Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
5.2 Παυλικιανοί
Για την μελέτη της αίρεσης των Παυλικιανών οι πηγές παρουσιάζουν την εξής ιδιομορφία. Μέχρι τα μέσα του Θ’ αι. υπάρχουν μόνο ψήγματα πληροφοριών, κυρίως σε ιστορικά έργα, όπως στην Χρονογραφία του οσίου Θεοφάνους. Από τα μέσα του Θ’ αιώνος εμφανίζεται για πρώτη φορά μια ολοκληρωμένη καταγραφή της ιστορίας της αίρεσης, από τον Πέτρο Σικελιώτη. Ήδη ο Παυλικιανισμός αριθμούσε δύο αιώνες ζωής περίπου. Την ίδια εποχή εμφανίζεται και συστηματική παρουσίαση της διδασκαλίας του καθώς και θεολογική αναίρεση των κακοδοξιών από τον Μέγα Φώτιο.
Για τον Πέτρο τον Σικελιώτη δεν είναι γνωστές πολλές πληροφορίες, πέραν των όσων ο ίδιος αναφέρει για τον εαυτό του μέσα στο έργο του, που τιτλοφορείται Ιστορία χρειώδης έλεγχός τε και ανατροπή αιρέσεως των Μανιχαίων των και Παυλικιανών λεγομένων προσωποποιηθείσα ως προς τον αρχιεπίσκοπον Βουλγαρίας[1]:
«Κἀκείνου τοίνυν τό ζῇν ἀποῤῥήξαντος, αὖθις διαδέχεται τήν τυρρανίδα τοῦ ὀλεθρίου λαοῦ αὐτοῦ Χρυσοχέρις ὁ άνεψιός καί γαμβρός αὐτοῦ. Ἐν ταῖς ἡμέραις οὖν αὐτοῦ, παρεβάλομεν ἡμεῖς ἐν τῇ Τιβρικῇ, ἀποσταλέντες ἐκεῖσε δουλείας βασιλικῆς ἔνεκεν τοῦ ὑπαλλάξαι ἄρχοντας αἰχμαλώτους, ὅπερ γέγονεν ἐν τῷ δευτέρῷ ἔτει τῆς βασιλείας Βασιλείου καί Κωνσταντίνου καί Λέοντος, τῶν εὐσεβῶν καί δικαίων μεγάλων βασιλέων ἡμῶν[2]».
Συνεπώς, ο Πέτρος Σικελιώτης ήταν απεσταλμένος του αυτοκράτορα Βασιλείου Α’ του Μακεδόνα (867-886), με σκοπό να διαπραγματευτεί την απελευθέρωση Ρωμαίων αιχμαλώτων, με τον ηγέτη των Παυλικιανών, Χρυσόχειρα. Οι διαπραγματεύσεις έγιναν στην Τεφρική, εστία της αίρεσης, περί το 869. Ο Πέτρος παρέμεινε στην Τεφρική για χρονικό διάστημα εννέα μηνών, οπότε εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία να διερευνήσει την ιστορία και την διδασκαλία τους. Το έργο του γράφτηκε περί το 870 μ.Χ. Σώζεται σε ένα μόνο χειρόγραφο, τον κώδικα Vaticanus graecus 511 ff 80v-111v του 11ου αι.
Το κείμενο απευθύνεται στο Αρχιεπίσκοπο Βουλγαρίας, του οποίου το όνομα δεν δίδεται. Ο πρώτος Αρχιεπίσκοπος στάλθηκε στην Βουλγαρία[3] το 870 μ.Χ. μετά την βάπτιση του Χάνου Βόρη το 864 μ.Χ[4]. Από αυτό αρύονται τις πληροφορίες τους οι Μ. Φώτιος καί Ευθύμιος Ζιγαβηνός.
Αμέσως μετά πρέπει να έγραψε ο Μέγας Φώτιος το έργο του Κατά Μανιχαίων[5]. Διαιρείται σε τέσσερεις λόγους, εκ των οποίων ο πρώτος είναι μια παράλληλη διήγηση της ιστορίας του Πέτρου Σικελιώτη[6]. Οι υπόλοιποι τρεις συνθέτουν θεολογική αναίρεση των κακοδοξιών των Παυλικιανών. Οι λόγοι του Μεγάλου Φωτίου ήταν οπωσδήποτε πιο δημοφιλείς, γι’ αυτό και ανευρίσκονται σε αρκετά χειρόγραφα. Αποσπάσματα περιλαμβάνονται και στην Πνευματική Πανοπλία του Ευθύμιου Ζιγαβηνού[7].
Δεύτερο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό στις αναφορές των πηγών είναι ότι οι συγγραφείς αναφέρονται στους Παυλικιανούς, ως Μανιχαίους. Πιστεύουν, δηλαδή, ότι οι Παυλικιανοί είναι μια εκχριστιανισμένη μορφή Μανιχαίων, γι’ αυτό και τα έργα που ασχολούνται με την ιστορία τους συνδέουν την προέλευση του Παυλικιανισμού με την αρχή του Μανιχαϊσμού. Τόσο η ιστορία του Πέτρου Σικελιώτη, όσο και η αντίστοιχη του μεγάλου Φωτίου ξεκινούν με την ιστορία που ήταν γνωστή, για την ζωή του Μάνη και την προέλευση της διδασκαλίας του[8].
Επίσης, ως Μανιχαιους τους αναφέρουν και οι πηγές που προηγούνται της συγγραφής του Πέτρου Σικελιώτη. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι η ιστορία τους ήταν ήδη γνωστή, αλλά το πιο πιθανό είναι να ονοματίζονται έτσι από την διδασκαλία τους. Συζήτηση επ’ αυτού θα γίνει παρακάτω, όπου θα αναφερθούν και κάποιες άλλες εκτιμήσεις για τις ομοιότητες του Παυλικιανισμού με γνωστικές διδασκαλίες.
5.2α Ιστορικά
Εμφάνιση
Η αίρεση του Παυλικιανισμού εμφανίστηκε στο δεύτερο μισό του Ζ’ αι. Θεωρήθηκε από τους Βυζαντινούς ότι ήταν μια εκχριστιανισμένη μορφή Μανιχαϊσμού και ως τέτοια αναφέρεται στις πηγές. Ο Πέτρος Σικελιώτης ξεκινά την εξιστόρηση των σχετικών με τον Μανιχαϊσμό από το ΙΑ’ κεφάλαιο της ιστορίας του και την περαιώνει στο Κ’[9]. Από τις παραπομπές του φαίνεται ότι είχε λάβει υπόψη του τις Πράξεις Αρχελάου, την Εκκλησιαστική Ιστορία του Σωκράτους Σχολαστικού και το Πανάριον του Αγ. Επιφανίου. Στην καθεαυτό ιστορία των Παυλικιανών εισέρχεται από το ΚΑ’ κεφ. προσπαθώντας να γεφυρώσει ένα χάσμα δύο αιώνων.
Από την τελευταία αναφορά του Αγ. Επιφανίου για τους Μανιχαίους μέχρι την εποχή του Πέτρου Σικελιώτη υπάρχει χρονικό κενό. Το κενό αυτό, βέβαια, μικραίνει, καθώς ο τελευταίος διασώζει υλικό από προηγούμενη παράδοση, αλλά εξακολουθεί να παραμένει μία σκοτεινή περίοδος, στην οποία έλαβαν χώρα κάποιες μεταβολές, ευκολονόητες, ευεξήγητες, δύσκολα, όμως, ανιχνεύσιμες.
Η μετάβαση από τον κλασσικό Μανιχαϊσμό στον Παυλικιανισμό δείχνει ότι συνέβη κάποια μετάλλαξη. Ο χρόνος της μετάβασης εντοπίζεται στον Ζ’ αιώνα, καθώς οι πρώτες πληροφορίες τοποθετούν την εμφάνιση των Παυλικιανών στο δεύτερο μισό του αιώνα τούτου.
Δυστυχώς, ο Ζ’ αι. θεωρείται «σκοτεινός» αιώνας, λόγω της έλλειψης πηγών και πληροφοριών, ικανών να μας διαφωτίσουν για τις αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στην διάρκειά του. Με την αυγή του Η’ αι. παρατηρούνται κάποιες ολοκληρωμένες αλλαγές σε πολλούς τομείς του κράτους. Γνωρίζοντας τις προγενέστερες συνθήκες και μελετώντας τις επόμενες, μπορούν να περιγραφούν με μια λογική συνειρμική διαδικασία οι τρόποι μετάβασης από την προηγούμενη στην επόμενη κατάσταση, λείπουν όμως οι στέρεες αποδείξεις για την τεκμηρίωση της μεταβατικής περιόδου. Αυτό το φαινόμενο αντικατοπτρίζεται και στην εξέλιξη που οδήγησε στην εμφάνιση του Παυλικιανισμού.
Δεν είναι περίεργο. Τον Ζ αι. συνέβησαν κοσμογονικές αλλαγές στην αυτοκρατορία, καθώς η ίδια επέζησε μιας βαθειάς κρίσης. Ταυτόχρονα τα εκκλησιαστικά ζητήματα μονοπώλησε η αίρεση του Μονοθελητισμού. Ως αποτέλεσμα, θέματα ήσσονος σημασίας, όπως οι διαφοροποιήσεις στην διδασκαλία του Μανιχαϊσμού, αν δεν πέρασαν απαρατήρητες, δεν θεωρήθηκαν αξιομνημόνευτες.
Παρόλα αυτά, μπορούμε να κατανοήσουμε ποια γεγονότα θα πρέπει να συνέβησαν και γιατί οδήγησαν στην διαμόρφωση του Παυλικιανισμού. Για παράδειγμα, απαραίτητα θα πρέπει να γίνει αποδεκτή η διάδοση του Μανιχαϊσμού στην κοιτίδα του Παυλικιανισμού. Επίσης είναι εξίσου απαραίτητο να γίνει αποδεκτό ότι σε κάποια δεδομένη στιγμή, κάποιος από τους ηγέτες μανιχαϊκής σέκτας αποφάσισε να επιφέρει αλλαγές στην διδασκαλία. Αυτή ήταν παρατηρημένη τακτική, συνάδουσα με άλλες παρόμοιες στην ιστορική εξέλιξη των γνωστικών σεκτών.
Εξάλλου, ο Μανιχαϊσμός, με την οικουμενική προοπτική που του είχε προσδώσει ο Μάνης, είχε την δυνατότητα να προσαρμόζεται, σε διαφοροποιημένα, ξένα, κάποιες φορές εχθρικά περιβάλλοντα. Το ότι προσπάθησε, λοιπόν, κάποιος ηγέτης μανιχαϊκής σέκτας να μεταμορφώσει ανατολίτικη διδασκαλία, ξένη στο ελληνοχριστιανικό περιβάλλον της Ρωμανίας, αφαιρώντας απαράδεκτα στοιχεία, όπως το μυθολογικό, ώστε να την καταστήσει βιώσιμη, πρέπει να θεωρείται απαραίτητη εξέλιξη.
Η πραγματοποίηση αυτού του θεωρητικού μοντέλου είναι αποτυπωμένη στις δύο παραδόσεις, που αναφέρονται στην γέννηση του Παυλικιανισμού. Σύμφωνα με την πρώτη παράδοση, μαθητές του Μάνη έφθασαν μέχρι τα Σαμόσατα της Αρμενίας και διέδωσαν τον Μανιχαϊσμό. Κάποια προσήλυτη με το όνομα Καλλινίκη είχε δύο υιούς τον Παύλο και τον Ιωάννη, τους οποίους ανέθρεψε με τις διδασκαλίες της μανιχαϊκής σέκτας. Στην συνέχεια τους απέστειλε προς διάδοση της πίστης τους. Αυτοί έφθασαν στην κωμόπολη, την ύστερα καλουμένη Επίσπαρη, όπου βρήκαν τους κατοίκους αμαθείς και εύπιστους, πρόσφορο έδαφος για την σπορά της αίρεσης. Από τον ένα αδελφό κλήθηκε η μανιχαϊκή αίρεση στην περιοχή Παυλικιανισμός[10].
Η παράδοση αυτή, είτε είναι αληθείς είτε όχι, απηχεί την διάδοση του Μανιχαϊσμού στην περιοχή της τέταρτης Αρμενίας. Τα ονόματα των πρωταγωνιστών θα μπορούσαν να είναι αληθινά ή προσαρμοσμένα για να εξηγήσουν την προέλευση του ονόματος, αλλά αυτό δεν έχει τόση σημασία. Το σημαντικό είναι ότι μέσα από μια λιτή παράδοση λαμβάνουμε απλές πληροφορίες για ένα ορόσημο στην εξάπλωση του Μανιχαϊσμού. Η παράδοση, δηλαδή, διασώζει την πιο πιθανή εκδοχή.
