῖ μιά διαστροφή, ἐπειδή εἶναι αὐτό κάτι ἰδιωτικό του. Δέν τό λέει πουθενά, δέν τό δημοσιεύει, δέν τό διαφημίζει ὅπως οἱ ἄλλοι, πού εἶναι οἱ συνδικαλιστές τῆς ἱστορίας αὐτῆς. Καθόλου. Τό κρύβει γιά τόν ἑαυτό του. Δέν μπορεῖ νά εἶναι καλός ὑπουργός οὔτε μπορεῖ νά εἶναι καλός καθηγητής -κατά τά μέτρα τῆς ὁλότητας δηλαδή, τοῦ ὁλοκληρωτικοῦ κοιτάγματος- γιατί δέν ἔχει καθαρό μυαλό. Δέν εἶναι τά πράγματα τόσο ἁπλά.
Φανταστεῖτε δηλαδή νά συζητούσαμε καί νά λέγαμε, ἕνας ἀρχιμανδρίτης ἔχει ἕνα κουσούρι τέτοιο, δέν τό λέει σέ κανένα, τό κρατάει γιά τόν ἑαυτό του· ἔχει τό προσωπικό δικαίωμα νά τό κάνει. Διαστροφή θά ἦταν αὐτό. Κάπου ἀκούστηκε κάτι τέτοιο, κάτι τέτοιο ἀκούστηκε, μέ μιά μικρή ἐγκύκλιο, δέν θέλω νά πῶ πολλά πράγματα. Κάτι, κάτι ἀκούστηκε. Τί θά γίνει δηλαδή; Θά ἔχουν κουσούρια καί αὐτοί; Ἀκόμα πιό βαθύ, ἐάν εἶναι ἐκκλησιαστικό δηλαδή. Εἶναι δυνατό; Ὁ ὑπουργός δέν ἔχει τέτοια δογματική, λέει ἐγώ θά εἶμαι ὑπουργός, θά εἶμαι ἕνας τέτοιος, θά κάνω καλά τό ἔργο μου, θά εἶμαι ὑπουργός τάδε καί τά λοιπά. Δέν γίνεται, δέν ἔχει σταθερό μυαλό. Πόσῳ μᾶλλον νά πεῖ ἡ Ἐκκλησία ἔχω μερικούς ἀρχιμανδρίτες πού ἔχουν κουσούρια τέτοια. Εἶναι προσωπική τους ἐρωτική ζωή, δέν μπορῶ νά τούς πῶ τίποτα. Εἶναι ἀξιόλογοι, εἶναι πολύ καλοί ἱεροκήρυκες, κάνουν πολύ καλό φιλανθρωπικό ἔργο. Μά τί τρέλα εἶναι αὐτή; Εἶναι ἀνόητο τό Πηδάλιο, δηλαδή; -τό ὁποῖο λέει «αὐτός ὁ ὁποῖος ἀνακαλύπτεται νά ἔχει ἕνα τέτοιο πράγμα, καθαιρεῖται γιά τό καλό τοῦ λαοῦ καί γιά τό καλό τῆς ψυχῆς του». Ἡ Ἐκκλησία δέν τιμωρεῖ, τό ξέρετε, ἀπό τό Πηδάλιο αὐτό λέμε. Θέλει νά θεραπεύσει καί τόν ἁμαρτάνοντα καί τόν περίγυρό του, δηλαδή. Δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνα κουσούρι πού εἶναι προσωπικό του. Στήν Ἐκκλησία δέν ἔχουμε «εἶναι προσωπικό δεδομένο, ἀφῆστε με νά τό ἔχω· νά ἔχω ἕνα προσωπικό ἐρωτικό βίτσιο καί νά εἶμαι ἕνας πολύ καλός ἱεροκήρυκας». Νά σᾶς λείψει ὁ ἱεροκήρυκας ἀπό τήν ἐνορία σας; Νά σᾶς λείψει αὐτός πού τρέφει τόσους φτωχούς; Νά σᾶς λείψει αὐτός πού εἶναι τόσο καλός σέ τόσα-τόσα καλά; Μά πῶς θά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος; Ἄς μήν ἀκούσουν ὁλόκληρες γειτονιές κήρυγμα· καί νά μή φᾶνε οἱ πεινασμένοι φαγητό, ἄν αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν πρόκειται νά σωθεῖ. Ἔτσι μετρᾶμε; Μέ ἀριθμητικά μέσα; Αὐτό, κάτι πῆγε νά γίνει γύρω ἀπό αὐτή τήν ἱστορία. Καί σηκώθηκε ἕνας ἄλλος ἱεράρχης καί εἶπε: «τί τρέλες λέτε τώρα ἐκεῖ πέρα; Τί θά πεῖτε ἐκεῖ πέρα;». Μιά ἱστορία γιά δραματικές καταστάσεις εἶναι αὐτή, ἀλλά δέν μποροῦμε νά δεχόμαστε αὐτά, τουλάχιστον μέσα στό χῶρο τῆς δικῆς μας ζωῆς καί τῆς Ἐκκλησίας. Δέν ὑπάρχουν ἐδῶ πέρα προσωπικά δεδομένα. Τό Πηδάλιο εἶναι σαφές, εἶναι θεραπευτικό. Ἐγώ δέν θέλω νά τιμωρηθεῖ κανείς, ἀλλά θέλω νά χρησιμοποιηθεῖ τό Πηδάλιο, γιά θεραπεία τοῦ ἁμαρτάνοντος καί τοῦ λαοῦ· αὐτό μήν τό ξεχνᾶμε. Ὅταν ὅλα αὐτά τά ξεχάσουμε, καταλήγουμε πιά σέ τέτοιες κοσμικές καταστάσεις.
Καί βλέπετε ἦταν τό πρῶτο αὐτό τό στοιχεῖο τό «εὐλογοῦμεν», πού δέν μποροῦμε νά εὐλογήσουμε κανέναν τέτοιο «γάμο» διαστροφικό καί μετά πᾶμε στό ἄλλο τό στοιχεῖο, αὐτό τό στοιχεῖο τό «παρακαλοῦμεν», πού τόσο ὡραῖα τό ἀναλύει ἐδῶ πέρα ὁ ἀπόστολος Παῦλος· πού εἶναι θέμα καρδιᾶς λέει τό «παρακαλοῦμεν», πρός ἐνίσχυσιν καρδίας, ὥστε νά βεβαιωθεῖ περί τῆς ἀληθείας. «Παρακαλεῖτε τόν λαόν μου» λέει ὁ Θεός. Βλέπετε; Νά στερεωθεῖ ὁ λαός στήν καρδιά του, νά ἔχει «παρακαλοῦμεν», νά στερεωθοῦν, νά ἔχουν παράκληση. Παράκλητος εἶναι τό Ἅγιο τό Πνεῦμα. Γι᾽ αὐτό ἐμεῖς τήν ὥρα πού μᾶς διώκουν, τήν ὥρα πού μᾶς ὀνειδίζουν, ἐμεῖς παρακαλοῦμεν. Βλασφημούμενοι, παρακαλοῦμεν. Μᾶς βλασφημεῖ καί ἐμεῖς τί παρακαλοῦμεν; Δέν παρακαλοῦμε, σέ παρακαλῶ μήν βλασφημεῖς, δέν λέμε τέτοιο πράγμα. Ἐμεῖς παρακαλοῦμε νά ἔρθει ὁ Παράκλητος πάνω του κι ὅπως ἔρθει ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νά φωτίσει τόν ἄνθρωπο καί νά ἀλλάξει ζωή· γι᾽ αὐτό ἐμεῖς βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν.
