Η δράση της Ιεράς Εξέτασης ανάγκασε τους Βάλδιους να προσαρμόσουν τον χαρακτήρα της αίρεσής τους. Κατά την διάρκεια της Αλβιγηνικής εκστρατείας απολάμβαναν ένα είδος ανοχής για δύο λόγους. Πρώτον, κύριος στόχος των παπικών ήταν οι Καθαροί. Οι εκκλησιαστικοί και κοσμικοί παράγοντες είχαν στραμμένη την προσοχή τους σε αυτούς. Δεύτερον, οι Βάλδιοι είχαν διαμορφώσει το κήρυγμά τους κατάλληλα για την αντιμετώπιση της διδασκαλίας των Καθαρών επίσης, εφόσον κινούνταν στις ίδιες περιοχές, οπότε δεν έδιναν την πρόφαση στους «σταυροφόρους» να τους κυνηγήσουν.
8.3 ΟΙ ΒΑΛΔΙΟΙ
Β’ Μέρος – Βάλδιοι και Ιερά Εξέταση: Ο ΙΓ’ αιώνας
8.3.1 Η αναγνώριση των Βάλδιων από την Ιερά Εξέταση
Η δράση της Ιεράς Εξέτασης ανάγκασε τους Βάλδιους να προσαρμόσουν τον χαρακτήρα της αίρεσής τους. Κατά την διάρκεια της Αλβιγηνικής εκστρατείας απολάμβαναν ένα είδος ανοχής για δύο λόγους. Πρώτον, κύριος στόχος των παπικών ήταν οι Καθαροί. Οι εκκλησιαστικοί και κοσμικοί παράγοντες είχαν στραμμένη την προσοχή τους σε αυτούς. Δεύτερον, οι Βάλδιοι είχαν διαμορφώσει το κήρυγμά τους κατάλληλα για την αντιμετώπιση της διδασκαλίας των Καθαρών επίσης, εφόσον κινούνταν στις ίδιες περιοχές, οπότε δεν έδιναν την πρόφαση στους «σταυροφόρους» να τους κυνηγήσουν.
Η κατάσταση άλλαξε μετά το 1230 και την εμφάνιση της Ιεράς Εξέτασης. Ο νέος εκκλησιαστικός θεσμός δεν είχε ως στόχο του μόνο τους Καθαρούς, αλλά όλους τους αιρετικούς. Ταυτόχρονα απαιτούσε από όλους τους Χριστιανούς, τους οποίους θεωρούσε νόμιμα δεσμευμένους απέναντι στην παπική «εκκλησία» δια του βαπτίσματος, να συμμερίζονται τους σκοπούς της και να συνδράμουν στο έργο της. Σε σχέση, λοιπόν, με τους Βάλδιους πρώτος στόχος της Ιεράς Εξέτασης ήταν η ενημέρωση των πιστών για τον αιρετικό χαρακτήρα των πλανόδιων κηρύκων.
Οι Βάλδιοι ήταν αιρετικοί. Ποιοι ήταν, όμως, Βάλδιοι; Μέχρι την εμφάνιση της Ιεράς Εξέτασης, Βάλδιοι ήταν οι πλανόδιοι κήρυκες. Η σέκτα ήταν περιορισμένη στον μικρό αριθμό αυτών. Με τον επίσημο χαρακτηρισμό τους ως αιρετικών, αυτόματα ονομάστηκαν αιρετικοί και όσοι ήταν πρόθυμοι να τους ακούσουν ή να τους υποστηρίξουν. Με την νέα κατηγοριοποίηση ο αριθμός τους αυξήθηκε κατ’ επέκταση. Εκτός των κηρύκων, στους Βάλδιους συγκαταλέχθηκαν και όλοι αυτοί, οι οποίοι αποτελούσαν το σύστημα υποστήριξής τους· όσοι τους φιλοξενούσαν στα σπίτια τους, τους παρείχαν τροφή και άνεση, κάλυπταν την δραστηριότητά τους και το πιο σημαντικό από όλα, οργάνωναν συγκεντρώσεις για την διάδοση του κηρύγματος και της αίρεσης. Αυτοί οι ίδιοι ρύθμιζαν και την ροή της πληροφορίας προς τους ανακριτές, παραπλανώντας τους.
Στο θέμα της συγκάλυψης και της μυστικότητας, οι Βάλδιοι ήταν πιο επιτυχημένοι από τις άλλες αιρέσεις. Μπορούσαν να διατηρούν τον παπικό τρόπο εκκλησιαστικής ζωής, χωρίς να έχουν εσωτερικές ιδεολογικές συγκρούσεις. Ο κύκλος υποστήριξης των κηρύκων, λαϊκοί συζευγμένοι με εμφανή ευσέβεια, μπορούσε ν’ αυξάνει ατελείωτα, χωρίς να κινεί υποψίες. Δεν υπήρχε κάτι στην ζωή τους που να τους διακρίνει από την υπόλοιπη ενορία. Ήταν πολύ δύσκολο για τους ιεροεξεταστές ν’ ανακαλύψουν τους Βάλδιους. Η διδασκαλία τους, ακόμη και στις περιπτώσεις, όπου κυριαρχούσε ο δονατισμός, δεν καλούσε σε αποκοπή από τον παπισμό. Ειδικά στην περίπτωση των Φτωχών της Λυών, ο αντικληρισμός δεν έγινε εμφανής πριν το τέλος του ΙΓ’ αι[1].
8.3.2 Η προσαρμογή των αιρετικών στα νέα δεδομένα
Το μόνο διακριτικό, που μπορούσε να οδηγήσει στην ανακάλυψη των Βάλδιων, ήταν το δημόσιο κήρυγμα. Αυτό εξέλιπε με την εμφάνιση της Ιεράς Εξέτασης. Το διάστημα 1241-2 η δράση του ιεροεξεταστή Pierre Seila την περιοχή του Montauban, έφερε στο φως κάποια από τα λιγοστά στοιχεία που υπάρχουν ακόμη και σήμερα για την αίρεση. Τέσσερις μαρτυρίες δείχνουν ότι το δημόσιο κήρυγμα σταμάτησε με την έναρξη της δράσης των πρώτων ανακριτών.
Κάποιος Raymond Hugues, ανακρινόμενος το 1244 δήλωσε ότι περίπου σαράντα χρόνια πριν είχε ακούσει Βάλδιους να κηρύττουν στην εκκλησία της Aiguesvives μετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου, μπροστά στο εκκλησίασμα. Το 1243, κάποιος Arnaud Combarieu ισχυρίστηκε ότι είκοσι χρόνια πριν είχε δει Βάλδιους να κυκλοφορούν στους δρόμους του Montauban. Την ίδια χρονιά ένας ιππότης, ο Sais του Montesqieu, δήλωσε ενώπιον των ανακριτών, ότι δεκαέξι χρόνια πριν, καθώς πλησίαζε στην Lacroisille, κοντά στην Puylaurens, συνάντησε στην πύλη της πόλης μια ομάδα ανθρώπων μαζί με τον εφημέριο της ενορίας. Όταν τους ρώτησε τι κάνουν συγκεντρωμένοι εκεί, του απάντησαν ότι μιλούσε ένας Βάλδιος και τον άκουγαν. Κάποια Περεγρίνα, πρώην υπηρέτρια της κόμισσας της Τουλούζης, ομολόγησε στον ανακριτή ότι είχε δώσει τροφή σε τέσσερις Βάλδιους μετά τον θερισμό, στην οικία του P. Ortola, πεθαμένου από καιρό. Αλλά δικαιολογήθηκε ότι τότε οι Βάλδιοι δεν θεωρούνταν αιρετικοί. Όταν ο ανακριτής την ρώτησε για την χρονολογία του συμβάντος, απάντησε ότι πρέπει να είχε γίνει πριν δεκαπέντε ή δεκαέξι χρόνια[2].
Οι παραπάνω μαρτυρίες δείχνουν την ανησυχία του κόσμου εξαιτίας του γεγονότος της αιρετικής δράσης ανθρώπων, τους οποίους τους θεωρούσαν αξιοσέβαστους. Επίσης αποκαλύπτουν ότι το 1204, κατά την πρώτη μαρτυρία, είκοσι χρόνια μετά την Βερόνα, και το 1223, 1227 και 1228, κατά τις υπόλοιπες, δηλαδή πολλά χρόνια μετά την τέταρτη σύνοδο του Λατερανού, οι Βάλδιοι εξακολουθούσαν να μιλούν δημόσια, παρά την επίσημη καταδίκη τους[3].
Μετά το 1230 το δημόσιο κήρυγμα εγκαταλείφθηκε. Ο μόνος τρόπος για να γνωρίσει κάποιος ένα Βάλδιο κήρυκα ήταν μέσω φίλου, μέσω του κύκλου υποστήριξης και εφόσον είχε διαπιστωθεί ότι δεν θ’ αποτελούσε κίνδυνο για να εκτεθεί. Λόγω της σπανιότητας των πηγών, πρέπει ν’ ανατρέξει κανείς σε μια ομολογία του 1327 για να μάθει πώς γινόταν η επαφή ενός καινούργιου μέλους με τους κήρυκες. Κάποια χήρα στην επαρχία της Castres δέχθηκε κάποια στιγμή την επίσκεψη ενός γείτονα. Αυτός της είπε:
› Αν επιθυμείς να πιστέψεις κάποιο καλό άνθρωπο, τον οποίο φιλοξενώ στο σπίτι και να τον ακούσεις να κηρύττει και να λέει καλά λόγια, είμαι σίγουρος ότι θα ευχαριστηθείς πολύ.
Η χήρα ζήτησε να μάθει περισσότερα.
› Είναι καλός και δίκαιος άνθρωπος,
της απάντησε ο γείτονας.
› Δεν τολμά να εμφανιστεί δημόσια, διότι είναι ένας από αυτούς που διώκονται από την εκκλησία.
Η γυναίκα πήγε και συνάντησε δύο ανθρώπους και τους άκουσε να μιλούν αλλά δεν είδε τα πρόσωπά τους. Τους άκουσε να λένε καλά λόγια, αλλά τίποτα ενάντιο στην πίστη, κατά την δήλωσή της[4].
Ο παλιός τρόπος στρατολόγησης νέων μελών είχε αλλάξει. Εκείνο που ενδιέφερε δεν ήταν η μαζική επέκταση της αίρεσης, αλλά η ασφαλής. Βλέπουμε ότι ακόμη και στην περίπτωση που υπήρχε ενδιαφέρον, λαμβάνονταν προφυλάξεις. Η χήρα δεν είδε τα πρόσωπα των ομιλητών. Η χήρα ήταν γνωστή στον κύκλο υποστήριξης και είχε γίνει η εκτίμηση ότι η προσέγγισή της δεν θα έθετε σε κίνδυνο την ομάδα. Η επιτυχία όλης αυτής της μυστικότητας φαίνεται από την σπανιότητα της αποκάλυψης τέτοιων δικτύων υποστήριξης τον ΙΓ’ αι.
Πώς μπορούσε να φτάσει η Ιερά Εξέταση σε έναν τέτοιο πυρήνα και να τον ξεσκεπάσει; Μέσω της εξομολόγησης ή για την ακρίβεια μέσω τα αποχής από την εξομολόγηση. Και θα εξηγήσουμε αμέσως το γιατί. Η Δ’ Σύνοδος του Λατερανού είχε αποφασίσει ότι οι πιστοί έπρεπε να εξομολογούνται τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής[5]. Η διάταξη εφαρμόστηκε αμέσως από τους Βάλδιους, με την διαφορά ότι δεν εξομολογούνταν στον ιερέα της ενορίας ή στους ιερομονάχους της περιοχής τους ή τους επισκέπτες αδελφούς των παπικών ταγμάτων. Εξομολογούνταν μόνο στους πλανόδιους Βάλδιους κήρυκες[6]. Το ότι η παρεκτροπή αυτή επικράτησε στους Βάλδιους αμέσως μετά την Σύνοδο του Λατερανού του 1215 δείχνει ότι δεν πρόκειται για αντίμετρο στις διώξεις της Ιεράς Εξέτασης. Πάντως, αποδείχθηκε πολύ χρήσιμο στους αιρετικούς, διότι έτσι αποσοβούνταν ο κίνδυνος της αποκάλυψης μέσω της εξομολόγησης, δεδομένου ότι δεν υπήρχε ανοικτή αντίρρηση στους τρόπους της παπικής «εκκλησίας». Συνεπώς οι Βάλδιοι κάλυπταν με αυτό τον τρόπο τα νώτα τους χωρίς να φαίνονται αντιρρησίες στα μάτια των αφελών. Κι όμως, αυτό δείχνει ότι σφετερίζονταν αλλότρια αρμοδιότητα.
Οι παπικές αρχές άργησαν ν’ αντιληφθούν τι γινόταν πίσω από την πλάτη τους. Από την στιγμή που ενημερώθηκαν, η μη συμμετοχή κάποιου στην εξομολόγηση σε κάποιον εξουσιοδοτημένο γι’ αυτήν παπικό έγειρε υποψίες. Ωστόσο δεν μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι για την εις βάθος εξέταση των περιπτώσεων[7]. Για να μην εγείρονται υποψίες, οι Βάλδιοι επέτρεπαν και την εξομολόγηση της Τεσσαρακοστής στον ενοριακό ιερέα, θεωρώντας ότι αυτή η τακτική θα τους υπενθύμιζε την διαφορά τους από τον υπόλοιπο πληθυσμό.
Μέσα στην λογική της συγκάλυψης της δραστηριότητάς τους και πάντα σε αρμονία με την άρνηση εργασίας, οι περιπλανώμενοι Βάλδιοι υιοθέτησαν την άσκηση της ιατρικής. Έτσι, δικαιολογούσαν τα ταξίδια τους στα μάτια του σκεπτικιστή παρατηρητή. Επίσης, όταν ένας πιστός τούς καλούσε ζητώντας τις υπηρεσίες τους, κάλυπταν την ιδιότητα του πάστορα με αυτήν του θεραπευτή[8]. Στα αρχεία του ιεροεξεταστή Pierre Seila αναφέρονται πέντε τέτοιες περιπτώσεις[9]. Οι σύγχρονες παραστάσεις με θεατρικής εκτέλεσης ψευτοθεραπείες στις θρησκευτικές συνάξεις ορισμένων σεκτών, ίσως να έχουν εδώ την αρχή τους.
Το ότι τελικά οι Βάλδιοι είχαν πάστορες ακόμη και σε πρώιμη περίοδο αποκαλύπτεται, παρά την προσπάθεια συγκάλυψης πίσω από την φτώχεια των πηγών, από τις ομολογίες κάποιων μετανοημένων Βάλδιων, των ‘Johannes de Montel’, και ‘Elias B. de Fiac’, στον επίσκοπο της Valence-d’ Albigeois στην Languedoc. Αυτοί οι τρεις αποκάλυψαν μια σκανδαλιστική εικόνα της αίρεσης, την οποία εγκατέλειψαν. Ανέφεραν ότι οι Βάλδιοι διενεργούσαν Ευχαριστίες σε ακαθόριστο χρόνο, εξομολογούνταν μεταξύ τους, εξέλεγαν επισκόπους, επέτρεπαν σε αμόρφωτους να κηρύττουν, ακόμη και σε γυναίκες, και μεταξύ τους φανέρωναν το μίσος τους για την παπική «εκκλησία». Βάπτιζαν ή αναβάπτιζαν εαυτούς και αλλήλους, δεν παραδέχονταν τις νηστείες, καλούσαν σε αποχή από τον όρκο, αν και οι ίδιοι ορκίζονταν συνεχώς, παραβαίνοντας τους όρκους τους. Κατηγόρησαν, μάλιστα κάποια Μαρία της Ναρβόννης, ότι είχε σαρκικές επαφές με τέσσερις κήρυκες[10].