Η πόλη «Σαμόσατα» είναι για την ακρίβεια η πόλη Αρσαμούσατα, ιδρυμένη τον Γ’ αι. π.Χ. από τον Βασιλέα Αρσαμά της Αρμενίας. Ερείπια σώζονται κοντά στo σημερινό χωριό Nagaran, μεταξύ Palou και Kharpout, στην νότια όχθη του ποταμού Αρσανία[11]. Το γεγονός ότι η συγκεκριμένη πόλη έχει εντοπιστεί είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τον εξής λόγο. Στην Αρμενία Παυλικιανούς καλούσαν τους Μοναρχιανούς, οι οποίοι ακολουθούσαν τις αιρετικές διδασκαλίες του Παύλου του Σαμοσατέως[12]. Θα μπορούσε λοιπόν, κάλλιστα να θεωρηθεί ότι, λόγω κάποιου ασταθούς ψυχολογικού παράγοντα, συνδέθηκαν οι Μανιχαίοι-Παυλικιανοί με τους Μοναρχιανούς-Παυλικιανούς, οπότε η Σαμόσατα της Αρμενίας θα ήταν κάποια φανταστική πόλη και η όλη αφήγηση του Πέτρου Σικελιώτη θα ήταν μια παράδοση με μυθική διάσταση και θα αντιμετωπίζονταν ως τέτοια. Οπότε δεν θα μπορούσε να εντοπιστεί ο χώρος γέννησης της αίρεσης.
Το ότι η Αρσαμούσατα έχει εντοπιστεί γεωγραφικά, δείχνει την ρεαλιστική πλευρά της αφήγησης. Βέβαια, η σύνδεση με τον Παύλο Σαμοσατέα δεν λείπει. Αποτυπώνεται ήδη από τον Πέτρο Σικελιώτη με την συνωνυμία του Παύλου Σαμοσατέως, του υιού της Καλλινίκης. Πρόκειται, όμως για μυθικό ίσως στοιχείο, το οποίο προσκόλλησε στην παράδοση με το πέρασμα του χρόνου και δεν την γέννησε. Η διάκριση μεταξύ του Παύλου από τα «Σαμόσατα» της Αρμενίας, «του υιού της Καλλινίκης», και του Παύλου από τα Σαμόσατα της Συρίας, επισκόπου Αντιοχείας, του Γ’ αι. είναι εμφανής στο έργο του Πέτρου Σικελιώτη. Αντίθετα, στο έργο του Μ. Φωτίου, γίνεται σύγχυση με τα Σαμόσατα της Συρίας, αλλά αυτή δεν δικαιολογεί την άποψη ότι οι Βυζαντινοί συγγραφείς συνέχεαν τους δύο Παύλους[13].
Η δεύτερη παράδοση τοποθετεί την εμφάνιση της αίρεσης στους χρόνους της βασιλείας του Κωνσταντίνου Δ’ Πωγωνάτου (668-685), εγγονού του Ηρακλείου:
«ἐν ταῖς ἡμέραις Κωνσταντίνου του βασιλέως τοῦ ἔγγονος Ηρακλείου, γέγονέ τις Ἀρμένιος ὀνόματι Κωνσταντῖνος ἐν τῷ Σαμωσάτῳ τῆς Ἀρμενίας, ἐν κώμῃ Μανανάλει λεγομένη, ἥτις κώμη καί μέχρι τοῦ νῦν Μανιχαίους ἐκτρέφει[14]».
Παρατηρείται ότι και σ’ αυτήν την παράδοση, η κοιτίδα του Παυλικιανισμού εντοπίζεται στην περιοχή των Αρσαμουσάτων της Αρμενίας, στην οποία υπάρχει μανιχαϊκή κοινότητα. Τοποθετείται χρονικά στην περίοδο της βασιλείας του Κωνσταντίνου Δ’ και μεταρρυθμιστής της διδασκαλίας ονοματίζεται κάποιος Κωνσταντίνος. Τα γεγονότα, τα οποία οδήγησαν στην μεταρρύθμιση του συστήματος, αναφέρονται παρακάτω:
«οὗτος διάκονόν τινα αἰχμάλωτον πρός τήν οικείαν πατρίδα ἐκ Συρίας ἐπανερχόμενον, ὡς ἀκριβῶς ἐμάθομεν, καί τήν κώμην Μανάναλιν φθάσαντα, ξενίζει ἐπί ἡμέρας τινάς ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ. Ὁ δέ αἰχμάλωτος ἐκ Συρίας βίβλους ἐπιφερόμενος δύο, μίαν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου, καί ἑτέραν τήν τοῦ Ἀποστόλου, ταῦτας δωρεῖται τῷ Κωνσταντίνῳ, ἀμειβόμενος αὐτῷ τήν τῆς ξενοδοχίας ἀντάμειψιν. Ὁ δέ λαβών τάς δύο βίβλους τοῦ τε Εὐαγγελίου καί τοῦ Ἀποστόλου, καί τήν ἀθέμιτον καί μυσαράν αὐτοῦ αἵρεσιν βλέπων βδελυκτήν παρά πάντων καί φευκτέν ὑπάρχουσαν διά τάς ἐν αὐτῇ δυσφημίας τε καί αἰσχρουργίας, θέλων αὖθις ἀνανεώσθαι τό κακόν, μηχανᾶται ἐκ διαβολικῆς ἐνεργείας μή ἀναγινώσκεσθαι ἑτέραν βίβλον τό παράπαν, πλήν τοῦ Εὐαγγελίου καί τοῦ Ἀποστόλου, ὅπως δυνηθῇ δι’ αὐτῶν ἐπικαλύψαι τήν τῆς κακίας βλάβην[15].»
Μέσα από την παράδοση αυτή μπορούμε να εντοπίσουμε τις αλλαγές που επήλθαν και τα αίτια που τις προκάλεσαν. Κατ’ αρχάς βρίσκουμε σε πρώιμη μορφή το sola scripta. Υποτίθεται ότι ο Κωνσταντίνος προσπάθησε ν’ ανασκευάσει τις μανιχαϊκές κακοδοξίες με βάση την Αγία Γραφή και μόνο. Η αποτυχία του εγχειρήματος προεξοφλεί και την αντίστοιχη αποτυχία οποιασδήποτε άλλης προσπάθειας καθορισμού της εν Χριστώ ζωής, με γνώμονα μόνο την Αγία Γραφή και ταυτόχρονη απόρριψη της Ιεράς Παράδοσης.
Τίθεται, όμως και το ερώτημα, ποιες συνθήκες δημιούργησαν την ανάγκη ανασκευής του μανιχαϊσμού; Όπως αναφέρθηκε και στην εισαγωγή της ενότητας, το περιβάλλον της καθ’ ημάς Ανατολής είχε γίνει πια χριστιανικό, με αποτέλεσμα ανατολίτικα μυθολογικά στοιχεία να μην ταιριάζουν ούτε στον τρόπο σκέψης, ούτε στην ψυχοσύνθεση των κατοίκων της αυτοκρατορίας. Η αλλαγή ενδεχομένως ξεκίνησε από την Αρμενία για τον λόγο, ότι στην χώρα αυτή, που υπαγόταν στην σφαίρα επιρροής της Ρωμανίας, υπήρχαν ακόμη απομεινάρια του μανιχαϊσμού. Στην αυτοκρατορική επικράτεια η αίρεση είχε υποχωρήσει σημαντικά, κατόπιν της εφαρμογής διαταγμάτων, τα οποία υποχρέωναν τους αιρετικούς να γίνουν ορθόδοξοι.
Έπρεπε, λοιπόν, η γνωστική αίρεση να λάβει ένα περισσότερο χριστιανικό ένδυμα, ώστε να μπορέσει να προσαρμοσθεί στις νέες συνθήκες της εκχριστιανισμένης αυτοκρατορίας. Προς αυτήν την κατεύθυνση κινήθηκε ο Κωνσταντίνος:
«Ὁ γοῦν τοῦ Μάνεντος μαθητής Κωνσταντῖνος ἵνα τούς μαθητευομένους αὐτῷ τελείως δελεάσας ἀπολέςῃ, καί ποιήςῃ εὐπαράδεκτα τά παρ’ αὐτοῦ λεγόμενα, τάς Οὐαλεντίνου βλασφημίας καί τερατολογίας, τῶν τριάκοντα αἰώνων, φημί, καί θεῶν, ἔτι δέ καί τήν τοῦ Κουβρίκου περί τοῦ ὑετοῦ πλαστώδη μυθολογίαν, … καί ἄλλα τινά αφ’ ἑαυτοῦ ὡς δυσπαράδεκτα, ἠθέλησεν ἀποσείσασθαι˙ οὐχ ἵνα τήν μεγίστην λωφήσῃ κακίαν, ἀλλ’ ἵνα πρός ἑαυτόν πολλούς ἐφελκύσηται. Βασιλείδου δέ τοῦ δυσωνύμου τάς ἀσελγίας τε καί τά μιάσματα, καί τῶν λοιπῶν ἁπάντων τόν δυσώδη ὑποδεξάμενος βόρβορον, ἀναδείκνυται νέος τις ὁδηγός ἀπωλείας[16].»
Ο Κωνσταντίνος μετονομάστηκε Σιλουανός, ισχυριζόμενος ότι είναι ο ομώνυμος ακόλουθος του αποστόλου Παύλου και μετοίκησε στην Κίβοσσα, πλησίον της Κολωνείας στα σύνορα Αρμενίας-Πόντου. Ο ίδιος έδωσε και το στίγμα της παυλικιανής επιδίωξης. Ήρθε στις ανατολικές επαρχίες και ανέπτυξε έντονη προσηλυτιστική δράση. Ονόμασε την εκκλησία, την οποία συνέστησε, Μακεδονία και όπως θα φανεί παρακάτω, στο κεφάλαιο που ασχολείται με την διδασκαλία, κεντρικό ρόλο στην δράση του και την ζωή των παυλικιανών, κατέχουν οι επιστολές του αποστόλου Παύλου. Ενδέχεται, λοιπόν, το όνομα της αίρεσης να προέρχεται από αυτήν την προτίμησή τους.
Ο λόγος για την επιλογή του «Μακεδονία» ως ονόματος της τοπικής εκκλησίας βρίσκεται στις Πράξεις 16.11:
«Ἀναχθέντες οὖν ἀπό τῆς Τρωάδος εὐθυγραμήσαμεν εἶς Σαμοθράκην, τῇ δέ ἐπιούςῃ εἰς Νεάπολιν, ἐκεῖθεν τε εἰς Φιλίππους, ἥτις ἐστί πρώτη τῆς μερίδος τῆς Μακεδονίας πόλις κολωνία.»
Συνέδεσε, δηλαδή, τον λατινικό όρο κολωνία (=αποικία) με την πόλη Κολωνεία.
Εγκαινίασε έτσι μία συνήθεια, την οποία ακολούθησαν και άλλοι αρχηγοί της αίρεσης, να δίνει ονόματα στις τοπικές εκκλησίες, παρμένα μέσα από περιοχές σταθμούς της περιοδείας του αποστόλου Παύλου. Συνάμα και οι διάδοχοί του μετονομάζονταν κατά τα ονόματα των ακόλουθων του αποστόλου.
Όταν ο Κωνσταντίνος Δ’ πληροφορήθηκε τα της καινοφανούς αιρέσεως, έπεμψε αυτοκρατορικό απεσταλμένο, κάποιον Συμεών, για να επαναφέρει τους προσήλυτους στην Εκκλησία:
«Κωνσταντῖνος γάρ ὁ βασιλεύς, τά κατ’ αὐτόν (σσ. τον Κωνσταντίνο-Σιλουανό) ἀναπεπυσμένος, στέλλει τινά τοὔνομα Συμεῶνα, τόν μέν λαοπλάνον ὑπαγαγεῖν τῇ δίκῃ, ὅσοι δέ τῆς ἐκείνου πλάνης μετέσχον, εἶτα ταύτης ἀφίστανται, καί τήν τῶν μετανοούντων χώραν ὁλοψύχως ἀναπληροῦσιν, τούτους ἄρα πρός μάθησιν τῶν ὀρθῶν δογμάτων καί κατάγνωσιν ἐπιπλέον τῆς ἀποστασίας ταῖς τοῦ Θεοῦ προσκαρτερεῖν παραδοῦναι Ἐκκλησίαις[17].»
Η ανάμιξη του αυτοκράτορα στο θέμα των Παυλικιανών ήταν η αναμενόμενη. Το αμέσως προηγούμενο χρονικό διάστημα, κράτος και Εκκλησία συνταράχθηκαν από την αίρεση του Μονοθελητισμού. Με δική του μέριμνα συνεκλήθη η Στ’ Οικουμενική σύνοδος, της οποίας οι εργασίες ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 680 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη και διήρκεσαν μέχρι την 16η Σεπτεμβρίου του 681. Ο Μονοθελητισμός καταδικάσθηκε, οι Σέργιος, Πύρρος, Κύρος, όπως και ο πάπας Ονώριος, αναθεματίστηκαν, ενώ ο αυτοκράτορας επευφημήθη ως υπερασπιστής του αληθούς δόγματος.
Στην τελευταία συνεδρίαση της συνόδου ο Κωνσταντίνος ομολόγησε:
«Τον Θεό μάρτυρα φέρομαι τῇ ἁγία καί οἰκουμενικῇ ὑμῶν συνόδῳ, ὡς χωρίς οιασδήποτε προσπαθείας ἤ ἀντιπαθείας πρώτη ἐπιθυμία και ζήλος καθέστηκεν ἡμῶν τοῦ ἀδιάβλητον εἶναι τήν ἀμώμητον ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν πίστιν, καί ἐν σταθερότητι ἡμᾶς αὐτήν παραφυλλάτειν ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ κατά τήν διδασκαλίαν, καί παράδοσιν τήν παραδοθείσαν ἡμῖν διά τοῦ εὐαγγελίου, καί τῶν ἁγίων ἀποστόλων, καί διά τῶν ἐκθέσεως τῶν ἁγίων πέντε οἱκουμενικῶν συνόδων, καί τῶν αγίων ἐκκρίτων πατέρων.»