Καί εὐλογοῦμε, λοιπόν, ὄχι τό «γάμο» του καί εὐλογοῦμε τόν ἄνθρωπο νά βρεῖ τό σκοπό τῆς ζωῆς του καί βλασφημούμενοι, πού γελᾶνε μαζί μας γιά τίς ντεμοντέ ἀντιλήψεις πού ἔχουμε -ἔτσι μοῦ εἶπαν κάποιοι «ἔχετε πολύ καθυστερημένες ἰδέες, πάτερ, ἀνήκετε στόν τρίτο αἰώνα». Λέω «κι ἄν ἦταν στόν τέταρτο πείραζε; Θά ἤμουν μέ τόν ἅγιο Χρυσόστομο. Καλά θά ἤμουν καί τότε». Καί μοῦ λέει: «μή μᾶς φέρνεις πιό κοντά στό σήμερα». Μά τί λέτε, καλέ; Τέτοιες τρέλες ἀκούω κάθε μέρα, τέτοιες τρέλες ἀκούω. Καί πῶς περνᾶνε οἱ τρέλες; Μερικά πράγματα θεωροῦνται πιά αὐτονόητα καί ἐμεῖς πού λέμε κάτι ἄλλο μᾶς θεωροῦν ντεμοντέ. Δέν μέ πειράζει νά εἶμαι ντεμοντέ, δέν μέ θίγει καί τό χαίρομαι πάρα πολύ. Ἐξάλλου τά ροῦχα πού βλέπετε εἶναι ντεμοντέ, φοράω τά ράσα τῆς παλιᾶς ἐποχῆς, δέν μέ πειράζει. Εἶμαι δηλωμένος ντεμοντέ. Σύμφωνοι; Ἀλλά ζῶ στή σημερινή ἐποχή καί πρέπει αὐτό πού λένε ἐκεῖνοι εἶναι ντεμοντέ, νά τό κάνω σήμερα βαθιά θεραπευτικό. Καί ἄν ἡ θεραπευτική μου εἶναι πολύ σύγχρονη γιά τίς δεκάδες ψυχασθένειες καί τά γεμάτα ψυχιατρεῖα, νά ρωτήσω: γιατί εἶμαι ντεμοντέ ἐγώ; Ἄν ἔχω θεραπευτικές προτάσεις γιά ὅλους αὐτούς, πού εἶναι μαζεμένοι γύρω στό χῶρο μου, μέ τά χαπάκια καί τό χῶρο τῆς θεραπείας τῆς ψυχασθένειας, νά ρωτήσω, γιατί εἶμαι ἐγώ ντεμοντέ; Ἐπειδή βλέπουν τά ροῦχα μου καί βλέπουν τίς εἰκόνες μου τῆς Ἐκκλησίας μου; Ἐπειδή φέρω μιά βαθιά παράδοση πάνω στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μου; Αὐτό πού κάνουμε σάν πράξη ζωῆς νά ρωτήσουν. Ἄν ἡ Ἐκκλησία δέν ἔκανε τίποτε καί στεκόταν νά συντηρεῖ καί νά διατηρεῖ παραδόσεις, θά εἶχαν δίκαιο ὅτι εἴμαστε ντεμοντέ. Ζοῦμε μέ τρόπους παλιούς, φορᾶμε παλιά ροῦχα, φορᾶμε τά ἄμφια, μιά παράδοση, τή Λειτουργία τοῦ Χρυσοστόμου καί τά λοιπά, αὐτά πού γράφτηκαν πρίν ἀπό δέκα καί δεκαπέντε αἰῶνες, θά ἤμασταν ντεμοντέ. Ὅλα αὐτά τί εἶναι ὅμως; Αὐτό εἶναι ἕνα ἐξωτερικό περίβλημα, μέσα στό ὁποῖο λειτουργεῖται μιά ζωντανή θεραπευτική τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐάν αὐτό τό ξεχάσουμε, εἴμαστε ντεμοντέ πραγματικά καί ἐκεῖ αὐτοαναιρούμεθα ἐμεῖς. Μιλᾶμε ἁπλῶς λόγια κουφά, δέν δίνουμε ἀπαντήσεις στό λαό μας, δέν θεραπεύουμε τό λαό μας καί τότε εἴμαστε ντεμοντέ καί δέν ἔχουμε λόγο γιά τά πράγματα. Καί ὅλα αὐτά σᾶς τά λέω γιατί τά ζῶ αὐτές τίς μέρες· «εἶστε ντεμοντέ», «δέν καταλάβατε τίς νέες ἀντιλήψεις», ὅτι σήμερα μιά νέα ἀντίληψη εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νά εἶναι καί ὁμοφυλόφιλοι. Λέω «καί ὁ Θεός ἀφοῦ τό ἤξερε γιατί ἔκανε τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα καί δέν ἔκανε δυό ἄνδρες νά εἶναι ὁμοφυλόφιλοι, γιατί δέν τό ἔκανε αὐτό;». «Ἔ, μή μοῦ λές τώρα πώς τούς ἔφτιαξε ὁ Θεός» λέει. «Ὑπάρχει καί ἡ νέα ἀντίληψη» μοῦ λέει. «Δέν ὑπῆρχε Ἀδάμ καί Εὔα, ἦταν σύμβολα». Ὡραῖα, δηλαδή τά φαντάσματα ἔκαναν τόν Κάιν, τόν Ἄβελ, τίς οἰκογένειες καί τά λοιπά· τά λένε καί θεολόγοι τώρα. Μιά τρέλα ἀπίθανη! Ἀπό ποῦ νά πιάσεις; Ἀπό παντοῦ μπάζει τό πλοῖο δηλαδή! Καί πρέπει νά μαζεύεις τά νερά, ἀλλά τί νά κάνουμε; Τουλάχιστον νά εἴμαστε ντεμοντέ καί νά θεραπεύουμε μέ σύγχρονες μεθοδολογίες, πού δέν τίς ἔχουν ὅλοι οἱ σύγχρονοι θεραπευτές, πού ἀφήνουν τούς ἀνθρώπους γεμάτους μέ χαπάκια νά σέρνονται μεταξύ ψυχιατρείου καί μεταξύ ὕπνου καί ὑπνηλίας. Τίποτα ἄλλο.
Ἄν ἔχουν ἀπαντήσεις νά μοῦ τό ποῦνε. Ἔτσι, λοιπόν, δέχομαι τόν ὅρο ντεμοντέ καί ὅλα τά σχετικά, τά δέχομαι. Κατά τά ἄλλα ἐπιτρέψτε μου νά φορῶ παπούτσια Clarks καί νά μήν εἶμαι ντεμοντέ, γιά νά πῶ δέν εἶμαι ντεμοντέ. Δέν εἶναι ἔτσι; Κάτι εἶναι κι αὐτό, κάτι, μέ διασώζει καί αὐτό, ἔτσι; Τό ρολόι μου εἶναι Swatch, προσέξτε, μήν τό ξεχνᾶτε αὐτό. Δέν εἶμαι ντεμοντέ ἀπό αὐτό καί μόνο. Δέν μέ σώζει αὐτό, ἀλλά ὁ τρόπος τῆς Ἐκκλησίας πού θεραπεύει τό λαό της· εἶναι τό πιό σύγχρονο καί τό πιό ἐπίκαιρο. Ἔτσι, λοιπόν, ἐμεῖς «βλασφημούμενοι, παρακαλοῦμεν».
Καί πρίν νά ὁλοκληρώσω τή σημερινή μας ἀνάλυση, νά πῶ κάτι πού ἀφορᾶ ὅλη αὐτή τήν ἱστορία. Γιατί λέει, τό ἀκούσαμε αὐτές τίς ἡμέρες «καλά, τό πολύ-πολύ, ἄν ἔχουν κάποιο πρόβλημα αὐτοί, νά τό ρωτήσουν σέ κάποιον εἰδικό. Ἐσύ λές ὅτι αὐτοί εἶναι προβληματικοί, ἐπειδή ζοῦν μιά διαστροφή. Βεβαίως, ἄν εἶναι ἔτσι, ἄν εἶναι ἔτσι ὅπως τό λές -ἄς ἀκούσουμε καί κάτι ἀπό αὐτό πού λές- ἔ, τότε νά πᾶνε σέ κάποιον εἰδικό καί νά ποῦν αὐτό τό ὁποῖο ἔχουν νά ποῦν. Νά δοῦμε θά τούς πεῖ εἶναι ἔτσι ἤ ὄχι;». Καί ἔρχεται ἐδῶ πέρα ὁ Ὅρος 229, τό ἐρώτημα 229 τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Τό ἐρώτημα εἶναι ὡς ἑξῆς: «Εἰ χρή τάς ἀπηγορευμένας πράξεις ἀνεπαισχυντότερον ἐξαγορεύειν πᾶσιν, ἤ τισί, καί ποίοις τούτοις», εἶναι αὐτές πού εἶναι οἱ πράξεις οἱ ἀπαγορευμένες καί ἀναίσχυντες· νά μπορεῖς νά τίς ἐξαγορεύεις, νά τίς λές. Ἀγορεύω, ἐξ-ἀγορεύω. Ἀγορεύω, λέω ἐξ, ἐκτός, τό βγάζω ἔξω μου, αὐτό σημαίνει ἐξαγορεύω. «Πᾶσιν, ἤ τισί, καί ποίοις τούτοις». Ἄν αὐτό πού ἔχεις μέσα σου καί σοῦ λέει κάποιος εἶναι πάθος καί λές δέν εἶναι πάθος καί λέει, ἄντε, ἄς δεχθῶ τήν κουβέντα σου. Νά πᾶνε νά τό ποῦν σέ ἕναν εἰδικό, λέει. Ἐσύ τί λές, νά τό πεῖ σέ ἕναν εἰδικό; Θά τοῦ πῶ, ὄχι. Γιατί ποιός εἶναι εἰδικός, δηλαδή; Ἐγώ ἀκολουθῶ τό Μέγα Βασίλειο· λέει ὁ μόνος εἰδικός εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος «ἐξαγόρευσις τῶν ἁμαρτημάτων γίνεσθαι ὀφείλει ἐπί τῶν δυναμένων θεραπεύειν, κατά τό γεγραμμένον· ὑμεῖς οἱ δυνατοί, τά ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων βαστάζειν· τουτέστι, αἴρετε διά τῆς ἐπιμελείας»· θά τό λές αὐτό, θά τό ἐξαγορεύεις, ὅπου ὑπάρχει χῶρος, δυνατότητα θεραπείας. Ὄχι νά τό κουβεντιάσεις, νά πεῖς εἶμαι ἔτσι καί αὐτοί οἱ παπάδες μοῦ λένε ὅτι ζῶ μιά διαστροφή, ἔτσι εἶναι; Τί θά σοῦ πεῖ ὁ ἄλλος; Καί νά σοῦ πεῖ εἶναι κακό πράγμα, πάλι δέν κάνει τίποτα. Μπορεῖ νά θεραπεύσει; Ἐδῶ εἶναι τό ἐρώτημα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.
Αὐτά μποροῦν νά ἀναλυθοῦν μόνο ἀπό τό χῶρο τῆς θεραπευτικῆς καί ὁ μόνος χῶρος πού ἔχει θεραπευτική εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ὁ μόνος χῶρος. Γιατί καί ἄλλοι ἄνθρωποι, ἄς τό πῶ ἔτσι, ἀνθρώπινα, λογικά σκεπτόμενοι, λένε: «τί πράγματα εἶναι αὐτά πού μᾶς περνᾶνε τώρα;». Κριτική κάνουν· ἔχουν ἐργαλεῖα θεραπείας; Αὐτή εἶναι ἡ ἱστορία. Νά φανταστεῖτε ὅτι ἕνας χῶρος ἰατρικῆς λέει, τί τρέλες εἶναι αὐτές; Ἔχουν τρόπο θεραπείας; Ἐφόσον τό θέμα, προσέξτε, δέν εἶναι σωματικό. Δέν εἶναι σωματικό, δέν εἶναι ὅπως λένε: «ἐμεῖς τό εἴχαμε ἔτσι προκαθορισμένο, εἶναι γενετικός κώδικας», δέν εἶναι αὐτή ἡ ἱστορία. Εἶναι ἐπίκτητο ψυχικό . Πῶς θά τό θεραπεύσουν; Βλέπετε; Οὔτε αὐτοί πού πραγματικά κάνουν μιά κριτική, δέν μποροῦν νά θεραπεύσουν. Ὁ Μέγας Βασίλειος εἶναι καθαρός ἐδῶ καί λέει: «αὐτό μπορεῖ νά ἀναφερθεῖ μόνο στό χῶρο πού μπορεῖ νά γίνει θεραπεία»· καί ἡ θεραπεία ὑπάρχει· καί ἡ θεραπεία γίνεται· καί ἡ θεραπεία εἶναι ὑπαρκτή· καί εἶναι ἐφαρμοσμένη καί ἐφαρμόσιμη. Ὅποιος ἐφαρμόσει ἀκριβῶς τή θεραπευτική τῆς Ἐκκλησίας μας θεραπεύεται· καί μόνο ἄν ξεκινήσει ἀπό τή ρίζα, γιατί εἶναι ἔτσι αὐτός ὁ ἄνθρωπος. Ἀλίμονο ἄν ξεκινήσεις καί πεῖς, εἶναι γενετικός προκαθορισμός, ἔχασες τά πάντα, εἶναι μιά ἱστορία τελειωμένη. Ἀφοῦ εἶναι γενετικός προκαθορισμός, εἶναι προκαθορισμένη ἡ ἁμαρτία του, τόν προκαθόρισε ὁ Θεός. Εἶναι λάθος, εἶναι αἵρεση. Εἶναι μιά ἐπίκτητη κατάσταση διαστροφῆς, ἡ ὁποία θεραπεύεται. Καί θά ξεκινήσεις ἀπό τά κέντρα. Ἐφόσον εἶναι βίτσιο σωματικῆς ἐπιθυμίας, θά ξεκινήσεις ἀπό τό τί εἶναι βίτσιο καί θά ξεκινήσεις ἀπό τά περιφερειακά τά βίτσια τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ καί θά πᾶς στό κέντρο.
