Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
7.3 Οι Καθαροί Γ’ Μέρος - Οι Καθαροί της Languedoc
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο Καθαρισμός γνώρισε μια αξιοσημείωτη ανάπτυξη στην περιοχή της Νότιας Γαλλίας. Στο κεφάλαιο αυτό θα προσπαθήσουμε ν’ ανιχνεύσουμε τους λόγους, την πορεία των ιστορικών γεγονότων. Εξαιτίας της εξέλιξης του φαινομένου η παπική εκκλησία έδειξε ιδιαίτερη σκληρότητα στην αντιμετώπισή του. Θα περιγράψουμε τα μέτρα που πήρε καθώς και τα γεγονότα που αποτελούν μέρος της αντίδρασης αυτής. Τέλος, θα παρακολουθήσουμε την κατάπνιξη των Καθαρών που ήρθε ως αποτέλεσμα της αντίδρασης του παπισμού.
Τα τρία πρώτα κεφάλαια παρέχουν γενικές γνώσεις γι’ αυτό και αποφεύχθηκαν οι παραπομπές. Παρέχεται βιβλιογραφία. Στο πρώτο δίνονται γενικές γνώσεις για την Languedoc με έμφαση στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιοχής που βοήθησαν στην ανάπτυξη της αίρεσης. Στο ίδιο κεφάλαιο θα βρει ο αναγνώστης την ρίζα του σύγχρονου φεμινισμού. Το δεύτερο κεφάλαιο εξετάζει την ιστορία της τοπικής αριστοκρατίας με σκοπό την εξοικείωση με μερικούς από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας των Καθαρών. Στο τρίτο κεφάλαιο αναπτύσσεται η πολιτική θεωρία της φεουδαρχικής αριστοκρατίας, ώστε να μπορέσει ν’ αντιληφθεί ο αναγνώστης το πώς την εκμεταλλεύτηκαν οι Καθαροί για να προβάλλουν τους γνωστικούς μύθους τους για την Αγία Μαρία την Μαγδαληνή, μύθοι που επαναλαμβάνονται από την Νέα Εποχή μέσω των έργων του Νίκου Καζαντζάκη και των θεωριών συνομωσίας του Dan Brown και σχετίζονται με το νεοεποχίτικο κίνημα Sang Real.
Τα επόμενα κεφάλαια είναι καθαρά ιστορικά. Αρχικά εξετάζεται η εμφάνιση των Καθαρών στην περιοχή. Σημαντικά στοιχεία καθορίζουν την αντίδραση της παπικής "εκκλησίας" και διαμορφώνουν ακόμη περισσότερο τις εξελίξεις στους κόλπους της με την διαμόρφωση των μοναχικών ταγμάτων των Δομινικανών και των Φραγκισκανών. Κεντρική θέση στην ιστορία των Καθαρών κατέχει η Αλβηγινική εκστρατεία, η οποία, όπως αποδεικνύεται από τα γεγονότα, ήταν ουσιαστικά η κατάκτηση της Languedoc από τους Φράγκους και η υπαγωγή της στο κράτος τους. Με την φραγκοκρατία έρχεται και ο επίλογος μιας περιοχής, η οποία ήταν η μοναδική συνέχεια της Ρωμηοσύνης στη Δύση. Μάλιστα η Γαλλική Επανάσταση χαρακτηρίστηκε από τους πρώτους Γάλλους δημοκρατικούς ιστορικούς, ως η ρεβάνς των Γαλατο-Ρωμαίων, άποψη που έφθασε και στην ελληνική διανόηση από το περισπούδαστο έργο του καθηγητή Ι. Ρωμανίδη. Η εκ νέου επιβολή της φραγκοκρατίας στην Γαλλία από τον Βοναπάρτη, έθεσε την άποψη αυτή στο περιθώριο, χωρίς ωστόσο να την αναιρέσει ποτέ.
Σημαντικό και αναπόσπαστο κεφάλαιο στην ιστορία των Καθαρών είναι η δημιουργία της Ιεράς Εξέτασης. Παρακολουθούμε τα πρώτα βήματά της, τις μεθόδους της, τις αντιδράσεις εναντίον της, τις ζυμώσεις που οδήγησαν στην επικράτησή της, τα αποτελέσματα που έφερε. Συνάρτηση της δράσης της είναι το πέρασμα των Καθαρών στην σκιά της κοινωνίας. Θα δούμε τον τρόπο της μετάβαση και της δράσης μιας σκοτεινής κοινωνίας, που προϊδεάζει την ίδρυση των μυστικών εταιρειών. Δεν πρόκειται για μια ακόμη θεωρία συνομωσίας. Δεν προχωράμε σε υποθέσεις. Εξετάζουμε αναμφισβήτητα ιστορικά στοιχεία και μέσω αυτών καταρρίπτονται οι θεωρίες συνομωσίας και οι σχετικοί μύθοι. Ταυτόχρονα εξετάζονται προεκτάσεις της σκοτεινής δράσης στη σύγχρονη εποχή, καταρρίπτονται σύγχρονοι μύθοι, όπως τα έργα του Καζαντζάκη και του Dan Brown. Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι οι δυο αυτοί παραμυθολόγοι δεν δημιούργησαν νέες ιδέες, αλλά μετέφεραν μεσαιωνικές αιρετικές απόψεις στην σύγχρονη εποχή κατά το πνεύμα και τις επιταγές της Νέας Εποχής.
Οι σχετικές μαρτυρίες στο τέλος του ιστορικού τμήματος δεν μαρτυρούν το τέλος του Καθαρισμού, αλλά την μετάβασή του σε μια νέα underground κατάσταση, με σκοπό την επιβίωσή του. Τι ακριβώς είναι αυτή η κατάσταση και πως μπορεί να εξιχνιαστεί θα είναι το αντικείμενο επόμενων ενοτήτων αυτής της έρευνας.
7.3.1 Ιστορικο-γεωγραφικά της Languedoc[1]
Η Languedoc ήταν γνωστή ως Νότια Γαλατία ήδη από την εποχή των Ρωμαίων το 200 π.Χ. Τον ΙΒ’ αι. κάλυπτε την περιοχή από τις Άλπεις στα ανατολικά, μέχρι τα Πυρηναία στα δυτικά και την Γασκώνη μέχρι τις ακτές του Ατλαντικού. Περιελάμβανε έτσι και την Προβηγκία, περιοχή που σήμερα θεωρείτε εκτός συνόρων.Η Languedoc γνωστή και ως Οξιτανία (Occitania) δεν ήταν διοικητική περιφέρεια. Τα όριά της καθορίζονται μόνο από γλωσσολογικά κριτήρια, είναι η χώρα του Oc σε αντιδιαστολή με τον Βορρά, την χώρα του Oil.
Στις δυτικές ακτές της Μεσογείου υπήρχε εγκατεστημένη πολυπληθής ιουδαϊκή κοινότητα, στην περιοχή που ονομάστηκε Σεπτιμανία, ήδη από την εποχή της ρωμαϊκής διοίκησης. Η περιοχή αυτή εκτείνονταν στα βόρεια μέχρι την Béziers και νότια μέχρι την Βαρκελώνη. Η Ναρβόννη λιμάνι με πυκνή εμπορική κίνηση εντός των ορίων της Σεπτιμανίας εξελίχθηκε από νωρίς σε εμπορικό κέντρο. Οι Ιουδαίοι έφθασαν ως πρόσφυγες στην περιοχή μετά την καταστροφή του δεύτερου ναού το 70 μ.Χ. Στον τόπο αυτό βρήκαν μοναδικές ευκαιρίες για την ανάπτυξη του εμπορίου. Η Σεπτιμανία παρέμενε ανεξάρτητη μέχρι τον Ι’ αι. οπότε και εντάχθηκε στα φέουδα της τοπικής αριστοκρατίας, αποτελώντας έτσι μέρος της Languedoc.
Με την διάλυση της δυτικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η Σεπτιμανία περιήλθε στην κυριαρχία των Βησιγότθων, την στιγμή που στην υπόλοιπη Languedoc, αναδείχθηκαν τοπικοί ρωμαίοι ηγεμόνες, οι οποίοι κατάφεραν να διατηρήσουν κάποιες περιφέρειες ανεξάρτητες από τα βαρβαρικά βασίλεια που προέκυψαν. Ισορροπώντας μεταξύ Βησιγότθων και Φράγκων κατάφεραν να κρατήσουν την ανεξαρτησία τους μέχρι την εποχή της μουσουλμανικής κατάκτησης της Ισπανίας. Στην συνέχεια, εκμεταλλευόμενοι την νέα κατάσταση που προέκυψε πέρασαν σε μια κατάσταση ημιαυτονομίας, διατηρώντας σχέσεις εξάρτησης με τους Καρολίδες. Όταν και αυτή η δυναστεία κατέρρευσε δεν αισθάνθηκαν υποχρεωμένοι να δηλώσουν υποταγή στους νέους βασιλείς της Φραγκίας (Καπετίδες), πολύ δε περισσότερο στην Ρώμη, μετά την κατάληψη του πατριαρχείου από τους Φράγκους. Ούτε ο βασιλιάς των Φράγκων, ούτε ο πάπας είχαν δικαίωμα λόγου στα τεκταινόμενα της περιοχής.
Οι Ιουδαίοι της Σεπτιμανίας είχαν ιδιαίτερα προνόμια, από την εποχή των Βησιγότθων. Ενδεχομένως, ο πλούτος των εμπορικών δραστηριοτήτων τους ήταν αρκετός για να πείσει τους Βησιγότθους βασιλείς, ότι δεν έπρεπε να διώκουν μια ακμάζουσα οικονομική κοινότητα. Το ίδιο συνεχίσθηκε και από την διάδοχη κατάσταση. Την στιγμή που οι Ιουδαίοι διώκονταν σε οποιαδήποτε περιοχή της Ευρώπης, στην Σεπτιμανία παρέμεναν στο απυρόβλητο. Εκτός αυτού, είχαν εξασφαλίσει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Το θέμα αυτό ήταν αγκάθι στις σχέσεις των τοπικών ηγεμόνων με την Ρώμη. Ο Καρολίδης Πεπίνος ο Βραχύς (752-768) έδωσε μεγάλες δωρεές σε γη, στους Ιουδαίους της Σεπτιμανίας, επειδή αυτοί τον βοήθησαν στην κατάκτηση της Ναρβόννης και την απόσπαση της από τους Μουσουλμάνους το 759.
Δεν υπάρχει κάποια ημερομηνία για το πότε δημιουργήθηκε η περιφέρεια της Languedoc. Διαμορφώθηκε σταδιακά μέσα από τις σχέσεις και την δραστηριότητα, όλων των τοπικών φορέων, πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών. Ενώ στον Βορρά η Φραγκία, δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα του αυστηρού πολιτικο-στρατιωτικού κατεστημένου, που ονομάζεται φεουδαρχία, με την τήρηση κάποιων μιλιταριστικών κωδίκων υποχρέωσης και δεσποτικών δικαιωμάτων, σε ένα πυραμιδικό ιεραρχικό σύστημα με ακρογωνιαίο λίθο τον βασιλιά, στον Νότο οι επαρχίες εξελίχθηκαν μέσα από τις σχέσεις καλής γειτονίας και αμοιβαίου συμφέροντος μεταξύ των μελών της τοπικής ηγεμονίας για την διατήρηση του υπάρχοντος status quo, και τις παραγωγικές-εμπορικές και συναφείς οικονομικές δραστηριότητες που καθόρισαν τις σχέσεις με τους γείτονες. Αναγκαστικά η ευμάρεια γέννησε μια ευκατάστατη αστική τάξη που συμμετείχε στην πολιτική του ΙΑ’& ΙΒ’ αι. παράλληλα με την αριστοκρατία που συνέχιζε να έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Ο όρος Languedoc ως σημαντικός της περιφέρειας αυτής χρονολογείται μετά την Αλβιγηνική εκστρατεία, δηλ. από το 1229 και μετά. Τον χρησιμοποίησαν οι αξιωματούχοι του Φράγκου βασιλιά για να καθορίσουν την περιοχή που κατέκτησαν, η οποία ήταν, βέβαια, μικρότερη από την χώρα που κάλυπτε η γλωσσολογική διαφοροποίηση. Από τους λογοτέχνες της περιόδου πρώτος χρησιμοποιεί αυτό το όνομα ο Δάντης (1265-1321). Ο όρος «Προβηγκία» ήταν σε χρήση ήδη από την ρωμαϊκή περίοδο. Ωστόσο αναφέρονταν σε μικρότερο τμήμα, το ανατολικό της χώρας. Οι Ρωμαίοι καλούσαν την επαρχία αυτή Provincia Narbonnenese. Ο όρος Provençal ως σημαντικός της γλώσσας ανάγεται στον ΙΣΤ’ αι. Οι ίδιοι οι κάτοικοι πίστευαν ότι μιλούσαν ρωμαίικα όχι Provençal. Διαχώριζαν τον εαυτό τους από την υπόλοιπη επικράτεια όπου κυριαρχούσαν τα λατινικά. Άλλα ονόματα της περιοχής ήταν «Οξιτανία» (Occitania) ή Midi.
Η καθομιλουμένη ήταν τα ρωμαίικα, κατά την ομολογία των ίδιων των κατοίκων. Ήταν συγγενέστερη στη γλώσσα των Καταλανών και την καθομιλουμένη της Καστίλλης. Δεν είχε σχέση με τα φράγκικα που χρησιμοποιούνταν στον Βορρά. Ένας έμπορος από την Ναρβόννη μπορούσε άνετα να δραστηριοποιείται και να επικοινωνεί στην Βαρκελώνη. Στο Παρίσι θα χρειαζόταν διερμηνέα. Η γλωσσική διαφοροποίηση, αν και δεν ήταν απαγορευτική, δημιούργησε σύνορα Βορρά και Νότου.
Η Languedoc δεν είχε βασιλιά και η αριστοκρατία της δεν ήταν υποταγμένη στον βασιλιά της Φραγκίας. Διοικητικά χωριζόταν σε τρία μεγάλα φέουδα. Η κομητεία της Τουλούζης ήταν το μεγαλύτερο φέουδο. Ο κόμης είχε την αυλή του στον Saint Gilles (Άγιος Αιγίδιος), ανατολικά της Τουλούζης. Η δεύτερη μεγαλύτερη χωροδεσποτεία ανήκε στην οικογένεια των Trencavel. Το όνομα στην Οξιτανική σημαίνει καρυοθραύστης και ενδεχομένως να ήταν αρχικά υποκοριστικό. Η οικογένεια αυτή κατείχε τις πόλεις Carcassonne και Ναρβόννη με την περικείμενη χώρα. Σε κάποιες περιόδους είχαν την κυριότητα (lordship) των Albi, Béziers, Nîmes και Agde, αλλά ποτέ δεν κατάφεραν να λάβουν τον τίτλο του κόμη. Οι ιδιοκτησία τους αν και μικρότερη σε έκταση από αυτήν του κόμη της Τουλούζης, είχε στρατηγικότερη σημασία, καθώς ήταν τοποθετημένη στο κέντρο της χώρας. Αφενός, είχαν περισσότερους γείτονες να προσέχουν, αφετέρου, είχαν περισσότερες ευκαιρίες για συμμαχία. Στα δυτικά της Carcassonne υπήρχε η κομητεία της Foix, η οποία εκτείνονταν μέχρι τις νότιες επαρχίες των Πυρηναίων. Εκεί συναντούσε το βασίλειο της Αραγονίας, το οποίο είχε συσταθεί από την ένωση της κομητείας της Βαρκελώνης και το πριγκιπάτο της Αραγονίας, ως αποτέλεσμα δυναστικού γάμου του Ramon Berenguer III και της ανήλικης Πετρονίλας της Αραγονίας, το 1137. Έκτοτε υπήρχε μια συνεχής διαμάχη με την κομητεία της Τουλούζης για τον έλεγχο ολόκληρης της Προβηγκίας. Όλες αυτές οι οικογένειες ενεπλάκησαν στην Αλβιγηνική εκστρατεία, έναν αιματηρό πόλεμο για την κατάκτηση γης και τίτλων, για την επέκταση της επιρροής κοσμικών και εκκλησιαστικών αρχών σε μια περιοχή, που μέχρι τότε ήταν αυτόνομη. Τα περί εξάλειψης της αίρεσης δεν ήταν τίποτα παραπάνω από τους συνηθισμένους φανφαρονισμούς, τα προσχήματα για την κάλυψη της βαρβαρικής δίψας για την επέκταση της εξουσίας, για την κατάκτηση νέας γης, για τον ίδιο τον πόλεμο.
Δύο ακόμη χαρακτηριστικά του φεουδαρχικού συστήματος συντελούσαν στην διαμόρφωση της ιδιομορφίας της Languedoc. Το πρώτο είναι ότι οι επίσκοποι των πόλεων ήταν μέλη της άρχουσας οικογένειας, συνήθως κάποιος μικρότερος αδερφός. Για παράδειγμα στην επικράτεια του οίκου των Trencavel, από την εποχή του Ato II υποκόμη της Albi (Ι’ αι.), ο μικρότερος γιος της οικογένειας ονομαζόταν πάντα Φροτάριος (Frotaire) και διορίζονταν επίσκοπος της ίδιας πόλης. Έτσι οι επίσκοποι των τοπικών εκκλησιών της Languedoc, μεγαλοϊδιοκτήτες και οι ίδιοι, ένιωθαν περισσότερο δεμένοι με τους δικούς τους οίκους παρά με την Ρώμη. Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε με ασφάλεια, ότι ο πάπας δεν είχε καμιά επιρροή στα εκεί εκκλησιαστικά θέματα. Υπήρχε, φυσικά συνεργασία εκκλησιαστικών και κοσμικών αρχών, αλλά όχι με την Ρώμη. Όσο οι πάπες ήταν απασχολημένοι με την επιβολή της εξουσίας τους στην υπόλοιπη Ευρώπη, η Languedoc διήγε εκκλησιαστικό βίο ήσυχο. Κάποια στιγμή, όμως, όπως ήταν αναμενόμενο, οι πάπες αποφάσισαν ότι ήρθε η ώρα, ν’ ασχοληθούν με τις ανυπότακτες επισκοπές της νότιας Γαλλίας, δεδομένου ότι στον Βορρά ο βασιλιάς της Φραγκίας ήταν ο απόλυτα πιστός συνεργάτης, το υπάκουο τέκνο της Ρώμης.
Το δεύτερο τοπικό χαρακτηριστικό είχε σχέση με το εθιμικό δίκαιο της περιοχής. Ενώ στην υπόλοιπη φεουδαρχική Ευρώπη, μόνος κληρονόμος της ιδιοκτησίας της οικογένειας ήταν ο πρωτότοκος (primogeniture), γεγονός που οδηγούσε τους υπόλοιπους απογόνους στο κυνήγι και την κατάκτηση νέων εδαφών για την απόκτηση τίτλων, με αποτέλεσμα την ιμπεριαλιστική μιλιταριστική πολιτική της Δύσης, στην Languedoc η κληρονομιά μοιραζόταν σε όλα τα παιδιά της οικογένειας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα στα εδάφη ενός οίκου να δημιουργούνται συνεχώς νέες κυριότητες και συνεπώς τα φέουδα να διασπώνται. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρήθηκε και στις γαίες της εκκλησίας. Ο επίσκοπος ως ουσιαστικός ιδιοκτήτης της εκκλησιαστικής περιουσίας είχε απογόνους σε πολλές περιπτώσεις. Η ιδιοκτησία του, δηλ. η εκκλησιαστική περιουσία μοιραζόταν σε αυτούς και αυτό εξόργιζε ακόμη περισσότερο την Ρώμη. Βέβαια, οι απώλειες αυτές αντισταθμίζονταν από νέες δωρεές, αλλά το αντίκτυπο στον ψυχισμό των πιστών ήταν αρνητικό. Έτσι οι αντικληρικαλιστικές αιρέσεις έβρισκαν γόνιμο έδαφος για ν’ αναπτυχθούν, σε επίπεδο ρητορείας τουλάχιστον. Ωστόσο, σε επίπεδο ακτιβισμού ενάντια στην τοπική εκκλησία, δεν υπήρξαν αντιδραστικές ενέργειες για λόγους που θα εξηγηθούν παρακάτω.
Το τοπικό εθιμικό κληρονομικό δίκαιο είχε μία ακόμη παράμετρο. Δικαιώματα επί της κληρονομιάς είχαν και οι θηλυκοί απόγονοι, σε αντίθεση και πάλι με την υπόλοιπη φεουδαρχική Ευρώπη, όπου οι σύζυγοι και οι κόρες δεν μπορούσαν σε καμιά περίπτωση να κληρονομήσουν τον θανόντα, ακόμη και αν δεν υπήρχαν άρρενες απόγονοι. Ο αποκλεισμός των θηλυκών απογόνων από την κληρονομιά (agnatic primogeniture) είχε την νομική βάση του στον Σαλικό Νόμο των Φράγκων και εφαρμόζονταν στις περιοχές που ίσχυε ο νόμος αυτός, ακόμη και μετά την Νορμανδική κατάκτηση. Μάλιστα και οι Νορμανδοί είχαν το ίδιο κληρονομικό δίκαιο.
Η διαφορά αυτή στο κληρονομικό δίκαιο καθόρισε σε κάποιες περιπτώσεις τα πολιτικά ζητήματα, αλλά κυρίως διαμόρφωσε νέες κοινωνικές συμπεριφορές, σχηματοποίησε κοινωνικές νόρμες, τις οποίες εκμεταλλεύτηκαν έξυπνα οι αιρετικοί, τις ενσωμάτωσαν στις πρακτικές τους, και θα μπορούσε να πει κανείς ότι μονοπώλησαν την μετέπειτα διάδοσή τους. Σε επίπεδο πολιτικής, η δυνατότητα των θηλυκών τέκνων των ευγενών οίκων να κληρονομούν μέρος της περιουσίας εντατικοποίησε την πολυδιάσπαση των φέουδων, αλλά στην εξέλιξη της τοπικής πολιτικής δεν ήταν τίποτα αξεπέραστα, παρά μόνο ένας κανόνας παραπάνω, τον οποίο έπρεπε να έχει υπόψη του ο επικυρίαρχος. Τα κληρονομικά ήταν εμπράγματα δικαιώματα και μπορούσαν να τεθούν σε αγοραπωλησία.
Σημαντικότερη συνέπεια είχε ο νόμος στην διαμόρφωση της κοινωνίας. Οι αστικές κοινωνίες της Languedoc ήταν κοινωνίες εμπόρων. Με τον θάνατο του άνδρα, τόσο την περιουσία του όσο και την επιχείρηση μπορούσε να τα κληρονομήσει η χήρα ή η κόρη και να ασκήσουν αυτές τις εμπορικές δραστηριότητες, όταν δεν υπήρχε άρρεν απόγονος. Το φαινόμενο αυτό βρέθηκε σε έξαρση την περίοδο της αλβιγηνικής εκστρατείας, με την χώρα να έχει γεμίσει χήρες εξαιτίας του πολέμου, οι οποίες είχαν την κηδεμονία των ορφανών και την επιστασία της επιχείρησης. Η ιδεολογία των Καθαρών με την ελευθεριότητά της, έδωσε επιλογές στις γυναίκες αυτές, που η "εκκλησία" δεν παρείχε. Έτσι, πολλές χήρες που δεν ήθελαν να ξαναπαντρευτούν, διότι προτιμούσαν την ελευθερία στην άσκηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων τους, δραστηριότητες που δεν περιορίζονταν μόνο στο εμπόριο, αλλά επεκτείνονταν και στον καλλιτεχνικό τομέα, αν πιστέψουμε τα τραγούδια των τροβαδούρων, αυτές λοιπόν, οι χήρες, οι ιδιοκτήτριες επιχειρήσεων και περιουσιών προτιμούσαν να στραφούν στην αίρεση, συνήθως όταν μεγάλωναν τα παιδιά. Μπορούσαν ακόμη και να γίνουν Καθαρές perfectae, με όλες τις αρμοδιότητες του τίτλου, μοναδικό χαρακτηριστικό των Καθαρών της Languedoc.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι περιπτώσεις των Blanche de Laurac και Guillelme de Tonneins. Η πρώτη ήταν αδερφή του Sicard de Laurac, ενός απ’ τους ισχυρότερους άνδρες της περιοχής. Η οικία της είχε γίνει εστία Καθαρισμού, καθώς φιλοξενούσε πολλούς Τελείους της αίρεσης. Στο Laurac συγκεντρώνονταν η αριστοκρατία της περιοχής, διότι εκεί είχε την κατοικία του και ο κόμης Bernard Raymond. Όλοι έκαναν συχνές επισκέψεις στο σπίτι της Μπλανς για ν’ ακούσουν τους κήρυκες της αίρεσης. Η δεύτερη, η Guillelme de Tonneins ζούσε σε κοινότητα γυναικών Τελείων. Από την ομολογία του Bernard Gasc φαίνεται ότι η Guillelme συγκαταλέγονταν ήδη στην τάξη των Τελείων του Fanjeaux το 1175, ενώ από την ομολογία της εγγονής της, εξακολουθούσε να δραστηριοποιείται το 1193. Σκοπός της να δημιουργηθεί ένας σύνδεσμος με την τοπική αριστοκρατία ώστε η σέκτα να αποκτήσει ισχυρούς πατρόνους. Πράγματι κάποιος γαμπρός της ήταν ισχυρός αξιωματούχος της αυλής της Carcassonne, ενώ κάποιος άλλος, ο Pierre-Roger de Mirepoix le Vieux ήταν τιτλούχος στο Mirepoix και πατέρας του υπερασπιστή του Montségur στην πολιορκία του 1243-4[2].
Έτσι, είναι φανερό ότι ο φεμινισμός γεννήθηκε στους Καθαρούς της Languedoc. Η κακώς λεγόμενη και νοούμενη σεξουαλική επανάσταση, καλύτερα αποστασία, που εμφανίστηκε στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, δεν ήταν τίποτα παραπάνω παρά η εκπλήρωση των σχεδίων των νεο-μανιχαίων απογόνων των Καθαρών και σχετίζεται με την στάση των Καθαρών απέναντι στην γυναίκα, την οποία ήθελαν «κοινή».
Κανένα φεμινιστικό κίνημα του ίδιου αιώνα δεν ήταν αυθόρμητο. Αυθόρμητη ήταν η αφέλεια όσων πίστεψαν ότι ο φεμινισμός είναι φυσική εξέλιξη της κοινωνίας. Μα δεν είναι καθόλου φυσική και αυτό μπορεί κάποιος να το καταλάβει από τις σχέσεις των αρχηγών του κινήματος με τις μυστικές εταιρείες. Αρκετά ως προς αυτό. Υπάρχει άλλο ένα θέμα που σχετίζεται με τους Καθαρούς της Languedoc, το θέμα της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνή και θα συζητηθεί στο επόμενο κεφάλαιο.
7.3.2. Η αριστοκρατία της Languedoc[3]
Μέχρι τον ΙΒ’ αι. οι κύριοι θεσμοί της φεουδαρχίας είχαν πια σχηματοποιηθεί, καθορίζοντας το πλαίσιο των κανόνων, βάσει του οποίου ο φεουδάρχης θα μπορούσε να οριοθετήσει την περιοχή του, ν’ ασφαλίσει την κυριότητά του και να προσπαθήσει να την επεκτείνει κατά τις ικανότητές του, εκμεταλλευόμενος τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες που θα παρουσιάζονταν. Στην δυτική Ευρώπη η επικράτεια έτεινε να συγκεντρώνεται σε όλο και λιγότερα χέρια και οι πρωταγωνιστές μέχρι το τέλος του αιώνα ήταν οι δυναστικοί οίκοι της Φραγκίας, της Αγγλίας και της Αραγονίας. Αυτοί κυριαρχούσαν στην πολιτική ζωή, με τους μικρότερους ευγενείς να προσπαθούν να επιβιώσουν αλλά και να κερδοσκοπήσουν στο πολιτικό παιχνίδι των μεγάλων οίκων.
Στις αρχές του ΙΒ’ αι. η Τουλούζη και η γύρω περιοχή η Toulousain, έμοιαζε να είναι το έπαθλο του ανταγωνισμού των μεγάλων. Οι κόμηδες είχαν λάβει μέρος στην Α’ Σταυροφορία και είχαν αποκτήσει φέουδα στην Μέση Ανατολή. Το 1098 ο Ραϋμόνδος Δ’ της Τουλούζης (1094-1098) είχε αναχωρήσει για τους Αγίους Τόπους, αφήνοντας τον γιο του Βερτράνδο επικεφαλή του οίκου. Ο Γουλιέλμος Θ’, Δούκας της Ακουϊτανίας (Guillaume de Poitiers, 1071-1126) άδραξε την ευκαιρία να καταλάβει την πόλη, χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα τις αξιώσεις της γυναίκας του Φιλίππας. Ο Ραϋμόνδος είχε σφετεριστεί την κομητεία της Τουλούζης από την Φιλίππα, όντας νόμιμος κηδεμόνας της, μετά τον θάνατο του πατέρα της Γουλιέλμου Δ’ (1061-1094), του οίκου των Rouergue. Το 1100 ο Γουλιέλμος της Ακουϊτανίας παρέδωσε την πόλη ύστερα από την απειλή του αφορισμού, που εκτόξευσε εναντίον του ο πάπας Πασχάλης Β’ (1099-1118). Η κομητεία πέρασε το 1105 στον Βερτράνδο και το 1112 στο Αλφόνσο-Ιορδάνη. Το 1114 την ανακατέλαβε ο δούκας της Ακουϊτανίας από τον ενδεκάχρονο Αλφόνσο.
Ο Αλφόνσος αποτραβήχτηκε στο μαρκήσιό του στην Προβηγκία, στο δέλτα του Ροδανού. Εκεί αντιμετώπισε νέα απειλή από τους κόμηδες της Βαρκελώνης. Το 1112 ο Ramon Berenguer ο Γ’, του οίκου των Sunifred, παντρεύτηκε την Douce A’ (1112-1127, τρίτη σύζυγος), νόμιμη διάδοχο της κομητείας της Προβηγκίας. Από τον πόλεμο αυτό βγήκε κερδισμένος, έχοντας αποκομίσει την κυριότητα των παραλιακών περιοχών από τον Ροδανό μέχρι τις Άλπεις, συμπεριλαμβανομένης και της Μασσαλίας.
Το 1119 έμπλεξε σε πόλεμο με τους Καταλανούς κι εγκλωβίστηκε στην Οράγγη. Τελικά σώθηκε από τους κατοίκους της Τουλούζης, οι οποίοι έδιωξαν τον Γουλιέλμο Θ’ και ήραν την πολιορκία της πόλης που είχε κλειστεί ο Αλφόνσο. Το 1125 τελείωσε ο πόλεμος με τον Ramon Berenguer και του εξασφάλισε τον έλεγχο της βόρειας Προβηγκίας. Το 1130 πέθανε ο Bernard Aton IV του οίκου των Trencavel και η γη του μοιράστηκε ανάμεσα στα παιδιά του. Το 1131 πέθανε ο Ramon Berenguer και η κυριότητα της Προβηγκίας πέρασε στον δεύτερο γιο του Ramon Berenguer Ι της Προβηγκίας (1115-1144). Το 1134 ο υποκόμης της Ναρβόννης Aymeric II (1105- 1134) σκοτώθηκε στη πολιορκία της Fraga, πόλης που βρίσκονταν υπό μουσουλμανικό έλεγχο. Κληρονόμος του ήταν η νεαρή κόρη του Ermengarde (1127-1197).
Ο Αλφόνσος της Τουλούζης όντας ιεραρχικά ανώτερος διεκδίκησε την πατρωνία, προτείνοντας αρχικά γάμο με την Ermengarde. Ούτε ο θείος της Berenguer, ηγούμενος στο αβαείο του Lagrasse, ούτε ο κόμης της Βαρκελώνης και ξάδερφός της ήθελαν να δουν την επέκταση της επιρροής του κόμη της Τουλούζης στα εδάφη της Ναρβόννης. Έτσι η πρόταση γάμου απορρίφθηκε και το 1139 ο Αλφόνσος εκστράτευσε με την βοήθεια του Αρχιεπισκόπου της Ναρβόννης, Arnaud de Lévezou (1121-1149), γόνου του οίκου των Rouergue.
Ως στρατηγική κίνηση ο Αλφόνσος έπεισε τους κατοίκους (Bourgeoisie) του Montpellier να επαναστατήσουν εναντίον του κυρίου τους. Οι κυρίαρχοι του Montpellier έφεραν τον τίτλο του λόρδου και ήταν σύμμαχοι της Βαρκελώνης. Την εποχή αυτή αρχηγός του οίκου ήταν ο Γουίλλιαμ ο VI (1121-1149). Αρχηγός των επαναστατών κάποιος Aimon, βασιλικός δικαστής (viguier), θέση με επιρροή την οποία κατείχε ως οικογενειακό προνόμιο. Αρχικά ο Γουίλλιαμ εξορίστηκε από την πόλη και κατέφυγε στην Lattes. Στην συνέχεια όμως αναδιοργανώθηκε και την ανακατέλαβε με πολιορκία, συνεπικουρούμενος από τον Ramon Berenguer IV της Βαρκελώνης. Η διαμάχη κράτησε δύο χρόνια (1141-1143).
Στην διαμάχη αυτή βρήκε την ευκαιρία να ανακατευτεί και ο Λουδοβίκος VII (1137-1180) του οίκου των Καπετίδων. Την ίδια χρονιά που στέφθηκε βασιλιάς, παντρεύτηκε την Ελεονόρα, δούκισσα της Ακουϊτανίας, κληρονόμο του δούκα Γουίλλιαμ X. Μέσω της γιαγιάς της Φιλίππας, Ελεονόρας είχε κυριαρχικά δικαιώματα στην Τουλούζη. Ο Λουδοβίκος έστειλε στρατό να πολιορκήσει την πόλη, αλλά δεν κατόρθωσε να την καταλάβει. Έφερε, όμως, σε δυσχερή θέση τον Αλφόνσο, ο οποίος τελικά έχασε τον πόλεμο και αναγκάστηκε να παραδώσει την Ναρβόννη το 1143. Το 1147 έχασε την τελική μάχη με τον Ramon Berenguer στην πεδιάδα του Ροδανού και αναγκάστηκε ν’ αποσυρθεί στην Τρίπολη, φέουδο που κληρονόμησε από τον σταυροφόρο πατέρα του.
Ο κερδισμένος της όλης υπόθεσης ήταν ο κόμης της Βαρκελώνης, ο οποίος αναδείχθηκε σε μείζονα πολιτική δύναμη της περιοχής. Το 1137 λογοδόθηκε με την Πετρονίλλα της Αραγονίας. Επειδή ήταν ανήλικη έπρεπε να περιμένει να έρθει σε ηλικία γάμου. Μέσω αυτού έγινε βασιλιάς της Αραγονίας και η κομητεία ενώθηκε με το βασίλειο και παρέμειναν ενωμένα, με ξεχωριστή, όμως διοίκηση.
Ο Raymond V (1134-1194), γιός του Αλφόνσου, ήταν μόλις 14 ετών όταν κληρονόμησε την κομητεία της Τουλούζης (1148).Το 1149 ο Raymond II των Trencavel ενοποίησε την Béziers και την Carcassonne, και δήλωσε υποτέλεια στον βασιλιά της Αραγονίας Ramon Berenguer IV. Την ίδια χρονιά ο λόρδος Γουίλλιαμ VI του Montpellier αποσύρθηκε στην μονή του Grandselve και ο διάδοχός του Γουίλλιαμ VII (1149-1172) δέχθηκε την υποτέλεια των λόρδων του Castries, του Clermont l’ Hérault και του Santeyrargues. Στα έσοδά του πρόσθεσε τους φόρους από το ορυχείο του Melgueil. Δήλωσε επίσης υποτέλεια στον βασιλιά της Αραγονίας. Αποτέλεσμα όλων αυτών των κινήσεων ήταν οι κόμηδες της Τουλούζης να χάσουν τα παράλια εδάφη τους και ν’ αποκλειστούν από την Μεσόγειο. Αυτή ήταν η χειρότερη εξέλιξη για το εμπόριο των πόλεών τους με άμεσο αντίκτυπο στα έσοδα από τους φόρους.
Ως λύση, ο Ραϋμούνδος ζήτησε την συμμαχία του βασιλιά της Φραγκίας Λουδοβίκου. Είχε γνωρίσει τον Λουδοβίκο κατά την διάρκεια της Β’ Σταυροφορίας (1145-1149)και φρόντισε να συνδεθεί μαζί του μέσω επιγαμίας. Νυμφεύθηκε την αδελφή του βασιλιά Constance (1126-1176), χήρα του Eustace IV, κόμη της Βουλώνης και γιού του βασιλιά της Αγγλίας, Στέφανου (1135-1154), εγγονού του Γουλιέλμου του Κατακτητή. Ο γάμος έγινε το 1154. Μέσω αυτού του γάμου συνδέθηκε με τους οίκους των Καπετίδων της Φραγκίας και των Πλανταγενέτων της Αγγλίας. Έτσι μπόρεσε να επανέλθει στο παιχνίδι εξουσίας μέσω των ισχυρών συμμάχων του.
Η Ελεονόρα και ο Λουδοβίκος προχώρησαν σε συναινετικό διαζύγιο το 1152. Η Ελεονόρα είχε χαρίσει μόνο δυο κόρες στον άντρα της και δεν ήταν δύσκολο να τον πείσει να χωρίσουν, στηριζόμενη στην επιθυμία του για διάδοχο. Όντας η πλέον ισχυρή γυναίκα της δυτικής Ευρώπης και περιζήτητη νύμφη, παντρεύτηκε το 1152 τον Ερρίκο Β’, δούκα της Νορμανδίας (ένας από τους πολλούς τίτλους του). Ο Ερρίκος ανήλθε στον θρόνο της Αγγλίας το 1154 κι έτσι η Ελεονόρα έγινε βασίλισσα της Αγγλίας, όντας και βασίλισσα της Φραγκίας, ένας μοναδικός συνδυασμός. Χάρισε στον Ερρίκο οκτώ παιδιά, μεταξύ αυτών και τον Ριχάρδο Α’ τον Λεοντόκαρδο (1189-1199).
Ο Ερρίκος εκμεταλλεύτηκε την συνεχιζόμενη διαμάχη μεταξύ του κόμη της Τουλούζης και του βασιλιά της Αραγονίας. Εισέβαλε στην περιοχή το 1159, δήωσε την Toulousain, την περικείμενη της πόλης χώρα, αλλά δεν τόλμησε να πολιορκήσει την ίδια την πόλη, διότι μέσα βρισκόταν ο επικυρίαρχός του Λουδοβίκος VII.
Η κατάσταση αυτή των συμμαχιών παρέμεινε πάγια για αρκετά χρόνια. Το 1164 η Constance παραπονέθηκε στον αδελφό της βασιλιά της Φραγκίας, για την συμπεριφορά του συζύγου της, κόμη της Τουλούζης. Το 1165 τον εγκατέλειψε κι επέστρεψε στην φράγκικη αυλή. Προφανώς, ο Ραϋμόνδος δεν έμεινε ικανοποιημένος από τα οφέλη που είχε αποκομίσει από την συμμαχία του με τον Λουδοβίκο, οφέλη που του επέτρεψαν μεν να σταθεροποιήσει την θέση του στην περιοχή, αλλά όχι να την επεκτείνει. Το 1166 πέτυχε την λύση του γάμου του από τον αντι-πάπα Πασχάλη Γ’ (1164-1168), ανταγωνιστή του πάπα Αλεξάνδρου Γ’ (1159-1181), όργανο του Γερμανού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Α’ Βαρβαρόσσα (1159-1190). Πήρε ως δεύτερη σύζυγο την Richilde της Σιλεσίας (Πολωνία), χήρα του Ramon Berenguer II, κόμη της Προβηγκίας. Αυτή ήταν κόρη του βασιλιά Βλαδισλάβου Β’ του Εξόριστου (1138-1146, ημερομηνία που εξορίστηκε), Μεγάλου Δούκα της Πολωνίας και της Σιλεσίας. Από την μητέρα της Αγνή των Babenberg ήταν ανιψιά του Κορράδου Γ’ της Γερμανίας (1138-1152), ιδρυτή της δυναστείας των Hohenstaufen. Συνεπώς ήταν εξαδέλφη του Φρειδερίκου. Από τον άνδρα της ήταν κόμισσα της Προβηγκίας. Η Προβηγκία ήταν νομικά φέουδο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας των Γερμανών. Με τον γάμο λοιπόν, αυτό ο Ραϋμόνδος, αποκήρυσσε την προηγούμενη υποτέλειά του στον Λουδοβίκο και συνδέονταν με τον πανίσχυρο οίκο των Hohenstaufen αποκτώντας ταυτόχρονα δικαιώματα στο φέουδο που είχε χάσει ο πατέρας του με το δίκαιο του πολέμου. Όπως ήταν φυσικό το θέμα ήρθε γι’ ακόμη μια φορά στην διαιτησία των όπλων, εκεί που ισχύει το δίκαιο του ισχυρότερου, εκεί που ελέγχεται η ικανοποιητική ή μη, απόδοση των προηγούμενων προετοιμασιών και η αντοχή των συμμαχιών.
Ο Ραϋμόνδος επιτέθηκε αρχικά στους ασθενέστερους των ηγεμόνων της Langedoc, τους Trencavel. Υποκίνησε εξέγερση των κατοίκων της Nîmes και της Béziers. Ο Raimond I Trencavel δεν πρόλαβε να διαφύγει και κρεμάστηκε από τους υπηκόους του στην Béziers το 1167. Ο γιος του Ρογήρος ΙΙ (1167-1194) δήλωσε υποτέλεια στον Αλφόνσο ΙΙ της Αραγονίας. Με την βοήθειά του ανακατέλαβε την Béziers το 1169, χωρίς, όμως, την οικονομική δυνατότητα να πληρώσει τους στρατιώτες επέτρεψε να λεηλατήσουν την πόλη και σκοτώσουν τους κατοίκους. Στο ενδιάμεσο διάστημα ο Raymond V της Τουλούζης, υποστήριξε τον ανταγωνιστή των Trencavel, Ρογήρο-Βερνάρδο Ι υποκόμη του Foix (1148-1188). Η συμμαχία του Ραϋμόνδου με τον Φρειδερίκο αποδείχθηκε αποτελεσματική. Ο Ρογήρος αναγκάστηκε να κλείσει ειρήνη με τον Ραϋμόνδο το 1171 και να αποκηρύξει την εξάρτησή του από τον Αλφόνσο. Ως αντάλλαγμα έλαβε από τον πρώτο τιμαριοδοσίες. Ο Ραϋμόνδος με την σειρά του αποστέρησε τον κόμη του Foix Ρογήρο-Βερνάρδο Ι (1148-1188) από τους τίτλους που του είχε παραχωρήσει. Ο κόμης του Foix προσπαθούσε απελπισμένα να κρατήσει την ουδετερότητα.
Ο Ρογήρος αντιλαμβάνονταν ότι η ειρήνη δεν επρόκειτο να κρατήσει, όσο η δίψα για επεκτασιμότητα των γειτόνων του παρέμενε ασίγαστη. Το 1171 σύναψε συμμαχία με την υποκόμισσα Ermengarde της Ναρβόννης (1134-1192), την κόρη του Aimery, την οποία γνωρίσαμε παραπάνω. Αυτή είχε νυμφευθεί το 1143 έναν υποτελή του Ρογήρου, τον Bernard της Anduze. To 1177 σχηματίστηκε μια συμμαχία, στην οποία συμμετείχαν οι Ρογήρος ΙΙ, η Ermengarde, o Bernard-Aton V των Trencavel, υποκόμης της Nîmes και της Agde, o William VIII[4] λόρδος του Montpellier (1172-1202), ο Gui Guerrejat, πέμπτος γιος του William VI λόρδου του Montpellier, με την ιδιότητα του προστάτη του ανιψιού του William VIII και του αδελφού του Gui Burgundion. Η συμμαχία είχε ως στόχο ν’ αντιμετωπίσει την επέκταση της κυριαρχίας του Raymond VI της Τουλούζης (1194-1222), γιου του Ραϋμόνδου, ο οποίος είχε παντρευτεί το 1172 την κόμισσα του Melgueil, Ermessende και με τον ξαφνικό θάνατό της το 1176 είχε αναδειχθεί σε κόμη της περιοχής, ως Raymond IV. Η συμμαχία αυτή απέδωσε καρπούς, αποτρέποντας την άλωση της Ναρβόννης από του κόμηδες της Τουλούζης.
Ο Ρογήρος ΙΙ ήρθε σε σύγκρουση το 1175 με τον επίσκοπο Albi, Γεράρδο, τον οποίο και απομάκρυνε από την θέση του.Αιτία της διαμάχης ήταν η αντίθετη θέση του επισκόπου στην διατήρηση της κυριότητας (lordship) της πόλης. Στην θέση του ο Ρογήρος τοποθέτησε έναν δικό του άνθρωπο, τον Pierre Raimond d’ Hauptul (1175- 1177). Έτσι, όμως, ήρθε σε σύγκρουση με τα συμφέροντα της Ρώμης στην περιοχή. Το 1178 ο Henry d’ Marcy ηγήθηκε παπικής αποστολής εναντίον του και ο Ρογήρος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Albi. O Henry d’ Marcy ορίστηκε τον επόμενο χρόνο ηγούμενος στο Clairvaux και το 1179 έγινε καρδινάλιος του Albano και με αυτήν την ιδιότητα συμμετείχε στην Γ’ Σύνοδο του Λατερανού το 1179. Αλλά τα γεγονότα αυτά συνδέονται με την αντιμετώπιση των Καθαρών της Languedoc και θα αναλυθούν παρακάτω.
Το 1179 ο Ρογήρος αποκήρυξε την υποτέλειά του στον Ραϋμόνδο και επανήλθε στην σφαίρα επιρροής του Αλφόνσο της Αραγονίας. Αναγνώρισε ότι κρατούσε τα φέουδά του από τον βασιλιά της Αραγονίας και όχι από τον βασιλιά τα Φραγκίας. Η αλλαγή αυτή στην στάση του ίσως να ήταν αποτέλεσμα της Γ’ Συνόδου του Λατερανού, όπου και αναθεματίστηκε ως αιρετικός. Ήδη έβλεπε την πολιτική των Φράγκων να στρέφεται εναντίον του και αναζήτησε έναν ισχυρό προστάτη, για να τον βοηθήσει να αντιμετωπίσει την επερχόμενη θύελλα. Το αν η πολιτική του ήταν συνάρτηση της στάσης του απέναντι στους αιρετικούς, δεν είναι εύκολο να εξακριβωθεί διότι οι ανταγωνιστές του χρησιμοποιούσαν τους αιρετικούς ως αφορμή για να τον εξουθενώσουν. Ακόμη και αν δεν ήταν στην μέση οι Καθαροί, ο Ρογήρος όφειλε να υπερασπιστεί την επικράτειά του. Αν τώρα οι κατηγορίες ξεκινούν από το γεγονός αυτό – στην διπλωματία αυτή των Φράγκων είμαστε εξοικειωμένοι, εφόσον δεν έχουν αλλάξει και πολλά από τότε στην αιτιολόγηση των εγκληματικών πρακτικών τους – ότι δηλαδή υπερασπίστηκε την τιμή και την περιουσία του ή αν ξεκινούν από μια πραγματικά φιλική προς τους Καθαρούς πολιτική, θα φανεί στα επόμενα κεφάλαια.
Για να συμπληρωθεί η εισαγωγή του αναγνώστη στην ατμόσφαιρα της εποχής και η γνωριμία του με τους πρωταγωνιστές του δράματος, πρέπει να δοθούν κάποιες εξηγήσεις για τα έθιμα και την πολιτική θεωρία της αριστοκρατίας της εποχής.
Στην εποχή που ακολούθησε την πτώση του δυτικού τμήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, προέκυψε ένα περίεργο νομικό κλίμα. Η ομοιομορφία του ρωμαϊκού νόμου σε όλη την οικουμενική διάσταση της αυτοκρατορίας έπαψε να υφίσταται και ανεφύησαν τα βαρβαρικά δίκαια των νέων κυρίαρχων. Ως αποτέλεσμα, ο κάθε κάτοικος της δυτικής Ευρώπης να κρίνεται με βάσει το πατρογονικό του δίκαιο. Με την σχηματοποίηση του φεουδαρχικού καθεστώτος, ο γραπτός νόμος εξέλειπε στη Δύση. Αυτό οφείλονταν σε δύο παράγοντες. Αφ’ ενός στην κατάργηση της παρουσίας συνηγόρων στις δίκες και αφετέρου στην αγραμματοσύνη των νέων ηγεμόνων-κριτών. Ακόμη και αν ο ηγεμόνας-κριτής έβαζε κάποιον μορφωμένο να του διαβάσει τον νόμο πάλι θα του ήταν ακατανόητος, διότι ήταν γραμμένος σε νομική λατινική γλώσσα. Μόνο στην Ιταλία, υπό την βυζαντινή επίδραση διατηρήθηκε γραπτός νόμος και στην Αγγλία, πριν την νορμανδική κατάκτηση, διότι εκεί οι νόμοι δεν γράφονταν στα λατινικά αλλά στην τοπική διάλεκτο. Συνεπώς, οι Νορμανδοί κατακτητές μπορούσαν να διαβάσουν τον νόμο, να τον κατανοήσουν και να τον εφαρμόσουν. Σε όλες τις άλλες περιοχές της Ευρώπης κυριάρχησε το εθιμικό δίκαιο.
7.3.3 Ποια η σχέση της πολιτικής ιδεολογίας της αριστοκρατίας, της κακοδοξίας των Καθαρών και του Νίκου Καζαντζάκη[5];
Θεμελιώδης κανόνας του εθιμικού δικαίου είναι ο εξής: ορθόν είναι το αεί γινόμενον. Με βάση αυτή την αρχή ό,τι έχει υπάρξει λαμβάνει εξ αυτού του γεγονότος και μόνο το δικαίωμα ύπαρξης. Πάνω σε αυτή την ιδέα στηρίχθηκε ο μεσαιωνικός πολιτισμός της Δύσης. Δεν επρόκειτο για καινοτομία. Την άποψη αυτή σέβονταν ακόμη και οι Ρωμαίοι, λαός με ιδιαίτερη επίδοση στον γραπτό νόμο. Για παράδειγμα, οι Ρωμαίοι μπορούσαν να ανεχθούν τον Ιουδαϊσμό, μόνο και μόνο επειδή ήταν η θρησκεία των πατέρων των Εβραίων, για κανένα άλλο λόγο. Ομοίως και τον Χριστιανισμό, μέχρι την στιγμή που οι Εβραίοι ενημέρωσαν τον Νέρωνα, ότι δεν επρόκειτο για την πατρογονική τους θρησκεία, αλλά για κάτι νέο. Όσο και αν αυτό φαίνεται παράξενο στον σύγχρονο άνθρωπο, που διψά για καινοτομίες ικανές να ταράξουν τα λιμνάζοντα ύδατα της ρηχότητάς του, στην ύστερη αρχαιότητα, όπως και στον Μεσαίωνα κάθε τι καινοτόμο ήταν αξιοκατάκριτο.
Σε έναν κόσμο όπου τον σύνολο δικαϊικό καθεστώς στηρίζεται στον άγραφο νόμο, κυριαρχεί το κύρος του παρελθόντος. Αυτό το κύρος μπορούσε ν’ αμφισβητηθεί μόνο αν του αντιπαρέθεταν ένα παρελθόν ακόμη αρχαιότερο. Εξαίρεση αποτελούσε η Εκκλησία. Το κανονικό δίκαιο ήταν το μόνο καταγεγραμμένο στην Δύση. Και βέβαια, το ορθό για την Εκκλησία δεν ήταν το παλαιό, αλλά το σύμφωνο με το θέλημα του Θεού, ακόμη κι αν εκφράζονταν από μόνο τον πάπα. Ο Hincmar της Ρεμ διακήρυσσε ότι ο βασιλιάς δεν μπορεί να κρίνει με βάση το έθιμο, αν αυτό ήταν αντίθετο με την χριστιανική δικαιοσύνη[6]. Στο τέλος του ΙΑ’ αι. ο πάπας Ουρβάνος ο Β’ (1088-1099), επαναλαμβάνοντας την άποψη του Τερτυλλιανού είπε στον κόμη της Φλάνδρας:
«Ισχυρίζεσαι ότι μέχρι τώρα δεν έκανες τίποτα από το να συμμορφώνεσαι με την πανάρχαια συνήθεια του τόπου; Πρέπει να ξέρεις όμως ότι ο Πλάστης σου είπε: το όνομά μου είναι Αλήθεια. Δεν είπε: το όνομά μου είναι Συνήθεια[7].»
Η μεγάλη αντίφαση της άποψης του πάπα Ουρβάνου είναι ότι γράφοντας τα παραπάνω μέσα στην παραζάλη της γρηγοριανής μεταρρύθμισης, επιτίθεται στην αρχαία παράδοση της Εκκλησίας στην προσπάθεια των Φράγκων παπών να επιβάλλουν το παπικό δίκαιο, καταργώντας ουσιαστικά μαζί με την εκκλησιαστική παράδοση και το γραπτό κανονικό δίκαιο. Και αυτά σε μια εποχή κατά την οποία αναβιώνει το γραπτό δίκαιο, τουλάχιστον στην Ιταλία. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας.
Το εθιμικό δίκαιο του Μεσαίωνα, μιας εποχής όπου η έννοια της ιδιοκτησίας είναι ανύπαρκτη, προσπαθεί να καθορίσει και να κανονίσει το δικαίωμα της κατοχής και της χρήσης. Μέσα από αυτό αναφύεται το φεουδαρχικό καθεστώς. Γαίες και αξιώματα παραχωρούνται μέσα από μια τελετή που σκοπό έχει να εντυπώσει στην συλλογική μνήμη την, ας πούμε, νομική πράξη δια της οποίας το αγαθό περνά στα χέρια του κατόχου. Γιατί; Διότι τίτλοι ιδιοκτησίας ούτε νοούνται ούτε υφίστανται. Αν και όταν εγερθεί απαίτηση, το δικαστήριο κρίνει με βάση την μαρτυρία περί της κατοχής. Αν ο αντίδικος αποδείξει με την χρήση της συλλογικής μνήμης ότι κατέχει το αγαθό από παλιά, πολύ δε περισσότερο αν αποδείξει ότι το κατείχαν και οι πρόγονοί του, τότε, ακόμη και αν υπάρχουν τίτλοι ιδιοκτησίας είναι άκυροι. Εξ αυτής της συλλογικής μνήμης προέκυψε η λεγόμενη «κοινή γνώμη», την οποία οι αντίδικοι ή οι εμπόλεμοι έπρεπε να έχουν με το μέρος τους, για να είναι η διαμάχη του δίκαιη, νομικά καλυμμένη. Γίνεται κατανοητό γιατί ακόμη και σήμερα οι απόγονοι των Φράγκων προσπαθούν να έχουν την κοινή γνώμη με το μέρος τους, διαμορφώνοντάς την ανάλογα, ακόμη και όταν οι πράξεις τους δεν δικαιολογούνται από το διεθνές δίκαιο. Σε περίπτωση, βέβαια που η μνήμη αδυνατούσε να στηρίξει μια αξίωση και η ανάμνηση είχε ξεθωριάσει, δύο λύσης υπήρχαν: η θεοδικία και η δικανική μονομαχία.
Ο σεβασμός του γεγενημένου επέδρασε στο σύστημα των πραγματικών δικαιωμάτων. Σε όλη την Δύση, εκτός από την Ιταλία, δίκες δεν γίνονταν για την ιδιοκτησία, αλλά για την Gewere, όπως αναφέρεται στο γερμανικό δίκαιο της εποχής, την κατοχή, δηλαδή, που έγινε σεβαστή δια της διάρκειας. Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι οι τίτλοι ευγενείας (λόρδοι, μαρκήσιοι, κόμηδες) δεν ήταν άμεσα εξαρτημένοι από την γαιοκατοχή. Έχουν, βέβαια, τοπικό χαρακτήρα. Δεν εννοείται τίτλος ευγενείας «άνευ χαρτοφυλακίου», εκτός από τον κατώτερο βαθμό του ιππότη. Ο τίτλος αντλεί το δικαίωμα ύπαρξης από την περιφέρεια στην οποία αναφέρεται. Δεν συνεπάγεται, όμως, αυτόματα την κατοχή της περιφέρειας, την ιδιοκτησία της θα λέγαμε σήμερα. Συνεπάγεται το δικαίωμα επί της οικονομικής εκμετάλλευσης της περιοχής. Σημαντική προϋπόθεση για την άντληση του δικαιώματος ήταν το αδιαίρετο της επικράτειας, εκ της οποίας ο τίτλος λάμβανε την ύπαρξη. Έτσι, τα φέουδα δεν έπρεπε να διαιρούνται. Πρακτικά, η μόνη διαίρεση της γης ήταν αυτή που προέκυπτε από την παραχώρηση τμημάτων αυτής στης ιεραρχικά κατώτερες βαθμίδες. Αυτό επηρέασε άμεσα το δίκαιο της κληρονομιάς.
Αρχικά, η παραχώρηση της γης δεν γεννούσε κληρονομικό δικαίωμα. Ένας φεουδάρχης μπορούσε ν’ ανακαλέσει οποιαδήποτε στιγμή ήθελε το δικαίωμα της παραχώρησης και να το δώσει σε όποιον άλλο ήθελε. Από την στιγμή που ο δικαιούχος πέθαινε, οι κληρονόμοι δεν είχαν κανένα δικαίωμα. Στην πράξη αυτό αποδείχθηκε ανώφελο. Η κάθετη ιεράρχηση στηρίζονταν στην οριζόντια. Ο φεουδάρχης καλό ήταν να έχει τους δικούς του ανθρώπους, τους πιστούς υποτελείς, με τους οποίους τον συνέδεε η υποτέλεια, το ομάζ (hommage). Ωστόσο, αν ένας από τους «ανθρώπους» του πέθαινε, ήταν δύσκολο, όχι ακατόρθωτο, να αντικατασταθεί. Έτσι, προέκυψε η προτίμηση. Ο κληρονόμοι του θανόντος εξασφάλιζαν την πιστή συνέχεια της υποτέλειας. Αυτό, σε συνδυασμό με την ανάγκη για την διατήρηση του αδιαίρετου, οδήγησε στην ανάγκη για περιορισμό των κληρονόμων σε κληρονόμο. Στις περισσότερες των περιπτώσεων εφαρμόζονταν η πρωτοτοκία. Έτσι, γεννήθηκε η κληρονομικότητα. Έτσι, γεννήθηκαν οι μακροσκελείς γενεαλογικοί κατάλογοι της φεουδαρχικής αριστοκρατίας. Το εθιμικό αυτό δίκαιο, όπως είναι φυσικό εφαρμόζονταν με την ελαστικότητα που αναλογούσε στις τοπικές και χρονικές διαφοροποιήσεις και διαμορφώσεις.
Η συγγένεια του αίματος είχε την τιμητική της στον μεσαιωνικό βίο. Είτε το θέμα αφορούσε βεντέτες, είτε αξιώσεις και δικαιώματα, ο μεσαιωνικός άνθρωπος έβρισκε τον φυσικό σύμμαχό του στον συγγενή του, όμαιμο ή εξ αγχιστείας. Μεταφρασμένο αυτό στο αριστοκρατικό λεξιλόγιο του ΙΒ’ αι. γέννησε τους γαλαζοαίματους (ο όρος είναι πολύ μεταγενέστερος). Οι γαλαζοαίματοι αριστοκράτες, γόνοι ευγενικής καταγωγής που βαστούσε από οίκους που άπλωναν τις ρίζες τους όσο μακριά έφτανε η καταγεγραμμένη ιστορία, γόνοι γενεών και γενεών ηγεμόνων, θεωρούσαν εαυτούς ανώτερους από τους απλούς ανθρώπους, τους λαϊκούς. Ακόμη και αν οι δεύτεροι μπορούσαν να εξασφαλίσουν την είσοδό τους στην αριστοκρατία με την απόκτηση κάποιου τίτλου, εκμεταλλευόμενοι τις οικονομικές συγκυρίες, εξακολουθούσαν να θεωρούνται κατώτεροι. Η αριστοκρατία περιχαράκωσε την κοινωνική τάξη της, την έκανε απροσπέλαστη.
Σε κάποιες εξεζητημένες περιπτώσεις, το αριστοκρατικό αίμα θεωρούνταν ότι έχει θαυματουργικές ιδιότητες. Ξεκινώντας από τον Εδουάρδο τον Ομολογητή (1042-1066), επικράτησε ένα βασιλικό έθιμο στην Αγγλία οι γαλαζοαίματοι να αγγίζουν τους αρρώστους για να τους θεραπεύσουν. Παρόμοιες ιδιότητες αξίωναν οι Ροβερτος ΙΙ της Φραγκίας (996-1131), Ερρίκος Ι της Αγγλίας (1100-1131), Φίλιππος Ι (1060-1108) και Λουδοβίκος VI (1108-1137) της Γαλλίας[8]. Αν και στην περίπτωση του Εδουάρδου του Ομολογητή η εκκλησία διατείνονταν ότι οι θαυματουργικές θεραπείες οφείλονταν στην αγιότητά του, o William του Malmesbury ομολογεί ότι στην εποχή του πίστευαν ότι οφείλονταν στο βασιλικό του αίμα, εκφράζοντας έτσι το λαϊκό αίσθημα[9].
Οι Καθαροί της Languedoc εκμεταλλεύτηκαν την γενεσιουργό αιτία τέτοιων πεποιθήσεων, την αλαζονεία, για να πετύχουν την εύνοια των ευγενών της περιοχής τους. Εφόσον οι κοσμικές αρχές ήταν αυτές που επέβαλαν την θανατική ποινή, ο προσεταιρισμός τους θα τους γλίτωνε από πολλά προβλήματα. Στην Languedoc το κατάφεραν δίνοντας μια θρησκευτική χροιά στην έπαρση της αριστοκρατίας λόγω καταγωγής.
Στην Νότια Γαλλία σέβονταν ιδιαίτερα την Αγία Μαρία την Μαγδαληνή. Υπήρχαν αρκετοί τοπικοί θρύλοι, προφορικές παραδόσεις που ήθελαν την Αγία να έχει ταξιδέψει στην περιοχή μετά την Σταύρωση. Συμμετέχοντας με τον δικό τους τρόπο οι Καθαροί της Languedoc στην εξέλιξη αυτών των θρύλων ισχυρίζονταν τα εξής:
«Επίσης, διδάσκουν στις μυστικές τους συναντήσεις ότι η Μαρία η Μαγδαληνή ήταν η σύζυγος του Χριστού. Ήταν η Σαμαρίτιδα στην οποία είπε “Κάλεσε τον άντρα σου[10]”. Ήταν η γυναίκα που καταδικάστηκε για μοιχεία, την οποία θα είχαν λιθοβολήσει οι Εβραίοι, αν δεν την είχε ελευθερώσει ο Χριστός, και ήταν μαζί του σε τρία μέρη, στον ναό, στο πηγάδι, και στον κήπο. Μετά την Ανάσταση, εμφανίστηκε πρώτα σ’ αυτήν[11].»
Το παραπάνω απόσπασμα περιλαμβάνεται σε ένα ανώνυμο μανιφέστο των πεποιθήσεων των Καθαρών και των Βάλδιων. Βρίσκεται σε ένα μόνο χειρόγραφο, το οποίο περιλαμβάνει επίσης ένα αντίγραφο του Contra haereticos του Ermengarde της Béziers, φίλου του Durand de Huesca. Αυτό σε συνδυασμό με την ομολογία του ανώνυμου συγγραφέα ότι ήταν εξοικειωμένος με τους Βάλδιους, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Emrengarde είναι ο συγγραφέας. Το κείμενο έχει εκδοθεί από τον Antoine Dondaine, Durand de Huesca et la polémique anti-cathare, Archivum Fratrum praedicatorum 29 (1959), 268-271.
Όπως προκύπτει από την ανάγνωση του αποσπάσματος η διδασκαλία περί της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής ήταν μια εσωτερική διδασκαλία, ένα μυστικό δόγμα (secret doctrine). Διδάσκονταν στις μυστικές τους συναντήσεις. Το δόγμα αυτό έχει δύο σκέλη. Το πρώτο είναι ότι η Αγία Μαρία η Μαγδαληνή ταυτίζονταν με την μοιχαλίδα του Ευαγγελίου. Την άποψη αυτή ασπάστηκαν και οι παπικοί, ίσως επηρεασμένοι από την παράδοση του Καθαρισμού. Στην Ορθόδοξη παράδοση πρόκειται για διαφορετικά πρόσωπα. Στην Αγία Γραφή δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να συνδέει την Αγία Μαρία την Μαγδαληνή με την μοιχαλίδα.
Το δεύτερο σκέλος αφορά την γνωστή βλασφημία που επαναλαμβάνεται και στις μέρες μας, ότι η Αγία Μαρία η Μαγδαληνή ήταν η σύζυγος του Χριστού. Αυτή η πεποίθηση ήταν μοναδική στους Καθαρούς της Languedoc. Δεν υπήρχε ούτε σε κάποια άλλη δυαρχική αίρεση, στους Παυλικιανούς ή τους Βογομίλους, όπως βεβαιώνει ο Yuri Stoyanof, αλλά ούτε και στους Καθαρούς κάποιας άλλης περιοχής. Ωστόσο υπήρχε στο απόκρυφο Ευαγγέλιο του Φιλίππου. Ο συγγραφέας του παραπάνω μανιφέστου ξεκαθαρίζει από την αρχή του κειμένου ότι αναφέρεται:
«Η ομάδα των αιρετικών που κατοικούν στην περιοχή μας, δηλαδή, στις επαρχίες της Ναρβόννης, της Béziers, Carcassonne, Τουλούζης, Albi, Rodez, Cahors, Agen και Périgueux…[12].»
Η ύπαρξη αυτού του δόγματος στους Καθαρούς της Languedoc επιβεβαιώνεται και από μια άλλη πηγή, τον Pierre de Vaux-de-Cernay:
«Οι αιρετικοί ακόμη βεβαιώνουν στις μυστικές τους συγκεντρώσεις ότι ο Χριστός που γεννήθηκε στην επίγεια και ορατή Βηθλεέμ και σταυρώθηκε στην Ιερουσαλήμ ήταν κακός, και ότι η Μαρία Μαγδαληνή ήταν ερωμένη του και η γυναίκα που κυνηγήθηκε ως μοιχαλίδα και για την οποία διαβάζουμε στο Ευαγγέλιο΄ διότι ο καλός Χριστός, λένε, ποτέ δεν έφαγε ούτε ήπιε ούτε έλαβε πραγματική σάρκα, και δεν ήρθε ποτέ σ’ αυτόν τον κόσμο, εκτός με πνευματική έννοια στο σώμα του Παύλου. Γι’ αυτό λένε “που γεννήθηκε στην επίγεια και ορατή Βηθλεέμ”, επειδή υποστηρίζουν οι αιρετικοί ότι υπάρχει άλλη, νέα και αόρατη χώρα, στην οποία, σύμφωνα με μερικούς από αυτούς, ο καλός Χριστός γεννήθηκε και σταυρώθηκε. Οι αιρετικοί επίσης υποστηρίζουν ότι ο καλός Θεός είχε δύο γυναίκες, την Oolla και την Ooliba[13], από τις οποίες απόκτησε γιους και κόρες[14].»
Ο συγγραφέας της Hystoria Albigensis[15], ο Πέτρος ήταν μοναχός στο αβαείο του Vaux-de-Cerney εικοσιπέντε μίλια περίπου νοτιοδυτικά του Παρισιού. Ο θείος του Guy ήταν ηγούμενος στο ίδιο αβαείο και συμμετείχε στην αλβιγηνική εκστρατεία. Ο Πέτρος ακολούθησε τον θείο του και παρακολούθησε τις επιχειρήσεις εναντίον των Καθαρών της Languedoc. Το παραπάνω απόσπασμα ανήκε στο πρώτο μέρος της ιστορίας, γραμμένο το 1213.
Μπορούμε να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη του δόγματος περί της Αγίας Μαρίας Μαγδαληνής από την εποχή του προηγούμενου μανιφέστου μέχρι την ιστορία του Πέτρου. Το δόγμα επηρεάζεται από τον δοκητισμό, τον συνηθισμένο στις δυαρχικές ομάδες. Αναφέρονται ένας επίγειος Χριστός, κακός, και ένας πνευματικός και καλός. Επαναλαμβάνεται η άποψη ότι η Μαρία η Μαγδαληνή ήταν η μοιχαλίδα και σύζυγος του επίγειου Χριστού. Επίσης εμφανίζεται η άποψη ότι ο καλός θεός είχε απογόνους, άποψη που στο τέλος αποδίδεται στην σχέση του επίγειου Χριστού με την Μαγδαληνή, ώστε να συνδεθεί η επίγεια πραγματικότητα με την επουράνια. Από τον γάμο του Χριστού με την Μαγδαληνή ξεκίνησε μια γενεαλογία (Bloodline) απογόνων, η οποία κατέληξε στην Languedoc.
Αυτή η γραμμή του αίματος, του “Sang Réal” (= βασιλικό αίμα, το ποτό σαγκριά οφείλει εδώ την ονομασία του), ήταν στους τοπικούς θρύλους το san graal (παλαιογαλλικό), το γνωστό από τον μύθο του Αρθούρου, Holy Grail (grail από το λατινικό gradale=δισκάριο), το Άγιο Δισκοπότηρο. Να σημειωθεί ότι ο μύθος του Αρθούρου, ο οποίος έφθασε στις μέρες μας είναι μεσαιωνικής έκδοσης και έχει αλλοιωθεί σημαντικά σε σχέση με τον αρχαίο μύθο.
Οι Καθαροί επενέβησαν στην τοπική παράδοση. Όταν η Αγία Μαρία η Μαγδαληνή ήλθε στην Νότια Γαλατία είχε μαζί και τα παιδιά της. Απόγονοι των παιδιών της ήταν οι ντόπιοι αριστοκράτες. Μάλιστα, στην δική τους έκδοση η Αγία Μαρία ήταν το μυθικό Άγιο Δισκοπότηρο, διότι έφερε στην κοιλιά της το αίμα του Χριστού. Αυτή η άποψη, η διδασκαλία των Καθαρών έγινε αμέσως ανάρπαστη από την ντόπια αριστοκρατία. Το να κατάγονται από τον Χριστό εξηγούσε την ευγένεια του αίματός τους και ανέβαζε το κύρος τους στα ύψη, επιβεβαίωνε την ανωτερότητά τους. Δέχθηκαν ευμενώς τους Καθαρούς στις επαρχίες τους κι έγιναν προστάτες τους. Οι τελευταίοι έγιναν όργανα προπαγάνδας της πολιτικής ιδεολογίας των πρώτων. Για τους Καθαρούς, βέβαια, δεν προέκυψε συνειδησιακό πρόβλημα. Ο υλικός κόσμος εξακολουθούσε να παραμένει κακός, και οι άρχοντές του κακοί, απόγονοι ενός κακού Χριστού. Δεν άλλαξε κάτι στην κοσμοθεωρία τους.
Κατόπιν όλων αυτών γίνεται ξεκάθαρο γιατί η πτώση της Béziers στις 22 Ιουλίου του 1209, την ημέρα της εορτής της Αγίας, και η σφαγή των Καθαρών που ζήτησαν άσυλο στον ομώνυμο ναό, θεωρήθηκε από τους παπικούς ως ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης. Οι απόψεις αυτές δεν εξαφανίστηκαν, αλλά πέρασαν μαζί με τον Καθαρισμό στην σκιά μετά την πάταξη του Καθαρισμού. Επανεμφανίστηκαν στην νεώτερη εποχή κι έγιναν γνωστές μέσω των έργων του δικού μας Νίκου Καζαντζάκη (Τελευταίος πειρασμός) και του Dan Brown (The Da Vinci Code).
Ο πρώτος εμφανίστηκε ως ένας ελεύθερα σκεπτόμενος άνθρωπος, ένας άνθρωπος με ελεύθερο πνεύμα. Βέβαια, αν κάποιος ισχυρίζονταν τον ΙΓ’ αι ότι είναι «ελεύθερο πνεύμα» όλοι θα καταλάβαιναν ότι είναι αιρετικός, μέλος της ομώνυμης αίρεσης, για την οποία θα μιλήσουμε σε άλλη ενότητα. Αλλά την εποχή που έζησε κι έγραψε ο Καζαντζάκης, αυτή η γνώση είχε ξεχαστεί. Κανένας τότε δεν μπορούσε να καταλάβει ότι ο Καζαντζάκης αναβίωνε στα έργα του τις αιρετικές απόψεις των Καθαρών, εκτός, φυσικά, και αν ήταν μυημένος σε αυτές της απόψεις και τις γνώριζε. Ο Καζαντζάκης δηλαδή, δεν ήταν καθόλου ελεύθερο πνεύμα. Δεν ήταν ελεύθερα σκεπτόμενος. Ήταν αιρετικός και βλάσφημος. Θα ήταν αφέλεια να πιστέψουμε ότι ήταν ο μόνος, αλλά από πού έλαβε αυτή την απόκρυφη γνώση δεν είναι του παρόντος. Ως προς αυτές τις απόψεις του ο Καζαντζάκης ήταν μεσαιωνιστής, εκφράζοντας ταυτόχρονα το ίδιο αντι-εκκλησιαστικό πνεύμα και επαναλαμβάνοντας τις κατηγορίες των μεσαιωνικών αιρετικών, εναντίον της Εκκλησίας. Οι βλασφημίες του επαναλήφθηκαν από τον Μίμη Ανδρουλάκη στο βιβλίο του Μν, από έναν πολιτικό της αριστεράς. Τι σχέση μπορεί να έχει η αριστερή ιδεολογία με την ιδεολογία των Καθαρών; Ίσως το ανακαλύψουμε στην συνέχεια της έρευνας.
Υποθέτουμε, βέβαια, ότι ο Καζαντζάκης δεν είχε υπόψη του το απόκρυφο Ευαγγέλιο του Φιλίππου, διότι ήταν απολεσθέν και ανακαλύφθηκε με τα υπόλοιπα κείμενα της βιβλιοθήκης του Nag-Hammadi. Εκτός και αν το είχε βρει καταχωνιασμένο σε καμιά βιβλιοθήκη του Παρισιού, πριν το φέρει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη, αλλά αυτή είναι μια υπόθεση που δεν στηρίζεται πουθενά. Να θυμίσουμε ότι ο Καζαντζάκης ήταν δηλωμένος φίλος της Οκτωβριανής Επανάστασης Είχε διατελέσει ιδιαίτερος του Ελ. Βενιζέλου το 1912, και από το 1919 Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Περιθάλψεως με αποστολή τον επαναπατρισμό των Ελλήνων του Καυκάσου. Εκμεταλλεύτηκε την θέση αυτή για να διαδώσει τις ιδέες του κομμουνισμού στους δυστυχείς και άπορους επαναπατρισθέντες. Το 1924 φυλακίστηκε γιατί ανέλαβε τον ρόλο του καθοδηγητή σε μια κομμουνιστική οργάνωση δυσαρεστημένων προσφύγων στο Ηράκλειο[16]. Αυτά για να θυμηθούμε έναν από τους πρωτεργάτες της διάδοσης του κουμμουνισμού στην Ελλάδα και για να συνεχίσουμε να αναρωτιόμαστε για την σχέση αριστερής ιδεολογίας και Καθαρισμού.
O Dan Brown πλασάρισε τις ίδιες απόψεις με έναν διαφορετικό τρόπο, ως θεωρία συνομωσίας. Με τον τρόπο αυτό κατάφερε να περάσει ιδέες που ως παλαιό ψέμα είναι αναπόδεικτες, δίνοντάς τους την γοητεία του μυστηρίου, την σαγήνη της καλά φυλαγμένης γνώσης. Έτσι έγιναν ελκυστικές στην αφέλεια, η οποία αφέλεια δεν γνωρίζει ότι οι υποτιθέμενες μυστικές αδελφότητες στις ημέρες μας δεν είναι καθόλου μυστικές, αλλά δημόσια δραστηριοποιούνται ασκούν προσηλυτισμό, ως καταστροφικές λατρείες[17].
7.3.4. Οι Καθαροί της Languedoc μέχρι την αλβιγηνική εκστρατεία
Η περίπτωση της εμφάνισης του Καθαρισμού στην Languedoc είναι ένα έξοχο παράδειγμα του τρόπου σύζευξης του αυτόχθονος δυαρχικού στοιχείου με την οργανωτική δομή των Βογομίλων. Για την διάδοση της αίρεσης έχουμε ήδη μελετήσει την δράση του Ερρίκου της Le Mans και του Πέτρου de Bruys. Η αύξηση του αριθμού των αιρετικών, η οποία ευνοήθηκε από την ανοχή των αρχών και την αδύναμη παρουσία του παπισμού, επιχειρήθηκε ν’ αντιμετωπισθεί ήδη από την αποστολή του Βερνάρδου του Κλαιρβώ το 1145. Τα σχετικά κείμενα μελετήθηκαν στο 6.2.16.
Δυο δεκαετίες μετά ο τέταρτος κανόνας της συνόδου στην Τουρώνη το 1163 φανερώνει ότι η αίρεση δεν καταπνίγηκε στην Τουλούζη. Αποκαλεί τους αιρετικούς Αλβιγήνους[18]. Δυο χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 1165, ο επίσκοπος της πόλης από την οποία πήραν το όνομά τους οι αιρετικοί, δηλαδή της Albi, μαζί με άλλους εκπροσώπους της παπικής εκκλησίας, έκανε δημόσιο διάλογο με εκπροσώπους των Αλβιγήνων στην Lombers, μια οχυρωμένη πόλη η οποία διέθετε και κάστρο, δέκα μίλια νότια της Albi. Η αριστοκρατία της πόλης προστάτευε τους αιρετικούς, οπότε δεν μπορούσε να γίνει δημόσια δίκη. Τα πρακτικά της συζήτησης δεν ήταν δικαστικά αρχεία, όπως φαίνεται ξεκάθαρα από το ύφος του κειμένου. Η προσδοκία του επισκόπου ήταν να κηρυχθεί η αίρεση και μέσα από την διάσταση με τον Χριστιανισμό να μεταστραφεί το ευνοϊκό για τους αιρετικούς κλίμα. Οι ανοικτές συζητήσεις έγιναν τα μετέπειτα χρόνια συχνό φαινόμενο στην Languedoc.
Παρότι στο κείμενο οι αιρετικοί δεν αποκαλούνται Καθαροί (πως θα μπορούσαν άλλωστε, αφού την ίδια χρονιά έγραφε ο Eckbert του Schönau τις ομιλίες του), ονομάζονται «καλοί άνθρωποι». Οι πεποιθήσεις τους μοιάζουν με αυτές του Ερρίκου της Le Mans και του Πέτρου de Bruys. Θέμα δυαρχίας δεν τέθηκε στην συζήτηση. Το λατινικό κείμενο υπάρχει στο Acta concilii Lumbardiensis, ed. Martin Bouquet, Recueil des historiens des Gaules et de la France, XIV 431-434. Αγγλική μετάφραση, W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 190-194[19]. Παραθέτουμε την εισαγωγή που δίνει κάποια ενδιαφέροντα ιστορικά στοιχεία:
«Την χρονιά του Κυρίου 1165, αυτή η ετυμηγορία βγήκε για μια υπόθεση που αφορούσε αντιπαράθεση, κατηγορία και επίθεση εναντίον της Καθολικής πίστης, την οποία κάποια άτομα που επιλέγουν να ονομάζονται “Καλοί Άνθρωποι” και που έχουν την υποστήριξη των ιπποτών της Lombers, επιθυμούν να ανατρέψουν. Αυτή η ετυμηγορία βγήκε από τον επίσκοπο Γουλιέλμο της Albi, από κριτές που επιλέχθηκαν και επικυρώθηκαν και από τις δύο πλευρές, που εξέτασαν το θέμα και συνεπικούρησαν τον προαναφερθέντα επίσκοπο – δηλαδή, ο επίσκοπος Gaucelin της Lodève, ο ηγούμενος [Rigaud] της Castres, ο ηγούμενος [Πέτρος] της Ardorel, ο ηγούμενος Gausbert της Candeil, και ο Arnold Beben - παρουσία έντιμων ανθρώπων, κλήρου και λαού, δηλαδή, ο Αρχιεπίσκοπος Pons της Ναρβόννης˙ ο επίσκοπος Adelbert της Nîmes΄ ο επίσκοπος Γεράδος της Τουλούζης΄ ο επίσκοπος Γουλιέλμος της Agde΄ ο ηγουμενος Ραϋμόνδος του Saint-Pons΄ ο ηγούμενος Πέτρος του Cendras΄[Vidal], ηγούμενος Fontfroide΄ [Ερρίκος], ηγούμενος Gaillac΄ [Maurin], ιερατικός προϊστάμενος του καθεδρικού της Τουλούζης΄ Γουλιέλμος, ιερατικός προϊστάμενος του καθεδρικού της Albi΄ οι αρχιδιάκονοι Ναρβόννης και Albi: Guy προϊστάμενος του Sant-Mary του Montpellier΄ ο Βερνάρδος, προϊστάμενος του Goudarges΄ οι άρχοντες Blanc και Hugh de Vereiras΄ και από τους λαϊκούς, ο υποκόμης [Ραϋμόνδος] Trencavel της Béziers΄ η Κωνσταντία, σύζυγος του κόμη Ραϋμόνδου της Τουλούζης΄ ο υποκόμης Sicard de Lautrec΄ Isarn de Dourgne΄ και πολλοί άλλοι, σχεδόν όλος ο πληθυσμός της Albi και της Lombers, όπως και άτομα από άλλες πόλεις[20].»
Στο παραπάνω κείμενο υπάρχει η πρώτη χρήση του όρου “Boni Homines”. Ως Καλούς Ανθρώπους ανέφεραν οι Καθαροί όσους είχαν λάβει το consolamentum. “Perfecti” ονομάζονταν από τους αντιπάλους τους, ενώ οι ίδιοι δεν χρησιμοποιούσαν αυτή την λέξη. Καλούς ανθρώπους επίσης αποκαλούσαν όσους αξιωματούχους συμμετείχαν στην ακροαματική διαδικασία κάποιας δίκης στον Μεσαίωνα, για να τονίσουν την εντιμότητά τους. Στο κείμενο γίνεται χρήση και των δύο εννοιών. Τα ονόματα των εκκλησιαστικών αξιωματούχων που συμμετείχαν, δεν υπάρχουν στα αρχικά χειρόγραφα. Έχουν προστεθεί από τους εκδότες κι έχουν μπει σε αγκύλες στη μετάφραση.
Οι αιρετικοί στην Lombers πίστευαν τα εξής:
1. Απέρριπταν την Παλαιά Διαθήκη.
2. Πίστευαν ότι το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας μπορεί να τελεστεί από κληρικούς και λαϊκούς, αρκεί να είναι καλοί άνθρωποι. Οι ανάξιοι δεν μπορούν να το τελέσουν και όσοι συμμετείχαν αναξίως επέσυραν καταδίκη στον εαυτό τους.
3. Αρνούνταν να ορκιστούν.
Αρνήθηκαν επίσης ν’ απαντήσουν σε ερωτήσεις που αφορούσαν την πίστη τους, τις πεποιθήσεις του για τα Μυστήρια και ειδικά τον νηπιοβαπτισμό, τον γάμο και την εξομολόγηση. Κατηγόρησαν τους παρόντες επισκόπους ότι ήταν λύκοι και υποκριτές. Όταν πλέον ο αρχιεπίσκοπος Pons τους κατηγόρησε ως αιρετικούς, αυτοί έκαναν μία δήλωση πίστης, η οποία αφήνει πολλά ερωτηματικά. Ωστόσο, αρνήθηκαν να την επικυρώσουν με όρκο. Προς υπεράσπισή τους επικαλέστηκαν την συμφωνία που είχαν κάνει από πριν με τον επίσκοπο της Albi. Συμφώνησαν δηλαδή, πριν συναινέσουν να συμμετάσχουν στην συζήτηση ότι δεν θα χρειαστεί να ορκισθούν. Ο επίσκοπος Albi αρνήθηκε ότι είχε κάνει τέτοια συμφωνία. Ο αρχιεπίσκοπος δήλωσε τους διαφωνούντες ως αιρετικούς και κάλεσε τους ευγενείς να απόσχουν από την προστασία τους. Επίσης προκάλεσε τους αιρετικούς ν’ αντιπαρατεθούν μαζί του σε κάποιο αυλικό δικαστήριο, αλλά δεν έπεσαν στην παγίδα.
Αυτό που μένει από την παραπάνω διήγηση είναι το θάρρος τον αιρετικών στην Languedoc να κηρύττουν δημόσια την διαφωνία τους και μάλιστα να καταφέρονται εναντίον της παπικής "εκκλησίας". Η άνεση σ’ αυτό πήγαζε από την ανέχεια των τοπικών αρχών. Η ανοχή επέτρεψε την σύγκληση της συνόδου των Καθαρών στο χωριό Saint-Félix de Caraman στην Lauragais νότια της Τουλούζης. Τα σχετικά με την προβληματική του πρακτικού[21] της συνόδου έχουν συζητηθεί στο 5.3.3δ. Επίσης στο ίδιο κεφάλαιο έχουν συζητηθεί τα απορρέοντα συμπεράσματα για την σχέση Βογομίλων-Καθαρών. Εδώ θα εξεταστεί το θέμα από την οπτική των Καθαρών μόνο.
Την εποχή σύγκλησης της συνόδου ο μόνος επισκοπικός βαθμός στην Languedoc ήταν αυτός του Καθαρού επισκόπου στην Albi, Sicard de Cellarer. Ο δεύτερος επίσκοπος που συμμετείχε στην σύνοδο ήταν ο Robert d’ Epernon με έδρα στην Βόρεια Γαλλία. Συμμετείχαν εκπρόσωποι των συναθροίσεων της Carcassonne της Τουλούζης και της Agen[22]. Αποτέλεσμα της συνόδου ήταν η δημιουργία νέων επισκοπών στην αναπτυσσόμενη εκκλησία των Καθαρών της Languedoc, εκτός από την υπαγωγή της στην ordo Drugunthia. Οι νέες επισκοπές με τους επισκόπους τους ήταν α) στην Τουλούζη με προκαθήμενο τον Bernard Raymond, b) στην Carcassonne με προκαθήμενο τον Guiraud Mercier, γ) στην Agen με προκαθήμενο τον Raymond de Casals.
Θέμα τέθηκε για την οριοθέτηση των περιφερειών των δύο νέων επισκοπών, της Τουλούζης και της Carcassonne. Εκλέχτηκαν εκπρόσωποι και από τις δύο πλευρές και αποφάσισαν η οριοθέτηση να γίνει σύμφωνα με το πρότυπο των επισκοπών της παπικής εκκλησίας. Στην ίδια σύνοδο ο Μάρκος ορίστηκε επίσκοπος της Λομβαρδίας. Όλοι μαζί, ακόμη και οι προϋπάρχοντες επίσκοποι της Βόρειας Γαλλίας και της Albi, έλαβαν το consolamentum από τον Νικήτα. Αποδέχθηκαν δηλαδή την εγκυρότητα της ordo Drugunthia, χωρίς να καταγραφεί κάποια συζήτηση επί του θέματος.
Η επιβίωση του εγγράφου οφείλεται σε μια αναγκαία αναδρομή σε αυτό. Το 1223 ο Καθαρός επίσκοπος Pierre Isarn αναγκάστηκε να το συμβουλευτεί για τον επανακαθορισμό της επαρχίας του μετά την καταστροφή της αλβιγηνικής εκστρατείας. Έστειλε, λοιπόν, τον Pierre Polhan στην Τουλούζη για ν’ αντιγράψει το αρχειακό υλικό τριών εγγράφων΄ το πρακτικό της συνόδου του Saint-Félix, την ομιλία του Νικήτα και το συμφωνητικό καθορισμού των ορίων των επισκοπών μαζί με τα ονόματα των υπογραφόντων. Η σύνθεση των τριών κειμένων που προέκυψε, είναι το κείμενο που σώθηκε κι έφτασε ως εμάς[23]. O Pierre Isarn δεν ολοκλήρωσε το έργο του, διότι εκτελέστηκε το 1226. Τα προβλήματα δικαιοδοσίας οδήγησαν σε σύγκληση νέας συνόδου στο Pieusse το 1226 και λύθηκαν με απόφαση του Καθαρού επισκόπου της Τουλούζης, Guilhabert de Castres. Με τις αποφάσεις της συνόδου αυτής λύθηκαν τα ερωτήματα που ήγειρε η σέκτα της Razès, η οποία δεν ήξερε αν υπάγονταν στην επισκοπή της Τουλούζης ή της Carcassonne. Η λύση ήταν η δημιουργία νέας επισκοπής στην Razès την ίδια χρονιά. Το χειρόγραφο του Pierre Pohlan έφθασε στην κατοχή εντός παλαιοπώλη, του Guillaume Besse, ο οποίος εξέδωσε αποσπάσματα το 1660. Η σύνθεση της ιστορίας και της έκδοσης των αποσπασμάτων οφείλεται στον B. Hamilton[24].
Η πτώση του Νικήτα ή του Συμεών δεν είχε στην Languedoc τον αντίκτυπο που είχε στην Ιταλία. Οι διοικητικές διασπάσεις που συνέβησαν στην Λομβαρδία οφείλονταν εν μέρει στο εριστικό χαρακτήρα των Ιταλών. Αντίθετα στην Νότια Γαλλία οι επιπτώσεις του ταξιδιού του Νικήτα, η ενότητα και η νέα οργανωτική δομή, διατηρήθηκαν αναλλοίωτα, ακόμη και μετά την μεταφορά της είδησης από τον Πετράκιο. Βέβαια, ο Πετράκιος δεν πέρασε τις Άλπεις. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η είδηση για την πτώση του Συμεών ή του Νικήτα δεν έφτασε στις άλλες συναθροίσεις. Μάλλον οι αντιδράσεις ήταν ηπιότερες. Ακόμη και το σοβαρότατο δογματικό θέμα της μορφής της δυαρχίας, δεν στάθηκε ικανό να λειτουργήσει διασπαστικά και να δημιουργήσει ανταγωνιστική κατάσταση, μια δεύτερη εκκλησία Καθαρών.
Το 1222-3 ο Durand de Huesca, πρώην Βάλδιος, έγραψε στο πολεμικό έργο του Liber Contra Manicheos, ότι υπήρχαν τρεις διαφορετικές απόψεις μεταξύ των Καθαρών της Languedoc. Η πρώτη ήταν αυτών, τους οποίους ονομάζει Γραικούς Μανιχαίους, η δεύτερη των Βουλγάρων και η τρίτη των “Drogoveti”. Οι ομάδες που αντιστοιχούσαν στις τρεις απόψεις, κατά τον Durand de Huesca, διαφωνούσαν μεταξύ τους και καταδίκαζαν η μια την άλλη. Ο Durand είχε εργαστεί στην Ιταλία, και δίκαια κάποιος θα μπορούσε να υποψιαστεί ότι επηρεάστηκε από όσα γνώρισε εκεί. Πάντως από το κείμενο γίνεται φανερό ότι αναφέρεται στους Καθαρούς που βρίσκονται στην Carcassonne, στην Τουλούζη, στην Albi[25]. Κάποια εσωτερικά προβλήματα προέκυψαν το 1206 αλλά θα συζητηθούν στην χρονική σειρά τους.
Όπως ειπώθηκε στην ιστορική αναδρομή των πεπραγμένων της αριστοκρατίας της Languedoc, το 1176-7 ήταν μια δύσκολη διετία για τον κόμη Ραϋμόνδο V της Τουλούζης. Εκτός του ότι είχε χάσει από καιρό την επιρροή του στις επαρχίες του, μια νέα συμμαχία σχηματίζονταν εναντίον του, με σκοπό να τον εμποδίσουν να την ξανακερδίσει. Ο προστάτης του Φρειδερίκος Μπαρμπαρόσα έδειχνε να χάνει τον ανταγωνισμό του με τον πάπα Αλέξανδρο τον Γ’. Ο Ραϋμόνδος, βέβαια, δεν ήταν ηττημένος, αλλά μπορούσε να καταλάβει ότι η τροπή των πραγμάτων τον οδηγούσαν σε συνεργασία με την παπική εκκλησία. Και για να το κάνει αυτό έπρεπε ν’ αποκαταστήσει το όνομά του ως υπέρμαχου την πίστης. Μπορεί όταν έγινε η σύνοδος των Καθαρών μια δεκαετία πριν, να μην είχε την δύναμη να την εμποδίσει, αλλά το πήγαινε-έλα τόσων αιρετικών μέσα στην επαρχία του ούτε απαρατήρητο περνούσε, ούτε καλή εντύπωση έκανε στους εκπροσώπους τους παπισμού. Έτσι, η έκκληση για βοήθεια, την οποία έκανε το 1177 στον εκπρόσωπο του τάγματος των Κιστερκιανών, έγινε κατά το παράδειγμα του πατέρα του Αλφόνσου. Ο τελευταίος είχε απευθυνθεί στον ηγούμενο του Κλαιρβώ Βερνάρδο για το ίδιο θέμα και είχε προκαλέσει την αποστολή του 1145. Ο νέος ηγούμενος του Κλαιρώ, Ερρίκος de Marcy, ζήτησε από τον πάπα Αλέξανδρο να εξουσιοδοτήσει άμεσα τον παπικό λεγάτο στην Φραγκία, ώστε να έχει την απαραίτητη ελευθερία κινήσεων και να δράσει. Την ίδια χρονιά οι ηγεμόνες της Φραγκίας, Λουδοβίκος VII και της Αγγλίας, Ερρίκος II συζήτησαν την λήψη μέτρων. Κατέληξαν στο να υποστηρίξουν από κοινού μια αποστολή, χωρίς όμως να συμμετάσχουν οι ίδιοι, για να μην προκαλέσουν ίσως την αντίδραση της Αραγονίας.
Την αποστολή διηύθυναν οι Ερρίκος de Marcy[26], ηγούμενος του Κλαιρβώ, σε αντιγραφή της ανάλογης του 1145, και ο Πέτρος της Παβία[27], καρδινάλιος στο San Chrisogono, ως παπικός λεγάτος. Αφίχθησαν στην Τουλούζη το 1148 κι έδρασαν για τρεις μήνες, συνεπικουρούμενοι από διαφόρους ιεράρχες[28] και στρατιωτικούς αξιωματούχους[29]. Ο Ερρίκος κατέγραψε αμέσως σε εγκύκλιες επιστολές την κατάσταση στην περιοχή και την πορεία των εργασιών. Σε μια επιστολή του δίνει μια ζοφερή εικόνα΄ η περιοχή είχε κατακλυσθεί από αιρετικούς:
«Πραγματικά, δεν μας είχαν πει το τρίτο μέρος από όλα τα διαβολικά βδελύγματα, τα οποία αυτή η ευγενής πόλη έτρεφε στο στήθος της απιστίας της. Τόπος του βδελύγματος της ερημώσεως είχε γίνει, και το ομοίωμα των ερπετών των προφητών[30] είχε στήσει την φωλιά του στα απόμερα της πόλης. Εκεί οι αιρετικοί κυβερνούσαν τον λαό και βασίλευαν ανάμεσα στον κλήρο, ώστε όπως ο λαός έτσι και ο κλήρος[31] και ο βίος του ποιμένα είχε διαμορφωθεί από τα υπολείμματα του ποιμνίου. Μιλούσαν οι αιρετικοί και όλοι χειροκροτούσαν. Μιλούσε κάποιος καθολικός κι έλεγαν “Τι λέει;”, κάνοντάς το να φανεί παράξενο και τερατώδες, αν κάποιος βρίσκονταν ανάμεσά τους, που θα τολμούσε έστω να ψιθυρίσει μια λέξη πίστης. Τόσο πολύ είχε απλωθεί η επιδημία στην χώρα, ώστε όχι μόνο είχαν φτιάξει ιερείς και ποντίφικες από τον κύκλο τους, αλλά είχαν κι ευαγγελιστές, οι οποίοι, αναιρώντας και ακυρώνοντας το Ευαγγέλιο, χάλκευσαν ένα καινούργιο γι’ τους εαυτούς τους και από τις καρδιές τους κήρυτταν με κακία μια καινοτόμα διδασκαλία στους απατημένους ανθρώπους… Με την άφιξή μας εκεί τόση ήταν η ελευθερία των αιρετικών παντού, ώστε καθώς ακολουθούσαμε την πορεία μας στους δρόμους και τις πλατείες μας κατσάδιαζαν, δείχνοντάς μας με το δάκτυλό τους, και φώναζαν ότι είμαστε υποκριτές, αγύρτες και αιρετικοί[32].»
Από τις πρώτες υποθέσεις που εξετάστηκαν ήταν αυτή του Pierre Maurand[33], ενός ευκατάστατου έμπορου που κατείχε δύο καστέλα, ένα στην πόλη και ένα στην εξοχή. Θεωρούνταν ένας από τους δέκα πλουσιότερους κατοίκους της πόλης, και ο οίκος του ήταν αναμεμειγμένος στις ταραχές που είχαν ξεσπάσει[34]. O Pierre συνηθισμένος από την μέχρι τότε ανοχή των αρχών και με την έπαρση του φουσκωμένου πουγκιού του αρνήθηκε να παρουσιαστεί ενώπιον της επιτροπής. Στο τέλος πείσθηκε από τον κόμη της Τουλούζης να το κάνει. Αρχικά αρνήθηκε την κατηγορία της αίρεσης, αλλά οι πληροφορίες που είχαν στα χέρια του οι ανακριτές, τον ήθελαν να αυτοαποκαλείτε Ιωάννης Ευαγγελιστής. Μάλιστα τον ανέφεραν ως πρίγκιπα. Του πρότειναν, λοιπόν, να ορκιστεί για να δοκιμαστεί η αθωότητά του. Την στιγμή του όρκου έσπασε και ομολόγησε ότι είχε αρνηθεί την πραγματικότητα της θυσίας στην Θεία Ευχαριστία. Φαίνεται ότι καταδικάστηκε μόνο γι’ αυτό[35]. Η ποινή ήταν αφορισμός και κατάσχεση των περιουσιακών του στοιχείων. Τα καστέλα του θα κατεδαφίζονταν. Όταν άκουσε την ποινή κατέρρευσε. Έπεσε στα πόδια του καρδινάλιου και παρακαλούσε για συγχώρεση. Τότε κανονίστηκε να φύγει προσκύνημα στους Αγίους Τόπους, όπου θα έμενε εν μετανοία για διάστημα τριών χρόνων. Αν ολοκλήρωνε τον κανόνα του. μπορούσε να επιστρέψει και η περιουσία θα του επιστρέφονταν, εκτός από τους πύργους, οι οποίοι θα κατεδαφίζονταν έτσι κι αλλιώς. Τότε θα πλήρωνε κι ένα πρόστιμο 500 αργυρών νομισμάτων στον άρχοντά του Ραϋμόνδο. Τα Χρονικά του Ρογήρου του Hovenden δεν αναφέρουν τι απέγινε. Από άλλη πηγή είναι γνωστό ότι κάποιος Pierre Maurand, είτε ο ίδιος, είτε ο γιος του, έγινε δημοτικός σύμβουος της Τουλούζης την περίοδο 1183-4[36].
Η ποινή είχε το αναμενόμενο αντίκτυπο. Ο τρόμος που προκλήθηκε ανάγκασε πολλούς αιρετικούς να σπεύσουν και να δηλώσουν μετάνοια, πετυχαίνοντας ηπιότερες ποινές.
Ο Ραϋμόνδος είχε φροντίσει να κάνει συγκεκριμένες καταγγελίες εναντίον των αριστοκρατών (nobiliores) της περιοχής, όχι άδικα. Έτσι από τις πρώτες ενέργειες του Ερρίκου de Marcy ήταν να διατάξει την απελευθέρωση του παπικού επισκόπου της Albi, Γεράρδου, τον οποίο είχε φυλακίσει ο Ρογήρος ΙΙ των Trencavel, ίσως κατόπιν επιθυμίας των Καθαρών, ίσως για την ανάμειξή του στις διαμάχες για την κυριότητα της Albi. Στην επισκοπική έδρα είχε στείλει δικό του λεγάτο τον Pierre Raimond d’ Hautpoul. Ο Ερρίκος de Marcy κάλεσε τον Ρογήρο σε απολογία. Ο τελευταίος αρνήθηκε να παρουσιαστεί και αφορίστηκε. Η γυναίκα του Ρογήρου και δυο ακόμη άτομα, γνωστά από τα πρακτικά της συνόδου του Saint-Félix, οδηγήθηκαν στην Τουλούζη για ανάκριση. Πρόκειται για τους Bernard Raymond, ο οποίος στην σύνοδο είχε αναδειχθεί επίσκοπος των αιρετικών στην πόλη, και ο Raymond de Baimiac, ο οποίος είχε οριστεί από την σύνοδο ως εκπρόσωπος της συνάθροισης της Τουλούζης για τον καθορισμό των ορίων αρμοδιότητας της καθαρής εκκλησίας της πόλης. Με την πάροδο των χρόνων είχε φθάσει στον βαθμό του filius major, του πρεσβύτερου υιού, του βοηθού επισκόπου που προορίζονταν να τον αντικαταστήσει. Η ανάκριση έγινε στον καθεδρικό του Αγ. Στεφάνου από τον παπικό λεγάτο Πέτρο της Παβία.
Στην αρχή οι αιρετικοί διάβασαν ένα κείμενο, μια ομολογία πίστης, στην καθομιλουμένη. Κάποια σημεία του κειμένου φάνηκαν διφορούμενα στους ανακριτές και ζήτησαν εξηγήσεις στα Λατινικά. Κανένας από τους αιρετικούς δεν μπορούσε να το κάνει διότι κανείς δεν ήταν μορφωμένος και δεν γνώριζε αυτή την γλώσσα. Η ομολογία που διαβάστηκε φαινόταν να είναι σε όλα σύμφωνη με την πίστη των παπικών. Ακόμη και στο σημείο της Θείας Ευχαριστίας, ομολογούσαν ότι πίστευαν στην μετουσίωση των Τιμίων Δώρων[37]. Τότε σηκώθηκαν ο Ραϋμόνδος και κάποιοι άλλοι γεμάτοι αγανάκτηση και τους κατηγόρησαν ότι ψεύδονταν. Ο ίδιος προσωπικά τους είχε ακούσει να διδάσκουν τις αιρετικές πεποιθήσεις τους΄ ότι πίστευαν σε δύο θεούς, έναν καλό που δημιούργησε τον πνευματικό κόσμο, έναν κακό, ο οποίος δημιούργησε τον υλικό΄ ότι η Θεία Ευχαριστία δεν μπορούσε να λειτουργηθεί από ανάξιους και αμαρτωλούς ιερείς΄ ότι ο άνδρας και η γυναίκα δεν μπορούν να σωθούν όσο είναι σε γάμο΄ ότι ο νηπιοβαπτισμός δεν ωφελεί τα παιδιά κ.α. Οι αιρετικοί ακολουθούσαν την απόλυτη δυαρχία, όπως την δίδασκε η ordo Drugunthia, σε ακολουθία της συνόδου του Saint-Félix.
Ο καρδινάλιος και οι λοιποί εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι ζήτησαν τότε από τους κατηγορούμενους να ορκιστούν. Αρνήθηκαν με τα γνωστά επιχειρήματα. Ο κόσμος, όμως συνέρρεε συνέχεια και πολλοί μάρτυρες δήλωναν ότι τους είχαν ακούσει να λένε διεστραμμένες διδασκαλίες. Έτσι φάνηκε ότι ο όρκος δεν ήταν αναγκαίος. Υπό το βάρος του πλήθους των μαρτύρων δεν υπήρχε αμφιβολία για το ποιόν των κατηγορουμένων. Οι αρχές δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι περισσότερο από το να τους αφορίσουν με την ελπίδα ότι στο εξής ο κόσμος θα γνώριζε την αλήθεια γι’ αυτούς. Οι δύο Καθαροί αρχηγοί κατέφυγαν στην Lavaur, 35 χιλιόμετρα από την Τουλούζη. Εκεί βρήκαν ασφαλές καταφύγιο.
Η πρώτη αυτή αποστολή έληξε αναίμακτα. Ωστόσο, όλη αυτή η διαφωνία με τον παπισμό δεν μπορούσε να μείνει ατιμώρητη. Το 1179 έγινε η Γ’ Σύνοδος του Λατερανού με την έκκληση του πάπα Αλεξάνδρου του Γ’. Σ’ αυτήν καταδικάστηκε η διαστροφή των «Παταιδασκαλία τους στην Γασκώνη, στην περιοχή της Albi (Albigeoisρηνών», δηλαδή των Καθαρών, οι οποίοι διέδιδαν την αξιοκατάκριτη δ) και της Τουλούζης (Toulousain). Αναθεματίστηκαν οι αιρετικοί και αυτοί που τους πρόσφεραν καταφύγιο ή τους προστάτευαν. Δεν αρκέστηκε μόνο σ’ αυτά αλλά διέταξε την κοσμική εξουσία ν’ αναλάβει δράση, για να εξαναγκάσει τους ανθρώπους να επιστρέψουν στην σωτηρία τους, και μ’ αυτό βέβαια, εννοούσε την παπική εκκλησία. Έτσι ανακήρυξε νέα «σταυροφορία» κατά την συνήθεια της εποχής εναντίον των εχθρών της Εκκλησίας. Όσοι συμμετείχαν σ’ αυτήν θα λάμβαναν συγχωροχάρτι για δύο χρόνια. Αν τυχόν σκοτώνονταν θα τους δίνονταν συνολική άφεση και βεβαίωση για την αιώνια σωτηρία[38]. Όσο και αν φαίνεται σήμερα περίεργο με τέτοιες υποσχέσεις οι παπικοί συγκέντρωναν εύκολα στρατό χωρίς να πληρώσουν τίποτα.
Έτσι δύο χρόνια μετά, το 1181, ο Ερρίκος de Marcy, καρδινάλιος πια και παπικός λεγάτος στην Φραγκία, ηγήθηκε μιας «σταυροφορίας», που θεωρείται και η πρώτη εντός χριστιανικού εδάφους, εναντίον των αιρετικών και του κοσμικού προστάτη τους, υποκόμη της Béziers, Ρογήρου. Το οχυρό της Lavaur, στο οποίο είχαν καταφύγει οι αρχηγοί των καθαρών έπεσε ύστερα από πολιορκία. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν οι Bernard Raymond και Raymond de Baimiac[39]. Μπροστά στον επικείμενο αφανισμό τους ομολόγησαν την αίρεση, δήλωσαν μετάνοια και ζήτησαν άφεση. Όχι μόνο συγχωρέθηκαν αλλά έγιναν κληρικοί στην Τουλούζη. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν η κόμισσα Αδελαΐδα, κόρη του Ραϋμόνδου της Τουλούζης και ο Ρογήρος. Ο τελευταίος δήλωσε υποτέλεια και ορκίστηκε να μην παράσχει ξανά βοήθεια και καταφύγιο στους αιρετικούς. Από τον απλό λαό δήλωσαν πολλοί μετάνοια. Μόλις, όμως, ο κίνδυνος πέρασε και ο στρατός του Ερρίκου διαλύθηκε, ξαναγύρισαν στις παλιές τους συνήθειες. Ο Ραϋμόνδος ήταν απασχολημένος με την αντιπαράθεση του με τον βασιλιά της Αραγονίας. Δεν είχε την δυνατότητα ν’ ασχοληθεί περισσότερο με τους Καθαρούς. Ζήτησε την βοήθεια του Λουδοβίκου, αλλά ο βασιλιάς της Φραγκίας δεν ήταν σε θέση να του την παράσχει.
Εξαιτίας των μακροχρόνιων διενέξεων των αριστοκρατών τις περιοχής, μεγάλα τμήματα της χώρας είτε είχαν ερημωθεί, είτε ήταν ανασφαλή. Ο κόσμος είχε περιπέσει σε ανέχεια και ληστοσυμμορίτες λυμαίνονταν την ύπαιθρο. Ήδη οι συμμορίες αυτές είχαν καταδικαστεί από τον ίδιο κανόνα της Γ’ Συνόδου του Λατερανού, μαζί με τους Καθαρούς. Παρείχαν τις υπηρεσίες τους ως μισθοφόροι σε όποιον εργοδότη είχε την άνεση να τους μισθώσει. Σε περιπτώσεις ανεργίας παρασιτούσαν στις επαρχίες. Οι συμμορίες αυτές αποτέλεσαν την μαγιά των μετέπειτα μισθοφορικών εταιρειών, όπως για παράδειγμα η Καταλανική Εταιρεία, της οποίας την λύμη γνώρισε η φραγκοκρατούμενη Ελλάδα.
Ο Καθαρισμός συνέχισε να διαδίδεται, εξαιτίας αφενός της αδυναμίας του Ραϋμόνδου να επιβάλλει την εκκλησιαστική τάξη και αφετέρου της υποστήριξης που παρείχε ο οίκος των Trencavel. Ναι με ο Ρογήρος είχε δηλώσει υποταγή στον Παπισμό, αλλά το περιβάλλον του δείχνει ότι δεν άλλαξαν και πολλά πράγματα στην πολιτική του. Ο οικονόμος του, ο Guilhem Peyre de Brens, ήταν ο άνθρωπος που κατά το ανέκδοτο του Guillaume de Puylaurens είχε αψηφήσει τον οικείο επίσκοπο και κατά την επιθανάτια επιθυμία του ζήτησε να ταφεί με τους “Bonomios”, εννοώντας τους Καθαρούς. Όταν ο Ρογήρος πέθανε το 1194, άφησε επίτροπο του γιού του τον Bertrand de Saissac, γνωστό οπαδό του Καθαρισμού. Ο επίσκοπος Béziers του απέσπασε όρκο, ότι δεν θα εκμεταλλεύονταν την θέση του για να επιτρέψει την είσοδο τον Καθαρών και των Βάλδιων στην πόλη. Δεν άργησε, όμως να δείξει τα πραγματικά του αισθήματα απέναντι στην παπική εκκλησία. Όταν οι μοναχοί του αβαείου St. Mary εξέλεξαν ηγούμενο χωρίς να τον ενημερώσουν, ακύρωσε τις εκλογές, ξέθαψε το νεκρό του προηγούμενου επισκόπου και το τοποθέτησε προκαθήμενο σε μια παράσταση νέων εκλογών για την ανάδειξη ηγουμένου. Φυσικά ο νέος ηγούμενος ήταν άνθρωπος της αρεσκείας του[40].
Ο οίκος των κόμηδων του Foix ήταν περισσότερο μπλεγμένος με την αίρεση. Ο Berengar de Lavelanet θυμάται σαράντα χρόνια μετά, ότι το 1204 συμμετείχε σε μια λαμπρή δεξίωση στο Fanjaux, όπου η Esclarmonde (éclair du monde σημαίνει φως του κόσμου), χήρα αδερφή του κόμη του Foix Ρογήρου-Ραϋμόνδου Ι (1188-1223), έλαβε το consolamentum από τα χέρια του Καθαρού filius major του επισκόπου της Τουλούζης, Guilhabert de Castres. Μαζί της έλαβαν τον consolamentum τρεις ακόμα γυναίκες αριστοκρατικής καταγωγής, η Aude de Fanjeux, η Fays de Dunfort και η Raymonde de Saint-Germain. Η πρώτη ανήκε στις κυρίαρχες δυναστείες της αριστοκρατίας του Fanjeux τους de Tonneins. Ήταν χήρα υψηλόβαθμου αξιωματούχου του οίκου των Trencavel, του Isarn-Bernard. O Berengar θυμόταν τα ονόματα 56 αριστοκρατών οι οποίοι παραβρέθηκαν στην τελετή μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο κόμης του Foix. O Guilhabert είχε στενές γνωριμίες και διασυνδέσεις με την ντόπια αριστοκρατία και ήταν φημισμένος κήρυκας[41].
Η Esclarmonde δρούσε στον Νότο. Στα Πυρηναία είχε ιδρύσει έναν οίκο ευγηρίας για τους ηλικιωμένους Καθαρούς Τελείους, κι ένα Παρθεναγωγείο. Ωστόσο επέλεξε να έρθει στο Fanjeux για να λάβει το consolamentum από τα χέρια του Guilhabet. Στα 1206 η γυναίκα του κόμη του Foix, Φιλίππα αποσύρθηκε επίσης στα Πυρηναία, στο Dun, για να διευθύνει έναν οίκο για γυναίκες Τέλειες. Για τον ίδιο τον κόμη του Foix δεν αναφέρθηκε ότι έλαβε το consolamentum. Επέδειξε μια ανεκτική αντικληρικαλιστική στάση, τίποτα περισσότερο.
Πιο έντονη αντικληρικαλιστική και αντιεκκλησιαστική δράση επέδειξε ο γιος του Ραϋμόνδου V, Ραϋμόνδος VI. Φυλάκισε τους ηγουμένους των μονών του Moissac και του Montauban, έδιωξε τους επισκόπους της Vaidon και της Agen, λεηλάτησε ναούς. Πάντως, δεν επέδειξε φιλική στάση προς τους Καθαρούς, εκτός ίσως από το γεγονός του 1215, όταν κατά την αλβιγινική εκστρατεία αναγκάστηκε να παραδώσει την Τουλούζη, κατέφυγε στην φιλο-καθαρή οικογένεια των Roaix. Αλλά αυτό μπορεί να ήταν η μόνη βολική λύση την δεδομένη στιγμή, αναγκαστική επιλογή, χωρίς ένδειξη φιλικής προς τον Καθαρισμό διάθεσης.
7.3.5 Η Αλβιγινική εκστρατεία[42]
α. Η νομική αντιμετώπιση των αιρέσεων - η δημιουργία των ταγμάτων των Δομινικανών και των Φραγκισκανών.
Η προσωρινότητα των πενιχρών αποτελεσμάτων της αποστολής του 1177 έδειξε ότι χρειαζόταν δραστικότερες και μονιμότερες λύσεις. Η αρχή έγινε με την Γ’ Σύνοδο του Λατερανού, αλλά ο 27ος Κανόνας της Συνόδου, ο σχετικός με τους Καθαρούς, είχε τοπικό χαρακτήρα. Αφορούσε την Languedoc και επαφίονταν στην διακριτική ευχέρεια των τοπικών αρχών να τον εφαρμόσουν. Από την στιγμή που οι κοσμικές αρχές δεν είχαν την βούληση ή την δυνατότητα να επιβάλλουν τα προβλεπόμενα μέτρα, οι παπικοί δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα παραπάνω από το ν’ αφορίζουν. Χρειαζόταν λύσεις δραστικότερες και τέτοιες που να μπορούσαν να εφαρμοστούν από τις εκκλησιαστικές αρχές. Η ευκαιρία που παρείχαν οι αιρετικοί στους παπικούς να πείσουν τους κοσμικούς άρχοντες να τους μεταβιβάσουν μέρος της εκτελεστικής εξουσίας ήταν μοναδική και δεν πέρασε ανεκμετάλλευτη. Έτσι, το 1184, μέσα στον κολοφώνα της διαμάχης του Φρειδερίκου Μπαρμπαρόσα με τον πάπα, ο Λούκιος Γ’ (1181-1185), ο δεύτερος εξέδωσε ένα διάταγμα, το Ad Abolendam, με το οποίο απειλούσε όλους τους κοσμικούς ηγεμόνες και άρχοντες με αφορισμό, ενώ η επικράτειά τους θ’ αποκόπτονταν από την κοινωνία με την Ρώμη, αν δεν συμμετείχαν ενεργά στην καταπολέμηση των αιρέσεων.
Οι δραστήριες λύσεις απαιτούν δραστήριους ανθρώπους. Το 1198 έγινε πάπας Ρώμης ο Ιννοκέντιος Γ’ (1198-1216). Ο Ιννοκέντιος ήταν άνθρωπος με πολεμικό ζήλο. Αρέσκονταν να δοκιμάζει την ξηρότητα της ακμής του ξίφους της εκκλησιαστικής εξουσίας στο σβέρκο των αιρετικών. Ακόμη περισσότερο αρέσκονταν να εξουδετερώνει τους αντιπάλους του με πολεμικές επιχειρήσεις, τις οποίες ονόμαζε «σταυροφορίες». Ήδη η πρώτη τέτοιου είδους σταυροφορία του Ιννοκέντιου είχε λάβει χώρα στην Σικελία το 1199, όπου, ως επίτροπος του ανήλικου Φρειδερίκου Β’ της Σικελίας είχε αντιπαράθεση με τον Markward von Anweiler, άνθρωπο των Hohenstaufen. Στην περίπτωση εκείνη αποκαλούσε τον Markward, Σαλαντίν, συνεργάτη των Σαρακηνών. Η επόμενη ήταν η Δ’ Σταυροφορία που κατέληξε στην άλωση της Κωνσταντινούπολης. Με τα χέρια του βουτηγμένα στο χριστιανικό αίμα ο Ιννοκέντιος ένιωθε παντοδύναμος. Φαντασιώνονταν ότι ο Θεός του είχε παραδώσει τους εχθρούς του. Οι δύο αγαπημένες του φράσεις “exterminare” και “animadversio debita” όταν αφορούσαν αιρετικούς ένα μόνο πράγμα σήμαιναν΄ την θανατική καταδίκη.
Ωστόσο οι κινήσεις του δεν ήταν ευκαιριακές. Αντίθετα, ήταν καλά μελετημένες. Αρχικά φρόντισε να δημιουργήσει το απαραίτητο νομικό πλαίσιο για να στηρίξει τον αναβαθμισμένο ρόλο των λεγάτων του. Το 1199 εξέδωσε το Vergentis, ένα διάταγμα σχεδιασμένο ν’ ασκεί πίεση σε όσους εμπλέκονταν με οποιοδήποτε τρόπο σε κάποια αίρεση. Όσοι, παρά τις συστάσεις επέμεναν να εμπλέκονται με την αίρεση, ήταν ένοχοι της κατηγορίας της infamia[43]. Οι προβλεπόμενες ποινές ήταν στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων και καθαίρεση, αν κατείχαν κάποιο δημόσιο αξίωμα. Σε περίπτωση ιερέως, στέρηση εκκλησιαστικών αξιωμάτων. Σε περίπτωση δικηγόρου, αφαίρεση της δυνατότητας να παρίσταται ως κριτής, συνήγορος ή γραμματέας. Ταυτόχρονα επιβάλλονταν στέρηση κληρονομικών δικαιωμάτων, κατάσχεση περιουσίας. Οι ποινές ήταν παρόμοιες με αυτές που επιβάλλονταν στο έγκλημα της lèse-majestè, της συνομωσίας κατά του αυτοκράτορα[44]. Το Vergentis αποτέλεσε αργότερα την νομική βάση για την δημιουργία της Ιεράς Εξέτασης.
Ο Ιννοκέντιος αντιλαμβάνονταν πολύ καλά ότι η στροφή του κόσμου στην αίρεση ήταν σε μεγάλο βαθμό μια αντίδραση στον μονολιθικό χαρακτήρα του παπισμού. Καταλάβαινε ότι για να ξανακερδίσει το εκκλησίασμα έπρεπε ν’ αντιπαρατεθεί με τους αιρετικούς κυρίως με τους δικούς τους όρους. Για τον λόγο αυτό χρησιμοποίησε δύο κατάλληλους ανθρώπους, τον Δομίνικο της Οσμα, ιδρυτή του τάγματος των Ιεροκηρύκων (Ordo Praedicatorum, Δομινικανοί μετά τον ΙΕ’ αι.) και τον Φραγκίσκο της Ασίζης, ιδρυτή του τάγματος των Φραγκισκανών.
Στην Languedoc το 1206, μια αποστολή Κιστερκιανών μοναχών έληξε άδοξα, χωρίς το κήρυγμά τους να φέρει τα ποθούμενα αποτελέσματα. Τότε ο Καστιλλιάνος επίσκοπος Diego της Όσμα μαζί με τον ακόλουθό του Δομίνικο, είχαν την ιδέα του κηρύγματος σε συνθήκες απόλυτης φτώχιας, κατά τα πρότυπα των αιρετικών. Η ιδέα εφαρμόστηκε το 1206-7. Ο Ντιέγκο πέθανε τον Δεκέμβριο του 1207 και την θέση του ανέλαβε ο Δομίνικος συνεχίζοντας το έργο του ειρηνικού κηρύγματος, το οποίο κατέληξε σε λουτρό αίματος, την αλβιγινική εκστρατεία. Το 1215 μετακόμισε στην Τουλούζη και την επόμενη χρονιά ίδρυσε το τάγμα των Δομινικανών με σκοπό το κήρυγμα και βασισμένο στους κανόνες του Αγίου Αυγουστίνου. Επειδή ο Καθαρισμός δεν ήταν η μόνη αίρεση που έπρεπε να αντιμετωπιστεί, ούτε το πρόβλημα περιορίζονταν μόνο στην Midi, το τάγμα γρήγορα επέκτεινε τις δραστηριότητές του σε όλη την Δύση[45].
Το 1210 τέθηκε στον Ιννοκέντιο ένα σοβαρό δίλημμα. Μπορούσε να δεχτεί η παπική εκκλησία στους κόλπους της, ομάδες διαφωνούντων με την επίσημη και προβαλλόμενη εκκλησιαστική ζωή, όταν αυτές ζητούσαν την επιβεβαίωσή της; Ο Φραγκίσκος της Ασίζης, άνθρωπος με βίο που δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από τον αντίστοιχο των αιρετικών της εποχής του, μαζί με 11 ακόμη συνοδούς ζήτησε την αποδοχή του τρόπου ζωής του από την Ρώμη. Ο πάπας συμφώνησε, δεν είχε σημασία πόσο ακραίος ήταν αυτός ο τρόπος ζωής ή πόσο ασύμφωνος με τον χριστιανικό βίο. Αρκούσε το γεγονός της αναγνώρισης της εκκλησιαστικής του αυθεντίας. Έτσι ο Φραγκίσκος της Ασίζης, ο οποίος θα κατηγορούνταν ως αιρετικός, αν ο ίδιος δεν είχε απευθυνθεί στην Ρώμη ή αν η στιγμή του δισταγμού του Ιννοκέντιου κρατούσε λίγο παραπάνω, έγινε άγιος (για τους παπικούς). Μαζί με την αναγνώριση του δόθηκε και η άδεια να κηρύττει. Το κήρυγμά του δεν ήταν επικίνδυνο. Περιορίζονταν στην μετάνοια, την έκκληση για ηθικισμό, καμιά αναφορά σε δόγμα κανένας ψόγος των κακώς εκκλησιαστικών κείμενων, ούτε καν καταδίκη της αίρεσης. Η εντυπωσιακή, για την φτώχια της, εμφάνιση των Φραγκισκανών είχε επιτυχία στον ανταγωνισμό της αντίστοιχης των αιρετικών, αλλά δεν κράτησε για πολύ το αρχικό πνεύμα. Όταν ο Ιννοκέντιος συγκατατέθηκε στην ιδιοτροπία τους είχε ήδη κατά νου πως θα τους απορροφήσει μέσα στο παπικό σύστημα και πως θα τους εντάξει ως τάγμα σε ένα πιο εύχρηστο σχήμα δίπλα στους Δομινικανούς, μέσα από μια διαδρομή που έφερε την διάσπαση στους κόλπους των Φραγκισκανών, με αποτέλεσμα να στιγματιστούν οι διαφωνούντες ως αιρετικοί.
β. Τα γεγονότα πριν την εκστρατεία - η δολοφονία του Pierre de Castelnau.
Η αποστολή παπικών λεγάτων στην Languedoc εφαρμόστηκε από τον Ιννοκέντιο ήδη από το 1198. Το 1200 έστειλε τον Ιωάννη του Αγίου Παύλου για να επιβάλλει την Vergentis. Το 1203 έστειλε τους Ralph de Fontfroide και Pierre de Castelnau. Το 1204 έστειλε τον Arnaud Amaury, ηγούμενο του Citeaux, για να βοηθήσει τους δύο προηγούμενους. Παρότι η παρουσία των λεγάτων δεν ήταν επιθυμητή ούτε από τους ιεράρχες, ούτε από τους αριστοκράτες της περιοχής, αυτοί κατάφεραν να επιβάλλουν κλίμα εχθρικό προς τους αιρετικούς, στις περιοχές του Montpellier, της Αρελάτης και της Carcassonne. Στην Τουλούζη συμφωνήθηκε η απόδοση διευρυμένων δικαιωμάτων στην κομμούνα της πόλης, ως αντάλλαγμα για την βοήθεια αντιμετώπισης της αίρεσης. Αυτή, όμως η κίνηση περιόριζε τα δικαιώματα του κόμη Ραϋμόνδου VI. Το 1204 έγινε μια δημόσια αντιπαράθεση στην Carcassonne, παρουσία του Πέτρου ΙΙ της Αραγονίας (1196-1213). Η μεγαλύτερη επιτυχία των λεγάτων σημειώθηκε στην Προβηγκία. Εκεί όλες οι άρχουσες δυνάμεις του τόπου ορκίστηκαν πίστη και αφοσίωση στον σκοπό της παπικής πίστης το 1207. Ωστόσο, ο Ραϋμόνδος VI, ως μαρκήσιος της Προβηγκίας βρήκε την ευκαιρία να εκφράσει την δυσαρέσκειά του απέναντι στον Pierre de Castelnau και αρνήθηκε να ορκιστεί. Ο Pierre αφόρισε τον Ραϋμόνδο και ο πάπας επικύρωσε τον αφορισμό με μια παπική βούλα τον Μάιο του 1207, επί τη βάσει των κατηγοριών της υποστήριξης του Ραϋμόνδου προς τους Αραγωνέζους ληστοσυμμορίτες, που λυμαίνονταν την περιοχή, της κατάσχεσης των πατριμονίων του επισκόπου της Carpentras και της προστασίας του προς τους αιρετικούς.
Οι κατηγορίες ήταν άδικες. Ο Ραϋμόνδος δεν είχε τα μέσα να καταπολεμήσει ούτε τους ληστοσυμμορίτες, ούτε τους αιρετικούς, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι είχε την θέληση. Οι διενέξεις του με κάποιους από τους ιεράρχες αφορούσαν θέματα γαιοκτησίας και δικαιωμάτων, δεν ήταν δογματικές. Εκείνο για το οποίο θα μπορούσε κάποιος να τον κατηγορήσει ήταν η απροθυμία του να συνεργαστεί με τους παπικούς, αλλά αυτό ήταν θέμα που προέκυπτε από την συμπεριφορά των δεύτερων. Παρότι και οι δυο ήταν άνθρωποι του Νότου, έδειχναν πρωτοφανή δυστοκία στο να κατανοήσουν τα προβλήματα της περιοχής και την θέση του Ραϋμόνδου. Ο πάπας στηρίζονταν αποκλειστικά σ’ αυτούς για την ενημέρωσή του και από την ενημέρωση αυτή έλειπε η πληροφόρηση για τα έργα και τις ημέρες των τοπικών επισκόπων, των οποίων οι κοσμικές βλέψεις δημιουργούσαν τα προβλήματα με την αριστοκρατία και ο κοσμικός βίος έδινε τροφή στους αιρετικούς να κατηγορούν την εκκλησία. Όταν αυτό έγινε κατανοητό, ότι δηλαδή οι εκπρόσωποι της εκκλησίας, στους οποίους θα έπρεπε να πέσει κανονικά το βάρος του αντιαιρετικού αγώνα, υστερούσαν σε όλα τα πεδία, αυτοί αντικαταστάθηκαν μέχρι το 1212, αλλά το 1207 το φταίξιμο έπεσε όλο στον Ραϋμόνδο. Ο Ιννοκέντιος είχε την «λύση» έτοιμη΄ μια νέα «σταυροφορία» υπό την ηγεσία του Φίλιππου ΙΙ της Φραγκίας (1180-1223). Όταν η απειλή έφτασε στα αυτιά του Ραϋμόνδου προσπάθησε να έρθει σε συνεννόηση με τον Pierre, αλλά η συνάντηση δεν πήγε όπως περίμενε. Λίγο καιρό αργότερα ο Pierre δολοφονήθηκε από έναν ιππότη του Ραϋμόνδου.
γ. Η κήρυξη της εκστρατείας.
Δεν υπάρχει καμιά ένδειξη που να βεβαιώνει ότι ο κόμης έδωσε την διαταγή.Το γεγονός ότι δεν κυνήγησε τον δολοφόνο έπεισε τον πάπα για την ανάμειξή του. Μετά από αυτό το γεγονός οι λεγάτοι κήρυτταν μια νέα «σταυροφορία» στην Δύση. Ο πάπας και πάλι απευθύνθηκε στον βασιλιά της Φραγκίας Φίλιππο Αύγουστο[46]. Ο Φίλιππος δικαιολογήθηκε επικαλούμενος τα προβλήματα στις σχέσεις του με τον Ιωάννη της Αγγλίας και τον Όθωνα της Γερμανίας. Τόνισε ωστόσο ότι δεν επιθυμούσε να εμπλακεί στις υποθέσεις υποτελών του, όπως, ο Ραϋμόνδος.
Η εκστρατεία αυτή είχε κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Δεν κατευθύνονταν απλώς κατά των αιρετικών, αλλά κατά των fautores, αυτών δηλ. που παρείχαν προστασία στην αίρεση με οποιονδήποτε άμεσο ή έμμεσο τρόπο. Ο Ραϋμόνδος ήταν ύποπτος. Όχι μόνο είχε ως σημαντικό σύμβουλο στην αυλή του έναν Τέλειο Καθαρό, αλλά είχε επιτρέψει στην πρώην σύζυγό του (την δεύτερη) Βεατρίκη της Béziers, αδελφή του Ρογήρου ΙΙ των Trencavel, να γίνει και αυτή μια Τέλεια. Το ζητούμενο για τον πάπα ήταν η ταχύτητα της επιστράτευσης. Για τον λόγο αυτό πρόσφερε τις ίδιες υποσχέσεις και τα ίδια συγχωροχάρτια, τα οποία θα ελάμβανε κάποιος σε μια σταυροφορία στους Αγίους Τόπους. Για ν’ αποφευχθούν οι χρονοβόρες προετοιμασίες όρισε ως χρόνο στράτευσης τις 40 ημέρες. Έτσι κατάφερε να συγκεντρώσει γρήγορα ένα εντυπωσιακό εκστρατευτικό σώμα. Η κήρυξη της εκστρατείας έγινε στις 10 Μαρτίου του 1208 και ξεκίνησε νωρίς το καλοκαίρι του 1209. Αρχηγός ορίστηκε ο Simon IV de Montford, άρχοντας του Montford-l’ Amaury (1181-1218) και πέμπτος Eρλ[47] του Leicester. Πνευματικός καθοδηγητής της εκστρατείας ορίστηκε ο Arnaud Amaury.
δ. Η σφαγή της Béziers.
Ο Ραϋμόνδος επέδειξε άφθαστο καιροσκοπισμό. Βιάστηκε να κλείσει ειρήνη με τους εισβολείς και να δηλώσει υποταγή με μια ταπεινωτική τελετή στις 18 Ιουνίου του 1208. Εμφανίστηκε γυμνός στον καθεδρικό του Saint-Gilles στην Τουλούζη, ορκίστηκε πίστη[48] κι έλαβε την άφεση από τον παπικό λεγάτο. Ενώθηκε με το εκστρατευτικό σώμα, στο οποίο υπηρετούσαν δύο συγγενείς του, ο Pierre, κόμης της Auxerre και ο Robert de Courtenay, γιοι του Pierre II de Courtenay, αδελφού της μητέρας του Ραϋμόνδου, Constance. Αποτέλεσμα της στάσης του Ραϋμόνδου ήταν να στραφεί το εκστρατευτικό σώμα ενάντια στους Trencavel και να εμφανιστεί αναπάντεχα κάτω από τα τείχη της Béziers. Ο υποκόμης Ραϋμόνδος-Ρογήρος θέλησε να συνδιαλλαγεί με τους εισβολείς, αλλά η προσπάθειά του δεν είχε αποτέλεσμα. Ο Arnaud Amaury αρνήθηκε επειδή σκέφτηκε ότι με την αποδοχή της υποταγής του υποκόμη, η σταυροφορία έχανε τον στόχο της. Είχε ξοδέψει αρκετό χρόνο από την ζωή του για να προετοιμάσει την εκστρατεία, ώστε δεν επιθυμούσε να την δει να διαλύεται από την μετάνοια του εργάτη της ενδεκάτης ώρας. Έτσι ο υποκόμης επέστρεψε στην Béziers για να φέρει τα δυσάρεστα νέα. Το συμβούλιο της πόλης συσκέφτηκε κι αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να δεχθεί ξανά τους αριστοκράτες και τους παπικούς, ύστερα από τόσους αγώνες που είχαν κάνει για τα δικαιώματά τους. Αποφάσισαν ν’ αντισταθούν. Ο υποκόμης εγκατέλειψε την πόλη, διότι ήξερε ότι η υπεράσπισή της ήταν άδικος κόπος. Μαζί του πήρε και τους Εβραίους της Beziers, δεδομένου ότι ο Βαΐλος του στην πόλη ήταν Εβραίος. Κατευθύνθηκε στην Carcassonne για να οργανώσει στρατό.
Η πολιορκία, άλωση και σφαγή των κατοίκων της Béziers, είναι γραμμένη στις μαύρες σελίδες του παπισμού. Ανατρέχουμε σε δυο πηγές για την περιγραφή των γεγονότων, το Χρονικό του Guillaume de Puylarens[49] και τον Dialogus Miraculorum του Καισάριου του Heisterbach:
«Μετά την εισβολή τους στην περιοχή, ο πρώτος αντικειμενικός στόχος των σταυροφόρων ήταν να πολιορκήσουν την Béziers. Οι κάτοικοι της πόλης στερήθηκαν την θεία καθοδήγηση εξαιτίας των αμαρτιών τους΄ αντί να καλωσορίσουν τους σταυροφόρους, όπως θα έπρεπε να είχαν κάνει, μέσα στην αλαζονεία τους αποφάσισαν να τους αντισταθούν, αλλά ήταν ανήμποροι να αντέξουν στην πρώτη επίθεση του πλήθους που επέλαυνε εναντίον τους. Καθώς οι επιτιθέμενοι σκαρφάλωσαν και κατέλαβαν τα τείχη, οι κάτοικοι υποχώρησαν και ζήτησαν άσυλο στις εκκλησίες τους. Οι επιτιθέμενοι τους καταδίωξαν στην εκκλησία της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής, της οποίας ήταν ημέρα εορτής, κι έσφαξαν χιλιάδες από αυτούς. Αυτό έγινε το 1209.
Ήταν κοινά αποδεκτό τον καιρό εκείνο, ότι ο Κύριος είχε στείλει την εκδίκησή του σ’ αυτούς, διότι είχαν δολοφονήσει με δόλο τον λόρδο τους Trencavel[50] την ίδια εορτάσιμη ημέρα, αν και είχαν επίσης κατηγορηθεί με ανείπωτες προσβολές κατά τις αιρετικές τους πεποιθήσεις και βλασφημίες[51].»
Έγινε μια προσπάθεια ν’ αμβλυνθούν οι εντυπώσεις από την σφαγή των κατοίκων της Béziers. Ο Guillaume ισχυρίζεται ότι ήταν το πλήθος (vulgus) που επιτέθηκε στην πόλη, όχι οι ιππότες. Ποιους εννοεί ως πλήθος; Η λέξη αναφέρεται στους ακολούθους των ιπποτών, το βοηθητικό προσωπικό του στρατοπέδου. Στην αναφορά των λεγάτων Arnaud και Milo προς τον πάπα γράφει:
«οι ribaldi και άλλα πρόσωπα χαμηλής τάξης και άοπλοι, επιτέθηκαν στην πόλη χωρίς να περιμένουν οδηγίες από τους αρχηγούς[52].»
Άοπλοι σημαίνει χωρίς τον κατάλληλο οπλισμό. Σε chanson του τροβαδούρου Guillaume de Tudela αναφέρεται ότι κρατούσαν “masseta”, ρόπαλα. Οι λεγάτοι ανεβάζουν τον αριθμό των νεκρών σε 22.000, ενώ ο τροβαδούρος τραγουδά για 7.000 σκοτωμένους.
Η αποποίηση της ευθύνης της σφαγής των κατοίκων της Béziers από τους παπικούς ίσως να είχε πετύχει αν δεν υπήρχε μια ακόμη αναφορά στο γεγονός, του Καισάριου του Heisterbach:
«Όταν ήρθαν στην μεγάλη πόλη της Béziers, στην οποία λέγεται ότι υπήρχαν 100.000 άνθρωποι, την πολιόρκησαν˙ στο αντίκρισμα τους οι αιρετικοί κακοποίησαν με ανείπωτο τρόπο το βιβλίο του ιερού Ευαγγελίου, και το πέταξαν από το τείχος προς τους Χριστιανούς, και πετώντας βέλη από πίσω του, φώναξαν: “Ιδού ο νόμος σας, άθλιοι!” Αλλά ο Χριστός, ο συγγραφέας του Ευαγγελίου, δεν ανέχτηκε τέτοια προσβολή να μείνει ατιμώρητη. Διότι μερικοί από τους ακολούθους Του, φλεγόμενοι από ζήλο για την πίστη, τοποθέτησαν σκάλες στο τείχος, και σαν λιοντάρια, κατά το παράδειγμα αυτών που διαβάζουμε στο βιβλίο των Μακκαβαίων, άφοβα σκαρφάλωσαν στα τείχη και καθώς οι αιρετικοί καταλήφθηκαν από πανικό που έρχονταν άνωθεν και έφυγαν, άνοιξαν τις πύλες για τους άλλους, και κατέλαβαν την πόλη.
Όταν ανακάλυψαν, από την παραδοχή μερικών, ότι οι Καθολικοί ήταν αναμεμιγμένοι με τους αιρετικούς, είπαν στον ηγούμενο, “Κύριε, τι να πράξουμε, διότι δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε μεταξύ των καλών και των κακών”. Ο ηγούμενος, όπως και άλλοι, φοβήθηκε ότι από τον φόβο του θανάτου, πολλοί θα υποκρίνονταν ότι είναι Καθολικοί, και μετά την αναχώρησή [του στρατού], θα επέστρεφαν στην αίρεση.
Λέγεται ότι αποκρίθηκε:
› Κάψτε τους όλους. Ο Κύριος γνωρίζει τους δικούς του[53].»
Από το παραπάνω απόσπασμα φαίνεται ότι ήταν ο ίδιος ο Arnaud Amaury, αυτός που έδωσε την διαταγή της γενικής σφαγής, ο ίδιος ο οποίος στην δική του αναφορά προσπάθησε να πείσει τον πάπα ότι έφταιγαν οι ribaldi. Η ευθύνη της σφαγής ανήκει αποκλειστικά στους παπικούς. Ακόμη και αν οι αριθμοί φαίνονται υπερβολικοί, δεν είναι μακράν της αλήθειας. Ο τροβαδούρος Guillaume de Tudela αναφέρει πόσοι εσφάγησαν μέσα στην εκκλησία, όταν λέει 7.000. Ο Arnaud όταν αναφέρει 20.000 εννοεί πόσοι εσφάγησαν μέσα στην πόλη, όχι μόνο στην εκκλησία. Δεν υπάρχει διαφωνία. Ο γενικός πληθυσμός της πόλης ίσως να ήταν μικρότερος, αλλά σ’ αυτές τις περιπτώσεις συρρέουν και οι κάτοικοι της υπαίθρου για να προστατευθούν εντός των τειχών.Επίσης είναι ψέμα, το ότι οι αρχηγοί της εκστρατείας δεν διέταξαν την εξόντωση όλων των κατοίκων. Τα άρρωστα στρατηγικά τους μυαλά σκέφτηκαν ότι έπρεπε να κάνουν την Béziers παράδειγμα προς αποφυγή, να καταδείξουν μάταιη την αντίσταση, τρομοκρατώντας με το γενικό ξεκλήρισμα, όσους θα είχαν την πρόθεση ν’ αντισταθούν.
Η σφαγή στην Béziers είχε άμεσο αντίκτυπο στην επιθυμία των άλλων πόλεων ν’ αντισταθούν. Η Carcassonne παραδόθηκε αμαχητί στις 15 Αυγούστου και όλοι οι κάτοικοι έλαβαν την άδεια να την εγκαταλείψουν, ανεξαρτήτου θρησκευτικής τοποθέτησης. Ο μόνος που συνελήφθη ήταν ο υποκόμης Raymond- Roger Trencavel. Πέθανε στην φυλακή δυο μήνες αργότερα, αφήνοντας την υποψία ότι ο θάνατός του μπορεί να οφείλονταν σε δολοφονία. Ως δολοφονημένος, έγινε εθνικός ήρωας στα χείλη των τροβαδούρων της Occitania. O Simon de Montford έγινε κύριος της κατακτημένης χώρας. Δεν προχώρησε σε ανακρίσεις για να διαπιστώσει την εκκλησιαστική νομιμοφροσύνη των υποτελών των Trencavel. Όσοι δήλωσαν homage σ’ αυτόν παρέμειναν στις γαίες τους. Όσοι δραπέτευσαν έχασαν τα δικαιώματά τους και οι γαίες τους δόθηκαν σε δικούς του ανθρώπους. Η επιχειρήσεις του 1209 έληξαν μετά την πάροδο των σαράντα ημερών και οι «σταυροφόροι» επέστρεψαν στα κάστρα τους.
ε. Η συνέχεια των επιχειρήσεων
Μετά την κατάληψη της περιοχής των Trencavel, ο Ραϋμόνδος φοβήθηκε ότι η εκστρατεία την επόμενη χρονιά θα στρέφονταν εναντίον του, γι’ αυτό έκανε έκκληση στον πάπα. Ο Ιννοκέντιος διέταξε να διερευνηθούν δύο κατηγορίες. Η κατηγορία για αίρεση και η κατηγορία για τον φόνο του Pierre de Castelnau. Αν βρίσκονταν ένοχος γα κάποια από αυτές τις κατηγορίες θα έπρεπε να παρουσιαστεί στην Ρώμη.
Οι γρήγορες επιτυχίες του 1209 έλκυσαν περισσότερους τυχοδιώκτες το 1210. Στις επιχειρήσεις της δεύτερης χρονιάς καταλήφθηκαν οι εναπομείνασες περιοχές των Trencavel. Ο Πέτρος ΙΙ της Αραγονίας δεν ήθελε να εμπλακεί στην πολιτική της Languedoc διότι επείγονταν να επιτεθεί κατά των μουσουλμάνων. Έτσι δεν έφερε αντίρρηση στην αναγνώριση των νέων κυριαρχικών δικαιωμάτων. Τον Ιανουάριο του 1211 περιέβαλε τον νέο κύριο Simon de Montfort.
Οι Καθαροί και οι επιζήσαντες ιππότες των Trencavel ζήτησαν καταφύγιο στους ομόγνωμους της Τουλούζης. Έτσι έφεραν σε δύσκολη θέση τον Ραϋμόνδο. Οι λεγάτοι του πάπα αρνήθηκαν να διεξάγουν την έρευνα μέχρι να εκπληρώσει ο κόμης μια σειρά ταπεινωτικών ενδείξεων καλής πίστης. Όταν ο κόμης αρνήθηκε οι λεγάτοι το εξέλαβαν ως σημάδι ενοχής και τον αφόρισαν. Οι τυχοδιώκτες του Simon εισέβαλαν στην Toulousain χωρίς να περιμένουν την έγκριση του πάπα ή την επικύρωση του αφορισμού του Ραϋμόνδου, την τρίτη χρονιά, το 1211. Επιτέθηκαν πρώτα στην Laivur, μια πόλη της οποίας η υπαγωγή μεταξύ των Trencavel και του Ραϋμόνδου ήταν αμφισβητήσιμη. Με την πτώση της έκαψαν περί τους 400 Καθαρούς. Όταν ο πάπας επικύρωσε τον αφορισμό, το εκστρατευτικό σώμα έπεσε πάνω στην περιοχή του οίκου των Melgueil. Στην συνέχεια έφθασαν στην Τουλούζη στα μέσα Ιουνίου. Την πόλη υπερασπίζονταν ο κόμης και οι σύμμαχοί του από τα Πυρηναία. Η κομμούνα της Τουλούζης παρείχε πλήρη υποστήριξη στον Ραϋμόνδο. Επειδή η πόλη έφθανε μέχρι τον ποταμό Garonne και μπορούσε να εκμεταλλευτεί την ελεύθερη δίοδο που παρείχε, ο αποκλεισμός δεν ήταν πλήρης και το εκστρατευτικό σώμα προτίμησε ν’ απεμπλακεί από την μακρόχρονη πολιορκία, προτιμώντας γρήγορες επιτυχίες. Σε δυο βδομάδες η πολιορκία λύθηκε.
Η μοναδική μάχη ανοιχτού πεδίου δόθηκε τον Σεπτέμβριο του 1211 στο Saint-Martin-Lalande, με αποτέλεσμα την ήττα των τοπικών δυνάμεων από τους ιππότες του Simon, αν και οι πρώτοι υπερτερούσαν αριθμητικά. Έκτοτε οι Languedociens δεν ξαναπροσπάθησαν να εμπλακούν σε παρόμοιες επιχειρήσεις. Η υποταγή των εδαφών της Τουλούζης ολοκληρώθηκε το φθινόπωρο του επόμενου χρόνου, το 1212. Μόνο η πόλη της Τουλούζης και τo Montauban παρέμεναν στην κυριαρχία του Ραϋμόνδου. Ο Simon de Montfort είχε καταλάβει επίσης την Comminges και το μεγαλύτερο μέρος της Foix. Το Νοέμβριο του 1212 επικύρωσε έναν νομικό κώδικα στην Pamiers, ο οποίος θα ίσχυε για τις κατακτημένες περιοχές.
Στις 16 Ιουλίου του 1212 ο Πέτρος της Αραγονίας κατήγαγε σημαντική νίκη κατά των μουσουλμάνων στην Las Navas de Tolosa, σημείο καμπής της αραβικής κυριαρχίας στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνεπώς, από την στιγμή εκείνη είχε τον χρόνο και την άνεση ν’ ασχοληθεί με την κατάσταση των υποτελών του στα Πυρηναία. Εξαιτίας της νίκης του είχε ανέβει στην εκτίμηση του πάπα. Απευθύνθηκε, λοιπόν, στον Ιννοκέντιο παραπονούμενος ότι οι πράξεις του Simon συγκρούονταν με τα συμφέροντα του στέμματος της Αραγονίας. Ο πάπας ανέστειλε την στράτευση των «σταυροφόρων» για την περίοδο του χειμώνα του 1212-1213 και υποσχέθηκε ότι θα εξετάσει το ζήτημα. Ο Πέτρος της Αραγονίας πρότεινε την αντικατάσταση του κόμη της Τουλούζης από τον γαμπρό του Ραϋμόνδο VII, του οποίου το όνομα δεν είχε εμπλακεί σε θέματα αιρέσεως. Μπήκε μάλιστα εγγυητής της εκκλησιαστικής νομιμοφροσύνης στην κομητεία.
Ο Arnaud Amaury έφερε για άλλη μια φορά πρόσκομμα στην επίτευξη μιας συμβιβαστικής λύσης. Έπεισε τον πάπα ότι η εξάλειψη της αίρεσης απείχε πολύ από την ολοκλήρωσή της και κατάφερε ν’ αλλάξει την απόφασή του για την αναστολή της εκστρατείας. Ο Ιννοκέντιος απέρριψε την μεσολαβητική πρόταση του Πέτρου. Η σύγκρουση της Αραγονίας με τους Φράγκους ήταν αναπόφευκτη. Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1213 οι συνδυασμένες δυνάμεις του Πέτρου και του Ραϋμόνδου συνεπλάκησαν με τους άνδρες του Simon στο Muret. Ο Πέτρος σκοτώθηκε στην αρχή της μάχης σε μια προσπάθεια επίδειξης παράτολμης γενναιότητας. Αποτέλεσμα ήταν οι άνδρες του να σκορπίσουν. Άλλη μια νίκη κατά υπέρτερων δυνάμεων προστέθηκε στο ενεργητικό του de Montfort.
στ. Η Δ’ Σύνοδος του Λατερανού και οι επιπτώσεις της στην Languedoc.
Την άνοιξη του 1214 ο Ιννοκέντιος έστειλε στην Languedoc τον καρδινάλιο Πέτρο του Benevento[54], για να παγώσει τις επιχειρήσεις μέχρι την σύγκληση της Δ’ Συνόδου του Λατερανού. Αναγνώρισε τον Simon de Montfort ως κύριο των κατακτημένων περιοχών, ενώ έθεσε τις υπόλοιπες υπό την προστασία της εκκλησίας. Ο Simon δεν συμβιβάστηκε με αυτή την εξέλιξη και στρατολόγησε ο ίδιος δικούς του «σταυροφόρους». Κατέπνιξε μια επανάσταση στην περιοχή της Agen και κατέλαβε τις γαίες του Ραϋμόνδου στην κοιλάδα του Ροδανού. Ο πάπας, βρισκόμενος προ της άρνησης του αρχηγού της εκστρατείας να συμμορφωθεί, τον όρισε ως διοικητή και των υπόλοιπων περιοχών, στο όνομα της εκκλησίας.
Οι εργασίες της Δ’ Συνόδου του Λατερανού ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 1215. Ο Ραϋμόνδος VI ήταν παρών μαζί με τον γιο του Ραϋμόνδο VII. H Σύνοδος αποφάσισε ότι όλες οι περιοχές των Trencavel καθώς και η κομητεία της Τουλούζης θα περνούσαν στον Φράγκο πολέμαρχο. Το μαρκήσιο της Προβηγκίας θα περνούσε στον Ραϋμόνδο VII, αλλά θα παρέμενε υπό επιτροπή μέχρι ο μαρκήσιος να έρθει σε κατάλληλη ηλικία. Στον Ραϋμόνδο VI αναγνωρίσθηκε ετήσιο επίδομα 400 μάρκων.
Οι Ραϋμόνδοι, πατέρας και γιος, επέστρεψαν στην Προβηγκία το 1216 για να καταστρώσουν τα σχέδια της ανατροπής του διακανονισμού. Στρατολόγησαν άνδρες στην Αραγονία και απελευθέρωσαν την Beaucaire από την φρουρά του Simon. Αυτή ήταν και η πρώτη ήττα που δέχθηκαν οι δυνάμεις του. Ο ίδιος βρισκόταν στο Παρίσι για να λάβει την περιβολή από τον βασιλιά της Φραγκίας. Επέστρεψε βιαστικά στην Τουλούζη και έδιωξε την κομμούνα της πόλης. Λόγω έλλειψης χρημάτων για την πληρωμή των μισθών, επέτρεψε στους άνδρες του να λεηλατήσουν την πόλη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να στραφεί όλη η Τουλούζη εναντίον του.
Το Ιούλιο του 1216 ο Ονόριος ΙΙΙ αντικατέστησε τον θανόντα Ιννοκέντιο. Κάλεσε ξανά σταυροφορία στην Midi. Τον ερχόμενο χειμώνα ο Simon κατέλαβε την Bigorre κι έστρεψε την προσοχή του στην εξέγερση που ξέσπασε στην κοιλάδα του Ροδανού και την Προβηγκία. Τράβηξε τον στρατό του από την Τουλούζη, αφήνοντας μικρή φρουρά. Επειδή η πόλη δεν είχε τείχη ο Ραϋμόνδος VI εισήλθε εύκολα επικεφαλής του στρατού της Αραγονίας. Αποκατέστησε το δημοτικό συμβούλιο, το οποίο συμφώνησε να πληρώσει τους μισθούς των ιπποτών του. Οχύρωσε την πόλη, όσο καλύτερα μπορούσε. Αυτή την φορά η εξέλιξη φάνηκε ότι ευνοούσε τον έκπτωτο κόμη. Ο Simon δεν είχε αρκετές δυνάμεις για να πολιορκήσει την Τουλούζη, αλλά ακόμη και μετά την ενίσχυσή του από την νέα φουρνιά «σταυροφόρων», ήταν αδύνατο να πετύχει στενή πολιορκία, εξαιτίας του ποταμού Garonne. Έτσι, προσπάθησε να την καταλάβει με επίθεση, αλλά σκοτώθηκε στις 25 Ιουνίου του 1218.
ζ. Ο εκφυλισμός της εκστρατείας μετά τον θάνατο του Simon de Montford.
Τον Simon διαδέχθηκε στην αρχηγία ο γιος τους Amaury. Δεν κατάφερε να κρατήσει τις κατακτήσεις του πατέρα του, παρότι ο Λουδοβίκος, γιος του βασιλιά της Φραγκίας Φίλιππου ΙΙ Αυγούστου και μετέπειτα βασιλιάς ως Λουδοβίκος VIII (1223-1226), κατέβηκε προσωπικά ως αρχηγός εκστρατευτικού σώματος το 1219 και πολιόρκησε την Τουλούζη από τις 16 Ιουνίου έως την 1η Αυγούστου, οπότε κι έληξε η περίοδος στράτευσης. Μέχρι το 1223 η Languedoc είχε επανέλθει στην προ της εκστρατείας πολιτική κατάσταση και το μόνο που απέμενε στον Amaury ήταν τίτλοι χωρίς εδαφικό αντίκρισμα. Παραχώρησε τους τίτλους αυτούς στον βασιλιά της Φραγκίας, Λουδοβίκο VIII, τον επονομαζόμενο λέοντα.
Τον Ιανουάριο του 1226 ο παπικός λεγάτος, καρδινάλιος Ρωμανός, αφόρισε τον Ραϋμόνδο VII και κήρυξε νέα «σταυροφορία» κατά της Languedoc. Για την πληρωμή της χρησιμοποίησε τα έσοδα της δεκάτης. Αρχηγός στην νέα εκστρατεία μπήκε ο “λέοντας” Λουδοβίκος, αλλά οι δυνάμεις του κώλυσαν στην Αβινιόν, διότι η κομμούνα της πόλης δεν επέτρεπε στους Φράγκους να διασχίσουν την γέφυρά της από τις 7 Ιουνίου μέχρι τις 9 Σεπτεμβρίου. Στο διάστημα αυτό ο καρδινάλιος Ρωμανός κατέλαβε το μαρκήσιο της Προβηγκίας. Οι πόλεις Αρελάτη, Μασσαλία, Οράγγη, Άγιος Αιγίδιος (Saint-Gilles), Ναρβόννη, Θερμές, Tarascon, Beaucaire, Albi και Carcassonne παραδόθηκαν και υποτάχθηκαν εθελοντικά στον νόμιμο επικυρίαρχό τους. Όταν ο Λουδοβίκος εισήλθε στην Languedoc τον Σεπτέμβριο είχε μαζί του λίγες δυνάμεις. Οι περισσότεροι είχαν επιστρέψει λόγω λήξης της θητείας τους ή είχαν πεθάνει από επιδημία. Για τον λόγο αυτό δεν επιτέθηκε στον Ραϋμόνδο (από δω και πέρα μιλάμε για τον έβδομο κόμη της Τουλούζης με αυτό το όνομα). Όρισε ως εκπρόσωπό του τον Humbert de Beaujeu, με έδρα στην Carcassonne.
Ο Λουδοβίκος προσβλήθηκε από δυσεντερία και πέθανε στις 3 Νοεμβρίου, κατά το ταξίδι της επιστροφής, στο chateau του Montpensier, στην Ωβέρνη. Η χήρα του Μπλανς της Καστίλης ορίστηκε αντιβασιλέας στη θέση του ανήλικου Λουδοβίκου ΙΧ. Το βάρος των επιχειρήσεων στην Languedoc έπεσε στον Ουμβέρτο. Το 1228 επιτέθηκε στην Τουλούζη και εξανάγκασε τον Ραϋμόνδο να κάτσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Οι διαπραγματεύσεις οδήγησαν σε ειρήνη, συνδιαλλαγή με τον πάπα και υπεγράφη συνθήκη στο Παρίσι τον Μάρτιο του 1229. Ο Ραϋμόνδος, ίσως εξουθενωμένος ο ίδιος οικονομικά, κατάλαβε ότι ο μακροχρόνιος πόλεμος με Ρώμη και Παρίσι ταυτόχρονα, δεν μπορούσε να λήξει με τον ίδιο νικητή.
η. Η συνθήκη του Παρισιού το 1229.
Με την συνθήκη του Παρισιού, ο Ραϋμόνδος αναλάμβανε τις εξής υποχρεώσεις: να ενισχύσει τους αντιαιρετικούς νόμους στην επικράτειά του, ν’ απολύσει τους μισθοφόρους του, ν’ αποκαταστήσει την εκκλησιαστική περιουσία στην προ του 1209 κατάσταση, να πληρώσει αποζημιώσεις στην εκκλησία, να προωθήσει την πληρωμή της δεκάτης, να θέσει το μαρκήσιο της Προβηγκίας υπό την κηδεμονία της εκκλησίας και τέλος να ιδρύσει πανεπιστήμιο στην Τουλούζη, που θα λειτουργούσε ως κέντρο παπικών σπουδών. Κανονίστηκε επίσης να υπηρετήσει ως σταυροφόρος στους Αγίους Τόπους για διάστημα πέντε ετών. Ο Ραϋμόνδος δήλωσε υποταγή στο στέμμα της Φραγκίας και υποχρεώθηκε να παραδώσει όλα τα φέουδά του εκτός από τις επαρχίες της Τουλούζης, της Agen, της Rodez, της Cahors, και μερικές ακόμη στον Βορρά. Όλες οι παραχωρήσεις που είχαν γίνει από τον Λουδοβίκο VIII ή τον Simon de Montfort τίθονταν σε ισχύ. Όσοι είχαν απομακρυνθεί από την γη τους μπορούσαν να επιστρέψουν εκτός και αν είχαν κριθεί ένοχοι για αίρεση. Ο Ραϋμόνδος υποχρεώθηκε να κατεδαφίσει κάποια στρατηγικά κάστρα του, ενώ κάποια άλλα διατηρήθηκαν υπό βασιλικό έλεγχο για μια δεκαετία. Ως κληρονόμος του ορίστηκε η κόρη του Jeanne και η κληρονομιά «κλείδωσε» σ’ αυτήν, ακόμη και αν αργότερα έρχονταν στον κόσμο αρσενικός διάδοχος. Η Jeanne λογοδόθηκε να παντρευτεί κάποιον από τους αδελφούς του βασιλιά και να πέθαινε άτεκνη η Τουλούζη θα περνούσε στην περιουσία του στέμματος. Η συνθήκη αυτή ήταν ευνοϊκότερη από τον διακανονισμό που αποφάσισε η Δ’ Σύνοδος του Λατερανού, εφόσον σε κείνη όλη η περιουσία των κόμηδων της Τουλούζης δυτικά του Ροδανού τους αφαιρούνταν.
7.3.6 Η κατάπνιξη του Καθαρισμού μετά την Αλβιγηνική εκστρατεία - Η Ιερά Εξέταση
α. Η κατάσταση των Καθαρών κατά την διάρκεια της εκστρατείας.
Οι Καθαροί βγήκαν αλώβητοι από την Αλβιγηνική εκστρατεία. Όπως φάνηκε καθαρά, εξάλλου, ο σκοπός των Φράγκων ήταν η υποταγή του ανεξάρτητου Νότου, πρωτίστως. Η κατάπνιξη της αίρεσης ήταν μια εύσχημη δικαιολογία για την εισβολή, αλλά ποτέ προτεραιότητα. Σε όλη την Hystoria Albigensis δεν αναφέρεται παρά μόνο μία εκτέλεση Τελείου Καθαρού, στην Castres το 1209[55]. Οι μαζικές εκτελέσεις αφορούσαν το σύνολο του πληθυσμού και δεν έκαναν διάκριση μεταξύ Καθολικών ή Καθαρών. Ωστόσο η εκστρατεία είχε το αντίκτυπό της. Οι Καθαροί κρύφτηκαν στα παρασκήνια. Οι Τέλειοι εγκατέλειψαν κάποιες από τις προηγούμενες συνήθειες. Οι κοινότητές τους σκορπίστηκαν, αναμίχθηκαν με τον υπόλοιπο πληθυσμό. Ντύθηκαν με τα συνηθισμένα ενδύματα, ώστε να μην γίνεται πλέον φανερή η εκκλησιαστική τους τοποθέτηση και φιλοξενούνταν στα σπίτια των πιστών. Προσάρμοσαν την λειτουργία των μυστηρίων τους στο νέο περιβάλλον. Αυτό κράτησε καθ’ όλη την διάρκεια της φραγκικής κατοχής. Όταν το 1218 η τοπική διοίκηση αποκαταστάθηκε και οι Φράγκοι αποχώρησαν, οι Καθαροί επανέφεραν τον δημόσιο χαρακτήρα της αίρεσης. Μαλιστα, το 1225 εμφανίζεται ανάπτυξη με την ίδρυση νέας επισκοπικής περιφέρειας στην Razès.
Μέχρι την ίδρυση της Ιεράς Εξέτασης το 1229, το νομικό πλαίσιο για την δίωξη των αιρετικών ήταν έτοιμο. Ο γ’ κανόνας της Δ’ Συνόδου του Λατερανού προέβλεπε τα εξής:
1. Όσοι βρίσκονταν ένοχοι για αίρεση θα αφορίζονταν και θα παραδίδονταν στις κοσμικές αρχές για την τιμωρία τους.
2. Η περιουσία τους θα κατάσχονταν.
3. Όσοι κοσμικοί άρχοντες αρνούνταν να τιμωρήσουν τους αιρετικούς θα αφορίζονταν επίσης και οι γαίες τους θα μοιράζονταν στους Καθολικούς πρίγκιπες.
4. Όσοι συμμετείχαν στον αγώνα κατά της αίρεσης θα ανταμείβονταν από την εκκλησία σε συγχωροχάρτια παρόμοια με αυτά των σταυροφόρων στους Άγιους Τόπους.
5. Όσοι περιέθαλπαν αιρετικούς, ασχέτως αν συμμερίζονταν τις απόψεις τους ή όχι, θα αφορίζονταν ομοίως, εκτός και αν ζητούσαν άφεση από την εκκλησία, μέσα σε διάστημα ενός χρόνου, έχαναν το δικαίωμα να συμμετέχουν σε δημόσιο αξίωμα, όπως και το δικαίωμα της κληρονομιάς και της διαθήκης.
6. Όλοι οι επίσκοποι ήταν υποχρεωμένοι να προβαίνουν σε ανακρίσεις για τον εντοπισμό της αίρεσης, είτε οι ίδιοι είτε δι’ αντιπροσώπου[56].
Σε συμφωνία και επίρρωση των ανωτέρω οι Καθολικοί πρίγκιπες εξέδωσαν ανάλογους νόμους. Ο Φρειδερίκος Β’ διέταξε την θανατική καταδίκη των αιρετικών το 1224 για την Γερμανία και το 1231 για την Σικελία. Ο Πέτρος Β’ της Αραγονίας είχε κάψει αιρετικούς το 1197. Οι Φράγκοι είχαν ξεκινήσει τις εκτελέσεις των αιρετικών από το 1022. Το 1226, λίγο πριν πεθάνει ο Λουδοβίκος VIII διέταξε την κατάσχεση της γης των αιρετικών και τη απεμπόλησή τους από τα δημόσια αξιώματα
β. Η ίδρυση της Ιεράς Εξέτασης.
Οι επίσκοποι δεν είχαν την άνεση χρόνου ή την εκπαίδευση να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις που απέρρεαν από τον γ’ κανόνα της Δ’ Συνόδου του Λατερανού. Η ανάκριση αιρετικών ήταν έξω από τις δυνατότητες των περισσοτέρων. Αλλά και στην περίπτωση που ανακάλυπταν κάποιους, δεν υπήρχε η εγγύηση ότι θα τους προσήγαγαν σε δική, καθώς ήταν ευάλωτοι στην δωροδοκία. Έγινε, λοιπόν, κατανοητό ότι για την συνέχεια του αντιαιρετικού αγώνα χρειαζόταν ένα ανεξάρτητο σώμα ανακριτών. Αρχικά χρησιμοποιήθηκαν οι Δομινικανοί και οι Φραγκισκανοί[57], οι οποίοι δεν μπόρεσαν να ανταπεξέλθουν πλήρως στον νέο τους ρόλο, λόγω ελλιπούς νομικής κατάρτισης.
Το 1233 η Ιερά Εξέταση έγινε κανονικό εκκλησιαστικό δικαστικό σώμα. Έκτοτε υπήρχε ανά πάσα στιγμή συγκεκριμένος αριθμός διορισμένων ιεροεξεταστών, χωρίς κεντρική οργάνωση ή διοίκηση, αλλά με απευθείας αναφορά στον πάπα. Οι ιεροεξεταστές μπορεί ν’ ανήκαν σε κάποια αδελφότητα, μπορεί και όχι.
Η εξουσιοδότησή τους στην αντιμετώπιση της αίρεσης, ξεπερνούσε σε κάποιες περιπτώσεις τις αρμοδιότητες των οικείων επισκόπων. Ο καρδινάλιος Ρωμανός, ο υπεύθυνος των εξελίξεων που οδήγησαν στην Συνθήκη του Παρισιού το 1229 εισήγαγε μια καινοτομία στην ανακριτική μέθοδο των αιρετικών της Languedoc. Ενώ μέχρι τότε και για να ξεκινήσει η ανακριτική διαδικασία, απαιτούνταν ένας κατήγορος, του οποίου το όνομα αναφέρονταν στον κατηγορούμενο, με την νέα ρύθμιση το όνομα του κατηγόρου δεν κοινοποιούνταν. Οι Καθαροί είχαν καταφέρει να επιβάλλουν μυστικότητα, με τον φόβο των αντιποίνων. Έτσι οι πληροφορίες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν τους ανακριτές στην ανακάλυψη κρυμμένων αιρετικών ήταν λιγοστές.
Στην Τουλούζη ο καρδινάλιος Ρωμανός και ο επίσκοπος Foulques, ανακάλυψαν έναν Τέλειο Καθαρό, τον Guillem de Solier. Για να τον πείσουν να μαρτυρήσει όσα γνώριζε για άλλους Καθαρούς, του επέστρεψαν όσα προέβλεπε ο νόμος ότι έπρεπε να του αφαιρεθούν, ακόμη και τα πολιτικά του δικαιώματα εκτός από τα περιουσιακά στοιχεία. Με την μαρτυρία φτιάχτηκε μια λίστα υπόπτων και άπαντες οι εκκλησιαστικοί επιδόθηκαν σε ανακρίσεις, των οποίων τ’ αποτελέσματα στάλθηκαν στον Foulques. Ο επίσκοπος έστειλε τα στοιχεία στον λεγάτο και αυτός έφυγε για το Montpellier. Οι κατηγορούμενοι απαίτησαν να δοθούν τα ονόματα των μαρτύρων, αλλά ο Ρωμανός αρνήθηκε διότι γνώριζε ότι απαίτηση είχε ως στόχο την φυσική εξόντωση των μαρτύρων. Ήδη μερικοί από τους μάρτυρες είχαν δολοφονηθεί μόνο με την υποψία ότι μίλησαν. Στην συνέχεια ο Ρωμανός συγκάλεσε Σύνοδο στην Οράγγη και αφόρισε τους αιρετικούς. Από κει έστειλε τις ποινές στον Foulques και αυτός τις ανακοίνωσε στον ναό του Αγίου Ιακώβου στην Τουλούζη. Τα αρχεία στάλθηκαν στην Ρώμη για να μην πέσουν σε λάθος χέρια[58]. Από τους πειραματισμούς του πάπα Γρηγορίου ΙΧ (1227-1241) ο καρδινάλιος Ρωμανός αποδείχθηκε ο σωφρονέστερος. Την ίδια εποχή, η δράση των πρώτων ιεροεξεταστών Κορράδου του Marburg στη Γερμανία και Robert le Bougre στην Φραγκία κατέληξε στο ποταμούς αίματος.
Το 1233 ο Γρηγόριος έδωσε πλήρη εξουσιοδότηση στους Δομινικανούς, για να διώξουν την αίρεση στην Languedoc. Εξέδωσε δύο βούλες στις 20 & 22 Απριλίου. Η πρώτη απευθύνονταν στους αρχιεπισκόπους Bourges, Bordeaux, Auch και Ναρβόννης. Μ’ αυτήν τους ενημέρωνε ότι έστελνε τους Δομινικανούς να βοηθήσουν τους επισκόπους στην πάταξη της αίρεσης. Οι επίσκοποι δεν παραγκωνίζονταν. Οι μοναχοί έπρεπε να συνεργαστούν μαζί τους, αλλά θα έφεραν το βάρος του αγώνα. Με την δεύτερη επιστολή έδινε οδηγίες στους τοπικούς ηγουμένους της αδελφότητας να επιλέξουν πρόσωπα κατάλληλα για το έργο. Οι Δομινικανοί δραστηριοποιήθηκαν στην Τουλούζη, Cahors και Albi. Την ίδια εποχή στάλθηκε νέος παπικός λεγάτος, ο Ιωάννης de Bernin, αρχιεπίσκοπος Αρελάτης, με καλή φήμη στην εκκλησιαστική διοίκηση, την διπλωματία και το κήρυγμα. Ο Ραϋμόνδος υποχρεώθηκε από τον πάπα και τον βασιλιά να στηρίξει με διάταγμα την δράση των ιεροεξεταστών στα εδάφη του. Έτσι, αν πρέπει να εντοπιστεί κάποιο σημείο έναρξης της Ιεράς Εξέτασης, αυτό τοποθετείται στην άνοιξη του 1233. Για την πρώτη περίοδο της δράσης των Ιεροεξεταστών στην Τουλούζη, αναντικατάστατη πηγή είναι ένα μικρό χρονικό[59] του William Pelhisson, βοηθού του Arnold Catalan, ενός από τους πρώτους που έδρασαν στην Albi.
γ. Οι ανακρίσεις της Ιεράς Εξέτασης, οι ποινές και τα αντίποινα των Καθαρών.
Όταν ο νέος λεγάτος έφθασε στην Τουλούζη ενέκρινε τους Δομινικανούς που διορίστηκαν Ιεροεξεταστές. Για την Τουλούζη και την Cahors ήταν οι Pons de Saint-Gilles, ηγούμενος του μοναστηριού στην Τουλούζη, ο Πέτρος Seila ένας παλιός σύντροφος του ιδρυτή του τάγματος Δομίνικου και ο William Arnold, έμπειρος νομικός από το Montpellier. Για την Albi ορίστηκε ο Arnold Catalan με βοηθό τον William Pelhisson. Αρχικά δόθηκε μια περίοδος χάριτος, κατά την οποία μπορούσαν να προσέλθουν όσοι επιθυμούσαν και να δηλώσουν μετάνοια. Στην συνέχεια άρχισαν οι ανακρίσεις. Το έργο των ιεροεξεταστών συνάντησε πολλές δυσκολίες, ωστόσο στην Languedoc δεν προχώρησαν στην τρομοκρατία, όπως είχε συμβεί σε Γερμανία και Φραγκία. Μάλλον το αντίθετο. Αναφέρεται η περίπτωση ενός ιερέα, του Ούγου στην Cahors, ο οποίος προσήγαγε τρεις γυναίκες με την κατηγορία της αίρεσης. Για αντίποινα οι ενορίτες του τον έδιωξαν από την ενορία. Κατά τον ιεροεξεταστή χρονογράφο πολλά άτομα ανακρίθηκαν, αλλά μόνο δύο από αυτά εκτελέστηκαν στην πυρά. Αυτό δεν είναι παράξενο. Πέρα από την δράση του Κορράδου του Marburg και του Robert le Bougre, οι οποίοι στο κάτω-κάτω δεν ήταν Δομινικανοί, η κακή φήμη της Ιεράς Εξέτασης σ’ αυτή την πρώιμη περίοδο της κυριαρχίας των Δομινικανών στο σώμα, δεν επαληθεύεται. Οι συνηθέστερες ποινές δεν ήταν θανατικές. Συνήθως οι αιρετικοί καταδικάζονταν να φορούν έναν κίτρινο σταυρό ραμμένο στα ρούχα τους ή αναγκάζονταν σε μακρόχρονα προσκυνήματα. Η δημόσια διαπόμπευση ήταν τόσο συνηθισμένη εκείνη την εποχή που δεν θα μπορούσε καν να θεωρηθεί ποινή. Η περίπτωση της ετοιμοθάνατης γριάς αιρετικής που καταδικάστηκε στην πυρά ενώ βρισκόταν στο νεκροκρέβατο της είναι τόσο αστεία που δεν αξίζει καν μνεία[60].
Οι Δομινικανοί αποδείχθηκαν ερασιτέχνες. Δεν μπόρεσαν να επιβάλλουν την παρουσία τους στα πολιτικο-κοινωνικά δρώμενα της περιοχής και οι λανθασμένοι χειρισμοί τους οδήγησαν σε δολοφονίες μαρτύρων. Ταυτόχρονα, μια συνομωσία σιωπής δυσχέρανε το έργο τους. Οι Καθαροί μοίραζαν μεταξύ τους άλλοθι και μαρτυρίες νομιμοφροσύνης και στους πιθανούς μάρτυρες απειλές αντιποίνων, ενώ οι ανακριτές αγνοούσαν την τέχνη της διασταυρωμένης εξέτασης και της αντιπαράθεσης των μαρτύρων. Μέσα στην τακτική των Καθαρών ήταν και η κατάθεση ψευδών στοιχείων, ψευδών μαρτυριών, για ν’ απομακρύνουν τους ιεροεξεταστές από τους πραγματικά αιρετικούς και να τους κατευθύνουν σε λάθος μονοπάτια.
δ. Η αντίδραση κατά της Ιεράς Εξέτασης.
Ο Ραϋμόνδος αρχικά υποστήριξε την δίωξη της αίρεσης, αλλά το 1235 άλλαξε την στάση του απέναντι στους ιεροεξεταστές. Κατηγόρησε τους αδελφούς στον πάπα ότι δεν ακολουθούν σωστές διαδικασίες, κατηγορία που μπορούσε ν’ αποδειχθεί εύκολα καθώς οι ανακριτές μην μποροώντας να ελέγξουν τα ψευδή στοιχεία που τους δίνονταν πολλές φορές, έπεφταν σε παγίδες καλά στημένες από τον κόμη ή από τους Καθαρούς. Ο πάπας διέταξε τους λεγάτους να εξετάσουν τις κατηγορίες. Ήρθαν σε συμβιβασμό με τον κόμη προβαίνοντας σε περιορισμό της εξουσιοδότησης του ιεροεξεταστή Pierre Seila, ο οποίος κατηγορούνταν για εχθρότητα έναντι του κόμη. Ο ιεροεξεταστής William Arnold απελάθηκε από την Τουλούζη το 1235 και μαζί του οι Δομινικανοί παρέμειναν εκτός για μήνες. Τελικά το 1238 ο πάπας ανέστειλε τη λειτουργία του δικαστηρίου στην Τουλούζη. Οι σχέσεις του με τον Γερμανό αυτοκράτορα είχαν πάρει την κατιούσα και προτιμούσε να κρατήσει τον κόμη υπό την επιρροή του παρά να τον στρέψει προς τον Φρειδερίκο. Οπότε κάποιες παραχωρήσεις ήταν επιβεβλημένες και συνάδουσες με τον υποβιβασμό του αντιαιρετικού αγώνα στην λίστα προτεραιοτήτων του πάπα.
Η εγκατάσταση ιεροεξεταστή στην Ναρβόννη δημιούργησε αναταραχές και οδήγησε σε εξέγερση. Ο αρχιεπίσκοπος Pierre Amiel όρισε ο ίδιος τον Δομινικανό Friar Ferrier ως ανακριτή, ήδη από το 1229 και τον βοήθησε να εγκαταστήσει μοναστήρι του τάγματός του έξω από τα τείχη. Η πρώτη καταδίκη με την αναλογούσα κατάσχεση ως ποινή, το 1234, δημιούργησε αντιδράσεις, οι οποίες κατέληξαν σε ανοικτή εξέγερση. Οι συλλήψεις και οι κατασχέσεις εμποδίστηκαν από το πλήθος με προεξάρχοντες τους Αμιστάνζι. Η Amistance ήταν μια ομάδα επιφανών πολιτών με στόχο την υπεράσπιση της κομμούνας της πόλης έναντι των εκκλησιαστικών και φεουδαρχικών αρχών. Το 1234 η Amistance πρωτοστάτησε στην υπεράσπιση των αιρετικών, οπότε τα μέλη της αφορίστηκαν από τον αρχιεπίσκοπο. Η Σύνοδος της Τουλούζης τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς προσπάθησε να φέρει το θέμα σε ειρηνική λύση. Αποφασίστηκε η απελευθέρωση κρατουμένων και αποζημιώσεις, αλλά η συμφωνία έσπασε διότι ο αρχιεπίσκοπος ερμήνευσε διαφορετικά τις αποφάσεις της Συνόδου. Σύμφωνα με την δική του ερμηνεία, η Amistance έπρεπε να διαλυθεί και τα μέλη της να δηλώσουν υποταγή στον ίδιο κάτι που φυσικά δεν έγινε. Η ένταση ανέβηκε το 1235 και το δομινικανό μοναστήρι κατεδαφίστηκε από το πλήθος. Οι δημοτικοί σύμβουλοι διαμαρτυρήθηκαν ότι ο αρχιεπίσκοπος επιδίωκε να καταργήσει την κομμούνα της πόλης, χρησιμοποιώντας τους ιεροεξεταστές εναντίον της και όχι εναντίον των αιρετικών. Δήλωσαν ότι ήταν διατεθειμένοι να βοηθήσουν τον αντιαιρετικό αγώνα, αρκεί αυτός να διεξάγονταν σύμφωνα με τις οδηγίες της Συνόδου της Τουλούζης, όχι σύμφωνα με τις επιθυμίες του αρχιεπισκόπου. Στράφηκαν για βοήθεια στην αριστοκρατία της επαρχίας και κάλεσαν σε βοήθεια επιφανείς άνδρες, όπως ο Oliver από τις Termes και ο Gerald της Niort. Ο αρχιεπίσκοπος από την πλευρά του έστειλε επιστολή στον Λουδοβίκο ΙΧ, τον Αύγουστο του 1236, ισχυριζόμενος ότι όλοι στην πόλη ήταν αιρετικοί εκτός από λίγους. Αποκαλούσε τους Oliver και Gerald ληστοσυμμορίτες (brigands) και τους συκοφαντούσε ότι ήθελαν να λύσουν την κυριαρχία του βασιλιά. Ο βασιλιάς έστειλε αντιπρόσωπό του (seneschal), όπως και ο Ραϋμόνδος VII. Το πρόβλημα διευθετήθηκε με αμοιβαίες υποχωρήσεις, αποζημιώσεις και ελαφρές ποινές. Στην συμφωνία δεν έγινε λόγος για αίρεση ή Ιερά Εξέταση, αλλά ήδη ο Friar Ferrier είχε εγκαταλείψει την πόλη. Στην Ναρβόννη η κατηγορία της αίρεσης άργησε να επαναληφθεί, δεν υπάρχει κάποια τέτοια καταδίκη πριν το 1250.
ε. Οι επαναστάσεις του 1240 και 1242 ενάντια στην φραγκοκρατία.
Από το 1240 ως το 1242 δύο σημαντικά πολιτικά γεγονότα καθόρισαν τις μετέπειτα εξελίξεις στο μέτωπο του αντιαιρετικού αγώνα. Ο Ραϋμόνδος Trencavel ήταν βρέφος όταν ο πατέρας του πέθανε στο μπουντρούμι της Carcassonne, κρατούμενος των σταυροφόρων. Μαζί με την μητέρα του πέρασε στην Αραγονία. Εκεί όταν ενηλικιώθηκε μπήκε στην υπηρεσία του Ιάκωβου Ι της Αραγονίας, του Κατακτητή (1213-1276). Πολέμησε εναντίον των μουσουλμάνων στην Βαλένθια και την Μαγιόρκα. Προσπάθησε να επανέλθει στα πατρογονικά εδάφη του το 1224, για να εκδιωχθεί από τον Λουδοβίκο VIII το 1226.
Τον Αύγουστο του 1240 εκτίμησε ότι η κατάσταση στην Languedoc, με τον Φράγκο βασιλιά απασχολημένο με τους Ραϋμόνδο VII και Φρειδερίκο ΙΙ στην Προβηγκία, ήταν ευνοϊκή για να κάνει την κίνησή του. Έχοντας υπό τις διαταγές του λίγους πιστούς ιππότες μαζί με Καταλανούς και Αραγονέζους μισθοφόρους εισέβαλε στην Languedoc από την Roussilon. Η Alet, η Limoux και το Μόντρεαλ τον υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό. Στο Montoulieu έδειξε τις πραγματικές του διαθέσεις με την ερήμωση του εκεί αβαείου. Το έναυσμα για έναν ξεσηκωμό της τοπικής αριστοκρατίας εναντίον της Φραγκοκρατίας δόθηκε, με αποτέλεσμα να μαζευτεί ένα επαναστατικό σώμα 200 ιπποτών κάτω από τα τείχη της Carcassonne, όλοι βετεράνοι και εμπειροπόλεμοι. Στην Carcassonne ασφαλίστηκαν πίσω από τα τείχη η φράγκικη αριστοκρατία, ο αρχιεπίσκοπος Ναρβόννης, ο επίσκοπος Τουλούζης και άλλοι παπικοί.
Όταν ο Ραϋμόνδος επέστρεψε από την Προβηγκία, ο αντιπρόσωπος του Φράγκου βασιλιά τον κάλεσε να βοηθήσει τους πολιορκημένους στην Carcassonne, εκπληρώνοντας έτσι τις υποχρεώσεις του ως υποτελής. Ο Ραϋμόνδος κωλυσιέργησε προφασιζόμενος ότι έπρεπε πρώτα να ρωτήσει τους συμβούλους του , κι επέστρεψε στη Τουλούζη αποφεύγοντας να εμπλακεί σε μάχη. Η πολιορκία της Carcassonne κράτησε από τις 7 Σεπτεμβρίου ως τις 11 Οκτωβρίου χωρίς αποτέλεσμα. Οι πολιορκητές αθέτησαν τον λόγο τους, κι έσφαξαν τους 33 ιερείς της πόλης, στους οποίους είχαν υποσχεθεί ελεύθερη έξοδο. Κατέστρεψαν δυο μοναστήρια, ένα εκ των οποίων ήταν των Φραγκισκανών. Την 11η Οκτωβρίου έφθασε βασιλική δύναμη υπό την αρχηγία του Ιωάννη de Beaumont κι έλυσε την πολιορκία. Οι επαναστάτες κατέφυγαν στο Μόντρεαλ και από πολιορκητές έγιναν πολιορκημένοι. Ο κόμης της Τουλούζης και οι Foix προσφέρθηκαν να βοηθήσουν στις διαπραγματεύσεις. Ο Ραϋμόνδος ΙΙ Trencavel έλαβε την άδεια να φύγει. Κατέφυγε στην Καταλονία. Όσοι δεν έφυγαν δέχθηκαν αυστηρές ποινές. Μερικοί ιππότες κρεμάστηκαν, ενώ ξεκίνησε η συστηματική εκκαθάριση της τοπικής αριστοκρατίας μέχρι τα Πυρηναία. Οι πόλεις που δέχθηκαν τους επαναστάτες καταστράφηκαν σχεδόν ολοσχερώς. Ακόμη και στην Carcassonne δεν επετράπη ανοικοδόμηση των προαστίων πριν το 1247, σε διαφορετικό σημείο. Ο Ραϋμόνδος Trencavel αναγκάστηκε να έρθει σε συνεννόηση με τον Φράγκο βασιλιά το 1247 και ν’ ανταλλάξει τα δικαιώματά του στην Languedoc με μια μικρή γαιοκτησία στην Beaucaire. Ο οίκος των Trencavel εξαφανίστηκε από το προσκήνιο της ιστορίας[61].
To 1242 ακολούθησε η επανάσταση του Ραϋμόνδου VII. Δεν ήταν ένα μεμονωμένο γεγονός, όπως αυτή του Trencavel. Αντίθετα εντάσσεται σε μια μεγαλύτερη σύρραξη, στην οποία συμμετείχαν ο Ερρίκος ΙΙΙ της Αγγλίας (1216-1272) και ο Hough de Lousignan, κόμης La Marche. Ο Ραϋμόνδος ήταν απλός ένας μικρός φεουδάρχης που προσπάθησε να εκμεταλλευτεί την συγκυρία, έμπλεξε στα γρανάζια των συμμαχιών μεγαλύτερων δυνάμεων, προσπάθησε να πετύχει ευνοϊκότερους όρους από αυτούς του 1229 και απέτυχε. Δεν θα επεκταθούμε στην παρουσίαση της διαπλοκής που οδήγησαν στον πόλεμο ούτε και στις ίδιες τις πολεμικές επιχειρήσεις, αλλά θα περιοριστούμε σε ένα επεισόδιο, στο οποίο ενεπλάκησαν Καθαροί.
Στις 5 Απριλίου του 1242 ο Ραϋμόνδος VII κάλεσε κοντά του όλη την πολεμική αριστοκρατία του Νότου. Στο κάλεσμά του ανταποκρίθηκαν ακόμη και οι Καθαροί, λόγω της επιστροφής της Ιεράς Εξέτασης στα μέσα του 1241, ύστερα από την αποτυχημένη απόπειρα του Ραϋμόνδου ΙΙ Trencavel. Στις 28 Μαΐου μια ομάδα οπλισμένων Καθαρών δολοφόνησε τους ιεροεξεταστές William Arnold, Stephen de St-Thibéry και τους συντρόφους τους, οι οποίοι καταυλίζονταν στην Avignonet. Το αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας ήταν ν’ απομονωθούν οι Καθαροί από τους παρτιζάνους, επειδή οι δεύτεροι μισούσαν μεν τους Φράγκους, δεν ήθελαν, όμως, να δουν την αίρεση να καπελώνει την εθνική υπόθεση.
Στις 20 Ιουλίου ο Ερρίκος ΙΙΙ της Αγγλίας ηττήθηκε στο Tailleburg. Ο Ούγος παραδόθηκε στις 20 Αυγούστου και στις 5 Οκτωβρίου ο Ρογήρος των Foix προσχώρησε στη συμμαχία του βασιλιά της Φραγκίας. Ο Ραϋμόνδος υποτάχθηκε στέλνοντας την άνευ όρων παράδοσή του στις 20 Οκτωβρίου. Το μόνο που έσωσε την ακεραιότητα της κομητείας ήταν το γεγονός ότι αποτελούσε προίκα του πρίγκιπα Αλφόνσου. Η αριστοκρατία της Τουλούζης δήλωσε υποτέλεια στον Λουδοβίκο, κάστρα του παραδόθηκαν και η προηγούμενη συνθήκη του 1229 επανήλθε σε ισχύ με ανανεωμένους όρους.
Τα αποτελέσματα των δύο παραπάνω προσπαθειών ήταν επιβαρυντικά για τους Καθαρούς. Οι πολιτικές εξελίξεις ευνόησαν την επαναφορά της Ιεράς Εξέτασης, η οποία ενηλικιωμένη πια είχε στην διάθεσή της νέες μεθόδους για το κυνήγι και την πάταξη των αιρετικών. Μεθόδους οι οποίες στην συνέχεια έγιναν δεκτές και εφαρμόστηκαν ακόμη και από τα κοσμικά δικαστήρια. Τόσο πολύ αφοσιώθηκαν οι Ιεροεξεταστές στην επίτευξη του στόχου τους, ώστε έγινε αδύνατο ακόμη και για τον πάπα να τους συγκρατήσει. Από την άλλη, η αποδυνάμωση της ντόπιας αριστοκρατίας, στέρησε τους Καθαρούς από τους ισχυρούς προστάτες τους. Μετά τα γεγονότα στην Avignonet που θα δούμε αμέσως παρακάτω, αφέθηκαν μόνοι τους να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που οι ίδιοι δημιούργησαν.
η. Η πτώση της «πρωτεύουσας» των Καθαρών, του οχυρού Montségur - Μύθοι και πραγματικότητα.
Το οχυρό του Montségur στα βουνά νοτιοανατολικά του Foix, είχε περιέλθει στην κυριότητα του Raymond de Pereille, ο οποίος ήταν υποτελής των Trencavel. Μετά την αλβιγηνική εκστρατεία ο Raymond de Pereille τοποθέτησε φρούραρχο του οχυρού τον Pierre-Roger de Mirepoix. Ο ίδιος εγκαταστάθηκε σ’ αυτό το 1237, μετά την καταδίκη του για αίρεση. Με τον καιρό το οχυρό είχε γίνει καταφύγιο Καθαρών. Ανάμεσα στους υψηλά ιστάμενους Καθαρούς φιλοξενούμενους ήταν ο Guilabert de Castres, Καθαρός επίσκοπος Τουλούζης, ο Tento Καθαρός επίσκοπος Agen, o Bertrand Marty, αντικαταστάτης του Guilabert μετά το 1240. Στο Montségur έρχονταν πολλοί Καθαροί είτε ως φυγάδες είτε για να πεθάνουν ανάμεσα σε «Καλούς Ανθρώπους»[62].
Μια από τις επαφές της φρουράς του οχυρού με το εξωτερικό περιβάλλον, που μισούσε εξίσου Φράγκους και ιεροεξεταστές, ήταν ο Raymond de Alfaro, γιος ενός από τους αρχηγούς της μισθοφορικής εταιρείας της Ναβάρα και της ετεροθαλούς αδελφής τοὒ κόμη Ραϋμόνδου VII της Williametta. Ο de Alfaro ήταν βαΐλος της Avignonet το 1242. Όταν έμαθε την άφιξη στην πόλη του William Arnold, του Stephen de St-Thibéry και των Φραγκισκανών, διέδωσε τα νέα στο κάστρο. Ο Pierre-Roger de Mirepoix συγκέντρωσε γρήγορα μια ένοπλη ομάδα, και ξεκίνησε για την Avignonet, ένα ταξίδι 50 μιλίων. Στην Gaja συνάντησαν ακόμη μια ομάδα οπλισμένη με τσεκούρια. Ο Pierre-Roger έμεινε εκεί κι έστειλε μόνο μια ομάδα δολοφόνων.
1. Δολοφονία ιεροεξεταστών στην Avignonet: Έφθασαν στην Avignonet στις 28 Μαΐου ξημερώματα της Αναλήψεως. Επικοινώνησαν με τον Raymond de Alfaro, ο οποίος τους ενημέρωσε για τι κινήσεις της ομάδας των ιεροεξεταστών. Τα υποψήφια θύματα ήταν έντεκα στο σύνολο: οι ιεροεξεταστές William Arnold και Stephen de St-Thibéry, δύο Δομινικανοί και ένας Φραγκισκανός ακόλουθοι, ο Raymond Scriptor, πρώην συνεργάτης των «σταυροφόρων» και τώρα αρχιδιάκονος στην Villelongue, ένας κληρικός δικός του, ένας γραμματέας μαζί με τους ιεροεξεταστές, δύο υπηρέτες και ο ηγούμενος της αδελφότητας στην Avignonet, ο οποίος ήρθε να συναντήσει τους επισκέπτες. Οι πόρτες του κάστρου άνοιξαν για τους επιδρομείς και οδηγήθηκαν στο σημείο συνάντησης με τον Raymond de Alfaro. Αυτός είχε μαζί του ανθρώπους που κρατούσαν πυρσούς και φώτιζαν τους σκοτεινούς διαδρόμους. Σύντομα έφθασαν στο διαμέρισμα που αναπαύονταν οι επισκέπτες. Παρότι η πόρτα ήταν αμπαρωμένη οι άνδρες με τα τσεκούρια στα χέρια δεν άργησαν να την σπάσουν. Οι δύο υπηρέτες έτρεξαν στον πάνω όροφο, αλλά δεν κατάφεραν να ξεφύγουν το μοιραίο. Οι αδελφοί ίσα-ίσα πρόλαβαν να ψάλλουν το Te Deum πριν σωριαστούν στο πάτωμα. Οι δολοφόνοι έψαξαν τα υπάρχοντα και πήραν μαζί τους ότι τους φάνηκε χρήσιμο. Επέστρεψαν κατευθείαν στην Gaja, όπου τους περίμενε ο Pierre-Roger και από κει κατευθύνθηκαν πίσω στο Montségur.
Η σφαγή στην Avignonet είχε δυσάρεστα αποτελέσματα για όλους, κυρίως επειδή συνδυάστηκε με την επανάσταση του κόμη της Τουλούζης. Ο Ραϋμόνδος VII αφορίστηκε από τον αρχιεπίσκοπο Ναρβόννης και τον Friar Ferrier. Στον αφορισμό του, βέβαια, δεν αναφέρθηκε το περιστατικό, ούτε το Montségur βρίσκονταν στην επικράτειά του. Ωστόσο, μαρτυρίες όπως αυτή του de Alfaro τον ενοχοποιούσαν ως ηθικό αυτουργό. Για ν’ απαλύνει τις εντυπώσεις και ν’ αποσύρει τις κατηγορίες από πάνω του, καταδίκασε στην κρεμάλα όσους δολοφόνους μπόρεσε να συλλάβει[63].
2. Η πολιορκία του οχυρού: Όταν η επανάσταση του 1242 έληξε το Montségur έγινε στόχος των Φράγκων. Ο βασιλικός επίτροπος της Carcassonne, Hugh de Arcis, σχεδίασε την επίθεση με στρατό που του παρείχαν ο αρχιεπίσκοπος Ναρβόννης και ο επίσκοπος Albi. Η προσπάθεια κατάληψης του κάστρου ξεκίνησε στα μέσα καλοκαιριού του 1243. Η φυσική οχύρωση του χώρου καθιστούσε αδύνατη την επιτυχή διεξαγωγή κατάληψης με επίθεση. Έτσι οι Φράγκοι προχώρησαν σε ασφυκτική πολιορκία. Τον Οκτώβριο οι πολιορκητές κατασκεύασαν μια μηχανή για την ρίψη βράχων, ενώ λίγο αργότερα και οι πολιορκημένοι μπόρεσαν να φτιάξουν τον δικό τους καταπέλτη. Για να εμψυχωθούν οι έγκλειστοι διέδιδαν φήμες, ότι αν άντεχαν μέχρι το Πάσχα, θα έρχονταν ο κόμης Ραϋμόνδος με στρατό του Γερμανού αυτοκράτορα. Τα πράγματα δεν ήταν τόσο ευοίωνα. Ο κόμης βρισκόταν στην Ρώμη και προσπαθούσε να διαπραγματευθεί την θέση του.
Στο στρατόπεδο των πολιορκητών τα πράγματα ήταν ελαφρώς καλύτερα, αλλά ο χειμώνας ήταν δύσκολος. Οι άνδρες του Hugh de Arcis ήταν επαγγελματίες, αλλά υπήρχε και πολιτοφυλακή από την Albi, και οι άντρες της πίεζαν για να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Όσο ο χειμώνας περνούσε και οι πολιορκημένοι έβλεπαν τους Φράγκους να κρατούν τις θέσεις τους, τόσο το ηθικό τους έπεφτε. Ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι την άνοιξη θα ξεκινούσαν πάλι οι επιθέσεις, χωρίς οι εντός των τειχών να έχουν κάτι απτό και ελπιδοφόρο να περιμένουν.
3. Ο μύθος για τον θησαυρό των Καθαρών: Οι Καθαροί αποφάσισαν να φυγαδεύσουν τον θησαυρό τους. Τι ακριβώς ήταν αυτός ο θησαυρός δεν είναι γνωστό. Το πιθανότερο να επρόκειτο για κάποια κειμήλια, βιβλία, ίσως ακόμη και χρήματα από δωρεές ή εράνους. Οι σύγχρονες θεωρίες συνομωσίας διαδίδουν ότι επρόκειτο για το Άγιο Δισκοπότηρο του θρύλου, που στην περίπτωση αυτή μεταφράζεται στην σαρκοφάγο της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής. Δεν υπάρχει καμιά ένδειξη, πολύ περισσότερο απόδειξη, ιστορική ή αρχαιολογική, που να στηρίζει μια τέτοια εικασία. Πρόκειται για λογοτεχνικές φαντασιοπληξίες, που αν παρέμεναν στην σφαίρα της μυθοπλασίας, δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα, αλλά επειδή διεκδικούν επικάλυμμα ιστορικότητας, οφείλει να γίνει ξεκάθαρο ότι κάτι τέτοιο είναι ασύστατο. Μπορεί οι αναγνώστες του Dan Brown να συνεπαίρνονται από τα συνομωσιολογικά μυθιστορήματα, αλλά όταν η φαντασία μπλέκει με την πραγματικότητα στο μυαλό του ανθρώπου τότε έχουμε άρρωστες ψυχιατρικά καταστάσεις. Επαναλαμβάνεται ότι δεν αναφέρεται πουθενά τι ήταν ο θησαυρός των Καθαρών. Ακόμη και η υπόθεση ότι επρόκειτο για βιβλία, είναι μεν βάσιμη, παραμένει δε υπόθεση. Κανείς δεν γνωρίζει πλέον.
Όταν λέμε βάσιμη την υπόθεση που θέλει τον «θησαυρό» να είναι βιβλία, το κάνουμε γιατί μπορούμε να την στηρίξουμε σε προηγούμενα γεγονότα. Για παράδειγμα, το 1240 όταν συλλήφθηκε ο Raymond Fort από τον υπο-βαΐλο του Caraman, δύο άτομα που ήταν μαζί του ξέφυγαν με το “βιβλίο” του, πιθανότατα το ευαγγέλιο που χρησιμοποιούσαν οι Καθαροί στις χειροθεσίες τους. Το έκρυψαν οι πιστοί και του το επέστρεψαν, όταν πια κατάφερε να δραπετεύσει από την Τουλούζη και να επιστρέψει στα καθήκοντά του. Οι υποστηρικτές του κατάφεραν να δωροδοκήσουν τον βαΐλο και τον υπο-βαΐλο και να μην προχωρήσει η υπόθεση. Από το περιστατικό αυτό φαίνεται πόσο πολύτιμο ήταν το βιβλίο για τον Καθαρό που είχε κάποια ιερατική θέση, καθώς περιείχε την τάξη, το τυπικό, τις προσευχές κατά περίπτωση[64]. Πέραν τούτου οι Καθαροί έδειχναν ιδιαίτερη αγάπη στα βιβλία. Και μόνο να σκεφτεί κανείς ότι παρότρυναν τους πιστούς να μελετάνε την Γραφή, δίνοντας έτσι ευαγγελικό χαρακτήρα στην αίρεσή τους, αρκεί για να καταλάβει ότι τελικά ο θησαυρός του κάθε πιστού ήταν η Βίβλος του. Έτσι, λοιπόν, περισσότερες πιθανότητες υπάρχουν, ο θησαυρός που φυγαδεύτηκε να ήταν βιβλία, παρά κάποια μυθικά και ανύπαρκτα κειμήλια, όπως το Άγιο Δισκοπότηρο ή η σαρκοφάγος της Αγίας Μαγδαληνής. Οφείλει ο αναγνώστης να μπορεί να διακρίνει μεταξύ του μύθου και τις ιστορίας, της λογοτεχνίας και της ιστορικής αφήγησης.
4. Η πτώση: Η πτώση του κάστρου επήλθε τον Μάρτιο. Αρχικά οι Φράγκοι κατέλαβαν μία από τις εξωτερικές αμυντικές εγκαταστάσεις σε μια νυκτερινή και λυσσαλέα επίθεση. Οι αντεπιθέσεις απέτυχαν να τους απωθήσουν. Τότε ήταν που οι Pierre-Roger de Mirepoix και Raymond de Pereille επιδίωξαν να έρθουν σε διαπραγματεύσεις. Οι όροι που προτάθηκαν από τους πολιορκητές ήταν σύμφωνοι με την πρόσφατη επιτυχία τους. Υποσχέθηκαν αμνηστία και άφεση για πράξεις του παρελθόντος, αλλά έπρεπε όλοι να περάσουν από τον ιεροεξεταστή για ανάκριση. Οι αιρετικοί έπρεπε ν’ απαρνηθούν την αίρεση ή να υποστούν την καταδίκη. Οι διαπραγματεύσεις μάκραιναν. Είκοσι άτομα μέσα στο κάστρο αποφάσισαν να κάνουν την ύστατη χειρονομία για την ομολογία της πίστης τους. Προχώρησαν στο consolamentum.
Το κάστρο τελικά παραδόθηκε. Η εκκένωση έγινε κατά κύματα. Πρώτα οι γυναίκες εκτός από αυτές που δήλωναν αιρετικές, μετά οι αιρετικοί και των δύο φύλων και τέλος οι μάχιμοι. Η διαδικασία κράτησε από τις 13 μέχρι τις 20 Μαρτίου. Οι δύο μοναδικοί Τέλειοι που γνώριζαν την τοποθεσία που ήταν κρυμμένος ο θησαυρός, δραπέτευσαν κατά την διάρκεια της νύκτας, ώστε να μην αναγκαστούν ν’ αποκαλύψουν την πληροφορία. Διακόσια άτομα παρέμειναν αμετανόητα στην αίρεση και οδηγήθηκαν στους πρόποδες του υψώματος. Ανάμεσά τους ήταν ο Bertrand Marty, Καθαρός επίσκοπος Τουλούζης, o Raymond Aguilher, Καθαρός επίσκοπος Razès και δυο-τρεις διάκονοι. Σύμφωνα με την παράδοση εκτελέστηκαν στις 16 Μαρτίου του 1244 σε μια ομαδική πυρά. Τρομακτικοί τοπικοί μύθοι, χωρίς καμιά ιστορική ακρίβεια, έλεγαν ότι για χρόνια ακούγονταν οι κραυγές τους το βράδυ, ιστορίες για άτακτα παιδιά. Οι νικητές στο Montsègur δεν ήταν σταυροφόροι, όπως οι κατακτητές της Béziers. Δεν ήταν διψασμένοι για αίμα πλιατσικολόγοι. Το μεγαλύτερο μέρος ήταν πολιτοφύλακες, διορισμένοι από τους επισκόπους, που βιάζονταν να γυρίσουν στα σπίτια τους. Η Ιερά Εξέταση το 1244 δεν είχε την αρμοδιότητα να εκδίδει ποινές, μόνο ετυμηγορία. Αποκλείεται να υπήρχε κάποιος εξουσιοδοτημένος για να διατάξει την εκτέλεση διακοσίων ανθρώπων. Μερικοί από τους «πυρπολημένους» οδηγήθηκαν στην Bram και δικάστηκαν εκεί από την Ιερά Εξέταση. Ωστόσο, ο μύθος του ολοκαυτώματος παραμένει, και στο prat dels crematz (πεδίο αυτών που κάηκαν) ορθώνεται σήμερα ένα μνημείο για να θυμίζει σε όσους γνωρίζουν, πόσο έχει συνηθίσει η εποχή μας να πιστεύει σε ολοκαυτώματα.
Η πτώση του Montségur ήταν το πρώτο δυνατό και αποτελεσματικό κτύπημα κατά του Καθαρισμού. Κατ’ αρχάς έπεσε ένα σημαντικό αιρετικό κέντρο και συνάμα καταφύγιο. Όσοι επικεφαλείς των αιρετικών βρισκόταν μέσα καταδικάστηκαν και είτε μετανόησαν είτε εκτελέστηκαν μαζί με σημαντικό αριθμό οπαδών τους. Οι μετανοημένοι αιρετικοί ήταν πολύ χρήσιμοι, είτε υπηρετούσαν ως ιεροεξεταστές με αναντικατάστατη εμπειρία στα εσωτερικά των σεκτών, είτε παρείχαν πληροφορίες. Από τα αρχεία που σχηματίστηκαν μέσα από τις ανακρίσεις των αιρετικών του Montségur οι ανακριτές αντλούσαν πληροφορίες για πολλά χρόνια. Ένα μικρότερο κέντρο παρέμενε ακόμη στο Quéribus. Αυτό έπεσε το 1255.
Τελειώνοντας με το θέμα του Montségur, μπορεί ν’ αναφερθεί ακόμη μία σχετική θεωρία, η οποία διατυπώθηκε από τον Fernard Niel[65], ότι δηλαδή το οχυρό ήταν ναός που σχετίζονταν με κάποια ηλιακή θρησκεία. Η θεωρία του Niel αναιρέθηκε εύκολα από τον J. Ferlus στο Autour de Montségur : de l’ histoire ou des histories, Perpignan 1960[66] και σε διάφορα άρθρα στην Archeologia XIX (1967). Επίσης A. Moulis, Montségur et la drame cathare, ιδιωτική έκδοση 1968.
7.3.7 Η φθίνουσα πορεία του Καθαρισμού
Μετά την πτώση του Montségur ξεκίνησε μια φθίνουσα πορεία, όπως δείχνει και η εκτίμηση του Rainier Sacconi, το 1250. Περίπου διακόσιοι Καθαροί αποτελούσαν τις εκκλησίες της Carcassonne, της Τουλούζης και της Albi, ενώ η εκκλησία της Agen είχε ξεκληριστεί[67]. Χωρίς την προστασία των ντόπιων αριστοκρατών και με τον Ραϋμόνδο της Τουλούζης εναντίον τους η πτώση ήταν αναμενόμενη. Δύο νέοι ιεροεξεταστές έφθασαν στην Languedoc, οι Bernard de Caux και Jean de Saint Pierre, θέτοντας σε εφαρμογή νέα στάνταρ στην ανάκριση. Τα ατελείωτα αρχεία δείχνουν ότι ανακρίθηκαν χιλιάδες κόσμου, περισσότερες από μια φορές, και σε κάποιες περιπτώσεις υποθέσεις που εξετάστηκαν χρόνια πριν ξανάνοιξαν με την ελπίδα να φέρουν στο φως νέα στοιχεία. Οι αντικαταστάτες των δολοφονημένων ιεροεξεταστών ήταν περισσότερο από ποτέ αποφασισμένοι να ξεμπερδεύουν με τους αιρετικούς. Στο St. Sernin αγόρασαν μια οικεία και την μετέτρεψαν σε φυλακή[68].
Οι Καθαροί είχαν τις δικές τους τεχνικές για να προστατεύονται. Η συνομωσία σιωπής ήταν η πρώτη μέθοδος. Μια συνομωσία σιωπής ήταν δύσκολο να σπάσει, όχι όμως ακατόρθωτο. Δύο λόγοι που δυσχέραιναν την συγκάλυψη ήταν ότι τα μυστικά τα γνώριζαν πολλοί και δεύτερον τα γνώριζαν γυναίκες. Για να προκαταλάβουν ενδεχόμενες απόπειρες αποκάλυψης χρησιμοποιούσαν εκφοβισμό, επέβαλαν κράτος τρόμου. Αναφέρεται η περίπτωση της Ermessende Viguier, μια νεαρής κοπέλας, η οποία δεν ήταν Καθαρή, ίσως ήταν ο άντρας της, ήταν όμως έγκυος. Κάποια στιγμή στο σπίτι της έγινε μία συγκέντρωση Καθαρών. Όταν οι αιρετικοί είδαν ότι ήταν σε ενδιαφέρουσα, κάγχασαν και της είπαν ότι είχε έναν δαίμονα στην κοιλιά της. Η νεαρή νοικοκυρά δεν ξέχασε την προσβολή και όταν της δόθηκε η ευκαιρία μετά από χρόνια, με τον ερχομό των ιεροεξεταστών στο χωριό της, έδωσε στοιχεία στον ιερέα. Όταν ήρθαν οι ιεροεξεταστές, οι Καθαροί την κλείδωσαν σ’ ένα κελάρι για να μην μαρτυρήσει. Στον «δαίμονα» που είχε γεννηθεί και γίνει ένα όμορφο αγόρι και της κρατούσε το χέρι είπαν: «Αγόρι θες πραγματικά να βοηθήσεις αυτή την στρίγγλα που ζητά να μας καταστρέψει[69];». Το παράδειγμα τα λέει όλα.
1. Οι Καθαροί και οι εκτρώσεις.
Να θυμίσουμε εδώ ότι οι Καθαροί, όπως και οι Μανιχαίοι ήταν κατά των γεννήσεων, διότι πίστευαν σε δογματικό επίπεδο ότι κάθε νέο σώμα ήταν φυλακή της ψυχής ή του θεϊκού σπινθήρα. Για τον μεσαιωνικό άνθρωπο της Δύσης, τον αγροίκο, ίσως έννοιες όπως «φυλακή της ψυχής» ή «θεϊκός σπινθήρας» να μην σήμαιναν τίποτα, να του ήταν αδιάφορες. Ήταν ευκολότερο για τους ιδεολογικούς καθοδηγητές να του πουν ότι το έμβρυο ήταν δαίμονας και ακόμη και αν δεν καταλάβαινε γιατί θα επιτύγχαναν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ποιο ήταν αυτό; Η έκτρωση. Για τους Καθαρούς, το να μείνει μια κοπέλα σε ενδιαφέρουσα δεν ήταν ντροπή εξαιτίας της πράξης που προηγήθηκε, εφόσον οι ίδιοι παρότρυναν στην πράξη. Ήταν ντροπή λόγω προκατάληψης για τους λόγους που εξηγήσαμε. Δεν απέφευγαν την πράξη, αλλά την γέννηση. Με μεθόδους ψυχολογικής πίεσης προσπαθούσαν να πείθουν τις έγκυες γυναίκες να κάνουν έκτρωση. Ο ένας ήταν ν’ αποκαλούν το έμβρυο, δαίμονα. Ο άλλος να μαζεύονται όλοι μαζί και να γελάνε, να καγχάζουν στο πρόσωπο της κοπέλας που ήδη βρίσκονταν σε δύσκολη θέση. Σεκταριστική νοοτροπία.
Αναφέρονται κάποια περιστατικά πάνω σ’ αυτό. Όταν μία perfecta επισκέφτηκε την σύζυγο ενός εμπόρου στην Τουλούζη, που δεν ήταν Καθαρός, αλλά απλώς φίλος, την βρήκε σε ενδιαφέρουσα. Αφού κάτσανε και συζητήσανε το θέμα την έπεισε να ζητήσει την βοήθεια του «θεού» για να «χάσει» το παιδί.Επίσης αναφέρεται ότι για να πείσουν τις έγκυες γυναίκες να κάνουν έκτρωση, τους έλεγαν ότι αν πεθάνουν σε αυτή την κατάσταση, ήταν αδύνατο να σωθούν[70]. Σήμερα, η κοινωνική, πολιτική και νομική αντιμετώπιση των εκτρώσεων δείχνει ότι ζούμε σε μια εποχή νέο-μανιχαϊσμού, σε μια εποχή νέο-καθαρισμού. Γνωρίζουμε με ποιες μεθόδους πρόκλησης ομαδικής υστερίας η Νέα Εποχή έπεισε τις κοινωνίες ότι η σεξουαλική απελευθέρωση δεν είναι πορνεία, ότι η έκτρωση δεν είναι φόνος. Πρόκειται για αρχαία ψεύδη.
2. Η ενηλικίωση της Ιεράς Εξέτασης.
Οι ανακρίσεις εντατικοποιήθηκαν. Ομάδες των είκοσι-τριάντα προσάγονταν για εξέταση΄ φυλακισμένοι προσάγονταν στον ανακριτή για να επιβεβαιώσουν παλαιότερες καταθέσεις ή να κάνουν καινούργιες΄ ύποπτοι που δεν είχαν ομολογήσει, ξανάρχονταν για νέες ερωτήσεις, προδομένοι από κάποιον γείτονα. Οι νέες καταθέσεις, οι συμπληρωματικές ξεχωρίζουν μέσα στα αρχεία της Ιεράς Εξέτασης, διότι ξεκινούν με την φράση: «Μετά κατέθεσε…». Μετά από πολύμηνες ανακρίσεις κατάφεραν να σχηματίσουν την μεγάλη εικόνα.
Οι εντατικές ανακρίσεις είχαν και το ψυχολογικό τους αντίκτυπο΄ οι φίλοι των Καθαρών, οι συμπαθούντες, άρχισαν να βλέπουν την Ιερά Εξέταση ως έναν εδραιωμένο οργανισμό, όχι ως περαστικούς Δομινικανούς ανακριτές. Με την αύξηση του κύρους, αυτός που είχε δεχθεί την πρόσκληση για εξέταση ένιωθε καθήκον να πει όσα γνώριζε. Η Ιερά Εξέταση άρχισε να προκαλεί δέος. Η διασταύρωση των στοιχείων σε συνδυασμό με την εμπειρία που άρχισαν ν’ αποκτούν οι ανακριτές έκανε εμφανείς τις ψευδείς καταθέσεις. Τώρα ο Ιεροεξεταστής μπορούσε να καταλάβει αν ο ανακρινόμενος ομολογούσε ή κορόιδευε, οπότε η συνομωσία της σιωπής έχασε την αποτελεσματικότητά της. Η φιγούρα του ιεροεξεταστή που μπορούσε να εμβαθύνει με την διεισδυτική ματιά στα τρίσβαθα της ψυχής του ανακρινόμενου και να διαλύσει με λίγες καίριες ερωτήσεις την πλεκτάνη του ψεύδους, απόκτησε μυθικές διαστάσεις και ικανότητες στο απλοϊκό μυαλό του μεσαιωνικού χωριάτη, που πλησίαζε πλέον με δέος το ανακριτικό έδρανο.
Η στατιστική των ποινών δίνει ότι στους εκατό ενόχους, ένας ίσως να καίγονταν και δέκα με δεκαπέντε φυλακίζονταν. Οι υπόλοιποι είτε αναγκάζονταν να φορούν τον κίτρινο σταυρό στο στήθος είτε να πάνε σε προσκυνηματικό ταξίδι στους Αγίους Τόπους. Υπήρχε πάντα ένα ποσοστό, ένας στους τέσσερις που μόλις καταλάβαινε ότι είχε τραβήξει την προσοχή των ανακριτών, το έσκαγε[71]. Για την ερμηνεία αυτού του ποσοστού, ας αναλογιστεί ο αναγνώστης το δίλημμα του Καθαρού ανακρινόμενου. Κατ’ αρχάς όφειλε να ορκιστεί, κάτι που απεχθάνονταν, αλλά αν δεν το έκανε ήταν σαν να ομολογούσε. Στην συνέχεια έπρεπε να ζυγίσει μεταξύ δύο προοπτικών΄ να ομολογήσει πλήρως με ονόματα και στοιχεία, και στην συνέχεια να υποστεί τα φονικά αντίποινα των «Καλών Ανθρώπων», η ν’ αποκρύψει στοιχεία και αν κατάφερνε να ξεφύγει με μερική ομολογία; Μπροστά σε αυτό το δίλλημα η φυγή στην Ιταλία (θα εξηγήσουμε στο επόμενο γιατί η Ιταλία έγινε καταφύγιο των Καθαρών) ήταν προτιμότερη λύση.Σε κάποιες περιπτώσεις προτιμήθηκε η λύση του διπλού πράκτορα. Ο ανακρινόμενος έκανε πλήρη ομολογία, αλλά δεν υπόκειτο σε τιμωρία, διότι αναλάμβανε να λειτουργήσει ως πληροφοριοδότης με δράση εντός της σέκτας. Σιγά-σιγά δημιουργήθηκε ένα πλήρες δίκτυο πληροφοριοδοτών σε όλη την Languedoc.
Με την δράση αυτών τα αρχεία των ιεροεξεταστών συμπληρώθηκαν με πολλά στοιχεία. Τα βιβλία τους ήταν ήδη πολύτιμα και στόχος δολιοφθοράς, οπότε όταν ήταν αναγκαίο να μετακινηθούν, δημιουργούνταν αντίγραφα, ενώ τα πρωτότυπα έμεναν καλά φυλαγμένα. Όταν ο ανακρινόμενος έβλεπε τον ανακριτή ν’ ανοίγει το κιτάπι του έπρεπε να πιστεύει ότι εκεί μέσα ήταν γραμμένα τα πάντα. Έτσι, η διαδικασία προς την ομολογία θα συντόμευε. Αν ο ανακρινόμενος αποδεικνύονταν πιο πεισματάρης από όσο έπρεπε, τότε μια μακροχρόνια κράτηση τον έπειθε ότι ήταν προς το συμφέρον του να ομολογήσει και να ζητήσει άφεση. Τα βασανιστήρια δεν ήταν εγκεκριμένη μέθοδος, τουλάχιστον όχι μέχρι το τέλος του αιώνα. Οι ιεροεξεταστές δεν νομιμοποιούνταν να βασανίσουν τον ανακρινόμενο. Μόνο οι κοσμικοί άρχοντες είχαν την δικαιοδοσία, όχι οι εκκλησιαστικοί. Ο πάπας Ιννοκέντιος IV επέτρεψε στις κοσμικές αρχές στην Ιταλία το 1252, για την απόσπαση ομολογίας, απαγόρεψε, όμως, τους ιεροεξεταστές να χρησιμοποιούν τέτοιες μεθόδους. Αργότερα, ο Αλέξανδρος IV επέτρεψε να στέλνουν κρατουμένους στις κοσμικές αρχές για εξέταση, παρουσία ιεροεξεταστή[72]. O H. C. Lea, στην Ιστορία της Ιεράς Εξέτασης μιλά για την σκληρότητα των ιεροεξεταστών και την προθυμία τους να χρησιμοποιήσουν κάθε μέθοδο για ν’ αποσπάσουν ομολογία. Πρόκειται για αναχρονισμό. Το έργο του στηρίζεται σε πηγές μεταγενέστερες. Σε αυτή την πρώτη περίοδο, τα αρχεία της Ιεράς Εξέτασης[73], τα οποία δεν είχε στην διάθεσή του ο Lea, δεν στηρίζουν τέτοια συμπεράσματα. Η εικόνα του αδίστακτου ιεροεξεταστή είναι μεταγενέστερη και οφείλεται στην δράση, κυρίως, της Ισπανικής Ιεράς Εξέτασης. Έπειτα, ας μην ξεχνάμε ότι ο πρωταρχικός στόχος των Δομινικανών δεν ήταν τόσο η τιμωρία, αλλά η σωτηρία της ψυχής του ενόχου, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο. Βέβαια, οι ιεροεξεταστές δεν ήταν πάντα Δομινικανοί. Ένας μετανοημένος αιρετικός γινόταν πιο άτεγκτος διώκτης της αίρεσης.
Οι ιεροεξεταστές ήταν ένα ανεξάρτητο σώμα. Ούτε ο τοπικός ηγούμενος του τάγματος δεν είχε δυνατότητα να επέμβει στις αποφάσεις του, ακόμη και αν ήταν ο άνθρωπος που είχε προτείνει υποψηφίους. Η αναφορά γινόταν απευθείας στον πάπα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι κατάδικοι να μπορούν να κάνουν χρήση του έκκλητου, όταν θεωρούσαν ότι αυτό θα ελάφρωνε την ποινή ή ότι θα τους απονέμονταν χάρη. Έτσι, αναφέρεται η περίπτωση 150 κατοίκων της Limoux, οι οποίοι έκαναν έκκληση στον πάπα το 1246 και τους επιτράπηκε από αυτόν να μην φορούν τον κίτρινο σταυρό στο στήθος, ποινή στην οποία είχαν καταδικαστεί. Οι ιεροεξεταστές δυσανασχέτησαν, ο Ιννοκέντιος υπαναχώρησε και μόλις το 1249 ο αρχιεπίσκοπος Ναρβόννης ενημέρωσε τους κατάδικους, ότι τελικά έπρεπε να φορέσουν τον σταυρό[74].
Οι ιεροεξεταστές δεν βρίσκονταν στο απυρόβλητο. Το 1247 ο φόνος των βοηθών τους και η κλοπή των αρχείων τους στην Caunes, αποθάρρυνε τους William Raymond και Peter Durand από την συνέχιση του έργου τους στην Carcassonne. To 1248 παραιτήθηκαν και τα καθήκοντά τους πέρασαν στους Bernard de Caux και Jean de St-Pierre της Τουλούζης. Ο πρώτος αποτραβήχτηκε από την ενεργό δράση σταδιακά, εξαιτίας της παρεμβατικότητας του Ναρβοννέζου αρχιεπισκόπου και μέχρι τον θάνατό του το 1252 παρέμεινε στα καθήκοντά του έναντι του τάγματος.
Για το αμέσως επόμενο διάστημα η δίωξη της αίρεσης πέρασε στην αρμοδιότητα των επισκόπων, οι οποίοι δεν επέδειξαν τον ίδιο ζήλο. Οι αιρετικοί ξεθάρρεψαν και ο Ιννοκέντιος IV αποτάθηκε και πάλι στους Δομινικανούς για να καλύψουν τις κενές θέσεις στην Languedoc. Τα τοπικά παραρτήματα του τάγματος δεν απάντησαν και ο Ιννοκέντιος στράφηκε στην αδελφότητα του Παρισιού. Ούτε από κει έλαβε απάντηση, γι’ αυτό και πρότεινε τις θέσεις στους Φραγκισκανούς. Πριν λάβει απάντηση πέθανε την ίδια χρονιά. Ο νέος πάπας κλήθηκε να καλύψει τις θέσεις χωρίς υποψηφιότητες. Απαγόρεψε, λοιπόν, την εμπλοκή εξωτερικών παραγόντων στο έργο της Ιεράς Εξέτασης και έστειλε Δομινικανούς από το Παρίσι. Οι νέοι ιεροεξεταστές είχαν στην αρμοδιότητά τους και νέες περιοχές΄ την Albi, το Quercy και την Rouergue. Το 1256 τους έδωσε την δυνατότητα να απαλλάσσουν ο ένας τον άλλο από τις κανονικές υπερβάσεις. Έτσι εξελίχθηκαν σε κάστα εντός του τάγματος.
3. Η προσαρμογή των Καθαρών στις νέες συνθήκες.
Οι συναθροίσεις των Καθαρών αποψιλώθηκαν από την δράση των εσωτερικών πληροφοριοδοτών. Η εκκλησία της Albi ακολούθησε αυτήν της Agen στην καταστροφή, από την πληροφόρηση που παρείχε στους ιεροεξεταστές ένα πολύ σημαντικό στέλεχός της, ο filius Sicard de Lunel. Αυτός είχε ομολογήσει ήδη από τον 1242 και μέχρι το 1244 είχε αναφέρει όλους τους ευγενείς που ήταν συμπαθούντες προς τους Καθαρούς. Για τις επόμενες δεκαετίες ενημέρωνε για κάθε κίνηση των Καθαρών, όντας εν ενεργεία κατά τα φαινόμενα. Η τελευταία πληροφορία γι’ αυτόν χρονολογείται το 1274, όταν βρισκόταν στον πύργο της Ναρβόννης και περιποιόνταν έναν κρατούμενο που αποπειράθηκε ν’ αυτοκτονήσει, χτυπώντας το κεφάλι του στον τοίχο[75]. Για την δική τους ασφάλεια οι Καθαροί ήταν υποχρεωμένοι να περιφέρονται, και αυτό με τον χρόνο γίνονταν δυσχερέστερο, καθώς οι συμπαθούντες εξαφανίζονταν και το κλίμα στρέφονταν εναντίον τους. Φυσικά οι οίκοι και οι τόποι συνάθροισής τους είχαν καταστραφεί ενώ η ασφάλεια προείχε του προσηλυτισμού. Οι αριθμοί τους μειώθηκαν δραματικά, αλλά ακόμη ήταν μακριά από την εξαφάνιση. Η στατιστική των αρχείων της Συλλογής Doat δείχνει ότι για τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 η επιβίωση ενός Καθαρού στην Languedoc δεν ήταν ακατόρθωτη.
Όταν οι συνθήκες το επέτρεπαν, Τέλειοι που είχαν καταφύγει στην Λομβαρδία, επέστρεφαν για ν’ αναζωπυρώσουν την αίρεση. Για παράδειγμα ο Guillaume Pagès επέστρεψε από την Λομβαρδία στην ενεργό δράση στις πόλεις Cabardès, Minervois και Carcassonne το διάστημα 1266 έως 1283. Πρόσφερε το consolamentum σε αρκετούς πιστούς, οι οποίοι ήταν σε αναμονή, μεταξύ των οποίων ιππότες, ακόμη και βασιλικοί αξιωματούχοι. Συνελήφθη από τον Jean Penavayre το 1277, αλλά αφέθηκε ελεύθερος διότι ο καστελάνος (αρχηγός της φρουράς του κάστρου) δωροδοκήθηκε με ποσό που ο ίδιος ζήτησε. Ο Robert της Sens, βασιλικός αξιωματούχος στην Carcassonne, εξασφάλιζε ελεύθερη διέλευση και άσυλο στους Καθαρούς για πολλά χρόνια, μέχρι ν’ ανακαλυφθεί η δράση του το 1285 από την Ιερά Εξέταση. Οι Καθαροί προσαρμόστηκαν στα νέα δεδομένα, η δράση του έγινε παρασκηνιακή και βρήκαν τρόπους να ενεργούν εντός των κυβερνητικών κύκλων, προς όφελός τους[76].
Φαίνεται ότι οι Καθαροί μπορούσαν να επηρεάσουν ακόμη και δικαστές. Αναφέρεται η περίπτωση του Gèraud Galhard, βασιλικού δικαστή για τις πόλεις Albi, Minervois και Limoux, Νότιου στην καταγωγή, ο οποίος καταδικάστηκε από την Ιερά Εξέταση, όπως και η γυναίκα του, μετά θάνατον, διότι είχε συμμετάσχει σε μια δολοπλοκία για την κλοπή των αρχείων της Carcassonne. Αποτελέσματα ανακρίσεων έδειχναν ότι είχε παραστεί στο consolamentum του Castel Fabre, πολίτη της Carcassonne, πατέρα δημοτικού συμβούλου της πόλης, ο οποίος ήταν καθολικός ιερέας και Καθαρός Τέλειος ταυτόχρονα, με διασυνδέσεις στους Φραγκισκανούς. Η διαπλοκή είχε προχωρήσει βαθιά στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, ακόμη έδειχνε να απλώνεται και στους κόλπους της παπικής εκκλησίας. Ο μόνος παράγοντας που επέτρεπε στην Ιερά Εξέταση να φέρνει αποτελέσματα ήταν η ανεξαρτησία της[77].
4 Οι Καθαροί επηρεάζουν τις πολιτικές εξελίξεις μέσω των ανθρώπων τους στην κυβέρνηση.
Ωστόσο η δράση της Ιεράς Εξέτασης περιορίστηκε τη δεκαετία του ’90 , λόγω του επιδιωκόμενου συγκεντρωτισμού της μοναρχίας, με αποκορύφωμα την ένταση στις σχέσεις του Φράγκου βασιλιά Φιλίππου ΙV του Δίκαιου (1285-1314) και του πάπα Βονιφάτιου VIII (1294- 1303). Ο Φράγκος μονάρχης επιδίωξε έναν περιορισμό στις σχέσεις του κράτους του με την εκκλησία και μεταξύ άλλων αποφάσισε την εκδίωξη του κλήρου από την απονομή δικαιοσύνη. Πρόκειται για μια πρώτη απόπειρα διακοπής των σχέσεων του κράτους και της Εκκλησίας.Αυτό δυσχέρανε την λειτουργία της Ιεράς Εξέτασης και το βάρος του αντιαιρετικού αγώνα πέρασε για το εν λόγω διάστημα στα γραφεία των επισκόπων. Όπως θα φανεί από ένα περιστατικό που θα εκτεθεί αμέσως παρακάτω η συμβολή των διεφθαρμένων από την αίρεση βασιλικών αξιωματούχων δεν ήταν αμελητέα. Με την αποκατάσταση των σχέσεων βασιλιά και πάπα, η Ιερά Εξέταση επαναδραστηριοποιήθηκε το 1299.