Οι κατηγορίες των μετανοημένων Βάλδιων δεν στερούνται ακρίβειας, ακόμη και αν το θέμα των σαρκικών επαφών ληφθεί ως υπερβολή. Ειπώθηκε ότι οι γυναίκες της αίρεσης είχαν ενεργό ρόλο στο κήρυγμα και συμμετείχαν στις πλανόδιες ομάδες. Πηγές δείχνουν ότι και μετά τα μέσα του ΙΓ’ αι. ο ρόλος αυτός παρέμενε σε ισχύ. Κάποια Geralda φιλοξενήθηκε από ένα μέλος της σέκτας στο Montauban[11]· οι Raymunda de Balinis και Alazais Calosa ανακαλύφθηκαν στην Ναρβόννη και το σπίτι που τις φιλοξένησε παραδόθηκε στις φλόγες[12]· οι Arnalda και Bona Domina συνελήφθησαν στην Castres το 1239 και η μια εκτελέστηκε ενώ η άλλη μετανόησε[13]. Μόλις το 1300 εγκαταλείφτηκε η συμμετοχή των γυναικών στις περιπλανώμενες ομάδες.
Οι παραπάνω ομολογίες δεν είναι οι μοναδικές που αναφέρονται στα πραγματικά αισθήματα των Βάλδιων απέναντι στην εκκλησία και τους ιερείς. Ανάλογη περιγραφή υπάρχει και στον Étienne de Bourbon. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα που έβγαλε ως ιεροεξεταστής από τις ανακρίσεις Βάλδιων, αυτοί αρνούνταν οποιαδήποτε πνευματική αξία στις ιεροπραξίες κακού ιερέα, ενώ αναγνώριζαν ανάλογη αρμοδιότητα σε λαϊκούς. Απέρριπταν πολλές από τις ακολουθίες του παπισμού κι έτρεφαν αντικληρικαλιστικά αισθήματα[14]. Από αυτή την περιγραφή γίνεται κατανοητό ότι οι διώξεις εκ μέρους της Ιεράς Εξέτασης είχαν απαλύνει τις διαφορές μεταξύ των Λυωνιστών και των Λομβαρδών Βάλδιων.
Οι Βάλδιοι της Languedoc είχαν μια χαρακτηριστική τελετή, η οποία δεν επικράτησε στις ομάδες άλλων περιοχών. Μερικές ομολογίες μιλούν για την ευλογία άρτου και ιχθύος, τα οποία στην συνέχεια κατανάλωναν κατά την Μεγάλη Πέμπτη[15]. Στα αρχεία των ανακρίσεων από τον Pierre Seila υπάρχουν όμοιες ομολογίες με την προσθήκη της ευλογίας του οίνου[16]. Τα μέλη μπορούσαν να πάρουν τον άρτο στο σπίτι τους και να τον καταναλώσουν εκεί[17]. Η τελετή αυτή επέζησε μέχρι το 1300 ως είδος μυστικού δείπνου μόνο για τους κήρυκες[18].
Η συνάντηση των κηρύκων με τους πιστούς υποστηρικτές ξεκινούσε με το «ασπασμό της ειρήνης[19]». Στην συνέχεια οι πιστοί φιλοξενούσαν τους πλανόδιους «αδελφούς» στις οικίες τους για μερικές ημέρες. Τους έδιναν δώρα, τροφή, χρήματα ή ρούχα για το καλωσόρισμα. Στην συνέχεια συνεστιάζονταν και άκουγαν το κήρυγμά τους. Δεν αναφέρεται τυπικό τιμητικής προσκύνησης των «αδελφών» από τους πιστούς, όπως στην περίπτωση των Καθαρών. Υπάρχει, βέβαια, μια μαρτυρία, κατά την οποία ‘Pana’ αγαπούσε τον ‘Petrus de Vallibus’, τον αιρεσιάρχη, ως άγγελο του Θεού[20].
8.3.3 Η εξάπλωση της αίρεσης
Από τα στοιχεία που προκύπτουν από τις πηγές, εξάπλωση της αίρεσης έγινε στην Νότια Γαλλία με ταχείς ρυθμούς το πρώτο μισό του ΙΓ’ αι. Από τα Πυρηναία και την Ναρβόννη, όπως δείχνει η περίπτωση του Durand de Huesca, προς την Τουλούζη, το Montauban και το Quercy. Νοτιοανατολικά, στο Montpellier, την Nîmes, την Αβινιόν μέχρι την Προβηγκία. Στην συνέχεια βορειότερα στην Βουργουνδία. Οι κήρυκες μπορεί να ταξίδεψαν μακρύτερα, αλλά δεν είχαν πάντα θετικά αποτελέσματα. Στην περιοχή του Montauban, όπως φαίνεται από τα αρχεία του Pierre Seila το 1241-2 και των Bernard de Caux & Jean de St. Pierre το 1245-6, πολυπληθείς εστίες υπήρχαν επίσης στις περιοχές Gourdon και Montcucq και σποραδικές περιπτώσεις εντοπίστηκαν στις πόλεις Beaucaire, Sauveterre, Moissac και Castelnau.
Οι επόμενες πληροφορίες για τους Βάλδιους της Οξιτανίας προέρχονται από τις αρχές του ΙΔ’, αλλά αναφέρονται και σε παλαιότερες εποχές. Το 1310 ιεροεξεταστές με έδρα την Τουλούζη διέταξαν την σύλληψη και κράτηση κάποιων Βάλδιων της Γασκώνης, οι οποίοι ήταν μετανάστες από την Βουργουνδία[21]. Η μετοίκηση στον νέο τόπο εγκατάστασης είχε γίνει κάποιες δεκαετίας πρωτύτερα. Στην δεκαετία που ακολούθησε συνελήφθησαν και δικάστηκαν αρκετοί κάτοικοι της περιοχής. Εστίες Βάλδιων ανακαλύφθηκαν στην Auch, δυτικά της Τουλούζης, και μικρότεροι αριθμοί στην επαρχία Rodez, όπως και στην Rouergue. Σ’ αυτήν την περιοχή έδρασαν δύο γνωστοί από τα κεφάλαια για τους Καθαρούς ιεροεξεταστές, ο Bernard Gui και ο Jacques Fournier, επίσκοπος Pamiers και μετέπειτα πάπας Βενέδικτος ΧΙΙ (1334-1342), στην Αβινιόν. Τα αρχεία από τις δίκες συγκεντρώθηκαν από τον Ολλανδό Philips van Limborch και εκδόθηκαν ως παράρτημα («Ποινολόγιο - Liber sententiarum») στην «Ιστορία της Ιεράς Εξέτασης» του ιδίου το 1692[22].
Ως τόπος γέννησης πολλών από τους καταδικασμένους φέρονται στα έγγραφα, χωριά της επαρχίας Besançon. Ωστόσο, αυτοί ήταν Βάσκοι δεύτερης γενιάς και οι γονείς τους, προερχόμενοι από την Βουργουνδία, είχαν εγκατασταθεί εκεί την περίοδο 1280-1290[23]. Πολλοί από αυτούς δήλωσαν ότι είχαν εγκαταλείψει την Βουργουνδία, εξαιτίας των διωγμών των Βάλδιων εκεί, από τον ιεροεξεταστή Fra Guy de Reims[24]. Ακόμη και όσοι δεν κατάγονταν από την Βουργουνδία συνδέονταν μαζί τους με επιγαμίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι σ’ αυτή την περίπτωση οι Βάλδιοι έκαναν κλειστούς γάμους, μόνο με μέλη της αίρεσης και επίκεντρο τα χωριά Mazères, Castelnau-Barbarens, Lartigue, Marciac, St-Gaudens, Mirande, Bars & St. Jean-le-Comtal (επαρχία Auch) και Alzon, μεταξύ του Montpellier και Millau, στην επαρχία της Rodez[25].
Αυτό που προκύπτει από τα παραπάνω σχετικά με την εξάπλωση της αίρεσης, είναι ότι έχουμε μαζική μετανάστευση από μια περιοχή σε μια άλλη, εξαιτίας των διώξεων του παπισμού. Παρόμοιες μετακινήσεις συνέβησαν αργότερα από τις Άλπεις προς την Προβηγκία και από κει προς Καλαβρία και Απουλία.
Μέσα από την εξέταση των καταθέσεων βλέπουμε ότι οι Βάλδιοι αυτοαποκαλούνται «αδελφοί»[26]. Ο παπικός κλήρος αποκαλείται «εθνικοί», και είναι αυτοί που τους ονόμασαν «Φτωχούς της Λυών»[27]. Στις ομάδες αυτές εμφανίζονται άτομα με πρωτεύοντα ρόλο και προέρχονται από την τάξη των κηρύκων. Από τους πρώτους αρχηγούς που έφτασαν από την Βουργουνδία ήταν ο Jean de Grandvaux, περίπου 1275[28]. Τέτοιοι ήταν επίσης οι Étienne Porchier από την Lons-le-Saulnier και Étienne Bordet[29]. Μεταγενέστερος εμφανίζεται κάποιος Cristinus Maynes (ίσως από Maine), τον οποίο ονομάζουν αγράμματο[30]. Οι κήρυκες ονομάζονται σε κάποιες περιπτώσεις και Τέλειοι, πιθανότατα ως δάνειο είτε από μπέρδεμα με τους Καθαρούς. Για παράδειγμα ο Jean Canoat, ήταν ‘Valdensis perfectus’[31]. Στην ίδια συλλογή αναφέρεται μόνο μια γυναίκα κήρυκας, η Raymonde de Castres[32], οπότε συμπεραίνεται ότι η συμμετοχή γυναικών σε αυτή την τάξη τείνει να εκλείψει.
Κάποιοι μάρτυρες ονομάζουν τους κήρυκες ως ‘clerici[33]’. Η λέξη τoν Μεσαίωνα είχε διπλή σημασία· σήμαινε είτε τον κληρικό, είτε τον εγγράμματο[34]. Δεν είναι ξεκάθαρο με ποια έννοια χρησιμοποιείται. Αν χρησιμοποιείται με την έννοια του κληρικού, τότε αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι υπήρχαν Βάλδιοι που διήγαν διπλή ζωή. Αυτό θα φανεί καθαρότερα στην επόμενη περίπτωση. Αν χρησιμοποιείται με την έννοια του εγγράμματου, τότε αναλογικά με τους υπόλοιπους κατονομασμένους κήρυκες, οι τέσσερις περιπτώσεις των ‘clerici’ δείχνουν ότι ακόμη και στις αρχές του ΙΔ’ αι. η τάξη των κηρύκων ήταν στην συντριπτική της πλειοψηφία αγράμματοι άνθρωποι.
Στις ομολογίες αυτές βρίσκεται η ιστορία του Jean Philibert de St-Sauver, ο οποίος ήταν ιερέας στην Βουργουνδία. Περί το 1283 εστάλη από την Βουργουνδία στην Γασκώνη, να ψάξει κάποιον φυγά Βάλδιο. Εκεί ήρθε σε επαφή μαζί τους κι έγινε φίλος τους. Μετά από μια σύντομη επίσκεψη στην Βουργουνδία εγκαταστάθηκε μόνιμα στην επαρχία Auch. Αρχηγός των ομάδων εκεί ήταν ο προαναφερθείς Cristinus. Αυτός του πρότεινε να γίνει Βάλδιος κήρυκας. Ο Jean Philibert δέχθηκε. Το 1298 ανακρίθηκε από τον ιεροεξεταστή Guy της Ρεμ. Αρνήθηκε να ορκιστεί και φυλακίστηκε για κάποιο διάστημα στον Άγιο Λαυρέντιο της Grandvaux, κοντά στην Besançon. Αργότερα δέχθηκε να ορκιστεί, αποκήρυξε την αίρεση και αφέθηκε ελεύθερος. Η μετάνοιά του δεν ήταν ειλικρινής. Γύρισε στην Γασκώνη ως παπικός ιερέας, αλλά εξακολουθούσε να έχει κρυφές σχέσεις με τους Βάλδιους. Συνελήφθη πάλι το 1311 και εξετάστηκε από τους ανακριτές της Τουλούζης. Καθαιρέθηκε και αναθεματίστηκε οκτώ χρόνια αργότερα[35].
Στις ομάδες της Γασκώνης η εξομολόγηση γινόταν μόνο στον πάστορα της σέκτας τακτικά. Οι εξομολογούμενοι λάμβαναν από αυτόν το κανονικό επιτίμιο. Η πλειοψηφία των συλληφθέντων ομολόγησε ότι εξομολογούνταν με αυτόν τον τρόπο. Την εξομολόγηση άκουγαν οι παλαιότεροι και αιδεσιμότεροι των «αδελφών». Κάποια Pierrette ‘la Crestiana’, εξομολογούνταν σ’ αυτούς επί δεκατέσσερα έτη[36]. Κάποιος Pierre Aymon από την Alzon εξομολογούνταν στους Βάλδιους πάστορες επί σαράντα πέντε έτη[37] (η ομολογία χρονολογείται το 1320). Η ίδια Pierrette κατονόμασε 12 Βάλδιους πάστορες, τους οποίους είχε γνωρίσει προσωπικά. Όπως αναφέρθηκε αλλού, και σ’ αυτές τις περιπτώσεις επιτρεπόταν η εξομολόγηση σε παπικό, όχι ουσιαστικά, αλλά για τα προσχήματα. Ήταν σημαντικό για την επιβίωση της αίρεσης, να μην αναφέρονται σ’ αυτήν στις εξομολογήσεις τους. Ο Helyas Garin της Alzon ήταν αδελφός ενός πάστορα εξομολογητή, του HUguet. Εξομολογούνταν τακτικά και στον εφημέριο της ενορίας του, φροντίζοντας επιμελώς να μην αποκαλύπτει στοιχεία για τις σχέσεις του με τους Βάλδιους[38].
