Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ο πατήρ Θεόδωρος Ζήσης, ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής ΑΠΘ, παραχώρησε αποκλειστική συνέντευξη στο "Ρωμαίικο Οδοιπορικό", σχετικά με:
α) Από πότε άρχισε ο οικουμενισμός στις Θεολογικές Σχολές;
β) Οι οικουμενιστές εξυπηρετούν άλλα συμφέροντα ή είναι οικουμενιστές επειδή το θέλουν;
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Ἐπιστολή τοῦ Ὁσίου Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτουπού ἐστάλη στόν π. Χαράλαμπο Βασιλόπουλο τό 1969.
Ἐν Ἁγίῳ Ὄρει τῇ 23ῃ Ἰανουαρίου 1969
Σεβαστέ πάτερ Χαράλαμπε
Ἐπειδή βλέπω τόν μεγάλον σάλον πού γίνεται εἰς τήν Ἐκκλησίαν μας, ἐξ αἰτίας τῶν διαφόρων φιλενωτικῶν κινήσεων καί τῶν ἐπαφῶν τοῦ Πατριάρχου μετά τοῦ Πάπα, ἐπόνεσα καί ἐγώ σάν τέκνον Της καί ἐθεώρησα καλόν, ἐκτός ἀπό τίς προσευχές μου, νά στείλω καί ἕνα μικρό κομματάκι κλωστή (πού ἔχω σάν φτωχός μοναχός), διά νά χρησιμοποιηθῆ καί αὐτό, ἔστω καί γιά μία βελονιά, διά τό πολυκομματιασμένο φόρεμα τῆς Μητέρας μας. Πιστεύω ὅτι θά κάμετε ἀγάπην καί θά τό χρησιμοποιήσετε διά μέσου τοῦ θρησκευτικοῦ σας φύλλου. Σᾶς εὐχαριστῶ.
Θά ἤθελα νά ζητήσω συγγνώμην ἐν πρώτοις ἀπ' ὅλους, πού τολμῶ νά γράψω κάτι, ἐνῶ δέν εἶμαι οὔτε ἅγιος, οὔτε θεολόγος. Φαντάζομαι ὅτι θά μέ καταλάβουν ὅλοι, ὅτι τά γραφόμενά μου δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἕνας βαθύς μου πόνος διά τήν γραμμήν καί κοσμικήν ἀγάπην, δυστυχῶς, τοῦ πατέρα μας κ. Ἀθηναγόρα. Ὅπως φαίνεται, ἀγάπησε μίαν ἄλλην γυναίκα μοντέρνα, πού λέγεται Παπική Ἐκκλησία, διότι ἡ Ὀρθόδοξος Μητέρα μας δέν τοῦ κάμνει καμμίαν ἐντύπωσι, ἐπειδή εἶναι πολύ σεμνή. Αὐτή ἡ ἀγάπη, πού ἀκούσθηκε ἀπό τήν Πόλι, βρῆκε ἀπήχησι σέ πολλά παιδιά του, πού τήν ζοῦν εἰς τάς πόλεις. Ἄλλωστε αὐτό εἶναι καί τό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς μας: ἡ οἰκογένεια νά χάση τό ἱερό νόημά της ἀπό τέτοιου εἴδους ἀγάπες, πού ὡς σκοπόν ἔχουν τήν διάλυσιν καί ὄχι τήν ἕνωσιν.
Μέ μία τέτοια περίπου κοσμική ἀγάπη καί ὁ Πατριάρχης μας φθάνει στή Ρώμη. Ἐνῶ θά ἔπρεπε νά δείξη ἀγάπη πρῶτα σέ μας τά παιδιά του καί στή Μητέρα μας Ἐκκλησία, αὐτός, δυστυχῶς, ἔστειλε τήν ἀγάπη του πολύ μακριά. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά ἀναπαύση μέν ὅλα τά κοσμικά παιδιά, πού ἀγαποῦν τόν κόσμον καί ἔχουν τήν κοσμικήν αὐτήν ἀγάπην, νά κατασκανδαλίση ὅμως ὅλους ἐμᾶς, τά τέκνα τῆς Ὀρθοδοξίας, μικρά καί μεγάλα, πού ἔχουν φόβο Θεοῦ.
Μετά λύπης μου, ἀπό ὅσους φιλενωτικούς ἔχω γνωρίσει, δέν εἶδα νά ἔχουν οὔτε ψίχα πνευματική οὔτε φλοιό. Ξέρουν, ὅμως, νά ὁμιλοῦν γιά ἀγάπη καί ἑνότητα, ἐνῶ οἱ ἴδιοι δέν εἶναι ἑνωμένοι μέ τόν Θεόν, διότι δέν Τόν ἔχουν ἀγαπήσει.
Θά ἤθελα νά παρακαλέσω θερμά ὅλους τούς φιλενωτικούς ἀδελφούς μας: Ἐπειδή τό θέμα τῆς ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι κάτι τό πνευματικόν καί ἀνάγκην ἔχουμε πνευματικῆς ἀγάπης, ἄς τό ἀφήσουμε σέ αὐτούς πού ἀγαπήσανε πολύ τόν Θεόν καί εἶναι θεολόγοι, σάν τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, καί ὄχι νομολόγοι, πού προσφέρανε καί προσφέρουν ὁλόκληρο τόν ἑαυτόν τους εἰς τήν διακονίαν τῆς Ἐκκλησίας (ἀντί μεγάλης λαμπάδας), τούς ὁποίους ἄναψε τό πῦρ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ὁ ἀναπτήρας τοῦ νεωκόρου. Ἄς γνωρίζωμεν ὅτι δέν ὑπάρχουν μόνον φυσικοί νόμοι, ἀλλά καί πνευματικοί. Ἑπομένως, ἡ μέλλουσα ὀργή τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ νά ἀντιμετωπισθῆ μέ συνεταιρισμόν ἁμαρτωλῶν (διότι διπλήν ὀργήν θά λάβωμεν), ἀλλά μέ μετάνοιαν καί τήρησιν τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου.
Ἐπίσης, ἄς γνωρίσωμεν καλά ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας δέν ἔχει καμμίαν ἔλλειψιν. Η μόνη ἔλλειψις πού παρουσιάζεται, εἶναι ἡ ἔλλειψις σοβαρῶν Ἱεραρχῶν καί Ποιμένων μέ πατερικές ἀρχές. Εἶναι ὀλίγοι οἱ ἐκλεκτοί. Ὅμως, δέν εἶναι ἀνησυχητικόν. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί Αὐτός τήν κυβερνάει. Δέν εἶναι Ναός, πού χτίζεται ἀπό πέτρες, ἄμμο καί ἀσβέστη ἀπό εὐσεβεῖς καί καταστρέφεται μέ φωτιά βαρβάρων, ἀλλά εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. «Καί ὁ πεσῶν ἐπί τόν λίθον τοῦτον συνθλασθήσεται, ἐφ' ὄν δ' ἄν πέση λικμήσει αὐτόν» (Ματθ. καί 44-45). Ὁ Κύριος, ὅταν θά πρέπη, θά παρουσιάση τούς Μάρκους τούς Εὐγενικούς καί τούς Γρηγορίους Παλαμάδες, διά νά συγκεντρώσουν ὅλα τά κατασκανδαλισμένα ἀδέλφια μας, διά νά ὁμολογήσουν τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν, νά στερεώσουν τήν Παράδοσιν καί νά δώσουν χαράν μεγάλην εἰς τήν Μητέρα μας.
Εἰς τούς καιρούς μας βλέπομεν ὅτι πολλά πιστά τέκνα τῆς Ἐκκλησίας μας, μοναχοί καί λαϊκοί, ἔχουν, δυστυχῶς, ἀποσχισθῆ ἀπό αὐτήν, ἐξ αἰτίας τῶν φιλενωτικῶν. Ἔχω τήν γνώμην ὅτι δέν εἶναι καθόλου καλόν νά ἀποχωριζώμεθα ἀπό τήν Ἐκκλησίαν κάθε φορᾶ πού θά πταίη ὁ Πατριάρχης. Ἀλλά ἀπό μέσα, κοντά στήν Μητέρα Ἐκκλησία ἔχει καθῆκον καί ὑποχρέωσι ὁ καθένας ν' ἀγωνίζεται μέ τόν τρόπον του. Τό νά διακόψη τό μνημόσυνον τοῦ Πατριάρχου, νά ἀποσχισθῆ καί νά δημιουργήση ἰδικήν του Ἐκκλησίαν καί νά ἐξακολουθῆ νά ὁμιλῆ ὑβρίζοντας τόν Πατριάρχην, αὐτό, νομίζω, εἶναι παράλογον.
Ἐάν διά τήν α ἤ τήν β λοξοδρόμησι τῶν κατά καιρούς Πατριαρχῶν χωριζώμεθα καί κάνωμε δικές μας Ἐκκλησίες - Θεός φυλάξει! - θά ξεπεράσωμε καί τούς Προτεστάντες ἀκόμη. Εὔκολα χωρίζει κανείς καί δύσκολα ἐπιστρέφει. Δυστυχῶς, ἔχουμε πολλές «ἐκκλησίες» στήν ἐποχή μας. Δημιουργήθηκαν εἴτε ἀπό μεγάλες ὁμάδες ἡ καί ἀπό ἕνα ἄτομο ἀκόμη. Ἐπειδή συνέβη στό καλύβι τῶν (ὁμιλῶ διά τά ἐν Ἁγίῳ Ὄρει συμβαίνοντα) νά ὑπάρχη καί ναός, ἐνόμισαν ὅτι μποροῦν νά κάνουν καί δική τους ἀνεξάρτητη Ἐκκλησία. Ἐάν οἱ φιλενωτικοί δίνουν τό πρῶτο πλῆγμα στήν Ἐκκλησία, αὐτοί, οἱ ἀνωτέρω, δίνουν τό δεύτερο. Ἄς εὐχηθοῦμε νά δώση ὁ Θεός τόν φωτισμόν Του σέ ὅλους μας καί εἰς τόν Πατριάρχην μας κ. Ἀθηναγόραν, διά νά γίνη πρῶτον ἡ ἕνωσις αὐτῶν τῶν «ἐκκλησιῶν», νά πραγματοποιηθῆ ἡ γαλήνη ἀνάμεσα στό σκανδαλισμένο ὀρθόδοξο πλήρωμα, ἡ εἰρήνη καί ἡ ἀγάπη μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν καί κατόπιν ἄς γίνη σκέψις διά τήν ἕνωσιν μετά τῶν ἄλλων «Ὁμολογιῶν», ἐάν καί ἐφ' ὅσον εἰλικρινῶς ἐπιθυμοῦν νά ἀσπασθοῦν τό Ὀρθόδοξον Δόγμα.
Θά ἤθελα ἀκόμη νά εἰπῶ ὅτι ὑπάρχει καί μία τρίτη μερίδα μέσα εἰς τήν Ἐκκλησίαν μας. Εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ἀδελφοί, πού παραμένουν μέν πιστά τέκνα Αὐτῆς, δέν ἔχουν ὅμως συμφωνίαν πνευματικήν ἀναμεταξύ τους. Ἀσχολοῦνται μέ τήν κριτικήν ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου καί ὄχι διά τό γενικώτερον καλόν τοῦ ἀγῶνος. Παρακολουθεῖ δέ ὁ ἕνας τόν ἄλλον (περισσότερον ἀπό τόν ἕαυτόν του) εἰς τό τί θά εἰπῆ ἤ τί θά γράψη, διά νά τόν κτυπήση κατόπιν ἀλύπητα. Ἐνῶ ὁ ἴδιος ἄν ἔλεγε ἤ ἔγραφε τό ἴδιο πράγμα, θά τό ὑπεστήριζε καί μέ πολλές μάλιστα μαρτυρίες τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Πατέρων. Τό κακό πού γίνεται εἶναι μεγάλο, διότι ἀφ' ἑνός μέν ἀδικεῖ τόν πλησίον του, ἀφ' ἑτέρου δέ καί τόν γκρεμίζει μπροστά στά μάτια τῶν ἄλλων πιστῶν. Πολλές φορές σπέρνει καί τήν ἀπιστία στίς ψυχές τῶν ἀδυνάτων, διότι τούς σκανδαλίζει. Δυστυχῶς, μερικοί ἀπό ἐμᾶς ἔχουμε παράλογες ἀπαιτήσεις ἀπό τούς ἄλλους. Θέλουμε οἱ ἄλλοι νά ἔχουν τόν ἴδιο μέ ἐμᾶς πνευματικόν χαρακτήρα. Ὅταν κάποιος ἄλλος δέν συμφωνῆ μέ τόν χαρακτήρα μας, δηλαδή ἤ εἶναι ὀλίγον ἐπιεικής ἤ ὀλίγον ὀξύς, ἀμέσως βγάζομε τό συμπέρασμα ὅτι δέν εἶναι πνευματικός ἄνθρωπος. Ὅλοι χρειάζονται εἰς τήν Ἐκκλησίαν. Ὅλοι οἱ Πατέρες προσέφεραν τάς ὑπηρεσίας των εἰς Αὐτήν. Καί οἱ ἤπιοι χαρακτῆρες καί οἱ αὐστηροί. Ὅπως διά τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀπαραίτητα καί τά γλυκά καί τά ξινά καί τά πικρά ἀκόμη ραδίκια (τό καθένα ἔχει τίς δικές του οὐσίες καί βιταμίνες), ἔτσι καί διά τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλοι εἶναι ἀπαραίτητοι. Ὁ ἕνας συμπληρώνει τόν πνευματικόν χαρακτήρα τοῦ ἄλλου καί ὅλοι εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νά ἀνεχώμεθα ὄχι μόνον τόν πνευματικόν του χαρακτήρα, ἀλλά ἀκόμη καί τίς ἀδυναμίες, πού ἔχει σάν ἄνθρωπος.
Καί πάλιν ἔρχομαι νά ζητήσω εἰλικρινῶς συγγνώμην ἀπό ὅλους, διότι ἐτόλμησα νά γράψω. Ἐγώ εἶμαι ἕνας ἁπλός μοναχός καί τό ἔργον μου εἶναι νά προσπαθῶ, ὅσο μπορῶ, νά ἀπεκδύωμαι τόν παλαιόν ἄνθρωπον καί νά βοηθῶ τούς ἄλλους καί τήν Ἐκκλησίαν, μέσω τοῦ Θεοῦ διά τῆς προσευχῆς. Ἀλλ' ἐπειδή ἔφθασαν μέχρι τό ἐρημητήριό μου θλιβερές εἰδήσεις διά τήν Ἁγίαν Ὀρθοδοξίαν μας, ἐπόνεσα πολύ καί ἐθεώρησα καλό νά γράψω αὐτά πού ἔνοιωθα.
Ἄς εὐχηθοῦμε ὅλοι νά δώση ὁ Θεός τήν χάριν Του καί ὁ καθένας μας ἄς βοηθήση μέ τόν τρόπον του διά τήν δόξαν τῆς Ἐκκλησίας μας.
Μέ πολύν σεβασμόν πρός ὅλους
Παΐσιος μοναχός
Στά κείμενα τά ὁποῖα ἔχουμε ὑπ' ὄψιν μας καί ἐπί τῶν ὁποίων θά γίνη συζήτηση κεντρικό σημεῖο εἶναι ὁ ὅρος Ἐκκλησία πού συνδέεται μέ τό τί εἶναι Ἐκκλησία καί ποιοί προσδιορίζονται ὡς μέλη της.
1. Ἡ διάκριση τῶν ὅρων
Ὁ ὅρος Ἐκκλησία εἶναι πολυσήμαντος. Προέρχεται ἀπό τό ρῆμα ἐκκαλέω-ῶ, πού δηλώνει τήν συνάθροιση ἀνθρώπων.
Στἀ κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί διαφόρων κοινωνιολόγων συναντᾶνται πολλές φορές ὁ ὅρος Ἐκκλησία. Θά δοῦμε μερικές τέτοιες περιπτώσεις.
Ἀπό πλευρᾶς κοινωνιολογικῆς Ἐκκλησία εἶναι ἡ συνάθροιση ἀνθρώπων γιά νά συζητήσουν θέματα πού ἀπασχολοῦν τήν κοινωνία. Γνωστή εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Δήμου στήν ἀρχαία...
Ἀθήνα. Μέ τήν ἄποψη αὐτή ὑπάρχει καί ἡ ἔκφραση «ἐκκλησία πονηρευομένων» (Ψαλμ. 25).
Ἀπό πλευρᾶς θρησκευτικῆς, Ἐκκλησία εἶναι ἡ συνάντηση ἀνθρώπων γιά νά ὑμνήσουν καί νά δοξάσουν τόν Θεό ἤ νά ἐκδηλώσουν τό θρησκευτικό τους συναίσθημα. Μέ αὐτήν τήν ἔννοια γίνεται λόγος γιά Ἐκκλησία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιά Ἐκκλησία αἱρετικῶν, ἀκόμη καί γιά συνάθροιση ἀνθρώπων γιά νά ὑμνήσουν τόν διάβολο, καί ἔτσι ὀνομάζεται σατανική ἐκκλησία.
Ἀπό πλευρᾶς θεολογικῆς Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο προσέλαβε ὁ Χριστός ἀπό τήν Παναγία καί τό θέωσε. Σέ αὐτό τό Σῶμα ἐντάχθηκαν οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ μετέπειτα Χριστιανοί, μετά τήν Πεντηκοστή.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «Ἐκκλησία Θεοῦ ζῶντος, στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α΄ Τιμ. γ΄ 15). Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ καί αὐτή εἶναι ὁ στύλος καί τό ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας.
2. Ἡ Ἐκκλησία μέ ἀκρίβεια καί οἰκονομία
Σέ ἐκκλησιαστικά κείμενα μπορεῖ κανείς νά συναντήση τόν ὅρο Ἐκκλησία καί μέ ἀκρίβεια καί μέ οἰκονομία.
Μέ ἀκρίβεια ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ Χριστός εἶναι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, οἱ βεβαπτισμένοι καί οἱ βεβαιόπιστοι εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί ταυτόχρονα μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Συγχρόνως ἡ Ἐκκλησία χαρακτηρίζεται ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί «κοινωνία θεώσεως», πού σημαίνει ὅτι ὅσοι μετέχουν τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί εἶναι μέλη τῆς Ἐkκλησίας, μετέχουν κατά διαφόρους βαθμούς τῆς θεώσεως.
Μέ τήν προοπτική αὐτή ἡ Σύνοδος τῆς Καρχηδόνος στήν ὁποία προήδρευσε ὁ ἅγιος Κυπριανός, γράφει ὅτι στούς αἱρετικούς δέν ὑπάρχει Ἐκκλησία: «Παρά δέ τοῖς αἱρετικοῖς, ὅπου Ἐκκλησία οὐκ ἔστιν...». Ἐπίσης, μέ αὐτήν τήν προοπτική συντάσσονται οἱ Κανόνες 7ος τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί 95ος τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅπου γίνεται λόγος γιά Ἀρειανούς, Μακεδονιανούς, Ναυατιανούς, Νεστοριανούς, Εὐτυχιανούς, Σεβηριανούς, τούς ὁποίους ὀνομάζουν μέ αὐτό τό ἰδιαίτερο ὄνομα καί δέν κάνουν λόγο γιά Ἐκκλησία τῶν Ἀρειανῶν, τῶν Μακεδονιανῶν κλπ.
Μέ αὐτό τό νόημα πρέπει νά δῆ κανείς τήν διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου στόν 1ο Κανόνα: «Οἱ δέ τῆς Ἐκκλησίας ἀποστάντες, οὐκ ἔτι ἔσχον τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐφ' ἑαυτούς• ἐπέλιπε γάρ ἡ μετάδοσις τό διακοπῆναι τήν ἀκολουθίαν». Καί ἐπίσης ἔτσι ἑρμηνεύεται καί ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ: «Οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσι καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες, οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ἐστίν».