Ήδη από τον Απρίλιο του 1297, η σύλληψη τριάντα πολιτών στην Albi από τον εκπρόσωπο του επισκόπου Bernard de Castanet, οδήγησε σε ένταση των σχέσεων μεταξύ πολιτικών και επισκόπου. Οι πρώτοι, επιφανείς πολίτες, έμποροι, νομικοί, βασιλικοί αξιωματούχοι, ήταν όλοι μπλεγμένοι με αποδείξεις, με την αίρεση και ένα δίκτυο συσχετισμών μέσω γάμων και άλλων κοινωνικών και οικονομικών συμβάσεων, τους συνέδεαν ακόμη περισσότερο μεταξύ τους. Οι συλλήψεις δεν ήταν άδικες. Οι συλληφθέντες εκμεταλλευόμενοι τις διασυνδέσεις τους με την βασιλική αυλή έθεσαν αμέσως θέμα αρμοδιότητας του επισκόπου. Οπότε ξεκίνησε ένας πολιτικός αγώνας για την απελευθέρωσή τους με βάση τις πρόσφατες αποφάσεις του βασιλιά να απαλλάξει τον κλήρο από την δικαστική του εξουσία. Οι κατηγορούμενοι κάλεσαν τον Bernard Délicieux, λέκτορα στα ιδρύματα των Φραγκισκανών στην Carcassone και την Albi και εμφανίστηκαν ενώπιον του Φιλίππου. Εν τέλει επεκράτησε η επιθυμία του βασιλιά να εξαλείψει την αίρεση. Εξάλλου ο συμβιβασμός του με τον πάπα έθεσε στο περιθώριο το τοπικό κίνημα κατά της εξουσίας του επισκόπου. Μέτρα πάρθηκαν για την αποκατάσταση της ειρήνης στις πόλεις αυτές, αλλά οι κρατούμενοι δεν ελευθερώθηκαν[78]. Το παραπάνω περιστατικό, ενδεικτικό της παρασκηνιακής δράσης των Καθαρών, δείχνει ότι η επιρροή τους είχε φτάσει σε ανώτερα κυβερνητικά κλιμάκια, αλλά δεν μπορούσε ακόμη να καθορίσει την βασιλική πολιτική. Προοιμιάζει την δράση τους σε μεταγενέστερες εποχές κι εξηγεί γιατί στις περιπτώσεις που η μοναρχία δεν ήταν δυνατόν να χαλιναγωγηθεί και να κατευθυνθεί σύμφωνα με τις επιθυμίες της διαπλοκής, έπρεπε να καταργηθεί ακόμη και με αιματηρές επαναστάσεις.
5. Η διαπλοκή του αιρετικού τμήματος των Φραγκισκανών.
Για την ερμηνεία της συμμετοχής του Φραγκισκανού στην υπεράσπιση των Καθαρών της Languedoc, οφείλουμε να τονίσουμε ότι την εποχή αυτή εσωτερικές ζυμώσεις στο τάγμα οδήγησαν στην δημιουργία φραξιών, μερικές από τις οποίες κρίθηκαν αιρετικές, όπως οι Spirituals και οι Fraticelli (=Μικροί Αδελφοί). Στον διωγμό των τελευταίων αναφέρεται το βιβλίο του Umberto Eco, Το όνομα του ρόδου. Οι Languedociens ξεπλήρωσαν την υποχρέωσή τους απέναντι στους σχισματικούς Φραγκισκανούς λίγα χρόνια μετά, όταν το 1309 οι πολίτες της Ναρβόννης εμφανίστηκαν ενώπιον του Ροβέρτου Ανδεγαυού, βασιλιά της Νάπολης και κόμη της Προβηγκίας, για χάρη των Spirituals της Προβηγκίας και εις μνήμη του αρχηγού τους Pierre-Jean Olivi.
6 Τελευταίες προσυλητιστικές προσπάθειες των Καθαρών.
Στις αρχές του ΙΔ’ αι. την ιστορία των Καθαρών της Languedoc μονοπωλεί η δράση του Pierre Autier στην περιοχή του Foix. Πρόκειται για μια τελευταία προσπάθεια της αίρεσης, να επανακτήσει το παλαιό της εύρος. Η προσπάθεια αυτή απέτυχε, εξαιτίας της αντίδρασης των ιεροεξεταστών Geoffrey d’ Albis[79], Bernard Gui[80] και τέλος του Jacques Fournier[81]. Οι τρεις αυτοί ανακριτές παρήγαγαν τον μεγαλύτερο όγκο αρχείων που έχει φτάσει μέχρι σήμερα.
Ο Pierre Autier ήταν ένας νοτάριος στην Ax-les-Termes. Για την προηγούμενη ζωή του δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες πέραν του ότι ήταν παντρεμένος με κάποια Aladaycis, από την οποία απόκτησε τρεις γιους, ενώ από την εξωσυζυγική σχέση του με την Moneta, αδελφή ενός συναδέλφου του, απέκτησε δύο νόθα παιδιά. Στην ηλικία των πενήντα ετών περίπου, όντας αρκετά ευκατάστατος, ταξίδεψε στην Λομβαρδία, κάπου μεταξύ του 1295-6. Εκεί, μαζί με τον αδελφό του Guillaume έλαβε το consolamentum, στην Cuneo της Piedemont, σπουδαίο εμπορικό κέντρο της εποχής και σταθμό της διαδρομής μεταξύ Languedoc και Λομβαρδίας. Στην πόλη αυτή γνωρίστηκε με τον Bernard Audouy de Montégut-Laragais, έναν από τους γηραιούς Καθαρούς. Μυήθηκε στην νέα του ζωή εντός τριών χρόνων και ταυτόχρονα συναντήθηκε με πολλούς εξόριστους συμπατριώτες του Καθαρούς, όπως ο Pierre Raymond de Saint-Papoul, o Prades Travernier και ο Amiel de Perles. Σύνδεσμος με την πατρίδα του ήταν ο μεγαλύτερος γιος του ο Bon Guillaume. Η ομάδα αυτή επέστρεψε στην Ax το 1299 και ανέλαβε ενεργό προσηλυτιστικό ρόλο, δρώντας κυρίως underground.
Κάποια νύχτα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής του 1300, έφτασαν στο σπίτι του αδερφού τους Raymond στην Ax. Τα αρχεία της ανάκρισης του Raymond περιγράφουν την συνάντηση με έμφαση στην χαρά του τελευταίου που έβλεπε την ομάδα. Σύντομα, σχηματίστηκε μια σέκτα, με μέλη γνωστούς και έμπιστους ανθρώπους, όπως ο γαμπρός του Pierre, Arnaud Teisseyre, σύζυγος της κόρης του, Guillelme. Σημαντικό στοιχείο της επιβίωσης της σέκτας ήταν η μυστικότητα. Προσπάθεια διείσδυσης πληροφοριοδότη αντιμετωπίστηκε με την δολοφονία του τελευταίου από δύο πιστούς. Κάποιος Guillaume Jean προσφέρθηκε να καταδώσει τα μέλη και τις δραστηριότητες της σέκτας στους Δομινικανούς. Η προδοσία έγινε γνωστή. Τα μέλη Pierre d’ Aère και Philippe de Larnat συνάντησαν τον Guillaume ένα βράδυ στην γέφυρα του Alliat και αφού του απέσπασαν ομολογία, τον έριξαν από ένα γκρεμό.Η ηθική αιτιολόγηση της πράξης, από μέλη των Καθαρών γινόταν επί τη βάσει της εντολής του Κυρίου για την κοπή των δένδρων που δεν φέρουν καλό καρπό, αν και υπήρχαν ενστάσεις διαφωνούντων, όπως της Sibylle Peyre.
Στην προσπάθεια διατήρησης της μυστικότητας, όλες οι δραστηριότητες της σέκτας γίνονταν την νύκτα. Για παράδειγμα η συνάντηση του νεόφυτου Pons Arnaud με τον Autier, έγινε κατά την διάρκεια της νύκτας, μέσω του δολοφόνου Philippe de Larnat στο Quié. Εκεί ο Autier κρύβονταν σε μια υπόγεια αποθήκη σιτηρών των αδελφών de Area. Επίσης κάποια Sibille den Baille διατηρούσε έναν μυστικό εντευκτήριο θάλαμο για τις θρησκευτικές ανάγκες της ομάδας. Το σκοτάδι παρείχε την απαραίτητη κάλυψη για τις μετακινήσεις των μελών. Σε όλη την γνωστή ιστορία των Καθαρών δεν υπάρχει πιο μυστική, πιο σκοτεινή δράση από αυτήν της ομάδας του Autier, υπόδειγμα της μετέπειτα πορείας της αίρεσης. Οι ημερήσιες κινήσεις του Autier και των ανθρώπων του εμφάνιζαν το πρόσχημα των εμπορικών δραστηριοτήτων. Ο Autier παρουσιάζονταν στην κοινωνική ζωή, ως έμπορος των φημισμένων μαχαιριών της Parma. Τα ταξίδια του υποτίθεται ότι γίνονταν για εμπορικούς σκοπούς. Ομοίως, ο Raimond de Saint-Papoul συστήνονταν ως πλανόδιος έμπορος, συνεργάτης του Autier.
Ο έλεγχος υψηλόβαθμων αξιωματούχων μέσω δωροδοκίας ήταν επίσης ζωτικής σημασίας για την επιβίωση της ομάδας. Όταν οι σερίφηδες του κόμη του Foix ήρθαν να ψάξουν το σπίτι της χήρας του Arnaud de Vicdessos Tarascon, Alamande, το μέρος όπου κρύβονταν ο Guillaume Autier, η παρέμβαση του Guillaume Bayard, αξιωματούχου του κόμη, έσωσε τον νεαρό από την σύλληψη.
Η μυστικότητα χαρακτήριζε της ενέργειες της ομάδος, ειδικά στις περιπτώσεις που δεν υπήρχε οικογενειακή συναίνεση για την διενέργεια του consolamentum. Η σύζυγος του Guillaume Autier έπεισε την ετοιμοθάνατη Sibille, σύζυγο του Pierre Pauc στην Ax ότι ο σύζυγός της μπορούσε να της παρέχει την χειροθεσία στο σπίτι της, χωρίς να καταλάβει τίποτα ο διαφωνών Pierre. Έτσι κι έγινε. Ένα βράδυ, την ώρα που ο Pierre κοιμόταν, ο Guillaume τρύπωσε αθόρυβα στην κουζίνα, όπου βρισκόταν η Sibille. Η κατάσταση της αρρώστιας της ήταν τόσο προχωρημένη που δεν μπορούσε να δώσει τις απαραίτητες απαντήσεις και πέθανε χωρίς να λάβει το consolamentum. Το ίδιο συνέβη και στην Savart, ένα χωριό κοντά στην Tarascon. Η κόρη της Menegarde Alibert έφερε τον Guillaume για να δώσει το consolamentum στην ετοιμοθάνατη μητέρας. Η τέλεση έγινε στην κουζίνα, υπό το ταπεινό φως της εστίας, αφού η λάμπα έπρεπε να σβήσει για να κρύψει τα τεκταινόμενα. Σε μια άλλη περίπτωση ο Guillaume μεταμφιέστηκε φορώντας τα ρούχα της θείας του Esclarmonde, για να τρυπώσει σε ένα σπίτι.
Συνήθεια της εποχής ήταν, αν κάποιος ετοιμοθάνατος (ad terminum) το επιθυμούσε, να μεταφέρεται στο νοσοκομείο κάποιου μοναστηριού και να δέχεται τις τελευταίες φροντίδες και προσευχές των μοναχών. Σε αυτή την συνήθεια οι Καθαροί βρήκαν την λύση για ν’ αποφεύγουν τον εντοπισμό, λόγω της τελετουργικής αυτοκτονίας διά της ασιτίας. Έτσι, παρατηρήθηκε το παράδοξο και αντιφατικό φαινόμενο, Καθαροί να πεθαίνουν στα νοσοκομεία των μοναστηριών, εφαρμόζοντας την endure, μια τελετή που ακολουθούσε το consolamentum που λάμβαναν οι ετοιμοθάνατοι. Μια τέτοια καταγεγραμμένη περίπτωση ήταν του Guilhem de Malhorgas, ο οποίος πέθανε στο κιστερκιανό μοναστήρι της Boulbonne.
Για να ξεγελούν την κοινωνία εμφάνιζαν συνήθειες παρόμοιες με των καθολικών, όπως για παράδειγμα συνήθιζαν να σταυρώνουν τον εαυτό τους. Ο Pierre Autier προσπαθούσε να εμφυσήσει στους ακολούθους του διάθεση εμπαιγμού αυτών των συνηθειών. Έλεγε για παράδειγμα ότι το σταύρωμα είναι καλό για να διώχνει τις μύγες το καλοκαίρι. Συνιστούσε, μάλιστα, όταν σταύρωναν το πρόσωπό τους, να λένε: «εδώ είναι το πρόσωπο και εδώ το γένι΄ εδώ το ένα αυτί κι εδώ το άλλο». Όταν κάποιο μέλος παρασύρονταν από την συνήθεια του σταυρώματος χωρίς να παρίσταται ανάγκη θεατρινισμού, επέσυρε τον σαρκασμό των υπολοίπων.
Το κουβάρι του δικτύου των αιρετικών άρχισε να ξεμπλέκει το 1305 και οι δραστηριότητές του να αποκαλύπτονται μέσω προδοσίας. Κάποιος Guillaume-Pierre Cavaillé, μέλος της ομάδας φυλακίστηκε στην Carcassonne. Όσο διάστημα ήταν έγκλειστος κράτησε το στόμα του κλειστό. Όταν αποφυλακίστηκε ζήτησε οικονομική ενίσχυση από τους ομόφρονές του για να ξεπληρώσει μια οφειλή του προς κάποιον φύλακα. Οι φίλοι του αρνήθηκαν να τον βοηθήσουν και ο Cavaillé τους κατέδωσε. Τον Σεπτέμβριο του 1305 συνελήφθηκαν δύο Τέλειοι και ξεκίνησε ανθρωποκυνηγητό για την σύλληψη των αρχηγών της ομάδας. Μέσα σε μια πενταετία συνελήφθηκαν και καταδικάστηκαν στον διά πυρός θάνατο όλα τα υψηλόβαθμα στελέχη΄ οι Peter Raymond, Amiel de Perles, Guillaume Autier, Jacques Autier, Prades Tavernier, Philippe d’ Alayrac, Pons Bayle, Pierre Sans, Raymond Fabre. Ένας από αυτούς ο Sans Mercadier αυτοκτόνησε. Τελικά, ο Pierre Autier συνελήφθη το καλοκαίρι του 1309. Κρατήθηκε και ανακρίθηκε για δέκα ολόκληρους μήνες πριν οδηγηθεί στην πυρά τον Απρίλιο του 1310. Η εκτέλεσή του έγινα στην πλατεία μπροστά από τον καθεδρικό του Αγ. Στεφάνου στην Τουλούζη. Με τις τελευταίες του πνοές επαίρονταν προς το πλήθος, ότι θα μπορούσε να τους προσηλυτίσει όλους αν του δίνονταν η ευκαιρία να κηρύξει δημόσια. Για να ξηλωθεί η σέκτα χρειάστηκαν οι συντονισμένες ενέργειες δύο ικανότατων ιεροεξεταστών, του Geoffrey d’ Ablis στην Carcassonne και του Bernard Gui στην Τουλούζη.
Συνεχιστές του έργου του Autier αναφέρονται δύο Καθαροί, ανάξιοι πολλού σχολιασμού. Ο ένας ήταν ο Pierre Clergue, ένας κληρικός στο Montaillou, το οποίο αποδείχθηκε σφηκοφωλιά. Παρότι, οι πρώτες έρευνες εκεί ξεκίνησαν από τον d’ Ablis, θα χρειαζόταν το ανάστημα του επισκόπου Jacques Fournier της Pamiers, του μετέπειτα πάπα Βενέδικτου XII, για την εξάλειψη της αίρεσης εκεί. Ο Pierre Clerque δεν ήταν τίποτα παραπάνω από έναν προβατόσχημο κληρικό, που εκμεταλλεύονταν την ευπιστία των γυναικών για να τις αποπλανήσει. Τα θύματά του δεν ήταν μόνο Καθαρές αλλά και καθολικές γυναίκες του χωριού. Ο δεύτερος ήταν ο Guillaume Bélibaste που έχει καταγραφεί στην ιστορία των Καθαρών ως δολοφόνος και πόρνος. Δεν χρειάζεται να πούμε κάτι παραπάνω γι’ αυτόν πέραν του ότι τον κατέδωσε ένας από τους ακολούθους του ο Arnold Sicre, ο οποίος έλαβε σημαντική αμοιβή από τον επίσκοπο Jacques Fournier. Εκτελέστηκε το 1321.
7.3.8 Επίλογος Γ’ Μέρους
Σήμερα στην Languedoc παρατηρείται μία προβαλλόμενη αύξηση ενός λαθραίου εθνικού συναισθήματος με βάσει την ιστορία των Καθαρών στην περιοχή. Είναι ένα φαινόμενο ανάλογο του νεοπαγανιστικού εθνικισμού που παρατηρείται και στην Ελλάδα. Το παράδοξο του φαινομένου έγκειται στην χρήση μειονοτικού θρησκευτικού συναισθήματος για τον καθορισμό και τον έλεγχο της εθνικής συνείδησης. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι επιθυμούν να περάσουν στην Langedoc την άποψη ότι είναι η χώρα των Καθαρών.
Αλλά δεν είναι έτσι. Η Languedoc είναι η χώρα που πάλεψε και αντιστάθηκε με όλες της τις δυνάμεις στην βαρβαροκρατία που απλώθηκε στην Ευρώπη μετά την διάλυση του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Κράτησε όσο ήταν δυνατό τον αυτόνομο χαρακτήρα της και την πολιτισμική ιδιοσυγκρασία της μέχρι των ΙΓ’ αι. Αυτό που την έκανε να ξεχωρίζει είναι ότι διατήρησε τον ρωμαϊκό χαρακτήρα του πολιτισμού της, χαρακτήρα που στηρίζονταν στον Χριστιανισμό και όχι στον Καθαρισμό. Όταν η Ρώμη υπέκυψε στον Παπισμό, η Languedoc, ως χώρα με γαλατο-ρωμαϊκό πληθυσμό, έχασε την στήριξη που της παρείχε η εθναρχία του ορθόδοξου μέχρι τότε πατριαρχείου. Ο Καθαρισμός εμφανίστηκε μόλις τον ΙΒ’ αι. στον απόηχο της γρηγοριανής μεταρρύθμισης και επωφελήθηκε από την αντίδραση του πληθυσμού στον επιχειρούμενο εκπαπισμό του, στον εκφραγκισμό του. Είχαν προηγηθεί δεκατρείς αιώνες Χριστιανισμού πριν εμφανισθεί ο Καθαρισμός, άρα αν θέλουμε να θέσουμε ορθά την ιστορική αντίληψη, οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι ο εθνικός χαρακτήρας του πολιτισμού της Languedoc είναι Χριστιανικός. Δεν είναι ούτε Καθαρός, ούτε Παπικός. Αν θέλουμε να μιλήσουμε με εθνικούς όρους ο πολιτισμός της Languedoc ήταν γαλατο-ρωμαϊκός, με το πρώτο συνθετικό να δίνει έμφαση στον φυλετικό προσδιορισμό και το δεύτερο στον πολιτικό-πολιτισμικό.
Ο νεο-καθαρισμός σήμερα εντάσσεται στο ευρύτερο κίνημα της Νέας Εποχής κι έχει θρησκευτικό χαρακτήρα, άσχετα αν προσπαθεί να εμφανίζεται ως κομμάτι «πατρώας» εθνικής συνείδησης. Το ίδιο συμβαίνει και με τον νεο-παγανισμό. Στην περίπτωση όμως, των νεο-Καθαρών τα πράγματα είναι απλά, διότι ο Καθαρισμός είναι κατά πολύ μεταγενέστερος και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να διεκδικήσει πατρότητα. Είναι εμφανές ότι η πατρώα θρησκεία στην Languedoc είναι ο Χριστιανισμός και αν η εθνική συνείδηση της περιοχής θέλει να βρει τις ρίζες της επειδή αντιλήφθηκε ότι αυτές δεν βρίσκονται στον Παπισμό, τότε δεν έχει παρά να στραφεί στην Ορθοδοξία.
* * *
[1] Για το κεφάλαιο αυτό χρησιμοποιήθηκε το κεφ. Languedoc, a brief overview, από το βιβλίο της Ann Brandford Townsed, The Cathars of Languedoc as heretics: From the Perspectives of Five Contemporary Scholars, διατριβή επί διδακτορία 2008.
[2] Τα παραδείγματα αυτά προέρχονται από ομολογίες αιρετικών, καταγραμμένες σε έγγραφα της Ιεράς Εξέτασης. Επειδή η παραπομπή σε πηγές μπορεί ν’ αποδειχθεί ανώφελη, θα γίνεται παραπομπή σε βοηθήματα. Τα συγκεκριμένα στο Malcolm Lambert, The Cathars, Blackwell Publishing 1998, p. 79.
[3] Για το κεφάλαιο αυτό χρησιμοποιήθηκε το κεφ. The Languedoc in 12th century, από το βιβλίο του Michael Consten, The Cathars and the Albigensian Crusade, University of Manchester 1997.
[4] Πρόκειται για τον σύζυγο της Ευδοκίας Κομνηνής, ανιψιάς του Μανουήλ Α’ Κομνηνού, του αυτοκράτορα Κωνσταντινουπόλεως.
[5] Για την πολιτική θεωρία της φεουδαρχίας χρησιμοποιήθηκε το κλασσικό πλέον έργο του Marc Bloch, Η Φεουδαλική Κοινωνία, εκδ. Κάλβος 1987.
[6] Hincmari Remensis Archiepiscopi, De ordine palatii XXI: “Si quid vero tale esset quod leges mundane hoc in suis diffinitionibus statuum non haberent, aut secundum gentilium consuetudinem crudelius sancitum esset, quam Christianitatis reclitudo vel sancta auctoritas merito non consentiret, hoc ad regis mederationem perduceretur, ut ipse cum his qui utramque legem nossent, et Dei magis quam humanarum legume statute metuerent, ita decerneret, ita statueret ut, ubi utrumque servari posset, utrumque servavetur; sin autem, lex saeculi merito compimeretur, justitia Dei conservaretur”, ed. Maurice Prou, Bibliothèque de l’ École des Hautes Études (Paris 1883), 54-56 με γαλλική μετάφραση.
[7] Urbani II Epistola ad Robertum Flandriae comita: “Quod si praetendis hoc ex antique usu in terra tua processisse, seire debes Creatorem tuum dixisse: Ego sum veritas, non autem usus vel consuetude”. PL 151.456C.
Tertulliani Liber De Virginibus Velandis I.2: “Sed dominus noster Christus veritatem se, non consuetudinem cognominavit” CSEL 76(1957), 76. Ο Τερτυλλιανός έγραψε το Περί του καλύμματος των Παρθένων για να στιγματίσει την κακή συνήθεια της εποχής του, οι ανύπαντρες να εισέρχονται στην εκκλησία ακάλυπτες. Ακάλυπτες την εποχή εκείνη κυκλοφορούσαν μόνο οι πόρνες.
[8] David Charles Dougles, William the Conqueror: the norman impact upon England, University of California Press 1964, p. 254.
[9] Gesta Regum Anglorum II.222, ed. Thomas Duffus Hardy, London 1840, vol. 1 p. 375, λατινικό κείμενο. Chronicle of the Kings of England, translated by Rev. John Sharpe, edited by J.A. Giles, London: George Bell and Sons, 1904p.209, αγγλική μετάφραση.
[10] Ματθ. 11.29.
[11] W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 234.
[12] W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 231.
[13] Έτσι είναι γραμμένα τα ονόματα στην μετάφραση των W. Wakefield-A. Evans. Στην μετάφραση του Maitland, Facts and Documents Illustrative of the History, Doctrine and Rites of the Ancient Albigenses & Waldenses, London 1832, p. 393 αναφέρονται ως Collant & Colibant. Δεν γνωρίζω την ερμηνεία τους.
[14] W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 238.
[15] Petri Vallium Sarnaii monachi, Hystoria Albigensis, ed. P. Guébin- E. Lyon, Paris 1926-1939, 3 vols.
[16] http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9D%CE%AF%CE%BA%CE%BF%CF%82_%CE%9A%CE%B1%
CE%B6%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B6%CE%AC%CE%BA%CE%B7%CF%82
[17] Μια απλή πλοήγηση στο διαδίκτυο με λέξη-κλειδί «sangreal» αρκεί για να καταλάβει ο αναγνώστης τι εννοούμε. Δεν επιθυμούμε να παραθέσουμε διευθύνσεις.
[18] Concilium Touronense can. IV: “ Ut cuncti Albigensium haereticorum consorsium fugiant. In partibus Tolosae damnada haeresis dudum emersit, quae paulatim more cancri ad vicina loca se didiffundens, per Guasconiam et alias provincias quamplurimos jam infecit”. Mansi 21.1177.
[19] Μετάφραση υπάρχει επίσης στο S. R. Maitland, Facts and Documents Illustrative of the History, Doctrine and Rites of the Ancient Albigenses & Waldenses, London 1832, pp. 140-145. Αποσπάσματα στο Χρονικό του Roger of Hoveden.
[20] W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 238.
[21] Μια πηγή στο Les Actes du Concile Albigeoise de Saint Félix de Caraman, ed. A. Dondaine, Miscellanea Giovanni Mercati V (Studi e Testi CXXV, Rome 1946), pp. 324-355. Αγγλική μετάφραση, Edward Peters, Heresy and Authority, pp. 121-123.
[22] Υπάρχουν δύο απόψεις για το ποια είναι η τέταρτη εκκλησία που συμμετείχε στην σύνοδο από τη Languedoc. Όσοι διαβάζουν στο κείμενο “agenensis” θεωρούν ότι είναι της Agen. Ωστόσο, κάποιοι θεωρούν ότι γράφει “arenensis” (P. Jimenez, Relire la Charte de Niquita, 1. Origine et problématique de la charte, Heresis XXII (1994), pp. 1-26), οπότε καταλήγουν ότι πρόκειται για την Val d’ Aran.
[23] Malcolm Lambert, The Cathars, p. 48.
[24] B. Hamilton, The Cathar Council of S. Félix reconsidered, Archivum Fratrum Praedicatorum 48 (1978), 48-50.
[25] Ed. C. Thouzellier, Une somme anti-Cathare: Le Liber contra Manicheos de Durand de Huesca, Louvain 1964, p. 138 & 210.
[26] Ο Ερρίκος de Marcy εισήλθε στο αβαείο το 1156. Έγινε ηγούμενος του Hautecombe το 1160 και του Κλαιρβώ το 1176, ένα χρόνο πριν την αποστολή. Το 1179 μετά την επιτυχία της αποστολής του έλαβε τον τίτλο του Καρδινάλιου του Albano. Πέθανε το 1188. Βλ. Congar, Henri de Marcy, Studia Anselmiana XLIII, Analecta Monastica 5 (1958), 1-38.
[27] Ο Πέτρος της Πάβια, διετέλεσε δύο φορές παπικός λεγάτος στην Φραγκία, το 1174-1178 και το 1180-1182. Το 1180 έγινε Αρχιεπίσκοπος Bourges. Βλ. Hippolyte Delehaye, Pierre de Pavie, RQH 59 (1891), 5-61.
[28] Στους εκκλησιαστικούς αξιωμτούχους που υπηρέτησαν στην αποστολή ήταν ο Guarin, αρχιεπίσκοπος Bourges (1174-1180), o Pons de Arsac, αρχιεπίσκοπος Ναρβόννης (1162-1181), ο Reginald Fitz-Jocelin επίσκοπος Bath (1174-1191), ο Ιωάννης Δικαιοχέρης επίσκοπος Poitiers (1162-1179). Ο τελευταίος απεκόμισε πλούσια εμπειρία από την επιχείρηση ώστε όταν έγινε αρχιεπίσκοπος Λυών, αντιμετώπισε τον Βάλδο και τους φτωχούληδές του.
[29] Τα δυνατά ονόματα της αποστολής ήταν ο Ραϋμόνδος της Τουλούζης και ο Ραϋμόνδος του Castelnau, γνωστός ως Raymond II υποκόμης Turenne (1143-1190).
[30] Ιερ. 8.17, Εκκλ. 10.11.
[31] Ωσηέ 4.9.
[32] Οι επιστολές του Ερρίκου βρίσκονται στην PL 204.235-242. Επίσης στα Chronica του Ρογήρου του Hovenden, ed. & trnas. Henry T. Riley, London 1853, vol. II pp. 160-161 (το συγκεκριμένο απόσπασμα). Οι επιστολές είναι η πηγή της αντίστοιχης εγγραφής στα Gesta regis enrici secundi Benedicti abbatis, ed. William Stubbs, vol. I pp. 198-200.Σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα το χρονικό παρά τον τίτλο του (Benedicti abbatis) δεν αποδίδεται σε Βενεδικτίνο.
[33] Το όνομά του παραδίνεται στα Gesta regis henrici, ο.π. p. 215.
[34] Για τον Pierre Maurand βλ. J. H. Mundy, Liberty and Political Power in Toulouse, Columbia University Press 1954, p. 60-62.
[35] Οι πληροφορίες αυτές παρέχονται από τον John Mundy, ο οποίος ανακάλυψε την ομολογία του στα αρχεία του St. Sernin. Βλ. W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 705-6.
[36] J. H. Mundy, Liberty and Political Power…, p. 270 n. 8.
[37] W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 198.
[38] Concilium Lateranense III c.XXVII, Mansi 22.231-233.
[39] H. C. Lea, History of the Inquisition, vol. I p. 124˙ Congar, Henri de Marcy, Studia Anselmiana XLIII, Analecta Monastica 5 (1958), 36-38.
[40] Malcolm Lambert, The Cathars, p. 62.
[41] Για τα γεγονότα και τις πηγές M. Roquebert, Un exemple de Catharisme ordianire: Fanjeux, Europe et Occitanie: le pays Cathares, Collection Heresis V (Arques 1995), 169-211.
Για την Esclarmonde βλ. A. Brenon, Les Femmes Cathares, Paris 1992, 139. Για την Φιλίππα, ο.π. σσ. 156, 237. Στην σελίδα 237 γαλλική μετάφραση της πηγής.
[42] Για την συγγραφή αυτού του κεφαλαίου χρησιμοποιήθηκε το αντίστοιχο του Bernard Hamilton, στην New Cambridge Medieval History, vol. 5 pp. 164-181.
[43] L. Kolmer, …ad terrorem multorum: Die Anfänge der Inquisition in Frankreich, Bayreuth University 1992, 83-85. O. Capitani, La repression antiereticale, in Storia dell’ Italia medievale, Rome-Bari 1987, pp. 677-8.
[44] L. Kolmer, Christus als beleidigte Majestät: von dier Lex Quisquis (397) bis zur Dekretale Vergentis (1199), in Papstum, Kirche und Recht, Tübingen 1991, 1-13.
[45] Γενικές γνώσεις στο C. H. Lawrence, The Friars, London-New York 1994.Για τον Δομίνικο S. Tugwell, Notes on the life of Saint Dominic, Archivum Fratrum Praedicatorum 66 (1996), 5-200 & 68 (1998), 5-116.
[46] Του έστειλε τρεις επιστολές στις 17 Νοεμβρίου 1207 (PL 215.1264-7, πριν την δολοφονία του Πέτρου), στις 10 Μαρτίου 1208 (PL 215.1358-9) και στις 3 Φεβρουαρίου 1209 (PL 215.1545).
[47] Ιεραρχικός τίτλος μεταξύ του Μαρκήσιου και του Υποκόμη.
[48] Ο όρκος υπάρχει σε δύο κείμενα, στο Processus negotii Raymundi Comitis Tolosani, PL 216.89-98 και Forma juramenti baronum, PL 216.127-138.
[49] Το χρονικό είναι ανώνυμο. Το όνομα εμφανίζεται στο παλαιότερο γνωστό χειρόγραφο και έγινε δεκτό από την πλειοψηφία των ακαδημαϊκών. Το πρόβλημα είναι η ταυτοποίηση του προσώπου. Ένας γνωστός Gillaume ήταν πρωτοπρεσβύτερος στην εκκλησία της Puylaurens το 1230-1240, και νοτάριος επισκόπων της Τουλούζης. Επίσης συνεργάστηκε με την Ιερά Εξέταση της πόλης. Άλλος ένας γνωστός Guillaume την ίδια εποχή ήταν ο θαλαμηπόλος του κόμη της Τουλουζης, Ραϋμόνδου VI. Και οι τρεις εκδότες του κειμένου, ο Jenn Duvernoy και οι W. A. Sibly – M.D. Sibly, δέχονται ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο. Εκδόσεις του χρονικού Jean Duvernoy, Guillaume de Puylaurens, Chronique 1145-1275: Chronica magistri Guillelmi de Podio Laurentii, Paris 1976 (γαλλική μετάφραση) & W. A. Sibly – M.D. Sibly, The Chronicle of William of Puylaurens: the Albigensian crusade and its aftermath, Boydell Press 2003 (αγγλική μετάφραση).
[50] Εννοείται ο υποκόμης Ραϋμόνδος Ι των Trencavel. Ο συντάκτης του Χρονικού σφάλει διότι ο Ραϋμόνδος δολοφονήθηκε στις 15 Οκτωβρίου του 1167 όχι στις 22 Ιουλίου ημέρα εορτής της Αγίας Μαρίας Μαγδαληνής.
[51] W. A. Sibly – M.D. Sibly, The Chronicle…, p.33.
[52] PL 216.137-141: “ribaldi et alii viles et inermes personae, non expectato mandato principum, et civitatem fecerunt insultum…”, αγγλική μετάφραση W. A. Sibly – M.D. Sibly, The Chronicle…, Appendix A, p. 127.
[53] Caesarius Heisterbacensis, Dialogus Miraculorum V.21: “Venientes ad civitatem magnam, quae Biders vocatur, in qua plus quam centum millia hominu fuisse dicebantur, obsederunt illam. In quorum aspect haeretici super volume sacri Evangelii mingentes, de muro illud contra Cristianos projecerunt, et sagittis post illud missis clamaverunt: Ecce lex vestra, miseri. Christus vero Evangelii sator iniuriam sibi illatam non reliquit inultam. Nam quidam satellites zelo fidei accensi, leonibus similes, exemplo illorum, de quibus legitur in libro Machabaeorum, scalis appositis, muros intrepid ascenderunt; haeretisque divinitus territis et declinantibus, sequentibus portas aperientes, civitatem obtinuerunt. Cognoscentes ex confessionibus illorum catholicos cum haereticis esse permixtos, dixerunt Abbati: Quid faciemus, domine? Non possumus discerne inter bonos et malos. Timens tam Abbas quam reliqui, ne tantum timore mortis se catholicos simularent, et post ipsorum abcessum iterum ad perfidiam redirent, fertur dixisse: Caedite eos. Novit enim Dominus qui sunt eius”, ed. J. Strange (1851), p. 302. Αγγλική μετάφραση, ed. H. von E. Scott – C.C. Swinton Bland (1929), pp. 345-6.
[54] Διακεκριμένος νομικός της εποχής του και καλός γνώστης του κανονικού δικαίου. Υπό την καθοδήγησή του ολοκληρώθηκε η σύνθεση του Compilatio tertia, μιας συλλογής κανόνων τους οποίους έθεσε σε εφαρμογή ο Ιννοκέντιος ΙΙΙ.
[55] Ed. & trans. P. Guébin-H. Maisonneuve, Histoire albigeoise, 3 vols Paris 1951, vol. 1 p.117.
[56] Concilium Lateranense IV, c. III De haereticis, Mansi 22.986-990.
[57] Colin Morris, Papal Monarchy: Western Church from 1050 to 1250, Oxford History of the Christian Church 1991, p. 562-564.
[58] H. C. Lea, History of the Inquisition, vol. I p. 316-7.
[59] Αγγλική μετάφραση του χρονικού στο Walter Wakefield, Heresy, Crusade and Inquisition in Southern France 1100-1250, University of California Press 1974, Appendix C, 207-236. Γαλλική μετάφραση Jean Duvernoy, Chronique de Guillaume Pelhisson, Toulouse 1958. Λατινικό κείμενο ed. Célestin Douais, Les Sources de l’ histoire de l’ Inquisition dans le Midi de la France au XIIIe et XIVe siècles, Paris 1881, 81-118.
[60] Ωστόσο ο αναγνώστης που ενδιαφέρεται να την διαβάσει μπορεί να την βρει στο έργο του William Pelhisson, στα προηγούμενα βιβλία, είτε στο Stephen O’ Shea, The perfect heresy, London 2000, pp. 191-193 ή στην διεύθυνση http://stephenosheaonline.com/book-tph-ex2.html
[61] Για τα γεγονότα C. Devic-J. Vaissete, Histoire générale de Languedoc, 16 vols Toulouse 1872-1904.
[62] Το Montségur έχει γίνει σύμβολο για τους νέο-Καθαρούς της εποχής μας και γίνεται προσπάθεια ν’ αναδειχθεί σε μνημείο εθνικής ανεξαρτησίας του Νότου της Γαλλίας, άσχετα αν δεν έχει την απαραίτητη ιστορική κάλυψη για κάτι τέτοιο. Ετήσιες συναντήσεις νέο-εποχίτικων ομάδων με πνευματιστικά και άλλα happenings δίνουν ένα στίγμα που αν και διαφέρει από το πνεύμα του τότε Καθαρισμού, ωστόσο μαρτυρά ευθαρσώς για τις γνωστικές και μανιχαϊστικές ρίζες του, θυμίζοντας ότι η διαμόρφωση μια εθνικής συνείδησης δεν είναι άμοιρη θρησκευτικής χροιάς, απλώς στην περίπτωση πρόκειται για λάθος θρησκευτικότητα. Πάντως, δεν είναι δικιά μας δουλειά να υποδείξουμε στους παπικούς την υποχρέωσή τους για την υπεράσπιση της ιστορικής ακρίβειας. Αυτό που θα υποστούν στην περιοχή θα είναι η ρεβάνς για τα δικά τους εγκλήματα έναντι της αλήθειας.
[63] Για την σφαγή της Avignonet παραπέμπουμε στο Yves Dossat, Le Massacre d’ Avignonet, Cahiers de Fanjeaux: La Credo, la Morale et l’ Inquisition 6 (1971), 343-359.
[64] Το περιστατικό από W. Wakefield, Heretics and Inquisitors: The Case of Auriac and Cambiac, Journal of Medieval History 12 (1986), 233.
[65] Στο βιβλίο Montségur, temple et fortresse des Cathares d’ Occitanie, Grenoble 1967.
[66] Η θέση του Niel διατυπώθηκε αρχικά στο Montségur, la montagne inspirée (Paris, 1954), γι’ αυτό και η αναίρεση χρονολογείται το 1960, πριν από το Montségur, temple et fortresse des Cathares d’ Occitanie. Στο τελευταίο επανέλαβε εν εκτάσει την θεωρία του παρά την αναίρεση και η νέα δημοσίευση προκάλεσε τις απαντήσεις στα άρθρα της Αρχαιολογίας του 1967.
[67] W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 337.
[68] Y. Dossat, Un figure d’ inquisiteur, Bernard de Caux, Cahiers de Fanjeaux 6 (1971), pp. 253-72.
[69] Το περιστατικό στο Malcolm Lambert, The Cathars,… p.151.
[70] Ο. π.
[71] Y. Dossat, Les Crises de l’ Inquisition toulousaine au XIII siècle (1233-1273), Bordeaux 1959, 243.
[72] Walter Wakefield, Heresy, Crusade and Inquisition in Southern France…, p. 192 n.7.
[73] Αρχεία της Ιεράς Εξέτασης της υπό εξέταση περιόδου υπάρχου στην Συλλογή Doat, τόμοι XXI-XXVI & XXXI-XXXII στην Εθνική Βιβλιοθήκη στο Παρίσι. Επίσης στην Δημοτική Βιβλιοθήκη της Τουλούζης, το χειρόγραφο 609, αντίγραφο του 1260.
[74] Walter Wakefield, Heresy, Crusade and Inquisition in Southern France…, pp. 186-7.
[75] Malcolm Lambert, The Cathars,… p.221.
[76] Ο. π. σελ. 224-5.
[77] Ο.π. σελ. 225.
[78] Ο. π. σελ. 226-7 & B. Hauréau, Bernard Délicieux et l’ Inquisition albigeoise, 1300-1320, Paris 1877.
[79] A. Pales-Gobilliard, L’ Inquisiteur Geoffrey d’ Albis et les Cathares du comté de Foix (1308-1309), Paris 1984 (κείμενο των αρχείων και γαλλική μετάφραση σσ. 1-77).
[80] P. van Limborch, Historia inquisitionis cui subiungitur Liber Sententarium inquisitionis Tholosanae ab anno Christi MCCCVII ad annum MCCCXII, Amsterdam 1692. C. Douais, Practica inquisitionis haereticae pravitatis, Paris 1886.
[81] Ed. J. Duvernoy, Le Registre d’ Inquisition de Jacques Fournier (1318-1325), λατινικό κείμενο Ι-ΙΙΙ Toulouse 1965, γαλλική μετάφραση του ιδίου Paris, La Haye 1978. Για τον Jacques βλ. σχ. J. Paul, Jacques Fournier inquisiteur, Cahiers Fanjeaux 26, 39-67.
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
7.2 Οι πρώτοι Καθαροί[1]
Στα μέσα του ΙΒ’ αι. οι εκκλησιαστικές αρχές αντιλήφθηκαν ότι οι μέχρι τότε διάσπαρτες δυαρχικές σέκτες ενσωματώθηκαν σε έναν οργανισμό, τέθηκαν υπό κοινή οργάνωση και μοιράζονταν κοινή δράση. Ονόμασαν τους αιρετικούς που υπήχθησαν σ’ αυτήν την οργάνωση Καθαρούς, τους ταυτοποίησαν με βάσει τις πληροφορίες που παρείχαν οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς προηγούμενων αιώνων και προσπάθησαν να τους αντιμετωπίσουν.
Ο Καθαρισμός είναι η οικουμενιστική προσπάθεια των πρώην προσωποπαγών δυαρχικών σεκτών, να τεθούν κάτω από την αιγίδα ενός κοινού κινήματος, και μέσα από την ιεραρχική οργάνωση αυτού να δημιουργήσουν μία αντι-εκκλησία. Άρα όταν παρακάτω θα συζητηθεί η προέλευσή του, αυτή δεν θα αφορά ούτε την προέλευση της διδασκαλίας της αίρεσης, ούτε την δημιουργία των δυαρχικών σεκτών, αλλά την προέλευση της οργάνωσης του Καθαρισμού. Όπως θα φανεί. η Δύση πρόσφερε στο φαινόμενο το γηγενές δυαρχικό υλικό, ενώ η Ανατολή την οργανωτική εμπειρία της. Από την επαφή των συγγενικών ιδεολογικά ανατολικών και δυτικών ομάδων προέκυψαν οι Καθαροί[2].
Υπό την αιγίδα του Καθαρισμού, οι σέκτες μοιράστηκαν την κοινή δυαρχική διδασκαλία τους, στις διάφορες εκδοχές της, οι οποίες δεν ήταν πρωτόφαντες. Παρουσίασαν ένα κοινό μέτωπο, μια ιδιότυπη ένωση, με σκοπό να πείσουν ότι αυτοί ήταν οι πραγματικοί Χριστιανοί, ότι η δική τους ήταν η πραγματική εκκλησία. Μέσα σε αυτήν την ένωση διατήρησαν την ιδιοσυγκρασία τους. Οι διάφορες τοπικές σέκτες παρέμειναν ανεξάρτητες σε μεγάλο βαθμό, υποκείμενες στον δικό τους αιρεσιάρχη ή κάθε μια, με την δική τους περιφέρεια, χωρίς να επεμβαίνουν στα θέματα της άλλης περιφέρειας. Ονόμασαν τον αιρεσιάρχη επίσκοπο, καθόρισαν τον τρόπο εκλογής του και με την επιλογή και τον καθορισμό των αρμοδιοτήτων των βοηθών του δημιούργησαν μία τύπου εκκλησιαστική ιεραρχία. Κατηγόρησαν την Ρώμη ως εκκλησία του Σατανά και αυτο-αναβαθμιστηκαν σε εκκλησία.
Οι σχέσεις των διαφόρων τοπικών σεκτών καθορίζονταν αποκλειστικά από την χειροθεσία (consolamentum) των επισκόπων. Οι πρώτες ομάδες έλαβαν την χειροθεσία από την Βουλγαρία. Αργότερα προσκολλήθηκαν στην ordo Drugonthia, ωστόσο κρίθηκε απαραίτητο να ανανεώνουν από καιρού εις καιρόν την χειροθεσία, εξαιτίας της αδυναμίας της διδασκαλία του επί του θέματος. Αν κάποιος από τους επισκόπους τους φανερώνονταν να έχει πέσει σε θανάσιμο αμάρτημα, τότε όλες οι χειροθεσίες του θεωρούνταν άκυρες. Αυτό δημιουργούσε την απρόσμενη ανάγκη, ολόκληρες περιφέρειες να πρέπει να αναχειρωθετούνται σε ανύποπτο χρόνο. Έτσι οι σχέσεις των περιφερειών μεταξύ τους έπρεπε να είναι φιλικές.
Αυτό δεν συνέβαινε πάντα. Οι διαφορές στην άποψη της δυαρχίας, πολλές φορές οξύνονταν, πολλές φορές προβάλλονταν αρκούντως για να στηρίξουν προσωπικές φιλοδοξίες, με αποτέλεσμα η ενότητα κάποτε να μένει ψιλό γράμμα. Οι σέκτες που υπήχθησαν στον Καθαρισμό δεν έχασαν την τάση τους για πρωτοτυπία, εξακολουθούσαν να καινοτομούν σε μια προσπάθεια να παρουσιάσουν πιο ελκυστική διδασκαλία, ως αποτέλεσμα της προτεραιότητας που έδιναν στο κήρυγμα. Ένας φλογερός κήρυκας του καθαρισμού δεν αργούσε να έρθει σε αντιπαράθεση με τον Καθαρό επίσκοπο και εν τέλει ξεχώριζε την δική του ομάδα, την οποία περιχαράκωνε με την δική του πιο «αληθινή» διδασκαλία. Δεν γινόταν όλες οι διασπάσεις μέσα από δογματικές διαφοροποιήσεις. Κάποιες άλλες φορές αρκούσε η διάδοση της αίρεσης και η αύξηση των αιρετικών για να καταστήσουν επιτακτική την ανάγκη για την δημιουργία μιας καινούργιας περιφέρειας η μιας νέας ομάδας μέσα στην ίδια περιφέρεια. Είναι ακριβώς αυτές οι διασπαστικές κινήσεις και η ενέργεια που απελευθέρωσαν, που επέτρεψαν τον εντοπισμό των Καθαρών και την καταγραφή της διδασκαλίας τους. Παρά την προσπάθειά τους να περνούν απαρατήρητοι, δεν άργησε η στιγμή της σύγκρουσης με την παπική εκκλησία. Μέσα από αυτήν την αντιπαράθεση και οι δυο εκκλησίες εξελίχθηκαν ακόμη περισσότερο, οι Καθαροί σε μυστικές εταιρείες και οι παπικοί σε πολιτικο-στρατιωτικό κατεστημένο.
7.2.1 Οι Καθαροί στην Γερμανία
Δύο είναι οι κύριες πηγές πληροφόρησης για την εμφάνιση των Καθαρών στην Γερμανία. Ο Eberwin, ηγούμενος σε πραιμονστρατενσιανό αβαείο του Steinfeld, κοντά στην Κολονία, πληροφορεί το 1143 μ.Χ. για την ύπαρξή τους σε μια επιστολή του προς τον Βερνάρδο του Κλαιρβώ[3]. Παραστάθηκε σε δίκη των Καθαρών παρουσία αρχιεπισκόπου. Εκεί δύο από τους αρχηγούς τους, που εμφανίζονταν ως επίσκοπος και βοηθός επισκόπου, δεν πείσθηκαν από τα επιχειρήματα των εκκλησιαστικών αρχών και παρέμειναν αμετανόητοι στην αίρεσή τους. Εν τέλει λυντσαρίστηκαν από το πλήθος που παρακολουθούσε την δίκη. Στον Eberwin έκανε εντύπωση η σταθερότητα των πεποιθήσεων των αιρετικών και η χαρά με την οποία υπέμειναν την βία του πλήθους. ένιωσε ανήμπορος ν’ αντιμετωπίσει μια τέτοια στάση και απευθύνθηκε στον Βερνάρδο για εξηγήσεις και συμβουλές.
Σημαντική πρώτη πληροφορία δίνει ο ισχυρισμός τους, ότι η πίστη τους (credo) ανάγεται στην εποχή των πρώτων μαρτύρων της Εκκλησίας, και είχε διατηρηθεί στο Βυζάντιο και άλλες χώρες. Ανήγαγαν με αυτό τον τρόπο την προέλευσή τους στην Ανατολή. Η ήδη εγκατεστημένη και λειτουργική ιεραρχία τους – είχαν επίσκοπο και βοηθό επισκόπου –, όπως και η έλλειψη ξένων απεσταλμένων υπονοεί ότι η επαφή με την Ανατολή είχε προηγηθεί κάποια χρόνια πριν. Την εποχή της δίκης (1143 ή 1144) η αίρεση είναι πλήρως δομημένη και ιεραρχημένη. Ωστόσο, δεν είναι δυνατός ο ακριβής εντοπισμός της εποχής κατά την οποία οι ξένοι απεσταλμένοι έδρασαν για την μορφοποίησή της. Ο Eberwin αναφέρει ότι οι αιρετικοί εμφανίστηκαν πρόσφατα και αυτή η πληροφορία βοηθά να καταλάβουμε ότι δεν πρέπει να παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι την στιγμή που εντοπίστηκαν.
Μέσα από την ανακριτική διαδικασία προέκυψαν αρκετά στοιχεία για τις πεποιθήσεις των Καθαρών στην Γερμανία. Αυτά αφορούσαν κυρίως τα εξωτερικά χαρακτηριστικά τους και όχι την εσωτερική διδασκαλία τους. Απέρριπταν εξολοκλήρου την παπική εκκλησία, ισχυριζόμενοι ότι είχαν δικό τους πάπα. Ίσως να υπονοούσαν ως «πάπα» το Άγιο Πνεύμα, ίσως να υπονοούσαν την εξάρτησή τους από τους Βογομίλους στη Βουλγαρία (ordo Bulgaria). Ισχυρίζονταν επίσης ότι οι πιστοί τους είχαν απλωθεί σε πολλές χώρες, όπως και μέσα στους κόλπους της δυτικής εκκλησίας. Μάλιστα, υπήρχαν ιερείς και μοναχοί, οι οποίοι ήταν Καθαροί. Ομολόγησαν ότι δρούσαν μυστικά για την εξάπλωση της αίρεσης. Η αναγωγή της πίστης τους στην εποχή των μαρτύρων μπορεί να εκληφθεί με δύο τρόπους. Όπως δέχονταν ότι οι ίδιοι ήταν οι πραγματικοί Χριστιανοί, και ο δικός τρόπος ζωής ήταν ο αποστολικός, συνακόλουθα και η πίστη τους ήταν η πίστη της Εκκλησίας κατά τα πρώτα χρόνια, την εποχή των μαρτύρων. Ή γνώριζαν και ομολογούσαν την εξελικτική σχέση με τον Μανιχαϊσμό, εννοώντας ως μάρτυρες τους Μανιχαίους που μαρτύρησαν κατά τον διωγμό του Διοκλητιανού και αργότερα τους Πρισκιλλιανούς, επί Γρατιανού. Η πιθανότητα της δεύτερης περίπτωσης θα φανεί από τις πληροφορίες που δίνει ο Eckbert του Schönau.
Για να μιμηθούν τον αποστολικό τρόπο ζωής κατέφευγαν στην φτώχια. Απέφευγαν την ιδιοκτησία και κατηγορούσαν την παπική εκκλησία για την συμμετοχή της στο φεουδαρχικό σύστημα της εποχής. Αυτή είναι μια δήλωση που θέλει λίγο παραπάνω επεξεργασία. Στο φεουδαρχικό σύστημα ο μόνος ιδιοκτήτης, ο μόνος κύριος είναι ο τοπικός φεουδάρχης. Μέσα από τις σχέσεις εξάρτησης παραχωρούσε την χρήση και όχι την κτήση των ακινήτων. Η ιδιοκτησία μπορούσε ν’ αλλάξει μόνο με δύο τρόπους. Είτε με βασιλική πράξη, είτε με το δίκαιο του πολέμου. Τι εννοούν, όμως, οι Καθαροί ως ιδιοκτησία; Με τις κοινωνικές διεργασίες που προκλήθηκαν από την άνθηση της αστικής οικονομίας από τον ΙΑ’ αι. και μετά, παραχωρήθηκαν χάρτες στις πόλεις, οι οποίοι παραχωρούσαν δικαιώματα αστικού δικαίου στους κοινωνικούς (κομμούνες) και οικονομικούς (συντεχνίες) φορείς της πόλης. Τα δικαιώματα αυτά εν μέρει παραχωρούνταν από τον τοπικό φεουδάρχη και εν μέρει από τον επίσκοπο. Άρα η έννοια της ιδιοκτησίας φυσικών προσώπων, την οποία αρνούνταν οι Καθαροί, ήταν πραγματική και μάλιστα προοδευτική την εποχή εκείνη. Η εμμονή των Καθαρών στην παλαιά τάξη πραγμάτων, δείχνει τον συντηρητισμό τους. Άρα, αν οι οπαδοί της ερμηνευτικής του ιστορικού υλισμού, θέλουν να βλέπουν κοινωνικά αίτια στην απαρχή των αιρέσεων, θα πρέπει να το κάνουν με αρνητικό τρόπο. Οι αιρέσεις, ως κοινωνικές αντιδράσεις ήταν συντηρητικού και όχι προοδευτικού χαρακτήρα.
Οι υπόλοιπες πεποιθήσεις τους είναι οι αναμενόμενες από οπαδούς δυαρχικής αίρεσης. Δεν έτρωγαν γάλα, αυγά, τυρί και ότι προκύπτει από την συνουσία. Απέρριπταν το βάπτισμα σε νερό, ενώ οι ίδιοι δέχονταν το βάπτισμα του πυρός και του Πνεύματος, δηλ. την χειροθεσία. Διακρίνονταν σε δύο τάξεις, τους πιστούς και τους εκλεκτούς. Ο νεοφώτιστος ξεκινούσε ως ακροατής, πριν περάσει στην τάξη των πιστών. Μετά από ικανό χρόνο δοκιμασίας, δέχονταν την χειροθεσία και γινόταν εκλεκτός. Ο εκλεκτός μπορούσε να βαπτίζει άλλους και να πράττει την κλάση του άρτου. Είχαν δηλαδή απομιμήσεις των μυστηρίων. Σημαντικό ρόλο στην θρησκευτικότητά τους έπαιζε η Κυριακή προσευχή. Με αυτήν καθαγίαζαν τις τροφές και λειτουργούσαν τα μυστήριά τους.
Για τους αιρετικούς της Κολονίας αναφορά γίνεται και στον Dialogus Miraculorum του Καισάριου του Heisterbach:
«Περίπου την ίδια εποχή μερικοί αιρετικοί συνελήφθησαν στην Κολονία από τον αρχιεπίσκοπο Rheinbold, και αφού εξετάστηκαν και καταδικάστηκαν από μορφωμένους ανθρώπους, ορίστηκε η ποινή από πολιτικό δικαστή. Όταν ήρθε η ώρα της εκτέλεσης και ήταν για να οδηγηθούν στο στύλο, τότε ένας από αυτούς, με το όνομα Arnold, που οι υπόλοιποι αναγνώριζαν ως αρχηγό τους, παρακάλεσε όπως λέγεται από όσους ήταν παρόντες, αν μπορούσε να του δοθεί λίγο ψωμί κι μία στάμνα νερό. Μερικοί νόμιζαν ότι αυτή η επιθυμία πρέπει να εκπληρωθεί, αλλά άλλοι, οι οποίοι ήταν σοφότεροι τους μετέπεισαν λέγοντας ότι μ’ αυτά θα μπορούσαν να κάνουν διαβολικές μαγγανείες που θα ήταν πρόσκομμα και ίσως καταστροφή για τους αδύνατους[4].»
Το περιστατικό που περιγράφει ο Καισάριος χρονολογείται το 1163, είκοσι χρόνια μετά την πρώτη εμφάνισή τους στην πόλη.
Η σέκτα της Κολονίας παρουσιάζει όλα τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, με τα οποία αναγνωρίζονταν οι Καθαροί. Μια δεύτερη αναφορά για αιρετικούς στην Κολονία υπάρχει στα Annales Brunwilarensis:
«Στην Κολονία, στον ναό του Αγίου Πέτρου, ήρθαν ενώπιον του Αρχιεπισκόπου Αρνόλδου (σσ. 1138-1151) ως κατηγορούμενοι αιρετικοί. Μερικοί από αυτούς συνελήφθησαν και πέρασαν την δοκιμασία του νερού, αλλά αθωώθηκαν˙ άλλοι, ωστόσο, πιεζόμενοι από την αίσθηση ενοχής, δραπέτευσαν. Στην Βόννη, τρεις καταδικάστηκαν σε θάνατο δια πυρός με την διαταγή του κόμη Όττο του Rheineck, διότι προτίμησαν να πεθάνουν παρά να υποταχθούν στην καθολική πίστη[5].»
Η παραπάνω καταγραφή μπορεί να αναφέρεται στο προηγούμενο περιστατικό, μπορεί και όχι. Δεν έχει σημασία. Δεν προσφέρει καμιά επιπρόσθετη πληροφορία. Άλλη μια αναφορά υπάρχει στα Chronica regia coloniensis[6]. Το ενδιαφέρον στοιχείο που προστίθεται είναι ότι οι Καθαροί ήρθαν στην Κολονία από την Φλάνδρα. Υπενθυμίζεται ότι στην Φλάνδρα και την Αμβέρσα είχε δράσει την δεύτερη δεκαετία του ίδιου αιώνα ο Tanchelm (kef. 6.2.12). Τότε οι ιερείς της Ουτρέχτης είχαν αποταθεί στον Αρχιεπίσκοπο Κολονίας για να τους βοηθήσει ν’ αντιμετωπίσουν την αίρεσή του. Από αυτό φαίνεται ότι οι Καθαροί της περιοχής συνέχιζαν την προηγούμενη αιρετική παράδοση, αυτή την φορά πιο οργανωμένα.
Τα σημαντικότερα έργα για την μελέτη των Καθαρών της Ρηνανίας είναι οι 14 ομιλίες του Eckbert του Schönau[7]. Το αβαείο του Schönau ιδρύθηκε το 1127 στο Nastätten, περίπου 25 μίλια ΝΔ της Κολονίας. Ήταν διπλό μοναστήρι με ανδρώα και γυναικεία πτέρυγα, αφιερωμένο στον άγιο Φλωριανό (4 Μαΐου), ο οποίος μαρτύρησε στον διωγμό του Διοκλητιανού[8].
Ο Eckbert έχει πολλά να πει και η μελέτη των έργων του πολλά να προσφέρουν στην έρευνα των Καθαρών. Ωστόσο η μαρτυρία του αμφισβητείτο από μερίδα ιστορικών[9], διότι, ισχυρίζονται, ότι αντιγράφει άκριτα τον Άγιο Αυγουστίνο. Το θέμα δεν είναι τόσο απλό. Το έργο του Eckbert είναι μοναδικό και αναντικατάστατο[10], όπως και όλες οι πηγές τις εκκλησιαστικής και αντιαιρετικής γραμματείας της περιόδου, οι οποίες εξετάστηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια. Δεν μπορούμε να δεχθούμε την απόρριψή τους από εκείνους που απλά και μόνο δεν συμφωνούν με τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς και θέλουν οπωσδήποτε να προβάλουν τους αιρετικούς ως μεταρρυθμιστές.
Οι ομιλίες του Eckbert γράφτηκαν το 1163, αρκετές δεκαετίες πριν από τις επόμενες ιστορίες περί των Καθαρών. Είναι οι πιο πρώιμες καταγραφές και αντλούν το υλικό τους από την προσωπική εμπειρία του συγγραφέα με την αίρεση. Πρόκειται για αναφορά αυτόπτη μάρτυρα. Η περιγραφή της διδασκαλίας και των πρακτικών των Καθαρών είναι λεπτομερής. Ταυτόχρονα, ο Eckbert προσφέρει και αναίρεση των θέσεών τους, οπότε οι αναφορές είναι άμεσες και έμμεσες. Αν κάποιος μελετητής συγκρίνει όσα παραθέτει ο συγγραφέας με τα όσα καταγράφονται για τους Καθαρούς από τις πηγές του ΙΓ’ αι. μπορεί να καταλήξει θετικά και σίγουρα στην διαμόρφωση και εξέλιξη της διδασκαλίας τους. Για παράδειγμα, ο Eckbert προσφέρει μια λεπτομερή περιγραφή της βασικής τελετουργίας των Καθαρών, του consolamentum. Η αντιπαράθεση με αντίστοιχη περιγραφή του ΙΓ’ αι. δείχνει πως η χειροθεσία εξελίχθηκε από την απλή σε μια πιο σύνθετη μορφή.
Είναι φυσικό να υπάρχουν κάποια κενά στην πληροφόρηση του Eckbert. Οι Καθαροί συνέχιζαν την δυαρχική παράδοση της εσωτερικής διδασκαλίας και την μανιχαϊκή παράδοση τη ψευδορκίας. Αργότερα, τα κενά αυτά συμπληρώθηκαν από τις ανακρίσεις της Ιεράς Εξέτασης, όπως και από τις ομολογίες μετανοημένων Καθαρών. Αλλά στην πρώιμη εποχή του ΙΒ’ αι. ο Eckbert προσπάθησε ν’ αναπληρώσει τις ελλείψεις χρησιμοποιώντας τις γνώσεις που παρείχε ο Άγιος Αυγουστίνος. Ο Eckbert είναι ο πρώτος που συνέδεσε τους Καθαρούς με τους Μανιχαίους. Δεν είναι παράξενο. Έτσι κι αλλιώς είναι ο πρώτος που τους αναγνώρισε. Η θέση αυτή είναι σχετική. Αποτελεί κατηγορία της μερίδας των ιστορικών, οι οποίοι θεωρούν ότι οι Καθαροί ξεπήδησαν ξαφνικά τον ΙΒ’ αι. από την συνεύρεση Βογομίλων και μεταρρυθμιστών. Αλλά αυτή δεν είναι η ορθή άποψη. Αποδείξαμε στα προηγούμενα κεφάλαια ότι και αιρέσεις επέζησαν καθ’ όλη την διάρκεια των Σκοτεινών Χρόνων και του πρώιμου μεσαίωνα, και ότι η δυαρχία δεν εξαφανίστηκε στο ίδιο διάστημα. Πολλή δε περισσότερο η δυαρχία είναι η κυρίαρχη αίρεση από τον Ι’ αι. και εξής. Δηλαδή οι Καθαροί δεν γεννήθηκαν από την ρομαντική είσοδο του Βογομίλου στην Παρθένα Δύση. Ο Καθαρισμός συσπείρωσε σε μια οργανωτική δομή τις προηγούμενες προσωποπαγείς δυαρχικές-γνωστικές αιρέσεις. Από τον Βογομιλισμό παρέλαβε την δομή, όχι την ύπαρξη. Συνεπώς, ίσως ως φαινόμενο να είναι προϊόν του ΙΒ’ αι., αλλά ως αίρεση συνεχίζει μια μακρά παράδοση, η οποία ξεκινά από τον Μανιχαϊσμό.
Την φυσική αυτή σύνδεση δεν την έκανε πρώτος ο Eckbert. Από την στιγμή που αναγνωρίστηκαν οι δυαρχικές σέκτες στη Δύση, αυτές ταυτοποιήθηκαν μέσω της αντι-μανιχαϊκής γραμματείας του Αγίου Αυγουστίνου. Συνδέουν τους δυαρχικούς με τους Μανιχαίους οι Ademar de Chabannes[11], ο Wazo της Λιέγης[12], ο Guibert de Nogent[13], και το επόμενο αιώνα το επιβεβαιώνει ο ιεροεξεταστής Étienne de Bourbon, στο έργο του Tractatus de diversis materiis praedicabilis γραμμένο μεταξύ των ετών 1249-1260[14].
Κανείς δεν υποστηρίζει ότι οι Καθαροί και οι Μανιχαίοι είναι η ίδια αίρεση. Όλοι οι παραπάνω βλέπουν στους Μανιχαίους τους ιδεολογικούς προγόνους των δυαρχικών και κατά παρόμοιο τρόπο ο Eckbert των Καθαρών. Είναι ο ίδιος, αυτός που βρίσκει τις διαφορές στην διδασκαλία των δύο ομάδων. Αλλά οι διαφορές αυτές επελθούσες με την πάροδο τόσων αιώνων είναι φυσικές προσαρμογές εντός ενός μεταλλασσόμενου κοινωνικού γίγνεσθαι. Το «φυσικές» εννοείτε σε συνάρτηση πάντα με την φύση του Μανιχαϊσμού, ο οποίος ακόμη και στα πρώτα χρόνια μετά την εμφάνισή του είχε την ιδιότητα να προσαρμόζεται στο κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο προσκολλάτο, γι’ αυτό και είχε τέτοια επιφανειακή ανάπτυξη σε Ευρώπη και Ασία. Όταν, λοιπόν, ο Eckbert χρησιμοποιούσε τα αποσπάσματα από το De haeresibus του Αγίου Αυγουστίνου στην πρώτη ομιλία του, δεν το έκανε για να περιγράψει τους Καθαρούς της εποχής του αλλά τους ιδεολογικούς τους προγόνους[15]. Και ακόμη περισσότερο, ο Eckbert δεν ανάγει απλώς την ιδεολογική καταγωγή των Καθαρών στον Μάνη, αλλά την αποδεικνύει κιόλας.
Αρχικά κάνει την σύνδεση στην πρώτη ομιλία με τίτλο «De origine sectae Catharorum» («Περί της καταγωγής της σέκτας των Καθαρών»):
«Είναι γνωστό και όχι κάτι κρυφό από τα αυτιά του κόσμου ότι η σέκτα για την οποία γράφουμε έχει την καταγωγή της από τον Μανιχαίο αιρεσιάρχη, το οποίο το δόγμα ήταν καταραμένο και εντελώς δηλητηριώδες και έχει την ρίζα της σε αυτούς του διεστραμμένους[16].»
Συγκεκριμένα ο Eckbert αναγνωρίζει τους αιρετικούς ως το παρακλάδι εκείνο των Μανιχαίων, το οποίο ο Άγιος Αυγουστίνος ονομάζει Catharistas[17]. Ο Άγιος Αυγουστίνος γνώριζε τρία παρακλάδια οπαδών του Μάνη, τους Καθαρούς (Catharistas), τους Ματτάριους (Mattarios) και τους Μανιχαίους. Άρα στην Δύση όταν μιλούσαν για Καθαρούς εννοούσαν δυαρχικούς της μανιχαϊκής οικογένειας. Αυτό τονίζεται διότι επιβεβαιώνει το συμπέρασμα που βγήκε σε προηγούμενο κεφάλαιο (7.1.2) ότι το καπιτουλάριο του Καρλομάγνου (De his qui dicuntur Catharoe) δεν αναφέρονταν τελικά σε Νοβατιανούς αλλά σε δυαρχικούς. Δανείζεται την ονομασία ο Eckbert από τον Άγιο Αυγουστίνο χωρίς να αυθαιρετεί. Συνεχίζει την προηγούμενη παράδοση εξειδικεύοντας. Εκεί που οι άλλοι μιλούσαν για Μανιχαίους, αυτός εξηγεί για ποιους από τους Μανιχαίους πρόκειται:
«Το δόγμα και την ζωή αυτών (των Catharistae) ακολουθούν αυτοί (οι Καθαροί) για τους οποίους μιλάμε τώρα[18].»
Στην πρώτη ομιλία ο Eckbert δεν απαριθμεί όλες τις κακοδοξιες των Καθαρών. Αντ’ αυτού παραθέτει αποσπάσματα από τρία έργα του Αγίου Αυγουστίνου, τα «De moribus ecclesiae catholica et de moribus manichaeorum»[19], «Contra epistolam manichaei quam vocant Fundamenti»[20], «De haeresibus». Ο σκοπός του ήταν να δώσει την καταγωγή των Καθαρών σε βάθος χρόνου ώστε:
«αυτοί που θα διάβαζαν [την ομιλία] θα μπορούσαν ν’ αναγνωρίσουν την αίρεση, από την αρχή, και θα μπορούσαν να καταλάβουν γιατί αυτή η αίρεση θεωρείται ότι είναι το θεμέλιο των όλων των αιρέσεων[21].»
Αυτό θα ήταν χρήσιμο για να προστατευθούν αυτές:
«οι ταλαντευόμενες ψυχές των αφελών, οι οποίοι έχοντας εξαπατηθεί από τους απατηλούς λόγους αυτών (σσ. των Καθαρών), τους κρίνουν ότι βαδίζουν σύμφωνα με την αλήθεια[22]».
Δύο αξιοσημείωτες παρατηρήσεις αποδεικνύουν την αξιοπιστία του έργου του Eckbert. Πρώτον, δεν παραθέτει εδάφια του Αγίου Αυγουστίνου σχετικά με τους Μανιχαίους, τα οποία δεν ανταποκρίνονταν σε θέσεις τους. Δεύτερον, διακρίνει τις διαφορές Μανιχαίων και Καθαρών. Τις επεξηγεί λέγοντας ότι λόγω του παρελθόντος χρονικού διαστήματος συνέβησαν αλλαγές στην διδασκαλία των πρώτων. Οι Καθαροί:
«έχουν αναμίξει πολλά με την διδασκαλία των αρχηγών τους, τα οποία δεν υπήρχαν στις κακοδοξίες αυτού του ανθρώπου (σσ. του Μάνητος). Διότι είναι χωρισμένοι μεταξύ τους, εφόσον κάποια που λέγονται από μερικούς άλλοι δεν τα δέχονται[23].»
Εξαρχής, λοιπόν, είχε γίνει αντιληπτή η διαφορετικότητα των σεκτών, αυτών που απάρτισαν την ένωση του Καθαρισμού. Διαφορετικότητα, η οποία ερμήνευε κι αιτιολογούσε τις διαφορές των Καθαρών με τους προγόνους τους Μανιχαίους. Και από αυτό φαίνεται η τεράστια αξία του αντιαιρετικού έργου του Αγίου Αυγουστίνου. Επέτρεψε μετά την πάροδο αιώνων να διαγνωσθεί η ασθένεια της αίρεσης άμα τη επανεμφανίσει της τον ΙΑ’ αι., κι ας είχε ξεφύγει της προσοχής ως μυστική παράδοση στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα. Η συνέχεια της δυαρχίας των Μανιχαίων από τους Καθαρούς δεν ήταν διαπίστωση μόνο του Eckbert και των άλλων εκκλησιαστικών συγγραφέων της Δύσης ή μερίδας ιστορικών σήμερα. Το ομολογούσαν και οι ίδιοι οι Καθαροί:
«Προδίδουν το γεγονός ότι οι ίδιοι τους είναι της πλάνης του Μανιχαίου, καθώς συνηθίζουν να λένε ότι ο Άγιος Αυγουστίνος αποκάλυψε τα μυστικά τους[24].»
Ταυτόχρονα ο Άγιος Αυγουστίνος παρείχε την επιχειρηματολογία για την αντιμετώπιση των πεποιθήσεων των Καθαρών.
Η παραπάνω κατάθεση φανερώνει τα εξής. Οι Καθαροί γνώριζαν το έργο του Αγίου Αυγουστίνου. Αυτή η γνώση μπορεί να είχε προκύψει είτε άμεσα μέσω της ανάγνωσης των έργων του είτε έμμεσα μέσω της αντιπαράθεσης με την δυτική εκκλησία. Ο Eckbert μιλά σε πολλά σημεία των ομιλιών του για τους διαλόγους που είχε με τους αιρετικούς. Μάλιστα είχε συνομιλήσει ακόμη και με τους “doctoribus” και τους “perfecti” και είχε καταλήξει σ ένα πολύ σημαντικό συμπέρασμα. Οι αρχηγοί των σεκτών κρατούσαν κρυμμένα πολλά μυστικά της εσωτερικής διδασκαλίας της αίρεσης από τους νεοεισερχόμενους τουλάχιστον για μια δεκαπενταετία, μέχρι να τους δοκιμάσουν για ικανό χρονικό διάστημα, ώστε να είναι σίγουροι ότι δεν θα τους προδώσουν[25].
Εκτός από τους “doctores” και τους “perfecti”, ο Eckbert ολοκληρώνει την αναφορά του στην ιεραρχία των Καθαρών με τον τίτλο του Αρχι-Καθαρού. Ωστόσο δεν συγκεκριμενοποιεί τις τρεις θέσεις. Για τον Αρχι-Καθαρό αναφέρει τον ρόλο του στην διαδικασία του βαπτίσματος του πυρός, το οποίο λάμβανε ο υποψήφιος για να εισέλθει στην τάξη των Εκλεκτών:
«Τοποθετούνται άφθονα φώτα στους τείχους˙ γίνεται κατά το έθιμο σε κύκλο με πολλή ευλάβεια, καθώς εκτελείται τελετουργία, η οποία είναι στ’ αλήθεια πιο ευχάριστη στον διάβολο παρά στον Θεό. Ο άτυχος που πρόκειται να βαπτιστεί ή να καθαριστεί τοποθετείται στο μέσο και ο Αρχι-Καθαρός τον βοηθά, κρατώντας στο χέρι του ένα μικρό βιβλίο προορισμένο γι’ αυτήν την τελετή. Μάλιστα, αυτό το βάπτισμα λέγεται ότι γίνεται με φωτιά εξαιτίας της φλόγας των φώτων που καίνε σε κύκλο[26].»
Η ιεραρχία των Καθαρών θα συζητηθεί αργότερα εκτενώς. Στο παραπάνω απόσπασμα περιγράφεται το consolamentum.
Ο Eckbert δεν παραλείπει ν’ αναφερθεί και στον δοκητισμό των Καθαρών, αποδίδοντάς τον επίσης στον Μάνη:
«Αυτοί που σας γνωρίζουν καλά λένε ότι αρνείστε την ανθρώπινη φύση του Σωτήρα. … Αλλά δεν με εκπλήσσει το ότι είστε τρελοί ακόλουθοι τρελού αρχηγού. Διότι ο αρχηγός της τρέλας σας, ο Μάνης, δίδασκε ότι ο Σωτήρας μας εμφανίστηκε με ανθρώπινη μορφή με τέτοιο τρόπο ώστε, πράγματι, φαινόταν ότι είναι άνθρωπος χωρίς να είναι αληθινά άνθρωπος και δεν γεννήθηκε αληθινά από παρθένο, ούτε υπέφερε αληθινά, ούτε αναστήθηκε αληθινά από τους νεκρούς[27].»
Όλα τα στοιχεία που παραθέτει ο Eckbert επιβεβαιώνονται από μεταγενέστερες πηγές. Τα θέματα της διδασκαλίας, της οργάνωσης και των πρακτικών των Καθαρών θα συζητηθούν στο σχετικό κεφάλαιο. Αυτό που πρέπει να φανεί εδώ είναι ότι ο Eckbert δεν αντέγραψε απλώς τον Άγιο Αυγουστίνο, αλλά διασταυρώνει τα στοιχεία με τις δικές του διαπιστώσεις και καταλήγει στο συμπέρασμα για την καταγωγή των Καθαρών από τους Μανιχαίους. Η εργασία του είναι μεθοδική, οι πληροφορίες και τα συμπεράσματά του αξιόπιστα.
Για να επανέλθουμε στα ιστορικά στοιχεία, ο Eckbert είχε την ευκαιρία να έλθει για πρώτη φορά σε επαφή μαζί τους όταν βρισκόταν ακόμη στην Βόννη μαζί με τον φίλο του Bertolf. Βρήκε επίσης εστία αιρετικών, περίπου σαράντα άτομα στην περιοχή του Mainz. Εκεί μάλιστα είχαν ασυλία στην άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων και μάλιστα ξεχωριστό νεκροταφείο. Αυτό, βέβαια δείχνει ότι δραστηριοποιούνταν πολύ καιρό πριν την ανακάλυψή τους, συμπέρασμα που εξήχθη και από την εμφάνιση της οργανωτικής τους δομής. Ο Eckbert συμφωνεί με αυτό που οι ίδιοι ομολογούσαν, ότι δηλαδή η αίρεσή τους είχε απλωθεί στην δυτική Ευρώπη:
«Ανάμεσά μας στην Γερμανία αποκαλούνται Καθαροί, στην Φλάνδρα Piphles και στην Γαλλία Texerant, εξαιτίας της σύνδεσής τους με την υφαντουργία[28].»
Είναι άτοπο να υποτεθεί ότι η έκταση και το βάθος της αίρεσης προέκυψαν δια μιας λίγο πριν γραφούν οι ομιλίες του Eckbert. Σ’ αυτές περιγράφεται ένα αιρετικό φαινόμενο του οποίου η εξέλιξη υπάρχει ήδη στις πηγές των προηγούμενων αιώνων. Εκείνο που λείπει από τις προηγούμενες πηγές είναι η σύνδεση όλων των ξεχωριστά καταγεγραμμένων αιρετικών ομάδων μεταξύ τους, η οργανωτική δομή τους. Την σύνδεση αυτή κάνει ο Eckbert, όπως και την αναγωγή στις ρίζες της αίρεσης τον Μανιχαϊσμό. Έτσι το φαινόμενο Καθαρισμός καταγράφεται από αυτόν στα μέσα του ΙΒ’ αι. αλλά στην πραγματικότητα είναι προγενέστερο, την στιγμή που η διατυπωμένη αίρεση είναι αρχαιότατη.
Η αίρεση των Καθαρών ήταν κάτι πολύ περισσότερο και πολύ διαφορετικότερο από ένα μεταρρυθμιστικό κίνημα. Συνέχιζε την λειτουργία του γνωστικισμού, ως πρόκληση, ως αντίθεση, στην πραγματική Εκκλησία, ως ανταγωνίστρια «εκκλησία», ως αντι-εκκλησία. Οι Καθαροί, όπως και οι λοιποί γνωστικοί, δεν είχαν στόχο να μεταρρυθμίσουν την δυτική εκκλησία, αλλά να την αντικαταστήσουν. Γι’ αυτούς η παπική εκκλησία της Δύσης, όπως και η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ανατολής ήταν η εκκλησία του Σατανά. Μόνο στις τάξεις των δικών τους «Εκλεκτών» υπήρχε η σωτηρία. Μόνο η ζωή της εγκράτειας με την αποχή από τον γάμο, της νηστείας με την αποχή από το κρέας και τα παράγωγα της συνουσίας και οι άλλες πρακτικές τους ελευθέρωναν τον άνθρωπο από την εξουσία του Σατανά, κατά την αιρετική τους άποψη. Και αυτό το αποκαλούσαν αποστολικότητα. Γι’ αυτούς η ζωή της πρώτης εκκλησίας δεν ήταν η κοινωνία αγάπης που εκφράζονταν μέσα από την κοινοκτημοσύνη και στην πράξη εφαρμόζονταν και εφαρμόζεται στην τέλεια μορφή της από τον ανατολικό ορθόδοξο μοναχισμό, αλλά η φτώχεια. Αυτήν την κακώς νοούμενη φτώχια εμφάνιζαν προς τα έξω, ως συνάθροιση τύπου εκκλησίας και έψεγαν την "δυτική εκκλησία" για τον πλούτο της. Εμμέσως πλην σαφώς επέδρασαν όντως στην διαμόρφωση του παπισμού με την απάντηση του τελευταίου δια των επαιτικών ταγμάτων του. Και στην συνέχεια θα φανούν και άλλες επιδράσεις. Αυτό, όμως, που πρέπει να γίνει κατανοητό εδώ είναι ότι αιρετικοί δεν ενδιαφέρονταν να μεταρρυθμίσουν την εκκλησία, αλλά να την αντικαταστήσουν˙ αργότερα, να την επηρεάσουν εκ των έσω, στον βαθμό που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν την ανοχή και την ελευθερία των κινήσεων.
Υπάρχει η ένσταση ότι Μανιχαίοι και Καθαροί είχαν διαφορετικές τάξεις πιστών. Εκεί που οι Μανιχαίοι διαιρούνταν σε Ακροατές και Τέλειους, οι Καθαροί διαιρούνταν σε Πιστούς και Τέλειους. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει διαφορά πέρα από αυτήν των ονομάτων. Και δεν είναι απλώς η διαίρεση των τάξεων που το επιβεβαιώνει, αλλά η ίδια η αντίληψη των δυο ομάδων για τους Τέλειους-Εκλεκτούς αυτών. Για τους οπαδούς και των δύο αιρέσεων η εκλεκτή τάξη τους ενσάρκωνε την αξιοπιστία της κακοπιστίας τους. Όλη η δυναμική των δύο κινημάτων ξεκινούσε από την προβαλλόμενη ακρίβεια της αυστηρής ζωής των εκλεκτών τους. Με αυτή την ακρίβεια η ασκητική ομάδα κέρδιζε τον σεβασμό, την θρησκευτική ευλάβεια, την αφοσίωση της κατώτερης τάξης. Οπωσδήποτε η ασκητική τους δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Με αυτήν η εκλεκτή τάξη πέτυχε τον εντυπωσιασμό των άλλων με πολλές θυσίες. Το ότι η εντύπωση της ασκητικότητας ήταν καθαρά εξωτερική υπόθεση, επιφανειακή, φαίνεται από το εξής γεγονός. Αν ένας Εκλεκτός έπεφτε σε θανάσιμο αμάρτημα, τότε όλα τα consolamenta που είχε επιτελέσει ήταν άκυρα. Αν όμως, το αμάρτημα του Εκλεκτού δεν γίνονταν γνωστό, τότε αυτός λάμβανε ξανά το consolamentum σε μια μυστική τελετή, συγχωρούνταν και η κοινότητα συνέχιζε την ζωή της ατάραχη.
Η τάξη των εκλεκτών δεν αρκούνταν μόνο στον εντυπωσιασμό, αλλά επιφόρτιζε εαυτήν με αρμοδιότητες που την καθιστούσαν αναγκαία στην καθημερινότητα του αιρετικού βίου. Για παράδειγμα στον Μανιχαϊσμό, οι Τέλειοι «καθάριζαν» τις τροφές ώστε να γίνουν κατάλληλες προς βρώση από τους Ακροατές. Στον Καθαρισμό η αρμοδιότητα αυτή είχε πιο πνευματικό χαρακτήρα. Οι Εκλεκτοί τελούσαν το consolamentum, το πνευματικό βάπτισμα που απάλλασσε τους Πιστούς από το βάρος των αμαρτιών της προηγούμενης ζωής τους. Αποτέλεσμα αυτού ήταν ο αντινομικός βίος των αιρετικών. Αυτοί μπορούσαν να ζουν τον λιμπερτινισμό τους επαναπαυμένοι. Ακόμη και αν δεν κατάφερναν να κριθούν κατάλληλοι για την τάξη των Εκλεκτών, περίμεναν ότι στο τέλος της ζωής τους θα λάβαιναν έτσι κι αλλιώς το πνευματικό βάπτισμα και θα συγχωρούνταν. Η ανταποδοτική αυτή σχέση των δύο τάξεων ολοκληρώνονταν με την αφοσίωση της κατώτερης προς την ανώτερη, η οποία όφειλε να είναι έμπρακτη. Αποδεικνύεται, λοιπόν, ότι ο βασικός ρόλος της διάκρισης των τάξεων είναι ο ίδιος και στις δυο αιρέσεις, ανεξάρτητα από την διαφορά των ονομάτων τους.
Ένας ακόμη παράγοντας που αύξανε το γόητρο των ομάδων ήταν η αντοχή ορισμένων από τους Εκλεκτούς στο μαρτύριο. Οι δικαστές τους έρχονταν πολλές φορές σε αμηχανία εξαιτίας του γεγονότος. Ο Everwin μαρτυρεί στην επιστολή του προς τον Βερνάρδο ότι δεν ξέρει πως ν’ αντιμετωπίσει την εντύπωση του γεγονότος. Οπωσδήποτε, η στάση αυτή κέρδιζε της συμπάθεια αν όχι όλων των παρισταμένων, τουλάχιστον κάποιων από αυτούς. Δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι σε πολλές περιπτώσεις ήταν η αυτοδικία του πλήθους που οδηγούσε τους αιρετικούς στην πυρά. Εμφανιζόμενοι ως μάρτυρες, μονοπωλούσαν την κληρονομιά της αποστολικότητας, όπως αναφέρθηκε παραπάνω.
Από την άλλη ο παπισμός δεν είχε ν’ αντιπαραθέσει τίποτε άλλο εκτός από την ψευδαίσθηση της γρηγοριανής μεταρρύθμισης. Αλλά οι αλλαγές που με πολύ κόπο έγιναν στους κόλπους της "δυτικής εκκλησίας", στην πραγματικότητα δεν ήταν μεταρρύθμιση. Ήταν η προσπάθεια του παπισμού να καθορίσει τον εαυτό του, καθώς έγινε κυρίαρχος του πατριαρχείου της Ρώμης κι έπαψε να είναι κλειστή υπόθεση των Φράγκων, όπως επίσης και να καθαρίσει την επικράτειά του από τα ίχνη της ορθοδοξίας όσα θύμιζαν ότι κάποτε η δυτική εκκλησία ήταν κι αυτή οργανικό τμήμα της Εκκλησίας του Χριστού, ενωμένη με τα υπόλοιπα πατριαρχεία. Στο πλαίσιο αυτό, αιρετικοί όπως ο Βερεγγάριος, οι οποίοι έδρασαν μέσα στα όρια της παπικής εκκλησίας δεν θα μπορούσαν να εκληφθούν ως μεταρρυθμιστές, διότι η δράση τους εντοπίζεται σε περίοδο διαμόρφωσης της παπικής άποψης, σε περίοδο που ο παπισμός προσπαθεί να διαχωρίσει την θέση του από την Ορθοδοξία, από την Καθολική Εκκλησία. Οι αιρετικοί αυτού του τύπου ήταν οι άτυχοι της υπόθεσης, διότι ήταν οι χαμένοι. Η άποψή τους δεν απορρίφτηκε χάριν της επικράτησης του ορθού δόγματος, αλλά επειδή επικράτησε μια άλλη αιρετική άποψη. Όταν ο Θωμάς ο Ακινάτης κυκλοφόρησε την Σύνοψη της Θεολογίας του, δεκατρείς από τις θέσεις του κρίθηκαν αιρετικές. Εν τέλει επικράτησαν και διαμόρφωσαν τον σχολαστικισμό.
Σε μια περίοδο όπως αυτή του ΙΑ’, του ΙΒ’, ακόμη και του ΙΓ’ αιώνα με την εξέλιξη της δυτικής εκκλησίας σε παπική, δεν υπάρχουν μεταρρυθμιστές. Ούτε εντός αυτής, ούτε εκτός. Τα αιρετικά κινήματα που έδρασαν αυτήν την περίοδο δεν αποτελούν καινοτομία, αλλά επανεμφάνιση παλαιών αιρέσεων, οι οποίες βρήκαν την ευκαιρία να κάνουν αισθητή την παρουσία τους εξαιτίας της κατάληψης της Εκκλησίας από την φράγκικη αίρεση στην Δύση, και την ουσιαστική κατάλυση αυτής.
Η ιστορία των Καθαρών στην Γερμανία από την εποχή του Everwin μέχρι την εποχή του Κορράδου του Marburg (1231-1233), του αδίστακτου ιεροεξεταστή, παρακολουθείται μόνο σε σποραδικές αναφορές, καταγεγραμμένες σε παπικά διατάγματα. Επειδή έχουν άμεση σχέση με την προσπάθεια καταπολέμησης της αίρεσης από την παπική εκκλησία θα εξεταστούν σε ξεχωριστή ενότητα.
Εδώ μπορεί ν’ αναφερθεί η ομολογία κάποιου Bruchard, η οποία περιέχεται στο «Χρονικό του Ανώνυμου του Πασσάου»[29]. Παραμένει άγνωστο τo που έκανε την ομολογία του ο Bruchard. Μυήθηκε στην αίρεση από τον πατέρα του στην Λιέγη εικοσιτέσσερα χρόνια πριν. Ωστόσο δήλωσε ότι δεν είχε σχέσεις με κάποια ομάδα, πέρα από τους συγγενείς του και τους δίδυμους αδελφούς του, Ερρίκο και Γουίλιαμ. Περιγράφει τις βασικές αρχές της πίστης των Καθαρών. Φαίνεται από την άρνησή του ότι ενδεχομένως ήθελε να προστατέψει τους ομοϊδεάτες του.
Άλλη μια ομολογία περιέχεται στο ίδιο Χρονικό, κάποιου Lepzet, και μπορεί να χρονολογηθεί με ασφάλεια την εποχή του Κορράδου. Περιέχει μαρτυρίες για Λουσιφεριανισμό. Οι Καθαροί της περιοχής πίστευαν ότι ο διάβολος είχε καταδικαστεί και είχε εκπέσει από τον ουρανό άδικα. Ανέμεναν να επιστρέψει με δόξα. Στην ομολογία οι αιρετικοί κατηγορούνται για σατανιστικές τελετές. Μάλιστα το όνομά τους συνδέθηκε με την τελετή φιλήματος μιας γάτας (cattus).
Οι ομολογίες και των δύο, Buchard & Lepzet, περιέχουν αναφορά σε μια τελετουργική αυτοκτονία. O Buchard άκουσε από τον πατέρα του για το “μαρτύριο” των αρρώστων, τους οποίους έπνιγαν με μαξιλάρι. Ο Lepzet γίνεται πιο συγκεκριμένος. Στους υποψήφιους “μάρτυρες” δίνονταν η δυνατότητα να επιλέξουν μεταξύ του στραγγαλισμού και της ευθανασίας με ασιτία. Η τελευταία πρακτική ήταν η πιο διαδεδομένη και ονομάζονταν endura. Ακολουθούσε συνήθως την τελετή του consolamentum. Οι συγκεκριμένες μαρτυρίες, σε μια εποχή έντονου διωγμού, αφήνουν την εντύπωση ότι οι Καθαροί, μειούμενοι σε αριθμό, περιορίστηκαν σε έναν σκιώδη κόσμο με μέλη λίγες οικογένειες, οι οποίες μετέδιδαν την πίστη τους από γενιά σε γενιά. Από αυτές τις οικογένειες της Γερμανίας θα ξεπηδούσε σε ύστερο χρόνο ο νέο-γνωστικισμός μεταμορφωμένος. Από την άλλη, όπως έδειξε ο Alexander Patschovsky[30] όλοι οι αιρετικοί των ανατολικών συνόρων, με πρώτους τους Βάλδιους προήλθαν από την Γερμανία.
"Σύμβολο τύπου Σταυρού» που χρησιμοποιούσαν οι Καθαροί
7.2.2 Οι Καθαροί στην Λομβαρδία
Η κακώς νοουμένη αποστολικότητα, ως ζωή περιφερόμενων πτωχών διδασκάλων, αποδεικνύεται με τον καλύτερο τρόπο από την μετάδοση της αίρεσης στην Λομβαρδία. Ταυτόχρονα, οι Καθαροί της Λομβαρδίας επιβεβαιώνουν τις σχέσεις με τις ομόψυχες ομάδες της Ανατολής, τους Βογομίλους. Η απόδειξη της ομοψυχίας θα φανεί περισσότερο στο κεφάλαιο της διδασκαλίας του Καθαρισμού. Στο παρόν θα εκτεθούν οι ιστορικά βεβαιωμένες σχέσεις των δύο, και τι αυτές γέννησαν.
Δυστυχώς, για τους Καθαρούς αυτής της περιοχής δεν υπάρχουν σύγχρονες πηγές, όπως για τους αντίστοιχους της Γερμανίας. Όλες οι πληροφορίες προέρχονται από τον ΙΓ’ αι. Ωστόσο, δεν υστερούν σε πληροφόρηση, σε ακρίβεια, σε αξιοπιστία. Δεν αφήνουν κενά, τουλάχιστον ως προς την συνέχεια της αίρεσης σε αυτήν την περιοχή. Την αδυναμία της παρουσίασης της εξέλιξης σε θεωρητικά θέματα, την καλύπτουν με την έκθεση των διαφορών των πεποιθήσεων μεταξύ των ομάδων. Σε κάποιες περιπτώσεις οι συγγραφείς είναι μετανοημένοι αιρετικοί με γνώση εκ των έσω. Σε κάποιες άλλες, ιεροεξεταστές που μέσω των ανακρίσεων γνώρισαν τις ιδέες και τις μεθόδους, αλλά και την ιστορία και την απολογητική των διαφόρων ομάδων. Ως πηγές είναι αναντικατάστατες.
α. Bonacursus, Manifestatio haeresis catharorum
Η πιο πρώιμη πηγή για τους Καθαρούς της Λομβαρδίας είναι η ομολογία ενός μετανοημένου αιρετικού του Bonacursus. Η μετάνοιά του ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, αποτέλεσμα της προσπάθειας του Galdinus, Αρχιεπισκόπου Μιλάνου (1166-1176). Το Μιλάνο βρέθηκε στην δίνη της αντιπαράθεσης του Γερμανού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Α’ και του πάπα Αλέξανδρου Γ’ (1159-1181). Όταν η πόλη κατακτήθηκε από τις δυνάμεις του πρώτου το 1162, ο τότε Αρχιεπίσκοπος εξορίσθηκε και μαζί του ο Galdinus. Το 1165 έγινε καρδινάλιος και τον επόμενο χρόνο αντικατέστησε τον θανόντα προκάτοχό του, ενώ βρισκόταν ακόμη στην εξορία. Ένα χρόνο μετά κατάφερε να επιστρέψει στην έδρα του. Στον βίο[31] του αναφέρεται ότι το 1176 άρχισε να διαδίδεται η αίρεση των Καθαρών στην επαρχία του.
Η ομολογία του Bonacursus πρέπει να γράφτηκε μετά την συγκεκριμένη χρονιά (1176) και πριν το 1190. Σε αυτήν προστέθηκε συμπληρωματικό υλικό και κάποιες αναιρέσεις των πεποιθήσεων των Καθαρών. Επίσης προστέθηκαν και κάποιες αναφορές σε άλλη μια σέκτα και το ανάλογο τμήμα της απόρριψης των πεποιθήσεων της και προέκυψε το κείμενο που είναι γνωστό ως «Manifestatio haeresis catharorum quam fecit Bonacursus»[32].
O Bonacursus δεν ήταν κάποιος τυχαίος αιρετικός. Στην ομολογία του αναφέρεται ως διδάσκαλος, ενώ στο συμπληρωμένο κείμενο ως Episcopum doctorem[33]. Το έργο του είναι έκθεση της διδασκαλίας της σέκτας του και δεν περιέχει ιστορικά στοιχεία. Δίνει μια εικόνα των πεποιθήσεων των Καθαρών της Λομβαρδίας το τελευταίο τέταρτο του ΙΒ’ αι. Πλούσια σε ιστορικά στοιχεία είναι μια πραγματεία που γράφτηκε τον ίδιο αιώνα, μετά την συγγραφή του Manifestatio, αναφέρεται όμως σε προγενέστερη εποχή. Πρόκειται για έργο ανωνύμου. Παλαιότερα ήταν γνωστή ως τρία ξεχωριστά κείμενα. Από αυτά το πρώτο εξιστορούσε την δημιουργία και ανάπτυξη των ιταλικών δυαρχικών ομάδων˙ το δεύτερο, κατέγραφε τις πεποιθήσεις κάθε ομάδας˙ το τρίτο ήταν μια λίστα της ιεραρχίας των Καθαρών μέχρι το ΙΓ’ αι. Το κάθε κείμενο ήταν ξεχωριστό και δεν τραβούσε την προσοχή των ιστορικών. Αντιαιρετικοί συγγραφείς δανείζονταν στοιχεία από το δεύτερο αλλά με την πάροδο του χρόνου ήταν αδύνατο να διαπιστωθεί η πηγή των έργων τους. Το πρώτο τμήμα, το οποίο είναι καθαρά ιστορικό κείμενο, είχε εκδοθεί από τον Nicolas Vignier[34] το 1601. To 1949 o Antoine Dondaine ανακάλυψε ένα χειρόγραφο, στο οποίο περιλαμβάνονταν η πραγματεία ολοκληρωμένη και την εξέδωσε[35]. Ο τίτλος στο χειρόγραφο ήταν «De heresi catharorum in Lombardia»[36].
β. Ανωνύμου, De heresy catharorum
Ως πηγή το De heresi catharorum χρησιμεύει στην εξέταση της πρώτης περιόδου του Καθαρισμού στην Λομβαρδία. Η περίοδος αυτή εξετάστηκε ακροθιγώς στο κεφ. 5.3.3β περί των Βογομίλων. Εκεί ενδιέφερε η σχέση Καθαρών-Βογομίλων κι εξετάστηκε υπό αυτό το πρίσμα. Εδώ θα επαναληφθούν κάποια από τα στοιχεία και θα ενταχθούν στο μεγαλύτερο πλαίσιο της ιστορίας του κινήματος. Οι πληροφορίες του De heresi catharorum διασταυρώνονται κι επιβεβαιώνονται από το έργο του Άνσελμου Αλεξανδρείας, «Tractatus de hereticis», για το οποίο επίσης είχαμε μιλήσει στο 5.3.3β των Βογομίλων, όπως και για το επόμενο έργο, και θα εξεταστεί παρακάτω. Την τριλογία συμπληρώνει το «Suma de Catharis et Pauperibus de Lugduno» («Σύνοψις περί των Καθαρών και των Φτωχούληδων της Λυών»). Πρόκειται για την καλύτερη έκθαση της κατάστασης των Καθαρών της Λομβαρδίας μετά τις διασπάσεις τους.
Σύμφωνα με το De heresi catharorum, πρώτος επίσκοπος των Καθαρών στην Βόρεια Ιταλία ήταν κάποιος Μάρκος. Η διήγηση του ανώνυμου είναι φτωχή σε πληροφορίες για το πρόσωπο του. Συμπληρώνεται από την αντίστοιχη του Ανσέλμου. Αυτός ήταν καλύτερα πληροφορημένος, αν και έγραψε 50 χρόνια αργότερα:
«Λίγο καιρό αργότερα, κάποιος νοτάριος από την Γαλλία ήρθε στην Λομβαρδία, στην κομητεία του Μιλάνου, στην περιοχή του Concorezzo. Εκεί συναντήθηκε με κάποιον που λεγόταν Μάρκος, ο οποίος ήρθε από ένα μέρος εκεί κοντά που λεγόταν Cologina και τον πλάνεψε[37].»
Με το «post longum tempus» εννοείται το χρονικό διάστημα από την εποχή που εμφανίστηκε η αίρεση στην Γαλλία. Οι νοτάριοι δεν ήταν εκκλησιαστικό αξίωμα στους Καθαρούς, αλλά μέλη των κοινοτήτων με ευχέρεια στην χρήση των λατινικών. Το Concorezzo ήταν κωμόπολη έξω από το Μιλάνο, κέντρο της μετριοπαθούς δυαρχίας μέχρι τα μέσα του ΙΓ’ αι. Αρχικά ο Μάρκος κατάφερε να προσηλυτίσει τρεις από τους φίλους του: Τον Ιωάννη τον Εβραίο, ο οποίος ήταν υφαντής, τον Ιωσήφ τον σιδερά και τον Aldricus de Bando. Άκουσαν ότι ο επίσκοπος τους βρισκόταν στην Νάπολη και κατευθύνθηκαν εκεί όπου έμειναν έναν χρόνο, όσο διαρκούσε ο χρόνος άσκησης στην αυστηρή ζωή της αίρεσης. Στην συνέχεια ο Μάρκος έλαβε το χρίσμα (consolamentum) και διορίστηκε διάκονος από τον επίσκοπο Γαλλίας. Από κει πήγε στην Λομβαρδία και προσηλύτισε πολλούς[38].
Ο Μάρκος είχε στην αρμοδιότητά του όλους τους αιρετικούς της Λομβαρδίας, της Τοσκάνης και της Τεργέστης. Ήταν εκπρόσωπος της ordo Bulgaria, στοιχείο που από μόνο του αρκεί για να συνδέσει τους Βογομίλους με τους Καθαρούς της περιοχής. Η εποχή της δράσης του τοποθετείται πριν το 1167 μ.Χ. Κατά την χρονιά εκείνη έγινε το συνέδριο στο Saint-Felix-de-Caraman, άρα η εμφάνιση του Καθαρισμού πρέπει να προηγείται χρόνο ικανό για τον προσηλυτισμό, τον σχηματισμό της ομάδας, της αύξησης σε σημείο που να απαιτεί επίσκοπο, και την εκλογή και χειροτονία του. Όπως αναφέρθηκε μόλις παραπάνω το consolamentum το έλαβε από επίσκοπο της Φραγκίας και αυτό δείχνει ότι η Λομβαρδία έπονταν χρονικά στην ένταξή της στην διοικητική δομή των Καθαρών. Στην συνέχεια έφτασε στη Λομβαρδία ο Νικήτας[39]. Η σέκτα του Μάρκου προσχώρησε στην ordo Drugunthia και ο Μάρκος έλαβε εκ νέου το consolamentum από τον απεσταλμένο των Βογομίλων της Κωνσταντινούπολης[40]. Η δογματική διαφορά των δύο ordo ήταν ότι οι μεν της Βουλγαρίας ακολουθούσαν την μετριοπαθή δυαρχία, οι δε της Drugunthia την απόλυτη.
Αργότερα, μετά τον θάνατο του Μάρκου, έφθασε στην περιοχή κάποιος Πετράκιος και ισχυρίστηκε ότι ο επίσκοπος της ordo Drugunthia, Σίμων είχε πέσει σε θανάσιμο αμάρτημα. Η είδηση προκάλεσε αναστάτωση στην περιοχή. Από αυτόν είχε λάβει το consolamentum ο Νικήτας και η πτώση του σήμαινε ότι αυτό ήταν άκυρο. Κατά συνέπεια και τα consolamenta που είχαν λάβει οι Λομβαρδοι (και όχι μόνο) από τον Νικήτα ήταν επίσης άκυρα. Τίποτα δεν είναι γνωστό για τον Πετράκιο. Μπορούμε, όμως, να συμπεράνουμε βάσιμα ότι ήταν μέλος της ordo Bulgaria και η αποστολή του είχε στόχο να μετριάσει ή και ν’ εξαλείψει τους καρπούς της αποστολής του Νικήτα. Αν η είδηση ήταν αληθινή δεν έχει σημασία. Φαίνεται ότι διέγνωσε άριστα την κατάσταση των ομάδων μετά τον θάνατο του Μάρκου, αντιλήφθηκε την δυναμική και την διαταραγμένη ισορροπία που προκλήθηκε από τον αγώνα της διαδοχής του, προσέγγισε δυσαρεστημένους και πέτυχε αποτέλεσμα.
Τον Μάρκο είχε διαδεχθεί ο Ιωάννης ο Εβραίος[41], ο υφαντής φίλος του που τον είχε ακολουθήσει από τα πρώτα βήματα της δράσης του. Αυτός ήταν προσωπική επιλογή του Μάρκου για να τον αντικαταστήσει ως επίσκοπος. Αμέσως προκλήθηκε σχίσμα. Άλλοι πίστεψαν τον Πετράκιο, άλλοι αμφέβαλαν. Αυτοί που αμφισβητούσαν τα λεγόμενα του Πετράκιου ήταν οι υποστηρικτές του Ιωάννη, ενώ αυτοί που τον πίστευαν ήταν αυτοί που αμφισβητούσαν τον Ιωάννη. Οι δεύτεροι επέλεξαν ως δικό τους επίσκοπο τον Πέτρο τον Φλωρεντίνο. Ο Άνσελμος Αλεξανδρείας δίνει μια διαφορετική εκδοχή για την πρόκληση του σχίσματος, αλλά συμφωνεί ότι εντέλει αυτό ήταν αποτέλεσμα προσωπικών φιλοδοξιών και της μη κοινά αποδεκτής προσωπικότητας του Ιωάννη.
Οι σωφρονέστεροι (κατά την διήγηση), μάλλον οι της τάξεως των Εκλεκτών, επειδή είχαν λυπηθεί για το σχίσμα πρότειναν μία λύση. Οι δύο μερίδες να προτείνουν τους υποψηφίους τους και να σχηματιστεί μία επιτροπή. Στην συνέχεια θα πήγαιναν σε κάποιον επίσκοπο της αίρεσής τους, βόρεια των Άλπεων και θα ζητούσαν γνωμοδότηση για τη λύση του ζητήματος. Θα ήταν υποχρεωμένοι ν’ αποδεχθούν τη λύση, όποια και αν ήταν. Έτσι κι έγινε. Δεν αναφέρεται σε ποιον επίσκοπο του Βορρά απευθύνθηκαν. Εδώ προκύπτει ένα ερώτημα. Ο επίσκοπος ποιας ordo ήταν; Οπωσδήποτε οι Λομβαρδοί θα πρέπει να κατέφυγαν σε μια ομάδα, η οποία άνηκε στην ίδια ordo με την δική τους, αλλά και οι ίδιοι οι Λομβαρδοί ποια ordo ακολουθούσαν; Ναι μεν η έριδα είχε κίνητρα προσωπικής φιλοδοξίας, αλλά η αφορμή ήταν η εγκυρότητα του consolamentum.
Από την διήγηση του De heresi δεν φαίνεται σε αυτή την φάση που κατέληξαν. Αναγκαστικά η απάντηση προκύπτει από την διήγηση του Άνσελμου Αλεξανδρείας και θα αναλυθεί παρακάτω. Εδώ θα αρκεστούμε μόνο να πούμε ότι απευθύνθηκαν σε επίσκοπο της ordo Bulgaria, από τον πυρήνα των πρώτων Καθαρών, από τις τάξεις των οποίων είχε προέλθει ο Μάρκος.
Επειδή στη συνεδρίαση του Saint-Fèlix αναφέρεται ότι συμμετείχε και ο επίσκοπος της Φραγκίας, δηλ. της Βόρειας Γαλλίας σε αντιδιαστολή με την Νότια, την Languedoc, συμπεραίνεται ότι οι Λομβαρδοί απευθύνθηκαν σε επίσκοπο της Γερμανίας˙ ίσως αυτόν της Κολονίας. Άρα σε αυτή την φάση, φαίνεται ότι οι αντίπαλοι του Ιωάννη είχαν ένα πλεονέκτημα, εφόσον πίστευαν την είδηση που είχε φέρει ο Πετράκιος, αμφισβητούσαν τον Ιωάννη κι έφεραν το θέμα σε διαιτησία από επίσκοπο της ordo στην οποία ήθελαν να επιστρέψουν. Συμπληρωματικά, επειδή ο Πέτρος ο Φλωρεντίνος εμφανίζεται πια ως επίσκοπος, χωρίς να έχει λάβει την ανάλογη χειροθεσία, γνωρίζοντας τον τρόπο εκλογής επισκόπων των Καθαρών μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ήταν ο πρεσβύτερος «γιος» του Ιωάννη.
Ο διαιτητής επίσκοπος πρότεινε την εξής λύση. Οι δύο επίσκοποι θα συνέρχονταν παρουσία των οπαδών των δύο ομάδων και θα τραβούσαν κλήρο. Όλοι θα ήταν υποχρεωμένοι ν’ αποδεχθούν και να συμμορφωθούν σ’ αυτόν που θα έπεφτε η επισκοπή μέσω της κλήρωσης. Στην συνέχεια ο εκλεγμένος έπρεπε να πάει στην Βουλγαρία και να λάβει εκ νέου το consolamentum. Η αντιπροσωπεία επέστρεψε στην Λομβαρδία, αλλά όταν ήρθε η ώρα της κλήρωσης ο Πέτρος αρνήθηκε να συμμετάσχει. Τυπικά η επισκοπή έμεινε στον Ιωάννη. Η αντίδραση προς το πρόσωπό του συνεχίσθηκε, οπότε κάποιοι από τους Εκλεκτούς τον συμβούλευσαν να παραιτηθεί χάριν της ειρήνης. Η ομάδα του θα εξέλεγε έναν υποψήφιο, όπως και η ομάδα του Πέτρου, σε αντικατάσταση του αρχηγού της. Επίσκοπος θα εκλέγονταν μέσω κλήρωσης.
Πράγματι, ο Ιωάννης δέχθηκε. Στην συνέχεια εξελέγη στην θέση του ο Garratus[42], ενώ στην θέση του Πέτρου ο Ιωάννης de Judice[43]. Οι αιρετικοί συγκεντρώθηκαν στο Mosio, ένα χωρίο μεταξύ των πόλεων Μάντουα και Κρεμόνα. Η κλήρωση ανέδειξε τον Garattus. Καθορίστηκε επίσης μια χρονική περίοδος εντός της οποίας θα επιλέγονταν οι βοηθοί του. Στο ενδιάμεσο θα μαζεύονταν χρήματα, ώστε να ταξιδέψει στην Βουλγαρία και να λάβει το consolamentum και την χειροθεσία της επισκοπικής του ιδιότητας. Ύστερα θα γυρνούσε και θα έφερνε εκ νέου το consolamentum στις σέκτες της Λομβαρδίας.
Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως σχεδιάστηκαν αρχικά. Παρουσιάστηκαν δύο μάρτυρες και τον κατηγόρησαν ότι είχε σχέσεις με γυναίκα. Κατά συνέπεια κρίθηκε ανάξιος για επίσκοπος. Δεν ήταν μόνο αυτό το πρόβλημα που αντιμετώπιζε η συνάθροιση των Καθαρών της Λομβαρδίας. Στο ενδιάμεσο διάστημα, η ομάδα του Desenzano[44] αποσχίστηκε, έφτιαξε δική της συνάθροιση, επέλεξε ως επίσκοπο κάποιον Johannes Bellus (Ιωάννης Καλός) και τον έστειλε να λάβει το consolamentum από την ordo Drugunthia. Όπως γίνεται κατανοητό, το νέο σχίσμα είχε δογματικά αίτια.
Άλλη μια ομάδα αποσχίστηκε στην Μάντουα, επέλεξε ως επίσκοπο κάποιον Καλογιάννη και τον έστειλε στην Σκλαβηνία να λάβει την επισκοπική χειροτονία από την εκεί συνάθροιση.
Κατά τον ίδιο τρόπο αποσχίστηκε η συνάθροιση της Vicenza. Ο εκλεκτός της, κάποιος Νικόλαος[45], απευθύνθηκε επίσης στην Σκλαβηνία για να λάβει της επισκοπική χειροτονία.
Στην συνάθροιση της Τοσκάνης αναδείχθηκαν δύο επίσκοποι, ενδεχομένως εκφράζοντας τις δύο κατευθύνσεις της δυαρχίας, μετριοπαθούς και απόλυτης. Οι δύο ομάδες που σχηματίστηκαν ήταν η εκκλησία της Φλωρεντίας ή της Τοσκάνης και η εκκλησία του Σπολέτο ή της Κοιλάδα του Σπολέτο. Θεωρείτε ότι ο Πέτρος ο Φλωρεντίνος ήταν ο πρώτος επίσκοπος της εκκλησίας των Καθαρών της Φλωρεντίας και ο Ιωάννης de Judice της δεύτερης.
Η συνάθροιση του Μιλάνου παρέμεινε πιστή στον Garattus. Ο τελευταίος, όμως, δεν ήθελε να κρατήσει το αξίωμα, απολογούμενος διότι δεν μπόρεσε να πετύχει την συναίνεση όλων. Έτσι πρότεινε να παραδώσει την θέση του στον Ιωάννη τον Ιουδαίο. Αυτός από την πλευρά του αρνήθηκε, όποτε το θέμα τέθηκε πάλι στην διαιτησία του επισκόπου πέρα των Άλπεων. Η απόφαση που εκδόθηκε ήταν να πάει ο Ιωάννης ο Ιουδαίος στην Βουλγαρία, να λάβει το επισκοπικό αξίωμα επί όλης της Λομβαρδίας και να επιστρέψει. Έτσι κι έγινε. Μετά τον θάνατό του τον διαδέχθηκε ο Ιωσήφ ο σιδηρουργός, παλιός φίλος και συγχωριανός του Μάρκου. Αυτού το όνομα συνδέθηκε με μια σέκτα, την καλουμένη Οι Ιωσηφίνοι (Josephini ή Josephistae[46]).
Μετά τον θάνατο του Ιωσήφ ανέλαβε πάλι ο Garattus, αυτή την φορά με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Διακήρυξε ότι οι επίσκοποι όλων των άλλων συναθροίσεων είχαν καταπατήσει την υπόσχεση που είχαν δώσει να τον υπακούουν. Διέκοψε τις σχέσεις με όλους εκτός από τον Καλογιάννη, με τον οποίο είχε συνδιαλλαγεί. Στο σημείο αυτό σταματά η ιστορική αφήγηση και ξεκινά η έκθεση των αιρετικών πεποιθήσεων. Τα γεγονότα τοποθετούνται μεταξύ των ετών 1175-1190.
Από την έκθεση των πεποιθήσεων των Καθαρών από το ανώνυμο έργο «De heresi catharorum» συνάγονται κάποια ιστορικά στοιχεία. Εξαρχής ακολουθούσαν οι Καθαροί της Λομβαρδίας το δόγμα της ordo Bulgaria, δηλαδή την μετριοπαθή δυαρχία. Στην συνέχεια, εντάχθηκαν στην ordo Drugunthia, που υποστήριζε την απόλυτη δυαρχία. Οι διαφορετικές απόψεις οδήγησαν στο σχίσμα που εξετέθη παραπάνω. Μετά το σχίσμα οι Garattus και Καλογιάννης συντάχθηκαν με το δόγμα της μετριοπαθούς δυαρχίας, γεγονός που εξηγεί την συνδιαλλαγή τους.
Την διδασκαλία της απόλυτης δυαρχίας ανέπτυξε στην Λομβαρδία ο Marchisius του Sojano, σημερινού Sojano del Lago κοντά στο Desenzano. Αυτός ήταν δεύτερος επίσκοπος της εκεί συνάθροισης. Βοηθός του, «πρεσβύτερος υιός» κατά την ορολογία των Καθαρών, ήταν ο Amizo. Κατά την μαρτυρία του ανωνύμου ήταν ο επίσκοπος της εκεί συνάθροισης, την εποχή που γράφτηκε το κείμενο και αυτό αποτελεί εσωτερική μαρτυρία για χρονολόγησή του. Η τελευταία παράγραφος περιγράφει την κατάσταση των Καθαρών την εποχή της συγγραφής του De heresi catharorum:
«[3. Αυτοί είναι οι ιεράρχες[47]]. Ο επίσκοπος Garattus, διορισμένος στη Βουλγαρία, εδρεύει στο Concorezzo[48]˙ ο πρεσβύτερος υιός είναι ο Ναζάριος[49] και ο νεώτερος ο Gerald της Brescia. Ο Καλογιάννης είναι επίσκοπος της Μάντουα˙ έχει τον διορισμό του από την Σκλαβηνία. Ο πρεσβύτερος υιός του ήταν ο Orto του Bagnolo[50], αλλά τώρα είναι επίσκοπος˙ ο νεώτερος υιός του ήταν ο Aldricus de Glinguellis, από το Μιλάνο. Ο Marchisius του Sojano είναι επίσκοπος της σέκτας της Drugunthia˙ ο πρεσβύτερος υιός του είναι ο Amizo. Ο Νικόλαος της Vicenza είναι επίσκοπος της σέκτας της Σκλαβηνίας˙ ο πρεσβύτερος υιός του είναι ο Πέτρος Γάλλος, ο νεώτερος υιός ονομάζεται Prandus[51].»
Αν και θα αναφερθούμε εκτενέστερα στη συνέχεια στο θέμα, πρέπει να εξηγήσουμε εδώ ότι ο «πρεσβύτερος υιός» και ο «νεώτερος υιός» ήταν τίτλοι των βοηθών επισκόπων με συγκεκριμένα καθήκοντα. Από τους δύο ο «πρεσβύτερος» προορίζονταν ν’ αντικαταστήσει τον εν ενεργεία επίσκοπο μετά τον θάνατό του. Αν και το αξίωμα έχει το θεωρητικό υπόβαθρό του στην μετριοπαθή δυαρχία, χρησιμοποιήθηκε από όλες τις σέκτες.
γ. Άνσελμος Αλεξανδρείας, Tractatus de hereticis
Η επόμενη πηγή για την ιστορία των Καθαρών της Λομβαρδίας, συμπληρωματική της προηγούμενης, είναι η πραγματεία του Άνσελμου Αλεξανδρείας, «Tractatus de hereticis». Ο συγγραφέας του έργου αναφέρεται στο κείμενο μόνο με το αρχικό γράμμα του ονόματός του “A”. Ο προφανής ρόλος του ως ιεροεξεταστή έπεισε τον εκδότη Antoine Dondaine ότι πρόκειται για τον Άνσελμο. Ήταν Δομινικανός και κατείχε τη θέση του παπικού λεγάτου στην Γένοβα από το 1256. Το Ιανουάριο του 1267 διορίσθηκε ιεροεξεταστής της περιοχής Μιλάνου και του March της Γένοβα, θέση που κράτησε μέχρι το 1279. Μετά από αυτήν την ημερομηνία το όνομά του δεν εμφανίζεται σε κανένα έγγραφο[52].
Τα ιστορικά στοιχεία της Tractatus διαφέρουν σε αρκετά σημεία από την προηγούμενη πηγή. Αυτό είναι απόδειξη ότι είναι κείμενο ανεξάρτητο, με την δική του πληροφόρηση και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με το De heresy για την σύνθεση της ιστορίας των Καθαρών της Λομβαρδίας. Τα γεγονότα εκτείνονται πέρα από τα χρονικά όρια του De heresy, μέχρι την εποχή της συγγραφής του, μεταξύ 1260-1270, διάστημα το οποίο μειώνεται από τις εσωτερικές ενδείξεις σε 1266-7. Υπάρχουν, βέβαια, και κάποιες μεταγενέστερες προσθήκες, εύκολα αναγνωρίσιμες[53].
Ο Άνσελμος ξεκινά με έναν αναχρονισμό. Θεωρεί, όπως και όλοι οι σύγχρονοί του, ότι η αίρεση έχει τις ρίζες της στον Μανιχαϊσμό, αλλά προσθέτει ότι ιδρυτής των εκκλησιών των Βογομίλων στην Βουλγαρία, την Δραγοβίτσα και την Φιλαδέλφεια, είναι ο ίδιος ο Μάνης. Στην συνέχεια έμποροι από την Κωνσταντινούπολη πήγαν στην Βουλγαρία και έφεραν την αίρεση μαζί με τα εμπορεύματα στην πόλη. Αυτό είναι επίσης ανακριβές καθώς γνωρίζουμε ότι η εξάπλωση της αίρεσης στην Πόλη ήταν αποτέλεσμα της δράσης του Βασιλείου. Η επόμενη πρότασή του έχει επίσης ενδιαφέρον:
«Οι Φράγκοι πήγαν στην Κωνσταντινούπολη, με σκοπό να κατακτήσουν την χώρα και ανακάλυψαν την αίρεση˙ αυξάνοντας σε αριθμό εγκατέστησαν επίσκοπο που ονομάζεται επίσκοπος των Λατίνων[54].»
Υπάρχει, βέβαια, μία σύγχυση. Όταν οι Φράγκοι πήγαν στην Κωνσταντινούπολη να κατακτήσουν την χώρα, ήταν η Δ’ Σταυροφορία το 1204. Την εποχή εκείνη ήδη είχε διαδοθεί η αίρεση στην Δύση. Ενδεχομένως, ο Άνσελμος μιλά για προηγούμενη σταυροφορία. Έχει προταθεί η δεύτερη σταυροφορία (1147-9)[55], αλλά ήδη την εποχή αυτή υπήρχαν καθαροί στην Γερμανία. Η μόνη δυνατή εξήγηση είναι να αναφέρεται στην Α’ Σταυροφορία (1095-99). Εδώ μπορεί να παρατηρηθεί ότι στην σκέψη των δυτικών η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολη ήταν στόχος των σταυροφόρων εξ αρχής, αλλά η πολιτική του Αλέξιου Κομνηνού έσωσε την Πόλη από τις αρπακτικές τους διαθέσεις.
«Αργότερα οι Φράγκοι που είχαν πάει στην Κωνσταντινούπολη επέστρεψαν στην πατρίδα τους και κήρυξαν και, καθώς αύξανε ο αριθμός τους εγκατέστησαν επίσκοπο στην Φραγκία[56].»
Κατά ον Άνσελμο η αίρεση πέρασε από την Φραγκία στην Λομβαρδία:
«Μετά από σημαντικό χρονικό διάστημα ήρθε κάποιος νοτάριος από την Φραγκία στη Λομβαρδία, στ’ αλήθεια, στην περιοχή του Μιλάνου στην γειτονιά του Concorezzo. Εκεί συνεργάστηκε με κάποιον που λεγόταν Μάρκος, ντόπιος ενός τόπου που λέγονταν Cologno[57], και τον πλάνεψε[58].»
Ο Μάρκος μύησε με την σειρά του δύο φίλους του, τον Ιωάννη τον Ιουδαίο και τον Ιωσήφ. Ο Μάρκος ήταν νεκροθάφτης, ο Ιωάννης υφαντής και ο Ιωσήφ σιδεράς. Στην συνέχεια, ένας από αυτούς πήγε στο Μιλάνο και μύησε κάποιον φίλο του, τον Aldricus από το Bando. Ο νοτάριος τους έστειλε στο Roccavione. Εκεί βρήκαν και άλλους Καθαρούς που είχαν έρθει από την Φραγκία και είχαν εγκατασταθεί. Από κει πήγαν στην Νάπολη και βρήκαν τον επίσκοπο των Καθαρών. Έμειναν στην Νάπολη ένα χρόνο, περίοδο ίσως δοκιμασίας μέχρι να λάβουν το consolamentum. Ο επίσκοπος έκανε τον Μάρκο διάκονο και τον έστειλε πίσω στο Concorezzo για να διαδώσει την αίρεση. Κήρυξε μέχρι την Τοσκάνη προσελκύοντας πολλούς.
Η χρονική απόσταση της εποχής του Άνσελμου με τα γεγονότα, τα οποία παρουσιάζει είναι εμφανής. Πρώτα η απευθείας σύνδεση των Καθαρών με τον Μάνη, στην συνέχεια η εμπλοκή των σταυροφόρων, όπως και οι άλλες πληροφορίες του αντικατοπτρίζουν την προφορική παράδοση των Καθαρών της εποχής του και όχι την ιστορική ακρίβεια. Ωστόσο η εκτίμησή του για την χρησιμοποίηση των εμπορικών οδών για την διάδοση της αίρεσης είναι σωστή. Το γεγονός ότι η αίρεση μεταδόθηκε κατ’ αυτόν από την Φραγκία στην Λομβαρδία έρχεται σε γεωγραφική αντίφαση με την διαδρομή των εμπόρων, αλλά αυξάνει την αξιοπιστία του. Ο Άνσελμος δεν κάνει σκόπιμα λάθος. Απλώς επαναλαμβάνει αυτά που άκουσε.
Ας προσπαθήσουμε να βάλουμε τις πληροφορίες σε μια τάξη. Σημαντικό στοιχείο είναι η δημιουργία της κοινότητας των Λατίνων αιρετικών στην Κωνσταντινούπολη. Οι σχέσεις των Βυζαντινών με τους δυτικούς δεν ξεκίνησαν από τις σταυροφορίες. Οι σταυροφόροι δεν άνοιξαν διαύλους επικοινωνίας Ανατολής-Δύσης. Οι έμποροι το έκαναν. Στην πόλη οι συνοικίες των Λατίνων ήταν συνοικίες εμπόρων. Ενδεχομένως, την εποχή που έγραψε ο Άνσελμος η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης του 1204 και η εγκατάσταση παπικού επισκόπου στον εκεί εκκλησιαστικό θρόνο αναβάθμισε τον ρόλο των αιρετικών ως αντίδραση στην εκκλησία της Ρώμης με αντίκτυπο στην προφορική τους παράδοση. Ωστόσο, οι αιρετικοί Λατίνοι της Πόλης είναι πιθανότερο να μερίμνησαν για την μεταφορά της αίρεσης στην Δύση, γεγονός που είναι ασύνδετο με την σταυροφορία. Οι ίδιοι θα πρέπει να φρόντισαν και για την μετάφραση των Βογομιλικών κειμένων στα Λατινικά. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από την χρήση του λατινικού κείμενου ήδη τον ΙΒ’ αι. Η προσηλυτιστική δράση των Λατίνων αιρετικών της Κωνσταντινούπολης για την μεταφορά της αίρεσης στην πατρίδα τους είναι ο πιο πιθανός παράγων. Η συμμετοχή τους στις ιεραποστολές πρέπει να θεωρείται αναγκαία ακόμη και αν το κήρυγμα το έκαναν Βούλγαροι Βογομίλοι.
Η χρήση των εμπορικών οδών συνεπάγεται ότι η αίρεση μεταφέρθηκε στην Λομβαρδία από τις δαλματικές εμπορικές πόλεις, εφόσον το εμπόριο μ’ αυτές ανθούσε. Αυτό επιβεβαιώνεται από την σημαντικότατη παρατήρηση ότι ο Καθαρισμός στην Λομβαρδία ήταν αστική υπόθεση. Οι Καθαροί ήταν αστοί. Δεν αναφέρεται μετάδοση της αίρεσης στην ύπαιθρο, αιρετικοί αγρότες. Οι εστίες τους βρίσκονται στις πόλεις που ακμάζουν από το εμπόριο, σε αντίθεση με τις άλλες περιοχές της Ευρώπης, όπου ο Καθαρισμός διαδόθηκε και στην ύπαιθρο. Η πληροφορία του Άνσελμου, ότι η αίρεση προήλθε από την Φραγκία πρέπει να συσχετίζεται με την ανάμνηση της αναφοράς των Λομβαρδών στον εκεί διαιτητή επίσκοπο μετά την επίσκεψη του Πετράκιου και την απόφασή τους για επιστροφή στην ordo Bulgaria.
Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του Γερμανού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Α’ Μπαρμπαρόσσα[59] στην Ιταλία δημιούργησαν κενό εκκλησιαστικής εξουσίας στις ιταλικές πόλεις κι επέτρεψαν την ανεξέλεγκτη δράση των αιρετικών, όπως φάνηκε καθαρά στον βίο του Galdinus. Το Μιλάνο ονομάστηκε «φωλιά αιρετικών[60]». Υπήρχε μια έντονη αντιεκκλησιαστική παράδοση ήδη από την εποχή της Πατάρια τον ΙΑ’. Η δράση του αιρετικού Arnold της Brescia είχε δημιουργήσει το απαραίτητο υπόστρωμα για την επέκταση των αιρετικών, Καθαρών και Βάλδιων.
Μιλάνο, Φλωρεντία, Μάντουα, Concorezzo, Desenzano, Vicenza και άλλα μεγάλα και μικρά αστικά κέντρα έγιναν εστίες των Καθαρών. Υφαντές, σιδεράδες, ράφτες, μυλωνάδες, αμαξάδες, γυρολόγοι[61], ανερχόμενοι αστοί επαγγελματίες αποτέλεσαν τις τάξεις των αιρετικών. Ο Καθαρισμός βρήκε το δρόμο για την είσοδό του στην μπουρζουαζία. Η άνοδος της αστικής τάξης συνδέθηκε τόσο με την δημιουργία του αστικού δικαίου στην Ιταλία όσο και με την άνοδο της αίρεσης. Ο στόχος καθορισμένος, η εκκλησιαστική περιουσία. Η νεόπλουτη αστική τάξη, αποκτά το δικαίωμα στην ιδιοκτησία κι επειδή δεν μπορεί να επεκτείνει τις βλέψεις της στα φέουδα της αριστοκρατίας (ακόμη) εποφθαλμιά την περιουσία της Εκκλησίας.
Έτσι οι Καθαροί κηρύττουν ότι η Εκκλησία διεφθάρη όταν ο πάπας Συλβέστρος Α’ αποδέχθηκε την ψευδο-Κωνστανίνειο δωρεά. Η Εκκλησία γι’ αυτούς δεν πρέπει να κατέχει περιουσία. Πολύ βολική διδασκαλία, προπαγάνδα των αρπακτικών διαθέσεων των αστών. Έμποροι, τοκογλυφοι, ιδιοκτήτες μεγάρων στις πόλεις και κάστρων στην εξοχή, η αστική αριστοκρατία με φεουδαρχικό υπόβαθρο και σημαντικές περιουσίες, κατά την έκφραση του Malcolm Lambert[62]. Οι ιταλικές πόλεις πρόσφεραν μοναδικές ευκαιρίες για την ανάδειξη των Καθαρών, όπως για παράδειγμα η Vicenza, τόπος δολοφονίας δύο επισκόπων σε διάστημα μόλις 20 ετών[63].
Στην συνέχεια ο Άνσελμος αναφέρεται στην άφιξη του Νικήτα από την Κωνσταντινούπολη, για την ένταξη των Καθαρών της Λομβαρδίας στην ordo Drugunthia και στην επιτυχία της αποστολής. Προκύπτει ένα ερώτημα. Πως κατάφερε να πείσει ο Νικήτας τους Ιταλούς, ν’ αφήσουν την μετριοπαθή δυαρχία; Ο Άνσελμος απαντά σε μια πρόταση. Τους είπε ο Νικήτας:
«Είστε τόσοι πολλοί που θα έπρεπε να έχετε έναν επίσκοπο[64].»
Ο Νικήτας υποσχέθηκε να κάνει τον Μάρκο επίσκοπο, αν εντάσσονταν στην δική του παράταξη. Μ’ αυτό τον τρόπο τον έπεισε. Εκμεταλλεύτηκε τις προσωπικές φιλοδοξίες, όχι μόνο του Μάρκου, αλλά και όσων αναφέρονται στο έγγραφο για το συνέδριο στο Saint-Félix. Έφερε τις συναθροίσεις της Λομβαρδίας, της Languedoc και κάποιες τις Φραγκίας, στην ordo Drugunthia με αντάλλαγμα τον διορισμό επισκόπων σε κάθε μια από αυτές. Με αυτό τον τρόπο άνοιξε τον δρόμο για την εκδήλωση των προσωπικών φιλοδοξιών και άλλων ατόμων με αποτέλεσμα την διάσπαση του αιρετικού κινήματος.
Μετά την αποχώρηση του Νικήτα, έφθασε είδηση ότι έπεσε σε θανάσιμο αμάρτημα. Η είδηση αυτή προηγείται της αντίστοιχης του Πετράκιου. Το πρόβλημα κλήθηκε να λύσει ο Μάρκος. Επιχείρησε ταξίδι στην Ανατολή ώστε να λάβει ξανά το consolamentum και τον επισκοπικό διορισμό. Όταν έφθασε στην Καλαβρία βρήκε τα λιμάνια για την απέναντι ακτή της Αδριατικής κλειστά. Έτσι τον πληροφόρησε κάποιος διάκονος Ιλαρίων[65]. Η αδυναμία εκπλήρωσης του ταξιδιού μπορεί να είναι ένδειξη ότι επιχειρήθηκε μετά τον Ιούνιο του 1185. Τότε ο Γουλλιέλμος ο ΙΙ της Σικελίας επιτέθηκε στην αυτοκρατορία και πολιόρκησε το Δυρράχιο. Ο Μάρκος συνελήφθη και φυλακίστηκε κατά το ταξίδι της επιστροφής του στην Λομβαρδία. Από την φυλακή έστειλε επιστολή στους δικούς του, συνιστώντας τους να εκλέξουν τον διάδοχό του. Στην θέση του εκλέχτηκε ο Ιωάννης ο Ιουδαίος, ο οποίος τον επισκέφτηκε στην φυλακή της Argentea και διορίστηκε επίσκοπος από αυτόν. Στην συνέχεια ο Μάρκος αφέθηκε ελεύθερος, αλλά πέθανε μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Ο Άνσελμος δεν φαίνεται να είναι ενήμερος για την έλευση του Πετράκιου και την είδηση που έφερε. Ωστόσο, γνώριζε τις διασπαστικές κινήσεις στους κόλπους της σέκτας. Κατ’ αυτόν το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία πέντε διαφορετικών ομάδων˙ η ομάδα του Concorezzo με επίσκοπο τον Ιωάννη τον Ιουδαίο˙ η ομάδα του Desenzano με επίσκοπο τον Φίλιππο[66]˙ η ομάδα της Μάντουα με επίσκοπο τον Καλογιάννη και όταν αυτός πέθανε τον Orto de Bagnolo, από τον οποίο ονομάστηκαν Bagnolenses˙ η ομάδα του March με επίσκοπο τον Νικόλαο˙ η ομάδα της Φλωρεντίας με επίσκοπο τον Πέτρο τον Φλωρεντίνο.
Στο δεύτερο κεφάλαιο δίνει κάποιους επισκοπικούς καταλόγους:
«Πρέπει να σημειωθεί ότι οι Καθαροί έχουν τέσσερις επισκόπους στην Λομβαρδία. Αυτοί του Concorezzo έχουν τον κύριο Ουμβέρτο Mandennus, αλλά ο πρώτος από τους συγκεκριμένους επισκόπους ήταν ο Ιωάννης ο Ιουδαίος και μετά από αυτόν ο Garattus, χάριν του οποίου ονομάστηκαν Garatenses. Μετά από αυτόν είχαν τον Ναζάριο για περίπου σαράντα χρόνια˙ μετά από αυτόν τον Γεράρδο de Cambiate και μετά τον Mandennus αυτόν που έχουν τώρα. Οι Αλβανέζοι είχαν πρώτα τον Φίλιππο, μετά τον Belesmanza για περίπου σαράντα χρόνια, μετά τον Ιωάννη του Luzano[67], και μετά από αυτόν τον Μποναβεντούρα της Βερόνα[68], τον οποίο έχουν τώρα για επίσκοπο. Αυτοί του Bagnolo είχαν πρώτα τον Κλογιάννη, από τον οποίο ονομάζονται Καλογιάννηδες (Caloianni)˙ μετά τον Orto του Bagnolo, χάριν του οποίου λέγονται Bagnolenses˙ μετά τον Ανδρέα˙ και μετά τον Hamundus του Casalolto, το οποίο έχουν τώρα ως επίσκοπο. Αυτοί που λέγεται ότι είναι από την Φραγκία έχουν ως επίσκοπο, νομίζω, τον Βιβέντιο της Βερόνα[69].»
Ακολούθησαν και άλλες διασπάσεις δογματικού χαρακτήρα, γι’ αυτό και θα εξεταστούν με το περιεχόμενό τους στο κεφάλαιο για την διδασκαλία των Καθαρών.
δ. Rainerius Sacconi, Summa de Catharis et Pauperibus de Lugduno
Ο Ranerius ήταν Δομινικανός μοναχός και ιεροεξεταστής. Καταγόταν από την Piacenza και πριν την μεταστροφή του συγκαταλέγονταν στις τάξεις των Καθαρών. Μάλιστα αυτοαποκαλείται «αιρεσιάρχης». Η μεταστροφή του έγινε το 1245 και οφείλονταν στον Πέτρο της Βερόνα ή Πέτρο Μάρτυρα (1206-1252), επίσης Δομινικανό μοναχό με επιτυχές κήρυγμα στις περιοχές των Καθαρών. Η επιτυχία του κηρύγματος του Πέτρου με αποτέλεσμα την μεταστροφή πολλών Καθαρών είχε αποτέλεσμα την επιβουλή της ζωής του. Οι Καθαροί του Μιλάνου προσέλαβαν δύο δολοφόνους, τον Carino του Balsamo και τον Manfredo Clitoro του Giussano, και τον εκτέλεσαν στις 6 Απριλίου του 1252[70]. Η δολοφονία του Πέτρου έκανε έντονη εντύπωση στον Rainerius, καθώς ήταν και ο ίδιος στόχος των δολοφόνων, αλλά κατάφερε να διαφύγει. Οι δυο τους ήταν στενοί συνεργάτες αρκετά χρόνια και ο τελευταίος συμμετείχε στην επιτροπή που εξέτασε τα θαύματα και αγιοποίησε τον Πέτρο. Επίσης υπήρξε κατήγορος, ως ιεροεξεταστής, των δολοφόνων του συνεργάτη του. Από το 1254-1259 έδρασε στην Λομβαρδία. Η τελευταία γνωστή αναφορά στο πρόσωπό του χρονολογείται το 1262, σε μια επιστολή του πάπα. Έκτοτε δεν υπάρχουν στοιχεία γι’ αυτόν.
Έγραψε την «Summa» το 1250 και γρήγορα το έργο του έτυχε ευρείας κυκλοφορίας. Η ιστορική του αξία έγκειται στις πληροφορίες που δίνει για τις ομάδες των Καθαρών της εποχής, καθώς καταλογογραφεί τις πεποιθήσεις τους ανά σέκτα. Επίσης αναλύει τις πεποιθήσεις του Ιωάννη de Lugio κι έτσι καθιστά την ανάγνωση του «Liber de duobus principiis» ευανάγνωστο. Το κείμενο εκδόθηκε από τον Antoine Dondaine στην εισαγωγή του «Un Traité néo-manichéen du XIIIe siècle: Le Liber du duobus principiis, suivi d’ un fragment de rituel cathare», Ρώμη 1939, 64-78. Πρόκειται ουσιαστικά για επανέκδοση του κειμένου που εξέδωσαν πρώτοι οι E. Martène - U. Durand, «Thesaurus novus anecdotorum», Paris 1729 , V cols. 1761-76. Πρόσφατη έκδοση F. Sanjek, Archivum Fratrum Praedicatorum 44 (1974), 31-60.
Ο Ranerius δεν παρέχει στοιχεία για την προηγούμενη ιστορία των αιρετικών ομάδων. Κυρίως επικεντρώνεται στην κατάσταση των συναθροίσεων των Καθαρών στην εποχή του, στα μέσα του ΙΓ’ αι.:
«Αν και κάποτε οι σέκτες των Καθαρών ήταν πολυπληθείς, με την χάρη του Ιησού Χριστού έχουν καταστραφεί σχεδόν ολοκληρωτικά[71].»
Χωρίζει τις σέκτες σε τρείς κατηγορίες, ανάλογα με τα δογματικά χαρακτηριστικά τους:
«[1] Περί των διαφόρων σεκτών των Καθαρών.- Θα πρέπει να σημειωθεί εξαρχής, ότι η σημαντικότερη σέκτα, δηλαδή οι Καθαροί, είναι χωρισμένη σε τρία μέρη ή βασικές ομάδες, η πρώτη των οποίων ονομάζεται οι Αλβανέζοι, η δεύτερη, οι Concorrezzenses, και η τρίτη, οι Bagnolenses΄ όλες αυτές βρίσκονται στην Λομβαρδία. Οι άλλοι Καθαροί, είτε της Τοσκάνης, ή του March ή της Προβηγκίας, δεν διαφέρουν στις πεποιθήσεις από τους Καθαρούς, που μόλις αναφέρθηκαν ή από κάποιο τμήμα τους. Διότι όλοι οι Καθαροί έχουν γενικές πεποιθήσεις στις οποίες συμφωνούν και κάποιες ιδιαίτερες στις οποίες διαφέρουν[72].»
Ο χωρισμός των ομάδων με βάση τις πεποιθήσεις τους ήταν αναμενόμενος, καθώς ο Ranerius ασχολείται κυρίως με την καταγραφή των πεποιθήσεων αυτών και μάλιστα, όχι μόνο με τα κοινά πιστεύω τους, αλλά και με τις ιδιαιτερότητες της κάθε ομάδας.
Σε επόμενο κεφάλαιο (14) αναφέρει όλες τις εκκλησίες των Καθαρών, σε σύνολο δεκαέξι. Δεν υπάρχει κάποιο καινούργιο στοιχείο, από όσα έχουν παρατεθεί προηγουμένως, οπότε δεν χρειάζεται να επαναληφθούν τα ίδια. Πρωτοτυπία παρουσιάζει το 15 κεφάλαιο. Σε αυτό απαριθμεί τους πιστούς της κάθε εκκλησίας:
«[15] Τα μέρη στα οποία εντοπίζονται .- Η πρώτη ομάδα, δηλαδή οι Αλβανέζοι, κατοικούν στην Βερόνα και μερικές πόλεις της Λομβαρδίας και αριθμούν γύρω στους πεντακόσιους και από τα δύο φύλα. Αυτοί του Concorezzo είναι διεσπαρμένοι σε όλη σχεδόν την Λομβαρδία και υπάρχουν περίπου χίλιοι πεντακόσιοι ή περισσότεροι και των δύο φύλων. Οι Bagnolenses είναι στην Μάντουα, την Μπρέσκια και το Bergamo και στην περιοχή του Μιλάνου (αλλά λίγοι), και στην Ρωμανία[73]΄ υπάρχουν περίπου διακόσοι από αυτούς. Η εκκλησία του March παραμένει στην Vicenza αλλά δεν έχουνε μέλη στην Βερόνα΄ υπάρχουν περίπου εκατό από αυτούς. Αυτοί της Τοσκάνης και της κοιλάδας του Σπολέτο αριθμούν ούτε εκατό. Η εκκλησία της Φραγκίας είναι στην Βερόνα και την Λομβαρδία σχεδόν εκατόν πενήντα το πολύ. Η εκκλησία της Τουλούζης, η Αλβιγινική και αυτή της Carcassonne, μαζί με μερικούς που ανήκαν πριν στην εκκλησία της Agen, η οποία έχει καταστραφεί σχεδόν ολοκληρωτικά, αριθμεί κοντά στους διακόσιους. Η εκκλησία των Λατίνων της Κωνσταντινούπολης συγκεντρώνει λιγότερο από πενήντα άτομα. Παρόμοια, η εκκλησία της Σκλαβονίας, αυτή της Φιλαδελφείας και αυτές των Ελλήνων, της Βουλγαρίας και της Δραγοβίτσας, αριθμούν όλες μαζί κάπου λιγότερα από πεντακόσια άτομα. Ω αναγνώστη, μπορείς να πεις με ασφάλεια, ότι σε όλο τον κόσμο δεν υπάρχουν ούτε τέσσερις χιλιάδες Καθαροί και των δύο φύλων και ο υπολογισμός που γίνεται εδώ έχει γίνει πολλές φορές στο παρελθόν, μεταξύ τους[74].»
Να ξεκαθαριστεί ότι οι παραπάνω αριθμοί αναφέρονται μόνο στους Εκλεκτούς. Αυτό προκύπτει από έναν κώδικα (Munich MS Clm, 311 fol. 96), στον οποίο υπάρχει η προσθήκη «sed credentes innumeri», δηλαδή «αλλά πιστοί αμέτρητοι».
Άλλη μια σημαντική λεπτομέρεια είναι αυτή που αναφέρεται στις εκκλησίες «πέρα από την θάλασσα» (fere omnes ecclesie Catharorum de ultra mare). Κατ’ αρχάς, γίνεται αντιληπτό ότι οι Δυτικοί ελάμβαναν τις ομάδες των Βογομίλων ως ομάδες Καθαρών και αυτό σημαίνει ότι πέρα από την αρχική επίδραση των Βαλκάνιων δυαρχικών στην Δύση και τις μετέπειτα σχέσεις Καθαροί και Βογομίλοι θεωρούσαν εαυτούς και αλλήλους, ως το ίδιο και το αυτό, στο βαθμό που το επέτρεπαν οι διαφορές στην θεώρηση της δυαρχίας. Πέραν τούτου, ο Ranerius προσθέτει ότι οι εκκλησίες πέρα από την θάλασσα, δηλ. η εκκλησία της Βουλγαρίας, των Ελλήνων και η Λατινική/Καθαρών της Κωνσταντινούπολης έχουν την ίδια πίστη. Αυτό είναι πολύ σημαντικό.
Παραπάνω, όταν συζητήθηκε η αποστολή επιτροπής των εκκλησιών της Λομβαρδίας σε επίσκοπο «πέρα από τα βουνά» για την εξεύρεση λύσης στο σχίσμα, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι ο επίσκοπος αυτός ήταν από την Γερμανία και ανήκε στην ordo Bulgaria, στην οποία ήθελαν να επιστρέψουν οι Καθαροί της Λομβαρδίας. Αυτή η άποψη δεν βρίσκει την αποδοχή από όλους τους ιστορικούς. Υπάρχει η άποψη[75] ότι η αποστολή έγινε στην Φραγκία, δηλ. στην Βόρεια Γαλλία, σε επίσκοπο που είχε διορισθεί στο συνέδριο του Saint-Félix και ανήκε στην ordo Drugunthia. Αυτή η άποψη είναι αφελής. Εφόσον, το πρόβλημα ήταν η πτώση των Νικήτα-Συμεών και η εξ αυτής ακύρωση όλων των χειροθεσιών (consolamenta) και επισκοπικών διορισμών που οι πεσόντες είχαν πράξει, τότε, όχι μόνο ο επίσκοπος της Λομβαρδίας, αλλά και όλοι οι επίσκοποι που διορίστηκαν στο συγκεκριμένο συνέδριο ήταν άκυροι. Συνεπώς και ο διορισμός του επισκόπου της Βόρειας Γαλλίας ήταν άκυρος, αποκλείοντας έτσι την προς αυτόν έκκληση. Όντως οι Λομβαρδοί Καθαροί απευθύνθηκαν σε Γερμανό Καθαρό επίσκοπο, ο οποίος δεν συμμετείχε στην σύνοδο του Saint-Félix, παρέμενε ενεργός και μέλος της ordo Bulgaria. Η συγκεκριμένη αναφορά του Ranierus το αποδεικνύει. Ακόμη περισσότερο φανερώνει ότι όχι μόνο η Λομβαρδία αλλά και η Φραγκία είχε επανέλθει στην ordo Bulgaria, σε αντίθεση με την Languedoc που παρέμενε στην ordo Drugunthia και στην απόλυτη δυαρχία.
Από την εξέταση των διαφορών των ομάδων της Λομβαρδίας προκύπτει ότι η κρίση που είχε ξεκινήσει τον προηγούμενο αιώνα, είχε βαθύνει και είχε καταντήσει αξεπέραστη. Οι δύο εκπρόσωποι των τάσεων της δυαρχίας, δηλ. οι Αλβανέζοι και οι Concorezzenses είχαν φθάσει σε σημείο να αλληλοαναθεματίζονται. Γράφει ο Salvo Burci στο έργο του «Supra Stella» γραμμένο το 1235:
«Κατά των Καθαρών που αποκαλούνται Αλβανέζοι και Concorezzenses, που διαφωνούν ισχυρά μεταξύ τους στο σημείο να καταδικάζουν ο ένας τον άλλο σε θάνατο΄ οι Αλβανέζοι ισχυρίζονται, ενάντια στους Concorezzenses, ότι αυτοί είναι η εκκλησία του Θεού, λέγοντας ότι οι τελευταίοι προήλθαν από αυτούς και αποχώρησαν από μας, και οι Concrezzenses ισχυρίζονται τα αντίθετα[76].»
Ο Salvo Burci (ή Salvus Burcius) ήταν αριστοκρατικής καταγωγής, κάτοικος της Piacenza. Στην πόλη αυτή υπήρχε ισχυρός πυρήνας αιρετικών και προκαλούσε πολιτικές αναταραχές. Το 1233 ο πάπας Γρηγόριος Θ’ (1227-1241) έστειλε τον Δομινικανό κήρυκα και ιεροεξεταστή Ρολάνδο της Κρεμόνα στην πόλη. Οι αιρετικοί τον υποδέχθηκαν με καταιγισμό λίθων με αποτέλεσμα τον θάνατό του. Δυο χρόνια μετά το γεγονός ο Salvo Burci έγραψε το έργο του. Το πολεμικό του ύφος δείχνει εξοικείωση με τις πεποιθήσεις των Καθαρών. Το έργο του έρχεται ως απάντηση σε έργο των αιρετικών με το όνομα «Stella» («Αστέρι»), γι’ αυτό και ο ίδιος το ονόμασε «Supra Stella» («Ανώτερο Αστέρι»). Αποσπάσματα έχουν εκδοθεί από τον Döllinger[77] και από τον Ilarino da Milano[78]. Πρόσφατη έκδοση από την Caterina Bruschi[79].
Ο Salvo Burci δίνει βάρος στις μεταξύ των δύο ομάδων αντιπαραθέσεις και συμπεραίνει ότι αυτές οι διαμάχες που οδήγησαν σε διάσπαση το αιρετικό κίνημα, στάθηκαν αιτία για την επιστροφή πολλών αιρετικών:
«Αλλά αν και δεν μπορούσαν να έρθουν σε συμφωνία, έκαναν την προσπάθεια κι έψαξαν, όσο το επέτρεπαν οι δυνατότητές τους, να συνδυάσουν και τις δυο σέκτες σε μια κοινή πίστη, αποδεχόμενοι ότι η εκκλησία τους υπέφερε από το σκάνδαλο του σχίσματός τους, με αποτέλεσμα πολλοί από τους πιστούς τους να έχουν επιστρέψει στην εκκλησία της Ρώμης[80].»
Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι προσπάθειες για την εξεύρεση της ενότητας δεν περιορίστηκαν στον ΙΒ’ αι. αλλά συνεχίστηκαν και τον επόμενο. Παρέμειναν άκαρπες, με αποτέλεσμα να γράψει ο Ranerius δεκαπέντε χρόνια μετά:
«Όλες οι εκκλησίες των Καθαρών είναι πρόθυμες ν’ αναγνωρίσουν η μια την άλλη, αν και έχουν διαφορετικές και αντικρουόμενες απόψεις, εκτός από τους Αλβανέζους και τους Concorezzenses, οι οποίοι καταδικάζουν οι μεν τους δε[81].»
Τέλος, η αναφορά του Ranerius ότι η εκκλησία της Φραγκίας βρισκόταν στην Βερόνα και την Λομβαρδία, θα εξηγηθεί στο επόμενο κεφάλαιο.
7.2.3. Οι Καθαροί στην Φραγκία (Βόρεια Γαλλία)
Για την δημιουργία και την ύπαρξη εκκλησία Καθαρών στην Φραγκία, δηλαδή στην περιοχή όπου ίσχυε η εξουσία του βασιλιά των Φράγκων (σε αντίθεση με την αυτόνομη περιοχή της Languedoc-Νότιας Γαλλίας), πληροφορεί ο Άνσελμος Αλεξανδρείας:
«Αργότερα οι Φράγκοι που είχαν πάει στην Κωνσταντινούπολη επέστρεψαν στην πατρίδα τους και κήρυξαν και, καθώς αύξανε ο αριθμός τους εγκατέστησαν επίσκοπο στην Φραγκία. Κι επειδή ο Φράγκοι είχαν διαφθαρεί αρχικά στην Κωνσταντινούπολη από τους Βούλγαρους, σε ολόκληρη την Φραγκία αποκαλούν τους αιρετικούς Βούλγαρους[82]»,
όπως ειπώθηκε και παραπάνω.
Η αναφορά του Άνσελμου για την παραλαβή της αίρεσης και την μεταφορά της στην Δύση από τους Φράγκους Σταυροφόρους, στην μορφή της μετριοπαθούς δυαρχίας της ordo Bulgaria, εξηγεί γιατί δεν εμφανίζονται στις πηγές Βογομίλοι απεσταλμένοι. Οι Φράγκοι είχαν την ευχέρεια να κηρύξουν χωρίς μεταφραστές και είχαν ήδη ετοιμάσει την λατινική μετάφραση της Βογομιλικής Τελετής στην Κωνσταντινούπολη για δική τους χρήση, την οποία μετέφεραν στην Δύση για να χρησιμοποιηθεί από τους προσήλυτους.
Η χρήση της Τελετής επιβεβαιώνεται από τον Eckbert του Schönau στην σέκτα της Κολονίας. Γράφει:
«Ο δύστυχος που πρόκειται να βαπτιστεί, η καλύτερα να καθαριστεί, τοποθετείται στο μέσο [της συνάθροισης] και ο Αρχι-Καθαρός τον βοηθά, κρατώντας στο χέρι του ένα μικρό βιβλίο προορισμένο γι’ αυτήν την τελετή[83].»
Αργότερα, το λατινικό κείμενο χρησιμοποιήθηκε για την μετάφραση της Τελετής και σε άλλες διαλέκτους, όπως αυτήν της Προβηγκίας.
Η ύπαρξη αυτής της εκκλησίας επιβεβαιώνεται από το κείμενο του συνεδρίου του Saint-Félix, όπως και από την Summa του Sacconi. Το κείμενο του Saint-Félix γράφει:
«Μετά από αυτά, αφίχθη ο Ροβέρτος του Epernon, επίσκοπος της εκκλησίας των Φράγκων, μαζί με τους συμβούλους του[84].»
Εκτός από την επιβεβαίωση για την ύπαρξη της συγκεκριμένης εκκλησίας, παρέχεται και το όνομα του επισκόπου, κι έτσι επιβεβαιώνεται και η πληροφορία του Ανσέλμου, περί ύπαρξης ιεράρχη λόγω αυξημένου αριθμού μελών.
Η χρονολογία της ίδρυσης της σέκτας των Φράγκων παραμένει αβέβαιη. Είναι πιθανό ο Καθαρισμός να έφτασε στην Βόρεια Γαλλία το 1114, όταν ο Κλήμης και ο Εβεράρδος του Bucy καταδικάστηκαν από τον επίσκοπο Lisiard της Soissons ως αιρετικοί[85]. Ο ηγούμενος Guibert de Nogent, που βοήθησε στην ανάκρισή τους, τούς κατηγορεί ότι συμμετείχαν σε όργια, απέρριπταν τα μυστήρια, έκαναν μυστικές συγκεντρώσεις, απέφευγαν τροφές που προέρχονταν από συνουσία, και τέλος ότι καταδίκαζαν τον γάμο. Επίσης ενδεικτικό είναι ότι είχαν δικό τους τυπικό για την μύηση των μελών, σημάδι ότι πρόκειται για Καθαρούς. Ο ίδιος ο Guibert τους αποκαλεί Μανιχαίους σε μια εποχή που το όνομα «Καθαροί» δεν τους είχε δοθεί ακόμη. Η κατηγορία του μανιχαϊσμού επιβεβαιώνει την δυαρχική φύση των δοξασιών τους, αν και δεν γίνεται απ’ ευθείας αναφορά σε αυτές. Εν τέλει το πλήθος εισέβαλε στην φυλακή και τους λυντσάρισε.
Καθαροί εμφανίστηκαν και στο Mont-Aimé στην Champagne το 1140. Μερικοί οπαδοί τους έφθασαν στην Λιέγη το 1145 και ο κλήρος της πόλης τους συνέλαβε και τους δίκασε για αίρεση. Κάποιος από αυτούς, ο Aimery, μετανόησε και ζήτησε να επιστρέψει στην Ρωμαϊκή "εκκλησία". Επειδή ο επίσκοπος της πόλης έλειπε, ο κλήρος απηύθυνε επιστολή στον πάπα Λούκιο τον Β’ (1144-1145), ζητώντας την συμβουλή του. Στην επιστολή περιλαμβάνονταν και μια αναφορά στους αιρετικούς:
«Αυτή η αίρεση είναι οργανωμένη σε διαφορετικές βαθμίδες΄ έχει πιστούς, που έχουν πλανηθεί ήδη΄ έχει Χριστιανούς και έχει ιερείς και τον λοιπό κλήρο όμοιο με μας… Οι φαύλες βλασφημίες της σέκτας είναι οι εξής: αρνείται ότι οι αμαρτίες συγχωρούνται με το βάπτισμα΄ θεωρεί ότι το μυστήριο του Σώματος και του Αίματος του Χριστού δεν έχει καμιά αξία΄ ισχυρίζεται ότι η χειροτονία από τους επισκόπους είναι χωρίς αποτέλεσμα΄ πιστεύει ότι κανείς δεν μπορεί να λάβει το Άγιο Πνεύμα εκτός και αν το αξίζει εξαιτίας των καλών του έργων΄ καταδικάζει τον γάμο΄ διακηρύσσει ότι η Καθολική Εκκλησία υπάρχει μόνο στην κοινότητά της΄ επικρίνει κάθε όρκο ότι είναι αμαρτωλός. Ακόμη, τα μέλη αυτής της σέκτας παριστάνουν ότι λαμβάνουν τα μυστήριά μας με σκοπό να κρύψουν την δική τους φαυλότητα[86].»
Το πρωταρχικό πρόβλημα της επιστολής είναι χρονολόγησή της. Ως σύσταση έχει την εξής:
«Προς τον σεβασμιώτατο κύριο και πατέρα μας, Λ., με την χάρη του Θεού ποντίφικα, η εκκλησία της Λιέγης στέλνει αφοσιωμένες ευχές και υπακοή εν Χριστώ[87].»
Οι εκδότες της επιστολής E. Martene-U. Durand, έχοντας μπροστά τους το προς έκδοση χειρόγραφο (απωλεσθέν σήμερα) αποφάνθηκαν ότι πρόκειται για τον πάπα Λούκιο Β’ και χρονολόγσαν την επιστολή το 1144. Ο Paul Fredericq που ανατύπωσε την επιστολή στο δικό του Corpus (Ι, 31-33) δεν απομακρύνθηκε από την αρχική εκτίμηση, μόνο μετέθεσε την ημερομηνία συγγραφής κατά ένα χρόνο αργότερα, δηλ. το 1145. Ο Jeffrey Russel, γνωστός αμφισβητίας, διαφώνησε[88] επί τη βάσει ότι ο θάνατος του Λούκιου στις 15 Φεβρουαρίου του 1145, πρέπει να έφθασε σύντομα στην Λιέγη, οπότε ο κλήρος δεν μπορεί να απευθύνθηκε στον θανόντα. Συνέδεσε την επιστολή με το περιστατικό που αναφέρουμε στο κεφ. 6.2.10 και χρονολόγησε μεταξύ του 1048 και του 1054. Ο H. Silvestre[89] απέρριψε την υπόθεση του Russell επί τη βάσει της απουσίας του επισκόπου Albéron II. Ο επίσκοπος ταξίδεψε στην Ρώμη στην αρχή της χρονιάς του 1145 και πέθανε κατά το ταξίδι της επιστροφής. Κατά την διάρκεια της απουσίας του, ο κλήρος απευθύνθηκε στην Ρώμη, εφόσον εκεί ήταν ο επίσκοπος αλλά κατά την τάξη έστειλε την επιστολή στον πάπα. Συνεπώς, η αρχική εκτίμηση των E. Matrene και U. Durand είναι και η σωστή, με ιστορική βάση.
Η αίρεση έχει τα χαρακτηριστικά των Καθαρών: Δέχεται ως πραγματική εκκλησία την δική της, απορρίπτει τα μυστήρια, έχει διαφορετικές βαθμίδες μύησης, δική της ιεραρχία και απορρίπτει τον γάμο. Ο συνδυασμός είναι μοναδικός, παρότι τα χαρακτηριστικά μεμονωμένα μπορούν να βρεθούν και σε άλλα αιρετικά κινήματα. Επίσης, παρατηρείται ότι αναγνωρίζονται μόνο από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά τους. Ο κλήρος της Λιέγης δεν αντιλήφθηκε την δυαρχία. Επίσης η αναφορά ότι έχουν κλήρο ίδιο με της Ρωμαϊκής εκκλησίας, εννοεί ότι εκτός από ιερείς υπήρχαν και επίσκοποι κι έτσι επιβεβαιώνεται ξανά ο Άνσελμος.
Η ύπαρξη αιρετικών στην Λιέγη, μπορεί να μεταφερθεί χρονικά ακόμη πιο πίσω. Δύο πηγές, τα «Annales Aquenses»[90] και τα «Annales Rodenses»[91] δίνουν πληροφορίες για την ανακάλυψη αιρετικών με τα χαρακτηριστικά των Καθαρών στην Λιέγη, ήδη από το 1135. Η ημερομηνία είναι αδιαμφισβήτητη καθώς και τα δύο Χρονικά τοποθετούν το γεγονός την ίδια χρονιά. Πέραν τούτου η πρώτη πηγή είναι φειδωλή και περιορίζει την πληροφορία σε μια πρόταση. Ωστόσο, η δεύτερη πηγή δίνει εκτενέστερη περιγραφή. Οι αιρετικοί δικάστηκαν δημόσια, καθώς αναφέρεται ότι ήταν παρόν ο πληθυσμός της πόλης. Δεν αρνήθηκαν τις κατηγορίες και ο λαός της Λιέγης ήθελε να τους λιθοβολήσει. Το λυνστάρισμα αποτράπηκε από τις αρχές και οι αιρετικοί φυλακίστηκαν. Οι περισσότεροι διέφυγαν υπό την κάλυψη της νύκτας. Τρεις παρέμειναν, εκ των οποίων οι δύο μετανόησαν, ενώ ο τρίτος αρνήθηκε να το κάνει και παραδόθηκε στην πυρά.
Το Χρονικό αναφέρει μόνο τέσσερα από τα δόγματά τους: αρνούνταν την νομιμότητα του γάμου, πίστευαν ότι οι γυναίκες έπρεπε να είναι για κοινή χρήση, απέρριπταν τον νηπιοβαπτισμό και τις προσευχές υπέρ των νεκρών. Αν και έχει προταθεί ότι ήταν οπαδοί του Ερρίκου, η χρονική σύνδεση κλίνει την ζυγαριά υπέρ των Καθαρών. Το περιβάλλον της πόλης την εποχή εκείνη ευνοούσε την ανάπτυξη της αίρεσης, διότι είχε δημιουργηθεί σχίσμα με αίτιο την πλήρωση του επισκοπικού θρόνου. Οι δύο υποψήφιοι ήταν ο Albero I της Louvain και ο Αλέξανδρος της Jouliers. Ο Αλέξανδρος εξασφάλισε την άνοδό του μετά τον θάνατο του Albero το 1128, αλλά συνέχισε να σκανδαλίζει την εκκλησία με αποτέλεσμα την καταδίκη του από την σύνοδο της Πίζα το 1135, την ίδια χρονιά δηλαδή που ανακαλύφθηκαν οι αιρετικοί. Δεν είναι λοιπόν, παράξενο να υποθέσουμε ότι η σκανδαλιστική συμπεριφορά του Albero και η εγκληματική αμέλειά του επέτρεψαν στους αιρετικούς ν’ αλωνίζουν στην πόλη, ενώ με την καταδίκη του το 1135, δόθηκε η ευκαιρία στην τοπική εκκλησία ν’ αντιδράσει.
Ο πάπας Λούκιος Β’ πέθανε στις 15 Φεβρουαρίου του 1145. Δεν πρόλαβε ν’ απαντήσει στην επιστολή κι έτσι δεν λήφθηκαν μέτρα για την αντιμετώπιση των Καθαρών του Mont-Aimé. Η περιοχή εξελίχθηκε σε κέντρο Καθαρισμού. Το 1157 ο επίσκοπος Σαμψών προήδρευσε σε σύνοδο στην Rheims. Εκεί πάρθηκαν αποφάσεις κατά των «Μανιχαίων», δηλ. των Καθαρών της επαρχίας του[92]. Ο πυρήνας αυτός επιβίωσε μέχρι το 1239, οπότε και ο ιεροεξεταστής Robert de Bugre, πραγματοποίησε ομαδικές δίκες και πέτυχε ομαδικές καταδίκες των Καθαρών. Ο Alberic de Trois-Fontaines αναφέρει ότι εκτελέστηκαν στην πυρά 183 από αυτούς, μόλις έλαβαν το consolamentum από τον επίσκοπό τους[93]. Ως αποτέλεσμα αυτού του διωγμού, οι εναπομείναντες Καθαροί μετέβησαν στην Λομβαρδία. Έτσι εξηγείται η αναφορά του Ranerius, ότι η εκκλησία της Φραγκίας βρίσκεται στην Βερόνα και την Λομβαρδία. Το περιστατικό θα εξεταστεί εκτενέστερα στην ενότητα περί της καταστολής της αίρεσης. Την εποχή αυτή το μεγαλύτερο μέρος των εστιών Καθαρισμού στην Νότια Γαλλία είχε εξαλειφθεί. Δέκα χρόνια πριν, το 1229, είχε συσταθεί η Ιερά Εξέταση και τα μέλη της είχαν αναλάβει δράση στην πάταξη της αίρεσης. Στην θέση που βρίσκονταν τώρα η εκκλησία της Φραγκίας, είχε βρεθεί η εκκλησία της Laguedoc. Θα ακολουθούσε η εκκλησία της Λομβαρδίας, από το 1260 και μετά. Με τον διωγμό των παπικών οι Καθαροί αναγκάστηκαν να περάσουν σε υπόγεια ρεύματα και να μετατραπούν σε μυστική εταιρεία.
Καθαροί εντοπίστηκαν στο Arras το 1183, βάσει τον πληροφοριών ενός ανώνυμου χειρογράφου της συλλογής του Saint-Vaast. Σε μια ομιλία που περιλαμβάνεται στον κώδικα, την «Ομιλία 46»[94], υπάρχει μια πλήρης καταγραφή των πεποιθήσεων των αιρετικών, πράγμα σπάνιο σε αυτή την χρονολογία. Μέχρι τώρα είδαμε ότι από τις ανακρίσεις προέκυπτε κάποιο μικρό μέρος της αλήθειας και συνήθως αυτά που καταγράφονταν ήταν εξωτερικά χαρακτηριστικά των ομάδων. Πολύ αργότερα έργα όπως η «Summa» και η «Tractatus» ήταν το απαύγασμα πολύχρονης εμπειρίας των ιεροεξεταστών, με υλικό που συγκεντρώνονταν από πλήθος ανακρίσεων. Έτσι, η ύπαρξη μιας Ομιλίας, συνταγμένης το 1200, στην οποία να καταγράφεται συστηματικά η πίστη των Καθαρών είναι ευχάριστη έκπληξη. Συγγραφέας της Ομιλίας εικάζεται κάποιος από τον κλήρο του καθεδρικού Pierre du Castel, στο Arras. Στην πόλη διενεργήθηκε πλήρης έρευνα για την ανακάλυψη των αιρετικών το 1183. Σε αυτήν συμμετείχαν οι αρχές, εκκλησιαστικές και πολιτικές. Σύντομα αφίχθησαν ο αρχιεπίσκοπος της Ρεμ και ο κόμης της Φλάνδρας. Ανακαλύφθηκε ολόκληρη κοινότητα, αριστοκράτες και πλέμπα, κληρικοί, ιππότες, χωρικοί, χήρες και παντρεμένες. Όλοι οι ύποπτοι πέρασαν από την δοκιμασία του μύδρου και του ύδατος. Άλλοι απαλλάχτηκαν, άλλοι κάηκαν.
Στην ίδια Ομιλία κατονομάζονται Καθαροί στην La-Charité στον Λίγηρα. Η πόλη είχε μεμαρτυρημένα Καθαρούς από το 1198 μέχρι το 1233, οπότε ο προαναφερθείς ιεροεξεταστής Robert le Bougre την καθάρισε από τους Καθαρούς. To 1198 ο επίσκοπος της Sens και ο επίσκοπος της Auxerre διεξήγαν έρευνες για τον εντοπισμό τους[95]. Ο κήρυκας της ομιλίας είχε την πρόθεση να συνδέσει τους αιρετικούς του Arras και της La-Charité. Η εκτίμησή του ήταν σωστή. Οι αιρετικοί των δύο πόλεων είχαν τις ίδιες πεποιθήσεις και το ίδιο όνομα΄ τούς παρομοιάζει με τις αλεπούδες που έδεσε μαζί ο Σαμψών τις έβαλε φωτιά κι έκαψε τις σοδειές των Φιλισταίων. Επίσης τους συνδέει με τον Μάνη.
Οι «Βούλγαροι» της La-Charité-sur-Loire ήταν αντικείμενο εντατικών ερευνών στις αρχές του ΙΓ’ αι. Οι ύποπτοι ήταν ευκατάστατοι πολίτες και είχαν ελαστικότητα στην πίεση, κάτι που καθιστούσε τις ανακρίσεις δυσχερείς. Οι έρευνες διενεργούνταν από τον επίσκοπο της Auxerre, αλλά οι ανακρινόμενοι κατάφερναν να ξεγλιστρήσουν. Έτσι το θέμα παραπέμφθηκε στον πάπα Ιννοκέντιο Γ’ (1198-1216), ο οποίος αντιμετώπισε προς στιγμήν την συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά δεν κατάφερε να ξεριζώσει την αίρεση. Έτσι, ομολογώντας την αδυναμία του κατακεραύνωσε την πόλη, λέγοντας ότι η La-Charité ήταν η Βαβυλώνα μολυσμένη με αίρεση[96]. Ως φυτώριο αιρετικών κατηγόρησε την ίδια πόλη ο πάπας Γρηγόριος Θ’ (1227-1241)[97].
Αξιοπρόσεκτη είναι η παράδοση των Καθαρών του Mont-Aimé, μέσω της οποίας συνέδεαν την καταγωγή τους με τους αρχαίους Μανιχαίους. Σύμφωνα με αυτήν την παράδοση, ο Φορτουνάτος, ο Μανιχαίος επίσκοπος με τον οποίο ήρθε σε αντιπαράθεση ο Άγιος Αυγουστίνος το 392 μ.Χ., διωγμένος και κυνηγημένος, έφυγε από την Βόρεια Αφρική και ήρθε στην Καμπανία (Champagne). Γνωρίστηκε με κάποιον ιππότη, τον Widomar, ο οποίος είχε στρατοπεδεύσει εκεί. Προσηλύτισε τον ιππότη και έκτοτε η περιοχή έγινε τόπος συνάθροισης των αιρετικών[98]. Είναι προφανές ότι η προφορική παράδοση συνέδεσε το αρχαίο όνομα του βουνού, Mons Wedomari, με το όνομα του ιππότη. Και ο τίτλος βέβαια είναι αναχρονισμός, αναμενόμενος σε τέτοιας μορφής μυθοπλασίες. Ωστόσο, εκείνο που επιβεβαιώνεται για άλλη μια φορά είναι η αντίληψη των ίδιων των Καθαρών ότι καταγόταν από τους αρχαίους Μανιχαίους.
Άλλα περιστατικά φανερώνουν έντονη δραστηριότητα των Καθαρών στην Nevers. Ένας διάκονος κατηγορήθηκε για αίρεση και απολύθηκε αλλά κράτησε το εισόδημα΄ ένας ηγούμενος κατηγορήθηκε για κοπρολαγνεία και Ωριγενισμό΄ ένας ιππότης, συγγενής του κόμη της Nevers, γνωστός ενάντιος της εκκλησίας, κάηκε ως αιρετικός΄ και ο Γκυγιώμ (Guillaume), αρχιδιάκονος και ανιψιός του ίδιου κόμη, με την κατηγορία της αίρεσης, διέφυγε και κατέφυγε στην Languedoc. Εκεί άλλαξε το όνομά του σε Θευδέριχο (Thierry), υπερασπίστηκε την πίστη των Καθαρών στην διαμάχη του 1206 ενάντια στον επίσκοπο Diego της Osma και ενάντια στον Δομίνικο (τον ιδρυτή του ομώνυμου τάγματος)[99].
Όπως επιβεβαιώνεται από τις πηγές, οι Καθαροί στην Φραγκία ονομάζονταν Βούλγαροι. Οπωσδήποτε οι πρώτοι κήρυκες της αίρεσης, αυτοί που είχαν έρθει από την Κωνσταντινούπολη, θα είχαν αναφέρει ότι η αίρεση είχε ξεκινήσει από την Βουλγαρία. Επίσης ο κλάδος αυτός των Καθαρών ήταν μέλος της ordo Bulgaria, και γι’ αυτό αποκαλούσαν τους αιρετικούς περιπαικτικά «Βούλγαρους». Για παράδειγμα ο Robert le bougre, ο ιεροεξεταστής που αναφέρθηκε παραπάνω, πήρε το προσωνύμιο αυτό επειδή είχε μεταστραφεί από Καθαρός. Επειδή απέφευγαν τον γάμο και ο τρόπος ζωής τους επέβαλε να συνταξιδεύουν με άτομο του ίδιου φύλου (τον συνταξιδιώτη ονόμαζαν socius ή socia[100]), κατηγορήθηκαν για ομοφυλοφιλία. Η κατηγορία ίσως να μην ήταν άδικη. Συν τω χρόνω, όμως, η λέξη bougre έχασε την αρχική της σημασία κι έφθασε να σημαίνει τον σοδομιστή. Έτσι η λέξη αυτή χρησιμοποιείται στην γαλλική γλώσσα και με τις δύο έννοιες, του Βούλγαρου και του σοδομιστή[101].
7.2.4 Οι Καθαροί στην Αγγλία
Η προσπάθεια των Καθαρών να εισβάλλουν στην Αγγλία τους άφησε τραυματική εμπειρία. Καταγράφηκε από τον William του Newburgh[102], έναν από τους καλύτερους μεσαιωνικούς συγγραφείς (βλ. σχετ. κεφ. 6.2.14β).
Οι αιρετικοί[103] έφθασαν στην νήσο είτε από την Φλάνδρα είτε από την Ρηνανία[104]. Ο William μπορεί με θάρρος και επαίρεται ότι αν και σε άλλα μέρη της Ευρώπης, οι αιρέσεις έκαναν θραύση, η Αγγλία ήταν πάντα ελεύθερη από τέτοιου είδους επιδημίες:
«Sane ab hac et ab aliis pestibus haereticis immunis simper exstitit Anglia, cum in aliis mundi partibus tot pullulaverint haereses[105].»
Ο αριθμός των Καθαρών που έφθασαν τότε δεν υπερέβαινε τους τριάντα. Σύμφωνα με τα χρονικά του Tewkesbury ήταν υφαντές[106]. Αρχηγός τους ήταν κάποιος Γεράρδος, ο μόνος μορφωμένος. Αρχικά θέλησαν να ανακατευθούν με τον ντόπιο πληθυσμό, αλλά η γερμανική καταγωγή τους τραβούσε την προσοχή. Έτσι, όταν προσπάθησαν να διαδώσουν την αίρεση έγιναν αμέσως αντιληπτοί. Δεν μπόρεσαν να δράσουν στα κρυφά παρά για σύντομο χρονικό διάστημα. Συνελήφθηκαν και κρατήθηκαν.
Ο βασιλιάς Ερρίκος Β’ (1154-1189) απόγονος του Γουλιέλμου του Κατακτητή και πρώτος του Οίκου των Πλανταγενέτων που κυβέρνησε την Αγγλία, δεν ήθελε να τους καταδικάσει χωρίς δίκη, γι’ αυτό και συγκάλεσε επισκοπικό δικαστήριο στην Οξφόρδη. Αυτή η λεπτομέρεια βοηθά στην χρονολόγηση του περιστατικού, αν και δεν υπάρχει ομοφωνία στους ιστορικούς. Κατά τον R. W. Eyton[107], ο Ερρίκος βρισκόταν στην Οξφόρδη τον Δεκέμβριο του 1163 και ξανά τους τρεις τελευταίους μήνες του 1165. Τοποθετεί το περιστατικό τα Χριστούγεννα αυτού του έτους. Το επισκοπικό δικαστήριο τους βρήκε ένοχους για αίρεση και παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν για να πεισθούν να μετανοήσουν, αυτοί αρνήθηκαν πεισματικά. Μόνο μια φτωχή γυναίκα, η μοναδική προσήλυτη στην αίρεση μετανόησε και ζήτησε συγχώρεση. Παραδόθηκαν, λοιπόν, στον Ερρίκο για την απόφαση της ποινής. Αυτός διέταξε να μεταφερθούν έξω από την πόλη, να τους αφαιρεθούν τα ρούχα και να αφεθούν στην τύχη τους. Μάλιστα, απείλησε με την ίδια καταδίκη, όσους θα τους παρείχαν καταφύγιο ή οποιασδήποτε μορφής άνεση[108]. Η εκτέλεση αυτής της απόφασης σε καιρό χειμώνα ισοδυναμούσε με θανατική καταδίκη. Κατά τον William με αυτόν τον τρόπο ο Ερρίκος αποσόβησε τον κίνδυνο της αίρεσης και απέτρεψε κάθε επόμενη απόπειρα.
Η πρώτη ερώτηση που εγείρεται από το περιστατικό είναι τι γύρευαν αυτοί οι άνθρωποι στην Αγγλία. Ναι μεν αναφέρεται η Οξφόρδη, αλλά εκεί μπορεί να ήταν ο τόπος εκδίκασης της υπόθεσής τους και όχι ο τόπος διαμονής τους. Έχει αποκλειστεί η ιδιότητα των εμπόρων για πολλούς λόγους, δύο εκ των οποίων είναι, πρώτον ήταν αγράμματοι και δεύτερον ήταν μικτή ομάδα, άνδρες και γυναίκες. Παρότι δεν δίνονται πολλά στοιχεία από τις πηγές, η πιο βάσιμη υπόθεση είναι ότι επρόκειτο για πρόσφυγες διωγμένους από την ηπειρωτική Ευρώπη, λόγω κάποιου διωγμού της αίρεσής τους. Πράγματι, το 1163, την πιθανότερη χρονιά μετάβασής τους στη νήσο, διωγμός Καθαρών είχε συμβεί στην Κολονία.
Ο Ralph de Diceto, αρχιδιάκονος στον καθεδρικό του απ. Παύλου στο Middlesex, αναφέρει απλώς ότι εξορίστηκαν από το βασίλειο. Ο William δίνει διαφορετικό τέλος στην ιστορία και η δική του εκδοχή επιβεβαιώνεται από την Ασσίζη του Κλάρεντον με χρονολογία έκδοσης το 1166. Σύμφωνα με αυτή την διαταγή, όποιος δέχονταν αιρετικό και του παρείχε καταφύγιο ήταν ένοχος και το σπίτι του θα πυρπολούνταν ως μολυσμένο. Για να ξεχωρίσουν τους αιρετικούς τούς μάρκαραν στο μέτωπο.
Η απόφαση του Ερρίκου είχε μερική επιτυχία. Οι Καθαροί άργησαν να εμφανιστούν ξανά στην Αγγλία. Αναφέρεται καύση αιρετικών το 1191 στην Υόρκη[109], επί αρχιεπισκόπου Γοδεφρείδου (1191-1212). Επίσης, άλλος αιρετικός κάηκε στο Λονδίνο το 1210 ή 1211[110]. Πέρα από αυτά τα περιστατικά δεν υπάρχει κάτι άλλο για την χώρα αυτή. Ας σημειωθεί ότι η Ιερά Εξέταση δεν είχε αρμοδιότητα στην Αγγλία γι’ αυτό και δεν έδρασαν εκεί ιεροεξεταστές.
[1] Η ανασύνθεση της ιστορικής εικόνας της εμφάνισης των Καθαρών ξεκαθάρισε με την έκδοση κειμένων των πηγών από τον Antoine Dondaine. Το 1939 εξέδωσε το κείμενο του Liber de duobus principiis, θεωρητικό εγχειρίδιο της απόλυτης δυαρχίας, γραμμένο από τον Jean de Lugio, Καθαρό επίσκοπο Desenzano. Στον ίδιο τόμο εξέδωσε τρία ακόμη κείμενα σχετικά με την ιστορία των Καθαρών. Το De catharis et pauperibus lugduno, του Rainier Sacconi, το Fragmentum ritualis, και μια εκδοχή του Consolamentum. To 1949 και 1950 εξέδωσε δύο σημαντικά κείμενα για την ιστορία της αίρεσης στην Λομβαρδία, το ανώνυμο De heresi catharorum, στο La Hiérarchie cathare en Italie I: Le “De Heresi catharorum in Lombardia”, Archivum Fratrum Praedicatorum 19 (1949), 280-312, και το έργο του Άνσελμου Αλεξανδρείας, Tractatus de hereticis, στο La Hiérarchie cathare en Italie II: Le “Tractatus de hereticis” d’ Anselm d’ Alexandrie, Archivum Fratrum Praedicatorum 20 (1950), 234-277. Ακολούθησε η έκδοση ενός επίσης σημαντικού κειμένου, του Liber contra Manicheos, του Durand de Huesca, από την Christine Thouzellier, στα Un Traité cathare inédit du début du XIIIe siècle d’ après le “Liber contra Manicheos” de Durand de Huesca, Luvain 1961, και Une Somme anti-cathare: Le “Liber contra Manicheos” de Durand de Huesca, in Spicilegium Sacrum Lovaniense, Luvain 1964.
[2] Οι κυρίαρχες τάσεις στην ερμηνεία της εμφάνισης των Καθαρών είναι:
α) Η άποψη ότι αυτοί αποτελούν συνέχεια του Μανιχαϊσμού, ο οποίος επιβίωσε στην Ανατολή και μέσω των Βογομίλων επανεμφανίστηκε στην Δύση. Κύριως εκπρόσωπος αυτής της άποψης είναι ο Steven Runciman, The Medieval Manichee, Cambridge University Press 1947. Πριν τον Runciman την υποστήριξαν οι Henry CharLes Lea, History of the Inquisition in the Middle Ages, 2 vols New York 1887 & 1888, και Paul Alphandéry, Le Gnosticisme dans le sects médiévales latines, in Revue d’ histoire et de philosophie religieuses 7 (1927), 395-411. Την σύνδεση Μανιχαϊσμού Καθαρών αρνήθηκε πρώτος ο Charles Schmidt, Histoire et doctrine de la Secte des Cathares ou Albigeois, Paris 1849, t.1 iv-v.
β) Η άποψη των αποδομητών είναι ότι η σχέση βογομιλισμού-Καθαρών είναι αδιαμφισβήτητη από το 1140 μ.Χ. και μετά και οι Καθαροί προέκυψαν από την όσμωση των υπαρχουσών μεταρρυθμιστικών ομάδων με την δυαρχία των Βογομίλων. Οπαδοί αυτής της θεωρίας, με την δική του προσφορά ο καθένας είναι οι:
- Arno Borst, Die Katharer, in Schrieften der Monumenta Germaniae Historica 12, Stuttgard 1953.
- Raoul Manselli, Amicizi spirituali ed azione pastorale nella Germania del secolo XII: Idelgarde von Bingen, Elisabetta ed Ecberto di Schönau contro l’ eresia catara, in Studi di onore di Alberto Pincherle, Studi e materiali di storia delle religioni 38 (Rome 1967) 302-312.
- J. B. Russell, Dissent and Reform in the Early Middle Ages, University of California Press 1965, 220.
- R. I. Moore, The Origins of Medieval Heresy, in History 65 (1970), 223.
[3] Ad Sancti Bernardi epistolas no 432, PL 182.676-680, και σε μετάφραση βλ. σχ. κεφ. 6.2.15.
[4] Caesarii Heisterbacensis, Dialogus Miraculorum c.XIX De haereticis Coloniae combustis: “Circa illa tempora sub Archiepiscopo Reynaldo Coloniae plures haeretici sunt comprehensi, qui a literaris viris examinati et victim, per iudicium sacculare damnati sunt. Data vero sentential, cum ducendi essent ad ignem, tunus illorum Arnoldus nomine, quem ceteri magistrum suum fatebantur, sicut narraverunt qui interfuerunt, panem et pelvim cum aqua sibi dari petivit. Quibusdam volentibus ut hoc fieret, viri prudentes dissuaserunt dicentes: Aliquid hinc fiery posset opera diabolico, quod infirmis esset in scandalum et in ruinam”, ed. Josephus Strange, Coloniae 1851, t.1 p. 298.
[5] Anno 1143: “Hic accusatio Colonie in ecclesia beati Petri presente Arnoldo archiepiscopo contra hereticos facta est; pluresque capti et vinculati, iudicio aquae se expurgaverunt, ceteri autem reatu suo confuse, fugam inierunt. Apud Veronam president Ottone comite igne consumpti sunt tres, malentes mori quam cedere sacrosanct catholice fidei”, MGH SS 16.727.
[6] Anno 1163: “Hoc etiam anno quidam heretici de secta Catarorum de Flandriae partibus Coloniam venientes ibi deprehensi sunt, et extra urbem igne concremati sunt Nonis Augusti quatuor mares et iuvencula, quae se igni invite etiam populo iniecit”, MGH Scriptores rerum Germanicarum t.18 s.114.
[7] PL 195,11-102. Έχουν εκδοθεί από τον Robert Harrison, Eckbert of Schönau ‘s Sermones contra Kataros, Ohio State University 1990.
[8] Για την ίδρυση του εν λόγω αβαείου, F. W. E. Roth, Die Visionen der Heilige Elisabeth und die Schriften der Abte Ekbert und Emecho von Schönau, Brunn 1884, vii-xxi˙ Magnus Backes, Bau- und Kunstgeschichte von Kloster Schönau, in Schönauer Elisabeth-Jubiläum: Festschrift anlässlich des achtundertjähringen Todestages der Elisabeth von Schönau, Schönau Prämonstratenser-Schorherrenstift 1965, 101-133.
[9] Πρόκειται για τους συνήθεις αποδομητές, Herbert Grundmann, Religose Bewegungen im Mittelalter, Berlin 1935 (ανατυπ. Vaduz 1965), 24˙ Arno Borst, Die Katharer…, 209, 251-252˙ Raoul Manselli, Eckberto di Schönau e l’ eresia catara in Germania all meta del secolo XII’, in Arte e storia: studi in onore di Leonello Vincenti, Torino 1965, 332-333. R. I. Moore Origins of European Dissent, New York 1975, 176-179.
[10] Μεταξύ των ιστορικών που υποστηρίζουν αυτή την άποψη είναι ο J. B. Russell, (Dissent and Reform,p.220), ο οποίος θεωρεί τον Eckbert ως την πιο αξιόπιστη πρώιμη πηγή.
[11] Adémar de Chabannes, Chronicon III.49: “Paulo post exorti sunt per Aquitaniam Manichei, seducentes plebam”, Βλ. σχετ. κεφ. 6.2.7.
[12] Herigeri et Anselmi gesta episcoporum Leodiensium 2.62-64: “Aiebat enim in quadam parte diocesis suae quosdam rusticos esse, qui perversum Manicheorum dochma sectantes”, Βλ. σχετ. κεφ. 6.2.10.
[13] Guibert de Nogent, De vita sua: “Si relegas haereses ab Augustino digestas, nulli magis quam manicheorum reperies convenire”, Βλ. σχ. κεφ. 6.2.13.
[14] Ed. Albert Lecoy de la Marche, Anecdotes historiques, legends et apologues, tirées du recueil inédit d’ Étienne de Bourbon, Dominicain du XIIIe siècle, Paris 1878, 300.
[15] Πολλή σημαντική για την κατανόηση αυτής της διαφοράς είναι η εργασία του Robert Harrison, Eckbert of Schönau and Catharism: A Reevaluation, in Comitatus, A Journal of Medieval and Renaissance Studies 22.1 (1961).
[16] De origine 1.17: “Sciendum vero et non celandum ab auribus vulgi quoniam indubitanter secta eorum de quibus agimus originem accept a Manicheo heresiarcha, cuius doctrina maledicta erat et tota venenosa et radicata est in populo isto perverso”, PL 195.16D.
[17] De haeresibus 46.10: “Quorum unus nomine Viator eos qui ista faciunt proprie Catharistas vocari dicens, cum alias eiusdem manichaeae sectae partes in Mattarios et specialiter Manichaeos distribui perhiberet, omnes tamen has tres formas ab uno auctore propagatas, et omnes generaliter Manichaeos esse negare non potuit”. PL 42.36. Επίσης έκδοση & αγγλική μετάφραση Liguori Müller , The De haeresibus of Saint Augustine, The Catholic University of America, Patristic Studies 90 (Washington 1956), p. 90.
[18] Sermones 1.23: “Quorum doctrinam et vitam indubinanter sectantur isti, de quibus nunc sermon nobis est”, PL 195.18B.
[19] PL 32.1309-1378.
[20] PL 42.137-206 & ed. J. Zycha, Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum 25 (Vienna 1891), 195-234. Αγγλική μετάφραση Philip Scaff, NPNF series I vol. 4 pp. 129-150.
[21] Sermones 1.24: “ut qui legerint possint quasi a fundamento totam hanc heresim plenius agnoscere et intelligent quoniam hec heresies omnium heresum sentina est”, PL 195.18C.
[22] Sermones 1.5: “ad confirmandos vacillantes animos seductibilium hominum qui, dolosis sermonibus illorum decepti, ambulare eos secundum veritatem existimant”, PL 195.13-14.
[23] Sermones 1.17-18: “Multa tamen permixta habent doctrine magistri sui que inter hereses illius non inveniuntur, Divisi sunt etiam contra semetipsos quia nonnulla que ab aliquibus eorum dicuntur ab aliis negantur”, PL 195.16D.
[24] Sermones 1.24: “Produnt autem semetipsos quod sint de errore Manichei in eo quod dicere solent quod beatus Augustinus prodiderit secreta eorum”, PL 195.18C.
[25] Sermones 2.29: “donec diu eos probaveritis, ita ut sperare possitis de eis quod non prodant uos”, PL 195.19D.
[26] Sermones 9.161: “Locantur luminaria copiose in parietibus cunctis, statur per ordinem in circuitu cum reverencia magna quoniam sancta res agitur que tamen magis complaceat diabolo quam deo. Statuitur in medio infelix ille qui baptizantus, siue katharizandus est, et assistit ei archicatharus, tenens in manu libellum deputantum ad hoc officium. Dicitur autem hic baptismus fiery in igne propter ignem luminum que in circuitu ardent”, PL 195.51D.
[27] Sermones 13.337: “Nam qui bene vos noscunt salvatoris humanitatem negare vos dicunt… Non est autem incredibile mihi insane magistri insanos esse discipulos. Nam princeps erroris vestry, Manes, salvatorem nostrum ita in humanitate arrarvisse docebat ut videretur quidem esse homo et non esset vere homo et quod nec passus nec vere mortuus nec vere a morte suscitatus”, PL 195.94C-D.
[28] Sermones 1.1: “Hos nostra Germania, Catharos; Flandria, Piphles; Gallia, Texernat, ab usu texendi apellat”, PL 195.13C.
[29] Ed. A. Patschovsky-K.V.Selge, Auszugre aus dem Sammelwerk des Passauer Anonymus, in Quellen zur Geschichte der Waldenser, Göttingen 1973, ss. 70-103.
[30] A. Patschovsky, Zur Ketzerverfolgung Konrads von Marburg, Deutsches Archiv für die Erforschung des Mittelalters, 37(1931), 641-93.
[31] Vita sancti Galdini, Acta Sanctorum, April 18, II 591.
[32] Στην Patrologia Latina του Migne τιτλοφορείται Vita haereticorum (PL 204.775-777). Έχει απασχολήσει τους:
- Ilarino da Milano, La Manifestatio heresies catarorum, Aevum 12 (1938), 281-333.
- Raoul Manselli, Per la storia dell’ eresia, in Bullettino dell’ Instituto storico italiano per il medio evo e Archivio Muratoriano 67 (1955), 189-211.
Ο Raoul Manselli εξετάζει ένα χειρόγραφο, το lat. 14927 της Bibliothèque Nationale του Παρισιού, στο οποίο υπάρχει διαφορετική εκδοχή του κειμένου, από αυτή της Patrologia Latina. Θεωρεί ότι είναι προγενέστερη. Διαφορετική εκδοχή υπάρχει και σε έναν Βατικάνειο Κώδικα τον MS Ottob. lat. 136.
[33] PL 204.775.
[34] Nicolas Vigner, Recueil de l’ histoire de l’ église, Paris 1601, 268.
[35] Antoine Dondaine, La Hiérarchie cathare en Italie, I: Le ‘De heresy catharorum in Lombardia’, in Archivum Fratrum Praedicatorum 19 (1949), 306-12.
[36] Τα σχετικά στοιχεία της παραγράφου στο W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, p. 160.
[37] Anselm, Tractatus, ed. A. Dondaine, p. 308: “Post longum tempus quidam notarium de Francia venit in Lombardiam, scilicet in comitatu Mediolanensi, in partibus de Concorezio; et invenit ibi unum qui dicebatur Marchus, qui erat de loco ibi proper qui dicitur Cologina, et seduxit eum”. Αγγλική μετάφραση, W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, p. 169.
[38] Anselm, Tractatus, ed. A. Dondaine, p. 309.
[39] Τα σχετικά μ’ αυτόν στο 5.3.3β των Βογομίλων.
[40] Αν και η Drugunthia αναγνωρίζεται ως Δραγοβίτσα στην Θράκη, ο Νικήτας ξεκίνησε την αποστολή του από την Κωνσταντινούπολη σταλμένος από την εκεί βογομιλική κοινότητα.
[41] Το προσωνύμιο Εβραίος δεν σημαίνει αναγκαστικά την καταγωγή του. Θα μπορούσε να είναι είτε προσήλυτος στον Ιουδαϊσμό και από κει στον Καθαρισμό, ή μπορεί να άνηκε παλαιότερα στην αίρεση των Πασσαγιανών. Αυτοί έδρασαν την ίδια εποχή και στην ίδια περιοχή. Χαρακτηριστική ήταν η εμμονή τους στην Παλαιά Διαθήκη και κυρίως η τήρηση της περιτομής.
[42] Το όνομά του αναφέρεται από τον Salvo Burci (Ilarino de Milano, I ‘Liber supra Stella’ del piacentino Salvo Burci contra I Catari e alter correnti ereticali, Aevum 19 {1945}, 323) το 1235. Επίσης στην πραγματεία που αποδίδεται στον Πέτρο Μάρτυρα. Εκεί ονομάζεται επίσκοπος που έχασε την Εκκλησία του (ed. Käpeli, Un Somme contre les hérétiques, Archivum Fratrum Praedicatorum 17 {1947}, 306). Οι οπαδοί του ονομάστηκαν Garatenses, ακολουθούσαν την μετριοπαθή δυαρχία και αποτέλεσαν στόχο του έργου Η Βίβλος των δύο Αρχών (κεφ. 6.2.16δ και παρακάτω).
[43] Αναφέρεται επίσης στην πραγματεία που αποδίδεται στον Πέτρο Μάρτυρα ως ένας από τους επισκόπους που έχασαν την εκκλησία τους. Βλ. προηγούμενη σημείωση.
[44] Το όνομα συναντάται σε αρκετές πηγές. Έχει αναγνωριστεί από τον Antoine Dondaine ως το Desenzano sul Lago, στην επαρχία της Brescia (La Hiérarchie cathare, II-III, Archivum Fratrum Praedicatorum 20 {1950}, 281). Η οπαδοί αυτής της ομάδας αναφέρονται στις ύστερες πηγές ως “Albanenses”. Το όνομα το πήραν είτε από επίσκοπο, κατά την πρόταση του Antoine Dondaine (ο.π. 284, 286), είτε από τοποθεσία, πιθανόν το Albano S. Alessnadro που βρίσκεται σε απόσταση έξι μιλίων από την Brescia, κατά την πρόταση του Ilarino da Milano (Il ‘Liber supra Stella, Aevum 16 {1942}, 310).
[45] Αυτός στις πηγές αναφέρεται ως Νικόλας της Vicenza ή Νικόλας του March της Τεργέστης. Η ύπαρξη της συγκεκριμένης εκκλησίας επιβεβαιώνεται από την Summa του Rainierus Sacconi §§ 14,15,27.
[46] Κατά τον Antoine Dondaine, La Hiérarchie cathare II-III, 290 n. 1. O Arno Borst διαφωνεί (Die Catharer, p.112 n.11).
[47] Ο χωρισμός των παραγράφων έγινε από τον εκδότη του κειμένου Antoine Dondaine.
[48] Χωριό στα νοτιοδυτικά του Μιλάνου σε απόσταση περίπου δώδεκα μιλίων. Από κει πήρε το όνομά της η σέκτα των Concorezzenses.
[49] Ο Ναζάριος αναφέρεται και στην Summa του Rainierus Sacconi §25. Αυτός εισήγαγε την χρήση του απόκρυφου Ο Μυστικός Δείπνος στην Δύση, κείμενο που χρησιμοποιούνταν από τους Βογομίλους. Κατά τον Άνσελμο Αλεξανδρείας ήταν επίσκοπος για σαράντα χρόνια. Στην §3 της πραγματείας του αναλύει τις διαφορές του Ναζάριου με τους άλλους Καθαρούς.
[50] Πρόκειται για το σημερινό Bagnolo San Vito κοντά στην Μάντουα. Από αυτό πήραν το όνομά τους οι Bagnolenses.
[51] W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, p. 167.
[52] La Hiérarchie cathare, II-III, Archivum Fratrum Praedicatorum 20 {1950}, 259-262.
[53] Antoine Dondaine, ο.π. 263-265 για τις διαφορές και τις ομοιότητες των δύο πηγών.
[54] W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 168.
[55] Arno Bost, Die Katharer, s.90˙ Christine Thouzellier, Hérésie et croisade, Revue d’ histoire ecclésiastique 49 (1954), 859-862.
[56] W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 168.
[57] Σημερινό Cologno-Monzeze, περίπου 4 μίλια απόσταση από το Μιλάνο στο δρόμο για την Monza.
[58] W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 169.
[59] Η πρώτη εκστρατεία ξεκίνησε το 1154 και η τέταρτη τελείωσε το 1174.
[60] Lettres de Jaques de Vitry, ed. R. C. B. Huygens, Leiden 1960, p.72.
[61] C. Violante, Hérésies urbaines et heresies rurales en Italie du XIe au XIIIe siècle, in Hérésies et societies dans l’ Europe pré-industrielle, XIe-XVIII siècles, ed. Jacques Le Goff, Cilisations et Sociétés 10 (Paris 1968), pp. 171-197.
[62] Malcolm Lambert, The Cathars, Blackwell Publishing 1998, p. 85.
[63] G. C. Merlo, Un contributo sulla storia ereticale a Vicenza nel duecento, in Ricerche di storia sociale e religiosa 39 (1991), 208-9.
[64] W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 169.
[65] Το όνομα δεν εμφανίζεται κάπου αλλού.
[66] Αυτός κατά τον Άνσελμο έμπλεξε με δυο γυναίκες, παράτησε την θέση του και ακολούθησε κοσμικό βίο. Δίδασκε ότι ο άνθρωπος δεν αμαρτάνει από την μέση και κάτω. Την πεποίθηση αυτή είχαν και κάποιοι αιρετικοί που κάηκαν στην Αλσατία το 1212. Ο ψευδο-Ραινιέρος την καταγράφη στις διδασκαλίες αυτών που ονομάζονταν “Runcarii”, σέκτα μέσα στον κίνημα των Βάλδιων. Από τον Άγιο Αυγουστίνο αποδίδεται σε ομάδα αρχαίων αιρετικών με το όνομα Paterniani ή Venustiani (De Haeresibus §85). Σύμφωνα μ’ αυτούς τα κατώτερα μέλη του σώματος ήταν δημιούργημα του διαβόλου. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η δυαρχία δεν ήταν η μόνη αρχαία αιρετική δοξασία, η οποία αναβίωσε τον Μεσαίωνα.
[67] Πρόκειται για τον Ιωάννη de Lugio, τον συγγραφέα της Βίβλου των δύο αρχών.
[68] Στα κατάστιχα της Ιεράς Εξέτασης είναι γραμμένος ως Bonaventura della Torre.
[69] W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 361-2.
[70] Η καριέρα του Πέτρου αναλύεται από τον Antoine Dondaine, Saint Pierre Martyr, Archivum Fratrum Praedicatorum 23 (1953), 66-162. Σύντομη βιογραφία Attwater-Thurston (eds), Butler ‘s Lives of the Saints, II pp.186-7.
[71] W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 329-30.
[72] W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 330.
[73] Δεν εννοεί την ανατολική αυτοκρατορία, αλλά την περιοχή μεταξύ Απέννινων, Ανδριατικής και των ποταμών Reno και Sillaro. Προέρχεται από το λατινικό Romandiola, δηλ Μικρή Ρωμανία, όνομα με το οποίο καλούσαν την περιφέρεια του εξαρχάτου της Ραβέννας, όπου ο πληθυσμός ήταν ρωμαίικος, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Λομβαρδία, που ο πληθυσμός ήταν βαρβαρικός (Λογγοβάρδοι).
[74] W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 337.
[75] Βλ. σχετ. την εισαγωγή του B. Hamilton στο Hough Eteriano, Contra Patarenos, Leiden 2004, p. 97-98.
[76] Salvo Burci, Suprastella I: “Contra Catharos qui appellanturAlbanenses et Concorricii, qui inter se valde discrepant, videlicet quia unus alterum ad mortem condempnat, dicentes Albanenses adversus Concoricios se esse ecclesiam Dei et dicentes illos fuisse ex ipsis, et a nobis secessi sunt, et converse Concoritii vero dicunt illum idem”, ed. C. Bruschi, p.5. Αγγλική μετάφραση.
[77] Döllinger, Beiträge zur Sektengeshichte, II, 52-84. W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 270.
[78] Ilarina da Milano, Il ‘Liber supra Stella’ del piacentino Salvo Burci contra I Catari e alter correnti ereticali, Aevum 16(19420), 272-319.
[79] C. Bruschi, Liber suprastella, Instituto storico per il medio evo, Fonti per la storia d’ Italia medieval, Antiquitates 15 (Rome 2002).
[80] W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 270.
[81] “Omnes ecclesie Catharorum recipient se ad invicem, licet habeant diversas et contrarias opinions, preter Albanenses et Concorrenses, qui se dampnant ad invicem”, το λατινικό κείμενο από την έκδοση του Sanjek, p. 59.
[82] “Postea Francigene, qui iverant Constaninopolim, redierunt ad propria et predicaverunt, et multiplicati constituerunt episcopum Francie. Et quia Francigene seducti fuerunt primo in Constantinopoli a Bulgaris, vcant per totam Franciam hereticos Bulgaros”, λατ. κείμενο ed. Dondaine, Tractatus, Archivum Fratrum Praedicatorum 20, p.308. Αγγλική μετάφραση W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 168.
[83] Sermones 9.161: “ Statuitur in medio infelix ille qui baptizantus, siue katharizandus est, et assistit ei archicatharus, tenens in manu libellum deputantum ad hoc officium”, PL 195.51D.
[84] Αγγλική μετάφραση Edward Peters, Heresy and Authority, p. 121. Για τις εκδόσεις του κειμένου βλ. σχετ. κεφ. 5.3.3δ και επόμενο.
[85] Βλ. σχετ. στο 6.2.13.
[86] Κείμενο Epistola ecclesiae Leodiensis ad Lucium papam secundum, ed. E. Martene- U. Durand, Veterum Scriptorum et monumentorum, historicorum, dogmaticorum, moralium, amplissima collection, 9 vols. Paris 1724- 1733, vol. 1 cols. 776-8. Αγγλική μετάφραση, B. Hamilton, Hough Eteriano…, p. 69 & W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 140-141.
[87] W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, 140.
[88] Les Cathares de 1048-1054 à Liège, in Bulletin de la Sociéte d’ art et d’ histoire du diocese de Liège 42 (1961), 1-8.
[89] Revue d’ histoire ecclesiastique 58 (1963), 979-980.
[90] MGH SS 16,685 & MGH SS 24,37: “In consilio Leodiensi heretici deprehensi sunt, quorum unus vivus est combustus”.
[91] MGH SS 16,711: Anno dominicae incarnationis 1135. deprehensi sunt heretici Leodii, sub specie religionis catholicae et habitu spiritualis vitae, qui legitimum negabant conubium, et communia debere astruebant esse consortia feminarum, et baptism contradicebant parvulorum, et affirmabant orations vivorum nichil animabus conferre defunctorum. Qui errorem cum non possent negare, voluit eos populous lapidare, unde tanto percussi timore elapse sunt sub nocturna caligine; sed in vinculis tribus eorum detentis, unus combustus est igne, reliqui duo reddiderunt se ecclesiae cum fidei prophessione”.
[92] Mansi XXI. 843.
[93] Albrici monachi Triumfontium, Chronicon, MGH SS 23.944: “In anno isto ebdomada ante pentecosten 6. feria factum est maximum holocaustum et placabile Domino in conbustione Bulgarum, siquidem 183 Bulgri conbusti sunt in presentia regis Navarre et baronum Campanie apud Mont Wimer, qui ab antique Mons Wedomari dicitur, ubi affuerunt Remensis archiepiscopus Henricus, …[αναφέρονται τα ονόματα των επισκόπων που έλαβαν μέρος στο επισκοπικό δικαστήριο].
[94] B. Delmaire, Un sermon arrageois inédit sur les ‘Bougres’ du nord de la France, Heresis 17 (1991). pp. 1-15 (εισαγωγή), 11-15 (κείμενο).
[95] É. Chenon, L’ Hérésie à la Charité-sur-Loire et les débuts de l’ Inquisition monastique dans la France du nord au XIIIe siècle, Paris 1917, 7-12. Χρήσιμα στην μελέτη των Καθαρών της Φραγκίας είναι και τα εξής:
- C. H. Huskins, Robert le Bougre and the Beginnings of the Inquisition in northern France, in του ιδίου, Studies in medieval culture, Oxford 1929, pp. 193-244.
- J. Frederichs, Robert le Bougre. Premier Inquisiter Général en France, Université de Gand : Recueil de travaux publiés par la faculté de philosophie et lettres, no.6 (Gent 1892).
- M. Grisart, Les Cathares dans le nord de la France, in Revue du Nord 49(1967).
- Του ιδιου, Le Catharisme dans le Nord de la France, in Cahiers d’études cathares, Année 10 (= série 2, no.3-4) (Arques, Aude 1959 automne) pp.24-40.
- Yves Dossat, L’ hérésie en Champagne aux XIIe et XIIIe siècles, in Memoires de la société d’ agriculture, commerce, sciences et arts du department de la Marne 84 (1969), 68-70.
[96] Christine Thouzellier, Catharisme…, p. 150.
[97] Les Registres de Gregoire IX. Recueil des bulles de ce pape publiées ou analyses d’ après le manuscrits originaux du Vatican, ed. L. Auvray, 4 vols , Paris 1896-1955, no 1253.
[98] Albrici monachi Triumfontium, Chronicon, MGH SS 23.945: “Invenit etiam frater Robertus et secundum hoc publica currit opinion, quod ille Fortunatus Manicheus pessimus, quem beatus Augustinus de Africa expulit, venit eodem tempore ad partes illas Campanie et invenit Widomarum principem Latronum in eodem monte cum suis latitantem, hunc ad suam sectam cum sociic convertit;”.
[99] Malcolm Lambert, The Cathars, p. 89.
[100] B. Hamilton, Hough Eteriano…, p. 70.
[101] Jean Duvernoy, La religion des Cathares, ιδιωτική έκδοση, Τουλούζη 1976, p. 256: “Il est inutile de mentioner les sources attestant l’ assimilation qui s’ est produite dans la langue de la France du nord au XIIIe siècle, entre ‘bougre’ (Blgare=Cathare), ‘bougrerie’ (hérésie), et sodomie et bestialité”.
[102] Willelmi Parvi canonici de Novoburgo, Historia rerum anglicarum Ι.13, ed. Richard Howlett στην σειρά Chronicles of the Reigns of Stephen, Henry II, and Richard I, (4 vols) London 1884, vol.1 pp. 131-134. Αγγλική μετάφραση αποσπάσματος W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, pp. 245-7.
[103] Εκτός από την ιστορία του William άλλη κύρια πηγή είναι:
- Radulfi de Diceto decani Lundoniensis, Ymagines Historiarum, στην σειρά Opera Omnia, Rerum Britannicarum Medii Aevi Scriptores 68 (Roll Series, 1876), vol. 1 p. 318.
Δευτερεύουσες πηγές:
-Radulphi de Coggeshall, Chronicon Anglicarum, ed. J. Stevenson, Rolls Series 66 (1875), 122.
- Annales Theokesberia, ed. H. R. Luard, στην σειρά Annales Monastici, Rolls Series 36 (5 vols, 1864-1869), vol.1 p.49.
- Mattaei Parisiensis, monachi Sancti Albani, Historia Anglorum, sive, ut vulgo dicitur, Historia Minor, ed. F. Madden, Rolls Series 44 (3 vols., 1866-1869), vol. 1 p. 340.
- Petrus Blesensis, Epistola 113, Ad Godefridum, PL 207.340-341.
[104] Για την ύπαρξη Καθαρών στην Ρηνανία και συγκεκριμένα στην Κολονία την ίδια εποχή μιλήσαμε παραπάνω. Για την ύπαρξη σέκτας στην Φλάνδρα βλ. την Επιστολή του πάπα Αλέξανδρου του Γ’ στον βασιλιά της Φραγκίας Λουδοβίκο Ζ’ (1137-1180), PL 200,193. Η επιστολή χρονολογείται στις 11 Ιανουαρίου του 1163.
[105] Willelmi Parvi canonici de Novoburgo, Historia rerum anglicarum, ed. Richard Howlett, vol. 1 p. 132.
[106] Annales monastici, ed. H. R. Luard, I 49.
[107] R. W. Eyotn, Court, Household and Itinerary of Henry II, London 1878, p. 82, 88. O Arno Borst, Die Katharer, s. 94, χρονολογεί στο 1162. Ο J. B. Russell, Dissent and Reform, p. 309 n. 79, χρονολογεί στο 1165/66.
[108] Η απόφαση αυτή βρίσκεται στο 21ο άρθρο της ασσίζης του Clarendon, ed. William Stubbs, Select Chartres, Oxford 91913, p.173.
[109] Hermann Theloe, Die Ketzerverfolgungen im 1.1 und 12. Jahrhundert, Berlin/Leipzig 1913, s. 136.
[110] De antiquis legibus liber, ed. Thomas Stapleton, London 1846, p. 3: “Mo CCo XI. Hoc anno concrematus est quidam Ambigensis apud Londonias”. Η μεταγραφή του “Ambigensis” θεωρείται λανθασμένη. Πρέπει να ήταν “Albigensis”.
7.1 Οι Καθαροί – Εισαγωγικά
Το 1163 μ.Χ. η Σίβυλλα του Ρήνου, Hildegard von Bingen - οραματίστρια και αγία για τους παπικούς – εξέφρασε τον τρόμο της, όταν συνειδητοποίησε ότι οι Καθαροί ήταν οι προάγγελοι των χρόνων της Αποκάλυψης:
«Διότι έχουν περάσει είκοσι τρία χρόνια και τέσσερις μήνες, από τότε που εξαιτίας της κακίας των ανθρώπων αυτών, οι οποίοι ξεβράστηκαν από το στόμα του μαύρου θηρίου, οι τέσσερις άνεμοι τέθηκαν σε κίνηση από τους αγγέλους των τεσσάρων σημείων του ορίζοντα, προκαλώντας μεγάλη καταστροφή[1].»
Στα μέσα του ΙΒ’ αι. η εμφάνιση των Καθαρών σηματοδοτεί την σύζευξη των πολλών δυαρχικών σεκτών και την ενσωμάτωσή τους στον ίδιο αιρετικό οργανισμό, ο οποίος μιμούμενος τα εξωτερικά χαρακτηριστικά εκκλησίας, εμφανίζεται ως το αντίπαλο δέος του παπισμού στην Δύση.
Το όνομα “Καθαροί” εμφανίζεται σε γραπτό κείμενο για πρώτη φορά σε έργο του αδελφού της φίλης της Hildegard, Elizabeth του Schönau, επίσης οραματίστριας και αγίας για τους παπικούς.
Ο Eckbert, Βενεδικτίνος μοναχός στο αββαείο του Schönau, έγραψε δεκατέσσερις ομιλίες εναντίον τους στα μέσα του ίδιου αιώνα, τις Sermones contra Kataros. Η γερμανική απόδοση του ονόματος Ketzer έφθασε με τον καιρό να σημαίνει τον αιρετικό, γενικά. Οι ίδιοι οι Καθαροί αυτοπροσδιορίζονταν ως “bons homes”, καλοί άνθρωποι. Άλλα ονόματα που τους δόθηκαν ήταν:
- Παταρηνοί (Patarenes), από το κίνημα που έδρασε τον ΙΑ’ αι. στο Μιλάνο. Δεν είναι γνωστή η σχέση ή ο συνειρμός που οδήγησε στην απόδοση αυτού του ονόματος, όπως δεν είναι γνωστή η ετυμολογία της λέξης.
- Poplicani, Publicani, Populiacani, πρόκειται για εκλατινισμό του “Παυλικιανοί”. Χρησιμοποιήθηκε περισσότερο στην Βόρεια Φραγκία.
- Burges, δηλ. Βούλγαροι, προφανώς από την σχέση των Καθαρών με τους Βογομίλους.
- Αλβιγήνοι (Albigenses), είναι τοπικός όρος και αναφέρεται στους Καθαρούς της Alba[2]. Ως όρος χρησιμοποιήθηκε πρώτα στην Προβηγκία στο τέλος του ΙΒ’ αι. Κατά την διάρκεια της Αλβιγηνικής εκστρατείας χαρακτήριζε όλους τους αιρετικούς που αντιμετωπίστηκαν από τα παπικά στρατεύματα. Αργότερα η σημασία του ονόματος περιορίστηκε πάλι και μόνο στους Καθαρούς.
- Άλλα δύο ονόματα με τοπικό χαρακτήρα και προέλευση είναι τα Τουλουζάνοι (Toulousain) και Προβηγκάλιοι (Provençal).
- Υφαντές (Textores)˙ το όνομα εμφανίζεται στον Eckbert του Schönau. Φανερώνει την ανατολική προέλευση του καθαρισμού. Έμποροι από την Κωνσταντινούπολη έφεραν στην Δύση την δυαρχία μαζί με τα μεταξωτά υφαντά. Την διδασκαλία μαζί με το εμπόρευμα παρέδωσαν οι αντίστοιχοι δυτικοί έμποροι και την μετέδωσαν στους εγχώριους παραγωγούς. Θεωρείται ότι χρησιμοποιείται για πρώτη φορά στην επιστολή του Γοδεφρείδου της Ωξέρ προς τον Βερνάρδο του Κλαιρβώ, αλλά εμείς το συναντήσαμε ήδη στο Chronicon S. Andreae Casti-Cameracesii III.3 (κεφ. 6.2.11), κείμενο που προηγείται κάποια χρόνια και αναφέρεται σε ομάδα, η οποία δεν εκλαμβάνεται από τους ιστορικούς ως σέκτα Καθαρών.
- Runcarii, Runkeler, επίσης τοπικό όνομα, το οποιο συναντάται στην Γερμανία. Ο Φρειδερίκος Β’ τους αποκαλεί Roncaroli[3].
- Garatenses, αναφέρεται στην Βίβλο των δύο Αρχών (βλ. κεφ. 6.2.17). Πρόκειται για τους οπαδούς της μετριοπαθούς δυαρχίας, μέσα στους κόλπους των Καθαρών. Ίσως να ετυμολογείται από τον Garatus, Καθαρό επίσκοπο της Εκκλησίας του Concorezo το 1200 μ.Χ. Ισχυρίζονταν ότι είχε παραλάβει την διδασκαλία του απευθείας από τους Σλάβους και τους Βουλγάρους και ήταν Μοναρχιανός.
Άλλα ονόματα, όπως Sperionistae, Albanenses, Bagnolenses κλπ. πιστεύεται ότι εκπροσωπούν διάφορες φραξίες εντός της αίρεσης.
Εκτιμώντας τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τα διάφορα ονόματα, γίνεται κατανοητό ότι αυτά μπορούν να χωριστούν σε τρείς κατηγορίες˙ στα ονόματα με καθαρά τοπικό χαρακτήρα, στα ονόματα που φανερώνουν την προέλευση της αίρεσης και μόνο ένα από αυτά, το “Καθαροί” προκύπτει από κάποια θεωρητική αρχή των πεποιθήσεών τους, καθώς “Καθαρούς” καλούσαν αρχικά μόνο τους εκλεκτούς. Ως “Καθαροί” αυτοαποκαλούνταν οι Νοβατιανοί και με το όνομα αυτό καταδικάστηκαν από την Α’ Οικουμενική Σύνοδο. Ο όρος δηλ. ήταν γνωστός από παλαιά στην Δύση, οπότε από μόνος του είναι μεν ενδεικτικός ανατολικής προέλευσης, όχι όμως αποδεικτικός. Το πρόβλημα τη προέλευσης των Καθαρών του Μεσαίωνα δεν μπορεί να λυθεί μόνο από την χρήση των ονομάτων. Πρέπει να ερευνηθεί μέσα από την εξέταση της εξέλιξης της δυαρχίας στην Δύση, σε θεωρητικό και ιστορικό επίπεδο και αυτό θα γίνει αμέσως παρακάτω.
7.1.1. Το πρόβλημα της δυαρχίας στη Δύση
Η δυαρχία εμφανίζεται στην περιοχή της Μεσογείου κατά την διάρκεια της αρχαιότητας με δύο μορφές. Η μία είναι θρησκευτική η άλλη φιλοσοφική. Η θρησκευτική δυαρχία εισάγεται από τον Ζωροάστρη τον Στ’ αι. π.Χ. στην Περσία. Παραδέχεται δύο θεούς, τον θεό του φωτός Αχούρα Μάζδα και τον θεό του σκότους Άριμαν.
Στην ελληνική φιλοσοφία η δυαρχία έλκει την προέλευσή της από θρησκευτικές βάσεις, επίσης. Ο ορφισμός ήδη από τον Η’ π.Χ. δέχεται δύο αρχές την μία πνευματική και την άλλη υλική. Τα ορφικά μυστήρια αποσκοπούσαν στο ν’ απελευθερώσουν την παγιδευμένη ανθρώπινη ψυχή. Η διαφορά ορφισμού και ζωροαστρισμού ήταν ότι εκεί που ο τελευταίος έβλεπε την αντίθεση δύο θεών, ο ορφισμός έβλεπε την αντίθεση δύο κόσμων.
Tην ορφική δυαρχία ακολούθησε ο Πυθαγόρας, δίνοντάς της φιλοσοφική διάσταση, αλλά την διέδωσε ο Πλάτωνας, προσθέτοντας στην μεταφυσική την ηθική διάσταση. Ο κόσμος των ιδεών ορίστηκε ως αγαθός, ο υλικός ως κακός. Ο ορισμός καλού-κακού ήταν εντελώς αυθαίρετος. Αργότερα ο Πλωτίνος, σαφώς επηρεασμένος από την χριστιανική διδασκαλία, όρισε το κακό ως έλλειψη του καλού. Κατ’ επέκταση ο υλικός κόσμος ήταν κακός, απλά και μόνο επειδή δεν ήταν ο ιδεατός.
Την ίδια εποχή ο Μάνης κατάφερε την σύζευξη θρησκευτικής και φιλοσοφικής δυαρχίας, ζωροαστρισμού και πλατωνισμού. Στον Μανιχαϊσμό ο θεός του φωτός είναι η αρχή του πνευματικού κόσμου, ενώ ο θεός του σκότους η αρχή του υλικού. Από τον Χριστιανισμό έλαβε τις έννοιες του δημιουργού και νομοθέτη και τις προσάρμοσε στο δυαρχικό μοντέλο του. Έτσι ο θεός του φωτός έγινε η αρχή και δημιουργός του πνευματικού κόσμου και νομοθέτης της Καινής Διαθήκης. Ο θεός του σκότους έγινε αρχή και δημιουργός του υλικού κόσμου και νομοθέτης της Παλαιάς Διαθήκης. Ακολουθώντας την ηθική του Πλάτωνα, ο δημιουργός του πνευματικού κόσμου ήταν η αγαθή αρχή και αντίστροφά.
Παρακολουθήσαμε, στο πέμπτο μέρος αυτής της εργασίας, πως εξελίχθηκε τον Μεσαίωνα στην Ανατολή ο Μανιχαϊσμός με την αποβολή των μυθολογικών στοιχείων και την προσαρμογή στον χριστιανικό κόσμο, προς τον οποίο απευθύνονταν. Μένει να εξετάσουμε αν κάτι παρόμοιο συνέβη και στην Δύση, σε ποιο χρόνο και τίνι τρόπω και τόπω.
Με έκπληξη ανακαλύπτει ο μελετητής, ότι ο Μανιχαϊσμός κατά την εξέλιξή του στην Δύση, φόρεσε χριστιανικότερο περίβλημα, κατά εποχή προγενέστερη από την αντίστοιχη της Ανατολής. Την ενέργεια αυτή ανέλαβε και έφερε εις πέρας στην Ισπανία ο Πρισκιλλιανός.
Γόνος ευγενούς και πλούσιας οικογένειας, ο Πρισκιλλιανός κατάφερε να καλύψει τις μανιχαϊκές αντιλήψεις του και να τις ενσωματώσει στην χριστιανική θεολογία του, ώστε εκμεταλλευόμενος τις διασυνδέσεις και γνωριμίες του να γίνει επίσκοπος στην επαρχία της Avila στην Ισπανία. Συγκέντρωσε κοντά του πλήθος ακολούθων. Τις ιδέες του ασπάστηκαν πολλοί επίσκοποι στη Δύση. Χρειάστηκαν μεγάλοι λατινόφωνοι θεολόγοι, όπως ο Άγιος Αυγουστίνος, ο Άγιος Ιερώνυμος, ο Άγιος Αμβρόσιος, ο πάπας Δάμασος ο Α’, για να διαπιστωθεί η καλά κρυμμένη αιρετική διδασκαλία του. Αυτοί διέγνωσαν Μανιχαϊσμό. Σήμερα οι ακαδημαϊκοί ακόμη ερίζουν για το αν ο Πρισκιλλιανός ήταν πράγματι αιρετικός.
Το θέμα ξεκαθάρισε στην σύνοδο της Σαραγόσα το 380 μ.Χ. Ο Πρισκιλλιανός καταδικάστηκε από όμιλο Ισπανών και Ακουιτανών επισκόπων. Παρ’ όλα αυτά τα έργα του επέζησαν στην λατινόφωνη εκκλησιαστική γραμματεία, στο όνομα του Περεγρίνου, επειδή στους αιώνες που ακολούθησαν το ορθόδοξο αισθητήριο στην Φραγκία έφθινε και δεν μπορούσε να διακρίνει την αιρετική διδασκαλία σε αυτά. Τέλος, ανακαλύφθηκαν το 1885 και εκδόθηκαν το 1889 από τον Georg Schepps.
Με τον Πρισκιλλιανό ο Μανιχαϊσμός εισέβαλε στην δυτική εκκλησία. Κάτι αντίστοιχο δεν είχε συμβεί στην Ανατολή και εδώ είναι το αξιοπρόσεκτο στην περίπτωση. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι ο Πρισκιλλιανός χρησιμοποίησε την δυαρχική μεθοδολογία στην διατύπωση του τριαδικού δόγματος. Δεν θα το αναλύσουμε προς το παρόν. Μόλις τελειώσει η μελέτη των έργων του Πρισκιλλιανού θα κάνουμε ξεχωριστή εργασία γι’ αυτήν την μανιχαϊκή αίρεση, όπου θα τα εξηγούμε όλα με αποσπάσματα από τις πηγές. Εκεί θα εξιχνιάσουμε την σχέση του Πρισκιλλιανισμού με το filioque. Εδώ περιγράφουμε μόνο την συνέχεια της δυαρχίας στην Δύση.
Η αίρεση επέζησε τουλάχιστον μέχρι και τον Στ’ αι. Καταδικάστηκε από τις συνόδους της Astorga το 446, του Τολέδο το 447 και οριστικά από την δεύτερη σύνοδο της Barga το 563. Έκτοτε δεν αναφέρεται ξανά. Ωστόσο Μανιχαίοι εξακολουθούσαν να υπάρχουν στις επαρχίες της Βόρειας Αφρικής, της Σικελίας και της Νότιας Ιταλίας και τον επόμενο αιώνα[4].
Οι δυαρχικές αιρέσεις φαίνονται ν’ αναγεννιούνται στο τέλος του Ι’ αι. Στα προηγούμενα κεφάλαια εξετάσαμε κάποια πολύ γνωστά παραδείγματα και διαπιστώσαμε ότι η δυαρχία εφόρμησε στη Δύση με σφρίγος ανεξήγητο για μια αίρεση που φάνηκε να έχει εκλείψει τους προηγούμενους αιώνες. Βέβαια, η καθολική προπαγάνδα θεωρούσε ότι όχι μόνο η δυαρχία, αλλά και κάθε άλλη αίρεση είχε εκλείψει. Φάνηκε, όμως, μέσα από την έρευνα των πηγών ότι κάτι τέτοιο δεν ευσταθεί. Από πού προέκυψε η νέα αυτή δυαρχία; Παρά τις λύσεις που προτάθηκαν κατά καιρούς από τους ιστορικούς, δεν στάθηκε εφικτό να συμφωνήσουν στην ερμηνεία του φαινομένου, κυρίως για λόγους ιδεολογικούς.
Ο Antoine Dondaine κατάφερε να αποδείξει μελετώντας τους Καθαρούς, ότι μισσιονάριοι της Ανατολής έφεραν τον Βογομιλισμό στην Δύση. Αλλά αυτό συνέβη το 1140 και όχι τον Ι’ αι. Ο πολύς Steven Runciman έφτιαξε μια πολύ ισχυρή θεωρία, ότι πράγματι η δυαρχία έφτασε στην Δύση από την Ανατολή, επιζώντας στις αιρέσεις των Παυλικιανών και των Βογομίλων. Ωστόσο πολλοί ιστορικοί αρνούνται την ανατολική προέλευση της δυτικής δυαρχίας και δέχονται αυτή διατηρήθηκε ως μυστική παράδοση στην Ευρώπη. Συμβιβαστικές απόψεις θέλουν τους ανατολικούς μισσιονάριους να βρίσκουν αυτόχθον υλικό, με το οποίο και δούλεψαν. Οι αποδομητές, με πρώτο τον Raffaelo Morghen, απορρίπτουν όλες αυτές τις λύσεις. Θεωρούν ότι καμιά αποστολή δεν έλαβε χώρα πριν το 1140, ούτε υπήρξαν ντόπιοι δυαρχικοί ή κάποια μυστική παράδοση. Όλοι αυτοί οι αιρετικοί πριν τους Καθαρούς εκλαμβάνονται από αυτούς ως μεταρρυθμιστές, οι οποίοι εξαιτίας του πουριτανισμού τους ήρθαν σε σύγκρουση με την Ρώμη. Πρόκειται, βέβαια, για εντελώς αυθαίρετη και προσωπική ερμηνεία κατά την συνήθη τακτική των αποδομητών, η οποία στηρίζεται στην επίσης συνήθη τακτική τους, να επικαλούνται ο ένας τον άλλο και ν’ αγνοούν επιδεικτικά τις πηγές.
