Μέχρι στιγμής διαχειριστήκαμε το θέμα της ύπαρξης αιρετικών στην Αγγλία πριν τον Wycliff ακολουθώντας την επικρατούσα άποψη, ότι δηλ. αίρεση δεν υπήρχε και όσες φορές έγινε προσπάθεια να εισβάλει έξωθεν στην νήσο, αντιμετωπίστηκε επιτυχώς. Ακολουθήσαμε την άποψη αυτή σε προηγούμενα κεφάλαια, όπως το 7.2.4, ενώ στο 8.7.2. στα εισαγωγικά του Wycliff διατυπώσαμε μια πρώτη αμφισβήτηση, διότι η εμφάνισή του είναι ένα μυστήριο που δεν μπορούσε να εξηγηθεί επαρκώς, σύμφωνα με την επικρατούσα θεωρία. Η εξέταση των πηγών ανατρέπει την μέχρι τώρα εικόνα. Από το 1160 έως το 1377 υπάρχουν καταγεγραμμένες 45 περιπτώσεις ατόμων ή ομάδων που ανακρίθηκαν ή καταδικάστηκαν για αιρετικές ιδέες και πρακτικές[1]. Εδώ πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι υπάρχουν κάποιοι παράγοντες που δείχνουν ότι ο αριθμός αυτός είναι μικρότερος από ότι θα έπρεπε. Δεν πρόκειται δηλαδή για απουσία αίρεσης αλλά για έλλειψη εξέτασης και καταγραφής μιας πραγματικότητας στο αρχειακό υλικό. Αυτό συνεπάγεται απροθυμία εκ μέρους των Άγγλων επισκόπων να διώξουν τους αιρετικούς με περισσότερη ένταση.
8.10 Οι Λολλάρδοι Α’
Αιρετικοί στην Αγγλία τον ΙΔ’ αι. – Νέα στοιχεία
Μέχρι στιγμής διαχειριστήκαμε το θέμα της ύπαρξης αιρετικών στην Αγγλία πριν τον Wycliff ακολουθώντας την επικρατούσα άποψη, ότι δηλ. αίρεση δεν υπήρχε και όσες φορές έγινε προσπάθεια να εισβάλει έξωθεν στην νήσο, αντιμετωπίστηκε επιτυχώς. Ακολουθήσαμε την άποψη αυτή σε προηγούμενα κεφάλαια, όπως το 7.2.4, ενώ στο 8.7.2. στα εισαγωγικά του Wycliff διατυπώσαμε μια πρώτη αμφισβήτηση, διότι η εμφάνισή του είναι ένα μυστήριο που δεν μπορούσε να εξηγηθεί επαρκώς, σύμφωνα με την επικρατούσα θεωρία.
Η εξέταση των πηγών ανατρέπει την μέχρι τώρα εικόνα. Από το 1160 έως το 1377 υπάρχουν καταγεγραμμένες 45 περιπτώσεις ατόμων ή ομάδων που ανακρίθηκαν ή καταδικάστηκαν για αιρετικές ιδέες και πρακτικές[1]. Εδώ πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι υπάρχουν κάποιοι παράγοντες που δείχνουν ότι ο αριθμός αυτός είναι μικρότερος από ότι θα έπρεπε. Δεν πρόκειται δηλαδή για απουσία αίρεσης αλλά για έλλειψη εξέτασης και καταγραφής μιας πραγματικότητας στο αρχειακό υλικό. Αυτό συνεπάγεται απροθυμία εκ μέρους των Άγγλων επισκόπων να διώξουν τους αιρετικούς με περισσότερη ένταση.
Είναι επίσης αναγκαίο να ειπωθεί, ότι αυτές οι περιπτώσεις, αν εξεταστούν μεμονωμένα μπορούν να θεωρηθούν ήσσονος σημασίας. Συνδυαστικά, όμως, δείχνουν ότι υπάρχει μεγαλύτερη εξάπλωση από την προβλεπόμενη, ειδικά στον ΙΓ’ και ΙΔ’ αιώνα. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Ερμηνεύει καλύτερα και πιο πειστικά την εμφάνιση του ίδιου του Wyclif, στην εποχή και το τόπο που παρουσιάστηκε. Ανοίγει νέους δρόμους στην κατανόηση των Λολλάρδων, των αιρετικών δηλαδή που ακολουθούσαν και εφάρμοζαν τις διδασκαλίες του. Ταυτόχρονα θέτει νέα ερωτήματα για τις σχέσεις τους με τους παλαιότερους αιρετικούς, την μοναδικότητα της σέκτας τους, όπως επίσης και για τα κριτήρια της ένταξης κάποιας περίπτωσης αποκλίνουσας διδασκαλίας στην συγκεκριμένη αίρεση από τους ιστορικούς. Προκύπτει η ανάγκη να καθοριστούν εκ νέου τα όρια της.
Πριν προχωρήσουμε περισσότερο στην ανάλυση, ας δούμε ποιες περιπτώσεις αιρετικών είναι καταγεγραμμένες στις πηγές τον ΙΔ’ αι.
8.10.1 Ralph de Tremur
Στο αρχείο του John de Grandisson[2], επισκόπου του Exeter (1327- 1369), βρίσκεται η περίπτωση του Ralph de Tremur. O Ralph ήταν πάστορας στο Warleggan (Κορνουάλλη) και παραιτήθηκε για να σπουδάσει στην Οξφόρδη. Με το πέρας των σπουδών επανήλθε στην ενορία του και έδιωξε κακήν κακώς τον νέο πάστορα, αφού πρώτα του αφαίρεσε την περιουσία κι έκαψε το σπίτι του. Στην επαρχία του Exeter έκανε κηρύγματα με έντονο αντιμυστηριακό χαρακτήρα. Αρνούνταν την μεταβολή των Τιμίων Δώρων σε Σώμα και Αίμα Χριστού[3]. Σύντομα συγκέντρωσε γύρω του ομάδα πιστών με κύριο χαρακτηριστικό την μυστικότητα.
Δεν έμεινε μόνο στα κηρύγματα. Έδωσε παραδείγματα εξτρεμιστικής δράσης. Εισέβαλε σε εκκλησία και έκλεψε την όστια από το δισκάριο, την οποία στην συνέχεια έκαψε[4]. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να αφοριστεί από τον John de Grandisson[5]. Διέφυγε την σύλληψη και πήγε στο Λονδίνο. Ο επίσκοπος Exeter έστειλε ακολούθως επιστολή στον επίσκοπο του Λονδίνου, στην οποία τον ενημέρωνε για το ποιόν του Ralph de Tremur. Σ’ αυτήν διαπιστώνεται και η αντικληρικαλιστική άποψή του καθώς εμφανίζεται ν’ αρνείται το ιερατικό αξίωμα. Έλεγε χαρακτηριστικά και σε σχέση με τις απόψεις του για την Θ. Ευχαριστία, ότι ο ιερέας δεν κάνει τίποτα άλλο από το να χασμουριέται και να ξεφυσά πάνω σε ένα κομμάτι ψωμ[6]. Αρνούνταν την τιμή στους αγίους και καταφερόταν με μανία εναντίον του αποστόλου Πέτρου, για τον οποίον έλεγε ότι ήταν ένας αγροίκος, και Ιωάννη του Ευαγγελιστή, τον οποίο αποκαλούσε ψεύτη[7]. Στο Λονδίνο χάνονται τα ίχνη του.
Η δράση του Ralph de Tremur τοποθετείται μεταξύ των ετών 1330-1350. Προηγείται υπέρ της εικοσαετίας από τον Wycliff. Συνεπώς δεν είναι Λολλάρδος, τουλάχιστον μέλος της αίρεσης, όπως την γνωρίζουμε σήμερα. Δύο σημεία είναι άξια παρατήρησης. Ο Ralph παρουσιάζεται ως πιστός παπικός πριν την εισαγωγή του στην Οξφόρδη και εμφανίζει τα φρονήματά του μετά το πέρας των σπουδών, ακριβώς όπως και ο Wyclif. Αυτό θα μπορούσε να δείξει ότι στο κολέγιο κυκλοφορούσαν ήδη αιρετικές απόψεις, χωρίς να μπορούμε να εστιάσουμε περισσότερο και με την προϋπόθεση ότι η αρχική διάθεσή του ήταν ειλικρινής.
Το τελευταίο, τίθεται σε αμφισβήτηση, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι ο θείος του Ralph, Ιωάννης, ήταν πάστορας σε μια άλλη ενορία του Exeter στο Lifton του Devonshire από το 1329. Στην ίδια ενορία ήταν πάστορας ένας γνωστός Λολλάρδος κήρυκας, ο Lawrence Bedeman[8], από το 1383 έως τον θάνατό του το 1429. Δεν φαίνεται να υπάρχει απευθείας σχέση μεταξύ των δύο, ωστόσο η σύμπτωση αφήνει υπονοούμενα. Δεν μπορεί να μην παρατηρήσει κανείς την ολιγωρία των εκκλησιαστικών αρχών, με αποτέλεσμα να μένει στην θέση του ο Lawrence για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Η ίδια αδιαφορία στερεί από τον σύγχρονο ιστορικό τα απαραίτητα στοιχεία για την περαιτέρω διερεύνηση του θέματος.
Η επιτυχία του κηρύγματος του Ralph de Tremur οφείλονταν στο ότι γίνονταν κατανοητό. Ο Ralph απευθύνονταν στο ακροατήριο του στην καθομιλουμένη, όπως και οι Λολλάρδοι. Την εποχή αυτή κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο για τους παπικούς, οι οποίοι κήρυτταν, πολύ δε περισσότερο έγραφαν, μόνο στα λατινικά. Μάλιστα, ο επίσκοπος John de Grandisson φαίνεται ν’ ανησυχεί ιδιαίτερα για το γεγονός. Ενώ αναφέρει αρχικά ότι ο Ralph γνώριζε ικανοποιητικά τέσσερις γλώσσες (λατινικά, αγγλικά, γαλλικά και την βρετονική/κορνουαλλική διάλεκτο), στην συνέχεια εξηγεί ότι διδάσκοντας στην καθομιλουμένη παραπλάνησε τους απλούς και αγράμματους ανθρώπους[9].
Τρία σημεία πρέπει να τονιστούν εδώ:
α) ο αναλφαβητισμός των μεσαιωνικών μαζών που δεν επιτρέπει την οποιαδήποτε επαφή των πιστών με την θεολογία,
β) εκτός από το προφορικό κήρυγμα, το οποίο, όμως γίνεται μόνο στα λατινικά, όπως
γ) και όλη η μυσταγωγία των παπικών ακολουθιών, με αποτέλεσμα την αποξένωση του πιστού από την εκκλησία και την πίστη του[10].
Έτσι καλλιεργήθηκε πρόσφορο έδαφος για την επιτυχή δράση αιρετικών ευαγγελιστών στην καθομιλουμένη, μια πρακτική που από την πλευρά των εκκλησιαστικών αρχών ήταν καινοτομία, από τον κόσμο, όμως, ήταν καλοδεχούμενη.
Έχοντας υπόψη ότι ο προφορικός λόγος ήταν ο τρόπος γνωριμίας του κόσμου με την αίρεση, ο ιστορικός πρέπει να υποθέσει ότι οι αιρετικές ιδέες διαδόθηκαν πολύ πριν καταγραφούν, συνεπώς πρέπει να ψάχνει να εντοπίσει τους αιρετικούς πολύ πριν την ημερομηνία που προκύπτει από τα κείμενά τους. Η επαλήθευση του παραπάνω συμπεράσματος γίνεται μέσω της περίπτωσης του Ralph de Tremur και των άλλων περιπτώσεων που θα εξεταστούν παρακάτω. Το τονίζουμε ιδιαίτερα διότι η σύγχρονη έρευνα της αίρεσης των Λολλάρδων ακολουθεί δύο ατραπούς, εκ των οποίων η μία στηρίζεται αποκλειστικά στην μελέτη των κειμένων τους (θα αναφερθούμε εκτενέστερα στο οικείο κεφάλαιο).
8.10.2 frater Johannes…. doctor….
Στο Liber cancellari[11] της Οξφόρδης εμφανίζεται το παραπάνω όνομα με αυτή την γραφή. Πρόκειται για ένα έγγραφο καταδίκης κάποιου μοναχού με το όνομα Ιωάννης το 1358. Σύμφωνα με την απόφαση, ο συγκεκριμένος καταδικάστηκε διότι δίδασκε τα εξής:
α) Ότι οι δεκάτες ανήκαν δικαιωματικά στους μοναχούς των επαιτικών ταγμάτων και όχι στους προϊσταμένους των ναών[12],
β) ότι ο βασιλιάς έχει το δικαίωμα να κατάσχει την εκκλησιαστική περιουσία και να καθαιρεί τους εκκλησιαστικούς άνδρες και ιερείς[13],
γ) ότι το πανεπιστήμιο ήταν σχολείο αίρεσης (gymnasium haereticorum).
Την καταδίκη υπέγραψαν ο καγκελάριος της Οξφόρδης John de Hothum και οι κοσμήτορες William Denby Και Richard Toulworth[14].
Ο Ιωάννης προστιμήθηκε να πληρώσει 100 σελίνια, του απαγορεύτηκε η διδασκαλία της θεολογίας χωρίς ειδική άδεια και υποχρεώθηκε να διαβάσει μια δήλωση μετανοίας, δημόσια, στον ναό του πανεπιστημίου. Η δήλωση είχε ως εξής:
«Σεβαστοί διδάσκαλοι, ζητώ συγγνώμη για ό,τι έχω πει και στο εξής βεβαιώνω ότι,
Το Πανεπιστήμιο έχει ιδρυθεί πάνω στις στέρεες βάσεις της Καθολικής πίστης και είναι προστάτης αυτής[15].
Οι σεβαστοί διδάσκαλοι αυτού είναι καθολικοί άνδρες, λόγω και έργω[16].
Επίσης ζητώ συγγνώμη από την μητέρα μας (matrem nostram, δηλ. το Πανεπιστήμιο) και τους σεβαστούς διδάσκαλους και μάγιστρους, από τον Καγκελάριο και τους Προκουράτορες, όσους προσέβαλα κατά την άσκηση της έφεσής, φέρνοντας την αντιδικία μπροστά σε λόρδους και μεγιστάνες (dominis et magnates) και υποβάλλοντας τους σε πολλά έξοδα, και είμαι έτοιμος να προσφέρω ικανοποίηση σ’ αυτούς κατά την δύναμή μου.
Επίσης, στο εξής ανακαλώ τις απόψεις που έχουν αναφερθεί ότι εξέφρασα σχετικά με την κατάσχεση της εκκλησιαστικής περιουσίας (temporalia Deo et ecclesiis donata, δηλ. όσα αγαθά προσφέρονται ως δωρεά στο Θεό και τις εκκλησίες) από τον κοσμικό άρχοντα (domini temporales, δηλ. τον βασιλιά).
Επίσης, [ανακαλώ] ότι οι δεκάτες πρέπει να δίνονται στους μοναχούς των επαιτικών ταγμάτων (fratoribus mendicatibus) αντί στους προϊσταμένους των εκκλησιών (rectoribus et curatis).
Βεβαιώνω ότι όσα ειπώθηκαν για τις δεκάτες και την εκκλησιαστική περιουσία είναι πλάνες και λάθη (erroneas et falsas), ενάντια στην αλήθεια, και δεν θα τα υποστηρίξω στο εξής, είτε δημόσια, είτε κρυφά.»
Στο χειρόγραφο, το όνομα του Ιωάννη έχει μείνει κενό. Στο περιθώριο του χειρογράφου έχει γραφεί από μεταγενέστερο χέρι «Jo: Wycliff». Ένα τρίτο χέρι έχει συμπληρώσει «non accedo Wiclifus enim “frater” non erat, sed corum impugnator, si quis alius acerrimus[17]». Κάποιος μεταγενέστερος επιμελητής του χειρογράφου, υπέθεσε ότι ο «Ιωάννης» της απόφασης πρέπει να ήταν ο John Wyclif, ενώ κάποιος άλλος επισημαίνει ότι ο Wyclif δεν ήταν μοναχός. Γίνεται δεκτό και κατανοητό ότι η πρώτη σημείωση και η προσπάθεια ταύτισης του «Ιωάννη» με τον Wyclif οφείλεται στις απόψεις για το dominium που καταδικάστηκαν. Οι ίδιες απόψεις επαναλήφθηκαν αργότερα από τον δεύτερο και το «dominium» υπήρξε αντικείμενο μελέτης με σημαντική θέση στο έργο του. Εκτός όμως του ότι ο Wyclif δεν ήταν μοναχός, το 1358 είναι πολύ νωρίς για να του έχει δοθεί κάποια θέση διδασκαλίας στην Οξφόρδη.
Παραμένει επίσης άγνωστο το τάγμα του μοναχού. Γνωρίζουμε από το αρχείο, ότι η δήλωση μετανοίας έγινε με την σύμφωνη γνώμη και παρουσία των ηγουμένων του τάγματός του, ωστόσο αυτό δεν κατονομάζεται. Μπορεί, βέβαια, να υποτεθεί ότι εφόσον αξιώνει την απόδοση των δεκατών στα επαιτικά τάγματα, θα πρέπει να ήταν μέλος ενός τέτοιου. Τίποτα παραπάνω δεν μπορεί να ειπωθεί.
Το 1357 υπήρχαν δύο μοναχοί επαιτικών ταγμάτων με θέση αναπληρωτή καθηγητή θεολογίας στην Οξφόρδη. Ο ένας ήταν ο Φραγκισκανός John Nutone και η θητεία του στην συγκεκριμένη θέση παρατάθηκε για έναν ακόμη χρόνο, για να αναπληρώσει την απουσία του Richard Leomynstre, προστατευόμενου του «Μαύρου Πρίγκιπα». Αυτός έλαβε βασιλική άδεια και μπόρεσε να λείψει από την θέση του την χρονιά που μας ενδιαφέρει[18]. Συμπεραίνεται, λοιπόν, ότι ο John Nutone δεν θα μπορούσε να είναι ο καταδικασμένος Ιωάννης, διότι στην παράταση της θητείας του εμπλέκονταν το Στέμμα και η αποπομπή του θα έπρεπε ν’ αναφερθεί στο βασιλιά. Θα έπρεπε να έχει ακολουθηθεί μια διαφορετική διαδικασία[19].
Ο δεύτερος είναι ο John Kedington, ο οποίος ήταν μέλος των αυγουστίνειων μοναχών και απομακρύνθηκε από την υπηρεσία του στο Πανεπιστήμιο το 1357. Στην συνέχεια άσκησε έφεση στο Court of Arches, το επισκοπικό δικαστήριο του Καντέρμπουρι, χωρίς την άδεια του ηγουμένου του. Αυτό εναρμονίζεται με την αίτηση συγγνώμης του αρχείου, όπου φαίνεται ότι ο μοναχός Ιωάννης άσκησε έφεση προσβάλλοντας, εφόσον δεν είχε την άδεια, τον ηγούμενο του τάγματός του. Τα στοιχεία αυτά ταιριάζουν με τις πληροφορίες των πηγών, καθώς υπάρχει η σχετική μαρτυρία στα αρχεία του τάγματος στην Οξφόρδη, όπως και οι αποδείξεις για τα έξοδα ταξιδίου του καγκελάριου και των κοσμητόρων στο Λονδίνο για να παρουσιαστούν στην εκδίκαση της υπόθεσης[20].
O Aubrey Gwynn, ο οποίος είχε εξετάσει την υπόθεση παλαιότερα, είχε υποθέσει ότι ο Kedington είχε απομακρυνθεί από την Οξφόρδη για να λάβει την θέση του ο Geoffrey Hardeby και είχε ασκήσει έφεση για να διαμαρτυρηθεί για την άδικη καταδίκη του[21]. Κάτι τέτοιο όμως δεν προκύπτει από την εξέταση των πηγών, στις οποίες σημειωτέον δεν αναγράφεται η αιτία της απομάκρυνσής του. Οι ομοιότητες των δύο υποθέσεων δείχνουν ότι ο καταδικασμένος μοναχός Ιωάννης πρέπει να είναι ο John Kedington, μέλος του επαιτικού τάγματος του Αγίου Αυγουστίνου.
Στο κεφ. 8.8.2 αναφέρθηκαν περιληπτικά οι απόψεις του Fitzralph σχετικά με το dominium, απόψεις που στόχευαν συν τοις άλλοις και στον περιορισμό των προνομίων των επαιτικών ταγμάτων. Θα προσπαθήσουμε εδώ να εξηγήσουμε την ουσία του προβλήματος, ώστε να γίνει κατανοητό το επεισόδιο στην Οξφόρδη και η καταδίκη του Kedington.
Κατά την διάρκεια του ΙΓ’ και ΙΔ’ αιώνα τα επαιτικά τάγματα είχαν προικοδοτηθεί με σειρά προνομίων που τα καθιστούσε ανεξάρτητα και εκτός της δικαιοδοσίας του τοπικού επισκόπου. Ένα από αυτά ήταν και η δυνατότητα να ακούν την εξομολόγηση πιστών, άσχετα από το αν ο τελευταίος είχε ως πνευματικό τον ιερέα της ενορίας. Για την άσκηση της εξομολόγησης ο μοναχός του τάγματος δεν χρειαζόταν την άδεια του επισκόπου. Το προνόμιο αυτό ασκούνταν κατ’ εξαίρεση της διαταγής Omnis utriusque sexus, την οποία είχε εκδώσει η Δ’ Σύνοδος του Λατερανού. Σύμφωνα με αυτή την διαταγή, όλοι οι πιστοί όφειλαν να εξομολογούνται τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο και μόνο στον δικό τους ιερέα και αποτελούσε την βάση της αμφισβήτησης του προνομίου των ταγμάτων.
Το 1282 μια σύνοδος Φράγκων επισκόπων στο Παρίσι αμφισβήτησε την δικαιοδοσία του πάπα να εξαιρεί τα επαιτικά τάγματα από την παραπάνω διάταξη και αποφάσισε ότι οποιοσδήποτε εξομολογούνταν σε μοναχό τέτοιου τάγματος και λάμβανε συγχώρηση από αυτόν, όφειλε στη συνέχεια να επαναλάβει την εξομολόγησή του για δεύτερη φορά στον ενοριακό του ιερέα. Την παραπάνω απόφαση επικύρωσε το 1300 μ.Χ. ο πάπας Βονιφάτιος VIII με την διαταγή Super Cathedram[22], η οποία απαιτούσε την επανάληψη της εξομολόγησης των ενοριτών στον ιερέα τους. Ωστόσο, ο αντικαταστάτης του Βονιφάτιου, Βενέδικτος XI ακύρωσε την διαταγή του προκατόχου του εκδίδοντας την Inter Cuntos[23], με την οποία αποκαθιστούσε το προνόμιο των επαιτικών ταγμάτων. Ο ίδιος ο Βενέδικτος προέρχονταν από το τάγμα των Δομινικανών. Το 1311-2 ο Κλήμης V επανέφερε σε ισχύ την Super Cathedram, περιλαμβάνοντάς την στον κανόνα Dudum a Bonifacio της Συνόδου της Βιέννης.
Όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς, το θέμα του συγκεκριμένου προνομίου δεν αφορούσε μόνο την αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας των ταγμάτων, αλλά εκτείνονταν και σε αυτή την δικαιοδοσία του πάπα με τάσεις φυγόκεντρες. Οι υποστηρικτές του προνομίου πρότειναν ότι ο πάπας είναι ο κατ’ εξοχήν proprius sacerdos κάθε Χριστιανού και μπορούσε να παραχωρεί δικαιωματικά την δυνατότητα της άφεσης αμαρτιών, εις βάρος της πνευματικής αρμοδιότητας των τοπικών επισκόπων. Στις αρχές του ΙΔ’ αι. ο παρισινός θεολόγος John de Pouilly αντεπιχειρηματολόγησε ισχυριζόμενος ότι η εξουσία του κλήρου πηγάζει από τον ίδιο τον Χριστό και όχι από τον πάπα ή τους επισκόπους, συνεπώς ο πάπας δεν μπορούσε ν’ αφαιρέσει το δικαίωμα των ενοριακών ιερέων ν’ ακούν τις εξομολογήσεις των ενοριτών τους. Το 1321 ο πάπας Ιωάννης XXII καταδίκασε τις απόψεις του John de Pouilly με την βούλα Vas Electionis. Ο τελευταίος υποχρεώθηκε σε δημόσια δήλωση μετανοίας[24].
Το 1350 ξεκίνησε η διαμάχη μεταξύ του Αρχιεπισκόπου Armagh, Richard Fitzralph, και του αυγουστίνειου τάγματος[25]. Ο Fitzralph στο έργο του «De pauperie salvatoris» κατηγορούσε τα επαιτικά τάγματα ότι είχαν παραβεί τους όρκους τους περί ακτημοσύνης και σφετερίζονταν την πνευματική εξουσία του ενοριακού κλήρου. Εφόσον, κατά τον Fitzralph, οι μοναχοί των ταγμάτων είχαν καταχραστεί τα προνόμιά τους, συμπεριλαμβανομένου και του προνομίου της εξομολόγησης, είχαν χάσει το dominium επί των προνομίων αυτών. Εφάρμοζε τις απόψεις του για το dominium, και πιο συγκεκριμένα για το δικαίωμα ιδιοκτησίας και χρήσης, κι έλεγχε βάσει αυτών τα προνόμια των επαιτικών ταγμάτων.
Το 1356-7 εκφώνησε μια σειρά ομιλιών επί του θέματος στο Λονδίνο. Τα τάγματα, με πρώτο αυτό των αυγουστίνειων μοναχών, κατηγόρησαν τον Fitzralph ως αιρετικό, ότι αναβίωνε τις απόψεις του John de Pouilly. Προσέφυγαν στην παπική curia στην Avignon και ταυτόχρονα εξασφάλισαν την συμπαράσταση του βασιλιά Εδουάρδου Γ’. Ο Fitzralph μετέβη στην Avignon με σκοπό να υπερασπιστεί τις θέσεις του, αλλά πέθανε το 1360 πριν την εκδίκαση της υπόθεσης, οπότε το ζήτημα εξασθένησε, χωρίς να λυθεί οριστικά. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Λολλάρδοι στην Οξφόρδη τον ανακήρυξαν άγιο, καλώντας τον St Richard of Dundalk.
Ποια είναι όμως η θέση του Kedington σ’ αυτή την διαμάχη; Η απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση θα βοηθήσει να βρούμε επίσης την θέση του στην ιστορία της αίρεσης στην Αγγλία, πριν από τον Wycliff. Θεωρητικά ο Kedington ήταν εκπρόσωπος των αυγουστίνειων αδελφών στην Οξφόρδη. Η απόψεις του θα έπρεπε ν’ ακολουθούν την γραμμή του τάγματός του και κατ’ επέκταση των επαιτικών ταγμάτων. Η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι η θέση του για τις δεκάτες ευνοούσε τα τάγματα. Ας δούμε όμως ποιο ήταν το θέμα συζήτησης επ’ αυτού.
Σε προηγούμενο κεφάλαιο εξηγήθηκε το ότι η «πώληση» των μυστηρίων από τους παπικούς, και ειδικά της άφεσης των αμαρτιών, αποτελούσε σημαντική πηγή εσόδων για τους ιερείς κάθε βαθμίδας, από τον απλό ενοριακό ιερέα έως τον πάπα. Εξίσου σημαντικά ήταν και τα έσοδα από τις δεκάτες και τις άλλες τακτικές ή έκτακτες προσφορές των πιστών. Η διανομή αυτών των εσόδων γινόταν βάσει εσωτερικών κανονισμών, χωρίς η απληστία να επιτρέπει κορεσμό. Οι πιστοί από την πλευρά τους προσπαθούσαν να φανούν ευρηματικοί στο ν’ αποφύγουν να πληρώσουν αυτά που απαιτούνταν. Στο σημείο αυτό οι μοναχοί των επαιτικών ταγμάτων ήταν ανταγωνιστικότεροι από τους ενοριακούς. Πρόσφεραν την άφεση φθηνότερα. Αυτό ήταν πρόβλημα για τους ιερείς των μεγάλων πόλεων, όπου οι πλούσιοι πολίτες μπορούσαν ν’ αποφεύγουν την πληρωμή της δεκάτης με το να στρέφονται στους «επαίτες» μοναχούς.
Ο Fitzralph έψεξε αυτή την τακτική σε μια σειρά ομιλιών που έδωσε στο Δουβλίνο, την Drogheda και το Λονδίνο[27]. Κατηγόρησε τους μοναχούς ότι έδιναν άφεση στους φοροφυγάδες και με την συμπεριφορά τους ενθάρρυναν την αποφυγή πληρωμής της δεκάτης. Οι κατηγορίες επαναλήφθηκαν δημόσια στις 26 Φεβρουαρίου το 1357 στο Λονδίνο. Ο Kedington από την πλευρά του δεν αρνήθηκε τις κατηγορίες, ως όφειλε, αλλά φαίνεται να τις ενισχύει, όταν στη συζήτηση που ξεκίνησε στην Οξφόρδη, πρόβαλε την απαίτηση να μεταφερθεί το δικαίωμα της είσπραξης της δεκάτης στα επαιτικά τάγματα. Μάλιστα, ζητούσε αυτή η μεταφορά του δικαιώματος να μην περιμένει την έγκριση της παπικής εκκλησίας, αλλά να επιβληθεί από τους κοσμικούς κτήτορες ή πάτρωνες των ναών, με το πρόσχημα της ανηθικότητας των ιερέων[28]. Στην συνέχεια επέκτεινε την απαίτησή του ζητώντας από τον βασιλιά να κατάσχει την εκκλησιαστική περιουσία και πάλι με το πρόσχημα της ανηθικότητας.
Στήριζε την αξίωση για την απόδοση της δεκάτης στους μοναχούς των ταγμάτων, στην φαινομενικά ηθικότερη ζωή που αυτοί διήγαν. Χρησιμοποιούσε δηλαδή τα επιχειρήματα του Fitzralph, εφόσον κατ’ αυτόν ο δίκαιος και ηθικός άνθρωπος είχε περισσότερα δικαιώματα επί του dominium[29]. Επίσης, η απόδοση του δικαιώματος της κατάσχεσης της εκκλησιαστικής περιουσίας στον βασιλιά απέρρεε και πάλι από τις απόψεις του Fitzralph. Ο Kedington, λοιπόν, όχι μόνο τη γραμμή της αδελφότητας του δεν ακολουθούσε, αλλά ούτε και τα συμφέροντα της δεν εξυπηρετούσε. Οι απόψεις του ήταν ανειλικρινείς καθώς με την μεταφορά του δικαιώματος επί της δεκάτης θα έβγαιναν κερδισμένοι οι πλούσιοι φοροφυγάδες, οι οποίοι, όπως θα φανεί, ήταν και αυτοί που τον στήριζαν. Το Πανεπιστήμιο τον καταδίκασε και η αδελφότητα, στην οποία ανήκε δεν φάνηκε να τον στηρίζει πουθενά. Αντίθετα ο ηγούμενός του συγκαταλέγεται στους προσβεβλημένους από τις απόψεις και τις πράξεις του.
Ο Kedington αρχικά δεν δέχθηκε την καταδικαστική απόφαση και προχώρησε το θέμα εκτός Πανεπιστημίου, ελπίζοντας ίσως να μεταφέρει προς τα έξω και την όλη συζήτηση. Η απόφαση γράφει ότι «έκανε βιαστική έφεση και κατηγόρησε ενώπιον λόρδων και μεγιστάνων» (improvide appellado, dominis et magnatibus querelando). Ποιοι είναι αυτοί οι κοσμικοί άρχοντες, δεν προκύπτει από τα αρχεία. Ας μην ξεχνάμε ότι και το όνομα του Kedington δεν αναφέρεται και ότι χρειάστηκε να γίνει έρευνα για να βρεθεί. Συμπεραίνεται, όμως, ότι είχε ισχυρούς προστάτες, οι οποίοι απαγόρευσαν την καταδίκη του για αίρεση, όπως ακριβώς θα συμβεί μερικά χρόνια αργότερα και με τον Wyclif[30]. Πραγματικά, ο Kedington δεν καταδικάστηκε για αίρεση, μάλλον γι’ ανυπακοή και προσβολή.
Προσέφυγε στο δικαστήριο St Mary Arches στο Λονδίνο, το επισκοπικό δικαστήριο της Αρχιεπισκοπής του Καντέρμπουρι[31]. Η ίδια η δικονομία της έφεσης δεν έχει ιδιαίτερη αξία για το θέμα μας. Περισσότερο ενδιαφέρουσες και αποκαλυπτικές είναι οι παρασκηνιακές κινήσεις μέχρι την εκδίκαση. Από πλευράς νομιμότητας της έφεσης, ο Kedington στηρίζονταν στο σκεπτικό, ότι η απομάκρυνσή του από την διδασκαλική έδρα δεν ήρθε ως τιμωρία κάποιας συγκεκριμένης πράξης του, αλλά ως καταδίκη των ιδεών του. Θεωρητικά στο σκεπτικό ήταν σωστό. Στην πράξη δείχνει την θρασύτητά του. Ο Kedington έπρεπε να έχει καταδικαστεί ως αιρετικός. Αυτό δεν έγινε διότι είχε ισχυρούς προστάτες και ενδεχομένως οι υπεύθυνοι του Πανεπιστημίου και του αυγουστινειανού τάγματος δεν ήθελαν να δώσουν περισσότερη έκταση. Ο Kedington ήθελε να δώσει έκταση στο ζήτημα και οι ιδέες του ν’ ακουστούν παραέξω, ελπίζοντας ίσως να κερδίσει περισσότερη συμπάθεια προς τις ιδέες του μέσω της «άδικης» καταδίκης του.
Οι υπεύθυνοι του τάγματος απαγόρευσαν στον Kedington ν’ ασκήσει έφεση. Αυτό προκύπτει από μια επιστολή που παρουσίασε ο καγκελάριος Hothum στο επισκοπικό δικαστήριο. Την υπέγραφαν ο περιφερειακός ηγούμενος Prior William και ο ηγούμενος του Kedington, Prior John. Με τις υπογραφές τους[32] δήλωναν υπεύθυνα ότι είχαν απαγορεύσει σ’ αυτόν ν’ ασκήσει έφεση και ότι η υπόθεσή του δεν είχε βάση. Αυτό το γεγονός βοηθάει στην απόρριψη της υπόθεσης ότι ένας από τους πάτρωνες του Kedington θα πρέπει να ήταν ο Humphrey de Bohum[33], έκτος κόμης του Hereford και ισχυρός πάτρωνας του τάγματος. Οι κινήσεις του ήταν ενάντιες στα συμφέροντα του τάγματος και είναι απίθανο να βοηθήθηκε σ’ αυτό από έναν ευεργέτη τέτοιας εμβέλειας.
Τον Μάρτιο του 1358 ο John Hothum έστειλε μια επιστολή στον Fitzralph, ο οποίος βρισκόταν τότε στην curia της Αβινιόν, ζητώντας του να ενημερώσει τον πάπα για τα τεκταινόμενα. Ο κομιστής της επιστολής θα του εξηγούσε τις λεπτομέρειες. Δυο σημαντικά στοιχεία προκύπτουν, ένα άμεσα και ένα έμμεσα, από την εν λόγω επιστολή[34]. Ο Hothum δεν μπορούσε ν’ αναγκάσει τον Kedington να κάνει δημόσια δήλωση μετανοίας, εξαιτίας των μεγιστάνων (magnatibus de regno) που τον στήριζαν. Ακριβώς όπως και στην περίπτωση του Wyclif. Η ημερομηνία της επιστολής κρύβει το δικό της μυστικό. Θεωρητικά, η υπόθεση θα έπρεπε να έχει εκδικαστεί 2 μήνες πρωτύτερα. Φαίνεται λοιπόν ότι οι ίδιοι ισχυροί προστάτες του Kedington ασκούσαν πίεση αναβάλλοντας την έκδοση της απόφασης[35].
Τελικά, η έφεση απορρίφθηκε μάλλον Μάιο ή Ιούνιο του 1358, εφόσον η ημερομηνία της δημόσιας απολογίας του Kedington τοποθετείται από τα αρχεία στον Ιούλιο του ίδιου έτους. Η έφεση ήταν αντίθετη σε βασιλικό νόμο του 1355, τον οποίο είχε εκδώσει ο Εδουάρδος Γ’ και απαγόρευε το έκκλητο στην παπική κούρια, αποφάσεων που είχαν παρθεί από την καγκελαρία[36]. Παρότι δεν υπάρχουν στοιχεία για την ανάμιξη του βασιλιά στην απόρριψη της έφεσης, δεδομένης της μη ανάμιξης του πάπα, δεν υπήρχε άλλος παράγοντας για να εξισορροπήσει την άσκηση τόσο υψηλής πολιτικής πίεσης στο επισκοπικό δικαστήριο. Ο Εδουάρδος Γ’ μάλλον έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την έκβαση του ζητήματος και αυτό θα εξηγήσει κάτι ακόμα αμέσως παρακάτω.
Η περίπτωση του John Kedington παρουσιάζει ομοιότητες με την περίπτωση του John Wyclif. Τον στηρίζουν πολιτικοοικονομικοί παράγοντες και στοχεύουν στην θεωρητική θεμελίωση και διάδοση του αιρετικού τους μανιφέστο, στοχεύοντας να πλήξουν τον παπισμό. Ο Kedington απέτυχε εκεί που ο Wyclif πέτυχε για δύο κυρίως λόγους. Ο κακγκελάριος της Οξφόρδης αντιμετώπισε άμεσα το ζήτημα, χωρίς να κωλυσιεργήσει καθόλου. Βοηθήθηκε από τους δύο κοσμήτορες και δεν χρειάστηκε να προσφύγει στο συμβούλιο των καθηγητών, παρατυπώντας μεν, επιτυγχάνοντας, όμως, γρήγορη επίλυση. Το θέμα θα μπορούσε να λάβει περισσότερη έκταση. Σταμάτησε εκεί επειδή στο θρόνο καθόταν ένας δυναμικός και αποφασιστικός βασιλιάς, ο οποίος δεν επέτρεψε στους «dominis et magnatibus» να εκπληρώσουν τα σχέδιά τους. Μόλις ο βασιλιάς αυτός εξέλιπε, αφήνοντας κενό εξουσίας, όπως είδαμε, οι πολιτικοί παράγοντες της Αγγλίας με αρχηγό τον Ιωάννη της Γάνδης προώθησαν τον Wyclif.
Η περίπτωση του John Kedington αφήνει να εννοηθεί ότι η αίρεση εισέβαλε στην Αγγλία μέσω των επαιτικών ταγμάτων. Εφόσον οι αιρετικοί δεν μπορούσαν να διαδώσουν την αίρεση στο νησί εμφανίζοντας το πραγματικό τους πρόσωπο, φόρεσαν το ένδυμα προβάτου και πέρασαν απαρατήρητοι.
8.10.3 Marion Rye του Romsey
Στα αρχεία του William του Wykeham[37], επισκόπου του Winchester (1366-1404) υπάρχουν δύο επιστολές του προς την ηγουμένη του γυναικείου μοναστηριού των Βενεδικτίνων στο Romsey του Hampshire. Η ηγουμένη είχε απευθυνθεί στον επίσκοπο ζητώντας οδηγίες για την αντιμετώπιση της αποστασίας μιας μοναχής, της Marion ή Margery Rye. Ο William αρχικά διόρισε τον John Turke, ενοριακό ιερέα στο Michelmersh, να ερευνήσει την υπόθεση της Marion ή όπως αναφέρει, ν’ ακούσει την εξομολόγησή της. Η ανάθεση της εντολής έγινε στις 20 Μαρτίου του 1368.
Στην συνέχεια ο επίσκοπος πληροφορήθηκε τα καθέκαστα της Marion. Αυτή είχε αφαιρέσει από το κεφάλι της το μοναχικό βέλο του τάγματός και απέφευγε να συμμετάσχει στην κοινή λατρεία. Αντί να παρίσταται με την υπόλοιπη αδελφότητα στον χορό, προτιμούσε να κάθεται με τους λαϊκούς. Αρνούνταν να παρακολουθήσει κάποιες ακολουθίες, όπως οι Ώρες και γενικά δεν συμπεριφέρονταν κατά την τάξη της αδελφότητας. Ιδιαίτερες ανησυχίες εγείρονταν από την άρνησή της να συμμετάσχει στα μυστήρια, όπως η εξομολόγηση και η Θ. Κοινωνία.
Η αντιμυστηριακή νοοτροπία της εξηγείται από ένα ακόμη γεγονός. Όπως πληροφορήθηκε ο επίσκοπος, η Marion συνήθιζε να συναντιέται στα κρυφά με πλανόδιους κήρυκες και ν’ ακούει τις ομιλίες τους. Ο εκδότης του αρχείου του William του Wykeham, T. F. Lirby, υπέθεσε ότι οι πλανόδιοι αυτοί κήρυκες ήταν ακόλουθοι του Wyclif[38]. Αυτό είναι εν μέρει σωστό. Τα γεγονότα τρέχουν εν έτει 1368 και ο Wycliff έχει ξεκινήσει ήδη την ακαδημαϊκή του καριέρα.
Εκείνο, όμως, που διαφύγει του Lirby είναι το ότι ο Wyclif δεν θ’ αναπτύξει αντιμυστηριακές απόψεις και στάσεις πριν το 1377, εννιά χρόνια αργότερα. Αυτή η διαπίστωση αφήνει υπονοούμενα. Έχουμε δηλαδή αιρετικούς διδασκάλους να διαδίδουν τις απόψεις του Wyclif, πριν τις διατυπώσει ο ίδιος. Σίγουρα υπάρχει λογικό σφάλμα. Αν θέλει κάποιος να επιμένει ότι η αρχή της αίρεσης των Λολλάρδων βρίσκεται στον Wycliff, τότε έρχεται αντιμέτωπος με κάποια αδιέξοδα. Η περίπτωση αυτή δείχνει ξεκάθαρα ότι η αίρεση προηγείται του αρχηγού της. Βλέπουμε ότι υπήρχαν αιρετικοί εν δράσει σε μια εποχή που ο ίδιος προσπαθούσε να ξεκαθαρίσει τις ιδέες του. Βλέπουμε ότι στρατολογούνται μέλη, πριν ο ίδιος ξεκινήσει τις ομιλίες του.
Η περίπτωση της Marion Rye ίσως κρύβει έναν συμβολισμό. Η αίρεση που μέχρι τώρα κρύβονταν πίσω από το μοναχικό ένδυμα του προβάτου, αποβάλλει το βέλο που την καλύπτει και δείχνει το πραγματικό της πρόσωπο. Η εποχή συμπίπτει με την έναρξη της δράσης του Wyclif και αυτό είναι κάτι παραπάνω από σύμπτωση. Μάλλον πρόκειται για συντονισμένη επιχείρηση. Τελικά ο επίσκοπος William εξουσιοδότησε την ηγουμένη του μοναστηριού, να μετέλθει οποιουδήποτε μέτρου ή τιμωρίας έκρινε η ίδια πρόσφορο και αναγκαίο για τον σωφρονισμό της Marion, αρκεί να μην βλαπτόταν η ζωή της.
8.10.4 John Ball
Έχοντας υπόψη τα παραπάνω μπορεί κάποιος να εξετάσει με νέα οπτική την περίπτωση του John Ball, αναζητώντας εξηγήσεις σε θέματα που πριν απλώς παραβλέπονταν. Ο John Ball (1338-1381) γεννήθηκε στο St. Albans του Hertfordshire και έγινε ιερέας στο Gloucester. Εκεί εμφάνισε αιρετικές απόψεις ήδη από το 1364 με αποτέλεσμα τον αφορισμό του το 1366 από τον Αρχιεπίσκοπο Islip (1349-1366) και το εγκλεισμό του στην φυλακή.
O John Ball ήταν ο «τρελός ιερέας του Κεντ[39]», ένας από τους αρχηγούς της εξέγερσης των χωρικών του 1381. Όταν ξέσπασε η εξέγερση ήταν φυλακισμένος από τον Αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρι στην Maidstone Prison, απ’ όπου απελευθερώθηκε από τον Wat Tyler και τους επαναστάτες, στις 7 Ιουνίου. Μετά την ήττα των επαναστατών στο Billericay από τον στρατό του βασιλιά Ριχάρδου Β’ (1377-1399), διέφυγε στο Κόβεντρυ, όπου και συνελήφθη. Εκτελέστηκε στις 15 Ιουλίου του 1381.
Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, ο John Ball ήταν ακόλουθος του John Wyclif. Η άποψη αυτή ωστόσο παρουσιάζει δύο λογικά σφάλματα που τείνουν να παραβλέπονται από τους ιστορικούς που την υποστηρίζουν, αν και έχουν επισημανθεί ήδη. Το πρώτο είναι ότι δεν υπάρχει απευθείας εμφανής και ιστορικά αποδεδειγμένη σχέση μεταξύ των δύο ανδρών[40]. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να φανερώνει ότι οι δύο άνδρες γνωρίζονταν, ότι είχαν συναντηθεί κάποτε, ότι ο John Ball είχε επηρεαστεί από τον Wyclif. Ωστόσο, οι πηγές μαρτυρούν ότι ο πρώτος δίδασκε τα ίδια με τον δεύτερο[41]. Υπάρχει λοιπόν ένας κοινός παρονομαστής.
Το δεύτερο είναι ότι ο John Ball ξεκίνησε την δράση του πολύ πριν ο Wyclif αρχίσει να διδάσκει. Υπάρχουν βεβαιωμένα ιστορικά στοιχεία ότι ο πρώτος δρούσε το 1364[42] και όπως είπαμε το αφορίστηκε το 1366. Αντίστοιχα, ο Wyclif το 1364 βρισκόταν μόλις στο πρώτο έτος των σπουδών του στη θεολογία, τις οποίες ολοκλήρωσε το 1369 κι έλαβε το διδακτορικό του το 1372 (βλ. σχ. κεφ. 8.7.3). Ήταν λοιπόν, φοιτητής και δεν υπάρχει περίπτωση να δίδαξε ο,τιδήποτε στον πρώτο. Πρέπει λοιπόν να δεχθούμε ως λογικό συμπέρασμα βάσει των στοιχείων, ότι ο John Ball είχε έρθει σε επαφή με την ίδια αίρεση, μέσω άλλου δρόμου.
8.10.5 Άλλες περιπτώσεις
Οι παραπάνω περιπτώσεις αίρεσης δείχνουν μεμονωμένες και πραγματικά δεν φαίνεται να μπορεί να εντοπιστεί κάποια συγκεκριμένη αιρετική ομάδα να τις περιλαμβάνει. Ωστόσο, όλες τους εμφανίζουν τα ίδια συμπτώματα με τις κυρίαρχες αιρέσεις της ηπειρωτικής Ευρώπης. Αντικληρικαλιστική, αντιεκκλησιαστική και αντιμυστηριακή στάση. Δεν είναι οι μοναδικές. Στις πηγές μπορεί να βρει κανείς αρκετές ακόμα περιπτώσεις αιρετικών, καταδικασμένων και μη, που δείχνουν ότι τα συμπτώματα της αίρεσης ήταν περισσότερο διαδεδομένα από όσο υποπτεύονταν.
Το 1240, ένας αποστάτης μοναχός του τάγματος του Αγ. Μπρούνο (Καρθούσιος), συνελήφθη στo Καίμπριτζ, επειδή κήρυττε ότι ο πάπας ήταν αιρετικός και μόλυνε την χριστιανική πίστη. Για τον λόγο αυτό αρνούνταν να μπει στο ναό[43]. To 1336 ένας αποστάτης Φραγκισκανός, ονόματι Ranulf, κήρυττε ομοίως πολλές διδασκαλίες ενάντια στον παπισμό και τα μυστήριά του[44].
Στο αρχείο του Αρχιεπισκόπου Υόρκης William Melton (1317-1340) εμφανίζεται ένας ερημίτης ο friar Henry de Staunton, ο οποίος το 1334 δρούσε στην Υόρκη. Ο Αρχιεπίσκοπος δεν κατάφερε να μάθει τι ακριβώς δίδασκε ο ερημίτης αυτός, ωστόσο εξέδωσε απαγόρευση παρακολούθησης των ομιλιών του. Παρ’ όλα αυτά από τον Henry:
«... δημιουργήθηκε μια σέκτα υπό το κάλυμμα της ευσέβειας˙ το σχίσμα και η καχυποψία του κόσμου προς τον κλήρο αυξήθηκε, και προσβολές, σκάνδαλα, καυγάδες, λογομαχίες, συγκεντρώσεις και συνομωσίες συνέβησαν με παράνομο τρόπο[45].»
Άλλη μια ερημίτισσα, η Maud de Algakirk, που ζούσε έγκλειστη κοντά στο ναό του Αγ. Ιωάννη του Βαπτιστή, στο Huntington, ανακρίθηκε το 1346, ως ύποπτη για αίρεση. Κατηγορήθηκε ότι εισήγαγε διδασκαλίες αντίθετες στον παπισμό[46].
Δύο πολύ χρήσιμες παρατηρήσεις βγαίνουν από αυτές τις περιπτώσεις. Πρώτον, τις τελευταίες δεκαετίες πριν τον Wyclif υπάρχει έντονη δράση αιρετικών στην Αγγλία. Σχεδόν στο σύνολό τους είναι μοναχοί επαιτικών ταγμάτων ή ερημίτες. Αιρετικοί επίσης εντοπίζονται και κατά την περίοδο της ακαδημαϊκής καριέρας του Wyclif, και δρουν παράλληλα και ανεξάρτητα από αυτόν. Αναφέρθηκε ήδη ο John Ball.
Το 1381 ένας ιππότης από το Wiltshire, ο Lawrence de St. Martin, εξετάστηκε από τον επίσκοπο του Salisbury, Ralph Erghum. O Lawrence διέπραξε ιεροσυλία, παίρνοντας την όστια στο σπίτι του όπου και την έφαγε μαζί με στρείδια, κρεμμύδια και κρασί[47], δηλώνοντας ότι κάθε ψωμί στο σπίτι του ήταν το ίδιο με την όστια. O Lawrence εκφράζει τις ίδιες ιδέες με τον Ralph de Tremur. Δεν υπάρχει κάποια ένδειξη ότι γνώριζε τον Wyclif, πέρα από την απαξιωτική δήλωση του χρονικογράφου Thomas Walsingham, στο τέλος της διήγησης:
«Έγραψα ολόκληρο το περιστατικό για να γίνει φανερό σε όλους, τι μεγάλο κακό έσπειρε στην γη, αυτό το τέρας που ανέβηκε από την άβυσσο, αυτός ο συνεργάτης του Σατανά, ο John Wyclif, ή Ολιγόπιστος[48].»
Στο Χρονικό του Henry Knighton[49] υπάρχει η διήγηση ενός περιστατικού μιας γυναίκας στο Λονδίνο, η οποία έμαθε στην κόρη της να ντύνεται με ιερατικά άμφια και να τελεί την Θ. Ευχαριστία μυστικά. Αυτό γίνονταν για αρκετό καιρό ωσότου η υπόθεση αναφέρθηκε στον επίσκοπο Robert Baybrooke (1382-1404) του Λονδίνου. Ο επίσκοπος έθεσε τέλος στα τεκταινόμενα και έβαλε σε μετάνοια τις δύο γυναίκες[50]. Ο Henry Knighton δεν δίνει στοιχεία που να συνδέουν την περίπτωση αυτή με τους Λολλάρδους. Το επεισόδιο τοποθετείται στο 1391, μια εποχή όπου οι Λολλάρδοι διέδιδαν την αίρεσή τους και ίσως οι δύο γυναίκες να είχαν έρθει σε επαφή μαζί τους. Αυτό, όμως δεν μαρτυρείται από την πηγή και βέβαια δεν προέκυψε από την επίσημη εξέταση.
Στα παραπάνω μπορούν να προστεθούν και οι δύο μυστικίστριες[51] και οραματίστριες, η ασκήτρια Julian του Norwich (1342-1416) και η Margery Kempe (1373-1438). Και οι δύο τιμούνται από τον αγγλικανισμό και από κάποια παρακλάδια του Προτεσταντισμού. Η δεύτερη ανακρίθηκε από σύνοδο με πρόεδρο τον Αρχιεπίσκοπο της Υόρκης Henry Bowet (1407-1423), βρέθηκε ένοχη για αντικληρικαλισμό και διώχθηκε από την επαρχία του[52].