Ἐπίσης πρέπει νά ὑπενθυμίσω ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς σέ ἐπιστολή του πρός τόν Διονύσιο Μοναχό, κάνει λόγο γιά τά τρία γένη ἀθεΐας. Ὡς δεύτερο γένος ἀθεΐας ἐννοεῖται «ἡ πολυσχεδής δή καί πολύμορφος ἀπάτη τῶν αἱρετικῶν». Αὐτό πρέπει νά τό δοῦμε μέσα στήν προοπτική τῶν ἱερῶν Κανόνων, οἱ ὁποῖοι προσδιορίζουν ἐκείνους πού ἔχουν διαφορετική ἄποψη ἀπό τήν δογματική ἀλήθεια τῆς Ἐκλησίας καί τούς χαρακτηρίζουν ὡς αἱρετικούς.
Νομίζω ὅτι κανένας Ὀρθόδοξος Κληρικός, καί μάλιστα εὑρισκόμενος σέ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, προκειμένου νά συντονισθῆ μέ τήν ὅλη Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας δέν μπορεῖ νά παραθεωρήση τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία πού διατυπώθηκε ἀπό πολλούς Πατέρες καί ἀπό Συνόδους ὅτι τό Filioque, δηλαδή ἡ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ ὅπως καί τό actus purus εἶναι αἱρέσεις πού διαλύουν ὅλο τό ὀρθόδοξο οἰκοδόμημα. Ὅταν γιά παράδειγμα στήν δυτική θεολογία γίνεται λόγος γιά τό ὅτι ὁ Θεός ἐπικοινωνεῖ μέ τήν κτίση καί τόν ἄνθρωπο μέ κτιστές ἐνέργειες, τότε ἀμφισβητεῖται τελείως τό ἔγκυρο καί τό ὑποστατό τῶν Μυστηρίων
Μέ οἰκονομία ὁ ὅρος Ἐκκλησία ἀνευρίσκεται σέ μερικά κείμενα Πατέρων καί συγγραφέων καί ἔτσι χαρακτηρίζονται οἱ αἱρετικοί. Σέ πολλές τέτοιες περιπτώσεις, ἄν κανείς προσέξη, θά δῆ ὅτι μέ τόν ὅρο Ἐκκλησία ἐννοοῦνται οἱ συναθροίσεις ἤ καί οἱ Ναοί στούς ὁποίους γίνονται οἱ συναθροίσεις.
Γιά παράδειγμα, ὁ ἅγιος Νεκτάριος κάνει λόγο γιά «δυτική Ἐκκλησία». Αὐτό ὅμως πρέπει νά τό δοῦμε ἀφ' ἑνός ὅτι ἔτσι πού εἶχε ἐπικρατήσει τήν ἐποχή ἐκείνη πού ἔγραφε ὁ ἅγιος Νεκτάριος νά λέγωνται οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, ἀφ' ἑτέρου δέ ὅτι αὐτό πρέπει νά ἐνταχθῆ μέσα στήν ὅλη διδασκαλία τοῦ ἁγίου Νεκταρίου.
Συγκεκριμένα, ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ὅπως φαίνεται στά κείμενά του, εἶχε σαφῆ ἀντίληψη ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική, Ἀποστολική Ἐκκλησία, καί ὁμιλοῦσε γιά «ἑτεροδόξους Ἐκκλησίας». Ἡ λέξη ἑτερόδοξος φανερώνει τήν αἵρεση καί ἑπομένως αὐτό ἔχει ἰδιαίτερη βαρύτητα ἀπό πλευρᾶς θεολογίας. Ὅμως, δέν πρέπει κανείς νά παραβλέπη ὅτι ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ἰδιαιτέρως στό βιβλίο του «Μελέτη ἱστορική περί τῶν αἰτίων τοῦ Σχίσματος» θεωρεῖ τούς Πάπες ὡς τούς «κακούς δαίμονες» τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας.
Συγκεκριμένα γράφει:
«Τί πρός ταῦτα νά εἴπῃ τις; Νά κλαύσῃ ἤ νά μυκτηρίσῃ τάς τοιαύτας τῶν Παπῶν τῆς δύσεως ἀξιώσεις; Φρονῶ ὅτι δέον νά κλαύσῃ, διότι πολλά τό ἑλληνικόν ἔθνος ἔχυσε δάκρυα διά τούς τοιούτους Πάπας, οἵτινες ἐγένοντο οἱ κακοί δαίμονες τῆς ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους». Ἐπίσης, δέν πρέπει νά παραβλέψη κανείς ὅτι ὁ ἅγιος Νεκτάριος κάνει λόγο γιά τίς αἱρέσεις τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, καθώς ἐπίσης ὀνομάζει τήν Σύνοδο ἐπί Μεγάλου Φωτίου ὡς Η΄ Οἰκουμενική Σύνοδο.
Ἑπομένως, ὅποιος ἐπικαλεῖται τήν ἄποψη τοῦ ἁγίου Νεκταρίου γιά τόν ὅρο «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» δέν πρέπει νά παραβλέπη τήν ὅλη διδασκαλία τοῦ ἁγίου Νεκταρίου γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τήν αἵρεση.
Ἔχοντες ὑπ' ὄψιν τόν κατ' ἀκρίβειαν καί κατ' οἰκονομίαν ὅρο Ἐκκλησία, πρέπει νά γίνη κατανοητό ὅτι ὑφίσταται διαφορά μεταξύ καθημερινῶν συζητήσεων ἤ γραπτῶν κειμένων καί ἐπιστολῶν μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν, καί τῶν ἀποφάσεων τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Δηλαδή, μπορεῖ στήν καθημερινή γλώσσα καί τήν ἐπικοινωνία πού ἔχουμε μέ ἄλλους Χριστιανούς νά χρησιμοποιῆται ὁ ὅρος Ἐκκλησία κατ' οἰκονομίαν γιά τούς ἑτεροδόξους, ὅμως ὅταν πρόκειται νά ἐκδοθῆ Συνοδική Πρᾶξις μέ βαρύτατο θεολογικό περιεχόμενο, τότε πρέπει νά χρησιμοποιῆται ἡ ἀκρίβεια. Δέν εἶναι κατανοητό σέ δογματικά κείμενα νά ὑπάρχη ἔκπτωση ἀπό τήν ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία.
Αὐτό πρέπει νά γίνη καί στό κείμενο τό ὁποῖο ἐπεξεργαζόμαστε μέ τίτλο «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ὁ λοιπός Χριστιανικός κόσμος». Ἤδη ὁ τίτλος αὐτός εἶναι ἀκριβέστατος θεολογικά καί δογματικά, ὁπότε καί τό περιεχόμενό του πρέπει νά εἶναι ἀκριβέστατο, δηλαδή δέν μπορεῖ νά ὑπάρχη ἀναντιστοιχία μεταξύ τίτλου καί περιεχομένου ἑνός κειμένου.
Ἐπίσης, μέ τόν ὅρο «λοιπός Χριστιανικός κόσμος» δέν ἐννοοῦνται μόνον οἱ δυτικοί Χριστιανοί, ἀλλά καί οἱ ἀνατολικοί Χριστιανοί, ὅπως οἱ Προχαλκηδόνιοι, οἱ Νεστοριανοί, καί οἱ Μονοθελῆτες.
Ἑπομένως, θά πρέπει νά γίνη ἀποδεκτή ἡ πρόταση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νά γίνη λόγος ἀφ' ἑνός μέν γιά Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀφ' ἑτέρου δέ γιά Χριστιανικές Ὁμολογίες καί Κοινότητες.
Πηγή: Παρέμβασις, Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 7η Ιουλίου 2016
Ο ΦΟΒΟΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Πληθώρα κειμένων δημοσιεύτηκαν πριν, κατά τη διάρκεια και το πέρας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Άλλα από αυτά είχαν το χαρακτήρα της κριτικής και άλλα της στήριξης των προσυνοδικών κειμένων της. Άλλα είχαν το χαρακτήρα της ακρίβειας, της επιστημονικότητας και της σοβαρότητας και άλλα το χαρακτήρα του τυφλού φανατισμού και των ύβρεων.
Στη δεύτερη κατηγορία ανήκει το δημοσίευμα του θεολόγου κ. Γεωργίου Βλαντή, με τίτλο: «Ο ΦΟΒΟΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΠΝΕΥΜΑ», που αναρτήθηκε στο ιστολόγιο «ΑΜΗΝ», στις 11 Ιουνίου ε. ε. , παραμονές συγκλήσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Με το άρθρο του αυτό ο συντάκτης θέλησε να «υπερασπίσει» την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, από τους «ανά την οικουμένη “ορθοδόξους” φονταμενταλιστές», από τις «λυσσαλέες (ενίοτε δελαπατρίδειες) ιαχές της μισαλλοδοξίας»!
Κατ’ αρχήν να συστήσουμε στους αναγνώστες μας την «ταυτότητα» του κ. Γ. Βλαντή, διότι αυτό έχει μεγάλη σημασία για το «βαρυσήμαντο» άρθρο του. Διαβάζουμε στο υστερόγραφο του άρθρου του: «ο ορθόδοξος θεολόγος Γιώργος Βλαντής είναι Διευθυντής (geshaftsfuhner) του Συμβουλίου των Χριστιανικών Εκκλησιών της Βαυαρίας (ACK Bayern) και επιστημονικός συνεργάτης της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου». Ο εν λόγω θεολόγος τυγχάνει διευθυντικό στέλεχος των (πολλών) «Εκκλησιών» της Βαυαρίας. Όντας μέλος της «Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας», ταυτόχρονα τυγχάνει διευθυντής «Χριστιανικών Εκκλησιών», πέραν της Μίας Εκκλησίας, ήτοι της πανσπερμίας των αιρετικών κοινοτήτων της παραφθαρμένης χριστιανοσύνης της Δυτικής Ευρώπης! Παράλληλα ασκεί την επιστημονική του συνεργασία στην Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου, όπου έγινε και το γνωστό συνέδριο για την «μεταπατερική θεολογία». Αυτός ο ορθόδοξος θεολόγος των πολλών «Εκκλησιών» κλήθηκε (αυτοβούλως;) να υπερασπισθεί την Ορθοδοξία, την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού, και την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, από την «απειλή» των «ορθοδόξων φονταμενταλιστών». Αυτών, που θέλουν να μείνουν πιστοί στο γράμμα και το πνεύμα της Ορθοδοξίας. Αυτών που βλέπουν με θλίψη και ανησυχία τα πανταχόθεν καταδικασμένα οικουμενιστικά «ανοίγματα» προς τους αιρετικούς και τους αλλοθρήσκους! Αυτών οι οποίοι βιώνουν με αγωνία και πόνο ψυχής τις απόπειρες νοθεύσεως της ορθοδόξου πίστεως από τον σύγχρονο συγκρητιστικό τυφώνα και αντιστέκονται!
Διαβάζοντας το κείμενο του κ. Γ. Βλαντή, αδυνατούμε να πιστέψουμε, πως χέρι ορθοδόξου θεολόγου, μπόρεσε να το συντάξει. Δίκην «Μεγάλου Ιεροεξεταστού», εξαπολύει μύδρους σε όσους «τόλμησαν» να εκφράσουν την ελεύθερη γνώμη τους. Να ασκήσουν το ορθόδοξο εκκλησιαστικό, αλλά και συνταγματικό τους δικαίωμα στην κριτική. Ένα ανελέητο υβρεολόγιο, το οποίο σπάνια συναντούμε στην εκκλησιαστική γραμματεία. Κάθε αντίθετη φωνή είναι απαγορευμένη, για εκείνον, και μόνο οι φωνές των ιθυνόντων του οικουμενισμού πρέπει να ακούγονται!
Μάταια προσπαθήσουμε να βρούμε βάση για αντίκρουση θεολογικού λόγου στο κείμενό του, διότι η θεολογική πενία των επιχειρημάτων του σκιάζεται από τις απαράδεκτες ύβρεις, οι οποίες, πολλές από αυτές, ξεπερνούν και αυτά τα όρια της νομιμότητας!
Σταχυολογήσαμε κάποιες από τις πολλές απαξιωτικές του φράσεις, για να καταλάβουν οι αναγνώστες μας το πνευματικό του επίπεδο. Οι ύβρεις απευθύνονται εναντίον όλων των ορθοδόξων πιστών (Επισκόπων, κληρικών, μοναχών, καθηγητών πανεπιστημίων, θεολόγων και απλών πιστών), οι οποίοι άσκησαν την νόμιμη και επιβεβλημένη, σύμφωνα με την άποψή τους, κριτική στα προσυνοδικά κείμενα και «τόλμησαν» να προτείνουν τροποποιήσεις. Εναντίον όσων «τόλμησαν» να οργανώσουν, να παραβρεθούν και να μιλήσουν σε ημερίδες για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο! Εναντίον όσων ήθελαν να είναι η Αγία κα Μεγάλη Σύνοδος «επόμενη τοις Αγίοις Πατράσι», δηλαδή όντως Αγία και Μεγάλη!
Ιδού λοιπόν κάποια από τα «στολίδια» εναντίον όλων αυτών από τον ορθόδοξο θεολόγο κ. Γ. Βλαντή: Τα κείμενα τους (όλων αυτών) είναι «φτηνής θεολογικής αισθητικής, η οποία συγχέει το φανφαρολογείν με το ομολογείν την πίστη». Διοργανώθηκαν «εκδηλώσεις με προφανή φατριακά χαρακτηριστικά με μάλιστα με την ενεργό σύμπραξη επισκόπων, που συνειδητά προσβάλλουν το συνοδικό ήθος». Όλοι αυτοί «Θεολογικά, ηθικά και αισθητικά ανήκουν εξ’ ορισμού στο περιθώριο, Ανίκανοι να ζήσουν την Εκκλησία ως δρόμο, οι απανταχού της γης “ορθόδοξοι” φονταμενταλιστές είναι καταδικασμένοι να τη βιώνουν στο πεζοδρόμιο». Είναι «επίμονοι διάκονοι του ζόφου». Δεν είναι καλά στα μυαλά τους, καθ’ ότι «τα πλέον κραυγαλέα σχετικά παραληρήματα χρήζουν όχι θεολογικής αντίκρουσης, αλλά ψυχιατρικής αντιμετώπισης». Τους διακρίνει η «ασχετοσύνη και σε έναν εκκλησιολογικό αναλφαβητισμό». Διακρίνονται από «εξάρσεις του θυμικού των παραφρόνων και των αναλφαβήτων» και από «παγανιστική εμμονή σε έναν κύκλο αυτάρεσκης, ναρκισσιστικής επανάληψης». Τους αποκαλεί ειρωνικά ως «ελίτ των “θεουμένων”», οι οποίοι «βιώνουν με ψυχαναγκαστικό τρόπο και ναρκισσιστικώς αυτοεπιβεβαιούμενοι μια απολυτοποιημένη κατασκευή του παρελθόντος». Απορρίπτουν «ό, τι “καινόν” θέλει το Πνεύμα να πει στις Εκκλησίες» (sic!!!). «Οι “ορθόδοξοι” φονταμενταλιστές εκφράζουν έναν χριστιανισμό της αέναης επανάληψης … κατασκευάζουν εχθρούς για να αντέξουν τον ψυχαναγκασμό της παγανιστικής τους επαναληπτικότητας, για να είναι στοιχειωδώς σε κάποια κίνηση». Αυτό είναι ένα από τα πολλά λεκτικά «στολίδια» του, εναντίον όσων δεν συμφωνούν μαζί του! Εναντίον όσων δεν θα ήθελαν να είναι, όπως αυτός, διευθυντές «Εκκλησιών»!
Όμως μέσα στο παραλήρημά του ομολογεί και ο ίδιος πως «η προετοιμασία της Συνόδου ήταν προβληματική. Τα κείμενα προς συζήτηση έχουν προφανείς αδυναμίες και ελάχιστα θα ελκύσουν τους ανθρώπους του σήμερα. Έλειψαν το θάρρος και η τόλμη και προκρίθηκαν η γραφειοκρατία και οι εκκλησιοπολιτικές ισορροπίες»! Ρωτάμε τον κ. Βλαντή: οι «ορθόδοξοι φονταμενταλιστές» τι περισσότερο έκαναν από το να ασκούν την κριτική τους σε αυτή την «προβληματική», όπως τη αποκαλεί «προετοιμασία της Συνόδου»; Τι περισσότερο έκαναν από το να κριτικάρουν τα προσυνοδικά κείμενα, τα οποία και πάλι κατ’ αυτόν «έχουν προφανείς αδυναμίες και ελάχιστα θα ελκύσουν τους ανθρώπους του σήμερα»; Όταν ο ίδιος αποφαίνεται για την «προβληματική προετοιμασία της Συνόδου» και τις «προφανείς αδυναμίες των κειμένων», γιατί να μην ισχύουν και γι’ αυτόν τα «στολίδια» του, εναντίον των «ορθοδόξων φονταμενταλιστών»; Ποια είναι η δική του κριτική στις «προφανείς αδυναμίες» της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου; Γιατί αρκείται στην κριτική, όσων κάνουν κριτική στις «προφανείς αδυναμίες των κειμένων»; Γιατί στηλιτεύει με αυτόν τον απαράδεκτο τρόπο και ύφος, όσους κάνουν αυτό, που ο ίδιος δεν έκαμε;
Ο κ. Γ. Βλαντής κάνει λόγο επίσης για «αρχιτέκτονες του σχεδίου τορπιλισμού της Συνόδου», χωρίς να διευκρινίζει αν μέσα σ’ αυτούς συμπεριλαμβάνονται και οι «ορθόδοξοι φονταμενταλιστές». Προφανώς ο κ. Γ. Βλαντής, δεν είναι επαρκώς ενημερωμένος. Ποιός αρνήθηκε στ’ αλήθεια την σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου; Κανένας! Ασκήθηκε καλόπιστη κριτική ως προς τον τρόπο της συγκλήσεως και την θεματολογία της και όχι για την σύγκλησή της. Ασκήθηκε κριτική κυρίως για το γεγονός της ευθείας αναγνωρίσεως των σχισμάτων και των αιρέσεων ως «εκκλησιών», αυτών, που διευθύνει ο κ. Γ. Βλαντής! Ασκήθηκε κριτική για την συνοδική κατοχύρωση του Οικουμενισμού, μέσω των ατέρμονων και απόλυτα αναποτελεσματικών θεολογικών διαλόγων και κύρια για την κατοχύρωση της συμμετοχής μας στο παναιρετικό «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών»! Ασκήθηκε κριτική διότι δεν αναφέρεται πουθενά, τόσο στα προσυνοδικά, όσο και στα επίσημα κείμενα της Συνόδου οι λέξεις «αίρεση» και «αιρετικοί»! Ασκήθηκε κριτική διότι δεν καταδικάζονται οι υφιστάμενες αιρέσεις και δεν αξιολογούνται οι ατέρμονοι θεολογικοί διάλογοι πενήντα ετών! Τι έγινε τελικά, εξαφανίστηκαν οι αιρέσεις, ή η Εκκλησία δεν τις θεωρεί πλέον αιρέσεις; Φυσικά ισχύει το δεύτερο! Οι συνοδικά καταδικασμένες πλάνες του Παπισμού: φιλιόκβε, κτιστή χάρη, καθαρτήριο, άζυμα, πρωτείο, κλπ (Σύνοδοι 879-880, 1351, 1480, 1848, κλπ), του Προτεσταντισμού: αγιομαχία, άρνηση του αειπάρθενου της Θεοτόκου, εικονομαχία, κλπ. (Σύνοδοι: Γ΄ Οικουμενική, Ζ΄ Οικουμενική), του Μονοφυσιτισμού, του Μονοθελητισμού και Μονοενεργητισμού (Σύνοδοι: Δ΄ Οικουμενική, Ε΄ Οικουμενική, ΣΤ΄ Οικουμενική), δεν λογίστηκαν ως αιρετικές πλάνες και κακοδοξίες στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, αλλά χαρακτηρίστηκαν, με τον ανώδυνο χαρακτηρισμό, ως «ετερόδοξες» και επιβραβεύτηκαν με την αναγνώριση της ονομασίας τους ως «εκκλησίες»!