Αυτό που προκύπτει από την εξέταση των στοιχείων της περιόδου είναι η ανάπτυξη κάποιας «εκκλησιαστικής» δομής στην σέκτα. Οι πάστορες φρόντιζαν ν’ ακούν την εξομολόγηση των ακολούθων τους, να ορίζουν επιτίμια, να διδάσκουν το Ευαγγέλιο, το οποίο στις περισσότερες των περιπτώσεων γνώριζαν απ’ έξω, όχι ολόκληρο και ως έτυχε, αλλά τα ευαγγελικά αναγνώσματα των Κυριακών στην καθομιλουμένη, όχι στα λατινικά. Σημαντικό είναι να πούμε ότι οι ίδιοι οι πάστορες διαμόρφωναν και τα πρότυπα ηθικής. Υπάρχει μία τάση υποκατάστασης της παπικής «εκκλησίας». Υπάρχουν επίσης αντικληρικαλιστικά αισθήματα. Δεν εκφράζονταν, όμως, πάντα. Είναι εμφανής η προσπάθεια να καθησυχάζεται το κοινό, ότι πρόκειται για «εκκλησιαστικό» ή «παραεκκλησιαστικό» σχήμα, στα μάτια των αφελών. Για παράδειγμα, η Agnes de na Bernarda είχε σχέσεις με τους Βάλδιους επί επταετία. Όταν έμαθε ότι ο παραπάνω αναφερθείς Huguet Garin της Alzon καταδικάστηκε και κάηκε ως αιρετικός, τους εγκατέλειψε, λέγοντας ότι την ξεγελάσανε[39]. Το ίδιο και ο Gerald, ο γιος του Formont, ο οποίος θεωρούσε τους Βάλδιους ‘καλούς ανθρώπους’ μέχρι την στιγμή που έμαθε ότι τους αναζητούν οι ιεροεξεταστές[40].
Η ρητορεία των Βάλδιων για την αιτιολόγηση της ύπαρξής τους στους απλούς ανθρώπους, ήταν απλή και αφελής. Οι πάστορες καταφέρονταν εναντίον του κλήρου σε σχέση με το κήρυγμα και την Αγία Γραφή. Έλεγαν, λοιπόν, ότι ο παπικός κλήρος κρατούσε το λαό εσκεμμένα σε άγνοια, όσον αφορά την γνώση της Αγίας Γραφής και του θείου νόμου, με σκοπό να εξασφαλίζουν την εξουσία τους επί του ποιμνίου. Σ’ αυτό συμπλήρωναν με κακεντρέχεια, ότι αν ο κλήρος έδινε την Αγία Γραφή στον κόσμο θα ήταν λιγότερο πλούσιος. Αυτά βεβαιώνονται από ομολογίες, όπως της Jacqueta, χήρας του Philipot στο Combe-Rotgier[41].
Αιτία της αποκάλυψης των δραστηριοτήτων των Βάλδιων σε αυτή την περίπτωση ήταν η σύλληψη του Huguet Garin της Alzon. Αυτός γεννήθηκε σε οικογένεια Βάλδιων και ανατράφηκε για να γίνει πάστορας, από τους γονείς του Guillaume και Helys. Η εκπαίδευσή του ανατέθηκε στον Barthélemi de Cajarc, με τον οποίο ταξίδευε, ως ακόλουθος του πλανόδιου κήρυκα. Ο Huguet Garin ήταν υπεύθυνος για τον προσηλυτισμό φίλων και συγγενών στην Alzon. Η σύλληψη κι εκτέλεσή του στην Αβινιόν, παπική έδρα της εποχής, οδήγησε στο ξεσκέπασμα και των υπολοίπων μελών και τις δίκες της Τουλούζης. Μετά τα γεγονότα, οι Βάλδιοι και κυρίως οι Βουργουνδοί Βάλδιοι εξαφανίζονται από το προσκήνιο, περνούν στην αφάνεια, όπως συνέβη και με τις ομάδες των Βάλδιων της Languedoc του προηγούμενου αιώνα. Αναγκαστικά, πρέπει να περιμένουμε την ολοκλήρωση των ερευνών κάποιου άλλου ιεροεξεταστή, για να ρίξουμε μια ματιά στην σκοτεινή τους ιστορία.
8.3.4 Οι Βάλδιοι στην Pamiers. Η εμφάνιση του Οικουμενισμού
O Jacques Fournier, επίσκοπος Pamiers και μετέπειτα πάπας Βενέδικτος ΧΙΙ, έδρασε ως ιεροεξεταστής στην επαρχία του την περίοδο 1318-1325. Τα αρχεία των ανακρίσεων που διενεργήθηκαν από αυτόν[42], αποτελούν πηγή για την εξέταση του Καθαρισμού στην περιοχή του Montaillou και δευτερευόντως για την μελέτη μιας μικρής κοινότητας Βάλδιων, με αρχηγό τον Raymond de Sainte-Foy, από την La Côte-St-André στην Isère. Ο Raymond συνελήφθη μαζί με την γυναίκα που τον φρόντιζε, την Agnes Francou, και ένα ακόμη ζευγάρι, τον Jean Fustier και την Huguette de Vienne[43].
Όταν συνελήφθη ο Raymond ήταν κοντά στα σαράντα του χρόνια. Δήλωσε διάκονος, αλλά όπως αποδείχθηκε στην συνέχεια δεν ανήκε στην παπική «εκκλησία». Ήταν μορφωμένος και μάλιστα θεολογικά κατηρτισμένος, αφού είχε σπουδάσει στην σχολή (stadium) των Φραγκισκανών στο Montpellier[44]. Ήταν διάκονος ενός κοινοβίου με μέλη αυτούς που συνελήφθηκαν μαζί του. Το κοινόβιο δεν ήταν αυτοκέφαλο. Οι διάκονοι εκεί, όπως ο Raymond ανήκαν σε μια ιεραρχία. Πάνω από τους διακόνους ήταν οι ιερείς και πάνω από αυτούς ένας ‘majoralis’. Τον τίτλο κατείχε ο Ιωάννης της Λωρραίνης (Jean de Lorraine), από το 1300[45]. Οι διάκονοι είχαν υποχρέωση να παρέχουν εξυπηρετήσεις στους ιερείς. Αρχηγός της κοινότητας ήταν ο ‘majoralis’, ο οποίος χειροτονούσε τους ιερείς και τους διακόνους. Στο κοινόβιο επικρατούσε αγαμία. Παντρεμένα ζευγάρια ή χήρες με παιδιά δεν γίνονταν δεκτοί.
Η κοινότητα ανήκε στην αίρεση των Βάλδιων, αν και εμφανίζει κάποια ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά. Ο Jean de Lorraine, o Jean de Châlon[46] και ο Jean de Grandvaux[47] είναι πιθανότατα το ίδιο πρόσωπο. Ο Raymond γνώριζε τον Cristinus, ο οποίος ανέλαβε ‘majoralis’ μετά τον Ιωάννη της Λωρραίνης. Ήξερε επίσης τους Barthélemi de Cajarc και Jean Moran. Η Huguette de Vienne γνώριζε τους Gerard de Provence και Jean de Cernon. Όλοι αυτοί εμφανίζονται στα προηγούμενα αρχεία της Τουλούζης[48]. Εκείνο όμως που εντυπωσιάζει είναι η μοναδική οργάνωση που εμφανίζεται σε αυτή την κοινότητα και δεν βρίσκεται σε κάποια άλλη από τις προηγούμενες. Ίσως να οφείλεται σε εξέλιξη εντός της αίρεσης, αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να αποκαλύφθηκαν σ’ αυτήν την περίπτωση περισσότερα, από όσα στις προηγούμενες.
Από τις καταθέσεις μαθαίνουμε τον τρόπο λειτουργίας της ιεραρχίας. Ο ‘majoralis’ εκλέγονταν από τους ιερείς και τους διακόνους, κατόπιν συσκέψεως. Ο εκλεγείς αρχικά αρνούνταν να αναλάβει εθιμοτυπικά, αλλά «υποχρεωνόταν» από τους υπόλοιπους ν’ αποδεχθεί τα καθήκοντά του. Χειροτονούνταν είτε από τον προηγούμενο, αν βρισκόταν ακόμη στη ζωή, ή από τον παλαιότερο ιερέα[49].
Για να γίνει κάποιος διάκονος έπρεπε να συμμετέχει στην ζωή της κοινότητας, τουλάχιστον μια εξαετία. Αν η κοινότητα ήταν ευχαριστημένη με την διαγωγή του, γινόταν μια σύσκεψη και αποφασιζόταν η ανάθεση της διακονίας στο άτομο. Ακολουθούσε τελετή χειροτονίας, όπου ο ‘majoralis’ έβαζε τα χέρια του στο κεφάλι του υποψήφιου και προσευχόταν να λάβει το Άγιο Πνεύμα. Μετά λεγόταν το Πάτερ Ημών και το Ave Maria. Όσοι διάκονοι εκτελούσαν ικανοποιητικά τα καθήκοντά τους μπορούσαν στην συνέχεια να γίνουν ιερείς. Πάλι ακολουθούσε τελετή, της οποίας το τυπικό προέβλεπε να θέτουν τα χέρια τους στο κεφάλι του υποψηφίου ο ‘majoralis’ και οι παραβρισκόμενοι ιερείς[50].
Μόνο ο ‘majoralis’ μπορούσε να κάνει μια απομίμηση Θ. Ευχαριστίας. Κατά την Μεγάλη Πέμπτη έπλενε τα πόδια των ιερέων. Στην συνέχεια ευλογούσε άρτο, οίνο και ψάρι εις απομίμηση του Μ. Δείπνου. Αυτή η τελετή ήταν μόνο για τα μέλη του κοινοβίου και όχι για απλούς πιστούς[51]. Οι ιερείς είχαν ως καθήκον ν’ ακούν τις εξομολογήσεις των πιστών και να βάζουν επιτίμια[52].
Στην ομολογία του ο Raymond ισχυρίστηκε ότι η ιεροσύνη των παπικών και των Βάλδιων ήταν «κλάδοι[53]» του ίδιου θεσμού, και καθένας είχε την αξία του στην δικιά του «εκκλησία». Επίσης, ισχυρίστηκε ότι ο ‘majoralis’ είχε την ίδια πνευματική αρμοδιότητα με τον παπικό επίσκοπο, και οι ιερείς την ίδια ικανότητα να τελούν μυστήρια, είτε ήταν παπικοί είτε Βάλδιοι. Δεν παραδεχόταν ότι η εγκυρότητα των μυστηρίων εξαρτιόταν από την ηθική του ιερέα[54]. Ακόμη περισσότερο, εμφανίστηκε να πιστεύει ότι η ομάδα ήταν καθόλα «ορθόδοξη», τίποτα παραπάνω από ένα μεταρρυθμιστικό «εκκλησιαστικό» κίνημα, το οποίο περίμενε την νομιμοποίησή του από τον παπισμό, για να βγει στην επιφάνεια. Σκοπό του δήλωνε την αναμόρφωση της πνευματικής ζωής με βάση την Αγία Γραφή και την προώθηση της εξομολόγησης.
Ήταν άραγε, αυτός ο φαινόμενος Οικουμενισμός μια προσπάθεια συνδιαλλαγής με τον παπισμό, ενώπιον του ιεροεξεταστή; Αν ναι, τότε ποιες ήταν οι πραγματικές ιδέες του Raymond;
Δουλειά του Jacques Fourier, όπως και κάθε ιεροεξεταστή ήταν η εις βάθος εξέταση τέτοιων δηλώσεων και η εμπειρία από προηγούμενες ανακρίσεις, κυρίως Καθαρών επαγγελματιών στην εξαπάτηση, ήταν πολύτιμη. Έτσι, ύστερα από τις κατάλληλες ερωτήσεις ο Raymond δήλωσε ότι ο ιερέας δεν ήταν το απαραίτητο στοιχείο για την τέλεση μιας Θ. Λειτουργίας. Αρκεί να υπήρχε δισκοπότηρο, οίνος, άρτος, ύδωρ και κάποιος να απαγγείλει τα ιδρυτικά λόγια του μυστηρίου. Όταν ρωτήθηκε για το θέμα της εξουσιοδότησης, ο Raymond απάντησε ότι ο ‘majoralis’ είχε εξουσιοδότηση από τον Θεό και δεν χρειαζόταν κανενός άλλου. Έτσι, μπορούσε να κηρύττει, να στέλνει «αδελφούς» να κηρύττουν, να εξομολογεί, όπως και οι ιερείς. Η απάντηση του απ. Πέτρου στο συμβούλιο των Ιουδαίων (Πραξ. 5.29) ήταν η βάση όλης της απολογίας του Raymond. Η υπό εξέταση ομάδα συμφωνούσε με τον παπισμό σε όσα θέματα θεωρούσε ότι ήταν σύμφωνα με την Αγία Γραφή και ακολουθούσε την δικιά της πρακτική στα υπόλοιπα. Έχουμε δηλαδή κλασσικό παράδειγμα Βάλδιων.
Συμπεραίνεται, λοιπόν, ότι συστατικό του φαινόμενου Οικουμενισμού του Raymond ήταν η ανειλικρίνεια. Ο Οικουμενισμός του ήταν αποτέλεσμα της θεολογικής του εκπαίδευσης στη σχολή των Φραγκισκανών, χωρίς όμως ν’ αποτελεί αυτόνομη θεολογική παράδοση εντός της αίρεσης[55]. Αποτελεί προσπάθεια συμβιβασμού με αφετηρία τα σημεία συνάντησης των δύο θεολογιών, τα οποία εκείνη την εποχή ήταν περισσότερα. Άρα ο οικουμενιστικός χαρακτήρας των Βάλδιων προηγείται χρονικά του διαμαρτυρόμενου της μεταρρύθμισης. Πάντως, οι παπικοί τότε δεν ενέδωσαν.
8.3.5 Οι Βάλδιοι στην Τουλούζη
Τις πληροφορίες για τους Βάλδιους της Τουλούζης τις οφείλουμε στα αρχεία του ιεροεξεταστή Bernard Gui. Αυτός έδρασε στην περιοχή μεταξύ των ετών 1307 ως 1324. Τα αρχεία αποτέλεσαν την βάση του «Practica Inquisitionis Heretice Pravitatis»[56], στο οποίο ένα κεφάλαιο αφιερώνεται στους Βάλδιους. Η αξιοπιστία του επιβεβαιώνεται από τις σχετικές αναφορές του «Liber Sentnentiarum».
Με το κείμενο αυτό διασταυρώνονται και επιβεβαιώνονται όλες οι παραπάνω πληροφορίες για τις πεποιθήσεις και τις πρακτικές των Βάλδιων[57]. Ταυτόχρονα επιβεβαιώνει και την ανειλικρίνεια των Βάλδιων. Ο Bernard Gui πίστευε ότι όσοι ήταν περισσότερο μυημένοι στην αίρεση, είχαν πιο ριζοσπαστικές και αποστασιοποιημένες από τον παπισμό ιδέες, από ότι φανέρωναν, ακόμη και στους ίδιους του υποστηρικτές τους ή τα απλά μέλη τους[58]. Επιμένει ότι ισχυρισμός τους ήταν η αδυναμία ενός αμαρτωλού ιερέα να τελέσει μυστήρια, ενώ αντίθετα ένας καλός λαϊκός μπορούσε να τελέσει ακόμη και Θεία Λειτουργία[59]. Προσθέτει ότι οι Βάλδιοι δεν τιμούσαν τους αγίους και τις εορτές τους, δεν πίστευαν ότι μπορούν να θαυματουργήσουν, και ότι υπό ανάκριση δήλωναν καθόλα σύμφωνοι με τον παπισμό, χωρίς να το εννοούν. Αυτό φάνηκε στην προηγούμενη περίπτωση του Raymond de Sainte-Foy και πείθει ότι ο Bernard Gui δεν εφηύρε τα όσα γράφει, αλλά τα συνάντησε πραγματικά στις ανακρίσεις που διήγε[60].