Ο κατάλογος θα μπορούσε να συνεχιστεί με περιπτώσεις αιρετικών του ΙΕ’ αι. Πιστεύουμε, όμως, ότι όσα αναφέρθηκαν αρκούν για να φανεί ότι ακόμη και μετά την εμφάνιση των Λολλάρδων, εξακολουθεί να υπάρχει αίρεση, ανεξάρτητη από αυτούς. Καταρρίπτεται, λοιπόν, ο μύθος περί της μη ύπαρξης αιρετικών στην Αγγλία πριν τον Wyclif, όπως και το ότι οι Λολλάρδοι ήταν η μοναδική αίρεση που εμφανίστηκε τον ΙΔ’ αι. Εγείρονται μάλιστα υποψίες ότι η εμφάνιση τους δεν είναι αποκλειστικό κατόρθωμα του, αλλά ότι μάλλον ο Wyclif ήταν ο εκφραστής του πυρήνα των ιδεών τους με τρόπο ακαδημαϊκό. Πόσο κατανοητός ήταν από τους απλούς Λολλάρδους; Από λίγο έως καθόλου. Οι Λολλάρδοι εμφάνιζαν μια ποικιλία ιδεών και απόψεων, όπως προκύπτει από τις ανακρίσεις μελών τους επόμενους αιώνες, σε σημείο σήμερα να υπάρχει ανάγκη αναθεώρησης των κριτηρίων για το ποιος ήταν και ποιος όχι[53]. Είναι προτιμότερο να βλέπουμε την αίρεση αυτή ως ένα ιδεολογικό σχήμα που καλύπτει το σύνολο των αντιεκκλησιαστικών και λοιπών πεποιθήσεων. Υπό την έννοια αυτή ο Λολλαρδισμός είναι η μοναδική αίρεση στην Αγγλία. Αν θέλουμε όμως να αναζητήσουμε τις ρίζες της πρέπει να είμαστε περισσότερο ακριβολόγοι, στην εξέταση των μεμονωμένων περιπτώσεων και αναγκαστικά να προχωρήσουμε σε διακρίσεις πεποιθήσεων, ώστε με την εξέταση της εξέλιξης των ιδεών, να μπορέσουμε να καταλήξουμε στην αρχή.
8.10.6 Η εξόντωση των ακραίων Φραγκισκανών στην Αγγλία (1330)
Ακολουθώντας την αντίστροφη πορεία των ημερομηνιών στις παραπάνω περιπτώσεις φτάνουμε στο 1330, ημερομηνία κλειδί για την εμφάνιση της αίρεσης στην Αγγλία. Με αυτό δεν ισχυριζόμαστε ότι δεν υπήρχαν αιρετικοί πριν το 1330. Μπορεί, για παράδειγμα να αναφερθεί η περίπτωση της Margaret Syward, η οποία το 1314 αρνούνταν την ενσάρκωση του Κυρίου (δονατισμός) και κατά συνέπεια την μεταβολή των Τιμίων Δώρων (αντιμυστηριακή στάση) και γι’ αυτό αφορίστηκε[54]. Είναι φανερό, όμως, ότι μετά το 1330 υπάρχει έντονη κινητικότητα με τις περιπτώσεις των αιρετικών να πυκνώνουν μέχρι τον Wyclif. Ποιοι λόγοι συντελούν στην κατακόρυφη αύξηση των περιπτώσεων;
Το 1330 εκτελέστηκαν στην Αγγλία 55 Φραγκισκανοί και ο 8 γυναίκες ακόλουθοι[55]. Για να γίνει κατανοητή η σημασία αυτού του γεγονότος πρέπει ν’ αναφερθούν κάποια πράγματα[56]. Εξαρχής ο πάπας Ιννοκέντιος ΙΙΙ έκανε δεκτή την παρεκκλίνουσα συμπεριφορά του Φραγκίσκου της Ασίζης και συνεπώς αποδέχτηκε την ιδιαιτερότητα των Φραγκισκανών για έναν σημαντικό λόγο˙ για να μπορέσει το επαιτικό αυτό τάγμα να παίξει το ρόλο του ενδιάμεσου για την έμμεση υποδοχή και επανένταξη των αιρετικών στον παπισμό. Στόχος ήταν κυρίως οι Βάλδιοι, οι οποίοι είχαν αποκλίνει μια δεκαετία πριν και δόλωμα οι παράλληλοι βίοι του Φραγκίσκου της Ασίζης και του Βάλδου. Φυσικά και η ίδια διδασκαλία και τρόπος ζωής.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι Φραγκισκανοί να είναι αφενός ύποπτοι στα μάτια του παπισμού, αφετέρου να δημιουργούνται στους κόλπους του τάγματος διάφορα ιδεολογικά ρεύματα, καθώς με την υποδοχή νέων μελών δέχονταν και νέες αιρετικές επιδράσεις, τις οποίες έπρεπε συνεχώς ν’ αναχωνεύει. Έτσι εξωτερικό σημείο νομιμότητας ήταν η υποταγή στον πάπα, την στιγμή που το ίδιο θέμα ήταν σημείο εσωτερικών προστριβών. Οι παπικοί έκριναν τον φραγκισκανό με κριτήριο την υπακοή του στον πάπα, γνωρίζοντας ότι ήταν πάντα ύποπτος για αίρεση. Ο φραγκισκανός από την μεριά του βρισκόταν πάντα σε εσωτερική ανησυχία και διαμάχη, βρισκόταν πάντα σε δίλημμα για τον αν όφειλε να υπακούει στις προσταγές του πάπα όταν αυτές ήταν αντίθετες με το ιδεώδες της φτώχειας, που ο ίδιος θεωρούσε ως γνήσιο Χριστιανισμό.
Η στάση στο παραπάνω δίλημμα είχε ως αποτέλεσμα την δημιουργία διάφορων φραξιών στους κόλπους του τάγματος. Αμφιλεγόμενο σημείο ήταν το απόλυτο επαιτικό ιδεώδες, το οποίο αρνούνταν οποιαδήποτε ιδιοκτησία στους μοναχούς του τάγματος και υποστηριζόταν από τους εξτρεμιστές Φραγκισκανούς (Spirituals στην αγγλόφωνη βιβλιογραφία). Ο πάπας Νικόλαος ΙΙΙ εξέδωσε μια βούλα το 1279, την Exiit qui seminat, σε μια προσπάθεια να συμβιβάσει τα εμπλεκόμενα μέρη, με την σοφιστική διάκριση μεταξύ ιδιοκτησίας και χρησικτησίας. Η διαμάχη αυτή ξεκίνησε όλη την συζήτηση περί του dominium, και στην Αγγλία συμμετείχαν οι Fitzralph και Wyclif, όπως είδαμε μέχρι τώρα.
Η βούλα δεν έγινε δεκτή από τους εξτρεμιστές Φραγκισκανούς με αρχηγό τον μαθητή του Μποναβεντούρα, Pierre Jean Olivi. Τέθηκε, λοιπόν, με περισσότερη ένταση το θέμα της υποταγής και υπακοής στον πάπα. Επειδή εδώ δεν μπορεί να γίνει λεπτομερής ανάλυση της προσωπικότητας και της ιδεολογία τους Όλιβι, παρατίθεται παρακάτω ένα απόσπασμα από το βιβλίο του David Burr, The Spiritual Franciscans, ώστε να πάρει ο αναγνώστης μία γεύση από την σκέψη του:
«Όπως και να χει παραμένει γεγονός ότι ο Όλιβι περίμενε μια ριζοσπαστική μεταβολή της εκκλησίας, συμπεριλαμβανομένης και της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, στο κοντινό μέλλον. Οραματίστηκε μια αξιοσημείωτη νέα intellectus spiritualis να γεννιέται γύρω του και ανέμενε να ωριμάσει σε μια Νέα Εποχή μέχρι να φτάσει στο σημείο, στο οποίο η εκκλησία “δεν θα χρειαζόταν πολλά από τα προηγούμενα δόγματα, εφόσον το Πνεύμα του Χριστού θα δίδασκε σ’ αυτήν ολόκληρη την αλήθεια χωρίς το μυστήριο της εξωτερικής διδασκαλίας και του βιβλίου” (Lectura 979). Επίσης προσδοκούσε ένα νέο τύπο αρχηγίας στην εκκλησία. Οι ηγέτες θα ήταν σεβαστά παραδείγματα της νέας intellectus spiritualis. Θα αποκήρυτταν τις περιουσίες τους και θα επέστρεφαν στο αποστολικό ιδεώδες. Η ενόραση, η πτωχεία και η ταπεινότητά τους θα ενθάρρυναν τους υφισταμένους τους να τους υπακούουν, με αποτέλεσμα η ιεραρχία να στηρίζεται στην χαρισματική και όχι στην νομικίστικη αυθεντία[57].»
Ο Όλιβι συνδύαζε τις αιρετικές ιδέες των Βάλδιων περί αποστολικής πτωχείας και τον μυστικισμό του Gioacchino da Fiore (1135-1202), μαζί με τη χιλιαστική αναμονή της Νέας Εποχής ή Τρίτης Εποχής του Πνεύματος, η οποία υιοθετήθηκε από του Ιωακειμίτες και τους οπαδούς της αίρεσης του Ελεύθερου Πνεύματος. Παρότι η πρόβλεψη της έλευσης της Νέας Εποχής το 1260 απέτυχε, κανείς από τους αιρετικούς αυτούς δεν φαίνεται ν’ απογοητεύθηκε. Όπως φαίνεται από την ομιλία του, ο Όλιβι πίστευε ότι όλα αυτά θα γίνουν στο κοντινό μέλλον. Η απάντηση στο ερώτημα, κατά πόσο οι οπαδοί του έπρεπε να υπακούν στην Ρώμη, ήταν ότι ο πάπας ήταν ο Αντίχριστος και η εκκλησία της Ρώμης, η πόρνη της Βαβυλώνος.
Είναι πολύ σημαντικό ν’ αναφερθεί ότι με βάση κυρίως τις ιδέες περί αποστολικής πτωχείας ξεπήδησαν από τις τάξεις των εξτρεμιστών Φραγκισκανών νέες αιρέσεις, όπως οι Φτωχούληδες (Beguines) και οι Κελλιώτες Αδελφοί (Fraticelli). Το 1317 ο νεοεκλεγείς πάπας Ιωάννης ΧΧΙΙ (1316-1334) επιχείρησε να θέσει τέρμα στην ανυποταξία των εξτρεμιστών Φραγκισκανών οι οποίοι, σημειωτέον, είχαν βρει υποστήριξη από τον Γερμανό αυτοκράτορα, στην αυλή του οποίου είχε καταφύγει και ο Γουίλλιαμ του Όκκαμ. Την χρονιά αυτή καταδικάστηκαν ως αιρετικοί οι Fraticelli.
Την ίδια χρονιά όλοι οι Φραγκισκανοί της Languedoc κλήθηκαν επειγόντως στην Αβινιόν, έδρα του πάπα, όπου τους δόθηκε τελεσίγραφο˙ ή θα υποτάσσονταν ή θα εκτελούνταν. Όσοι αρνήθηκαν να δηλώσουν υποταγή στον πάπα κάηκαν στην πυρά. Οι εκτελέσεις ξεκίνησαν στις 7 Μαΐου του 1318 και τέσσερις Φραγκισκανοί κάηκαν στην πυρά˙ οι Johan Barran, Guihem Stanton, Deodat Michael & Pons Roca. Τα ονόματά τους μαζί με τα ονόματα όσων εκ των Φτωχούληδων Και των Φραγκισκανών (113 στο σύνολο) εκτελέστηκαν αυτή την περίοδο αναγράφονται σε ένα βιβλιαράκι (libellum), το οποίο έφεραν μαζί του δύο Ιταλοί εξτρεμιστές Φραγκισκανοί, οι Johannes Godulchi de Castiglione και Franciscus de Arquata, που συνελήφθηκαν στο Montpellier το 1353 και κάηκαν στην Αβινιόν το 1354. Επίσης αναγράφεται ο τόπος και η χρονολογία της εκτέλεσης.
Η έρευνα έχει αποδείξει ότι αυτό το βιβλιαράκι αποτελεί το Μαρτυρολόγιο των Φτωχούληδων (Beguine Martyrology) για το οποίο μιλάει στο έργο του ο ιεροεξεταστής Bernard Gui[58] και το οποίο θεωρούνταν χαμένο μέχρι πρόσφατα[59]. Οι εξέταση του υλικού δείχνει ότι οι εξτρεμιστές Φραγκισκανοί συντάχθηκαν με τους αιρετικούς της περιοχής και συνέχισαν την δράση τους σε συνεργασία μαζί τους. Μεγάλο μέρος αυτών προσχώρησε στους Φτωχούληδες (Beguines) και κάποιοι άλλοι στους Βάλδιους.
Οι διωγμοί των Φραγκισκανών δεν σταμάτησαν το 1318, όπως δεν σταμάτησε και η δράση τους εναντίον του πάπα. Η ιδέα για μια ακτήμονα εκκλησία και την κατάσχεση της περιουσίας της ήταν της απόλυτης αρεσκείας του Γερμανού αυτοκράτορα, γι’ αυτό όταν ο Λουδοβίκος της Βαυαρίας κατέλαβε την Ρώμη τον Ιανουάριο του 1328, όρισε ως αντίπαπα τον Pietro Rainalducci, έναν εξτρεμιστή Φραγκισκανό. Ωστόσο, τον Αύγουστο του ίδιου έτους έπρεπε να εγκαταλείψουν την Ρώμη, την οποία ανακατέλαβε ο βασιλιάς της Νάπολης Ροβέρτος, επαναφέροντας έτσι τον Ιωάννη ΧΧΙΙ. Βλέπουμε λοιπόν, ότι η στήριξη των αιρετικών απόψεων περί του dominium δεν ήταν έμπνευση του Ιωάννη της Γάνδης. Αυτός υιοθέτησε την πολιτική υποστήριξη της αίρεσης μιμούμενος τους Γερμανούς διδάξαντες.
Το 1329 εντείνονται οι εκτελέσεις των αντιφρονούντων Φραγκισκανών και αυτό συνεχίζεται μέχρι το 1330, σε μια τελική προσπάθεια υποταγής τους. Η αναφορά του Thomas de Burton[60] για την εκτέλεση των Φραγκισκανών στην Αγγλία δείχνει ότι μεγάλο μέρος αυτών είχε καταφύγει στο νησί για να γλιτώσει τις εκτελέσεις. Από το σύνολο των 113 εκτελεσθέντων, οι 55 εξ αυτών βρίσκονταν στην Αγγλία. Ο αριθμός του συνολικού αριθμού των εκτελεσθέντων (113) συμφωνεί με τον αντίστοιχο του παραπάνω μαρτυρολογίου. Εκεί βέβαια πρόκειται για μικτό αριθμό Φτωχούληδων και Φραγκισκανών, ενώ ο Thomas de Burton μιλά μόνο για Minores (Ελάχιστοι, δηλ. Φραγκισκανοί). Αυτό δείχνει ότι οι αιρετικοί είχαν μετακομίσει στο νησί ως μοναχοί και αυτό συμφωνεί με το συμπέρασμα που βγάλαμε εξετάζοντας τις συγκεκριμένες περιπτώσεις.
Από όσα αναφέρθηκαν γίνεται ξεκάθαρο ότι αίρεση μεταδόθηκε στο νησί γύρω στο 1330, γεγονός που εξηγεί την κατακόρυφη αύξηση των κρουσμάτων, την περίοδο από την συγκεκριμένη χρονιά μέχρι την εμφάνιση του Wyclif. Ο μύθος για την μη ύπαρξη αιρετικών στην Αγγλία πριν από αυτόν καταρρίπτεται και ταυτόχρονα φαίνεται ότι η Λολλάρδοι έλκουν την καταγωγή τους από τους αιρετικούς της ηπειρωτικής Ευρώπης, μέσω των εξτρεμιστών Φραγκισκανών.
8.10.7 Walter Lolhard και η καταγωγή των Λολλάρδων
Τα συμπεράσματα που βγήκαν από την μελέτη των πηγών στις παραπάνω περιπτώσεις, συμφωνούν με την γνώμη παλαιότερων Γερμανών ιστορικών, ότι δηλαδή οι Λολλάρδοι έλκουν την καταγωγή τους από τον Walter Lolhard, εξ ου και το όνομα. Η γνώμη των Γερμανών στηρίζεται στον Johannes Trithemius, ο οποίος γράφει στο Annales Hirsaugiensis τα εξής:
«Anno 1322
Στο αναφερθέν έτος της ηγουμενίας του Σιγισμούνδου, ένας αιρετικός με το όνομα Walter, αρχηγός των Κελλιωτών Αδελφών και ο χειρότερος αιρεσιάρχης, ο οποίος κρυβόταν για πολλά χρόνια και με τις αίσχιστες πλάνες του έδεσε πολλούς απλούς ανθρώπους, συνελήφθη στην Κολονία και με απόφαση του δικαστηρίου παραδόθηκε στις φλόγες και κάηκε.
Ο άνδρας, γεμάτος διάβολο και κάθε πονηριά, εμμένοντας με πείσμα στα λάθη του, κρύος στη στάση του, διεστραμμένος στο δόγμα, άνθρωπος που, ούτε με υποσχέσεις ούτε με απειλές, ούτε καν από το γεγονός ότι σκληρότατες τιμωρίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν, δεν αποκάλυψε τους συνεργάτες του στην αίρεση, οι οποίοι, ωστόσο, ήταν πολλοί.
Την καταγωγή της αίρεσης των Κελλιωτών Αδελφών περιγράψαμε στο έβδομο έτος της ηγουμενίας του Γοδεφρείδου, την οποία θεωρήσαμε στην δεδομένη περίσταση το δέκατο έκτο έτος της ηγουμενίας του Ερρίκου Β’. Ωστόσο, αυτός ο Walter Lolharius, Ολλανδός στην εθνικότητα, είχε μικρή γνώση της λατινικής, και εφόσον δεν μπορούσε στα Ρωμαϊκά, έγραψε τις πλάνες του σε πολλά βιβλιαράκια στα Γερμανικά. Αυτός ο ίδιος διέδωσε τις πλάνες του μυστικά κι επειδή περιφρονούσε την διόρθωση και την ανάκληση των πλανών του, αλλά με περισσότερη επιμονή – και θα έλεγα ακόμα και λυσσαλέα – τις υπερασπίστηκε, αφού ρίχτηκε στην φωτιά άφησε πίσω του στάχτες[61].»
Την άποψη υποστηρίζει και ο Λουθηρανός ιστορικός Johann Laurenz von Mosheim στο έργο του Institutionum historiae ecclesiasticae libri IV (1726), ωστόσο οι Άγγλοι διαφωνούν. Ο πρεσβυτεριανός ιστορικός Archibald McLaine (1722-1805), ο οποίος μετέφρασε το έργο του J. L. von Mosheim στα αγγλικά, σχολιάζοντας την άποψη του τελευταίου για την καταγωγή των Λολλάρδων, δέχεται ότι αυτή στηρίζεται στο έργο του J. Trithemius, ωστόσο δηλώνει ότι, ενώ έψαξε δεν κατάφερε να βρει καμιά αναφορά σε αυτούς[62]. Αυτή είναι μια περίεργη δήλωση. Αφενός, οι Γερμανοί δεν υποστηρίζουν ότι ο Trithemius αναφέρει τους Λολλάρδους, αλλά τον Walter Lolhard, ο οποίος κάηκε στην Κολονία το 1322. Αφετέρου, δεν χρειάστηκε ο γράφων περισσότερο από ένα τέταρτο της ώρας για να βρει το συγκεκριμένο απόσπασμα, παρότι δεν είχε προηγούμενη επαφή με το έργο του Trithemius. Προφανώς, και ο Archibald McLaine θα μπορούσε να το βρει, αν είχε την ειλικρινή διάθεση να το κάνει.
Είναι κατανοητή η επιθυμία των Άγγλων να θέλουν να παρουσιάζουν τον Wyclif ως τον εθνικό τους Λούθηρο. Ούτε ο Λούθηρος, όμως, ούτε ο Wyclif προέκυψαν από παρθενογένεση. Όλη παρούσα εργασία σκοπό έχει να δείξει ότι υπάρχει μια ιστορική συνέχεια που από τον αρχαίο γνωστικισμό, μέσω των μεσαιωνικών αιρέσεων φτάνει μέχρι την Μεταρρύθμιση, και όχι μόνο. Το παρόν κεφάλαιο καταδεικνύει την συνέχεια αυτή, καταρρίπτοντας έναν μύθο, το ότι δηλαδή δεν υπήρχε αίρεση στην Αγγλία πριν τον Wycliff. Ταυτόχρονα, και ομολογούμε προς έκπληξή μας, προκύπτει από την μελέτη των πηγών ότι, όχι μόνο υπήρχε αίρεση στην Αγγλία, αλλά αυτή προέκυψε με την μεταφορά των υπαρχουσών αιρετικών ιδεών από την ηπειρωτική Ευρώπη στο νησί, ανοίγοντας νέους ορίζοντες στην μελέτη της καταγωγής των Λολλάρδων.
Ο αναφερθείς μύθος ήταν γέννημα της επιθυμίας των Αγγλικανών και συγκεκριμένα του πολύ William Stubbs, επισκόπου της Οξφόρδης και ιστορικού. Αρχικά η γνώμη του διατυπώθηκε το 1833 και αργότερα πέρασε στην Ιστορία του[63]. Έκτοτε υιοθετήθηκε από όλους τους αγγλόφωνους ιστορικούς, όπως οι Felix Makower[64], F. W. Maitland[65], H. G. Richardson[66], Malcolm Lambert[67], οι οποίοι παραβλέποντας την κραυγαλέα μαρτυρία των πηγών θεωρούν ασήμαντη οποιαδήποτε αναφορά σε αίρεση πριν τον Wyclif. Ο μύθος αυτός φάνηκε τόσο ανθεκτικός στον χρόνο, ώστε ούτε η διδακτορική διατριβή του John Rea Bacher, η οποία εξέταζε τις περιπτώσεις αίρεσης στην Αγγλία πριν τον Wyclif, δεν κατάφερε να τον ανατρέψει[68]. Η εργασία του παραβλέφθηκε εντελώς από τους μεταγενέστερους.
Με αυτό το σκεπτικό η ακαδημαϊκή έρευνα επικεντρώθηκε στην σύνδεση των αιρετικών με τον Wyclif, εφόσον αυτός θα έπρεπε να είναι ο αιρεσιάρχης. Παραβλέφθηκαν, όμως, δύο πολύ σημαντικοί παράγοντες. Πρώτον το ότι οι ημερομηνίες εμφάνισης των αιρετικών ήταν αρκετά προγενέστερες. Δεύτερον, ότι ακόμα και στις σύγχρονες με αυτόν περιπτώσεις δεν υπήρχε εμφανής σύνδεση. Εκείνο που μένει αναμφισβήτητο είναι το ότι οι περιπτώσεις των προγενέστερων αιρετικών μοιράζονται κοινά στοιχεία με τους Λολλάρδους. Η θέση αυτής της εργασίας είναι ότι πρόκειται πράγματι για την ίδια αίρεση, η οποία από τον Wyclif και μετά ονομάζεται Λολλαρδισμός, ωστόσο η αρχή της στην Αγγλία μετατίθεται χρονικά σε μια προγενέστερη εποχή και συνδέεται με την ηπειρωτική Ευρώπη. Πιο συγκεκριμένα, προήλθε από την περιοχή εκείνη της Ευρώπης, από την οποία καταγόταν ο Ιωάννης της Γάνδης (ο Walter Lolhard ήταν Ολλανδός) και βρίσκονταν την εποχή εκείνη υπό αγγλική κυριαρχία. Βέβαια, δεν υπάρχουν περισσότερα στοιχεία μέχρι στιγμής επί του θέματος του Ιωάννη της Γάνδης, οπότε έχουμε μια υπόθεση. Υπόθεση, όμως, που εξηγεί ικανοποιητικά τα σκοτεινά σημεία της ιστορίας.
* * * * * *
[1] Andrew Larsen, Are All Lollards, Lollards? στο συλλογικό Fiona Somerset, Jill C. Havens, Derrick G. Pitard, Lollards and Their Influence in Late Medieval England, Boydel Press 2003, p. 60.
[2] The Register of John de Grandisson, ed. F. C. Hingeston-Randolph (London, Bell series 1894), vol. 2 pp. 621-2, 627, 660, 715, 1147-9, 1180, 1303 & vol. 3 p. 1285.
[3] The Register of John de Grandisson, …p. 1148: «pervertissime et heretissime asserens et affirmans panem et vinum in Carnem et Sanguinem Domini nostril Jhesu Cristi Consecracione Verborum substancialiter non transpire;».
[4] Ο. π. p. 1180: «Pixidem cum Corpore Christi clam de Ecclesia surripiens et ad aulam deferens, extractum Sacramentum projecit in ignem, secum Pixidem asportando.»
[5] Οπ pp. 1147-9 (η καταδίκη).
[6] Ο.π. pp. 1179-81 (η επιστολή, 1350), p.1180: « Quid, enim, presbiter aliud facit nisi quod in modicum panem oscitat et anelat».
[7] Ο. π. p. 1180: «Item, subsannando Beatum Petrum, unum malum cavum fuisse rusticum asserebat. Item, Beatum Johannem, Evangelistam, falsum testem et mendacem vocavit, …».
[8] Margaret Aston, Wycliff and the Vernacular, reprinted in Faith and Fire, London 1993, p. 34-5 n. 20.
[9] The Register of John de Grandisson, …p. 1180: «quosdam simplices et indoctos et theologie veritatis ignaros vel ad heresim pronos obtinuit sibi in errore tam execrabili secrecies adherere».
[10] Βλ. σχετ. B. L. Manning, The People ‘s Faith in the Time of Wycliff, Cambridge 1919, p. 70 κ.ε. R. M. Hanes, Education in English Ecclesiastical Legislation of the Later Middle Ages, SCH 7 (1971), pp. 161-175. V. Gillespie, Doctrina and Predicacio: The Design and Function of Some Pastoral Manuals, Leeds Studies in English new series 11 (1980), pp. 36-50.
[11] Munimenta Academica, ed. H. Anstey, Roll Series 50 (1868), I.208-11.
[12] Ο. π. p. 209: «decimae ecclesiarum magis debenture mendicantibus quam rectoribus earumdem».
[13] Ο. π.: «rex a clericis et viris ecclesiasticis male et inordinate viventibus absque ijuria possessions posset auferre».
[14] Η περίπτωση του μοναχού Ιωάννη εξετάζεται σε βάθος μόνο από την Katherine Kerby-Fulton, Books Under Suspicion: Censorship and Tolerance of Revelatory Writing in Late Medieval England, Notre Dame 2006, pp. 134-143. Βλ. επ. Andrew E. Larsen, The School of Heretics: Condemnation at the University of Oxford, pp. 92-94. Του ιδίου, The Oxford School of Heretics: the Unexamined Case of Friar John, in Vivarium 23 (1999), pp. 168-177.
[15] Ο. π. p. 210: «Imprimis, quod istam matrem nostram Universitatem venerabilem scio Catliolicam esse, in doctrina sana fundatam et sanae fidei protectricem».
[16] Ο. π.: «Item, doctors reverendos ejusdem esse catholicos viros dico et affirm».
[17] Ο. π. p. 208 n.7.
[18] Munimenta Academica, p. 207-8.
[19] Andrew E. Larsen, The School of Heretics, … p. 93.
[20] Medieval. Archives of the University of Oxford, ed. H. E. Salter, 2 vols Oxford 1920-1, I.71-5, 179.
[21] Aubrey Gwynn, The English Austin Friars in the Time of Wyclif, Oxford 1940, pp. 90-1.
[22] Joseph Koch, Der Prozess gegen den Magister Johannes de Polliaco und Seine Vorgeschichte, in Joseph Koch, Kleine Schriften, Rome 1973, vol. 2 pp. 387-421.
[23] Takashi Shogimen, Academic Controversies, in Medieval Theologians, ed. G. R. Evans, Oxford 2001, pp. 233-49 (το θέμα στις pp. 236-7).
[24] J. S. Sikes, John de Pouilli and Peter de la Palu, in English Historical Review 49 (1934), pp. 219-40˙ Joseph Koch, Der Prozess gegen den Magister Johannes de Polliaco und Seine Vorgeschichte, in Joseph Koch, Kleine Schriften, Rome 1973, vol. 2 pp. 387-421˙ Thomas E. Morrissey, John de Pouilly, in The Biographical Dictionary of Christian Theologians, (ed. Patrick W. Carey & Joseph T. Lienhard), Westport 2000, pp. 286-7.
[25] Aubrey Gwynn, The English Austin Friars…, p. 80-9˙ Edith Wilks Dolnikowski, Fitzralph and Wyclif on the Mendicants, in Michigan Academian 19 (1987), pp. 87-100˙ Katherine Kerby-Fulton, Books Under Suspicion…, pp. 135-9˙ Stephen E. Lahey, Philosophy and Politics in the Thought of John Wyclif, Cambridge 2003, pp. 40-8.
[26] Katherine Walsh, A Fourteenth-Century Scholar and Primate: Richard Fitzralph in Oxford, Avignon and Armagh, Oxford 1981, pp. 402-3.
[27] Katherine Walsh, A Fourteenth-Century Scholar…, pp. 298, 314-5, 322-24, 416.
[28] Η απαίτηση αυτή δεν φαίνεται στο έγγραφο της καταδίκης του Kedington, υπάρχει όμως σε μια επιστολή του καγκελάριου Hothum προς τον Fitzralph, όταν ο τελευταίος βρισκόταν στην Αβινιόν. Η επιστολή στο χειρόγραφο MS 64, fo.126 στο Sidney Sussex College. Βλ. σχ. Katherine Walsh, A Fourteenth-Century Scholar…, 436-7.
[29] Munimenta Academica,… p. 209: «rex a clericis et viris ecclesiasticis male et inordinate viventibus absque injuria possessiones posset auferre».
[30] Κεφ. 8.7.5.
[31] Όλα τα στοιχεία γι’ αυτή τη φάση του ζητήματος προέρχονται από μια επιστολή γραμμένη από τον περιφερειακό ηγούμενο του τάγματος του Αγ. Αυγουστίνου και βρίσκεται στο Medieval. Archives of the University of Oxford, pp. 171-5. Η επιστολή περιλαμβάνει και την απόφαση του επισκοπικού δικαστηρίου.
[32] Την επιστολή υπέγραφαν ως μάρτυρες και οι Fr. William de Alneto, Ab. Richard de Lowth Park, Mr. John Bodi, Richard de Tennemuth, Galfridus de St. Botulph, John Bernewik, κ.α. Οι Fr. William de Alneto, Ab. Richard de Lowth Park, Mr. John Bodi ήταν θεολόγοι της Οξφόρδης. Ο τελευταίος ήταν Βενεδικτίνος.
[33] Andrew E. Larsen, The School of Heretics, … p.100.
[34] Γι’ αυτήν σημ. 28.
[35] Andrew E. Larsen, The School of Heretics, … p.102.
[36] Medieval. Archives of the University of Oxford, vol. 1 p. 349. Επίσης Pearl Kirby, Scholarly Privileges in the Middle Ages, Cambridge 1962, p. 309.
[37] Register of William of Wykeham, ed. T. F. Lirby, London 1899, pp. 77-79.
[38] O. π. p. 78 n.1.
[39] Ο χαρακτηρισμός ανήκει στον Jean Froissart, Chroniques, ed. S. Luke-G. Raynaud, Paris 1869-1897. O McFarlane τον χαρακτηρίζει ‘half crazed hedge priest’, (John Wycliffe and the Beginnings of English Nonconformity, 1953, p. 72).
[40] H. Workman, John Wyclif: a Study in English Medieval Church, London 1926, vol. 2 p. 238, K. B. McFarlane, John Wycliffe, p. 100.
[41] Thomas Walsingham, Chronicon Angliae, (ed. E. M. Thompson) London 1874, p. 321. Thomas Walsingham, Historia Anglicana, (ed. H. T. Riley) London 1864, p. 32: «Docuit et perversa dogmata perfidy Johnammis Wiclyf, et opinions quas tenuit, et insanias falsas, et plura quae longum foret recitare;». Επίσης Gordon Leff, Heresy in the Later Middle Ages: the Relation of Heterodoxy to Dissent c. 1250-1450, Manchester University Press (1st ed 1967) 1999, p. 561.
[42] Andrew Larsen, Are All Lollards, Lollards?..., p. 61 παραπέμπει στο Calendar of the Patent Rolls of Edward III, London 1912, vol. 12 p. 476 (δεν κατάφερα να επιβεβαιώσω την παραπομπή).
[43] Matthew Paris, Chronica Majora, Roll Series 37 London 1877, 4.32-4: «Palam enim asseruit, dicens; ‘Gregorius non est Papa. Non est caput ecclesiae. Sed aliud est caput ecclesiae. Ecclesia profanata est, nec debent in ea divina celebrari, nisi rededicate fuerit. Vasa et vestimenta ejus reconsecranda sunt, Diabolus est; Papa, haereticus. Polluit eccesiam immo mundum, Gregorius qui Papa dicitur’.
[44] Annales Paulinii, (ed. Stubbs, W., Chronicles of the Reigns of Edward I and Edward II. Edited from Manuscripts. 2 vols. London, 1882-3 (Roll Series 76), 1.36: «Hic multa contra fidem catholicam et sacramenta ecclesiae superstition ac pertinaciter proponebat coram magistris Theologiae tam religiosis quam saecularibus, et similiter coram episcopo Stephano».
[45] The Register of William Melton, Archbishop of York, 1317-1340, ed. Rosalind M. T. Hill, Canterbury and York Society 76 (1988), p.131-2: «secta quedam hominum sub pietatis specie insurrexit, diffidium et schism inter clerum et populum excrevit, convicia, contentions, rixe, conspirationes, conventiculeque illicit fiebant et funt, ac datur conjugibus audacia et occasion et econtra suos perperam dimittendi maritos».
[46] Victoria History of the county of Huntington, ed. William Page-Glanville Proby, London 1926, vol. 1 p. 46 n. 2.
[47] The St Alban’s Chronicle, Volume I 1376-1394, The Chronica Maiora of Thomas Walsingham, eds Taylor-Childs-Watkiss, στη σειρά Oxford Medieval Texts, Oxford University Press 2003,p. 405-7: «.., et partm cum ostreis, partem cum cepis, et partem cum vino, deglutiret; affirmans quemlibet panem apud domum suam tanti esse valoris, quanti fuit ille quem sumpsisse tali modo gaudebat».
[48] Ο. π. p. 406: «Hec iccirco scripsi plenius ut omnibus eluccescat quanta mala bestia que ascendit de abisso college Sathane, Iohannes Wyclyff, siue Wykkebeleve, seminavit in terra».
[49] Αυγουστίνειος ιερομόναχος στο αββαείο St. Mary στο Leicester τον ΙΔ’ αι. Έγραψε Χρονικο της Αγγλίας από το 956 ως το 1366, σε τέσσερα βιβλία. Ένα πέμπτο βιβλίο αποτελεί την Συνέχεια του Χρονικού για τα έτη 1377-1395.
[50],Chronicon Henrici Knighton, vel Cnitthon, Monachi Leycestrensis, ed. Joseph Rawson Lumby London 1889, vol.2 pp. 316-7. Σε αγγλική μετάφραση, Martin Geoffrey Haward (trans.) Knighton ‘s Chronicle 1337-1396, Clarendon Press 1995.
[51] Δεν έχουμε αναφερθεί ακόμα στον ρόλο του μυστικισμού τον Μεσαίωνα και τις αιρέσεις που ξεπήδησαν, έχοντας μυστικιστικές θεωρίες και επιδράσεις. Οφείλουμε όμως να πούμε εδώ ότι κάποιες από τις θεωρίες του Προτεσταντισμού έχουν μυστικιστικές ρίζες.
[52] Barry Windeatt (trans.),The Book of Margery Kempe, New York 1985, pp. 161-7.
[53] Συζήτηση επί των κριτηρίων και των τρόπων προσέγγισης στο Andrew Larsen, Are All Lollards, Lollards?..., pp. 66-7.
[54] Irene J. Churchill, Canterbury Administration, Church Historical Society London 1933, vol. 1 pp. 313-4.
[55] Thomas de Burton, Chronica Monasterii de Melsa, ed. Edward Bond, London 1867, vol. 2. p. 323.
[56] Εξ αρχής δεν γνώριζα ότι η εξέλιξη της μελέτης και ειδικά η έρευνα για τον εντοπισμό της καταγωγής των Λολλάρδων θα οδηγούσε εδώ. Έτσι κάποια θέματα που προορίζονταν να εξεταστούν αργότερα, παρουσιάζονται περισσότερο σημαντικά, από ό,τι έδειχναν. Αναγκαστικά θα γίνει εδώ μια μικρή αναφορά και η αναλυτική εξέτασή τους επιφυλάσσεται για το μέλλον. Ειδικά τα θέματα που αφορούν τους ακραίους Φραγκισκανούς και την αίρεση του Ελεύθερου Πνεύματος.
[57] David Burr, The Spiritual Franciscans: Protest to Persecution in the Century After Saint Francis, Pennsylvania State University 2001, p. 210.
[58] Ο Bernard Gui ανέφερε ότι κάποιος Peire Domergue, ο οποίος φυλακίστηκε στην Τουλούζη, είχε γράψει τα ονόματα όσων είχαν εκτελεστεί και τα διάβαζε σε λιτανεία. Bernard Gui, Manuel de l’ Inquisiter, ed. & trans. G. Mollat, 2 vols Paris 1926-27, pp. 134-5.
[59] Εκδόθηκε από την Louisa Burnham στην διατριβή της με τίτλο So Great a Light, So Great a Smoke: The Heresy and Resistance of the Beguines of Languedoc (1314-1330), Northwestern University 2000, pp. 315-320. Η έκδοση του Μαρτυρολογίου έγινε με βάση το χειρόγραφο που βρίσκεται στο Wolfenbüttel to Herzog-August-Bibliothek Helmstedt 1006, fols 12v-13v, βλ. σχ. Otto von Heimann, Kataloge der Herzog-August Bibliothek Wolfenbüttel, Die Helmstedter Handschriften 3 (Frankfurt am Mein 1965), pp.3-5. Ένα δεύτερο χειρόγραφο βρίσκεται στην Πράγα, το University of Prague IV. B.15, fols 304r-315r. βλ. σχ. Joseph Truhlar, Catalogus Codicum Manu Scriptorum Latinorum, Prague 1905, p. 249. Ένα τρίτο χειρόγραφο βρίσκεται στην Βιβλιοθήκη του Escorial, το Escorial N. I. 18. Το κείμενο διαφέρει διότι η καταλογογράφηση γίνεται κατά πόλη, όχι κατά ημερομηνία, οπότε δεν πρόκειται στην ουσία για Μαρτυρολόγιο, αλλά για λίστα.
[60] Thomas de Burton, Chronica…, p. 323: «et in Anglia in quadam sylva, combusta sunt viri 55 et mulieres ejusdem ordinis et erroris. Summa combustorum 113».
[61] Johannes Trithemius, Annales Hirsaugienses: Opus nunquam hactenus editum, et ab Eruditis simper desideratum complectens historiam Franciae et Germaniae, Tomus II, typis Monasterii S. Galli, Anno MDCXC, Tomus II.155: « Anno Sigismundi Abbatis praenotato, haereticus quidam Walterus nomine Fratricellorum Princeps & haeresiarcha pessimus, qui multis lauterant annis, & plures suis erroribus pessimis innodaverat simpliciores, apud Coloniam deprehensus est, & per sententiam justitiae ignibus traditus atque consumtus. Vir diabolo plenus, & omnium versutissimus, in errore pertinacissimus, in responsione callidus, in doctrina perversus, qui nec promissis, nec minis, imo nec saevissimis potuit induci tormentis, ut errorum suorum complices, qui tamen erant plures, indicaret. Capita haereseos Fratricellorum anno Godfridi Abbatis septimo seripsimus, quos occasione accepta etiam anno Henrici Abbatis secundi sexto decimo replicavimus. Lohareus autem iste Walterus natione Hollandinus latini sermonis parvam habebat notitiam, et quia Romano non potuit, sermone sibs Theutonico plures sui erroris libellos conscripsit, quos deceptis per se occultissime communicavit: et cum errores suos emendare et revocare contemneret, sed constantissime, quin potius pertinacissime dico, defenderet, in ignem projectus favillam sui reliquit». Οφείλω θερμές ευχαριστίες στον Pawel P. Wroblewski, του Πανεπιστημίου του Wroclaς, για την μετάφραση του κειμένου.
[62] John Laurence Mosheim, An Ecclesastical History, Ancient and Modern, translated from the original Latin, and illustrated with notes, chronological tables and an appendix by Archibald MacLaine, New York 1867, vol. 1 p. 398 n.1.
[63] Report of the Ecclesiastical Courts Commision, British Parliamentary Papers 1833, 24, Historical Appendix 2, 52. William Stubbs, The Constitutional History of England in its Origin and Development, 3 vols. Oxford 1874-8, vol. 3 p. 365.
[64] Felix Makower, The Constitutional History and Constitution of the Church of England, London 1895, pp. 183-5.
[65] Sir Frederick Pollock – Frederick William Maitland, The History of English Law before the Time of Edward I, Cambridge 1895, vol. 2 pp. 544-52.
[66] H. G. Richardson, The Governance of Medieval England from the Conquest to Magna Charta, Edinburgh 1964.
[67] Malcolm Lambert, Medieval Heresy: Popular Movements from the Gregorian Reform to the Reformation, Oxford 1992, p. 225.
[68] John Rea Bacher, The Prosecution of Heretics in Medieval England, University of Pennsylvania Press 1942.
(Πηγή: «Οι Λολλάρδοι Α’ Αιρετικοί στην Αγγλία τον ΙΔ’ αι. – Νέα στοιχεία.», Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου)
8.11 Λολλάρδοι Β’ - Αίρεση και κοινωνία
Όταν στις 22 Μαΐου του 1377[1], ο πάπας Γρηγόριος ΧΙ (1370-1378) έγραψε σε επιστολή του προς τον Αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρι Simon Sudbury και του Λονδίνου William Courtenay:
«… επιδείξτε ζήλο στον να ενημερώσετε τους κάτωθι πλήρως γι’ αυτά τα θέματα[2]: τον Εδουάρδο, τον εκλαμπρότατο βασιλέα της Αγγλίας, τους αγαπητούς υιούς του τα ευγενή τέκνα του αναφερθέντος βασιλέως, την αγαπητή κόρη εν Χριστώ την ευγενή σύζυγο Ιωάννα, πριγκηπέσα της Ακουιτανίας και της Ουαλίας, και άλλους μεγιστάνες της Αγγλίας και βασιλικούς συμβούλους˙ δείξτε τους πόση μεγάλη ζημιά γίνεται στο πιστό βασίλειο της Αγγλίας ως αποτέλεσμα αυτής της διδασκαλίας και ότι όχι μόνο ως προς την πίστη είναι αυτά τα Συμπεράσματα αιρετικά, αλλά, αν κατανοηθούν σωστά, μπορούν να οδηγήσουν όλη την πολιτεία σε καταστροφή[3].»
(Η επισήμανση δική μας): έδειχνε ότι καταλάβαινε σε βάθος τους πραγματικούς κινδύνους που έκρυβαν οι αιρετικές αυτές θέσεις για την κοινωνία.
Η μελέτη της σχέσης αίρεσης και κοινωνίας οφείλει να είναι αμφίδρομη. Δυστυχώς, ενώ υπάρχουν αρκετές μελέτες προς την μία κατεύθυνση, δηλαδή ως προς το πώς βλέπει η κοινωνία την αίρεση, λείπουν εντελώς μελέτες προς την δεύτερη κατεύθυνση, δηλαδή ως προς το πώς βλέπει η αίρεση την κοινωνία και την θέση της μέσα σε αυτήν. Στο παρόν κείμενο θα επιχειρηθεί μία πρώτη προσέγγιση του δεύτερου θέματος. Η δεύτερη περίοδος της ιστορίας των Λολλάρδων, από το 1381 μέχρι την έναρξη των γεγονότων που έχουν καταγραφεί στην ιστορία της Αγγλίας ως ο Πόλεμος των Ρόδων, είναι ενδεικτική για μελέτη. Η διάδοση των σχετικών αιρετικών θέσεων του Wyclif με σκοπό την στρατολόγηση μελών στις τάξεις των Λολλάρδων συμβάλει αποφασιστικά στον καθορισμό των ιστορικών γεγονότων και επηρεάζει την πολιτική της εποχής.
Η θέση των Λολλάρδων απέναντι στα γεγονότα και η άμεση δράση τους στην πολιτική σκηνή δείχνουν την αντικοινωνική συμπεριφορά της αίρεσης. Πρόκειται για μια αντικοινωνικότητα, η οποία δεν οδηγεί σε απομάκρυνση από την κοινωνία, αλλά σε μια εχθρική στάση προς αυτήν. Με την σειρά της η εχθρότητα οδηγεί σε προσπάθεια καταστροφής, αρχικά με έξωθεν επιθέσεις και στην συνέχεια, όταν οι έξωθεν επιθέσεις αποτυγχάνουν, με εσωτερικές υπονομευτικές ενέργειες για την κατάρρευσή της. Έτσι, όπως θα φανεί στην συνέχεια από τα ιστορικά γεγονότα, η αίρεση συμπλέκεται με την εξέγερση.
Το πιο σημαντικό όμως είναι ο εντοπισμός εκείνης της δυναμικής, η οποία από κοινωνιολογικής πλευράς παράγει τον χριστιανοκομμουνισμό, από πολιτικής παράγει την μασονία και από θρησκευτικής την Μεταρρύθμιση.
8.11.1 Οι ριζοσπαστικές ιδέες του Wyclif
Μπορεί πολύ εύκολα να βρεθεί στο περιεχόμενο των δηλώσεων της Responsio του Wyclif η ρίζα των ανησυχιών του πάπα. Ο Γρηγόριος ΧΙ καλεί να τις δει ο αναγνώστης, όχι ως θεολογικές ιδέες, αλλά ως πολιτικοκοινωνικές. Εξετάζοντας αυτές θα εξηγήσουμε στον σύγχρονο αναγνώστη γιατί ήταν ανατρεπτικές την εποχή εκείνη.
Στην δεύτερη δήλωση ο Wyclif γράφει τα εξής:
«Ο Θεός δεν μπορεί να παραχωρήσει σε άνθρωπο αστική κυριότητα για τον εαυτό του και τους κληρονόμους του για πάντα. Θεωρώ ότι ‘αστική κυριότητα’ σημαίνει αυτό που έχω πει παραπάνω (σ.σ στην πρώτη δήλωση), πολιτική κυριότητα επ’ άπειρον. Καθώς η Γραφή μιλάει για την μακαριότητα των αιωνίων μονών, είναι επόμενο, όπως είπα αρχικά για την εξουσία που δίδεται, ότι ο Θεός δεν μπορεί να δώσει στον άνθρωπο αιώνια αστική κυριότητα. Έπειτα, όπως είπα στη συνέχεια, φαίνεται δίκαιο να συμπεράνει κανείς ότι ο Θεός δεν μπορεί να παραχωρήσει σε άνθρωπο με την παντοδυναμία Του, τέτοια κυριότητα για πάντα, επειδή δεν μπορεί, όπως φαίνεται, να κρατήσει την Νύμφη Του για πάντα στο ταξίδι της, ούτε να καθυστερεί για πάντα την τελική εκπλήρωση της μακαριότητάς της[4].»
Στην δήλωση αυτή ο Wyclif χτυπάει ένα από τα παλαιότερα και ισχυρότερα στηρίγματα του φεουδαρχικού συστήματος, το κληρονομικό δίκαιο. Οι τίτλοι κυριότητας που είχαν αποκτηθεί «ελαίω Θεού» από τους φεουδάρχες αποτελούσαν τόσο ισχυρό δικαίωμα, ώστε ούτε το δίκαιο του πολέμου δεν μπορούσε να τους αφαιρέσει, ακόμη και όταν μέσω πολέμου είχε χαθεί το αντικείμενο τους δικαιώματος. Ακόμη και τίτλοι που είχαν παραχωρηθεί μέσω υποτέλειας, ήταν έξω από την κοινή πρακτική ν’ αλλάζουν χέρια κατά την επιθυμία του επικυρίαρχου, εκτός και αν συνέτρεχε σοβαρότατος λόγος, συνήθως αθέτηση υποσχέσεως. Η δε μεταβίβασή τους σε καθορισμένο κληρονόμο ήταν μονόδρομος. Η ίδιες οι βασιλικές δυναστείες της φεουδαρχικής Δύσης, από τους Μεροβίγγειους και μετά, στηρίζονταν πάνω σε αυτό το δικαίωμα. Ο Εκατονταετής πόλεμος, ο οποίος μαίνονταν την εποχή του Wyclif, έβρισκε την δικαίωσή του στην ικανοποίηση των αξιώσεων του αγγλικού στέμματος επί τίτλων κυριότητος στην Φραγκία. Συνεπώς, μέσω αυτής της δήλωσης αμφισβητούνταν η πολιτικο-κοινωνική πραγματικότητα του φεουδαρχικού συστήματος.
Στην τρίτη δήλωσή του ο Wyclif αναφέρει τα εξής:
«Πολλά συμβόλαια (carte, χάρτες), που επινοούνται από τους ανθρώπους σχετικά με την κληρονομιά στα πλαίσια της αστικής εξουσίας, δεν έχουν καμία εγκυρότητα. Το πραγματικό κύρος εφαρμόζεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, διότι δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ως καθολικά τέτοια συμβόλαια, καθώς δεν θα ήταν τότε επιτρεπτό να αφαιρούνται κεκτημένα που παραχωρήθηκαν συμβολαιογραφικά από άτομα που τα κατέχουν άδικα. Έτσι, αν ένα τέτοιο άτομο έλαβε επιβεβαίωση από την αυθεντία της Εκκλησίας, θα του είχε δοθεί δικαιολογία να εναποθέσει ολόψυχα την εμπιστοσύνη του σε κοσμικά πράγματα καθώς και άδεια να αμαρτάνει˙ επειδή κάθε τι που είναι αληθινό είναι και αναγκαίο, έτσι και κάθε τι που είναι λάθος είναι εξ υποθέσεως[5] και απίθανο, όπως γίνεται ξεκάθαρο από την μαρτυρία της Γραφής και τους θεολόγους αγίους (sanctorum doctorum) όταν μιλάνε για την αναγκαιότητα των μελλόντων (de necessitate futurorum[6])[7].»
Στην δήλωση αυτή δίνεται η εντύπωση ότι αμφισβητείται η εγκυρότητα των συμβολαιογραφικών πράξεων. Όταν όμως ο αναγνώστης φτάνει στο σημείο, όπου ο Wyclif θεωρεί αδύνατη την επικύρωση νομιμότητας σε ιδιοκτησία που αποκτιέται «άδικα», η αοριστία του όρου «άδικα», όπως προκύπτει από την θεωρία του περί dominium (βλ. κεφ. 8.8.3), και βάσει της έλλειψης ταύτισης του «άδικα» με το «παράνομα», οδηγεί σε αμφισβήτηση οποιασδήποτε σύμβασης, όχι μόνο όταν οι συμβαλλόμενοι είναι φυσικά πρόσωπα, αλλά ακόμα και όταν ο ένας εκ των δύο συμβαλλομένων είναι η Εκκλησία.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι θεωρεί άκυρη οποιαδήποτε δικαιοπραξία της Εκκλησίας, κατά το σχολαστικό σύστημα της εποχής. Αυτό θεολογικά έχει άμεσες επιπτώσεις στην σωτηριολογία, καθώς φαίνεται ότι για τον Wyclif η σωτηρία υπάρχει εκτός Εκκλησίας, και σχετίζεται ταυτόχρονα με τον αντιμυστηριακό χαρακτήρα της αίρεσής του, καθώς ακυρώνει για παράδειγμα το μυστήριο της εξομολογήσεως, εφόσον η Εκκλησία δεν μπορεί να παραχωρήσει άφεση αμαρτιών. Τι απομένει, λοιπόν, αν η σωτηρία βρίσκεται εκτός Εκκλησίας και αυτή δεν μπορεί να παραχωρήσει άφεση αμαρτιών; Απομένει η αναγκαιότητα ως προϋπόθεση των μελλόντων, δηλ. ο απόλυτος προορισμός. Για την αναγκαιότητα ως φιλοσοφική προϋπόθεση της σωτηριολογίας των αιρετικών έχουμε μιλήσει σε προηγούμενο κεφάλαιο (βλ. 6.2.18, Από τον Γνωστικισμό στον Προτεσταντισμό). Για τον απόλυτο προορισμό του Wyclif μιλήσαμε στο αντίστοιχο κεφάλαιο της διδασκαλίας του (βλ. κεφ. 8.9.4-5).