Είδαμε, στα προηγούμενα κεφάλαια, ότι ήδη από τον Ι’ αι. ήταν γνωστή η ανατολική προέλευση της αιρετικής διδασκαλίας στην περιοχή που δρούσαν οι Παυλικιανοί στην Σικελία και Νότια Ιταλία. Τον ΙΑ’ αι. αιρετικοί κατά την ανακριτική διαδικασία ομολογούσαν ότι διδάσκαλοι από την Ιταλία είχαν διασπείρει την αίρεση στην κεντρική και δυτική Ευρώπη. Αν θέλει κάποιος οπωσδήποτε να μάθει πως βρέθηκαν οι Παυλικιανοί στην Σικελία δεν έχει παρά να στρέψει την προσοχή του στην συμμαχία Παυλικιανών-Αράβων, η οποία ταλαιπώρησε τις ανατολικές επαρχίες τους προηγούμενους αιώνες και να θυμηθεί ότι η Σικελία κατακτήθηκε μετά από επιχειρήσεις πολλών δεκαετιών, το 878 μ.Χ. Καθ’ όλη την διάρκεια του Θ’ αι. συνεχείς πολεμικές επιχειρήσεις των Αράβων και των συμμάχων τους Παυλικιανών, μετέτρεψαν την Κάτω και Κεντρική Ιταλία μέχρι την Ρώμη σε πολεμικό θέατρο. Οι επιτυχίες των Αράβων επέτρεψαν στους Παυλικιανούς να εγκατασταθούν και να δράσουν στην περιοχή και τον Ι’ αι. να στρέψουν την προσοχή τους στην δυτική Ευρώπη. Η αραβοκρατούμενη Ισπανία ήταν ο εύκολος στόχος, όπως είδαμε εδώ, λόγω των φιλικών σχέσεων Αράβων-Παυλικιανών. Από την Ισπανία, η Τουλούζη και όλη η περιοχή της Γαλικίας και του Midi ήταν εύκολα προσβάσιμες.
Ιδού, λοιπόν, ένας ευεξήγητος μηχανισμός δράσης Παυλικιανών μισσιονάριων, ο οποίος δημιούργησε το υπόστρωμα, πάνω στο οποίο έκτισαν αργότερα οι Βογομίλοι απεσταλμένοι τα παραρτήματα των δικών τους εκκλησιών. Σ’ αυτό το κεφάλαιο, όμως, δεν μας απασχολεί η μετάδοση της αίρεσης από τα ανατολικά ή οι σχέσεις Βογομίλων-Καθαρών, διότι μ’ αυτά ασχοληθήκαμε σε προηγούμενα κεφάλαια και τα διαπιστώσαμε μέσα από τις πηγές. Σ’ αυτό το κεφάλαιο μας απασχολεί το ερώτημα, επέζησε η δυαρχία στην Δύση κατά τον Μεσαίωνα; Από το ανεπιβεβαίωτο τέρμα του Πρισκιλλιανισμού τον Στ’ αι. μέχρι την επανεμφάνιση των δυαρχικών αιρέσεων τον Ι’ αι. επέζησε δυαρχία στην Δύση, έστω και ως μυστική παράδοση; Είμαστε υποχρεωμένοι να στραφούμε και πάλι στις πηγές.
Την 1η Δεκεμβρίου του 722 μ.Χ. σε μια επιστολή του προς του Θουρίγγιους, ο πάπας Γρηγόριος Β’ (715-731) ενημερώνει ότι ο άγιος Βονιφάτιος έλαβε οδηγίες να αντιμετωπίσει τους Αφρικανούς επισκόπους, επειδή ήταν Μανιχαίοι[5]. Πρόκειται για την επομένη της αραβικής κατάκτησης της Βόρειας Αφρικής. Πολλοί επίσκοποι κατέφυγαν στην Δύση για να γλιτώσουν. Ο M. Tangl, εκδότης των επιστολών του Αγ. Βονιφατίου, πιστεύει ότι η λέξη “Μανιχαίοι” δεν είναι τίποτα παραπάνω από λογοτεχνικός τόπος, και ότι οι Αφρικανοί επίσκοποι έπρεπε να είναι τοποθετημένοι σε μεσογειακές επαρχίες λόγω κλίματος. Πιστεύει, δηλ. ότι η διαφορά του κλίματος μεταξύ της Β. Αφρικής και της Θουριγγίας ήταν απαγορευτική για την διαμονή των επισκόπων εκεί.
Η επιχειρηματολογία αυτή είναι πολύ αδύναμη. Ο λογοτεχνικός τόπος δεν είναι κάτι παραπάνω από μια φραστική κοινοτοπία που χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια πολύ συνηθισμένη ιδέα η κάτι πολύ συγκεκριμένο. Ο συγγραφέας ή ο ρήτορας είναι σίγουρος ότι με την χρήση του ο ακροατής ή αναγνώστης θα καταλάβει πολύ καλά σε τι αναφέρεται, εφόσον δεν περιγράφει κάτι διαφορετικό. Όταν, λοιπόν, ο Γρηγόριος Β’ μιλά στους Θουρίγγιους περί Μανιχαίων είναι σίγουρος ότι καταλαβαίνουν τι εννοεί, εφόσον δεν περιγράφει κάτι διαφορετικό. Ή λοιπόν, θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι οι “Μανιχαίοι” ήταν μια πολύ συνηθισμένη έννοια για τους Θουρίγγιους οπότε χρησιμοποιώντας την για να κατονομάσει τους Αφρικανούς επισκόπους παρουσίαζε μια στανταρισμένη εικόνα, η οποία δεν απομακρύνονταν από την πραγματικότητα ή ότι επρόκειτο πράγματι για Μανιχαίους, όχι αναγκαστικά του είδους που ευδοκιμούσε στην Ασία, αλλά μάλλον αυτού που ευδοκιμούσε σε χριστιανικά εδάφη.
Από την άλλη, τις συνθήκες διαβίωσης δεν τις καθορίζει μόνο το κλίμα. Στις μεσογειακές επαρχίες δεν θα μπορούσαν να σταθούν οι Μανιχαίοι ούτε στιγμή, διότι εκεί η ορθοδοξία ήταν ακόμη ακμαία και η δική τους αιρετική διδασκαλία θα γινόταν αμέσως αντιληπτή. Αντίθετα, στα ημιφωτιζόμενα δάση της Θουριγγίας, εκεί όπου ο Χριστιανισμός προσπαθούσε να διαδοθεί σε μια εποχή που οι μεγάλες μάζες του πληθυσμού ήταν ακόμη ειδωλολάτρες˙ εκεί που η ηθική των Φράγκων επισκόπων περιγράφεται με τα μελανότερα χρώματα στις αναφορές του Αγ. Βονιφάτιου˙ εκεί που η ακριβής θεολογία ήταν μια πολυτέλεια δεδομένης της αγραμματοσύνης των βαρβάρων, το κλίμα για την συγκάλυψη των Μανιχαίων Αφρικανών επισκόπων ήταν ευνοϊκότερο. Και όχι μόνο της συγκάλυψης, αλλά και της διάδοσης της αιρετικής τους διδασκαλίας μεταξύ των Φράγκων. Εκεί επικράτησε το filioque. Με βάση τα νέα δεδομένα, το ήθος των Φράγκων επισκόπων, όπως περιγράφεται από τον Αγ. Βονιφάτιο, θα μπορούσε να είναι η εφαρμοσμένη μανιχαϊκή πρακτική, για την οποία υπάρχουν τόσες σκανδαλώδεις αναφορές. Την ίδια εποχή εμφανίζονται ο Αδελβέρτος και ο Κλήμης στην Γαλατία (εδώ).
Σε μια επιστολή[6], την οποία ο Άγ. Βονιφάτιος έγραψε μεταξύ των ετών 742-746, παραπονείται στον φίλο του Δανιήλ, επίσκοπο Winchester, ότι την αποστολή του στην Γερμανία δυσχεραίνουν ψευτο-διδάσκαλοι με διδασκαλίες που θυμίζουν αυτές των Μανιχαίων. Οι αιρετικοί αυτοί απείχαν από κάποιες τροφές, ενώ γεύμα τους ήταν το μέλι και το γάλα. Έχει ειπωθεί ότι πρόκειται για μεταφορά παρμένη από την μεσαιωνική φαντασίωση του φτωχού πληθυσμού της Ευρώπης, την ονομαστή “Γη της Κοκαΐνης” (αγγλ. Land of Cockaygne, γερμ. Schlaraffenland), αλλά η “Γη της αφθονίας” εμφανίζεται στην γολιαρδική ποίηση αρκετούς αιώνες αργότερα. Αν και οι πρώτοι Μανιχαίοι απείχαν από την πόση γάλακτος, όπως και από την βρώση κρέατος δεν είναι γνωστή η ύπαρξη κάποιας άλλης αίρεσης στον χώρο της ιεραποστολής του αγ. Βονιφατίου, η οποία να συνιστούσε παρόμοιες απαγορεύσεις. Η αποδοχή της αναφοράς σε σχέση με τους Μανιχαίους, όπως υποστηρίζεται και από την προηγούμενη καταγραφή, είναι μονόδρομος. Η υπόθεση ότι ακολουθούνταν το παράδειγμα του αγ. Ιωάννη του Βαπτιστή δεν στηρίζεται πουθενά, διότι ο Τίμιος Πρόδρομος αναφέρεται ότι έτρωγε «ακρίδες και μέλι[7]», όχι γάλα.
Εκείνο, όμως, που στηρίζει περισσότερο απ’ όλα την άποψη ότι επρόκειτο για Μανιχαίους, είναι ότι δεν έτρωγαν όλοι την ίδια τροφή. Όπως, γράφει ακριβώς ο αγ. Βονιφάτιος:
«Μερικοί από αυτούς απέχουν από την βρώση τροφών δημιουργημένων από τον Θεό για την συντήρησή μας˙ άλλοι ζουν με μέλι και γάλα ενώ απορρίπτουν το ψωμί και άλλες τροφές[8].»
Δηλαδή, δεν είχαν όλοι την ίδια δίαιτα. Από αυτό φαίνεται ότι υπήρχαν δύο ομάδες, εκ των οποίων η μια ήταν ασκητικότερη, όπως ακριβώς συνέβαινε με τους Μανιχαίους. Η ασκητικότερη ομάδα ήταν οι «Εκλεκτοί». Η αποδοχή του γάλακτος στην δίαιτά τους είναι απόλυτα αιτιολογημένη και φυσική. Στο υγρό και κρύο κλίμα της Γερμανίας δεν θα μπορούσαν να επιζήσουν ενδιαιτούμενοι όπως στην ξηρή και άνυδρη Βόρεια Αφρική, ούτε, βέβαια, είχαν την δυνατότητα επιλογής που πρόσφεραν οι αγορές της Κωνσταντινούπολης και των άλλων μεγαλουπόλεων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Δεν μπορούσαν να εφαρμόσουν στο ακέραιο τον εκλεκτισμό τους. Έπρεπε να προσαρμοστούν σε ό,τι ήταν πρόσφορο. Δεν είναι αρνητικό, λοιπόν, το ότι έπιναν γάλα, μάλλον αναγκαίο.
Το τελευταίο τέταρτο του Η’ αι. η Δύση ταράχθηκε από την αίρεση του Υιοθετισμού, η οποία εστιάζονταν στην Ισπανία. Λόγω του άμεσου πολιτικού ενδιαφέροντος του Καρλομάγνου για την περιοχή, οι Φράγκοι ενεπλάκησαν ενεργά στην θεολογική διαμάχη, χωρίς να έχουν την απαραίτητη θεωρητική κατάρτιση. Ως αποτέλεσμα δημιουργήθηκε μία τόσο θολή κατάσταση, ώστε ακόμη και σήμερα θεολόγοι και ιστορικοί προσπαθούν να καταλάβουν τι ειπώθηκε, ποιες αιρέσεις εκδηλώθηκαν, από πού επηρεάστηκαν οι εμπλεκόμενοι.
Ακριβώς επειδή ο Καρλομάγνος ενδιαφέρονταν άμεσα να επηρεάσει μέσω της Εκκλησίας τις εξελίξεις στην Ισπανία και να προετοιμάσει το έδαφος για την επέκταση της αυτοκρατορίας του πέρα των Πυρηναίων, ο πάπας Ανδριανός Α’ (772-795) ανέθεσε στον Φράγκο Αρχιεπίσκοπο της Sens, Wilcharius, την αντιμετώπιση των Βησιγότθων επισκόπων, οπαδών του Υιοθετισμού. Αυτός με την σειρά του διόρισε επίσκοπο χωρίς έδρα κάποιον Egila, και τον απέστειλε στην Ισπανία, για ν’ αντιμετωπίσει τον Αρχιεπίσκοπο του Τολέδο, Elipandus[9]. Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως αναμένονταν. Ο Egila έγινε οπαδός κάποιου Migetius, ο οποίος αποδείχθηκε αιρετικός, καταδικάστηκε στην σύνοδο της Σεβίλλης του 782 από τους Ισπανούς επισκόπους, ενώ οι αιρετική του διδασκαλία αντιμετωπίστηκε επιτυχώς από τον Elipandus και έδωσε την ευκαιρία στον τελευταίο ν’ αμφισβητήσει την αρμοδιότητα της Ρώμης[10]. Εν τέλει ο πάπας Ανδριανός Α’ αναγκάστηκε να στείλει επιστολή[11] στους επισκόπους της Ισπανίας, στην οποία τους ενημέρωνε για την αιρετική τοποθέτηση του Egila και διόρθωνε τις διδασκαλίες περί Υιοθετισμού και προορισμού με πατερικά επιχειρήματα.
Το ενδιαφέρον μας επικεντρώνεται στην ταυτότητα της διδασκαλίας του Migentius. Η μόνη πηγή πληροφόρησης είναι η επιστολή του Elipandus. Υστερεί, όμως, σε ακρίβεια διατύπωσης, την στιγμή που η παθιασμένη ρητορεία του οδηγεί τον λόγο μακρύτερα από αυτά που θα μπορούσαν να διαφωτίσουν το θέμα[12]. Από όσα, όμως, μπορούν να εξαχθούν από αυτήν την επιστολή, τρία είναι τα κύρια σημεία ενδιαφέροντος.
Πρώτον ο Migetius, δίδασκε μια παράξενη μορφή τριαδολογίας, κατά την οποία είχαν ενσαρκωθεί και τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος˙ ο Πατήρ στο πρόσωπο του Δαβίδ, ο Υιός στο πρόσωπο του Ιησού και το Άγιο Πνεύμα στο πρόσωπο του αποστόλου Παύλου.
Δεύτερον, δίδασκε ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύονταν και από τον Υιό (filioque):
«ideo dicis quia Paulus quod est Spiritus sanctus, a Patre Filioque procedit. … Si Paulus est, ut asseris, persona Spiritus Sancti, quae a Patre Filioque procedit, …[13].»
Τρίτον, δίδασκε μια μορφή πουριτανισμού, επιβάλλοντας στους οπαδούς του να μην συντρώγουν με τους απίστους – εννοείται τους μουσουλμάνους κατακτητές της Ισπανίας – και αρνούμενος την δυνατότητα τέλεσης των μυστηρίων από αμαρτωλούς ιερείς.
Η διδασκαλία του Migetius καταδικάστηκε ξανά από την σύνοδο της Κόρδοβα του 839[14]. Εκεί οι οπαδοί του αποκλήθηκαν “Casiani”, “Casianistas”, αυτοί που φέρουν το όνομα “nomine Cassinorum”. Η άποψη ότι έλαβαν αυτό το όνομα διότι ακολουθούσαν την διδασκαλία του Ιωάννη Κασσιανού[15] είναι εντελώς εσφαλμένη. Το όνομα προέρχεται από την υιοθέτηση των πουριτανικών απόψεων του Δονάτου, του οποίου οι οπαδοί επιδείκνυαν εκλεκτικισμό, λόγω της υποθετικής ηθικής ανωτερότητας των δονατιστών[16]. Ο Δονάτος ήταν επίσκοπος της επαρχίας Casis Nigra, της Βόρεια Αφρικής. Άρα, οι οπαδοί του Migetius πήραν το όνομά τους από την Casis Nigra, όχι από τον Ιωάννη Κασσιανό.
Την ταυτότητα των αιρετικών απόψεων του Migetius δίνει ο πάπας Ανδριανός Α’, ο μόνος θεολογικά κατηρτισμένος απ’ όσους ενεπλάκησαν στην υπόθεση και ικανός ν’ αντιληφθεί την προέλευσή της. Όπως γράφει στην επιστολή του προς τον Egila, ο τελευταίος ακολουθεί την διδασκαλία του Πρισκιλλιανού[17]. Ήταν, δηλαδή, επηρεασμένος από τον μανιχαϊσμό. Εκτενέστερα θα μελετηθεί η τριαδολογία του Migetius, ως εξελικτικό στάδιο του Πρισκιλλιανισμού διαμορφωμένο από την δυναμική, την οποία δημιούργησε η αντιπαράθεση με τον ισπανικό υιοθετισμό, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη του filioque, στο κεφάλαιο για τον Πρισκιλλιανό. Αυτό που ενδιαφέρει εδώ ιστορικά είναι η παρατήρηση της έκφρασης πουριτανικών-δονατιστικών απόψεων, παρατήρηση χρήσιμη στην κατανόηση της επόμενης καταγραφής.
Την αυγή του επόμενου αιώνα ο Καρλομάγνος εξέδωσε καπιτουλάριο, του οποίου ένα κεφάλαιο αντιμετωπίζει αυτούς που λέγονται Καθαροί, «De his qui dicuntur Cataroe»[18]. Δεν υπάρχει αντίρρηση ότι το κεφάλαιο αυτό αποτελεί επανάληψη του Η’ Κανόνα της Α’ Οικ. Συνόδου της Νίκαιας[19]. Εκείνο που απασχολεί είναι αν το καπιτουλάριο έχει αντικείμενο, αν αφορά κάποιους συγκεκριμένα. Ο Κανόνας της Α’ Οικ. Συνόδου αφορούσε τους Νοβατιανούς. Επειδή, όμως, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι στην αυτοκρατορία του Καρλομάγνου υπήρχαν ακόμη οπαδοί του Νοβάτου, θεωρείται ότι το καπιτουλάριο είναι απλή αντιγραφή.
Δεν είναι έτσι. Ο Καρλομάγνος ήταν ρεαλιστής πολιτικός, δεν εξέδιδε καπιτουλάρια για να κρατά απασχολημένους τους καλαμαράδες του. Εξάλλου, γιατί από το σύνολο των Κανόνων θα έπρεπε να συμπεριλάβει στο διάταγμά του τον συγκεκριμένο, αν δεν αφορούσε κατοίκους του κράτους του; Η μόνη πιθανή εξήγηση, με βάση τα όσα γνωρίζουμε και όσα είπαμε παραπάνω για τον πουριτανισμό των οπαδών του Migentius, είναι ότι ο Κανόνας αφορά αυτούς. Όχι μόνο, λοιπόν, υπάρχουν δυαρχικοί την εποχή του Καρλομάγνου, αλλά τους δίνουν και το όνομα Καθαροί.
Άλλη μια καταδίκη του πουριτανισμού τον Θ’ αι. προέρχεται από την Σύνοδο του Mainz το 852 μ.Χ. Ο εικοστός κανόνας της Συνόδου καταδικάζει αυτούς που αρνούνται να λάβουν την Θεία Κοινωνία από τα χέρια έγγαμων ιερέων:
«Όποιος αποστρέφεται ιερέα που έχει παντρευτεί και αρνείται να λάβει την Θεία Μετάληψη από τα χέρια του ας είναι ανάθεμα[20].»
Ο Κανόνας είναι εξαιρετικής σημασίας διότι φανερώνει ότι το μετέπειτα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα του Γρηγορίου Ζ’ ήταν καταδικασμένο από Σύνοδο της δυτικής Εκκλησίας. Ο Γρηγόριος Ζ’ υιοθέτησε και επέβαλε στον Παπισμό, διδασκαλία αναθεματισμένων αιρετικών, με σαφείς επιρροές μανιχαϊκής αγαμίας.
Η Ισπανία συνέχισε να παράγει αιρετικούς και τον Θ’ αι. Ο Κλαύδιος του Τορίνο γεννήθηκε εκεί και υπήρξε μαθητής του Φήλικα της Urgel[21], του επισκόπου που καταδικάστηκε στην Σύνοδο της Φρανκφούρτης του 794. Ο Κλαύδιος δεν ασπάστηκε την αίρεση του δασκάλου του. Υπηρέτησε στην αυλή του Λουδοβίκου του Ευσεβή, όσο ακόμη αυτός ήταν βασιλιάς της Ακουϊτανία. Υπήρξε καριερίστας, μέλος μιας κλειστής λέσχης αριβιστών της αυλής του Ακουισγκράνο (Aachen). Μετά τον θάνατο του Καρλομάγνου και την στέψη του γιού του Λουδοβίκου, ο τελευταίος όρισε ως επίσκοπο Τορίνο τον Κλαύδιο Ακυισγράνου.
Η Ιταλία άνηκε κληρονομικώ δικαίω στον έτερο γιο του Καρλομάγνου, Λοθάριο. Ωστόσο, ο Λουδοβίκος, εκμεταλλευόμενος της πολιτικές εξελίξεις στην περιοχή, κατάφερε να γίνει ρυθμιστικός παράγοντας της πολιτικής του αδελφού του. Ο διορισμός του Κλαύδιου δεν υπαγορεύθηκε τόσο από πολιτικούς, αλλά κυρίως από εκκλησιαστικούς λόγους. Οι επίσκοποι Ρώμης αρνήθηκαν να υπακούσουν στην εικονομαχική πολιτική των Φράγκων, όπως αυτή καθορίστηκε στην σύνοδο της Φραγκφούρτης και στα Libri Carolini. Παρά τις προσπάθειες του Καρλομάγνου, οι πάπες παρέμεναν σταθερά Ορθόδοξοι. Αργότερα ο Λουδοβίκος θα αναγκαζόταν να επαναλάβει την εικονομαχική διαταγή προς τον πάπα με την Σύνοδο των Παρισίων του 825 μ.Χ. Για την ώρα έλπιζε να επηρεάσει την στάση της Ρώμης μέσω του Κλαύδιου. Ήταν αρκετά μορφωμένος, με καλή γνώση των Γραφών και των έργων του Αγίου Αυγουστίνου και φυσικά έμπιστος του Φράγκου βασιλιά, οπότε κρίθηκε κατάλληλος για την ανάληψη του δύσκολου έργου.
Με την ανάληψη της επισκοπής εκδήλωσε άμεσα τις διαθέσεις του. Κατέβασε τις εικόνες και τους σταυρούς από τις εκκλησίες της επαρχίας του και επιδόθηκε στην συγγραφή έργων, στα οποία εξέθετε τις απόψεις του. Έγραψε σχόλια στο Λευιτικό για να στηρίξει την εικονομαχική δραστηριότητά του σε αγιογραφικά εδάφια και το απέστειλε στον φίλο του Theodemir[22], ηγούμενο του Psalmodi, στην γειτονιά της Νιμ. Ο Theodemir έμεινε έκπληκτος από τις παράξενες πεποιθήσεις του Κλαύδιου και του συνέστησε την προσοχή, διότι έπλεε σε βαθειά και επικίνδυνα νερά. Ο Κλαύδιος απάντησε με μια Απολογία. Το έργο αυτό δεν σώζεται στο πρωτότυπο, αλλά αποσπασματικά, όπως αναιρείται στο έργο του Ιωνά της Ορλεάνης (821-843), De cultu imaginum libri tres ad Carolum Regem[23]. Το έργο αυτό γράφτηκε μετά τον θάνατο του Κλαύδιου[24]. To 827-8 o Dungal, Ιρλανδός μοναχός – οι Ιρλανδοί μοναχοί είχαν φανεί πολύτιμοι σύμμαχοι της Ρώμης και σταθερά Ορθόδοξοι – που δίδασκε την εποχή εκείνη στην Παβία, έγραψε ένα δριμύ κατηγορώ εναντίον του Κλαύδιου, το Responsa contra perversas Claudii Taurenensis sententias[25] (Απάντηση στις διαστροφές του Κλαύδιου του Τορίνο).
Όπως φαίνεται από την Απολογία του, ο Κλαύδιος μισούσε την ύλη, γι’ αυτό απεχθάνονταν την χρήση υλικών μέσων στην λατρεία. Τα θεμέλια της διδασκαλίας του ήταν μανιχαϊκά. Ξεκινώντας από αυτήν την προϋπόθεση απέρριπτε την προσκύνηση των εικόνων, του σταυρού, των λειψάνων και βέβαια, δεν δέχονταν τις μεσιτείες των αγίων και της Παναγίας, διότι γι’ αυτόν κανένα υλικό μέσο δεν μπορούσε να λειτουργήσει ως ενδιάμεσο μεταξύ Θεού και ανθρώπου[26]. Ειδικά για τις εικόνες απέρριπτε και την λατρεία (adorare) και την προσκύνηση (colere). Δεν πίστευε ότι η τιμή στο εικονιζόμενο πρόσωπο αναφέρεται στο πρωτότυπο, διότι γι’ αυτόν δεν υπήρχε κοινωνία υλικού και πνευματικού[27]. Ως εκ τούτου εναντιώνονταν και στην πρακτική των προσκυνημάτων, πολλή δε περισσότερο των προσκυνημάτων στην Ρώμη.
Ο πάπας Πασχάλης Β’ (817-824) ενοχλήθηκε από την στάση του Κλαύδιου, όπως ήταν φυσικό, αλλά δεν είχε την αρμοδιότητα να ενοχλήσει τον εγκάθετο του βασιλιά. Ταυτόχρονα, είχε ν’ αντιμετωπίσει την αναβίωση της Εικονομαχίας στην Κωνσταντινούπολη. Πρέπει να έστειλε επιστολές διαμαρτυρίας σε Φράγκους επισκόπους. Αυτό προκύπτει από την Απολογία του Κλαύδιου. Απευθυνόμενος στον ηγούμενο Theodemir γράφει:
«Είναι η πέμπτη κατηγορία σου εναντίον μου, και λες ότι είσαι δυσαρεστημένος διότι ο αποστολικός Πατέρας ήταν ενοχλημένος με εμένα. Το είπες αυτό για τον Πασχάλη, τον επίσκοπο της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, ο οποίος δεν ζει πια. Ονομάζεται, ωστόσο, αποστολικός επειδή είναι της συνοδείας των αποστόλων ή κάποιος που λειτουργεί το αποστολικό αξίωμα. Να είσαι σίγουρος, κανένας δεν μπορεί να λέγεται αποστολικός επειδή κάθεται στην αποστολική έδρα, αλλά επειδή ασκεί το αποστολικό αξίωμα[28].»
Ο Κλαύδιος εκδήλωσε τον πουριτανισμό του στην θέση του για τον πάπα. Δεν ήταν το ίδιο το αξίωμα που παρείχε της αυθεντία, αλλά η συμφωνία με τον αποστολικό βίο. Εν τέλει, ο Theodemir έστειλε την Απολογία του Κλαύδιου στο Aachen για να καταδικαστεί συνοδικά[29]. Φαίνεται, όμως ότι τον πρόλαβε ο θάνατος, αμετανόητο, προς δική του καταδική, “suo iudicio damnatus”, κατά τον Wallafrid Stabo[30].
Γι’ αυτές του τις απόψεις σε παλαιότερες εποχές, όταν η ιστορική έρευνα των αιρέσεων βρισκόταν σε εμβρυακό στάδιο, ο Κλαύδιος θεωρούνταν ως ο πρώτος Βάλδιος. Σήμερα θεωρείται ως ένας γραφικός αιρετικός του Θ’ αι., προτεσταντικού τύπου. Δεν μπορεί να παραβλεφθεί η ομοιότητα των κακοδοξιών του με παρόμοιες του ΙΑ’ & ΙΒ’ αι.
Ο Rabanus Maurus, Βενεδικτίνος μοναχός και αρχιεπίσκοπος Mainz (847-856), αναφέρει στα Σχολια στον Ιησού του Ναυή κάποιους αιρετικούς, οι οποίοι απέρριπταν την Παλαιά Διαθήκη επειδή θεωρούσαν ότι η ζωή των Πατριαρχών δεν ήταν καθαρή. Στην περίπτωση του Ιησού του Ναυή εκδήλωναν τον πουριτανισμό τους λέγοντας ότι του έλειπε η ταπείνωση[31]. Είναι φανερό ότι η κατηγορία για υπερηφάνεια προέρχεται από την άποψη των Μανιχαίων, σύμφωνα με την οποία η Παλαιά Διαθήκη ήταν νομοθέτημα του διαβόλου. Συνεπώς οι βίοι των Πατριαρχών και των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης ήταν σύμφωνοι με τις επιθυμίες του διαβόλου γι’ αυτούς. Αργότερα, την απόρριψη της Παλαιάς Διαθήκης επανέλαβε ο Λεουτάρδος της Chalons (εδώ).
Από τα παραπάνω στοιχεία φαίνεται ότι οι μανιχαϊκές απόψεις και διδασκαλίες πολιορκούσαν την δυτική εκκλησία. Σε πολλές περιπτώσεις εύρισκαν ευήκοον ους στα πρόσωπα Φράγκων εκκλησιαστικών αξιωματούχων. Ακολουθεί ένας αιώνας σιωπής. Η σιωπή αυτή σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι εξαφανίστηκαν οι αιρέσεις ή ότι διακόπηκε η συνέχεια της δυαρχίας στη Δύση. Τα αίτιά της πρέπει ν’ αναζητηθούν αλλού. H διάλυση της αυτοκρατορίας του Καρλομάγνου, οι συνεχείς διαμάχες των διαδόχων του, οι επιδρομές των βαρβάρων, Νορμανδών, Αράβων, Ούγγρων και τα οδυνηρά αποτελέσματά τους προκάλεσαν αναστατώσεις, οι οποίες επέδρασαν στην καταγραφή της ιστορίας. Γεγονότα που σήμερα θεωρούνται υψίστης σημασίας για την εξέλιξη της δυτικής Ευρώπης, όπως για παράδειγμα η εγκατάσταση των Νορμανδών στην ηπειρωτική χώρα, δεν βρήκαν θέση στα χρονικά των μοναστηριών. Το ότι δεν καταγράφηκαν δεν σημαίνει ότι δεν έγιναν. Το ex silentio επιχείρημα δεν ισχύει στην μεσαιωνική ιστορία. Κάπως έτσι εξηγεί το πρόβλημα και ο Αρχιεπίσκοπος της Reims, Hervé. Στις 26 Ιουνίου του 909 μ.Χ., στην σύνοδο που έγινε στην Trosly κοντά στην Soissons, παρατήρησε ότι είχε χρόνια να συγκληθεί σύνοδος εξαιτίας τριών προβλημάτων, της εισβολής των βαρβάρων, των πολιτικών προβλημάτων του βασιλείου και της λύμης των ψευτο-Χριστιανών, τα οποία αναγνώρισε ως τιμωρία του κόσμου εξαιτίας των αμαρτιών τους[32]. Έπειτα, η εκρηκτική εμφάνιση αιρετικών σεκτών από τα τέλη του Ι’ αι. και εξής δεν θα μπορούσε να ερμηνευθεί, αν γίνει αποδεκτό ότι η σιωπή των πηγών συνεπάγεται την εξαφάνιση της δυαρχίας. Είμαστε, υποχρεωμένοι να δεχθούμε ότι αυτή συνεχίζεται απαρατήρητη, συνδέοντας την τελευταία καταγεγραμμένη αναφορά με την πρώτη του επόμενου αιώνα.
Το 991 μ.Χ. ο Γερβέρτος του Ωριλλάκ, μετέπειτα πάπας Συλβέστρος Β’, έγινε αρχιεπίσκοπος Reims. Με την ανάρρηση στην επισκοπική έδρα έκανε μια ομολογία πίστεως, στην οποία μεταξύ άλλων ομολογούσε ότι πίστευε
1) ότι ο διάβολος έγινε κακός εξαιτίας της ελεύθερης θελήσεώς του[33]˙
2) ότι η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη είναι έργο του ίδιου δημιουργού και Κυρίου και Θεού[34]˙
3) ότι δεν καταδικάζει τον γάμο[35]˙
4) ότι δεν θεωρεί αμαρτία την βρώση κρέατος[36].
Μερικοί ιστορικοί θεωρούν ότι η παραπάνω δήλωση αποτελεί ένδειξη της δράσης σέκτας Καθαρών στην περιοχή της Reims[37]. Νεώτεροι αποδομητές θεωρούν ότι η ομολογία πίστεως είναι κλισέ. Πράγματι ομολογίες πίστεως είχαν κάνει και άλλοι επίσκοποι, όπως ο Hincmar της Reims, ο Αδαλβέρτος της Thérouanne, ο Pilgrim του Passau, ο Μπρούνο της Κολονίας. Έχει αποδειχθεί ότι η ομολογία πίστεως του Γερβέρτου εντάσσεται σε μια μακρά παράδοση, που ξεκινά από τον Στ’ αι. Η μορφή της ομολογίας προέρχεται από την «Statuta ecclesia antiqua»[38], η οποία αποδίδεται στον Καισάριο της Αρελάτης[39], πέρασε στο ψευδο-Ισιδώρειο «Liber Canonum» και στην «Ordo Romanus antiquus»[40], έργο πιθανόν του Ι’ αι[41]. Η θεωρία του κλισέ αφήνει αναπάντητα ερωτήματα. Δεν εξηγεί γιατί δεν έκαναν ομολογία όλοι οι επίσκοποι, ούτε καν της ίδιας επαρχίας˙ στην Reims από τον Hincmar επόμενος κάνει ο Γερβέρτος. Ίσως η απάντηση σε αυτήν την ερώτηση να μην έχει σημασία για το θέμα.
Σημαντικότερο ερώτημα είναι γιατί τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τα οποία αποτελούν άρνηση δογμάτων και πρακτικών δυαρχικού χαρακτήρα, δεν συναντώνται στις προηγούμενες φόρμες ομολογίας, από τις οποίες φαίνεται ότι πηγάζει η συγκεκριμένη του Γερβέρτου. Οπωσδήποτε η πρώτη εμφάνισή τους στην Reims, χώρο εκδήλωσης της δράσης αιρετικών σεκτών τα αμέσως επόμενα χρόνια[42], εφόσον δεν είναι κληρονομιά παλαιότερων αντίστοιχων ομολογιών, εφιστά την προσοχή και εγείρει υποψίες. Δεν αποτελεί άμεση απόδειξη, αναμφισβήτητα είναι αποχρώσα ένδειξη. Αν τώρα συνδυαστεί με δυο ακόμη γεγονότα, πρώτον τις κατηγορίες για μαγεία που εκτοξεύθηκαν αργότερα στην Ρώμη, όταν ο Γερβέρτος έγινε πάπας, εξαιτίας των σπουδών του στην Ισπανία, φυτώριο αιρετικών, όπως φάνηκε παραπάνω, και δεύτερον, ότι την ίδια ακριβώς ομολογία με κάποιες προσθήκες έκανε το 1180 ο Βάλδος, για ν’ αποδείξει την ορθοφροσύνη του στον Αρχιεπίσκοπο Guichard της Λυών, ψευδορκώντας, διότι όχι μόνο ορθόφρων δεν ήταν, αλλά και αιρεσιάρχης ήταν, τότε πρέπει να υποψιάζεται κανείς ότι στην Reims συνέβαινε κάτι σοβαρότερο από αυτό που η ομολογία αφήνει να εννοηθεί.
7.1.2 Filioque και δυαρχία
Από το τέλος του Ι’ αι. ξεκινά η μακρά διαδοχή των αιρετικών σεκτών, πολλές από τις οποίες εξετάστηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια. Φάνηκε μέχρι στιγμής, η συνέχεια της δυαρχίας στη Δύση, σε επίπεδο ιστορικών γεγονότων και καταγραφών. Για να εμπεδωθεί ολοκληρωτικά αυτή η συνέχεια πρέπει να εξεταστεί και σε θεωρητικό επίπεδο, ώστε τα ιστορικά στοιχεία να έχουν και την θεωρητική αναφορά τους. Γεννάται, λοιπόν, το αμείλικτο ερώτημα, υπάρχει δυαρχική διδασκαλία εκφρασμένη, στην Δύση κατά τον Μεσαίωνα; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι ευκολότερη, από την εύρεση των στοιχείων, όσων παρατέθηκαν παραπάνω. Την απάντηση την έχουν δώσει Πατέρες της Εκκλησίας. Ναι, υπάρχει! Πρόκειται για το filioque. Το filioque είναι η αιρετική δυαρχική διδασκαλία που εξασφάλισε την συνέχεια της δυαρχίας στη Δύση κατά το Μεσαίωνα. Υιοθετήθηκε από τους Φράγκους και πολιόρκησε την Ρωμαϊκή Εκκλησία έξωθεν μέχρι την κατάληψη του Πατριαρχείου της Ρώμης των ΙΑ’ αι από αυτούς. Η πάπες της Ρώμης αντιστάθηκαν σθεναρά στην επιβολή του filioque, πρώτα εναντίον του Καρλομάγνου και της αυλής του και στην συνέχεια εναντίον του Όθωνα του Α’ και των διαδόχων του, μέχρι την στιγμή που η Ρώμη υπέκυψε στην ισχύ των όπλων των Γερμανών, οπότε μαζί με τον Παπισμό επικράτησε και η αίρεση στην Δύση.
Το ότι το filioque είναι δυαρχία το κηρύττουν όλοι οι Πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς που ασχολήθηκαν με την αναίρεσή του. Γράφει ο Μέγας Φώτιος:
«Το Πνεύμα εκπορεύεται από τον Υιό; Ποιο από τα δύο, την ίδια εκπόρευση, ή αντίθετη προς την εκπόρευση που γίνεται από τον Πατέρα; Αν είναι η ίδια, πως γίνονται κοινές οι ιδιότητες, με τις οποίες και μόνο η Τριάδα είναι Τριάδα και προσκυνείται και χαρακτηρίζεται; Αν όμως είναι αντίθετη προς εκείνην, πως δεν θα μας προκύψουν με τον λόγο αυτό Μάνεντες και Μαρκίωνες, προτείνοντας πάλι τη θεομάχο γλώσσα εναντίον του Πατέρα και του Υιού[43];»
Και πάλι:
«Πως λοιπόν λέτε ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και από τον Υιό; Αν εκπορεύεται σαν από αίτιό του, να δύο αίτια και δυο αρχές, Πατέρας δηλαδή και Υιός, και έτσι αυτό που διδάσκετε είναι δυαρχία μάλλον παρά μοναρχία[44]».
Το επισημαίνει και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς:
«Το δε ιδικόν σου δεν θα ηδύνατο να λεχθή κατά κυριολεξίαν προσθήκη (σ.σ. εννοεί το filioque), αλλά σαφής εναντιότης και ανατροπή του ευσεβούς φρονήματος˙ διότι εκτρέπει την διάνοιαν των ακουόντων εις το αντίθετον και αντί μιας επιτρέπει να δέχωνται δύο αρχάς επί της μιας θεότητος και προσφέρει διέλευσιν εις την πολυθεϊστικήν πλάνην. Πράγματι ποιος θα εφρόνει διαφορετικώς όταν ακούη ή λέγη ή πιστεύη ότι το εν προέρχεται εξ αμφοτέρων[45];»
Και πάλι:
«Επομένως, επειδή παντού και πάντως είς είναι ο Πατήρ, όχι μόνον αμφότερα ο Υιός και ο Πατήρ, αλλά το καθέν χωριστά μίαν αρχήν και έν αίτιον έχει μόνον, τον Πατέρα. Και ούτω μία είναι της θεότητος αρχή, και αν οι λατινόφρονες, εγκαλούμενοι πως λέγουν δύο αρχάς της θεότητος, νομίζουν ότι απολογούνται με το να ισχυρίζωνται ότι δέχονται μίαν αρχήν του Υιού και του Πνεύματος˙ διότι διαβεβαώνουν τούτο θέλοντες να μας παραπλανήσουν, όπως είπομεν και εις την αρχήν. Πράγματι εκείνο διά το οποίον τους κατηγορούμεν είναι τούτο˙ πως του μεν Υιού και του Πνεύματος δέχονται μίαν αρχήν του δε Πνεύματος λέγουν δύο αρχάς; Εκείνοι δε ερωτώμενοι, αποκρίνονται σοφιστικώς, εαυτούς μάλλον παρά τους ερωτώτας παραπλανώντες[46].»
Μέχρι την Β’ Σύνοδο της Λυών το 1274, οι Παπικοί μιλούσαν ανοικτά για δύο αρχές. Επειδή στην Σύνοδο μετείχε και αντιπροσωπεία Ορθοδόξων, η οποία έψεξε θεολογικά τους παπικούς για την δυαρχία του filioque, οι τελευταίοι αναγκάστηκαν να διορθώσουν την φρασεολογία τους:
«Αλλά υπάρχουν μερικοί οι οποίοι και τώρα λέγουν σαφώς ότι αι δύο αρχαί είναι μία, όσοι δεν έχουν μελετήσει τα συγγράμματά, τα οποία απευθύνθησαν προς αυτούς από τους ιδικούς μας. Πριν δε από αρκετούς χρόνους επεχωρίαζε τούτο και μεταξύ των ελλογιμωτάτων αυτών, και μαρτυρούν τούτο τα εις ημάς ευρισκόμενα συγγράμματα εκείνων, εις τα οποία ούτοι λέγουν δευτέραν αρχήν του αγίου Πνεύματος τον Υιόν. Αυτός λοιπόν, ο οποίος λέγει τον Υιόν όχι απλώς αρχήν, αλλά και δευτέραν αρχήν, δεν δέχεται φανερώς δύο αρχάς; Αν δε άφησαν τώρα αυτόν τον ισχυρισμόν, τούτο οφείλεται στους αντιρρητικούς λόγους των ιδικών μας, οι οποίοι τους κατεσίγασαν, όπως και εις τον επώνυμον Νικηφόρον[47] ο οποίος έφεξε προς αυτούς[48]».
Ενδεχομένως αναρωτιέται ο αναγνώστης ποια η ομοιότητα filioque με την μανιχαϊκή δυαρχία, εφόσον το μεν filioque ομιλεί περί δύο αρχών της θεότητας, ενώ ο μανιχαϊσμός για δύο θεούς. Κατ’ αρχάς την ομοιότητα εντοπίζει πρώτα και αναντίρρητα ο Μέγας Φώτιος:
«Το Πνεύμα εκπορεύεται από τον Υιό˙ με τον ίδιο τρόπο που εκπορεύεται από τον Πατέρα ή με αντίθετο; Γιατί, αν με τον ίδιο τρόπο, πως γίνονται κοινές οι ιδιότητες, με τις οποίες και μόνες η Τριάδα χαρακτηρίζεται Τριάδα και προσκυνείται; Αν όμως με τρόπο αντίθετο από εκείνη, πως δεν θα σκιρτήσουν πάλι από χαρά με τον βλάσφημο αυτό λόγο οι Μάνεντες και οι Μαρκίωνες αυξάνοντας την θεομάχο εναντίον του Πατέρα και του Υιού φλυαρία τους[49];»
Και στην εγκύκλιο επιστολή του προς τους πατριαρχικούς θρόνους της Ανατολής, αναφερόμενος στις φαυλότητες των Φράγκων επισκόπων στην νεοφωτισθείσα Βουλγαρία, γράφει τα εξής:
«Και κατά πρώτον τους οδήγησαν αντίθετα με τους κανόνες στη νηστεία των Σαββάτων, και μπορεί φυσικά η παραμικρή παράβαση αυτών που μας έχουν παραδοθεί να οδηγήσει και στην περιφρόνηση όλης γενικά της διδασκαλίας. Έπειτα, περικόπτοντας την πρώτη εβδομάδα των νηστειών από την άλλη νηστεία, τους παρέσυραν στην κατάλυση γάλακτος, στην τυροφαγία και την κατανάλωση των παρόμοιων. Διαπλατείνοντάς τους με αυτά την οδό των παραβάσεων και μεταστρέφοντας την πορεία τους από την ίσια και βασιλική οδό, ακόμα και τους πρεσβυτέρους που διέπρεπαν με νόμιμο γάμο, αυτοί που πολλές θυγατέρες έδειχναν γυναίκες χωρίς άνδρα και γυναίκες να ανατρέφουν παιδιά που δεν μπορούν να δουν πατέρα, αυτοί έκαναν να σιχαίνονται και να αποστρέφονται τους αληθινούς ιερείς του Θεού. Σπέρνοντας τα σπέρματα της διδασκαλίας των Μανιχαίων ανάμεσά τους, κατέστρεψαν με την επισπορά των ζιζανίων τις ψυχές στις οποίες μόλις είχαν αρχίσει να φυτρώνουν οι σπόροι της ευσεβείας[50]».
Διαβάζοντας κάποιος την αναφορά αυτή του Μεγάλου Φωτίου στα έργα και της ημέρες των Φράγκων επισκόπων[51] στην Βουλγαρία, και την διάδοση της μανιχαϊκής διδασκαλίας από αυτούς μια γενιά μόλις πριν την εμφάνιση του βογομιλισμού, δικαιολογημένα αναρωτιέται μήπως τελικά ο βογομιλισμός, η δυαρχία, προέκυψε στην Βουλγαρία από την δράση των Φράγκων, υπόθεση που θα εξηγούσε και τις μετέπειτα σχέσεις ανατολικών και δυτικών δυαρχικών. Μήπως εν τέλει οι Φράγκοι μαζί με τον παπισμό διέδωσαν και την δυαρχία στην Βουλγαρία, η οποία λίγα χρόνια μετά θα εμφανιστεί ως βογομιλισμός με άγνωστη προέλευση; Αυτό είναι ένα ερώτημα που χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση.
Για να γυρίσουμε, όμως, στο θέμα, για να καταλάβει ο αναγνώστης την ομοιότητα του filioque και του μανιχαϊσμού, χρειάζεται ορθή διατύπωση. Όπως ο μανιχαϊσμός διαιρεί την μία αρχή της θεότητας σε δύο, τον ένα δημιουργό του κόσμου σε δύο, τον ένα νομοθέτη σε δύο, έτσι και το filioque διαιρεί την μία αρχή της θεότητος σε δύο. Λείπει, βέβαια, το στοιχείο του κακού, αλλά σε καμιά περίπτωση ο μανιχαϊσμός δεν θα μπορούσε να υπεισέλθει στην χριστιανική διδασκαλία, αν εισήγαγε μαζί με την δεύτερη αρχή στην Αγία Τριάδα και την αρχή του κακού. Αυτό ούτε ο μυθολογικός μανιχαϊσμός δεν το δέχτηκε, πολύ δε περισσότερο ο καμουφλαρισμένος και χριστιανίζων. Εν τέλει, παρατηρείται και είναι αδιαμφισβήτητο ότι και στις δυο περιπτώσεις ακολουθείται η ίδια μανιχαϊκή μεθοδολογία, ο μερισμός, η διαίρεση του ενός σε δύο. Για την μέθοδο αυτή λέγει ο Μέγας Φώτιος:
«Έτσι είναι σκότος και χάος και τύφλωση του νου και μανία και μέθη βαθειά η προσπάθεια εκείνων που χωρίζουν σε δυο αρχές τη μια αρχή, και τον ένα Κύριο Ιησού Χριστό, τον δημιουργό όλων, τον διαιρούν σε δυο αρχές, από τις οποίες την μια την εγκαθιστούν στα νοητά, ενώ την άλλη στα όρατα[52].»
Και αλλού:
«Γιατί αυτή ακριβώς η παρεκτροπή, το να μερίζομε την άτμητη και αδιαίρετη αρχή και εξουσία του Θεού σε δύο, είναι έργο της πολυμήχανης και σφοδρής ενόχλησης του Πονηρού[53].»
Την εφαρμογή και το άτοπο της μεθόδου ως προς το δημιουργικό του Θεού, συνεπεία της αποδοχής δύο αρχών από τους Λατίνους, δείχνει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς:
«Άλλωστε, αφού η αρχή αυτή δηλώνει το δημιουργικόν, θα ηδύνατο να είπη όχι μόνον δύο, αν και όχι καλώς, αλλά και περισσότερους. Διότι αυτή η αρχή είναι τρισυπόστατος˙ αφού δε είναι κατά φύσιν αρχή, είναι και κοινή˙ αφού δε είναι και κοινή αυτή η αρχή, πως δεν θα την έχει και το Πνεύμα; Και ο Ελιούς δε, συζητών με τον Ιώβ δια την δικαιοσύνην του Θεού και λέγων “Πνεύμα Κυρίου το ποιήσαν με[54]”, δεν χαρακτηρίζει το Πνεύμα ως ποιητικήν αρχήν; Και ο θείος ψαλμωδός Δαβίδ, ψάλλων “λόγω μεν Κυρίου τους ουρανούς στερεωθήναι, Πνεύματι δε τας των ουρανών δυνάμεις[55]”, δεν αποδίδει την δημιουργικήν αρχήν όσον εις τον Υιόν, τόσον και εις το Πνεύμα; Εάν λοιπόν κατά την άποψίν σου δεν εμποδίζη τίποτε να δεχθώμεν δύο αρχάς, αφού έχει γραφή “ η εκ της αρχής αρχή”, επομένως και δια το ότι έχει γραφή και το Πνεύμα ποιητής δεν εμποδίζει τίποτε να δεχθώμεν δύο ποιητάς[56].»
Kαι έτσι εξηγεί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, πως με την αποδοχή του filioque μπορεί να οδηγηθεί κάποιος στην αποδοχή δύο δημιουργών.
Στην ίδια εγκύκλιο επιστολή του προς τους πατριαρχικούς θρόνους της Ανατολής, αναφέρει ο Μέγας Φώτιος και τα αποτελέσματα της αγαμίας του κλήρου που επέβαλαν οι Φράγκοι:
«Διαπλατείνοντάς τους με αυτά την οδό των παραβάσεων και μεταστρέφοντας την πορεία τους από την ίσια και βασιλική οδό, ακόμα και τους πρεσβυτέρους που διέπρεπαν με νόμιμο γάμο, αυτοί που πολλές θυγατέρες έδειχναν γυναίκες χωρίς άνδρα και γυναίκες να ανατρέφουν παιδιά που δεν μπορούν να δουν πατέρα, αυτοί έκαναν να σιχαίνονται και να αποστρέφονται τους αληθινούς ιερείς του Θεού[57]».
Και παρακάτω παραθέτει τις αποφάσεις της Εκκλησίας επί του θέματος:
«Αλλά βέβαια και ο τέταρτος κανόνας της συνόδου στη Γάγγρα γι’ αυτούς που θεωρούν βδελυρό το γάμο λέγει τα εξής˙ “Αν κάποιος κάνει τη διάκριση ότι δεν πρέπει να μεταλαμβάνει τις προσφορές (τα τίμια δώρα) από πρεσβύτερο έγγαμο όταν αυτός λειτουργήσει, να είναι αναθεματισμένος[58]”. Επίσης ομόφωνη απόφαση εκφέρει εναντίον τους και η έκτη σύνοδος[59] λέγοντας τα εξής˙ “Επειδή στην Εκκλησία των Ρωμαίων μάθαμε ότι έχει παραδοθεί σαν κανόνας, ότι όσοι πρόκειται να χειροτονηθούν διάκονοι ή πρεσβύτεροι πρέπει να ομολογούν ότι δεν έρχονται πια σε συνάφεια με τις συζύγους τους, εμείς ακολουθώντας τον αρχαίο κανόνα με την αποστολική ακρίβεια και τάξη, θέλουμε τα νόμιμα συνοικέσια των ιερών ανδρών να ισχύουν και από τώρα˙ κατά κανένα τρόπο να μην διαλύουν την συνάφειά τους με τις συζύγους τους ή να αποστερούν την μεταξύ τους συνάφεια κατά τον πρέποντα καιρό. Ώστε αν κάποιος βρεθεί άξιος για να χειροτονηθεί διάκονος ή υποδιάκονος, να μην εμποδίζεται καθόλου ν’ ανέβει σ’ αυτό το βαθμό ζώντας με νόμιμη σύζυγο, ούτε να του ζητείται τον καιρό της χειροτονίας ότι θα απόσχει από την συνεύρεση με τη σύζυγό του. Για να μην αναγκασθούμε εξαιτίας αυτού να ατιμάζομε το γάμο που νομοθέτησε και ευλόγησε με την παρουσία του ο Θεός, τη στιγμή που ο λόγος του Ευαγγελίου λέγει, Αυτούς που ένωσε ο Θεός να μην τους χωρίζει άνθρωπος[60], και ο Απόστολος διδάσκει, Ο γάμος είναι άξιος τιμής και η κοίτη πρέπει να είναι αμόλυντη[61], και, Έχεις δεθεί με γυναίκα; Μη ζητάς λύση του δεσμού[62]. Αν λοιπόν τολμήσει κάποιος, ενεργώντας αντίθετα προς τους αποστολικούς κανόνες, κάποιο ιερωμένο, δηλαδή πρεσβύτερο ή διάκονο ή υποδιάκονο, να του στερήσει τη συνεύρεση με την νόμιμη γυναίκα του και την συνάφεια μ’ αυτήν, να καθαιρείται˙ το ίδιο και αν κάποιος πρεσβύτερος ή διάκονος, με πρόφαση την ευλάβεια, διώξει την γυναίκα του, να αφορίζεται και αν επιμένει, να καθαιρείται[63]».
7.1.3. Επίλογος
Όταν ο J. B. Russell είπε ότι «η παρουσία δυαρχικών ιδεών στον ίδιο τον Χριστιανισμό βοηθά να φωτισθεί το κύριο ερώτημα αυτού του κεφαλαίου[64]», είχε λίγο δίκιο και πολύ άδικο. Το δίκιο βρίσκεται στο ότι ο νοθευμένος Χριστιανισμός των Φράγκων περιέχει όντως δυαρχικές ιδέες. Το άδικο στο ότι ταυτίζει τον Χριστιανισμό με την διδασκαλία των Παπικών. Αλλά ο Παπισμός είναι αίρεση, δεν είναι Χριστιανισμός. Εκτός αυτού ο J. B. Russell και οι αποδομητές εντοπίζουν τις δυαρχικές ιδέες περισσότερο στην ηθική του Χριστιανισμού, όχι στο filioque. Νομίζουν ότι ο Χριστιανισμός διδάσκει την απόρριψη του υλικού κόσμου και θεωρούν την ηθική, στην μορφή του πουριτανισμού, με την οποία την έχουν γνωρίσει, ή του δυτικού μυστικισμού, ως αποδοχή κάποιας κακότητας του κόσμου. Αλλά τα πράγματα δεν είναι έτσι. Για τον Χριστιανό ο Θεός έφτιαξε τα πάντα λίαν καλώς, «καί εἶδεν ὁ Θεός τά πάντα ὅσα ἐποίησε, καί ἰδού καλά λίαν[65]». Ο νόμος της φθοράς δεν υπήρχε εξαρχής στον κόσμο, αλλά προέκυψε ως μεταπτωτική κατάσταση, με την παράβαση των πρωτοπλάστων, με την απομάκρυνση του ανθρώπου από το θέλημα του Θεού. Όταν ο απόστολος Παύλος γράφει:
«βλέπω δὲ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καὶ αἰχμαλωτίζοντά με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί μου. Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος! τίς με ρύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου; εὐχαριστῷ τῷ Θεῷ διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν. ἄρα οὖν αὐτὸς ἐγὼ τῷ μὲν νοῒ δουλεύω νόμῳ Θεοῦ, τῇ δὲ σαρκὶ νόμῳ ἁμαρτίας[66].»
Δεν θέτει ηθικά διλλήματα. Περιγράφει τον νόμο της φθοράς. Ο Χριστιανισμός, λοιπόν, δεν διδάσκει την άρνηση του κόσμου, αλλά του κοσμικού φρονήματος. Στον Χριστιανισμό δεν υπάρχει ίχνος δυαρχίας[67].
Θα μπορούσε, βέβαια, κάποιος να υποστηρίξει ότι με την αποδοχή ενός υλικού και ενός πνευματικού κόσμου, ο Χριστιανός αποδέχεται και τον δυϊσμό, αλλά αυτός ο δυϊσμός είναι ετεροβαρής, καθώς η δημιουργία έγινε εκ του μηδενός και ο υλικός κόσμος μέλλει να παρέλθει. Εξάλλου ούτε πραγματικός δυϊσμός είναι διότι και οι δύο πραγματικότητες περικλείονται στην έννοια της δημιουργίας. Εδώ οι λατινόφωνοι κάνουν ένα τίμιο λάθος. Επειδή στις λατινογενείς γλώσσες μία λέξη (dualism) χρησιμοποιείται για τον δυϊσμό και για την δυαρχία, συγχέουν το ένα με το άλλο. Επειδή τα όρια της γλώσσας καθορίζουν τα όρια του συλλογισμού, είναι δύσκολο να καταλάβουν ότι πρόκειται για δυο διαφορετικές έννοιες.
Από τα παραπάνω καθίσταται φανερό ότι η δυαρχία επέζησε στην Δύση, σε πρακτικό επίπεδο στις πολλές αιρετικές περιπτώσεις, και σε θεωρητικό στο filioque των Φράγκων. Από την στιγμή που οι Φράγκοι κατέλαβαν το πατριαρχείο Ρώμης και νομιμοποίησαν, όχι χωρίς αντίδραση, τις αιρετικές διδασκαλίες και πρακτικές τους, προέκυψε ξέσπασμα δυαρχικών σεκτών, όπως είχε προβλέψει ο Μέγας Φώτιος:
«Και θα αναβλαστήσει και άλλο μεγάλο πλήθος ζιζανίων από την πονηρή σπορά που έγινε στην αρχή, την οποία ήρθε ο εχθρός του ανθρωπίνου γένους και την έσπειρε στις άθλιες ψυχές τους, όχι ενώ κοιμούνταν, όπως φαίνεται, αλλά ενώ ήταν ξύπνιοι και ζητούσαν οι φρενοβλαβείς τον ψυχικό θάνατο, πώς να νοθεύσουν τον ουράνιο και ευγενή και σωτήριο σπόρο[68].»
[1] St. Hildegardis, Epistola X De Catharis : “ Nam viginti et tres anni ac quatuor menses sunt, quod a perversis operibus hominum, quae ab ore nigrae bestiae efflantur, quatuor venti per quator angulos angulorum in magnam ruinam moti sunt” , ed. J.B. Pitra, Analecta Sacra, Paris 1882, t. VIII p. 349. Αγγλική μετάφραση B. Hamilton, Wisdom from the East: The reception by the Cathars of eastern dualist texts, εν Heresy and Literacy, 1000-1530, Cambridge 1994, p. 43.
[2] Στέφανος των Βουρβώνων της Belleville, De Septem Donis Spiritus Sancti, “Dicti sunt Albigenses, propter hoc, quia illam partem Provinciae, quae est versus Tolosam et Agennensem urbem, circa fluvium Albam, primo Provincia infecerunt”. Ο Στέφανος ήταν κατά βάση ιεροεξεταστής στην Belleville, στην αρχιεπισκοπή της Λυών, αλλά έμεινε γνωστός ως ιεροκήρυκας εξαιτίας του συγγραφικού του έργου, κυρίως του Tractatus de diversis Materiis Praedicabilibus, ενός εγχειριδίου για ιεροκήρυκες. Επειδή η διάταξη της ύλης αντιστοιχεί στα επτά χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, έμεινε γνωστό ως De Septem Donis, αν και ο συγγραφέας πρόλαβε να ολοκληρώσει μόνο τα πέντε από τα επτά κεφάλαια πριν πεθάνει. Έκδοση Lecoy de La Marche, Anecdotes historiques, legends et apologues, tires du recueil inédit d’ Etienne de Bourbon dominicain du XIIIe siècle, Paris 1877. Επίσης εκδοση J. Quetif – J. Echard, Scriptores ordinis Praedicatorum, 4 vols Paris 1888, vol.1. Λόγω της εμπειρίας του γνώριζε αρκετά καλά τα των Καθαρών και παραθέτει τα περισσότερα από τα γνωστά ονόματά τους.
[3] Mansi 22.590.
[4] Επιστολή Λέοντος Α’ του Μεγάλου προς επίσκοπο Brutium, J. Russel, p. 193.
[5] Epistola 18: “Afros passim ad ecclesiasticos ordines praetendentes nulla ratione suspiciat, quia aliqui eorum Manichei, aliqui rebaptizanti sepius sunt probati”, MGH Epp. 1.32. Σε καμιά περίπτωση, λέει ο πάπας Γρηγόριος Β, δεν πρέει να δεχθεί στις εκκλησιαστικές τάξεις τους Αφρικανούς, διότι άλλοι είναι Μανιχαίοι και άλλοι έχουν βαπτιστεί πολλές φορές.
[6] J. B. Russell, Dissent and Reform, p.10. Στο παρόν κεφάλαιο ακολουθούνται κατά πόδας τα στοιχεία που παραθέτει ο συγκεκριμένος συγγραφέας, για να φανεί μέσα από την διαφορετική μέθοδο επεξεργασίας, δηλαδή μέσα από την θετική και συνάμα κριτική επεξεργασία των ίδιων πηγών βγαίνουν τα ακριβώς αντίθετα συμπεράσματα, από αυτά που βγάζει η αποδομητική σχολή με την απόρριψή τους. Βέβαια, γίνεται όπου χρειάζεται και ερμηνεία με βάση την συνολική θεώρηση της ιστορίας των γεγονότων και την συνέπεια, ώστε να αποφεύγονται φαινόμενα, όπως η χρήση αντίθετων λογικών μεθόδων κατά το συμφέρον ανά περίπτωση, όπως θα φανεί σε επόμενο παράδειγμα.
[7] Ματθ. 3.4.
[8] “Quidam ‘abstinentes a cibis, quos Deus ad percipiendum creavit*’; quidam melle et lactae proprie pascentes se panem et ceteros abiciunt cibus”, MGH Epp. sel. 1 p. 129* Α’ Τιμ. 4.3.
[9] Hadrianus Episcopus, Epistola 95, MGH Epp. III.637.
[10] Elipandi, Epistola Prima Ad Migentium haereticum, PL 96.859-867.
[11] Hadrianus Episcopus, Epistola 95, MGH Epp. III.636-643.
[12] Παραθέτουμε την κριτική του Augustus Neander: “Τα διάσπαρτα στοιχεία που αφορούν τον Migentius δεν έχουν καμιά αξία, και η επιστολή του ίδιου του Elipandus προς αυτόν, όπως δίνεται από τον Florez στο Espana Sagrada t.v ed. ii Madrid 1763, p. 524, παραμένει το μόνο σημαντικό κείμενο στο θέμα. Αλλά το ύφος του Elipandus είναι παθιασμένο˙ βγάζει πολλά συμπεράσματα˙ και δεν είναι αρκετά ικανός να εισέλθει στην λογική του άλλου, ώστε να μας επιτρέψει να εξακριβώσουμε από τις προτάσεις ή τις δηλώσεις του μια καλή ιδέα της διδασκαλίας του Migentius. Όσο, όμως, αυτό μπορεί να γίνει , φαίνεται ότι είχε κλίση στον Σαβελλιανισμό». General History of the Christian Religion and Church, trans. Henry Stebbing, Edibourgh 1849, vol. V p. 202. Από την εποχή του Augustus Neander έχουν γίνει αρκετές προσπάθειες να μελετηθεί το περιστατικό και να διαπιστωθεί η παράξενη διδασκαλία του Migentius. Πιο πρόσφατη και ίσως πιο αξιόλογη η έρευνα του John Cavadini, The Last Christology of the West: adoptionism in Spain and Gaul, 785-820, University of Pennsylvania Press 1993. Σε αυτήν την εργασία το κεφάλαιο Migetius (σελ. 15 κ.ε.) εντάσσεται και εξετάζεται στα πλαίσια της διαμάχης του υιοθετισμού.
[13] Elipandi, Epistola Prima Ad Migentium haereticum, PL 96.862B.
[14] Concilium Cordubense, CSM 1.135-141.
[15] Υπόθεση κυρίως των Hefele-Leclercq.
[16] J. B. Enhueber, Dissertatio Dogmato-Historica de Haeresi Elipandi et Felicis, PL 101.357.
[17] Hadriani episcopi, Epistola 96 Ad Egilae episcopo seu Iohanni presbytero: “et alia multa, sicut fati estis, quae longum est dicere: quid multa vobis heresum per singular scriber, quia olim tempus est, quod Priscilliani docmatis inpleverunt?”, MGH Epp. III.647.
[18] MGH Capitularia regum Francorum I.108.
[19] Mansi 2.762.
[20] “De presbiteris qui habuere coniugia. Quicumque discernit a presbitero qui uxorem habuit, quod non oporteat eo ministrante de oblatione percipere, anathema sit”, MGH Leges I.415.
[21] Οι πληροφορίες αυτές προέρχονται από τον Ιωνά της Ορλεάνης (‘quendam presbyterum natione Hispanum’, nomine Claudium, De cultu imaginum, PL 106,305C, ‘Felix in quodam discipulo suo nomine Claudio’, PL 106.309C) και τον Ντάνκαλ, Ιρλανδό μοναχό του Αγίου Διονυσίου. Επειδή και οι δύο ήταν εχθρικά διακείμενοι απέναντι στον Κλαύδιο, τα όσα αναφέρουν στα έργα τους γι’ αυτόν αμφισβητούνται από τους συνήθεις αποδομητές.
[22] Τα έργα του Κλαύδιου στο PL 104.
[23] PL 106,305 κ.ε.
[24] Η ακριβής ημερομηνία του θανάτου του δεν είναι γνωστή. Πέθανε ή το 827 έτος κατά το οποίο εντοπίζεται η τελευταία πράξη του, ή μεταξύ 830-839, κατά τον J. B. Russel, p.
[25] PL 105.447 κ.ε.
[26] Erik Thunø, Image and Relic, Mediating the Sacred in Early Medieval Rome, Analecta Romana Instituto Danici Suppl. XXXII (Rome 2002), p. 132.
[27] Erik Thunø, Image and Relic…, p. 313.
[28] “Quinta tua in me objection est, et displicere tibi dicis, eo quod dominus apostolicus indignatus sit mihi. Hoc dixisti, inquis, de Paschali Ecclesiae Romanae episcopo, qui praesente jam corruit vita. Apostolicus antem dicitur quasi apostolic custos. Apostoli fugens officio. Certe non ille dicendus est Apostolicus, qui in cathedra sedet apostolic, sed qui apostolicum implet officium” , PL 106.383. Συναρμολογείται από τις θέσεις του Κλαύδιου που αναιρεί ο Ιωνας της Ορλεάνης.
[29] Michael Gorman, The Commentary on Genesis of Claudius of Turin and Biblical Studies under Louis the Pious, Speculum 72 (April 1997), p. 282.
[30] Walahfrid Strabo, Libellus de exordiis et incrementis, MGH Capitularia regum Francorum II.483.
[31] Rabanus Maurus, Commentaria in Librum Joshue, PL 108.1041: “Observandum sane est quod solent haeretici legentes hunc locum calumniam facere, hi qui Vetus Testamentum non recipient, et dicunt: Vide quomodo nihil humilitatis habuit Jesus filius Nave, ut hominibus qui ad se supplices venerant salute concedens, notam eis infamiae et jugum servitutis infligeret”.
[32] Thomas-Marie-Joseph Gousset, Le actes de la province ecclésiastique de Reims, Reims 1842, t. 1 563ff : “Quoniam per aliquot annos, partim infestation paganorum, partim etiam gravissimis regni pertubationibus, ac quoromdam falsorum christianorum infestationibus praepediti, juxta decreta canonum nequivimus congregari: nunc quia, annuente Domino, nobis congregandi facultas juxta decreta canonum multoites horum judicio cognita veritate,…”
[33] Epistola CLXXXVII, Professio Fidei Gerberti Remorum Archiepiscopi: “Diabolum non per conditionem, sed per arbitrium factum esse malum”, PL 139.253.
[34] “Novi et Veteris Testamenti unum eumdemque credo auctorem et dominum et Deum”, PL 139.253.
[35] “secunda matrimonia non damno”, PL 139.253.
[36] “Carnium praeceptionem non culpo”, PL 139.253.
[37] H. C. Lea, History of the Inquisition, vol. 1 p.108.
[38] Η Statuta Ecclesia Antiqua (ή Statuta antiqua Orientis) είναι συλλογή 104 κανόνων εκκλησιαστικής πειθαρχίας του Ε’ ή Στ΄ αι. Υποτίθεται ότι αποδίδονται σε ψευδο-σύνοδο της Καρχηδόνος, αλλά αυτό είναι αναληθές.
[39] Arthur Malnory, Saint Césaire, évêque d’ Arles, Paris 1894.
[40] O M. Andrieu έδειξε ότι η Ordo Romanus Antiquus ( ή Ordo L) είναι σύνθεση κάποιου μοναχού του Αγίου Αλβανού του Mainz και χρονολογείται το 950 μ.Χ. M. Andrieu, Les ordines romani, vol. I pp. 505-506.
[41] Για όλα αυτά J. B. Russell, Dissent and Reform, p. 195.
[42] Βλ. προηγούμενα κεφάλαια.
[43] Μ. Φωτίου, Επιστολή ΙΓ’ Ἐγκύκλιος ἐπιστολή πρός τούς τῆς Ἀνατολῆς ἀρχιερατικούς θρόνους, Ἀλεξανδρείας φημί καί τῶν λοιπῶν, ἐν ᾖ περί κεφαλαίων τινῶν διάλυσιν πραγματεύεται, καί ὡς οὐ χρή λέγειν ἐκ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα προέρχεσθαι, ἀλλ’ ἐκ τοῦ Πατρός μόνον, § 17, μετ. Ε. Μερετάκης, στην σειρά ΕΠΕ, Φωτίου Έργα, τ. 13. σελ. 161.
[44] Μ. Φωτίου, Περί Εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος §10, μετ. Ι. Σακαλής, στην σειρά ΕΠΕ, Φωτίου Έργα, τ. 4 σελ. 445.
[45] Γρηγορίου Παλαμά, Περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, Λόγος Α’ § 11, μετ. Π. Χρήστου, στην σειρά ΕΠΕ, Γρηγορίου του Παλαμά έργα, τ. 1 σσ. 99-101.
[46] Γρηγορίου Παλαμά, Περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, Λόγος Α’ § 38, μετ. Π. Χρήστου, στην σειρά ΕΠΕ, Γρηγορίου του Παλαμά έργα, τ. 1 σ. 163.
[47] Εννοείται ο όσιος Νικηφόρος ο Ησυχαστής, ο οποίος έγραψε και λόγους αντιρρητικούς κατά των Λατίνων, όπως και λόγους ησυχαστικούς. Βλ. Βασίλειου Ψευτογκά, Νικηφόρου Ιταλού, Περί της Αγίας Τριάδος και Οικονομίας του Θεού Λόγου (Εισαγωγή-Κείμενο-Σχόλια, εν Επιστημονική Επετηρίδα της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης 23 (1978), σ. 207 κ.ε.
[48] Γρηγορίου Παλαμά, Α’ προς Βαρλαάμ, περί δύο αρχών ή κατά ελληνικής επόψεως § 17, μετ. Π. Χρήστου, στην σειρά ΕΠΕ, Γρηγορίου του Παλαμά έργα, τ. 1 σ. 463.
[49] Μ. Φωτίου, Περί της του Αγίου Πνεύματος μυσταγωγίας § 35, μετ. Ι. Σακαλής, στην σειρά ΕΠΕ, Φωτίου Έργα, τ. 4 σελ. 369.
[50] Μ. Φωτίου, Επιστολή ΙΓ’ § 5, μετ. Ε. Μερετάκης, στην σειρά ΕΠΕ, Φωτίου έργα, τ. 13 σ. 155.
[51] «Αυτήν την ασέβεια εκείνοι οι επίσκοποι του σκότους (γιατί ως επισκόπους διαφήμιζαν τους εαυτούς των) μαζί με τα άλλα αθέμιτα έσπειραν στο έθνος των Βουλγάρων», μετ. Ε. Μερετάκης, στην σειρά ΕΠΕ, Φωτίου έργα, τ. 13 σ. 165.
«άνδρες που βγήκαν από το σκοτάδι (γιατί ήταν γεννήματα του δυτικού ημισφαιρίου)», μετ. Ε. Μερετάκης, στην σειρά ΕΠΕ, Φωτίου έργα, τ. 13 σ. 155.
[52] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Γ’ § 9, μετ. Ι. Σακαλής, στην σειρά ΕΠΕ, Φωτίου Έργα, τ. 4 σελ. 163.
[53] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Β’ § 2, μετ. Ι. Σακαλής, στην σειρά ΕΠΕ, Φωτίου Έργα, τ. 4 σελ. 89.
[54] Ιωβ 33.4.
[55] Ψαλμ. 32.6.
[56] Γρηγορίου Παλαμά, Περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, Λόγος Α’ § 13, μετ. Π. Χρήστου, στην σειρά ΕΠΕ, Γρηγορίου του Παλαμά έργα, τ. 1 σ. 101.
[57] Μ. Φωτίου, Επιστολή ΙΓ’ § 5, μετ. Ε. Μερετάκης, στην σειρά ΕΠΕ, Φωτίου έργα, τ. 13 σ. 155.
[58] Κανών Δ’: «Εἴ τις διακρίνοιτο παρά πρεσβυτέρου γεγαμηκότος, ὡς μή χρῆναι λειτουργήσαντος αὐτοῦ, προσφορᾶς μεταλαμβάνειν, ἀνάθεμα ἔστω», Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Πηδάλιον, εκδ. Β. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2003 (ανατυπ. γ’ εκδόσεως του 1884), σελ. 229.
[59] Κανών ΙΓ’: «Ἐπειδή ἐν τῇ Ῥωμαίων Ἐκκλησίᾳ ἐν τάξει Κανόνος παραδεδόσθαι διέγνωμεν, τούς μέλλοντας Διακόνου ἤ Πρεσβυτέρου χειροτονίας ἀξιοῦσθαι, καθομολογεῖν, ὡς οὐκ ἔτι ταῖς αὐτῶν συνάπτονται γαμεταῖς˙ ἡμεῖς τό ἀρχαῖο ἐξακολουθοῦντες Κανόνι τῆς ἀποστολικῆς ἀκριβείας καί τάξεως, τά τῶν ἱερῶν ἀνδρῶν κατά νόμους συνοικέσια, καί ἀπό τοῦ νῦν ἐῤῥῶσθαι βουλόμεθα, μηδαμῶς αὐτῶν τήν πρός γαμετάς συνάφειαν διαλύοντες ἤ ἀποστεροῦντες αὐτούς τῆς πρός ἀλλήλους κατά καιρόν προσήκοντα ὁμιλίας, ὥστε εἰτις ἄξιος εὑρεθείη πρός χειροτονίαν Ὑποδιακόνου, ἤ Διακόνου, ἤ Πρεσβυτέρου, οὗτος μηδαμῶς κωλυέσθω ἐπί τοιοῦτον ἐμβιβάζεσθαι, γαμετῇ συνοικῶν νομίμῳ. Μήτε μήν ἐν τῷ τῆς χειροτονίας καιρῷ ἀπαιτεῖσθαι ὁμολογεῖν, ὡς ἀποστήσεται τῆς νομίμου πρός την οἰκείαν γαμετήν ὁμιλίας, ἵνα μή ἐντεῦθεν τόν ἐκ Θεοῦ νομοθετηθέντα καί εὐλογηθέντα τῇ αὐτοῦ παρουσίᾳ γάμον καθυβρίζειν ἐκβιασθῶμεν, τῆς τοῦ Εὐαγγελίου φωνῆς βοώσης˙ Ἅ ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω καί του Ἀποστόλου διδάσκοντος, τίμιον τόν γάμον, καί τήν κοίτην ἀμίαντον. Καί δέδεσαι γυναικί, μή ζήτει λύσιν˙ ἴσμεν δέ ὥσπερ καί οἱ ἐν Καρθαγένῃ συνελθόντες τῆς ἐν βίῳ σεμνότητος τῶν λειτουργῶν τιθέμενοι πρόνοιαν, ἔφθασαν ὥστε τούς Ὑποδιακόνους τούς τά ἱερά μυστήρια ψηλαφῶντας, καί τούς Διακόνους καί Πρεσβυτέρους κατά τούς ἰδίους ὅρους, καί ἐκ τῶν συμβίων ἐγκρατεύεσθαι, ἵνα καί τό διά τῶν Ἀποστόλων παραδοθέν, καί ἐξ αὐτῆς τῆς ἀρχαιότητος κρατηθέν, καί ἡμεῖς ὁμοίς φυλάξωμεν, καιρόν ἐπί παντός ἐπιστάμενοι πράγματος, καί μάλιστα νηστείας καί προσευχῆς. Χρῆ γάρ τούς τῷ θυσιαστηρίῳ προσεδρεύοντας, ἐν τῷ καιρῷ τῆς τῶν Ἁγίων μεταχειρίσεως ἐγκρατεῖς εἶναι ἐν πᾶσιν, ὅπως δυνηθῶσιν, ὅ παρά τοῦ Θεοῦ ἁπλῶς αἰτοῦσιν, ἐπιτυχεῖν. Εἰ τις οὖν τολμήσοι παρά τούς Ἀποστολικούς Κανόνας κινούμενος, τινας τῶν ἱερωμένων, Πρεσβυτέρων, φαμέν, Διακόνων, ἤ Ὑποδιακόνων ἀποστερῖν τῆς πρός τήν νόμιμον γυναῖκα συνάφειας τε καί κοινωνίας, καθαιρέσθω. Ὡσαύτως καί, εἴτις Πρεσβύτερος, ἤ Διάκονος, τήν ἑαυτοῦ γυναῖκα προφάσει εὐλάβείας ἐκβάλλοι, αφοριζέσθω˙ ἐπιμένων δέ καθαιρείσθω». Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Πηδάλιον, εκδ. Β. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2003 (ανατυπ. γ’ εκδόσεως του 1884), σελ. 229.
[60] Ματθ. 19.6.
[61] Εβρ. 13.4.
[62] Α’ Κορ. 7.27.
[63] Μ. Φωτίου, Επιστολή ΙΓ’ § 31, μετ. Ε. Μερετάκης, στην σειρά ΕΠΕ, Φωτίου έργα, τ. 13 σσ. 167-9.
[64] J. B. Russell, Dissent and Reform, p. 191.
[65] Γεν. 1.31.
[66] Ρωμ. 7.23-25.
[67] Το γιατί το παραπάνω απόσπασμα δεν κρύβει δυαρχία ή δυϊσμό, αλλά αντίθετα αναιρεί τέτοιες απόψεις, εξηγεί ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στην ΙΒ’ ομιλία του στην προς Ρωμαίους επιστολή. Παραθέτουμε εδώ ένα απόσπασμα:
«Όταν όμως τον ακούσεις να λέγει “ποιος θα με ελευθερώσει από το σώμα του θανάτου αυτού;”, να μη νομίζεις ότι κατηγορεί την σάρκα. Γιατί δεν είπε, “σώμα αμαρτίας”, αλλά “σώμα θανάτου”. Δηλαδή το θνητό σώμα, που νικήθηκε από τον θάνατο, όχι που γέννησε το θάνατο, πράγμα που είναι απόδειξη όχι της κακίας της σάρκας, αλλά της βλάβης που είχε υποστεί. Όπως ακριβώς αν κάποιος, που αιχμαλωτίστηκε από τους βαρβάρους, λεγόταν ότι ανήκει στους βαρβάρους, όχι γιατί είναι βάρβαρος, αλλά γιατί κατέχεται από εκείνους, έτσι και το σώμα λέγεται “σώμα θανάτου”, γιατί κυριεύθηκε από αυτόν, όχι γιατί προξένησε τον θάνατο. Γι’ αυτό ακριβώς ούτε θέλει να ελευθερωθεί από το σώμα, αλλά από το θνητό σώμα, υπονοώντας αυτό που πολλές φορές είπα, ότι, αφού το σώμα έγινε παθητό, στην συνέχεια εύκολα κυριεύθηκε από την αμαρτία. Και για ποιο λόγο, λέγει, αφού ήταν τόσο μεγάλη η εξουσία της αμαρτίας πριν από την χάρη, τιμωρήθηκαν εκείνοι που αμάρταναν; Γιατί πήραν τέτοιες εντολές, που ήταν δυνατό να τις εκτελούν, άσχετα αν επικρατούσε η αμαρτία», μετ. Σπύρου Μουστάκα, στη σειρά ΕΠΕ, Ι. Χρυσοστόμου Έργα, τ. 17 σσ. 145-7.
Και απευθυνόμενος στους αιρετικούς που ισχυρίζονται αυτά λέει:
«Όπως ακριβώς λοιπόν και η εντολή δεν είναι κακή, επειδή μ’ αυτή έλαβε την αφορμή η αμαρτία, έτσι δεν είναι και η φύση της σάρκας, αν και μ’ αυτή μας πολεμάει. Γιατί έτσι θα είναι και η ψυχή κακή, και πολύ περισσότερο εκείνη, αφού έχει και την εξουσία όλη γι’ αυτά που πρέπει να γίνονται.
Αλλά δεν είναι έτσι, πραγματικά δεν είναι. Γιατί, αν κάποιος τύραννος και ληστής κλέψει πλούσιο σπίτι και βασιλικές αυλές, δεν αποτελεί το γεγονός αυτό κατηγορία εναντίον του σπιτιού, αλλ΄ η κατηγορία όλη ανήκει σ’ εκείνους που έκαμαν αυτά τα πράγματα. Αλλ’ η εχθροί της αλήθειας, πέφτοντας μαζί με την ασέβεια και σε πολλή ανοησία, δεν το αισθάνονται. Γιατί δεν κατηγορούν μόνο την σάρκα, αλλά συκοφαντούν και τον νόμο. Αν και βέβαια, αν η σάρκα είναι κακό, ο νόμος είναι καλό, γιατί αντιστρατεύεται και εναντιώνεται˙ αν όμως ο νόμος δεν είναι καλό, η σάρκα είναι καλό, γιατί σύμφωνα μ’ αυτούς μάχεται και πολεμάει τον νόμο. Πως λοιπόν λέγουν ότι και τα δύο ανήκουν στον διάβολο, παρουσιάζοντας να είναι αντίθετα μεταξύ τους; Βλέπεις πόση είναι μαζί με την ασέβεια και η ανοησία τους; Τα δόγματα όμως της Εκκλησίας δεν είναι τέτοια, αλλά κατακρίνουν την αμαρτία μόνο, και λέγουν πως κάθε νόμος που δόθηκε από τον Θεό, και ο φυσικός δηλαδή και ο Μωσαϊκός, είναι εχθρός της αμαρτίας, όχι της σάρκας (σσ. κι έτσι διαλύεται η φαντασία όσων θεωρητικών βλέπουν σήμερα στοιχεία δυαρχίας στον Χριστιανισμό). Γιατί δεν λέγουν πως η σάρκα είναι αμαρτία, αλλά δημιούργημα του Θεού και υπερβολικά κατάλληλο για να επιτύχουμε την αρετή, αν είμαστε εγκρατείς», μετ. Σπύρου Μουστάκα, στη σειρά ΕΠΕ, Ι. Χρυσοστόμου Έργα, τ. 17 σσ. 143-5.
[68] Μ. Φωτίου, Περί της του Αγίου Πνεύματος μυσταγωγίας § 17, μετ. Ι. Σακαλής, στην σειρά ΕΠΕ, Φωτίου Έργα, τ. 4 σελ. 349.
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Στο τρίτο μέρος αυτής της εργασίας θα εξεταστούν δύο εξαιρετικές περιπτώσεις αιρετικών διδασκάλων, οι οποίοι έδρασαν αυτή την περίοδο. Πρόκειται για τους Ερρίκο της Le Mans και Πέτρο de Bruys. Ήδη στο δεύτερο μέρος της εργασίας εξετάστηκαν κάποιες παρόμοιες περιπτώσεις. Εκείνοι ενέπιπταν άμεσα και εμφανώς στην γνωστική παράδοση. Η ιδιαιτερότητα των δύο αυτών αιρεσιαρχών έγκειται στο ότι με αφετηρία την γνωστική παράδοση ακολουθούν μια αποκλίνουσα πορεία. Η διδασκαλία και η παράδοσή τους επέζησε του θανάτου αυτών, σε αντίθεση με τις προηγούμενες προσωποπαγείς σέκτες, όπου οι ομάδες διαλύθηκαν μετά τον θάνατο του ιδρυτή τους. Δημιουργείται δηλ. μια νέα αιρετική συνέχεια, που εξωτερικά δείχνει ν’ αποστασιοποιείται από τον γνωστικισμό, αλλά οι προϋποθέσεις της θεολογίας της παραμένουν γνωστικές. Αφού εξεταστούν τα ιστορικά στοιχεία θα δειχθεί που οδήγησε τελικά αυτή η παράδοση.
* * * * * *
Ερρίκος της Le Mans
α. Ιστορικά.
Η καταγωγή του Ερρίκου είναι άγνωστη. Το γεγονός ότι δίδαξε στις γαλλόφωνες περιοχές συνηγορεί υπέρ της καταγωγής του από αυτές[1]. Ήταν ένας αποστάτης μοναχός, ίσως και ιερέας. Για πρώτη φορά εμφανίστηκε το 1116 μ.Χ[2]. στην Le Mans, όπου εισήλθε στην πόλη ως κήρυκας μετανοίας. Ως τέτοιος έγινε ευπρόσδεκτος από τον οικείο επίσκοπο και τον τοπικό κλήρο. Επίσκοπος της Le Mans ήταν τότε ο Χιλδεβέρτος, γρηγοριανός μεταρρυθμιστής, ο οποίος σύντομα αναχώρησε για την Ρώμη. Κατά την επιστροφή του βρήκε την επαρχία ανάστατη από την δράση του Ερρίκου. Από κήρυκας μετανοίας είχε αποδειχθεί σε αιρετικό με κύριες γραμμές στην διδασκαλία του, την αντιμυστηριακή, αντιεκκλησιαστική και αντικληρικαλιστική κατεύθυνση.
Το κήρυγμά του αναστάτωσε και άλλες πόλεις. Lausanne, Poitiers, Bordeaux. Ίσως ο τρίτος κανόνας της Συνόδου της Τολούζης[3] ν’ αναφέρεται σ’ αυτόν. Σίγουρη καταδίκη του έχουμε από την Σύνοδο της Πίζα του 1135. Εκεί έδειξε να μετανοεί και κλείστηκε σε μοναστήρι, αλλά σύντομα επανήλθε στην ενεργό δράση. Ήδη από το 1133 είχε ενώσει τις δυνάμεις του με τον Πέτρο de Bruys και μαζί αναστάτωσαν τις δυτικές επαρχίες. Ειδικότερα, Ο Ερρίκος στην δεύτερη περίοδο δράσης του στόχευσε την Languedoc. Εκεί τον αντιμετώπισε ο Βερνάρδος του Κλαιρβώ. Τα ίχνη του χάνονται στην Τουλούζη το 1145. Παρότι, ο ίδιος ο Ερρίκος δεν έδωσε σημεία δυαρχίας στην διδασκαλία του, θεωρείται ότι η δράση του προετοίμασε το έδαφος για την επέκταση του Καθαρισμού. Πολλά στοιχεία της διδασκαλίας του επέζησαν στην αίρεση των Βάλδιων.
β. Πηγές.
Τα δύο πρώτα αποσπάσματα είναι παρμένα από την διήγηση των έργων των επισκόπων της Le Mans, γραμμένη από κάποιον ιερωμένο, στον οποίο είχε ανατεθεί η αντιμετώπιση του Ερρίκου, επί επισκόπου Χιλδεβέρτου. Λατινικό κείμενο Actus pontificum Cenomannis in urbe degentium, ed. G. Busson - A. Ledru, Archives Historiques du Maine II (Le Mans 1901), 407-415 (A) & 437-438 (B). Αγγλική μετάφραση, W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, pp. 108-114 (Α) & 114-115 (Β). Επίσης στο R. I. Moore, Birth of Popular Heresy, Medieval Academy of America 1995 (1st ed. 1975), pp. 10-15.
Το τρίτο κείμενο είναι μια διατριβή ανωνύμου με στόχο την αναίρεση της διδασκαλίας του Ερρίκου. Υπάρχουν δύο εκδοχές της διατριβής. Η πρώτη ανακαλύφθηκε το 1940 από τον Mario Esposito σε ένα χειρόγραφο στη Νίκαιας (MS 3 [18], ff 136-143). Σε αυτό ως συγγραφέας φέρεται κάποιος William. Το δεύτερο βρέθηκε από τον Raoul Manselli στο Παρίσι το 1953 (B. N. S. MS Lat. 3371, ff 1r-4r). Το κείμενο διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην διαμάχη Βάλδιων-Καθαρών, καθώς η πολεμική του υιοθετήθηκε από τον Durand de Huesca, έναν Βάλδιο που συμμετείχε σ’ αυτήν[4]. Έκδοση του κειμένου στο Raoul Manselli, Il Monaco Enrico e la sua eresia, Bulletino dell’ Instituto storico italiano per il medio evo e Archivio Muratoriano 65 (1953), 44-63. Αγγλική μετάφραση, W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, pp. 115-7 (με περικοπές). Επίσης στο R. I. Moore, Birth of Popular Heresy, Medieval Academy of America 1995 (1st ed. 1975), pp. 46-59 (χωρίς περικοπές).
Το τέταρτο κείμενο προέρχεται από μια εγκύκλιο επιστολή του επισκόπου Χιλδεβέρτου της Le Mans, σχετικά με τον Ερρίκο. Λατινικό κείμενο Hildebertus Turonensis, Epistola II, PL 171.242. Αγγλική μετάφραση στο R. I. Moore, Birth of Popular Heresy, Medieval Academy of America 1995 (1st ed. 1975), pp. 38-39.
Το πέμπτο κείμενο είναι μια επιστολή του Βερνάρδου του Κλαιρβώ προς τον Αλφόνσο Ιορδάνη, κόμη της Τουλούζης (1112-1148). Σ’ αυτήν αναφέρει την προετοιμασία της αποστολής του στην Languedoc για την αντιμετώπιση της αίρεσης. Η αποστολή αυτή πραγματοποιήθηκε το 1145 μ.Χ. Λατινικό κείμενο Epistola CCXXLI Ad Hildefonsum comitem Sancti Aegidii, De Henrico Haeretico. PL 182.434-436. Αγγλική μετάφραση Bruno Scott James, The Letters of St. Bernard of Clairvaux, Michigan University Press 1953, pp. 388-389.
Το έκτο κείμενο συμπληρώνει τις πληροφορίες από την προηγούμενη επιστολή, καθότι είναι αναφορά της αποστολής του Βερνάρδου, παρμένη από τον Βίο του. Την βιογραφία του Βερνάρδου (Magna Vita ή Vita Prima) συνέταξε ο γραμματέας του Γοδεφρείδος της Auxerre. Αυτός ήταν πρώην ακόλουθος του Αβελάρδου, του οποίου την καταδίκη πέτυχε ο Βερνάρδος στην σύνοδο της Sens το 1140 μ.Χ. Ο Γοδεφρείδος ακολούθησε τον Βερνάρδο πίσω στο μοναστήρι του Κλαιρβώ και μάλιστα έγινε ηγούμενος το 1162. Λατινικό κείμενο, Sancti Bernardi… vita et res gestae libris septem comprhensae: Liber tertius auctore Gaufrido monacho VI.16-17, PL 185.312-313. Αγγλική μετάφραση, W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, pp. 125-126.
Το έβδομο κείμενο είναι μια επιστολή του προαναφερθέντα Γοδεφρείδου προς την αδελφότητα στο Κλαιρβώ. Συντάχθηκε με το τέλος της αποστολής στην Τουλούζη, την 1η Αυγούστου του 1145, όταν προετοιμάζονταν για το ταξίδι της επιστροφής[5]. Περιλαμβάνεται στον Βίο του Βερνάρδου. Λατινικό κείμενο, Epistola ad Archenfredum, PL 185.410-416. Αγγλική μετάφραση, R. I. Moore, Birth of Popular Heresy, Medieval Academy of America 1995 (1st ed. 1975), pp. 41-46.
Το όγδοο και τελευταίο κείμενο είναι η συνέχεια της επιστολής του Eberwin προς τον Βερνάρδο του Κλαιρβώ. Αναφέρει την δεύτερη αιρετική ομάδα που δρούσε στην Κολονία, η οποία αναγνωρίζεται ως σέκτα του Ερρίκου. Για την σχετική βιβλιογραφία παραπέμπουμε στο προηγούμενο μέρος της εργασίας.
γ. Κείμενα.
Α.
«Την ίδια εποχή, στις κοντινές επαρχίες εμφανίστηκε κάποιος τσαρλατάνος, του οποίου η προσωπική συμπεριφορά, οι κακές συνήθειες, και το διεστραμμένο δόγμα επιβεβαίωσαν ότι άξιζε μαστίγωμα και τις τιμωρίες των δολοφόνων. Είχε την τρέλα λυσσασμένου λύκου με ένδυμα προβάτου˙ η δύναμη της επιβολής στην όψη του και η ματιά του ήταν όπως της σκληρής θάλασσας. Μαλλιά κοντά, γενειάδα απεριποίητη, ψηλός στο ανάστημα, γρήγορος στο βήμα, γλιστρούσε στο έδαφος με γυμνά πόδια όπως η μανία του χειμώνα˙ εύκολα προσπελάσιμος, ενέπνεε δέος με την φωνή του, μικρός στα χρόνια, περιφρονούσε τα πολυτελή ενδύματα˙ ο αντισυμβατικός τρόπος ζωής του δεν ήταν όπως των άλλων ανθρώπων – καταφύγιο στα σπίτια των χωριών, εφήμερη νυκτερινή διαμονή, ένα γεύμα, ένα κρεβάτι σε κάποια σοφίτα (καμιά σχέση με τον προφήτη Δανιήλ αλλά σύμφωνα με τον στίχο που λέει, ὅτι ἀνέβη θάνατος διά τῶν θυρίδων ἡμῶν[6]). Τι άλλο να ειπωθεί; Διότι παντού αύξανε την δημοτικότητά του με την εκπληκτική αγιότητα και σοφία του˙ όχι με την αξία του αλλά με απάτη˙ όχι με την αλήθεια αλλά με την εμφάνιση˙ όχι με τον χαρακτήρα ή με το ήθος ή την ευσέβεια, αλλά μόνο με την φήμη.
Ματρόνες κι έφηβοι (διότι ευαρεστούνταν στην μαστροπεία και των δύο φύλων), που τον περιποιούνταν κατά καιρούς, επιβεβαίωναν τις παρεκτροπές και τις αύξαναν, μάλασαν τα πόδια του, τα οπίσθιά του, τον βουβώνα του, με μαλακά χέρια. Εντελώς φευγάτος εξαιτίας της κολακείας των φίλων του και της έκτασης της ασωτίας, διατυμπάνιζαν ότι δεν είχαν ακουμπήσει ξανά άνδρα τέτοιας δύναμης, τέτοιας ανθρωπιάς, τέτοιας εμβέλειας. Με τον λόγο του ακόμη και μια πέτρινη καρδιά μπορούσε να συγκινηθεί και να μετανοήσει˙ μοναχοί, αναχωρητές και όλος ο μοναχικός κλήρος, μπορούσαν να μιμηθούν την ευσέβεια και την αγαμία του. Πράγματι, έλεγαν ότι ο Κύριος του είχε χορηγήσει την αρχαία και σεβάσμια ευλογία και το πνεύμα των προφητών, μέσω του οποίου, μόνο διαβάζοντας τα πρόσωπα, μπορούσε να γνωρίζει και να ανακοινώνει τις αμαρτίες των θνητών, όσες έκρυβαν από τους άλλους.
Όταν κυκλοφόρησαν αυτές οι φήμες στην επαρχία μας, ο κόσμος, συνηγορώντας στην δική του καταστροφή με την περίεργη αμφιταλάντευσή του, ανέμενε καθημερινά και ολημερίς ν’ απατηθεί από την συζήτηση μαζί του, ανέμενε την άφιξή του, ώστε να γίνουν σύνοικοι και συμμέτοχοι στην αίρεση. Διότι, συμβαίνει πολλές φορές, αυτά τα πράγματα να είναι πιο ευπρόσδεκτα από τις μάζες των χειρότερων. Πράγματι, το πέρασμα των ημερών έφερε ακόμη περισσότερο. Ο τύπος αποφάσισε να μολύνει τους συμπολίτες μας με την δηλητηριώδη ανάσα του, και σε μίμηση του Σωτήρος έστειλε πιο μπροστά δυο από τους μαθητές του στον επίσκοπο, ίδιους μ’ αυτόν στην ζωή και τον χαρακτήρα. Μόλις έφθασαν στα προάστια την Καθαρή Τετάρτη, όλος ο πληθυσμός, ανυπόμονος για την κακία του προσφέρονταν, τους υποδέχθηκαν ως Αγγέλους Κυρίου. Όπως οι διδάσκαλοι, κουβαλούσαν ραβδιά, στην κορυφή των οποίων είχε προσαρμοσθεί ένα σύμβολο, όπως ο σταυρός, φτιαγμένο από σίδηρο˙ εξωτερικά και στον λόγο είχαν την εμφάνιση των μετανοούντων. Ο ποντίφικας [Χιλδεβέρτος], άνδρας μεγάλης ευσέβειας, δεν υποψιάστηκε τις απάτες του Δούρειου Ίππου, και τους καλοδέχτηκε καλή τη πίστει με φιλόξενη και φιλική διάθεση. Παρότι έπρεπε να πάει στη Ρώμη, έδωσε οδηγίες στους αρχιδιακόνους του, ανάμεσα στα άλλα, να προσφέρουν στον ψευτο-ερημίτη Ερρίκο (έτσι τον έλεγαν) ειρηνική είσοδο και άδεια να κηρύττει στον κόσμο.
Ο Ερρίκος εισήλθε στα τείχη της πόλης, και ο κόσμος, όπως είπαμε, επιδοκίμασε την καινοτομία, και ενδιαφέρονταν πιο πολύ για τον άγνωστο χαρακτήρα παρά για την αποδεδειγμένη αξία. Τι παράξενο! Νόμιζαν ότι οι αρετές του ξεπερνούσαν την φήμη του, και, όπως συνήθως, το κουτσομπολιό με την συνηθισμένη του επανάληψη, την διέδωσε ακόμη περισσότερο. Μερικοί κληρικοί παραπλανημένοι στο σχίσμα του από τις έριδες και τις ιδιωτικές δωρεές, ενθάρρυναν τον όχλο με τους στόμφους τους και ετοίμασαν μια εξέδρα, από όπου ο δημαγωγός θα μπορούσε ν’ αγορεύει με το πλήθος να κρέμεται από τα χείλη του. Και στην συνέχεια, όταν αυτός απευθύνθηκε στον κόσμο, αυτοί οι κληρικοί κάθισαν στα πόδια του θρηνολογώντας καθώς εκείνος ερεύγονταν αναγγελίες σαν μάντης. Ήταν λες και λεγεώνες δαιμόνων έκαναν όλον αυτό τον θόρυβο με ένα σφύριγμα από το στόμα του.Τέλος πάντων, ήταν αξιοσημείωτα ευφράδης.
Όταν ο λόγος του ακούστηκε στ’ αυτιά του όχλου, καρφώθηκε στο μυαλό τους. Σαν δραστικό δηλητήριο, διαπέρασε τα εσωτερικά όργανα, εκτόνωσε ένα αδυσώπητο μίσος για την ζωή. Με θέρμη άλλαξε την μορφή του και ανανέωσε τις επιθέσεις του. Με αυτή την αίρεση οι άνθρωποι φορτίστηκαν με μίσος για τον κλήρο ώστε απειλούσαν τους υπηρέτες τους [των κληρικών] με βασανιστήρια και δεν επέτρεπαν σε κανέναν να τους πουλήσει τίποτα, ούτε και ν’ αγοράσει κάτι απ’ αυτούς. Φέρονταν στους ιερείς σαν να ήταν ειδωλολάτρες και ταβερνιάρηδες. Είχαν επιχειρήσει, όχι μόνο να κατεδαφίσουν τα σπίτια τους και να λεηλατήσουν τ’ αγαθά τους, αλλά να τους λιθοβολήσουν και να τους κρεμάσουν από τα επιτραχήλιά τους [και θα το είχαν κάνει] αν δεν είχε πληροφορηθεί ο κόμης[7] και οι βασσάλοι του την κακία αυτών των ανθρώπων και δεν είχε αποτρέψει τις ανίερες προσπάθειές τους με την βία, παρά με επιχειρήματα, διότι τα θηρία δεν υπακούν στη λογική.
Μερικοί από τους κληρικούς που ζούσαν στην πόλη, δηλαδή ο Hugh Bird, o Wiiliam Drinkwater, και ο Pagan Aldrick, πλησίασαν τον Ερρίκο μια μέρα, με σκοπό να συζητήσουν μαζί του, και δέχθηκαν βίαιες επιθέσεις, τους έριξαν κάτω και τους κακοποίησαν, τους λέρωσαν με λάσπη και βρωμιά από τις νερολακούβες και μόλις που γλίτωσαν τις ζωές τους από την επίθεση του οργισμένου πλήθους˙ Μόλις κατάφεραν να ξεφύγουν τον κίνδυνο, οπισθοχώρησαν και έφυγαν τρέχοντας. Όπως ήταν περικυκλωμένοι από τον όχλο, δεν θα είχαν ξεφύγει τον κίνδυνο, χωρίς την προστασία του κόμη και των βασσάλων που τους παραχώρησαν άσυλο. Διότι, όπως είπαμε, ο άρχοντας της πόλης ήταν ενάντιος στην αφροσύνη αυτών των ανθρώπων και είχε αποφασίσει να μην αφήσει την προστασία του κλήρου.
Ο κλήρος δεν τολμούσε να μιλήσει στον τσαρλατάνο προσωπικά, οπότε έστειλαν επιστολή με κάποιον αναγνώστη συντεταγμένη ως ακουλούθως:
«Με ειρήνη και σεβασμό σε δέχθηκε η Εκκλησία μας, εσένα και τους συντρόφους σου, που ήρθατε με ένδυμα προβάτου, αλλά κατά βάθος είχατε την κακία λύκου άρπαγα. Σου έδειξε επίσης [η Εκκλησία] την εκδήλωση και την υπόσχεση της αδελφικής αγάπης, πιστεύοντας ότι θα νουθετήσεις τον κόσμο με ειλικρίνεια για την σωτηρία των ψυχών τους και με πίστη θα φύτευες τον σπόρο του λόγου του Θεού στις καρδιές τους. Αλλά ανέλαβες να δώσεις τα αντίθετα από όσα έπρεπε – οργή αντί ειρήνης, ατιμία αντί τιμής, μίσος αντί αγάπης, κατάρα αντί ευλογίας – και να διαταράξεις την Εκκλησία του Θεού με την υποκρισία. Έσπειρες διχόνοια μεταξύ κλήρου και λαού, και με προδοσία κινητοποίησες την μάζα του κόσμου με σπαθιά και στειλιάρια ενάντια στην Μητέρα Εκκλησία, δέκα φορές επανειλημμένα. Μας πρόσφερες το φιλί του Ιούδα.
Αποκάλεσες όλο τον κλήρο αιρετικούς, ως δημόσια προσβολή. Και πάνω απ’ όλα – και αυτό είναι το χειρότερο – έχεις κηρύξει με βλαβερό και κακόπιστο τρόπο πολλά αντίθετα με την καθολική πίστη, που κάποιος πιστός Χριστιανός τρέμει ν’ ανακεφαλαιώσει. Γι’ αυτό με την εξουσία της υψηλής και αδιαιρέτου Τριάδος, όλης της Ορθόδοξης Εκκλησίας, της Μαρίας, Παναγίας Μητέρας του Θεού, του Αγίου Πέτρου, πρώτου των Αποστόλων, και του βικάριού του, του σεβασμιοτάτου πατέρα, του Πάπα Πασχάλη και του επισκόπου μας, Χιλδεβέρτου, όλοι μαζί απαγορεύουμε σε σένα και τους συντρόφους σου, που με κακία και καταδίκη συντάσσονται με τις πλάνες σου, να κηρύττετε πια σε ολόκληρη την επαρχία της Le Mans, δημόσια ή ιδιωτικά˙ ούτε να τολμήσεις να διασπείρεις τους παραλογισμούς των κακοδοξιών σου. Αν τώρα, θεωρείς εαυτόν ότι είσαι υπεράνω της εξουσίας αυτής και ανοίξεις ξανά το στόμα σου για να βγάλεις το δηλητήριο, σε αφορίζουμε μαζί με τους συντρόφους σου, τους υποστηρικτές και βοηθούς σου, στηριζόμενοι σε αυτήν την εξουσία˙ και Αυτός, στου οποίου την θεότητα εσύ αντιτίθεσαι, θα σε καταδικάσει και θα σε παραδώσει στην αιώνια καταδίκη την ημέρα της τελικής κρίσης.»
Ωστόσο, ο τύπος, αρνήθηκε ν’ αποδεχθεί την επιστολή, οπότε ο William Muscha την διάβασε φωναχτά, λέξη-λέξη, παρουσία του. Οι παρευρισκόμενοι απείλησαν τον Γουλιέλμο με σωματικές βλάβες, διότι τους φαίνονταν ότι είχε προσβάλει τον Ερρίκο δημόσια. Ο τελευταίος, σε κάθε φράση της επιστολής, κουνούσε το κεφάλι του κι επαναλάμβανε:
› Λες ψέματα.
Σίγουρα, αν ο οικονόμος του κόμη, υπό την προστασία του οποίου ο Γουλιέλμος είχε αναλάβει την αποστολή, δεν ήταν εκεί, ο Γουλιέλμος δεν θα είχε επιστρέψει ζωντανός στην Μητέρα Εκκλησία.
Μετά από αυτά τα γεγονότα, ο Ερρίκος έκανε ανίερες συναντήσεις στον Άγιο Γερμανό και στον Άγιο Βικέντιο, όπου διακήρυξε ένα καινούργιο δόγμα: ότι οι γυναίκες, οι οποίες είχαν ζήσει στην αμαρτία, έπρεπε γυμνές όλες, να κάψουν τα στολίδια τους, μαζί με τα μαλλιά τους, σε θέα όλων˙ ότι κανείς στο μέλλον δεν έπρεπε να λαμβάνει χρυσό, ασήμι, ιδιοκτησία ή γαμήλια δώρα μαζί με την γυναίκα του, ούτε κι έπρεπε αυτή να δίνει προίκα, αλλά ο γδυτός έπρεπε να παντρεύεται τον γυμνό, ο ασθενής τον άρρωστο, ο φτωχός τον άπορο. Δεν τον ένοιαζε αν ο σεμνός παντρεύονταν τον άσεμνο.
Καθώς αυτοί συμπεριφέρονταν όπως πρότεινε ο τσαρλατάνος, ο τύπος θαύμαζε τα χαρακτηριστικά των όμορφων γυναικών, πως η μια ξεπερνούσε την άλλη σε λευκότητα, ενώ άλλη ήταν πιο σαρκώδης στο σώμα. Η όλη συμπεριφορά και διάθεση του πλήθους εξαρτιόταν από την διαταγή του. Τι χείμαρρο χρυσού θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί, αν επιθυμούσε, αλλά συγκρατούσε την φιλαργυρία του για να μην φαίνεται ότι ήταν άπληστος. Στην πραγματικότητα, ενώ κρατούσε πολλά για τον εαυτό του, αφιέρωσε λίγα για την αντικατάσταση των ενδυμάτων που είχαν καεί. Επίσης, κατά προτροπή του πολλοί νέοι πήραν ως συζύγους γυναίκες των δρόμων, στις οποίες ο Ερρίκος αγόρασε ενδύματα αξίας τεσσάρων σολδίων, που μόλις επαρκούσαν να καλύψουν την γύμνια τους.
Αλλά η Δίκαιη Κρίση κατέστρεψε τα έργα του αιρετικού και αποκάλυψε στους άλλους τι είδους δέντρο ήταν: δέντρο που έβγαζε φύλλα και όχι καρπούς, που μονοπωλεί το έδαφος και πνίγει ότι φυτρώνει δίπλα του, που δεν αντέχει μέχρι στην περίοδο των βροχών, αλλά ξεραίνεται και πεθαίνει το καλοκαίρι. Διότι μετά από λίγο χρόνο, οι νέοι που είχαν διαλέξει συζύγους σύμφωνα με την κακή συμβουλή του το έσκασαν γι’ αλλού, οδηγημένοι είτε από την πείνα, είτε από την κραιπάλη των γυναικών, και άφησαν τις συζύγους τους εντελώς άπορες. Κι έτσι οι άνδρες πήραν άλλες γυναίκες και μοίχευσαν˙ οι γυναίκες, αν και οι άνδρες τους ήταν ακόμη εν ζωή, έψαξαν παράνομη ένωση με άλλους. Ενώ ήταν πολλοί, κανείς από όσους παντρεύτηκαν με την επιταγή αυτού του ανθρώπου δεν αποδείχθηκε πιστός ούτε έδειξε σεβασμό στον σύζυγο ή την σύζυγο. Ούτε μπόρεσε καμιά γυναίκα, από αυτές που είχαν ορκιστεί αγνότητα και είχαν απαρνηθεί τα όμορφα ενδύματα, να εγκρατευτεί, αλλά ήταν ζήτημα ημερών, καθώς αυξήθηκαν οι κακοπραγίες της, να πέσει σε χειρότερα ήθη.
Καθώς αυτός ο τελώνης ήταν συνέχεια μπλεγμένος σε τέτοιες πράξεις και πολλοί άλλοι σαν κι αυτόν, έμαθε για την επιστροφή του επισκόπου, ο οποίος, όπως είπαμε ήδη, είχε αναχωρήσει για την Ρώμη. Αποτραβήχτηκε στο χωριό του Saint-Calais κι έμεινε εκεί και στα γειτονικά μέρη. Δεν είχε σκοπό να εγκαταλείψει την καριέρα του˙ αντίθετα, συνεχώς παρουσίαζε χειρότερες καινοτομίες. Διότι την αγία ημέρα της Πεντηκοστής, όταν τα πιστά παιδιά επιθυμούν να παρακολουθήσουν την Θεία Λειτουργία, αυτός ο τιποτένιος πήρε μαζί του κάποιον νέο κληρικό (από τον οποία μαθεύτηκαν αργότερα τόσα πολλά για τον αισθησιασμό του ανθρώπου) και αναχώρησε κρυφά στην απομονωμένη ησυχία της νύχτας για το σπίτι κάποιου ιππότη κι εκεί έπεσε ακόλαστα στο κρεβάτι με την οικοδέσποινα μέχρι το μεσημέρι. Έτσι, ούτε από φόβο Θεού ούτε από ντροπή των ανθρώπων δεν μετρίαζε την ασέλγειά του, μέχρι που απέδειξε την μεγάλη εχθρότητα στους ανθρώπους, αυτούς που ήταν κοντά του και αυτούς που ήταν μακριά του.
Ενώ συνέβαιναν αυτά, ο προαναφερθείς επίσκοπος μετέβη στα προάστια ακολουθούμενος από μεγάλο και ισχυρό πλήθος κληρικών. Όταν έδωσε την ευλογία του ζώντος Θεού με λόγο και σημεία στον κόσμο, με πατρική καλοσύνη, ταράχθηκαν και μίλησαν με έχθρα και υποτιμητικά για τον Δημιουργό. Όταν έκανε το σημείο του σταυρού και τους έδωσε την επισκοπική ευχή, φώναξαν: “Δεν θέλουμε να ξέρουμε τους τρόπους σου! Δεν θέλουμε την ευλογία σου! Η ευλογία σου είναι βρωμιά! Η λειτουργία σου είναι βρωμιά! Έχουμε πατέρα, έχουμε ποντίφικα, έχουμε λειτουργό που σε ξεπερνά σε εξουσία˙ είναι ανώτερος από σένα σε ακεραιότητα και γνώση. Οι κακοί κληρικοί σου του πάνε κόντρα. Διαψεύδουν την διδασκαλία του. Τον εχθρεύονται και τον απορρίπτουν ως ένοχο ιεροσυλίας, επειδή φοβούνται ότι με προφητική ενόραση θα εκθέσει τα εγκλήματά τους. Τον καταδικάζουν ως αιρετικό και ακρατή κρυμμένοι πίσω από μια επιστολή, αλλά όλα αυτά θα γυρίσουν πίσω και θα πέσουν στα κεφάλια αυτών που προσπάθησαν με αφάνταστο και υπερφίαλο θράσος ν’ απαγορεύσουν στον άγιο άνθρωπο του Θεού τον λόγο του ουράνιου κηρύγματος.
Ο επίσκοπος έδειξε συμπόνια στην πλάνη και την αφροσύνη τους και υπέφερε τις προσβολές με υπομονή, όσες του εκτόξευαν, προσευχόμενος ασταμάτητα στο Μεγαλείο του Θεού να συγκρατήσει την αυταπάτη του κόσμου που ήταν αναμεμιγμένη με περηφάνια, για να μην γίνει σχίσμα στην Εκκλησία του. Αλλά σε συμφωνία με τον Ψαλμωδό που παρακαλούσε για την σωτηρία των παραβατών, «Πλήρωσον τά πρόσωπα αὐτῶν ἀτιμίας, καί ζητήσουσι τό ὄνομά σου, Κύριε»[8], ο ίδιος ο Κύριος επέτρεψε να πυρποληθεί το μεγαλύτερο τμήμα των προαστίων με μια ξαφνική ανάφλεξη, ώστε με την απώλεια των υλικών αγαθών τουλάχιστον, να εγκαταλείψουν τον κακό τρόπο ζωής και να επικαλεστούν το άγιο όνομα, το όνομα του ζώντος Θεού. Ο επίσκοπος (απηχώντας τα λόγια του προφήτη, «Ὡς πολύ τό πλῆθος τῆς χρηστότητός σου, Κύριε, ἧς ἔκρυψας τοῖς φοβουμένοις σε»[9]), λίγες μέρες μετά αναζήτησε τον πλάνο κι έθεσε τέρμα στην ασέβειά του με θεία εξουσία. Διότι, όταν συναντήθηκαν σε λεκτική αντιπαράθεση ο επίσκοπος ρώτησε σε ποια βάση και με ποια εκπαίδευση είχε διαλέξει την απασχόλησή του. Αυτός έμεινε άφωνος, διότι δεν καταλάβαινε τι σήμαινε απασχόληση. Ο επίσκοπος προσπάθησε ξανά, ρωτώντας τι επαγγέλονταν.
› Είμαι διάκονος, είπε.
Τότε ο επίσκοπος είπε:
› Πες μου τώρα, πήγες στη Θεία Λειτουργία σήμερα;
› Όχι.
› Τότε, ας ψάλουμε τον όρθρο.
Αλλά όταν ξεκίνησαν, ο Ερρίκος παραδέχθηκε ότι δεν γνώριζε το τυπικό της ημέρας. Ο επίσκοπος, επειδή ήθελε ν’ αποκαλύψει την άγνοια του τύπου, άρχισε να ψάλλει τους ύμνους στην Μητέρα του Θεού. Από αυτούς ο Ερρίκος δεν ήξερε ούτε τα λόγια ούτε την μελωδία. Κι έτσι, γεμάτος ντροπή παραδέχθηκε την ζωή του, την διδασκαλία του, την υπόθεσή του. Στην πραγματικότητα ήταν καιροσκόπος, εντελώς αμόρφωτος, και παραδομένος στον αισθησιασμό, και είχε κερδίσει την φήμη του δημαγωγού και του ζαράκια. Για τέτοιου είδους ανθρώπων έχει γραφεί, Η πραγματική δόξα ριζώνει και αυξάνεται˙ όλες οι απάτες περνούν γρήγορα και μαραίνονται ως άνθη, και δεν μπορεί ό,τι στηρίζεται στην υποκρισία να διαρκέσει[10].
Έτσι ο επίσκοπος, επειδή αντιλήφθηκε την ρηχότητα και την ασέβεια του Ερρίκου, τον διέταξε να μην περιφέρεται άλλο στην επαρχία του αλλά να λυπηθεί τους ανθρώπους μας και να πάει αλλού. Πράγματι, ο άνδρας υπέκυψε στην επιμονή του επισκόπου κι έφυγε κρυφά, και (αν αληθεύει η αναφορά) ενόχλησε άλλες περιοχές με τον ίδιο τρόπο και διέδωσε την μόλυνση με την δηλητηριώδη ανάσα του. Κατέγραψα τα σχετικά με τον Ερρίκο γεγονότα και απαρίθμησα τα κατορθώματα του Χιλδεβέρτου για διευκόλυνση και καθοδήγηση των επόμενων γενεών, ότι πρέπει να παίρνονται μέτρα όταν ταράσσεται η Εκκλησία του Χριστού, αν ξαναγίνει κάτι παρόμοιο στο μέλλον με τέτοιου είδους απάτη.
Στην συνέχεια, ο Χιλδεβέρτος κανόνισε με διάφορους τρόπους, με ταπείνωση και πειθώ σε ίση ποσότητα, τα ηρεμήσει την τρέλα του κόσμου, που ο Ερρίκος είχε παρακινήσει πλανερά κατά του κλήρου. Τόσο τους είχε κερδίσει ο Ερρίκος, ώστε ακόμη και τώρα είναι αδύνατο να εξαλείψει κάποιος την ανάμνηση και την επιρροή που είχε στις καρδιές τους.»
Β.
«Την εποχή αυτή (1135), ο ψευτοερημίτης, για τον οποίο γράψαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο, άρχισε πάλι να διαδίδει το δηλητήριό του σε μακρινούς τόπους και να καταστρέφει την Εκκλησία του Θεού με το σκοτάδι της εχθρότητάς του. Δανείζοντας το αυτί του μόνο στις αφηγήσεις και τα γραπτά των προφητών, πρότεινε ένα διεστραμμένο δόγμα, το οποίο ο πιστός Χριστιανός δεν πρέπει ν’ ακούει ή να επαναλαμβάνει. Αλλά με το έλεος του Θεού, ο Οποίος πάντα, ἐπέβλεψεν ἐπί τήν προσευχήν τῶν ταπεινῶν καί οὐκ ἐξουδένωσε τήν δέησιν αὐτῶν[11], ο Ερρίκος συνελήφθη από τον επίσκοπο της Αρελάτης[12] και οδηγήθηκε μπροστά στον Πάπα Ιννοκέντιο[13] στη σύνοδο της Πίζα[14]. Εκεί καταδικάστηκε ξανά και με κοινή συναίνεση ονομάστηκε αιρετικός˙ στο τέλος της συνόδου παραδόθηκε για να φυλακιστεί. Αργότερα, όταν του δόθηκε η άδεια να φύγει σε άλλη επαρχία, δημιούργησε ξανά σέκτα, ακολούθησε νέα καριέρα, καινούργια οδό απωλείας. Κράτησε την περιοχή σε συνεχή αναταραχή, ώστε οι Χριστιανοί δεν πήγαιναν στην Εκκλησία˙ μάλλον απέρριπταν το άγιο μυστήριο. Αρνούνταν τις προσφορές στους ιερείς, τα πρώτα γεννήματα, τις δεκάτες, τις επισκέψεις σε αρρώστους, και την πρέπουσα ευσέβεια. Αλλά τώρα πρέπει να προσπεράσουμε αυτά τα γεγονότα και να κατευθυνθούμε σε άλλα θέματα.»
Γ.
«Αφού αναχώρησα από την Εξοχότητά σας, ήρθα σε έναν τόπο, όπου είχα μια στενάχωρη αντιπαράθεση με τον αιρεσιάρχη Ερρίκο. Ανέλαβα τον κόπο να παρουσιάσω στην Πρόνοιά σας την επιχειρηματολογία, ώστε αν το τέρας τύχει να έρθει στην γειτονιά σας, να είστε προειδοποιημένος ότι με πολλά επιχειρήματα και αποδείξεις αποκαλύφθηκε ότι είναι αιρετικός και μπορείτε να τον κρατήσετε μακριά από τα όρια της εκκλησίας σας με βεβαιότητα.
Κατόπιν τούτου, απευθύνθηκα στον τύπο με αυτά τα λόγια:
› Σε ερωτώ, εσένα, που κηρύττεις τέτοια στρεβλά δόγματα, τόσο επιζήμια για την πίστη μας, σύμφωνα με ποιον κηρύττεις; Ποιος σου ανέθεσε αυτή την αποστολή; Ποιες Γραφές αποδέχεσαι;
Και αυτός:
› Για ν’ απαντήσω στην ερώτησή σου αναφορικά με την συμφωνία, ομολογώ ότι υπακούω στον Θεό παρά στους ανθρώπους, διότι η υπακοή οφείλεται στον Θεό και όχι στους ανθρώπους[15]. Για ν’ απαντήσω στην ερώτησή σου, αναφορικά με την αποστολή, με έστειλε Αυτός που είπε «Κηρύξατε πάντα τα έθνη»[16]. Αυτός που ανέθεσε το καθήκον, ήταν ο ίδιος που είπε, «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν»[17]. Ακόμη περισσότερο, αποδέχομαι τις Γραφές της Καινής Διαθήκης, στις οποίες στηρίζω κι επιβεβαιώνω τις προηγούμενες δηλώσεις. Αλλά στην περίπτωση που ψάχνεις να βρεις επιχειρήματα εναντίον μου από τον Ιερώνυμο, τον Αυγουστίνο και άλλους Πατέρες της Εκκλησίας, παραδέχομαι τα λόγια τους, αλλά δεν τα θεωρώ απαραίτητα για την σωτηρία…
[ακολουθεί παράγραφος με την απάντηση του συγγραφέα, η οποία παραλείπεται]
Περί των παιδιών που πεθαίνουν σε ηλικία πριν αρχίσουν να καταλαβαίνουν.
«Εσύ [Ερρίκο] ισχυρίζεσαι ότι τα παιδιά πετυχαίνουν την σωτηρία αν πεθάνουν πριν φθάσουν σε ηλικία που αρχίζουν να καταλαβαίνουν και μ’ αυτό απορρίπτεις το δόγμα περί του προπατορικού αμαρτήματος˙ έτσι πίπτεις στην αίρεση του Πελάγιου. Διότι λες: “Είναι κακό να καταδικάζεται κάποιος για την αμαρτία κάποιου άλλου, σύμφωνα με το εδάφιο «Ἡ δέ ψυχή ἡ ἁμαρτάνουσα ἀποθανεῖται˙ ὁ δέ υἱός οὐ λήψεται τήν ἀδικίαν τοῦ πατρός, οὐδέ ὁ πατήρ λήψεται τήν ἀδικίαν τοῦ υἱοῦ[18] και πάλι ἕκαστος γὰρ τὸ ἴδιον φορτίον βαστάσει»[19].
[ακολουθεί αναίρεση του συγγραφέα].
Ότι το Βάπτισμα δεν πρέπει να δίνεται με το Χρίσμα.
Τώρα ας περάσουμε σε ένα άλλο θέμα. Λες: “Δεν υπάρχει εντολή στο Ευαγγέλιο να βαπτίζετε με Χρίσμα και έλαιο”…
[ακολουθεί αναίρεση του συγγραφέα]
Ότι το Σώμα του Χριστού δεν μπορεί να λειτουργείται από ανάξιους ιερείς.
Τώρα ερχόμαστε σε ένα τρίτο άρθρο. “Το Σώμα του Χριστού”, λες, “δεν μπορεί να λειτουργείται από ανάξιους ιερείς”. Σ’ αυτό βλέπω ξεκάθαρα την κακία σου, διότι επιθυμείς να το κάνεις μέσο για ν’ αδυνατήσεις τη βάση του μεγάλου μυστηρίου και να στερήσεις την Εκκλησία από αυτό με το οποίο το σώμα του ανθρώπου ενδυναμώνεται και το πνεύμα συντηρείται. Διότι λες: “Η Θεία Λειτουργία μπορεί να ψάλλεται και το Σώμα του Χριστού να θυσιάζεται, αρκεί να βρεθεί κάποιος άξιος να το κάνει”˙ έτσι μας προστάζεις ν’ ανακαλύψουμε ένα υποθετικό πρόσωπο που δεν μπορεί να βρεθεί ποτέ, διότι κανείς δεν είναι χωρίς αμαρτία, ούτε ένα μωρό μιας ημέρας. Διότι «πάντες γὰρ ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ»[20]. Ζητάς το ακατόρθωτο, προσπαθώντας να συντρίψεις την τάξη της πίστης μας. Εσύ μαζί με τους Αρειανούς και άλλους αιρετικούς, δεν παύετε να σχίζετε τον χιτώνα του Χριστού…
[ακολουθεί αναίρεση του συγγραφέα]
Ότι αρκεί η συμφωνία των ενδιαφερόμενων για να ισχύσει ο γάμος.
Δώσε προσοχή, αν μπορείς, και ας συνεχίσουμε με το μυστήριο του γάμου, για το οποίο πλανάσαι: “Αρκεί η συμφωνία των ενδιαφερόμενων προσώπων, χωρίς τελετή ή εκκλησιαστική ακολουθία, για να γίνει ο γάμος”, λες, “και αυτή η σύμβαση δεν μπορεί ν’ ακυρωθεί παρά μόνο για λόγους μοιχείας”. Πάνω σ’ αυτό η πλάνη σου είναι αίσχιστη. …
[ακολουθεί η αναίρεση του συγγραφέα]
Ότι οι ιερείς της σήμερον δεν έχουν την εξουσία του δεσμείν και λύειν.
Αλλά αφού δεν γνωρίζεις ποια πράγματα συνιστούν, ή αποτελούν κωλύματα, η διαλύουν τους γάμους, απέχω από το να τα συζητήσω μαζί σου. Ας στραφούμε τώρα στο θέμα των ιερέων και των ιεραρχών της Εκκλησίας, ενάντια στους οποίους παραληρείς. “Οι ιερείς σήμερα”, εκπροσωπείς την άποψη, “δεν έχουν την εξουσία του δεσμείν και λύειν, διότι τους αφαιρέθηκε, εξαιτίας των θανάσιμων αμαρτιών τους”…
[ακολουθεί αναίρεση του συγγραφέα]
Ότι δεν υπάρχει ευαγγελική εντολή να πηγαίνει κάποιος στον ιερέα για εξομολόγηση.
Τώρα, ας περάσουμε σε ένα άλλο σημείο, το οποίο αφορά την μετάνοια. Λες: “Δεν υπάρχει ευαγγελική εντολή να πηγαίνει κάποιος σε ιερέα για εξομολόγηση, διότι ο απόστολος Ιάκωβος λέει ἐξομολογεῖσθε ἀλλήλοις τὰ παραπτώματα[21]. Δεν είπε εξομολογείσθε στους ιερείς, αλλά εξομολογείσθε αλλήλοις…
[ακολουθεί αναίρεση του συγγραφέα]
Περί του Δακτυλιδιού, της Μήτρας και της Ποιμαντορικής Ράβδου.
[στην παράγραφο αυτή ο Ερρίκος παρουσιάζεται αντίθετος στη χρήση των παραπάνω συμβόλων, χωρίς όμως να παρατίθεται κάποιος λόγος του].
Ότι Εκκλησίες από ξύλο ή πέτρα δεν πρέπει να κατασκευάζονται.
Για τις Εκκλησίες, για τις οποίες μίλησες στο πρώτο σου κεφάλαιο, λες ότι δεν πρέπει να κατασκευάζονται από ξύλο ή πέτρα… Κι όμως σκοπεύεις να υποτάξεις και να ταλαιπωρήσεις τον οίκο του Θεού και το κάλλος του και όλη την κατάσταση της Εκκλησίας…
[ακολουθεί αναίρεση του συγγραφέα].
Περί των δεήσεων υπέρ των κεκοιμημένων.
Η θέση σου: “Κανένα καλό έργο δεν βοηθά τον νεκρό, διότι από την στιγμή που θα πεθάνει κάποιος, είτε καταδικάζεται οριστικά ή σώζεται – είναι ξεκάθαρα αιρετικό… [ακολουθεί αναίρεση του συγγραφέα].»
Δ.
«Προς όλους τους Αρχιεπισκόπους και Επισκόπους, Χιλδεβέρτος, ταπεινός επίσκοπος της Le Mans.
Οι κομιστές αυτής της επιστολής, Κυπριανός και Πέτρος, παραμέρισαν την φιλοδοξία του πνεύματός τους και κατέβηκαν στην κοιλάδα του θανάτου ακολουθώντας έναν ψευδο-προφήτη με το όνομα Ερρίκος, και ακολουθώντας αυτόν κακοποίησαν τους εαυτούς τους. Αυτός ο Ερρίκος είναι αρχιυπηρέτης του διαβόλου, ο φημισμένος ακόλουθος του Αντιχρίστου. Οι αδελφοί μας προσκολλήθηκαν σ’ αυτόν, όταν προσποιούνταν τον θρησκευόμενο στην ενδυμασία και στα λόγια του, μέχρις ότου η φαύλη ζωή του και η αιρετική διδασκαλία του φανερώθηκαν σ’ αυτούς.
Όταν είδαν ότι τα μονοπάτια που ακολουθούσε δεν ήταν της δικαιοσύνης τον εγκατέλειψαν κι επέστρεψαν σε μας – στην επαρχία μας είχε μεταφέρει την αρρώστια του με τόση αποτελεσματικότητα, ώστε ένας εκκλησιαστικός μόλις μετά βίας μπορούσε να διαφυλάξει την ελευθερία του, ακόμη και μέσα στα τείχη της εκκλησίας. Με την βοήθεια του Θεού, μετά από πολλές δοκιμασίες, καταφέραμε να κάνουμε την οχιά να πάψει να σφυρίζει και αποκαλύψαμε την αθλιότητα της ζωής του και το δηλητήριο της διδασκαλίας του. Έκτοτε, αυτοί οι δύο ξεντύθηκαν τον χιτώνα της πλάνης και του αγγέλου του σκότους, και επέστρεψαν στην νουθεσία μας, την οποία ενστερνίστηκαν με ζήλο. Γι’ αυτό, αδελφοί μου, σας γράφω αυτή την αδελφική επιστολή, ώστε αν αυτοί οι δύο νέοι τύχει να εισέλθουν στην επαρχία σας, να μην υποφέρουν εξαιτίας αυτού του επεισοδίου: Μάλλον χαρείτε, διότι νεκροί ήταν και αναστήθηκαν, χαμένοι και βρέθηκαν.»
E.
« 1.Ήρθε εις γνώση μας το μεγάλο κακό, το οποίο κάνει καθημερινά στην Εκκλησία ο αιρετικός Ερρίκος. Τώρα απασχολείται στην επικράτειά σας, ένας λυσσασμένος λύκος με ένδυμα προβάτου. Αλλά, σύμφωνα με την υπόδειξη που δόθηκε από τον Κύριό μας, μπορούμε να πούμε τι είδους άνθρωπος είναι από τους καρπούς του. Εκκλησίες χωρίς κόσμο, κόσμος χωρίς ιερείς, ιερείς χωρίς σεβασμό εξαιτίας τους, και Χριστιανοί χωρίς Χριστό.
Οι εκκλησίες θεωρούνται συναγωγές, αρνείται η ιερότητα του ασύλου του Θεού, τα μυστήρια δεν θεωρούνται ιερά και οι άγιες ημέρες στερούνται επισημότητας. Άνδρες πεθαίνουν με τις αμαρτίες τους και παντού ψυχές εκσφενδονίζονται ενώπιον του τρομερού δικαστηρίου, αλύτρωτες από μετάνοια, αφρούρητες από την Κοινωνία. Αρνείται η χάρις του βαπτίσματος, και τα παιδιά των Χριστιανών κρατούνται μακριά από την ζωή που δίνει ο Χριστός. Αν και ο Χριστός κραυγάζει: “Άφετε τα παιδία έρχεσθαι προς με[22]”, ωστόσο τα παιδιά κρατούνται μακριά από την σωτηρία. Είναι δυνατόν ο Θεός, που πολλαπλασιάζει την σωτηρία, για να σώσει τον άνθρωπο και το κτήνος, να παρακρατά το έλεός του από τα αθώα; Ο Σωτήρας έγινε παιδί για χάρη των παιδιών, γιατί σας κακοφαίνεται; Αυτό είναι διαβολικός φθόνος, αυτός είναι ο φθόνος που έφερε τον θάνατο στον κόσμο˙ ή μήπως αυτός ο άνθρωπος νομίζει ότι ο Σωτήρας δεν θέλει τα παιδιά επειδή είναι παιδιά; Αν αυτό είναι το θέμα τότε μάταια ο παντοδύναμος Κύριος γεννήθηκε παιδί, για να μην πω μαστιγώθηκε, εμπαίχτηκε, σταυρώθηκε και πέθανε.
2. Πως μπορεί να είναι άνθρωπος του Θεού, αυτός που φέρεται έτσι και διδάσκει ενάντια στον Θεό; Είναι σοκαριστικό το ότι μπορεί να εισακούγεται από τόσους πολλούς, και να έχει τόσους ακολούθους που τον πιστεύουν. Δυστυχισμένοι άνθρωποι! Στο άκουσμα ενός αιρετικού κλείνετε τ’ αυτιά σας σε όλους τους προφήτες και τους αποστόλους που με το ίδιο πνεύμα της αλήθειας ενοποίησαν όλα τα έθνη στην Εκκλησία με μια πίστη στο Χριστό. Συνεπώς οι θείοι προφήτες εξαπατήθηκαν και τα μάτια και οι καρδιές αυτών που πιστεύουν ότι αυτά που είπαν εκπληρώθηκαν, εξαπατήθηκαν επίσης. Με πια καταπληκτική και μεγαλύτερη από των Ιουδαίων τύφλα κλείνει αυτός ο άνθρωπος τα μάτια του στην καθαρή αλήθεια ή, επειδή δυσανασχετεί στην εκπλήρωση, με κάποια διαβολική τέχνη πείθει ανόητους ανθρώπους ν’ αγνοούν τα προφανή γεγονότα μπροστά τους και να πιστεύουν ότι οι προφήτες απατήθηκαν και ότι οι απόστολοι έσφαλλαν˙ ότι όλος ο κόσμος, ακόμη και μετά που ο Χριστός έχυσε το αίμα του, οδηγείται στην απώλεια˙ και ότι ο πλούτος του ελέους και της χάριτος του Θεού είναι μόνο γι’ αυτούς που τον ακολουθούν; Εξαιτίας αυτού, αν και αδύναμος στο σώμα, πήρα την στράτα που οδηγεί σ’ αυτές τις περιοχές, τις οποίες λυμαίνεται αυτός ο κάπρος χωρίς κανείς να του αντιστέκεται ή να προσπαθεί να τους σώσει.. Όταν κυνηγήθηκε στην Φραγκία για την κακία του, η μόνη ανοικτή σ’ αυτόν περιοχή ήταν η δικιά σας. Μόνο υπό την προστασία σας μπορούσε να καταστρέψει άγρια το ποίμνιο του Χριστού. Αλλά είτε αυτό είναι σύμφωνο με την τιμή σας είτε όχι, εσείς μόνος πρέπει να κρίνεται. Ωστόσο, δεν είναι να θαυμάζει κανείς το ότι αυτό το ύπουλο ερπετό σας εξαπάτησε, εφόσον έχει την εμφάνιση της ευσέβειας, αλλά όχι την υπεροχή της.
3. Τώρα ακούστε, τι είδους άνθρωπος είναι. Είναι ένας αποστάτης, που έχει εγκαταλείψει τον μοναχικό βίο (διότι κάποτε ήταν μοναχός), επέστρεψε στον κόσμο και την βρωμιά της σάρκας, όπως ο σκύλος στο δικό του ξέρασμα. Επειδή ντρεπόταν να ζήσει ανάμεσα στους συγγενείς του και σ’ αυτούς που τον γνώριζαν, η μάλλον επειδή δεν του επιτρέπονταν να το πράξει λόγω των εγκλημάτων του, ανασκουμπώθηκε και πήρε το δρόμο για κει που δεν είναι γνωστός, κι έτσι έγινε αλήτης και φυγάς επάνω στη γη. Όταν άρχισε να ψάχνει τα προς το ζην πούλησε το Ευαγγέλιο (είναι μορφωμένος), διαδίδοντας τον λόγο του Θεού για τα λεφτά και κηρύττοντας για να μπορέσει να ζήσει. Αν καταφέρει να εξασφαλίσει κάτι από τους απλούς ανθρώπους και τις γριές, δεν μπορεί να το κρατήσει αλλά το ξοδεύει στον τζόγο ή σε πιο αίσχιστους τρόπους.
Συχνά, ύστερα από μια μέρα κολακείας του κόσμου, αυτός ο αξιοσημείωτος κήρυκας βρίσκεται να κάνει παρέα με πόρνες, μερικές φορές ακόμη και με παντρεμένες. Ψάξτε αν θέλετε, γιατί έφυγε από την Lausanne, την Le Mans, το Poitiers, το Bordeaux. Δεν υπάρχει κανένας τρόπος για να του επιτραπεί να επιστρέψει σε αυτά τα μέρη, εξαιτίας της κακής φήμης που άφησε πίσω του. Πραγματικά ελπίζετε να συλλέξετε πλούσιους καρπούς από τέτοιο δέντρο; Μιαίνει το χώμα στο οποίο πατά και βρωμίζει τα ρουθούνια του κόσμου, διότι, σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου, ένα κακό δέντρο δεν μπορεί να φέρει καλούς καρπούς.
4. Αυτός, όπως σας είπα, είναι ο λόγος του ερχομού μου. Αλλά δεν έρχομαι από μόνος μου, οδηγούμε από τις εκκλήσεις και το χάλι της Εκκλησίας, για να δω αν τα αγκάθια και οι φαυλότητες αυτού του ανθρώπου μπορούν να εκριζωθούν από τον αγρό του Κυρίου, όσο είναι ακόμα νωρίς, όχι από το χέρι μου, διότι είμαι ένα τίποτα, αλλά από τα χέρια των επισκόπων που είναι μαζί μου, και επίσης από την βοήθεια της δεξιάς σας. Ο αρχηγός των επισκόπων είναι ο σεβασμιότατος επίσκοπος Όστιας[23], απεσταλμένος της Αγίας Έδρας για τον σκοπό αυτό. Είναι άνθρωπος με σπουδαία έργα στον Ισραήλ και μέσω αυτού ο Κύριος χάρισε την νίκη στην Εκκλησία σε πολλές περιπτώσεις. Πρέπει να μεριμνήσετε, εξοχότατε, να τον υποδεχτείτε με τιμή και όσους είναι μαζί του˙ έτσι ώστε το καλό έργο που ο σπουδαίος αυτός άνθρωπος ανέλαβε για χάρη σας και για χάρη του λαού σας, να μην αποβεί μάταιο, δώστε του την βοήθεια που χρειάζεται κατά την εξουσία που σας δόθηκε άνωθεν.»
ΣΤ.
«Στην γειτονιά της Τουλούζης κάποιος Ερρίκος, κάποτε μοναχός και αργότερα αποστάτης, με πολύ κακό τρόπο ζωής και καταστροφική διδασκαλία, είχε προσελκύσει το ενδιαφέρον των άστατων ανθρώπων της περιοχής με δελεαστικά λόγια και, όπως ο Απόστολος προείπε για κάποιους ἐν ὑποκρίσει ψευδολόγων[24] κι επικοινώνησε μαζί τους με πλανερές κουβέντες.
Επίσης, ήταν εχθρός της Εκκλησίας, δυσφημώντας με ασεβή τρόπο τα μυστήρια και τους λειτουργούς της. Είχε ήδη προοδεύσει υπέρμετρα στην κακία. Διότι ο σεβαστός πατέρας, όταν έγραψε στον κόμη της Τουλούζης, είπε μεταξύ άλλων: “Εκκλησίες χωρίς κόσμο, κόσμος χωρίς ιερείς, ιερείς χωρίς σεβασμό εξαιτίας τους, και Χριστιανοί χωρίς Χριστό. Οι εκκλησίες θεωρούνται συναγωγές, αρνείται η ιερότητα του ασύλου του Θεού, τα μυστήρια δεν θεωρούνται ιερά και οι άγιες ημέρες στερούνται επισημότητας[25]”.
Λόγω της μεγάλης ανάγκης, ο άγιος άνδρας ανέλαβε να ταξιδεύσει, και σ’ αυτό είχε ήδη δεχθεί παρότρυνση από την Εκκλησία της περιοχής εκείνης˙ στο τέλος πείστηκε και συνοδεύθηκε από τον σεβασμιότατο Alberic, επίσκοπο Όστιας και λεγάτο της Αγίας Έδρας. Όταν έφθασε, τον υποδέχθηκαν οι κάτοικοι της περιοχής με πολλή αφοσίωση, λες και άγγελος εξ ουρανού είχε κατέβει ανάμεσά τους. Δεν μπορούσε να προχωρήσει διότι κανείς δεν μπορούσε να συγκρατήσει το πλήθος του κόσμου που τον πίεζε, τόσοι πολλοί ήταν που ένα ολόκληρο ημερονύχτιο έρχονταν για να λάβουν την ευχή του και να ικετεύσουν την βοήθειά του.
Δίδαξε, ωστόσο, στην πόλη της Τουλούζης για αρκετές μέρες, καθώς και σε άλλα μέρη, όπου συνήθιζε να πηγαίνει και να μολύνει ο δύστυχος αιρετικός. Οδήγησε πολλούς απλούς ανθρώπους στην ορθή πίστη, τους ανακάλεσε από την πλάνη, αποκατέστησε αυτούς που είχαν μεταστραφεί. Και με την αυθεντία του κατήγαγε νίκη και επιβλήθηκε στους διαστροφείς και στενοκέφαλους, ώστε δεν τολμούσαν να φέρουν αντίρρηση ούτε να εμφανιστούν. Όσο για τους υπόλοιπους, αν και ο αιρετικός προσπάθησε να κρυφτεί, πάντως οι δρόμοι του έκλεισαν και τα μονοπάτια του επιτηρήθηκαν τόσο, ώστε δεν ήταν ασφαλής πουθενά έκτοτε. Τελικά συνελήφθη και παραδόθηκε στον επίσκοπο. Σ’ αυτό το ταξίδι ο Θεός δοξάστηκε από τον υπηρέτη του με πολλά θαυμάσια έργα στις καρδιές αυτών που ανακάλεσε από τις ασεβείς πλάνες, και στα σώματα άλλων, οι οποίοι θεραπεύθηκαν από διάφορες αρρώστιες.»
Ζ.
«Προς τον αγαπητό αυθέντη Αρχεφρέδο και το πρεσβυτέριο, ο αδελφός Γοδεφρείδος.
Γνωρίζω εκ πείρας ότι με σας, αγαπητέ μου αυθέντη, οι φραστικές αβρότητες δεν θα με ωφελήσουν. Ο υιός, τον οποίο φροντίσατε με περισσότερη τρυφερότητα από τους άλλους, και κρατήσατε με περισσότερη αγάπη όχι επειδή τον κρίνατε άξιο αλλά επειδή γνωρίζατε την αδυναμία του, δεν μπορεί να σας κρύψει τίποτα, εφόσον εσείς δέχεσθε ελεύθερα αυτούς που δεν έχουν ευφράδεια, σύμφωνα με τον απόστολο που λέει οὐ γάρ ἐν λόγῳ ἡ βασιλεία του Θεοῦ, ἀλλ’ ἐν δυνάμει[26]. Γιατί να αναλώνομαι σε λόγους; Γνωρίζετε την αγάπη που σας τρέφω. Γνωρίζετε πόσο χρειάζομαι τις προσευχές τις δικές σας και του ποιμνίου σας. Δεν αγνοείτε ούτε την αγάπη, ούτε την ανάγκη μου. Θα σιωπήσω, λοιπόν, διότι ξέρω ότι γράφω σε κάποιον που με γνωρίζει. Καλύτερα, ενθυμούμενος πόσο ανήσυχος ήσασταν εσείς και όλοι στο Κλαιρβώ όταν αναχωρήσαμε, τις ανησυχίες σχετικά με το ταξίδι του ηγουμένου, θα γράψω για πιο σημαντικά πράγματα, για όσα είδαμε και ακούσαμε, κι έτσι θα σας παρηγορήσω.
Καθώς πλησιάζαμε στο Poitiers, ο επίσκοπος δεν ήταν καλά, ώστε άρχισε να μετανοεί που ανέλαβε τους κόπους αυτού του ταξιδιού. Αλλά εκεί, προς μεγάλη ανακούφιση δική του και δική μου, είδε ένα όραμα, στο οποίο μια φωνή έψαλλε “Και ο οίκος πληρώθηκε από την ευωδία του μύρου”. Το άσμα συνέχισε για μερικές στροφές και κάθε μια τελείωνε με τα ίδια λόγια “Και ο οίκος πληρώθηκε από την ευωδία του μύρου”. Αργότερα φάνηκε πόσο σφάλλαμε στην ερμηνεία της σημασίας του. Κάποια άλλη ημέρα, όπως ξεκουράζονταν ο αββάς, ακόμη ένα άσμα ήρθε στο στόμα του “Οι δίκαιοι αγαλλιάσονται εν Κυρίω”, και συχνά ξαγρυπνούσε αναλογιζόμενος το γεγονός. Στο Poitiers που περάσαμε την νύκτα, περπατούσε μόνο με έναν φανό. Ο φανός έσβησε και ο ηγούμενος του Charlieu τον είδε να περπατά χωρίς φως. Αργότερα, παραδέχτηκε ότι ο φανός άναψε πάλι από κάποιον ήχο, κι έκαιγε όταν επέστρεψε σε μας.
Κάτι που συνέβη στην Bordeaux αξίζει να καλείται θαύμα. Οι πείσμονες εκκλησιαστικοί πείστηκαν να επιτρέψουν την εισαγωγή των κανόνων στην επισκοπή, αν και είχαν αντισταθεί για εφτά χρόνια με αποτέλεσμα ν’ αφορισθούν. Εξαιτίας αυτού, ο αρχιεπίσκοπος είχε εξορισθεί από την θέση του εδώ και πέντε χρόνια, αφήνοντας ορφανή την εκκλησία, και είχαν αντισταθεί βίαια στην επιστροφή του. Το μίσος του κόσμου για τον αρχιεπίσκοπο ήταν τόσο μεγάλο, ώστε όταν εισήλθε στην πόλη μάς γιουχάρανε όλους, ως υποστηρικτές του. Αλλά ο ζων και δυνατός λόγος του Θεού τους συγκίνησε περισσότερο από όσο αυτοί που ήξεραν το μεγάλο μπλέξιμο και την λυπητερή ιστορία της υπόθεσης τολμούσαν να ελπίζουν.
Στο χωριό Bergerac ένας αριστοκράτης, σοβαρά άρρωστος, ήρθε σ’ αυτόν, και από την στιγμή εκείνη ανάνηψε, όπως μάθαμε αργότερα. Άλλος ένας κάτοικος της περιοχής, φτωχός και άπορος τώρα δοξάζει τον Θεό˙ είχε τόσο αδυνατήσει από την αρρώστια που δεν μπορούσε να εργαστεί για καιρό, αλλά αφότου μας ακολούθησε μερικές μέρες και έφαγε ψωμί ευλογημένο από τον αββά, ανέκτησε την υγεία και την δύναμή του.
Στην Cahors ένας από τους υπηρέτες του επισκόπου έχασε το φως από το ένα του μάτι, μετά από χτύπημα στο κεφάλι και το ξαναβρήκε μετά που τον σταύρωσε ο αββάς. Κάποιος άλλος ήπιε νερό που το είχε ευλογήσει αυτός, και του φάνηκε σαν να χύθηκε όλο το βάζο με το νερό στο κεφάλι του˙ από την στιγμή εκείνη ανένηψε από πυρετό, ο οποίος τον ταλαιπωρούσε επτά χρόνια.
Πώς να εξεικονίσω τον ενθουσιασμό των ανθρώπων της Périgueux; Παραλίγο να τον πνίξουν και αναγκάστηκε να φύγει λαθραία. Στην Τουλούζη αρχικά τον δέχθηκαν με χλιαρότητα˙ μετά από μερικές μέρες με ικανοποίηση και μετά από μερικές ακόμη με ενθουσιασμό. Υπήρχαν στην πόλη λίγοι, οι οποίοι υποστήριζαν την αίρεση, μερικοί από τους υφαντές, αυτούς που λένε Αριανούς. Ένας μεγάλος αριθμός ατόμων υποστήριζαν την αίρεση στην πόλη, μεταξύ των οποίων και εξέχοντες πολίτες[27]. Λίγο καιρό πριν την άφιξή μας, είχαν πείσει κάποιον από τους πλούσιους της πόλης και την γυναίκα του, να πάνε σε ένα χωριό γεμάτο αιρετικούς, αφήνοντας πίσω την περιουσία και τον νεαρό γιό τους, και οι παρακλήσεις των γειτόνων τους δεν στάθηκαν ικανές να τους μεταπείσουν.
[Ο αιρεσιάρχης] λεγόταν Ερρίκος, και [οι αιρετικοί] λεγόταν Αριανοί˙ και ο κόσμος υποσχέθηκε ότι κανείς δεν θα τους δώσει προμήθειες, μέχρι να έρθουν σε δημόσια αντιπαράθεση. Θα χρειαζόταν πολύς χρόνος για να αναφέρω την φυγή του Ερρίκου και τις κρυψώνες των Αριανών. Οι Αριανοί εγκατέλειψαν την πόλη, μόλις έμαθαν τους κακούς οιωνούς και τα θαύματα που γίνονταν. Οι υποστηρικτές τους τούς αποκήρυξαν και πιστέψαμε ότι η πόλη ελευθερώθηκε από την μόλυνση της αίρεσης. Μερικοί από τους ιππότες υποσχέθηκαν να τους βγάλουν έξω και να μην τους υποστηρίξουν ξανά στο μέλλον. Για να εξασφαλιστεί ότι αυτό δεν θα παραβιαστεί από κανέναν, ο οποίος θα δωροδοκείτο από τους αιρετικούς, εκδόθηκε διαταγή ότι οι αιρετικοί, οι υποστηρικτές τους και όσοι τους βοηθούσαν δεν θα μπορούσαν να πάνε ως μάρτυρες ή να ζητήσουν αποζημίωση στα δικαστήρια, και κανείς δεν θα έκανε σχέσεις μαζί τους, είτε κοινωνικές, είτε επαγγελματικές. Καταδιώξαμε τον Ερρίκο, αλλά όπου ψάξαμε είχε φύγει.
Ο αββάς μίλησε στα χωριά που είχε αποπλανήσει˙ οι σύντροφοί του με προθυμία ομολόγησαν την πίστη τους δημόσια προς αιώνιο ζωή. Μερικούς ιππότες τους βρήκαμε στενοκέφαλους, όχι λόγω πλάνης, όπως φάνηκε, αλλά λόγω απληστίας και κακής θελήσεως. Μισούσαν τους ιερείς και γελούσαν με τα αστεία του Ερρίκου, και αυτά που δίδασκε τους έδιναν δικαιολογία και αιτιολογία, για να φέρονται με κακία. Όλοι τους, ωστόσο, συμφώνησαν, ότι δεν θα τον υποστήριζαν στο μέλλον, επειδή απέφυγε την αντιπαράθεση με τον αββά. Βγήκε απόφαση εναντίον του και εναντίον των πατρώνων του. Έγινε γνωστό σε όλους, τι είδους φαύλη ζωή ζούσε, και πως στη σύνοδο της Πίζα είχε αποκηρύξει τις αιρέσεις τις οποίες δίδασκε πάλι, και είχε παραδοθεί στον ηγούμενο, από τον οποίο είχε λάβει επιστολές που του επέτρεπαν να γίνει μοναχός στο Κλαιρβώ.
Πιστέψαμε ότι με την βοήθεια του Θεού το κακό του σύντομα θα σταματούσε. Μια χώρα που είχε πλανηθεί από τόσες πολλές αιρετικές διδασκαλίες, χρειαζόταν τώρα κήρυγμα, αλλά ο αββάς δεν πίστευε ότι μπορεί ν’ ανταπεξέλθει σ’ αυτό τον σκοπό, και φοβόταν ότι θα γίνει βάρος στους αδελφούς του. Αυτό, πιστεύω, ήταν το λάθος που κάναμε σχετικά με το άσμα, όπως ανέφερα παραπάνω.
Έχοντας λάβει πολλές επιστολές από το Κλαιρβώ, ο αββάς επιστρέφει όσο το δυνατόν συντομότερα, και ελπίζουμε ότι θα τον δείτε μετά την οκτώηχο της Αναλήψεως της Παναγίας (post octavam Assumptionis beatae Mariae, 22 Αυγούστου). Αν μόνο μπορούσαμε ν’ αντιληφθούμε τι μεγάλο δώρο, τι ανεκτίμητο δώρο μας χάρισε ο Θεός στο πρόσωπο του αγίου πατέρα μας, ενός πιστού φύλακα και πανίσχυρου προστάτη, ενός καλού ποιμένα, γεμάτου χάρη και δύναμη ενώπιον του Θεού και των αιώνων. Έχω βάσιμο λόγο να πιστεύω ότι από ταπείνωση κρατά μυστικές τις δυνάμεις του, διότι οι άρρωστοι γιατρεύονται αμέσως μετά την αναχώρησή του, έτσι ώστε αν και θεραπεύονται κανείς δεν τον δοξάζει. Έχει παραδεχθεί ότι αν παρίστατο ανάγκη, θα προτιμούσε να κινδυνέψει ο ίδιος παρά ν’ αποτύχει να τους παρέχει την σωτηρία τους.
Στην εκκλησία του αγίου Σατορνίνου στην Τουλούζη, όπου μέναμε, υπήρχε ένας απλός ιερέομόναχος με το όνομα Ιωάννης, πολύ ικανός στην φαρμακευτική. Ήταν κλινήρης λόγω αρρώστιας επί επτά μήνες, όπως μας είπε, και από το Πάσχα είχε αδυνατήσει τόσο πολύ, ώστε περίμεναν να πεθάνει. Οι κνήμες του ήταν πιο αδύνατες και από τα μπράτσα ενός αγοριού. Ο μυς του δεξιού μηρού συγκεκριμένα είχε μαραθεί και δεν μπορούσε να λυγίσει το γόνατο από το Πάσχα. Ο φτωχός άνδρας κείτονταν μισοπεθαμένος, πάντα στο κατώφλι του θανάτου, χωρίς την δύναμη να σηκωθεί να πάει στο αποχωρητήριο. Εξαιτίας της μυρωδιάς και της αδυναμίας του είχε τοποθετηθεί εκτός μοναστηριού και στεγάζονταν στην πόλη, επειδή οι άλλοι αδελφοί δεν μπορούσαν να αντέξουν την παρουσία του. Παρακάλεσε να τοποθετηθεί κοντά στον αββά. Έξι άνδρες τον μετέφεραν σε ένα κρεβάτι στο δωμάτιο που βρίσκονταν δίπλα στο δικό του. Ο αββάς τον επισκέφτηκε εκεί και αυτός εξομολογήθηκε τις αμαρτίες του και ικέτεψε για την αποκατάσταση της υγείας του. Ο αββάς τον ευλόγησε, έφυγε από το δωμάτιο κι εγώ πήγα μαζί του. Καθώς προχωρούσε αναλογίσθηκε φωναχτά, λέγοντας όπως ο πιστός υπηρέτης, “Κύριε, ζητούν σημείο, και δεν μπορούμε να προοδεύσουμε χωρίς ένα. Πόσο θα κρύβεσαι από αυτούς;” Αμέσως ο ιερομόναχος σηκώθηκε κι έτρεξε πίσω μας, και σχεδόν είχαμε φτάσει στο κελί μας όταν τον είδαμε να μας ακολουθεί, περπατώντας, όπως είπε ο ίδιος, όχι με δική του δύναμη αλλά με την χάρη του Θεού. Από κει πήγε στην εκκλησία ευχαριστώντας τον Κύριο και οι αδελφοί έψαλλαν το “Te Deum” μαζί του. Κανένας δεν θα πίστευε, αν δεν έβλεπε με τα μάτια του, την ευγνωμοσύνη με την οποία φίλησε το πόδι του αββά.
Μας είπαν για ένα παιδί επτά ετών, εξασθενημένο στην αγκαλιά της μητέρας του και κανείς δεν ήξερε τι δεν πήγαινε καλά μ’ αυτό. Όταν επέστρεψε, έχοντας λάβει την ευλογία του αββά, αμέσως εξέμεσε μια μεγάλη πέτρα, την οποία είδαν πολλοί, και θεραπεύτηκε από εκείνη την στιγμή. Στην ίδια πόλη έδωσε το φως με το σημείο του σταυρού σε έναν γέρο που ήταν τυφλό από το ένα μάτι. Έπραξε το ίδιο για ένα αγόρι, το οποίο ήταν τυφλό και από τα δύο μάτια. Ήταν μια γυναίκα στην πόλη, η οποία ξαφνικά ένιωσε πόνο στο κεφάλι και υποσχέθηκε να μην φάει μέχρι να έρθει στον άνθρωπο του Θεού. Ο σύζυγός της την προέτρεπε να φάει, αλλά πνίγηκε στην πρώτη μπουκιά κι ένας δαίμονας εισήλθε από τον οισοφάγο της. Για τρεις μέρες δεν μπορούσε να φάει ή να πιει ο,τιδήποτε. Στην συνέχεια παρουσιάστηκε στον αββά, κι έλαβε ευλογημένο ψωμί και νερό από το χέρι του. Ο αββάς της είπε να περάσει την νύχτα στο παρεκκλήσιο, για να μπορεί να την επισκέπτεται μυστικά, χωρίς οχλαγωγία. Κατά την διάρκεια της νύχτας άρχισε να φωνασκεί δυνατά. Μερικές φορές μιλούσε η ίδια η γυναίκα και μερικές ο δαίμονας. Μερικές φορές η γλώσσα της μετακινούνταν στην δεξιά πλευρά του στόματός της, και μερικές φορές στην αριστερή και το πρόσωπο που μιλούσε, άλλαζε. Ο δαίμονας είπε, προς ακρόαση όλων όσων παρίσταντο, ότι δεν θα την αφήσει μέχρι να έρθει ο αββάς, μέχρι να έρθει ο πατερούλης (abbaticulus). Έτσι ειδοποιημένος ο αββάς, την επισκέφτηκε σε όνειρο και την άφησε εν ειρήνη, αυτή που βρήκε σε αγωνία. Αμέσως μετά λειτούργησε, της έδωσε την Θεία Κοινωνία, και την έστειλε σώα σπίτι της.
Θεράπευσε τρεις ανθρώπους στην Τουλούζη, των οποίων τα χέρια κρέμονταν με τα δάκτυλα διπλωμένα πίσω και τρεις ακόμη στην περιοχή. Του φέρανε ένα κορίτσι καθώς λάμβανε μια προσφορά. Έκανε ένα σημάδι με το χέρι του, πήρε τα δάκτυλά της και τ’ άνοιξε σχετικά εύκολα. Έκανε το ίδιο και σε δύο άλλους, αν και με τον ένα, επειδή ντρεπόταν την παρουσία των επισκόπων, άνοιξε λίγο τα χέρια κι ύστερα τον παρέδωσε σ’ έναν Ναΐτη που ήταν εκεί για να ολοκληρώσει το έργο. Θεράπευσε άλλη μια περίπτωση σαν κι αυτή, σε ένα παιδί στην Damesières, παρουσία του επισκόπου της Angoulême, ο οποίος είπε έκπληκτος ότι, όταν ο αββάς έκανε το σημάδι του σταυρού με το χέρι του και τον απέλυσε, θεραπεύθηκε στο χτύπημα της χορδής (ipsa quasi esset chorda quaedam), και τα δάκτυλά του άρχισαν ν’ ανοίγουν. Στην ίδια περίσταση έκανε έναν κουφό ν’ ακούσει κι έναν μουγκό να μιλήσει. Θεράπευσε έναν πέμπτο σακάτη στο χωριό Verfeil (Viride-Folium), την έδρα του σατανά, ο οποίος σακάτης ήταν ο γιός , εκτός κι αν κάνω λάθος, ενός από τους χειρότερους αιρετικούς. Έπραξε μια έκτη θεραπεία στο χωριό του Αγ. Παύλου. Κάποιοι από τους υπηρέτες του λεγάτου θα είχαν αναγκαστεί να παραμείνουν σε αυτή την ξένη χώρα, εξαιτίας σοβαρής ασθένειας, αν δεν τους είχε θεραπεύσει με το θείο φάρμακο του ευλογημένου άρτου.
Στην πόλη Albi έκανε ακόμη ένα θαύμα μεγαλύτερο απ’ αυτά, το οποίο δεν πρέπει ν’ αποσιωπηθεί. Οι κάτοικοι αυτής της πόλης, ακούσαμε, ήταν οι πιο μολυσμένοι από την αίρεση, απ’ όσους συναντήσαμε στον δρόμο μας. Ήταν τόσο άσχημη η κατάσταση, ώστε όταν έφθασε ο λεγάτος, δύο μέρες πριν από μας, βγήκαν να τον συναντήσουν καθισμένοι πάνω σε γαϊδούρια, χτυπώντας τύμπανα, και όταν χτύπησε η καμπάνα για να καλέσει τον κόσμο στην Θεία Λειτουργία, μόλις που μαζεύτηκαν τριάντα άτομα στην εκκλησία. Δύο μέρες αργότερα ο κόσμος υποδέχτηκε με μεγάλη χαρά τον αββά, αλλά επειδή είχε ακούσει τόσα πολλά για την κακία τους, που ήταν απρόθυμος να δεχθεί την αφοσίωσή τους. Την επόμενη μέρα, του αγίου Πέτρου [1η Αυγούστου], προσήλθαν τόσοι πολλοί για ν’ ακούσουν τον λόγο του Θεού που η μεγάλη εκκλησία δεν τους χωρούσε. Ο αββάς απευθύνθηκε σ’ αυτούς έτσι:
› Έχω έρθει να σπείρω, αλλά βρίσκω τον αγρό ήδη σπαρμένο με κακό σπόρο. Αλλά είστε λογικός αγρός˙ είστε στο κάτω-κάτω ο αγρός του Θεού. Θα σας δείξω δύο ειδών σπόρους και μπορείτε ν’ αποφασίσετε τι θα επιλέξετε.
Ξεκίνησε με το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας κι προσεκτικά ανέπτυξε κάθε σημείο που δίδασκε ο αιρετικός και τι έλεγε επ’ αυτού η αληθινή πίστη. Ύστερα τους ρώτησε τι θα επέλεγαν. Όλος ο κόσμος άρχισε να καταριέται και να κατηγορεί την κακία του αιρετικού, και να λαμβάνει ευχαρίστως τον λόγο του Θεού και την Καθολική Πίστη. “Μετανοείτε”, είπε ο αββἀς. “Καθένας από σας μολύνθηκε. Επιστρέψτε στην ενότητα της Εκκλησίας. Έτσι θα ξέρουμε ποιος μετανόησε και αποδέχθηκε τον λόγο της ζωής, σηκώστε το δεξί σας χέρι στον ουρανό ως σημάδι καθολικής ενότητας”. Όλοι ύψωσαν το δεξί τους χέρι με αγαλλίαση και έτσι τέλειωσε την ομιλία του. Έτσι κι εγώ τελειώνω την επιστολή αυτή. Χαίρετε.»
Η.
«4. Υπάρχουν επίσης κάποιοι άλλοι αιρετικοί στην περιοχή μας, οι οποίοι διαφέρουν εντελώς από αυτούς που περιγράψαμε. Από τον μεταξύ τους ανταγωνισμό και διαμάχη μάθαμε την ύπαρξή τους. Αυτοί οι τελευταίοι αρνούνται ότι στο θυσιαστήριο συμβαίνει το θαύμα του Σώματος του Χριστού, επειδή κανένας ιερέας της Εκκλησίας δεν είναι έγκυρα χειροτονημένος. Διότι, λένε, το αποστολικό αξίωμα έχει διαφθαρεί μέσω της εμπλοκής σε κοσμικές υποθέσεις και λόγω αποτυχίας στην διεξαγωγή του πολέμου του Θεού, όπως έκανε ο Πέτρος˙ αυτός που κάθεται στον θρόνο του Πέτρου έχασε την αρμοδιότητα να χειροτονεί, η οποία είχε δοθεί στον Πέτρο. Κι επειδή η Αγία Έδρα δεν έχει αυτή την εξουσία, οι Αρχιεπίσκοποι και οι Επίσκοποι, που ζουν κοσμική ζωή μέσα στην Εκκλησία, δεν μπορούν να λάβουν από αυτή την Έδρα την εξουσία να χειροτονούν κανένα. Ισχυρίζονται ότι το στηρίζουν αυτό στα λόγια του Χριστού, «ἐπί τῆς Μωσέως καθέδρας ἐκάθισαν οἱ γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι. Πάντα οὖν ὅσα ἐάν εἴπωσιν ὑμῖν τηρεῖν, τηρεῖτε καί ποιεῖτε»[28], σαν να δόθηκε μόνο σε τέτοιους ιεράρχες η εντολή και η διδασκαλία, και τίποτα παραπάνω.
Έτσι θεωρούν άκυρη την ιεροσύνη της Εκκλησίας και καταδικάζουν τα μυστήρια αυτής, εκτός μόνο από το βάπτισμα, και αυτό μόνο για ενήλικες, οι οποίοι, λένε, βαπτίζονται από τον Χριστό, ανεξάρτητα ποιος λειτουργεί το μυστήριο. Δεν δέχονται τον νηπιοβαπτισμό εξαιτίας του ευαγγελικού χωρίου, «ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται»[29]. Αποκαλούν τον γάμο πορνεία, εκτός από αυτόν που συνάπτεται μεταξύ παρθένων, ανδρός και γυναικός, βασίζοντας αυτή την πεποίθηση στα λόγια με τα οποία ο Κύριος απάντησε στους Φαρισαίους, «ὅ οὐν ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω»[30], λες και ο Θεός ένωσε μόνο τέτοιους (σ.τ.μ. παρθένους) καθ’ ομοίωση της ένωσης των πρωτόπλαστων. Επίσης βασίζουν την πεποίθησή τους στην απάντηση προς τα ίδια άτομα, που έγειραν ενστάσεις προς Αυτόν σχετικά με το διαζύγιο που διέταξε ο Μωυσής, «ἀπ’ ἀρχῆς δέ οὐ γέγονεν οὕτω», κι επίσης από τα λόγια που ακολουθούν «ὁ άπολελυμένην γαμήσας μοιχᾶται»[31]˙ κι επίσης από τα λόγια του Αποστόλου «Τίμιος ὁ γάμος ἐν πᾶσι καί ἡ κοίτη ἀμίαντος»[32].
5. Δεν δίνουν καμία αξία στην μεσιτεία των αγίων. Νηστείες και άλλες αυτοτιμωρίες που γίνονται για τις αμαρτίες, προσθέτουν ότι δεν χρειάζονται για τους δίκαιους, ούτε και για τους αμαρτωλούς, διότι όποια μέρα ο αμαρτωλός θρηνήσει για τις αμαρτίες του, συγχωρούνται όλες. Τις εκκλησιαστικές τελετές τις θεωρούν προλήψεις, εκτός από αυτές που ίδρυσε ο Χριστός και καθιέρωσαν οι απόστολοι. Δεν δέχονται ότι υπάρχει φωτιά του πουργατορίου μετά θάνατον, αλλά διδάσκουν ότι οι ψυχές πηγαίνουν αμέσως είτε στην αιώνια ανάπαυση, είτε στην τιμωρία την στιγμή που αφήνουν το σώμα, σύμφωνα με τα λόγια του Σολομώντα, «καί ἐάν πέσῃ ξύλον ἐν τῷ νότῳ καί ἐάν ἐν τῷ βορρᾷ, τόπῳ, οὗ πεσεῖται τό ξύλον, ἐκεῖ ἔσται»[33]. Κι έτσι εκμηδενίζουν τις προσευχές και τις προσφορές των πιστών για τους κεκοιμημένους.»
δ. Παρατηρήσεις.
- Η καταγωγή του Ερρίκου είναι άγνωστη. Η μόνη αποδεκτή ένδειξη είναι η επιτυχία του κηρύγματός του στις γαλλόφωνες περιοχές, πράγμα που υποδεικνύει καταγωγή από αυτή την χώρα. Ήταν αποστάτης μοναχός, ίσως και ιερέας, αλλά παραμένει άγνωστη η μονή της μετανοίας του, όπως και το αν έφυγε ο ίδιος από κει ή αν εκδιώχθηκε. Κατά την εκτίμηση του J. B. Russell, προέρχονταν πιθανότατα από το Κλουνύ[34].
- Η πρώτη δημόσια εμφάνισή του καταγράφεται το 1116 στη Le Mans, ήδη, όμως, έχει σχηματισμένο κύκλο οπαδών και ακολούθων που τον συνοδεύουν. Από την επιστολή του Βερνάρδου φαίνεται ότι πριν πάει στην Le Mans είχε κηρύξει στην Lausanne.
- Στην Le Mans ο Ερρίκος βρήκε πρόσφορο έδαφος, έτοιμο ακροατήριο για το κήρυγμά του. Ο λόγος είναι ότι η πόλη βρίσκονταν εδώ και καιρό σε κοινωνική ανησυχία. Το 1070 είχε γίνει μια αποτυχημένη προσπάθεια για την εγκατάσταση κομμούνας στην πόλη, ενώ το 1092 ο επίσκοπος Hoel είχε επιβάλει γενική απαγόρευση. Η παραγωγή και το εμπόριο δεν είχαν λάβει την απαιτούμενη ανεξαρτησία από τις φεουδαρχικές αρχές και την εκκλησία για την ανάπτυξή τους.
Ο επίσκοπος Χιλδεβέρτος της Lavardin (Le Mans 1097-1125, αρχιεπίσκοπος Τουρώνης 1125-1133), αν και παρουσιάζεται μέσα στο κείμενο, ως ιδιαίτερα αφελής, λόγω της άδειας που έδωσε στον Ερρίκο ν’ αναστατώσει την πόλη, στην πραγματικότητα δεν ήταν καθόλου τέτοιος. Οπαδός της Γρηγοριανής μεταρρύθμισης, πίστεψε ότι το κήρυγμα του Ερρίκου θα τον βοηθούσε να την επιβάλει. Ήταν άνθρωπος της αριστοκρατίας και είχε πολιτικές φιλοδοξίες, όπως φαίνεται από τον σημαντικό ρόλο που έπαιξε στην ενοποίηση των επαρχιών Maine και Anjou[35]. Συνεπώς η κοινωνία της πόλης βρισκόταν σε αντιπαράθεση με την αριστοκρατία και την Εκκλησία, οπότε το αντικληρικαλιστικό κήρυγμα του Ερρίκου, γαρνιρισμένο με την εικόνα της αποστολικής φτώχειας, ηχούσε ευχάριστα στα αυτιά των ακροατών, σε αντίθεση με τον προβαλλόμενο σκανδαλιστικό πλούτο της αριστοκρατίας.
- Η δράση του Ερρίκου αντιμετωπίστηκε με πολιτική παρέμβαση και όχι με θεολογική αναίρεση στη Le Mans, όπως έγινε αργότερα στην Τουλούζη από τον Βερνάρδο. Ο Χιλδεβέρτος επείγονταν ν’ απαλλαγεί από αυτόν, χωρίς να ενδιαφέρεται για την μετέπειτα δράση του. Τον έστειλε ν’ αναστατώσει άλλες περιοχές. Η σύλληψή του από τον Αρχιεπίσκοπο Αρελάτης Βερνάρδο και η προσαγωγή του από τον ίδιο ενώπιον του πάπα Ιννοκέντιου ΙΙ στην Πίζα, δείχνουν ότι κατευθύνθηκε νότια. Κήρυξε στο Πουατιέ και το Μπορντώ. Δύο ιερείς της Le Mans, οι οποίοι τον είχαν ακολουθήσει, τον εγκατέλειψαν ήδη από το 1125.
- Λίγο πριν την καταδίκη του από την σύνοδο της Πίζας, ήρθε σε αντιπαράθεση με τον μοναχό Γουίλλιαμ, πιθανόν μεταξύ των ετών 1132-1135. Η καταγραφή της αντιπαράθεσης είναι η πλέον αξιόπιστη έκθεση της διδασκαλίας του, αν και φαίνεται ότι προβάλλει κυρίως τα επιχειρήματά του και όχι την δογματική διδασκαλία του, καθεαυτή. Η πιο πιθανή εκδοχή είναι να πρόκειται για τον William του Saint-Thierry (1085-1148), σύντροφο του Βερνάρδου του Κλαιρβώ και συγγραφέα αρκετών έργων θεολογίας. Αυτός ο William αντιμετώπισε με επιτυχία, μέσω πολεμικών έργων δικών του, τα έργα του Πέτρου Αβελάρδου (1079-1142) και του Gilbert de la Porrèe[36].
- Η εμπροσθοφυλακή του κηρύγματος του Ερρίκου ήταν ο αντικληρικαλισμός. Αυτό οφείλονταν στην επιτυχία που είχε ένα τέτοιου είδους κήρυγμα στην αποδοχή της διδασκαλίας του από τον κόσμο. Ο αντικληρικαλισμός δεν ήταν ο πυρήνας της διδασκαλίας. Αντίθετα αυτή επικεντρώνονταν σε μια αρνητική στάση έναντι των μυστηρίων, η για να το πούμε καλύτερα έναντι του σωτηριολογικού τους χαρακτήρα και όχι έναντι των ίδιων των μυστηρίων[37]. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από την μελέτη του έργου του William. Για να στηρίξει την διδασκαλία του, ο Ερρίκος αποτείνονταν ότι στηρίζεται στην Αγία Γραφή, δίνοντας έτσι την εντύπωση ότι η αίρεση είχε ευαγγελικό χαρακτήρα. Η αλήθεια όμως είναι ότι ο Ερρίκος απομακρύνονταν από την Αγία Γραφή, όχι γιατί δεν επικαλούνταν εδάφια από αυτήν, αλλά επειδή τα ερμήνευε κατά τα συμφέροντά του. Δεν εναντιώθηκε ανοικτά στους Πατέρες τις Εκκλησίας. Δήλωσε ότι τους σέβονταν. Δεν ακολουθούσε, όμως, την ερμηνευτική τους, απορρίπτοντας κατ’ ουσία την Ιερά Παράδοση. Για το πώς και από πού ξεκινά και αναπτύσσεται η διδασκαλία του Ερρίκου θα μιλήσουμε παρακάτω.
- Έχει ειπωθεί ότι η άρνηση του Ερρίκου να δεχθεί ως έγκυρες τις προσφορές και τις προσευχές για τους νεκρούς, προέρχεται από την απόρριψη εκ μέρους του, του δόγματος περί πουργατορίου. Δεν είναι έτσι. Το αιρετικό, ούτως ή άλλως αυτό δόγμα, μόλις τον ΙΒ’ επικράτησε στην παπική εκκλησία. Η άποψη του Ερρίκου στηρίζονταν στον αντικληρικαλισμό του και στην άρνηση να δεχθεί τους ιερείς ως μεσίτες μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Κατά παρόμοιο τρόπο δεν δέχονταν και τις μεσιτείες των αγίων. Από πού προκύπτει αυτό θα το δούμε παρακάτω. Αυτό που μπορεί να ειπωθεί τώρα είναι ότι η όλη στάση του έναντι της Εκκλησίας και του ρόλου της δείχνει ότι ο Ερρίκος δίδασκε μια πιο προσωπική σχέση, σχεδόν ιδιωτική, μεταξύ Θεού και ανθρώπου, και η σωτηρία, ως αποτέλεσμα αυτής της σχέσης, δεν επηρεάζονταν από την επέμβαση τρίτου παράγοντα, είτε προς την μια κατεύθυνση, δηλ. την σωτηρία, είτε προς την άλλη, δηλ. την απώλεια.
- Το όνομα του Ερρίκου στα γαλλικά προφέρεται Ανρί και οι οπαδοί του Ανριανοί, θα λέγαμε Ερρικιανοί στα ελληνικά. Κατόπιν τούτου θα πρέπει να επανεξεταστεί το κατά πόσον οι πηγές, όταν αναφέρονται σε Αριανούς, εννοούν κάποιο συσχετισμό με τους οπαδούς του Αρίου.
- Δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη αναφορά για την τύχη του Ερρίκου. Μια τελευταία πληροφορία για την αίρεσή του προέρχεται από τον Ματθαίο Παρίση. Αναφέρεται ότι το 1151 στην Γασκώνη ένα νεαρό κορίτσι, εμπνευσμένο από την Παναγία, επανέφερε με το κήρυγμά του πολλούς οπαδούς της αίρεσης στην Εκκλησία[38].
6.2.17. Peter de Bruys.
α. Ιστορικά.
Ο Πέτρος de Bruys εμφανίζεται στο προσκήνιο της αιρετικής διδασκαλίας το 1112 μ.Χ. Γενικά, είναι αποδεκτό ότι καταγόταν από το χωριό Bruys, το οποίο βρίσκεται στις γαλλικές Άλπεις. Ξεκίνησε την καριέρα του στην περιοχή που βρίσκεται στους πρόποδες της μεγάλης αυτής οροσειράς, ανατολικά το ποταμού Rhone. Η έναρξη της δράσης του συμπίπτει με αυτή του Ερρίκου. Αν και οι ερευνητές τείνουν να θεωρούν τον δεύτερο μαθητή του πρώτου, ωστόσο οι ενδείξεις δείχνουν ότι στην πρώιμη αυτή περίοδο οι δύο αιρετικοί είχαν σημαντικές διαφορές, όχι όμως θεμελιώδεις, όπως θα δούμε στις παρατηρήσεις. Ωστόσο, λίγο πριν το θάνατο του Πέτρου το 1131, φαίνεται ότι οι δυο τους ήρθαν σε κάποιας μορφής άτυπη συμμαχία.
Τις περισσότερες και εγκυρότερες πληροφορίες για την δράση και την διδασκαλία του Πέτρου, τις οφείλουμε στο πολεμικό έργο του Πέτρου του Ευσεβή. Αυτός ήταν ηγούμενος στο Κλουνύ (1152-1156) και μάλιστα θεωρείται αναμορφωτής της αδελφότητας. Το έργο του Tractatus contra Petrobrusianos είναι μια επιστολή με παραλήπτες τους ιεράρχες Bernard Guarin, αρχιεπίσκοπο Αρελάτης (1129-1138), William I, αρχιεπίσκοπο Embrun (1120-1134/5), Uldric, επίσκοπο Die (1130-1144) και William, επίσκοπο Gap (1130-1149). Στην επιστολή αυτή αργότερα προσέθεσε μια περιληπτική εισαγωγή.
Η ημερομηνία συγγραφής της αποτελεί αντικείμενο συζήτησης. Οι μεταφραστές της επιστολής, W. Wakefield & A. Evans την τοποθετούν μεταξύ των ετών 1131 και 1133, χωρίς ν’ αναφέρουν βιβλιογραφία. Μάλλον ακολουθούν την θέση των Joseph Kramp[39] και Raoul Manselli[40]. Επίσης το μεταγενέστερο έργο το τοποθετούν μετά τον θάνατο του Πέτρου. Ο εκδότης των επιστολών του Πέτρου του Ευσεβή, Giles Constable[41], την τοποθετεί μεταξύ 1139-40. Μ’ αυτή την άποψη συμφωνεί και ο James Fearns[42].
β. Πηγές.
Το έργο είναι αρκετά εκτενές για να παρατεθεί ολόκληρο. Οι πληροφορίες που αφορούν τον Πέτρο περιέχονται ούτως ή άλλως στην εισαγωγή, χωρίς μακροσκελή αλλά σύντομη αναίρεση, οπότε μεταφράζεται μόνο η εισαγωγή. Λατινικό κείμενο Petri Venerabilis… Epistola sive tractatus adversus petrobrusianos haereticos: Praefetio, PL 189.719-724. Επίσης, εκδ. James Fearns, Corpus Christianorum, Continuatio Mediaevalis X (1968). Αγγλική μετάφραση W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, pp. 118-121. Επίσης στο R. I. Moore, Birth of Popular Heresy, Medieval Academy of America 1995 (1st ed. 1975), pp. 60-62.
γ. Κείμενο.
«Προς τους κυρίους και πατέρες, λειτουργούς της Εκκλησίας του Θεού, τους αρχιεπισκόπους Αρελάτης και Embrun, τους επισκόπους Die και Gap, ο αδελφός Πέτρος, ο ελάχιστος ηγούμενος του Κλουνύ, προσφέρει χαιρετισμούς και υπακοή.
Πρόσφατα, έγραψα μια επιστολή προς την Εξοχότητά σας, αντιμετωπίζοντας τις αιρέσεις του Πέτρου de Bruys, αλλά μεγάλος αριθμός σημαντικών ασχολιών συγκράτησε το μυαλό μου από τον συλλογισμό και την πένα μου από το γράψιμο˙ έτσι ανέβαλα να την στείλω μέχρι αυτή την στιγμή. Τώρα, επιτέλους, την αποστέλλω στην διακριτικότητά σας, ώστε μέσω υμών να έρθει σε γνώση των αιρετικών, εναντίον των οποίων είναι γραμμένη και επίσης σε γνώση των Καθολικών, από τους οποίους, παρεμπιπτόντως, μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Την στέλνω σε σας, διότι στις επαρχίες που ποιμαίνετε ή στις γειτονικές περιοχές, αυτή η ανόητη και ασεβής αίρεση, μια σοβαρή επιδημία, έχει καταστρέψει πολλούς ανθρώπους κι έχει μολύνει περισσότερους˙ αλλά η χάρη του Θεού βοήθησε και ευόδωσε τις προσπάθειές σας και τώρα έχει απομακρυνθεί κάπως από τις περιοχές σας. Ωστόσο, όπως άκουσα, δρα σε μια περιοχή όχι πολύ μακριά από σας.
Όταν εκδιώχθηκε από την περιοχή της Σεπτιμανίας με τις δικές σας ενέργειες και προσπάθειες, φώλιασε στην επαρχία της Novepopulana, της κοινώς λεγομένης Γασκώνης, και τις κοντινές περιοχές. Εκεί, την μια στιγμή μαζεύεται με τρόμο, την άλλη εφορμά, όταν συγκεντρώνει αρκετό θάρρος˙ εξαπατά όσους μπορεί, διαφθείρει όσους μπορεί, και κερνά το θανατηφόρο δηλητήριο σε ανθρώπους σε διάφορα μέρη. Εξαρτάται, λοιπόν, από σας, στους οποίους έχει ανατεθεί η φροντίδα της Εκκλησίας του Θεού, λόγω αξιώματος και εξαιρετικής γνώσης και στους οποίους η Εκκλησία στηρίζεται ως ακλόνητους στυλοβάτες˙ είναι δική σας υπόθεση, λέω, να ξεριζώσετε την αίρεση κηρύττοντας και, αν αποδειχθεί απαραίτητο, με την δύναμη των όπλων των λαϊκών των περιοχών εκείνων, στις οποίες η αίρεση αγαλλιάζει, επειδή βρήκε αναπαυτικό τόπο. Αλλά εφόσον είναι σωστό, το χριστιανικό έλεος να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια να μεταστρέψει τους αιρετικούς και όχι να τους διώχνει, ας τους δειχθεί η αυθεντία, ας προστεθεί η λογική, ώστε ν’ αναγκαστούν να υποκύψουν – στην αυθεντία, αν θέλουν να παραμείνουν Χριστιανοί, στην λογική, αν θέλουν να παραμείνουν άνθρωποι.
Ίσως είναι για το συμφέρον τους αν επιλέξουν να δώσουν προσοχή στην επιστολή που έγραψα σε σας προς αναίρεση των πλανών τους˙ και αν θέλουν να παραμερίσουν την εριστικότητα και την ισχυρογνωμοσύνη αφού την διαβάσουν προσεκτικά, έστω κι αν έχουν σφάλει κατάφωρα, θα μπορέσουν να έρθουν στα συγκαλά τους από την ανοησία αυτής της πλάνης. Αλλά αν έχουν παραδοθεί σε αδόκιμο νου[43] και επιλέξουν να παραμείνουν ανόητοι αντί σοφοί, να χαθούν αντί να σωθούν, να πεθάνουν αντί να ζήσουν, ίσως η ανάγνωση της επιστολής να ικανοποιήσει τα βαθύτερα ερωτήματα μερικών Καθολικών και είτε να θεραπεύσει την νωθρότητα της πίστης τους, που δεν είναι εμφανής στους ανθρώπους, είτε να τους περιφρουρήσει από αυτούς που η γλώσσα του προφήτη καλεί μάχαιρα οξεία[44].
Αυτός ο λόγος, τον οποίο τοποθετώ τελευταίο, ήταν για μένα ο σημαντικότερος που με οδήγησε να γράψω, έτσι ώστε, αν και αυτή η επιστολή μπορεί ν’ αντικρουστεί από τους αιρετικούς, παρόλα αυτά μπορεί να χρησιμεύσει στην Εκκλησία του Θεού. Διότι η Εκκλησία, όπως καλά γνωρίζει η σοφία σας, έχει συνηθίσει τους προηγούμενους αιώνες να προχωρά και ποτέ δεν προσπέρασε σιωπηρά κάποια από τις πολυάριθμες αιρέσεις που κατ’ επανάληψη προσπάθησαν να μιάνουν την καθαρότητά της, αλλά έχει, προς δική της ασφάλεια και συνεχή καθοδήγηση όλων, αποκαθάρει τις βλασφημίες όλων των αιρετικών με προσφυγή στις άγιες αυθεντίες κι επίσης στην λογική. Αυτό προσπάθησα – αν και ένας από τα τελευταία μέλη του σώματος του Χριστού, δηλ της Εκκλησίας Του – να κάνω γράφοντα αυτά, έτσι ώστε, ό,τι έχω γράψει να μπορεί να χρησιμοποιηθεί στους αιρετικούς, αν είναι δυνατόν. Οι Καθολικοί, στων οποίων τα χέρια μπορεί να πέσει ίσως γίνουν πιο προσεκτικοί απέναντι στην αξιοκατάκριτη διδασκαλία και σε άλλες σαν κι αυτή.
Επειδή οι πρώτοι σπόροι του αιρετικού δόγματος, που σπάρθηκαν και καλλιεργήθηκαν από τον Πέτρο de Bruys για σχεδόν μια εικοσαετία, έχουν παράγει πέντε βασικά δηλητηριώδη φυτά, κατεύθυνα την συζήτηση, όσο περισσότερο μπορούσα, ειδικά ενάντια σ’ αυτά, έτσι ώστε σκέψη και λόγος απασχολούνται μ’ αυτά, στα οποία η μεγαλύτερη ζημιά στην πίστη φανερώνει τον μεγαλύτερο κίνδυνο που παραμονεύει. Έτσι, αν και η διατριβή είναι μάλλον εκτεταμένη, ίσως δεν διαθέτετε παρατεταμένη περίοδο (σ.τ.μ. αρκετό χρόνο) για ανάγνωση, εσείς που είστε απασχολημένοι με τις υποθέσεις αρκετών εκκλησιών˙ γι’ αυτό κι εγώ εδώ συμμάζεψα περιληπτικά τις θέσεις και τις πλάνες, με τις οποίες η μακρά επιστολή ασχολείται με πληρότητα.
Η πρώτη θέση των αιρετικών αρνείται ότι τα βρέφη που βαπτίζονται πριν φτάσουν σε ηλικία να καταλαβαίνουν, μπορούν να σωθούν με το βάπτισμα του Χριστού και ότι η πίστη κάποιου άλλου μπορεί να βοηθήσει αυτόν που δεν μπορεί ν’ ασκήσει την δική του, εφόσον, σύμφωνα με τους αιρετικούς, όχι η πίστη του άλλου, αλλά του ίδιου του ατόμου φέρνει την σωτηρία μέσω του βαπτίσματος. Διότι ο Κύριος είπε: «Ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται, ὁ δέ ἀπιστήσας κατακριθήσεται»[45].
Η δεύτερη θέση ισχυρίζεται ότι δεν πρέπει να κατασκευάζονται ναοί ή εκκλησίες˙ και ότι όσες έχουν κτισθεί πρέπει να κατεδαφιστούν. Ότι οι ιεροί τόποι δεν είναι απαραίτητοι για την προσευχή των Χριστιανών, εφόσον ο Θεός ακούει το ίδιο, όταν καλείται μέσα από ταβέρνα, όπως και μέσα από εκκλησία, σε μια αγορά όπως και σε ένα ναό, ενώπιον του θυσιαστηρίου όπως και μέσα από στάβλο, και εισακούγονται όσοι είναι άξιοι.
Η τρίτη θέση προστάζει οι άγιοι Σταυροί να κομματιαστούν και να καούν, διότι αυτό το σχήμα ή κατασκεύασμα, στο οποίο ο Κύριος βασανίστηκε με κακία και θανατώθηκε με σκληρότητα, δεν είναι άξιο λατρείας ή σεβασμού η προσευχής κανενός είδους˙ αλλά για εκδίκηση των παθών και του θανάτου Του, θα πρέπει [οι σταυροί] να ντροπιάζονται με κάθε ατιμία, κομματιασμένοι από ξίφος, φλεγόμενοι με φωτιά.
Η τέταρτη θέση, όχι μόνο αρνείται την αλήθεια του Σώματος και του Αίματος του Κυρίου, που τελείται καθημερινά με το μυστήριο στην Εκκλησία, αλλά διακηρύττει ότι δεν είναι τίποτα και ότι δεν πρέπει να προσφέρεται στον Θεό.
Η πέμπτη θέση περιφρονεί τις προσφορές στο θυσιαστήριο, τις προσευχές, τις ελεημοσύνες και τα υπόλοιπα καλά έργα που γίνονται από τους εν ζωή πιστούς, χάριν των κεκοιμημένων˙ και βεβαιώνει ότι δεν προσφέρουν καμιά βοήθεια στους νεκρούς.
Απάντησα σ’ αυτές τις πέντε θέσεις εκτεταμένα, κατά παραχώρηση Θεού, στην επιστολή την οποία έστειλα στην Ιερότητά σας. Έδωσα την προσοχή μου στους τρόπους με τους οποίους η ασέβεια των απίστων μπορεί να μεταστραφεί ή ν’ ανατραπεί και η βέβαιη πεποίθηση του δικαίου να ενισχυθεί.
Τώρα, μετά τον θάνατο του Πέτρου, τον οποίο ο ζήλος των πιστών στον Saint-Gilles τιμώρησε με πυρά από το ξύλο του σταυρού, την οποία ο ίδιος είχε ανάψει, μετά που αυτός ο ασεβής πέρασε από πυρ σε πυρ, από τις πρόσκαιρες φλόγες στις αιώνιες, ο κληρονόμος της ασέβειάς του, ο Ερρίκος, άλλαξε χωρίς να βελτιώσει την διαβολική διδασκαλία - κι εγώ δεν ξέρω με ποιους τρόπους - και προβάλει όχι πέντε αλλά πολλές θέσεις, όπως είδα γραμμένα σ’ ένα βιβλίο, το οποίο λέγεται ότι περιέχει τα ίδια τα λόγια του. Ο νους φλέγεται να γράψει ενάντια σ’ αυτά και ν’ αντιμετωπίσει με αγίες φράσεις τα δαιμονικά λόγια. Ωστόσο, επειδή δεν μου έχει δοθεί πλήρης διαβεβαίωση ότι αντιπροσωπεύουν τις ιδέες ή τις πεποιθήσεις του, ανέβαλα την απάντηση μέχρι την στιγμή που θα έχω την βεβαιότητα σχετικά μ’ αυτά που γράφονται εκεί.
Αν στο μέλλον αποκτήσω την βεβαιότητα, μέσω αποδείξεων που θα προκύψουν ύστερα από δική σας έρευνα, θα καταβάλω όλες τις απαραίτητες προσπάθειες, ώστε το ποτήριο του θανάτου, που προσφέρεται από τους αθλιότερους των ανθρώπων στους ομοίους τους στην μιζέρια, και το οποίο έχει αδειάσει εν μέρει, με ανανεωμένες αναιρέσεις ν’ αδειάσει και από τα υπολείμματα. Εν τω μεταξύ, γνωστοποιείστε την επιστολή, που γράφτηκε προς όφελος των αναγνωστών και από σας να φτάσει σ’ αυτούς που πρέπει στον κατάλληλο χρόνο και τόπο. Ίσως πετύχει, όπως είπα, να διορθώσει κάποιους από τους αιρετικούς εναντίον των οποίων έχει γραφεί, η να κάνει τους Καθολικούς περισσότερο προσεκτικούς σε αυτά και τα παρόμοια. Αν κάποιος θέλει αντίγραφο, ας μην παραλείψει να βάλει αυτή την συντομότερη επιστολή ως εισαγωγή, διότι σ’ αυτήν περιγράφονται περιληπτικά η θεματολογία και το περιεχόμενο της εκτενούς διατριβής.»
δ. Παρατηρήσεις.
- Μέχρι την έκδοση του έργου του Raoul Manselli οι ιστορικοί αποδέχονταν στο σύνολό τους ότι ο Ερρίκος ήταν μαθητής του Πέτρου. Αυτό συμπέραιναν από την σχεδόν συνολική ταύτιση των πεποιθήσεων των δύο αιρετικών, όπως αυτές παρουσιάζονται στα δύο έργα, του Πέτρου του Ευσεβή και του μοναχού Γουίλλιαμ. Ο Raoul Manselli ισχυρίστηκε πρώτος, και σήμερα η άποψή του γίνεται δεκτή, ότι οι δύο άντρες είχαν διαφορετική, αν και παράλληλη πορεία, μέχρι την στιγμή που συναντήθηκαν, λίγο πριν το θάνατο του Πέτρου, εποχή κατά την οποία γράφτηκαν και τα δύο κείμενα. Αυτό το στήριξε στην διαφορετική αντιμετώπιση των δύο στο θέμα του Σταυρού. Όταν ο Ερρίκος έφθασε για πρώτη φορά στην Le Mans, εισήλθε στην πόλη με τον σταυρό να προπορεύεται. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι δεν συμμερίζονταν την άποψη του Πέτρου στο θέμα, τουλάχιστον κατά την πρώιμη αυτή περίοδο. Στο ξεκίνημα της καριέρας τους, η άποψή τους για την προσκύνηση του σταυρού διέφερε. Ωστόσο, ο κοινός αντιμυστηριακός, αντικληρικαλιστικός και αντιεκκλησιαστικός χαρακτήρας του κηρύγματός τους φανερώνει ότι μοιράζονταν τις ίδιες θεμελιώδεις πεποιθήσεις. Πεποιθήσεις, οι οποίες ήδη από τον προηγούμενο αιώνα υποδαύλισαν τον ακτιβισμό αιρετικών, όπως ο Εύδος, με την καταστροφή και την λεηλασία ναών.
- O Ignaz von Döllinger[46], ισχυρός πολέμιος του Προτεσταντισμού του ΙΘ’ αι. θεωρεί ότι ο Πέτρος ήταν Καθαρός. Ο A. H. Newman[47], προτεστάντης αντίπαλος του Döllinger, θεωρεί ότι ο Πέτρος, ναι μεν ήταν πρόδρομος του Προτεσταντισμού, αλλά δεν είχε καμία σχέση με τους Καθαρούς. Ο J. C. Reagan[48] προχώρησε ακόμη περισσότερο και, ξεκινώντας από την πεποίθηση του Πέτρου για τις δεήσεις και προσφορές υπέρ των νεκρών, κατέληξε ότι δίδασκε την σωτηρία με μόνη την πίστη. O Α. Dondaine[49] από την πλευρά του βλέπει τον Πέτρο ως πρόδρομο των Βάλδιων.
Οι πεποιθήσεις του Πέτρου de Bruys είναι απλές. Που οφείλεται, λοιπόν, η διαφορά απόψεων των ιστορικών; Από όσα έχουν ειπωθεί σε προηγούμενα κεφάλαια, μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι είναι η διαφορά οπτικής των διαφόρων σχολών, που αναγκάζει τους ιστορικούς να καταλήγουν σε συγκεκριμένα, προειλημμένα συμπεράσματα. Υπάρχει, όμως, και άλλη εξήγηση.
Οι πεποιθήσεις του Πέτρου, όσες καταγράφηκαν από τον Πέτρο τον Ευσεβή, ήταν η διδασκαλία του. Ό,τι κήρυττε στον κόσμο. Αποτελεί την εξωτερική διδασκαλία της αίρεσης, όσα χρησιμοποιούνταν χάριν προσηλυτισμού. Αυτά που μάθαινε ο μυημένος αργότερα, η εσωτερική γνώση, δεν έφτασε σε μας. Η καταγραφή στο Tractatus adversus Petrobrusianos δεν είναι πλήρης όλων των δογμάτων της αίρεσης. Παρόμοια, αντιμυστηριακά, αντικληρικαλιστικά και αντιεκκλησιαστικά επιχειρήματα πρόβαλε το σύνολο των αιρετικών σεκτών της εποχής. Έτσι, οι ιστορικοί προχωράνε στις εκτιμήσεις τους χωρίς να φαίνονται διατεθειμένοι να σκάψουν περισσότερο για ν’ ανακαλύψουν τον βαθύτερο πυρήνα της διδασκαλίας των αιρετικών, όπως ο Πέτρος ή ο Ερρίκος. Συνεπώς, η έλλειψη των στοιχείων αφενός, και η αποδόμηση των πηγών, όπου γίνεται, αφετέρου, επιτρέπουν μια πιο ελεύθερη εκτίμηση, η οποία, όμως, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά προσαρμόζεται.
- Έχει ειπωθεί[50] πολύ σωστά, ότι η απόρριψη της προσκύνησης του σταυρού, της χρήσης των κατασκευασμένων από υλικά ναών, η μη αποδοχή του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων σε Σώμα και Αίμα Χριστού, καταδεικνύουν μια τάση κατάργησης των εξωτερικών τύπων λατρείας και μια επιθυμία εξαΰλωσης αυτής. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε από πού πηγάζει αυτή. Όλοι οι γνωστικοί των προηγούμενων αιώνων, δυαρχικοί και μη, πίστευαν ότι ο υλικός κόσμος, ως δημιούργημα του κακού θεού (στην περίπτωση των δυαρχικών) ή ως αθέλητη απορροή της ουσίας του (στην περίπτωση των μη δυαρχικών), ήταν φύσει και κατ’ ουσία διεφθαρμένος. Στην περίπτωση των μη δυαρχικών η κακότητα προέκυπτε από την φυλάκιση της θείας ουσίας σε υλική μορφή σε πρώιμες περιόδους ή σε διάβρωση των τεσσάρων στοιχείων[51] από τον διάβολο σε μεταγενέστερες. Οποιοδήποτε υλικό στοιχείο ήταν, επομένως, κακό και ακατάλληλο να χρησιμοποιηθεί στην λατρεία, η οποία έπρεπε να είναι μόνο πνευματική.
Βλέπουμε, όμως, ότι ο Ερρίκος απομακρύνεται από αυτήν την παράδοση, διαχωρίζει την θέση του από τον διδάσκαλό του - σε περίπτωση που γίνεται αποδεκτό ότι ο Πέτρος ήταν όντως διδάσκαλος του Ερρίκου. Ακολουθεί μια νέα παράδοση, στην οποία η χρήση υλικών μέσων στην λατρεία είναι αποδεκτή. Μπαίνει στην Le Mans με τον σταυρό να προπορεύεται. Εξακολουθεί, βέβαια, να πιστεύει ότι ναοί δεν πρέπει να κατασκευάζονται, αλλά δέχεται υλικά σύμβολα λατρείας. Από πού προκύπτει αυτή η ανοχή;
Την εποχή αυτή εμφανίζεται μια νέα παράδοση στην αιρετική διδασκαλία των μεσαιωνικών γνωστικών. Στην νέα αυτή παράδοση ο Ύψιστος Θεός είναι και δημιουργός όλων, ορατών και αοράτων. Το δόγμα αυτό δεν υπήρχε στις παλαιότερες γνωστικές διδασκαλίες. Το βρίσκουμε κατασταλαγμένο στην αιρετική γραμματεία του επόμενου αιώνα. Στην γραμματεία αυτή αντικατοπτρίζεται και καταγράφεται η μεταξύ των δύο παραδόσεων αντιπαράθεση. Αντιπροσωπευτικά κείμενα είναι:
α) των μεν αιρετικών που δέχονται τον Ύψιστο ως δημιουργό του παντός, μια αλβηγινική διατριβή, ενσωματωμένη στο έργο του Durand de Huesca Liber contra Manicheos[52]. Οι μεταφραστές του κειμένου W. Wakefield-A. Evans χαρακτηρίζουν το πρώτο κεφάλαιο, ως μια εκπληκτική δήλωση μονοθεϊσμού[53].
β) των δε δυαρχικών, το σημαντικότερο και εκτενέστερο κείμενο της γραμματεία των Καθαρών «Βίβλος περί των δύο αρχών» (Liber de duobus principiis). Γι’ αυτό θ’ αναφερθούμε στο κεφάλαιο για την γραμματεία των Καθαρών.
Στο δεύτερο κείμενο αναγνωρίζονται οι οπαδοί του δόγματος της μίας αρχής και ονομάζονται Garatenses[54]. Επίσης ονοματίζεται και κάποιος θεωρητικός του αυτού δόγματος ο Master William[55].
Δεν είναι δύσκολο να υποθέσει κάποιος, πως προέκυψε αυτό το νέο δόγμα. Η εισαγωγή του ευαγγελικού χαρακτήρα, με την απόδοση αυθεντίας στην Αγία Γραφή και την χρήση της ως πηγή διδασκαλίας, οδήγησε τους λιγότερο σκληροπυρηνικούς στην αποδοχή αυτού που η Αγία Γραφή διδάσκει, ότι δηλ. ένας είναι ο Θεός, ο δημιουργός του κόσμου. Το νέο δόγμα διαμόρφωσε μια νέου είδους δυαρχία, την μετριοπαθή, που όπως είδαμε στους Βογομίλους, εξαπλώνεται την εποχή αυτή.
Στην περίπτωση των μη δυαρχικών, το νέο δόγμα πυροδοτεί τις εξελίξεις που οδήγησαν μέσω μια σειράς πρόδρομων αιρετικών, όπως ο John Wyclif (1320-1384), καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και ο Jan Hus (1373-1415), καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Πράγας και μαθητής του πρώτου, από τον γνωστικισμό στον Προτεσταντισμό.
Από τον Γνωστικισμό στον Προτεσταντισμό
Όπως είπαμε μόλις παραπάνω, όλοι οι γνωστικοί πίστευαν ότι ο υλικός κόσμος είναι από την φύση του και στην ουσία του κακός. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, κανένα μυστήριο, καμιά ιεροπραξία να μην μπορεί να αλλάξει την φύση του ανθρώπου και ν’ αφαιρέσει την κακία από την ύλη. Για τους γνωστικούς, κανένα μυστήριο δεν μπορεί να εξαλείψει την αμαρτία, διότι αυτή είναι συνυφασμένη με την υλική υπόσταση της ανθρώπινης φύσης. Το μόνο που απομένει είναι το έλεος του Θεού. Την χάρη του Θεού δεν αντιλαμβάνονται ως ενυπόστατη ενέργεια, διάφορη της ουσίας, όπως και οι παπικοί, και την ταυτίζουν με αυτήν. Συμπεραίνουν έτσι ότι η χάρη του Θεού δεν μπορεί να ενεργήσει μέσω των μυστηρίων, διότι η αγαθή ουσία του Θεού δεν μπορεί να κοινωνήσει με την κακή ουσία της ανθρώπινης φύσης. Έτσι προκύπτει ο αντιμυστηριακός χαρακτήρας της γνωστικής διδασκαλίας που συναντήσαμε μέχρι στιγμής.
Από την άρνηση της ενεργούσας μέσω των μυστηρίων χάριτος προκύπτει η αντικληρικαλιστική θέση. Οι ιερείς δεν είναι απαραίτητοι διότι τα μυστήρια είναι άκυρα. Ο ρόλος τους δεν είναι τίποτα παραπάνω από εκμετάλλευση της αφέλειας του λαού. Ομοίως και η Εκκλησία δεν είναι ένα ιερό καθίδρυμα, η ταμειούχος της χάριτος, διότι η χάρις έτσι κι αλλιώς δεν κοινωνεί με τους ανθρώπους. Η Καθολική Εκκλησία, με τους ναούς και τους εξωτερικούς τύπους λατρείας είναι για τους αιρετικούς ένα ακόμη μέσο επιβολής της εξουσίας και ως τέτοιο συνεργάζεται με την κοσμική εξουσία για να επιβληθεί στον κόσμο. Η αληθινή εκκλησία είναι για τους αιρετικούς μόνο πνευματική, χωρίς υλική εμφάνιση, συνεπώς αόρατη. Άρα το αντιεκλησιαστικό κήρυγμα προκύπτει από δύο παράγοντες. Από την άρνηση του σωτηριολογικού χαρακτήρα της Εκκλησίας και από την θεώρηση της οργανωτικής της δομής, ως εξ αυτού του κόσμου για τον οποίο έλεγαν:
«Αν όλος ο κόσμος βρίσκεται σε κακία, και ούτε αυτός, ούτε τα πράγματα που βρίσκονται σ’ αυτόν είναι άξια αγάπης, τότε δεν μπορεί κάποιος να πιστεύει ότι ανήκουν στο Χριστό, διότι δεν είναι εκ του πατρός˙ και εάν δεν είναι εκ του πατρός, τότε δεν είναι και εκ του Χριστού. Ο Ίδιος είπε στον Πατέρα Καί τά ἑμά πάντα σά ἐστι καί τά σά ἐμά, καί δεδόξασμε ἐν αὐτοῖς[56]. Επίσης, αν το βασίλειο του Χριστού δεν είναι εξ αυτού του κόσμου, και Αυτός δεν προσεύχεται γι’ αυτόν (σ.τ.μ. τον κόσμο), και αν τα πράγματα τα οποία είναι δικά του δεν είναι από αυτόν τον κόσμο, αλλά μάλλον ο κόσμος τα μισεί και σ’ αυτόν έχουν αγωνία και ο κόσμος καταδιώκει και αντιπαλεύει αυτά και τον Χριστό, τότε κάποιος δεν μπορεί να πιστέψει ότι ο κόσμος είναι δικός Του, διότι ούτε τον γνωρίζει, ούτε τον καταλαβαίνει[57].»
Η άρνηση του ρόλου της καθιδρυματικής Εκκλησίας και του κλήρου αυτής δεν περιορίστηκε σε μια απλή απόρριψη, αλλά οδήγησε σε επιθετική στάση και δράση. Η θεωρητική αρχή αυτής της στάσης είναι και πάλι η κακότητα του ορατού κόσμου, τον οποίο κυβερνά ο διάβολος. Δηλαδή οι γνωστικές σέκτες του μεσαίωνα, δυαρχικές και μη παρέδωσαν την διακυβέρνηση του ορατού κόσμου στον διάβολο, είτε τον παραδέχονταν ως δημιουργό, είτε όχι.
«Επομένως, σύμφωνα με την ερμηνεία μας, μπορούμε πολύ λογικά να συμπεράνουμε ότι ο Θεός “δημιούργησε” το σκότος, το κακό και τον φόνο˙ “έφτιαξε” τους Ασσύριους˙ και “έδωσε” μορφή στον δράκο και στα άλλα οδυνηρά πράγματα σύμφωνα με την Αγία Γραφή˙ δηλαδή, ανέχεται να επικρατούν πάνω στους ανθρώπους του για τις αμαρτίες τους και σε αντιστοιχία μ’ αυτό, τα πονηρά λέγεται ότι έγιναν από Αυτόν – δηλαδή ανέχεται για λίγο την κακία να κατευθύνεται εναντίον των δικών του. Μ’ αυτό το σκεπτικό μπορούμε άνετα να συμπεράνουμε ότι ο Σατανάς “δημιουργήθηκε” ή “φτιάχτηκε” από τον αληθινό Κύριο Θεό – δηλαδή, μετά που του δόθηκε η άδεια να πειράξει τον Ιώβ – διότι με την άδεια που απέσπασε από τον αληθινό Θεό έκανε αυτό που δεν μπορούσε από μόνος του. Κι έτσι μπορεί να ειπωθεί ότι “φτιάχτηκε” από τον Θεό –δηλαδή, αναγνωρίστηκε ως κυβερνήτης πάνω στους ανθρώπους, όχι ολοκληρωτικά, αλλά ας πούμε, διά της πλαγίας οδού και όχι ουσιαστικά.
Κι έτσι στον Σατανά έχει επιτραπεί να κυβερνά πάνω στους αμαρτωλούς και να πειράζει του δίκαιους[58].»
Στη συνέχεια, όλα όσα είναι εκ του κόσμου τούτου τα θεωρούν πονηρά. Η αλβηγινική διατριβή που διασώθηκε στο έργο του Durand de Huesca, διαθέτει τρία κεφάλαια[59] για την εμπέδωση της παραπάνω άποψης:
«VIII. Περί της σποράς του αγρού˙ δηλαδή, περί του ζιζανίου και του σίτου.
Ο διάβολος είναι η γενεσιουργός αιτία των τέκνων του κόσμου τούτου, που γεννιούνται από την σάρκα της αμαρτίας, που γεννιούνται από το αίμα και την επιθυμία της σαρκός και την ευχαρίστηση των ανθρώπων. …
ΙΧ. Περί των καλών ημερών και των πονηρών.
Επίσης καλούμε τις ημέρες του παρόντα κόσμου πονηρές, σύμφωνα με την σκέψη του Παύλου, «Βλέπετε οὖν πῶς περιπατεῖτε, μή ὡς ἄσοφοι, ἀλλ’ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι»[60]. …
Χ. Περί των καλών έργων και των πονηρών.
Ότι τα έργα του κόσμου είναι πραγματικά πονηρά, το κήρυξε ο ίδιος ο Χριστός, όταν είπε, «οὐ δύναται ὁ κόσμος μισεῖν ὑμᾶς˙ ἐμέ δέ μισεῖ, ὅτι ἐγώ μαρτυρῶ περί αὐτοῦ ὁτι τά ἔργα αὐτοῦ πονηρά ἐστιν»[61]. ... και πάλι, «πᾶς ὁ ποιῶν τήν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστι τῆς ἁμαρτίας», δηλαδή του διαβόλου που ονομάζεται αμαρτία, όπως το έχει το κείμενο της επιστολής του Ιωάννου, «ὁ ποιῶν τήν ἁμαρτίαν ἐκ τοῦ διαβόλου ἐστίν, ὅτι ἀπ’ ἀρχῆς ὁ διάβολος ἁμαρτάνει[62].»
Για τους αιρετικούς, λοιπόν, η Εκκλησία δεν είναι ένας απλός οργανισμός, ο οποίος αδυνατεί να εκπληρώσει το έργο του, αλλά ως εκ του κόσμου τούτου προερχόμενη, είναι δημιούργημα του διαβόλου και οι ιερείς όργανά του. Ως εκ τούτου είναι άπαντες αμαρτωλοί, υπόλογοι για όλες τις αμαρτίες της επιθυμίας της σαρκός. Όλοι ανεξαιρέτως, εφόσον ανήκουν στην Εκκλησία, είτε έχουν διαπράξει αυτά για τα οποία τους κατηγορούν οι αιρετικοί, είτε όχι. Αρκεί το ότι είναι ιερείς της Εκκλησίας για να είναι στόχος των επιθέσεων των αιρετικών.
Με την εισαγωγή του νέου δόγματος δημιουργήθηκε το πρόβλημα, του πως προέκυψε το κακό στον άνθρωπο. Ο Ερρίκος δεν μπόρεσε να λύσει το πρόβλημα. Δανείστηκε την έτοιμη λύση του Peter de Bruys. Αρχικά, ο Ερρίκος πίστευε ότι η προπατορική αμαρτία αφορούσε μόνο τον Αδάμ και την Εύα. Αντίθετα, ο Πέτρος πίστευε ότι ήταν κληρονομική[63]. Αργότερα όμως, όπως έδειξε ο Raoul Manselli, αποδέχτηκε την άποψη του Πέτρου και την εξέφρασε με ποιο οργανωμένο τρόπο[64]. Το κακό εισέβαλε στην ανθρώπινη φύση μέσω της προπατορικής αμαρτίας και την διέφθειρε οντολογικά.
Το ίδιο ακριβώς υποστήριζε και ο Λούθηρος:
«Το πρόσωπο, η φύση και όλη η ουσία μας είναι με την πτώση του Αδάμ διεφθαρμένα[65].»
Και όπως σημειώνει ο καθηγητής Δημήτριος Τσελεγγίδης,
«Το κεντρικό σημείο της ανθρωπολογίας του Λούθηρου βρίσκεται στον ισχυρισμό του για την πλήρη διαφθορά της ανθρώπινης φύσεως από την προπατορική αμαρτία. Όταν ο Λούθηρος κάνει λόγο για διαφθορά της φύσεως του ανθρώπου εννοεί κάτι πολύ συγκεκριμένο και σαφές. Αυτό είναι η εσωτερικώς ριζωμένη αμαρτία. Έτσι ο “παλαιός” άνθρωπος που προήλθε από τον Αδάμ, ως διεφθαρμένος άνθρωπος, δεν είναι ο κατά φύσιν αλλά ο κατά την “αναπηρία” της φύσεως[66].»
Και,
«Στηριζόμενος ο Λούθηρος στην Προς Ρωμαίους Επιστολή και ιδιαίτερα στο χωρίο 5.14 υποστηρίζει ότι η κληρονομική αμαρτία έχει ως αφετηρία την προσωπική αμαρτία του Αδάμ. Οι απόγονοι του Αδάμ γεννιούνται με την κληρονομική αμαρτία εξαιτίας της οντολογικής σχέσεώς τους με τον προπάτορά τους. … Οι οντολογικές συνέπειες λοιπόν της πτώσεώς του προπάτορα δεν περιορίστηκαν στο πρόσωπό του αλλά επεκτάθηκαν και στους απογόνους του. Έτσι έγιναν κι αυτοί “μιάσματα” (infacti), όπως και ο Αδάμ. Ο άνθρωπος εξαιτίας της πτώσεώς του έχασε όχι μόνο την αληθινή ζωή που είχε κοινωνώντας με το Θεό αλλά έγινε κατά τον Λούθηρο “εικόνα του διαβόλου” (imago diaboli). Η διατύπωση αυτή του Λούθηρου βρίσκεται σε αρμονία με τον ισχυρισμό του ότι η πτώση του ανθρώπου είχε ως συνέπεια την πλήρη διαφθορά της ανθρώπινης φύσεως[67].»
Δεύτερο ανθρωπολογικό γνώρισμα της θεολογίας του Λούθηρου, καθοριστικό της σωτηριολογίας του είναι η απόρριψη της ελεύθερης βούλησης (liberum arbitrium[68]) του ανθρώπου. Ο καθ. Δημ. Τσελεγγίδης γράφει επ’ αυτοού:
«Την διδασκαλία του για την δούλη θέληση του ανθρώπου αναπτύσσει ο Λούθηρος κυρίως στο έργο του De servo arbitrio (1525), το οποίο αποτελεί απάντηση στο έργο του Έρασμου De libero arbitrio Διατριβή sive collation (1524). Στο έργο του αυτό ο Λούθηρος δεν αποδέχεται ως ελεύθερη την θέληση του ανθρώπου ενώπιον του Θεου (coram Deo) και απορρίπτει την θέση του Έρασμου για την ουδέτερη δυνατότητα του ανθρώπου για εκλογή[69].»
Ο Λούθηρος χρησιμοποιούσε μια εικόνα για ν’ απεικονίσει την δούλη θέληση του ανθρώπου:
«Η θέληση του ανθρώπου έχει τεθεί στο μέσον (ανάμεσα στο Θεό και τον διάβολο), όπως ένα υποζύγιο ζώο. Όταν κάθεται επάνω της ο Θεός, θέλει να πηγαίνει όπου θέλει ο Θεός. Όταν κάθεται επάνω της ο διάβολος, θέλει και πηγαίνει όπου θέλει ο διάβολος. Δεν εξαρτάται από την ελεύθερη εκλογή της να τρέξει και ν’ αναζητήσει έναν από τους δύο καβαλλάρηδες, αλλά οι ίδιοι οι καβαλλάρηδες αγωνίζονται για να την καταλάβουν και να την κατακρατήσουν[70].»
Επομένως σε ότι αφορά την ανθρώπινη βούληση, ο Λούθηρος εισάγει μια δύο καθοριστικές αρχές, ισοδύναμες και αλληλοσυγκρουόμενες με πεδίο σύγκρουσης και έπαθλο την ίδια την βούληση. Αυτό ακριβώς το σκεπτικό υπάρχει και στην Βίβλο των δύο αρχών:
«Κεφ. 15. Περί της καταστροφής της θεωρίας της ελεύθερης βούλησης.- Από αυτό (το παραπάνω παράδειγμα) αποδεικνύεται εντελώς ότι δεν μπορούμε να υπηρετούμε τον Θεό κάνοντας κάτι καλό από ελεύθερη θέληση, ως αποτέλεσμα του οποίου θα μας έδινε ευχαριστία σαν να το είχαμε κάνει από μόνοι μας με την δική μας δύναμη – δηλαδή ένα καλό του οποίου ο Θεός δεν είναι η αιτία και η αρχή, όπως φάνηκε ξεκάθαρα παραπάνω. Και αυτό διότι δεν έχουμε καμιά δύναμη από τον εαυτό μας…[71].»
Και παρακάτω,
«Κεφ. 17. Απόδειξη ότι δεν υπάρχει ελεύθερη βούληση. – Αν κάποιος ελέγξει για ένα λεπτό τα επιχειρήματα που διατυπώθηκαν παραπάνω, θα δει ότι η θέση μου δεν αδυνατίζει από την θεωρία της ελεύθερης βούλησης, που σημαίνει μια ελεύθερη δύναμη ή εξουσία που οι αντίπαλοί μας λένε ότι δόθηκε από τον Θεό, και με την οποία οι άγγελοι μπορούσαν να κάνουν το καλό ή το κακό κατά την επιθυμία τους. Ωστόσο, κατά την γνώμη των σοφών, φαίνεται αδύνατο για κάποιον να έχει την δυνατότητα δύο αντίθετων ταυτόχρονα˙ δηλ. να έχει την δυνατότητα να κάνει το καλό για πάντα και να κάνει το κακό για πάντα. Και αυτό είναι αλήθεια για τον Θεό, ο οποίος έχει την γνώση του μέλλοντος, και σύμφωνα με την σοφία του οποίου τα πάντα έγιναν από αναγκαιότητα προαιωνίως[72].»
Από το δεύτερο απόσπασμα μπορεί κάποιος να υποψιαστεί από πού προκύπτει η γνωστική θεωρία περί της ανυπαρξίας της ελεύθερης θέλησης. Η Βίβλος των δύο αρχών το έχει εξηγήσει ήδη παραπάνω:
«Κεφ. 7. Περί της πρώτης θέσης, εναντίον των αντιπάλων μου. – Σ’ αυτό το σημείο θ’ ασχοληθώ με την θέση αυτών που ισχυρίζονται ότι υπάρχει μόνο μία Αρχή. Διότι λέω: υποθέτουμε ότι ο Θεός – ο οποίος είναι καλός, δίκαιος, άγιος, σοφός, πιστός στους λόγους του και άγιος στα έργα του, που είναι παντοδύναμος και γνωρίζει τα πάντα πριν γίνουν, όπως έδειξα παραπάνω – δημιούργησε και διέταξε τους αγγέλους του όπως επέλεξε από την αρχή ο ίδιος από μόνος του και χωρίς καμιά φαινομενική εξωτερική παρόρμηση από κανέναν˙ και υποθέτουμε, ακόμη περισσότερο, ότι γνώριζε την μοίρα όλων των αγγέλων Του πριν συμβεί, επειδή μέσα στην πρόνοιά Του προϋπήρχαν όλες οι αιτίες, από τις οποίες οι άγγελοι αυτοί θ’ αποκτούσαν επιθυμίες στο μέλλον και θα παρέμεναν για πάντα όργανα του κακού και δαίμονες στο βλέμμα Του, όπως σχεδόν όλοι οι αντίπαλοί μας ισχυρίζονται: τότε, χωρίς αμφιβολία, ακολουθεί αναπόφευκτα ότι αυτοί οι άγγελοι δεν θα μπορούσαν να παραμείνουν καλοί, άγιοι ή υπάκουοι στον Κύριό τους, στου οποίου την δύναμη της ανάγκης συμβαίνουν όλα προαιωνίως από ανάγκη, και κατ’ επέκταση ο Θεός είχε την γνώση τους εξ αρχής. Διότι αυτός που γνωρίζει τα πάντα πλήρως, όσα θα συμβούν, δεν έχει την δύναμη, στο βαθμό που είναι αμετάβλητος, να κάνει κάτι διαφορετικό εκτός από αυτό που γνωρίζει προαιωνίως ότι θα κάνει. Αυτό αποδεικνύω.
Κεφ. 8. Περί απιθανότητας. – Διότι λέω ότι όπως ακριβώς είναι αδύνατον αυτό που υπήρξε στο παρελθόν να μην υπάρχει στο παρελθόν, έτσι είναι και απίθανο γι’ αυτό που είναι στο μέλλον, να μην είναι στο μέλλον. Αυτό ειδικά είναι αληθές για τον Θεό, ο οποίος εξαρχής κατάλαβε και γνώριζε αυτό που θα γίνει, οπότε η ύπαρξη, ως κάτι που έμελλε να συμβεί, ήταν πιθανή ως γεγονός ως γεγονός πριν συμβεί. Ήταν αναμφίβολα αναγκαίο ότι το μέλλον το ίδιο θα έπρεπε να υπάρχει ολόκληρο σ’ Αυτόν, διότι Αυτός μπορούσε να καταλάβει και να γνωρίζει προαιωνίως όλες τις αιτίες που απαιτούνται για να συμβεί το μέλλον. Και αυτό είναι εντελώς αληθές εφόσον, αν υπάρχει μόνο μια Αρχή, ο Θεός ο ίδιος είναι η μόνη αιτία όλων των αιτιών˙ και ακόμη περισσότερο [είναι αληθές], αν ισχύει, αυτό που οι εχθροί της αλήθειας ισχυρίζονται, ότι ο Θεός πράττει ό,τι τον ευχαριστεί και η δύναμή του δεν επηρεάζεται από κανέναν[73].»
Αυτό δηλαδή που διατυπώνεται με σοφιστικό τρόπο εδώ είναι η άποψη ότι η θέληση του ανθρώπου δεν είναι ελεύθερη διότι κατευθύνεται από την αναγκαιότητα να συμβεί αυτό που ο Θεός προγνωρίζει ότι θα συμβεί και δεν μπορεί να συμβεί διαφορετικά διότι ο Θεός είναι αμετάβλητος. Η παραπάνω πρόταση ισχύει όπως διατυπώνεται, για την περίπτωση της αποδοχής μίας Αρχής. Ενώ για την περίπτωση της αποδοχής δύο Αρχών διαμορφώνεται όπως την διατύπωσε ο Λούθηρος.
Στην παραπάνω θεωρία της αναγκαιότητας μπορεί να εντοπίσει κανείς την επίδραση της θεοσοφικής θεωρίας περί Ειμαρμένης των αρχαίων. Επίσης, η παραπάνω θεωρία καθορίζει άμεσα την σωτηριολογία με την εισαγωγή του απόλυτου προορισμού. Το εξηγεί πολύ καλά ο καθ. Δημ. Τσελεγγίδης:
«Η ανελευθερία του ανθρώπου κατά τον Λούθηρο έχει τις οντολογικές αφετηρίες της στη δημιουργία και συνδέεται άρρηκτα με την ενεργό παντοδυναμία του Θεού. Αν ο άνθρωπος έκανε κάτι ελεύθερα θα διέψευδε την παντοδυναμία του Θεού. Εάν ο Θεός, λέει ο Λούθηρος, είναι πραγματικά Θεός και δημιουργός του ουρανού και της γης, πρέπει η εξουσία του να περιλαμβάνει όλα όσα υπάρχουν και συμβαίνουν. …
Όπως προήλθαμε χωρίς τη θέλησή μας και “κατ’ αναγκαιότητα”, έτσι δεν κάνουμε τίποτα με την ελεύθερη θέλησή μας αλλά όπως προγνωρίζει και ενεργεί ο Θεός κατά την αδιάψευστη και αμετάβλητη απόφαση και ενέργειά του. Και η ανθρώπινη λογική κατά το Λούθηρο έτσι φαντάζεται την παντοδυναμία του Θεού, ότι δηλαδή αυτή αποκλείει την ελευθερία και μας επιβάλλει την αναγκαιότητα[74].»
Και παρακάτω,
«Η θέση αυτή του Λούθηρου για την παντοδυναμία και πρόγνωση του Θεού συνδέεται άρρηκτα με τη διδασκαλία του για τον απόλυτο διπλό προορισμό[75].»
Και πάλι,
«Εδώ νομίζουμε πως βάσιμα θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι αρνούμενος ο Λούθηρος την ελεύθερη θέληση του ανθρώπου και εισάγοντας τον απόλυτο προορισμό ουσιαστικά εισάγει και την αναγκαιότητα, αφού μάλιστα απερίφραστα υποστηρίζει ότι όλα, όσα κάνει ο άνθρωπος, γίνονται κατ’ αναγκαιότητα υπό την άποψη της θείας βουλήσεως, δηλαδή κατά απόλυτο προορισμό, που συντελείται από την θεία βούληση[76].»
Η θεωρία του απόλυτου προορισμού δεν ήταν εφεύρεση του Λούθηρου, τελικά. Ήδη στις αρχές του ΙΓ’ αι. ήταν γνωστή μανιχαϊκή θεωρία και την αντιμετώπισε-αναίρεσε ο Durand de Huesca, στην πραγματεία του Liber contra manicheos, αφιερώνοντας ένα ολόκληρο κεφάλαιο στο θέμα, το XXI. Περί προορισμού, κατά των νέο-μανιχαίων και όσων διαφωνούν με την καθολική πίστη[77]. Στην Βίβλο των δύο αρχών δεν γίνεται άμεση αναφορά στον προορισμό ως σωτηριολογική θεωρία, αλλά τα κεφάλαια VI.1 Περί της άγνοιας πολλών ανθρώπων, VI.2 Περισσότερα επί του θέματος, δείχνουν ν’ αποτελούν μια δευτερολογία επί της αναιρέσεως της θεωρίας του προορισμού. Μάλιστα το VI.2 φαίνεται ότι αποδέχεται κάποιας μορφής μετεμψύχωση, ως συνάρτηση του προορισμού[78].
Με δεδομένη την αποδοχή της θεωρίας του προορισμού από τους αιρετικούς, ποια είναι η προϋπόθεση της σωτηρίας; Ή για να το διατυπώσουμε διαφορετικά, τι είναι αυτό που ξεχωρίζει τους οπαδούς της κάθε σέκτας, ώστε αυτοί και μόνο αυτοί να είναι οι απόλυτα προορισμένοι να σωθούν; Ποια προϋπόθεση θα ελκύσει αναγκαστικά το έλεος του Θεού σ’ αυτούς και θ’ απαγορεύσει αυτό να ενεργήσει στους άλλους, πάλι αναγκαστικά; Η απάντηση βρίσκεται στην αλβηγινική διατριβή[79]:
«ΙΙ. Εισαγωγικά στην αποκάλυψη και την ερμηνεία τους.
Αφού υπάρχουν πολλά άτομα που δίνουν λίγη προσοχή στον άλλο κόσμο και στα άλλα δημιουργημένα πράγματα, εκτός από αυτά τα ορατά σ’ αυτόν τον κακό κόσμο, που είναι μάταια και διεφθαρμένα και τα οποία, εφόσον προήλθαν εκ του μηδενός, θα επιστρέψουν σίγουρα στην ανυπαρξία, λέμε ότι πραγματικά υπάρχει και άλλος κόσμος και άλλα, άφθαρτα και αιώνια πράγματα, και σ’ αυτά εναπόκειται η ελπίδα και η πίστη μας. Διότι η substantia αυτών των πραγμάτων είναι η πίστη, όπως λέει ο Απόστολος[80].»
Το αποστολικό εδάφιο είναι το εξής:
«Ἔστι δέ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων.»
Στα λατινικά η υπόστασις και η ουσία εκφράζονται με την ίδια λέξη substantia. Όταν λοιπόν, ο αιρετικός διάβαζε τα λόγια του Αποστόλου καταλάβαινε ότι δια της πίστεως λάμβανε την ουσία των ελπιζομένων, την ουσία των ουρανίων, την θεία ουσία. Κι επειδή γι’ αυτούς θεία ουσία και θεία ενέργεια ταυτίζονταν, πίστευε ότι λάμβανε έτσι την θεία χάρη.