Η εκτίμησή του ήταν ότι η αίρεση αυτή ήταν περισσότερο διαδεδομένη από όσο φαινόταν και είχε μεγαλύτερο βάθος από όσο μπορούσε να αντιληφθεί κάποιος, αν παρατηρούσε μόνο την επιφάνεια. Συμφωνούσε απόλυτα με τον Étienne de Bourbon, λέγοντας ότι σε άλλες προηγούμενες εποχές υποστήριζαν άλλες αιρετικές δοξασίες, εννοώντας ότι στην εποχή του δεν τις αποκάλυπταν[61]. Εκτιμά ότι όσα γράφτηκαν για τις ομάδες τους σε άλλες περιοχές της Ευρώπης, ίσχυαν και γι’ αυτούς που βρίσκονταν στην Τουλούζη, ακόμη και αν τα αρνούνταν.
Στο έργο του βρίσκονται δύο μοναδικές πληροφορίες. Η πρώτη από αυτές αναφέρει δύο μυστικές συγκεντρώσεις ετησίως, κατά τις οποίες αποφασίζονται και αποδίδονται στους κήρυκες οι αποστολές τους. Πού θα πάνε, ποιους θα συναντήσουν, ποιον θα εξομολογήσουν, τι δωρεές θα συγκεντρώσουν. Τα μυστικά αυτά συμβούλια, διοργανώνονταν σε διαφορετικό κάθε φορά τόπο, σε ένα σπίτι μισθωμένο κάποιους μήνες πριν, για να μην κινούνται υποψίες. Τις αποστολές ανέθετε ο ‘majoralis’ στους ιερείς, διακόνους και κήρυκές του. Κατά την διάρκεια της συσκέψεως του αποδίδονταν τα αποτελέσματα και ο λογαριασμός για την επίτευξη του στόχου της προηγούμενης περιόδου. Η όλη διαδικασία θυμίζει τρόπο λειτουργίας εμπορικών ή παραθρησκευτικών (για παράδειγμα εταιρεία Σκοπιά) επιχειρήσεων. Περιττό να πούμε ότι οι συμμετέχοντες δεν εμφανίζονταν ξαφνικά στην πόλη που θα γινόταν η συνάντηση, αλλά παρουσιάζονταν σαν έμποροι για να μην κινούν υποψίες[62].
Δεύτερον, αναφέρει ότι διέθεταν κάποιο είδος Σύνοψης της πίστης. Η Σύνοψις αυτή περιελάμβανε επτά άρθρα για το τριαδολογικό δόγμα, επτά χριστολογίας, τις Δέκα Εντολές και επτά έργα ελεημοσύνης. Την Σύνοψη αυτή την απομνημόνευαν, ώστε να μπορούν να την χρησιμοποιούν με απολογητικό τρόπο[63]. Μάλιστα, Ο Bernard Gui συμβούλευε λόγω αυτού τους ιεροεξεταστές να τους ζητούν να πουν το Σύμβολο της Πίστης, το οποίο δεν γνώριζαν διότι δεν περιλαμβανόταν στην Σύνοψή τους. Αντίστοιχες παπικές συνόψεις που κυκλοφορούσαν παπικοί ιεράρχες, περιελάμβαναν και το Σύμβολο της Πίστης[64].
Τα αποτελέσματα της δράσης της Ιεράς Εξέτασης στην εξέλιξη της αίρεσης των Βάλδιων, όπως περιγράφηκαν παραπάνω μπορούν να συνοψιστούν σε λίγες λέξεις. Οι Βάλδιοι κατέληξαν άλλα να διδάσκουν και άλλα να πράττουν για να μην κινούν τις υποψίες των τοπικών εκκλησιαστικών αρχών και να μην γίνεται αντιληπτή η διαφορετικότητά τους από τον υπόλοιπο κόσμο, τον οποίο ζητούσαν να ευαγγελίσουν. Ο Bernard Gui το περιγράφει ως εξής:
«Επίσης, με σκοπό να προστατευτούν, μερικές φορές αναγκάζονται να προσποιηθούν οικειότητα με μέλη των θρησκευτικών ταγμάτων και του κλήρου, δίνοντας πλούσια δώρα ή κάνοντας χάρες σ’ αυτούς, ή υιοθετώντας δουλοπρεπή ή ταπεινή συμπεριφορά απέναντί τους, κι έτσι ν’ αποσπάσουν γι’ αυτούς και τους δικούς τους την ευκαιρία να παραμείνουν καλυμμένοι, να ζουν και να καταστρέφουν ψυχές. Επίσης, παραβρίσκονται στις εκκλησίες και παρακολουθούν ομιλίες, με όλους τους εξωτερικούς τύπους, προσαρμόζονται με θρησκευτικό φαινομενικό τρόπο και προσπαθούν να χρησιμοποιούν ένα λεξιλόγιο που φαίνεται διακριτικό για να ξεγλιστράνε[65]. …
Επίσης συμβουλεύουν τους πιστούς τους να μην τους προδίδουν ποτέ στις εκκλησιαστικές αρχές, τους κληρικούς ή τα μέλη των θρησκευτικών ταγμάτων ή τους ιεροεξεταστές, διότι αν φανερωθούν, θα συλληφθούν, επειδή – έτσι λένε στους πιστούς τους – οι ιεροεξεταστές και οι άλλοι της Ρωμαϊκής Εκκλησίας τους καταδιώκουν άδικα επειδή υπηρετούν τον Θεό και τηρούν τις εντολές του, επειδή επιδιώκουν την ευαγγελική πτώχεια και τελειότητα, όπως ο Χριστός και οι Απόστολοι. Λένε επίσης, ότι γνωρίζουν την αλήθεια και τα πράγματα του Θεού καλύτερα από τους εκκλησιαστικούς κληρικούς ή μέλη των θρησκευτικών ταγμάτων της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, οι οποίοι, εξαιτίας της άγνοιας της αλήθειας, τους καταδιώκουν, Επίσης ισχυρίζονται ότι ξεφεύγουν από τις διώξεις των αντιπάλων τους επειδή ο Χριστός στο Ευαγγέλιο είπε στους αποστόλους και ακολούθους του να φεύγουν από πόλη σε πόλη όταν διώκονται στο όνομα του Θεού[66].»
Στο επόμενο κεφάλαιο θα δούμε την εξάπλωση των Βάλδιων στην Κεντρική Ευρώπη.
* * * * * *
[1] Euan Cameron, Waldenses: Rejections of the Holy Churchin Medieval Europe, Oxford 2000, p. 70.
[2] Τα στοιχεία από την συλλογή Doat, XXI υπάρχουν στο H. C. Lea, History of the Inquisition of the Middle Ages, 3 vols London 1888, vol. 2 Appendix X pp. 581-2 (λατινικά).
[3] Gabriel Audisio, The Waldensian Dissent: Persecution and Survival, c. 1179- c. 1570 (τίτλος πρωτοτύπου Les ‘Vaudois’: naissance, vie et mort d’ une dissidence, XIIe-XVIe siècle), Cambridge University Press 1999, p.32.
[4] Gabriel Audisio, The Waldensian Dissent, pp. 35-36.
[5] Mansi XXII.1008-1009.
[6] A. Patschovsky- K. V. Selge, Quellen zur Geschichte der Waldenser, Texte zur Kirchen- und Theologiegeschichte 18 (Gütersloh 1973), p. 51. Επίσης G. Gonnet, Enchiridion fontium valdensium du IIIe Concile de Lateran au Synode de Chanforan (1179-1532), Torre Pellice 1958, vol. 1 pp. 155-7.
[7] Οι σπάνιες περιπτώσεις όπου οι εξομολογούμενοι ομολόγησαν την επαφή τους με τους Βάλδιους καταγράφονται στο D. Kurze, Quelle zur Ketzergeschichte Brandenburgs und Pommerns, Veröffentlichungen der historischen Kommision zu Berlin, Band 45, (Berlin 1975), 189-190.
[8] P. Biller, Curate infirmos: The Medieval Waldensian Practice of Medicine, n Studies in Church History 19 (1982), pp. 55-57.
[9] H. C. Lea, History of the Inquisition.., vol. 2 Appendix X pp. 582-583.
[10] G. Gonnet, Enchiridion…, vol. 1 pp. 155-157.
[11] H. C. Lea, History of the Inquisition.., vol. 2 Appendix X pp. 580.
[12] A. Patschovsky- K. V. Selge, Quellen.., p. 58-9.
[13] C. Thouzellier, Catharisme et valdéisme en Languedoc à la fin du XIIe et au début du XIIIe siècle, Paris 1966, p. 295 & n. 106.
[14] E. Martene-U. Durand, Thesaurus Novus Anecdotorum, Paris 1717, t. V col. 1755. Αγγλική μετάφραση, W. L. Wakefield- A. P. Evans, Heresies of the High Middle Ages, London 1969, p. 346.
[15] A. Patschovsky- K. V. Selge, Quellen.., p. 52, H. C. Lea, History of the Inquisition.., vol. 2 Appendix X pp. 584.
[16] C. Thouzellier, Catharisme et valdéisme, p. 295 n. 105.
[17] A. Patschovsky- K. V. Selge, Quellen.., p. 61, H. C. Lea, History of the Inquisition.., vol. 2 Appendix X pp. 582.
[18] J. Duvernoy, Le Registre d’ inquisition de Jacques Fournier, évéque de Pamiers (1318-1325), 3 vols Toulouse 1965, vol. 1 pp. 60-1, γαλλική μετάφραση του ιδίου και E. Le Roy Laudrie, 3 vols Paris 1978.
[19] A. Patschovsky- K. V. Selge, Quellen.., p. 52 n.17 & C. Thouzellier, Catharisme et valdéisme, p. 295 n. 105.
[20] H. C. Lea, History of the Inquisition.., vol. 2 Appendix X pp. 580.
[21] Philippus van Limborch, Historia Inquisitionis. Cui Subjungitur Liber Sententiarum inquistitionis Tholosanae ab anno Christi MCCCVII ad annum MCCCXXIII, Amsterdam 1692, 216-7, 225, 368, 375.
[22] Υπάρχει η άποψη ότι το πρωτότυπο έχει χαθεί, ωστόσο το British Library MS Add. 4697 φαίνεται να είναι αυθεντικό. E. Cameron, The Waldenses, p. 80 n. 46.
[23] P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae, 230, 262, 264, 352.
[24] Ο συγκεκριμένος έδρασε στην Βουργουνδία το διάστημα 1290-1295, άρα η μετανάστευση ήταν σταδιακή σε εκτεταμένο χρόνο. P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae, 230-1, 253, 264, 352, 354.
[25] P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae, 216-17, 223-4, 227, 235, 239, 339-41, 343.
[26] P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae, 216, 222, 226, 234, 354, 356, 359, 366: ‘et vocabant se illi qui errant de illa societate fratres’.
[27] P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae, 351: ‘si scirentur caperentur per dominum quia gentes vocabant eos paupers de Lugduno’. Ομοίως 357 & 369.
[28] P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae, 352.
[29] P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae, 344, 359, 367.
[30] P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae, 346, 377-8.
[31] P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae, 241.
[32] P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae, 201.
[33] P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae, 224-6, 231, 239, 253, 351, 366-7, 377.
[34] A. Murray, Reason and Sosciety in the Middle Ages, Oxford 1978, pp. 263-270.
[35] P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae, 252-5, 274-7.
[36] P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae, 236, αλλά στο βιβλίο λόγω κακοτυπίας εμφανίζεται ως 234.
[37] P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae, 352-53.
[38] P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae, 241-2.
[39] P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae,359.
[40] P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae,378.
[41] P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae,377.
[42] J. Duvernoy, Le Registre d’ inquisition de Jacques Fournier, évéque de Pamiers (1318-1325), 3 vols Toulouse 1965, vol. 1 pp. 60-1, γαλλική μετάφραση του ιδίου και E. Le Roy Laudrie, 3 vols Paris 1978. Μέρος του αρχείου αναλύεται στο E. Le Roy Ladurie, Montaillou: village Occitan de 1294 à 1324, Paris 1975 (δεύτερη έκδοση αναθεωρημένη 1982). Σε αγγλική μετάφραση B. Bray (trans), Montaillou: Cathars and Catholics in a French Village, 1294-1324, London 1978.
[43] Τα αρχεία της δίκης J. Duvernoy, Le Registre…, vol. 1 p. 123 κ.ε. Οι ποινές καταγράφηκαν στο P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae, 289-91.
[44] J. Duvernoy, Le Registre…, vol. 1 pp. 61-3, 101-102. Malcolm Lambert, Medieval Heresy: Popular Movements from the Gregorian Reform to the Reformation, Oxford 21992, p. 158.
[45] J. Duvernoy, Le Registre…, vol. 1 p. 40-1, P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae, 289, 291.
[46] P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae, 201.
[47] P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae, 352, 365.
[48] Για την περίπτωση J. Duvernoy, Le Registre…, vol. 1 p.99-102.
[49] J. Duvernoy, Le Registre…, vol. 1 p.54-7.
[50] J. Duvernoy, Le Registre…, vol. 1 p. 57, 68, 96-9.
[51] J. Duvernoy, Le Registre…, vol. 1 p.60-1, 66-8.
[52] J. Duvernoy, Le Registre…, vol. 1 p. 60-62.
[53] E. Cameron, The Waldenses, p. 90.
[54] J. Duvernoy, Le Registre…, vol. 1 p. 289-91.
[55] E. Cameron, The Waldenses, p. 91.
[56] Bernard Gui, Manuel de l’ inquisiteur, έκδοση-μετάφραση G. Mollat- G. Drioux, 2 vols Paris 1964, pp. 34-83. Παλαιότερη έκδοση Bernardus Guidonis, Practica inquisitionis heretice pravitatis, ed. Douais, Pars 1886. Το κεφάλαιο για τους Βάλδιους σε αγγλική μετάφραση W. L. Wakefield- A. P. Evans, Heresies of the High Middle Ages, pp. 386-404.
[57] E. Cameron, The Waldenses, p. 92-3 αναλυτικά ποιες πεποιθήσεις επιβεβαιώνονται που.
[58] Bernard Gui, Manuel de l’ inquisiteur, vol. 1 pp. 46-47, 78-79.
[59] Bernard Gui, Manuel de l’ inquisiteur, vol. 1 pp. 40-3.
[60] Ε. Cameron, The Waldenses, p. 93.
[61] Bernard Gui, Manuel de l’ inquisiteur, vol. 1 p. 38.
[62] Bernard Gui, Manuel de l’ inquisiteur, vol. 1 p. 50-53, αγγλική μετάφραση W. L. Wakefield- A. P. Evans, Heresies of the High Middle Ages, pp. 393.
[63] Bernard Gui, Manuel de l’ inquisiteur, vol. 1 p. 54-5, αγγλική μετάφραση W. L. Wakefield- A. P. Evans, Heresies of the High Middle Ages, pp. 394.