Γίνεται κατανοητό ότι στόχος του δεν είναι μόνο οι κακοπραγίες του παπισμού, όπως τα συγχωροχάρτια, συμβάσεις δηλ. που θα μπορούσαν ν’ αμφισβητηθούν και πάνω σε διαφορετική θεολογική βάση. Στόχος του είναι η αυθεντία της Εκκλησίας επί της πολιτικής αρχής, καθώς θεωρεί άκυρη την στέψη των βασιλέων από τους επισκόπους, θέση που θα μπορούσε να συνδυαστεί με την στέψη του Ριχάρδου ΙΙ την ίδια χρονιά. Όμως για την Μοναρχία, η αναγνώριση της αυθεντίας της Εκκλησίας, η οποία με την σειρά της αναγνωρίζει την Μοναρχία, είναι μια αμοιβαιότητα αναγκαία για την αναγωγή της στην θεϊκή αυθεντία. Άρα ο Wyclif αμφισβητεί έντεχνα το ίδιο το μοναρχικό σύστημα και σε συνδυασμό με την άρνηση αποδοχής της εγκυρότητας του κληρονομικού δικαίου, τον τρόπο ανάδειξης του μονάρχη.
Στην συνέχεια των δηλώσεών του αναφέρεται σε θέματα που έχουν εξεταστεί ήδη, όπως η δυνατότητα των κοσμικών αρχόντων να κατάσχουν την εκκλησιαστική περιουσία, να ανεβοκατεβάζουν ιερείς (αυτό το δικαίωμα το έδινε σε όλους τους λαϊκούς και μάλιστα σε τέτοια εμβέλεια ώστε να μπορούν να διορθώνουν ακόμη και να καθαιρούν τον πάπα), την αδυναμία της Εκκλησίας να επιβάλει οποιαδήποτε εκκλησιαστική ποινή κτλ. Οι ιδέες αυτές ήταν εντελώς ριζοσπαστικές για την εποχή τους και όπως δείχνει και η επιστολή του Γρηγόριου ΧΙ αποτελούσαν κάλεσμα για μια ανατρεπτική επανάσταση.
Από το Χρονικό του Thomas Walsingham φαίνεται ότι το κήρυγμα των ιδεών αυτών έβρισκε απήχηση στον λαό, ειδικά στους Λονδρέζους. Θα εξηγήσουμε παρακάτω γιατί αυτή η απήχηση κυρίως σε αστικό πληθυσμό:
«Με αυτό τον τρόπο αυτός ο Φαρισαίος, ο John Wyclif, αφήνει να εννοηθεί ότι υπάρχει σοφία στις φαύλες Προτάσεις του και, όπως έχει ήδη ειπωθεί, με την υποστήριξη και τον ζήλο των Λονδρέζων, [μπόρεσε] να παρακωλύσει τις προσπάθειες των εξεταστών, να κοροϊδέψει τους επισκόπους και να δραπετεύσει. Αλλά αν οι Προτάσεις εκληφθούν με τον τρόπο που ο Wyclif τις παρουσίασε ο ίδιος στις σχολές και στο δημόσιο κήρυγμα, θα μπορούσε ο καθένας να καταλάβει ότι είναι χωρίς αμφιβολία κακιά αίρεση. Διότι δεν διέσπειρε αυτές τις ιδέες στα αυτιά του λαού με περιστροφές, αλλά τις δίδαξε φανερά και ξάστερα όπως γράφτηκαν, αιχμαλωτίζοντας έτσι τον λαό που χαίρεται ν’ ακούει όσα είναι διεστραμμένα, ειδικά τα σχετικά με την εκκλησία και τους κληρικούς. Κι έτσι είναι έτοιμοι να κάνουν ζημιά και απώλεια στους εκκλησιαστικούς και τους κληρικούς, όταν παρουσιαστεί η ευκαιρία, κάτι το οποίο επιθυμούν και προσεύχονται[8].»
Σε αυτό το σημείο ο Thomas Walsingham προβλέπει τα όσα επρόκειτο να συμβούν λίγα χρόνια μετά, κατά την εξέγερση του 1381. Πολύ σωστά αντιλήφθηκε τις διαθέσεις του λαού, καθώς και την διαστροφή τους από τα κηρύγματα, όχι μόνο του Wyclif, αλλά και των άλλων Λολλάρδων.
Θα μπορούσε, βέβαια, κάποιος να ισχυριστεί ότι ο χρονογράφος, όπως και κάθε άλλος εκκλησιαστικός, ήταν προκατειλημμένος εναντίον του φιλοσόφου και όλα αυτά δεν ήταν παρά μια πολεμική. Δεν είναι όμως τόσο απλά, διότι η δυναμική των θέσεων του Wyclif δεν προκύπτει μόνο από τα όσα είπε, αλλά και αυτά που απορρέουν από τα όσα δεν είπε. Εφόσον, οι κοσμικοί άρχοντες από την μια και ο λαός από την άλλη, έχουν την δυνατότητα να κατάσχουν την εκκλησιαστική περιουσία ή να καθαιρούν κληρικούς, στηριζόμενοι σε μια θολή ηθικολογία περί δικαίου και αδίκου, σε μια τόσο έωλη βάση, γεννάται αμέσως το παρακάτω ερώτημα. Δεν θα μπορούσαν κάποιοι άλλοι να κατάσχουν την περιουσία των κοσμικών αρχόντων ή και να τους καθαιρέσουν ακόμα, στηριζόμενοι στην ίδια ηθικολογία; Αν οι κοσμικοί άρχοντες μπορούν να παρακρατούν τις δεκάτες από έναν ανήθικο κληρικό, τι εμποδίζει τους υποτελείς να παρακρατήσουν τα ενοίκια από έναν άδικο επικυρίαρχο; Και αν οι λόρδοι μπορούν να διορθώνουν τους εκκλησιαστικούς, γιατί να μην μπορεί ο λαός να διορθώνει τους λόρδους; Για να διατυπωθεί πιο συγκεκριμένα, όλες οι παραπάνω προτάσεις οδηγούν σε μια κοινωνία που λειτουργεί εξωθεσμικά, χωρίς κανόνες. Η ανατροπή των κοινωνικών κανόνων, των κρατικών θεσμών και ολόκληρου του νομικού συστήματος της εποχής προέκυπτε δυνητικά από την τέταρτη δήλωση του Wyclif:
«Ο άνθρωπος που ζει στην κατάσταση της χάριτος, που παραχωρήθηκε εις τέλος, λαμβάνει δικαίωμα επί πάντων , εφ’ όρου ζωής δικαίωμα πάνω σε όλα τα αγαθά του Θεού. Αυτό πηγάζει από την Γραφή, Ματθαίος 24, διότι αληθινά υπόσχεται ότι ο άνθρωπος που εισέρχεται στην χαρά Του, ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἐπὶ πᾶσιν τοῖς ὑπάρχουσιν αὐτοῦ καταστήσει αὐτόν. Έτσι το δικαίωμα της συμμετοχής στην κοινωνία των αγίων επί της γης βασίζεται αντικειμενικά στην καθολικότητα των δώρων του Θεού[9].»
Με αυτήν την δήλωση ο Wyclif παραχωρεί παντοδυναμία στον πουριτανό άνθρωπο. Όχι μόνο κάθε δικαίωμα αστικής ευθύνης (όπως φαίνεται στην συνέχεια από την πέμπτη δήλωση), αλλά και την δικαστική και εκτελεστική εξουσία, αφήνοντας μόνο την νομοθετική στον Θεό. Ενώ, λοιπόν, φανερά δίνει εξουσία στην πολιτεία επί της εκκλησίας, με την τέταρτη δήλωση, αλλά χωρίς να ομολογεί, δίνει εξουσία στον πουριτανό επί των πολιτικών αρχόντων. Φυσικά την ίδια εξουσία έχει ο πουριτανός και επί όλων των άλλων μη πουριτανών ανθρώπων. Έτσι ο πουριτανός άνθρωπος στέκει υπεράνω κοινωνίας, πολιτείας, εκκλησίας και μπορεί να τις αναμορφώσει επικαλούμενος την δική του δικαιοσύνη επί της αδικίας των άλλων. Πρόκειται για μια επαναστατική θεωρία.
8.11.2 Η εξέγερση του 1381 σε σχέση με τις διδασκαλίες του Wyclif
Έχουμε ήδη τοποθετηθεί στο θέμα της σχέσης του John Ball και του John Wyclif. Από τις πηγές δεν μαρτυρείται οποιαδήποτε γνωριμία των δύο ανδρών. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι οι ιδέες τους ήταν διαφορετικές. Το αντίθετο μαρτυρείται από τις πηγές και ακόμη περισσότερο, σ’ αυτές φαίνεται ότι αιτία της εξέγερσης ήταν η διάδοση των αιρετικών ιδεών. Εδώ πρέπει να διευκρινιστεί ότι άλλο είναι η αφορμή και άλλο η αιτία ενός ιστορικού γεγονότος. Αφορμή για την εξέγερση έδωσε ο κεφαλικός φόρος (poll tax) που επιβλήθηκε από το κράτος για την συγκέντρωση των απαραίτητων εσόδων για την συνέχιση του Εκατονταετούς πολέμου. Τον κόσμο, όμως, ξεσήκωσαν οι αιρετικοί πράκτορες, οι οποίοι ευαγγελίζονταν την επανάσταση για την εφαρμογή των ιδεών που είχε εκφράσει ο φιλόσοφος. Αυτό θα φανεί αμέσως από την παράθεση των πηγών.
Ο Thomas Walsingham κατηγορεί τον αρχιεπίσκοπο Sudbury ως υπεύθυνο των γεγονότων του 1381, επειδή στάθηκε ανίκανος να πατάξει την αίρεση και να εμποδίσει τους αιρετικούς από το «να διαδώσουν την διδασκαλία τους και να μολύνουν τον κόσμο απ’ άκρη σ’ άκρη, σε όλο το βασίλειο[10]». Στην συνέχεια, μιλώντας για τον John Ball, αναφέρει ότι αυτός διέδιδε τις ίδιες διεστραμμένες διδασκαλίες για πάνω από είκοσι χρόνια[11].
Ο Henry Knighton είδε τον John Ball ως τον πρόδρομο του Wyclif[12]. Γράφει σχετικά:
«Αρχικά αυτοί (σ.σ. το εξεγερμένο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στο Blackheath) κατεύθυναν την επίθεσή τους προς μια συγκεκριμένη πόλη του αρχιεπισκόπου του Καντέρμπουρι, που ονομάζεται Maidstone, στην οποία ο αρχιεπίσκοπος είχε μια φυλακή, και στην φυλακή κρατούνταν κάποιος συγκεκριμένος ιερέας, ονόματι John Ball, ο οποίος έχαιρε υψηλής εκτίμησης από τον λαό ως κήρυκας. Για πολύ καιρό είχε διαδώσει αφιλοκερδώς τον λόγο του Κυρίου αναμιγνύοντας ζιζάνια με τον σίτο με τρόπο που ευχαριστούσε πολύ τον νου του λαού, αποκηρύσσοντας με φαυλότητα τους κανόνες και την περιουσία της εκκλησίας, διαιρώντας με απεχθή τρόπο κλήρο και λαό με τις αιρέσεις του και ρίχνοντας την επαρχία του στο σκοτάδι για πολλά χρόνια. Για τον λόγο αυτό είχε δικαστεί και καταδικαστεί και είχε κριθεί να κρατηθεί στην φυλακή ισόβια. Και το αναφερθέν πλήθος εισέβαλε στην φυλακή και τον έβγαλε έξω μαζί του, διότι σκόπευε να τον κάνει αρχιεπίσκοπο[13].»
Από μια άλλη επίσημη πηγή[14] προέρχεται η ανεπιβεβαίωτη πληροφορία, ότι ο John Ball όταν καταδικάστηκε δημόσια ομολόγησε ότι ήταν ακόλουθος του Wyclif επί διετίας, και ότι είχε μάθει από αυτόν τις κακοδοξίες που κήρυττε[15]. Αμέσως παρακάτω αναφέρει ότι οι οπαδοί του είχαν σχηματίσει μια μυστική ομάδα, η οποία οργάνωσε συνομωσία ώστε να περιέλθει όλο το βασίλειο και να διαδώσει τις ιδέες του, ώστε ολόκληρη η χώρα να γίνει αποδέκτης και να συμφωνήσει στα διεστραμμένα δόγματα[16]. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η αίρεση δρα συνωμοτικά για την διάδοση των ανατρεπτικών ιδεών και υποκίνηση επανάστασης.
Η δεύτερη πληροφορία δεν ήταν απλά μια πολεμική στάση ανεύθυνου λιβελλογράφου. Ήδη από την εποχή της «συνόδου του σεισμού» (1377) είχε γίνει γνωστό στο Κοινοβούλιο, ότι συγκεκριμένα άτομα «με συγκεκριμένη ενδυμασία και με την υποκρισία της αγιότητος» περιφέρονταν την χώρα, από κομητεία σε κομητεία και από πόλη σε πόλη, χωρίς να διαθέτουν εκκλησιαστική άδεια για να κηρύττουν. Αυτοί έκαναν δημόσιες ομιλίες, όχι μόνο σε εκκλησίες και κοιμητήρια, αλλά επίσης σε αγορές, πλατείες και άλλες δημοσιές, εκθέτοντας σε κίνδυνο ψυχές, την πίστη, την εκκλησία και το κράτος. «Αυτά τα άτομα διδάσκουν συκοφαντίες που σπείρουν την διχόνοια και προκαλούν διάσταση και συγκρούσεις στα μέρη του βασιλείου, τόσο στα κοσμικά όσο και στα πνευματικά, με αποτέλεσμα την αναταραχή του κόσμου και μεγάλο κίνδυνο για όλο το βασίλειο[17].»
Παρόμοιες επισημάνσεις και προειδοποιήσεις είχαν κάνει και πολλοί ιεράρχες, εκτός από το Κοινοβούλιο. Ο αρχιεπίσκοπος William Courtenay (1375-1396) σε μια επιστολή του στο επίσκοπο του Λονδίνου Robert Baybrooke (1381-1404) με ημερομηνία 30 Μαΐου 1382, ενημερώνει τον συνάδελφό του για τους περιφερόμενους κήρυκες, του αναλύει τους κινδύνους αυτής της δραστηριότητας και του προτείνει να ζητήσει την βοήθεια των τοπικών κοσμικών αρχών[18]. Παρόμοιες συστάσεις έκανε την ίδια εποχή ο επίσκοπος του Ely Thomas Arundel (1373-1388, επίσκοπος Υόρκης 1388-1397 και στην συνέχεια αρχιεπίσκοπος) σχετικά με παράνομους κήρυκες στην δική του επαρχία[19]. Ομοίως και ο επίσκοπος Thomas Brinton (1373-1389) του Rochester έκανε μια ομιλία απευθυνόμενος προς τον κλήρο του, προειδοποιώντας να προσέχουν τους ψευτοδιδασκάλους που κηρύττουν στους λαϊκούς και αν παραστεί ανάγκη να καλέσουν τις αρχές για την αντιμετώπισή τους[20].
Με τέτοια συνωμοτική και ανατρεπτική δραστηριότητα, δεν είναι να απορεί κανείς γιατί το όνομα «Λολλάρδος», ένα όνομα που εμφανίζεται για πρώτη φορά στις 15 Ιουνίου 1382, όταν ο Henry Crump εκδιώχθηκε από την Οξφόρδη επειδή αποκάλεσε τους αιρετικούς «Λολλάρδους»[21], έφθασε σε σύντομο χρονικό διάστημα και μετά από δύο εξεγέρσεις (η δεύτερη ήταν η εξέγερση του John Oldcastle, την οποία θα δούμε παρακάτω) να είναι συνώνυμο του «προδότης». Η δε ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί στην αγγλική κοινωνία άγγιζε τα όρια της τρομοκρατίας.
«Είναι αξιοσημείωτο το ότι τέτοια διχόνοια και έριδα είχε δημιουργηθεί παντού στην Αγγλία από τον Wyclif και τους οπαδούς του, ώστε οι Καθολικοί φοβούνταν ότι το δικό τους κήρυγμα θα οδηγούσε σε νέο ξεσηκωμό ενάντια στους λόρδους και την εκκλησία[22].»
Επίσης ο Adam de Usk[23], γράφοντας τριανταπέντε χρόνια μετά την εξέγερση του 1381, και αμέσως μετά την εξέγερση του John Oldcastle, θυμάται το κλίμα τρομοκρατίας και αβεβαιότητας που επικρατούσε ακόμη και μετά την καταστολή της εξέγερσης με τα εξής λόγια:
«Και τότε οι ακόλουθοί του Ιωάννη, όπως [οι ακόλουθοι] του Μωάμεθ, με το να κηρύττουν πράγματα ευχάριστα στ’ αυτιά των ισχυρών και των πλουσίων, δηλαδή, ότι η παρακράτηση των δεκάτων και των δωρεών και η λεηλασία των αγαθών από τον κλήρο ήταν ευλογημένη, και [στα αυτιά] των νέων, ότι η αυτοϊκανοποίηση είναι αρετή, έσπειραν με τον χειρότερο τρόπο τον σπόρο για δολοφονίες, απαγχονισμούς, εμφύλιες διαμάχες, έριδες και εξεγέρσεις, τα οποία κρατάνε μέχρι σήμερα, και τα οποία, φοβάμαι, θα κρατήσουν μέχρι την διάλυση του βασιλείου. Έτσι σε πολλά μέρη της χώρας, περισσότερο όμως στο Λονδίνο και το Μπρίστολ, αυτοί, σαν άλλοι Εβραίοι στο όρος Χωρήβ για λογαριασμό του χρυσού μόσχου, στρέφοντας τον ένα εναντίον του άλλου, δίκαια πρέπει να θρηνούν για είκοσι τρεις χιλιάδες από τους οπαδούς τους που βρήκαν άθλιο τέλος. Ο λαός της Αγγλίας, διαπληκτιζόμενοι σχετικά με την παλαιά και την νέα πίστη, έφθασαν στο σημείο, όπως έχουν τα πράγματα, να επιφέρουν στα κεφάλια τους εξέγερση και ερήμωση[24].»
Στην μικρή αυτή αποτίμηση των πραγμάτων, με πολύ νηφάλιο τρόπο ο Adam de Usk κάνει πολλές και σημαντικές παρατηρήσεις για τα αίτια της εξέγερσης και για την συμμετοχή πολύ συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων σε αυτή. Θα τα εξετάσουμε λεπτομερώς παρακάτω. Εδώ ας μείνουμε στην περιγραφή της τρομακτικής ατμόσφαιρας που έχει επικρατήσει στην Αγγλία, με τις κοινωνικές αναταραχές να υποβόσκουν ακόμη και όταν δεν οδηγούν σε ανοικτή εξέγερση. Τα δύο παραπάνω κείμενα δείχνουν μία ένταση μεταξύ των παπικών και των Λολλάρδων, μεταξύ των οπαδών της παλαιάς και νέας πίστης, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο χρονογράφος, καθώς το ευαγγέλιο των Λολλάρδων αφορούσε μια νέα εποχή, όπου η παλαιά τάξη των πραγμάτων και όχι μόνο η παλαιά πίστη θα είχε ανατραπεί.
Το 1411 οι Λολλάρδοι αναφέρονται στα έγγραφα του Κοινοβουλίου μαζί με τους δολοφόνους και τους άλλους κακούργους[25]. To 1417 γίνονται παράπονα στο Κοινοβούλιο για ταραχές και παραβιάσεις σε δάση, αγορές και άλλους δημόσιους χώρους. Οι δράστες χαρακτηρίζονται ως προδότες και επαναστάτες Λολλάρδοι[26]. Μέχρι το 1425 δεν υπήρχε πια αμφιβολία ότι το όνομα «Λολλάρδος» ήταν συνώνυμο της προδοσίας και του κακουργήματος[27] και αυτή η αντίληψη δεν ήταν απλά μια συκοφαντία των πολεμίων. Προέρχονταν από την δράση των Λολλάρδων τα προηγούμενα χρόνια, τις κοινωνικές αναστατώσεις και την πολιτική αστάθεια που είχαν δημιουργήσει. Το 1431 αναφέρονται ξανά σε επίσημα έγγραφα ως «προδότες και εχθροί του Βασιλιά[28]».
8.11.3. Το ανατρεπτικό μανιφέστο
Ξεκινώντας την απαρίθμηση των βασικών σημείων του ανατρεπτικού μανιφέστου των Λολλάρδων είναι αναγκαία συνθήκη η αναφορά στην θεωρία του dominium του Wyclif. Η θεωρία αυτή αναπτύχθηκε ικανοποιητικά σε προηγούμενο κεφάλαιο (κεφ. 8.8), οπότε εδώ μένει να δούμε τις κοινωνικές συνέπειες της. Η ανάπτυξη της θεωρίας αυτής ξεκινά από την αρχική θέση, ότι «όλα ανήκουν στους δίκαιους[29]». Αυτή η θέση αν και διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον άγιο Αυγουστίνο, στα κείμενα του Wyclif βρήκε την τέλεια διαστροφή της. Ποιοι είναι οι δίκαιοι; Προφανώς όχι οι Χριστιανοί, αλλά οι Λολλάρδοι, ο Wyclif και οι δικοί του άνθρωποι. Εδώ εισβάλει ο πρώτος υποκειμενισμός στην ερμηνεία.
Από την άλλη, το όλα ανήκουν στους δίκαιους, αν ληφθεί με κυριολεκτική έννοια και αναφορά στα επίγεια αγαθά, οδηγεί σε μια παράξενη κοινοκτημοσύνη. Τα αγαθά δεν είναι πράγματι κοινά σε όλους, αλλά στους λίγους «δίκαιους». Και εδώ έχουμε τον δεύτερο υποκειμενισμό. Τι γίνεται, όμως, αν βάσει των δεδομένων συνθηκών, τα αγαθά δεν ανήκουν στους «δίκαιους», αλλά στους άλλους, όπως και συμβαίνει; Τότε ξεκινά η κλεψιά, η αρπαγή, η λεηλασία. Και αυτό ήταν το επαναστατικό κήρυγμα των Λολλάρδων. Στα κηρύγματά τους δεν υπάρχει η έννοια του δίνω, δεν ακούστηκε ποτέ «δώστε». Οι ευαγγελιστές τους καλούν τον βασιλιά, τους λόρδους, τον λαό ν’ αρπάξουν, με πρώτο στόχο την εκκλησιαστική περιουσία. Οι εξεγέρσεις τους οδηγούν σε όργιο λεηλασίας.
Την λεηλασία την δικαιώνουν με μια ιδιότυπη ηθική και θέλουν να την παρουσιάζουν ως βιβλική. Στην πραγματικότητα είναι αντι-χριστιανική, εφόσον η χριστιανική διδασκαλία παροτρύνει τον πιστό να δίνει, ως εφαρμογή της εντολής της αγάπης, θεωρώντας την ελεημοσύνη αρετή που ομοιάζει τον άνθρωπο με τον Θεό. Οι Λολάρδοι, όπως καλούν σε μια αναγκαστική αναμόρφωση της εκκλησίας, μέσω της αρπαγής της εκκλησιαστικής περιουσίας και της παρακράτησης των εσόδων της, η οποία κατά την θεώρησή τους θα την αναγκάσει να επανέλθει στην «αρχέγονη» πνευματική της κατάσταση[30]. Αλλά το μανιφέστο της λεηλασίας δεν σταματούσε στα εκκλησιαστικά αγαθά. Ο κλήρος δεν ήταν για τους Λολλάρδους, ο μόνος άδικος ιδιοκτήτης. Στην ίδια θέση κατατάσσονταν και οι κοσμικοί άρχοντες-φεουδάρχες, οπότε και η δικιά τους περιουσία έπρεπε να περάσει στους δίκαιους. Όπως έγραψε ο William Wodeford:
«… ο λαός μπορούσε νόμιμα ν’ αφαιρέσει τις περιουσίες και τα αξιώματα των βασιλέων, των δουκών, και των άλλων κοσμικών επικυρίαρχων, όποτε τους προσέβαλαν από συνήθεια[31].»
Ομοίως, ο Δομινικανός Roger Dymoke αναφέρει στην εκτενή αναίρεση του επί των δώδεκα θέσεων των Λολλάρδων, οι οποίες θυροκολλήθηκαν στον Αββαείο του Westminster το 1395, ότι οι αυτοί έθεταν τους κοσμικούς άρχοντες στην ίδια θέση με τους εκκλησιαστικούς, στοχοποιώντας τις περιουσίες τους. Παρακινούσαν τον λαό να εξεγερθεί εναντίον όλων αυτών των ακατάλληλων να έχουν ιδιοκτησία και ετοίμαζαν σχέδια επαναστατικά και ανατρεπτικά[32]. Και συνεχίζει λέγοντας προορατικά, ότι αν η κατάσχεση της εκκλησιαστικής περιουσίας δεν γίνει με νόμιμα μέσα, κάτι αδύνατο, θα οδηγήσει όλη την χώρα σε καταστροφή και θα ευθύνεται για την άνοδο της τυραννίας[33]. Διότι αν οι Commons (σ.σ. ποιοι είναι οι Commons θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο) εξεγερθούν είναι πολύ πιθανό ότι θα σφετεριστούν για τον εαυτό τους την κυριότητα των άλλων κι έτσι θα ξεκινήσει εμφύλιος πόλεμος». Αν το ξεκινούσαν οι λόρδοι,
«… τότε κανείς στο εξής δεν θα μπορούσε να κρατήσει την κυριότητά του με ασφάλεια, εφόσον ο καθένας θα μπορούσε να εξεγερθεί ενάντια στον άλλο, όποτε επιθυμούσε. Και αν το έκανε ο βασιλιάς, τότε θα μετασχηματίζονταν σε τύραννο[34].»
Σε άμεση σχέση με το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας ήταν και το θέμα της δεκάτης. Η ιστορία του φόρου αυτού και η συζήτηση για την απόδοση ή την παρακράτησή του ήταν πολύ παλαιότερη των θεωριών του Wyclif, ωστόσο οι Λολλάρδοι είχαν την δική τους συμβολή στην διαμάχη. Ο John Ball παρακινούσε τους ακροατές του να μην πληρώνουν την δεκάτη, αν ο ενοριακός ιερέας ήταν πιο ευκατάστατος από αυτούς ή αν ήταν αμφιβόλου ηθικής[35]. Η θέση αυτή ήταν σε αρμονία με την διδασκαλία του Wyclif, όπως παρουσιάζεται σε μια από τις 24 προτάσεις του που καταδικάστηκαν το 1382[36].
Ήταν αναμενόμενο και κατ’ αντιστοιχία του θέματος της εκκλησιαστικής περιουσίας, η παρακράτηση να μην περιοριστεί σε έναν μόνο φόρο, αλλά να επεκταθεί και σε άλλους φόρους, όπως και σε άλλες μορφές οικονομικών υποχρεώσεων. Στην διατριβή με τίτλο Of Servants and Lords, ο συγγραφέας αναφέρει ότι υπάρχουν κάποιοι κήρυκες που παρακινούν με τα κηρύγματά τους υποτελείς να παρακρατήσουν ενοίκια, φόρους υποτέλειας και οποιαδήποτε άλλη οικονομική υποχρέωση έχουν προς τον επικυρίαρχο, όταν αυτός ζει φαύλη ζωή. Παρουσιάζουν την πράξη ως εντελώς νόμιμη, και προτείνουν το ίδιο για τις δεκάτες και τις άλλες προσφορές στην εκκλησία[37]. Αυτές οι δύο μορφές οικονομικών υποχρεώσεων, δεκάτες και ενοίκια, ήταν πολύ στενά δεμένες, ώστε οποιαδήποτε μεταβολή στην μία από τις δύο, είχε επίδραση και στην άλλη. Για να γίνει αυτό πιο κατανοητό, ας ληφθεί υπόψη ότι μεγάλες γαιοκτησίες εκμισθωμένες ανήκαν και στα εκκλησιαστικά ιδρύματα.
Το τρίτο σημείο της διδασκαλίας των Λολλάρδων, ίσως το πιο σημαντικό για την διερεύνηση της αντίληψής τους για την κοινωνία, αφορά την θέση τους απέναντι στα μυστήρια και τον κλήρο. Πιο συγκεκριμένα οι Λολλάρδοι υποτιμούσαν μέχρι το σημείο της κατάργησης την αξία των μυστηρίων και συνεπώς τον ρόλο του κλήρου, προτείνοντας στην θέση αυτών, την μελέτη της Γραφής και το κήρυγμα. Υποστηρίζοντας την ατομική μελέτη και ερμηνεία της Γραφής αντί των μυστηρίων, θεωρούσαν ότι κάθε λαϊκός μπορούσε να είναι διάκονος του Λόγου. Σε προηγούμενα κεφάλαια έχουμε αναλύσει διεξοδικά αυτά τα θέματα, τώρα όμως θα δούμε το πώς αντικατοπτρίζουν την αντίληψη των αιρετικών για την κοινωνία.
Σε όλο τον Μεσαίωνα στην Δύση, κυριαρχεί η αντίληψη για την τριμερή διαστρωμάτωση της κοινωνίας. Από τον πρώιμο Μεσαίωνα η κοινωνία διαιρείται σε τρείς κοινωνικές ομάδες, τρία κοινωνικά στρώματα (έχουμε ξεπεράσει πια την μαρξιστική αντίληψη περί των τάξεων και ο όρος αποφεύγεται από τους σύγχρονους ιστορικούς). Οι τρείς ομάδες είναι οι στρατιώτες, οι κληρικοί και οι χωρικοί. Στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας βρίσκονται οι στρατιώτες, δηλ. η μιλιταριστική αριστοκρατία. Ακολουθεί ο κλήρος με την δική του ιεράρχηση και τελευταία κοινωνική ομάδα είναι οι χωρικοί, που στον πρώιμο Μεσαίωνα αποτελούν την παραγωγική ομάδα. Εδώ πρέπει να τονιστούν δύο σημεία. Πρώτον για τους δυτικούς του Μεσαίωνα η εργασία είναι η κατάρα του Θεού στον Αδάμ, οπότε οι εργαζόμενοι, ειδικά οι χειρώνακτες είναι οι καταδικασμένοι από τον Θεό, σε αντίθεση με τον κλήρο και την αριστοκρατία που απολαμβάνουν την θεία εύνοια. Δεύτερον, το εμπόριο θεωρούνταν ως είδος τοκογλυφίας διότι προσέθετε αξία στα αγαθά χωρίς να μεσολαβεί παραγωγή ή μεταποίηση. Γι αυτό αφήνονταν στους απόκληρους της κοινωνίας, όπως οι Εβραίοι. Οι έμποροι δεν κατατάσσονταν σε κάποια κοινωνική ομάδα.
Βέβαια, από τον ΙΑ’ αι. και την αστική ανάπτυξη έχουμε την άνοδο των αστών, εμπόρων και τεχνιτών. Μέχρι τον ΙΔ’ αι. φαίνεται η ανάγκη για την αναθεώρηση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, εφόσον το βασικό τριμερές σχήμα της μεσαιωνικής κοινωνίας, επιζεί μεν αλλά δεν αντιστοιχεί πλέον στην κοινωνική πραγματικότητα. Στην Αγγλία του ΙΔ’ αι. οι Commons δεν είναι μόνο οι χωρικοί, αλλά κυρίως οι αστοί. Προσπαθώντας ν’ ανταπεξέλθει στην νέα αυτή κοινωνική πραγματικότητα ο επίσκοπος του Rochester, Thomas Brinton (1373-1389) σε μια ομιλία του 1375[38] εισάγει μια τέταρτη ομάδα στο κοινωνικό σχήμα, τους εμπόρους (mercatores). Η θέση αυτής της ομάδας είναι ανάμεσα στους εργαζόμενους (operarii et laboratories) και τους αριστοκράτες. Την ίδια εποχή στην Γαλλία ο Philippe de Mézières (1327-1405) μιλά επίσης για μια τέταρτη ομάδα τους “nobles non chevaliers et de bourgeoisie”, την μπουρζουαζία. Οι “nobles non chevaliers” είναι για τους Άγγλους οι “gentlemen”. Η μπουρζουαζία λοιπόν είναι η νέα τάξη[39].
Από την πλευρά τους οι Λολλάρδοι αμφισβητούν τον λόγο ύπαρξης της δεύτερης κοινωνικής ομάδας, του κλήρου, και προτείνουν την κατάργησή της. Αυτό βέβαια αποτελεί μια μεγάλη κοινωνική ανατροπή και δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο, όπως φαίνεται από την ρητορική ερώτηση του αρχιεπισκόπου Thomas Arundel προς τον William Thorpe το 1407: «Why losell! Wilt not thou and other that are confedered with thee, seeke out of holie Scripture and of the sence of doctors, all sharpe authorities against lords, knights, and squires, and against other secular men, as thou doest against priests?[40]». Στα έργα των Λολλάρδων η δεύτερη κοινωνική ομάδα δαιμονοποιείται. Στο έργο Of Servants and Lords, το οποίο αναφέρθηκε παραπάνω, οι κληρικοί παρουσιάζονται ως η πιο μοχθηροί[41]. Στο Of Prelates οι ιεράρχες ευθύνονται για τις αμαρτίες των λόρδων, των κληρικών και των commons και τους οδηγούν στην κόλαση, επειδή τους αναγκάζουν να παραβαίνουν τις εντολές του Θεού[42].
Η εικόνα των Λολλάρδων για την τρίτη ομάδα είναι δύο διαστάσεων. Στην πρώτη διάσταση εξετάζει του εμπόρους και του δικηγόρους, τους οποίους κατακρίνει έντονα. Σε ομιλία του ο William Taylor κατηγορεί τους εμπόρους, ότι αυξάνουν τα πλούτη τους «bi unleeful meenes[43]» (με άνομα μέσα). To Of Servants and Lords ψέγει την δολιότητα των δικηγόρων. Όταν όμως τα κείμενα των Λολλάρδων ασχολούνται με τον φτωχό βιοπαλαιστή η στάση αλλάζει ριζηδόν. Γι’ αυτούς ο “comyne peple” είναι το υπόδειγμα όχι μόνο του ατόμου στην κοινωνία, εφόσον από την εργασία τους παράγονται τα αγαθά από τα οποία πλουτίζουν οι άλλοι[44], αλλά και του θρησκευόμενου ανθρώπου. Έχει ειπωθεί σε προηγούμενα κεφάλαια ότι κατά τον Wyclif και τους Λολλάρδους ακριβής μιμητής του Χριστού είναι ο ενδεής Χριστιανός και ότι η χριστιανική ζωή έγκειται στην αποστολική πενία. Αυτήν την άποψη διατύπωσαν καθαρά στα Εικοσιπέντε Άρθρα της πίστης τους[45]. Συνεπώς οι φτωχοί είναι οι ακριβείς τηρητές της χριστιανικής ζωής και όχι η εκκλησία με τις γαιοκτησίες της. Ακόμη και οι αμαρτίες των φτωχών είναι συγχωρητέες, διότι γι’ αυτές ευθύνεται ο κλήρος. Στην εικόνα αυτή ο πένητας αγιοποιείται.
Στο λολλαρδικό κοσμοείδωλο αντιστρέφεται η θέση της δεύτερης και της τρίτης ομάδας. Στα κείμενά τους οι “lewed”(laborers), οι εργαζόμενοι, είναι καλύτεροι ιερείς από τους κληρικούς. Για την απεικόνιση των τελευταίων χρησιμοποιούνται εικόνες θηρίων, για να εκφραστούν μέσω αυτών και τα αντίστοιχα πάθη που τους αποδίδονται. Τα μέλη της δεύτερης ομάδας χαρακτηρίζονται ως λύκοι της κολάσεως[46], αρκούδες[47], σκυλιά[48], κύνες που επιστρέφουν στο ίδιον ξέρασμα[49], οχιές[50] και χοίροι[51]. Παρουσιάζονται παραδομένοι στην μέθη, την λαιμαργία και τις σωματικές απολαύσεις κάθε είδους[52]˙ κυλιούνται στον βόρβορο, την βρωμιά και την δυσωδία[53]. Και εκεί που ο κλήρος οικτίρει τον λαό για αμορφωσιά, οι Λολλάρδοι επιστρέφουν την κατηγορία:
«Ιεράρχες που αγνοούν την Βίβλο φλυαρούν όλη μέρα σαν καρακάξες και κίσσες, μέσα από ακριβά βιβλία ανθρώπινης παράδοσης[54].»
Τι προτείνουν λοιπόν; Ξεκινώντας από την θέση ότι τα μέλη της τρίτης κοινωνικής ομάδας είναι καλύτεροι ιερείς από τους κληρικούς[55], προτείνουν την εξαφάνιση της δεύτερης ομάδας. Προτείνουν την κατάργηση του κλήρου. Για να επιτευχθεί αυτό καταργούνται τα όρια μεταξύ των ομάδων, μέσω της τέλεσης μυστηρίων από τους λαϊκούς. Έτσι έχουν διαπιστωθεί περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι Λολλάρδοι «χειροτονούσαν» δικούς τους ιερείς ακόμα και γυναίκες[56], ως νόμιμη πρακτική. Σε θεωρητικό επίπεδο ο Wyclif αρνείται την αξία των μυστηρίων και ειδικά της Θ. Ευχαριστίας. Για την εξομολόγηση διακηρύσσεται ευθαρσώς στο Of Confession ότι οι καλοί “lewed” μπορούν να δώσουν άφεση αμαρτιών και όχι οι κακοί ιερείς[57]. Το σπουδαιότερο, όμως, έργο για τους Λολλάρδους ήταν το κήρυγμα και γι’ αυτό ο Wyclif τόνιζε ότι ξεπερνά σε αξία την προσευχή και την τέλεση των μυστηρίων˙ έργο, το οποίο δεν ήταν αποκλειστική αποστολή του κλήρου, αλλά διακονούνταν καλύτερα από τους λαϊκούς[58].
Πολύ εύστοχα η Margaret Aston[59] παρατήρησε ότι η ιδέα που είχαν οι Λολλάρδοι για τους λαϊκούς πάστορές τους ομοίαζε με τα πρότυπα που έθετε ο Thomas Moore στην Ουτοπία του. Η ζητούμενη αγιότητα θα καθόριζε έναν μικρό αριθμό διακόνων, αλλά αυτό δεν είναι σίγουρο ότι το παραδέχονταν, εφόσον θεωρούσαν εαυτούς ως μέλη της απόλυτα προορισμένης εκκλησίας. Για παράδειγμα ο John Purvey δίδασκε πριν το 1401 ότι: «κάθε άνθρωπος άγιος και προορισμένος για την αιώνια ζωή, ακόμη και αν είναι λαϊκός, είναι πραγματικός πρεσβύτερος και ιερέας, χειροτονημένος από τον Θεό για να τελεί όλα τα μυστήρια που είναι απαραίτητα για την σωτηρία του ανθρώπου, έστω και αν κανένας ιεράρχης δεν έθεσε τα χέρια του επάνω του[60]». Ο Thomas Walsingham αναφέρει ότι οι Λολλάρδοι του Salisbury είχαν τους δικούς του ιερείς, more pontificum, ήδη από το 1389[61], ενώ το 1415, κατά την διάρκεια της εξέγερσης του John Oldcastle, ανακαλύφθηκε στο Λονδίνο ο Thomas Cleyton (τον αναφέρει λανθασμένα ως William), ο οποίος είχε διορίσει τον γιο του ιερέα και τελούσε μυστήρια στο σπίτι του[62].
Οι Λολλάρδοι, λοιπόν, αναδιαρθρώνουν τον κοινωνικό ιστό, επιδιώκοντας μια αταξική κοινωνία, εφόσον ο κίνδυνος να στραφούν και εναντίον των αριστοκρατών ελλοχεύει πάντα. Αντιαιρετικοί συγγραφείς εφιστούν την προσοχή σε αυτό το θέμα και επισημαίνουν ότι αυτοί που τολμούν να εκθρονίσουν τον πάπα θα προσπαθήσουν μια μέρα να εκθρονίσουν τον βασιλιά. Ο Roger Dymoke με την σειρά του εξηγεί ότι όταν οι Λολλάρδοι θεωρούν το θαύμα της μεταβολής των Τιμίων Δώρων ειδωλολατρία, δείχνουν ασέβεια που τείνει να καταργήσει τον σεβασμό στους νόμους και την εξουσία, υπονομεύοντας την ενότητα του βασιλείου[63]. Αυτές οι προβλέψεις θα επαληθευτούν κατά την εξέγερση του John Oldcastle, όταν οι Λολλάρδοι θα προσπαθήσουν να καταργήσουν την αριστοκρατία. Η αποτυχία τους δείχνει ότι θα πρέπει να φτάσουν στην Γαλλική Επανάσταση για να πετύχουν κάτι παρόμοιο.
8.11.4 Η προέλευση του θεϊστικού κομμουνισμού[64]
Είναι γεγονός ότι στην μετασοβιετική εποχή η ιστοριογραφία κατάφερε να απελευθερωθεί από τα προηγούμενα μαρξιστικά σύνδρομα και μπορεί πλέον να μελετήσει ιστορικά και κοινωνικά φαινόμενα χωρίς καθοδηγούμενες μεθόδους. Στην περίπτωση που μελετάμε αυτό σημαίνει ότι πλέον ο ιστορικός δεν βλέπει τις κοινωνικές εξεγέρσεις ως αποτέλεσμα κοινωνικής καταπίεσης και αυτό μπορεί να φανεί εύκολα από τα στοιχεία που διαθέτουμε. Στην εξέγερση του 1381 τα αίτια ήταν πρωτίστως οικονομικά και από την οικονομική κατάσταση των συμμετεχόντων, παρατηρείται ότι αυτοί ήταν εύποροι αστοί. Δεν τίθεται θέμα κοινωνικής καταπίεσης. Αυτό προκύπτει τόσο από την μαρτυρία του Adam de Usk, την οποία είδαμε παραπάνω, όσο και από τα πρόστιμα τα οποία επιβλήθηκαν μετά την καταστολή της εξέγερσης. Από κοινωνικής απόψεως βλέπουμε ότι τα αιτήματα των εξεγερθέντων αφορούσαν αλλαγές στο κοινωνικό σύστημα, στον κοινωνικό ιστό της ύστερης μεσαιωνικής φεουδαρχίας, ως εφαρμογή αιρετικών ιδεών.
Αυτό μπορεί να γίνει περισσότερο κατανοητό, αν αναρωτηθεί ο ιστορικός το γιατί στην Αγγλία της συγκεκριμένης περιόδου. Αίρεση με έντονο αντιεκκλησιαστικό, αντιμυστηριακό και αντικληρικαλιστικό χαρακτήρα εμφανίζεται ήδη από τον ΙΑ’ αιώνα σε ολόκληρη την Δυτική Ευρώπη. Τα αιτήματα των Λολλάρδων ήταν αιτήματα όλων των προηγούμενων αιρετικών. Τέτοια έντονη, όμως, ανατρεπτική δραστηριότητα δεν έχει παρατηρηθεί μέχρι στιγμής και θα πρέπει να περιμένει κανείς μέχρι την αντίστοιχη εξέγερση των Ουσιτών στην Πράγα, η οποία ούτε λίγο ούτε πολύ σχετίζεται με την αντίστοιχη των Λολλάρδων. Και θα χρειαστεί ένας ακόμη αιώνας για να επιτύχει η Μεταρρύθμιση θετικά αποτελέσματα, εκεί που η πρώιμη μεταρρύθμιση των Λολλάρδων απέτυχε. Για ποιους λόγους, λοιπόν, η Αγγλία του ΙΔ’ αι. παρέχει τις κατάλληλες συνθήκες για την εκδήλωση αυτού του φαινομένου;
Είναι σίγουρο ότι πρέπει να ανατρέξει κανείς στην πολιτική κατάσταση της χώρας για να απαντήσει στο ερώτημα. Εξ αρχής οι αιρετικοί βρίσκουν καταφύγιο στην Αγγλία για έναν πολύ σημαντικό λόγο. Στην Αγγλία η Ιερά Εξέταση δεν έχει το δικαίωμα να δράσει. Ενώ σε όλη την υπόλοιπη δυτική Ευρώπη η Ιερά Εξέταση ερευνά, ανακρίνει, εντοπίζει και διώκει τους αιρετικούς, στην Αγγλία απλά απουσιάζει. Οι Άγγλοι, λόγω των όχι και τόσο ιδανικών σχέσεων με την Ρώμη, προτιμούν να κρατούν τις αποστάσεις τους και τους Ιεροεξεταστές έξω από την χώρα. Ακόμη και όταν αντιμετώπισαν έντονα προβλήματα από την δραστηριότητα των Λολλάρδων προτίμησαν να μη ζητήσουν την συνδρομή τους. Ο Βασιλιάς και το Κοινοβούλιο αναθέτουν το έργο στους σερίφηδες και άλλους τοπικούς αρμόδιους φορείς. Ακόμη και οι επίσκοποι αποδέχονται αυτή τη λύση, όταν, όπως είδαμε παραπάνω, συμβουλεύουν τους κληρικούς τους ν’ αποτείνονται στις τοπικές αρχές για την απομάκρυνση των Λολλάρδων από την περιοχή τους.
Η μεγάλη, όμως, ευνοϊκή πολιτική αλλαγή ξεκινά το 1341, όταν για πρώτη φορά οι Commons (κοινότητες) συνεδριάζουν ως ξεχωριστό και αυτόνομο τμήμα (Lower Chamber) του Κοινοβουλίου της Αγγλίας, το οποίο από το 1544 και μετά γίνεται γνωστό ως η Κάτω Βουλή (Lower House of the Parliament of England)[65]. Tο νέο αυτό κοινοβουλευτικό σώμα, οι Commons, απαρτίζεται από τους ιππότες και τους αστούς. Ο Σημαντικότερος ρόλος του είναι η εξέταση των νέων φόρων και η έγκριση ή η απόρριψή τους. Ο Βασιλιάς δεν μπορεί πλέον να επιβάλλει αυθαίρετα νέους φόρους. Καταλαβαίνουμε ότι το νέο σώμα αποκτά σημαντικό ρόλο, ο οποίος γίνεται ενεργός όταν ο κεφαλικός φόρος (poll tax) δίνει το έναυσμα για την εξέγερση του 1381. Τελικά ο φόρος θα καταργηθεί το 1389, οπότε και η θέση των Commons αναβαθμίζεται στην πολιτική σκηνή της Αγγλίας.
Είναι φυσικό η αίσθηση της νέας πολιτικής δύναμης να έδωσε τροφή σε προσωπικές φιλοδοξίες με αποτέλεσμα κάποιοι από τους Commons να οραματίζονται την κατάργηση της παλαιάς πολιτικο-κοινωνικής τάξης και την εγκαθίδρυση μιας νέας. Οι Commons οραματίζονται το δικό τους σύστημα, το Communism, βασισμένο σε μιας δικής τους επινόησης κοινοκτημοσύνη με θεολογικά ερείσματα σχεδιασμένα από τον Wyclif. Πρόκειται για θεϊστικό κομμουνισμό και πολύ αργότερα ο Karl Marx θα τον ανασχεδιάσει μέσα από τον διαλεκτικό υλισμό, σε άθεο κομμουνισμό. Ο θεϊστικός αυτός κομμουνισμός εμφανίζεται και σε κάθε ριζοσπαστική μεταρρυθμιστική παραφυάδα, όπως αυτή του Thomas Müntzer (1489-1525). Οι Λολλάρδοι θα την προμοτάρουν σε όλη την δεύτερη περίοδο της δράσης τους, μέχρι να καταλάβουν ότι η ανοικτή αντιπαράθεση, η επαναστατική δράση, δεν έχει πιθανότητες επιτυχίας διότι η παλαιά τάξη είναι ακόμα πολύ ισχυρή.
Κατόπιν τούτων είναι ευεξήγητο το γεγονός της συμμετοχής των αστών στις εξεγέρσεις, γιατί δηλ. η εξέγερση εντοπίζεται και επικεντρώνεται σε μεγάλα αστικά κέντρα, όπως το Λονδίνο και το Μπρίστολ. Είναι επίσης ευεξήγητο το γεγονός της συμμετοχής ιπποτών στις τάξεις των Λολλάρδων, όπως και το ότι η δεύτερη μεγάλη εξέγερση του 1415 υποκινήθηκε από τον John Oldcastle, έναν χαμηλόβαθμο αριστοκράτη που κατάφερε να ανέβει στα σκαλιά της αριστοκρατίας και να δημιουργήσει μεγάλη αναστάτωση στο βασίλειο (θα δούμε παρακάτω την περίπτωσή του).
Εδικά για την περίπτωση των ιπποτών που είχαν εισχωρήσει στους Λολλάρδους έχουν γραφεί αρκετά[66]. Οι παρακάτω εικόνες είναι ενδεικτικές. Στο Χρονικό του Knighton (προσθήκη από κάποιον συνεχιστή του) βρίσκονται τα ονόματα έξι Λολλάρδων ιπποτών το 1382: Thomas Latimer, John Trussell, Lewis Clifford, John Peche, Richard Stury και Reginald Hilton[67]. O Thomas Walsingham αναφέρει το 1387 τους εξής: William Neville, Lewis Clifford, John Clanvowe, Richard Stury, Thomas Latimer και John Montagu[68].
Μερικοί από αυτούς, ήταν μέλη του Κοινοβουλίου, συνδέονται άμεσα και παίζουν ενεργό ρόλο στα γεγονότα του 1395. Τον Ιανουάριο εκείνης της χρονιάς οι Λολλάρδοι, εκμεταλλευόμενοι την απουσία του βασιλιά στην Ιρλανδία, θυροκόλλησαν στο Αββαείο του Westminster 12 προτάσεις από την διδασκαλία τους. Οι ιππότες Clifford, Stury, Latimer, Montagu μαζί με άλλα σημαίνοντα πρόσωπα, έφεραν αυτές τις προτάσεις στο Κοινοβούλιο για ψήφιση. Το Κοινοβούλιο συνεδρίαζε τότε στο Westminster. Οι επίσκοποι θορυβημένοι από την αναπάντεχη αυτή κίνηση ενημέρωσαν τον βασιλιά, ο οποίος επέστρεψε εσπευσμένα και απείλησε τους Λολλάρδους με αποκεφαλισμό. Υποχρέωσε τον Stury, ο οποίος ίσως ήταν ο πρωτεργάτης της κίνησης, να ορκιστεί ότι δεν θα υποστηρίξει στο μέλλον παρόμοιες ιδέες[69]. Ο αρχιεπίσκοπος Arundel προειδοποίησε τον κλήρο λίγα χρόνια μετά, για την αντιεκκλησιαστική συμπεριφορά του ιππότη John Cheyne, ο οποίος ήταν ομιλητής του Κοινοβουλίου το 1399[70]. Πέντε χρόνια μετά στο αποκαλούμενο Unlearned Parliament στο Κόβεντρυ, κάποιοι ιππότες πρότειναν την κατάσχεση της εκκλησιαστικής περιουσίας για την κάλυψη των αναγκαίων εσόδων. Ο Cheyne, ο οποίος ήταν ξανά ομιλητής υποστήριξε την πρόταση, αλλά ο Βασιλιάς Ερρίκος IV υποστήριξε τον αρχιεπίσκοπο και η πρόταση δεν πέρασε[71].
Γιατί οι ιππότες; Η απάντηση είναι απλή. Επειδή οι ιππότες ήταν επαγγελματίες καριερίστες. Όντας στο τελευταίο σκαλοπάτι της αριστοκρατικής ιεραρχίας πολεμούσαν κυριολεκτικά με το σπαθί τους για ν’ ανέβουν σ’ αυτήν. Άλλοτε πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους σε κάποιον φεουδάρχη και άλλοτε πρόσφεραν πολιτική προστασία. Στην πραγματικότητα ήταν μισθοφόροι που έψαχναν κάποιον εργοδότη να εκτιμήσει αρκετά τις υπηρεσίες τους και να τους θέσει υπό την υψηλή του προστασία, με όλα τα πλεονεκτήματα που συνεπάγονταν κάτι τέτοιο. Ωστόσο, οι θέσεις στην αριστοκρατική ιεραρχία ήταν περιορισμένες, μετρημένες και ποτέ αρκετές. Θέσεις που εξαρτιόνταν άμεσα από τους διαθέσιμους κλήρους. Άρα, έπρεπε να περιμένουν υπομονετικά ν’ αλλάξουν οι συσχετισμοί στην ήδη υπάρχουσα κατάσταση για να μπορέσουν να ικανοποιήσουν τις φιλοδοξίες τους.