Από το παραπάνω απόσπασμα προκύπτει ότι οι οπαδοί της κάθε γνωστικής σέκτας, θεωρούσαν ότι διέφεραν από όλους τους άλλους ανθρώπους, ως προς την πίστη, η οποία κατά την δική τους ερμηνεία του αποστολικού εδαφίου, ήταν η ουσία του ουρανίου κόσμου μέσα τους, η οποία ως προϋπόθεση σωτηριολογική, προσέλκυε αναγκαστικά και αποκλειστικά το έλεος του Θεού σ’ αυτούς. Έτσι η συγκεκριμένη πίστη έπαψε να είναι μια αφηρημένη έννοια, στην πραγματικότητα υποκατέστησε την θεία χάρη σε σχέση με την χριστιανική θεολογία, ενώ σε σχέση με την γνωστική αντικατέστησε την σωτηριώδη γνώση.
Ότι ο Λούθηρος δίδασκε την σωτηρία δια μόνης τη πίστεως, μόλις χρειάζεται να το πούμε. Παρέλαβε την θεωρία αυτή και επεξεργάστηκε την σχέση πίστεως και θείας χάριτος. Έτσι κατέληξε στο επόμενο θεωρητικό μοντέλο:
«Η θεία χάρη που έχει ως πηγή της τον Χριστό χορηγείται στον άνθρωπο με τον λόγο του Θεού, που προκαλεί την πίστη στον Χριστό. Ο Χριστός ενοικεί διά της πίστεως στον άνθρωπο και εκχέει σ’ αυτόν την χάρη του, με την οποία τον αναγεννά πνευματικά[81].»
Και,
«Μια άλλη θεμελιώδης προϋπόθεση για την αποδοχή της θείας χάριτος κατά τον Λούθηρο είναι η πίστη του ανθρώπου. Έτσι στην ερμηνεία του στην Προς Εβραίους Επιστολή ο Λούθηρος τονίζει κατηγορηματικά ότι “κανένας δεν αποκτά την χάρη, επειδή λαμβάνει την άφεση ή βαπτίζεται ή κοινωνεί ή αλοίφεται με λάδι του ευχελαίου, αλλά μάλλον επειδή πιστεύει ότι αποκτά τη χάρη με την άφεση, το βάπτισμα, τη θ. ευχαριστία και το ευχέλαιο”. Η θέση αυτή του Λούθηρου για τη θεία χάρη συνδέεται στενότατα με την αντίληψή του για τη σημασία των μυστηρίων. Τα μυστήρια δηλαδή ως χαρισματικά μέσα της Εκκλησίας κατά τον Λούθηρο δεν είναι ενεργά εξαιτίας της τελέσεώς τους αλλά τότε μόνον, όταν γίνονται δεκτά με την πίστη.»
Η διάκριση θείας χάριτος και πίστεως, στην οποία προέβη ο Λούθηρος ήταν μονόδρομος, διότι στην θεολογία των προκατόχων του δημιουργούνταν μία αντίφαση. Ενώ αρχικά αρνούνταν ότι η θεία χάρη μπορεί να ενεργήσει την σωτηρία στον άνθρωπο, επειδή την κατανοούσαν ως θεία ουσία ακοινώνητη, κι έτσι απέρριπταν τα μυστήρια, στην συνέχεια δέχονταν ότι η ίδια θεία ουσία μπορεί να κοινωνήσει ως πίστη με την ανθρώπινη φύση και να την σώσει. Δεν γνωρίζουμε αν η αντίφαση είχε συζητηθεί εφόσον στην σωζόμενη γνωστική γραμματεία δεν υπάρχει σχετική αναφορά. Για να λύσει το θέμα ο Λούθηρος αφενός ξεκαθάρισε το μπλέξιμο των προκατόχων του μεταξύ πίστης και θείας χάριτος και αφετέρου αναγκάστηκε να δεχθεί ότι και στα μυστήρια ενεργεί η θεία χάρις στον άνθρωπο, αλλά δια της πίστεως.
Με βάση το παραπάνω σωτηριολογικό μοντέλο, η σχέση Χριστού και ανθρώπου γίνεται ουσιαστική, οντολογική και γι’ αυτό προσωπική και αποκλειστική. Σημειώνει ο Λούθηρος:
«Η κτηθείσα πίστη των σοφιστών (ενν. των Σχολαστικών) λέει στον Χριστό: “Πιστεύω στον Υιό του Θεού, ο οποίος έπαθε και αναστήθηκε”, και εδώ σταματά. Η αληθινή όμως πίστη λέει: Πιστεύω στον Υιό του Θεού, ο οποίος έπαθε και αναστήθηκε, αλλά όλα αυτά τα έκανε για μένα, τα έκανε για τις αμαρτίες μου… Εκείνο το ‘για μένα’ (per me) ή ‘για μας’ (pro nobis) κάνει την πίστη σωστή και την διαφοροποιεί από κάθε άλλη πίστη, η οποία εκθέτει μόνον πράγματα, που έχουν συμβεί. Αυτή είναι η μόνη πίστη που μας δικαιώνει[82].»
Έτσι μέσα από την προσωπική αυτή σχέση του πιστού με τον Χριστό κατοχυρώνεται η αποκλειστικότητα της σωτηρίας των μελών της σέκτας, όχι συλλογικά, αλλά αποκλειστικά. Εκτός αυτού, η πίστη που προϋποθέτει ανεπτυγμένη αντιληπτική ικανότητα του ατόμου, αφενός, και η αποκλειστικότητα της προσωπικής σχέσης του πιστού με τον Χριστό, που αποτρέπει την παρέμβαση τρίτου, οδηγεί, πρώτον στην άρνηση της μεσιτείας της Παναγίας και των αγίων, δεύτερον στην απόρριψη των προσφορών και των δεήσεων υπέρ των κεκοιμημένων και τρίτον στην απόρριψη του νηπιοβαπτισμού. Κανείς δεν μπορεί να βαπτιστεί στην πίστη του άλλου. Όλα αυτά συναντώνται ως πεποιθήσεις των γνωστικών του Μεσαίωνα, όπως φάνηκε από την παράθεση των πηγών, και ως πεποιθήσεις των Προτεσταντών.
Θα μπορούσε κάποιος να εγείρει ένσταση και να παρατηρήσει ότι η πίστη των γνωστικών στον ουράνιο κόσμο και η πίστη του Λούθηρου στον Χριστό είναι διαφορετικές διότι έχουν διαφορετικό αντικείμενο. Αυτή η παρατήρηση θα ήταν σωστή αν η πίστη κατά τους γνωστικούς και τον Λούθηρο ήταν μία συλλογιστική πράξη του νου με υποκείμενο, αντικείμενο, κατηγορούμενο. Αλλά ο Λούθηρος αρνείται κάτι τέτοιο:
«Η πίστη κατά τον Λούθηρο δεν αποτελεί μια συλλογιστική πράξη του νου, αλλά ζωντανή προσωπική σχέση του ανθρώπου με τον ίδιο τον Χριστό θεμελιωμένη πάνω σε μια πράξη του Χριστού, η οποία συνοψίζεται στον θάνατό του για μας[83].»
Εφόσον η πίστη κατά τον Λούθηρο δεν είναι συλλογιστική πράξη, αλλά ουσία, δεν ψάχνει να βρει υποκείμενο και αντικείμενο, αλλά πηγή, μέσο και ενέργεια της ουσίας.
«Η πίστη όμως κατά τον Λούθηρο πηγάζει και ενεργείται όχι μόνο από τον Θεό Πατέρα αλλά και από τον Χριστό και το Άγιο Πνεύμα, τον όλο δηλαδή Τριαδικό Θεό, και ακόμη από τον λόγο του Θεού. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι ο Λούθηρος, ενώ θεωρεί το Χριστό ως πηγή πίστεως, συνδέει την πίστη ειδικότερα με το πάθος του Χριστού. Έτσι υποστηρίζει ότι η πίστη “πρέπει να πηγάζει και να ρέει από το αίμα, τα πάθη και το θάνατο του Χριστού”. Το μέσο με το οποίο ο Χριστός “πυροδοτεί” την πίστη είναι ο λόγος του Θεού[84].»
Και,
«Μάλιστα ο Λούθηρος συνδέοντας άρρηκτα την πίστη στον Χριστό με το λόγο του Θεού δίνει την προτεραιότητα στο λόγου του υποστηρίζοντας ότι “ο Θεός δημιουργεί και παρέχει την πίστη μέσα από την οδό του λόγου. Αυτός είναι άλλωστε κατά τον Λούθηρο και ο βασικός λόγος που πρέπει να γίνεται το κήρυγμα[85].»
Το ότι οι αιρετικοί του Μεσαίωνα έδιναν μεγάλη βαρύτητα στο κήρυγμα το έχουμε διαπιστώσει μέσα από την μελέτη των πηγών. Απομένει να δούμε και ποια η ενέργεια της πίστεως, όπως την νοούν η αιρετικοί:
«Αλλά εκείνο που αναδεικνύει κατ’ εξοχήν την πίστη στο Χριστό ως θεμελιώδη παράγοντα της σωτηρίας του ανθρώπου είναι η αναγεννητική δύναμη της πίστεως. Ο Λούθηρος μιλά απερίφραστα για μια αντιστοιχία πίστεως και βαπτίσματος χαρακτηρίζοντας την πίστη ως “πνευματικό βάπτισμα”. “Η πίστη”, σημειώνει, “είναι πραγματικά ένας θάνατος και μια ανάσταση, δηλαδή το πνευματικό βάπτισμα στο οποίο βαπτιζόμαστε[86].»
Από αυτό το απόσπασμα καταλαβαίνουμε γιατί εξαρτά ο Λούθηρος την πίστη από το πάθος του Χριστού, όπως είδαμε μόλις παραπάνω. Διότι όπως διά του πάθους έρχεται η ανάσταση έτσι και διά της πίστεως έρχεται η αναγέννηση. Έτσι λύνεται ένα σημαντικό πρόβλημα της μελέτης του Λούθηρου. Επειδή αυτός εξαρτά την πίστη στο πάθος, και την σωτηρία στην πίστη, δόθηκε η εντύπωση ότι εξαρτά και την σωτηρία στο πάθος και μάλιστα με σχολαστικό τρόπο. Αυτό δεν είναι σωστό. Ο Λούθηρος εξαρτά την σωτηρία από την αναγεννητική ενέργεια της πίστεως και όχι από την πηγή αυτής. Αν εξαρτούσε την σωτηρία από την πηγή της πίστεως, από το αίμα, τα πάθη και το θάνατο του Χριστού, τότε πράγματι η θεολογία του θα είχε σχολαστικά στοιχεία.
Ένα ακόμη πρόβλημα της μελέτης του Λούθηρου, αφορά την σχέση πίστεως και καλών έργων ή έργων αγάπης. Και αυτή η σχέση μπορεί να βρει την εξήγησή της αν αναζητηθούν οι αρχές της στην θεολογία των γνωστικών και μάλιστα στην εκκλησιολογία τους. Αρνούμενοι οι γνωστικοί τον καθιδρυματικό, μυστηριακό και σωτηριολογικό χαρακτήρα της Εκκλησίας, αφήνουν μόνο ένα στοιχείο σ’ αυτήν, το μυστήριο της Πεντηκοστής. Οικειούμενος ο πιστός δια της πίστεως την χάρη της Πεντηκοστής, η μάλλον κατά την άποψη των γνωστικών, το ίδιο το Άγιο Πνεύμα κατ’ ουσίαν, και σύμφωνα με την πεποίθηση περί προσωπικής και αποκλειστικής σχέσης του πιστού με τον Χριστό, καθίσταται ο ίδιος ολόκληρη η Εκκλησία. Είναι περιττό να υπενθυμίσουμε ότι την πεποίθηση αυτή στην οποία βρίσκεται η αφετηρία του Πεντηκοστιανισμού, την συναντήσαμε ήδη στους Μεσσαλιανούς.
Από την στιγμή που ο πιστός γίνεται πάπας και Εκκλησία, οι πράξεις του, οι οποίες δεν επηρεάζουν την σωτηρία που κέρδισε δια πίστεως, επηρεάζουν την Εκκλησία. Αυτό γίνεται ξεκάθαρο από ένα κείμενο της γραμματείας των Καθαρών, το οποίο εξέδωσε Theo Venckeleer[87], στο οποίο δόθηκε ο συμβατικός τίτλος «Η Δικαίωση της Εκκλησίας του Θεού». Στο κεφάλαιο ΙΙΙ αυτής της πραγματείας τονίζεται ότι η εκκλησία απέχει από φόνους, ούτε συναινεί σ’ αυτούς. Στο κεφ. ΙV απέχει από μοιχεία και πάσα ακαθαρσία. Στο κεφ. V ότι απέχει από κλοπή και ληστεία. Στο κεφ. VI ότι η Εκκλησία απέχει από ψέμα και ψευδομαρτυρία. Στο κεφ. VIII ότι απέχει από όρκους. Γίνεται λοιπόν φανερό ότι σύμφωνα μ’ αυτήν την εκκλησιολογία οι πράξεις του πιστού βαραίνουν την Εκκλησία, και καταλαβαίνουμε γιατί όταν μελετούσαμε τους Βογομίλους είδαμε ότι αν κάποιος επίσκοπός τους έπεφτε σε κάποιο από αυτά τα αμαρτήματα, όλες οι χειροτονίες του και όλα τα consolamenta που είχε κάνει ακόμη και πριν την πτώση θεωρούνταν άκυρα κι έπρεπε να ξαναγίνουν από άλλο επίσκοπο. Άρα τα έργα είναι απαραίτητα εκκλησιολογικά και δεν αναιρούν την μοναδικότητα της δια πίστεως σωτηρίας.
Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε περισσότερο στο θέμα. Σκοπός του κεφαλαίου δεν είναι να λύσει όλα τα προβλήματα της μελέτης του Λουθηρανισμού, ούτε να επαναδιατυπώσει όλες τις πλευρές αυτού, αλλά ν’ ανοίξει νέους δρόμους με την συγκριτική εξέταση του Προτεσταντισμού και του Γνωστικισμού, αναγκαστικά στο βαθμό που επιτρέπει η κατάσταση των σωζομένων πηγών της γνωστικής γραμματείας.
Οι δύο θεμελιώδεις θεωρίες του Λούθηρου, δηλ. η οντολογική διαφθορά του ανθρώπου μετά την προπατορική αμαρτία και η ανελεύθερη βούληση του ανθρώπου, θεωρίες απαράδεκτες από ορθόδοξη άποψη, καθορίζουν την ανθρωπολογία του και αποτελούν το κέντρο της θεολογίας του.
«Η σωτηριολογία του Λούθηρου συνδέεται άρρηκτα με την ανθρωπολογία του. Μάλιστα κατά την εύστοχη παρατήρηση του Behnk η σωτηριολογία του Λούθηρου ακολουθεί την ανθρωπολογία του κατά δομικό τρόπο[88].»
Και,
«Η ανελευθερία του ανθρώπου κατά τον McSorley αποτελεί το κέντρο της θεολογίας του Λούθηρου. Έτσι αν γίνει κάποια αλλαγή στη δομή αυτής της θέσεως του Λούθηρου, αλλάζει όλη η δομή της θεολογίας του και καταπίπτει ο μεταρρυθμιστικός στόχος του[89].»
Από την παραπάνω παράθεση κειμένων φάνηκε ότι ο Λούθηρος, αν δεν αντέγραψε, πάντως επηρεάστηκε άμεσα από την θεολογία των γνωστικών διδασκάλων της υπό εξέταση περιόδου. Εδώ να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Έχει επικρατήσει η άποψη ότι η όλη θεολογία του Λούθηρου δεν είναι παρά μια αντίδραση στην έκπτωση του παπισμού και της σχολαστικής θεολογίας, κι έτσι δικαιολογείται ο μεταρρυθμιστικός της ρόλος. Δεν διαφωνούμε σ’ αυτό. Ήδη σε προηγούμενο κεφάλαιο εξηγήσαμε εκτεταμένα το πως οι καινοτομίες του παπισμού αποπνευματικοποίησαν την δυτική εκκλησία και συνέβαλαν στην αύξηση των αιρέσεων. Αυτή, όμως είναι μια αποφατική προσέγγιση που ορίζει την θεολογία του Λούθηρου με βάση το τι δεν είναι. Στο κεφάλαιο αυτό, με την ανίχνευση και τον εντοπισμό της προδρομικής του Λουθηρανισμού θεολογίας στα κείμενα και την διδασκαλία των γνωστικών αιρεσιαρχών της εποχής, μπορεί να καθοριστεί και να προσεγγιστεί η θεολογία του Λούθηρου καταφατικά, με βάση το τι είναι και από τι επηρεάστηκε. Η μια προσέγγιση δεν αναιρεί την άλλη, μάλλον την συμπληρώνει. Η γνώση της θεολογίας των γνωστικών του Μεσαίωνα είναι το απαραίτητο ερμηνευτικό κλειδί της θεολογίας του Λουθηρανισμού.
[1] Ο Johannes Willhelm von Walter, Die ersten Wanderprediger Frankreichs: Studien zur Geschichte des Mönchtums, pp. 130-140, υποστηρίζει ότι πρέπει να καταγόταν από την Βρεττάνη.
[2] Η επικρατέστερη εκτίμηση για την ημερομηνία έναρξης της δράσης του Ερρίκου στη Le Mans είναι του Adolphe Dieudonné, Hildebert de Laardin, évêque du Mans, archevêque de Tours, 1056-1133, εν Revue historique et archéologique du Maine, 41-42 (1896-1897) , ειδικά 41 (1896), 185. Με τα συμπεράσματά του συμφωνεί Raoul Manselli, Studi sulle eresie del secolo XII, Roma 1953, pp. 1-67.
[3] Mansi 21.226-7. Ο κανόνας επικυρώθηκε και από την Σύνοδο του Λατεράνου του 1139, βλ. Manselli, Studi sulle eresie, p. 56.
[4] Antoine Dondaine, Durand de Huesca, AFP 29 (1959), 256-7. Ο ίδιος ανακάλυψε το κείμενο σε ένα ακόμη χειρόγραφο στη Σεβίλλη, το Colombina 7-6-6, ff 59r64v, το οποίο ακολουθεί το κείμενο του Παρισινού κώδικα.
[5] Για την χρονολόγηση Manselli, Alberico, εν ASRSP 78 (1955), p. 58 n.1.
[6] Ιερ. 9.21. Η αναφορά στον προφήτη Δανιήλ στο Δαν. 6.10.
[7] Πρόκειται για τον Fulk V, κόμη της Anjou και Maine, την περίοδο 1109/10-1129).
[8] Ψαλμ. 82.17.
[9] Ψαλμ. 30.20.
[10] Κικέρων, De officiis II 12.43: “Quamquam praeclare Socrates hanc viam ad gloriam proximam et quasi compendiariam dicebat esse, si quis id ageret, ut qualis haberi vellet, talis esset. Quod si qui simulatione et inani ostentatione et ficto non modo sermone sed etiam voltu stabilem se gloriam consequi posse rentur, vehementer errant. Vera gloria radices agit atque etiam propagatur, ficta omnia celeriter tamquam flosculi decidunt nec simulatum potest quicquam esse diuturnum”.
Έκδοση Walter Miller, στη σειρά Loeb Classical Library XXI (1913), p. 210-211.
«Και όπως συνήθιζε να λέει ο Σωκράτης με θαυμαστό τρόπο, “ Ο πιο σύντομος δρόμος για την δόξα – μια παράκαμψη, ας πούμε – είναι να προσπαθείς να γίνεις αυτό που θέλεις να πιστεύουν ότι είσαι”. Διότι αν κάποιος νομίζει ότι θα κερδίσει δόξα που διαρκεί με την υποκρισία, με την κενή επίδειξη, με υποκριτικές ομιλίες και εμφανίσεις, κάνει μεγάλο λάθος. Η πραγματική δόξα βαθαίνει τις ρίζες της και απλώνει τα κλαδιά της, ενώ όλες οι υποκρισίες πέφτουν σύντομα στο έαφος, ως εύθραυστα λουλούδια και τίποτα ψεύτικο δεν διαρκεί.»
Το ρητό του Σωκράτη στο Ξενοφων, Απομνημονεύματα ΙΙ 6.39: «ἀλλά συντομοτάτη καί καλλίστη ὁδός, ὦ Κριτόβουλε, ὅ τι ἄν βούλῃ δοκεῖν ἀγαθός εἶναι, τοῦτο καί γενέσθαι ἀγαθόν πειρᾶσθαι˙ ὅσαι δ’ ἐν ἀνθρώποις ἀρεταί λέγονται, σκοπούμενος εὑρήσεις πάσας μαθήσει τε και μελέτῃ αἠξανομένας». Εκδ. E. C. Marchant, Xenophontis Opera Omnia, Oxford 1900, vol.II p.66.
[11] Ψαλμ. 101.18.
[12] Πρόκειται για τον Βερνάρδο Guarin, 1129-1138.
[13] Ιννοκέντιος Β’ 1130-1143.
[14] Η επικρατέστερη άποψη για την ημερομηνία σύγκλησης της συνόδου αυτής είναι το 1135. Βλ. Joseph Kramp, Chronologisches zu Peters des Ehrwürdigen epistola adversus Petrobusianos, εν Miscellanea Francesco Ehrle, I 74, σημ. 3.
[15] Πραξ. 5.29.
[16] Ματθ. 28.19.
[17] Ματθ. 19.19.
[18] Ιεζεκ. 18.20.
[19] Γαλατ. 6.5.
[20] Ρωμ. 3.23.
[21] Ιακ. 5.16.
[22] Λουκ. 18.16.
[23] Πρόκειται για τον Alberic, καρδινάλιο, επίσκοπο Όστιας και λεγάτο στην Φραγκία (1144-1145). Οι υπόλοιποι επίσκοποι ήταν ο Raymond Bernard της Agen (1128-1149), o Geoffrey II της Lèves, επίσκοπος Chartres (1116-1149), o Gerald της Cher, επίσκοπος Limoges (1142-1177).
[24] Α’ Τιμ. 4.2.
[25] Βλ. κείμενο Ε.
[26] Α’ Κορ. 4.20.
[27] Το σημείο αυτό φαίνεται να παρουσιάζει αντίφαση. Συζητιέται το ότι υπήρχαν παραπάνω από μία αιρέσεις στην πόλη.
[28] Ματθ. 23.2.
[29] Μαρκ. 16.16.
[30] Ματθ. 19.6.
[31] Ματθ. 19.8-9.
[32] Εβρ. 13.4.
[33] Εκκλ. 11.3.
[34] J. B. Russell, Dissent and Reform, p.68.
[35] Βλ. σχ. Josèphe Chartrou, L’ Anjou de 1109 à 1151, Paris 1928, pp. 165-166.
[36] Michael Frasseto, Heretic Lives: Medieval Heresy from Bogomil and the Cathars to Wyclif and Hus, London 2007, p.47.
[37] Michael Frasseto, Heretic Lives…, 49.
[38] Matthaei Parisiensis, Chronica Majora a.1151, ed. H. R. Luard, The Chronicles and memorials of Great Britain and Ireland during the middle ages, London 1874, vol. ΙΙ p. 188.
[39] J. Kramp, Chronologisches zu Peters des Erwürdigen epistola, εν Scritti di storia e paleografia, Miscellanea Francesco Ehrle, Studi e Testi 37 (1924), s. 71-79.
[40] Raoul Manselli, Studi sulle eresie del secolo XII, Roma 1953, 29.
[41] Giles Constable, The Letters of Peter the Venerable, Harvard University Press 1967, vol. 2 pp. 285-288.
[42] James Fearns, Peter von Bruis und die religiöse Bewegung des 12 Jahrhunderts, εν Archiv für Kulturgeschichte 48 (1966), s. 313-317.
[43] Ρωμ. 1.28.
[44] Ψαλμ. 56.5.
[45] Μαρκ. 16.16.
[46] I. von Döllinger, Beiträge zur Sektengeschichte des Mittelalters, München 1890, t. 1 75-97.
[47] Albert Henry Newman, Recent Researches Concerning Medieaval Sects, Papers of the American Society of Church History 4 (1892), 143-163.
[48] Joseph Cowdrey Reagan, Did the Petrobussians teach salvation by faith alone?, Journal of Religion 7.1 (1927), 81-91.
[49] Antoine Dondaine, Aux Origines du valdéisme, Archivium Fratum Praedicatorum 16 (1946), 226.
[50] Malcolm Lambert, Medieval Heresy, p. 55.
[51] Ο συντάκτης της Βίβλου των δύο αρχών κατγορεί τους αντιπάλους του Garatenses: «Ότι η διάβρωση ή σχηματισμός των αγίων στοιχείων του αληθινού Θεού, η οποία έγινε από τον διάβολο, ήταν κακή και μάταιη και ενάντια στο θέλημα του Θεού, όπως αφελώς πιστεύουν και βεβαιώνουν». W. Wakefield-A. Evans, Heresies…, 572. Τα στοιχεία θεωρεί ότι όταν δημιουργήθηκαν από τον Θεό ήταν άγια επειδή και ο Θεός είναι άγιος.
[52] Λατινικό κείμενο, Christine Thouzellier, Un Traité cathare inédit du début du XIIIe siècle, d’ après le Liber contra manicheos de Durand de Huesca, Bibliothèque de la Revue d’ histoire ecclésiastique 37 (Luvain 19610, 87-113. Αγγλική μετάφραση, W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, pp. 496-510.
[53] W. Wakefield-A. Evans, Heresies…, 495.
[54] W. Wakefield-A. Evans, Heresies…, 567.
[55] Ο εκδότης του κειμένου Antoine Dondaine υποθέτει ότι πρόκειται για κάποιον Καθαρό και συγκεκριμένα κάποιον εκκλησιαστικό από την Nevers, ο οποίος το 1201 κατεφυγε στους Καθαρούς (Un Traité néo-manichéen p.23). Η ιστορία του στο Peter de Vaux-de-Cernay, Hystoria albigensis, ed. Guébin & Lyon, I 24. Ο Arno Borst πιστεύει ότι πρόκειται για τον Γουίλλιαμ της Ωβέρνης, επίσκοπο Παρισιού ( 1249). Ο René Nelli πιστεύει ότι πρόκειται για μετριοπαθή Καθαρό (Ecritures cathares, Paris 1968, p. 110 n. 19).
[56] Ιωαν. 17.10.
[57] W. Wakefield-A. Evans, Heresies…, 499.
[58] W. Wakefield-A. Evans, Heresies…, 542.
[59] W. Wakefield-A. Evans, Heresies…, 501-2.
[60] Εφεσ. 5.15-16.
[61] Ιωαν. 7.7.
[62] Α’ Ιωαν. 3.8.
[63] Jeffrey Russell, Dissent and Reform, p. 73.
[64] Jeffrey Russell, Dissent and Reform, p. 74.
[65] “Die person, natur und ganz wessen ist ynn uns durch Adams fall vordebrett”. Όλες οι παραπομπές και η ερμηνευτική της θεολογίας του Λούθηρο σε αυτό το κεφάλαιο, προέρχονται από την εργασία του καθηγητή Δημήτριου Τσελεγγίδη, Η σωτηριολογία του Λούθηρου, Συμβολή στη μελέτη της Θεολογίας του Λούθηρου από ορθόδοξη άποψη, Θεσσαλονίκη 2002 (γ’ ανατυπ.). Η συγκεκριμένη παραπομπή στη σελ. 31 σημ. 22.
[66] Δημήτριου Τσελεγγίδη, Η σωτηριολογία του Λούθηρου, σσ. 27-28.
[67] Δημήτριου Τσελεγγίδη, Η σωτηριολογία του Λούθηρου, σσ. 29-30.
[68] Τον ίδιο ακριβώς όρο θα συναντήσει ο αναγνώστης, τόσο στα έργα του Λούθηρου, όσο και στην αιρετική γραμματεία, π.χ. W. Wakefield-A. Evans, Heresies…, 520.
[69] Δημήτριου Τσελεγγίδη, Η σωτηριολογία του Λούθηρου, σ. 43.
[70] Δημήτριου Τσελεγγίδη, Η σωτηριολογία του Λούθηρου, σ. 47. Διατηρείται η ορθογραφία του πρωτοτύπου.
[71] W. Wakefield-A. Evans, Heresies…, 525.
[72] W. Wakefield-A. Evans, Heresies…, 527.
[73] W. Wakefield-A. Evans, Heresies…, 517-518.
[74] Δημήτριου Τσελεγγίδη, Η σωτηριολογία του Λούθηρου, σ. 54.
[75] Δημήτριου Τσελεγγίδη, Η σωτηριολογία του Λούθηρου, σ. 55.
[76] Δημήτριου Τσελεγγίδη, Η σωτηριολογία του Λούθηρου, σ. 57.
[77] Το έργο δεν έχει εκδοθεί ολόκληρο. H Christine Thouzellier έχει εκδώσει μόνο τα κεφάλαια που περιέχουν και λόγους των αιρετικών. Το παρόν κεφάλαιο το αναφέρει μόνο επιγραμματικά. Περίληψη του κεφαλαίου μπορεί να βρει ο αναγνώστης στο Damian J. Smith, Crusade, Hersy and Inquistition in the Lands of the Crown of Aragon c. 1167-1276, Leiden 2010. pp. 167-169.
[78] W. Wakefield-A. Evans, Heresies…, 574-8.
[79] W. Wakefield-A. Evans, Heresies…, 512-513.
[80] Εβρ. 11.1.
[81] Δημήτριου Τσελεγγίδη, Η σωτηριολογία του Λούθηρου, σ. 74.
[82] Δημήτριου Τσελεγγίδη, Η σωτηριολογία του Λούθηρου, σ. 89-90.
[83] Δημήτριου Τσελεγγίδη, Η σωτηριολογία του Λούθηρου, σ. 89.
[84] Δημήτριου Τσελεγγίδη, Η σωτηριολογία του Λούθηρου, σ. 91.
[85] Δημήτριου Τσελεγγίδη, Η σωτηριολογία του Λούθηρου, σ. 92-3.
[86] Δημήτριου Τσελεγγίδη, Η σωτηριολογία του Λούθηρου, σ. 97.
[87] Theo Venckeleer, Un Recueil cathare: Le manuscript A. ^.!0 de la Collection vaudoise de Dublin, I. Une Apologie; II. Un glose sur le Pater, εν Revue belge de philology et d’ histoire 38 (1960), 820-831, 39 (1961), 762-785.
[88] Δημήτριου Τσελεγγίδη, Η σωτηριολογία του Λούθηρου, σ. 27.
[89] Δημήτριου Τσελεγγίδη, Η σωτηριολογία του Λούθηρου, σ. 60.
Ορλεάνη 1022 μ.Χ.
α. Ιστορικό πλαίσιο.
Τα Χριστούγεννα του 1022 ο Ροβέρτος Β’ ο Ευσεβής, βασιλιάς της Φραγκίας (996-1031) , ταξίδεψε μαζί με την βασίλισσά του Κωνσταντία στην Ορλεάνη, για να παραβρεθεί σε μια σύνοδο επισκόπων. Ένα σκάνδαλο είχε ανακαλυφθεί στην εκκλησία και έχριζε αντιμετώπισης. Είχε ανακαλυφθεί μια φράξια εκκλησιαστικών, της οποίας ο πυρήνας ανήκε στον ναό του Τιμίου Σταυρού. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονταν και ο Στέφανος, εξομολόγος της βασίλισσας για κάποιο διάστημα.
Η πόλη υπήρξε θέατρο ανταγωνισμού μεταξύ του βασιλιά Ροβέρτου και του Εύδου Β’, κόμη του Blois, με αφορμή την εκλογή του επισκόπου. Ο υποψήφιος του Ροβέρτου ήταν ο Τιερύ, προστατευόμενος της βασίλισσας. Συνυποψήφιος για την έδρα ήταν ο Οδάλριχος, ανιψιός του επισκόπου της Beauvais, άνθρωπος του Εύδου. Αρχικά επικράτησε ο Θευδέριχος (Thierry), αλλά για άγνωστο λόγο απομακρύνθηκε στο μοναστήρι St. Pierre-le-Vif στην Sens. Το 1022 επίσκοπος ήταν ο Οδάλριχος (1021-1035).
Τοπικός φεουδάρχης ήταν ο Άρεφαστ, που ήλκε την καταγωγή του από τους δούκες της Νορμανδίας. Ήταν υποτελής του δούκα Ριχάρδου Β’, ο οποίος ήταν με την σειρά του σύμμαχος του Εύδου Β’. Ο Άρεφαστ ήταν μπλεγμένος με τους αιρετικούς μέσω του θαλαμηπόλου του Εριβέρτου, ο οποίος είχε σπουδάσει στην Ορλεάνη, εκπαιδευτικό κέντρο της εποχής. Ο Εριβέρτος είχε έρθει σ’ επαφή με την αίρεση μέσω του ιερέα Στέφανου, κι ενός ακόμη εκκλησιαστικού του Lisois, από τον Ναό του Τιμίου Σταυρού. Ο Άρεφαστ ζήτησε την συμβουλή του Φουλβέρτου (1007-1029), επισκόπου Chartres, κι έλαβε οδηγίες μέσω του νεωκόρου του επισκόπου ν’ αποκαλύψει την αίρεση.
Στην σύναξη συμμετείχαν ο βασιλιάς, η βασίλισσα και οι επίσκοποι. Οι αιρετικοί συνελήφθησαν και ανακρίθηκαν. Μεταξύ τους ήταν και ο Άρεφαστ. Κατά την διάρκεια της ανάκρισης επιχειρήθηκε η συγκάλυψη των πραγματικών δοξασιών της σέκτας, αλλά ο Άρεφαστ είχε γνώση της εσωτερικής διδασκαλίας και αποκάλυψε όσα ήξερε. Όταν ο επίσκοπος Guarin της Beauvais ανέκρινε τους Στέφανο και Lisois, αυτοί βλέποντας ότι κάθε προσπάθεια να συγκαλύψουν τις πραγματικές τους πεποιθήσεις ήταν μάταια, παραδέχθηκαν τις κατηγορίες του Άρεφαστ, αλλά παρουσίασαν τις θέσεις τους ως αποτέλεσμα σκεπτικισμού.
Ο βασιλιάς καταδίκασε τους αιρετικούς σε θάνατο στην πυρά. Ήταν μια πρωτοφανής απόφαση, διότι ο συγκεκριμένος τρόπος εκτέλεσης δίδονταν ως ποινή στην κατηγορία της μαγείας. Η τελευταία εκτέλεση αιρετικού στην πυρά είχε δοθεί στον Πρισκιλλιανό της Αβίλα το 383 μ.Χ., από σύνοδο αρειανών επισκόπων. Ενδεχομένως η απόφαση να είχε πολιτική σκοπιμότητα. Ο Άρεφαστ, άνθρωπος του Ριχάρδου, άνθρωπος του κύκλου του Εύδου, αντιπάλου του Ροβέρτου, είχε δράσει ως κατάσκοπος και είχε αποκαλύψει αιρετικούς του αυλικού κύκλου. Αυτό μπορούσε να λειτουργήσει υπέρ του κυρίου του και κατά του βασιλιά. Ο Ροβέρτος, λοιπόν, έπρεπε να δείξει αποφασιστικότητα, και να θεραπεύσει οποιαδήποτε υποψία εναντίον του, η οποία θα μπορούσε ν’ αποβεί εις όφελος του Εύδου.
β. Οι πηγές.
Τα γεγονότα αναφέρονται σε αρκετές πηγές. Η πιο εκτενής καταγραφή έγινε από τον Παύλο, μοναχό της Μονής του Αγίου Πέτρου της Κοιλάδας (St. Pierre-le-Vif), η οποία αναπαύονταν έξω από την Chartres. Ο Παύλος ήταν χαρτουλάριος (αρχειοφύλακας) της μονής και έλαβε εντολή από τον ηγούμενο να συντάξει το ιστορικό της με βάσει τα διαθέσιμα αρχεία. Η περιγραφή δείχνει αυτόπτη μάρτυρα, αλλά αν ληφθεί υπόψη ότι η καταγραφή έγινε πενήντα χρόνια μετά (τοποθετείται το 1078), δύο πιθανότητες υπάρχουν. Είτε βασίστηκε σε αρχεία του Άρεφαστ, τον οποίο γνώριζε προσωπικά, είτε είχε στη διάθεσή του κάποιο Λίβελλο της συνόδου.
Το αρχείο της μονής με την ιστορία έχει εκδοθεί στο Vetus Aganon VI.3, ed. Benjamin Edmé Charles Guérand, εν Cartulaire de l’ abbaye de Saint Père de Chartres, Collection des cartulaires de France, Paris 1840, t. 1 pp. 109-15. Υπάρχει επίσης στο Gesta Synodis Aurelianensis, ed. Martin Bouquet, Rerum Gallicarum et Francicarm Scriptores, t.X (Paris 1760), 536-9. Αγγλική μετάφραση, W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, pp. 76-81. Επίσης στο R. I. Moore, Birth of Popular Heresy, Medieval Academy of America 1995 (1st ed. 1975), pp. 10-15.
Μια δεύτερη καταγραφή υπάρχει στο Χρονικό του Adémar της Chabannes, μοναχού στο αβαείο του St. Cybard στην Angoulême. Ο Ademar έγραψε ιστορικά έργα, τα Chronicon Aquitanicum et Francicum (Historia Francorum), Liber Historiae Francorum (συνέχεια της ιστορίας του Φρεδεγάριου) και Annales Regni Francorum. Το τρίτο ασχολείται με την ιστορία της περιόδου 814-1028 και περιέχει τα γεγονότα. Έχει εκδοθεί στο Adémar de Chabannes, Chronique III.59, ed. Jules Chavanon, εν Collection de texts pour server à l’ etude et à l’ enseignement de l’ histoire, Paris 1897, vol. XX pp. 184-5. Αγγλική μετάφραση στο W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, pp. 75-76. Επίσης στο R. I. Moore, Birth of Popular Heresy, Medieval Academy of America 1995 (1st ed. 1975), 9-10.
γ. Κείμενα.
Παύλος της Μόνης του Αγίου Πέτρου:
«Παρακάτω, θεωρώ ότι αξίζει να καταγράψω, πως ο προαναφερθείς Άρεφαστ, με θεία βοήθεια και με την οξύτητα του πνεύματός του, όχι μόνο ανακάλυψε αλλά και κατέπνιξε εντελώς στην πόλη της Ορλεάνης την αιρετική αποστασία, η οποία διαδίδονταν εκείνη την εποχή μυστικά, εκχέοντας το δηλητήριο της κακοδοξίας σε όλη τη γη της Γαλικίας.
Καταγόταν από το γενεαλογικό δέντρο των δουκών της Νορμανδίας, άνθρωπος με ραφιναρισμένο λόγο, σοφός στις συμβουλές του, ευλογημένος με καλές συνήθειες, και γι’ αυτό πολύ γνωστός για τις υπηρεσίες του σαν απεσταλμένος, όχι μόνο στον βασιλιά των Φράγκων αλλά και μεταξύ των ευγενών. Λέγεται, ότι είχε στην οικιακή υπηρεσία του κάποιον κληρικό με το όνομα Εριβέρτος, ο οποίος για λόγους σπουδών είχε αποφασίσει να πάει στην Ορλεάνη. Αλλά, στην πραγματικότητα, ενώ έψαχνε δασκάλους της αλήθειας, ξεστράτησε σε τυφλό μονοπάτι, που τον οδήγησε στον λάκκο της κατάφωρης αίρεσης. Διότι σ’ αυτή την πόλη την εποχή εκείνη, δύο κληρικοί, ο Στέφανος και ο Lisoius, ήταν κατά κοινή παραδοχή ξεχωριστοί από τους άλλους σε σοφία, διαπρεπείς στην αγιότητα και την ευσέβεια, γενναιόδωροι στην ελεημοσύνη. Ο προαναφερθείς κληρικός τούς αναζήτησε και μετά από σύντομο διάστημα έγινε υπάκουος ακόλουθος από την γλυκύτητα του αγίου λόγου, έχοντας επηρεαστεί από αυτούς και τα διαβολικά τους σχέδια. Δελεασμένος από την τρέλα και τη δαιμονική πλάνη, στερημένος από οποιαδήποτε γνώση θεολογίας, θεωρούσε ότι είχε ανέλθει στην κορυφή της σοφίας. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του, προσπάθησε ύστερα από σταδιακή και λεπτή υποβολή να οδηγήσει τον κύριό του (τον οποίο περιποιούνταν με εξαιρετική στοργή) μαζί του στο μονοπάτι της πλάνης, ισχυριζόμενος ότι η πόλη της Ορλεάνης έλαμπε με περισσότερη ακτινοβολία από τις άλλες πόλεις, από το φως της σοφίας και την στιλπνότητα της αγιότητας. Ο κύριός του, τείνοντας ευήκοον ους, κατάλαβε από τα λόγια του ανθρώπου ότι είχε αποκλίνει από το δρόμο της δικαιοσύνης. Ενημέρωσε γρήγορα τον δούκα Ριχάρδο για την κατάσταση, ζήτησε από τον τελευταίο να ενημερώσει τον βασιλιά Ριχάρδο με επιστολή για την πανούκλα που απλώνονταν τότε στο βασίλειό του, πριν εξαπλωθεί, και αίτησε να μην αρνηθεί ο βασιλιάς να προσφέρει βοήθεια στον Άρεφαστ για να την εκδιώξει.
Και τότε, ο βασιλιάς, κεραυνοβολημένος από την απρόσμενη αποκάλυψη, διέταξε να προχωρήσει γρήγορα ο άνθρωπος στην Ορλεάνη μαζί με τον κληρικό, υποσχόμενος κάθε βοήθεια στην υπόθεση. Όταν ο Άρεφαστ ξεκίνησε το ταξίδι, κατά την διαταγή του βασιλιά, πέρασε από τη Chartres, για να συμβουλευθεί τον σεβαστό ιεράρχη Φουλβέρτο, σχετικά με το θέμα˙ αλλά έτυχε ο Φουλβέρτος ν’ απουσιάζει, διότι είχε πάει στη Ρώμη να προσευχηθεί. Έτσι, [ο Άρεφαστ] αποκάλυψε τον σκοπό του ταξιδιού του σε κάποιον σοφό κληρικό, τον Εβεράρδο, νεωκόρο της εκκλησίας της Chartres, και ζήτησε την εύνοια της συμβουλής του:
«Πως όφειλε να συμπεριφερθεί στη συζήτηση, με ποια όπλα μπορούσε να προστατεύσει τον εαυτό του ενάντια στο πλήθος των μεθόδων της δαιμονικής απάτης;»
Ο Εβεράρδος ικανός να δίνει σωστές συμβουλές, του συνέστησε να πηγαίνει με ευλάβεια καθημερινά στην εκκλησία πρωί-πρωί, και να προστατεύει τον εαυτό του με την Αγία Κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Στην συνέχεια, προστατευμένος με το σημείο του Σταυρού, θα μπορούσε άφοβα να προχωρήσει στην ακρόαση της αιρετικής διδασκαλίας. Δεν θα έπρεπε ν’ αντιλέγει σε τίποτα από όσα άκουγε από αυτούς, αλλά προσποιούμενος τον μαθητή, να κρατά σιωπηλά όσα άκουγε στο στήθος του.
Όταν ήρθε ο Άρεφαστ στην Ορλεάνη, δασκαλεμένος, ενδυναμώνονταν καθημερινά με την Θεία Κοινωνία και προσευχόταν για βοήθεια, και ακολουθώντας τις οδηγίες προσποιούνταν τον μαθητή, κι έτσι του επιτράπηκε να μπει στην οικία της πλάνης. Όταν αρχικά τον δίδαξαν με ιστορίες από την Αγία Γραφή και με συγκεκριμένα παραδείγματα και όταν παρατήρησαν ότι παρακολουθούσε με υπακοή ως τέλειος μαθητής, του εξήγησαν ανάμεσα στα άλλα, και το παράδειγμα του δέντρου του δάσους:
«Εμείς πρέπει να σου φερθούμε”, είπαν, “όπως ένα δέντρο στο δάσος, το οποίο όταν μεταφυτεύεται στον κήπο, το προμηθεύουν με άφθονο νερό μέχρι να ριζώσει καλά στο έδαφος. Του κλαδεύουν τ’ αγκάθια και τα περιττά κλαδιά, ώστε αφού κοπεί κοντά στο έδαφος με την τσάπα, να μπολιαστεί με καλύτερο κλαδί, το οποίο αργότερα θα φέρει γλυκό καρπό. Έτσι κι εσύ έχοντας μεταφερθεί από τον κακό κόσμο στην δική μας άγια σύναξη, θα σου παρασχεθεί το ύδωρ της σοφίας, μέχρι να διδαχθείς και να δυναμώσεις αρκετά για να σου κοπούν τ’ αγκάθια του κακού με την μάχαιρα του λόγου του Θεού, και όταν σε απαλλάξουμε από τις γελοίες διδασκαλίας που έχεις στην καρδιά σου, θα λάβεις με καθαρό μυαλό την διδαχή μας, που φανερώθηκε από το Άγιο Πνεύμα.»
Ευχαριστούσε πάντοτε τον Θεό για κάθε λέξη που του εμπιστεύονταν, από τη στιγμή που σιγουρεύτηκαν ότι είχε μεταστραφεί στην πλάνη τους. Και τότε οι απερίσκεπτοι αποκάλυψαν τα κατακάθια της κακίας τους, που μέχρι τότε έκρυβαν κάτω από τα λόγια της Αγίας Γραφής: είπαν ότι ο Χριστός δεν είχε γεννηθεί από την Παρθένο, ούτε είχε υποφέρει για τους ανθρώπους, ούτε είχε τοποθετηθεί στον τάφο, ούτε αναστήθηκε από τους νεκρούς˙ και πρόσθεσαν ότι στο βάπτισμα δεν γινόταν άφεση αμαρτιών, ούτε υπήρχε ιερότητα στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, που τελούσε ο ιερέας. Δεν είχαν σε τίποτα την επίκληση των αγίων μαρτύρων και ομολογητών. Όταν αυτοί οι καταραμένοι και εντελώς άθλιοι άνθρωποι εξέμεσαν αυτά και άλλα σιχαμερά από τα βρωμερά στήθη τους, ο Άρεφαστ λέγεται ότι τους είπε τα ακόλουθα:
«Εάν σε αυτά που εσείς απαριθμείτε, όπως λέτε, δεν μπορεί να υπάρξει ελπίδα για την σωτηρία των ανθρώπων, σας εκλιπαρώ να μου δείξετε επειγόντως σε τι μπορεί να ελπίζει κανείς, πριν η ψυχή μου, που έχει γεμίσει αμφιβολία, πέσει γρήγορα στην καταστροφή της απόγνωσης.»
«Χωρίς αμφιβολία αδελφέ», απάντησαν, «έχεις βυθισθεί στην άγνοια της Χάρυβδης της ψευδής πεποίθησης˙ τώρα πραγματικά ανυψώθηκες στην κορυφή της ολοκληρωτικής αλήθειας, άρχισες ν’ ανοίγεις τα μάτια του νου στο φως της αληθινής πίστης. Σού ανοίγουμε την πύλη της σωτηρίας, στην οποία – τουτέστιν με την τοποθέτηση των χεριών μας – αν εισέλθεις θα καθαριστείς από τον λεκέ όλων των αμαρτιών σου και θα γεμίσεις με τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, το οποίο θα σε διδάξει χωρίς επιφυλάξεις την εμβρίθεια και την θεία υπεροχή όλης της Γραφής. Τότε, θρεμμένος με θεία τροφή, ανανεωμένος με εσωτερική πληρότητα, θα βλέπεις συχνά μαζί μας αγγελικά οράματα, στα οποία, στηριγμένος από την παρηγοριά τους, θα μπορείς να επισκεφτείς όποιον τόπο θέλεις χωρίς καθυστέρηση ή δυσκολία. Και τίποτα δεν θα επιθυμείς, εφόσον ο Θεός των όλων, στον οποίο υπάρχουν οι θησαυροί της σοφίας και τα πλούτη, δεν θα πάψει να είναι σύντροφος σου.»
Στο μεταξύ ο βασιλιάς και η βασίλισσα Κωνσταντία ήρθαν στην Ορλεάνη, μαζί με ομάδα επισκόπων, σύμφωνα με την αίτηση του Άρεφαστ. Την επομένη της άφιξής τους, ύστερα από πρόταση του ίδιου, βασιλικοί αξιωματούχοι έσυραν την μοχθηρή ομάδα, όλους μαζί, από το σπίτι που συγκεντρώνονταν, και τους έφεραν στον εκκλησία του Τιμίου Σταυρού ενώπιον του βασιλιά και της σύναξης των επισκόπων και του κλήρου. Αλλά πριν φτάσουμε στο προκείμενο, πρέπει να αναλάβω να εξηγήσω στους απληροφόρητους κάτι για την τροφή, την οποία αποκαλούσαν ουράνια, και με ποια τέχνη παρασκευάζονταν.
Συγκεντρωνόταν καθορισμένες νύκτες σε συγκεκριμένο σπίτι, φέρνοντας ο καθένας κι από ένα φανάρι ανά χείρας, και σαν πανηγυρτζήδες επικαλούνταν τα ονόματα δαιμόνων μέχρι που ξαφνικά έβλεπαν να κατεβαίνει ανάμεσά τους κάποιος δαίμονας, με την μορφή μικρού τέρατος. Μόλις η οπτασία γινόταν ορατή σε όλους, έσβηναν τα φώτα και ο καθείς, χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, άρπαζε την πρώτη τυχούσα, για να συνευρεθεί χωρίς την έγνοια της αμαρτίας. Είτε ήταν μητέρα, είτε αδελφή, είτε μοναχή αυτή που αγκάλιαζαν, το θεωρούσαν ως πράξη αγιότητας και ευσέβειας να ξαπλώσουν μαζί της. Αν γεννιόταν παιδί από την μιαρή ένωση, την όγδοη μέρα άναβαν φωτιά και το παιδί εξαγνιζόταν σ’ αυτήν κατά την παλιά ειδωλολατρική συνήθεια, και αποτεφρώνονταν. Οι στάχτες του συλλέγονταν και διατηρούνταν με μεγάλο σεβασμό, όπως οι Χριστιανοί συνηθίζουν να διατηρούν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, δοσμένο στους ασθενείς ως viaticum την στιγμή της αναχώρησης από αυτό τον κόσμο. Πράγματι, τόση δύναμη δαιμονικής απάτης ενυπήρχε σ’ αυτή την στάχτη, ώστε όποιος είχε εμποτιστεί με αυτή την αίρεση και είχε μεταλάβει από αυτήν, δεν έχει σημασία πόσο, δεν μπορούσε μετά να ξεφύγει από την αίρεση και να γυρίσει στην οδό της αλήθειας. Ας είναι αρκετά όσα έχουν ειπωθεί για το θέμα, ώστε οι πιστοί του Χριστού να προφυλάσσονται ενάντια στις κακίες και να μην εμπλέκονται με τις σέκτες.
Τέλος πάντων, μια και η συζήτηση παρεκτράπηκε, ας την επαναφέρω στο σημείο που την άφησα. Η βαρβαρότητα των απίστων θα συζητηθεί με πιο σύντομο τρόπο, για να μην προκαλέσει την αηδία του σχολαστικού αναγνώστη η μακροσκελής έκθεση της αντιπαράθεσης.
Όταν, όπως αναφέρθηκε, αυτά τα άτομα οδηγήθηκαν μπροστά στο βασιλιά, λέγοντας,
«Κύριέ μας βασιλιά, είμαι ιππότης, άνθρωπος του Ριχάρδου, του πιστού σου δούκα της Νορμανδίας, και χωρίς αιτία είμαι δέσμιος ενώπιόν σου.»
Σ’ αυτόν ο βασιλιάς απάντησε έτσι:
«Δήλωσε στα γρήγορα την αιτία της παρουσίας σου εδώ, ώστε όταν αποκαλυφθεί να παραμείνεις δέσμιος ως ένοχος, ή να απαλλαγείς ως αθώος από τα δεσμά, και να αφεθείς ελεύθερος.»
Ο άνθρωπος απάντησε,
«Έχοντας ακούσει για την σοφία και την ευσέβεια αυτών των ανθρώπων που στέκονται τώρα αιχμάλωτοι μπροστά σου, επέλεξα να έρθω σ’ αυτή την πόλη έτσι ώστε όταν αργότερα επιστρέψω σπίτι, να έχω δώσει το παράδειγμα των καλών πράξεων και δογμάτων. Αυτός, πραγματικά είναι ο λόγος που επέλεξα ν’ αφήσω την πατρίδα μου και να ‘ρθω σ’ αυτή την πόλη. Τώρα, ας κρίνουν οι ιεράρχες που είναι παρόντες μαζί σου και ας αποφασίσουν αν έχω κάποια ενοχή σ’ αυτή την πράξη.»
Οι επίσκοποι πάνω σ’ αυτά είπαν,
«Αν μας εξηγήσεις την φύση της σοφίας και της ευσέβειας, την οποία έμαθες από αυτούς, θα μπορέσουμε εύκολα να φτάσουμε σε απόφαση.»
Σε αυτό ο άνθρωπος απάντησε,
«Ας διατάξει η μεγαλειότητά σας αυτούς τους ανθρώπους ν’ αποκαλύψουν όσα με δίδαξαν, με σκοπό όταν ακουστούν, να κριθούν αν είναι άξια προσοχής ή πρέπει να χαθούν στην λήθη ως ανάξια.»
Όταν ο βασιλιάς και οι επίσκοποι διέταξαν τα άτομα ν’ απαντήσουν και να ξεκαθαρίσουν το μοτίβο της πίστης τους, οι εχθροί κάθε αλήθειας, μερικοί των οποίων μίλησαν εξ’ ονόματος και των υπολοίπων, δεν είχαν πρόθεση να εξηγήσουν την βρωμιά της αίρεσής τους με κανένα τρόπο, αλλά, όπως το φίδι που ξεγλιστρά ευκολότερα, όταν η αρπάγη είναι σφιχτή, [έτσι κι αυτοί] όσο περισσότερο στριμώχνονταν από τον λόγο της αλήθειας, τόσο περισσότερο έδειχναν να ξεφεύγουν.
Τότε ο Άρεφαστ, βλέποντας ότι κέρδιζαν χρόνο και πως πίσω από την προστασία των λέξεων, επείγονταν να θολώσουν την πλάνη της πίστης τους, στράφηκε προς αυτούς και είπε:
«Πίστεψα ότι είστε διδάσκαλοι της αλήθειας και όχι της πλάνης, όταν επίμονα μου λέγατε ότι η διδασκαλία είναι όπως η απόδοση της υγείας. Είμαι μάρτυρας των συμβουλών σας, και μου υποσχεθήκατε ότι ποτέ δεν θ’ αρνηθείτε για ν’ αποφύγετε το μαρτύριο, ούτε με κίνδυνο θανάτου. Τώρα βλέπω πραγματικά, ότι από τον φόβο του θανάτου, ξεχνάτε την πίστη σας και λίγο σας ενδιαφέρει αν στέλνετε εμένα να πεθάνω. Τώρα η βασιλική απόφαση πρέπει να εκδοθεί και είναι πρέπον ν’ ακουστούν οι αυθεντίες επισκόπων όπως αυτοί, με σκοπό αν κάποιο από όσα έμαθα από σας είναι αντίθετο με την χριστιανική πίστη, εγώ, ενήμερος της κρίσης αυτών, θα ξέρω ποια πρέπει να γίνουν αποδεκτά και ποια ν’ απορριφθούν. Πραγματικά με διδάξατε ότι καμιά άφεση αμαρτιών δεν ακολουθεί το βάπτισμα, ότι ο Χριστός δεν γεννήθηκε από την Παρθένο, ούτε ετάφη στ’ αλήθεια, ούτε αναστήθηκε από τους νεκρούς, ούτε μπορεί ο άρτος και ο οίνος που βρίσκονται στην Αγία Τράπεζα, στα χέρια του ιερέα, να καθαγιασθούν σε Σώμα και Αίμα Χριστού.»
Όταν ο Άρεφαστ απήγγειλε αυτές τις κατηγορίες με δυνατή φωνή, ο Guarin, επίσκοπος Beauvais, ρώτησε τους Στέφανο και Lisoius, που έμοιαζαν να είναι οι αρχηγοί της πλάνης, εάν η σκέψη τους είχε κλίνει προς αυτά και αν πίστευαν όσα είχε αραδιάσει ο Άρεφαστ. Αυτοί, για τους οποίους είχε ετοιμαστεί κατοικία στην κόλαση μαζί με τον διάβολο και τους περίμενε, ανακοίνωσαν ότι όλα ήταν αλήθεια, ότι αυτά ήταν τα δόγματά τους και έτσι πίστευαν με σταθερότητα. Όταν ο επίσκοπος τους είπε ότι προτιμούσε έναν Χριστό γεννημένο από Παρθένο – όπως και ήταν – και που υπέφερε για την ανθρωπότητα για την σωτηρία μας, ώστε την τρίτη μέρα να νικηθεί ο θάνατος, ν’ αναστηθεί από τους νεκρούς και να μας διδάξει ότι εμείς, καθαροί από τις αμαρτίες μας, θα αναστηθούμε, απάντησαν με τις φιδίσιες γλώσσες τους,
«Δεν ήμασταν εκεί, δεν το πιστεύουμε.»
Σ’ αυτό ο επίσκοπος τους ρώτησε ως εξής,
«Πιστεύετε ή όχι τους σαρκικούς γονείς σας;»
Όταν απάντησαν καταφατικά, τους αποκρίθηκε,
«Αν πιστεύετε ότι προτού υπάρξετε γεννηθήκατε από τους γονείς σας, γιατί αρνείστε να πιστέψετε σε Θεό εκ Θεού γεννηθέντα, χωρίς μητέρα, πριν την απαρχή του χρόνου, και γεννηθέντα τον προκαθορισμένο χρόνο από Παρθένο με την επισκίαση του Αγίου Πνεύματος;»
Αλλά απάντησαν,
«Αυτό που η φύση αρνείται είναι έξω από την αρμονία του Δημιουργού.»
Τότε ο επίσκοπος αποκρίθηκε,
«Πιστεύετε ότι πριν υπάρξει ο,τιδήποτε από την φύση, ο Θεός Πατέρας δημιούργησε τα πάντα εκ του μηδενός διά του Υιού;»
Σ’ αυτό οι αρνητές της πίστης είπαν,
«Μπορείς να λες τέτοιες ιστορίες σ’ αυτούς που έχουν γήινη σοφία και πιστεύουν τις φαντασίες των σαρκικών ανθρώπων, κακογραφίες σε δέρματα ζώων. Για μας, ωστόσο, που έχουμε τον νόμο γραμμένο στις καρδιές μας από το Άγιο Πνεύμα (και δεν αναγνωρίζουμε τίποτα άλλο εκτός από όσα μάθαμε από τον Θεό, Δημιουργό των πάντων), μάταια προσπαθείς με περιστροφές να μας παραμυθιάσεις με πράγματα ανάρμοστα της θεότητας. Γι’ αυτό τελείωνε και κάνε ό,τι επιθυμείς μαζί μας. Διότι θα δούμε τον Βασιλιά μας, που βασιλεύει στον ουρανό, που θα μας εγείρει σε ουράνιες χαρές της ατέλειωτης δόξας στα δεξιά του.»
Αφού όλοι προσπάθησαν με πολλούς τρόπους από την πρώτη έως την ενάτη ώρα της ημέρας, να τους συνεφέρουν από τις πλάνες τους και αυτοί, σκληρυμένοι σαν σίδερο, δεν έδιναν καμιά σημασία, διατάχθηκαν να ενδυθεί ο καθένας το ιερό ένδυμα της τάξης του˙ αμέσως καθαιρέθηκαν από τους επισκόπους (σσ. εννοεί όσοι από τους αιρετικούς ήταν ιερείς). Με διαταγή του βασιλιά, η βασίλισσα Κωνσταντία, που καθόταν, παρατάχθηκε μπροστά στις θύρες της εκκλησίας για να μην τους λυντσάρει ο κόσμος μέσα σ’ αυτήν. Έτσι αφορίστηκαν από την σύναξη της αγίας εκκλησίας. Και όπως οδηγούνταν έξω, η βασίλισσα με το σκήπτρο που κρατούσε σο χέρι της, χτύπησε κι έβγαλε το μάτι του Στέφανου, που πριν ήταν ο εξομολόγος της.
Στην συνέχεια, όταν οδηγήθηκαν έξω από τα τείχη της πόλεως σε μια μικρή καλύβα όπου είχε ανάψει μεγάλη φωτιά, κάηκαν εκτός από έναν κληρικό και μια καλόγρια˙ και μαζί τους κάηκαν και οι στάχτες που προαναφέρθηκαν. Ο κληρικός και η καλόγρια, με θεία βούληση ανέκτησαν τις αισθήσεις τους».
Adémar de Chabannes
«Εκείνη την εποχή (σσ. 1022), δέκα από τους κληρικούς του Ναού του Τιμίου Σταυρού στην Ορλεάνη, που εμφανιζόταν πιο ευσεβείς από τους άλλους, αποδείχθηκε ότι ήταν Μανιχαίοι. Όταν φάνηκε ότι δεν επρόκειτο να επιστρέψουν στην πίστη, ο βασιλιάς Ροβέρτος διέταξε να καθαιρεθούν από τις ιερατικές τάξεις, μετά ν’ αφοριστούν και στο τέλος να εκτελεστούν στην πυρά. Διότι είχαν απατηθεί από κάποιον αγρότη από το Périgord, που ισχυριζόταν ότι έκανε θαύματα και έφερε μαζί του τις στάχτες νεκρών παιδιών, με τις οποίες σύντομα έκανε Μανιχαίο κάθε έναν στον οποίο τις έδινε. Λάτρευαν τον διάβολο, που εμφανιζόταν σ’ αυτούς πρώτα σαν Αιθίοπας, μετά σαν άγγελος φωτός, και τους έφερνε καθημερινά πολλά χρήματα. Υπακούοντας στο έργο του, κατ’ ιδίαν απέρριπταν εντελώς τον Χριστό και κρυφά έκαναν βδελυρά πράγματα και εγκλήματα για τα οποία είναι ντροπή ακόμα και να συζητιούνται, ενώ δημόσια εμφανιζόταν ως καλοί Χριστιανοί.
Δεν ήταν λιγότερο Μανιχαίοι αυτοί που ανακαλύφθηκαν κι εξοντώθηκαν στην Τουλούζη˙ και σε διάφορα μέρη στη Δύση, εμφανίστηκαν αγγελιοφόροι του Αντιχρίστου, μεταμφιεσμένοι επιμελώς, και παραπλάνησαν όσους άνδρες και γυναίκες μπορούσαν. Επίσης, κάποιος ψάλτης από τους αναγνώστες της Ορλεάνης, ονόματι Θεοδάτος, παρουσίαζε κάθε εμφάνιση ευσέβειας, όπως δήλωσαν αξιόπιστα άτομα, αλλά είχε πεθάνει τρία χρόνια νωρίτερα. Όταν αποδείχθηκε, το πτώμα του ξεθάφτηκε από το κοιμητήριο με εντολή του επισκόπου Οδάλριχου και πετάχτηκε σε απόμερο τόπο.
Τα δέκα άτομα που προαναφέρθηκαν καταδικάστηκαν να καούν, ανάμεσά τους και ο Lisouis, τον οποίο ο βασιλιάς αγαπούσε για την ιερότητα που πίστευε ότι είχε. Χωρίς να τους νοιάζει, δεν έδειξαν κανένα φόβο για την φωτιά, προβλέποντας ότι θα αναδυθούν ανέγγιχτοι από τις φλόγες, και γελούσαν καθώς δένονταν στην πυρά. Έγιναν αμέσως στάχτη, τόσο ολοκληρωτικά που δεν βρέθηκε ίχνος από τα κόκαλά τους.»
δ. Παρατηρήσεις:
i) Ξεκινώντας η μελέτη των αιρετικών σεκτών της εποχής και της περιοχής, αμέσως τίθενται ερμηνευτικά ζητήματα, τα οποία στην ουσία τους δεν έχουν να κάνουν με την φύση του αντικείμενου της μελέτης, αλλά με την ερμηνευτική τοποθέτηση του μελετητή. Και εδώ, ή μάλλον κυρίως εδώ, παρουσιάζονται οι τρεις ερμηνευτικές σχολές σε πλήρη δραστηριότητα. Από την μια οι θετικιστές, εμμένουν με ευλάβεια στις πληροφορίες των πηγών, σχεδόν άκριτα. Αλλά οι πηγές, όπως και οι θετικιστές ήταν συγκεκριμένης εκκλησιαστικής τοποθέτησης, με αποτέλεσμα οι ερμηνείες τους ν’ αναπαράγουν όσες απόψεις είχε προβάλει ο παπισμός και να συνεχίζουν μια προπαγάνδα, η οποία, όπου την έχουμε συναντήσει, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Αυτό που ενδιαφέρει άμεσα στην περίπτωση των σεκτών της εποχής, είναι η ανίχνευση της διδασκαλίας τους, της προέλευσής τους και αν είναι δυνατόν η ταυτοποίησή τους. Και προτείνεται το «αν είναι δυνατόν», διότι για την εξαγωγή των συμπερασμάτων από τις πηγές πρέπει να γίνει όσο το δυνατόν σωστότερη εκτίμηση από τον ερευνητή, απαλλαγμένη όσο είναι δυνατόν από τις ιδεολογικές ή άλλες προκαταλήψεις.
Η σχολή των αποδομητών απορρίπτει ή απαξιεί σε μεγάλο βαθμό την χρήση των πηγών. Θεωρεί ότι εφόσον αυτές είναι στο μεγαλύτερο μέρος τους εκκλησιαστικές, δεν μπορεί να είναι ακριβείς, αλλά προκατειλημμένες. Έτσι, προσπαθεί να φτάσει σε συμπεράσματα, μέσα από μια άρνηση της καταγεγραμμένης ιστορίας. Δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε ότι τα συμπεράσματα αυτά είναι κατά το μεγαλύτερο ποσοστό αυθαίρετα, στηριγμένα σε μια μεθοδολογία στοχασμού και πιθανολογίας, όχι σε απτά στοιχεία. Αποδομητές είναι σε μεγάλο ποσοστό οι Προτεστάντες. Έτσι, βλέπουν στα κινήματα της εποχής, μια λαϊκότητα και μια μεταρρυθμιστική προσπάθεια, ως αντίδραση στη καθεστηκυία εκκλησιαστική τάξη, αντίδραση, η οποία σε μεταγενέστερο χρόνο οδήγησε, πάντα κατ’ αυτούς στην Μεταρρύθμιση του Λούθηρου.
Η τρίτη σχολή είναι αυτή του ιστορικού υλισμού. Κατ’ αυτήν την σχολή, οι σέκτες είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο, που εκφράζει την λαϊκή αντίδραση ενάντια στον εκφεουδαρχισμό της κοινωνίας και στους φορείς εξουσίας, ένας από τους οποίους είναι και η Εκκλησία.
Ξεπερνώντας της προκαταλήψεις της κάθε σχολής, θα εφαρμόσουμε και εδώ την μέχρι τώρα προσέγγιση, την εξέταση των πηγών, έχοντας πάντα υπόψη τα γενικά προβλήματα τους και τα ειδικά κατά πηγή, παραμερίζοντας της ερμηνευτικές προκαταλήψεις των παραπάνω σχολών, αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα των αιρέσεων με βάση τον θρησκευτικό του χαρακτήρα, και προσπαθώντας να κρατήσουμε αδιαμφισβήτητες σημειώσεις, για να τις χρησιμοποιήσουμε στην εξέταση του άλυτου προβλήματος της προέλευσης της δυαρχίας στη Δύση. Το πρόβλημα αυτό δεν θα εξεταστεί εδώ, αλλά στο επόμενο, ενταγμένο στην θεματολογία του Καθαρισμού, με τον οποίο έχει άμεση συνάφεια.
ii) Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να εκληφθεί η παραπάνω ιστορία ως φανταστική. Τόσο η ίδια η ιστορία, όσο και ο απόηχός της, είναι καταγεγραμμένη σε αρκετές πηγές. Εδώ παρατέθηκαν μόνο δύο. Κριτήρια επιλογής ήταν αξιοπιστία τους, αλλά κυρίως η ολοκληρωμένη περιγραφή των γεγονότων. Έπειτα, ο τρόπος της καταγραφής βοήθησε στη απόφαση. Για παράδειγμα ο Baldwin[1], επίσκοπος Thérouanne, προσεγγίζει ποιμαντικά το θέμα και δεν ενδιαφέρει. Τον Raoul Glaber[2] αν και τον χρησιμοποιήσαμε παλιότερα, θεωρείται αναξιόπιστος και οι πληροφορίες του βρίσκονται σε ευθεία αντίθεση με όσες συλλέγουμε από τους άλλους.
Ο Adémar θεωρείται επίσης αναξιόπιστος, και μάλιστα μεγάλος πλαστογράφος, καθότι πολλά από τα γεγονότα που περιγράφει δεν συνέβησαν ποτέ. Λόγω της εκπαίδευσής του ως αντιγραφέας, ήταν σε θέση να πλαστογραφήσει και να παρουσιάσει ως αυθεντικά κείμενα και έγγραφα που δεν ήταν τίποτα παραπάνω από χαλκεύματα[3]. Αλλά η πρόθεση του Adémar ήταν να παρουσιάσει την εκκλησία της Ακουϊτανίας ως αποστολική, και τον φερόμενο ιδρυτή της άγιο Μαρτιάλη, ως ένα των εβδομήκοντα αποστόλων. Ακολουθεί δηλαδή τα πρότυπα της εκκλησίας της Ρώμης, και όπως οι παπικοί παρουσίαζαν την ψευδο-κωνσταντίνια δωρεά και τις ψευδοϊσιδώριες διατάξεις για να στηρίξουν τις αξιώσεις τους για πρωτεία και αλάθητα, έτσι και άλλες εκκλησίες της Φραγκίας, ακολουθώντας το παράδειγμα της Ρώμης, εμφάνιζαν διάφορα χαλκεύματα για να στηρίξουν τις δικές τους αξιώσεις. Αλλά αυτή η πρακτική δεν επηρεάζει σε τίποτα τις αναφορές του συγγραφέα για τα γεγονότα τα σχετικά με την αίρεση. Απλώς οι αποδομητές θέλοντας να πλήξουν για άλλη μια φορά την αξιοπιστία των πηγών, απολυτοποιούν καταστάσεις εντοπισμένες και περιορισμένες σε συγκεκριμένα θέματα. Το γιατί θα γίνει κατανοητό παρακάτω. Ο Adémar μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πηγή με την δέουσα προσοχή.
Εγκυρότερη καταγραφή θεωρείται αυτή του Παύλου μοναχού. Για την ακρίβεια θεωρείται ότι ο Παύλος διέσωσε κάποιο είδος πρακτικών ή λίβελλο. Η αναφορά του προσφέρει πλήθος πληροφοριών για τις διδασκαλίες της αίρεσης, το σκεπτικό των αιρετικών, την επιχειρηματολογία τους και βέβαια, ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος ξεσκεπάσματος της αίρεσης και η ανάκριση. Τέλος στο πλήθος των πηγών συγκαταλέγεται και μια επιστολή του Ιωάννη, ενός μοναχού στο αβαείο του Fleury, προς τον αββά Ολιβά[4].
iii) Δύσκολο πρόβλημα παραμένει, για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω, η ταυτοποίηση της αίρεσης. Ο Adémar τους ονομάζει «Μανιχαίους». Δεν είναι η πρώτη φορά, που η συγκεκριμένη πηγή αναφέρει «Μανιχαίους», ούτε βέβαια και η τελευταία. Η πρώτη καταγραφή «Μανιχαίων» στην ιστορία του Adémar χρονολογείται στα 1018:
«Λίγο αργότερα, Μανιχαίοι εμφανίστηκαν στην Ακουϊτανία, πλανώντας τον κόσμο. Αρνούνταν το βάπτισμα και τον Σταυρό και κάθε ασφαλές δόγμα. Απείχαν από τροφές και έμοιαζαν σαν μοναχοί˙ Προσποιούνταν αγνότητα, αλλά ανάμεσά τους εξασκούσαν κάθε διαφθορά. Ήταν απεσταλμένοι του Αντιχρίστου και απομάκρυναν πολλούς από την πίστη[5]».
Στην συνέχεια «Μανιχαίοι» εντοπίζονται στην Τουλούζη το 1022[6], και στην Carroux της Ακουϊτανίας[7]. Οπωσδήποτε η αναφορά σε «Μανιχαίους» δεν πρέπει να εκλαμβάνεται κυριολεκτικά. Πρόκειται για λεκτικό τόπο, κοινό στους συγγραφείς τις εποχής, όταν αναφέρονταν σε δυαρχικές αιρέσεις. Αυτό δηλαδή που μένει ως αναμφισβήτητο γεγονός από την αναγνώριση των αιρετικών ως «Μανιχαίων», είναι ότι πρόκειται για μια δυαρχική αίρεση, με ρίζες ίσως μανιχαϊκές, αλλά εξελιγμένη και προσαρμοσμένη στην συνθήκες και το περιβάλλον του Μεσαίωνα, όπως ακριβώς και στο Βυζάντιο.
Η αποδομητική σχολή, βέβαια, υποστηρίζει ότι δεν πρόκειται για «Μανιχαίους», διότι αυτοί δεν μπορεί να επέζησαν τόσους αιώνες σιωπής. Οι παπικοί από την πλευρά τους λένε ότι όχι μόνο οι δυαρχικές, αλλά καμιά αίρεση δεν επέζησε τον Μεσαίωνα στην Δύση. Αυτό απαντήθηκε και αναιρέθηκε σε προηγούμενο κείμενο. Για το πρόβλημα της δυαρχίας στη Δύση, θα γίνει αναφορά σε επόμενο. Ο λόγος που αναφέρονται αυτές οι απόψεις είναι για να κατανοήσει ο αναγνώστης, το λόγο απαξίωσης του Adémar ως πηγής, αλλά στην περίπτωση των αιρετικών της Ορλεάνης, είναι το πλήθος των πηγών και όχι η προσωπικότητα του Adémar που προσδίδει κύρος. Έχουμε, λοιπόν, ένα ιστορικό κρατούμενο περί της ύπαρξης δυαρχικής αίρεσης στις αρχές του ΙΑ’ αι. στην Δύση.
iv) Ακουϊτανία, Τουλούζη, Ωβέρνη! Η αίρεση εμφανίζεται σε διάφορα σημεία στο ίδιο χρονικό διάστημα. Παρακολουθώντας την παραπάνω διήγηση γίνεται κατανοητό ότι ο χρόνος ανακάλυψης της αίρεσης στην Ορλεάνη δεν ταυτίζεται με τον χρόνο διασποράς της. Αντίθετα, η οργανωμένη δράση των αιρετικών προϋποθέτει κάποιο ανάλογο χρόνο για την εμφάνιση της αίρεσης στην περιοχή, την διάδοσή της, την ανάπτυξή της μέχρι να φτάσει ο χρόνος της αποκάλυψης αυτής. Η πολύχρονη υπόγεια δράση των αιρετικών τρόμαξε τις αρχές σχεδόν όσο και η ίδια η κακοδοξία.
v) Είναι αναγκαίο να παρατηρηθεί ότι οι αιρετικοί, όχι μόνο δρούσαν στο σκοτάδι, παρασύροντας τα θύματά τους χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, αλλά δρούσαν μέσα στην εκκλησία. Ιερείς, αναγνώστες και μία καλόγρια. Αναφέρεται ο Θεοδάτος, τον οποίο ο κόσμος τιμούσε μετά θάνατον για την ευσέβειά του, ενώ στην πραγματικότητα ήταν αιρετικός.
Ο αριθμός τους ήταν μικρός. Ο Adémar αναφέρει δέκα άτομα, ενώ ο Raoul Glaber ανεβάζει τον αριθμό σε δεκατέσσερις[8]. Δεν ήταν όμως το πλήθος που τρόμαζε τις αρχές αλλά η ικανότητά τους να περνούν απαρατήρητοι για μεγάλο χρονικό διάστημα. Λίγο μετά τα γεγονότα στην Ορλεάνη, ο επίσκοπος Baldwin, ο οποίος συμμετείχε στην σύνοδο, έγραψε εγκύκλιο επιστολή στην επαρχία του και προειδοποιούσε για τον κίνδυνο της αίρεσης από τον Νότο. Φόβος του ήταν ότι ίσως η συγγένεια του κόμη της Ωβέρνης και του κόμη της Βουλώνης, μπορεί να άνοιγε τον δρόμο για τους αιρετικούς, επιτρέποντας να επεκτείνουν την δράση τους βορειότερα, εκεί που βρισκόταν η επισκοπή του. Αρωγούς στην προσπάθεια αναχαίτισης της αίρεσης βρήκε κάποιον διάκονο από το Παρίσι και τον αδερφό του κόμη Eustace, της Βουλώνης.
vi) Διαφωνίες παρουσιάζουν οι πηγές ως προς τις διδασκαλίες των αιρετικών. Ναι μεν ορισμένες πηγές μιλάν για «Μανιχαίους» και μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε την δυαρχία, αλλά αυτή δεν μαρτυρείται ξεκάθαρα. Ότι πιο κοντινό μπορεί να βρει κανείς είναι μια αναφορά στον Raoul Glaber, ότι η τριαδικότητα είναι παραλήρημα[9]. Αλλά αυτή είναι μόνο μια έμμεση αναφορά που δεν συνεπάγεται αναγκαστικά δυαρχία ειδικά όταν αμέσως παρακάτω αναφέρεται ότι θεωρούσαν τον ουρανό και την γη αδημιούργητα και αιώνια. Όπως ειπώθηκε και παραπάνω ο εν λόγω ιστορικός δεν εμπνέει εμπιστοσύνη για την ακρίβειά του, γι’ αυτό και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί περισσότερο[10].
Αξιόπιστες πληροφορίες θεωρούνται αυτές του Baldwin, εφόσον συμμετείχε στην σύνοδο που καταδίκασε τους αιρετικούς. Σ’ αυτόν αναφέρεται ότι απέρριπταν την λατρεία του Σταυρού, την μετάνοια, την αρμοδιότητα του επισκόπου, τον γάμο. Αναφέρεται στην ίδια πηγή ότι επιτρέπονταν η βρώση κρέατος, και σ’ αυτό το σημείο υπάρχει διαφωνία με τις άλλες πηγές.
Κατά την ανάκριση στην αφήγηση του Παύλου μοναχού, προέκυψαν στοιχεία, τα οποία μπορούν να θεωρούνται ασφαλή. Οι αιρετικοί απέρριπταν το μυστήριο του βαπτίσματος, της μετάνοιας, της Θείας Κοινωνίας. Θεωρούσαν ότι ο Χριστός δεν γεννήθηκε από Παρθένο, δεν ετάφη, δεν αναστήθηκε. Παρουσιάζουν, δηλαδή τα αναμενόμενα αντικληρικαλιστικά και αντιεκκλησιαστικά στοιχεία, όπως και το σύνολο των γνωστικών αιρέσεων, και επιπλέον εμφανίζουν δοκητισμό. Ταυτόχρονα, όπως προκύπτει από την διαδικασία μύησης του Άρεφαστ, είχαν εσωτερική διδασκαλία, η οποία δεν παρουσιάζονταν αμέσως στον κατηχούμενο, αλλά μόνο όταν αυτός είχε φτάσει στον απαραίτητο βαθμό, είχε αποδείξει την υποταγή του και είχε περάσει την απαραίτητη τελετή, μέσω της οποίας θα παρέδιδε την ελεύθερη βούλησή του στους πλάνους. Με λίγα λόγια, όταν είχε υποστεί πλήρη πλύση εγκεφάλου ώστε να εξασφαλιστεί ότι η αιρετική διδασκαλία δεν θ’ αποκαλύπτονταν, αλλά θα παρέμενε μυστική και οι διδάσκαλοι θα μπορούσαν να συνεχίσουν ανενόχλητα και συγκεκαλυμμένοι την διάδοση της πλάνης τους.
Ο Άρεφαστ προνόησε και ζήτησε τις συμβουλές της Εκκλησίας για την αντιμετώπιση των μεθόδων πλύσης εγκεφάλου των αιρετικών. Αυτό σημαίνει ότι αναγνώρισε την επικινδυνότητα του εγχειρήματος και δεν ενεπλάκη αμέριμνος. Η συμβουλή της Εκκλησίας δείχνει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται τα μάγια και οι γητείες από τους Χριστιανούς. Πως μπορεί ο πιστός να θωρακίσει τον εαυτό του ενάντια στις επιθέσεις του διαβόλου και των οργάνων του. Είναι σημαντική η παρατήρηση αυτή. Πολύ συζήτηση γίνεται μεταξύ των ιστορικών για το αν η αίρεση αυτή, ή οι προηγούμενες που εξετάστηκαν είναι δαιμονολατρία. Για την εκκλησία κάθε αίρεση είναι δαιμονική διδασκαλία και οι τελετές που περιγράφηκαν στα προηγούμενα και είναι οι ίδιες ακριβώς και σ’ αυτήν την περίπτωση είναι ξεκάθαρη δαιμονολατρία. Για την προφύλαξη από την αίρεση, την διαδικασία πλύσης εγκεφάλου, τις μαγείες και τις γητείες, η Εκκλησία συνιστά το ίδιο αλεξιτήριο.
Η ύπαρξη εσωτερικής αποκαλυπτικής γνώσης, η οποία φωτίζει τον μυημένο και του ανοίγει την πύλη της σωτηρίας, είναι γνωστικό χαρακτηριστικό. Επιπροσθέτως, παρατηρούνται δύο χαρακτηριστικά δυαρχικών αιρέσεων. Ο λήπτης της αποκαλυμμένης γνώσης, μέσα από μια διαδικασία χειροθεσίας, «γεμίζει» από τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και καθαρίζεται από τις αμαρτίες του. Αυτά πρωτοπαρατηρήθηκαν στους Μεσσαλιανούς και θα επιβιώσουν αργότερα στον Προτεσταντισμό.
Ως προς τις τελετές των αιρετικών της Ορλεάνης, δεν υπάρχει κάτι καινούργιο. Είναι ακριβώς οι ίδιες τελετές που καταγράφηκαν στους Μανιχαίους και στους Βογομίλους. Σεξουαλικά όργια και δαιμονολατρία. Στην διάρκεια των τελετών εμφανίζονταν ο διάβολος, αρχικά ως νέγρος ή μικρό τέρας και στη συνέχεια μετασχηματίζονταν σε άγγελο φωτός. Οι περιγραφές θυμίζουν το Περί δαιμόνων του Ψελλού. Μόνο που το Περί δαιμόνων γράφηκε πολύ αργότερα.
Το viaticum, το φιαλίδιο με τις στάχτες των θυσιασμένων στον Μολώχ βρεφών, απότοκων των ανεξέλεγκτων οργιαστικών πράξεων, από το οποίο μεταλάμβανε ο νεοφώτιστος, είτε εν γνώσει του, είτε εν αγνοία του – λέγεται ότι ζυμώνονταν σε πίτες και προσφέρονταν στον υποψήφιο χωρίς να γνωρίζει περί τίνος πρόκειται -, ώστε να «δεθεί» στην εξουσία του σατανά, δεν είναι επίσης καινοτομία. Πρώτη φορά απαντάται στην ιστορία του Λυκοπέτρου[11]. Το είχε ετοιμάσει ένας μάγος για τον Λυκοπέτρο λίγο πριν αναχωρήσει για την Μεγάλη Αρμενία και το χρησιμοποιούσε ο εν λόγω αιρεσιάρχης για να σαγηνεύει τα θύματά του. Η ιστορία του Λυκοπέτρου ήταν κοινή των δυαρχικών (Μεσσαλιανών-Παυλικιανών-Βογομίλων) του Μεσαίωνα στην Ανατολή. Την διέσωσε ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός στην Πνευματική Πανοπλία του, αλλά το θέμα είναι ότι το έργο αυτό γράφηκε έναν αιώνα σχεδόν μετά.
Έτσι, λοιπόν, το αρνητικό επιχείρημα των αποδομητών περί κοινού λογοτεχνικού τόπου στις περιγραφές των τελετών των αιρετικών δεν ευσταθεί. Οι περιγραφές αναμφισβήτητα περιέχουν στοιχεία που συναντήθηκαν σε προηγούμενα αντιαιρετικά έργα, όπως αυτά του αγίου Επιφανίου και του αγίου Αυγουστίνου, αλλά περιέχουν και στοιχεία που θα εμφανιστούν στην γραμματεία της Ανατολής, πολύ αργότερα, ενώ στην Δύση επαναλαμβάνονται συνέχεια στις αναφορές και στα επίσημα δικαστικά έγγραφα των ιεροεξεταστών. Είναι λοιπόν, εύλογο, ότι πρόκειται για πραγματικά στοιχεία και όσα περιγράφονται συνέβαιναν στην πράξη, κατά την διάρκεια των σατανιστικών τελετών των αιρετικών, γι’ αυτό και αναφέρονται σε πλήθος πηγών, ανεξάρτητων μεταξύ τους, και με χρονική απόσταση.
Το δεύτερο που πρέπει να μείνει ως κρατούμενο, είναι ότι αν και δεν αναφέρεται η δυαρχία, αυτή δηλώνεται από την ονομασία «Μανιχαίοι» και επιβεβαιώνεται από τα χαρακτηριστικά της διδασκαλίας τους, εκ των οποίων κάποια είναι γενικά των γνωστικών αιρέσεων και κάποια ειδικά των δυαρχικών. Επίσης, οι τελετές τους ταιριάζουν με αυτές των δυαρχικών.
vii) Σημαντικό ερώτημα, ίσως το σημαντικότερο στην πρώτη αυτή αιρετική εκδήλωση του ΙΑ’ αι., είναι η προέλευση της αίρεσης. Το ερώτημα δεν προέρχεται από την πεποίθηση ότι οι αιρέσεις είχαν εκλείψει το προηγούμενο διάστημα. Αυτό αποδείχθηκε φενάκη. Προέρχεται από την πεποίθηση ότι δεν υπήρξαν εκδηλώσεις δυαρχικής αίρεσης. Δηλαδή, μετά την εξαφάνιση του Προσκιλλιανισμού από την καταγεγραμμένη ιστορία, μία μερίδα ιστορικών πίστεψε ότι η δυαρχία εξαφανίστηκε στη Δύση. Εύλογα, λοιπόν, γεννάται το ερώτημα, πως προέκυψε, από πού προήλθε η δυαρχική αυτή αίρεση. Το ερώτημα δεν θα εξεταστεί εδώ. Θα εξεταστεί στο επόμενο.
Εδώ θα σημειωθούν οι δύο απαντήσεις που δίδονται από τις πηγές. Η πρώτη προέρχεται από τον Raoul Glaber:
«Λέγεται ότι αυτή η παράφρονη αίρεση μεταφέρθηκε στη Γαλατία από μια γυναίκα από την Ιταλία, η οποία, ούσα δαιμονισμένη, παραπλανούσε όποιον μπορούσε, όχι μόνο απλούς ανθρώπους, αλλά και τους πιο μορφωμένους ανάμεσα στον κλήρο[12]».
Η δεύτερη απάντηση προέρχεται από τον κάλαμο του Adémar de Chabannes:
«Διότι είχαν απατηθεί από κάποιον αγρότη από το Périgord, που ισχυριζόταν ότι έκανε θαύματα και έφερε μαζί του τις στάχτες νεκρών παιδιών, με τις οποίες σύντομα έκανε Μανιχαίο κάθε έναν στον οποίο τις έδινε[13]».
Οι απαντήσεις αυτές εκπροσωπούν δύο διαφορετικές σχολές σκέψεις. Η μία θεωρεί την δυαρχία ξενόφερτη στην Δύση, συγκεκριμένα από την Ανατολή και στην Γαλατία μέσω της Ιταλίας. Η δεύτερη θεωρεί ότι υπήρχαν ιθαγενή δυαρχικά στοιχεία στη Δύση. Περισσότερα στον οικείο τόπο.
viii) Εντύπωση προκαλεί η αντίδραση του πλήθους. Ο κόσμος κατόρθωσε ν’ ανοίξει τις κλειστές πύλες του ναού, όπου γινόταν η σύνοδος και να εισβάλει με διάθεση να λυντσάρει τους αιρετικούς. Η αποφασιστική και τολμηρή αντίδραση της βασίλισσας έσωσε την κατάσταση. Αν ο λαός επιζητούσε το λυντσάρισμα των αιρετικών, εξοργισμένος, διότι τόσο καιρό εμπαίζονταν από την επίφαση της ευσέβειάς τους, ενώ πίσω από αυτήν κρύβονταν αρπακτικές διαθέσεις και παραπλανητικές μεθοδείες, τότε που βρίσκεται το λαϊκό έρεισμα αυτών των αιρέσεων, που τόσο προβάλλεται και διαφημίζεται από συγκεκριμένη ιστορική σχολή; Από την πλευρά των αιρετικών έχουμε συγκάλυψη των πραγματικών δεδομένων. Από την πλευρά του κόσμου έχουμε άγνοια της πραγματικής φύσης των αιρέσεων. H σχέση αίρεσης και λαού δεν είναι γνήσια, αλλά πλασματική. Όσοι παραπλανήθηκαν δεν γνώριζαν αλλά πίστευαν ότι πίσω από την φαινομενική ευσέβεια κρύβεται έντιμος βίος. Όταν ανακάλυπταν την αλήθεια είχαν ήδη πέσει θύματα της μαγικής επενέργειας και χαλιναγώγησης, του εγκλήματος δηλαδή που επέσυρε τότε την ποινή του δια πυρός θανάτου δια νόμου. Δεν υπάρχει λαϊκή βάση σε τέτοιου είδους αιρέσεις και κακώς ή παραπλανητικώς χρησιμοποιείται ο όρος «λαϊκές αιρέσεις». Πρόκειται για γνωστικές αιρέσεις μεσαιωνικού τύπου, όπου το μυθολογικό χαρακτηριστικό παίρνει στοιχεία από τον Χριστιανισμό και τα αλλοιώνει, ενώ τον πρώην ειδωλολατρικό χαρακτήρα των τελετών επέζησε η μαγεία. Αυτά εξηγήθηκαν στην εισαγωγή του κεφαλαίου Μεσαιωνικός γνωστικισμός.
Όλα τα παραπάνω επιβεβαιώνονται από την οργισμένη αντίδραση του λαού, όταν αποκαλύφθηκαν οι μεθοδείες των αιρετικών. Από την άλλη, η συμμέτοχή του κόσμου στην καταδίκη της αίρεσης, όπως αυτή εκδηλώθηκε, δείχνει ότι το χριστιανικό αισθητήριο ήταν σε λειτουργία, όχι μόνο για να ξεχωρίσει το ορθό δόγμα από την αίρεση, αλλά κυρίως για να υπερασπίσει την πίστη του από την νοθεία. Πρόκειται για υγιή αντίδραση, η οποία δεν έχει αμβλυνθεί από συγκρητισμούς, οικουμενισμούς και άλλα.
ix) Ως υπερασπιστής της πίστης ήθελε να φαίνεται ο βασιλιάς Ροβέρτος. Ήδη στο προηγούμενο χρονικό διάστημα είχε προκαλέσει προβλήματα στην Εκκλησία με τον τρίτο του γάμο με την βασίλισσα Κωνσταντία. Επίσης η αίρεση είχε φτάσει μέσα στην αυλή, καθώς ο Στέφανος ήταν ο εξομολόγος της βασίλισσας. Έπρεπε, λοιπόν, ο βασιλιάς να επιδείξει ακραιφνώς εκκλησιαστικό φρόνημα και κύρος για να μετριάσει τις εντυπώσεις.
Η βασίλισσα από την πλευρά της ναι μεν, με μια εντυπωσιακή κίνηση, όρθωσε ανάστημα μπροστά στο πλήθος και ανέκοψε την εισβολή στην εκκλησία, αλλά ταυτόχρονα μπορούσε να της χρεωθεί ότι προστάτευε τους αιρετικούς. Γι’ αυτό μόλις ασφάλισε τις πύλες, χτύπησε με το σκήπτρο της και έβγαλε το μάτι του Στέφανου. Ήταν κίνηση με διπλωματική σκοπιμότητα και όχι εκδήλωση πάθους.
Ο Βασιλιάς Ροβέρτος έπρεπε να κάνει κάτι αντίστοιχο. Ο μαγικός χαρακτήρας του προσηλυτισμού και των τελετών των αιρετικών, του έδωσε την ευκαιρία να επιβάλει την θανατική ποινή και μάλιστα τον δια πυράς θάνατο. Η απόφαση του Ροβέρτου είχε πολιτικό χαρακτήρα, αλλά και στερεή νομική βάση. Εδώ, όμως, φαίνεται και η διαφορά νοοτροπίας Ανατολής και Δύσης, όπως και η διαφορά ορθόδοξης και φράγκικης εκκλησίας. Γνωρίζουμε ότι από τους ιεράρχες της Φραγκίας ήταν παρόντες οι Οδόλριχος (1021-1035) της Ορλεάννης, ο Λεοδέριχος (999-1032) αρχιεπίσκοπος Sens, o Guarin (1022-1030), επίσκοπος Beauvais. Δεν καταγράφηκε αντίδραση εκκλησιαστικού παράγοντα στην θανατική καταδίκη, όπως συνέβη σε αντίστοιχες περιπτώσεις στο Βυζάντιο. Εκτός αυτού, η απόφαση του Ροβέρτου δημιούργησε το προηγούμενο για την επιβολή της ίδιας ποινής σε αντίστοιχες περιπτώσεις, ώστε τελικά καθιερώθηκε οι αιρετικοί να εκτελούνται, αρχικά από τις κοσμικές αρχές και στην συνέχεια από τις εκκλησιαστικές, όπως στην περίπτωση της ισπανικής Ιεράς Εξέτασης.
x) Όλη η ιστορία της αίρεσης στην Ορλεάνη θυμίζει την αντίστοιχη με τους Βογομίλους και τον Βασίλειο στην Κωνσταντινούπολη, στις ημέρες του Αλέξιου Α’ του Κομνηνού. Υπάρχει, βέβαια, μια χρονική διαφορά, αλλά η δράση της αίρεσης, το ξεσκέπασμα, η ανάκριση, η καταδίκη, η εκτέλεση, ακόμη και ο τρόπος με τον οποίο οι αιρετικοί αντιμετώπισαν την εκτέλεση της ποινής είναι πανομοιότυποι. Οι δύο διαφορές που μπορούν να εντοπιστούν είναι η επιεικέστερη στάση του Αλέξιου Κομνηνού απέναντι στους καταδικασμένους. Ο Αλέξιος εκτέλεσε μόνο τον αρχηγό της αίρεσης, Βασίλειο, ενώ ο Ροβέρτος τους εκτέλεσε όλους. Ο Αλέξιος κατέβαλε πολυήμερες και πολύμοχθες προσπάθειες με την συνδρομή των εκκλησιαστικών αρχών για την ποιμαντική αντιμετώπιση και την μεταστροφή των αιρετικών. Στην Ορλεάνη η ποινή εκτελέστηκε αμέσως και με ελάχιστα περιθώρια μετανοίας.
Αρχικά οι αιρετικοί προσήλθαν στον τόπο εκτέλεσης γελώντας, όπως και ο Βασίλειος. Πίστευαν ότι θα παραμείνουν ανέγγιχτοι από την πυρά, όπως και ο Βασίλειος, ο οποίος μάλιστα πίστευε ότι θα αναληφθεί. Λέγεται ότι όταν κατάλαβαν ότι απατήθηκαν από τον διάβολο και ότι ο Αρχιαπατεώνας δεν μπορούσε να τους προστατεύσει από τις φλόγες, έκραξαν μετανοημένοι για βοήθεια. Το πλήθος, με τετρωμένη την καρδιά από τις εκκλήσεις για βοήθεια, κινήθηκε προς απελευθέρωση των μετανοημένων, αλλά ήταν πλέον αργά. Οι φλόγες είχαν υψωθεί κι έτρωγαν τις σάρκες των δύσμοιρων πεπλανημένων, εμποδίζοντας την παροχή οποιασδήποτε βοήθειας.
xi) Μέσα από τις ομοιότητες των δυτικών με τα αντίστοιχα ανατολικά περιστατικά, μπορούμε να πούμε με ασφάλεια ότι την ίδια εποχή που ο Ευθύμιος της Μονής Περιβλέπτου ανακάλυπτε τους Βογομίλους στην Κωνσταντινούπολη, η Δύση ανακάλυπτε μια παρόμοια αίρεση ή ένα παρακλάδι του ίδιου αιρετικού κορμού, το οποίο μέχρι σήμερα αρνείται να ταυτοποιήσει για λόγους πουριτανικού στρουθοκαμηλισμού.
ε. Βιβλιογραφία.
- Ilarino da Milano, Le eresie popolari, Studi Gregoriani 2, 52-60.
- J.B. Russell, Dissent and Reform, University of California Press, pp. 27-35.
- Malcolm Lambert, Medieval Heresy, Oxford 32002, p.14-21.
- Arno Borst, Die Katharer, Stuttgart 1953, p. 74-76 κ.ε.
Αρράς 1025 μ.Χ.
α. Ιστορικό πλαίσιο.
Όταν ο επίσκοπος Arras-Cambrai, Γεράρδος Α’ (1013-1048), ανακάλυψε στην επαρχία του την δράση αιρετικών, συγκάλεσε σύνοδο στην Arras το 1025 μ.Χ., η οποία περιγράφεται στο παρακάτω απόσπασμα. Η επαρχίες Arras και Cambrai είχαν ενωθεί σε μια επισκοπή το 580 μ.Χ. και χωρίστηκαν το 1093. Ο Γεράρδος έστειλε αντίγραφο των πρακτικών σε κάποιο συνάδελφό του επίσκοπο, χωρίς να τον ονοματίζει. Αναφέρει μόνο το αρχικό του ονόματός του “R”.
Οι ιστορικοί έχουν κατά καιρούς προτείνει διάφορα πρόσωπα ως παραλήπτες της επιστολή του Γεράρδου. Ο J. M. Noirroux πιστεύει ότι πρόκειται για τον Ρογήρο Α’ (1018-1042) της Châlons-sur-Marne[14]. Ο Jeffrey Russell προτείνει τον Ρεγινάλδο (1024/5-1036) της Λιέγης και θεωρεί ότι οι αιρετικοί προήλθαν από εκείνη την περιοχή[15]. Ο λόγος της επιστολής του Γεράρδου είναι ότι κάποιοι από τους αιρετικούς είχαν θεωρηθεί ύποπτοι από τον “R”, είχαν ανακριθεί, αλλά δεν είχε προκύψει κάτι επιβαρυντικό, οπότε αφέθηκαν ελεύθεροι. Με την επιστολή του ο Γεράρδος ενημερώνει ότι επρόκειτο πράγματι για αιρετικούς.
β. Πηγές.
Τα χειρόγραφα των πρακτικών και της επιστολής δεν σώζονται σήμερα. Εκδόθηκαν πρώτη φορά από τον Luc D’ Achery το 1677[16]. Έκτοτε το έργο αυτό αποτελεί και την μοναδική πηγή. Λατινικό κείμενο στο Acta synodi Atrebatensi a Gerardo Cameracensi et Atrebatensi episcopo celebrate anno 1025, ed. Paul Fredericq, Corpus documentorum inquisitionis haereticae pravitatis Neerlandicae, Ghent 1899, vol. 1 pp. 2-5 & PL 142.1271-1312. Αγγλική μετάφραση W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, pp. 82-85. Επίσης στο R. I. Moore, Birth of Popular Heresy, Medieval Academy of America 1995 (1st ed. 1975), pp. 15-19. O R. I. Moore εξαιρεί από την μετάφραση τα χωρία, τα οποία ασχολούνται με την αναίρεση των λαθών των αιρετικών (στήλες 1269-72 & 1311-12 από PL).
γ. Κείμενα.
Η ΣΥΝΟΔΟΣ
«Το έτος του Κυρίου ημών 1025, της ογδόης Ινδικτιώνος, ενώ ο Γεράρδος ήταν προκαθήμενος της εκκλησίας της Cambrai και της πόλεως Arras, συνέβη μετά τον εορτασμό των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων, κατά το έθιμο που ακολουθούνταν κάθε χρόνο, αυτός να παρακάθηται στην έδρα της Arras. Εκεί, ενώ τελούσε εκκλησιαστικές ακολουθίες κατά το εορτολόγιο, ενημερώθηκε ότι κάποιοι άνθρωποι είχαν φτάσει στην περιοχή από την Ιταλία. Αυτοί οι άνθρωποι εισήγαγαν καινά αιρετικά δόγματα, με τα οποία προσπαθούσαν να ανατρέψουν διδασκαλίες εδραιωμένες στην ευαγγελική και αποστολική αυθεντία˙ διετύπωναν κάποιον τρόπο δικαίωσης και ισχυρίζονταν ότι ο άνθρωπος σώζεται μόνο με αυτόν και δεν υπήρχε άλλο μυστήριο στην εκκλησία με το οποίο θα μπορούσε να σωθεί.
Ακούγοντας αυτά ο επίσκοπος διέταξε να αναζητηθούν οι άνθρωποι και να παρουσιαστούν μπροστά του, όταν βρεθούν. Αυτοί ετοιμάστηκαν στα κρυφά για αναχώρηση μόλις άκουσαν τον λόγο της έρευνας, αλλά το σχέδιό τους ματαιώθηκε από τους μάγιστρους και σύρθηκαν μπροστά στον επίσκοπο. Επειδή τότε ήταν απασχολημένος και τελείωνε άλλα θέματα, προς στιγμή έκανε μερικές ερωτήσεις σχετικά με την πίστη τους, αντιλαμβανόμενος ότι βρίσκονταν παγιδευμένοι κάποιων λαθών εσφαλμένου δόγματος, διέταξε να κρατηθούν με φύλαξη μέχρι την τρίτη ημέρα. Και για την επομένη διέταξε νηστεία στους κληρικούς και μοναχούς με την ελπίδα η Θεία Χάρις να παράσχει στους κρατούμενους μετάνοια και κατανόηση της καθολικής πίστης.
Ύστερα, την τρίτη μέρα, η οποία έπεφτε Κυριακή, ο επίσκοπος φορώντας την αρχιερατική στολή του, μαζί με τους αρχιδιακόνους που φορούσαν σταυρούς και τα Ευαγγέλια και περιτριγυρισμένος από το πλήθος κλήρου και λαού, προχώρησε στον ναό της Παναγίας, για να κάνει σύνοδο. Μετά το Αντίφωνο Αναστήτω ο Θεός, ολοκλήρωσαν τον ψαλμό[17]. Τότε ο επίσκοπος παρακάθησε στο εκκλησιαστικό συμβούλιο μαζί με τους ηγουμένους, τους μοναχούς, τους αρχιδιακόνους και άλλους και από τις δυο πλευρές, ανάλογα του βαθμού τους και οι άνθρωποι μεταφερθήκαν από τον χώρο αναμονής και στάθηκαν ενώπιον του.
Για να ξεκινήσει η συζήτηση, ο επίσκοπος έκανε ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά μ’ αυτούς˙ μετά στράφηκε προς αυτούς και ρώτησε, “Ποια είναι η διδασκαλία σας, ο νόμος, ποια θρησκευτικά έθιμα τηρείται και ποιος ο εισηγητής του δόγματός σας;” Απάντησαν ότι ήταν ακόλουθοι κάποιου Gundulf, ενός Ιταλού, από τον οποίο είχαν διδαχθεί τις διδασκαλίες του Ευαγγελίου και των αποστόλων΄ δεν δέχονταν γραφή διαφορετική αλλά εμμέναν με λόγο και με πράξη.
Είχε πέσει στην προσοχή του επισκόπου ότι αποστρέφονταν εντελώς το μυστήριο του βαπτίσματος, απέρριπταν το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, αρνούνταν ότι η μετάνοια είχε κάποια αξία γι’ αυτούς που είχαν πέσει σε κάποιο αμάρτημα μετά το βάπτισμα, δεν λογάριαζαν την Εκκλησία, απέφευγαν τον νόμιμο γάμο, δεν αναγνώριζαν κανένα χάρισμα άφεσης αμαρτιών στους εξομολόγους, και νόμιζαν ότι μόνο οι απόστολοι και οι μάρτυρες πρέπει να τιμώνται.
Ο επίσκοπος τους ρώτησε σχετικά με τις πεποιθήσεις τους. “Πως”, ρώτησε, “είναι δυνατόν η πίστη σας στην ευαγγελική και αποστολική διδασκαλία να συμφωνεί με τις αντίθετες δικές σας; Διότι το κείμενο του Ευαγγελίου λέει ότι όταν ο Νικόδημος, προεστός των Ιουδαίων, ομολόγησε ότι μέσω σημείων και τεράτων πίστεψε ότι ο Χριστός προέρχονταν από τον Θεό, ο Κύριος αμέσως αποκρίθηκε ότι κανείς δεν μπορεί να εισέλθει στην Βασιλεία των Ουρανών από το χάρισμα της ομολογίας μόνο ‘εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος[18]’. Και πραγματικά, πρέπει είτε ν’ αποδεχθείτε πλήρως το μυστήριο της αναγεννήσεως[19], είτε ν’ αρνηθείτε τα λόγια του Ευαγγελίου εφόσον είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο Ιησούς είπε αυτά τα λόγια”.
Σε αυτές τις παρατηρήσεις απάντησαν ως ακολούθως: “Οποιοσδήποτε επιλέγει να εξετάσει με προσοχή τον νόμο και το δόγμα μας, το οποίο μάθαμε από τους διδασκάλους μας, βλέπει ότι δεν είναι αντίθετο ούτε με τις ευαγγελικές αρχές ούτε με την αποστολική αυθεντία. Διότι είναι τέτοιου είδους: να εγκαταλείπουμε τον κόσμο, να απέχει η σάρκα μας από σαρκικές επιθυμίες, να κερδίζουμε το ψωμί μας με την εργασία των χεριών μας, να μην ευχόμαστε κακό σε κανένα, να επιδεικνύουμε αγάπη και καλοσύνη σε όλους όσοι έλκονται από τον τρόπο ζωής μας. Γι’ αυτό αν αυτός ο τρόπος δικαίωσης (στο κείμενο Justitia) ακολουθείται, δεν υπάρχει ανάγκη βαπτίσματος, αν παραβιάζεται το βάπτισμα δεν ωφελεί την σωτηρία. Αυτός είναι όλος ο τρόπος της δικαίωσής μας στον οποίο η πρακτική του βαπτίσματος δεν μπορεί να προσθέσει τίποτα, διότι μέσα στα όριά του (σσ. του τρόπου δικαίωσης των αιρετικών) περικλείει κάθε ευαγγελική και αποστολική διδαχή. Ακόμη περισσότερο, αν κάποιος λέει ότι κάθε μυστήριο ενυπάρχει στο βάπτισμα, αντικρούεται από τρεις λόγους, πρώτον, διότι από την ανήθικη ζωή των λειτουργών δεν μπορεί να προσφέρει σωστική κάθαρση σε αυτούς που βαπτίζονται˙ δεύτερον, όσες αμαρτίες εξαγνίζονται στην κολυμβήθρα επαναλαμβάνονται αργότερα στην ζωή˙ τρίτον, διότι η θέληση άλλου, η πίστη άλλου, η ομολογία άλλου, είναι φανερό ότι δεν επηρεάζει το παιδί που δεν έχει επιθυμία η θέληση να συνεργαστεί, που αγνοεί την πίστη, είναι απρόσεκτο ως προς την ασφάλεια και το όφελος, και μέσα στο οποίο δεν υπάρχει καμιά έκκληση για αναγέννηση, καμιά ομολογία πίστεως”.
[Στο σημείο αυτό το κείμενο δεν δίνεται από καμιά πηγή εκτός ίσως από την έκδοση του 1677. Ο εκδότης του λατινικού κειμένου Paul Fredericq, παραθέτει μόνο μια περίληψη των όσων καταγράφονται στο αυθεντικό κείμενο, οπότε και όλοι η μεταφραστές ακολουθούν αυτή την τακτική. Η περίληψη με πλάγια γραφή για να ξεχωρίζει από το κείμενο]
«Στο σημείο αυτό, το αρχείο δίνει τον διάλογο του επισκόπου για διάφορα θέματα. Ίσως οι πλάνες για τις οποίες μιλά να είχαν ανακαλυφθεί από προηγούμενη ανάκριση. Υπάρχει διάσταση μεταξύ αυτών που είχαν παραδεχθεί οι κατηγορούμενοι μέχρι τότε και της ευρύτερης γκάμας θεμάτων, τα οποία θίγει ο επίσκοπος, όπως επίσης μεταξύ του περιεχομένου της συζήτησης και της συνεπακόλουθης αποκήρυξης από την ομάδα. Ο επίσκοπος αναφέρθηκε σε: (1) άρνηση του βαπτίσματος με ύδωρ, αλλά χρήση εθίμου κατά το οποίο έπλεναν ο ένας τα πόδια του άλλου, (2) απόρριψη της Θείας Ευχαριστίας, (3) άρνηση ότι η εκκλησία είναι οίκος του Θεού, (4) απόρριψη του θυσιαστηρίου και της χρήσης θυμιάματος, (5) ένσταση για τις κωδωνοκρουσίες (signis, στο αγγλικό καμπάνες) στις εκκλησίες, (6) περιφρόνηση της ιεροσύνης, (7) κατάκριση της ταφής σε ιερό έδαφος επειδή οι ιερείς επέμεναν σ’ αυτό για δικό τους όφελος, (8) άρνηση της αποτελεσματικότητας της μετάνοιας, (9) αντίθεση στα μνημόσυνα, (10) αντίθεση στο γάμο, (11) μη εύρεση εγκυρότητας στην εξομολόγηση, (12) ένσταση για τις ψαλμωδίες στις εκκλησιαστικές ακολουθίες, (13) γιουχάισμα για την προσκύνηση του Τιμίου Σταυρού, (14) απέχθεια για τις εικόνες του Χριστού και των αγίων ως δημιουργημάτων ανθρώπινων χειρών, (15) αντίδραση κατά της ιεραρχίας, (16) λάθος αντίληψη για την δικαίωση. Σε όλα αυτά ο επίσκοπος κατέγραψε την αναίρεσή του.
Η ημέρα έκλινε προς την δύση της και ο επίσκοπος είπε σε αυτούς που ήρθαν να παρακολουθήσουν τα τεκταινόμενα: “Υπάρχουν και άλλα, αδερφοί μου, τα οποία πρέπει να πω για να σας ενδυναμώσω στην πίστη, αλλά για να μην σας κουράσω με ατέλειωτα λόγια ας είναι αυτά αρκετά. Κρατήστε την πίστη σας ακλόνητη, και να θυμάστε τα λόγια του αποστόλου Παύλου˙ «ἐν ὑστέροις χρόνοις ἀποστήσονται τινες τῆς πίστεως, προσέχοντες πνεύμασι πλάνοις καί διδασκαλίες δαιμονίων, ἐν ὑποκρίσει ψευδολόγων, κεκαυτηριασμένων τήν ἰδίαν συνείδησιν, κωλυώντων γαμεῖν, απέχεσθαι βρωμάτων ἅ ὁ Θεός ἔκτισεν εἰς μετάληψιν μετά εὐχαριστίας τοῖς πιστοῖς καί ἐπεγνωκόσι την ἀλήθειαν[20]».
Όταν ο επίσκοπος τελείωσε τον λόγο του, αυτοί που λίγο πριν έδειχναν να είναι ανίκητοι στα επιχειρήματα και αδύνατο να εμποδιστούν από τις μεθόδους του λόγου, τώρα έστεκαν άναυδοι από την βαρύτητα της ομιλίας του επισκόπου και την εκδήλωση της δύναμης του Θεού και ωσάν να μην είχαν μάθει ποτέ κανένα επιχείρημα που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για αντιλογία. Σιωπηλοί, μόνη τους απόκριση σε όλα τα σημεία ήταν η ομολογία ότι η σωτηρία των Χριστιανών τώρα τους φαίνονταν να συνίσταται στην εξήγηση που τους είχε μόλις δώσει ο επίσκοπος. Τότε ο επίσκοπος έγινε ιλαρός απέναντί τους: “Αν πιστεύετε ότι αυτά έτσι είναι, παραμερίστε την κακοπιστία τόσων κακοδοξιών και μαζί μας καταδικάστε και αναθεματίστε αυτή την αίρεση, μαζί με τους αιρεσιάρχες εκτός και αν συνέλθουν”.
Τότε ο επίσκοπος και όσοι βρίσκονταν εκεί – ηγούμενοι, αρχιδιάκονοι και όλος ο κλήρος – με την συναίνεση του πλήθους ξεκίνησαν να λένε αυτά: “Αυτή οι αίρεση και όσοι την υποστηρίζουν, η οποία σήμερα ανακαλύφθηκε ότι δολοπλοκεί ενάντια στην αγία και καθολική Εκκλησία – για να γίνει γνωστό, ότι υποστηρίζει ότι το βάπτισμα δεν συνεισφέρει στον καθαρισμό του στίγματος του προπατορικού αμαρτήματος, ή των αμαρτιών που διαπράχθηκαν˙ ότι οι αμαρτίες δεν συγχωρούνται με την μετάνοια˙ ότι η αγία Εκκλησία του Θεού, το πιο ιερό θυσιαστήριο, και το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας δεν είναι τίποτα παραπάνω από ό,τι τα σαρκικά μάτια αντιλαμβάνονται, και το απορρίπτει˙ που αποφεύγει τον νόμιμο γάμο – όλα αυτά εμείς τα καταδικάζουμε και τα αναθεματίζουμε μαζί με όλους όσοι τα υποστηρίζουν”.
Ομολογούμε σύμφωνα με την πίστη των Ευαγγελίων και την παράδοση των Αποστόλων ότι δεν υπάρχει σωτηρία παρά μόνο με το ύδωρ της αναγεννήσεως˙ όπως είπε ο Κύριος, ἐάν μή τις γεννηθῇ ἄνωθεν, οὐ δύναται ἰδεῖν τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ[21]. Ομολογούμε ότι οι αμαρτίες τις οποίες διαπράττουν οι άνθρωποι μετά το βάπτισμα με εντολή του διαβόλου και σύμφωνα με τα δικά τους θελήματα, όχι μόνο μετριάζονται με την μετάνοια, αλλά μπορεί να τους χορηγηθεί θεία χάρις, όπως βλέπουμε από στον εξαγνισμό της Μαρίας Μαγδαληνής, στην δικαίωση του Ζακχαίου, την αποκατάσταση του Πέτρου μετά την προδοσία του, και την αποδοχή του ληστή στον παράδεισο.
Πιστεύουμε ότι η αγία Εκκλησία είναι η κοινή μητέρα όλων των πιστών, και κανείς δεν μπορεί να γίνει μέλος της στον ουρανό, αν δεν ανήκει σ’ αυτήν πρώτα στη γη. Ομολογούμε ότι το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας είναι η προσφορά της λύτρωσής μας, για την οποία ο Κύριος είπε, «ἐάν μή φάγητε την σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί πίητε αὐτοῦ τό αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωήν ἐν ἑαυτοῖς, και, ἡ γάρ σάρξ μου ἀληθῶς ἐστι βρῶσις, καί τό αἷμα μου ἀληθῶς ἐστι πόσις[22]». Για την σάρκα και το αίμα του είπε επίσης, «Λάβετε φάγετε, τοῦτο ἐστί τό σῶμα μου, και, πίετε εξ αὐτοῦ πάντες΄ τοῦτο γάρ ἐστί τό αἷμα μου[23]». Αναγνωρίζουμε ανενδοίαστα ότι αυτός [ο άρτος] είναι το σώμα Του, που γεννήθηκε από Παρθένο, υπέφερε στο Σταυρό, αναστήθηκε από τον τάφο, αναλήφθηκε στους ουρανούς, και κάθεται στην Δόξα της μεγαλειότητας του Πατρός. Όποιος δεν πιστεύει αυτά, την γέννηση, το πάθος και την ταφή του Χριστού, δεν θα μοιραστεί με τον Χριστό την ευλογία της αναστάσεως. Αυτό το μυστήριο δεν τελείται παρά μόνο όπως ο Θεός διέταξε μέσω του Μωυσή, στο άγιο θυσιαστήριο. Ο Κύριος και οι μαθητές του και ο απόστολος των εθνών έδωσαν άδεια στους ανθρώπους να παντρεύονται και διέταξαν να τελείται σε όσους επιτρέπεται. Όποιος δεν εγκρίνει αυτό τον καθολικό κανόνα δεν μπορεί να έχει θέση ανάμεσα στους πιστούς.
Εφόσον αυτοί, οι οποίοι πριν λίγο ήταν πιασμένοι στα δίκτυα της αιρετικής απιστίας, δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι ειπώθηκε στα Λατινικά, άκουσαν μέσω ενός μεταφραστή στην καθομιλουμένη την απόφαση αφορισμού και έκαναν ομολογία της αγίας πίστης, μετά από την οποία, με παρόμοιο όρκο, ομολόγησαν ανοιχτά ότι αποκηρύσσουν ό,τι καταδικάστηκε και αποδέχονται ό,τι αποδέχονται και οι πιστοί. Ύστερα, για να επιβεβαιώσουν την ομολογία της πίστεως, καθένας από αυτούς έκανε ένα συγκεκριμένο σημάδι σε σχήμα σταυρού, σε αυτή την μορφή Ì, ώστε αν τηρούσαν την πίστη το σημάδι αυτό να παρουσιαστεί στην Τελική Κρίση για την σωτηρία τους, αλλά αν την καταπατήσουν, να προσκομιστεί για [να μαρτυρήσει] την σύγχυσή τους.
Κι έτσι, όλοι ενωμένοι, αποδίδοντας ευχαριστία στο Θεό και μετά που τους δόθηκε η ευλογία του επισκόπου, επέστρεψαν χαρούμενοι στα σπίτια τους.»
Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ
«Ακόμη και όταν ανακαλώ την θαυμαστή σας ευφυΐα και διορατικότητα, εξακολουθεί να με εκπλήσσει το ότι κακοί άνθρωποι, μαγεμένοι από πνεύμα πλάνης, απεργάστηκαν την διασπορά της τρέλας του δαιμονικού δόγματος, αλλά θαυμάζω ακόμη περισσότερο το γεγονός, ότι κατάφεραν να προσποιηθούν αποτελεσματικά για να σας εξαπατήσουν όταν τους εξετάσατε. Διότι, όπως γνωρίζετε, έχω αναφέρει στην αγιότητά σας ότι αυτοί οι άνθρωποι ζούσαν στις επαρχίες σας, και την στήριξα [την αναφορά] με ικανοποιητικά στοιχεία. Όταν προσποιήθηκαν την ευσεβίστικη εμφάνιση επειδή φοβήθηκαν ότι θα τιμωρηθούν, τους αφήσατε να φύγουν, χωρίς να τους καταδικάσετε και χωρίς να τους τιμωρήσετε. Είναι φανερό ότι αυτό θα κάνει τα πράγματα ευκολότερα γι’ αυτούς, το να πείθουν απλούς ανθρώπους, διότι αν έχουν ερευνηθεί κανονικά και δεν βρέθηκε κανένας λόγος για να τιμωρηθούν, τότε δεν φαίνεται να υπάρχει λόγος για να μην εισακούγονται. Οπωσδήποτε, οι άνθρωποι που εστάλησαν στην περιοχή σας ως ιεραπόστολοι προέβαλαν ισχυρή αντίσταση και προσποιήθηκαν με επιμονή όταν πιάστηκαν. Δεν ήταν δυνατό να αναγκαστούν να ομολογήσουν με καμιά πειθώ εκτός και αν μερικοί από αυτούς που είχαν εμποτιστεί με την κακία της αίρεσης παίρνονταν και εξηγούσαν μερικώς τις διδασκαλίες τους σε μας. Μετά από αυτό, αυτοί που ψευδώς ισχυρίζονταν ότι ακολουθούν την διδασκαλία των Αποστόλων και του Ευαγγελίου, είπαν ότι το μυστήριο του Βαπτίσματος και της Θείας Ευχαριστίας δεν ήταν τίποτα, κι έπρεπε ν’ αποφεύγονται, εκτός και αν μετέχονταν χάριν απάτης˙ ότι η μετάνοια δεν μας βοηθά στη σωτηρία΄ ότι οι παντρεμένοι άνθρωποι δεν θα ανέβουν στον ουρανό, και άλλα τα οποία περιέχονται στη φυλλάδα. Σας την στέλνω ώστε να μην ακούτε την κίβδηλη θρησκεία τους και τα ψεύτικα λόγια τους».
δ. Παρατηρήσεις.
i) Αν γίνει αποδεκτή η πληροφορία ότι η αίρεση έφτασε στην Arras από την Ιταλία, τότε η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι ο αποδέκτης της επιστολής του Γεράρδου ήταν ο Ρογήρος Α’ (1018-1042) της Châlons-sur-Marne. Η Châlons βρίσκεται πάνω στην διαδρομή από την Ιταλία προς την Arras, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, η Λιέγη βρίσκεται δυτικότερα. Αυτή είναι η απλούστερη υπόθεση, χωρίς ωστόσο οι ενδείξεις να είναι τέτοιες ώστε να θέτουν εκτός συζήτηση την δεύτερη επιλογή.
ii) Σύμφωνα με μια άποψη οι αιρετικοί υπέστησαν βασανιστήρια κατά την διάρκεια της κράτησής τους. Η άποψη αυτή στηρίζεται στην φράση του Γεράρδου “adeo nullis suppliciis possent cogi ad confessionem[24]”, δηλ. ο Γεράρδος αναγνώριζε ότι ήταν αδύνατο οι αιρετικοί να ομολογήσουν χωρίς “πειθώ”, κατά τι μεταφράσεις. Η λέξη κλειδί είναι η supplicium. Στα νομικά λεξικά έχει την έννοια της σωματικής τιμωρίας, ακόμη και της θανατικής ποινής[25]. Αλλά η προέλευση του όρου αλλάζει την έννοια ακριβώς στο αντίθετο. Δηλαδή, την εποχή στην οποία αναφερόμαστε, ο κατάδικος μεταφέρονταν στον τόπο εκτέλεσης τη ποινής, σωματικής ή θανατικής, κι εκεί προσφέρονταν supplicia για να αμνηστευθεί, δηλ. ικεσίες. Μ’ αυτή την έννοια, της ικεσίας, έχει επιζήσει σήμερα στις λατινογενείς γλώσσες. Την έννοια της ποινής, των βασανιστηρίων, την απέκτησε εκ των υστέρων, ως νομικός όρος. Άρα είναι πιθανό στην επιστολή του Γεράρδου να μην σημαίνει τα βασανιστήρια. Το θέμα, λοιπόν, είναι ότι η άποψη περί βασανισμού των αιρετικών δεν στηρίζεται σε ακλόνητα στοιχεία αλλά σε υπόθεση.
iii) Φαινομενικά, υπάρχουν τρεις διαφορετικές εκδοχές στις πεποιθήσεις των αιρετικών. Πριν ξεκινήσει κάποιος την εξέταση της πίστης τους πρέπει να κατανοήσει τον λόγο της ασυμφωνίας. Πρώτη εκδοχή είναι αυτή, την οποία ομολογούν οι ίδιοι. Δεύτερη εκδοχή, αυτή που προκύπτει από την αναίρεση του επισκόπου. Η τρίτη προκύπτει από τα αναθέματα. Κάποια άποψη θέλει το περιστατικό να είναι φανταστικό και το όλο κείμενο ν’ αποτελεί πολεμικό έργο, βασισμένο σε παλαιότερα αντιαιρετικά κείμενα, όπως αυτά του αγ. Αυγουστίνου. Η άποψη αυτή δεν γίνεται δεκτή από την πλειοψηφία των ιστορικών. Η ύπαρξη της επιστολής επιβεβαιώνει την αυθεντικότητα του κείμενο και καθορίζει τον χαρακτήρα του. Πρόκειται για δικαστικό έγγραφο, στο οποίο καταγράφονται τα περιστατικά της δίκης των αιρετικών. Οι διάλογοι είναι αυθεντικοί, με μόνη, ίσως, επέμβαση στην ομιλία του Γεράρδου. Η ομιλία δεν περιλαμβάνεται στις μεταφράσεις, διότι καταλαμβάνει μια έκταση 20,000 περίπου λέξεων[26]. Στην ομιλία είναι πιθανό να έχει γίνει μια επεξεργασία εκ των υστέρων, αν και η αναφορά ότι τελείωσε να μιλά ο Γεράρδος κατά την δύση του ήλιου, δείχνει ότι εκφωνήθηκε επίσης, αν όχι η ίδια, πάντως μια εκτενής αγόρευση.
Με δεδομένη την ακρίβεια του κειμένου, κάποια άποψη θέλει τον επίσκοπο να σφάλει. Υποστηρίζεται, δηλαδή, ότι ο Γεράρδος δεν έδωσε σημασία στις ομολογίες των ίδιων των αιρετικών, αλλά τους απέδωσε πεποιθήσεις των Μανιχαίων, διότι αυτές γνώριζε και υπέθεσε αυθαίρετα ότι πρόκειται για Μανιχαίους. Η άποψη αυτή δείχνει να αγνοεί το γεγονός, ότι οι κατηγορούμενοι είχαν συλληφθεί αρκετές μέρες νωρίτερα, είχαν οδηγηθεί και προηγουμένως ενώπιον του επισκόπου, είχαν ανακριθεί από τον ίδιο, είχαν τεθεί υπό κράτηση για τρεις μέρες, είχαν ανακριθεί επίσης στο κρατητήριο, είτε με βασανιστήρια, είτε χωρίς, οπότε όταν προσήλθαν ενώπιον της συνόδου είχε ήδη σχηματισθεί η δικογραφία, για να μιλήσουμε με σημερινούς όρους. Είναι απίθανο να μην γνώριζε ο επίσκοπος τις πεποιθήσεις τους.
Το κλειδί για την κατανόηση της ασυμφωνίας βρίσκεται στην επιστολή του Γεράρδου προς τον “R”. Εκεί εμμέσως πλην σαφώς τον μέμφεται διότι, αν και οξυδερκής, άφησε τον εαυτό του να πεισθεί από τα ψέματα και τις υποκρισίες των αιρετικών, οπότε δεν ερεύνησε το θέμα σε βάθος. Οι αιρετικοί δεν ομολογούσαν εύκολα τα δόγματά τους αλλά προσπαθούσαν να συγκαλυφθούν και να εμφανίζονται ως Χριστιανοί, πιστά μέλη της Εκκλησίας. Οπότε, η ομολογία τους ενώπιον της συνόδου, δεν αντιστοιχούσε στην πραγματικότητα, επιχείρησαν να ξεγελάσουν και την σύνοδο, πράγμα που δεν επέτρεψε ο Γεράρδος, γι’ αυτό και διέκοψε την απολογία τους. Έτσι, αιτιολογείται η ασυμφωνία μεταξύ των όσων παρουσίασαν οι αιρετικοί ως πεποιθήσεις τους και των όσων αναιρούνται στην ομιλία.
Η ομολογία πίστεως, την οποία υπέγραψαν στο τέλος θα μπορούσε να είναι μια έτοιμη φόρμουλα αναθεμάτων. Παρόμοιες φόρμουλες έχουμε συναντήσει να εκδίδονται από συνόδους στην Ανατολή, όταν μελετήθηκαν τα εκεί γνωστικά κινήματα.
iv) Οι αποδομητές ιστορικοί και κυρίως οι Προτεστάντες, ενώ έχουν την απαξίωση των πηγών ως προσφιλή μεθοδολογία, εν τούτοις στην περίπτωση των αιρετικών του Arras, αφήνονται να πεισθούν από τα όσα οι ίδιοι οι αιρετικοί ομολογούν, πέφτοντας στην ίδια παγίδα με τον “R”. Έτσι, ακούγεται η άποψη ότι δεν επρόκειτο για «Μανιχαίους», για δυαρχικούς γνωστικούς, αλλά για απλούς και αγράμματους ανθρώπους, οι οποίοι έπεσαν θύματα της κακοβουλίας του επισκόπου. Πολλή αφελής άποψη, σχεδόν ρομαντική. Ας δούμε το γιατί ο Γεράρδος δεν τους άφησε να συνεχίσουν την απολογία τους.
Ο επίσκοπος για να δώσει το έναυσμα στους κατηγορούμενους, να εκθέσουν τις απόψεις τους, τούς έκανε την πολύ απλή ερώτηση:
«Πως είναι δυνατόν να λέτε ότι ακολουθείτε αποστολικές και ευαγγελικές διδασκαλίες, απορρίπτοντας την αξία του βαπτίσματος, όταν ο ίδιος ο Κύριος λέει στον Νικόδημο, ότι αν κάποιος δεν αναγεννηθεί με αυτό δεν μπορεί να μπει στην Βασιλεία των Ουρανών, μόνο με την ομολογία πίστεως».
Και οι αιρετικοί απαντάνε ότι οι αρχές τους είναι αποστολικές και ευαγγελικές, διότι αποτάσσονται τον κόσμο, απέχουν από τις σαρκικές επιθυμίες, κερδίζουν το ψωμί τους με την εργασία των χειρών τους, δεν εύχονται κακό σε κανέναν, αγαπάνε τους ομοίους τους. Και στην συνέχεια μιλάν για τον νηπιοβαπτισμό. Γενικολογίες, αοριστολογίες και προπάντων υπεκφυγές. Καμιά σχέση μεταξύ ερώτησης και απάντησης. Ούτε η απόρριψη του νηπιοβαπτισμού, η οποία έτσι κι αλλιώς είναι αίρεση, μπορεί να οδηγήσει αναγκαστικά σε γενική απόρριψη του βαπτίσματος και των μυστηρίων.
Οι αιρετικοί απέφυγαν ν’ απαντήσουν. Επειδή ήταν «απλοί και αγράμματοι» άνθρωποι, είχαν δασκαλευτεί σε μια στερεότυπη απάντηση, την οποία απήγγειλαν από στήθους, για να κατασιγάζουν τις υποψίες. Στην πραγματικότητα, δεν προχώρησαν σε ομολογία των δογμάτων τους ενώπιον της συνόδου, αλλά προσπάθησαν να ξεγελάσουν τους παρισταμένους, όπως είχαν πράξει και με τον “R”. Αλλά ο Γεράρδος ήταν υποψιασμένος και ενήμερος για τις μεθόδους τους και δεν τους άφησε να συνεχίσουν, όταν είδε ότι δεν είχαν γνήσιες και τίμιες διαθέσεις έναντι του επισκοπικού δικαστηρίου.
Το ερώτημα είναι, αν από την μικρή αυτή και συγκεκαλυμμένη απολογία μπορεί να προκύψει δυαρχική φύση πεποιθήσεων. Η απάντηση είναι καταφατική. Οι αιρετικοί δεν ήταν μοναχοί. Ήταν κοσμικοί άνθρωποι, οπότε η εμφανιζόμενη αποταγή του κόσμου δεν είναι εκκλησιαστικής φύσεως, αλλά μανιχαϊκής, διότι οι Μανιχαίοι δέχονταν τον κόσμο ως δημιούργημα του διαβόλου και κακό εκ φύσεως. Εάν δεν ήταν αιρετικοί δεν θα μιλούσαν περί αποταγής του κόσμου, αλλά του κοσμικού φρονήματος. Δεύτερον, όταν μιλούν περί αποχής των σαρκικών επιθυμιών, μέσα στην γενικόλογη αυτή έκφραση περιλαμβάνουν και την απόρριψη του νόμιμου γάμου. Και τα δύο είναι στοιχεία μανιχαϊκά. Τα υπόλοιπα, περί της εργασίας των χειρών και περί του ότι δεν εύχονται κακό σε κανέναν, είναι δηλώσεις νομιμοφροσύνης όχι στον εκκλησιαστικό αλλά τον κοσμικό νόμο. Ειδικά, η φράση για το ότι δεν εύχονται κακό σε κανέναν ήταν για να διασκεδάσουν υποψίες περί μαγείας. Μια τέτοια καταδίκη θα επέσυρε την θανατική ποινή, όπως είχε συμβεί λίγα χρόνια πριν στην Ορλεάνη. Η φράση περί αγάπης προς τους ομοίους τους είναι εκτός του χριστιανικού πνεύματος και δείχνει τον σεκταριστικό χαρακτήρα των πεποιθήσεών τους.
Οι απόψεις τους περί του νηπιοβαπτισμού μπορεί να πείθουν τους Προτεστάντες για την ορθότητα τους, αλλά εκκλησιαστικά οι κατηγορούμενοι στην Arras ήταν πράγματι αιρετικοί και μάλιστα η αίρεσή τους ήταν πράγματι μανιχαϊκή. Αν συνυπολογιστεί και το θέμα της δικαίωσης (Justitia) μέσω της ομολογίας πίστεως, βασική αρχή καθώς φαίνεται, διά της οποίας υποχρεούνταν να απορρίψουν τον νηπιοβαπτισμό, διότι το νήπιο δεν μπορούσε να κάνει ομολογία, τότε μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται για προδρομική προτεσταντική αίρεση, ένα ενδιάμεσο στάδιο από τον Μανιχαϊσμό στον Προτεσταντισμό.
v) Πρόβλημα δημιουργεί στους ιστορικούς η έννοια της «δικαίωσης» (Justitia), την οποία επικαλούνται οι αιρετικοί. Αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι στην Δύση έχουν συνδέσει έννοια αυτή με την δικαίωση εξ έργων, που είναι παπική κακοδοξία. Αλλά οι αιρετικοί του Arras δεν την χρησιμοποιούν με αυτό τον τρόπο. Παρότι, έπεται των όσων λένε περί αποταγής του κόσμου, αποχής από τις σαρκικές επιθυμίες κτλ, οπότε θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος ότι ομιλούν πράγματι για δικαίωση εξ έργων, ωστόσο, η φράση προηγείται των απόψεων περί νηπιοβαπτισμού και ομολογίας πίστεως και πρέπει να συνδεθεί μ’ αυτές. Οδηγεί έτσι σε δικαίωση όχι εξ έργων αλλά εκ πίστεως. Βέβαια, με όποια έννοια και αν το εξέλαβε ο επίσκοπος Γεράρδος, ήταν γι’ αυτόν κακοδοξία, διότι το περιστατικό συνέβη σε μια εποχή που ο παπισμός δεν είχε εισάγει ακόμη την σωτηριολογία της εξ έργων δικαίωσης. Ο Γεράρδος, όπως και όλη η δυτική εκκλησία δεν δέχονταν τον ΙΑ’ αιώνα την συγκεκριμένη κακοδοξία.
Η εκ πίστεως δικαίωση (justitia) των αιρετικών του Arras είναι δόγμα γνωστικής προέλευσης. Προϋποθέτει την αποκεκαλυμένη γνώση της αλήθειας και την αποδοχή της από τον πιστό. Φυσικά, η δημόσια ομολογία δεν είναι απαραίτητη, όπως φαίνεται και από την στάση τους κατά την διάρκεια της δίκης. Δηλαδή, γι’ αυτούς δεν είναι η ομολογία που σώζει, διότι τότε θα ήταν όλοι καταδικασμένοι, ως ψεύτες και υποκριτές, αλλά η αποδοχή της πίστης που προκύπτει από την γνώση, οπότε η τρίτη αιτία της άρνησης του νηπιοβαπτισμού, δεν έχει να κάνει τόσο με την αδυναμία του νηπίου να ομολογήσει, αλλά με την αδυναμία του να γνωρίσει. Βέβαια, ενώπιον της συνόδου η έκφρασή τους ήταν ρετουσαρισμένη για να μην κινήσει τις υποψίες.
Εκτός των παραπάνω υιοθετούσαν και όλες τις απαραίτητες αντικληρικαλιστικές, και αντιεκκλησιαστικές πεποιθήσεις, όπως επίσης και τις δονατιστικές για την γέννηση, τα πάθη, την σταύρωση και την ανάσταση.
ε. Βιβλιογραφία.
Συζητήσεις για το περιστατικό στα:
- Ilarino da Milano, Le eresie popolari, Studi Gregoriani 2, 60-67.
- Edouard de Moreau, Hisotire de l’ église en Belgique, vol. 2 pp. 410-414.
- Jeffrey Burton Russell, Dissent and Reform, pp. 21-27.
- Malcolm Lambert, Medieval Heresy: Popular Movements from the Gregorian Reform to Reformation, pp. 28-30.
- Erik van Mingroot, Acta Synodi Atrebatensis (1025): problems de critique de provenance, Studia Gratiana 20 (1976), 202-230, αναιρεί τα επιχειρήματα του J. B. Rusell για την ταυτοποίηση του “R” με τον Ρογήρο της Λιέγης.
- Renate Gorre, Die Ketzer im 11. Jahrhundert: Religiöse Eiferer-soziale Rebellen, Kostanz 1981, ισχυρίζεται ότι δεν ήταν αιρετικοί.
- G. Lobrichon, Arras 1025, ou le vrai process d’ une fausse accusation, Inventer l’ Heresie?, ed. M. Zerner 1998, 67-85, αναλύει την ομιλία του Γεράρδου και απορρίπτει το περιστατικό ως φανταστικό.
-R. I. Moore, Literacy and the making of Heresy, στο συλλογικό Heresy and Literacy 1000-1530, Cambridge University Press 1994, 19-37, βλέπει το περιστατικό ως αντίδραση του Γεράρδου στο κίνημα Pax Dei.
- Heinrich Fichtenau, Heretics and Scholars in the High Middle Ages, 1000-1200, (trans. Denise A. Kaiser, τίτλος πρωτοτύπου Häresie und Vernunftglaube im Hochmittelalter, München 1992), The Pennsylvania State University 1998, pp. 20-25.
Monforte 1028 μ.Χ.
α. Ιστορικά.
Το Monforte πιστεύετε ότι βρισκόταν στην επαρχία Alba της Βόρειας Ιταλίας[27]. Ήταν ένα οχυρωμένο χωριό, ικανό να αντιστέκεται στις λεηλασίες των Σαρακηνών και των Νορμανδών, οι οποίοι λυμαίνονταν τότε την περιοχή, εξ ου και η ονομασία. Ανήκε στην επισκοπή του Τορίνο γι’ αυτό και οι αιρετικοί που ανακαλύφθηκαν εκεί, οδηγήθηκαν ενώπιον του επισκόπου αυτής της πόλης.
Το περιστατικό αφηγείται ο Landulf Senior ή Landulf του Μιλάνου. Ήταν έγγαμος ιερέας, ισχυρά αντίθετος στην Γρηγοριανή μεταρρύθμιση και αντίπαλος των Παταρηνών που την υποστήριζαν. Ο Landulf σπούδασε στην Ορλεάνη, το Παρίσι και την Λαόν, αλλά το χρονικό του είναι γραμμένο σε μια πιο καθομιλουμένη γλώσσα.
Η χρονολόγηση του περιστατικού τοποθετείται μεταξύ των ετών 1028 και 1040. Το έτος 1028 προτείνεται ως πιθανότερο από τον Ilarino de Milano.
β. Πηγές.
Το λατινικό κείμενο έχει εκδοθεί στα Landulfi senioris Mediolanensis, Historiae libri quator, ed. Alessandro Cutolo, Rerum Italicarum Scriptores, (νέα έκδοση) Bologna 1900, vol. IV pt.2 pp. 67-69΄ ed. L. C. Bethmann-W. Wattenbach, MGH SS 8, Hannover 1848, pp. 65-66. Αγγλική μετάφραση W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, pp. 86-9. Επίσης στο R. I. Moore, Birth of Popular Heresy, Medieval Academy of America 1995 (1st ed. 1975), pp. 19-21. Ιταλική μετάφραση A. Visconti, La Cronica Milanese di landolfo Seniore, Milano 1928.
Μια δεύτερη αναφορά βρίσκεται στο Rodolfus Glaber, Historiarum Libri Quinque, III.26, ed J. France, Rodulfus Glaber, The Five Books of the Histories [cover title: Rodulfus Glaber, Opera], Oxford 1989, pp. 176-181 (κείμενο και παράλληλη μετάφραση).
γ. Κείμενο.
«Την ίδια εποχή, όταν ο επίσκοπος Αριβέρτος[28] είχε επισκεφθεί όλους τους βοηθούς επισκόπους του Αγίου Αμβροσίου, για χάρη του οποίου είχε διασχίσει την Ιταλία, παρακινώντας τους σε όλα τα καλά έργα, ήρθε τελικά στο Τορίνο, ακολουθούμενος από πλήθος αφοσιωμένων κληρικών και καπεταναίων (capitanei). Όταν εγκαταστάθηκε εκεί για μερικές μέρες, νουθετώντας τον επίσκοπο και τον κλήρο της πόλης με προφητικές και αποστολικές νουθεσίες, όπως ήταν πρέπον για έναν τέτοιο μεγάλο άνδρα, άκουσε για μια περίεργη αίρεση, η οποία είχε ριζώσει πρόσφατα στο καστέλο πάνω από την περιοχή του Monforte.
Όταν ο Αριβέρτος το έμαθε, διέταξε ένας από τους αιρετικούς του κάστρου να έρθει μπροστά του, ώστε ν’ αποκτήσει ακριβή γνώση του θέματος. Ο άνθρωπος (Γεράρδος) ήρθε ενώπιον του και στεκόταν πρόθυμος ν’ απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις, έτοιμος να υποφέρει και χαρούμενος αν επρόκειτο να τελειώσει την ζωή του με σκληρά βασανιστήρια. Τότε ο Αριβέρτος, βλέποντας τον τύπο να είναι αποφασισμένος, άρχισε να τον ρωτά με την σειρά, για την ζωή, τα έθιμα και την πίστη αυτών των ανθρώπων. Έτσι, όταν του δόθηκε η άδεια να μιλήσει, ο Γεράρδος σηκώθηκε και είπε:
«Ευχαριστώ τον παντοδύναμο Θεό, τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, που μπήκατε στον κόπο να με εξετάσετε προσεκτικά. Και είθε Αυτός, ο οποίος σας γνωρίζει από την αρχή, όταν ακόμη βρισκόσασταν στους μηρούς του Αδάμ, να επιτρέψει να ζήσετε εις Αυτόν και να πεθάνετε εις Αυτόν και να δοξασθείτε, βασιλεύοντας μαζί του εις τους αιώνας των αιώνων. Θα σας παρουσιάσω ξεκάθαρα την ζωή μου και την πίστη των αδελφών μου στο ίδιο πνεύμα που ρωτάτε γι’ αυτά. Εκτιμούμε την παρθενία πάνω από όλα, αν και έχουμε γυναίκες. Εκείνος που είναι παρθένος κρατά την παρθενία, αλλά εκείνος που την έχασε μπορεί να φυλά την αγνότητα, αφού συμβουλευθεί τη γερουσία μας. Κανείς δεν γνωρίζει την γυναίκα του σαρκικά, αλλά της συμπεριφέρεται με προσοχή, ως αδελφή ή μητέρα του. Δεν τρώμε κρέας. Νηστεύουμε συνεχώς και προσευχόμαστε ασταμάτητα˙ οι προεστοί μας προσεύχονται συνεχώς, μέρα και νύχτα, με την σειρά, ώστε δεν περνά ώρα χωρίς προσευχή. Έχουμε τα πάντα κοινά με όλους τους ανθρώπους. Κανένας μας δεν τελειώνει την ζωή του χωρίς βάσανα, ώστε ν’ αποφύγουμε τα αιώνια βασανιστήρια. Πιστεύουμε και ομολογούμε τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Πιστεύουμε αληθινά ότι είμαστε δεμένοι και λελυμένοι από αυτούς που έχουν την εξουσία του δεσμείν και λύειν. Δεχόμαστε την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη και τους αγίους Κανόνες, και τα διαβάζουμε καθημερινά.»
Όταν ο Γεράρδος είπε αυτά με εξαιρετική ευφυΐα, σε μερικούς φάνηκαν σωστά και σπουδαία. Ωστόσο, ο επίσκοπος Αριβέρτος, αναγνωρίζοντας την οξυδέρκειά του και την διαβολική ευφυΐα του από κάποιες φράσεις που είχε ξεστομίσει, διέταξε να ξεκαθαρίσει ακριβώς τι πίστευε αυτός και οι ομόφρονές του, και πιο συγκεκριμένα τι πίστευαν σχετικά με τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, και τον πρόσταξε να εξηγήσει κάθε σημείο ξεχωριστά.
Ακούγοντάς αυτά ο Γεράρδος ξεκίνησε ευχαρίστως:
«Αυτόν που αποκαλώ Πατέρα, είναι ο αιώνιος Θεός, που έφτιαξε τα πάντα από την αρχή και στον οποίο όλα οφείλουν την ύπαρξή τους. Αυτόν που αποκαλώ Υιό, είναι η ψυχή του ανθρώπου, του αγαπημένου του Θεού. Αυτόν που αποκαλώ Άγιο Πνεύμα, είναι η κατανόηση των θείων αληθειών, από την οποία κυβερνώνται όλα ξεχωριστά.»
Σε αυτές τις δηλώσεις ο Αριβέρτος απάντησε:
«Φίλε μου, τι λες για τον Κύριο Ιησού Χριστό, ο οποίος γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία, τον Λόγο του Πατρός;»
Απάντησε:
«Αυτός, τον οποίο αποκαλείται Ιησού Χριστό, είναι η ψυχή του ανθρώπου, γεννημένος εν σαρκί από την Παρθένο Μαρία, δηλαδή, γεννημένος από την Αγία Γραφή. Το Άγιο Πνεύμα είναι η ευσεβής κατανόηση των Ιερών Γραφών.»
Αριβέρτος:
«Γιατί παντρεύεστε, αν όχι για να κάνετε απογόνους, από όπου συντηρείται το ανθρώπινο γένος;»
Απάντησε:
«Αν όλη η ανθρωπότητα συμφωνούσε να μην λάβει πείρα της διαφθοράς, τότε όλοι οι άνθρωποι θα γεννιόνταν όπως οι μέλισσες χωρίς συνεύρεση[29].»
Αριβέρτος:
«Σε ποιον η άφεση των αμαρτιών μας, στον πάπα, στον επίσκοπο ή σε κάθε ιερέα;»
Απάντησε:
«Δεν έχουμε αυτόν τον Ρωμαίο ποντίφικα, αλλά κάποιον άλλο, ο οποίος επισκέπτεται καθημερινά τους αδελφούς, που είναι διασκορπισμένοι στον κόσμο, και όταν μας φέρνει τον Θεό, δίνεται άφεση αμαρτιών με την μεγαλύτερη ευσέβεια.»
Αριβέρτος:
«Πως τελειώνει η ζωή σας με βάσανα;»
Απάντησε:
«Αν τελειώσουμε με μαρτύρια από τους κακούς ανθρώπους χαιρόμαστε˙ αλλά αν πλησιάζει φυσικός θάνατος, τότε όποιος είναι πιο κοντά σε μας, μας σκοτώνει πριν παραδώσουμε την ψυχή μας.»
Όταν ο Αριβέρτος τα άκουσε όλα με τεντωμένα αυτιά, θαυμάζοντας σιωπηλά, ενώ οι άλλοι κουνούσαν το κεφάλι τους και αναρωτιόντουσαν, ζήτησε από τον Γεράρδο να του πει αν πίστευε στην καθολική πίστη και αν πίστευε ότι ο Χριστός είναι πράγματι ο Υιός του Θεού, που γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία κατά σάρκα, και αν είναι το πραγματικό Σώμα και Αίμα αυτό που ο ιερέας, αν και αμαρτωλός, καθαγιάζει σύμφωνα με τον λόγο του Θεού. Απάντησε:
«Δεν υπάρχει άλλος ποντίφικας, εκτός από τον δικό μας Ποντίφικα, αν και είναι χωρίς χειροτονία ή κάποιο άλλο ιερό μυστήριο.»
Αυτό το άκουσμα ξεκαθάρισε ότι η φήμη γι’ αυτούς ήταν αληθινή. Ο Αριβέρτος έστειλε μεγάλο αριθμό ιπποτών στο Monforte και συνέλαβε όλους όσους μπόρεσε να βρει εκεί, ανάμεσά τους και την κόμισσα του κάστρου, η οποία είχε μολυνθεί από την αίρεση. Όταν τους έφερε στο Μιλάνο, και με την βοήθεια των κληρικών ασχολήθηκε μαζί τους πολλές μέρες, επιθυμώντας σφόδρα να τους αποκαταστήσει στην καθολική πίστη, βασανίζονταν από τον φόβο ότι ο λαός αυτής της περιοχής της Ιταλίας μπορεί να είχε μολυνθεί από την αίρεση. Αλλά αυτοί οι απαίσιοι άνθρωποι, που είχαν έρθει στην Ιταλία από άγνωστα μέρη, καθημερινά, μολονότι μυστικά, εμφανιζόμενοι ως καλοί ιερείς φύτευαν πεπλανημένες αρχές, παρερμηνεύοντας τις Γραφές στους χωρικούς που είχαν μαζευτεί στην πόλη για να τους δουν. Όταν οι προεστοί της πόλης το έμαθαν, διέταξαν ν’ ανάψει μια μεγάλη πυρά, και να τεθεί ο Σταυρός του Κυρίου κοντά.
Τότε, παρά τις διαμαρτυρίες του Αριβέρτου, έσυραν έξω όλους εκείνους και τους πρόσφεραν την εξής επιλογή˙ αν εγκατέλειπαν την απιστία και επέλεγαν να προσκυνήσουν τον Σταυρό και να ομολογήσουν την πίστη, την οποία κρατά όλος ο κόσμος, θα μπορούσαν να γλιτώσουν˙ αν όχι, θα ρίχνονταν ζωντανοί στις φλόγες και θα καίγονταν. Αυτό που συνέβη ήταν ότι μερικοί ήρθαν στον Σταυρό του Κυρίου, ομολόγησαν την αληθινή καθολική πίστη και σώθηκαν˙ πολλοί, ωστόσο, καλύπτοντας το πρόσωπο με τα χέρια τους, πήδηξαν στις φλόγες, και πεθαίνοντας αξιοθρήνητα, έγιναν ελεεινές στάχτες.»
δ. Παρατηρήσεις.
Είναι αποδεκτό ότι η αναφορά του Raoul Glaber για τους αιρετικούς του Monforte της επαρχίας Asti, αφορά την ίδια ομάδα. Η διαπιστωμένη ανακρίβεια και το έντονο μυθολογικό στοιχείο της συγκεκριμένης αφήγησης, σε συνδυασμό με τον επηρεασμένο από τις προσωπικές του προτιμήσεις χαρακτήρα, την καθιστούν άχρηστη. Δεν έχει να προσφέρει κάποιο ουσιαστικό στοιχείο στην μελέτη, γι’ αυτό κι δεν παρατίθεται, ούτε λαμβάνεται υπόψη.
i) Η αίρεση, η οποία έδρασε στο Monforte, παρουσιάζει ιδιαίτερο και ιδιωματικό χαρακτήρα. Πολλές από τις δοξασίες της είναι αδύνατο να αποδοθούν σε προηγούμενες ή επόμενες αιρετικές διδασκαλίες, παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν και τις απόψεις που διατυπώθηκαν. Θα μπορούσε να εκληφθεί ως μοναδική περίπτωση, αν δεν υπήρχαν οι δύο φράσεις στο κείμενο, η μία ότι πολλοί αδελφοί τους είναι διασκορπισμένοι στον κόσμο, και η άλλη ότι η αίρεση είχε έρθει στην Ιταλία από αλλού, εκφράσεις που δείχνουν ότι η ομάδα του Monforte, ανήκε σε ένα ευρύτερο δίκτυο. Επίσης η φράση, «αν τελειώσουμε με μαρτύρια από τους κακούς ανθρώπους», δείχνει ότι μεμονωμένα άτομα της ομάδας ή άλλες αιρετικές ομάδες είχαν ανακαλυφθεί ξανά και είχαν εκτελεστεί. Αναγκαστικά, λοιπόν, η περίπτωση των αιρετικών αυτών πρέπει να τοποθετηθεί στο πλαίσιο της εξάπλωσης των αιρέσεων αυτής της περιόδου, που συνδέεται με τις προηγούμενες περιπτώσεις, αν και από τις πεποιθήσεις τους δεν προκύπτει κάποια χειροπιαστή απόδειξη.
ii) Είναι ενδεικτικό της θεολογίας της ομάδας του Monforte, το ότι αποδέχεται την Αγία Γραφή και τους κανόνες. Μπορεί, λοιπόν, να της αποδοθεί ευαγγελικός χαρακτήρας, με την συμπλήρωση ότι ακολουθεί την αλληγορική ερμηνεία, όπως και όλες οι αιρέσεις που θέλουν να προσαρμόσουν τα ευαγγελικά χωρία στις κακοδοξίες τους. Ταυτόχρονα, παρατηρείται η γνωστή διγλωσσία, απαραίτητη στις προσηλυτιστικές επιδιώξεις και στην περίπτωση της ανακάλυψης.
Έτσι, μολονότι ο Γεράρδος ομολογεί Πατέρα, Υιό, και Άγιο Πνεύμα, δεν αναγνωρίζει τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, αλλά στον μεν Υιό, την ανθρώπινη ψυχή, στο δε Άγιο Πνεύμα, την ανθρώπινη κατανόηση των Γραφών, κάτι που θα μπορούσε να υποδεικνύει αποδοχή της γνώσης. Μάλιστα, στην γνώση αποδίδει σωτηριολογικό χαρακτήρα, όταν ομολογεί ότι ο δικός τους Ποντίφικας, δηλ. το Άγιο Πνεύμα, τους φέρνει τον Θεό και τους δίδει άφεση αμαρτιών. Όλο η Τριαδολογία και ειδικά η άποψή τους για το Άγιο Πνεύμα, θυμίζει Μεσσαλιανισμό, γεγονός που ενισχύεται και από τον ασκητισμό τους, όπως και από την εφαρμοζόμενη αδιάλειπτη προσευχή.
Διάφορες απόψεις έχουν διατυπωθεί για τα χαρακτηριστικά της θεολογίας τους. Άλλοι μιλούν για Υιοθετισμό και άλλοι για κάποιο είδος Σαβελιανισμού. Επιρροές γίνονται δεκτές από τον νεοπλατωνισμό και την θεολογία του Ιωάννου Σκώτου Εριγένη. Αυτές, βέβαια, είναι κλισέ ερμηνείες και δεν μπορεί να ευσταθούν αν δεν περιγραφεί το πώς θα μπορούσαν ας πούμε να γνωρίζουν τον Εριγένη ή τον Πλωτίνο. Τον ΙΑ’ αι. μόλις μπορούμε να ανιχνεύσουμε ψήγματα γνώσεων επί του νεοπλατωνισμού στην Δύση, προερχόμενα κατά την διαβεβαίωση των δυτικών ιστορικών από την Ισπανία και τους Άραβες, κι αυτά σε ελάχιστους λόγιους. Είναι απίθανο οι χωρικοί (rustici κατά τις πηγές) να είχαν τέτοιου είδους μόρφωση. Η δε άποψη που θέλει επίδραση από τον Ιωάννη Σκώτο Εριγένη, εμμέσως πλην σαφώς υπονοεί επίδραση του νεοπλατωνισμού επί της μυστικής θεολογίας του αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου, στου οποίου την θεολογία βασίστηκε ο πρώτος, άποψη που δείχνει απλώς την αδυναμία κατανόησης των έργων του Αρεοπαγίτη από τους δυτικούς. Εξαιτίας αυτής της αδυναμίας, λοιπόν, χρησιμοποιούν αυτήν την ερμηνευτική στην οποία κανείς από αυτούς δεν έχει την θεολογική μόρφωση να προσθέσει ή να αφαιρέσει κάτι.
Το διπλό ανάλογο του Εριγένη, λοιπόν, το οποίο βλέπει μια άποψη[30] στην απάντηση του Γεράρδου για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού, δεν είναι τίποτα παραπάνω από την άρνηση της ιστορικότητάς του Σωτήρα από τους αιρετικούς.
iii) Πρέπει να επισημανθεί ο προσωπικός χαρακτήρας της ερμηνευτικής του Γεράρδου. Όταν απαντά στις ερωτήσεις του επισκόπου, λέει: «Αυτόν που αποκαλώ Πατέρα, … Αυτόν που αποκαλώ Υιό,… Αυτόν που αποκαλώ Άγιο Πνεύμα…». Η σύνταξη αυτών των λόγων γίνεται σε πρώτο ενικό πρόσωπο και δηλώνει προσωπική ερμηνεία στην τριαδολογία από τον Γεράρδο, κάτι που με την σειρά του ενδέχεται να σημαίνει ότι δεν εκφράζει τις απόψεις όλης της ομάδας, ότι ο Γεράρδος δεν αποκάλυψε την πίστη της αίρεσης, κάτι που δεν θα ήταν παράξενο.
Από την άλλη, θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει ότι ο Γεράρδος ήταν διδάσκαλος της ομάδας, κάτι επίσης αναμενόμενο. Οι καπεταναίοι που εστάλησαν να συλλάβουν έναν από τους αιρετικούς, διάλεξαν κάποιον από τους «γεροντάδες» της αίρεσης. Αυτό, όμως θα σήμαινε ότι η προσωπική ερμηνεία του Γεράρδου αποτελούσε αίρεση μέσα στην αίρεση, κάτι που δεν είναι ξένο σε αυτές τις περιπτώσεις, απλώς δείχνει κάποια χαλαρότητα στην ιδεολογική συγγένεια των ομάδων μεταξύ τους. Έτσι μπορεί να εξηγηθεί η ιδιαιτερότητα της ομάδας του Monforte.
Ταυτόχρονα, φανερώνει ότι η αίρεση ήταν ιλλουμινιστική. Ο «ποντίφικας» τους, το Άγιο Πνεύμα, όπως αυτοί το κατανοούσαν, «φώτιζε» τους πιστούς και τους οδηγούσε στην ερμηνεία των Γραφών. Δυστυχώς δεν αποκαλύπτεται ο τρόπος καθόδου του Αγίου Πνεύματος, ο τρόπος «φωτισμού», αν δηλαδή γίνονταν με χειροθεσία ή άλλη τελετή, όπως σε άλλες σέκτες.
iv) Διαπιστώθηκε ο γνωστικός χαρακτήρας της αίρεσης, βρέθηκε μια λύση για την ένταξη στο ευρύτερο αιρετικό κίνημα του ΙΑ’ αι., εκείνο που παραμένει ανεξιχνίαστο είναι το αν υπάρχει δυαρχικός χαρακτήρας στην αίρεση αυτή. Από την υπάρχουσα μαρτυρία δεν μπορεί να προκύψει κάτι τέτοιο. Ακόμη και αν οι αιρετικοί του Monforte ήταν δυαρχικοί, η σύντομη ακροαματική διαδικασία δεν μπόρεσε να το αποκαλύψει. Υπάρχει, βέβαια, η απόρριψη του γάμου στα πλαίσια μιας αγνώστου ταυτότητος ασκητικότητας που επικεντρώνεται στην εγκράτεια και την νηστεία, αλλά χωρίς κάποια θεολογική βάση δεν μπορούν να βγουν έγκυρα συμπεράσματα, μόνο από την βάση των πρακτικών τους.
Το μόνο που μπορεί να προστεθεί είναι η δυνατότητα μερίδας των πιστών να παντρεύονται, γεγονός που αναγκαστικά οδηγεί στην ύπαρξη δύο τάξεων μέσα σ’ αυτούς, εκ των οποίων οι ανύπαντροι ήταν πιο ασκητικοί. Αυτό με την σειρά του σηματοδοτεί ελιτισμό εντός της ομάδος, κάτι που επιβεβαιώνεται από την ύπαρξη γερουσίας, οι οποίοι στο λατινικό κείμενο ονομάζονται “majori”, μείζονες. Το ιδίωμα αυτό συναντάται κατά κύριο λόγο στους δυαρχικούς.
v) Ο ενθουσιασμός για το μαρτύριο είναι χαρακτηριστικό πολλών αιρέσεων. Ακόμη και αν σχετίζεται με την endura των Καθαρών είναι αντιδεοντολογικό να ταυτιστεί με τις πρακτικές μιας μόνο αίρεσης. Αυτή η πρακτική, η καταδικασμένη από την Εκκλησία, είναι τόσο παλιά, όσο και η πρώτη εκκλησία, οπότε δεν μπορεί να γίνει προσπάθεια σύνδεσης με κάποια ομάδα της εποχής. Από την άλλη, η πρακτική της δολοφονίας των ετοιμοθάνατων μελών είναι ιδιότυπη και δεν συναντήθηκε σε άλλη ομάδα. Δεν προκύπτει δυνατότητα σύγκρισης.
ε. Βιβλιογραφία.
Συζητήσεις για το περιστατικό στα:
- Ilarino da Milano, Le eresie popolari, Studi Gregoriani 2, 68-74.
- C. Violante, La società Milanese nell’ età precomunale, Bari 1953, pp. 176-186.
- Jeffrey Burton Russell, Dissent and Reform, pp. 35-38.
- Malcolm Lambert, Medieval Heresy: Popular Movements from the Gregorian Reform to Reformation, pp. 21-25.
- O. Kurth, Landulf der Aeltere von Mailand: Ein Beitrag zur Kritik italiänischer Geschichtsschreiber, Halle 1885, σύντομη βιογραφία του Landulf.
- Renate Gorre, Die Ketzer im 11. Jahrhundert: Religiöse Eiferer-soziale Rebellen, Kostanz 1981.
- Brian Stock, The Implications of Literacy: written language and models of interpretation in the 11th & 12th centuries, Princeton University Press 1983, pp. 139-144.
Châlons-sur-Marne (1043-1048)
α. Ιστορικά.
Ο Wazo ήταν επίσκοπος Λιέγης μεταξύ των ετών 1042-1048. Ήταν σε υψηλή εκτίμηση ακόμη και μεταξύ των ανταγωνιστών του και πολλές φορές ο αυτοκράτορας Ερρίκος ο Γ’ ζήτησε την συμβουλή του σε θέματα της αρμοδιότητάς του. Η αλληλογραφία του με τον Ρογήρο Β’ επίσκοπο της Châlons-sur-Marne (1043-1062) είναι αποκαλυπτική για την ύπαρξη «Μανιχαίων». Ο τελευταίος ρώτησε με επιστολή τον Wazo για το πώς θα έπρεπε να τους αντιμετωπίσει. Την απάντηση του επισκόπου της Λιέγης διέσωσε ο Άνσελμος στο Gesta Episcoporum Leodiensium.
Ο Άνσελμος ήταν αναγνώστης και στην συνέχεια διάκονος στον καθεδρικό της Λιέγης. Η ιστορία του αφηγείται την διαδοχή και τα έργα των επισκόπων της Λιέγης. Ξεκινά από τα μέσα του Ζ’ αι. και συνεχίζει την ιστορία του Heriger, ηγουμένου στην Lobbes († 1007).
β. Πηγές.
Το απόσπασμα βρίσκεται στο Herigeri et Anselmi, Gesta episcoporum Leodiensium ΙΙ.62-64, ed. Rudolph Koepke, MGH SS VII, 226-28. Αγγλική μετάφραση W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, pp. 89-93. Επίσης στο R. I. Moore, Birth of Popular Heresy, Medieval Academy of America 1995 (1st ed. 1975), pp. 21-24.
Η επιστολή του Wazo υπάρχει και σε άλλα έργα, όπως Aegidii Aureaevallensis, Gesta episcoporum Leodiensium, ed. I Heller, MGH SS XXV, 73. Εκδόσεις της επιστολής στο πλαίσιο των Gesta είναι οι εξής:
- ed. Joannis Chapeaville, Gesta Pontificum Leodiensium Scripserunt auctores praecipii, Leodii 1616, I 302-3.
- ed. E. Martène-U. Durand, Veterum Scriptorum et Monumentorum …Amplissima Collectio, Paris 1729, IV 898.
- ed. M. Bouquet, Rerum Gallicarum et Francicarum Scriptores, Paris 1760, XI 11.
- ed. Rudolph Koepke, MGH SS VII, 226-28.
- Migne Patrologia Latina CXLII, 751-753.
- ed. Paul Fredericq, Corpus Documentorum Inquisitionis, Ghent & Hague 1889, I 6-7.
Η έκδοση του P. Fredericq στηρίζεται σε αυτήν του R. Koepke, οπότε η έκδοση του τελευταίου είναι η πιο σύγχρονη, χωρίς όμως να έχει λάβει υπόψη του τρία χειρόγραφα.
γ. Κείμενο.
«Αφότου ο Wazo έγινε επίσκοπος, ελάμβανε πολλές επιστολές, τις οποίες δέχονταν με σεβασμό, και απαντούσε με ταπεινότητα, ο,τιδήποτε και αν τον ρωτούσαν. Διάφοροι άνθρωποι ζητούσαν την συμβουλή τού διακεκριμένου επισκόπου σε πολλά προβλήματα, και κανένας δεν αναγκάζονταν να περιμένει ούτε του αρνούνταν την σοφή απάντηση στην ερώτηση. Ένας από αυτούς ήταν ο επίσκοπος Châlons που σε μια περίπτωση συμβουλεύθηκε την αυθεντία του σχετικά με μια απειλή των ψυχών του ποιμνίου του, που περιγράφει σε αυτή την επιστολή. Είπε ότι σε μια περιοχή της επαρχίας του μερικοί χωρικοί, οι οποίοι ακολουθούσαν την διεστραμμένη διδασκαλία των Μανιχαίων, έκαναν μυστικές συναντήσεις. Δεν γνωρίζω τι εξωφρενικές αισχρότητες επαναλάμβαναν επίσημα.
Ισχυρίζονταν λαθεμένα ότι με την χειροθεσία τούς είχε δοθεί το Άγιο Πνεύμα, το οποίο υποστήριζαν (για να δυναμώνουν την πίστη στην αίρεση) ότι είχε σταλεί από τον Θεό μέσω του αιρεσιάρχη Μάνη, ωσάν ο Μάνης να ήταν ο ίδιος το Άγιο Πνεύμα˙ εξ ου έπεσαν στην βλασφημία, η οποία, σύμφωνα με την φωνή της αλήθειας, δεν μπορεί να συγχωρεθεί ούτε σ’ αυτή την ζωή ούτε στην επόμενη. Ο επίσκοπος Ρογήρος είπε ότι κάνουν όποιον ενταχθεί στην σέκτα τους, ν’ απεχθάνεται τον γάμο, ν’ αποφεύγει την κρεοφαγία, να θεωρεί βέβηλο το να σκοτώνει ζώα, τολμώντας να ταυτίσουν τα λόγια του Κυρίου στην εντολή που απαγορεύει τον φόνο.
Ισχυρίστηκε ότι αν άξεστοι και αμόρφωτοι άνθρωποι γίνουν μέλη αυτής της αίρεσης γίνονται πιο εύγλωττοι από τον πιο μορφωμένο πιστό, ώστε ακόμη και το πιο ξεκάθαρο επιχείρημα του σοφότερου να φαίνεται ότι νικιέται από την ευχέρειά τους. Πρόσθεσε ότι ανησυχούσε περισσότερο για την καθημερινή διαφθορά των άλλων από αυτούς, παρά για την δική τους καταδίκη. Ο ανήσυχος ιεράρχης, λοιπόν, ζητούσε την συμβουλή του σοφού μας επισκόπου σχετικά με το πώς θα έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει αυτούς τους ανθρώπους και αν θα έπρεπε το ξίφος της κοσμικής εξουσίας να στραφεί εναντίον τους, εφόσον, εάν δεν εξολοθρεύονταν έτσι όπως κακοφόρμιζαν θα μόλυναν όλους τους ανθρώπους.
Αυτή είναι η απάντηση του επισκόπου μας:
Η αίρεση των ανθρώπων για την οποία γράφεις είναι ξεκάθαρη. Συζητήθηκε από παλιά από τους Πατέρες της Εκκλησίας, και αναιρέθηκε από τα λαμπρά τους επιχειρήματα. Ακόμη και αν αφήσουμε κατά μέρος την άφρονα βλασφημία του ισχυρισμού τους για το Άγιο Πνεύμα, η αυθεντία σου θα δει σε τι παγίδες πέφτουν με την παρερμηνεία της εντολής του Κυρίου, “Ου φονεύσεις”. Αν δεν το κατανοούν ως απαγόρευση μόνο του φόνου ανθρώπου, πως νομίζουν ότι μπορούν να φάνε νομίμως από όλα; Σύμφωνα με την ερμηνεία τους τέτοια πράγματα, όπως σιτάρι, λαχανικά και κρασί είναι απαγορευμένα: με το να είναι σπόροι που φυτεύτηκαν στο έδαφος αναλαμβάνουν την φύση της ζωής, και δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τις ανθρώπινες ανάγκες εκτός και αν φονευθούν με το ν’ αποκοπούν από την δύναμη της ανάπτυξης.
Χωρίς προσφυγή στην κοσμική παιδεία, μπορούμε να βρούμε να δηλώνεται από τον Ψαλμωδό, όταν λέει “Ἀπέκτεινεν ἐν χαλάζῃ τήν ἄμπελον αὐτῶν καί τούς συκαμίνους αὐτῶν ἐν τῇ πάχνῃ” (Ψαλμ. 77:47) και από τον απόστολο “ἄφρον, σύ ὅ σπείρεις, οὐ ζωοποιεῖται ἐάν μή ἀποθάνῃ” (Α’ Κορ. 15.36), και από τον Κύριο, “ἐάν μή ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσών εἰς τήν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτός μόνος μένει” (Ιωαν. 12.24). Συνεπάγεται ότι ο,τιδήποτε μπορεί να ειπωθεί ότι έχει σκοτωθεί από τυχαίες αιτίες πρέπει να ειπωθεί ότι έχει ζήσει. Δεν μπορούν να το έχουν και με τους δυο τρόπους: είτε το “ου φονεύσεις” πρέπει να εκλαμβάνεται με τον χριστιανικό τρόπο, ότι αναφέρεται μόνο στους ανθρώπους, οπότε μπορούμε να σκοτώνουμε ζώα νόμιμα, είτε, αν το αρνούνται αυτό, είμαστε ένοχοι σύμφωνα με αυτή την δοξασία της αίρεσης, αν πάρουμε ψωμί, λαχανικά και άλλα πράγματα, διότι δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τις ανθρώπινες ανάγκες παρά μόνο αν σκοτωθούν με τον τρόπο τους.
Η χριστιανική πίστη αποστρέφεται αυτή την άποψη και βρίσκει αυτούς τους αιρετικούς ένοχους της ιεροσυλίας του Αρείου. Οπωσδήποτε πρέπει να μιμούμαστε τον Σωτήρα μας, ευγενικοί και ταπεινοί στην καρδιά, που ήρθε όχι για να ερίσει ή να κραυγάσει (Ησ. 42.2, Ματθ. 12.19), αλλά για ν’ ανεχθεί προσβολές και χτυπήματα, και στο τέλος θάνατο στο σταυρό΄ πρέπει ν’ αντισταθούμε σε ανθρώπους σαν κι αυτούς, διότι όπως λέει ο άγιος Γρηγόριος, ο ΆΒελ δεν θα είχε βρει χάρη αλλά εξαιτίας της κακότητας του Κάιν, και ο χυμός των σταφυλιών δεν θα γίνουν κρασί αν δεν συνθλιβούν με τα πόδια (Moralia 75). Έτσι είναι ξεκάθαρο πως ο ελεήμον και παντοδύναμος Κύριος, που δεν κρίνει αμαρτωλούς αμέσως, αλλά μακροθυμεί και περιμένει να μετανοήσουν, θέλει να μεταχειριστούμε αυτούς τους ανθρώπους. Ακούμε στο Ευαγγέλιο, όταν αναπτύσσει την παραβολή των ζιζανίων στους μαθητές του – ή μάλλον διδάσκει εμάς μέσω αυτών – “ὁ σπείρων τό καλόν σπέρμα ἐστίν ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου΄ ὁ δέ ἀγρός ἐστιν ὁ κόσμος΄ τό δέ καλόν σπέρμα, οὗτοί εἰσιν οἱ υἱοί τῆς βασιλείας΄ τά δέ ζιζάνια εἰσιν οἱ υἱοί τοῦ πονηροῦ΄ ὁ δέ ἐχθρός ὁ σπείρας αὐτά ἐστίν ὁ διάβολος΄ ὁ δέ θερισμός συντελεία τοῦ αἰῶνός ἐστιν΄ οἱ δέ θερισταί ἄγγελοι εἰσιν΄”.
Τί δηλώνεται από τους υπηρέτες, οι οποίοι θέλουν να ξεριζώσουν τα ζιζάνια μόλις αναφαίνονται αν όχι η τάξη των κηρύκων; Δεν θέλουν αυτοί να ξεχωρίσουν το καλό και το κακό στην Εκκλησία ωσάν να ζητούν να ξεριζώσουν τα ζιζάνια από το στάρι στο χωράφι; Αλλά ο Κύριος χαλιναγωγεί τον ζήλο τους με την διάκριση της πατρικής εξουσίας και λέει, “οὔ μήποτε συλλέγοντες τά ζιζάνια ἐκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τόν σίτον΄ἄφετε συναυξάνεσθαι ἀμφότερα μέχρι τοῦ θερισμοῦ, καί ἐν καιρῷ τοῦ θερισμοῦ ἐρῶ τοῖς θερισταῖς΄συλλέξατε πρῶτον τά ζιζάνια καί δήσατε αὐτά εἰς δέσμας εἰς τό κατακαῦσαι αὐτά, τόν δέ σῖτον συναγάγετε εἰς τήν ἀποθήκην μου” (Ματθ. 1329-30). Τι άλλο σημαίνουν αυτά τα λόγια, παρά το ότι ο Θεός μακρύνει την υπομονή του προς αυτούς, τους οποίους οι κήρυκές του θέλουν να καταδικάσουν επειδή υπέπεσαν σε αίρεση, διότι αυτοί που σήμερα είναι ζιζάνια, αύριο μπορεί ν’ αλλάξουν και να γίνουν σίτος;
Η θέρμη του πνευματικού ζήλου, που καίει στο στήθος σου για τις ψυχές που πλανήθηκαν από την απάτη του διαβόλου, σε παρακινεί ότι είναι καθήκον σου, ως ένας από τους υπηρέτες Του, να προσπαθήσεις να καθαρίσεις το χωράφι από τα ζιζάνια με την σκαπάνη της δικαιοσύνης, μήπως και το καλό διαφθαρεί από το κακό. Ωστόσο δεν πρέπει να ενεργούμε πρόωρα, πριν από τον κατάλληλο καιρό. Πρέπει να υπακούμε στην εντολή του Θεού. Νομίζοντας ότι ακολουθούμε την δικαιοσύνη με το να τιμωρούμε όσους σφάλλουν, μπορεί να κρύβουμε ασέβεια ως είδος αυστηρότητας και να βιαζόμαστε να κρίνουμε πριν από Αυτόν που δεν θέλει τον θάνατο των αμαρτωλών, ούτε χαίρεται με την καταδίκη των υπόδικων, επειδή γνωρίζει πώς να τους οδηγεί σε μετάνοια με την υπομονή και την μακροθυμία. Ακούσαμε τους λόγους του δημιουργού: ας σταματήσει η κρίση στην αρένα. Δεν θα πρέπει να προσπαθούμε να τους αφαιρούμε την ζωή με την δύναμη του ξίφους, όταν γνωρίζουμε ότι ο Θεός, ο Δημιουργός και λυτρωτής, επιθυμεί να τους λυπηθούμε, ώστε ίσως μπορέσουν και γλιτώσουν από τις παγίδες του διαβόλου, στις οποίες έχουν πέσει, και επιστρέψουν στο θέλημά Του.
Έτσι, είναι πρέπον να τα αφήνουμε αυτά για τον τελικό θερισμό του νοικοκύρη του ίδιου, και ό,τι διατάζει τους θεριστές να κάνουν μ’ αυτούς, όπως πρέπει να κοιτάμε μπροστά με φόβο και τρόμο για την δική μας σωτηρία. Μερικοί από αυτούς που μοιάζουν να είναι ζιζάνια στο χωράφι αυτού του κόσμου, μπορεί ν’ αλλάξουν σε σίτο την ώρα του θερισμού, και είναι πιθανό ο Θεός να καταστήσει αυτούς που τώρα τους νομίζουμε ακολούθους στο μονοπάτι του, ανώτερους από εμάς στην ουράνια πατρίδα. Διαβάζουμε πως ο Παύλος ήταν ο πιο άγριος από αυτού που λιθοβόλησαν τον πρωτομάρτυρα Στέφανο, και πώς, γι’ αυτόν που πριν ήταν διώκτης, ο μάρτυρας απόστολος ευδόκησε να του δώσει την πρώτη θέση.
Πρέπει πάντα να θυμόμαστε ότι εμείς που αποκαλούμαστε επίσκοποι, δεν λαμβάνουμε το ξίφος της κοσμικής εξουσίας στην χειροτονία, και είμαστε κεχρισμένοι για να φέρνουμε ζωή, όχι θάνατο. Φυσικά και πρέπει να αναλάβεις δράση κατά των αιρετικών˙ πρέπει να τους αποκόψεις, όπως καλά γνωρίζεις, από την καθολική κοινωνία, και να διακηρύξεις δημοσίως σε όλους, την συμβουλή του προφήτη, διό ἐξέλθατε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε, καί ἀκαθάρτου μή ἄπτεσθαι (Β’ Κορ. 6.17), διότι Ὁ ἀπόμενος πίσσης μολυνθήσεται (Σειράχ 13:1).
Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο άνθρωπος του Θεού αγωνίζεται ν’ ακολουθήσει το παράδειγμα του αγίου Μαρτίνου της Τουρ, και να συγκρατήσει την συνηθισμένη βιαστική φρενίτιδα των Φράγκων να ξεσηκώνουν κάθε είδους σκληρότητα, διότι είχε ακούσει πως οι αιρετικοί αναγνωρίζονται μόνο από την χλωμάδα του προσώπου τους, λες και όποιος ήταν χλωμός ήταν αναμφίβολα αιρετικός, και πως πολλοί πιστοί είχαν σκοτωθεί εξαιτίας αυτού τους λάθους που οφείλονταν σε υστερία.»
(σσ. στο σημείο αυτό τελειώνει η επιστολή του Wazo και συνεχίζει η αφήγηση του Άνσελμου).
«Με αυτό δεδομένο, όταν τέτοια ξεκάθαρα επιχειρήματα και βιβλικές αναφορές δεν μπορούν ν’ αντικρουστούν με λογικό και δίκαιο τρόπο, ο καθένας μπορεί να δει με πόση επίπληξη συμπεριφέρθηκαν στο Goslar, όταν μερικά μέλη αυτής της αίρεσης συνελήφθηκαν. Σωστά αφορίσθηκαν, μετά από πολύ συζήτηση για τις πεποιθήσεις τους, για την παράλογη επιμονή τους στην αίρεση, αλλά καταδικάσθηκαν να κρεμαστούν. Προσπάθησα επιμελώς να βρω τι συζητήθηκε και δεν μπόρεσα να βρω κάποιο δίκιο στην καταδικαστική απόφαση, εκτός του ότι αρνήθηκαν να υπακούσουν στην εντολή του επισκόπου, να σκοτώσουν μια κότα. Δεν μπορώ να μην τονίσω, ότι αν ο Wazo ήταν εκεί δεν θα είχε καταλήξει σε αυτήν την καταδίκη˙ θα είχε ακολουθήσει το παράδειγμα του αγίου Μαρτίνου, που μεσολάβησε για του Πρισκιλλιανούς, οι οποίοι καταδικάστηκαν με διάταγμα του αυτοκράτορα Μαξίμου, μετά που είχαν εκπροσωπηθεί με άσχημο τρόπο από ένα συμβούλιο δουλοπρεπών ιερέων, προτιμώντας με θάρρος (ο Μαρτίνος) να τιμωρηθεί ο ίδιος, παρά να σωπάσει για το ότι οι αιρετικοί έπρεπε να σωθούν. Δεν το λέω αυτό επειδή θέλω να καλύψω τα σφάλματα των αιρετικών, αλλά επειδή πρέπει να φανεί ότι μια τέτοια απόφαση πουθενά δεν εγκρίνεται από τον θείο νόμο.»
δ. Παρατηρήσεις.
Η μαρτυρία της αφήγησης είναι πολύ ξεκάθαρη, γι’ αυτό και δεν υπάρχουν ιδιαίτερες συζητήσεις για το περιστατικό, τουλάχιστον σε επίπεδο διαφωνίας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο Wazo γνώριζε πολύ καλά και τα δύο θέματα που διαπραγματεύεται, της ποιμαντικής αντιμετώπισης των αιρετικών και της θανατικής τους τιμωρίας.
i) Οι αιρετικοί χαρακτηρίζονται ως Μανιχαίοι, δηλ. ως δυαρχικοί. Αν ήταν πραγματικά Μανιχαίοι ή κάποιο μεταγενέστερο παρακλάδι δεν μπορεί να ξεκαθαρίσει λόγω της χρονικής απόστασης μεταξύ τους. Πάντως, η συγγένεια με τους Μανιχαίους φαίνεται από την πεποίθησή τους ότι ο Μάνης ήταν το Άγιο Πνεύμα. Εδώ μπορεί να παρατεθεί η αντίστοιχη αναφορά του αγίου Αυγουστίνου:
«Λένε ότι η υπόσχεση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού που αφορά τον Παράκλητο, το Άγιο Πνεύμα, πραγματοποιήθηκε στον αιρεσιάρχη Μάνη. Γι’ αυτό τον λόγο στα γραπτά του αυτοαποκαλείται απόστολος Ιησού Χριστού, στο ότι ο Χριστός υποσχέθηκε να τον πέμψει και έστειλε τον Άγιο Πνεύμα σ’ αυτόν[31].»
ii) Οι αιρετικοί ονομάζονται επίσης Αρειανοί. Αυτό δεν σημαίνει ότι πίστευαν στα δόγματα του Αρείου, εφόσον κάτι τέτοιο θα έρχονταν σε αντίθεση με την ονομασία «Μανιχαίοι», που τους δόθηκε παραπάνω. Ο Αρείος εδώ χρησιμοποιείται σαν αρχέτυπο, ως ο πρώτος αιρετικός, χωρίς αυτό βέβαια να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά μάλλον στην άποψη των θεολόγων του Μεσαίωνα. Ενδέχεται, όμως, η δυαρχική θεολογία των Μανιχαίων του Μεσαίωνα, να έδινε την εντύπωση στη Δύση ότι αρνείται την θεότητα του δευτέρου προσώπου της Αγίας τριάδος μέσα από την απόρριψη της θεότητας του Ιησού Χριστού.
Έχοντας υπόψη την διάκριση μεταξύ απολύτου και μετριοπαθούς δυαρχίας, την οποία συναντήσαμε στην εξέταση των Βογομίλων, ενδέχεται ως Μανιχαϊσμός να κατονομάζεται η απόλυτη δυαρχία, ενώ ως Αρειανισμός η μετριοπαθής. Αυτό θα επιβεβαίωνε την θέση που προβάλλαμε εκεί, ότι η μετριοπαθής δυαρχία και τα γραπτά που την παρουσιάζουν πρέπει να αναχρονολογηθούν σε πρώιμη περίοδο.
iii) Όπως προκύπτει από την αναιρετική επιχειρηματολογία του Wazo, οι Μανιχαίοι είχαν εγκαταλείψει την αρχική πεποίθησή τους, κατά την οποία δεν έπρεπε να καταστρέφουν ούτε τα φυτά[32]. Έχουμε μια εξέλιξη, δηλαδή στις πεποιθήσεις τους, κατά τα πρότυπα των ανατολικών (Μεσσαλιανών, Παυλικιανών, Βογομίλων). Αυτό δείχνει ότι η γελοία θεωρία τους περί εξαγνισμού των τροφών που δικαιολογούσε την κατανάλωσή τους, είχε εγκαταλειφθεί. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρόκειται για Μανιχαίους[33], όπως ισχυρίζεται μια άποψη. Σημαίνει ότι πρόκειται για μεσαιωνικούς Μανιχαίους. Αυτή η μεταβολή θα μπορούσε να έχει προκύψει εξ επιδράσεως των ανατολικών, στοιχείο που ενισχύει την άποψη για την βογομιλική προέλευση του Μανιχαϊσμού στην Δύση.
iv) Συζήτηση γίνεται για τον λόγο που συμβουλεύθηκε ο Ρογήρος τον Wazo. Οι δύο επισκοπές βρισκόταν σε διαφορετικές χώρες, με αρκετή απόσταση η μία από την άλλη, τα δύο πρόσωπα ήταν επίσκοποι διαφορετικής Αρχιεπισκοπής κτλ. Κατά τον εκδότη του κειμένου P. Fredericq, αυτοί οι λόγοι θα έπρεπε ν’ αποτρέψουν τον Ρογήρο ν’ απευθυνθεί στον Wazo, εκτός και αν ο τελευταίος είχε λογαριαστεί και παλιότερα με αυτό το είδος αιρετικών. Αυτή είναι μία αξιοπρόσεκτη υπόθεση, παρόλα αυτά υπόθεση. Μαρτυρείται πράγματι η ύπαρξη Μανιχαίων στην Λιέγη, δύο χρόνια μετά την συγγραφή της επιστολής. Δυστυχώς η απόδειξη δεν προεξοφλεί την παρουσία τους πριν την σύνταξή της επιστολής, αλλά δυο χρόνια νωρίτερα ή αργότερα δεν έχουν τόσο μεγάλη σημασία.
Ο Wazo ήταν λόγιος ιεράρχης, όπως φαίνεται και μέσα από την επιστολή, αφοσιωμένος στην ποίμανση των Χριστιανών της επισκοπής του, και η φήμη του είχε ξεπεράσει τα όρια της επαρχίας του. Ο αυτοκράτορας Ερρίκος ο Γ’ (1028-1056, αυτοκράτορας από το 1046), είχε ζητήσει την συμβουλή του σε δυο περιπτώσεις. Η πρώτη αφορούσε τον Wigger, επίσκοπο Κολονίας, τον οποίο ο Ερρίκος διόρισε αρχιεπίσκοπο Ραβέννας, αλλά ο πάπας δεν τον αναγνώρισε. Η δεύτερη αφορούσε την υποψηφιότητα για την Αγία Έδρα, την οποία διεκδικούσαν τρεις υποψήφιοι. Ο Ερρίκος συγκάλεσε σύνοδο στο Σουτρί το 1046 και αποφασίστηκε να μείνει η θέση κενή προς ώρας. Άρα, μπορεί να γίνει αποδεκτό ότι ο Ρογήρος συμβουλεύθηκε τον Wazo γιατί ήταν πεπεισμένος για την ορθότητα των συμβουλών του, άσχετα αν κανένας άλλος επίσκοπος δεν ακολούθησε το παράδειγμά του. Δεν ήταν αναγκαστικό.
v) Αξίζει να προσεχθεί ότι η στάση του Wazo απέναντι στην θανατική καταδίκη των αιρετικών ήταν ίδια με την στάση που ακολουθούσε η Ανατολή. Στηρίζει, μάλιστα την άποψή του στο ίδιο ευαγγελικό χωρίο, όπως και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης. Αποδίδει την εφαρμογή της θανατικής καταδίκης στην θρησκευτική φρενίτιδα των Φράγκων, όχι σε εκκλησιαστική στάση. Είναι, λοιπόν, πολύ πιθανό να αντέγραψε τους Φράγκους ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός, όταν καταδίκασε τον Βασίλειο σε θάνατο. Την νοοτροπία θα μπορούσε να την είχε αποκτήσει από επίδραση των Φράγκων της Α’ Σταυροφορίας.
vi) Ο διάδοχος του Wazo, επίσκοπος Thèoduin (1048-1075), κλήθηκε ν’ αντιμετωπίσει τους Μανιχαίους και στην επισκοπή της Λιέγης. Σε επιστολή του[34] προς τον βασιλιά των Φράγκων Ερρίκο Α’ (1031-1060), χρονολογημένη το 1050, τον συμβουλεύει να λάβει μέτρα κατά των αιρετικών. Κατονομάζει τον Μπρούνο της Angers και τον Βερεγγάριο της Τουρώνης, αλλά η ευχαριστιακή έριδα του Βερεγγάριου δεν είχε καμιά σχέση με Μανιχαϊσμό. Ωστόσο, υπήρχαν Μανιχαίοι στην Λιέγη, άσχετα αν ο Thèoduin τους συσχετίζει με τον Βερεγγάριο. Ο λόγος για το λάθος του επισκόπου είναι εμφανής. Ο Βερεγγάριος δεν πίστευε ότι τα Τίμια Δώρα καθαγιάζονται σε πραγματικό Σώμα και Αίμα Χριστού, αλλά απλώς ομοιάζουν. Έχουμε δηλαδή μια επιρροή του δοκητισμού στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Οι αιρετικοί της Λιέγης ήταν ακριβώς ίδιοι με αυτούς που περιέγραψε ο Ρογήρος στον Wazo. Η αίρεση έφθασε σ’ αυτή την πόλη από δύο χωρικούς του Montwimers. Αρνούνταν την ιεροσύνη και την εγκυρότητα των μυστηρίων της Εκκλησίας, έλεγαν ότι οι επίσκοποι δεν είχαν την δυνατότητα να μεταδίδουν την Θεία Χάρη με τις χειροτονίες, η Θεία Ευχαριστία δεν ωφελούσε, ο νηπιοβαπτισμός επίσης, και η Εκκλησία ήταν ένα συνηθισμένο εντευκτήριο και όχι ιερό καθίδρυμα. Χωρίζονταν σε δύο τάξεις, τους “auditores” και τους “credentes”, όπως οι Μανιχαίοι και αργότερα οι Καθαροί. Η Χριστολογία τους ήταν καθαρά δονατιστική.
vii) Ως συμπλήρωμα στα ιστορικά στοιχεία μπορεί να ειπωθεί το εξής. Η Λιέγη υπαγόταν διοικητικά στη Αρχιεπισκοπή της Rheims. Ένα χρόνο μετά, το 1049 μ.Χ., συγκλήθηκε σύνοδος στην Rheims, από τον πάπα Λέοντα Θ’, γνωστό στην Ανατολή από το Σχίσμα. Δεν είναι σίγουρο αν συμμετείχε ο ίδιος στην σύνοδο ή έστειλε λεγάτους, πάντως είναι γνωστό ότι εκείνο το χρονικό διάστημα περιόδευε στην Φραγκία. Στην σύνοδο ήταν παρόντες μεταξύ άλλων και οι Αδαλβέρτος της Metz, Θεοδώριχος της Verdun και φυσικά ο αρχιεπίσκοπος Guy της Rheims.
Η σύνοδος συγκλήθηκε για να ελέγξει τις πολλές παρανομίες (de multis illicitis) της εκκλησίας της Φραγκίας, καθώς και τις άλλες αιρέσεις που μόλυναν εκείνα τα μέρη (quibusdam haeresibus, quae in eisdem pollulaverant partibus[35]). Στις αποφάσεις της αναγράφεται και ο αφορισμός των νέων αιρετικών (novi haeretici), οι οποίοι δρουν στην Γαλατία[36]. Δεν δίνονται πληροφορίες από τα πρακτικά της συνόδου για τους αιρετικούς, αλλά η πιο πιθανή εκδοχή είναι να επρόκειτο για τους ίδιους που δρούσαν και στην Λιέγη.
viii) Από τον Άνσελμο αναφέρεται και η περίπτωση των αιρετικών του Goslar. Τα Χριστούγεννα του 1051 μ.Χ. ο γηραιός πλέον Ερρίκος ο Γ’, έφθασε στην πόλη αυτή της Κάτω Σαξονίας, η οποία είχε ιδρυθεί τον περασμένο αιώνα από τον πρόγονό του Ερρίκο τον Α’, εξαιτίας των μεταλλείων αργύρου που υπήρχαν στην περιοχή. Στο Goslar βρίσκονταν τα θερινά ανάκτορα των Γερμανών αυτοκρατόρων και έμελλε να γίνει η τελευταία του κατοικία. Συνοδεύονταν από πλήθος ιεραρχών, όπως ο Αρχιεπίσκοπος Λιουτπόλδος του Mainz (1051-1059) και ο Azelin του Hildesheim (1044-1054). Σκοπός του εκτός εποχής ταξιδιού (ο Ερρίκος προτιμούσε το Goslar το καλοκαίρι) ήταν να παραβρεθούν στην δίκη κάποιων αιρετικών που είχαν ανακαλυφθεί στην πόλη.
Τους αιρετικούς παρουσίασε ο δούκας Γοδεφρείδος Β’. Η μόνη πηγή που συνδέει τον Γοδεφρείδο με τους αιρετικούς είναι ο Lampertus Hersfeld στα Annales του. Η ακριβής καταγραφή είναι η εξής:
“Ibi [Glossariae] quoque Gotefridum ducem heretici deprehensi sunt et suspensi[37]”, δηλ. «Εδώ [στο Goslar] αιρετικοί ανακαλύφθηκαν από τον Γοδεφρείδο και κρεμάστηκαν».
Συζήτηση γίνεται για το τι ακριβώς σημαίνει το πού ανακάλυψε ο Γοδεφρείδος τους αιρετικούς. Οι δύο προτάσεις είναι εκ διαμέτρου αντίθετες. Η πρώτη θεωρεί ότι οι αιρετικοί ήταν αυτόχθονες της περιοχής και Γοδεφρείδος τους συνέλαβε και τους έφερε ενώπιον του δικαστηρίου. Η δεύτερη εκδοχή θεωρεί ότι ο Γοδεφρείδος ανακάλυψε και συνέλαβε τους αιρετικούς στο φέουδό του στην Άνω Λωρραίνη και τους μετέφερε στο Goslar για να δικαστούν από τον βασιλιά. Άρα η συζήτηση ουσιαστικά αφορά την προέλευση και την εξάπλωση της αίρεσης. Από όσους έχουν ασχοληθεί με το θέμα οι Arno Borst[38], Ilarino da Milano[39] και Raffaelo Morghen[40] πιστεύουν ότι πρόκειται για τους ίδιους αιρετικούς, οι οποίοι δρούσαν στην Φραγκία. Αυτή ήταν και η άποψη των παλαιότερων ιστορικών. Νεότεροι συνάδελφοί τους, όπως ο Jeffrey Russell και ο H. Fictenau (δες βιβλιογραφία στο τέλος της ενότητας) έδειξαν ότι τελικά οι αιρετικοί δεν μεταφέρθηκαν από αλλού, ειδικά από την Άνω Λωρραίνη. Το καταλυτικό τους επιχείρημα στηρίζονταν στο γεγονός της έκπτωσης του Γοδεφρείδου Β’ από την θέση του στην αριστοκρατία, εξαιτίας της συμμετοχής του σε μια αποτυχημένη εξέγερση εναντίον του Ερρίκου Γ’ το 1047 μ.Χ. Έκτοτε παρέμενε εξόριστος από το φέουδό του, συνεπώς δεν μπορεί να είχε ανακαλύψει και μεταφέρει τους αιρετικούς στο Goslar. Επρόκειτο για τοπική εστία.
Το επόμενο ερώτημα αφορά το πώς έφθασε η αίρεση στο Goslar. Αυτό, βέβαια, αφορά το γενικότερο θέμα της μετάδοσης, για το οποίο δεν έχουμε μιλήσει, αλλά είναι ευκαιρία να δώσουμε κάποια στοιχεία σε σχέση με το περιστατικό. Το 1050 έγιναν τα θυρανοίξια του καθεδρικού ναού της πόλης. Για το κτίσιμο του πολλοί εργάτες είχαν μετακινηθεί από διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας. Η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι οι τέκτονες (masons), οι κάτοχοι της τέχνης της ανέγερσης των μεγάλων οικοδομημάτων, είχαν φέρει την αίρεση από την Φραγκία, γι’ αυτό και η δογματική συγγένεια των αιρετικών του Goslar, με τους αντίστοιχους που είχαν ανακαλυφθεί σε άλλες περιοχές, ξεγέλασε κάποιους ιστορικούς να πιστεύουν ότι ο Γοδεφρείδος τους είχε μεταφέρει από αλλού. Οι τέκτονες, λοιπόν, ζούσαν την ζωή του πλανόδιου. Διέσχιζαν την δυτική Ευρώπη, αναζητώντας δουλεία σε εργοτάξια μεγάλων οικοδομημάτων, όπως οι καθεδρικοί ναοί, οι βασιλικές κατοικίες, τα επισκοπικά κτίρια, τα φεουδαρχικά κάστρα, τα αριστοκρατικά οικήματα. Ήταν περιζήτητοι ως κάτοχοι μιας αναγκαίας τέχνης και όταν προσλαμβάνονταν στην ανέγερση κάποιου τέτοιου κτιρίου ημι-εγκαθίσταντο, εφόσον μέχρι την περάτωσή του μπορεί να χρειαζόταν δεκαετίες.
Η ταξιδιωτική τους εμπειρία τους έφερνε σ επαφή και συναλλαγή με πολλούς ανθρώπους, από τους οποίους μπορούσαν να γνωρίσουν τις αιρετικές ιδέες. Ταυτόχρονα η θέση τους ως επιστάτες των μεγάλων έργων, τους επέτρεπαν να τις μεταδώσουν στο εργατικό δυναμικό τους, το οποίο τους είχε ανάγκη. Έτσι, μαζί με την τέχνη τους, την οποία μετέδιδαν συντεχνιακά σε μικρό κύκλο μαθητών, κυρίως στους απογόνους τους, πολλοί τέκτονες μετέδιδαν και την αίρεση στα φτωχά και πολλές φορές εξαθλιωμένα λαϊκά στρώματα, κατηγορώντας την Εκκλησία, ως αιτία της εξαθλίωσής τους και προβάλλοντας την ανέχεια ως αποστολικό τρόπο ζωής. Οι τέκτονες ήταν φορείς της μανιχαϊκής αίρεσης, και την είχαν μεταφέρει στο Goslar.
Εκτός από τους τέκτονες, φορείς μετάδοσης της αίρεσης θεωρούνται και οι έμποροι, λόγω της επαγγελματικής ταξιδιωτικής δραστηριότητας. Οι έμποροι εκείνης της εποχής ήταν πραματευτάδες, και περιδιάβαιναν τους μεσαιωνικούς δρόμους για να πουλήσουν την πραμάτεια τους. Μετέφεραν εκτός των εμπορευμάτων τους, ειδήσεις και άλλου είδους πληροφορίες. Φαίνεται ότι μετέφεραν και τις αιρετικές ιδέες, αν και κάποιος θα μπορούσε ν’ αντιλέξει, ότι οι έμποροι δεν έμεναν σε έναν τόπο χρόνο αρκετό για να κάνουν προσηλυτισμό, σε αντίθεση με τους τέκτονες. Έμεναν σε μια εμποροπανήγυρη όσες μέρες αυτή διαρκούσε και μετά πιέζονταν να μεταβούν στην επόμενη για να πουλήσουν.
Τρίτη επαγγελματική τάξη, η οποία συνέβαλε με τον τρόπο της στην διάδοση των αιρέσεων ήταν οι τροβαδούροι. Αυτοί μέσω των τραγουδιών τους είχαν την δυνατότητα να προβάλλουν τις αιρετικές ιδέες με τρόπο συγκεκαλυμμένο και ωραιοποιημένο, σε ένα κοινό κατάλληλα προετοιμασμένο από το πιοτό και την ερωτική λαχτάρα. Η διαδικασία δεν άλλαξε και πολύ από τότε μέχρι τώρα, μόνο τα μέσα. Δεν είναι λοιπόν, ν’ απορεί κανείς από την πυκνότητα της αντιεκκλησιαστικής και αντικληρικαλιστικής θεματολογίας της λυρικής ποίησης της εποχής. Το μόνο που θα πρέπει να διευκρινιστεί είναι η ακριβής έννοια της «Αυλής του Έρωτα», και όχι του «αυλικού έρωτα», όπως εκλαμβάνεται συνήθως, θέμα που συναντάται συχνά στα τραγούδια των Τροβαδούρων.
Οι αιρετικοί του Goslar καταδικάστηκαν, ως Μανιχαίοι και κρεμάστηκαν. Μανιχαίους τους ονομάζει ο Γερμανός του Reichenau[41]. Η αποδομητική σχολή, όπως ήταν αναμενόμενο, διαφωνεί επί τη βάση ότι η μόνη διαθέσιμη πληροφορία είναι ότι αρνήθηκαν να σκοτώσουν μια κότα. Η σύνοδος έφερε ενώπιον των αιρετικών μια κότα και ζήτησε να την πνίξουν. Αφού κανείς δεν εκτέλεσε την διαταγή κρίθηκαν όλοι αιρετικοί κι εκτελέστηκαν. Πράγματι, αν η περίπτωση ειδωθεί αποκομμένη από τον υπόλοιπο ιστορικό περίγυρο, δεν υπάρχει κάτι παραπάνω για την ταυτοποίηση της υπό εξέταση περίπτωσης. Αν όμως το περιστατικό εξεταστεί ως γεγονός μίας εξέλιξης σε δυτικοευρωπαϊκή κλίμακα, τότε αθροιστικά, προκύπτουν όλα εκείνα τα στοιχεία που καταδεικνύουν Μανιχαϊσμό, ή νέο-μανιχαϊσμό, ή Καθαρισμό ή δυαρχία, ανάλογα το πόσο θέλουν οι αποδομητές να παίζουν με τις λέξεις.
Εκτός αυτού, αν κάποιος θέλει ν’ απομονώσει την περίπτωση από τα όσα συνέβαιναν την εποχή εκείνη, θα πρέπει να μπορεί να παρουσιάσει μια πρόταση για το ποιοι ήταν τέλος πάντων αυτοί, αν δεν ήταν Μανιχαίοι. Κάτι τέτοιο δεν γίνεται από τους αποδομητές, οι οποίοι με γενικολογίες μιλάν για μεταρρυθμιστές, για intellectual, για ενθουσιαστές, μια θολούρα δηλαδή που κάνει τον αναγνώστη ν’ αναρωτιέται τι σκοπιμότητα έχει. Αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς με την ιστορία, αλλά και με την ανάγνωσή της, οφείλουμε να πούμε ότι, όπως και αν ονομάσουμε τους αιρετικούς που συναντάμε στα διάφορα περιστατικά του ΙΑ’ αι. αυτοί είχαν τις ίδιες ιδέες με τους Μανιχαίους.
Για την ιστορία, φαίνεται ότι μετά το Goslar, το κλίμα στην αυλή άρχισε ν’ αλλάζει υπέρ του Γοδεφρείδου. Κατάφερε ν’ αποκατασταθεί την αριστοκρατική τάξη το 1054, όταν παντρεύτηκε την χήρα του Βονιφάτιου της Κανόσσα, Margrave της Τοσκάνης.
Πηγές για το περιστατικό στο Goslar:
- Lampert Hersfeld, Annales anno 1053, MGH SS 5, 155.
- Herimanni Augiensis, Chronicοn anno 1052, MGH SS 5, 130.
- Anselm, Gesta…, MGH SS VII, 228.
- Bernoldi, Chronicon , MGH SS 5, 426.
- Annales Mellicenses, Auctarium Zwetlense, MGH SS 9, 539.
- Annalista Saxo, MGH SS 6, 689.
- Manegold Lauterbacensis, Liber ad Gebehardum, MGH Libelli de lite 1, 378.
ε. Βιβλιογραφία.
- Ilarino da Milano, Le eresie popolari, Studi Gregoriani 2, 74-76.
- Jeffrey Burton Russell, Dissent and Reform, pp. 38-42.
- Heinrich Fichtenau, Heretics and Scholars in the High Middle Ages, 1000-1200, (trans. Denise A. Kaiser, τίτλος πρωτοτύπου Häresie und Vernunftglaube im Hochmittelalter, München 1992), The Pennsylvania State University 1998, pp. 25-29.
- Brian Stock, The Implications of Literacy: written language and models of interpretation in the 11th & 12th centuries, Princeton University Press 1983, pp. 145-150.
- Rudolf Huysman, Wazo van Luik in den ideënstrijd zijner dagen, Nijmegen 1932, προσωπογραφία του Wazo.
Cambrai 1077μ.Χ.
Η περίπτωση του Ραμίρδου της Καμπραί είναι ένα έξοχο παράδειγμα της τραγικής κατάστασης που δημιουργήθηκε στην Δύση με τις «μεταρρυθμίσεις» του Γρηγορίου Ζ’. Είναι επίσης ενδεικτικό του πώς γίνεται ένας αιρετικός πάπας, όπως ο Γρηγόριος Ζ’, να δίνει πιστοποιητικό ορθοφροσύνης σε έναν άλλο αιρετικό, όπως ο Ραμίρδος, αρκεί να συμπίπτουν τα συμφέροντα. Είναι αποτέλεσμα της παπικής πολιτικής, η οποία όρισε ως θεολογικό κριτήριο την συμφωνία με την Ρώμη.
α. Ιστορικά.
Ο επίσκοπος Γεράρδος Β’ της Καμπραί αντικατέστησε τον εκλιπόντα προκάτοχό του το 1076. Έλαβε την Περιβολή από τον αυτοκράτορα Ερρίκο Δ’ αντίθετα με την πολιτική του Γρηγορίου Ζ, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να μην εγκρίνει τον διορισμό του. Το ζήτημα λύθηκε τον επόμενο χρόνο, όταν ο Γεράρδος Β’ έστειλε επιστολή στον πάπα, στην οποία επικαλούνταν άγνοια της παπικής απόφασης για την Περιβολή[42].
Την ίδια χρονιά συνέβη στην πόλη αυτή μια εξέγερση, ενάντια στην εξουσία του επισκόπου, στην οποία πρωτοστατούσαν οι υφαντές. Ένας από αυτούς ήταν και ο Ραμίρδος. Οι πηγές δεν συνδέουν το περιστατικό με την κοινωνική αναταραχή άμεσα, αλλά και μόνο η αναφορά της επαγγελματικής ιδιότητάς του δείχνει υπαινιγμό. Η συσχέτιση του επεισοδίου με την «γρηγοριανή μεταρρύθμιση» έγινε από τον ίδιο τον πάπα και όχι από τους συμμετέχοντες.
Μετά την καταδίκη του Ραμίρδου ο Γρηγόριος Ζ’ έστειλε επιστολή στον Γοδεφρείδο, επίσκοπο Παρισιού, για να διενεργήσει έρευνα για τα όσα είχαν συμβεί στην Καμπραί. Δεν διέφευγε της προσοχής του το γεγονός ότι η πόλη αυτή ήταν αντίθετη με την πολιτική του, όπως προκύπτει από επιστολή του κλήρου της Καμπραί προς τον κλήρο της Rheims. Στην επιστολή αυτή οι κληρικοί της Καμπραί πρότειναν στους συναδέλφους τους τον σχηματισμό κοινού μετώπου για την υπεράσπιση των μακροχρόνιων εθίμων της Εκκλησίας, που καταπατούνταν από τις καινοτομίες του Γρηγορίου Ζ’. Κύριος στόχος της επιστολής του Γρηγορίου Ζ’ ήταν ο αρχιεπίσκοπος Μανασσής του Παρισιού, αντίθετος και αυτός της παπικής πολιτικής. Η έρευνα αρχικά κατευθύνονταν προς αυτόν και ευκαιρίας δοθείσης θα ασχολούνταν και με τα γεγονότα της Καμπραί. Δυστυχώς οι πηγές αποσιωπούν τα αποτελέσματά της.
β. Πηγές.
Το επεισόδιο αναφέρεται σε ένα ανώνυμο χρονικό, γραμμένο κατά πάσα πιθανότητα το 1133 μ.Χ. Το τρίτο βιβλίο του Χρονικού είναι αφιερωμένο στον βίο του επισκόπου Γεράρδου Β’. Το λατινικό κείμενο στο Chronicon S. Andreae Casti-Cameracesii III.3, ed. L. C. Bethmann, εν Monumenta Germaniae Historica, Scriptores VII, 540. Αγγλική μετάφραση W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, pp. 95-6. Επίσης στο R. I. Moore, Birth of Popular Heresy, Medieval Academy of America 1995 (1st ed. 1975), pp. 24-5.
Η επιστολή του πάπα Γρηγορίου Ζ΄ προς τον Γοδεφρείδο επίσκοπο Παρισιού στο Erich Caspar, Das Register Gregors VII, εν Monumenta Germaniae Historica, Epistolae II, 1, 328-9. Αγγλική μετάφραση Ephraim Emerton, The correspondence of Pope Gregory VII: Selected letters from the Registrum. New York: Columbia University Press. 1932, pp. 116-8. Το τμήμα της επιστολής που αφορά τον Ραμίρδο επίσης μεταφρασμένο στα αγγλικά στο R. I. Moore, Birth of Popular Heresy, Medieval Academy of America 1995 (1st ed. 1975), pp. 26.
Η επιστολή του κλήρου της Cambrai προς τον κλήρο της Rheims έχει εκδοθεί στο Martin Bouquet, Rerum Gallicarum et Francicarum Scriptores, Paris 1806, XIV 779-80.
γ. Κείμενα.
Chronicon S. Andreae Casti-Cameracesii III.3:
«Συνέβη μετά απ’ αυτό να σταματήσει ο επίσκοπος στο χωριό Lambres, το οποίο ήταν υπό την δικαιοδοσία του, και παρέμεινε εκεί για λίγο διάστημα. Του αναφέρθηκε από κάποιους πληροφοριοδότες, ότι κάποιος άνδρας με το όνομα Ραμίρδος, ο οποίος ζούσε στο κοντινό χωριό Schere, δίδασκε δόγματα αντίθετα με την πίστη και με την διδασκαλία του είχε συγκεντρώσει ήδη γύρω του αρκετούς μαθητές και μια ομάδα αρκετών ανθρώπων και των δύο φύλων που συμφωνούσαν μαζί του. Ο άνθρωπος κλήθηκε άμεσα για εξέταση των όσων αφορούσαν την ζωή και την διδασκαλία του. Ο επίσκοπος άκουσε την απάντησή του στις κατηγορίες, και μετά διέταξε να μεταφερθεί στο δικαστήριο της Cambrai, όπου θα μπορούσε να γίνει επιμελέστερη εξέταση του θέματος.
Και έτσι, την καθορισμένη μέρα, ο άνδρας οδηγήθηκε ενώπιον των ηγουμένων και του μορφωμένου κλήρου που είχαν κληθεί και ερωτήθηκε σχετικά με την καθολική πίστη, αλλά σε όλα παραδέχθηκε τα διδάγματα της αληθινής πίστης. Όταν, όμως, καθοδηγήθηκε από τον επίσκοπο να συμμετάσχει στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας για να το επιβεβαιώσει, αρνήθηκε, ισχυριζόμενος ότι δεν θα το δέχονταν από κανέναν ηγούμενο ή ιερέα, ούτε από τον επίσκοπο τον ίδιο, επειδή όλοι τους ήταν βαθειά μπλεγμένοι στο έγκλημα της σιμωνίας και άλλες πρακτικές απληστίας. Όλοι εξοργίστηκαν από αυτά τα λόγια και διακήρυξαν ότι πρέπει να θεωρείται αιρεσιάρχης˙ κι εκεί έληξε το θέμα.
Ωστόσο, μερικοί από τους ακολούθους του επισκόπου και κάποια άλλα πρόσωπα τράβηξαν τον άνθρωπο και τον πέταξαν σε έναν αχυρώνα. Βάζοντας έναν πυρσό στον αχυρώνα, τον έκαψαν, χωρίς να προβάλει αντίσταση, ατρόμητο και – όπως λέγεται – γονυπετή σε στάση προσευχής. Τέτοιο ήταν το τέλος του ανθρώπου που είχε κάνει και είχε διδάξει πολλά πράγματα. Αλλά πολλοί από τους πιστούς του συνέλεξαν μερικά από τα οστά και τις στάχτες του, για τον εαυτό τους. Σε μερικές πόλεις, αρκετά μέλη αυτής της ομάδας υπάρχουν ακόμη, και ανάμεσά τους συγκαταλέγονται και πολλοί από αυτούς που ασκούν την τέχνη της ύφανσης.»
Gregorius episcopus servus servorum Dei, ad Iosfredo Parisiacensi episcopo:
«Ακούσαμε επίσης ότι οι κάτοικοι της Cambrai έκαψαν κάποιον επειδή τόλμησε να πει ότι οι σιμωνιακοί και άσεμνοι ιερείς δεν πρέπει να επιτελούν την Θεία Λειτουργία, και ότι οι ακολουθίες τους πρέπει ν’ αποφεύγονται. Μας φαίνεται τρομερό, και αν είναι αλήθεια πρέπει να λάβει εκδίκηση με όλη τη δύναμη της αυστηρότητας των κανόνων, και σε διατάζουμε ως αδελφό μας να ερευνήσεις προσεκτικά την αλήθεια του θέματος. Αν βρεις ότι το έχουν διαπράξει ασεβώς θα πρέπει να τους αποκόψεις από την είσοδο στην εκκλησία και την κοινωνία, χωρίς να διακρίνεις μεταξύ των υπαιτίων του εγκλήματος και αυτών που το διέπραξαν. Φρόντισε να μας ενημερώσεις με επιστολή όσο το δυνατόν συντομότερα, για το τι κατάφερες να ανακαλύψεις σχετικά με την αλήθεια του θέματος.
Ακόμη περισσότερο, σού ζητάμε, και σε παροτρύνουμε, να ενημερώσεις με αποστολική εξουσιοδότηση όλους τους συναδέλφους και φίλους επισκόπους της Φραγκίας, ότι πρέπει να απαγορεύσουν στους ιερείς που δεν θα σταματήσουν την συνεύρεση, να τελούν τις ακολουθίες στο ιερό θυσιαστήριο, και να διδάσκεις το ίδιο κι εσύ σε κάθε τόπο ή συνάθροιση. Αν βρεις τους επισκόπους οκνηρούς σε αυτό το θέμα, ή αν αυτοί που αναξίως τολμούν να σφετερίζονται το όνομα και το αξίωμα της τάξεως του κλήρου είναι αδιάλλακτοι εξαιτίας των εγκλημάτων τους, πρέπει να απαγορεύσεις στον κόσμο να παραβρίσκεται στις ακολουθίες τους πλέον, στο όνομα του αγίου Πέτρου, και με την αποστολική μας εξουσία, έτσι ώστε να νικηθούν μ’ αυτόν τον τρόπο και ν’ αναγκαστούν να αλλάξουν τρόπο ζωής και να επιστρέψουν στην καθαρότητα της θρησκευτικής αγνότητας. Πράξε αυτά έτσι, ώστε με την βοήθεια του Θεού, η Αγία και Καθολική Μητέρα Εκκλησία να γνωρίζει ότι είσαι πιστός λειτουργός της, συνεργαζόμενος με μας στην αποστολική ευθύνη μας, και επέτρεψε μας, καθώς σφόδρα το επιθυμούμε, να αναγαλλιάσουμε στην ελευθερία και καρποφορία του ιερατικού μας αξιώματος τώρα, και να προσβλέπουμε με εμπιστοσύνη ότι το ίδιο θα γίνεται και στο μέλλον, με το έλεος του Θεού.»
δ. Παρατηρήσεις.
Σύσσωμοι οι ιστορικοί χειροκροτούν την απόφαση του πάπα να απαλλάξει των κατηγοριών τον Ραμίρδο, οι ίδιοι που σε αντίθετη περίπτωση θα τον καταδίκαζαν στο πουργατόριο της Ιστορίας. Αλλά η απόφαση του πάπα δεν μπορεί να είναι σωστή διότι δεν στηρίζεται σε προσωπική η συνοδική εξέταση του θέματος. Ο πάπας έφθασε σε αυτήν την απόφαση δίνοντας βάση στις φήμες (relatum nobis est) και κυρίως στο ότι ο Ραμίρδος χρησιμοποιούσε τα ίδια επιχειρήματα με τον Γρηγόριο Ζ’ όσον αφορά την αναξιότητα των ιερέων. Βλέπουμε, λοιπόν, μέσα από το περιστατικό, ένα άριστο παράδειγμα του τρόπου, με τον οποίο ο παπισμός οδήγησε τον κόσμο στην αίρεση, την ίδια διαδικασία που περιγράψαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Ο Γρηγόριος Ζ’ παρείχε στους αιρετικούς την απαραίτητη ρητορεία για να πολεμήσουν την Εκκλησία.
i) Ήταν ο Ραμίρδος αιρετικός; Και μόνο το γεγονός ότι ασπαζόταν την πεποίθηση, ότι τα μυστήρια των ανάξιων ιερέων είναι άκυρα, καθίσταται αιρετικός. Το κριτήριο της συμφωνίας με την Ρώμη είναι παπικό εφεύρημα και δεν έχει αντίκρισμα. Αλλά και μέσα από την παπική οπτική αν ήθελε κάποιος να το εξετάσει θα παρατηρούσε ότι ενώ ο Γρηγόριος διαχωρίζει τους ιερείς σε άξιους και ανάξιους, ανάλογα με την σύνταξή τους στην πολιτική του, ο Ραμίρδος τους κατακρίνει όλους. Δεν κάνει διάκριση. Το ότι εμφανίστηκε αρχικά σύμφωνος με την καθολική πίστη δεν ξεγέλασε κανέναν τότε, ενώ τώρα ξεγελά όσους θέλουν να ξεγελαστούν. Το έχουμε συναντήσει πολλές φορές και φαίνεται ότι οι συμμετέχοντες στην σύνοδο είχαν την ανάλογη εμπειρία. Όταν του ζήτησαν να επισφραγίσει τα λεγόμενά του με την συμμετοχή στο Άγιο Ποτήριο, τότε ο Ραμίρδος έδειξε τις ίδιες αντιεκκλησιαστικές και αντικληρικαλιστικές θέσεις με τους προηγούμενους αιρετικούς. Η διαφορά είναι ότι τώρα οι αιρετικοί είχαν νέα επιχειρηματολογία με παπική σφραγίδα.
ii) Μόνο από την στάση του Ραμίρδου δεν μπορεί να βγει συμπέρασμα για το είδος της αίρεσης το οποίο ασπάζονταν. Ωστόσο, δεν υπάρχει κάποια ένδειξη που να απαγορεύει να υποθέσουμε ότι ήταν διαφορετικοί από αυτούς που καταγράφηκαν στην επαρχία Arras-Cambrai πενήντα χρόνια πριν.
iii) Η πληροφορία ότι πολλοί από τους αιρετικούς ήταν υφαντές σε συνδυασμό με την εξέγερση της ίδιας συντεχνίας λίγο χρόνο πριν, έδωσε επιτέλους το έναυσμα στους οπαδούς του ιστορικού υλισμού να αρθρώσουν λόγο περί κοινωνικών αιτίων των αιρέσεων. Είδαμε στο προηγούμενο περιστατικό, πώς μπορεί να λειτουργήσει μία επαγγελματική συντεχνία στην διάδοση των αιρέσεων. Ο ρόλος της δεν έχει κοινωνικά αίτια, αλλά πρακτική ωφέλεια ως προς την απόδοση. Ειδάλλως θα έπρεπε να παραδεχθούμε ένα είδος αυτοματισμού στο φαινόμενο. Δεν είναι όμως έτσι, όπως για παράδειγμα επί του ιδίου θέματος, η αίρεση δεν εξαπλώνεται αυτόματα σε μια αναπτυσσόμενη πόλη, ως αποτέλεσμα κάποιας ακατανόητης κοινωνικής διεργασίας, όπως ισχυρίζεται η ίδια σχολή. Η αίρεση χρησιμοποιεί την μεγάλη πόλη για να κρυφθεί και να δραστηριοποιηθεί με μεγαλύτερη άνεση, ασφαλισμένη στην ανωνυμία του πλήθους, σε αντίθεση με τις μικρές κοινότητες, όπου λίγο-πολύ όλοι οι κάτοικοι γνωρίζονται μεταξύ τους και η παρουσία ενός άγνωστου προκαλεί την καχυποψία και την περιέργεια, οπωσδήποτε δεν περνά απαρατήρητη.
Επί του προκειμένου, καμιά πηγή δεν συνδέει τα δύο περιστατικά, και βέβαια, το να υποθέσουμε ότι δύο περιστατικά που συμβαίνουν είτε ταυτόχρονα είτε με μικρή χρονική διαφορά, σχετίζονται, είναι λογική πλάνη. Πέραν τούτου η εξέγερση των υφαντών στόχευε το πρόσωπο του Γεράρδου Β’ και δεν μπορεί να θεωρηθεί κοινωνική αναταραχή, εκτός ίσως και να υπολογίσει κάποιος μόνο το ότι συμμετείχαν κάτοικοι της πόλης. Η αντίδραση, όμως, προς τον Γεράρδο θα μπορούσε να εκληφθεί περισσότερο ως αντίδραση εκκλησιαστικής φύσεως και όχι κοινωνικής[43].
iv) Δεν υπάρχει λόγος ή τρόπος να γενικευτεί η σύνδεση αίρεσης-υφαντουργών. Η φύση του επαγγέλματος δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο. Μέχρι τον Ι’ αι. η υφαντουργία ήταν οικοτεχνία και ασκούνταν στους τόπους παραγωγής της πρώτης ύλης (μαλλί, λινάρι, βαμβάκι), δηλ. στα αγροκτήματα. Με την χρήση του οριζόντιου αργαλειού τον ΙΑ’ αι. εξελίσσεται σε βιοτεχνία, μετακομίζει στα αστικά κέντρα, όπου μπορεί να απασχολήσει εργατικό δυναμικό, αλλά πάλι παραμένει κοντά στους τόπους παραγωγής της πρώτης ύλης. Δημιουργούνται οι πρώτες συντεχνίες, όπου ο αρχιυφαντής είναι ο κάτοχος της τέχνης για την παραγωγή καλύτερου ποιοτικά υφάσματος. Με τα προνόμια που αποδίδονται στις συντεχνίες, κάποιες πόλεις αναπτύσσονται σε υφαντουργικά κέντρα, όπως η Bruges, η Duai και η Γάνδη, στις περιοχές της Καμπανίας και της Φλάνδρας.
Οι υφαντουργοί δεν ήταν ταξιδευτές. Τα προϊόντα τους έφθαναν στον καταναλωτή μέσω των εμπόρων. Συνεπώς δεν ήταν φορείς διάδοσης της αίρεσης. Γι’ αυτό και η περίπτωση των υφαντουργών της Cambrai έχει τοπικό χαρακτήρα. Δεν εντοπίζεται εξάπλωση σε αδελφές συντεχνίες άλλων πόλεων.
Αν και η φύση του επαγγέλματος δεν βοηθά στην γενικότερη σύνδεση αίρεσης-υφαντουργών, δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο για τον συντεχνιακό χαρακτήρα, ο οποίος με την μυστικότητά του για την διαφύλαξη της τέχνης παρείχε και την κάλυψη για την επιβίωση των αιρετικών, δεδομένης της αντίδρασης των αρχών. Ταυτόχρονα, η τοποθέτηση των υφαντουργείων κατά την πολεοδομική οργάνωση του Μεσαίωνα, στα περίχωρα της πόλης, μακριά από την διέλευση του ύδατος (κανάλια, ποτάμια) – σε αντίθεση με συναφείς βιοτεχνίες, όπως των βυρσοδεψών και των βαφέων, που χρειαζόταν το νερό για να λειτουργήσουν - μακριά δηλαδή από τις υδάτινες οδούς, επέτρεπε την δράση της αίρεσης σε απόσταση από το σφρίγος της αστικής ζωής, στο ημίφως του περιθωρίου[44].
Ο συντεχνιακός τρόπος λειτουργίας και δράσης υιοθετήθηκε αργότερα από τις σέκτες όταν αυτές έγιναν underground μυστικές εταιρείες.
ε.Βιβλιογραφία.
Το θέμα συζητείται στα:
- Ilarino da Milano, Le eresie popolari, pp.80-82.
- J.B. Russell, Dissent and Reform, pp. 43-44.
- A. Evans, Soscial Aspects of Medieval Heresy, στο συλλογικό Persecution and Liberty: Essays in Humor of George Lincoln Burr, New York 1931, pp. 101-103, εξέταση της κοινωνικής διάστασης του θέματος με πολύ βιβλιογραφία.
- Alfred Cauchie, La Querelle des investitures dans les diocèses de Liège et de Cambrai, vol. 1 : Les réformes grégoriennes et les agitations réactionnaires (1075-1092), Louvain 1890, 1/2 pp. 8-9.
- Herbert Grundmann, Religiöse Bewegungen des Mittelalters, Leipzig 1933, 31-33.
- Arno Borst, Die Katharer, 247-248.
Tanchelm, αρχές ΙΒ’ αι.
Ο Tanchelm (ή Tanchelin) ήταν ένας αιρετικός διδάσκαλος και κήρυκας, ο οποίος έδρασε στις Κάτω Χώρες και κυρίως στην Antwerp, στην Φλάνδρα και στη Zeeland στα τέλη του ΙΑ’ και αρχές του ΙΒ’ αι. Δεν είναι γνωστός ο τόπος και ο χρόνος γέννησής του. Η διδασκαλία του είχε ως κεντρική γραμμή την γνωστή αντιεκκλησιαστική και αντικληρικαλιστική στάση, εμπλουτισμένη με την νέα επιχειρηματολογία που εισήγαγε ο Γρηγόριος Ζ’, με αποτέλεσμα οι ρεβιζιονιστές ιστορικοί σήμερα να προσπαθούν να τού αφαιρέσουν την κατηγορία του αιρετικού. Αλλά το σημείο που τον διαχώριζε από την εκκλησιαστική πολιτική του πάπα ήταν η προτροπή στους πιστούς του να μην πληρώνουν την δεκάτη. Κατάφερε να συγκεντρώσει ομάδες πιστών, οι οποίοι τον θεωρούσαν άγιο και προφήτη.
Ταξίδεψε στη Ρώμη το 1112-3 μ.Χ. με σκοπό να πείσει τον πάπα να μεταφέρει την δικαιοδοσία από κάποιες περιοχές που υπαγόταν στην επισκοπή της Ουτρέχτης, στον επίσκοπο της Thérouanne. Η επισκοπή της Ουτρέχτης χήρευε εκείνη την περίοδο. Η κίνηση αυτή είχε και την πολιτική της σκοπιμότητα. Η Ουτρέχτη ήταν πιστή στον Γερμανό αυτοκράτορα Ερρίκο τον Ε’ (1086-1125), αλλά την διεκδικούσε και ο Λουδοβίκος Στ’ ο Παχύς της Φραγκίας (1081-1137). Ο Λουδοβίκος ήλπιζε ότι με την φιλοπαπική πολιτική του θα κατάφερνε ν’ αποσπάσει εδάφη από τον Ερρίκο, ο οποίος είχε έντονες διαμάχες με την Ρώμη, ακολουθώντας τους προκατόχους του. Η αποστολή του Tanchelm ήταν πρόταση του κόμη της Φλάνδρας Ροβέρτου του Β’ (1093-111), γεγονός που κάνει πολλούς να πιστεύουν ότι ο Tanchelm ήταν μοναχός από τον κύκλο του Ροβέρτου. Τελικά ο πάπας Πασχάλης Β’ (1099-1118) αρνήθηκε την μεταφορά της δικαιοδοσίας.