Δεν μας λέει ο κ. Γ. Βλαντής, αν ως «αρχιτέκτονες του σχεδίου τορπιλισμού της Συνόδου», χαρακτηρίζει και τα τέσσερα Πατριαρχεία (Αντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας και Γεωργίας), τα οποία αριθμούν τα ¾ των Ορθοδόξων πιστών και τα οποία δεν συμμετείχαν αιτιολογημένα στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο. Στις ανακοινώσεις τους δεν αναφέρεται η λέξη ματαίωση της Συνόδου, αλλά αναβολή, επανακαθορισμός της θεματολογίας, καταδίκη των συγχρόνων αιρέσεων και αποτροπή αναγνωρίσεως των αιρετικών ως «εκκλησίες»!
Περαίνοντας την αναφορά μας στο κείμενο του κ. Γ. Βλαντή, διαπιστώνουμε, με θλίψη και ανησυχία, ένα σύγχρονο παράδοξο φαινόμενο: Οι θρασείς και αμετανόητοι αιρετικοί να απολαμβάνουν τιμών, φιλοφρονήσεων, πρωτοκαθεδριών, συμπροσευχών, και το χειρότερο: σοφιστική δικαιολόγηση των πλανών τους, ως δήθεν «διαφορετικές παραδόσεις», και αναγνώριση των «εκκλησιών» τους! Σε αντίθεση με τους ορθοδόξους, οι οποίοι στιγματίζονται ως «σκοταδιστές», «φανατικοί», «φονταμενταλιστές», «κήρυκες του μίσους», «αρνητές της χριστιανικής αγάπης», «ψυχοπαθείς», κλπ. ακόμη και ως «αιρετικοί»! Αναμφίβολα το κείμενο του κ. Γ. Βλαντή, φανερώνει περίτρανα αυτή την παραδοξότητα και δυστυχώς προμηνύει επερχόμενα δεινά για όσους θέλουν «ευσεβώς ζην εν Χριστώ Ιησού» (Β΄Τιμ.3,12), από τον «φόβο του πνεύματος του κόσμου»!
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και Παραθρησκειών
Ἡ ἐπιθυμία τῆς ὑμ. Παναγιότητος καὶ τῶν σὺν ὑμῖν νὰ ὑποταχθῆ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἰς τὸν Πάπαν καὶ ἡ ἐκ μέρους σας ἀνεξήγητος σπουδή, ἐπλήρωσε τὴν καρδίαν μας ἀφάτου θλίψεως καὶ ἀθυμίας. Τὰ ὦτα μας ἀκόμη συρίζουν ἀπὸ τὸ φρικτὸν τοῦτο ἄκουσμα.
Ἡ Ὀρθόδοξος ποίμνη ἐδιχάσθη. Οἱ μὲν σᾶς ἠκολούθησαν εἰς τὸν ὀλισθηρὸν δρόμον τὸν ἀπάγοντα εἰς τὴν ἀπώλειαν, οἱ δὲ παρέμειναν ἑδραῖοι καὶ ἀσάλευτοι εἰς τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν τῶν πατέρων των, ἀποτροπιαζόμενοι καὶ εἰς μόνην τὴν σκέψιν ὅτι ὁ Οἰκουμ. Πατριάρχης ἐνηγκαλίσθη τὸν Πάπαν καὶ ἐμολύνθη ἀπὸ τὸ βδέλυγμα τοῦτο τῆς ἀσεβείας.
Ἐκεῖνοι, οἵτινες σᾶς ἠκολούθησαν, ἤσαν ἐκ τῶν προτέρων προδικασμένοι νὰ σᾶς ἀκολουθήσουν, ὄντες ὑλόφρονες, ματαιόδοξοι, ἄπιστοι, καὶ ξενόδουλοι κόλακες καὶ κολακευόμενοι. Ἔσπευσαν λοιπὸν νὰ συνταχθῶσι μὲ τὸν «κόσμον», μὲ τὸν ἁμαρτωλὸν κόσμον τῆς ἐπιγείου ἀνέσεως, τῆς ἄνευ ταλαιπωριῶν καὶ ἀγῶνος ζωῆς, «εἰς τὴν ὧδε μένουσαν πόλιν», μὴ ἐπιζητοῦντες «τὴν μέλλουσαν», ὡς ἀνύπαρκτον καὶ μὴ πιστευτὴν εἰς αὐτούς.
Οἱ ἄλλοι ὅμως, οἱ πιστοί, παρέμειναν ἀσάλευτοι εἰς τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν, εἰς τὴν χώραν τῆς πενίας, τῶν στερήσεων, τῶν πειρασμῶν, τῶν διωγμῶν, βέβαιοι ὄντες ὅτι ἐν μέσῳ αὐτῶν παρίσταται ὁ Κύριος, ὁ εἰπῶν ὅτι ἡ Ἐκκλησία Αὐτοῦ θὰ εἶναι συνδεδεμένη μὲ τὸ μαρτύριον, τὴν περιφρόνησιν, τὴν πτωχείαν, τὸν ἐμπαιγμόν, τὰ ὁποῖα θὰ εἶναι ἡ ἀντιμισθία τῆς σθεναρᾶς ὁμολογίας των εἰς τοῦτον τὸν κόσμον.
Εἰς τὰ ὦτα των ἠχοῦν ἡμέρας καὶ νυκτὸς οἱ παρήγοροι λόγοι τοῦ Χριστοῦ. «Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν καὶ ὑμᾶς διώξουσιν». Ὁ διωγμός, ἡ κακοπάθησις καὶ ὁ θάνατος εἶναι ὁ εὐλογημένος κλῆρος τῶν γνησίων μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ. Τὸ πανάγιον στόμα του εἶπεν ἀκόμη: «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται καὶ οἱ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν». Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχουν βιασταὶ εἰς τὴν παράταξιν τῶν ἀμάχων, οἱ ὁποῖοι ἔσπευσαν νὰ συνθηκολογήσουν μὲ τὸ ψεῦδος, διὰ νὰ ζήσουν ἐν ἡσυχία καὶ ἀπολαύσει τῶν ἐγκοσμίων ἀγαθῶν;
Καὶ σεῖς οἱ ποιμένες τοῦ λαοῦ τί εἴδους ποιμένες εἶσθε; Τὰ πρόβατα τὰ ὁποῖα σᾶς ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστὸς τὰ παραδίδετε εἰς τοὺς λύκους. Συναυλίζεσθε μὲ τοὺς ἄρχοντας τοῦ κόσμου τούτου τοῦ παρερχομένου, διότι ἐζηλώσατε τὴν δόξαν αὐτῶν καὶ οὐχὶ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ .
Ὑπετάξατε τὴν πίστιν εἰς τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους τῶν κοσμικῶν ἐπιθυμιῶν, οἵτινες ὁδηγοῦνται ἀπὸ τὸν σατανᾶν.
Παρεδόθητε καὶ παρεδώσατε τὰ πρόβατα εἰς τὸν ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου, εἰς τὸν κατέχοντα τὴν ὕλην, τὸν χρυσόν, τὰς ἐφευρέσεις καὶ τὰς μηχανᾶς, αἱ ὁποῖαι καταπλήττουν τὰ πλήθη, ὡς θαύματα τοῦ ἀντιχρίστου.
Παρεδόθητε καὶ παρεδώσατε τὰ πρόβατα εἰς τὴν ψευδώνυμον γνῶσιν, «τὴν κενὴν ἀπάτην», τὴν διδασκομένην εἰς τὰς χώρας τῆς ἀθεΐας καὶ τῆς ἀπογνώσεως, ὅπου οὐκ ἔστιν οὐδὲ ὀσμὴ τῆς αἰωνίου ζωῆς καὶ τῆς ἀληθοῦς γνώσεως, τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ.
Καὶ ταῦτα, διότι δὲν εἶσθε οἱ ποιμένες οἱ καλοί, οἱ θυσιάζοντες τὴν ζωὴν αὐτῶν ὑπὲρ τῶν προβάτων καὶ ὁδηγοῦντες αὐτὰ εἰς τοὺς εὐώδεις λειμώνας τῆς ἀθανάτου ζωῆς. Σεῖς εἶσθε οἱ μισθωτοὶ ποιμένες, καὶ κατὰ τὸ πανάγιον στόμα τοῦ Κυρίου «ὁ μισθωτὸς ποιμὴν οὐκ ἔστι ποιμὴν» (Ἰω. ι’, 12). Εἶσθε μισθωτοὶ τῶν ἀρχόντων τοῦ κόσμου τούτου, διὰ τὴν δόξαν καὶ τὸν πλοῦτον τῶν ὁποίων ἐργάζεσθε. Καὶ ἅπαξ εἶσθε οἱ δοῦλοι τοιούτων κυρίων, εἶσθε ὠπλισμένοι μὲ τὰ ὅπλα τῆς βίας, μὲ τὰ ὁποῖα ἀπειλεῖτε τὰ πιστὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, διὰ νὰ τὰ ἀναγκάσητε νὰ σᾶς ἀκολουθήσουν.
Ἀλλὰ αὐτὰ τὰ μακάρια πρόβατα ἀπεκδέχονται τὸ μαρτύριον ὡς λύτρωσιν καὶ ὡς ἀψευδὲς σημεῖον, ὅτι θὰ λάβουν τὸν ἀμάραντον στέφανον ἀπὸ τὸν ἀγωνοθέτην Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν.
Ναί! Εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ μαρτυρήσωμεν μετὰ χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, τὴν ὁποίαν κρατοῦμεν ὡς τὸν μέγιστον θησαυρόν. Μακαρίζομεν τοὺς ἑαυτούς μας, διότι θὰ διωχθῶμεν καὶ θὰ ἀποθάνωμεν ὑπὲρ πίστεως καὶ ἀληθείας.
Ἀκονίσατε τὴν μάχαιραν τῆς αἰσχύνης. Ἀποστείλατε τὰ ὄργανα τῆς βίας, τὰ ὁποῖα σᾶς δορυφοροῦν καὶ μὲ τὰ ὁποῖα εἶναι πάντοτε πάνοπλος ἡ ἀποστασία. Ἀποστείλατέ τα ἐναντίον μας. Ἤδη εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος ἐνεφανίσθη τὸ αἱματωμένον καὶ ἀποτρόπαιον φάσγανον τῆς βίας, διὰ νὰ ἐνσπείρη τὸν τρόμον εἰς τὰς ἁγίας καρδίας τῶν γερόντων, τῶν ἀσκητῶν καὶ τῶν ἐρημιτῶν, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν ἐν δοκιμασίαις, ἐν στερήσει, ἐν τελείᾳ ἀπαρνήσει τοῦ σαρκίου των, διὰ νὰ εὐαρεστήσουν τὸν Κύριον.
Τὸ φρικτὸν πρόσωπον τῆς βίας ἐμφανίζεται ὡς τὸ τῆς μυθικῆς κεφαλῆς τῆς
Μεδούσης εἰς τὸν ἁγιασμένον κῆπον τῆς Παναγίας. Καὶ ὄπισθεν αὐτοῦ τοῦ
βδελύγματος τῆς βίας εὑρίσκεσθε σεῖς, οἱ «ποιμένες οἱ μισθωτοί», οἱ τρίδουλοι τῶν ἀρχόντων τοῦ σκοτεινοῦ κόσμου τοῦ χρήματος, τῆς ἀθεΐας, τοῦ ἐκφυλισμοῦ καὶ πάσης ἀκολασίας.
Σπαράξατε τοὺς ἀθώους, τοὺς ἁγίους ὁμολογητᾶς, ἀφοῦ ἐγίνατε λύκοι σεῖς οἱ ἴδιοι οἱ ποιμένες. Σπαράξατε τὴν Ὀρθοδοξίαν μέσα εἰς τὸ Κολοσσαῖον εἰς τὸ ὁποῖον παρίστανται οἱ Καίσαρες τῆς σημερινῆς κακούργου ἀθεΐας.
Εἶναι καιρὸς ὅμως ν’ ἀποβάλετε τὴν δορὰν τοῦ προβάτου, καθ’ ὅσον αὔτη δὲν ἀπατᾶ πλέον κανένα.
«Ὁ ποιεῖτε, ποιήσατε τάχιον!».
____________________________________________________________________________
* «Ο.Τ.», Ἀπρίλιος 1965.
Πηγή: («ΑΝΤΙΠΑΠΙΚΑ» ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΤΥΠΟΥ», ΑΘΗΝΑΙ 1993), Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Σκέψεις μέ ἀφορμή κείμενο τοῦ θεοφιλεστάτου ἐπισκόπου Ἀβύδου κ. Κυρίλλου
Σέ ἐκτενές ἄρθρο του στή ΡΟΜΦΑΙΑ μέ τίτλο «Ἐμπιστεύομαι τήν Ἐκκλησία»[1] ὁ Θεοφιλέστατος ἐπίσκοπος Ἀβύδου Κύριλλος (Κατερέλλος) ἀναφέρει μεταξύ ἄλλων ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη πατερική παράδοση ὁμολογεῖ στό Σύμβολο τῆς Πίστεως τήν πίστη «εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησία», τήν ὁποία ἀποδέχεται ὡς τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, παράλληλα ὅμως οὐδέποτε ἀποδέχθηκε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ μόνη Ἐκκλησία τοῦ Συμβόλου. Γιά τόν Θεοφιλέστατο ὅσοι ταυτίζουν τή «Μία Ἐκκλησία» ἀποκλειστικά καί μόνο μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πρεσβεύουν τήν ἐσφαλμένη κατ’ αὐτόν «ἀποκλειστική ἐκκλησιολογία», ἐνῶ ἡ πατερική καί κανονική παράδοση ἀποδεχόταν, κατά τόν Θεοφιλέστατο, ὅτι στή «Μία Ἐκκλησία» τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως περιλαμβάνονταν καί ἄλλες ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες («περιεκτική ἐκκλησιολογία»).
Πρίν προχωρήσουμε σέ ἐξέταση τῶν ἀνωτέρω ἰσχυρισμῶν τοῦ Θεοφιλεστάτου εἶναι χρήσιμο νά ἔχουμε ὑπ’ ὄψιν μας ὅτι στήν Οἰκουμενική Κίνηση ὑπό τούς ὅρους “Χριστιανικός κόσμος”, “ἑτερόδοξοι”, “ἄλλες Ἐκκλησίες” στεγάζονται ἑνιαία ἑτερόκλητες στήν πίστη αἱρετικές ὁμάδες-κοινότητες (Νεστοριανοί, Μονοφυσίτες, Ρωμαιοκαθολικοί, Παλαιοκαθολικοί, Λουθηριανοί, Ἀγγλικανοί, Μεταρρυθμισμένοι κλπ) πού κατά περίπτωση ἀρνοῦνται τό Χριστολογικό δόγμα, ὅλες ἤ τίς περισσότερες Οἰκουμενικές Συνόδους, ἀρνοῦνται ὅλα τά μυστήρια, ἀρνοῦνται τό ἀειπάρθενο τῆς Θεοτόκου, ἀρνοῦνται τήν τιμή πρός τήν Θεοτόκο, τούς Ἁγίους, τόν Τίμιο Σταυρό καί τίς εἰκόνες. Ἀρνοῦνται τήν ἀποστολική διαδοχή, ἀρνοῦνται σύνολη τήν ἱερή παράδοση καί αὐτόν τόν Κανόνα τῆς Ἄγ. Γραφῆς… Εἶναι ἀσφαλῶς γνωστό ὅτι οἱ περισσότερες ἀπό τίς πλάνες αὐτές καί ὅσοι συνειδητά τίς ἀποδέχονται, ἔχουν καταδικαστεῖ ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους καί τήν ὁμόφωνη πατερική, ἐκκλησιαστική παράδοση.
Πρός ἐπίρρωση τῶν ἰσχυρισμῶν του ὁ Θεοφιλέστατος:
Α. Ἐπικαλεῖται τρία πατερικά χωρία (Μ. Βασιλείου, Ἁγ. Ταρασίου, Ἁγ. Μάρκου Εὐγενικοῦ),
Β. Ἀρνεῖται τήν οἰκουμενικότητα τοῦ Κανόνος τῆς ἐν Καρχηδόνι Συνόδου (255μΧ) (Ἁγ. Κυπριανοῦ), καί
Γ. Ἐπικαλεῖται τούς κανόνες 7ο τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς (Β-7) καί 95ο τῆς Στ΄ (Πενθέκτης) Οἰκουμενικῆς (Στ-95).
Προσεκτική ὃμως ἐξέταση τῶν ἀνωτέρω πατερικῶν καί κανονικῶν ἀναφορῶν δέν ἐπιβεβαιώνουν τούς ἰσχυρισμούς τοῦ Θεοφιλεστάτου περί «περιεκτικῆς ἐκκλησιολογίας».