Ἡ Ἐκκλησία ἔχει θεραπευτική. Ἀρκεῖ νά ἔχει τή σοφία τῆς παραδόσεώς Της καί νά χρησιμοποιήσει τά ὄργανα τῆς θεραπείας. Μή μοῦ λένε ἐμένα, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία μόνο λόγια λέει. Ἔχει θεραπευτική ἡ Ἐκκλησία. Φυσικά θά τό ἐξομολογηθεῖ, ἀλλά πρέπει νά γίνει καί θεραπευτική πάνω στόν ἄνθρωπο αὐτό. Ὑπάρχει τρόπος καί εἶναι ὁ μόνος τρόπος αὐτός πού λέει ἐδῶ ὁ Μέγας Βασίλειος.
Ἄρα δέν εἶναι θέμα κουβέντας, νά τό κάνεις μιά κουβέντα, νά κάνεις μιά ψυχανάλυση, νά σοῦ βρεῖ ὁ ψυχαναλυτής, γιατί κατέληξες ἐκεῖ· κι ἄν ἀκόμα ὁ ψυχαναλυτής δέχεται ὅτι εἶναι ἐπίκτητο θά ἀρχίσει τίς ἀναλύσεις τώρα, γιατί καί τά λοιπά. Εἶδε μιά πράξη κάποτε, κάποιος τόν πείραξε κάποτε, θά κάνει μιά ἀναδρομή γιά χρόνια, θά κάνει ἀναλύσεις ἐκεῖ πέρα καί τό βρῆκε· καί βρῆκε, παιδάκι μου [ὅτι] κατέληξε ἐκεῖ γιατί συνέβη κάτι στήν ἡλικία πού ἦταν ἑφτά, ὀχτώ, ἐννιά, δέκα χρονῶν. Ἔτσι λέει, ὁ πρόεδρος τῶν ὁμοφυλοφίλων, ὅτι: «κάποιος, κάποτε, μέ πείραξε καί ἐκεῖ κατέληξα». Ὁ ἴδιος δηλαδή ὁμολογεῖ ὅτι εἶναι ἐπίκτητο καί οἱ περισσότεροι αὐτό λένε. Τό ὁμολόγησε αὐτό τό πράγμα. Ὁ ψυχαναλυτής, μπορεῖ νά θεραπεύσει;
Ἀλλά ἡ ἱστορία εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει λόγο καί ὑπάρχει θεραπευτική, ἀρκεῖ νά ξεκινήσει ἀπό: ποῦ εἶναι ἡ ἐπιθυμία καί τό βίτσιο. Ἐκεῖ εἶναι ἡ μεγάλη δουλειά πού κάνει ἡ Ἐκκλησία μας, ἀκριβῶς στήν κάθαρση ἀπό τά πάθη καί ἐκεῖ θά στραφοῦμε, πού εἶναι μιά ἱστορία πολύ παλιά τῆς Ἐκκλησίας μας καί ἔχει συνεχιζόμενο κάλλος· γι᾽ αὐτό δέν ἀκούω καμία κουβέντα σέ αὐτά τά θέματα, δηλαδή εἶμαι ἀπόλυτος, τόσο πολύ, ἐπιτρέψτε μου, νά εἶμαι ἀπόλυτος. Ἀφοῦ βλέπεις ἡ Ἐκκλησία ἔχει λόγο καί ἔχει θεραπεία· ἀρκεῖ νά τό ξέρουμε ὅτι ἔχουμε λόγο. Οὔτε νά λέμε «ἔτσι εἶναι οἱ ἄνθρωποι, τί νά κάνουμε, σήμερα ἐκεῖ καταλήξανε, ἄ, τούς ἄθλιους» καί τά λοιπά. Δέν εἶπα οἱ ἄθλιοι, δέν τούς εἶπα διεστραμμένους. Εἶπα διαστροφή μόνο, προσέξτε, γιατί περιμένω τόν ἄνθρωπο πού εἶναι ἀσθενής νά τόν θεραπεύσουμε. Δέν μπορῶ νά τόν κυνηγάω, νά τόν δέρνω· καί αὐτός πού δέν μετανιώνει, εἶναι μιά προοπτική μετανοίας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀνοιχτή σέ αὐτόν τόν ἄνθρωπο, δέν τόν διώχνει. Δέν μπορεῖ νά τόν παντρέψει ὅμως· καί δέν μπορεῖ νά δεχθεῖ ὅτι αὐτός μπορεῖ νά μετέχει στήν Ἐκκλησία, νά μεταλαμβάνει, ἀφοῦ δέν δέχεται Χριστό. Ἀφοῦ δέν θέλει νά θεραπευτεῖ, πῶς θά πάρει Χριστό, πού εἶναι ἀκριβῶς ὁ δρόμος τῆς θεραπείας· φάρμακο ἀθανασίας εἶναι ἡ θεία Κοινωνία.
Κάπως ἔτσι θέλω νά ὁρίσω αὐτήν τήν ἐπικαιρότητα, ἀξιοποιώντας ὅπως κάνουμε πάντοτε τήν ἀκραία ἐπικαιρότητα καί τοῦ Πηδαλίου, ἀλλά καί τῶν Ὅρων κατ᾽ ἐπιτομήν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί φυσικά νά σᾶς θυμίσω, γιατί μερικοί λένε: «ποῦ τό λέει ἡ Ἁγία Γραφή;». Ἕνα σωρό φράσεις ἔχει ἡ Ἁγία Γραφή γιά τήν ἀρσενοκοιτία ἤ γιά τή μορφή τῆς ὁμοφυλοφιλίας· καί μάλιστα τό τελευταῖο κεφάλαιο τῆς Ἀποκαλύψεως ἔτσι τελειώνει, ἔξω οἱ μοιχοί, οἱ πόρνοι καί οἱ ἀρσενοκοῖτες. Τό ὁρίζει σάν καίριο σημεῖο διαστροφῆς, μή θεραπευτικῆς, δηλαδή, κοινωνικῆς ἐκφράσεως. Ἕνας ὁ ὁποῖος κλείνεται στόν ἑαυτό του, σέ ἕνα βίτσιο του, δέν μπορεῖ πιά νά ἀγαπήσει, νά ἀφεθεῖ μές στήν κοινωνία, νά καταλάβει τόν ἄλλο καί διαστρέφεται ὅλη ἡ κοινωνία. Δέν εἶναι δικό μου πιά τό βίτσιο, ἀλλάζει μιά ὁλόκληρη ψυχολογία τῆς κοινωνίας. Δέν τό καταλαβαίνετε αὐτό; Δηλαδή, μιά αὔξηση αὐτοῦ τοῦ πάθους, θά φέρει ἀνθρώπους τελείως ἰδιοτελεῖς, πού κινοῦνται μόνο μέ σαρκικές ἐπιθυμίες καί θέλουν νά χρησιμοποιοῦν τούς ἄλλους. Τό ἴδιο πράγμα ὑπάρχει καί στήν ἐλεύθερη σεξουαλικότητα, εἶναι ἴδιο τό μοντέλο, ἴδιο τό μοντέλο εἶναι. Τό ἄλλο ἤδη τό δέχθηκαν οἱ περισσότεροι -γιατί συμβαίνει, ἐντάξει, ἔχει καί δυό γυναῖκες καί τρεῖς, καί τί νά κάνουμε; Φτάνουμε τώρα σέ πιό προχωρημένη κατάσταση, ὅπου τά παιδιά μας διαστρέφονται καίρια καί προβάλλεται συνέχεια αὐτό τό φαινόμενο, σάν μοντέρνο καί νέο φαινόμενο -καί εἶναι οἱ ἄνθρωποι ἔτσι, δέν ἔχουν τίποτε, εἶναι ὑγιεῖς ἄνθρωποι, μπορεῖ νά εἶναι καί καθηγητές καί τά λοιπά. Ἐγώ θά φοβόμουν τό παιδί μου, ἄν εἶχα παιδί, νά τό ἔδινα σέ ἕναν δάσκαλο πού εἶναι ὁμοφυλόφιλος, κι ἄς ἦταν τέλειος δάσκαλος, γιατί θά ἤξερα ὅτι ἔχει θολωμένο μυαλό· τίποτε ἄλλο.
Δέν εἶναι τά πράγματα τόσο ἁπλά καί αὐτό νά τό σκεφτοῦν πάρα πολλοί ἄνθρωποι καί νά ὑπάρξουν καί ἄλλες φωνές.
Αυτά νά ᾽στε καλά, νά ᾽στε ευλογημένοι!
Πηγή: (Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου, που έγινε στα πλαίσια των κατηχητικών αναλύσεων των Όρων κατ᾽ επιτομήν 225, 226 και 229 του Μεγάλου Βασιλείου, στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου, Δικηγορικών Γλυφάδας, το Σάββατο 14-01-2006.), www.floga.gr
Μεταξύ του 1922 και σήμερα το ελληνικό κράτος έχει λειτουργήσει ως ο ιδανικός αυτόχειρας σε μία δέσμη ζητημάτων που άπτονται των εθνικών του συμφερόντων. Πουθενά αλλού όμως δεν έχει απογυμνωθεί τόσο η ανεπάρκεια και η υποχωρητικότητα των πολιτικών που έχουν εφαρμοσθεί από τις ελληνικές κυβερνήσεις όσο στην περίπτωση της Θράκης.