[64] Όπως για παράδειγμα η Ignorantia sacerdotum του αρχιεπισκόπου Καντερβουρίας John Pecham του 1281, η οποία συνοψίστηκε ακόμη περισσότερο από τον William Lyndwood στην Provinciale, (ed. J. V. Bullard- H. Bell. London 1929), το 1440.
[65] W. L. Wakefield- A. P. Evans, Heresies of the High Middle Ages, pp. 394.
[66] W. L. Wakefield- A. P. Evans, Heresies of the High Middle Ages, pp. 395.
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
8.3 ΟΙ ΒΑΛΔΙΟΙ
Β’ Μέρος – Βάλδιοι και Ιερά Εξέταση: Ο ΙΓ’ αιώνας.
8.3.1 Η αναγνώριση των Βάλδιων από την Ιερά Εξέταση.
Η δράση της Ιεράς Εξέτασης ανάγκασε τους Βάλδιους να προσαρμόσουν τον χαρακτήρα της αίρεσής τους. Κατά την διάρκεια της Αλβιγηνικής εκστρατείας απολάμβαναν ένα είδος ανοχής για δύο λόγους. Πρώτον, κύριος στόχος των παπικών ήταν οι Καθαροί. Οι εκκλησιαστικοί και κοσμικοί παράγοντες είχαν στραμμένη την προσοχή τους σε αυτούς. Δεύτερον, οι Βάλδιοι είχαν διαμορφώσει το κήρυγμά τους κατάλληλα για την αντιμετώπιση της διδασκαλίας των Καθαρών επίσης, εφόσον κινούνταν στις ίδιες περιοχές, οπότε δεν έδιναν την πρόφαση στους «σταυροφόρους» να τους κυνηγήσουν.
Η κατάσταση άλλαξε μετά το 1230 και την εμφάνιση της Ιεράς Εξέτασης. Ο νέος εκκλησιαστικός θεσμός δεν είχε ως στόχο του μόνο τους Καθαρούς, αλλά όλους τους αιρετικούς. Ταυτόχρονα απαιτούσε από όλους τους Χριστιανούς, τους οποίους θεωρούσε νόμιμα δεσμευμένους απέναντι στην παπική «εκκλησία» δια του βαπτίσματος, να συμμερίζονται τους σκοπούς της και να συνδράμουν στο έργο της. Σε σχέση, λοιπόν, με τους Βάλδιους πρώτος στόχος της Ιεράς Εξέτασης ήταν η ενημέρωση των πιστών για τον αιρετικό χαρακτήρα των πλανόδιων κηρύκων.
Οι Βάλδιοι ήταν αιρετικοί. Ποιοι ήταν, όμως, Βάλδιοι; Μέχρι την εμφάνιση της Ιεράς Εξέτασης, Βάλδιοι ήταν οι πλανόδιοι κήρυκες. Η σέκτα ήταν περιορισμένη στον μικρό αριθμό αυτών. Με τον επίσημο χαρακτηρισμό τους ως αιρετικών, αυτόματα ονομάστηκαν αιρετικοί και όσοι ήταν πρόθυμοι να τους ακούσουν ή να τους υποστηρίξουν. Με την νέα κατηγοριοποίηση ο αριθμός τους αυξήθηκε κατ’ επέκταση. Εκτός των κηρύκων, στους Βάλδιους συγκαταλέχθηκαν και όλοι αυτοί, οι οποίοι αποτελούσαν το σύστημα υποστήριξής τους· όσοι τους φιλοξενούσαν στα σπίτια τους, τους παρείχαν τροφή και άνεση, κάλυπταν την δραστηριότητά τους και το πιο σημαντικό από όλα, οργάνωναν συγκεντρώσεις για την διάδοση του κηρύγματος και της αίρεσης. Αυτοί οι ίδιοι ρύθμιζαν και την ροή της πληροφορίας προς τους ανακριτές, παραπλανώντας τους.
Στο θέμα της συγκάλυψης και της μυστικότητας, οι Βάλδιοι ήταν πιο επιτυχημένοι από τις άλλες αιρέσεις. Μπορούσαν να διατηρούν τον παπικό τρόπο εκκλησιαστικής ζωής, χωρίς να έχουν εσωτερικές ιδεολογικές συγκρούσεις. Ο κύκλος υποστήριξης των κηρύκων, λαϊκοί συζευγμένοι με εμφανή ευσέβεια, μπορούσε ν’ αυξάνει ατελείωτα, χωρίς να κινεί υποψίες. Δεν υπήρχε κάτι στην ζωή τους που να τους διακρίνει από την υπόλοιπη ενορία. Ήταν πολύ δύσκολο για τους ιεροεξεταστές ν’ ανακαλύψουν τους Βάλδιους. Η διδασκαλία τους, ακόμη και στις περιπτώσεις, όπου κυριαρχούσε ο δονατισμός, δεν καλούσε σε αποκοπή από τον παπισμό. Ειδικά στην περίπτωση των Φτωχών της Λυών, ο αντικληρισμός δεν έγινε εμφανής πριν το τέλος του ΙΓ’ αι[1].
8.3.2 Η προσαρμογή των αιρετικών στα νέα δεδομένα.
Το μόνο διακριτικό, που μπορούσε να οδηγήσει στην ανακάλυψη των Βάλδιων, ήταν το δημόσιο κήρυγμα. Αυτό εξέλιπε με την εμφάνιση της Ιεράς Εξέτασης. Το διάστημα 1241-2 η δράση του ιεροεξεταστή Pierre Seila την περιοχή του Montauban, έφερε στο φως κάποια από τα λιγοστά στοιχεία που υπάρχουν ακόμη και σήμερα για την αίρεση. Τέσσερις μαρτυρίες δείχνουν ότι το δημόσιο κήρυγμα σταμάτησε με την έναρξη της δράσης των πρώτων ανακριτών.
Κάποιος Raymond Hugues, ανακρινόμενος το 1244 δήλωσε ότι περίπου σαράντα χρόνια πριν είχε ακούσει Βάλδιους να κηρύττουν στην εκκλησία της Aiguesvives μετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου, μπροστά στο εκκλησίασμα. Το 1243, κάποιος Arnaud Combarieu ισχυρίστηκε ότι είκοσι χρόνια πριν είχε δει Βάλδιους να κυκλοφορούν στους δρόμους του Montauban. Την ίδια χρονιά ένας ιππότης, ο Sais του Montesqieu, δήλωσε ενώπιον των ανακριτών, ότι δεκαέξι χρόνια πριν, καθώς πλησίαζε στην Lacroisille, κοντά στην Puylaurens, συνάντησε στην πύλη της πόλης μια ομάδα ανθρώπων μαζί με τον εφημέριο της ενορίας. Όταν τους ρώτησε τι κάνουν συγκεντρωμένοι εκεί, του απάντησαν ότι μιλούσε ένας Βάλδιος και τον άκουγαν. Κάποια Περεγρίνα, πρώην υπηρέτρια της κόμισσας της Τουλούζης, ομολόγησε στον ανακριτή ότι είχε δώσει τροφή σε τέσσερις Βάλδιους μετά τον θερισμό, στην οικία του P. Ortola, πεθαμένου από καιρό. Αλλά δικαιολογήθηκε ότι τότε οι Βάλδιοι δεν θεωρούνταν αιρετικοί. Όταν ο ανακριτής την ρώτησε για την χρονολογία του συμβάντος, απάντησε ότι πρέπει να είχε γίνει πριν δεκαπέντε ή δεκαέξι χρόνια[2].
Οι παραπάνω μαρτυρίες δείχνουν την ανησυχία του κόσμου εξαιτίας του γεγονότος της αιρετικής δράσης ανθρώπων, τους οποίους τους θεωρούσαν αξιοσέβαστους. Επίσης αποκαλύπτουν ότι το 1204, κατά την πρώτη μαρτυρία, είκοσι χρόνια μετά την Βερόνα, και το 1223, 1227 και 1228, κατά τις υπόλοιπες, δηλαδή πολλά χρόνια μετά την τέταρτη σύνοδο του Λατερανού, οι Βάλδιοι εξακολουθούσαν να μιλούν δημόσια, παρά την επίσημη καταδίκη τους[3].
Μετά το 1230 το δημόσιο κήρυγμα εγκαταλείφθηκε. Ο μόνος τρόπος για να γνωρίσει κάποιος ένα Βάλδιο κήρυκα ήταν μέσω φίλου, μέσω του κύκλου υποστήριξης και εφόσον είχε διαπιστωθεί ότι δεν θ’ αποτελούσε κίνδυνο για να εκτεθεί. Λόγω της σπανιότητας των πηγών, πρέπει ν’ ανατρέξει κανείς σε μια ομολογία του 1327 για να μάθει πώς γινόταν η επαφή ενός καινούργιου μέλους με τους κήρυκες. Κάποια χήρα στην επαρχία της Castres δέχθηκε κάποια στιγμή την επίσκεψη ενός γείτονα. Αυτός της είπε: «Αν επιθυμείς να πιστέψεις κάποιο καλό άνθρωπο, τον οποίο φιλοξενώ στο σπίτι και να τον ακούσεις να κηρύττει και να λέει καλά λόγια, είμαι σίγουρος ότι θα ευχαριστηθείς πολύ». Η χήρα ζήτησε να μάθει περισσότερα. «Είναι καλός και δίκαιος άνθρωπος», της απάντησε ο γείτονας, «Δεν τολμά να εμφανιστεί δημόσια, διότι είναι ένας από αυτούς που διώκονται από την εκκλησία». Η γυναίκα πήγε και συνάντησε δύο ανθρώπους και τους άκουσε να μιλούν αλλά δεν είδε τα πρόσωπά τους. Τους άκουσε να λένε καλά λόγια, αλλά τίποτα ενάντιο στην πίστη, κατά την δήλωσή της[4].
Ο παλιός τρόπος στρατολόγησης νέων μελών είχε αλλάξει. Εκείνο που ενδιέφερε δεν ήταν η μαζική επέκταση της αίρεσης, αλλά η ασφαλής. Βλέπουμε ότι ακόμη και στην περίπτωση που υπήρχε ενδιαφέρον, λαμβάνονταν προφυλάξεις. Η χήρα δεν είδε τα πρόσωπα των ομιλητών. Η χήρα ήταν γνωστή στον κύκλο υποστήριξης και είχε γίνει η εκτίμηση ότι η προσέγγισή της δεν θα έθετε σε κίνδυνο την ομάδα. Η επιτυχία όλης αυτής της μυστικότητας φαίνεται από την σπανιότητα της αποκάλυψης τέτοιων δικτύων υποστήριξης τον ΙΓ’ αι.
Πώς μπορούσε να φτάσει η Ιερά Εξέταση σε έναν τέτοιο πυρήνα και να τον ξεσκεπάσει; Μέσω της εξομολόγησης ή για την ακρίβεια μέσω τα αποχής από την εξομολόγηση. Και θα εξηγήσουμε αμέσως το γιατί. Η Δ’ Σύνοδος του Λατερανού είχε αποφασίσει ότι οι πιστοί έπρεπε να εξομολογούνται τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής[5]. Η διάταξη εφαρμόστηκε αμέσως από τους Βάλδιους, με την διαφορά ότι δεν εξομολογούνταν στον ιερέα της ενορίας ή στους ιερομονάχους της περιοχής τους ή τους επισκέπτες αδελφούς των παπικών ταγμάτων. Εξομολογούνταν μόνο στους πλανόδιους Βάλδιους κήρυκες[6]. Το ότι η παρεκτροπή αυτή επικράτησε στους Βάλδιους αμέσως μετά την Σύνοδο του Λατερανού του 1215 δείχνει ότι δεν πρόκειται για αντίμετρο στις διώξεις της Ιεράς Εξέτασης. Πάντως, αποδείχθηκε πολύ χρήσιμο στους αιρετικούς, διότι έτσι αποσοβούνταν ο κίνδυνος της αποκάλυψης μέσω της εξομολόγησης, δεδομένου ότι δεν υπήρχε ανοικτή αντίρρηση στους τρόπους της παπικής «εκκλησίας». Συνεπώς οι Βάλδιοι κάλυπταν με αυτό τον τρόπο τα νώτα τους χωρίς να φαίνονται αντιρρησίες στα μάτια των αφελών. Κι όμως, αυτό δείχνει ότι σφετερίζονταν αλλότρια αρμοδιότητα.
Οι παπικές αρχές άργησαν ν’ αντιληφθούν τι γινόταν πίσω από την πλάτη τους. Από την στιγμή που ενημερώθηκαν, η μη συμμετοχή κάποιου στην εξομολόγηση σε κάποιον εξουσιοδοτημένο γι’ αυτήν παπικό έγειρε υποψίες. Ωστόσο δεν μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι για την εις βάθος εξέταση των περιπτώσεων[7]. Για να μην εγείρονται υποψίες, οι Βάλδιοι επέτρεπαν και την εξομολόγηση της Τεσσαρακοστής στον ενοριακό ιερέα, θεωρώντας ότι αυτή η τακτική θα τους υπενθύμιζε την διαφορά τους από τον υπόλοιπο πληθυσμό.
Μέσα στην λογική της συγκάλυψης της δραστηριότητάς τους και πάντα σε αρμονία με την άρνηση εργασίας, οι περιπλανώμενοι Βάλδιοι υιοθέτησαν την άσκηση της ιατρικής. Έτσι, δικαιολογούσαν τα ταξίδια τους στα μάτια του σκεπτικιστή παρατηρητή. Επίσης, όταν ένας πιστός τούς καλούσε ζητώντας τις υπηρεσίες τους, κάλυπταν την ιδιότητα του πάστορα με αυτήν του θεραπευτή[8]. Στα αρχεία του ιεροεξεταστή Pierre Seila αναφέρονται πέντε τέτοιες περιπτώσεις[9]. Οι σύγχρονες παραστάσεις με θεατρικής εκτέλεσης ψευτοθεραπείες στις θρησκευτικές συνάξεις ορισμένων σεκτών, ίσως να έχουν εδώ την αρχή τους.
Το ότι τελικά οι Βάλδιοι είχαν πάστορες ακόμη και σε πρώιμη περίοδο αποκαλύπτεται, παρά την προσπάθεια συγκάλυψης πίσω από την φτώχεια των πηγών, από τις ομολογίες κάποιων μετανοημένων Βάλδιων, των ‘Johannes de Montel’, και ‘Elias B. de Fiac’, στον επίσκοπο της Valence-d’ Albigeois στην Languedoc. Αυτοί οι τρεις αποκάλυψαν μια σκανδαλιστική εικόνα της αίρεσης, την οποία εγκατέλειψαν. Ανέφεραν ότι οι Βάλδιοι διενεργούσαν Ευχαριστίες σε ακαθόριστο χρόνο, εξομολογούνταν μεταξύ τους, εξέλεγαν επισκόπους, επέτρεπαν σε αμόρφωτους να κηρύττουν, ακόμη και σε γυναίκες, και μεταξύ τους φανέρωναν το μίσος τους για την παπική «εκκλησία». Βάπτιζαν ή αναβάπτιζαν εαυτούς και αλλήλους, δεν παραδέχονταν τις νηστείες, καλούσαν σε αποχή από τον όρκο, αν και οι ίδιοι ορκίζονταν συνεχώς, παραβαίνοντας τους όρκους τους. Κατηγόρησαν, μάλιστα κάποια Μαρία της Ναρβόννης, ότι είχε σαρκικές επαφές με τέσσερις κήρυκες[10].