Η πρόταση των Λολλάρδων για κατάσχεση της εκκλησιαστικής περιουσίας πρόσφερε γι’ αυτούς ευκαιρίες, διότι συνεπάγονταν την δημιουργία νέων θέσεων. Στην συνεδρίαση του Κοινοβουλίου στο Westminster την 27η Ιανουαρίου, οι ιππότες παρουσίασαν έναν προϋπολογισμό, σύμφωνα με τον οποίο η κατάσχεση της εκκλησιαστικής περιουσίας θα δημιουργούσε δεκαπέντε καινούργιες κομητείες, θα μπορούσε να συντηρήσει 1500 ιππότες και 6200 ακολούθους[72]. Το δέλεαρ δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητο. Η περίπτωση του John Oldcastle, που θα εξεταστεί αμέσως παρακάτω, δείχνει την ανοδική πορεία ενός αριβίστα ιππότη.
8.11.5 Η εξέγερση του John Oldcastle[73]
Ο John Oldcastle καταγόταν από το Almeley του Herefordshire, στα δυτικά ακρώρεια της κομητείας. Το όνομα πιθανόν να προέρχεται από ένα ερειπωμένο ρωμαϊκό στρατόπεδο της περιοχής. Η περιουσία και η θέση της οικογένειας ήταν ασήμαντη, ωστόσο η ενεργή συμμετοχή των προγόνων του στα κοινά επέτρεψε την άνοδο της οικογένειας και ο πατέρας του, Richard, ήταν ο πρώτος που χρίστηκε ιππότης. Η ημερομηνία γέννησης του John είναι επίσης άγνωστη. Υπολογίζεται ότι πρέπει να γεννήθηκε την δεκαετία του 1370. Στην ιστορία εμφανίζεται για πρώτη φορά κατά την διάρκεια της εκστρατείας του Ερρίκου IV στην Σκωτία. Τότε ήταν ιππότης της ακολουθίας του λόρδου Grey of Godnor. Λόγω των ικανοτήτων που επέδειξε τότε μπήκε στην υπηρεσία του βασιλιά. Το 1401 αντιμετώπισε μαζί με άλλους ιππότες του Herefordshire μια εξέγερση στο Abergavenny. Το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς διορίστηκε λοχαγός στο Builth Castle και στην συνέχεια στο Kidwelly. To 1404 ανέλαβε επόπτης στα κάστρα Hay και Builth. Την ίδια χρονιά ξεκίνησε και την πολιτική του καριέρα ως εκπρόσωπος ιππότης του Herefordshire στο κοινοβούλιο. Δύο χρόνια αργότερα έγινε σερίφης.
Το αποφασιστικό σημείο της καριέρας του ήταν ο (τρίτος) γάμος του με την Joan χήρα του 3ου λόρδου του Cobham. Η Joan ήταν κάτοχος μεγάλης περιουσίας και έψαχνε έναν σύζυγο, ο οποίος θα μπορούσε να την διαχειριστεί, εφόσον ο μακαρίτης άνδρας της δεν είχε αρσενικό απόγονο. Μέσω του γάμου αυτού ο John Oldcastle πρόσθεσε στην δικιά του ασήμαντη περιουσία έξι τσιφλίκια στο Shamley, στο Κεντ, ένα τσιφλίκι στο Norfolk, δύο στο Northhamptonshire και στο Wits, την οικία Cobham’s Inn στο St. Dunstan-in-the-East, στο Λονδίνο και ένα από τα ισχυρότερα κάστρα του βασιλείου, το Cooling Castle. Να σημειωθεί ότι ο λόρδος Grey of Godnor, ο πρώτος εργοδότης του John κατείχε γειτονικά τσιφλίκια στο Kent. Από το 1409 παρακολουθούσε πλέον στις συνεδριάσεις της Άνω Βουλής (Upper House).
To Kent ήταν κέντρο των Λολλάρδων. Δεν είναι γνωστό το πότε ακριβώς έγινε ο John Oldcastle Λολλάρδος. Από το 1390 δρούσαν στο Herefordshire ο φανατικός William Swinderby και ο μυστικιστής Walter Bryte. O Richard Wiche, ιερέας της μητροπόλεως και γνωστός του John ήταν επίσης Λολλάρδος. Από την άλλη, θα μπορούσε να είχε μυηθεί στην αίρεση από κάποιον από τους συναδέλφους του ιππότες. Ο Sir John Clanvowe στο Cusop Castle, κοντά στην πατρίδα του Almeley ήταν ένας από τους πρώτους πατρόνες των Λολλάρδων και στην ίδια πλευρά βρίσκονταν και οι Greyndors με σημαντική περιουσία στην περιοχή. Όλα αυτά βέβαια είναι υποθέσεις και ο John Oldcastle δεν έδωσε δείγματα αιρετικής απόκλισης μέχρι το 1410. Αν ήταν Λολλάρδος τότε κρύβονταν με επιτυχία.
Το 1410 εμφανίζεται αλληλογραφία του Oldcastle με τα ηγετικά στελέχη της αίρεσης των Ουσιτών στην Πράγα. Η σχέση των Λολλάρδων με τους Ουσίτες ξεκινά από την εποχή του γάμου του Ριχάρδου ΙΙ με την Άννα της Βοημίας, το 1382. Για την ακρίβεια, με τον γάμο αυτό άνοιξαν οι ακαδημαϊκές εκείνες σχέσεις που επέτρεψαν την μετάδοση των ιδεών του Wyclif στην Πράγα, όπως έχει δείξει πρώτος ο Johan Loserth[74]. Μια συγχαρητήρια επιστολή με ημερομηνία 8 Σεπτεμβρίου στάλθηκε από τον John Oldcastle στον Wok of Waldstein, Βοημό αριστοκράτη και ηγετικό στέλεχος των Ουσιτών. Στην επιστολή ο πρώτος συγχαίρει τον δεύτερο για την επιτυχή υπεράσπιση των θέσεων του Wyclif σε δημόσιες διαλέξεις, με αφορμή το κάψιμο των βιβλίων του τον περασμένο Ιούλιο. Στην συνέχεια εκθέτει τα πιστεύω του που δεν είναι άλλα από τις αρχές των Λολλάρδων. Οπωσδήποτε η επιστολή δεν είναι ιδιόχειρη, διότι είναι γραμμένη στα λατινικά, γλώσσα την οποία δεν γνώριζε ο Oldcastle[75].
Ένα ακόμη αξιοσημείωτο είναι το ότι η επιστολή εστάλη στον Zdislaw of Zwiezeticz, επειδή ο Wok of Waldstein απουσίαζε από την Πράγα. Αυτός ήταν επίσης ηγετικό στέλεχος των Ουσιτών και ένας από τους δημόσιους ομιλητές. Είχε υπερασπιστεί το De Universalibus του Wyclif και ήταν ήδη αφορισμένος από τους παπικούς. Το ότι ο Oldcastle απευθύνεται σε δύο πρωταγωνιστές των αιρετικών στην Πράγα, δείχνει ότι και ο ίδιος αναγνωρίζεται ως τέτοιος από τους Λολλάρδους στην Αγγλία, οπότε μπορούμε να υποθέσουμε με ασφάλεια ότι είχε εισχωρήσει στην αίρεση πολύ καιρό πριν το 1410. Μια δεύτερη πληροφορία, βάσει της οποίας ο ίδιος ο Jan Hus είχε επικοινωνία με τον John Oldcastle και μάλιστα ζήτησε να του στείλει αντίγραφα των έργων του Wyclif, κρίνεται επισφαλής και δεν θα εξεταστεί[76].
Με τον θάνατο του Ερρίκου IV (1399-1413) η παραμονή των Λάνκαστερ στο θρόνο της Αγγλίας εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από την υποστήριξη των παπικών. Ο αρχιεπίσκοπος Καντέρμπουρι, Thomas Arundel, θεώρησε ότι η στιγμή ήταν κατάλληλη για να ισοσταθμίσει την υποστήριξή του με την βοήθεια του Ερρίκου V (1413-1422) στην καταπολέμηση των Λολλάρδων. Έτσι ξεκίνησε μια σειρά από δίκες που σκοπό είχε να εξουδετερώσει την επιρροή τους στην αριστοκρατία. Όπως ήταν αναμενόμενο ο John Oldcastle παραπέμφθηκε σε επισκοπικό δικαστήριο, κρίθηκε ένοχος και φυλακίστηκε στον πύργο του Λονδίνου, από όπου και απέδρασε τον Οκτώβριο του 1413, με την βοήθεια των ομοϊδεατών του.
Για τον επόμενο ένα-ενάμισι μήνα ακολούθησε η γνωστή ησυχία πριν την καταιγίδα. Ο φυγάς μαζί με τους συνεργάτες του δούλευαν πάνω στο επόμενο σχέδιό τους για την κατάληψη της εξουσίας˙ σχέδιο που οδήγησε σε εξέγερση. Δεν μπορεί να βγει σίγουρο συμπέρασμα, αν το σχέδιο ήταν παλαιότερο και επισπεύτηκε εξαιτίας της αποκάλυψης της αιρετικής απόκλισης του Oldcastle ή αν ήταν λύση της τελευταίας στιγμής. Η προχειρότητα της εκτέλεσης του δείχνει μάλλον προς το δεύτερο.
Ο στόχος του ήταν να συλλάβει τον Βασιλιά, τον Αρχιεπίσκοπο και όλους τους υψηλόβαθμους αξιωματούχους του κράτους και της εκκλησίας, που θα συγκεντρώνονταν στο Eltham Palace του Greenwich στο ΝΑ Λονδίνο, για να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα και το Άγιο Δωδεκαήμερο. Το σχέδιο προέβλεπε ότι η επίθεση θα εκδηλώνονταν την νύχτα της Τετάρτης 10 Ιανουαρίου του 1414. Για την επιτυχία του στηρίζονταν στον αντιπερισπασμό που θα δημιουργούσε εξέγερση των Λολλάρδων σε όλο το Λονδίνο. Για την καταστολή της θα έπρεπε να διασπαστεί η βασιλική φρουρά και οι δυνάμεις αστυνόμευσης της πόλης, δίνοντας την ευκαιρία στους συνωμότες να συλλάβουν τον βασιλιά. Στην εξέγερση θα συμμετείχαν Λολλάρδοι, οι οποίοι θα έφθαναν στην πόλη από όλη την επικράτεια.
Οι δολοπλοκίες των Λολλάρδων έγιναν γνωστές στον Βασιλιά από δύο άτομα αγνώστων συμφερόντων, τους John Burgh και William Kentford. Ο Thomas Walsingham αναφέρει ότι ήταν μετανοημένοι Λολλάρδοι[77], αλλά στα αρχεία δεν εμφανίζονται ούτε ως αμνηστευμένοι προδότες, όπως θα έπρεπε αν ο Walsingham είχε δίκιο, ούτε ως μισθοδοτούμενοι κατάσκοποι. Πάντως ο Ερρίκος V τους χορήγησε ετήσιο εισόδημα 10 μάρκων για τις πληροφορίες που έλαβε[78]. Μαζί με την ημερομηνία του αναγγέλθηκε και ο τόπος συγκέντρωσης των συνωμοτών στο St. Giles Fields.
Για την αντιμετώπιση της επικείμενης εξέγερσης ο Ερρίκος V έστειλε ειδικές οδηγίες στους σερίφηδες του Λονδίνου, να απαγορεύσουν τις συγκεντρώσεις και να συλλαμβάνουν όσους δεν πειθαρχούν. Μια μέρα πριν την καθορισμένη μεταφέρθηκε στο Λονδίνο μαζί με τους αδελφούς του και τις ακολουθίες τους. Αύξησε τις φρουρές στις πύλες της πόλης και σχεδίασε την δική του αντεπίθεση. Έστειλε περιπόλους σε όλες τις κεντρικές οδικές αρτηρίες που οδηγούσαν στο Λονδίνο για να εμποδίσει την μετακίνηση των Λολλάρδων. Το βράδυ της Τετάρτης έδωσε εντολή να κλείσουν οι πύλες της πόλης, ώστε όσοι συνωμότες βρίσκονταν ήδη εκεί να μην μπορέσουν να μεταβούν στον τόπο συνάντησης. Τέλος τα μεσάνυχτα ξεκίνησε ο ίδιος με τους ιππότες του και περικύκλωσε τους λίγους Λολλάρδους που είχαν καταφέρει στο St. Giles Fields. O John Oldcaslte, που περίμενε στο σημείο μαζί με τον Sir Roger Acton και τον Sir Thomas Talbot, κατάλαβε ότι το σχέδιό του είχε αποτύχει και κατάφερε να διαφύγει. Η εξέγερση απέτυχε πριν καν ξεκινήσει.
Αυτό που έχει αξία για το θέμα που εξετάζεται εδώ είναι οι στόχοι των Λολλάρδων. Έχοντας καταλάβει ότι οι ιδέες τους δεν μπορούσαν να τεθούν σε εφαρμογή, όσο το υπάρχον πολιτικο-κοινωνικό σύστημα είναι ισχυρό, σκόπευαν να καταστρέψουν την υπάρχουσα κρατική και εκκλησιαστική οργάνωση από την ρίζα τους. Στόχοι τους, όπως προέκυψε από τις ανακρίσεις των συλληφθέντων ήταν:
- η σύλληψη και η εκτέλεση του βασιλιά, των αδερφών του, του αρχιεπισκόπου και όσων άλλων αξιωματούχων, κρατικών και εκκλησιαστικών έβρισκαν στο Eltham Palace. Μετά την επιτυχία της εξέγερσης θα εκτελούσαν όλη την υπόλοιπη αριστοκρατία και κλήρο.
- η λεηλασία και κατεδάφιση των ναών και των άλλων εκκλησιαστικών ιδρυμάτων και η κατάσχεση της εκκλησιαστικής περιουσίας.
- η κατάργηση του κλήρου, η αποσχηματοποίηση των κληρικών και η ένταξή τους στην τρίτη κοινωνική ομάδα. Έκτοτε μπορούσαν να δραστηριοποιηθούν βιοποριστικά είτε μέσω του εμπορίου, είτε ως χειρώνακτες.
- η κατάργηση του υπάρχοντος κρατικού μηχανισμού. Ο Oldcastle θα ορίζονταν ως αντι-βασιλέας και η Αγγλία θα χωρίζονταν σε έξι μικρότερα “regimina”.
- σε επίπεδο εξαγγελιών, οι Άγγλοι θα αυτοανακηρύσσονταν ως “people without a head”[79].
- η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και η επιβολή ενός συστήματος κοινοκτημοσύνης.
Το τελευταίο χρήζει ιδιαίτερης προσοχής, διότι δεν υπάρχει καταγεγραμμένο από τους χρονογράφους της εποχής, αλλά προκύπτει από τις μαρτυρίες των συνεργατών του Oldcastle που συνελήφθηκαν και δικάστηκαν αργότερα. Το 1428 ο αρχιεπίσκοπος Καντέρμπουρι Henry Chichele (1414-1443) σε μια επιτυχημένη εκστρατεία εναντίον των Λολλάρδων[80] συνέλαβε τον Ralph Mungyn, στενό συνεργάτη των Bartholomew Cornmonger (ο οποίος είχε συλληφθεί το καλοκαίρι του ίδιου έτους) και Nicholas Hoper (υπηρέτη του Sir John Oldcastle, ο οποίος είχε ελευθερωθεί βάσει της γενικής αμνηστίας που χορήγησε ο Ερρίκος V τον Μάρτιο του 1414). Στην δίκη του προσκομίστηκαν αποδείξεις ότι στο κήρυγμά του τόνιζε ότι «όλα τα αγαθά έπρεπε να είναι κοινά και κανείς δεν έπρεπε να επιτρέπεται να έχει ιδιοκτησία[81]».
Ο ενοριακός ιερέας του Braybrooke, ονόματι Robert Hook, είχε μετατρέψει την οικία του σε κέντρο προπαγάνδας υπέρ του Oldcastle. To 1425 δικάζονταν για τρίτη φορά και ανάμεσα στις ιδέες, που έπρεπε να αποκηρύξει δημόσια στο Λονδίνο και το Νορθάμπτον, ήταν το ότι «ο νόμος του Θεού υποχρέωνε του κοσμικούς άρχοντες να έχουν όλα τα αγαθά κοινά[82]». Για τον Thomas Taylor, ο οποίος είχε δικαστεί ήδη δύο φορές, είχε αφεθεί με εγγύηση το 1421 και τελικά καταδικάστηκε πάλι το 1423, ο επίσκοπος του Lincoln κατέθεσε ότι τον είχε ακούσει να λέει για την κοσμική εξουσία των αρχόντων, ότι είχε μεν την ανοχή του Θεού, αλλά όχι την εύνοιά Του[83].
Αν η εξέγερση είχε πετύχει, ίσως σήμερα να μιλούσαμε για την Αγγλική Επανάσταση, πριν από την Γαλλική ή την Οκτωβριανή. Έχει τεθεί υπό συζήτηση το θέμα της δυνατότητας επιτυχίας της παραπάνω επιχείρησης. Μερικοί ιστορικοί τείνουν να πιστεύουν ότι το σχέδιο ήταν ανέφικτο και ο John Oldcastle θα έπρεπε να το γνωρίζει. Μιλώντας με βάσει τα διαθέσιμα ιστορικά γεγονότα, μπορεί κάποιος να αντιτείνει ότι, τόσο η Γαλλική όσο και η Οκτωβριανή Επανάσταση εφάρμοσαν το ίδιο ακριβώς σχέδιο, τον «αποκεφαλισμό» δηλ. του κράτους με την άμεση σύλληψη και την εκτέλεση του ανώτατου μονάρχη και στην συνέχεια την σταδιακή επικράτηση των επαναστατών και επιβολή των στόχων τους.
Η αποτυχία της εξέγερσης οφείλεται σε δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, στον ελλιπή, πρόχειρο και βιαστικό σχεδιασμό, που με την σειρά του οφείλεται στην επίσπευση των γεγονότων. Δεύτερον στην αδυναμία συγκέντρωσης του προσδοκώμενου αριθμού των 20.000 Λολλάρδων στο Λονδίνο. Ο Oldcastle συνέχισε τις προσπάθειές του, συμμαχώντας με τους Σκωτσέζους (οι οποίοι επιτέθηκαν στο Berwick και στο Roxbourgh) και προκαλώντας άλλη μια εξέγερση στην Ουαλία. Τελικά συνελήφθηκε και εκτελέστηκε το 1417.
8.11.6. Η συνωμοσία του 1431
Η αποτυχία του Oldcastle δεν αποθάρρυνε τους Λολλάρδους, ούτε οι συλλήψεις και εκτελέσεις ηγετικών στελεχών της αίρεσης απέτρεψε την επανάληψη παρόμοιας προσπάθειας. Το 1431 αποκαλύφθηκε ένα σχέδιο παρόμοιο με αυτό του Oldcastle και εξαιτίας της ανηλικότητας του Ερρίκου του VI την εξέγερση απέτρεψε ο δούκας του Gloucester. Το σχέδιο αποκαλύφθηκε όταν συνελήφθη στο Salisbury o αιρετικός John Keterige από τον δήμαρχο της πόλης, ύστερα από καταγγελία ενός των συνεργατών του που έγινε πληροφοριοδότης. Στην κατοχή του βρέθηκαν φυλλάδια-προκηρύξεις καθώς και τα σχέδια για τις εξεγέρσεις στις πόλεις Λονδίνο, Κόβεντρυ, Νορθάμπτον και στο Salisbury. Η ομολογία του John Keterige οδήγησε στην σύλληψη των John Long και William Perkins. Ο δεύτερος ήταν και ο αρχηγός της εξέγερσης με το κωδικό όνομα Mandeville. Και οι δύο κατάγονταν από την Abingdon.
Ο δήμαρχος του Salisbury, Richard Gatour, έλαβε ως ανταμοιβή το ποσό των είκοσι λιρών για τις υπηρεσίες του και ταυτόχρονα προκήρυξη υπόσχονταν την ίδια ανταμοιβή μαζί με το μισό της περιουσίας όσων καταδικάζονταν, σε αυτούς που θα έδιναν πληροφορίες και θα οδηγούσαν στην σύλληψη των συνωμοτών. Ο William Perkins ήταν υφασματέμπορος, όπως και ο John Kymrygge του Salisbury. Υφασματέμπορος μεταξιού ήταν ο John Orpud από το Steventon, Berkshire. Οι περισσότεροι από τους συλληφθέντες είχαν επαγγελματική συνάφεια, καθώς ανάμεσά τους βρίσκονταν ένας βαφέας υφασμάτων από την Frome. Ένας ακόμα αρχηγός της συνωμοσίας ήταν ο John Russell, ο οποίος φαίνεται ότι αποτελούσε τον σύνδεσμο με τους εξεγερθέντες συνεργάτες του Oldcastle. Αυτός σχετιζόταν με τον Richard Gurmyn, συνεργάτη του Oldcastle, που είχε συλληφθεί και εκτελεστεί μαζί με δυο άλλους Λονδρέζους το 1416. Ο Gurmyn είχε μεταβιβάσει στον Russell πριν την εκτέλεσή του όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του, συμπεριλαμβανομένων κάποιων περιουσιακών στοιχείων στο Lichfield, το Shrewsbury και το Shropshire.
Ο αντικειμενικός σκοπός αυτής της εξέγερσης ήταν ίδιος με τον αντίστοιχο του Oldcastle˙ όπως περιγράφεται σε μία πηγή:
«… να εξαλείψουν τον θεσμό και το πρόσωπο του βασιλιά, όπως επίσης τον θεσμό και το αξίωμα των ιεραρχών και των εκκλησιαστικών τάξεων στο βασίλειο της Αγγλίας˙ να λαφυραγωγήσουν τους ναούς και τα άλλα εκκλησιαστικά ιδρύματα από τα κειμήλια και τα άλλα αγαθά και την κινητή περιουσία που βρίσκεται σ’ αυτά και να πληρώσουν τους αναφερθέντες ναούς με άτομα του δικού τους κύκλου και της δικής τους γνώμης˙ να προκαλέσουν εξέγερση στο αναφερθέν βασίλειο και να δημιουργήσουν τόση αναστάτωση στο λαό, ώστε να διακόψουν την προσήκουσα αφοσίωση των υπηκόων προς τον βασιλιά και έτσι κατά τα δικά τους γούστα να σκοτώσουν τον βασιλιά, τους λόρδους, τους κοσμικούς και πνευματικούς άρχοντες και τις εκκλησιαστικές τάξεις[84].»
Η εξήγηση αυτών των επιδιώξεων ταιριάζει επίσης με την αντίστοιχη της εξέγερσης του Oldcastle. Οι Λολλάρδοι δεν θα μπορούσαν να επιβάλλουν τα σχέδιά τους για την εγκαθίδρυση της νέας τάξης πραγμάτων, όσο «η εξουσία και ο θεσμός του βασιλιά, όπως και η εξουσία και ο θεσμός της ιεραρχίας συνέχιζαν να ευημερούν στο βασίλειο[85]». Εκεί, όμως, που δεν υπήρχε κοινή γραμμή στους αρχηγούς της εξέγερσης ήταν το θέμα της κοινοκτημοσύνης, αν και η διαφωνία τους μάλλον είχε να κάνει με την μοιρασιά της λείας. Στο Λονδίνο και το Νορθάμπτον η κοινοκτημοσύνη ήταν το σλόγκαν των τοπικών αρχηγών, Robert Hook και Ralph Mungyn, αντίστοιχα. Ωστόσο, οι William Perkins και John Russell, οι οποίοι μαζί με το σχέδιο είχαν φτιάξει και μια λίστα με ονόματα, όσων λόρδων και ιεραρχών σκόπευαν να δολοφονήσουν, προτιμούσαν να κρατήσουν για τους εαυτούς τους τις περιουσίες των υποτιθέμενων θυμάτων τους.
Στην εξέγερση του 1431 δεν συμμετείχαν μέλη της αριστοκρατίας. Από τους καταλόγους των συλληφθέντων απουσιάζουν ιππότες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το συνωμοτικό σχέδιο να είναι πιο ριζοσπαστικό και να προτείνει λύσεις πιο ακραίες από ότι το αντίστοιχο του 1414. Οι συνωμότες ήταν, όπως φαίνεται καθαρά, αστοί και δεν ένιωθαν καμιά αλληλεγγύη, κανέναν οίκτο προς την κοσμική και εκκλησιαστική ιεραρχία. Έτσι, όμως, στερούνταν ισχυρούς προστάτες και καταφύγια, οπότε όταν το σχέδιο αποκαλύφθηκε οι συλλήψεις ήταν γρήγορες και το θέμα έληξε σε σύντομο χρόνο, σε αντίθεση με την εξέγερση του 1414. Οι αστοί διέθεταν οικίες μόνο μέσα στις πόλεις και οι συναντήσεις γίνονταν σε αυτές, όχι σε κάποιες απομακρυσμένες επαύλεις. Ο κίνδυνος αποκάλυψης ήταν μεγαλύτερος και υπαρκτός, όπως φάνηκε από τα γεγονότα. Χρειαζόταν μεγαλύτερη μυστικότητα.
Επίλογος
Οι αποτυχημένες συνωμοτικές προσπάθειες και εξεγέρσεις των Λολλάρδων στην Αγγλία και των Ουσιτών στην Βοημίας, έδωσαν σημαντικά μαθήματα στους συνωμότες. Τους έδειξαν ότι το πολιτικό-κοινωνικό κατεστημένο ήταν παντοδύναμο και δεν ήταν δυνατόν να το κατακρημνίσουν μόνο με κατά μέτωπον επιθέσεις. Έπρεπε να λειτουργήσουν με διαφορετικές μεθόδους. Να διεισδύσουν σ’ αυτό, να το φθείρουν εσωτερικά και όταν η σήψη του θα είχε φτάσει σε ικανοποιητικό βαθμό και οι συγκυρίες θα ήταν ευνοϊκές, να του επιτεθούν εξωτερικά και με ένα καίριο χτύπημα να το κατακρημνίσουν, εφόσον δεν θα είχε τις εσωτερικές αντιστάσεις ν’ αντέξει. Δεύτερον, οι αιρετικοί, όσο μεγάλος και αν ήταν ο αριθμός των μελών τους, δεν ήταν αρκετοί για να αντιμετωπίσουν τον πιστό λαό. Έπρεπε, λοιπόν, να καταστήσουν κοινωνούς των ιδεών τους όλους και μάλιστα με έναν τέτοιο τρόπο, ώστε να μην έρχεται σε σύγκρουση με το θρησκευτικό αισθητήριό του λαού, ούτε να θέτει σε συναγερμό το ανοσοποιητικό σύστημα της κοινωνίας.
Το χιλιαστικό όραμα των αιρετικών για τον ερχομό μιας Νέας Εποχής, μιας εποχής όπου η παλαιά θρησκευτική, πολιτική και κοινωνική τάξη θα αντικαθίστατο από μια Νέα Τάξη πραγμάτων, έπρεπε να γίνει το όραμα του λαού. Για να γίνει, όμως, αυτό εφικτό χρειαζόταν ένα νέο κήρυγμα, μια προπαγάνδα. Στο κήρυγμα αυτό η κατάργηση των παλαιών σχέσεων μεταξύ των κοινωνικών ομάδων, ονομάστηκε Ελευθερία. Η καταστροφή του υπάρχοντος κοινωνικού ιστού, ονομάστηκε Ισότητα. Η μύηση του κόσμου στην αίρεση και η άρνηση της πίστης, ονομάστηκε Αδελφότητα. Το σύνθημα ήταν Liberté, égalité, fraternité.
Η ανέγερση του Νέου Κόσμου, το χτίσιμο της Νέας Εποχής, χρειάζονταν τους Τέκτονές της. Η διαδικασία έπρεπε να είναι αθόρυβη και μυστική. Η ανάγκη οδήγησε στην δημιουργία των μυστικών αδελφοτήτων και τελικά της μασονίας. Η επίσημη ιστορία της μασονίας ξεκινά στις 24 Ιουνίου του 1717, όταν οι τέσσερις Στοές του Λονδίνου (η Στοά Goose and Gridiron Ale-house, Στοά Crown Ale-house, η Στοά Apple Tree Ale-house, και η Στοά Rummer and Grapes Tavern, πήραν τα ονόματά τους από τον τόπο των συγκεντρώσεών τους) σχημάτισαν την πρώτη μεγάλη Στοά. Η ανεπίσημη ιστορία της μασονίας ξεκίνα αρκετά πριν και αν κάποιος αφαιρέσει τα μυθολογικά στοιχεία από τις δικές τους θεωρίες καταγωγής, βλέπει ότι σύμφωνα με τους ιστορικούς τους η αδελφότητά τους ξεκινά στην Αγγλία αυτή την εποχή[86]. Μάλιστα ισχυρίζονται ότι και ο Ερρίκος VI είχε μυηθεί και ήταν μέλος τους, αλλά αυτός ο ισχυρισμός τους στηρίζεται σε ανύπαρκτο χειρόγραφο.
Από την πλευρά του δικού μας θέματος αδιαμφισβήτητο ιστορικό γεγονός παραμένει η ομολογία των αδελφών William και Richard Sparke, ενώπιον του επισκόπου του Lincoln, John Chedworth, ότι είναι μέλη μια μυστικής αδελφότητας με σκοπό την ανατροπή του Αντιχρίστου:
«Καθένας από τους κατηγορουμένους ομολόγησε δημόσια και παραδέχτηκε, ότι σε μια μυστική συνάντηση της σέκτας του είχε ορκιστεί δημόσια στη Βίβλο, ότι θα χρησιμοποιούσε όλη την πονηριά του για να φέρει στην σέκτα του όσους περισσότερους μπορούσε να πείσει και ότι δεν θ’ αποκάλυπτε ποτέ σε ξένους την ύπαρξη της σέκτας, ούτε τα ονόματα όσων ήταν μέλη αυτής, μέχρι να είναι αρκετοί (σ.σ. ή αρκετά δυνατοί) ώστε να καταστρέψουν τον Αντίχριστο[87] και όλους τους ακολούθους του˙ και αυτό θα γίνονταν στο κοντινό μέλλον, ισχυρίστηκε δημόσια».
* * * * * *
[1] Η επιστολή γράφτηκε στις 22 Μαΐου του 1377 (Data Rome apud Sanctam Mariam Maiorem, undecimo kalendas Iunii, [pontificatus nostril] anno septimo) πριν το θάνατο του Εδουάρδου ΙΙΙ, αλλά δεν δημοσιεύτηκε πριν τις 18 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς, μετά την στέψη του διαδόχου του Ριχάρδου ΙΙ.
[2] Αναφέρεται σε μια εσώκλειστη λίστα 18 αιρετικών θέσεων του John Wyclif, τις οποίες ο ίδιος είχε παρουσιάσει (Responsio) στην σύνοδο του 1377 (βλ.σχ. κεφ. 8.7.5-6. Τις ονομάζει “conlusiones”. Η λίστα στο John. Taylor, Wendy R. Childs, Leslie Watkins (eds & trans), The St Albans Chronicle, Vol. I 1376-1394, The Chronica Majora of Thomas Walsingham, Oxford University Press 2003, pp. 199-210.
[3] Thomas Walsingham, Chronicon Angliae, ab anno Domini 1328 usque ad annum 1388, Actore Monacho quidam Sancti Albani, ed. Edward Maunde Thompson, (Roll Series 64) London 1874, p. 176: «Volumus igitur, et vestre fraternitati mandamus, quatinus carissimum in Christo filium, Edwardum regem Angliae illustrem, et dilectos filios, nobilem mulierem Iohannam principissam Aquitannie et Wallie, aliosque magnates de Anglia, et consiliarios regios, per vos et alios magistros et peritos in sacra pagina, non maculates huiuscemodi erroribus, set in fide sinceros et fervidos, studeatis facere plenarie informari, ac eis ostendi, quanda verecundia devote regno Anglie oriatur exinde, et quod non solum sunt ipse conclusions erronee in fide, set, si bene advertantur, innuunt omnem destruere piliciam». Αγγλική μετάφραση, John. Taylor, Wendy R. Childs, Leslie Watkins (eds & trans), The St Albans Chronicle, Vol. I 1376-1394, The Chronica Majora of Thomas Walsingham, Oxford University Press 2003, p. 181.
[4] Thomas Walsingham, Chronicon Angliae, ed. E. M. Thompson, p. 180: « Deus non potest dare homini, pro se et heredibus ‘suis in perpetuum, civile dominium’. Intelligo autrm civile dominium ut supra intellexi, dominacionem politicam et in perpetuum. Ut supra, sicut scriptura intelligit in beatidutine perpetuas mansions, tunc dixi primo, quod Deus de potencia ordinate non potest dare homini in perpetuum civile dominium. Dixi secundo, quod probabile videtur quod Deus, de potencia sua absoluta, non potest dare homni in perpetuum tale dominium, eo quod non potest, ‘ ut videtur, semper’ incarcerare sponsam suam in via, nec pro simper differre ultimum sue beatitudinis complementum». Αγγλική μετάφραση, The St Albans Chronicle, p. 201.
[5] Μεταφράζω το ex supposicione=εξ υποθέσεως και όχι «από την φύση του» (of its nature), όπως έχει η αγγλική μετάφραση, διότι δεν συμφωνεί με την οντολογία της φιλοσοφικής θεώρησης του Wyclif που θεωρεί το λάθος αφύσικο.
[6] Στο σημείο αυτό ακολουθώ επίσης κατά λέξη το λατινικό κείμενο και όχι την αγγλική μετάφραση που γράφει «when they speak of future sufferings»
[7] Thomas Walsingham, Chronicon Angliae, ed. E. M. Thompson, p. 180: «Multe carte humanitus adinuente de hereditate civili potential, sunt impossibiles. Ista veritas est incidens; non enim oportet catholicare omnes cartas, quia tunc non liceret auferre collate per cartas a quolibet iniuste occupant. Set hoc confirmato fide ecclesie, daretur caritatis occasion confidendi in temporalibus et peccandi licencia; sicut enim omne verum est necessarium, sic omne falsum est impossibile ex supposicione, ut patet testimonio scripture et sanctorum doctorum loquentium de necessitate futurorum». Αγγλική μετάφραση, The St Albans Chronicle, p. 201.
[8] Thomas Walsingham, Chronicon Angliae, ed. E. M. Thompson, p. 189-90: «Hic modo idem versipellis J[ohannes Wiclyff ponendo intellectum in suis nefandis propositionibus, ut dictum [est] favore et diligentia Londoniensium, delusit suos examinatores, episcopos desirit et devasit. Quae omnes, si simpliciter caperentur secundum modum quo ipse in scholis et in publicis praedicationibus eas protulit, haeretioam proculdubio sapient pravitatem. Non enim circumlocutionem aliquam eis immiscuit, quando eas laicorum auribus instillavit, sed nude et aperte, ut praescribuntur, eas docuit, captans per talia gratiam laicorum, qui libenter audiunt quae perversa sunt, praesipue tamen de ecclesia et personis ecclesiasticis; et libentius impelluntur ad dampna vel injurias inferenda religiosis et clericis, cum aliqua opportunitas se ingesserit, quae omnino exstat eis desirabilis et votiva». Αγγλική μετάφραση, The St Albans Chronicle, p. 213 (σε κάποια σημεία προτιμήθηκε η κατά λέξη μετάφραση και όχι η αγγλική).
[9] Thomas Walsingham, Chronicon Angliae, ed. E. M. Thompson, p. 184: «Quilibet existens in gracia gratificante finaliter nedum habet ius in rem, set pro suo tempore ius in re super omnia bona Dei. Patet ex fide scripture, Matthei vicesimo quarto; quia veritas promittit cuilibet intranti in gaudium suum, ‘Amen dico vobis, super omnia bona consttuet eum’. Ius enim communionis sanctorum in patria fundatur fundatur objective super universitatem bonorum Dei».
[10] Thomas Walsingham, Chronicon Angliae, ed. E. M. Thompson, p. 310-11.
[11] Ο. π. 320
[12] Chronicon Henrici Knighton, ed. & trans. G.H. Martin, Oxford 1995, vol.2 p. 242: «Hic habuit precursorem Iohannem Balle veluti Cristi Iohannem Baprtistam qui vias suas in talibus opinionibus preparavit et plurimos quoque doctrina sua ut dicitur pertubavit de quo superius mencionem feci».
[13] O. π. p. 210: «Sicque primo direxerunt aciem sue nequicie ad quondam villam archiepiscopi Cantuariensis, vocatam Maydestoke, in qua erat carcer dicti arciepiscopi, et in predicto carcare erat quidam Iohannes Balle, capellanus, qui predicator famosissimus habebatur apud laycos. Qui per plura retroacta tempora verbum Dei insipienter sparserat lollium cum tritico inmiscendo, laicis nimis placens et libertati iuris ecclessiastici et status quam maxime derogans atque multos errors in ecclesiam Cristi inter clerum et laycos execrabiliter introducens multis annis provinciam sic obnubulavit. Ob quam causam a clero fuerat auditus et de iure convictus atque in eodem carcere pro suo perpetuo mancipatus et adiudicatus. Dicti vero populares carcerem fregerunt, et eum extraxerunt, atque abire eum secum fecerunt, nam in archiepiscopum eum sublimare proposuerunt».
[14] Libellus magistri Johannis Wycclyff, quem porrexit Parljamento regis Ricardi contra statum ecclesiae, in Fasciculi zizaniorum, ed. W. W. Shirley, Roll Series London 1858, pp. 273-4.
[15] ο. π.: «et ibi confitebatur publice eis quod per biennium erat discipulus Wycclyff, et ab eo didicerat haereses quas docuit; ejus ortam haeresim de sacramento altaris, et alias per eum doctas publice praedicavit».
[16] Libellus magistri Johannis Wycclyff…, p. 274: «Qui etiam dixit quod erat certa comitiva de secta et doctrina Wycclyff, qui conspiraverant quondam confoederationem, et se ordinaverant cirquire totam Angliam praedicando praedicti Wycclyff materias quas docverat, ut sic simul tota Anglia consentiret suae perversae doctrinae».
[17] Rotuli Parliamentorum, ed. J. Strachey, London 1767-1777, vol. III pp.124-5.
[18] Concilia Magnae Britanniae et Hiberniae, ed. D. Wilkins, London 1737, vol. III pp. 158-9:
[19] Bishop Arundel’s Register, ανέκδοτο χειρόγραφο ff 41v-422r.
[20] The Sermons of Thomas Brinton, ed. M.A. Devlin, Camden 3rd Series 86 (1954), vol. 2 pp. 458-62.
[21] Fasciculi Zizaniorum,… p. 312. Σε επίσημο έγγραφο το όνομα εμφανίζεται σε επιστολή του επισκόπου Wakefield του Worcester με ημερομηνία 10 Αυγούστου 1387, Concilia Magnae Britanniae et Hiberniae,…, vol. III pp. 202-3: «Frequenti clamore ad aeternum damnati filii Antichristi discipuli et Machumetae fequases instigation diabolica conspirati in collegio illicit, et a jure reprobate, nomine seu ritu Lollardorum confoederati…».
[22] Fasciculi Zizaniorum, p. 273: «Omissum est superius unum quod est notatione dignum, quod tanta division facta est ubique, et dissension in Anglia per Johannem Wycclyff, et suos complices, ut etiam eorum praedicationibus timebant catholici novam esse futuram insurrectionem contra dominos et ecclesiam».
[23] Adam de Usk ( Ουαλικά Adda o Frynbuga, 1352-1430), Ουαλός ιερέας και χρονογράφος.
[24] Chronicon Adae de Usk, A.D. 1377-1421, ed.& trans. E. M. Thompson Oxford 1904 (2nd ed.), p.3: «Cujus magistri Johannis, ut Machomdus, discipuli, potentibus et divitibus placabilia, decimarum scilicet et oblacionum retencionem, ac temporalium a clero ablacionem, juvenibusque incontinenciam, meritorias existere predicando, multas clades, insidias, rixas et contenciones et sediciones, adhuc durantes et, ut timeo, usque ad regni confusionem duraturas, nefandissime seminarunt. Unde, in pluribus regni partibus, et precipue Londonia et Bristolia, velud Judei ad montem Oreb, propter vitulum confatilem, mutuo in se reverentes, xxiiJ. milium de suis miserabilem pacientes casum merito doluerunt. Anglici inter se de fide antiqua et nova altercantes omni die sunt in puncto quasi mutuo ruinam et sedicionem inferendi». Αγγλική μετάφραση στο ίδιο σ. 141.
[25] Rotuli Parliamentorum, ed. J. Strachey, London 1767-1777, vol. III p. 651: «Qui quidem nuper Rex habita inde matura et pleniori deliberace cum Consilio suo, clare considerans Bullam […] fore impetratam in prejudicium Corone sue, ac Legum et Consuetudinum Regni sui enervationem, et in Hereticor’ et Lollardor’ ac Homicidar’ et alior’ malefactorum favorem et audaciam;»
[26] Rotuli Parliamentorum, ed. J. Strachey, London 1767-1777, vol. IV pp. 113-4: «de l’opinion des Lollardes, Traitours et Rebelx».
[27] Rotuli Parliamentorum, ed. J. Strachey, London 1767-1777, vol. IV p. 292.
[28] Public Record Office E.403/700, m.11.
[29] Epistola 93 XII, στη σειρά Post-Nicene Fathers, series 1 vol. 1 p.400
[30] Ανέκδοτο χειρόγραφο πριν το 1389 αναφέρει τα εξής: «rigt as water holding hymsilf hool in receyvyng of fier quenchith it, so seculer power igove to the clergie… distruyith seculer lordis, & most gendrith dyvycioun in the puple & stirith to arise agen’ her lordis…» χειρόγραφο του Βρετανικού Μουσείου M.S. 24202, f.5v, Βλ. Σχ. Margaret Aston, Lollardy and Sedition: 1382-1431, στο συλλογικό, Lollards and Reformers, eds. Fiona Somerset, Jill C. Havens, Derrick G. Pitard, The Boydell Press Suffolk 200 , p. 10 n.31.
[31] Fasciculus Rerum Expetendarum et Fugiendarum, ed. B. Brown, (αναθεώρηση της έκδοσης του 1535 του Ortuinus Gratius) London 1690, vol. I p. 231: «ergo populares possunt à regibus, ducibus et superioribus in potestate laicali licitè auferre possessions eorum et dignitates, quandocunq habitualiter deliquerint».
[32] Rogeri Dymmok Liber Contra XII Errores et hereses Lollardorum, ed. H. S. Cronin, Wyclif Sosciety 1922, pp. 13, 27-8
[33] Ακριβώς αυτό έγινε στις χώρες που επικράτησε ο κομμουνισμός.
[34] Rogeri Dymmok Liber Contra XII Errores…, p. 177.
[35] Chronicon Angliae, …, pp. 320-1: «Docuit nempe plebem decimas non esse dandas curato, nisi is qui daturus esset foret ditior quam vicarious qui acciperet, sive rector. Docuit etiam decimas et oblations subtrahendas curatis, si conseret subjectum aut parochianum melioris vitae fore qua curatum suum».
[36] Fasciculi Zizaniorum, pp. 280-1.
[37] The English Works of Wyclif, ed. F. D. Matthew, EETS o.s 74, London 1902 (2nd ed.), p.229: «But yit summe men that ben out of charite sclaundren pore prestis with this errour, that servauntis or tenauntis may lawefully withholde rentis & servyce fro here lordis whanne lordis ben opynly wicked in here lyvynge. & thei maken this false lesyngis upon pore prestis to make lordis to hate hem… & this is feyned word of antichristis clerkis that, yif sugetis may leffuly withdrawe tithes & offryngis fro curatis that openly liven in lecherie or grete othere synnes & don not here office, than servauntis & tenauntis may withdrawe here service & rentis fro here lordis that liven openly a cursed lif».
[38] The Sermons of Thomas Brinton, ed. M.A. Devlin, Camden 3rd Series 85 (1954), vol.1 p.111.
[39] Αναλυτικά η περιγραφή του σχήματος και οι αλλαγές της κοινωνικής διάταξης στο Paul Strohm, The Social Chaucer, Harvard 1989, pp. 1-23.
[40] Political Poems and Songs, ed. T. Wright, Roll Series London 1859, vol. I p.
[41] The English Works of Wyclif, ed. F. D. Matthew, p. 238: « & sit generally in clerkis regnit most gile, for thei disceyuen men bi here veyn preieris & pardons & indulgensis».
[42] The English Works of Wyclif, ed. F. D. Matthew, p. 167. Επίσης στο The Order of Priesthood, (ο.π. p.238) οι ιερείς είναι «more worldly & vicious than the comune peple, that bi hem hem then peple takith asaumple & bolnesse in synne».
[43] The Sermon of William Taylor, in Two Wycliffite Texts, p. 442.
[44] Lollard Sermons, ed. Gloria Cigman, EETS o.s. 294 Oxford 1989, p. 214: «bere vp and susteyne the othere tweie parties of the cirche, that is knyghtes and clerkis».
[45] Select English Works of John Wyclif, vol. 3 p. 474: «Jesus Christ hade not by worldly lordschipe whereupon he shuld bowe his heved».
[46] English Wycliffite Sermons, ed. Anne Hudson, Oxford: Clarendon Press 1983, vol. 1 p.439 & The English Works of Wyclif, ed. F. D. Matthew, EETS o.s 74, London 1902 (2nd ed.), p. 149, 151.
[47] English Wycliffite Sermons, vol. 1 p.438.
[48] The English Works of Wyclif, ed. F. D. Matthew, p. 104, 110, 319.
[49] The English Works of Wyclif, ed. F. D. Matthew, p. 253.
[50] The English Works of Wyclif, ed. F. D. Matthew, p. 161.
[51] The English Works of Wyclif, ed. F. D. Matthew, p. 156, 165-6, 243.
[52] The English Works of Wyclif, ed. F. D. Matthew, p. 152, 165-6, 182, 267-8.
[53] The English Works of Wyclif, ed. F. D. Matthew, p. 134, 182.
[54] The English Works of Wyclif, ed. F. D. Matthew, p. 194.
[55] Selections from English Wycliffite Writings, ed. Anne Hudson, Cambridge University Press 1978, p. 16: «that ther schulde be bot oo degree alone of the presthod in the chirche of God, and euery good man is a prest and hath power to preche the word of God».
[56] Βλ. κεφ. 8.10.5 και την εκεί παραπομπή.
[57] The English Works of Wyclif, ed. F. D. Matthew, p. 333.
[58] De Officio Pastorali, p. 33.
[59] Margaret Aston, Lollardy and Sedition, p.15.
[60] Fasciculi Zizaniorum p. 402: «omnis homo sanctus et praedestinatus ad vitam aeternam, etiam si sit laicus, est verus presbyter et sacerdos ordinates a Deo ad ministrandum omnia sacramenta necessaria hominibus ad salute licet nullus alius episcopus unquam ei manus imponat».
[61] Historia Anglicana, ed. H. T. Riley, Roll Series London 1864, vol. II p. 188: «Lollardi, sequaces Johannis Wiclef, per idem tempus in errorem suum plurimos seduxerunt, et tantam praesumpserunt audaciam, ut eorum presbyteri, more pontificum, novos crearent presbyteros, asserentes, ut frequenter supra retulimus, quemlibet sacerdotam tantam consecutum potestatem ligandi atque solvendi, et caetera ecclesiastica mnistrandi, quantam ipse Papa dat, vel dare potest; practizaverunt autem istam perfidiam in Diocesi Sarum. Et qui taliter ordinate sun tab haereticis, sibi cuncta licere putantes, Missas celebrare, divina tractare, et Sacramenta conferre, minime timuerunt. Prodita est haec nequitia per quemdam ab eis ordinatum, qui, stimulates conscientia, Episcopo Sarum confessus est errorem, apud manerium suum de Sunnyng».
[62] Thomas Walsingham, Historia Anglicana, ed. H. T. Riley, Roll Series London 1864, vol. II p. 307: «Nec multo post captus est quidam inveteratus Lollardus, Willelmus Cleydone, qui in tantam dementiam ruerat confidential suae sectaem ut etiam filium proprium sacerdotem constitueret, et Missam celebrare faceret in domo sua, die quo conjux ejus, a puerperio surgens, purganda ad ecclesiam processisset. Hic ergo captus, examinatus, legitimque convictus de haeresi, Londoniis est combustus».
[63] Rogeri Dymmok Liber, pp. 89-92.
[64] Αποφεύγεται ο όρος χριστιανοκομμουνισμός, επειδή δεν μπορεί να εννοηθεί ο,τιδήποτε χριστιανικό να προέρχεται από αίρεση.
[65] Το 1707 με την ένωση Αγγλίας και Σκωτίας γίνεται House of Commons of Great Britain, και το 1801 με την ένωση Μεγ. Βρετανίας και Ιρλανδίας γίνεται House of Commons of United Kingdom.
[66] Σύντομη βιογραφία και συζήτηση κάθε μιας από τις περιπτώσεις στα William T. Waugh, The Lollards Knights, Scottish Historical Review 11 (1914), pp. 55-92. K. B. McFarlane, John Wycliffe and the Beginning of English Noncomformity, London 1952, pp. 145-7.
[67] Chronicon Henrici Knighton, ed. & trans. G.H. Martin, Oxford 1995, vol.2 p. 159.
[68] Thomas Walsingham, Chronicon Angliae, ed. E. M. Thompson, p. 377.
[69] Annales Ricardi secundi et Henrici quarti, ed. H. T. Riley, Roll Series London 1886, p. 173.
[70] ο. π. 290.
[71] ο. π. 391.
[72] Thomas Walsingham, Historia Anglicana, vol. II p. 282-3: «Excellentissimo Domino nostro Regi, et omnibus Proceribus in praesenti Parliamento constitutes, omnes communes fideles demonstrant humiliter, dicentes veraciter, quod Dominus noster Rex potest habere de bonis temporalibus per Episcopos et Abbates, ac Priores, occupatis ac superbe vastatis in regno, quindecim Comites, mille quingentos milites, sex millia ducentos armigeros, et centum xenodochia, plura quam ninc sunt, bene et fideliter sustentata de terris et tenementis nunc inutiliter et superbe vastatis».
[73] Τα περισσότερα ιστορικά στοιχεία αυτού του κεφαλαίου είναι παρμένα από το W. T. Waugh, Sir John Oldcastle, English Historical Review 20 (1905), pp.434κ.ε , 637 κ.ε.
[74] Johan Loserth, Hus und Wiclif: Zur Genesis der Husitischen Lehre, Leipzig 1884 & Über die Beziehungen zwischen englischen und bömischen Wiclifiten, in Mittheilungen des Instituts für österreichische Geschichtsforschung 12 (1891), 254 ff.
[75] Η επιστολή εκδόθηκε στο Johan Loserth, Mittheilungen des Instituts 12, p. 266.
[76] Βλ. Σχ. W. T. Waugh, Sir John Oldcastle, English Historical Review 20 (1905), pp. 444-5.
[77] Thomas Walsingham, Historia Anglicana, vol. II p. 297.
[78] Rutulus Patens I Henrici V (22 Feb. 1414) membrane 22.
[79] Για τους στόχους της εξέγερσης και παραπομπές στις πηγές βλ. Margaret Aston, Lollardy and Sedition, p.25 & W. T. Waugh, Sir John Oldcastle, p. 649.
[80] The Register of Henry Chichele, Archbishop of Canterbury, 1414-1443, ed. Ernest Fraser Jacob, Clarendon Press 1947, v. IV pp. 297-301, αναφέρονται τριάντα συλλήψεις.
[81] ,The Register of Henry Chichele, Archbishop of Canterbury, 1414-1443, ed. Ernest Fraser Jacob, Clarendon Press 1945, v.3 p. 202.
[82] The Register of Henry Chichele, v.3 p.111.
[83] The Register of Henry Chichele, v.3 p. 169.
[84] Margaret Aston, Lollardy and Sedition, p.34.
[85] Ο. π.
[86] Alexander Lawrie (Sir David Brewster), The History of Freemasonry, Drawn from Authentic Sources of Information, Edinburgh 1804, p. 88 ff.
[87] Λίγο προηγουμένως είχε δηλώσει ότι αντίχριστος είναι ο πάπας, ακόλουθοί του αντιχρίστου οι ιερείς και όλοι όσοι είναι μέλη των εκκλησιαστικών ταγμάτων, δαίμονες ενσαρκωμένοι (Item, quod papa est antichristus, et sacerdotes sunt eius discipuli, et omnes ordinati sunt diaboli incarnati).
