Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Κάποιος γέροντας κατοικοῦσε στὴν λαύρα τοῦ Καλαμῶνα, ποὺ εἶναι κοντὰ στὸν ἅγιο Ἰορδάνη, στὸ ὄνομα Κυριακός. Ἦταν δὲ μεγάλος ὁ γέροντας κατὰ Θεόν. Αὐτὸν ἐπισκέφτηκε κάποιος ἀδελφὸς ξένος, ἀπὸ τὴ χώρα τοῦ Δάρας, στὸ ὄνομα Θεοφάνης, γιὰ νὰ ρωτήσει τὸ γέροντα γιὰ λογισμὸ πορνείας. Καὶ τότε ὁ γέροντας ἄρχισε νὰ τὸν ἐνισχύει μὲ λόγους περὶ σωφροσύνης καὶ ἁγνότητας. Ὁ ἀδελφὸς τότε, ἐπειδὴ ὠφελήθηκε πολύ, λέει στὸ γέροντα: "Κύριε ἀββᾶ, ἐγὼ στὴ χώρα μου ἔχω μυστηριακὴ κοινωνία μὲ τοὺς Νεστοριανοὺς καὶ γι' αὐτὸ δὲν μπορῶ, ἀλλιῶς θὰ ἔμενα μαζί σου". Μόλις λοιπὸν ἄκουσε ὁ γέροντας τὸ ὄνομα τοῦ Νεστορίου, ἐπειδὴ λυπήθηκε γιὰ τὴν πλάνη τοῦ ἀδελφοῦ, τὸν νουθετοῦσε καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τούτη τὴ βλαβερὴ αἵρεση καὶ νὰ προσέλθει στὴν ἁγία καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Τοῦ ἔλεγε δὲ ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλη σωτηρία, παρὰ τὸ νὰ ὀρθοφρονεῖ κανεὶς καὶ νὰ πιστεύει ὅτι εἶναι πράγματι Θεοτόκος ἡ ἁγία Παρθένος Μαρία. Ὁ ἀδελφὸς τότε λέει στὸ γέροντα: "Ἀναμφισβήτητα, κύριε ἀββᾶ, ὅλες οἱ αἱρέσεις τὸ ἴδιο λένε, ὅτι, ἂν δὲν ἔρθεις σὲ μυστηριακὴ κοινωνία μέ μας, δὲν σώζεσαι. Τί νὰ κάνω δὲν ξέρω ὁ ταπεινός. Παρακάλεσε λοιπὸν τὸν Κύριο νὰ μὲ πληροφορήσει ἔμπρακτα ποιὰ εἶναι ἡ ἀληθινὴ πίστη". Ὁ γέροντας δέχθηκε μετὰ χαρᾶς τὴν πρόταση τοῦ ἀδελφοῦ καὶ τοῦ λέει: "Μεῖνε στὸ κελί μου καὶ ἐλπίζω στὸ Θεὸ ὅτι....
σου ἀποκαλύπτει ἡ ἀγαθότητά Του τὴν ἀλήθεια".
Ἄφησε τὸν ἀδελφὸ στὸ σπήλαιό του καὶ βγῆκε στὴ Νεκρὰ Θάλασσα προσευχόμενος γιὰ τὸν ἀδελφό. Καὶ πράγματι, τὸ ἀπόγευμα τῆς δεύτερης μέρας, βλέπει ὁ ἀδελφὸς νὰ τοῦ παρουσιάζεται κάποιος φοβερὸς στὴν ὄψη καὶ νὰ τοῦ λέει: "Ἔλα καὶ δὲς τὴν ἀλήθεια". Καὶ τὸν παίρνει καὶ τὸν φέρνει σ' ἕναν τόπο σκοτεινὸ καὶ βρωμερὸ ὅλο φωτιὰ καὶ τοῦ δείχνει μέσα σ' αὐτὴν τὴ φωτιὰ τὸ Νεστόριο καὶ τὸ Θεόδωρο, τὸν Εὐτυχῆ καὶ τὸν Ἀπολινάριο, τὸν Εὐάγριο καὶ τὸ Δίδυμο, τὸ Διόσκορο καὶ τὸ Σεβῆρο, τὸν Ἄρειο καὶ τὸν Ὠριγένη καὶ μερικοὺς ἄλλους. Καὶ τοῦ λέει αὐτὸς ποὺ τοῦ ἐμφανίστηκε: "Αὐτὸς ὁ τόπος ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιὰ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ γιὰ ὅσους μιλοῦν βλάσφημα γιὰ τὴν ἁγία Θεοτόκο καὶ γιὰ ὅσους ἀκολουθοῦν τὰ δόγματά τους. Ἂν λοιπὸν σ' ἀρέσει ὁ τόπος, ἐπίμενε στὸ δόγμα σου. Ἂν ὅμως δὲν θέλεις νὰ δοκιμάσεις αὐτὴν τὴν κόλαση, προσελθε στὴν ἁγία Καθολικὴ Ἐκκλησία, στὴν ὁποία καὶ ὁ γέροντας ἀνήκει καὶ διδάσκει.
Γιατί σὲ βεβαιώνω ὅτι, ἂν ὅλες τὶς ἀρετὲς κάνει ὁ ἄνθρωπος καὶ δὲν πιστεύει ὀρθά, ἔρχεται στὸν τόπο τοῦτο. Καὶ μ' αὐτὸν τὸν λόγο συνῆλθε ὁ ἀδελφός. Κι ὅταν ἐπέστρεψε ὁ γέροντας, τοῦ διηγήθηκε ὅλα τα συμβάντα, καθὼς τὰ εἶχε δεῖ. Κι ἦρθε σὲ μυστηριακὴ κοινωνία μὲ τὴν ἁγία καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Ἔμεινε λοιπὸν μαζί του κάμποσα χρόνια καὶ κοιμήθηκε εἰρηνικά.
Πηγή: (Ἀπό το "Λειμωνάριον" τοῦ μοναχοῦ Ἰωάννου Μόσχου, ἔκδοση Ἱερᾶς Μονῆς Σταυρονικήτα - Ἅγιον Ὅρος 1983), Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
1) Πώς αξιολογείτε, σε γενικές γραμμές, τα αποτελέσματα της ‘Πανορθόδοξης Συνόδου’; Ανταποκρίνονται στις προσδοκίες σας;
Δυστυχώς, η αποτυχία αυτής της Συνόδου προκαθορίστηκε από την αντι-συνοδική, ανορθόδοξη μεθοδολογία, η οποία ακολουθήθηκε πριν από τη Σύνοδο και εφαρμόστηκε στη διάρκειά της. Δεν ακολουθήθηκε ούτε εκφράστηκε η Οδός και η Αλήθεια του Κυρίου μας και των Οικουμενικών Συνόδων (ιδίως σε ο,τι αφορά την εκκλησιολογία).
Παραδείγματος χάριν, παρακολουθήσαμε τις αναθεωρήσεις της τελευταίας στιγμής στο προβληματικό κείμενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον υπόλοιπο κόσμο» και την απόκρυψη των προτεινόμενων κειμένων - όχι μόνον από τους πιστούς, αλλά και από τις Τοπικές Συνόδους - και τη μη κοινοποίησή τους, παρά μόνον αφότου ανακοινώθηκαν οι ημερομηνίες διεξαγωγής της Συνόδου, προετοιμάζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο το έδαφος για την τελική αποχώρηση αρκετών Τοπικών Εκκλησιών. Επιπλέον, περιφρονήθηκε τόσο η ανάγκη εγκρίσεως της «Συνόδου της Κρήτης» από τις Τοπικές Συνόδους, όσο και περιφρόνηση των αντιρρήσεων των Εκκλησιών της Γεωργίας και της Αντιοχείας.
Αλλά το ερώτημα είναι: έπρεπε η Σύναξη στην Κρήτη να ονομαστεί «Σύνοδος», όταν μόνον δέκα επίσκοποι (οι Προκαθήμενοι) είχαν δικαίωμα ψήφου επί των Κειμένων, ενώ επίσης μόνον το ¼ όλων των επισκόπων είχε προσκληθεί και τέσσερις από τις 14 συνολικά Τοπικές Εκκλησίες, οι οποίες εκπροσωπούν περισσότερο από το ήμισυ όλων των Ορθοδόξων, δεν ήταν παρούσες;
Μία Ορθόδοξη Σύνοδος προϋποθέτει τη συμμετοχή (και το δικαίωμα ψήφου) όλων των Ορθοδόξων επισκόπων. Η σύναξη στην Κρήτη θα έπρεπε μάλλον να αναφέρεται ως μία ακόμη σύναξη Προκαθημένων… απλώς, αυτή τη φορά, προσελθόντων μετά της συνοδείας τους. Συνεπώς, ως τέτοια, οι αποφάσεις της ουδεμία δεσμευτική ισχύ έχουν για την Εκκλησία, ανά την οικουμένη. Μολαταύτα, στον βαθμό που ορισμένοι Ορθόδοξοι επίσκοποι υιοθέτησαν τις αποφάσεις της συνάξεως αυτής, απαιτείται μία απάντηση συλλήβδην απ’ το Σώμα της Εκκλησίας, ως προς την Ορθόδοξη ή μή στάση τους.
2) Τι πιστεύετε για τα Κείμενα της Συνόδου αυτής; Θεωρείτε ότι δίνουν επαρκή απάντηση στις προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου; Παρακαλώ να μας δώσετε συγκεκριμένα παραδείγματα.
Δεδομένου ότι, η μεγαλύτερη πρόκληση για την ενότητα της Εκκλησίας σήμερα είναι ο εκκλησιολογικός σχετικισμός, η «Κρητική Σύνοδος» υπήρξε μια θλιβερή αποτυχία. Τα Κείμενά της δεν θυμίζουν Πατερικά κείμενα, αλλά μάλλον κείμενα που παρήχθησαν στο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών». Δεν μας εκπλήσσει επομένως το γεγονός ότι, οι ιεράρχες στην Κρήτη αγνόησαν τον «ελέφαντα στο δωμάτιο», όπως λέει η παροιμία, έκαναν δηλαδή πως δεν είδαν το ορατό μεγάλο πρόβλημα: την προώθηση της νέας «οικουμενικής εκκλησιολογίας» και τα συμπαρομαρτούντα – την αντικανονική προσευχή με εκπροσώπους, συνοδικώς καταδικασμένων, αιρετικών ομολογιών.
Το Κείμενο, περί Σχέσεων της Εκκλησίας με τους ετεροδόξους, συνιστά απόκλιση από την Ιερά Παράδοση και προώθηση του συγκρητιστικού οικουμενισμού. Αυτό είναι πρόδηλο από το γεγονός, ότι αναγνωρίζει την ιστορική ονομασία, συνεπώς και την ύπαρξη «ετεροδόξων εκκλησιών» (έννοια αυτοαναιρούμενη!), καθώς επίσης υιοθετεί ανορθόδοξα κείμενα, που εξεδόθησαν στο πλαίσιο του διαλόγου με τους Παπικούς (λ.χ. στο Μπάλαμαντ) και στο λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» (λ.χ. Πουσάν και Πόρτο Αλέγκρε).
Η τραγική απόκλιση από την Ιερά Παράδοση είναι επίσης εμφανής στο εγκεκριμένο από τη Σύναξη Κείμενο, που αφορά τον Γάμο – Κείμενο το οποίο ανατρέπει ευθέως τον 72ο Κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου. Το εν λόγω Κείμενο, καθόσον επιτρέπει τους μικτούς γάμους με ετεροδόξους (θέση εντελώς ανυπόστατη, από θεολογική άποψη), ανεπαίσθητα αλλά ξεκάθαρα προϋποθέτει τη «βαπτισματική θεολογία» και την εκκλησιολογία των «ατελών εκκλησιών» εκτός της Μίας Εκκλησίας.
3) Πώς αξιολογείτε τον ρόλο της Τοπικής Εκκλησίας σας τόσο στην προπαρασκευαστική διαδικασία της Συνόδου, όσο και κατά τη διάρκειά της: ήταν εποικοδομητικός; Ποια ήταν η συγκεκριμένη συμβολή του; εάν υπάρχουν παραδείγματα, παρακαλώ να μας τα αναφέρετε.
Η ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι αξιέπαινη στο ότι, έστω και ‘στο παρά πέντε’ λειτούργησαν οι συνοδικές διαδικασίες και προτάθηκαν διορθώσεις στα προσυνοδικά κείμενα, οι οποίες έγιναν ομοφώνως δεκτές. Όμως, δυστυχώς, οι συνοδικές αυτές αποφάσεις παραμερίστηκαν στην Κρήτη, από τον Αρχιεπίσκοπο και από μία ολιγαρχία Ιεραρχών, όταν αυτοί, παραβλέποντας την σαφή εντολή της Ιεραρχίας, δέχθηκαν να αναγραφεί ο όρος «εκκλησίες» για τις ομολογίες των ετεροδόξων. Στο τέλος, οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν εκπροσώπησαν την Εκκλησία αλλά τον εαυτό τους. Απομένει να δούμε ποια θα είναι η συνοδική απάντηση στο «πραξικόπημα» αυτό του αρχιεπισκόπου, κατά την σύγκληση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας, τον Οκτώβριο...
4) Τις τελευταίες ημέρες πριν από τη Σύνοδο, η άρνηση τεσσάρων εκκλησιών να συμμετάσχουν σ’ αυτήν έθεσε εν αμφιβόλω την ίδια τη δυνατότητα συγκλήσεως της – παρ’ όλα αυτά η Σύνοδος έγινε. Εσείς, προσωπικά, πιστεύετε ότι ήταν τελικά Πανορθόδοξη και γιατί;
Εκτός κι αν οι λέξεις έχουν χάσει πια το νόημά τους, και «Πανορθόδοξη» σημαίνει αντιπροσωπευτικότητα μικρότερη του 25% επί του συνόλου των επισκόπων και λιγότερο από το ήμισυ επί του συνόλου των Ορθοδόξων που εκπροσωπήθηκαν – όχι, η Σύνοδος της Κρήτης δεν ήταν Πανορθόδοξη! Δεδομένων των καινοτόμων και διαιρετικών αποφάσεων που ελήφθησαν στην Κρήτη, το ερώτημα που χρειάζεται τώρα να θέσουμε στον εαυτό μας είναι, όχι αν ήταν «Πανορθόδοξη», αλλά αν ήταν Ορθόδοξη!
5) Πώς εκτιμάτε το στάτους της Πανορθοδόξου συνεργασίας, μετά από τη Σύνοδο; Ορισμένοι κάνουν λόγο για κρίση συνοδικότητας. Συμφωνείτε με αυτόν τον χαρακτηρισμό; Εαν ναι, πώς μπορούμε να βγούμε από την κρίση;
Υπάρχει σαφέστατα μία κρίση συνοδικότητος στην Εκκλησία, αλλά αυτή δεν ξεκίνησε στην Κρήτη, ούτε περιορίζεται στο Πανορθόδοξο επίπεδο. Η κρίση υπάρχει στο επισκοπικό και στο τοπικό επίπεδο, όπου οι επίσκοποι ηγούνται του κλήρου και όπου οι αρχιεπίσκοποι και πατριάρχες ηγούνται της Τοπικής Εκκλησίας ως δεσπότες, βασιλείς στο βασίλειό τους. Η ειρωνεία είναι πώς, παρότι οι Ορθόδοξοι εκπρόσωποι υπογραμμίζουν την ανάγκη το Βατικανό να βασίζει τις σχέσεις μεταξύ Προκαθημένου και Τοπικής Εκκλησίας, στον 34ο Αποστολικό Κανόνα, οι ίδιοι οι Προκαθήμενοι τον παραβιάζουν συστηματικά και οι ιερές Σύνοδοι το αποδέχονται αυτό. Γιατί δεν υπάρχουν επιπτώσεις όταν ένας Προκαθήμενος ενεργεί μονομερώς, χωρίς να ενημερώνει την ιεραρχία, πόσω μάλλον δε να λαμβάνει την έγκρισή της; Στη Σύνοδο της Κρήτης είδαμε την πρωτοφανή, αντισυνοδική πρακτική, να περιορίζεται η ψήφος μόνο στους 14 προκαθημένους των Τοπικών Εκκλησιών. Τι άλλο είναι αυτό, παρά μια νέα μορφή παπικισμού, κατά την οποία οι προκαθήμενοι λειτουργούν όχι ως «πρώτοι μεταξύ ίσων», αλλά ως «πρώτοι χωρίς ίσους». Αυτό έγινε ολοφάνερο στην περίπτωση της τοποθέτησης της Σερβικής Εκκλησίας στο ζήτημα του Κειμένου «περί Σχέσεων», όπου, μολονότι η πλειοψηφία των επισκόπων της δεν ψήφισαν το τελικό Κείμενο, ο Σέρβος Πατριάρχης τους αγνόησε και ψήφισε υπέρ του Κειμένου.
Τέτοιες τάσεις παπικισμού υπάρχουν σε όλες τις Τοπικές Εκκλησίες και, ώσπου να διορθωθούν τέτοιες ακρότητες, δεν πρέπει να προσδοκούμε κάποια πρόοδο στην Συνοδικότητα, σε πανορθόδοξο επίπεδο.
6) Πώς μπορούμε να διαμορφώσουμε σήμερα την Πανορθόδοξη Συνεργασία; Τι είδους ερωτήματα μπορούν και πρέπει μαζί να απαντηθούν;
Η Πανορθόδοξη Συνεργασία θα ανθίσει όταν ξεπεραστεί η βαθύτερη αιτία των διαιρέσεων. Η πιο σοβαρή απ’ όλες τις κρίσεις μαστίζει σήμερα την Εκκλησία: μία κρίση δογματικής συνείδησης, οξείας διαίρεσης αναφορικά με το δόγμα της Εκκλησίας. Τέτοιοι διχασμοί συνήθως ανακύπτουν όταν έχει παραμεληθεί η «βασιλική οδός» των Πατέρων της Εκκλησίας. Όταν, για παράδειγμα, μία ιεραρχία αναγνωρίζει αυτά καθ’ εαυτά τα «μυστήρια» ετεροδόξων ομολογιών, έχει εγκαταλείψει τη «βασιλική οδό» των Πατέρων, σύμφωνα με την οποία η ενότητα εν Χριστώ προϋποθέτει την ενότητα των μυστηρίων στο Ένα Μυστήριο της Εκκλησίας. Η αναγνώριση των μυστηρίων στους ετεροδόξους, αποτελεί αναγνώριση της Εκκλησίας σε αυτά και επομένως σημαίνει αναγνώριση της διαίρεσής της. Αλλά: «διαιρείται ο Χριστός;»
Κατά συνέπεια, η γενεσιουργός αιτία της διαίρεσης και του ελλείμματος συνοδικότητας (καθολικότητας, πληρότητας) είναι μια απόκλιση από την ομοφωνία των Πατέρων και υιοθέτηση μιας φονταμενταλιστικής-οικουμενιστικής, κοσμικής ιδεολογίας. Οι Ορθόδοξοι χρειάζεται να αντιμετωπίσουν αυτή τη στρέβλωση, με το να ζουν και να εκφράζουν την Πατερική πληρότητα, διότι μόνον τότε, όχι απλώς τα συμπτώματα θα αντιμετωπιστούν ( διχογνωμίες για τη δικαιοδοσία αρμοδιότητας, ανόητοι ζηλωτισμοί κ.ά.), αλλά επίσης και η ρίζα του διχασμού (μια αιρετική θεώρηση για την Εκκλησία) μπορεί να θεραπευθεί.