Οι κατηγορίες των μετανοημένων Βάλδιων δεν στερούνται ακρίβειας, ακόμη και αν το θέμα των σαρκικών επαφών ληφθεί ως υπερβολή. Ειπώθηκε ότι οι γυναίκες της αίρεσης είχαν ενεργό ρόλο στο κήρυγμα και συμμετείχαν στις πλανόδιες ομάδες. Πηγές δείχνουν ότι και μετά τα μέσα του ΙΓ’ αι. ο ρόλος αυτός παρέμενε σε ισχύ. Κάποια Geralda φιλοξενήθηκε από ένα μέλος της σέκτας στο Montauban[11]· οι Raymunda de Balinis και Alazais Calosa ανακαλύφθηκαν στην Ναρβόννη και το σπίτι που της φιλοξένησε παραδόθηκε στις φλόγες[12]· οι Arnalda και Bona Domina συνελήφθησαν στην Castres το 1239 και η μια εκτελέστηκε ενώ η άλλη μετανόησε[13]. Μόλις το 1300 εγκαταλείφτηκε η συμμετοχή των γυναικών στις περιπλανώμενες ομάδες.
Οι παραπάνω ομολογίες δεν είναι οι μοναδικές που αναφέρονται στα πραγματικά αισθήματα των Βάλδιων απέναντι στην εκκλησία και τους ιερείς. Ανάλογη περιγραφή υπάρχει και στον Étienne de Bourbon. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα που έβγαλε ως ιεροεξεταστής από τις ανακρίσεις Βάλδιων, αυτοί αρνούνταν οποιαδήποτε πνευματική αξία στις ιεροπραξίες κακού ιερέα, ενώ αναγνώριζαν ανάλογη αρμοδιότητα σε λαϊκούς. Απέρριπταν πολλές από τις ακολουθίες του παπισμού κι έτρεφαν αντικληρικαλιστικά αισθήματα[14]. Από αυτή την περιγραφή γίνεται κατανοητό ότι οι διώξεις εκ μέρους της Ιεράς Εξέτασης είχαν απαλύνει τις διαφορές μεταξύ των Λυωνιστών και των Λομβαρδών Βάλδιων.
Οι Βάλδιοι της Languedoc είχαν μια χαρακτηριστική τελετή, η οποία δεν επικράτησε στις ομάδες άλλων περιοχών. Μερικές ομολογίες μιλούν για την ευλογία άρτου και ιχθύος, τα οποία στην συνέχεια κατανάλωναν κατά την Μεγάλη Πέμπτη[15]. Στα αρχεία των ανακρίσεων από τον Pierre Seila υπάρχουν όμοιες ομολογίες με την προσθήκη της ευλογίας του οίνου[16]. Τα μέλη μπορούσαν να πάρουν τον άρτο στο σπίτι τους και να τον καταναλώσουν εκεί[17]. Η τελετή αυτή επέζησε μέχρι το 1300 ως είδος μυστικού δείπνου μόνο για τους κήρυκες[18].
Η συνάντηση των κηρύκων με τους πιστούς υποστηρικτές ξεκινούσε με το «ασπασμό της ειρήνης[19]». Στην συνέχεια οι πιστοί φιλοξενούσαν τους πλανόδιους «αδελφούς» στις οικίες τους για μερικές ημέρες. Τους έδιναν δώρα, τροφή, χρήματα ή ρούχα για το καλωσόρισμα. Στην συνέχεια συνεστιάζονταν και άκουγαν το κήρυγμά τους. Δεν αναφέρεται τυπικό τιμητικής προσκύνησης των «αδελφών» από τους πιστούς, όπως στην περίπτωση των Καθαρών. Υπάρχει, βέβαια, μια μαρτυρία, κατά την οποία ‘Pana’ αγαπούσε τον ‘Petrus de Vallibus’, τον αιρεσιάρχη, ως άγγελο του Θεού[20].
8.3.3 Η εξάπλωση της αίρεσης.
Από τα στοιχεία που προκύπτουν από τις πηγές, εξάπλωση της αίρεσης έγινε στην Νότια Γαλλία με ταχείς ρυθμούς το πρώτο μισό του ΙΓ’ αι. Από τα Πυρηναία και την Ναρβόννη, όπως δείχνει η περίπτωση του Durand de Huesca, προς την Τουλούζη, το Montauban και το Quercy. Νοτιοανατολικά, στο Montpellier, την Nîmes, την Αβινιόν μέχρι την Προβηγκία. Στην συνέχεια βορειότερα στην Βουργουνδία. Οι κήρυκες μπορεί να ταξίδεψαν μακρύτερα, αλλά δεν είχαν πάντα θετικά αποτελέσματα. Στην περιοχή του Montauban, όπως φαίνεται από τα αρχεία του Pierre Seila το 1241-2 και των Bernard de Caux & Jean de St. Pierre το 1245-6, πολυπληθείς εστίες υπήρχαν επίσης στις περιοχές Gourdon και Montcucq και σποραδικές περιπτώσεις εντοπίστηκαν στις πόλεις Beaucaire, Sauveterre, Moissac και Castelnau.
Οι επόμενες πληροφορίες για τους Βάλδιους της Οξιτανίας προέρχονται από τις αρχές του ΙΔ’, αλλά αναφέρονται και σε παλαιότερες εποχές. Το 1310 ιεροεξεταστές με έδρα την Τουλούζη διέταξαν την σύλληψη και κράτηση κάποιων Βάλδιων της Γασκώνης, οι οποίοι ήταν μετανάστες από την Βουργουνδία[21]. Η μετοίκηση στον νέο τόπο εγκατάστασης είχε γίνει κάποιες δεκαετίας πρωτύτερα. Στην δεκαετία που ακολούθησε συνελήφθησαν και δικάστηκαν αρκετοί κάτοικοι της περιοχής. Εστίες Βάλδιων ανακαλύφθηκαν στην Auch, δυτικά της Τουλούζης, και μικρότεροι αριθμοί στην επαρχία Rodez, όπως και στην Rouergue. Σ’ αυτήν την περιοχή έδρασαν δύο γνωστοί από τα κεφάλαια για τους Καθαρούς ιεροεξεταστές, ο Bernard Gui και ο Jacques Fournier, επίσκοπος Pamiers και μετέπειτα πάπας Βενέδικτος ΧΙΙ (1334-1342), στην Αβινιόν. Τα αρχεία από τις δίκες συγκεντρώθηκαν από τον Ολλανδό Philips van Limborch και εκδόθηκαν ως παράρτημα (Ποινολόγιο- Liber sententiarum) στην Ιστορία της Ιεράς Εξέτασης του ιδίου το 1692[22].
Ως τόπος γέννησης πολλών από τους καταδικασμένους φέρονται στα έγγραφα, χωριά της επαρχίας Besançon. Ωστόσο, αυτοί ήταν Βάσκοι δεύτερης γενιάς και οι γονείς τους, προερχόμενοι από την Βουργουνδία, είχαν εγκατασταθεί εκεί την περίοδο 1280-1290[23]. Πολλοί από αυτούς δήλωσαν ότι είχαν εγκαταλείψει την Βουργουνδία, εξαιτίας των διωγμών των Βάλδιων εκεί, από τον ιεροεξεταστή Fra Guy de Reims[24]. Ακόμη και όσοι δεν κατάγονταν από την Βουργουνδία συνδέονταν μαζί τους με επιγαμίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι σ’ αυτή την περίπτωση οι Βάλδιοι έκαναν κλειστούς γάμους, μόνο με μέλη της αίρεσης και επίκεντρο τα χωριά Mazères, Castelnau-Barbarens, Lartigue, Marciac, St-Gaudens, Mirande, Bars & St. Jean-le-Comtal (επαρχία Auch) και Alzon, μεταξύ του Montpellier και Millau, στην επαρχία της Rodez[25].
Αυτό που προκύπτει από τα παραπάνω σχετικά με την εξάπλωση της αίρεσης, είναι ότι έχουμε μαζική μετανάστευση από μια περιοχή σε μια άλλη, εξαιτίας των διώξεων του παπισμού. Παρόμοιες μετακινήσεις συνέβησαν αργότερα από τις Άλπεις προς την Προβηγκία και από κει προς Καλαβρία και Απουλία.
Μέσα από την εξέταση των καταθέσεων βλέπουμε ότι οι Βάλδιοι αυτοαποκαλούνται «αδελφοί[26]». Ο παπικός κλήρος αποκαλείται «εθνικοί», και είναι αυτοί που τους ονόμασαν «Φτωχούς της Λυών»[27]. Στις ομάδες αυτές εμφανίζονται άτομα με πρωτεύοντα ρόλο και προέρχονται από την τάξη των κηρύκων. Από τους πρώτους αρχηγούς που έφτασαν από την Βουργουνδία ήταν ο Jean de Grandvaux, περίπου 1275[28]. Τέτοιοι ήταν επίσης οι Étienne Porchier από την Lons-le-Saulnier και Étienne Bordet[29]. Μεταγενέστερος εμφανίζεται κάποιος Cristinus Maynes (ίσως από Maine), τον οποίο ονομάζουν αγράμματο[30]. Οι κήρυκες ονομάζονται σε κάποιες περιπτώσεις και Τέλειοι, πιθανότατα ως δάνειο είτε από μπέρδεμα με τους Καθαρούς. Για παράδειγμα ο Jean Canoat, ήταν ‘Valdensis perfectus’[31]. Στην ίδια συλλογή αναφέρεται μόνο μια γυναίκα κήρυκας, η Raymonde de Castres[32], οπότε συμπεραίνεται ότι η συμμετοχή γυναικών σε αυτή την τάξη τείνει να εκλείψει.
Κάποιοι μάρτυρες ονομάζουν τους κήρυκες ως ‘clerici[33]’. η λέξη τoν Μεσαίωνα είχε διπλή σημασία· σήμαινε είτε τον κληρικό, είτε τον εγγράμματο[34]. Δεν είναι ξεκάθαρο με ποια έννοια χρησιμοποιείται. Αν χρησιμοποιείται με την έννοια του κληρικού, τότε αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι υπήρχαν Βάλδιοι που διήγαν διπλή ζωή. Αυτό θα φανεί καθαρότερα στην επόμενη περίπτωση. Αν χρησιμοποιείται με την έννοια του εγγράμματου, τότε αναλογικά με τους υπόλοιπους κατονομασμένους κήρυκες, οι τέσσερις περιπτώσεις των ‘clerici’ δείχνουν ότι ακόμη και στις αρχές του ΙΔ’ αι. η τάξη των κηρύκων ήταν στην συντριπτική της πλειοψηφία αγράμματοι άνθρωποι.
Στις ομολογίες αυτές βρίσκεται η ιστορία του Jean Philibert de St-Sauver, ο οποίος ήταν ιερέας στην Βουργουνδία. Περί το 1283 εστάλη από την Βουργουνδία στην Γασκώνη, να ψάξει κάποιον φυγά Βάλδιο. Εκεί ήρθε σε επαφή μαζί τους κι έγινε φίλος τους. Μετά από μια σύντομη επίσκεψη στην Βουργουνδία εγκαταστάθηκε μόνιμα στην επαρχία Auch. Αρχηγός των ομάδων εκεί ήταν ο προαναφερθείς Cristinus. Αυτός του πρότεινε να γίνει Βάλδιος κήρυκας. Ο Jean Philibert δέχθηκε. Το 1298 ανακρίθηκε από τον ιεροεξεταστή Guy της Ρεμ. Αρνήθηκε να ορκιστεί και φυλακίστηκε για κάποιο διάστημα στον Άγιο Λαυρέντιο της Grandvaux, κοντά στην Besançon. Αργότερα δέχθηκε να ορκιστεί, αποκήρυξε την αίρεση και αφέθηκε ελεύθερος. Η μετάνοιά του δεν ήταν ειλικρινής. Γύρισε στην Γασκώνη ως παπικός ιερέας, αλλά εξακολουθούσε να έχει κρυφές σχέσεις με τους Βάλδιους. Συνελήφθη πάλι το 1311 και εξετάστηκε από τους ανακριτές της Τουλούζης. Καθαιρέθηκε και αναθεματίστηκε οκτώ χρόνια αργότερα[35].
Στις ομάδες της Γασκώνης η εξομολόγηση γινόταν μόνο στον πάστορα της σέκτας τακτικά. Οι εξομολογούμενοι λάμβαναν από αυτόν το κανονικό επιτίμιο. Η πλειοψηφία των συλληφθέντων ομολόγησε ότι εξομολογούνταν με αυτόν τον τρόπο. Την εξομολόγηση άκουγαν οι παλαιότεροι και αιδεσιμότεροι των «αδελφών». Κάποια Pierrette ‘la Crestiana’, εξομολογούνταν σ’ αυτούς επί δεκατέσσερα έτη[36]. Κάποιος Pierre Aymon από την Alzon εξομολογούνταν στους Βάλδιους πάστορες επί σαράντα πέντε έτη[37] (η ομολογία χρονολογείται το 1320). Η ίδια Pierrette κατονόμασε 12 Βάλδιους πάστορες, τους οποίους είχε γνωρίσει προσωπικά. Όπως αναφέρθηκε αλλού, και σ’ αυτές τις περιπτώσεις επιτρεπόταν η εξομολόγηση σε παπικό, όχι ουσιαστικά, αλλά για τα προσχήματα. Ήταν σημαντικό για την επιβίωση της αίρεσης, να μην αναφέρονται σ’ αυτήν στις εξομολογήσεις τους. Ο Helyas Garin της Alzon ήταν αδελφός ενός πάστορα εξομολογητή, του HUguet. Εξομολογούνταν τακτικά και στον εφημέριο της ενορίας του, φροντίζοντας επιμελώς να μην αποκαλύπτει στοιχεία για τις σχέσεις του με τους Βάλδιους[38].
Αυτό που προκύπτει από την εξέταση των στοιχείων της περιόδου είναι η ανάπτυξη κάποιας «εκκλησιαστικής» δομής στην σέκτα. Οι πάστορες φρόντιζαν ν’ ακούν την εξομολόγηση των ακολούθων τους, να ορίζουν επιτίμια, να διδάσκουν το Ευαγγέλιο, το οποίο στις περισσότερες των περιπτώσεων γνώριζαν απ’ έξω, όχι ολόκληρο και ως έτυχε, αλλά τα ευαγγελικά αναγνώσματα των Κυριακών στην καθομιλουμένη, όχι στα λατινικά. Σημαντικό είναι να πούμε ότι οι ίδιοι οι πάστορες διαμόρφωναν και τα πρότυπα ηθικής. Υπάρχει μία τάση υποκατάστασης της παπικής «εκκλησίας». Υπάρχουν επίσης αντικληρικαλιστικά αισθήματα. Δεν εκφράζονταν, όμως, πάντα. Είναι εμφανής η προσπάθεια να καθησυχάζεται το κοινό, ότι πρόκειται για «εκκλησιαστικό» ή «παραεκκλησιαστικό» σχήμα, στα μάτια των αφελών. Για παράδειγμα, η Agnes de na Bernarda είχε σχέσεις με τους Βάλδιους επί επταετία. Όταν έμαθε ότι ο παραπάνω αναφερθείς Huguet Garin της Alzon καταδικάστηκε και κάηκε ως αιρετικός, τους εγκατέλειψε, λέγοντας ότι την ξεγελάσανε[39]. Το ίδιο και ο Gerald, ο γιος του Formont, ο οποίος θεωρούσε τους Βάλδιους ‘καλούς ανθρώπους’ μέχρι την στιγμή που έμαθε ότι τους αναζητούν οι ιεροεξεταστές[40].