Α. Τά πατερικά χωρία:
α) Στό χωρίο τοῦ Μ. Βασιλείου, πού ἐπικαλεῖται ὁ Θεοφιλέστατος, ἀναφέρεται: εἰς «τό ἐπαναγαγεῖν πρός ἕνωσιν τάς Ἐκκλησίας, τάς πολυμερῶς καί πολυτρόπως ἀπ’ ἀλλήλων διατμηθείσας». Ὁ Θεοφιλέστατος προσαρμόζει τό χωρίο στή σημερινή πραγματικότητα τῶν αἱρετικῶν-ἑτεροδόξων «ἐκκλησιῶν» ἀφήνοντας νά ἐννοηθεῖ ὅτι ὁ Ἅγιος ἀναφέρεται σέ αἱρετικές-ἑτερόδοξες κοινότητες τίς ὁποῖες χαρακτηρίζει ὡς “Ἐκκλησίες”! Ὅμως τό χωρίο δέν ἀναφέρεται σέ αἱρετικούς καί αἱρετικές κοινότητες! Ἀς τό δοῦμε στή συνάφειά του : Εἶναι ἀπό τήν ἐπιστολή τοῦ Ἁγίου «τοῖς ἐν Ταρσῷ περί Κυριακόν»[2] , στήν ὁποία ὁ Ἅγιος ἀναφέρεται σέ μία ἐκκλησιαστική κοινότητα, ἡ ὁποία λόγῳ τῆς συγχύσεως πού ἐπικρατοῦσε τότε, δέν ἦταν σέ κοινωνία μέ τίς ἄλλες Ἐκκλησίες. Ὁ Μ. Βασίλειος πλέκει ἐγκώμια γιά τήν πίστη καί τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς, ἐγγυᾶται προσωπικά ὁ ἴδιος γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη της καί παρακαλεῖ τούς ἐν Ταρσῷ νά τούς δεχθοῦν σέ πλήρη κοινωνία «ἡνωμένους γνησίως, καί πάσης ἐκκλησιαστικῆς φροντίδος κοινωνούς» [3] . Ἀλήθεια, μπορεῖ νά ὑπονοήσει κάποιος ὅτι ὁ Ἅγιος ἀναφέρεται σέ αἱρετικούς; ἤ ποία σχέση μπορεῖ νά ἔχει ἡ περίπτωση πού ἀναφέρει ὁ Μ. Βασίλειος, μέ τή σημερινή πραγματικότητα τῶν ἑτεροδόξων–αἱρετικῶν μονοφυσιτῶν, παπικῶν, προτεσταντῶν;
β) Ὁ Πατριάρχης Ταράσιος στό ἐπίμονο αἴτημά του πρός τούς αὐτοκράτορες γιά σύγκληση Οἰκουμενικῆς Συνόδου πρίν ἀπό τή χειροτονία του σέ Πατριάρχη εἶπε: «ὁρῶ καί βλέπω τήν ἐπί τήν πέτραν Χριστόν τόν Θεόν ἡμῶν τεθεμελιωμένην ἐκκλησίαν αὐτοῦ διεσχισμένην νῦν· καί διηρημένην, καί ἡμᾶς ἄλλοτε ἄλλως λαλοῦντας, καί τούς τῆς ἀνατολῆς ὁμοπίστους ἡμῶν χριστιανούς ἑτέρως, καί συμφωνοῦντας αὐτοῖς τούς τῆς δύσεως καί ἠλλοτριωμένους ἡμᾶς ἐκείνων ἁπάντων καί καθ’ ἑκάστην ὑπό πάντων ἀναθεματιζομένους». Ὁ Ἃγ. Ταράσιος ἀναφέρεται στήν ἔλλειψη κοινωνίας μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν ὅταν αὐτός ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καί στήν τραγική θέση πού βρισκόταν ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως: Μέχρι τότε, ἐπειδή στό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἦσαν εἰκονομάχοι πατριάρχες εἶχε διακοπεῖ ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τίς ἄλλες ἐκκλησίες (Ρώμη, Ἀνατολή). Τώρα ὅμως ὄντας ὁ ἴδιος ὀρθόδοξος πατριάρχης καί ἔχοντας κοινωνία ἐν τῇ πίστει μέ τούς λοιπούς θρόνους ζητᾶ τήν ἀποκατάταση καί τῆς κοινωνίας μέ τούς «ὁμοπίστους ἡμῶν χριστιανούς». Ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ ἀκρίβεια τοῦ Ἁγίου: «ἡμᾶς [τούς ἐν Κωνσταντινουπόλει] ἄλλοτε [οἱ πρό αὐτοῦ πατριάρχες] ἄλλως λαλοῦντας [ἐναντίον τῶν εἰκόνων], καί τούς τῆς ἀνατολῆς ὁμοπίστους ἡμῶν χριστιανούς ἑτέρως καί συμφωνοῦντας αὐτοῖς τούς τῆς δύσεως καί ἠλλοτριωμένους ἡμᾶς». Συνεπῶς, κατά τήν ἀρχή τῆς πατριαρχείας τοῦ Ἁγ. Ταρασίου, ἐνῶ πλέον ὅλοι οἱ θρόνοι, ὅλη ἡ Ἐκκλησία εἶχε τό αὐτό φρόνημα πίστεως, οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες στήν πίστη Ἐκκλησίες δέν ἦσαν σέ κοινωνία μέ τήν Κωνσταντινούπολη καί γι’ αὐτό ὁμιλεῖ γιά «ἐκκλησία διεσχισμένην νῦν · καί διηρημένην». Ὑπῆρχε ὅμως τότε ὁμοφροσύνη-κοινωνία ἐν τῇ πίστει. Μποροῦμε νά χρησιμοποιήσουμε τό λόγο τοῦ Ἁγ. Ταρασίου γιά τήν ὑπάρχουσα κατάσταση τοῦ “Χριστιανικοῦ κόσμου” μέ τήν τόσο ἀβυσσαλέα διαφορά σέ βασικά θέματα πίστεως;
Συνεπῶς, τόσο ὁ Μ. Βασίλειος, ὅσο καί ὁ Πατριάρχης Ἃγ. Ταράσιος, ὅταν ἀναφέρονται σέ Ἐκκλησίες δέν ἐννοοῦν ἑτερόδοξες, αἱρετικές κοινότητες, ἀλλά Ὀρθόδοξες Τοπικές Ἐκκλησίες πού γιά κάποιους λόγους δέν βρίσκονται σέ κοινωνία μεταξύ τους, οἱ ὁποῖες ἦσαν «πολυμερῶς καί πολυτρόπως ἀπ’ ἀλλήλων διατμηθεῖσαι». Ἀλήθεια ποιά σχέση ἔχουν τά χωρία αὐτά μέ τήν πραγματικότητα τοῦ σημερινοῦ “χριστιανικοῦ κόσμου”; Ποιά σχέση ἔχουν οἱ Ἐκκλησίες πού ἀναφέρει ὁ Μ. Βασίλειος ἤ ὁ Ἃγ. Ταράσιος μέ τίς κακόδοξες καί αἱρετικές κοινότητες τοῦ σημερινοῦ “χριστιανικοῦ κόσμου”;
γ) Ἐντύπωση προκαλεῖ ἡ χρήση τοῦ Ἁγ. Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ γιά νά ὑποστηριχθεῖ ἡ «περιεκτική ἐκκλησιολογία». Γράφει ὁ θεοφιλέστατος: «Ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός φθάνοντας στή σύνοδο τῆς Φερράρας ἐπέδωσε στόν πάπα ἐπιστολή, ὅπου μεταξύ ἄλλων ἀναφέρει: «…σήμερον τά τοῦ Δεσποτικοῦ σώματος μέλη, πολλοῖς πρότερον χρόνοις διεσπασμένα τε καί διερρηγμένα, πρός τήν ἀλλήλων ἐπείγεται ἕνωσιν· οὐ γάρ ἀνέχεται ἡ κεφαλή Χριστός ὁ Θεός ἐφεστάναι διηρημένῳ τῷ σώματι…». (Ὁ Μάρκος ὁ Εὐγενικός ἀποκαλεῖ μάλιστα τή ρωμαϊκή Ἐκκλησία ὡς ἀδελφή Ἐκκλησία)». Αὐτά γράφει ὁ θεοφιλέστατος Ἅγιος Ἀβύδου. Ὅμως:
Στήν περίπτωσή μας ὅμως στά κείμενα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου δέν ἔχουμε ἁπλῶς μία ἐπιστολή «ὡς ἐν εἴδει ἐγκωμίου πρός τίς αἱρετικές κοινότητες» γιά νά παραλλάξω τόν Συρόπουλο, ἀλλά σαφῆ δογματικά-ἐκκλησιολογικά κείμενα, στά ὁποῖα δέν χωρεῖ φιλόφρων συγκατάβασις . ἄλλωστε καί ὁ Ἃγιος Μάρκος ἐπικαλέστηκε το «οὐ συγχωρεῖ συγκατάβασις εἰς τά περί τῆς πίστεως».
iii) Τελικά, ποιά εἶναι ἡ θέση τοῦ Ἁγίου Μάρκου γιά τούς Λατίνους; Ἀναγνώριζε σώζου-σα Θ. Χάρη στήν ἐκκλησία τῶν Λατίνων; Πίστευε ὅτι οἱ Λατίνοι ἀνῆκαν στήν Μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ; Καλύτερα ἀς ἀφήσουμε τόν ἴδιο νά μᾶς τά πεῖ: «Αἳρεσις ἐστι καί οὓτως εἶχον αὐτήν καί οἱ πρό ἡμῶν»[6] , «οὐκοῦν ὡς αἱρετικούς αὐτούς [τούς Λατίνους] ἀπεστράφημεν καί διά τοῦτο αὐτῶν ἐχωρίσθημεν…… αἱρετικοί εἰσί ἂρα καί ὡς αἱρετικούς αὐτούς ἀπεκόψαμεν … πόθεν οὖν ἡμῖν ἀνεφάνησαν ἐξαίφνης ὂντες Ὀρθόδοξοι οἱ διά τοσούτων χρόνων καί ὑπό τοσούτων Πατέρων καί διδασκάλων κριθέντες αἱρετικοί; … φευκτέον αὐτούς, ὡς φεύγει τις ἀπό ὂφεως … τούς χριστοκάπηλους καί χριστεμπόρους»[7] καί «ἡμεῖς δι’ οὐδέν ἂλλο ἀπεσχίσθημεν τῶν Λατίνων, ἀλλ’ ἢ ὃτι εἰσίν, οὐ μόνον σχισματικοί, ἀλλά καί αἱρετικοί»[8].
Τίθενται λοιπόν μερικά ἁπλά ἐρωτήματα: Εἶναι δυνατόν ὁ Ἅγιος Μάρκος νά θεωρεῖ ὡς “ἐκκλησία” μέ τήν αὐστηρή θεολογική-ἐκκλησιολογική ἔννοια τοῦ ὃρου τή Λατινική ἐκκλησία; Εἶναι δυνατόν νά χαρακτηρίζει τό ἀκήρατο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ (γιατί αὐτό εἶναι ἡ Ἐκκλησία) ὡς «Αἳρεσιν»; Εἶναι δυνατόν στή συνείδηση τῶν Ἁγ. Μάρκου, Μ. Βασιλείου καί Ἁγ. Ταρασίου νά συμφύρεται ἡ Ἐκκλησία, ὡς Σῶμα Χριστοῦ, ὡς ἄσπιλος Νύμφη τοῦ Χριστοῦ μέ πλάνες, ἑτεροδιδασκαλίες, αἱρέσεις;
Καίρια ἐρωτήματα πού ἀπαιτοῦν ὑπεύθυνες ἀπαντήσεις! Σέ τελική ἀνάλυση δέ δικαιούμαστε ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ νά “ἀναγκάζουμε” τούς Ἁγίους μας νά “λένε” αὐτά τά ὁποῖα θά βόλευαν τίς θεολογικές μας ἐμμονές…
Β. Ὁ κανόνας τῆς ἐν Καρχηδόνι Συνόδου (255μΧ) (Κυπρ-1) [9] .
Ὁ Κυπρ-1 εἶναι ἀπολύτως σαφής καί κατηγορηματικός καί ἀποκλείει ἐντελῶς τήν ἀναγνώριση “περιεκτικῆς ἐκκλησιολογίας”. Οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου τῆς Καρχηδόνος στόν Κυπρ-1 ἀρνοῦνται κατηγορηματικά τήν ὕπαρξη τελετουργικῆς τῶν ἱερῶν μυστηρίων Χάριτος στό χῶρο τῶν αἱρέσεων.
Σύμφωνα μέ τόν Κυπρ-1 στήν αἵρεση καί τό σχίσμα δέν ὑφίσταται:
Ἀξίζει νά ἐπισημάνουμε ὅτι ἡ συνοδική ἀπόφαση τῆς Καρχηδόνος, δέν ἀρκεῖται στήν ἁπλή διατύπωση περί πλήρους ἀκυρότητος τῶν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας «μυστηρίων» τῶν αἱρετικῶν. Ἐπεξηγώντας τό «ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας» δέν ἀντιδιαστέλλει μεταξύ «κανονικῶν» καί «χαρισματικῶν ὁρίων» τῆς Ἐκκλησίας[10], τά ὁποῖα γιά τούς Πατέρες ταυτίζονται ἀπολύτως («ἑνός ὄντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καί μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, ἐπάνω Πέτρου τοῦ ἀποστόλου, ἀρχῆθεν λέγοντος, τῆς ἑνότητος τεθεμελιωμένης · καί διά τοῦτο τά ὑπ’ αὐτῶν γινόμενα, ψευδῆ καί κενά ὑπάρχοντα, πάντα ἐστίν ἀδόκιμα»), ἐφ’ ὅσον στόν χῶρο τῆς αἱρέσεως δέν ὑφίσταται Πνεῦμα Ἅγιο πού νά τελεῖ ἔγκυρα μυστήρια [11].
Ὁ Θεοφιλέστατος στό ἄρθρο του γιά νά παρακάμψει τή σαφῆ διδασκαλία τῆς Συνόδου ἀρνεῖται τήν οἰκουμενικότητα τοῦ Κανόνος καί τόν ἀξιολογεῖ ὡς προσωπική καί μόνο ἄποψη τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ, ἡ ὁποία, κατ’ αὐτόν, δέν ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ὃμως:
Ἀποφεύγει νά ἐξηγήσει ὁ Θεοφιλέστατος: γιατί ἡ Στ΄ ἐν Τρούλῳ Οἰκουμενική τόν ἐνέταξε στούς ἐπικυρωμένους Κανόνες καί τοῦ προσέδωσε ἔτσι οἰκουμενικό κῦρος; Τό ἐρώτημα εἶναι καίριο καί ἀπαιτεῖ ὑπεύθυνη ἀπάντηση: Ἄν ἡ Ἐκκλησία δέν συμφωνοῦσε μέ τό περιεχόμενο τοῦ Κανόνα γιατί τόν ἐνέταξε στούς ἐπικυρωμένους Κανόνες Της ;
Ἐπίσης, ἀπορία προκαλεῖ ὅτι ὁ Θεοφιλέστατος δέν μνημονεύει καθόλου τούς ἐπικυρωμένους ἀπό τρεῖς Οἰκουμενικές Συνόδους Ἀποστολικούς Κανόνες, πού ταυτίζονται πλήρως ἀπό ἐκκλησιολογικῆς ἀπόψεως μέ τόν Κανόνα τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ. Γιατί; Μήπως ἐπειδή οἱ Κανόνες αὐτοί ἀνατρέπουν πλήρως τήν καινοφανῆ “περιεκτική ἐκκλησιολογία”, τήν ὁποία μᾶς παρουσιάζει;
Οἱ Ἀποστολικοί κανόνες εἶναι ἀπολύτως σαφεῖς καί δέν παρέχουν καμία δυνατότητα ἀποδοχῆς τῆς “περιεκτικῆς ἐκκλησιολογίας”:
Ἡ ἐπικύρωση τοῦ Κυπρ-1.
Ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενική στόν Στ-2 ἀναφερόμενη στούς οἰκουμενικοῦ κύρους κανόνες σημειώνει: «Μένειν καί ἀπό τοῦ νῦν βεβαίους καί ἀσφαλεῖς, πρός ψυχῶν θεραπείαν καί ἰατρείαν παθῶν, τούς ὑπό τῶν πρό ἡμῶν ἁγίων καί μακαρίων Πατέρων δεχθέντας καί κυρωθέντας, ἀλλά μήν καί παραδοθέντας ἡμῖν ….. κανόνας. Ἐπισφραγίζομεν δέ καί τούς λοιπούς πάντας ἱερούς κανόνας , τούς ὑπό τῶν ἁγίων καί μακαρίων Πατέρων ἡμῶν ἐκτεθέντας, τουτέστι τῶν τε ἐν Νικαίᾳ … ἔτι μήν … ἔτι μήν … ἔτι μήν καί τόν ὑπό Κυπριανοῦ, τοῦ γενομένου ἀρχιεπισκόπου τῆς Ἄφρων χώρας καί μάρτυρος, καί τῆς κατ’ αὐτόν συνόδου ἐκθέντα κανόνα» μέ τήν ἐπισήμανση «ὅς ἐν τοῖς τῶν προειρημένων προέδρων [ἐπισκόπων] τόποις, καί μόνον, κατά τό παραδοθέν αὐτοῖς ἔθος, ἐκράτησε».
Ὅσοι ἑρμηνεύουν, ἐν οἶς καί ὁ Θεοφιλέστατος, τήν ἐπισήμανση τοῦ Στ-2 ὡς ἄρνηση τῆς οἰκουμενικότητας τοῦ Κανόνος ἀπό τήν Πενθέκτη ὀφείλουν νά λάβουν ὑπ’ ὄψιν τους :
Γιά τό οἰκουμενικό κῦρος τοῦ Κυπρ-1 καί τήν ἄρνηση ἀναγνώρισης “μυστηρίων” στίς αἱρετικές κοινότητες παραπέμπουμε στόν Μητροπολίτη Γέροντα Ἐφέσου Χρυσόστομο (Κωνσταντινίδη), ὁ ὁποῖος σημειώνει μέ σαφήνεια: «Εὐθύς ἐξ ἀρχῆς πρέπει νά τονισθεῖ, ὅτι καί στό χῶρο τῶν µυστηρίων, αὐτῶν ποῦ τελοῦνται καί ἁγιάζονται στήν ὀρθόδοξη ἐκκλησία καί αὐτῶν πού «θεωροῦνται ὅτι τελοῦνται» στίς µή ὀρθόδοξες ἐκκλησίες, ἡ ἀκρίβεια εἶναι µιά σωστή ἀρχή, πού πρέπει νά εἶναι σεβαστή ἀπόλυτα καί ὁλοκληρωτικά»[14] . Καί στή συνέχεια ὁ ἀείμνηστος Ἐφέσου Χρυσόστομος ἀφοῦ μνημονεύει τόν Κανόνα τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ, ὡς κανόνα πού ἔχει περιβληθεῖ μέ οἰκουμενικό κῦρος ἀπό τόν Στ-2 σημειώνει: «Ἐποµένως, ὅση καί ὅποια ἀκρίβεια ἰσχύει καί ἀπαιτεῖται στήν τήρηση καί στόν σεβασµό τῶν πιστευτέων τῆς ἐκκλησίας, ἡ αὐτή κατά βάσιν ἀκρίβεια, ποιοτικά καί ποσοτικά, ἀπαιτεῖται καί γιά τά µυστήρια. Καί ὅπως δέν νοεῖται καί δέν ἐπιτρέπεται ἀλλοτρίωση ἀπό τήν πίστη καί τά δόγµατα τῆς ἀληθοῦς ἐκκλησίας, ἐφ’ ὅσον ἡ ἀλλοτρίωση αὐτή ὁδηγεῖ εὐθέως στήν αἵρεση ἤ στό σχίσµα, ἔτσι δέν νοεῖται καί δέν ἐπιτρέπεται ἀποδοχή καί ταύτιση µέ «µυστήρια» πού δέν φέρνουν καθ’ ἑαυτά τήν φερεγγυότητα καί γνησιότητα τῆς ἀληθοῦς ἐκκλησίας. Κατά ταῦτα, ὁ,τιδήποτε φέρεται σάν «µυστήριο» ἔξω ἀπό τά παραπάνω περιγραφόµενα «ἐκκλησιαστικά» ὅρια, δέν εἶναι µυστήριο, δέν ἀναγνωρίζεται σάν µυστήριο σωστό καί σωστικό»[15] . Ὁ Ἐφέσου Χρυσόστομος τά γράφει, ὂχι ἐγώ…
Πῶς λοιπόν ἐξηγεῖται ἡ ἐπισήμανση τοῦ Στ-2; Ὁ Ἃγ. Νικόδημος στό Πηδάλιο εἶναι ἀπολύτως σαφῆς[16]: Ἡ ἐπισήμανση τοῦ Στ-2 γιά τόν Κυπρ-1 μᾶς ὑπενθυμίζει τήν ἐξέλιξη καί τή διαφορετική πρακτική πού ἐφάρμοσε ἡ Ἐκκλησία στόν τρόπο εἰσδοχῆς τῶν «προστιθεμένων τῇ ὀρθοδοξίᾳ». Ἀπό τή μία πλευρά ἔχουμε τόν Κυπρ-1, τούς Ἀποστ-46, -47, -50 καί -68 καί τούς δύο κανόνες τοῦ Μ. Βασιλείου (1ο καί 47ο), οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἐπικυρωθεῖ ἀπό τόν Στ-2 καί τόν Ζ-1 ἀποκτώντας ἔτσι οἰκουμενικό κῦρος. Παράλληλα, ὅμως, ὁ Μ. Βασίλειος ἀναγνωρίζει καί ἀποδέχεται καί τή μή τέλεση τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος γιά τούς «προστιθεμένους τῇ ὀρθοδοξίᾳ» ἀπό συγκεκριμένες αἱρέσεις τίς ὁποῖες καί περιοριστικῶς μνημονεύει. Ἀκολούθως, ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος μέ τόν Β-7 καί ἀργότερα ἡ Στ΄ μέ τόν Στ-95 ὁρίζει τρεῖς κατηγορίες-τρόπους εἰσδοχῆς στήν Ἐκκλησία: μέ τό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, μέ χρήση Ἁγ. Μύρου καί διά λιβέλλου.