Θα πρέπει να γίνει σαφές, επομένως, ότι το ανορθόδοξο φρόνημα και η ανορθόδοξη μεθοδολογία που δημιούργησαν το «φιάσκο της Κρήτης», δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με ημίμετρα. Αν το ακάθαρτο πνεύμα, το οποίο προξένησε διαίρεση στην Κρήτη «αντιμετωπιστεί» με «κανακέματα», χάριν μιάς επιφανειακής ενότητος και μιάς εξωτερικής ειρήνης και δεν εκδιωχθεί με καθαρή ομολογία Πίστεως, τότε μπορούμε απλώς να περιμένουμε σε μερικά χρόνια το επόμενο φιάσκο, τύπου Κρήτης, δηλαδή ακόμη μεγαλύτερη αιμορραγία στο Σώμα του Χριστού, την απώλεια «των μικρών τούτων» για τους οποίους Εκείνος σταυρώθηκε!.
[μετ. Χαρά Λιαναντωνάκη, για το orthodoxethos.com]
Πηγή: Ακτίνες
Ερώτηση π. Κωνσταντίνου Καντάνη:
Θα μπορούσατε να μας πείτε πώς εξελίσσεται τις τελευταίες δεκαετίες αυτή η, οικουμενιστική θα λέγαμε, κίνηση; Έχω διαβάσει ότι η Β’ Βατικανή Σύνοδος πάνω στην προσπάθεια να αναδείξει τη δικιά της, αυτή τη νέα αγάπη, που είναι έξω από τη διδασκαλία του Θεού -ήδη το αναφέρατε- υιοθέτησε και διακήρυξε ότι οι τρεις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες, Ιουδαϊσμός, Χριστιανισμός, Μουσουλμανισμός, έχουν ένα κοινό: και οι τρεις πιστεύουν στον ίδιο Θεό, άρα υπάρχει βάση για την ενότητα. Μπορείτε να μας πείτε πως εξελίσσεται, πως προσπαθεί αυτό το πνεύμα του οικουμενισμού να διεισδύσει μέσα στους πιστούς; Υπάρχουν κάποιοι φορείς που προβάλλουν, που προωθούν κάποιες συνδιασκέψεις που γίνονται;
Καθ. Δημήτριος Τσελεγγίδης:
Ναι. Αυτό είπαμε προηγουμένως ότι βρίσκεται μέσα στο DNA μας υπό την έννοια του κατ’ εικόνα, θεολογικά το να είμαστε ένα και μεταξύ μας –να θέλουμε να είμαστε ένα- και με τον Θεό. Η δυνατότητα όμως αυτή δεν είναι κτιστή, δεν είναι του είναι μας, δεν μπορούμε να το πραγματώσουμε, γι’ αυτό ακριβώς έγινε, είπα, ο Θεός άνθρωπος.
Αυτό που προβάλλεται και προωθείται, θεωρητικά θα έλεγε κανείς δεν είναι κακό. Όταν όμως το δει με τις προδιαγραφές της Εκκλησίας η οποία με κάθε ακρίβεια ορίζει τι είναι ο Θεός -ο Θεός δεν είναι κάτι γενικό και αόριστο αλλά είναι Πρόσωπο και ότι είναι Τρία Πρόσωπα και αυτό είναι το μυστήριο του Θεού, ότι ενώ είναι Τρία Πρόσωπα, τρεις υποστάσεις δηλαδή, ο Θεός είναι Ένας- δεν μπορούμε να ταυτίσουμε τον Θεό αυτόν της Εκκλησίας, με τον Θεό των μονοθεϊστικών θρησκειών.
Όπως είπα προηγουμένως, παραδείγματος χάριν ο Ιουδαϊσμός δεν δέχτηκε τον Χριστό, «… εἰ γὰρ ἔγνωσαν, οὐκ ἂν τὸν Κύριον τῆς δόξης ἐσταύρωσαν …». Τον εσταύρωσαν με το αιτιολογικό που βρίσκεται από τον Πιλάτο ως επιγραφή στον Σταυρό του Χριστού· ότι είπε, όπως Τον κατηγόρησαν, ότι είναι Υιός του Θεού και Βασιλεύς του Ισραήλ. Το επιβεβαίωσε ο Χριστός, δεν αρνήθηκε και αυτός ήταν ο λόγος που Τον εσταύρωσαν, η βλασφημία Του κατ’ αυτούς, ότι είπε πως είναι ο Υιός του Θεού.
… Ο Χριστός είναι η υποστατική οδός και η μέθοδος πρόσβασης στον Θεό Πατέρα και αν κάποιος δεν Τον αποδέχεται δεν μπορεί να έχει καμία πρόσβαση και δεν μπορεί να έχει πρόσβαση στη ζωή του Θεού γιατί είπε εγώ είμαι η ζωή … Φυσικά ζωή είναι και το Άγιο Πνεύμα, είναι και ο Θεός Πατέρας αλλά αυτά δόθηκαν μέσα από μία τάξη θα λέγαμε. Ο αυτουργός της αποκάλυψης του Θεού στον κόσμο και της σύνδεσης είναι έργο του Θεού Λόγου που γίνεται άνθρωπος. Δηλαδή όπως ο Θεός Λόγος είναι Εκείνος ο οποίος δημιούργησε όλη την κτίση και δεν έγινε τίποτε χωρίς Αυτόν, ως αυτουργού γιατί είναι η βούληση του Θεού Πατέρα και είναι η συνεργεία του Αγίου Πνεύματος και όλα γίνονται Αγιοτριαδικά. Αλλά υπάρχει έργο ιδιάζον. Είναι το ιδιάζον έργο του Υιού ο Οποίος είναι ο κατασκευαστής των πάντων, ο κτίστης των πάντων και είναι Εκείνος ο οποίος είναι ο σωτήρας των πάντων αφού τὰ πάντα δι’ αὐτοῦ καὶ εἰς αὐτὸν ἔκτισται κατά τον Απόστολο Παύλο. Έχουν τον λόγο της υπάρξεώς τους και της ενότητάς τους εν αυτώ, εν τω Χριστώ.
Οπότε όταν καταλύσεις το Πρόσωπο του Χριστού, εν τοιαύτη περιπτώσει θα λέγαμε είναι σα να θέλεις να κάνεις, πρακτικά και να με συγχωρείτε για το λαϊκό της εκφράσεως που μου έρχεται τώρα στο μυαλό, να θέλεις να κάνεις ομελέτα χωρίς αυγά, να θέλεις να κάνεις σκορδαλιά χωρίς σκόρδο. Δεν γίνεται αυτό το πράγμα, να καταλύσεις τον Χριστό δηλαδή τον Θεάνθρωπο και να λες ότι μπορούμε να έχουμε σχέση πραγματική αγάπης, … αυτής της αγάπης που λέει ο Θεός την οποία μας την έβαλε μέσα μας σε κτιστό επίπεδο στο κατ’ εικόνα, και να το πραγματοποιήσουμε. Γιατί το έργο του διαβόλου που είναι η διαβολή του θελήματος του Θεού είναι διασπαστικό και η αμαρτία έχει διασπαστικό χαρακτήρα … παρά το γεγονός ότι το κατ’ εικόνα μας προσεγγίζει με τους άλλους ανθρώπους -και όχι μόνο, και με όλη την κτίση γιατί ο άνθρωπος είναι η σύνοψη της δημιουργίας και είναι εκείνο το δημιούργημα μέσα από το οποίο η κτίση όλη προσάγεται δια της Εκκλησίας στον Θεό.
Είναι φυσιολογικό δηλαδή να αναζητείται αυτός ο ρόλος που όμως δεν μπορεί να γίνει έτσι αυτονομημένα με μία θεωρία ότι πιστεύουμε σε έναν Θεό, γιατί ο Θεός δεν είναι θεωρητικός. Είναι το όντως ον αλλά πολύ συγκεκριμένα με πολύ χειροπιαστό τρόπο ο Θεός έγινε άνθρωπος. Και είπε και όταν αναστήθηκε ακόμα, ελάτε να δείτε ότι έχω τους τύπους των ήλων, απ’ όπου όμως όπως αποδείχθηκε μέσα από την περίπτωση της φανερώσεως του Χριστού στον αγαπητό μαθητή εκεί τον Θωμά, εξέρχεται από αυτούς τους τύπους των ήλων και εκ της πλευράς Αυτού -γιατί αυτό είδε ο Θωμάς- η θεότητα. Αυτή η θεότητα μεταγγίζεται ως περιεχόμενο ζωής σε εμάς. Γι’ αυτό και είπε ο Θωμάς τότε, δεν είπε Ραββί, δεν είπε Διδάσκαλέ μου, δεν είπε Ιησού μου -ο Χριστός δεν ήτανε ο Λάζαρος που αναστήθηκε- αλλά «ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Αυτή ο ομολογία γίνεται μόνο εν Αγίω Πνεύματι .. όταν το Άγιο Πνεύμα μας κατακλύσει. Αυτήν την θεότητα είδε λέει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς εξερχομένη. Επομένως δεν μπορούν να γίνουν με έναν μηχανιστικό, θεωρητικό τρόπο … ότι αφού έχουμε όλοι έναν Θεό απροσδιόριστο, μην Τον καθορίζετε, μπορούμε να γίνουμε ένα.
Ερώτηση π. Κωνσταντίνου Καντάνη:
Άρα ο οικουμενισμός δεν έχει Άγιο Πνεύμα.
Καθ. Δημήτριος Τσελεγγίδης:
Φυσικά και δεν έχει Άγιο Πνεύμα.
Ερώτηση π. Κωνσταντίνου Καντάνη:
Είναι αίρεση.
Καθ. Δημήτριος Τσελεγγίδης:
Είναι παναίρεση, δεν είναι απλή αίρεση, αυτό είναι το τραγικό. Εδώ μιλώ πλέον και ως ακαδημαϊκός θεολόγος με καθαρά επιστημονικά κριτήρια και βλέποντας την εκκλησιαστική ιστορία στο σύνολό της. Διαπιστώνουμε ότι ο οικουμενισμός είναι το φαινόμενο αυτό το οποίο ουδέποτε υπήρξε ποτέ ως αίρεση στην Εκκλησία γιατί όλοι οι αιρετικοί υποστηρίζουν μία επιμέρους αίρεση. Ο οικουμενισμός είναι η συμπερίληψη όλων αυτών και το χειρότερο είναι ο μινιμαλισμός τον οποίον υποστηρίζουν και η δυνατότητα της αποδοχής όλων των αιρέσεων μαζί. Αυτό δεν υπήρξε ούτε ως θεωρητική σύλληψη ποτέ στα δύο χιλιάδες χρόνια της ιστορίας. Σήμερα όμως αυτό ακριβώς είναι το χειρότερο γιατί σου λέει: μπορείς να είσαι αυτός που είσαι, να παραμείνεις εκεί που είσαι, δεν σου ζητούμε να αλλάξεις, απλώς να αποδεχθείς και τον άλλον έτσι όπως είναι, με μία άλλη δηλαδή θεώρηση του Θεού, με έναν άλλον τρόπο προδιαγραφών ζωής.
Αυτό είναι τελείως παρανοϊκό στην πράξη, δεν γίνεται. Μα γι’ αυτό ήρθε ο Χριστός και είπε ότι εγώ είμαι η Αλήθεια και οριοθέτησε το θέλημά Του εν σχέση με τον κόσμο λέγοντας ότι ο κόσμος κείται εν τω πονηρώ και ότι εμείς είμαστε μέσα στον κόσμο -ο Θεός δεν θέλει να βγούμε από τον κόσμο όπως είπε στους μαθητές Του- αλλά ότι δεν είμαστε εκ του κόσμου. Δεν είμαστε εκ του κόσμου, είμαστε ετέρου «γένους» άνθρωποι, πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε ως Ορθόδοξοι, υπό την έννοια ότι εμείς έχουμε γεννηθεί εκ Πνεύματος Αγίου χαρισματικώς τηρούμενων των αναλογιών. Δηλαδή όπως κατά φύσιν γεννάται ο Υιός εκ του Πατρός, εμείς γεννηθήκαμε εν Χριστώ και ενδυθήκαμε τον Χριστό, πήραμε την υιοθεσία χαρισματικώς. Ό,τι είναι ο Χριστός κατά φύσιν, εμείς κατά χάριν με έναν τρόπο θεϊκό μέσα στην Μήτρα της Εκκλησίας που όπως είπαμε είναι η Κολυμβήθρα. Και πήραμε αυτήν την υιοθεσία, τον αρραβώνα του Αγίου Πνεύματος, επομένως γίναμε κενή κτίση.
Είμαστε μία νέα πραγματικότητα, ενώ διατηρούμε όλα τα άλλα χαρακτηριστικά, και τα προσωπικά και τα γενικότερα τα ανθρώπινα. Εκείνο όμως που ουσιωδώς μας διαφοροποιεί και για το οποίο συνέστησε στους μαθητές Του είναι αυτή η κενή κτίση. Αυτή δηλαδή η νέα πραγματικότητα η οποία χωρίς να καταργεί κάτι από το ανθρώπινο είναι το εμποτίζει, το εμπλουτίζει και το καθιστά ικανό να έχει την Αγιοτριαδική ζωή μέσα στην κοσμική πραγματικότητα, η οποία δεν μπορεί να συγχέεται με τον κόσμο όπως δεν υπάρχει αυτός στο πρόσωπο το ιστορικό του Χριστού, που παρέμεινε τόσο άνθρωπος σε βαθμό που να μην πιστέψουν ότι είναι ο Θεός, γιατί όπως είπαμε … εἰ γὰρ ἔγνωσαν, οὐκ ἂν τὸν Κύριον τῆς δόξης ἐσταύρωσαν …
Έτσι δεν είναι περίεργο που ο Ορθόδοξος υπάρχει σε αυτόν τον κόσμο αόρατος ως προς αυτήν του τη γέννηση και ως προς αυτήν του τη σχέση και αναφορά αλλά όταν έρχεται εν τοις πράγμασι σε οριακά σημεία φαίνεται αυτή η διαφορά του «γένους», εντός εισαγωγικών. Ότι εμείς εκ του Θεού εγενήθημεν όπως στην περίπτωση του Χριστού, όπου ενεργούμε με έναν άλλον τρόπο και αυτός ο άλλος τρόπος … είναι τα λεγόμενα καλά έργα με τα οποία δοξάζεται ο Θεός, τα οποία όμως ο Θεός Πατέρας κάνει δι ημών όταν εμείς κενώσουμε το εγώ μας δηλαδή το θέλημά μας -γιατί αυτό εκφράζει το εγώ μας- εκούσια, συνειδητά και αγαπητικά κάνοντας το θέλημα του Θεού το οποίο γίνεται δι ημών στον κόσμο.
Αυτό είναι το φως του κόσμου που δοξάζει τον Θεό Πατέρα. Αυτό είναι το αλάτι το οποίο συντηρεί τις υγιείς τροφές, θα μας πει ο Ιερός Χρυσόστομος, όχι τα σάπια. Δεν θα σώσουμε με έναν τέτοιο τρόπο που θέλει ο οικουμενισμός τους άλλους, ούτε καν θα τους βελτιώσουμε γιατί το αλάτι είναι όπως ξέρουμε στην καθημερινή μας ζωή για τις υγιείς τροφές και δεν το βάζουμε στις σάπιες τροφές. Η ανθρωπότητα, λέει ο Ιερός Χρυσόστομος, η οποία έχει απομακρυνθεί από τον Χριστό, δεν έχει δεχτεί τον Χριστό, βρίσκεται σ’ αυτήν την κατάσταση της αποσύνθεσης.
Δεν μπορεί να γίνει μία σύνθεση παρά μόνο μία αναγέννηση, γι’ αυτό δεν πάμε με τον Χριστό όπως είμαστε -όπως θέλουν να λένε κάποιοι- γιατί ο Χριστός δεν είπε ελάτε όπως είστε. Ελάτε όπως εγώ σας θέλω. Δηλαδή και εγώ σας θέλω να άρετε τον σταυρό σας, να κόψετε το θέλημά σας, να κάνετε το θέλημά μου, που σημαίνει να κενωθείτε από όλα αυτά τα κοσμικά. Τότε μπορούμε να μπούμε στη διαδικασία της μαθητείας στον Χριστό. Από εκεί και πέρα μπορούμε να ευαρεστήσουμε τον Θεό αλλά αυτά δεν γίνονται χωρίς να υπάρχουμε και υπάρχουμε μόνον δια της χαρισματικής γεννήσεώς μας στο πλαίσιο της Εκκλησίας.
(συνεχίζεται)
Απομαγνητοφώνηση (από 13:24 έως 23:58)
Πηγή: Επόμενοι τοις Αγίοις Πατράσι , Αβέρωφ
Ο λόγος για τον οποίο σας διένειμα αυτές τις φωτοτυπίες -από Κανόνες από το Πηδάλιο είναι- είναι διότι οι Κανόνες αυτοί έχουνε σχέση με το θέμα το οποίο μας απασχολεί όλους τελευταία, με το θέμα της διακοπής του μνημοσύνου των οικουμενιστών Επισκόπων. Είναι ένα πολύ σημαντικό θέμα και πολύ σοβαρό θέμα, το οποίο μας απασχολεί εδώ και πολλά χρόνια.
Και ο λόγος για τον οποίον γίνεται λόγος για τη ‘διακοπή του μνημοσύνου των Επισκόπων’ .. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι μέσα στη Θεία Λειτουργία, πολλές φορές και στα Ειρηνικά, αλλά και μες στη Θεία Λειτουργία, μνημονεύουμε το όνομα του Επισκόπου: Υπέρ του Αρχιεπισκόπου ημών Ανθίμου, Υπέρ του Αρχιεπισκόπου ημών Παντελεήμονος, αλλά και μες στη Θεία Λειτουργία, Εν πρώτοις μνήσθητι, Κύριε, του Αρχιεπισκόπου ημών Ανθίμου. Αυτό λέγεται το μνημόσυνο του επισκόπου. Μνημονεύουμε τον επίσκοπο κατά τη διάρκεια των Ιερών Ακουλουθιών. …
Θα σας πω σήμερα περιληπτικά, κάνουμε εισαγωγή στο μάθημα, δεν θα το αναλύσουμε σήμερα. Αυτή λοιπόν η Α&Β Σύνοδος δηλαδή η Πρωτοδευτέρα Σύνοδος, δεν έχει σχέση ούτε με την Α’ Οικουμενική, ούτε με τη Β’ Οικουμενική. … Ονομάστηκε αυτή Πρωτοδευτέρα, Α&Β Οικουμενική Σύνοδος, διότι συνήλθε το 861 επί της εποχής του Μεγάλου Φωτίου, συνήλθε σε δύο περιόδους. Σε μία πρώτη περίοδο, Α περίοδο, διέκοψε τις εργασίες και στη συνέχεια το ίδιο έτος συνήλθε και σε μία άλλη δεύτερη περίοδο. Γι’ αυτό λέγεται Α&Β. Μία Σύνοδος δηλαδή η οποία συνήλθε δύο φορές, η ίδια η Σύνοδος. …
Αυτή λοιπόν η Σύνοδος η Α&Β ή Πρωτοδευτέρα, εξέδωσε 17 Κανόνες και ανάμεσα στους 17 Κανόνες που εξέδωσε είναι και αυτός ο περίφημος, ο διαβόητος -έχει γίνει διαβόητος αυτός ο Κανόνας τον τελευταίο καιρό, με πολλή βιβλιογραφία. Όλοι γράφουν για τον Κανόνα αυτόν, ο καθένας τον ερμηνεύει όπως τον καταλαβαίνει, και να δούμε ποια ερμηνεία είναι σωστή. Έχουν γραφτεί βιβλία ολόκληρα γι’ αυτόν τον Κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου. …
… Ο Κανόνας αυτός λέει πως αν κάποιος Πατριάρχης, Μητροπολίτης ή Επίσκοπος κηρύσσει ‘γυμνή τη κεφαλή’ … δηλαδή, παρρησία, φανερά, ξεδιάντροπα, από Άμβωνος, κηρύσσει γυμνή τη κεφαλή την αίρεση, αυτού του Πατριάρχου, Μητροπολίτου, Επισκόπου, μπορούμε να διακόψουμε το μνημόσυνο.