Η ρητορεία των Βάλδιων για την αιτιολόγηση της ύπαρξής τους στους απλούς ανθρώπους, ήταν απλή και αφελής. Οι πάστορες καταφέρονταν εναντίον του κλήρου σε σχέση με το κήρυγμα και την Αγία Γραφή. Έλεγαν, λοιπόν, ότι ο παπικός κλήρος κρατούσε το λαό εσκεμμένα σε άγνοια, όσον αφορά την γνώση της Αγίας Γραφής και του θείου νόμου, με σκοπό να εξασφαλίζουν την εξουσία τους επί του ποιμνίου. Σ’ αυτό συμπλήρωναν με κακεντρέχεια, ότι αν ο κλήρος έδινε την Αγία Γραφή στον κόσμο θα ήταν λιγότερο πλούσιος. Αυτά βεβαιώνονται από ομολογίες, όπως της Jacqueta, χήρας του Philipot στο Combe-Rotgier[41].
Αιτία της αποκάλυψης των δραστηριοτήτων των Βάλδιων σε αυτή την περίπτωση ήταν η σύλληψη του Huguet Garin της Alzon. Αυτός γεννήθηκε σε οικογένεια Βάλδιων και ανατράφηκε για να γίνει πάστορας, από τους γονείς του Guillaume και Helys. Η εκπαίδευσή του ανατέθηκε στον Barthélemi de Cajarc, με τον οποίο ταξίδευε, ως ακόλουθος του πλανόδιου κήρυκα. Ο Huguet Garin ήταν υπεύθυνος για τον προσηλυτισμό φίλων και συγγενών στην Alzon. Η σύλληψη κι εκτέλεσή του στην Αβινιόν, παπική έδρα της εποχής, οδήγησε στο ξεσκέπασμα και των υπολοίπων μελών και τις δίκες της Τουλούζης. Μετά τα γεγονότα, οι Βάλδιοι και κυρίως οι Βουργουνδοί Βάλδιοι εξαφανίζονται από το προσκήνιο, περνούν στην αφάνεια, όπως συνέβη και με τις ομάδες των Βάλδιων της Languedoc του προηγούμενου αιώνα. Αναγκαστικά, πρέπει να περιμένουμε την ολοκλήρωση των ερευνών κάποιου άλλου ιεροεξεταστή, για να ρίξουμε μια ματιά στην σκοτεινή τους ιστορία.
8.3.4 Οι Βάλδιοι στην Pamiers. Η εμφάνιση του Οικουμενισμού.
O Jacques Fournier, επίσκοπος Pamiers και μετέπειτα πάπας Βενέδικτος ΧΙΙ, έδρασε ως ιεροεξεταστής στην επαρχία του την περίοδο 1318-1325. Τα αρχεία των ανακρίσεων που διενεργήθηκαν από αυτόν[42], αποτελούν πηγή για την εξέταση του Καθαρισμού στην περιοχή του Montaillou και δευτερευόντως για την μελέτη μιας μικρής κοινότητας Βάλδιων, με αρχηγό τον Raymond de Sainte-Foy, από την La Côte-St-André στην Isère. Ο Raymond συνελήφθη μαζί με την γυναίκα που τον φρόντιζε, την Agnes Francou, και ένα ακόμη ζευγάρι, τον Jean Fustier και την Huguette de Vienne[43].
Όταν συνελήφθη ο Raymond ήταν κοντά στα σαράντα του χρόνια. Δήλωσε διάκονος, αλλά όπως αποδείχθηκε στην συνέχεια δεν ανήκε στην παπική «εκκλησία». Ήταν μορφωμένος και μάλιστα θεολογικά κατηρτισμένος, αφού είχε σπουδάσει στην σχολή (stadium) των Φραγκισκανών στο Montpellier[44]. Ήταν διάκονος ενός κοινοβίου με μέλη αυτούς που συνελήφθηκαν μαζί του. Το κοινόβιο δεν ήταν αυτοκέφαλο. Οι διάκονοι εκεί, όπως ο Raymond ανήκαν σε μια ιεραρχία. Πάνω από τους διακόνους ήταν οι ιερείς και πάνω από αυτούς ένας ‘majoralis’. Τον τίτλο κατείχε ο Ιωάννης της Λωρραίνης (Jean de Lorraine), από το 1300[45]. Οι διάκονοι είχαν υποχρέωση να παρέχουν εξυπηρετήσεις στους ιερείς. Αρχηγός της κοινότητας ήταν ο ‘majoralis’, ο οποίος χειροτονούσε τους ιερείς και τους διακόνους. Στο κοινόβιο επικρατούσε αγαμία. Παντρεμένα ζευγάρια ή χήρες με παιδιά δεν γίνονταν δεκτοί.
Η κοινότητα ανήκε στην αίρεση των Βάλδιων, αν και εμφανίζει κάποια ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά. Ο Jean de Lorraine, o Jean de Châlon[46] και ο Jean de Grandvaux[47] είναι πιθανότατα το ίδιο πρόσωπο. Ο Raymond γνώριζε τον Cristinus, ο οποίος ανέλαβε ‘majoralis’ μετά τον Ιωάννη της Λωρραίνης. Ήξερε επίσης τους Barthélemi de Cajarc και Jean Moran. Η Huguette de Vienne γνώριζε τους Gerard de Provence και Jean de Cernon. Όλοι αυτοί εμφανίζονται στα προηγούμενα αρχεία της Τουλούζης[48]. Εκείνο όμως που εντυπωσιάζει είναι η μοναδική οργάνωση που εμφανίζεται σε αυτή την κοινότητα και δεν βρίσκεται σε κάποια άλλη από τις προηγούμενες. Ίσως να οφείλεται σε εξέλιξη εντός της αίρεσης, αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να αποκαλύφθηκαν σ’ αυτήν την περίπτωση περισσότερα, από όσα στις προηγούμενες.
Από τις καταθέσεις μαθαίνουμε τον τρόπο λειτουργίας της ιεραρχίας. Ο ‘majoralis’ εκλέγονταν από τους ιερείς και τους διακόνους, κατόπιν συσκέψεως. Ο εκλεγείς αρχικά αρνούνταν να αναλάβει εθιμοτυπικά, αλλά «υποχρεωνόταν» από τους υπόλοιπους ν’ αποδεχθεί τα καθήκοντά του. Χειροτονούνταν είτε από τον προηγούμενο, αν βρισκόταν ακόμη στη ζωή, ή από τον παλαιότερο ιερέα[49].
Για να γίνει κάποιος διάκονος έπρεπε να συμμετέχει στην ζωή της κοινότητας, τουλάχιστον μια εξαετία. Αν η κοινότητα ήταν ευχαριστημένη με την διαγωγή του, γινόταν μια σύσκεψη και αποφασιζόταν η ανάθεση της διακονίας στο άτομο. Ακολουθούσε τελετή χειροτονίας, όπου ο ‘majoralis’ έβαζε τα χέρια του στο κεφάλι του υποψήφιου και προσευχόταν να λάβει το Άγιο Πνεύμα. Μετά λεγόταν το Πάτερ Ημών και το Ave Maria. Όσοι διάκονοι εκτελούσαν ικανοποιητικά τα καθήκοντά τους μπορούσαν στην συνέχεια να γίνουν ιερείς. Πάλι ακολουθούσε τελετή, της οποίας το τυπικό προέβλεπε να θέτουν τα χέρια τους στο κεφάλι του υποψηφίου ο ‘majoralis’ και οι παραβρισκόμενοι ιερείς[50].
Μόνο ο ‘majoralis’ μπορούσε να κάνει μια απομίμηση Θ. Ευχαριστίας. Κατά την Μεγάλη Πέμπτη έπλενε τα πόδια των ιερέων. Στην συνέχεια ευλογούσε άρτο, οίνο και ψάρι εις απομίμηση του Μ. Δείπνου. Αυτή η τελετή ήταν μόνο για τα μέλη του κοινοβίου και όχι για απλούς πιστούς[51]. Οι ιερείς είχαν ως καθήκον ν’ ακούν τις εξομολογήσεις των πιστών και να βάζουν επιτίμια[52].
Στην ομολογία του ο Raymond ισχυρίστηκε ότι η ιεροσύνη των παπικών και των Βάλδιων ήταν «κλάδοι[53]» του ίδιου θεσμού, και καθένας είχε την αξία του στην δικιά του «εκκλησία». Επίσης, ισχυρίστηκε ότι ο ‘majoralis’ είχε την ίδια πνευματική αρμοδιότητα με τον παπικό επίσκοπο, και οι ιερείς την ίδια ικανότητα να τελούν μυστήρια, είτε ήταν παπικοί είτε Βάλδιοι. Δεν παραδεχόταν ότι η εγκυρότητα των μυστηρίων εξαρτιόταν από την ηθική του ιερέα[54]. Ακόμη περισσότερο, εμφανίστηκε να πιστεύει ότι η ομάδα ήταν καθόλα «ορθόδοξη», τίποτα παραπάνω από ένα μεταρρυθμιστικό «εκκλησιαστικό» κίνημα, το οποίο περίμενε την νομιμοποίησή του από τον παπισμό, για να βγει στην επιφάνεια. Σκοπό του δήλωνε την αναμόρφωση της πνευματικής ζωής με βάση την Αγία Γραφή και την προώθηση της εξομολόγησης.
Ήταν άραγε, αυτός ο φαινόμενος Οικουμενισμός μια προσπάθεια συνδιαλλαγής με τον παπισμό, ενώπιον του ιεροεξεταστή; Αν ναι, τότε ποιες ήταν οι πραγματικές ιδέες του Raymond;
Δουλειά του Jacques Fourier, όπως και κάθε ιεροεξεταστή ήταν η εις βάθος εξέταση τέτοιων δηλώσεων και η εμπειρία από προηγούμενες ανακρίσεις, κυρίως Καθαρών επαγγελματιών στην εξαπάτηση, ήταν πολύτιμη. Έτσι, ύστερα από τις κατάλληλες ερωτήσεις ο Raymond δήλωσε ότι ο ιερέας δεν ήταν το απαραίτητο στοιχείο για την τέλεση μιας Θ. Λειτουργίας. Αρκεί να υπήρχε δισκοπότηρο, οίνος, άρτος, ύδωρ και κάποιος να απαγγείλει τα ιδρυτικά λόγια του μυστηρίου. Όταν ρωτήθηκε για το θέμα της εξουσιοδότησης, ο Raymond απάντησε ότι ο ‘majoralis’ είχε εξουσιοδότηση από τον Θεό και δεν χρειαζόταν κανενός άλλου. Έτσι, μπορούσε να κηρύττει, να στέλνει «αδελφούς» να κηρύττουν, να εξομολογεί, όπως και οι ιερείς. Η απάντηση του απ. Πέτρου στο συμβούλιο των Ιουδαίων (Πραξ. 5.29) ήταν η βάση όλης της απολογίας του Raymond. Η υπό εξέταση ομάδα συμφωνούσε με τον παπισμό σε όσα θέματα θεωρούσε ότι ήταν σύμφωνα με την Αγία Γραφή και ακολουθούσε την δικιά της πρακτική στα υπόλοιπα. Έχουμε δηλαδή κλασσικό παράδειγμα Βάλδιων.
Συμπεραίνεται, λοιπόν, ότι συστατικό του φαινόμενου Οικουμενισμού του Raymond ήταν η ανειλικρίνεια. Ο Οικουμενισμός του ήταν αποτέλεσμα της θεολογικής του εκπαίδευσης στη σχολή των Φραγκισκανών, χωρίς όμως ν’ αποτελεί αυτόνομη θεολογική παράδοση εντός της αίρεσης[55]. Αποτελεί προσπάθεια συμβιβασμού με αφετηρία τα σημεία συνάντησης των δύο θεολογιών, τα οποία εκείνη την εποχή ήταν περισσότερα. Άρα ο οικουμενιστικός χαρακτήρας των Βάλδιων προηγείται χρονικά του διαμαρτυρόμενου της μεταρρύθμισης. Πάντως, οι παπικοί τότε δεν ενέδωσαν.
8.3.5 Οι Βάλδιοι στην Τουλούζη.
Τις πληροφορίες για τους Βάλδιους της Τουλούζης τις οφείλουμε στα αρχεία του ιεροεξεταστή Bernard Gui. Αυτός έδρασε στην περιοχή μεταξύ των ετών 1307 ως 1324. Τα αρχεία αποτέλεσαν την βάση του Practica Inquisitionis Heretice Pravitatis[56], στο οποίο ένα κεφάλαιο αφιερώνεται στους Βάλδιους. Η αξιοπιστία του επιβεβαιώνεται από τις σχετικές αναφορές του Liber Sentnentiarum.
Με το κείμενο αυτό διασταυρώνονται και επιβεβαιώνονται όλες οι παραπάνω πληροφορίες για τις πεποιθήσεις και τις πρακτικές των Βάλδιων[57]. Ταυτόχρονα επιβεβαιώνει και την ανειλικρίνεια των Βάλδιων. Ο Bernard Gui πίστευε ότι όσοι ήταν περισσότερο μυημένοι στην αίρεση, είχαν πιο ριζοσπαστικές και αποστασιοποιημένες από τον παπισμό ιδέες, από ότι φανέρωναν, ακόμη και στους ίδιους του υποστηρικτές τους ή τα απλά μέλη τους[58]. Επιμένει ότι ισχυρισμός τους ήταν η αδυναμία ενός αμαρτωλού ιερέα να τελέσει μυστήρια, ενώ αντίθετα ένας καλός λαϊκός μπορούσε να τελέσει ακόμη και Θεία Λειτουργία[59]. Προσθέτει ότι οι Βάλδιοι δεν τιμούσαν τους αγίους και τις εορτές τους, δεν πίστευαν ότι μπορούν να θαυματουργήσουν, και ότι υπό ανάκριση δήλωναν καθόλα σύμφωνοι με τον παπισμό, χωρίς να το εννοούν. Αυτό φάνηκε στην προηγούμενη περίπτωση του Raymond de Sainte-Foy και πείθει ότι ο Bernard Gui δεν εφηύρε τα όσα γράφει, αλλά τα συνάντησε πραγματικά στις ανακρίσεις που διήγε[60].