Μετά την επιστροφή του ο Tanchelm είχε ν’ αντιμετωπίσει την δικαιολογημένη εχθρότητα του κλήρου της Ουτρέχτης. Παρακάτω παρατίθεται κείμενο από επιστολή των κληρικών αυτής της πόλης προς τον Αρχιεπίσκοπο Κολονίας Φρειδερίκο ( 1100-1131), στην οποία ενημερώνουν για την αίρεση του Tanchelm. Η επιστολή έφερε αποτέλεσμα καθώς ο κατηγορούμενος συνελήφθη στη Κολονία το 1113/1114 αλλά αφέθηκε ελεύθερος. Έναν χρόνο μετά αυτοανακηρύχθηκε θεός στην Antwerp, οπότε ένας ιερέας του έσπασε το κεφάλι και πέταξε το πτώμα του στο ποτάμι.
β. Πηγές.
Η επιστολή του κλήρου τη Ουτρέχτης προς τον αρχιεπίσκοπο Φρειδερίκο Α’ της Κολονίας βρίσκεται στην συλλογή του Paul Fredericq, Corpus Documentorum Inquisitionis Haereticae Pravitatis Neerlandicae, vol. 1 (Gravehage 1889), 15-18. Επίσης υπάρχει στο Monumenta Bambergensis, ed. P. Jaffé, Bibliotheca Rerum Germanicarum V (Berlin 1869), 296-300. Αγγλική μετάφραση W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, pp. 97-100. Επίσης στο R. I. Moore, Birth of Popular Heresy, Medieval Academy of America 1995 (1st ed. 1975), pp. 29-31.
Το δεύτερο κείμενο είναι σχετικό απόσπασμα από την Συνέχεια του Χρονικού του Sigebert του Gembloux, γραμμένο από τον Robert de Monte (ή Torigny). Χρονολογείται από τον Fredericq μεταξύ των ετών 1155-1157, ενώ από τον Philippen μεταξύ 1146-1155. Εφόσον ο Robert de Monte δανείζεται από την δεύτερη εκδοχή του Βίου του Νορβέρτου της Ζαντέν, η μεταγενέστερη χρονολόγηση είναι η πιθανότερη. Λατινικό κείμενο MGH SS 6, 449. Αγγλική μετάφραση W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, pp. 101.
Ένα απόσπασμα από τον βίο του αγίου (για τους παπικούς) Νορβέρτου της Ζαντέν (εκδοχή Α), ο οποίος ασχολήθηκε με την ποιμαντική αντιμετώπιση των αιρέσεων και η δράση του τοποθετείται μετά τον θάνατο του Tanchelm, ασχολείται με τον εν λόγω αιρεσιάρχη. Επειδή το δεύτερο κείμενο είναι σχεδόν ίδιο με αυτό, εμπλουτισμένο μόνο ως προς την παραβατική συμπεριφορά των οπαδών του, δεν παρατίθεται. Λατινικό κείμενο Vita Norberti, MGH SS 6, 690-1 & Paul Fredericq, Corpus Documentorum Inquisitionis Haereticae Pravitatis Neerlandicae, vol. 1 (Gravehage 1889), 23-24. Αγγλική μετάφραση R. I. Moore, Birth of Popular Heresy, Medieval Academy of America 1995 (1st ed. 1975), pp. 31-32.
Πληροφορίες για τον Tanchelm υπάρχουν και στις εξής πηγές:
- Petrus Abelardus, Introduction ad Theologiam, PL 178.1056΄ Fredericq, Corpus…, I 26΄ Victor Cousin, Petri Abelardi opera omnia, Paris 1849, II 83-84΄ Γράφτηκε μετά τον θάνατο του Tanchelm μεταξύ των ετών 1115-1121.
- Ένα δίπλωμα του Hildolf, κοσμήτορα σε παρεκκλήσιο της Antwerp, ed. Fredericq, Corpus…, II 5. Χρονολογείται το 1124.
- Ένα δίπλωμα του Bouchard, επισκόπου της Cambrai, ed. Fredericq, Corpus…, II 3, χρονολογείται το 1124.
- Ένα δίπλωμα του Νικόλαου, επισκόπου Cambrai, ed. P. J. Goetschalckx, Oorkondenboek der Witheerenabdij van Sint-Michiel te Antwerpen, I 15΄ L.Z.M. Philippen, De Heilige Norbertus en de strijd tegen het Tanchelmisme te Antwerpen, εν Bijdragen tot de Geschiedenis XXV (1934), 251΄ χρονολογείται το 1148.
- Sigebertus Geblacencis, Continuatio Valcellensis, MGH SS VI, 458΄ Fredericq, Corpus…, I 26-27΄ χρονολογείται από τον Philippen μεταξύ 1114-1163.
Μεταγενέστερη δευτερεύουσα πηγή:
- Johannes Trithemius, Annales Hirsaugenses I.387-7, ed. Fredericq, Corpus…, I 27. Ο Trithemius πέθανε το 1516.
γ. Κείμενα.
Α. Traiectenses Fridericum I archiepiscopum Coloniensem hortantus, quod ceperit Tanchelmum haereticum eiusque socios, Manassen et Everwacherum, ne eos dimittat.
«Προς τον εξοχώτατο και σεβασμιότατο πατέρα Φρειδερίκο, Αρχιεπίσκοπο Κολονίας, η ταπεινή εκκλησία της Ουτρέχτης, ειλικρινέστατες ευχές με πραγματική αφοσίωση και ομολογία της δέουσας υπακοής.
Αναπέμπουμε τις ευχαριστίες μας, σεβάσμιε πατέρα, διότι λυπηθήκατε για μας με πατρική θλίψη, και ελέγξατε τις επιθέσεις του Αντιχρίστου, ο οποίος ανατάραξε και βλασφήμησε την Εκκλησία του Χριστού. Ύψωσε την φωνή του στους ουρανούς και ενάντια στα μυστήρια της Εκκλησίας και τόλμησε να αναβιώσει μια αίρεση που κάποτε είχε σιωπήσει με τις αποφάσεις των Αγίων Πατέρων. Διότι, φουσκωμένος από πνεύμα υπερηφάνειας, το οποίο είναι η ρίζα κάθε αίρεσης και κάθε αποστασίας, ότι ο πάπας είναι τίποτα, οι αρχιεπίσκοποι είναι τίποτα, οι επίσκοποι τίποτα, οι ιερείς και οι κληρικοί τίποτα. Συγκλόνισε εκ θεμελίων την Εκκλησία του Θεού˙ τόλμησε να διαιρέσει τον βράχο της πίστεως μας, δηλαδή τον Χριστό, υποστηρίζοντας ότι η εκκλησία αποτελείται μόνο από αυτόν και τους ακολούθους του˙ όπως οι Δονατιστές αιρετικοί που ισχυρίζονταν ότι η εκκλησία είναι μόνο στην Αφρική, αποζητούσε να περιορίσει την Εκκλησία – την ίδια Εκκλησία που ο Χριστός έλαβε από τον Πατέρα κατά το “Αἴτησαι παρ’ ἐμοῦ, καί δώσω σοι ἔθνη τήν κληρονομίαν σου[45]”- μόνο στους Τανχελμίτες.
Πραγματικά, Άγιε Πατέρα, κλίνε ευήκοον ους στις παρακλήσεις μας και να είσαι σε εγρήγορση για τον πρόδρομο του Αντιχρίστου, που τώρα βαδίζει το ίδιο μονοπάτι που θ’ ακολουθήσει και ο Αντίχριστος. Πρώτα στις παραθαλάσσιες επαρχίες έχυσε το δηλητήριο της κακίας του σε αμόρφωτους ανθρώπους αδύναμης πίστης. Βαθμιαία, άρχισε να διαδίδει τις πλάνες του μέσω ματρόνων και πορνών, των οποίων τις σαρκικές επαφές, τις μυστικές συζητήσεις και τις ιδιωτικές ανακλίσεις απόλαυσε πρόθυμα. Μέσω αυτών επίσης έμπλεξε και τους συζύγους τους στην παγίδα της κακίας του. Μετά, δεν κήρυττε πλέον σε κρυφά μέρη και στις κρεβατοκάμαρες αλλά στις απλωτές και παρέδιδε τις ομιλίες του στα χωράφια σε πλήθος που τον περιστοίχιζε από όλες τις πλευρές. Φορούσε την μεγαλοπρέπεια ενός μονάρχη που πάει να δημηγορήσει στο λαό, συνοδευόμενος από ακολούθους που έφεραν εμβλήματα και ξίφη μπροστά από αυτόν λες και βάδιζε ανάμεσα σε βασιλικά διάσημα. Οι άνθρωποι κρέμονταν από τα λόγια του σαν να ήταν άγγελος Κυρίου.
Αλλά αυτός, όντας στην πραγματικότητα άγγελος του Σατανά, διακήρυξε ότι οι εκκλησίες του Θεού έπρεπε να θεωρούνται οίκοι κακόφημοι, ότι η λειτουργία των ιερέων στην τράπεζα του Κυρίου ήταν ανάξια, και της ταίριαζε να ονομάζεται μόλυνση παρά μυστήριο, ότι η αποτελεσματικότητα των μυστηρίων εξαρτάται από την διαγωγή και την ιερότητα των λειτουργών. Αλλά ακούστε τα λόγια του αγ. Αυγουστίνου: “Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός έστειλε τον προδότη Του, τον οποίο αποκάλεσε διάβολο – κάποιον που πριν προδώσει τον Κύριο, δεν μπορούσε να κρατήσει με πίστη το ταμείο του Κυρίου – με τους άλλους αποστόλους για να κηρύξουν την Βασιλεία των Ουρανών, με σκοπό να δείξει ότι τα δώρα του Θεού έρχονται σε αυτούς που τα λαμβάνουν με πίστη, ακόμη και αν αυτοί μέσω των οποίων τα λαμβάνουν είναι σαν τον Ιούδα[46]”. Και πάλι ο αγ. Αυγουστίνος: “Αν, λειτουργώντας τα μυστήρια, πρέπει να ληφθεί υπόψη η αξία του δότη και του λήπτη, ας είναι η αξία του Θεού που δίνει και της συνείδησής μου που λαμβάνει΄ διότι αυτά τα δύο πράγματα, Η καλοσύνη Του και η πίστη μου, δεν αμφισβητούνται από μένα. Γιατί παρεμβαίνεις εσύ, για τον οποίο δεν γνωρίζω τίποτα; Επίτρεψέ μου να πω, Εμπιστεύομαι τον Θεό. Διότι αν εμπιστευτώ εσένα, πώς είμαι βέβαιος ότι δεν έκανες κάτι κακό αυτή την νύχτα[47];”
Μιλώντας με στόμφο γι’ αυτά και τα παρόμοια, αυτός ο άνθρωπος [ο Tanchelm] προειδοποίησε τον κόσμο ενάντια στην συμμετοχή του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας και απαγόρεψε την πληρωμή δεκάτης στους λειτουργούς της Εκκλησίας. Σ’ αυτό έπεισε εύκολα όσους ήταν ήδη πρόθυμοι, διότι κήρυττε μόνο αυτά που γνώριζε ότι θα ευχαριστήσουν, είτε με την καινοτομία τους είτε εξαιτίας της προκατάληψης του κόσμου.
Είχε μεγάλη επιτυχία στο ανοσιούργημα και έφθασε πολύ μακριά στην κακία ώστε ο άθλιος αυτοανακηρύχθηκε Θεός˙ διότι ισχυρίστηκε ότι αν ο Χριστός είναι Θεός επειδή έλαβε το Άγιο Πνεύμα, τότε και αυτός δεν είναι λιγότερο Θεός κατά τον ίδιο τρόπο, στο μέτρο που έλαβε και αυτός την πληρότητα του Αγίου Πνεύματος. Πήγε αυτή την ανοησία τόσο μακριά στην αυθάδειά του και κάποιοι λάτρευαν την θεότητα σ’ αυτόν ώστε κυκλοφορούσε τα απόνερα από το λουτρό του σ’ αυτούς τους ανόητους, για να το πίνουν σαν ευλογία, ως μυστήριο που μπορούσε να συμβάλει στην υγεία του σώματος και την σωτηρία της ψυχής με ιερό και δραστικό τρόπο.
Την ίδια εποχή, ψάχνοντας κάποια καινούργια μέθοδο για να καινοτομήσει, διέταξε να μεταφερθεί κάποιο άγαλμα της Παρθένου (πως συγκλονίζεται ο νους και μόνο στην αναφορά!) εν μέσω του πλήθους. Τότε άπλωσε το χέρι του στο χέρι του αγάλματος και με τον συμβολισμό αυτής της κίνησης μνηστεύθηκε την Παρθένο, απαγγέλλοντας με βλάσφημο τρόπο τους όρκους και όλα εκείνα τα δεσμευτικά λόγια του αρραβώνα κατά το κοινό έθιμο. “Ιδού”, είπε, “αγαπητοί, αρραβωνιάστηκα την Παρθένο. Παραθέστε το γλέντι του αρραβώνα και τα έξοδα του γάμου”. Έφτιαξε δυο κιβώτια και τοποθέτησε το ένα στα δεξιά και το άλλο στα αριστερά του αγάλματος. “Ας τοποθετήσουν οι άνδρες τις προσφορές τους σ’ αυτό και οι γυναίκες στο άλλο. Θα δω τότε σε ποιο φύλο καίει περισσότερο η αγάπη για μένα και την μνηστή μου”. Και ιδού! οι παράφρονες όρμησαν με δώρα και προσφορές. Οι γυναίκες έδωσαν σκουλαρίκια και κολιέ κι έτσι, με ασυγκράτητη βλασφημία συγκέντρωσε ένα τεράστιο ποσό χρημάτων.
Υπάρχει κάποιος σιδεράς, Μανασσής το όνομα, που αναφέρεται ότι είχε συλληφθεί από σας πριν καιρό μαζί με αυτό τον μοχθηρό άνθρωπο. Αυτός κατ’ απομίμηση του διαβολικού αφέντη του, ίδρυσε κάποια αδελφότητα, από αυτές που κοινώς λέγονται συντεχνίες, στην οποία ενέγραψε δώδεκα τύπους να παριστάνουν τους αποστόλους και μια γυναίκα να παριστάνει την Παρθένο Μαρία. Αυτήν, όπως λένε, την πήραν και οι δώδεκα, για να επιβεβαιωθεί η αδελφότητά τους˙ προς προσβολή της Παναγίας, είχε σαρκική επαφή με καθέναν από τους δώδεκα κατά τον χειρότερο τρόπο.
Επίσης, κάποιος ιερέας, Everwacher το όνομα, αποστάτησε από την ιεροσύνη και ακολούθησε την διδασκαλία αυτού του μιαρού ανθρώπου. Τον ακολούθησε στην Ρώμη, όπου ζήτησε από τον πάπα να μεταφερθούν οι παραθαλάσσιες επαρχίες – δηλ. το ένα τέταρτο της επαρχίας μας – στην επισκοπή της Thérouanne στο βασίλειο της Φραγκίας. Αυτός ο άνδρας, επίσης, - και χαρήκαμε που το ακούσαμε - συνελήφθη από την Αγιότητά σας. Ο ίδιος ιερέας, πιστός υποστηρικτής του Tanchelm, σφετερίστηκε τις δεκάτες που ανήκαν στους αδελφούς της εκκλησίας του Απ. Πέτρου και με την δύναμη των όπλων έδιωξε τους ιερείς από το θυσιαστήριο και τον ναό.
Ατέλειωτα, κύριέ μας, είναι τα εγκλήματα αυτών των ανθρώπων. Τα περισσότερα τα παραλείψαμε για χάρη της συντομίας που αρμόζει σε μια επιστολή. Ας είναι αρκετό να ειπωθεί εν συντομία ότι τα θεία πράγματα χειρίζονται με τόση περιφρόνηση, ώστε όσο πιο άγια φήμη έχει μια εκκλησία, τόσο πιο κατάπτυστη την θέλουν να είναι.
Καθόσον, Άγιε Πατέρα, το θείο έλεος παρέδωσε αυτούς τους ανθρώπους στα χέρια σας, επειδή δεν μπορεί ν’ ανεχθεί περισσότερους κινδύνους στην Εκκλησία Του, σάς εκλιπαρούμε, σας ικετεύουμε στο όνομα του Κυρίου, μην τους αφήσετε να ξεφύγουν. Αν ξεφύγουν, σας το τονίζουμε και φέρουμε μαρτυρία χωρίς δισταγμό, αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα ανεπανόρθωτη ζημιά στην Εκκλησία μας και ερείπια ψυχών αμέτρητα. Κύριέ μας, η Εκκλησία μας θα υποφέρει σίγουρα την πιο επικίνδυνη κακοτυχία αν τύχει και δραπετεύσουν, διότι ο λόγος τους εξαπλώνεται σαν καρκίνος, κατά τα λόγια του Αποστόλου[48] και με την κολακεία φέρνει την καταστροφή στην ψυχή του απλού ανθρώπου. Και τώρα, γι’ αυτό τον σκοπό ο αντίχριστός μεταμφιέστηκε σε μοναχό, ακολουθώντας το παράδειγμα του αρχηγού του, του οποίου έγινε όργανο, και μετασχηματίστηκε σε άγγελο φωτός, για να μπορεί να κοροϊδεύει με ασφάλεια, και να εκλάβει με πονηριά εμφάνιση ψεύτικης αγιότητας. Ζητάμε, Κύριέ μας, να κινηθείτε με δίκαιη αγανάκτηση ενάντια στους υπονομευτές της Εκκλησίας…
Προσευχόμαστε στον Θεό, να κάνει κάτι η Αγιότητά σας γι’ αυτά ώστε ν’ ανακουφιστεί η Εκκλησία, η οποία δοκιμάζεται τόσο καιρό.»
B. Continuatio Praemonstratensis
«Οι κάτοικοι της πόλεως [Antwerp] υπό την επήρεια κάποιου αιρετικού, του Tanchelm, είχαν ξεκόψει σταδιακά από την πίστη και την ηθική, επειδή αυτός, με αξιοσημείωτη λεπτότητα (παρά την θέση του ως λαϊκού, ήταν πιο ικανός στον λόγο από πολλούς εύγλωττους κληρικούς) δίδασκε ότι οι κατώτερες βαθμίδες της ιεροσύνης, όπως και οι επίσκοποι και οι ιερείς, δεν είχαν καμιά αξία, και αρνούνταν ότι η μετάληψη του Σώματος και του Αίματος του Χριστού συνεισέφερε στην σωτηρία αυτών που κοινωνούν. Κυκλοφορούσε ντυμένος πολυτελή ενδύματα και στολίδια, περιποιούνταν τους βοστρύχους με πολύχρωμες κορδέλες. Με πειστικά λόγια και επιδεικτικές γιορτές κέρδιζε την υποστήριξη των ακολούθων του, που έφθαναν στον αριθμό τους τρεις χιλιάδες οπλοφόρους, στους οποίους ανέθετε την ικανοποίηση της δολοφονικής μανίας του σε αυτούς που του αντιτίθονταν. Οι ακόλουθοί του πίστευαν σ’ αυτόν και τον λάτρευαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε έπιναν τα απόνερα του λουτρού του και τα είχαν σαν ιερά κειμήλια. Ήταν τόσο ακρατής και θηριώδης που βίαζε κορίτσια παρουσία των μητέρων τους και συζύγους υπό των βλέμμα των συζύγων τους, ισχυριζόμενος ότι ήταν ιεροπραξία.
Στο τέλος, ύστερα από τόση κακία και πολλούς φόνους, σκοτώθηκε με χτύπημα στο κεφάλι, που του έδωσε κάποιος ιερέας ενώ ήταν πάνω σε βάρκα. Αλλά ακόμη και μετά τον θάνατό του, οι διαβολικές διδασκαλίες του δεν μπορούσαν να εκριζωθούν εύκολα. Γι’ αυτό, με τις καλές ενέργειες του επισκόπου, δόθηκε ένας ναός με όλα τα σκεύη του από τον κλήρο της περιοχής για να λειτουργεί ο Νορβέρτος, με την ελπίδα ότι το σωτήριο κήρυγμά του θα έβγαζε την αίρεση από την μέση. Κι έτσι έγινε. Διότι μόνο με το κήρυγμά του, άνδρες και γυναίκες κατανύγονταν από τις τύψεις˙ έβγαλαν το Σώμα του Κυρίου, το οποίο για δέκα χρόνια κρατούσαν στα κιβώτια και στις σχισμάδες, και μέσω της διδασκαλίας του επέστρεψαν στην αγία πίστη.»
δ. Παρατηρήσεις.
Το 1927 ο Henri Pirenne[49] συνέθεσε ένα σενάριο για την περιγραφή της πολιτικής καριέρας του Tanchelm στην αυλή του Ροβέρτου της Φλάνδρας. Η υπόθεση του Pirenne δεν ενδιαφέρει άμεσα το θέμα της αιρετικής του δράσης, οπότε δεν χρειάζεται ν’ ασχοληθούμε. Δύο σημεία που θα μπορούσαν ν’ αναφερθούν είναι τα εξής. Ο Pirenne θεωρεί ότι η επιδίωξη του Ροβέρτου δεν ήταν η μεταφορά αρμοδιοτήτων στην επισκοπή της Thérouanne, αλλά της Tournai και ότι έγινε λάθος μεταγραφή του ονόματος της πόλης. Η συζήτηση είναι του άμεσου ενδιαφέροντος των Βέλγων και Ολλανδών ιστορικών. Η άποψη δεν γίνεται δεκτή[50].
Το δεύτερο σημείο τείνει να ερμηνεύσει την αλλαγή της συμπεριφοράς του Tanchelm και την στροφή του στην αίρεση, ως αποτέλεσμα της αποτυχημένης αποστολής του στη Ρώμη και της δυσαρέσκειας του Ροβέρτου. Αυτό με την προϋπόθεση ότι ισχύει το όλο σενάριο.
i) Ο Walter Mohr[51] συμφωνεί με την θεωρία του Pirenne και συμπληρώνει ότι ο Tanchelm ήταν οπαδός της Γρηγοριανής «μεταρρύθμισης». Σε συνδυασμό με την αντι-αυτοκρατορική πολιτική και την υποστήριξη της πολιτικής του Λουδοβίκου, μέσω των ενεργειών του Ροβέρτου, έγινε στόχος του κλήρου της Ουτρέχτης, ο οποίος έμμενε πιστός στην παραδοσιακή θέση της Εκκλησίας. Ταυτόχρονα πιστεύει ότι όσα του αποδίδονται στην επιστολή είναι κακόβουλες συκοφαντίες των κληρικών, παρμένες από την διήγηση του Γρηγορίου της Τουρώνης.
ii) Κάποια στοιχεία είναι αναντίρρητα και κοινά αποδεκτά. Ο Tanchelm ήταν αιρετικός. Η δράση του ξεκινά μετά το ταξίδι στην Ρώμη κατά πάσα πιθανότητα, γεγονός που ορίζει τον χρόνο δράσης του στα τρία χρόνια. Είναι εξαιρετικά απίθανο ο Ροβέρτος να έστειλε κάποιον αιρετικό να συνεννοηθεί με τον πάπα, γι’ αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτή οποιαδήποτε άποψη που θέλει τον Tanchelm να εμφανίζει αιρετικές πεποιθήσεις πριν από αυτό το ταξίδι. Η επιτυχία της διδασκαλίας του και τα εντυπωσιακά αποτελέσματά της σε τόσο σύντομο χρόνο δείχνουν ότι ο Tanchelm ήταν δεινός ρήτορας με ικανότητα στην αυτοπροβολή και τον χειρισμό των άλλων. Ταυτόχρονα, ήταν μεγαλομανής με αχαλίνωτα πάθη και ελάχιστο αυτοέλεγχο. Ένας τέτοιος τύπος τείνει να εμφανίζει ακραίες συμπεριφορές, όταν αποκτά απόλυτη εξουσία στην ζωή των συνανθρώπων του. Δεν είναι περίεργο. Αν η εξουσία φθείρει, τότε η απόλυτη εξουσία φθείρει απόλυτα. Και ο Tanchelm κατείχε την απόλυτη εξουσία στην ζωή των οπαδών του. Ακόμη και αν θέλουμε να παραδεχθούμε ότι οι αναφορές του κλήρου της Ουτρέχτης είναι κακεντρεχείς και υπερβολικές, υπάρχουν τα ιστορικά παραδείγματα που δείχνουν ότι μπορεί να είναι αληθινές.
Σημείο αντιλεγόμενο είναι η αναφορά στην διάθεση των απόνερων του λουτρού του. Ωστόσο, υπάρχουν ιστορικά ανάλογα που δείχνουν ότι κάτι τέτοιο συνέβη ξανά και μάλιστα σε ποιο «φωτισμένες» εποχές, όχι μόνο στον σκοταδισμό του Μεσαίωνα. Αν ο υπηρέτης του Γαριβάλδι έβρισκε αγοραστικό κοινό για τα απόνερα του λουτρού του επαναστάτη, και παρόμοια πρακτική εφάρμοσαν αρχηγοί καταστροφικών λατρειών στον εκλογικευμένο εικοστό αιώνα, δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι καινοτόμησαν.
iii) Όντας μεγαλομανής και παράφρων είναι απίθανο ότι μπορούσε να παραμείνει πιστός σε οποιονδήποτε επικυρίαρχο κόμη ή μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Η δυσαρέσκεια του Ροβέρτου ήταν απλώς το έναυσμα για την αποστασία του Tanchelm, ο οποίος θα αυτονομούνταν έτσι κι αλλιώς. Είτε ήταν οπαδός της γρηγοριανής «μεταρρύθμισης», είτε όχι, παρέλαβε την ρητορεία του από αυτήν, αλλά δεν περιορίστηκε, εφόσον απέρριπτε τα μυστήρια όλων των ιερέων και θεωρούσε ολόκληρη την Εκκλησία κακόφημο οίκο˙ όχι μόνο κάποιο τμήμα αυτής. Έχουμε, λοιπόν, άλλο ένα παράδειγμα της γρηγοριανής επιχειρηματολογίας για την δικαίωση μιας αίρεσης.
Όλα τα παραπάνω επιβεβαιώνονται από το γεγονός, ότι ο Tanchelm δεν ακολούθησε κάποια άλλη αίρεση, δεν εντάχθηκε στο ευρύτερο αιρετικό σχήμα που δρούσε εκείνη την εποχή, αλλά ίδρυσε δικιά του σέκτα. Η λατρεία σε αυτήν ήταν καθαρά προσωποπαγής. Ακόμη και αν συμμεριστεί κάποιος την άποψη του Mohr, ότι το περιστατικό με το άγαλμα της Παρθένου είναι παρμένο από την διήγηση του Γρηγορίου της Τουρώνης, η λατρεία της ομάδας προς το πρόσωπο του αρχηγού μένει αδιαμφισβήτητη. Συνάγεται, λοιπόν, το συμπέρασμα ότι η αίρεση του Tanchelm ήταν φτιαγμένη κατά τα πρότυπα των πρώτων γνωστικών σεκτών, και ο ίδιος από την στόφα των παλαιότερων αιρεσιαρχών, όπως ο Σίμων ο Μάγος, για παράδειγμα. Για να το θέσουμε καλύτερα, είχαν τον ίδιο δαιμονισμό. Με όλα αυτά κατά νου, είναι δύσκολο να θεωρεί αναμορφωτής, μεταρρυθμιστής ή ο,τιδήποτε παρόμοιο. Ενδιαφέρονταν μόνο για τον εαυτό του και δεν χρειάζεται να του αποδοθούν οραματισμοί για μια καλύτερη Εκκλησία. Η αντιεκκλησιαστική και αντικληρικαλιστική ιδεολογία του είχε ως κίνητρο την θεώρηση του κόσμου ως κινουμένου γύρω από τον ίδιο.
iv) Πρέπει, λοιπόν, η περίπτωση του Tanchelm να εξετάζεται μεμονωμένα και έξω από τα εκκλησιαστικά δρώμενα της εποχής. Οπωσδήποτε, όταν ξεκίνησε να κηρύττει το έπραξε χωρίς την άδεια του επισκόπου, συνεπώς η σύγκρουσή του με την Εκκλησία ήταν αναμενόμενη. Αυτή η σύγκρουση οφείλονταν σε ιδιοτελή κίνητρα και δεν πρέπει να εντάσσεται, καλή τη πίστη, στο πλαίσιο των ενδοεκκλησιαστικών διενέξεων του παπισμού. Κινήθηκε στα σύνορα των δύο εκκλησιαστικών τάσεων των παραδοσιακών και των παπικών, αλλά κατάλληλες συνθήκες για την εδραίωση της αίρεσής του βρήκε σε επαρχία της αρχιεπισκοπής της Κολονίας.
Πέρασε από την Φλάνδρα, όπου δίδαξε στην Μπρυζ (Bruges), χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Τα ίδια στην Brabant, όπου δοκίμασε την τύχη του στην Louvain[52]. Τελικά, πρόσφορο έδαφος για την αποδοχή της διδασκαλίας του βρήκε στην Antwerp. Εκεί ο τοπικός πάστορας της Εκκλησίας του Αρχ. Μιχαήλ είχε την κακή φήμη ότι κοιμόταν με την ανιψιά του. Το ποίμνιο αηδιασμένο από την ηθική του ιερέα ήταν έτοιμο να δεχθεί οποιονδήποτε πουριτανό κήρυκα θα χάιδευε τ’ αφτιά του. Και ο Tanchelm είχε εξαιρετική επίδοση σ’ αυτό. Δεδομένων, λοιπόν, των συνθηκών της πόλης, το αντικληρικαλιστικό κήρυγμα ήταν μονόδρομος επιτυχίας. Αλλά και καταδίκης. Κάποια μέρα του 1115, ταξιδεύοντας με μια βάρκα βρήκε την ευκαιρία να ξεκινήσει το γνωστό αντικληρικαλιστικό τροπάριο με κοινό τους συνταξιδιώτες του. Μεταξύ τους βρίσκονταν και κάποιος ιερέας, ο οποίος εξοργισμένος από τις γενικευμένες κατηγορίες του αιρεσιάρχη του άνοιξε το κεφάλι. Η παράσταση έλαβε τέλος.
ε. Βιβλιογραφία.
Το θέμα συζητείται στα:
- Arno Borst, Die Katharer, Stuttgart 1953, p. 84 κ.ε.
- Norman Cohn, The Pursuit of the Millenium, London 1957, p. 53 κ.ε.
- Henri Pirenne, Tanchelin et le projet de démembrement du diocese d’ Utrecht vers 1100, Académie royale de Belgique, εν Bulletin de la classe des letters et de sciences morales et politiques XIII (1927, 5th ser.), 112-119.
- Joseph-M. De Smet, De monnik Tanchelm en de Utrechtse bissopszetel in 1112-1114, Scrinium Lovaniense, Mélanges historiques Etiene van Cauwenbergh, Louvain 1961.
- Walter Mohr, Tanchelm von Antwerpen: Eine nochmalige Überprüfung der Quellenlage, εν Annales universitatis Saraviensis III (1954), 234-247.
- G. Madelaine, Histoire de Saint Norbert, Tongerlo 1928, εξετάζει την ιστορία στον Βίου του Νορβέρτου.
- P. Lefèvre, L’ Episode de la conversion de Saint Norbert et la tradition hagiographique de la Vita Norberti, RHE 56 (1961), με κριτική της συγκεκριμένης πηγής.
- H. Q. Janssen, Tanchelijn, Annales de l’ Académie royale d’ archeology de Belgique, 3 (1867, 2nd ser.), pp. 347-350.
- J.B. Russell, Dissent and Reform, pp. 60-68.
Soissons, 1114 μ.Χ.
α. Ιστορικά.
Η διήγηση προέρχεται από την πένα του Guibert de Nogent (1055-1124), Βενεδικτίνου μοναχού, ιστορικού και θεολόγου. Καταγόταν από την Clairmont-en-Beauvisis και ήταν γόνος της κατώτερης αριστοκρατίας. Το 1104 έγινε ηγούμενος στο αβαείο του Nogent-sous-Coucy, ένα μικρό και άσημο μοναστήρι.
Έγραψε την Αυτοβιογραφία του (De vita sua sive monodiarum suarum libri tres), γνωστό και ως Monodiae[53] το 1115 μ.Χ. Είναι αξιόλογο ανάγνωσμα διότι αντικατοπτρίζει τον μεσαιωνικό κόσμο της εποχής του, αν μπορεί κάποιος να ξεπεράσει το πρόσκομμα της στριφνής γλώσσας του και να συνηθίσει την διήθηση της διήγησης μέσα από τα προσωπικά του συμπλέγματα.
β. Πηγές.
Λατινικό κείμενο, Guibert de Nogent: Histoire de sa vie (1053-1124) III.17, ed. Georges Bourguin, Collection de texts pour server à l’ etude et à l’ enseignement de l’ histoire 40, Paris 1907, XI 212-215. Επίσης Guibert de Nogent: Autobiographie III.17, ed. E.- R. Labande, Les Classiques de l’ Histoire de France au Moyen Age 34, Les Belles Lettres, Paris 1981, 428-432. Παλαιότερες εκδόσεις, Luc d’ Achery, Venerabilis Cuiberti abbatis B. Mariae de Novigento Opera Omnia, Paris 1651, 456-525. Ανατυπώθηκε στο PL 156.837-962.
Η Αυτοβιογραφία έχει μεταφραστεί στα αγγλικά από τον Swinton Bland, The Autobiography of Guibert, Abbot of Nogent-sous-Coucy, London 1925. Το απόσπασμα υπάρχει στα W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, pp. 102-104.
γ. Κείμενο.
«Μια και μιλάμε για αιρετικούς, με τους οποίους αυτός ο σιχαμερός[54] ξεμωράθηκε, υπήρχε κάποιος τύπος, Κλήμης το όνομα, που ζούσε στην εξοχή μαζί με τον αδερφό του Evrard στο Bucy, ένα αγρόκτημα κοντά στην Soissons. Ο Κλήμης αναγνωρίζονταν ως αρχηγός αυτής της αίρεσης. Αυτός ο μοχθηρός κόμης συνήθιζε να λέει γι’ αυτόν ότι δεν είχε γνωρίσει σοφότερο άνθρωπο. Η αίρεση, ωστόσο, δεν είναι από αυτές που υπερασπίζεται την διδασκαλία της με ειλικρίνεια, αλλά μετά την καταδίκη της εξαπλώνεται μυστικά και προφορικά.
Η ουσία της αναφέρεται ότι είναι η εξής: υποστηρίζουν ότι η γέννηση του Υιού από την Παρθένο είναι φαινομενική. Θεωρούν ότι τα βάπτισμα των παιδιών πριν φτάσουν σε ηλικία να καταλαβαίνουν δεν έχει αξία, άσχετα από τους αναδόχους˙ αποκαλούν το δικό τους [βάπτισμα] που γίνεται, κι εγώ δεν ξέρω με τι σχοινοτενείς περιφράσεις, Λόγο του Θεού. Τόσο πολύ αποστρέφονται το μυστήριο που γίνεται στο θυσιαστήριο, που αποκαλούν τα στόματα των ιερέων, στόμα της κολάσεως. Και αν κάπου-κάπου συμμετέχουν με άλλους στο μυστήριό μας, ως κάλυψη της αιρέσεώς τους, το θεωρούν απλό γεύμα και δεν τρων τίποτα άλλο όλη μέρα. Δεν κάνουν καμιά διάκριση μεταξύ αγιασμένων κοιμητηρίων και άλλων τόπων. Καταδικάζουν τον γάμο και την γέννηση απογόνων μέσω συνεύρεσης. Και σίγουρα, όπου είναι διασκορπισμένοι στον λατινικό κόσμο, μπορείς να δεις άνδρες να συμβιώνουν με γυναίκες χωρίς να φέρουν την ονομασία των συζύγων, και με τέτοιο τρόπο που άνδρας δεν κατοικεί με γυναίκα, αρσενικό με θηλυκό, αλλά είναι γνωστό ότι άνδρες ξαπλώνουν με άνδρες και γυναίκες με γυναικες˙ διότι μεταξύ τους είναι παράνομο οι άνδρες να πλησιάζουν τις γυναίκες. Απορρίπτουν τις τροφές και όλα τα είδη που είναι προϊόντα συνουσίας.
Κάνουν συγκεντρώσεις σε κελάρια και μυστικούς τόπους, κι εκεί τα φύλα συνευρίσκονται ελεύθερα. Όταν οι κανδήλες ανάβουν, υπό το βλέμμα όλων, γυναίκες ελαφρών ηθών προσφέρουν τον εαυτό τους σε όποιον βρίσκεται πίσω τους. Αμέσως οι κανδήλες σβήνουν, όλοι μαζί φωνάζουν ΧΑΟΣ και ο καθένας ξαπλώνει με όποια βρίσκεται δίπλα του.
Αν συμβεί κάποια γυναίκα να μείνει έγκυος, μόλις γεννηθεί το βρέφος, το πάνε στο ίδιο μέρος. Ανάβουν μια μεγάλη φωτιά και πετάνε το βρέφος ο ένας στον άλλο πάνω από τις φλόγες, καθώς κάθονται γύρω από την φωτιά, μέχρι να πεθάνει. Μετά το κάνουν στάχτη˙ από τις στάχτες φτιάχνουν ψωμί, από το οποίο παίρνει ο καθένας μια μπουκιά σαν μετάληψη. Μόλις το φάνε, είναι αμφίβολο ότι μπορεί κάποιος να ξαναβρεί τα λογικά του από την αίρεση.
Αν ξαναδιαβάσεις τις διάφορες αναφορές στις αιρέσεις του Αυγουστίνου, θα δεις ότι αυτή ομοιάζει σε όλα με εκείνη των Μανιχαίων. Αν και αυτή η αίρεση ανάγει την καταγωγή της σε παλιότερες εποχές μεταξύ των μορφωμένων, τα απομεινάρια της κατάντησαν μεταξύ των αγροίκων, οι οποίοι καυχώνται ότι κρατούν τον τρόπο ζωής των αποστόλων και επιλέγουν να διαβάζουν μόνο τις πράξεις.
Οι δύο άνδρες που κατονομάστηκαν παραπάνω, οδηγήθηκαν σε ανάκριση από τον εξοχότατο επίσκοπο της Soissons, Lisiard[55]. Όταν ο επίσκοπος τους κατηγόρησε ότι κάνουν συγκεντρώσεις εκτός εκκλησίας και ότι υπάρχουν αναφορές από τους γείτονες ότι είναι αιρετικοί, ο Κλήμης απάντησε: “Δεν διαβάσατε το Ευαγγέλιο, κύριέ μου, που γράφει Ευλογημένοι οι αιρετικοί (beati eritis, στο κείμενο)[56];” - επειδή ήταν αμόρφωτος νόμιζε ότι eritis σημαίνει αιρετικοί. Επίσης νόμιζε ότι οι αιρετικοί ονομάζονται έτσι επειδή ήταν κληρονόμοι (hereditarii) του Θεού. Αλλά όταν ερωτήθηκαν τι πίστευαν, απάντησαν με εντελώς χριστιανικό τρόπο˙ ωστόσο δεν αρνήθηκαν τις συναθροίσεις. Επειδή είναι στη φύση αυτών των ανθρώπων η άρνηση, ενώ μυστικά πλανούν τις καρδιές των κουτεντέδων, καταδικάστηκαν στην δοκιμασία του εξορκισμένου ύδατος.
Καθώς αυτό ετοιμάζονταν, ο επίσκοπος μου ζήτησε να μάθω τις πεποιθήσεις τους κατ’ ιδίαν˙ και όταν τους ρώτησα για τον νηπιοβαπτισμό, είπαν: “Ο πιστεύων και βαπτισθείς σωθήσεται[57]”. Αφού είδα πόση ανομία κρύβεται πίσω από λόγους δικαιοσύνης, ρώτησα την άποψή τους γι’ αυτούς που βαπτίζονται στην πίστη άλλων. Η απάντησή τους ήταν: “Για όνομα του θεού, παρακαλούμε, μην μας ζητάς τόσο βαθιά εξέταση”, και με παρόμοιο τρόπο [απάντησαν] σε κάθε θέμα ξεχωριστά, “πιστεύουμε ότι λες”. Έπειτα μου ήρθε στο μυαλό αυτό στο οποίο συμφωνούσαν κάποτε οι Πρισκιλλιανοί: “Να ορκίζεστε, αληθινά ή ψεύτικα, αλλά μην προδίδετε το μυστικό[58]”. Είπα στον επίσκοπο: “Ας οδηγηθούν στην δοκιμασία, διότι οι μάρτυρες που τους άκουσαν να διδάσκουν αυτά δεν είναι παρόντες”. Διότι υπήρχε κάποια οικοδέσποινα, την οποία ο Κλήμης είχε ξεγελάσει μέσα στην χρονιά, και κάποιος διάκονος που είχε ακούσει αυτά τα διαβολικά πράγματα από την γλώσσα του συγκεκριμένου ατόμου.
Κι έτσι ο επίσκοπος έκανε την Θεία Λειτουργία εκείνη την ημέρα και από τα χέρια του έλαβαν τα καθαγιασμένα Δώρα με αυτά τα λόγια: “Το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου, είθε να σας δοκιμάσουν σήμερα”. Όταν έγινε αυτό, ο αφοσιωμένος επίσκοπος και ο διάκονος Πέτρος, άνδρας στέρεης πίστης, ο οποίος είχε αδιαφορήσει στις υποσχέσεις που έδωσαν για να μην περάσουν την δοκιμασία, ετοιμάστηκαν για τον αγιασμό του ύδατος. Με πολλά δάκρυα ο επίσκοπος έψαλε την ακολουθία και μετά έκανε τον εξορκισμό. Μετά οι άνθρωποι ορκίστηκαν ότι ποτέ δεν πίστεψαν ή δίδαξαν κάτι αντίθετο με την πίστη. Ο Κλήμης όταν έπεσε στην δεξαμενή επέπλευσε σαν κούτσουρο. Στο θέαμα όλο το εκκλησίασμα αναγάλλιασε με χαρά. Η αναγγελία του γεγονότος είχε συγκεντρώσει πλήθος ανθρώπων και των δύο φύλων, τόσο που κανένας από τους παρισταμένους δεν θυμόταν να έχει ξαναδεί. Ο άλλος, ομολογώντας την πλάνη του, αλλά ακόμη αμετανόητος, κρατήθηκε δέσμιος με τον καταδικασμένο αδελφό του. Δύο ακόμη, οι οποίοι ήταν φανερά αιρετικοί, ήρθαν στην συγκέντρωση από την Dormans και συνελήφθησαν επίσης.
Στο μεταξύ προχωρήσαμε σε σύνοδο στην Beauvais, για να συμβουλευθούμε τους επισκόπους, τι να κάνουμε σ’ αυτή την περίπτωση. Αλλά κατά την διάρκειά της, οι πιστοί, επειδή φοβούνταν την επιείκεια των ιερέων, όρμησαν στη φυλακή, άρπαξαν τους αιρετικούς, και ανάβοντας φωτιά τους έκαψαν όλους έξω από την πόλη. Ο λαός του Θεού ήταν δίκαια οργισμένος εναντίον τους, μήπως και εξαπλωθεί ο καρκίνος.»
δ. Παρατηρήσεις.
Οι κάτοικοι της Soissons έδειχναν ανέκαθεν μια ιδιαίτερη ευαισθησία στα εκκλησιαστικά θέματα. Τον Θ’ αι. δεν δίστασαν να τα βάλουν με τον βασιλικό εγκάθετο επίσκοπο και να διορίσουν κάποιον δικό τους. Κατά την διάρκεια του ΙΑ’ & ΙΒ’ αι. η πόλη αυτή του Βορρά είχε το δικό της μερίδιο στις κοινωνικο-οικονομικές μεταλλάξεις, οι οποίες συνέβαιναν εκείνη την εποχή στην Δύση. Οι αλλαγές αυτές δεν αναγνωρίστηκαν αμέσως από την διοικούσα άρχουσα τάξη με αποτέλεσμα τις κοινωνικές ανησυχίες. Δίνοντας τον δικό τους αγώνα, οι κάτοικοι της Soissons κατάφεραν να λάβουν από τον επίσκοπο την δική του Χάρτα για της ελευθερίες της πόλης τους το 1115 μ.Χ. την εποχή δηλαδή που συνέβη το περιστατικό με τους αιρετικούς.
Η ίδρυση της κομμούνας της Soissons συνέπεσε με την δίκη των Κλήμη και του Εβράρδου και η αντίδραση της κοινότητας (όχι του όχλου, όπως υποτιμητικά θέλουν να τους αποκαλούν οι αποδομητές) δείχνει πόσο μακριά από την βούληση του κόσμου βρίσκονταν αιρέσεις, στερημένες οποιασδήποτε λαϊκής βάσης. Οι κάτοικοι της Soissons εκτίμησαν ότι η δράση των Κλήμη και Εβράρδου ήταν ενάντια στα συμφέροντα της κοινωνίας, όπως ακριβώς και η δράση των μάγων. Στο περιστατικό του λυντσαρίσματος των δύο αιρεσιαρχών αντικατοπτρίζεται η αντίδραση της πόλης, η οποία έχει βγει μόλις από μια αναταραχή μόνο και μόνο για ν’ ανακαλύψει ότι στα σκοτεινά υπόγειά της διαπράττονται ανείπωτες ανομίες. Η Soissons την περίοδο αυτή αποζητούσε την ειρήνη και δεν ήταν διατεθειμένη να επιτρέψει στα περιθωριακά στοιχεία της να την διαταράξουν πάλι. Οι ενέργειες του πλήθους φαντάζουν φρικιαστικές στα μάτια του ιστορικού του εικοστού πρώτου αιώνα, ο οποίος έχει τόσο αμβλυμμένο έως ανύπαρκτο το θρησκευτικό αισθητήριο, ώστε να νομίζει ότι οι αναφερόμενοι δεν ήταν αιρετικοί αλλά αναμορφωτές, ότι οι πηγές κάνουν λάθος από φανατισμό. Αλλά η συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας στην τιμωρία, ενάντια στην επιεική στάση της εκκλησίας, αποδεικνύει ότι σφάλλει και του υπενθυμίζει ότι πρέπει να κρίνει τα ιστορικά γεγονότα μέσα στο κλίμα και το πλαίσιο στο οποίο συμβαίνουν.
Οι αιρετικοί ήταν Μανιχαίοι. Ο Guibert de Nogent, γνώστης του έργου του Αγ. Αυγουστίνου, δεν έσφαλε. Ακόμη και αν θέλει κάποιος να θεωρήσει τις αναφορές του υπερβολικές, ο πυρήνας των δογμάτων τους είναι ξεκάθαρος. O J. B. Russell θεωρεί ότι η αποστροφή τους προς τα γεννήματα της σεξουαλικής επαφής έχει θεολογικά ερείσματα. Προς επίρρωση της γνώμης του φέρει την ερμηνεία του Συμβόλου της Πίστεως από τον επίσκοπο της Soissons, Joscelin το 1130[59]. Συγκεκριμένα επικαλείται την φράση: «ότι έχει συλληφθεί ως αποτέλεσμα της επαφής αρσενικού και θηλυκού, έχει συλληφθεί εν αμαρτία». Εκείνο που δεν καταλαβαίνει ο J. B. Russell στην ερμηνεία του επισκόπου είναι ότι ο τρόπος σύλληψης ως αποτέλεσμα του προπατορικού αμαρτήματος είναι και φορέας του προπατορικού αμαρτήματος[60] σε αντιδιαστολή με την ίδια την γενετήσια πράξη, η οποία είναι αμαρτία εκτός του γάμου. Άρα σε καμιά περίπτωση ο επίσκοπος Joscelin, όπως και η Εκκλησία δεν δέχεται τον ευλογημένο από αυτήν γάμο, ως αμαρτία, όπως υποστήριζαν οι Μανιχαίοι. Πρόκειται για ερμηνεία του Joscelin στο «και σαρκωθέντα εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου και ενανθρωπήσαντα», όπου αναφέρει ότι η σύλληψη του Κυρίου δεν έγινε όπως γίνεται η σύλληψη των άλλων ανθρώπων, οι οποίοι φέρουν την προπατορική αμαρτία και καθαρίζονται από αυτήν με το βάπτισμα. Ο Κύριος ήταν απαλλαγμένος από το προπατορικό αμάρτημα.
Σε αντίθεση οι Μανιχαίοι ήταν κατά του γάμου και κατά της σύλληψης και της γέννησης, διότι πίστευαν ότι κάθε άνθρωπος που γεννιέται φέρει εγκλωβισμένο στο υλικό σώμα του κάποιον θεϊκό σπινθήρα, εν είδει φυλακής. Για να μην φυλακίζεται ο θεϊκός σπινθήρας στο δημιουργημένο από τον κακό θεό σώμα, δεν έπρεπε κατ’ αυτούς να γεννιούνται άνθρωποι. Δεν ήταν, λοιπόν, αντίθετοι με την σαρκική ένωση αλλά με το αποτέλεσμα αυτής. Δεν ήταν αντίθετοι με την ηδονή, αλλά με την γέννηση. Αυτό καμιά σχέση δεν έχει με την χριστιανική θεολογία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην ερμηνεία του Joscelin αντικατοπτρίζεται η άποψη του αγ. Αυγουστίνου[61] περί της επιθυμίας της σαρκός (concupiscentia). Ο αγ. Αυγουστίνος καθόρισε την επιθυμία αυτή κατά την εκπλήρωσή της μέσα στην γενετήσια λειτουργία, ως το μέσο δια του οποίου μεταβιβάζεται το προπατορικό αμάρτημα από τον Αδάμ στα γεννημένα νήπια[62]. Επειδή, λοιπόν, κατ’ αυτή την άποψη ο Κύριος δεν γεννήθηκε από την γενετήσια πράξη ανδρός και γυναικός, αλλά εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου, δεν ήταν φορέας του προπατορικού αμαρτήματος. Αργότερα ο Θωμάς Ακινάτης[63] απέρριψε την θέση του αγ. Αυγουστίνου, και στην εν Τριδέντω Σύνοδο διατυπώθηκε ότι η επιθυμία την οποία ο Απόστολος καλεί αμαρτία, η Εκκλησία ουδέποτε γνώρισε να καλείται αμαρτία, ως αληθινή αμαρτία, αλλά ως εξ αμαρτίας προελθούσα και προς αμαρτία κλίνουσα[64].
Βρετάνη, 1145 μ.Χ.
α. Ιστορικά.
Στην χορεία των τρελλών γνωστικών διδασκάλων του ΙΒ’ αι. συγκαταλέγεται και ο Εύδος (Eon de Stella)[65]. Ήταν αυτόχθων της Βρετάνης και η δράση του περιορίστηκε σ’ αυτή την περιοχή. Η καριέρα του κράτησε τρία χρόνια. Συγκέντρωσε γύρω του τον απαραίτητο αριθμό οπαδών, οι οποίοι τον λάτρευαν κι επιδίδονταν σε επιθέσεις σε εκκλησίες και μοναστήρια[66]. Δεν υπάρχουν στοιχεία που να τον συνδέουν με τα αιρετικά κινήματα της εποχής, ούτε μπορεί να βγει κάτι από την διδασκαλία του. Η δράση του ήταν αυτόνομη με καθαρή γνωστική αντιστοίχηση.
β. Πηγές.
Παρατίθενται δύο κείμενα. Το πρώτο είναι απόσπασμα από την Συνέχεια του Χρονικού του Sigebert του Gembloux, γραμμένο από τον Robert de Monte[67]. Λατινικό κείμενο MGH SS 6, 389-90. Αγγλική μετάφραση W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, pp. 142-143˙ R. I. Moore, Birth of Popular Heresy, Medieval Academy of America 1995 (1st ed. 1975), pp. 62-63.
Το δεύτερο κείμενο είναι απόσπασμα από την Ιστορία των βασιλέων της Αγγλίας ( Historia rerum anglicarum I.19) του William του Newburgh (ή William Parvus). Το έργο γράφτηκε μεταξύ των ετών 1199 και 1201. Αν και αποστασιοποιείται χρονικά από τα γεγονότα o Wiiliam γνώρισε προσωπικά οπαδούς του Εύδου κι έλαβε πληροφορίες από πρώτο χέρι. O William ήταν εκκλησιαστικός στο Bridlington του Yorkshire. Λατινικό κείμενο, Willelmi Parvi canonici de Novoburgo, Historia rerum anglicarum, ed. Richard Howlett στην σειρά Chronicles of the Reigns of Stephen, Henry II, and Richard I, (4 vols) London 1884, vol.1. Αγγλική μετάφραση Joseph Stevenson, στην σειρά The Church Historians of England vol. IV pt.2, London 1861. Αγγλική μετάφραση αποσπάσματος W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, pp. 143-146˙ R. I. Moore, Birth of Popular Heresy, Medieval Academy of America 1995 (1st ed. 1975), pp. 63-66.
Η επίδοση των Εονιστών στην λεηλασία ναών και μοναστηριών προκάλεσε το ενδιαφέρον των ιστορικών και χρονογράφων, οπότε έχουμε μια μακρά λίστα δευτερευουσών πηγών.
- Continuatio Praemostratensis, MGH SS 4,454.
- Annales Parchenses anno 1149, MGH SS 16,605.
- Annales Cameracenses, MGH SS 16,517.
- Annales Magdeburgenses, MGH SS 16,190.
- Annales Casinenses, MGH SS 19,310.
- Concilium Remenense (a. 1148), Mansi 21,720.
- Otto Frisigensis, Gesta Friderici, MGH SS rerum Germanicarum 45.1,54-56.
- Chronicon Brittanicum, ed. Martin Bouquet, Recueil…, XII 558.
- Balduini Ninovensis, Chronicon, ed. J.-J. de Smet, Recueil de chroniques des Flendres, Brussels 1847, II 706˙ MGH SS 25.532.
- Hugo Rothomagensis, Contra Haereticos sui temporis, PL 192.1255-1298.
γ. Κείμενο.
A.
«1146. Η αίρεση των Εονιτών διαδόθηκε ανάμεσα στους Βρετόνους. Ο αρχηγός τους ήταν κάποιος άνθρωπος με διαβολικό χαρακτήρα, με το όνομα Εόν. Παρόλο που ήταν αμόρφωτος και μόλις ήξερε ακόμη και τα γράμματα του αλφαβήτου, συζητούσε και κήρυττε για το Άγιο Πνεύμα με βρώμικο στόμα. Αν και δεν ανήκε σε κάποια ιερατική τάξη, λειτουργούσε με ασεβή τόλμη, προς παραπλάνηση και καταστροφή των διεφθαρμένων ανθρώπων˙ διόριζε ακόμη και επισκόπους και αρχιεπισκόπους από τους οπαδούς του˙ κι έπραττε πολλές περισσότερες παραβάσεις του θείου νόμου. Στο τέλος, γεμάτος διαβολική έμπνευση, σε μια έκρηξη μεγάλης τρέλας, ανακοίνωσε – και απαίτησε να το πιστέψουν – ότι είναι ο Υιός του Θεού και ότι στο δικό του όνομα οι ιερείς κάνουν κατά το τυπικό απόλυσή του, όταν λένε “Δι’ Αυτού του Κυρίου ημών”. Είναι καλό να αποκαλύπτουμε αυτά τα βλάσφημα και μιαρά πράγματα, όπως αυτά που οι αιρετικοί που λέγονται Εονίτες – δηλαδή, οπαδοί του Εόν – κάνουν στα κρυφά, μήπως και προκαλέσουν τρόμο ή ίσως προξενήσουν βλάβη στους ελαφρόμυαλους.
1148. Ο πάπας Ευγένιος συγκάλεσε σύνοδο στην Rheims…[68] . Σε αυτή την σύνοδο ο αιρετικός Εόν μεταφέρθηκε από έναν καθολικό επίσκοπο της Βρετάνης, για να εμφανιστεί ενώπιον του πάπα. Σε μια δημόσια ακρόαση εξετάστηκε αμέσως για την κακή του αίρεση και βρέθηκε ένοχος. Γλίτωσε, αλήθεια, τον θάνατο και τον ακρωτηριασμό, αλλά με παπική εντολή και παρά τις διαμαρτυρίες του επισκόπου που τον προσήγαγε, τέθηκε υπό κράτηση, όπου και πέθανε σε σύντομο χρονικό διάστημα.»
Β. Historia rerum anglicarum I.13
«Την ίδια εποχή ο πάπας Ρώμης, Ευγένιος, αναδείχθηκε κεφαλή της Αποστολικής Έδρας εξαιτίας της ακρίβειας του μοναχικού του βίου και ήρθε στην Φραγκία για να προωθήσει την εκκλησιαστική πειθαρχία και να συγκαλέσει σύνοδο στην Rheims. Όσο καιρό ήταν εκεί με πλήρη συνοδεία επισκόπων και αριστοκρατών, προσήχθη ενώπιον του κάποιος ολέθριος τύπος, ο οποίος, πλήρης διαβολικού πνεύματος, είχε παραπλανήσει πολλούς με την πονηριά και τα τεχνάσματά του, ώστε, στηριζόμενος στον αριθμό των οπαδών του, περιπλανήθηκε σε διάφορα μέρη, προκαλώντας τρόμο και καταστρέφοντας εκκλησίες και μοναστήρια, συγκεκριμένα. Τελικά, αφού λυσσομάνησε επί μακρόν και παντού, η σοφία υπέταξε το κακό˙ συνελήφθη από τον Αρχιεπίσκοπο της Rheims και σύρθηκε στη αγία σύνοδο. Ονομαζόταν Εύδος, με επίθετο de Stella˙ γεννημένος στην Βρετάνη, αμόρφωτος και αδαής, τόσο λυσσασμένος από τις απάτες του δαίμονα, ώστε, επειδή το όνομά του προφέρεται Εόν στα γαλλικά, πίστευε ότι η φράση που βρίσκεται σε εκκλησιαστικό εξορκισμό, “Δι’ αυτού (eum) που θα έρθει να κρίνει ζώντας και νεκρούς, και τον κόσμο με φωτιά”, αναφέρεται στον ίδιο. Ήταν τόσο βλάκας που δεν ήξερε την διαφορά του Εum και του Eon˙ και ακόμη περισσότερο, με απίστευτη τυφλότητα, πίστευε ότι ήταν αρχηγός και κριτής ζώντων και νεκρών. Ήταν τόσο επιδέξιος σε διαβολικά τεχνάσματα για να παγιδεύει τις ψυχές των απλών ανθρώπων, ώστε συγκέντρωσε γύρω του ένα εξαπατημένο πλήθος σαν μύγες πιασμένες στον ιστό της αράχνης˙ όλοι τους τον δέχονταν ως τον κύριο των κυρίων. Μερικές φορές, πράγματι, περιόδευε σε διάφορες περιοχές με καταπληκτική ταχύτητα˙ άλλες φορές παρέμενε για λίγο στις ερημιές και τα απρόσιτα μέρη, και από κει, με παρότρυνση διαβολική, εμφανίζονταν απρόσμενα, καταστρέφοντας εκκλησίες και μοναστήρια ιδιαίτερα.
Μαζεύτηκαν γύρω του πολλοί από τους φίλους και τους συγγενείς του (διότι δεν ήταν από λαϊκή καταγωγή), είτε γιατί ήθελαν να τον συνετίσουν σε μια οικογενειακή προσπάθεια ή για να επιβεβαιώσουν περιστασιακά πως είχαν τα πράγματα. Φαίνεται ότι είχε αξιοσημείωτη ακτινοβολία, βασιλική πολυτέλεια και αλαζονεία˙ αυτοί που τον περιποιούνταν, ελεύθεροι από φροντίδα και μόχθο, ακριβά στολισμένοι, επιδεικτικά τρεφόμενοι, έμοιαζαν να ζουν σε μεγάλη τρυφηλότητα, ώστε πολλοί που ήρθαν να του επιτεθούν άλλαξαν γνώμη, όχι εξαιτίας της άποψης, αλλά της ψευδαίσθησης μεγαλείου. Αυτές οι απατηλές εμφανίσεις οφείλονταν στους δαίμονες, από όπου αυτό το άθλιο πλήθος τρέφονταν στις ερημιές, όχι με πραγματική υλική τροφή, αλλά μάλλον με αιθέρια – παρεχόμενη με αόρατο τρόπο από πνεύματα του αέρα για να δελεάσουν και όχι να θρέψουν ψυχές – και αυτό γίνεται φανερό από το γεγονός, ότι στο τελευταίο ρέψιμο αδυναμία αντικαθιστούσε τον κορεσμό αυτών των τροφών και συνεπώς η πείνα θα εξασφάλιζε ότι θα αναζητούσαν ξανά την ίδια τροφή. Όποιος τύχαινε να είναι μαζί τους και δοκίμαζε την τροφή τους προσβάλλονταν πνευματικά καθώς είχε μοιραστεί το διαβολικό γεύμα κι έκτοτε συμμετείχε στο ίδιο βρωμερό πλήθος˙ και όποιος λάμβανε ο,τιδήποτε απ’ αυτούς διέτρεχε κίνδυνο. Αναφέρεται ότι κάποιος ιππότης, συγγενής αυτού του κακού ανθρώπου, ήρθε και τον προειδοποίησε ανοικτά να παρατήσει αυτή την σέκτα και να επιστρέψει στους δικούς του και την κοινωνία της χριστιανικής χάρης. Κρατώντας τον άνθρωπο σε αναμονή με πονηράδα, ο Εόν του έκανε μια πολυτελή επίδειξη θαυμάτων διαφόρων ειδών, ώστε να τον παγιδεύσει με την παραπλανητική γητεία αυτών που είδε. “Είσαι συγγενής μας”, είπε. “Πάρε ότι θέλεις και όσα θέλεις από τα δικά μας”. Αλλά αυτός ο συνετός άνθρωπος σηκώθηκε κι έφυγε, επειδή είχε πει την προειδοποίησή του στον αέρα. Ωστόσο, ο ακόλουθός του, βλέποντας ένα γεράκι εξαιρετικής ομορφιάς, το επιθύμησε προς καταστροφή του. Ζήτησε και το έλαβε και χαρούμενος ακολούθησε τον κύριό του που αναχωρούσε. Ο τελευταίος του είπε, “Διώξε αμέσως αυτό που κουβαλάς, διότι δεν είναι το πουλί που φαίνεται, αλλά δαίμονας μεταμφιεσμένος”. Γρήγορα αποδείχτηκε η αλήθεια των λόγων του. Διότι αμέσως μόλις ο άφρων τύπος αρνήθηκε ν’ ακολουθήσει την συμβουλή, πρώτα παραπονέθηκε ότι το γεράκι του νύχιασε την παλάμη πολύ σφιχτά με τα γαμψά του νύχια˙ μετά τον σήκωσε στον αέρα από το χέρι και δεν τον ξαναείδαν από τότε.
Αυτός ο κακοπραγής, σεληνιασμένος από την δαιμονική επιρροή, αναφέρεται ότι στέλνονταν συχνά οπλισμένες δυνάμεις από τις αρχές για να τον κυνηγήσουν, όμως εις μάτην˙ τον αναζητούσαν αλλά δεν τον εύρισκαν. Τελικά, έχασε την βοήθεια των δαιμόνων, όταν δεν μπορούσαν άλλο να δρουν μέσω αυτού, διότι δεν μπορούν να κάνουν κάτι περισσότερο από αυτό που τους είναι επιτρεπτό από τις άνω δυνάμεις κατά την δίκαιη κρίση του Θεού. Συνελήφθη από τον αρχιεπίσκοπο της Rheims εύκολα. Το πλήθος της ακολουθίας του διαλύθηκε αλλά οι οπαδοί που ήταν προσκολλημένοι σ’ αυτόν και συνεργάτες του πιάστηκαν επίσης.
Όταν στάθηκε μπροστά στο συμβούλιο και ρωτήθηκε από τον ποντίφικα ποιος ήταν, απάντησε: “Είμαι ο Αιών που θα έρθω να κρίνω ζώντας και νεκρούς και τον κόσμο με φωτιά”. Επίσης, είχε ένα ραβδί με κάποιο παράξενο σχέδιο, ήταν διχαλωτό στο επάνω άκρο. Ρωτήθηκε τι σήμαινε το ραβδί γι’ αυτόν. Είπε, “Πρόκειται για άλυτο μυστήριο, διότι όπως κοιτά τον ουρανό με το δικράνι του, όπως το παρατηρείτε, ο Θεός έχει τα δύο τρίτα του κόσμου και το ένα τρίτο το έδωσε σε μένα. Από την άλλη, αν γυρίσω τις δύο κορυφές του ραβδιού προς τη γη και υψώσω το κάτω άκρο, που είναι μονό, προς τον ουρανό, κρατώντας τα δύο τρίτα του κόσμου για τον εαυτό μου, αφήνω μόνο το ένα τρίτο στον Θεό”. Σ’ αυτά η σύνοδος γέλασε και τον ειρωνεύτηκε γιατί ήταν αξιοκατάκριτος.
Εν τέλει, έζησε για λίγο χρονικό διάστημα, μετά την καταδικαστική απόφαση της συνόδου να τεθεί υπό περιορισμό, ώστε να μην διαδοθεί η αρρώστια του. Οι οπαδοί του – στους οποίους είχε δώσει βαρύγδουπα ονόματα, ονομάζοντας τον ένα Σοφία, τον άλλο Γνώση, κάποιον άλλο Κρίση και τους υπόλοιπους με τον ίδιο τρόπο – οδηγήθηκαν πρώτα στο δικαστήριο και μετά στην πυρά, προτίμησαν να πεθάνουν παρά ν’ αλλάξουν τις ζωές τους, διότι δεν δέχονταν με κανένα τρόπο τα ορθά δόγματα, αλλά πεισματικά επαίρονταν στα ψευδώνυμα, τόσο πολύ ώστε αυτός που λεγόταν Κρίση, με κακώς νοούμενη πίστη απείλησε με εκδικητική τιμωρία τους φύλακές του. Έμαθα από κάποιο σεβάσμιο πρόσωπο που ήταν παρόν όταν συνέβησαν αυτά κι έτυχε ν’ ακούσει αυτόν, που λεγόταν Κρίση, να επαναλαμβάνει, όπως οδηγούνταν στην τιμωρία, “Γη, άνοιξε!”, λες και η γη όφειλε να υπακούσει την εντολή του και να καταπιεί τους εχθρούς του, όπως τον Δαθάν και τον Αβειρών. Πόσο μεγάλη είναι η δύναμη της πλάνης, όταν βρει τόπο στην καρδιά!»
δ. Παρατηρήσεις.
Αν κάποιος ανατρέξει τα πρακτικά της συνόδου της Rheims του 1148 (Mansi 21.711-735), δεν βρίσκει καμιά αναφορά στον Εύδο. Στην σύνοδο ο Βερνάρδος του Κλαιρβώ κατηγόρησε τον Gilbert de la Porée, επίσκοπο Poitiers (1142-1154) για τριαδολογικές κακοδοξίες, αλλά δεν πέτυχε καταδίκη του. Επίσης στον 18ο κανόνα απαγορεύεται να προσφέρεται υποστήριξη ή καταφύγιο στους αιρεσιάρχες της Γασκώνης, της Προβηγκίας ή αλλού επί ποινή αφορισμού. Η περίπτωση του Εύδου δεν αναφέρεται. Ωστόσο, οι πηγές συμφωνούν ότι καταδικάστηκε από αυτή την σύνοδο, οπότε πληροφορία δεν μπορεί να παραβλεφθεί. Είναι πιθανόν η δίκη του να έγινε στο περιθώριο της συνόδου επειδή ήταν κατανοητό ότι ο τύπος ήταν παρανοϊκός. Έτσι δεν χρειαζόταν να γίνει μνεία στα πρακτικά.
i) Ο Otto του Freising[69] αναφέρει ότι ο Εύδος συνελήφθη από τον Suger (1081-1151, ηγούμενος από το 1127) ηγούμενο της μονής του αγίου Διονυσίου και αντιβασιλέα του Λουδοβίκου Ζ’ (1137-1180). Όλες οι άλλες πηγές συμφωνούν ότι τον συνέλαβε ο Αρχιεπίσκοπος της Rheims Σαμψών (1140-1161). Στα Annales Parchenses αναφέρεται ότι φυλακίστηκε στην porta Martis, μια από τις τέσσερις κύριες πύλες της πόλης[70].
ii) Όλες οι πηγές αναφέρουν ότι ο Εόν ήταν αμόρφωτος, ωστόσο ήξερε γράμματα. Το περίεργο θα ήταν να μην ξέρει, δεδομένης της αριστοκρατικής καταγωγής του. Όσο αμόρφωτος και να ήταν, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι αδυνατούσε ν’ αντιληφθεί την σημασία της αντωνυμίας «eum», που βρίσκεται στην φράση “per Eum qui venturus est judicare vivos et mortuos, et speculum per ignem”. Τα λατινικά δεν ήταν νεκρή γλώσσα τον ΙΒ’ αι. και ο Εόν δεν ήταν κάποιος αμόρφωτος χωριάτης. Επίσης είναι αδύνατο να πιστέψουμε ότι δεν γνώρισε την προφορά του ονόματός του στα γαλλικά, όπως ισχυρίζεται ο William. Μάλλον πρέπει ν’ αναζητηθεί αλλού η προέλευση του ονόματος Εόν. Αν προσέξει κάποιος τα ονόματα που έδωσε στους συνεργάτες του, Σοφία, Γνώση, Κρίση, (Sapientam, Scientiam, Judicium) διαπιστώνει ότι είναι τρεις από τους Αιώνες του γνωστικού Πληρώματος. Αμέσως, γίνεται κατανοητό ότι το όνομά του δεν ήταν Εόν, αλλά Αιών, και αυτό συμφωνεί με την ψευδαίσθηση της ανωτερότητάς του.
Οι λατινόφωνοι ιστορικοί και χρονογράφοι του Μεσαίωνα μπορεί να γνώριζαν καλά το έργο του Αυγουστίνου, αλλά είναι απίθανο να μπορούσαν να διαβάσουν τον άγιο Επιφάνιο. Έτσι στάθηκε αδύνατο ν’ αντιληφθούν τι σήμαινε η λέξη Αιών, οπότε το σύνδεσαν με το πραγματικό του όνομα, Εύδος. Οπωσδήποτε, ούτε ο Εύδος θα μπορούσε να διαβάσει τον άγιο Επιφάνιο. Από πού, λοιπόν, γνώρισε την γνωστική μυθολογία; Μία λύση υπάρχει. Φαίνεται ότι στον Μεσαίωνα είχε διατηρηθεί κάποιο είδος αφανούς προφορικής γνωστικής παράδοσης. Και αυτό το συμπέρασμα κάνει την περίπτωση του Εύδου σημαντικό αντικείμενο μελέτης, διότι δείχνει ότι οι Γνωστικοί είχαν επιβιώσει στην Δύση κατά την περίοδο των Σκοτεινών Χρόνων, κρυμμένοι φυσικά, ύστερα από τις θανατικές καταδίκες των Πρισκιλλιανών τον Στ’ αι[71].
Από πού έλαβε ο Εύδος την γνωστική προφορική παράδοση; Ποιος ήταν ο φορέας της; Αυτή η ερώτηση είναι δύσκολο ν’ απαντηθεί με συγκεκριμένο τρόπο. Σε μια ιστορική αναδρομή εντοπίζουμε την Θεούδα, τον Αδελβέρτο παλιότερα, τον Tnachelm και τον Εύδο τώρα, όλοι τους παρανοϊκοί ρήτορες που δημιούργησαν προσωποπαγείς σέκτες, χωρίς παρελθόν και χωρίς μέλλον. Έτσι, δεν μπορεί να εντοπιστεί η συνέχεια κάποιας γνωστικής σέκτας, πέρα από τα παραδείγματα. Αλλά τα παραδείγματα δείχνουν την επιβίωση του γνωστικισμού και την μετάδοσή του χρονικά, όχι μέσα από μια οργανωμένη αίρεση, αλλά δια μέσου ονομαστών αιρεσιαρχών, οι οποίοι με την δράση τους τράβηξαν την προσοχή των αρχών, πολιτικών και εκκλησιαστικών. Ίσως και αυτοί, αν ήταν λιγότερο μεγαλομανείς και παρανοϊκοί, αν απέφευγαν να συγκρουστούν με την εκκλησία, να διέλαθαν της προσοχής. Είναι, λοιπόν, πιθανό, αναγνωρίζοντας από τα ίχνη τον λέοντα, πολλοί ακόμη αιρεσιάρχες, με λιγότερο επιδεικτική δράση, να δίδαξαν κατά την διάρκεια των Σκοτεινών Χρόνων, χωρίς ν’ αφήσουν το στίγμα τους, μεταδίδοντας, όμως, την γνωστική διδασκαλία, διατηρώντας αυτόχθον υλικό, ώστε φθάνοντας οι απεσταλμένοι της Ανατολής, βρήκαν έτοιμο φύραμα.
iii) Η σύγχυση των χρονογράφων για την ετυμολογία του ονόματος προκύπτει από την αυτο-ανακήρυξη του Εύδου σε Ιησού Χριστού. Έτσι οι φράσεις «per eudem» και «per eum», «δι’ αυτού», χρησιμοποιήθηκαν από τους οπαδούς του με την μορφή «per Eudum», «διά του Εύδου», και αυτές οι φράσεις με την σειρά τους χρησιμοποιήθηκαν για την προβολή του Εύδου ως Μεσσία.
ε. Βιβλιογραφία.
- Norman Cohn, The Pursuit of the Millenium, London 1957, pp. 38-40 κ.ε.
- J.B. Russell, Dissent and Reform, University of California Press, pp. 118-124.
- Malcolm Lambert, Medieval Heresy, Oxford 32002, p.61.
- Steven Runciman, The Medieval Manichee, Cambridge University Press 1947, pp.120-121.
- Arno Borst, Die Katharer, Stuttgart 1953, p. 87 κ.ε.
- H. C. Lea, History of the Inquisition, New York 1887, vol. I p. 66.
Κολονία, 1144 μ.Χ.
α. Ιστορικά.
Ο Eberwin ήταν ηγούμενος στο πραιμονστρατενσιανό αβαείο του Steinfeld το 1143-4. Σε επιστολή του απευθύνεται στον Βερνάρδο, του αναφέρει την ύπαρξη δύο αιρετικών ομάδων στην Κολονία και ζητά την βοήθειά του στην θεολογική αντιμετώπιση των κακοδοξιών τους.
Από τις δύο ομάδες, η πρώτη είναι ολοφάνερα Καθαροί. Αναφέρονται όλες οι διδασκαλίες του Καθαρισμού εκτός από την δυαρχία. Αυτή φαίνεται παρέμενε εσωτερική γνώση και δεν κηρύττονταν δημόσια. Η δεύτερη ομάδα έχει σχέση με την αίρεση την οποία διέδιδε ο Ερρίκος της Le Mans. Η αίρεση αυτή μαζί με την αντίστοιχη του Πέτρου της Bruys θα αποτελέσουν αντικείμενο επόμενης μελέτης, γι’ αυτό και το απόσπασμα θα περιοριστεί σε όσα γράφει ο Eberwin για τους πρώτους.
Ο Βερνάρδος δεν απάντησε άμεσα στον Eberwin αλλά έλαβε υπόψη του τις πληροφορίες που του παρέθεσε στην σύνθεση των αντιαιρετικών ομιλιών του. τις οποίες ενέταξε στα σχόλια στο Άσμα Ασμάτων. Οι ομιλίες αυτές (Sermones) χρονολογούνται στο 1144, λίγο πριν το ταξίδι του στην Languedoc[72]. Από το απόσπασμα που θα παρατεθεί φαίνεται ότι ο Βερνάρδος αντιμετωπίζει μανιχαϊκές διδασκαλίες.
β. Πηγές.
Η επιστολή βρίσκεται στο Sancti Bernardi Epistolae (no 472, Everwini Steinfeldensis praepositi ad S. Bernardum) PL 182.676-680 (λατινικό κείμενο). Αγγλική μετάφραση W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, pp. 127-32˙ R. I. Moore, Birth of Popular Heresy, Medieval Academy of America 1995 (1st ed. 1975), pp. 74-78.
Η Ομιλία του Βερνάρδου (Sermon 65) που αποτελεί αντιμετώπιση της αναφερόμενης στην επιστολή αίρεσης, βρίσκεται στο Sancti Bernardi Sermones super Cantica canticorum, ed. J. Leclercq, C.H. Talbot, H. M. Rochais, στη σειρά Sancti Bernardi Opera I-II, Rome 1957-1957, vol. II 172-77.
γ. Κείμενα.
Α.
«Προς τον σεβαστό Κύριο και Πατέρα, Βερνάρδο, ηγούμενο του Κλαιρβώ,
Εβεργίνος, ταπεινός υπηρέτης του αβαείου του Steinfeld, στέλνει ευχές υπέρ υγείας εν Κυρίω, ώστε να ενδυναμώνει την Εκκλησία του Χριστού.
1. Ἀγαλλιάσομαι ἐγώ ἐπί τά λόγιά σου ὡς ὁ εὑρίσκων σκῦλα πολλά[73]. Είναι συνήθειά σου σε όσα λες και γράφεις για να μας στείλεις να κάνεις Μνήμη τοῦ πλήθους τῆς χρησότητός Του[74], ειδικά στο Άσμα της αγάπης του Νυμφίου και της Νύμφης, το οποίο είναι του Χριστού και της Εκκλησίας, ώστε να μπορέσουμε αληθινά να πούμε στον Νυμφίο, Σύ τετήρηκας τόν καλόν οἶνον ἕως ἄρτι[75]. Σε ανέδειξε σε αρχιτρίκλινό μας σε αυτό, το κρασί πολύτιμο: είθε να μην παύσης ποτέ να μας το προσφέρεις και ούτε να διστάσεις. [Διότι] δεν θ’ αδειάσουν ποτέ οι λίθινες υδρίες. Ούτε η αναπηρία θα σε δικαιολογήσει, διότι στην εκπλήρωση του καθήκοντος, η ευσέβεια προσφέρει περισσότερα από την άσκηση φυσικής δύναμης. Ούτε μπορείς να επικαλεστείς ότι είσαι απασχολημένος. Δεν γνωρίζω κάτι που θα μπορούσε να έχει προτεραιότητα από αυτόν τον σκοπό, τόσο ζωτικό για το κοινό καλό.
Από τις λίθινες υδρίες, Αγιότατε Πατέρα, πόσο πολύ μας έχεις δώσει να γευθούμε ήδη! Αρκετό έχει ξεχειλίσει από την πρώτη για να δώσει σοφία και δύναμη ενάντια στις επιθέσεις των Γραμματέων και των Φαρισαίων˙ από την δεύτερη, ενάντια στα επιχειρήματα και τις λοιδορίες των ειδωλολατρών˙ από την τρίτη, ενάντια στις λεπτές απάτες των αιρετικών˙ από την τέταρτη, ενάντια στους ψευδο-Χριστιανούς˙ από την πέμπτη, ενάντια στους αιρετικούς που θα εμφανιστούν προς το τέλος του κόσμου, για τους οποίους μιλώντας ο Απόστολος, Τό Πνεῦμα ῥητῶς λέγει ὅτι ἐν ὑστέροις καιροῖς ἀποστήσονταί τινες τῆς πίστεως, προσέχοντες πνεύμασι πλάνοις καί διδασκαλίαις δαιμονίων, ἐν ὑποκρίσει ψευδολόγων, κεκαυστηριασμένων τήν ἰδίαν συνείδησιν, κωλυόντων γαμεῖν, ἀπέχεσθαι βρωμάτων ἅ ὁ Θεός ἔκτισεν εἰς μετάληψιν μετά εὐχαριστίας τοῖς πιστοῖς καί ἐπεγνωκόσι τήν ἀλήθειαν[76]. Από την έκτη λίθινη υδρία θα πιουν οι πιστοί μέχρι κορεσμού, ενδυναμούμενοι ενάντια σ’ αυτόν, ο οποίος θα ξεπροβάλει αδιαμφισβήτητα μέσα από την τοιαύτη αποστασία από την πίστη, για να εξαπατήσει, αυτός ο άνθρωπος της αμαρτίας, ο υιός της απωλείας[77], ὁ ἀντικείμενος καί ὑπεραιρόμενος ἐπί πάντα λεγόμενον Θεόν ἤ σέβασμα… οὗ ἐστιν ἡ παρουσία κατ’ ἐνέργειαν τοῦ σατανᾶ ἐν πάσει δυνάμει καί σημείοις καί τέρασι ψεύδους καί ἐν πάσῃ ἀπάτῃ τῆς ἀδικίας ἐν τοῖς ἀπολλυμένοις[78]. Μετά απ’ αυτήν, μια έβδομη υδρία θα είναι αχρείαστη, όταν οἱ υἱοί τῶν ἀνθρώπων μεθυσθήσονται από πιότητος τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ, καί τοῦ χειμάρρου τῆς τρυφῆς Του[79].
Ω καλέ πατέρα, έδωσες ήδη άφθονο ποτό από την τέταρτη υδρία για να μας διορθώσεις, να μας οικοδομήσεις, να μας τελειοποιήσεις κατά μέτρο καθώς ξεκινάμε προς, προοδεύομε εις, ή ερχόμαστε κοντά στην τελειότητα. Στο τέλος του χρόνου η διδασκαλία σου θα προμηθεύσει ισχυρή άμυνα ενάντια στην αδιαφορία και την διαστροφή των ψευδο-αδελφών.
Είναι καιρός τώρα να αντλήσεις από την πέμπτη υδρία και ν’ αντιμετωπίσεις δημόσια τους νέους αιρετικούς, οι οποίοι παντού σε όλες τις εκκλησίες αναθυμιάζουνε από τον λάκκο της κολάσεως, ωσάν ο πρίγκιπας τους να πρόκειται κιόλας να ξαμολυθεί, και η μέρα του Κυρίου να βρίσκεται προ των πυλών[80]. Και αυτό το εδάφιο στο Άσμα Ασμάτων, για το οποίο μου μίλησες, Πατέρα, ότι πρόκειται να σχολιάσεις, δηλ. Πιάσατε ἡμῖν ἀλώπεκας μικρούς ἀφανίζοντας ἀμπελώνας[81], εφαρμόζεται σ’ αυτό το μυστήριο και σ’ έφερε με φυσικότητα στην πέμπτη υδρία. Γι’ αυτό, Πατέρα, σε ικετεύω να αναλύσεις όλα τα άρθρα της αίρεσης αυτών των ανθρώπων, που έπεσαν στην αντίληψή μας, θέσε εναντίον τους τα επιχειρήματα και τα αρμόδια κείμενα της πίστεώς μας, κι έτσι εξαφάνισέ τους.
2. Εδώ, στην γειτονιά της Κολονίας, ανακαλύφθηκαν πρόσφατα κάποιοι αιρετικοί, από τους οποίους μερικοί επέστρεψαν στην Εκκλησία μετά την απαιτούμενη μετάνοια. Δύο, ωστόσο – ένας άνδρας που τον είχαν για επίσκοπο και ο βοηθός του – κρατάνε την θέση τους εναντίον μας σε μια συνάθροιση κληρικών και λαϊκών, παρουσία του ιδίου του Αρχιεπισκόπου και μερικών αριστοκρατών, υπερασπιζόμενοι την αίρεσή τους με τα λόγια του Χριστού και του Αποστόλου. Αλλά όταν αντιλήφθηκαν ότι δεν μπορούν ν’ αποδείξουν τις θέσεις τους, ζήτησαν μια μέρα να ετοιμαστούν και να μπορέσουν να παρουσιάσουν μερικούς από τους βοηθούς τους, άνδρες μορφωμένους στην πίστη τους, υποσχόμενοι ότι θα εξιλεώνονταν στην Εκκλησία αν βρίσκονταν οι διδάσκαλοί τους ανήμποροι να προσφέρουν ικανοποιητική απόκριση˙ αλλιώς προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να ταλαντεύονται στην πίστη τους. Αφού συμφωνήθηκε αυτό έγινε προσπάθεια να λογικευθούν που κράτησε τρεις μέρες αλλά δεν ήταν δυνατόν να μετανοήσουν. Αποτέλεσμα, παρά την θέλησή μας, να τους αρπάξει το πλήθος, που υποκινούνταν από υπερβολικό ζήλο, και να τους πετάξει στην φωτιά όπου κάηκαν. Είναι θαυμαστό το ότι υπέμειναν την πυρά όχι μόνο με υπομονή, αλλά και με χαρά. Σ’ αυτό το σημείο, Άγιε Πατέρα, θα ήθελα από σένα, να εξηγήσεις από πού προέρχεται σ’ αυτά τα μέλη του σατανά, σταθερότητα τέτοια, που δεν συναντιέται παρά σπάνια ακόμη και σε αφοσιωμένους στην πίστη του Χριστού.
3. Αυτή είναι η αίρεση αυτών των ανθρώπων. Λένε ότι μόνο η δικιά τους είναι η Εκκλησία, στο σημείο που αυτοί μόνοι ακολουθούν τα βήματα του Χριστού. Συνεχίζουν να είναι οι πραγματικοί μιμητές της αποστολικής ζωής, ζητώντας όχι αυτά τα του κόσμου, χωρίς να κατέχουν σπίτια, ή γαίες, ή ο,τιδήποτε δικό τους, όπως και ο Χριστός δεν είχε κάτι δικό του ούτε επέτρεψε στους ακολούθους του το δικαίωμα της ιδιοκτησίας.
“Εσείς, όμως”, λένε, “προσθέτετε σπίτια στα σπίτια, χωράφια στα χωράφια, και ζητάτε όσα είναι του κόσμου. Το κάνετε σε τέτοιο βαθμό, ώστε αυτοί που θεωρούνται τέλειοι ανάμεσά σας, όπως οι μοναχοί και οι απλοί εκκλησιαστικοί, αν και δεν έχουν τίποτα δικό τους και τα έχουν όλα κοινά, παρόλα αυτά κατέχουν όλα αυτά τα πράγματα”.
Για τον εαυτό τους λένε: “Εμείς, οι φτωχούληδες του Θεού, που δεν έχουμε μόνιμη κατοικία και ταξιδεύουμε από πόλη σε πόλη σαν πρόβατα εν μέσω λύκων, διωκόμαστε όπως οι Απόστολοι και οι Μάρτυρες, παρά το γεγονός ότι ζούμε αυστηρή και αγία ζωή, επιμένοντας μέρα και νύχτα στην νηστεία και στην εγκράτεια, στις προσευχές, και στην εργασία, από την οποία ζητάμε μόνο τα απαραίτητα για την επιβίωση. Τα υποφέρουμε διότι δεν είμαστε εκ του κόσμου τούτου. Αλλά εσείς εραστές του κόσμου, έχετε ειρήνη με αυτά διότι είστε εκ του κόσμου τούτου. Ψευδαπόστολοι που μολύνουν τον λόγο του Χριστού, που ενδιαφέρονται για το συμφέρον τους, οδήγησαν εσάς και τους πατέρες σας μακριά από την αληθινή οδό. Εμείς και οι πατέρες μας, που είμαστε της αποστολικής διαδοχής, συνεχίζουμε με την χάρη του Χριστού και θα παραμείνουμε έτσι μέχρι το τέλος του κόσμου. Για να διαχωρίσει εμάς από σας ο Χριστός είπε, Ἀπό τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθαι αὐτούς[82]. Οι καρποί μας συνίστανται στο ότι ακολουθούμε τα βήματα του Χριστού”.
Στην διατροφή τους απαγορεύουν κάθε είδους γάλα και ότι φτιάχνεται από αυτό και ότι προκύπτει από συνουσία. Σε αυτό το θέμα διαφέρουν από μας στον τρόπο της ζωής τους. Σχετικά με τις ιερουργίες τους κρατάν μυστικότητα. Ωστόσο, έχουν ομολογήσει δημοσίως σε μας ότι στα καθημερινά τους γεύματα, κατά τον τρόπο του Χριστού και των Αποστόλων, με την προσευχή του Κυρίου καθαγιάζουν την τροφή και το νερό τους, κι έτσι το μεταβάλλουν σε σώμα και αίμα Χριστού, κι έτσι θρέφουν τον εαυτό τους ως μέλη του σώματος του Χριστού. Εμείς, λένε, δεν κρατάμε την αλήθεια με τα μυστήρια, αλλά κάποιο είδος σκιάς, ανθρώπινη παράδοση.
Επίσης, έχουν ομολογήσει δημοσίως, ότι εκτός από [το βάπτισμα εις] το νερό, βαπτίζουν και έχουν βαπτισθεί με φωτιά και Πνεύμα, προβάλλοντας την μαρτυρία του Ιωάννου του Βαπτιστού, ο οποίος, ενώ βάπτιζε με νερό, είπε για τον Χριστό, Αὐτός ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ και πυρί[83]˙ και αλλού, Ἐγώ μέν βαπτίζω ἐν ὕδατι˙ μέσος δέ ὑμῶν ἕστηκεν ὅν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε[84], ωσάν να επρόκειτο να προσθέσει: “Αυτός θα σας βαπτίσει με άλλο βάπτισμα εκτός αυτό του ύδατος”. Ότι αυτό το βάπτισμα γίνεται με την επίθεση των χειρών, ζήτησαν να το αποδείξουν με την μαρτυρία του Λουκά στις Πράξεις των Αποστόλων, ο οποίος περιγράφοντας το βάπτισμα που έλαβε ο Παύλος από τον Ανανία κατ’ εντολή του Χριστού, δεν κάνει αναφορά σε ύδωρ αλλά μόνο στην επίθεση των χειρών[85]. Ό,τι άλλο βρουν για την επίθεση των χειρών, είτε στις Πράξεις είτε στις Επιστολές του Παύλου, το ερμηνεύουν ότι αναφέρεται στο βάπτισμα. Όποιον βαπτίζεται έτσι από αυτούς, τον ονομάζουν “Εκλεκτό”, και λένε ότι έχει την δύναμη να βαπτίζει άλλους, όσους βρίσκονται άξιοι, και να λειτουργεί το σώμα και το αίμα του Χριστού στο τραπέζι. Με την επίθεση των χειρών, κάποιος που βρίσκεται στις τάξεις αυτών που ονομάζουν “Ακροατές” συγκαταριθμείτε με τους “πιστούς”˙ έτσι κερδίζει την άδεια να παρίσταται στις προσευχές τους, μέχρι την στιγμή που τον εκτιμούν αρκετά δοκιμασμένο να γίνει “Εκλεκτός”. Δεν δίνουν αξία στο δικό μας βάπτισμα. Καταδικάζουν τον γάμο, αλλά δεν μπόρεσα να μάθω απ’ αυτούς τον λόγο, είτε επειδή δεν τόλμησαν να τον αποκαλύψουν ή, περισσότερο πιθανό, επειδή δεν γνωρίζουν.
(Οι παράγραφοι 4 & 5 αναφέρονται σε μια δεύτερη ομάδα αιρετικών και θα εξεταστεί αργότερα)
«6. Άγιε Πατέρα, αιτούμεθα το άγρυπνο ενδιαφέρον σου γι’ αυτό το πολύμορφο κακό, και παροτρύνουμε να κατευθύνεις την μύτη από το ακόντιό σου κατά των άγριων θηρίων. Μην μας απαντήσεις ότι “ὁ πύργος τοῦ Δαυίδ”, στον οποίο καταφεύγουμε ζητώντας καταφύγιο είναι επαρκώς ᾠκοδομημένος εἰς θαλπιώθ˙ χίλιοι θυρεοί κρέμανται ἐπ’ αὐτόν, πᾶσαι βολίδες τῶν δυνατῶν[86]. Διότι είμαστε άπειροι και ασύνετοι˙ θα θέλαμε, λοιπόν, Πατέρα, από τον ζήλο σου ν’ αρματωθεί ο οπλισμός σε ένα μέρος, απ’ όπου θα είναι άμεσα διαθέσιμος, να τον χρησιμοποιήσουμε ενάντια στα αμέτρητα τέρατα, και να είναι πιο αποτελεσματικός στο να αντισταθεί σ’ αυτά.
Θα πρέπει επίσης να γνωρίζετε, Κύριέ μου, ότι όσοι έχουν επιστρέψει στην Εκκλησία μας έχουν πει, ότι αυτοί οι αιρετικοί έχουν πλήθος ακολούθων σκορπισμένους σε όλο τον κόσμο, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονται πολλοί από τους κληρικούς μας και τους μοναχούς. Πράγματι, αυτοί που κάηκαν μας είπαν κατά την διάρκεια της ανάκρισης, ότι αυτή η αίρεση παραμένει κρυμμένη από τον καιρό των μαρτύρων μέχρι τις μέρες μας, κι έχει επιζήσει έτσι στο Βυζάντιο και κάποιες άλλες χώρες. Είναι αυτοί οι αιρετικοί που αποκαλούνται απόστολοι κι έχουν τον δικό τους πάπα. Είναι άλλοι που δεν δέχονται τον δικό μας πάπα, ούτε αναγνωρίζουν άλλον στην θέση του. Αυτοί οι απόστολοι του σατανά έχουν ανάμεσά τους γυναίκες ορκισμένες στην εγκράτεια (έτσι λένε): χήρες, παρθένες και τις συζύγους τους, μερικές ανάμεσα στους Εκλεκτούς, μερικές ανάμεσα στους πιστούς. Ισχυρίζονται ότι σ’ αυτό ακολουθούν το παράδειγμα των αποστόλων, στους οποίους επιτρέπονταν το δικαίωμα να έχουν γυναίκες γύρω τους.
Χαίρε εν Κυρίω.»
Β. Ομιλία Βερνάρδου του Κλαιρβώ.
«Σας κήρυξα ήδη δύο ομιλίες[87] σε έναν στίχο˙ είμαι έτοιμος να σας παραδώσω και μια τρίτη, αν πραγματικά δεν σας κουράζει να την ακούσετε. Και πιστεύω ότι είναι αναγκαίο. Διότι, αλήθεια, ό,τι ενδιαφέρει τον οικιακό μας αμπελώνα – και μ’ αυτό αναφέρομαι σε σας – έχει, νομίζω, καλυφθεί αρκετά καλά στις δύο προηγούμενες ομιλίες, ώστε να μπορεί να προστατεύει τον αμπελώνα από τις κακίες των τριών ειδών αλεπούδων: κόλακες, συκοφάντες, και κάποια πνεύματα πλάνης, ικανά και εκπαιδευμένα να παρουσιάζουν το κακό κάτω από το κάλυμμα του καλού.
Αλλά δεν έχω χειριστεί επαρκώς τον αμπελώνα του Κυρίου, από τον οποίο εννοώ έχει καλυφθεί η γη και του οποίου κι εμείς είμαστε κομμάτι – έναν εκτεταμένο αμπελώνα, φυτεμένο από το χέρι του Κυρίου, εξαγορασμένο με το αίμα Του, ποτισμένο με τον λόγο του, πολλαπλασιασμένο με την χάρη Του, καρποφορούμενο από το πνεύμα Του. Το αποτέλεσμα της πιότερης φροντίδας για τον δικό μας αμπελώνα είναι ότι ήμουν λιγότερο χρήσιμος για το κοινό καλό. Τώρα, ωστόσο, ο μεγάλος αριθμός αυτών που τον γκρεμίζουν, ο μικρός αριθμός αυτών που τον υπερασπίζονται, και η δυσκολία της άμυνας με κάνουν να δραστηριοποιηθώ για χάρη του.
Η κάλυψη προκαλεί την δυσκολία. Αν και η Εκκλησία από την αρχή είχε πάντα τις αλεπούδες της, όλες ανακαλύφθηκαν γρήγορα και απομακρύνθηκαν˙ ο αιρετικός πολεμούσε ανοικτά (εξαιτίας του ότι ήταν αιρετικός κυρίως για τον λόγο ότι επιθυμούσε να κατακτήσει φανερά) και κατατροπώνονταν. Κι έτσι, αυτές οι αλεπούδες πιάστηκαν εύκολα. Διότι, τί σημασία είχε, αν ένας αιρετικός παρέμενε στο σκοτάδι της ισχυρογνωμοσύνης του αφότου η αλήθεια είχε ξεκαθαριστεί και διακηρυχθεί, και σαν εξόριστος στα δεσμά θα μαραίνονταν μόνος του; Η αλεπού ήταν γνωστό ότι πιάστηκε, η ασέβειά της καταδικάστηκε, και ο ασεβής είχε έρθει στο προσκήνιο, για ν’ αποτελέσει, βεβαίως, ένα επίφοβο παράδειγμα, χωρίς καρπούς, άγονος. Έκτοτε, κατά τα λόγια του προφήτη ο τοιούτος θα είχε μήτραν ἀτεκνοῦσαν καί μαστούς ξηρούς[88], διότι πλάνες που έχουν αντιμετωπιστεί ανοικτά δεν αναβλαστάνουν, και το εκδηλωμένο ψεύδος δεν αναφύεται.
2. Τι θα πρέπει να κάνουμε για να πιάσουμε αυτές τις πανούργες αλεπούδες, αυτές που προτιμούν να κάνουν ζημιά παρά να επικρατούν και που δεν προτιμούν να αποκαλυφθούν, αλλά να ξεγλιστρούν στο σκοτάδι; Για όλους τους προηγούμενους αιρετικούς η μόνιμη επιθυμία ήταν να κερδίσουν φήμη μέσω της επίδειξης ασυνήθους γνώσης. Μόνο αυτή η αίρεση, πιο μοχθηρή και επιδέξια από τις άλλες, τρέφεται από τις πληγές των άλλων, αδιάφορη για την δική της φήμη. Προειδοποιημένη, πιστεύω, από τα παραδείγματα των προηγούμενων αιρέσεων (οι οποίες, όταν αποκαλύφθηκαν, δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν, αλλά καθυποτάχθηκαν γρήγορα), με νέο είδος πανουργίας, εργάσθηκε προσεκτικά το μυστήριο της ανομίας[89], πράττοντας αυτό πιο ελεύθερα, καθώς είναι πιο φευγαλέα. Τελικά, τα μέλη της, έχει αναφερθεί, ότι έχουν τακτοποιηθεί σε κρυφά μέρη˙ ἐκραταίωσαν ἑαυτοῖς λόγον πονηρόν[90], “ορκιστείτε αλήθεια ή ψέμματα, μόνο μην προδίδετε το μυστικό[91]”. Λένε, για να είναι σίγουροι, ότι δεν συγκατατίθενται αλλιώς, υπό καμία συνθήκη, να ορκιστούν, εξαιτίας του ευαγγελικού χωρίου, Ἐγώ δέ λέγω ὑμῖν, μή ὀμόσαι ὅλως[92]. Ὦ ἀνόητοι καί βραδεῖς τῇ καρδίᾳ[93], γεμάτοι φανερά με το πνεύμα των Φαρισαίων, οἱ διυλίζοντες τόν κώνωπα, τήν δέ κάμηλον καταπίνοντες[94]! Είναι παράνομο να ορκίζεστε, αλλά νόμιμο να ορκίζεστε ψέματα; Επιτρέπεται μόνο στην μια περίπτωση και όχι στην άλλη; Από πιο εδάφιο του Ευαγγελίου, παρακαλώ, αντλείτε αυτή την εξαίρεση, εσείς, οι οποίοι δεν παραλείπετε ούτε ένα γιώτα με τις καυχησιολογίες σας; Είναι αποδεδειγμένο ότι είστε προληπτικά προσεκτικοί σχετικά με τον όρκο και αδιάντροπα έτοιμοι για ψευδορκία. Ω τι διαστροφή! Αυτό που δόθηκε ως προσεκτική συμβουλή, δηλαδή, να μην ορκίζονται ψευδώς, το παρατρέχουν με δική τους επιλογή, ως θέμα σπουδαιότητας. Λένε: “Όχι, αλλά δεν μας επιτρέπεται ν’ αποκαλύψουμε το μυστήριό μας”, λες και δεν ισχύει Δόξα Θεοῦ αποκαλύπτει λόγον[95]. Ζηλεύουν την δόξα του Θεού; Πιστεύω περισσότερο, ότι επειδή έχουν επίγνωση του γεμάτου ντροπή μυστηρίου τους, κοκκινίζουν να το γνωστοποιήσουν. Διότι υπάρχουν αναφορές ότι εμπλέκονται μυστικά σε μιαρές και ασεμνες πρακτικές, όπως τα απόκρυφα των αλεπούδων έχουν μια δυσοσμία.
3. Αλλά προσπερνώ ό,τι θα αρνούνταν. Ας απαντήσουν σε αποδεδειγμένα γεγονότα. Είναι αλήθεια, ότι σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, θα απέφευγαν να δώσουν το άγιο στα σκυλιά, τους μαργαρίτες στους χοίρους[96]; Αλλά αυτό είναι σαν να ομολογούν δημόσια, ότι αυτοί που θεωρούν όσους είναι μέλη της Εκκλησίας, ως σκυλιά και χοίρους, δεν είναι μέλη της Εκκλησίας. Νομίζουν ότι το μυστικό τους, όποιο κι αν είναι, πρέπει να κρατιέται κρυφό από όλους ανεξαιρέτως, όσους δεν ανήκουν στην σέκτα τους. Σε συνδυασμό με αυτήν την καταδίκη, δεν θα απαντήσουν σε ερωτήσεις, από φόβο της έκθεσης, κάτι το οποίο επιζητούν να αποφύγουν με κάθε τρόπο. Αλλά δεν θα το αποφύγουν! Δώστε μου ξεκάθαρη απάντηση, καλοί μου, εσείς που είστε πιο σοφοί απ’ όσο επιβάλλεται και ανόητοι πέρα από κάθε έκφραση: αυτό το μυστήριο που κρύβεται, είναι από τον Θεό ή όχι; Αν ναι, τότε γιατί δεν το κάνετε γνωστό προς δόξαν Αυτού; Διότι, η δόξα του Θεού αποκαλύπτει λόγο. Εάν όχι, τότε γιατί πιστεύετε αυτό που δεν είναι από τον Θεό, εκτός κι αν είστε αιρετικοί; Γι’ αυτό, ας αποκαλύψουν είτε το μυστικό του Θεού, προς δόξαν Αυτού, είτε ας αρνηθούν ότι το μυστικό είναι από τον Θεό και να παραδεχθούν ότι είναι αιρετικοί. Ή τουλάχιστον, ας ομολογήσουν ανοικτά ότι είναι εχθροί της δόξας του Θεού, εφόσον είναι απρόθυμοι ν’ αποκαλύψουν αυτό το οποίο ξέρουν ότι είναι προς δόξαν Αυτού. Η αλήθεια της Γραφής μιλά χωρίς αμφιβολία, Δόξα βασιλέως κρύπτει λόγον, δόξα δέ Θεού τιμᾷ πράγματα[97]. Είστε απρόθυμοι να το αποκαλύψετε; Τότε είστε απρόθυμοι να δοξάσετε τον Θεό.
Αλλά ίσως να μην δέχεστε αυτό το βιβλίο. Ας είναι. Ωστόσο, μόνο από το Ευαγγέλιο πρεσβεύουν ότι είναι μοναδικοί αυτοί ζηλωτές ακόλουθοι. Ας απαντήσουν, τότε, σε αυτό το εδάφιο από το Ευαγγέλιο, που λέει, ὅ λέγω ὑμῖν ἐν τῇ σκοτίᾳ, εἴπατε ἐν τῷ φωτί, καί ὅ εἰς τό οὖς ἀκούετε, κηρύξατε ἐπί τῶν δωμάτων[98]. Η σιωπή δεν επιτρέπεται πλέον. Είναι για να κρατιέται μυστικό αυτό που ο Θεός διέταξε να γίνει γνωστό; Πρέπει το ευαγγέλιό σας να παραμένει πάντα κρυφό; Υποψιάζομαι ότι το δικό σας δεν είναι ίδιο με του Παύλου, διότι αυτός επιβεβαιώνει ότι δεν είναι κρυφό˙ λέει εἰ δέ καί ἔστι κεκαλυμμένον τό εὐαγγέλιον ἡμῶν, ἐν τοῖς ἀπολλυμένοις ἐστί κεκαλυμμένον[99]. Σκεφτείτε μήπως μιλάει για σας, ανάμεσα στους οποίους το Ευαγγέλιο βρίσκεται κεκαλυμμένο. Τι φανερότερο από το ότι θα χαθείτε; Ή μήπως δεν δέχεστε ούτε τον Παύλο; Το άκουσα κι αυτό για κάποια άτομα[100]. Διότι, όλοι εσείς δεν συμφωνείτε μεταξύ σας σε όλα, εκτός στο ότι διαφωνείτε μαζί μας.
4. Αλλά σε κάθε περίπτωση, Αν δεν κάνω λάθος, όλοι δέχεστε αδιακρίτως, σαν να έχουν την ίδια αυθεντία με το Ευαγγέλιο, όλα τα λόγια, τα γραπτά και τις παραδόσεις αυτών που ήταν σωματικά παρόντες με τον Σωτήρα. Κράτησαν το Ευαγγέλιό τους κρυφό; Παρέμειναν σιωπηλοί σχετικά με την αδυναμία της σάρκας στον Χριστό[101], τα φοβερά γεγονότα του θανάτου Του, την ατίμωση του Σταυρού; Που είναι το αποστολικό μοντέλο ζωής για το οποία καυχάστε; Αυτοί κηρύττουν δυνατά, εσείς ψιθυρίζετε. Αυτοί κηρύττουν δημόσια, εσείς στις γωνίες. Αυτοί ὡς νεφέλαι πέτανται[102] εσείς ενεδρεύετε στα σπίτια σας, στα σκοτεινά και στα κελάρια. Τι όμοιο έχετε εσείς μ’ αυτούς; Το ότι δεν παίρνετε μαζί γυναίκες στα ταξίδια σας, αλλά ζείτε μαζί τους στο σπίτι; Το να πηγαίνετε μαζί τους στα φανερά δεν είναι τόσο ύποπτο, όσο το να ζείτε μαζί. Αλλά ποιος θα υποψιάζονταν αυτούς που ανασταίνουν νεκρούς; Κάντε το, και θα πιστέψω στην συνεύρεση ανδρός και γυναικός! Αλλιώς, τολμάτε να σφετερίζεστε το προνόμιο αυτών, των οποίων την αγιότητα δεν έχετε. Το να είναι κανείς πάντα με μια γυναίκα και να μην την γνωρίζει σαρκικά, δεν είναι μεγαλύτερο από το ν’ ανασταίνει νεκρούς; Το έλαττον δεν μπορείτε να πράξετε, πώς να πιστέψω ότι πράττετε το μείζον; Κάθεστε καθημερινά με μια παρθένο στο τραπέζι, η κλίνη σας είναι δίπλα στην δική της στο δωμάτιο, τα μάτια σας συναντούνται σε συζητήσεις, τα χέρια σας αγγίζουν τα δικά της στις εργασίες – και θέλετε να θεωρείστε εγκρατείς; Ίσως να είστε, αλλά αμφιβάλλω. Για μένα είστε σκάνδαλο. Αφαιρέστε το αίτιο του σκανδάλου˙ Ίσως έτσι αποδείξετε ότι είστε πραγματικά ακόλουθοι του Ευαγγελίου, όπως καυχάστε. Δεν ρίχνει το φταίξιμο στο Ευαγγέλιο αυτός που υπήρξε αίτιος σκανδάλου σε μέλος της Εκκλησίας; Είστε αίτιο σκανδάλου για όλη την Εκκλησία. Είστε αλεπούδες που καταστρέφουν τον αμπελώνα. Βοηθείστε με, σύντροφοι, να τις πιάσω! Ή καλύτερα πιάστε τες για μας, ω άγιοι άγγελοι! Είναι εξαιρετικά πανούργες, περιεβάλοντο ἀδικίαν καί ἀσέβειαν ἑαυτῶν[103]. Βέβαια, κάτι τόσο μικρό και πανούργο μπορεί εύκολα να εξαπατήσει τα ανθρώπινα μάτια. Είναι άραγε αυτό αλήθεια και για σας; Σε σας [άγιοι άγγελοι], λοιπόν, ως συντρόφους του Νυμφίου, απευθύνονται τα λόγια, πιάσατε ἡμῖν ἀλώπεκας μικρούς[104]. Γι’ αυτό εκτελέστε την εντολή˙ πιάστε μας αυτές τις μικρές και πονηρές αλεπούδες, τις οποίες μέχρι τώρα καταδιώξαμε, αλλά, δυστυχώς, μάταια! Καθοδηγείστε και συμβουλεύστε μας πώς να εντοπίσουμε την απάτη. Διότι αν το κάνουμε είναι σαν να πιάσαμε την αλεπού, επειδή κάνει περισσότερη ζημιά υποκρινόμενη τον πιστό παρά ως αληθινός αιρετικός. Αλλά κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει, τι βρίσκεται στο μυαλό κάποιου άλλου, εκτός εάν συμβεί να φωτιστεί από το Πνεύμα του Θεού ή να εμπνευσθεί από την φροντίδα των αγγέλων. Τι σημάδι θα μας παραχωρήσετε, ώστε αυτή κάκιστη η αίρεση, τόσο επιτήδεια στην υποκρισία όχι μόνο του λόγου αλλά και της ζωής, να μπορέσει να εκτεθεί;
5. Πρόσφατη ζημιά στον αμπελώνα, αλήθεια, δείχνει ότι η αλεπού εργάζεται, αλλά δεν ξέρω με ποιο απατηλό κόλπο το πανούργο ζώο καλύπτει τα ίχνη του και δεν είναι εύκολο, με κανέναν τρόπο, για κάποιον ν’ ανακαλύψει τα σημεία εισόδου και αναχώρησης. Αν και το κακό είναι ξεκάθαρο, ο δράστης παραμένει άφαντος, τόσο περίτεχνα καλύπτει κάθε ίχνος του, σε αυτά που παραμένουν στη θέα.
Τελικά, αν ρωτήσεις τον αιρετικό για την πίστη του, δεν θα βρεις καλύτερο Χριστιανό˙ εάν [ρωτήσεις] για την καθημερινή του φροντίδα, τίποτα πιο άπταιστο˙ και ό,τι λέει το αποδεικνύει με πράξεις. Ως μάρτυρας της πίστης του, θα τον δεις να πηγαίνει συχνά στην εκκλησία, να δείχνει σεβασμό στους ιερείς, να προσφέρει δώρα, να εξομολογείται, να συμμετέχει στα μυστήρια. Τι θα μπορούσε να είναι περισσότερο ορθόδοξο; Σχετικά με την ζωή και τα πάρε-δώσε του, δεν κλέβει κανέναν, δεν προωθείτε μπροστά από κανέναν, δεν ασκεί βία σε κανέναν. Ακόμη περισσότερο, τα μάγουλά του είναι χλωμά από την νηστεία˙ δεν τρώει τον άρτο της απραξίας˙ εργάζεται χειρωνακτικά και βγάζει τα προς το ζειν.
Που είναι, λοιπόν, η αλεπού; Την είχαμε˙ πως ξεγλίστρησε από τα χέρια μας; Πως εξαφανίστηκε έτσι ξαφνικά; Ας την καταδιώξουμε. Ας την αναζητήσουμε˙ από τους καρπούς θα την αναγνωρίσουμε. Και σίγουρα η καταστροφή του αμπελώνα είναι απόδειξη αλεπούς. Γυναίκες που εγκαταλείπουν τους άνδρες τους, άνδρες που παραμερίζουν τις γυναίκες τους, και όλοι αυτοί ποίμνιο αυτών των αιρετικών! Κληρικοί και ιερείς, νέοι και ενήλικες ανάμεσά τους, που αφήνουν τις συνάξεις και τις εκκλησίες τους και που βρίσκονται συχνά στην παρέα των υφαντήδων και των δύο φύλων. Δεν είναι αυτό σοβαρή ζημιά; Δεν είναι αυτό έργο αλεπούδων;
6. Αλλά ίσως αυτές οι εκτροπές να μην εμφανίζονται τόσο καθαρά από όλους αυτούς˙ και αν εμφανίζονταν, δεν υπάρχει τρόπος ν’ αποδειχθεί το γεγονός. Πως μπορούμε να τους συλλάβουμε; Ας ξανασκεφτούμε τον συσχετισμό και την συμβίωσή τους με γυναίκες, διότι δεν υπάρχει κανείς ανάμεσά τους που να μην διάγει τέτοιο τρόπο ζωής. Ρωτώ τον οποιονδήποτε απ’ αυτούς τυχαία:
“Καλέ μου άνθρωπε! Ποια είναι αυτή η γυναίκα και ποια η σχέση της μαζί σου; Είναι σύζυγός σου;”
“Όχι,” απαντά, “διότι αυτό δεν είναι συνεπές με τον όρκο μου”.
“Η κόρη σου, τότε;”
“Όχι”.
“Τι, λοιπόν; Είναι αδερφή ή ανιψιά σου, ή τουλάχιστον συνδέεται μαζί σου με κάποια συγγένεια εξ αίματος ή αγχιστείας;”
“Απολύτως καμία.”
“Πως, λοιπόν, καταφέρνεις και τηρείς την εγκράτεια; Σίγουρα αυτό δεν σου επιτρέπεται. Αν τυχαίνει να μην το ξέρεις, η Εκκλησία απαγορεύει σε άνδρες και γυναίκες που έχουν πάρει όρκο αγνείας να ζουν μαζί. Αν δεν επιθυμείς να προσβάλεις την Εκκλησία, δίωξε αυτή την γυναίκα. Αλλιώς, από αυτήν την αμαρτία θα θεωρηθούν αναμφίβολα πιθανές άλλες, αν και όχι στην παρούσα εκδήλωση”.
7. “Αλλά”, λέει, “μπορείς να μου δείξεις σε ποιο κείμενο του Ευαγγελίου είναι αυτό απαγορευμένο;”
“Αναφέρθηκες στο Ευαγγέλιο; Στο Ευαγγέλιο θα πρέπει να πας! Αν υπακούς το Ευαγγέλιο δεν θα προκαλέσεις σκάνδαλο, διότι το Ευαγγέλιο απαγορεύει σαφώς την πρόκληση σκανδάλου. Κι όμως εσύ προκαλείς με το να μην διώχνεις αυτή την γυναίκα, σύμφωνα με τον νόμο της Εκκλησίας. Έχεις προκαλέσει υποψία και τώρα έχεις επιδικαστεί ως περιφρονητής του Ευαγγελίου και εχθρός της Εκκλησίας”.
Ποια είναι η κρίση σας, αδερφοί; Αν υπήρξε ισχυρογνώμων στο να μην υπακούει στο Ευαγγέλιο ή να μην υποτάσσεται στην Εκκλησία, πως μπορεί να υπάρξει αβεβαιότητα; Δεν σας φαίνεται ξεκάθαρο ότι έχει αποκαλυφθεί η πονηριά και πιάστηκε η αλεπού; Αν δεν διώχνει την γυναίκα, δεν αποσείει το σκάνδαλο˙ και αν δεν αποσείει το σκάνδαλο όταν μπορεί, τότε πρέπει να θεωρηθεί καταπατητής του Ευαγγελίου. Τι άλλο μπορεί να κάνει η Εκκλησία, παρά να αποκόψει τον απρόθυμο να αφαιρέσει το σκάνδαλο, αν δεν θέλει να φανεί και η ίδια [η Εκκλησία] ανυπάκουη; Διότι εντέλλεται το ίδιο ευαγγελικό εδάφιο, να μην λυπάται κανείς έναν οφθαλμό, ένα χέρι, ένα πόδι, σε περίπτωση σκανδάλου, αλλά να το βγάζει, να το αποκόπτει, να το απομακρύνει[105]. Ἐάν δέ καί τῆς Ἐκκλησίας παρακούσῃ, ἔστω σοι ὥσπερ ὁ ἐθνικός καί ο τελώνης[106].
Καταφέραμε κάτι; Νομίζω ναι. Πιάσαμε την αλεπού, αφού ανακαλύψαμε την απάτη. Οι ψευδο-πιστοί που κρύβονται ξεσκεπάστηκαν ως πραγματικοί λεηλατείς του αμπελώνα της γης. Για λίγο εσείς [οι ψευδο-πιστοί] ὅς ἐπί τό αὐτό ἐγλυκάνθητέ μοι ἐδέσματα (μιλώ για το Σώμα και το Αίμα του Χριστού), όσο καιρό ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ ἐπορεύθημεν ἐν ὁμονοίᾳ[107], υπήρχε χώρος για πειθώ, ή καλύτερα, ευκαιρία για αποπλάνηση, σύμφωνα με το εδάφιο του Βιβλίου της Σοφίας, ἐν στόματι ἀσεβῶν παγίς πολίταις[108]. Αλλά τώρα μπορώ εύκολα ν’ αποφύγω ἄνθρωπο αἰρετικό, μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδώς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος[109], όπως παρατηρεί με σοφία ο Παύλος. Και θα φροντίσω να είμαι σε εγρήγορση για να μην με υποτάξει.
Ως εκ τούτου, δεν είναι μικρό πράγμα αυτό, για να παραθέσω από το Βιβλίο της Σοφίας, τῇ δέ ἀπωλείᾳ αὐτῶν ἁλίσκονται παράνομοι[110], ειδικά αυτοί οι κακοί που επέλεξαν να χρησιμοποιήσουν παγίδες αντί για όπλα. Έτσι έχασαν εντελώς τα μέσα της επίθεσης και της άμυνας. Στην πραγματικότητα είναι απλοί αγρότες, αμόρφωτοι και εντελώς στερημένοι πολεμικών ικανοτήτων˙ πραγματικές αλεπούδες και μάλιστα μικροκαμωμένες. Και ούτε σ’ αυτά τα θέματα που τους αποδίδονται ότι κρατάν εσφαλμένες πεποιθήσεις, μπορούν να προβάλουν άμυνα˙ δεν είναι ούτε καν διεισδυτικοί ή πειστικοί, εκτός ίσως στο μυαλό των γυναικών της εξοχής και στους αμαθείς, και τέτοιοι, σίγουρα, είναι όλοι όσοι βρέθηκαν μπλεγμένοι σ’ αυτήν την αίρεση.
Διότι δεν θυμάμαι ν’ άκουσα κάτι καινούργιο ή παράξενο σε όσα εκστομίζουν, πολλά καθώς είναι, αλλά όσα είναι τετριμμένα από την χρήση και αναμενόμενα από τους αιρετικούς από παλιά, και τα οποία τα έχουν αλωνίσει και ανεμίσει οι θεολόγοι μας. Ωστόσο, πρέπει να ειπωθεί, τι είναι αυτές οι εξωφρενικότητες κι εγώ θα πρέπει να τις απαριθμήσω πάλι: κάποιες από αυτές τις ομολόγησαν απρόσεκτα στους πιστούς που τοaυς ανέκριναν˙ κάποια άλλα τα πρόδωσαν από καιρού εις καιρόν, όταν μάχονταν μεταξύ τους˙ και κάποια έχουν αποκαλυφθεί από αυτούς που επέστρεψαν στην Εκκλησία. Όχι ότι θα απαντήσω σε όλα, διότι δεν είναι αναγκαίο, αλλά έτσι για να γίνουν γνωστά. Γι’ αυτό τον σκοπό θα χρειαστεί μια άλλη ομιλία.
Προς δόξα του ονόματος του Νυμφίου της Εκκλησίας, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του Θεού των πάντων, του ευλογημένου εις τους αιώνας. Αμήν.»
Με την πρώτη αυτή εμφάνιση των Καθαρών κλείνει το μέρος της ενότητας. Όσα τους αφορούν θα εκτεθούν σε άλλη εργασία. Στο επόμενο μέρος θα εξεταστούν κάποιες ακόμη περιπτώσεις αιρετικών διδασκάλων με ξεχωριστό ενδιαφέρον.
[1] Έγραψε επιστολή και αναφέρει μερικά από τα γεγονότα, αλλά κυρίως εκφράζει την ανησυχία του για την δράση της αίρεσης. Περιέχεται στο Chronicon Morinense, ed. O. Bled, Régestes des évêques de Thérouanne, Saint-Omer 1904, no 190.
[2] Rodolfus Glaber, Historiarum Libri Quinque, III.26, ed J. France, Rodulfus Glaber, The Five Books of the Histories [cover title: Rodulfus Glaber, Opera], Oxford 1989, pp. 138-141 (κείμενο και παράλληλη μετάφραση). Μόνο λατινικό κείμενο στο Raoul Glaber, Les Cinq Livres de ses Histoires, ed. Maurice Prou, Collection de texts pour server a l’ etude et a l’ escrignement de l’ Histoire, Paris 1886, 74-75.
[3] Βλ. σχ. Anna Trumbore Jones, Discovering the Aquitanian Church in the Corpus of Ademar of Chabannes, Studies in Medieval History 19 (2007), pp. 82-98.
[4] Johannis Monachi Floriacensis, Ad Olibam Abbatem, sanctae Ausonensis Ecclesiae Episcopum, De Haereticis Aurelianensis, et eorum erroribus. ed. Martin-Boquet, Recueil X 498.
[5] Adémar de Chabannes, Chronique, ed. Jules Chavanon, εν Collection de texts pour server à l’ etude et à l’ enseignement de l’ histoire, Paris 1897, vol. XX p 173. Αγγλική μετάφραση στο W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, pp. 74. Επίσης στο R. I. Moore, Birth of Popular Heresy, Medieval Academy of America 1995 (1st ed. 1975), 9.
[6] Adémar de Chabannes, Chronicon III.59, p. 184.
[7] Adémar de Chabannes, Chronicon III.69, p. 194.
[8] Rodolfus Glaber, Historiarum Libri Quinque, III.26, ed J. France…, p. 126.
[9] Rodolfus Glaber, Historiarum Libri Quinque, III.27, ed J. France…, p. 143.
[10] Jeffrey Burton Russel, Dissent and Reform, p. 32.
[11] Βλ. παράρτημα Ε’ μέρους.
[12] Rodolfus Glaber, Historiarum Libri Quinque, III.26, ed J. France…, p. 139. “Fertur namque a muliere quadam ex Italia procedente haec insanissima heresies in Galliis abuisse exordium, quae, ut erat diabolo plena, seducebat quoscumque valebat, non solum idiotas ac simplices verum etiam plerosque qui videbantur doctiores in clericcorum ordine”.
[13] Ademari Cabanensis, Chronicon III.59: “Nam ipsi decepti a quodam rustic, qui se dicebat facere virtutes, et pulverem ex mortuis pueris secum ferebat, de quo si quem posset communicare, mox manicheum faciebat”, p. 184.
[14] J. M. Noiroux, Les Deux Premiers Documents, εν RHE 49 (1954), 842-855.
[15] J. B. Russel, A propos du synode d’ Arras, εν RHE 57 (1962), 66-87.
[16] Veterum aliquot scriptorium qui in Galliae bibliothecis maxime Benedictorum delituerant Spicilegium, Paris 1677, t. XIII 1-63. Νέα έκδοση από L. F. J. de la Barre, Paris 1723, t.I 607-624.
[17] Ψαλμ. 67.
[18] Ιωάν. 3.5.
[19] Στο κείμενο “regenerationis nupterium” και αλλού “regenerationis mysterium”.
[20] Α’ Τιμ. 4.1.
[21] Ιωάν. 3.3.
[22] Ιωαν. 6.53 &55.
[23] Ματθ. 26. 26-27.
[24] Luc d’ Achery, Veterum aliquot scriptorium…, t. XIII 2.
[25] J. J. S. Wharton, Law Lexicon or Dictionary of Jurisprudence, explanatory as well as literal Translatio of the Latin Maxims, Philadelphia 1860, λήμμα supplicium, p. 720.
[26] Εκτίμηση R. I. Moore, Birth of …, p. 15.
[27] Ilarino da Milano, Le eresie popolari, Studi Gregoriani 2, p.68 n.35. Ίσως να υπήρξε και άλλο Monforte στην επαρχία Asti, όπως φαίνεται από την διήγηση του Raoul Glaber, Histoires IV.2, ed. J. France, p.176-7.
[28] Αρχιεπίσκοπος του Μιλάνου, 1018-1045.
[29] Για την μεσαιωνική δοξασία περί παρθενογένεσης των μελισσών, Isidorus Hispalensis, Etymologiarum libri XX XII8.2, PL 82.469-70.
[30] Η άποψη στο Renate Gorre, Die Ketzer im 11. Jahrhundert…, pp. 198-199. Κριτική της άποψης στο H. Taviani, Naissance d’ une hérésie en Italie du nord au xie siècle, Annales 29 (1974), pp. 124-152.
[31] De Haeresibus XLVII.16: “Promissionem Domini Iesu Christi de Paracleto Spiritu Sancto 7 in suo haeresiarcha Manichaeo dicunt esse completam. Unde seipse in suis litteris Iesu Christi apostolum dicit, eo quod Iesus Christus se missurum esse promiserit, atque in illo miserit Spiritum Sanctum”.
[32] Αγ. Αυγουστίνου, De Civitate Dei XX, ed. E. Hofmann, CSEL 40/1 , Vienna 1899, 38.
[33] H. Fichtenau, Heretics and Scholars…, p. 26.
[34] Deoduini Leodiensis, Ad enricum Regem Contra Brunonem et Berengarium Epistola, PL 146.1439-42.
[35] Concilium Remense a. 1049, Mansi 19.737.
[36] Concilium Remense a. 1049, Mansi 19.742: “ Et quia novi haeretici in Gallicanis partibus emerserant, eos excommunicavit, illis additis qui ab eis aliquod munus vel fervitium acciperent, aut quodlibet defencionis patrocinium illis impenterent”.
[37] Lamperti Hersfeld, Annales anno 1053, MGH SS 5, 155.
[38] Arno Borst, Die Katharer, Stuttgart 1953, p.84.
[39] Ilarino da Milano, Le eresie popolari, Studi Gregoriani 2, p.76.
[40] Raffaelo Morghen, Medioveo cristiano, Bari 1951, p.238.
[41] Herimanni Augiensis, Chronicon anno 1052: “Imperator natalem Domini Goslare egit, ibique quosdam hereticos, inter alia pravi erroris dogmata Manichea secta omnis esum animalis execrantes, consensus cunctorum, ne heretca scabies latius serpens plures inficeret, in patibulo suspendi iussit”.
[42] Alfred Cauchie, La Querelle des investitures dans les diocèses de Liège et de Cambrai, vol. 1 : Les réformes grégoriennes et les agitations réactionnaires (1075-1092), Louvain 1890, 1/2 pp. 8-9.
[43] Συζήτηση για την αναταραχή στην Cambrai στο W. Reincke, Geschichte der Stadt Cambrai, Marburg 1896, 106-110. Πηγές:
- Gesta Pontificum Cameracensium, MGH SS 7, 498
- Balderic, Chronicon, ed. A. J. G. Le Glay, Chronique d’ Arras et de Cambrai par Balderic, Chartre de Térouanne au XIe siècle, Paris 1834
[44] Για την εξέλιξη της υφαντουργίας τον ΙΑ’ αι. David Nicolas, Η Εξέλιξη του Μεσαιωνικού Κόσμου, ΜΙΕΤ 2007 (δ’ ανατ), 437-439.
[45] Ψαλμ. 2.8
[46] Ennarationes in Psalmos X.6: “Christus quid vobis fecit, qui traditorem suum tanta patientia pertulit, ut ei prim Eucharistiam confectam minibus suis et ore suo commendatam, sicut caeteris Apostolis traderet (Λουκ. 22.19-21)? Quid vobis fecit Christus, qui eumdem traditorem suum, quem diabolum nominavit (Ιωάν. 6.71), qui ante tradtionem Domini nec loculis dominicis fidem potuit exhibere (Ιωάν. 12.6), cum caeteris discipulis ad praedicandum regnum coelorum misit (Ματθ. 10.5); ut demonstraret dona Dei pervenire ad eos qui cum fide accipiunt, etiamsi talis sit per quem accipiunt, quails Judas fuit?” (PL 36.135)
[47] Ennarationes in Psalmos X.5: “Nam si et dantis et accipientis est meritum, sit dantis Dei, et accipientis consientiae meae: Haec enim duo non mihi incerta sunt, bonitos illius, et fides mea. Quid te interponis, de quo certum scire nihil possum? Sine me dicere, In Domino confide. Nam si in te confide, unde confide si nihil mali ista nocte fecisti?”. (PL 36.134)
[48] Β’ Τιμ. 2.17
[49] Henri Pirenne, Tanchelin et le projet de démembrement du diocese d’ Utrecht vers 1100, Académie royale de Belgique, εν Bulletin de la classe des letters et de sciences morales et politiques XIII (1927, 5th ser.), 112-119.
[50] Jeffrey B. Russell, Dissent andReform, p. 58.
[51] Walter Mohr, Tanchelm von Antwerpen: Eine nochmalige Überprüfung der Quellenlage, εν Annales universitatis Saraviensis III (1954), 234-247.
[52] Η δράση του Tanchelm σε αυτές τις περιοχές αναφέρεται σε πηγή του ΙΣΤ’ αι. και όχι στις σύγχρονες, οπότε πρέπει να εξετάζεται με σκεπτικισμό.
[53] O Guibert de Nogent θεωρεί ότι ο καλύτερος τίτλος για το έργο του είναι Monodiae, όπως αναφέρει στο De pignoribus sanctorum I.3: “Reliquae Manichaeorum pridem Suessionis zelo dei plebis arserunt, sed extores a iusta causa, solummodo addematis corporibus sibi damno fuerunt, super quibus in libris Monodiarum mearum laciniosus dixi”, PL 156.622B.
[54] Μιλά για τον Ιωάννη, δούκα της Soissons και αναφέρει κάποια περιστατικά ,στα οποία ενήργησε προς χάρη των αιρετικών και των Εβραίων.
[55] Επίσκοπος της Soissons, 1108-1126.
[56] Λουκ. 6.22
[57] Μαρκ. 16.16
[58] St. Augustine, De Haeresibus LXXI.1: “iura, periura, secretum prodere noli”, ed. Vander Plaetse-C. Beukers, Aurelii Augustini Opera, Pars XIII.2, CCSL 46, Turnhout 1969, p.333. Για την χρήση του αγ. Αυγουστίνου από τον Guibert, R. I. Moore, Guibert de Nogent and his World, εν Studies in Medieval History presented to R.H.C. Davis, London 1985, pp. 107-118. Εξέταση της ανάκρισης από Constant J. Mews, Guibert of Nogent ‘s Monodiae (III,17) in an appendage to the De haeresibus of Augustine, εν Revue des Études Augustinienses 33 (1987), 113-127. Η φράση υπάρχει και στην Επιστολή 237 του Αυγουστίνου προς τον Ceretius, που αφορά τους Πρισκιλλιανούς (PL 33.1035).
[59] Incipit expositio D. Josleni Suessionensis episcope, in Symbolo, ed. Theodore Gousset, Les actes de la province ecclésiastique de Reims, Reims 1843, 239-247.
[60] “Ipsa enim volputas quae in coitu sentitur, nec in primis parentibus, nec in eorum sobole umquam esset, si illi priores non peccasent: quia ubi peccaverunt, in poenam peccati volputas ista propagate est, unde fit ut qui ea concipiuntur, ita inficiantur originali peccato, cujus ipsa voluptas poena est, ut perpetuo damnentur, nisi prius sacramento baptimatis eis subveniatur…” ο.π. 243.
[61] De nuptiis et concupiscentia libri II I.18-19: “Propter hanc [concupiscentiam] ergo fit ut etiam de justis et legitimis nuptiis filiorum Dei, non Dei sed filii saecyli generator… Ex hac igitur concupiscentia carnis quod nascitur, utique mundo non Deo nascitur “.
[62] Π. Τρεμπέλα, Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Αθήνα 21978, τομ. Α’ σελ. 551.
[63] Summa Theologica I.2.82 3-4.
[64] "Hanc concupiscentiam, quam aliquando Apostolus peccatum appellat, sancta Synodus declarat, Ecclesiam catholicam numquam intellexisse peccatum appellari, quod vere et proprie in renatis peccatum sit, sed quia ex peccato est et ad peccatum inclinat (Sessio V, Decretum d peccato originali).
[65] Στις πηγές είναι γνωστός με διάφορα ονόματα, Eudes, Eudo, Eus. Η Continuatio Geblacensis και τα Annales Parchenses τον αναφέρουν ως Eunus, Eons. Στα σύγχρονα έργα έχει επικρατήσει η άποψη του H. C. Lea και αποκαλείται Eon. Υπάρχει βέβαια η άποψη ότι το Eon είναι ψευδώνυμο, διότι ο ίδιος, κατά την αναφορά του William του Newburgh προβάλλονταν ως ο Υιός του Θεού, οπότε και την γνωστική παράδοση ήταν Αιών. Βλ. σχετ. J. B. Russell, Dissent…, p.289 n. 24.
[66] Chronicon Britannicum, ed. Bouquet, Recueil, XIII 558.
[67] Το έργο χρησιμοποιήθηκε και στο 6.2.12, οπότε ο αναγνώστης παραπέμπεται εκεί για τις σχετικές πληροφορίες.
[68] Πρόκειται για τον πάπα Ευγένιο τον Γ’ (1145-1153).
[69] Otto of Freising, The Deeds of Frederick Barbarossa, trans. Charles Cristopher Mierow, στη σειρά Transactions and Proceedings of the American Philological Association 80 (1st ed. 1949), Columbia University Press, p.94.
[70] MGH SS 16, 605.
[71] Με αυτή την άποψη συμφωνεί και ο Paul Alphandéry, Le Gnosticisme, Revue d’ histoire et philosophie religiieuse 7 (1927), 394-411, ειδικά οι σελίδες 398-401. Ο Norman Zacour , History of the Crusades, II The Later Crusades, pp 328-9, αρνείται οποιαδήποτε γνωστική επίδραση και θεωρεί τον Εύδο απλά τρελό. Ο J.B. Russell, Dissent .., p. 121, διαφωνεί επί τη βάσει ότι αν ο Εύδος άλλαζε το όνομά του θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει κάποιο προερχόμενο από την διάλεκτο των Βρεττόνων. Αυτή η υπόθεση δεν είναι αναγκαστική το αντίθετο μάλιστα. Εφόσον η παραφθορά έγινε σε λατινικές φράσεις τότε ήταν απαραίτητο να χρησιμοποιήσει λατινική λέξη για να τις συμπληρώσει. Χρησιμοποίησε λοιπόν, την λέξη Eon, για το Αιών.
[72] Vancard, Les Origines de l’ héresie, RQH 55 (1894), 51 n.1˙ Jean Leclerq, Reserches sur les Sermons sur les Cantiques de Saint Bernard, IV: Les Etapes de la redaction, Revue bénédictine 65 (1955), 246.
[73] Ψαλμ. 118.162.
[74] Ψαλμ. 14.7
[75] Ιωαν. 2.10
[76] Α’ Τιμ. 4.1-3.
[77] Β’ Θεσ. 2.3
[78] Β’Θεσ. 2.4 & 2.9-10.
[79] Διασκευή του Ψαλμ. 35.8-9.
[80] Αποκ. 20.7.
[81] Άσμα Ασμάτων 2.15.
[82] Ματθ. 7.16.
[83] Ματθ. 3.11.
[84] Ιωαν. 1.26.
[85] Πραξ. 9.17.
[86] Άσμα 4.4.
[87] Πρόκειται για τις ομιλίες υπ. αριθμ. 63 & 64, οι οποίες αναφέρονται στον στίχο 2.15 από το Άσμα Ασμάτων: «Πιάσατε ἡμῖν ἀλώπεκας μικρούς ἀφανίζοντας ἀμπελώνας». Σ’ αυτές ο Βερνάρδος ερμηνεύει την συμβολική ερμηνεία των αλεπούδων και των αμπελώνων, σε παραλληλισμό με την μοναχική ζωή.
[88] Ωσηέ 9.14.
[89] Β’ Θεσ. 2.7
[90] Ψαλμ. 63.6: «ἐκραταίωσαν ἑαυτοῖς λόγον πονηρόν, διηγήσαντο τοῦ κρύψαι παγίδας, εἶπαν τίς ὄψεται αὐτούς;»
[91] Βλ. σημ. 58.
[92] Ματθ. 5.34.
[93] Λουκ. 24.25.
[94] Ματθ. 23.24.
[95] Παροιμ. 25.2. Ο κανονικός στίχος είναι «Δόξα Θεοῦ ἀποκαλύπτει λόγον». Ο Βερνάρδος παραλλάσσει τον στίχο αντικαθιστώντας το celare με το revelare.
[96] Ματθ. 7.6.
[97] Για άλλη μια φορά ο Βερνάρδος παραφράζει τον στίχο «Δόξα θεοῦ κρύπτει λόγον, δόξα δέ βασιλέως τιμᾷ πράγματα» (Παρ. 25.2).
[98] Ματθ. 10.27.
[99] Β’ Κορ. 4.3.
[100] Αναφέρεται στο Πέτρο de Bruys (PL 189.730) και τουw πετροβουσιανούς, τους οποίους θα εξετάσουμε στο τρίτο μέρος της ενότητας.
[101] Εδώ ο Βερνάρδος χρησιμοποιεί δοτική (Deum) και όχι γενική κτητική όπως θα ήταν αναμενόμενο. Η μετάφραση ακολουθεί το κείμενο.
[102] Ησ. 60.8
[103] Ψαλμ. 72.6. Στο κείμενο χρησιμοποιεί ενικό για την αλεπού και αναγκαστικά αλλάζει και σε ενικό τον ψαλμό. Στην μετάφραση προτιμήθηκε να τροποποιηθεί ελαφρά η ομιλία και να παραμείνει ο ψαλμός ως έχει.
[104] Άσμα 2.15.
[105] Ματθ. 18.8-9, Μαρκ. 9.44-46.
[106] Ματθ. 18.17.
[107] Ψαλμ. 54.15 ελαφρώς παραφρασμένος από τον Βερνάρδο για να ταιριάζει η σύνταξη.
[108] Παρ. 11.9.
[109] Τιτ. 3.10-11.
[110] Παρ. 11.6.
Α’ Μέρος – Η επιβολή του Παπισμού ως αιτία αύξησης των αιρέσεων
6.2.1 Εισαγωγή
Με την είσοδο στον ΙΑ’ αι. παρατηρείται κατακόρυφη αύξηση των αιρέσεων στη Δύση. Εμφανίζονται πλήθος αιρετικών κινημάτων και συνακολούθως πληθαίνουν οι μαρτυρίες των πηγών. Στην πλειοψηφία τους χαρακτηρίζονται από αντιεκκλησιαστικές και αντικληρικαλιστικές πεποιθήσεις, διαδεδομένες τόσο ανάμεσα στον απλό λαό, όσο και σε μορφωμένους λόγιους. Σε συνάρτηση με τα αιτήματά τους, εμφανίζουν ευαγγελικά χαρακτηριστικά και προτείνουν την επιστροφή στην Εκκλησία των αποστολικών χρόνων. Θεωρούν ότι η δυτική Εκκλησία, όντας τώρα πια Παπική, απομακρύνθηκε από το αποστολικό ιδεώδες. Ως προς την ζωή των πιστών ευαγγελίζονται την μίμηση του Χριστού, και αγιοποιούν την επαιτεία. Ταυτόχρονα, καλούν στην αποφυγή της δεκάτης.
Έχοντας αυτή την επαγγελία δίνουν την εντύπωση των μεταρρυθμιστικών κινημάτων. Και αν, αφενός, πράγματι είχαν καταφέρει να ερμηνεύσουν σωστά την έννοια της εκκλησιαστικής ζωής των αποστολικών χρόνων, σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο, και αφετέρου, είχαν πετύχει να την εφαρμόσουν, ακολουθώντας την πλούσια κληρονομία της Ιεράς Παράδοσης, τότε επάξια θα έφεραν τον τίτλο των «καλών ανθρώπων», όνομα που ίδιοι έδιναν στον εαυτό τους. Αν αυτό το κατάφερναν, εντός των ορίων της Εκκλησίας, τότε θα είχαν πετύχει την μεταρρύθμιση, την οποία υπόσχονταν, ή καλύτερα την αντιμεταρρύθμιση, διότι ως «μεταρρύθμιση» εμφανίζονταν η μεταμόρφωση της Ορθόδοξης δυτικής Εκκλησίας σε Παπική. Και αυτή θα ήταν μια μεγάλη επανάσταση, ικανή να σώσει όχι μόνο την λατινική Εκκλησία από την Μεγάλη Πτώση, αλλά και ολόκληρο τον μεσαιωνικό κόσμο από τα νύχια της φεουδαρχίας.
Αν και τα αιτήματα ήταν ορθά, με την προϋπόθεση ότι οι διαθέσεις των αιρετικών ήταν γνήσιες, δεν ακολουθήθηκε ο σωστός δρόμος για την επίτευξή τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις μπορεί να παρατηρηθεί άνετα η εκμετάλλευση των ελπίδων των πιστών από επιτήδειους. Αυτό συνέβη επειδή οι Χριστιανοί της δυτικής Ευρώπης, από την στιγμή που αντιλήφθηκαν ότι ο Παπισμός απομάκρυνε την Εκκλησία από το αποστολικό ιδεώδες, δηλαδή από την Ιερά Παράδοση, δεν στράφηκαν στην Ανατολή για πνευματική βοήθεια και καθοδήγηση, αλλά στους περιπλανώμενους ψευτο-διδάσκαλους. Μπορεί να υποστηριχθεί, ότι η Ανατολική Εκκλησία διατήρησε κάποια αίγλη στις περιοχές όπου υπήρχαν ρωμαϊκοί πληθυσμοί και το βαρβαρικό στοιχείο εκπροσωπούνταν μόνο από την αριστοκρατία. Τέτοιες περιοχές βρίσκονταν στην Ιταλία, όπου αυξήθηκαν μετά την κατάκτηση της Καλαβρίας και της Σικελίας από τους Νορμανδούς, στην Νότια Γαλλία, στις περιοχές της γλώσσας του oc (Langedoc), στην Γαλικία κ.α.
Γι’ αυτούς τους πληθυσμούς, η πτώση του εθναρχικού κέντρου της Ρώμης στα χέρια των Γερμανών, σήμανε την μετατόπιση της εθναρχίας στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά δυστυχώς ήταν απρόσιτη και η επικοινωνία για το συντριπτικό τμήμα του πληθυσμού αδύνατη. Αυτό φανερώνει και ο επιθετικός προσδιορισμός «εκκλησία πέρα από την θάλασσα», “ultra mare”, σε αντιδιαστολή με τον Πάπα, τον «άνθρωπο πέρα από τα βουνά», τις Άλπεις, “ultra montanes”. Όσες φορές εμφανίστηκαν αιρετικοί διδάσκαλοι, υποστηρίζοντας ψευδώς ότι εκπροσωπούν την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, όπως στην περίπτωση του παπα-Νικήτα, έγιναν δεκτοί και πιστευτοί. Αλλά δεν σκόπευαν να επαναφέρουν τους δυτικούς πληθυσμούς στην αποστολική Εκκλησία, αντίθετα πέτυχαν να τους απομακρύνουν ακόμη περισσότερο. Μέσα από αυτή την ερμηνευτική μπορεί να γίνει κατανοητή η επίδραση των Βαλκάνιων αιρετικών στις σέκτες της Δύσης, όπως και η εν μέρει εισαγωγή της δυαρχίας.
Δεν λείπουν, όμως και τα παραδείγματα ανθρώπων, οι οποίοι έκαναν την σωστή επιλογή κι εγκατέλειψαν την πατρίδα τους για να έρθουν στην Ανατολή, αναζητώντας την ορθή πίστη και ζωή. Για παράδειγμα, ο άγιος Νικηφόρος ο Ησυχαστής, γνωρίζοντας ότι η ευσέβεια είχε σβήσει στην Παπική Εκκλησία, ήρθε στο Άγιο Όρος και έγινες πατέρας του ησυχασμού και διδάσκαλος του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Ο άγιος Νικηφόρος, όντας λατινικού δόγματος προσήλθε από την Νότιο Ιταλία στην Ορθοδοξία, επί Μιχαήλ Παλαιολόγου. Συντάχθηκε με τους ανθενωτικούς και αντιτάχθηκε στην ενωτική σύνοδο της Λυών, με αποτέλεσμα να εξορισθεί[1]. Προς την ίδια κατεύθυνση, αλλά με λάθος διαθέσεις κινήθηκε και η περίπτωση του Βαρλαάμ του Καλαβρού. Γι’ αυτό και αρχικά επαινέθηκε από τον άγιο Γρηγόριο τον Πάλαμά, ο οποίος τον αποκαλεί «ἄνδρα ἀκριβοῦς εὐσεβείας πόθῳ τήν ἐνεγκοῦσαν ἀπολιπόντος[2]», άνθρωπο που εγκατέλειψε την γενέτειρά του χάριν της ακριβής ευσέβειας. Αργότερα, εξαιτίας της διδασκαλίας και των ενεργειών του, επέσυρε την κατηγορία του πράκτορα των Λατίνων.
Μέσα από αυτά τα δύο παραδείγματα, μπορεί κάποιος να εννοήσει την δήλωση του W. Wakefield, ότι «η ευσέβεια παρήγαγε αιρετικούς, όπως και αγίους», κάνοντας τις απαραίτητες διευκρινήσεις. Η παραστρατημένη ανικανοποίητη και αποπνευματικοποιημένη ευσέβεια παρήγαγε αιρετικούς, την ίδια στιγμή που η ευσέβεια, ως κινητήριος δύναμη της εν Χριστώ ζωής εντός της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, παρήγαγε αγίους.
Από όσα ειπώθηκαν μέχρι τώρα, και από όσα θα εκτεθούν στην επιμέρους εξέταση των κινημάτων, μπορεί κάποιος να υποψιαστεί τα αίτια της αύξησης των αιρετικών εκδηλώσεων τον ΙΑ’ αι. και εξής. Για να γίνουν τα αίτια αυτά ακόμη περισσότερο κατανοητά είναι απαραίτητη η εξέταση του περιβάλλοντος της δυτικής Ευρώπης, και των αλλαγών που πραγματοποιήθηκαν την εποχή αυτή. Η νεώτερη ιστορική έρευνα στρέφεται στην εξέταση των κοινωνικο-οικονομικών συνθηκών, για να καταλήξει εν τέλει στην αιτία της αύξησης. Αλλά βάσει της θεολογικής θεώρησης, οι αιρέσεις είναι θρησκευτικό φαινόμενο και τα πρώτα και κύρια αίτιά τους είναι θρησκευτικής φύσης. Οποιαδήποτε πολιτικά ή οικονομικά αίτια μπορεί να υπάρχουν, και στον βαθμό που ενδέχεται να επηρέασαν στην εξέλιξη του φαινομένου, είναι απαραίτητο να εξεταστούν μέσα από μια ιστορικο-εκκλησιαστική προσέγγιση, έχοντας πάντα υπόψη ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση παρατηρείται η εμφάνιση του Παποκαισαρισμού στην λατινική Εκκλησία, και η Αγία Έδρα μετατρέπεται σε φορέα άσκησης πολιτικής, με κοινωνικές και οικονομικές προεκτάσεις παράλληλα με τις εκκλησιαστικές. Άρα σε πρώτη φάση είναι απαραίτητο να εξεταστούν οι αλλαγές στην διοίκηση της δυτικής εκκλησίας και στην συνέχεια οι επιπτώσεις τους στην Εκκλησία και την κοινωνία.
Εδώ θα παρατηρηθεί το εξής αντιφατικό φαινόμενο, ως προς την επίτευξη των στόχων των αιρετικών κινημάτων. Ενώ επιδιώκουν την επαναφορά της Εκκλησίας στις αποστολικές της βάσεις, αφαιρώντας από αυτή, το υγιές στοιχείο, το τμήμα των πιστών το ικανό ν’ αντιληφθεί ότι οι επιλογές του Παπισμού τον απομακρύνουν από την αποστολική Παράδοση, την διδασκαλία του Ευαγγελίου και των Πατέρων, το τμήμα των πιστών, οι οποίοι με μια δυναμική επιλογή και στροφή προς την Ανατολή μπορεί να επαναφέρει την Δύση στις Ορθόδοξες ρίζες της Καθολικής αλήθειας, και οδηγώντας το σε αδιέξοδες κατευθύνσεις, αφήνουν τον Πάπα μοναδική κατευθυντήρια δύναμη, να χαράξει την πορεία της δυτικής Εκκλησίας. Με αυτήν την έννοια, οι αιρέσεις της Δύσης πρόσφεραν την δική τους έμμεση συμβολή στην επιβολή του αλάθητου και του πρωτείου του Πάπα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι αιρέσεις δεν ήταν φορείς ανατρεπτικού κινδύνου. Το αντίθετο μάλιστα. Αλλά ο κίνδυνος αυτός ήταν περισσότερο επίφοβος για την πολιτική εξουσία και το πολιτικό-οικονομικό σκέλος της Παπικής εξουσίας, παρά για την θεολογία της Δύσης. Γι’ αυτό και οι Φραγκολατίνοι φεουδάρχες συντάχθηκαν με τον Παπισμό στην καταπολέμησή τους. Η νομική βάση για την δημιουργία της Ιεράς Εξέτασης ήταν οι πολιτικές δυνατότητες του Παπισμού, γι’ αυτό και η Ιερά Εξέταση είναι το δικαστικό και εκτελεστικό όργανο της εξουσίας του. Εάν το κάλεσμα του Πάπα σε σταυροφορία είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της παπικής πολιτικής επιρροής μέσω συμμαχιών με την κοσμική εξουσία, η Ιερά Εξέταση είναι η εκδήλωση της ίδιας της κοσμικής εξουσίας του Πάπα, το αποτέλεσμα του Παποκαισαρισμού.
Ο Παπισμός δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει τις αιρέσεις παρά τις τρομακτικές πυρές και τις αιματηρές εκστρατείες. Από αυτό φαίνεται ότι η αντίδραση του κόσμου στις λάθος επιλογές του πάπα ήταν ισχυρή και δυναμική μέχρι το μαρτύριο. Οι πάσσαλοι που ορθώθηκαν στις πλατείες πληρώθηκαν με αιρετικούς, αλλά δεν ήταν αρκετοί, ούτε ικανοί για να τους εξαλείψουν. Όπως παρατήρησε ο H. C. Lea, οι πραγματικά επικίνδυνες αιρέσεις ήταν αυτές που διέγειραν τα συναισθήματα[3].
Δυστυχώς, αυτή την δίψα για την θεολογική αλήθεια και την εφαρμογή της ακριβούς εκκλησιαστικής ζωής, την οποία άναψε ο Χριστιανισμός στη Δύση την εκμεταλλεύτηκαν και εξακολουθούν να το κάνουν επιτήδειοι ψευτο-διδάσκαλοι και εκπαιδευμένοι θαυματοποιοί.
6.2.2 Το χρονικό της κατάληψης του πατριαρχείου της Ρώμης από τους Γερμανούς
Στις 3 Μαΐου του 996 μ.Χ. ο Γερμανός αυτοκράτορας Όθωνας ο Γ’ επέβαλε ως πάπα Ρώμης τον εξάδερφό του Μπρούνο της Καρίνθια, ως Γρηγόριο Ε’ (996-999). Ο λαός και η σύγκλητος της πόλεως της Ρώμης αντέδρασαν ένοπλα και εξέλεξαν ως δικό του πάπα τον Ιωάννη Ιστ’ (997-998). Ο Όθωνας εισέβαλε με τα στρατεύματά του στην Αιώνια Πόλη, πολιόρκησε και κατέλαβε το καστέλο του Σαν Άντζελο, ορμητήριο της ρωμαϊκής αντίστασης, συνέλαβε τον αρχηγό της ρωμαϊκής συγκλήτου, Κρησκέντιο τον Β’ και τον εκτέλεσε, κρεμώντας τον από τα τείχη του κάστρου. Στην συνέχεια συνέλαβε και ακρωτηρίασε τον Ρωμαίο πάπα Ιωάννη τον Ιστ’ και τον έστειλε στο αβαείο της Φούλντα, όπου πέθανε το 1013.
Ο πάπας Γρηγόριος Ε’ πέθανε το 999 μ.Χ. Ο Όθωνας τον αντικατέστησε με τον διδάσκαλό του Σιλβέστρο τον Β’ (999-1003), κατά κόσμο Γερβέρτο του Ωριλάκ. Το 1001 μ.Χ. ο λαός της Ρώμης επαναστάτησε για άλλη μια φορά κατά του Γερμανού αυτοκράτορα και εξεδίωξε τον Γερμανό πάπα, με την κατηγορία της μαγείας. Ο Σιλβέστρος κατέφυγε στην προηγούμενη αρχιεπισκοπή του στην Ραβέννα. Ο Όθωνας διενέργησε δύο ανεπιτυχείς εκστρατείες κατά της Ρώμης και σκοτώθηκε στην τρίτη. Η Βυζαντινή παρουσία στην Ιταλία την εποχή αυτή, που αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο Βασίλειος Βουλγαροκτόνος, ήταν ακόμη ισχυρή, στρατιωτικά και διπλωματικά.
Τον Σιλβέστρο Β’ διαδέχθηκε Ρωμαίος πάπας, ο Ιωάννης ΙΖ’, κατά κόσμο Ιωάννης Σίκκο, εκλεγμένος από την ρωμαϊκή σύγκλητο, η οποία εκπροσωπούνταν από τον πατρίκιο Ιωάννη Κρησκέντιο Γ’. Πέθανε έξι μήνες αργότερα.
Τον διαδέχθηκε ο Ιωάννης ΙΗ’ (1004-1009), κατά κόσμο Ιωάννης Φασιανός, γιος του Ρωμαίου ιερέα Λέοντα, επίσης εκλεγμένος από την ρωμαϊκή σύγκλητο και τον λαό. Αποσύρθηκε το 1009 και κλείστηκε στο μοναστήρι του αγίου αποστόλου Παύλου, όπου και κοιμήθηκε. Είναι σημαντικό ότι την εποχή που ανέβηκε ο πάπας Γρηγόριος Ε’ στον θρόνο της Ρώμης, διαγράφηκε από τα δίπτυχα της Κωνσταντινουπόλεως η μνημόνευσή του, επί πατριάρχη Σισίνιου Β’ (996-999). Με την εκλογή του Ιωάννη ΙΗ’ ως πάπα, αποκαταστάθηκε προσωρινά η μνημόνευση του πάπα στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ιωάννης ΙΗ’ ήταν και ο τελευταίος γραμμένος στα δίπτυχα της Κωνσταντινουπόλεως, πάπας Ρώμης.
Τον Ιωάννη ΙΗ’ διαδέχθηκε ο Σέργιος Δ’, κατά κόσμο Πέτρος Μαρτίνος Buccaporci (γουρουνομύτης). Μάλλον επρόκειτο για ψευδώνυμο και το οικογενειακό του όνομα πρέπει να ήταν Boccapecora. Δυσαρέστησε τον ρωμαϊκό λαό, διότι αν και Ρωμαίος ήταν γερμανόφιλος και προσπάθησε να περιορίσει την εξουσία των Ρωμαίων πατρίκιων.
Τον διαδέχθηκε ο Βενέδικτος Η’, κατά κόσμο Θεοφύλακτος, καταγόμενος από τον αριστοκρατικό οίκο των κόμηδων της Τοσκάνης. Ο ρωμαϊκός λαός αντέδρασε για άλλη μια φορά στον ανεπιθύμητο πάπα, τον έδιωξε από την πόλη κι εξέλεξε τον Γρηγόριο Στ’ (1012). Ακολούθησε ακόμη μια εισβολή του Γερμανού Ερρίκου του Β’, ο οποίος κατάφερε να επαναφέρει τον Βενέδικτο. Σε αντάλλαγμα ο γερμανόφιλος πάπας τον έστεψε αυτοκράτορα στις 14 Φεβρουαρίου του 1014. Η ημερομηνία ήταν σημαδιακή, διότι τότε αναγνώσθηκε για πρώτη φορά στην Ρώμη το Σύμβολο της Πίστης με την προσθήκη του Filioque.
Το 1020 μ.Χ. ο Βενέδικτος ο Η’ ταξίδεψε στην Γερμανία για να συζητήσει με τον Γερμανό αυτοκράτορα την εκδίωξη των Βυζαντινών από την Ιταλία. Αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθούν οι Νορμανδοί γι’ αυτό τον σκοπό. Η συμμαχία του Βενέδικτου με τους Νορμανδούς ήταν αποδοτική. Τον βοήθησαν ν’ αντιμετωπίσει τις επιθέσεις των Σαρακηνών και να υποτάξει την οικογένεια πατρικίων των Κρησκέντιων και την ρωμαϊκή σύγκλητο. Μέχρι την εκδίωξη των Βυζαντινών θα παρεμβάλλονταν πολλά ιστορικά γεγονότα.
Τον Βενέδικτο διαδέχθηκε ο αδερφός του Ιωάννης ΙΘ’ (1024-1032), κατά κόσμο Ρωμανός. Ανεδείχθη στον παπικό θρόνο από λαϊκός. Στην περίοδο της αρχιερατείας του οι σχέσεις με τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως εισήλθαν σε νέα περίοδο έντασης. Εις μάτην ο Βασίλειος Β’ Βουλγαροκτόνος προσπάθησε να εξευμενίσει τον πάπα με πλούσια δώρα. Οι απεσταλμένοι του έφυγαν άπρακτοι την ώρα που ο Ιωάννης ΙΘ’ έστεφε τον Κορράδο Β’ (1024-1039) αυτοκράτορα.
Επόμενος πάπας ορίσθηκε ο Βενέδικτος Θ’, ανιψιός των δύο προηγούμενων, ο πρώτος γνωστός ομοφυλόφιλος πάπας. Αυτός εκδιώχθηκε πολλές φορές από τον λαό της πόλης λόγω της ανηθικότητας και των εγκλημάτων του και πάντα τον επανέφερε ο Γερμανός αυτοκράτορας Κορράδος Β’. Το 1045 πούλησε το αξίωμά του στον νονό του Ιωάννη Γρατιανό, ο οποίος έγινε πάπας με το όνομα Γρηγόριος Στ’. Σύντομα μετάνιωσε για την πράξη του κι επέστρεψε να διεκδικήσει την Αγία Έδρα. Την εποχή αυτή τον θρόνο διεκδικούσαν τρεις πάπες, ο Βενέδικτος Θ’, ο Γρηγόριος Στ’ και ο Σιλβέστρος Γ’, ο οποίος τον είχε αντικαταστήσει ως εκλεκτός του ρωμαϊκού λαού, την περίοδο της εξορίας του. Τελικά επενέβη ο Γερμανός αυτοκράτορας Ερρίκος Γ’ (1039-1056) για άλλη μια φορά και όρισε ως πάπα τον Κλήμη Β’, κατά κόσμο Suidger από το Hornburg της Κάτω Σαξονίας.
Ο Κλήμης Β’ πέθανε τον Οκτώβριο του 1047, οπότε και επανήλθε ο Βενέδικτος, μέχρι που συνελήφθη από τα γερμανικά στρατεύματα το 1048, και αντικαταστάθηκε από τον Δάμασο Β’, πριν Poppo επίσκοπο Brixen. Και αυτός δεν επέζησε για πολύ. Πέθανε το 1049 με τις φήμες να οργιάζουν ότι δηλητηριάστηκε από άνθρωπο του Χίλντεμπραντ, μετέπειτα πάπα Γρηγορίου του Ζ’.
Τον Κλήμη διαδέχθηκε ο Λέοντας Θ’ (1048-1054), γνωστός ως Μπρούνο του Eguisheim-Dagsburg, Γερμανός αριστοκράτης. Πρόκειται για τον άνθρωπο που κατάφερε το μοιραίο πλήγμα στις σχέσεις της Ρώμης-Κωνσταντινούπολης, το Σχίσμα του 1054. Το 1053 οι Νορμανδοί νίκησαν τις δυνάμεις του πάπα στην μάχη του Σιβιτάτε (15 Ιουνίου). Συνέλαβαν τον ίδιο σε μια υποτιθέμενη αιχμαλωσία και τον απελευθέρωσαν το 1054, μετά από διαπραγματεύσεις. Δεν είναι γνωστό τι συζητήθηκε κατά τις διαπραγματεύσεις αυτές, αλλά αμέσως μετά την απελευθέρωσή του οι Νορμανδοί κατέλαβαν τις βυζαντινές επαρχίες της Απουλίας και Καλαβρίας, ενώ ο πάπας προχώρησε στο Σχίσμα.
Ο διάδοχος του Λέοντα, Βίκτωρ ο Β’ (1055-1057), καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια της Σουαβίας. Ήταν προσωπική επιλογή του Χίλντεμπραντ και ανέβηκε στον επισκοπικό θρόνο της Ρώμης με την συναίνεση του Ερρίκου Γ’. Πριν διετέλεσε επίσκοπος Άϊχστατ. Αυτόν διαδέχθηκε ο Στέφανος Θ’, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας της Λωρραίνης με το όνομα Φρειδερίκος. Ο Στέφανος πέθανε το 1058 και ξεκίνησε πάλι διαμάχη για την διαδοχή, καθώς ο Χίλντεμπραντ πρότεινε τον Νικόλαο Β’, ενώ ο ρωμαϊκός λαός προτιμούσε τον Βενέδικτο Ι’ (Ιωάννης Μίνκιος). Τελικά ο Χίλντεμπραντ επικαλέστηκε την συναίνεση της βασιλομήτορος Αγνής, επιτρόπου του ανήλικου Γερμανού αυτοκράτορα Ερρίκου Δ’ (1056-1105) κι επέβαλε ως πάπα τον Νικόλαο Β’ (1059-1061).
Ο Ρωμαίος πάπας Βενέδικτος αναγκάστηκε να καταφύγει στο καστέλο του Γεράρδου της Γαλέρια. Ο Νικόλαος κάλεσε τους Νορμανδούς κι εκστράτευσε εναντίον του. Οι Νορμανδοί νίκησαν τους Ρωμαίους και ανάγκασαν τον Βενέδικτο να παραιτηθεί και ν’ αποσυρθεί στα οικογενειακά του κτήματα. Αργότερα, τον συνέλαβε ο Χίλντεμπραντ και τον φυλάκισε. Για να επιτύχει την βοήθεια των Νορμανδών, ο Νικόλαος παραχώρησε στον Ροβέρτο Γυισκάρδο τα δουκάτα της Απουλίας, Καλαβρίας και Σικελίας, και στον Ριχάρδο της Αβέρσα το πριγκιπάτο της Καπύης. Έτσι, έμμεσα αναγνωρίζονταν και χρησιμοποιούνταν η «ψευδο-κωνστανίνια δωρεά», ως πηγή γαιοκτητικού δικαιώματος, καθότι διαφορετικά δεν θα μπορούσε να παραχωρήσει ο πάπας κάτι που δεν του άνηκε. Οι Νορμανδοί έπρεπε να καταλάβουν τις εναπομείνασες ελεύθερες βυζαντινές επαρχίες για να επικυρώσουν τον τίτλο τους. Από την άλλη ο Χίλντεμπραντ προετοίμαζε την ισχυρή νορμανδική συμμαχία, που θα του επέτρεπε αργότερα να διαρρήξει τις σχέσεις του με τους Γερμανούς και να προχωρήσει στην εκπλήρωση των παποκαισαρικών του βλέψεων.
Η νίκη επί των Ρωμαίων, με αφορμή την διαμάχη για την κατάληψη της Αγίας Έδρας, έδωσε το έναυσμα για την αλλαγή της διαδικασίας εκλογής του πάπα. Ενώ μέχρι τότε το κολλέγιο των καρδιναλίων της Ρώμης ήταν το εκλεκτορικό σώμα, το οποίο εξασφάλιζε ότι στον θρόνο θ’ ανέλθει Ρωμαίος ποντίφικας, οπότε αναγκάζονταν οι Γερμανοί να επέμβουν για να επιβάλουν τους δικούς τους, ύστερα από μακρά θητεία Γερμανών ή γερμανόφιλων παπών, οι Ρωμαίοι καρδινάλιοι αντικαταστάθηκαν από Φράγκους. Έτσι, σε σύνοδο που συγκάλεσε ο πάπας Νικόλαος Β’ στην βασιλική του Λατεράνου, αποφασίστηκε οι πάπες να εκλέγονται μέσα από το κολλέγιο των καρδιναλίων, οπότε εξασφαλίστηκε μια και καλή, ότι δεν επρόκειτο να ξαναεκλεγεί πάπας, προερχόμενος από τον ρωμαϊκό λαό.
Με τον νέο εκλογικό νόμο ο Χιλντεμπραντ μπόρεσε να ορίσει νέο πάπα το 1061, τον Αλέξανδρο Β’ (1061-1073, Anselmo da Baggio), πρώην επίσκοπου της Lucca, χωρίς την συναίνεση του Γερμανού αυτοκράτορα. Αλλά οι Γερμανο-Λομβαρδοί επίσκοποι, όσοι παρέμεναν ακόμη πιστοί στον γερμανικό καισαροπαπισμό, εξέλεξαν δικό του πάπα, τον Ονώριο Β’ (1061-1072). Με την βοήθεια των γερμανικών στρατευμάτων εκδιώχθηκε ο Αλέξανδρος και ο Ονώριος έλαβε την Έδρα. Στην συνέχεια, ο Αρχιεπίσκοπος Κολωνίας, Anno, εκδίωξε την βασιλομήτορα Αγνή, ανέλαβε την αντιβασιλεία και επανέφερε τον Αλέξανδρο, ωστόσο ο Ονώριος διατήρησε τον τίτλο μέχρι τον θάνατό του. Επί Αλεξάνδρου Β’ αφαιρέθηκε το Αλληλούια από το λατινικό τυπικό των ακολουθιών της Μ. Σαρακοστής.
Τον Αλέξανδρο διαδέχθηκε ο Χίλντεμπραντ της Σοβάνα, ο γνωστός Γρηγόριος Ζ’ (1073-1085), ο άνθρωπος που έθεσε τα θεμέλια της παπικής παντοδυναμίας με το πρόσχημα της μεταρρύθμισης.
Τα γεγονότα που περιγράφονται στο παραπάνω κεφάλαιο είναι ευρύτερα γνωστά και δεν χρειάζονται ιδιαίτερες παραπομπές. Προτείνεται ενδεικτικά ως βιβλιογραφία, το πολύτομο έργο του Φερδινάνδου Γρηγορόβιου, Geschichte der Stadt Rom im Mittelalter, Στουτγάρδη 1859-1872, παλαιό μεν αναντικατάστατο δε, και εύκολα προσβάσιμο στο διαδίκτυο. Έχει κυκλοφορήσει και σε αγγλική μετάφραση από την Annie Hamilton και πρόσφατα επανεκδόθηκε από το πανεπιστήμιο του Cambridge (2010). Η περίοδος στους τόμους 3 & 4.
6.2.3. Γρηγοριανή μεταρρύθμιση ή δικτατορία του πάπα;
Το 1075 μ.Χ. ξεκινά τυπικά η προσπάθεια του Γρηγορίου Ζ’ για την επιβολή του παποκαισαρισμού στην Δύση, με την έκδοση της Dictatus Papae. πρόκειται, ουσιαστικά, για την εξαγγελία της παπικής κοσμικής εξουσίας, όχι μόνο ως αντίβαρο στον καισαροπαπισμό των Φράγκων, αλλά και ως αυτόνομη ενέργεια, με σκοπό την επιβολή του πάπα ως πολιτικού ηγέτη και μάλιστα με εξουσία ανώτερη των κοσμικών αρχόντων. Παρατίθεται το κείμενο της Dictatus σε μετάφραση για να σχηματίσει ο αναγνώστης προσωπική άποψη και ν’ αποφευχθούν μακροσκελείς αναλύσεις.
Dictatus Papae
1. Ότι η Ρωμαϊκή Εκκλησία ιδρύθηκε μόνο από τον Θεό.
2. Ότι μόνο ο Ρωμαίος ποντίφικας μπορεί να ονομάζεται οικουμενικός.
3. Ότι μόνο αυτός μπορεί να καθαιρεί και να επαναφέρει επισκόπους.
4. Ότι σε μια σύνοδο ο λεγάτος του, ακόμη και αν είναι μικρότερου βαθμού, είναι υπεράνω των επισκόπων, και μπορεί να περάσει απόφαση καθαίρεσης αυτών.
5. Ότι ο πάπας μπορεί να καθαιρέσει απόντες.
6. Ότι μεταξύ άλλων δεν πρέπει να μένουμε στην ίδια οικία με τους αφορισμένους από αυτόν.
7. Ότι μόνο σε αυτόν είναι επιτρεπτό, σύμφωνα με τις ανάγκες των καιρών, να εκδίδει καινούργιους νόμους, να ορίζει νέες συνάξεις (σ.σ. εδώ εννοεί ότι μπορεί να καθορίζει νέες επισκοπές κατά το δοκούν), να μετατρέπει ένα ηγουμενείο σε αβαείο˙ από την άλλη να διαιρεί μια πλούσια επισκοπή και να ενώνει φτωχές.
8. Ότι μόνο αυτός μπορεί να φέρει τα αυτοκρατορικά διάσημα.
9. Ότι όλοι οι πρίγκιπες οφείλουν να φιλούν το πόδι του πάπα.
10. Ότι μόνο το όνομά του μπορεί να μνημονεύεται στις εκκλησίες.
11. Ότι αυτό είναι το μοναδικό όνομα στον κόσμο.
12. Ότι πρέπει να του επιτραπεί να καθαιρεί αυτοκράτορες.
13. Ότι πρέπει να του επιτραπεί να μεταθέτει επισκόπους αν είναι ανάγκη.
14. Ότι έχει την εξουσία να διορίζει νοτάριους σε όποια εκκλησία επιθυμεί.
15. Ότι αυτός που διορίζεται από αυτόν μπορεί να προεδρεύει σε άλλη εκκλησία, αλλά δεν μπορεί να κατέχει υποδεέστερη θέση˙ και ότι ο τοιούτος δεν μπορεί να λάβει ανώτερο βαθμό από κανέναν επίσκοπο.
16. Ότι καμιά σύνοδος δεν μπορεί να ονομαστεί οικουμενική χωρίς την άδειά του.
17. Ότι κανένα κεφάλαιο και κανένα βιβλίο δεν μπορεί να θεωρηθεί κανονικό χωρίς την έγκρισή του.
18. Ότι μια απόφαση που εκδόθηκε από αυτόν δεν μπορεί ν’ ανακληθεί από κανέναν˙ και ότι μόνο αυτός μπορεί να την ανακαλέσει.
19. Ότι αυτός ο ίδιος δεν μπορεί να κριθεί από κανέναν.
20. Ότι κανείς δεν μπορεί να καταδικάσει κάποιον που εγκαλείται την αποστολική έδρα.
21. Ότι σ’ αυτήν πρέπει να αναφέρονται οι πιο σημαντικές υποθέσεις κάθε εκκλησίας.
22. Ότι η εκκλησία της Ρώμης δεν έσφαλε ποτέ˙ ούτε θα σφάλει στον αιώνα, φέροντας την μαρτυρία της Αγίας Γραφής.
23. Ότι ο Ρωμαίος ποντίφικας, αν είναι κανονικά διορισμένος, έχει γίνει αναμφίβολα άγιος από τα δικαιώματα του αγίου Πέτρου˙ φέρεται ως μάρτυρας ο άγιος Εννόδιος, επίσκοπος Παβίας, και πολλοί άγιοι πατέρες που συμφωνούν μαζί του. Όπως περιέχεται στις διατάξεις του αγίου πάπα Σύμμαχου.
24. Ότι με εντολή και συμφωνία του, μπορεί να είναι νόμιμο για τους υφισταμένους του να φέρνουν τις κατηγορίες.
25. Ότι μπορεί να εκθρονίζει και να επανατοποθετεί επισκόπους χωρίς σύνοδο.
26. Ότι, όποιος δεν συμφωνεί με την εκκλησία της Ρώμης, δεν πρέπει να θεωρείται καθολικός.
27. Ότι μπορεί ν’ απαλλάσσει υπηκόους από τον όρκο πίστης τους σε μοχθηρούς ανθρώπους[4].
Με την Dictatus papae τίθενται τα θεμέλια της κοσμικής εξουσίας του πάπα. Το παπικό κράτος ιδρύθηκε τον ΙΑ’ αι. με συγκεκριμένες και ξεκάθαρες διακηρύξεις και ενέργειες του παπισμού, όχι στο ομιχλώδες τοπίο του Η’ αι., όπως θέλουν να προπαγανδίζουν οι δυτικοί. Ταυτόχρονα, κατοχυρώνονται το παπικό πρωτείο, το αλάθητο, και το έκκλητο.
Εκ πρώτης όψεως φαίνεται να καθορίζεται η διοικητική αρμοδιότητα του πάπα εντός της δυτικής Εκκλησίας, να ξεκαθαρίζουν οι σχέσεις του παπισμού με τον εαυτό του. Για τις σχέσεις με την Ανατολή, αρχικά δεν γίνεται συζήτηση, διότι αυτές είχαν διακοπεί ήδη από το 1054. Στην συνέχεια, μέσω των ενωτικών ψευτοσυνόδων, και σήμερα μέσω του Οικουμενισμού, οι πάπες προσπαθούν να πετύχουν την αναγνώριση των αξιώσεών τους και από την Ανατολή.
Αλλά αυτή είναι μόνο η μια πλευρά του νομίσματος. Ο πάπας αξιώνει την αρμοδιότητα εκτός από επισκόπους να ανεβοκατεβάζει και βασιλιάδες. Οι αξιώσεις αυτές οδήγησαν βραχυπρόθεσμα στην Έριδα της Περιβολής, μεσοπρόθεσμα στον χωρισμό της Αγγλικανικής Εκκλησίας – οι παπικοί, βέβαια, ρίχνουν την ευθύνη για τον χωρισμό της Αγγλικανικής Εκκλησίας στην πολυγαμία του Ερρικού Η’ Τυδώρ, αλλά αυτή έδωσε το έναυσμα των εξελίξεων - και την υποστήριξη του Λουθηρανισμού από τους Γερμανούς βασιλείς, μακροπρόθεσμα στο αίτημα για την εκκοσμίκευση του Κράτους και στις διαταραγμένες σχέσεις Πολιτείας-Εκκλησίας με την σημερινή μορφή, όπως εξηγεί ο Πρωτοπρσβυτέρου Θεόδωρος Ζήσης στην εργασία του: Εκκλησία και Πολιτεία.
Είναι ουτοπικό να πιστεύει κανείς ότι η εξουσία του πάπα επιβλήθηκε με την έκδοση ενός διατάγματος. Χρειάστηκαν μακροχρόνιοι, μακραίωνοι αγώνες από όλους τους πάπες και πολλά συμπληρωματικά διατάγματα και αποφάσεις δυτικών συνόδων προς αυτή την κατεύθυνση. Στο θέμα του Παποκαισαρσιμού πρέπει να επισημανθούν τα εξής:
Για όσο χρονικό διάστημα η εκκλησία της Ρώμης διατηρούσε την αποστολικότητά της, οι σχέσεις του Sacerdotium και του Regnum, παρέμεναν σε επίπεδο ιδεολογίας, όπως είχαν καθοριστεί από την επιστολή του πάπα Γελάσιου στον αυτοκράτορα Αναστάσιο:
«Υπάρχουν δύο πράγματα, σεβαστέ αυτοκράτορα, από τα οποία κυβερνάται αυτός ο κόσμος: η αγιασμένη εξουσία των ποντίφικων και η βασιλική δύναμη. Όσο αφορά την μεταξύ τους σχέση, η βαρύτητα των ιερέων είναι μεγαλύτερη τόσο, όσο, κατά την θεία κρίση, θα λογοδοτήσουν ακόμη και για τις ψυχές των ίδιων των βασιλέων. Και πραγματικά, εξοχότατε υιέ, γνωρίζεις ότι, αν και μέσω του αξιώματός σου κυβερνάς την ανθρωπότητα, παρ’ όλα αυτά κλίνεις τον αυχένα με σεβασμό σ’ αυτούς που διαχειρίζονται τα θεία. Ζητάς απ’ αυτούς τα μέσα της σωτηρίας σου, και αναγνωρίζεις ότι ως εκ τούτου, λαμβάνοντας και διαθέτοντας τα θεία μυστήρια όπως πρέπει, οφείλεις να υποτάσσεσαι στην εκκλησιαστική τάξη και όχι να διατάζεις. Σ’ αυτά τα θέματα πρέπει να βασίζεσαι στην κρίση τους και όχι να προσπαθείς να επιβάλεις την άποψή σου[5].»
Αυτή ήταν η λεγόμενη θεωρία των δύο ξιφών κι έθετε την προτεραιότητα της αρμοδιότητας του sacerdotium σε εκκλησιαστικά ζητήματα. Με την Dictatus Papae και άλλα διατάγματα του πνεύματος της «γρηγοριανής μεταρρύθμισης», ο παπισμός προσπάθησε να επιβάλει την ανωτερότητα της αρμοδιότητάς του και σε κοσμικά ζητήματα, πέρα των εκκλησιαστικών.
Από τον Γρηγόριο Ζ’ και μετά ξεκινά μια νέα παπική οπτική επί του θέματος, όπως φαίνεται και μέσα από την αλληλογραφία του με τον Γερμανό αυτοκράτορα Ερρίκο Δ’. Για τον Γρηγόριο, οι δύο εξουσίες, κοσμική και εκκλησιαστική, είναι όπως δύο μάτια ενωμένα σε ένα σώμα, μόνο που το σώμα αυτό είναι η Εκκλησία[6]. Η εξουσία του πάπα έχοντας ως πηγή την εξουσία του Πέτρου, είναι ανώτερη της εξουσίας οποιουδήποτε βασιλιά, οπότε κάθε κοσμικός ηγέτης οφείλει να υποτάσσεται στην εξουσία του πάπα. Στην τελευταία επιστολή με αποδέκτη τον Ερρίκο Δ’ πριν την έναρξη της «Έριδας της Περιβολής», ο Γρηγόριος καλεί τον αυτοκράτορα να τον υπακούσει, όπως θα υπάκουε στον ίδιο τον απόστολο Πέτρο[7].
Η Περιβολή ήταν ένα παραπροϊόν του θεσμού της χωροδεσποτείας που ανάγονταν στην εποχή της κατάκτησης των δυτικών επαρχιών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τους Μεροβίγγειους και της προσπάθειάς τους να ελέγξουν την Εκκλησία. Η πολιτική αυτή συνεχίστηκε επίσης από τους Καρολίγγειους και όλους τους διαδόχους τους. Περιβολή ήταν το δικαίωμα του φεουδάρχη να επικυρώνει την εκλογή των επιχώριων επισκόπων και ηγουμένων. Οι ηγούμενοι των μοναστηριών που δεν ελέγχονταν από τοπικούς κτήτορες εκλέγονταν από την σύναξη των μοναχών της μονής, ενώ οι επίσκοποι από τον τοπικό κλήρο. Και οι δύο, ηγούμενοι και επίσκοποι, για να ασκήσουν την εξουσία τους, έπρεπε να εγκριθούν από τον λαό, αλλά ως «λαός» λογίζονταν ο τοπικός φεουδάρχης ή ο βασιλιάς κατά περίπτωση.
Όπως οι φεουδάρχες, για ν’ αναλάβουν τ’ αξιώματα και τα φέουδά τους περιβάλλονταν το αξίωμα και τις γαίες μέσα από μια τελετή, κατά την διάρκεια της οποίας παραλάμβαναν από τον επικυρίαρχο ένα κλαδί ή ένα σβώλο χώματος κι έδιναν όρκο πίστης, έτσι και οι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι αναλάμβαναν την επισκοπή ή το μοναστήρι, μετά από την τελετή της περιβολής (investitura), κατά την οποία παραλάμβαναν τα σύμβολα του αξιώματός τους. Αυτά ήταν το δακτυλίδι, σύμβολο του αρραβώνα με τον Χριστό, και η ποιμαντορική ράβδος.
Οι Γερμανοί βασιλείς θεωρούσαν εαυτούς χειροτονημένους βασιλείς και παρέδιδαν οι ίδιοι την ράβδο στους επισκόπους. Σ’ αυτό ο Ερρίκος ο Γ’ (1039-1056) πρόσθεσε και το χρίσμα. Στην συνέχεια οι επίσκοποι χειροτονούνταν από τον Αρχιεπίσκοπο. Με την πάροδο του χρόνου η εκλογή από τον κλήρο ή την αδελφότητα της μονής παραμερίσθηκε και οι επίσκοποι και ηγούμενοι εκλέγονταν και περιβάλλονταν από τον τοπικό φεουδάρχη. Αν πάλι κάποιος υποψήφιος εκλέγονταν αλλά δεν περιβάλλονταν θεωρούνταν μεν «εψηφισμένος», χωρίς όμως να μπορεί ν’ αναλάβει καθήκοντα[8].
Η «περιβολή» ήταν θεσμός ζωτικής σημασίας για την ομαλή λειτουργία του φεουδαρχικού συστήματος. Αρχικά επέτρεψε την κατάληψη της διοίκησης της εκκλησίας από τους Φράγκους στις επικράτειές τους. Οι Φράγκοι ηγεμόνες έβλεπαν το θέμα καθαρά εθνοφυλετικά. Στις περιοχές τους μόνο Φράγκοι επίσκοποι και ηγούμενοι επιτρέπονταν, όχι Ρωμαίοι. Στα ανώτερα εκκλησιαστικά αξιώματα έβρισκαν διέξοδο ικανοποίησης των φιλοδοξιών τους οι άκληροι απόγονοι της αριστοκρατίας. Μέσω της περιβολής οι γόνοι αριστοκρατικών οικογενειών μπορούσαν να διοριστούν επίσκοποι και ηγούμενοι και ν’ αναλάβουν της εκκλησιαστικές γαίες, την στιγμή που οι πρωτότοκοι αναλάμβαναν την οικογενειακή περιουσία. Μέσω των εκκλησιαστικών αξιωμάτων εξασφαλίζονταν η διπλή άσκηση εξουσίας, κοσμικής και εκκλησιαστικής, επί των κατακτημένων Ρωμαίων.
Όταν πια και η εθναρχία της Ρώμης πέρασε στα χέρια των Φράγκων, οι Γερμανοί πάπες θεώρησαν ότι είχε έρθει η στιγμή ν’ αντικαταστήσουν του κοσμικούς άρχοντες στην άσκηση της εκκλησιαστικής εξουσίας. Αν ο Γρηγόριος Ζ’ κατάφερνε να οικειοποιηθεί την περιβολή, τότε αφενός απάλλασσε την εκκλησία από την κοσμική εξάρτηση (Καισαροπαπισμός) και δια της προωθήσεως στις ανώτερες εκκλησιαστικές θέσεις ανθρώπων άμεσα εξαρτημένων από τον πάπα, μπορούσε να εφαρμόσει τα σχέδιά του για την άσκηση κοσμικής εξουσίας από τον επίσκοπο Ρώμης (Παποκαισαρισμός). Ταυτόχρονα περιχαρακώνονταν η εκκλησιαστική περιουσία, ώστε σταδιακά να περάσει στον έλεγχο της Ρώμης.
Όπως το έβλεπε ο πάπας, όλη η γη ήταν φέουδο, το οποίο παραχωρήθηκε από τον Θεό, μέσω του αποστόλου Πέτρου, σ’ αυτόν. Όντας, λοιπόν, ο απόλυτος επικυρίαρχος μπορούσε κατά την παπική πολιτική ιδεολογία, να χρίει ή να εκθρονίζει βασιλιάδες, παραχωρώντας τις κρατικές γαίες σ’ αυτούς. Αυτή η πολιτική ιδεολογία αν εφαρμόζονταν στεγνά, θα καταργούσε τα Κράτη. Στους αιώνες που ακολούθησαν, οι συζητήσεις και οι συγκρούσεις Εκκλησίας και Πολιτείας επί του θέματος αποσκοπούσαν στο να βρεθεί η φόρμουλα εφαρμογής του Παποκαισαρισμού χωρίς να κινδυνεύει η κρατική υπόσταση της δυτικής Ευρώπης. Άρα οι μεταρρυθμιστικές προθέσεις του Γρηγορίου Ζ’ και των διαδόχων του δεν ήταν τόσο αγνές, όπως θέλουν να προπαγανδίζουν οι παπικοί. Με την γρηγοριανή μεταρρύθμιση ξεκίνησε η δικτατορία του πάπα. Η συγκέντρωση κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας σε ένα πρόσωπο, όπως ο πάπας, συνιστά θεοκρατία. Για τον λόγο αυτό ο παπισμός είναι ένα θεοκρατικό καθεστώς.
6.2.4 Σιμωνία
Άμεση απόρροια της Περιβολής ήταν η σιμωνία. Τα εκκλησιαστικά αξιώματα πουλιούνταν και αγοράζονταν με τους φεουδάρχες και τους βασιλείς να είναι οι άμεσοι αποδέκτες μιας διόλου ευκαταφρόνητης ωφέλειας.
Η Σύνοδος της Rouen το 1050 διαμαρτυρήθηκε για την συνήθεια των φιλόδοξων ανθρώπων να εξαγοράζουν τις επισκοπές, προσφέροντας πλούσια δώρα στους πρίγκιπες. Ωστόσο, δεν μπορούσε να προτείνει θεραπεία[9].
Ο βασιλιάς της Γαλλίας Ερρίκος Α’ (1027-1060) ήταν διάσημος για την πώληση των επισκοπών. Αναφέρεται στην Αυτοβιογραφία του Guibert de Nogent (1055-1124), Βενεδικτίνου μοναχού, ιστορικού και θεολόγου:
«Ο Ελινάνδος, άνθρωπος από πολύ φτωχή οικογένεια, χωρίς γραμματικές γνώσεις, μοχθηρή προσωπικότητα, μέσω της συντυχίας του με τον Βάλτερ, τέως κόμη Pontoise, από του οποίου την επαρχία προέρχονταν, κέρδισε την ευμένεια του Εδουάρδου[10], βασιλιά της Αγγλίας, του οποίου η γυναίκα είχε κάποιου είδους συγγένειας με αυτόν τον κόμη, κι έγινε ο θαλαμηπόλος του βασιλιά, εν μέρει διότι είχε κάποια φράγκικη καλλιέργεια. Ο Άγγλος βασιλιάς τον έστελνε συχνά ως αντιπρόσωπο στον Ερρίκο, βασιλιά της Φραγκίας. Από αυτόν τον βασιλιά, ο οποίος ήταν φιλάργυρος και ενέδιδε στην πώληση των επισκοπών, με πλούσιες δωροδοκίες και δώρα, απέσπασε υπόσχεση ότι με τον θάνατο οποιουδήποτε Φράγκου επισκόπου θα έπαιρνε την επισκοπή. Διότι από την θέση του ως θαλαμηπόλου του βασιλιά και της βασίλισσας, αφθονούσε σε πλούτο, όπως η Αγγλία εκείνο τον καιρό και είχε συγκεντρώσει βουνά από χρήμα, οπότε η ευκαιρία της δωροδοκίας τον ευνοούσε, ώστε να κερδίσει την προσοχή του βασιλιά Ερρίκου[11].»
Τελικά πέτυχε ν’ αγοράσει την θέση επισκόπου στην Laon. Τα παραδείγματα είναι δειγματοληπτικά. Σε καμιά περίπτωση δεν φθάνουν να καλύψουν την έκταση της διαφθοράς και της σιμωνίας στις επαρχίες των Φράγκων.
Ο τρόπος της κάλυψης των εκκλησιαστικών θέσεων ήταν καθαρά ωφελιμιστικός και βέβαια, άρρηκτα συνδεδεμένος με τον θεσμό της φεουδαρχίας. Στις ανώτερες εκκλησιαστικές θέσεις προωθούνταν μέλη της αριστοκρατίας ήδη από την εποχή του στρατοκρατικού καθεστώτος των Μεροβίγγιων, όταν οι βάρβαροι κατακτητές αντιλήφθηκαν ότι έτσι μπορούν να οικειοποιηθούν την εκκλησιαστική περιουσία. Ακόμη πιο σκληρή στάση έναντι της εκκλησιαστικής περιουσίας έδειξαν οι Καρολίδες με πρώτο τον Κάρολο Μαρτέλο. Στις επισκοπικές θέσεις προωθούνταν άκληροι γόνοι αριστοκρατών, ώστε ν’ αποφεύγονται κληρονομικές αντιδικίες. Η οικογενειοκρατία είχε λάβει τέτοιες διαστάσεις τον ΙΒ’ αι. ώστε ο Petrus Cantor έγραψε ότι αν αυτοί που είχαν προαχθεί λόγω συγγένειας αναγκάζονταν να παραιτηθούν, τότε θα καταστρέφονταν η εκκλησία[12]. Για το θέμα ο H.C. Lea παρατηρεί:
«Τα πλούσια αβαεία και οι πανίσχυρες επισκοπές ήταν σε ζήτηση ως κατάλληλα για την προώθηση των νεώτερων γιων των αριστοκρατικών οικογενειών, ή για την αύξηση της επιρροής των μεγάλων Οίκων. Με τέτοιες μεθόδους, όπως είδαμε, περνούσαν στα χέρια αυτών, των οποίων η μόρφωση ήταν στρατιωτική παρά θεολογική[13].»
Τα εκκλησιαστικά αξιώματα ήταν μια πολύ προσοδοφόρα επένδυση. Ο επίσκοπος, ο οποίος είχε καταβάλει ένα πολύ σημαντικό ποσό για την απόκτηση της θέσης του, περίμενε να ωφεληθεί ανταποδοτικά από αυτήν. Έτσι κι αυτός με την σειρά του πωλούσε τα κατώτερα ιερατικά αξιώματα, χωρίς να εξετάζει τα προσόντα του αγοραστή, ή προωθούσε συνακόλουθα δικούς του συγγενείς. Συνήθως από τους κατώτερους εκκλησιαστικούς βαθμούς ξεκινούσαν την καριέρα τους οι γόνοι των ευγενών σε τρυφερή ηλικία. Ακόμη και ο Βερνάρδος του Κλαιρβώ, άγιος κατά τους παπικούς, αν και μεταρρυθμιστής, δεν αρνήθηκε να προωθήσει τον ανιψιό του φίλου του επισκόπου της Auxere, στον οποίο ο επίσκοπος πεθαίνοντας άφησε ως κληρονομιά επτά εκκλησίες[14]. Αργότερα μετανόησε και αναγνώρισε το σκάνδαλο.
Μεγαλύτερο κέρδος αποκόμιζε το παπικό ιερατείο από την πώληση των μυστηρίων και βέβαια, από την εκμετάλλευση της μετάνοιας και της άφεσης αμαρτιών. Αναφέρεται από τον Καισάριο (1180-1240), κιστερκιανό μοναχό του αβαείου στο Heisterbach, το εξής περιστατικό:
«Κοντά στην Soest, πόλη της αρχιεπισκοπής της Κολονίας, κάποιος ιερέας, με το όνομα Εϊνάρδος, ήταν προϊστάμενος της ενορίας˙ μορφωμένος άνθρωπος, αλλά χωρίς φόβο Θεού. Καθώς πλησίαζε η Μεγάλη Τεσσαρακοστή ήρθε σ’ αυτόν κάποιος ενορίτης κι εξομολογήθηκε ότι δεν κρατήθηκε μακριά από την γυναίκα του την περίοδο της νηστείας. Ο ιερέας τον επέπληξε αυστηρά, λέγοντας ότι η ιερή αυτή περίοδος ήταν αφιερωμένη στην προσευχή, την νηστεία, την εγκράτεια και στα άλλα καλά έργα, και πρόσθεσε: “Για την ικανοποίηση αυτής της αμαρτίας σε κανονίζω να μου φέρεις δεκαοχτώ δηνάρια, ώστε να κάνω δεκαοχτώ Θείες Λειτουργίες για την εξιλέωση της ενοχής σου”. Ο μετανοών υποσχέθηκε να τα φέρει. Όπως έφευγε, άλλος ενορίτης ήρθε για εξομολόγηση, και όταν ρωτήθηκε, απάντησε ότι είχε φυλάξει την εγκράτεια σε όλη την διάρκεια της νηστείας˙ οπότε ο ιερέας είπε: “Έκανες μεγάλο σφάλμα που κρατήθηκες μακριά από την γυναίκα σου τόσο πολύ˙ θα μπορούσε να έχει συλλάβει, και η αποχή το κάνει αδύνατο”. Ο άνθρωπος τρομοκρατήθηκε, πράγμα επόμενο διότι ήταν απλός τύπος, και ρώτησε τι πρέπει να κάνει, για να εξιλεωθεί. Ο εξομολόγος απάντησε: “Πρέπει να μου φέρεις δεκαοκτώ δηνάρια, και θα εξευμενίσω τον Θεό με ισάριθμες Θείες Λειτουργίες»˙ ο άλλος υποσχέθηκε ότι την συγκεκριμένη μέρα θα φέρει τα χρήματα. Λίγες μέρες αργότερα συνέβη με την Πρόνοια του Θεού, οι δύο άνδρες να πάνε την ίδια ώρα στο παζάρι, καθένας με ένα σακί από την παραγωγή, και ένας από τους σάκους έπεσε από το άλογο σε μια στροφή του δρόμου, μέσα στη λάσπη. Όταν ο άλλος πήγε να βοηθήσει τον συνοδοιπόρο του, ο τελευταίος φώναξε θυμωμένα: “Είθε ο διάβολος να ξεπληρώσει τον ιερέα μας, διότι αυτός μου προκάλεσε όλα τα προβλήματα”. Ο σύντροφος ρώτησε τί εννοούσε, και αυτός απάντησε: “Του εξομολογήθηκα ότι υπήρξα ακρατής και μου έβαλε κανόνα που με αναγκάζει να πουλήσω την σοδειά μου πρόωρα για να του πάω τα χρήματα που απαιτεί”. Ο άλλος του αποκρίθηκε: “Τι ακούω; Εγώ του εξομολογήθηκα το αντίθετο, κι όμως με τιμώρησε με τον ίδιο κανόνα˙ εξαιτίας αυτού πάω τώρα στο παζάρι˙ σίγουρα ο ιερέας μας είναι παλιάνθρωπος”. Όταν έφθασαν στην πόλη πήγαν και διαμαρτυρήθηκαν στον κοσμήτορα της εκκλησίας του αγίου Πάτροκλου και τον ντρόπιασαν. Βλέπεις, πως αν υπήρχε φόβος Θεού σε αυτόν τον ιερέα, δεν θα βρίσκονταν ένοχος αυτής της αισχρής κατηγορίας, να μετατρέπει τις εξομολογήσεις σε κέρδος προς όφελός του[15];»
Ο Petrus Cantor παρομοίαζε τους ιερείς της εποχής του, αυτούς που πωλούσαν την Θεία Λειτουργία, το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, με τον Ιούδα που πώλησε τον Ατίμητο έναντι τριάκοντα αργυρίων[16].
Εξαιρετικά ωφέλιμος ήταν ο φόβος του πουργατόριου. Η εκκλησία της ενορίας του θανόντος είχε θεσμοθετημένα δικαιώματα επί της περιουσίας του. Το 1170 μ.Χ. ο πάπας Αλέξανδρος Γ’ (1159-1181) αποφάσισε ότι κανένας δεν μπορούσε να συντάξει έγκυρη διαθήκη χωρίς την παρουσία του ιερέα της ενορίας του[17]. Σε κάποιες περιοχές γραμματικοί, οι οποίοι συνέτασσαν διαθήκες παρουσία του ιερέως, αφορίζονταν και στον νεκρό αρνούνταν την εξόδιο ακολουθία.
Μόνιμη πηγή εσόδων στα εκκλησιαστικά ταμεία του παπισμού ήταν η δεκάτη. Όταν ο Γρηγόριος ο Α’ αποφάσισε τα έσοδα να μοιράζονται σε τέσσερα μέρη – στον επίσκοπο, στο ενοριακό ιερατείο, στους φτωχούς, στη συντήρηση των εκκλησιών – μιλούσε για την διαχείριση των δωρεών[18]. Η δεκάτη έγινε φόρος επί Καρλομάγνου με καπιτουλάριο του 799 μ.Χ.[19]. Έκτοτε εκδόθηκαν πολλά διατάγματα σχετικά με το θέμα, διαφοροποιώντας τον φόρο ανά περιοχή και εποχή, ώστε η δεκάτη είναι αντικείμενο πολύπλευρης έρευνας της οικονομικής ιστορίας του Μεσαίωνα και δεν μπορεί να περιγραφεί σε λίγες γραμμές. Ενδιαφέρον για την ιστορία παρουσιάζει η Δεκάτη του Σαλαντίν, που σκοπό είχε να ενισχύσει τα οικονομικά της Γ’ Σταυροφορίας. Έκτοτε (1188) την δεκάτη εισέπραττε το κράτος:
«1. Κάθε άτομο θα δώσει σε δωρεά ένα δέκατο των προσόδων του και της κινητής περιουσίας του για την κατάκτηση της γης της Ιερουσαλήμ˙ εκτός από τον οπλισμό, τα άλογα, και την ενδυμασία των ιπποτών και ομοίως για τα άλογα, τα βιβλία, την ενδυμασία, τις στολές και τα εκκλησιαστικά σκεύη του ιερατείου και εκτός από τους πολίτιμους λίθους που ανήκουν στον κλήρο ή τον λαό.
2. Τα χρήματα ας συγκεντρωθούν σε κάθε ενορία, παρουσία του ιερατικού προϊστάμενου και του πρωτοπρεσβύτερου της επισκοπής και ενός Ναΐτη και ενός Οσπιτάλιου και ενός υπαλλήλου του βασιλιά και ενός βασιλικού γραμματέα και ενός υπαλλήλου και γραμματέα του βαρώνου, και ενός γραμματέα του επισκόπου˙ και ας αφορίσουν οι αρχιεπίσκοποι και οι επίσκοποι και οι πρωτοπρεσβύτεροι κάθε ενορίας όποιον δεν πληρώσει την νόμιμη δεκάτη, παρουσία και εν γνώσει αυτών που αναφέρθηκαν παραπάνω και οφείλουν να είναι παρόντες. Και αν κάποιος δώσει λιγότερα από τα ορισμένα, εν γνώσει αυτών, ας επιλεγούν από την ενορία 4 ή 6 νομιμόφρονες, οι οποίοι θα βεβαιώσουν ενόρκως ποια ποσότητα θα έπρεπε να δοθεί˙ και τότε θα είναι λογικό να προστεθεί το υπόλοιπο στον λογαριασμό του.
3. Αλλά οι ιερείς και οι ιππότες που ανέλαβαν τον σταυρό, δεν πρέπει να πληρώσουν την δεκάτη, εκτός από τα αγαθά τους και του κυρίου τους˙ και ότι οφείλουν οι άνδρες τους θα πρέπει να συλλεγεί για δική τους χρήση από τους ανωτέρω και να τους παραδοθεί ακέραιο.
4. Έτι περισσότερο, οι επίσκοποι σε κάθε ενορία της έδρας τους θα πρέπει ν’ ανακοινώσουν με επιστολές τα Χριστούγεννα και την εορτή του Αγ. Στεφάνου, και του Αγ. Ιωάννου, ότι όλοι πρέπει να συλλέξουν την αναφερθείσα δεκάτη πριν την εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου˙ και την επόμενη μέρα και μετά καθένας θα πληρώνει παρουσία των ανθρώπων που αναφέρθηκαν, στον τόπου, στον οποίο κλήθηκε[20].»
Αξίζει να σημειωθεί ότι η μη πληρωμή της δεκάτης θεωρούνταν αίρεση και επέσυρε την ποινή του αφορισμού[21].
Για τον Γρηγόριο τον Ζ’ η σιμωνία ήταν ένα από τα σοβαρά προβλήματα της παπικής εκκλησίας κι έπρεπε να λυθεί. Ακολουθούσε τον άγιο Γρηγόριο τον Διάλογο και αναγνώριζε την σιμωνία σαν αίρεση με τρεις πτυχές: την σιμωνία των χεριών (a manu), όταν χρήματα άλλαζαν χέρια, την σιμωνία της εξυπηρέτησης (ab obsequio), όταν η ανάληψη μιας υποχρέωσης εξασφάλιζε την τοποθέτηση σε μια θέση ή την προαγωγή, και την σιμωνία του λόγου (a lingua), όταν προσφέρονταν η υποστήριξη, η υπόσχεση, η χάρη ως αντάλλαγμα[22]. Στις διακηρύξεις του έθεσε εαυτόν υπέρ της απαλλαγής της εκκλησίας από την σιμωνία:
«Αυτή η αγία Εκκλησία, η νύμφη του Χριστού, η κυρία και μητέρα μας, πρέπει να επιστρέψει στην πραγματική της δόξα, ελεύθερη, αγνή, και καθολική[23].»
Στην πραγματικότητα, σιμωνιακοί επίσκοποι για τον Γρηγόριο ήταν οι αντίπαλοί του. Ο Αρχιεπίσκοπος Γοδεφρείδος του Μιλάνου, που τόλμησε να λάβει ως σκλάβα την εκκλησία της πόλης και να την εκπορνεύσει[24]. Οι Γερμανοί επίσκοποι, όσοι τόλμησαν να του εναντιωθούν κατά την Έριδα της Περιβολής, έγιναν “symoniaca labe fedati[25]”. Ο Στέφανος, επίσκοπος Le Puy, ο οποίος αντικαταστάθηκε[26]. Η σιμωνία δεν πολεμήθηκε ποτέ ειλικρινά από τους πάπες, γι’ αυτό και δεν εξέλιπε από την παπική εκκλησία, όπως μαρτυρούν τα παραπάνω παραδείγματα, τα οποία είναι μεταγενέστερα της «μεταρρύθμισης». Ενώ δηλαδή οι άλλες «μεταρρυθμίσεις» εφαρμόστηκαν, όπως για παράδειγμα η αγαμία του κλήρου, η σιμωνία παρέμεινε, με την διαφορά ότι ωφελούνταν οι πάπες από αυτήν. Αυτό συνέβαινε όχι μόνο διότι η σιμωνία αποτελούσε βαριά κατηγορία εναντίον των αντιπάλων τους, αλλά και διότι με τις διάφορες μορφές της ενίσχυε τα παπικά ταμεία.
Τον ΙΒ’ αιώνα η Hildegard von Bingen, αγία κατά τους παπικούς, μυστικίστρια, θεραπεύτρια, οραματίστρια, έγραψε:
«[Οι ιεράρχες] είναι βιαστές της εκκλησίας˙ η φιλαργυρία τους καταναλώνει ότι μπορεί ν’ αποκτήσει. Με τα αξιώματά τους μας κάνουν φτωχούς και μολύνουν εμάς και τον εαυτό τους[27].»
Η «μεταρρύθμιση» που οδήγησε πολύ κόσμο στην αγκαλιά της αίρεσης, ήταν η απόφαση του Γρηγόριου Ζ’ ότι τα μυστήρια των σιμωνιακών επισκόπων είναι άκυρα[28].
6.2.5. Η αγαμία του κλήρου
Μεγαλύτερη αποφασιστικότητα επέδειξε ο Γρηγόριος Ζ’ στο θέμα της αγαμίας του κλήρου. Ήδη οι προκάτοχοί του είχαν κάνει κάποιες κινήσεις στο θέμα, αλλά η συμβολή του Γρηγορίου αναγνωρίζεται από το σύνολο των χρονογράφων της εποχής, όπως ο Βερνάρδος της Κωνστάντσας[29], ένθερμος υποστηρικτής του Γρηγορίου[30], ο Όθωνας, επίσκοπος Freising[31], ο Γοδεφρείδος του Viterbo[32] κ.α.
Η πρώτη κίνηση του Γρηγόριου ήταν να στείλει μια επιστολή στον Gebhardt, Αρχιεπίσκοπο Salzburg, στην οποία τον καλεί να εφαρμόσει τους κανόνες που είχαν αποφασιστεί πριν λίγο καιρό στη Ρώμη και να τους επιβάλλει στον κλήρο του[33]. Η επιστολή θεωρείται εγκύκλιος, αν και έχει συγκεκριμένο αποδέκτη. Εστάλη τον Νοέμβριο του 1073. Το 1074 συγκάλεσε σύνοδο στη Ρώμη κατά την διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Ένας κανόνας της συνόδου απαγόρευε τον γάμο στους κληρικούς και όριζε ότι κανένας δεν θα χειροτονούνταν στο μέλλον αν δεν ορκίζονταν αγαμία[34].
Παπικοί λεγάτοι εστάλησαν σε όλη την έκταση της δυτικής εκκλησίας για να μεταφέρουν τους κανόνες και το προσωπικό ενδιαφέρον του πάπα. Ισχυρές αντιδράσεις εκδηλώθηκαν παντού. Οι αντίπαλοί του τον αποκαλούσαν τρελό. Ακόμη κι αυτοί που τον υποστήριζαν, συμφωνούσαν κι έλεγαν ότι τα μέτρα είναι ασύνετα, ενάντια στους κανόνες των Πατέρων, θα ξεσηκώσουν σκάνδαλα στην εκκλησία και θα κάνουν περισσότερη ζημιά από τις αιρέσεις[35]. Δεν είναι εδώ ο κατάλληλος χώρος για την εξέταση του ζητήματος. Τρία ερωτήματα ενδιαφέρουν. Πρώτον ποιος ο λόγος για την επιβολή της αγαμίας, δεύτερον που οδήγησε η εφαρμογή της και τρίτον πως σχετίζεται με την κατακόρυφη αύξηση των αιρέσεων.
Έχει παρατηρηθεί ότι πρόθεση του Γρηγορίου ήταν να εμποδίσει την οικογενειοκρατία να εισβάλει στην εκκλησία και να μετατρέψει τον κλήρο σε κάστα ιερατική, ανάλογη της ινδικής. Αυτό είναι ελάχιστα πιθανό, διότι στα ανώτερα εκκλησιαστικά αξιώματα, στις θέσεις με την μεγαλύτερη εξουσία, ίσχυε ήδη η αγαμία. Μόνο στον κατώτερο κλήρο επιτρέπονταν ο γάμος στους ιερείς. Εξάλλου, όλους αυτούς τους αιώνες που δεν είχε επιβληθεί η αγαμία στον δυτικό κλήρο, δεν είχαν εμφανιστεί τα φαινόμενα, που υποτίθεται ότι ήθελε να παρεμποδίσει ο Γρηγόριος με το μέτρο αυτό.
Η αιτία πρέπει ν’ αναζητηθεί στη διακοπή των σχέσεων της παπικής εκκλησίας με τις υπόλοιπες αποστολικές εκκλησίες της Ανατολής, η οποία είχε οριστικοποιηθεί μόλις πρόσφατα, με το σχίσμα του 1054, και στην προσπάθεια διαφοροποίησής της. Μόλις πρόσφατα η Ρώμη και οι βυζαντινές επαρχίες της Νότιας Ιταλίας είχαν προσαρτηθεί στην φράγκικη σφαίρα επιρροής, με τις κατακτήσεις των Νορμανδών. Στις επαρχίες αυτές ο πληθυσμός ήταν ορθόδοξος, και όσο ο κλήρος ήταν εμποτισμένος με την ορθόδοξη πνευματικότητα ο λαός δεν επρόκειτο να φραγκέψει. Το νέο μέτρο δηλαδή τη αγαμίας του κλήρου στρέφονταν ενάντια στον ορθόδοξο κλήρο. Αυτό μπορεί να το καταλάβει κανείς και από την απόφαση της συνόδου του 1074, όπου αποφασίστηκε ότι τα μυστήρια των έγγαμων ιερέων είναι άκυρα και παρακινούσε τον κόσμο ν’ απέχει από τους ναούς τους και τα μυστήριά τους, ήρε την ιερατική ασυλία και διέταξε τους κατά τόπους άρχοντες ν’ απομακρύνουν τους έγγαμους ιερείς από τους ναούς. Βέβαια, τα μέτρα άγγιζαν τους ιερείς σε όλη τη Δύση και προκάλεσαν την αντίδραση όλων, αλλά ο σκοπός του παπισμού ήταν να διαφοροποιήσει την θέση του από την Ανατολή και να υποταγεί άμεσα ο νεοκατακτηθείς βυζαντινός πληθυσμός.
Προειδοποιήσεις όπως αυτή του Θεοδώριχου της Ουτρέχτης, ότι τα νέα μέτρα θα έχουν καταστροφικές συνέπειες για την ειρήνη της εκκλησίας, την ασφάλεια του κλήρου ακόμη και για την χριστιανική πίστη[36], δεν εισακούστηκαν. Οι φεουδάρχες περίμεναν καιρό αυτή την ευκαιρία της άρσης της εκκλησιαστικής ασυλίας, και κατάσχεσαν την εκκλησιαστική περιουσία διώχνοντας τους ιερείς. Ο Θεοδώριχος είχε δίκιο. Οι έγγαμοι ιερείς υπέστησαν διωγμούς, υπέστησαν εξορία, φτώχια, δημόσιους εξευτελισμούς, ακρωτηριάσεις από τους πουριτανούς λεγάτους του πάπα. Οι λιγότερο θαρραλέοι έδιωξαν φανερά τις γυναίκες τους και συνέχισαν να έχουν σχέσεις μαζί τους στα κρυφά. Η κατάσταση αυτή περιγράφεται από ανώνυμο χρονογράφο, ο οποίος κατά τον εκδότη του έργου Edmund Martene πρέπει να ήταν ιερέας στην Treves[37].
Η πολιτική διάσταση των «μεταρρυθμιστικών μέτρων φαίνεται από το εξής περιστατικό. Στη Γερμανία ο σφετεριστής πρίγκιπας Ροδόλφος της Σουαβίας, υποστηριζόμενος από τον Γρηγόριο, δήλωσε ότι θα εκδιώξει τους έγγαμους ιερείς από το Mainz, όπου τα μέτρα του Γρηγορίου δεν είχαν καταφέρει να επιβληθούν. Κάποια στιγμή, όταν ο Ροδόλφος άφησε το παλάτι του για να παραβρεθεί στον εσπερινό σε κάποια εκκλησία, το πλήθος ξεσηκώθηκε εναντίον του και μόλις μετά βίας κατάφερε να επιστρέψει στο παλάτι, ενώ στην σφαγή που ακολούθησε ο Ροδόλφος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη[38]. Ο Ερρίκος Δ’ προστάτευσε τους έγγαμους ιερείς, αλλά στην Ρώμη, ο σύμμαχος του Γρηγόριου Ζ, Ροβέρτος Γυισκάρδος και οι Νορμανδοί εξεδίωξαν τον έγγαμο κλήρο από την πόλη το 1084. Τελικά στην Γερμανία ο Ερρίκος συμφώνησε και το 1085 απαγορεύτηκε ο γάμος στους ιερείς από την σύνοδο του Mainz το 1085.
Η υπόλοιπη Ευρώπη συνέχισε τον αγώνα κατά του μέτρου αυτού για πολλές δεκαετίες. Σταθμός στην επιβολή του είναι η πρώτη σύνοδος του Λατεράνου, όπου η αγαμία καθορίζεται από τους κανόνες 3 & 21[39]. Οι διατάξεις επαναλήφθηκαν και στους 6ο & 7ο κανόνες της δεύτερης συνόδου του Λατεράνου το 1139[40].
Λίγο πριν την Β’ σύνοδο του Λατεράνου ο Βερνάρδος του Κλαιρβώ προέβλεψε:
«Στέρησε την Εκκλησία από τον τιμημένο γάμο και την αμόλυντη κλίνη (Εβρ. 13.4)˙ δεν θα την γεμίσεις με παλλακίδες, αιμομιξία, αχρειότητα και ακαθαρσία, ομοφυλοφιλία και κάθε τέτοιου είδους απρέπεια;[41].»
Και είχε δίκιο, διότι η παπική εκκλησία γέμισε ανηθικότητα και παλλακίδες. Το 1212 σε μια σύνοδο που συγκροτήθηκε στο Παρίσι, παρουσία του παπικού λεγάτου, καρδινάλιου Robert de Gourzon, ένας κανόνας συνιστούσε στους ιερείς να μην συζούν με τις παλλακίδες τους στα φανερά, διότι προκαλούνταν σκάνδαλο[42]. Αν εξακολουθούσαν να επιμένουν σαράντα μέρες μετά την λήψη προειδοποίησης, απειλούνταν με αφορισμό. Η παπική εκκλησία έπρεπε να φαίνεται τίμια.
Το 1259 ο πάπας Αλέξανδρος Δ’ (1254-1261) διακήρυξε στον κόσμο ότι οι έκφυλοι εκκλησιαστικοί ήταν η αιτία για όλες τις κατηγορίες που δέχονταν η εκκλησία, διότι εξαιτίας τους βλασφημούνταν το όνομα του Θεού, μολύνονταν τα μυστήρια, η καθολική πίστη έχασε τον σεβασμό των πιστών, ο κόσμος στερήθηκε τα οφέλη της μετοχής των μυστηρίων, η εκκλησία διαλύθηκε, ο λόγος του Θεού μολύνονταν από τα ακάθαρτα χείλη, οι αιρετικοί ενθαρρύνονταν ν’ αντιμάχονται, οι καταπιεστές αποθρασύνονταν και οι ανίεροι εξέθεταν την εκκλησία στα μάτια του κόσμου[43].
Ο εκφυλισμός και η εκκλησιαστική ασυλία δημιουργούσαν ένα μίγμα ασυδοσίας. Έτσι παρατηρήθηκαν φαινόμενα αυτοδικίας, εκεί όπου η ατιμωρησία άφηνε ανικανοποίητο το αίσθημα του δικαίου. Το 1299 ο επίσκοπος Ορλεάνης Ferry, δολοφονήθηκε από έναν ιππότη, του οποίου την κόρη είχε διαφθείρει[44].
Το 1231 μ.Χ. ο Γερμανός αυτοκράτορας Φρειδερίκος Β’ (1212-1250) αποφάσισε να δώσει την λύση σε ένα κοινωνικό πρόβλημα της εποχής. Ημινομιμοποίησε τα νόθα τέκνα των ιερέων, διατάζοντας ότι μπορούσαν να έχουν νόμιμη μοίρα στην κληρονομιά των γονέων τους. Η οδηγία προς τους αυτοκρατορικούς υπαλλήλους προέβλεπε την απόδοση του κληρονομικού δικαιώματος στα τέκνα αυτά με την καταβολή του νόμιμου φόρου[45].
Τέλος, δεν μπορεί να μην αναφερθεί η περίπτωση που έχει καταγραφεί στο Chronicon του Κορνήλιου Zantfliet, κιστερκιανού μοναχού στην Λιέγη. Αυτός, λοιπόν, αναφέρει την περίπτωση του Ερρίκου, επισκόπου της Λιέγης, ο οποίος είχε 65 εξώγαμα παιδιά. Αυτόν ο πάπας Γρηγόριος ο Ι’ αναγκάστηκε να τον καθαιρέσει, διότι ήταν σκάνδαλο για την εκκλησία, όχι μόνο για την ακράτειά του, αλλά εξαιτίας και άλλων κατηγοριών, όπως για παράδειγμα της σιμωνίας[46]. Η καθαίρεσή του αποφασίστηκε από την σύνοδο της Λυών του 1274, ύστερα από 27 έτη στην έδρα του επισκόπου. Ο Γρηγόριος διετέλεσε αρχιδιάκονος στην Λιέγη, οπότε ήταν γνώστης της κατάστασης, την οποία περιγράφει σε προσωπική επιστολή του προς τον Ερρίκο[47].
Η παλαιογερμανική λέξη “pfaffenkind”, δηλ. γιος ιερέα, απέκτησε συν τω χρόνω υβριστικό περιεχόμενο και έγινε συνώνυμη του νόθου. Έτσι, αναφέρεται το εξής περιστατικό από τον Henri Estenne:
«Γερμανός πρέσβης, απεσταλμένος του πρίγκιπα, έφθασε στην αυλή του πάπα. Με το πέρας της αποστολή και κατά την διάρκεια του εθιμοτυπικού αποχαιρετισμού, ο πάπας απευθύνθηκε στο πρέσβη και του έδωσε μήνυμα για τον πρίγκιπα λέγοντας «πες στον αγαπητό υιό μου.»...
Ο πρέσβης τότε χολωμένος απάντησε:
«ο κύριός μου δεν είναι γιος ιερέα[48].»
Η διπλωματική αποστολή απέτυχε.
Με προκλητικά κυνική διάθεση, ο καρδινάλιος Ούγο, κατά την τελετή αναχώρησης του πάπα Ιννοκέντιου του Δ’ από την πόλη της Λυών το 1251, ύστερα από οκταετή διαμονή, εκφώνησε τα ακόλουθα ενώπιον του συγκεντρωμένου πλήθους:
«Φίλοι, από την άφιξή μας εδώ, έχουμε κάνει πολλά καλά και ελεημοσύνες για την πόλη σας. Όταν ήρθαμε βρήκαμε τρεις ή τέσσερις οίκους ανοχής. Αφήνουμε πίσω μας μόνο έναν. Πρέπει ωστόσο να παραδεχθούμε, ότι εκτείνεται χωρίς διακοπή από την ανατολική πύλη μέχρι την δυτική[49].»
Το περιστατικό διασώθηκε σε χρονικό του Ματθαίου Παρίση (1200-1259), Άγγλου Βενεδικτίνου μοναχού στο αβαείο του αγίου Αλβανού στο Hertfordshire.
Τα περιστατικά που αναφέρθηκαν είναι μερικά από το πλήθος των όσων στοιχείων μπορεί να συλλέξει κανείς από τις πηγές της εποχής. Το συμπέρασμα είναι ότι αυτό που τελικά συνέβη στην παπική εκκλησία σχετικά με την αγαμία του κλήρου, ήταν η επικράτηση μίας μανιχαϊκού τύπου αγαμίας. Όπως οι Μανιχαίοι έπρεπε να διώξουν τις γυναίκες τους, προκειμένου να εισέλθουν στην τάξη των “εκλεκτών”, ακολουθώντας ένα εξωτερικό σχήμα αγαμίας, την στιγμή που τους καταμαρτυρούνταν πλήθος από παρανομίες, έτσι και ο παπικός κλήρος, σαν μια ιδιαίτερη τάξη “εκλεκτών” εντός της κοινωνίας, υποχρεώθηκε από τους πάπες να συναινέσει σε τυπική αγαμία παρά την θέλησή του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να φυλάξει την παρθενία και την εγκράτεια. Και αυτό ήταν φανερό στην κοινωνία, η οποία οίκτιρε τους κληρικούς της.
6.2.6 Η απαξιωμένη εικόνα του παπισμού και η στροφή προς την αίρεση
Μέχρι τώρα περιγράφηκε το χρονικό της κατάληψης του πατριαρχείου της Ρώμης από τους Φραγκολατίνους, και η επιβολή του παπισμού. Αποτέλεσμα των αλλαγών που συνέβησαν, με κυρίαρχη την εισαγωγή αιρετικών δογμάτων στην εκκλησία της Ρώμης, ήταν η αποπνευματικοποίησή της και η απομάκρυνση από την αποστολικότητα της Ιεράς Παράδοσης. Βέβαια, όταν ο Γρηγόριος Ζ’ ξεκίνησε την καταστροφή της δυτικής εκκλησίας και την επιβολή της προσωπικής εξουσίας του ποντίφικα, ισχυρίζονταν ότι ακολουθούσε τους πατέρες:
«Οι άγιοι πατέρες παρέλαβαν και διατήρησαν με μεγάλο σεβασμό αυτό το καθίδρυμα της θείας θελήσεως, το θεμέλιο της επιστασίας της εκκλησίας, το προνόμιο, το οποίο αρχικά παραδόθηκε και επικυρώθηκε στον άγιο Πέτρο ως πρίγκιπα των αποστόλων, με ουράνια διαταγή. Αποκάλεσαν [οι πατέρες] την αγία Ρωμαϊκή εκκλησία καθολική μητέρα, στις οικουμενικές συνόδους και στις άλλες διαταγές και αποφάσεις τους[50].»
Επίσης, όταν έγραφε στον Bruchard, επίσκοπο Halberstadt, ισχυρίζονταν ότι τα μέτρα που προωθούσε είχαν την προέλευσή τους από τους πατέρες. Προσέθετε ότι πρέπει να εφαρμοστούν με ακρίβεια και σεβασμό, διότι δεν ήταν προϊόντα της δικής τους βούλησης, αλλά οδηγίες του Αγίου Πνεύματος[51]. Όπως, όμως, προκύπτει από την ίδια επιστολή, ως «πατέρες» ο Γρηγόριος Ζ’ θεωρούσε τους προκατόχους του πάπες[52]. Για τον Γρηγόριο και όλους τους παπικούς, η εκκλησία της Ρώμης δεν είχε πέσει ποτέ σε αίρεση, διότι στηρίζονταν στην υπόσχεση του Χριστού στον απ. Πέτρο[53], οπότε και οι διάδοχοι του Πέτρου ήταν αδύνατον να σφάλλουν[54], όπως διακηρύχθηκε και στην Dictatus Papae XXII. Συνεπώς, όποιος δεν συμφωνούσε με τον πάπα ήταν αυτομάτως αιρετικός. Η στάση του έναντι των πατέρων ξεκαθαρίζει μέσα από τις επιστολές του. Σ’ αυτές υπάρχουν άφθονα αποσπάσματα από έργα προκατόχων του, αλλά ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ακόμη και ο άγιος Αυγουστίνος, αναφέρονται μόνο μια φορά. Γίνεται ξεκάθαρο, λοιπόν, ότι ο παπισμός μετά τον Γρηγόριο παραδέχεται ως αυθεντία μόνο τον παπισμό.
Η αποπνευματικοποίηση της παπικής εκκλησίας είχε το αντίκτυπό της στην πνευματική κατάσταση του εκκλησιάσματος και οδήγησε πολλούς στην αγκαλιά των αιρέσεων. Έτσι εξηγείται η κατακόρυφη αύξηση αιρετικών κρουσμάτων από τον ΙΑ’ και μετά. Αυτό συνέβη με άμεσους και έμμεσους τρόπους. Στους άμεσους τρόπους μπορούμε να εντοπίσουμε δύο σημεία, πρώτον την απουσία του κηρύγματος και δεύτερον την λανθασμένη αντίληψη των παπικών, ότι τα μυστήρια ανάξιων ιερέων είναι άκυρα, αντίληψη βάσει της οποίας οι πάπες παρότρυναν τους πιστούς να μην μετέχουν στα μυστήριά τους. Στους έμμεσους τρόπους εντοπίζεται η κατανόηση από τους πιστούς, ότι ο παπικός κλήρος του οποίου τον ανήθικο βίο γνώριζαν από προσωπική πείρα, δεν μπορεί να ήταν λειτουργός της πραγματικής εκκλησίας του Χριστού. Έτσι, προχωρούσαν σε αναζήτηση αυτής.
Σε μια εποχή γενικής αγραμματοσύνης, το κήρυγμα ήταν απαραίτητο για την στήριξη της πίστης των Χριστιανών και την καταγγελία των αιρέσεων. Αλλά αυτό εξέλιπε από τους άμβωνες της Δύσης. Στην σύνοδο της Limoges του 1031 εκφράστηκε η επιθυμία, το κήρυγμα να πάψει να είναι προνόμιο μόνο της επισκοπικής έδρας και ν’ ακουστεί στους ενοριακούς ναούς[55]. Ακόμη και όταν παρουσιάστηκαν οι πρώτοι πλανόδιοι αιρετικοί διδάσκαλοι, οι οποίοι με το κήρυγμά τους κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν τις καρδιές πολλών, η παπική εκκλησία έδειχνε πολλή απασχολημένη με τις «μεταρρυθμίσεις» για να πάρει άμεσα μέτρα. Μόλις το 1209 μ.Χ. δείχνει να προσπαθεί να προλάβει τις εξελίξεις, οπότε η σύνοδος της Avignon διέταξε τους επισκόπους να κηρύττουν συχνότερα και επιμελέστερα. Επίσης να ορίσουν έντιμα, μορφωμένα και διακριτικά πρόσωπα για το σκοπό αυτό[56]. Λίγο πριν το 1292 ο τροβαδούρος ιεροεξεταστής Isarn έγραψε ένα μακροσκελές ποίημα (700 στίχοι) στην γλώσσα της Οξιτανίας, με τίτλο Novas del eretge (Καινοτομίες των αιρετικών). Πρόκειται για φανταστικό διάλογο μεταξύ του ιδίου και ενός επισκόπου των Καθαρών. Εκεί διαπίστωσε ότι «Ja no fara crezens heretje ni baudes / Si agues bon pastor que lur contradisses», δηλαδή «κανένας δεν θα πίστευε τους αιρετικούς/ αν υπήρχε ποιμένας να τους αντικρούσει[57].»
Είδαμε παραπάνω κάποιες αποφάσεις, βάσει των οποίων η παπική εκκλησία υιοθέτησε το δόγμα των δονατιστών, ότι μυστήρια προερχόμενα από τα μολυσμένα χέρια μυσταγωγών είναι επίσης μολυσμένα. Εδώ μπορεί να προστεθεί η απόφαση της συνόδου της Ρώμης του 1059, υπό τον πάπα Νικόλαο Β’. Ο τρίτος κανόνας της συνόδου απαγόρευε στον λαό να παραβρίσκεται σε μυστήρια έγγαμων ή ιερέων που είχαν συνείσακτες[58], μέτρο που στρέφονταν αρχικά κατά του ορθόδοξου κλήρου. Από αυτήν την άποψη προέκυψε ότι ιερέας που ζει στην αμαρτία δεν λειτουργεί έγκυρα μυστήρια. Αυτό ήταν και το λάβαρο των αιρετικών, δηλ. η ίδια η παπική εκκλησία πρόσφερε στους αιρετικούς διδάσκαλους τα μέσα για να την πολεμήσουν. Όταν αυτό έγινε κατανοητό ο πάπας Ουρβάνος Β’ (1088-1099) προσπάθησε να κατευνάσει το κύμα φυγής από την παπική εκκλησία, δηλώνοντας ότι ήταν περισσότερο θέμα πειθαρχίας και όχι θέμα εγκυρότητας των μυστηρίων[59].
Εν τέλει το 1230 ο Γρηγόριος Θ’ εγκατέλειψε την θέση των προκατόχων του και αποφάσισε ότι ένας ιερέας, ο οποίος έχει πέσει σε θανάσιμο αμάρτημα, είναι σε αργία όσον αφορά τον εαυτό του, μέχρι να μετανοήσει και ν’ αποκατασταθεί, αλλά οι ακολουθίες και τα μυστήρια που τελεί δεν πρέπει ν’ αποφεύγονται, διότι η αργία δεν ισχύει όσον αφορά τους άλλους, εκτός κι αν έχει καταδικαστεί επίσημα[60].
Η εικόνα που παρουσίαζε ο παπικός κλήρος και ειδικά οι επίσκοποι είχε αρνητική επίδραση στο εκκλησίασμα. Επικρατούσε γενικά η εντύπωση ότι οι επίσκοποι δεν σώζονται. Αναφέρεται από τον Πέτρο του Blois κι επαναλαμβάνεται από τον Πέτρο Cantor, η ιστορία του Geoffroi de Péronne, ηγούμενο στο αβαείο του Κλαιρβώ, ο οποίος εξελέγη επίσκοπος Τουρναί. Αρνήθηκε την έδρα απειλώντας ότι αν επιμείνουν οι εκλέκτορές του, ο πάπας Ευγένιος και ο Βερνάρδος του Κλαιρβώ, ν’ αναλάβει την έδρα, προτιμά να μείνει απλώς μοναχός, παρά να γίνει επίσκοπος. Την ώρα του θανάτου του, υποσχέθηκε σε κάποιον αγαπητό του μοναχό, να επιστρέψει και να του πει σε τι κατάσταση θα βρίσκεται στον άλλο κόσμο. Πραγματικά, κάποια στιγμή που ο φίλος του προσεύχονταν, εμφανίστηκε ο Geoffroi μπροστά του και του ανήγγειλε ότι είχε σωθεί, αλλά του αποκαλύφθηκε ότι αν είχε δεχθεί την επισκοπή θα καταδικάζονταν[61].