Δέστε λοιπόν αυτόν τον Κανόνα, τον ΙΕ’. Λέει:
«Τα ορισθέντα περί Πρεσβυτέρων και Επισκόπων και Μητροπολιτών,[αυτά είναι στους προηγουμένους Κανόνες]πολλώ μάλλον επί Πατριαρχών αρμόζει. Ώστε ει τις Πρεσβύτερος, ή Επίσκοπος, ή Μητροπολίτης τολμήσοι αποστήναι της προς τον οικείον Πατριάρχην κοινωνίας, και μη αναφέροι το όνομα αυτού, κατά το ωρισμένον και τεταγμένον, εν τη θεία Μυσταγωγία, αλλά προ εμφανείας συνοδικής και τελείας αυτού κατακρίσεως, σχίσμα ποιήσοι•»
Μας λέει λοιπόν εδώ στην αρχή στο πρώτο μέρος του Κανόνος, ότι όποιος Πρεσβύτερος «ει τις Πρεσβύτερος», ή Επίσκοπος, ή Μητροπολίτης,τολμήσει να μην έχει κοινωνία «αποστήναι της προς τον οικείον Πατριάρχην κοινωνίας» -να αποστεί, να πάρει αποστάσεις από τον Πατριάρχη του- και δεν αναφέρει το όνομά του «και μη αναφέροι το όνομα αυτού» «εν τη θεία Μυσταγωγία, αλλά προ εμφανείας συνοδικής και τελείας αυτού κατακρίσεως», δεν αναφέρει το όνομά του πριν επισήμως να καταδικαστεί -ο Πατριάρχης, ή ο Μητροπολίτης, ή ο Επίσκοπος- τότε αυτός ο Πρεσβύτερος, ο Επίσκοπος ή ο Μητροπολίτης, αυτός που δεν αναφέρει, δεν μνημονεύει το όνομα του Πατριάρχου πριν ο Πατριάρχης καταδικαστεί από Σύνοδο, αυτός είναι σχισματικός. Αυτός κάνει σχίσμα.
Επομένως δέστε εδώ, στο πρώτο μέρος του Κανόνος έχουμε κάτι πολύ φοβερό. Δηλαδή, λέμε για διακοπή μνημοσύνου αλλά μπορεί αυτή η διακοπή μνημοσύνου να σημαίνει σχίσμα. Λέει λοιπόν ότι όποιος Πρεσβύτερος, ή Επίσκοπος, ή Μητροπολίτης τολμήσει «αποστήναι της προς τον οικείον Πατριάρχην κοινωνίας , και μη αναφέροι το όνομα αυτού, … εν τη θεία Μυσταγωγία, αλλά προ εμφανείας συνοδικής και τελείας αυτού κατακρίσεως», πριν αυτός ο Πατριάρχης φανερά να καταδικαστεί συνοδικά, αυτός κάνει σχίσμα.
Αυτό είναι το πρώτο μέρος του Κανόνος που δεν μας αφορά. Θα τα δούμε λεπτομερώς στα μαθήματά μας. …
«τούτον ώρισεν η αγία Σύνοδος πάσης ιερατείας παντελώς αλλότριον είναι, ει μόνον ελεγχθείη τούτο παρανομήσας.»
Αυτός λοιπόν ο οποίος δεν μνημονεύει τον Πατριάρχη κτλ, αυτός , η Αγία Σύνοδος αυτή η Πρωτοδευτέρα όρισε να είναι ξένος προς την ιερωσύνη, «πάσης ιερατείας » δηλαδή καθαιρείται. «πάσης ιερατείας παντελώς αλλότριον είναι, ει μόνον ελεγχθείη τούτο παρανομήσας», αλλά πρέπει γι’ αυτό να ελεγχθεί, να τον καλέσουν σε δίκη και να τον ελέγξουν, μην τον καθαιρέσουν χωρίς να τον ακούσουν. Πρέπει να γίνει έλεγχος, πρέπει να γίνει ανάκρισις. «τούτον ώρισεν η αγία Σύνοδος πάσης ιερατείας παντελώς αλλότριον είναι», να είναι αλλότριος, να αποξενωθεί από την ιερωσύνη, να καθαιρεθεί, «ει μόνον ελεγχθείη τούτο παρανομήσας.», απλώς πρέπει η Σύνοδος να τον καλέσει για να δικαστεί και να απολογηθεί.
Αυτό είναι το πρώτο μέρος. Το δεύτερο μέρος μας ενδιαφέρει κυρίως εμάς:
«Και ταύτα μεν εσφράγισταί τε και ώριστε περί των προφάσει τινών εγκλημάτων των οικείων αφισταμένων προέδρων, και σχίσμα ποιούντων, και την ένωσιν της Εκκλησίας διασπώντων.»
Αυτά όμως τα ορίζουμε, ότι δηλαδή είναι σχισματικοί και καθαιρούνται, γι’ αυτούς οι οποίοι με πρόφαση κάποια αμαρτήματα των Επισκόπων, κάποια αμαρτήματα, κάποια εγκλήματα των Επισκόπων, δημιουργούν σχίσμα. Δηλαδή αν νομίσουμε ότι ο Δεσπότης είναι κλέφτης, ο Δεσπότης είναι πόρνος, ή ο Δεσπότης είναι μοιχός, ή είναι άδικος, για τέτοια αμαρτήματα ηθικά αν κάποιος δεν μνημονεύει τον Πατριάρχη πριν να καταδικαστεί , αυτός κάνει σχίσμα. … Αυτά λοιπόν είναι γι’ αυτούς οι οποίοι διακόπτουν το όνομα, το μνημόσυνο, «προφάσει τινών εγκλημάτων», αν για κάποια παραπτώματα, για κάποια αδικήματα, για κάποια εγκλήματα του Επισκόπου διακόπτουν το μνημόσυνο.
Αλλά υπάρχει και άλλη περίπτωση που είναι διακοπή μνημοσύνου. Ποιοί; Αυτό μας ενδιαφέρει.
«Οι γαρ δι’ αίρεσίν τινα παρά των αγίων Συνόδων, ή Πατέρων, κατεγνωσμένην, της προς τον πρόεδρον κοινωνίας εαυτούς διαστέλλοντες, εκείνου δηλονότι την αίρεσιν δημοσία κηρύττοντος, και γυμνή τη κεφαλή επ’ Εκκλησίας διδάσκοντος, οι τοιούτοι ου μόνον την κανονική επιτιμήσει ουχ υπόκεινται προ συνοδικής διαγνώσεως εαυτούς της προς τον καλούμενον Επίσκοπον κοινωνίας αποτειχίζοντες, αλλά και της πρεπούσης τιμής τοις ορθοδόξοις αξιωθήσονται.»
Το πρώτο λοιπόν μέρος του Κανόνος , του ΙΕ’, λέει ότι όσοι διακόπτουν το όνομα, το μνημόσυνο του Πατριάρχου, του Μητροπολίτου, του Επισκόπου «προφάσει τινών εγκλημάτων», δηλαδή για κάποια εγκλήματα, για κάποιες αμαρτίες, αυτοί κάνουν σχίσμα και καθαιρούνται.
Δεν ισχύει όμως αυτό και για εκείνους οι οποίοι «δι’ αίρεσίν τινα» για κάποια αίρεση που κηρύσσει, «δι’ αίρεσίν τινα παρά των αγίων Συνόδων, ή Πατέρων, κατεγνωσμένην», η οποία αίρεσις είναι καταδικασμένη από Συνόδους ή από Αγίους Πατέρες. Αυτοί λοιπόν οι οποίοι διαστέλλουν εαυτούς «της προς τον πρόεδρον κοινωνίας», δεν έχουν σχέση με τον Επίσκοπο. «εκείνου δηλονότι» του προέδρου, «την αίρεσιν δημοσία κηρύττοντος» όταν αυτός ο πρόεδρος κηρύσσει δημοσία την αίρεση -γράφει για την αίρεση, κηρύττει για την αίρεση- και γυμνή τη κεφαλή επ’ Εκκλησίας διδάσκοντος, και μέσα στην Εκκλησία διδάσκει με παρρησία.
Αυτοί λοιπόν δεν υπάγονται στον προηγούμενο Κανόνα, ότι καθαιρούνται. Αυτοί «οι τοιούτοι»- και μάλιστα «προ συνοδικής διαγνώσεως»- «οι τοιούτοι ου μόνον την κανονική επιτιμήσει ουχ υπόκεινται προ συνοδικής διαγνώσεως», δηλαδή εδώ δεν περιμένουμε να έρθει Σύνοδος και να καταδικάσει τον Επίσκοπο για την αίρεση, αλλά αν διαπιστώσουμε ότι έχει αίρεση ο Επίσκοπος, ο πρόεδρος και «προ συνοδικής διαγνώσεως», πριν η σύνοδος τον καταδικάσει, μπορούμε να διακόψουμε το μνημόσυνό τους.
Και αυτοί όχι μόνο δεν τιμωρούνται, δεν καθαιρούνται ως σχισματικοί, αλλά αντίθετα «και της πρεπούσης τιμής τοις ορθοδόξοις αξιωθήσονται.». Αυτοί πρέπει να τιμώνται. Αυτοί οι οποίοι κάνουν διακοπή μνημοσύνου του Επισκόπου, του Πατριάρχου, του Αρχιεπισκόπου, ο οποίος κηρύσσει αίρεση, αυτοί όχι μόνο δεν τιμωρούνται αλλά και πρέπει να τιμώνται. Και δικαιολογεί γιατί πρέπει να τιμώνται και να μην τιμωρούνται.
«Ου γαρ Επισκόπων, αλλά ψευδεπισκόπων και ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν»
Διότι δεν κατεδίκασαν Επισκόπους αληθινούς. Αυτός που κηρύττει αίρεση δεν είναι Επίσκοπος αλλά είναι ψευδεπίσκοπος και ψευδοδιδασκαλος, επομένως καλά κάνουν και διακόπτουν το μνημόσυνό του. «Ου γαρ Επισκόπων, αλλά ψευδεπισκόπων και ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν»
«και ου σχίσματι την ένωσιν της Εκκλησίας κατέτεμον, αλλά σχισμάτων και μερισμών την Εκκλησίαν εσπούδασαν ρύσασθαι.»
Και δεν έκαναν σχίσμα μέσα στην Εκκλησία αλλά φρόντισαν να γλιτώσουν την Εκκλησία από σχίσματα ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΠΡΟΚΑΛΟΥΝ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΚΗΡΥΣΣΟΥΝ ΑΙΡΕΣΗ. Αυτός που κηρύσσει αίρεση, αυτός κάνει σχίσμα μέσα στην Εκκλησία. Επομένως αυτός που διακόπτει το μνημόσυνο του κηρύσσοντος αίρεση, όχι μόνο δεν κάνει σχίσμα αλλά αντίθετα γλιτώνει την Εκκλησία από τα σχίσματα.
Αυτός είναι ο περίφημος ΙΕ’ Κανών, μία πρώτη του ανάγνωση. Θα ασχοληθούμε σε μερικά μαθήματα με τον Κανόνα αυτόν γιατί γίνεται χαμός. Και να σας πω μόνο πως … πριν από τρία χρόνια, και νοιώθω ένοχος, με παρεκάλεσε ο Γέροντας Γαβριήλ, ο γνωστός Γέροντας Αγιορείτης … πάτερ Θεόδωρε σας παρακαλώ, δες τε τον Κανόνα, πάρτε τι λέει ο ένας και τι λέει ο άλλος και κάντε μας μια μελέτη. Γράψτε, τελικώς τι ισχύει γύρω από τον Κανόνα αυτό; Ποιός έχει δίκιο; Έχει δίκιο ο Γέροντας Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, ο οποίος δίνει μία κάποια ερμηνεία στον Κανόνα αυτόν; Έχει δίκιο ο Ιερομόναχος Θεοδώρητος, λόγιος μοναχός του Παλαιού Ημερολογίου, ο οποίος αντέκρουσε τις θέσεις του πατρός Επιφανίου Θεοδωροπούλου; Έχει δίκιο ο πατήρ Τρικαμηνάς ο Ευθύμιος, ο οποίος έχει γράψει και αυτός ένα βιβλίο; Έχει δίκιο ένας Ιερομόναχος Βασίλειος Παπαδάκης που έχει γράψει και αυτός ένα τεράστιο [βιβλίο]; … Καθήστε πάτερ Θεόδωρε και κάντε μας μια μελέτη να δούμε τελικώς τι ισχύει; τι πρέπει να κάνουμε; Έχουμε προβλήματα μέσα στην Εκκλησία, να μην κάνουμε κανένα λάθος. …
… Θα τα δούμε τα κείμενα εδώ μαζί και θα δούμε τις βασικές θέσεις και αυτών των Πατέρων. Του Γέροντος Επιφανίου Θεοδωροπούλου, μακαριστού πλέον, ενός πολύ λογίου και εναρέτου κληρικού. Του Γέροντος Θεοδωρήτου Ιερομονάχου, Αγιορείτης ζηλωτής μοναχός ο οποίος προσεχώρησε στο Παλαιό Ημερολόγιο, λογιότατος μοναχός και πολύ καλός γνώστης των Ιερών Κανόνων. Και πολλούς από τους δικούς μας σήμερα, έγιναν και συνέδρια για το θέμα αυτό, οι οποίοι γράφουν γύρω από το θέμα αυτό.
Για να καταλάβετε τώρα πόσο σημαντικά είναι όλα τα θέματα αυτά … έχω φέρει σήμερα μαζί μου εδώ να σας διαβάσω δύο κείμενα δύο Μητροπολιτών γνωστών, οι οποίοι έκαναν διακοπή μνημοσύνου παλαιότερα και να δείτε πως το τοποθετούν. Τώρα έχετε ακούσει τον Κανόνα, τον επικαλούνται και αυτοί. Να ακούσετε λοιπόν τι λένε για την διακοπή μνημοσύνου οι δύο αυτοί Αρχιερείς, οι οποίοι έκοψαν το μνημόσυνο του Αθηναγόρα το 1970. Πρόκειται περί των Μητροπολιτών, Μακαριστών Ελευθερουπόλεως Αμβροσίου, ο οποίος πρώτος έκοψε το μνημόσυνο του Αθηναγόρα με βάση τον Κανόνα αυτόν και του Μητροπολίτου επίσης Αυγουστίνου Καντιώτη ο οποίος ακολουθώντας τον Ελευθερουπόλεως ο οποίος πρώτος έκοψε το μνημόσυνο του Αθηναγόρα έκοψε και αυτός, και στη συνέχεια ακολούθησε, Μακαριστός και αυτός, ο Παραμυθίας Τίτος και σχεδόν ολόκληρο το Άγιον Όρος. 1969 με ’72-’73, ολόκληρο το Άγιον Όρος, συν αυτοίς τοις Αγιορείτες και ο Άγιος Παΐσιος, έκοψαν το μνημόσυνο του Αθηναγόρα.
Δεν είναι τα πράγματα απλά. Και τώρα αναλογικά θα έπρεπε να το είχαμε κόψει χίλιες φορές διότι αυτά που κάνει ο Βαρθολομαίος και οι άλλοι είναι πολύ χειρότερα από αυτά που έκανε τότε ο Αθηναγόρας και πολύ πιο τολμηρά. Αλλά ποιός ξέρει; Ποιός ενημερώνεται για όλα αυτά; Και πως εμείς σήμερα εξακολουθούμε να μην έχουμε την ευαισθησία που είχαν αυτοί οι Αγιορείτες τότε; …
Ακούστε λοιπόν τι γράφει το ιστορικό τηλεγράφημα του Ελευθερουπόλεως Αμβροσίου για τη διακοπή του μνημοσύνου του Αθηναγόρα. … Το γράφει προς την Σύνοδο, η οποία Σύνοδος δεν τόλμησε να τους τιμωρήσει. Διότι τώρα μας φοβίζουν όλους πως αν διακόψετε το μνημόσυνο θα σας καθαιρέσουμε, είστε σχισματικοί, θα σας διώξουμε. Γιατί δεν καθαιρέσατε τότε και αυτούς; Γιατί δεν τους καθαιρέσατε; Γιατί δεν υπάρχει κανονικό έρεισμα. Δεν υπάρχει κανονική βάσις και πρέπει να βουν κατηγορίες άλλες ασύστατες για να καθαιρέσουν. Απειλούν και τώρα τον Αρχιμανδρίτη τον Παΐσιο Παπαδόπουλο που διέκοψε το μνημόσυνο, τον απειλούν με καθαίρεση. Γιατί δεν τους καθαίρεσαν τότε, και τους Αγιορείτες όλους οι οποίοι διέκοψαν το μνημόσυνο; …
***
Στο υπόλοιπο βίντεο ακολουθεί η ανάγνωση των δύο επιστολών με σχολιασμό τον οποίο αξίζει να ακούσετε.
Τις δύο αυτές επιστολές τις είχαμε δημοσιεύσει και εδώ:
(†) Ἐπίσκοπος Αὐγουστίνος Καντιώτης: Περὶ διακοπῆς μνημοσύνου σὲ Πατριάρχη
Απομαγνητοφώνηση (από 0:26 έως 19:05) Φαίη/Αβέρωφ
Πηγή: Αβέρωφ
Ὅταν χάνεται ἡ ἀγάπη, οἱ ἄνθρωποι μιλοῦν περὶ δικαίου καὶ ἐννοοῦν τὴν ἰσότητα. Ὅταν μαζί της χάνεται καὶ τὸ δίκαιο, οἱ ἄνθρωποι μιλοῦν περὶ ἰσότητας καὶ ἐννοοῦν τὴν ἀνηθικότητα. Ἀπὸ τὸν τάφο τῆς ἀγάπης ξεφυτρώνει τὸ δίκαιο, ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ δικαίου ξεφυτρώνει ἡ ἰσότητα.
Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
Ὅλοι μας μάθαμε, ὅτι πρὶν ἀπὸ κάποιες μέρες τὸ Τάγμα τῶν «Ἀρχόντων» τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου παρουσία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀμερικῆς Δημητρίου βράβευσε μὲ τὸ ὑψηλότερο πατριαρχικὸ βραβεῖο, τὸ Ἀθηναγόρειο Βραβεῖο Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων, ἕναν ἀπό τοὺς πιὸ διαβόητους ὑποστηρικτὲς τῆς ἔκτρωσης καὶ τοῦ «γάμου» τῶν ὁμοφυλοφίλων, τὸν κυβερνήτη τῆς Νέας Ὑόρκης Andrew Cuomo (Ἄντριου Κουόμο).