[88] Lincoln Diocese Documents, 1450-1544, ed. A. Clark, Early English Texts Society, Original Series No 149 (1914), p.92: «Item, uterque eorum, ut premittitur, publice recognouit et fatebatur, coram non paucis in eorum secta confederatis, eorum uterque super liber corporale prestitit iuramentum quod exactissimam faceret diligenciam quotquot ad hoc mouere possent eos ad eorum sectam simper inducer conarentur, Et quod nullus eorum sectam seu sequaces eiusdem nemini, nisi de eorum secta, quoquo modo revelaret, quad sufficientes existere possent ad destruendum antichristum predictum et eius discipulos universus; quodque in brevi futurum esse putare se uterque publice fatebatur».
(Πηγή: «Λολλάρδοι Β’ - Αίρεση και κοινωνία», Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου)
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
8.10 Οι Λολλάρδοι Α’
Αιρετικοί στην Αγγλία τον ΙΔ’ αι. – Νέα στοιχεία
Μέχρι στιγμής διαχειριστήκαμε το θέμα της ύπαρξης αιρετικών στην Αγγλία πριν τον Wycliff ακολουθώντας την επικρατούσα άποψη, ότι δηλ. αίρεση δεν υπήρχε και όσες φορές έγινε προσπάθεια να εισβάλει έξωθεν στην νήσο, αντιμετωπίστηκε επιτυχώς. Ακολουθήσαμε την άποψη αυτή σε προηγούμενα κεφάλαια, όπως το 7.2.4, ενώ στο 8.7.2. στα εισαγωγικά του Wycliff διατυπώσαμε μια πρώτη αμφισβήτηση, διότι η εμφάνισή του είναι ένα μυστήριο που δεν μπορούσε να εξηγηθεί επαρκώς, σύμφωνα με την επικρατούσα θεωρία.
Η εξέταση των πηγών ανατρέπει την μέχρι τώρα εικόνα. Από το 1160 έως το 1377 υπάρχουν καταγεγραμμένες 45 περιπτώσεις ατόμων ή ομάδων που ανακρίθηκαν ή καταδικάστηκαν για αιρετικές ιδέες και πρακτικές[1]. Εδώ πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι υπάρχουν κάποιοι παράγοντες που δείχνουν ότι ο αριθμός αυτός είναι μικρότερος από ότι θα έπρεπε. Δεν πρόκειται δηλαδή για απουσία αίρεσης αλλά για έλλειψη εξέτασης και καταγραφής μιας πραγματικότητας στο αρχειακό υλικό. Αυτό συνεπάγεται απροθυμία εκ μέρους των Άγγλων επισκόπων να διώξουν τους αιρετικούς με περισσότερη ένταση.
Είναι επίσης αναγκαίο να ειπωθεί, ότι αυτές οι περιπτώσεις, αν εξεταστούν μεμονωμένα μπορούν να θεωρηθούν ήσσονος σημασίας. Συνδυαστικά, όμως, δείχνουν ότι υπάρχει μεγαλύτερη εξάπλωση από την προβλεπόμενη, ειδικά στον ΙΓ’ και ΙΔ’ αιώνα. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Ερμηνεύει καλύτερα και πιο πειστικά την εμφάνιση του ίδιου του Wyclif, στην εποχή και το τόπο που παρουσιάστηκε. Ανοίγει νέους δρόμους στην κατανόηση των Λολλάρδων, των αιρετικών δηλαδή που ακολουθούσαν και εφάρμοζαν τις διδασκαλίες του. Ταυτόχρονα θέτει νέα ερωτήματα για τις σχέσεις τους με τους παλαιότερους αιρετικούς, την μοναδικότητα της σέκτας τους, όπως επίσης και για τα κριτήρια της ένταξης κάποιας περίπτωσης αποκλίνουσας διδασκαλίας στην συγκεκριμένη αίρεση από τους ιστορικούς. Προκύπτει η ανάγκη να καθοριστούν εκ νέου τα όρια της.
Πριν προχωρήσουμε περισσότερο στην ανάλυση, ας δούμε ποιες περιπτώσεις αιρετικών είναι καταγεγραμμένες στις πηγές τον ΙΔ’ αι.
8.10.1 Ralph de Tremur
Στο αρχείο του John de Grandisson[2], επισκόπου του Exeter (1327- 1369), βρίσκεται η περίπτωση του Ralph de Tremur. O Ralph ήταν πάστορας στο Warleggan (Κορνουάλλη) και παραιτήθηκε για να σπουδάσει στην Οξφόρδη. Με το πέρας των σπουδών επανήλθε στην ενορία του και έδιωξε κακήν κακώς τον νέο πάστορα, αφού πρώτα του αφαίρεσε την περιουσία κι έκαψε το σπίτι του. Στην επαρχία του Exeter έκανε κηρύγματα με έντονο αντιμυστηριακό χαρακτήρα. Αρνούνταν την μεταβολή των Τιμίων Δώρων σε Σώμα και Αίμα Χριστού[3]. Σύντομα συγκέντρωσε γύρω του ομάδα πιστών με κύριο χαρακτηριστικό την μυστικότητα.
Δεν έμεινε μόνο στα κηρύγματα. Έδωσε παραδείγματα εξτρεμιστικής δράσης. Εισέβαλε σε εκκλησία και έκλεψε την όστια από το δισκάριο, την οποία στην συνέχεια έκαψε[4]. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να αφοριστεί από τον John de Grandisson[5]. Διέφυγε την σύλληψη και πήγε στο Λονδίνο. Ο επίσκοπος Exeter έστειλε ακολούθως επιστολή στον επίσκοπο του Λονδίνου, στην οποία τον ενημέρωνε για το ποιόν του Ralph de Tremur. Σ’ αυτήν διαπιστώνεται και η αντικληρικαλιστική άποψή του καθώς εμφανίζεται ν’ αρνείται το ιερατικό αξίωμα. Έλεγε χαρακτηριστικά και σε σχέση με τις απόψεις του για την Θ. Ευχαριστία, ότι ο ιερέας δεν κάνει τίποτα άλλο από το να χασμουριέται και να ξεφυσά πάνω σε ένα κομμάτι ψωμ[6]. Αρνούνταν την τιμή στους αγίους και καταφερόταν με μανία εναντίον του αποστόλου Πέτρου, για τον οποίον έλεγε ότι ήταν ένας αγροίκος, και Ιωάννη του Ευαγγελιστή, τον οποίο αποκαλούσε ψεύτη[7]. Στο Λονδίνο χάνονται τα ίχνη του.
Η δράση του Ralph de Tremur τοποθετείται μεταξύ των ετών 1330-1350. Προηγείται υπέρ της εικοσαετίας από τον Wycliff. Συνεπώς δεν είναι Λολλάρδος, τουλάχιστον μέλος της αίρεσης, όπως την γνωρίζουμε σήμερα. Δύο σημεία είναι άξια παρατήρησης. Ο Ralph παρουσιάζεται ως πιστός παπικός πριν την εισαγωγή του στην Οξφόρδη και εμφανίζει τα φρονήματά του μετά το πέρας των σπουδών, ακριβώς όπως και ο Wyclif. Αυτό θα μπορούσε να δείξει ότι στο κολέγιο κυκλοφορούσαν ήδη αιρετικές απόψεις, χωρίς να μπορούμε να εστιάσουμε περισσότερο και με την προϋπόθεση ότι η αρχική διάθεσή του ήταν ειλικρινής.
Το τελευταίο, τίθεται σε αμφισβήτηση, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι ο θείος του Ralph, Ιωάννης, ήταν πάστορας σε μια άλλη ενορία του Exeter στο Lifton του Devonshire από το 1329. Στην ίδια ενορία ήταν πάστορας ένας γνωστός Λολλάρδος κήρυκας, ο Lawrence Bedeman[8], από το 1383 έως τον θάνατό του το 1429. Δεν φαίνεται να υπάρχει απευθείας σχέση μεταξύ των δύο, ωστόσο η σύμπτωση αφήνει υπονοούμενα. Δεν μπορεί να μην παρατηρήσει κανείς την ολιγωρία των εκκλησιαστικών αρχών, με αποτέλεσμα να μένει στην θέση του ο Lawrence για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Η ίδια αδιαφορία στερεί από τον σύγχρονο ιστορικό τα απαραίτητα στοιχεία για την περαιτέρω διερεύνηση του θέματος.
Η επιτυχία του κηρύγματος του Ralph de Tremur οφείλονταν στο ότι γίνονταν κατανοητό. Ο Ralph απευθύνονταν στο ακροατήριο του στην καθομιλουμένη, όπως και οι Λολλάρδοι. Την εποχή αυτή κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο για τους παπικούς, οι οποίοι κήρυτταν, πολύ δε περισσότερο έγραφαν, μόνο στα λατινικά. Μάλιστα, ο επίσκοπος John de Grandisson φαίνεται ν’ ανησυχεί ιδιαίτερα για το γεγονός. Ενώ αναφέρει αρχικά ότι ο Ralph γνώριζε ικανοποιητικά τέσσερις γλώσσες (λατινικά, αγγλικά, γαλλικά και την βρετονική/κορνουαλλική διάλεκτο), στην συνέχεια εξηγεί ότι διδάσκοντας στην καθομιλουμένη παραπλάνησε τους απλούς και αγράμματους ανθρώπους[9].
Τρία σημεία πρέπει να τονιστούν εδώ, α) ο αναλφαβητισμός των μεσαιωνικών μαζών που δεν επιτρέπει την οποιαδήποτε επαφή των πιστών με την θεολογία β) εκτός από το προφορικό κήρυγμα, το οποίο, όμως γίνεται μόνο στα λατινικά, όπως γ) και όλη η μυσταγωγία των παπικών ακολουθιών, με αποτέλεσμα την αποξένωση του πιστού από την εκκλησία και την πίστη του[10]. Έτσι καλλιεργήθηκε πρόσφορο έδαφος για την επιτυχή δράση αιρετικών ευαγγελιστών στην καθομιλουμένη, μια πρακτική που από την πλευρά των εκκλησιαστικών αρχών ήταν καινοτομία, από τον κόσμο, όμως, ήταν καλοδεχούμενη.
Έχοντας υπόψη ότι ο προφορικός λόγος ήταν ο τρόπος γνωριμίας του κόσμου με την αίρεση, ο ιστορικός πρέπει να υποθέσει ότι οι αιρετικές ιδέες διαδόθηκαν πολύ πριν καταγραφούν, συνεπώς πρέπει να ψάχνει να εντοπίσει τους αιρετικούς πολύ πριν την ημερομηνία που προκύπτει από τα κείμενά τους. Η επαλήθευση του παραπάνω συμπεράσματος γίνεται μέσω της περίπτωσης του Ralph de Tremur και των άλλων περιπτώσεων που θα εξεταστούν παρακάτω. Το τονίζουμε ιδιαίτερα διότι η σύγχρονη έρευνα της αίρεσης των Λολλάρδων ακολουθεί δύο ατραπούς, εκ των οποίων η μία στηρίζεται αποκλειστικά στην μελέτη των κειμένων τους (θα αναφερθούμε εκτενέστερα στο οικείο κεφάλαιο).
8.10.2 frater Johannes…. doctor….
Στο Liber cancellari[11] της Οξφόρδης εμφανίζεται το παραπάνω όνομα με αυτή την γραφή. Πρόκειται για ένα έγγραφο καταδίκης κάποιου μοναχού με το όνομα Ιωάννης το 1358. Σύμφωνα με την απόφαση, ο συγκεκριμένος καταδικάστηκε διότι δίδασκε τα εξής:
α) Ότι οι δεκάτες ανήκαν δικαιωματικά στους μοναχούς των επαιτικών ταγμάτων και όχι στους προϊσταμένους των ναών[12],
β) ότι ο βασιλιάς έχει το δικαίωμα να κατάσχει την εκκλησιαστική περιουσία και να καθαιρεί τους εκκλησιαστικούς άνδρες και ιερείς[13],
γ) ότι το πανεπιστήμιο ήταν σχολείο αίρεσης (gymnasium haereticorum).
Την καταδίκη υπέγραψαν ο καγκελάριος της Οξφόρδης John de Hothum και οι κοσμήτορες William Denby Και Richard Toulworth[14].
Ο Ιωάννης προστιμήθηκε να πληρώσει 100 σελίνια, του απαγορεύτηκε η διδασκαλία της θεολογίας χωρίς ειδική άδεια και υποχρεώθηκε να διαβάσει μια δήλωση μετανοίας, δημόσια, στον ναό του πανεπιστημίου. Η δήλωση είχε ως εξής:
«Σεβαστοί διδάσκαλοι, ζητώ συγγνώμη για ό,τι έχω πει και στο εξής βεβαιώνω ότι,
Το Πανεπιστήμιο έχει ιδρυθεί πάνω στις στέρεες βάσεις της Καθολικής πίστης και είναι προστάτης αυτής[15].
Οι σεβαστοί διδάσκαλοι αυτού είναι καθολικοί άνδρες, λόγω και έργω[16].
Επίσης ζητώ συγγνώμη από την μητέρα μας (matrem nostram, δηλ. το Πανεπιστήμιο) και τους σεβαστούς διδάσκαλους και μάγιστρους, από τον Καγκελάριο και τους Προκουράτορες, όσους προσέβαλα κατά την άσκηση της έφεσής, φέρνοντας την αντιδικία μπροστά σε λόρδους και μεγιστάνες (dominis et magnates) και υποβάλλοντας τους σε πολλά έξοδα, και είμαι έτοιμος να προσφέρω ικανοποίηση σ’ αυτούς κατά την δύναμή μου.
Επίσης, στο εξής ανακαλώ τις απόψεις που έχουν αναφερθεί ότι εξέφρασα σχετικά με την κατάσχεση της εκκλησιαστικής περιουσίας (temporalia Deo et ecclesiis donata, δηλ. όσα αγαθά προσφέρονται ως δωρεά στο Θεό και τις εκκλησίες) από τον κοσμικό άρχοντα (domini temporales, δηλ. τον βασιλιά).
Επίσης, [ανακαλώ] ότι οι δεκάτες πρέπει να δίνονται στους μοναχούς των επαιτικών ταγμάτων (fratoribus mendicatibus) αντί στους προϊσταμένους των εκκλησιών (rectoribus et curatis).
Βεβαιώνω ότι όσα ειπώθηκαν για τις δεκάτες και την εκκλησιαστική περιουσία είναι πλάνες και λάθη (erroneas et falsas), ενάντια στην αλήθεια, και δεν θα τα υποστηρίξω στο εξής, είτε δημόσια, είτε κρυφά».
Στο χειρόγραφο, το όνομα του Ιωάννη έχει μείνει κενό. Στο περιθώριο του χειρογράφου έχει γραφεί από μεταγενέστερο χέρι «Jo: Wycliff». Ένα τρίτο χέρι έχει συμπληρώσει «non accedo Wiclifus enim “frater” non erat, sed corum impugnator, si quis alius acerrimus[17]». Κάποιος μεταγενέστερος επιμελητής του χειρογράφου, υπέθεσε ότι ο «Ιωάννης» της απόφασης πρέπει να ήταν ο John Wyclif, ενώ κάποιος άλλος επισημαίνει ότι ο Wyclif δεν ήταν μοναχός. Γίνεται δεκτό και κατανοητό ότι η πρώτη σημείωση και η προσπάθεια ταύτισης του «Ιωάννη» με τον Wyclif οφείλεται στις απόψεις για το dominium που καταδικάστηκαν. Οι ίδιες απόψεις επαναλήφθηκαν αργότερα από τον δεύτερο και το dominium υπήρξε αντικείμενο μελέτης με σημαντική θέση στο έργο του. Εκτός όμως του ότι ο Wyclif δεν ήταν μοναχός, το 1358 είναι πολύ νωρίς για να του έχει δοθεί κάποια θέση διδασκαλίας στην Οξφόρδη.
Παραμένει επίσης άγνωστο το τάγμα του μοναχού. Γνωρίζουμε από το αρχείο, ότι η δήλωση μετανοίας έγινε με την σύμφωνη γνώμη και παρουσία των ηγουμένων του τάγματός του, ωστόσο αυτό δεν κατονομάζεται. Μπορεί, βέβαια, να υποτεθεί ότι εφόσον αξιώνει την απόδοση των δεκατών στα επαιτικά τάγματα, θα πρέπει να ήταν μέλος ενός τέτοιου. Τίποτα παραπάνω δεν μπορεί να ειπωθεί.
Το 1357 υπήρχαν δύο μοναχοί επαιτικών ταγμάτων με θέση αναπληρωτή καθηγητή θεολογίας στην Οξφόρδη. Ο ένας ήταν ο Φραγκισκανός John Nutone και η θητεία του στην συγκεκριμένη θέση παρατάθηκε για έναν ακόμη χρόνο, για να αναπληρώσει την απουσία του Richard Leomynstre, προστατευόμενου του «Μαύρου Πρίγκιπα». Αυτός έλαβε βασιλική άδεια και μπόρεσε να λείψει από την θέση του την χρονιά που μας ενδιαφέρει[18]. Συμπεραίνεται, λοιπόν, ότι ο John Nutone δεν θα μπορούσε να είναι ο καταδικασμένος Ιωάννης, διότι στην παράταση της θητείας του εμπλέκονταν το Στέμμα και η αποπομπή του θα έπρεπε ν’ αναφερθεί στο βασιλιά. Θα έπρεπε να έχει ακολουθηθεί μια διαφορετική διαδικασία[19].
Ο δεύτερος είναι ο John Kedington, ο οποίος ήταν μέλος των αυγουστίνειων μοναχών και απομακρύνθηκε από την υπηρεσία του στο Πανεπιστήμιο το 1357. Στην συνέχεια άσκησε έφεση στο Court of Arches, το επισκοπικό δικαστήριο του Καντέρμπουρι, χωρίς την άδεια του ηγουμένου του. Αυτό εναρμονίζεται με την αίτηση συγγνώμης του αρχείου, όπου φαίνεται ότι ο μοναχός Ιωάννης άσκησε έφεση προσβάλλοντας, εφόσον δεν είχε την άδεια, τον ηγούμενο του τάγματός του. Τα στοιχεία αυτά ταιριάζουν με τις πληροφορίες των πηγών, καθώς υπάρχει η σχετική μαρτυρία στα αρχεία του τάγματος στην Οξφόρδη, όπως και οι αποδείξεις για τα έξοδα ταξιδίου του καγκελάριου και των κοσμητόρων στο Λονδίνο για να παρουσιαστούν στην εκδίκαση της υπόθεσης[20].
O Aubrey Gwynn, ο οποίος είχε εξετάσει την υπόθεση παλαιότερα, είχε υποθέσει ότι ο Kedington είχε απομακρυνθεί από την Οξφόρδη για να λάβει την θέση του ο Geoffrey Hardeby και είχε ασκήσει έφεση για να διαμαρτυρηθεί για την άδικη καταδίκη του[21]. Κάτι τέτοιο όμως δεν προκύπτει από την εξέταση των πηγών, στις οποίες σημειωτέον δεν αναγράφεται η αιτία της απομάκρυνσής του. Οι ομοιότητες των δύο υποθέσεων δείχνουν ότι ο καταδικασμένος μοναχός Ιωάννης πρέπει να είναι ο John Kedington, μέλος του επαιτικού τάγματος του Αγίου Αυγουστίνου.
Στο κεφ. 8.8.2 αναφέρθηκαν περιληπτικά οι απόψεις του Fitzralph σχετικά με το dominium, απόψεις που στόχευαν συν τοις άλλοις και στον περιορισμό των προνομίων των επαιτικών ταγμάτων. Θα προσπαθήσουμε εδώ να εξηγήσουμε την ουσία του προβλήματος, ώστε να γίνει κατανοητό το επεισόδιο στην Οξφόρδη και η καταδίκη του Kedington.
Κατά την διάρκεια του ΙΓ’ και ΙΔ’ αιώνα τα επαιτικά τάγματα είχαν προικοδοτηθεί με σειρά προνομίων που τα καθιστούσε ανεξάρτητα και εκτός της δικαιοδοσίας του τοπικού επισκόπου. Ένα από αυτά ήταν και η δυνατότητα να ακούν την εξομολόγηση πιστών, άσχετα από το αν ο τελευταίος είχε ως πνευματικό τον ιερέα της ενορίας. Για την άσκηση της εξομολόγησης ο μοναχός του τάγματος δεν χρειαζόταν την άδεια του επισκόπου. Το προνόμιο αυτό ασκούνταν κατ’ εξαίρεση της διαταγής Omnis utriusque sexus, την οποία είχε εκδώσει η Δ’ Σύνοδος του Λατερανού. Σύμφωνα με αυτή την διαταγή, όλοι οι πιστοί όφειλαν να εξομολογούνται τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο και μόνο στον δικό τους ιερέα και αποτελούσε την βάση της αμφισβήτησης του προνομίου των ταγμάτων.
Το 1282 μια σύνοδος Φράγκων επισκόπων στο Παρίσι αμφισβήτησε την δικαιοδοσία του πάπα να εξαιρεί τα επαιτικά τάγματα από την παραπάνω διάταξη και αποφάσισε ότι οποιοσδήποτε εξομολογούνταν σε μοναχό τέτοιου τάγματος και λάμβανε συγχώρηση από αυτόν, όφειλε στη συνέχεια να επαναλάβει την εξομολόγησή του για δεύτερη φορά στον ενοριακό του ιερέα. Την παραπάνω απόφαση επικύρωσε το 1300 μ.Χ. ο πάπας Βονιφάτιος VIII με την διαταγή Super Cathedram[22], η οποία απαιτούσε την επανάληψη της εξομολόγησης των ενοριτών στον ιερέα τους. Ωστόσο, ο αντικαταστάτης του Βονιφάτιου, Βενέδικτος XI ακύρωσε την διαταγή του προκατόχου του εκδίδοντας την Inter Cuntos[23], με την οποία αποκαθιστούσε το προνόμιο των επαιτικών ταγμάτων. Ο ίδιος ο Βενέδικτος προέρχονταν από το τάγμα των Δομινικανών. Το 1311-2 ο Κλήμης V επανέφερε σε ισχύ την Super Cathedram, περιλαμβάνοντάς την στον κανόνα Dudum a Bonifacio της Συνόδου της Βιέννης.
Όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς, το θέμα του συγκεκριμένου προνομίου δεν αφορούσε μόνο την αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας των ταγμάτων, αλλά εκτείνονταν και σε αυτή την δικαιοδοσία του πάπα με τάσεις φυγόκεντρες. Οι υποστηρικτές του προνομίου πρότειναν ότι ο πάπας είναι ο κατ’ εξοχήν proprius sacerdos κάθε Χριστιανού και μπορούσε να παραχωρεί δικαιωματικά την δυνατότητα της άφεσης αμαρτιών, εις βάρος της πνευματικής αρμοδιότητας των τοπικών επισκόπων. Στις αρχές του ΙΔ’ αι. ο παρισινός θεολόγος John de Pouilly αντεπιχειρηματολόγησε ισχυριζόμενος ότι η εξουσία του κλήρου πηγάζει από τον ίδιο τον Χριστό και όχι από τον πάπα ή τους επισκόπους, συνεπώς ο πάπας δεν μπορούσε ν’ αφαιρέσει το δικαίωμα των ενοριακών ιερέων ν’ ακούν τις εξομολογήσεις των ενοριτών τους. Το 1321 ο πάπας Ιωάννης XXII καταδίκασε τις απόψεις του John de Pouilly με την βούλα Vas Electionis. Ο τελευταίος υποχρεώθηκε σε δημόσια δήλωση μετανοίας[24].
Το 1350 ξεκίνησε η διαμάχη μεταξύ του Αρχιεπισκόπου Armagh, Richard Fitzralph, και του αυγουστίνειου τάγματος[25]. Ο Fitzralph στο έργο του De pauperie salvatoris κατηγορούσε τα επαιτικά τάγματα ότι είχαν παραβεί τους όρκους τους περί ακτημοσύνης και σφετερίζονταν την πνευματική εξουσία του ενοριακού κλήρου. Εφόσον, κατά τον Fitzralph, οι μοναχοί των ταγμάτων είχαν καταχραστεί τα προνόμιά τους, συμπεριλαμβανομένου και του προνομίου της εξομολόγησης, είχαν χάσει το dominium επί των προνομίων αυτών. Εφάρμοζε τις απόψεις του για το dominium, και πιο συγκεκριμένα για το δικαίωμα ιδιοκτησίας και χρήσης, κι έλεγχε βάσει αυτών τα προνόμια των επαιτικών ταγμάτων.
Το 1356-7 εκφώνησε μια σειρά ομιλιών επί του θέματος στο Λονδίνο. Τα τάγματα, με πρώτο αυτό των αυγουστίνειων μοναχών, κατηγόρησαν τον Fitzralph ως αιρετικό, ότι αναβίωνε τις απόψεις του John de Pouilly. Προσέφυγαν στην παπική curia στην Avignon και ταυτόχρονα εξασφάλισαν την συμπαράσταση του βασιλιά Εδουάρδου Γ’. Ο Fitzralph μετέβη στην Avignon με σκοπό να υπερασπιστεί τις θέσεις του, αλλά πέθανε το 1360 πριν την εκδίκαση της υπόθεσης, οπότε το ζήτημα εξασθένησε, χωρίς να λυθεί οριστικά. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Λολλάρδοι στην Οξφόρδη τον ανακήρυξαν άγιο, καλώντας τον St Richard of Dundalk.
Ποια είναι όμως η θέση του Kedington σ’ αυτή την διαμάχη; Η απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση θα βοηθήσει να βρούμε επίσης την θέση του στην ιστορία της αίρεσης στην Αγγλία, πριν από τον Wycliff. Θεωρητικά ο Kedington ήταν εκπρόσωπος των αυγουστίνειων αδελφών στην Οξφόρδη. Η απόψεις του θα έπρεπε ν’ ακολουθούν την γραμμή του τάγματός του και κατ’ επέκταση των επαιτικών ταγμάτων. Η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι η θέση του για τις δεκάτες ευνοούσε τα τάγματα. Ας δούμε όμως ποιο ήταν το θέμα συζήτησης επ’ αυτού.
Σε προηγούμενο κεφάλαιο εξηγήθηκε το ότι η «πώληση» των μυστηρίων από τους παπικούς, και ειδικά της άφεσης των αμαρτιών, αποτελούσε σημαντική πηγή εσόδων για τους ιερείς κάθε βαθμίδας, από τον απλό ενοριακό ιερέα έως τον πάπα. Εξίσου σημαντικά ήταν και τα έσοδα από τις δεκάτες και τις άλλες τακτικές ή έκτακτες προσφορές των πιστών. Η διανομή αυτών των εσόδων γινόταν βάσει εσωτερικών κανονισμών, χωρίς η απληστία να επιτρέπει κορεσμό. Οι πιστοί από την πλευρά τους προσπαθούσαν να φανούν ευρηματικοί στο ν’ αποφύγουν να πληρώσουν αυτά που απαιτούνταν. Στο σημείο αυτό οι μοναχοί των επαιτικών ταγμάτων ήταν ανταγωνιστικότεροι από τους ενοριακούς. Πρόσφεραν την άφεση φθηνότερα. Αυτό ήταν πρόβλημα για τους ιερείς των μεγάλων πόλεων, όπου οι πλούσιοι πολίτες μπορούσαν ν’ αποφεύγουν την πληρωμή της δεκάτης με το να στρέφονται στους «επαίτες» μοναχούς.
Ο Fitzralph έψεξε αυτή την τακτική σε μια σειρά ομιλιών που έδωσε στο Δουβλίνο, την Drogheda και το Λονδίνο[27]. Κατηγόρησε τους μοναχούς ότι έδιναν άφεση στους φοροφυγάδες και με την συμπεριφορά τους ενθάρρυναν την αποφυγή πληρωμής της δεκάτης. Οι κατηγορίες επαναλήφθηκαν δημόσια στις 26 Φεβρουαρίου το 1357 στο Λονδίνο. Ο Kedington από την πλευρά του δεν αρνήθηκε τις κατηγορίες, ως όφειλε, αλλά φαίνεται να τις ενισχύει, όταν στη συζήτηση που ξεκίνησε στην Οξφόρδη, πρόβαλε την απαίτηση να μεταφερθεί το δικαίωμα της είσπραξης της δεκάτης στα επαιτικά τάγματα. Μάλιστα, ζητούσε αυτή η μεταφορά του δικαιώματος να μην περιμένει την έγκριση της παπικής εκκλησίας, αλλά να επιβληθεί από τους κοσμικούς κτήτορες ή πάτρωνες των ναών, με το πρόσχημα της ανηθικότητας των ιερέων[28]. Στην συνέχεια επέκτεινε την απαίτησή του ζητώντας από τον βασιλιά να κατάσχει την εκκλησιαστική περιουσία και πάλι με το πρόσχημα της ανηθικότητας.
Στήριζε την αξίωση για την απόδοση της δεκάτης στους μοναχούς των ταγμάτων, στην φαινομενικά ηθικότερη ζωή που αυτοί διήγαν. Χρησιμοποιούσε δηλαδή τα επιχειρήματα του Fitzralph, εφόσον κατ’ αυτόν ο δίκαιος και ηθικός άνθρωπος είχε περισσότερα δικαιώματα επί του dominium[29]. Επίσης, η απόδοση του δικαιώματος της κατάσχεσης της εκκλησιαστικής περιουσίας στον βασιλιά απέρρεε και πάλι από τις απόψεις του Fitzralph. Ο Kedington, λοιπόν, όχι μόνο τη γραμμή της αδελφότητας του δεν ακολουθούσε, αλλά ούτε και τα συμφέροντα της δεν εξυπηρετούσε. Οι απόψεις του ήταν ανειλικρινείς καθώς με την μεταφορά του δικαιώματος επί της δεκάτης θα έβγαιναν κερδισμένοι οι πλούσιοι φοροφυγάδες, οι οποίοι, όπως θα φανεί, ήταν και αυτοί που τον στήριζαν. Το Πανεπιστήμιο τον καταδίκασε και η αδελφότητα, στην οποία ανήκε δεν φάνηκε να τον στηρίζει πουθενά. Αντίθετα ο ηγούμενός του συγκαταλέγεται στους προσβεβλημένους από τις απόψεις και τις πράξεις του.
Ο Kedington αρχικά δεν δέχθηκε την καταδικαστική απόφαση και προχώρησε το θέμα εκτός Πανεπιστημίου, ελπίζοντας ίσως να μεταφέρει προς τα έξω και την όλη συζήτηση. Η απόφαση γράφει ότι «έκανε βιαστική έφεση και κατηγόρησε ενώπιον λόρδων και μεγιστάνων» (improvide appellado, dominis et magnatibus querelando). Ποιοι είναι αυτοί οι κοσμικοί άρχοντες, δεν προκύπτει από τα αρχεία. Ας μην ξεχνάμε ότι και το όνομα του Kedington δεν αναφέρεται και ότι χρειάστηκε να γίνει έρευνα για να βρεθεί. Συμπεραίνεται, όμως, ότι είχε ισχυρούς προστάτες, οι οποίοι απαγόρευσαν την καταδίκη του για αίρεση, όπως ακριβώς θα συμβεί μερικά χρόνια αργότερα και με τον Wyclif[30]. Πραγματικά, ο Kedington δεν καταδικάστηκε για αίρεση, μάλλον γι’ ανυπακοή και προσβολή.
Προσέφυγε στο δικαστήριο St Mary Arches στο Λονδίνο, το επισκοπικό δικαστήριο της Αρχιεπισκοπής του Καντέρμπουρι[31]. Η ίδια η δικονομία της έφεσης δεν έχει ιδιαίτερη αξία για το θέμα μας. Περισσότερο ενδιαφέρουσες και αποκαλυπτικές είναι οι παρασκηνιακές κινήσεις μέχρι την εκδίκαση. Από πλευράς νομιμότητας της έφεσης, ο Kedington στηρίζονταν στο σκεπτικό, ότι η απομάκρυνσή του από την διδασκαλική έδρα δεν ήρθε ως τιμωρία κάποιας συγκεκριμένης πράξης του, αλλά ως καταδίκη των ιδεών του. Θεωρητικά στο σκεπτικό ήταν σωστό. Στην πράξη δείχνει την θρασύτητά του. Ο Kedington έπρεπε να έχει καταδικαστεί ως αιρετικός. Αυτό δεν έγινε διότι είχε ισχυρούς προστάτες και ενδεχομένως οι υπεύθυνοι του Πανεπιστημίου και του αυγουστινειανού τάγματος δεν ήθελαν να δώσουν περισσότερη έκταση. Ο Kedington ήθελε να δώσει έκταση στο ζήτημα και οι ιδέες του ν’ ακουστούν παραέξω, ελπίζοντας ίσως να κερδίσει περισσότερη συμπάθεια προς τις ιδέες του μέσω της «άδικης» καταδίκης του.
Οι υπεύθυνοι του τάγματος απαγόρευσαν στον Kedington ν’ ασκήσει έφεση. Αυτό προκύπτει από μια επιστολή που παρουσίασε ο καγκελάριος Hothum στο επισκοπικό δικαστήριο. Την υπέγραφαν ο περιφερειακός ηγούμενος Prior William και ο ηγούμενος του Kedington, Prior John. Με τις υπογραφές τους[32] δήλωναν υπεύθυνα ότι είχαν απαγορεύσει σ’ αυτόν ν’ ασκήσει έφεση και ότι η υπόθεσή του δεν είχε βάση. Αυτό το γεγονός βοηθάει στην απόρριψη της υπόθεσης ότι ένας από τους πάτρωνες του Kedington θα πρέπει να ήταν ο Humphrey de Bohum[33], έκτος κόμης του Hereford και ισχυρός πάτρωνας του τάγματος. Οι κινήσεις του ήταν ενάντιες στα συμφέροντα του τάγματος και είναι απίθανο να βοηθήθηκε σ’ αυτό από έναν ευεργέτη τέτοιας εμβέλειας.
Τον Μάρτιο του 1358 ο John Hothum έστειλε μια επιστολή στον Fitzralph, ο οποίος βρισκόταν τότε στην curia της Αβινιόν, ζητώντας του να ενημερώσει τον πάπα για τα τεκταινόμενα. Ο κομιστής της επιστολής θα του εξηγούσε τις λεπτομέρειες. Δυο σημαντικά στοιχεία προκύπτουν, ένα άμεσα και ένα έμμεσα, από την εν λόγω επιστολή[34]. Ο Hothum δεν μπορούσε ν’ αναγκάσει τον Kedington να κάνει δημόσια δήλωση μετανοίας, εξαιτίας των μεγιστάνων (magnatibus de regno) που τον στήριζαν. Ακριβώς όπως και στην περίπτωση του Wyclif. Η ημερομηνία της επιστολής κρύβει το δικό της μυστικό. Θεωρητικά, η υπόθεση θα έπρεπε να έχει εκδικαστεί 2 μήνες πρωτύτερα. Φαίνεται λοιπόν ότι οι ίδιοι ισχυροί προστάτες του Kedington ασκούσαν πίεση αναβάλλοντας την έκδοση της απόφασης[35].
Τελικά, η έφεση απορρίφθηκε μάλλον Μάιο ή Ιούνιο του 1358, εφόσον η ημερομηνία της δημόσιας απολογίας του Kedington τοποθετείται από τα αρχεία στον Ιούλιο του ίδιου έτους. Η έφεση ήταν αντίθετη σε βασιλικό νόμο του 1355, τον οποίο είχε εκδώσει ο Εδουάρδος Γ’ και απαγόρευε το έκκλητο στην παπική κούρια, αποφάσεων που είχαν παρθεί από την καγκελαρία[36]. Παρότι δεν υπάρχουν στοιχεία για την ανάμιξη του βασιλιά στην απόρριψη της έφεσης, δεδομένης της μη ανάμιξης του πάπα, δεν υπήρχε άλλος παράγοντας για να εξισορροπήσει την άσκηση τόσο υψηλής πολιτικής πίεσης στο επισκοπικό δικαστήριο. Ο Εδουάρδος Γ’ μάλλον έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την έκβαση του ζητήματος και αυτό θα εξηγήσει κάτι ακόμα αμέσως παρακάτω.
Η περίπτωση του John Kedington παρουσιάζει ομοιότητες με την περίπτωση του John Wyclif. Τον στηρίζουν πολιτικοοικονομικοί παράγοντες και στοχεύουν στην θεωρητική θεμελίωση και διάδοση του αιρετικού τους μανιφέστο, στοχεύοντας να πλήξουν τον παπισμό. Ο Kedington απέτυχε εκεί που ο Wyclif πέτυχε για δύο κυρίως λόγους. Ο κακγκελάριος της Οξφόρδης αντιμετώπισε άμεσα το ζήτημα, χωρίς να κωλυσιεργήσει καθόλου. Βοηθήθηκε από τους δύο κοσμήτορες και δεν χρειάστηκε να προσφύγει στο συμβούλιο των καθηγητών, παρατυπώντας μεν, επιτυγχάνοντας, όμως, γρήγορη επίλυση. Το θέμα θα μπορούσε να λάβει περισσότερη έκταση. Σταμάτησε εκεί επειδή στο θρόνο καθόταν ένας δυναμικός και αποφασιστικός βασιλιάς, ο οποίος δεν επέτρεψε στους «dominis et magnatibus» να εκπληρώσουν τα σχέδιά τους. Μόλις ο βασιλιάς αυτός εξέλιπε, αφήνοντας κενό εξουσίας, όπως είδαμε, οι πολιτικοί παράγοντες της Αγγλίας με αρχηγό τον Ιωάννη της Γάνδης προώθησαν τον Wyclif.
Η περίπτωση του John Kedington αφήνει να εννοηθεί ότι η αίρεση εισέβαλε στην Αγγλία μέσω των επαιτικών ταγμάτων. Εφόσον οι αιρετικοί δεν μπορούσαν να διαδώσουν την αίρεση στο νησί εμφανίζοντας το πραγματικό τους πρόσωπο, φόρεσαν το ένδυμα προβάτου και πέρασαν απαρατήρητοι.
8.10.3 Marion Rye του Romsey.
Στα αρχεία του William του Wykeham[37], επισκόπου του Winchester (1366-1404) υπάρχουν δύο επιστολές του προς την ηγουμένη του γυναικείου μοναστηριού των Βενεδικτίνων στο Romsey του Hampshire. Η ηγουμένη είχε απευθυνθεί στον επίσκοπο ζητώντας οδηγίες για την αντιμετώπιση της αποστασίας μιας μοναχής, της Marion ή Margery Rye. Ο William αρχικά διόρισε τον John Turke, ενοριακό ιερέα στο Michelmersh, να ερευνήσει την υπόθεση της Marion ή όπως αναφέρει, ν’ ακούσει την εξομολόγησή της. Η ανάθεση της εντολής έγινε στις 20 Μαρτίου του 1368.
Στην συνέχεια ο επίσκοπος πληροφορήθηκε τα καθέκαστα της Marion. Αυτή είχε αφαιρέσει από το κεφάλι της το μοναχικό βέλο του τάγματός και απέφευγε να συμμετάσχει στην κοινή λατρεία. Αντί να παρίσταται με την υπόλοιπη αδελφότητα στον χορό, προτιμούσε να κάθεται με τους λαϊκούς. Αρνούνταν να παρακολουθήσει κάποιες ακολουθίες, όπως οι Ώρες και γενικά δεν συμπεριφέρονταν κατά την τάξη της αδελφότητας. Ιδιαίτερες ανησυχίες εγείρονταν από την άρνησή της να συμμετάσχει στα μυστήρια, όπως η εξομολόγηση και η Θ. Κοινωνία.
Η αντιμυστηριακή νοοτροπία της εξηγείται από ένα ακόμη γεγονός. Όπως πληροφορήθηκε ο επίσκοπος, η Marion συνήθιζε να συναντιέται στα κρυφά με πλανόδιους κήρυκες και ν’ ακούει τις ομιλίες τους. Ο εκδότης του αρχείου του William του Wykeham, T. F. Lirby, υπέθεσε ότι οι πλανόδιοι αυτοί κήρυκες ήταν ακόλουθοι του Wyclif[38]. Αυτό είναι εν μέρει σωστό. Τα γεγονότα τρέχουν εν έτει 1368 και ο Wycliff έχει ξεκινήσει ήδη την ακαδημαϊκή του καριέρα.
Εκείνο, όμως, που διαφύγει του Lirby είναι το ότι ο Wyclif δεν θ’ αναπτύξει αντιμυστηριακές απόψεις και στάσεις πριν το 1377, εννιά χρόνια αργότερα. Αυτή η διαπίστωση αφήνει υπονοούμενα. Έχουμε δηλαδή αιρετικούς διδασκάλους να διαδίδουν τις απόψεις του Wyclif, πριν τις διατυπώσει ο ίδιος. Σίγουρα υπάρχει λογικό σφάλμα. Αν θέλει κάποιος να επιμένει ότι η αρχή της αίρεσης των Λολλάρδων βρίσκεται στον Wycliff, τότε έρχεται αντιμέτωπος με κάποια αδιέξοδα. Η περίπτωση αυτή δείχνει ξεκάθαρα ότι η αίρεση προηγείται του αρχηγού της. Βλέπουμε ότι υπήρχαν αιρετικοί εν δράσει σε μια εποχή που ο ίδιος προσπαθούσε να ξεκαθαρίσει τις ιδέες του. Βλέπουμε ότι στρατολογούνται μέλη, πριν ο ίδιος ξεκινήσει τις ομιλίες του.
Η περίπτωση της Marion Rye ίσως κρύβει έναν συμβολισμό. Η αίρεση που μέχρι τώρα κρύβονταν πίσω από το μοναχικό ένδυμα του προβάτου, αποβάλλει το βέλο που την καλύπτει και δείχνει το πραγματικό της πρόσωπο. Η εποχή συμπίπτει με την έναρξη της δράσης του Wyclif και αυτό είναι κάτι παραπάνω από σύμπτωση. Μάλλον πρόκειται για συντονισμένη επιχείρηση. Τελικά ο επίσκοπος William εξουσιοδότησε την ηγουμένη του μοναστηριού, να μετέλθει οποιουδήποτε μέτρου ή τιμωρίας έκρινε η ίδια πρόσφορο και αναγκαίο για τον σωφρονισμό της Marion, αρκεί να μην βλαπτόταν η ζωή της.
8.10.4 John Ball
Έχοντας υπόψη τα παραπάνω μπορεί κάποιος να εξετάσει με νέα οπτική την περίπτωση του John Ball, αναζητώντας εξηγήσεις σε θέματα που πριν απλώς παραβλέπονταν. Ο John Ball (1338-1381) γεννήθηκε στο St. Albans του Hertfordshire και έγινε ιερέας στο Gloucester. Εκεί εμφάνισε αιρετικές απόψεις ήδη από το 1364 με αποτέλεσμα τον αφορισμό του το 1366 από τον Αρχιεπίσκοπο Islip (1349-1366) και το εγκλεισμό του στην φυλακή.
O John Ball ήταν ο «τρελός ιερέας του Κεντ[39]», ένας από τους αρχηγούς της εξέγερσης των χωρικών του 1381. Όταν ξέσπασε η εξέγερση ήταν φυλακισμένος από τον Αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρι στην Maidstone Prison, απ’ όπου απελευθερώθηκε από τον Wat Tyler και τους επαναστάτες, στις 7 Ιουνίου. Μετά την ήττα των επαναστατών στο Billericay από τον στρατό του βασιλιά Ριχάρδου Β’ (1377-1399), διέφυγε στο Κόβεντρυ, όπου και συνελήφθη. Εκτελέστηκε στις 15 Ιουλίου του 1381.
Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, ο John Ball ήταν ακόλουθος του John Wyclif. Η άποψη αυτή ωστόσο παρουσιάζει δύο λογικά σφάλματα που τείνουν να παραβλέπονται από τους ιστορικούς που την υποστηρίζουν, αν και έχουν επισημανθεί ήδη. Το πρώτο είναι ότι δεν υπάρχει απευθείας εμφανής και ιστορικά αποδεδειγμένη σχέση μεταξύ των δύο ανδρών[40]. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να φανερώνει ότι οι δύο άνδρες γνωρίζονταν, ότι είχαν συναντηθεί κάποτε, ότι ο John Ball είχε επηρεαστεί από τον Wyclif. Ωστόσο, οι πηγές μαρτυρούν ότι ο πρώτος δίδασκε τα ίδια με τον δεύτερο[41]. Υπάρχει λοιπόν ένας κοινός παρονομαστής.
Το δεύτερο είναι ότι ο John Ball ξεκίνησε την δράση του πολύ πριν ο Wyclif αρχίσει να διδάσκει. Υπάρχουν βεβαιωμένα ιστορικά στοιχεία ότι ο πρώτος δρούσε το 1364[42] και όπως είπαμε το αφορίστηκε το 1366. Αντίστοιχα, ο Wyclif το 1364 βρισκόταν μόλις στο πρώτο έτος των σπουδών του στη θεολογία, τις οποίες ολοκλήρωσε το 1369 κι έλαβε το διδακτορικό του το 1372 (βλ. σχ. κεφ. 8.7.3). Ήταν λοιπόν, φοιτητής και δεν υπάρχει περίπτωση να δίδαξε ο,τιδήποτε στον πρώτο. Πρέπει λοιπόν να δεχθούμε ως λογικό συμπέρασμα βάσει των στοιχείων, ότι ο John Ball είχε έρθει σε επαφή με την ίδια αίρεση, μέσω άλλου δρόμου.
8.10.5 Άλλες περιπτώσεις.
Οι παραπάνω περιπτώσεις αίρεσης δείχνουν μεμονωμένες και πραγματικά δεν φαίνεται να μπορεί να εντοπιστεί κάποια συγκεκριμένη αιρετική ομάδα να τις περιλαμβάνει. Ωστόσο, όλες τους εμφανίζουν τα ίδια συμπτώματα με τις κυρίαρχες αιρέσεις της ηπειρωτικής Ευρώπης. Αντικληρικαλιστική, αντιεκκλησιαστική και αντιμυστηριακή στάση. Δεν είναι οι μοναδικές. Στις πηγές μπορεί να βρει κανείς αρκετές ακόμα περιπτώσεις αιρετικών, καταδικασμένων και μη, που δείχνουν ότι τα συμπτώματα της αίρεσης ήταν περισσότερο διαδεδομένα από όσο υποπτεύονταν.
Το 1240, ένας αποστάτης μοναχός του τάγματος του Αγ. Μπρούνο (Καρθούσιος), συνελήφθη στo Καίμπριτζ, επειδή κήρυττε ότι ο πάπας ήταν αιρετικός και μόλυνε την χριστιανική πίστη. Για τον λόγο αυτό αρνούνταν να μπει στο ναό[43].
To 1336 ένας αποστάτης Φραγκισκανός, ονόματι Ranulf, κήρυττε ομοίως πολλές διδασκαλίες ενάντια στον παπισμό και τα μυστήριά του[44].
Στο αρχείο του Αρχιεπισκόπου Υόρκης William Melton (1317-1340) εμφανίζεται ένας ερημίτης ο friar Henry de Staunton, ο οποίος το 1334 δρούσε στην Υόρκη. Ο Αρχιεπίσκοπος δεν κατάφερε να μάθει τι ακριβώς δίδασκε ο ερημίτης αυτός, ωστόσο εξέδωσε απαγόρευση παρακολούθησης των ομιλιών του. Παρ’ όλα αυτά από τον Henry «δημιουργήθηκε μια σέκτα υπό το κάλυμμα της ευσέβειας˙ το σχίσμα και η καχυποψία του κόσμου προς τον κλήρο αυξήθηκε, και προσβολές, σκάνδαλα, καυγάδες, λογομαχίες, συγκεντρώσεις και συνομωσίες συνέβησαν με παράνομο τρόπο[45]».
Άλλη μια ερημίτισσα, η Maud de Algakirk, που ζούσε έγκλειστη κοντά στο ναό του Αγ. Ιωάννη του Βαπτιστή, στο Huntington, ανακρίθηκε το 1346, ως ύποπτη για αίρεση. Κατηγορήθηκε ότι εισήγαγε διδασκαλίες αντίθετες στον παπισμό[46].
Δύο πολύ χρήσιμες παρατηρήσεις βγαίνουν από αυτές τις περιπτώσεις. Πρώτον, τις τελευταίες δεκαετίες πριν τον Wyclif υπάρχει έντονη δράση αιρετικών στην Αγγλία. Σχεδόν στο σύνολό τους είναι μοναχοί επαιτικών ταγμάτων ή ερημίτες. Αιρετικοί επίσης εντοπίζονται και κατά την περίοδο της ακαδημαϊκής καριέρας του Wyclif, και δρουν παράλληλα και ανεξάρτητα από αυτόν. Αναφέρθηκε ήδη ο John Ball.
Το 1381 ένας ιππότης από το Wiltshire, ο Lawrence de St. Martin, εξετάστηκε από τον επίσκοπο του Salisbury, Ralph Erghum. O Lawrence διέπραξε ιεροσυλία, παίρνοντας την όστια στο σπίτι του όπου και την έφαγε μαζί με στρείδια, κρεμμύδια και κρασί[47], δηλώνοντας ότι κάθε ψωμί στο σπίτι του ήταν το ίδιο με την όστια. O Lawrence εκφράζει τις ίδιες ιδέες με τον Ralph de Tremur. Δεν υπάρχει κάποια ένδειξη ότι γνώριζε τον Wyclif, πέρα από την απαξιωτική δήλωση του χρονικογράφου Thomas Walsingham, στο τέλος της διήγησης:
«Έγραψα ολόκληρο το περιστατικό για να γίνει φανερό σε όλους, τι μεγάλο κακό έσπειρε στην γη, αυτό το τέρας που ανέβηκε από την άβυσσο, αυτός ο συνεργάτης του Σατανά, ο John Wyclif, ή Ολιγόπιστος[48]».
Στο Χρονικό του Henry Knighton[49] υπάρχει η διήγηση ενός περιστατικού μιας γυναίκας στο Λονδίνο, η οποία έμαθε στην κόρη της να ντύνεται με ιερατικά άμφια και να τελεί την Θ. Ευχαριστία μυστικά. Αυτό γίνονταν για αρκετό καιρό ωσότου η υπόθεση αναφέρθηκε στον επίσκοπο Robert Baybrooke (1382-1404) του Λονδίνου. Ο επίσκοπος έθεσε τέλος στα τεκταινόμενα και έβαλε σε μετάνοια τις δύο γυναίκες[50]. Ο Henry Knighton δεν δίνει στοιχεία που να συνδέουν την περίπτωση αυτή με τους Λολλάρδους. Το επεισόδιο τοποθετείται στο 1391, μια εποχή όπου οι Λολλάρδοι διέδιδαν την αίρεσή τους και ίσως οι δύο γυναίκες να είχαν έρθει σε επαφή μαζί τους. Αυτό, όμως δεν μαρτυρείται από την πηγή και βέβαια δεν προέκυψε από την επίσημη εξέταση.
Στα παραπάνω μπορούν να προστεθούν και οι δύο μυστικίστριες[51] και οραματίστριες, η ασκήτρια Julian του Norwich (1342-1416) και η Margery Kempe (1373-1438). Και οι δύο τιμούνται από τον αγγλικανισμό και από κάποια παρακλάδια του Προτεσταντισμού. Η δεύτερη ανακρίθηκε από σύνοδο με πρόεδρο τον Αρχιεπίσκοπο της Υόρκης Henry Bowet (1407-1423), βρέθηκε ένοχη για αντικληρικαλισμό και διώχθηκε από την επαρχία του[52].
Ο κατάλογος θα μπορούσε να συνεχιστεί με περιπτώσεις αιρετικών του ΙΕ’ αι. Πιστεύουμε, όμως, ότι όσα αναφέρθηκαν αρκούν για να φανεί ότι ακόμη και μετά την εμφάνιση των Λολλάρδων, εξακολουθεί να υπάρχει αίρεση, ανεξάρτητη από αυτούς. Καταρρίπτεται, λοιπόν, ο μύθος περί της μη ύπαρξης αιρετικών στην Αγγλία πριν τον Wyclif, όπως και το ότι οι Λολλάρδοι ήταν η μοναδική αίρεση που εμφανίστηκε τον ΙΔ’ αι. Εγείρονται μάλιστα υποψίες ότι η εμφάνιση τους δεν είναι αποκλειστικό κατόρθωμα του, αλλά ότι μάλλον ο Wyclif ήταν ο εκφραστής του πυρήνα των ιδεών τους με τρόπο ακαδημαϊκό. Πόσο κατανοητός ήταν από τους απλούς Λολλάρδους; Από λίγο έως καθόλου. Οι Λολλάρδοι εμφάνιζαν μια ποικιλία ιδεών και απόψεων, όπως προκύπτει από τις ανακρίσεις μελών τους επόμενους αιώνες, σε σημείο σήμερα να υπάρχει ανάγκη αναθεώρησης των κριτηρίων για το ποιος ήταν και ποιος όχι[53]. Είναι προτιμότερο να βλέπουμε την αίρεση αυτή ως ένα ιδεολογικό σχήμα που καλύπτει το σύνολο των αντιεκκλησιαστικών και λοιπών πεποιθήσεων. Υπό την έννοια αυτή ο Λολλαρδισμός είναι η μοναδική αίρεση στην Αγγλία. Αν θέλουμε όμως να αναζητήσουμε τις ρίζες της πρέπει να είμαστε περισσότερο ακριβολόγοι, στην εξέταση των μεμονωμένων περιπτώσεων και αναγκαστικά να προχωρήσουμε σε διακρίσεις πεποιθήσεων, ώστε με την εξέταση της εξέλιξης των ιδεών, να μπορέσουμε να καταλήξουμε στην αρχή.