Στους Διαλόγους των Θαυμάτων του Καισάριου του Heistenbach, συζητούν ένας μοναχός με έναν δόκιμο. Κάποιος κληρικός από το Παρίσι δηλώνει ότι μπορεί να πιστέψει τα πάντα εκτός από το ότι μπορούν να σωθούν οι Γερμανοί επίσκοποι. Ο δόκιμος, απορημένος, ρωτά να μάθει την αιτία, και ο μοναχός απαντά:
«Διότι όλοι οι Γερμανοί επίσκοποι φέρουν και τα δυο σπαθιά μαζί τους˙ Εννοώ της κοσμικής εξουσίας, όπως και της πνευματικής˙ και εφόσον έχουν την εξουσία της ζωής και του θανάτου, και κάνουν πολέμους, είναι αναγκασμένοι να ενδιαφέρονται περισσότερο για τους μισθούς των στρατιωτών τους, παρά για τις ψυχές που τους έχουν ανατεθεί. Οπωσδήποτε βρίσκουμε ανάμεσα στους επισκόπους της Κολονίας, που ήταν ποντίφικες και κοσμικοί πρίγκιπες ταυτόχρονα, και μερικούς αγίους˙ για παράδειγμα τον ευλογημένο Bruno, S. Heribert και S. Hanno. Τα λόγια του μου θυμίζουν ακόμη χειρότερες κουβέντες που ειπώθηκαν κατά των επισκόπων από κάποιον που τώρα είναι νεκρός[62].»
Η τελευταία αναφορά επαναλαμβάνει την ιστορία του Geoffroi του Κλαιρβώ.
Η λαϊκή πεποίθηση για την ηθική ποιότητα των εκκλησιαστικών ανδρών έχει καταγραφεί με σκωπτικό τρόπο στα δημοτικά τραγούδια της εποχής. Στα Carmina Burana περιλαμβάνεται ένα τραγούδι που αναφέρεται στους επισκόπους:
«Επίσκοποι σε οίστρο Episcopi cornuti
ζητούντες την συνάφεια. conticuere muti
Έτοιμοι για λεηλασία ad predam sunt parati
στεφανωμένοι την προστυχιά. et intecenter coronati;
Αντί ράβδου φέρουν ακόντιο, pro virga ferunt lanceam
αντί τιάρας το κράνος pro infula galeam
Αντί στολής τον θώρακα clipeum pro stola
- του θανάτου θα γίνει ανάχωμα - - hec mortis erit mola -
δέρμα αντί για άμφιο loricam pro alba
-και μάλιστα σπανό - - hec occasion calva - ,
την διαφθορά αντί της ταπείνωσης, pellem pro humerali
αντί τελετής την εξουσία. pro ritu seculari[63].»
Στο συγκεκριμένο τραγούδι περιγράφεται η παρακμή της κοινωνίας με τα μελανότερα χρώματα. Η κατάσταση δείχνει ζοφερή και η μιζέρια του κόσμου αθεράπευτη. Η ανηθικότητα των επισκόπων υπήρξε συνηθισμένη θεματολογία στα πλαίσια της γολιαρδικής ποίησης, ιδιαίτερα αγαπητής στους φοιτητές. Η παρακμή διακωμωδείται με σκαμπρόζικο ύφος. Ήταν φυσικό στους κύκλους των φοιτητών να συζητιέται και να τραγουδιέται η παράνοια της παπικής αυλής. Από τον ΙΓ’ αιώνα το μορφωτικό επίπεδο ανεβαίνει. Οι μορφωμένοι έχουν την δυνατότητα να μελετούν την Βίβλο και να δυσπιστούν στην εξέλιξη των δογμάτων, όπως επιχειρείται από τους σχολαστικούς. Η προσπάθεια του πάπα να ελέγξει την λειτουργία των πανεπιστημίων έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα και οδήγησε στην καθιέρωση του πανεπιστημιακού ασύλου. Παράλληλα, μια απλή εξέταση της ζωής των εκκλησιαστικών ανδρών δείχνει ότι αυτή δεν αντέχει στην σύγκριση με την ζωή του Χριστού και των αποστόλων, και η ζωή της παπικής εκκλησίας με την ζωή της αρχαίας εκκλησίας. Έτσι, γεννάται το αίτημα της «μίμησης του Χριστού», το οποίο όμως κακοποιείται από τους αιρεσιάρχες, οι οποίοι νομίζουν ότι «μίμηση Χριστού» σημαίνει επαιτεία, αφήνοντας να εννοηθεί ότι οι απόστολοι ήταν ζητιάνοι. Εντός της παπικής εκκλησίας δημιουργείται εξαιτίας του ίδιου γεγονότος η «διανοητική» ή «ακαδημαϊκή» αίρεση. Οι μορφωμένοι άνδρες αναγνωρίζουν μεν ότι η παπική εκκλησία σφάλλει, αλλά προσπαθούν να θεολογήσουν χωρίς τις απαραίτητες προϋποθέσεις, οπότε προσπαθώντας να ξεφύγουν από την μια αίρεση πέφτουν σε άλλη.
Ο Walther von der Vogelweide (1170-1230), από τους σημαντικότερους λυρικούς του Μεσαίωνα αποδίδει με την πένα του μια παρόμοια κατάσταση:
«Ο έδρα του αγ. Πέτρου είναι κατειλημμένος σήμερα, όπως
ήταν κάποτε από την γητεία του Γερβέρτου˙
διότι εκείνος συνυπέγραψε μόνος την καταδίκη του στην κόλαση,
ενώ αυτός παίρνει μαζί του την Χριστιανοσύνη.
Γιατί αργούν οι τιμωρίες του Ουρανού;
Έως τίνος κατάκεισαι (Παρ. 6.9), Κύριε;
Το έργο σου εμποδίζεται και ο λόγος σου διαψεύδεται,
Ο θησαυροφύλακάς σου κλέβει τον πλούτο που συγκέντρωσες.
Οι λειτουργοί σου κλέβουν εδώ και σκοτώνουν εκεί,
και πάνω από το πρόβατό σου ο λύκος έχει το ρόλο του ποιμένα[64].»
Κλείνοντας να παραθέσουμε την άποψη που σχημάτισε ο ιεροεξεταστής[65], ύστερα από πλήθος ανακρίσεων, για τις αιτίες που οδήγησαν τον κόσμο στην αίρεση. Αναφέρει λοιπόν ως τέτοιες, την άσωτη ζωή του κλήρου[66], την άγνοια που τους οδηγεί στην διδασκαλία εσφαλμένων δογμάτων[67], την ασέβειά τους προς τα μυστήρια[68], και το μίσος του κόσμου προς τέτοιου είδους ποιμένες[69].
Η ένταση στα όρια της παπικής εκκλησίας αυξάνονταν συν τω χρόνω. Τα μέτρα που αναγκάστηκαν να λάβουν κάποια στιγμή οι πάπες, δείχνουν με την σπασμωδικότητά και το προσωρινό του χαρακτήρα τους τον πανικό της εκκλησίας στο μεγάλο κύμα φυγής. Για παράδειγμα, η δημιουργία των επαιτικών ταγμάτων, όπως οι Φραγκισκανοί, στο τέλος της υπό εξέταση περιόδου, δείχνει, διά της αποδοχής των αιρετικών πρακτικών και κυρίως των μανιχαϊκών, όπως η επαιτεία, την διάθεση του πάπα να υποχωρήσει και να δεχθεί θεολογικά σφάλματα, αρκεί η οργανωτική δομή να παραμείνει στην δικαιοδοσία της Ρώμης. Μια απλή σύγκριση του Φραγκίσκου της Ασίζης με τον Βάλδο πείθει. Αργότερα, βέβαια, τα επαιτικά τάγματα έχασαν τον αρχικό σκοπό τους και προσαρμόστηκαν στις εκκλησιαστικές πρακτικές και εντολές της Ρώμης. Απέκτησαν πιο κοσμικό χαρακτήρα και σταμάτησαν να πείθουν. Η ροή του κόσμου προς τις αιρέσεις συνεχίστηκε, με αποτέλεσμα την λήψη πιο δραστικών μέτρων, όπως η δημιουργία της Ιεράς Εξέτασης και η μαζική φυσική εξόντωση των αιρετικών, με τις ευλογίες της Ρώμης.
[1] Βλ. σχετ. Βασίλειου Ψευτογκά, Νικηφόρου Ιταλού, Περί της Αγίας Τριάδος και Οικονομίας του Θεού Λόγου (Εισαγωγή-Κείμενο-Σχόλια, εν Επιστημονική Επετηρίδα της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης 23 (1978), σ. 207 κ.ε.
[2] Γρηγορίου Παλαμά, Α’ Προς Βαρλαάμ, Περί δύο αρχών ή κατά ελληνικής παιδείας, Εισαγωγή-Μετάφραση-Σχόλια Π. Χρήστου, ΕΠΕ, τ.1 σελ. 443.
[3] Henry Charles Lea, History of the Inquisition, vol. 1 pp. 60-61, vol.3 p.550.
[4] Λατινικό κείμενο ed. Erich Caspar, Das Register Gregors VII, στη σειρά MGH, Epistolae Selectae, Band 1 s. 201-8.
I. Quod Romana ecclesia a solo Domino sit fundata.
II. Quod solus Romanus pontifex iure dicatur universalis.
III. Quod ille solus posit deponere episcopos vel reconciliare.
IV. Quod legatus eius omnibus episcopis presit in concilio etiam inferioris gradus et adversus eos sententiam depositionis posit dare.
V. Quod absentes papa posit deponere.
VI. Quod cum excommunicatis ab illo inter cętera nec in eadem domo debemus manere.
VII. Quod illi soli licet pro temporis necessitate novas leges condere, novas plebes congregare, de canonica abbatiam facere et e contra, divitem episcopatum divider et inopes unire.
VIII. Quod solus posit uti imperialibus insigniis.
IX. Quod solius papę pedes omnes principles deosculentur.
X. Quod illius solius nomen in ecclesiis recitetur.
XI. Quod hoc unicum est nomen in mundo.
XII. Quod illi liceat imperatores deponere.
XIII. Quod illi liceat de sede ad sedem necessitate cogente episcopos transmutare.
XIV. Quod de omni ecclesia quonque voluerit clericum valeat ordinare.
XV. Quod ab illo ordinates alii ecclesię preesse potest, sed non militare; et quod ab aliquot episcopo non debet superiorem gradum accipere.
XVI. Quod nulla synodus absque precepto eius debet generalis vocari.
XVII. Quod nullum capitulum nullusque liber canonicus habeatur absque illus auctoritate.
XVIII. Quod sentential illius a nullo debeat retractari et ipse omnium solus retractare posit.
XIX. Quod a nemine ipse iudicari debeat.
XX. Quod nullus audeat condemnare apostolicam sedem apellantem.
XXI. Quod maiores causę cuiuscunque ecclesię ad eam referri debeant.
XXII Quod Romana ecclesia nunquam erravit nec imperpetuum scriptura testante errabit.
XXIII. Quod Romanus pontifex, si canonicę fuerit ordinates, meritis beati Petri indubitanter efficitur sanctus testante sancto Ennodio Papiensi episcopo ei multis sanctis patribus faventibus, sicut in decretis beati Symachi pape continetur.
XXIV. Quod illius precepto et licentia subiectis liceat accusare.
XXV. Quod absque synodali convent posit episcopow deponere et reconciliare.
XXVI. Quod catholicus non habeatur, qui non concordat Romanę ecclesię.
XXVII. Quod a fidelitate inquorum subiectos potest absolvere.
Αγγλική μετάφραση Ernst Henderson, Select Historical Documents of the Middle Ages, London 1903, pp. 366-7.
[5] Ad Anastasium imperatorem II, PL 56.633. Αγγλική μετάφραση J. Robinson, Readings in European History, London-Boston-New York 1904, vol. 1 p. 72.
[6] Herbert Edward John Crowdey, Pope Gregory VII, 1073-1085, p.609.
[7] Erich Caspar, Das Register Gregors VII, B.1 s. 264-5.
[8] David Nicolas, Η εξέλιξη του Μεσαιωνικού Κόσμου, 312-1500, ΜΙΕΤ 2007 (δ’ ανατύπ.) σελ. 276.
[9] Concilium Rotomagense anno 1049. c.2: “Ut illa perniciola consuctudo et inexplebilis avaritiae corruptela funditus eradicetur, qua multos perniciosa munera undemque collegiste audivimus, quibus principem regni et familiars ejus corrumpete valeant, ut ad episcopates honorem valeant pervenire. Quod nulla quidem humilitate, sed ambitiosa domination fiery non dubium est. Unde hanc pestem a finibus ecclesiae repellendam judicamus: ne gratiam sancti Spiritus, villis mercaturae compediis appretiabilem facere videamur” Mansi 19.752B.
[10] Εδουάρδος ο Ομολογητής, τελευταίος του Οίκου του Εσσεξ πριν την νορμανδική κατάκτηση, 1042-1066.
[11] Guibert de Nogent, De Vita sua III.2. Αγγλική μετάφραση Swinton Bland, The Autobiography of Guibert abbot of Nogent-Sous-Coucy, London-New York 1925, p.131.
[12] Petrus Cantor, Verbum Abbreviatum XXXVI, PL 205.122.
[13] Henry Charles Lea, History of the Inquisition, vol. 1 pp. 9-10.
[14] Bernard, Epistola CCLXXVI, Ad eudem, post obitum episcope antissiodorensis. De irreligioso episcope Antissiodorensis testament, non sine fraude Stephani diaconi facto, monet Pontificem: illudque scandali causa irritari debere. PL 182.481.
[15] Caesarius Heisterbacensis, Dialogus Miraculorum III.40:
«Juxta Susaciam, quae est civitas Diocesis Coloniensis, sacerdos quidam parochiam regit, Hegennairdus nomine, satis quidem in literature exercitatus, sed modicum timoratus. Ad hunc quidam ex parochianis suis venit tempore Quadragesimae, inter cetera confitens quod per illos sacros dies frena laxasset incontinentiae. Quem cum dure satis corripuisset sacerdos, dicens, sacrum illud tempus deputatum esse orationibus, ieiuniis, continentiae ceterisque operibus misericordiae, adiecit: Iniungo tibi pro satisfaction huius peccati, ut des mihi decem et octo denarius ad totidem missas decantandas ad diluendum culpam incontinentiae tuae. Ille vero dare spopondit. Quo recedente, et alio ad confessionem accedente, dum eum de statu suo interrogasset, et quia per totam Quadragesimam continens esset intellexisset, ait: Valde male fecisti, tempore tanto ab uxore tua te cohibendo. Prolem illa poterat de te concepisse, quam per tuam continentiam exclusisti. Territus homo, sicut mos est simplicibus, cum ab eo consilium quaereret pro tali delicto, respondit confessor: Tu mihi dabis decem et octo denarius, et ego totidem missis Deum pro te placebo. Et ipse promisit, quod certo tempore daret ei pecuniam. Post paucos dies nutu Dei contigit, ut illi duo hominess simul cum saccis singulis pergerent ad forum, et saccus equi unius ob dispendium viae caderet in lutum. Accurente alter out socium iuvaret, iratus ille clamavit: Diabolus remuneret nostrum sacerdotem, quia propter ipsum hunc tolero laborem. Sciscitante illo causam, rspondit: Egoei confessus sum meam incontinentiam, et ipse mihi huiusmodi iniunxit poenitentiam, unde nunc ante tempus compellor annonam meam vendere, et pecuniam postulatam deferre. Ad quod alter respondit: Quid est quod audio? Ego illi contrarium sum confessus, et tamen similli poena mulcatus. Scias me ob eandem necessitate modo ad forum venire. Certe male sacerdotati sumus. Intrantesque civitatem, accusaverunt illum apud Decanum et canonicos sancti Patrocli, magnam ei facientes confusionem. Ecce si aliquid timoris Dei esset in hoc sacerdote, nequaquam avaritatae suae consulens tam horrenda praesumsisset, maxime in confessione.»
Λατινικό κείμενο ed. Josephus Strange, Bonnae-Coloniae-Bruxellis 1851, vol. 1 pp. 160-1.
Αγγλική μετάφραση H. von E. Scott & Swinton Bland, London 1929, pp. 179-180.
[16] Petrus Cantor, Verbum Abbreviatum XXVII, PL 205.100D-101A.
[17] Liber Extravagantium decretalium III titulus XVI capital VII: “Ad haec praesentibus literis tibi innotescat, quod clerici de mobilibus, quae per ecclesiam sunt adepti, de iure testari non possunt; viventes tamen et sui compotes moderate valent aliqua de bonis ipsis non ratione testament, sed eleemosynae intuit erogare in aegritudine etiam constitute”, ed. Emil Friedberg, Corpus Juri Canonici vol. 2 Leipzig 1881 (ανατυπ. Akademische Druck- u. Verlagsanstalt 1959), 540.
[18] Mansi 10.628.
[19] PL 97.205.
[20] William Stubbs, Select Charters of English Constitutional Hisory, Clarendon Press, Oxford 1913, p. 189.
[21] -Liber Extravagantium decretalium III titulus XΧΧ capital V, ο. π. 557-8.
- Concilium domini Walteri Rotomagensis Archiepiscopi (1189) c.XXIII, Mansi 22.585.
- Concilium Wigorniensis (1240) c.XLV, Mansi 23.540
- Concilium Mertonense (1300), Mansi 25.6.
- Concilium apud Pennam Fidelem (1302) c. 7: “excommunicationis vinculo innodentur, et nisi satisfecerint,
ecclesiastica sepulture careant,et si excommunicati non fuerint nominatim”, Mansi 25.100, δηλαδή δεν
επιτρέπονταν να ταφούν σε εκκλησία.
[22] Erich Caspar, Das Register Gregors VII, Epistola 6,34 Ad Gebuino Lugdunensi Archiepiscopo, B. 1 S. 448-9. Gregorii I, Homilia in evangelium I.4.4, PL 76.1092.
[23] Epist. 54 (1084) s. 132.
[24] Erich Caspar, Das Register Gregors VII, Epistola Ι.15, Ad Petri Damiani : “Nam sicut scitis Gotefredus vivente Guidone dicto arciepiscopo Mediolanensi eandem ecclesiam, …, nunc quasi vilem ancillam presumpsit emere, sponsam videlicet Christi diabolo prostituere et a catholica fide temptans eam separare nisus est symoniacae heresies scelere maculare”. B.1 S.24.
[25] Erich Caspar, Das Register Gregors VII, Epistola Ι.75 Ad duci Beatrici et eius filiae Mathildi, B.1 S.109.
[26] Erich Caspar, Das Register Gregors VII, Epistola Ι.80, Ad Annitiensi clero et Populo, B.1 S.114.
[27] Scivias III.10.16: “Raptores etiam ecclesiarum sunt, et per avaritiam quaecunque possunt deglutiunt, atque cum officiis suis nos paupers et egenos facunt, ac se ipsos et nos contaminant” PL 197.1018.
[28] Arnulfus Mediolanensis, Liber Gestorum Recentium III.9: «A quibus, si salute a salvatore speratis, deinceps omnino cavete, nulla eorum venerantes official, quorum sacrificial idem est, ac si canina sint stercora eorumque Basylice iumentorum presepia», ed. Claudia Zey, MGH rerum Germanicarum 67, S.177. Παρομοιάζει τα μυστήρια των σιμωνιακών με τα κόπρανα του σκύλου.
- Concilium Gerundensis (1078) c. 11, Mansi 20.518-9: «Item statuerunt, ut si quae Ecclesiae per pecuniam essent consecratae, vel a simoniaco, a legitimo canonice consecrentur episcopo. Si qui etiam clerici pecuniam praebendo, vel a simoniaco sunt ordinate, eodem modo a catholico ordinentur episcopo. Non enim in his sit reiterario, sed ipsa consecration; quoniam nihil praecesserat, quod ratum haberi queat». Όσοι κληρικοί χειροτονήθηκαν από σιμωνιακό επίσκοπο έπρεπε να ξαναχειροτονηθούν από καθολικό.
[29] Bernoldi, Chronicon a.1073: “Cuius prudential, non solum in Italia set etiam in Teutonicis partibus, refrenata est sacerdotum incontinentia. Scilicet quod praedecessor eius in Italia prohibuit, hoc ipse in tota catholica aeclesia prohibere studuit”, MGH SS 5 s.430.
[30] Οι 17 σωζόμενες πραγματείες του είναι απολογητικά έργα υπέρ της παπικής πολιτικής. Τα De prohibendae sacerdotum incontinentiae και De damnation schismaticorum στρέφονται κατά του έγγαμου κλήρου και δικαιώνουν την συνοδική καταδίκη του, αντίστοιχα.
[31] Ottoni episcopi Frisingensis, Chronica Liber VI cap. XXXIV: “Denique non solum regem pro eiusmodi ad synodalis response crebro vocavit, sed et datis decretis clericorum a subdiaconatum et supra conubia in toto orbe Romano cohibuit…”, MGH rerum Germanicarum in usum scholarum 45 s. 303. Αγγλική μετάφραση Charles Mearow, The Two Cities, New York 2002.
[32] Gotifredi Viterbiensis, Pantheon XXXIX: “ Ipse itaque Gregorius papa ad simoniam extirpandam et clericum incontinentiam reprimendam intendens, imperatorem ipsum ad sinodalia pro huiusmodi frequenter vocavit” MGH SS 22 s.250.
[33] Erich Caspar, Das Register Gregors VII, Epistola I.30, Ad Geboardo Salzburgensi episcopo, B.1 S.50.
[34] Concilium Romanorum (1074) c. V, Mansi 20.408.
[35] Chronicon Turonense : «Novo exemplo et inconsiderate prejudicio, necnon et contra sanctorum partum sententiam, qui scripserunt quod sacramentum altaris, baprismus, et crisma, nec bonorum dispensatorum meritis amplisicantur, nec malorum peccatis attenuantur; ex qua re tam grave scandalum in ecclesia oritur, quod antea sancta ecclesia nullius haeresis schismatic tam graviter est attrita», ed. E. Martene-U. Durand, Veterum Scriptorum Monumentorum Amplissima Collectio V ( Paris 1729) 1007.
[36] E. Martene-U. Durand, Thesaurus Novus Anecdotorum, Paris 1717, I col.218. Ο Θεοδώριχος αναγκάστηκε να στραφεί εναντίον του πάπα Γρηγόριου. Epistola ad Goldastus, E. Martene-U. Durand, Thesaurus I col. 236.
[37] Epistola cujusdam adversus laicorum in presbyteros conjugates calumniam, E. Martene-U. Durand Thesaurus I col.230-1.
[38] Pauli, Vita Gregorii VII c. 96, ed. J. M. Watterich, Pontificum Romanorum Vitae, Leipzig 1862-2, B.1 S.530-1.
[39] c.3: «Presbyteris, diaconibus, vel subdiaconibus, concubinarum et uxorum contubernia penitus interdicimus, et aliarum mulierum cohabitationem, praeter quas synodus Nicaena per solas necessitudinum causas habitare permisit, videlicet mattrem, sororem, amitam, vel materteram, aut alias hujusmundi, de quibus nulla valeat juste suspicio oriri», Mansi 21.282.
c.21: «Presbyteris, diaconibus, subdiaconibus et monachis, concubinas habere, seu mattrimonia contrahere, penitus interdicimus; contrecta quonque mattimonia ab hujusmodi personis disjungi, et personas ad poenitentiam debere redigi, juxte sacrorum canonum dissinitionem, judicamus”, Mansi 21.286.
[40] c.VI: «Decernimus etiam ut ii, qui in ordine subdiaconus, et supra, uxores duxerint, aut concubinas habuerint, officio atque ecclesiastico beneficio careant. Cum enim ipsi templum Dei, vasa Domini, sacrarium Spiritus sancti debeant esse et dici: indignum est cos cubulibus et immunditiis deservire», Mansi 21.527.
cVII: «Ad haec praedecesiorum nostrorum Gregorii VII, Urbani et Paschalis Romanorum Pontificum vestigiis inhaerentes, praecipimus ut nulus Missas eorum audiat quos uxores vel concubinas habere cognoverit. Ut autem lex continentiae, et Deo placens munditia in ecclesiasticis personis et sacris ordinibus dilatetur statuimus quatenus episcope, presbyteri, diaconi subdiaconi, regulars canonici, et monachi atque converse professi, qui sanctum transgredientes propositum, uxores sibi copulare praesumeserint, separentur. Hujusmodi namque copulationem, quam contra ecclesiasticam regulam constat esse contractam, matrimonium non esse censemus. Qui etiam abinvicem separate pro tantis excessibus condignam poenitentiam agant», Mansi 21.527-8.
[41] Bernardi abbatis Clarae-Vallensis, Sermones in Cantica Canticorum LXVI.3: “Tolle de Ecclesia honorabile connubium et torum immaculatum (Hebr. XIII, 4); nonne reples cam concubinariis, incestuosis, seminifluis, mollibus, masculorum concubitoribus, et omni denique genere immundorum?” PL.183.1095A-B.
[42] Concilium Parisiense (1212) c.IV: “Inhibemus etiam districtius, ne clerici in sacris ordinibus constituri, etiami beneficiate non fuerint, in propiis domibus, vel in alienis, publice socarias habeant, unde scandalum oriatur” Mansi 22.820.
[43] Ex Chronica Augustensi Antiqua Excerptum: “Malitiam namque dierum labentium, quae cum tempore corrupit et mores, dante quam plurimis ex impuniate audacia simper in deteriora proclinem infrenis licentia libertatem, nonnulli clerici praecipiti lubricate voluptatis arbitio laxas comittentes habenas, post carnis suae concupiscentias abierunt et relegate poene penitus a conversatione vita sua clericalis mundicie, honestate, tenent etiam in conspectus populi concubinas, cum quibus impudice frontis irreverentiam iindvens foedas manus et foeditas, quas fordidis libidinosae coinquinationis foetibus immiserunt, non erubescunt in suum periculum et ruinam populi sacris ministeriis immisceri, a quibus ob publici concubinatus insaniam que nulla tergiversatine sceleris, vel secundum scita canonum, tam quoad se quam ad alios sunt suspendi, et ne quis talium Massam audire praesumat, arctius in eorum contemptum Canonicae actoritatis constitution interdicit. Per tales maxime nomen Dei Domini blasphematur in terries; per tales derogatur Sacramentis fidei orthodoxae cum vasa Domini pollutis eorum minibus prophantur; per tales ergo perdit religionem cathol. devotion reverentiae Christianae; per tales decipitur populous in divinis, et Ecclesiastica substantia dissipater. Hinc detrabitur verbo Dei, dum immundis labiis talium nunciatur; hinc haeretici mussitant et insultant; hinc Tyranni faciunt; hinc perfidy persequuntur; hinc grassantur audacious in Christi Patrimonio sacrilege exactores, a quibus, prob pudor, ob huiusmodi carnes putridas, quas disciplinalis mucro non resecat, sicut decet sincerum CAtholicae matris corpus in ostentum ducitur et contemptum”, ed. M. Freher, Rerum Germanicarum Scriptores (1717) T.1 546-7.
[44] Guillaume de Nagis, Chronicon 1299: “Ferricus Aurelianensis episcopus a quodam milite, cujus filiam virginem corruperat, ut dicitur, occisus est”, ed. H. Geraud, Paris 1843, t.1 p.309.
[45] H. C. Lea, History of sacerdotal crlibacy, London 1907, vol. 1 p. 416.
[46] Cornelii Zantfliet, Chronicon a.1272: “Hic Gregorius execrates mores et conversationem domini Henrici Leodiensis episcope, mellifluam ad eum direxit epistolam fatis prolixam, in quia ipsum acerbe reprehendit de gravibus excessibus, praesertim de deflorationibus virginum, stupris matronarum et incestibus monialium, exactionibus subditorum, spoliis ecclesiarum, locupleratione suorum filiorum naturalium, de simonia et aliis plurimis, quae sic incipit: Debet unusquique, cui dominicus grex committitur et cura imminent animarum, super gregem ipsum vigilias adversus neqitas spirituals observare; quam ob sui prolixitarem hin inserere ex proposito dimisi”, ed. E. Martene-U. Durand, Veterum Scriptorum Amplissima Collectio, Paris 1729, t.V col.113C.
[47] Epistola Gregorii Papae X ad Henricum Leodiensem Episcopum, ed. Jean Hardouin, Acta Conciliorum et Epistolae Decretales, Paris 1714 ,t.VII cols. 665-670.
[48] Henri Estienne, L’ Introduction au traite de la conformite des Merveilles anciennes avec les moderns ou, Traite Preparatif a l’ Apologie pour Herodote, Paris 1607, 13.
[49] Matthaei Parisiensis, Chronica Majora a.1251: “Amici, magnam fecimus, postquam in hanc urbem venimus, utilitatem et elemosinam. Quando enim primo huc venimus, tria vel quator prostibula invenimus; sed nunc recentes solum relinquimus. Verum ipsum durat continuatum ab Orientali porta civitatis usque ad Occidentalem”, ed. H. R. Luard, The Chronicles and memorials of Great Britain and Ireland during the middle ages, London 1880, vol. V p. 237.
[50] Erich Caspar, Das Register Gregors VII, Epistola VIII.21 Ad Herimanno Metensi episcopo: “Haec itaque divinae voluntatis institutionem, hoc firmamentum dispensationis ecclesiae, hoc privilegium beato Petro apostolorum principi caelest decreto principaliter traditum atque firmatum sancti patres cum magna veneration suscipientes atque servants sanctam Romanam ecclesiam tam in generalibus conciliis quam etiam in ceteris scriptis et gestis suis universalem matrem appellaverunt”, B.2 S.548-9.
[51] Erich Caspar, Das Register Gregors VII, Epistola ΙΙ.66, Ad Burchardo Halvestetensi episcopo, B.1 S.221-2.
[52] Herbert Edward John Crowdey, Pope Gregory VII, 1073-1085, p.516.
[53] Λουκ. 22.32.
[54] Erich Caspar, Das Register Gregors VII, Epistola ΙΙ.31, Ad Heinrico glorioso regi, B.1. S. 167.5-15, Epistola III.18, Ad Symeoni Hyspanorum episcopo, B.1 S. 284.2-11, Epistola VIII.1, Ad Gregorio Tsamandos archiepiscopo, B.2 S. 513.7-14.
[55] Concilium Lemovicense II, Mansi 19.529.
[56] Concilium Avenionense ab Hugone Regiensi Archiepiscopo, c.1: Quia igitur propter ormidandam et puniendam negligentiam praelatorum, qui existents mercenarii potius quam pastores, se murum pro domo Israel non opponent, nec populis suae gubernationi commissis evagelizant evagelicam disciplinam, in his partibus diversae ac damnatissimae haereses pollularunt: praesentis comprobatione concilii duximus statuendum, ut in sua diocese quilibet episcopus frequentius et diligentius solito fidem praedicet orthodoxam; et cum expedierit, per alias honestas et discretas personas faciat praedicari”, Mansi 22.785.
[57] Xavier Millot, Histoire Littéraire des Troubadours, Paris 1802, t.II p.61.
[58] Concilium Romanense (1059) c.III: “Ut nullus missam adiat presbyteri, quem scit concubiam indubintarem habere, aut subintroductam mulierem”, Mansi 19.897D.
[59] Decretum I xxxii c.15 & Decretum I lxxxi.
[60] Liber Extravagantium decretalium III titulus ΙΙ capital Χ: “Clericus concubinarius in officiis vitandus non est, nisi sit notorious. – Quaesitum est de clericis in fornicationem prolepsis, si eorum sit officium, priusquam poenituerint, audiendum. Verum etsi quemlibet pro mortali peccato quoad se ipsum constet esse suspensum, non debet tamen in oficiis evitari, quia, quantum ad alios, etiam in casu proposito suspensus non est, nisi peccatum huiusmodi sit notorium per sententiam seu per confessionem factam in iure, aut per evidentiam rei, quae tergiversatione aliqua celari non possit”, ed. Emil Friedberg, Corpus Juri Canonici vol. 2 Leipzig 1881 (ανατυπ. Akademische Druck- u. Verlagsanstalt 1959), 457.
[61] Petrus Cantor, Verbum Abbreviatum LIV: “Galfridus Peronensis prior Clarevalensis, electus in Tornacensem episcopum, cum a papa Eugenio, et abate suo sancto cogeretur onus episcopates subire, prostates iiin modum crucis ad pedes abbatis, et clericorum eum eligentium, ait: Monachus fugitives, si me ejicitis, esse potero, episcopus vero nunquam ero. Cui laboranti in extremis assidens qidam monachus, ejus amicissimus, factus custos aegrotanti, ait: Chare mi frater, quia nunc corpora separabirum, oro te ut in pace et salva voluntate Dei, si esse poterit, statum tuum post mortem mih reveles. Cui oranti post mortem ejus in oraculo secreto coram altari, apparuit ei in vision anima Galfridi dicens: Ecce, inquit, adsum Galfridus frater tuus. Cui ille: Mi chare, quomodo est tibi? Qui ait: Bene. Sed revelatum est mih a sancta Trinitate, quod si promotes fuissem in episcopum, procol dubio fuissem de numero reproborum” PL 205.168.
Petrus Blesensis, Epistola CCXL, PL 207.546.
[62] Caesarius Heisterbacensis, Dialogus Miraculorum II.27: “Clericus quidam Parisiis ante paucos annos verbum terrible contra Episcopos locutus est, dicens: Omnia credere possum, sed non possum credere, quod unquam aliquis Episcopus Alemanniae posit salvari. NOVICIUS: Quare magis iudicavit Episcopos Alemanniae, quam Episcopos Gallisae, Angliae, Lombardiae vel Tusciae? MONACHUS: Quia pene omnes Episcopi Alemaniae utrumque habent gladium, spiritualem videlicet et materialem; et quia de sanguine iudicat et bella exercent, magis eos sollicitos esse oportet de stipendiis militum, quam de salute animarum sibi commissarum. Invenimus tamen ex Episcopis Coloniensibus, qui Pontifices simul fuerunt et Duces, aliquos fuisse sanctos, beatum videlicet Brunonem, sanctum Heribertum et sanctum Annonem. Occasione verbi iam dicti clerici, recordor et alterius cuiusdam verbi adhuc terribilius a quodam defunct contra Episcopos prolati”.
Λατινικό κείμενο ed. Josephus Strange, Bonnae-Coloniae-Bruxellis 1851, vol. 1 pp. 99.
Αγγλική μετάφραση H. von E. Scott & Swinton Bland, London 1929, pp. 110-1.
[63] J. A. Smeller, Carmina Burana, Lateinischer und Deutsche Lieder und Gedichte, Breslau 1883, S.15.
[64] Walthers von der Vogelwide, Sämmtliche Gedichte, ed. Karl Gustav Pannier, Berlin 1876, s.118.
[65] Πρόκειται για Γερμανό ιεροεξεταστή, γνωστό ως «ιεροεξεταστή του Passau. Πρόσθεσε υλικό στο έργο του Rainerius Sacconi, που αφορά τους Βάλδιους, γι’ αυτό και το συμπλήρωμα καλείται Contra Waldenses.
[66] Reineri (pseudo-) Ordinis Praedicatorum, Contra Wldenses Haereticos c. III: “Quarta causa haeresum est scandalum de malo exemplo quorundam. Unde, cum quodam vident male vivere, dicunt: Sic Apostoli non vixerunt, nec nos, qui summimitatores Apostolorum”. ed. Maxima Bibliotheca Veterum Patrum XXV (Lugdunum 1677), 263.
[67] “Quinta causa est insufficentia doctrinae quorundam, qui praedicant quandoque frivola, quandoque falsa. Unde quidquid Ecclesiae Doctor docet, quod per textum novi Testamenti non probat, hoc totum pro fabulis habent contra Ecclesiam” ο.π.
[68] “Sexta causa est irreverentia, quam quidam ministry Ecclesiaee perhibent Sacramentorum” o.p.
[69] “Septima causa est odium, quod habent contra Ecclesiam”, ο.π.
6.1.1. Εισαγωγή
Μέχρι πριν λίγες δεκαετίες η δυτική ιστοριογραφία, επηρεασμένη από την ρωμαιοκαθολική προπαγάνδα, θεωρούσε τον πρώιμο Μεσαίωνα, ως την περίοδο της παπικής ουτοπίας. Οι πάπες είχαν καταφέρει να ιδρύσουν το παπικό κράτος, είχαν εξαλείψει τις αιρέσεις, είχαν εκχριστιανίσει τους βάρβαρους. Εν ολίγοις είχαν επιφέρει στην δυτική Ευρώπη ομοιομορφία στην πίστη με προεξάρχοντα και αδιαμφισβήτητο «εκπρόσωπο του Θεού» τον πάπα, και μόνη παραφωνία τους Γραικούς και τις κακοδοξίες τους. Η προπαγάνδα αυτή ούτε καν πλησίαζε την πραγματικότητα.
Για το θέμα της ίδρυσης του παπικού κράτους κατά την περίοδο αυτή και την αναίρεση της ρωμαιοκαθολικής άποψης επί του θέματος, παραπέμπουμε τον αναγνώστη στο έργο «Οι Φράγκοι ως παράγοντας εξέλιξης της δυτικής Ευρώπης». Το παρόν κεφάλαιο θ’ ασχοληθεί με την αναίρεση της θέσης των Παπικών ότι τον Μεσαίωνα εξαλείφθηκαν οι αιρέσεις στη Δύση και συγκεκριμένα θα επιχειρηθεί να φανεί μέσα από την παρούσα ενότητα ότι τον ΙΑ’ αιώνα, δεν συμβαίνει επανεμφάνιση ή αναγέννηση των αιρέσεων, αλλά τα αιρετικά κινήματα, τα οποία δεν σταμάτησαν την δράση τους κατά την διάρκεια της περιόδου, εισέρχονται σε μία νέα εποχή, η οποία εξαρτήθηκε από τις εξελίξεις μέσα στην ίδια Παπική Εκκλησία.
Ήδη από τα μέσα του ΙΘ’ αι. η σχολή του ιστορικού υλισμού ασχολήθηκε με την μελέτη των λαϊκών αιρετικών κινημάτων του Μεσαίωνα, θέλοντας να βρει σ’ αυτά ιστορικά παραδείγματα, που θα δικαίωναν την θεωρία περί πάλης των τάξεων. Η Φεουδαρχική Δύση παρείχε πρόσφορο έδαφος για την καλλιέργεια παρόμοιων απόψεων στους ιστορικούς. Η εργασία, λοιπόν, αυτής της σχολής παρέσυρε αναγκαστικά και τους υπόλοιπους ιστορικούς στην έρευνα του αντικειμένου, προς αντιμετώπιση των συμπερασμάτων της και εύρεση της κατάλληλης ερμηνείας των πηγών. Τα κινήματα αυτά ονομάστηκαν λαϊκά αιρετικά και εκλαμβάνονται ως τμήματα της μεσαιωνικής δυτικής κοινωνίας. Όπως όμως θα φανεί μέσα από την περιγραφή των πηγών, επρόκειτο για underground κινήματα, με όλα τα χαρακτηριστικά των γνωστικών σεκτών, των οποίων υπήρξαν συνεχιστές.
Οι Προτεστάντες ιστορικοί, με πρωτοπόρο τον Henry Charles Lea, ανακάλυψαν με έκπληξη ότι μπορούσαν να δώσουν ιστορικό βάθος στην αρνητική στάση τους έναντι του Παπισμού, και να βρουν, αν όχι τους ιδεολογικούς προγόνους τους – η ανυποληψία μερικών από τις αιρέσεις αυτές και η δυαρχία άλλων είναι τα μόνα απαγορευτικά γι’ αυτή την κατηγορία των αιρετικών – πάντως τους άμεσους εμπνευστές αλλά και τα θύματα της Ιεράς Εξέτασης, των οποίων την υπεράσπιση και δικαίωση έχουν μονοπωλήσει.
Από την έρευνα και αυτού του ιστορικού θέματος δεν μπορεί να λείπει η πολιτική σκοπιμότητα. Έτσι, δεν είναι τυχαίο ότι σε ορισμένους κύκλους σήμερα, η αναβίωση της μελέτης των γνωστικών αιρετικών κινημάτων και της άμεσης συνέχειάς τους, της αίρεσης των Καθαρών, έχει συνδεθεί και συνοδεύει την ανανέωση του ενδιαφέροντος για τον πολιτισμό και την κουλτούρα της περιοχής της Languedoc.
6.1.2 Προϋποθέσεις κατανόησης των δυτικών πηγών
Ο κύριος λόγος, ο οποίος υποβοήθησε την επικράτηση της παπικής προπαγάνδας, αφορά τις ελλείψεις που παρουσιάζουν οι δυτικές πηγές της περιόδου. Οι Σκοτεινοί Αιώνες πήραν το όνομά τους δικαιολογημένα. Το χάσμα των πηγών είναι αγεφύρωτο και ναι μεν σε παλαιότερες εποχές και σχολές σκέψης παρείχε την δυνατότητα του στοχασμού, αλλά με βάσει την σύγχρονη αντίληψη και τις σύγχρονες επιστημονικές μεθόδους, απαιτούνται πειστικές απαντήσεις που πρέπει να βγουν μέσα από εξαντλητικές συζητήσεις. Και οι συζητήσεις που αφορούν το θέμα δεν έχουν ακόμη τελειώσει.
Πέραν της έλλειψης των πηγών, προσοχή απαιτείται στον τρόπο της μελέτης των υπαρχόντων και διαθέσιμων πληροφοριών. Η προσοχή δεν αφορά βέβαια τον πολεμικό χαρακτήρα των χρονογραφιών έναντι των αιρέσεων. Αυτός είναι δεδομένος και φυσικός. Αφορά τις αντιλήψεις των χρονογράφων σχετικά με τον τρόπο κατανόησης των αιρέσεων, των γεγονότων και της ιστορίας εν γένει. Πρώτη προϋπόθεση για την κατανόηση των αντιλήψεων των χρονογράφων του Μεσαίωνα, είναι ο ρεαλισμός τους. Οι διανοούμενοι του Μεσαίωνα είναι ρεαλιστές με μια έννοια διάφορη της σημερινής. Πίστευαν ότι για κάθε στοιχείο που συνθέτει την πραγματικότητα υπάρχει και μια αντίστοιχη ιδέα. Η θεωρία αυτή ήταν απόρροια της σημαντικής επίδρασης του πλατωνισμού, ως στοιχείο της κλασσικής παιδείας, του θεμέλιου του δυτικού τρόπου σκέψης.
Τι συνεπάγεται ο ρεαλισμός του Μεσαίωνα; Συνεπάγεται το ότι η πραγματικότητα καθορίζεται από τον αφηρημένο κόσμο του πνεύματος και κατά συνέπεια αυτό που μπορεί να διανοηθεί είναι υπαρκτό. Σε μια μεταγενέστερη εποχή, η παραπάνω αντίληψη πέρασε στην καρτεσιανή λογική και διατυπώθηκε κατά το περίφημο «cogito ergo sum». Με το ίδιο σκεπτικό ο Άνσελμος Καντερβουρίας μπόρεσε να σκαρφιστεί μία απόδειξη περί της ύπαρξης του Θεού, επιχειρηματολογώντας ότι, εφόσον μπορούσε να οριστεί (ο Θεός) ως αυτό του οποίου δεν υπήρχε κάτι μεγαλύτερο, τότε υπάρχει, διότι αν δεν υπήρχε, τότε θα υπήρχε κάτι άλλο, το οποίο θα εκλαμβάνονταν ως το μεγαλύτερο πάντων, οπότε αυτό και θα ήταν Θεός. Σε τελική ανάλυση, αυτό που είπε ο Άνσελμος ήταν ότι είναι αδύνατο να πιστεύει κάποιος στον Θεό χωρίς να πιστεύει στη ύπαρξή του, αλλά τόσο για τον Άνσελμο, όσο και για το μεγαλύτερο ποσοστό των διανοούμενων του Μεσαίωνα, η ύπαρξη της ιδέας συνεπάγονταν και την ύπαρξη της οντότητας.
Στον χώρο της ιστοριογραφίας-χρονογραφίας αυτό σήμαινε ότι μόνο τα γεγονότα, των οποίων διασώζεται η μνήμη διά της καταγραφής, συνέβησαν. Αν κανένας δεν γνώριζε, αν κάποιο γεγονός είχε συμβεί ή όχι, τότε αυτό δεν είχε συμβεί στην πραγματικότητα. Συνεπώς, ο ιστορικός-χρονογράφος του Μεσαίωνα ήταν αυτός που όχι απλώς αποφάσιζε ποια γεγονότα θα διασώσει στην συγγραφή του, αλλά αυτός που καθόριζε την παρελθούσα πραγματικότητα. Φυσικά, η κλασσική παιδεία του Μεσαίωνα περιορίζονταν μόνο στην αποδοχή των αντιλήψεων του Πλάτωνα, και όχι αυτών του Θουκυδίδη. Κατά έναν περίεργο τρόπο, σύγχρονοι ιστορικοί αναθεματίζουν την συγκεκριμένη αντίληψη των μεσαιωνικών προκατόχων τους, διότι θεωρούν ότι στέρησε τις πηγές από την πλήρη καταγραφή των γεγονότων, από την άλλη πάλι συνεχίζουν να θεωρούν ότι γεγονότα που δεν καταγράφηκαν, δεν συνέβησαν, ακόμη και αν επηρέασαν μεταγενέστερες εξελίξεις, ανεξήγητες λόγω της απόρριψης των γεγονότων. Με αυτό τον τρόπο, η μερίδα αυτή των ιστορικών, ουσιαστικά συνεχίζει την μεσαιωνική παράδοση. Και είναι αυτή η συγκεκριμένη αντίληψη, που βοήθησε τα μέγιστα στην διασπορά και επικράτηση της παπικής προπαγάνδας.
Η παραπάνω αντίληψη είχε και μια δεύτερη επίδραση στον τρόπο που αντιμετώπιζε την πραγματικότητα ο μεσαιωνικός ιστορικός-χρονογράφος. Μέσα στα έργα τους η διαχωριστική γραμμή μεταξύ αυτού που είχε συμβεί και μεταξύ αυτού που έπρεπε να έχει συμβεί, είναι αρκετά θολή. Ως συνέπεια τα γεγονότα μπερδεύονται με τον συμβολισμό τους και η πραγματικότητα με την ερμηνεία της. Συνεπώς, δεν περιγράφει την εκκλησιαστική πραγματικότητα όπως είναι, αλλά σε μια εξιδανικευμένη μορφή της. Η απουσία των αιρέσεων από τις πηγές είναι η αναγκαία ερμηνεία για να συμπληρωθεί η παπική ουτοπία.
Μια τρίτη προϋπόθεση για την κατανόηση του τρόπου γραφής της ιστορίας κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα, είναι ο συνυπολογισμός της πατρωνίας. Αν και οι αυλές του Μεσαίωνα δεν φημίζονταν για την αρωγή τους στην λογοτεχνία, ειδικότερα για την ιστοριογραφία ήταν σκανδαλιστικά απλόχερες. Όταν, λοιπόν, ο ιστορικός-χρονογράφος συνέθετε την ιστορία του, είχε κατά νου την αφιέρωση του έργου του σε κάποιον ισχυρό, και υπολόγιζε ότι θα του αποφέρει ανάλογα κέρδη. Έτσι, σημαντική δημιουργική ενέργεια αναλίσκονταν στην κολακεία. Ακόμη και μεγάλα ονόματα της θεολογίας της Δύσης, όπως ο Αλκουΐνος, ξεπερνούν το όριο της γελοιότητας στην προσπάθειά τους να κολακέψουν τον πάτρωνά τους. Αν, λοιπόν, σκεφτεί κανείς ότι αποδέκτες πολλών έργων, όχι μόνο θεολογικών, ήταν οι πάπες ή κάποιοι ισχυροί ευγενείς επίσκοποι, στην προστασία των οποίων προσέβλεπε ο συγγραφέας με απελπισία, καταλαβαίνει ότι το κείμενο έπρεπε να είναι έτσι γραμμένο και να αναφέρει γεγονότα, τα οποία θα βοηθούσαν ν’ ανοίξει το πουγκί διάπλατα και με ευχαρίστηση.
Γίνεται κατανοητό, λοιπόν, ότι όταν ο ιστορικός-χρονογράφος του Μεσαίωνα ασχολείται με μία αίρεση, δεν το κάνει πάντα, επειδή τον αφορά η περιγραφή αυτών των ίδιων των γεγονότων, αλλά η εξύμνηση των κατορθωμάτων του προστάτη του. Και αν θέλουμε να εμβαθύνουμε, τότε οφείλουμε να πούμε ότι η μεσαιωνική ιστοριογραφία-χρονογραφία είχε ως αντικείμενό της την αριστοκρατία, τους βασιλείς και τα πολεμικά τους κατορθώματα. Ελάχιστα έως καθόλου την απασχόλησαν οι κατώτερες κοινωνικές τάξεις, ο λαός και η ιστορία του. Αυτή η νοοτροπία διατηρήθηκε στην Δύση μέχρι τον Κ’ αι. οπότε και η κληρονομιά των Marx και Weber κατάφερε να τραβήξει την προσοχή των δυτικών ιστορικών στον λαό και την κοινωνία.
Τα παραπάνω αρκούν για να ερμηνεύσουν την έλλειψη αναφορών των πηγών στις αιρέσεις. Αν, όμως, σταματούσε εδώ ο λόγος, έμμεσα θα παρέχονταν ελαφρυντικά στον Παπισμό για την στάση του. Τα αμαρτήματα του Παπισμού είναι μεγάλα και δεν περιορίζονται μόνο στην διαστρέβλωση της πραγματικότητας, διαστρέβλωση, η οποία δεν θα ήταν αναγκαία αν δεν υπήρχαν συγκεκριμένες ελλείψεις και σφάλματα στους χειρισμούς των Φράγκων, ώστε να παρουσιάζεται ανάγκη συγκάλυψης. Δύο είναι τα θανάσιμα σφάλματα των Φράγκων την περίοδο αυτή και αφορούν το θέμα.
6.1.3 Στοιχεία κατανόησης του Παπισμού
Στο σημείο αυτό θα γίνει μια μικρή παρέκβαση, ώστε να καθορισθεί η έννοια του Παπισμού, τον πρώιμο Μεσαίωνα, έννοια διαφορετική από την ύστερη. Επίσης θα δοθούν κάποια περιληπτικά ιστορικά για να θυμηθεί ο αναγνώστης τις συνθήκες που επικρατούσαν τον Ζ’ και Θ’ αι. στη Δύση. Αναλυτικότερα εξετάζονται τα θέματα στο έργο, «Οι Φράγκοι ως παράγοντας εξέλιξης της Δυτικής Ευρώπης».
Με την πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, εισέβαλαν στις δυτικές επαρχίες στίφη βαρβάρων. Από αυτά οι Φράγκοι, οι μόνοι βάρβαροι, οι οποίοι δέχτηκαν τον Χριστιανισμό ως Ορθοδοξία, κατέλαβαν τις ρωμαϊκές επαρχίες στην Γερμανία και βόρεια Γαλατία και σταδιακά επεξέτειναν κυριαρχία τους μέχρι την Ιβηρική χερσόνησο και την βόρεια Ιταλία. Στις επαρχίες τις οποίες κατέκτησαν εγκαθίδρυσαν ένα στρατοκρατικό καθεστώς, το οποίο αργότερα εξελίχθηκε σε φεουδαρχία. Άφησαν τις λαμπρές ρωμαϊκές πόλεις να πέσουν σε μαρασμό, την στιγμή που οι ίδιοι διοικούσαν από τις villa τους. Μαζί με τις ρωμαϊκές πόλεις έσβησε και ο ελληνο-ρωμαϊκός πολιτισμός και η Δύση υπέπεσε σε μια νέα εποχή βαρβαρότητας και αγραμματοσύνης, συνεπακόλουθης της αναγκαστικής υποτέλειας των ρωμαϊκών πληθυσμών στην ταξική ανωτερότητα των Φράγκων.
Οι Φράγκοι δεν περιόρισαν την κυριαρχία τους στο πολιτικό μόνο επίπεδο, αλλά την επεξέτειναν και στο εκκλησιαστικό. Έτσι, στις επαρχίες που βρίσκονταν υπό την κυριαρχία τους αντικαθιστούσαν τους Ρωμαίους επισκόπους με Φράγκους, κατ’ αποκλειστικότητα αριστοκρατικής καταγωγής. Ωστόσο, η αριστοκρατία της εποχής ήταν καθαρά η στρατιωτική κάστα, αμόρφωτη και αθεολόγητη, οπότε στις επαρχίες της Φραγκίας επήλθε έκπτωση σχεδόν άγνοια της θεολογίας, μαζί με την γενική αγραμματοσύνη. Ότι έλλειπε από την παιδεία των Φράγκων συμπληρώνονταν από την δίψα τους για νέες κατακτήσεις, νέα εδάφη, νέες επαρχίες. Η επεκτατικότητά τους εκδηλώθηκε και σε εκκλησιαστικό-διοικητικό επίπεδο. Όταν ο Καρλομάγνος κατάφερε να υποτάξει το μεγαλύτερο μέρος της δυτικής Ευρώπης υπό την κυριαρχία του, η πλειοψηφία των δυτικών επισκόπων ήταν Φράγκοι.
Εκτός της αγραμματοσύνης οι Φράγκοι επίσκοποι υστερούσαν και σε ποιότητα ζωής. Η αλληλογραφία του αγίου Βονιφατίου με την Ρώμη είναι διαφωτιστική. Ο άγιος ενημερώνει για την πορεία του ιεραποστολικού του έργου στην Γερμανία, ταυτόχρονα παραπονείται για το λουμπέν κατεστημένο των Φράγκων επισκόπων. Στην πλειοψηφία τους ήταν υπόλογοι για τα αμαρτήματα της πορνείας, της μέθης, της σιμωνίας. Ταυτόχρονα, ήταν φορείς των προηγούμενων εθνικών ειδωλολατρικών τους προκαταλήψεων, τις οποίες δεν μπόρεσαν ν’ αποβάλλουν, πολύ δε περισσότερο ν’ αντιμετωπίσουν θεολογικά σε μια συλλογική εκκλησιαστική προσπάθεια. Αν και έγιναν σύνοδοι επί συνόδων, η βαρβαρική υπερηφάνεια των Φράγκων δεν ήταν διατεθειμένη να δεχθεί ούτε την εκκλησιαστική αρμοδιότητα του πατριαρχείου της Ρώμης, ούτε τις συστάσεις του Ρωμαίου Πατριάρχη.
Έτσι η Ρώμη σταδιακά απομονώθηκε. Η εκκλησιαστική αρμοδιότητά της περιορίστηκε στη πόλη της Ρώμης, καθώς και στις λίγες επαρχίες, όσες επέτρεπαν οι Φράγκοι βασιλείς στον πάπα να διαχειρίζεται. Αυτός ο περιορισμός της πνευματικής εξουσίας του πάπα στην συγκεκριμένη περιοχή, ονομάστηκε αργότερα παπικό κράτος, χωρίς να υπάρχουν την εποχή εκείνη άμεσες πολιτικές βλέψεις εκ μέρους του ποντίφηκα. Ότι στερήθηκε σε εκκλησιαστική εξουσία ο Ρωμαίος πατριάρχης, το έλαβε σε πνευματική. Οι ρωμαϊκοί πληθυσμοί, εθισμένοι στην αγιότητα των προηγούμενων Ρωμαίων επισκόπων τους, δεν μπορούσαν ν’ ανεχθούν την παραβατική συμπεριφορά των Φράγκων. Έτσι, προσέβλεπαν στην Ρώμη για πνευματική καθοδήγηση και καθώς είχαν στερηθεί την πολιτική ελευθερία και αυτοδιοίκησή τους, αποδέχθηκαν τον επίσκοπο Ρώμης, ως εθνάρχη τους. Η άρνηση αυτή των ρωμαϊκών πληθυσμών να δεχθούν την αλλοιωμένη από τους Φράγκους τοπική επισκοπική εξουσία, γέννησε τον αντικληρικαλισμό της εποχής και το αίτημα για την επιστροφή στην αποστολικότητα, καθώς οι Φράγκοι επίσκοποι στερούνταν όχι της αποστολικής διαδοχής, αλλά της μίμησης της ζωής των αποστολών. Αυτή η μίμηση της ζωής των αποστόλων, η μίμηση της ζωής του Χριστού, έγινε το αίτημα του εκκλησιάσματος, και κυριάρχησε στις εκκλησιαστικές έριδες της Δύσης.
Το αίτημα της αποστολικότητας στον πρώιμο Μεσαίωνα δεν έχει ερμηνευθεί στις πραγματικές του διαστάσεις. Και δεν θα μπορούσε, βέβαια, να γίνει αυτό, διότι οι Φράγκοι επικυρίαρχοι δεν ενδιαφέρονταν για τα αιτήματα της μάζας. Ήταν απασχολημένοι με την κατάστρωση των σχεδίων, για την επιβολή της δικής τους πολιτικής βούλησης. Έτσι, για ν’ αποκοπεί η δυτική εκκλησία από την ανατολική, οπότε να σταματήσουν οι Ρωμαίοι της Δύσης να ζητούν ηθικούς και πνευματικούς επισκόπους και ν’ αποδεχτούν τους επιβεβλημένους από την αριστοκρατία, το επιτελείο του Καρλομάγνου κήρυξε την «Εκκλησία των Γραικών», την Ορθόδοξη Εκκλησία, ως αιρετική. Αλλά ήταν το ίδιο επιτελείο, αυτό το οποίο εισήγαγε τις αιρετικές δοξασίες του παπισμού στην Δύση. Οι αιρετικές διδασκαλίες των θεολόγων του Καρλομάγνου δεν έγιναν δεκτές από την Ρώμη. Παρέμενε συνδεδεμένη με την Μία, Αγία, Καθολική και αποστολική Εκκλησία και σε ενότητα με τα υπόλοιπα πατριαρχία. Για δύο περίπου αιώνες οι Φράγκοι προσπαθούσαν να επιβάλλουν την πολιτική τους στο πατριαρχείο της Ρώμης, με την χρήση του θεσμού του αντι-πάπα και την εγκατάσταση αχυρανθρώπων κάποιες φορές στον θρόνο, ύστερα από εισβολές των Γερμανών βασιλέων στην αιώνια πόλη. Τελικά, το 1009 αντικατέστησαν οριστικά τους Ρωμαίους πάπες με Φράγκους και προχώρησαν σε σχίσμα με τα υπόλοιπα πατριαρχεία.
Άρα, όταν μιλάμε στον πρώιμο Μεσαίωνα για παπισμό, εννοούμε το σύνολο των πολιτικο-θεολογικών αντιλήψεων και επιδιώξεων των Φράγκων επισκόπων, οι οποίες αργότερα επιβλήθηκαν και στην ίδια την Ρώμη και απέσπασαν την δυτική εκκλησία από την οικουμενική ενότητα και κοινωνία με τις υπόλοιπες. Κατά την ορθόδοξη οπτική, η θέση των παπικών ότι στον πρώιμο Μεσαίωνα δεν υπάρχουν αιρέσεις στη Δύση, είναι λάθος εξ ορισμού, διότι την περίοδο αυτή γεννιέται και επεκτείνεται η παναίρεση του παπισμού. Αν εκτιμήσει κάποιος την αίρεση του filioque που υιοθετήθηκε πρώτα από τους αυλικούς θεολόγους τους Καρλομάγνου, βλέπει ότι όχι μόνο υπήρχε αίρεση την εποχή, αλλά μάλιστα και δυαρχική αίρεση, διότι το filioque, δεχόμενο ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του πατρός, ουσιαστικά εισάγει την δυαρχία μέσα στην Αγία τριάδα. Βέβαια, η δυαρχία αυτή δεν έχει καμιά σχέση σε θεωρητικό επίπεδο με την δυαρχία των Μανιχαίων, όπως και να χει όμως παραμένει δυαρχία. Αυτό θα το θυμηθούμε σε επόμενο κεφάλαιο, όταν θα προσπαθήσουμε να βρούμε την συνέχεια της δυαρχικής παράδοσης στη Δύση.
6.1.4 Η κατανόηση της αίρεσης στη Δύση
Πέραν όμως από την εισαγωγή της αίρεσης, οι Φράγκοι με τον παπισμό τους βαρύνονται με την εξαφάνιση της παιδείας και κατ’ επέκταση των θεολογικών σπουδών. Έτσι στέρησαν την δυτική Εκκλησία ή τουλάχιστον το κομμάτι αυτής, μεγάλο ή μικρό, όσο βρίσκονταν υπό την κατοχή τους, από την δυνατότητα να μπορεί ν’ αντιληφθεί τι είναι ορθό και τι αιρετικό. Δηλαδή, οι ορθοτομούντες τον λόγο της αληθείας στη Δύση, και πιο συγκεκριμένα, οι Φράγκοι επίσκοποι δεν μπορούσαν να διακρίνουν την αίρεση, εφόσον οι ίδιοι δεν κατείχαν ούτε την Ορθοδοξία, ούτε την ορθοπραξία. Η μικρή ελίτ των αυλικών θεολόγων του Καρλομάγνου ήταν απασχολημένη, αφενός με την καταπολέμηση του Υιοθετισμού, που είχε εισβάλει από την Ισπανία, και αφετέρου με την τροποποίηση της θεολογίας, ώστε να προκύψουν αιρετικοί οι Γραικοί. Αλλά στην παρούσα σειρά κειμένων δεν μας απασχολούν οι αιρέσεις που ανεφύησαν μέσα στην Εκκλησία, πλην των γνωστικών, και στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, αυτών που ονομάζονται «λαϊκές» αιρέσεις.
Πως καθορίζονταν, όμως η αίρεση στη Δύση. Συζητήθηκε στο Οι Φράγκοι ως παράγοντας εξέλιξης της δυτικής Ευρώπης το θέμα των θεμελίων της δυτικής σκέψης. Ένας από τους σημαντικότερους ανθρώπους που επέδρασαν στον τρόπο που σκέφτονταν οι δυτικοευρωπαίοι τον Μεσαίωνα, ήταν ο Ισίδωρος της Σεβίλλης (570-636). Στο έργο του Ετυμολογίαι καθόρισε την αίρεση, ως επιλογή γνώμης, σε αντίθεση με την εκκλησιαστική, η οποία είναι πίστη παραδεδομένη στην Εκκλησία από τους αποστόλους:
«Έτσι, η αίρεση προέρχεται από τα ελληνικά με την έννοια της επιλογής, εφόσον κάθε ένας [αιρετικός] αποφασίζει με την ελεύθερη θέλησή του ο,τιδήποτε θέλει να πιστέψει. Αλλά δεν επιτρέπεται σε μας να πιστεύουμε κάτι βάσει της δικής μας θέλησης ή να διαλέγουμε να πιστεύουμε αυτό που κάποιος άλλος πίστεψε με την ελεύθερη θέλησή του. Έχουμε την αυθεντία των αποστόλων, οι οποίοι δεν επέλεξαν να πιστέψουν κάτι σύμφωνα με την θέλησή τους, αλλά μετέδωσαν πιστά στα έθνη την διδασκαλία που έλαβαν από τον Χριστό[1].»
Με βάσει, λοιπόν, αυτό τον ορισμό, αιρετικός είναι όποιος διαλέγει να πιστέψει κάτι διαφορετικό από αυτό που κηρύττει η Εκκλησία. Αλλά αυτός ήταν ένας πολύ αόριστος ορισμός και δεν βοηθούσε τους αγράμματους Φράγκους επισκόπους να καταλάβουν, ποιοι ήταν αιρετικοί και ποιοι όχι. Για να μπορέσουν να ξεχωρίσουν έπρεπε να γνωρίσουν την θεολογία σε βάθος. Όταν αργότερα ο θρόνος της Ρώμης κατακτήθηκε από τους Γερμανούς αίρεση έγινε η αποστασιοποίηση από την γνώμη του πάπα[2], ως ελεύθερη μετάφραση του ορισμού του Ισίδωρου της Σεβίλλης.
Την νομική κατοχύρωση της άποψης του πάπα ως κριτήριο ορθοδοξίας παρείχε ο Γρατιανός, κανονολόγος στην Μπολόνια τον ΙΒ’ αι. Στην δεύτερη αναθεώρηση του έργου του «Concordia discordatium canonum», γνωστού ως Decretum, υπερασπίζεται την ανωτερότητα και την ισχύ της παπικής εξουσίας. Για την αίρεση ως ασυμφωνία με τον πάπα ασχολείται στο Decretum II C(ausa). XXIV, Q(uestio). I, c(anones). 12 & 15. Εκεί δηλώνει ότι η ενότητα της εκκλησίας λογίζεται μόνο διά μέσου του αποστόλου Πέτρου, και όποιος αφίσταται από αυτήν την ενότητα δεν θεωρείται αφιερωμένος αλλά απεχθής. Φυσικά, επικαλούμενος τον απόστολο Πέτρο, αποδίδει την αρμοδιότητα στον ίδιο τον πάπα[3].
Θέλοντας να δώσουν οι παπικοί ιστορικό βάθος στην καινοτομία του αλάθητου του πάπα, ουδέποτε κατηγόρησαν τους Ρωμαίους πάπες για αίρεση, αν και οι τελευταίοι βρίσκονταν σε συμφωνία και κοινωνία με τους «Γραικούς», τους οποίους καταδίκαζαν οι θεολόγοι του Καρλομάγνου. Έτσι, οι πάπες του Ι’ αι. κατηγορούνται από τους παπικούς για ηθικά παραπτώματα, η περίοδος αυτή χαρακτηρίστηκε «πορνοκρατία», ώστε η κατάληψη της Ρώμης από τους Γερμανούς να παρουσιάζεται ως σωτήρια παρέμβαση, αλλά αποφεύχθηκε η επισύναψη της κατηγορίας του αιρετικού, ακόμη και όταν απέρριπταν το filioque.
Μόλις τον ΙΓ’ αι. ο Robert Grosseteste (1175-1253), άγγλος σχολαστικός θεολόγος και επίσκοπος στο Lincoln, ωραιοποίησε τον ορισμό της αίρεσης, ώστε να μην δημιουργεί αντιδράσεις ως προς την συμφωνία με τον πάπα:
«Αίρεση είναι μια άποψη επιλεγμένη από την ανθρώπινη αντίληψη σε αντίθεση με την Αγία Γραφή, δημόσια ομολογημένη και πεισματικά υπερασπισμένη[4].»
Την εποχή που διατυπώθηκε η παραπάνω φράση, η δυτική εκκλησία αδυνατώντας να ελέγξει το κύμα των αιρετικών κινημάτων, αλλά και των διαφωνιών εντός των κόλπων της που εξέφραζαν την αντίδραση στις καινοτομίες του πάπα, προχώρησε στην δημιουργία της Ιεράς Εξέτασης. Αλλά αυτό θα μας απασχολήσει σε επόμενο κεφάλαιο. Εκείνο που ενδιαφέρει στην παρούσα ενότητα είναι η κατανόηση, ερμηνεία και αναίρεση της παπικής θέσης, ότι οι αιρέσεις είχαν καταπολεμηθεί τον πρώιμο Μεσαίωνα. Αυτό που συνάγεται από την μέχρι τώρα εξέταση του θέματος είναι ότι, όχι μόνο δεν είχαν καταπολεμηθεί, αλλά ούτε καν αναγνωριστεί. Ακόμη περισσότερο, κατά την ορθόδοξη οπτική, οι ίδιοι οι φορείς της καταπολέμησης της αίρεσης έγιναν εισηγητές της στο πρόσωπο των Φράγκων επισκόπων.
Για τα αίτια των αιρέσεων έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες, οι οποίες θα προκαλούσαν το γέλιο στον μεσαιωνικό άνθρωπο. Αυτός πίστευε σύμφωνα με την εκκλησιαστική άποψη, ότι αιτία των αιρέσεων είναι ο διάβολος και οι μηχανουργίες του που σκοπό έχουν ν’ απομακρύνουν τον άνθρωπο από την ορθή πίστη και την Εκκλησία. Αιτίες, πάλι, της πτώσης του ανθρώπου στην αίρεση είναι η ανθρώπινη υπερηφάνεια, η σφαλερότητα, και η άγνοια[5]. Αυτό προκύπτει από την εξής μεσαιωνική αντίληψη: κανείς δεν είναι δυνατόν να παραμένει στην αίρεση με καθαρή συνείδηση, από την στιγμή που του παρουσιάζεται η αλήθεια. Αν, λοιπόν, κάποιος επιμένει πεισματικά να το κάνει, τότε αποκλείει κάθε ελπίδα σωτηρίας, εκπίπτει της χάριτος και αποκόπτεται από το σώμα της εκκλησιαστικής κοινωνίας. Μέχρι εδώ η μεσαιωνική σκέψη στη Δύση μπορεί ν’ ανεχθεί την αίρεση, εφόσον αυτή είναι προσωπική επιλογή.
Στην συνέχεια, όμως η αίρεση αντιμετωπίστηκε ως αρρώστια. Αυτό οφείλονταν κυρίως, στην προσπάθεια προσηλυτισμού που καταβάλλονταν από τους ίδιους τους αιρετικούς. Η μετάδοση της αίρεσης ήταν απαράδεκτη για τον μεσαιωνικό άνθρωπο, διότι μετέδιδε την καταδίκη. Ο αιρετικός, ο οποίος έκανε προσηλυτισμό, θεωρούνταν εγκληματίας, όπως και οι μάγοι που προσπαθούσαν με γητείες να βλάψουν τους συνανθρώπους τους.
Αλλά η αμαρτία, στην σκέψη του μεσαιωνικού ανθρώπου ήταν συνυφασμένη με την αρρώστια. Ο Rabanus Maurus Magnentius (780-856) θεολόγος της καρολίγγειας αυλής και αρχιεπίσκοπος Mainz, έγραψε στο De Universo Libri XXII:
«Λέπρα είναι η λανθασμένη διδασκαλία των αιρετικών, και λεπροί είναι οι αιρετικοί, οι οποίοι βλασφημούν τον Ιησού Χριστό[6].»
Η σύγκριση είναι πολύ συχνή στα μεσαιωνικά κείμενα και δείχνει ότι τόσο η αίρεση όσο και η λέπρα εκλαμβάνονταν ως ηθικό και σωματικό σύμπτωμα της ίδιας διαταραχής. Η εμφάνιση των λεπρών αντικατοπτρίστηκε στην εμφάνιση των επαιτών αιρετικών. Ο τύπος του αιρετικού του Μεσαίωνα γεννήθηκε μέσα από αυτή την διαδικασία[7]. Κατόπιν τούτου, ο αιρετικός έγινε εν δυνάμει φορέας κάθε απεχθούς και μιαρής πράξης. Προς υπεράσπιση της υποτιθέμενης «αθωότητας» των αιρετικών έναντι «άδικων» κατηγοριών από μέρους του εκκλησιαστικού και πολιτικού κατεστημένου, έχει διατυπωθεί η άποψη:
«Από την στιγμή που ζούμε ακόμη σε έναν κόσμο ο οποίος δεν διστάζει ν’ αποδώσει την πιο εκπληκτική οργιαστική συμπεριφορά σχεδόν σε κάθε ομάδα, η οποία με ελευθεριάζοντα τρόπο θέτει εαυτήν σε αντίθεση με τις αποδεκτές αξίες, η επίκληση αυτών των θεωρήσεων με σκοπό την εξήγηση της σκανδαλοθηρικής διάθεσης των χρονογράφων φαντάζει ως μη απαραίτητη[8]».
Ο Robert Moore δείχνει να παραβλέπει ότι οι εν λόγω ομάδες, εκμεταλλευόμενες τον κιτρινισμό της εποχής, αλλά και την ανεξήγητη ανοχή της χριστιανικής κοινωνίας, διαφημίζουν οι ίδιες τον ελευθεριάζοντα και προκλητικό τρόπο με τον οποίο αντιτίθενται σε κοινά αποδεκτές αξίες, κυρίως για λόγους άγρας νέων οπαδών, δικαιώνοντας θα λέγαμε την υπ’ αυτού χαρακτηρισμένη σκανδαλοθηρική διάθεση των χρονογράφων.
Η τάση των χρονογράφων να επαναλαμβάνουν τις κατηγορίες των παλαιότερων εκκλησιαστικών συγγραφέων οφείλεται σε δύο αιτίες. Πρώτον, το γενικό εκπαιδευτικό έλλειμμα του πρώιμου μεσαίωνα δεν γέννησε τους απαραίτητους εκκλησιαστικούς άνδρες, ικανούς να προσφέρουν κάτι καινούργιο στην ήδη υπάρχουσα εκκλησιαστική γραμματεία. Δεν γράφτηκαν αντιαιρετικά έργα. Η καταγραφή των αιρέσεων αφέθηκε στους χρονογράφους, οι οποίοι επιφορτισμένοι μεν, χωρίς διαπιστευτήρια δε, δεν μπορούσαν να πρωτοτυπήσουν. Δεύτερον, δεν είχαν καινούργιο υλικό. Αν κάποιος μελετήσει τα σύγχρονα νέο-εποχίτικα κινήματα θα καταλάβει ότι λίγα έχουν αλλάξει στις διδασκαλίες και τις πρακτικές κατά την μετάβαση από τα γνωστικά στα νέο-γνωστικά κινήματα. Κατά συνέπεια, οι χρονογράφοι του Μεσαίωνα είχαν μπροστά τους τις ίδιες ή παρόμοιες διδασκαλίες και τις ίδιες ή παρόμοιες πρακτικές, τις οποίες αντιμετώπισαν και οι παλαιότεροι εκκλησιαστικοί αντιαιρετικοί συγγραφείς. Η μεσαιωνική καταγραφή μαρτυρεί για την συνέχιση του ίδιου αρχαίου ψεύδους.
Εφόσον, ο εχθρός του ανθρωπίνου γένους δεν έπαψε στιγμή να πολεμά την Εκκλησία, δεν υπάρχει περίπτωση να διήλθε χρονικό διάστημα χωρίς να εμφανίζονται αιρέσεις, άσχετα αν αυτές καταγράφηκαν στο σύνολό τους ή όχι. Υπό αυτήν την έννοια πρέπει ν’ αντιλαμβάνει ο ιστορικός το αποστολικό «δεῖ γάρ καί αἱρέσεις ἐν ὑμῖν εἶναι, ἵνα οἱ δόκιμοι φανεροί γένωνται ἐν ὑμῖν» (Α’ Κορ. 11.19) και όχι υπό την έννοια της αναγκαστικά ταυτόχρονης ανάπτυξης και εξέλιξης Χριστιανισμού-αιρέσεων.
6.1.5 Μαγεία και αίρεση
Στην Δύση, υπήρχε ένας ακόμη λόγος για να συνδεθεί η αίρεση με την μαγεία, εκτός της συζήτησης περί της εφαρμογής της θανατικής ποινής. Μπορεί οι δυτικοί ιεραπόστολοι να είχαν καταφέρει να εκχριστιανίσουν τους παγανιστές βόρειους λαούς της Ευρώπης, οι διάδοχοί τους, όμως, δεν πέτυχαν την εκρίζωση όλων των παγανιστικών στοιχείων από την θρησκευτική ζωή των νεοφώτιστων. Μέχρι το τέλος της βασιλείας του Καρλομάγνου, μόνο τα βόρειο ανατολικά σύνορα της Ευρώπης παρέμεναν ακατήχητα, οι εκτάσεις δηλαδή που κατοικούνταν από τους Σλάβους.
Οι νεοφώτιστοι λαοί κατοικούσαν κυρίως στα βόρεια γερμανικά εδάφη, με αποτέλεσμα η εκκλησιαστική διοίκηση να ασκείται από τους Φράγκους επισκόπους. Έχει ξανασυζητηθεί το θέμα της χαμηλής πνευματικής ποιότητας των επισκόπων αυτών. Αδυνατώντας και οι ίδιοι να απαλλαγούν ολοκληρωτικά από τις δεισιδαιμονίες των λαών τους δεν μπόρεσαν να απαλλάξουν και το ποίμνιό τους από αυτές. Και ο λόγος ήταν ότι για να πετύχει κάτι τέτοιο έπρεπε και οι ίδιοι οι λαοί, οι ίδιοι οι άνθρωποι ν’ απαρνηθούν ολόψυχα τις προηγούμενες θρησκευτικές πεποιθήσεις τους. Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι βόρειοι βαρβαρικοί λαοί δεν επιδίωκαν κάτι τέτοιο. Ας μην ξεχνάμε ότι ο εκχριστιανισμός τους ήταν κάποιες φορές προϊόν πολιτικής σκοπιμότητας. Ο Καρλομάγνος κατάφερε να υποτάξει το μεγαλύτερο μέρος των γερμανικών φυλών και να επιβάλει αναγκαστικά την αποστολή ιεραποστόλων.
Με μια απλή σύγκριση, φαίνεται η μεγάλη διαφορά στον εκχριστιανισμό του ελληνορωμαϊκού και του γερμανικού κόσμου. Στην ελληνιστική Ανατολή οι εκχριστιανιθέντες λαοί δέχτηκαν ολόψυχα τον Χριστιανισμό και απαρνήθηκαν τις προηγούμενες ειδωλολατρικές συνήθειές τους, με αποτέλεσμα η προηγούμενη θρησκεία να σβήσει. Αν οι ίδιοι οι άνθρωποι δεν απαρνούνταν την προηγούμενη θρησκεία, κατανοώντας ότι πρόκειται για δεισιδαιμονία και προκατάληψη, κανένα εκκλησιαστικο-πολιτικό κατεστημένο δεν θα μπορούσε να τους το επιβάλει. Και αυτό φαίνεται από την αποτυχία στο ζήτημα, του ισχυρότερου βάρβαρου βασιλιά που πέρασε από την Ευρώπη, του Καρλομάγνου. Ας το κατανοήσουν οι όψιμοι παγανιστές. Κανείς δεν μπορεί να εξαλείψει εντελώς τις θρησκευτικές πεποιθήσεις ενός λαού, αν δεν το θέλει ο ίδιος ο λαός. Και η μεγαλύτερη απόδειξη είναι η διατήρηση και αύξηση του Χριστιανισμού σε καιρούς διωγμών, παλαιών και νέων.
Υπάρχει σημαντική διαφορά στην ψυχοσύνθεση των εθνικών ομάδων, δηλαδή Ελληνορωμαίων και Γερμανών. Οι Ελληνορωμαίοι εμποτισμένοι με τον ελληνιστικό πολιτισμό απαιτούσαν την ικανοποίηση των μεταφυσικών προβληματισμών τους. Οι Γερμανοί, έχοντας εξέλθει μόλις από τα πυκνά και σκοτεινά δάση της βόρειας Ευρώπης, με εξημμένη την φαντασία τους και επηρμένη την διάθεσή τους εξαιτίας του λαμπρού πολιτισμού, τον οποίο είχαν κατακτήσει, ζητούσαν την ηθική ικανοποίηση και συνάμα ηθική δικαίωση των πράξεών τους. Είχαν φέρει μαζί τους και όλη την συμμορία των μυθικών πλασμάτων (hobits, goblins, trolls κ.α.) που συνέθεταν την γερμανική μυθολογία. Δεν είχαν, όπως φαίνεται, την διάθεση ν’ αποχωριστούν την παρέα τους. Βέβαια, δεν θα τα τιμούσαν με την προηγούμενη θρησκευτική ευλάβεια, τουλάχιστον στα φανερά, αλλά μπορούσαν να τα ξαναζωντανεύουν με νοσταλγία στις διηγήσεις τους.
Πολλά στοιχεία των προηγούμενων προλήψεων επέζησαν στην καθημερινότητα τους, όπως για παράδειγμα στα ονόματα των ημερών. Έτσι η ημέρα του Wuotan έγινε Wednesday, η μέρα του Thor έγινε Thursday κ.λπ. Σκοτεινά πλάσματα της γερμανικής μυθολογίας προσαρμόστηκαν στα νέα δεδομένα. Για παράδειγμα οι αιμοδιψείς στρίγγλες, πρόγονοι των βρικολάκων, έγιναν μάγισσες με σκουπόξυλα και κυκλικούς χορούς υπό το σεληνόφως. Το 893 μ.Χ. ο πάπας Φορμόζος (891-896) έγραψε στον αρχιεπίσκοπο Κολονίας Γερμανό, ότι η εκκλησία του Χριστού μαστίζεται από τις πανουργίες των παγανιστών και των αιρετικών[9].
Η ύπαρξη φιλοσοφικής παιδείας στον ελληνορωμαϊκό κόσμο, βοήθησε να παραμείνουν διακριτές οι δύο παραδόσεις, ο γνωστικισμός και ο ερμητισμός. Αντίστοιχα, η έλλειψη φιλοσοφικής παιδείας των νεοφώτιστων γερμανικών λαών υποβοήθησε να καταργηθούν τα διακριτά όρια και να υπεισέλθουν στοιχεία της μιας παράδοσης στην άλλη, καθώς δεν μπόρεσε να εντοπιστεί η διαφορά στο φιλοσοφικό υπόβαθρο των δύο ρευμάτων. Έτσι, μετά από συγκριτιστική επεξεργασία, το πρόσωπο της Ηρωδιάδας (εννοείται της κόρης της, Σαλώμης, η οποία με τον χορό της έπεισε τον Ηρώδη να εκτελέσει τον Τίμιο Πρόδρομο) συνδέθηκε με την Άρτεμη και την Holda ή Bertha κι έγινε χοράρχισα, η πρώτη μάγισσα που σέρνει τον χορό. Ο Ratherius (890-974) επίσκοπος Βερόνας συνάντησε την εποχή του μια αιρετική ομάδα που πίστευε ότι της εκχωρήθηκε τον ένα τρίτο του κόσμου, για να την λατρεύει:
«Τι να πω γι’ αυτούς τους ασεβείς, που χωρίς να σκέφτονται καθόλου την σωτηρία της αθάνατης ψυχής τους, αποδίδουν τιμές στην Ηρωδιάδα, την φόνισσα του Πρόδρομου και Βαπτιστού του Χριστού και την αναγνωρίζουν σαν κυρίαρχο, όχι σαν θεά τους. Μέσα στην θλιβερή παράνοιά τους ισχυρίζονται ότι το ένα τρίτο του κόσμου είναι υποκείμενο της κυριαρχίας της. Σαν να ήταν αυτή η πρέπουσα ανταμοιβή για τον φόνο του προφήτη. Είναι ξεκάθαρο ότι οι δαίμονες έβαλαν το χέρι τους στο ζήτημα, οι οποίοι με τις κολασμένες εμφανίσεις τους εξαπατούν τις δυστυχισμένες γυναίκες, και κάποιες φορές και άντρες, που αξίζουν πιο αυστηρή τιμωρία από τις γυναίκες[10].»
Δεν μπορούμε να μην θυμηθούμε τον αντίστοιχο βογομιλικό μύθο που συναντήσαμε, όταν παρουσιάζαμε την βογομιλική γραμματεία και την ιστορία του Σισσίνιου και να μην κάνουμε τους αναγκαστικούς συνειρμούς. Φαίνεται, λοιπόν, ότι η περιοχή της Βερόνα δέχονταν τις ίδιες γνωστικές επιδράσεις οι οποίες θα συμμετείχαν στον σχηματισμό της βογομιλικής γραμματείας.
Το πιο κραυγαλέο σημείο συνάντησης του ερμητισμού και του γνωστικισμού στην Δύση υπάρχει στην γραμματεία περί του Christian Rosenkreuz ή επί το ελληνικότερο Χριστιάνου Ροδόσταυρου, ιδρυτή της μυστικής εταιρείας των Ροδοσταύρων, απόγονου του οίκου των Germelschausen, των Γερμανών προστατών των Καθαρών στην Θουριγγία. Με αυτή την ιστορία θ’ ασχοληθούμε σε επόμενο κεφάλαιο.
Οι απαράδεκτες από χριστιανική άποψη πρακτικές εισέβαλαν στις αυλές των φεουδαρχών. Έτσι, την εποχή του Λουδοβίκου του Ευσεβή (814-840) κάθε φεουδάρχης που σέβονταν τον εαυτό του είχε στην υπηρεσία του και έναν αστρολόγο. Ο πρώτος Φράγκος πάπας Συλβέστρος Β’, κατά κόσμον Γερβέρτος του Ωριλλάκ (Gerbert d’ Aurillac, 999-1003), προσωπικός διδάσκαλος και εγκάθετος του Γερμανού αυτοκράτορα Όθωνος του Γ’, φημολογείτο ότι ήταν μεγάλος μάγος[11]. Ο λαός της Ρώμης ξεσηκώθηκε το 1001 μ.Χ. εναντίον του και τον εξόρισε στην Ραβέννα. Ο Όθωνας αναγκάστηκε να εκστρατεύσει τρεις φορές εναντίον της Ρώμης για να καταφέρει το 1002 να τον επαναφέρει στην θέση του. Γίνεται, δηλαδή, φανερό ότι η κατάληψη του πατριαρχείου Ρώμης από τους Φράγκους πάπες ήταν συνδυασμός γητείας και γερμανικής λόγχης.
Παρά την μερική σύμπλευση μαγείας και αίρεσης η τιμωρία των δύο αυτών περιπτώσεων αντιμετωπίζονταν διαφορετικά από τον νόμο. Στην περίπτωση της αίρεσης προηγούνταν συνεχής νουθεσία και παρότρυνση σε μετάνοια, πριν επιβληθεί κάποια ελαφριά ποινή, κυρίως ποιμαντικού χαρακτήρα. Η πρώτη περίπτωση θανατικής καταδίκης αιρετικού στην Δύση, θα συμβεί στην επόμενη περίοδο, μόλις το 1022, όταν πια οι Φράγκοι πάπες επέβαλαν στην Δυτική Εκκλησία την αίρεση του Παπισμού.
Στα πλαίσια της ποιμαντικής αντιμετώπισης των αιρετικών δοξασιών και των παγανιστικών προλήψεων, ο Regino ηγούμενος στο Prüm, συμπεριέλαβε στο έργο του De synodalibus causis et disciplinis ecclesiasticis libri duo, γραμμένο το 906, ένα προγενέστερο κείμενο γνωστό ως Canon Episcopi (από την πρώτη λέξη του κειμένου “Episcopi”). Ο Regino εκδιώχθηκε από το μοναστήρι το 899 και μπήκε στην υπηρεσία του Αρχιεπισκόπου Trier, Radbod, στον οποίο αφιέρωσε το βιβλίο του, μια συλλογή κανόνων προηγούμενων συνόδων και καπιτουλαρίων. Το Canon Episcopi καπιτουλάριο τα Καρολίγγιας περιόδου και αναφέρει συγκεκριμένες παγανιστικές και αιρετικές πεποιθήσεις:
«Οι Επίσκοποι και οι υφιστάμενοί τους πρέπει να εργάζονται με όλη την δύναμή τους για να ξεριζώσουν εντελώς από τις ενορίες τους την ολέθρια τέχνη της μαγείας και της κακουργίας που εφευρέθηκε από τον διάβολο, και αν βρουν κάποιον άντρα ή γυναίκα που ακολουθούν αυτήν την κακία, να τον αφορίσουν από το ποίμνιό τους εντελώς ατιμασμένους. … Δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι μερικές κακόβουλες γυναίκες που έχουν διαστραφεί από τον διάβολο, παραπλανημένες από δαιμονικές φαντασίες και παραισθήσεις, πιστεύουν και εμπλέκονται σε ίππευση συγκεκριμένων θηρίων μαζί με την Άρτεμη, την θεά των ειδωλολατρών, και αμέτρητο πλήθος γυναικών διασχίζουν μεγάλες αποστάσεις γης, κατά την νεκρική σιγή της νύκτας, ώστε υπακούοντας στις διαταγές της αφέντρας τους, συναθροίζονται στην λατρεία της συγκεκριμένα βράδια. Αλλά εύχομαι να ήταν μόνο αυτές που χάνονται στην απιστία και να μην τραβούσαν άλλους στην καταστροφή. Διότι, αμέτρητο πλήθος, απατημένο από την κακοδοξία, πιστεύει ότι είναι αλήθεια, και πιστεύοντάς το, ξεφεύγει από την ορθή πίστη και εμπλέκεται στα ψέματα των παγανιστών, νομίζοντας ότι υπάρχει κάποια άλλη θεότητα ή δύναμη, εκτός από τον Θεό. Έτσι, οι ιερείς σε όλες τις εκκλησίες πρέπει να διδάσκουν με όλη τους την επιμονή τους ανθρώπους, ότι πρέπει να γνωρίζουν ότι όλα αυτά είναι λάθος και ότι τέτοια φαντάσματα επιφορτίζονται στο νου των ασεβών και όχι από θεϊκό αλλά κακόβουλο πνεύμα[12].»
Γίνεται, λοιπόν, φανερό ότι μέχρι το τέλος του Θ’ αι. οι Φράγκοι επίσκοποι, όχι απλώς δεν είχαν καταφέρει να εξοβελίσουν τις ειδωλολατρικές συνήθειες των συμπατριωτών τους, όπως είχαν πράξει οι Ρωμαίοι προκάτοχοί τους, αλλά έχαναν «αμέτρητο πλήθος» από τις ενορίες τους.
Από όσα αναφέρθηκαν παραπάνω και όπως θα αποδειχθεί από τα γεγονότα που θα εκτεθούν παρακάτω, γίνεται αντιληπτό ότι θέσεις όπως αυτή του R. I. Moore:
«Παρ’ όλα αυτά, η αίρεση ήταν ένα νέο φαινόμενο στον ανερχόμενο πολιτισμό της δυτικής Ευρώπης στον κεντρικό Μεσαίωνα, και η αντίδραση των συγχρόνων που την βρήκαν όχι μόνο σοκαριστική, αλλά και αφύσικη συζητιέται ακόμα ευρέως[13]»,
είναι κενό γράμμα και βαθύτατα επηρεασμένες από την παπική προπαγάνδα παλαιότερων εποχών.
6.1.6 Οι καταγεγραμμένες αιρέσεις
α. Η Σύνοδος της Ρώμης το 745: Την εποχή του ιεραποστολικού έργου του αγίου Βονιφατίου εμφανίστηκαν στην Γερμανία δύο αιρετικοί ιερείς, ο Αδελβέρτος και ο Κλήμης. Ο Αδελβέρτος ήταν απλοϊκής καταγωγής, δεν έρεε στις φλέβες του αριστοκρατικό αίμα, ήταν αμόρφωτος, αλλά κάποια στιγμή ανακάλυψε ότι διέθετε τον κατάλληλο μαγνητισμό, ώστε να ξεκινήσει καριέρα ψευδοπροφήτη. Προφασιζόμενος αποστολική ταπείνωση, συνδυάζοντας κήρυγμα και εμφάνιση, εντυπωσίαζε τα πλήθη, οπότε αποφάσισε να κάνει την ζωή του ευκολότερη, δεδομένων των σκληρών συνθηκών διαβίωσης της δυτικής Ευρώπης του πρώιμου Μεσαίωνα, εκμεταλλευόμενος την αφέλεια, απλοϊκότητα και ευπιστία των χωρικών, όπως και την έλλειψη ποιμαντικού ενδιαφέροντος από τις εκκλησιαστικές αρχές στις επαρχίες των Φράγκων. Ξεκίνησε την δράση του από την περιοχή της Soissons και σύντομα σχηματίστηκε γύρω του συνάθροιση.
Ο επίσκοπος του απαγόρευσε να κηρύττει στις εκκλησίες, αλλά αυτό δεν ήταν πρόβλημα για τον Αδελβέρτο. Πραγματικά, υπάκουσε και σταμάτησε να κηρύττει εντός των ναών. Έστησε σταυρούς στους αγρούς και ξεκίνησε υπαίθριο «ευαγγελισμό». Όπου οι αριθμοί των ακροατών αυξάνονταν οι σταυροί γίνονταν εντευκτήρια με τις εισφορές των χωρικών που τον παρακολουθούσαν.
Η επιτυχία του κηρύγματος του Αδελβέρτου οφείλονταν σε απλά αίτια. Οι απλοί χωρικοί δύσκολα μπορούσαν να ενταχθούν στο εκκλησίασμα μιας επισκοπής, όπου στις ανώτερες ιερατικές βαθμίδες είχαν θρονιαστεί οι Φράγκοι αριστοκράτες. Οι τελευταίοι φρόντιζαν να θυμίζουν με την επιδεικτική συμπεριφορά τους την διαφορά κοινωνικής θέσης τους. Μα πάνω από όλα την διαφορά της εθνικής καταγωγής τους. Στις επισκοπές είχαν εγκατασταθεί από τους φεουδάρχες για να ελέγχουν τον γαλατο-ρωμαϊκό πληθυσμό, που όντας υπόδουλος στους Φράγκους, προσέβλεπε στον Χριστιανισμό με νοσταλγία ενθυμούμενος το πρότερο ρωμαϊκό μεγαλείο.
Οι Φράγκοι επίσκοποι δεν ενδιαφέρονταν να μεριμνήσουν ποιμαντικά για την σωτηρία του ποιμνίου τους. Προείχε η διοίκηση της επαρχίας. Συνεπώς, το κήρυγμα του Αδελβέρτου, απευθυνόμενο κυρίως στο συναίσθημα, ενός συναισθηματικά φορτισμένου πλήθους, εκπεφρασμένο στον περιβάλλοντα χώρο της καθημερινότητας των χωρικών, την στιγμή που η επίσημη εκκλησιαστική αρχή είχε αποξενωθεί από αυτούς, είχε μεγάλη απήχηση.
Ακριβώς επειδή το κήρυγμα του Αδελβέρτου απευθύνονταν στον συναισθηματισμό του ακροατηρίου του, ήταν οι γυναίκες, αυτές που συγκεντρώθηκαν πρώτα γύρω του. Αλλά για ν’ ανοίξει το πουγκί έπρεπε η συναισθηματική φόρτιση που προκαλούνταν από την ακρόαση να συνοδεύεται και από τα απαραίτητα θαύματα. Οι οπαδοί του τού απέδιδαν πολλά σημεία, κυρίως θαυματουργικές θεραπείες. Έχοντας τόσο μεγάλη επιρροή και έλεγχο επί των οπαδών του, κατά το μεγαλύτερο ποσοστό γυναίκες, και τον απαραίτητο αμοραλισμό ώστε να στηρίξει την καριέρα ενός ψευδοπροφήτη, είναι δύσκολο να μην πιστέψει κάποιος τις κατηγορίες του πάπα Ζαχαρία για ανήθικες πράξεις.
Αλλά καμιά καριέρα δεν στηρίζεται χωρίς την απαραίτητη διαφήμιση. Έτσι κυκλοφόρησαν ιστορίες αγιότητας ανάμεσα στους οπαδούς του, αγιότητας αποδεδειγμένης από τι υποτιθέμενες πνευματικές του δυνάμεις. Λέγονταν, ότι όταν βρίσκονταν ακόμη στην κοιλιά της μητέρας του είχε λάβει την Χάρη του Αγίου Πνεύματος και γεννήθηκε άγιος ως σκεύος εκλογής. Λίγο πριν την γέννησή του, η μητέρα του ονειρεύτηκε ότι ένας μόσχος είχε βγει από την δεξιά πλευρά της, σημάδι ότι το βρέφος είχε λάβει την Χάρη. Μέσα από αυτήν την φημολογία, επιδιώκονταν ο παραλληλισμός με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, και αυτό είναι ένδειξη της νοητικής αστάθειας του Αδελβέρτου, καθώς η λατρεία των οπαδών του, του δημιούργησε παραισθήσεις μεγαλείου και προσπαθούσε να μεταστρέψει τις εντυπώσεις για την ψευτο-αγιότητά του σε εντυπώσεις θεϊκότητας.
Σιγά-σιγά η τρέλα του μεγάλωσε. Ισχυρίστηκε ότι ήταν ισαπόστολος και τα πρώην εντευκτήρια έγιναν ναοί αφιερωμένοι σ’ αυτόν. Άγγελος υποτίθεται ότι έφερε και του παρέδωσε θαυματουργικά λείψανα από τις εσχατιές της γης. Οι υπερφυσικές δυνάμεις του τον προίκισαν με σοφία, ώστε όσοι πίστευαν σ’ αυτόν δεν χρειαζόταν να εξομολογηθούν, εφόσον γνώριζε τα μύχια τη καρδιάς τους. Μετέδιδε την αγιότητα προσφέροντας τα κομμένα νύχια του και τις τρίχες της κεφαλής του, φυσικά με το αζημίωτο. Ένας μεσαιωνικός Σάι Μπάμπα.
Ισχυρίζονταν ότι γνώριζε τα ονόματα των αγγέλων: Ουριήλ, Ραγουήλ, Τωβιήλ, Μιχαήλ, Αδινός, Τωβίας, Σαβαώθ και Σημιήλ. Η αγγελολογία του δείχνει και την γνωστικής προέλευσης, επί το απλοϊκότερο βέβαια, διδασκαλία του. Μάλιστα, σημαίνει και την ύπαρξη κάποιας εσωτερικής απόκρυφης γνώσης, διότι κάποια από τα ονόματα δεν συναντώνται στην χριστιανική γραμματεία, αλλά στην απόκρυφη.
Κυκλοφορούσε μια επιστολή την οποία υποτίθεται ότι είχε λάβει από τον ίδιο τον Χριστό. Πρόβαλε με αυτόν τον τρόπο την προσωπική αποκάλυψη της γνώσης που έλαβε, άλλο ένα σημείο της γνωστικής τάσης του. Ταυτόχρονα, πρόσφερε και ένα είδος απόκρυφου αναγνώσματος στους οπαδούς του, σύντομο και απλό, σύμφωνο πάντα με τις κακοδοξίες του. Η επιστολή εστάλη από τον άγιο Βονιφάτιο στη Ρώμη. Σώζεται η αρχή μόνο της επιστολής:
«Εις το όνομα του Θεού. Αρχίζει η επιστολή του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, του Υιού του Θεού, η οποία έπεσε από τον ουρανό στην Ιερουσαλήμ».
Τέτοιες πτώσεις απόκρυφων κειμένων από τον ουρανό, συναντώνται και σε άλλες γνωστικές σέκτες, όπως για παράδειγμα η Βίβλος του Ηλξαίου, την οποία είχε φέρει ο Αλκιβιάδης[14] στη Ρώμη τον Γ’ αι.
Με τον Αδελβέρτο συνδέθηκε και το όνομα του Κλήμη. Αυτός ήταν ένας αιρετικός, ο οποίος απέρριπτε τον Χριστιανισμό, διότι του φαίνονταν αυστηρός. Εξέφραζε περισσότερο έναν λιμπερτινισμό, αλλά δεν είναι και πολλά γνωστά γι’ αυτόν, ώστε να βγουν ασφαλή συμπεράσματα. Τελικά οι δυο του τράβηξαν το ενδιαφέρον του αγίου Βονιφατίου, ο οποίος έγραψε αρχικά γι’ αυτούς στον πάπα Γρηγόριο Γ’ (731-741). Με την διαδοχή του από τον πάπα Ζαχαρία (741-752) ξεκίνησε και η διαδικασία αντιμετώπισης της αίρεσης. Με την έγκριση του Ζαχαρία και υπό την αιγίδα των μαγιορδόμων της Φραγκίας, Πεπίνου του Βραχύ (του μετέπειτα βασιλιά, 752-768) και Καρλομάνου, οι οποίοι μόλις είχαν διαδεχθεί τον πατέρα τους Κάρολο Μαρτέλο το 741, συγκροτήθηκε σύνοδος στην Soissons στις 3 Μαρτίου του 744 για να ελέγξει τις δραστηριότητες του Αδελβέρτου. Η σύνοδος αποφάσισε την κανονική καταδίκη του και την καύση των σταυρών που είχε στήσει. Ο πάπας Ζαχαρίας τον έθεσε σε αργία, αν και αμφέβαλλε αν είχε χειροτονηθεί κανονικά.
Ο Αδελβέρτος δραπέτευσε και συνέχισε να κηρύττει. Την επόμενη χρονιά συγκλήθηκε στη Γερμανία τοπική Σύνοδος επισκόπων για την ρύθμιση των προβλημάτων της εκεί Εκκλησίας, υπό την αιγίδα του Καρλομάνου, μαγιορδόμου της Αυστρασίας. Στην Σύνοδο αυτή ο Αδελβέρτος και ο Κλήμης ανακηρύχθηκαν αιρετικοί, αλλά κι αυτό δεν ήταν αρκετό. Στις 25 Οκτωβρίου του 745 συνεκλήθη Σύνοδος στη βασιλική του Λατεράνου στη Ρώμη, για την λήψη δραστικότερων μέτρων. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε αυτή την Σύνοδο δεν παραβρέθηκαν ούτε ο κατήγορος άγιος Βονιφάτιος, ούτε οι κατηγορούμενοι Αδελβέρτος και Κλήμης. Ο άγιος Βονιφάτιος έστειλε αγγελιοφόρο, τον Δενεχάρδο, ιερέα της επισκοπής στο Mainz.
Ακολουθεί η μετάφραση των πρακτικών της Συνόδου, τα οποία αποτελούν και την πηγή για την ιστόρηση των παραπάνω. Το λατινικό κείμενο έχει εκδοθεί από M. Tangl, Die Briefe des heiligen Bonifatius und Lullius στο Monumenta Germaniae Historica, Epistolae Selectae 1, S. Bonifatii et Lulli Epistolae, Βερολίνο 1916, σσ. 108-120. Αγγλική μετάφραση στο Ephraim Emerton, The Letters of Saint Boniface, New York 1954:
«Εις το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Το 26ο έτος της βασιλείας του κυρίου μας και Αυγούστου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου (σσ. του Κωπρόνυμου, οι πάπες εξακολουθούσαν και μετά την δημιουργία του υποτιθέμενου παπικού κράτους να χρονολογούν τα έγγραφά τους με βάσει τα έτη βασιλείας των αυτοκρατόρων της Κωνσταντινούπολης, ακόμη και των εικονομάχων), τον πέμπτο χρόνο της υπατίας του, την 25η του Οκτωβρίου, της 14ης Ινδικτιώνος, ο αγιότατος και μακαριότατος Πάπας Ζαχαρίας προεδρεύων στην βασιλική του Λατερανού και παρόντων των ακόλουθων αγιοτάτων επισκόπων Επιφανίου της Σίλβα Κάντιντα, Βενεδίκτου της Μεντάνα, Βεναντίου του Παλεστρίνο, Γρηγορίου του Πόρτο, Νικήτα της Γκάβια, Θεοδώρου της Όστια, Γρατιόσου Βιλλιτρίας, των αρχιπρεσβυτέρων Ιωάννου, Γρηγορίου, Στεφάνου, Δομίνικου, Θεοδώρου, Αναστασίου, Γεωργίου, Ιορδάνου, Λέοντος, άλλου Λέοντος, Γρηγορίου, Στεφάνου, Ευσταθίου, Προκοπίου και Θεοφανίου.
Όταν το άγιο Ευαγγέλιο τοποθετήθηκε στο μέσο της σύναξης, ο Γρηγόριος, περιφερειακός νοτάριος και κοιαίστορας, ανήγγειλε την απαρτία των διακόνων και όλο του σώματος του ιερατείου:
«Ο πιστός ιερέας Denehard, ο οποίος εστάλη στην Αποστολική σας Αγιότητα από τον Βονιφάτιο, τον επίσκοπο της επαρχίας της Γερμανίας, αναμένει όπισθεν του παραπετάσματος και παρακαλεί για ακρόαση. Τι προστάζετε;»
Η εντολή δόθηκε,
«Να εισέλθει.»
Όταν εισήλθε, ο Ζαχαρίας, ο μακαριότατος Πάπας της Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας της πόλεως της Ρώμης, είπε:
«Μας έφερες ένα έγγραφο πριν κάποιες ημέρες από τον σεβάσμιο και άγιο αδελφό, τον Αρχιεπίσκοπο Βονιφάτιο. Στο έγγραφο αυτό μας έδωσε την άποψή του για την καλύτερη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί. Γιατί λοιπόν, ζήτησες να παρουσιαστείς δεύτερη φορά στη συνεδρίαση;»
Τότε ο Denehard, ο ιερέας απάντησε:
«Κύριέ μου, όταν ο επίσκοπος Βονιφάτιος, ο αφοσιωμένος υπηρέτης σας και κύριός μου, συγκάλεσε σύνοδο στην φράγκικη επαρχία, σύμφωνα με την άδειά σας, ανακάλυψε εκεί δύο ψευτο-ιερείς, αιρετικούς και σχισματικούς, ονόματι Εδελβέρτος και Κλήμης. Αφού τους στέρησε την επισκοπική άδεια να λειτουργούν, έλαβε τη επιβεβαίωση από τους Φράγκους πρίγκιπες να τους θέσει υπό κράτηση. Δεν πραγματοποιούν την μετάνοιά τους σύμφωνα με την ποινή που τους επιβλήθηκε, αλλά αντιθέτως, εξακολουθούν να παραπλανούν τον κόσμο. Γι’ αυτό τον λόγο επιφορτίστηκα με αυτή την επιστολή από τον κύριό μου και την προσφέρω στην Αποστολική Αγιότητά σας, ώστε να αναγνωστεί ενώπιον της Ιεράς Συνόδου.»
Η απόκριση ήταν:
«Να έρθει η επιστολή και να διαβαστεί ενώπιον ημών.»
Τότε ο Θεοφάνιος, ο τοπικός νοτάριος και σακκελάριος, έλαβε την επιστολή και την διάβασε φωναχτά:
«Προς τον Ύπατο Πατέρα και Αποστολικό Ποντίφικα που κρατά την εξουσία και την αρμοδιότητα του Πέτρου, του πρίγκιπα των Αποστόλων, Βονιφάτιος, ο ταπεινότατος δούλος των δούλων του Θεού, ειλικρινείς χαιρετισμούς εν αγάπη Χριστού.
Από τότε που αφιέρωσα τον εαυτό μου, σχεδόν τριάντα χρόνια πριν, στην υπηρεσία της Αποστολικής Έδρας, την εποχή και με την αποδοχή του μακαριστού Πάπα Γρηγορίου , είναι συνήθειά μου ν’ αναφέρω στον Ποντίφικα όλες τις χαρές και τις λύπες μου, ώστε στην χαρά να ενώνουμε τις προσευχές μας προς τον Θεό και στις λύπες να λαμβάνω παρηγοριά από τις νουθεσίες του. Ας γίνει έτσι και τώρα. Έρχομαι ως ικέτης στην Αγιότητά σας, διότι λέει η γραφή: «Ἐπερώτησον τόν πατέρα σου, καί ἀναγγελεῖ σοι, τούς πρεσβυτέρους σου, καί ἐροῦσϊ σοι.» (Δευτ. 32.7)
Επιθυμώ να γνωρίζετε, Άγιε Πατέρα, ότι αφ’ ης στιγμής με διατάξατε, ανάξιος όπως είμαι, να προεδρεύσω στην επισκοπική σύνοδο των Φράγκων, μια ρύθμιση στην οποία συμφώνησαν, έπρεπε να υποφέρω πολλές προσβολές και διώξεις, κυρίως από ψεδο-επισκόπους, πόρνους ιερείς και διακόνους και μοχθηρούς ιερείς. Οι μεγαλύτερες δυσκολίες προέκυψαν από την αντίθεση δύο πολύ ονομαστών αιρετικών, βλάσφημων εναντίον του Θεού και της καθολικής πίστης. Ο ένας ονομάζεται Εδελβέρτος, Γαλάτης στην καταγωγή, και ο άλλος Ιρλανδός με το όνομα Κλήμης. Στην μορφή της αίρεσης διαφέρουν, αλλά ομοιάζουν στο βαθμό της πλάνης.
Καθώς είμαι αδύναμος, παρακαλώ την Αποστολική Αγιότητά σας να με προστατεύσει με την εξουσία της από αυτούς, και να επιστρέψει τους Φράγκους και τους Γαλάτες στον ορθό δρόμο με γραπτή δήλωση, ώστε να μην δέχονται πλέον μύθους, ψεύτικα θαύματα και προφητείες των πρόδρομων του Αντιχρίστου, αλλά να επιστρέψουν για άλλη μια φορά στην σώφρονα αλήθεια. Αν, αφού ακούσετε την διήγησή μου για τα δόγματά τους την θεωρήσετε δικαιολογημένη, διατάξτε να ριχθούν στην φυλακή. Κανείς να μην έχει κοινωνία μαζί τους, από φόβο μην μολυνθεί με τις κακοδοξίες τους και χαθεί πράττοντάς το, αλλά αναγκάστε τους να ζουν χωριστά και παραδώστε τους στον Σατανά προς ανατροπή της διεφθαρμένης φύσης τους, ώστε το πνεύμα τους να βρει την σωτηρία την ημέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Αν δεν κάνουν υπακοή στην Εκκλησία, ας θεωρηθούν ως τελώνες και άπιστοι, έως ότου μάθουν να μην βλασφημούν και να μην σχίζουν τον χιτώνα του Χριστού. Εξαιτίας τους υποφέρω διώξεις, εχθρότητα και μομφές από πολλούς, ενώ η Εκκλησία εμποδίζεται στην διάδοση της πίστης και του δόγματος.
Για τον Εδελβέρτο λένε ότι τους έχω στερήσει από έναν άγιο απόστολο και τους έχω αποσπάσει έναν προστάτη και μεσολαβητή, εργάτη καλών πράξεων και θαυματοποιό. Αλλά ακούστε πρώτα την ιστορία της ζωής του και κρίνατε οι ίδιοι αν είναι λύκος με ένδυμα προβάτου.
Από νωρίς στην ζωή του εξαπάτησε πολλούς, λέγοντας ότι άγγελος Κυρίου με μορφή ανθρώπου του έφερε από την άλλη άκρη του κόσμου λείψανα, παράξενα και υπόπτου αγιότητος, και ότι μέσω της ενέργειας αυτών μπορούσε ν’ αποκτήσει από τον Θεό ότι επιθυμούσε. Με τέτοια υποκρισία κατάφερε βαθμηδόν, όπως λέει ο απόστολος Παύλος, να περιέρχεται τις οικίες, συλλαμβάνοντας αδύναμες γυναίκες, των οποίων η συνείδηση ήταν βεβαρυμμένη από την αμαρτία και ταλαντευόμενη από την κίνηση των παθών. Επίσης ξεγέλασε πολλούς απλούς ανθρώπους, που πίστεψαν ότι είναι άνθρωπος αληθινού αποστολικού αναστήματος, επειδή είχε εκτελέσει σημεία και τέρατα. Δωροδόκησε αμόρφωτους επισκόπους να τον χειροτονήσουν, αψηφώντας το κανονικό δίκαιο, και τελικά, με απαράμιλλη αλαζονεία, έβαλε τον εαυτό του στην ίδια θέση με τους αποστόλους. Με αυθάδεια αρνήθηκε ν’ αφιερώσει ναούς στους Αποστόλους και μάρτυρες και συνήθιζε να ρωτά τους ανθρώπους τι περίμεναν να κερδίσουν πηγαίνοντας για προσκύνημα στους τάφους των Αποστόλων. Αργότερα, αφιέρωσε παρεκκλήσια στον εαυτό του – ή, για να μιλήσουμε πιο αληθινά, τα βεβήλωσε. Στους αγρούς ή κοντά σε πηγές ή οπουδήποτε του έρχονταν στο νου, ύψωσε σταυρούς και παρεκκλήσια, και διέταξε οι προσεχές να λέγονται εκεί. Ως αποτέλεσμα, πλήθος κόσμου απομακρύνθηκε από τις κανονικές εκκλησίες, περιφρόνησαν τις προσταγές των επισκόπων και έκαναν τις ακολουθίες τους σε αυτά τα μέρη λέγοντας: «τα χαρίσματα του αγίου Εδελβέρτου θα μας βοηθήσουν».
Κυκλοφόρησε τα νύχια και τις τρίχες του προς προσκύνηση κι έβαλε να τα περιφέρουν σε λιτανεία μαζί με τα λείψανα του αγίου Αποστόλου Πέτρου. Εντέλει, έπραξε αυτό που θεωρώ ως μεγαλύτερο έγκλημα και βλασφημία κατά του Θεού. Όποτε κάποιος προσέρχονταν και έπεφτε στα πόδια του επιθυμώντας να εξομολογηθεί, έλεγε: «Γνωρίζω όλες σου τις αμαρτίες, τα μυστικά σου είναι ενώπιον των οφθαλμών μου. Δεν χρειάζεται να εξομολογηθείς, διότι οι πρότερες αμαρτίες σου έχουν συγχωρηθεί. Πήγαινε εν ειρήνη, λυτρώθηκες!»
Στην ενδυμασία του, στην συμπεριφορά του, στα ήθη του μιμούνταν τους υποκριτές που περιγράφει λεπτομερώς το Ευαγγέλιο.
Ο άλλος αιρετικός, με το όνομα Κλήμης, είναι αντίθετος με την Εκκλησία, αρνείται να παραδεχθεί τους Ιερούς Κανόνες και απορρίπτει την διδασκαλία των αγίων Πατέρων, Ιερωνύμου, Αυγουστίνου και Γρηγορίου. Αποστρέφεται τις συνοδικές αποφάσεις και αποφασίζει από μόνος του ότι, ενώ έχει κάνει δυο παιδιά κατά την διάρκεια της επισκοπείας του, μπορεί ακόμη να είναι Χριστιανός επίσκοπος. Δέχεται την Παλαιά Διαθήκη που λέει ότι αν κάποιος επιθυμεί μπορεί να λάβει την χήρα του αδελφού του και θεωρεί ότι αυτό ισχύει και για τους Χριστιανούς. Σε αντίθεση με τη διδασκαλία των Πατέρων επιβεβαιώνει ότι ο Χριστός κατέβηκε στον άδη για να ελευθερώσει όλους, πιστούς και απίστους, υπηρέτες του Χριστούς όπως και λάτρες των ειδώλων, που ήταν καταδικασμένοι εκεί. Και πολλά άλλα καταδικαστέα και αντίθετα με την καθολική πίστη ισχυρίζεται για το θέμα του προορισμού. Γι’ αυτούς τους λόγους σας ικετεύω να γράψετε στον δούκα Καρλομάνο σχετικά μ’ αυτόν τον αιρετικό και να τον φυλακίσει ώστε να εμποδιστεί να διασπείρει τις κακοδοξίες του περισσότερο. Ειδάλλως ένα άρρωστο πρόβατο θα μολύνει όλο το ποίμνιο.
Εύχομαι υγεία στην Αγιότητά σας με ευημερία και μακροημέρευση.»
Όταν αναγνώσθηκε, ο Ζαχαρίας, ο αγιότατος και μακαριότατος Πάπας είπε:
«Ακούσατε, φίλτατοι αδελφοί, τι ειπώθηκε σε αυτή την επιστολή, σχετικά με τους αιρετικούς, που διακηρύσσουν στον κόσμο ότι είναι απόστολοι. Αυτό το πράττουν προς καταδίκη τους».
Οι άγιοι επίσκοποι και σεβαστοί πρεσβύτεροι αποκρίθηκαν:
«Έχουμε ακούσει, πράγματι. Δεν είναι απόστολοι αλλά υπηρέτες του Σατανά και πρόδρομοι του Αντιχρίστου. Διότι ποιος Απόστολος διέθεσε ποτέ τις τρίχες και τα νύχια των δακτύλων του στον κόσμο ως λείψανα, όπως αυτός ο ιερόσυλος και μιαρός Εδελβέρτος; Η Αγιότητά σας πρέπει να τιμωρήσει αυτά τα εγκλήματα, και στην μια περίπτωση, όπως και στην περίπτωση του Κλήμεντος, που εμφανίζεται αντίθετος με τους Ιερούς Κανόνες και απορρίπτει την διδασκαλία των αγίων Πατέρων, του Αμβροσίου του Αυγουστίνου και των άλλων. Πρέπει να λάβουν καταδίκη ανάλογη των εγκλημάτων τους.»
Ζαχαρίας, ο αγιότατος και μακαριότατος Πάπας είπε:
«Είναι περασμένη η ώρα σήμερα, αλλά αύριο, έχοντας ακούσει την διήγηση της ζωής του, την προσευχή που συνέθεσε στον εαυτό του και τις άλλες κακές πρακτικές του, θα μπορέσουμε με την βοήθεια του Θεού, να καταλήξουμε σε ομόφωνη απόφαση, ως προς την καλύτερη αντιμετώπιση του θέματος.»
Δεύτερη Συνεδρίαση
«Εις το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Το 26ο έτος της βασιλείας του κυρίου μας και Αυγούστου, αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Μεγάλου, το πέμπτο έτος της υπατίας του, την 25η Οκτωβρίου, της δεκάτης τετάρτης Ινδικτιώνος, ο αγιότατος και μακαριότατος Πάπας Ζαχαρίας προεδρεύων στην βασιλική του Λατεράνου και παρόντων των ακόλουθων αγιοτάτων επισκόπων Επιφανίου της Σίλβα Κάντιντα, Βενεδίκτου της Μεντάνα, Βεναντίου του Παλεστρίνο, Γρηγορίου του Πόρτο, Νικήτα της Γκάβια, Θεοδώρου της Όστια, Γρατιόσου Βιλλιτρίας, των αρχιπρεσβυτέρων Ιωάννου, Γρηγορίου, Στεφάνου, Δομίνικου, Θεοδώρου, Αναστασίου, Γεωργίου, Ιορδάνου, Λέοντος, άλλου Λέοντος, Γρηγορίου, Στεφάνου, Ευσταθίου, Προκοπίου και Θεοφανίου.»
Μετά την τοποθέτηση του αγίου Ευαγγελίου στο μέσο της συνάξεως, Γρηγόριος, ο περιφερειακός νοτάριος και κοιαίστορας, ανήγγειλε:
«Σύμφωνα με τις οδηγίες που δόθηκαν από την Αγιότητά σας στην τελευταία συνεδρίαση, ο Denehard, ο πρεσβύτερος, αναμένει όπισθεν του παραπετάσματος την ακρόαση. Τι προστάζετε;»
Η εντολή εδόθη:
«Να εισέλθει.»
Όταν εισήλθε, ο Ζαχαρίας, ο αγιότατος και μακαριότατος Πάπας είπε:
«Προσκομίσατε την βιογραφία του κακόφημου Εδελβέρτου, μαζί με τα γραπτά του, τα οποία είχατε ανά χείρας στην προηγούμενη συνεδρίαση και αναγνώστε τα ενώπιον της συνόδου.»
Τότε ο Θεοφάνιος, ο περιφερειακός νοτάριος και σακελάριος, τα παρέλαβε και ανέγνωσε τις ακόλουθες εισαγωγικές προτάσεις:
«Εις το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ιδού, άρχετε ο βίος του αγίου και μακαρίου δούλου του Θεού, επισκόπου Εδελβέρτου, γεννημένου κατά βούληση Θεού. Προήλθε από απλούς γονείς και στέφθηκε με την Χάρη του Θεού. Διότι, όσο ακόμη ήταν στην μήτρα της μητέρας του, τον επεσκίασε η Χάρις του Θεού, και πριν την γέννησή του η μητέρα του είδε σε όραμα να εξέρχεται μόσχος από την δεξιά πλευρά της. Ο μόσχος συμβολίζει την χάρη, την οποία έλαβε από άγγελο πριν εξέλθει της μήτρας.»
Όταν αναγνώσθηκε το βιβλίο, ο αγιότατος και μακαριότατος Πάπας Ζαχαρίας ρώτησε:
«Τι απαντάτε σ’ αυτές τις βλασφημίες, άγιοι πατέρες;»
Επιφάνιος ο αγιότατος επίσκοπος της Σίλβα Κάνδιδα αποκρίθηκε:
«Αποστολικέ Πατέρα, ενεργούσατε πραγματικά υπό θεία έμπνευση, όταν διατάξατε τον άγιο αδερφό μας, Αρχιεπίσκοπο Βονιφάτιο και τους Φράγκους πρίγκιπες να συγκαλέσουν επισκοπική σύνοδο σ’ αυτές τις επαρχίες, στις οποίες είχε τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα [να συγκληθεί σύνοδος], με σκοπό αυτές οι βλασφημίες και τα σχίσματα, να μην κρύπτονται άλλο από την Αποστολική σας Αγιότητα.»
Ζαχαρίας, ο αγιότατος και μακαριότατος Πάπας, είπε:
«Εάν ο πρεσβύτερος Denehard έχει κάτι άλλο να θέσει υπόψη μας, το οποίο θα έπρεπε να αναγνωσθεί, ας το προσκομίσει.»
Denehard ο πρεσβύτερος αποκρίθηκε:
«Έχω εδώ μια επιστολή, την οποία χρησιμοποιούσε στο κήρυγμά του, λέγοντας ότι ήταν γραμμένη από τον Ιησού και έπεσε από τον ουρανό.»
Τότε ο Θεοφάνιος, ο περιφερειακός νοτάριος και σακελάριος, την έλαβε και ανέγνωσε τα κάτωθι:
«Εις το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ιδού, άρχετε η επιστολή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του Υιού του Θεού, η οποία έπεσε από τον ουρανό στην Ιερουσαλήμ, και ανακαλύφθηκε από τον αρχάγγελο Μιχαήλ κοντά στην πύλη του Εφραίμ. Αυτό το αντίγραφο της επιστολής ήρθε στα χέρια κάποιου ιερέα, ονόματι Ικόρη, ο οποίος την διάβασε και την έστειλε σε κάποιον ιερέα, ονόματι Θαλάσσιο, στην πόλη του Ιερεμία. Ο Θαλάσσιος την έδωσε σε κάποιον άλλο ιερέα, ονόματι Λεοβάνο, που ζούσε σε κάποια πόλη της Αραβίας. Ο Λεοβάνος την έστειλε στην Βεστφαλία, όπου την παρέλαβε κάποιος ιερέας Μάκριος. Αυτός έστειλε την επιστολή στο όρος του αγίου αρχαγγέλου Μιχαήλ. Τελικά, με την παρέμβαση αγγέλου, η επιστολή έφτασε στην Ρώμη, στον τάφο του αγίου Αποστόλου Πέτρου, όπου βρίσκονται οι κλείδες της Βασιλείας των Ουρανών. Και οι δώδεκα ιερατικοί, οι οποίοι βρίσκονται στην πόλη της Ρώμης, προσευχόμενοι νυχθημερόν…»
και τα λοιπά. Ζαχαρίας, ο αγιότατος και μακαριότατος Πάπας, είπε:
«Στ’ αλήθεια, φίλτατοι αδελφοί, αυτός ο Εδελβέρτος είναι τρελός, και όλοι όσοι δίνουν βάση σ’ αυτή την επιστολή πρέπει να είναι ανόητοι, στερημένοι λογικής, όπως οι υστερικές γυναίκες. Αλλά για να τον αποτρέψουμε να παραπλανά τους αφελείς δεν πρέπει να καθυστερήσουμε την συζήτηση τη υπόθεσης εναντίον του και να αναγγείλουμε την ετυμηγορία.»
Τότε οι άγιοι επίσκοποι και σεβαστοί πρεσβύτεροι αποκρίθηκαν:
«Από θεία έκλαμψη φωτίζεται η Αποστολικότητά σας, και όσα λέει, προέρχονται από την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος. Γι’ αυτό η ετυμηγορία της υπόθεσης να αναγγελθεί, όπως είπατε προηγουμένως.»
Ζαχαρίας, ο αγιότατος και μακαριότατος Πάπας, είπε:
«Το θέμα πρέπει να συζητηθεί από κοινού με τις Σεβασμιότητες σας και όχι σύμφωνα με την δική μου κρίση μόνο. Αν είναι αρεστό στο Θεό, η ετυμηγορία πρέπει ν’ ανακοινωθεί στην επόμενη συνεδρίαση, επί τη βάσει των εγγράφων που βρίσκονται ενώπιον μας, βασισμένη στην αξίωση της δικαιοσύνης και έμπνευσης του Θεού.»
Τρίτη Συνεδρίαση
«Εις το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Το 26ο έτος της βασιλείας του κυρίου μας και Αυγούστου, αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Μεγάλου, το πέμπτο έτος της υπατίας του, την 25η Οκτωβρίου, της δεκάτης τετάρτης Ινδικτιώνος, ο αγιότατος και μακαριότατος Πάπας Ζαχαρίας προεδρεύων στην βασιλική του Λατεράνου και παρόντων των ακόλουθων αγιοτάτων επισκόπων Επιφανίου της Σίλβα Κάντιντα, Βενεδίκτου της Μεντάνα, Βεναντίου του Παλεστρίνο, Γρηγορίου του Πόρτο, Νικήτα της Γκάβια, Θεοδώρου της Όστια, Γρατιόσου Βιλλιτρίας, των αρχιπρεσβυτέρων Ιωάννου, Γρηγορίου, Στεφάνου, Δομίνικου, Θεοδώρου, Αναστασίου, Γεωργίου, Ιορδάνου, Λέοντος, άλλου Λέοντος, Γρηγορίου, Στεφάνου, Ευσταθίου, Προκοπίου και Θεοφανίου.»
Όταν το άγιο Ευαγγέλιο τοποθετήθηκε στο μέσο της σύναξης, ο Γρηγόριος, ο περιφερειακός νοτάριος και κοιαίστορας, ανήγγειλε παρουσία των διακόνων και του κλήρου:
«Σύμφωνα με την διαταγή που έδωσε η αγιότητά σας στην τελευταία συνεδρίαση, να παρουσιαστεί ενώπιον σας, ο Denehard ο πρεσβύτερος περιμένει έξωθεν της θύρας. Τι προστάζετε;»
Η εντολή εδόθη:
«Να εισέλθει.»
Όταν εισήλθε, ο αγιότατος και μακαριότατος Πάπας Ζαχαρίας είπε:
«Έχετε κάποιο άλλο έγγραφο που ν’ ανήκει στους αποστάτες, το οποίο θέλετε να παραδώσετε ώστε να διαβαστεί;»
Ο πρεσβύτερος Denehard αποκρίθηκε:
«Ναι, κύριέ μου, κατέχω μια προσευχή, την οποία συνέθεσε ο Εδελβέρτος, προς χρήση από τους ανθρώπους του. Ιδού, την κρατάω. Παρακαλώ πάρτε την».
Και αφού την έλαβε [ο Θεοφάνιος], την ανέγνωσε ξεκινώντας έτσι:
«Ο Κύριε, Παντοδύναμε Θεέ, Πατέρα του Χριστού, του Υιού του Θεού και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και Α και Ω, που κάθεσαι στον έβδομο θρόνο πάνω από τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ, απέραντη αγάπη και θαυμαστή γλυκύτητα βρίσκεται σε Σένα. Ω Πάτερ των αγίων αγγέλων, που δημιούργησες τον ουρανό και την γη, την θάλασσα και πάντα τα εν αυτοίς, σ’ επικαλούμαι, σου κράζω και σε καλώ σε βοήθεια, ο άθλιος. Εσύ καταδέχθηκες να πεις, ο,τιδήποτε αιτήσετε στο όνομα του Πατρός μου θα σας το δώσω. Σε σένα κράζω, τον Κύριο και Χριστό επαινεί η ψυχή μου.»
Και όπως διάβαζε, έφτασε στο σημείο που έλεγε:
«Εύχομαι και ικετεύω και σε παρακαλώ, άγγελε Ουριήλ, Ραγουήλ, Τωβιήλ, Μιχαήλ, Αδινέ, Τωβία, Σαβαώθ, Σιμιήλ,…»
Όταν ανάγνωσε αυτή την ανίερη προσευχή έως τέλους, Ζαχαρίας, ο αγιότατος και μακαριότατος Πάπας είπε:
«Τι λέτε γι’ αυτά, φίλτατοι αδελφοί;»
Οι άγιοι επίσκοποι και σεβαστοί ιερείς αποκρίθηκαν:
«Τι άλλο μπορούμε να κάνουμε, εκτός από το ν’ αποστείλουμε αυτό το έγγραφο, το οποίο αναγνώσθηκε ενώπιον μας, στην πυρά και ν’ αναθεματίσουμε τους συγγραφείς του; Τα ονόματα των οκτώ αγγέλων, τα οποία επικαλείται ο Εδελβέρτος στην προσευχή του, δεν είναι, με εξαίρεση το όνομα του Μιχαήλ, ονόματα αγγέλων αλλά δαιμόνων και τους καλεί σε βοήθεια. Όπως γνωρίζουμε από την διδασκαλία της Αποστολικής Έδρας και θείας αρχής, είναι γνωστά τα ονόματα μόνο τριών αγγέλων, δηλαδή Μιχαήλ, Γαβριήλ και Ραφαήλ. Αυτός εισάγει ονόματα δαιμόνων με πρόφαση αγγέλων.»
Ζαχαρίας, ο αγιότατος και μακαριότατος Πάπας, είπε:
«Σωστά αποφάνθηκαν οι Σεβασμιότητές σας, ότι τα γραπτά του πρέπει να καούν. Αλλά θα ήταν χρήσιμο να κρατηθούν στα αρχεία μας, για να χρησιμεύσουν στην αιώνια καταδίκη του. Τώρα η συζήτηση φτάνει στο τέλος, θα προχωρήσουμε στην έκδοση της απόφασης για τους ενόχους των παραπάνω αναφερομένων πράξεων.»
Η σύναξη αποφάσισε:
«Σχετικά με τον Εδελβέρτο, του οποίου οι πράξεις και τα μιαρά κείμενα αναγνώσθηκαν ενώπιον μας, που θεωρούσε πρέπον να καλείται απόστολος κι έδωσε τις τρίχες και τα νύχια του στο κόσμο σαν λείψανα, οδηγώντας τους στην πλάνη, που επικαλέστηκε δαίμονες σε βοήθεια με την πρόφαση αγγέλων, ν’ απομακρυνθεί από το επισκοπικό αξίωμα, να μετανοήσει και να πάψει να παρασύρει τον κόσμο. Εάν επιμείνει στις πλάνες του και συνεχίσει να εξαπατά τους πιστούς, ας είναι ανάθεμα και καταδικασμένος από την αιώνια κρίση του Θεού, αυτός και όποιος συμφωνεί μαζί του ή δέχεται τις διδασκαλίες του ή σχετίζεται μαζί του. Κατά τον ίδιο τρόπο και ο Κλήμης, που μέσα στην μωρία του απέρριψε τις διαταγές των Πατέρων, αποδέχθηκε τον νόμο της Παλαιάς Διαθήκης, στο σημείο που επέτρεψε σε άνθρωπο να παντρευτεί την χήρα του αδελφού του, και περισσότερο ισχυρίστηκε ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός κατέβηκε στον άδη για να ελευθερώσει άπαντες, πιστούς και απίστους, διατάζουμε, να του αφαιρεθεί το επισκοπικό αξίωμα, και ας είναι αφορισμένος και καταδικασμένος από την αιώνια κρίση του Θεού. Το αυτό και για όποιον συμφωνεί με την βλάσφημη διδασκαλία του.»
Ακολουθούν οι υπογραφές.
Ο Αδελβέρτος δεν ήταν μεταρρυθμιστής. Ήταν εκμεταλλευτής και ζώντας μέσα σε παραισθήσεις αποστολικού μεγαλείου, τρελάθηκε, διότι πίστεψε στα ίδια τα ψέματά του. Οι αποφάσεις που παρθήκαν κατά των δύο αιρετικών ήταν ποιμαντικού χαρακτήρα. Αφαίρεση του επισκοπικού αξιώματος και αφορισμός. Σκοπό είχαν τον σωφρονισμό των πλανεμένων και την προστασία των πιστών. Είναι εντυπωσιακό το ότι, ενώ ο άγιος Βονιφάτιος ζήτησε αυστηρότερη ποινή, η σύνοδος αποφάσισε τελικά να δώσει την ευκαιρία στους αιρετικούς να μετανοήσουν. Αλλά αυτό δεν έγινε.
Μια αντιπροσωπεία σταλμένη από τον Πεπίνο στον πάπα Ζαχαρία το 746 μ.Χ. ανέφερε ότι ο Αδελβέρτος συνέχιζε ακόμη την δράση του. Ο πάπας τότε διέταξε να συγκληθεί συμβούλιο και να εξεταστεί η υπόθεση. Αν ο Αδελβέρτος κρίνονταν ένοχος, έπρεπε να παρουσιαστεί ενώπιον του.
Δεν υπάρχει κάποια αναφορά για το αν συγκλήθηκε συμβούλιο και τι αποφάσισε. Στον Βίο του Αγίου Βονιφατίου, γραμμένο από κάποιον Ανώνυμο του Mainz[15], αναφέρεται ότι ο Αδελβέρτος είχε εγκλεισθεί στο αβαείο της Fulda και δραπέτευσε. Στο δρόμο δέχτηκε επίθεση ληστών και δολοφονήθηκε[16]. Η σέκτα του ήταν προσωποπαγής. Οι διδασκαλίες του δεν απασχόλησαν ξανά την Εκκλησία, μετά τον θάνατό του.
β. Η Θεόδα του Mainz (847 μ.Χ.): Το 847 μ.Χ. αναφέρεται η δράση της Θεόδα (ή Thiota) στην περιοχή του Mainz. Αυτή εμφανίστηκε στα γύρω χωριά ως προφήτιδα. Ήταν γέννημα θρέμμα Γερμανίδα. Ισχυριζόταν ότι είχε λάβει ειδική αποκάλυψη από τον Θεό, ότι γνώριζε τα μυστικά της θείας βουλήσεως, ακόμη και την ακριβή ημερομηνία της Δευτέρας Παρουσίας. Πιο συγκεκριμένα δίδασκε ότι το τέλος του κόσμου έφτανε και μάλιστα θα γινόταν την ίδια χρονιά.
Πολλοί άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, πίστεψαν τις ψευτοπροφητείες της και σύντομα δημιουργήθηκε γύρω της ομάδα πιστών. Οι προφητείες της ήταν επικερδείς, καθώς δέχονταν πλήθος δωρεών από τους οπαδούς της. Ανάμεσά τους συγκαταλέχθηκαν και μέλη του κλήρου. Προφανώς αυτό ήταν και η αιτία, για την άμεση αντίδραση της Εκκλησίας. Συνελήφθη και οδηγήθηκε στο Mainz για ανάκριση. Συγκλήθηκε συμβούλιο προεδρεύοντος του Αρχιεπισκόπου, όπου παρίσταντο και πολλοί ιερείς. Όταν ρωτήθηκε από πού έμαθε και κήρυττε τις ανοησίες, απάντησε ότι την είχε διδάξει κάποιος ιερέας. Επρόκειτο βέβαια, για γέννημα της φαντασίας της. Δεν δόθηκε πολύ σημασία στην περίπτωσή της διότι ήταν φανερό ότι η γυναίκα δεν ήταν στα συγκαλά της. Της απαγορεύθηκε να κηρύττει κι υποβλήθηκε σε δημόσια μαστίγωση. Δεν είναι γνωστό τι απέγινε. Το σίγουρο είναι ότι σταμάτησε να κηρύττει και δεν απασχόλησε ξανά τις αρχές.
Η ιδιαιτερότητα της περίπτωσης της Θεόδα είναι ότι ξεκινά μια μακρά σειρά γυναικών προφητισσών, που λαμβάνουν ειδική και προσωπική αποκάλυψη. Μέσω αυτής, είτε μαθαίνουν κάποιο κρυμμένο μυστικό και το αποκαλύπτουν στον κόσμο, είτε αναλαμβάνουν να μεταφέρουν την βούληση του Θεού στους συνανθρώπους τους. Στην σειρά των προφητισσών συγκαταλέγονται η Βιλλελμίνα της Βοημίας, η οποία έδρασε στο Μιλάνο τον ΙΓ’ αι., η Αικατερίνη της Σιένα τον ΙΔ’ αι., η γνωστή Ιωάννα της Λωρραίνης τον ΙΕ’ αι., η Άννα Χάτσινσον που έδρασε στις αρχές του ΙΖ’ στον Νέο Κόσμο, κυρίως στη περιοχή της Μασαχουσέτης. Τα παραδείγματα δείχνουν την σπανιότητα των προφητισσών στον αιρετικό κόσμο. Η περίπτωση της Θεούδα είναι μία καινοτομία. Ναι μεν υπήρχαν προφήτισσες και σε άλλες αιρετικές ομάδες, όπως στον Μοντανισμό, αλλά βρίσκονταν υπό την ηγεσία κάποιου αιρεσιάρχη. Εδώ έχουμε την έναρξη της αυτόνομης δράσης των γυναικών στην διάδοση των αιρέσεων.
Οπωσδήποτε είχε χάρισμα στην εξαπάτηση, όπως και ο Αδαλβέρτος, χάρισμα το οποίο απευθύνονταν στο αλλοιωμένο θρησκευτικό συναίσθημα σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα και το φόβο για το μέλλον. Ταυτόχρονα φρόντιζε να ικανοποιεί την δίψα των ακροατών της για εκδίκηση και ανταπόδοση και αποκατάσταση των κοινωνικών αδικιών, επαγγελλόμενη γρήγορη άφιξη του τέλους του κόσμου και των βασάνων του, εκμεταλλευόμενη τις επαγγελίες του Κυρίου για την μέλλουσα ζωή. Το φαινόμενο είναι γνωστό την σύγχρονη εποχή και δεν χρειάζεται περεταίρω ανάλυση.
Τα σχετικά με την Θεόδα αναφέρονται στα Χρονικά της Φούλντα[17], στο τμήμα εκείνο που είναι γραμμένο από τον Ροδόλφο (πέθανε το 865), μοναχό του αβαείου και μαθητή του Ραμπάνου Μαύρου. Επίσης από τον Σιγεβέρτο (1030-11120), μοναχό στο αβαείο του Γκεμπλω[18].
γ. Ο Burgand του Μπορντώ: Η επόμενη περίπτωση αφορά επίθεση σε ναούς, ως ακραία εκδήλωση κάποιου ακατανόητου θρησκευτικού ενθουσιασμού. Το ίδιο αιώνα ο Burgand, δρώντας στην περιοχή του Μπορντώ, την περίοδο της αρχιεπισκοπίας του Frotaire (860-876), συγκέντρωσε κοντά του ομάδα οπαδών, κι επιδίδονταν σε βανδαλισμούς ναών. Εισέβαλαν σε εκκλησίες, μόλυναν την Αγία Τράπεζα και έκλεβαν τα άγια δισκοπότηρα, τα δισκάρια και το μύρο που φυλάσσονταν σε αυτές. Δεν είναι γνωστά τα κίνητρα των πράξεών τους ούτε η διδασκαλία του Burgand. Τα περιστατικά αναφέρονται στην αλληλογραφία του πάπα Νικολάου του Α’ (858-867) και του αρχιεπισκόπου Μπορντώ[19].
δ. Ο Βιλγάρδος της Ραβέννα: Περίπου το 970 μ.Χ. εμφανίστηκε στη Ραβέννα κάποιος σχολάρχης, ο οποίος προσπάθησε να δώσει χριστιανικό κύρος στο έργο των κλασσικών Ρωμαίων συγγραφέων, Ιουβενάλιου, Βιργίλιου και Οράτιου και να τα εξισώσει με τα έργα των Πατέρων. Στους ίδιους του συγγραφείς επιχείρησε να προσδώσει αποστολικό κύρος. Τα σχετικά με αυτόν αναφέρονται από τον Ροδόλφο τον Φαλακρό (Rodulfus Glaber, 985-1047), περιφερόμενο μοναχό, καθώς γύρισε αρκετά αβαεία (Saint-Léger-de-Champeaux, Cluny, Saint-Germain en Auxerre) και δεν στέριωσε σε κανένα. Στο έργο του Historiarum libri quinque ab anno incarnationis DCCCC usque ad annum MXLIV[20], αναφέρει δύο περιπτώσεις αιρετικών, του Βιλγάρδου της Ραβέννα και του Λεοτάρδου που θα εξεταστεί παρακάτω. Η αφήγηση για τον Βιλγάρδο είναι η εξής:
«Επίσης την εποχή αυτή, ένα σκάνδαλο, όχι διαφορετικό από το προηγούμενο (σσ. εννοεί την περίπτωση του Λεουτάρδου), εμφανίστηκε στην Ραβέννα. Κάποιος άνδρας, ονόματι Βιλγάρδος ασχολείτο με προθυμία, αλλά όχι με σύνεση, με τις φιλολογικές σπουδές, διότι ήταν πάντα συνήθεια των Ιταλών να προτιμούν αυτή από τις άλλες τέχνες. Τότε, μια νύχτα, όταν φουσκωμένος από υπερηφάνεια για την γνώση της τέχνης του είχε αρχίσει ν’ αποκαλύπτει τον εαυτό του πιο πολύ άφρονα παρά σοφό, δαίμονες με την μορφή των ποιητών Βιργιλίου, Οράτιου και Ιουβενάλιου εμφανίσθηκαν σ’ αυτόν, παριστάνοντας ότι είναι ευγνώμονες για την αγάπη με την οποία είχε αφιερωθεί στις σπουδές των έργων τους και την υπηρεσία της διατήρησης της κληρονομιάς τους. Του υποσχέθηκαν ακόμη, ότι σύντομα θα μοιραστεί την φήμη τους. Διεφθαρμένος από τις δαιμονικές απάτες, άρχισε να διδάσκει με πομπώδες ύφος πολλά αντίθετα στην αγία πίστη και ισχυρίστηκε ότι τα λόγια των ποιητών πρέπει να γίνονται πιστευτά σε όλες τις περιπτώσεις. Αλλά αποκαλύφθηκε ότι ήταν αιρετικός, και καταδικάστηκε από τον Πέτρο, αρχιεπίσκοπο της πόλης[21].
Ανακαλύφθηκαν και πολλοί άλλοι, οι οποίοι υιοθέτησαν αυτήν την επικίνδυνη διδασκαλία, σε όλη την Ιταλία, και πέθαναν επίσης με σπαθί και πυρά. Πράγματι την ίδια περίοδο μερικοί κατευθύνθηκαν από τη νήσο της Σαρδηνίας – όπου αφθονούν τέτοιοι τύποι – για να μολύνουν τους κατοίκους της Ισπανίας, αλλά εξαλείφθηκαν από τους Καθολικούς. Αυτά, σύμφωνα με την προφητεία του Αποστόλου Ιωάννη, στην οποία είπε ότι ο Σατανάς θα ξαμολυθεί όταν περάσουν χίλια χρόνια. Με αυτό θ’ ασχοληθούμε στο τρίτο βιβλίο.»
Η κακοδοξία του Βιλγάρδου ήταν διανοουμενίστικη αίρεση. Ξεκινούσε από τον ενθουσιασμό του κλασσικού φιλόλογου που αγαπούσε υπερβολικά τις σπουδές του. Αν το θέμα έμενε εκεί δεν υπήρχε πρόβλημα. Αλλά όταν η αγάπη του Βιλγάρδου για τους κλασσικούς συνδυάστηκε με την αλαζονεία, η οποία έπεται τέτοιων σπουδών όταν δεν καταπολεμείται η εισαγωγική περηφάνια και το αίσθημα ανωτερότητας έναντι των αμαθών, και τον οδήγησε να θεωρεί τους κλασσικούς που γνώριζε ανώτερους από τους Πατέρες, τους οποίους δεν γνώριζε. Συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, ο πλανεμένος για να ξεπεράσει το πρόσκομμα που δημιουργείται από το ειδωλολατρικό υπόβαθρο των κλασσικών, τους «βλέπει» σε όραμα σεσωσμένους.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβη κάτι τέτοιο. Η ανάμιξη της κλασσικής φιλολογίας στην Δύση και της φιλοσοφίας στην Ανατολή, στην θεολογική μέθοδο είχε προκαλέσει προβλήματα, συζητήσεις και διενέξεις, και σε κάποιες περιπτώσεις ακολούθησαν και καταδίκες. Έτσι για παράδειγμα, ο Lupus Servatus, ηγούμενος του αβαείου στην Ferrières-en-Gâtinais αναφέρει ότι, την εποχή που οι Καρολίγγιοι ήρθαν για πρώτη φορά σ’ επαφή με τους Λατίνους κλασσικούς, κάποιος ενθουσιασμένος ιερέας από το Mainz ισχυρίζονταν ότι ο Κικέρων, ο Βιργίλιος και οι άλλοι ποιητές, είχαν ελευθερωθεί από τον Χριστό, κατά την κάθοδό του στον Άδη[22].
Τι είχε συμβεί; Με την κατάκτηση της δυτικής Ευρώπης από τους Μεροβίγγιους, οι ελευθέριες τέχνες καταργήθηκαν. Η απόφαση αυτή ήταν χρησιμοθηρική. Οι Μεροβίγγιοι όντες Βάρβαροι, δεν ήθελαν αφενός μεν η μιλιταριστική τους κάστα, να εξευγενιστεί με την κλασσική παιδεία, και να χάσει το αξιόμαχο και ετοιμοπόλεμό της. Θεωρούσαν τους μορφωμένους Ρωμαίους αδύναμους. Αφετέρου ήθελαν να χάσουν οι υπόδουλοι Γαλατο-Ρωμαίοι την εθνική τους συνείδηση. Έτσι, απαγόρευσαν την σπουδή της ελληνο-ρωμαϊκής παιδείας και την εφαρμογή των ελευθερίων τεχνών, που είχαν την ρίζα τους σ’ αυτές. Κατέλαβαν της ανώτερες και ανώτατες εκκλησιαστικές θέσεις και ήλπιζαν να χαλιναγωγήσουν τους ανώτερους πολιτιστικά υπόδουλους με την εξαφάνιση του πολιτισμού τους. Το ίδιο γίνεται και σήμερα στο όνομα της ενωμένης Ευρώπης.
Ο Καρλομάγνος κατάλαβε ότι η αγραμματοσύνη του ίδιου και της αυλής του δεν μπορούσε να στηρίξει τις αυτοκρατορικές του αξιώσεις. Έτσι επέτρεψε την εφαρμογή των ελευθερίων τεχνών και την σπουδή μόνο του λατινικού τμήματος του ελληνο-ρωμαϊκού πολιτισμού. Κατέστησε την λατινική γλώσσα επίσημη γλώσσα του κράτους του, αλλά επέβαλε βασιλικό έλεγχο με την δημιουργία σχολής μόνο στην γερμανική αυλή. Γι’ αυτό κι εντοπίζονται τόσα πολλά περιστατικά στην περιοχή του Mainz. Οι λόγιοι αυλικοί του δεν μπορούσαν να κρύψουν την χαρά τους, ως παιδιά που έλαβαν ένα καινούργιο παιχνίδι. Και βέβαια, αν επρόκειτο μόνο για παιχνίδι, όπως στην περίπτωση του Αρχιμήδη, ο οποίος τρέχοντας γυμνός στους δρόμους των Συρακουσών φώναζε «Εύρηκα, εύρηκα», τότε δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Αλλά οι ανεκπαίδευτοι Φράγκοι, μέσα στην νεοφώτιστη έπαρσή τους προσπάθησαν να επιβάλουν την χρήση των κλασσικών σπουδών στην θεολογία και δημιούργησαν τις καρλομάγνειες αιρέσεις, τον μετέπειτα Παπισμό.
Ο Βιργίλιος ήταν ιδιαίτερα αποδεκτός από τους Λατινο-Φράγκους. Ήδη από τον τέταρτο αιώνα είχαν γραφεί κέντονες με αποσπάσματα από τα έργα του. Αντίστοιχα, και στην Ανατολή γράφονταν τέτοιοι κέντονες με στίχους από τον Όμηρο. Δεν υπήρχε κάποιο πρόβλημα σ’ αυτό, ακόμη και όταν ο άγιος Αυγουστίνος επιβεβαίωσε την άποψη, ότι η τέταρτη Εκλογή του Βιργιλίου προφήτευε την Παρθένο Μαρία και την Βασιλεία του Χριστού. Ο άγιος Αυγουστίνος είχε επιβεβαιώσει την χριστολογία του Βιργιλίου[23] και οι Φράγκοι θεωρούσαν τον Αυγουστίνο κορυφαίο θεολόγο. Συνεπώς, γι’ αυτούς ο Βιργίλιος ήταν θεόπνευστος. Το είχε επιβεβαιώσει και ο Πέτρος Αβελάρδος (1079-1142), λέγοντας πως ούτε ο ποιητής ούτε η Σίβυλλα είχαν επίγνωση, παρ’ όλα αυτά φωτίστηκαν από το Άγιο Πνεύμα[24].
Αργότερα, το 1210 μια πλειάδα λογίων, ο υποδιάκονος Γουίλλιαμ του Poitou, ο υποδιάκονος Βερνάρδος, ο ιερέας του Corbeil Στέφανος, ο ιερέας στη Chelles Στέφανος, ο ιερέας στο Uncinis Ιωάννης, ο ιερέας στη Liré Ούλριχ, Ο Πέτρος του Αγ. Χλοδοβάλδου, και ο διάκονος στο παλαιό Corbeil Στέφανος, υποστήριζαν μεταξύ άλλων, ότι ο Οβίδιος είχε την ίδια θεοπνευστία με τον άγιο Αυγουστίνο[25]. Μαζί τους καταδικάστηκε και ο χρυσοχόος Γουίλλιαμ ο ψευδο-προφήτης. Αυτοί όλοι, βέβαια, καταδικάστηκαν ως Αλβιγήνοι. Είναι όμως σημαντικό να τονίσουμε, ότι ανάμεσα στις απόψεις τους ήταν και το θέμα της θεοπνευστίας των κλασσικών. Και αυτό θα φανεί παρακάτω. Ένα σύγχρονο ανάλογο μπορούμε να βρούμε στην αγιοποίηση του Βίκτωρος Ουγκώ από τους οπαδούς της βιετναμέζικης σέκτας Cao Dai ή Μεγάλης Θρησκείας της Τρίτης Περιόδου της Αποκαλύψεως και Σωτηρίας.
Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι η κακοδοξία του Βιλγάρδου δεν αφορά το θέμα των γνωστικών ή «λαϊκών» αιρέσεων. Ο ίδιος όμως ο Ροδόλφος ο Φαλακρός το συνδέει με ένα ξέσπασμα αίρεσης στη Σαρδηνία και μεταφορά από κει στην Ισπανία. Οι φράση του «όπου αφθονούν τέτοιοι τύποι» δεν συμμαρτυρεί ότι οι αιρέσεις είχαν εκλείψει. Ωστόσο γίνεται προσπάθεια να θολώσει το τοπίο στην αναφορά του Ροδόλφου. Από την μια ο Lea[26] προσπαθεί να συνδέσει τους οπαδούς του Βιλγάρδου με τους Καθαρούς κι έτσι να εξηγήσει την δημοτικότητα των ιδεών του. Ειδάλλως παραμένει μυστήριο, πως μια διδασκαλία που κανονικά θα έπρεπε να είναι θέμα ακαδημαϊκών συζητήσεων, έγινε λαϊκή πεποίθηση.
Σε αντίθεση με τον Lea, o Arno Borst[27] θεωρεί ότι λόγω χρονικής απόστασης ο Ροδόλφος μπέρδεψε τους αιρετικούς της Σαρδηνίας με τους αιρετικούς του Monteforte, και ότι δεν υπάρχει ένδειξη Καθαρισμού στην διδασκαλία του Βιλγάρδου. Αλλά ο Ροδόλφος έγραψε μόλις λίγες δεκαετίες αργότερα και δεν δικαιολογείται το μπέρδεμα που προβάλλει ο Borst. Έπειτα, είδαμε ότι μεταξύ των Καθαρών υποστηρίζονταν η θεοπνευστία των κλασσικών, οπότε η διδασκαλία του Βιλγάρδου είχε στοιχεία Καθαρισμού. Προκύπτει, λοιπόν, ότι η αναφορά του Ροδόλφου δεν είναι πλήρης και ότι ο Βιλγάρδος, πολύ πιθανόν, να δίδασκε και άλλα, τα οποία δεν διασώθηκαν.
Ενδέχεται, λοιπόν, αυτό που διατηρεί η αναφορά του Ροδόλφου να είναι ένα πρώιμο στάδιο στην διάδοση των αιρετικών διδασκαλιών, οι οποίες θα γίνουν αργότερα γνωστές ως Καθαρισμός. Πρόκειται για την εποχή, που ο Βογομιλισμός γεννιέται στην Βουλγαρία, ο Παυλικιανισμός έχει εξαπλωθεί στη Σικελία, και η Σαρδηνία ήταν ο επόμενος ενδιάμεσος σταθμός στην εξάπλωση της δυαρχίας από τα ανατολικά.
Κανονικά η καταχώρηση για την ύπαρξη Παυλικιανών στην Σικελία θα έπρεπε να περιληφθεί στο οικείο κεφάλαιο, πολύ δε περισσότερο επειδή η Νότια Ιταλία την εποχή αυτή είναι Βυζαντινή επικράτεια. Αλλά επειδή ενδέχεται να συνδέεται με την ύπαρξη αιρετικών αγνώστου ταυτότητας στη Σαρδηνία, αναφέρεται εδώ. Σε αυτό προσμετρείται και το ότι η πληροφορία προέρχεται από δυτική πηγή, και για την ακρίβεια δύο δυτικές πηγές. Η πρώτη είναι τα «Annales Barenses» (τα «Χρονικά του Μπάρι»). Μέχρι την κατάληψη της Νότιας Ιταλίας από τους Νορμανδούς το 1071, το Μπάρι ήταν καπετανάτο, δηλ. έδρευε σε αυτό ο κατεπάνος διοικητής όλης της περιοχής.
Το 1041 κατεπάνος ήταν ο Μιχαήλ Δουκειανός. Την χρονιά αυτή οι Νορμανδοί κατέλαβαν το Αμαλφί και προήλαυναν προς Νότο. Ο Μιχαήλ κάλεσε ενισχύσεις από την Σικελία. Μεταξύ τους υπήρχε και ομάδα Παυλικιανών. Η πληροφορία είναι η εξής:
«Τότε ήρθε από την Σικελία στην Λομβαρδία ο Μιχαήλ ο Πρωτοσπαθάριος και κατεπάνος… τον μήνα Μάιο, έχοντας συγκεντρώσει τις ελληνικές δυνάμεις σε έναν τόπο, στο Mons Maior, κοντά στον ποταμό Aufidius, η μάχη ξεκίνησε με το χάραμα της τέταρτης ημέρας. Εκεί, χάθηκαν πολλοί Nalulichi (= Ανατολικοί) και Obsequianoi (= Οψικιανοί), Russi (= εννοείται η φρουρά των Βαράγγων που ήταν σε μεγάλο ποσοστό Ρώσσοι), Trachici (Θράκες), Καλαβροί και Λομβαρδοί, και κόσμος από το κατεπανάτο.
Υποχωρώντας από κει με σύγχυση και λίγους άνδρες, οι υπόλοιποι μισοζώντανοι, από τον φόβο των βάρβαρων Νορμανδών, ο Μιχαήλ έγραψε στη Σικελία και ήρθαν οι άθλιοι Μακεδόνες οι ίδιοι και Παυλικιανοί και Καλαβροί[28].»
Η πληροφορία διασταυρώνεται και από δεύτερη πηγή, το έργο του Γουλιέλμου της Απουλίας, Gesta Roberti Guiscardi. Το έργο γράφτηκε μισό αιώνα μετά, κατά παραγγελία του πάπα Ουρβάνου του Β’ (1088-1099). Η ανάμνηση των Παυλικιανών παρέμενε ακόμη ζωντανή.
«Ανάμεσα στους Έλληνες ήταν και κάποιοι, των οποίων οι αιρετικές δοξασίες έκαναν όσους τους άκουγαν να μαίνονται[29], και από αυτό πήραν το όνομά τους. Αυτοί έλεγαν ότι ο Πατέρας υπέφερε μαζί με τον Υιό επάνω στον σταυρό, κι έκαναν το σημείο του σταυρό στο μέτωπο, με το ένα δάκτυλο[30]».
Για το πότε μεταφέρθηκαν οι Παυλικιανοί στην Σικελία δεν υπάρχει ακριβής πληροφόρηση. Μια πιθανότητα είναι να μετέβησαν εκεί στην εποχή που το νησί ήταν αραβοκρατούμενο και οι ίδιοι ήταν σύμμαχοι με τους Άραβες.
Η Καλαβρία και η Σικελία, τον Ι’ αι. ήταν η βυζαντινή μεθόριος, το σημείο συνάντησης του Βυζαντίου με την Δύση. Πιο συγκεκριμένα ήταν ο νότιος θαλάσσιος δρόμος για την μετάβαση στην Δύση, ανθρώπων και ιδεών. Είναι πολύ πιθανόν, μέσω των αναφορών αυτών, ν’ ανιχνεύεται μια πρώιμη μετάδοση του Μανιχαϊσμού, μέσω Σικελίας-Σαρδηνίας. Αυτή η μαρτυρία έχει σημαντική αξία, καθότι εντοπίζει τοπικά και χρονικά μια προδρομική συνάντηση των δυαρχικών Ανατολής και Δύσης και μάλιστα από έναν παλαιότερο δρόμο. Στην συνέχεια, η κατάληψη της Καλαβρίας και Σικελίας από τους Νορμανδούς, απαγόρευσε την περαιτέρω χρήση αυτού του διαύλου επικοινωνίας και ανάγκασε στην δημιουργία του βόρειου δρόμου, μέσω Δαλματίας-Λομβαρδίας, όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Μέσα από αυτές τις πληροφορίες, μάλιστα, γίνεται γνωστό πως μεταδόθηκε η μανιχαϊκή δυαρχία στην Ισπανία. Σε μεταγενέστερα κεφάλαια θα δούμε την εξάπλωση και εξέλιξη των πρώτων εισβολών.
ε. Ο Λεουτάρδος της Chalons: Με την εκπνοή της χιλιετίες εμφανίστηκε ακόμα ένας ψευδοπροφήτης στην Γαλατία, ο Λεουτάρδος. Πρόκειται για την δεύτερη καταγραφή του Ροδόλφου, στο ίδιο έργο:
«Περίπου στο τέλος του έτους 1000, εμφανίσθηκε στην Γαλατία, σε ένα χωριό που καλείται Vertus, στην επαρχία της Châlons, ένας χωρικός ονόματι Λεουτάρδος. Όπως έδειξε η εξέλιξη του θέματος, θα μπορούσε να λογισθεί ως απεσταλμένος του Σατανά. Η πεισματάρικη τρέλα του ξεκίνησε έτσι: Κάποια φορά δούλευε ως ξυλουργός μόνος του στο χωράφι και μόλις είχε τελειώσει μια εργασία, όταν, εξαντλημένος από την προσπάθεια, αποκοιμήθηκε και του φάνηκε ότι ένα μεγάλο σμήνος από μέλισσες εισήλθε στο σώμα του από τα απόκρυφα. Αυτές οι ίδιες μέλισσες, όπως βγήκαν από το στόμα του με βόμβο, τον βασάνισαν με τα κεντριά τους˙ και καθώς ήταν πολύ ενοχλημένος από αυτό για καιρό, φάνηκε σαν να του μιλούσαν, αναγκάζοντας τον να κάνει πράγματα ακατόρθωτα στους ανθρώπους.
Εν τέλει, σηκώθηκε κουρασμένος και πήγε σπίτι του. Έδιωξε την γυναίκα του, λες και επέβαλε τον χωρισμό η εντολή του Ευαγγελίου˙ ύστερα, προχωρώντας ακόμη παραπέρα, εισήλθε στην εκκλησία σαν να επρόκειτο να προσευχηθεί, άδραξε και έσπασε σε κομμάτια τον σταυρό και την εικόνα του σωτήρα. Αυτοί που παρακολουθούσαν τα τεκταινόμενα τρέμοντας από φόβο, πίστεψαν ότι ήταν τρελός, όπως και ήταν˙ και καθώς οι χωριάτες είναι επιρρεπείς στις πλάνες, τους έπεισε ότι αυτά έγιναν κατόπιν θαυματουργικής αποκάλυψης από τον Θεό.
Αλλά παρασύρθηκε τόσο πολύ στην πλάνη, στερημένος κάθε ωφέλειας ή αλήθειας, και στην επιθυμία του να παριστάνει τον μορφωμένο, δίδασκε τα αντίθετα απ’ όσα διδάσκει ένας μορφωμένος, διότι έλεγε ότι είναι άχρηστη και ανοησία η προσφορά της δεκάτης. Και όπως οι άλλες αιρέσεις κρύβονται πίσω από την Αγία Γραφή, στην οποία αντιτίθενται, ώστε να ενεργούν πιο πανούργα εξαπάτηση, και αυτός επίσης κήρυξε ότι οι προφήτες είπαν κάποια σωστά, αλλά και πράγματα, τα οποία δεν πρέπει να γίνονται πιστευτά. Σύντομα, η φήμη του, σαν να ήταν ένας πιστός και λογικός άνδρας, οδήγησε κοντά του μια μικρή ομάδα απλών ανθρώπων.
Αλλά ο πολυμαθέστατος Gebuin[31] – ο γηραιός επίσκοπος στου οποίου την επαρχεία ζούσε ο άνθρωπος – μαθαίνοντάς τα, διέταξε να προσαχθεί ενώπιον του. Όταν ο επίσκοπος ρώτησε τον Λεουτάρδο γι’ αυτά, που κατά τις φήμες, είχε πει και πράξει, ο άνθρωπος άρχισε να κρύβει το δηλητήριο της κακίας του, ορκιζόμενος ότι δεν εννοούσε ότι μπορούσε να ερμηνεύσει την Αγία Γραφή αφ’ εαυτού του. Αλλά ο σοφός επίσκοπος, ακούγοντας ανάρμοστα λόγια – ή καλύτερα ό,τι ήταν πραγματικά πρόστυχο και αξιοκατάκριτο – ξεκαθάρισε ότι ο τρελός είχε γίνει αιρετικός˙ ανακάλεσε τους εν μέρει εξαπατημένους από την τρέλα και τους επανατοποθέτησε πιο σταθερά στην καθολική πίστη. Ο Λεουτάρδος, συνειδητοποιώντας ότι είχε παραμεριστεί τελείως και στερημένος της κολακείας του κόσμου, αυτοκτόνησε πέφτοντας σ’ ένα πηγάδι[32].»
Έχει πολύ σωστά παρατηρηθεί ότι η περιοχή της Châlons-sur-Marne παρουσίασε συμπτώματα αίρεσης τρεις φορές μέσα σε λίγες δεκαετίες. Ξεκινώντας από την περίπτωση του Λεουτάρδου, ακολουθεί η περίπτωση των αιρετικών που ξεκίνησαν από την περιοχή κι έφτασαν να διδάσκουν στο Arras, κατά την παρατήρηση του επισκόπου Ρογήρου Α’, και πάλι όταν ο διάδοχος του Ρογήρου έγραψε στον Wazo της Λιέγης, το 1040, ζητώντας συμβουλές για την αντιμετώπιση των χωρικών που διατηρούσαν τις δοξασίες των Μανιχαίων[33].
Το σμήνος με τις μέλισσες έχει τον δικό του συμβολισμό στην Δύση, ο οποίος ξεκινά από την άποψη του Βέδα, ότι οι μέλισσες συμβολίζουν τους Πατέρες, τους ερμηνευτές των Γραφών που παράγουν το μέλι της ερμηνείας του λόγου του Θεού μέσα από τα κείμενά τους[34]. Αυτό που ήθελε να τονίσει ο Λεουτάρδος με το περιστατικό ήταν η υποτιθέμενη έμπνευσή του από το Άγιο Πνεύμα. Όμως, στην αντιαιρετική γραμματεία το περιστατικό έχει διαφορετική ερμηνεία. Για πρώτη φορά συναντάται κάτι παρόμοιο στο έργο του Γρηγορίου Τουρώνης, Historia Francorum:
«Κάποιος άνδρας από την Bourges, όπως ομολόγησε ο ίδιος αργότερα, πήγε βαθειά μέσα στο δάσος να κόψει ξύλα για να κάνει σανίδες που χρειαζόταν για κάποια εργασία, και ένα σμήνος από μύγες τον περικύκλωσε, με αποτέλεσμα να τρελαθεί για δυο χρόνια˙ αυτό πρέπει να θεωρηθεί ότι ήταν κακία σταλμένη από τον διάβολο. Μετά πέρασε από τις γειτονικές πόλεις και πήγε στην επαρχία της Αρελάτης κι εκεί φορούσε δέρματα και προσεύχονταν όπως οι αφιερωμένοι, και για να τον ξεφτιλίσει ο εχθρός του έδωσε την δύναμη της μαντείας.
Μετά από αυτό σηκώθηκε κι έφυγε από τον τόπο που αναφέρθηκε με σκοπό να γίνει πιο ειδικός στην κακία, και ήλθε στην περιοχή της Gévaudan, παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως σπουδαίο και δεν φοβόταν να πει ότι είναι ο Χριστός. Πήρε μαζί του μια γυναίκα που την παρουσίαζε ως αδελφή του και της έδωσε το όνομα Μαρία. Πλήθος κόσμου συναθροίστηκε κοντά του. Έφερναν τους αρρώστους και με το άγγιγμά του τους θεράπευε. Όσοι προσέρχονταν του πρόσφεραν χρυσό και ασήμι και άλλα στολίδια. Αυτά τα επιδείκνυε στους φτωχούς για να τους εξαπατά ευκολότερα, και ρίχνοντας τον εαυτό του στο έδαφος και προσευχόμενος με την γυναίκα που αναφέρθηκε, ύστερα σηκωνόταν και διέταξε τους παρευρισκόμενους να τον λατρεύουν με την σειρά.
Προείπε το μέλλον και ανήγγειλε ότι ασθένεια θα έρχονταν σε μερικούς, σε άλλους απώλειες και σε άλλους υγεία. Αλλά όλα τα έκανε με τέχνες και ταχυδακτυλουργίες δαιμονικές. Πολλοί άνθρωποι παραπλανήθηκαν από αυτόν, όχι μόνο λαϊκοί, αλλά και επίσκοποι της εκκλησίας. Περισσότεροι από τρεις χιλιάδες κόσμος τον ακολουθούσε. Στο μεταξύ άρχισε να φθείρει και να λεηλατεί αυτούς που συναντούσε στο δρόμο˙ την λεία ωστόσο την έδινε σε όσους δεν είχαν τίποτα. Απειλούσε με θάνατο επισκόπους και πολίτες, διότι αρνούνταν να τον λατρεύσουν. Μπήκε στη Le Velay και πήγε στον τόπο που καλείται Puy και σταμάτησε με όλο το συμφερτό στις εκκλησίες εκεί κοντά, παρατάσσοντας την γραμμή της μάχης για να κάνει πόλεμο με τον Αυρήλιο που ήταν τότε επίσκοπος.
Στέλνοντας αγγελιοφόρους μπροστά, γυμνούς ανθρώπους που χόρευαν κι έπαιζαν ανήγγειλε τον ερχομό του. Ο επίσκοπος παραξενεύτηκε κι έστειλε ανθρώπους να ρωτήσουν τι ήταν αυτά τα καμώματά του. Ένας απ’ αυτούς, ο αρχηγός, γονάτισε για να αγκαλιάσει τα γόνατά του και να ελέγξει την διάβαση, και ο τσαρλατάνος διέταξε να τον πιάσουν και να τον φθείρουν. Αλλά ο άλλος αμέσως τράβηξε το σπαθί του και τον έκοψε και αυτός ο Χριστός που έπρεπε να ονομαστεί Αντίχριστος, έπεσε νεκρός.
Πάντως οι άνθρωποι που ξεγελάστηκαν και πίστεψαν σ’ αυτόν από τις πλάνες του διαβόλου ποτέ δεν ήρθαν στα συγκαλά τους. Πάντα επέμεναν ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Χριστός κατά κάποιο τρόπο και ότι η Μαρία είχε μερίδιο της θεϊκής του φύσης, Ακόμη περισσότερο σε όλη την Γαλατία εμφανίστηκαν πολλοί που προσέλκυσαν φτωχές γυναίκες κοντά τους με κόλπα και τις εξαπάτησαν να παραληρούν με ενθουσιασμό και ν’ ανακηρύξουν τους αρχηγούς τους αγίους, κι έδιναν εντυπωσιακές παραστάσεις μπροστά στους ανθρώπους. Έχω δει πολλούς τέτοιους και τους ξεσκέπασα και προσπάθησα να τους συνεφέρω από την πλάνη[35].»
Αυτά συνέβησαν στα τέλη του Στ’ αι. και από ό,τι φαίνεται ο γνωστικισμός αυξάνονταν στις επαρχίες της Γαλατίας που είχαν κατακτηθεί από τους Φράγκους. Αυτό που ενδιαφέρει από την παραπάνω διήγηση είναι η φαινομενολογία του σμήνους από μύγες, ως έκφραση ή αισθητική απόδοση της δαιμονικής κατάληψης. Στην περίπτωση του Λεουτάρδου αν και φαίνονται μέλισσες, ωστόσο η είσοδος στο σώμα από τα ακάθαρτα μέρη υπονοεί ότι επρόκειτο επίσης για δαιμονική κατάληψη. Αυτό είναι εμφανές αν συγκριθεί με ένα άλλο περιστατικό.
Ο μοναχός Ανδρέας του Αβαείου στο Fleury, γράφει στο έργο του Miracula sancti Benedicti, ένα σμήνος δαιμόνων, μετά την δίκη των αιρετικών στην Ορλεάνη[36], προσπάθησε να εισβάλει στο μοναστήρι μέσα από τις τουαλέτες. Εμποδίστηκε από την ράβδο του Αγ. Βενέδικτου να παρεισφρήσει στα κελιά των μοναχών[37]. Η δαιμονική είσοδος από ακάθαρτες τοποθεσίες είναι γνωστό περιγραφικό σχήμα. Έτσι όταν ο Ροδόλφος μιλά ή ο Λεουτάρδος είδε μέλισσες, στην πραγματικότητα ήταν δαιμονική λεγεώνα, και το σχήμα μύγα-μέλισσα αντιστοιχεί στο σχήμα, λύκος με προβιά προβάτου.
Δεύτερο σημείο, άξιο προσοχής, είναι η πρώτη ενέργεια του Λεουτάρδου, μετά τον δαιμονισμό του. Έδιωξε την γυναίκα του. Οι Pfister, Borst και Lea[38] εξάγουν το συμπέρασμα ότι είχε επηρεαστεί από δυαρχικά δόγματα, στα οποία το διαζύγιο ήταν το πρώτο βήμα προς την τελειότητα. Επίσης η απόρριψη της Παλαιάς Διαθήκης, ως πηγή αποκάλυψης είναι ένα ακόμη δείγμα πρώιμου Καθαρισμού ή ύστερου Μανιχαϊσμού.
Η διδασκαλία του περί αποφυγής της δεκάτης είναι ένδειξη του αντικληρικαλισμού του. Δεν υπάρχει κάτι καινούργιο σ’ αυτό. Όπως είδαμε τα περισσότερα γνωστικά κινήματα εμφάνιζαν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό τέτοιου είδους χρήσιμο αντικληρικαλισμό και απόρριψη της επίσημης εκκλησίας. Υπάρχει χρησιμότητα σ’ αυτό. Προφανώς, φρόντιζαν να οικειοποιηθούν όσα εμπόδιζαν από τους πιστούς να προσφέρουν στην Εκκλησία. Σ’ αυτή την τακτική είναι αδύνατο να βρούμε κάποιο «ευγενικό» αίτημα για μεταρρύθμιση και όσα άλλα ευφάνταστα περί αποστολικού ιδεώδους, ή αντίθεσης στην διαφθορά των ιερέων. Η προσφορά στην Εκκλησία ήταν σύμφωνη με το αποστολικό ιδεώδες, οπότε αν κάποιος ήθελε να μιμηθεί την πρώτη αποστολική εποχή, θα έπρεπε ν’ ασχοληθεί με άλλα θέματα της δυτικής εκκλησίας, όπως τα καινοφανή δόγματα, περί filioque, πρωτείου κλπ. και όχι με την δεκάτη. Συνεπώς το αποστολικό ιδεώδες είναι πρόσχημα, χωρίς να μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι το χρησιμοποιούσαν εκείνη την εποχή οι αιρεσιάρχες. Προβάλλεται κατά κόρον από τους σύγχρονους ερμηνευτές κατά τα προτεσταντικά πρότυπα. Αλλά στο θέμα θα επανέλθουμε όταν μπούμε στην μελέτη των μεγάλων αιρετικών κινημάτων των επόμενων αιώνων.
6.1.7 Γενικές αναφορές σε αίρεση
Εκτός από τα παραπάνω περιστατικά, υπάρχουν στις πηγές γενικές αναφορές και καταδίκες αιρετικών, χωρίς, όμως, να δίνονται περισσότερα στοιχεία για το τι είδους αίρεση ακολουθούσαν, ποιες πλανεμένες διδασκαλίες, και τι αντίκτυπο είχαν στην κοινωνία.
α. Το 731 μ.Χ. ο πάπας Γρηγόριος ο Γ’ (731-741) έγραψε στους επισκόπους της Βαυαρίας προειδοποιώντας τους για τον κίνδυνο των αιρετικών και την ανάμιξη του Χριστιανισμού με τελετές των ειδωλολατρών. Την ίδια χρονιά επανέλαβε την προειδοποίησή του στον κόσμο της Γερμανίας, γενικά[39]. Συμβούλευσε τους Χριστιανούς να είναι σταθεροί στην πίστη τους και να μην δίνουν σημασία στους πλανεμένους ιερείς, στους αιρετικούς και στις κακοδοξίες των Ιρλανδών. Οι Ιρλανδοί, όπως μπορεί να δει ο αναγνώστης στο έργο «Οι Φράγκοι ως παράγοντας εξέλιξης στη Δύση», ήταν πολύτιμοι βοηθοί της ρωμαϊκής Εκκλησίας, στα χρόνια της παρακμής του τμήματος της Ευρώπης, το οποίο βρίσκονταν στα χέρια των Φράγκων. Φαίνεται, όμως ότι αργότερα είχε εμφιλοχωρήσει κάποια πλάνη στην διδασκαλία τους, εκπροσώπηση της οποίας ήταν ο Κλήμης, ο καταδικασμένος και αφορισμένος από την σύνοδο του 745.
β. Η αλληλογραφία του αγ. Βονιφατίου περιέχει αρκετές γενικόλογες αναφορές σε αίρεση. Το 722 μ.Χ. ο πάπας Γρηγόριος Β’ (715-731) ενημερώνει σε επιστολή του τον αγ. Βονιφάτιο, ότι στην ανατολική όχθη του Ρήνου υπάρχουν πολλοί που φέρουν το όνομα των Χριστιανών, αλλά τηρούν την ειδωλολατρική πίστη[40].
γ. Την περίοδο 733-735, κατά την διάρκεια μιας ιεραποστολής στην Βαυαρία, όταν δούκας ήταν ο Ουγοβέρτος (725-735), ο αγ. Βονιφάτιος ήρθε αντιμέτωπος με τον Heremwulf, έναν σχισματικό αιρετικό (schismaticum haeretica), του οποίου η δράση είχε αρκετή επιτυχία ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους. Ο αγ. Βονιφάτιος τον καταδίκασε και τον αφόρισε από την Εκκλησία, διορθώνοντας και επαναφέροντας όσους είχαν πλανηθεί από τις κακοδοξίες του. Η πληροφορία από την βιογραφία του μαθητή του Βιλιβάλδου[41].
δ. Ο ίδιος βιογράφος αναφέρει αίρεση σε σχέση με την φιλονικία του αγ. Βονιφατίου και του δούκα της Βαυαρίας Οδίλου. Κατηγορεί τον Οδίλο για πράξεις επιβλαβείς για την Εκκλησία. Όπως και σε άλλες φράγκικες περιοχές, ο τοπικός φεουδάρχης κανόνιζε τις χειροτονίες κληρικών και επισκόπων. Ο αγ. Βονιφάτιος πέτυχε να πείσει τον δούκα και τους δικούς του να ξεφύγουν από την injusta haereticae falsitatis secta. Η αίρεση σε αυτή την περίπτωση δεν είχε να κάνει με δογματικές διαφορές αλλά με τον καισαροπαπισμό των φεουδαρχών[42].
ε. Ο πάπας Γρηγόριος Γ’ επιστέλλεται άλλη μια φορά το 737 για τον κίνδυνο Γερμανών αιρετικών. Ο διάδοχός του πάπας Ζαχαρίας αναφέρει αιρετικό ιερέα στην Βαυαρία το 744 μ.Χ. Η πολυσυζητημένη σύνοδος που πραγματοποιήθηκε την 21η Απριλίου του 742, καταδίκασε τους πλανεμένους ιερείς που εξαπατούσαν τον κόσμο. Επειδή παρακάτω η απόφαση της συνόδου καταδικάζει και καθαιρεί ιερείς και διακόνους, ένοχους για πορνεία ή μοιχεία, είμαστε υποχρεωμένοι ν’ αποδεχθούμε την διάκριση. Η πρώτη καταδίκη αφορά πράγματι αιρετικούς.
στ. Στα τέλη Οκτωβρίου του 731, ο πάπας Ζαχαρίας συγχαίρει τον αγ. Βονιφάτιο για την επιτυχία της δράσης του κατά των «omnibus commonitionibus eius oboeridiretis et falsos et scismaticos et homicidas et fornicarios a vobis expelleretis sacerdotes[43]».
ζ. Την 1η Μαΐου του 748, ο πάπας Ζαχαρίας απάντησε σε επιστολή του αγ. Βονιφατίου, μέσω της οποίας του ζητούσε συμβουλές για την αντιμετώπιση της ηθικής έκπτωσης των Φράγκων κληρικών και επισκόπων. Από την απάντηση του πάπα Ζαχαρία φαίνεται ότι η φράγκικη εκκλησία βρίσκονταν σε πλήρη αναρχία. Ψεύτικοι ιερείς, οι οποίοι δεν είχαν χειροτονηθεί ποτέ από επίσκοπο, αλλά ήταν περισσότεροι από τους κανονικούς ορθοδόξους, περιφέρονταν τελούντες μυστήρια. Απαιτούσαν πληρωμή σε χρήμα ή είδος για τις υπηρεσίες τους και ήταν λαοφιλείς. Κήρυτταν στους αγρότες στους αγρούς και όχι σε ναούς. Το βάπτισμά τους ήταν αντικανονικό και τις περισσότερες φορές δεν είχε προηγηθεί κατήχηση[44]. Ο Πάπας συμβούλευσε την σύγκληση νέας συνόδου για την αντιμετώπιση του θέματος.
Από την επιστολή του αγ. Βονιφατίου το 751, στην οποία αναφέρει την ίδρυση του αβαείου στη Φούλντα, προκύπτει ότι η προταθείσα σύνοδος δεν πραγματοποιήθηκε. Οι πλανεμένοι και αντικανονικοί ιερείς βρίσκονταν παντού στην φράγκικη επικράτεια, ακόμη και στην ίδια την πριγκιπική αυλή[45]. Εξαιτίας της επιρροής τους στην αυλή των Φράγκων, ο αγ. Βονιφάτιος κινδύνευσε να εξοριστεί. Αναγκάστηκε, λοιπόν, να κοινωνήσει μαζί τους. Ο πάπας Ζαχαρίας απάντησε ότι καλό ήταν τέτοιου είδους κληρικοί ν’ αποφεύγονται, αλλά εφόσον αυτό ήταν αδύνατο, ας τους συναναστρέφονταν, μήπως και σώσει την ψυχή τους[46].
Οι ελπίδες του πάπα Ζαχαρία δεν πραγματοποιήθηκαν. Οι αντικανονικοί και αιρετικοί Φράγκοι ιερείς κι επίσκοποι δεν παρέμειναν μόνο στα ηθικά παραπτώματα, αλλά έπεσαν και σε μεγάλα δογματικά σφάλματα. Στο ίδιο πνεύμα εκκλησιαστικής οικονομίας με αυτό του πάπα Ζαχαρία, κινήθηκε έναν αιώνα αργότερα και η επιστολή του πάπα Ιωάννου του Η’ προς την Η’ Οικουμενική Σύνοδο, στην οποία παρακαλούσε να του επιτραπεί η διά της πειθούς προσπάθεια ν’ απαλειφθεί το fiioque αλλά «μετ’ επιεικείας και οικονομίας», το οποίο filioque «οὐκ ἔστι παγιωθέν ἐκ πολλῶν ἐνιαυτῶν καί διά ταῦτα κάλως ἔχειν ἔδοξεν ἡμῖν, ἵνα μή μετά βίας ἀναγκασθῇ τις παρ’ ἡμῖν ἐᾶσαι τήν προσθήκην, ἥν ἔφθασεν ἐν τῷ συμβόλῳ προσθεῖναι[47]». Ο πάπας διαβεβαίωσε τον Μέγα Φώτιο ότι στην Ρώμη δεν είχε εισαχθεί η αιρετική προσθήκη[48]. Φοβόταν, όμως, μήπως εκείνη την ταραγμένη και δύσκολη για το πατριαρχείο της Ρώμης περίοδο, περίοδο κατά την οποία πάπες και αντιπάπες διαδέχονταν ο ένας τον άλλο, με τους ελληνόφιλους πάπες να καταλήγουν συνήθως δολοφονημένοι, φοβόταν όχι για την ζωή του, αλλά μήπως οι Φράγκοι επιβάλλουν το filioque με την βία. Η Η’ Οικουμενική Σύνοδος έλαβε σοβαρά υπόψη της την παράκληση του πάπα και καταδίκασε μεν οποιαδήποτε προσθήκη στο Σύμβολο, δεν καταδίκασε, όμως, τους Φράγκους, ως αιρετικούς, πράγμα πρωτοφανές για τα πρακτικά και τους όρους των Συνόδων!
η. Στα έργα του Αλκουίνου αναφέρονται πολλές φορές αιρέσεις, αλλά οι αναφορές, εκτός της περιπτώσεως του Υιοθετισμού ή των «σφαλμάτων των Γραικών», είναι τόσο γενικόλογες, ώστε δεν φαίνεται ότι αντιμετωπίζει κάποιο συγκεκριμένο γεγονός. Μάλλον αντιγράφει παλιούς καταλόγους αιρέσεων.
θ. Το 827 μ.Χ. ο επίσκοπος Ansegis της Sens δημοσίευσε ένα καπιτουλάριο, στο οποίο καταδίκαζε τις προλήψεις, όπως η λατρεία ανύπαρκτων αγγέλων και η απόδοση πίστης σε βιβλία και επιστολές πεσμένα από τον ουρανό. Ο πάπας Νικόλαος Α’ (857-867) απαγόρευσε στους αιρετικούς να κατηγορούν τους ορθόδοξους επισκόπους, αλλά αυτή η κίνηση πρέπει να ενταχθεί μέσα στην πάλη Ρωμαίων και Φράγκων επισκόπων για την διατήρηση της ορθοδοξίας του πατριαρχείου Ρώμης. Με ακριβώς το αντίθετο πνεύμα ο μισέλληνας πάπας Φορμόζος (891-6) έγραψε το 893 στον Αρχιεπίσκοπο Κολονίας Γερμανό, παραπονούμενος ότι η Εκκλησία μαστίζονταν από τις πρακτικές των ειδωλολατρών και των ψευτο-χριστιανών. Ως τέτοιους πρέπει να εννοούσε του Ρωμαίους πάπες, οι οποίοι τον καταδίκασαν τρεις φορές μετά θάνατον και τρεις φορές οι φραγκόφιλοι τον αποκατέστησαν. Ένα γαϊτανάκι, το οποίο κάνει δύσκολη την εξακρίβωση του τι νοούνταν ως αίρεση στα γραπτά των Φράγκων.
ι. Το 858 μ.Χ. ο επίσκοπος της Ορλεάνης Walter, εξέδωσε διατάξεις στους αρχιδιακόνους της επαρχίας του να εξετάσουν περιπτώσεις αιρετικών δοξασιών στον κλήρο. Οι ιερείς όφειλαν να συμμορφωθούν στο σύμβολο της πίστης που τους έστελνε[49]. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι στη ομολογία πίστεως, την οποία παραθέτουμε στην σημείωση, δεν αναφέρεται πουθενά το Άγιο Πνεύμα, οπότε δεν μπορούμε να βγάλουμε άμεσα συμπεράσματα για την θέση της Ορλεάνης απέναντι στο filioque. Έμμεσα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι o Walter, αφενός δεν ήθελε να παρουσιάσει ομολογία πίστεως χωρίς το filioque, αφετέρου δεν ήθελε να προκαλέσει αντιδράσεις του πολυπληθούς γαλατο-ρωμαϊκού στοιχείου, το οποίο παρέμενε πιστό στο Σύμβολο της Νίκαιας και στο πατριαρχείο της Ρώμης.
ια. Η επόμενη κατηγορία για αίρεση προέρχεται από τον πολύ Hincmar της Reims και απευθύνονταν στον συνονόματο ανιψιό του, επίσκοπο Laon. Το πρόβλημα, ωστόσο τον δύο ήταν ενδοεκκλησιαστικό, αφορούσε τις σχέσεις με τους τοπικούς φεουδάρχες, το έκκλητο του Πάπα και την απεργία των ιερέων που ανήγγειλε ο Hincmar της Laon. Δεν χρειάζεται να εξεταστεί εδώ[50].
ιβ. Στα «Χρονικά του Ζαντέν» (αβαείο στην εκβολή του Ρήνου) υπάρχει ακόμη μια καταγραφή αίρεσης αυτόν τον αιώνα στην Βεστφαλία:
«Ένας βροχερός και εξαιρετικά θυελλώδης χειμώνας και τον Ιανουάριο, την 21η του μηνός, ακούστηκε βροντή, και παρομοίως τον μήνα Φεβρουάριο, την 17η, ακούστηκε δυνατή βροντή και μια ασυνήθιστη ηλιακή ζέστη καψάλισε την γη˙ κι έγιναν σεισμοί σε πολλά μέρη του κόσμου˙ και μια φωτιά σε σχήμα δράκου έγινε ορατή στον αέρα. Την ίδια χρονιά εμφανίστηκε αίρεση. Την ίδια χρονιά, την πέμπτη νύχτα πριν τα Χριστούγεννα ακούστηκε δυνατή βροντή, και έλαμψε αστραπή και με πολλούς τρόπους η μιζέρια και η αθλιότητα της ανθρωπότητας αύξανε καθημερινά[51].»
ιγ. Στις 28 Αυγούστου του 881, ο πάπας Ιωάννης Η’ έστειλε επιστολή στον κλήρο της Ραβέννα, συνιστώντας να συλλάβουν κάποιον Μαϊμβέρτο, διασπορέα πλανών[52].
ιδ. Στο τέλος το Ι’ αι. στο επιτάφιο ποίημα του Notger, επισκόπου Λιέγης αναφέρονται τα εξής:
«καθοδήγησε και δίδαξε τον κλήρο στα λατινικά και τον λαό στην καθομιλουμένη με την γλυκύτητα του λόγου του, τρυφερό γάλα που περιποιείται στερεή τροφή στους υγιείς. Οι αιρέσεις υπέκυψαν πρόθυμα στα κτυπήματα αυτού του ρωμαλέου στρατιώτη του Χριστού. Απάτη, προσποιητή πίστη και ψέματα το βαλαν στα πόδια, κι όταν πιάστηκαν, έτρεμαν σαν να βρίσκονταν ενώπιον της Κρίσης του καλού και του κακού[53].»
ιε. Στις 26 Ιουνίου του 909 μ.Χ. έγινε σύνοδος στην Trosly κοντά Soissons. Σ’ αυτή προήδρευε ο Αρχιεπίσκοπος Hervé της Rheims. Αυτός παρατήρησε ότι είχε σταθεί αδύνατο να συγκληθεί σύνοδος για πολλά χρόνια εξαιτίας τριών προβλημάτων, της εισβολής των βαρβάρων, των πολιτικών προβλημάτων του βασιλείου και της λύμης των ψευτο-Χριστιανών, τα οποία αναγνώρισε ως τιμωρία του κόσμου εξαιτίας των αμαρτιών τους[54].
ιστ. Το 987 ο ηγούμενος Abbo του Fleury έγραψε επιστολή στον Αρχιεπίσκοπο Bourges, για να τον προειδοποιήσει για την αίρεση, προσθέτοντας μια ασυνήθιστη συμβουλή:
«Μην επιτρέψεις στον εαυτό σου να γίνει αιρετικός, για κανένα λόγο, διότι όποιος απομακρύνεται από την πίστη που η Καθολική Εκκλησία διατηρεί από τους Αποστόλους, μάταια μετανοεί για τις αμαρτίες του[55].»
ιζ. Ο ίδιος ηγούμενος απηύθυνε ένα φυλλάδιο στον ιδρυτή της δυναστείας των Καπετίδων στην Γαλλία, Ούγο Καπέτο (987-996), και στο γιο του Ροβέρτο Β’ (972-1031), με τίτλο «Apologeticus ad Hugonem et Rodbertum Reges Francorum»[56]. Σ’ αυτό προέτρεπε τους βασιλείς ν’ αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της αίρεσης:
«Διώξτε κάθε αίρεση μακριά από το βασίλειο, ώστε ο Θεός να σας φυλάει σε αιώνια ειρήνη[57].»
Σ’ αυτό όφειλαν ν’ ακολουθήσουν το παράδειγμα των παλαιών χριστιανών αυτοκρατόρων. Ο Ροβέρτος Β’ ξεπέρασε τους παλαιούς αυτοκράτορες, διότι ήταν ο πρώτος βασιλιάς που διέταξε την εκτέλεση των αιρετικών της Ορλεάνης, το 1022.
* * *
Τα περιστατικά επαρκούν για να καταλάβουμε ότι, εν τέλει κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα οι αιρέσεις δεν εξαφανίστηκαν. Οι αναφορές στις πηγές είναι αρκετές, υστερούν όμως τόσο στην ποσότητα των πληροφοριών που παρέχουν, όσο και στην ποιότητα. Παρ’ όλα αυτά, είναι ευδιάκριτη η ύπαρξη αιρετικών κινημάτων και εντός της δυτικής Εκκλησίας, αλλά και στις ακρώρειές της˙ αιρέσεις διαδεδομένες στον απλό κόσμο, με τα χαρακτηριστικά των γνωστικών. Στους επόμενους αιώνες οι αναφορές των πηγών αυξάνονται με καταιγιστικό ρυθμό, ώστε δίνουν την εντύπωση ότι συνέβη αναβίωση των αιρέσεων. Δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο. Η νεοϊδρυθείσα παπική εκκλησία, καταλαμβάνοντας τον θρόνο της Ρώμης, επέβαλε της δικές της καινοτομίες, αυτές που μεγαλαυχώντας ονόμασε μεταρρυθμίσεις. Για την επιβολή τους έπρεπε να καταπνίξει κάθε αντίσταση και αντίδραση από τους ορθοδόξους, τους οποίους θεωρούσε αιρετικούς. Έτσι στόχος της έγινε κάθε κίνημα που αντιτίθονταν στην πολιτική της, χαρακτηριζόμενο αιρετικό δικαίως ή αδίκως. Όντας σε στενή συνεργασία με τους Τεύτονες φεουδάρχες, από τους κόλπους των οποίων προέρχονταν σύσσωμη η νέα εκκλησιαστική διοίκηση, επέβαλε την θανατική καταδίκη στους διαφωνούντες. Δύο πολύτιμα εργαλεία στην επιβολή της παπικής πολιτικής ήταν οι εντός χριστιανικού εδάφους σταυροφορίες, όπως Αλβιγηνική και η Δ’ Σταυροφορία κατά της Κωνσταντινούπολης, και η Ιερά Εξέταση. Αυτά θα εξεταστούν λεπτομερώς στο επόμενο κεφάλαιο.
[1] Isidori Hispalensis, Etymologiarum sive originum Libri XX VIII 3.2-3: “Inde ergo haeresis, dicta Graeca voce, ex interpretatione electionis, qua quisque arbitrio suo ad instituenda, sive ad suscipienda quaelibet ipse sibi elegit. Nobis vero nihil ex nostro arbitrio inducere licet, sed nec eligere quod aliqui de arbitrio suo induxerit. Apostolos Dei habemus auctores, qui nec ipsi quicquam ex suo arbitrio, quod inducerent, elegerunt, sed acceptam a Christo disciplinam fideliter nationibus adsignaverunt” ed. W. N. Lindsay, Oxford University Press 1911, vol. 1 p. 312.
[2] Ο H. Kaminsky διαφωνεί στο The Problematics of Later- Medieval Heresy, Husitvi-Reformane-Renasence, ed. J. Panek et al. (1994, essays for F. Smahel), pp. 132-54.
[3] Lenherr, Exkommunicationsgewalt, 22, στίχοι 28-31 (στην έκδοση Friedberg, Decretum, 967.33-36): “ Quicumque ergo ab unitate ecclesie, que per Petrum intelligitur, fuerit alienus, execrare potest, consecrare non valet, excommunicationis vel reconciliationis potestatem non habet”. Για την ερμηνεία των παραπάνω εδαφίων και την στήριξη της παπικής εξουσίας μέσω αυτών Henri Maisonneuve, Etudes sur le origins de l’ Inquisition, (αναθ. εκδ.) pp. 65-79. Επίσης Anders Winroth, The making of Gratians Decretum, Cambridge University Press 2000, pp. 34-76.
[4] Matthaei Parisiensis Monachi Sancti Albani, Chronica Majora s.a. 1253 Rs 57e, ed. H. Richards Luard, London 1880, vol. iv p. 401: “heresies est sentential humano sensu electa, scripture sacre contraria, palam edocta, pertinaciter defense”.
[5] Πολλές αναφορές σε μεσαιωνικές πηγές σχετικά με τις απόψεις για τα αίτια των αιρέσεων και την περιγραφή του τύπου του αιρετικού δίνει ο Jeffrey Russel, Interpretations of the origins of Medieval Heresy, Medieval Studies 25 (1963), 26-33.
[6] Rhabanus Maurus, De universe libri XXII, Liber VI, PL 111.137-80.
[7] Για τον τύπο του αιρετικού κατά τον Μεσαίωνα, H Grundmann, Der Typus des Ketzers in mittelalterichen Anschauung, Kultur- und Universalgeschichte, Festschrift für Walter Goetz (1927), pp 91-107.
[8] Robert I. Moore, The Birth of Popular Heresy, University of Toronto 1995 (1st ed. 1975), p. 5.
[9] Jeffrey Russel, Dissent and Reform in the middle ages, University of California Press 1965, p. 177.
[10] Ratherius Veroniensis, Preloquia, ed. Martene & Durand 9.798: “Quis enim eorum, qui hodie in talibus usque ad perditionem animae in tantum decipiuntur, ut etiam eis quas ait Gen. (έμεινε αμετάφραστο, αλλά παραπέμπει στον Γεννέδιο της Μασσαλιάς, συγγραφέα του Ε’ αι.), herodiam illam baptistae Christi interfectricem, quasi reginam imo deam proponent; asserentes, tertiam totius mundi partem illi traditam: quasi haec merces fuerit prophetae occisi, cum potius sint daemones, talibus praestigiis infelices mulierculas, hisque multum vituperabiliores viros, quia perditissimos, decipientes” . Παρουσίαση του μύθου της Ηρωδιάδος στο Jacob Ludwig Carl Grimm, Teutonic Mythology, vol. 1 p. 283.
[11] Jeffrey Russel, Witchcraft in the middle ages, Cornell University 1972, p. 71.
[12] Reginonis abbatis Prumiensis, De synodalibus causis et disciplinis ecclesiasticis II.45. Αναπαράγεται από Burchardus Wortatiensis Episcopus, Collectarium canonum ή αλλιώς Decretum I.94 & X.29. Πρόκειται για την σύντομη εκδοχή. Η παραπάνω αναφερόμενη είναι η εκτεταμένη εκδοχή, η οποία βρίσκεται στα Regino, II.364 (PL 132.352-3) & Burchard, X.1 & XIX. Η αγγλική μετάφραση από Henry Charles Lea, Materials toward a History of Witchcraft, Philadelphia 1939, vol. I pp. 178-180. Το λατινικό κείμενο επίσης στο Joseph Hansen, Quellen und Untersuchungen zur Geschichte des Hexenwahns und der Hexenverfolgung im Mittelalter, Bonn 1901, pp. 38-9. “Ut episcope episcoporumque ministry omnibus viribus elabore student ut perniciosam et a diabolo inventam sortilegam et maleficam artem penitus ex parochiis suis eradant, et si aliquem virum aut feminam huiuscemodi sceleris sectatorem invenerint, turpiter dehonestatum de parochiis suis eiciant. … retro post Satanam conversae, daemonum illusionibus et phantasmatibus seductae, credunt se et profitentur nocturnis horis cum Diana paganorum dea et innumera multitudine mulierum equitare super quasdam bestias, et multa terrarium spatial intempesate noctis silentio pertransire, eiusque iussionibus velut dominae obedire, et certis noctibus ad eius servitium evocari. Sed utinam hae solae in perfidia sua perissent, et non multos secum in infidelitatis interitum pertraxissent. Nam innymera multitude hac falsa opinione decepta haec vera esse credit, et credendo a recta fide deviat et inem errorem paganorum revolvitur, cum aliquid divinitatis aut numinis extra unum esse arbitratur. Quapropter sacerdotes per ecclesias sibs commissas populo cum omni instantia praedicare debent ut noverint haec omnimodis falsa esse, et non a divino sed malign spiritu talia phantasmata mentibus infidelium irrogari, …”
[13] R. I. Moore, The Birth of Popular Heresy, p. 6.
[14] Παραπέμπουμε στο 4.2 Ιουδαίζοντα συστήματα για τις σχετικές πληροφορίες.
[15] Βίοι του Αγ. Βονιφατίου έχουν γραφεί από τον Βιλιβάλδο, που είναι και ο πιο αξιόπιστος διότι γράφηκε λίγο μετά τον θάνατό του, από τον Othloh του Emmaram, τον Radbod, και επίσης υπάρχει και το Passio Sancti Bonifacii. Όλα αυτά τα έργα συμπεριλαμβανονται στη σειρά MGH, ed. Wilhelm Levinson.
[16] Vita Sancti Bonifatii, ed. G. H. Pertz, MGH SS 2 p. 355.
[17] MGH SS 1 p. 365.
[18] Chronica, MGH SS 6 p. 339.
[19] PL 119.1124.
[20] Λατινικό κείμενο: Martin Bouquet, Recueil des Historiens de France, vol. X, pp. 23-4. & PL 142.611-698. Αγγλική μετάφραση: Rodulfus Glaber, The Five Books of the Histories, ed. J. France, Oxford 1989. Γαλλική μετάφραση: Fr. Raoul Glaber: Les cinq livres de ses histories II.XI, XII, ed. Maurice Prou, Collection de Textes pour server à l’ etude et à l’ enseignement de l’ histoire, Paris 1866, I.
[21] Ο Πέτρος ο Στ’ ήταν αρχιεπίσκοπος Ραβέννας μεταξύ των ετών 927-971, οπότε η δράση του Βιλγάρδου πρέπει να τοποθετηθεί μεταξύ αυτών των χρονικών ορίων. Γίνεται ευρέως αποδεκτή η ημερομηνία 970, ίσως γιατί δεν πρέπει να φαίνεται ότι έδρασε επί μακρόν χωρίς ν’ ασχοληθούν μαζί του οι αρχές. Arno Borst, Die Katharer, Schriften der Monumenta Germaniae Historica XII, Stuttgard 1953. p. 74 n. 6.
[22] Domenico Comparetti, Virgilio nel medio evo, Livorno 1872, vol. 1 p. 113. Loup de Ferrieres, ed. L. Levillain, en Les classiques de l’ histoire de France 20 (Paris 1964), vol. 1 p. 70.
[23] H. Fichtenau- D. A. Keiser, Ketzer und Professoren: Haeresie und Vernunftglaube im Hochmittelalter, München 1992, s. 16. Αγγλική μετάφραση, Heretics and Scholars in the Middle Ages, 1000- 1200, The Pennsylvania State University 1998.
[24] Petrus Abaelaelardus, Theologia Christiana I 127-8.
[25] Caesarii Heisterbacensis, Dialogus Miraculorum V.22, ed. J Strange, Cologne-Bonn-Brussels 1851, vol. 1 p. 304. Αγγλικλή μετάφραση, H. E. Scott-C.C. Swinton Bland, The Dialogue of Miracles, London 1929, vol. 1 p. 348.
[26] Henry Charles Lea, History of the Inqisition in the Middle Ages, vol. I p. 108.
[27] Arno Borst, Die Katharer, p. 74 n. 6.
[28]Annales Barenses, MGH SS 9 p.248.
[29] «Cum Graecis aderant quidam quos pessimus error, Fecerant amentes et ab ipso nomen haabebant” . Λογοπαίγνιο-αναφορά στον Μάνη.
[30] Λατινικό κείμενο Guillermi Apuliensis, Gesta Roberti Guiscardi, MGH SS 9 p. 239. Ιταλική μετάφραση La Geste de Robert Guiscard par Guillaume de Puille, ed. M. Matthias, Teste e Monumenti 4 (1961).
[31] Πρόκειται μάλλον για τον Gebuin II επίσκοπο στην Châlons-sur-Marne (991-1004). Αλλά αν ληφθεί υπόψη η λάθος χρονολόγηση του Ροδόλφου, που τοποθετεί τον θάνατο του Gebuin I το 1007, ενώ πέθανε το 991, τότε ο συγγραφέας εννοεί τον πρώτο επίσκοπο της επαρχίας με αυτό το όνομα και τα γεγονότα είναι προγενέστερα του 1000. Σχετ. Paul Alpandéry, De quelques faits de prophétisme dans les sects latines antérieures au Joachimisme, en Revue d’ histoire des religions 52 (1905), 185.
[32] Rodulfus Glaber, The Five Books of the Histories, ed. J. France, pp. 88-91.
[33] Αυτές οι περιπτώσεις θα εξεταστούν στο επόμενο κεφάλαιο.
[34] Henri de Lubac, Exégèse medieval, 2: Les quatre sens de l’ écriture, Paris 1959. Αγγλική μετάφραση, E. M. Macierowski, Medieval Exegesis: The four Senses of Scripture, Edibourgh 2000, vol. 2 p.163.
[35] Gregorii episcope Turonensis, Libri Historiarum X X.25, ed. Bruno Kursch – Wilhelm Levinson, MGH Scriptores Rerum Merovigiarum 1, Hannover 1951. Αγγλική μετάφραση, Ernest Brehaut, Columbia University Press 1916, 245-6.
[36] Θα μας απασχολήσει στο επόμενο κεφάλαιο.
[37] Thomas Head (trans), Andrew of Fleury and the Peace League of Burges, Essays on the Peace of God: The Church and the People in Eleventh-Century France, Historical Reflections 14/3 (1987), University of Waterloo, p. 522.
[38] Christian Pfister, Etudes sur le règne de Robert le Pieux, Paris 1885, p.330. Arno Borst, Die Katharer, p. 73, H.C.Lea, History of the Inquisition, vol. 1 p.108.
[39] Mansi XII.280 & 282.
[40] M. Tangl, Die Briefe…, s.30, Ephraim Emerton, The Letters…, p.42.
[41] MGH SS 2 s. 345: “Hisque omnibus rite confectis, Baguariorum temporibus Hugoberti ducis adiit terras, praedicationisque stadium apud eos diligentissime exercuit, et multas considerando circuit ecclesias; tantoque divinae fortitudinis zelo armatus est, ut quondam quidem scismaticum heretica pravitate deceptum, nomine Eremvulfum, iuxta canonum decreta damnavit atque abiecit, et populum a perversa sectae eius idololatria correxit, et ad fraters sub suae dioceseos gubernationis constitutos rursus migravit, iuxta illud apostolic: cupiditatem abens veniendi ad fraters”.
[42] MGH SS 2 s. 346: “Sed quia sanctus vir iam Deo b infantia deditus, iniuriam domini sui non ferens, supradictum ducem cunctumque vulgus ab iniusta hereticae falsitatis seca et fornicaria sacerdotum deception cohercuit; et provinciam Baguariorum, Odilone duce consentiene, in quattuor divisit parrochias, quattuorque his praesidere fecit episcopos, quos ordinatione scilicet facta, in episcopatus gradum sublevavit”.
[43] Επιστολή 61, ed. M. Tangl, Die Briefe…, s. 125.
[44] Επιστολή 80, ed. M. Tangl, Die Briefe…, s. 172.
[45] Επιστολή 86, ed. M. Tangl, Die Briefe…, s. 192-3: “falsos autem sacerdotes, hypochritas et seductores populorum vel corrigerem ad viam salutis vel declinarem et abstinerem a commonione ipsorum; quod ex parte servavi et ex parte custodire et implore non potui. Spiritaliter implevi sacramentum, quia in consensum et in consilium illorum non venit anima mea. Corparaliter autem ab eis omnino abstinere non potui, dum venissem ad principem Francorum cogente aecclesiarum necessitate, cum tales ibi repperi, quales nolui. Sed tamen in sancta commonione corporis Christi illis non communicavi”.
[46] Επιστολή 87, ed. M. Tangl, Die Briefe…, s. 195: “si quos vero seductores episcopos aut pseudopresbiteros, vel quosque a recto fidei tramite deviantes repperises, nulla tibi cum eis esset communion. Quod te deo solaciante usque ad presens spiritaliter servasse confesus es. Vel si omnino propter principalem et humanum favorem gentis Francorum, dum ad eos accessisses, corporaliter abstineri non valuisti cogente necessitate ecclesiarum Dei, et tamen in eorum consilio et consensus communionis anima tua non est coinquinata. Itaque propter hoc, quod cum eis conversatus es non consentiens iniquitati eorum, nullum tibi est detrimentum coram Deo. Te enim prediccante si oboedirent, salvi essent;”
[47] Mansi XVII.525.
[48] Mansi XVII.525.
[49] CAPITULA A WALTERIO REVERENDO PONTIFICE COMPRESBITERIS PROMULGATA IN SINODO APUD BULLENSEM FUNDUM ii. ORDINACIONIS SUE ANNO VIII. KAL. IUNII CELEBRATA. en MGH, Capitularia Episcoporum 1. s. 188: “Ut per archidiakonos vita, intellectus et doctrina cardinalium presbiterum investigetur. Vita scilicet modestie et sobrietatis ac stadium religiose conversationis in cunctis eorum actibus. Intellectus vero, quomodo sit ydoneus unusqusque suos fraters in fide sancte trinitatis erudire, ut credant patrem et filium et spiritum sanctum unum esse deum omnipotentem, aeternum, invissibilem, qui creavit celum et terram, mare et omnia, que in eis sunt, et unam esse deitatem et substantiam et maiestatem in tribus personis patris et filii et spiritus sanctii. Et quemadmodum filius dei incarnates est de spiritu sancto et Maria simper virgine pro salute et reparation humani generis, passus, sepultus et tercia die resurrexit et ascendit in cellos et quomodo iterum venturus sit in maiestate divina indicare vivos ac mortuos secundum merita propria, et quia una erit resurrection mortuorum, et quod impii propter scelera sua cum diabolo in ignem etrnum mittantur et iusti cum Christo et cum sanctis angelis in vitam eternam. In doctrina vero, qualiter eos, qui tardiores sunt de fide, spe et caritate ceterisque virtutibus, verbo et probabili exemplo, eos, qui indigent, posit instruere secundum evangelicam et apostolicam atque canonicam instructionem, qualiter indeclinabiliter vivant et a quibus viciis eos oporteat abstinere, ne cum diabolo in eternam dampnationem demergantur”.
[50] Λεπτομέρειες στο James Prichard, The Life and Times of Hincmar, Archbishop of Rheims, Oxford 1899.
[51] Annales Xantenses 738. ed. G. H. Pertz, MGH SS 2 p. 226: “Hiemps pluvialis et ventosa valde, et mense Ianuario 12, Kal. Februarii tonitruum auditum est, similiterque mense Februarii 14. Kal. Martii tonitruum est auditum magnum, et nimis ardor solis terram urebat; et quibusdam partibus terrae motus factus est; et ignis forma draconis in aere visus est. Eodem anno heretica pravitas orta est. Eodem anno quinta nocte ante natale Domini fragor tonitrui magni auditus est, et fulguris visus, et multis modis miseria et calamitas hominum cotidie augebatur”.
[52] Mansi XVII.220.
[53] Aegidii Aurelianensis, Gesta Episcoporum Leodiensium L.2, ed. G. Weitz, MGH SS XXV, s.62:
“Vulgari plebem, clerum sermon Latino
Erudit et satiat magna dylcedine verbi,
Lac teneris prebens solidamque valentibus escam
Sponte cadunt herese sub forti milite Cristi
Fraus et ficta fides, tumor et commenta fugantur,
Et deprensa tremunt tamquam sub iudice morum”
Γενικά το ποίημα εκτιμάται ως γνήσια ιστορική πηγή και μάλιστα ως βίος του Notger. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αναφορά στην αίρεση είναι πραγματική και όχι λογοτεχνικός τόπος. Κάτι τέτοιο ήταν πολύ σπάνιο. Βλ. σχ. J. Russell, Dissent and Reform, p. 179 & p. 302 n. 49.
[54] Thomas-Marie-Joseph Gousset, Le actes de la province ecclésiastique de Reims, Reihms 1842, t. 1 563ff : “Quoniam per aliquot annos, partim infestation paganorum, partim etiam gravissimis regni pertubationibus, ac quoromdam falsorum christianorum infestationibus praepediti, juxta decreta canonum nequivimus congregari: nunc quia, annuente Domino, nobis congregandi facultas juxta decreta canonum multoites horum judicio cognita veritate,…”
[55]Aimoino Floracensi Monacho, Vitae sancti Abbonis Floriacensis, ed. G. Martin – A. Boquet, Recueil des Historiens des Gaules et de la France t.X p. 333: “Nunquam ergo, fiery haereticus ullo modo acquiesces, quia inaniter de peccatis poenitentiam agit, qui eam fidem impugnat, quam sub sanctis Apostolis Catholica tenuit Ecclesia”.
[56] PL 139.461-.
[57] PL 139.462-3: “…domini nostril, Hugo et Rotberte, clarissimi reges, si in terra viventium Christo vultis esse haeredes et cohaeredes, et de regno vestro omnem haereticam pravitatem depellite, ut Deus vos custodiat in aeterna pace”.
Ο Βογομιλισμός στη Δύση
Πολλές συζητήσεις γίνονται για την προέλευση των Καθαρών. Είναι όμως αποδεκτό σε μεγάλο βαθμό ότι πρόκειται για την επέκταση του Βογομιλισμού στην Δύση. Επίσης είναι υπό συζήτηση ο χρόνος της εμφάνισης των Καθαρών και θ’ ασχοληθούμε στο οικείο κεφάλαιο. Ήδη, περί το 1140 μ.Χ. υπήρχαν ομάδες Καθαρών που έφεραν όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, τα οποία είναι γνωστά. Οι ίδιοι θεωρούσαν τον εαυτό τους ως μέλη της ordo Bulgariae, σημαίνοντες με αυτό τον τρόπο την βογομιλική καταγωγή τους, και εννοώντας με αυτήν μια διαδοχή που την ανήγαγαν στην αποστολική εποχή. Ως προς τις απόψεις τους ήταν μετριοπαθείς δυαρχικοί, όπως και οι πρώτοι Βογομίλοι.
Κάποια στιγμή στα τέλη του ΙΑ’ ή το πρώτο μισό του ΙΒ’αι., ανάλογα με την πατρότητα του έργου Περί δαιμόνων, συνέβη σχίσμα στις τάξεις των Βογομίλων. Αιτία του σχίσματος ήταν η υιοθέτηση από μια μερίδα αυτών, της απόλυτης δυαρχίας, παρόμοιας με αυτή των Παυλικιανών. Αποτέλεσμα του σχίσματος ήταν η δημιουργία της ordo Drugonthia, όπου Drugonthia είναι ο εκλατινισμός του τοπωνυμίου Δραγόβιτσα[i]. Η περιοχή αυτή βρίσκονταν νότια της Φιλιππούπολης, στην περιοχή της Ροδόπης[ii]. Στην περιοχή της Φιλιππούπολης υπήρχε πυκνή παρουσία Παυλικιανών[iii]. Γίνεται, λοιπόν, η υπόθεση, ότι αιτία της υιοθέτησης της απόλυτης δυαρχίας από μερίδα των Βογομίλων ήταν η προσχώρηση Παυλικιανών στις τάξεις τους[iv].
Την ίδια περίοδο, δηλαδή μετά την συγγραφή της Δογματικής Πανοπλίας, διαμορφώθηκε σύστημα επισκοπικής διοίκησης στην βογομιλική οργάνωση. Κατ’ αυτό το σύστημα κάθε επισκοπή διοικούνταν από τον επίσκοπο, συνεπικουρούμενο από δύο πρωτοσύγκελους, οι οποίοι ονομάζονταν πρεσβύτερος και νεώτερος γιος, για να ομοιάζουν με τον Θεό και τους δυο γιους του. Οι πρωτοσύγκελοι είχαν δικαιώματα διαδοχής επί της επισκοπής. Η οργάνωση προηγούνταν χρονικά του σχίσματος, διότι την εφάρμοζαν και οι δυο βογομιλικές μερίδες. Επίσης υιοθετήθηκε και από τους Καθαρούς. Ο πρώτος γνωστός επίσκοπος των Καθαρών ήταν διορισμένος στην Κολωνία το 1143 μ.Χ[v]. Αντίστοιχα ο πρώτος γνωστός βογομίλος επίσκοπος άνηκε στην ordo Drugonthia και ήταν ο προϊστάμενος του παπα-Νικήτα.
Η πρώτη πληροφόρηση για την ύπαρξη της ordo Drugonthia προέρχεται από ένα κείμενο του 1250, το Summa de Catharis[vi]. Συγγραφέας του έργου είναι ο Rainier Sacconi, πρώην Καθαρός, ο οποίος ασπάστηκε τον Παπισμό το 1235 και έγινε Δομινικανός.
«Εγώ, ο αδελφός Rainerius, πρώην αιρεσιάρχης, τώρα με την Χάρη του Θεού, ιερέας του Δομινικανού Τάγματος, … δηλώνω ανεπιφύλακτα ότι κατά την διάρκεια των δεκαεπτά ετών, στα οποία υπήρξα μέλος της κοινότητάς τους…[vii].»
Στην συνέχεια του κειμένου απαριθμεί τις εκκλησίες των Καθαρών, μεταξύ των οποίων είναι και:
«η εκκλησία της Βουλγαρίας, η εκκλησία της Δραγόβιτσα, και όλες οι εκκλησίες των Καθαρών κατάγονται από τις δύο τελευταίες[viii].»
Λαμβάνοντας υπόψη ως ημερομηνία μεταστροφής του το 1235, υπολογίζεται ότι εισήλθε στις τάξεις των Καθαρών το 1216, οπότε συνάντησε όλους εκείνους που έζησαν τα γεγονότα του ύστερου ΙΒ’ αι., όπως ο επίσκοπος Ναζάριος του Concorezzo, τον οποίον αναφέρει[ix]. Οι πληροφορίες του για την ιεραρχία των Βογομίλων[x], οι οποίες αναφέρθηκαν παραπάνω, προέρχονταν από πρώτο χέρι[xi].
Ο Rainier Sacconi προήχθη σύντομα σε Ιεροεξεταστή της Λομβαρδίας. Στην υπηρεσία του είχε τον Άνσελμο της Αλεξάνδρειας, συγγραφέα του έργου Tractatus de Heretici[xii]. Ο τελευταίος δρούσε στην περιοχή της Γένοβα[xiii]. Το έργο πρέπει να γράφτηκε μεταξύ των ετών 1260-70. Κίνητρο για την συγγραφή του ήταν το προσωπικό ενδιαφέρον του Ανσελμου για την ιστορία των Καθαρών.
Σύμφωνα με την μαρτυρία του οι εκκλησίες των Καθαρών έσυραν την καταγωγή τους είτε στην εκκλησία της Βουγαρίας, είτε στην εκκλησία της Δραγοβίτσα. Αναφέρει, όμως και μια τρίτη εκκλησία, αυτή της Φιλαδελφίας[xiv] στην Ρωμανία. Με το όνομα Ρωμανία, εκείνη την εποχή αναφέρονταν μόνο η λατινική αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, οπότε η εκκλησία της Φιλαδελφίας βρισκόταν στην επικράτεια αυτής και όχι στην προηγούμενη βυζαντινή. Ο εκδότης του κειμένου A. Dondaine υπολογίζει ότι επρόκειτο για την Φιλαδέλφεια της Λυδίας[xv].
α. Εξάπλωση στη Βοσνία
Στην συνέχεια ο Άνσελμος Αλεξανδρείας αναφέρει ότι έμποροι από την Βοσνία πήγαν για εμπορικές συναλλαγές στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί γνώρισαν τον Βογομιλισμό κι επιστρέφοντας στην πατρίδα τους κήρυξαν και ίδρυσαν την δική τους εκκλησία. Αυξάνοντας τον αριθμό των μελών τους, έγιναν επισκοπή και ορίστικε ο θεσμός του επισκόπου Σκλαβηνίας ή Βοσνίας[xvi]. Η εξάπλωση του Βογομιλισμού στην Βοσνία υπολογίζεται ότι έγινε το πρώτο μισό του ΙΒ’ αι[xvii]. Οι επαρχίες της Βοσνίας υπάγονταν στην δικαιοδοσία της Ρώμης. Πολιτικά ανήκαν τον ΙΒ’ αι. στο βασίλειο της Ουγαρίας, αλλά οι Δαλματικές ακτές είχαν απελευθερωθεί από τον Μανουήλ Κομνηνό το 1161 και παρέμενα υπό τον έλεγχο της Κωνσταντινούπολης μέχρι το 1181, οπότε τις ανακατέλαβαν οι Ούγγροι. Από την Βοσνία οι Βογομίλοι επεκτάθηκαν στην Λομβαρδία και μετέφεραν την αίρεση, που θα γινόταν γνωστή αργότερα ως των Καθαρών.
Το 1186 ο Παπικός Αρχιεπίσκοπος Πέτρος του Split, απαγόρευσε την λειτουργία «παρασυναγωγών» στην επαρχία του. Την απόφαση επικύρωσε ο πάπας Ουρβάνος Γ’ (1185-1187)[xviii]. Δεν κατονομάζει ποιοι ακριβώς ήταν αιρετικοί, αλλά το πιο πιθανό είναι να πρόκειται για Βογομίλους/Καθαρούς. Ο διάδοχός του Παπικός Αρχιεπίσκοπος Βερνάρδος ενημέρωσε τον πάπα Ιννοκέντιο ΙΙΙ (1198-1216), ότι εκδίωξε από την αρχιεπισκοπή του Βογομίλους/Καθαρούς και αυτοί βρήκαν καταφύγιο στην Βοσνία[xix]. To 1199 ο πρίγκηπας Βούλκαν της Διόκλειας ενημέρωσε τον ίδιο πάπα ότι ο Ban Kulin της Βοσνίας και 10,000 υπηκόοι του είχαν γίνει Παταρηνοί[xx].
Το κείμενο που περιέχει στοιχεία για την μητρική σχέση της εκκλησίας της Σκλαβονίας με τις εκκλησίες της Λομβαρδίας, είναι ένα ανώνυμο έργο που τιτλοφορείται De heresy Catharorum in Lombardia[xxi]. Σώζεται μόνο ένα χειρόγραφο που τωρα φυλάσσεται στην Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη της Βασιλείας. Χρονολογείται πριν το 1215. Σύμφωνα με αυτό το κείμενο ο επίσκοπος Σκλαβηνίας διόρισε πριν το 1200 Βογομίλους/Καθαρούς επισκόπους στην Μάντουα και την Βιτσέντσα[xxii]. Επίσης οι απόψεις τους συμφωνούσαν με αυτές των μετριοπαθών δυαρχικών, και αυτό είναι επόμενο διότι αναφέρεται ότι έλκουν την καταγωγή τους από την ordo Bulgariae:
«Ο Καλοϊωάννης, επίσκοπος μιας μερίδος των αιρετικών [της Λομβαρδίας] που έλαβαν την διαδοχή τους (ordo) από την Σκλαβηνία, και ο Garattus, επίσκοπος μιας άλλης μερίδος αιρετικών, που έλαβαν την διαδοχή τους από την Βουλγαρία, πιστεύουν και διδάσκουν ότι υπάρχει ένας αγαθός Θεός, παντοδύναμος και άναρχος, που δημιούργησε τους αγγέλους και τα τέσσερα στοιχεία[xxiii].»
Είχαν μια ιδιαίτερη χαρακτηριστική πεποίθηση. Πίστευαν ότι ο Ιησούς, η Παναγία και ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής ήταν ένσαρκοι άγγελοι[xxiv]. Ο Άνσελμος Αλεξανδρείας αναφέρει μια ενδιαφέρουσα πληροφορία για την εξάπλωση των Βογομίλων/Καθαρών στην Γαλλία. Διηγείται ότι:
«οι Φράγγοι που είχαν πάει στην Κωνσταντινούπολη επέστρεψαν στην χώρα τους και δίδαξαν, και αυξάνοντας τον αριθμό τους διόρισαν επίσκοπο Γαλλίας. Και επειδή οι Φράγγοι είχαν πλανηθεί στην Κωνσταντινούπολη από τους Βούλγαρους, σε όλη την Γαλλία αποκαλούν τους αιρετικούς Βούλγαρους[xxv].»
Συνεπώς ο Βογομιλισμός είχε μεταφερθεί στην Γαλλία, από Φράγγους Σταυροφόρους. Για το ποια Σταυροφορία εννοεί εδώ ο Άνσελμος, τα συμπεράσματα κλίνουν στην πρώτη. Κατά την διάρκεια αυτής, οι Σταυροφόροι είχαν εγκατασταθεί αρκετούς μήνες στην Κωνσταντινούπολη, από τις 20 Ιουλίου του 1096 ως τις 29 Μαίου του 1097[xxvi]. Αυτός ο τρόπος μετάδοσης της αίρεσης στην Γαλλία εξηγεί γιατί δεν αναφέρονται πουθενά Βογομίλοι απεσταλμένοι. Πρόκειται για πολύ βολική ερμηνεία. Οι Φράγκοι δεν χρειάζονταν διερμηνείς για να διδάξουν, όπως θα χρειάζονταν οι Βούλγαροι. Περισσότερα για την εξάπλωση των Καθαρών θα ειπωθούν στο οικείο κεφάλαιο.
Μέσα από τις πηγές γίνεται κατανοητή η σχέση Βογομίλων-Καθαρών και ο τρόπος εξάπλωση των πρώτων στην Δύση. Τα δύο έργα, το Tractatus de heretici και το De Heresi Catharorum, αναφέρουν ένα ακόμη σημαντικότερο γεγονός, το οποίο δείχνει το βαθμό επίδρασης του Βογομιλισμού επί των Καθαρών και σηματοδοτεί ένα νέο στάδιο εξέλιξης στα πιστεύω των δεύτερων. Πρόκειται για την αποστολή του παπα-Νικήτα στην Δύση.
β. Εξάπλωση στη Λομβαρδία
Ο Ανώνυμος συγγραφέας του De heresy έγραψε για κάποιον επίσκοπο των Καθαρών στην Λομβαρδία, με το όνομα Μάρκος:
«Αρχικά, όταν η αίρεση των Καθαρών ξεκίνησε να εξαπλώνεται στην Λομβαρδία, είχαν πρώτα έναν επίσκοπο με το όνομα Μάρκος, στου οποίου την αρμοδιότητα όλοι [όλοι οι Καθαροί] στην Λομβαρδία και στην Τοσκάνη και στην Marches ήταν υποκείμενοι. Και αυτός ο Μάρκος είχε μυηθεί στην ordo Bulgariae[xxvii].»
Η διήγηση του ανώνυμου είναι φτωχή σε πληροφορίες για το πρόσωπο του Μάρκου. Συμπληρώνεται από την αντίστοιχη του Ανσέλμου. Αυτός ήταν καλύτερα πληροφορημένος, αν και έγραψε 50 χρόνια αργότερα:
«Λίγο καιρό αργότερα, κάποιος νοτάριος από την Γαλλία ήρθε στην Λομβαρδία, στην κομητεία του Μιλάνου, στην περιοχή του Concorezzo. Εκεί συναντήθηκε με κάποιον που λεγόταν Μάρκος, ο οποίος ήρθε από ένα μέρος εκεί κοντά που λεγόταν Cologina και τον πλάνεψε[xxviii].»
Με το «post longum tempus» εννοείται το χρονικό διάστημα από την εποχή που εμφανίστηκε η αίρεση στην Γαλλία. Οι νοτάριοι δεν ήταν εκκλησιαστικό αξίωμα στους Καθαρούς, αλλά μέλη των κοινοτήτων με ευχέρια στην χρήση των λατινικών. Το Concorezzo ήταν κωμόπολη έξω από το Μιλάνο, κέντρο της μετριοπαθούς δυαρχίας μέχρι τα μέσα του ΙΓ’ αι. Αρχικά ο Μάρκος κατάφερε να προσυλητίσει τρεις από τους φίλους του: Τον Ιωάννη τον Εβραίο, ο οποίος ήταν υφαντής, τον Ιωσήφ τον σιδερά και τον Aldricus de Bando. Άκουσαν ότι ο επίσκοπος τους βρισκόταν στην Νάπολη και κατευθύνθηκαν εκεί όπου έμειναν έναν χρόνο, όσο διαρκούσε ο χρόνος άσκησης στην αυστηρή ζωή της αίρεσης. Στην συνέχεια ο Μάρκος έλαβε το χρίσμα (consolamentum) και διορίστηκε διάκονος από τον επίσκοπο Γαλλίας. Από κει πήγε στην Λομβαρδία και προσυλήτισε πολλούς[xxix]. Σε μια σημείωση στο περιθώριο αναφέρεται ότι:
«αυτοί οι άνθρωποι έφεραν την αίρεση στην Λομβαρδία από την Νάπολη: ο Μάρκος, ο Ιωάννης ο Εβραίος, ο Ιωσήφ και ο Aldricus, περίπου το 1174[xxx].»
γ. Παπα-Νικήτας
Η μόνη διαφορά στις δυο διηγήσεις είναι ο βαθμός του Μάρκου. Ο ανώνυμος τον αναφέρει ως επίσκοπο, ενώ ο Άνσελμος, ως διάκονο. Στην συνέχεια αναφέρεται ότι:
«Κάποιος άνθρωπος με το όνομα παπα Νικήτας, που ήρθε στη Λομβαρδία από την περιοχή της Κωνσταντινούπολης, άρχισε να κριτικάρει την ordo Bulgariae, την οποία είχε λάβει ο Μάρκος. Ως συνέπεια, ο επίσκοπος Μάρκος και οι ακόλουθοί του άρχισαν να έχουν αμφιβολίες, και εγκαταλείποντας την ordo Bulgariae, έλαβαν από τον Νικήτα την ordo Drugonthia[xxxi].»
Η αντίστοιχη διήγηση στον Άνσελμο είναι η εξής:
«Μετά από καιρό, κάποιος που λέγονταν παπα Νικήτας, που ήταν επίσκοπος αυτών των ανθρώπων στην Κωνσταντινούπολη, ήρθε [στη Λομβαρδία] και είπε: Είστε τόσοι, όπως καλά φαίνεται, ώστε πρέπει να έχετε επίσκοπο. Έτσι, διάλεξαν τον Μάρκο ως επίσκοπο, και όλοι οι παραπάνω αναφερόμενοι Λομβαρδοί, Τοσκάνοι και κάτοικοι της Marches αποδέχτηκαν την αρμοδιότητά του. Και ο παπα Νικήτας τον διόρισε στο αξίωμα[xxxii].»