Και υπό της συνόδου πολυχρονίσθηκε τοιουτοτρόπως:
«πολλά τά ἕτη τοῦ βασιλέως. τάς τελειότητας των δύο φύσεων Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν σύ ἐτράνωσας. τόν φωστήρα τῆς εἰρήνης κύριε φύλαξον. Μαρκιανῷ νέῳ Κωνστανίνῳ αἰωνία ἡ μνήμη. Ιουστινιανῷ Κωνσταντίνῳ αἰωνία ἡ μνήμη. ὅλους τούς αιρετικούς σύ εδίωξας. τόν καθελόντα τούς αἰρετικούς κύριε φύλαξον[18].»
Για τους αυτοκράτορες της Ρωμανίας ήταν ιερό χρέος έναντι του Θεού, που τους εμπιστεύθηκε την βασιλεία, να μεριμνούν για την ειρήνη των Εκκλησιών, την ακεραιότητα της πίστης και την επιστροφή των πεπλανημένων.
Στην ιστ’ συνεδρίαση της ίδιας συνόδου εμφανίστηκε πρεσβύτερος της εκκλησίας της Απάμειας της δευτέρας επαρχίας της Συρίας, με το όνομα Κωνσταντίνος, ο οποίος δήλωσε ενώπιον της συνόδου, ότι ο Χριστός είχε ένα θέλημα, το θεϊκό, διότι το φυσικό θέλημα της ανθρώπινης φύσης του, το απέβαλε μαζί με την σάρκα. Αυτός καταδικάσθηκε από την σύνοδο διότι όσα πίστευε:
«αὕτη ἡ δόξα τῶν Μανιχαίων ἐστίν. αὕτη ἡ πίστις Ἀπολιναρίου ἐστίν. ἀνάθεμα αὐτῷ μετά τῶν δογμάτων αὐτοῦ. τῷ νέῳ Μανιχαίῳ ἀνάθεμα. τῷ νέῳ Ἀπολιναρίῳ ἀνάθεμα. ἐξω βληθήτω ο Μανιχαῖος. πάσι τοῖς αἱρετικοῖς ἀνάθεμα[19].»
Ο Κωνστανίνος-Σιλουανός λιθοβολήθηκε από τους οπαδούς του. Την χαριστική βολή κατάφερε ο θετός γιος του Ιούστος[20].
Μετά τρία έτη ανέλαβε την αρχηγία της αίρεσης ο εν λόγω Συμεών, μετονομασθείς Τίτος. Αυτός ήλθε σε αντιπαράθεση με τον προαναφερθέντα Ιούστο. Ο δεύτερος, όπως δεν λυπήθηκε τον θετό του πατέρα και τον δολοφόνησε, με την ίδια αναλγησία προσέτρεξε στον επίσκοπο Κολωνείας και κατήγγειλε τον Συμεών και τους Παυλικιανούς. Ο επίσκοπος ενημέρωσε τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β’ (685-695 & 705-711), γιο και διάδοχο του Κωνσταντίνου Δ’. Ο αυτοκράτορας διέταξε έρευνα και όσοι παρέμεναν αμετανόητοι να δικασθούν και να καταδικασθούν στον δια πυρός θάνατο[21].
Από την καταδίκη γλύτωσε κάποιος Παύλος, Αρμένιος στην καταγωγή, ο οποίος επέστρεψε στην Επίσπαρη κι επανασύστησε την αίρεση. Από τα δυο παιδιά του, Γεγναίσιο και Θεόδωρο, όρισε τον πρώτο προϊστάμενο και τον μετονόμασε Τιμόθεο. Τότε δημιουργήθηκε αντιζηλία στα δυο αδέλφια και ανταγωνισμός για την αρχηγία της αίρεσης, καθώς και οι δυο διεκδικούσαν το «άνωθεν» χρίσμα:
«τοῦ μέν λέγοντος τήν τοῦ πατρός ἄνωθεν ἀπεσταλμένην χάριν, ἑαυτόν τε παρά τοῦ λαβόντος εἰσδέξασθαι καί τοῦ προνομίου τῆς ἀσεβείας τῷ δευτέρῳ μή ἐξίστασθαι, τοῦ δέ Θεοδώρου ταύτην ἀντισπῶντος ἐφ’ ἑαυτόν, καί μή πατρόθεν ἐκ τοῦ λαβόντος δευτέρᾳ δόσει μετασχεῖν, ἀλλ’ ἐκ τῆς πρώτης δωρεάς, καί ὅθεν ὁ πατήρ ταύτην εἵλκυσεν. Ἔμεινεν οὖν ἡ τοιαύτη στάσις καί φιλονικία μέχρι τοῦ ἐβδελυγμένου τέλους τῆς αὐτῶν δυσσεβεστάτης ζωῆς[22].»
Α΄ Φάση Εικονομαχίας
Με την άνοδο του Λέοντα Γ’ Ίσαυρου στον θρόνο ξεκινά μια νέα περίοδος για την αυτοκρατορία με καταστροφικές συνέπειες. Για λόγους, όμως που θα φανούν παρακάτω, η περίοδος της Εικονομαχίας δημιούργησε πρόσφορο έδαφος για την εξάπλωση του Παυλικιανισμού. Εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται να υπήρξε άμεση σχέση του αυτοκράτορα μαζί τους. Βέβαια, λόγω ιδεολογίας οι Παυλικιανοί, ήταν ενάντια των εικόνων και όχι μόνο. Ήταν ενάντιοι στην υπάρχουσα μορφή εκκλησιαστικής ιεραρχίας και αυτό είναι φυσικό, διότι κάθε επίδοξος αρχηγός σέκτας, έπρεπε ν’ αμφισβητεί την ιεραρχία ακόμη και την ιεροσύνη, ώστε να δικαιολογεί την ύπαρξή του και την δική του θέση. Γίνεται επίσης δεκτό, χωρίς να υπάρχουν άμεσες μαρτυρίες, ότι οι Παυλικιανοί ήταν και κατά του μοναχισμού. Αποτελούσαν, εν ολίγοις, άριστους συμμάχους του Λέοντα.
Η ιστορία για την κλήση του Γεγναίσιου-Τιμόθεου στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα και η ανάκριση του από τον πατριάρχη, απηχεί την νομιμοποίηση που έλαβαν οι Παυλικιανοί επί Εικονομαχίας. Σύμφωνα με την ιστορία αυτή ο Γεγναίσιος-Τιμόθεος κατάφερε να υποκριθεί τον ορθόδοξο με διφορούμενη ομολογία. Είναι, όμως, εμφανές ότι και ο πατριάρχης απέφυγε να θέσει δύσκολα ερωτήματα. Η όλη ανακριτική διαδικασία δείχνει προκατασκευασμένη. Το πιο πιθανό είναι ότι ευθύνονταν ο ίδιος ο Λέοντας γι’ αυτό, εξαιτίας του ότι ο ίδιος δεν μπορούσε να διενεργήσει την ανάκριση για θέματα θρησκευτικών πεποιθήσεων. Ήταν υποχρεωμένος να στείλει τον Γεγναίσιο-Τιμόθεο στον πατριάρχη για εξέταση.
Ποιος ήταν ο πατριάρχης που διενήργησε την εξέταση δεν αναφέρεται. Από την συμμόρφωσή του στις οδηγίες του Λέοντα, μπορεί να εξαχθεί ότι επρόκειτο για τον Αναστάσιο, αντικαταστάτη του αγίου Γερμανού (715-730). Ο Γεγναίσιος-Τιμόθεος αθωώθηκε και έλαβε σιγίλιο από τον βασιλιά που του επέτρεπε να συνεχίσει ανενόχλητος την δράση του[23]. Ελεύθερος πλέον και ανεξέλεγκτος στις κινήσεις του, επανήλθε από την Επίσπαρη στην Μανάναλη, όπου και τελείωσε την ζωή του από λοιμώδη ασθένεια, κατά τον Μέγα Φώτιο, από βουβωνική πανώλη, κατά τον Πέτρο Σικιελώτη. Από την Χρονογραφία του οσίου Θεοφάνη[24] εντοπίζεται η επιδημία στα έτη 746-747 μ.Χ. Ο Γεγναίσιος έμεινε στην αρχηγία της σέκτας επί τριακονταετία, οπότε πρέπει να ανέλαβε γύρω στο 716 μ.Χ.
Μετά από αυτόν δημιουργήθηκε ξανά σχίσμα για λόγους διαδοχής. Μία μερίδα τάχθηκε με τον νόθο γιο του Ζαχαρία, ενώ μια δεύτερη με κάποιον Ιωσήφ. Από την μεταξύ τους αντιπαλότητα φαίνεται ότι προέκυψαν και χειροδικίες:
«Πλήν τῆς ἔριδος δι’ ἅπερ εἴρηται κατισχυούσης καί χερσίν ἤδη καί πληγαῖς κρινομένης ὑπεραλγήσας ὁ Ζαχαρίας, οἷα δή τῆς πατρώας ἐλαυνόμενος κληρουχίας, παίει τόν Ἰωσήφ, ὡς ἐγγύς θανάτου τήν πληγήν ἐλάσαι. Θατέρου δέ τῶν στρατηγῶν τῆς ἀποστασίας ἐπί γόνυ κλιθέντος, ἔμενε μέν ἑκατέρα μερίς σφοδρώτερον κατά τῆς ἑτέρας ἐπανισταμένη, ἐκαιροφυλάκει δέ την συμπλοκήν, τό τέλος ἀμφίβολον ἐνοουμένη τῆς μάχης, ἐκρίθη δέ μᾶλλον, μετ’ ὀλίγον χρόνον, θατέραν ἀπό θατέρας διαστῆναι, καί μή τῷ ἀδήλῳ τῆς μάχης καταπιστεύσαντας ἑαυτούς πανωλεθρίᾳ διαφθαρῆναι[25].»
Την λύση στην διαμάχη έδωσαν οι επιδρομές των Αράβων. Σε μια από αυτές οι Άραβες έφθασαν μέχρι τις περιοχές των Παυλικιανών. Ο Ζαχαρίας δραπέτευσε αλλά η παράταξή του δεν γλίτωσε την σφαγή. Αντίθετα, ο Ιωσήφ εξώμοσε με την ίδια ευκολία που οι ομοϊδεάτες του προσποιούνταν τους Χριστιανούς, όταν παρίστατο ανάγκη, και γλύτωσε την ζωή την δικιά του και της ομάδας του. Με την πρώτη ευκαιρία δραπέτευσαν όλοι μαζί κι έφτασαν στην Επίσπαρη, όπου τους έγινε θερμή υποδοχή από τους εκεί Παυλικιανούς.
Από τον Θεοφάνη πάλι, προέρχεται η πληροφορία, σύμφωνα με την οποία την εποχή αυτή έγινε μετακίνηση πληθυσμών από τον Κωνσταντίνο Ε’ (741-775), το έτος 754/755:
«ὁ δέ βασιλεύς Κωνσταντίνος Σύρους τε καί Αρμενίους, οὕς ἤγαγεν ἀπό Θεοδοσιουπόλεως καί Μελιτηνῆς, εἰς τήν Θράκην μετώκισεν, ἐξ ὧν ἐπλατύνθη ἡ αἴρεσις των Παυλικιανῶν[26].»
Όπως τοποθετείται η πρόταση στο κεφάλαιο από τον Θεοφάνη, φαίνεται ότι οι μετακινήσεις αυτές αποσκοπούσαν στην πληθυσμιακή ενίσχυση περιοχών, που είχαν εξασθενήσει από τις επιδρομές και τον λοιμό. Ισχυρισμοί, όπως ότι ήθελε να ενισχύσει το εικονομαχικό στοιχείο, δεν μαρτυρούνται στις πηγές και δεν λαμβάνονται υπόψη.
Όταν ο Ιωσήφ απέμεινε μόνος ηγέτης της αίρεσης έλαβε το όνομα Επαφρόδιτος. Από την περιοχή, στην οποία εγκαταστάθηκε μετά την φυγή από τους Σαρακηνούς, εκδιώχτηκε από τον τοπικό άρχοντα Κρικοράχη. Κατέφυγε στην Φρυγία και ύστερα από κάποιο διάστημα έφτασε στην Αντιόχεια της Πισιδίας. Εκεί εγκαταστάθηκε με την άδεια των τοπικών αρχών λόγω της μακρινής απόστασης του τόπου. Πέθανε έχοντας συμπληρώσει και αυτός τριάντα χρόνια στην αρχηγία της αίρεσης[27].