8.10.6 Η εξόντωση των ακραίων Φραγκισκανών στην Αγγλία (1330).
Ακολουθώντας την αντίστροφη πορεία των ημερομηνιών στις παραπάνω περιπτώσεις φτάνουμε στο 1330, ημερομηνία κλειδί για την εμφάνιση της αίρεσης στην Αγγλία. Με αυτό δεν ισχυριζόμαστε ότι δεν υπήρχαν αιρετικοί πριν το 1330. Μπορεί, για παράδειγμα να αναφερθεί η περίπτωση της Margaret Syward, η οποία το 1314 αρνούνταν την ενσάρκωση του Κυρίου (δονατισμός) και κατά συνέπεια την μεταβολή των Τιμίων Δώρων (αντιμυστηριακή στάση) και γι’ αυτό αφορίστηκε[54]. Είναι φανερό, όμως, ότι μετά το 1330 υπάρχει έντονη κινητικότητα με τις περιπτώσεις των αιρετικών να πυκνώνουν μέχρι τον Wyclif. Ποιοι λόγοι συντελούν στην κατακόρυφη αύξηση των περιπτώσεων;
Το 1330 εκτελέστηκαν στην Αγγλία 55 Φραγκισκανοί και ο 8 γυναίκες ακόλουθοι[55]. Για να γίνει κατανοητή η σημασία αυτού του γεγονότος πρέπει ν’ αναφερθούν κάποια πράγματα[56]. Εξαρχής ο πάπας Ιννοκέντιος ΙΙΙ έκανε δεκτή την παρεκκλίνουσα συμπεριφορά του Φραγκίσκου της Ασίζης και συνεπώς αποδέχτηκε την ιδιαιτερότητα των Φραγκισκανών για έναν σημαντικό λόγο˙ για να μπορέσει το επαιτικό αυτό τάγμα να παίξει το ρόλο του ενδιάμεσου για την έμμεση υποδοχή και επανένταξη των αιρετικών στον παπισμό. Στόχος ήταν κυρίως οι Βάλδιοι, οι οποίοι είχαν αποκλίνει μια δεκαετία πριν και δόλωμα οι παράλληλοι βίοι του Φραγκίσκου της Ασίζης και του Βάλδου. Φυσικά και η ίδια διδασκαλία και τρόπος ζωής.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι Φραγκισκανοί να είναι αφενός ύποπτοι στα μάτια του παπισμού, αφετέρου να δημιουργούνται στους κόλπους του τάγματος διάφορα ιδεολογικά ρεύματα, καθώς με την υποδοχή νέων μελών δέχονταν και νέες αιρετικές επιδράσεις, τις οποίες έπρεπε συνεχώς ν’ αναχωνεύει. Έτσι εξωτερικό σημείο νομιμότητας ήταν η υποταγή στον πάπα, την στιγμή που το ίδιο θέμα ήταν σημείο εσωτερικών προστριβών. Οι παπικοί έκριναν τον φραγκισκανό με κριτήριο την υπακοή του στον πάπα, γνωρίζοντας ότι ήταν πάντα ύποπτος για αίρεση. Ο φραγκισκανός από την μεριά του βρισκόταν πάντα σε εσωτερική ανησυχία και διαμάχη, βρισκόταν πάντα σε δίλημμα για τον αν όφειλε να υπακούει στις προσταγές του πάπα όταν αυτές ήταν αντίθετες με το ιδεώδες της φτώχειας, που ο ίδιος θεωρούσε ως γνήσιο Χριστιανισμό.
Η στάση στο παραπάνω δίλημμα είχε ως αποτέλεσμα την δημιουργία διάφορων φραξιών στους κόλπους του τάγματος. Αμφιλεγόμενο σημείο ήταν το απόλυτο επαιτικό ιδεώδες, το οποίο αρνούνταν οποιαδήποτε ιδιοκτησία στους μοναχούς του τάγματος και υποστηριζόταν από τους εξτρεμιστές Φραγκισκανούς (Spirituals στην αγγλόφωνη βιβλιογραφία). Ο πάπας Νικόλαος ΙΙΙ εξέδωσε μια βούλα το 1279, την Exiit qui seminat, σε μια προσπάθεια να συμβιβάσει τα εμπλεκόμενα μέρη, με την σοφιστική διάκριση μεταξύ ιδιοκτησίας και χρησικτησίας. Η διαμάχη αυτή ξεκίνησε όλη την συζήτηση περί του dominium, και στην Αγγλία συμμετείχαν οι Fitzralph και Wyclif, όπως είδαμε μέχρι τώρα.
Η βούλα δεν έγινε δεκτή από τους εξτρεμιστές Φραγκισκανούς με αρχηγό τον μαθητή του Μποναβεντούρα, Pierre Jean Olivi. Τέθηκε, λοιπόν, με περισσότερη ένταση το θέμα της υποταγής και υπακοής στον πάπα. Επειδή εδώ δεν μπορεί να γίνει λεπτομερής ανάλυση της προσωπικότητας και της ιδεολογία τους Όλιβι, παρατίθεται παρακάτω ένα απόσπασμα από το βιβλίο του David Burr, The Spiritual Franciscans, ώστε να πάρει ο αναγνώστης μία γεύση από την σκέψη του:
«Όπως και να χει παραμένει γεγονός ότι ο Όλιβι περίμενε μια ριζοσπαστική μεταβολή της εκκλησίας, συμπεριλαμβανομένης και της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, στο κοντινό μέλλον. Οραματίστηκε μια αξιοσημείωτη νέα intellectus spiritualis να γεννιέται γύρω του και ανέμενε να ωριμάσει σε μια Νέα Εποχή μέχρι να φτάσει στο σημείο, στο οποίο η εκκλησία “δεν θα χρειαζόταν πολλά από τα προηγούμενα δόγματα, εφόσον το Πνεύμα του Χριστού θα δίδασκε σ’ αυτήν ολόκληρη την αλήθεια χωρίς το μυστήριο της εξωτερικής διδασκαλίας και του βιβλίου” (Lectura 979). Επίσης προσδοκούσε ένα νέο τύπο αρχηγίας στην εκκλησία. Οι ηγέτες θα ήταν σεβαστά παραδείγματα της νέας intellectus spiritualis. Θα αποκήρυτταν τις περιουσίες τους και θα επέστρεφαν στο αποστολικό ιδεώδες. Η ενόραση, η πτωχεία και η ταπεινότητά τους θα ενθάρρυναν τους υφισταμένους τους να τους υπακούουν, με αποτέλεσμα η ιεραρχία να στηρίζεται στην χαρισματική και όχι στην νομικίστικη αυθεντία[57]».
Ο Όλιβι συνδύαζε τις αιρετικές ιδέες των Βάλδιων περί αποστολικής πτωχείας και τον μυστικισμό του Gioacchino da Fiore (1135-1202), μαζί με τη χιλιαστική αναμονή της Νέας Εποχής ή Τρίτης Εποχής του Πνεύματος, η οποία υιοθετήθηκε από του Ιωακειμίτες και τους οπαδούς της αίρεσης του Ελεύθερου Πνεύματος. Παρότι η πρόβλεψη της έλευσης της Νέας Εποχής το 1260 απέτυχε, κανείς από τους αιρετικούς αυτούς δεν φαίνεται ν’ απογοητεύθηκε. Όπως φαίνεται από την ομιλία του, ο Όλιβι πίστευε ότι όλα αυτά θα γίνουν στο κοντινό μέλλον. Η απάντηση στο ερώτημα, κατά πόσο οι οπαδοί του έπρεπε να υπακούν στην Ρώμη, ήταν ότι ο πάπας ήταν ο Αντίχριστος και η εκκλησία της Ρώμης, η πόρνη της Βαβυλώνος.
Είναι πολύ σημαντικό ν’ αναφερθεί ότι με βάση κυρίως τις ιδέες περί αποστολικής πτωχείας ξεπήδησαν από τις τάξεις των εξτρεμιστών Φραγκισκανών νέες αιρέσεις, όπως οι Φτωχούληδες (Beguines) και οι Κελλιώτες Αδελφοί (Fraticelli). Το 1317 ο νεοεκλεγείς πάπας Ιωάννης ΧΧΙΙ (1316-1334) επιχείρησε να θέσει τέρμα στην ανυποταξία των εξτρεμιστών Φραγκισκανών οι οποίοι, σημειωτέον, είχαν βρει υποστήριξη από τον Γερμανό αυτοκράτορα, στην αυλή του οποίου είχε καταφύγει και ο Γουίλλιαμ του Όκκαμ. Την χρονιά αυτή καταδικάστηκαν ως αιρετικοί οι Fraticelli.
Την ίδια χρονιά όλοι οι Φραγκισκανοί της Languedoc κλήθηκαν επειγόντως στην Αβινιόν, έδρα του πάπα, όπου τους δόθηκε τελεσίγραφο˙ ή θα υποτάσσονταν ή θα εκτελούνταν. Όσοι αρνήθηκαν να δηλώσουν υποταγή στον πάπα κάηκαν στην πυρά. Οι εκτελέσεις ξεκίνησαν στις 7 Μαΐου του 1318 και τέσσερις Φραγκισκανοί κάηκαν στην πυρά˙ οι Johan Barran, Guihem Stanton, Deodat Michael & Pons Roca. Τα ονόματά τους μαζί με τα ονόματα όσων εκ των Φτωχούληδων Και των Φραγκισκανών (113 στο σύνολο) εκτελέστηκαν αυτή την περίοδο αναγράφονται σε ένα βιβλιαράκι (libellum), το οποίο έφεραν μαζί του δύο Ιταλοί εξτρεμιστές Φραγκισκανοί, οι Johannes Godulchi de Castiglione και Franciscus de Arquata, που συνελήφθηκαν στο Montpellier το 1353 και κάηκαν στην Αβινιόν το 1354. Επίσης αναγράφεται ο τόπος και η χρονολογία της εκτέλεσης.
Η έρευνα έχει αποδείξει ότι αυτό το βιβλιαράκι αποτελεί το Μαρτυρολόγιο των Φτωχούληδων (Beguine Martyrology) για το οποίο μιλάει στο έργο του ο ιεροεξεταστής Bernard Gui[58] και το οποίο θεωρούνταν χαμένο μέχρι πρόσφατα[59]. Οι εξέταση του υλικού δείχνει ότι οι εξτρεμιστές Φραγκισκανοί συντάχθηκαν με τους αιρετικούς της περιοχής και συνέχισαν την δράση τους σε συνεργασία μαζί τους. Μεγάλο μέρος αυτών προσχώρησε στους Φτωχούληδες (Beguines) και κάποιοι άλλοι στους Βάλδιους.
Οι διωγμοί των Φραγκισκανών δεν σταμάτησαν το 1318, όπως δεν σταμάτησε και η δράση τους εναντίον του πάπα. Η ιδέα για μια ακτήμονα εκκλησία και την κατάσχεση της περιουσίας της ήταν της απόλυτης αρεσκείας του Γερμανού αυτοκράτορα, γι’ αυτό όταν ο Λουδοβίκος της Βαυαρίας κατέλαβε την Ρώμη τον Ιανουάριο του 1328, όρισε ως αντίπαπα τον Pietro Rainalducci, έναν εξτρεμιστή Φραγκισκανό. Ωστόσο, τον Αύγουστο του ίδιου έτους έπρεπε να εγκαταλείψουν την Ρώμη, την οποία ανακατέλαβε ο βασιλιάς της Νάπολης Ροβέρτος, επαναφέροντας έτσι τον Ιωάννη ΧΧΙΙ. Βλέπουμε λοιπόν, ότι η στήριξη των αιρετικών απόψεων περί του dominium δεν ήταν έμπνευση του Ιωάννη της Γάνδης. Αυτός υιοθέτησε την πολιτική υποστήριξη της αίρεσης μιμούμενος τους Γερμανούς διδάξαντες.
Το 1329 εντείνονται οι εκτελέσεις των αντιφρονούντων Φραγκισκανών και αυτό συνεχίζεται μέχρι το 1330, σε μια τελική προσπάθεια υποταγής τους. Η αναφορά του Thomas de Burton[60] για την εκτέλεση των Φραγκισκανών στην Αγγλία δείχνει ότι μεγάλο μέρος αυτών είχε καταφύγει στο νησί για να γλιτώσει τις εκτελέσεις. Από το σύνολο των 113 εκτελεσθέντων, οι 55 εξ αυτών βρίσκονταν στην Αγγλία. Ο αριθμός του συνολικού αριθμού των εκτελεσθέντων (113) συμφωνεί με τον αντίστοιχο του παραπάνω μαρτυρολογίου. Εκεί βέβαια πρόκειται για μικτό αριθμό Φτωχούληδων και Φραγκισκανών, ενώ ο Thomas de Burton μιλά μόνο για Minores (Ελάχιστοι, δηλ. Φραγκισκανοί). Αυτό δείχνει ότι οι αιρετικοί είχαν μετακομίσει στο νησί ως μοναχοί και αυτό συμφωνεί με το συμπέρασμα που βγάλαμε εξετάζοντας τις συγκεκριμένες περιπτώσεις.
Από όσα αναφέρθηκαν γίνεται ξεκάθαρο ότι αίρεση μεταδόθηκε στο νησί γύρω στο 1330, γεγονός που εξηγεί την κατακόρυφη αύξηση των κρουσμάτων, την περίοδο από την συγκεκριμένη χρονιά μέχρι την εμφάνιση του Wyclif. Ο μύθος για την μη ύπαρξη αιρετικών στην Αγγλία πριν από αυτόν καταρρίπτεται και ταυτόχρονα φαίνεται ότι η Λολλάρδοι έλκουν την καταγωγή τους από τους αιρετικούς της ηπειρωτικής Ευρώπης, μέσω των εξτρεμιστών Φραγκισκανών.
8.10.7 Walter Lolhard και η καταγωγή των Λολλάρδων.
Τα συμπεράσματα που βγήκαν από την μελέτη των πηγών στις παραπάνω περιπτώσεις, συμφωνούν με την γνώμη παλαιότερων Γερμανών ιστορικών, ότι δηλαδή οι Λολλάρδοι έλκουν την καταγωγή τους από τον Walter Lolhard, εξ ου και το όνομα. Η γνώμη των Γερμανών στηρίζεται στον Johannes Trithemius, ο οποίος γράφει στο Annales Hirsaugiensis τα εξής:
«Anno 1322
Στο αναφερθέν έτος της ηγουμενίας του Σιγισμούνδου, ένας αιρετικός με το όνομα Walter, αρχηγός των Κελλιωτών Αδελφών και ο χειρότερος αιρεσιάρχης, ο οποίος κρυβόταν για πολλά χρόνια και με τις αίσχιστες πλάνες του έδεσε πολλούς απλούς ανθρώπους, συνελήφθη στην Κολονία και με απόφαση του δικαστηρίου παραδόθηκε στις φλόγες και κάηκε.
Ο άνδρας, γεμάτος διάβολο και κάθε πονηριά, εμμένοντας με πείσμα στα λάθη του, κρύος στη στάση του, διεστραμμένος στο δόγμα, άνθρωπος που, ούτε με υποσχέσεις ούτε με απειλές, ούτε καν από το γεγονός ότι σκληρότατες τιμωρίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν, δεν αποκάλυψε τους συνεργάτες του στην αίρεση, οι οποίοι, ωστόσο, ήταν πολλοί.
Την καταγωγή της αίρεσης των Κελλιωτών Αδελφών περιγράψαμε στο έβδομο έτος της ηγουμενίας του Γοδεφρείδου, την οποία θεωρήσαμε στην δεδομένη περίσταση το δέκατο έκτο έτος της ηγουμενίας του Ερρίκου Β’. Ωστόσο, αυτός ο Walter Lolharius, Ολλανδός στην εθνικότητα, είχε μικρή γνώση της λατινικής, και εφόσον δεν μπορούσε στα Ρωμαϊκά, έγραψε τις πλάνες του σε πολλά βιβλιαράκια στα Γερμανικά. Αυτός ο ίδιος διέδωσε τις πλάνες του μυστικά κι επειδή περιφρονούσε την διόρθωση και την ανάκληση των πλανών του, αλλά με περισσότερη επιμονή – και θα έλεγα ακόμα και λυσσαλέα – τις υπερασπίστηκε, αφού ρίχτηκε στην φωτιά άφησε πίσω του στάχτες[61]».
Την άποψη υποστηρίζει και ο Λουθηρανός ιστορικός Johann Laurenz von Mosheim στο έργο του Institutionum historiae ecclesiasticae libri IV (1726), ωστόσο οι Άγγλοι διαφωνούν. Ο πρεσβυτεριανός ιστορικός Archibald McLaine (1722-1805), ο οποίος μετέφρασε το έργο του J. L. von Mosheim στα αγγλικά, σχολιάζοντας την άποψη του τελευταίου για την καταγωγή των Λολλάρδων, δέχεται ότι αυτή στηρίζεται στο έργο του J. Trithemius, ωστόσο δηλώνει ότι, ενώ έψαξε δεν κατάφερε να βρει καμιά αναφορά σε αυτούς[62]. Αυτή είναι μια περίεργη δήλωση. Αφενός, οι Γερμανοί δεν υποστηρίζουν ότι ο Trithemius αναφέρει τους Λολλάρδους, αλλά τον Walter Lolhard, ο οποίος κάηκε στην Κολονία το 1322. Αφετέρου, δεν χρειάστηκε ο γράφων περισσότερο από ένα τέταρτο της ώρας για να βρει το συγκεκριμένο απόσπασμα, παρότι δεν είχε προηγούμενη επαφή με το έργο του Trithemius. Προφανώς, και ο Archibald McLaine θα μπορούσε να το βρει, αν είχε την ειλικρινή διάθεση να το κάνει.
Είναι κατανοητή η επιθυμία των Άγγλων να θέλουν να παρουσιάζουν τον Wyclif ως τον εθνικό τους Λούθηρο. Ούτε ο Λούθηρος, όμως, ούτε ο Wyclif προέκυψαν από παρθενογένεση. Όλη παρούσα εργασία σκοπό έχει να δείξει ότι υπάρχει μια ιστορική συνέχεια που από τον αρχαίο γνωστικισμό, μέσω των μεσαιωνικών αιρέσεων φτάνει μέχρι την Μεταρρύθμιση, και όχι μόνο. Το παρόν κεφάλαιο καταδεικνύει την συνέχεια αυτή, καταρρίπτοντας έναν μύθο, το ότι δηλαδή δεν υπήρχε αίρεση στην Αγγλία πριν τον Wycliff. Ταυτόχρονα, και ομολογούμε προς έκπληξή μας, προκύπτει από την μελέτη των πηγών ότι, όχι μόνο υπήρχε αίρεση στην Αγγλία, αλλά αυτή προέκυψε με την μεταφορά των υπαρχουσών αιρετικών ιδεών από την ηπειρωτική Ευρώπη στο νησί, ανοίγοντας νέους ορίζοντες στην μελέτη της καταγωγής των Λολλάρδων.
Ο αναφερθείς μύθος ήταν γέννημα της επιθυμίας των Αγγλικανών και συγκεκριμένα του πολύ William Stubbs, επισκόπου της Οξφόρδης και ιστορικού. Αρχικά η γνώμη του διατυπώθηκε το 1833 και αργότερα πέρασε στην Ιστορία του[63]. Έκτοτε υιοθετήθηκε από όλους τους αγγλόφωνους ιστορικούς, όπως οι Felix Makower[64], F. W. Maitland[65], H. G. Richardson[66], Malcolm Lambert[67], οι οποίοι παραβλέποντας την κραυγαλέα μαρτυρία των πηγών θεωρούν ασήμαντη οποιαδήποτε αναφορά σε αίρεση πριν τον Wyclif. Ο μύθος αυτός φάνηκε τόσο ανθεκτικός στον χρόνο, ώστε ούτε η διδακτορική διατριβή του John Rea Bacher, η οποία εξέταζε τις περιπτώσεις αίρεσης στην Αγγλία πριν τον Wyclif, δεν κατάφερε να τον ανατρέψει[68]. Η εργασία του παραβλέφθηκε εντελώς από τους μεταγενέστερους.
Με αυτό το σκεπτικό η ακαδημαϊκή έρευνα επικεντρώθηκε στην σύνδεση των αιρετικών με τον Wyclif, εφόσον αυτός θα έπρεπε να είναι ο αιρεσιάρχης. Παραβλέφθηκαν, όμως, δύο πολύ σημαντικοί παράγοντες. Πρώτον το ότι οι ημερομηνίες εμφάνισης των αιρετικών ήταν αρκετά προγενέστερες. Δεύτερον, ότι ακόμα και στις σύγχρονες με αυτόν περιπτώσεις δεν υπήρχε εμφανής σύνδεση. Εκείνο που μένει αναμφισβήτητο είναι το ότι οι περιπτώσεις των προγενέστερων αιρετικών μοιράζονται κοινά στοιχεία με τους Λολλάρδους. Η θέση αυτής της εργασίας είναι ότι πρόκειται πράγματι για την ίδια αίρεση, η οποία από τον Wyclif και μετά ονομάζεται Λολλαρδισμός, ωστόσο η αρχή της στην Αγγλία μετατίθεται χρονικά σε μια προγενέστερη εποχή και συνδέεται με την ηπειρωτική Ευρώπη. Πιο συγκεκριμένα, προήλθε από την περιοχή εκείνη της Ευρώπης, από την οποία καταγόταν ο Ιωάννης της Γάνδης (ο Walter Lolhard ήταν Ολλανδός) και βρίσκονταν την εποχή εκείνη υπό αγγλική κυριαρχία. Βέβαια, δεν υπάρχουν περισσότερα στοιχεία μέχρι στιγμής επί του θέματος του Ιωάννη της Γάνδης, οπότε έχουμε μια υπόθεση. Υπόθεση, όμως, που εξηγεί ικανοποιητικά τα σκοτεινά σημεία της ιστορίας.
* * * * * *
[1] Andrew Larsen, Are All Lollards, Lollards? στο συλλογικό Fiona Somerset, Jill C. Havens, Derrick G. Pitard, Lollards and Their Influence in Late Medieval England, Boydel Press 2003, p. 60.
[2] The Register of John de Grandisson, ed. F. C. Hingeston-Randolph (London, Bell series 1894), vol. 2 pp. 621-2, 627, 660, 715, 1147-9, 1180, 1303 & vol. 3 p. 1285.
[3] The Register of John de Grandisson, …p. 1148: «pervertissime et heretissime asserens et affirmans panem et vinum in Carnem et Sanguinem Domini nostril Jhesu Cristi Consecracione Verborum substancialiter non transpire;».
[4] Ο. π. p. 1180: «Pixidem cum Corpore Christi clam de Ecclesia surripiens et ad aulam deferens, extractum Sacramentum projecit in ignem, secum Pixidem asportando.»
[5] Οπ pp. 1147-9 (η καταδίκη).
[6] Ο.π. pp. 1179-81 (η επιστολή, 1350), p.1180: « Quid, enim, presbiter aliud facit nisi quod in modicum panem oscitat et anelat».
[7] Ο. π. p. 1180: «Item, subsannando Beatum Petrum, unum malum cavum fuisse rusticum asserebat. Item, Beatum Johannem, Evangelistam, falsum testem et mendacem vocavit, …».
[8] Margaret Aston, Wycliff and the Vernacular, reprinted in Faith and Fire, London 1993, p. 34-5 n. 20.
[9] The Register of John de Grandisson, …p. 1180: «quosdam simplices et indoctos et theologie veritatis ignaros vel ad heresim pronos obtinuit sibi in errore tam execrabili secrecies adherere».
[10] Βλ. σχετ. B. L. Manning, The People ‘s Faith in the Time of Wycliff, Cambridge 1919, p. 70 κ.ε. R. M. Hanes, Education in English Ecclesiastical Legislation of the Later Middle Ages, SCH 7 (1971), pp. 161-175. V. Gillespie, Doctrina and Predicacio: The Design and Function of Some Pastoral Manuals, Leeds Studies in English new series 11 (1980), pp. 36-50.
[11] Munimenta Academica, ed. H. Anstey, Roll Series 50 (1868), I.208-11.
[12] Ο. π. p. 209: «decimae ecclesiarum magis debenture mendicantibus quam rectoribus earumdem».
[13] Ο. π.: «rex a clericis et viris ecclesiasticis male et inordinate viventibus absque ijuria possessions posset auferre».
[14] Η περίπτωση του μοναχού Ιωάννη εξετάζεται σε βάθος μόνο από την Katherine Kerby-Fulton, Books Under Suspicion: Censorship and Tolerance of Revelatory Writing in Late Medieval England, Notre Dame 2006, pp. 134-143. Βλ. επ. Andrew E. Larsen, The School of Heretics: Condemnation at the University of Oxford, pp. 92-94. Του ιδίου, The Oxford School of Heretics: the Unexamined Case of Friar John, in Vivarium 23 (1999), pp. 168-177.
[15] Ο. π. p. 210: «Imprimis, quod istam matrem nostram Universitatem venerabilem scio Catliolicam esse, in doctrina sana fundatam et sanae fidei protectricem».
[16] Ο. π.: «Item, doctors reverendos ejusdem esse catholicos viros dico et affirm».
[17] Ο. π. p. 208 n.7.
[18] Munimenta Academica, p. 207-8.
[19] Andrew E. Larsen, The School of Heretics, … p. 93.
[20] Medieval. Archives of the University of Oxford, ed. H. E. Salter, 2 vols Oxford 1920-1, I.71-5, 179.
[21] Aubrey Gwynn, The English Austin Friars in the Time of Wyclif, Oxford 1940, pp. 90-1.
[22] Joseph Koch, Der Prozess gegen den Magister Johannes de Polliaco und Seine Vorgeschichte, in Joseph Koch, Kleine Schriften, Rome 1973, vol. 2 pp. 387-421.
[23] Takashi Shogimen, Academic Controversies, in Medieval Theologians, ed. G. R. Evans, Oxford 2001, pp. 233-49 (το θέμα στις pp. 236-7).
[24] J. S. Sikes, John de Pouilli and Peter de la Palu, in English Historical Review 49 (1934), pp. 219-40˙ Joseph Koch, Der Prozess gegen den Magister Johannes de Polliaco und Seine Vorgeschichte, in Joseph Koch, Kleine Schriften, Rome 1973, vol. 2 pp. 387-421˙ Thomas E. Morrissey, John de Pouilly, in The Biographical Dictionary of Christian Theologians, (ed. Patrick W. Carey & Joseph T. Lienhard), Westport 2000, pp. 286-7.
[25] Aubrey Gwynn, The English Austin Friars…, p. 80-9˙ Edith Wilks Dolnikowski, Fitzralph and Wyclif on the Mendicants, in Michigan Academian 19 (1987), pp. 87-100˙ Katherine Kerby-Fulton, Books Under Suspicion…, pp. 135-9˙ Stephen E. Lahey, Philosophy and Politics in the Thought of John Wyclif, Cambridge 2003, pp. 40-8.
[26] Katherine Walsh, A Fourteenth-Century Scholar and Primate: Richard Fitzralph in Oxford, Avignon and Armagh, Oxford 1981, pp. 402-3.
[27] Katherine Walsh, A Fourteenth-Century Scholar…, pp. 298, 314-5, 322-24, 416.
[28] Η απαίτηση αυτή δεν φαίνεται στο έγγραφο της καταδίκης του Kedington, υπάρχει όμως σε μια επιστολή του καγκελάριου Hothum προς τον Fitzralph, όταν ο τελευταίος βρισκόταν στην Αβινιόν. Η επιστολή στο χειρόγραφο MS 64, fo.126 στο Sidney Sussex College. Βλ. σχ. Katherine Walsh, A Fourteenth-Century Scholar…, 436-7.
[29] Munimenta Academica,… p. 209: «rex a clericis et viris ecclesiasticis male et inordinate viventibus absque injuria possessiones posset auferre».
[30] Κεφ. 8.7.5.
[31] Όλα τα στοιχεία γι’ αυτή τη φάση του ζητήματος προέρχονται από μια επιστολή γραμμένη από τον περιφερειακό ηγούμενο του τάγματος του Αγ. Αυγουστίνου και βρίσκεται στο Medieval. Archives of the University of Oxford, pp. 171-5. Η επιστολή περιλαμβάνει και την απόφαση του επισκοπικού δικαστηρίου.
[32] Την επιστολή υπέγραφαν ως μάρτυρες και οι Fr. William de Alneto, Ab. Richard de Lowth Park, Mr. John Bodi, Richard de Tennemuth, Galfridus de St. Botulph, John Bernewik, κ.α. Οι Fr. William de Alneto, Ab. Richard de Lowth Park, Mr. John Bodi ήταν θεολόγοι της Οξφόρδης. Ο τελευταίος ήταν Βενεδικτίνος.
[33] Andrew E. Larsen, The School of Heretics, … p.100.
[34] Γι’ αυτήν σημ. 28.
[35] Andrew E. Larsen, The School of Heretics, … p.102.
[36] Medieval. Archives of the University of Oxford, vol. 1 p. 349. Επίσης Pearl Kirby, Scholarly Privileges in the Middle Ages, Cambridge 1962, p. 309.
[37] Register of William of Wykeham, ed. T. F. Lirby, London 1899, pp. 77-79.
[38] O. π. p. 78 n.1.
[39] Ο χαρακτηρισμός ανήκει στον Jean Froissart, Chroniques, ed. S. Luke-G. Raynaud, Paris 1869-1897. O McFarlane τον χαρακτηρίζει ‘half crazed hedge priest’, (John Wycliffe and the Beginnings of English Nonconformity, 1953, p. 72).
[40] H. Workman, John Wyclif: a Study in English Medieval Church, London 1926, vol. 2 p. 238, K. B. McFarlane, John Wycliffe, p. 100.
[41] Thomas Walsingham, Chronicon Angliae, (ed. E. M. Thompson) London 1874, p. 321. Thomas Walsingham, Historia Anglicana, (ed. H. T. Riley) London 1864, p. 32: «Docuit et perversa dogmata perfidy Johnammis Wiclyf, et opinions quas tenuit, et insanias falsas, et plura quae longum foret recitare;». Επίσης Gordon Leff, Heresy in the Later Middle Ages: the Relation of Heterodoxy to Dissent c. 1250-1450, Manchester University Press (1st ed 1967) 1999, p. 561.
[42] Andrew Larsen, Are All Lollards, Lollards?..., p. 61 παραπέμπει στο Calendar of the Patent Rolls of Edward III, London 1912, vol. 12 p. 476 (δεν κατάφερα να επιβεβαιώσω την παραπομπή).
[43] Matthew Paris, Chronica Majora, Roll Series 37 London 1877, 4.32-4: «Palam enim asseruit, dicens; ‘Gregorius non est Papa. Non est caput ecclesiae. Sed aliud est caput ecclesiae. Ecclesia profanata est, nec debent in ea divina celebrari, nisi rededicate fuerit. Vasa et vestimenta ejus reconsecranda sunt, Diabolus est; Papa, haereticus. Polluit eccesiam immo mundum, Gregorius qui Papa dicitur’.
[44] Annales Paulinii, (ed. Stubbs, W., Chronicles of the Reigns of Edward I and Edward II. Edited from Manuscripts. 2 vols. London, 1882-3 (Roll Series 76), 1.36: «Hic multa contra fidem catholicam et sacramenta ecclesiae superstition ac pertinaciter proponebat coram magistris Theologiae tam religiosis quam saecularibus, et similiter coram episcopo Stephano».
[45] The Register of William Melton, Archbishop of York, 1317-1340, ed. Rosalind M. T. Hill, Canterbury and York Society 76 (1988), p.131-2: «secta quedam hominum sub pietatis specie insurrexit, diffidium et schism inter clerum et populum excrevit, convicia, contentions, rixe, conspirationes, conventiculeque illicit fiebant et funt, ac datur conjugibus audacia et occasion et econtra suos perperam dimittendi maritos».
[46] Victoria History of the county of Huntington, ed. William Page-Glanville Proby, London 1926, vol. 1 p. 46 n. 2.
[47] The St Alban’s Chronicle, Volume I 1376-1394, The Chronica Maiora of Thomas Walsingham, eds Taylor-Childs-Watkiss, στη σειρά Oxford Medieval Texts, Oxford University Press 2003,p. 405-7: «.., et partm cum ostreis, partem cum cepis, et partem cum vino, deglutiret; affirmans quemlibet panem apud domum suam tanti esse valoris, quanti fuit ille quem sumpsisse tali modo gaudebat».
[48] Ο. π. p. 406: «Hec iccirco scripsi plenius ut omnibus eluccescat quanta mala bestia que ascendit de abisso college Sathane, Iohannes Wyclyff, siue Wykkebeleve, seminavit in terra».
[49] Αυγουστίνειος ιερομόναχος στο αββαείο St. Mary στο Leicester τον ΙΔ’ αι. Έγραψε Χρονικο της Αγγλίας από το 956 ως το 1366, σε τέσσερα βιβλία. Ένα πέμπτο βιβλίο αποτελεί την Συνέχεια του Χρονικού για τα έτη 1377-1395.
[50],Chronicon Henrici Knighton, vel Cnitthon, Monachi Leycestrensis, ed. Joseph Rawson Lumby London 1889, vol.2 pp. 316-7. Σε αγγλική μετάφραση, Martin Geoffrey Haward (trans.) Knighton ‘s Chronicle 1337-1396, Clarendon Press 1995.
[51] Δεν έχουμε αναφερθεί ακόμα στον ρόλο του μυστικισμού τον Μεσαίωνα και τις αιρέσεις που ξεπήδησαν, έχοντας μυστικιστικές θεωρίες και επιδράσεις. Οφείλουμε όμως να πούμε εδώ ότι κάποιες από τις θεωρίες του Προτεσταντισμού έχουν μυστικιστικές ρίζες.
[52] Barry Windeatt (trans.),The Book of Margery Kempe, New York 1985, pp. 161-7.
[53] Συζήτηση επί των κριτηρίων και των τρόπων προσέγγισης στο Andrew Larsen, Are All Lollards, Lollards?..., pp. 66-7.
[54] Irene J. Churchill, Canterbury Administration, Church Historical Society London 1933, vol. 1 pp. 313-4.
[55] Thomas de Burton, Chronica Monasterii de Melsa, ed. Edward Bond, London 1867, vol. 2. p. 323.
[56] Εξ αρχής δεν γνώριζα ότι η εξέλιξη της μελέτης και ειδικά η έρευνα για τον εντοπισμό της καταγωγής των Λολλάρδων θα οδηγούσε εδώ. Έτσι κάποια θέματα που προορίζονταν να εξεταστούν αργότερα, παρουσιάζονται περισσότερο σημαντικά, από ό,τι έδειχναν. Αναγκαστικά θα γίνει εδώ μια μικρή αναφορά και η αναλυτική εξέτασή τους επιφυλάσσεται για το μέλλον. Ειδικά τα θέματα που αφορούν τους ακραίους Φραγκισκανούς και την αίρεση του Ελεύθερου Πνεύματος.
[57] David Burr, The Spiritual Franciscans: Protest to Persecution in the Century After Saint Francis, Pennsylvania State University 2001, p. 210.
[58] Ο Bernard Gui ανέφερε ότι κάποιος Peire Domergue, ο οποίος φυλακίστηκε στην Τουλούζη, είχε γράψει τα ονόματα όσων είχαν εκτελεστεί και τα διάβαζε σε λιτανεία. Bernard Gui, Manuel de l’ Inquisiter, ed. & trans. G. Mollat, 2 vols Paris 1926-27, pp. 134-5.
[59] Εκδόθηκε από την Louisa Burnham στην διατριβή της με τίτλο So Great a Light, So Great a Smoke: The Heresy and Resistance of the Beguines of Languedoc (1314-1330), Northwestern University 2000, pp. 315-320. Η έκδοση του Μαρτυρολογίου έγινε με βάση το χειρόγραφο που βρίσκεται στο Wolfenbüttel to Herzog-August-Bibliothek Helmstedt 1006, fols 12v-13v, βλ. σχ. Otto von Heimann, Kataloge der Herzog-August Bibliothek Wolfenbüttel, Die Helmstedter Handschriften 3 (Frankfurt am Mein 1965), pp.3-5. Ένα δεύτερο χειρόγραφο βρίσκεται στην Πράγα, το University of Prague IV. B.15, fols 304r-315r. βλ. σχ. Joseph Truhlar, Catalogus Codicum Manu Scriptorum Latinorum, Prague 1905, p. 249. Ένα τρίτο χειρόγραφο βρίσκεται στην Βιβλιοθήκη του Escorial, το Escorial N. I. 18. Το κείμενο διαφέρει διότι η καταλογογράφηση γίνεται κατά πόλη, όχι κατά ημερομηνία, οπότε δεν πρόκειται στην ουσία για Μαρτυρολόγιο, αλλά για λίστα.
[60] Thomas de Burton, Chronica…, p. 323: «et in Anglia in quadam sylva, combusta sunt viri 55 et mulieres ejusdem ordinis et erroris. Summa combustorum 113».
[61] Johannes Trithemius, Annales Hirsaugienses: Opus nunquam hactenus editum, et ab Eruditis simper desideratum complectens historiam Franciae et Germaniae, Tomus II, typis Monasterii S. Galli, Anno MDCXC, Tomus II.155: « Anno Sigismundi Abbatis praenotato, haereticus quidam Walterus nomine Fratricellorum Princeps & haeresiarcha pessimus, qui multis lauterant annis, & plures suis erroribus pessimis innodaverat simpliciores, apud Coloniam deprehensus est, & per sententiam justitiae ignibus traditus atque consumtus. Vir diabolo plenus, & omnium versutissimus, in errore pertinacissimus, in responsione callidus, in doctrina perversus, qui nec promissis, nec minis, imo nec saevissimis potuit induci tormentis, ut errorum suorum complices, qui tamen erant plures, indicaret. Capita haereseos Fratricellorum anno Godfridi Abbatis septimo seripsimus, quos occasione accepta etiam anno Henrici Abbatis secundi sexto decimo replicavimus. Lohareus autem iste Walterus natione Hollandinus latini sermonis parvam habebat notitiam, et quia Romano non potuit, sermone sibs Theutonico plures sui erroris libellos conscripsit, quos deceptis per se occultissime communicavit: et cum errores suos emendare et revocare contemneret, sed constantissime, quin potius pertinacissime dico, defenderet, in ignem projectus favillam sui reliquit». Οφείλω θερμές ευχαριστίες στον Pawel P. Wroblewski, του Πανεπιστημίου του Wroclaς, για την μετάφραση του κειμένου.
[62] John Laurence Mosheim, An Ecclesastical History, Ancient and Modern, translated from the original Latin, and illustrated with notes, chronological tables and an appendix by Archibald MacLaine, New York 1867, vol. 1 p. 398 n.1.
[63] Report of the Ecclesiastical Courts Commision, British Parliamentary Papers 1833, 24, Historical Appendix 2, 52. William Stubbs, The Constitutional History of England in its Origin and Development, 3 vols. Oxford 1874-8, vol. 3 p. 365.
[64] Felix Makower, The Constitutional History and Constitution of the Church of England, London 1895, pp. 183-5.
[65] Sir Frederick Pollock – Frederick William Maitland, The History of English Law before the Time of Edward I, Cambridge 1895, vol. 2 pp. 544-52.
[66] H. G. Richardson, The Governance of Medieval England from the Conquest to Magna Charta, Edinburgh 1964.
[67] Malcolm Lambert, Medieval Heresy: Popular Movements from the Gregorian Reform to the Reformation, Oxford 1992, p. 225.
[68] John Rea Bacher, The Prosecution of Heretics in Medieval England, University of Pennsylvania Press 1942.
(Πηγή: «Οι Λολλάρδοι Α’ Αιρετικοί στην Αγγλία τον ΙΔ’ αι. – Νέα στοιχεία.», Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου https://www.impantokratoros.gr/AEC0DDB8.el.aspx )
8.11 Λολλάρδοι Β’ - Αίρεση και κοινωνία
Όταν στις 22 Μαΐου του 1377[1], ο πάπας Γρηγόριος ΧΙ (1370-1378) έγραψε σε επιστολή του προς τον Αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρι Simon Sudbury και του Λονδίνου William Courtenay:
«… επιδείξτε ζήλο στον να ενημερώσετε τους κάτωθι πλήρως γι’ αυτά τα θέματα[2]: τον Εδουάρδο, τον εκλαμπρότατο βασιλέα της Αγγλίας, τους αγαπητούς υιούς του τα ευγενή τέκνα του αναφερθέντος βασιλέως, την αγαπητή κόρη εν Χριστώ την ευγενή σύζυγο Ιωάννα, πριγκηπέσα της Ακουιτανίας και της Ουαλίας, και άλλους μεγιστάνες της Αγγλίας και βασιλικούς συμβούλους˙ δείξτε τους πόση μεγάλη ζημιά γίνεται στο πιστό βασίλειο της Αγγλίας ως αποτέλεσμα αυτής της διδασκαλίας και ότι όχι μόνο ως προς την πίστη είναι αυτά τα Συμπεράσματα αιρετικά, αλλά, αν κατανοηθούν σωστά, μπορούν να οδηγήσουν όλη την πολιτεία σε καταστροφή[3].»
(Η επισήμανση δική μας): έδειχνε ότι καταλάβαινε σε βάθος τους πραγματικούς κινδύνους που έκρυβαν οι αιρετικές αυτές θέσεις για την κοινωνία.
Η μελέτη της σχέσης αίρεσης και κοινωνίας οφείλει να είναι αμφίδρομη. Δυστυχώς, ενώ υπάρχουν αρκετές μελέτες προς την μία κατεύθυνση, δηλαδή ως προς το πώς βλέπει η κοινωνία την αίρεση, λείπουν εντελώς μελέτες προς την δεύτερη κατεύθυνση, δηλαδή ως προς το πώς βλέπει η αίρεση την κοινωνία και την θέση της μέσα σε αυτήν. Στο παρόν κείμενο θα επιχειρηθεί μία πρώτη προσέγγιση του δεύτερου θέματος. Η δεύτερη περίοδος της ιστορίας των Λολλάρδων, από το 1381 μέχρι την έναρξη των γεγονότων που έχουν καταγραφεί στην ιστορία της Αγγλίας ως ο Πόλεμος των Ρόδων, είναι ενδεικτική για μελέτη. Η διάδοση των σχετικών αιρετικών θέσεων του Wyclif με σκοπό την στρατολόγηση μελών στις τάξεις των Λολλάρδων συμβάλει αποφασιστικά στον καθορισμό των ιστορικών γεγονότων και επηρεάζει την πολιτική της εποχής.
Η θέση των Λολλάρδων απέναντι στα γεγονότα και η άμεση δράση τους στην πολιτική σκηνή δείχνουν την αντικοινωνική συμπεριφορά της αίρεσης. Πρόκειται για μια αντικοινωνικότητα, η οποία δεν οδηγεί σε απομάκρυνση από την κοινωνία, αλλά σε μια εχθρική στάση προς αυτήν. Με την σειρά της η εχθρότητα οδηγεί σε προσπάθεια καταστροφής, αρχικά με έξωθεν επιθέσεις και στην συνέχεια, όταν οι έξωθεν επιθέσεις αποτυγχάνουν, με εσωτερικές υπονομευτικές ενέργειες για την κατάρρευσή της. Έτσι, όπως θα φανεί στην συνέχεια από τα ιστορικά γεγονότα, η αίρεση συμπλέκεται με την εξέγερση.
Το πιο σημαντικό όμως είναι ο εντοπισμός εκείνης της δυναμικής, η οποία από κοινωνιολογικής πλευράς παράγει τον χριστιανοκομμουνισμό, από πολιτικής παράγει την μασονία και από θρησκευτικής την Μεταρρύθμιση.
8.11.1 Οι ριζοσπαστικές ιδέες του Wyclif.
Μπορεί πολύ εύκολα να βρεθεί στο περιεχόμενο των δηλώσεων της Responsio του Wyclif η ρίζα των ανησυχιών του πάπα. Ο Γρηγόριος ΧΙ καλεί να τις δει ο αναγνώστης, όχι ως θεολογικές ιδέες, αλλά ως πολιτικοκοινωνικές. Εξετάζοντας αυτές θα εξηγήσουμε στον σύγχρονο αναγνώστη γιατί ήταν ανατρεπτικές την εποχή εκείνη.
Στην δεύτερη δήλωση ο Wyclif γράφει τα εξής:
«Ο Θεός δεν μπορεί να παραχωρήσει σε άνθρωπο αστική κυριότητα για τον εαυτό του και τους κληρονόμους του για πάντα. Θεωρώ ότι ‘αστική κυριότητα’ σημαίνει αυτό που έχω πει παραπάνω (σ.σ στην πρώτη δήλωση), πολιτική κυριότητα επ’ άπειρον. Καθώς η Γραφή μιλάει για την μακαριότητα των αιωνίων μονών, είναι επόμενο, όπως είπα αρχικά για την εξουσία που δίδεται, ότι ο Θεός δεν μπορεί να δώσει στον άνθρωπο αιώνια αστική κυριότητα. Έπειτα, όπως είπα στη συνέχεια, φαίνεται δίκαιο να συμπεράνει κανείς ότι ο Θεός δεν μπορεί να παραχωρήσει σε άνθρωπο με την παντοδυναμία Του, τέτοια κυριότητα για πάντα, επειδή δεν μπορεί, όπως φαίνεται, να κρατήσει την Νύμφη Του για πάντα στο ταξίδι της, ούτε να καθυστερεί για πάντα την τελική εκπλήρωση της μακαριότητάς της[4].»
Στην δήλωση αυτή ο Wyclif χτυπάει ένα από τα παλαιότερα και ισχυρότερα στηρίγματα του φεουδαρχικού συστήματος, το κληρονομικό δίκαιο. Οι τίτλοι κυριότητας που είχαν αποκτηθεί «ελαίω Θεού» από τους φεουδάρχες αποτελούσαν τόσο ισχυρό δικαίωμα, ώστε ούτε το δίκαιο του πολέμου δεν μπορούσε να τους αφαιρέσει, ακόμη και όταν μέσω πολέμου είχε χαθεί το αντικείμενο τους δικαιώματος. Ακόμη και τίτλοι που είχαν παραχωρηθεί μέσω υποτέλειας, ήταν έξω από την κοινή πρακτική ν’ αλλάζουν χέρια κατά την επιθυμία του επικυρίαρχου, εκτός και αν συνέτρεχε σοβαρότατος λόγος, συνήθως αθέτηση υποσχέσεως. Η δε μεταβίβασή τους σε καθορισμένο κληρονόμο ήταν μονόδρομος. Η ίδιες οι βασιλικές δυναστείες της φεουδαρχικής Δύσης, από τους Μεροβίγγειους και μετά, στηρίζονταν πάνω σε αυτό το δικαίωμα. Ο Εκατονταετής πόλεμος, ο οποίος μαίνονταν την εποχή του Wyclif, έβρισκε την δικαίωσή του στην ικανοποίηση των αξιώσεων του αγγλικού στέμματος επί τίτλων κυριότητος στην Φραγκία. Συνεπώς, μέσω αυτής της δήλωσης αμφισβητούνταν η πολιτικο-κοινωνική πραγματικότητα του φεουδαρχικού συστήματος.
Στην τρίτη δήλωσή του ο Wyclif αναφέρει τα εξής:
«Πολλά συμβόλαια (carte, χάρτες), που επινοούνται από τους ανθρώπους σχετικά με την κληρονομιά στα πλαίσια της αστικής εξουσίας, δεν έχουν καμία εγκυρότητα. Το πραγματικό κύρος εφαρμόζεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, διότι δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ως καθολικά τέτοια συμβόλαια, καθώς δεν θα ήταν τότε επιτρεπτό να αφαιρούνται κεκτημένα που παραχωρήθηκαν συμβολαιογραφικά από άτομα που τα κατέχουν άδικα. Έτσι, αν ένα τέτοιο άτομο έλαβε επιβεβαίωση από την αυθεντία της Εκκλησίας, θα του είχε δοθεί δικαιολογία να εναποθέσει ολόψυχα την εμπιστοσύνη του σε κοσμικά πράγματα καθώς και άδεια να αμαρτάνει˙ επειδή κάθε τι που είναι αληθινό είναι και αναγκαίο, έτσι και κάθε τι που είναι λάθος είναι εξ υποθέσεως[5] και απίθανο, όπως γίνεται ξεκάθαρο από την μαρτυρία της Γραφής και τους θεολόγους αγίους (sanctorum doctorum) όταν μιλάνε για την αναγκαιότητα των μελλόντων (de necessitate futurorum[6])[7].»
Στην δήλωση αυτή δίνεται η εντύπωση ότι αμφισβητείται η εγκυρότητα των συμβολαιογραφικών πράξεων. Όταν όμως ο αναγνώστης φτάνει στο σημείο, όπου ο Wyclif θεωρεί αδύνατη την επικύρωση νομιμότητας σε ιδιοκτησία που αποκτιέται «άδικα», η αοριστία του όρου «άδικα», όπως προκύπτει από την θεωρία του περί dominium (βλ. κεφ. 8.8.3), και βάσει της έλλειψης ταύτισης του «άδικα» με το «παράνομα», οδηγεί σε αμφισβήτηση οποιασδήποτε σύμβασης, όχι μόνο όταν οι συμβαλλόμενοι είναι φυσικά πρόσωπα, αλλά ακόμα και όταν ο ένας εκ των δύο συμβαλλομένων είναι η Εκκλησία.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι θεωρεί άκυρη οποιαδήποτε δικαιοπραξία της Εκκλησίας, κατά το σχολαστικό σύστημα της εποχής. Αυτό θεολογικά έχει άμεσες επιπτώσεις στην σωτηριολογία, καθώς φαίνεται ότι για τον Wyclif η σωτηρία υπάρχει εκτός Εκκλησίας, και σχετίζεται ταυτόχρονα με τον αντιμυστηριακό χαρακτήρα της αίρεσής του, καθώς ακυρώνει για παράδειγμα το μυστήριο της εξομολογήσεως, εφόσον η Εκκλησία δεν μπορεί να παραχωρήσει άφεση αμαρτιών. Τι απομένει, λοιπόν, αν η σωτηρία βρίσκεται εκτός Εκκλησίας και αυτή δεν μπορεί να παραχωρήσει άφεση αμαρτιών; Απομένει η αναγκαιότητα ως προϋπόθεση των μελλόντων, δηλ. ο απόλυτος προορισμός. Για την αναγκαιότητα ως φιλοσοφική προϋπόθεση της σωτηριολογίας των αιρετικών έχουμε μιλήσει σε προηγούμενο κεφάλαιο (βλ. 6.2.18, Από τον Γνωστικισμό στον Προτεσταντισμό). Για τον απόλυτο προορισμό του Wyclif μιλήσαμε στο αντίστοιχο κεφάλαιο της διδασκαλίας του (βλ. κεφ. 8.9.4-5).
Γίνεται κατανοητό ότι στόχος του δεν είναι μόνο οι κακοπραγίες του παπισμού, όπως τα συγχωροχάρτια, συμβάσεις δηλ. που θα μπορούσαν ν’ αμφισβητηθούν και πάνω σε διαφορετική θεολογική βάση. Στόχος του είναι η αυθεντία της Εκκλησίας επί της πολιτικής αρχής, καθώς θεωρεί άκυρη την στέψη των βασιλέων από τους επισκόπους, θέση που θα μπορούσε να συνδυαστεί με την στέψη του Ριχάρδου ΙΙ την ίδια χρονιά. Όμως για την Μοναρχία, η αναγνώριση της αυθεντίας της Εκκλησίας, η οποία με την σειρά της αναγνωρίζει την Μοναρχία, είναι μια αμοιβαιότητα αναγκαία για την αναγωγή της στην θεϊκή αυθεντία. Άρα ο Wyclif αμφισβητεί έντεχνα το ίδιο το μοναρχικό σύστημα και σε συνδυασμό με την άρνηση αποδοχής της εγκυρότητας του κληρονομικού δικαίου, τον τρόπο ανάδειξης του μονάρχη.