Μάλιστα, όσο τείνουμε να προσφωνούμε το φαινόμενο με τον όρο «Θρακικό» τόσο το αυτονομούμε στη συνείδησή μας ως κάτι το οποίο είναι «διεκδικήσιμο». Η εξελικτική πορεία των λαθών που έχουν συντελεστεί στο διάβα της σύγχρονής μας ιστορίας ενέχει μία τραγικότητα η οποία όμως με τα κατάλληλα μέτρα ακόμα και τώρα είναι δυνατόν να αναστραφεί.
Το πρώτο (και διαχρονικό) λάθος έγκειται στην αδικαιολόγητη παρουσία του τουρκικού προξενείου στην περιοχή. Στα σύγχρονα έθνη – κράτη «λαός» είναι αυτός που δύναται χωρίς κανένα περιορισμό να ασκεί τα πολιτικά του δικαιώματα και να συν – αποφασίζει για τη μοίρα του έθνους. Οι μουσουλμάνοι της Θράκης χαίρουν όλων αυτών των δικαιωμάτων αφού είναι Έλληνες πολίτες και καμμία διάκριση δεν υφίσταται μεταξύ αυτών και των χριστιανών Ελλήνων πολιτών. Έλληνες χριστιανοί και Έλληνες μουσουλμάνοι έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις. Αιτήματα ειδικής μεταχείρισης λοιπόν, λειτουργούν προς την κατεύθυνση της αυτονόμησης πέραν των προβλεπόμενων από το νόμο διατάξεων περί τοπικής αυτοδιοίκησης και στρέφονται κατά της εθνικής κυριαρχίας. Έτσι, ουδεμία παρέμβαση του τουρκικού προξενείου στην Κομοτηνή και ουδεμία ανάμειξη της Τουρκίας στα θέματα των μουσουλμάνων της ελληνικής Θράκης δεν νοείται.
Το δεύτερο λάθος συνετελέσθη όταν το ήμισυ των χριστιανών προσφύγων απεχώρησε από τη Θράκη αντί να καατσκευασθούν για αυτούς νέες εστίες από το Ελληνικό Κράτος. Η μεγαλύτερη παρουσία Χριστιανών στην περιοχή θα καταδείκνυε το κοινό στοιχείο που θα ένωνε τους πληθυσμούς της περιοχής, ήτοι την Ελληνικότητα. Αντίθετα, όταν αφήνεται εις το διηνεκές μία περιοχή να εμφορείται από διακριτά χαρακτηριστικά σε συνδυασμό με τη γεωγραφική εγγύτητα στην Τουρκία είναι και πιο εύκολο να δημιουργήσει μία νέα ταυτότητα.
Το τρίτο λάθος που διαπράχθηκε ήταν η εσφαλμένη αντίληψη από τις ελληνικές κυβερνήσεις ότι δήθεν έπρεπε να υπάρξει διάκριση εντός του ελληνικού μουσουλμανικού πληθυσμού ανάλογη με τους εσωτερικούς διαχωρισμούς στην Τουρκία. Επιχειρήθηκε εκ μέρους των Ελληνικών Κυβερνήσεων δηλαδή η ενίσχυση του «Κεμαλικού Πνεύματος» εντός του μουσουλμανικού πληθυσμού της Θράκης έναντι του Ισλαμιστικού – Θεοκρατικού ρεύματος στα πλαίσια των «καλών διακρατικών σχέσεων με την Τουρκία» αφού προκρίθηκε ότι ο Κεμαλικός παράγων στην γείτονα είναι πιο «ορθολογικός και νεωτερικός».
Δεν είμαι από τους θιασώτες εκείνους που υποστηρίζουν ότι με την απαρχή των βίαιων γεγονότων που συνέβησαν στην Πόλη θα έπρεπε η Ελληνική Κυβέρνηση να προχωρήσει σε άμεσα αντίποινα. Όμως δεν μπορεί να παραγνωρισθεί ότι το τέταρτο λάθος των Ελληνικών Κυβερνήσεων (που συνδέεται με το τρίτο) ήταν η επίσημη ανοχή στις συντονισμένες προσπάθειες του Τουρκικού Κράτους σε αγαστή συνεργασία με το Τουρκικό Προξενείο να εκτουρκίσουν τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Ο εκτουρκισμός των μουσουλμάνων της Θράκης εκκινά αμέσως μετά τη σύναψη της συνθήκης της Λωζάννης όπου εκδιώκονται παλαιομουσουλμάνοι για να ευνοηθεί όπως πρανεφέρθη η «κεμαλική συνιστώσα».
Το χαρακτηριστικότερο εκ των τερατουργημάτων όμως αποτελεί η αντιμετώπιση από τις Ελληνικές Κυβερνήσεις των Πομάκων και των Ρωμά. Στο πλαίσιο της αντικομμουνιστικής υστερίας οι Πομάκοι θεωρήθηκαν εν δυνάμει Βούλγαροι και επειδή η Τουρκία ήταν μαζί με τη χώρα μας μέλη του ΝΑΤΟ θεωρήθηκε προτιμότερο να ενταχθούν στην τουρκική σφαίρα επιρροής αφού η Βουλγαρία αποτελούσε εκείνη την εποχή δήθεν ισχυρότερο κίνδυνο. Η λανθασμένη εκείνη λογική οδήγησε στην υπογραφή των αυτοκτονικών μορφωτικών πρωτοκόλλων του 1951 και του 1968 με τα οποία διεπράχθη εκτουρκισμός των Πομάκων από το ίδιο το Ελληνικό Κράτος!
Ούτε οι Ρωμά βέβαια δεν γλύτωσαν από την «ελληνοτουρκική φιλία». Έτσι, το πάγιο αίτημα της Τουρκίας για γλωσσικό εκτουρκισμό έγινε επί της ουσίας δεκτό κατά τη δεκαετία του 1950 όταν Τούρκοι δάσκαλοι εγκαταστάθηκαν στην Θράκη για να διδάξουν στα μειονοτικά σχολεία. Τα αλλεπάλληλα αιτήματα των Πομάκων για Ελληνική δημόσια παιδεία προσέκρουαν πάντα στο αδιάφορο και φοβικό Ελληνικό Κράτος. Αντίθετα, ο τουρκικός μηχανισμός λειτουργούσε με αποτελεσματικότητα αφού κατασκεύαζε νέες πολιτισμικές οντότητες εντός των πεδινών χωριών μέσω των μικτών οικισμών. Η τουρκική πολιτική στην περιοχή λειτουργούσε με τρομοκρατικό τρόπο: επέβαλλε εμμέσως την αποποίηση της ταυτότητας του Πομάκου και του Ρωμά έναντι της τουρκικής, για να ανέλθει κάποιος κοινωνικο – οικονομικά. Όσοι δε από τους πρώτους τολμούσαν να διατηρήσουν την ιδιοπροσωπεία τους τέθηκαν στο περιθώριο.
Από τη δεκαετία του 1990 και εντεύθεν, η τουρκική πολιτική όχι μόνον δεν υποχώρησε αλλά εντάθηκε. Η δε Ελληνική πολιτεία ήδη από τη δεκαετία του 1980 είχε προσχωρήσει στη λογική του «πολιτικού κόστους». Το τουρκικό προξενείο πλέον προσκαλείτο επισήμως να παρευρίσκεται σε δημόσιες εκδηλώσεις από τους ίδιους τους Έλληνες δημοτικούς και περιφερειακούς άρχοντες την ίδια στιγμή που συνέχιζε τη διαδικασία εκτουρκισμού. Μία από τις πλέον προσφιλείς μεθόδους του ήταν (και εξακολουθεί να είναι) η χρηματική αρωγή στους Μουσουλμανικούς πληθυσμούς ούτως ώστε να εγκαταστήσουν στις οικίες τους δορυφορικά πιάτα μέσω των οποίων η τουρκική γλώσσα και ιδεολογία προπαγανδίζονται σε καθημερινή βάση. Οι τουρκόφωνες εφημερίδες δίχως καμία πρόφαση προπαγάνδιζαν το σύνθημα «όποιος δηλώνει Πομάκος ή Ρωμά θα…εκχριστιανισθεί». Οι δε πρόσφατες εκλογές μας δείχνουν ότι τα φαινόμενα απόσχισης εντείνονται.
Κατά αυτόν τον τρόπο, τα όσα συμβαίνουν στη Θράκη πρέπει να τα εξετάσει κανείς κάτω από το πρίσμα της Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής. Το Ελληνικό Κράτος από τις διαπραγματεύσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου - Κεμάλ και επέκεινα υιοθέτησε το καλούμενο «αποτρεπτικό» δόγμα με διάφορες διακυμάνσεις. Οι μικρές αλλαγές που έχουν επιχειρηθεί στο διάβα του χρόνου όπως η πιθανή αποδοχή της Τουρκίας εκ μέρους της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση για να πιστοποιηθεί στη χώρα μας ο ρόλος του σταθεροποιητή στον Νοτιοανατολικό τομέα φυσικά και δεν καταδεικνύουν οργανωτικό συντονισμό και προσαρμοστικότητα εν αναλογία των διεθνών εξελίξεων.
Υπό αυτήν την έννοια, θα έπρεπε να είχε προβληματίσει χρόνια τώρα τους ιθύνοντες στο Υπουργείο Εξωτερικών η απαρχή ενός διαλυτικού φαινομένου. Και αυτό δεν είναι άλλο από την ανεξαρτητοποίηση του Κοσσυφοπεδίου. Η εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης σε μικρές πληθυσμιακές ομάδες εντός των εθνικών κρατών δημιούργησε ένα προηγούμενο. Παρόμοιες υπεραπλουστεύσεις δεν χωρούν στο Ουκρανικό ζήτημα, αλλά πάντως, την αρχή της αυτοδιάθεσης επικαλούνται εκείνοι που θέλουν να αποσχισθούν. Με επιφύλαξη, ο αναλυτής πρέπει να το κατατάξει ως ένα δεύτερο ορόσημο. Κοινή συνισταμένη και των δύο δε, αποτελεί η προϋπόθεση εξωτερικής επέμβασης από ένα ισχυρότερο κράτος.