Η εκτίμησή του ήταν ότι η αίρεση αυτή ήταν περισσότερο διαδεδομένη από όσο φαινόταν και είχε μεγαλύτερο βάθος από όσο μπορούσε να αντιληφθεί κάποιος, αν παρατηρούσε μόνο την επιφάνεια. Συμφωνούσε απόλυτα με τον Étienne de Bourbon, λέγοντας ότι σε άλλες προηγούμενες εποχές υποστήριζαν άλλες αιρετικές δοξασίες, εννοώντας ότι στην εποχή του δεν τις αποκάλυπταν[61]. Εκτιμά ότι όσα γράφτηκαν για τις ομάδες τους σε άλλες περιοχές της Ευρώπης, ίσχυαν και γι’ αυτούς που βρίσκονταν στην Τουλούζη, ακόμη και αν τα αρνούνταν.
Στο έργο του βρίσκονται δύο μοναδικές πληροφορίες. Η πρώτη από αυτές αναφέρει δύο μυστικές συγκεντρώσεις ετησίως, κατά τις οποίες αποφασίζονται και αποδίδονται στους κήρυκες οι αποστολές τους. Πού θα πάνε, ποιους θα συναντήσουν, ποιον θα εξομολογήσουν, τι δωρεές θα συγκεντρώσουν. Τα μυστικά αυτά συμβούλια, διοργανώνονταν σε διαφορετικό κάθε φορά τόπο, σε ένα σπίτι μισθωμένο κάποιους μήνες πριν, για να μην κινούνται υποψίες. Τις αποστολές ανέθετε ο ‘majoralis’ στους ιερείς, διακόνους και κήρυκές του. Κατά την διάρκεια της συσκέψεως του αποδίδονταν τα αποτελέσματα και ο λογαριασμός για την επίτευξη του στόχου της προηγούμενης περιόδου. Η όλη διαδικασία θυμίζει τρόπο λειτουργίας εμπορικών ή παραθρησκευτικών (για παράδειγμα εταιρεία Σκοπιά) επιχειρήσεων. Περιττό να πούμε ότι οι συμμετέχοντες δεν εμφανίζονταν ξαφνικά στην πόλη που θα γινόταν η συνάντηση, αλλά παρουσιάζονταν σαν έμποροι για να μην κινούν υποψίες[62].
Δεύτερον, αναφέρει ότι διέθεταν κάποιο είδος Σύνοψης της πίστης. Η Σύνοψις αυτή περιελάμβανε επτά άρθρα για το τριαδολογικό δόγμα, επτά χριστολογίας, τις Δέκα Εντολές και επτά έργα ελεημοσύνης. Την Σύνοψη αυτή την απομνημόνευαν, ώστε να μπορούν να την χρησιμοποιούν με απολογητικό τρόπο[63]. Μάλιστα, Ο Bernard Gui συμβούλευε λόγω αυτού τους ιεροεξεταστές να τους ζητούν να πουν το Σύμβολο της Πίστης, το οποίο δεν γνώριζαν διότι δεν περιλαμβανόταν στην Σύνοψή τους. Αντίστοιχες παπικές συνόψεις που κυκλοφορούσαν παπικοί ιεράρχες, περιελάμβαναν και το Σύμβολο της Πίστης[64].
Τα αποτελέσματα της δράσης της Ιεράς Εξέτασης στην εξέλιξη της αίρεσης των Βάλδιων, όπως περιγράφηκαν παραπάνω μπορούν να συνοψιστούν σε λίγες λέξεις. Οι Βάλδιοι κατέληξαν άλλα να διδάσκουν και άλλα να πράττουν για να μην κινούν τις υποψίες των τοπικών εκκλησιαστικών αρχών και να μην γίνεται αντιληπτή η διαφορετικότητά τους από τον υπόλοιπο κόσμο, τον οποίο ζητούσαν να ευαγγελίσουν. Ο Bernard Gui το περιγράφει ως εξής:
«Επίσης, με σκοπό να προστατευτούν, μερικές φορές αναγκάζονται να προσποιηθούν οικειότητα με μέλη των θρησκευτικών ταγμάτων και του κλήρου, δίνοντας πλούσια δώρα ή κάνοντας χάρες σ’ αυτούς, ή υιοθετώντας δουλοπρεπή ή ταπεινή συμπεριφορά απέναντί τους, κι έτσι ν’ αποσπάσουν γι’ αυτούς και τους δικούς τους την ευκαιρία να παραμείνουν καλυμμένοι, να ζουν και να καταστρέφουν ψυχές. Επίσης, παραβρίσκονται στις εκκλησίες και παρακολουθούν ομιλίες, με όλους τους εξωτερικούς τύπους, προσαρμόζονται με θρησκευτικό φαινομενικό τρόπο και προσπαθούν να χρησιμοποιούν ένα λεξιλόγιο που φαίνεται διακριτικό για να ξεγλιστράνε[65]. …
Επίσης συμβουλεύουν τους πιστούς τους να μην τους προδίδουν ποτέ στις εκκλησιαστικές αρχές, τους κληρικούς ή τα μέλη των θρησκευτικών ταγμάτων ή τους ιεροεξεταστές, διότι αν φανερωθούν, θα συλληφθούν, επειδή – έτσι λένε στους πιστούς τους – οι ιεροεξεταστές και οι άλλοι της Ρωμαϊκής Εκκλησίας τους καταδιώκουν άδικα επειδή υπηρετούν τον Θεό και τηρούν τις εντολές του, επειδή επιδιώκουν την ευαγγελική πτώχεια και τελειότητα, όπως ο Χριστός και οι Απόστολοι. Λένε επίσης, ότι γνωρίζουν την αλήθεια και τα πράγματα του Θεού καλύτερα από τους εκκλησιαστικούς κληρικούς ή μέλη των θρησκευτικών ταγμάτων της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, οι οποίοι, εξαιτίας της άγνοιας της αλήθειας, τους καταδιώκουν, Επίσης ισχυρίζονται ότι ξεφεύγουν από τις διώξεις των αντιπάλων τους επειδή ο Χριστός στο Ευαγγέλιο είπε στους αποστόλους και ακολούθους του να φεύγουν από πόλη σε πόλη όταν διώκονται στο όνομα του Θεού[66]».
Στο επόμενο κεφάλαιο θα δούμε την εξάπλωση των Βάλδιων στην Κεντρική Ευρώπη.
* * * * * *
[1] Euan Cameron, Waldenses: Rejections of the Holy Churchin Medieval Europe, Oxford 2000, p. 70.
[2] Τα στοιχεία από την συλλογή Doat, XXI υπάρχουν στο H. C. Lea, History of the Inquisition of the Middle Ages, 3 vols London 1888, vol. 2 Appendix X pp. 581-2 (λατινικά).
[3] Gabriel Audisio, The Waldensian Dissent: Persecution and Survival, c. 1179- c. 1570 (τίτλος πρωτοτύπου Les ‘Vaudois’: naissance, vie et mort d’ une dissidence, XIIe-XVIe siècle), Cambridge University Press 1999, p.32.
[4] Gabriel Audisio, The Waldensian Dissent, pp. 35-36.
[5] Mansi XXII.1008-1009.
[6] A. Patschovsky- K. V. Selge, Quellen zur Geschichte der Waldenser, Texte zur Kirchen- und Theologiegeschichte 18 (Gütersloh 1973), p. 51. Επίσης G. Gonnet, Enchiridion fontium valdensium du IIIe Concile de Lateran au Synode de Chanforan (1179-1532), Torre Pellice 1958, vol. 1 pp. 155-7.
[7] Οι σπάνιες περιπτώσεις όπου οι εξομολογούμενοι ομολόγησαν την επαφή τους με τους Βάλδιους καταγράφονται στο D. Kurze, Quelle zur Ketzergeschichte Brandenburgs und Pommerns, Veröffentlichungen der historischen Kommision zu Berlin, Band 45, (Berlin 1975), 189-190.
[8] P. Biller, Curate infirmos: The Medieval Waldensian Practice of Medicine, n Studies in Church History 19 (1982), pp. 55-57.
[9] H. C. Lea, History of the Inquisition.., vol. 2 Appendix X pp. 582-583.
[10] G. Gonnet, Enchiridion…, vol. 1 pp. 155-157.
[11] H. C. Lea, History of the Inquisition.., vol. 2 Appendix X pp. 580.
[12] A. Patschovsky- K. V. Selge, Quellen.., p. 58-9.
[13] C. Thouzellier, Catharisme et valdéisme en Languedoc à la fin du XIIe et au début du XIIIe siècle, Paris 1966, p. 295 & n. 106.
[14] E. Martene-U. Durand, Thesaurus Novus Anecdotorum, Paris 1717, t. V col. 1755. Αγγλική μετάφραση, W. L. Wakefield- A. P. Evans, Heresies of the High Middle Ages, London 1969, p. 346.
[15] A. Patschovsky- K. V. Selge, Quellen.., p. 52, H. C. Lea, History of the Inquisition.., vol. 2 Appendix X pp. 584.
[16] C. Thouzellier, Catharisme et valdéisme, p. 295 n. 105.
[17] A. Patschovsky- K. V. Selge, Quellen.., p. 61, H. C. Lea, History of the Inquisition.., vol. 2 Appendix X pp. 582.
[18] J. Duvernoy, Le Registre d’ inquisition de Jacques Fournier, évéque de Pamiers (1318-1325), 3 vols Toulouse 1965, vol. 1 pp. 60-1, γαλλική μετάφραση του ιδίου και E. Le Roy Laudrie, 3 vols Paris 1978.
[19] A. Patschovsky- K. V. Selge, Quellen.., p. 52 n.17 & C. Thouzellier, Catharisme et valdéisme, p. 295 n. 105.
[20] H. C. Lea, History of the Inquisition.., vol. 2 Appendix X pp. 580.
[21] Philippus van Limborch, Historia Inquisitionis. Cui Subjungitur Liber Sententiarum inquistitionis Tholosanae ab anno Christi MCCCVII ad annum MCCCXXIII, Amsterdam 1692, 216-7, 225, 368, 375.
[22] Υπάρχει η άποψη ότι το πρωτότυπο έχει χαθεί, ωστόσο το British Library MS Add. 4697 φαίνεται να είναι αυθεντικό. E. Cameron, The Waldenses, p. 80 n. 46.
[23] P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae, 230, 262, 264, 352.
[24] Ο συγκεκριμένος έδρασε στην Βουργουνδία το διάστημα 1290-1295, άρα η μετανάστευση ήταν σταδιακή σε εκτεταμένο χρόνο. P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae, 230-1, 253, 264, 352, 354.
[25] P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae, 216-17, 223-4, 227, 235, 239, 339-41, 343.
[26] P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae, 216, 222, 226, 234, 354, 356, 359, 366: ‘et vocabant se illi qui errant de illa societate fratres’.
[27] P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae, 351: ‘si scirentur caperentur per dominum quia gentes vocabant eos paupers de Lugduno’. Ομοίως 357 & 369.
[28] P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae, 352.
[29] P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae, 344, 359, 367.
[30] P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae, 346, 377-8.
[31] P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae, 241.
[32] P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae, 201.
[33] P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae, 224-6, 231, 239, 253, 351, 366-7, 377.
[34] A. Murray, Reason and Sosciety in the Middle Ages, Oxford 1978, pp. 263-270.
[35] P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae, 252-5, 274-7.
[36] P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae, 236, αλλά στο βιβλίο λόγω κακοτυπίας εμφανίζεται ως 234.
[37] P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae, 352-53.
[38] P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae, 241-2.
[39] P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae,359.
[40] P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae,378.
[41] P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae,377.
[42] J. Duvernoy, Le Registre d’ inquisition de Jacques Fournier, évéque de Pamiers (1318-1325), 3 vols Toulouse 1965, vol. 1 pp. 60-1, γαλλική μετάφραση του ιδίου και E. Le Roy Laudrie, 3 vols Paris 1978. Μέρος του αρχείου αναλύεται στο E. Le Roy Ladurie, Montaillou: village Occitan de 1294 à 1324, Paris 1975 (δεύτερη έκδοση αναθεωρημένη 1982). Σε αγγλική μετάφραση B. Bray (trans), Montaillou: Cathars and Catholics in a French Village, 1294-1324, London 1978.
[43] Τα αρχεία της δίκης J. Duvernoy, Le Registre…, vol. 1 p. 123 κ.ε. Οι ποινές καταγράφηκαν στο P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae, 289-91.
[44] J. Duvernoy, Le Registre…, vol. 1 pp. 61-3, 101-102. Malcolm Lambert, Medieval Heresy: Popular Movements from the Gregorian Reform to the Reformation, Oxford 21992, p. 158.
[45] J. Duvernoy, Le Registre…, vol. 1 p. 40-1, P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae, 289, 291.
[46] P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae, 201.
[47] P. van Limborch, Liber sententiarum Tholosanae, 352, 365.
[48] Για την περίπτωση J. Duvernoy, Le Registre…, vol. 1 p.99-102.
[49] J. Duvernoy, Le Registre…, vol. 1 p.54-7.
[50] J. Duvernoy, Le Registre…, vol. 1 p. 57, 68, 96-9.
[51] J. Duvernoy, Le Registre…, vol. 1 p.60-1, 66-8.
[52] J. Duvernoy, Le Registre…, vol. 1 p. 60-62.
[53] E. Cameron, The Waldenses, p. 90.
[54] J. Duvernoy, Le Registre…, vol. 1 p. 289-91.
[55] E. Cameron, The Waldenses, p. 91.
[56] Bernard Gui, Manuel de l’ inquisiteur, έκδοση-μετάφραση G. Mollat- G. Drioux, 2 vols Paris 1964, pp. 34-83. Παλαιότερη έκδοση Bernardus Guidonis, Practica inquisitionis heretice pravitatis, ed. Douais, Pars 1886. Το κεφάλαιο για τους Βάλδιους σε αγγλική μετάφραση W. L. Wakefield- A. P. Evans, Heresies of the High Middle Ages, pp. 386-404.
[57] E. Cameron, The Waldenses, p. 92-3 αναλυτικά ποιες πεποιθήσεις επιβεβαιώνονται που.
[58] Bernard Gui, Manuel de l’ inquisiteur, vol. 1 pp. 46-47, 78-79.
[59] Bernard Gui, Manuel de l’ inquisiteur, vol. 1 pp. 40-3.
[60] Ε. Cameron, The Waldenses, p. 93.
[61] Bernard Gui, Manuel de l’ inquisiteur, vol. 1 p. 38.
[62] Bernard Gui, Manuel de l’ inquisiteur, vol. 1 p. 50-53, αγγλική μετάφραση W. L. Wakefield- A. P. Evans, Heresies of the High Middle Ages, pp. 393.
[63] Bernard Gui, Manuel de l’ inquisiteur, vol. 1 p. 54-5, αγγλική μετάφραση W. L. Wakefield- A. P. Evans, Heresies of the High Middle Ages, pp. 394.
[64] Όπως για παράδειγμα η Ignorantia sacerdotum του αρχιεπισκόπου Καντερβουρίας John Pecham του 1281, η οποία συνοψίστηκε ακόμη περισσότερο από τον William Lyndwood στην Provinciale, (ed. J. V. Bullard- H. Bell. London 1929), το 1440.
[65] W. L. Wakefield- A. P. Evans, Heresies of the High Middle Ages, pp. 394.
[66] W. L. Wakefield- A. P. Evans, Heresies of the High Middle Ages, pp. 395.
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου https://www.impantokratoros.gr/DCC4ACB5.el.aspx