Διάδοχος του Ιωσήφ-Επαφρόδιτου ανέλαβε κάποιος Βαάνης, γέννημα μοιχικής σχέσης Παυλικιανής και Εβραίου[28]. Ανταγωνιστής αυτού υπήρξε ο Σέργιος-Τυχικός, ο οποίος δέχονταν να το καλούν Παράκλητο και Πνεύμα Άγιο. Καταγόταν από την Αννία, χωριό κοντά στην πόλη Ταβία. Ο πατέρας του ονομαζόταν Δρύινος. Κατηχήθηκε στην αιρετική δοξασία από μια Μανιχαία (Παυλικιανή). Εισήγαγε καινούργιο τρόπο προσηλυτισμού, προβάλλοντας αρχικά στα υποψήφια θύματά του ένα χριστιανικότερο προσωπείο. Μόνο όταν ο προσήλυτος είχε εισέλθει στα ενδότερα της αίρεσης μυούνταν στην πλήρη διεστραμμένη διδασκαλία:
«Καί γάρ οὐδέ τοῖς προτέροις ἀμελούμενον ὅμως καί τούτο αὐτῷ σπουδαιότερον μεμηχάνηται, ὥστε μή κατ’ ἀρχάς εὐθύς τοῖς αὐτῷ μυεῖσθαι προσερχομένοις τά τελειότερα τῶν ἀσεβημάτων θαρρεῖν, μηδέ τῶν μυστηρίων προτιθέναι τά εξάγιστα, ὧν ἐστι τό κεφάλαιον ἄρνησις παντελής Θεοῦ, καί τοῦ διαβόλου δόξα καί κράτος, καί δημιουργίας ἰσχύς καί τιμή καί οἰκείωσις. Οὐδέν οὖν ἐκεῖνος τοιοῦτον κατεπίστευεν τοῖς ἄρτι μυουμένοις. Ἀλλά πρῶτα μέν τοῖς εὐαγγελικοῖς ἐπειρᾶτο καταρυθμίζειν ῥήμασιν αὐτῶν τά ἤθη, καί ἅ μηδέν ἐκἐλευσε περί δόγματος, καί τούτοις τέως κατακηλεῖν τε καί καταγοητεύειν ἐπεχείρει, καί χειροήθεις ἀπεργάζεσθαι τούς μυσταγωγουμένους. Ἐπειδάν δ’ εὔνους εἶχε καί ὡς διδασκάλῳ καί σωτηρίας ἑώρα προσανέχοντας ὁδηγῷ, τότε καί τόν ὅλον τῆς ἀποστασίας ἰόν χανδόν αὐτοῖς παρεῖχεν ἐκροφεῖν, καί τετελεσμένους ὁμοίως ἐκείνῳ ἀνηγόρευέ τε καί ἀνεκήρυττε τήν ἀσέβειαν[29].»
Ο Σέργιος-Τυχικός ανέπτυξε έντονη ιεραποστολική δράση[30]. Η παραπάνω διήγηση του Μεγάλου Φωτίου καθώς και η αντίστοιχη του Πέτρου Σικελιώτου δείχνουν ότι η δράση του ήταν επιτυχημένη. Πρόκειται για την «χρυσή εποχή» στην διάδοση της συγκεκριμένης αίρεσης. Ο λόγος είναι ο εξής. Η περίοδος της δραστηριότητάς του ήταν τριάντα τέσσερα (34) χρόνια και η περίοδος ακμής του συνέπεσε με την βασιλεία της αυτοκράτειρας Ειρήνης[31]. Το 787 μ.Χ. συνεκλήθη η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος, η οποία αποκατέστησε τις εικόνες. Για να το πετύχει αυτό η αυτοκράτειρα Ειρήνη απομάκρυνε από το διοικητικό κέντρο τα εικονομαχικά στοιχεία που επικρατούσαν στο στράτευμα και επέβαλαν την Εικονομαχία. Αποτέλεσμα ήταν να δυσαρεστηθούν οι Εικονομάχοι από τις εξελίξεις. Την δυσαρέσκεια αυτή εκμεταλλεύτηκε ο Παυλικιανισμός με τις ενέργειες του Σέργιου-Τυχικού. Αυτό αναφέρεται και στην διήγηση του αγίου Νικηφόρου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως:
«Ἐπειδή γάρ ἐν ὁλίγοις τοῖς πρόσθεν χρόνοις, τῆς ἐπ’ εὐσεβείᾳ γνωριζομένης, καί τήν αρχήν τήν βασίλειον διεπούσης (σσ. μιλά για την Αυγούστα Ειρήνη), ἀξιοζήλωτον τε καί ἔνθεον σπουδήν περί τῆς καθ’ ἡμᾶς πίστιν ἐπιδειξαμένης, ἐξήγειρεν ο Θεός τό πνεύμα, καί θεοκρίτῳ ψήφῳ, τῆς πόλεως τῆσδε ἐφ’ ἧς κακῶς καί ἀθέως παρά τοῦ ἠθροικότος ἐνίδρυντο, καλῶς καί αἰσίως ἐξώσθησαν (σσ. οι Εικονομάχοι)˙ περιαλώμενοι οἶα πλανῆτες περιεζήτουν θρησκείαν, καθ’ ἥν εικόνες καί υπομνήματα τῆς Χριστοῦ οἰκονομίας οὐκ ἐμφανίζονται˙ εὑρίσκουσιν οὖν δή τήν ἐρωμένην ἐκ πλείονος τήν Μανιχαίων δη λέγω ἀπιστίαν καί ἀθεΐαν, καί τῇ δόξῃ τῇ εκείνων συνάδουσαν, καί τά κατά γνώμην αὐτοῖς ἐπιτρέπουσαν, καί ταῦτα ἐπαγγέλουσαν οἶσπερ ἥδοντο καί ἔχαιρον πόῤῥωθεν˙ διά δή ταῦτα οἱ πλείους αὐτῶν τήν καθ’ ἡμᾶς ὁμολογίαν ὁλοτρόπως ἀπώμοτον ποιησάμενοι, ἐκείνῃ τῇ λύσσῃ προσέθεντο τέλεον[32].»
Δηλαδή, προσήλθαν στον Παυλικιανισμό οι Εικονομάχοι εκείνοι, οι οποίοι δυσαρεστημένοι από τις εξελίξεις, έψαχναν μια συγγενή αίρεση και σ’ αυτόν βρήκαν: α) την άρνηση της προσκύνησης των εικόνων και των λειψάνων, β) την άρνηση απόδοσης τιμής στην Θεοτόκο, και γ) την αντιμοναχική στάση. Λόγω της κατακόρυφης αύξησης των μελών της αίρεσης, οι κοινότητες χωρίσθηκαν σε έξι “εκκλησιαστικές” περιφέρειες:
«Ἔτι δέ λέγω, τήν ἐν Κορίνθῳ Ἐκκλησίαν ὠκοδόμησε Παῦλος˙ τήν δέ Μακεδονίαν, Σιλουανός καί Τίτος˙ λέγει δέ Μακεδονίαν, τό συνέδριον τό εἰς Κίβοσαν˙ καί Κωνσταντίνον δέ καί Συμεῶνα, Σιλουανό καί Τίτο ἀποκαλεῖ˙ Καί Ἀχαΐαν ἀνιστόρησε Τιμόθεος˙ λέγει δέ την Μανάναλιν˙ καί τόν Γεγνέσιον, Τιμόθεον ὀνομάζει, τόν ὅντως Θυμόθεον. Τήν τῶν Φιλιππησίων ἐκκλησίαν ἐλειτούργησεν Ἐπαφρόδιτος˙ λέγει δέ τόν ἐκ πορνείας Ἰωσήφ τόν αἰπολον, τόν ὅντως ἀφρόνητον˙ καί Φιλιππησίους ὀνομάζει τούς μαθητάς αὐτοῦ. Τήν Λαοδικέων καί Ἐφεσίων ἐκκλησίαν, ἔτι δέ καί τήν Κολασσαέων, ἐμαθήτευσε Τυχικός. Καί Κολασσαεῖς μέν λέγει τούς Ἀργαούτας˙ Ἐφεσίους δέ, τούς ἐν Μοψουεστία˙ Λαοδικεῖς δέ τούς κατοικοῦντας Κύνας[33] τήν τοῦ Κυνός χώραν[34].»
Την εποχή αυτή συνέβη νέα αιματηρή εμφύλια διαμάχη στις τάξεις των Παυλικιανών, μεταξύ των οπαδών του Βαάνη και των οπαδών του Σέργιου. Αφορμή έλαβαν οι οπαδοί του δευτέρου από την ασύδοτη και έκλυτη ζωή του πρώτου:
«καί εὐλάβιαν ὑποκρινόμενος (σσ. ο Σέργιος), ἤρξατο ἐλέγχειν αὐτόν εἰς ὑπήκοον πάντων, οὐ διά πίστιν, ἀλλά διά την ἀτοπίαν τῶν ἀθέμιτων αὐτοῦ πράξεων. Ὁ δέ Βαάνης φησί πρός αὐτόν˙ Σύ νεωστί κατεφάνης, καί οὐδένα τῶν διδασκάλων ἡμῶν ἐώρακας, ἤ συμπαρέμεινας˙ ἐγώ τοῦ κυρίου Ἐπαφροδίτου μαθητής ὑπαρχω˙ καί καθώς παρέδωκέν μοι ἀπ’ αρχῆς, οὕτω καί διδάσκω˙ ὁ δέ Σέργιος, διά τόν δυσώδη βόρβορον ὅν ἐδίδασκε, βδελυξάμενος καί εἰς πρόσωπον καταισχύνας αὐτόν, ἔσχισε τήν αἱρεσιν εἰς δύο[35].»
Η διχόνοια έληξε μετά τον θάνατο του Σεργίου. Τελευταίος φίλα προσκείμενος προς τους Παυλικιανούς αυτοκράτορας ήταν ο Νικηφόρος Α’ (802-811). Με την βοήθειά τους κατέπνιξε την επανάσταση του Βαρδάνη. Αναφέρεται ότι συμμετείχε σε μαγγανείες τους. Ως αντάλλαγμα τους παραχώρησε ελευθερία κινήσεων και ανέχθηκε την προσηλυτιστική τους δράση:
«τῶν δέ Μανιχαίων, τῶν νῦν Παυλικιανῶν καλουμένων, καί Ἀθιγγάνων τῶν κατά Φρυγίαν καί Λυκαονίαν, αγχιγειτόνων αὐτοῦ, φίλος ἦν διάπυρος, χρησμοῖς καί τελεταῖς αὐτῶν ἐπιχαίρων, ἐν οἷς ὅταν Βαρδάνης ὁ πατρίκιος ἐπανέστη αὐτῷ, τούτους προσκαλεσάμενος, ταῖς αὐτῶν μαγγανείαις τοῦτον ὑπέταξεν. … οὗτοι χώραν ἔλαβον ἐπί τῆς βασιλείας αὐτοῦ ἀφόβως πολιτεύεσθαι, καί πολλοί τῶν κουφοτέρων ταῖς ἀθεμίτοις αὐτῶν διεφθάρησαν δόξαις…[36].»
Αναφορά στους Αθίγγανους κάνει ο Τιμόθεος, πρεσβύτερος Κωνσταντινουπόλεως:
«Μελχισεδεκῖταί εἰσιν, οἱ νῦν προσαγορευόμενοι Ἀθίγγανοι. Οὗτοι τόν Μελχισεδέκ αῦχοῦσιν, ἐξ οὗ καί τήν ἐπωνυμίαν εἰλήφασιν. Εἰσί δέ περί τήν Φρυγίαν. Οὔτε δέ Ἑβραῖοι, οὔτε Ἐθνικοί εἰσι. Δοκοῦσι γάρ τό μέν Σάββατον φυλάττειν, τήν δέ σάρκα μή περιτέμνεσθαι˙ οὗτοι οὐδένα ἄνθρωπον ἄπτεσθαι αὐτῶν ἀνέχονται˙ ἀλλά κἄν δῷ αὐτοῖς τις ἄρτον, ἠ ὕδωρ, ἠ ἕτερόν τι εἶδος, οὐκ ἀνέχονται ἀπό χειρῶν λαβεῖν, ἀλλά παρακαλοῦσι τούς ἐπιδίδοντας αὐτοῖς θεῖναι χάμαι τά εἴδη, καί οὕτως αὐτοί προσερχόμενοι αἵρουσιν αὐτά˙ ὁμοίως κἄν αὐτοί ἑτέροις μεταδιδῶσι˙ τούτῳ οὖν τῷ τρόπῳ Ἀθιγγάνους αὐτούς καλοῦσιν, διά τό μή άνέχεσθαι αὐτούς προσψαύειν τινός[37].»