Και οι δυο διηγήσεις λένε ουσιαστικά το ίδιο πράγμα. Ο παπα Νικήτας ήταν της ordo Drugonthia, Βογομίλος επίσκοπος της Κωνσταντινούπολης, με αποστολή να μεταστρέψει τις κοινότητες των αιρετικών της Δύσης, από την ordo Boulgariae, στην δική του. Δίδασκε την απόλυτη δυαρχία. Είτε ο Μάρκος ήταν διάκονος, όπως αναφέρει ο Άνσελμος, είτε επίσκοπος, όπως αναφέρει ο Ανώνυμος, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι για αν εισέρχονταν στη νέα ordo, χρειαζόταν να λάβει εκ νέου το χρίσμα. Ο διορισμός του από τον παπα Νικήτα θα γινόταν έτσι κι αλλιώς και στις δύο περιπτώσεις. Σύμφωνα με τον Ανώνυμο, ο παπα Νικήτας είχε διοριστεί από κάποιον Σίμωνα ή Συμεών, για το οποίο εικάζεται ότι ήταν ο εισηγητής της απόλυτης δυαρχίας στον Βογομιλισμό, ή τουλάχιστον ο πρώτος γνωστός μέσα από τις πηγές, μια φιγούρα σχεδόν μυθική, όπως ο παπα Βογομίλος για την ordo Bulgariae[xxxiii].
Η παρουσία του παπα Νικήτα, ή για να πούμε καλύτερα ο τίτλος του ως Βογομίλου επισκόπου Κωνστανινουπόλεως είχε ιδιαίτερη βαρύτητα στις κοινότητες της Δύσης. Πολλές από αυτές τις κοινότητες προέρχονταν ή απέδιδαν την καταγωγή τους στην Κωνστναντινούπολη. Το όνομα Νικήτας είναι ελληνικό, ωστόσο δεν αναφέρεται ξεχωριστή ιεραρχία για τους λατινόφωνους Βογομίλους της Πόλης, οπότε μπορεί να υποτεθεί ότι ο παπα Νικήτας είχε αρμοδιότητα σε όλους τους αιρετικούς της περιφέρειάς του. Αυτό ανέβαζε ακόμη περισσότερο το κύρος του και δικαιολογεί την ευκολία με την οποία οι αιρετικοί της Δύσης μεταπήδησαν από την μετριοπαθή στην απόλυτη δυαρχία.
δ. Η Σύνοδος του Saint-Felix και το πρόβλημα των πηγων
Το επόμενο γεγονός είναι ακόμη πιο σημαντικό για την ιστορία του Βογομιλισμού και των Καθαρών, αλλά δυστυχώς οι πληροφορίες προέρχονται από αμφιβαλλόμενη πηγή. Πρόκειται για ένα έγρραφο, το οποίο περιέχει τα πρακτικά μιας συνόδου στον Saint-Felix της Languedoc. Στην σύνοδο αυτή παραβρίσκονταν ο παπα Νικήτας και επίσκοποι των Καθαρών και έλαβε χώρα, σύμφωνα πάντα με το έγγραφο, το 1167. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι το αυθεντικό χειρόγραφο δεν υπάρχει πουθενά. Αναφέρεται μόνο από τον Guillaume Besse, στην Histoire des ducs, marquis et comtes de Narbonne, Paris 1660, pp 483-6, κι εκεί υπάρχει τυπωμένο αντίγραφο. Τιτλοφορείται ως:
«Charte de Niquinta, Antipape des Heretiques Albigeois, contenant les Ordinations des Evesques de sa secte, par lui faites en Languedoc, à moy communiqué par feu M. Caseneuve, Prebendier au Chapitre de l’ Eglise de Sainct Estienne de Tolose, en l’ an 1652».
Η γνησιότητα του εγγράφου έχει αμφισβητηθεί έντονα[xxxiv]. Ωστόσο η ιστορική του αξία οδήγησε στην δημιουργία μιας επιτροπής υπό την αιγίδα του Recherche et d’ Histoire des Textes, αποτελούμενης από τους Jaques Dalarun, Annie Dufour, Anne Grandoux, Denis Muzerelle και Fabio Zinelli, για την εξέταση της γνησιότητάς του. Η επιτροπή αποφάνθηκε το 2001 ότι το κείμενο, το οποίο περιέχεται στο βιβλίο του Guillaume Besse, είναι γνήσιο[xxxv]. Το κείμενο ξεκινά ως εξής:
«Το έτος 1167 από την Σάρκωση του Κυρίου, τον μήνα Μάιο. Τότε η Εκκλησία της Τουλούζης έφερε τον παπα Νικήτα στο καστρο του Saint-Félix, και μεγάλος αριθμός ανδρών και γυναικών που ανήκαν στην Εκκλησία της Τουλούζης και σε εκκλησίες άλλων περιοχών άρχισαν να λαμβάνουν το consolamentum, το οποίο άρχισε να χορηγεί ο Κύριος παπα Νικήτας[xxxvi].»
Στην συνέχεια προσήλθαν οι Robert d’ Espernone, επίσκοπος της Γαλλίας, Sicard Cellarier, επίσκοπος της Albi και ο Μάρκος της Λομβαρδίας, μαζί με τα συμβούλιά τους. Οι εκκλησίες της Τουλούζης της Καρκασσών και η εκκλησία Aranensis, ζήτησαν δικούς τους επισκόπους. Εκλέχτηκαν αντίστοιχα οι Bernard Raymod, Gerald Mercier και Raymond de Casalis. Ο παπα Νικήτας ως εκπρόσωπος της ordo Drugonthia τους ξαναχειροτόνησε επισκόπους. Μετά την χειροτονία εκφώνησε τον απαραίτητο λόγο:
«Με ρωτήσατε να σας πω αν τα έθιμα των πρώτων εκκλησιών ήταν βαριά ή ελαφρά. Σας λέω ότι οι Επτά Εκκλησίες της Ασίας ήταν ανεξάρτητες μεταξύ τους και καμιά από αυτές δεν έκανε κάτι που να παραβίαζε τα δικαιώματα των άλλων. Και οι Εκκλησίες της Ρωμανίας, της Δραγόβιτσα, της Melenguia, της Βουλγαρίας και της Δαλματίας έχουν συμφωνήσει, και καμιά δεν κάνει κάτι που να παραβιάζει τα δικαιώματα της άλλης. Κι έτσι έχουν ειρήνη μεταξύ τους. Πράξτε το ίδιο[xxxvii].»
Ερώτημα γεννάται για το ποια είναι η εκκλησία Melenguia. Ο Y. Dossat[xxxviii] υπέθεσε ότι η ονομασία προέρχεται από την σλαβική φυλή που κατοικούσε στην Πελοπόννησο τα χρόνια του Κωνστατίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου και αναφέρονται στο De Administrando Imperio L.:
«Περί τῶν ἐν τῷ θέματι Πελοποννήσου Σκλάβων, τῶν τε Μηλιγγῶν καί Ἐζεριτῶν καί περί τῶν τελουμένων παρ’ αὐτῶν πάκτων[xxxix]».
Σε καμιά πραγματική ιστορική πηγή δεν μαρτυρείται η ύπαρξη βογομιλικών κοινοτήτων στην Πελοπόννησο. Στο "Περί δαιμόνων" αναφέρθηκαν κοινότητες στην Θεσσαλία και Στερεά Ελλάδα, όχι νοτιότερα. Μπορεί κάποιος να υποθέσει ότι λόγω της ύπαρξης σλαβικού πληθυσμού στον Ταΰγετο και δεδομένου του «ιεραποστολικού» ζήλου των Βογομίλων, ενδέχεται να διαδόθηκε η αίρεση εκεί. Πέραν, όμως, από την μαρτυρία του εγγράφου του Saint-Félix δεν υπάρχει κάτι θετικότερο. Ως εκκλησία της Ρωμανίας εννοείται η βογομιλική της Κωνσταντινούπολης στην οποία προήδρευε ο ίδιος.
Υπήρχαν αρκετές πόλεις στην Languedoc με το όνομα Saint- Félix[xl]. Ο πρώτος εκδότης Guillaume Besse κατέληξε στο ότι η αναφερόμενη πόλη ήταν το Saint-Félix-de-Caraman στην Lauragais. Εξελίχθηκε σε εστία των Καθαρών, ώστε αργότερα κατά τον Αλβιγινικό Πόλεμο να λέγεται ότι λίγοι από τους κατοίκους που σκοτώθηκαν στην Lanta, την Caraman, και την Verfeit, δεν ήταν αιρετικοί[xli].
"Μοναστικό Ησυχαστήριο Βογομίλων" ("Βogomils monastic retreat")
Art Of The Mystic, Otto Rapp, 1997 (acrylic on masonite)
Ο σκοπός της συνόδου ήταν να πείσει τις δυτικές εκκλησίες να ασπαστούν την απόλυτη δυαρχία και να υπαχθούν στην ordo Drugonthia. Η σύγκλησή της φαίνεται ρεαλιστική. Ο επίσκοπος Μάρκος δεν θα μπορούσε ν’ αποφασίσει από μόνος του μια τέτοια σοβαρή στροφή στην πεποίθηση και την πορεία της ομάδας του, οπότε είναι φυσικό να στράφηκε στους επισκόπους της Γαλλίας οι οποίοι τον χειροτόνησαν πριν, είτε διάκονο, είτε επίσκοπο για να λάβει οδηγίες.
Το κείμενο του Saint-Félix παρέχει πρωτογενείς και μοναδικές πληροφορίες. Κατ’ αρχάς παρουσιάζει διοικητική οργάνωση εντός της αίρεσης και μάλιστα σε εποχή κατά την οποία πιστεύονταν ότι κάτι τέτοιο δεν υπήρχε. Παρουσιάζει την επισκοπική οργάνωση ήδη από το 1160 μ.Χ. Ταυτόχρονα δειχνει ότι οι Καθαροί είχαν συνείδηση ότι ανήκαν σε ένα ευρύτερο πνευματικό κίνημα που δεν περιορίζονταν μόνο στα στενά όρια της τοπικής ομάδας. Η σύγκληση συνόδου δείχνει σεβασμό προς αυτήν την συλλογική κοινότητα και ότι κανένας επίσκοπος δεν θεωρούσε τον εαυτό του τύπου αιρεσιάρχη, ώστε οι δικές του αποφάσεις να καθορίζουν την πορεία της κοινότητας, σε σοβαρά πνευματικά θέματα τουλάχιστον. Ωστόσο, από την ομιλία του Θωμά φαίνεται ότι οι δεσμοί μεταξύ των "εκκλησιών" ήταν χαλαροί κι έφταναν μέχρι του σημείου της αναγνωρίσεως της τοπικής αρμοδιότητας της καθεμιάς. Καμιά δεν νομιμοποιούνταν να προσπαθήσει να επεκταθεί στον ζωτικό χώρο της άλλης.
Από ύστερες καταγραφές των ανακριτικών εγγράφων της Ιεράς Εξέτασης φαίνεται ότι η πληθώρα των κοινοτήτων ακολουθούνταν και από πλήθος διαφορετικών αντιλήψεων και πρακτικών. Αυτό πρέπει να ήταν αποτέλεσμα της ανεξαρτησίας των κοινοτήτων και δείχνει ότι δεν περιορίζονταν μόνο στα διοικητικά θέματα. Αυτό φαίνεται αντιφατικό. Δεν δείχνει να συμφωνεί με την σύγκληση της Συνόδου. Ωστόσο δεν είναι απαράδεκτο. Οι λόγοι σύγκλησης της συνόδου ήταν εξαιρετικής σημασίας και δικαιολογούσαν την συνάθροιση. Έπειτα, ήταν πιο εύκολο να συναθροισθούν όλοι οι επίσκοποι και απλοί Καθαροί ώστε να λάβουν εκ νέου το consolamento, παρά να επιχειρήσει πολλά ταξίδια ο παπα Νικήτας κάτι που θα ήταν χρονοβόρο. Ο τελευταίες προτάσεις στην ομιλία του παπα Νικήτα αμβλύνουν την αντίφαση.
Ο ανατρεπτικός χαρακτήρας του εγγράφου δικαιολογεί τις αντιδράσεις εναντίον της αυθεντικότητάς του. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο γράφων αποφαίνεται υπέρ της γνησιότητάς του. Απλώς γίνεται προσπάθεια παρουσίασης των δύο απόψεων. Η γνώμη της επιστημονικής ομάδας που κατέληξε στην γνησιότητα του είναι βαρύνουσα, όσο και αν οι διαθέσεις αποδοχής είναι αντίθετες. Εξάλλου, οι ιστορικοί γνωρίζουν πολλά έγγραφα μέσα από τα έργα άλλων, χωρίς να έχουν σωθεί τα ίδια. Οι πληροφορίες που αντλούνται με αυτό τον τρόπο χρειάζονται την πρέπουσα αξιολόγηση και αξιοποίηση. Για παράδειγμα, από την χρήση του ίδιου εγγράφου ο Guillaume Besse συμπέρανε ότι ο παπα Νικήτας ήταν Αντιπάπας των Βογομίλων. Κάτι τέτοιο δεν ευσταθεί όχι μόνο γιατί δεν διασταυρώνεται από άλλες πηγές, αλλά και γιατί δεν συμφωνεί με το όλο σκεπτικό των Καθαρών. Η αίρεση τους αντιτίθονταν με κάθε ιδεολογικό τρόπο τόσο στον κληρικαλισμό της Παπικής Εκκλησίας, όσο και στον συγκεντρωτισμό της. Η παρουσία ενός αντιπάπα, όσο και αν συμφωνεί με το κοσμοείδωλο του Besse θα σήμαινε ότι οι Καθαροί αποδέχονταν αυτά που απέρριπταν, όπερ άτοπο. Από την άλλη η δημιουργία επισκοπικής διοικήσης δεν είναι αντιφατική με τις αντιλήψεις των Καθαρών. Εφόσον επιδίωκαν να μιμηθούν της εκκλησίες της αποστολικής εποχής μπορούσαν ν’ αποδεχθούν την ύπαρξη επισκόπων, αρκεί να υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες και ο κατάλληλος αριθμός μελών σε μια περιοχή. Εκείνο που θα πρέπει να διευκρινησθεί είναι ο ρόλος του επισκόπου στης κοινότητες των Βογομίλων και των Καθαρών.
Ασυμφωνία υπάρχει στις χρονολογίες που προκύπτουν από το έγραφο και στις χρονολογίες που δίνει ο Άνσελμος. Γενικά, γίνονται αποδεκτές οι εκδοχές του εγγράφου, με την προϋπόθεση ότι είναι αυθεντικό, και ως άμεση πηγή καλύτερα πληροφορημένο. Και ο ίδιος ο Άνσελμος αναφέρει την λέξη περίπου (circa) το 1174 μ.Χ. ως ημερομηνία δράσης του Μάρκου. Η χρονική απόκλιση δεν είναι τεράστια και το ποσοστό λάθους αποδεκτό. Ήδη το 1177 μ.Χ. η απόλυτη δυαρχία των Καθαρών στην Τουλούζη και τη Ναρβόννη μαρτυρείται στο Χρονικό του Γερβάσιου Καντερβουρίας[xlii]. Από ένα επισκοπικό δικαστήριο που έγινε στην Lombers το 1165[xliii], στο οποίο προΐστατο ο επίσκοπος William της Albi, γνωρίζομε ότι εξετάστηκαν οι «Καλοί Άνθρωποι» (Καθαροί) με αρχηγό κάποιον Oliver. Συνεπώς το 1165 δεν είχαν ακόμη επίσκοπο. Διορίστηκε αργότερα. Η ημερομηνία του εγγράφου (1167) είναι η πιο πιθανή.
Το έγγραφο δίνει τα ονόματα των επισκόπων της Βόρειας Γαλλίας, Robert d’ Espernone & Sicard Cellarier. Βεβαιώνει και συμπληρώνει τις πληροφορίες του Ανσέλμου για την ύπαρξη επισκόπων στις περιοχές αυτές. Η χειροτονία του Μάρκου ως επικόπου Λομβαρδίας κατά την διάρκεια του συνεδρίου, επιβεβαιώνει επίσης την πληροφορία του ιδίου, ότι αυτός ήταν διάκονος, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Ταυτόχρονα δημιουργήθηκαν τρεις νέες επισκοπές και διορίστηκαν σε αυτές επίσκοποι. Η ύπαρξη αυτών των επισκοπών, δηλ. της Τουλούζης, της Καρκασσών και της Albi, επιβεβαιώνονται και από άλλες πηγές[xliv]. Για την εκκλησία Arenensis δημιουργείται ερώτημα. Αν πρόκειται για την περιοχή της Val d’ Aran, όπως πρότεινε ο Y. Dossat[xlv], τότε αυτή δεν αναφέρεται πουθενά αλλού. Αν πρόκειται για την Agen, όπως πρότεινε η Christine Thouzellier[xlvi], τότε υπάρχει πληροφορία για την ύπαρξή της από τον ΙΓ’ αι.
Από τους επισκόπους, οι οποίοι αναφέρονται, ο Bernard Raymond είναι γνωστός και από άλλες πηγές. Τον αναφέρει ο Ρογήρος του Hoveden (Howden) στα Χρονικά του[xlvii]:
«Εν τω μεταξύ, κυκλοφόρησε η φήμη, ότι κάποιοι ψετο-αδελφοί, και συγκεκριμένα ο Bernard, ο γιος του Raymond, και άλλοι αιρεσιάρχες, μετασχηματίσθηκαν σε άγγελους φωτός, ενώ ήτανε του Σατανά, και διδάσκοντας ό,τι είναι αντίθετο στην χριστιανική πίστη, παραπλάνησαν τα μυαλά πολλών με τις αιρετικές διδασκαλίες τους και τους έσυραν μαζί τους στην απώλεια.»
Την ίδια χρονιά (1178) μια επιτροπή στάλθηκε στην Τουλούζη, να ερευνήσει για την ύπαρξη αίρεσης. Ο Bernard Raymond μαζί με τον Raymond του Bauniac παρουσιάστηκαν ενώπιον της επιτροπής ως αρχηγοί της αιρετικής κοινότητας. Τότε δεν πάρθηκε κανένα μέτρο εναντίον τους. Το 1181 έφθασε στην Languedoc νέος λεγάτος, ο καρδινάλιος Ανρύ de Marsy, πολιόρκησε το κάστρο της Lavaur και συνέλαβε τους δύο. Αυτοί αποκήρυξαν την αίρεση μετανόησαν και χειροτονήθηκαν αναγνώστες σε δύο εκκλησίες της Τουλούζης:
«Μετά το έτος 1170 από την Ενσάρκωση του κάποιος καρδινάλιος, απεσταλμένος του Πάπα, πολιόρκησε την Lavaur και ανάγκασε τους αιρετικούς εκεί να παραδοθούν. Δύο από τους αιρεσιάρχες μεταστράφηκαν στην Καθολική πίστη. Ο καρδινάλιος τοποθέησε τον έναν από αυτούς, τον Bernard Raymond, στον καθεδρικό ναό του Αγίου Στεφάνου στην Τουλούζη, και τον άλλο στο μοναστήρι του Saint-Sernin, ως αναγνώστες. Θυμάμαι ότι σαν παιδί είχα ακούσει για τον Bernard Raymond (αυτόν που είχε ανατεθεί στον καθεδρικό ναό) και να αναφέρονται σ’ αυτόν ως “Αριανό”[xlviii].»
Από τον Guillaume de Puy-Laurent αναφέρεται και ο Sicard Cellarier, ότι ζούσε στην Lombers κοντά στην Albi, όταν Παπικός επίσκοπος της πόλης ήταν ο William Peyre (1185-1227)[xlix]. O Durand de Huesca, Ισπανός Βαλδήσιος, ο οποίος μετεστράφει στον Παπισμό, στο αντιαιρετικό του έργο Liber Antihaeresis, αναφέρει τον Sicard Cellarier, ανάμεσα στους αιρεσιάρχες[l].
ε. Οι κοινότητες μετά την Σύνοδο
Στην συνέχεια ο παπα Νικήτας επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, έχοντας φέρει εις πέρας ένα δύσκολο έργο. Είχε καταφέρει να πείσει τους Καθαρούς της Γαλλίας και Λομβαρδίας να ενταχθούν στην ordo Drugunthia, και είχε δώσει το Consolamentum σε όλους τους εκεί επισκόπους. Η κατάσταση αυτή ήταν προβληματική. Η διαδοχή στον Βογομιλισμό ήταν καθαρά προσωπική υπόθεση. Αν ένας επίσκοπος εξέπιπτε της διαδοχής, λόγω προσωπικών αμαρτιών, τότε όλες οι χειροτονίες του ακόμη και αυτές που προηγήθηκαν της πτώσης, ήταν άκυρες[li]. Αυτό συνέβη και με τον παπά Νικήτα. Κατά την διήγηση του Άνσελμου Αλεξανδρείας, λίγο καιρό αργότερα ο Μάρκος πληροφορήθηκε ότι ο παπα Νικήτας είχε άσχημο τέλος (male finierat vitam suam[lii]). Αποφάσισε, λοιπόν, να πάει να βρει τον Βογομίλο επίσκοπο Βουλγαρίας στην Σαρδική (Σόφια), για να λάβει εκ νέου το Consolamentum. Αρχικά μετέβη στην Καλαβρία. Εκεί βρήκε τον διάκονο Ιλαρίων[liii] και πληροφορήθηκε ότι ήταν αδύνατο να ταξιδέψει εκείνη την εποχή στην Βουλγαρία. Η Καλαβρία βρισκόταν εκτός διαδρομής. Πιθανόν, ο Μάρκος να ήθελε να ενημερώσει τις εκεί κοινότητες για το πρόβλημα που προέκυψε. Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι η περιοχή βρίσκονταν εντός της αρμοδιότητάς του.
Η αδυναμία εκπλήρωσης του ταξιδιού μπορεί να είναι ένδειξη ότι επιχειρήθηκε μετά τον Ιούνιο του 1185, οπότε και ο Γουλλιέλμος ο ΙΙ της Σικελίας επιτέθηκε στην αυτοκρατορία και πολιόρκησε το Δυρράχιο. Οπότε καθορίζεται χρονικά ο χρόνος θανάτου του παπα Νικήτα.
Ο Μάρκος συνελήφθη και φυλακίστηκε κατά το ταξίδι της επιστροφής του στην Λομβαρδία. Από την φυλακή έστειλε επιστολή στους δικούς του, συνιστώντας τους να εκλέξουν τον διάδοχό του. Στην θέση του εκλέχτηκε ο Ιωάννης ο Εβραίος, ο οποίος τον επισκέφτηκε στην φυλακή και διορίστηκε επίσκοπος από αυτόν. Στην συνέχεια ο Μάρκος αφέθηκε ελεύθερος, αλλά πέθανε μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Για να λυθεί το πρόβλημα της διαδοχής από τον παπα Νικήτα:
«όλοι οι Καθαροί, ο Ιωάννης ο Εβραίος και οι υπόλοιποι, αμφέβαλαν αν ο παπα Νικήτας είχε άσχημο τέλος, αυτός από τον οποίο ο επίσκοπος Μάρκος που χειροτόνησε τον Ιωάννη, είχε λάβει την διαδοχή[liv].»
Ήταν μια βολική λύση. Οι Καθαροί παρέμειναν στην ordo Drugonthia. Νέα προβλήματα ανεφάνησαν, όταν κάποιος Πετράκιος ήρθε από τα Βαλκάνια και εηνμέρωσε, ότι ο ιδρυτής της συγκεκριμένης ordo, ο Συμεών, είχε συλληφθεί με γυναίκα και είχε πράξει κι άλλα άτοπα[lv]. Δεν αναφέρεται σε ποια ordo ανήκε ο Πετράκιος. Το όνομα είναι ιταλικό και αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ήρθε από την Κωνσταντινούπολη, διότι εκεί υπήρχαν Βογομίλοι Λατίνοι. Κατά την διάρκεια της σφαγής των Λατίνων στην Κωνσταντινούπολη το 1182 μ.Χ. η μοίρα των Λατίνων Βογομίλων της Πόλης είναι άγνωστη. Σε πρώτη φάση πρέπει να βρήκαν καταφύγιο και να κρύφτηκαν από τους Έλληνες ομοϊδεάτες τους. Στην συνέχεια, όπως δείχνει η επιστροφή του Πετράκιου, κάποιοι γύρισαν στην Δύση.
Από μια ποιμαντική επιστολή του Πατριάρχη Γερμανού Β’[lvi] (1222-1240) φαίνεται ότι στο πρώτο τέταρτο του ΙΓ’ αι. οι Βογομίλοι της Κωνσταντινούπολης είχαν επιστρέψει στην μετριοπαθή δυαρχία και την ordo Bulgaria. Η μεταστροφή φαίνεται ότι ακολούθησε τον θάνατο του παπα Νικήτα. Από την Πόλη στάλθηκε αντιπρόσωπος για να μεταφέρει τις εξελίξεις στην Λομβαρδία. Η πτώση του Συμεών ήταν ακόμη πιο σοβαρή. Σήμαινε ότι ολόκληρη η ordo Drugunthia ήταν έκπτωτη. Οι κοινότητες της Λομβαρδίας χωρίστηκαν σε δυο ομάδες. Η μία εξέλεξε ως επίσκοπο κάποιον Πέτρο από την Φλωρεντία, ενώ η άλλη παρέμεινε πιστή στον Ιωάννη τον Εβραίο[lvii].
Στην Γαλλία οι κοινότητες της Languedoc παρέμειναν στην ordo Drugunthia, ενώ αυτές της Βόρειας Γαλλίας επέστρεψαν στην ordo Bulgaria. Από τις δεύτερες ζητήθηκε επίσκοπος «πέρα από τα βουνά (episcopum ultra montanes), για να διευθετήση το ζήτημα της διαδοχής μεταξύ Πέτρου και Ιωάννου. Κατά την προτροπή του έπρεπε οι δύο υποψήφιοι να ρίξουν κλήρο μεταξύ τους, όποιος εκλέγονταν έπρεπε να μεριμνήσει για την επιστροφή των κκοινοτήτων στην ordo Bulgaria, και όλοι έπρεπε να τον αποδεχθούν[lviii].
Η προτροπή του επισκόπου της Βόρειας Γαλλίας δεν έγινε δεκτή από τον Πέτρο της Φλωρεντίας. Ως αποτέλεσμα συγκλήθηκε σύνοδος των Καθαρών στο Mosio, μεταξύ Μάντουας και Κρεμώνας. Σ’ αυτήν εκλέχτηκε ο Garattus[lix]. Πριν ξεκινήσει για την Βουλγαρία βρέθηκε με γυναίκα, οπότε η εκλογή του ανακλήθηκε. Εκεί σταμάτησε και κάθε προσπάθεια των Καθαρών για ένωση. Οι κοινότητα της Μάντουα εξέλεξε επίσκοπο τον Καλοϊωάννη[lx], και στην Vicenza εξελέγη κάποιος Νικόλαος. Και οι δυο τους πήγαν στην Δαλματία, κι έλαβαν εκεί την χειροθεσία από τον Otto de Bagnolo, γι’ αυτό και τα μέλη αυτών των κοινοτήτων αποκαλέσθηκαν Bagnolenses. Ο Ιωάννης ο Εβραίος επανεξελέγη επίσκοπος στο Concorezzo, κοντά στο Μιλάνο, πήγε στην Βουλγαρία κι έλαβε από κει την χειροθεσία. Στην κεντρική Ιταλία, στην περιοχή της Τοσκάνης, δημιουργήθηκαν δύο επισκοπικές έδρες στην Φλωρεντία και το Σπολέτο. Δεν είναι γνωστό σε ποια ordo υπάγησαν[lxi].
Η ενότητα δεν αποκαταστάθηκε ποτέ μεταξύ των Καθαρών στην Δύση. Οι Καθαροί της Languedoc και του Desenzano (ονομάζονται και Albanenses από κάποιον επίσκοπό τους) παρέμειναν στην ordo Drugonthia. Το Concorezzo συντάχθηκε με την ordo Bulgaria. Οι Καθαροί στην Μάντουα και την Βόρεια Γαλλία συντάχθηκαν με την εκκλησία της Σκλαβονίας. Οι κοινότητες της Φλωρεντίας του Σπολέτο και της Vicenza είχαν επικοινωνία με τους Bagnolenses. Περισσότερα για την ιστορία των Καθαρών στο οικείο κεφάλαιο. Στο παρόν εξετάστηκαν τα γεγονότα, όσα αφορούσαν τις σχέσεις τους με τους Βογομίλους.
Τελετή μύησης Βογομίλων, που
προσιδιάζει μ’ εκείνη των Παυλικιανών.
[i] Αρχικά η λέξη χρησιμοποιούταν για να ονομάσει μια από τις πρώτες σλαβικές φυλές που εγκαταστάθηκαν στα Βαλκάνια, ορμώμενες από την αρχαία Ρωσσία. Θαύματα Αγίου Δημητρίου Βιβλίο Β’ κεφ α’: «Ἐγένετο τοίνυν, ὡς εἴρηται, ἐπί τῆς τοῦ ἐν ὁσίᾳ τῇ μνήμῃ ἐπισκοπῆς Ιωάννου τό τῶν Σκλαβίνων ἐπαρθῆναι ἔθνος, πλῆθος ἄπειρον συναχθέν ἀπό τε τῶν Δρογουβιτῶν, Σαγουδατῶν, Βελεγεζητῶν, Βαιουνητῶν, Βερζητῶν, και λοιπῶν ἐθνῶν,…» (PG 116.1325A). Αναφέρεται και από τον Κωνσταντίνο Ζ’ Πορφυρογέννητο, De administrando imperio IX.108, ed. G. Moravsik – R. J. Jenkins, Boudapest 1949, p. 62.
[ii] J. Dujcev, Dragovitia, εν Revue des etudes byzantines 22 (1964), 218-219.
[iii] Υπέρ της άποψης αυτής D. Obolensky, The Bogomils, p. 123-125. Ο Steven Runciman θεωρεί ότι το αρχικό δόγμα των Βογομίλων ήταν η απόλυτη δυαρχία και εκ των υστ΄ρων εισήλθε η μετριοπαθής, The Medieval Manichee, p. 79, 88-89, 91. Ο Hans Soederberg προτείνει ότι η απόλυτη δυαρχία υιοθετήθηκε από τους Βογομίλους εκ Παυλικιανής επιρροής, ενώ η μετριοπαθής μεταδόθηκε σε αυτούς από γνωστικές επιρροές, οι οποίες επέζησαν της αρχαιότητας, La Religion des Cathares, chap. V & VI, pp. 269-270.
[iv] B. Hamilton, Christian dualist heresies, p.250.
[v] Βερνάρδου του Κλαιρβώ, Επιστολή CDXXXII, PL 182.679.
[vi] Rainier Saccino, Summa de Catharis et Pauperibus de Lugduno, ed. F. SanjeK Archivium Fratrum Praedicatorum 44 (1974). Αγγλικήμετάφρασηστο R.I. Moore, Birth of popular heresy, pp.132-145.
[vii] Rainier Saccino, Summa, ed. F. Sanjek: “ Ego autem frater Rainierus olim heresiarcha, nunc Dei gratia sacerdos in ordine Praedicatorum,… dico indubitander quod in annis XVII, quibus conversatus sum cum eis …”
[viii] Rainier Saccino, Summa, ed. Sanjek, p. 59: “ Ecclesia Bulgariae, Ecclesiae Duguuithie, et omnes habuerunt originem a duobus ultimis”.
[ix] Rainier Saccino, Summa, ed. Sanjek, p. 58.
[x] Rainier Saccino, Summa, ed. Snajek, p. 48.
[xi] O D. Obolensky δεν δέχεται την ύπαρξη ιεραρχίας στις εκκλησίες των Βογομίλων, The Bogomils, p.244-245.
[xii] Υπάρχει μόνο σε ένα χειρόγραφο, το οποίο ανακάλυψε και εξέδωσε ο A. Dondaine, La hiérarchie cathare en Italie. II. Le Tractatus de hereticis d’ Anselme d’ Alexandrie, III, Catalogue de la hiérarchie cathare d’ Italie, εν Archivium Fratrum Praedicatorum 20 (1950), pp. 250-255. Αγγλικήμετάφρασηστο Moore R. I., The Birth of Popular Heresy, pp.152-155.
[xiii] ο.π. 260.
[xiv] ο.π. 308.
[xv] A. Dondaine, Un traité néo-manichéen du XIIIe siècle, le “Liber de duobus principiis”, suivi d’ un Rituel Cathare, Rome 1939, p. 62.
[xvi] Anselm, Tractatus, ed. A. Dondaine, p. 308: «quidam de Sclavonia, scilicet de terra que dicitur Bossona, iverunt Constantinopolim causa mercacionis; reverse ad terram suam predicaverunt et, multiplicati, constituerunt episcopum qui dicitur episcopus Sclavoniae sive Bossone».
[xvii] B. Hamilton-J. Hamilton, Hough Eteriano, p. 63.
[xviii] Urban III, Epistolae et Privilegia LXVI, PL 202.1446-9.
[xix] Acta Innocentii papae III, ed. T. Halusčinski, εν Pontificia Commisio ad redigendum codicem iuris canonici Orientalis, series III vol. II (Citta del Vaticano 1944) no 19 p. 209.
[xx] Innocent III, Regesta II, no CLXXVI (PL 214.725-6).
[xxi] Τοεξέδωσεο A. Dondaine, Le “De heresy Catharorum”, Archivium Fratrum Praedicatorum 19, pp. 280-312. Αγγλικήμετάφρασηστο Moore R. I., The Birth of Popular Heresy, pp. 122-127.
[xxii] A. Dondaine, Le “De heresy Catharorum”, p. 308.
[xxiii] A. Dondaine, Le “De heresy Catharorum”, p. 310: «Caloioannes episcopus unius partis hereticorum, qui habent ordinem suam de Sclavania, et Garattus episcopus alterius partis … qui habent ordinem suum de Bulgaria, credunt et predicant unum bonum Deum omnipotentem, sine principio, qui creavit angelos et IIIIor elementa.»
[xxiv] A. Dondaine, Le “De heresy Catharorum”, p. 311.
[xxv] Anselm, Tractatus, ed. A. Dondaine, p. 308: «Postea Francigene, qui iverant Constantinopolim, redierunt ad propria et predicaverunt, et multiplicati constituerunt episcopum Francie. Et quia Francigene seducti fuerunt primo in Constantinopoli a Bulgaris, vocant per totam ranciam hereticos Bulgaros.»
[xxvi] Την συζήτηση για την εύρεση της Σταυροφορίας και τις σχετικές ημερομηνίες στο B. & J. Hamilton, Hough Eteriano, p. 61 και βιβλιογραφία στο ίδιο σημείωση 293.
[xxvii] A. Dondaine, Le “De heresy Catharorum”, p. 306: «In primis temporibus, cum heresies Catharorum in Lombardia multiplicari cepit, primum habuerunt quondam episcopum Marcum nomine, sub cuius regimine omnes Lombardi et Tussi et Marchisiani regebantur. Et iste Marcus habebat ordinem suum de Bulgaria.»
[xxviii] Anselm, Tractatus, ed. A. Dondaine, p. 308: «Post longum tempus quidam notarium de Francia venit in Lombardiam, scilicet in comitatu Mediolanensi, in partibus de Concorezio; et invenit ibi unum qui dicebatur Marchus, qui erat de loco ibi proper qui dicitur Cologina, et seduxit eum.»
[xxix] Anselm, Tractatus, ed. A. Dondaine, p. 309.
[xxx] Anselm, Tractatus, ed. A. Dondaine, p. 319: «Isti portaverunt heresim in Lombardiam a Neapoli: Marchus, Iohannes Iudeus, Ioseph et Aldricus, circa tempus quo currebat Mclxxiiii.»
[xxxi] A. Dondaine, Le “De heresy Catharorum”, p. 306: «Adveniens quidam, papa nicheta nomine, de Constantinopolitanis partibus in Lombardiam, cepit causari ordinem Bulgarie, quem Marchus hababat. Unde Marchus episcopus, cum suis subditis hesitare incipiens, relicto ordine Bularie, sucepit ab ipso Nicheta ordinem Drugonthie.»
[xxxii] Anselm, Tractatus, ed. A. Dondaine, p. 309: «Postea venit qui vocabatur Papas Nicheta, qui episcopus erat illorum de Constantinopolim, et dixit: Vos estis tot quod bene expedit quod habeatis episcopum. Et sic elegerunt Marchum in episcopum, cui obediebant omnes supradicti Lombardi, Tusci et illi de Marchia. Et iste Papas Nicheta confirmative eum.»
[xxxiii] B. & J. Hamilton, Hough Eteriano, p. 78.
[xxxiv] Ησχετικήσυζήτησηστα A. Dondaine, Les actes du concile albigeois de Saint-Félix de Caraman, εν Miscellanea Giovanni Mercati 5, Studi e Testi 125 (Citta del Vaticano 1946), pp. 324-55˙ Y. Dossat, Remarques sur un pretend évêque cathare du Val d’ Aran en 1156, εν Bulletin philologique et historique, Paris 1957, pp. 339-47˙ τουιδίου, A propos du concile cathare de Saint-Félix: Les Milingues, εν Cahiers de Fanjeaux 3 (1968), pp. 201-14˙ M. Zerner, L’ histoire du Catharisme en discussion. Le Concile de Saint-Félix (1167), εν Collection du Centre d’ etudes médiévales de Nice 3 (2001), pp. 223-5.
[xxxv] J. Dalarun, A. Dufour, A. Grandoux, D. Muzerelle, F. Zinelli, ‘La charte de Niquinta, analyse formelle’, in Zerner, Catharisme en discussion, pp. 135–201.
[xxxvi] «Anno MCLXVII Incarnationis Dominice, in mense Madii, in diebus illis Ecclesia Tolosana adduxit Papa Niquita in Castro Sancti Felicii et magna multitude hominum et mulierum Ecclesiae Tolosanae, aliarque Ecclesiarum vicine congregaverunt se ibi, ut acciperent consolamentum quod Papa Niquinta coepit consolare.»
[xxxvii] «Vos dixistis mihi, ut ego dicam vobis, consuetudines primitavarum ecclesiarum sint leves aut graves, et ego dicam vobis: Septem Ecclesiae Asiae fuerunt divisas et terminates inter illas, et nulla illarum faciebat ad aliam aliquam rem ad suam contradictionem. Et Ecclesias Romanae, et Dragometiae et Melenguiae, et Bulgariae et Dalmatiae sunt divisa et terminate et una ad altera non facit aliquam rem ad suam contradicionem et ita pacem habent inter se. Similiter et vos facite.»
[xxxviii] Y. Dossat, A propos du concile…, 209-14.
[xxxix] ed. G. Moravcsik – R. J. H. Jenkins, CFHB 1(1967), p.232.
[xl] C. Devic – J. Vaissète, Histoire générale de Languedoc, ed. Milinier 16 vol. , Toulouse 1872-1915, Index geograficus VIII cols. 2289-90.
[xli] E. Griffe, Le Languedoc cathare au temps de la Croisade 1209-1229, Paris 1973, p.91.
[xlii] «In tantum equidem haec putida haeresis tabes praevaluit, ut omnes fere illi consentientes arbitrentur obsequium se praestare Deo, et ipse iniquus qui misterium jam operator iniquitatis in filios diffidentiae, sic transfigurat se in angelum lucis. ut uxor a viro, filius a patre, nurus a socru discedant, proh dolor! Insuper sic in finibus nostris obscuratum est aurum, ut quasi lutum sub predibus sternatur; quonism et qui sacerdotio funguntur sum pedibus diabolic sternatur.», Gervasii Cantuariensis, Opera Historica, ed. William Stubbs, London 1879, vol. I p. 270.
[xliii] Acta Consilii Lombariensis, εν Recueil des histories des Gaules et de la France, ed. Martin Buquet, Paris 1806, t. XIV pp. 430-4.
[xliv] J. Duvernoy, Le Catharisme II. L’ histoire de Cathares, Toulouse 1979 (Privat), 229-36.
[xlv] Y. Dossat, Un pretend évêque du Val d’ Aran, pp. 339-47.
[xlvi] C. Thouzellier, Catharisme et Valdéisme en Languedoc à la fin du XIIe et au début du XIIIe siècle, Paris 1966 pp. 14-15, n.7.
[xlvii] Roger of Hoveden, Chronica, trans. Henry T. Riley, London 1853, vol. I pp. 472.
[xlviii] Guillaume de Puylaurens, Chronic ch. II, ed. & trans. W.A. Sibly-M.D.Sibly, New York 2003, pp.12-13.
[xlix] Guillaume de Puylaurens, Chronic ch. IV, ed. & trans. W.A. Sibly-M.D.Sibly, p.15-16.
[l] Un Somme anti-cathare: Le Liber contra Manicheos de Durant de Huesca, ed. C. Thouzellier, Université Catholique de Luvain 1964, p.34.
[li] Sacconi, Summa, ed. Sanjek p. 49.
[lii] Anselm, Tractatus, ed. A. Dondaine, p. 309.
[liii] Anselm, Tractatus, ed. A. Dondaine, p. 309. Όπως φαίνεται από την διήγηση υπήρχε εστία Βογομίλων/Καθαρών στην Νότια Ιταλία, αλλά είναι άγνωστο πότε δημιουργήθηκε.
[liv] Anselm, Tractatus, ed. A. Dondaine, p. 309: «et omnes Cathari de Lombardia, tam Iohannes Iudeus quam alii, dubitaverunt quia papas Nicheta fecerat malum finem, a quo descederant episcopus Marchus, qui predictum Iohannem confirmaverant.»
[lv] A. Dondaine, Le “De heresy Catharorum”, p. 306: «… venit quidam de ultrmarinis partibus, Petracius nomine, cum sociis suis, et quedam retulit nova de quodam Symone episcopo Drugonthie, a quo origo suscepti ordinis processerat, Et dicebat ipse Petracius, quod ille Symon fuit inventus in conclave cum quadam, et quia alia contra rationem fecerat.»
[lvi] Η επιστολή δεν υπάρχει στην PG ούτε στην συλλογή του Σπ. Λαγοπάτη. Έχει περιληφθεί μόνο στην συλλογή πηγών για τον Βογομιλισμό του Ficker, Die Phundagiagiten, p.117.
[lvii] A. Dondaine, Le “De heresy Catharorum”, p. 306.
[lviii] A. Dondaine, Le “De heresy Catharorum”, p. 307.
[lix] Αναφέρθηκε παραπάνω, βλ. σημ. 137.
[lx] Αναφέρθηκε επίσης παραπάνω σημ. 137.
[lxi] A. Dondaine, Le “De heresy Catharorum”, p. 308: Similiter et in Tussia duo episcope ordinate sunt” & A. Dondaine, Le “De heresy Catharorum”, p. 310: «Illi de Florencia elegerunt quedam Petrum Florentinum, qui fuit episcopus ibidem et pet totam Tusciam.» Ο Άνσελμος επιβεβαιώνει τις πληροφορίες για την δημιουργία των παραπάνω επισκοπών, εκτός αυτής του Σπολέτο. Anselm, Tractatus, ed. A. Dondaine, p. 309-10.
(Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου)
Βογομιλική Νεκρόπολη στο Radimlja (Βοσνία - Ερζεγοβίνη)
Ο Βογομιλισμός από την Φραγκοκρατία μέχρι την Τουρκοκρατία
α. Ο Βογομιλισμός στο Β’ Βουλγαρικό Κράτος
Δύο πολύ σημαντικά γεγονότα στην ιστορία του Βυζαντίου/Ρωμανίας είχαν το ανάλογο αντίκτυπο στην αντιμετώπιση του Βογομιλισμού. Το πρώτο ήταν η σύσταση του Β’ Βουλγαρικού κράτους (1186-1396) και το δέυτερο η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204. Οι αιρετικοί έπαιξαν τό δικό τους ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων αυτών. Παυλικιανοί και Βογομίλοι αδιακρίτως βοήθησαν στην ευνοϊκή για τους Βούλγαρους εξέλιξη της επανάστασης, λειτουργώντας ως πέμπτη φάλαγγα, εντός των πολιορκούμενων αυτοκρατορικών πόλεων. Επίσης, είχαν εγκαινιάσει πολιτική επιγαμιών με τους Κουμάνους και χρησίμευσαν ως μεσάζοντες στην δημιουργία Βουλγαρο-κουμανικής συμμαχίας. Η συμμαχία αυτή έσωσε την επανάσταση των Άσεν και οδήγησε τελικά στην δημιουργία του Β’ Βουλγαρικού Κράτους, με πρωτεύουσα το Τύρνοβο (η παλαιά πρωτεύουσα Πρεσλάβα καταλήφθηκε αργότερα).
Το 1189 Παυλικιανοί και Βογομίλοι βοήθησαν τα στρατεύματα της Γ’ Σταυροφορίας του Φρειδερίκου Βαρβαρόσσα να καταλάβουν την Φιλιππούπολη. Υποδέχθηκαν με χαρά τους Γερμανούς κατακτητές:
«τήν δέ Φιλιππούπολιν εἰσιών κεκενωμένην εὗρε τῶν πλειόνων καί ἐπιφανεστέρων αὐτῆς οἰκητόρων˙ εἰ γάρ τις καί ὑπολέλειπτο, πτωχεύων ἦν οὗτος καί τήν οὐσίαν πᾶσαν ἐν οἷς ἐνεδέδυτο ἀριθμῶν καί τοῖς Αρμενίοις κατειλεγμένος. οὗτοι γάρ μόνοι τῶν ἁπάντων οὐκ ἐπιδρομή ἐθνῶν ἀλλά φίλων παρουσίαν τήν τῶν Ἀλαμανῶν διέλευσιν ἡγηντο, ἐπειδή καί συγχρῶνται Ἀρμενίοις Ἀλαμανοί καί κατά τῶν αἱρέσεων τάς πλείστας ἀλλήλοις συμφέρονται˙ Ἀρμενίοις γάρ καί Ἀλαμανοῖς ἐπ’ ἴσης ἡ τῶν ἁγίων εἰκόνων προσκύνησις ἀπηγόρευται, καί τοῖς ἀζύμοις κατά τάς ἱεροτελεστίας ἀμφότεροι κέχρηνται, καί ἄλλα ἄττα ὀρθοδόξοις Χριστωνύμοις ἀπόβλητα οὗτοι σφαλλόμενοι τοῦ ὀρθοῦ τηροῦσιν ὡς ἔννομα[i].»
Ως Αρμένιους καλούσαν συνήθως τους Παυλικιανούς, αλλά η αναφορά στα άζυμα δείχνει ότι ήταν Βογομίλοι.
Τον ίδιο ρόλο έπαιξαν αργότερα, όταν το 1205 η πόλη βρίσκονταν στα χέρια του Φράγκου Renier de Trit. Κάλεσαν τον Τσάρο των Βουλγάρων Καλογιάννη, Ιβάν Α’ Ασεν, γνωστό στις ελληνικές πηγές και ως «Σκυλογιάννη», και του παρέδωσαν την Φιλιππούπολη. Όταν ο Καλογιάννης εισήλθε στην πόλη έσφαξε όλους τους Λατίνους. Ο Ιβάν Α’ κατάλαβε την έμπρακτη βοήθεια που μπορούσαν να του παράσχουν οι αιρετικοί στην δήωση της Θράκης και εμφανίζονταν ως προστάτης τους.
Το δεύτερο συνταρρακτικό γεγονός της περιόδου, η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους και η ίδρυση της λατινικής αυτοκρατορίας, ανάγκασε το ορθόδοξο πατριαρχείο να μετεφερθεί στην Νίκαια. Η διαταγή του πάπα Ιννοκέντιου Γ’ να δηλώσει όλος ο ορθόδοξος κλήρος της Πόλης υποταγή σ’ αυτόν και η συνακόλουθη άρνηση, είχε ως αποτέλεσμα διωγμό των ορθόδοξων ιερέων. Συνεπώς κέντρο του αντιαιρετικού αγώνα, συν τοις άλλοις, μεταφέρθηκε στη Νίκαια .
Στις αρχές του ΙΓ’ αι. η Εκκλησία της Βοσνίας, αν και ακολουθούσε το σλάβικο μυστηριακό τυπικό βρίσκονταν στην δικαιοδοσία του πάπα. Από την Historia Salonitarum[ii] του Θωμά, αρχιδιάκονου στο Σπαλάτο (Σπλιτ), και την αλληλογραφία του πάπα Ιννοκέντιου ΙΙΙ, γίνεται γνωστό ότι οι Βογομίλοι διώχθηκαν στην περιοχή από τον Βερνάρδο του Σπαλάτο, και βρήκαν προστασία στον Ban Kulin. Κατόπιν συνεννοήσεως του πάπα με τον βασιλιά των Ούγγρων , και τις πιέσεις που ασκήθηκαν από τον δεύτερο στον Ban Kulin, έγινε μια συνάντηση με τον παπικό λεγάτο Ιωάννη της Κασαμάρης. Αποτέλεσμα της συνάντησης ήταν οι Βογομιλικές κοινότητες της Βοσνίας να υπαχθούν στην παπική "εκκλησία".
Στην Βουλγαρία, η πολιτική του Ιβάν Α΄δεν ακολουθήθηκε από τον διάδοχό του (1207-1218). Παπικός λεγάτος σταλμένος ήδη από το 1206[iii], τον έπεισε να ξεκινήσει διώξεις εναντίον των Βογομίλων. Ως κατάληξη είχε την σύγκληση Συνόδου της Βουλγαρικής Εκκλησίας το 1211 στο Τύρνοβο, όπου αναθεματίστηκαν οι Βογομίλοι και ο αρχηγός τους Πέτρος ο Καππαδόκης. Ο Πέτρος ήταν ο Βογομίλος επίσκοπος Σαρδικής[iv]. Η Σύνοδος εξέδωσε Συνοδικό (διακρίνεται από το Συνοδικό της Ορθοδοξίας ως του Τσάρου Βορίλα) με αναθέματα κατά των αιρεσιαρχών και των κακοδοξιών. Όπως απέδειξε ο Guillard, το Συνοδικό του Τσάρου Βορίλα[v] δανείζεται τα αναθέματα, τα οποία περιέχονται στην Επιστολή του πατριάρη Κοσμά Α’, που αναφέρθηκε παραπάνω, με διαφορετική σειρά[vi].
Η Σύνοδος αποφάσισε την προσωποκράτηση των Βογομίλων. Οι κρατούμενοι θα έπρεπε να μετανοήσουν και να επιστρέψουν στην Ορθοδοξία ειδάλλως θα φυλακίζονταν[vii]. Από τις ανακρίσεις που περιγράφονται, φαίνεται ότι ο τσάρος Βορίλας αντέγραψε τον Αλέξιο Κομνηνό. Πολλοί μετεστράφησαν στην Ορθοδοξία. Ωστόσο, ισχυρός πυρήνας Βογομίλων παρέμεινε αμετανήτος και λίγα χρόνια μετά βοήθησαν τον σφετεριστή Ιωάννη Ασάν Β’ (1218-1245), να τον ανατρέψει και ν’ αναλάβει την εξουσία[viii].
Ο νέος τσάρος φάνηκε ανεκτικός απέναντί τους. Ο πάπας Γρηγόριος ΙΧ (1227-47) παραπονέθηκε στον βασιλιά της Ουγγαρίας Μπέλα IV (1235-1270) , ότι ο Ιωάννης Ασάν προστάτευε τους αιρετικούς στην επικράτειά του[ix]. Τα κίνητρα του πάπα δεν ήταν αγνά. Ο Ιωάννης Ασάν είχε διακόψει τις σχέσεις του μαζί του και είχε στρέψει την θρησκευτική πολιτική του στην φυσική πηγή της, το Ορθόδοξο πατριαρχείο, που την εποχή εκείνη βρισκόταν στην Νίκαια. Ταυτόχρονα, πίεζε στρατιωτικά μαζί με τους Έλληνες τον Βαλδουίνο στην Κωνσταντινούπολη. Ο πάπας κήρυξε σταυροφορία εναντίον των Βουλγάρων το 1238 και όρισε αρχηγό της τον βασιλιά των Ούγγρων. Η μογγολική εισβολή στην Ουγγαρία το 1241-2 ανέτρεψε τα σχέδιά του.
β. Ο αντιαιρετικός αγώνας της Νίκαιας
Την ίδια εποχή στην Νίκαια ο πατριάρχης Γερμανός Β’ (1222-1240) έδινε πολυμέτωπο αγώνα. Με επιστολές και ομιλίες εμψύχωνε τους υπόδουλους στους Φράγκους να υπομένουν τις διώξεις των Λατίνων και να κρατούν την ορθόδοξη πίστη τους, τους Κανόνες, την Παράδοση και τα εκκλησιαστικά έθιμα [x].
«Καί θέλομεν ὑμῖν, τοῖς καλοῖς τέκνοις, καί προσελθεῖν καί προσεγγίσαι καί παρακαλέσαι τάς κατωδύνους ὑμῶν ψυχάς καί θρέψαι βρώματι λογικῷ, ἀλλά με τό προφανές τοῦ κινδύνου ἱστᾷ. Θέλω τηγανιζομένοις ἡμῖν τῇ φλογί τῶν συμφορῶν καί τῶν μακρῶν περιστάσεων προσελθεῖν καί δακτύλῳ, πνευματικῷ φημι χαρίσματι τῆς διδασκαλίας, ἐκτακείσας δροσίσαι ὑμῶν τάς καρδίας. Ἀλλά μέγα χάσμα ἐστήρικται μεταξύ ἡμῶν καί ὑμῶν[xi]».
Ταυτόχρονα, δεν παρέλειπε να στιγματίζει τις κακοδοξίες των Βογομίλων[xii].
γ. Ο άγιος Θεοδόσιος Τυρνόβου
Για αρκετές δεκαετίες οι Βογομίλοι εξαφανίστηκαν από τις πηγές, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η αίρεση εξέλειπε. Θεωρείται περίοδος παρακμής του Βογομιλισμού, μέχρι την εξάλειψή του από τους Οθωμανούς. Εμφανίζονται ξανά στο βίο του αγίου Θεοδοσίου Τυρνόβου. Ο άγιος Θεοδόσιος έζησε στα τέλη του ΙΓ’ και αρχές του ΙΔ’ αι. Ήταν μαθητής του οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτη. Σε ώριμη ηλικία ίδρυσε μοναστήρι κοντά στο Τύρνοβο, στην Βουλγαρία, υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της επιστασίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, την οποία ο Θεοδόσιος Βουλγαρίας προσπαθούσε να απεμπολίσει. Κοιμήθηκε το 1363 κατά την διάρκεια επίσκεψής του στην Κωνσταντινούπολη.
Τον Βίο του συνέγραψε ο πατριάρχης Κάλλιστος Α’ (1350-1353 & 1355-1363). Υπήρξε επίσης μαθητής του οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτη, και ασκήθηκε για πολλά χρόνια στο Άγιο Όρος. Εκεί διετέλεσε μέλος επιτροπής κατά των Βογομίλων, οι οποίοι από την δεκαετία του ‘20 προσπαθούσαν να διεισδύσουν στον Άθω. Ο Βίος του αγίου Θεοδοσίου δεν σώζεται στην ελληνική, αλλά μόνο σε παλαιοσλαβονική μετάφραση του ΙΕ’ αι[xiii].
Σύμφωνα με τον Βίο η αίρεση διαδόθηκε μεταξύ των μοναχών του Αγίου Όρους από μια καλόγρια την Ειρήνη. Αυτή ζούσε στην Θεσσαλονίκη και εμφάνιζε ευσεβή ζωή. Στην πραγματικότητα κατηχούσε όσους την επισκέπτονταν στην δυσέβειά της. Οι Βογομίλοι μοναχοί περιφέρονταν ως ζητιάνοι στην περιοχή του Άθωνα, απαιτώντας ελεημοσύνες από τα μοναστήρια. Αν κάποιο μοναστήρι αρνούνταν να τους ελεήσει, κατέστρεφαν τις ελιές και τα αμπέλια του. Αυτό συνεχίστηκε για μια τριετία, μέχρι που η κοινότητα του Αγίου Όρους συνήλθε σε σύνοδο, τους αναθεμάτισε και τους έδιωξε. Η Ιερά Κοινότης όρισε τότε υπεύθυνο του αντιβογομιλικού αγώνα τον μετέπειτα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Κάλλιστο Α’. Πολλοί από αυτούς κατέφυγαν στην Θεσσαλονίκη και την Βέροια κατά τον Νικηφόρο Γρηγορά[xiv].
Δύο από εκδιωχθέντες κατέφυγαν στο Τύρνοβο της Βουλγαρίας, ο Λάζαρος και ο Κύριλλος, ο επονομαζόμενος γυμνόπους. Ο Λάζαρος έγινε Αδαμίτης και εφάρμοζε γυμνισμό. Οργάνωνε συναθροίσεις σε σπίτια και βεβήλωνε τις άγιες εικόνες και τον Τίμιο Σταυρό. Δίδασκε ότι τα όνειρα είναι θεϊκές αποκαλύψεις και ενθάρυνε τους ακόλουθούς του να χωρίζουν και να επιδίδονται σε ασχήμιες. Ο δεύτερος, ο Κύριλλος αναφέρεται στον αντι-βογομιλικό τόμο του Αγίου Όρους.
Το 1350 έγινε σύνοδος στο Τύρνοβο κι εκεί καταδικάστηκαν οι βογομιλικές δοξασίες, ο Λάζαρος, ο Κύριλλος και ο μαθητής του Στέφανος. Ο Λάζαρος μετανόησε κι επέστρεψε στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Οι άλλοι δύο έμειναν μετανόητοι και στιγματίστηκαν με πυρωμένο σίδηρο, κατά διαταγή του τσάρου Ιωάννη Αλεξάνδρου (1331-1371)[xv].
Λίγο νωρίτερα ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, μεταβαίνοντας στο Άγιο Όρος, μετά την εκδημία του πατέρα του, στάθμευσε στο Παπίκιο όρος στη Θράκη. Εκεί συνάντησε Μασσαλιανούς μοναχούς, ονομασία συνηθισμένη για τους Βογομίλους. Κατά την διήγηση του αγίου Φιλόθεου Κόκκινου:
«Καί οἱ πρός τῷ γειτνιάζοντι σκηνοῦντες αὐτοῖς ὅρει τά Μαρκιανιστῶν ἤ Μασαλιανῶν ἄνωθεν ἐκ προγόνων νοσοῦντες τῆς Γρηγορίου θαυμαστῆς δηλαδή γλώττης οὐκ ἀγενές γεγόνασι τρόπαιον˙ ὡς γάρ ἥσθοντο κἀκεῖνοι τοῦ ἀνδρός ἐκεῖ παρά τῷ ὅρει καί ταῖς μοναστῶν σκηναῖς γεγονότος, πρῶτα μέν κατά δύο καί τρεῖς ἀπήεσαν πρός ἐκεῖνον, ὁμιλίας χάριν καί διαπείρας˙ ὡς δέ ἔγνωσαν μηδ’ ἵκταρ τό τοῦ λόγου πρός αὐτόν βάλλειν δεδυνημένοι, πρός ἑαυτούς ὑπεχώρουν αὖθις, ἀδυναμίαν μέν ἑαυτοῖς διαλέξεώς τε καί τοῦ σώζοντος λόγου, τοῖς δέ σφῶν αὐτῶν διδασκάλοις τήν διαλεκτικήν δύναμιν καί τό κράτος τῶν περί Θεοῦ λόγων, καί τήν δογματικήν ακρίβειαν ὑπ’ ἀπορίας προσμαρτυρούντες, καί ὡς οὐδ’ ἄν, φησί, δυνηθείης εἰς ὅψιν τε καί λόγους αὐτός ποτ’ ἐκείνοις οὐδέ πρός ὀλίγον ἐλθεῖν. Ἀλλ’ ὁ Γρηγόριος Πνεύματος γεγονώς πλήρης, καί τόν περί Θεοῦ συκοφαντούμενον ζηλοτυπήσας κάλλιστα λόγον, οὐδέ τήν φέρουσαν πρός ἐκείνους ἀπείπεν, ἀλλώ τῶν ἀδελφῶν μεθ’ ἑαυτοῦ λαβών τόν ἕτερον μόνον, σπουδῇ πρός ἐκείνους ἀνήει. Οἶα μέν οὖν καί ὅσα τοῖς ἐξάρχεις τε καί καθηγηταῖς τῆς αἱρέσεως, εἰς διάλογον καταστάς, καί συμμίξας Πνεύματι διείλεκται θείῳ, καί ὡς τά παρ’ ἐκείνων προβλήματα καί ζητήματα δίκην ἀραχνίων ἀμογητί διαλύων ὁμοῦ πάντα, πρός πᾶν τοὐναντίον τά τοῦ ἀγῶνος αὐτοῖς περιέτρεψε, μηδέν ὑγιές μήτ’ αὐτούς μηδοπωσοῦν λέγοντας ἀποδείξας, καί μάτην κατά τῆς Ἐκκλησίας τά μή ὄντα παραληροῦντάς τε καί συμπλάττοντας, λέγειν ἐφεξῆς οὐ τοῦ παρόντος ἄν εἴη καιροῦ καί τοῦ λόγου, μείζονος ἰστορίας ἔργον γε ὄντα[xvi].»
Η θεόπνευστη σοφία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά αποδείχθηκε ακαταγώνιστη. Στην προβαλλόμενη επιχειρηματολογία των Βογομίλων, απαντούσε με αγιογραφικά χωρία, δείχνοντας τις φλυαρίες τους αστοιχείωτες. Όταν αυτοί κατάλαβαν ότι δεν μπορούν ν’ αντιπαρατεθούν μαζί του, προσπάθησαν να τον δηλητηριάσουν, υποτυπώνοντας την επικίνδυνη επίδραση της αίρεσης. Το σχέδιό τους απέτυχε. Και σαν να μην έφτανε η αποτυχία της δολοπλοκίας, πείσθηκαν και οι ίδιοι για την ματαιολογίας τους και επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου μετανόησαν, εξομολογήθηκαν και εντάχθηκαν στην Εκκλησία.
Στο δεύτερο μισό του ΙΔ’ (1365-70) οι βόρειες επαρχίες της Βουλγαρίας κατακτήθηκαν από τους Ούγρους. Μέσω αυτών επιχειρήθηκε η υπαγωγή τους στον Παπισμό. Για τον σκοπό αυτό στάλθηκαν Φραγκισκανοί μοναχοί στην περιοχή, οι οποίοι ανέφεραν την ύπαρξη αμέτρητων Παταρηνών[xvii]. Αυτή είναι και η τελευταία αναφορά σε Βογομίλους στην Βουλγαρία. Ως το 1393 η χώρα κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς και οι αιρετικοί εξαφανίστηκαν, χωρίς ν’ αφήσουν ίχνη. Πιθανολογείται ότι εξισλαμίστηκαν.
δ. Η βογομιλική Εκκλησία της Βοσνίας
Την ίδια εποχή (1391) πέθανε ο βασιλιάς της Βοσνίας Στέφανος Tvrtko, έχοντας οδηγήσει το βασίλειό του σε μέρες ακμής. Επί των ημερών του η βογομιλική εκκλησία της Βοσνίας γνώρισε την μεγαλύτερη άνθησή της. Όντας ανάμεσα στους Ορθόδοξους Σέρβους και τους Παπικούς Ούγγρους, ο Στέφανος επέλεξε να κάνει την βογομιλική, επίσημη Εκκλησία του κράτους του. Εις μάτην ο πάπας Ιννικέντιος Δ’ έδωσε εντολή στον παπικό επίσκοπο Βοσνίας να ζητήσει κυβερνητική βοήθεια για την εξάλειψη της αίρεσης[xviii]. Εις μάτην ο πάπας Ουρβάνος Ε’ αφόρισε προκαταβολικά όσους θα έδιναν φιλοξενία στους αιρετικούς[xix]. Εις μάτην ο βασιλιάς της Ουγγαρίας Λουδοβίκος ανάγκασε τον Tvrtko να υποσχεθεί ότι θα εκδιώξει τους Παταρηνούς[xx]. Η εκκλησία της Βοσνίας παρέμεινε βογομιλική για πολιτικούς λόγους.
Αλλά με τον θάνατο του Tvrtko η χώρα περιήλθε σε κατάσταση δυναστικού ανταγωνισμού, με τους Τούρκους προ των πυλών, ήδη από την μάχη του Κόσσοβο το 1389. Στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα η Βοσνία έγινε ουγγρική επαρχία. Ο Ούγγρος Σιγισμούνδος, όρισε τον γιο του προηγούμενου βασιλιά, Tvrtko Β’, ως ηγεμόνα της χώρας. Ο τελευταίος δεν κατάφερε να κρατηθεί στη θέση του και ανατράπηκε από τον υποτελή στους Τούρκους ηγεμόνα της Ερζεγοβίνης, Στέφανο Οστόγια. Τόσο ο ίδιος, όσο και ο γιος του Οστόγιτς παρείχαν πλήρη υποστήριξη και κάλυψη στον Βογομιλισμό. Υπολογίζεται ότι ολόκληρη η Ερζεγοβίνη, όπως και η σημαντική λόγω ύπαρξης μεταλλείων αργύρου, επαρχία της Σρεμπρένιτσα, είχαν αμιγείς βογομιλικούς πληθυσμούς.
Παρά την ανάκτηση της Βοσνίας από τον Tvrtko Β’, δεν έγιναν ιδιαίτερες προσπάθειες για την αντιμετώπιση των Βογομίλων. Η παπική Ουγγαρία είχε στρέψει το ενδιαφέρον της στην αντιμετώπιση των αιρετικών Χουσσίτων. Το 1432 ο πάπας Ευγένιος ο Δ’ έστειλε έναν Φραγκισκανό μοναχό, τον Ιάκωβο της Μπρέσκια, για ν’ ανασυντάξει την οργάνωση των Φραγκισκανών στην Βοσνία. Του παραχωρήθηκε πλήρη εξουσιοδότηση και ο τίτλος του Ιεροεξεταστή[xxi]. Αυτός εργάστηκε επί τετραετία, αλλά η αυστηρότητά του τον έκανε μισητό ακόμη και από την ίδια την αδελφότητά του. Ο Μέγας Μάγιστρος των Φραγκισκανών αναγκάστηκε να του στείλει επιστολή από την Τουλούζη, και να του συστήσει να είναι λιγότερο αυστηρός με τους αδελφούς[xxii]. Ο ζήλος του προσέκρουσε στην απάθεια του βασιλιά Tvrtko και αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Στην πραγματικότητα ο βασιλιάς δεν είχε και πολλές δυνατότητες για να ελέγξει την αίρεση.
Στην Βοσνία είχε πια δημιουργηθεί βογομιλική αριστοκρατία, η οποία, όπως φαίνεται ήλεγχε τις πολιτικές εξελίξεις. Γνωστοί Βογομίλοι αριστοκράτες ήταν ο Σανδάλ Χράνιτς και ο Βοεβόδας Ράντοσαβ Παύλοβιτς. Το 1443 ο Tvrtko εκτελέστηκε και στην θέση του τοποθετήθηκε ο Βογομίλος Στέφανος Θωμάς, γιος του Στέφανου Όστογιτς. Την επόμενη χρονιά ο Στέφανος Θωμάς, έχοντας λάβει υποσχέσεις από τον πάπα για βοήθεια κατά των Τούρκων, αποκήρυξε την αίρεση και έγινε Παπικός. Χώρισε την Βογομίλα σύζυγό του και παντρεύτηκε την ευγενικής καταγωγής Αικατερίνη, κόρη του Δούκα του Αγ. Σάββα, η οποία επίσης από Βογομίλα έγινε Παπική[xxiii]. Οι κινήσεις αυτές ήταν διπλωματικές. Το βασιλικό ζεύγος δεν σκόπευε να προχωρήσει σε διώξεις των Βογομίλων και επιβολή του Παπισμού στην χώρα. Το 1446 ο πάπας, δια του Ούγγρου Ιωάννη Ουνιάδη προσπάθησε ν’ ασκήσει πίεση στον Στέφανο Θωμά, ώστε να ασχοληθεί πιο ενεργά με το θέμα της αίρεσης. Μόλις το 1450 ο Στέφανος Θωμάς, υπό την προτροπή του παπικού νούντσιο απαγόρευσε την τέλεση των βογομιλικών μυστηρίων[xxiv]. Η κίνηση αυτή δίχασε την χώρα. Οι Βογομίλοι στράφηκαν στους Οθωμανούς για βοήθεια. Από την πλευρά του ο πάπας υπόσχονταν σταυροφορίες, οι οποίες δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ.
Το 1461 ο Στέφανος Θωμάς δολοφονήθηκε από τον γιο του Στέφανο Τομάσεβιτς. Το 1463 ο Μωάμεθ ο Πορθητής εισέβαλε στην Βοσνία. Το κλειδί για την κατάκτησή της ήταν το φρούριο Μπόμποβατς. Φρούραρχος ήταν κάποιος Ράντακ, ο οποίος είχε αποκηρύξει με την βία τον Βογομιλισμό και είχε γίνει Παπικός. Αυτός δεν έχασε την ευκαιρία. Παρέδωσε το φρούριο στον Μωάμεθ, κάνοντας την υποταγή της Βοσνίας στους Οθωμανούς, θέμα ημερών. Η Ερζεγοβίνη από την πλευρά της όντας περιτειχισμένη από ορεινούς όγκους παρέμεινε ανεξάρτητη για μια εικοσαετία. Μόνο η Ζέτα ή Μοντενέγκρο δεν υπέκυψε στους Τούρκους.
Οι Βογομίλοι αγαλλίασαν με την πτώση των Βαλκανίων στα χέρια των Τούρκων. Δεν γνώριζαν ότι αυτή θα ήταν και η καταστροφή τους. Με διαταγή του Σουλτάνου, μόνο όσοι εξισλαμίζονταν μπορούσαν να κρατήσουν τις περιουσίες και τους τίτλους τους. Οι Βογομίλοι αριστοκράτες της Βοσνίας, απηυδησμένοι από την συμπεριφορά των παπικών απέναντί τους, προτίμησαν τον εξισλαμισμό. Οι απλοί αιρετικοί ακολούθησαν το παράδειγμα των πρώην κυρίων τους.
ε. Τα τελευταία χρόνια
Στην ελληνική επικράτεια, σε ότι απέμεινε από αυτήν, η τελευταία αναφορά στους Βογομίλους γίνεται μέσα από το εργο του Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (1411-1429) «Διάλογος κατά πασών των αιρέσεων» . Στο έργο του κατατάσει τους Βογομίλους μεταξύ των γνωστικών, Σίμωνος του Μάγου και Μάνεντος, ως διαδόχων του δευτέρου. Στο κεφ. ΙΑ’ , Κατά Σίμωνος του μάγου, και Μάνεντος, και κατά των δυσσεβών Βογομύλων, ήτοι Κουδουγέρων, γράφει:
«Καί πλείστοι ἄλλοι τοῖς ἀληθείας ἐχθροί, οἴτινες καί ἀθέως δύο ἀρχάς ἐδογμάτιζον. Ἐξ ὧν καί νῦν εἰσιν οἱ Βογομύλοι, ἀνθρώπια δυσσεβῆ, οἱ καί Κουδούγεροι καλούμενοι. Διό καί ὑμᾶς περί αὐτῶν ἀνάγκη μαθεῖν, ὡς καί πλησίων ὅντων τῇ κατοικίᾳ[xxv].»
Για την ερμηνεία του όρου «Κουδούγεροι» έχουν γίνει κάποιες προτάσεις. Ο Steven Runciman θεωρεί ότι ο Αρχιεπίσκοπος Συμεών τους ονομάζει έτσι από το όνομα κάποιου υποτιθέμενου χωριού, το οποίο θα πρέπει να ήταν το κέντρο τους[xxvi]. Ο D. Obolensky αντιδρά σε αυτήν την ερμηνεία διότι ο Runciman υπονοεί ότι οι Βογομίλοι είχαν εξαλειφθεί από τα Βαλκάνια και είχαν περιοριστεί σε μια μικρή κοινότητα, οπότε θεωρεί την υπόθεση μειωτική και συνάμα προσβλητική κάποιου εθνικιστικού συναισθήματος – προφανώς όχι θρησκευτικού. Για να την ακυρώσει προχωρά σε μια άλλη, σύμφωνα με την οποία η λέξη έχει κοινή ρίζα με δυο χωριά της Μακεδονίας[xxvii], κάτι που κατά τον ίδιο σημαίνει ότι η αίρεση ακόμη έθαλε, μαζί με την εθνική συνείδηση των Βογομίλων. Με την σειρά του ο Milan Loos ερμηνεύει την λέξη ως παραφθορά της λέξεως «καλογέροι» και την αντιστοιχεί στην λέξη “Bonshommes” των Καθαρών.
Και οι τρεις σφάλλουν διότι αγνοούν την καταγραφή του Λαόνικου Χαλκοκονδύλη στην «Απόδειξις Ιστοριών»:
«Τούτου δέ τῆς χώρας ἔχεται ἡ τοῦ Στεφάνου τοῦ Σανδάλεω χώρα, Ἰλλυριών τό γένος, καθήκουσα ἐπί θάλασσαν ἐς τό Ἰόνιον παρά […] καλουμένη. τό μέν δη γένος τοῦτο Ἰλλυρικόν ὄν ἀπό παλαιοῦ διέσχισται ἀπό τοῦ λοιποῦ τῶν Ἰλλυριῶν γένους˙ ἤθεσι μέν γάρ καί διαίτῃ τῇ αὐτῇ διαχρῶνται, νόμοις δέ οὐ τοῖς αὐτοῖς.Κουδούγεροι δ’ όνομάζονται σύμπαντες οἱ ἐς την Σανδαλέω χώραν τελοῦντες[xxviii].»
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Λαόνικο Χαλκοκονδύλη, Κουδούγεροι είναι οι Βόσνιοι. Ο Στέφανος Σανδάλ είναι ο Στέφανος Οστόγια, τον οποίο αναφέραμε παραπάνω και ο Χαλκοκονδύλης ιστορεί την υποχρέωσή του να καταβάλει φόρο υποτέλειας στον σουλτάνο. Συνεπώς, οι Κουδούγεροι που αναφέρει ο Συμεών Θεσσαλονίκης, ήταν οι Βογομίλοι της Βοσνίας, και ούτε ήταν περιορισμένοι σε κάποιο χωριό της περιοχής, όπως πιστέυει ο Runciman - εξάλλου τα χωριά πέριξ της Θεσσαλονίκης είχαν πέσει στα χέρια των Οθωμανών την εποχή αυτή -, ούτε εκτείνονταν από την Μακεδονία μέχρι τα βόρεια σύνορα των Σκοπίων, όπως πιστεύει ο Obolensky, αλλά ως αποτέλεσμα της τουρκικής επεκτατικότητας είχαν απομείνει μόνο στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη, όπως δείξαμε παραπάνω. Σε αυτό συμφωνεί και ο Γεννάδιος Β’ Σχολάριος, πρώτος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μετά την άλωση. Σε μια επιστολή, την οποία έστειλε στον μοναχό Μάξιμο και τους συνασκουμένους του στο όρος Σινά έγραψε:
«Περί τοῦ ἐπισκόπου τοῦ ἀπό Πόσνας, ἔστιν ὀρθόδοξος˙ Σέρβος γάρ˙ καί ὥσπερ ἐποίησαν διδάσκαλοι τινες λατῖνοι, ὅτε ἀπῆλθον εἰς τό ἄλλο μέρος τῆς Πόσνας, καί ἐποίησαν ἐκεῖ πολλούς ἀπό Κουδουγέρων εἰς τήν ὑποταγήν τῆς Ῥωμαϊκῆς Ἐκκλησίας, οὕτω καί αὐτός ἐφιλοτιμήσατο ἵνα τόν αὐθέντην χερτζέκαν ἐν ἄλλῳ μέρει τῆς Πόσνας καί ὅσους δυνηθῇ ἐκεῖ ποιῆσῃ χριστιανούς εἰς τήν Ἐκκλησίαν ἡμῶν. Εἰθε να ἐποίουν τοῦτο καί τῶν ἡμετέρων τινές˙ ἀλλά ποῦ ζῆλος τοιοῦτος; Ποιεῖ οὖν ἐκεῖ, ὡς μανθάνομεν, καί πολλήν ὠφέλειαν[xxix].»
Στις λίγες αυτές γραμμές ο Γεννάδιος Σχολάριος επιβεβαιώνει τα όσα ειπώθηκαν παραπάνω για τις προσπάθειες των παπικών να μετεστρέψουν τους Βογομίλους στον Παπισμό. Συμπληρώνει ότι ανάλογη προσπάθεια έγινε και από τον ορθόδοξο επίσκοπο της Βοσνίας, ο οποίος ήταν Σέρβος στην καταγωγή. Το «ποιεί εκεί πολλήν ωφέλειαν» σημαίνει ότι η ορθόδοξη ιεραποστολή ήταν επιτυχής, οπότε δεν έγιναν όλοι οι Βογομίλοι Μωαμεθανοί.Μερικοί από αυτούς έγιναν Ορθόδοξοι. Η επιστολή τοποθετείται από τους εκδότες μεταξύ των ετών 1454-1456, εποχή κατά την οποία η Βοσνία-Ερζεγοβίνη ήταν ακόμη ελεύθερη. Τότε βασιλιάς της Βοσνίας ήταν ο Στέφανος Θωμάς, ο «αυθέντης χερτζέκας» της επιστολής. Γι’ αυτόν γράφει ο Γεννάδιος Σχολάριος:
«ὁ δέ αὐθέντης ἐκεῖνος φανερῶς μέν οὐδέν χωρίζεται τελείως τῶν Κουδουγέρων διά τόν περί τῆς ἀρχῆς φόβον καί οἰκονομίᾳ χρώμενος, ἵνα διά τοῦ τοιούτου συγκαλύμματος ἑλκύσῃ τούς ἄλλους τῇ συνεργείᾳ τοῦ ἐπισκόπου˙ ἔστι δέ τῇ διαθέσει χριστιανός ἀπό ὀλίγου καιροῦ˙ διά τοῦτο καί πέμπει εἰς τούς χριστιανούς ἐλεημοσύνας˙ εἰ δέ μή ἦν χριστιανός, οὐκ ἔμελλε ῥίπτειν ματαίως τά χρήματα αὐτοῦ.»
Τον αποκαλεί «χερτζέκα» από την γερμανική ονομασία της περιοχής στα νότια της Βοσνίας, της Χουμ ή Ζαχλουμίας, που στα Γερμανικά καλούνταν Herzegovina, ονομασία η οποία επικράτησε σήμερα[xxx]. Κατόπιν τούτων το «πλησίων όντων» του Συμεών Θεσσαλονίκης πρέπει να εκλαμβάνεται σχετικά.
Στο σημείο αυτό τελειώνει και το ιστορικό μέρος της εξέτασης του Βογομιλισμού.
Θηλυκός προσνατολισμός (σελήνη) της σβάστικα
σε Βογομιλικό τάφο στο Rajac της Σερβίας
[i] Νικήτα Χωνιάτη, Ιστορία ΙΙ.3, ed. I. Bekker, CSHB 35 (1835), 527.10-21.
[ii] Thomae Spalatensis, Historia salonitarum pontificum atque spalatensium a S. Domnio usque ad Rogerium §30, ed. F. Racki, Monumenta spectantia Historiam Slavorum meridionalium 26, Zagreb 1894, pp. 79-80.
[iii] Albericus Trium Fontium, Chronicon, Monumenta Germaniae Historiae SS XXIII p.886. Παρόλο που η αποστολή ήταν μυστική, γίνεται δεκτό εκ της αλλαγής της βουλγαρικής πολιτικής έναντι των Βογομίλων και εκ της συμπτώσεως της αλλαγής με τον Αλβιγηνικό Πόλεμο, ότι αφορούσε τους Βογομίλους.
[iv] D. Obolensky, The Bogomils, p. 240.
[v] Κείμενο: Sinodik carja Borila, ed. M. Popruzhenko, Sofia 1928, γαλλικήμετάφραση H. C. Puech – A. Vaillant, Le traité contre les Bogomiles de Cosmas le Prêtre, Travaux pubiliés par l’ Institut d’ Études Slaves, Paris 1945, pp. 343-6.
[vi] J. Gouillard, Un Source greque du synodik de Boril, Travaux et Memoires 4 (1970), pp. 361-374.
[vii] D. Obolensky, The Bogomils, p.236. & S. Runciman, The Medieval Manichee, p. 95.
[viii] S. Runciman, ο.π.
[ix] A. Theiner, Vetera monumenta historica Hungariam sacram illustrantia, Romae 1859, t. 1 p. 160: «Perfidus… Assanus… receptat in terra sua hereticos et defensat, quibus tota terra ipsa infecta dicitur et replete».
[x] «Γερμανοῦ τοῦ ἁγιωτάτου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως ἐπιστολή σταλεῖσα ἐν τῇ νήσῳ Κύπρῳ παράτε αὐτοῦ καί τῆς ἱερᾶς συνόδου, ἀρχιερατεύοντος ἐν τῇ αὐτῇν ήσῳ τοῦ κυροῦ Νεοφύτου, καί ἀναγκαζομένου παρά Λατίνων ὑποταγῆν αι αὐτῆς» , PG 140.601 κ.ε. &Κ. Σαθά, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Βενετία 1873, τ.Β’ σσ. 5-14.
«Τοῦ αὐτοῦ ἁγιωτάτου κυροῦ Γερμανοῦ ἐπιστολή δευτέρα προς Κυπρίους», PG 140.613 κ.ε & Κ. Σαθά, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τ. Β’ σσ. 14-19.
Επιστολή στην Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Πέτρας στην Κωνσταντινούπολη, εκδ. G. Gill, An unpublished letter of Germanus, Patriarch of Constantinople (1222-1240), εν Byzantion 44 (1974), pp. 138-151.
[xi] «Τοῦ αὐτοῦ ἐπιστολή μετά τήν χειροτονία, ἡνίκα καί ἄκοντι εἰς τόν θρόνον πρός τόν ἐν Κωνσταντινοπόλει λαόν», εκδ. Σπ. Λαγοπάτη, Τρίπολη 1913, σελ. 351.
[xii] «Εἰς τήν ὕψωσιν του τιμίου Σατυροῦ καί κατά Βογομίλων», PG 140.621 κ.ε.
«Εἰς τήν πρώτην Κυριακήν τῶν νηστειῶν καί εἰς τήν τῶν ἁγίων καί σεπτῶν εἰκόνων ἀναστήλωσιν», PG 140.660 κ.ε.
«Ὁμιλία τρίτη περί τῆς ἐκκλησιαστικῆς εὐταξίας καί κατά Βογομίλων», εκδ. Σπ. Λαγοπάτη, σελ. 231 κ.ε.
[xiii] Ed. V. I. Zlatarski, Sbornik za narodni umotvorenija nauka I knizhnina 20, Sofia 1904, pp. 1-44. Αγγλική μετάφραση Y. Stoyanov, The hidden tradition in Europe, London 1994.
[xiv] Νικ. Γρηγορά, Ρωμαϊκή Ιστορία XIV.7, ed. L. Schopen, CSHB 26 (1830), II 719.23: «οἵ δη καί πρός πόλεις μετεῤῥηυήκεσαν Θεσσαλονίκην καί Βέῤῥοιαν, καί ἥ κατά πασῶν καί ἅπαν ἔσχε τό κράτος».
[xv] Y. Stoyanov, ο.π. σελ. 458.
[xvi]Φιλόθεου, Λόγος εγκωμιαστικός εις τον εν αγίοις πατέρα ημών Γρηγόριον Αρχιεπίσκοπον Θεσσαλονίκης τον Παλαμάν κεφ. 3.2-4 , PG 151.562D-563B.
«Έπειτα καί οι κατοικούντες στο γειτονικό τους βουνό μοναχοί, που εξ αρχής από τους απογόνους των είχαν τήν ασθένειαν των Μαρκιανιστών καί Μασσαλιανών, έγιναν σπουδαίο τρόπαιο της γλώσσα του Γρηγορίου.
Πραγματικά, μόλις αντιλήφθηκαν κι εκείνοι την παρουσία του ανδρός στο όρος και στη σκήτη των μοναστών, αρχικά επήγαιναν σ’ αυτόν ανά σύο ή τρεις για συζήτησι καί αναγνώρισι. Όταν όμως εκατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν ούτε καν να τον πλησιάσουν, υποχωρούσαν πάλι στα καταλύματά τους, αποδίδοντας από αμηχανία στους εαυτούς των μεν αδυναμία στην διαλεκτική και τον σωτηριώδη λόγο, στους διδασκάλους των δε διαλεκτική δύναμι, κατοχή της θεολογίας και δογματική ακρίβεια˙ προς αυτούς, λέγει, δεν μπορείς εσύ ούτε για λίγο ν’ ατενίσης ή να συζητησης. Αλλά ο Γρηγόριος, γεμάτος Πνεύμα και ζήλο ένθεο για τον συκοφαντημένο λόγο περί του Θεού, δεν εδίστασε ν’ αναλάβη τον δρόμο που οδηγεί ρπος εκείνους, αλλ’ ανέβηκε βιαστικά προς αυτούς παίρνοντας μαζί του ένα μόνο από τους αδελφούς του.
Εκεί λοιπόν ήλθε σ’ έπαφη και διάλογο με τους προϊσταμένους και καθηγητάς της αιρέσεως, και με την φώτησι του θείου Πνέυματος ανέπτυξε αξιόλογες απόψεις˙ λύοντας ανέτως σαν ιστούς αράχνης όλα τα τιθέμενα από εκείνους ζητήματα, μετέστρεψε εντελώς σε βάρος τους τον αγώνα, διότι απέδειξε ότι αυτοί δεν λέγουν απολύτως τίποτε ορθό και ότι ματαίως παραληρούν και κατασκευάζουν ανύπαρκτα πράγματα κατά της εκκλησίας. Αλλά δεν είναι του παρόντος καιρού και λόγου να διηγηθώ με τη σειρά αυτά τα πράγματα, διότι είναι έργο μεγαλυτέρας ιστορίας.» (Μετ. Π. Χρηστου, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 67-9).
[xvii] M. Loos, Dualist Heresy in the Middle Ages, p. 334.
[xviii] Επιστολή 327 (1360), Monumenta Slavica Meridionalium, ed. Theiner, vol. 1 p. 240.
[xix] Επιστολή 366 (1369), Monumenta Slavica Meridionalium, ed. THeiner, vol. 1 p. 265.
[xx] Acta Bosnae, no CLXXXIV, p.3.
[xxi] Steven Runciman, The Medieval Manichee, p. 112.
[xxii] Acta Bosnae, no DCCLXIX, p.168.
[xxiii] Monumenta Slavorum Meridionalium, ed. Theiner, vol. 1 p. 388.
[xxiv] Monumenta Hungarica, ed. Theiner, vol. II pp. 255-6.
[xxv] PG 155,65D.
[xxvi] St. Runciman, The Medieval Manichee, p. 97. Βλ. σημ. 22.
[xxvii] Τα δύο χωριά που αναφέρει είναι το Kotugertsi στα σημερινά Σκόπια, και το Kotugeri στα Βοδενά. The Bogomils, p.97.
[xxviii] Λαόνικου Χαλκοκονδύλη, Απόδειξις Ιστοριών V, ed. B. G. Niebhur, CSHB 10 (1843), 248-9.
[xxix] Γεννάδιου Σχολάριου, Τῷ τιμιωτάτῳ ἐν μοναχοὶς κῦρ Μαξίμῳ, τῷ κατά κόσμον Σοφιανῷ, καί πᾶσι τοῖς ἐνασκουμένοις τῇ ἁγίᾳ μονῇ τοῦ Σινᾶ ὁσιωτάτοις ἱερομονάχοις καί μοναχοῖς, ed. L. Petit, X. Sideridès, M. Jugie, Paris 1935, t.IV p. 200.
[xxx] St. Runciman, The Medieval Manichee, p. 100.
(Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου )
Ιστορική ανασκόπηση
Εμφάνιση Βογομιλισμού
Η χώρα νότια του Δούναβη ήταν εκχριστιανισμένη μέχρι τον Στ’ αι. Μετά τις σλαβικές μετακινήσεις και την πληθυσμιακή αλλοίωση, η εκκλησιαστική διοίκηση έχασε τα ερείσματά της στην περιοχή καθώς ο πληθυσμός των Χριστιανών Ρωμαίων μειώθηκε δραματικά, ενώ αυξήθηκε κατακόρυφα ο σλάβικος παγανισμός. Οι Βούλγαροι κατά την είσοδό τους περίπου το 681 μ.Χ. στα εδάφη της αυτοκρατορίας, δεν ενδιαφέρθηκαν να γνωρίσουν την Ορθοδοξία, μέχρι την εποχή του Χάνου Κρούμου (852-889), ο οποίος προσκάλεσε ιεραπόστολους από την Κωνσταντινούπολη και τελικά το 870 μ.Χ. αποδέχθηκε την παρουσία Ορθόδοξου επισκόπου[i], ο οποίος έφερε τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου.
Την εποχή αυτή έγραψε και την πραγματεία του για τους Παυλικιανούς ο Πέτρος Σικελιώτης και την αφιέρωσε στον Αρχιεπίσκοπο Βουλγαρίας[ii]. Ζώντας για κάποιο χρονικό διάστημα στην Τεφρική, γνώρισε τα σχέδια των αιρετικών, για την αποστολή δικών τους διδασκάλων στα εδάφη της Βουλγαρίας, με σκοπό την διάδοση των ιδεών τους:
«πάλιν δέ καί τῶν ἀσεβῶν ἐκείνων ἀκούσας φληναφούντων ὡς μέλλουσιν ἐξ αὐτῶν ἐκείνων ἀποστέλλειν ἐν τοῖς τόποις Βουλγαρίας τοῦ ἀποστῆσαί τινας τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί προς τήν οἰκείαν καί μεμιασμένη αἵρεσιν ἐπισπάσασθαι, τῇ ἀρχῇ τοῦ θείου κηρύγματος θαρροῦντες, καί οἰόμενοι ὡς εὐκόλως δυνήσονται τῷ ἀδόλῳ καί ἀληθινῷ σίτῳ τά οἰκεία σπεῖραι ζιζάνια˙[iii].»
Η αλήθεια είναι ότι οι Παυλικιανοί μεταφέρθηκαν για πρώτη φορά στα Βαλκάνια επί Κωνσταντίνου Ε’ Κοπρώνυμου. Η παραπάνω πληροφορία μπορεί να σημαίνει ότι υπήρχε κάποια σχέση μεταξύ των αιρετικών κοινοτήτων των Βαλκανίων και των ομοίων της Μικράς Ασίας ή μπορεί οι πρώτες κοινότητες να περιέπεσαν σε μαρασμό και να χρειάζονταν νέους διδασκάλους για την διάδοση της αίρεσης στον νεοφώτιστο Βουλγαρικό πληθυσμό. Και στις δύο περιπτώσεις, αυτό που παρατηρείται είναι ότι με την διάδοση της Ευαγγελικής αλήθειας στη Βουλγαρία, ξεκινά και η διάδοση της αίρεσης.
Η επιτυχής εγκαθίδρυση κοινοτήτων Παυλικιανών στην Βουλγαρία επιβεβαιώνεται από τον Ιωάννη Έξαρχο, λόγιο ιερέα της εποχής του Χάνου Συμεών (893-827), γιού του Βόρη. Αυτό που κάνει εντύπωση στην αναφορά του Ιωάννη Έξαρχου είναι η αποδοχή εκ μέρους των αιρετικών, του διαβόλου ως του μεγαλύτερου γιου του Θεού[iv]. Η δοξασία αυτή δεν ήταν παυλικιανής προέλευσης. Έχουμε, λοιπόν μια πρώτη αναφορά σε βογομιλική διδασκαλία. Στο κείμενο οι αιρετικοί ονομάζονται Μανιχαίοι, όνομα σύνηθες, όχι μόνο για τους Παυλικιανούς, αλλά και για κάθε μορφής αιρετική σέκτα, η οποία αποδέχεται την δυαρχία.
Η αλληλογραφία του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Θεοφύλακτου και του Τσάρου Πέτρου
Ο γιος του Συμεών, Πέτρος (927-969), αναγνωρίστηκε Τσάρος, από τον αυτοκράτορα Ρωμανό Α’ Λεκαπηνό (920-944) και συνδέθηκε μαζί του με αγχιστεία, καθώς νυμφεύθηκε την εγγονή του Μαρία. Όταν λοιπόν, ο Πέτρος ενημερώθηκε για την ύπαρξη αιρετικών ομάδων στην επικράτειά του απευθύνθηκε στον Πατριάρχη Κων/πόλεως Θεοφύλακτο Λεκαπηνό, γιο του Ρωμανού Α’ και συγγενή του. Η κίνηση αυτή του Πέτρου, να παρακάμψει τον αρχιεπίσκοπο της χώρας του και να στραφεί προς την Κωνσταντινούπολη είναι ενδεικτική του καλού κλίματος στις σχέσεις των δύο κρατών. Τα μεγαλεπήβολα σχέδια των προκατόχων του για την εκ νέου δημιουργία ρωμαϊκού κράτους από τους Βούλγαρους και την ανεξαρτητοποίηση της Βουλγαρικής Εκκλησίας, εγκαταλείφθηκαν. Σε κίνηση καλής θέλησης απέναντι στον Τσάρο, ο Ρωμανος Λεκαπηνός αναγνώρισε τον επίσκοπο Αχρίδας, Δαμιανό, ως Πατριάρχη Βουλγαρίας, τίτλος που καταργήθηκε από τον Ιωάννη Τσιμισκή, μετά την κατάλυση του Βουλγαρικού Κράτους.
Μέσα από αυτές τις κινήσεις καλής θέλησης, η εθνικιστική Βουλγαρική θεώρηση της αίρεσης των Βογομίλων ως αντίδραση στην κεντρική Κωνσταντινοπολίτικη εξουσία, καταρρίπτονται. Οπωσδήποτε, φωνές διαμαρτυρίας για την εγκατάλειψη της πολιτικής των προηγούμενων Τσάρων, θα υπήρξαν εντός της βουλγαρικής αυλής. Δεν έχουν καταγραφεί, όμως, αντιδράσεις. Οι απόψεις, που θέλουν να προσμετρήσουν τον Βογομιλισμό ως τέτοια αντίδραση, δεν έχουν ερείσματα, είναι αυθαίρετες και η σκοπιμότητά τους είναι τόσο φανερή, που τους αφαιρεί οποιαδήποτε επιστημονικότητα. Έρχονται απλώς να στηρίξουν μια κατασκευασμένη θέση.
Ο ίδιος ο Πατριάρχης δεν φημίζονταν για την θεολογική κατάρτισή του ή για την προσωπική του ενασχόληση με τα εκκλησιαστικά ζητήματα. Σώζεται μια επιστολή[v] που φέρει το όνομά του, έχει ως παραλήπτη τον Τσάρο Πέτρο, και αφορά το θέμα των αιρετικών. Ενδέχεται να είναι προϊόν του πατριαρχικού περίγυρου και όχι του ίδιου του Θεοφύλακτου.
Από τα αναθέματα που περιέχονται στην επιστολή, γίνεται φανερό ότι οι αναφερόμενοι αιρετικοί, αν και αποκαλούνται επίσης Μανιχαίοι, διαφέρουν από τους Παυλικιανούς. Στο δεύτερο ανάθεμα φαίνονται ως μετριοπαθείς δυαρχικοί, αποδίδοντας την δημιουργία μόνο του υλικού κόσμου στον Διάβολο, ενώ οι Παυλικιανοί ήταν απόλυτα δυαρχικοί. Στο τέταρτο ανάθεμα φαίνεται ότι αποδέχονται τον μοναχισμό, σε αντίθεση με τους Παυλικιανούς. Οι δεύτεροι είχαν κάθετα αρνητική στάση στο ζήτημα. Με την αποδοχή του μοναχισμού οι Βογομίλοι προσιδίαζαν με τους Μεσσαλιανούς, γι’ αυτό και σε μεταγενέστερους χρόνους χρησιμοποιούνται και τα δύο ονόματα γι’ αυτούς.
Ο D. Obolensky δεν κατάφερε να αναγνωρίσει την διαφορά της μετριοπαθούς δυαρχίας των Βογομίλων, με την αυστηρή δυαρχία των Παυλικιανών[vi]. Γι’ αυτό και θεωρεί ότι από το σύνολο των αναθεμάτων – πρόκειται για 14 αναθέματα, εκ των οποίων 9 αφορούν αιρετικές πεποιθήσεις και τα υπόλοιπα αναθεματίζουν τους αιρεσιάρχες-αρχηγούς[vii] -, μόνο ένα δεν αντιστοιχεί σε ανάλογη καταγραφή στην Ιστορία του Πέτρου Σικελιώτη. Πρόκειται για το τέταρτο ανάθεμα:
«Τοῖς τόν εὔνομον γάμον ἀθετοῦσι καί τοῦ δαίμονος εἶναι νομοθεσίαν τήν αὔξησιν τοῦ γένους ἡμῶν καί διαμονήν δυσφημοῦσιν, ἀνάθεμα[viii].»
Η προσφυγή στο έργο του Πέτρου Σικελιώτη από όσους ήθελαν να χειριστούν κάποιο θέμα σχετικό με τους Παυλικιανούς, είναι αναγκαία. Αυτό που ενδιέφερε τον Obolensky δεν ήταν το ν’ αποδείξει την σχέση της Ιστορίας και της Επιστολής, αλλά η άρνηση της αιτιώδους σχέσης των Παυλικιανών και των Βογομίλων, άρνηση στην οποία προχώρησαν οι δύο κατηγορίες των ιστορικών, όπως αναφέρθηκε στην εισαγωγή. Το θέμα αυτής της σχέσης θα συζητηθεί εδώ, με την εξέταση της διδασκαλίας των Βογομίλων.
Στο σημείο αυτό πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι στην δεύτερη επιστολή του ο πατριάρχης Θεοφύλακτος, όπως και ο Τσάρος Πέτρος, δεν ενδιαφέρονταν να ταυτοποιήσουν τους αιρετικούς. Αυτό ήδη είχε γίνει και προφανώς είχε απασχολήσει τις δύο πρώτες επιστολές που δεν σώθηκαν. Επίσης είναι πολύ πιθανό και οι δύο να ήταν εξοικειωμένοι με το έργο του Πέτρου Σικελιώτη, ειδικά ο Τσάρος, εφόσον η Ιστορία απευθύνονταν στον Αρχιεπίσκοπο Βουλγαρίας. Το αντικείμενο της Επιστολής του Θεοφύλακτου ήταν η αντιμετώπιση των αιρετικών, γι’ αυτό και έστειλε στον Τσάρο μια φόρμουλα αναθεμάτων για την επιστροφή τους στην Εκκλησία. Η ταυτοποίηση μέσω της Επιστολής αφορά εμάς, αρκετούς αιώνες μετά και γι’ αυτό αποτελεί πηγή.
Για τους ανθρώπους εκείνης της εποχής η σχέση Παυλικιανών και Βογομίλων, όπως και η σύνδεση, τουλάχιστον ιδεολογική, όλων των δυαρχικών συστημάτων με τον Μανιχαϊσμο, ήταν δεδομένη. Παρ’ όλα αυτά γνώριζαν ότι οι Βογομίλοι δεν ταυτίζονταν με τους Παυλικιανούς. Ο πατριάρχης Θεοφύλακτος αναφέρει στην αρχή της Επιστολής:
«Ἐπεί δέ σοι καί ἤδη περί τῆς νεοφανοῦς ἀντεγράφη κατά τά ἐρωτηθέντα αἱρέσηος, καί νῦν τρανότερόν τε καί διεξοδικώτερον γράφομεν πάλιν, ὡς ἐπεζήτησας[ix].»
Αφενός, λοιπόν, την αναγνωρίζει ως νεοφανή, αφετέρου και λίγο παρακάτω, την αναφέρει ως «παλαιάν[x]». Αναγνωρίζει ότι «Μανιχαϊσμός …ἐστι, παυλιανισμῷ συμμιγής, ἡ τοῦτων δυσσέβεια». Γι’ αυτό και στα αναθέματα, εκτός των αιρετικών πεποιθήσεων, αναθεματίζονται και οι αιρεσιάρχες-αρχηγοί των Μανιχαίων και των Παυλικίανων.
Η σειρά των αναθεματισμών των αιρεσιαρχών-αρχηγών Μανιχαίων και Παυλικιανών δεν αποδεικνύει, ότι το μόνο που έκανε ο Πατριάρχης ήταν ν’ αντιγράψει την Ιστορία του Πέτρου Σικελιώτη. Η σειρά που ακολουθείται είναι χρονική, από τους πρώτους προς τους τελευταίους. Σκυθιανός, Τερέβυνθος, Μάνης, Παύλος και Ιωάννης οι γιοι της Καλλινίκης, Κωνσταντίνος, Συμεών, Παύλος, Θεόδωρος, Γεγναίσιος, Ιωσήφ, Ζαχαρίας, Βαάνης και Σέργιος. Είναι λογική και αναμενόμενη. Μέχρι στιγμής δεν αναφέρθηκε αρχηγός των Βογομίλων. Επιφυλάσσεται να γίνει στην επόμενη ιστορική καταγραφή.
Η φόρμουλα των αναθεματισμών αφορούσε τους μετανοούντες αιρετικούς, οι οποίοι ήθελαν να επιστρέψουν στην εκκλησία. Γι’ αυτούς που επέμεναν στην κακοδοξία, αναγνωρίζει ότι έπρεπε να εφαρμόζονται «οἱ πολιτικοί τῶν Χριστιανῶν νόμοι», αλλά παροτρύνει να νουθετούνται μετ’ επιμονής, «ἔτι καί ἔτι[xi]», με χρήση της δύναμης της πειθούς, χωρίς να χάνεται η ελπίδα της μετάνοιάς τους. Αν παρ’ όλα αυτά εμμένουν στην αμετανοησία, ας είναι αυτοκατάκριτοι, κατά τον Απόστολο. Ουσιαστικά, ο πατριάρχης Θεοφύλακτος συνιστά ν’ αποφεύγεται η εκτέλεσή τους, πάγια θέση της Εκκλησίας, όπως είδαμε και στο κεφάλαιο των Παυλικιανών.
γ. Η Ομιλία του πρεσβύτερου Κοσμά
Η επόμενη αναφορά στους Βογομίλους γίνεται μέσα από μια ομιλία του Βούλγαρου πρεσβύτερου Κοσμά[xii]. Η χρονολόγησή της είναι σχετική. Το παλαιότερο κείμενο είναι ένα χειρόγραφο του ΙΔ’ αι. Υπάρχουν ακαδημαϊκοί, οι οποίοι δέχονται ότι γράφτηκε στις αρχές το ΙΓ’ αι., ενώ άλλοι δέχονται ως περίοδο συγγραφής τον ύστερο Ι’ αι[xiii]. Η μόνη σχετική ένδειξη για τον χρόνο γραφής είναι η αναφορά στον θάνατο του Τσάρου Πέτρου, το 969 μ.Χ. Είναι γραμμένο στην παλαιοσλαβονική. Οι Emile Georgief και Marcel Dando θεωρούν ότι το έργο γράφτηκε το 1211 και ήταν ομιλία εισήγηση στη Σύνοδο του Τύρνοβου. Στην συγκεκριμένη Σύνοδο δικάστηκαν και καταδικάστηκαν οι Βογομίλοι.
Σύμφωνα με αυτή την πηγή, ιδρυτής της αίρεσης ήταν κάποιος ιερέας Βογόμιλος. Το όνομα μεταφράζεται ως Θεόφιλος[xiv].
«Στην διάρκεια της βασιλείας του Ορθόδοξου βασιλιά Πέτρου, εμφανίστηκε στην βουλγαρική γη ένας παπάς με το όνομα Βογομίλος (αγαπημένος του Θεού), που θα ήταν σωστότερο να ονομάζεται Βογονέμιλ (μισητός από το Θεό). Αυτός ήταν ο πρώτος που δίδαξε μια αίρεση στη Βουλγαρία[xv].»
Εκτός του ονόματος «Βογομίλος», το οποίο είναι η μόνη ένδειξη για την αυτόχθονη γέννηση της αίρεσης και γι’ αυτό προωθήθηκε η νεώτερη χρονολόγηση του κειμένου, υπάρχουν και άλλα, ελληνικής προέλευσης, τα οποία κατ’ αναλογία θέτουν σε αμφισβήτηση την βουλγαρική ρίζα. Η προσωπικότητα του παπα-Βογόμιλου αγνοείται από την ελληνικές πηγές. Σ’ αυτές αναφέρονται «Φουνδαγιαγίτες[xvi]», «Χριστοπολίτες[xvii]», «Ευχίτες[xviii]», «Κουδούγεροι[xix]» κ.α.
Ο πρεσβύτερος Κοσμάς δίνει πολλές πληροφορίες για τα πιστεύω και τις πρακτικές των Βογομίλων. Αξίζει να αναφερθεί εδώ ένα ακόμη σημείο, το οποίο δείχνει ότι τελικά οι επιδιώξεις των αιρετικών δεν ήταν προϊόντα της αφύπνισης κάποιας εθνικής συνείδησης:
«Διδάσκουν τους οπαδούς τους να μην υπακούν στους αφέντες τους˙ περιφρονούν τους πλούσιους, μισούν τον Τσάρο, κοροϊδεύουν τους ανωτέρους τους, μέμφονται τους βογιάρους, πιστεύουν ότι ο Θεός κοιτά με αποτροπιασμό σε όσους εργάζονται για τον Τσάρο και συμβουλεύουν κάθε υπηρέτη να μην δουλεύει για τον αφέντη του[xx].»
Η αντίθεση των Βογομίλων στην πολιτική εξουσία ακόμη και των Βουλγάρων δεν αφήνει περιθώρια να θεωρήσουμε την δημιουργία της αίρεσης ως εθνική αντίδραση ενάντια στο Κωνσταντινοπολίτικο κέντρο. Αλλά δεν δείχνει να εκφράζει επίσης κάποια συγκεκριμένη κοινωνική τάξη. Αυτό που αφήνει να εννοηθεί είναι μια αντίδραση ενάντια σε οποιαδήποτε μορφή πολιτικοκοινωνικής εξουσίας. Αντίθετα, η προσπάθεια τους να εμφανίζονται ως Χριστιανοί, μετερχόμενοι μεθόδους αντίθετες από την επίσημη διδασκαλία της ομάδας, όπως φαίνεται σε άλλα σημεία του έργου του Κοσμά, υπονοεί ότι αποζητούσαν την αποδοχή ή έστω την ανοχή της επίσημης Εκκλησίας για ιδιοτελείς λόγους. Αν λοιπόν, το φαινόμενο δεν είχε τόσο έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα θα μπορούσε να εμφανιστεί ως αναρχικό κίνημα.
Ο Κοσμάς παρουσιάζει τους αιρετικούς ως κοινωνικούς ριζοσπάστες. Παρόμοιες περιγραφές δεν υπάρχουν στις άλλες πηγές. Μπορεί να υποτεθεί ότι επιδίωξή του ήταν να στρέψει τις αρχές εναντίον τους, υπερβάλλοντας τις πεποιθήσεις τους περί γενικής αποστροφής του κόσμου, εξαιτίας της διαβολικής προέλευσής του, και όχι ειδικά εναντίον των αρχών. Μια τέτοια προοπτική καθιστά αδύναμη την υπόθεση της μαρξιστικής μερίδας των ιστορικών, για εκδήλωση ταξικής πάλης.
Σ’ αυτό συνηγορεί και η επόμενη μαρτυρία του Κοσμά˙ οι Βογομίλοι δεν εξέφραζαν ανοικτά τις απόψεις τους[xxi], αντίθετα κρύβονταν και ο συνδυασμός με την ακρίβεια κατά τους εξωτερικούς τύπους της καλής «χριστιανικής» ζωής καθιστούσε δυσχερές το έργο της ανακάλυψής τους[xxii]. Οπότε ο περιγραφόμενος από τον Κοσμά ριζοσπαστισμός τους, αν υπήρχε, έμενε στην θεωρία και δεν μεταφράζονταν σε ανοικτή διαμάχη, πραγματικό ταξικό αγώνα.
Δεύτερο σημαντικό στοιχείο αναφύεται μέσα από την περιγραφή του Κοσμά η μορφή της δυαρχίας των Βογομίλων. Φάνηκε ήδη από την Επιστολή του πατριάρχη Θεοφύλακτου η διαφορά της μετριοπαθούς δυαρχίας, με την αποδοχή από αυτούς του διαβόλου ως δημιουργού μόνο του υλικού κόσμου. Στον Κοσμά η μετριοπάθεια εξελίσσεται ακόμη περισσότερο. Αναφέρει ότι αποδέχονται τον διάβολο ως τον νεώτερο γιο του Θεού:
«Όταν ακούν τον Κύριο στο Ευαγγέλιο να λέει την παραβολή με τους δύο γιους (σσ εννοεί την παραβολή του ασώτου), υποστηρίζουν ότι ο Χριστός είναι ο μεγαλύτερος γιος και ο νεώτερος, που εξαπάτησε τον πατέρα, ο διάβολος. Οι ίδιοι τους του έδωσαν το όνομα Μαμμωνάς, και τον αποκαλούν δημιουργό και αρχιτέκτονα των υλικών[xxiii].»
Αυτή είναι μια μεταγενέστερη αντίληψη των Βογομίλων, και αν συνυπολογιστεί η μαρτυρία του Κοσμά για τις εσωτερικές διενέξεις των αιρετικών[xxiv], τότε αποδεικνύεται ότι οι απόψεις που θέλουν το κείμενο μεταγενέστερο του Ι’ αι. είναι σωστές. Οι αντιδικίες μεταξύ των οπαδών της απόλυτης και της μετριοπαθούς δυαρχίας οδήγησαν στην απόσχιση της σέκτας (ordo) Δραγόβιτσα, όπως θα δούμε παρακάτω. Παλαιότεροι ιστορικοί προσπάθησαν να δείξουν ότι το σχίσμα συνέβη τον Ι’ αι[xxv]. Οι απόψεις τους δεν έγιναν δεκτές καθώς διαφωνούν ισχυρά οι καλά πληροφορημένες επί του θέματος δυτικές πηγές[xxvi].
Ως αιτιολόγηση της διαφοράς, οι υποστηρικτές της πρώιμης χρονολόγησης θεωρούν ότι ο Κοσμάς ήταν καλύτερα πληροφορημένος από τον Θεοφύλακτο[xxvii]. Αλλά αυτό είναι ένα αδύναμο επιχείρημα, διότι προκύπτει χρονική διαφορά μεταξύ των εξελικτικών σταδίων της μετριοπαθούς δυαρχίας και όχι διάσταση απόψεων Κοσμά και Θεοφύλακτου. Αυτό που επιχειρείται από τους υποστηρικτές της πρώιμης χρονολόγησης είναι αναχρονισμός, όπως επίσης αναφέρθηκε στην εισαγωγή.
* * *
[i] John Fine, The Early Medieval Balkans, Michigan Press, 94-131 & Ι. Ταρνανίδη, Ιστορία των Σλαβικών Ορθόδοξων Εκκλησιών, Α. Ιστορία τηςς Βουλγαρικής Εκκλησίας, Αφοί Κυριακίδη 1996, σελ. 21-25.
[ii] Δεν αναφέρεται το όνομά του σε ελληνικές πηγές Βλ. σχετ. κεφ. 5.2. Στο Συνοδικό του Τσάρου Βορίλου (για την έκδ. παρακάτω) και σε Συναξάριο (βλ. V. Zlatarski, Bălgarski archiepiskopi-patriarsi prez părvoto carstvo, Izvestija na Istoričeskoto Družestvo v Sofia 6 (1924), σελ. 51 , αναφέρεται το όνομα Ιωσήφ.
[iii] PG 1241C.
[iv] D. Obolensky, The Bogomils, p. 89.
[v] εκδ. I. Dujčef, L’ epistola sui Bogomili del patriarca constantinopolitano Teofillato, Mélanges Eugène Tisserant II, Cita del Vaticano 1969, 63-91. Από το προοίμιο της επιστολής προκύπτει ότι είχε προηγηθεί αλληλογραφία, η οποία δεν διασώθηκε. Αυτή ήταν η δεύτερη επιστολή του πατριάρχη προς τον Τσάρο και φέρει ως συντάκτη της τον Ιωάννη Χαρτοφύλακα.
[vi] D. Obolensky, The Bogomils, p. 113.
[vii] Bernard Hamilton, Christian Dualist Heresies, pp. 99-100.
[viii] ed. N. M. Petrovsky, Pismo Patriarha Konstantinopolskog Teofialka carju Bolgaii Petra (Επιστολή Πατριάρχου Κων/πόλεως Πέτρου προς τον Τσάρο των Βουλγάρων Πέτρο), εν Izvestiya otdeleniya russkogo yaξyka I slovesnosti Imperatoskoy Akademii Nauk, Πετρούπολη 1914, vol. XVIII tom. 3 p.364. (ρώσικα).
[ix] ed. N. M. Petrovsky, p. 362.
[x] ed. N. M. Petrovsky, p. 363.
[xi] ed. N. M. Petrovsky, p. 364 & Bernard Hamilton, Christian Dualist Heresies, pp. 101-102.
[xii] Εκδόσεις του κειμένου και μεταφράσεις.
› M. G. Popruzhenko, Cosmas the Priest, Against Bogomils, Sofia 1936.
› H. C. Puech-A. Vailant, Le Traité contre Bogomiles de Cosmas le Prêtre, Travaux publiés par l’ Institut d’ Études Slaves, Paris 1945.
› J. K. Begunov, Kosmapresviter v slavjanski literaturach, Sofia 1973.
[xiii] Παρουσίαση των απόψεων στο M. Dando, Peut-on advancer de 240 ans la date de composition du Traité de Cosmas le prêtre contre le Bogomile ‘s,Cahiers d’ etudes cathares 34 (ΙΙ e série, no 100, 1983), p.3-25. O Steven Runciman θεωρεί πιθανότερη ημερομηνία το 990 μ.Χ, The Medieval Manichee, p.68.
[xiv] Bog=Θεός & Milui= ελέησον ή mili=αγαπητός. Βλ. Ι. Ταρνανίδη ο.π. σελ. 35. Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία τίτλος ΚΖ’ (PG 131.1289A). Για την ετυμολογία του ονόματος κατά τον Ευθύμιο Ζιγαβηνό θα γίνει συζήτηση στον οικείο τόπο.
[xv] Νικολάι Τοντόρωφ, Σύντομη Ιστορία της Βουλγαρίας, Αθήνα 1983, σελ. 25.
[xvi] Ευθύμιου Μοναχού της Μονής Περιβλέπτου, Συγγραφή στηλιτευτική των λεγομένων Φουνδαγατών (PG 131.47). Συναντώνται και οι τύποι «Φουνδαΐτες», «Φουνδαδίτες», Φουδαίτες. Κατά την άποψη των Milan Loos (Dualist heresy, p 73) & C. Puech (Le traité, p. 281 n.3) το όνομα προέρχεται από τον Φουνδά, μαθητή του Μάνη. Επικρατέστερη η άποψη της ετυμολογίας από τη Φούνδα (=σάκος), οπότε η λέξη σημαίνει σακκοφόροι. Ομώνυμη αίρεση υπήρξε τον δεύτερο αιώνα.
[xvii] Ευθύμιου Μοναχού της Μονής Περιβλέπτου, Συγγραφή στηλιτευτική των λεγομένων Φουνδαγατών (PG 131.48A): «Ἐστιν ἡ αἵρεσις τῶν ἀθέων Φουνδαγιτῶν τῶν ἑαυτούς ἀποκαλούντων Χριστοπολίτας, ἐν δέ τῇ Δύσει καλουμένων Βογομίλων αὕτη».
[xviii] Ως Ευχίτες καλούνταν κατά βάση οι Μεσσαλιανοί. Πολλές φορές στις μεταγενέστερες πηγές καλούνται και οι Βογομίλοι. J. Duvernoy, Le catharisme :L'histoire des Cathares, Toulouse, 1979, σελ. 35.
[xix] Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάλογος κατά αιρέσεων (PG 155.65C). O Steven Runciman ετυμολογεί την λέξη από το χωριό Κουτούγερι το σημερινό Καισαριανά Πέλλης. Βλ. The Medieval Manichee, Cambridge University Press 1947, p. 184.
[xx] Bernard Hamilton, Christian Dualist Heresies in the Byzantine World, Manchester University Press, p. 132.
[xxi] Bernard Hamilton, Christian Dualist Heresies, p. 131:
«Αν κάποιος τους ρωτήσει, Αυτά πιστεύετε και λέτε; τότε τα αρνούνται και ορκίζονται, Δεν είμαστε τέτοιοι, που νομίζετε. Αρνούνται τις πράξεις τους και τις προσευχές τους με ένταση, ώστε κάποιος θα νόμιζε ότι δεν υπάρχει φαυλότητα σ’ αυτούς. “ Πας γαρ ο φαύλα πράσσων μισεί το φως και ουκ έρχεται προς το φως, ίνα μη ελεγχθεί τα έργα αυτού (Ιωαν. 3.20). Είναι κόλπο, το οποίο διδάσκουν στους οπαδούς τους, εξηγώντας τους, Αν οι προσευχές μας και οι πράξεις μας γίνουν γνωστά στους ανθρώπους, τότε όλο το έργο μας θα πάει χαμένο. Προσπαθούν να κρύφτούν πίσω από τις Γραφές, στις οποίες ο Κύριος λέει˙ Καί ὅταν προσεύχῃ, οὐκ ἔσῃ ὥσπερ οἱ ὑποκριταί, ὅτι φιλοῦσιν ἐν ταῖς συναγωγαῖς καί ἐν ταῖς γωνίαις τῶν πλατειῶν ἑστῶτες προσεύχεσθαι, ὅπως ἄν φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις˙ σύ δέ ὅταν προσεύχῃ εἴσελθε εἰς τό ταμεῖον σου καί κλείσας τήν θύραν σου πρόσευξαι. Προσευχόμενοι δέ μη βαττολογήσητε, αλλά Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς (Ματθ. 6.5-7). Οι αιρετικοί διαστρέφουν ότι διαβάζουν˙ λένε ότι οι γωνίες των δρόμων είναι οι εκκλησίες, οι βαττολογίες είναι οι προσευχές και οι ακολουθίες που γίνονται στις εκκλησίες.»
[xxii] Bernard Hamilton, Christian Dualist Heresies, p. 116:
«Πράγματι, εξωτερικά οι αιρετικοί εμφανίζονται ως πρόβατα˙ είναι ευγενικοί και ταπεινοί και ήσυχοι. Εμφανίζονται χλωμοί από τις υποκριτικές νηστείες τους, δεν εκστομίζουν μάταια λόγια, δεν γελούν δυνατά, δεν είναι περίεργοι, φροντίζουν να μην δίνουν στόχο και κάνουν τα πάντα εξωτερικά, για να μην διαφέρουν από τους Ορθοδόξους. Εσωτερικά είναι λύκοι πεινασμένοι όπως είπε ο Κύριος. Οι άνθρωποι που βλέπουν αυτήν την μεγάλη ταπείνωσή τους, που νομίζουν ότι είναι καλοί Χριστιανοί, και μπορούν να τους οδηγήσουν στην σωτηρία, τους πλησιάζουν και ζητούν την συμβουλή τους για την σωτηρία της ψυχής τους.»
[xxiii] Bernard Hamilton, Christian Dualist Heresies, p. 128.
[xxiv] D. Obolensky, The Bogomils, p. 126:
«Τα λόγια τους είναι γελοία σε όσους κατέχουν λογική, διότι δεν συμφωνούν μεταξύ τους, και καταρρίπτονται ως κομμάτι σάπιου υφάσματος.»
[xxv] F. Rački, Bogomili I Patarini, εν Rad. Jugoslav. Akademje, Zagreb 1869-1970 & K. J. Jireček, Geschichte der Bulgaren, Prague 1876.
[xxvi] Steven Runciman, The Medieval Manichee, p. 69 n.1.
[xxvii] D. Obolensky, ο.π.
(Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου )
Η εξάπλωση του Βογομιλισμού
α. Οι Βυζαντινές πηγές
Στο σημείο αυτό η έρευνα επανέρχεται στην εξέταση των Βυζαντινών πηγών. Οι Βογομίλοι διέδωσαν την διδασκαλία τους στην ρωμαϊκή επικράτεια και οι εκκλησιαστικές αρχές ενημερώθηκαν για την ύπαρξή τους ακόμη και στην ίδια την Βασιλεύουσα. Οι Σλάβοι ιστορικοί αρέσκονται να μιλούν για «Βυζαντινό Βογομιλισμό» επειδή επιμένουν να δίνουν εθνική χροιά σε θρησκευτικό φαινόμενο. Τον όρο υιοθετούν και δυτικοί ιστορικοί χωρίς αντιρρήσεις. Επειδή η προσπάθεια «εθνικοποίησης» της αίρεσης από τους κατά τα άλλα διεθνιστές Μαρξιστές είναι αναχρονισμός και δεν συνάδει με την εποχή, στην οποία παρατηρείται, ο Βογομιλισμός είναι θρησκευτικό φαινόμενο της ενιαίας Εκκλησίας και ως τέτοιο εξετάζεται εδώ, οπότε ο όρος καταργείται.
β. Η Στηλιτευτική Συγγραφή του Ευθύμιου Ακμονίας
Η επόμενη πηγή πληροφόρησης είναι το έργο του μοναχού Ευθύμιου της Μονής Περιβλέπτου στην Κωνσταντινούπολη, με τίτλο «Συγγραφή στηλιτευτική της των αθέων και ασεβών αιρετικών των λεγομένων Φουνδαγιατών αιρέσεως[i]». Το έργο είναι γραμμένο το 1045 μ.Χ.
Το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα ήταν μια περίοδος ταραχής για το Βουλγαρικό Κράτος. Αρχικά δέχτηκαν εισβολή από τον πρίγκιπα Σβιατοσλάβο (942-972) του Κιέβου το 968 και το Κράτος του Βόρι Β’ καταλύθηκε. Στην συνέχεια ο αυτοκράτορας Ιωάννης Α’ Τσιμισκής (969-976) εισέβαλε στην Βουλγαρία, έδιωξε τους Ρώσους και προσάρτησε την Βουλγαρία. Ο Τσάρος Σαμουήλ (987-1014) βρήκε την ευκαιρία κατά την διάρκεια του εμφυλίου επί Βασιλείου Β’ Βουλγαροκτόνου (976-1025) και επανασύστησε το δεύτερο Βουλγαρικό Κράτος, για να καταλυθεί για δεύτερη φορά το 1018 με την νικηφόρα εκστρατεία του Βασιλείου.
Η ταραγμένη περίοδος και η ενοποίηση των Βαλκανικών επαρχιών με την αυτοκρατορία έδωσαν την ευκαιρία στους Βογομίλους να κινηθούν ελεύθερα και απαρατήρητα και να δημιουργήσουν εστίες της αίρεσής τους στα εδάφη της Ρωμανίας. Η επιστολή του Ευθύμιου περιέχει σημαντικές πληροφορίες για τον τρόπο διάδοσης της αίρεσης.
Λίγα είναι γνωστά για τον μοναχό Ευθύμιο. Από το κείμενο φαίνεται ότι καταγόταν από την περιοχή της Ακμονίας. Σε ηλικία ικανή συνόδευσε την μητέρα του στην εκδίκαση μιας υπόθεσης, την εποχή των βασιλέων Βασιλείου και Κωνσταντίνου, αλλά η υπόθεση εκδικάστηκε τελικά την εποχή του Ρωμανού Γ’ Αργυρού (1028-1034), οπότε συμπεραίνεται ότι ο Ευθύμιος γεννήθηκε είκοσι χρόνια τουλάχιστον πριν την άνοδο του Ρωμανού Γ’ στο θρόνο το 1028.
Η Μονή Περιβλέπτου βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη και ήταν αφιερωμένη στην Παναγία Περίβλεπτο. Χτίστηκε από τον Ρωμανό Γ’ μετά την αποτυχημένη εκστρατεία του στην Συρία το 1030 μ.Χ στην περιοχή Ψαμαθιά. Στην Μονή αυτή ετάφη μετά τον θάνατό του την Μεγάλη Παρασκευή του 1034. Μετά την άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους, περί το 1206 μ.Χ. δόθηκε στους Λατίνους μοναχούς και επιστράφηκε το 1261 μετά την απελευθέρωση. Όταν η Πόλη καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς το μοναστήρι παραχωρήθηκε στους Αρμένιους και η εκκλησία αφιερώθηκε στον Άγιο Γεώργιο (Surp Kevork). Σήμερα είναι γνωστό ως Sulu Manastir, δηλ το μοναστήρι με τα νερά, χάρη στο αγίασμα της εκκλησίας[ii].
Από την ανάγνωση του κειμένου γίνεται φανερό ότι ο Ευθύμιος δεν γνώριζε το έργο του Κοσμά. Αυτό μπορεί να οφείλεται είτε στο ότι η ομιλία του Κοσμά γράφτηκε αργότερα, είτε στο ότι ήταν γραμμένη στην παλαιοσλαβονική, και δεν είχε μεταφραστεί στην ελληνική. Ονομάζει τους αιρετικούς Φουνδαγιάτες, Χριστοπολίτες, και είναι γνώστης της ονομασίας Βογομίλοι:
«Ἔστιν ἡ αἵρεσις τῶν ἀθέων Φουνδαγιατῶν τῶν ἑαυτούς ἀποκαλούντων Χριστοπολίτας, ἐν δέ τῇ Δύσει καλουμένων Βογομίλων αὕτη[iii].»
Σε άλλο χειρόγραφο από την έκδοση του G. Ficker αναφέρεται:
«Οἱ τοῦ Ὀψικίου λαοί καλοῦσι τούς τήν κακίστην ταύτην ἀσέβειαν μετερχομένους Φουνδαγιαγίτας, εἰς δέ τόν Κυβαιρραιώτην, καί εἰς τήν Δύσιν καί εἰς ἑτέρους τόπους καλοῦσιν αὐτούς Βογομίλους[iv].»
Συνεπώς η ονομασία Βογομίλοι ήταν γνωστή στην Κωνσταντινούπολη, και μάλιστα από κάποιον ο οποίος δεν φαίνεται να κατείχε κάποιο διοικητικό αξίωμα[v], γι’ αυτό και δεν αναφέρεται σ’ αυτούς ως Μανιχαίους. Η αναφορά στα διοικητικά θέματα του Οψικίου και των Κιβυραιωτών δείχνει την εξάπλωση στις αιγιαλίτιδες ακτές της Μικράς Ασίας.
Η ρίζα του ονόματος «Φουνδαγιαγίτες» είναι η λέξη «Φούνδα», εξελληνισμός του λατινικού «funda[vi]» και μεταφράζεται σάκκος. Το όνομα σημαίνει σακκοφόροι και είναι αναφορά στον επαιτικό τρόπο διαβίωσης των Βογομίλων. Αν και δεν υπάρχει αναφορά για τον συγκεκριμένο τρόπο διαβίωσης, η ερμηνεία υποστηρίζεται από τους περισσότερους ιστορικούς. Ο G. Ficker διαφωνεί, εξαιτίας της έλλειψης αναφοράς και θεωρεί ότι η λέξη προέρχεται από άγνωστη ελληνική ρίζα. Αγνοεί ότι ένα άλλο που δόθηκε στους Βογομίλους και χρησιμοποιούνταν στα Βαλκάνια, ήταν torbeshi από την βουλγάρικη λέξη torba, που σημαίνει επίσης σάκκος[vii].
Γενικά στο κείμενο υπάρχει διάχυτη η ποιμαντική αντιμετώπιση της αίρεσης, χωρίς να διαφαίνεται η γνώση αντιαιρετικής γραμματείας. Επειδή λοιπόν, λείπουν οι επιρροές το έργο είναι πρωτότυπο και οι πληροφορίες γνήσιες, ενός αυτόπτη μάρτυρα. Ο Ευθύμιος αναφέρει ότι την εποχή εκείνη περιδιάβαιναν την Πόλη διδάσκοντας:
«Περινοστοῦσι γάρ οἱ τοιοῦτοι ἀσεβεῖς, διδάσκοντες πανταχοῦ ἔν τε τῇ πόλει καί ἐν τοῖς ἔξω[viii].»
Κατά την επιστροφή του από προσκυνηματικό ταξίδι στα Ιεροσόλυμα, ο Ευθύμιος βρήκε στην Μονή αιρετικούς, προσποιούμενους τους μοναχούς, οι οποίοι διέδιδαν τις κακοδοξίες τους. Ο μαθητής του είχε πλανηθεί από αυτούς. Προσποιούμενος ο Ευθύμιος ότι χάρηκε για όσα του έλεγε ο μαθητής του, ζήτησε να τους γνωρίσει:
«Καί ὅς εὐθύς μηδέν περί τούτου ἀναβαλόμενος χαίρων χαίροντας αὐτούς ὡς μέγα τι, καί θεῖον δώρημα ἐμοί τούτους προσέφερεν, ἐν τῇ τοιαύτῃ μονῇ τότε αὐτούς ὑπάρχοντας[ix].»
Υπάρχουν αρκετά ενδιαφέροντα σημεία στην αναφορά του Ευθύμιου. Κατ’ αρχάς, ενώ είναι γνώστης της ονομασίας Βογομίλοι, δεν την αποδίδει σε κάποιον αιρεσιάρχη. Αντίθετα, αναφέρει κάποιον ιερέα με τον όνομα Ιωάννης Τζουρίλλας, ο οποίος δρούσε στον τόπο καταγωγής του, την περιοχή της Ακμονίας.
«Θα σας ενημερώσω γι’ αυτά που είδα με τα μάτια μου. Γνωρίζω ότι οι περισσότεροι είστε ενήμεροι. Γνωρίζετε πολύ καλά τον Ιωάννη Τζουρίλλα. δεν τολμώ να τον αποκαλέσω πάτερ, όπως συνηθίζετε εσείς, η αββά, διότι δεν είναι, αλλά μαθητής και απόστολος του διαβόλου. Όλοι ξέρετε ότι εγκατέλειψε την γυναίκα του, κάνοντάς την ψευτο-ηγουμένη όταν ο ίδιος έγινε ψευτο-ηγούμενος… και όχι μόνο αυτός αλλά και πολλοί ακόλουθοί του το ίδιο. Τώρα ακούστε και κάτι άλλο για το οποίο γνωρίζω ότι είστε ενήμεροι. Στην βασιλεία των πορφυρογένητων Βασιλείου και Κωνσταντίνου, υπήρχε ένας κριτής στο θέμα του Οψικίου, που είναι κοντά μας, ο Ρωμανός Αργυρόπουλος, ο μετέπειτα αυτοκράτορας. Θυμάμαι ότι ήρθε στην επαρχία μου, την Ακμονία, και ήρθα κι εγώ μαζί με την μητέρα μου, η οποία είχε μια δικαστική υπόθεση εναντίον κάποιου. Οι κρατικοί υπάλληλοι είχαν παράσχει ένα κτήριο κοντά στον αρχιστράτηγο, που λεγόταν Στρουθοπολίτης. Το δικαστήριο γινόταν εκεί. Έφεραν τον βλάσφημο Τζουρίλλα, τον οποίο αναγνωρίζεται επειδή ήταν ο αρχηγός της νεοσυσταθείσας αίρεσης της βλασφημίας, και λέγεται ότι διέδιδε την διδασκαλία του διαβόλου επί τρία χρόνια και είχε πείσει ολόκληρες πόλεις στα μέρη της Θράκης και την τοποθεσία της Σμύρνης και πολλά άλλα μέρη, να αρνηθούν τον Χριστό και να λατρέψουν τον διάβολο[x].»
Η διήγηση της υπόθεσης του Τζουρίλλα είναι εκτενής. Κατηγορήθηκε για φθορά παρθένου και αποσχηματίστηκε. Την εποχή που ο Ευθύμιος έγραφε την αναφορά του, ήταν ακόμη εν ζωή. Ο Michael Angold θεωρεί ότι ο Τζουρίλλας ήταν οπαδός του Ελευθέριου Παφλαγονίας[xi]. Υπάρχει όμως μια θεμελιώδης διαφορά πεποιθήσεων ανάμεσά τους, ώστε η άποψη θεωρείται απίθανη. Ο Ελευθέριος Παφλαγονίας, ως Μεσσαλιανός είχε δύο γυναίκες. Αντίθετα, για τον Ιωάννη Τζουρίλλα αναφέρθηκε ότι εγκατέλειψε την δική του σύμφωνα με την διδασκαλία των Βογομίλων.
Ο Τζουρίλας θεωρήθηκε από τον J. Ivanov ότι ήταν βουλγαρικής καταγωγής[xii]. Η αναφορά του Ευθυμίου ως τόπο έναρξης της δράσης του στα θέματα Μακεδονίας και Θρακησίων, ενισχύει αυτή την άποψη. Δεν επιβεβαιώνεται όμως, και μένει αναπόδεικτη η θεωρία για την προσηλυτιστική του δράση ανάμεσα σε σλαβικούς πληθυσμούς στην Μικρά Ασία. Μετακινήσεις Σλάβων έγιναν το 688 μ.Χ. από τον Ιουστινιανό Β’˙ 80.000 άνθρωποι μεταφέρθηκαν στο θέμα του Οψικίου[xiii]. Επίσης ανεξακρίβωτος αριθμός μεταφέρθηκε το 762 μ.Χ. από τον Κωνσταντίνο Ε’ τον Κοπρώνυμο στην Βιθυνία. Πέραν τούτου δεν υπάρχει κάποια άλλη ένδειξη που να επιβεβαιώνει την παραπάνω υπόθεση.
Άλλο ενδιαφέρον σημείο είναι η μορφή της μετριοπαθούς δυαρχίας την οποία υποστήριζαν οι περιγραφόμενοι Βογομίλοι:
«Καθ’ ἕτερον δέ σκοπόν τολμῶσι οἱ πάσης ἀσεβείας καί βλασφημίας πεπληρωμένοι, λέγειν τόν οὐρανόν, τήν γήν καί πάντα τά ἐν αὐτοῖς τόν διάβολον δημιουργῆσαι, καί οὐ τόν Θεόν, καί ὅτι τόν παράδεισον αὐτός ἐποίησαι, καί τόν ἄνθρωπον αὐτός ἔπλασε, καί οὐχ ὁ Θεός, δύο μόνα λέγοντες εἶναι ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ ἐκ τῆς δημιουργίας τοῦ ἐπουρανίου Θεοῦ, τόν ἥλιον, καί τήν ψυχήν τοῦ ἀνθρώπου˙ καί ὅτι ὁκτώ εἰσίν οἱ οὐρανοί, ἐπτά μέν, οὕς ἐποίησεν ὁ ἐπουράνιος Θεός, καί καθέζεται ἐπάνω αὐτῶν˙ ὅγδοος δέ ἐστιν ὁ ὑπό κάτω πάντων, ὁ καί παρ’ ἡμῶν ὁρώμενος, ὅν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου ἐποίησεν[xiv].»
Η δυαρχία τους έχει την μορφή που αναφέρεται από τον πατριάρχη Θεοφύλακτο και όχι αυτήν που περιγράφεται στην Ομιλία του Κοσμά. Είναι λοιπόν και αυτό ένδειξη ότι ακόμη δεν έχει εξελιχθεί στην μεταγενέστερη μορφή της και επομένως η παρεμβολή της περιγραφής του Κοσμά στον Ι’ αι είναι τεχνητή και όχι φυσική. Το γεγονός ότι ο Ευθύμιος δεν αντιγράφει κάποιο άλλο αντιαιρετικό κείμενο, οπότε η περιγραφή του είναι ενός αυτόπτη μάρτυρα, ενισχύει την άποψη αυτή.
Το κείμενο διαθέτει πληροφορίες για τις τελετές των Βογομίλων. Θα εξεταστούν στο κεφάλαιο της διδασκαλίας τους. Ο Ευθύμιος αναγνώρισε τους Βογομίλους ως σατανιστές και όχι απλώς ως αιρετικούς, που διαδίδουν σατανική διδασκαλία:
«Πιστεύουσι δέ καί σέβονται τόν ἄρχοντα τοῦ κόσμου, ὅς ἐστιν Σατανᾶς[xv].»
«Ὅμως οὖτοι οἱ ἀσεβεῖς καί ἄθεοι ἔχουσιν ἰδίαν Τριάδα, εἰς ἥν πιστεύουσι. Πατέρα γάρ καλοῦσι τόν ἄρχοντα τοῦ σκότους, τόν διάβολον, τόν ἐκ τῶν οὐρανόν πεσόντα, ὡς καί αὐτοί ὡμολόγησαν, καθώς καί ὁ Χριστός φησιν, ὅτι Ὑμεῖς ἐκ τοῦ πατρός ὑμῶν τοῦ διαβόλου ἐστε. Υἱόν δέ, τόν υἱόν τῆς ἀπωλείας, καί Πνεῦμα, τό πνεῦμα τῆς πονηρίας. Αὕτη ἐστίν ἡ τριάς τῶν ἀσεβῶν[xvi].»
Υποκρίνονταν τους Χριστιανούς, μάλιστα αυτοαποκαλούνταν ως πραγματικοί Χριστιανοί, κάτι που εφάρμοζαν και εφαρμόζουν όλοι σχεδόν οι αιρετικοί, ακόμη και σήμερα. Ερωτηθείς ένας από τους αιρετικούς, που υποκρίνονταν τον μοναχό, έδωσε τον λόγο της τοιαύτης υποκρισίας:
«ἄλλως ἐξαπατῆσαι Χριστιανόν οὐ δυνάμεθα, εἰ μή τό μοναχικόν σχῆμα ὑποκριθῶμεν, καί Χριστιανούς ἑαυτούς ὀνομάσομεν, καί τά τῶν Χριστιανῶν πάντα ποιοῦντες φαινόμεθα, καί τά τῆς Γραφῆς εἰς διδασκαλίαν προθῶμεν. Ὅτι τάς Γραφάς φέρειν δυνάμεθα, ἔστι συνεργῶν ἡμῖν ὁ ἀποστέλλων εἰς τά αὐτοῦ κηρύγματα. Χριστόν δέ οἱ άσεβεῖς ὀνομάζουσι τόν ἄρχοντα τοῦ κόσμου, ὅς ἐστιν ὁ Σατανᾶς[xvii].»
Από την απάντησή τους στην ερώτηση, από πού έμαθαν να χρησιμοποιούν τις γραφές, φαίνεται επίσης ότι διεκδικούσαν την θεοπνευστία.
Ο Ευθύμιος ανησυχούσε για την βαθειά διείσδυση των αιρετικών στις τάξεις του κλήρου και του μοναχισμού. Ίσως να επιχειρήθηκε διάβρωση της ιεραρχίας. Εντύπωση προκαλεί η έλλειψη αντίδρασης στην εξάπλωση του Βογομιλισμού, είτε από τήν εκκλησιαστική, είτε από την αυτοκρατορική αρχή, την περίοδο που εξετάζεται. Ο Τζουρίλλας, για παράδειγμα, καταδικάστηκε για βιασμό, όχι για αίρεση. Το κράτος διένυε την περίοδο αυτή ένα είδος belle époque, χωρίς τον κίνδυνο σοβαρών εξωτερικών απειλών. Αντίθετα η Εκκλησία ήταν απασχολημένη με το Σχίσμα του 1054, και το ενδιαφέρον της μονοπωλούνταν από αυτό. Ο πατριάρχης Κοσμάς Α’ ο Ιεροσολυμίτης (1075-1081) ήταν ο πρώτος που ανέλαβε κάποια πρωτοβουλία εναντίον τους.
γ. Η Επιστολή του Πατριάρχη Κοσμά Α’ Ιεροσολυμίτη
Σώζεται μία Επιστολή[xviii] με συντάκτη τον πατριάρχη Κοσμά και παραλήπτη τον μητροπολίτη Λάρισας, η οποία αναφέρεται στον τρόπο αντιμετώπισης των Βογομίλων. Ως πατριάρχης Κοσμάς αναγνωρίζεται ο Κοσμάς Α’ Ιεροσολυμίτης, διότι ο Κοσμάς Β’ Αττικός (1146-7) καταδικάστηκε από Σύνοδο ως φίλος των Βογομίλων (το θέμα θα εξεταστεί παρακάτω). Στην Επιστολή αναφέρεται ότι έγινε σύνοδος στο πατριαρχείο και αποφασίστηκε ο τρόπος αντιμετώπισης. Κάθε Κυριακή και κάθε γιορτή έπρεπε να διαβάζεται στις εκκλησίες μια σειρά αναθεμάτων, ώστε ο απληροφόρητος κόσμος και όσοι είχαν υποπέσει στην αίρεση λόγω άγνοιας, να μάθουν ότι η διδασκαλία των Βογομίλων ήταν αντίθετη με την χριστιανική πίστη. Έτσι ο κόσμος θα μπορούσε να διακρίνει την αλήθεια από το ψέμα και δεν θα θηρεύονταν από τους αιρετικούς διδασκάλους.
Η Επιστολή αποτέλεσε πηγή για την σύνταξη του Συνοδικού του Τσάρου Βορίλου (θα εξεταστεί επίσης παρακάτω). Τα αναθέματα συμπεριλήφθηκαν αυτούσια, με διαφορετική σειρά. Σε αυτά αναγνωρίζεται ο παπα-Βογομίλος ως Μανιχαίος και καταδικάζεται (1ο ανάθεμα). Επίσης η δυαρχία που παρουσιάζεται είναι εκείνη της Επιστολής του Θεοφύλακτου και της Συγγραφής του Ευθύμιου, και όχι του Κοσμά.
Από τον παραλήπτη της επιστολής φαίνεται ότι ο Βογομιλισμός είχε διαδοθεί και στις νότιες Βαλκανικές επαρχίες. Αυτό ήταν κάτι αναμενόμενο.
δ. Ο διάλογος Περί δαιμόνων του Μιχαήλ Ψελλού
Για το επόμενο κείμενο υπάρχει σοβαρό πρόβλημα χρονολόγησης. Πρόκειται για έργο του οποίου συγγραφέας φέρεται ο Μιχαήλ Ψελλός και φέρει τον τίτλο, Τιμόθεος ή Περί δαιμόνων[xix]. Το έργο είναι σε διαλογική μορφή, κατά τα πλατωνικά πρότυπα και αποδίδεται από σύσσωμη την χειρόγραφη παράδοση στον Μιχαήλ Ψελλό. Ο εκδότης, όμως, της κριτικής έκδοσης, Paul Gautier, αμφιβάλει και το αποδίδει στον Νικόλαο Μεθώνης. Αν το έργο είναι του Μιχαήλ Ψελλού, τότε γράφτηκε το 1078 μ.Χ. Αν είναι του Νικόλαου Μεθώνης, τότε ο P. Gautier προτείνει ως ημερομηνία συγγραφής τα μέσα του ΙΒ’ αι.
Για το θέμα που μελετάται εδώ η απόδοση του κειμένου και ο χρόνος συγγραφής έχουν σημασία. Αυτό συμβαίνει διότι στο κείμενο υπάρχουν πληροφορίες για δύο θέματα, για τις οποίες η χρονολόγηση του κειμένου βοηθά να τοποθετηθούν στο ανάλογο ιστορικό πλαίσιο. Τα θέματα αυτά είναι:
α)αναφέρεται για πρώτη φορά σε ελληνική πηγή η μετριοπαθής δυαρχία, σύμφωνα με την οποία ο Σαταναήλ είναι γιος του Θεού. Αν τώρα συνυπολογιστεί ότι ενδέχεται η Ομιλία του Κοσμά να είναι μεταγενέστερη, τότε πρόκειται για την πρώτη φορά που συναντάται αυτή η πεποίθηση, γενικώς.
β)από το κείμενο φαίνεται ότι την εποχή συγγραφής του έργου λαμβάνονταν μέτρα για την καταπολέμηση της αίρεσης από τις κρατικές αρχές. Πότε, όμως, έγινε αυτό; Την εποχή που ο πατριάρχης Κοσμάς Α’ έλαβε ποιμαντικά μέτρα εναντίον του Βογομιλισμού ή την εποχή της βασιλείας του Μανουήλ Α’, όταν στην Κωνσταντινούπολη υπήρχε «πυρετός» διώξεων εναντίον τους;
Αν το έργο είναι του Ψελλού σύμφωνα με την χειρόγραφη παράδοση, τότε αυτά τα γεγονότα μετατοπίζονται χρονικά, περισσότερο από μισό αιώνα.
Το έργο είναι γραμμένο σε διαλογική μορφή. Τα δύο πρόσωπα του διαλόγου είναι ο ανώνυμος Θραξ και ο Τιμόθεος. Ο Θραξ επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη μετά από απουσία δύο ετών, και διηγείται στον Τιμόθεο, αυτά που είδε κι έμαθε στο ενδιάμεσο διάστημα. Ο λόγος της απουσίας του ήταν διορισμένη αποστολή στην πόλη της Ελασσόνας της Θεσσαλίας, για την σύλληψη των τοπικών αιρετικών αρχηγών. Η αίρεση στην οποία αναφέρεται είναι αναμφίβολα οι Βογομίλοι, αλλά παρουσιάζεται ως ευρύτερη και συνυπολογίζονται και οι Μεσσαλιανοί. Η αποστολή δεν ολοκληρώθηκε εξαιτίας αντιδράσεων από τους ντόπιους. Ως πηγή πληροφόρησης των σχετικών με την αίρεση εμφανίζεται κάποιος μοναχός Μάρκος Μεσοποταμίτης[xx]. Στα παλαιότερα χειρόγραφα εμφανίζεται κάποιο σχόλιο, που αναφέρει ότι ο εν λόγω Μάρκος καταγόταν από την Θήβα και αρχικά ήταν Βογομίλος διδάσκαλος, αλλά μετανόησε κι έγινε Ορθόδοξος[xxi].
Ως τόπος συνάντησης με τον Μάρκο αναφέρεται η Χερσόνησος. Έχει προταθεί η θρακική χερσόνησος, αλλά με την λέξη εννοείται η Ελλάδα. Πιθανότερο είναι η συνάντηση να έγινε κάπου μεταξύ Ελασσόνας και Θηβών. Αναφέρεται ότι κάποιος Μιχαήλ Μεσοποταμιτης ήταν ανώτερος κρατικός λειτουργός του θέματος της Ελλάδος, στις αρχές του ΙΒ’ αι[xxii]. Αυτό σημαίνει ότι ο διάλογος δεν είναι εντελώς φανταστικός, αλλά αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα. Επίσης, στηρίζει την άποψη που αποδίδει το κείμενο στον Νικόλαο Μεθώνης και τοποθετεί τα γεγονότα στο μέσο περίπου του ΙΒ’ αι.
Οι αιρετικοί εξαρχής ονομάζονται Ευχίτες ή Ενθουσιαστές:
« Εὐχίτας αὐτούς καί Ἐνθουσιαστάς οἱ πολλοί καλοῦσιν[xxiii].»
Στην συνέχεια ο Θραξ εξηγεί ότι πρόκειται για Μανιχαίους:
«Ἔχει μέν τό παλαμναῖον τοῦτο δόγμα παρά Μάνεντος τοῦ μανέντος τάς ἀφορμάς[xxiv].»
Η διδασκαλία τους δεν ακολουθεί κατά πόδας αυτήν του Μάνη, περιέχει καινοτομίες διότι εισάγουν και τρίτη αρχή:
«Εὐχίταις δέ τούτοις τοῖς κακοδαίμοσι καί ἑτέρα τις ἀρχή προσελήφθη τρίτη˙ πατήρ γάρ αὐτοῖς υἱοί τε δύο, πρεσβύτερος καί νεώτερος, αἱ ἀρχαί, ὧν τῷ μέν πατρί τά ὑπερκόσμια μόνα, τῷ δέ νεωτέρῳ τῶν υἱῶν τά οὐράνια, θατέρῳ δέ τῷ πρεσβυτέρῳ τῶν ἐγκοσμίων ἀποτετάχασιν, ὅ κατά μηδέν ἐστι τῆς ἑλληνικῆς μυθολογίας ἀπολειπόμενον, κατά τό τριχθά δέ πάντα δέδασται[xxv]».
Εδώ λοιπόν εμφανίζεται μια δυαρχία διαφορετική από όσες αναφέρθηκαν μέχρι τώρα στις πηγές, εκτός της περιπτώσεως του Κοσμά, που είναι αμφίβολης χρονολόγησης. Ο επουράνιος Πατήρ έχει δύο υιούς, κατά τους αιρετικούς, εκ των οποίων ο δεύτερος είναι ο Σαταναήλ, δημιουργός του υλικού κόσμου. Ως προς την στάση τους απέναντι στην τριάδα, οι αιρετικοί χωρίζονται από τον Θράκα σε τρεις κατηγορίες:
«Ταύτην δέ την σαθράν ὑποβάθραν ὑποθέντες οἱ σαθροί τάς φρένας τό μέν μέχρι ταύτης εἰσίν ἀλλήλοις ὁμόφρονες, τό δ’ ἐντεῦθεν τριχῆ ταῖς γνώμαις διΐστανται. Οἰ μέν γάρ τούτων νέμουσιν ἀμφοῖν τοῖν υἱοῖν τό σέβας˙ κἄν γάρ πρός ἀλλήλους διαφέρεσθαί φασιν νῦν, ἀλλ’ ὅμως ἄμφω σεβαστέον ὡς ἐκ πατρός ἑνός καταλλαγησομένους ἐπί τοῦ μέλλοντος. Οἰ δέ θατέρῳ τῷ νεωτέρῳ λατρεύουσιν, ὡς τῆς κρείττονος καί ὑπερκειμένης μερίδος κατάρχοντι, τόν πρεσβύτερον οὐκ ἀτιμάζοντες μέν, φυλαττόμενοι δ’ αυτόν ὡς κακοποιῆσαι δυνάμενον. Οἱ δέ χείρους αὐτῶν τήν ἀσέβειαν τοῦ μέν οὐρανίου διϊστῶσιν ἑαυτούς ἐπί πᾶν, αὐτόν δέ μόνον τόν ἐπίγειον Σαταναήλ ἐνστερνίζονται, τῶν τε ὀνομάτων τοῖς εὐφημοτέροις ἀποσεμνύνοντες πρωτότοκον τόν ἀλλότριον ἐκ πατρός καλοῦσι, φυτῶν τε καί ζώων καί τῶν λοιπῶν συνθέτων δημιουργόν τόν φθοροποιόν καί ὀλέθριον[xxvi].»
Μέσα από αυτή την κατηγοριοποίηση φαίνεται ξεκάθαρα, ότι στις τάξεις των Βογομίλων υπάρχει διάσταση απόψεων, η οποία θα οδηγήσει αργότερα σε σχίσμα. Από τις δύο ομάδες, η μια δέχεται και λατρεύει και τους δυο υιούς. Με αυτήν την μορφή βέβαια δεν έχει καταγραφεί βογομιλικό δόγμα, αλλά είναι πιθανό να οφείλεται στις ελλειπείς γνώσεις του Ψελλού για τους Βογομίλους, όπως δέχονται και οι περισσότεροι[xxvii]. Αυτό που περιγράφεται είναι η ύστερη μετριοπαθής δυαρχία. Η δεύτερη λατρεύει μόνο τον Σαταναήλ και είναι η αρχική μετριοπαθής δυαρχία, στην οποία υπάρχουν δύο αρχές, αλλά η πονηρή αρχή κατασκεύασε μόνο τον υλικό κόσμο. Αυτή, μέσα από την περιγραφή του Ψελλού παρουσιάζεται ως σατανισμός.
Η τρίτη κατηγορία, στην οποία λατρεύεται ο νεώτερος υιός, και όχι ο Σαταναήλ διότι μπορεί να κακοποιήσει, δεν είναι βογομιλισμός. Πιθανότατα, πρόκειται για τους Ευχίτες ή Ενθουσιαστές, από τους οποίους δανείζεται ο Ψελλός την ονομασία.
Ο Τιμόθεος αναρωτιέται γιατί κάποιος άνθρωπος θα επέλεγε να λατρέψει τον Σατανά. Η απάντηση του Θράκα είναι η εξής:
«Πόθεν ἄλλοθεν, ὦ Τιμόθεε, ἤ καί αὐτός ὁ τοῦ ψεύδους ἄρχων ταῦτα περιαυτολογῶν τῶν ἀνοήτων ἀπατᾷ τάς γνώμας; Ὁ γάρ τόν αὐτοῦ θρόνον θεῖναι ἐπί τῶν νεφελῶν καυχώμενος καί ἔσεσθαι ὅμοιος τῷ ὑψίστῳ λέγων καί διά τοῦτο καί ἔκπτωτος καί σκότος γενόμενος, αὐτός οὗτος τούτοις ἐμφανιζόμενος υἱόν Θεοῦ πρωτότοκον ἑαυτόν ἀναγγέλει καί τῶν ἐπιγείων ἁπάντων δημιουργόν, ἄγειν τε καί φέρειν τό ἐγκόσμιον πᾶν, καί οὕτω τήν ἑκάστου ἄνοιαν μετιών φενακίζει τούς ἄφρονας, οὕς δέον, κατά νοῦν λαβόντας ὡς ἀλαζών καί ψεύδους ἀρχηγός ἐστι, καταγελάσαι κομπάζοντος. Οἱ δέ οὐχ οὕτως, ἀλλά πείθονται ταῦτα λέγοντι καί ἄγονται καθάπερ βόες ἀπό ῥινῶν[xxviii].»
Στην συνέχεια ο Τιμόθεος αναρωτιέται, αν απολαμβάνουν κάποιο κέρδος από την σατανολατρεία τους. Ο Θράκας απαντά:
«Κέρδους μέν οὐκ οἶδ’ εἴ τοῦ παραπολαύουσιν, ἀλλ’ οἶμαι ὡς οὐδενός˙ χρυσόν μέν γάρ καί κτήσεις καί τό παρ’ ἀνθρώποις δοξάριον, εἰ καί παρέχειν ἐπαγγέλεται τά δαιμόνια, πλήν οὐχ οἷά τέ ἐστι διδόναι, μηδενός κρατοῦντα˙ φαντάσματα δέ τοῖς τελουμενοις ἐμποιεῖ ποικίλα καί ἔξαλλα, ἅς θεοπτίας οἱ θεοστυγοῖς καλοῦσιν. Ὧν βουλομένοις γίνεσθαι θεαταῖς, ἰού, ἰού, πόσα μέν αὐτοῖς τῶν αἰσχρῶν τελεῖται, πόσα δέ τῶν ἀρρήτων καί μυσαρῶν˙ ἅπαν γάρ ἔννομον παρ’ ἡμῖν ῥητόν τε δόγμα πρακτόν τε ἔργον ἀθετοῦντες λυττῶσι καί πρός αὐτούς τούς φυσικούς ἀθετοῦντές εἰσι νόμους Καί τάς παροινίας αὐτῶν εἰς γραφήν ἀνεῖναι μόνης ἄν εἴη τῆς Ἀρχιλόχου βδελυρίας ἔργον˙ οἶμαι δέ κἀκεῖνον, εἰ παρῆν, ὀκνήσειν ἀξιῶσαι μνήμης ὄργια κατάπτυστα καί ἐξάγιστα, μήτε Ἑλλάδος, μήτε βαρβάρου γῆς γενόμενα πώποτε. Ποῦ γάρ καί πότε καί παρά τίσιν ἤκουσταί που τῆς ὑγράς καί τῆς ξηρᾶς ἀπογεύσασθαι περιττώματος ἄνθρωπον, τίμιον ζῷον καί ἱερόν; Ὅ μηδέ τούς λυττῶντας θῆρας καρτερήσειν οἶμαι. Ἀλλ’ ὅμως τοῖς κακοδαίμοσι τούτοις προτελεῖται τοῦτο[xxix].»
Ερώτημα γεννάται, αν αναπτυσσόμενη κατωτέρω δαιμονολογία, είναι των Βογομίλων ή αν εκτίθεται με αφορμή την γνωριμία με την αίρεση και τις σατανιστικές τελετές τους. Γενικά, στις εργασίες των ιστορικών επί του θέματος υπάρχει η εντύπωση ότι η δαιμονολογία είναι μια γενικά επικρατούσα ιδεολογία του μεσαιωνικού κόσμου. Αποδέχονται συμφωνία Ορθοδόξων και αιρετικών επί του θέματος. Η άποψή τους βέβαια καθορίζεται από την «ορθολογιστική» άρνηση της ύπαρξης των δαιμόνων, οπότε θεωρούν ότι η συμφωνία εκφράζει γι’ αυτούς την αποδοχή και από τα δύο μέρη της ύπαρξης[xxx]. Προχωρώντας ακόμη κάποιοι υπέθεσαν ότι ο δαιμονικός κόσμος που περιγράφεται στο έργο είναι επηρεασμένος από χαλδαϊκές απόψεις, τις οποίες γνώρισε ο Ψελλός μέσω των νεοπλατωνικών σπουδών του[xxxi]. Ο Christian Zervos[xxxii] έδειξε ότι η διδασκαλία μεσσαλιανική.
Ένα ακόμη ερώτημα προκύπτει για το αν οι αιρετικοί ακολουθούσαν όλες τις σατανιστικές τελετές, οι οποίες περιγράφονται. Την απάντηση σ’ αυτό δίνει ο μοναχός Μάρκος απολογούμενος:
«Οὐκ ἐγώ» ἧ δ ὅς ὁ Μάρκος, «ἀλλ’ οὐδ’ἄλλος, οἶμαι, ὅτῳ καί μετρίως μέτεστι νοῦ, τοῖς ἐπαράτοις προσανέσχε τούτοις˙ γόητες δέ μᾶλλον καί ἀποφράδες ἄνδρες ταῦτα μειλίσσονται. Ἡμῶν δέ ὅσοι τῶν ἀθεμίτων ἔργων ἀπείχοντο θεραπεύοντες ἧμεν μάλιστα τά ἀέρια καί ταῖς εἰς αὐτά θυσίαις ἀπηυχόμεθα παρεισφρῆσαί τι δαιμόνιον ὑποχθόνιον˙ εἰ γάρ ἔτχέ τι τοιοῦτον παραδυέν πρός τό δεῖμα ἐμποιεῖν, καί λίθοις καταλεῦον ἧν˙ ἴδιον γάρ τῶν ὑποχθονίων τοῦτο καί καταλεύειν τούς προστυχόντας βολαῖς ἀδρανέσι σφόδρα. Διά τοῦτο καί τήν ἔντευξιν τούτων ἀποτρεπόμεθα[xxxiii].»
Απαντά δηλαδή ότι κανείς λογικός άνθρωπος δεν λατρεύει τα υποχθόνια δαιμόνια, εκτός από τους μάγους, οι οποίοι απεύθυναν την λατρεία τους στα αέρια. Αν κατά την διάρκεια της λατρείας παρεισέφρεε κανένα υποχθόνιο το έδιωχναν με πέτρες. Όπως φαίνεται από την απάντηση, αυτοί λάτρευαν τα δαιμόνια του αέρα. Η αμέσως επόμενη φυσική ερώτηση είναι, τί ήταν αυτό που τους εξωθούσε στην λατρεία των δαιμονίων του αέρα. Και η απάντηση του Μάρκου:
«Οὐδέν τί γε», ἔφην, «ὧ γενναῖε, χρηστόν, ὅτι καί τά τούτων περιαυτολογία καί τύφος ἀπάτη τε καί φαντασία διάκενος. Ἀφικνοῦνται μέν γάρ ἀπ’ αὐτῶν ἐπί τούς θρησκεύοντας αὐγαί πυρώδεις, οἷαν δή τινες αἱ τῶν διᾳττόντων ὑποδρομαί, ἅς θεοπτίας αἱ μεμηνόντες ἀξιοῦσι καλεῖν, οὐδέν ἐχούσας ἀληθές, οὐδ’ ἑστηκός, οὐδέ βέβαιον – τί γάρ ἐν δαίμοσιν ἐζοφωμένοις οὗσι φωτοειδές; › ἀλλά παίγνια τούτων οὔσας, οἷα τά ἐν ταῖς τῶν ὀμμάτων παραγωγαῖς ἤ τά παρά τῶν καλουμένων θαυματοποιῶν ἐπ’ ἐξαπάτῃ τῶν ὁρώντων γινόμενα[xxxiv].»
Εξαπατούνταν, δηλαδή, οι αιρετικοί δια της απάτης των οφθαλμών, με οράματα και φαντασίες πυροειδείς, όχι φωτοειδείς, εφόσον στους ζοφώδεις δαίμονες δεν μπορεί να υπάρξει ο,τιδήποτε φωτεινό. Καλούσαν τις οφθαλμαπάτες θεοπτίες. Η επόμενη ερώτηση αφορά την δυνατότητα αίσθησης των δαιμόνων. Ο Μάρκος απαντά ότι όχι το νεύρο ή ο μυς, αλλά το πνεύμα αισθάνεται:
«Καί τό δαιμόνιον ἄρα πνεῦμα δι’ ὄλου ὄν κατά φύσιν αἰσθητικόν κατά πᾶν ἑαυτοῦ μέρος ἀμέσως ὁρᾷ τε καί ἀκούει καί τά τῆς ἁφῆς ὑπομένει πάθη καί διαιρούμενον ὀδυνᾶται κατά τῶν σωμάτων στερεά. Ταύτῃ τούτων διενεγκόν, ὅτι τά μέν ἄλλα τῶν διαιρεθέντων μόλις ἤ οὐδαμῶς οὐλοῦται, τό δέ διαρούμενον εὐθύς συμφύεται αὖ, καθάπερ ἀέρος ἠ ὕδατος μόρια μεταξύ τινος ἐμπίπτοντος στερεοῦ. … Διό καί τάς ἀκμάς των σιδηρίων δέδοικε καί πεφόβηται, καί τοῦτ’ εἰδότες οἱ τούς άποτροπιασμούς τεχναζόμενοι βελόνας ἤ μαχαίρας, οἷ ἄν μή προσπελάζειν ἐθέλωσι…[xxxv].»
Ο Ψελλός δεν εξετάζει και δεν αναφέρει άλλα δόγματα των αιρετικών. Περιορίζεται μόνο στην δαιμονολογία τους. Παρότι όλοι οι βυζαντινοί συγγραφείς συμφωνούν στην δαιμονική προέλευση της διδασκαλίας τους, μόνο στο παρόν κείμενο περιγράφεται εν εκτάσει, γι’ αυτό και είναι ιδαίτερης σημασίας μαρτυρία.
Νεκροταφείο Βογομίλων έξω από τη Χαλκηδόνα
στην Περιφερειακή Ενότητα Θεσσαλονίκης
ε. Η εποχή του Αλέξιου Α’ Κομνηνού
Την ίδια εποχή (1078) ομάδες Βογομίλων συμμετείχαν στις αναταραχές των Παυλικιανών. Αναφέρεται κάποιος Παυλικιανός Λέκας, ο οποίος νυμφεύτηκε γυναίκα καταγόμενη από τους Πατζινάκες. Αυτός εξώθησε σε επανάσταση του κατοίκους της Σόφιας και της Ναϊσσού. Μαζί του συμμάχησε κάποιος Δοβρόμηρος και ξεσήκωσε τους κατοίκους της Μεσημβρίας. Ένα από τα θύματα της εξέγερσης ήταν και ο επίσκοπος Σαρδικής Μιχαήλ. Η συσχέτιση του Δοβρόμηρου με τους Βογομίλους γίνεται από πολλούς ιστορικούς[xxxvi], εξαιτίας του σλαβικού ονόματός του. Ο D. Obolensky διαφωνεί επί τη βάσει, ότι οι ένοπλες διαμάχες ήταν προσφιλείς στους Παυλικιανούς[xxxvii].
«Λέκας δέ τις ἀπό Παυλικιανῶν Φιλιππουπόλεως ὡρμημένος ἐκ Ἐπιγαμβρίας ηὐτομόλησε τοῖς Πατζινάκοις, καί τούτοις συμφρονῶν τῇ Ῥωμαίων ἠπείλει τά φοβερότατα. ἀλλά καί Δοβρομηρός τις ἐν Μεσημβρίᾳ διακυκῶν. καί τῷ βασιλεί άντᾶραι μελετῶντες, δείσαντες καί τοῖς τῶν ἄλλων σωφρονισθέντες κακοῖς, πρό τῆς πείρας δουλικῷ ζηγῷ τούς αὐχένας ὑπέκλιναν καί προςῆλθον ἱκέται αὐτόμολοι. τότε δή καί ὁ Λέκας τόν ἐπίσκοπον Σαρδικῆς Μιχαήλ τά τοῦ βασιλέως φρονοῦντα καί τήν πόλιν αὐτό τοῦτο ποιεῖν παραινοῦντα ἀνεῖλε, τήν θείαν καί ἱερατικήν στολήν ἀμπεχόμενον[xxxviii].»
Την εξέγερση αντιμετώπισε ο στρατηγός και μετέπειτα αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός. Οι αρχηγοί μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Ελευθερώθηκαν το 1080 μ.Χ. και έλαβαν δώρα, ύστερα από την υποταγή τους. Οι λόγοι είναι άγνωστοι, αλλά ενδέχεται ο αυτοκράτορας να ήθελε να δώσει παράδειγμα της φιλανθρωπίας και της μεγαλοψυχίας του απέναντι στους μετανοούντες.
Αυτή η πρώτη επαφή του αυτοκράτορα Αλέξιου Α’ Κομνηνού με τους αιρετικούς, υπήρξε αναγνωριστική. Τον βοήθησε να εκτιμήσει τον κίνδυνο, ο οποίος ελλόχευε στην τάση τους για συσπείρωση και αυτονομία. Όταν αργότερα κλήθηκε να αντιμετωπίσει πλήθος εξωτερικών και εσωτερικών κινδύνων, σε όλη την έκταση των συνόρων, στις επαρχίες και στην ίδια την βασιλεύουσα, η στάση του απέναντί τους έλαβε δύο ακραίες θέσεις. Αρχικά, έδειξε ανοχή και τους περιέλαβε στο στράτευμα. Όταν αργότερα αυτομόλησαν, δείχνοντας ότι ούτε η πολιτική της μετακίνησης πληθυσμών των προκατόχων του είχε μακροπρόθεσμα αποτελέσματα, ούτε η δική του πολιτική συνεργασίας, αναγκάστηκε να τους αντιμετωπίσει ως εχθρούς του κράτους. Βέβαια, θα μπορούσε ν’ αντιτείνει κανείς ότι η στάση αυτή ήταν χαρακτηριστική των Παυλικιανών και όχι των Βογομίλων. Πέρα κάποιας εθνικιστικής συμπάθειας προς την βουλγαρική προέλευση της αίρεσης, η παραπάνω σκέψη κρύβει πολύ αφέλεια και ο Αλέξιος δεν είχε την πολυτέλεια να φέρεται σαν αφελής. Οι Βογομίλοι αναπτύσσονταν στις ίδιες επαρχίες με τους Παυλικιανούς, συχνές εστίες εξέγερσης. Εμφάνιζαν τις ίδιες τάσεις αυτοπροσδιορισμού και αποστασιοποίησης από τους Ρωμαίους και μόλις λίγες δεκαετίες πρωτύτερα είχαν προκαλέσει σοβαρά προβλήματα με τις επιδρομές και τις λεηλασίες τους. Για τον Αλέξιο, λοιπόν, ο Βογομιλισμός ήταν εν δυνάμει εχθρός, εφόσον οι ίδιοι οι Βογομίλοι αρνούνταν να συμπεριφερθούν ως έννομοι πολίτες της αυτοκρατορίες.
Παρόλα αυτά δεν επιδόθηκε σε σταυροφορία εναντίον όπως συνέβη στην Δύση. Αντιμετώπισε προληπτικά την επέκτασή τους στην ίδιαν την Κωνσταντινούπολη. Από την περίοδο της βασιλείας του έχουμε δυο σημαντικές ιστορικές μαρτυρίες, το ιστορικό έργο της κόρης του Άννας Κομνηνής καί το θεολογικό του Ευθύμιου Ζιγαβηνού.
στ’. Η περίπτωση του αρχηγού της αίρεσης Βασιλείου
Η Άννα Κομνηνή (1083-1153) έγραψε την βιογραφία του πατέρα της αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό του, μετά την αποτυχημένη προσπάθεια να ρίξει από τον θρόνο τον αδελφό της Ιωάννη και ν’ ανεβάσει τον άντρα της Νικηφόρο Βρυέννιο. Μετά τον θάνατο του συζύγου της το 1137 μ.Χ. αποσύρθηκε στην Μονή της Κεχαριτωμένης. Εκεί συνέγραψε την Αλεξιάδα μεταξύ των ετών 1137-1148. Σε αυτήν αποτυπώνει τις γνώσεις της για τους Βογομίλους, σαν να είναι πρωτοφανής αίρεση:
«Μετά δέ ταῦτα ἔτους διιπεύοντος […] τῆς βασιλείας αὐτοῦ μέγιστον ἐπεγείρεται νέφος αἱρετικῶν, καί τό τῆς αἱρέσεως εἶδος καινόν, μήπω πρότερον ἐγνωσμένον τῇ ἐκκλησίᾳ. δύο γάρ δόγματα συνηλθέτην κάκιστα και φαυλότατα ἐγνωσμένα τοῖς πάλαι χρόνοις, Μανιχαίων τέ, ὡς ἄν τις εἴποι, δυσσέβεια, ἥν καί Παυλικιανῶν αἵρεσιν εἴποιμεν, καί Μασσαλιανῶν βδελυρία. τοῦτον δέ ἐστι τό τῶν Βογομίλων δόγμα, ἐκ Μασσαλιανῶν καί Μανιχαίων συγκείμενον, καί ὡς ἔοικεν, ἧν μέν κἀν τοῖς πρό τοὐμοῦ πατρός χρόνοις, ἐλάνθανε δέ˙»
Ωποσδήποτε ο Βογομιλισμός δεν ήταν νεοφανής στην αυτοκρατορία. Η Άννα Κομνηνή θέλει να δώσει έμφαση στην μυστικοπάθεια και την υποκρισία τους:
«δεινότατον γάρ <τό> τῶν Βογομίλων γένος ἀρετήν υποκρίνασθαι. καί τρίχαν μέν κοσμικήν οὐκ ἄν ἴδοις βογομιλίζουσαν, κέκρυπται δέ τό κακόν ὑπό μανδύαν καί τό κουκούλιον. καί ἐσκυθρώπακεν ὁ Βογομιλος καί μέχρι ῥινός σκέπεται καί κεκυφώς βαδίζει καί ὑποψιθυρίζει τό στόμα, τἄνδοθι δέ λύκος ἐστίν ἀκάθεκτος[xxxix].»
Εκείνη την εποχή η Κωνσταντινούπολη γνώρισε την δράση του βογομίλου μοναχού Βασιλείου:
«ὡς δέ ἡ τῶν Βογομίλων ἁπανταχοῦ ἤδη διεσπάρετο φήμη (Βασίλειος γάρ τις μοναχός πολυτροπώτατος μεταχειρίσασθαι τήν Βογομίλων ἀσέβειαν, δώδεκα μέν ἔχων μαθητάς, οὕς καί ἀποστόλους ὠνόμαζε, συνεφελκόμενος δέ καί μαθητρίας τινάς, γύναια κακοήθη καί παμπόνηρα, ἐφήπλωσε τήν κακίαν ἀπανταχοῦ) καί πολλάς ψυχάς δίκην πυρός ἐπενείματο τό κακόν, οὐκ ἠνείχετο ἡ τοῦ βασιλέως ψυχή τοῦτο καί διερευνᾷ τά περί τῆς αἱρέσεως[xl].»
Ξεσκέπασμα και σύλληψη
Για το ξεσκέπασμα της αίρεσης ο Αλέξιος εφάρμοσε έξυπνο τέχνασμα. Αφού ερεύνησε κι έμαθε, ότι ο αρχηγός των αιρετικών ήταν ο εν λόγω Βασίλειος τον κάλεσε στο παλάτι. Στην συνέχεια τον παρέλαβε στα ιδιαίτερα διαμερίσματά του και προσποιήθηκε σε κατ’ ιδίαν συζήτηση ότι ενδιαφέρεται να μάθει τα κακόδοξα δόγματα. Ζαλισμένος από τους επαίνους του βασιλέως ο Βασίλειος, ομολόγησε τα πάντα. Πίσω από παραπέτασμα βρισκόταν κρυμμένος ο γραμματικός Νικόλαος, ο οποίος κατέγραφε την συζήτηση. Όταν ο Αλέξιος θεώρησε ότι είχε ακούσει αρκετά κατέβασε το παραπέτασμα και φανερώθηκε ο γραμματικός και εκπρόσωποι της συγκλήτου, του στρατού και της εκκλησίας.
Ο Βασίλειος οδηγήθηκε στο κρατητήριο και διατάχθηκε η σύλληψη των μαθητών του. Φαίνεται ότι οι συλλήψεις γινόταν κατόπιν καταγγελίας. Πολλοί από τους συλληφθέντες ήταν συκοφαντημένοι Ορθόδοξοι. Από την άλλη, πολλοί Βογομίλοι παρίσταναν τους Ορθοδόξους. Ο Αλέξιος εφάρμοσε καινούργιο τέχνασμα και διαχώρισε τους Ορθοδόξους από τους Βογομίλους[xli]. Οι αιρετικοί φυλακίστηκαν, ξεχωριστά οι ψευτο-απόστολοι από τους πιστούς. Ο αυτοκράτορας διέταξε να κατηχηθούν στην Ορθοδοξία, και οργανώθηκαν από την Εκκλησία κατηχητικά μαθήματα. Ταυτόχρονα με υποσχέσεις και δώρα κατάφερε να οδηγήσει σε μετάνοια πολλούς από αυτούς, οπότε και απολύθηκαν:
«Καί τινές μέν τούτων μετέβαλον ἐπί τό βέλτιον καί τῆς φρουρᾶς ἀπελύθησαν, οἱ δέ τῇ σφῶν ἐναπέθανον αἱρέσει ἐν εἱρκταῖς κατεχόμενοι, τροφῆς μέντοι καί ἀμφίων δαψιλῆ τήν χορηγίαν ἔχοντες[xlii].»
Η εκτέλεση
Η περιγραφή δείχνει ότι προχώρησαν σε απεργία πείνας. Ο Βασίλειος καταδικάστηκε στον δια πυρός θάνατο. Η μαρτυρία της Άννας Κομνηνής, ότι ο πατριάρχης συνήνεσε στην εκτέλεση του Βασιλείου δεν διασταυρώνεται και είναι ανακριβής. Σύμφωνα με τον μεγάλο κανονολόγο του ΙΒ’ αι. ο μόνος Ορθόδοξος πατριάρχης, ο οποίος συνήνεσε σε εκτέλεση αιρετικού ήταν ο Μιχαήλ Β’ Οξείτης ή Κούρκουας (1143-1146) ενάντια στους εκκλησιαστικούς κανόνες:
«Μή γοῦν θαυμάσῃς ὅτι ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει σύνοδος ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ ἀγιωτάτου πατριάρχου κυρίου Μιχαήλ τοῦ Οξείτ. διέγνω, καί ἐπέτρεψε καυθῆναι Βωγομίλους. Εἰκός γάρ ἐστι μή τρακταισθῆναι τότε τούς νόμους, καί μᾶλλον ὅτι τότε ἀμεταθέτως ἔχοντες τῆς οἰκείας αἱρέσεως οἱ Βωγομίλοι ὡς μαρτύριον προήρπαζον τήν καῦσιν[xliii].»
Το θέμα της δια πυρός τιμωρίας θα ξανασυζητηθεί παρακάτω. Εδώ αναφέρεται για να φανεί ότι η Άννα Κομνηνή ενδέχεται να έμπλεξε (ίσως και σκόπιμα) τον πατριάρχη Νικόλαο Γραμματικό (1084-1111) για να δώσει προηγούμενο στην συναίνεση του Μιχαήλ Β’ Οξείτη. Το έργο της γράφτηκε την περίοδο της πατριαρχείας του δευτέρου. Αυτό μπορεί να διαπιστωθεί και από την τοποθέτηση της δίκης του Βασιλείου προς το τέλος της βασιλείας του Αλέξιου. Αυτό είναι επίσης ανακριβές, διότι τα δύο πρόσωπα που αναφέρονται, ο πατριάρχης Νικόλαος Γραμματικός και ο Σεβαστοκράτωρ Ισαάκ πέθαναν πολύ πριν την λήξη της βασιλείας του Αλέξιου. Ειδικά ο Ισαάκ πέθανε το 1103[xliv], οπότε η δίκη πρέπει να έγινε πριν από αυτήν την ημερομηνία. Ο Ζωναράς τοποθετεί την δίκη μετά το πέρασμα της Α’ Σταυροφορίας το 1097:
«ἀλλά οὕτω μέν τά τοῦ ἔθνους ἔσχον τῶν Φράγγων συντετμημένως εἰπεῖν˙ αἵρεσις δέ τις κατά τους χρόνους τούτους ἀναπέφηνε μυσαρά ἡ τῶν Βογομίλων. τῆς δέ τοιαύτης αἱρέσεως κῆρυξ ἧν καί μέγας διδάσκαλος καί προβολεύς τῶν παρ’ αὐτοῖς ἀποστόλων Βασίλειός τις λεγόμενος ἰατρός, σχῆμα περικείμενος μοναχοῦ, αὐτόν δ’ ἐκεῖνον ἐνδεδυμένος τόν σατανᾶν[xlv].»
Την επαγγελματική ιδιότητα του Βασιλείου ως ιατρού, επιβεβαιώνει και ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός:
«Βασίλειος ἧν οὗτος ὁ ἰατρός, ἀνήρ ὀλέθριος μᾶλλον, καί λοιμός, καί φθορᾶς μεστός, καί πάσης κακίας ὄργανον[xlvi].»
Επίσης μας πλροφορεί ότι δίδασκε στην Κωνσταντινούπολη ήδη υπέρ την τεσσαρακονταετία[xlvii], που σημαίνει ότι την εποχή της σύλληψής του ήταν ήδη γέρος. Ο Ζιγαβηνός τον ονομάζει «κρονόληρον γέροντα». Συνεπώς η έναρξη της δράσης του συμπίπτει με τον εντοπισμό των Βογομίλων και την αναφορά του Ευθύμιου μοναχού της Μονής Περιβλέπτου.
Η εκτέλεση του Βασιλείου έγινε στον ιππόδρομο. Το πλήθος απαίτησε την εκτέλεση και των υπόλοιπων αιρετικών, αλλά ο αυτοκράτορας δεν συνήνεσε:
«τόν δέ ὑπόλοιπον ἀριθμόν, ὅσοι τῆς ἀπωλείας ἧσαν τοῦ Βασιλείου, σφαδάζοντος τοῦ παρεστηκότος λαού καί βιαζομένου ἐπιρρίψειν καί αὐτούς τῷ πυρί, ὁ αὐτοκράτωρ οὐ συνεχώρησεν ἐγκλεισθῆναι κελεύσας ἐν ταῖς τῶν μεγίστων ἀνακτόρων στοαῖς καί τοῖς περιδρόμοις[xlviii].»
Κατά την αναφορά της Άννας Κομνηνής η αίρεση είχε εισβάλει ακόμη και στις οικείες των ευγενών της Πόλης. «καί γάρ ἐνεβάθυνε τό κακόν καί εἰς οἰκίας μεγίστας καί πολλού πλήθυς ἥψατο τό δεινόν[xlix]». Ο Yuri Stoyanov[l] πρότεινε ως εξήγηση του φαινομένου τις επιγαμίες μεταξύ Βουλγάρων και Ρωμαίων ευγενών. Αυτό για να τεκμηριωθεί πρέπει ν’ αποδειχθεί ότι πράγματι η Βουλγαρική δυναστεία είχε ενδώσει στον βογομιλικό προσηλυτισμό. Η απλή συμπάθεια προς τους Βογομίλους δεν είναι αρκετή εξήγηση. Ωστόσο δεν υπάρχει κάποια καλύτερη από πλευράς ιστορικών.
Ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός πρέπει να ήταν ο θεολόγος, ο οποίος ανέκρινε τον Βασίλειο. Κατέγραψε τις πληροφορίες που συνέλεξε στην Διήγηση[li], κείμενο το οποίο υπάρχει σε ένα μόνο χειρόγραφο στην Ουτρέχτη. Στην συνέχεια διευθέτησε το υλικό του στην Πνευματική Πανοπλία, επιβεβαιώνοντας έτσι τις ήδη παρασχόμενες πληροφορίες του Ευθύμιου της Μονής Περιβλέπτου. Η λόγια Άννα Κομνηνή επιβεβαίωσε την πιστή μεταφορά της καταγραφής της ανάκρισης[lii]. Η γνώσεις τους, λοιπόν, για την αίρεση αυτή ήταν ακριβείς[liii], παρά τις προσπάθειες που κατέβαλαν οι ίδιοι οι Βογομίλοι, για να κρατήσουν την διδασκαλία τους μυστική. Ενδιαφέρουσα είναι η πληροφορία, ότι αναθεμάτιζαν όλους τους αυτοκράτορες εκτός των εικονομάχων[liv]. Προφανώς αυτή ήταν μια παραδοσιακή στάση, την οποία κληρονόμησαν από τους Παυλικιανούς. Περισσότερα θα συζητηθούν στο κεφάλαιο της διδασκαλίας τους, καθότι στην Δογματική Πανοπλία δεν υπάρχουν άλλα ιστορικά στοιχεία, τα οποία να συμπληρώνουν όσα ήδη αναφέρθηκαν.
ζ. Σύνοδοι κατά Βογομίλων – Κωνσταντίνος Χρυσόμαλλος
Μετά την δίκη του Βασιλείου ακολουθεί περίοδος ηρεμίας σε ο,τι αφορά την αίρεση του Βογομιλισμού στην αυτοκρατορία. Δεν υπάρχει κάποια σχετική αναφορά στις πηγές. Η περίοδος αυτή κράτησε μέχρι τον Μάιο του 1140. Λίγο πριν την έναρξη της βασιλείας του Μανουήλ Α’ Κομνηνού (1143-1180) και επί πατριαρχίας του Λέοντα Στυππή (1134-1143) έγινε η δίκη του Κωνσταντίνου Χρυσομάλλου[lv]. Η σημασία της έγκειται στο ότι αφύπνισε τις αρχές και τις κατέστησε σε επαγρύπνηση. Φάνηκε ότι η αίρεση του Βογομιλισμού δεν είχε γράψει ακόμη την τελευταία παράγραφο της ιστορίας της. Αποτέλεσμα ήταν ν’ ανακαλυφθούν κι άλλοι πυρήνες διάδοσης της, και ν’ ακολουθήσει μια σειρά από δίκες. Βασικό στοιχείο στις υποθέσεις αυτές ήταν η διδασκαλία του Χρυσομάλλου, που εξωθούσε σε αντίδραση κατά της αυτοκρατορικής εξουσίας. Η κατηγορία ήταν σοβαρή. Επειδή οι αυτοκράτορες ήταν πάντα υποψιασμένοι για πιθανούς σφετεριστές και είχαν άριστα οργανωμένο σύστημα για να τους ανακαλύπτουν, μπορούμε να πούμε με ασφάλεια, ότι αν μια παρόμοια προπαγάνδα διασπείρονταν τα παλαιότερα χρόνια θα είχε αποκαλυφθεί, άρα δεν πρέπει να κυκλοφορούσαν Βογομίλοι την παρελθούσα τεσσαρακονταετία. Το πιο πιθανό είναι ότι η δράση τους ξεκίνησε πάλι την ίδια περίοδο με τις δίκες.
Καταδίκη δύο Καππαδοκών επισκόπων
Στις 20 Αυγούστου του 1143, επί πατριαρχίας Μιχαήλ Β’ Κούρκουα (ή Οξείτη[lvi], 1143-1146), έγινε σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη[lvii], η οποία καθαίρεσε και αφόρισε δύο επισκόπους από την Μητρόπολη των Τυάνων στην ΝΑ Μικρά Ασία. Η δύο επίσκοποι εξετάστηκαν κατόπιν καταγγελίας του μητροπολίτη Τυάνων Βασιλείου. Επρόκειτο για τους Λέοντα Βαλβίσσης και Κλήμεντα Σασίμων. Στην πρώτη συνεδρίαση εξετάστηκε η κανονικότητα της χειροτονίας τους και βρέθηκε άκυρη, διότι είχαν χειροτονηθεί επίσκοποι από μόνο τον προηγούμενο μητροπολίτη Τυάνων Ιάκωβο. Θεωρήθηκαν απλοί μοναχοί. Στην δεύτερη συνεδρίαση εξετάστηκαν οι πεποιθήσεις τους, όπως βεβαιώθηκαν με μαρτυρίες. Μερικές από αυτές τις πεποιθήσεις ήταν καθαρά Βογομιλικές, ενώ άλλες μασσαλιανές. Κάποιες από τις πρακτικές τους ήταν πρωτάκουστες. Στην τρίτη συνεδρία αναθεμάτισαν οι μοναχοί πλέον Λέων και Κλήμης τις αιρετικές δοξασίες τους.
Καταδίκη του μοναχού Νύμφωνα
Η καταδίκη των Καππαδοκών επισκόπων προκάλεσε την αντίδραση κάποιου μοναχού Νύμφωνα. Αυτός κλήθηκε ενωπιον της Συνόδου για απολογία. Κατόπιν εξετάσεως βρέθηκε ομόφρονος των Βογομίλων. Δεν αναφέρονται συγκεκριμένα οι πεποιθήσεις του στο σημείωμα[lviii] που εξέδωσε η Σύνοδος. Αναφέρεται ότι φώναξε ενώπιον των ιεραρχών και των αυτοκρατορικών εκπροσώπων «ανάθεμα στον Θεό των Εβραίων» και ότι συμφωνούσε με τα δογματισθέντα από τους αιρετικούς:
«ἔκ τε γάρ τοῦ τούς ἀποβληθέντας πρό μικροῦ παρ’ ἡμῶν συνοδικῶς, ὡς ἑτεροδόξους δύο ἐπισκόπους τοῦ μητροπολίτου Τυάνων εὐσεβεῖς αὐτούς ὀνομάζειν, καί φρονῶντες ὀρθῶς, καί ἀπλῶς διά τούτου τοῦ τροπαίου ἐναντιοῦσθαι, οὐχί τῇ συνόδῳ καί μόνῃ, ἀλλά καί πάσῃ τῇ δογματικῇ ἐκκλησιᾳ τῇ τά παρ’ ἐκείνων δογματισθέντα ὡς ἀσεβῆ ἀπεβαλλομένῃ καί ἄθεσμα[lix].»
Η Σύνοδος αποφάσισε τελικά τον εγκλεισμό του στην Μονή της Περιβλέπτου. Αλλά η ιστορία δεν τελείωσε εδώ.
Καταδίκη του Πατριάρχη Κοσμά Β’ Αττικού
Τρία χρόνια μετά ο Μιχαήλ Κούρουας παραιτήθηκε του πατριαρχικού θρόνου κι επέστρεψε την Μονή της Οξείας. Τότε αναδείχθηκε πατριάρχης ο Κοσμάς Β’ Αττικός (1146-7). Ο Κοσμάς ήταν διάκονος στην Αγία Σοφία και πασίγνωστος για ο φιλανθρωπικό του έργο στους φτωχούς της Πόλης. Φαίνεται ότι ήταν φίλα διακείμενος προς τον καταδικασμένο Νύμφωνα, και αυτό αποτέλεσε την αιτία της καθαίρεσής του. Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές δεν έκρυβε την συμπάθειά του προς τον Νύμφωνα:
«ἐφίλει τε αὐτόν ὑπερφυῶς ὁ Κοσμάς, καί ὁμιλητήν αὐτόν ἐποίει τόν ἄνθρωπον, τοῖς τε κατ’ αὐτοῦ τό πρότερν ἐπεψηφισμένοις ἀδικίαν ἐπεκάλει, καίτοι καί τότε τά ὑπέρ τοῦ ἀνθρώπου προπετευσάμενος μέν πικρότατα δ’ ὅμως ἀποκρουσθείς, καί τῆς τε ἀρετ[ς αὐτόν ἐπεθείαζε, κακεῖνο τοῖς λόγοις προσετίθει, ὅτι ἤδη ἐτύγχανε πολλῷ πρότερον τήν ἐς τόν ἀρχιερατικόν θρόνον ἀνάβασιν προαγγείλας αὐτῷ[lx].»
Εδώ βλέπουμε μια πολύ συνηθισμένη μέθοδο των αιρετικών, και συνάμα, αιτία παραπλάνησης των απλών ανθρώπων. Μια ψευτοπροφητεία που πραγματοποιείται οδηγεί στην πτώση τους αφελείς. Ο Νύφων είχε «προφητεύσει» την άνοδο του Κοσμά, και μ’ αυτό τον τρόπο κέρδισε την εκτίμησή του. Ο Ι. Κίνναμος είχε πολύ δίκιο όταν έλεγε ότι ο πατριάρχης ήταν «ἄνθρωπος πλήν τοῦ ἀφελοῦς, ὡς οἶμαι, τἆλλα πάντα πεπλουτηκώς ἀγαθά[lxi]» .
Η στάση του πατριάρχη έναντι του καταδικασμένου Νύμφωνα προκάλεσε αντιδράσεις εντός της Εκκλησίας. Αποτέλεσμα ήταν να συγκληθεί νέα Σύνοδος στο παλάτι των Βλαχερνών, παρουσία του αυτοκράτορα, για να εξεταστεί ο Κοσμάς[lxii].
«ὡς γάρ ἠρωτήθη παρά τοῦ βασιλέως αὐτοῦ, ὁποῖον ἄρα ἔχει τόν Νίφωνα; ἀνερυθριάστως οὕτω καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ, ὅπερ λέγεται, μή αἱρετικόν ἔχειν τοῦτον ἀπεστομάτισεν, ἀλλ’ ὀρθόδοξον[lxiii].»
Μετά από αυτή την ομολογία ο Κοσμάς καθαιρέθηκε, ως φίλος των Βογομίλων. Η Σύνοδος συνεκλήθη δύο βδομάδες πριν την Κυριακή της Ορθοδοξίας, στις 26 Φεβρουαρίου του 1147.
Ανάμεσα στους ιστορικούς σήμερα υπάρχει η άποψη, ότι οι λόγοι της καθαίρεσης του Κοσμά ίσως να ήταν πολιτικοί. Συνυπολογίζουν κάποια γεγονότα που μπορεί να σχετίζονται. Καταρχάς, εγείρονται υποψίες από το γεγονός της εναλλαγής πατριαρχών σε μικρό χρονικό διάστημα. Μιχαήλ Β’ Κούρκουας (1143-1146), Κοσμάς Β’ Αττικός (1146-1147), Νικόλαος Δ’ Μουζάλων (1147-1151), Θεόδοτος Β’ (1151-1153), Νεόφυτος Α’ (1153), Κωνσταντίνος Δ’ Χλιαρηνός (1154-1156). Έξι πατριάρχες σε μια δωδεκαετία.
Έπειτα, αναφέρεται ότι ο Κοσμάς κατηγόρησε ως αιρετικό τον Λέοντα Ικανάτο[lxiv] στενό φίλο και συνεργάτη του Μανουήλ Α’ Κομνηνού. Αυτή η κίνηση μπορεί να κίνησε υποψίες για συνεργασία με τον σεβαστοκράτορα Ισαάκ, μεγαλύτερο αδελφό του Μανουήλ, ο οποίος είχε παρακαμφτεί στην διαδοχή λόγω της επιθυμίας του πατέρα τους Ιωάννη Κομνηνού. Την υποψία έτρεφαν φήμες του αυτοκρατορικού και εκκλησιαστικού περιβάλλοντος.
«Διά ταῦτα καί παρά πᾶσι μέν ἧν αἰδέσιμος ὁ ἀνήρ, ὁ δέ σεβαστοκράτωρ Ἰσαάκιος, ὁ τοῦ βασιλέως αὐθόμαιμος, μόνο οὐκ ἐπέθυεν ὡς θεῷ, ἐκεῖνο θεοφιλές καί πρακτέον οἰόμενος, ὅπερ ἧν ὁ πατριάρχης ὑποτιθέμενος, κἀκεῖνο αὖθις θεομισές καί ἀπώμοτον, ὅπερ οὑτοσί ἀπηγόρευεν. ἡ γοῦν φατρία τῶν τότε ἀντιδόξων τῆς ἀρετῆς ἀρχιερέων καί τοῦ ἐργάτου ταύτης ἀντίθετος μοῖρα ἐνδιαβάλλουσι τόν ἄνδρα τῷ βασιλεῖ ὡς τῷ ἀδελφῷ Ἰσαακίῳ τήν βασιλείαν μνώμενον, λαθραίας τάς προόπτους εἰς τό ἱερόν ἀρχεῖον ἀνόδους τοῦ σεβαστοκράτορος ὀνομάζοντες καί κρυφιώδεις συσκευάς τά οὐκ ἐν μυχῷ γῆς καί παραβύστῳ ἀλλ’ ἐφ’ ἡλίῳ συλλαλούμενα μάρτυρι[lxv].»
Για το αβάσιμο της φημολογίας μαρτυρεί και ο Ιωάννης Τζέτης, ο οποίος έστειλε επιστολή στον αυτοκράτορα για το θέμα. Έγραψε:
«ἄρτι δέ κακοήθεις τινές καί στασιωδέστεροι καί ταῖς μεταπτώσεσι τῶν ἀρχῶν ἐπιχαίροντες καί δημοεξαπτεῖν εἰωθότες, ὁ μέν ὅτι τούτῳ μοναστήριον οὐ κεχάρισται, ἕτερος δέ ἀρχοντικίου ἕνεκα δυστροπῶν, ὁ δέ δυσμεναίνων ὅτι ἕτερόν τι τῶν τῆς ἐκκλησίας παρασπασθέν τούτῳ οὐκ ἐδωρήθη, ἕτεροι δέ ὅτι ἡ τοῦ χαρτοφύλακος τούτοις ἐγένετο συνεδρίασις βασκανία καί σχίσμα καί φθόνου αρχή, ἄλλος τις πάλιν παραπλήξ καί μαινόμενος ἄνθρωπος, μοναχός εἴτε τοῦ ἱεροῦ καταλόγου, πατριαρχικήν ἀρχήν ὀνειροπολῶν, καί ἄλλος ἄλλο τι, οὐκ οἶδ’ ὅπως καί παρά τίνων παρεισαχθέντες τάς βασιλικάς ὑπεψιθύρισαν ἀκοάς, τῷ μέν δοκεῖν, ὦ γῆ καί ἥλιε καί σοῦ τοῦ βασιλέως καρδία, ὑπέρ εὐσεβείας μετάστασιν τοιούτου πατριάρχου αἰτοῦντες, τό δ’ ἀληθές τούτων ἕνεκα τῶν ῥηθέντων μοι δυσκολαίνουσι[lxvi].»
Είναι δύσκολο ν’ αποφασίσει κάποιος αν η επιστολή του Ιωάννη Τζέτζη αποτελεί υπεράσπιση του πατριάρχη ή κατηγορώ εναντίον των σπερμολόγων. Ο στριφνός πολλές φορές χαρακτήρας του συντάκτη συνηγορεί υπέρ του δευτέρου. Ο Τζέτζης δεν αναφέρει τις κατηγορίες, δεν αναφέρει τίποτε για τον πατριάρχη εκτός του:
«ᾧ μόνον ἐστί κακόν μέγιστον ἕν ἡ ἀνυπέρβλητος ἀγαθότης καί τό μή δραστηρίως κατέχειν την πατριαρχικήν βακτηρίαν καί ἐπισφίγγειν τήν ζώνην αὐτοῦ τῷ μηδέ κἄν τοῖς κακοῖς εἶναι κακόν». Αναφέρει μόνο τα κίνητρα των συκοφαντών. Παρ’ όλα αυτά, όσοι γνωρίζουν τον χαρακτήρα του συντάκτη μέσα από τις επιστολές του, δεν εκπλήττονται. Η μαρτυρία του είναι αληθινή κι ας έχει και ο ίδιος προσωπικά κίνητρα, ωστόσο γνήσια υπέρ του δικαίου. Εξάλλου όπως μαρτυρεί «οὐδέ γάρ ἀπό θέας κἄν μόνης ψιλῆς τόν ἄνδρα τεθέαμαι.»
Όπως προκύπτει από τις μέχρι τώρα μαρτυρίες, υπήρξε προσωπική σχέση μεταξύ του σεβαστοκράτορα Ισαάκ και του πατριάρχη, η οποία έδωσε λαβές σε ανθρώπους με ιδιοτελή κίνητρα να τον κατηγορήσουν στον αυτοκράτορα. Ταυτόχρονα, και ο ίδιος εξέθετε τον εαυτό του με την εκτίμηση και φιλία που έτρεφε στο πρόσωπο του Νίφωνα. Ούτε ο Νικήτας Χωνιάτης αρνείται την αξιόμεμπτη σχέση[lxvii]. Όπότε η Σύνοδος ορθά συγκλήθηκε, άσχετα από τα ελατήρια ορισμένων. Η στάση του πατριάρχη ενώπιον της Συνόδου και του αυτοκράτορα δεν ήταν η πρέπουσα:
«κρινόμενος οὖν ἤ μᾶλλον κατακρινόμενος καί ἅ οὐκ ἐγίνωσκεν ἐρωτώμενος καί διά ταῦτα ἐξοστρακιζόμενος ζήλου πίμπλαται καί τό συνέδριον ἐκεῖνο περισκεψάμενος τῇ μέν μήτρᾳ τῆς βασιλίδος ἐπιτιμᾷ μή παῖδα τεκεῖν ἄρρενααα, ἀφορίζει δέ καί τῶν περί τόν βασιλέα τινάς καί τήν συνελθοῦσαν εἰς αὐτοῦ καθαίρεσιν σύνοδον ὡς βασιλείους θύρας ἐκτρίβουσαν καί πρόσωπα λαμβάνουσαν κἀκ τούτου μή κανονικῶς ἀλλ’ ἀθέσμως καί θρόνου καί ποίμνης αὐτόν ἀπελαύνουσαν[lxviii].»
Η αντικατάσταση του Κοσμά από τον Νικόλαο Δ’ Μουζάλων άργησε αρκετούς μήνες, λόγω των γεγονότων της Β’ Σταυροφορίας, τα οποία μονοπώλησαν την προσοχή του Μανουήλ Κομνηνού.
Στις αποφάσεις των παραπάνω συνόδων, που παρατίθενται στο Παράρτημα, φαίνεται η ποιμαντική αντιμετώπιση των αιρετικών από την Ορθόδοξη Εκκλησία, η φροντίδα για την διόρθωσή τους και η μέριμνα για την διαφύλαξη του ποιμνίου από τις επικίνδυνες διδασκαλίες. Σε καμιά από αυτές δεν υπάρχει θέμα εκτέλεσης των αιρετικών.
Το Βογομιλικό Σύμβολο του Περιστρεφόμενου Κύκλου
σε νεκροταφείο της Ανατολικής Σερβίας.
η. Η στάση της Ορθόδοξης Εκκλησίας έναντι της εκτέλεσης των αιρετικών
Από την μέχρι τώρα εξέταση των πηγών μένει ακάλυπτο ένα θέμα που αναφέρθηκε παραπάνω. Ειπώθηκε ότι στον σχολιασμό του Νομοκανόνα του Μ. Φωτίου από τον κανονολόγο Θεόδωρο Βαλσαμώνα, ο δεύτερος ισχυρίζεται ότι ο μόνος πατριάρχης που συναίνεσε στην καύση των αιρετικών ήταν ο Μιχαήλ Κούρκουας. Στις πηγές δεν αναφέρθηκε τέτοια τιμωρία αιρετικού την εποχή της τριετούς πατριαρχίας του. Όταν το 1140 είχε γίνει η δίκη του Κωνσταντίνου Χρυσομάλλου, ο κατηγορούμενος είχε ήδη πεθάνει στην Μονή Αγίου Νικολάου Ιέρωνος. Οι δύο Καππαδόκες υπέπεσαν στην τάξη των μοναχών και τους αφαιρέθηκε το ιερατικό αξίωμα. Ο Νίφων ήταν απλός μοναχός και εγκλείσθηκε στην Μονή Περιβλέπτου. Ο Κοσμάς καθαιρέθηκε από πατριάρχης, αλλά κανένα άλλο διοικητικό μέτρο δεν ελήφθη εναντίον του. Δεν κάηκε, λοιπόν, κανένας αιρετικός. Από πού προέρχεται αυτή η εντύπωση που σχηματίστηκε για τον Μιχαήλ Κούρκουα;
Η λύση βρίσκεται στην αλληλογραφία του Ιωάννη Τζέτζη και συγκεκριμένα στην 55, «Τη πορφυρογεννήτω κυρά Άννη[lxix]» τη Καισαρίσση. Στην επιστολή αυτή ο Τζέτζης έναν ψευτοπαπά (τζουριχοπρεσβύτερο) από την περιοχή της Ανδριανουπόλεως, αποσχηματισμένο εξαιτίας της αιρετικής του δράσης.
«… κατά τόν πέρυσι καιρόν ἐν τῇ τῶν ἁγιων ἀποστόλων ἑορτῇ παρά τοῦ πατριάρχου κυρίου Μιχαήλ διαγνωσθέντος τελέως αἱρετικοῦ καί καυθῆναι ἀπειλουμένου,…»
Αυτόν τον αποσχηματισμένο, λοιπόν, απείλησε ο πατριάρχης Μιχαήλ, ότι θα τον κάψει, φοβερίζοντάς τον, διότι παρά την καταδίκη του συνέχιζε την δράση του προκλητικά και απροκάλυπτα. Αναφέρεται δηλαδή, στην ίδια επιστολή, ότι:
«ὁ Παντοκρατορηνός κύριος Νικηφόρος διά τό ὑπεραισχρόν καί βέβηλον στόμα αὐτοῦ, ἄνδρας στείλας ἱκανούς ἐκέλευσε δοῦναι μέσον τῆς αὐλῆς τεθέντα τριακονταέξ ῥάβδων πληγάς, κρυβέντων δέ τῶν ἀλιτηρίων (σσ. ο ψευτοπαπάς και ο γιος του) ὁ ἀναίτιος καί μικρός υἱός τοῦ τζουρίχου κατασχεθείς λαμβάνει ῥάβδων πληγάς δεκατρείς.»
Αυτό που έγινε τελικά ήταν να καταδικασθούν σε ραβδισμό οι αιρετικοί και όχι σε καύση. Από την έντονη εντύπωση που προκάλεσε η απειλή του Πατριάρχη καταλαβαίνουμε πόσο εκτός της επίσημης στάσης της Εκκλησίας βρίσκονταν. Πρέπει σε αυτό το σημείο να ξεκαθαριστεί ότι στην Ορθόδοξη εκκλησία η καύση των αιρετικών δεν ήταν νόμιμη τιμωρία, όπως συνέβαινε στον Παπισμό. Ωστόσο υπάρχει η τάση μεταξύ των ιστορικών, να μεταθέτουν την εικόνα που έχουν σχηματίσει για τον Παπισμό στην Ορθοδοξία, και αυτό συμβαίνει για ιδεολογικούς και μόνο λόγους, οι οποίοι δεν είναι επί του παρόντος να εξεταστούν. Η μετάθεση αυτή δεν μαρτυρείται από τις πηγές. Κανείς δεν μπορεί να επιρρίψει στην Ορθόδοξη Εκκλησία την ευθύνη για τα εγκλήματα του Παπισμού. Εξάλλου, λίγες δεκαετίες αργότερα και οι Ορθόδοξοι υπήρξαν θύματα της εγκληματικής συμπεριφοράς της Δύσης και τις λατινοκρατίας και πολλοί μαρτύρησαν για την εμμονή στην Ορθοδοξία και ρίχθηκαν στην πυρά από τους παπικούς λεγάτους.
Ο Θεόδωρος Βαλσαμών δεν μαρτυρεί περί τούτου, αντίθετα ξεκαθαρίζει ότι σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να συγχέεται η τιμωρία που αφορούσε τους μάγους και τους βασκάνους, όσους προσπαθούσαν μέσω μαγείας να βλάψουν τους συνανθρώπους τους, των οποίων η ποινή καθορίζονταν από πολιτικούς νόμους (Βασιλικά), με την τιμωρία των αιρετικών. Ούτε πρέπει να συγχέονται οι αποφάσεις της πολιτείας ενάντια σε εγκληματικές πράξεις, με τους ποιμαντικούς κανόνες της Εκκλησίας.
Ούτε, λοιπόν, στην περίπτωση του πατριάρχη Μιχαήλ Κούρκουα έχουμε υιοθέτηση της καύσης των αιρετικών ως εκκλησιαστικής ποινής, ή εκκλησιαστική νομιμοποίηση πολιτικής τιμωρίας. Οι τιμωρίες που επιβλήθηκαν από τα εκκλησιαστικά δικαστήρια και τις Συνόδους (αποσχηματισμοί, καθαιρέσεις, αφορισμοί, εγκλεισμοί σε μονές) είχαν ποιμαντικό χαρακτήρα με στόχο την προστασία του πληρώματος της εκκλησίας από τους αιρετικούς διδασκάλους και τον προσηλυτισμό. Δεν καταδικάστηκε κάποιος, ο οποίος να μην έκανε προσηλυτισμό. Επίσης οι αποσχηματισμοί και οι καθαιρέσεις, αφορούσαν αυτούς που παρουσιάζονταν προβατόσχημοι και προσπαθούσαν να αγρεύσουν θηράματα μέσα από την Εκκλησία. Δεν υπάρχει απόφαση Συνόδου ή εκκλησιαστικού δικαστηρίου που να επέβαλε την ποινή της καύσης, όπως και δεν υπήρξε Ιερά Εξέταση στην Ορθοδοξία. Αυτά πρέπει να είναι γνωστά και να μην γίνεται σύγχυση.
Την ίδια εποχή στις βουλγαρικές επαρχίες της αυτοκρατορίας ο Άγιος Ιλαρίων επίσκοπος Μογλένων (1134-1164) έκανε την δική του προσπάθεια για να μεταπείσει τους Βογομίλους της επισκοπής του. Ο βίος του[lxx] είναι γραμμένος από τον πατριάρχη Βουλγαρίας Ευθύμιο (1375-1393, κοιμήθηκε το 1402), στην παλαιοσλαβονική. Υπάρχει μια χρονική απόσταση μεταξύ των δύο. Από την διήγηση φαίνεται ότι κύριο όπλο του Αγίου ήταν τα κηρύγματά του, μέσω των οποίων αναιρούσε τις παρερμηνείες των Βογομίλων. Η δράση του υπήρξε επιτυχής, αλλά η αίρεση δεν εξαφανίστηκε.
θ. Hough Eteriano – Contra Patarenos
Στο δεύτερο μισό του ΙΒ’ αι. ο Βογομιλισμός δεν έδωσε σημεία ζωής στις επαρχίες της αυτοκρατορίας. Αποδεικνύεται ότι η σύντονη αντιμετώπιση της αίρεσης από τις πολιτικές και εκκλησιαστικές αρχές απέδωσε καρπούς. Δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο και για τις βουλγαρικές επαρχίες. Για την περίοδο 1170-1180 ο Θεόδωρος Βαλσαμών αναφέρει ολόκληρες περιοχές, οι οποίες κατοικούνταν από Βογομίλους (χωριά βωγομιλικά, ακέραια κάστρα[lxxi]), την στιγμή που στην Κωνσταντινούπολη:
«ἕνα δέ καί τυχόντα τοιοῦτον αἱρετικόν εὑρίσκοντες ἐν τῇ βασιλευούσῃ διατρίβοντα, μεγάλως αὐτόν κολάζομεν[lxxii].»
Η δήλωση αυτή του Θεόδωρου Βαλσαμώνα δεν συμφωνεί με την μαρτυρία των δυτικών πηγών. Συγκεκριμένα, την εποχή αυτή ζούσε στην Κωνσταντινούπολη ο Πιζάνος Ούγος Ετεριάνο, σύμβουλος του Μανουήλ Κομνηνού για τα θέματα που αφορούσαν τις σχέσεις με την παπική εκκλησία. Στην Πόλη εγκαταστάθηκε το 1166 μ.Χ μαζί με τον αδελφό του Λέοντα της Τοσκάνης. Ο Ούγος συνέγραψε μια διατριβή με τίτλο Contra Patarenos[lxxiii]. Η pataria ήταν ενδοεκκλησιαστική διένεξη του Παπισμού που πρωτοξεκίνησε στο Μιλάνο μετά το σχίσμα του 1054 και αντιτίθονταν στην σιμωνία και άλλες καταδικαστέες πρακτικές των Φράγγων επισκόπων. Μετά την Γρηγοριανή μεταρρύθμιση (Γρηγόριος Η’, 1073-1085) έχασε την δυναμικότητά του. Την εποχή που έγραψε ο Ούγος Ετεριάνο ο όρος «Παταρηνός» χρησιμοποιούνταν για τους Καθαρούς[lxxiv]. Το συγκεκριμένο έργο αφορούσε τους Βογομίλους της Κωνσταντινούπολης[lxxv].
Σκοπός του έργου ήταν να πείσει τον αυτοκράτορα να λάβει δραστικότερα μέτρα εναντίον των Βογομίλων. Όπως αναφέρεται στην αρχή του κειμένου, η διατριβή γράφτηκε κατόπιν παραγγελίας ανώνυμων αριστοκρατών της Πόλης, ώστε να πεισθεί ο Μανουήλ Κομνηνός να εκδώσει διάταγμα εναντίον των αιρετικών. Η οπτική του Ούγου αντικατροπτίζει τον παπισμό του:
«Με κάθε τρόπο αξίζουν την κεφαλική ποινή[lxxvi], να κρεμαστούν και να καούν, καθώς είναι διδάσκαλοι της αίρεσης, πλάνοι, υποκριτές, απατεώνες, που στρέφουν τον κόσμο από την χριστιανική πίστη[lxxvii].»
Η άρνηση του αυτοκράτορα να ενδώσει σε αυτή την παρότρυνση δείχνει για άλλη μια φορά την διάσταση απόψεων Ορθοδοξίας και Παπισμού επί του θέματος. Στο κείμενο αναφέρεται ότι οι Βογομίλοι ζούσαν στις συνοικίες γύρω από τον Ελλήσποντο. Το κατηγορητήριο είναι το γνωστό. Το μόνο στοιχείο που προστίθεται είναι η γενική άρνηση των Βογομίλων να ορκίζονται[lxxviii]. Την αναιρεί με παραδείγματα από την Παλαιά Διαθήκη, αν και, όπως αναφέρει παρακάτω, γνωρίζει ότι την απορρίπτουν.
Η απολογιτική του Ούγου Ετεριάνο παρουσιάζει μερικά αξιοπρόσεκτα σημεία. Είναι επόμενο η θεολογία του να είναι λατινική. Όταν αναφέρεται στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, υποστηρίζει ότι τα Τίμια Δώρα μεταβάλλονται σε Σώμα και Αίμα Χριστού με την εκφορά των ιδρυτικών λόγων του Μυστηρίου, « Τούτο εστί το Σώμα μου» και «Πίετε εξ αυτού πάντες».
«όταν τα λόγια αυτά λέγονται χωρίς αμφιβολία, αλλάζουν τον άρτο σε Σώμα και τον οίνο σε αίμα[lxxix]»
Στην ορθόδοξη θεολογία η μεταβολή συμβαίνει όταν ο ιερέας λέει την ευχή του Καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων. Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων κατηχεί ως εξής:
«Ὥσπερ γάρ ἄρτος τῆς Ευχαριστίας μετά τήν ἐπίκλησιν τοῦ Αγίου Πνεύματος οὐκ ἔτι ἄρτος λιτός, ἀλλά σῶμα Χριστοῦ,…[lxxx]».
«Εἶτα ἁγιάσαντες ἑαυτούς διά τῶν πνευματικῶν τούτων ὕμνων, παρακαλοῦμεν τόν φιλάνθρωπον Θεόν τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐξαποστεῖλαι ἐπί τά προκείμενα, ἵνα ποιήσῃ τόν μέν ἄρτον σῶμα Χριστοῦ, τόν δέ οἶνον αἷμα Χριστοῦ˙ παντός γάρ οὗ ἄν ἐφάψηται τό Ἅγιον Πνεῦμα, τοῦτο ἡγίασται καί μεταβέβληται[lxxxi].»
«Ὥσπερ γάρ ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος τῆς εὐχαριστίας, πρό τῆς ἁγίας ἐπικλήσεως τῆς προσκυνητῆς Τριάδος, ἄρτος ἦν καί ἶνος λιτός˙ ἐπικλήσεως δέ γενομένης, ὁ μέν ἄρτος γίνεται σῶμα Χριστοῦ, ὁ δέ οἶνος αἷμα Χριστοῦ[lxxxii].»
Ο Μέγας Βασίλειος σημειώνει ότι αυτό είναι διδασκαλία προερχόμενη από την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας:
«Τά τῆς ἐπικλήσεως ῥήματα ἐπί τῇ ἀναδείξῃ τοῦ ἄρτου τῆς Εὐχαριστίας καί τοῦ ποτηρίου τῆς εὐλογίας, τίς τῶν ἁγίων ἐγγράφως ἡμῖν καταλέλοιπεν;Οὐ γάρ δή τούτοις ἀρκούμεθα, ὧν ὁ Ἀπόστολος ἤ τό Εὐαγγέλιον ἐπεμνήσθη, ἀλλά καί προλέγομεν καί ἐπιλέγομεν ἕτερα, ὡς μεγάλην ἔχοντα πρός τό μυστήριον τήν ἰσχύν, ἐκ τῆς ἀγράφου διδασκαλίας παραλαβόντες[lxxxiii].»
Στην Δύση η ορθόδοξη διδασκαλία ευρίσκεται στον Οπτάτο της Μιλέβης, στον Γελάσιο τον Α’[lxxxiv] και στον άγιο Ιερώνυμο[lxxxv].
Η επιχειρηματολογία του Ούγου Ετεριάνο για τον τρόπο της μεταβολής των Τιμίων Δώρων αντικατοπτρίζει την θεολογική συζήτηση που γινόταν την εποχή εκείνη στους κόλπους της παπικής Εκκλησίας. Τα δύο μέρη, τα οποία συμμετείχαν στην συζήτηση, ήταν από την μια μεριά οι πραγματιστές και από την άλλη, αυτοί που προσπαθούσαν να εισαγάγουν την αριστοτελική φιλοσοφία στην θεολογία. Οι πραγματιστές ήταν οι θιασώτες του πλατωνισμού. Πίστευαν ότι οι ιδέες εμπεριέχουν μια πραγματικότητα ανεξάρτητη από την ύλη. Από τον 11ο αι. ο Βερεγγάριος της Τουρώνης εισήγαγε τις αριστοτελικές κατηγορίες της ουσίας και του συμβεβηκότος στα στοιχεία της Ευχαριστίας, λέγοντας ότι εφόσον το υλικό φαινόμενο (συμβεβηκός) δεν παρουσίαζε μεταβολές και παρέμενε άρτος και οίνος έτσι και η παρουσία του Χριστού (ουσία) δεν μπορούσε παρά να μένει αμετάβλητη. Ο Lafranc de Beck όντας πραγματιστής, ισχυρίστηκε ότι παρά τα φαινόμενα, τα στοιχεία της θείας λειτουργίας υφίστανται κάποιον μετασχηματισμό και μετατρέπονται σε Σώμα και Αίμα Χριστού.
Παρόμοια επιχειρηματολογία με αυτήν του Ετεριάνο ανέπτυξε και ο Γουιτμόνδος επίσκοπος της Αβέρσα (Αγγλία) στο έργο του De corporis et sanguinis Jesu Christi veritate in Eucharistia[lxxxvi]. Ο Γουιτμούνδος ήταν μαθητής του Lanfranc και συμμαθητής του Ανσέλμου. Και οι δύο έγιναν αργότερα αρχιεπίσκοποι Καντερβουρίας. Υπήρξε αντίπαλος του Βερεγγάριου της Τουρώνης. Η συζήτηση έληξε το 1215 με την Δ’ Σύνοδο του Λατεράνου και την υιοθέτηση του δόγματος της Μετουσίωσης (transubstantiation) από τους Λατίνους.
Η Δ’ Σύνοδος του Λατεράνου υιοθέτησε τις ευρηματικές λύσεις τους σχολαστικισμού. Σύμφωνα με τη σχολαστική θεολογία, η οποία χρησιμοποιεί επίσης την αριστοτελική προσέγγιση του ζητήματος, κατά την μεταβολή μεταποιείται το είδος, δηλαδή η ουσία, ενώ η ύλη, το συμβεβηκός, παραμένει ως έχει. Έτσι κατά την ύλη υφίσταται άρτος και οίνος, ενώ κατά την ουσία, Σώμα και Αίμα Χριστού[lxxxvii]. Η περίπτωση αυτή είναι ενδεικτική του τρόπου εισαγωγής και επικράτησης του αριστοτελισμού και ειδικότερα της αριστοτελικής μεταφυσικής, στην σχολαστική θεολογία, την περίοδο αυτή του Μεσαίωνα.
Η ορθόδοξη διδασκαλία δέχεται ότι ο άρτος και ο οίνος υφίστανται πραγματική μεταβολή σε Σώμα και Αίμα Χριστού, και όχι συμβολική, όπως δίδασκε ο Βερεγγάριος της Τουρώνης και οι Βογομίλοι/Καθαροί.
«Οὐκ ἔστι τύπος ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος τοῦ σώματος καί αἵματος τοῦ Χριστοῦ (μή γένοιτο), ἀλλ’ αὐτό τό σῶμα τοῦ Κυρίου τεθεωμένον, …[lxxxviii]»
Για την μεταβολή των Τιμίων Δώρων, οι Πατέρες χρησιμοποιούν τα ρήματα μεταβαλείν
«Ἀξιόπιστός ἐστιν οἶνον μεταβαλών εἰς αἷμα» Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατήχησις Μυσταγωγική Δ’ §2 (PG 33.1097),
μεταποιείν
«Τόν τῷ λόγῳ τοῦ Θεοῦ ἁγιαζόμενον ἄρτον εἰς σῶμα τοῦ Θεοῦ Λόγου μεταποιούμενος», Γρηγορίου Νύσσης, Μέγας Κατηχητικός ΛΖ’ (PG 45.97),
«Διά τινος ἀρρήτου τοῦ τά πάντα ἰσχύοντος Θεοῦ μεταποιεῖσθαι εἰς σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ», Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Εις το κατά Ματθαίον Κστ’ § 27 (PG 72.452),
«Διά τῆς ἐπικλήσεως καί ἐπιφοιτήσεως τοῦ Αγίου Πνεύματος ὑπερφυῶς μεταποιοῦνται εἰς τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί τό αἷμα», Ιωάννου Δαμασκηνοῦ, Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως Δ’ 13 (PG 94.1146),
μετασκευάζειν
«Ὁ δέ ἁγιάζων αὐτά καί μετασκευάζων ὁ αὐτός», Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις το κατά Ματθαίον, Ομιλία ΠΒ’ § 5 (PG 58.744),
μεταρρυθμίζειν
«Τοῦτο τό ῥῆμα μεταρρυθμίζει τά προκείμενα», Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις την προδοσίαν του Ιούδα, Ομιλία Α’ § 6 (PG 49,380).
Σε όλες τις περιπτώσεις τα ρήματα αυτά χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν την μεταβολή και όχι για να την ερμηνεύσουν. Αυτή είναι και η παραδοσιακή ορθόδοξη προσέγγιση των μυστηρίων του Θεού:
«Εἰ δέ τόν τρόπον ἐπιζητεῖς, πῶς γίνεται, ἀρκεῖ σοι ακοῦσαι, ὅτι διά Πνεύματος Αγίου, ὥσπερ καί ἐκ τῆς ἁγίας Θεοτόκου διά Πνεύματος Αγίου ἑαυτῷ καί ἐν ἑαυτῷ ὁ Κύριος σάρκα ὑπεστήσατο˙ καί πλέον οὐδέν γινώσκομεν, ἀλλ’ ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἀληθής καί ἐνεργής ἐστι καί παντοδύναμος, ὁ δέ τρόπος ἀνεξερεύνητος[lxxxix].»
Σε αντίθεση με την Ορθοδοξία, ο Παπισμός πίστεψε ότι μέσω του αριστοτελισμού, μπορεί να ερμηνεύσει επιστημονικά τα δόγματα και την θεολογία, οπότε ανέπτυξε τον σχολαστικισμό. Μπροστά στην αναγνώριση της ανθρώπινης αδυναμίας στην προσέγγιση του μυστηρίου, την οποία εξέφρασε η Ορθοδοξία, ο Παπισμός πίστεψε ότι με τον «Όργανον» βρήκε τον τρόπο ν’ αναπτύξει τα δόγματά του, οπότε μίλησε για εξέλιξη των δογμάτων και ανωτερότητα του σχολαστικισμού. Όταν, όμως, η ανάπτυξη των επιστημών ακύρωσε την αριστοτελική μεταφυσική και έθεσε στο περιθώριο την αριστοτελική επιστημονολογία, ο σχολαστικισμός βρέθηκε αφενός έκθετος και αφετέρου εγκλωβισμένος με αποτέλεσμα την σύγκρουση επιστήμης και πίστης στην Δύση. Αντίθετα, στην Ορθοδοξία, επειδή η θεολογική μεθοδολογία υπήρξε ανέκαθεν εμπειρική και η προσέγγιση των δογμάτων δεν προσπάθησε ποτέ να ενδυθεί επιστημοσύνη, δεν υπήρξε αντιπαλότητα επιστήμης και πίστης, ούτε και τα δόγματα επηρεάζονται από τις κατά καιρούς επιστημονικές μεταβολές. Αν και γίνονται προσπάθειες να μεταφερθούν τα συμπεράσματα των συζητήσεων από την Δύση στην Ανατολή, πολλές φορές με συνθηματικό τρόπο, πέφτουν στο κενό, διότι δεν βρίσκουν τα αντίστοιχα ερείσματα.
Ένα ακόμη ενδιαφέρον σημείο στην απολογητική του Hough Eteriano είναι η υπεράσπιση της προσκύνησης των εικόνων. Στο σημείο αυτό ξεφεύγει από την λατινική άποψη και υιοθετεί την ορθόδοξη:
«Να θυμάστε Παταρηνοί, εσείς που επιτίθεστε σε όλα αυτά, ότι οι Χριστιανοί δεν λατρεύουμε τις εικόνες επειδή είναι χρωματισμένες και φτιαγμένες από πλούσια υλικά, ούτε συνιστά ειδωλολατρεία, διότι ούτε βλέπουν ούτε ακούν ούτε μυρίζουν, όπως οι Ισραηλίτες που λάτρευαν τον χρυσό ταύρο. Αποδίδουμε τιμή και προσκύνηση εξαιτίας αυτού που εικονίζεται σε αυτές[xc].»
Επειδή το κείμενο έχει δημοσιευθεί πρόσφατα, δεν έχει δοθεί ακόμη εξήγηση στην αποστασιοποίησή του από την λατινική θεολογία, σε αυτό το σημείο. Στην συνέχεια αναπτύσσει κυρίως παραδείγματα της προσκύνησης των εικόνων από την αρχαία Εκκλησία.
Τελειώνει την πραγματεία του με την ευχή, το σύγγραμμά του να δώσει επιχειρήματα, ώστε «να διατάξει ο αυτοκράτορας Μανουήλ να χαραχτεί στα μέτωπα των ανθρώπων αυτής της απιστότατης σέκτας ένα μαύρο Θήτα[xci]», όπου θήτα το πρώτο γράμμα της λέξης θάνατος. Εννοεί δηλαδή ότι ελπίζει να διατάξει ο αυτοκράτορας να εκτελεστούν οι Βογομίλοι.
Αναφέρθηκε παραπάνω η διαφορά στις μαρτυρίες του Hough Eteriano και του Θεόδωρου Βαλσαμώνα. Ο δεύτερος αναφέρει ότι σχεδόν δεν υπάρχει κανένας Βογομίλος στην Πόλη, ενώ ο πρώτος μιλά για πολλούς, οι οποίοι κατοικούσαν στις ακτές του Ελλησπόντου[xcii]. Μια πιθανή εξήγηση ίσως μπορεί να βρεθεί μέσω της πληθυσμιακής σύνθεσης της Πόλης την εποχή εκείνη. Εξαιτίας των εμπορικών προνομίων που τους είχαν δοθεί, ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη πολλοί Λατίνοι προερχόμενοι κυρίως από τις ιταλικές πόλεις. Τους είχαν δοθεί ολόκληρες συνοικίες και μάλιστα παράκτιες, επειδή ασχολούνταν με ναυτικές επιχειρήσεις. Κατά την μαρτυρία του Ευστάθιου Θεσσαλονίκης, την εποχή της άλωσης της πόλης του, ο αριθμός των Λατίνων που ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη ανέρχονταν σε 60.000[xciii]. Ενδέχεται, λοιπόν, οι αιρετικοί να βρίσκονταν μεταξύ των Λατίνων και όχι των Βυζαντινών, οπότε να επρόκειτο ουσιαστικά για Καθαρούς.
* * *
[i] Το κείμενο της Συγγραφής υπάρχει σε πέντε συνολικά κώδικες. Από αυτούς οι τρεις περιέχουν απόσπασμα και μόνο οι δύο ολόκληρο (MSS, Vindobonensis 307 & 193). Ένα από τα αποσπασματικά χειρόγραφα προερχόμενο από το Βατικανό εκδόθηκε στο PG 131.47-58. Τα υπόλοιπα εξέδωσε ο G. Ficker, Die Phundagiagiten: Ein Beitrag zur Ketzergeschichte des byzantinischen Mittelalters, Leipsig 1908, 3-86.
[ii] Για την ιστορία του μνημείου R. Janin, La geographie ecclésiastique de l’ Empire byzantine, Paris 1969, 218-9.
[iii] PG 131.48C.
[iv] G. Ficker, Die Phundagiagiten, p. 62.
[v] Αναφέρει βέβαια ότι είχε μαθητή: «ἐν τῷ εὐαγεί μοναστηρίῳ τῆς Περιβλέπτου εὖρον τόν ταπεινόν μου μαθητήν ἀποπλανηθέντα» (PG 131.52D). Αυτό δεν συνεπάγεται ότι ήταν ηγούμενος, μάλλον πνευματικός.
[vi] P. Lampecius, Commentaria de augustissima Bibliotheca Caesarea Vindobonensi, Βιέννη 21778, tom. V col. 85: “Illi haeretici adpellabantur Phundaitae et Saccophori, quod ob austeram paupertatem, quam publice profitebantur, in saccos et crumenas stipem collegerint”. J.C. Wolf, Historia Bogomilorum, Vitembergae 1712, p. 7. Steven Runciman, The Medieval Manichee, p.18. D. Obolensky, The Bogomils, p. 177-8.
[vii] D. Obolensky, ο.π.
[viii] PG 131.52D.
[ix] PG 131.53Α.
[x] Bernard Hamilton, Christian Dualist Heresies, p. 159.
[xi] M. Angold, Church and Sosciety in Byzantium under the Comneni, 1081-1261, Cambridge University Press 1995, p. 476.
[xii] Ivanov.J., Livres et légendes bogomiles (Aux sources du Catharisme), Paris 1976 & D. Obolensky, The Bogomils, p. 175.
[xiii] A.A. Vasiliev, Byzance et le Arabs, v.1 p. 24.
[xiv] PG 131.57C.
[xv] PG 131.48C.
[xvi] PG 131.57A.
[xvii] PG 131.53D.
[xviii] Κείμενο και γαλλική μετάφραση, J. Gouillard, Un Source grecque du synodik de Boril, Travaux et Memoires 4 (1970), pp. 361-374. Αγγλική μετάφραση B. Hamilton, Christian Dualist Heresies, pp. 165-166.
[xix] Paul Gautier, Le De daemonibus du Pseudo-Psellos, εν Revue des etudes Byzantines, t. 38(1980) pp. 105-194. H edition princeps είναι του J. Boissonade (Nueremberg 1838). Υπάρχει και στην PG 122.820 κ.ε.
[xx] Μιχαήλ Ψελλός, Περί δαιμόνων, ed. P. Gautier, p. 149.
[xxi] Μιχαήλ Ψελλός, Περί δαιμόνων, ed. P. Gautier, p. 149 apparatus.