Πῶς συνδυάζονται ὅμως οἱ δύο ἀντικρουόμενες, φαινομενικά, ἀπόψεις; Καί γιατί ἡ Στ΄ ἐν Τρούλλω ἐπικύρωσε τούς «ἀντιφατικούς» αὐτούς κανόνες;
Ὁ κανόνας τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ, οἱ Ἀποστολικοί καί οἵ τοῦ Μ. Βασιλείου εἶναι σαφές ὅτι καθορίζουν τά θεολογικά κριτήρια προσεγγίσεως τοῦ ζητήματος αὐτοῦ. Σύμφωνα λοιπόν μέ τούς ἐπικυρωμένους ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους κανόνες, ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε ἀναγνώρισε ὡς ἔγκυρο τό βάπτισμα τῶν αἱρετικών[17] , ὡς παρέχον σώζουσα Θ. Χάρη, πού συγχωρεῖ ἁμαρτίες, ἀναγεννᾶ τόν βαπτιζόμενο καί τόν ἐντάσσει στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, διότι ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δέν ἐνεργεῖ ἡ τελετουργική των μυστηρίων Χάρις τοῦ Ἁγ. Πνεύματος. Ὅλοι οἱ μεγάλοι Πατέρες καί ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς καί οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι ὁμογνωμοῦν ἀπολύτως στό σημεῖο αὐτό. Ἡ ἔντονη διένεξη Καρχηδόνος–Ρώμης (Ἁγ. Κυπριανοῦ – Ἁγ. Στεφάνου) διασάφησε πλήρως τό θέμα! Καί γιά τόν λόγο αὐτό ἡ Πενθέκτη προσέδωσε οἰκουμενικό κύρος στόν Κυπρ-1 καί στούς συναφεῖς μέ αὐτόν, ἐντάσσοντάς τους στούς ἐπικυρωμένους κανόνες Τοπικῶν Συνόδων καί Ἁγ. Πατέρων.
Παράλληλα, ὅμως, μέ τήν ἐπισήμανσή της «ὅς ἐν τοῖς τῶν προειρημένων προέδρων τόποις, καί μόνον, κατά τό παραδοθέν αὐτοῖς ἔθος, ἐκράτησε» περιόρισε τήν ἰσχύ-ἐφαρμογή του. Γιατί;
Ο Μ. Βασίλειος, πού συμφωνεῖ καί ἐπαυξάνει τή θεολογική προσέγγιση τῆς Συνόδου τῆς Καρχηδόνος, ἐξηγεῖ καί τό γιατί ἡ Ἐκκλησία δέχεται τούς προσερχομένους ἀπό ὁρισμένες αἱρέσεις χωρίς νά τούς βαπτίζει. Δέν πρόκειται περί θεολογικῶν-ἐκκλησιολογικῶν, ἀλλά καθαρά περί ποιμαντικῶν λόγων. Ὁ Μ. Βασίλειος συναινεῖ νά μή βαπτίζονται οἱ προσερχόμενοι ἀπό ὁρισμένες αἱρέσεις, πρακτική πού ἐφαρμοζόταν σέ Ἐκκλησίες τῆς Μ. Ἀσίας ἤ τῆς Ρώμης «οἰκονομίας ἕνεκα τῶν πολλῶν», ὅπως χαρακτηριστικά σημειώνει (Βασιλ-1 καί -47). Ἐπίσης, ὁ ἴδιος προτείνει τήν κατ’ οἰκονομία πράξη «ἐάν μέντοι μέλλη τῇ καθόλου οἰκονομίᾳ ἐμπόδιον ἔσεσθαι τοῦτο, πάλιν τῷ ἔθει χρηστέον καί τοῖς οἰκονομήσασι τά καθ’ ἡμᾶς Πατράσιν ἀκολουθητέον. Ὑφορῶμαι γάρ μήποτε, ὡς βουλόμεθα ὀκνηρούς αὐτούς περί τό βαπτίζειν ποιῆσαι, ἐμποδίσωμεν τοῖς σωζομένοις διά τό τῆς προτάσεως αὐστηρόν».
Ἀντιδιαστέλλεται, λοιπόν, ἡ θεολογική ἀκρίβεια («τό τῆς προτάσεως αὐστηρόν»), ἀπό τήν ποιμαντική οἰκονομία («τό ἔθος τῶν πατέρων»). [Γιά τόν Μ. Βασίλειο καί τόν Στ-2 μέ τήν λέξη “ἔθος” δέν προσδιορίζεται ἡ δογματική διδασκαλία (ἐκκλησιολογία), ὅπως ἐσφαλμένα ὑποστηρίζει ὁ Θεοφιλέστατος, ἀλλά, κατά περίπτωση, ἡ πρακτική της οἰκονομίας μέ τόν ἀναβαπτισμό ἤ τῆς ἀκρίβειας μέ τόν μή ἀναβαπτισμό]. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποιώντας τή θεολογική ἀκρίβεια σέ ὅλους τούς τόνους ἀποφαίνεται ὅτι δέν ὑφίσταται ἔγκυρο βάπτισμα στήν αἵρεση, ἀξιοποιώντας ὅμως τήν ποιμαντική οἰκονομία, ὅπου δέν εἶναι δυνατόν νά ἐφαρμοστεῖ ἡ ἀκρίβεια, ὑποδέχεται ὅσους μετανοημένοι ἀρνοῦνται τήν αἵρεση καί προσέρχονται στήν Ἐκκλησία, μέ τήν τέλεση τοῦ ἱεροῦ Χρίσματος καί τή Θ. Μετάληψη καί ὄχι διά τοῦ τριπλοῦ μυστηρίου τῆς Χριστιανικῆς μυήσεως (Βάπτισμα-Χρῖσμα-Θ. Εὐχαριστία).
Ὑπό αὐτό τό πνεῦμα πρέπει νά ἑρμηνεύσουμε τήν ἐπισήμανση τοῦ Στ-2 σχετικά μέ τόν κανόνα τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ «ὅς ἐν τοῖς τῶν προειρημένων προέδρων [ἐπισκόπων] τόποις, καί μόνον, κατά τό παραδοθέν αὐτοῖς ἔθος, ἐκράτησε». Δέν σημαίνει μείωση τοῦ οἰκουμενικοῦ κύρους του, ἀλλά περιορισμό τῆς ἰσχύος του, λόγῳ τῆς κατ’ οἰκονομίαν πράξεως τῆς Ἐκκλησίας.
Συμπερασματικά, νομίζουμε ὅτι ἡ Στ΄ ἐν Τρούλῳ ἐντάσσοντας τόν Κυπρ-1 στούς ἐπικυρωμένους κανόνες τῶν Τοπικῶν Συνόδων καί τῶν Ἁγ. Πατέρων θέλησε νά περιβάλει μέ οἰκουμενικό κῦρος τή θεολογία τοῦ κανόνος (οὐσιαστικά τήν μοναδικότητα τῆς Ἐκκλησίας), ἀλλά μέ τήν ἐπισήμανσή της («ὅς ἐν τοῖς τῶν προειρημένων προέδρων τόποις, καί μόνον, κατά τό παραδοθέν αὐτοῖς ἔθος, ἐκράτησε») περιόρισε τήν ἰσχύ-ἐφαρμογή του, ὥστε νά μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νά ἐφαρμόζει καί τήν οἰκονομία στόν τρόπο εἰσδοχῆς τῶν αἱρετικῶν, ὃταν χρειάζεται.
Γ. Οἱ κανόνες Β-7 καί Στ-95.
Ἡ κατ’ οἰκονομία ἐκκλησιαστική πράξη ἔλαβε καί συνοδική ἐπικύρωση μέ τούς Β-7 καί Στ-95. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅμως, ὅτι ἐνῶ οἱ κανόνες πού ἀπορρίπτουν τό αἱρετικό «βάπτισμα» παρέχουν σύντομη ἤ πολύ ἐκτεταμένη θεολογική αἰτιολόγηση, οἱ κανόνες πού προτείνουν τήν οἰκονομία στήν εἰσδοχή τῶν πρώην αἱρετικῶν δέν προβάλουν καμία θεολογική αἰτιολόγηση . Εἶναι κατ’ οἰκονομία . αὐτό καί μόνο ἀρκεῖ. Ἡ μόνη αἰτιολόγηση προέρχεται ἀπό τόν Μ. Βασίλειο: «οἰκονομίας ἕνεκα τῶν πολλῶν… Ἐάν μέντοι μέλλῃ τῇ καθόλου οἰκονομίᾳ ἐμπόδιον ἔσεσθαι τοῦτο. Ὑφόρομαι γάρ μήποτε, ὡς βουλόμεθα ὀκνηρούς αὐτούς περί τό βαπτίζειν ποιῆσαι, ἐμποδίσωμεν τοῖς σωζομένοις διά τό τῆς προτάσεως αὐστηρόν» (Βασιλ-1). Κανένας θεολογικός-ἐκκλησιολογικός λόγος, μόνο ἡ ποιμαντική ἀνάγκη τῆς σωτηρίας διά τῆς μετοχῆς στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἐφ’ ὅσον ὁ ἄνθρωπος ἔχει μετανοήσει καί φύγει ἀπό τήν αἵρεση.
Τόσο ἡ κανονική παράδοση ὅσο καί ἡ πατερική διδασκαλία δέν προβαίνουν καθόλου σέ προσπάθεια ἑρμηνείας τῆς κατ’ οἰκονομία πράξεως, οὔτε ὅταν ἀναφέρονται στήν εἰσδοχή τῶν μετανοημένων αἱρετικῶν οὔτε στίς περιπτώσεις τῶν μετανοημένων πρώην αἱρετικῶν κληρικῶν (Ζ΄ Οἰκουμενική). Στήν ἀρχαία Ἐκκλησία μόνο ὁ Ἃγ. Αὐγουστῖνος προσπάθησε νά ἑρμηνεύσει τήν κατ’ οἰκονομία πράξη τοῦ μή ἀναβαπτισμοῦ καί ἀργότερα ὁ σχολαστικισμός μέ τόν Θωμά Ἀκινάτη. Ὁμως ἡ προβληματική αὐτή δέν εἶχε καμία ἀπήχηση στήν πατερική παράδοση. Συνεπῶς, τά ἐρωτήματα πού θέτει ὁ Θεοφιλέστατος[18] εἶναι θεμελιωμένα σέ σχολαστικές προϋποθέσεις καί ἐντελῶς ξένα στήν Ὀρθόδοξη προβληματική. Ἐπ’ αὐτῶν μποροῦμε νά κάνουμε πολλές θρησκευτικές συζητήσεις, ἀλλά θά εἴμαστε μακρυά ἀπό τό Πατερικό πνεῦμα. Ἡ Ἐκκλησία διά τῶν Πατέρων καί τῶν Συνόδων ἀποφάσισε κυριαρχικῷ δικαιώματι νά ἐντάσσει στούς κόλπους της τούς μετανοημένους αἱρετικούς, χωρίς νά τούς βαπτίζει, χωρίς ὅμως νά μπεῖ σέ λεπτομερεῖς ἀναλύσεις καί πρό παντός, χωρίς νά ἀναγνωρίζει ὡς βαπτισμένους αὐτούς πού μένουν στήν αἵρεση. Θά βοηθοῦσε ἰδιαίτερα ὁ Θεοφιλέστατος νά μᾶς παρουσιάσει τίς ἀπόψεις-ἀπαντήσεις τῶν Πατέρων στά ἐρωτήματα πού θέτει – ἄν ὑπάρχουν. Αὐτές ἔχουν γιά μένα θεολογική ἀξία καί βαρύτητα καί ὄχι οἱ διανοητικές ἀσκήσεις τοῦ ὁποιουδήποτε, ὅσο ἐνδιαφέρουσες καί ἄν εἶναι κατά τά ἂλλα.
Ἐπίσης, οὔτε ὁ Μ. Βασίλειος οὔτε οἱ ἱεροί Κανόνες οὔτε οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι προσπαθοῦν στήν κατ’ οἰκονομία πράξη νά θεμελιώσουν ἐπιχειρήματα γιά νά ἀκυρώσουν βασικές ἐκκλησιολογικές ἀρχές (ἀνυπαρξία τελεσιουργικῆς τῶν μυστηρίων Θ. Χάριτος στήν αἵρεση, ἀνυπαρξία ἱερῶν Μυστηρίων ἐκτός Ἐκκλησίας, διάκριση Ἐκκλησίας-αἵρεσης, ἀλήθειας-πλάνης κοκ). Ποτέ! Ὅπως στή σημερινή ἐκκλησιαστική πράξη ἡ κατ’ οἰκονομία δυνατότητα τελέσεως ἀεροβαπτίσματος ἀπό Ὀρθόδοξη νοσηλεύτρια δέν ὑπονοεῖ ὅτι ἡ νοσηλεύτρια ἔχει τήν εἰδική ἱερωσύνη ἤ ὅτι μπορεῖ νά τελέσει κατ’ οἰκονομία καί ἄλλα μυστήρια, ἔτσι γιά τήν ἐκκλησιαστική μας παράδοση μέ τήν κατ’ οἰκονομία εἰσδοχή τῶν αἱρετικῶν, μέ κανένα τρόπο δέν ἀναγνωρίζονται τά μυστήρια τῶν αἱρετικῶν! Εἶναι, ἄλλωστε, ἀδιανόητο ἡ οἰκονομία τοῦ ἀεροβαπτίσματος νά χρησιμοποιηθεῖ ὡς θεολογικός λόγος γιά τή διεκδίκηση τῆς ἱερωσύνης τῶν γυναικών . κατά τόν ἴδιο τρόπο ἦταν ἀδιανόητο γιά τούς Πατέρες οἱ αἱρετικοί νά διεκδικήσουν ἐγκυρότητα τῶν «μυστηρίων» τους, ὅπως προσπαθεῖ στό ἄρθρο του ὁ Θεοφιλέστατος.
Εἶναι σαφής ἐπ’ αὐτοῦ ἡ ἀπόφαση τῆς Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς (1971), ἡ ὁποία στό κείμενο «Ἡ οἰκονομία ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ» εὔστοχα σημειώνει: «Ἡ Ὀρθόδοξος ἡμῶν Ἐκκλησία ἀποβλέπει…α) εἰς τήν διατήρησιν κατά πρῶτον καί κύριον λόγον τῆς ἑαυτῆς πίστεως καί διδασκαλίας τελείως ἀνοθεύτου καί ἀνεπηρεάστου ἐκ τῆς κατ’ οἰκονομίαν τοιουτοτρόπου συγκαταβάσεως αὐτῆς πρός τούς ἔξω. “Διότι οὐ συγχωρεῖ συγκατάβασις εἰς τά τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, καί τότε τάς οἰκονομίας ὁ ὀρθός λόγος μεταχειρίζεται, ὃτε τό δόγμα τῆς εὐσεβείας οὐδέν παραβλάπτεται” (Εὐλόγιος Ἀλεξ. PG 103, 953)». Δηλαδή ἡ κατ΄ οἰκονομία πράξη γιά τήν εἰσδοχή πρώην αἱρετικῶν δέ μπορεῖ νά χρησιμοποιηθεῖ ὡς θεολογικό προηγούμενο γιά τήν τροποποίηση, οὐδέ στό ἐλάχιστο, τῆς πίστης καί τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, ἀναφορικά μέ τήν αὐτοσυνειδησία της καί τήν “ἐκκλησιαστικότητα” τῶν ἑτεροδόξων! Διότι οὐδέποτε ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποίησε τήν οἰκονομία γιά νά ἀφήσει τόν ἄνθρωπο στήν πλάνη καί τήν αἵρεση, ἀποκοιμίζοντάς τον ὅτι δῆθεν δέν ὑπάρχει κανένα πρόβλημα νά παραμένει στήν πλάνη… Αὐτό δέν εἶναι ποιμαντική οἰκονομία, ἀλλά ἀπάνθρωπη συμπεριφορά καί ἀσυγχώρητη κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος βλασφημία!
Ὁ ἀείμνηστος Μητρ. Γέρων Ἐφέσου Χρυσόστομος (Κωνσταντινίδης) (Πρόεδρος τῆς Γ΄ Πανορθοδόξου Προσυνοδικῆς Διασκέψεως-1986) σημειώνει ἐπ’ αὐτοῦ: «ἄλλο εἶναι τό θέμα τῆς κατ’ ἀρχήν καί ἐξ ἀντικειμένου ἀναγνώρισης τῶν μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν καί σχισματικῶν καθ’ ἑαυτά, καί ἄλλη εἶναι ἡ περίπτωση τῆς εἰσδοχῆς τῶν μεταστρεφομένων στήν ορθοδοξία ἑτεροδόξων μέ τά μυστήρια πού ἒχουν δεχθεῖ στήν ἑτερόδοξη ἐκκλησία, ἀπό τήν ὁποία προέρχονται»[19] . Ἐπίσης ὁ Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος (Σαββᾶτος) σέ Συνέδριο γιά τούς Ἱερούς Κανόνες (Βόλος, 10.5.2014) δήλωνε κατηγορηματικά ὃτι ἡ κατ’ οικονομία πράξη τῆς Ἐκκλησίας νά μήν ἀναβαπτίζει τούς προσερχομένους ἀπό ὁρισμένες αἱρέσεις «δέν συνεπάγετο καί τήν αὐτόματη ἀναγνώριση τῆς ἐγκυρότητος τῶν μυστηρίων, τοῦ βαπτίσματος καί τοῦ χρίσματος τῶν αἱρετικῶν ἤ τῶν σχισματικῶν … Ἡ κατ’ οἰκονομία ἀποδοχή τῆς ἐπιστροφῆς τῶν αἱρετικῶν δέν συνεπάγεται αὐτόματα τήν ἀναγνώριση ἤ τήν κοινωνία μετά τῶν αἱρετικῶν καί μάλιστα ἐν τοῖς μυστηρίοις»[20] . Ὁ ἀείμνηστος Γέρων Ἐφέσου καί ὁ Ἃγιος Μεσσηνίας τά λένε αὐτά . ὂχι ἐγώ…
«Μπορεῖ νά ὑπάρξει χάρις Θεοῦ ἐκτός Ἐκκλησίας;»
Εἰλικρινά θλίψη μᾶς προκαλοῦν τά ἐρωτήματα πού θέτει καί οἱ ἀπαντήσεις πού δίνει ὁ Θεοφιλέστατος γιά νά ἐπιχειρηματολογήσει ἐναντίον τοῦ κανόνος τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ, ὁ ὁποῖος ἀρνεῖται τήν τελετουργική τῶν Ἱ. Μυστηρίων Χάρη τοῦ Ἁγ. Πνεύματος στήν αἵρεση. Ἐρωτᾶ ὁ Θεοφιλέστατος: «Μπορεῖ νά ὑπάρξει χάρις Θεοῦ ἐκτός Ἐκκλησίας;» καί ὁ ἴδιος ἀπαντᾶ: «Ἐάν ἡ δημιουργία καί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δέ βρίσκονται κάτω ἀπό τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, τότε τί σημαίνει ἡ φράση τοῦ Ἄπ. Παύλου πρός τούς Ἀθηναίους «ἐν αὐτῷ γάρ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν»; Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἐπισημαίνει γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα: «…κατά πάντα ὅμοιον τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ, ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον καί δι’ Υἱοῦ μεταδιδόμενον καί μεταλαμβανόμενον ὑπό πάσης τῆς κτίσεως καί δι’ ἑαυτοῦ κτῖζον καί οὐσιοῦν τά σύμπαντα καί ἁγιάζον καί συνέχον…»!