Το νεορεαλιστικό υπόδειγμα δεν υπόκειται σε ιδεολογήματα ουτοπιστικά. Περιγράφει ότι τα έθνη - κράτη, οι ανεξάρτητες οντότητες δηλαδή, έχουν συμφέροντα, έχουν αξιώσεις. Έθνη που δεν διεκδικούν τίποτα λοιπόν όπως το δικό μας αναπόδραστα θα περιφεριοποιηθούν, ήτοι οι επιλογές τους δεν θα συναρτώνται μόνον από τις μεγάλες δυνάμεις αλλά και από χώρες οι οποίες είναι περιφερειακές δυνάμεις όπως η Τουρκία.
Η Ελλάδα εάν θέλει να επιβιώσει ως δρώντας που έχει ανεξαρτησία στις επιλογές του οφείλει να οργανώσει μια πολύ σημαντική task force αποκλειστικά ελληνικής εποπτείας, με την αξιοποίηση Ελλήνων και ξένων έμπειρων ειδικών για την οργάνωση Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας ή την πλήρη αναδιοργάνωση της ΕΥΠ και των υπηρεσιών ασφαλείας των Ενόπλων Δυνάμεων. Ετσι ώστε να δοθούν εγγυημένες λύσεις στη δραστηριότητα ξένων μυστικών υπηρεσιών, ειδικά της Τουρκίας στη Θράκη, αλλά και σε ολόκληρη την Επικράτεια. Οι Πομάκοι και οι Ρωμά πρέπει να επιδοτηθούν με τη δημιουργία σχολείων που θα διδάσκουν καθαρά την ελληνική γλώσσα. Η Θράκη μας καλεί και δεν χωρά άλλη αναβολή. Ας το καταλάβουμε.
Ραφαήλ Α. Καλυβιώτης
Πηγή: Ινφογνώμων Πολιτικά
Η ίδια φωνή, ἀγαπητοί μου, ἀκούγεται καὶ πάλι. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶνε καὶ σήμερα κατηγορούμενος. Νεώτεροι γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ἀπευθύνουν σφοδρὸ κατηγορητήριο. Καὶ τί λένε; Ὅτι ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ εἶνε ἐμπόδιο γιὰ τὸ σημερινὸ πολιτισμό, ὅτι ὑπνωτίζει τὸ λαό, ὅτι μὲ τὶς ὑποσχέσεις γιὰ αἰώνιο ζωὴ παραλύει τὸ δυναμισμὸ τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ προοδεύσῃ. Εἶνε ἐμπόδιο, λένε, ἡ θρησκεία γιὰ τὴν πρόοδο καὶ τὴν εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου.
Αὐτὴ εἶνε ἡ κατηγορία. Τί ἔχουμε ν᾿ ἀπαντήσουμε;
Εἶνε ἀλήθεια ―δὲν τὸ ἀρνούμεθα―, ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας διδάσκει καὶ θὰ διδάσκῃ, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε ὅπως τὰ ζῷα. Εἶνε ἡ κορυφὴ τῆς δημιουργίας. Ἔχει θεία προέλευσι. Πλάστηκε γιὰ τὰ μεγάλα καὶ ὑψηλά. Αὐτὰ ὑπενθυμίζει ἡ Ἐκκλησία. Σὲ κάθε θεία λειτουργία δείχνει μὲ τὸν ἱερέα τὰ ἄστρα καὶ λέει· «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας». Ἡ ζωή μας δὲν τελειώνει στὸν τάφο μὲ τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀθανασία.
Ἀλλ᾿ ἐνῷ ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία διδάσκουν, ὅτι ὁ οὐρανὸς εἶνε τὸ τέρμα τῶν εὐγενῶν ἐπιδιώξεων τοῦ ἀνθρώπου, ἐν τούτοις δὲν ἀδιαφοροῦν γιὰ τὴν ἐπίγειο ζωή, ὅπως νομίζουν μερικοί. Πῶς εἶνε δυνατὸν νὰ ἀδιαφορήσουν; Ὁ Χριστὸς δὲν ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο δισύνθετο, ἀπὸ σῶμα καὶ ψυχή, ἀπὸ ὕλη καὶ πνεῦμα; Γνωρίζει λοιπὸν περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκες πνευματικὲς ἀλλὰ καὶ ὑλικές, ἀνάγκες τῆς ψυχῆς ἀλλὰ καὶ τοῦ σώματος. Καὶ ὅπως φροντίζει ὁ Κύριος γιὰ τὶς πνευματικές μας ἀνάγκες, φροντίζει καὶ γιὰ τὶς σωματικές. Τὸ εἶπε ὁ ίδιος· Ποιός πατέρας, λέει, ὅταν τὸ παιδί του ζητήσῃ ψωμί, θὰ τοῦ δώσῃ πέτρα; καὶ ὑπάρχει πατέρας, ποὺ θὰ ζητήσῃ τὸ παιδὶ ψάρι καὶ θὰ τοῦ δώσῃ φίδι; Δὲν ὑπάρχει τέτοιος πατέρας. Ἂν λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος, ποὺ εἶνε ἀτελής, δείχνῃ ἐνδιαφέρον γιὰ τὶς ὑλικὲς ἀνάγκες τοῦ παιδιοῦ του, πολὺ περισσότερο ὁ Πατὴρ ὁ οὐράνιος (βλ. Ματθ. 7,9-11· Λουκ. 11,11-13).
Δὲν εἶνε δυνατὸν ὁ τέλειος Θεὸς ν᾿ ἀδιαφορήσῃ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἂν ἀδιαφοροῦσε, τότε δὲν θὰ δημιουργοῦσε τὴν ὕλη, τὸν ὑλικὸ κόσμο. Διότι ὅλα τὰ ὑλικὰ στοιχεῖα, στὰ ὁποῖα στηρίζεται ὁ τεχνικὸς πολιτισμός, ὅλες οἱ πρῶτες ὗλες, τίνος δημιουργήματα εἶνε; Τοῦ Θεοῦ. Λόγου χάριν τὸ νερό, ἡ φωτιά, τὰ δέντρα, τὰ βότανα τῆς γῆς, τὰ λουλούδια, τὰ ζῷα, τὰ πουλιά, τὰ ψάρια τῆς θαλάσσης, ἡ χλόη, ὅλα αὐτὰ τὰ ὑλικὰ πράγματα. Δὲ᾿ μᾶς ἔρριξε ὁ Θεὸς ἐπάνω σ᾿ ἕνα πλανήτη ξηρό, ὅπως εἶνε ἡ σελήνη, ἀλλὰ μᾶς ἔβαλε ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχουν ὅλα τ᾿ ἀγαθά, γιὰ νὰ ζοῦμε καὶ νὰ εὐφραινώμεθα. Ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀπολαμβάνουμε εἶνε τοῦ Θεοῦ. Πῶς λοιπὸν λέμε, ὅτι ἀδιαφορεῖ ὁ Θεὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο;
Θὰ μοῦ πῆτε· Αὐτὰ εἶνε θεωρητικά…
Θέλετε λοιπόν, ἀδελφοί μου, μιὰ ζωντανὴ ἀπόδειξι ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀδιαφορεῖ γιὰ τὶς ὑλικές μας ἀνάγκες ἀλλ᾿ ἐνδιαφέρεται; Ἰδού τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Εἶνε μιὰ ἀπάντησι ἀκριβῶς στὴν κατηγορία αὐτή.
* * *
Ὁ Χριστὸς διδάσκει. Ποῦ διδάσκει, ποιό εἶνε τὸ βῆμα του; Ἀνέβηκε σ᾿ ἕνα καΐκι, στάθηκε στὴν πλώρη, κι ἀπὸ ᾿κεῖ μιλοῦσε. Καὶ ποιοί τὸν ἄκουγαν; Γραμματεῖς, φιλόσοφοι, ἐπιστήμονες, βασιλιᾶδες, πλούσιοι; Κάθε ἄλλο. Στὴν παραλία ἤτανε ψαρᾶδες ξυπόλητοι καὶ ἄλλα φτωχαδάκια. Καὶ οἱ καρδιές τους; σὰν τὸ σφουγγάρι ποὺ πίνει τὸ νερό. Ἐνῷ οἱ φαρισαῖοι δὲν ἤθελαν ν᾿ ἀκούσουν τὸ Χριστό, αὐτοὶ ῥουφοῦσαν τὰ λόγια του.
Κι ὅταν τελείωσε ὁ Χριστὸς τί ἔκανε; Ἔκανε αὐτὸ ποὺ γίνεται σήμερα, ποὺ φεύγουμε καὶ κλείνει ἡ ἐκκλησία, καὶ ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὸ τί γίνονται οἱ ἄνθρωποι; Ὄχι. Σκέφτηκε τοὺς ψαρᾶδες, τὶς οἰκογένειές τους. Αὐτοὶ οἱ ψαρᾶδες, ποὺ ἄκουγαν τὸ λόγο του, ὅλη τὴ νύχτα εἶχαν κοπιάσει μὰ δὲν κατώρθωσαν νὰ πιάσουνε οὔτε λέπι. Ὁ Χριστὸς σκέφτηκε, ὅτι θὰ πᾶνε τώρα στὰ σπίτα τους καὶ δὲν θὰ ἔχουν νὰ φέρουν τίποτε – μόνο οἰκογενειάρχες ποὺ μοχθοῦν ξέρουν τί θὰ πῇ, νὰ γυρίζῃς τὸ βράδυ στὸ σπίτι μὲ ἄδεια χέρια. Κατάλαβε τὸν πόνο τους καὶ τοὺς λέει· Ἀφοῦ ἀκούσατε διδασκαλία καὶ ἡ ψυχή σας ἐτράφη μὲ τὸν οὐράνιο ἄρτο, πάρτε πάλι τὰ δίχτυα σας. Τὰ εὐλογῶ ἐγώ· ῥίξτε τα ἄλλη μιὰ φορὰ στὴ θάλασσα. Ὁ Πέτρος ἐπὶ κεφαλῆς τῶν ψαράδων λέει· «Κύριε, ὅλη τὴ νύχτα ψαρέψαμε καὶ δὲν πιάσαμε τίποτε· ἀλλὰ «ἐπὶ τῷ ῥήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον» (Λουκ. 5,5). Ῥίχνουν πράγματι. Καὶ ὤ ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ! Τὰ δίχτυα γέμισαν καὶ πῆγαν νὰ σπάσουν ἀπὸ τὰ ψάρια. Γέμισε τὸ ἕνα πλοιάριο, γέμισε καὶ τὸ ἄλλο. Πρωτοφανὴς ἁλιεία. Τί εὐλογημένη μέρα αὐτή! Ὄχι μόνο γιατὶ ἀκούσανε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ γιατὶ πιάσανε τόσα ψάρια.