Ὁ Cuomo εἶναι αὐτός, ποὺ ὑπερασπίστηκε τὴν νομοθεσία, ποὺ δίνει τὸ «δικαίωμα» σὲ μία μητέρα νὰ κάνει ἔκτρωση μέσω δηλητηρίου, ποὺ ἐγχέεται μέσα της καὶ μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ μωροῦ. Καὶ ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἀμερικάνος Ὀρθόδοξος Χριστιανός, Ἰώσηπος Φλάβιος, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς «δὲν εἶναι κάποιος, ποὺ πιστεύει ἁπλὰ στὶς ἀμβλώσεις, ἀλλὰ εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ πίεσε σκληρὰ γιὰ τὰς ἀμβλώσεις ἐγκυμοσύνης ὄψιμης ὡριμότητας (μὲ δηλητήριο, ἀκρωτηριασμό, καὶ διαμελισμὸ τῶν ἐμβρύων στὴν μήτρα)». Πηγή: Τράπεζα Ιδεών , Κόκκινος Ουρανός , www.greeknewsonline.com/therma-minimata-antriou-kouomo-gia-tin-omogenia-ton-ellinismo
Δὲν θὰ ἀσχοληθῶ μὲ τὴν ὑποστήριξη τῆς διαστροφῆς καὶ τῆς ἀνηθικότητας καὶ τὴν συγκατάβαση τῶν οἰκουμενιστῶν ἐκκλησιαστικῶν ταγῶν, διότι δυστυχῶς μὲ αὐτὴν τὴν βράβευση φαίνεται ἀκόμα καὶ αὐτὴ ὡς μικρότερο κακό. Γιατὶ τώρα συμβαίνει κάτι τὸ ἀπίστευτο:Ἡ «Ἐκκλησία» τῶν Οἰκουμενιστῶν – γιατὶ αὐτὴ δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ– παρουσιάζει τὸν Χριστὸ στὸ ὄνομα τῆς ἰσότητας καὶ τοῦ δικαίου, ὦ τῆς βλασφημίας, νὰ βραβεύει τοὺς νομιμοποιητὲς τοῦ φόνου. Ἡ «Ἐκκλησία» τῶν Οἰκουμενιστῶν δείχνει τὸν Χριστό νὰ μὴν δίνει πιὰ ζωή, ἀλλὰ νὰ βραβεύει αὐτούς, ποὺ τὴν παίρνουν. Ἡ «Ἐκκλησία» τῶν Οἰκουμενιστῶν καπηλεύεται τὸ μεγαλεῖο τῆς Ὀρθοδοξίας γιὰ νὰ τὴν μειώσει στὸν κάθε ἄνθρωπο, ποὺ δικαίως θὰ ἀγανακτήσει μὲ αὐτὴν τὴν βράβευση.Ἡ «Ἐκκλησία» τῶν Οἰκουμενιστῶν ξεπέρασε κάθε ὅριο βλασφημίας καὶ ἐκτρωπῆς.
Ἂς κοιτάξουμε ὅλοι αὐτήν τὴν φωτογραφία 5 καὶ 10 φορές. Ἂς τὴν κοιτάξουμε γιὰ νὰ δοῦμε, πόσο πιὰ βλασφημοῦν οἱ Οἰκουμενιστὲς τὸν Θεό. Ἂς τὴν κοιτάξουμε γιὰ νὰ νιώσουμε τὸν τρόμο ποὺ θὰ μᾶς κυριεύσει, ὅταν τὸ αἷμα αὐτῶν τῶν παιδιῶν, σὰν ἄλλος Ἄβελ, θὰ ζητήσει δικαιοσύνηἀπὸτὸν Θεὸκαὶ θὰ τοῦ πεῖ: Πόσο ἀκόμα θὰ ἀνέχεσαι Κύριε μέχρι καὶτὴν βράβευση τῶν δολοφόνων μας; Ἂς τὴν κοιτάξουμε καὶ ἂς ποῦμε ἐπιτέλους τὴν ἀλήθεια. Εἶναι αὐτοὶ ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι; Εἶναι αὐτοὶ συνεχιστὲς τῶν ἁγίων; Εἶναι αὐτοὶ κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου; Μπορεῖ πιὰ κανεὶς νὰ ἰσχυρισθεί, ὅτι δὲν ὑπάρχει ὄχι μόνο αἵρεση ἀλλὰ καὶ πλήρης κατάργηση καὶ ἀπίστευτη βλασφημία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ;
Ὁ ἅγ. Ἀμβρόσιος Μεδιολάνου ἄφησε ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο, ἐπειδὴ αὐτὸς ἔπνιξε μία ἐπανάσταση στὸ αἷμα.
Ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀπαγόρευσε τὴν εἴσοδο στὴν Ἐκκλησία στὴν Αὐτοκράτειρα, ποὺ ἅρπαζε τὴν περιουσία τῶν πτωχῶν.
Δὲν ὑπάρχει ἅγιος, ποὺ νὰ βράβευσε ἢ νὰ ἔκλεισε τὰ μάτια στὸν φόνο γιὰ νὰ ἐπιτύχει κάποιο σκοπό, ἐδώ τὴν ἀνέγερση τοῦ ναοῦ τοῦ ἁγίου Νικολάου στὴν Νέα Ὑόρκη. Δὲν δέχεται ο Χριστὸς δωρεὲς ἀπό ἀνθρώπους, ποὺ εἶναι ἐχθροί του.
Ἀρκετὰ πιά! Δὲν μποροῦμε πιὰ νὰ κλείνουμε τὰ μάτια σὲ αὐτὰ, ποὺ γίνονται. Δὲν ἀνήκουν ἡ Ἐκκλησία καὶ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ στὸν κάθε ἄνθρωπο γιὰ νὰ κάνουν μὲ αὐτὰ, ὅτι θέλουν. Ποιός εὐσεβὴς πιστός, ποὺ ἔχει ἔστω καὶ λίγο φόβο Θεοῦ, θὰ μπορέσει νὰ ἐπιτρέψει πιὰ σὲ τέτοιους ρασοφόρους νὰ λυμαίνονται καὶ νὰ καταισχύνουν τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ ποίμνιο τοῦ Θεοῦ; Ποιός Κληρικός, ποὺ τοὺς μνημονεύει, θὰ μπορέσει να ξανακάνει κήρυγμα ἐναντίον τῶν ἀμβλώσεων; Ὅποιος τοὺς μνημονεύει, γίνεται ἕνα μὲ αὐτούς, γιατὶ αὐτὸ σημαίνει μνημόνευση. Ὅποιος τοὺς μνημονεύει, γίνεται συμμέτοχος στην βλασφημία τους.
Πηγή: Ακτίνες
Τι κρίμα να ‘’ομολογούν’’ Μία Αγία Εκκλησία, να αναφέρουν ‘’τοις χείλεσι’’ ότι αυτή είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά κατά βάθος να εννοούν δύο. Τους προδίδει εξάλλου περί τούτου και το κακόδοξο ‘’θεώρημα των δύο πνευμόνων’’.
Δεν αντιλαμβάνονται ότι τούτο αντιστρατεύεται στο ότι η Εκκλησία είναι Μία και μοναδική; Δεν αντιλαμβάνονται ότι τούτο αντιστρατεύεται στην καθολικότητα της Εκκλησίας; Δεν αντιλαμβάνονται ότι τούτο αντιστρατεύεται στην αποστολικότητα της Εκκλησίας; Δεν αντιλαμβάνονται ότι το πλήρωμα της Εκκλησίας δεν πείθεται από την κακόδοξη ασάφεια της διγλωσσίας που παιχνιδίζει ανάμεσα στο ότι η Εκκλησία είναι Μία και μοναδική και στο κακόδοξο ‘’θεώρημα’’ των ‘’δύο πνευμόνων’’;
Οποιαδήποτε αναφορά αναιρεί τη μοναδικότητα της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, δηλαδή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως το ‘’θεώρημα των δύο πνευμόνων’’, αποτελεί εκκλησιολογικό ατόπημα. Οτιδήποτε αναιρεί την αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ότι αυτή δηλαδή είναι η Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, αποτελεί εκκλησιολογική στρέβλωση.
Η αναφορά στο άτοπο ‘’θεώρημα των δύο πνευμόνων’’ μειώνει το εκκλησιολογικό κύρος της Μίας Αγίας Εκκλησίας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Αυτό ομολογούμε και αυτό εννοούμε.
Το ‘’θεώρημα των δύο πνευμόνων’’ αναιρεί επίσης και την καθολικότητα της Εκκλησίας. Ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς στο ομολογιακό κείμενό του «Καθολικότης της Εκκλησίας», αναφέρει ότι «Η ίδια η φύσις της Εκκλησίας είναι καθολική. Ο Σωτήρ Χριστός είναι το περιεχόμενο της παραδόσεως της αποστολικότητος εν τω Σώματι της Εκκλησίας. Η Θεανθρωπίνη αυτή καθολικότης της Εκκλησίας και καθολικοποίησις εν τη Εκκλησία διακρατείται και πραγματοποιείται δια της αεί ζώσης Υποστάσεως του Θεανθρώπου Χριστού, η οποία κατά τον πλέον τέλειον τρόπον ενώνει τον Θεόν και τον άνθρωπον…».
Το ‘’θεώρημα των δύο πνευμόνων’’ επίσης αναιρεί και την αποστολικότητα της Εκκλησίας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία διαφυλάσσει την Αποστολική Παράδοση η οποία συνεχίστηκε με την Πατερική παράδοση. Η Ορθόδοξη Εκκλησία διαφυλάσσει ανόθευτη την Ιερά Παράδοση, η οποία αποτελεί κατά τον Άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη ‘’την εν Αγίω Πνεύματι ζωή της Εκκλησίας’’ και αυτό της προσδίδει το χαρακτηριστικό της αποστολικότητας.
Οτιδήποτε στρεβλώνει τα εκκλησιολογικά χαρακτηριστικά του άρθρου του Συμβόλου της Πίστης μας, δια του οποίου ομολογείται η Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, αποτελεί κακόδοξη παρερμηνεία. Ως εκ τούτου το ‘’θεώρημα των δύο πνευμόνων’’ και τα συναφή στρεβλά αξιώματα, παραχαράσσουν την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία. Τι κρίμα να ‘’ομολογούν’’ Μία Αγία Εκκλησία, να αναφέρουν ‘’τοις χείλεσι’’ ότι αυτή είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά κατά βάθος να εννοούν δύο.
Πηγή: Ακτίνες
«Μετά πικρίας ανέγνωμεν βλασφήμους δηλώσεις Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρα καταχωρησθείσας εις απογευματινήν εφημερίδα Αθηνών δι ών εδονήθησαν θεμέλια Ορθοδόξου Χριστιανικής πίστεως.
Η κατά της Ορθοδοξίας επίθεσις και δη ακριβώς μίαν εβδομάδα προ της πρώτης Κυριακής των νηστειών, καθ ήν τα πλήθη των Ορθοδόξων εορτάζουν τον θρίαμβον της Ορθοδοξίας κατά πασών των αιρέσεων, υπήρξε καθ’ όλας τας ενδείξεις προμελετημένη και επίβουλος.
Το Φανάριον, όπερ μέχρι και της προχθές απετέλει ένδοξον έπαλξιν των υπέρ της Ορθοδοξίας ατρύτων αγώνων, οι ηγέται του οποίου σθεναρώς ηγωνίσθησαν και εθυσιάσθησαν υπέρ της πανσέπτου Ορθοδοξίας, σήμερον με επικεφαλής τον Οικουμενικόν Πατριάρχην και τινας ευαρίθμους ομόφρονας αυτώ κληρικούς, εξεστράτευσε διά να την πλήξη θανασίμως.
Εφ ώ και επεστρατεύθη η πρώτου μεγέθους κατά την πατριαρχικήν έκφρασιν φυσιογνωμία, ο μητροπολίτης δηλονότι Χαλκηδονος κ.Μελίτων, η φωνή του Φαναρίου -κατά τον πατριάρχην-όμοιον του οποίου δεν έχει πολλούς το Φανάριον και τον οποίον ασφαλώς θα απεθαύμαζε την Κυριακήν της Τυροφάγου, όταν ηδέως ήκουεν αυτού, εξ Αθηνών ομιλούντος περί ανέμων και υδάτων, περί μεταμορφώσεως της Εκκλησίας, περί καρναβάλου, αλλά (άκουσον-άκουσον) και περί υποκρισίας.
Με ποίον όμως κύρος ο κ.Μελίτων ετόλμησε να στηλιτεύση υποκριτάς και υποκρισίαν, όταν ο ίδιος και δη εν ώρα θείας λατρείας μυρίους υποκριτικούς φωνητικούς αττικισμούς μετελθών και διά χειρονομιών και ποικίλων του σώματος κινήσεων, ήκιστα σοβαρών και σεμνών κατά τας μαρτυρίας ακηκοότων και εωρακότων, ουχί εις λειτουργούς του Υψίστου αλλ’ εις ηθοποιούς και μίμους προσιδιαζουσών, επέτυχε να πείση τους πάντας ότι όντως διαθέτει αξιόλογον τάλαντον υποκριτικής ικανότητος και τέχνης;
«ΚΑΤΟΠΙΝ, ΛΟΙΠΟΝ, ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΕΙΣΩΝ ΔΗΛΩΣΕΩΝ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΔΙ ΩΝ ΟΥΤΟΣ ΦΕΡΕΤΑΙ ΠΡΟΣΧΩΡΩΝ ΑΝΕΠΙΦΥΛΑΚΤΩΣ ΕΙΣ ΑΙΡΕΣΙΝ, ΕΞΑΝΤΛΗΘΕΙΣΗΣ ΤΗΣ ΥΠΟΜΟΝΗΣ ΜΟΥ ΚΑΙ ΜΗ ΥΠΑΡΧΟΝΤΟΣ ΠΕΡΕΤΑΙΡΩ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟΥ ΑΝΑΜΟΝΗΣ, ΕΠΑΥΣΑ ΑΠΟ ΣΗΜΕΡΟΝ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΥ ΤΟΥΤΟΥ, ΚΑΤ ΕΦΑΡΜΟΓΗΝ ΙΕ ΚΑΝΟΝΟΣ ΠΡΩΤΟΔΕΥΤΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ.
Του λοιπού θα μνημονεύωμεν αγίας και ιεράς ημών συνόδου, επιφυλασσόμενος επαναλάβω μνημόσυνον αυτού, ευθύς ως ούτος αποδοκιμάση ή διαψεύση αντορθοδόξους δηλώσεις του, καθ’ άς αι εκθεμελιωτικαί της Ορθοδόξου πίστεως και σατανικής εμπνεύσεως αιρέσεις Πρωτείου και Αλαθήτου αποτελούν απλά εκκλησιαστικά έθιμα και ασημάντους διαφοράς.
Σήμερον σύμπασα η Ορθοδοξία γεραίρει την μνήμην του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, προχθές εώρτασεν την ιεράν μνήμην του μεγάλου Φωτίου, επανηγύρισεν επί τη εορτή του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού.
Εάν συνταχθώμεν τοις αντορθοδόξοις φρονήμασι του Πατριάρχου Αθηναγόρα , θα πρέπει αμέσως να διαγραφούν από το αγιολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας ου μόνον τα ονόματα των διαληφθέντων αγίων αλλά και απάντων των υπέρ της Ορθοδοξίας διά μέσου των αιώνων αγωνισθέντων και αναιρεθέντων μαρτύρων.
Λυπούμαι βαθύτατα διά την ην έλαβον αυστηράν θέσιν, έναντι ανακύψαντος σοβαροτάτου ζητήματος.
Η αρχιερατική μου συνείδησις με υποχρεοί, ίνα μη σιωπήσω περαιτέρω. Καιρός όπως υψωθούν φραγμοί ισχυροί και ανυπέρβατοι κατά παπικού δεσποτισμού και επεκτατικών αυτού σχεδίων, ταπεινός υπηρέτης των οποιων ανεδείχθη -ατυχώς- ο Οικουμενικός Πατριάρχης και οι συν αυτώ ασθενείς τη Ορθοδόξω πίστει Οικουμενισταί.
Πιστεύομεν ότι η Ιερά Συνοδος της Ελλαδικής Εκκλησίας ου μόνον θα κατανοήση απόφασίν μου, εις ην με οδηγεί επιταγή συνειδήσεώς μου, αλλά και θα εφαρμόση έναντι δογματικώς εκτροχιασθέντος Πατριάρχου, ό,τι οι Ιεροί Κανόνες υποδεικνύουν και επιτάσσουν».
ΚΑΠΟΙΑ ΣΥΝΤΟΜΑ ΣΧΟΛΙΑ ΕΠΙ ΤΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΔΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΩΝ ΔΗΛΩΣΕΩΝ:
1) Ο αοίδιμος επίσκοπος ενήργησε μεν μεμονωνωμένως (αναφερόμαστε στο Μάρτιο του 1970, Β Κυριακή των Νηστειών) (τον ακολούθησαν μετά ταύτα οι επίσης αείμνηστοι Φλωρίνης Αυγουστίνος και Παραμυθίας Παύλος, ενώ συμφώνως προς δημοσιεύματα της εποχής επρόκειτο να προβεί στη διακοπή του μνημοσύνου και ο επίσης κεκοιμημένος αγωνιστής της Ορθοδοξίας και φιλοπαραδοσιακός Μηθύμνης Ιάκωβος), πλην, όμως, στηρίχθηκε επί του οικοδομήματος των Θείων και Ιερών Κανόνων (ΙΕ Κανών της ΑΒ Συνόδου).
Ακουέτωσαν ταύτα κάποιοι εκκλησιαστικοί παράγοντες που ομίλησαν περί ΔΗΘΕΝ ακυρότητος των μυστηρίων των τελουμένων υπό επισκόπων που διακόπτουν τη μνημόνευση του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
2) Οι σκανδαλώδεις αθηναγόρειες δηλώσεις διελάμβαναν ότι τα περί πρωτείου και αλαθήτου φρικώδη αιρεσιολογήματα των αιρετικών παπικών αποτελούν απλά και ασήμαντα εκκλησιαστικά έθιμα!!
3) Την ίδια εποχή (Μάρτιος 1970)ο τότε Χαλκηδόνος Μελίτων Χατζής (πνευματικός πατήρ του νυν πατριάρχου Βαρθολομαίου) από τον άμβωνα του καθεδρικού ναού Αθηνών εξεφώνησε την Κυριακή της Τυρινής ένα επιεικέστατα τρισάθλιο κήρυγμα που προκάλεσε ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΜΕΝΑ σωρεία σφοδρών αντιδράσεων από την πλευρά επισκόπων, καθηγητών Πανεπιστημίου των Θεολογικών Σχολών (καμία σχέση με τους σημερινούς, πλην ολίγων και επαινετέων εξαιρέσεων, υπηρέτες του οικουμενισμού και της εκκοσμικεύσεως), καθηγουμένων ιερών μονών, ιεραποστολικών αδελφοτήτων, επιστημόνων και πλήθους πιστών. Δυστυχώς το σκανδαλωδέστατο αυτό κήρυγμα προβάλλεται από «ορθόδοξα» ιστολόγια και ιστοτόπους ιερών μητροπόλεων…
Στην πρωτοπορεία των σχετικών αντιδράσεων βρέθηκαν οι μακαριστοί Φλωρίνης Αυγουστίνος, Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος, Παραμυθίας Παύλος και Παροναξίας Επιφάνιος (υπέβαλαν μηνητύριο αναφορά στην τότε ΔΙΣ) καθώς και οι π.Φιλόθεος Ζερβάκος (υπέβαλε μηνητύριο αναφορά κατά των Αθηναγόρα, Μελίτωνα και Αμερικής Ιακώβου), Παναγιώτης Τρεμπέλας, Κωνσταντίνος Μουρατίδης (υπέβαλε μληνυση στην τότε ΔΙΣ), π.Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος και άλλοι.