Τά ἐρωτήματα αὐτά καταδεικνύουν ὅτι δέν εἶναι, δυστυχῶς, κατανοητό, ὅπως εὔστοχα ἐπισημαίνει ὁ π. Πέτρος Χίρς, ὅτι «τό ἐπίμαχο θέμα [στήν ἐποχή τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ] δὲν ἦταν κατὰ πόσον τὸ Πνεῦμα κινεῖται ἢ δὲν κινεῖται ἐντὸς τῆς κτίσεως ἢ ἐν τῷ μέσῳ τῶν ἀνθρώπων, γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσει στὴν Ἀλήθειᾳ. Αὐτὸ δὲν ἦταν ἀμφισβητούμενο, καθότι ὁ Κύριος “πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν” (Α΄ Τιμ. 2, 4). Τὸ θέμα ἦταν ἡ παρουσία τῶν καθαρτικῶν, φωτιστικῶν καὶ θεοποιῶν ἐνεργειῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὰ Μυστήρια καὶ ἐὰν δροῦν στὸ σχῖσμα καὶ στὴν αἵρεση. Τὸ θέμα ἦταν ἡ ἐνέργεια τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὰ Μυστήρια καί, συνεπῶς, ἡ παρουσία τῆς Ἐκκλησίας ἀνάμεσα στοὺς σχισματικοὺς καὶ αἱρετικούς … Παρότι αὐτὴ ἡ ἐνέργεια (τοῦ Θεοῦ) εἶναι ἁπλή, μποροῦν νὰ γίνουν ἀντιληπτὲς κάποιες διαφορὲς ἀνάμεσα στὴν δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, τὴν προνοητικὴ ἐνέργεια, τὴν καθαρτική, τὴν φωτιστικὴ καὶ τὴν θεωτικὴ ἐνέργεια. “Μεταξὺ αὐτῶν τῶν μορφῶν τῆς μίας καὶ μόνης ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ δὲν ὑπάρχει ταυτότης. Ἂν ὑπῆρχε ταυτότης, τότε ὅλα τὰ κτίσματα θὰ μετεῖχαν π.χ. στὴν θεωτικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ”. Ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ γνωρίζουμε, ὅτι ὑπάρχει διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν φωτιστικὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν θεωτικὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Τὸ γνωρίζουμε διότι δὲν ἔφθασαν ὅλοι στὴν Θέωση … Ἑπομένως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀνεξαρτήτως προελεύσεως ἢ πεποιθήσεων, συμμετέχουν στὶς δημιουργικές, συνεκτικὲς καὶ προνοητικὲς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, χωρὶς τὶς ὁποῖες ὁ κόσμος θὰ ἔπαυε νὰ ὑπάρχει. Ὑπ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια καὶ μόνον ὑπάρχει μία διαφοροποιημένη μετοχὴ γιὰ τοὺς σχισματικοὺς καὶ αἱρετικούς, ὄχι στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὑπέθεταν ὁ Congar καὶ οἱ συνάδελφοί του, ἀλλὰ στὶς θεῖες Ἐνέργειες – δημιουργικές, συνεκτικὲς καὶ προνοητικές. Ὡστόσο αὐτὴ ἡ μετοχὴ δὲν τοὺς καθιστᾶ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Διότι, αὐτοί, μὴ ἐκπληρώνοντας τὶς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιὰ μετοχὴ στὴν Ἐκκλησία, δὲν μετέχουν στὶς καθαρτικές, φωτιστικὲς καὶ θεωτικὲς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ»[21] .
«Πλήρης Ἐκκλησία» καί «Ἐκκλησία τῶν «πονηρευομένων».
Τά ἀδιέξοδα τῆς “περιεκτικῆς ἐκκλησιολογίας” εἶναι ἐμφανῆ στό ἴδιο τό κείμενο τοῦ Θεοφιλεστάτου:
α) Ἀναφερόμενος στά μέλη τοῦ ΠΣΕ σημειώνει ὁ Θεοφιλέστατος: «Τό γεγονός ὅτι ἐνδεχομένως ἀναγνωρισθεῖ ὁ ἐκκλησιαστικός χαρακτήρας μιᾶς τέτοιας κοινότητας δέ θίγει σέ τίποτα τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πού διατηρεῖ τήν αὐτοσυνειδησία ὅτι εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Ὑπό αὐτή τήν ἔννοια τίποτα δέν μᾶς ἐμποδίζει νά ὀνομάσουμε αὐτές τίς χριστιανικές κοινότητες Ἐκκλησία, ὅπως τό κάνει ἄλλωστε καί … οἱ πατέρες τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού κάνουν λόγο γιά Ἐκκλησία τῶν «πονηρευομένων», ὄχι ἁπλά ἐξ αἰτίας τῆς κακοδοξίας τῶν εἰκονομάχων».
Νομίζω ὅτι ὑπό αὐτή τήν ἔννοια δέν θά ἔχει κανένας ἀντίρρηση νά χαρακτηριστοῦν στό κείμενο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου οἱ αἱρετικές κοινότητες ὡς «Ἐκκλησίες», μέ τήν ἀπαραίτητη διευκρίνηση τοῦ Θεοφιλεστάτου ὅτι πρόκειται περί «Ἐκκλησίας τῶν «πονηρευομένων». Ἔτσι θά ἀκολουθήσουμε καί στό γράμμα καί στό πνεῦμα τούς Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς . ἄλλωστε οἱ περισσότεροι προτεστάντες εἰκονομάχοι δέν εἶναι;
β) Στήν παράγραφο 4 τῶν συμπερασμάτων του ὁ Θεοφιλέστατος γράφει: «Οἱ χριστιανικές αὐτές κοινότητες, παρά τόν ἐκκλησιαστικό τους χαρακτήρα, δέν ἀποτελοῦν τήν «πλήρη» Ἐκκλησία … Κατά συνέπεια ἡ χρήση τοῦ ὃρου Ἐκκλησία γι’ αὐτές δέν τίς ἐξομοιώνει μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία».
Ἐκκλησία καί “ἐκκλησίες”
Εἶναι γνωστό ὃτι ὁ ὅρος “ἐκκλησία” εἶναι πολυσήμαντος: Ὅταν προσεγγίζουμε γεγονότα ἀπό ἱστορικῆς, νομικῆς, κοινωνιολογικῆς κοκ πλευρᾶς γίνεται ἀσφαλῶς καί ἡ ἀνάλογη χρήση τοῦ ὃρου «ἐκκλησία», ὁπότε ἀναφερόμαστε σέ ἁπλή θρησκευτική κοινότητα ἤ θρησκευτική συνάθροιση, ἡ ὁποία πόρρῳ ἀπέχει ἀπό τήν αὐστηρή θεολογική ἔννοια τῆς λέξεως «ἐκκλησία». Ὑπό αὐτή τήν ἔννοια ἔχουμε ἑκατοντάδες ἐκκλησίες, πού καλύπτουν ἕνα μεγάλο τμῆμα τῆς θρησκευτικῆς ἔκφρασης καί ὀργάνωσης σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο. Σέ αὐτή τήν περίπτωση εἶναι προφανές ὅτι δέν ὑπάρχει κανένα κριτήριο γιά τό χαρακτηρισμό μιᾶς κοινότητος ὡς «ἐκκλησία», ἀλλά προέχει ὁ αὐτοπροσδιορισμός της : ἡ κάθε κοινότητα, ἤ ὁμάδα εἶναι «ἐκκλησία», ἐπειδή ἔτσι θέλει καί αὐτοχαρακτηρίζεται.
Στήν ἀμιγῶς θεολογική γλώσσα, στήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, μέ τόν ὃρο «Ἐκκλησία» προσδιορίζεται ἀποκλειστικά καί μόνο τό ἴδιο τό Σῶμα τοῦ Σαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου, ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Τά κείμενα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου πρέπει νά εἶναι δογματικά κείμενα πού θά προσδιορίζουν καί θά ἐκφράζουν τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Σέ αὐτοῦ τοῦ ἐπιπέδου τά κείμενα ὁ ὅρος «Ἐκκλησία» εἶναι αὐστηρά μονοσήμαντος καί προσδιορίζει – ὅπως ἀναφέρθηκε – ἀποκλειστικά καί μόνο τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο ἔχει ὡς κεφαλή Του τόν ἴδιο τόν Χριστό . τίποτα λιγότερο, ἀλλά καί τίποτα περισσότερο! Κάθε τί τό ὁποῖο ἀνήκει σέ αὐτό τό Θεανθρώπινο Σῶμα εἶναι Ἐκκλησία, ὅ,τι δέν ἀνήκει σέ Αὐτό, δέν εἶναι Ἐκκλησία! Ἀπό αὐτή τή βασική καί θεμελιώδη θεολογική ἀρχή, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δηλ. ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, προέρχονται καί οἱ βασικές ἰδιότητες τῆς Ἐκκλησίας :
Μέ βάση τά ἀνωτέρω :
α) Εἶναι προφανές ὅτι ἀπό θεολογικῆς ἀπόψεως ἡ ὕπαρξη πολλῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι ἐντελῶς ἀδιανόητη, ἐκτός ἐάν ἀναφερόμαστε στίς Τοπικές Ἐκκλησίες, τίς κατά τόπους φανερώσεις τῆς Μίας Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
β) Δέ νοεῖται στήν Ἐκκλησία τό ὁποιοδήποτε ψεγάδι ἤ λάθος. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία κατέχει καί κηρύττει τήν πληρότητα τῆς Θ. Ἀποκαλύψεως, τήν παραδεδομένη Ἀποστολική Διδαχή, δηλ. τήν Ἀλήθεια. Εἶναι ἐντελῶς ἀδιανόητο τό παραμικρό λάθος σέ θέματα πίστεως. Τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἀσφαλῶς καί μπορεῖ νά σφάλλουν . ποτέ ὅμως ἡ Ἐκκλησία δέ μπορεῖ νά διατυπώσει ὡς δόγμα πίστεως ὑποχρεωτικό γιά τή σωτηρία, τό ὁποῖο ἀργότερα νά … ἀνακαλέσει ὡς ἐσφαλμένο. Ἡ ὕπαρξη λανθασμένης διδασκαλίας, ἐσφαλμένου δόγματος, ἀκυρώνει τίς βασικές ἰδιότητές Της, ἀκυρώνει τήν ἴδια τήν ὕπαρξή Της:
γ) Ἡ Ἀποστολική Διδαχή, δηλ. ἡ πίστη καί διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, δέν ἐπιδέχεται ἐκ μέρους τῶν πιστῶν ἀμφισβήτηση ἤ ἄρνηση. Ὅποιος, ἀνεξάρτητα μέ τό βαθμό πού ἔχει, συνειδητά καί συστηματικά ἀρνεῖται τό ὁποιοδήποτε δόγμα πίστεως τῆς Ἐκκλησίας δέν μπορεῖ νά παραμένει μέλος Της. Ἡ Ἐκκλησία ἐκφράζεται ἀλαθήτως στίς Οἰκουμενικές Συνόδους. Ἡ Σύνοδος πού θά χαρακτηριστεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὡς «Οἰκουμενική» εἶναι ταυτόχρονα σέ θέματα πίστεως ἀλάθητη. Εἶναι ἐντελῶς ἀδιανόητη γιά ἕνα πιστό ἡ ἄρνηση τῶν δογματικῶν ἀποφάσεων μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἄν συμβεῖ αὐτό, ὁ πιστός αὐτός δέν μπορεῖ νά παραμείνει μέλος τῆς Ἐκκλησίας.
δ) Ἡ ἀπόλυτη ἀναίρεση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ αἵρεση, δηλ. ἡ συνειδητή ἄρνηση τῆς καθολικότητας τῆς Ἀλήθειας. Γι’ αὐτό Ἐκκλησία καί αἵρεση εἶναι δύο ἔννοιες ἀπολύτως ἀσυμβίβαστες : Ἡ Ἐκκλησία ἐκφράζει τήν καθολικότητα . ἡ αἵρεση εἶναι ἡ ἄρνησή της. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό φῶς . ἡ αἵρεση τό σκοτάδι. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ σωτηρία . ἡ αἵρεση ἡ ἀπώλεια. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ θεοσέβεια . ἡ αἵρεση εἶναι ἀθεΐα. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ εὐθεία ὁδός . ἡ αἵρεση ἡ «στρεβλότης». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός . ἡ αἵρεση ὁ ἀντίχριστος. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ . ἡ αἵρεση ἡ δαιμονική πλάνη.
Οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων χρησιμοποιοῦν γιά τήν αἵρεση πολύ σκληρές ἐκφράσεις γιά νά καταδειχθεῖ τό πόσο φρικτή καί ἀπαίσια κατάσταση εἶναι. Μεταξύ ἄλλων χαρακτηρίζεται ὡς «φαυλότης φέρουσα τόν ὄλεθρον», «ἐλεεινή πλάνη» στήν ὁποία «κατεδέθησαν» οἱ αἱρετικοί, «μεμιασμένη κοινωνία», «ρίζα πικρίας», «μίασμα γέγονε τῇ καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ, ἡ τῶν χριστιανοκατηγόρων αἵρεσις». Ἐπίσης, ἡ αἵρεση «ἐγκαταλείπουσα» ἀμέσως ἤ ἐμμέσως «τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ» καταντᾶ «κεκρυμμένη εἰδωλολατρία» καί ἀθεΐα καί γι’ αὐτό ὁ ἀκολουθῶν αὐτῇ «τοῦ χριστιανικοῦ καταλόγου, ὡς ἀλλότριος ἐξωθείσθω καί ἐκπιπέπτω».
Εἶναι λοιπόν ἀδύνατον στήν Μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ νά ἐντάσσονται αἱρέσεις ἤ πλάνες.
Εἶναι λοιπόν ἀδύνατη ἡ ἀναγνώριση τῆς κακόδοξης «περιεκτικῆς ἐκκλησιολογίας» τῆς Β΄ Βατικανῆς ὡς Ὀρθοδόξου δογματικῆς διδασκαλίας στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἐλπίζουμε, εὐχόμαστε καί προσευχόμαστε ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος νά ἀναδειχθεῖ ἂξια τοῦ ὀνόματός της καί νά ὀρθοτομήσει τόν λόγον τῆς Χριστοῦ ἀληθείας. Μόνο ἒτσι θά διατρανώσει τήν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας μας.
[1] http://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/8579-abudou-kurillos-empisteuomai-tin-ekklisia . Ἀπάντηση στό ἄρθρο συνέταξε τό ἐπί τῶν αἱρέσεων καί τῶν παραθρησκειῶν Γραφεῖο τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς (http://www.romfea.gr/diafora/8729-i-impeiraios-gia-to-keimeno-tou-episkopou-abudou-kurillou ). Στήν ἀντα-πάντησή του ὁ Θεοφιλέστατος Ἀβύδου (http://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/8897-apantisi-abudou-sto-grafeio-aireseon-tis-im-peiraios ) ἀναφέρεται σέ «ἐκ Πατρῶν ὑποβολέα» τοῦ κειμένου τοῦ Γραφείου. Θά περιμέναμε νά εἶναι σαφέστερος ὁ Ἃγιος Ἀβύδου, ἀλλά εἶναι προφανές ὃτι δέν ὑπονοεῖ ἐμένα (ὃπως κάποιοι ὑπέθεσαν), διότι, ἐκτός τῶν ἂλλων, ὡς ἒγκριτος πανεπιστημιακός, γνωρίζει πολύ καλά καί μπορεῖ νά διακρίνει τό ὓφος γραφῆς…
[2] Ἐπιστολή 114, «τοῖς ἐν Ταρσῷ περί Κυριακόν», PG 32, 528-529.
[3] Γράφει ἐπὶ λέξει ὁ Μ. Βασίλειος : «Συντυχῶν τοίνυν τοῖς ἀδελφοῖς, καὶ θεασάμενος αὐτῶν πολὺ μὲν τὸ φιλάδελφον καὶ τὸ περὶ ὑμᾶς ἀγαπητόν, πολλῷ δὲ ἔτι πλέον τὸ φιλόχριστον καὶ τὸ περὶ τὴν πίστιν ἀκριβές τε καὶ εὔτονον.καὶ ὅτι πολλὴν ἀμφοτέρων ποιοῦνται σπουδήν, τῆς τε ὑμετέρας ἀγάπης μὴ χωρίζεσθαι, καὶ τὴν ὑγιαίνουσαν πίστιν μὴ καταπροδοῦναι . ἀποδεξάμενος αὐτῶν τὴν ἀγαθὴν προαίρεσιν ἐπιστέλλω τῇ σεμνότητι ὑμῶν, παρακαλῶν πάσῃ ἀγάπῃ ἔχειν αὐτοὺς ἠνωμένους γνησίως, καὶ πάσης ἐκκλησιαστικῆς φροντίδος κοινωνοὺς … αὐτὸς γὰρ ἐγγυῶμαι τὸ μέρος τῶν ἀδελφῶν,ὡς εἰς οὐδὲν ἀντεροῦσιν, ἀλλὰ πᾶσαν ὑμῖν ἐπιδείξονται εὐταξίας ὑπερβολήν», αὐτόθι.
[4] V. Laurent, Les “Memoires”…Sylvestre Syropoulos, Paris 1971, σ. 258.
[5] V. Laurent, Les “Memoires”…Sylvestre Syropoulos, Paris 1971, σ. 280.
[6] V. Laurent, Les “Memoires”…Sylvestre Syropoulos, Paris 1971, σ. 444.
[7] Ἰ. Καρμίρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Β´, Graz-Austria 19682, σ. 353-362.
[8] κε΄ Συνεδρίαση τῆς Συνόδου Φεράρας -Φλωρεντίας , στό : Πηδάλιον… εκδ. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη, 1991, σ. 55.