Ὕστερα λοιπὸν ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ θαῦμα ποιός εἶσαι σὺ ποὺ λές, ὅτι ὁ Χριστὸς ἀδιαφορεῖ γιὰ τὶς ὑλικές μας ἀνάγκες; Αὐτὸ εἶνε συκοφαντία.
Στὰ σπίτια σας, ἀντὶ γιὰ ἐφημερίδες, ἀνοῖξτε τὴν ἁγία Γραφή. Ἀνοῖξτε στὸ Δευτερονόμιον. Πολλοὶ σως πρώτη φορὰ ἀκοῦνε Δευτερονόμιον. Ἀνοῖξτε λοιπόν. Ἐκεῖ, στὸ 28ο κεφάλαιο τοῦ Δευτερονομίου, θὰ δῆτε, σὲ ποιό ἔθνος δίνει τὴν εὐλογία του ὁ Θεός. Αὐτὰ τὰ λόγια, γραμμένα πρὶν ἀπὸ τρεῖς χιλιάδες χρόνια, νομίζεις πὼς εἶνε μιὰ ζωντανὴ ἱστορία τοῦ σημερινοῦ κόσμου. Ναί. Κι ἂν θέλετε, ἀνοῖξτε ἀκόμη καὶ τὸν προφήτη Ἠσαΐα. Θὰ τὸν ἀκούσετε νὰ λέῃ· Λαέ μου· «ἐὰν μ᾿ ἀκούσετε, τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς φάγεσθε· ἐὰν δὲν μ᾿ ἀκούσετε, μάχαιρα ὑμᾶς κατέδεται (=θὰ σᾶς φάῃ τὸ μαχαίρι)» (Ἠσ. 1,19-20).
* * *
Ἀγαπητοί μου! Ἡ χώρα ποὺ κατοικοῦμε δὲν εἶνε μεγάλη. Εμεθα μιὰ μικρὰ χώρα. Τὸ χῶμα λιγοστό. Βράχια καὶ πάλι βράχια. Καὶ πάνω στὰ βράχια αὐτά, ποὺ τὰ ποτίσαμε μὲ ἱδρῶτα καὶ μὲ αἷμα, κατοικοῦμε σὲ χωριὰ καὶ πολιτεῖες, σὲ βουνὰ καὶ λαγκάδια, ὀκτώμισυ (8,5) παλαιότερα καὶ τώρα δέκα (10) περίπου ἑκατομμύρια ἄνθρωποι. Πῶς νὰ ζήσουμε; Στενοχωρούμεθα, ὑποφέρουμε. Οἰκογενειάρχες ἀναστενάζουν, κ᾿ ἔρχονται νὰ ποῦν κι αὐτοὶ αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Πέτρος· «Κύριε, δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς (καὶ δι’ ὅλης τῆς ἡμέρας) κοπιάσαντες οὐδὲν ἐπιάσαμε».
Καὶ ὅμως, ἀδελφοί μου, μπορεῖ νὰ γίνῃ τὸ θαῦμα. Ποιό θαῦμα; Ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι· ἐμεῖς πιστεύουμε. Αὐτὰ τὰ βράχια, ποὺ μᾶς κάνουν καὶ φεύγουμε στὰ ἀνθρακωρυχεῖα τοῦ Βελγίου καὶ στὴν Ἀμερικὴ καὶ κάτω στὴν Αὐστραλία καὶ στὸν Καναδᾶ καὶ στὴ Γερμανία, αὐτὰ ―μὴ γελάσῃ κανείς― μποροῦν νὰ θρέψουν διπλάσιο καὶ τριπλάσιο πληθυσμό. Πῶς; Τί χρειάζεται; Ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ! Δὲ᾿ μᾶς λείπουν ἄλλα πράγματα, ἕνα μᾶς λείπει· ἡ εὐλογία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὤ ἂν μπορούσαμε ὅλοι, δεξιοὶ καὶ ἀριστεροί, ὅλων τῶν χρωμάτων καὶ ἀποχρώσεων, νὰ καταλάβουμε ὅτι, παραπάνω ἀπὸ γεφύρια, ἀπὸ δρόμους, ἀπὸ καμινάδες, ἀπὸ ἐργοστάσια, παραπάνω ἀπ᾿ ὅλα, χρειαζόμεθα τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ· ὤ ἂν ἐρχότανε ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ στὸν τόπο μας!…
Καὶ γιὰ νὰ ἔρθῃ ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ τί χρειάζεται;
Νὰ τεντώσουμε τὸ αὐτάκι μας καὶ ν᾿ ἀκούσουμε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἂν μποροῦσα νά ᾿χω ὅλη τὴν Ἑλλάδα μπροστά μου, θὰ φώναζα· Ὅλοι μᾶς ἀπατήσανε, ὅλοι ἐκμεταλλεύθηκαν τὴ μικρά μας χώρα. Ἔξω πλέον αὐτά. Ἂς ἀκούσουμε τὸ ῥαδιοφωνικὸ σταθμὸ ὄχι τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου, ἀλλὰ τὸ ῥαδιοφωνικὸ σταθμὸ τοῦ οὐρανοῦ, τὴ φωνὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ν᾿ ἀκούσουμε τὸ Χριστὸ καὶ νὰ κάνουμε μαζί του συμβόλαιο καὶ νὰ ἐκτελέσουμε τὸ πρόγραμμά του.
Μὲ λίγα λόγια, ἡ γλῶσσα μας, ποὺ τώρα ἔγινε γλῶσσα ὀχιᾶς, νὰ σταματήσῃ νὰ βλαστημᾷ τὸ ἅγιο ὄνομά του, ποὺ σὲ καμμιά φυλὴ στὸν κόσμο δὲν βλασφημεῖται ἔτσι ὅπως ἐδῶ. Τὰ χέρια μας νὰ σταματήσουν νὰ κλέβουν καὶ νὰ παλαμίζουν μέρα – νύχτα τὸ ἅγιο καὶ ἱερὸ Εὐαγγέλιο μὲ τοὺς ἀμέτρητους ὅρκους. Τὰ πόδια μας νὰ σταματήσουν νὰ τρέχουν στὰ κέντρα διαφθορᾶς. Ἡ καρδιά μας νὰ σταματήσῃ νὰ βγάζῃ μῖσος καὶ κακία… Μ᾿ ἕνα λόγο, ὅλοι νὰ βαδίσουμε τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ.
Τότε, ὤ τότε! Δῶστε μου μιὰ Ἑλλάδα χωρὶς βλαστήμια, χωρὶς ὅρκους, χωρὶς μοιχεῖες, πορνεῖες, διαζύγια…, δῶστε μου μιὰ Ἑλλάδα μὲ Χριστό, καὶ σᾶς ὑπογράφω· τότε θὰ εἶνε εὐλογημένοι οἱ κάμποι μας, εὐλογημένα τὰ σπίτια μας, εὐλογημένα τὰ πάντα. Χῶμα θὰ πιάνουμε, μάλαμα θὰ γίνεται. Θὰ πεισθοῦμε ἐκ τῶν πραγμάτων, ὅτι «ἑνός ἐστι χρεία» (Λουκ. 10,42), καὶ θὰ ψάλλουμε ὅλοι μας· «Πλούσιοι (πλούσια μεγάλα κράτη) ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ» (Ψαλμ. 33,11). Ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Αρκετά είναι τα επαγγέλματα αυτά που όσοι τα εξασκούν χρειάζεται να υπολογίζουν και σ' ένα ποσοστό αποτυχίας. Η αλιεία όμως απαιτεί μεγάλο βαθμό κόπου και θυσίας και συνάμα περιέχει μεγάλη πιθανότητα απογοητεύσεως.
Αυτή ακριβώς την πραγματικότητα βλέπουμε στην ευαγγελική περικοπή της Α' Κυριακής του Λουκά. Το ευαγγελικό κείμενο συγκινεί αλλά και συγκλονίζει από πολλές απόψεις, δοθέντος ότι πλέκεται κατά μοναδικό τρόπο η ανθρώπινη αδυναμία, παρά την άριστη γνώση του επαγγέλματος, με την δύναμη του Ιησού και την πνοή της χάριτος.
Με τον αριστοτεχνικό του τρόπο ο θεόπνευστος Ευαγγελιστής μάς περιγράφει τα συγκινητικά περιστατικά.
Είχε προηγηθεί η ολονύκτιος κοπιαστική προσπάθεια του Πέτρου και των συνεργατών του προς “άγραν ιχθύων”. Τα ξημερώματα όμως δεν είχαν μαζί τους παρά αυτά που έσυραν τα δίκτυα, δηλ. την πίκρα, την απογοήτευση και την ανείπωτη κούραση των “μαστόρων” του ψαρέματος.
Σ' ένα λοιπόν από αυτά τα πλοία “ο ην του Σίμωνος”, ανέβηκε ο Ιησούς, παρακαλώντας τον μεστωμένο και ξάγρυπνο ψαρά να τραβήξει λίγο το σκάφος του. Να το πάει λίγο πιο μέσα από την στεριά ώστε να υπάρχει δυνατότητα ν' ακούουν τον λόγο του Κυρίου όλοι όσοι βρίσκονταν στην ακρογιαλιά.
Φαίνεται πως αρκετές φορές ο Θεός περιμένει να εξαντληθούν όλες οι ανθρώπινες δυνάμεις, όλες οι γνώσεις και οι ικανότητες ώστε να κάνει τη δική του παρέμβαση. Φαίνεται πως στις εκλεκτές ψυχές όντως “η χάρις εν ασθενεία τελειούται”.