Η αυτοκρατορική πολιτική έναντι των Παυλικιανών έκανε στροφή 180 μοιρών με την άνοδο στον θρόνο του Μιχαήλ Α’ Ραγκαβέ (811-813). Αυτός έστειλε τον Λέοντα, στρατηγό των Ανατολικών και μετέπειτα αυτοκράτορα (813-820), να διώξει τους αιρετικούς. Αυτοί οργάνωσαν στρατιωτικό σώμα, αποτελούμενο από μαθητές του Σέργιου και προέβησαν σε αντίποινα. Δολοφόνησαν τον έξαρχο Παρακονδάκη, την στιγμή που οι κάτοικοι του Κυνοχωρίου εκτελούσαν τον επίσκοπο Νεοκαισάρειας, Θωμά[38]. Αποτέλεσμα ήταν να συλληφθούν και να εκτελεστούν μεγάλος αριθμός αιρετικών. Η πράξη του αυτοκράτορα προκάλεσε την αντίδραση της Εκκλησίας, η οποία διά στόματος του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου διακήρυξε ότι κανένας άνθρωπος δεν πρέπει να εκτελείται για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Από την Επιστολή ΡΝΕ’ – Θεοφίλῳ Εφέσου παραθέτουμε μερικά αποσπάσματα:
«Εμείς λέγει συμβουλεύσαμε ούτε να θανατώνονται οι Μανιχαίοι, ούτε να μην θανατώνονται. Αν το επιτρέπαμε να γίνει, θα μπορούσαμε να κάνουμε το μεγαλύτερο από τα πιο καλά. Τι λες θεομίμητε; Ο Κύριος το απαγόρευσε αυτό στα Ευαγγέλια λέγοντας, “Οὔ, μήποτε, συλλέγοντες τά ζιζάνια, ἐκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τόν σίτον. Ἄφετε συναυξάνεσθαι μέχρι τοῦ θερισμοῦ[39]”, και συ έρχεσαι να πεις, ότι είναι το μεγαλύτερο από τα καλύτερα η άδεια της εκρίζωσης; Και ότι ζιζάνια ονόμασε τους αιρετικούς, και τους τωρινούς δηλαδή, και τους άλλους, δηλαδή όλους, ας ακούσουμε τον Χρυσόστομο που ερμηνεύει αυτό ακριβώς για το οποίο λέγει τα εξής˙ “Τί λοιπόν εμποδίζει ο Κύριος λέγοντας, μήποτε ἐκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τόν σίτον; Αυτό το έλεγε εμποδίζοντας να γίνονται πόλεμοι και αίματα και σφαγές. Δεν πρέπει λοιπόν να θανατώνουμε τους αιρετικούς, γιατί θα είχε προκληθεί πόλεμος άσπονδος[40]”. Και ύστερα από άλλα˙ “Και τι άλλο εννοεί με το, μήποτε ἐκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τόν σίτον; παρά αυτό, ότι δηλαδή αν πρόκειται να χρησιμοποιείτε όπλα και να κατασφάζεται αιρετικούς, είναι ανάγκη να συμπεριλάβετε και πολλούς αγίους[41]”, πράγμα που έγινε στα χρόνια μας. Γιατί αίματα και σφαγές γέμισαν την οικουμένη μας, και πολλοί από τους αγίους πήγαν μαζί τους, και ο λόγος του Κυρίου δεν διαψεύσθηκε, όπως έχει ομολογηθεί από πολλούς. Και γιατί λέμε ότι δεν πρέπει να θανατώνονται οι αιρετικοί; Ούτε και να καταριόμαστε αυτούς επιτρέπεται σε μας[42].»
«Διδασκόμαστε δηλαδή ότι δεν πρέπει να τιμωρούμε αυτούς που έχουν άγνοια… Λέγει λοιπόν και ο θεοφόρος Ιγνάτιος˙ Αυτούς που μισούν τον Θεό πρέπει να τους μισούμε και να λιώνουμε για τους εχθρούς του[43]. Να μην τους διώκουμε όμως, ούτε να τους χτυπάμε, όπως κάνουν οι εθνικοί που δεν γνωρίζουν τον Θεό[44]. Εάν λοιπόν δεν πρέπει να τους χτυπάμε, πολύ περισσότερο δεν πρέπει να τους θανατώνουμε[45].»
«Και βέβαια, για να μιλήσω με αφροσύνη, και μίλησα με θάρρος στον μακαριώτατο πατριάρχη, ότι η Εκκλησία δεν εκδικείται με μάχαιρα, και συμφώνησε, ενώ στους βασιλείς που έκαναν την σφαγή, στον πρώτο είπα, ότι ο Θεός δεν αρέστηκε με αυτήν την σφαγή, ενώ στον δεύτερο που απαιτούσε να συνηγορήσω για τη σφαγή, ότι προτιμώ να μου πάρει το κεφάλι, παρά να συμφωνήσω σ’ αυτό[46].»
Χαώδης είναι η διαφορά της στάσης έναντι των αιρετικών, μεταξύ της Ορθοδοξίας και του Παπισμού της Ιεράς Εξέτασης. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, όχι μόνο δεν στέργει την εκτέλεση των αιρετικών, αλλά έλεγξε και τους κρατούντες όσες φορές το επιχείρησαν:
«Επομένως ο Κύριος δεν απαγορεύει να παρεμποδίζονται οι αιρετικοί, να αποστομώνωνται, να αποκόπτεται η θρασύτης των και να διαλύονται τα συνέδριά των και αι συγκεντρώσεις των, αλλ’ απαγορεύει να φονεύωνται και να κατασφάζονται[47].»
Για ν’ αποφύγουν τα αντίποινα οι Παυλικιανοί κατέφυγαν στον Εμίρη της Μελιτήνης. Αυτός τους πρόσφερε το Αργαούν ως τόπο εγκατάστασης. Από εκεί ξεκίνησαν επιδρομές κατά της αυτοκρατορίας. Την εποχή αυτή αναφέρεται ο θάνατος του Σέργιου:
«ὁ γάρ Τζανίων ὁ ἀπό καστέλλου τῆς Νικοπόλεως ὥν, εἰς ὄρος αὐτόν εὑρηκώς ἄνωθεν τοῦ Ἀργαοῦ σανίδας ἐργαζόμενον, τήν ἀξίνην ἐκ τῶν χειρῶν αὐτοῦ λαβών, πατάξας τοῦτον ἀπέκτεινεν˙ καί οὕτως ἀπεῤῥάγη τό ἔσχατον καί μείζων πάντων τῶν θηρίων τούτιδε βίου, ἔτει ἀπό κτίσεως κόσμου ἐξάκισχιλιοστῷ τριακοστῷ τρίτῳ[48] (811/12).»
Β’ Φάση Εικονομαχίας
Με την άνοδο του Λέοντα Ε’ του Αρμένιου στην εξουσία ξεκίνησε η δεύτερη φάση της Εικονομαχίας το 815 μ.Χ. Την εποχή αυτή διώχθηκε ο άγιος Μακάριος, ηγούμενος της Μονής της Πελεκητής (η μνήμη του τιμάται την 1η Απριλίου). Η Μονή αυτή ήταν αφιερωμένη στον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και βρισκόταν στην Βιθυνία:
«Ἡ Μονή αὕτη κεῖται παρά τήν θάλασσαν ἐν ῥωμαντικοτάτη καί συνδένδρῳ θέσει πρός τά ΜΔ τῆς Τρίγλιας, ἧς ἀπέχει ¾ τῆς ὥρας[49].»
Ο άγιος Μακάριος φυλακίσθηκε και στην συνέχεια εξορίσθηκε. Ανακλήθηκε από την εξορία και αποκαταστάθηκε στην ηγουμενία της Μονής από τον Μιχαήλ Β’ (820-829). Εξορίσθηκε για δεύτερη φορά στο νησί Αφουσία της Προποντίδας από τον Θεόφιλο (829-842). Κατά την διάρκεια της δεύτερης φυλάκισής του και πριν ξεκινήσει για την νήσο Αφουσία, συνάντησε στην φυλακή ομάδα Παυλικιανών, οι οποίοι ανέμεναν την εκτέλεση της θανατικής του καταδίκης. Κατόπιν νουθεσίας, κατάφερε να οδηγήσει σε μετάνοια έναν από αυτούς, τον μοναδικό που γλίτωσε τελικά την εκτέλεση.
«Παυλιανιστῶν γάρ ἤτοι Μανιχαίων καθειρχθέντων ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ καί τήν ἐπί θάνατον ψήφον ἀπειληφότων, τόν ἅγιόν τε τήν έξόδιον ἐπ’ αὐτοῖς εὐχήν ποιεῖσθαι προτρεπομένων, οὐδεμία, φησίν, οὗτως κοινωνία φωτί πρός σκότος ἐστίν. Διό τό ἀντάξιον τέλος τῆς δυσεβείας κομίζεσθε, μηδέ μέχρι τούτου τῆς τιμωρίας ἱστάμενοι, ἀλλ’ ἀτελεύτητον κόλασιν μετ’ αὐτήν ἐκδεχόμενοι. Διό εἷς τῶν κατακρίτων τήν τοῦ περισωθῆναι ἐγγύη ἀντί ἐπιστροφῆς τῷ ἁγίῳ οἰκειοῦσθαι φήσας ἐπινεύει ούτῳ, καί τῷ οικείῳ λόγῳ Μακάριος τόν αὐτόν ἐπεσφράγισεν. Πάντων οὖν ὀλεθρίῳ τέλει ἀναιρεθέντων, οὗτος μόνος περισωθείς τά τῆς ὑποσχέσεως ἐξεπλήρωσεν, τό βδελυρόν τῆς αἱρέσεως ἀποθέμενος καί τά φωτεινά τῆς εὐσεβείας δόγματα περιβαλλόμενος[50].»
Μετά τον θάνατο του Σέργιου συνέβη μια αλλαγή στην διοικητική δομή της αίρεσης. Εμφανίστηκε η τάξη των «Συνέκδημων» › όρος δανεισμένος από τις επιστολές του αποστόλου Παύλου[51] › αποτελούμενη από τους στενούς συνεργάτες του Σέργιου. Ενδέχεται να σημαίνει η δημιουργία αυτής της τάξης, την ανάπτυξη μιας μορφής ελιτισμού στο εσωτερικό:
«μαθηταί δέ τούτου ὑπῆρχον μυστικώτεροι, Μιχαήλ καί ὁ Κανάκαρις, καί Ἰωάννης ὁ Ἀόρατος, οἱ τρεῖς μιερεῖς, καί ὁ μνημονευθείς Θεόδοτος, Βασίλειός τε καί Ζώσιμος, καί ἕτεροι πολλοί. Οὗτοι τοίνυν οἱ μαθηταί αὐτοῦ, οἱ καί συνέκδημοι παρ’ αὐτοῖς λεγόμενοι, ὡς μιερεῖς τινες, τόν ἅπαντα λαόν τόν συναθροισθέντα ἐν τῷ Ἀργαοῦ, μετά τόν τοῦ διδασκάλου θάνατον, ταῖς διδασκαλίαις αὐτοῦ τε καί τῶν προηγησαμένων λυμαινόμενοι, ἰσότιμοι πάντες ὑπήρχον˙ μηκέτι ἕνα διδάσκαλον ἀνακηρύξαντες καθάπερ οἱ πρώην, ἀλλά πάντες ἴσοι ὄντες[52].»
Με την λήξη της Εικονομαχίας το 843 μ.Χ. η αυτοκράτειρα Θεοδώρα (842-856) ενδιαφέρθηκε για την επαναφορά των Παυλικιανών στην Ορθοδοξία. Λόγω κακών χειρισμών των αξιωματούχων που χειρίστηκαν το θέμα, τα αποτελέσματα ήταν αντίθετα:
«Κατά δέ τήν ἑῲαν τό τῶν Μανιχαίων γένος ἧν παμπληθές, οἵ καί Παυλικιανοί ἀγροικότερον πρός τοῦ δημώδους ὄχλου καλοῦνται, ἐκ Παύλου καί Ἰωάννου τῆς κλήσεως συγκειμένης αὐτοῖς˙ τῷ δ’ ἄνδρε τούτω παρά Μανιχαίοις ἐγενέσθην ὀνομαστώ, εἰ καί μήν ἤστην αἱρεσιάρχα καί τῆς κακοδοξίας γεννήτορε, ζηλωτά δέ ταύτης καί σπουδαστα διαφερόντως καί κήρυκε. καί τούτους τοίνυν ἡ βασιλίς εἰς νοῦν ἐβάλετο μεταγαγεῖν εἰς ὀρθοδοξίαν ἐκ τῆς αἱρέσεως καί στέλλει τούς τοῦτο σπεύσοντας ἀνδρας τῶν ἐπιφανεστέρων. οἱ δέ ἀδεξίως τό πράγμα καί ἀφυῶς μεταχειρισάμενοι οὐ μόνον ἀνήνυτον ἔθεντο τήν σπουδήν, ἀλλά καί εἰς ἀποστασίαν ὁρμῆσαι τό γένος ὅλον εἰς μυριάδας πολλάς ἐβιάσαντο. ὅ καί τοῖς ἐξ Ἰσμαήλ συμμιγνύμενον κατά Ῥωμαίων σύν αὐτοῖς ἐστρατεύετο, καί πολλῶν γέγονεν αἴτιον συμφορῶν[53].»
Οι τρεις αξιωματούχοι απεσταλμένοι, ο Λέων Αργυρός, ο Ανδρόνικος Δούκας και ο Σουδάλης, επέδειξαν αδικαιολόγητη σκληρότητα. Ο Συνεχιστής του Θεοφάνη αναφέρει τον υπερβολικό, οπωσδήποτε, αριθμό των 100.000 αναιρεθέντων:
«ἡ μέν γάρ πέμψασά τινας τῶν ἐπ’ εξουσίας (ὁ τοῦ Ἀργυροῦ καί ὁ τοῦ Δουκός καί ὁ Σουδάλης οἱ ἀποσταλέντες ἐλέγοντο) τούς μέν ξύλῳ ἀνήρτων, τούς δέ ξίφει παρεδίδουν, τούς δέ τῷ τῆς θαλάσσης βυθῷ. ὡσεί δέκα μυριάδες ὁ οὕτως ἀπολλύμενος ἠριθμείτο λαός, καί ἡ ὕπαρξις αὐτῶν τῷ βασιλικῷ ταμείῳ … ἤγετο καί εἰσεκομίζετο[54].»
Αιτία της σκληρής στάσης των αρχών απέναντι στους Παυλικιανούς, ήταν η βοήθεια που παρείχαν οι εντός της αυτοκρατορικής επικράτειας στους ομόγνωμούς τους, συμμάχους των Αράβων, κατά τις επιδρομές τους στις επαρχίες της Ρωμανίας. Πρακτικά οι Παυλικιανοί βρίσκονταν ήδη σε εμπόλεμη κατάσταση με την αυτοκρατορία.