Στην συνέχεια των δηλώσεών του αναφέρεται σε θέματα που έχουν εξεταστεί ήδη, όπως η δυνατότητα των κοσμικών αρχόντων να κατάσχουν την εκκλησιαστική περιουσία, να ανεβοκατεβάζουν ιερείς (αυτό το δικαίωμα το έδινε σε όλους τους λαϊκούς και μάλιστα σε τέτοια εμβέλεια ώστε να μπορούν να διορθώνουν ακόμη και να καθαιρούν τον πάπα), την αδυναμία της Εκκλησίας να επιβάλει οποιαδήποτε εκκλησιαστική ποινή κτλ. Οι ιδέες αυτές ήταν εντελώς ριζοσπαστικές για την εποχή τους και όπως δείχνει και η επιστολή του Γρηγόριου ΧΙ αποτελούσαν κάλεσμα για μια ανατρεπτική επανάσταση.
Από το Χρονικό του Thomas Walsingham φαίνεται ότι το κήρυγμα των ιδεών αυτών έβρισκε απήχηση στον λαό, ειδικά στους Λονδρέζους. Θα εξηγήσουμε παρακάτω γιατί αυτή η απήχηση κυρίως σε αστικό πληθυσμό:
«Με αυτό τον τρόπο αυτός ο Φαρισαίος, ο John Wyclif, αφήνει να εννοηθεί ότι υπάρχει σοφία στις φαύλες Προτάσεις του και, όπως έχει ήδη ειπωθεί, με την υποστήριξη και τον ζήλο των Λονδρέζων, [μπόρεσε] να παρακωλύσει τις προσπάθειες των εξεταστών, να κοροϊδέψει τους επισκόπους και να δραπετεύσει. Αλλά αν οι Προτάσεις εκληφθούν με τον τρόπο που ο Wyclif τις παρουσίασε ο ίδιος στις σχολές και στο δημόσιο κήρυγμα, θα μπορούσε ο καθένας να καταλάβει ότι είναι χωρίς αμφιβολία κακιά αίρεση. Διότι δεν διέσπειρε αυτές τις ιδέες στα αυτιά του λαού με περιστροφές, αλλά τις δίδαξε φανερά και ξάστερα όπως γράφτηκαν, αιχμαλωτίζοντας έτσι τον λαό που χαίρεται ν’ ακούει όσα είναι διεστραμμένα, ειδικά τα σχετικά με την εκκλησία και τους κληρικούς. Κι έτσι είναι έτοιμοι να κάνουν ζημιά και απώλεια στους εκκλησιαστικούς και τους κληρικούς, όταν παρουσιαστεί η ευκαιρία, κάτι το οποίο επιθυμούν και προσεύχονται[8].»
Σε αυτό το σημείο ο Thomas Walsingham προβλέπει τα όσα επρόκειτο να συμβούν λίγα χρόνια μετά, κατά την εξέγερση του 1381. Πολύ σωστά αντιλήφθηκε τις διαθέσεις του λαού, καθώς και την διαστροφή τους από τα κηρύγματα, όχι μόνο του Wyclif, αλλά και των άλλων Λολλάρδων.
Θα μπορούσε, βέβαια, κάποιος να ισχυριστεί ότι ο χρονογράφος, όπως και κάθε άλλος εκκλησιαστικός, ήταν προκατειλημμένος εναντίον του φιλοσόφου και όλα αυτά δεν ήταν παρά μια πολεμική. Δεν είναι όμως τόσο απλά, διότι η δυναμική των θέσεων του Wyclif δεν προκύπτει μόνο από τα όσα είπε, αλλά και αυτά που απορρέουν από τα όσα δεν είπε. Εφόσον, οι κοσμικοί άρχοντες από την μια και ο λαός από την άλλη, έχουν την δυνατότητα να κατάσχουν την εκκλησιαστική περιουσία ή να καθαιρούν κληρικούς, στηριζόμενοι σε μια θολή ηθικολογία περί δικαίου και αδίκου, σε μια τόσο έωλη βάση, γεννάται αμέσως το παρακάτω ερώτημα. Δεν θα μπορούσαν κάποιοι άλλοι να κατάσχουν την περιουσία των κοσμικών αρχόντων ή και να τους καθαιρέσουν ακόμα, στηριζόμενοι στην ίδια ηθικολογία; Αν οι κοσμικοί άρχοντες μπορούν να παρακρατούν τις δεκάτες από έναν ανήθικο κληρικό, τι εμποδίζει τους υποτελείς να παρακρατήσουν τα ενοίκια από έναν άδικο επικυρίαρχο; Και αν οι λόρδοι μπορούν να διορθώνουν τους εκκλησιαστικούς, γιατί να μην μπορεί ο λαός να διορθώνει τους λόρδους; Για να διατυπωθεί πιο συγκεκριμένα, όλες οι παραπάνω προτάσεις οδηγούν σε μια κοινωνία που λειτουργεί εξωθεσμικά, χωρίς κανόνες. Η ανατροπή των κοινωνικών κανόνων, των κρατικών θεσμών και ολόκληρου του νομικού συστήματος της εποχής προέκυπτε δυνητικά από την τέταρτη δήλωση του Wyclif:
«Ο άνθρωπος που ζει στην κατάσταση της χάριτος, που παραχωρήθηκε εις τέλος, λαμβάνει δικαίωμα επί πάντων , εφ’ όρου ζωής δικαίωμα πάνω σε όλα τα αγαθά του Θεού. Αυτό πηγάζει από την Γραφή, Ματθαίος 24, διότι αληθινά υπόσχεται ότι ο άνθρωπος που εισέρχεται στην χαρά Του, ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἐπὶ πᾶσιν τοῖς ὑπάρχουσιν αὐτοῦ καταστήσει αὐτόν. Έτσι το δικαίωμα της συμμετοχής στην κοινωνία των αγίων επί της γης βασίζεται αντικειμενικά στην καθολικότητα των δώρων του Θεού[9].»
Με αυτήν την δήλωση ο Wyclif παραχωρεί παντοδυναμία στον πουριτανό άνθρωπο. Όχι μόνο κάθε δικαίωμα αστικής ευθύνης (όπως φαίνεται στην συνέχεια από την πέμπτη δήλωση), αλλά και την δικαστική και εκτελεστική εξουσία, αφήνοντας μόνο την νομοθετική στον Θεό. Ενώ, λοιπόν, φανερά δίνει εξουσία στην πολιτεία επί της εκκλησίας, με την τέταρτη δήλωση, αλλά χωρίς να ομολογεί, δίνει εξουσία στον πουριτανό επί των πολιτικών αρχόντων. Φυσικά την ίδια εξουσία έχει ο πουριτανός και επί όλων των άλλων μη πουριτανών ανθρώπων. Έτσι ο πουριτανός άνθρωπος στέκει υπεράνω κοινωνίας, πολιτείας, εκκλησίας και μπορεί να τις αναμορφώσει επικαλούμενος την δική του δικαιοσύνη επί της αδικίας των άλλων. Πρόκειται για μια επαναστατική θεωρία.
8.11.2 Η εξέγερση του 1381 σε σχέση με τις διδασκαλίες του Wyclif.
Έχουμε ήδη τοποθετηθεί στο θέμα της σχέσης του John Ball και του John Wyclif. Από τις πηγές δεν μαρτυρείται οποιαδήποτε γνωριμία των δύο ανδρών. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι οι ιδέες τους ήταν διαφορετικές. Το αντίθετο μαρτυρείται από τις πηγές και ακόμη περισσότερο, σ’ αυτές φαίνεται ότι αιτία της εξέγερσης ήταν η διάδοση των αιρετικών ιδεών. Εδώ πρέπει να διευκρινιστεί ότι άλλο είναι η αφορμή και άλλο η αιτία ενός ιστορικού γεγονότος. Αφορμή για την εξέγερση έδωσε ο κεφαλικός φόρος (poll tax) που επιβλήθηκε από το κράτος για την συγκέντρωση των απαραίτητων εσόδων για την συνέχιση του Εκατονταετούς πολέμου. Τον κόσμο, όμως, ξεσήκωσαν οι αιρετικοί πράκτορες, οι οποίοι ευαγγελίζονταν την επανάσταση για την εφαρμογή των ιδεών που είχε εκφράσει ο φιλόσοφος. Αυτό θα φανεί αμέσως από την παράθεση των πηγών.
Ο Thomas Walsingham κατηγορεί τον αρχιεπίσκοπο Sudbury ως υπεύθυνο των γεγονότων του 1381, επειδή στάθηκε ανίκανος να πατάξει την αίρεση και να εμποδίσει τους αιρετικούς από το «να διαδώσουν την διδασκαλία τους και να μολύνουν τον κόσμο απ’ άκρη σ’ άκρη, σε όλο το βασίλειο[10]». Στην συνέχεια, μιλώντας για τον John Ball, αναφέρει ότι αυτός διέδιδε τις ίδιες διεστραμμένες διδασκαλίες για πάνω από είκοσι χρόνια[11].
Ο Henry Knighton είδε τον John Ball ως τον πρόδρομο του Wyclif[12]. Γράφει σχετικά:
«Αρχικά αυτοί (σ.σ. το εξεγερμένο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στο Blackheath) κατεύθυναν την επίθεσή τους προς μια συγκεκριμένη πόλη του αρχιεπισκόπου του Καντέρμπουρι, που ονομάζεται Maidstone, στην οποία ο αρχιεπίσκοπος είχε μια φυλακή, και στην φυλακή κρατούνταν κάποιος συγκεκριμένος ιερέας, ονόματι John Ball, ο οποίος έχαιρε υψηλής εκτίμησης από τον λαό ως κήρυκας. Για πολύ καιρό είχε διαδώσει αφιλοκερδώς τον λόγο του Κυρίου αναμιγνύοντας ζιζάνια με τον σίτο με τρόπο που ευχαριστούσε πολύ τον νου του λαού, αποκηρύσσοντας με φαυλότητα τους κανόνες και την περιουσία της εκκλησίας, διαιρώντας με απεχθή τρόπο κλήρο και λαό με τις αιρέσεις του και ρίχνοντας την επαρχία του στο σκοτάδι για πολλά χρόνια. Για τον λόγο αυτό είχε δικαστεί και καταδικαστεί και είχε κριθεί να κρατηθεί στην φυλακή ισόβια. Και το αναφερθέν πλήθος εισέβαλε στην φυλακή και τον έβγαλε έξω μαζί του, διότι σκόπευε να τον κάνει αρχιεπίσκοπο[13].»
Από μια άλλη επίσημη πηγή[14] προέρχεται η ανεπιβεβαίωτη πληροφορία, ότι ο John Ball όταν καταδικάστηκε δημόσια ομολόγησε ότι ήταν ακόλουθος του Wyclif επί διετίας, και ότι είχε μάθει από αυτόν τις κακοδοξίες που κήρυττε[15]. Αμέσως παρακάτω αναφέρει ότι οι οπαδοί του είχαν σχηματίσει μια μυστική ομάδα, η οποία οργάνωσε συνομωσία ώστε να περιέλθει όλο το βασίλειο και να διαδώσει τις ιδέες του, ώστε ολόκληρη η χώρα να γίνει αποδέκτης και να συμφωνήσει στα διεστραμμένα δόγματα[16]. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η αίρεση δρα συνωμοτικά για την διάδοση των ανατρεπτικών ιδεών και υποκίνηση επανάστασης.
Η δεύτερη πληροφορία δεν ήταν απλά μια πολεμική στάση ανεύθυνου λιβελλογράφου. Ήδη από την εποχή της «συνόδου του σεισμού» (1377) είχε γίνει γνωστό στο Κοινοβούλιο, ότι συγκεκριμένα άτομα «με συγκεκριμένη ενδυμασία και με την υποκρισία της αγιότητος» περιφέρονταν την χώρα, από κομητεία σε κομητεία και από πόλη σε πόλη, χωρίς να διαθέτουν εκκλησιαστική άδεια για να κηρύττουν. Αυτοί έκαναν δημόσιες ομιλίες, όχι μόνο σε εκκλησίες και κοιμητήρια, αλλά επίσης σε αγορές, πλατείες και άλλες δημοσιές, εκθέτοντας σε κίνδυνο ψυχές, την πίστη, την εκκλησία και το κράτος. «Αυτά τα άτομα διδάσκουν συκοφαντίες που σπείρουν την διχόνοια και προκαλούν διάσταση και συγκρούσεις στα μέρη του βασιλείου, τόσο στα κοσμικά όσο και στα πνευματικά, με αποτέλεσμα την αναταραχή του κόσμου και μεγάλο κίνδυνο για όλο το βασίλειο[17].»
Παρόμοιες επισημάνσεις και προειδοποιήσεις είχαν κάνει και πολλοί ιεράρχες, εκτός από το Κοινοβούλιο. Ο αρχιεπίσκοπος William Courtenay (1375-1396) σε μια επιστολή του στο επίσκοπο του Λονδίνου Robert Baybrooke (1381-1404) με ημερομηνία 30 Μαΐου 1382, ενημερώνει τον συνάδελφό του για τους περιφερόμενους κήρυκες, του αναλύει τους κινδύνους αυτής της δραστηριότητας και του προτείνει να ζητήσει την βοήθεια των τοπικών κοσμικών αρχών[18]. Παρόμοιες συστάσεις έκανε την ίδια εποχή ο επίσκοπος του Ely Thomas Arundel (1373-1388, επίσκοπος Υόρκης 1388-1397 και στην συνέχεια αρχιεπίσκοπος) σχετικά με παράνομους κήρυκες στην δική του επαρχία[19]. Ομοίως και ο επίσκοπος Thomas Brinton (1373-1389) του Rochester έκανε μια ομιλία απευθυνόμενος προς τον κλήρο του, προειδοποιώντας να προσέχουν τους ψευτοδιδασκάλους που κηρύττουν στους λαϊκούς και αν παραστεί ανάγκη να καλέσουν τις αρχές για την αντιμετώπισή τους[20].
Με τέτοια συνωμοτική και ανατρεπτική δραστηριότητα, δεν είναι να απορεί κανείς γιατί το όνομα «Λολλάρδος», ένα όνομα που εμφανίζεται για πρώτη φορά στις 15 Ιουνίου 1382, όταν ο Henry Crump εκδιώχθηκε από την Οξφόρδη επειδή αποκάλεσε τους αιρετικούς «Λολλάρδους»[21], έφθασε σε σύντομο χρονικό διάστημα και μετά από δύο εξεγέρσεις (η δεύτερη ήταν η εξέγερση του John Oldcastle, την οποία θα δούμε παρακάτω) να είναι συνώνυμο του «προδότης». Η δε ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί στην αγγλική κοινωνία άγγιζε τα όρια της τρομοκρατίας.
«Είναι αξιοσημείωτο το ότι τέτοια διχόνοια και έριδα είχε δημιουργηθεί παντού στην Αγγλία από τον Wyclif και τους οπαδούς του, ώστε οι Καθολικοί φοβούνταν ότι το δικό τους κήρυγμα θα οδηγούσε σε νέο ξεσηκωμό ενάντια στους λόρδους και την εκκλησία[22].»
Επίσης ο Adam de Usk[23], γράφοντας τριανταπέντε χρόνια μετά την εξέγερση του 1381, και αμέσως μετά την εξέγερση του John Oldcastle, θυμάται το κλίμα τρομοκρατίας και αβεβαιότητας που επικρατούσε ακόμη και μετά την καταστολή της εξέγερσης με τα εξής λόγια:
«Και τότε οι ακόλουθοί του Ιωάννη, όπως [οι ακόλουθοι] του Μωάμεθ, με το να κηρύττουν πράγματα ευχάριστα στ’ αυτιά των ισχυρών και των πλουσίων, δηλαδή, ότι η παρακράτηση των δεκάτων και των δωρεών και η λεηλασία των αγαθών από τον κλήρο ήταν ευλογημένη, και [στα αυτιά] των νέων, ότι η αυτοϊκανοποίηση είναι αρετή, έσπειραν με τον χειρότερο τρόπο τον σπόρο για δολοφονίες, απαγχονισμούς, εμφύλιες διαμάχες, έριδες και εξεγέρσεις, τα οποία κρατάνε μέχρι σήμερα, και τα οποία, φοβάμαι, θα κρατήσουν μέχρι την διάλυση του βασιλείου. Έτσι σε πολλά μέρη της χώρας, περισσότερο όμως στο Λονδίνο και το Μπρίστολ, αυτοί, σαν άλλοι Εβραίοι στο όρος Χωρήβ για λογαριασμό του χρυσού μόσχου, στρέφοντας τον ένα εναντίον του άλλου, δίκαια πρέπει να θρηνούν για είκοσι τρεις χιλιάδες από τους οπαδούς τους που βρήκαν άθλιο τέλος. Ο λαός της Αγγλίας, διαπληκτιζόμενοι σχετικά με την παλαιά και την νέα πίστη, έφθασαν στο σημείο, όπως έχουν τα πράγματα, να επιφέρουν στα κεφάλια τους εξέγερση και ερήμωση[24].»
Στην μικρή αυτή αποτίμηση των πραγμάτων, με πολύ νηφάλιο τρόπο ο Adam de Usk κάνει πολλές και σημαντικές παρατηρήσεις για τα αίτια της εξέγερσης και για την συμμετοχή πολύ συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων σε αυτή. Θα τα εξετάσουμε λεπτομερώς παρακάτω. Εδώ ας μείνουμε στην περιγραφή της τρομακτικής ατμόσφαιρας που έχει επικρατήσει στην Αγγλία, με τις κοινωνικές αναταραχές να υποβόσκουν ακόμη και όταν δεν οδηγούν σε ανοικτή εξέγερση. Τα δύο παραπάνω κείμενα δείχνουν μία ένταση μεταξύ των παπικών και των Λολλάρδων, μεταξύ των οπαδών της παλαιάς και νέας πίστης, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο χρονογράφος, καθώς το ευαγγέλιο των Λολλάρδων αφορούσε μια νέα εποχή, όπου η παλαιά τάξη των πραγμάτων και όχι μόνο η παλαιά πίστη θα είχε ανατραπεί.
Το 1411 οι Λολλάρδοι αναφέρονται στα έγγραφα του Κοινοβουλίου μαζί με τους δολοφόνους και τους άλλους κακούργους[25]. To 1417 γίνονται παράπονα στο Κοινοβούλιο για ταραχές και παραβιάσεις σε δάση, αγορές και άλλους δημόσιους χώρους. Οι δράστες χαρακτηρίζονται ως προδότες και επαναστάτες Λολλάρδοι[26]. Μέχρι το 1425 δεν υπήρχε πια αμφιβολία ότι το όνομα «Λολλάρδος» ήταν συνώνυμο της προδοσίας και του κακουργήματος[27] και αυτή η αντίληψη δεν ήταν απλά μια συκοφαντία των πολεμίων. Προέρχονταν από την δράση των Λολλάρδων τα προηγούμενα χρόνια, τις κοινωνικές αναστατώσεις και την πολιτική αστάθεια που είχαν δημιουργήσει. Το 1431 αναφέρονται ξανά σε επίσημα έγγραφα ως «προδότες και εχθροί του Βασιλιά[28]».
8.11.3. Το ανατρεπτικό μανιφέστο
Ξεκινώντας την απαρίθμηση των βασικών σημείων του ανατρεπτικού μανιφέστου των Λολλάρδων είναι αναγκαία συνθήκη η αναφορά στην θεωρία του dominium του Wyclif. Η θεωρία αυτή αναπτύχθηκε ικανοποιητικά σε προηγούμενο κεφάλαιο (κεφ. 8.8), οπότε εδώ μένει να δούμε τις κοινωνικές συνέπειες της. Η ανάπτυξη της θεωρίας αυτής ξεκινά από την αρχική θέση, ότι «όλα ανήκουν στους δίκαιους[29]». Αυτή η θέση αν και διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον άγιο Αυγουστίνο, στα κείμενα του Wyclif βρήκε την τέλεια διαστροφή της. Ποιοι είναι οι δίκαιοι; Προφανώς όχι οι Χριστιανοί, αλλά οι Λολλάρδοι, ο Wyclif και οι δικοί του άνθρωποι. Εδώ εισβάλει ο πρώτος υποκειμενισμός στην ερμηνεία.
Από την άλλη, το όλα ανήκουν στους δίκαιους, αν ληφθεί με κυριολεκτική έννοια και αναφορά στα επίγεια αγαθά, οδηγεί σε μια παράξενη κοινοκτημοσύνη. Τα αγαθά δεν είναι πράγματι κοινά σε όλους, αλλά στους λίγους «δίκαιους». Και εδώ έχουμε τον δεύτερο υποκειμενισμό. Τι γίνεται, όμως, αν βάσει των δεδομένων συνθηκών, τα αγαθά δεν ανήκουν στους «δίκαιους», αλλά στους άλλους, όπως και συμβαίνει; Τότε ξεκινά η κλεψιά, η αρπαγή, η λεηλασία. Και αυτό ήταν το επαναστατικό κήρυγμα των Λολλάρδων. Στα κηρύγματά τους δεν υπάρχει η έννοια του δίνω, δεν ακούστηκε ποτέ «δώστε». Οι ευαγγελιστές τους καλούν τον βασιλιά, τους λόρδους, τον λαό ν’ αρπάξουν, με πρώτο στόχο την εκκλησιαστική περιουσία. Οι εξεγέρσεις τους οδηγούν σε όργιο λεηλασίας.
Την λεηλασία την δικαιώνουν με μια ιδιότυπη ηθική και θέλουν να την παρουσιάζουν ως βιβλική. Στην πραγματικότητα είναι αντι-χριστιανική, εφόσον η χριστιανική διδασκαλία παροτρύνει τον πιστό να δίνει, ως εφαρμογή της εντολής της αγάπης, θεωρώντας την ελεημοσύνη αρετή που ομοιάζει τον άνθρωπο με τον Θεό. Οι Λολάρδοι, όπως καλούν σε μια αναγκαστική αναμόρφωση της εκκλησίας, μέσω της αρπαγής της εκκλησιαστικής περιουσίας και της παρακράτησης των εσόδων της, η οποία κατά την θεώρησή τους θα την αναγκάσει να επανέλθει στην «αρχέγονη» πνευματική της κατάσταση[30]. Αλλά το μανιφέστο της λεηλασίας δεν σταματούσε στα εκκλησιαστικά αγαθά. Ο κλήρος δεν ήταν για τους Λολλάρδους, ο μόνος άδικος ιδιοκτήτης. Στην ίδια θέση κατατάσσονταν και οι κοσμικοί άρχοντες-φεουδάρχες, οπότε και η δικιά τους περιουσία έπρεπε να περάσει στους δίκαιους. Όπως έγραψε ο William Wodeford:
«… ο λαός μπορούσε νόμιμα ν’ αφαιρέσει τις περιουσίες και τα αξιώματα των βασιλέων, των δουκών, και των άλλων κοσμικών επικυρίαρχων, όποτε τους προσέβαλαν από συνήθεια[31].»
Ομοίως, ο Δομινικανός Roger Dymoke αναφέρει στην εκτενή αναίρεση του επί των δώδεκα θέσεων των Λολλάρδων, οι οποίες θυροκολλήθηκαν στον Αββαείο του Westminster το 1395, ότι οι αυτοί έθεταν τους κοσμικούς άρχοντες στην ίδια θέση με τους εκκλησιαστικούς, στοχοποιώντας τις περιουσίες τους. Παρακινούσαν τον λαό να εξεγερθεί εναντίον όλων αυτών των ακατάλληλων να έχουν ιδιοκτησία και ετοίμαζαν σχέδια επαναστατικά και ανατρεπτικά[32]. Και συνεχίζει λέγοντας προορατικά, ότι αν η κατάσχεση της εκκλησιαστικής περιουσίας δεν γίνει με νόμιμα μέσα, κάτι αδύνατο, θα οδηγήσει όλη την χώρα σε καταστροφή και θα ευθύνεται για την άνοδο της τυραννίας[33]. Διότι αν οι Commons (σ.σ. ποιοι είναι οι Commons θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο) εξεγερθούν είναι πολύ πιθανό ότι θα σφετεριστούν για τον εαυτό τους την κυριότητα των άλλων κι έτσι θα ξεκινήσει εμφύλιος πόλεμος». Αν το ξεκινούσαν οι λόρδοι,
«… τότε κανείς στο εξής δεν θα μπορούσε να κρατήσει την κυριότητά του με ασφάλεια, εφόσον ο καθένας θα μπορούσε να εξεγερθεί ενάντια στον άλλο, όποτε επιθυμούσε. Και αν το έκανε ο βασιλιάς, τότε θα μετασχηματίζονταν σε τύραννο[34].»
Σε άμεση σχέση με το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας ήταν και το θέμα της δεκάτης. Η ιστορία του φόρου αυτού και η συζήτηση για την απόδοση ή την παρακράτησή του ήταν πολύ παλαιότερη των θεωριών του Wyclif, ωστόσο οι Λολλάρδοι είχαν την δική τους συμβολή στην διαμάχη. Ο John Ball παρακινούσε τους ακροατές του να μην πληρώνουν την δεκάτη, αν ο ενοριακός ιερέας ήταν πιο ευκατάστατος από αυτούς ή αν ήταν αμφιβόλου ηθικής[35]. Η θέση αυτή ήταν σε αρμονία με την διδασκαλία του Wyclif, όπως παρουσιάζεται σε μια από τις 24 προτάσεις του που καταδικάστηκαν το 1382[36].
Ήταν αναμενόμενο και κατ’ αντιστοιχία του θέματος της εκκλησιαστικής περιουσίας, η παρακράτηση να μην περιοριστεί σε έναν μόνο φόρο, αλλά να επεκταθεί και σε άλλους φόρους, όπως και σε άλλες μορφές οικονομικών υποχρεώσεων. Στην διατριβή με τίτλο Of Servants and Lords, ο συγγραφέας αναφέρει ότι υπάρχουν κάποιοι κήρυκες που παρακινούν με τα κηρύγματά τους υποτελείς να παρακρατήσουν ενοίκια, φόρους υποτέλειας και οποιαδήποτε άλλη οικονομική υποχρέωση έχουν προς τον επικυρίαρχο, όταν αυτός ζει φαύλη ζωή. Παρουσιάζουν την πράξη ως εντελώς νόμιμη, και προτείνουν το ίδιο για τις δεκάτες και τις άλλες προσφορές στην εκκλησία[37]. Αυτές οι δύο μορφές οικονομικών υποχρεώσεων, δεκάτες και ενοίκια, ήταν πολύ στενά δεμένες, ώστε οποιαδήποτε μεταβολή στην μία από τις δύο, είχε επίδραση και στην άλλη. Για να γίνει αυτό πιο κατανοητό, ας ληφθεί υπόψη ότι μεγάλες γαιοκτησίες εκμισθωμένες ανήκαν και στα εκκλησιαστικά ιδρύματα.
Το τρίτο σημείο της διδασκαλίας των Λολλάρδων, ίσως το πιο σημαντικό για την διερεύνηση της αντίληψής τους για την κοινωνία, αφορά την θέση τους απέναντι στα μυστήρια και τον κλήρο. Πιο συγκεκριμένα οι Λολλάρδοι υποτιμούσαν μέχρι το σημείο της κατάργησης την αξία των μυστηρίων και συνεπώς τον ρόλο του κλήρου, προτείνοντας στην θέση αυτών, την μελέτη της Γραφής και το κήρυγμα. Υποστηρίζοντας την ατομική μελέτη και ερμηνεία της Γραφής αντί των μυστηρίων, θεωρούσαν ότι κάθε λαϊκός μπορούσε να είναι διάκονος του Λόγου. Σε προηγούμενα κεφάλαια έχουμε αναλύσει διεξοδικά αυτά τα θέματα, τώρα όμως θα δούμε το πώς αντικατοπτρίζουν την αντίληψη των αιρετικών για την κοινωνία.
Σε όλο τον Μεσαίωνα στην Δύση, κυριαρχεί η αντίληψη για την τριμερή διαστρωμάτωση της κοινωνίας. Από τον πρώιμο Μεσαίωνα η κοινωνία διαιρείται σε τρείς κοινωνικές ομάδες, τρία κοινωνικά στρώματα (έχουμε ξεπεράσει πια την μαρξιστική αντίληψη περί των τάξεων και ο όρος αποφεύγεται από τους σύγχρονους ιστορικούς). Οι τρείς ομάδες είναι οι στρατιώτες, οι κληρικοί και οι χωρικοί. Στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας βρίσκονται οι στρατιώτες, δηλ. η μιλιταριστική αριστοκρατία. Ακολουθεί ο κλήρος με την δική του ιεράρχηση και τελευταία κοινωνική ομάδα είναι οι χωρικοί, που στον πρώιμο Μεσαίωνα αποτελούν την παραγωγική ομάδα. Εδώ πρέπει να τονιστούν δύο σημεία. Πρώτον για τους δυτικούς του Μεσαίωνα η εργασία είναι η κατάρα του Θεού στον Αδάμ, οπότε οι εργαζόμενοι, ειδικά οι χειρώνακτες είναι οι καταδικασμένοι από τον Θεό, σε αντίθεση με τον κλήρο και την αριστοκρατία που απολαμβάνουν την θεία εύνοια. Δεύτερον, το εμπόριο θεωρούνταν ως είδος τοκογλυφίας διότι προσέθετε αξία στα αγαθά χωρίς να μεσολαβεί παραγωγή ή μεταποίηση. Γι αυτό αφήνονταν στους απόκληρους της κοινωνίας, όπως οι Εβραίοι. Οι έμποροι δεν κατατάσσονταν σε κάποια κοινωνική ομάδα.
Βέβαια, από τον ΙΑ’ αι. και την αστική ανάπτυξη έχουμε την άνοδο των αστών, εμπόρων και τεχνιτών. Μέχρι τον ΙΔ’ αι. φαίνεται η ανάγκη για την αναθεώρηση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, εφόσον το βασικό τριμερές σχήμα της μεσαιωνικής κοινωνίας, επιζεί μεν αλλά δεν αντιστοιχεί πλέον στην κοινωνική πραγματικότητα. Στην Αγγλία του ΙΔ’ αι. οι Commons δεν είναι μόνο οι χωρικοί, αλλά κυρίως οι αστοί. Προσπαθώντας ν’ ανταπεξέλθει στην νέα αυτή κοινωνική πραγματικότητα ο επίσκοπος του Rochester, Thomas Brinton (1373-1389) σε μια ομιλία του 1375[38] εισάγει μια τέταρτη ομάδα στο κοινωνικό σχήμα, τους εμπόρους (mercatores). Η θέση αυτής της ομάδας είναι ανάμεσα στους εργαζόμενους (operarii et laboratories) και τους αριστοκράτες. Την ίδια εποχή στην Γαλλία ο Philippe de Mézières (1327-1405) μιλά επίσης για μια τέταρτη ομάδα τους “nobles non chevaliers et de bourgeoisie”, την μπουρζουαζία. Οι “nobles non chevaliers” είναι για τους Άγγλους οι “gentlemen”. Η μπουρζουαζία λοιπόν είναι η νέα τάξη[39].
Από την πλευρά τους οι Λολλάρδοι αμφισβητούν τον λόγο ύπαρξης της δεύτερης κοινωνικής ομάδας, του κλήρου, και προτείνουν την κατάργησή της. Αυτό βέβαια αποτελεί μια μεγάλη κοινωνική ανατροπή και δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο, όπως φαίνεται από την ρητορική ερώτηση του αρχιεπισκόπου Thomas Arundel προς τον William Thorpe το 1407: «Why losell! Wilt not thou and other that are confedered with thee, seeke out of holie Scripture and of the sence of doctors, all sharpe authorities against lords, knights, and squires, and against other secular men, as thou doest against priests?[40]». Στα έργα των Λολλάρδων η δεύτερη κοινωνική ομάδα δαιμονοποιείται. Στο έργο Of Servants and Lords, το οποίο αναφέρθηκε παραπάνω, οι κληρικοί παρουσιάζονται ως η πιο μοχθηροί[41]. Στο Of Prelates οι ιεράρχες ευθύνονται για τις αμαρτίες των λόρδων, των κληρικών και των commons και τους οδηγούν στην κόλαση, επειδή τους αναγκάζουν να παραβαίνουν τις εντολές του Θεού[42].
Η εικόνα των Λολλάρδων για την τρίτη ομάδα είναι δύο διαστάσεων. Στην πρώτη διάσταση εξετάζει του εμπόρους και του δικηγόρους, τους οποίους κατακρίνει έντονα. Σε ομιλία του ο William Taylor κατηγορεί τους εμπόρους, ότι αυξάνουν τα πλούτη τους «bi unleeful meenes[43]» (με άνομα μέσα). To Of Servants and Lords ψέγει την δολιότητα των δικηγόρων. Όταν όμως τα κείμενα των Λολλάρδων ασχολούνται με τον φτωχό βιοπαλαιστή η στάση αλλάζει ριζηδόν. Γι’ αυτούς ο “comyne peple” είναι το υπόδειγμα όχι μόνο του ατόμου στην κοινωνία, εφόσον από την εργασία τους παράγονται τα αγαθά από τα οποία πλουτίζουν οι άλλοι[44], αλλά και του θρησκευόμενου ανθρώπου. Έχει ειπωθεί σε προηγούμενα κεφάλαια ότι κατά τον Wyclif και τους Λολλάρδους ακριβής μιμητής του Χριστού είναι ο ενδεής Χριστιανός και ότι η χριστιανική ζωή έγκειται στην αποστολική πενία. Αυτήν την άποψη διατύπωσαν καθαρά στα Εικοσιπέντε Άρθρα της πίστης τους[45]. Συνεπώς οι φτωχοί είναι οι ακριβείς τηρητές της χριστιανικής ζωής και όχι η εκκλησία με τις γαιοκτησίες της. Ακόμη και οι αμαρτίες των φτωχών είναι συγχωρητέες, διότι γι’ αυτές ευθύνεται ο κλήρος. Στην εικόνα αυτή ο πένητας αγιοποιείται.
Στο λολλαρδικό κοσμοείδωλο αντιστρέφεται η θέση της δεύτερης και της τρίτης ομάδας. Στα κείμενά τους οι “lewed”(laborers), οι εργαζόμενοι, είναι καλύτεροι ιερείς από τους κληρικούς. Για την απεικόνιση των τελευταίων χρησιμοποιούνται εικόνες θηρίων, για να εκφραστούν μέσω αυτών και τα αντίστοιχα πάθη που τους αποδίδονται. Τα μέλη της δεύτερης ομάδας χαρακτηρίζονται ως λύκοι της κολάσεως[46], αρκούδες[47], σκυλιά[48], κύνες που επιστρέφουν στο ίδιον ξέρασμα[49], οχιές[50] και χοίροι[51]. Παρουσιάζονται παραδομένοι στην μέθη, την λαιμαργία και τις σωματικές απολαύσεις κάθε είδους[52]˙ κυλιούνται στον βόρβορο, την βρωμιά και την δυσωδία[53]. Και εκεί που ο κλήρος οικτίρει τον λαό για αμορφωσιά, οι Λολλάρδοι επιστρέφουν την κατηγορία:
«Ιεράρχες που αγνοούν την Βίβλο φλυαρούν όλη μέρα σαν καρακάξες και κίσσες, μέσα από ακριβά βιβλία ανθρώπινης παράδοσης[54].»
Τι προτείνουν λοιπόν; Ξεκινώντας από την θέση ότι τα μέλη της τρίτης κοινωνικής ομάδας είναι καλύτεροι ιερείς από τους κληρικούς[55], προτείνουν την εξαφάνιση της δεύτερης ομάδας. Προτείνουν την κατάργηση του κλήρου. Για να επιτευχθεί αυτό καταργούνται τα όρια μεταξύ των ομάδων, μέσω της τέλεσης μυστηρίων από τους λαϊκούς. Έτσι έχουν διαπιστωθεί περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι Λολλάρδοι «χειροτονούσαν» δικούς τους ιερείς ακόμα και γυναίκες[56], ως νόμιμη πρακτική. Σε θεωρητικό επίπεδο ο Wyclif αρνείται την αξία των μυστηρίων και ειδικά της Θ. Ευχαριστίας. Για την εξομολόγηση διακηρύσσεται ευθαρσώς στο Of Confession ότι οι καλοί “lewed” μπορούν να δώσουν άφεση αμαρτιών και όχι οι κακοί ιερείς[57]. Το σπουδαιότερο, όμως, έργο για τους Λολλάρδους ήταν το κήρυγμα και γι’ αυτό ο Wyclif τόνιζε ότι ξεπερνά σε αξία την προσευχή και την τέλεση των μυστηρίων˙ έργο, το οποίο δεν ήταν αποκλειστική αποστολή του κλήρου, αλλά διακονούνταν καλύτερα από τους λαϊκούς[58].
Πολύ εύστοχα η Margaret Aston[59] παρατήρησε ότι η ιδέα που είχαν οι Λολλάρδοι για τους λαϊκούς πάστορές τους ομοίαζε με τα πρότυπα που έθετε ο Thomas Moore στην Ουτοπία του. Η ζητούμενη αγιότητα θα καθόριζε έναν μικρό αριθμό διακόνων, αλλά αυτό δεν είναι σίγουρο ότι το παραδέχονταν, εφόσον θεωρούσαν εαυτούς ως μέλη της απόλυτα προορισμένης εκκλησίας. Για παράδειγμα ο John Purvey δίδασκε πριν το 1401 ότι: «κάθε άνθρωπος άγιος και προορισμένος για την αιώνια ζωή, ακόμη και αν είναι λαϊκός, είναι πραγματικός πρεσβύτερος και ιερέας, χειροτονημένος από τον Θεό για να τελεί όλα τα μυστήρια που είναι απαραίτητα για την σωτηρία του ανθρώπου, έστω και αν κανένας ιεράρχης δεν έθεσε τα χέρια του επάνω του[60]». Ο Thomas Walsingham αναφέρει ότι οι Λολλάρδοι του Salisbury είχαν τους δικούς του ιερείς, more pontificum, ήδη από το 1389[61], ενώ το 1415, κατά την διάρκεια της εξέγερσης του John Oldcastle, ανακαλύφθηκε στο Λονδίνο ο Thomas Cleyton (τον αναφέρει λανθασμένα ως William), ο οποίος είχε διορίσει τον γιο του ιερέα και τελούσε μυστήρια στο σπίτι του[62].
Οι Λολλάρδοι, λοιπόν, αναδιαρθρώνουν τον κοινωνικό ιστό, επιδιώκοντας μια αταξική κοινωνία, εφόσον ο κίνδυνος να στραφούν και εναντίον των αριστοκρατών ελλοχεύει πάντα. Αντιαιρετικοί συγγραφείς εφιστούν την προσοχή σε αυτό το θέμα και επισημαίνουν ότι αυτοί που τολμούν να εκθρονίσουν τον πάπα θα προσπαθήσουν μια μέρα να εκθρονίσουν τον βασιλιά. Ο Roger Dymoke με την σειρά του εξηγεί ότι όταν οι Λολλάρδοι θεωρούν το θαύμα της μεταβολής των Τιμίων Δώρων ειδωλολατρία, δείχνουν ασέβεια που τείνει να καταργήσει τον σεβασμό στους νόμους και την εξουσία, υπονομεύοντας την ενότητα του βασιλείου[63]. Αυτές οι προβλέψεις θα επαληθευτούν κατά την εξέγερση του John Oldcastle, όταν οι Λολλάρδοι θα προσπαθήσουν να καταργήσουν την αριστοκρατία. Η αποτυχία τους δείχνει ότι θα πρέπει να φτάσουν στην Γαλλική Επανάσταση για να πετύχουν κάτι παρόμοιο.
8.11.4 Η προέλευση του θεϊστικού κομμουνισμού[64].
Είναι γεγονός ότι στην μετασοβιετική εποχή η ιστοριογραφία κατάφερε να απελευθερωθεί από τα προηγούμενα μαρξιστικά σύνδρομα και μπορεί πλέον να μελετήσει ιστορικά και κοινωνικά φαινόμενα χωρίς καθοδηγούμενες μεθόδους. Στην περίπτωση που μελετάμε αυτό σημαίνει ότι πλέον ο ιστορικός δεν βλέπει τις κοινωνικές εξεγέρσεις ως αποτέλεσμα κοινωνικής καταπίεσης και αυτό μπορεί να φανεί εύκολα από τα στοιχεία που διαθέτουμε. Στην εξέγερση του 1381 τα αίτια ήταν πρωτίστως οικονομικά και από την οικονομική κατάσταση των συμμετεχόντων, παρατηρείται ότι αυτοί ήταν εύποροι αστοί. Δεν τίθεται θέμα κοινωνικής καταπίεσης. Αυτό προκύπτει τόσο από την μαρτυρία του Adam de Usk, την οποία είδαμε παραπάνω, όσο και από τα πρόστιμα τα οποία επιβλήθηκαν μετά την καταστολή της εξέγερσης. Από κοινωνικής απόψεως βλέπουμε ότι τα αιτήματα των εξεγερθέντων αφορούσαν αλλαγές στο κοινωνικό σύστημα, στον κοινωνικό ιστό της ύστερης μεσαιωνικής φεουδαρχίας, ως εφαρμογή αιρετικών ιδεών.
Αυτό μπορεί να γίνει περισσότερο κατανοητό, αν αναρωτηθεί ο ιστορικός το γιατί στην Αγγλία της συγκεκριμένης περιόδου. Αίρεση με έντονο αντιεκκλησιαστικό, αντιμυστηριακό και αντικληρικαλιστικό χαρακτήρα εμφανίζεται ήδη από τον ΙΑ’ αιώνα σε ολόκληρη την Δυτική Ευρώπη. Τα αιτήματα των Λολλάρδων ήταν αιτήματα όλων των προηγούμενων αιρετικών. Τέτοια έντονη, όμως, ανατρεπτική δραστηριότητα δεν έχει παρατηρηθεί μέχρι στιγμής και θα πρέπει να περιμένει κανείς μέχρι την αντίστοιχη εξέγερση των Ουσιτών στην Πράγα, η οποία ούτε λίγο ούτε πολύ σχετίζεται με την αντίστοιχη των Λολλάρδων. Και θα χρειαστεί ένας ακόμη αιώνας για να επιτύχει η Μεταρρύθμιση θετικά αποτελέσματα, εκεί που η πρώιμη μεταρρύθμιση των Λολλάρδων απέτυχε. Για ποιους λόγους, λοιπόν, η Αγγλία του ΙΔ’ αι. παρέχει τις κατάλληλες συνθήκες για την εκδήλωση αυτού του φαινομένου;
Είναι σίγουρο ότι πρέπει να ανατρέξει κανείς στην πολιτική κατάσταση της χώρας για να απαντήσει στο ερώτημα. Εξ αρχής οι αιρετικοί βρίσκουν καταφύγιο στην Αγγλία για έναν πολύ σημαντικό λόγο. Στην Αγγλία η Ιερά Εξέταση δεν έχει το δικαίωμα να δράσει. Ενώ σε όλη την υπόλοιπη δυτική Ευρώπη η Ιερά Εξέταση ερευνά, ανακρίνει, εντοπίζει και διώκει τους αιρετικούς, στην Αγγλία απλά απουσιάζει. Οι Άγγλοι, λόγω των όχι και τόσο ιδανικών σχέσεων με την Ρώμη, προτιμούν να κρατούν τις αποστάσεις τους και τους Ιεροεξεταστές έξω από την χώρα. Ακόμη και όταν αντιμετώπισαν έντονα προβλήματα από την δραστηριότητα των Λολλάρδων προτίμησαν να μη ζητήσουν την συνδρομή τους. Ο Βασιλιάς και το Κοινοβούλιο αναθέτουν το έργο στους σερίφηδες και άλλους τοπικούς αρμόδιους φορείς. Ακόμη και οι επίσκοποι αποδέχονται αυτή τη λύση, όταν, όπως είδαμε παραπάνω, συμβουλεύουν τους κληρικούς τους ν’ αποτείνονται στις τοπικές αρχές για την απομάκρυνση των Λολλάρδων από την περιοχή τους.
Η μεγάλη, όμως, ευνοϊκή πολιτική αλλαγή ξεκινά το 1341, όταν για πρώτη φορά οι Commons (κοινότητες) συνεδριάζουν ως ξεχωριστό και αυτόνομο τμήμα (Lower Chamber) του Κοινοβουλίου της Αγγλίας, το οποίο από το 1544 και μετά γίνεται γνωστό ως η Κάτω Βουλή (Lower House of the Parliament of England)[65]. Tο νέο αυτό κοινοβουλευτικό σώμα, οι Commons, απαρτίζεται από τους ιππότες και τους αστούς. Ο Σημαντικότερος ρόλος του είναι η εξέταση των νέων φόρων και η έγκριση ή η απόρριψή τους. Ο Βασιλιάς δεν μπορεί πλέον να επιβάλλει αυθαίρετα νέους φόρους. Καταλαβαίνουμε ότι το νέο σώμα αποκτά σημαντικό ρόλο, ο οποίος γίνεται ενεργός όταν ο κεφαλικός φόρος (poll tax) δίνει το έναυσμα για την εξέγερση του 1381. Τελικά ο φόρος θα καταργηθεί το 1389, οπότε και η θέση των Commons αναβαθμίζεται στην πολιτική σκηνή της Αγγλίας.
Είναι φυσικό η αίσθηση της νέας πολιτικής δύναμης να έδωσε τροφή σε προσωπικές φιλοδοξίες με αποτέλεσμα κάποιοι από τους Commons να οραματίζονται την κατάργηση της παλαιάς πολιτικο-κοινωνικής τάξης και την εγκαθίδρυση μιας νέας. Οι Commons οραματίζονται το δικό τους σύστημα, το Communism, βασισμένο σε μιας δικής τους επινόησης κοινοκτημοσύνη με θεολογικά ερείσματα σχεδιασμένα από τον Wyclif. Πρόκειται για θεϊστικό κομμουνισμό και πολύ αργότερα ο Karl Marx θα τον ανασχεδιάσει μέσα από τον διαλεκτικό υλισμό, σε άθεο κομμουνισμό. Ο θεϊστικός αυτός κομμουνισμός εμφανίζεται και σε κάθε ριζοσπαστική μεταρρυθμιστική παραφυάδα, όπως αυτή του Thomas Müntzer (1489-1525). Οι Λολλάρδοι θα την προμοτάρουν σε όλη την δεύτερη περίοδο της δράσης τους, μέχρι να καταλάβουν ότι η ανοικτή αντιπαράθεση, η επαναστατική δράση, δεν έχει πιθανότητες επιτυχίας διότι η παλαιά τάξη είναι ακόμα πολύ ισχυρή.
Κατόπιν τούτων είναι ευεξήγητο το γεγονός της συμμετοχής των αστών στις εξεγέρσεις, γιατί δηλ. η εξέγερση εντοπίζεται και επικεντρώνεται σε μεγάλα αστικά κέντρα, όπως το Λονδίνο και το Μπρίστολ. Είναι επίσης ευεξήγητο το γεγονός της συμμετοχής ιπποτών στις τάξεις των Λολλάρδων, όπως και το ότι η δεύτερη μεγάλη εξέγερση του 1415 υποκινήθηκε από τον John Oldcastle, έναν χαμηλόβαθμο αριστοκράτη που κατάφερε να ανέβει στα σκαλιά της αριστοκρατίας και να δημιουργήσει μεγάλη αναστάτωση στο βασίλειο (θα δούμε παρακάτω την περίπτωσή του).
Εδικά για την περίπτωση των ιπποτών που είχαν εισχωρήσει στους Λολλάρδους έχουν γραφεί αρκετά[66]. Οι παρακάτω εικόνες είναι ενδεικτικές. Στο Χρονικό του Knighton (προσθήκη από κάποιον συνεχιστή του) βρίσκονται τα ονόματα έξι Λολλάρδων ιπποτών το 1382: Thomas Latimer, John Trussell, Lewis Clifford, John Peche, Richard Stury και Reginald Hilton[67]. O Thomas Walsingham αναφέρει το 1387 τους εξής: William Neville, Lewis Clifford, John Clanvowe, Richard Stury, Thomas Latimer και John Montagu[68].
Μερικοί από αυτούς, ήταν μέλη του Κοινοβουλίου, συνδέονται άμεσα και παίζουν ενεργό ρόλο στα γεγονότα του 1395. Τον Ιανουάριο εκείνης της χρονιάς οι Λολλάρδοι, εκμεταλλευόμενοι την απουσία του βασιλιά στην Ιρλανδία, θυροκόλλησαν στο Αββαείο του Westminster 12 προτάσεις από την διδασκαλία τους. Οι ιππότες Clifford, Stury, Latimer, Montagu μαζί με άλλα σημαίνοντα πρόσωπα, έφεραν αυτές τις προτάσεις στο Κοινοβούλιο για ψήφιση. Το Κοινοβούλιο συνεδρίαζε τότε στο Westminster. Οι επίσκοποι θορυβημένοι από την αναπάντεχη αυτή κίνηση ενημέρωσαν τον βασιλιά, ο οποίος επέστρεψε εσπευσμένα και απείλησε τους Λολλάρδους με αποκεφαλισμό. Υποχρέωσε τον Stury, ο οποίος ίσως ήταν ο πρωτεργάτης της κίνησης, να ορκιστεί ότι δεν θα υποστηρίξει στο μέλλον παρόμοιες ιδέες[69]. Ο αρχιεπίσκοπος Arundel προειδοποίησε τον κλήρο λίγα χρόνια μετά, για την αντιεκκλησιαστική συμπεριφορά του ιππότη John Cheyne, ο οποίος ήταν ομιλητής του Κοινοβουλίου το 1399[70]. Πέντε χρόνια μετά στο αποκαλούμενο Unlearned Parliament στο Κόβεντρυ, κάποιοι ιππότες πρότειναν την κατάσχεση της εκκλησιαστικής περιουσίας για την κάλυψη των αναγκαίων εσόδων. Ο Cheyne, ο οποίος ήταν ξανά ομιλητής υποστήριξε την πρόταση, αλλά ο Βασιλιάς Ερρίκος IV υποστήριξε τον αρχιεπίσκοπο και η πρόταση δεν πέρασε[71].
Γιατί οι ιππότες; Η απάντηση είναι απλή. Επειδή οι ιππότες ήταν επαγγελματίες καριερίστες. Όντας στο τελευταίο σκαλοπάτι της αριστοκρατικής ιεραρχίας πολεμούσαν κυριολεκτικά με το σπαθί τους για ν’ ανέβουν σ’ αυτήν. Άλλοτε πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους σε κάποιον φεουδάρχη και άλλοτε πρόσφεραν πολιτική προστασία. Στην πραγματικότητα ήταν μισθοφόροι που έψαχναν κάποιον εργοδότη να εκτιμήσει αρκετά τις υπηρεσίες τους και να τους θέσει υπό την υψηλή του προστασία, με όλα τα πλεονεκτήματα που συνεπάγονταν κάτι τέτοιο. Ωστόσο, οι θέσεις στην αριστοκρατική ιεραρχία ήταν περιορισμένες, μετρημένες και ποτέ αρκετές. Θέσεις που εξαρτιόνταν άμεσα από τους διαθέσιμους κλήρους. Άρα, έπρεπε να περιμένουν υπομονετικά ν’ αλλάξουν οι συσχετισμοί στην ήδη υπάρχουσα κατάσταση για να μπορέσουν να ικανοποιήσουν τις φιλοδοξίες τους.
Η πρόταση των Λολλάρδων για κατάσχεση της εκκλησιαστικής περιουσίας πρόσφερε γι’ αυτούς ευκαιρίες, διότι συνεπάγονταν την δημιουργία νέων θέσεων. Στην συνεδρίαση του Κοινοβουλίου στο Westminster την 27η Ιανουαρίου, οι ιππότες παρουσίασαν έναν προϋπολογισμό, σύμφωνα με τον οποίο η κατάσχεση της εκκλησιαστικής περιουσίας θα δημιουργούσε δεκαπέντε καινούργιες κομητείες, θα μπορούσε να συντηρήσει 1500 ιππότες και 6200 ακολούθους[72]. Το δέλεαρ δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητο. Η περίπτωση του John Oldcastle, που θα εξεταστεί αμέσως παρακάτω, δείχνει την ανοδική πορεία ενός αριβίστα ιππότη.