[9] «Ἐν κοινοβουλίῳ ὄντες, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἀνέγνωμεν γράμματα ἀφ’ ὑμῶν σταλέντα περὶ τῶν παρὰ τοῖς αἱρετικοῖς, ἢ σχισματικοῖς δοκούντων βεβαπτίσθαι, ἐρχομένων πρὸς τὴν καθολικὴν Ἐκκλησίαν, ἥτις ἐστὶ μία, ἐν ᾗ βαπτιζόμεθα καὶ ἀναγεννώμεθα. Περὶ ὧν καὶ πεποίθαμεν, καὶ ὑμᾶς αὐτοὺς ἐκεῖνα πράττοντας, τὴν στερρότητα τοῦ τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας κανόνος κρατεῖν. Ὅμως ἐπεὶ συγκοινωνοὶ ἡμῶν ἐστε καὶ ζητῆσαι περὶ τούτου διὰ τὴν κοινὴν ἀγάπην ἠθελήσατε, οὐ πρόσφατον γνώμην, οὐδὲ νῦν ἡδρασμένην προσφέρομεν, ἀλλὰ τὴν πάλαι ὑπὸ τῶν προγενεστέρων ἡμῶν μετὰ πάσης ἀκριβείας καὶ ἐπιμελείας δεδοκιμασμένην, καὶ ὑφ’ ἡμῶν παρατηρηθεῖσαν, κοινούμεθα ὑμῖν καὶ συζεύγνυμεν, τοῦτο καὶ νῦν χειροτονοῦντες, ὅπερ διὰ παντὸς ἰσχυρῶς καὶ ἀσφαλῶς κρατοῦμεν, μηδένα βαπτίζεσθαι δύνασθαι ἔξω τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας, ἑνὸς ὄντος βαπτίσματος καὶ ἐν μόνῃ τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ ὑπάρχοντος. Γέγραπται γάρ· Ἐμὲ ἐγκατέλιπον, πηγὴν ὕδατος ζῶντος, καὶ ὤρυξαν ἑαυτοῖς λάκκους συντετριμμένους, τοὺς μὴ δυναμένους ὕδωρ συσχεῖν. Καὶ πάλιν, ἡ ἁγία Γραφὴ προμηνύουσα λέγει· Ἀπὸ ὕδατος ἀλλοτρίου ἀπέχεσθε καὶ ἀπὸ πηγῆς ἀλλοτρίας μὴ πίητε. Δεῖ δὲ καθαρίζεσθαι καὶ ἁγιάζεσθαι τὸ ὕδωρ πρῶτον ὑπὸ τοῦ ἱερέως, ἵνα δυνηθῇ τῷ ἰδίῳ βαπτίσματι τὰς ἁμαρτίας τοῦ βαπτιζομένου ἀνθρώπου ἀποσμῆξαι. Διά τε Ἰεζεκιήλ τοῦ προφήτου λέγει Κύριος· Καί ῥαντίσω ὑμᾶς καθαρῷ ὕδατι καὶ καθαριῶ ὑμᾶς, καὶ δώσω ὑμῖν καρδίαν καινὴν, καὶ πνεῦμα καινὸν δώσω ὑμῖν. Πῶς δὲ δύναται καθαρίσαι καὶ ἁγιάσαι ὕδωρ ὁ ἀκάθαρτος ὢν αὐτὸς, καὶ παρ’ ᾧ Πνεῦμα ἅγιον οὐκ ἔστι, λέγοντος τοῦ Κυρίου ἐν τοῖς Ἀριθμοῖς· Καὶ πάντων ὧν ἅψεται ὁ ἀκάθαρτος, ἀκάθαρτα ἔσται; Πῶς βαπτίζων δύναται ἄλλῳ δοῦναι ἄφεσιν ἁμαρτιῶν ὁ μὴ δυνηθεὶς τὰ ἴδια ἁμαρτήματα ἔξω τῆς ἐκκλησίας ἀποθέσθαι; Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ ἐρώτησις, ἡ ἐν τῷ βαπτίσματι γενομένη, μάρτυς ἐστὶ τῆς ἀληθείας· λέγοντες γὰρ τῷ ἐξεταζομένῳ· Πιστεύεις αἰώνιον ζωὴν καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν λαμβάνειν; οὐκ ἄλλο τι λέγομεν, εἰ μὴ ὅ,τι ἐν τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ δοθῆναι δύναται. Παρὰ δὲ τοῖς αἱρετικοῖς, ὅπου ἐκκλησία οὐκ ἔστιν, ἀδύνατον ἁμαρτημάτων ἄφεσιν λαβεῖν. Καὶ διὰ τοῦτο οἱ τῶν αἱρετικῶν συνήγοροι ἢ τὴν ἐπερώτησιν ἐναλλάξαι ὀφείλουσιν ἢ τὴν ἀλήθειαν ἐκδικῆσαι, εἰμή τι αὐτοῖς καὶ τὴν ἐκκλησίαν προσνέμουσιν, οὓς βάπτισμα ἔχειν διαβεβαιοῦνται. Ἀνάγκη δέ ἐστι καὶ χρίεσθαι τὸν βεβαπτισμένον, ἵνα, λαβὼν χρῖσμα, μέτοχος γένηται Χριστοῦ· ἁγιάσαι δὲ ἔλαιον οὐ δύναται ὁ αἱρετικός, ὁ μήτε θυσιαστήριον ἔχων, μήτε ἐκκλησίαν· ὅθεν οὐ δύναται χρίσμα τὸ παράπαν παρὰ τοῖς αἱρετικοῖς εἶναι. Πρόδηλον γάρ ἐστιν ἡμῖν, μηδαμῶς δύνασθαι παρ’ ἐκείνοις ἁγιάζεσθαι ἔλαιον εἰς εὐχαριστίαν. Εἰδέναι γὰρ καὶ μὴ ἀγνοεῖν ὀφείλομεν, ὅτι γέγραπται· Ἔλαιον ἁμαρτωλοῦ μὴ λιπανάτω τὴν κεφαλήν μου· ὃ δὴ καὶ πάλαι ἐμήνυσε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐν ψαλμοῖς. Μήπως, ἐξιχνιασθείς τις καὶ ἀπὸ τῆς εὐθείας ὁδοῦ πλανηθείς, παρὰ τοῖς αἱρετικοῖς, τοῖς τοῦ Χριστοῦ ἀντιπάλοις, χρισθῇ. Πῶς δὲ εὔξεται ὑπὲρ τοῦ βαπτισθέντος οὐχὶ ἱερεύς, ἀλλ’ ἱερόσυλος καὶ ἁμαρτωλός, λεγούσης τῆς Γραφῆς, ὅτι Ὁ Θεὸς ἁμαρτωλῶν οὐκ ἀκούει, ἀλλ’ ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει; Διὰ τῆς ἁγίας ἐκκλησίας νοοῦμεν ἄφεσιν ἁμαρτιῶν· τίς δὲ δύναται δοῦναι, ὅπερ αὐτὸς οὐκ ἔχει; ἢ πῶς δύναται πνευματικὰ ἐργάζεσθαι ὁ ἀποβαλὼν Πνεῦμα ἅγιον; Διὰ τοῦτο καὶ ἀνανεοῦσθαι ὀφείλει ὁ πρὸς τὴν ἐκκλησίαν ἐρχόμενος, ἵνα ἔσω διὰ τῶν ἁγίων ἁγιασθῇ, γέγραπται γὰρ ὅτι· Ἅγιοι ἔσεσθε, καθὼς ἐγὼ ἅγιός εἰμι, λέγει Κύριος· ἵνα καὶ ὁ πλάνῃ βουκοληθεὶς ἐν τῷ ἀληθεῖ καὶ ἐκκλησιαστικῷ βαπτίσματι καὶ αὐτὸς τοῦτο ἀποδύσηται, ὅστις πρὸς Θεὸν ἐρχόμενος ἄνθρωπος καὶ ἱερέα ἐπιζητῶν, ἐν πλάνῃ εὑρεθείς, ἱεροσύλῳ προσέπεσε. Δοκιμάζειν γάρ ἐστι τὸ τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν βάπτισμα, τὸ συνευδοκεῖν τοῖς ὑπ’ ἐκείνων βεβαπτισμένοις. Οὐ γὰρ δύναται ἐν μέρει ὑπερισχύειν· εἰ ἠδυνήθη βαπτίσαι, ἴσχυε καὶ ἅγιον Πνεῦμα δοῦναι· εἰ οὐκ ἠδυνήθη, ὅτι, ἔξω ὤν, Πνεῦμα ἅγιον οὐκ ἔχει, οὐ δύναται τὸν ἐρχόμενον βαπτίσαι, ἑνὸς ὄντος τοῦ βαπτίσματος καὶ ἑνὸς ὄντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ μιᾶς ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, ἐπάνω Πέτρου τοῦ Ἀποστόλου, ἀρχῆθεν λέγοντος, τῆς ἑνότητος τεθεμελιωμένης· καὶ διὰ τοῦτο τὰ ὑπ’ αὐτῶν γινόμενα, ψευδῆ καὶ κενὰ ὑπάρχοντα, πάντα ἐστὶν ἀδόκιμα. Οὐ γὰρ δύναταί τι δεκτὸν καὶ αἱρετὸν εἶναι παρὰ τῷ Θεῷ τῶν ὑπ’ ἐκείνων γινομένων, οὓς ὁ Κύριος πολεμίους καὶ ἀντιπάλους αὐτοῦ λέγει ἐν τοῖς Εὐαγγελίοις· Ὁ μὴ ὢν μετ’ ἐμοῦ κατ’ ἐμοῦ ἐστι, καὶ ὁ μὴ συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει. Καὶ ὁ μακάριος Ἀπόστολος Ἰωάννης, ἐντολὰς Κυρίου τηρῶν, ἐν τῇ ἐπιστολῆ προέγραψεν· Ἠκούσατε, ὅτι ὁ ἀντίχριστος ἔρχεται, καὶ νῦν δὲ ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασιν· ὅθεν γινώσκομεν, ὅτι ἐσχάτη ὥρα ἐστίν. Ἐξ ἡμῶν ἐξῆλθον, ἀλλ’ οὐκ ἦσαν ἐξ ἡμῶν. Ὅθεν καὶ ἡμεῖς συνιέναι ὀφείλομεν καὶ νοεῖν, ὡς οἱ ἐχθροὶ Κυρίου καὶ οἱ ἀντίχριστοι ὠνομασμένοι, δυνατοὶ οὐκ εἶεν χάριν δοῦναι τῷ Κυρίῳ. Καὶ διὰ τοῦτο ἡμεῖς οἱ σὺν Κυρίῳ ὄντες καὶ ἑνότητα Κυρίου κρατοῦντες καὶ κατὰ τὴν ἀξίαν αὐτοῦ χορηγούμενοι, τὴν ἱερατείαν αὐτοῦ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ λειτουργοῦντες, ὅσα οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, τουτέστι πολέμιοι καὶ ἀντίχριστοι, ποιοῦσιν ἀποδοκιμάσαι καὶ ἀποποιῆσαι καὶ ἀπορρίψαι καὶ ὡς βέβηλα ἔχειν ὀφείλομεν. Καὶ τοῖς ἀπὸ πλάνης καὶ στρεβλότητος ἐρχομένοις, ἐπὶ γνώσει τῆς ἀληθινῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς πίστεως, δοῦναι καθόλου θείας δυνάμεως μυστήριον, ἑνότητός τε, καὶ πίστεως, καὶ ἀληθείας».
[10] Γ. Φλωροφσκι, Tὸ Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ. Μία ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας, μτφρ. Ἰ. Παπαδοπούλου, ἐκδ. Ἁρμὸς, Θεσσαλονίκη 1972, σ. 131-132. Κριτικὴ στὸ ἄρθρο τοῦ π. Γ. Φλωρόφσκυ στὸ Αθ. Γιεφτιτσ, «Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ περὶ τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας», Θεολογία, 81 (2010) 137-158. βλ. καὶ Β. Τσιγκοσ, Θεσμικὴ καὶ χαρισματικὴ διάσταση τῆς ἐκκλησίας, Ἡ ἑνότητα χριστολογίας καὶ πνευματολογίας στήν ἐκκλησιολογία Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἐκδ. Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 96-114. Ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρουσες εἶναι ἐπ’ αὐτοῦ οἱ παρατηρήσεις τοῦ π. Πέτρου Heers: «Ἑπομένως δὲν ὑπάρχει βάση γιὰ τὸ ἐπιχείρημα μίας μυστηριακῆς ἐνεργείας ἐκτὸς τῶν “ὁρατῶν ὁρίων” τῆς Ἐκκλησίας, διότι κάτι τέτοιο ὑπονοεῖ τὴν ὕπαρξη “ἀοράτων ὁρίων” τῆς Ἐκκλησίας, ἢ τὴν ὕπαρξη ἑνὸς μέρους τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ τῆς γῆς, ποὺ εἶναι ἀόρατο (LG 8b, 15 καὶ UR 3a, 3d). Διότι, ἐὰν ὑπάρχουν “ἀόρατα ὅρια” τῆς Ἐκκλησίας, πῶς μποροῦν αὐτὰ νὰ προσδιοριστοῦν; Ἂν δὲ εἶναι ἀπροσδιόριστα, τότε πῶς μποροῦν νὰ εἶναι ὅρια; Τὸ ἴδιο πρόβλημα ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν ἰδέα μιᾶς ”ὁρατῆς ἑνότητας” τῆς Ἐκκλησίας, ὡς νὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ὑπάρξει μία ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ποὺ εἶναι ἀόρατη καὶ ἀπροσδιόριστη. Τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι “ἐν τῷ κόσμῳ” (Ἰωάν. 1,10) ὡς τὸ ”φῶς τοῦ κόσμου” (Ἰωάν. 9, 5), τὸ ὁποῖο “οὐ δύναται κρυβῆναι” (Ματθ. 5, 14). Ἡ ἑνότητα ἀποτελεῖ τὸ ἴδιο τὸ “εἶναι” τῆς Ἐκκλησίας καὶ συνυφαίνεται μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι Αὐτὴ εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ συνίσταται ἀπὸ σάρκα καὶ αἷμα καὶ κατοικεῖ “ἐν τῷ κόσμῳ” (Ἰωάν. 1, 14)». Πρωτ. Π. Χιρσ, Ἡ ἐκκλησιολογικὴ ἀναθεώρηση της Β΄ Βατικανής, Θεσσαλονίκη 2014, σ. 182 κ.ἑξ.
[11] Ιω. Ζηζιουλασ, Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ Θ. Εὐχαριστίᾳ καὶ τῷ Ἐπισκόπῳ κατὰ τοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνας, ἔκδ. Γρηγόρη, ἐν Ἀθήναις 19902, σ. 131-132, Πρωτ. Π. Χιρσ, Ἡ ἐκκλησιολογικὴ ἀναθεώρηση, σ. 75-89, 95-97, 166-167.
[12] Π. Μενεβισογλου, Ἱστορικὴ εἰσαγωγὴ εἰς τοὺς Κανόνας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔκδ. Ἱ. Μ. Σουηδίας καὶ πάσης Σκανδιναβίας, Στοκχόλμη 1990, σ. 68, ὑποσ. 5 καὶ σ. 69-83.
[13] Σπ. Μήλιας, Πρακτικὰ τῶν Ἁγίων καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἔκδ. Καλύβης Τιμίου Προδρόμου Ἱερᾶς Σκήτης Ἁγίας Ἄννης, Ἅγ. Ὅρος, τ. Α΄ (1981), πανομοιότυπος ἀνατύπωσις τῆς ἐκδόσεως 1761, 1763, σ. 184-190, Mansi 1, 967A-991C, Γ. Α. Ράλλη- Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων τῶν τε Ἁγίων καὶ πανευφήμων Ἀποστόλων, καὶ τῶν ἱερῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων καὶ τῶν κατὰ μέρος Ἁγίων Πατέρων, ἔκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 2002, τ. Γ΄, σ. 7-19.
[14] Χρυσοστόµου Κωνσταντινίδου, Μητροπολίτου Ἐφέσου, Καθηγητοῦ τῆς Ὀρθοδόξου ∆ογµατικῆς Θεολογίας, Ἡ ἀναγνώριση τῶν Μυστηρίων τῶν Ἑτεροδόξων στίς διαχρονικές σχέσεις Ὀρθοδοξίας καί Ρωµαιοκαθολικισµοῦ, ἐκδ. Ἐπέκταση 1995 σελ. 94.
[15] Χρυσοστόµου Κωνσταντινίδου, ἒνθ. ἀνωτ. σελ. 96.
[16] Ἑρμηνεία στον Αποστ-46 και στον Κυπρ-1.
[17] Αθ. Γεφτιτσ, «Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ», σ. 146, ὑποσ. 11.
[18] Ἐνδεικτικά: «Τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ καθιστᾶ ἕνα -κατ᾽ αὐτούς- ἀνυπόστατο μυστήριο ὑποστατό, ὅταν ἀκολουθήσει ἡ προσέλευση στὴν Ἐκκλησία; … τὸ ἐρώτημα μετατίθεται στό, πῶς ἡ Ἐκκλησία σὲ ἕνα γεγονὸς στὸ ὁποῖο ἡ ἴδια κατ᾽ ἀρχὴν καὶ καθ᾽ ἑαυτὸ δὲν ἀναγνωρίζει ὅτι τελεῖται διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στὴ συνέχεια τὸ ἀποδέχεται ὡς ἐγκύρως τελεσθὲν στὴν περίπτωση προσεύλεσης στὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία…. Ἡ ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν γίνεται διὰ μαγείας; Γίνεται θαυματουργικά; Γίνεται ἀναγνωριζόμενον σὲ συγκεκριμένες περιπτώσεις ὡς προϋπάρχον, γιὰ νὰ διευκολυνθοῦν οἱ πολλοὶ νὰ προσέλθουν στὴν Ἐκκλησία; … Εἶναι λοιπὸν ἡ θεώρηση περὶ αὐτομάτου μεταβολῆς τοῦ ἀνυποστάτου σὲ ὑποστατό, στὴν περίπτωση εἰσόδου στὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία, ἱκανοποιητική;»
[19] Μητροπολίτου Εφέσου, Χρυσοστόμου (Κωνσταντινίδη), Η αναγνώριση των μυστηρίων των ετεροδόξων στις διαχρονικές σχέσεις Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού, εκδ. Επέκταση, Κατερίνη 1995, σ. 184.
[20] Μητρ. Μεσσηνίας Χρυσόστομος (Σαββάτος), «Εκκλησιολογική θεώρηση των Ιερών Κανόνων», στο Συνέδριο «Κανόνες της Εκκλησίας και σύγχρονες προκλήσεις», Βόλος, 8-11.5.2014 (από το λεπτό 18:11 έως 19:58 της εισηγήσεως).
[21] Πρωτ. Π. Χιρσ, Ἡ ἐκκλησιολογικὴ ἀναθεώρηση τῆς Β΄ Βατικανῆς, σ. 168, 191, 193.
Πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Η θέση του Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς για την συμμετοχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο "Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών"
«Ήτο άραγε απαραίτητον η Ορθόδοξος Εκκλησία, αυτό το πανάχραντον Θεανθρώπινον σώμα και οργανισμός του Θεανθρώπου Χριστού, να ταπεινωθή τόσον τερατωδώς, ώστε οι αντιπρόσωποι της, Θεολόγοι, ακόμη και Ιεράρχες, να επιζητούν την οργανωτικήν μετοχήν και συμπερίληψιν εις το «Παγκόσμιον Συμβούλιον Εκκλησιών»; Αλίμονον, ανήκουστος προδοσία».
Πηγή: (π. Ιουστίνος Πόποβιτς, Η Ορθόδοξος Εκκλησία και ο Οικουμενισμός, Θες/νίκη 1974, σ. 224), Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Θὰ ἔχετε ἀκούσει, Παναγιώτατε, τὴν λαϊκὴν παροιμίαν ποὺ λέγει : «Πές μου τοὺς φίλους σου νὰ σοῦ πῶ ποιὸς εἶσαι». Ἢ τὸ τοῦ Ἀποστόλου «φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαὶ» (Α΄ Κορ. 15, 33) Καὶ ἐξηγοῦμαι : Ποῖοι εἶναι οἱ ἀγαπητοὶ καὶ πεφιλημένοι σας φίλοι;
Τὰ πιστὰ τέκνα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ποὺ ἀγωνίζονται καὶ ἀγωνιοῦν γιὰ τὰ δρώμενα στὸν χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας ἢ οἱ παντὸς τύπου αἱρετικοί, Πάπας, Προτεστάντες, Ἑβραῖοι, Μασόνοι, Μουσουλμάνοι, Βουδισταί, Μάγοι καὶ λοιποί;
Δὲν θὰ ἀσχοληθοῦμε ὅμως μὲ ὅλους αὐτούς, ἀλλὰ μὲ τοὺς δύο πρώτους, Πάπα καὶ Προτεστάντες, ἴνα μὴ μακρύνωμεν τὸν λόγον. Καὶ ἐρωτῶ; Ποία εἶναι ἡ μεγάλη σας ἀγάπη, ὁ οὐρανομήκης ἔρωτάς σας; Ὁ Χριστὸς ἢ ὁ ἀντίχριστος Πάπας, ὅπως τὸν ἀποκαλῆ ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, τὸν ὁποῖον Πάπα ἡ πρώτη (Α΄) Βατικανὴ Σύνοδος (1870) ἀνεκήρυξε ἀνώτερον τοῦ Θεοῦ ἀποφανθήσα ὅτι : «Ἐὰν ὁ Πάπας ἔχη ἀποφανθῆ γιὰ κάποιο θέμα καὶ ἡ γνώμη τοῦ Θεοῦ εἶναι διαφορετική τῆς γνώμης τοῦ Πάπα, θὰ πρέπει ὁ Θεὸς νὰ ἀνακαλέση τὴν γνώμην Του καὶ νὰ συμφωνήση μὲ τὴν γνώμη τοῦ Πάπα». Τοῦτο, οὔτε ὁ Ἑωσφόρος δὲν διενοήθη νὰ τὸ ἐπιθυμήση, ἀλλὰ μόνον διενοήθη νὰ γίνει ἴσος μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἀμέσως ἀπὸ φωτεινὸς ἄγγελος ἔγινε σκοτεινὸς δαίμονας.