[xxii] Β. Κατσαρός, Ιωάννης Κασταμονίτης, Συμβολή στη μελέτη του βίου, του έργουυ και της εποχής του, Βυζαντινά κείμενα και μελέται 22, Θεσσαλονίκη 1988, σσ 126-7. Επίσης Michael Angold, Church and Sosciety, p. 498.
[xxiii] Μιχαήλ Ψελλός, Περί δαιμόνων, ed. P. Gautier, p. 133.
[xxiv] Μιχαήλ Ψελλός, Περί δαιμόνων, ed. P. Gautier, p. 134.
[xxv] Μιχαήλ Ψελλός, Περί δαιμόνων, ed. P. Gautier, p. 134.
[xxvi] ο.π.
[xxvii] D. Obolensky, The Bogomils, p.184: “ The identification of the doctrines and the practices of the eleventh-century Thracian Euchitae, as described in this dialogue by the personage called Θραξ, is a complex problem, especially as Psellus seems to have had no direct contact with the heretics and probably wrote from hearsay or rumor”.
[xxviii] Μιχαήλ Ψελλός, Περί δαιμόνων, ed. P. Gautier, p. 137.
[xxix] Μιχαήλ Ψελλός, Περί δαιμόνων, ed. P. Gautier, p. 139.
[xxx] B. Hamilton, Christian Dualist Heresies, p. 42.
[xxxi] J. Bidez, Michael Psellus, Catalogue des manuscripts alchimiques grecs, Bruxelles 1928, t.vi pp. 100 etc & K. Svoboda, La Démonologie de Michael Psellos, Spisy Filosofické Fakulty Masarykouy University u Brně 1927, no. 22.
[xxxii] C. Zervos, Un philosophe néoplatonicien du XIe siècle: Michael Psellos, Paris 1919, p. 202.
[xxxiii] Μιχαήλ Ψελλός, Περί δαιμόνων, ed. P. Gautier, p. 173.
[xxxiv] Μιχαήλ Ψελλός, Περί δαιμόνων, ed. P. Gautier, p. 173-175.
[xxxv] Μιχαήλ Ψελλός, Περί δαιμόνων, ed. P. Gautier, p. 175-177. Πρβλ Ν. Γρηγορά, : «Ἐπεί γάρ ζωτικά μέν εἰσι πνεύματα, ἔχουσι δέ καί πάχος, ὡς ἔφημεν, δεδίασι καί αὐτά τομήν καί διαίρεσιν καί ἀλγοῦσι πληττόμενα καί τυπτόμενα˙ καί γάρ ἐν τοῖς τυπτομένοις καί ἀλγοῦσιν ἀνθρώποις οὐχ ἡ σάρξ ἐστιν ἡ τόν πόνον ὑπομένουσα, αλλά τό ζωτικόν πνεῦμα» (PG 149,618A).
[xxxvi] K. Jireček, Geschichte der Bulgaren, Prag 1876, p.208-9, V. Vasilievsky, Внзaнтня н пeчeнeгн (1048-1094), Zh. M. N. P. (1872), vol. CLXIV p. 153, Spinka, 94.
[xxxvii] D. Obolensky, The Bogomils, p. 190.
[xxxviii] Ι. Σκυλίτζης, Ιστορία, C.S.H.B. 741.17-742.2 & Μιχαήλ Ατταλειάτη, Ιστορία, C.S.H.B. 302.10.
[xxxix] Αννα Κομνηνή, Αλεξιάδα XV 8.1, ed. D.R. Reinsch › A. Kambylis, CFHB 40.1 (2001) , 485-486.
[xl] Αννα Κομνηνή, Αλεξιάδα XV 8.3, ed. D.R. Reinsch › A. Kambylis, CFHB 40.1 (2001), 486.
[xli] Όταν σε αντίστοιχη περίπτωση κατά την διάρκεια της εκστρατείας των παπικών εναντίον των Καθαρών της Νότιας Γαλλίας (Αλβιγηνικός πόλεμος 1208-44), ανεφύη το ίδιο πρόβλημα, ερωτηθείς ο παπικός λεγάτος Αρνώ απάντησε «Caedite eos. Novit enim Dominus qui sunt eius», δηλ. «Κάψτε τους όλους. Γνωρίζει ο Κύριος ποιοι είναι δικοί του».
[xlii] Αννα Κομνηνή, Αλεξιάδα XV 9.5, ed. D.R. Reinsch › A. Kambylis, CFHB 40.1 (2001) ,491.
[xliii] Θεόδωρος Βαλσαμών, Νομοκάνων σχόλιον εις τίτλον Θ’ κεφ. κε’ (PG 104.1112).
[xliv] D. U. Papachryssanthou, La date de la mort du sébastocrator Isaac Comnène et le quelques événements contemporains, Revue des etudes byzantines 21 (1963), pp. 250-55.
[xlv] Ι. Ζωναράς, Επιτομή Ιστοριών XVIII 23.19-21, ed. M. Pinder CSHB 49 (1897), 743.5-11.
[xlvi] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Δογματική Πανοπλία, τίτλος κζ’ (PG 130. 1289D).
[xlvii] «μαθόντα μέν τά δόγματα τῆς πλάνης ἐν ἔτεσι πεντεκαίδεκα, διδάξαντα δέ ταῦτα πάλιν ἐν πλείοσι τῶν τεσσαράκοντα, μυρίους δέ μαθητάς εἰς τόν βάραθρον τῆς απωλείας ὥσαντα» (PG 131,1332C). Στην Διήγηση γίνεται πιο ακριβής και αναφέρει ως χρόνο διδασκαλίας τα 52 χρόνια (ed. Ficker. p. 111).
[xlviii] Αννα Κομνηνή, Αλεξιάδα XV 10.4, ed. D.R. Reinsch › A. Kambylis, CFHB 40.1 (2001) ,493.
[xlix] Αννα Κομνηνή, Αλεξιάδα XV 9.2, ed. D.R. Reinsch › A. Kambylis, CFHB 40.1 (2001), 489.
[l] Y. Stoyanov, The hidden tradition in Europe, London-New York, 1994, pp. 135-6 & D. Anguelov, Le Bogomilisme en Bulgarie, Toulouse 1972, p. 104.
[li] Η έκδοσή του στο βιβλίο του Ficker, Die Phundagiten, ο.π.
[lii] Αλεξιάδα XV 9.1: «…, καθώς ὁ ἀσεβής ἐκεῖνος Βασίλειος ὑφηγήσατο».
[liii] Παλαιότεροι Προτεστάντες ιστορικοί αμφέβαλαν για την αξιοπιστία του έργου, G. Arnold, Kirchen› und Ketzer-Historien, Schaffhausen 1740, Band XII cap.3 §2 vol. 1. p. 374. Ο J. L. Oeder κατασκεύασε ολόκληρη διατριβή για ν’ αποδείξει ότι τα έργα αυτά εξέφραζαν την ζήλια των εκκλησιαστικών αρχών έναντι του Βογομιλισμού, λόγω της υποτιθέμενης λαϊκής απήχησης του τελευταίου, Dissertatio prodromium historiae Bogomilorum criticae exhibens, Gottingae 1743). Η ανακάλυψη σλαβονικών πηγών ( η ομιλία του πρεσβύτερου Κοσμά και το Συνοδικό του Τσάρου Βορίλα) απέδειξε και σ’ αυτή την περίπτωση την ακρίβεια και αξιοπιστία των εκκλησιαστικών συγγραφέων.
[liv] «Καί τούς μέν εὐσεβεῖς ἅπαντας βασιλεῖς ἀλλοτριοῦσι τοῦ κλήρου τῶν Χριστιανῶν, μόνους δέ καλοῦσιν ὀρθοδόξους καί πιστούς τούς Εἰκονομάχους, καί μάλιστα τόν Κοπρώνυμον» (PG 130 1308D).
[lv] Η δίκη αναφέρθηκε στο κεφάλαιο για τον Μασσαλιανισμό και τα πρακτικά της δημοσιεύονται στο Παράρτημα.
[lvi] Πριν την ανάρρηση στον πατριαρχικό θώκο ήταν ηγούμενος στην Μονή της Οξειάς, εξ ου και Οξείτης.
[lvii] Το κείμενο της συνόδου στο Mansi Xxi cols. 583-90 & J. Guillard, Quatre proces de mystiques a Byzance, Revue des etudes byzantines 36 (1978), pp. 68-81.
[lviii] Mansi XXI 597D-604A.
[lix] Mansi XXI.601D.
[lx] Ιωάννης Κίνναμος, Ιστορίων Βιβλία Ζ’ ΙΙ.10, ed. A. Meineke, CSHB 13(1886) 64.14-20.
[lxi] Ιωάννης Κίνναμος, Ιστορίων Βιβλία Ζ’ ΙΙ.10, ed. A. Meineke, CSHB 13(1886) 66.4.
[lxii] Το σημείωμα της Συνόδου στο Mansi XXI 701.D-708B.
[lxiii] Mansi XXI 704D.
[lxiv] P. Wirth, Eustathiana, Amsterdam 1980, 94-5.
[lxv] Νικήτα Χωνιάτη, Ιστορία, ed. J.A. Van Dieten CFHB 11.1(1975) 80.
[lxvi] Ιωάννης Τζέτζης, Επιστολές, ed. P. Leone, Leipzig 1972, 65.
[lxvii] Νικήτα Χωνιάτη, Ιστορία, ed. J.A. Van Dieten CFHB 11.1(1975) 80.
[lxviii] Νικήτα Χωνιάτη, Ιστορία, ed. J.A. Van Dieten CFHB 11.1(1975) 81.
[lxix] Πρόκειται για την Άννα Κομνηνή, κόρη του Μανουήλ Α’ από την πρώτη του γυναίκα Ειρήνη (Βέρθα του Σούλτσμπαχ), κόρη του βασιλιά της Γερμανίας, Κονράδου του Γ’.
[lxx] Μετάφραση του βίου υπάρχει στο V. Sharenkoff, A study of Manichaeism in Bulgaria with special reference to the Bogomils, New York 1927, appendix 3.
[lxxi] Θεόδωρος Βαλσαμών, Νομοκάνων σχόλιον εις τίτλον Ι’ κεφ. η’. Υπάρχει το σχόλιο στο G. Voellus-H. Justellus, Bibliotheca Juris Canonici Veteris, Lutetiae 1661, vol. II p. 1042, λείπει από την PG (αντίστοιχη θέση 104.836). Προφανώς οι εκδόσεις προέρχονται από διαφορετικά χειρόγραφα.
[lxxii] Ο.π.
[lxxiii] Το λατινικό κείμενο δεν έχει εκδοθεί. Υπάρχει αγγλική μετάφραση της Janet Hamilton (Hough Eteriano, Contra Patarenos) , στην σειρά The Medieval Mediterranean, peoples, economies and cultures, 400-1500, vol. 55, Leiden 2004, η οποία προέρχεται από δύο κώδικες τον Seville Colombina Cod. 5.1.24 ff 67r-75v και τον Bodley MS Canon. Pat. Lat. 1 ff 1-31.
[lxxiv] Wakefield› Evans, Heresies of the High Middle Ages, p.701 n.3.
[lxxv] A. Dondaine, Hugues Ethérien et Léon Toscan, εν Archives d’ histoire doctrinal et littéraire du Moyen Age 19 (1952), pp. 109-114.
[lxxvi] Ως κεφαλική ποινή δεν εννοείται μόνο ο αποκεφαλισμός, αλλά οποιαδήποτε θανατική ποινή.Βλ. σχόλιο Θεόδωρου Βαλσαμώνος εις τίτλον Θ’ κεφ. κε’ (PG 104.1109B-C).
[lxxvii] B. Hamilton, Christian dualist heresies, p.236.
[lxxviii] B. Hamilton, Christian dualist heresies, p.237-40.
[lxxix] B. Hamilton, Christian dualist heresies, p.242.
[lxxx] Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατήχησις Μυσταγωγική Γ’ §3, PG 33,1089-1091.
[lxxxi] Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατήχησις Μυσταγωγική Ε’ §7, PG 33,1113-1116.
[lxxxii] Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατήχησις Μυσταγωγική Α’ §7, PG 33,1072.
[lxxxiii] Μεγάλου Βασιλείου, Περί Αγίου Πνεύματος (Πρός Αμφιλόχιον Ικονίου) ΚΖ’ §66, PG 32.188.
[lxxxiv] Π. Τρεμπέλα, Δογματική, Αθήναι 21979, τ.Γ’ σ. 161.
[lxxxv] Hieronymus, Epistola CXLVI §1: “ad quorum preces Christi corpus Sanguisque conficitur” PL 22.1193 & In Sophoniam III.7: “ Sacerdotes qui… ad Eucharistiam Domini imprecantur adventum” PL 25.1143.
[lxxxvi] PL 149.1444.
[lxxxvii] Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία, Θεσσαλονίκη 2003 (Ε’ ανατυπ.), τ. Β’ σ. 487.
[lxxxviii] Ιωάννο Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως Δ’ 13 (PG 94.1148).
[lxxxix] Ιωάνου Δαμασκηνού, Έκδοσις…, ο.π.
[xc] B. Hamilton, Christian dualist heresies, p.245.
[xci] B. Hamilton, Christian dualist heresies, p.250.
[xcii] ed. J. Hamilton, p. 177.
[xciii] Ευστάθιου Θεσσαλονίκης, Διήγησις περί της αλώσεως της Θεσσαλονίκης κη’ (PG 136.33D).
(Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου )
«Η προσγείωση των Βογομίλων» ("Bogomils Landing")
(Μυστικιστής ζωγράφος Otto Rapp, 1976)
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Α. Συνοδική απόφαση του 1140 μ.Χ. κατά του Κωνσταντίνου Χρυσομάλλου
Μηνί μαΐω, ἰνδικτιῶνος τρίτης, προκαθημένου τοῦ ἁγιωτάτου ἡμῶν δεσπότου καί οἰκουμενικοῦ πατριάρχου κυροῦ Λέοντος ἐν τοῖς δεξιοῖς κατηχουμενίοις τοῦ ἁγίου Ἀλεξίου, συνεδραζόντων αῦτῷ καί ἱεροτάτων ἀρχιερέων τοῦ Ἀγκύρας, τοῦ Κυζίκου, τοῦ Ἀμασείας, τοῦ Μελιτίνης, τοῦ Λαοδικείας, τοῦ Κρήτης, τοῦ Ἀντιοχείας τῆς Πισιδίας, τοῦ Τραϊανουπόλεως, τοῦ Φιλίππων, τοῦ Ἀμάστριδος καί τοῦ Μεσημβρίας, καί θεοφιλῶν ἀρχιεπισκόπων τοῦ Καραβυζύης καί τοῦ Γοτθίας, παρισταμένων καί τῶν δεσποτικῶν ἀρχόντων.
Καί τό μέν περί σωμάτων θεραπείας ἐνασχολεῖσθαι καί φαρμακεύειν ἐπιχειρεῖν πονηρῶς ἔχοντα οὐ τοῦ τυχόντος, εἴποι τις ἄν, οὐδέ τοῦ βουληθέντος απλῶς καί μόνον θελήσαντος˙ ἐκείνου δέ πάντως καί κυρίως καί μάλιστα, ὅν ὁ μέν τῆς ἰατρικῆς τέχνης λόγος ἐμαίυσεν, ἡ δέ χρονία ἐμπειρία λαβοῦσα πάλιν ἐτιθηνήσατο, καί ὀ τῆς ἰατρικῆς προεξάρχων, ὡς λυδία τις λίθος, προεξετάσας τά πρῶτα, καί κατειληφώς οὐκ ἀδόκιμον, τό τῆς ἐπικρίσεως τούτῳ προεπεβράβευσε σύμβολον. Ἰατῆρας δέ ψυχικούς βίου τε διδασκάλους ἀκριβεστέρους καί καλῶν λόγων ὑφηγητάς τε και συγγραφεῖς, ἐπί τισι δέ καί δογματιστάς › ὁμοῦ γάρ ταῦτα πάντα καί νῦν τῇ προκειμένῃ σήμερον ὑποθέσει συνέδραμε – τούς ἅμα μόνον θελήσαντας ἀδοκιμάστως αὐτίκα καί αὐτοχειροτονήτως, τοῦτο δη τό λεγόμενον, γενέσθαι, τίς συγχωρήσειε; Καί ῥαββί κληθήσεται ὁ βουλόμενος, καί διδασκαλικῶν συγγραμμάτων ἐκθέτης ὀ θέλων ἅπας γενήσεται; Καί τίς ἄν μή φρενός τυγχάνων ὅλως ἐπισφαλοῦς τῷ λόγῳ συνθήσεται; Πῶς δέ καί οὐχί, τούτου συγχωρουμένου, πολλοί μέν καί τῶν φρονούντων ἐπισφαλῶς, πολλῆς ἀδείας τοῦ γράφειν δραξάμενοι, πολλά μέν προσεπισπέρουσι τῷ φαινομένῳ σίτῶ ζιζάνια, τινές δέ καί τῶν ἀπλουστέρων, ὡς σωτηρίοις ἀβούλως τοῖς ὀλεθρίοις προστρέχοντες, ἄνθρακας πυρός, ὡς εἰπεῖν, τόν δοκοῦντα τούτοις θησαυρόν ἐφευρήσουσι;
Διά τοῦτο τοιγαροῦν καί ἡμεῖς, ἅμα μέν τό τῶν πολλῶν πρός τό γράφειν καί διδάσκειν ἄλλους αὐτοπροβλήτως αὐθόρμητον ἀναστέλλοντες, ἅμα δέ καί τῆς τῶν πολλῶν σωτηρίας, καί πλέον δῆτα τῶν ἁπλουστέρων φροντίζοντες, οἷσπερ οὐχ ικανόν τροφίμου βοτάνης διακρίνειν τό κώνειον˙ ἐπεί διά τινων μοναχῶν προσελεύσεως τῇ κατά τό Ἱερόν τοῦ κυροῦ Νικολάου λεγομένῃ ἐνασχολουμένων μονῇ, συγγράμματά τινα ἐφευρίσκεσθαι τοῦ τόν βίον ἤδη καταλιπόντος Κωνσταντίνου ἐκείνου τοῦ Χρυσομάλλου ἀνεδιδάχθημεν˙ οἷς δῆτα καί αὐτούς ἐντυχόντας οὐ μετρίως σκανδαλισθῆναι διά πολλήν τινα τήν ἐμφερομένην αὐτοῖς ἐρεσχελίαν ἅμα καί ἀτοπίαν, ὡς ἔλεγον˙ διαδίδοσθαι δέ ἤδη καί πρός πολλούς τά τοιαῦτα, ὥς τινα μᾶλλον τῶν ὠφελεῖν δυναμένων καί πρός βίον ῥυθμίζειν τούς πολλούς ἀκριβέστερον˙ διά φροντίδος ὅτι πολλῆς τό πράγμα ποιήσαντες, καί άπό τῶν τά τοιαῦτα κεκτημένων συγγράμματα τάς προσούσας τούτοις βίβλους ἀναλαβόμενοι, ἀνεμάθομεν γάρ ἀνερευνήσαντες μίαν μέν εἶναι παρά Πέτρῳ τινί μονάζοντι καί τῇ τοῦ ἁγίου Ἀθηνογένους προκαθημένῳ μονῇ, ἑτέραν δέ παρά Γεωργίῳ προέδρῳ τῷ λεγομένῳ Παμφίλῳ, ἐτέραν δέ πάλιν τήν παρά τῶν δηλωθέντων μοναχῶν τῶν τά περί τούτου προσαγγειλάντων προσαχθεῖσαν ἠμῖν, ἥν καί ἀναλαβέσθαι ἐξεῖπον ἀπό τοῦ ἐν τῇ τοῦ Γηροκομείου μονῇ μονάζοντος Εὐθυμίου. Ταύτας οὖν τάς τρεῖς συμφορήσαντες, τά μέν αὐτά καί παρά ταῖς τρισίν ὡς ἐκ μεταγραφῆς ἐμφερόμενα συγγράμματα εὕρομεν, πλείονα δέ τῶν δύο τά παρά τῷ Πέτρῶ ἐφευρέθησαν, ὡς τά μέν ἐν ταῖς δυσίν ἐκείναις εἰς πεντήκοντα πρός τοῖς διακοσίοις τά ὅλα συμποσοῦσθαι κεφάλαια˙ οὕτω γάρ ἡ διδασκαλία τῷ συγγραφεῖ ἐν κεφαλαίων διαιρέσει συντέθειται.
Πολλά δέ τῶν ἐμπεριεχομένων ταύταις καί ἰδίᾶ κατασκοπήσαντες καί συνοδικῶς ἐξετάσαντες, οὐκ ἐρεσχελιῶν μόνον καί καινολογιῶν ἁπλῶς καί μωρολογιῶν, ἀλλά καί αἱρέσεων προφανῶς ἀνάμεστα εὕρομεν, καί πλέον τῶν ἄλλων Ἐνθουσιαστῶν τε καί Βογομήλων ἵνα γάρ τἄλλα παρῶμεν τά τε παρά τήν ἐκκλησιαστικήν συνήθειαν δηλαδή καί παράδοσιν ἐκ κοιλίας τούτῳ ἐξερευχθέντα καί ὑπό τῆς ἐαυτοῦ διανοίας ἀναπλασθέντα της κακοδαίμονος, καί ὅσα πρός καταδρομήν ἐκείνῳ καί ὕβριν κατά χριστιανοῦ παντός ἐνεγράφησαν, ὅσα τε πάλιν πρός ἀτιμίαν ἀρχῆς ἁπάσης καί περιφρόνησιν, τῷ Σατανᾶ προσκυνεῖν ἀποφλυαρήσαντι τούς ὁποιῳδήτινι ἄρχοντι τιμήν ἤ προσκύνησιν ἀπονέμοντας.
Ἀλλά τό λέγειν βαπτισθέντα πάντα χριστιανόν, διά τό ἐν νηπιότητι κατά τήν κρατοῦσαν συνήθειαν, ἀκατηχήτως ὥς φησι βαπτίζεσθαι, μηδέ χριστιανόν εἶναι τῇ ἀληθείᾳ κἄν ὀνομάζοιτο, ἀλλά κἄν τινας ᾖ τῶν ἀρετῶν κατορθώσας, ὡς ἐθνικόν κατορθοῦν˙ καί μηδέ δεῖν ἀναγινώσκειν αὐτόν τούς λόγους τῆς διδασκαλίας τοῦ εὐαγγελίου, ἀλλά πρότερον κατηχηθῆναι καί μυηθῆναι καί μεταστοιχειωθῆναι, τουτέστι μεταστῆναι ἀπό τῆς ἐξουσίας τοῦ Σατανᾶ.
Καί τό λέγειν πάλιν ὅτι ὅσοι οἱ ὀνομαζόμενοι χριστιανοί μή συνήκασι τήν ἐκ τοῦ θείου βαπτίσματος ἑαυτῶν ἀναστοιχείωσιν, κἄν εἰς ἀρχιερατικόν βαθμόν κατηντήκασι, κἄν πᾶσαν τήν θεόπνευστον γραφήν ἐπί γλώττης φέρουσι καί διδάσκουσιν, εἰς τήν φυσιοῦσαν αὐτούς γνῶσιν ἐναβρυνόμενοι, οὐδέν ὠφελήθησαν εἰ μή κατηχηθέντες αὖθις ἀναστοιχειώσεως τύχωσι καί μορφώσεως τῶν ψυχικῶν αὐτῶν ἕξεων μυστικῆς διά μεσιτείας καί ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τῶν ἐπιγνωμόνων οἰκονόμων τοῦ μεγάλου τούτου μυστηρίου καί τῆς ἱερᾶς γνώσεως ἐπιστημόνων.
Καί ἐν ἑτέρῳ πάλιν κεφαλαίῳ προστιθέναι ὅτι ὅστις οὐ νοερᾷ αἰσθήσει νοερῶς αἰσθάνεται ποιοῦντος ἐν αὐτῷ τοῦ Θεοῦ τό θέλημα αὐτοῦ διά Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς κενόν κοπιᾷ, καί ὅτι τῷ ἀκατηχήτῳ χριστιανῷ μετανοοῦντι καί ἐξομοόγουμένῳ τά μετά ἅγιον βάπτισμα ἁμαρτήματα οὐδέν ὄφελος δεσμά καί φάρμακα θεραπευτικά, ἀλλά διδαχῆς χρεία καί μυήσεως καί πίστεως.
Καί πάλιν ὡς ἐάν χριστιανός βαπτισθείς οὐκ ἐδυναμώθη ἀπό ἀσθενείας καί τῆς εἰς τήν ἁμαρτίαν ῥοπῆς, πορευθείς πρότερον ἐνδυναμωθήτω διά πίστεως καί χειρῶν ἐπιθέσεως τῶν οἰκονόμων τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ ἥτις ἐκ πίστεως χαρίζεται, οὐκ ἐξ ἔργων.
Ἔτι δέ καί τό λέγειν τούς ἀληθεῖς παρ' ἐκείνῳ χριστιανούς μηδέ νόμοις ὑποκεῖσθαι, ὡς μετά τό φθάσαι εἰς μέτρον τῆς κατά Χριστόν ἡλικίας μηκέτι δύνασθαι εἶναι ὐπό νόμον, ἀλλ' ὡς δυνατόν ποιεῖν τά τοῦ νόμου φύσει.
Καί τό δογματίζειν τάς μετά τό ἅγιον βάπτισμα τοῖς κακίας λογισμοῖς ἐπηρεαζομένας ψυχάς μή δύνασθαι τούτων ἐλευθερωθῆναι, ἐι μή διά τῶν ἐπισκευαστῶν ἀγαθῶν καλουμένων ἀνοήτως, μήτε εἰς ἐκκλησίαν εἰσιέναι, μήτε ψάλλειν, μήτε προσεύχεσθαι, μήτε Χριστόν ὀνομάζειν, μήτε τι τῶν χριστιανῶν ἐπιτελεῖν.
Ἀλλαχοῦ δέ, μήτε μετιέναι τινά ἀρετήν πρό τοῦ τήν καλήν ἀλλιωθῆναι ἀλλοίωσιν, διά τό ἀποστρέφεσθαι ταῦτα τόν Θεόν καί μισεῖν˙ δαίμοσι γάρ ἐοικέναι τούς ταῦτα κατορθοῦντας, καί ὁμολογοῦντας μέν διά τόν Θεόν κατορθοῦν, ἀλόγως δέ, ὥς φησι, ταῦτα ποιοῦντας.
Καί ἵνα συντέμωμεν τά πολλά, τό ἐν διαφόροις κεφαλαίοις αὐτόν ἀποφαίνεσθαι μηδέν τι τούς χριστιανούς ὠφελείσθαι, κἄν πᾶσαν έργἀσωνται ἀρετήν καί κακίαν πᾶσαν ἐκκλίνωσι, κἄν διά τόν Θεόν ταῦτα ποιῶσιν, εἰ μή νοεράν αἴσθησιν τοῦ θείου Πνεύματος δέξονται φυσικῶς τε καί ἀνωδύνως ἐν αὐτοῖς ἐνεργούντος τό ἀγαθόν καί ἀκινήτους πάντῃ ποιοῦντος πρός τό κακόν.
Νομοθετεῖν δέ καί, ἐάν μή τοιοῦτον ἐν συνασθήσει δέξωνται φωτισμόν οἱ ἀναγεννώμενοι ὡς ἐν τῷ ψάλλειν ἀκλινῆ τε ἔχειν τό νοῦν καί ἀμετακίνητον, συνιέναι δέ καί τήν τῶν ψαλλομένων πάσαν διάνοιαν, μη΄δε ψάλλειν ὅλως τούτους μηδέ προσεύχεσθαι, ἀλλά μηδέ ὡς πιστούς εἰς ἐκκλησίαν εἰσέρχεσθαι, ἄχρις ἄν διά τῆς παρ' ἐκείνου εἰσαγομένης κατηχήσεώς τε πάλιν καί μυήσεως μύρων τε χρίσεως ἀναστοιχειωθέντες τῆς τοῦ θείου Πνεύματος ἐν αὐτοῖς δυνάμεώς τε καί ἐνεργείας αἴσθησιν δέξωνται.
Ἀλλά καί τό τά αὐτά ἀξιοῦν καί περί τῆς ἀποκάρσεως καί τόν ἀποκειρόμενον λέγειν ἀνωφελῶς καί αὐτόν ἀποκείρεσθαι, εἰ μή ἐν νοερᾶ αἰσθήσει, καί οὐκ ἐν πίστει τῆς χαριζομένης αὐτῷ αἰσθητῶς τοῦ Πνεύματος χάριτος καί τῆς δι' αὐτῆς ἀλλοιώσεως καί μεταστοιχειώσεως, ὡς μηκέτι ἤ θέλειν ἠ δύνασθαι ἁμαρτάνειν.
Πρός δέ καί πᾶσι τοῖς ἄλλοις εἰσάγειν ὡς πᾶς χριστιανός δύο ἔχει ψυχάς, τήν μέν αὐτῶν ἀναμάρτητον, τήν δέ ἁμαρτητικήν˙ εἰ δέ μίαν ἔχει ψυχήν, χριστιανός οὔπω ἐγένετο.
Πῶς οὐχί τά τοιαῦτα τῶν δηλωθειςῶν αἱρέσεων ἴδια; Τό μέν γάρ νοεράν αἴσθησιν ἤ αἰσθητήν πάλιν νόησιν ἤ καί μόνον αἴσθησιν, ὡς ἐν ἄλλοις φησί, καί ἔλλαμψιν καί ἀποκάλυψιν καί ἐπίγνωσιν τοῦ Πνεύματος ἀπαιτεῖν αὐτόν τούς βαπτιζομένους, ἤ μήν ἀνόητον εἶναι λέγειν τούτοις τό βάπτισμα κἄν εἰ καί πᾶν ἀγαθόν μετέρχοιντο, τῆς τῶν Ἐνθουσιαζομένων πάντως αἱρέσεως, ἀποκαλύψεις θείας φανταζομένων εἰσδέχεσθαι ταῖς τῶν πονηρῶν δαιμόνων ἐξαπατήσεσι.
Τό δέ γε μετά τό θεῖον βάπτισμα τούς βαπτιζομένους, διά τό ἀκατηχήτως, ὥς φησιν, αὐτούς ἀναγεννηθῆναι, τοτέστι πάντας ἡμᾶς τούς χριστιανούς μέχρι διδασκάλων καί ἱερέων καί ἀρχιερέων αὐτῶν δεῖσθαι πάλιν ἐξ ἀρχῆς κατηχήσεως καί μυήσεως καί ἀναστοιχειώσεως διά τῆς παρ' ἐκείνου εἰσαγομένης τελεσιουργήσεως καί τῆς τῶν χειρῶν ἐπιθέσεως τῶν ἐπιστημόνων οἰκονομῶν τῆς μυστικῆς ταυτης χάριτος, οὕς καί μετά πάσης σπουδῆς ἀνερευνᾶν ἀπαιτεῖ, σπανίως εὑρισκομένους τούς μόνους δυναμένους ἀνακαινίζειν τούς προσιόντας καί θείας χ΄ριτος μετίχους ποιεῖν, τῆς τῶν Βογομήλων ἅγιον βάπτισμα καί δεύτερον εἰσαγόντων τό ἑαυτῶν τελειοποιόν καί παρεκτικόν θείου Πνεύματος.
Ἀλλά καί τό ἤ δύο ψυχάς τόν χριστιανόν ἔχειν, ὥς φησιν, ἤ μή εἶναι χριστιανόν, οὕτω ῥητῶς ὑπό τῆς τῶν Μασσαλιανῶν ἤτοι Βογομήλων παμβεβήλου θρησκείας δογματιζόμενον εὕρηται.
Οὐκ ἐκ τούτων οὖν μόνον – ταῦτα γάρ ὥσπερ τι μικρόν γεῦμα παμπλήρους πίθου, ἤ ὅλου ὥς φασιν ὑφάσματος κράσπεδον ἡμῖν ἐνταῦθα παρείληπται › ἀλλά καί μυρίων τῶν ταῖς βίβλοις ἐνεσπαρμένων, τό σαπρόν τῆς γραφῆς καί πυρός ἄξιον καί ἀφανισμοῦ τελείου κατειληφότες, τάς μέν βίβλους αὐτάς καί πυρί παραυτίκα δοθῆναι διωρισάμεθα, καί ἀναθέματι πάντας τοῦς φρονοῦντας οὕτω καθυποβάλλομεν, διοριζόμεθά τε πᾶσι κοινῶς μηδένα μήτε τολμᾶν νέας ἐκτιθέναι διδασκαλίας αὐτοχειροτονήτως ὥσπερ ἑαυτῷ περιτιθέντα τό τῆς διδασκαλίας αξίωμα˙ μήτε μήν παρ' οὑτινοσοῦν ὁποιονδήποτε νέον καινοφανές αναγινώσκεσθαι σύγγραμμα μή φθάσαν ἐπιγνωσθῆναί τε τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ, καί δοκιμασθέν πρότερον, ἐπικριθῆναι ὡς εὐσεβές καί ὠφέλιμον˙ μάλιστα μέν τοιγε πάντων τά δηλωθέντα ταῦτα καί λεγόμενα εῖναι τοῦ Χρυσομάλλου συγγράμματα˙ καί οὐκ αὐτά δέ μόνον τά εὑρεθέντα, ἀλλ' εἰ καί τινες ἄλλαι εὑρίσκονται γραφαί ἐκείνου οἱαιδήτινες, μηδένα μήτε ἔχειν παρ' ἑαυτῷ, μήτε ἀναγινώσκειν ὅλως ταῦτα˙ τόν γάρ μετά τήν παροῦσαν σημείωσιν κεκτημένον τι τούτων καί ἀναγινώσκοντα ἤ φρονοῦντα ἤ ὁπωσδήποτε ἀντεχόμενον ἤ καί διδάσκοντα ἤ καί συνειδότα ἕτερον ἔχοντα ταῦτα καί κατ' αὐτά φρονοῦντα καί συγκαλύπτοντα, ασυγγνώστως αὐτόν, ὡς ταῖς δηλωθείσαι ἐνισχημένον αἱρέσεσι παρά μέν ἐκκλησίᾳ πάςῃ ὑπό ἀνάθεμα γίνεσθαι, παραδίδοσθαι δέ καί τοῖς τά πολιτικά διέπουσιν ἄρχουσιν, ὥστε καί παρ' αὐτῶν νομίμως ὑποσχεῖν εὐθύνας.
Ἐπεί δέ τούτων οὕτω παρ' ἡμῶν πραχθέντων τε καί διορισθέντων συνοδικῶς ἐνώπιον καί τῶν παρ' οἷς αἱ βίβλοι ἐφεύρηνται, ἤγουν τοῦ τε μοναχοῦ Πέτρου καί τοῦ Παμφίλου, δέον ἦν καί τούτους ἐρωτηθῆναι εἴτε τούτων ἀντέχονται, εἴτε μήν ὡς ἐσφαλμένων καί ἀσεβῶν καταπτύουσι καί τά ὀλισθηρά τούτων ἀναθεματίζουσι δόγματα, μηδέν τι πλέον ἐπί τούτοις φρονεῖν τῶν συνοδικῶς σήμερον διαγνωσθέντων ἡμῖν, ἀκουόντων πάντων, ἀπεστομάτισαν, ἀλλ' εἰ καί πρότερον παρ' ἑαυτοῖς εἶχον τάς βίβλους, καί τά ἐν αὐτοῖς ἀσυντηρήτως καί ἀπεριμερίμνως ἀναγινώσκοντες ὡς καλῶς ἔχοντα παρεδέχοντο, ἀλλά νῦν ἐξεταστικώτερον ταῦτα καί αὐτοί ἰδόντες ἀναγνωσθέντα καί καλῶς ἀποδοκιμασθέντα κατανοήσαντες, συγγνώμην τε ἐξαιτεῖν ὡμολόγουν ἐφ' οἷς τοιαύτην μεχρι του νῦν ἠγνόησαν ἄγνοιαν, ἀγαθῇ προλήψει καί στοργῇ φιλικῇ τῇ πρός ἐκεῖνον ἡττωμένους καί τοσοῦτον τό ἀπό τοῦδε τῶν τοιούτων ἀφίστασθαι ὡς καί εἰς ἐπήκοον πάντων διηνεκεῖ ἀναθέματι ταῦτά τε τά συγγράμματα καί τόν συγγραψάμενον καί τόν οὕτω φρονοῦντα καί καθυποβάλλειν.
Δεξάμενοι γοῦν καί ἡμεῖς τήν τούτων ὁμολογίαν τε καί διάθεσιν δι' ὅν ἐποιήσαντο τῶν δηλωθέντων ἀσεβῶν συγγραμμάτων ἐνώπιον τῆς ἱερᾶς συνόδου ἀναθεματισμόν καί τήν ἐγκάρδιον τούτων, ὡς διαβεβαοῦνται, κατάγνωσιν, μετά δακρύων τήν συγγνώμην αἰτούμενοι, τῷ μέν Παμφίλῳ τάς ἀναγεγραμμένας ποινάς πρός τό μηκέτι τοιοῦτόν τι φρονεῖν ἠ ἀνθέξεσθαι τούτων ἐπηπειλησάμεθα˙ τόν δέ μοναχόν Πέτρον ἀσύμφορον εἶναι κρίναντες κατάρχειν ἄλλων τό ἀπό τοῦδε, διά τε τό τῆς συνειδήσεως τῶν πολλῶν ἠδη κεκαυτηριασμένον ὅσον τό ἐπ' αὐτῷ καί ὅν μέλλουσι ἔχειν σκινδαλμόν καί τό ὕποπτον, ἔτι δέ καί τό τούτου ἀνίκανον – πῶς γάρ ἄν καί κυβερνᾶν ἄλλους καί διδάσκειν ἱκανός κριθῇ ὁ τοιαύτην ἀγνοήσας, ὥς φησιν, ἄγνοιαν, καί ἔκδηλον οὕτω πᾶιν ἀσέβειαν κατανοῆσαι μή δυνηθείς; › ἐν ἑτέρᾳ σταλῆναι τοῦτον μονῇ καί ὑπό ἀρχγόν μᾶλλον εἶναι ἄλλον καί καθηγητήν τετυπώκαμεν, ἐπειδή καί τῶν τῆς ἡμῶν μετριότητος καί πάσης τῆς ἀρχιερατικῆς ὁμηγύρεως προεκυλινδοῦτο ποδῶν.
Ταῦτα παρεκβληθέντα καί συνηθῶς πιστωθέντα ἐπεδόθη.
(Πηγή: Jean Gouillard, Quatre proces de mystiques a Byzance, έκδοση από τους κώδικες Barocciano 205, f. 521-523v & Patmiaco S. Joannis 366, f. 335-337)
Β. Η καταδίκη δύο Καππαδοκών επισκόπων
1. Σημείωμα ἐπί τῇ καθαιρέσει γεγονός τῶν ἀπό τῆς ἐνορίας τῶν Τυάνων ψευδοεπισκόπων, τοῦ τε Σασίμων καί τῆς Βαλβίσσης, ὡς παρά τούς κακόνας χειροτονηθέντων, τῶν καί Βογομήλων ἐς ὕστερον ἀπελεγχθέντων.
Μηνί αὐγούστῳ κ', ἡμέρα ἕκτῃ, ἰνδικτιῶνος ἕκτης, προκαθημένου τοῦ ἁγιωτάτου ἡμῶν δεσπότου καί οἰκουμενικοῦ πατριάρχου κυροῦ Μιχαήλ ἐν τῷ Θωμαΐτῃ, συνεδριαζόντων τῇ μεγάλῃ ἁγιωσ΄θνῃ αὐτοῦ καί ἱερωτάτων ἀρχιερέων, τοῦ Ἐφέσου, τοῦ ἡρακλείας, τοῦ Ἀγκύρας, τοῦ Νικομηδείας, τοῦ Νικαίας, τοῦ Γαγγρῶν, τοῦ ἈΝτιοχείας τῆς Πισιδίας, τοῦ Ἱεραπόλεως, τοῦ Μεσημβρίας, τοῦ Γαρέλλης καί τοῦ Γοτθίας, παρισταμένων καί δεσποτικῶν ἀρχόντων.
Συνῆλθον μέν τήν σήμερον παρ' ἡμῖν, βασιλικῆς ἐπιλύσεως τῇ ὑπομνήσει ἐγχαραχθείσης τοῦ ἱερωτάτου μητροπολίτου Τυάνων Βασιλείου, ὁ τε πανσέβαστος σεβαστός καί μέγας δρουγγάριος, ὁ μακαριώτατος ἀρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας, καί ὁ μεγαλοεπιφανέστατος πρωτοασηκρήτις, συνδικάσαι τῇ τε ἡμῶν μετριότητι κελευσθέντες καί τῇ παρ' ἡμῖν θείᾳ συνόδῳ, ἐφ' οἷς ὁ δηλωθείς ἱερώτατος ἀρχιερεύς τῶν Τυάνων, κατά τό ἐφειμένον αὐτῷ ὡς τῆς χώρας ἀρχιερεῖ, οὐχ ὡς κατηγόρῳ, λεγομένοις δυσί τισιν ἐπισκόποις τῷ Σασίμων Κλήμεντι καί τῷ Βαλβίσσης Λεοντίῳ βογομηλιτικῆς ἀσεβείας προσάπτει αἰτίαν, ὡς κακῶς καί διδάσκουσι καί φρονοῦσι καί τά τῆς τοιαύτης βεβήλου θρησκείας εἰς πολλούς τῶν Καππαδοκῶν ὀλεθρίως ἐνσπείρουσιν. Ἀλλ' ἡ μέν συνέλευσις αὐτοῖς διά ταῦτα.
Ἐπεί δέ, καθάπερ τι προϋποφώνημα τῷ Τυάνων, μᾶλλον δέ καί οἷον τις προπαρασεκή τοῦ δικαστηρίου, τά περί τῆς τῶν δηλωθέντων ἐπισκόπων ἐγκαταστάσεως εἰς ζήτησιν προσενήνεκται, μηδέ ἐπισκοπικῇ τούτους τετιμῆσθαι διατεινομένῳ ἀξίᾳ, ὡς εἴτε μηδαμῶς χειροτονηθέντας, εἰτε μήν παρά τάς τῶν ἱερῶν κανόνων διαταγάς, καί διά τοῦτο πάλιν ἐπισκοπικῆς ἀναξίος ὄντας ἀξίας, αὐτό δέ τοῦτο δέον ἔγνωσθαι καί ἡμῖν ἐξετασθῆναι τό πρότερον, ἵνα καί ὁ ἀγών αὐτῷ μετά ταῦτα πρός ὁποίους ἄρα καί εἴη οὐδαμῶ ἀμφιβάλλοιτο. Ὡς γοῦν ἤδη τά περί τούτων κατεξητάζετο, οὐ μακρᾶς τινός ἐδεήθη τῆς αποδείξεως, ἀλλ' ὥσπερ ὁ σοφός πού φησι Σολομῶν˙ ἀνδρί παγίς τά οἰκεῖα χείλη τυγχάνει, οὕτω δή καί οἱ αἰτιώμενοι περί τῆς ἑαυτῶν εἰς ἐπισκόπους χειροτονίας ἐρωτηθέντες, συνήγοροί τινές ἄντικρυς τῷ μητροπολίτῃ ἐφάνησαν, ψηφισθῆναι μέν ἐνταῦθα φάμενοι διά πόλεως ἐπί τοῦ ἀποιχομένου ἐκείνου ἱερωτάτου μητροπολίτου Τυάνων μοναχοῦ Ἰακώβου πρός κλήρου καί ἀρχιερέων συνήθως˙ εἶτα μετά καιρόν ἐκείνῳ συνεξελθόντας εἰς τήν τῶν Καππαδοκῶν δευτέραν, τά Τύανα, χειροτονηθῆναι μέν, ἀλλ' ὑπ' ἐκείνου καί μόνου διά τό μηδένα ἔχειν τόν τούτῳ συλλειτουργήσοντα. Ἐπεί οὖν οὕτω τούτων καί παρ' αὐτῶν καθομολογηθέντων, οὐδέν τι ἦν τό ἀμφίβολον παρά τήν τῶν ἱερῶν κανόνων χειροτονηθῆναι τούτους διάταξιν, ὡς τοῦ μέν ἀποστολικοῦ καί πρώτου κανόνος ῥητῶς οὕτω ἐπίσκοπον χειροτονεῖσθαι ὑπό ἐπισκόπων ἤ δύο ἤ τριῶν διατάσσοντος, τοῦ τε τετάρτου τῶν ἐν Νικαίᾳ τό πρῶτον καί τοῦ ἐννεακαιδεκάτου τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ συνόδου, ναι μήν καί τοῦ τῆς ἐν Καρθαγένῃ, καί διαφόρων ἑτέρων αὐτό τοῦτο διαρρήδην θεσμοθετούντων τό χωρίς τριῶν παρουσίας μηδένα χειροτονεῖσθαι ἐπίσκοπον.
Διά ταῦτα ἔδοξε πᾶσιν ἡμῖν καί διέγνωσθαι καί τούς δηλωθέντας τούτους, ὡς εἴπομεν, ἐπισκόπους, μηδέ ἐπισκοπικῇ τετιμῆσθαι ὅλως ἀξίᾳ, ὥς καί ἀχειροτονήτους ἄντικρυς διά τό τῆς χειροτονίας αὐτῶν ἀκανόνιστον. Τούτων οὕτω διαγνωσθέντων καί αποφανθέντων, ἐξεχωρήθη τό ἀπό τοῦδε τῷ μητροπολίτῃ Τυάνων, ὡς ἀρχιερεῖ καί τά ἐν τῇ κατ' αὐτόν χώρᾳ προσαγγελόμενα, εἴτε δή καί τολμώμενα, ἐφειμένον ἔχοντι ἐξετάζειν καί διορθοῦσθαι, προθεῖναι δέ καί ἐπί μέσον τά περί τῆς θρυλλουμένης κατ' αὐτῶν ἀσεβίας, ὥστε συνοδικῶς ἅμα τοῖς δοθεῖσι συνδικασταῖς ἐξετασθῆναί τε καί λυθῆναι.
«Βογομιλικός Οφθαλμικός Τάφος»
(Βogomils Οcular Τomb)
(Μυστικιστής ζωγράφος Otto Rapp, 1992)
2. Σημείωμα δι' οὗ διεγνώσθησαν οἱ τήν τῆς ἐπισκοπῆς ἀξίαν προαφαιρεθέντες ὡς παρά κανόνας χειροτονηθέντες, ὅ τε Σασίμων μοναχός Κλήμης καί ὁ Βαλβίσης Λεόντιος ἐξ ἀναφορᾶς τοῦ ἱερωτάτου μητροπολίτου Τυάνων κυροῦ Βασιλείου, τῆς τῶν Βογομήλων ὄντες μυσαρωτάτης αἱρέσεως.
Μηνί ὀκτωμβρίῳ α', ἡμέρα στ', ἰνδικτῶνος ζ', προκαθημένου τοῦ ἁγιωτάτου ἡμῶν δεσπότου καί οἰκουμενικοῦ πατριάρχου κυροῦ Μιχαήλ ἐν τῷ Θωμαΐτῃ, συνδικαζόντων μέν τῇ μεγάλῃ ἁγιωσύνῃ αὐτοῦ ἐκ βασιλικῆς καί θείας προστάξεως τοῦ πανσεβάστου σεβαστοῦ καί μεγάλου δρουγγαρίου, τοῦ μακαριωτάτου ἀρχιεπισκόπου Βουλγαρίας καί τοῦ πανευγενεστάτου πρωτοασηκρήτης κυροῦ Λέοντος τοῦ Ικανάτου, συνεδριαζόντων δέ καί ἱερωτάτων ἀρχιερέων, τοῦ Ἀγκύρας, τοῦ Κυζίκου, τοῦ Νικομηδείας, τοῦ Τυάνων, τοῦ Ἀντιοχείας τῆς Πισιδίας, τοῦ Δυρραχίου, τοῦ Ἀλανίας, τοῦ Μαδύτων, τοῦ Μεσημβρίας, τοῦ Βιζύης, τοῦ Γαρέλλης καί τοῦ Γοτθίας, παρισταμένων καί δεσποτικῶν ἀρχόντων.
Ἔνθεον ζῆλον ἀναλαβών κατ' ἐπίγνωσιν ὁ ἱερώτατος μητροπολίτης Τυάνων Βασίλειος οὐκ ἠνέσχετο τά ἐν τῇ κατ' αὐτόν ἐνορίᾳ τολμηθῆναι αὐτῷ ἀκουσθέντα παρά τῶν τάχα συνεπισκόπων αὐτοῦ, ἤγουν τοῦ μοναχοῦ Λεοντίου καί τοῦ μοναχοῦ Κλήμεντος, οὕς ἤδη προεξετάσαντες τῆς ἐπισκοπικῆς ἀξίας καθείλομεν, μή καί εἰς τό ἐμφανές ἐξελέγξαι καί ὅπως πολλά τινα περί τ΄ν ὀρθόδοξον οὗτοι θρησκείαν παρασφάλλονται ἀνοήτως καί ἡμῖν παραστῆσαι σαφέστερον. Τοίνυν οὐχ ὡς κατήγορος, οὐδ' ὡς αὐτός συνιστῶν κατ' αὐτῶν τήν τῆς δυσσεβείας κατέγκλησιν˙ ταῦτα γάρ ἤδη καί διά τοῦ προγεγονότος παρ' ἡμῶν σημειώματος προδιέγνωσθαί τε καί προτετύπωται˙ ἀλλ' ὡς σπεύδων κωδίῳ προβάτου τούς λύκους μή ἐπικρύπτεσθαι καί οὕτω λάθρᾳ τήν τοῦ Χριστοῦ παρ' αὐτῶν λυμαίνεσθαι ποίμνην, ἐνώπιον ἡμῶν τήν σήμερον παρεστήσαντο τόν τῆς κατ' αὐτόν τυγχάνοντα ἐνορίας εὐλαβῆ κληρικόν αὐτοῦ Λέοντα, τόν καί παρά τοῦ Λεοντίου χειροτονηθέντα, ὡς αὐτός ἔλεγεν, ὡς καί ἀκριβῶς εἰδότα τά κατ' αὐτούς καί ἐξελέγχειν αὐτούς τῶν ἄλλων πλέον ἰσχύοντα. ὡς γοῦν παρέστη τῷ συνεδρίῳ, συμπαρίσταντο δέ καί οἱ καθ' ὧν ἡ αἰτίασις, ὁ μοναχός δηλονότι κλήμης καί ὁ μοναχός Λεόντιος, ἔγγραφον εὐθύς ὁ τῶν Τυάνων κανονικός προκεκόμικε, διαφόρους πράξεις τούτων διαλαμβάνον πολύ περιφερούσας τό σφαλερόν καί φανερῶς παριστώσας τόν τῶν τοιούτων έργάτην μή εὐσεβοῦς τυγχάνειν φρονήματος, τά δέ τῆς τῶν Βογομήλων θρησκείας ἀλθῶς νοσεῖν. Τό δέ ἔγγραφον ἦν μέν ἐκτεθειμένον, ὥσπερ ἐφαίνετο ἀπό τῶν ἐμφερομένων αὐτῷ σιγνογραφιῶν, παρά τε τῶν κληρικῶν καί ἀρχόντων καί οἰκητόρων ἁπλῶς τῆς μητροπόλεως Τυάνων, τοιάσδε τινάς πράξεις τοῖς αἰτιωμένοις προσμαρυροῦν˙
› διδαχήν τοῦ τούς ἄνδρας ἀπέχεσθαι τῆς τῶν νομίμως τούτοις συναφθεισῶν γναικῶν συνουσίας, κρέατός τε καί γάλακτος καί ἰχθύος καί οἴνου ἄχρι χρόνων τριῶν ἀποχήν˙ μετά δέ ταῦτα ἀπροκριμάτιστον παντελῆ τήν τῶν τοιούτων ἀπόλαυσιν˙
› ἑτέραν τό μηδένα σώζεσθαι κοσμικόν, κἄν πᾶσαν ἀρετήν διαπράξηται, εἰ μή μοναχός γένηται˙
› τό τούς ἱερολογηθέντας ἄχρις ἑπτά ἡμερῶν τῆς πρός ἀλλήλους ὁμιλίας κωλύειν˙
› τό ἀποκείρειν ἄνδρας παρά γνώμην τῶν γαμετῶν καί γυναίκας παρά τήν τῶν ἀνδρῶν θέλησιν˙
› τό τινας θανόντας χριστιανούς, ἀτάφους καί ἀψάλτους καταλιμπάνειν, καί μηδέ ζῶντας δέχεσθαι αὐτούς εἰς μετάνοιαν˙
› τό ἐξανασκάψαι καί λείψανα χριστιανῶν τεθαμμένα ἔξωθέν τε καί ἔσωθεν τῶν ἐκκλησιῶν, ἁμαρτωλούς εἶναι λέγοντες τούς τελευτήσαντας, καί δαίμονας ἐγκατοικεῖν τοῖς σώμασι τῶν τελευτόντων˙
› τό μή συγχωρεῖσθαι ἄλλως προσκυνεῖσθαι σταυρόν, εἰ μή καί ἐπιγραφήν ἐπιφέρηται˙ Ἰησοῦς Χριστός ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ˙
› τό ἐξαναβαπτίσαι καί παιδία χριστιανῶν, ὅτι λέγουσι˙ ἁμαρτωλοί εἰσιν οἱ βαπτίσαντες˙
› καί χειροτονῆσαι γυναῖκας διακονίσσας, καί ἐπιτρέπειν αὐταῖς τάς συνήθεις ἐκκλησιαστικάς αἰτήσεις ποιεῖσθαι καί τήν τῶν ἁγίων εὐαγγελίων ἀνάγνσιν καί συλλειτουργῆσαι ταύτας μετά τοῦ Κλήμεντος˙
› τό ἁγίας καταστρέψαι εἰκόνας˙
› τό περί τοῦ σταυροῦ τοῦ Μεγάλου Ἀρχιστρατήγου ἀπειροπληθῆ ποιοῦντος θαυμάσια λέγειν ὅτι ἐκ διαβολικῆς ἐνεργείας ταῦτα ποιεῖ˙
› τό ἀναθεματίσαι καί τόν Θεόν ὅν ἐπίστευσεν Ἀκάκιος ἐπίσκοπος, χριστιανός αὐτοῖς τούτοις ὧν ὑπῆρχε τό ἔγγραφον ὀρθόδοξος γνωριζόμενος˙
› πρός τούτοις καί τό παραδοῦναι γυναῖκας χριστιανάς εἰς χείρας ἐθνῶν, προφάσει δῆτα μοιχείας˙
Ταῦτα καί ἄλλα τοιαῦτά τινα τοῦ τοιούτου ἐγράφου δηλοῦντος, ἀπῃτοῦντο οἱ μνημονευθέντες πολλάκις πρός ταῦτα ἀπολογήσασθαι, καί εἰ μή πρός πάντα. Ἀλλ' ἐπειδήπερ ἑώρων τόν κατήγορον σφοδρῶς ἐνιστάμενον, ὁ μέν Λεόντιος ἀναβαπτισμόν ποιῆσαι κατέθετο πλήν διά το παρά ἱερέως καθαιρεθέντος ἐπί δήλοις ἐγκλήμασι μετά τήν ἐκείνου καθαίρεσιν τό πρῶτον βάπτισμα παρ' αὐτοῦ τελεσθῆναι, ὅ καί ὡς ἀμφίβολον παραστῆσαι αὐτός ἀπῃτήθη. Τούτου γάρ μή γινομένου – μεγίστη τις παράστασις – τό πραχθέν οὐκ ὀρθοῦ φρονήματος τοῦ Λεοντίου εἰσάγεται, ὡς ἀναβαπτισμόν ποιῆσαι τολμήσαντος κατά τήν βέβηλον τῶν Βογομήλων θρησκείαν, ὅπου γε καί τούτου παρά τοῦ Λεοντίου ἀποδειχθέντος, ὡς καθῃρημένος τυγχάνων ὁ ἱερεῦς, τό πρῶτον ἐποιήσατο βάπτισμα, οὐδ' οὕτω παντάπασιν ἀκαιτίατον τό γινόμενον.
Πρός δέ καί τό καταλιπεῖν ἀτάφους καί ἀψάλτους νεκρούς ὁμολογῶν ἧν ὁ Λεόντιος˙ ἔλεγε δέ τοῦτο ποιῆσαι, ὡς ἁμαρτανόντων ἐν ζωῇ τῶν τελευτησάντων καί μή πειθομένων αὐτῷ συμβουλεύοντι πρός διόρθωσιν ἀπιδεῖν.
Καί τό παραδοῦναι δέ χριστιανήν γυναῖκά τινα τῷ ἐν τῷ κάστρῳ ἐκπροσωποῦντι τῷ Ἀμηρᾳ ὡμολογεῖ, διά μοιχείαν εἰπῶν ἐπ' ἀδελφῷ τοῦ ἀνδρός ὑπ' αὐτῆς τολμωμένην τοῦτο ποιῆσαι, ὡς μή δυνάμενος ἄλλως ἀποκοπήν ἐπινοήσασθαι τοῦ κακοῦ.
Προσωμολόγει δέ καί θεῖον κατακαῦσαι ναόν, ἀλλ' ὅτι, φησί, πολλάκις παραινέσας τινί χόρτον ἔνδοθεν τοῦ ναοῦ ἀποτιθεμένῳ μηκέτι τοῦτο ποιεῖν, οὐχ εὕρισκε ἐκεῖνον πρός τοῦτο καταπειθῆ, τούτου χάριν πῦρ μέν ἐμβαλεῖν τῷ χόρτῳ ἀποτεθέντι ἐκεῖσε καί μετά τήν τούτου παραίνεσιν, ἔργον δέ τοῦ πυρός γενέσθαι καί τόν ναόν παρά τάς οἰκείας τούτου ἐλπίδας. Ἀλλά ταῦτα μέν ὡμολόγησεν ὁ Λεόντιος, ὁ δέ μοναχός Κλήμης τά τῶν διακονισσῶν χειροτονίας καθωμολόγησεν.
Ὡς δέ ρπός τά λοιπά ἀντέπιπτον αἰτιάματα, ὁμολογεῖν μή πειθόμενοι, ὁ τό ἔγγραφον προκομίσας καί μάρτυρας εἰς τό μέσον προῆγε τόν θεοσεβῆ πρεσβύτερον καί δευτερεύοντα τῆς μητροπόλεως Τυάνων Γεώργιον, Μιχαήλ τόν ἱερομνήμονα, Εὐστάθιον ἱερέα, τόν θεοσεβῆ ἱερέα τῆς δηλωθείσης ἐκκλησίας Σισσίνιον, Κωνσταντίνον τόν Ῥοδαντ( ) , τόν μαθητήν γεγονότα τοῦ Κλήμεντος καί προσελθόντα αὖθις τῷ μητροπολίτῃ καί ἀναθεματίσαντα τάς ἐκείνου διδασκαλίας, τόν ἀπό τῆς ἐνορίας τοῦ Μωκησοῦ Βασίλειον τόν τοῦ Μονογρόθ(ου), Νικηφόρον τόν τοῦ Παλατ(ίνου) καί ἑτέρους τινάς, οὐκ ἐπί τοῖς ῥηθεῖσι μόνον αὐτούς ἐλέγχοντας αἰτιάμασιν ὅσα ἀπό τοῦ ἐγγράφου ἐκείνου οὗτοι οὐ παρεδέχοντο, ἀλλά καί ἑτέροις οὐκ ὀλίγοις, χείροσι πολύ τῶν μνημονευθέντων καί προφανῶς τούτους οὐκ ὀρθοῦ καί εὐσεβοῦς ὄντας φρονήματος ἀπελέγχουσιν.
Ἀλλ' ἡμεῖς καί ἀπό τῶν συνομολογηθέντων αὐτοῖς οὐκ ἀγεννῆ λαβόντες κατάληψιν, καί μηδέ ὅρκοις ὑποβάλλειν ἀνθρώπους δέον εἶναι νομίσαντες διά τόν ὑπέρ εὐσεβείας ζῆλον ἑτοίμους ὅτι μάλα καί πρός τοῦτο τυγχάνοντας, ἠρκήσθημεν καί μοναῖς ταῖς ὁμολογίαις αὐτῶν, καί τόν ἀναβαπτισμόν τέως καί τήν τῶν ἁμαρτανόντων ἀποβολήν ὡς μηδέ μετά θάνατον αὐτοῖς συγχωρεῖν γεννήματα ἤ παιδεύματα τῆς τῶν Βογομήλων εἶναι θρησκείας, διαγινώσκοντες, ἵνα τά γε νῦν ἔχοντα πλείονα παραδράμωμεν, βογομηλικῶς αὐτούς καί φρονεῖν και διδάκειν ὁμολογουμένους διαγινώσκομεν. Τοίνυν καί μελήσει ἡμῖν τό ἀπό τοῦδε τούτους ἐξασφαλίζεσθαι ὥστε καί κατά μόνας διάγειν, καί μήτε δι' ὁμιλίας ἤ ὁπωσδήποτε ἄλλως τῆς τοιαύτης λύμης μεταδιδόναι καί ἄλλοις, ἅμα δέ καί ἐπιτηρεῖσθαι αὐτούς εἰ πρός διόρθωσιν ἀπονεύοιεν καί τῶν ἐνσπαρέντων αὐτοῖς οὐκ ὀρθῶν δογμάτων ποιοῖντο ἐκρίζωσιν.
3. Ἕτερον σημείωμα διαλαμβάνον ὅτι ἀνεθεμάτισαν οἱ αὐτοί ἐπίσκοποι καί Βογόμηλοι τά ἐν τῷ καταστίχῳ ἀναγεγραμμένα καί πάντας τούς οὕτω φρονοῦντας.
Μηνί ὀκτομβρίω λ', ἡμέρα ζ', ἰνδικτιῶνος ζ', προκαθεζομένου τοῦ ἁγιωτάτου ἡμῶν δεσπότου καί οἰκουμενικοῦ πατριάρχου κυροῦ Μιχαήλ ἐν τοῖς Ἀλεξιακοῖς κατηχουμενείοις, συνδικαζόντων μέν τῇ μεγάλῃ ἁγιωσύνη αὐτοῦ τοῦ πανσεβάστου σεβαστοῦ καί μεγάλου δρουγγαρίου κυροῦ Κωνσταντίνου τοῦ Κομνηνοῦ, τοῦ μακαριωτάτου πανσεβάστου σεβαστοῦ ἀρχιεπισκόπου βουλγαρίας, τοῦ μεγαλοενδοξοτάτου πρωτασηκρῆτις κυροῦ Λέοντος τοῦ Ἱκανάτου, συνεδριαζόντων δέ τοῦ μεγαλοεπιφανεστάτου πρωτονοβελισσίμου κυροῦ Βασιλείου τοῦ Μαρούλη, ἱερωτάτων ἀρχιερέων τοῦ Ἐφέσου, τοῦ Ἀγκύρας, τοῦ Κυζίκου, τοῦ Πισιδίας, τοῦ Ἀλανίας, τοῦ Μεθύμνης, τοῦ Γαρέλλης, τοῦ Καραβυζύης καί τοῦ Γοτθίας, παρισταμένων καί δεσποτικῶν ἀρχόντων.
Ὅσα μέν διέγνωσθαι μέχρι τοῦ νῦν κατά του μοναχοῦ Λεοντίου καί του μοναχοῦ Κλήμεντος τῶν ἀπό ἐπισκόπων καί ὅσα τούτοις καθωμολόγται τῶν ἐμπεριεχομένων σφαλερῶν κεφαλαίων τῷ παρά τῶν ἐποίκων τῆς ἐνορίας Τυάνων ἀποσταλέντι ἐγγράφῳ πρός τήν ἡμῶν μετριότητα διαλαμβάνον σαφέστερον τό πρό μικροῦ παρ' ἡμῶν ἐκτεθειμένον σημείωμα, προστάξει βασιλικῇ συνδικαζόντων ἡμῖν τηνικαῦτα καί τῶν ἐν τῷ τοιούτῳ σημειώματι δηλουμένων πανυπερτάτων ἀνδρῶν˙ καί ὅσον μέν ἐπί τοῖς ὁμολογηθεῖσιν ἐκείνοις, οὐδέν ἡμῖν τό ἀμφίβολον, ἅτε δή καταγνωσμένοις καί παρ' ἡμῶν καί παρ' αὐτῶν δή τούτων ἀποβληθεῖσι διά τό καί τάς αἰτίας ἅς προεβάλοντο ἀδέκτους ἡμῖν λογίσθῆναι πρός τό αὐτῶν καί τά ἄλλα ὡς σφαλερά ἐφ' οἷς αὐτοί μέν οὐ καθωμολόγησαν, ὁ δέ προσκομίσας τό ἔγγραφον ἕτοιμος ἦν καί διά μαρτύρων ταῦτα πιστώσασθαι, διά ταῦτα καί σήμερον συνελθόντων τῇ ἡμῶν μετριότητι τῶν δοθέντων ταύτῃ συνδικαστῶν, δέον ἡμῖν ἅπασι δέδοκται καί διόρισται ὥστε πρός πληροφορίαν τῶν πρός ἡμᾶς στειλάντων τό ἔγγραφον τοῦ ὁμολογουμένως τοῦ ὀρθοῦ παρασφάλλεσθαι λόγου τά τούτῳ περιεχόμενα καί πολλήν πονηρίαν τε καί ἀσέβειαν καταβοᾶν τῶν οὕτω φρονούντων ἤ διδασκόντων, ἐν ἐπηκόῳ τουτουΐ τοῦ συνεδρίου ἀναθέματι τά πάντα ὑποβάλειν˙ ὅπερ δή καί αὐτίκα τήν σήμερον ἐνώπιον ἡμῶν πεποιήκσαι τά τε ἀναμφίβολα πάντα ὡς ἑτερόδοξα ῥητῶν ἀναθεματίσαντες καί ἐφ' οἷς ἀμφιβολίας ἦν ἐπισκίασμα, διά τινας προφάσεις παρ' αὐτῶν εἰσαχθείσας πρός τήν τῆς ἑαυτῶν καταγνώσεως ἀποσόβησιν, τούς μή κατά τήν καθολικήν ἐκκλησίαν φρονοῦντας, ἀλλ' ἔξωθεν τι παρ' ἑαυτῶν ἐπεισάγοντας ἀναθέματι καθυποβάλλοντες, πρό πάντων δέ γε καί ἑαυτούς, εἰ φανερῶς εἴτε μήν κεκρυμένως ἤ φρονήσαιεν ἤ διδάξαιεν παρά τά εὐσεβῆ τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας καί δόγματα καί διδάγματα. Τό μέντοι τῶν κεφαλαίων κατάστιχον διά τό ανόθευτον πάντῃ συντηρηθῆναι καί ἀδιάβλητον, ὡρίσθ μεταγραφέν ὑπογραφῆναι μέν παρά τῶν ἀναθεματίσαντων αὐτό, ἐπιγραφῆναι δέ ἔξωθεν καί παρά τοῦ ἡμετέρου θεοφιλοῦς χαρτοφύλακος καί εἰς τήν χώραν ἀποσταλῆναι.
(Πηγή: Jean Gouillard, Quatre proces de mystiques a Byzance, έκδοση από τους κώδικες Allatiano & Barocciano 205, f.524r-v)
Γ. Καταδίκη μοναχού Νύμφωνα
1. Σημείωμα γεγονός ἐπί τῷ περιορισμῷ, τῷ εἰς τήν μονήν τῆς περιβλέπτου, τοῦ Βογομήλου, καί παμβεβήλου Νίφωνος.
Μηνός Ὀκτωβρίου α', ἡμέρα στ', ἰνδικτιῶνος ἑβδόμης. Προκαθημένου τοῦ ἁγιωτάτου ἡμῶν δεσπότου καί οἰκουμενικοῦ πατριάρχου κυρίου Μιχαήλου ἐν τῷ Θωμαϊτῇ, συνεδριαζόντων τῇ μεγάλῃ ἁγιωσύνη αὐτοῦ τοῦ πανσεβάστου Σεβαστοῦ, καί μεγάλου Δρουγγαρίου, τοῦ μακαριωτάτου Σεβαστοῦ, καί ἀρχιεπισκόπου Βουλγαρίας, καί τοῦ πανευγενεστάτου πρωτοασηκρήτου τοῦ Ἱκανάτου, τῶν ἱεροτάτων ἀρχιερέων τοῦ Ἀγκύρας, τοῦ Κυζίκου, τοῦ Νικομηδείας, τοῦ Νικαίας, τοῦ Τυάνων, τοῦ Ἀντιοχείας τῆς Πισιδίας, τοῦ Δυῤῥαχίου, τοῦ Ἀλανίας, τοῦ Μαδύτων. τοῦ Μεσημβρίας, τοῦ Κυζίκης, τοῦ Γάρεως, καί τοῦ Γοτθίας, παρισταμένων καί δεσποτικῶν ἀρχόντων.
Οὐκ ὀλίγας, οὐδ' ἀγαθάς ἀγγελίας ἡ μετριότης ἡμῶν εὐηχηθεῖσα περί πολλῶν περί τοῦ μοναχοῦ Νίφωνος, πολύ τό κατ' αὐτοῦ δύσφημον ἐπισυρομένας. ἀλλά καί γραφήν τούτου θεασαμένη πρός τινας καί πολλούς ἐξ ὀνόματος τοῦδε ἐν Καππαδοκίᾳ στελεῖσαν, τήν ἰδίαν εἶναι καί αὐτός ὡμολόγησε, καί ὅτι πᾶσαν τήν ἐκκλησίαν ὑβρίζει, αἱρετικούς πάντας ἀποκαλῶν, ὡς ὁ ἀβλαβής Δομέστικος τῶν σεκρετικῶν Βασίλειος ὁ Κυμινιανός, καί Γεώργιος σεκρετικός ὁ τοῦ δευτερεύοντος, καί Ἰωάννης σεκρετικός ὁ τοῦ Οἰνοχίου, πρός αὐτόν παρ' ἡμῶν σταλέντες ἐξεῖπον ἡμῖν, ναι μην καί τινες τῶν ἐν τῇ Κοτυαείου μονῇ μοναχῶν, καί ἄλλοι πολλοί τῶν ἀξιολόγων, παριστήσατο μεν αὐτόν καί ἅπαξ, καί δίς ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ συνεδρίου, καί τάχα μέντοι καί ἔσπευδον ἐξετάσαι τῶν ἡμῖν ἀκουσθέντων τινά καί λαχεῖν τελείαν διάγνωσιν περί ὧντε ἀνέμαθε, καί ὅπως οὗτος ἔχει φρονήματος. ὅτι δέ καί πλείονος καί σχολαιστέρας ἐρεύνης ἐώρα δεόμενα τά τῆς κατ' αὐτόν ἐξετάσεως. ὑφωρᾶτο δέ καί ἄλογον φόβον, μήπου διά τό ἄφετος εἶναι καί ἐλευθερίως διάγειν ἔνθα καί βούλεται, προσομιλεῖντε ἀκωλύτως, καί οἷσπερ ἐθέλει, καί οὕτω ψυχικῆς βλάβης αἴτιος ἐγκατασταίη πολλοῖς, οὐκ ὀρθοῦ δοκῶν εἶναι φρονήματος, ἐξ ὧν περ ἠκούσαμεν. τούτου δή χάριν ἄχρις ακριβεστέρας περί αὐτοῦ ἡμῖν ἀκουσθέντων ἐρεύνης καί ἐξετάσεως, ἀπαχθῆναι μέν τούτον ἐν τῇ σεβασμίᾳ τῆς περιβλέπτου μονῇ προσετάξαμεν. παραγγελίαν δέ γενέσθαι πρός τε τόν εὐλαβέστατον καθηγούμενον, τόν οἰκονόμον, καί τούς λοιπούς μοναχούς, ὥστε ἔντινι τῶν ἐντός τῆς μονῆς κελλίων ἡσυχάζειν αὐτόν ἀπρόσιτον τοῖς ἐκτός τυγχάνοντα πᾶσι, παρ' ἑνός δέ καί μόνου διακονητοῦ καθυπηρετούμενον, καί μηδενί ἔχοντα ἐπ' ἀδείας προσομιλεῖν, μή τῶν λαϊκῶν, μή τῶν ἐκκλησιαστικῶν, ἀλλά μηδέ διά γραφήν ἤ διδάσκειν, ἤ καί πρός τινας ἐπιστέλλειν, ἤ δι' ἑαυτοῦ, ἤ δι' ἑτέρου, ἀλλ' ἐν ἡσυχίᾳ καθημένου, ὡς δεδήλωται. καί τῆς ἐνδεχομένης προνοίας ἀπό τῆς δηλωθείσης μονῆς χάριν ψυχικῆς σωτηρίας τοῦ ἀοιδήμου κτήτορος αὐτῆς ἀξιούμενον. Ἐκείνοις καί μόνοις πρός ἀνάγνωσιν κεχρῆσται βιβλίοις, οἷς ἄν ἡ μετριότης ἡμῶν ἐπιτάξειε. τῶν δέ λοιπῶν τελείως ἀπέχεσθαι, ὥστε μέντοι καί ἀσφαλῶς αὐτῷ συντηρεῖσθαι τήν τοιαύτην καθ' ἑαυτόν ἡσυχίαν, καί τό μηδενί ἐντυγχάνειν, ὡς εἴρηται, καί δεσμός αὐτῷ παρ' ἡμῶν ἐπηνέχθη συνοδικός. ὥστε ὑπό ἀφορισμόν καί ἀκοινωνίαν εῖναι τελείαν, εἰ κεκρυμένος γοῦν ἤ γράψαι πρός τινας, ἤ διδάξαι τολμήσει. εἰ γάρ φανείη τήν ἡμετέραν ταύτην παραγγελίαν ἐπί ἀθετήσει τινός τῶν ἤδη διορισθέντων παρ' ἡμῶν ἀλισκόμενος, οὐκέτι ὡς ἀμφιβαλλόμενος ἔσται ἡμῖν, ἐφ' οἷς κατ' αὐτοῦ ἠκηκόαμεν, ἀλλ' ὡς καί παντελῶς ἀναμφίβολος μή ὀρθά φρονῶν, μηδ' ὀρθόδοξα. τοῖς αὐτοῖς μέντοιγε ἔνοχοι ἔσονται, καί ὅσοι ἤ ἀπιέναι τολμήσουσιν εἰς αὐτόν, ἠ γραφάς ἐπιστέλλειν αὐτῷ, ἤ ομιλεῖν ὁπωσδήποτε.
2. Σημείωμα, δι' οὗ διεγνώσθη ὁ ἀμόναχος καί παμβέβηλος Νίφων τῆς τῶν Βογομήλων ὁμολογουμένος μυσαρωτάτης εἶναι αἱρέσεως.
Μηνί Φεβρουσαρίῳ κβ'. ἡμέρα γ'. Ἰνσικτιῶνος ἑβδόμης. Προκαθημένου τοῦ ἁγιωτάτου ἡμῶν δεσπότου, καί οἰκουμενικοῦ πατριάρχου κυρίου Μιχαήλου ἐν τοῖς δεξιοῖς κατηχουμενίοις τοῦ ἁγίου Ἀλεξίου, συνεδριάζοντος τῇ μεγάλῃ ἁγιωσύνῃ αὐτοῦ τοῦ μεγάλου ἐπιφανεστάτου πρωτοασηκρήτου κυρίου Λέοντος τοῦ Ἱκανάτου, καί ἱερωτάτων ἀρχιερέων τοῦ Τυάνων, τοῦ Λαοδικείας, τοῦ Δυῤῥαχίου, τοῦ Θηβῶν, τοῦ Ἀμάστριδος, τοῦ Καλουσίας, τοῦ Μαδύτων, τοῦ Λακεδαιμονίας, τοῦ Λευκάδος, τοῦ Παρ/ας, καί τοῦ Γοτθίας, παρισταμένων καί δεσποτικῶν ἀρχόντων.
Τά κατά τόν μοναχόν Νίφωνα, ὅπως τε πρό καιροῦ συνοδικῶς ἐξητήθη, καί ὅπως διά τά ἐξ αὐτοῦ τοῖς πολλοῖς ἐπιφυόμενα σκάνδαλα ὠκονόμηται τά κατ' αὐτήν παρά τῆς ἡμῶν μετριότητος. ὡς ἄν ἐν ἡσυχίᾳ καθήμενος, καί τά καθ' ἑαυτόν μεμεριμνημένως ἐπισκεπτόμενος, καί τῆς σωτηρίας φροντίζων τῆς ἑαυτοῦ, τῆς τῶν ἄλλων ὁμιλίας, καί παντοίας ἄλλης ὁποιασδήποτε κοινωνίας ἀπέχηται, τό τηνικαῦτα παρ' ἡμῶν ἐκτεθέν διαλαμβάνει σημείωμα, ὅτε καί εἰ μή καταλήψεις πλείας, ἀλλά τέως προλήψεις, καί οὐ τυχούσας ῥοπάς κατ' αὐτοῦ κατελάβομεν, ὡς ἔν τισι τά τοῦ ὀρθοδόξου παραχαράττοντος δόγματα, καί ἄντικρυς ἑτεροδιδασκαλοῦντος ἡμῖν, καί οἰκίας κοιλίας ἀπογγενῶντος διδάγματα. ἀλλ' οὐ πρόληψις ἡμῖν μόνον, οὐδέ ῥοπή τις, ἤ ἀμυδρά παράστασις, καί κατάληψις περί τοῦ μή ὀρθῶς αὐτόν φρονεῖν, ἤ διδάσκειν, κατελήφθη τήν σήμερον. καί ἵνα τ' ἄλλα παρῶμεν, ὅσα τε ἀπηγγέλη ἡμῖν περί τούτου παρά τοῦ ἱερέως τῆς μεγάλης ἐκκλησίας Θωμᾶ καί παντυχικῶν χωριττών, ὡς περί τῆς ἁγίας τῶν ζωοποιῶν τοῦ Χριστοῦ κοινωνίας ἔκθεσμά τινα καί τῆς ἀσεβῶς ἀλλότρια πίστεως παρεισάγοντα, ναι μέν καί τά περί τοῦ εὐλαβεστάτου καθηγουμένου τῆς τοῦ παντοκράτορος σεβασμίας, καί βασιλικῆς μονῆς, προφανῶς τόν τοιῦτον καί αὐτά παριστῶντα τῆς ἀσεβείας ἀλλότριον. Οὐ μήν ἀλλά καί τά περί τοῦ ἱερωτάτου μητροπολίτου Δυῤῥαχίου παρεισαχθέντα, εἰ καί ἔξαρνος οὗτος ἀπλῶς πρός πάντα ἐτύγχανεν. ἀλλ' οὐν αὐτά τά σήμερον παρ' αὐτοῦ λαληθέντα, καί εἰς πάντων ἐπήκοον οὐκέτι δισταγμένα τινά περί τούτου ἔχειν ἡμᾶς ἀπό τῆς σήμερον συγκεχώρηκεν, καί οἷον διαμφιβάλλειν περί αὐτοῦ, ὅπως ἄρα καί ἔχει φρονήματος. ἔκ τε γάρ τοῦ τούς ἀποβληθέντας πρό μικροῦ παρ' ἡμῶν συνοδικῶς, ὡς ἑτεροδόξους δύο ἐπισκόπους τοῦ μητροπολίτου Τυάνων εὐσεβεῖς αὐτούς ὀνομάζειν, καί φρονοῦντας ὀρθῶς, καί ἀπλῶς διά τούτου τοῦ τροπαίου ἐναντιοῦσθαι, οὐχί τῇ συνόδῳ καί μόνῃ, ἀλλά καί πάσῃ τῇ δογματικῇ ἐκκλησίᾳ τῇ τά παρ΄ ἐκείνων δογματισθέντα ὡς ἀσεβῆ ἀμφιβαλλομένῃ καί ἄθεσμα. καί ἐκ τοῦ ἐνώπιον ἡμῶν πάντων ἀποστοματίσαι τήν σήμερον, καί εἰπεῖν καί εἰπεῖν ἀνάθεμα τῷ Θεῷ τῶν Ἑβραίων, συνῆκται ἡμῖν ἔκ δε τούτων ἀνενδοιάστως μή τά τῶν ὀρθοδόξων φρονεῖν, ἤ δογματίζειν αὐτόν, διό καί ὡς τελείαν τό ἀπό τοῦδε πληροφορίαν σχόντων ἡμῶν περί τῆς ἐσφαλμένης αὐτοῦ, καί ἀθέου πάντῃ διδαχῆς, καί φρονήσεως, ὡρίσθη περιορισθῆναι αὐτόν ἔν τινι τόπῳ καθ' ἡσυχίαν, καί ἀπρόσιτον εἶναι παντάπασιν, ὥστε μή τήν ἐξ αὐτοῦ λύμην, καί εἰς πολλούς διαδίδοσθαι. πάντως γάρ ὁ τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ οὗτως ἐναντιούμενος προφανῶς. καί ἑαυτόν μέν νομίζων ὀρθόδοξον, ἄλλως δ' ἔχειν τούς ἄλλους οἰόμενος˙ οὐ φωτός, ἀλλά σκότους μεταδώσει τοῖς αὐτῷ πλησιάζουσιν. ἀλλά καί ὅς ἄν τολμήσει τοῦ λοιποῦ ἔν τινι κοινωνῆσαι αὐτῷ ἐν ὁμιλίᾳ, ἤ διαίτῃ, ἤ ἄλλῳ τρόπῳ ὁποιῳδήτινι φανερῶς, ἤ καί λάθρα, ὡς ὁμόφρων αὐτῷ κακεῖνος καί λογισθήσεται καί τιμωρηθήσεται.
(Πηγή: Mansi XXI.597-603)
Εισαγωγή – Ερμηνευτικές τάσεις
Ο Έλληνας ιστορικός, που θα επιχειρήσει να διαπραγματευθεί την ιστορία του Βογομιλισμού, θα βρεθεί αναγκαστικά αντιμέτωπος με τις επικρατούσες, εδώ και δεκαετίες, σχολές σκέψης, οι οποίες ερμήνευσαν το φαινόμενο, χρησιμοποιώντας έντονα ιδεολογικά κριτήρια. Ο Βογομιλισμός έχει το εξής ιδιάζων χαρακτηριστικό. Ων υπό ανάπτυξη τον Μεσαίωνα, συνδέθηκε με την ιστορία του Βουλγαρικού έθνους, σε μια ευαίσθητη καμπή της. Ταυτόχρονα, συνδέθηκε με την διάδοση των δυαρχικών κακοδοξιών στην Δύση και την εμφάνιση των Καθαρών (θα τους δούμε στη αργότερα).
Το πρώτο θέμα ήταν του άμεσου ενδιαφέροντος των σλαβόφωνων ιστορικών, οι οποίοι ακολούθησαν δύο τάσεις. Κατά την πρώτη τάση, με βάση τα κριτήρια της μαρξιστικής θεώρησης της ιστορίας (ιστορικός υλισμός), είδαν τον Βογομιλισμό ως κοινωνικό κίνημα και το ενέταξαν στην θεωρία τους περί πάλης των τάξεων. Αυτής της κατηγορίας εργασίες είναι οι εξής:
› Topentcharov V., Les Bou› l› gres et Cathares, Paris 1971, ἐκδ. Seghers.
› Anguelov D., Le Bogomilisme en Bulgarie, Toulouse 1972, ἐκδ. Privat.
› Loos M., Dualist Heresy in the Middle Ages, Prague, 1974.
› και η πολύ γνωστή Obolensky D., The Bogomils, A study in balkan Neo› manicheism, Cambridge, 1948, ἐκδ. Cambridge University Press.
Οι δύο τελευταίες εργασίες περιέχουν και στοιχεία της επόμενης κατηγορίας.
Κατά την δεύτερη τάση, ο Βογομιλισμός εξακολουθεί να είναι ένα κοινωνικό κίνημα, το οποίο συσπείρωσε τις πλατιές μάζες ενάντια στην εισαγόμενη «φεουδαρχία», όπως αυτή εκπροσωπούνταν, κατά την άποψή τους, από τους Βυζαντινούς γαιοκτήμονες και την Εκκλησία. Ως αποτέλεσμα αυτής της αντίθεσης προέκυψε η Βουλγαρική εθνική συνείδηση. Σ’ αυτή την κατεύθυνση κινούνται οι εξής εργασίες:
› Georghief. S, Les Bogomiles et le presbytère Cosmas, Fribourg 1920.
› Sharenkoff V. N. A study of Manichaeism in Bulgaria, New York 1927.
› Ivanov.J., Livres et légendes bogomiles (Aux sources du Catharisme), Paris 1976.
› Topentcharov V., Les Bou› l› gres et Cathares, Paris 1971, ἐκδ. Seghers.
› Anguelov D., Le Bogomilisme en Bulgarie, Toulouse 1972, ἐκδ. Privat.
Το δεύτερο θέμα, σχετίζεται άμεσα με τα συμφέροντα χριστιανικών ομολογιών (Προτεσταντισμός). Σε αυτές ο Βογομιλισμός, ως άμεσα (sic) συνδεδεμένος με το κίνημα των Καθαρών, αποτελεί αντίδραση στην κατ’ αυτούς απομάκρυνση της Εκκλησίας από τα αποστολικά πρότυπα, αντίδραση την οποία αργότερα εξέφρασε η Μεταρρύθμιση. Με αυτόν τον τρόπο, προσπαθούν οι ομολογίες αυτές ν’ αποκτήσουν βάθος χρόνου, οικειοποιούμενες αλλότρια κληρονομιά. Κύρια τακτική των ιστορικών αυτής της κατηγορίας είναι η άρνηση της αντικειμενικότητας των πηγών, επειδή αυτές θεωρούνται προκατειλημμένες, ως εκφράσεις της κυρίαρχης εκκλησιαστικής πολεμικής και της παπικής προπαγάνδας με σκοπό την πρόκληση σταυροφοριών επί χριστιανικού εδάφους. Εργασίες αυτής της τάσεις είναι οι εξής:
› Morgen R., Medioevo christiano, Bari, ἐκδ. Laterza, 1951, του ιδίου, «Problèmes sur l'origine de l'hérésie au moyen âge», Revue historique 236, (1966), p. 1› 16.
› Moore R. I., The Birth of Popular Heresy, London1975, ἐκδ. Arnold, του ιδίου, The Origins of European Dissent, Oxford, 1985, éd. Blackwell, του ιδίου, «Nicétas, émissaire de Dragovitch, a› t› il traversé les Alpes ? », Annales du Midi (1973), p. 85› 90.
Την προσπάθεια των Προτεσταντών να συνδέσουν την Μεταρρύθμιση με τα μεσαιωνικά αιρετικά κινήματα στα:
› Guy BEDOUELLE, «Les Albigeois, témoins du véritable Évangile: l'historiographie protestante du XVIe et du début du XVIIe siècle», Cahiers de Fanjeaux, n°14, Toulouse, ἐκδ. Privat, 1979.
› Roland Poupin, «Points de repère d'une histoire des origines du basculement dualiste en Occident médiéval».
› Michel Jas, Incertitudes, Les Cathares à Montpellier, ἐκδ. Beziers: Institut d'études Occitanes, 2007.
› Roquebert Μ., «Le déconstructionnisme et les études cathares», dans Les cathares dans l'histoire, ἐκδ. Cahors, 2005.
(Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου https://www.impantokratoros.gr/bogomiloi_eisagogh.el.aspx)
Ο Άγιος Ναούμ αντιμετωπίζει Βογομίλους που προ-
σπαθούν να τον διώξουν από την Οχρίδα.
Διδασκαλία των Βογομίλων
α. Δυαρχία
Ο Βογομιλισμός είναι ένα σαφώς δυαρχικό σύστημα. Ακολουθεί την διδασκαλία, η οποία ξεκίνησε από τον Μανιχαϊσμό, αποδεχόμενο δύο αρχές, του καλού και του κακού, όπως αυτή αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε από τις μεσαιωνικές εκδοχές του Μεσσαλιανισμού και του Παυλικιανισμού, γι’ αυτό και υπάρχουν ενσωματομένα στοιχεία και από τις δύο αιρέσεις. Τα στοιχεία αυτά εντοπίζονται και αποδίδονται ήδη από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς του Ι’ και ΙΑ’ αι. Ακολούθησε οργανωτική διάσπαση η οποία συνοδεύτηκε από αντίστοιχη δογματική, όπως θα παρακολουθήσουμε παρακάτω.
Αρχικά οι Βογομίλοι δέχονταν μια μετριοπαθή δυαρχία. Και οι δύο αρχές είναι δημιουργοί, η μεν του ουρανίου, η δε του υλικού κόσμου. Ουσιαστικά η μια συμπληρώνει την άλλη και η εξάρτηση μετατρέπεται σε σχέση συγγένειας. Ήδη από το πρώτο και δεύτερο ανάθεμα στην επιστολή του πατριάρχη Θεοφύλακτου καταγράφεται ότι:
«Ὁ δύο ἀρχάς λέγων καί πιστεύων εἶναι, ἀγαθήν τε καί κακήν, καί ἄλλον φωτός ποιητήν καί ἄλλον νυκτός, μία τῶν ἀνθρώπων καί ἑτέρα τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἄλλων ζώντων, ἀνάθεμα.
Τοῖς τόν πονηρόν διάβολον ποιητήν ὑπάρχειν καί ἄρχοντα τῆς ὕλης καί τοῦ ὁρωμένου τούτου κόσμου παντός καί τῶν σωμάτων ἡμῶν κενολογοῦσιν, ἀνάθεμα[i].»
Κατά την σχέση συγγένειας, ο διάβολος γίνεται πρεσβύτερος γιος του Θεού κατά την πρώιμη αναφορά του Ιωάννη Έξαρχου[ii]. Η ίδια διδασκαλία αποδίδεται στους Βογομίλους και από τον πρεσβύτερο Κοσμά:
«Δεν βλασημούν μόνο την γη, αλλά υψώσαν τις βλασφημίες τους στον ουρανό, λέγοντας ότι είναι από τον διάβολο που όλα υπάρχουν˙ ο ουρανός, ο ήλιος, τα άστρα, ο αέρας, η ανθρωπότητα, οι εκκλησίες, ο σταυρός˙ όλα όσα ανήκουν στον Θεό, αυτοί τα αποδίδουν στον διάβολο˙ κοντολογίς, ο,τιδήποτε κινείται στην γη, είτε έχει ψυχή είτε όχι, το αποδίδουν στον διάβολο.
Όταν ακούν τον Κύριο στο Ευαγγέλιο να λέει την παραβολή των δύο υιών (σ.σ. εννοεί την του ασώτου), κάνουν τον Χριστό πρεσβύτερο υιό, και τον νεώτερο, ο οποίος εξαπάτησε τον πατέρα, τόν διάβολο[iii].»
Η διαφορά του πατρός Κοσμά με τον Ιωάννη Έξαρχο είναι ότι ο δεύτερος αναφέρει ότι οι Βογομίλοι θεωρούν τον διάβολο ως πρεσβύτερο, άποψη η οποία διασταυρώνεται και από το έργο του Ψελλού και του Ζιγαβηνού. Ο Puech προσπάθησε να ερμηνεύσει› συμβιβάσει την διαφωνία του Κοσμά με τους υπόλοιπους συγγραφείς στο συγκεκριμένο σημείο. Υποστηρίζει, λοιπόν, ότι στην παραβολή του Ασώτου ο διάβολος είναι ο νεώτερος υιός, ο οποίος εγκατέλειψε τον πατέρα, οπότε λογικά ο Χριστός είναι ο μεγαλύτερος αδελφός, πάντα κατά την άποψη των Βογομίλων. Αποδίδει την αντίστροφη απόδοση των ρόλων από τον Κοσμά, στην επανάσταση και πτώση του διαβόλου, με αποτέλεσμα να γίνει ο Χριστός ο μεγαλύτερος και ο διάβολος ο νεώτερος υιός[iv].
Ο πατήρ Κοσμάς ακολουθεί την ορθόδοξη άποψη για την προέλευση των αιρέσεων:
«Ο εχθρός μας ο διάβολος το γνωρίζει, και ποτέ δεν σταμάτησε να οδηγεί τους ανθρώπους στην αποστασία˙ στην αρχή με τον Αδάμ, τον πρωτόπλαστο, μέχρι σήμερα, δεν έπαψε να προσπαθεί να παρασύρει τους ανθρώπους μακριά από την πίστη, ώστε μεγάλο πλήθος ανθρώπων να βασανιστούν μαζί του˙ οι απάτες του οδήγησαν πολλούς να λατρεύουν τα είδωλα, άλλους να φονεύουν τους αδελφούς τους, άλλους να διαπράττουν μοιχίες και άλλες αμαρτίες. Αλλά από τότε που κατάλαβε ότι καμιά αμαρτία δεν μπορεί να συγκριθεί με την αίρεση, παρουσίασε πρώτα τον Άρειο, ο οποίος βλασφήμησε τον Υιό του Θεού, ισχυριζόμενος ότι δεν είναι ίσος με τον Θεό, αλλά ένας άγγελος, υποτελής του Θεού, λησμονώντας τό λόγο του Χριστού “Εγώ καί ο πατήρ έν εσμέν”˙ επίσης παρουσίασε τον Σαβέλιο, ο οποίος ανέλαβε να ενώσει τις θείες υποστάσεις σε μία, λέγοντας ότι αυτό που υπέφερε εν σώματι στον σταυρό ήταν ταυτόχρονα ο Χριστός και η θεότητα της Αγίας Τριάδος˙ ενώ ο Μακεδόνιος βλασφημούσε το Άγιο Πνεύμα, ισχυριζόμενος ότι είναι κατώτερο του Πατρός και του Υιού, όχι ίσο της θεότητος. Οι διδασκαλίες τους αναθεματίστηκαν από τους θεοφόρους Πατέρες της Συνόδου της Νίκαιας˙ τις ξερίζωσαν από τον Χριστιανισμό, όπως τα ζιζάνια από το χωράφι, με την βοήθεια του Θεού και του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Αργότερα υπήρξαν διάφορες αιρέσεις σε διάφορα μέρη, που δεν ήταν σχετικές με την Αγία Τριάδα, αλλά με την δημιουργία˙ μερικές μηχανεύονταν την μια πλάνη και μερικές την άλλη, αλλά οι διδασκαλίες των αγίων Αποστόλων και Πατέρων τις εκδίωξαν από παντού[v].»
Αυτή είναι η θεολογική άποψη για την αιτία των αιρέσεων. Τον Κοσμά δεν τον ενδιέφερε στην συγκεκριμένη επεξεργασία να είναι ιστορικά ακριβής, γι’ αυτό αναφέρει ότι ο Σαβέλιος και ο Μακεδόνιος καταδικάστηκαν από την Α’ Οικουμενική Σύνοδο.
Οι νεώτεροι ιστορικοί προσπάθησαν να διελευκάνουν την καινοτομία του Βογομιλισμού, όταν παραδέχεται τον διάβολο ως γιο του Θεού. Ενδέχεται αυτή η πεποίθηση να προέκυψε εξ επιδράσεως αρχαίων βουλγαρικών παγανιστικών προλήψεων[vi]. Συγκεκριμένα, κάτι αντίστοιχο απαντάται στον Ζουρβανισμό, μια μορφή του Ζωροαστρισμού, κατά τον οποίο ο Ζουρβάν είναι πατέρας των Αχούρα Μάζντα, του θεού του φωτός, και του Άριμαν, του θεού του σκότους. Ο Μανιχαϊσμός, ως γνωστόν, επηρεάστηκε άμεσα από τον Ζωροαστρισμό, ωστόσο για την συγκεκριμένη επίδραση δεν υπάρχουν στοιχεία ότι συνέβη. Αν ναι, τότε προκύπτει άλλο ερώτημα για το πώς η πεποίθηση του Ζουρβανισμού έφτασε μέχρι τους Βογομίλους. Μια πιθανή απάντηση εντοπίζει την επαφή του βουλγαρικού παγανισμού με τον Ζουρβανισμό, την εποχή που οι Βούλγαροι ζούσαν ακόμη στι ρωσικές στέππες. Η παραπάνω θεωρία δεν είναι τίποτα παραπάνω από λογική υπόθεση και δεν υπάρχουν αναφορές σε πηγές ούτε ευρήματα ικανά να την στηρίξουν. Μέχρι να προκύψουν νεώτερα στοιχεία θα παραμένει άγνωστο πως προέκυψε το ιδιαίτερο αυτό γνώρισμα των Βογομίλων.
Με την αποδοχή του διαβόλου ως υιού του Θεού, οι Βογομίλοι ξέφυγαν από την απόλυτη δυαρχία των Παυλικιανών. Δίνεται η εντύπωση ότι ξέφυγαν γενικά από την δυαρχία, διότι θεωρείται ότι ο Θεός είναι η ανώτερη αρχή, και ο διάβολος κατώτερος και εξαρτώμενος[vii], αλλά δεν είναι έτσι. Ο διάβολος κατά την ορθή άποψη είναι κτίσμα και ως πεπτωκώς άγγελος δεν μπορεί να θεοποιηθεί. Με την θεοποίηση του διαβόλου από τους Βογομίλους – εξ ού και ο σατανισμός τους – αυτόματα αναγνωρίζεται ως αρχή του κακού και του αποδίδεται η δημιουργία του υλικού κόσμου, κατά τα γνωστικά παλαιότερα πρότυπα. Η έμμεση αναγνώριση της δεύτερης αρχής ενισχύεται με την απορέουσσα διάσταση του Θεού από την δημιουργία. Οπότε εξακολουθεί να υπάρχει δυαρχία. Με όποια οπτική και αν το βλέπει κάποιος υπάρχει καθολική συμφωνία στο ότι πρόκειται για μετριοπαθή δυαρχία.
Κάποιοι Σλάβοι ιστορικοί (B. Petranovic, Rački, M. S. Drinov) εξέφρασαν την άποψη ότι ο παπα-Βογομίλος δίδασκε την απόλυτη δυαρχία και ότι η μετριοπαθής είναι μεταγενέστερη. Σύμφωνα μ’ αυτούς, ίχνη της αρχικής εκδοχής του παπα› Βογομίλου υπάρχουν στην έκθεση του Βογομιλισμού από τον παπα-Κοσμά, όταν γράφει ότι:
«Αποκαλούν τον διάβολο δημιουργό του ανθρώπου και όλων των πλασμάτων του Θεού.»
Δεν υπάρχουν στοιχεία που να στηρίζουν αυτήν την άποψη. Χρειάζεται πολύ προσπάθεια εκ μέρους του αναγνώστη για να παρανοήσει αυτά που γράφει ο πρεσβύτερος Κοσμάς. Έπειτα, ακόμη δεν έχει τελειώσει το θέμα με την αποδοχή της χρονικής ένταξης του έργου του. Αν έγραψε σε μεταγενέστερο χρόνο, όπως έχει ειπωθεί παραπάνω, σε χρόνο μεταγενέστερο της εισαγωγής της απόλυτης δυαρχίας και του σχίσματος με την δημιουργία της ordo Drugonthia, θα μπορούσε να είναι γνώστης της κατάστασης και τη ύπαρξης δύο διαφορετικών πεποιθήσεων στους κόλπους του Βογομιλισμού.
Θα ήταν προτιμότερο οι συγκεκριμένοι Σλάβοι ιστορικοί να στηριχθούν στην μαρτυρία του Κοσμά για τις εσωτερικές διενέξεις των Βογομίλων, η οποία αναφέρθηκε παραπάνω[viii]. Με αυτό τον τρόπο, βέβαια, θα προέβαλαν μόνο μια υπόθεση καθώς η μαρτυρία αυτή δεν είναι ξεκάθαρο αν αφορά το δόγμα και την μορφή της δυαρχίας. Δεύτερον, θα έπρεπε να παραδεχθούν ότι συνηγορεί στην μεταγενέστερη χρονολόγηση του έργου, κάτι που γενικά η Σλάβοι το αποφεύγουν και εμμένουν να το βλέπουν ως προϊόν του Ι’ αι.
Στην ομιλία του Κοσμά βρίσκουμε την γενεσιουργό αιτία της δυαρχίας στο ερώτημα «Γιατί επιτρέπει ο Θεός στον διάβολο να εργάζεται εναντίον των ανθρώπων;». Η απάντηση στο Βογομιλισμό βρίσκεται στον παραλογισμό της ισοθεΐας του διαβόλου. Δεν επικεντρώνει στο κακό, το οποίο ετοιμάζει ο διάβολος για τον άνθρωπο, αλλά καταβάλει προσπάθεια να ρίξει το φταίξιμο στον Θεό. Και βέβαια, όλοι οι ιστορικοί συμφωνούν ότι οι συνθήκες διαβίωσης της εποχής δημιουργούσαν πρόσφορο έδαφος για την διατύπωση του ερωτήματος ωστόσο η Οθοδοξία παρέχει ικανοποιητικές απαντήσεις, ώστε ν’ απομένει ανοικτό το θέμα της προτίμησης της λύσης του Βογομιλισμού. Στο κενό της ερμηνείας του συγκεκριμένου θέματος στηρίζονται οι Σλάβοι ιστορικοί για να στηρίξουν την θεωρία περί εθνικιστικών τάσεων. Αυτή η θεωρία θα είχε ίσως κάποια αξιοπιστία αν η διάδοση των δυαρχικών συστημάτων περιορίζονταν στην Βουλγαρία. Συμβαίνει όμως το αντίθετο. Ο Βογομιλισμός έγινε δεκτός και εξαπλώθηκε σε ολόκληρα τα Βαλκάνια, στην Ρωμανία, κι έφτασε μέχρι της ακτές του Ατλαντικού. Ποια εθνικιστική ανάγκη επέβαλε στους δυτικοευρωπαίους την αποδοχή του;
Αν πάλι θεωρήσουμε την αποδοχή της δυαρχίας ως έκφραση των συναισθημάτων κάποιων καταπιεσμένων τάξεων, πως μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός της αποδοχής του και από ανώτερες κοινωνικά τάξεις; Πως μπορεί να εξηγηθεί η περίπτωση της Βοσνίας, στην οποία ο Βογομιλισμός έγινε επίσημη θρησκεία του κράτους; Πως μπορεί να εξηγηθεί προστασία την οποία παρείχαν φεουδάρχες επικυρίαρχοι στους Καθαρούς υποτελείς τους, κατά την διάρκεια του Αλβιγηνικού πολέμου; Δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι ο ελιτισμός της αίρεσης (τάξη τελείων) δεν συνάδει με τον προτεινόμενο μαζικό χαρακτήρα.
Τα ίδια ερωτήματα που τίθενται για την γέννηση και την εξάπλωση του Βογομιλισμού, αφορούν τις αιρέσεις εν γένει. Δεν υπάρχει λόγος οι απαντήσεις να προπαγανδίζουν εθνικά ή ταξικά ιδεολογήματα, ακόμη και αν ικανοποιούν εμμονές. Ότι συνέβη με όλες τις αιρέσεις συνέβη και με τους Βογομίλους και ιστορικά ή θρησκειολογικά το θέμα των αιρέσεων σηκώνει ακόμη πολλή συζήτηση. Μόνο με βάση την ορθόδοξη απάντηση περί δαιμονικής διδασκαλίας εξηγήται αναντίρρητα, αλλά η εξήγηση της Εκκλησίας απαιτεί και τον απαραίτητο βαθμό πίστης.
Πέραν τούτου ο εμφανιζόμενος στις γνωστικές αιρέσεις αντικληρικαλισμός θα πρέπει να ερευνηθεί αν είναι πρωτογενής ή υστερογενής. Στην πρώτη περίπτωση, η έρευνα θα πρέπει να συνοδεύεται και από την ανάλογη ψυχολογική αξιολόγηση σε προσωπικό επίπεδο των αιρετικών, για να μπορεί να δώσει πειστικά συμπεράσματα, ενώ στην δεύτερη, μια κοινωνιολογική προσέγγιση (απεγκλωβισμένη από τις θεωρίες του ιστορικού υλισμού) του φαινομένου θα ήταν απαραίτητη, ώστε να μελετηθούν σε βάθος οι συνέπειες της δράσης των καταστροφικών λατρειών στην συνοχή μιας κοινωνίας.
Δεν μπορούν να παραβλεφθούν οι ιδιαίτερες συνθήκες της εποχής και της περιοχής, στην οποία γεννήθηκε και αναπτύχθηκε ο Βογομιλισμός. Τον Ι. αι. η Βουλγαρία ήταν το πεδίο δράσης των Παυλικιανών και των Μεσσαλιανών. Αν και η ύπαρξη των δευτέρων αμφισβητείται από μερίδα νεώτερων ιστορικών, μαρτυρείται από το σύνολο των εκκλησιαστικών συγγραφέων της εποχής. Δεδομένης της συγγενούς φύσης των τριών δυαρχικών συστημάτων είναι επιβεβλημένη η συναίνεση στον ρόλο που διαδραμάτησαν οι δύο προηγούμενες δυαρχικές αιρέσεις στην γέννηση της τρίτης[ix]. Ο ρόλος τους μάλιστα είναι αλληλοσυμπληρούμενος. Για παράδειγμα, μόνος του ο Παυλικιανισμός δεν αρκεί να εξηγήσει την αποδοχή του ασκητικού ιδεώδους από τους Βογομίλους. Το θέμα όμως θα συζητηθεί εκτενέστερα παρακάτω.
Είναι επόμενο να υπάρχουν διαφορές στα τρία συστήματα, ειδάλλως θα ταυτίζονταν. Δεν είναι παράξενο. Όλη η ιστορία της γέννησης και εξέλιξης των γνωστικών συστημάτων παρουσιάζει μια κλαδική εξέλιξη, όπου οι διαφορές και όχι οι ομοιότητες ταυτοποιούν το κάθε σύστημα ξεχωριστά, χωρίς να καταργούν, αντίθετα προωθώντας έτσι την εξελικτική πορεία.
β. Τριαδολογία
Οι Βογομίλοι ανέπτυξαν ιδιαίτερη τριαδολογία. Δεν υπάρχουν στοιχεία γι’ αυτήν στην ομιλία του Κοσμά ή την επιστολή του Θεοφύλακτου. Πληροφορίες λαμβάνονται από τα έργα του Ευθύμιου Ζιγαβηνού και Ευθύμιου της Μονής Περιβλέπτου. Ο πρώτος αναφέρει:
«Πρόσχημα μέν ἀπάτης τῶν ἀπλουστέρων τό πιστεύειν εἰς Πατέρα, καί Υἱόν, καί ἅγιον Πνεῦμα προβάλλονται, τάς τρεῖς δέ ταῦτα κλήσεις τῷ Πατρί προσάπτουσι, καί ἀνθρωποπρόσωπον τοῦτον ὑπολαμβάνουσι παρ’ ἑκατέραν μήνιγγα ἀκτίνα ἐκλάμποντα, τήν μέν Υἱοῦ, τήν δέ Πνεύματος. καί οὕτω καταστρέφει τούτοις ἡ πίστις εἰς σωματοειδή τινά καί τερατόμορφον Θεόν, καί ὅντως ἀνύπαρκτον[x].»
Ενώ δηλαδή προς τούς έξω έδιναν την εντύπωση ότι αποδέχονταν το τρισυπόστατον της θεότητος, στην πραγματικότητα περιέγραφαν τον Θεό με ανθρωπολογικούς όρους κι έδιναν μια εξάρτηση των τριών προσώπων εντελώς απαράδεκτη. Ουσιαστικά η ενοποίηση των τριών υποστάσεων σε μία κατά την περιγραφή και αποδοχή του Ζιγαβηνού ήταν παρόμοια με την του Σαβελίου, ως προσπάθεια καί όχι ως αποτέλεσμα.
Στην συνέχεια παραδέχονταν μίαν εκ νέου ανάλυση της Αγίας Τριάδος σε Πατέρα, Υιό και Άγιο Πνεύμα, όχι άναρχη αλλά ένχρονη:
«Λέγουσι τόν Υἱόν καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον εἰς τόν Πατέρα πάλιν, ἀφ’ οὗ προῆλθον ἀναλυθῆναι, καί τριπρόσωπον αὐτόν ἀπό τοῦ πεντάκισχιλιοστοῦ ἔτους ἄχρι τριάκοντα καί τριῶν ἐτῶν χρηματίσαντα πάλιν γενέσθαι μονοπρόσωπον, ἀσώματον μέν, ἀνθρωπόμορφον δέ[xi].»
Σχετικά με το Άγιο Πνεύμα έλεγαν τα εξής:
«Λέγουσι, ὅτι ὁ μέν Πατήρ ἐγέννησε τό Πνεῦμα τό ἅγιον, τοῦτο δέ ἐγέννησε πνευματικῶς τόν προδότην Ἰούδαν, καί τούς ἔνδεκα ἀποστόλους. Καί προφέρουσι ρῆσιν εὐαγγελικήν, Ἀβραάμ, φησίν, ἐγέννησε τόν Ἰσαάκ, Ἰσαάκ δέ ἐγένησε τόν Ἰακώβ, Ἰακώβ δέ ἐγέννησε τόν Ἰούδαν καί τούς ἀδελφούς αὐτοῦ, περί τῆς ἁγίας Τριάδος ταῦτα γέγραφθαι διατεινόμενοι[xii].»
Ο Ευθύμιος της Μονής Περιβλέπτου δίνει μία εντελώς διαφορετική Τριαδολογία:
«Μή ἀπλῶς δέ διακεῖσθαι, ἀδελφοί, πρός τούς τοιούτους ἀσεβεῖς, πιστεύοντες αὐτούς λέγοντας Πατέρα, Υἱόν, καί ἅγιον Πνεῦμα πιστεύειν˙ πᾶσαι γάρ αἱ αἱρέσεις τό αὐτό λέγουσι, καί Παυλικιανοί, καί οἱ λοιποί˙»
Μέχρι αυτό το σημείο συμφωνεί με τον Ευθύμιο Ζιγαβηνό ότι η πίστη τους εις Αγία Τριάδα δεν ήταν γνήσια, ούτε ορθόδοξη και η προβολή αυτής προς τα έξω γινόταν με σκοπιμότητα. Συνεχίζει αμέσως:
«ὅμως οὗτοι οἱ ἀσεβεῖς, καί ἄθεοι ἔχουσιν ἰδίαν Τριάδαν εἰς ἥν πιστεύουσι. Πατέρα γάρ καλοῦσι τόν ἄρχοντα τοῦ σκότους, τόν διάβολον τόν ἐκ τῶν οὐρανῶν πεσόντα, ὡς καί αὐτοί ὡμολόγησαν, καθώς καί ὁ Χριστός φησιν, ὅτι Ὑμεῖς ἐκ τοῦ πατρός ἡμῶν τοῦ διαβόλου ἐστέ. Υἱόν δέ τόν υἱόν τῆς ἀπωλείας, καί Πνεῦμα, τό πνεῦμα τῆς πονηρίας[xiii].»
γ. Σατανολατρία – Ύπαρξη εσωτερικής διδασκαλίας
Στην περίπτωση αυτή έχουμε μια πιο σατανολατρική εκδοχή, την εκδοχή της ανίερης τριάδος. Οι διαφορετικές διδασκαλίες, οι οποίες καταγράφηκαν από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, δημιουργούν ερωτηματικά. Η εύκολη λύση των αποδομητών συνηθίζει να προβάλει αναξιοπιστία λόγω της πολεμικής τους. Αυτό είναι απίθανο. Κανένας εκκλησιαστικός ή άλλως αγώνας δεν κερδήθηκε ποτέ με έλλειψη ακριβούς πληροφόρησης. Οι εκκλησιαστικοί και αντιαιρετικοί συγγραφείς δεν έγραφαν για να τέρψουν τα πλήθη αλλά για λόγους ποιμαντικούς, δηλαδή να προφυλάξουν τους πιστούς. Συνεπώς η λύση του προβλήματος πρέπει ν’ αναζητηθεί αλλού ώστε τα συμπεράσματα να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Φαίνεται ότι υπήρχε ένα είδος εσωτερικής διδασκαλίας, ανάλογη με τους βαθμούς μύησης. Είναι γνωστή ήδη από την εποχή που πρωτοεμφανίστηκε ο μανιχαϊσμός, η διαίρεση των πιστών σε «κατηχούμενους» και «τελείους». Γενικά υπάρχει η εντύπωση ότι ο διαχωρισμός αυτός είχε μόνο πρακτικούς σκοπούς, αλλά όπως φαίνεται είχε αντίκρυσμα και στην μύηση στη γνώσης κατά τα γνωστικά πρότυπα. Όσο προχωρά ο «κατηχούμενος» και γίνεται «τέλειος», δένεται με φρικτούς όρκους και λαμβάνει την εσωτερική διδασκαλία και την πραγματική πίστη της ομάδας.
Η εξέταση των πηγών τους εξηγεί τις διαφορές στις πληροφορίες τους. Ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός εξέτασε τον Βασίλειο, Βογομίλο κατηχητή. Άσχετα με τό τι γνώριζε και αποδέχονταν, ο Βασίλειος ήταν κατηχητής. Σκοπός του ήταν να παρασύρει τον απλό λαό στους κόλπους της σέκτας. Φυσικό, λοιπόν, ήταν να μην παρουσιάζει την διδασκαλία των τελείων, ίσως ούτε αυτή των κατηχουμένων, αλλά μια ελαφριάς μορφής, εύπεπτη από τους αφελείς, οι οποίοι θα πιάνονταν στα δίκτυα του. Η καταγραφή του Ζιγαβηνού έγινε από την κατήχηση του αυτοκράτορα Αλεξίου.
Από την άλλη, ο Ευθύμιος της Μονής Περιβλέπτου, γνώρισε τον Βογομιλισμό από τους τέσσερεις μοναχούς, οι οποίοι είχαν εισβάλει στο μοναστήρι του. Το ότι ήταν μοναχοί σημαίνει ότι ήταν τέλειοι. Δεν φανέρωσαν αμέσως την εσωτερική διδασκαλία τους. Χρειάστηκε να τους απειλήσει για να το πράξουν. Όσα αποκάλυψαν ήταν όσα γνώριζαν και εφάρμοζαν οι μυημένοι στο εσωτερικό κύκλο. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την τελετή μύησης που περιγράφεται στο έργο του Ευθυμίου, όπως και από τον τρόπο της σταδιακής εισαγωγής στην εσωτερική διδασκαλία. Αυτά, θα εκτεθούν στις πρακτικές τους. Επίσης όλα όσα ειπώθηκαν μέχρι στιγμής αφορούσαν την ordo Bulgaria. Για την ordo Drugunthia δεν υπάρχουν ξεχωριστές εκθεσεις διδασκαλίας στις πηγές που εξετάστηκαν στο παρόν κεφάλαιο. Τονίζεται, βέβαια, η ειδοποιός διαφορά της αποδοχής της απόλυτης δυαρχίας από τα μέλη της, ωστόσο προσπάθεια ανίχνευσης της διδασκαλίας τους θα γίνει στο κεφάλαιο για τους Καθαρούς, εφόσον αυτοί είχαν άμεση εξάρτηση.
δ. Χριστολιγία
Κατά την βογομιλική χριστολογία, ο Υιός καί Λόγος του Θεού γεννήθηκε εν χρόνω:
«καί ἐν τῷ πεντάκισχιλιοστῷ ἔτει ἐξερεύσασθαι τῆς ἑαυτοῦ καρδίας Λόγον, τοῦτον δή τόν Υἱόν καί Θεόν. Ἐξηρεύξατο γάρ, φησίν, ἡ καρδία μου Λόγον ἀγαθόν[xiv].»
Καί ενώ ομολογούν τον Λόγον ως Υιόν του Θεού, τον ταυτίζουν με τον αρχάγγελο Μιχαήλ κατά τα γνωστικά πρότυπα:
«Τοῦτον δέ τόν Λόγον καί Υἱόν ἱσχυρίζονται εἶναι τόν ἀρχάγγελον Μιχαήλ. Καλεῖται γάρ, φησίν, τό ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης βουλῆς ἄγγελος. Αρχάγγελον μέν καλούμενον ὡς θειότερων ὄλων τῶν ἀγγέλων, Ἰησοῦν δέ, ὡς πᾶσαν μαλακίαν καί πᾶσαν νόσον ἰώμενον, Χριστόν δέ, ὡς χρισθέντα ἐν σαρκί.»
Η εν χρόνω δημιουργία δημιουργεί την ανάγκη για την εύρεση του σκοπού αυτής. Για άλλη μια φορά οι Βογομίλοι ανατρέχουν στην διδασκαλία των γνωστικών για την λύση του θέματος. Ο Υιός γεννήθηκε γιατί η ψυχή του αναθρώπου καταδυναστευομένη από το σώμα, έπασχε αθλίως ώστε μόλις πολύ λίγοι από τους ανθρώπους κατάφεραν να ανέβουν στην αγγελική τάξη. Αυτοί ήταν όσοι αναφέονταν στις γενεαλογίες των ευαγγελιστών Ματθαίου και Λουκά.
Ως προς την ενσάρκωση του Χριστού ήταν Δοκήτες. Ο δοκητισμός τους ήταν αποτέλεσμα της δυαρχίας τους. Ο Χριστός δεν ήταν γι’ αυτούς το ενσαρκωμένο δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, αλλά ο εκφερόμενος λόγος του Θεού, εκπεφρασμένος στην προφορική διδασκαλία του Χριστού. Ο Ζιγαβηνός τους κατηγορεί ότι δεν μπόρεσαν να καταλάβουν την διαφορά του “ἐνυποστάτου καί ζῶντος Λόγου” και του “ἀπλῶς προφορικοῦ λόγου[xv]”.
Για την Γέννηση του Χριστού υποστήριζαν:
«Κατελθεῖν δέ ἄνωθεν, καί εἰσρυῆναι διά τοῦ δεξιοῦ ὠτός τῆς Παρθένου καί περιθέσθαι σάρκα τῷ φαινομένῳ μέν ὑλικήν καί ὁμοίαν ἀνθρώπου σώματος, τῇ δέ ἀληθείᾳ ἄϋλον καί θεοπρεπῆ, καί ἐξελθεῖν αὖθις ὅθεν εἰσῆλθε, τῆς Παρθένου μήτε τήν εἴσοδον αὐτοῦ γνούσης, μήτε τήν ἔξοδον, ἀλλ’ ἀπλῶς εὑρούσης αὐτόν ἐν τῷ σπηλαίῳ κείμενον ἐσπαργανωμένον, καί τελέσαι τήν ἔνσαρκον οἰκονομίαν, καί ποιῆσαι καί διδάξαι τά ἐν τοῖς Εὐαγγελίοις ἀναταττόμενα, πλήν ἐν φαντασίᾳ τοῖς ἀνθρωπρεπέσιν ὑποκείμενον πάθεσι. Σταυρωθέντα δέ καί ἀποθανεῖν[xvi].»
Η μυθολογική πίστη των Βογομίλων στον παραπάνω τρόπο της ενσάρκωσης επιβεβαιώνεται και από το διασωθέν βιβλίο τους «Ο Μυστικός Δείπνος». Στο έργο αυτό θα αναφερθούμε παρακάτω, όταν θα μιλήσουμε για την γραμματεία, την εν χρήσει από τους Βογομίλους. Εδώ αρκεί να ειπωθεί ότι είναι έργο σε διαλογική μορφή, μεταξύ του Χριστού και του Ιωάννη, κατά την διάρκεια του Μυστικού Δείπνου. Ο Ιωάννης κάνει ερωτήσεις και ο Χριστός απαντά κατά την βογομιλική διδασκαλία. Τα αναφορικά με την Γέννηση έχουν ως εξής:
«Όταν ο Πατέρας μου σκέφτηκε να με στείλει σε τούτη την γη, έστειλε πριν από μένα τον άγγελό Του, αυτήν που καλείται Μαρία, την μητέρα μου, ώστε να με συλλάβει εκ Πνεύματος Αγίου. Και όταν κατήλθα, εισήλθα και διαπέρασα μέσα από το αυτί της[xvii].»
Έργο του Χριστού στην γη ήταν να καταργήσει την δύναμη του Σατανά:
«Καί ἀναστῆναι δόξαντα λῦσαι τήν σκηνήν, καί γυμνῶσαι τό δράμα, καί ἀποθέμενον τό προσωπεῖον συσχεῖν τόν ἀποστάτην, καί παχεῖ καί βαρεῖ κλοιῷ καταδῆσαι, καί ἐγκλεῖσαι τῷ ταρτάρῳ, περιελόντα καί ἐκ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ τό, ἥλ, ὡς ἀγγελικόν. Σαταναἠλ γάρ καλοῦμενον, Σατανᾶν ἀφῆκεν ὀνομάζεσθαι[xviii].»
ε. Ο μύθος της δημιουργίας
Στην Πνευματική Πανοπλία του Ευθύμιου Ζιγαβηνού και τον βογομιλικό Μυστικό Δείπνο[xix] υπάρχει ο μυθος της δημιουργίας. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Σατανάς διατήρησε την δημιουργική δύναμη μετά την πτώση:
«ἐπείπερ ἔτι καί τήν θείαν περιέκειτο μορφήν καί στολήν, καί τήν δημιοργικήν ἐκέκτητο δύναμιν, συγκαλέσαι τάς συγκαταπεσούσας αὐτῷ δυνάμεις, καί θάρσος αὐταῖς ἐμβαλεῖν, καί εἰπεῖν, ὡς Ἐπεί τόν οὐρανόν καί τήν γῆν ὁ Θεός ἐποίησεν˙ Ἐν ἀρχῇ γάρ, φησίν, ἐποίησεν ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν˙ ποιήσω κἀγώ δεύτερον οὐρανόν, ὡς δεύτερος Θεός, καί τά ἐξῆς[xx].»
Έτσι δημιούργησε πάντα τα ορατά. Στην συνέχεια κατασκεύασε τον Αδάμ από λάσπη. Καθώς τον έστησε όρθιο διέρευσε από το μεγάλο δάκτυλο του δεξιού ποδιού του, υγρασία σε σχήμα όφεως. Συγκέντρωσε δε ο Σατανάς τον ανάσα του και φύσηξε στο πλάσμα, αλλά η ανάσα δια την χαυνότητα διέρευσε και εμπότισε την προηγούμενη υγρασία, η οποία ζωοποιήθηκε και έγινε όφις.
«ὅπερ ἰδῶν ὁ καινός οὗτος δημιουργός καί γνούς, ὅτι μάτην πονεῖ, διεπρεσβεύσατο πρός τόν ἀγαθόν Πατέρα, καί παρεκάλεσε πεμφθῆναι παρ’ αὐτοῦ πνοήν, ἐπαγγειλάμενος κοινόν εἶναι τόν ἄνθρωπον, εἰ ζωοποιηθῇ, καί ἀπό τοῦ γένους αὐτοῦ πληροῦσθαι τούς ἐν οὐρανῷ τόπους τῶν ἀποῤῥιφθέντων ἀγγέλων[xxi].»
Ο Θεός συμφώνησε λόγω αγαθότητας κι έστειλε πνεύμα ζωής, το οποίο έγινε ψυχή ζώσα και ζωοποίησε τον Αδάμ. Ομοίως δημιουργήθηκε και η Εύα. Ο Σαταναήλ φθόνησε την λαμπρότητα των πλασμάτων και εισήλθε στον όφη, παραπλάνησε την Εύα και συνευρέθη μαζί της, ώστε το γένος του να κυριαρχήσει του γένους του Αδάμ.
«Τήν δέ ταχέως ὠδινήσασαν ἀπογεννῆσαι τόν Κάιν ἐ τῆς συνουσίας τοῦ Σαταναήλ, καί ἀδελφήν δίδυμον ὁμοιότροπον, ὄνομα αὐτῇ Καλωμενά, ζηλοτυπήσαντα δέ τόν Ἀδάμ συνελθεῖν καί αὐτόν τῇ Εὔᾳ, καί γεννῆσαι τόν Ἄβελ, ὅν ἀνελών εὐθύς ὁ Κάιν, τόν φόνον εἰς τόν βίον εἰσήγαγεν[xxii].»
Ο Θεός αφαίρεσε την δημιουργική δύναμη και την στολή του Σαταναήλ και τον έκαμε σκοτεινό, αφήνοντάς του την κοσμοκρατορία των όσων δημιούργησε. Ο μύθος, όμως έχει και συνέχεια:
«Λέγουσι τούς ἀποπεσόντας ἀγγέλους, ἀκούσαντας ὅτι ὁ Σαταναήλ ὑπέσχετο τῷ Πατρί πληροῦσθαι τούς ἐν οὐρανῷ τόπους αὐτῶν ἀπό τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων, ἰδεῖν ἀσελγῶς τάς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων, καί λαβεῖν αὐτάς εἰς γυναῖκας, ἵνα τά σπέρματα αὐτῶν εἰς τόν οὐρανόν ἀνἐλθωσιν εἰς τούς τόπους τῶν πατέρων αὐτῶν. Ἰδόντες γάρ, φησίν, οἱ υἱοί τοῦ Θεοῦ τάς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων, ὅτι καλαί εἰσιν, ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας˙ … ἐκ δέ τῆς συνουσίας αὐτῶν ἀπογεννηθῆναι τούς γίγαντας, οὕς ἀντιστῆναι τῷ Σαταναήλ, καί θριαμβεῦσαι τοῖς ἀνθρώποις τήν ἀποστασίαν αὐτοῦ[xxiii].»
Το πρώτο μέρος του μύθου αντιγράφει και προσαρμόζει στην βογομιλική δυαρχία, τον μύθο του Βαλεντίνου. Το δεύτερο μέρος είναι ιδιαίτερα προσφιλές σε όλους τους γνωστικούς και ακολουθεί την διαδεδομένη στους κύκλους αυτούς Ενωχική γραμματεία.
Η μόνη σημαντική διαφορά στην διήγηση του μύθου της δημιουργίας στο βογομιλικό Μυστικό Δείπνο είναι ότι ο Σαταναήλ ανάγκασε έναν άγγελο του πρώτου ουρανού να εισέλθει στο πλάσμα για να το ζωοποιήση. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο και στι δύο περιπτώσεις. Είτε ως άγγελος του πρώτου ουρανού, είτε ως πνοή Θεού, η ψυχή αποζητά να ξεφύγει από το σώμα και να επιστρέψει στον ουρανό. Στην διήγηση του βογομιλικού Μυστικού Δείπνου υπάρχει απλώς απεξάρτηση από την δράση του Θεού στην ζωοποίηση του ανθρώπου. Αυτή η διαφορά μπορεί να ερμηνευθεί. Το έργο ήταν σε χρήση των Καθαρών στην Δύση. Σώζεται σε λατινική μετάφραση. Οι Καθαροί υπάγονταν στην ordo Drugunthia και ασπάζονταν την απόλυτη δυαρχία. Φυσικό λοιπόν, ήταν να θέλουν την απεξάρτηση του θεού τους από την σχέση της μετριοπαθούς δυαρχίας και να εξαλείφουν κάθε τέτοιου είδους επιρροή από τα κείμενά και τους μύθους τους.
Η σχέση εξάρτησης υπάρχει και στις καταγραφές του Ευθυμίου της Μονής Περιβλέπτου. Σύμφωνα με τα όσα είχε μάθει, δύο πράγματα πίστευαν οι Βογομίλοι ότι υπάρχουν στον υλικό κόσμο, τα οποία δεν δημιούργησε ο Σατανήλ. Ο ήλιος και η ψυχή του ανθρώπου[xxiv], την οποία έκλεψε όταν εξορίστηκε από τον ουρανό. Και σε αυτή την εκδοχή ο Σαταναήλ μόλυνε την ανθρώπινη ψυχή. Προσπαθώντας να ζωοποιήσει το σώμα με την κλεμμένη ψυχή, πράγμα αδύνατο διότι η ψυχή έφευγε από το σώμα και προσπαθούσε να επιστρέψει στον ουρανό, ως λύση βρήκε την εξής. Ο Σαταναήλ έφαγε από τις σάρκες όλων των ακάθαρτων ζώων, έκλεισε την ψυχή στο σώμα και εξέμεσε μέσα την αχώνευτη τροφή που είχε καταβροχθήσει. Μολυσμένη η ψυχή αναγκάστηκε να μείνει στο σώμα του Αδάμ και να τον φέρει στη ζωή[xxv]. Με την διήγηση αυτή οι Βογομίλοι απέδιδαν δυισμό στην ανθρώπινη φύση.
στ’. Δαιμονολογία
Σημαντική πληροφόρηση παρέχει ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός για την δαιμονολογία των Βογομίλων:
«Λέγουσιν ἀπ’ αὐτῶν μέν μόνων, ἥτοι τῶν Βογομίλων, φεύγειν αεί τούς δαίμονας ὡσεί τόξου βολήν, ἑκάστῳ δέ τῶν ἄλλων ἁπάντων ἐνοικεῖν δαίμονα, καί διδάσκειν αὐτῷ τά πονηρά καί ἄγειν ἐπί τάς ἀνοσιουργίας, καί ἀποθνήσκοντος ἐνοικεῖν αὖθις τοῖς λειψάνοις αὐτοῦ, καί παραμένειν τῷ τάφῳ, καί ἀναμένειν τήν ἀνάστασιν, ἵνα σύν αὐτῷ κολασθείη, καί μηδ’ ἐν τῇ κολάσει τούτου διαχρίζοιτο[xxvi].»
Η επίδραση της διδασκαλίας των Μασσαλιανών είναι εμφανής. Οι δαίμονες του Σαταναήλ ενεδρεύουν στο υγρό στοιχείο[xxvii]. Πηγές, ποταμούς, θάλασσες και τα υπόγεια ύδατα. Ίσως αυτός να ήταν και ένας λόγος που οι Βογομίλοι απέρριπταν τό Βάπτισμα. Επρόκειτο μάλλον για εισαγωγική διδασκαλία. Προχωρώντας ακόμη περισσότερο ο ανακρινόμενος Βασίλειος αποκάλυψε με μια απολογητική τάση, ότι οι Βογομίλοι τιμούσαν τους δαίμονες, για να μην τους βλάπτουν:
«Ἔλεγεν ὁ τῆς αἱρέσεως αὐτῶν ἔξαρχος ἐγγέγραφθαι τοῖς Εὐαγγελίοις αὐτῶν φωνήν τοῦ Κυρίου λέγουσαν, Τιμᾶτε τά δαιμόνια, οὐχ ἵνα ὠφεληθῆτε παρ’ αὐτῶν, ἀλλά ἵνα μή βλάψωσιν ὑμᾶς. Καί ἐρμηνεύων τήν τοιαύτην φωνήν προσετίθει, ὅτι χρη τιμᾷν τά ἐνοικοῦντα ἐν χειροποιήτοις ναοῖς δαιμόνια, προσκυνοῦντες αὐτά, ἵνα μή ὀργισθέντα διαφθείρωσι τούς μή τοῦτο ποιούντας[xxviii].»
Άμεσα ομολογούσαν ότι δεν πίστευαν στην δύναμη του Χριστού, να εκδιώξει τα δαιμόνια, εξαιτίας της απόφασης του πατρός να επιτρέψει την κοσμοκρατορία του Σαταναήλ. Έμμεσα ομολογούσαν σατανολατρία, σε απ’ ευθείας σύγκρουση με την πεποίθηση που αναφέρθηκε παραπάνω ότι το αποτέλεσμα της ενσάρκωσης του Χριστού ήταν να δέσει τον Σατανά. Οπωσδήποτε και σ’ αυτό το σημείο βλέπουμε την διγλωσσία τους. Με διαφορετικές θέσεις κατηχούσαν τα νέα μέλη και διαφορετικά πίστευαν και δίδασκαν οι πιο προχωρημένοι στην ασέβεια.
Δεν μπορεί ν’ αποφευχθεί η σύγκριση με τα όσα γράφονται στο Περί Δαιμόνων του Ψελλού:
«Οἱ δέ θατέρῳ τῷ νεωτέρῳ λατρεύουσιν (σσ. δηλ τον Χριστό), ὡς τῆς κρείττονος καί ὑπερκειμένης μερίδος κατάρχοντι, τόν πρεσβύτερον (σσ. δηλ. τόν Σαταναήλ) οὐκ ἀτιμάζοντες μέν, φυλαττόμενοι δέ αὐτόν ὡς κακοποιῆσαι δυνάμενον[xxix].»
Αυτή ήταν η δεύτερη από τις τρεις παρατάξεις, οι οποίες αναφέρονται στο έργο. Στην τρίτη:
«οἱ δέ χείρους αὐτῶν τήν ἀσέβειαν τοῦ μέν οὐρανίου διϊστῶσιν ἑαυτούς ἐπί πᾶν, αὐτόν δέ μόνον τόν ἐπίγειον Σαταναήλ ἐνστερνίζονται,… Ἀποθεραπεύειν δ’ αὐτόν καί μᾶλλον ἔτι βουλόμενοι, φεῦ, ὁπόσα παροινοῦσιν εἰς τόν οὐράνιον, φθονερόν τε λέγοντες εἶναι τἀδελφῷ παραλόγως διαφθονούμενον εὖ διακοσμοῦντι τά ἐπί τῆς γῆς καί φθόνῳ τυφόμενον σεισμούς καί χαλάζας καί λοιμούς ἐπάγειν[xxx].»
Προχωρώντας ακόμη περισσότερο ισχυρίζονταν ότι οι δαίμονες κατοικούν στους ναούς των Χριστιανών:
«Λέγουσιν ἐν πᾶσι τοῖς ἱεροῖς ναοῖς κατοικεῖν τούς δαίμονας διαλαχόντας αὐτούς ἀναλόγως τῆς ἑκάστου τάξεως και δυνάμεως. Τόν μέντοι Σατανᾶν πάλαι μέν ἀποκληρῶσαι αὐτῷ τόν πολυθρύλητον ναόν ἐν Ἰεροσολύμοις, μετά δέ τήν ἐκείνου τήν καταστροφήν ἐξιδιώσασθαι τόν ἐν τῇ βασιλίδι ταύτη τῶν πόλεων ὑπερφερῆ καί περιώνυμον τῆς τοῦ Θεοῦ σοφίας οἶκον[xxxi].»
ζ. Το δόγμα της αθανασίας
Ταυτόχρονα υποστήριζαν ότι το Άγιο Πνεύμα κατοικεί μόνο σ’ αυτούς και ότι αυτοί μόνο είναι Χριστιανοί, όπως και οι Μεσσαλιανοί:
«Λέγουσι τούς τῆς πίστεως αὐτῶν, ὅσοις ἐνοικήσει τό παρ’ αὐτοῖς ἅγιον Πνεῦμα, πάντας θεοτόκους καί εἶναι καί ὀνομάζεσθαι, βαστάσαντας καί αὐτούς τόν Λόγον τοῦ Θεοῦ, καί γεννήσαντας αὐτόν διά τοῦ διδάσκειν ἑτέρους, καί μηδέν πλέον αὐτῶν έχειν τήν πρώτην Θεοτόκον[xxxii].»
Έκφραση του ελιτισμού τους, εκτός από την διάρθρωση της κοινωνίας τους και τον διαχωρισμό των ομάδων σε τελείους και κατηχουμένους, διαφαίνεται και μέσα από την διδασκαλία τους. Αφού δηλαδή, δίδασκαν ότι μόνο αυτοί είναι πραγματικοί Χριστιανοί, και μόνο σ’ αυτούς ενυπάρχει το Άγιο Πνεύμα, στην συνέχεια διατείνονται ότι δεν επρόκειτο να πεθάνουν σωματικό θάνατο, αλλά να μετατεθούν:
«Λέγουσι τούς τοιούτους μή αποθνήσκειν, ἀλλά μεθίστασθαι, καθάπερ ἐν ὕπνῳ, τό πήλινον τουτί καί σάρκινον περιβόλαιον ἀπόνως ἐκδυομένους, καί τήν ἄφθαρτον καί θείαν στολήν ἐνδυομένους, καί γινομένους συσσώμους καί συμμόρφους αὐτοῦ, μεθισταμένους διά προπομπῆς ἀγγέλων, καί ἀποστόλων στην βασιλείαν τοῦ Πατρός, τό δέ ἀποδυθέν σῶμα τούτων εἰς τέφραν καί κόνιν διαλύεσθαι, μηκέτι μηδαμῶς ἀνιστάμενον[xxxiii].»
η. Απόρριψη των μυστηρίων
Εφόσον κήρυτταν την ενοίκηση των δαιμόνων στους ναούς, ήταν φυσικό να απορρίπτουν τα μυστήρια.
«Τό μέν παρ’ ἡμῖν βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου λέγουσιν, ὡς δι’ ὕδατος ἐπιτελούμενον, τό δέ παρ’ αὐτοῖς τοῦ Χριστοῦ διἀ Πνεύματος, ὡς δοκεῖ αὐτοῖς τελούμενον[xxxiv].»
«Ἀτιμάζουσι τήν μυστικήν και φρικτήν ἱερουργίαν, καί τήν τοῦ δεσποτικοῦ σώματος καί αἵματος ἁγίαν μετάληψιν, θυσίαν τῶν ἐνοικούντων τοῖς ναοῖς δαιμόνων ταύτην ἀποκαλοῦντες[xxxv].»
Απόρριψη του γάμου
Απέρριπταν τον γάμο, όχι μόνο ως μυστήριο αλλά και ως τρόπο ζωής. Η πεποίθηση αυτή έχει το ανάλογό της στην διδασκαλία και στον τρόπο ζωής των πρώτων Μανιχαίων. Όπως εκείνοι έτσι και οι Βογομίλοι ανάγκαζαν τους κατηχουμενους να χωρίζουν τις συζύγους τους για να εισέλθουν στην τάξη των τελείων[xxxvi].
Απόρριψη της εξομολόγησης
Απέρριπταν την εξομολόγηση:
«Οι αιρετικοί εξομολογούνται ο ένας στον άλλο και λύνουν τις αμαρτίες τους, όταν πιαστούν στα πλοκάμια του διαβόλου. Και δεν το πράττουν αυτό μόνο οι άντρες αλλά και οι γυναίκες, κάτι που είναι άξιο καταδίκης. Διότι λέει ο απόστολος:"... γυναικί δέ διδάσκειν οὐκ ἐπιτρέπω, οὐδέ αὐθεντεῖν ἀνδρός, ἀλλ’ εἶναι ἐν ἡσυχίᾳ." (Α’ Τιμ. 2.12)[xxxvii].»
Απόρριψη της ιερωσύνης
Απέρριπταν την ιερωσύνη:
«Προσβάλεται τους ιερείς και όλη την εκκλησιαστική ιεραρχία με το να ονομάζεται τους ιερείς που είναι αληθινοί πιστοί, τυφλούς Φαρισαίους, γαυγίζοντας εναντίον τους όπως τα σκυλιά κάποιον που ιππέυει˙ τα πνευματικά σας μάτια είναι τυφλά˙ διαβάζοντας τις επιστολές του αποστόλου Παύλου, είστε ανίκανοι να κατανοήσετε ποιος εγκατέστησε τους ιερείς, τους επισκόπους και τους υπόλοιπους της ιεραρχίας των κληρικών σε όλο τον κόσμο, αλλά όπως λέει ο απόστολος Παύλος, καί τήν ἰδίαν δικαιοσύνην ζητοῦντες στῆσαι, τῇ δικαιοσύνῃ του Θεοῦ οὐχ ὑπετάγησαν[xxxviii].»
Απόρριψη των αγίων
Δεν αναγνώριζαν τους αγίους της Εκκλησίας, εκτός από όσους θεωρούσαν οι ίδιοι:
«Λέγουσιν ἁγίους Μόνους εἶναι τούς τε παρά τῷ Ματθαίῳ καί τῷ Λουκᾷ γενεαλογηθέντας, ὡς προείρηται, καί τούς ἐξκαίδεκα προφήτας, καί τους ἀποστόλους καί τούς μάρτυρας, όσοι διά τό μη προσκυνῆσαι τά εἰδωλα κατεσφάγησαν[xxxix].»
Είχαν δικό τους αγιολόγιο, για το οποίο μας ενημερώνει ο Ευθύμιος της Μονής Περιβλέπτου:
«Ας μιλήσω επίσης για τους ψευδο› αποστόλους, τους οποίους τιμούν αυτοί οι άθεοι, ειδικά για τον Πέτρο και τον Παύλο, των οποίων τα ονόματα προβάλουν πάντα, με σκοπό να τους κρύψουν πίσω από τα ονόματα των κορυφαίων αποστόλων. Ας μιλήσω γι’ αυτούς που είναι οι απόστολοι του διαβόλου, του οποίους τιμούν και σέβονται οι Φουνδαγιαγίτες. Αποδέχονται ως δικό τους πρώτο και μεγάλο απόστολο, τον Σίμωνα τον Μάγο – ξέρω ότι όλοι γνωρίζεται για τον Μάγο από τα έργα του Κλήμεντος – και μετά από αυτόν τόν Μοντάνο, και τον Πέτρο, τον γνωστό Πέτρο τον Ανάξιο για τον οποίο μιλήσαμε πρίν και θα μιλήσουμε ξανά, αποκαλύπτοντας την παγαπόντικη ζωή του, τον Παύλο τον Σαμοσατέα, τον αρχηγό των Παυλικιανών, από τον οποίο πήραν το όνομά τους, σαν να επρόκειτο για τον ίδιο τον Παύλο, τον Τυχικό και τον Σκυθιανό, καί τον Τερέβινθο, που ήταν γνωστός ως Βούδδας, και τον Κούρβικο, τόν γνωστό Μάνη, τον δάσκαλο των Μανιχαίων, τον Φούνδα, τον Ερμά, τους ακόλουθους του Μάνη και όλους τους άλλους αιρεσιάρχες, όπως τό Άρειο και τον Σαβέλλιο, αυτούς οι άθεοι Φουνδαγιαγίτες τιμούς και καλούν αποστόλους. Όλους όσοι είναι πραγματικά άγιοι, και απόστολοι και διδάσκαλοι καί όσιοι και μάρτυρες, τους οποίους οι Χριστιανοί τιμάμε και σεβόμαστε, αυτοί τους αποστρέφονται και τους ατιμάζουν[xl].»
Η αποδοχή των συγκεκριμένων γνωστικών αιρεσιαρχών από τους Βογομίλους είναι ενδεικτική της συνέχισης του γνωστικισμού από αυτούς. Τελευταίους στην σειρά τιμούσαν τους εικονομάχους, σαφώς επηρεασμένοι από τους Παυλικιανούς, οι οποίοι τους είχαν δεχθεί στους κόλπους τους:
«Καί τούς μέν εὐσεβεῖς ἅπαντας βασιλεῖς ἀλλοτριοῦσι τοῦ κλήρου τῶν Χριστιανῶν, μόνους δέ καλοῦσι ὀρθοδόξους καί πιστούς τούς εἰκονομάχους, καί μάλιστα τόν Κοπρώνυμον[xli].»
θ. Εικονομαχική κληρονομιά
Συνεπώς απέρριπταν και αυτοί την προσκύνηση των εικόνων,
«Ἀτιμάζουσι γάρ καί τάς σεβασμίους εἰκόνας, Τά εἴδωλα, λέγοντες, τῶν ἐθνῶν ἀργύριον καί χρυσίον, ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων, ἀγνοοῦντες, ὅτι ἄλλο εἴδωλον, καί ἄλλο εἰκών[xlii]»
του σταυρού,
«Ἀτιμάζουσι τόν θεῖον σταυρόν, ὡς ἀναιρέτην τοῦ Σωτήρος, ὅν ἔδει μᾶλλον τιμᾷν, ὡς καθαιρέτην τοῦ διαβόλου. Μέχρι γάρ τότε θανατηφόρον ὄργανον χρηματίζων, ἔκτοτε ζωηφόρον ὄπλον ἐγένετο, βασιλικώτατόν τε καί φοβερώτατον τοῖς ἐχθροῖς, ἄτε τῷ Δεσποτικῷ αἵματι καί ὕδατι κατάῤῥαντισθείς[xliii].»
καί των λειψάνων,
«Ἐρωτηθείς παρ’ ἡμῶν ὁ τῆς αἱρέσεως αὐτῶν ἔξαρχος, Πῶς ἀποδοκιμάζετε τούς ἐν ἁγίοις ἱεράρχας καί τούς μακαρίους Πατέρας, ὧν τά λείψανα θαυματουργούσι; διάρας τά βέβηλα χείλη ἐξηρεύξατο λόγον πονηρόν. Εἶπε γάρ ὅτι συγκεκλήρωνται τούτοις δαίμονες, οἵ διδάξαντες αὐτούς ἔτι ζῶντας, οἵ τοῖς τάφοις αὐτῶν παραμένοντες τερατουργοῦσιν εἰς πρόσωπον αὐτῶν ἵνα τούς ἀνοήτους ἐξαπατήσωσι, καί πείσωσι τιμᾷν τούς ἀνάγνους ὡς ἁγίους[xliv].»
Το σύμβολο της σβάστιγκα σε
Βογομιλικό τάφο στη Βοσνία (12ος αιώνας μ.Χ.)
[i] D. Obolensky, The Bogomils, p. 113.
[ii] D. Obolensky, The Bogomils, p. 95.
[iii] B. Hamilton, Christian Dualist heresies, pp. 127› 8.
[iv] H. C. Puech› A. Vailant, Le Traité contre Bogomiles de Cosmas le Prêtre, p. 207.
[v] B. Hamilton, Christian Dualist heresies, p. 115.
[vi] D. Obolensky, The Bogomils, p. 95.
[vii] D. Obolensky, The Bogomils, p. 124.
[viii] Βλ. σημ. 27.
[ix] Ο Milan Loos επιχειρηματολογεί ισχυρά υπέρ της άποψης, Dualist Heresy in the middle ages, pp. 60› 62, δίνοντας το ιστορικο› γεωγραφικό πλαίσιο των ζυμώσεων.
[x] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 2 (PG 130.1292D).
[xi] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 3 (PG 130.1293A).
[xii] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 5 (PG 130.1293C).
[xiii] Ευθύμιος της Περιβλέπτου, Συγγραφή στηλιτευτική (PG 131.56D› 57A).
[xiv] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 8 (PG 130.1301C).
[xv] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 22 (PG 130.1317).
[xvi] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 8 (PG 130.1301C› D).
[xvii] Wakefield› Evans, Heresies of the High Middle Ages, p.462.
[xviii] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 8 (PG 130.1301D› 1304Α).
[xix] Wakefield› Evans, Heresies of the High Middle Ages, p.460› 2.
[xx] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 7 (PG 130. 1296D).
[xxi] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 7 (PG 130. 1297Β).
[xxii] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 7 (PG 130. 1297C).
[xxiii] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 9 (PG 130. 1305Β).
[xxiv] G. Ficker, Die Phundagiagiten, p.33› 4.
[xxv] G. Ficker, Die Phundagiagiten, p.35› 7.
[xxvi] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 13 (PG 130.1309C).
[xxvii] Wakefield› Evans, Heresies of the High Middle Ages, p. 459› 460.
[xxviii] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 20 (PG 130.1326Β).
[xxix] Μ. Ψελλός, Περί δαιμόνων, ed. P. Gautier, p. 135.
[xxx] Μ. Ψελλός, Περί δαιμόνων, ed. P. Gautier, p. 135› 137.
[xxxi] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 18 (PG 130.1313Β).
[xxxii] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 22 (PG 130.1317Β).
[xxxiii] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 22 (PG 130.1317C).
[xxxiv] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 16 (PG 130.1312B) & B. Hamilton, Christian dualist heresies, p.129, για την αντίστοιχη καταγραφή στην Ομιλία του Κοσμά: «Βλέπεται αδελφοί μου τα θανατηφόρα χτυπήματα του διαβόλου; επίσης απορρίπτουν το άγιο Βάπτισμα και αποστρέφονται τα παιδιά που έχουν μόλις βαπτιστεί. Αν τύχει και δουν κάποιο νεαρό παιδί, απομακρύνονται από αυτό, ωσάν από κάποια άσχημη μυρωδιά˙ φτύνουν και καλύπτουν τα πρόσωπά τους, την στιγμή που οι ίδιοι είναι μιαροί στους ανθρώπους και τους αγγέλους».
[xxxv] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 17 (PG 130.1313Α) & B. Hamilton, Christian dualist heresies, p.119: «Πράγματι, τι λένε για την Θεία Κοινωνία; “ Η Θεία Κοινωνία δεν ιδρύθηκε από θεϊκή εντολή˙ Η Ευχαριστίαν δεν είναι όπως ισχυρίζεσθε, σώμα Χριστού, αλλά απλή τροφή, όπως και οι άλλες. Διότι δεν ίδρυσε οο Χριστός την Θεία Λειτουργία, και γι’ αυτό δεν τιμάμε την Θεία Κοινωνία”. Ω της τυφλότητός τους! Ω της σκληροκαρδίας τους! Πείτε μου άθεοι αιρετικοί, για τι πράγμα μιλούσε ο Κύριος όταν έδωσε άρτο στους αποστόλους καί είπε: “Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου το υπέρ υμών κλώμενον εις άφεσιν αμαρτιών” ; Και πάλι όταν κράτησε το ποτήριο με τα άχραντα χέρια του και το έδωσε στους ακολούθους του, λέγοντας: “Πίετε εξ αυτού πάντες˙ τούτο εστι το αίμα μου, το της Καινής Διαθήκης υπέρ πολλών εκχυνόμενον” (Ματθ. 26.26› 8). Για τι πράγμα μιλούσε ο απόστολος Παύλος στην επιστολή τους στους Κορίνθιους; (Α’ Κορ 11.2› 9).
[xxxvi] B. Hamilton, Christian dualist heresies, p.159, όπου χωρίο από την Στηλιτευτική Συγγραφή του Ευθυμίου της Μονής Περιβλέπτου, το οποίο δεν υπάρχει στην PG. Το αντίστοιχο στον Ευθύμιο Ζιγαβηνό, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 39 (PG 1325D).
[xxxvii] B. Hamilton, Christian dualist heresies, p.133.
[xxxviii] B. Hamilton, Christian dualist heresies, p.121, για την Ομιλία του Κοσμά, και στο ίδιο σελ. 161 για την Συγγραφή του Ευθυμίου της Περιβλέπτου.
[xxxix] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 11 (PG 130.1308C).
[xl] Ευθύμιος της Μονής Περιβλέπτου στο B. Hamilton, Christian dualist heresies, p.154.
[xli] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 11 (PG 130.1308C).
[xlii] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 11 (PG 130.1308C). B. Hamilton, Christian dualist heresies, p.124, για το αντίστοιχο χωρίο του Κοσμά: «Τιμή που αποδίδεται στην εικόνα μεταβαίνει στο πρωτότυπο, είπε ο Μέγας Βασίλειος. Οι αιρετικοί άκουσαν τον απόστολο Παύλο να λέει για τα είδωλα: “γένος οὖν ὑπάρχοντες τοῦ Θεοῦ οὐκ ὀφείλομεν νομίζειν χρυσῷ ἤ ἀργύρῳ ἤ λίθῳ, χαράγματι τέχνης καί ἐνθυμήσεως ἀνθρώπου, τό θεῖον εἶναι ὅμοιον” (Πραξ. 17.29), κι επειδή αυτοί οι δυστυχισμένοι νομίζουν ότι αυτά τα λόγια αφορούν τις εικόνες, τα εξέλαβαν ως πρόσχημα για να μην προσκυνούν τις εικόνες όταν είναι μόνοι τους. Επισκέπτονται τις εκκλησίες και φιλούν τον σταυρό και τις εικόνες από τον φόβο των ανθρώπων, όπως μας είπαν μερικοί από αυτούς που μετανόησαν και επέστρεψαν στην αληθινή πίστη: “Τα κάνουμε αυτά για χάρη των ανθρώπων, και όχι με την καρδιά μας. Κρατάμε την πίστη μας μυστική”». Όπως εξηγεί παρακάτω δεν είναι ο φόβος αλλά ο προσυλητισμός, αιτία της υποκρισίας. Επίσης του ιδίου σελ. 162 για την καταγραφή του Ευθύμιου της Περιβλέπτου.
[xliii] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 14 (PG 130.1311D› 12A). B. Hamilton, Christian dualist heresies, p.118 (Κοσμάς): «Σχετικά με τον σταυρό του Κυρίου, ιδού ποιες βλασφημίες λένε: “Πως μπορούμε να τον λατρεύουμε;Πάνω σε αυτόν οι Ιουδαίοι σταύρωσαν τον Υιό του Θεού, και ο σταυρός είναι ακόμη περισσότερο ο εχθρός του Θεού”. Έτσι διδάσκουν τους οπαδούς τους ν’ απεχθάνονται παρά να τον προσκυνούν, μιλώντας με αυτόν τον τρόπο: “Αν κάποιος σκότωνε τον γιο του βασιλιά με ξύλινο σταυρό, ο σταυρός θα ήταν προσφιλής στον βασιλιά;Το ίδιο είναι και ο σταυρός για τον Θεό”. Ω, το μίσος του διαβόλου για την ανθρωπότητα. Όπως και πριν από αυτούς οι Ιουδαίοι, διαβάζουν τις προφητείες και δεν καταλαβαίνουν ότι αφορούν το πάθος του Κυρίου, και ήταν αυτοί που διάβαζαν νυχθημερόν τις προφητείες οι δολοφόνοι του Χριστού, νομίζοντας ότι μπορούν να θανατώσουν τον Αθάνατο, έτσι και οι αιρετικοί που διαβάζουν τα λόγια του Κυρίου και των αποστόλων συνεχώς, δεν καταλαβαίνουν τι έχει ειπωθεί» & B. Hamilton, Christian dualist heresies, p.161 (Ευθύμιος).
[xliv] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 12 (PG 130.1309Α).
(Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου)
Βογομιλικός ναός στις κατακόμβες του Jajce στη Βοσνία (απεικονίζεται
η δυιστική αρχή περί δημιουργίας του κόσμου) 14-15 αιώνας μ.Χ.)
Πρακτικές των Βογομίλων
α. Προσηλυτισμός
Πρώτο μέλημα των Βογομίλων, όπως και όλων των αιρετικών σεκτών, ήταν η διάδοση της αίρεσης. Στην περίπτωση αυτών, διάδοση της αίρεσης σήμαινε πρωτίστως προσυλητισμό νέων μελών και όχι διάδοση της διδασκαλίας τους. Τις πραγματικές πεποιθήσεις τους τις κρατούσαν κρυφές και τις αποκάλυπταν μόνο σε αυτούς που εμπιστεύονταν, σε αυτούς που τους θεωρούσαν ότι είχαν δεθεί στην σέκτα και δεν υπήρχε κίνδυνος να τις αποκαλύψουν.
Για τον προσυλητισμό νέων οπαδών δρούσαν ύπουλα και υποκριτικά. Προσποιούνταν τους Χριστιανούς και προσπαθούσαν να εμφανίζουν μία σωστή χριστιανική ζωή. Το μόνο που θα μπορούσε να υποψιάσει ήταν ο κάπως επιδεικτικός τρόπος με τον οποίον συμμετείχαν στην κοινή εκκλησιαστική ζωή. Αυτά τα ομολογούσαν και οι ίδιοι:
«ὅμως οἱ δόλιοιμέσον ἡμῶν περιπατοῦντες καί συναναστρεφόμενοι ἐν ὑποκρίσει φαίνονται τά ἡμέτερα πάντα φρονοῦντες. Κτίζουσιν ἐκκλησίας οἱ ἀσεβεῖς, καθώς αὐτοί ταῦτα πάντα ὡμολόγησαν, οὐ πίστει, ἀλλά εἰς τό ἑμπαίζειν, καί μιαίνειν αὐτάς, ἐν αὐτῷ τῷ θυσιαστηρίῳ τάς μιαράς πράξεις, καί μίξεις αἰσχράς ποιεῖν μή παραιτούμενοι. Ζωγραφοῦσιν εἰκόνας, οὐ πίστει, ἀλλ’ εἰς τό ὑβρίζειν αὐτάς. Ποιοῦσι σταυρούς εἰς τό καταπατεῖν, καί μιαίνειν αὐτούς˙ βαπτίζουσι τά ἄθεα αὐτῶν νήπια ἐν ἐκκλησίαις φανερῶς οἴκοι δέ ἀπελθῶντες ἀποσπογγίζουσιν αὐτά ἐξανάτριχα μετά μεμιασμένου ὕδατος καί οὔρων, ὑπαναγινώσκοντες αὐτοῖς Σατανικήν ἐπῳδήν, καί τό τοιοῦτον ἀπόλουμα χέουσιν ἐν αἰσχρῷ τόπῳ καί μιαρῷ, ἀπαλλοτριοῦντες αὐτά τῆς χάριτος τοῦ ἁγίου βαπτίσματος. Κοινωνοῦσι τῶν ἀχράντων μυστηρίων, οὐ νήστεις˙ εἰ δέ καί λαθεῖν δυνηθῶσι, πτύουσι τά ἅγια, καί καταπατοῦσιν οἱ παμμίαροι, κοινόν ἄρτον ταῦτα καί οἶνον ἡγούμενοι[i].»
Τον τρόπο της υποκρισίας κληρονόμησαν από τους Μανιχαίους, στους οποίους είχε διδάξει ο ίδιος ο Μάνης να πράττουν:
«Τότε ξανά του είπαμε, “Εφόσον, όπως παραδέχεσαι, όσα κάνετε και ο θεατρινισμός προέρχεται από τον διάβολο, τότε γιατί μιμείστε τα των Χριστιανών;” Ο δυστυχισμένος απάντησε έτσι, “Ο,τιδήποτε δεν ξεκινά από την πίστη είναι αμαρτία. Αν τα κάνουμε όλα, ωστόσο δεν τα κάνουμε από πίστη, είτε βάπτισμα, είτε ιεροσύνη, είτε μοναχικούς όρκους, είτε ό,τι άλλο χριστιανικό. Τα κάνουμε όλα προς επίδειξη, ή καλύτερα για κοροϊδία, με σκοπό την συγκάλυψη. Ο άρχοντάς μας μάς δίδαξε να συμπεριφερόμαστε έτσι λέγοντας, Κανείς δεν θα κινδυνέψει για χάρη μου. Προσποιηθήτε σε όλα. Δεν είμαι σκληρόκαρδος όπως ο Χριστός, για να πώ στους οπαδούς μου, όπως αυτός, «ὅστις δέ ἄν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτόν κἀγώ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. 10.33), αλλά σε περίπτωση ανάγκης να με αρνηθείτε και να με καταραστείτε. Πράξτε και πέστε τα πάντα εναντίον μου, προσποιηθήτε σε όλες ις δραστηριότητες τους Χριστιανούς, τότε επστρέψτε σε μένα και θα σας δεχθώ ξανά με χαρά[ii].»
Για την υποκριτική συμπεριφορά τους εύρισκαν αγιογραφικά ερείσματα:
«Ἔτι προσεγγεγράφθαι καί ταύτην ἔλεγε τοῦ Κυρίου φωνήν, Τρόπῳ σώθητε˙ τουτέστι, Μετά μηχανῆς καί ἀπάτης ὑποκρινόμενοι τήν πίστιν τῶν ἀναγκαζόντων ὑμᾶς, καί οὕτω σωζόμενοι ἀπό κινδύνου, καί θανάτου τοῦ παρ’ αὐτῶν, εἰς τοῦτο γάρ φέρειν καί τό, Ὅσα ἄν εἴπωσιν ὑμῖν ποιεῖν, ποιεῖτε, ἐν ὑποκρίσει δηλονότι, κατά δέ τά ἔργα αὐτῶν μή ποιεῖτε, ἐν ἀληθεία[iii].»
β. Τελετή μύησης – Σατανική Επωδή
Όταν κάποιος από τους Χριστιανούς εξαπατούνταν και έπεφτε στα δίκτυα της αίρεσής τους, έπρεπε να περάσει από τελετή μύησης. Περιγράφεται από τον Ευθύμιο της Περιβλέπτου:
«Όταν με την συγκαλυμμένη διδασκαλία πείθαμε κάποιον ν’ απομακρυνθεί από τον Θεό και τον παρασέρναμε στο θέλημά μας, δηλ. στο θέλημα του διαβόλου, καί ξέραμε ότι η χάρις του Αγίου Πνεύματος, την οποία έλαβε κατά το βάπτισμα τόν άφησε, τότε”, είπε, “τότε έχουμε τυπικό να διαβάζουμε αυτή τη σατανική επωδή πάνω από το κεφάλι του σαν επισφράγισμα. Την στιγμή που τελειώνει το διάβασμα, η χάρις του Αγίου Πνεύματος τον εγκαταλείπει, την οποία έλαβε με το βάπτισμα, και σατανική ενέργεια έρχεται στον πλανεμένο, κι έκτοτε αν θέλει κάτι μιλά”. Όταν ρωτήθηκε αν το πλανεμένο άτομο γνωρίζει ότι διαβάζεται η σατανική επωδή επάνω του, είπε ότι δεν γνωρίζει: “Τον ξεγελάμε λέγοντας, Προτιθέμεθα να διαβάσουμε τα τέσσερα ευαγγέλια πάνω σου. Τοποθετούμε το βιβλίο πάνω από το κεφάλι του και ξεκινάμε με γνωστές λέξεις από το Ευγγέλιο, ώστε να μην αντιληφθεί. Έτσι, μυστικά μαζί με τις λέξεις του Ευαγγελίου απαγγέλουμε την επωδή πάνω στο κεφάλι του. Όταν τελείωσει αυτό και η χάρις του Αγίου Πνεύματος τον έχει εγκαταλείψει, λαμβάνει το σφράγισμα του διαβόλου, και πνεύμα πονηρίας εισέρχεται και εμφωλεύει στην καρδιά του. Στο μέλλον κανείς δεν μπορεί να τον γλιτώσει από τα χέρια του διαβόλου˙ δεν ξέρω αν θα μπρούσε και ο Θεός ο ίδιος”… Μετά τον ρωτήσαμε ξανά να μας πει, Μαθαίνει αργότερα αυτός που έχει παραστρατήσει σχετικά με την επιβολή της επωδής; Απάντησε: “Όχι δεν γνωρίζει, μόνο οι διδάσκαλοι του κακού το γνωρίζουν[iv]”.»
Από την παρπάνω διήγηση επιβεβαιώνεται ο σατανιστικός χαρακτήρας των τελετών των Βογομίλων. Δεν γνωρίζει ο γράφων αν μπορεί ακόμα το θέμα να συζητείται ως αίρεση ή αν πρέπει να γίνει επαναπροσδιορισμός και κατάταξη στις σατανιστικές λατρείες. Οπωσδήποτε, ο Βογομιλισμός ήταν μια καταστροφική λατρεία. Επίσης επιβεβαιώνεται και η ύπαρξη της εσωτερικής διδασκαλίας, την οποία γνωριζαν όχι οι τέλειοι αλλά ένας ακόμη πιο στενός κύκλος, αυτός των διδασκάλων. Το τυπικό της τελετής επιβεβαιώνεται και από τον Ευθύμιο Ζιγαβηνό:
«Διό καί τόν προσερχόμενον αὐτοῖς ἀναβαπτίζουσι, πρώτα μέν αφορίζοντες αὐτῷ καιρόν εἰς ἐξομολόγησιν, καί ἀγνείαν, καί σύντονον προσευχῆν. εἶτα τῇ κεφαλῇ αὐτοῦ τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον ἐπιτιθέντες, καί τό παρ’ αὐτοῖς ἅγιον Πνεῦμα ἐπικαλούμενοι, καί τό Πάτερ ἡμῶν ἐπάδοντες[v].»
γ. Consolamentum
Ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός περιγράφει και δεύτερη τελετή, η οποία ακολουθεί την άσκηση του νεοσκότιστου:
«εἶτα μαρτυρίαν ἀπαιτοῦσιν, εἰ ἐφύλαξε πάντα, εἰ σπουδαίως διηγωνίσατο, καί μαρτυρούντων ἀνδρῶν, ὀμοῦ καί γυναικῶν ἄγουσιν αὐτόν ἐπί τήν θρυλλουμένην τελείωσιν, καί στήσαντες τον ἄθλιον κατά ἀνατολάς ἐπιτιθέασιν αὖθις τῇ μιαρᾷ τούτου κεφαλῇ τό Εὐαγγέλιον, καί τάς ἐναγεῖς αὐτῶν ἐπέχοντες χεῖρας οἱ παρατυχόντες ἄνδρες καί γυναῖκες τήν ἀνόσιον ἐπάδουσι τελετήν. Αὕτη δέ ἐστιν εὐχαριστήριος ὕμνος, ὅτι διεφύλαξε τήν παραδεδομένην ἀσέβειαν. Καί οὗτω τελοῦσι, μᾶλλον δέ συντελοῦσι, καί καταποντίζουσι τόν βυθοῦ καί διαφθορᾶς ἐπάξιον[vi].»
Αυτή η δεύτερη τελετή, στην οποία γίνονταν και επιχειρίαση, ενδέχεται να ήταν το consolamentum των δυτικών πηγών. Την σατανική επωδή είχε συνθέσει ο Λυκοπέτρος.
δ. Οργιαστικές τελετές
Οι Βογομίλοι κατηγορήθηκαν πολλές φορές για συμμετοχή σε οργιαστικές τελετές. Πολλοί ιστορικοί δυσφορούν ότι πρόκειται για κοινό θέμα στις αιρέσεις και είναι αλήθεια ότι για τις ίδιες κατηγορίες βρέθηκαν ένοχοι οπαδοί πολλών αιρέσεων, κυρίως αντινομικών. Είναι, όμως γεγονός ότι ο αντινομισμός, απορρέων από την απόρριψη της Παλαιάς Διαθήκης και του μωσαϊκού νόμου, είναι χαρακτηριστικό και του βογομιλισμού, όπως ήταν και του μανιχαϊσμού. Επίσης είναι γεγονός ότι αναφέρεται δίκη, με κατηγορούμενο τον Τζουρίλα, η οποία αναφέρθηκε παραπάνω. Στην δίκη αυτή ο Τζουρίλας βρέθηκε ένοχος για φθορά παρθένου. Παρόμοιες δίκες έγιναν κατά την μαρτυρία του αγίου Αυγουστίνου στην επαρχία του και βρέθηκαν ένοχοι μανιχαίοι, για την ίδια κατηγορία. Λοιπόν, δεν αρκεί η δυσφορία του τάδε και του τάδε, για να γίνει η μαρτυρία που διασταυρώνεται σε πολλές πηγές, φαντασιά ή πολεμική κακεντρέχεια.
Η τελετή περιγράφεται πλήρως στο Περί δαιμόνων του Ψελλού:
«Ἑσπέρας γάρ περί λύχνων ἁφάς ὁπόθ’ ἡμῖν τό σωτήριον ἐξυμνεῖται πάθος, εἰς ἀποτεταγμένον δωμάτιον ἀγηοχότες τάς παρ’ αὐτοῖς ἐνασκουμένας κόρας, τούς τε λύχνους ἀποσβέννυντες, ἵνα μή τό φῶς τοῦ γινομένου μύσους ἔχωσι μάρτυρα, ταῖς κόραις ἐνασελγαίνουσιν ὁποίᾳ ἄν ἕκαστος, κἄν ἀδελφῇ, κἄν ἰδίᾳ θυγατρί ξυντύχῃ˙ οἴονται γάρ κἀν τούτῳ χαριεῖσθαι τοῖς δαίμοσιν, εἰ παραλύουσι τούς θείους θεσμούς, ἐν οἷς τά περί τῶν ἐξ αἵματος ὁμογνίου γάμων ἀπαγορεύουσι. Καί τότε μέν ταυτί τελέσαντες ἀπαλλάττονται[vii].»
Στην συνέχεια της διήγησης περιγράφεται σατανιστική θυσία βρέφους. Σκοπός και αυτών των τελετών κατά τον Θράκα του διαλόγου είναι η εξάλειψη από την ψυχή των θείων συμβόλων, ώστε να λάβει την ευκαιρία ο δαίμονας να εγκατοικίσει.
ε. Ασκητισμός
Σημαντική διαφορά του βογομιλισμού από τον παυλικιανισμό είναι η αποδοχή του μοναχισμού από τον πρώτο. Θέλοντας κάποιοι ιστορικοί να δείξουν ότι ο ασκητισμός των βογομίλων ακολουθούσε την μανιχαϊκή παράδοση, ξεκίνησαν μια άστοχη συζήτηση για το πώς η παράδοση έφτασε στους Βογομίλους από τους Μανιχαίους. Έτσι υπέθεσαν ότι, αν και ο μανιχαϊσμός έσβησε από την Ρωμανία περίπου το 600, επέζησε στον Ισλαμικό κόσμο. Ο χαλίφης αλ-Μουχταδίρ (908-932) εδίωξε τους Μανιχαίους. Την ίδια εποχή ο μανιχαϊσμός ήταν η επίσημη θρησκεία στο βασίλειο των Ουιγούρων στο Τουρφάν, ενώ στην Κίνα υπήρχε ισχυρή μανιχαϊκή κοινότητα. Σε θεωρητικό επίπεδο, λοιπόν, προτείνουν ότι ο ασκητισμός πέρασε στους Βογομίλους από τους Μανιχαίους[viii].
Σε πρακτικό επίπεδο κάτι τέτοιο ήταν απίθανο. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς τις τεράστιες αποστάσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων, οι οποίες με τα μέσα της εποχής καθιστούσαν την επικοινωνία ανέφικτη, τις διαφορές της γλώσσας, οι οποίες μεγαλοποιούνται, όταν πρόκειται για εξειδικευμένους όρους, θρησκευτικού ή φιλοσοφικού περιεχομένου, και βέβαια, θα πρέπει να εξηγηθεί, γιατί οι Βογομίλοι υιοθέτησαν επιλεκτικά στοιχεία από τον Μανιχαϊσμό.
Τα πράγματα είναι πιο απλά. Ασκητισμό είχαν και οι Μεσσαλιανοί, και είναι πιθανότερο οι Βογομίλοι να επηρεάστηκαν σε αυτό το ζήτημα από τους γείτονές τους παρά από του απόμακρους Κινέζους ή Ουιγούρους ομοϊδεάτες τους. Στα Βαλκάνια δρούσαν οι Μεσσαλιανοί, όπως και οι Παυλικιανοί, και το μόνο που μένει να συζητηθεί είναι ο βαθμός επιρροής της κάθε σέκτας στην άλλη. Δεν είναι αναγκαίες εξωτικές θεωρίες.
Υπάρχει πάντα και η εξήγηση των εκκλησιαστικών συγγραφέων:
«Στολίζονται κατά μοναχούς, καί τό σχῆμα τούτων ὡς δέλεαρ, περιβάλλονται, τῷ κωδίῳ τόν λύκον ὑποκρύπτοντες, ὡς ἄν εὐλαβῶς διά τό σχῆμα παραδεχόμενοι, καί χώραν ὀμιλίας λαμβάνοντες, ἀνυπόπτως διά της χρηστολογίας ἐναποπτύωσι τον ἰόν ταῖς ἀκοαῖς τῶν ἀκροωμένων[ix].»
Για την ειλικρίνια του ασκητισμού τους αμφιβάλει ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός με παραδείγματα:
«Πάσης ἐβδομάδος δευτέραν, καί τετράδα, καί παρασκευήν παραγγέλλουσι νηστεύειν ἕως ὤρας ἐνάτης. Εἰ δέ τις αὐτούς ἐπί τράπεζαν καλέσειεν, εὐθύς ἐκλαθόμενοι τῆς παραγγελίας ἐσθίουσι, καί πίνουσιν ὡς ἐλέφαντες. Ἐκ τούτου δέ πρόδηλον, ὅτι ἀσελγαίνουσιν, εἰ καί πορνείαν καί τήν ἄλλην ἀκαθαρσίαν λόγῳ κολάζουσιν, ὡς ἄσαρκοι καί ἀσώματοι[x].»
Η ασκητική ηθική των Βογομίλων είχε την ίδια βάση με την ηθική όλων των δυαρχικών συστημάτων, την θεώρηση της κακότητας της ύλης. Έτσι απέρριπταν την συζυγική ζωή, την κρεωφαγία και την οινοποσία. Αναγκαστικά η αυστηρότητα δημιουργούσε δύο τάξεις πιστών. Ο βογομιλικός ασκητισμός υποθετικά εφαρμοζόταν στην τέλεια μορφή του από τους εκλεκτούς.
στ. Προσευχή
Παρά την απόρριψη της ιερωσύνης, της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, της αποστολικής και της ιεράς Παράδοσης, παρά την αντιεκκλησιαστική και αντικληρικαλιστική οπτική τους, οι Βογομίλοι ήταν υποχρεωμένοι να προσεύχονται. Ως μόνη προσευχή αναγνώριζαν το Πάτερ ημών, ενώ απέρριπταν όλες τις άλλες ακολουθίες και προσευχές της Εκκλησίας:
«Μόνην ὁνομάζουσι προσευχήν τήν ὑπό του Κυρίου παραδοθείσαν ἐν τοῖς εὐαγγελίοις, ἥγουν τό Πάτερ ἡμῶν, καί τά ἐξῆς. Καί ταύτην μόνην προσεύχονται ἐπτάκις τῆς ἡμέρας, πεντάκις δέ τη νυκτός[xi].»
ζ. Επαιτία
Κάθε κίνημα, ομάδα, σέκτα, αίρεση, η οποία θέλει ν’ αποσπάσει πιστούς από την Εκκλησία και να τους προσκολλήσει στην δική της οργάνωση, οφείλει να εμφανίζει αντιεκκλησιαστική συμπεριφορά. Οφείλει επίσης να αιτιολογεί αυτή την συμπεριφορά. Η πιο συνηθισμένη δικαιολογία είναι ο υποτιθέμενος ξεπεσμός της Εκκλησίας, προβαλλόμενος σε συνδυασμό με πραγματικές ή φανταστικές ατοπίες του κλήρου. Σε αυτήν την περίπτωση προβάλλεται το αίτημα της επιστροφής στην πρώτη αποστολική εποχή, το αίτημα της μίμησης της ζωής της πρώτης Εκκλησίας (vita apostolici). Αυτό το αίτημα ακούγεται αντιφατικό, ειδικά όταν προβάλλεται από οργανώσεις, οι οποίες απορρίπτουν την αποστολική διαδοχή και Παράδοση. Κι όμως συμβαίνει ακόμη και σήμερα.
Στην περίπτωση του βογομιλισμού, έχουμε την «κλασσική» λύση της επαιτίας. Στον Μεσαίωνα η επαιτία είχε καταντήσει θρησκευτικό κίνημα κυρίως στην Δύση, και αντιμετωπίστηκε από τον Παπισμό με την δημιουργία των επαιτικών ταγμάτων (π.χ. Φραγκισκανών). Το θέμα θα αναλυθεί εκτενέστερα σε επόμενο κείμενο. Εδώ δίνεται μια εισαγωγική πληροφόρηση για την κατανόηση της υιοθέτησης της επαιτίας από τους Βογομίλους. Όλοι οι θρησκευτικοί επαίτες κήρυτταν την λεγόμενη «μίμηση του Χριστού» μέσω αυτής, αλλά είναι πιθανό πίσω από την δικαιολογία να κρύβονταν στυγνοί εκμεταλλευτές. Για την εφαρμογή της επαιτίας και την αγιογραφική παρελκυστική αιτιολόγησή της από τους Βογομίλους, καταγράφει ο πρεσβύτερος Κοσμάς:
«Θα ήθελα ν’ αναφέρω σ’ εσάς τις απόψεις τους, τις οποίες χρησιμοποιούν για να παγιδεύσουν ψυχές˙ “Δεν πρέπει ν’ απασχολείσθαι με ανθρώπινες δραστηριότητες, διότι ο Κύριος λέγει, μή οὖν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ἤ τί πίωμεν ἤ τί περιβαλώμεθα; πάντα γάρ ταῦτα τά ἔθνη ἐπιζητεῖ. (Ματθ. 6.31) Γι’ αυτό τον λόγο κάποιοι από αυτούς ζουν σε αργία και είναι απρόθυμοι να εμπλακούν με χερωνακτικές εργασίες˙ πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι και τρώνε από τα αγαθά των άλλων, αυτών που έχουν εξαπατήσει. Ας ακούσουν τον απ. Παύλο, εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδέ ἐσθιέτω. (Β’ Θεσσ. 3.10) Οι αιρετικοί έτσι πετυχαίνουν διπλή καταδική, για την διάδοση αιρετικών δογμάτων και διότι γίνονται οι νέοι απόστολοι και πρόδρομοι του αντιχρίστου, ετοιμάζοντας τον κόσμο να δεχθεί τον υιό της απωλείας.»
Όπως πολύ ωραία το τοποθετεί ο παπα-Κοσμάς, οι αιρετικοί με τν ψευδαίσθηση ότι μιμούνται τους αποστόλους, γίνονται ψευδο-απόστολοι του αντιχρίστου. Στην Βουλγαρία η συγκεκριμένη πρακτική έβρισκε απήχηση εξαιτίας της καταπίεσης των χωρικών από τος βογιάρους[xii]. Στα εδάφη της Ρωμανίας, όπου η φεουδαρχία δεν ευδοκίμησε, δεν υπήρξαν αντίστοιχα κοινωνικά ερεθίσματα. Αυτό προκύπτει από το γεγονός της αποδοχής του Βογομιλισμού και από μέλη της πρωτευουσιάνικης αριστοκρατίας.
η. Αποφυγή όρκου
Τέλος, οι Βογομίλοι απέφευγαν τους όρκους. Η πληροφορία δεν υπάρχει ούτε στην Ομιλία του Κοσμά, ούτε στην Πνευματική Πανοπλία του Ζιγαβηνού. Την αναφέρει ο Ούγο Ετεριάνο στο Contra Patarenos:
«Πάλι, μιλάνε καθαρά και απροκάλυπτα κατά του Χριστού και της ίδιας της αλήθειας όταν αφαιρούν τους όρκους από την εκκλησία, αδυνατώντας να κατανοήσουν τι διέταξε ο Χριστός στο Ευαγγέλιο και ο Ιάκωβος στην Επιστολή του, καθώς επαναλαμβάνει τον Κύριο. Δεν απαγόρευσαν ποτέ τον όρκο στον Θεό αλλά μόνο στα πλάσματα, λέγοντας Ἐγώ δέ λέγω ὑμῖν μή ὀμόσαι ὅλως˙ μήτε ἐν τῷ οὐρανῷ, ὅτι θρόνος ἐστι τοῦ Θεοῦ˙ μήτε ἐν τῇ γῇ, ὅτι ὑποπόδιον ἐστι τῶν ποδῶν αὐτοῦ (Ματθ. 5.35), ούτε σε κανένα άλλο πλάσμα, και αυτό για τον λόγο ότι δεν θα πρεπε να υπάρχει χώρος για την ειδωλολατρία, διότι θεοποιούσαν τον ουρανό και τη γη και τα άλλα κτιστά, στα οποία ορκίζονταν. Μόνο ο Θεός, ο οποίος δεν είναι υποκείμενος κανενός, ορκίζεται στον εαυτό του, αλλά εμείς που δεν έχουμε καμιά εξουσία δική μας, πως θα μπορούσαμε να ορκιστούμε στο κεφάλι μας – αφού ανήκει σε άλλον – αν σου ανήκει το κεφάλι σου άλλαξε, αν μπορείς, το φυσικό χρώμα μιας τρίχας. Ο όρκος δεν πρέπει ν’ απαγορεύεται, ούτε να επιθυμείται, σαν να είναι κάτι καλό. Το να ορκίζεται κανείς ελέυθερα και χωρίς ενδοιασμό, η να ορκίζεται ψευδώς, είναι αμαρτία, αλλά ο όρκος από ανάγκη, προς απόδειξη της αθωότητας ή προς επικύρωση μια συνθήκης ειρήνης ή για να πεισθούν οι ακροατές για το συμφέρον τους είναι καλό και αναγκαίο[xiii].»
Το σκεπτικό του Ούγου περί όρκου προέρχεται από τις αντίστοιχες απόψεις του Paschasius Radbertus[xiv] (Θ’ αι.). Ο αναγνώστης μπορεί να βρει την ορθόδοξη άποψη στην Θ’ Ομιλία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου στις Πράξεις των Αποστόλων, κεφ. ε’› στ’ (PG 60.81› 84). Συμπληρωματικά, για την ερμηνευτική του χωρίου τον Ι’ αι. Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Σχόλια εις το Κατά Ματθαίον, κεφ. ε’[xv].
Το σύμβολο του δικέφαλου δράκου σε Βογομιλικό τάφο στη Βοσνία.
[i] Ευθυμίου της Περιβλέπτου, Συγγραφή Στηλιτευτική (PG 131.56A› B).
[ii] B. Hamilton, Christian dualist heresies, p.148 (Ευθύμιος).
[iii] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 21 (PG 130.1316D).
[iv] B. Hamilton, Christian dualist heresies, p.147 (Ευθύμιος).
[v] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 16 (PG 130.1312B› C).
[vi] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 16 (PG 130.1312C› D).
[vii] Μ. Ψελλός, Περί δαιμόνων, ed. P. Gautier, p. 141.
[viii] B. Hamilton, Christian dualist heresies, p.30.
[ix] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 25 (PG 130.1320C).
[x] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 26 (PG 130.1320C).
[xi] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 19 (PG 130.1313D).
[xii] D. Obolensky, The Bogomils, p.140.
[xiii] Hough Eteriano, Contra Patarenos, ed. J. Hamilton, p.179.
[xiv] PL 120.254› 5.
[xv] PG 129.217B› 220D.
(Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου)
Το σύμβολο της θεάς Arianrhod σε Βογομιλικό τάφο στη Βοσνία.
Συγγράμματα των Βογομίλων
α. Κανόνας Αγίας Γραφής
Η άποψη των Βογομίλων για τον Κανόνα της Αγίας Γραφής δεν ήταν ενιαία. Στην Βουλγαρία απέρριπταν το σύνολο της Παλαιάς Διαθήκης[1]. Στην Ρωμανία, όμως, απέρριπταν μονο τον μωσαϊκό νόμο και την Πεντάτευχο. Η περιφρόνηση προς τον Μωυσή είχε δύο πρακτικούς λόγους. Πρώτον μέσα από την Γένεση καταρρίπτονταν ο βογομιλικός μύθος της δημιουργίας. Δεύτερον, κάθε γνωστικό κίνημα με εμφανή σημάδια αντινομισμού, έπρεπε ν’ απορρίπτει τον Νόμο.
Από την Παλαιά Διαθήκη δέχονταν τους Ψαλμούς και τα βιβλία των Προφητών. Ισχυρίζονταν ότι ο δικός τους Κανόνας της Αγίας Γραφής αποτελούνταν από τους επτά στύλους του οίκου της Σοφίας κατά το «Ἡ σοφία ὠκοδόμησεν ἑαυτῇ οἶκον καί ὑπήρεισε στύλους ἑπτά» (Παρ. 9.1).
Έτσι ο Κανόνας που αποδέχονταν αποτελούνταν από τους Ψαλμούς, τους Προφήτες, τα τέσσερα Ευαγγέλια, τις Πράξεις των Αποστόλων, τις Επιστολές και την Αποκάλυψη. Η διεύρυνση του Κανόνα οφείλονταν πιθανόν στην επίδραση των πιο μορφωμένων Βυζαντινών Βογομίλων[2]. Σημαντικό ρόλο διεδραμάτισε και η αποδοχή της αλληγορικής ερμηνείας από τους αιρετικούς:
«Παρερμηνεύουσιν ὅλας τάς προειρημένας ἑπτά βίβλους, τά ῥήματα τούτων διαστρεβλοῦντες, καί τῆς ὀρθῆς ἐκτρέποντες ἐννοίας, καί πρός τό δοκοῦν αὐτοῖς μεταφέροντες[3].»
Διάβαζαν την Αγία Γραφή σε παλαιοσλαβονική μετάφραση. Δεν έχει νόημα ο ισχυρισμός της ένθερμης υποστήριξης της μετάφρασης της Αγίας Γραφής. Ο Βογομιλισμός στην Βουλγαρία, διαδίδονταν στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα και στους αγροτικούς πληθυσμός, οι οποίοι ήταν φυσικό να μην γνωρίζουν τα ελληνικά. Γι’ αυτό και η Εκκλησία μερίμνησε εξαρχής για την μετάφραση της Αγίας Γραφής στην παλαιοσλαβονική. Συγκεκριμένα, η μετάφραση είχε γίνει ήδη από τον Άγιο Κλήμη επίσκοπο Αχρίδος (840-916), μαθητή των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, ενώ στην σχολή που ο ίδιος ίδρυσε στην μητρόπολή του, ετοιμάζονταν μεταφράσεις πατερικών κειμένων[4]. Συνεπώς η έκφραση του Henry Cooper:
«Η Ανατολική Εκκλησία επίσης αποδέχτηκε αρχικά την σλαβονική μετάφραση της Γραφής (αν και έχουμε μόνο την μαρτυρία του Βίου του Αγίου Μεθοδίου για να προχωρήσουμε στο θέμα). Αλλά σύντομα άρχισε να υποψιάζεται την αξιοπιστία της σλαβονικής, διότι οι Βογομίλοι ήταν ένθερμοι υποστηρικτές της Βίβλου στην καθομιλουμένη. Μπορούμε να θεωρήσουμε την μακροπρόθεσμη τάση για εξελληνισμό της σλαβονικής μετάφρασης της Βίβλου ως την ορθόδοξη απάντηση – ανάμεσα στους Σλάβους και τους Βυζαντινούς – στον ιδιωματισμό των αιρετικών κινημάτων εν γένει[5].»
Δεν είναι τίποτα παραπάνω, παρά σοφιστική χρήση της γραφής για την δημιουργία εντυπώσεων. Διατυπώνει δηλαδή αδιαμφισβήτητα γεγονότα, όπως μετάφραση της Αγίας Γραφής στην σλαβονική και η χρήση της από τος Σλάβους για να κάνει υποθέσεις χωρίς αντίκρυσμα. Η αντίδραση της Ορθόδοξης εκκλησίας στην διάδοση της αίρεσης δεν ασχολήθηκε με την μετάφραση. Πουθενά στα έργα των εκκλησιαστικών συγγραφέων δεν υπάρχει κάποια αναφορά στο θέμα, αντίθετα γίνεται συστηματική αναίρεση των αιρετικών διδασκαλιών. Μέτρα λήφθηκαν μέσα από τις συνόδους και στα αναθέματά τους δεν υπάχει η παραμικρή νύξη που να στηρίζει την διατύπωση του H. Cooper. Δεν μπορούμε να θεωρήσουμε τους Βογομίλους ως ενθερμους υποστηρικτές της μετάφρασης, διότι αυτή είχε ήδη γίνει και η χρήση της ήταν δεδομένη έτσι κι αλλιώς από όλους τους Σλάβους Χριστιανούς, όχι μόνο τους Βογομίλους. Και βέβαια δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τάση εξελληνισμού της μετάφρασης, διότι η ελληνική ρίζα της κουλτούρας και του πολιτισμού των Σλάβων είναι επίσης δεδομένη. Εξάλλου στην Ορθοδοξία, η αίρεση των τριών ιερών γλωσσών του Παπισμού δεν είχε αντιστοιχία.
β. Η Μαύρη Λίστα των βογομιλικών κειμένων
Πολλές από τις πεποιθήσεις των Βογομίλων, βρίσκονται στην απόκρυφη γραμματεία. Την εποχή του Αθανάσιου Ιεροσολύμων, οι αιρετικοί διάβαζαν αχόρταγα τα έργα κάποιου ιερέα Ιερεμία. Στον Νομοκανόνα, κείμενο του ΙΔ’ αι. που προέρχεται από τους κόλπους της Ρωσικής Εκκλησίας, υπάρχει λίστα ψευδεπίγραφων και απόκρυφων βιβλίων[6]. Σε έκδοσή του ΙΣΤ’ αι. αναφέρεται ότι «οι συγγραφείς των αιρετικών βιβλίων στην Βουλγαρία ήταν ο ιερέας Ιερεμίας και ο Βογόμιλος καί ο Ισίδωρος Friazin)[7]». Σε μια μεταγενέστερη έκδοση ο Ιερεμίας και ο Βογόμιλος ταυτίζονται, άποψη δεκτή από πολλούς ιστορικούς.
Η Ιερεμίας αποδείχθηκε πολυγραφώτατος. Η λίστα του αποδίδει τα εξής έργα:
› Το ξύλο του Σταυρού
› Πως ο Χριστός έγινε ιερέας
› Η Αγία Τριάδα
› Πως ο Χριστός όργωσε με το άροτρο
› Πως ο Χριστός αποκάλεσε τον Πρόβο φίλο Του
› Οι ερωτήσεις του Ιερεμία στην Μητέρα του Θεού
› Ερωταποκρίσεις στο από πόσα μέρη ατασκευάστηκε ο Αδάμ
› Σφάλματα σχετικά με τον πυρετό και άλλες αρρώστιες (η ιστορία του Σισίννιου του αγγέλου Σαχιήλ και των ασθενειών της κόρης του Ηρώδη).
Ο Αθανάσιος Ιεροσολύμων του αποδίδει εκτός από το πρώτο και το τρίτο που αναφέρθηκαν στον κατάλογο, το «Εις ανάμνησιν Μωυσέως». Το πώς ο Χριστός έγινε ιερεας αναφέρεται στο λεξικό του Σουΐδα στο λήμμα Ιησούς[8]. Στην συνέχεια μεταφράστηκε στα λατινικά από τον Ροβέρτο Grosseteste, επίσκοπο της Lincoln και είχε μεγάλη απήχηση στην Γαλλία, όπου μεταφράστηκε και στην τοπική ρομανική. Το είχε υπόψη του ο Μιχαήλ Γλυκάς όταν έγραψε:
«Εἰ δέ ταῦτα οὕτως ἔχει, εἰ πρό τοῦ βαπτισθῆναι παντάπασιν ἄγνωστος ἦν, τάς εὑρισκομένας ὁπουδήποτε λοιπόν ἱστορίας, περί τε τοῦ ὕδατος δηλαδή τοῦ ἐλεγμοῦ καί περί τῆς ἀρχιιερωσύνης αὐτῆς, ἥν λέγουσι παρά τῶν Ἰουδαίων δέξασθαι τόν Χριστόν, ὡς οὐδέν ἡγοῦ καί ἀπόρριπτε[9].»
Το Ξύλο του Σταυρού έγινε ένας από τους πιο φημισμένους μεσαιωνικούς μύθους. Τον χρησιμοποίησαν ποιητές όπως ο Γοδεφρείδος του Βιτερμπώ και ο Chalderón. Η προέλευσή του βρίσκεται στο Ευαγγέλιο του Νικοδήμου[10], έργο γνωστικής γραφίδας. Ο Σισίννιος αναφέρεται ως Πάρθος ευγενής, ο οποίος αρχικά υπήρξε ακόλουθος του Μάνη, αλλά στη συνέχεια έγινε Χριστιανός. Υποτίθεται ότι παρείχε στον επίσκοπο Αρχέλαο, το απαραίτητο υλικό για την αντιμετώπιση του αιρεσιάρχη[11].
Το γεγονός ότι η παραπάνω γραμματεία διατηρήθηκε στη Ρωσία είναι ευκολονόητο. Στις περιοχές εξάπλωσης του Βογομιλισμού και Καθαρισμού, οι εκκλησιαστικές αρχές παρέδωσαν τα αιρετικά βιβλία στην πυρά. Στην Ρωσία όμως, δεν έγινε διείσδυση του Βογομιλισμού, με αποτέλεσμα τα βιβλία να διακινούνται χωρίς να εγείρουν υποψίες.
γ. Το Μυστικό Δείπνο (Interrogatio Iohannis)
Το μόνο βιβλίο, για το οποίο υπάρχει συμφωνία ότι το χρησιμοποιούσαν οι Βογομίλοι αποκλειστικά είναι το Το Μυστικό Δείπνο ή αλλιώς γνωστό με τον λατινικό του τίτλο Interrogatio Iohannis. Είναι γνωστό μόνο από δυτικές πηγές και σώζεται μόνο στα λατινικά:
«αυτό είναι το μυστικό βιβλίο των αιρετικών του Concorezzo, που το έφερε από την Βουλγαρία ο επίσκοπός τους Ναζάριος, και είναι γεμάτο πλάνες[12].»
Σημειώνεται στο περιθώριο του χειρογράφου, πιθανόν από Φράγκους Ιεροεξεταστές. Το κείμενο εκδόθηκε από τον Benoist[13].
Το έργο είναι ένας φανταστικός διάλογος κατά την διάρκεια του Μυστικού Δείπνου, μεταξύ του Ιωάννη και του Κυρίου, στον οποίο αποκαλύπτεται ο βογομιλικός μύθος της δημιουργίας, της πτώσης του διαβόλου, και των εσχάτων ημερών. Παρότι δανείζεται στοιχεία και από άλλα απόκρυφα, ο βογομιλικός χαρακτήρας του είναι ξεκάθαρος[14]. Ο Ναζάριος πρέπει να έφερε το βιβλίο στην Ιταλία το 1190 μ.Χ.
δ. Το Όραμα Ησαΐα
Ένα δεύτερο έργο που έφθασε μέχρι τις μέρες μας μέσω των Καθαρών και πρέπει να το πήραν από τους Βογομίλους είναι το Οραμα Ησαΐα. Πρόκειται για απόκρυφο που προηγείται κατά πολύ της εποχής της γέννησης του Βογομιλισμού και πρέπει επίσης να προέρχεται από γνωστικό συγγραφέα. Πρι το 300 μ.Χ. είχε συμπληρωθεί από δύο άλλα ανεξάρτητα κείμενα του ίδιου κύκλου, το Ανάληψις Ησαΐου και Εξαγγελία Εζεκίου περί της ελεύσεως του Χριστού[15].
Έξι χειρόγραφα είναι γνωστά και περιέχουν την Όραση Ησαΐου, γραμμένα σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες. Το παλαιότερο είναι του ΙΒ’ αι. Αυτά μεταδίδουν την αίσθηση ότι πρόκειται για μεταφράσεις σλαβονικού κειμένου. Η λατινική μετάφραση εκδόθηκε το 1522 στην Βενετία, όμως το χειρόγραφο έχει χαθεί[16].
Στο έργο ο Ησαΐας καθοδηγούμενος από άγγελο ανεβαίνει μέσω του αέρα, όπου αγγελικές και σατανικές δυνάμεις βρίσκονται σε πόλεμο, και φτάνει στον έβδομο ουρανό στον θρόνο του Θεού. Εκεί βλέπει τους δίκαιους, τους μόνους που μπορούν ν’ ατενίζουν το πρόσωπο του Θεού. Εκεί ακούει τον Πατέρα να προστάζει τον Υιό να κατέβει στην γη και στον άδη για να κρίνει τους άρχοντες του κόσμου. Στην συνέχεια παρατηρεί τον Υιό στην γη να κρεμάται επί ξύλου, να κατεβαίνει στον άδη – στο σημείο αυτό θεωρείται ότι έχουν γίνει προσθήκες στο αρχικό κείμενο από τους Βογομίλους – να του αφαιρεί την εξουσία, ν’ ανασταίνεται την τρίτη ημέρα και ν’ αναλαμβάνεται στους ουρανούς. Κατόπιν, άκουσε φωνή που του έλεγε ότι όσα παρακολούθησε δεν μπορούν να τα δουν ανθρώπινα μάτια, και πως όταν έρθει η ώρα οι δίκαιοι θα λάβουν ενδυμασία, θρόνο και στέφανο δόξας από τον Θεό.
Η ιστορία ήταν ιδιαίτερα προσφιλής στους Βογομίλους διότι περιέγραφε έναν κόσμο σε αταξία υπό την διακυβέρνηση του Σατανά, πόλεμο μεταξύ των αγγελικών και δαιμονικών δυνάμεων, Πατέρα ανώτερο από τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Στην ιστορία ο Υιός δεν γίνεται πραγματικά αλλά φαινομενικά άνθρωπος, οι ψυχές των δικαίων σώζονται, όχι όμως και τα σώματα. Με τις κατάλληλες προσθήκες, το γνωστικό κείμενο εξέφραζε άνετα τις απόψεις των Βογομίλων.
Το έργο αναφέρεται από τους Durand de Huesca[17] (1222› 3), Ιάκωβο Capelli[18], Φραγκισκανό μοναχό του Μιλάνου (1240) καί από τον καθηγητή φιλοσοφίας του πανεπιστημίου της Μπολόνια Moneta de Cremona[19].
ε. Το Ευαγγέλιο Βαρθολομαίου
Τέλος η χρήση του ονόματος Σαταναήλ παραπέμπει στο απόκρυφο Ευαγγέλιο Βαρθολομαίου. Το συγκεκριμένο κείμενο δεν σώζεται παρά μόνο αποσπασματικά σε ελληνικά και λατινικά τεμάχια, τα οποία εκδόθηκαν από τους Eugene Tisserant και A. Wilmart[20]. Αναφέρεται για πρώτη φορά από τον άγιο Ιερώνυμο στο Decretum Gelasianum. Λόγω του αποσπασματικού χαρακτήρα του είναι δύκολη η χρονολόγηση. Γενικά, δεν τοποθετείται μεταγενέστερα του Στ’ αι[21]. Ωστόσο δεν είναι δυνατόν να ειπωθεί με σιγουριά αν οι Βογομίλοι το γνώριζαν. Πάντως η χρήση γνωστικών και απόκρυφων κειμένων από αυτούς είναι αναντίρρητη.
στ. Ερωτήσεις Βαρθολομαίου – Ο μύθος του «αδικημένου» διαβόλου
Πολλοί ερευνητές ταυτίζουν το Ευαγγέλιο Βαρθολομαίου με τις Ερωτήσεις. Το δεύτερο αυτό κείμενο ανήκει στον ίδιο κύκλο. Εκδόθηκε στην συλλογή του A. Vassiliev[22]. Σ’ αυτό επίσης ο διάβολος ονομάζεται Σαταναήλ:
«Ἀποκριθείς ὁ Βελίαρ λέγει. εἰ θέλεις μαθεῖν τό ὄνομά μου, πρῶτον ἐλεγόμην σαταναήλ, ὅ ἑρμηνεύεται ἐξάγγελος Θεοῦ. τότε δέ ἀγνοῶν ἀντίτυπον τοῦ Θεοῦ, καί ἐκλήθη τό ὄνομά μου σατανᾶς, ὅ ἐστιν ἄγγελος ταρταροῦχος[23].»
Το έργο αυτό ήταν ιδιαίτερα προσφιλές ανάγνωσμα των Βογομίλων, και όχι μόνο, διότι παρουσίαζε τον διάβολο αδικημένο από τον Θεό, δικαιολογώντας την πτώση του. Πρόκειται για την δεύτερη μεγαλύτερη απάτη, μετά την άρνηση της ύπαρξης του διαβόλου. Η πρόκληση του συναισθήματος της συμπάθειας προς τον Μεγάλο Ψεύτη αποτελεί ακόμη και σήμερα ένα από τα αγαπημένα θέματα της σατανιστικής λογοτεχνίας. Η διήγηση έχει ως εξής:
«ἄφες διηγήσομαί σοι, πῶς ἐ(ῤ)ῥίφην ἐνταῦθα ἤ πῶς ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον. ἐγώ ἐν τῷ κόσμῳ /μην περιερχόμενος, καί εἶπεν (ὁ Θεός) τῲ Μιχαήλ. ἄγαγέ μοι βῶλον ἐκ τῶν τε(σ)σάρων περάτων τῆς γῆς καί ὕδωρ ἐκ τῶν τε(σ)σάρων ποταμῶν τοῦ παραδείσου. καί ὥς ἤγαγεν αὐτά Μιχαήλ, ἔπλασεν κατά μέρη τῆς ἀνατολῆς τόν Ἀδάμ, μορφώσας τόν ἄμορφον βῶλον, τανύσας νεῦρα καί φλέβας καί ἁρμονίᾳ συνστησάμενος καί προσεκύνησεν αὐτόν, αὐτός δέ δι’ αὐτόν πρῶτον, ὅτι ἦν εἰκόνα αὐτοῦ καί ἐπροσεκύνη. ἐμοί δέ ἐλθόντι ἐκ τῶν περάτων λέγει Μιχαήλ. προσκύνησον τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἥν ἔπλασεν καθ’ ὁμοιώτητα αὐτοῦ. ἐγώ δέ εἶπον. ἐγώ πῦρ ἐκ πυρός, πρῶτος ἄγγελος πλασμένος ἤμην καί πηλά καί ὕλην μέλλω προσκυνεῖν; Καί λέγει μοι ὁ Μιχαήλ. προσκύνησον, μή ποτε ὀργισθείς ὁ Θεός ἐπί σε. ἐγώ δέ εἶπον αὐτόν. οὐκ ὀργισθήσεται ὁ Θεός ἐπ’ ἐμοί, ἀλλά θήσω τόν θρόνον μου ἐξ ἐναντίας τοῦ θρόνου αὐτοῦ κί εἰμί ὡς αὐτός. τότε ὀργισθείς ὁ Θεός ἐπ’ ἐμοί ἔῤῥιψεν κάτω κελεύσας ἀνοιγῆναι τούς καταράκτας τοῦ οὐρανοῦ. ἐμοῦ δέ ῥιφθέντος ἠρώτησεν καί τούς ἑξακοσίους τούς ὑπ’ ἐμέ εἰ θέλουσιν προσκυνῆσαι. οἱ δέ εἶπον. καθώς ἴδομεν τόν πρῶτον οὐδέ ἡμεῖς προσκυνοῦμεν τόν ἐλαχιστότερον ἡμῶν. τότε ἐῤῥίφησαν καί οἱ ἑξακόσιοι ὑπ’ αὐτοῦ μετ’ ἐμοῦ[24].»
Το ελληνικό κείμενο βρίσκεται σε έναν μόνο κώδικα του ΙΓ’ αι. τον Vindobonensi historico 67 (Lamb. XXXIII) ff 9› 15. Το λατινικό προέρχεται από την σλαβονική μετάφραση του κειμένου, σε κώδικα του ΙΔ’ αι[25].
Η θέση αυτή των αιρετικών ήταν γνωστή στον άγιο Αναστάσιο Σιναΐτη. Στις Ερωταποκρίσεις του, και συγκεκριμένα στην ερώτηση ρκστ’ δίνει την εξής απάντηση:
«ΕΡΩΤΗΣΙΣ ΡΚΣΤ’. Θέλουσιν ε’πεῖν τινες, ὅτι διά τό μή προσκυνῆσαι τόν ἄνθρωπον ἐξέπεσεν ὁ Σατανᾶς.
ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ. Ἑλλήνων καί Ἀράβων εἰσίν οἱ τοιοῦτοι μῦθοι˙ καθώς γάρ ἐκ τῶν προφητῶν ἔστι μαθεῖν, καί μάλιστα παρά τοῦ μεγάλου Ἰεζεκιήλ, διά τήν ὑπερηφανίαν αὐτοῦ ἐξεῤῥίφη ὁ Σατανᾶς πρό τοῦ γενέσθαι τόν Ἀδάμ. Δημιουργοῦντος γάρ τοῦ Θεοῦ ταύτην τήν ὁρωμένην κτίσιν, ἐνόμισεν ὁ διάβολος, ὅτι αὐτόν καθίστησι βασιλέα αὐτῆς. ὅτε οὖν εἴδεν, ὅτι ἐποίησεν ὁ Θεός τόν Ἀδάμ, καί κατέστησεν αὐτόν ἐπί τά ἔργα τῶν χειρῶν αὐτοῦ, καί πάντα ὑπέταξεν ὑπό κάτω τῶν ποδῶν αὐτοῦ, τότε ὡπλίσθη κατ’ αὐτοῦ, καί ἠπάτησεν αὐτόν[26].»
Η χρήση των γνωστικών κειμένων καθώς και η εμφανής ωριγενιστική επιρροή στο βασικό κείμενο των Βογομίλων, Interrogatio Iohanis, με την χρήση νεοπλατωνικών όρων, όπως και η υιοθέτηση της αλληγορικής ερμηνείας των γραφών, η οποία παραπέμπει πάλι στον Ωριγένη, δείχνει ότι η ανάπτυξη της βογομιλικής γραμματείας ήταν ελληνογενούς εμπνεύσεως και όχι σλάβικης. Παραπέμπει στην Μικρά Ασία, κοιτίδα του Παυλικιανισμού και του Μεσσαλιανισμού. Η μελέτη, λοιπόν, των εν χρήσει από τους Βογομίλους συγγραμμάτων παρέχει ένα επιπρόσθετο πειστήριο κατά της εθνικιστικής και μαρξιστικής ερμηνείας του φαινομένου.
[1] Η πληροφορία από τον Κοσμά, B. Hamilton, Christian dualist heresies, p. 123: «Ποιος απόστολος η άγιος σας δίδαξε αιρετικοί, να περιφρονείτε τον νόμο που ο Θεός έδωσε στον Μωυσή; Τι λάθος βρήκατε στους προφήτες και τους προσβάλετε και απορρίπτετε τα βιβλία που έγραψαν; Πως ισχυρίζεστε ότι αγαπάτε τον Χριστό, όταν δεν δέχεστε τις πορφητείες των αγίων προφητών που τον αφορούν; Οι προφήτες δεν είπαν τίποτα αφ εαυτού τους˙ μας έδωσαν τις προρήσεις, όπως τους διέταξε το Άγιο Πνεύμα.»
[2] H. C. Puech› A. Vailant, Le Traité contre Bogomiles de Cosmas le Prêtre, pp. 168› 172.
[3] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 27 (PG 130.1321Α).
[4] Βλ. σχετ. Soulis, The Legacy of Cyril and Methodius to the Southern Slavs, Dumbarton Oaks Papers 19 (1965), pp.21› 43 & D. Obolensky, Clement of Ochrid, in Six Byzantine portraits, Oxford 1988, pp. 8› 33.
[5] Henry Cooper, Slavic Scriptures: The Formation of the Church Slavonic Version of the Holy Bible, Fairleigh Dickinson University Press 2003, p. 102.
[6] A. Pypin, Izslědovanija dlja obujasnenija o ložnyh knigah, dans la Letopis zanjalij arheografičeskoi kommissii, fasc. I, St.› P., 1862, pp. 26› 27.
[7] Steven Runciman, The Medieval Manichee, p. 82.
[8] Ο A. Vassiliev εξέδωσε ένα ελληνικό κείμενο στο Anecdota Graeco› Byzantina, Μόσχα 1893, vol. I pp. 58› 72.
[9] Μιχαήλ Γλυκά, Βίβλος Χρονική, ed. I. Bekker, CSHB 24 (1836), p. 394.12› 16.
[10] M. R. James, The Apocryphal New Testament, vol. I p.94.
[11] Perdritzet, Negotium Perambulans in Tenebris. p. 15.
[12] “Hoc est secretum haereticorum de Concorezio, portatum de Bulgaria a Nazario suo episcopo, plenum erroribus”.
[13] F. Benoist, Histoire des Albigeois et des Vaudois ou Barbets, Paris 1691, vol. I pp. 283› 296. Ένας ακόμη κώδικας υπάρχει στην Βιέννη (MS 1137) και έχει εκδοθεί από Döllinger, Beiträge zur Sektengeschichte des Mittelalters, vol. II pp. 85› 92. Αγγλική μετάφραση στο Wakefield – Evans, Heresies of the High Middle Ages, pp. 458› 465.
[14] E. Turdeneau, Apocryphes Bogomiles et apocryphes pseudo› bogomiles , RHR 138 (1950) 207› 12.
[15] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία σελ. 221.
[16] E. Turdeneau, Apocryphes bogomiles et apocryphes pseudo› bogomiles, pp. 216› 8. Στο άρθο ο συγγραφέας δείχνει πως οι Βογομίλοι τροποποίησαν το γνωστικό κείμενο για να ταιριάζει στις δικές τους πεποιθήσεις.
[17] Un Somme anti› cathare: Le Liber contra Manicheos de Durant de Huesca, ed. C. Thouzellier, Université Catholique de Luvain 1964, pp. 257› 7, 288.
[18] James Capelli, Summa contra haereticos, ed. Dino Bazzocchi, La Eresia Catara, Saggio storico filosofico con in appendice “Disputations nonnullae adversus haereticos”, codice inedito de secolo VIII della biblioteca Malatestiana di Cesena, Bologna 1919, p. XCIII.
[19] Moneta de Cremona, Summa adversus Catharos et Valdenses, ed. Tomasso Agostino Ricchini, Venerabilis Patris Monetae Cremonensis, Ordinis Praedicatorum S.P. Dominico aequalis adversus Catharos et Valdenses libri quinque, Romae Ex typographia Palladis excudebant Nicolaus, et Marcus Palearini, 1743, 218.
[20] E. Tisserant – A. Wilmart, Fragments grecs et latins de l Évangile de Barthélémy, en Revue Biblique Internationale 10 (1913), pp. 185› 190 & 321› 333. Το όνομα Σαταναήλ στην § 54.
[21] Hans› Joseph Klauck, Apocryphal Gospels: an introduction, London 2003, p. 99.
[22] A. Vassiliev, Anecdota Graeco› Byzantina, Μόσχα 1893, vol. I pp. 10› 23.
[23] A. Vassiliev, Anecdota Graeco› Byzantina, vol. I p. 16.
[24] A. Vassiliev, Anecdota Graeco› Byzantina, vol. I p. 19-20.
[25] J. Armitage Robinson, Texts and Studies: Contributions to Biblical and Patristic Literature, Cambridge University Press 1897, vol. V Apocrypha Anecdota II, p. 155.
[26] PG 89.776B› C.
(Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου)
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Η ιστορία του Πέτρου ή Λυκοπέτρου
Η ιστορία αυτή βρίσκεται σε προσθήκη αναθεμάτων στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας. Δεν υπάρχει σε όλους τους κώδικες, αλλά μόνο σε μια οικογένεια πέντε κωδίκων οι οποίοι προέρχονται από την ευρύτερη περιοχή των Αθηνών. Δεν περιέχεται στο κείμενο του Συνοδικού της Κωνσταντινουπόλεως. Έχουν εκδοθεί από τον J. Gouillard, Le Synodikon d' orthodoxie, Travaux et Memoires 2 (1967) pp. 1-313.
«Στον Πέτρο, τον αρχηγό της αίρεσης των Μεσσαλιανών ή Λυκοπετριανών, Φουνδαϊτών ή Βογομίλων, που υποσχέθηκε ότι θα αναστηθεί από τους νεκρούς, και γι' αυτό τον λόγο ονομάζεται Λυκοπέτρος, επειδή όταν ετάφη κανονικά κάτω από πέτρες, μέσω μαγείας και μιαρών πράξεων, υποσχέθηκε στους κακόμοιρους οπαδούς του ότι θ' αναστηθεί μετά από τρεις μέρες˙ καθώς είχαν συγκετρωθεί στα βδελυρά λείψανά του, μετά τρεις μέρες εμφανίστηκε ως λύκος που αναδύονταν από την σωρό με τις πέτρες, ανάθεμα». (αγγλική μετάφραση B. Hamilton, Christian Dualist Heresies in the Byzantine World c.650-1450: Selected Sources, Manchester Medieval Studies 1998, pp. 136-137).
Μια άλλη εκδοχή του μύθου βρίσκεται στην Στηλιτευτική Συγγραφή του Ευθύμιου Ακμονίας. Το απόσπασμα δεν διατίθεται στην έκδοση του Migne, διότι δεν ελήφθησαν υπόψη όλα τα χειρόγραφα. Υπάρχει στην έκδοση του G. Ficker, Die Phundagiagiten, Lipsiae 1908, ο οποίος έλαβε υπόψη του τους κώδικες Vindob. 307 (=Ficker A) & Vindob. 193 (=Ficker B).
«Θα αποκαλύψω εν μέρει την συμπεριφορά... του Πέτρου του ανάξιου... αυτού του ανθρωπάριου, ο οποίος αν και αιρετικός δεν έγινε αντιληπτός στους ορθοδόξους εξαιτίας της υποκριτικής ταπείνωσης και της ψευτιάς του, και επίσης επειδή η τρέλα και η αίρεσή του ήταν συγκεκαλυμένες. Έτσι εν αγνοία τον εξέλεξαν αρχιεπίσκοπο και αναξίως, αυτός που ήταν λύκος, αντί ποιμένας, ανέβηκε σε αποστολικό θρόνο. Στο τέλος ο ασεβής δεν διέφυγε, αλλά η τρέλα του αναγνωρίστηκε σε σύνοδο. Όταν ο αυτοκράτορας [Α Μαρκιανός καί Πουλχερία] άκουσε για την ασέβειά του, εξοργίσθηκε μαζί του κι έστειλε ανθρώπους να τον συλλάβουν. Ο άθλιος, μαθαίνοντας για την οργή του αυτοκράτορα και ότι βρισκόταν στην κόψη του ξυραφιού, κατέφυγε γρήγορα σ' ένα μάγο, τεχνίτη του διαβόλου, αγαπημένο συγγενή του, και του είπε για τον θυμό του αυτοκράτορα εναντίον του και για τον κίνδυνο που διέτρεχε, και ζήτησε ό,τι βοήθεια μπορούσε να του προσφέρει.
Τότε ο μάγος, ακούγοντας αυτά είπε στον άθλιο:
› Μην στεναχωριέσαι αφέντη, αφού έχεις εμένα φίλο. Μόνο πες μου, πού θέλεις να δραπετέυσει, κι εγώ θα σε μεταφέρω τάχιστα.
Ο άθλιος απάντησε:
› Στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν υπάρχει τόπος για μένα. Θα ήθελα να πάω στην Μεγάλη Αρμενία, εφόσον μιλώ καλά την Αρμένικη γλώσσα.
[Ο μάγος] γέμισε ένα πιάτο με νερό και εκτέλεσε τα μαγικά και διαβολικά ξόρκια του, και τότε κάλεσε τον Πέτρο τον ανάξιο, και του δωσε μια γυάλινη φιάλη γεμάτη σατανικό άρωμα... και επίσης μια επωδή σατανική, γραμμένη σε χαρτί, και του είπε:
› Πάρε όλα αυτά που σου δίνω, διότι είναι απαραίτητα. Αύριο, νωρίς το πρωί θα βρεθείς στην Μεγάλη Αρμενία. Όταν έρθει η μέρα στείλε τους υπηρέτες σου να προπορευθούν και να κηρύξουν στους κατοίκους της Μεγάλης Αρμενίας τα εξής˙ «Ένας μεγάλος απόστολος και διδάσκαλος ήρθε να ζήσει στην χώρα σας. Ελάτε όλοι να τον δείτε και να τον τιμήσετε». Όταν ο λαός έρθει να σε τιμήσει, άλειψε την παλάμη του δεξιού χεριού σου με το άρωμα που έβαλα στην φιάλη που σου έδωσα, και στις δυο πλευρές. Πρόσφερε σε αυτούς που έρχονται να σε τιμήσουν, πρώτα την ράχη του χεριού σου για να φιλήσουν, εκεί που απλώθηκε το άρωμα, και μετά βάλε το αλειμένο χέρι σου στο κεφάλι τους και απάγγειλε την επωδή σε καθέναν από αυτούς, που έγραψα και σού 'δωσα, σαν να πρροσεύχεσαι και να τους ευλογείς. Όταν γίνει αυτό ο δαίμονας θα κατοικίσει μέσα τους, διότι το Άγιο Πνεύμα απεχθάνεται το μίασμα και θα τους εγκαταλείψει η Χάρις του Βαπτίσματος˙ στο μέλλον θα τους έχεις υποχείρια να πιστεύουν στην διδασκαλία σου και να πράττουν το θέλημά σου.
Ο Μάγος πρόσταξε και οι υπηρέτες πάνε αμέσως και φέρνουν τη φιάλη που ήταν διαβσμένη. Πράττοντας έτσι ο άθλιος αρπάχθηκε από τους δαίμονες και μεταφέρθηκε στη Μεγάλη Αρμενία. Όταν συνέβησαν αυτά κι έπραξε τις οδηγίες του μάγου, ο άθλιος περιφέρονταν διδάσκονταες σε όλη την χώρα της Αρμενίας και κήρυττε όσα ειπωθηκαν προηγουμένως. Πολλοί συγκεντρώθηκαν γύρω του. Παραπλάνησε και κατέστρεψε πολλούς Αρμένιους, όχι μόνο τον απλό λαό, αλλά και τον ίδιο τον βασιλιά. [Ο βασιλιάς των Αρμενίων] έγραψε στον βασιλιά των Ιβήρων αυτά τα λόγια:
«Θέλω να γνωρίζεις, άρχοντα και αδερφέ μου, ότι ένας μεγάλος καθοδηγητής και απόστολος ήρθε να ζήσει αυτή την ημέρα στη χώρα μου. Η άφιξή του με διαφώτισε και με βοήθησε˙ αν η μεγαλειότητά σου διατάξει, θα σου στείλω τον άνδρα, και θα οφεληθείς από αυτόν.»
Ο βασιλιάς της Ιβηρίας τον υποδέχθηκε και κάλεσε τους πιο μορφωμένους από τους επισκόπους του. Όταν εξέτασαν όσα τον αφορούσαν από κοντά και προσεκτικά, δεν τον βρήκαν απλό καί άγιο, όπως ισχυρίζονταν ο βασιλιάς της Αρμενίας, αλλά διάβολο, αιρετικό και λαοπλάνο. Αμέσως λιθοβολήθηκε με διαταγή του βασιλιά της Ιβηρίας, τόσο πολύ ώστε σχηματίστηκε σωρός από πέτρες πάνω από το πτώμα του.
Όταν το έμαθε ο βασιλιάς της Αρμενίας... ήθελε να εκδικηθεί το αίμα του διδασκάλου του, και βάδισε εναντίον του βασιλιά των Ιβήρων, για να κάνει πόλεμο μαζί του. Όταν το άκουσε ο βασιλιάς των Ιβήρων, τού έστειλε αγγελιοφόρο, λέγοντας:
› Αδελφέ μου, είσαι εξαγριωμένος μαζί μου για το τίποτα, διότι ήταν άθλιος και αιρετικός άνθρωπος, λαοπλάνος. Εμείς οι Χριστιανοί πιστεύουμε... ότι αυτός που πεθάινει για την αληθινή ορθόδοξη πίστη είναι άγιος και τα λείψανά του θαυματουργούν και μυροβλύζουν. Έλα εν ειρήνη, ώστε μαζί να σκάψουμε και να βρούμε τα λείψανα αυτού του ανθρώπου. Αν τα βρούμε να είναι όπως ειπώθηκε, θα τα τιμήσουμε με ενότητα, και θα πιστέψουμε ότι οι διδασκαλίες του είναι αληθινές, και θα τιμωρήσουμε τους επισκόπους που του επιτέθηκαν ως συκοφάντες. Αλλά αν βρεθεί το αντίθετο, γιατί θυμώνεις μαζί μας για το τίποτα;
Έτσι το σχέδιο του Ίβηρου βασιλιά ικανοποίησε [τον βασιλιά της] Αρμενίας. [Μαζί] το κανόνισαν και έσκαψαν τον σωρό από πέτρες που βρίσκονταν πάνω από το πτώμα του αιρετικού... Βρήκαν το βδελυρό σώμα του μεταμορφωμένο απρόσμενα σε λύκο. Τέλος όταν απομακρύνθηκαν οι πέτρες, ο άθλιος αναπήδησε ως λύκος, όπως παρακολούθησαν όλοι, και το σκασε φυγάς στα βουνά. Όταν οι Αρμένιοι το είδαν, επέστρεψαν καταντροπιασμένοι, μετανοώντας για τα λάθη τους. Παρόλα αυτά ο ακόλουθος του άθλιου, ο Σέργιος [ο αιρετικός, δεν τους άφησε] να μετανοήσουν εντελώς. [Έκτοτε] αυτός ο αιρετικός δεν αποκαλείται [Πέτρος] ο ανάξιος, αλλά Λυκοπέτρος. Αυτός είναι ο Πέτρος ο απόστολος των Φουνδαγιαγιτών και η σατανική επωδή, την οποία έδωσε στον Λυκοπέτρο ο μάγος, είναι αυτή που περιέχεται στην αποκάλυψη του αγίου Πέτρου του Αποστόλου. Αν οι αιρετικοί βουρλίσουν κάποιον πρώτα, διαβάζοντάς την σε αυτόν, ο διάβολος κατοικεί μέσα του, και τον φέρνει σε καταστροφή. Από τότε και στο εξής, κανένα επιχείρημα σχετικά με την γνώση του Θεού δεν αγγίζει την ψυχή του...»
(αγγλική μετάφραση B. Hamilton, Christian Dualist Heresies in the Byzantine World c.650-1450: Selected Sources, Manchester Medieval Studies 1998, pp. 155-157).
* * *
Με το όνομα Αποκάλυψη Πέτρου είναι γνωστά τρία κείμενα. Το πρώτο και πιο διαδεδομένο θεωρείται απόκρυφο και αναφέρεται από τον Ευσέβιο Καισαρείας:
«Πέτρου μέν οὖν ἐπιστολή μία, ἡ λεγομένη αὐτοῦ προτέρα, ἀνωμολόγηται, ταύτη δέ καί οἱ πάλαι πρεσβύτεροι ὡς ἀναμφιλέκτῳ ἐν τοῖς σφῶν αὐτῶν κατακέχρηνται συγγράμμασιν˙ τήν δέ φερομένην δευτέραν οὐκ ἐνδιάθηκον μέν εἶναι παρειλήφαμεν, ὅμως δέ πολλοῖς χρήσιμος φανεῖσα, μετά τῶν ἄλλων εσπουδάσθη γραφῶν. Τό γε μήν τῶν ἐπικεκλμένων αὐτοῦ Πράξεων καί τό κατ' αὐτόν ὠνομασμένον Εὐαγγέλιον τό τε λεγόμενον αὐτοῦ Κήρυγμα καί τήν καλουμένην Ἀποκάλυψιν οὐδ' ὅλως ἐν τοῖς καθολικοῖς ἴσμεν παραδεδομένα, ὅτι μήτε ἀρχαίων μήτε μήν καθ' ἡμᾶς τις ἐκκλησιαστικός συγγραφεύς ταῖς ἐξ αὐτῶν συνεχρήσατο μαρτυρίαις» (Εκκλησιαστική Ιστορία 3.3.2) και τον Ιερώνυμο:
«Libri autem e quibus unus Actorum eius inscribitur, alius Evangelii, tertius Praedicationis, quartus Ἀποκαλύψεως quintus Iudicii, inter apocryphas scripturas repudiantur.» (De viris illustribus 1: Τα βιβλία όμως, εκ των οποίων το ένα επιγράφεται Πράξεις αυτού, το άλλο Ευαγγέλιο, τρίτο Κήρυγμα, τέταρτο Αποκάλυψις, πέμπτο Κρίσις, απορρίπτονται ως απόκρυφα συγγράμματα).
Το κείμενο χρονολογείται στο δεύτερο μισό του β' αι (Muratori, 170-200 m.X.). Το ήμισυ περίπου αυτού βρέθηκε στην Πανόπολι της Αιγύπτου το 1886. Εκδόθηκε μαζί με τ' άλλα κείμενα που βρέθηκαν σ' εκείνη την ανασκαφή στο U. Bouriant, Mémoires publiées par les members de la mission archéologique francaise au Caire, Paris 1892, t. 9. Το περιεχόμενό του είναι χριστιανικό και θεωρείται λαϊκό ανάγνωσμα, οπότε δεν πρέπει η αναφορά να σχετίζεται με αυτό το έργο.
Το δεύτερο κείμενο είναι γνωστικό. Χρονολογείται επίσης στο δεύτερο αι. Βρέθηκε μεταξύ των άλλων κειμένων στη Βιβλιοθήκη Χηνοβοσκίου (codex VII) σε κοπτική μετάφραση. Δεν υπάρχουν στοιχεία ότι κυκλοφόρησε στην περιοχή της Αρμενίας που μας ενδιαφέρει.
Το τρίτο κείμενο με τίτλο Αποκάλυψη Πέτρου γράφτηκε από τον Πέτρο τον Ίβηρα, έναν μονοφυσίτη που πέθανε το 491 μ.Χ. και μάλλον αυτό είναι το ζητούμενο. Το κείμενο δεν σώζεται. Σχτ. βλ. J. Gouillard, L' Hérésie dans l' empire byzantine, Travaux et Memoires 1 (1965), pp. 299-324.
Η ιστορία του Σέργιου συνδέεται με αυτήν του Λυκοπέτρου από τον Ευθύμιο, χωρίς να υπάρχουν τα απαραίτητα ιστορικά στοιχεία που να επιβεβαιώνουν την σύνδεση. Ωστόσο, επειδή εδώ πρόκειται για παάρτημα πηγών, μπορούμε να δώσουμε σε μετάφραση, την ιστορία που αναφέρει ο Ευθύμιος για τον εν λόγω Σέργιο. Το κείμενο υπάρχει μόνο στον κώδικα Α τη έκδοσης του Ficker.
«Ας αναφέρουμε και λίγα από τα πολλά που αφορούν τον Σέργιο, τον ακόλουθο του Λυκοπέτρου του ανάξιου. Αυτός ο Σέργιος αντικατέστησε τον Πέτρο στην Αρμενία... Αλλά σχετικά με την νηστεία Αρτζιμπούρτζι που κρατάνε οι Αρμένιοι, [ο Σέργιος] τους έδωσε αυτή την παράδοση. Αυτός ο Σέργιος, που στην Μεγάλη Αρμενία τον είχαν για διδάσκαλο, είχε ένα μικρό σκύλο και τον ονόμαζε Αρτζιμπούρτζι. Όταν πήγαινε σε μια πόλη ή χωριό, ασκούσε την μαγική του τέχνη και ικανότητες, και έστελνε τον σκύλο μπροστά. Όταν έφτανε στην πόλη ή το χωριό στο οποίο είχε σταλεί, εισέρχονταν και πήγινε από πόρτα σε πόρτα, γαυγίζοντας, σαν να ανήγγειλε την παρουσία του δασκάλου τους Σεργίου. Οι δύστυχοι εξαπατημένοι το είχαν ως συνηθισμένο σημάδι, και συναθροίζονταν να τον χαιρετίσουν και να τον τιμήσουν, να τον καλωσορίσουν και να πουν τα αιτήματά τους... και αυτός τους δίδασκε.
Μια μέρα συνέβη να έρχεται ο σκύλος στο χωριό, στο οποίο τον είχε στείλει ο Σέργιος, όπως πάντα, και να συναντήσει ένα λαγό και να τον κυνηγήσει. Καθώς ο σκύλος κηνυγούσε το λαγό, συνάντησε ένα λύκο, ο οποίος άρπαξε τον σκύλο και τον κατασπάραξε. Ένας αγρότης που αροτριούσε, είδε το γεγονός. Όταν ο Σέργιος μπήκε στο χωριό και κανείς δεν βγήκε να τον συναντήσει από τους χωρικούς κατά το συνήθειο, άρχισε να τους μέμφεται και να τους κατηγορεί. Αλλά απάντησαν:
› Κανείς δεν μας ειδοποίησε.
Ο Σέργιος είπε:
› Που είναι ο Αρτζιμπούρτζιος;
Απάντησαν ότι δεν είχε έρθει και κανείς δεν τον είδε. Ο Σέργιος αναστατώθηκε στο άκουσμα. Έγινε έρευνα για τον μικρό σκύλο και μεγάλη κινητοποίηση˙ καθώς έψαξαν αρκετή ώρα αι δεν τον βρήκαν, τούς κατέλαβε ανησυχία και φόβος και θλίψη, μέχρις ότου έφθασαν στον προαναφερθέντα αγρότη, ο οποίος αροτριούσε την προηγούμενη μέρα, και τούς τα είπε όλα, πως ο Αρτζιμπούρτζιος φαγώθηκε από τον λύκο».
(αγγλική μετάφραση B. Hamilton, Christian Dualist Heresies in the Byzantine World c.650-1450: Selected Sources, Manchester Medieval Studies 1998, pp. 163-4).
(Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου)
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...