8.11.5 Η εξέγερση του John Oldcastle[73].
Ο John Oldcastle καταγόταν από το Almeley του Herefordshire, στα δυτικά ακρώρεια της κομητείας. Το όνομα πιθανόν να προέρχεται από ένα ερειπωμένο ρωμαϊκό στρατόπεδο της περιοχής. Η περιουσία και η θέση της οικογένειας ήταν ασήμαντη, ωστόσο η ενεργή συμμετοχή των προγόνων του στα κοινά επέτρεψε την άνοδο της οικογένειας και ο πατέρας του, Richard, ήταν ο πρώτος που χρίστηκε ιππότης. Η ημερομηνία γέννησης του John είναι επίσης άγνωστη. Υπολογίζεται ότι πρέπει να γεννήθηκε την δεκαετία του 1370. Στην ιστορία εμφανίζεται για πρώτη φορά κατά την διάρκεια της εκστρατείας του Ερρίκου IV στην Σκωτία. Τότε ήταν ιππότης της ακολουθίας του λόρδου Grey of Godnor. Λόγω των ικανοτήτων που επέδειξε τότε μπήκε στην υπηρεσία του βασιλιά. Το 1401 αντιμετώπισε μαζί με άλλους ιππότες του Herefordshire μια εξέγερση στο Abergavenny. Το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς διορίστηκε λοχαγός στο Builth Castle και στην συνέχεια στο Kidwelly. To 1404 ανέλαβε επόπτης στα κάστρα Hay και Builth. Την ίδια χρονιά ξεκίνησε και την πολιτική του καριέρα ως εκπρόσωπος ιππότης του Herefordshire στο κοινοβούλιο. Δύο χρόνια αργότερα έγινε σερίφης.
Το αποφασιστικό σημείο της καριέρας του ήταν ο (τρίτος) γάμος του με την Joan χήρα του 3ου λόρδου του Cobham. Η Joan ήταν κάτοχος μεγάλης περιουσίας και έψαχνε έναν σύζυγο, ο οποίος θα μπορούσε να την διαχειριστεί, εφόσον ο μακαρίτης άνδρας της δεν είχε αρσενικό απόγονο. Μέσω του γάμου αυτού ο John Oldcastle πρόσθεσε στην δικιά του ασήμαντη περιουσία έξι τσιφλίκια στο Shamley, στο Κεντ, ένα τσιφλίκι στο Norfolk, δύο στο Northhamptonshire και στο Wits, την οικία Cobham’s Inn στο St. Dunstan-in-the-East, στο Λονδίνο και ένα από τα ισχυρότερα κάστρα του βασιλείου, το Cooling Castle. Να σημειωθεί ότι ο λόρδος Grey of Godnor, ο πρώτος εργοδότης του John κατείχε γειτονικά τσιφλίκια στο Kent. Από το 1409 παρακολουθούσε πλέον στις συνεδριάσεις της Άνω Βουλής (Upper House).
To Kent ήταν κέντρο των Λολλάρδων. Δεν είναι γνωστό το πότε ακριβώς έγινε ο John Oldcastle Λολλάρδος. Από το 1390 δρούσαν στο Herefordshire ο φανατικός William Swinderby και ο μυστικιστής Walter Bryte. O Richard Wiche, ιερέας της μητροπόλεως και γνωστός του John ήταν επίσης Λολλάρδος. Από την άλλη, θα μπορούσε να είχε μυηθεί στην αίρεση από κάποιον από τους συναδέλφους του ιππότες. Ο Sir John Clanvowe στο Cusop Castle, κοντά στην πατρίδα του Almeley ήταν ένας από τους πρώτους πατρόνες των Λολλάρδων και στην ίδια πλευρά βρίσκονταν και οι Greyndors με σημαντική περιουσία στην περιοχή. Όλα αυτά βέβαια είναι υποθέσεις και ο John Oldcastle δεν έδωσε δείγματα αιρετικής απόκλισης μέχρι το 1410. Αν ήταν Λολλάρδος τότε κρύβονταν με επιτυχία.
Το 1410 εμφανίζεται αλληλογραφία του Oldcastle με τα ηγετικά στελέχη της αίρεσης των Ουσιτών στην Πράγα. Η σχέση των Λολλάρδων με τους Ουσίτες ξεκινά από την εποχή του γάμου του Ριχάρδου ΙΙ με την Άννα της Βοημίας, το 1382. Για την ακρίβεια, με τον γάμο αυτό άνοιξαν οι ακαδημαϊκές εκείνες σχέσεις που επέτρεψαν την μετάδοση των ιδεών του Wyclif στην Πράγα, όπως έχει δείξει πρώτος ο Johan Loserth[74]. Μια συγχαρητήρια επιστολή με ημερομηνία 8 Σεπτεμβρίου στάλθηκε από τον John Oldcastle στον Wok of Waldstein, Βοημό αριστοκράτη και ηγετικό στέλεχος των Ουσιτών. Στην επιστολή ο πρώτος συγχαίρει τον δεύτερο για την επιτυχή υπεράσπιση των θέσεων του Wyclif σε δημόσιες διαλέξεις, με αφορμή το κάψιμο των βιβλίων του τον περασμένο Ιούλιο. Στην συνέχεια εκθέτει τα πιστεύω του που δεν είναι άλλα από τις αρχές των Λολλάρδων. Οπωσδήποτε η επιστολή δεν είναι ιδιόχειρη, διότι είναι γραμμένη στα λατινικά, γλώσσα την οποία δεν γνώριζε ο Oldcastle[75].
Ένα ακόμη αξιοσημείωτο είναι το ότι η επιστολή εστάλη στον Zdislaw of Zwiezeticz, επειδή ο Wok of Waldstein απουσίαζε από την Πράγα. Αυτός ήταν επίσης ηγετικό στέλεχος των Ουσιτών και ένας από τους δημόσιους ομιλητές. Είχε υπερασπιστεί το De Universalibus του Wyclif και ήταν ήδη αφορισμένος από τους παπικούς. Το ότι ο Oldcastle απευθύνεται σε δύο πρωταγωνιστές των αιρετικών στην Πράγα, δείχνει ότι και ο ίδιος αναγνωρίζεται ως τέτοιος από τους Λολλάρδους στην Αγγλία, οπότε μπορούμε να υποθέσουμε με ασφάλεια ότι είχε εισχωρήσει στην αίρεση πολύ καιρό πριν το 1410. Μια δεύτερη πληροφορία, βάσει της οποίας ο ίδιος ο Jan Hus είχε επικοινωνία με τον John Oldcastle και μάλιστα ζήτησε να του στείλει αντίγραφα των έργων του Wyclif, κρίνεται επισφαλής και δεν θα εξεταστεί[76].
Με τον θάνατο του Ερρίκου IV (1399-1413) η παραμονή των Λάνκαστερ στο θρόνο της Αγγλίας εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από την υποστήριξη των παπικών. Ο αρχιεπίσκοπος Καντέρμπουρι, Thomas Arundel, θεώρησε ότι η στιγμή ήταν κατάλληλη για να ισοσταθμίσει την υποστήριξή του με την βοήθεια του Ερρίκου V (1413-1422) στην καταπολέμηση των Λολλάρδων. Έτσι ξεκίνησε μια σειρά από δίκες που σκοπό είχε να εξουδετερώσει την επιρροή τους στην αριστοκρατία. Όπως ήταν αναμενόμενο ο John Oldcastle παραπέμφθηκε σε επισκοπικό δικαστήριο, κρίθηκε ένοχος και φυλακίστηκε στον πύργο του Λονδίνου, από όπου και απέδρασε τον Οκτώβριο του 1413, με την βοήθεια των ομοϊδεατών του.
Για τον επόμενο ένα-ενάμισι μήνα ακολούθησε η γνωστή ησυχία πριν την καταιγίδα. Ο φυγάς μαζί με τους συνεργάτες του δούλευαν πάνω στο επόμενο σχέδιό τους για την κατάληψη της εξουσίας˙ σχέδιο που οδήγησε σε εξέγερση. Δεν μπορεί να βγει σίγουρο συμπέρασμα, αν το σχέδιο ήταν παλαιότερο και επισπεύτηκε εξαιτίας της αποκάλυψης της αιρετικής απόκλισης του Oldcastle ή αν ήταν λύση της τελευταίας στιγμής. Η προχειρότητα της εκτέλεσης του δείχνει μάλλον προς το δεύτερο.
Ο στόχος του ήταν να συλλάβει τον Βασιλιά, τον Αρχιεπίσκοπο και όλους τους υψηλόβαθμους αξιωματούχους του κράτους και της εκκλησίας, που θα συγκεντρώνονταν στο Eltham Palace του Greenwich στο ΝΑ Λονδίνο, για να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα και το Άγιο Δωδεκαήμερο. Το σχέδιο προέβλεπε ότι η επίθεση θα εκδηλώνονταν την νύχτα της Τετάρτης 10 Ιανουαρίου του 1414. Για την επιτυχία του στηρίζονταν στον αντιπερισπασμό που θα δημιουργούσε εξέγερση των Λολλάρδων σε όλο το Λονδίνο. Για την καταστολή της θα έπρεπε να διασπαστεί η βασιλική φρουρά και οι δυνάμεις αστυνόμευσης της πόλης, δίνοντας την ευκαιρία στους συνωμότες να συλλάβουν τον βασιλιά. Στην εξέγερση θα συμμετείχαν Λολλάρδοι, οι οποίοι θα έφθαναν στην πόλη από όλη την επικράτεια.
Οι δολοπλοκίες των Λολλάρδων έγιναν γνωστές στον Βασιλιά από δύο άτομα αγνώστων συμφερόντων, τους John Burgh και William Kentford. Ο Thomas Walsingham αναφέρει ότι ήταν μετανοημένοι Λολλάρδοι[77], αλλά στα αρχεία δεν εμφανίζονται ούτε ως αμνηστευμένοι προδότες, όπως θα έπρεπε αν ο Walsingham είχε δίκιο, ούτε ως μισθοδοτούμενοι κατάσκοποι. Πάντως ο Ερρίκος V τους χορήγησε ετήσιο εισόδημα 10 μάρκων για τις πληροφορίες που έλαβε[78]. Μαζί με την ημερομηνία του αναγγέλθηκε και ο τόπος συγκέντρωσης των συνωμοτών στο St. Giles Fields.
Για την αντιμετώπιση της επικείμενης εξέγερσης ο Ερρίκος V έστειλε ειδικές οδηγίες στους σερίφηδες του Λονδίνου, να απαγορεύσουν τις συγκεντρώσεις και να συλλαμβάνουν όσους δεν πειθαρχούν. Μια μέρα πριν την καθορισμένη μεταφέρθηκε στο Λονδίνο μαζί με τους αδελφούς του και τις ακολουθίες τους. Αύξησε τις φρουρές στις πύλες της πόλης και σχεδίασε την δική του αντεπίθεση. Έστειλε περιπόλους σε όλες τις κεντρικές οδικές αρτηρίες που οδηγούσαν στο Λονδίνο για να εμποδίσει την μετακίνηση των Λολλάρδων. Το βράδυ της Τετάρτης έδωσε εντολή να κλείσουν οι πύλες της πόλης, ώστε όσοι συνωμότες βρίσκονταν ήδη εκεί να μην μπορέσουν να μεταβούν στον τόπο συνάντησης. Τέλος τα μεσάνυχτα ξεκίνησε ο ίδιος με τους ιππότες του και περικύκλωσε τους λίγους Λολλάρδους που είχαν καταφέρει στο St. Giles Fields. O John Oldcaslte, που περίμενε στο σημείο μαζί με τον Sir Roger Acton και τον Sir Thomas Talbot, κατάλαβε ότι το σχέδιό του είχε αποτύχει και κατάφερε να διαφύγει. Η εξέγερση απέτυχε πριν καν ξεκινήσει.
Αυτό που έχει αξία για το θέμα που εξετάζεται εδώ είναι οι στόχοι των Λολλάρδων. Έχοντας καταλάβει ότι οι ιδέες τους δεν μπορούσαν να τεθούν σε εφαρμογή, όσο το υπάρχον πολιτικο-κοινωνικό σύστημα είναι ισχυρό, σκόπευαν να καταστρέψουν την υπάρχουσα κρατική και εκκλησιαστική οργάνωση από την ρίζα τους. Στόχοι τους, όπως προέκυψε από τις ανακρίσεις των συλληφθέντων ήταν:
- η σύλληψη και η εκτέλεση του βασιλιά, των αδερφών του, του αρχιεπισκόπου και όσων άλλων αξιωματούχων, κρατικών και εκκλησιαστικών έβρισκαν στο Eltham Palace. Μετά την επιτυχία της εξέγερσης θα εκτελούσαν όλη την υπόλοιπη αριστοκρατία και κλήρο.
- η λεηλασία και κατεδάφιση των ναών και των άλλων εκκλησιαστικών ιδρυμάτων και η κατάσχεση της εκκλησιαστικής περιουσίας.
- η κατάργηση του κλήρου, η αποσχηματοποίηση των κληρικών και η ένταξή τους στην τρίτη κοινωνική ομάδα. Έκτοτε μπορούσαν να δραστηριοποιηθούν βιοποριστικά είτε μέσω του εμπορίου, είτε ως χειρώνακτες.
- η κατάργηση του υπάρχοντος κρατικού μηχανισμού. Ο Oldcastle θα ορίζονταν ως αντι-βασιλέας και η Αγγλία θα χωρίζονταν σε έξι μικρότερα “regimina”.
- σε επίπεδο εξαγγελιών, οι Άγγλοι θα αυτοανακηρύσσονταν ως “people without a head”[79].
- η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και η επιβολή ενός συστήματος κοινοκτημοσύνης.
Το τελευταίο χρήζει ιδιαίτερης προσοχής, διότι δεν υπάρχει καταγεγραμμένο από τους χρονογράφους της εποχής, αλλά προκύπτει από τις μαρτυρίες των συνεργατών του Oldcastle που συνελήφθηκαν και δικάστηκαν αργότερα. Το 1428 ο αρχιεπίσκοπος Καντέρμπουρι Henry Chichele (1414-1443) σε μια επιτυχημένη εκστρατεία εναντίον των Λολλάρδων[80] συνέλαβε τον Ralph Mungyn, στενό συνεργάτη των Bartholomew Cornmonger (ο οποίος είχε συλληφθεί το καλοκαίρι του ίδιου έτους) και Nicholas Hoper (υπηρέτη του Sir John Oldcastle, ο οποίος είχε ελευθερωθεί βάσει της γενικής αμνηστίας που χορήγησε ο Ερρίκος V τον Μάρτιο του 1414). Στην δίκη του προσκομίστηκαν αποδείξεις ότι στο κήρυγμά του τόνιζε ότι «όλα τα αγαθά έπρεπε να είναι κοινά και κανείς δεν έπρεπε να επιτρέπεται να έχει ιδιοκτησία[81]».
Ο ενοριακός ιερέας του Braybrooke, ονόματι Robert Hook, είχε μετατρέψει την οικία του σε κέντρο προπαγάνδας υπέρ του Oldcastle. To 1425 δικάζονταν για τρίτη φορά και ανάμεσα στις ιδέες, που έπρεπε να αποκηρύξει δημόσια στο Λονδίνο και το Νορθάμπτον, ήταν το ότι «ο νόμος του Θεού υποχρέωνε του κοσμικούς άρχοντες να έχουν όλα τα αγαθά κοινά[82]». Για τον Thomas Taylor, ο οποίος είχε δικαστεί ήδη δύο φορές, είχε αφεθεί με εγγύηση το 1421 και τελικά καταδικάστηκε πάλι το 1423, ο επίσκοπος του Lincoln κατέθεσε ότι τον είχε ακούσει να λέει για την κοσμική εξουσία των αρχόντων, ότι είχε μεν την ανοχή του Θεού, αλλά όχι την εύνοιά Του[83].
Αν η εξέγερση είχε πετύχει, ίσως σήμερα να μιλούσαμε για την Αγγλική Επανάσταση, πριν από την Γαλλική ή την Οκτωβριανή. Έχει τεθεί υπό συζήτηση το θέμα της δυνατότητας επιτυχίας της παραπάνω επιχείρησης. Μερικοί ιστορικοί τείνουν να πιστεύουν ότι το σχέδιο ήταν ανέφικτο και ο John Oldcastle θα έπρεπε να το γνωρίζει. Μιλώντας με βάσει τα διαθέσιμα ιστορικά γεγονότα, μπορεί κάποιος να αντιτείνει ότι, τόσο η Γαλλική όσο και η Οκτωβριανή Επανάσταση εφάρμοσαν το ίδιο ακριβώς σχέδιο, τον «αποκεφαλισμό» δηλ. του κράτους με την άμεση σύλληψη και την εκτέλεση του ανώτατου μονάρχη και στην συνέχεια την σταδιακή επικράτηση των επαναστατών και επιβολή των στόχων τους.
Η αποτυχία της εξέγερσης οφείλεται σε δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, στον ελλιπή, πρόχειρο και βιαστικό σχεδιασμό, που με την σειρά του οφείλεται στην επίσπευση των γεγονότων. Δεύτερον στην αδυναμία συγκέντρωσης του προσδοκώμενου αριθμού των 20.000 Λολλάρδων στο Λονδίνο. Ο Oldcastle συνέχισε τις προσπάθειές του, συμμαχώντας με τους Σκωτσέζους (οι οποίοι επιτέθηκαν στο Berwick και στο Roxbourgh) και προκαλώντας άλλη μια εξέγερση στην Ουαλία. Τελικά συνελήφθηκε και εκτελέστηκε το 1417.
8.11.6. Η συνωμοσία του 1431.
Η αποτυχία του Oldcastle δεν αποθάρρυνε τους Λολλάρδους, ούτε οι συλλήψεις και εκτελέσεις ηγετικών στελεχών της αίρεσης απέτρεψε την επανάληψη παρόμοιας προσπάθειας. Το 1431 αποκαλύφθηκε ένα σχέδιο παρόμοιο με αυτό του Oldcastle και εξαιτίας της ανηλικότητας του Ερρίκου του VI την εξέγερση απέτρεψε ο δούκας του Gloucester. Το σχέδιο αποκαλύφθηκε όταν συνελήφθη στο Salisbury o αιρετικός John Keterige από τον δήμαρχο της πόλης, ύστερα από καταγγελία ενός των συνεργατών του που έγινε πληροφοριοδότης. Στην κατοχή του βρέθηκαν φυλλάδια-προκηρύξεις καθώς και τα σχέδια για τις εξεγέρσεις στις πόλεις Λονδίνο, Κόβεντρυ, Νορθάμπτον και στο Salisbury. Η ομολογία του John Keterige οδήγησε στην σύλληψη των John Long και William Perkins. Ο δεύτερος ήταν και ο αρχηγός της εξέγερσης με το κωδικό όνομα Mandeville. Και οι δύο κατάγονταν από την Abingdon.
Ο δήμαρχος του Salisbury, Richard Gatour, έλαβε ως ανταμοιβή το ποσό των είκοσι λιρών για τις υπηρεσίες του και ταυτόχρονα προκήρυξη υπόσχονταν την ίδια ανταμοιβή μαζί με το μισό της περιουσίας όσων καταδικάζονταν, σε αυτούς που θα έδιναν πληροφορίες και θα οδηγούσαν στην σύλληψη των συνωμοτών. Ο William Perkins ήταν υφασματέμπορος, όπως και ο John Kymrygge του Salisbury. Υφασματέμπορος μεταξιού ήταν ο John Orpud από το Steventon, Berkshire. Οι περισσότεροι από τους συλληφθέντες είχαν επαγγελματική συνάφεια, καθώς ανάμεσά τους βρίσκονταν ένας βαφέας υφασμάτων από την Frome. Ένας ακόμα αρχηγός της συνωμοσίας ήταν ο John Russell, ο οποίος φαίνεται ότι αποτελούσε τον σύνδεσμο με τους εξεγερθέντες συνεργάτες του Oldcastle. Αυτός σχετιζόταν με τον Richard Gurmyn, συνεργάτη του Oldcastle, που είχε συλληφθεί και εκτελεστεί μαζί με δυο άλλους Λονδρέζους το 1416. Ο Gurmyn είχε μεταβιβάσει στον Russell πριν την εκτέλεσή του όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του, συμπεριλαμβανομένων κάποιων περιουσιακών στοιχείων στο Lichfield, το Shrewsbury και το Shropshire.
Ο αντικειμενικός σκοπός αυτής της εξέγερσης ήταν ίδιος με τον αντίστοιχο του Oldcastle˙ όπως περιγράφεται σε μία πηγή:
«… να εξαλείψουν τον θεσμό και το πρόσωπο του βασιλιά, όπως επίσης τον θεσμό και το αξίωμα των ιεραρχών και των εκκλησιαστικών τάξεων στο βασίλειο της Αγγλίας˙ να λαφυραγωγήσουν τους ναούς και τα άλλα εκκλησιαστικά ιδρύματα από τα κειμήλια και τα άλλα αγαθά και την κινητή περιουσία που βρίσκεται σ’ αυτά και να πληρώσουν τους αναφερθέντες ναούς με άτομα του δικού τους κύκλου και της δικής τους γνώμης˙ να προκαλέσουν εξέγερση στο αναφερθέν βασίλειο και να δημιουργήσουν τόση αναστάτωση στο λαό, ώστε να διακόψουν την προσήκουσα αφοσίωση των υπηκόων προς τον βασιλιά και έτσι κατά τα δικά τους γούστα να σκοτώσουν τον βασιλιά, τους λόρδους, τους κοσμικούς και πνευματικούς άρχοντες και τις εκκλησιαστικές τάξεις[84].»
Η εξήγηση αυτών των επιδιώξεων ταιριάζει επίσης με την αντίστοιχη της εξέγερσης του Oldcastle. Οι Λολλάρδοι δεν θα μπορούσαν να επιβάλλουν τα σχέδιά τους για την εγκαθίδρυση της νέας τάξης πραγμάτων, όσο «η εξουσία και ο θεσμός του βασιλιά, όπως και η εξουσία και ο θεσμός της ιεραρχίας συνέχιζαν να ευημερούν στο βασίλειο[85]». Εκεί, όμως, που δεν υπήρχε κοινή γραμμή στους αρχηγούς της εξέγερσης ήταν το θέμα της κοινοκτημοσύνης, αν και η διαφωνία τους μάλλον είχε να κάνει με την μοιρασιά της λείας. Στο Λονδίνο και το Νορθάμπτον η κοινοκτημοσύνη ήταν το σλόγκαν των τοπικών αρχηγών, Robert Hook και Ralph Mungyn, αντίστοιχα. Ωστόσο, οι William Perkins και John Russell, οι οποίοι μαζί με το σχέδιο είχαν φτιάξει και μια λίστα με ονόματα, όσων λόρδων και ιεραρχών σκόπευαν να δολοφονήσουν, προτιμούσαν να κρατήσουν για τους εαυτούς τους τις περιουσίες των υποτιθέμενων θυμάτων τους.
Στην εξέγερση του 1431 δεν συμμετείχαν μέλη της αριστοκρατίας. Από τους καταλόγους των συλληφθέντων απουσιάζουν ιππότες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το συνωμοτικό σχέδιο να είναι πιο ριζοσπαστικό και να προτείνει λύσεις πιο ακραίες από ότι το αντίστοιχο του 1414. Οι συνωμότες ήταν, όπως φαίνεται καθαρά, αστοί και δεν ένιωθαν καμιά αλληλεγγύη, κανέναν οίκτο προς την κοσμική και εκκλησιαστική ιεραρχία. Έτσι, όμως, στερούνταν ισχυρούς προστάτες και καταφύγια, οπότε όταν το σχέδιο αποκαλύφθηκε οι συλλήψεις ήταν γρήγορες και το θέμα έληξε σε σύντομο χρόνο, σε αντίθεση με την εξέγερση του 1414. Οι αστοί διέθεταν οικίες μόνο μέσα στις πόλεις και οι συναντήσεις γίνονταν σε αυτές, όχι σε κάποιες απομακρυσμένες επαύλεις. Ο κίνδυνος αποκάλυψης ήταν μεγαλύτερος και υπαρκτός, όπως φάνηκε από τα γεγονότα. Χρειαζόταν μεγαλύτερη μυστικότητα.
Επίλογος
Οι αποτυχημένες συνωμοτικές προσπάθειες και εξεγέρσεις των Λολλάρδων στην Αγγλία και των Ουσιτών στην Βοημίας, έδωσαν σημαντικά μαθήματα στους συνωμότες. Τους έδειξαν ότι το πολιτικό-κοινωνικό κατεστημένο ήταν παντοδύναμο και δεν ήταν δυνατόν να το κατακρημνίσουν μόνο με κατά μέτωπον επιθέσεις. Έπρεπε να λειτουργήσουν με διαφορετικές μεθόδους. Να διεισδύσουν σ’ αυτό, να το φθείρουν εσωτερικά και όταν η σήψη του θα είχε φτάσει σε ικανοποιητικό βαθμό και οι συγκυρίες θα ήταν ευνοϊκές, να του επιτεθούν εξωτερικά και με ένα καίριο χτύπημα να το κατακρημνίσουν, εφόσον δεν θα είχε τις εσωτερικές αντιστάσεις ν’ αντέξει. Δεύτερον, οι αιρετικοί, όσο μεγάλος και αν ήταν ο αριθμός των μελών τους, δεν ήταν αρκετοί για να αντιμετωπίσουν τον πιστό λαό. Έπρεπε, λοιπόν, να καταστήσουν κοινωνούς των ιδεών τους όλους και μάλιστα με έναν τέτοιο τρόπο, ώστε να μην έρχεται σε σύγκρουση με το θρησκευτικό αισθητήριό του λαού, ούτε να θέτει σε συναγερμό το ανοσοποιητικό σύστημα της κοινωνίας.
Το χιλιαστικό όραμα των αιρετικών για τον ερχομό μιας Νέας Εποχής, μιας εποχής όπου η παλαιά θρησκευτική, πολιτική και κοινωνική τάξη θα αντικαθίστατο από μια Νέα Τάξη πραγμάτων, έπρεπε να γίνει το όραμα του λαού. Για να γίνει, όμως, αυτό εφικτό χρειαζόταν ένα νέο κήρυγμα, μια προπαγάνδα. Στο κήρυγμα αυτό η κατάργηση των παλαιών σχέσεων μεταξύ των κοινωνικών ομάδων, ονομάστηκε Ελευθερία. Η καταστροφή του υπάρχοντος κοινωνικού ιστού, ονομάστηκε Ισότητα. Η μύηση του κόσμου στην αίρεση και η άρνηση της πίστης, ονομάστηκε Αδελφότητα. Το σύνθημα ήταν Liberté, égalité, fraternité.
Η ανέγερση του Νέου Κόσμου, το χτίσιμο της Νέας Εποχής, χρειάζονταν τους Τέκτονές της. Η διαδικασία έπρεπε να είναι αθόρυβη και μυστική. Η ανάγκη οδήγησε στην δημιουργία των μυστικών αδελφοτήτων και τελικά της μασονίας. Η επίσημη ιστορία της μασονίας ξεκινά στις 24 Ιουνίου του 1717, όταν οι τέσσερις Στοές του Λονδίνου (η Στοά Goose and Gridiron Ale-house, Στοά Crown Ale-house, η Στοά Apple Tree Ale-house, και η Στοά Rummer and Grapes Tavern, πήραν τα ονόματά τους από τον τόπο των συγκεντρώσεών τους) σχημάτισαν την πρώτη μεγάλη Στοά. Η ανεπίσημη ιστορία της μασονίας ξεκίνα αρκετά πριν και αν κάποιος αφαιρέσει τα μυθολογικά στοιχεία από τις δικές τους θεωρίες καταγωγής, βλέπει ότι σύμφωνα με τους ιστορικούς τους η αδελφότητά τους ξεκινά στην Αγγλία αυτή την εποχή[86]. Μάλιστα ισχυρίζονται ότι και ο Ερρίκος VI είχε μυηθεί και ήταν μέλος τους, αλλά αυτός ο ισχυρισμός τους στηρίζεται σε ανύπαρκτο χειρόγραφο.
Από την πλευρά του δικού μας θέματος αδιαμφισβήτητο ιστορικό γεγονός παραμένει η ομολογία των αδελφών William και Richard Sparke, ενώπιον του επισκόπου του Lincoln, John Chedworth, ότι είναι μέλη μια μυστικής αδελφότητας με σκοπό την ανατροπή του Αντιχρίστου:
«Καθένας από τους κατηγορουμένους ομολόγησε δημόσια και παραδέχτηκε, ότι σε μια μυστική συνάντηση της σέκτας του είχε ορκιστεί δημόσια στη Βίβλο, ότι θα χρησιμοποιούσε όλη την πονηριά του για να φέρει στην σέκτα του όσους περισσότερους μπορούσε να πείσει και ότι δεν θ’ αποκάλυπτε ποτέ σε ξένους την ύπαρξη της σέκτας, ούτε τα ονόματα όσων ήταν μέλη αυτής, μέχρι να είναι αρκετοί (σ.σ. ή αρκετά δυνατοί) ώστε να καταστρέψουν τον Αντίχριστο[87] και όλους τους ακολούθους του˙ και αυτό θα γίνονταν στο κοντινό μέλλον, ισχυρίστηκε δημόσια ».
* * * * * *
[1] Η επιστολή γράφτηκε στις 22 Μαΐου του 1377 (Data Rome apud Sanctam Mariam Maiorem, undecimo kalendas Iunii, [pontificatus nostril] anno septimo) πριν το θάνατο του Εδουάρδου ΙΙΙ, αλλά δεν δημοσιεύτηκε πριν τις 18 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς, μετά την στέψη του διαδόχου του Ριχάρδου ΙΙ.
[2] Αναφέρεται σε μια εσώκλειστη λίστα 18 αιρετικών θέσεων του John Wyclif, τις οποίες ο ίδιος είχε παρουσιάσει (Responsio) στην σύνοδο του 1377 (βλ.σχ. κεφ. 8.7.5-6. Τις ονομάζει “conlusiones”. Η λίστα στο John. Taylor, Wendy R. Childs, Leslie Watkins (eds & trans), The St Albans Chronicle, Vol. I 1376-1394, The Chronica Majora of Thomas Walsingham, Oxford University Press 2003, pp. 199-210.
[3] Thomas Walsingham, Chronicon Angliae, ab anno Domini 1328 usque ad annum 1388, Actore Monacho quidam Sancti Albani, ed. Edward Maunde Thompson, (Roll Series 64) London 1874, p. 176: «Volumus igitur, et vestre fraternitati mandamus, quatinus carissimum in Christo filium, Edwardum regem Angliae illustrem, et dilectos filios, nobilem mulierem Iohannam principissam Aquitannie et Wallie, aliosque magnates de Anglia, et consiliarios regios, per vos et alios magistros et peritos in sacra pagina, non maculates huiuscemodi erroribus, set in fide sinceros et fervidos, studeatis facere plenarie informari, ac eis ostendi, quanda verecundia devote regno Anglie oriatur exinde, et quod non solum sunt ipse conclusions erronee in fide, set, si bene advertantur, innuunt omnem destruere piliciam». Αγγλική μετάφραση, John. Taylor, Wendy R. Childs, Leslie Watkins (eds & trans), The St Albans Chronicle, Vol. I 1376-1394, The Chronica Majora of Thomas Walsingham, Oxford University Press 2003, p. 181.
[4] Thomas Walsingham, Chronicon Angliae, ed. E. M. Thompson, p. 180: « Deus non potest dare homini, pro se et heredibus ‘suis in perpetuum, civile dominium’. Intelligo autrm civile dominium ut supra intellexi, dominacionem politicam et in perpetuum. Ut supra, sicut scriptura intelligit in beatidutine perpetuas mansions, tunc dixi primo, quod Deus de potencia ordinate non potest dare homini in perpetuum civile dominium. Dixi secundo, quod probabile videtur quod Deus, de potencia sua absoluta, non potest dare homni in perpetuum tale dominium, eo quod non potest, ‘ ut videtur, semper’ incarcerare sponsam suam in via, nec pro simper differre ultimum sue beatitudinis complementum». Αγγλική μετάφραση, The St Albans Chronicle, p. 201.
[5] Μεταφράζω το ex supposicione=εξ υποθέσεως και όχι «από την φύση του» (of its nature), όπως έχει η αγγλική μετάφραση, διότι δεν συμφωνεί με την οντολογία της φιλοσοφικής θεώρησης του Wyclif που θεωρεί το λάθος αφύσικο.
[6] Στο σημείο αυτό ακολουθώ επίσης κατά λέξη το λατινικό κείμενο και όχι την αγγλική μετάφραση που γράφει «when they speak of future sufferings»
[7] Thomas Walsingham, Chronicon Angliae, ed. E. M. Thompson, p. 180: «Multe carte humanitus adinuente de hereditate civili potential, sunt impossibiles. Ista veritas est incidens; non enim oportet catholicare omnes cartas, quia tunc non liceret auferre collate per cartas a quolibet iniuste occupant. Set hoc confirmato fide ecclesie, daretur caritatis occasion confidendi in temporalibus et peccandi licencia; sicut enim omne verum est necessarium, sic omne falsum est impossibile ex supposicione, ut patet testimonio scripture et sanctorum doctorum loquentium de necessitate futurorum». Αγγλική μετάφραση, The St Albans Chronicle, p. 201.
[8] Thomas Walsingham, Chronicon Angliae, ed. E. M. Thompson, p. 189-90: «Hic modo idem versipellis J[ohannes Wiclyff ponendo intellectum in suis nefandis propositionibus, ut dictum [est] favore et diligentia Londoniensium, delusit suos examinatores, episcopos desirit et devasit. Quae omnes, si simpliciter caperentur secundum modum quo ipse in scholis et in publicis praedicationibus eas protulit, haeretioam proculdubio sapient pravitatem. Non enim circumlocutionem aliquam eis immiscuit, quando eas laicorum auribus instillavit, sed nude et aperte, ut praescribuntur, eas docuit, captans per talia gratiam laicorum, qui libenter audiunt quae perversa sunt, praesipue tamen de ecclesia et personis ecclesiasticis; et libentius impelluntur ad dampna vel injurias inferenda religiosis et clericis, cum aliqua opportunitas se ingesserit, quae omnino exstat eis desirabilis et votiva». Αγγλική μετάφραση, The St Albans Chronicle, p. 213 (σε κάποια σημεία προτιμήθηκε η κατά λέξη μετάφραση και όχι η αγγλική).
[9] Thomas Walsingham, Chronicon Angliae, ed. E. M. Thompson, p. 184: «Quilibet existens in gracia gratificante finaliter nedum habet ius in rem, set pro suo tempore ius in re super omnia bona Dei. Patet ex fide scripture, Matthei vicesimo quarto; quia veritas promittit cuilibet intranti in gaudium suum, ‘Amen dico vobis, super omnia bona consttuet eum’. Ius enim communionis sanctorum in patria fundatur fundatur objective super universitatem bonorum Dei».
[10] Thomas Walsingham, Chronicon Angliae, ed. E. M. Thompson, p. 310-11.
[11] Ο. π. 320
[12] Chronicon Henrici Knighton, ed. & trans. G.H. Martin, Oxford 1995, vol.2 p. 242: «Hic habuit precursorem Iohannem Balle veluti Cristi Iohannem Baprtistam qui vias suas in talibus opinionibus preparavit et plurimos quoque doctrina sua ut dicitur pertubavit de quo superius mencionem feci».
[13] O. π. p. 210: «Sicque primo direxerunt aciem sue nequicie ad quondam villam archiepiscopi Cantuariensis, vocatam Maydestoke, in qua erat carcer dicti arciepiscopi, et in predicto carcare erat quidam Iohannes Balle, capellanus, qui predicator famosissimus habebatur apud laycos. Qui per plura retroacta tempora verbum Dei insipienter sparserat lollium cum tritico inmiscendo, laicis nimis placens et libertati iuris ecclessiastici et status quam maxime derogans atque multos errors in ecclesiam Cristi inter clerum et laycos execrabiliter introducens multis annis provinciam sic obnubulavit. Ob quam causam a clero fuerat auditus et de iure convictus atque in eodem carcere pro suo perpetuo mancipatus et adiudicatus. Dicti vero populares carcerem fregerunt, et eum extraxerunt, atque abire eum secum fecerunt, nam in archiepiscopum eum sublimare proposuerunt».
[14] Libellus magistri Johannis Wycclyff, quem porrexit Parljamento regis Ricardi contra statum ecclesiae, in Fasciculi zizaniorum, ed. W. W. Shirley, Roll Series London 1858, pp. 273-4.
[15] ο. π.: «et ibi confitebatur publice eis quod per biennium erat discipulus Wycclyff, et ab eo didicerat haereses quas docuit; ejus ortam haeresim de sacramento altaris, et alias per eum doctas publice praedicavit».
[16] Libellus magistri Johannis Wycclyff…, p. 274: «Qui etiam dixit quod erat certa comitiva de secta et doctrina Wycclyff, qui conspiraverant quondam confoederationem, et se ordinaverant cirquire totam Angliam praedicando praedicti Wycclyff materias quas docverat, ut sic simul tota Anglia consentiret suae perversae doctrinae».
[17] Rotuli Parliamentorum, ed. J. Strachey, London 1767-1777, vol. III pp.124-5.
[18] Concilia Magnae Britanniae et Hiberniae, ed. D. Wilkins, London 1737, vol. III pp. 158-9:
[19] Bishop Arundel’s Register, ανέκδοτο χειρόγραφο ff 41v-422r.
[20] The Sermons of Thomas Brinton, ed. M.A. Devlin, Camden 3rd Series 86 (1954), vol. 2 pp. 458-62.
[21] Fasciculi Zizaniorum,… p. 312. Σε επίσημο έγγραφο το όνομα εμφανίζεται σε επιστολή του επισκόπου Wakefield του Worcester με ημερομηνία 10 Αυγούστου 1387, Concilia Magnae Britanniae et Hiberniae,…, vol. III pp. 202-3: «Frequenti clamore ad aeternum damnati filii Antichristi discipuli et Machumetae fequases instigation diabolica conspirati in collegio illicit, et a jure reprobate, nomine seu ritu Lollardorum confoederati…».
[22] Fasciculi Zizaniorum, p. 273: «Omissum est superius unum quod est notatione dignum, quod tanta division facta est ubique, et dissension in Anglia per Johannem Wycclyff, et suos complices, ut etiam eorum praedicationibus timebant catholici novam esse futuram insurrectionem contra dominos et ecclesiam».
[23] Adam de Usk ( Ουαλικά Adda o Frynbuga, 1352-1430), Ουαλός ιερέας και χρονογράφος.
[24] Chronicon Adae de Usk, A.D. 1377-1421, ed.& trans. E. M. Thompson Oxford 1904 (2nd ed.), p.3: «Cujus magistri Johannis, ut Machomdus, discipuli, potentibus et divitibus placabilia, decimarum scilicet et oblacionum retencionem, ac temporalium a clero ablacionem, juvenibusque incontinenciam, meritorias existere predicando, multas clades, insidias, rixas et contenciones et sediciones, adhuc durantes et, ut timeo, usque ad regni confusionem duraturas, nefandissime seminarunt. Unde, in pluribus regni partibus, et precipue Londonia et Bristolia, velud Judei ad montem Oreb, propter vitulum confatilem, mutuo in se reverentes, xxiiJ. milium de suis miserabilem pacientes casum merito doluerunt. Anglici inter se de fide antiqua et nova altercantes omni die sunt in puncto quasi mutuo ruinam et sedicionem inferendi». Αγγλική μετάφραση στο ίδιο σ. 141.
[25] Rotuli Parliamentorum, ed. J. Strachey, London 1767-1777, vol. III p. 651: «Qui quidem nuper Rex habita inde matura et pleniori deliberace cum Consilio suo, clare considerans Bullam […] fore impetratam in prejudicium Corone sue, ac Legum et Consuetudinum Regni sui enervationem, et in Hereticor’ et Lollardor’ ac Homicidar’ et alior’ malefactorum favorem et audaciam;»
[26] Rotuli Parliamentorum, ed. J. Strachey, London 1767-1777, vol. IV pp. 113-4: «de l’opinion des Lollardes, Traitours et Rebelx».
[27] Rotuli Parliamentorum, ed. J. Strachey, London 1767-1777, vol. IV p. 292.
[28] Public Record Office E.403/700, m.11.
[29] Epistola 93 XII, στη σειρά Post-Nicene Fathers, series 1 vol. 1 p.400
[30] Ανέκδοτο χειρόγραφο πριν το 1389 αναφέρει τα εξής: «rigt as water holding hymsilf hool in receyvyng of fier quenchith it, so seculer power igove to the clergie… distruyith seculer lordis, & most gendrith dyvycioun in the puple & stirith to arise agen’ her lordis…» χειρόγραφο του Βρετανικού Μουσείου M.S. 24202, f.5v, Βλ. Σχ. Margaret Aston, Lollardy and Sedition: 1382-1431, στο συλλογικό, Lollards and Reformers, eds. Fiona Somerset, Jill C. Havens, Derrick G. Pitard, The Boydell Press Suffolk 200 , p. 10 n.31.
[31] Fasciculus Rerum Expetendarum et Fugiendarum, ed. B. Brown, (αναθεώρηση της έκδοσης του 1535 του Ortuinus Gratius) London 1690, vol. I p. 231: «ergo populares possunt à regibus, ducibus et superioribus in potestate laicali licitè auferre possessions eorum et dignitates, quandocunq habitualiter deliquerint».
[32] Rogeri Dymmok Liber Contra XII Errores et hereses Lollardorum, ed. H. S. Cronin, Wyclif Sosciety 1922, pp. 13, 27-8
[33] Ακριβώς αυτό έγινε στις χώρες που επικράτησε ο κομμουνισμός.
[34] Rogeri Dymmok Liber Contra XII Errores…, p. 177.
[35] Chronicon Angliae, …, pp. 320-1: «Docuit nempe plebem decimas non esse dandas curato, nisi is qui daturus esset foret ditior quam vicarious qui acciperet, sive rector. Docuit etiam decimas et oblations subtrahendas curatis, si conseret subjectum aut parochianum melioris vitae fore qua curatum suum».
[36] Fasciculi Zizaniorum, pp. 280-1.
[37] The English Works of Wyclif, ed. F. D. Matthew, EETS o.s 74, London 1902 (2nd ed.), p.229: «But yit summe men that ben out of charite sclaundren pore prestis with this errour, that servauntis or tenauntis may lawefully withholde rentis & servyce fro here lordis whanne lordis ben opynly wicked in here lyvynge. & thei maken this false lesyngis upon pore prestis to make lordis to hate hem… & this is feyned word of antichristis clerkis that, yif sugetis may leffuly withdrawe tithes & offryngis fro curatis that openly liven in lecherie or grete othere synnes & don not here office, than servauntis & tenauntis may withdrawe here service & rentis fro here lordis that liven openly a cursed lif».
[38] The Sermons of Thomas Brinton, ed. M.A. Devlin, Camden 3rd Series 85 (1954), vol.1 p.111.
[39] Αναλυτικά η περιγραφή του σχήματος και οι αλλαγές της κοινωνικής διάταξης στο Paul Strohm, The Social Chaucer, Harvard 1989, pp. 1-23.
[40] Political Poems and Songs, ed. T. Wright, Roll Series London 1859, vol. I p.
[41] The English Works of Wyclif, ed. F. D. Matthew, p. 238: « & sit generally in clerkis regnit most gile, for thei disceyuen men bi here veyn preieris & pardons & indulgensis».
[42] The English Works of Wyclif, ed. F. D. Matthew, p. 167. Επίσης στο The Order of Priesthood, (ο.π. p.238) οι ιερείς είναι «more worldly & vicious than the comune peple, that bi hem hem then peple takith asaumple & bolnesse in synne».
[43] The Sermon of William Taylor, in Two Wycliffite Texts, p. 442.
[44] Lollard Sermons, ed. Gloria Cigman, EETS o.s. 294 Oxford 1989, p. 214: «bere vp and susteyne the othere tweie parties of the cirche, that is knyghtes and clerkis».
[45] Select English Works of John Wyclif, vol. 3 p. 474: «Jesus Christ hade not by worldly lordschipe whereupon he shuld bowe his heved».
[46] English Wycliffite Sermons, ed. Anne Hudson, Oxford: Clarendon Press 1983, vol. 1 p.439 & The English Works of Wyclif, ed. F. D. Matthew, EETS o.s 74, London 1902 (2nd ed.), p. 149, 151.
[47] English Wycliffite Sermons, vol. 1 p.438.
[48] The English Works of Wyclif, ed. F. D. Matthew, p. 104, 110, 319.
[49] The English Works of Wyclif, ed. F. D. Matthew, p. 253.
[50] The English Works of Wyclif, ed. F. D. Matthew, p. 161.
[51] The English Works of Wyclif, ed. F. D. Matthew, p. 156, 165-6, 243.
[52] The English Works of Wyclif, ed. F. D. Matthew, p. 152, 165-6, 182, 267-8.
[53] The English Works of Wyclif, ed. F. D. Matthew, p. 134, 182.
[54] The English Works of Wyclif, ed. F. D. Matthew, p. 194.
[55] Selections from English Wycliffite Writings, ed. Anne Hudson, Cambridge University Press 1978, p. 16: «that ther schulde be bot oo degree alone of the presthod in the chirche of God, and euery good man is a prest and hath power to preche the word of God».
[56] Βλ. κεφ. 8.10.5 και την εκεί παραπομπή.
[57] The English Works of Wyclif, ed. F. D. Matthew, p. 333.
[58] De Officio Pastorali, p. 33.
[59] Margaret Aston, Lollardy and Sedition, p.15.
[60] Fasciculi Zizaniorum p. 402: «omnis homo sanctus et praedestinatus ad vitam aeternam, etiam si sit laicus, est verus presbyter et sacerdos ordinates a Deo ad ministrandum omnia sacramenta necessaria hominibus ad salute licet nullus alius episcopus unquam ei manus imponat».
[61] Historia Anglicana, ed. H. T. Riley, Roll Series London 1864, vol. II p. 188: «Lollardi, sequaces Johannis Wiclef, per idem tempus in errorem suum plurimos seduxerunt, et tantam praesumpserunt audaciam, ut eorum presbyteri, more pontificum, novos crearent presbyteros, asserentes, ut frequenter supra retulimus, quemlibet sacerdotam tantam consecutum potestatem ligandi atque solvendi, et caetera ecclesiastica mnistrandi, quantam ipse Papa dat, vel dare potest; practizaverunt autem istam perfidiam in Diocesi Sarum. Et qui taliter ordinate sun tab haereticis, sibi cuncta licere putantes, Missas celebrare, divina tractare, et Sacramenta conferre, minime timuerunt. Prodita est haec nequitia per quemdam ab eis ordinatum, qui, stimulates conscientia, Episcopo Sarum confessus est errorem, apud manerium suum de Sunnyng».
[62] Thomas Walsingham, Historia Anglicana, ed. H. T. Riley, Roll Series London 1864, vol. II p. 307: «Nec multo post captus est quidam inveteratus Lollardus, Willelmus Cleydone, qui in tantam dementiam ruerat confidential suae sectaem ut etiam filium proprium sacerdotem constitueret, et Missam celebrare faceret in domo sua, die quo conjux ejus, a puerperio surgens, purganda ad ecclesiam processisset. Hic ergo captus, examinatus, legitimque convictus de haeresi, Londoniis est combustus».
[63] Rogeri Dymmok Liber, pp. 89-92.
[64] Αποφεύγεται ο όρος χριστιανοκομμουνισμός, επειδή δεν μπορεί να εννοηθεί ο,τιδήποτε χριστιανικό να προέρχεται από αίρεση.
[65] Το 1707 με την ένωση Αγγλίας και Σκωτίας γίνεται House of Commons of Great Britain, και το 1801 με την ένωση Μεγ. Βρετανίας και Ιρλανδίας γίνεται House of Commons of United Kingdom.
[66] Σύντομη βιογραφία και συζήτηση κάθε μιας από τις περιπτώσεις στα William T. Waugh, The Lollards Knights, Scottish Historical Review 11 (1914), pp. 55-92. K. B. McFarlane, John Wycliffe and the Beginning of English Noncomformity, London 1952, pp. 145-7.
[67] Chronicon Henrici Knighton, ed. & trans. G.H. Martin, Oxford 1995, vol.2 p. 159.
[68] Thomas Walsingham, Chronicon Angliae, ed. E. M. Thompson, p. 377.
[69] Annales Ricardi secundi et Henrici quarti, ed. H. T. Riley, Roll Series London 1886, p. 173.
[70] ο. π. 290.
[71] ο. π. 391.
[72] Thomas Walsingham, Historia Anglicana, vol. II p. 282-3: «Excellentissimo Domino nostro Regi, et omnibus Proceribus in praesenti Parliamento constitutes, omnes communes fideles demonstrant humiliter, dicentes veraciter, quod Dominus noster Rex potest habere de bonis temporalibus per Episcopos et Abbates, ac Priores, occupatis ac superbe vastatis in regno, quindecim Comites, mille quingentos milites, sex millia ducentos armigeros, et centum xenodochia, plura quam ninc sunt, bene et fideliter sustentata de terris et tenementis nunc inutiliter et superbe vastatis».
[73] Τα περισσότερα ιστορικά στοιχεία αυτού του κεφαλαίου είναι παρμένα από το W. T. Waugh, Sir John Oldcastle, English Historical Review 20 (1905), pp.434κ.ε , 637 κ.ε.
[74] Johan Loserth, Hus und Wiclif: Zur Genesis der Husitischen Lehre, Leipzig 1884 & Über die Beziehungen zwischen englischen und bömischen Wiclifiten, in Mittheilungen des Instituts für österreichische Geschichtsforschung 12 (1891), 254 ff.
[75] Η επιστολή εκδόθηκε στο Johan Loserth, Mittheilungen des Instituts 12, p. 266.
[76] Βλ. Σχ. W. T. Waugh, Sir John Oldcastle, English Historical Review 20 (1905), pp. 444-5.
[77] Thomas Walsingham, Historia Anglicana, vol. II p. 297.
[78] Rutulus Patens I Henrici V (22 Feb. 1414) membrane 22.
[79] Για τους στόχους της εξέγερσης και παραπομπές στις πηγές βλ. Margaret Aston, Lollardy and Sedition, p.25 & W. T. Waugh, Sir John Oldcastle, p. 649.
[80] The Register of Henry Chichele, Archbishop of Canterbury, 1414-1443, ed. Ernest Fraser Jacob, Clarendon Press 1947, v. IV pp. 297-301, αναφέρονται τριάντα συλλήψεις.
[81] ,The Register of Henry Chichele, Archbishop of Canterbury, 1414-1443, ed. Ernest Fraser Jacob, Clarendon Press 1945, v.3 p. 202.
[82] The Register of Henry Chichele, v.3 p.111.
[83] The Register of Henry Chichele, v.3 p. 169.
[84] Margaret Aston, Lollardy and Sedition, p.34.
[85] Ο. π.
[86] Alexander Lawrie (Sir David Brewster), The History of Freemasonry, Drawn from Authentic Sources of Information, Edinburgh 1804, p. 88 ff.
[87] Λίγο προηγουμένως είχε δηλώσει ότι αντίχριστος είναι ο πάπας, ακόλουθοί του αντιχρίστου οι ιερείς και όλοι όσοι είναι μέλη των εκκλησιαστικών ταγμάτων, δαίμονες ενσαρκωμένοι (Item, quod papa est antichristus, et sacerdotes sunt eius discipuli, et omnes ordinati sunt diaboli incarnati).
[88] Lincoln Diocese Documents, 1450-1544, ed. A. Clark, Early English Texts Society, Original Series No 149 (1914), p.92: «Item, uterque eorum, ut premittitur, publice recognouit et fatebatur, coram non paucis in eorum secta confederatis, eorum uterque super liber corporale prestitit iuramentum quod exactissimam faceret diligenciam quotquot ad hoc mouere possent eos ad eorum sectam simper inducer conarentur, Et quod nullus eorum sectam seu sequaces eiusdem nemini, nisi de eorum secta, quoquo modo revelaret, quad sufficientes existere possent ad destruendum antichristum predictum et eius discipulos universus; quodque in brevi futurum esse putare se uterque publice fatebatur».
(Πηγή: «Λολλάρδοι Β’ - Αίρεση και κοινωνία», .», Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου https://www.impantokratoros.gr/486515CB.el.aspx )
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου https://www.impantokratoros.gr/0B2EA715.el.aspx