Πόσον σκοτεινότερος τοῦ Ἑωσφόρου εἶναι ὁ Πάπας καὶ ἀκόμα σκοτεινότεροι τοῦ Πάπα εἶναι οἱ Ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ ποὺ τὸν τιμοῦν καὶ τὸν ἀκολουθοῦν; Ὑπάρχει μεγαλυτέρα προδοσία ἀπὸ αὐτήν;
Πῶς θὰ παρουσιαστῆτε, Παναγιώτατε, καὶ τί θά ἀπολογηθῆτε, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου σας; Καὶ ὅμως, αὐτὸς ὁ ὑπερφίαλος, ὁ «ἀλάθητος», ὁ ὑπεράνω παντὸς κτίσματος καὶ Αὐτοῦ τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ, κηρύξας ἑαυτὸν ἀνώτερον Αὐτοῦ, ἔσκυψε δουλοπρεπῶς καὶ ἐφίλησε τὸ χέρι ἐνός διάσημου Εβραίου!
Καὶ τώρα ἔρχομαι εἰς τοὺς ἀγαπητοὺς «πεφιλημένους ἀδελφούς» σας Προτεστάντες μὲ τοὺς ὁμοφιλοφιλικοὺς καὶ λεσβιακοὺς ἐπισκόπους καὶ πρεσβυτέρους. Δὲν θὰ ἀσχοληθοῦμε μ’ αὐτὲς τὶς βρωμιὲς τοῦ προτεσταντικοῦ Μωσαϊκοῦ. Θὰ ἀναφερθῶ μόνον σὲ δύο γεγονότα καὶ ἴσως συναισθανθῆτε τὸ βάθος τῆς πτώσεώς σας καὶ ἀνανίψετε καὶ σωθῆτε καὶ ἐσεῖς καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες σας.
Πρῶτον: Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Καντέρμπουρι τὴν ἡμέρα τῆς, ὑπὸ τῶν Τζιχαντιστῶν, καταστροφῆς τοῦ κέντρου διασκεδάσεως εἰς τὸ Παρίσι, προσευχόμενος εἰς τὸν Θεὸν νὰ σταματήσουν αὐτὲς οἱ καταστροφὲς καὶ οἱ θάνατοι ἀθώων ἀνθρώπων καὶ μὴ παίρνοντας ἀπάντηση ἀπὸ τὸν Θεὸν, ἀπεφάνθη ὅτι …ἴσως δὲν ὑπάρχει Θεός! Καὶ ὅμως, παραμένει Ἀρχιεπίσκοπος, τίνος Θεοῦ; Τοῦ ἀμφισβητουμένου ὑπ’ αὐτοῦ ἢ τοῦ Ἀντιχρίστου;
Καὶ ἔρχομαι εἰς τὴν δευτέραν περίπτωσιν, ἑνὸς προτεστάντη ἐπισκόπου, τοῦ Jοhan Ediun στὴν πόλη Elcistuna στὸν ναὸ closter, ὁ ὁποῖος παρήγγειλε γιὰ τὸ ναὸ ἕνα ἀνάγλυφο σὲ μάρμαρο ποὺ παρίστανε τὸν Ἐσταυρωμένο Χριστὸ (συγχώρεσέ μας, Κύριε) ἀγκαλιασμένο ἀπὸ ἕναν γυμνό ὁμοφυλόφιλο! Καὶ δὲν ἀρκοῦσε αὐτὸ, ἀλλὰ ὅταν τὸν ἠρώτησαν γιατί τὸ ἐπέτρεψε, εἶπε πώς αἰσθάνεται εὐτυχισμένος γιατί μὲ τὴν πρωτοβουλία του αὐτὴ, νὰ ἀπεικονιστῆ ὁ Κύριος μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἔδωσε «μία ἄλλη πιὸ ἀνθρώπινη διάσταση στὸ θεῖο Μαρτύριο τῆς Σταυρώσεως»!
Δὲν ὑπάρχει λέξις, οὔτε στὴν τόσο πλούσια ἑλληνικὴ γλώσσα, γιὰ νὰ ἐκφράση τὴν ἀγανάκτησιν τοῦ κάθε ἀνθρώπου, χριστιανοῦ ἢ μή, γιὰ τὴν βέβηλον καὶ ἀνίερον αὐτὴν πράξιν. Καὶ ὅμως, ἐσεῖς καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες σας, ἔχετε ἁβροτάτας σχέσεις μὲ ὅλους αὐτούς!
Τέλος, εὔχομαι νὰ συνέλθετε καὶ νὰ ἐπιστρέψετε στὰ γνήσια πνευματικά σας παιδιά, τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, ἀφήνοντας, ἀνεπιστρεπτὶ, τὸ σκοτάδι τῆς πανσπερμίας τοῦ κακοῦ καὶ χαροποιώντας τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, ὡς λέγει ὁ Κύριος: «χαρὰ ἔσται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπὶ ἐνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ. 15, 7) .
Μὲ τὸν ἁρμόζοντα σεβασμὸ πρὸς τὸ ἀρχιερατικό σας ἀξίωμα, διατελῶ.
Ἀρχιμ. Μάξιμος Καραβᾶς,
ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίας Παρασκευῆς
Μηλοχωρίου Ἐορδαίας.
Πηγή: Θρησκευτικα
Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό: Στὶς 23 Ἰουνίου κοιμήθηκε ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικὸς ἀλλὰ ἡ ἑορτὴ του μετατέθηκε γιὰ τὶς 19 Ἰανουαρίου ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Γεώργιο Σχολάριο
Πολλοὶ ἅγιοι Μάρτυρες, ὅταν δὲν ἤξεραν τὸ δόγμα, ἔλεγαν: «Πιστεύω ὅ,τι θέσπισαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες». Ἂν κάποιος ἔλεγε αὐτό, μαρτυροῦσε. Δὲν ἤξερε δηλαδὴ νὰ φέρη ἀποδείξεις στοὺς διῶκτες γιὰ τὴν πίστη του καὶ νὰ τοὺς πείση, ἀλλὰ εἶχε ἐμπιστοσύνη στοὺς Ἁγίους Πατέρες. Σκεφτόταν: «Πῶς νὰ μὴν ἔχω ἐμπιστοσύνη στοὺς Ἁγίους Πατέρες; Αὐτοὶ ἦταν καὶ πιὸ ἔμπειροι καὶ ἐνάρετοι καὶ ἅγιοι. Πῶς ἐγὼ νὰ δεχθῶ μία ἀνοησία; Πῶς νὰ ἀνεχθῶ νὰ βρίζη ἕνας τούς Ἁγίους Πατέρες;» Νὰ ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στὴν παράδοση. Σήμερα, δυστυχῶς, μπῆκε ἡ εὐρωπαϊκὴ εὐγένεια καὶ πᾶνε νὰ δείξουν τὸν καλό. Θέλουν νὰ δείξουν ἀνωτερότητα καὶ τελικὰ πᾶνε νὰ προσκυνήσουν τὸν διάβολο μὲ τὰ δύο κέρατα. «Μία θρησκεία, σοῦ λένε, νὰ ὑπάρχη» καὶ τὰ ἰσοπεδώνουν ὅλα.
Ἦρθαν καὶ σ΄ ἐμένα μερικοὶ καὶ μοῦ εἶπαν: «Ὅσοι πιστεύουμε στὸν Χριστό, νὰ κάνουμε μία θρησκεία». «Τώρα εἶναι σὰν νὰ μού λέτε, τοὺς εἶπα, χρυσὸ καὶ μπακίρι, χρυσὸ τόσα καράτια καὶ τόσα ποὺ τὰ ξεχώρισαν, νὰ τὰ μαζέψουμε πάλι καὶ νὰ τὰ κάνουμε ἕνα. Εἶναι σωστὸ νὰ τὰ ἀνακατέψουμε πάλι; Ρωτῆστε ἕναν χρυσοχόο: «Κάνει νὰ ἀνακατέψουμε τὴν σαβούρα μὲ τὸν χρυσό;» Ἔγινε τόσος ἀγώνας, γιὰ νὰ λαμπικάρη τὸ δόγμα».
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες κάτι ἤξεραν καὶ ἀπαγόρευσαν τὶς σχέσεις μὲ αἱρετικό. Σήμερα λένε: «Ὄχι μόνο μὲ αἱρετικὸ ἀλλὰ καὶ μὲ Βουδιστὴ καὶ μὲ πυρολάτρη καὶ μὲ....
δαιμονολάτρη νὰ συμπροσευχηθοῦμε. Πρέπει νὰ βρίσκωνται στὶς συμπροσευχές τους καὶ στὰ συνέδρια καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι. Εἶναι μία παρουσία». Τί παρουσία; Τὰ λύνουν ὅλα μὲ τὴν λογικὴ καὶ δικαιολογοῦν τὰ ἀδικαιολόγητα. Τὸ εὐρωπαϊκὸ πνεῦμα νομίζει ὅτι καὶ τὰ πνευματικὰ θέματα μποροῦν νὰ μποῦν στὴν Κοινὴ Ἀγορά.
Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους ποὺ ἔχουν ἐλαφρότητα καὶ θέλουν νὰ κάνουν προβολή, «Ἱεραποστολή», συγκαλοῦν συνέδρια μὲ ἑτεροδόξους, γιὰ νὰ γίνεται ντόρος καὶ νομίζουν ὅτι θὰ προβάλουν ἔτσι τὴν Ὀρθοδοξία, μὲ τὸ νὰ γίνουν δηλαδὴ ταραμοσαλάτα μὲ τοὺς κακοδόξους. Ἀρχίζουν μετὰ οἱ ὑπὲρ-ζηλωτὲς καὶ πιάνουν τὸ ἄλλο ἄκρο· λένε βλασφημίες γιὰ τὰ Μυστήρια τῶν Νεοημερολογιτῶν κ.λ.π. καὶ κατασκανδαλίζουν ψυχὲς ποὺ ἔχουν εὐλάβεια καὶ ὀρθόδοξη εὐσαισθησία.
Οἱ ἑτερόδοξοι ἀπὸ τὴν ἄλλη ἔρχονται στὰ συνέδρια, κάνουν τὸν δάσκαλο, παίρνουν ὅ,τι καλὸ ὑλικὸ πνευματικὸ βρίσκουν στοὺς Ὀρθοδόξους, τὸ περνᾶνε ἀπὸ τὸ δικό τους ἐργαστήρι, βάζουν δικό τους χρῶμα καὶ φίρμα καὶ τὸ παρουσιάζουν σὰν πρωτότυπο. Καὶ ὁ παράξενος σημερινὸς κόσμος ἀπὸ κάτι τέτοια παράξενα συγκινεῖται, καὶ καταστρέφεται μετὰ πνευματικά. Ὁ Κύριος ὅμως, ὅταν θὰ πρέπη, θὰ παρουσιάση τοὺς Μάρκους τοὺς Εὐγενικοὺς καὶ τοὺς Γρηγορίους Παλαμάδες, ποὺ θὰ συγκεντρώσουν ὅλα τὰ κατασκανδαλισμένα ἀδέλφια μας, γιὰ νὰ ὁμολογήσουν τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ νὰ στερεώσουν τὴν παράδοση καὶ νὰ δώσουν χαρὰ μεγάλη στὴν Μητέρα μας Ἐκκλησία.
Ἐὰν ζούσαμε πατερικά, θὰ εἴχαμε ὅλοι πνευματικὴ ὑγεία, τὴν ὁποία θὰ ζήλευαν καὶ ὅλοι οἱ ἑτερόδοξοι, καὶ θὰ ἄφηναν τὶς ἀρρωστημένες τους πλάνες καὶ θὰ σώζονταν δίχως κήρυγμα. Τώρα δὲν συγκινοῦνται ἀπὸ τὴν ἁγία μας πατερικὴ παράδοση, γιατί θέλουν νὰ δοῦν καὶ τὴν πατερική μας συνέχεια, τὴν πραγματική μας συγγένεια μὲ τοὺς Ἁγίους μας. Αὐτὸ ποὺ ἐπιβάλλεται σὲ κάθε Ὀρθόδοξο εἶναι νὰ βάζη τὴν καλὴ ἀνησυχία καὶ στοὺς ἑτεροδόξους, νὰ καταλάβουν δηλαδὴ ὅτι βρίσκονται σὲ πλάνη, γιὰ νὰ μὴν ἀναπαύουν ψεύτικα τὸν λογισμό τους, καὶ στερηθοῦν καὶ σ΄ αὐτὴν τὴν ζωὴ τὶς πλούσιες εὐλογίες τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ στὴν ἄλλη ζωὴ τὶς περισσότερες καὶ αἰώνιες εὐλογίες τοῦ Θεοῦ.
Πηγή: (Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Μὲ πόνο καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο», Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Α΄,ἔκδ. Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης), Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Στὶς ξεκάθαρες καταδικαστικὲς θέσεις συγχρόνων ἀνδρῶν ἐγνωσμένης πνευματικότητος καὶ ἁγιότητος γύρω ἀπὸ τὸ θέμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ (ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, ἁγίου Παϊσίου Ἁγιορείτου, γέροντος Γαβριὴλ Διονυσιάτου, γέροντος Φιλοθέου Ζερβάκου, ἀρχιμ. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη κ.ἄ.) ἔρχεται νὰ προστεθεῖ καὶ ἡ κατάθεση τοῦ ἀοιδίμου γέροντος Ἐφραὶμ Κατουνακιώτου, ἀνδρὸς ἀλήστου ὁσιακῆς μνήμης καὶ ἁγιοπνευματικοῦ φρονήματος, γιὰ τὸν ὁποῖο μάλιστα εἶναι γνωστὸ πὼς διέθετε καὶ τὸ χάρισμα τῆς διοράσεως.
Ἡ σχετικὴ μαρτυρία προέρχεται ἀπὸ τὸν καθηγητὴ τῆς Δογματικῆς τοῦ Α.Π.Θ. κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη καὶ πρόκειται γιὰ προσωπική του ἐμπειρία ἀπὸ τὸν γέροντα, ὅπως ὁ ἴδιος τὴν κατέθεσε σὲ συνέντευξή του γύρω ἀπὸ τὸ φλέγον θέμα τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» ποὺ συνέρχεται στὴν Κρήτη ἀπὸ τὶς 17 τρέχοντος μηνός.
Ὁ ἐν λόγῳ καθηγητὴς συνάντησε τὸν γέροντα Ἐφραὶμ στὸ ἀσκητήριό του στὰ Κατουνάκια, ὅταν ἀκόμη ἦταν νεαρὸς καθηγητὴς στὴ Θεολογικὴ Σχολή. Προβληματισμένος γύρω ἀπὸ τὸ θέμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τοῦ εὐνοϊκοῦ πρὸς αὐτὸν κλίματος τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Θεσσαλονίκης, ἔθεσε τὸ ἐρώτημα στὸν ὅσιο γέροντα. Κι ἐκεῖνος τοῦ ἔδωσε τὴν παρακάτω ἀπάντηση, ὅπως ἀκριβῶς τὴν ἀναφέρει ὁ κύριος καθηγητής:
«Αὐτὴν τὴν ἐρώτηση, παιδί μου, μοῦ τὴν ἔχει κάνει κι ἕνας ἀκόμη νωρίτερα ἀπὸ σένα. Ἐγώ, ἐδωπέρα ἐπάνω, βρίσκομαι σαράντα χρόνια στὰ βράχια (...) ἀλλὰ μ ̓αὐτὸ τὸ θέμα δὲν ἔχω ἀσχοληθεῖ. Γι᾿ αὐτό, ἐπειδὴ ἔπρεπε νὰ τοῦ ἀπαντήσω, ἀφοῦ δέχθηκα ἐρώτημα καὶ δὲν εἶχα καμία γνώμη πάνω στὸ θέμα, πῆγα στὸ κελλί μου καὶ προσευχήθηκα καὶ ρώτησα τὸν Χριστὸ νὰ μὲ πληροφορήσει τί εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός. Πῆρα τὴν ἀπάντησή Του, ἡ ὁποία εἶναι ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς ἔχει πνεῦμα πονηρίας καὶ κυριαρχεῖται ἀπὸ ἀκάθαρτα πνεύματα».
Στὴν ἐρώτηση τοῦ καθηγητοῦ πῶς ἀκριβῶς πιστοποιήθηκε αὐτό, ὁ π. Ἐφραὶμ ἀπάντησε πὼς «μετὰ τὴν προσευχὴ γέμισε τὸ κελλί μου ἀπὸ ἀφόρητη δυσωδία, ἡ ὁποία μοῦ ἔφερνε ἀσφυξία στὴν ψυχή, δὲν μποροῦσα νὰ ἀναπνεύσω πνευματικά (...).
Καὶ ὁ ἀοίδιμος γέρων κατέληξε: «Ἔχω ἀπόλυτη βεβαιότητα ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς δὲν ἔχει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, ἀλλὰ τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτο».
Κι ἄλλη λοιπὸν ξεκάθαρη καταδίκη τῆς κινήσεως τοῦ συγχρόνου Οἰκουμενισμοῦ, μὲ τόσο μάλιστα ἔντονο χαρισματικὸ τρόπο - βίωμα, ἐκφρασμένο ἀπὸ τὸ στόμα ὁσίου γέροντος. Ἀλήθεια, πόσες ἄλλες μαρτυρίες θέλουμε γιὰ νὰ πιστέψουμε στὴ θεομάχο στάση τῆς σύγχρονης παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ; Μέχρι πότε αὐτὲς οἱ ἁγιοπνευματικὲς καταθέσεις θὰ «πίπτουν εἰς ὦτα μὴ ἀκουόντων»;
Ἀπευθύνουμε ὕστατη ἔκκληση, ἔντονη καὶ ἔμπονη, πρὸς τοὺς ἁγίους Ἀρχιερεῖς ποὺ συμμετέχουν στὸ σῶμα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, καὶ τοὺς ἱκετεύουμε νὰ μὴν παραβλέψουν τὶς συνεχιζόμενες καὶ διογκούμενες φωνὲς ἀγωνίας ἀπὸ τὴ βάση τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος. Ἀγωνίας γιὰ τὴ διαβλεπόμενη τάση ἐγκαθιδρύσεως – μὲ πανορθόδοξη μάλιστα ἐπικύρωση – τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, γεγονὸς ποὺ θὰ ὁδηγήσει τὴ νοητὴ κιβωτὸ τῆς Ἐκκλησίας σὲ κλύδωνα μέγιστο καὶ συμπληγάδες δεινοῦ σκανδαλισμοῦ τοῦ πληρώματός της, μὲ συνέπειες ἀπρόβλεπτες καὶ ὀδυνηρές.
Πηγή: Ο Σωτήρ
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...