Και έως εδώ όλα φαίνονταν φυσιολογικά. Ο λόγος του Θεού φώτιζε τα πλήθη και στάλαζε βάλσαμο στις καρδιές των ταλαίπωρων ψαράδων. Σε λίγο όμως οι μαθητές θα περάσουν στο χώρο του υπερφυσικού. Η λογική και η εμπειρία δεν μπορούν παρά να αντιδρούν στην εντολή έστω και εσωτερικά και ανέκφραστα. Ευτυχώς όμως, η πίστις και η έμπρακτη υπακοή σπάζουν το τείχος της λογικοκρατίας και ανοίγουν τους μαθητές στο πέλαγος της αγάπης και της εμπειρίας της πίστεως. Της αγάπης και της πίστεως που ενώπιόν τους τίποτε απολύτως δεν παραμένει αδύνατο.
Αλλ' ας ακούσουμε μέσα στην ύπαρξή μας τον διάλογο που αποτυπώνει ο Ιερός Ευαγγελιστής Λουκάς. “Ως δε επαύσατο λαλών, είπε προς τον Σίμωνα· επανάγαγε εις το βάθος και χαλάσατε τα δίκτυα υμών εις άγραν. Και αποκριθείς ο Σίμων είπεν αυτώ· επιστάτα, δι' όλης της νυκτός κοπιάσαντες ουδέν ελάβομεν· επί δε τω ρήματί σου χαλάσω το δίκτυον” (Λουκ. Ε' 4-5). Δηλ. όταν ο Ιησούς έπαυσε να ομιλεί είπε προς τον Σίμωνα· φέρε πάλιν το πλοίο στα βαθιά νερά της λίμνης και ρίξτε τα δίκτυα σας για να πιάσετε ψάρια. Και ο Σίμων απεκρίθη και του είπε· Διδάσκαλε, όλην τη νύκτα κοπιάσαμε ρίχνοντας τα δίχτυα και δεν πιάσαμε τίποτε. Αφού όμως το διατάζεις, με τέλεια πεποίθηση και υπακοή στο λόγο σου θα ρίξω το δίκτυ.
Αυτό ήταν. Σε λίγη ώρα η ψαριά ήταν τόση πολλή που κινδύνευε να σπάσει το δίχτυ τους. “Συνέκλεισαν πλήθος ιχθύων πολύ” και “διερρήγνυτο το δίκτυον”. Αλλά μπροστά σ' αυτό το γεγονός, ο παρορμητικός Πέτρος, το “στόμα των Αποστόλων”, τα χάνει και φαινομενικώς εκφράζεται παράδοξα. Να σταθούμε όμως στο σημείο αυτό.
Πράγματι, ενώπιον τοιούτων υπερφυσικών καταστάσεων, και όταν ο άνθρωπος συνειδητοποιεί ότι βρίσκεται ενώπιον αυτής της παρουσίας του Θεανθρώπου, βιώνει τόσο έντονες καταστάσεις και μάλιστα αλληλοσυγκρουόμενες, ώστε δεν γνωρίζει πώς να εκφραστεί, τι να ζητήσει ή και πώς να σιωπήσει. “Έξελθε απ' εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός ειμί”. Κύριε, φύγε από το πλοίο μου, φύγε από κοντά μου. Δεν αντέχω. Είμαι άνθρωπος αμαρτωλός.
Το θάμβος και το δέος που βιώνει ο άνθρωπος στην παρουσία του Χριστού είναι κάτι το μοναδικό και απερίγραπτο. Κάνει την ψυχή να αισθάνεται πως ό,τι και να πει, όπως και να εκφραστεί, είναι μηδενικό ή και ένοχο. Και ομολογουμένως θα πρέπει όλοι μας να παραδεχθούμε αλλά και να ομολογήσουμε ενώπιον Κυρίου Παντοκράτορος την αμαρτωλότητά μας. Να αισθανόμαστε ότι όντως ο Κύριος δεν μπορεί να παραμένει πλησίον της ρυπαρότητάς μας. Συγχρόνως όμως να τον παρακαλούμε εκ μέσης καρδίας να μη μας εγκαταλείψει ποτέ. Αλλοίμονο δε εάν ο Κύριός μας και Θεός μας “αποστή αφ' ημών”.
Κύριε, είμαι ανάξιος του ουρανού και της γης. Όμως Κύριε Ιησού ένεκεν της δόξης του ονόματός Σου και της σταυρικής Σου θυσίας, “απόστρεψον το πρόσωπόν σου από των αμαρτιών μου” πλην όμως “μη απορρίψεις ημάς από της αγάπης Σου”.
Αλήθεια, πόσες φορές ο άνθρωπος που ποθεί τον Ιησού και αγωνίζεται για την εφαρμογή των εντολών του, όταν η χάρις τον αγγίζει με τους τρόπους που ο ίδιος ο Θεός γνωρίζει για την κάθε ύπαρξη, πόσες φορές ζώντας αυτήν ακριβώς την κατάσταση του Πέτρου, δεν λέγει τα συγκλονιστικά λόγια του Ιώβ: “Κύριε, ακοήν μεν ωτός ήκουόν σου το πρότερον, νυνί δε ο οφθαλμός μου εώρακέ σε. Διό εφαύλισα εμαυτόν και ετάκην, ήγημαι δε εμαυτόν γην και σποδόν” (Ιώβ ΜΒ' 5-6). Δηλ. Κύριε, άκουγα μεν πρωτύτερα με τα αυτιά μου περί την αλήθειάν σου από τους άλλους, τώρα όμως σε έχω δει με τα ίδια μου τα μάτια. Και κατόπιν της γνώσεως που μου μετέδωσες, εξουδένωσα και ελεεινολόγησα τον εαυτόν μου και συνετρίβην από την συναίσθηση της πλάνης μου. Θεωρώ δε τώρα τον εαυτό μου χώμα και στάκτη”.
Ναι, αυτή είναι η θέση των αγίων στην πρώτη τους προσωπική συνάντηση με τον Ιησού.
Τόσο η Αγία Γραφή, όσο και τα ιερά μας συναξάρια, αποτυπώνουν πολύ εναργώς αυτή την πραγματικότητα. Αυτούς που η χάρις του Θεού τούς ετοιμάζει εκ κοιλίας μητρός για ένα ιδιαίτερο έργο μέσα στην Εκκλησία και μέσα στην κοινωνία, μπροστά στην Θεοφάνεια νιώθουν αυτό το φαινομενικώς αντικρουόμενο. Ένα όχι απλώς συναίσθημα, αλλά την ουσία της ζωής. Υφαίνονται δέος και χαρά, θάμβος και φόβος, προβάλλοντας τα προσωπικά τους μειονεκτήματα. “Κύριε, ουχ ικανός ειμί προ της χθες, ουδέ προ της τρίτης ημέρας, ουδέ αφ' ου ήρξω λαλείν τω θεράποντί σου· ισχνόφωνος και βραδύγλωσσος εγώ ειμί” θα τονίσει ο Μωυσής (Εξοδ. Δ' 10). Δηλ. Ω, Κύριε, σε παρακαλώ! Δεν είμαι ικανός να ομιλώ. Όχι δε από χθες η προχθές, ούτε αφ' ότου άρχισες να ομιλείς εις εμέ τον δούλον σου, αλλά πάντοτε ήμουν αδύνατος εις την ομιλίαν. Είμαι βραδύγλωσσος. Δύσκολα ομιλώ.
Αλλ' αυτό είναι το υπόβαθρο επάνω στο οποίο έρχεται να αναπαύεται, να ριζώνει και να αυξάνει η ουράνια κλήση. Η κλίση που ζυμώνεται με δάκρυα και ποτίζεται με τον ιδρώτα και το αίμα της αυτοσυνειδησίας... Και μετά από αυτά έρχεται το “μη φοβού, από του νυν ανθρώπους έση ζωγρών”. Μη φοβάσαι, Πέτρο, από τη στιγμή αυτή δεν θα ψαρεύεις ιχθείς, αλλά θα αλιεύεις ανθρώπους. Και θα μας σημειώσουν οι ιεροί ερμηνευτές ότι το πλήθος των ιχθύων, ήταν τύπος τής μεγάλης άγρας των ανθρώπων και προμήνυμα του πολλού πλήθους όλων αυτών που θα σαγηνευθούν από το κήρυγμα των Αποστόλων. Εννοείται δε ότι ενώπιον της κλήσεως αυτής, όλα τ' άλλα όχι απλώς αποκτούν δευτερεύουσα σημασία, αλλά στην κυριολεξία χάνονται και εκμηδενίζονται. Έτσι τουλάχιστον θα πρέπει να συμβαίνει. Και ναι μεν ο κάθε πιστός έχει την γενική κλήση της αγιότητας, αλλά και την προσωπική του και ιδιαίτερη κλήση για να κατορθώσει τον σκοπό του. Το θέμα όμως είναι να έχουμε ανοιχτή την καρδιά και τους ορίζοντες ώστε δια της υπακοής να περάσουμε στην υπέρ φύση κατάσταση. Στην κατάσταση δηλ. η οποία μας αποκαλύπτει τι ακριβώς ζητά ο Ιησούς από εμάς. Ποια θα είναι η αποστολή μας και ποια η μέθοδος του σκοπού που είναι η πορεία προς το καθ' ομοίωσιν.
Το μόνο πάντως βέβαιον, αλλά και η μόνη ασφαλής οδός στο θέμα αυτό είναι η συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας.
Και όλα τ' άλλα; Όλα τ' άλλα ας τ' αφήσουμε στα χέρια του Μεγάλου Ψαρά που θέλει να μας σαγηνεύσει στο δίχτυ της χάριτος και να μας αξιώσει της επουρανίου Του Βασιλείας. Αμήν.
Πηγή: Θρησκευτικά
Ο Ιωάννης Καποδίστριας υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες. Ίσως αυτό ήταν και η αιτία που τόσο νωρίς, τόσο άδοξα και καταστροφικά για το έθνος κατέληξε στον τάφο. Από τη στιγμή που αποδέχτηκε να κυβερνήσει την ρημαγμένη καθόλα Ελλάδα, έθεσε όλο του το είναι στη διάθεση της Πατρίδας. Στο έργο του αυτό ήρθε αντιμέτωπος με ντόπια και ξένα συμφέροντα, τα οποία συνασπίστηκαν εναντίον του και εν πολλοίς συνεργάστηκαν στην δολοφονία του.