Πρωτομανδάτορας του στρατηγού των Ανατολικών, Θεόδοτου Μελισσηνού, ήταν κάποιος Καρβέας, κρυφο-Παυλικιανός. Αυτός όταν έμαθε ότι ο πατέρας του εκτελέστηκε, αυτομόλησε μαζί με 5000 συντρόφους του στον Εμίρη της Μελιτηνής Umar al-Aqta (=μονόχειρ, 835-863, στις ελληνικές πηγές συναντάται ως Άμερ ή Άμβρος) και ενώθηκε με τους εκεί Παυλικιανούς. Ανέλαβε την αρχηγία της αίρεσης και μετέφερε την έδρα του στην Τεφρική (σημ. Divrigi), πόλη που οικοδομήθηκε τότε, ΝΑ της Σεβάστειας και ΒΔ της Μελιτηνής[55]. Η νέα εγκατάσταση προσέφερε πλεονεκτήματα στις επιδρομές τόσο στην χώρα των Ρωμαίων, όσο και των Αρμενίων[56]. Συνεργάτες στις επιδρομές του είχε τους εμίρηδες Ταρσού, Αλή και Μελιτηνής, Ομάρ.
Αντίπαλος της ανίερης συμμαχίας Αράβων-Παυλικιανών ήταν ο Στρατηγός του θέματος των Θρακησίων, Πετρωνάς, νεότερος αδελφός της Αυγούστας Θεοδώρας, καθότι ο Καίσαρας Βάρδας είχε αναλάβει επίτροπος του ανήλικου Μιχαήλ Γ’ (856-867). Αυτός το 856 μ.Χ. λεηλάτησε τα περίχωρα της Τεφρικής και συνέλαβε πολλούς αιχμαλώτους. Μετά την μουσουλμανική κατάκτηση ήταν ο πρώτος στρατηγός της αυτοκρατορίας, ο οποίος έφθασε τόσο βαθειά στην αραβική επικράτεια, μέχρι τα Σαμόσατα και την Άμιδα. Αναθαρρημένος αλλά άπειρος ο Μιχαήλ Γ’ ανέλαβε προσωπικά εκστρατεία για την κατάληψη των Σαμοσάτων, η οποία κατέληξε σε πανωλεθρία. Πολλοί υψηλά ιστάμενοι αξιωματούχοι των Ρωμαίων συνελήφθησαν, ενώ ο ίδιος ο αυτοκράτορας μόλις μετά βίας γλίτωσε την σύλληψη:
«ἔνθα καί ὁ Μιχαήλ μόλις που τόν ἵππον ἀναβάς φεύγων καθωρᾶτο, ἀλλ’ οὐ προπολεμῶν˙ οὕτω που μόγις ἐκσέσωστο, σκηνάς αὐτάς καί τήν ὅση τούτοις θεραπεία προσῆν ἐκεῖ καταλελοιπώς. ἔνθα καί τόν προμνημονευθέντα φασίν ἀριστεῦσαι Καρβέαν τόν τήν Τεφρικήν οἰκοδομησάμενον, καί πολύν οὐ μόνον τοῦ χυδαίου φθοράν λαοῦ κατεργάσασθαι, ἀλλά καί τῶν μεγάλων δη στρατηγῶν ζωγρεῖᾳ λαβεῖν τόν τε τζογγότουβον τόν Ἀβεσαλώμ καί Σηών τόν παλατῖνον, καί ἑτέρους ὑποστράτηγους καί τουρμάρχας ἄχρι τῶν ἑκατόν[57].»
Βασίλειος Α’ Μακεδών
Το καλοκαίρι του 863 μ.Χ. ο εμίρης Ομάρ μαζί με τον εμίρη της Ταρσού, Αλή και τον Καρβέα με τις δυνάμεις του εισέβαλαν στην Καππαδοκία, περνώντας τις Πύλες της Κιλικίας. Οι δύναμη του αραβικού στρατού ανέρχονταν στις 40.000 άνδρες. Έφθασαν λεηλατώντας μέχρι την Αμισό (Σαμψούντα) στις όχθες της Μαύρης θάλασσας:
«Δεύτερος οὖν χρόνος μόλις που παρῆλθε χρόνος, καί αὖθις ἐκστρατεύσας ὁ Ἄμερ σύν τεσσαράκοντα χιλιάσι στρατοῦ ὁμοῦ μέν τήν Ἀρμενιακήν ὁμοῦ δέ καί τήν πρός θάλασσαν Ἀμισόν ἐξεπόρθει τε καί κατεδουλαγώγει τῇ τοῦ κωλύοντος ἐρημίᾳ[58].»
Η επιχείρηση κατέληξε σε πανωλεθρία του αραβικού στρατού, όταν περικυκλώθηκε από τις δυνάμεις του Πετρωνα στην τοποθεσία Πόσοντα, κοντά στον ποταμό Λαλακάοντα. Η συντριπτική ήττα των Αράβων στις 3 Σεπτεμβρίου του 863 αποτελεί ορόσημο στις Βυζαντινο-Αραβικές διενέξεις. Από το σημείο αυτό ξεκίνησε η αντεπίθεση της αυτοκρατορίας με την ανάληψη της πρωτοβουλιας των κινήσεων. Πιθανολογείται ότι στην μάχη αυτή σκοτώθηκε και ο Καρβέας μαζί με τον Ομάρ. Δεν υπάρχει άμεση αναφορά, αλλά είναι γνωστό ότι πέθανε αυτό το έτος. Μετά τον θάνατο του Καρβέα, ανέλαβε την αρχηγία ο ανιψιός και γαμπρός του, Χρυσόχειρας:
«Κἀκείνου τοίνυν τό ζῇν ἀποῤῥήξαντος, αὖθις διαδέχεται τήν τυραννίδα τοῦ ὀλεθρίου λαοῦ αὐτοῦ Χρυσοχέρις ὁ ἀνεψιός καί γαμβρός αὐτοῦ[59].»
Ο Χρυσόχειρ κατάφερε να ανασυντάξει τις δυνάμεις των Παυλικιανών και να ξαναρχίσει τις επιδρομές και λεηλασίες:
«καί ἐπεί κατά τούς χρόνους ἐκείνους ὁ τῆς Τεφρικῆς ἐξηγούμενος, ὅν Χρυσόχειρα κατωνόμαζον, ἐπ’ ανδρίᾳ καί συνέσει διαφέρειν δοκῶν σφόδρα παρελύπει τήν Ρωμαίων χώρα καί τούς λαούς, καί πολλούς τῶν ἀγροίκων καθ’ ἑκάστην αἰχμαλώτους ποιούμενος ἐφρόνει σοβαρά καί υπέρογκα, κατ’ αὐτοῦ καί τῆς ὑπ’ αὐτόν πόλεως ἐκστρατεύει ο βασιλεύς[60].»
Το εγχείρημα ήταν δυσκολότερο απ’ όσο αρχικά είχε υπολογίσει ο Βασίλειος Α’ (867-886):
«ἐξεστράτευσε δέ καί κατά τῶν ἐν τῇ ἑώᾳ μοίρα Ἀγαρηνῶν ὁ αὐτοκράτωρ Βασίλειος καί κατά τῶν Μανιχαίων ὧν ἐξῆρχεν ὁ Χρυσόχειρ καλούμενος, καί φρούρια τινα κατασχών καί λείαν ἐλάσας ἐπεχείρησε μέν πολιορκῆσαι καί τήν Τεφρικήν τήν αὐτῶν μητρόπολιν, γνούς δέ ταύτην καί προσεδρείας δεομένην πολλῆς καί ἄλλως δυσάλωτον, ἄρας ἐκεῖθεν ἀπήει[61].»
Γι’ αυτό προτίμησε να στείλει πρεσβεία και να διαπραγματευτεί ειρήνη:
«πρός οὖν τόν Χρυσόχειρα γράφει ὁ βασιλεύς εἰρήνην συνθέσθαι, οἶα τόν τρόπον εἰρηνικός ὑπάρχων καί εὔσπλαγχνος ὄντως, κατά τό λόγιον τό φάσκον˙ “γίνεσθε πρός ἀλλήλους χρηστοί καί εὔσπλαγχνοι, χαριζόμενοι ἑαυτοῖς, καθώς καί ὁ Χριστός ἡμῖν ἑαυτόν ἐχαρίσατο[62]”, καί αὐταρκεσθῆναι ἐφ’ οἶς ἐπεπόνητο, εἰληφέναι τε παρ’ αὐτοῦ χρυσόν τε καί ἄργυρον καί ἐσθῆτας, καί αἰχμαλωτίζειν καί κατασφάττειν Χριστιανούς ἀνακόψαι[63].»
Στην πρεσβεία αυτή συμμετείχε και ο Πέτρος Σικελιώτης, ο οποίος συνέγραψε την ιστορία των Παυλικιανών:
«Ἐν ταῖς ἡμέραις οὖν αὐτοῦ, παρεβάλομεν ἡμεῖς ἐν τῇ Τιβρικῇ, ἀποσταλέντες ἐκεῖσε δουλείας βασιλικῆς ἔνεκεν τοῦ ὑπαλλάξαι ἄρχοντας αἰχμαλώτους, ὅπερ γέγονεν ἐν τῷ δευτέρει ἔτει τῆς βασιλείας Βασιλείου καί Κωνσταντίνου καί Λέοντος, τῶν εὐσεβῶν καί δικαίων καί μεγάλων βασιλέων ἡμῶν[64].»
Τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων ήταν πενιχρά. Ο Χρυσόχειρας επέδειξε αδικαιολόγητη αλαζονεία. Το μόνο κατορθωτό ήταν η εξαγορά αιχμαλώτων:
«ἀλλ’ ὁ θρασύφρων καί ἄπιστος τοῖς εἰρηναίοις λόγοις οὐ πείθεται˙ διό καί ἀντιγράφει τῷ βασιλεῖ, ὡς, “εἴπερ ἐθέλοις, ὧ βασιλεῦ, μεθ’ ἡμῶν εἰρήνην ἐπιτελέσαι, ἀπόστηθι τῆς κατ’ ἀνατολήν ἐξουσίας σου, τῆς δέ πρός δύσιν ἀντέχου, καί εἰρηνεύσομεν μετά σοῦ˙ εἰ δέ μή, σπεύσομεν ὅλως, ἵνα σε καί τῆς βασιλείας ἐξοστρακίσωμεν”. τῆς οὖν ἀπονοίας αὐτοῦ ὁ βασιλεύς διαισθόμενος ἐφιλοσόφησεν σιωπήν, μηδέν ἔτι αὐτῷ ἀντιγεγραφώς[65].»
Ο Βασίλειος εξοργίστηκε και μελετούσε πώς θα καταφέρει να λύσει το πρόβλημα που δημιουργούσαν στην αυτοκρατορία οι Παυλικιανοί και πως θα καταφέρει να υποστείλει την αλαζονεία του αρχηγού τους:
«οὐ διελίμπανε δέ ὅμως καθ’ ἑκάστην εἰς τόν ἱερόν καί θεῖον ναόν εἰσιών καί ἱκετεύων τόν κύριον, καί μεσίτας πρός τοῦτο τόν τε ἀρχιστράτηγον Μιχαήλ καί Ἠλιού τόν προφήτην πρός Θεόν προβαλλόμενος, τοῦ μή πρότερον τοῦ βίου ὑπεξελθεῖν πρίν ἤ τόν τοῦ Χρυσόχειρος ὄλεθρον ἐπιδεῖν καί τρία βέλη τῇ αὐτοῦ καταπῆξαι μιαρᾷ κεφαλῇ. ὅ καί γέγονεν ὕστερον[66].»
Μετά από προπαρασκευαστικές επιχειρήσεις κατάφερε να νικήσει τις δυνάμεις του Χρυσόχειρα, το φθινόπωρο του 872 μ.Χ. εκπορθώντας την Τεφρική[67]. Διοικητής των αυτοκρατορικών δυνάμεων ήταν ο Δομέστικος των Σχολών, Χριστοφόρος Σε μια επόμενη μάχη σκοτώθηκε ο ίδιος ο Χρυσόχειρ στην τοποθεσία που λέγεται Βαθύς Ρύακας[68]. Με την αποφασιστικής σημασίας νίκη καταλύθηκε το κράτος των Παυλικιανών, οι οποίοι έπαψαν ν’ αποτελούν πλέον απειλή για την Ρωμανία.
Με την απελευθέρωση των εδαφών μέχρι τον Ευφράτη, από τους αυτοκράτορες της Μακεδονικής δυναστείας, οι Παυλικιανοί βρέθηκαν ξανά εντός της ρωμαϊκής επικράτειας. Ο Ιωάννης Τσμισκής θεώρησε επικίνδυνη την παραμονή τους κοντά στα σύνορα, γι’ αυτό και τους μετέφερε στην Θράκη. Με το αξιόμαχο φρόνημά τους μπορούσαν ν’ αποτελέσουν ανάχωμα στις βαρβαρικές επιδρομές:
«ἀλλά τούτους δή τούς ἀπό Μάνεντος καί Παύλου καί Ἰωάννου, τῶν τῆς Καλλινίκης, ἀγριωτέρους ὄντας τάς γνώμας καί ὠμούς καί μέχρις αἵματος διακινδυνεύοντας ὁ ἐν βασιλεῦσιν ἐκείνος θαυμάσιος Ἰωάννης ὁ Τζιμισκῆς πολέμῳ νικήσας, ἐξανδραποδισάμενος ἐκ τῆς Ἀσίας, ἐκεῖθεν ἀπό τῶν Χαλύβων καί τῶν ἀρμενιακῶν τόπων εἰς τήν Θράκην μετήνεγκε καί τά περί την Φιλιππούπολιν αὐλίζεσθαι κατηνάγκασεν, ἅμα μέν τῶν ἐρυμνο΄τατων πόλεων καί φρουρίων, ἅ κατεῖχον τυραννιῶντες, ἀπαγαγών, ἅμα δέ καί φύλακας ἐπιστήσας ἀσφαλεστάτους τῶν σκυθικῶν ἐκείνων διεκδρομῶν, ἅς ὑποσύχνως ὑπό βαρβάρων τἀπί Θράκης ἐπεπόνθει χωρία[69].»