4) Μήπως τη θέση του Μελίτωνα Χατζή έχουν καταλάβει «πρώτος και καλλίτερος» ο Ιωάννης Ζηζιούλας και «δεύτερος και πολλά υποσχόμενος» ο Ελπιδοφόρος Λαμπρυνιάδης;
5) Πού η εφάμιλλη των προαναφερθέντων ιεραρχών ευαισιθησία επί ζητημάτων νοθεύσεως του Ορθοδόξου Δόγματος και Ήθους από την πλευρά των σημερινών επισκόπων; Αντί για μηνυτήριες αναφορές και διακοπή μνημοσύνου αβρότητες, χαριεντισμοί, υποδοχές μετά τιμών του σκανδαλοποιού πατριάρχη και συλλείτουργα με τον ίδιο και τον Προύσης από τη μεριά φιλοπαραδοσιακών, κατά τα άλλα, επισκόπων! Και μη χειρότερα!
Λ.Ν.
Πηγή: Θρησκευτικά, Αβέρωφ
Ερώτηση π. Κωνσταντίνου Καντάνη:
Είπατε μια φράση, μια ονομασία, που θα ήθελα να είναι και η βάση της σημερινής εκπομπής: Οικουμενισμός. Πραγματικά ζούμε μέσα στην Εκκλησία τον Οικουμενισμό. Μπορείτε να μας πείτε -γιατί ο πολύς κόσμος δέχεται αυτά τα μηνύματα έντονα πάνω του πλέον, αλλά δεν ξέρουν τι είναι-, μπορούμε να σκιαγραφήσουμε τι είναι ακριβώς αυτό που λέμε Οικουμενισμός;
Καθ. Δημήτριος Τσελεγγίδης:
Ναι. Είναι μία ονομασία η οποία τα τελευταία χρόνια ακούγεται πάρα πολύ συχνά αλλά συνήθως δεν γίνεται αυτή η επιστημονική παρουσίασή του, δηλαδή να δοθούν τα περιγράμματα εκείνα τα οποία μας διασφαλίζουν για ποιο πράγμα μιλούμε.
Με δυο λόγια και όσο μπορώ πιο απλά, μπορώ να σας πω ότι ο Οικουμενισμός, ή διαφορετικά η οικουμενική κίνηση όπως λέγεται, είναι ένα θρησκευτικό κίνημα που αποβλέπει να ενώσει τις θρησκείες όλου του κόσμου με ένα συγκεκριμένο δόλωμα που λέγεται «αγάπη». Είναι το αγαθό της ενότητας το οποίο έτσι κι αλλιώς υπάρχει μέσα σε όλη την ανθρωπότητα, στις προδιαγραφές θα λέγαμε του κατ’ εικόνα του ανθρώπου, μία ενότητα μεταξύ μας και με τον Θεό. Επιχειρεί δηλαδή μέσα σε ένα επίπεδο θρησκευτικό ό,τι επιχειρεί και η πολύ γνωστή σε όλους μας πλέον παγκοσμιοποίηση σε ένα οικονομικο-πολιτικό επίπεδο. Επιχειρεί να ομογενοποιήσει τις πεποιθήσεις, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, των ανθρώπων για μια σταδιακή ένωση, πρωτίστως των Χριστιανών.
Δηλαδή, η οικουμενική κίνηση ξεκίνησε από τον χώρο του Προτεσταντισμού συγκεκριμένα, να ενώσει τον πολυδιασπασμένο Προτεσταντισμό από το 1948 και εξής. Στη συνέχεια προχώρησε με την προσχώρηση .. των Ορθοδόξων Τοπικών Εκκλησιών .. και σήμερα έφτασε και ο Ρωμαιοκαθολικισμός ουσιαστικά να τον αποδεχτεί με σκοπό την ενότητα όλων των Χριστιανικών ομολογιών, δηλαδή Ορθοδοξίας, Ρωμαιοκαθολικισμού και Προτεσταντισμού. Πάντως ενώ διαφορετικά ξεκίνησε, τώρα ο πάπας θέλει να είναι αυτός ο ηγέτης, γι’ αυτό το αποδέχονται ακόμη και οι Ρωμαιοκαθολικοί αυτό. Στη συνέχεια έχει ένα άλλο όραμα επεκτάσεως αυτής της ενότητας με τις μονοθεϊστικές θρησκείες που είναι ο Χριστιανισμός, ο Ιουδαϊσμός και το Ισλάμ και στη συνέχεια ακόμα και με τις άλλες θρησκείες φτάνοντας μέχρι και την ειδωλολατρία. Και αυτό το είδαμε στην πράξη σε κάποιες συναντήσεις συμπροσευχών στις οποίες μπορούμε να αναφερθούμε αναλυτικότερα παρακάτω.
Αυτό το πράγμα, το οποίο έτσι εξωτερικά φαίνεται να συγκινεί έναν εκκοσμικευμένο άνθρωπο, είναι κάτι βέβαια απηγορευμένο με κάθε σαφήνεια στον χώρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας παρά το γεγονός ότι με πολύ ευκολία πολλοί, και θρησκευτικοί ηγέτες στον χώρο της Ορθοδοξίας, έχουν προσχωρήσει και μάλιστα έχουν γίνει και σημαιοφόροι αυτής της προσπάθειας θεωρώντας ότι κατευθύνονται και στο ζητούμενο θέλημα του Θεού, μέσα στην προοπτική αυτού του καθρέφτη που είπατε: ἵνα ὦσιν ἕν.
Μάλιστα υπάρχει και μία διαστροφή αυτού του κορυφαίου λόγου της Αρχιερατικής προσευχής του Χριστού που άλλο είναι το νόημά της, το οποίο βέβαια βγάζει μάτι, είναι τόσο ξεκάθαρο μέσα από το ίδιο το κείμενο, και απορώ με την διαστροφή που γίνεται. Εντάξει, ως προς τους ετεροδόξους θα έλεγε κανείς φυσικά οι άνθρωποι δεν βλέπουν, δεν έχουν την καθαρότητα του Πνεύματος του Αγίου και του Πνεύματος της Αληθείας. Αλλά να το λένε και Ορθόδοξοι, ότι εμείς θα συνθέσουμε τον σπασμένο καθρέφτη τη στιγμή κατά την οποία ήδη λέγεται το πώς θα γίνει και ότι είναι δεδομένο, τη στιγμή κατά την οποία ο Χριστός ο ίδιος στην Αρχιερατική του προσευχή παραδείγματος χάριν λέει: «… τὴν δόξαν ἥν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἓν …». Άρα μας δίνει τον τρόπο με τον οποίον θα είμαστε ένα.
Η δόξα λοιπόν αυτή είναι η άκτιστη δόξα του Θεού, είναι η θέωση την οποία μας προσφέρει, είναι η ομοίωση με τον Θεό η οποία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί από τον άνθρωπο, διότι η ομοίωση αυτή είναι σε ένα άκτιστο επίπεδο, είναι μια δωρεά του ίδιου του Θεού. Είναι η ιδιότητα του Θεού, η αγιότητα του Θεού -αυτή είναι η δόξα του-, η οποία μας ενώνει και αυτή είναι μία προσφορά του Θεού δια του Χριστού μέσα στην Εκκλησία.
Κατά συνέπεια εάν δεν βαπτισθεί κανείς, εάν δεν γεννηθεί δηλαδή άνωθεν, δεν μπορεί να δει την Βασιλεία του Θεού. Αυτή είναι η δόξα του Θεού. Αυτό όμως είναι δεδομένο, δεν είναι ζητούμενο από εμάς. Εμείς δεν καλούμαστε να το κάνουμε αλλά να το φανερώσουμε, εφόσον δηλαδή το αποδεχτούμε αγαπητικά. Και πρακτικά, ‘αγαπητικά’ σημαίνει τήρηση των προδιαγραφών που μας έδωσε ο ίδιος ο Χριστός. Άρα η δόξα «… ἥν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς …» έχει γίνει. Έχει γίνει μέσα από την Πεντηκοστή. Γίνεται μέσα στην προσωπική μας Πεντηκοστή κατά το Άγιο Χρίσμα αμέσως μετά το Άγιο Βάπτισμα. Το παίρνουμε αυτό το πράγμα, είναι δεδομένο.
Η ενότητα αυτή δεν μπορεί να διασπαστεί από κανέναν, ούτε από τον διάβολο, ούτε από τον θάνατο. Έχουν υπερβαθεί αυτά από τον ίδιο τον Χριστό, τον Αναστημένο Χριστό. Ο Αναστημένος Χριστός είναι η πραγματικότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας η Οποία είναι Μία οντολογικώς. Το ζητούμενο βεβαίως, όπως είπα και προηγουμένως, είναι αυτό το οποίο εμείς πρέπει να αποδεχθούμε ελεύθερα και να θελήσουμε να το κάνουμε πράξη, γιατί και μόνοι μας δεν μπορούμε να τηρήσουμε τις εντολές αφού ἄνευ ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν μας είπε ο Χριστός. Κατά συνέπεια εμείς καλούμαστε σε ένα διαρκές «ναι» στον Θεό, και το «ναι» αυτό είναι η τήρηση αυτών ων προδιαγραφών που η Εκκλησία μέσα από Οικουμενικές Συνόδους καθόρισε με κάθε ακρίβεια το πως θα γίνεται.
Άρα ο οικουμενισμός είναι ένα συνονθύλευμα και μία παραγωγή αυτής της θολούρας και της σύγχυσης που προωθείται στον σύγχρονο κόσμο, γιατί μόνο μέσα από μία τέτοια κατάσταση συγχύσεως μπορεί να γίνονται αυτά αποδεκτά ως συνθήματα, με το δόλωμα -όπως είπα- της ενότητας και της αγάπης. .. Και αυτό, θέλω να σημειώσω, ότι έχει και εδώ τον χαρακτήρα αυτής της βλασφημίας. Πως εμείς θα κάνουμε εκείνο το οποίο μόνον ο Θεός μπορούσε να κάνει. Δηλαδή ακυρώνουν στην πράξη -γι’ αυτό έγινε ο Θεός άνθρωπος- με όσα λένε αυτοί οι άνθρωποι που εκπροσωπούν αυτές τις θέσεις, χωρίς να το αντιλαμβάνονται βεβαίως, ακυρώνουν αυτό το ίδιο το έργο του Χριστού. Δηλαδή το ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος στο πρόσωπό Του και ίδρυσε την Εκκλησία Του της Οποίας η παρουσία θα μένει έως της συντελείας. Και πύλαι ἅδου δεν μπορούν, δηλαδή ο θάνατος δεν μπορεί να την αγγίξει, γιατί είναι η ίδια αναστημένη ζωή του ίδιου του Χριστού. Γι’ αυτό λέω ότι είναι βλάσφημο να υποστηρίζεται ότι εμείς με τις κτιστές δυνατότητές μας θα κάνουμε εκείνο που άπαξ δια παντός έκανε ο Θεός. Και το έκανε και με έναν τέτοιον συγκλονιστικό τρόπο: να γίνει ο Θεός άνθρωπος και να παραμένει ως θεάνθρωπος εις τους αιώνας. Δηλαδή να παραμένουμε εμείς μέσα στην Αγιοτριαδική αυτή ζωή καθώς ο γέγονε δι ημάς γέγονε ..
Το κορυφαίο γεγονός που μας περιμένει μετά την ανάσταση είναι να είμαστε στα δεξιά του Πατρός, εις το διηνεκές. Αυτή είναι η μεγίστη προσφορά της Εκκλησίας. Αυτό είναι το πλέον χαρούμενο άγγελμα και μάλιστα αυτό δεν είναι έτσι στατικά, νοείται πάντα δυναμικά. Γιατί ο άνθρωπος είναι κτιστός και η ελευθερία του αυτή και το αυτεξούσιό του λειτουργεί σ’ αυτήν την κατεύθυνση της αποδοχής αυτού του θελήματος, που σημαίνει σε τελευταία ανάλυση μία διαρκής διεύρυνση του είναι και βάθεμα του είναι σ’ αυτήν την προσέγγισή του στην προσφερόμενη ζωή στο πλαίσιο της Εκκλησίας, όχι μόνο στην παρούσα αλλά και στην μέλλουσα ζωή, να διευρύνεται διαρκώς. Γιατί ο Θεός είναι άπειρος, ο άνθρωπος είναι περιορισμένων δυνατοτήτων. Όμως μέσα στην Εκκλησία, και εδώ και τώρα δηλαδή στην παρούσα ζωή δια της Εκκλησίας, παίρνουμε μέσα σ’ αυτήν την ενότητα αυτήν την δυνατότητα εις το διηνεκές· να διευρυνόμεθα και να βαθαίνουμε και να αυξάνουμε έως ότου φθάσουμε στο μέτρο της ηλικίας του πληρώματος του Χριστού, όπως λέγεται από τον Απόστολο Παύλο, το οποίο βέβαια είναι άληκτο. Διαρκώς θα αυξανόμαστε σε αυτήν την σχέση, σε αυτήν την θέωση, όπως την λένε, την χαρισματική οι Πατέρες.
Αυτό νομίζω ότι είναι το μήνυμα και το κάλεσμα της ανθρωπότητας και όχι να δημιουργήσουμε εμείς ενότητα, την οποία προσέφερε και προσφέρει ο Θεός μέσα στην Εκκλησία, με δική μας συνεισφορά μόνον την κατάφαση σ’ αυτήν την προσφορά. Η κατάφαση αυτή, αυτό το «ναι», εκφράζεται δυναμικά και συγκεκριμένα, όχι αόριστα: ὁ τηρῶν τὰς ἐντολάς μου … ἐκεῖνος ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με. Αυτή βεβαίως η αγάπη είναι απλώς αγάπη στα πλαίσια της κτιστότητάς μας. Όταν τηρούμε τις εντολές του Θεού κάνουμε κάτι κτιστό. Η προσφορά του Θεού είναι άλλη, είναι άκτιστη. Είναι η άκτιστη αγάπη, δηλαδή η Αγιοτριαδική ζωή, η οποία έρχεται μέσα μας και γίνεται αυτό το θεανθρώπινο στο δικό μας πρόσωπο, στη δική μας προσωπικότητα δηλαδή, και για την παρούσα και για τη μέλλουσα ζωή.
(συνεχίζεται)
Απομαγνητοφώνηση (από 13:24 έως 23:58)
Ερώτηση π. Κωνσταντίνου Καντάνη:
Όταν λοιπόν κύριε καθηγητά ευχόμαστε στη Θεία Λειτουργία για την ενότητα της πίστης, δεν αναφερόμαστε στην ενότητα όλων των θρησκειών και στην πίστη όλων των ομολογιών, όπως μερικοί λένε, αλλά εκεί αναφερόμαστε ότι όλοι οι άνθρωποι να έρθουμε στην Μία Πίστη του Σώματος του Χριστού, της αποκαλύψεως του Χριστού. Πάντως οι οικουμενιστές ξεκινούν από κάτι πολύ λογικό και εκεί μπερδεύονται ίσως ο πολύς κόσμος. Λένε, ας ξεκινάμε, όχι από αυτά που στην πίστη μας διακρίνουν και μας χωρίζουν αλλά σε αυτά που μας ενώνουν, για παράδειγμα η αγάπη. Λένε, είναι αγάπη να δεχτώ τον άλλον. Τι λέτε πάνω σε αυτό;
Καθ. Δημήτριος Τσελεγγίδης:
Κοιτάξτε. Ο οικουμενισμός κινείται ουσιαστικά πάνω σε κτιστά πράγματα και μάλιστα εν πολλοίς και άρρωστα. Δηλαδή μιλούν γι’ αυτά που μας ενώνουν αλλά αυτά που μας ενώνουν, το μίνιμουμ που μας ενώνει ως ανθρώπους, είναι το κατ’ εικόνα -είμαστε όλοι άνθρωποι κατ’ εικόνα του Θεού- αλλά εσκεμμένα αποκρύπτουν το γεγονός ότι αυτό το κατ’ εικόνα ήδη είναι αμαυρωμένο, μπαζωμένο κατά την προσφιλή έκφραση του νεο-αγιοκαταταχθέντος Αγίου Παϊσίου, και ότι δεν μπορεί με μπαζωμένη ύπαρξη να γίνει η προσκόλληση με το άλλο αγαπώμενο πρόσωπο. Αυτή η αγάπη όχι απλώς είναι κτιστή, έχει τόσα προβλήματα μέσα της που ούτε μέσα στον θεσμό του γάμου μπορεί να υπάρξει αυτή η ενότητα η ζητουμένη, να γίνουμε ένα.
Είναι ένα θα λέγαμε εξωπραγματικό, στην καλύτερη περίπτωση, και στην πραγματικότητα ένα πονηρό και άρρωστο σύνθημα το οποίο δεν μπορεί να γίνει ποτέ πραγματικότητα. Αν γινόταν έτσι αυτό πραγματικότητα, δεν θα υπήρχε λόγος να γίνει ο Θεός άνθρωπος.
Αυτή η αγάπη για την οποία μιλούν, την αγάπη προς το πλησίον .. δεν μας λένε πρώτα – πρώτα τα όριά της, την οντολογία της· ποιά είναι ακριβώς αυτή η αγάπη, και ήθελα να πω δυο λόγια για την σχέση της αληθινής πίστεως και της αγάπης, ότι η αληθινή αγάπη πηγάζει από την αληθινή πίστη. .. Δεν μιλούν για την προέλευσή τους, και είναι γνωστό ότι μιλάμε για διάφορες πίστεις τις οποίες θέλουν να νομιμοποιήσουν με το σλόγκαν, το σύνθημα, ότι όλοι οι δρόμοι οδηγούν στον Θεό. Δεν είναι όμως πραγματικότητα. .. Κοιτάξτε, εγώ δεν λέω δικά μου πράγματα, λέω αυτά που είπε ο Χριστός: ἐγὼ εἰμί ἡ ὁδὸς. Δεν είπε ο Χριστός ότι είμαι κι εγώ ένας δρόμος, δεν είπε, εγώ είμαι οδός, αλλά είπε, ή οδός, δηλαδή η μοναδικότητα δια της οποίας πηγαίνει κανείς στον Πατέρα.
Μην λέει κανείς ότι εγώ πιστεύω στον Θεό, δηλαδή στον Θεό Πατέρα ανεξάρτητα ότι δεν δέχομαι τον Υιό, είτε μέσα από το Ισλάμ είτε μέσα από τον Ιουδαϊσμό ας πούμε κτλ στη συγκεκριμένη περίπτωση που δεν αποδέχονται τη θεότητα του Χριστού. Γιατί ο ίδιος ο Χριστός μας διαβεβαίωσε ότι την προσαγωγή στον Θεό Πατέρα την κάνει ο ίδιος, και επομένως δεν μπορούμε να προωθούμε ψευδαισθήσεις που μπορεί να έχει επειδή δεν γνωρίζει ο άλλος άνθρωπος. Δεν μπορούμε να τα λέμε εμείς οι Ορθόδοξοι αυτά τα πράγματα, αφού μας διαβεβαίωσε ο Χριστός ότι Αυτός είναι η οδός.