Ο Καποδίστριας, έχοντας να αντιπαλέψει χίλια μύρια προβλήματα , κατάφερε στα λιγότερα από τρία χρόνια της διακυβέρνησής του να αφήσει πίσω του ένα ιδιαίτερα πλούσιο έργο. Το έργο του όμως θα ανατρέπονταν εκ των έσω, με την παρέμβαση Βρετανών και Γάλλων.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν τελικά οι Μαυρομιχάληδες σκότωσαν τον Καποδίστρια – άποψη που τελευταία αμφισβητείται- οι ηθικοί αυτουργοί της δολοφονίας σίγουρα δεν ήταν Έλληνες. Ενδεικτική είναι η μαρτυρία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη: «Ανάθεμα τους Άγγλο – Γάλλους που ήταν η αιτία και εγώ να χάσω τους δικούς μου ανθρώπους και το Έθνος να χάσει έναν κυβερνήτη που δεν θα ματαβρεί. Το αίμα του με παιδεύει έως σήμερα».
Η απόφαση του Ιωάννη Καποδίστρια να προχωρήσει στη διανομή των Εθνικών Γαιών στους φτωχούς αγωνιστές, φαίνεται ότι αποτελούσε ένα ακόμα σημείο τριβής του Κυβερνήτη με τους Έλληνες προύχοντες και τους ξένους δανειστές, αφού η εθνικές γαίες αποτελούσαν το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο του ελληνικού κράτους και άρα εγγύηση για αποπληρωμή των επαχθών δανείων που είχαν χορηγηθεί στην Ελλάδα. Η Μάνη, απόλυτα ελεγχόμενη από τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη είχε στασιάσει κατά του Καποδίστρια και ετοίμαζε ένοπλα τμήματα. Ο Καποδίστριας συνέλαβε τον Πετρόμπεη, αλλά η κατάσταση επιδεινώθηκε από την εξέγερση της Ύδρας. Υπό την ηγεσία της οικογένειας Κουντουριώτη και την πολιτική καθοδήγηση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, οι Υδραίοι επαναστάτησαν, ζητώντας από τον Καποδίστρια να τους επιστρέψει τα χρήματα που είχαν ξοδέψει στον Αγώνα του 1821, κατέλαβαν τον ναύσταθμο του Πόρου, και με πρωτεργάτη τον Ανδρέα Μιαούλη, πυρπόλησαν πλοία του στόλου, ανάμεσά τους και τη την φρεγάτα «Ελλάς». Είναι απόλυτα τεκμηριωμένη η ενθάρρυνση, για να το θέσουμε επιεικώς, των στασιαστών από τις Μεγάλες Δυνάμεις, Βρετανία και Γαλλία. Ο μεν Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης υποστηριζόταν ανοικτά από τον Γάλλο πρέσβη, η δε οικογένεια Κουντουριώτη και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ήταν οι απόλυτοι εκφραστές των βρετανικών συμφερόντων στην Ελλάδα.
Ο ίδιος ο Καποδίστριας είχε γνώση για τους σχεδιασμούς των συγκεκριμένων ξένων δυνάμεων εναντίον του. Στις 31 Ιουλίου 1831, σε επιστολή του προς τον Γάλλο ναύαρχο Λαλαντέ έγραφε : «Εγώ δε, και τις δολοπλοκίες όλων σας τις εγνώριζα, αλλά έκρινα ότι δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να κόψω το νήμα της συνεργασίας μαζί σας, γιατί έδινα προτεραιότητα στην ανόρθωση και στην ανασυγκρότηση της Ελλάδος. Αν έκοβα τις σχέσεις με τις λεγόμενες προστάτιδες Δυνάμεις, τούτο θα ήταν εις βάρος της Ελλάδος και δεν ήθελα με κανένα τρόπο να προσθέσω βάρος και στη συνείδησή μου. Και άφησα τα πράγματα να λαλήσουν μόνα τους…». Δύο μήνες αργότερα έστειλε στον Έλληνα πρέσβη στο Παρίσι Αλέξανδρο Σούτσο επιστολή με την οποία του ζητούσε να προβεί σε σχετικά διαβήματα στη γαλλική κυβέρνηση, για την ανάμιξη των Γάλλων στις αντικυβερνητικές ενέργειες της Ύδρας και της Μάνης και για την ανοιχτή σύμπραξη και τη βοήθειά τους προς τους αντικυβερνητικούς, που ήταν μέλη του Αγγλικού και του Γαλλικού κόμματος.
Η δολοφονία του Καποδίστρια τελικά οργανώθηκε από τον Γάλλο πρέσβη Ρουάν και τον Βρετανό ομόλογό του Ντόκινς, που εκτελούσαν οδηγίες των κυβερνήσεών τους. Άλλωστε είχαν επιχειρήσει και προηγουμένως να σκοτώσουν τον Καποδίστρια, μέσω Μαυροκορδάτου! Ο Μαυροκορδάτος είχε τότε πληρώσει με 25.000 γρόσια τον καμαριέρη του Καποδίστρια, Νικολέτο, για να τον δηλητηριάσει. Αυτός όμως αν και αρχικά δέχτηκε, άλλαξε γνώμη και μάλιστα ενημέρωσε τον Καποδίστρια. Όταν η απόπειρα αυτή απέτυχε έσπασαν οι στάσεις σε Μάνη – με τη συνδρομή γαλλικών στρατευμάτων – και στην Ύδρα.
Ο αδερφός του Πετρόμπεη, Κωνσταντίνος, και ο ανιψιός του, Γεώργιος, μπήκαν κάτω από αστυνομική παρακολούθηση. Ο πολιτάρχης, όπως λεγόταν τότε ο αρχηγός της αστυνομίας, αντί να αλλάζει κάθε βδομάδα τους δύο χωροφύλακες συνοδούς των Μαυρομιχάληδων, όπως είχε εντολή, τους άφησε 40 μέρες. Έτσι έγιναν τελικά συνεργοί. Λίγες μέρες πριν από τη δολοφονία του Καποδίστρια, οι Μαυρομιχάληδες, μαζί με τους συνοδούς τους χωροφύλακες, αγόρασαν νέα όπλα από το οπλοπωλείο του Παξιμάδη, στο Ναυπλίου.
Την Παρασκευή, 25 Σεπτεμβρίου, μια ηλικιωμένη γυναίκα κατήγγειλε στην αστυνομία ότι άκουσε τους Κωνσταντίνο και Γεώργιο Μαυρομιχάλη να κουβεντιάζουν με τους δυο χωροφύλακες φρουρούς τους ότι έπρεπε να σκοτώσουν τον Καποδίστρια το Σάββατο, 26 Σεπτεμβρίου, μπροστά στην εκκλησία. Η αναφορά έφτασε στον αρχηγό της αστυνομίας, ο οποίος δεν αντέδρασε. Το Σάββατο όμως ο Καποδίστριας ήταν άρρωστος και δε βγήκε από το σπίτι. Έτσι η επιχείρηση αναβλήθηκε για την επομένη. Το επόμενο πρωί της 27ης Σεπτεμβρίου 1831, ο Ιωάννης Καποδίστριας βγήκε από το σπίτι του, στο Ναύπλιο, για να πάει στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος. Στα σκαλιά, τον πρόλαβαν οι Μαυρομιχάληδες και οι δύο χωροφύλακες. Τον πυροβόλησαν και οι τέσσερις. Ο Δημήτριος Κοκκινάκης στο βιβλίο του «Ποιοι σκότωσαν τον Καποδίστρια» θεωρεί ότι οι Μαυρομιχάληδες ήταν σαφώς παρόντες στη δολοφονία, συνέργησαν σε αυτή, αλλά δεν ήταν οι πραγματικοί δολοφόνοι.
Ο σχεδιασμός της δολοφονίας ανήκε μάλλον στον Γάλλο στρατηγό Ζεράντ, διοικητή τότε του τακτικού στρατού, με ανάμιξη και Ελλήνων αξιωματικών, όπως του λοχαγού Φώτιου Αγγελίδη. Δύο μήνες πριν από τη δολοφονία, οι αξιωματικοί του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος στην Πελοπόννησο στις μεταξύ τους συζητήσεις επιβεβαίωναν ότι πλησίαζε η ημέρα που θα «ξεφορτώνονταν» τον Καποδίστρια. Επίσης ενδεικτικές είναι και οι τελευταίες λέξεις του Κωνσταντίνου Μαυρομιχάλη, όπως τις μεταφέρει ο στρατηγός Κασομούλης στα απομνημονεύματά του. «Δεν φταίω εγώ στρατιώται, άλλοι με έβαλαν», κραύγασε ο Μαυρομιχάλης πριν πέσει νεκρός.
Η στάση δε του Γάλλου Πρέσβη Ρουάν , ο οποίος μετά τη δολοφονία έδωσε άσυλο στον Γεώργιο Μαυρομιχάλη και αρνήθηκε να τον παραδώσει στον φρούραρχο του Ναυπλίου, Πορτογάλο συνταγματάρχη Αλμέιδα, αποτελεί σαφή απόδειξη.
Η Γαλλία πάντως μέσω του πρέσβη και του στρατιωτική τους ακολούθου δεν έπαψε να υπερασπίζεται τους κατηγορούμενους. Ο στρατιωτικός ακόλουθος της Γαλλίας έφτασε στο σημείο να απειλήσει τους Έλληνες στρατοδίκες που δίκαζαν τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη και τους δύο αστυφύλακες συνεργούς του να μην τολμήσουν να τους καταδικάσουν.
Ο δε Βρετανός πρέσβης απείλησε με διακοπή διπλωματικών σχέσεων με την Ελλάδα αν η δεν σταματούσαν οι κινητοποιήσεις του λαού του Ναυπλίου, που θεωρούσε την Βρετανία συνυπεύθυνη για τον θάνατο του Κυβερνήτη. Αποκαλυπτική είναι και η μαρτυρία του Ρώσου πρέσβη Ριμποπιέρ, ο οποίος στην έκθεσή του για τη δολοφονία έγραψε : « …ουδεμία αμφιβολία διατηρώ ότι η δολοφονική χειρ εξοπλίσθη παρά της Αγγλίας …». Άλλη απόδειξη; Ακόμη και σήμερα τα βρετανικά αρχεία, τα σχετικά με τη δολοφονία του Καποδίστρια παραμένουν κλειστά !
Πηγή: olympia.gr
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...