Οι Παυλικιανοί που εγκαταστάθηκαν στην Θράκη αποτέλεσαν το προζύμι για την εμφάνιση του Βογομιλισμού.
Αλέξιος Α’ Κομνηνός
Μέχρι την εποχή του Αλέξιου Κομνηνού (1081-1118) δεν υπάρχει κάποια πληροφορία γι’ αυτούς. Στην συνέχεια όταν ο Ροβέρτος Γυισκάρδος διαπεραιώθηκε στα Βαλκάνια την ίδια χρονιά της ανόδου του Αλέξιου στον θρόνο, βρέθηκε αντιμέτωπος με αυτοκρατορικές δυνάμεις, στις οποίες συγκαταλέγονταν και σώμα Παυλικιανών:
«τῶν δέ γε Μανιχαίων πρός τοῖς ὀκτακοσίοις εἰς δισχιλίους ποσουμένων ἡγεμόνες ἦσαν ὁ Ξαντᾶς καί ὁ Κουλέων, τῆς αὐτῆς αἱρέσεως καί οὗτοι (ἄνδρες ἅπαντες οὗτοι μαχιμώτατοι καί αἵματος ἀπογεύσασθαι τῶν ἐχθρῶν καιροῦ καλοῦντο ἑτοιμότατοι καί πρός γε ἔτι καί ἰταμοί καί ἀναίσχυντοι)[70].»
Μετά την ήττα των Νορμανδών και την αποχώρησή τους από την Βαλκανική το 1085 μ.Χ., ο Αλέξιος θέλησε να τους εντάξει στο στράτευμα, ως μόνιμο σώμα, αλλά αρνήθηκαν:
«οἱ δέ Μανιχαίοι, ὅ τε Ξαντᾶς καί ὁ Κουλέων, μετά τῶν ὑπ’ αὐτούς ὡς εἰς δύο πρός τῇ ἡμισείᾳ χιλιάδας ποσουμένων ασυντάκτως οἴκαδε ἐπανέρχονται. καί πολλάκις μετακαλούμενοι παρά τοῦ αὐτοκράτορος ὑπισχνοῦντο μέν ἐληλυθέναι, ὑπερτίθεντο δέ τήν ἔλευσιν. ὁ δέ ἐπέκειτο καί δωρεάς αὐτοῖς καί τιμάς διά γραφῶν ὑπισχνούμενος, καί οὐδ’ οὕτως πρός αὐτόν ἐληλύθεσαν[71].»
Εξαιτίας της άρνησης των Παυλικιανών να βοηθήσουν την αυτοκρατορία, απέναντι στην εισβολή του Βοημούνδου, γιου του Ροβέρτου Γυισκάρδου, ο Αλέξιος αποφάσισε ότι έπρεπε να τελειώνει με αυτήν την αυτοκέφαλη και επικίνδυνη ομάδα. Συνέλαβε με τέχνασμα τους αρχηγούς της και τους φυλάκισε. Δήμευσε τις περιουσίες τους και τις μοίρασε στους στρατιώτες που τον βοήθησαν ν’ αποκρούσει την Νορμανδική απειλή. Μεταχειρίστηκε με ευσπλαχνία τα απλά μέλη της αίρεσης. Όσοι ήθελαν μπορούσαν να λάβουν το άγιο βάπτισμα. Οι άλλοι ήταν ελεύθεροι να πάνε όπου ήθελαν, αλλά ξαναγύρισαν στον τόπο τους. Μόνο οι αρχηγοί που αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στην εκστρατεία, εξορίστηκαν στα νησιά[72].
Στην υπηρεσία του Αλέξιου Κομνηνού υπήρχε κάποιος Τραυλός, ο οποίος είχε βαπτισθεί. Αυτός, όταν είδε ότι η διάθεση του αυτοκράτορα απέναντι στους Παυλικιανούς άλλαξε, διέφυγε και έσμιξε με τους δικούς του. Μαζί μετοίκησαν την Βελιάτοβα, ακατοίκητο χωριό στα βόρεια της Φιλιππούπολης, και ξεκίνησαν επιδρομές στην γύρω περιοχή. Ταυτόχρονα, σύναψε συμμαχία με τους Πατζινάκες που κατοικούσαν στην βόρεια όχθη του Δούναβη και τους ηγεμόνες της Γλαβινίτζας και της Δρίστρας. Μαζί λυμαίνονταν την βόρεια Βαλκανική[73].
Ο Αλέξιος προσπάθησε να τον επαναφέρει στην υπηρεσία του στέλνοντας επιστολές και υποσχόμενος ατιμωρισία και ελευθερία:
«ταῦτα δέ ὁ βασιλεύς καθ’ ἑκάστην μανθάνων τό μέλλον προμηθευσάμενος ἔσπευδεν ὑποποιεῖσθαι τοῦτον διά γραμμάτων καί ὑποσχέσεων ὑφορώμενος τό ἐξ αὐτοῦ τεχθησόμενον κακόν, ἀλλά καί χρυσόβουλλον λόγον ἀπαθείας καί πάσης ἐλευθερίας ἐκθέμενος ἐκπέπομφε πρός αὐτόν. ἀλλ’ ὁ καρκίνος ὀρθά βαδίζειν οὐκ ἐμάνθανεν˙ ὁ αὐτός δέ ἦν ὁ χθές καί πρότριτα τούς τε Σκύθας ὑποποιούμενος καί πλείονας ἐκ τῶν σφετέρων μεταπεμπόμενος χωρῶν καί ληιζόμενος τά παρακείμενα ἅπαντα[74].»
Τελικά ο Αλέξιος κατάφερε να ελέγξει τους Πατσινάκες και να επαναφέρει τα Βαλκάνια στην εξουσία του μέχρι το 1090 μ.Χ. Ενδεχομένος ο Τραυλός να χάθηκε σε κάποια από τις μάχες, διότι δεν ξανααναφέρεται από την Άννα Κομνηνή.
Ο αυτοκράτορας βρήκε ξανά την ευκαιρία να ασχοληθεί με τους Παυλικιανούς, μετά την λήξη της Α’ Σταυροφορίας και την αντιμετώπιση Λατίνων και Τούρκων, περίπου το 1115 μ.Χ. Τη φορά αυτή ανέλαβε ιεραποστολικό έργο προσωπικά και συνεπικουρούμενος από τον επίσκοπο Νικαίας, Ευστράτιο:
«πολλοί μέν οὖν τηνικαῦτα τῶν Μανιχαίων μηδέ διστάζοντες ὅλως προσήεσαν τοῖς ἱερεῦσιν ἐξομολογούμενοι τάς σφῶν ἁμαρτίας καί τοῦ θείου φωτίσματος ἐπιτυγχάνοντες˙ πολλούς δέ ἧν ἰδεῖν τηνικαῦτα ὑπέρ τούς Μακαβαίους ἐκείνους τῆς ἰδίας ἀντεχομένους θρησκείας, χρήσεις τε καί μαρτυρίας τῶν θείων προφέροντας γραφῶν ἐντεῦθεν ἰσχυροποιεῖν οἰομένους τό σφῶν αὐτῶν κατάπτυστον δόγμα. ἀλλά τῇ συνεχεῖ τοῦ αὐτοκράτορος ὁμιλίᾳ καί ταῖς συχναῖς παραινέσεσι καί τούτων οἱ πλείους πειθόμενοι τοῦ θείου μετέσχον βαπτίσματος[75].»
Από τους επιφανείς των αιρετικών, όσοι έγιναν ορθόδοξοι έλαβαν αξιώματα και θέσεις στο στράτευμα. Οι τρεις αρχηγοί τους, Κουλέων, Κούσινος και Φώλος, στάλθηκαν στην Κωνσταντινούπολη επειδή ήταν αμετάπειστοι και αν παρέμεναν στον τόπο τους θα δμιουργούσαν προβλήματα. Εκεί με συνεχείς νουθεσίες κατάφερε να κερδίσει τελικά τον Κουλέοντα. Για τα απλά μέλη της αίρεσης οικοδόμησε νέα πόλη την Αλεξιούπολη ή Νεόκαστρο, κοντά στην Φιλιππούπολη. Εκεί τους μοίρασε σπίτια, χωράφια και ακίνητη περιουσία, κατωχυρωμένη με χρυσόβουλλα και μεταβιβάσιμη. Έτσι έσβησε κάθε ίχνος του Παυλικιανισμού.
5.2.β Διδασκαλία
Παρότι ο Παυλικιανισμός απασχόλησε ιδιαίτερα την πολιτική κατάσταση της αυτοκρατορίας, λίγα πράγματα είναι γνωστά για την διδασκαλία τους. Η γνώση της διδασκαλίας τους ακολούθησε την ίδια πορεία με την γνώση της ιστορίας τους. Μέχρι τα έργα του Πέτρου Σικελιώτη και του Μεγάλου Φωτίου λίγα ήταν γνωστά γι’ αυτούς. Βέβαια, κατονομάζοντάς τους Μανιχαίους, οι Βυζαντινοί έδιναν το στίγμα του θρησκευτικού χώρου στον οποίο κινούνταν. Αλλά και μετά την καταγραφή της ιστορίας των Παυλικιανών, η γνώση της διδασκαλίας τους παρουσιάζει κενά, επιτρέποντας στην σύγχρονη έρευνα να εγείρει ερωτηματικά, των οποίων οι απαντήσεις στηρίζονται κυρίως στον στοχασμό και όχι στις μαρτυρίες των πηγών.
Ο Πέτρος Σικελιώτης συγκεφαλαιώνει την διδασκαλία των Παυλικιανών σε έξι κεντρικά σημεία. Αυτοί δέχονταν την ύπαρξη δύο αρχών, ενός αγαθού και ενός πονηρού θεού, όπως και οι Μανιχαίοι. Ο αγαθός θεός δεν είχε καμιά εξουσία στην δημιουργία, αλλά ήταν ο θεός του μέλλοντος αιώνος. Ο πονηρός ήταν ο δημιουργός και εξουσιαστής του κόσμου.
«Πρώτον μέν γάρ ἐστι τό κατ’ αὐτούς γνώρισμα, τό δύο ἀρχάς ὁμολογεῖν, πονηρόν Θεόν καί ἀγαθόν˙ καί ἄλλον εἶναι τοῦδε τοῦ κόσμου ποιητήν τε καί εξουσιαστήν, ἕτερον δέ τοῦ μέλλοντος[76].»
Κάποια μερίδα όμως, του έδινε εξουσία στον ουρανό, αλλά την περιόριζε εκεί.
«Τινές δέ τοῦ μέν οὐρανοῦ τήν ἐπιστασίαν αὐτῷ ἐγχειρίζουσι, τῶν δέ ἐμπεριεχομένων οὐκ ἔτι[77].»
Επίσης χρησιμοποιούσαν τα ονάματα, Πατήρ, Υιός, καί Άγιο Πνεύμα χωρίς όμως την χριστιανική σημασία τους:
«Λέγουσι δέ Πατέρα καί Υἱόν καί ἅγιον Πνεῦμα, λέξεις μέν εὐσεβεῖς, ὑποβάλλοντες δέ ταύταις τήν ἐσχάτην ἀσέβειαν. Οὐ γάρ ὡς ἡ τοῦ Θεοῦ Καθολική καί Αποστολική Εκκλησία, οὕτω καί οὗτοι φρονοῦντες λέγουσιν, ἀλλά τάς λέξεις ἐκεῖθεν αποσπαράξαντες, δυσσεβεστάταις ἐννοίαις ταύτας ἐπιφημίζουσι, καί φασί προθύμως, ὡς “Ἀνάθεμα εἴησαν, ὅσοι μή πιστεύουσιν εἰς Πατέραν καί Υἱόν καί ἅγιον Πνεῦμα”, Πατέρα εὐθέως οὐ τόν Παντοκράτορα καί ποιητήν οὐρανοῦ καί γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καί ἀοράτων ἀνακηρύττοντες, ἀλλά πατέρα φάμενοι, τόν ἐπουράνιον ἐπισυνάπτουσιν, ᾧ καί τήν ἐξουσίαν τοῦ οὐρανοῦ τε καί τῶν ἐν αὐτῷ οὐδαμῇ οὐδαμῶς ἐπιτρέπουσι[78].»
Βλασφημούσαν την Υπεραγία Θεοτόκο, την οποία δεν λογάργιαζαν ούτε ως ψιλό άνθρωπο. Την θεωρούσαν ως είδος σωλήνα μέσα από τον οποίο διήλθε ο Χριστός κατεβάζοντας το σώμα από τον ουρανό. Μετά την γέννηση του Χριστού πίστευαν ότι έτεκε και άλλους υιούς στον Ιωσήφ[79].