Πρωτίστως πρέπει να αποδεχτούμε δηλαδή την θεότητα του Χριστού και το έργο του Χριστού, δεδομένου ότι ο Χριστός είπε ότι, δεν είπα τίποτε και δεν έκανα τίποτε .. παρά μόνον αυτά που είπε ο Θεός Πατέρας σε μένα. Άλλωστε το είδαμε και στη Μεταμόρφωση, το είδαμε και στη Βάπτιση του Χριστού κατά την Θεοφάνεια όταν μίλησε ο Θεός Πατέρας για τον Υιό του: Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός .. Αὐτοῦ ἀκούετε, μας παρέπεμψε. Μας παρέπεμψε δηλαδή να ακούμε και να υπακούμε -ακούω με αυτήν την έννοια της υπακοής λέγεται, άλλωστε αυτό έκανε και ο Χριστός στον Θεό Πατέρα- να υπακούσουμε σε Αυτόν.
Αυτή είναι η διαδικασία αυτής της οδού. Είναι η αυτοκένωση η δική μας όπως κενώθηκε καίτοι Θεός γενόμενος άνθρωπος και δεν έκανε ο Χριστός το δικό Του θέλημα -το ανθρώπινο δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση λέω- το οποίο ούτως ή άλλως ήταν αναμάρτητο γιατί δεν είχε αμαρτία, αλλά και αυτό το ανθρώπινο το υπέταξε εκούσια και αγαπητικά στο θέλημα του Πατρός με το να πεθάνει ενώ δεν όφειλε να πεθάνει αφού ο θάνατος είναι συνέπεια της αμαρτίας. Και το έκανε αυτό για να μας διδάξει και πρακτικώς την έννοια της υπακοής.
Κατά συνέπεια μιλάμε για μία άλλη πραγματικότητα και για μία διάχυση μιας σύγχυσης όταν μιλούμε στο πλαίσιο του οικουμενισμού γι’ αυτά τα πράγματα και μάλιστα εν ονόματι του Χριστού.
Ακόμα και κατά την επιστημονική και θεολογική προσέγγιση του πράγματος, πρέπει να πούμε ότι ο Χριστός μας παρέχει τα κριτήρια της αγάπης προς τον Θεό και το πλησίον. Όπως είπαμε προηγουμένως τα κριτήρια αυτά της γνήσιας αγάπης είναι η τήρηση των εντολών του Θεού που μας παρέχονται με κάθε σαφήνεια μέσα από την Αγία Γραφή αλλά και ερμηνεύονται στη συνέχεια, όχι αυθαιρέτως -όπως λέει ο καθένας Προτεστάντης παραδείγματος χάριν, όπως εγώ νομίζω είναι αυτό το νόημα, και σήμερα έφτασαν να το λένε και πολλοί Ορθόδοξοι, ή ό,τι νομίζει ο πάπας είναι αυτό δόγμα-, αλλά μέσα από Οικουμενικές Συνόδους, δηλαδή από την Σύναξη της όλης Εκκλησίας με τρόπο αυθεντικό και υπό την καθοδήγηση του ιδίου του Αγίου Πνεύματος, αφού οι Πατέρες λέγουν εκεί έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν. Ότι εκεί έχουμε, μέσα από τα πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων, τις αποφάσεις, τους όρους δηλαδή τους δογματικούς, έχουμε την αυθεντική ερμηνεία του θελήματος του Θεού σε εκείνα τα σημεία που αμφισβητήθηκαν διαχρονικά μέσα στην ιστορία.
Αλλά έχουμε και την αγιο-πνευματική εμπειρία των Πατέρων διαχρονικά μέσα από την δογματική τους συνείδηση η οποία είναι η λεγομένη συμφωνία των Πατέρων, η οποία ερμηνεύει αυθεντικά αυτήν την Αλήθεια της Εκκλησίας.
Έτσι λοιπόν, μέσα στο πλαίσιο του οικουμενισμού αυτά έχουν σχετικοποιηθεί, έχουν αγνοηθεί σκοπίμως, το χειρότερο είναι ότι γίνονται και από Ορθοδόξους. Και γίνεται μία διάψευση αυτής της πραγματικότητας μέσα από συγκεκριμένες μεθόδους στις οποίες μπορούμε να αναφερθούμε αν θέλετε, όπως είναι παραδείγματος χάριν οι συμπροσευχές, η μεταπατερική θεολογία, η σχετικοποίηση του απόλυτου χαρακτήρα των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων, όπως εκφράζονται και επί πρακτικού πεδίου μέσα από Κανόνες Οικουμενικών Συνόδων οι οποίες δεν μπορούν να σχετικοποιηθούν.
Κι όμως σήμερα λέγονται από υπεύθυνα εκκλησιαστικά πρόσωπα στον χώρο, μιλάω της Ορθοδόξου Θεολογίας, αλλά επειδή υπάρχει μία παχυλότατη άγνοια και αυτή η άγνοια φυσικά οφείλεται στον προσανατολισμό τον κοσμικό των πιστών, των Ορθοδόξων. Δεν είναι θέμα να πας στην Θεολογική Σχολή, δεν είναι θέμα να ξέρεις πολλά γράμματα για να τα καταλάβεις αυτά, αφού αυτά είναι καταγραμμένα εν Αγίω Πνεύματι μέσα στην καρδιά μας δια του Αγίου Πνεύματος την ημέρα της προσωπικής μας Πεντηκοστής, όπως είπα, δια του Αγίου Χρίσματος.
Αυτά τα πράγματα εγώ τα διαπίστωσα, καθαρά εμπειρικά, μέσα από χαρισματικές προσωπικότητες οι οποίες ήταν του Δημοτικού σχολείου ή και δεν είχανε πάει καθόλου στο σχολείο, με τέτοια ακρίβεια μάλιστα η οποία διαπιστώνεται πως ταυτίζεται με την ακρίβεια της έκφρασης των Πατέρων σε Οικουμενικές Συνόδους μέσω των δογμάτων. Θέλω να πω δηλαδή ότι έχουμε την διασφάλιση, την απόλυτη διασφάλιση, ότι τα πράγματα έτσι έχουν. Αυτό το πράγμα δεν έχει καμία σχέση με την εμπειρία την γνωστική, την λόγια, την σπουδασμένη.
Μέσα στην Εκκλησία έχουμε αυτήν την προσφορά, αυτήν την γνώση, με τρόπο εμπειρικό δηλαδή αγιοπνευματικό. Άρα, μην μας περνά αυτή η σκέψη ότι δεν μας διαφώτισαν. Βεβαίως, έργο της ηγεσίας της Εκκλησίας, των Θεολόγων κτλ είναι να κάνουν αυτό, αλλά τούτο δεν σημαίνει ότι έχουμε άλλοθι για την παχυλή άγνοια την οποία εκμεταλλεύονται βεβαίως κάποιοι για να διαχέουν αυτήν την σύγχυση. Οφείλεται στο γεγονός ότι η καρδιά μας έχει γεμίσει το λιγότερο από μπάζα, που σημαίνει νοητά απόβλητα τα οποία κατέλαβαν τον χώρο. Πολλές φορές όμως αυτό δεν είναι, έτσι ουδέτερα μονωτικά, της σχέσης μας με τον Θεό, αλλά είναι βρωμερά πάθη κτλ. Εφόσον όμως καθαριστούν, από εκεί και πέρα ο ίδιος ο Θεός μας δείχνει αυτήν την οδό και το θέλημά Του στην πράξη και αυτό πρέπει να το πάρουμε πολύ σοβαρά ως προσωπική μας υπόθεση.
Δεν είναι θέμα να μαθητεύσουμε δηλαδή εμείς σε αυτά τα πράγματα επιστημονικά θα λέγαμε, αλλά χρειάζεται αυτή η σχέση η ζωντανή με την Εκκλησία ώστε να έχουμε αυτήν την πληροφόρηση την εσωτερική, η οποία είναι και αδιάψευστος, από το Άγιο Πνεύμα.
(συνεχίζεται)
Απομαγνητοφώνηση (από 23:59 έως 34:05)
Πηγή: Αβέρωφ
Σεβασμιώτατε,
Σεβαστοί Πατέρες, ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Καταρχήν, θά προβῶ σέ κάποιες ἀπαραίτητες ἐννοιολογικές διευκρινίσεις.
Καί, ἐπειδή οἱ λέξεις εἶναι φορεῖς νοημάτων, θά πρέπει νά διασαφηνίσω πρωτίστως τή σημασία τους. Ἡ λέξη «Συνοδικότητα» εἶναι οὐσιαστικοποιημένο ἐπίθετο, πού προκύπτει ἀπό τό οὐσιαστικό «Σύνοδος». Ἡ λέξη «Σύνοδος» εἶναι σύνθετη.Ἀποτελεῖται ἀπό τό συνθετικό «σύν», πού σημαίνει μαζί, καί τή λέξη «ὁδός», πού σημαίνει τόν δρόμο, τόν τρόπο δηλαδή ἀφίξεως σέ κάποιο τόπο ἤ σκοπό.
Στή Βιβλική γλώσσα ἡ λέξη «ὁδός» νοηματοδοτήθηκε κατά ἕνα μοναδικό τρόπο. Ὁ Χριστός ὀνόμασε τόν ἑαυτό Του ὡς Ὁδό, Ζωή καί Ἀλήθεια. Οἱ λέξειςὉδός, Ζωή καί Ἀλήθεια πῆραν ὑποστατικό περιεχόμενο, τό περιεχόμενο τοῦΔευτέρου Προσώπου τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας.
Ἔτσι, ὁ Χριστός εἶναι ὄχι μόνον ἡ Ὑποστατική Ἀλήθεια καί ἡ Ὑποστατική Ζωή, ἀλλά καί ἡ Ὑποστατική Ὁδός, ὁ τρόπος δηλαδή πρόσβασης στήν ὄντωςἈλήθεια καί Ζωή, πού εἶναι ὁ Ἴδιος.
Ἡ Ὑποστατική Ὁδός δέν εἶναι μιά ἀντικειμενοποιημένη πραγματικότητα, πού μπορεῖ νά τήν προσεγγίσει καί νά τήν ἐννοήσει κάποιος ἁπλῶς διανοητικά,ἀλλά εἶναι κυριολεκτικά μιά ζωντανή πραγματικότητα, ἡὁποία γνωρίζεται βιωματικά καί κατά μετοχή, μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία, καίὁπωσδήποτε κάτω ἀπό πολύ συγκεκριμένες θεολογικές καί ἁγιοπνευματικές προϋποθέσεις, στίς ὁποῖες καί θά ἀναφερθοῦμε.
Ἐδῶ, ἁπλῶς, θά ὑπενθυμίσω τήν σχετική Βιβλική μαρτυρία. Ὁ Ἀπόστολος Φίλιππος – πρίν τήν Πεντηκοστή – ζητᾶ ἀπό τόν Χριστό νά τοῦ δείξει τόν Θεό Πατέρα καί ὁ Χριστός τοῦ ἀποκαλύπτει τόν τρόπο γνώσεως τοῦ Ἀνάρχου Πατρός. «Λέγει αὐτῷ ὁ Φίλιππος· Κύριε,δεῖξον ἡμῖν τόν Πατέρα, καί ἀρκεῖ ἡμῖν. Λέγει αὐτῷὁ Ἰησοῦς· τοσοῦτον χρόνον μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι καί οὐκ ἔγνωκάς με Φίλιππε; Ὁἑωρακώς ἐμέ ἑώρακεν τόν Πατέρα· πῶς σύ λέγεις· δεῖξον ἡμῖν τόν Πατέρα; Οὐ πιστεύεις ὅτι ἐγώ ἐν τῷ Πατρί καί ὁ Πατήρ ἐν ἐμοί ἐστίν;» (Ἰω.14, 8-10). Ἤδη, λίγο νωρίτερα, ὁ Χριστός ἀπεκάλυψε στούς μαθητές Του τήν νέα ἀσύλληπτη πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας. «Πορεύομαι», τούς εἶπε, «ἑτοιμάσαι τόπον ὑμῖν· καί ἐάν πορευθῶ καί ἑτοιμάσω τόπον ὑμῖν, πάλιν ἔρχομαι καί παραλήψομαι ὑμᾶς πρός ἑμαυτόν, ἵνα ὅπου εἰμί ἐγώ καί ἡμεῖς ἦτε. Καί ὅπου ἐγώ ὑπάγω οἴδατε τήνὁδόν. Λέγει αὐτῷ Θωμᾶς· Κύριε, οὐκ οἴδαμεν ποῦ ὑπάγεις· πῶς οἴδαμεν τήν ὁδόν; Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή· οὐδείς ἔρχεται πρός τόν Πατέρα, εἰ μή δι᾿ ἐμοῦ. Εἰ ἐγνώκειτέ με, καί τόν Πατέρα μου ἄν ᾔδειτε. Ἀπ᾿ ἄρτι γινώσκετε αὐτόν καί ἑωράκατε» (Ἰω. 14, 2-7).
Ὁ Χριστός ἀπεκάλυψε στόν Ἀπόστολο Φίλιππο ὅτι ἔβλεπε μόνον ἐξωτερικά τόν Χριστό, ἀλλά χωρίς μετοχή στήν θεότητά Του. Γι᾿ αὐτό, στό αἴτημα τοῦΦιλίππου: «δεῖξον ἡμῖν τόν Πατέρα», ὁ Χριστός ἀπαντᾶ χρησιμοποιῶντας ἄλλο ρήμα: «οὐκ ἔγνωκάς με», τοῦ λέγει. Ἔτσι, στόν διάλογο αὐτό, ὁ Χριστός μᾶς πληροφορεῖ αὐθεντικά ὅτι ἡ θεογνωσία δέν προκύπτει ἀπό τήν ἐξωτερική θέα τῶν αἰσθητῶν ὀφθαλμῶν, ἀλλά ἀπό τήν ἁγιοπνευματική-βιωματική γνώση, πού παρέχουν οἱ μεταμορφωμένες ἐν Χριστῷ αἰσθήσεις, στόν ὑπαρξιακό «τόπο» τοῦΘεανθρώπινου, τοῦ μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία. Αὐτόν τόν «τόπο» ἑτοίμασε ὁ Χριστός μέ τό σωτηριῶδες ἔργο τῆς Θείας Οἱκονομίας καί κατεξοχήν μέ τήν Πεντηκοστή, ἱδρύοντας θεσμικά τήν Ἐκκλησία Του. Ἐντασσόμενοςὁ πιστός καί παραμένοντας ἐνεργῶς στήν Ἐκκλησία, εἶναι σωματικά ὅπου καί ὁΧριστός καί ὁ Θεός Πατέρας, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, τόσο κατά τό ἱστορικό του παρόν,ὅσο καί στούς ἄληκτους αἰῶνες. Ἄλλωστε, παραμένοντας ἐνεργά στόν ὑπαρξιακό μας «τόπο», τήν Ἐκκλησία, βιώνουμε ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τόν χρόνο μαςἐμβολισμένο στήν αἰώνια ζωή. Ἔτσι, ὁ προσωπικός, ἱστορικός χρόνος μας παίρνει τήν ἐσχατολογική διάστασή του καί γίνεται αἰώνιος.
Ἡ πρόσβαση στήν Ὑποστατική Ἀλήθεια καί Ζωή γίνεται μέ τόν Ἴδιο τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος λειτουργεῖ καί ὡς ὑπαρξιακός-βιωματικός τρόπος πρόσβασης καί πρός τόν Θεό Πατέρα ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. Ὅπως εἴπαμε ἤδη νωρίτερα, ὁ Χριστός μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι «οὐδείς ἔρχεται πρός τόν Πατέρα εἰ μή δι᾿ ἐμοῦ» (Ἰω. 14,6). Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ζωή καί ἡ Ὁδός, πού ἑνώνει τόν πιστό μέ τόν Τριαδικό Θεό.
Ὁ κάθε πιστός, ὡς ὀργανικά ἐνταγμένος στό Θεανθρώπινο σῶμα τοῦΧριστοῦ, βρίσκεται ὑπαρξιακά στό μυστηριακό σῶμα τῆς Ὑποστατικῆς Ὁδοῦ.Ἑπομένως, εἶναι καί καλεῖται νά εἶναι πάντοτε βιωματικά, ὡς «συν-οδικός», στήνἘκκησία. Μέσα σέ αὐτό τό πλαίσιο, θά πρέπει νά κατανοηθεῖ κάι ἡ ρήση τοῦΧριστοῦ: «Οὗ γάρ εἰσι δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳαὐτῶν» (Ματθ. 18,20). Τό ἑρμηνευτικό «κλειδί» ἐδῶ εἶναι ἡ διά τῆς προσευχῆςἀμετεώριστη παραμονή ὄντως στό Ὄνομα τῆς Ὑποστατικῆς Ὁδοῦ. Τοῦτο, πρακτικῶς, σημαίνει ὅτι ὁ πιστός, παραμένοντας μυστηριακῶς καί βιωματικῶς στήν Ὑποστατική Ὁδό, ὀφείλει καί μπορεῖ – μέ τήν ἐνεργοποίηση τοῦ Ἁγίου Χρίσματός Του – νά ἔχει «νοῦν Χριστοῦ» καί νά ζεῖ ἐν Χριστῷ, δηλαδή νά ζεῖ ὁΧριστός «ἐν αὐτῷ», σύμφωνα μέ τήν πληροφόρηση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «ζῶδέ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δέ ἐν ἐμοί ὁ Χριστός».
Ἐδῶ θά ἦταν σκόπιμο νά μείνουμε λίγο ἀκόμη, γιά νά διευκρινίσουμε περισσότερο τήν Βιβλικά θεμελιωμένη θεολογική γνωσιολογία, στό πλαίσιο τῆςἘκκλησίας. Καί τοῦτο, γιά νά κατανοήσουμε βαθύτερα τόν ἐμπειρικό καί βιωματικό χαρακτῆρα τῆς θεογνωσίας, ἐπειδή φρονοῦμε ὅτι μέ τόν τρόπο αὐτό θά προσεγγίσουμε καλύτερα τήν Συνοδικότητα, ὡς Ἁγιοπνευματικό τρόποὁριοθετήσεως τῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.
Καταρχήν, ἄς διαβάσουμε τό Βιβλικό χωρίο, τό ὁποῖο μᾶς πληροφορεῖαὐθεντικά γιά τόν βιωματικό χαρακτῆρα τῆς θεογνωσίας, στό πλαίσιο τῆςἘκκλησίας. Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς καλεῖ στήν ἐμπειρική διαπίστωση τῆςἀξιοπιστίας τῶν λόγων Του, καί στήν παροῦσα ζωή. «Δεῦτε πρός με», λέγει, «πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς. Ἄρατε τόν ζυγόν μου ἐφ᾿ ὑμᾶς καί μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ (καί ὄχι ἀπό ἄλλον) ὅτι πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ, καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν· ὁ γάρ ζυγός μου χρηστός καί τό φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν» (Ματθ. 11, 28-30).
Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Χριστός μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι, τηρῶντας τό θέλημά Του, θά ἔρθει χαρισματικά μέσα μας καί θά Τόν γνωρίσουμε βιωματικά, ὡς πρᾶο καί ταπεινό, ἐπειδή μόνον ὅταν τηροῦμε τό θέλημά Του τόν ἀγαποῦμε ἀληθινά. Τότε γινόμαστε μέτοχοι τῆς ἄκτιστης ζωῆς Του, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ἰδιαίτερα γιά τήν πραότητα τῆς ἄκτιστης ἀγάπης Του καί τῆς ἄκτιστης ταπεινώσεώς Του.
Σέ ἄλλη συνάφεια τοῦ λόγου Του, ὁ Χριστός μᾶς μίλησε ἀπερίφραστα γι᾿αὐτήν τήν χαρισματική Θεοφάνεια, γιά τήν πραγματική δηλαδή φανέρωσή Τουἐντός μας, ὑπό τήν σαφῆ, πάντοτε, προϋπόθεση τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν Του, ἡὁποία προϋπόθεση πιστοποιεῖ ἐμπειρικῶς τήν ἀγάπη μας πρός Αὐτόν. «Ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου καί τηρῶν αὐτάς», μᾶς λέει, «ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με· ὁ δέἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπό τοῦ Πατρός μου, κἀγώ ἀγαπήσω αὐτόν καί ἐμφανίσω αὐτῷ ἑμαυτόν» (Ἰω. 14,21).
Ἀπό τά παραπάνω εἶναι φανερό ὅτι στήν Ἐκκλησία, ὄχι μόνον ὁ τρόπος πρόσβασης καί παραμονῆς στήν Ὁδό – πού εἶναι ὁ Χριστός – εἶναι ἐμπειρικός,ἀλλά καί ἡ θεογνωσία καί ἡ ἐξ αὐτῆς θεολογία, ὡς ἐν Χριστῷ ζωή, εἶναι κατεξοχήν ἐμπειρική-βιωματική, ἐπειδή τήν «πάσχουμε» ὑπαρξιακά, καί τήν οἰκειωνόμαστε χαρισματικά, ὡς γνώση ὑπέρ φύσιν, ὑπέρ νοῦν καί ὑπέρ αἴσθησιν, ἀλλά ἐν πάσῃαἰσθήσει.
Ἄλλωστε, ἡ μάθηση καί ἡ γνώση στά ἀρχαῖα Ἑλληνικά καί στήν Βιβλική γλῶσσα δέν ἔχει τόν χαρακτῆρα τόσο τῆς ἁπλῆς πληροφόρησης, ὅσο κυρίως τόν χαρακτῆρα τῆς βιωματικῆς προσεγγίσεως καί μετοχῆς τοῦ περιεχομένου τῆς γνώσεως. Μέσα στό πνεῦμα αὐτό τῆς βιωματικῆς γνώσεως, μᾶς λέει ὁ Χριστός: «γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν – πού εἶναι ὁ Ἴδιος – καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (Ἰω. 8,32).
Αὐτό σημαίνει ὅτι, ἄν ἡ γνώση – γιά τήν ὁποία μιλᾶ ὁ Χριστός – δέν εἶναι βιωματική καί ἄν ἡ ἀλήθεια δέν εἶναι πραγματική-Ὑποστατική, δέν εἶναι δυνατόν νά μᾶς ἐλευθερώσει αὐτή ἡ γνώση ὑπαρξιακά ἀπό τόν κοσμοκράτορα τοῦ κόσμου τῆς πονηρίας διάβολο, ἀπό τήν ὑπαρξιακῶς βιούμενη ἁμαρτία, ἀλλά καί ἀπό τόν θάνατο, νοούμενο ὡς ὑπαρξιακή διάζευξη καί χωρισμό ἀπό τήν ὄντως Ὑποστατική Ζωή, τόν Χριστό.
Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἔχει πάντοτε βιωματικό καί ἀποδεικτικό χαρακτῆρα.Ἔτσι, τηρῶντας τίς ἐντολές Του ἔχουμε καί τό τεκμήριο τῆς ἀξιοπιστίας Του, ἄμεσα. Γι᾿ αὐτό, μᾶς διαβεβαιώνει ἀδιάψευστα: «εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖςὑμῶν». Ἡ χαρισματική κατάσταση τῆς «ἀναπαύσεως» μᾶς καταξιώνει ὡς «συνοδικούς» Του. Ἐπ᾿ αὐτοῦ, θά ἐπανέλθουμε ἀργότερα.
Ποιά σχέση ἔχουν ὅμως ὅλα τά παραπάνω μέ τήν Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας;
Ἡ Συνοδικότητα ἀποτελεῖ τόν θεσμικό, ἀλλά καί ἁγιοπνευματικό ἐκεῖνο τρόπο, μέ τόν ὁποῖο ὁριοθετεῖται ἀδιαμφισβητήτως ἡ πίστη καί ἡ ζωή τῆςἘκκλησίας.
Ἡ Συνοδικότητα, ὡς θεσμικός τρόπος ἐκφράσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει δογματικές προϋποθέσεις. Οἱ προϋποθέσεις αὐτές ἀνάγονται στήν Ἁγιοτριαδική ζωή, στό ἐπίπεδο ὅμως τῆς θείας Οἰκονομίας, καί θεμελιώνονται κατεξοχήν στό Χριστολογικό δόγμα, ἀλλά καί κατ᾿ ἐπέκταση στήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας, νοουμένης ὡς μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.
Χωρίς αὐτές τίς προϋποθέσεις, οἱ ὁποῖες ἔχουν βιωματικό καί γι᾿ αὐτό προσδιοριστικό χαρακτῆρα, ἡ Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας κενώνεται ἀπό τό οὐσιαστικό περιεχόμενό της καί καταντᾶ ἕνας ἀνθρώπινος θεσμός, ὁπότε ἐκπίπτειἀπό τόν ἐκκλησιαστικό χαρακτήρα του.
Οἱ Ἁγιοτριαδικές προϋποθέσεις τῆς Συνοδικότητας τῆς Ἐκκλησίαςἀναγνωρίζονται μέ σαφήνεια στό ἐπίπεδο τῆς θείας Οἰκονομίας. Ἔτσι, ὁ Τριαδικός Θεός κατά τήν φανέρωσή Του στόν κόσμο καί τήν Ἱστορία ἐμφανίζεται νά ἐνεργεῖ«συνοδικά». Ὅλα στή δημιουργία καί τήν ἐν Χριστῷ ἀναδημιουργία γίνονται «συνοδικά», γίνονται πάντοτε «ἐκ Πατρός, δι᾿ Υἱοῦ, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι». Στόν Τριαδικό Θεό δέν εἶναι μόνο ἡ οὐσία μία καί ἡ αὐτή, εἶναι μία καί ἡ ἐκ τῆς θείας οὐσίας ἐνέργεια, ἡ θέληση καί τό θέλημα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἐμφανέστερα, ὅμως, τονίζεται στή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία γίνεται μέ τήν κοινή βούληση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅπως διατυπώνεται στήν Ἁγία Γραφή: «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον, κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ᾿ ὁμοίωσιν». Ἀλλά καί ἡ ἀναδημιουργία τοῦ ἀνθρώπου μέ τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, διά τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι εὐδοκία τοῦ Πατρός, τῇ συνεργείᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κατά συνέπεια,ὑπάρχει ἀπόλυτη ταυτότητα στήν βούληση, ἐνέργεια καί πράξη τῶν Τριῶν Θείων Προσώπων, τά ὁποῖα λειτουργοῦν συνοδικά. Καί, ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι δημιουργήθηκαν κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσιν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὀφείλουν καί μποροῦν – ἀφοῦ ἔχουν σέ κτιστό ἐπίπεδο, βεβαίως, τίς ὀντολογικές προδιαγραφές,ὡς πραγματικές καί χαρισματικές προϋποθέσεις – νά λειτουργοῦν συνοδικά, κατά τό πρότυπό τους.
Ἡ πρακτική ὅμως δυνατότητα γιά τήν συνοδική λειτουργία τῶν ἀνθρώπων θεμελιώνεται στό Χριστολογικό δόγμα. Καταρχήν, στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου – τοῦ Ἑνός τῆς Ἁγίας Τριάδος – κατά τήν ἐνανθρώπησή Του συνῆλθαν καί λειτούργησαν συνοδικά καί ἀκέραια οἱ δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ, ἡ θεία καί ἡἀνθρώπινη.
Ἡ παραπάνω δογματική ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας διατυπώθηκε μέ κάθεἀκρίβεια στούς δογματικούς Ὅρους - Ἀποφάσεις τῆς Δ΄ καί Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὁ Ὅρος τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναφέρεται στήν «σύνοδο» τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ὁὍρος τῆς Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναφέρεται στήν «σύνοδο» τῶν δύο φυσικῶν θελήσεών Του, ἐξαρτωμένων φυσικῶς ἐκ τῶν δύο ἀκεραίων φύσεών Του.
Εἰδικότερα, γιά τίς δύο θελήσεις τοῦ Χριστοῦ – πού ἀφοροῦν ἄμεσα καί λειτουργικά τήν Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας – στόν Ὅρο τῆς Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου σημειώνονται τά ἑξῆς, χαρακτηριστικῶς: «Καί δύο φυσικάς θελήσεις, ἤτοι θελήματα, ἐν αὐτῷ, καί δύο φυσικάς ἐνεργείας «ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως,ἀμερίστως, ἀσυγχύτως» (πρόκειται γιά τόν Ὅροτῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου), κατά τήν τῶν ἁγίων Πατέρων διδασκαλίαν, ὡσαύτως κηρύττομεν· καί δύο μέν φυσικά θελήματα οὐχ ὑπεναντία, μή γένοιτο..., ἀλλά ἑπόμενον τό ἀνθρώπινον αὐτοῦ θέλημα, καί μή ἀντιπῖπτον ἤ ἀντιπαλαῖον, μᾶλλον μέν οὖν καίὑποτασσόμενον τῷ θείῳ αὐτοῦ καί πανσθενεῖ θελήματι». (Βλ. Ἰω. Καρμίρη, Τά δογματικά καί συμβολικά μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Τόμ. Α΄, 222-223).
Οἱ δύο θελήσεις τοῦ Χριστοῦ, λοιπόν, ἑνώθηκαν – ὅπως καί οἱ φύσεις Του – «ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως, ἀμερίστως, ἀσυγχύτως», πρᾶγμα πού διασφαλίζει τήνἑνότητα, ἀλλά καί τήν ἰδιαιτερότητα καί ἀκεραιότητα τῶν δύο θελήσεων. Οἱθελήσεις τοῦ Χριστοῦ – ἐνῶ παραμένουν ἀδιαίρετα ἑνωμένες καί ἐνῶ διατηροῦν «ἀτρέπτως καί ἀσυγχύτως» τά φυσικά χαρακτηριστικά καί τήν ἰδιαιτερότητά τους – δέν ἀντίκεινται ἡ μία πρός τήν ἄλλη, ἀλλά ἡ ἀνθρώπινη θέληση ἀκολουθεῖ καίὑποτάσσεται στή θεία θέληση. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ ὑποταγή τῆς ἀνθρωπίνης θελήσεως στή θεία θέληση ἀποτελεῖ καί ἑρμηνευτικό «κλειδί» γιά τήν κατανόηση τῆς ἀναμαρτησίας καί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Χριστοῦ, κατά τήν ἀνθρώπινη φύση Του.Ἀποτελεῖ ὅμως καί τό «κλειδί» κατανοήσεως τῆς Συνοδικότητας τῆς Ἐκκλησίας καίἑρμηνείας τοῦ ἀλαθήτου τῶν Ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Αὐτό θά γίνει σαφέστερο ἀπ᾿ ὅσα θά ποῦμε παρακάτω.
Ἡ ὕπαρξη τῶν δύο φυσικῶν αὐτεξουσίων καί τῶν δύο θελήσεων στόν Χριστό – ἐξαιτίας τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεών Του – θεμελιώνει καί τήν ὕπαρξη δύο ἐλευθεριῶν καί δύο θελημάτων στούς πιστούς – ἐξαιτίας τῆς πραγματικῆς καί χαρισματικῆς ἐντάξεώς τους στό μυστηριακό καί θεωμένο σῶμα Του. Ἐδῶ, ὅμως, πρέπει νά διασαφηνίσουμε καί τήν θεμελιώδη διαφορά μας ἀπό τόν Χριστό. Ὁ πιστός ἔχει, ὡς ἴδιο τῆς φύσεώς του, μόνο τήν ἀνθρώπινη θέληση καί ἐλευθερία. Ἡ ἄλλη – ἡ δεύτερη – θέληση καί ἐλευθερία του εἶναι ἄκτιστη φυσική ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ὁποία οἰκειώνεται καί διατηρεῖ ἐνεργό, χαρισματικῶς, μόνο ὑπό ὁρισμένες σαφεῖς προϋποθέσεις.
Μάλιστα, ἡ σχέση τῶν δύο φυσικῶν αὐτεξουσίων καί θελήσεων τοῦ Χριστοῦπαρέχει τό μέτρο καί τόν βαθμό, πρός τόν ὁποῖο πρέπει νά ἀποβλέπει ἡ σχέση τῆςἀνθρωπίνης θελήσεως καί ἐλευθερίας μέ τήν ἄκτιστη φυσική θέληση καίἐλευθερία. Ἡ σχέση αὐτή πρέπει νά εἶναι σχέση ὑποταγῆς τῆς ἀνθρώπινηςἐλευθερίας στή χαρισματική ἐλευθερία, πού παρέχεται στόν πιστό ὡς ζωντανό μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Ἔτσι, ἡ ἐν Χριστῷ θέληση καί ἐλευθερία τοῦ πιστοῦ εἶναι ἡ χαρισματική θέληση καί ἐλευθερία καί μάλιστα στό μέτρο ὑποταγῆς τῆς ἀνθρώπινης θελήσεως καί ἐλευθερίας στήν ἄκτιστη θέληση καί ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ. Ἡ σχέση, λοιπόν, τῶν δύο φυσικῶν ἐλευθεριῶν στόν πιστό ἔχει χριστολογική θεμελίωση. Ἄλλωστε, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, «ὅ γέγονε, δι᾿ ἡμᾶς γέγονε ὁ Κύριος». Μέἄλλα λόγια, ὅ,τι ἔγινε στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ φυσικῶς καί «καθ᾿ ὑπόστασιν», μπορεῖ νά γίνεται καί στό πρόσωπο τοῦ κάθε πιστοῦ χαρισματικῶς, μόνο μέσα στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό, ἀκριβῶς, εἶναι καί τό νόημα καί ὁ κατεξοχήν σκοπός τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Καί μόνον ὅταν τό Χριστολογικό δόγμα «μεταφράζεται» βιωματικῶς στήν ζωή τῶν πιστῶν, ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι δυνατή ἡ αὐθεντική λειτουργία τῆς Συνοδικότητας τῶν Ἐπισκόπων – σέ ὅλα τάἐπίπεδα τῶν Συνόδων (Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν) – ἀλλά καί ἡ ἔκφραση τῆς αὐθεντικῆς δογματικῆς συνειδήσεως τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
Ἄν ἡ Συνοδικότητα ἔχει τήν θεολογική ἀφετηρία της στόν Τριαδικό Θεό καίἄν θεμελιώνεται στό Χριστολογικό δόγμα – ὅπως τεκμηριωμένα ὑποστηρίξαμε – φανερώνεται ὅμως ἱστορικά, ἐμπειρικά καί θεσμικά στόν τρόπο λειτουργίας τῆςἘκκλησίας, ὅταν αὐτή συνέρχεται γιά νά λάβει ἀποφάσεις πού ἀφοροῦν καίρια τήνὁριοθέτηση τῆς πίστεως καί τῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς της.
Τήν Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας – ὡς Ἁγιοπνευματικό τρόπο λειτουργίας της – ἐγγυᾶται ἡ Ἴδια ἡ Θεανθρώπινη Κεφαλή της, τόσο διά τῆς παρουσίας τοῦΠνεύματος τῆς Ἀληθείας σ᾿ αὐτήν, ὅσο καί διά τῆς χαρισματικῆς λειτουργίας τοῦΠαρακλήτου Πνεύματός Του στά μέλη τοῦ μυστηριακοῦ σώματός Του, καί εἰδικότερα στά θεσμικά μέλη Του, τούς Ἐπισκόπους, ὅταν αὐτοί συνέρχονται σέ Ἐκκλησιαστικές Συνόδους, μέ τίς ἁγιοπνευματικές προϋποθέσεις τῆς Ἐκκλησίας.Ὅσα εἴπαμε ἕως ἐδῶ, συνιστοῦν τίς θεμελιώδεις προϋποθέσεις – τά ἐντελῶς δηλαδή ἀναγκαῖα πνευματικῶς προαπαιτούμενα – γιά τήν Ὀρθόδοξη λειτουργία τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Συνόδων.
Στίς Ἐκκλησιαστικές Συνόδους – Τοπικές ἤ Πανορθόδοξες – οἱ Ἐπίσκοποι ἐκπροσωποῦν τό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα τῆς ἐπαρχίας τους ἰσοτίμως μέ ὅλους τούς ἄλλους Συνοδικούς Ἐπισκόπους καί Προκαθημένους, μηδέ τοῦ «Πρώτου»ἐξαιρουμένου. Σ᾿ αὐτές τίς Συνόδους, οἱ Ἐπίσκοποι – «ὅλην εἰσδεξάμενοι τήν νοητήν λαμπηδόνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» – ἀσκοῦν τήν ἀποστολική διακονία τους, κατά τήν ὁποία, διασκεπτόμενοι μεταξύ τους καί μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως ποιητικά διατυπωμένο ἀκούσαμε ἐχθές στά Πασαπνοάρια τοῦ Ὄρθρου,ἀποφασίζουν ὅλοι μαζί μέ ἰσότιμη ψῆφο γιά θέματα δογματικά καί ποιμαντικά, πού ἀφοροῦν καίρια καί προσδιοριστικά τό «μυστήριο τῆς Θεολογίας» καί τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ ἀποφάσεις ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν Συνόδων ὑπόκεινται στήν ἁγιοπνευματική κρίση τῆς δογματικῆς συνειδήσεως τοῦ πληρώματος τῆς ἀνά τόν κόσμο Ἐκκλησίας. Ὡς πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας νοοῦνται ὅλοι οἱ πιστοί – κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί – οἱ ὁποῖοι, δυνάμει τοῦ Ἁγίου Χρίσματός τους, ἐπικυρώνουν ἤκαί ἀπορρίπτουν τίς δογματικές ἀποφάσεις τῶν Συνοδικῶν Ἐπισκόπων πού τούς ἐκπροσώπησαν, στήν περίπτωση πού αὐτοί δέν ἦσαν «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι», διαχρονικῶς. Ἔτσι, ἡ δογματική συνείδηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος ἀποτελεῖ τήν ἀνώτατη αὐθεντία στήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία –Ἐκκλησία – ἐκφράζει θεσμικά καί ἀλαθήτως ἡ ὄντως Οἰκουμενική Σύνοδος, καί εὔλογα τότε αὐτή ἔχει δεσμευτικές ἀποφάσεις γιά τό σύνολο τῶν πιστῶν ὅλων τῶνἐπιμέρους Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ὅλων τῶν ἐποχῶν.
Ἐδῶ, ὅμως, θά πρέπει νά διευκρινιστεῖ ὅτι καί ὁ Ὀρθόδοξος πιστός – κληρικός, μοναχός ἤ λαϊκός – δέν διασφαλίζεται ἀπό τήν ἐνδεχόμενη πλάνη μηχανιστικῶς, ἐπειδή ἔχει λάβει, ἁπλῶς, τό Ἅγιο Χρῖσμα καί ἐπειδή βρίσκεται σέ μυστηριακή κοινωνία μέ τούς ποιμένες του. Ἀπό τήν πλάνη διασφαλίζεται ὁ πιστός μόνον ὅταν ἔχει καί ἐνεργό μέσα του τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἔλαβε μέ τό Ἅγιο Χρῖσμα. Αὐτό ὅμως προϋποθέτει ἔντονη ἀσκητική νήψη, ἀγαπητική τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν καί ἀκατάκριτη μετοχή τῶν θεουργῶν μυστηρίων τῆςἘκκλησίας. Μόνο μέ αὐτές τίς βιωματικές προϋποθέσεις ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ἔχειἐνεργό τήν δογματική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾿ αὐτό καί τότε μόνον εἶναι σέ θέση νά ἀνακρίνει τήν πίστη τῶν ποιμένων του καί τότε μόνον ὀφείλει νά τούςἀκολουθεῖ, σύμφωνα μέ ὅσα ἑρμηνευτικῶς λέγει καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος, σχολιάζοντας τό χωρίο τῆς πρός Ἑβραίους Ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν..., ὧν ἀναθεωροῦντες τήν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τήν πίστιν» (Ἑβρ. 13,7. Βλ. Ὑπόμνημα εἰς τήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολήν, Ὁμιλία ΙΔ΄, 1, ΕΠΕ 25, σ. 372).
Τά ὅσα εἴπαμε ἕως ἐδῶ, θεολογικῶς, γιά τήν Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας, θά ἦταν, νομίζω, πολύ σημαντικό νά τά ἀκούσουμε καί μέ τόν ἁπλό, ἀλλά μεστό πνευματικῶς καί φωτισμένο λόγο ἑνός χαρισματούχου καί ἐπισήμως, πλέον, ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας, μέ γραμματικό ἐπίπεδο τῆς Στ΄ Δημοτικοῦ, τοῦ Ὁσίου Παϊσίου τοῦἉγιορείτου.
«Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», λέγει, «πάντα λειτουργοῦσε μέ Συνόδους. Τόὀρθόδοξο πνεῦμα εἶναι νά λειτουργεῖ ἡ Σύνοδος στήν Ἐκκλησία καί ἡ Γεροντική Σύναξη στά Μοναστήρια. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος καί ἡ Σύνοδος νά ἀποφασίζουν μαζί. Ὁ ἡγούμενος ἤ ἡ ἡγουμένη καί τό ἡγουμενοσυμβούλιο νά ἀποφασίζουν μαζί. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος εἶναι πρῶτος μεταξύ ἴσων. Καί ὁ Πατριάρχης δέν εἶναι πάπας. Ἔχει τόν ἴδιο βαθμό μέ τούς ὑπόλοιπους ἱεράρχες. Ἐνῶ ὁ πάπας ἔχει ἄλλο βαθμό – κάθεται ψηλά καί τοῦ φιλοῦν τό πόδι! – ὁ Πατριάρχης κάθεται μαζί μέ τούς ἄλλουςἱεράρχες καί συντονίζει. Καί ἕνας ἡγούμενος ἤ μία ἡγουμένη σέ σχέση μέ τούς προϊσταμένους εἶναι πάλι πρῶτοι μεταξύ ἴσων.
Δέν μπορεῖ ὁ ἀρχιεπίσκοπος ἤ ἕνας ἡγούμενος νά κάνει ὅ,τι θέλει. Φωτίζει ὁΘεός τόν ἕνα Ἱεράρχη ἤ προϊστάμενο γιά τό ἕνα θέμα, τόν ἄλλο γιά τό ἄλλο. Βλέπεις καί οἱ τέσσερις Εὐαγγελιστές συμπληρώνουν ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Ἔτσι καίἐδῶ, λέει τήν γνώμη του ὁ καθένας, καί ὅταν ὑπάρχει ἀντίθετη γνώμη, καταχωρίζεται στά Πρακτικά. Γιατί, ὅταν πρόκειται γιά μιά ἀπόφαση ἀντίθετη μέ τίςἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου καί ἕνας δέν συμφωνεῖ, ἄν δέν ζητήσει νά καταχωριστεῖ ἡγνώμη του, θά φαίνεται ὅτι συμφωνεῖ. Ἄν δέν συμφωνεῖ καί ὑπογράψει, χωρίς νά καταχωριστεῖ ἡ γνώμη του, κάνει κακό καί φέρει εὐθύνη· εἶναι ἔνοχος. Ἐνῶ, ἄν πεῖτήν γνώμη του καί ἡ πλειοψηφία νά εἶναι ἀντίθετη, αὐτός εἶναι ἐντάξει ἀπέναντι στόν Θεό. Ἄν στήν Ἐκκλησία δέν λειτουργεῖ σωστά ἡ Σύνοδος ἤ στά μοναστήρια ἡ Σύναξη, τότε, ἐνῶ μιλοῦμε γιά ὀρθόδοξο πνεῦμα, ἔχουμε παπικό. Τό ὀρθόδοξο πνεῦμα εἶναι νά λέει καί νά καταχωρίζει ὁ καθένας τήν γνώμη του, ὄχι νά μή μιλάει γιατί φοβᾶται, ἤ νά κολακεύει γιά νά τά ἔχει καλά μέ τόν ἀρχιεπίσκοπο ἤ μέ τόνἡγούμενο» (Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Α΄, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1998, σ. 329-330).
Σέ ἄλλη συνάφεια ἔλεγε: «Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι καράβι τοῦ κάθεἘπισκόπου γιά νά κάνει ὅ,τι θέλει» (Ἰσαάκ Ἱερομονάχου, Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἅγιον Ὄρος, 2004, σ. 691).
Μετά τήν παράθεση τῶν λόγων τοῦ ἁγίου Παϊσίου, ἄς ἐπανέλθουμε στήνἐκκλησιαστική ἐπικαιρότητα.
Ἡ πρόσφατη ἐκκλησιολογική ἐκτροπή τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης κατέδειξε, γιά μία ἀκόμη φορά, αὐτό πού εἶναι ἤδη καταγεγραμμένο στήν Ἐκκλησιαστική μαςἹστορία. Κατέδειξε, δηλαδή, ὅτι τό Συνοδικό Σύστημα ἀπό μόνο του δέν διασφαλίζει μηχανιστικά τήν ὀρθότητα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Αὐτό γίνεται μόνοὅταν οἱ Συνοδικοί Ἐπίσκοποι ἔχουν μέσα τους ἐνεργοποιημένο τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τήν Ὑποστατική Ὁδό, τόν Χριστό, ὁπότε ὡς Συν-Οδικοί (ὡς αὐτοί δηλαδή πού πηγαίνουν ἐπί τῆς Ὁδοῦ πού εἶναι ὁ Χριστός, μαζί μέ τόν Χριστό) εἶναι στήν πράξη καί «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι».
Ὅπως ἀποδείχθηκε, δυστυχῶς, αὐτό δέν εἶναι καθόλου αὐτονόητο στίς μέρες μας. Γι᾿ αὐτό καί εἶναι λανθασμένο τό ἐπιχείρημα πού προβάλλεται,ἀπροϋπόθετα καί κατά κόρον, τόσο ἀπό τούς πιστούς ὅσο καί ἀπό τούςἘπισκόπους, ὅτι θά πράξουμε «ὅ,τι πεῖ ἡ Ἐκκλησία» ἤ «περιμένουμε τήν ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας», καθώς ὑπάρχει σαφής διάκριση ἀνάμεσα στήν Ἐκκλησία, καθεαυτήν, – ὡς Θεανθρωπίνου μυστηριακοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ – καί τήν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐκφράζει πράγματι τήν Ἐκκλησία, μόνον ὅμωςὑπό συγκεκριμένες καί σαφεῖς προϋποθέσεις.
Τήν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας συνιστοῦν οἱ Ἐπίσκοποι στήν Ἐπισκοπή τους καί οἱ Σύνοδοι τῶν Ἐπισκόπων σέ Τοπικό ἤ Πανορθόδοξο ἐπίπεδο. Αὐτοί, μαζί μέ τούς πρεσβυτέρους τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν καί τόν εὐσεβῆ λαό, συναποτελοῦν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Κατά συνέπεια, δέν μπορεῖ ὁ Ἐπίσκοπος νά ἀγνοεῖ τούς πρεσβυτέρους καί τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Τά παραπάνωἀποδεικνύονται καί ἱστορικῶς. Στήν Α΄ Ἀποστολική Σύνοδο – ὅπου Πρῶτος καί Πρόεδρος δέν ἦταν ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ἀλλά ὁ Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος –ἐκφράστηκε ἡ Συνοδική Ἀλήθεια «σύν ὅλῃ τῇ Ἐκκλησίᾳ»: «Ἔδοξε τῷ ἉγίῳΠνεύματι καί ἡμῖν». Τό «ἡμῖν» δέν ἦταν ἁπλῶς μόνον οἱ Ἀπόστολοι, ἀλλά καί «οἱσύν αὐτοῖς», δηλαδή οἱ Πρεσβύτεροι, «σύν ὅλῃ τῇ Ἐκκλησίᾳ». Καί ὅλη ἡ Ἐκκλησία εἶναι καί ὁ ἁπλός λαός. Ἀλλά καί στήν περίπτωση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡθεολογική θέση ἑνός νεαροῦ Διακόνου, τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, ἐξέφρασε τήνὅλη Ἐκκλησία.
Κατά συνέπεια, καί αὐτή ἡ ὀρθότητα καί Οἰκουμενικότητα μιᾶς Πανορθοδόξου Συνόδου κρίνεται ἀλαθήτως ἀπό τό πλήρωμα τῶν μελῶν τῆςἘκκλησίας καί εἰδικότερα ἀπό τήν γρηγοροῦσα δογματική συνείδηση τοῦεὐλαβοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησίαἀποτελεῖ τό μόνο ἑρμηνευτικό «κλειδί» γιά τήν διαπίστωση τῆς γνησιότητας τοῦφρονήματός της.
Κι ὅταν λέμε δογματική συνείδηση, ἐννοοῦμε τήν πνευματική γνώση, πού γεννιέται – χαρισματικῶς – στήν καρδιά τῶν πιστῶν ἀπό τήν ἁγιοπνευματικήἄκτιστη Χάρη τοῦ ἐνεργοποιημένου Ἁγίου Χρίσματός τους. Εἶναι ἡ συμπυκνωμένη πνευματική ἐμπειρία μέσα στήν Ἐκκλησία, τό λειτουργοῦν δηλαδή μέσα μας Ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο λάβαμε. Καί αὐτή εἶναι ἡ μοναδική ἰσότητα μεταξύ τῶνἀνθρώπων μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὅπου ὅλες οἱ ἄλλες διαφοροποιήσεις θεσμικές ἤ προσωπικές – ἔχουν δευτερεύουσα σημασία. Γι᾿ αὐτό καί ἡ δογματική συνείδηση τῶν πιστῶν εἶναι τελείως ἀνεξάρτητη ἀπό τήν κατά κόσμον μόρφωσή τους καί ἀπό τήν ἐνδεχόμενη διανοητική ἤ μή διανοητική ἐνασχόλησή τους. Ὅταν, λοιπόν, αὐτή ἡ δογματική συνείδηση τῶν μελῶν ὅλης τῆς Ἐκκλησίας εἶναιἐνεργοποιημένη, ἀναδεικνύεται σέ ὑπέρτατο κριτήριο τῆς ἀληθείας.
Ἕνα γεγονός, πού προκύπτει ἀπό τήν ἴδια τήν φύση τῆς Ἐκκλησίας καί μαρτυρεῖται ἀδιάψευστα ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία, εἶναι ὅτι ὑπῆρξανὄχι μόνον Πατριάρχες, Μητροπολίτες καί Ἐπίσκοποι αἱρετικοί, ἀλλά καί Πανορθόδοξοι Σύνοδοι, πού – ἐνῶ συνιστοῦν τό ἀνώτατο Διοικητικό ὄργανο τῆςἘκκλησίας καί εἶχαν ὅλες τίς ἐξωτερικές-τυπικές προϋποθέσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων – ἀπορρίφθηκαν ἀπό τήν συνείδηση τοῦ πληρώματός της καί χαρακτηρίσθηκαν Ψευδοσύνοδοι ἤ Ληστρικές Σύνοδοι.
Κι αὐτό, γιατί στά δογματικά θέματα ἡ ἀλήθεια δέν βρίσκεται στήν πλειονοψηφία τῶν Συνοδικῶν Ἀρχιερέων. Ἡ ἀλήθεια, καθεαυτήν, εἶναι πλειοψηφική. Δηλαδή καί ἕνας ὅταν τήν ἐκφράζει, αὐτή πλειοψηφεῖ, ἔναντι τῶνἑκατομυρίων καί δισεκατομυρίων ἄλλων ψήφων πού εἶναι ἀντίθετες. Γιατί ἡἈλήθεια στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι ἰδέα, δέν εἶναι ἄποψη. Εἶναι Ὑποστατική. Εἶναιὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Γι᾿ αὐτό καί ὅσοι διαφωνοῦν μέ αὐτήν ἀποκόπτονται ἀπό τήνἘκκλησία, ἀφοῦ καθαιροῦνται καί ἀφορίζονται, κατά περίπτωση.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι τό Ἴδιο τό Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, τό Ὁποῖο λειτουργεῖ καίἐκφράζεται καί μέ μεμονωμένα ἅγια πρόσωπα. Λόγου χάρη, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁΘεολόγος μέ τήν ἁγιότητά του καί τίς θεολογικότατες Ὁμιλίες του στήνἁρειοκρατούμενη Κωνσταντινούπολη, μόνος αὐτός ἀνέτρεψε κυριολετικά τό αἱρετικό κλίμα τῆς πρωτεύουσας τῆς Αὐτοκρατορίας καί προετοίμασε πνευματικῶς τόν θρίαμβο τῆς Ἐκκλησίας, διά τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἀλλά, αὐτό τό πρᾶγμα τό ἔδειξε χαρακτηριστικά ἡ Ἱστορία καί στό πρόσωπο τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ὁ ὁποῖος – σημειωτέον – εἶχε μαζί του καί ὅλη τήν Ὀρθόδοξη τότε Δυτική Ἐκκλησία μέ τόν Ὀρθόδοξο Πάπα. Τό ἔδειξε ὅμως καί στή δεύτερη χιλιετία, στό πρόσωπο τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, στήν ψευδοσύνοδο τῆς Φλωρεντίας. Οἱ ἅγιοι ἤτανε μονάδες, ἔναντι τῆς κυριαρχίας τῆς πλειοψηφίας.
Ἀποδεικνύεται, ἐδῶ, πώς ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος ἔδωσε τήν ἀπάντηση τῆςἘκκλησίας καί τόν δικαίωσε ἡ Ἐκκλησιαστική Ἱστορία σέ σχέση μέ ὅλους τούςἄλλους, τόν Αὐτοκράτορα, τόν Πατριάρχη καί ὅλους ὅσοι συμμετεῖχαν, καί οἱὁποῖοι δέν ἐξέθεσαν τήν ἀλήθεια. Ἄρα, δέν εἶναι θέμα ἀριθμοῦ, ἀλλά θέμα Ἀληθείας ἤ μή Ἀληθείας. Αὐτό τό πρᾶγμα δέν πρέπει νά τό ξεχνοῦμε, γιατί εἶναι ἡποιοτική διαφορά μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί ἑτεροδοξίας, στήν πράξη. ΣτήνὈρθόδοξη Ἐκκλησία, τά πράγματα δέν λειτουργοῦν παπικά. Δέν εἶναι ὁ «Πρῶτος»ὑπεράνω καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅπως στόν Παπισμό, οὔτε φυσικάὑπάρχει κάποιος ἐπιμέρους Προκαθήμενος ὡς πάπας, πού νά τοποθετηθεῖ πάνωἀπό τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἄρα, κριτήριο στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι ὅτι συνῆλθε ὅλη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἀπεφάσισε κάτι πλειοψηφικά. Θά μποροῦσε νά εἶναι θεωρητικά καί ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι, καί ἕνας, δύο, τρεῖς ἤ ἐλάχιστοι ἀπό αὐτούς νά λέγανε κάτι τόἀντίθετο. Δέν σημαίνει ὅτι ἐκεῖνο πού θά πεῖ ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν Ἐπισκόπων ἀποτελεῖ ἐχέγγυο τῆς Ἀληθείας, καί ὅτι θά πρέπει ὁπωσδήποτε αὐτό νά τό ἀποδεχτεῖ τό πλήρωμα. Ὄχι, δέν εἶναι ἔτσι τά πράγματα στήν Ἐκκλησία. Κριτήριο τῆς Ἀληθείας εἶναι ἐάν τά λεγόμενα στίς Ἐκκλησιαστικές Συνόδους εἶναι «ἑπόμενα τοῖς Ἁγίοις Πατράσι».
Εἶναι θέμα τῆς ὅλης Ἐκκλησίας νά ἀποτιμήσει στό μέλλον, ἐν Συνόδῳ, θεολογικά καί τελεσίδικα, τίς ἀποφάσεις καί αὐτοῦ τοῦ Ἀρχιερατικοῦ «Συνεδρίου» τῆς Κρήτης. Ἕως τότε, ὅμως, μπορεῖ καί πρέπει ὁ κάθε πιστός, παραμένοντας ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, νά τοποθετηθεῖ στίς μετέωρες καί ἀντιφατικές ἀποφάσεις αὐτοῦτοῦ «Συνεδρίου», μέ τά κριτήρια τῆς δογματικῆς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας, διαχρονικῶς. Τά ἀσφαλῆ κριτήρια αὐτῆς τῆς δογματικῆς συνειδήσεως συνοψίζονται στό περιεχόμενο τῆς ἁγιοπατερικῆς ρήσεως: «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι». Καί ἡ ρήση αὐτή ἀφορᾶ καίρια τόσο τόν τύπο τῶν Συνόδων, ὅσο καί τήν δογματική διδασκαλία τους.
Μέ ἄλλα λόγια, ἄν τό εὐλαβές πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας – ὡς φορέας τῆς δογματικῆς συνειδήσεώς της – ἐπιβεβαιώνει τήν ὀρθότητα τῶν ἀποφάσεων τῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας, ἤ ἀκυρώνει ἀποφάσεις Πανορθοδόξων Συνόδων, θεωρῶντας τες ὡς Ψευδοσυνόδους, τότε εἶναι προφανές ὅτι ἔχει τό δικαίωμα καί τήν ὑποχρέωση νά ἐκφραστεῖ μέ φόβο Θεοῦ καί ἔνθεο ζῆλο καί κατεξοχήν, στήν προκειμένη περίπτωση, γιά τίς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης. (Βλ. σχετικῶς καί π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ, Τό σῶμα τοῦ ζῶντος Θεοῦ, Μιά Ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1999, σσ. 80-83).
Πηγή: (Εἰσήγηση στό Ἀντιαιρετικό Σεμινάριο τῆς Ἱεράς Μητροπόλεως Γλυφάδας, 17 Ὀκτωβρίου 2016), Ακτίνες
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...