Δεν δέχονταν την προσκύνηση του Τιμίου Σταυρού:
«Τόν τύπον καί τήν ἐνέργειαν καί δύναμιν τοῦ τιμίου καί ζωοποιοῦ σταυροῦ μή ἀποδέχεσθαι, ἀλλά μυρίαις ὕβρεσι περιβάλλειν, ἤν καί οἱ δαίμονες ἐν ἀέρι καί μόνον χαραττομένην βλέποντες τρόμῳ δραπετεύουσι, σύν τῷ ἀρχηγῷ αὐτῶν τῷ διαβόλῳ[80].»
«Καί τόν ζωοποιόν δέ σταυρόν δυσφημοῦντες, φασίν αὐτόν προσκυνεῖν καί ἀποδέχεσθαι, σταυρόν οἱ πλάνοι καί γόητες αὐτόν ἀναπλάττοντες τόν Χριστόν. Καί γάρ αὐτός, φασίν, εἰς σταυροῦ σχῆμα τάς χείρας ἐξήπλωσε. Τόν ἀληθῶς δέ σταυρόν, ἅτε δη ξύλον, φασί, καί κακούργων ὄργανον καί ὑπό ἀράν κείμενον, οὐ δεῖ προσκυνεῖν καί ἀσπάζεσθαι[81].»
Όταν προσκυνούσαν το ιερό Ευαγγέλιο, το έπρατταν όχι στο σημείο που ήταν χαραγμένος ο Τίμιος Σταυρός, αλλά σε κάποιο άλλο σημείο:
«Τό δέ παρ’ ἡμῶν Εὐαγγέλιον οὐκ ἐπιδιστάζουσι προσκυνεῖν, οὐ μήν, ἔνθα τοῦ τιμίου σταυροῦ ο τύπος διακεχάρακται, ἀλλ’ ἐν τῷ λοιπῷ τοῦ βιβλίου μέρει, ἐν ᾧ τό ἀπεικόνισμα τοῦ σταυροῦ μή διασημένεται. Φασί δέ το βιβλίον προσκυνεῖν ὡς τούς Δεσποτικούς περιέχον λόγους, ἀλλ’ ὅσα μέν εἰς δογμάτων ανήκει λόγον, οὕτως εἰσί δυσσεβεῖς, καί πρός τήν ἀλήθειαν καί πρός ἑαυτούς παντελῶς ασύμφωνοι[82].»
Χρησιμοποιούσαν τον σταυρό ως είδος μαγγανίας για να πετύχουν θεραπείες:
«πλήν, ἐπειδάν σφοδροτέρῳ τινί σωματικῷ νοσήματι περιπέσωσιν, καί τόν τίμιον καί ζωοποιόν σταυρόν τόν ἐκ ξύλου πεποιημένον ἑαυτοῖς ἐπιτιθέασιν. Ἔπειτα τυγχάνοντες τῆς ἰάσεως, διαθλῶσιν τοῦτον ἤ συμπατοῦσι, καί ἀπορρίπτουσι[83].»
Θεωρούσαν ότι αποτελούσαν οι ίδιοι την Καθολική Εκκλησία:
«Καθολικήν δέ Έκκλησίαν τά ἑαυτῶν καλοῦσι συνέδρια ἡνίκα μάλιστα πρός τούς εὐσεβεῖς λόγους καί συζητήσεις κινοῦσι. Καθ’ ἑαυτούς γάρ προσευχάς καλοῦσιν αὐτῶν τά συνέδρια.»
Αυτοονομάζονταν Χριστιανοί κατ’ αποκλειστικότητα, τους δε Χριστιανούς ονόμαζαν Ρωμαίους:
«ἑαυτούς οἱ ἄσπονδοι καί ἄχρηστοι καί ἄπιστοι καί ἀχάριστοι καί άφιλάγαθοι, Χριστιανούς ἀποκαλοῦντες˙ ἡμᾶς δέ τούς ἀληθῶς ἐπωνύμους Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἡμῶν, Ῥωμαίους ὀνομάζοντες, τῷ ἐθνικῷ ὀνόματι τό κύριον ἀμεῖψαι πειρώμενοι[84].»
Δεν δέχονταν την ιερωσύνη:
«Τό τούς πρεσβυτέρους τῆς Εκκλησίας ἀποτρέπεσθαι˙ φησί δέ ὅτι οἱ πρεσβύτεροι κατά τοῦ Κυρίου συνήχθησαν, καί διά τοῦτο οὐ χρη αὐτούς ὀνομάζεσθαι, ψιλῷ τῷ ὀνόματι καί μόνῳ ἀπεχθανόμενοι[85].»
Δεν δέχονταν το μυστήριο της Θείας Μετάληψης:
«Τό τήν θείαν καί φρικτήν τῶν ἁγίων μυστηρίων τοῦ σώματος καί αἵματος τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ ἡμῶν μετάληψιν ἀποτρέπεσθαι. Οὐ μόνον δέ, ἀλλά καί ἄλλους περί τούτου πείθειν οἴεσθαι˙ λέγοντες ὅτι οὐκ ἦν ἄρτος καί οἶνος, ὅν ὁ Κύριος ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἐπί τοῦ δείπνου, ἀλλά συμβολικῶς τά ῥήματα αὐτοῦ αὐτοῖς ἐδίδου, ὡς ἄρτον καί οἶνον[86].»
Δεν δέχονταν το μυστήριο του Βαπτίσματος:
«Οὐ μήν ἀλλά καί τό σωτήριον διαπτύοντες βάπτισμα, ὑποπλάττονται παραδέχεσθαι αὐτό, τά τοῦ Εὐαγγελίου ῥήματα τῇ τοῦ βαπτίσματος φωνή ὑποβάλλοντες. Και γάρ φασίν˙ “Ὁ Κύριος ἔφη[87]˙ Ἐγώ εἰμι τό ὕδωρ τό ζῶν[88]”.»
Απέρριπταν την Παλαιά Διαθήκη και τους Προφήτες:
«Τό μή ἀποδέχεσθαι αὐτούς τήν οἰανοῦν Βίβλιον Παλαιάν, πλάνους καί λῃστάς τούς προφήτας αποκαλοῦντες[89].»
Δέχονταν την Καινή Διαθήκη σχεδόν ολόκληρη, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στις επιστολές του αποστόλου Παύλου:
«ἤ μόνον τήν θείαν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου τετρακτήν˙ καί τάς τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Παύλου δεκατέσσαρας Ἐπιστολάς˙ καί τήν Ἰακώβου καθολικήν˙ καί τάς Ιωάννου τρεῖς˙ καί τήν τοῦ ἁγίου Ἰούδα καθολικήν˙ καί τάς Πράξεις τῶν ἀποστόλων ὡς εἰσί παρ’ ἡμῖν, ἀπαραλλάκτως ἐν λέξεσιν[90].»
Δεν δέχονταν μόνο τις Επιστολές του αποστόλου Πέτρου, για έναν πολύ περίεργο λόγο:
«Ἀλλά γάρ καί τούς ἱερούς προφήτας καί πᾶσαν τήν παλαιάν Γραφήν καί τούς ἄλλους ἀποστρέφονται ἁγίους, λῃστάς αὐτούς καί κλέπτας ἀποκαλοῦντες, μάλιστα δέ τόν κορυφαίον τῶν ἀποστόλων Πέτρον δυσφημοῦσιν, ὅτι γέγονεν ἔξαρνος, φασί, τῆς εἰς τόν διδάσκαλον καί Χριστόν πίστεως[91].»
Αυτή η δικαιολογία είναι περίεργη και αντιφατική, διότι οι ίδιοι επέτρεπαν την άρνηση και ψευδομαρτυρία αντί της ομολογίας πίστεως:
«Καίτοιγε τοῦ διδασκάλου αυτῶν Μάνεντος διαπρυσίως αὐτοῖς ἐμβοῶντος καί λέγοντος, ὡς “Οὔκ εἰμι ἄσπλαγχνος, ὡς ὁ Χριστός ὁ εἰπών˙ Ὅστις με ἀρνήσεται ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτόν κἀγώ. Ἀλλ’ ἐγώ λέγω τόν ἀρνησάμενόν με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων καί τῷ ψεύδει τήν οἰκίαν σωτηρίαν πορισάμενον, ὡς μή ἀρνησάμενόν με μετά χαρᾶς προσδέξομαι, καί τήν ἀνάκλασιν αὐτοῦ καί τό ψεῦδος ὡς φυλακήν καί συντήρησιν τῆς ἐμῆς ὁμολογίας ἡγήσομαι[92]”.»
Ο Μέγας Φώτιος εξηγεί ότι αυτοί που με προθυμία αρνούνται την πίστη τους και ψευδομαρτυρούν δεν έχουν κανένα λόγο ν’ απορρίπτουν το στιγμαίο ολίσθημα του πρωτοκορυφαίου των αποστόλων Πέτρου. Ο πραγματικός λόγος για την απόρριψη της μελέτης των επιστολών του είναι άλλος. Στην Β’ Επιστολή του αναφέρεται και ξεσκεπάζει και καταδικάζει αυτούς, όταν γράφει:
«Διό, ἀγαπητοί, ταῦτα προσδοκῶντες σπουδάσατε ἄσπιλοι καί ἀμώμητοι αὐτῷ εὑρεθῆναι ἐν εἰρήνῃ, καί τήν τοῦ Κυρίου ἡμῶν μακροθυμίαν σωτηρίαν ἡγεῖσθε, καθώς καί ὁ ἀγαπητός ἡμῶν ἀδελφός Παῦλος κατά τήν αὐτῷ δοθείσαν σοφίαν ἔγραψεν ὑμῖν, ὡς καί ἐν πάσαις ταῖς ἐπιστολαῖς λαλῶν ἐν αὐταῖς περί τούτων, ἐν οἷς ἐστι δυσνόητα τινα, ἅ οἱ ἀμαθεῖς καί ἀστήρικτοι στρεβλοῦσιν ὡς καί τάς λοιπάς γραφάς πρός τήν ἰδίαν αὐτῶν ἀπωλείαν[93].»
Και πραγματικά αυτό έπρατταν και οι Παυλικιανοί. Διαστρέβλωναν τις επιστολές του αποστόλου Παύλου, όπως και τις υπόλοιπες Γραφές, διότι ήταν αμαθείς και αστήρικτοι και δεν αντιλαμβάνονταν τα βαθύτερα νοήματα. Έτσι δεν άντεχαν τον έλεγχο του αποστόλου Πέτρου και τον απέρριπταν, χρησιμοποιώντας προφάσεις. Εκτός αυτών αναφέρεται ότι είχαν και χρησιμοποιούσαν επιστολές του Σεργίου:
«Ἔχουσι δέ καί τοῦ διδασκάλου αὐτῶν Σεργίου ἐπιστολάς θεοστυγεῖς, πάσης ὑπερηφανίας καί ἀσεβείας ἀναμέστους[94].»
Σχέση Παυλικιανισμού-Μαρκιωνιτισμού
Τα νεώτερα χρόνια γίνεται μία προσπάθεια ν’ αποδειχθεί ότι ο Παυλικιανισμός δεν προέκυψε από μεταρρύθμιση επί το χριστιανικότερο του Μανιχαϊσμού, αλλά από τον Μαρκιωνιτισμό. Αυτή η τάση είναι καταφανώς αντίθετη και δεν λαμβάνει υπόψη τις πηγές. Προσπαθεί να στηριχθεί σε ευεξήγητες ομοιότητες των δύο δυαρχικών συστημάτων, Μαρκιωνιτισμού και Παυλικιανισμού. Πρωτοπόροι της θεωρίας αναφέρονται οι Johann August Wilhelm Neander και Johann Karl Ludwig Gieseler, Γερμανοί θεολογοι και ιστορικοί αμφότεροι. Από το έργο του M. Loos, Dualist heresy in the Middle Ages, θα εξετάσουμε τις κύριες γραμμές της σκέψης των υποστηρικτών αυτής της θέσης.
α) Αναφέρουν ως ομοιότητα των δύο αιρέσεων το γεγονός ότι παρουσιάζουν «Κανόνα» της Αγίας Γραφής. Στην πραγματικότητα, μεταξύ των δύο «Κανόνων» οι διαφορές είναι τεράστιες.
› Οι Μαρκιωνίτες δέχονταν μόνο το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο και από τις επιστολές του αποστόλου Παύλου, δεν δέχονταν τις ποιμαντικές και την Προς Εβραίους. Αργότερα προσέθεσαν τις Πράξεις των Αποστόλων και τις ποιμαντικές.
› Οι Παυλικιανοί δέχονταν και τα τέσσερα Ευαγγέλια. Το γεγονός ότι έδιναν ιδιαίτερη βαρύτητα στις επιστολές του αποστόλου Παύλου δεν συνεπάγεται και, βέβαια, δεν μαρτυρείται ότι θεωρούσαν σπουδαιότερο το Κατά Λουκάν. Αυτό είναι αυθαίρετη υπόθεση. Δέχονταν επίσης τις Πράξεις των Αποστόλων, όπως και τις Καθολικές επιστολές, εκτός αυτών του Πέτρου για τον λόγο που προαναφέρθηκε.
› Θεμελιώδης διαφορά είναι ότι σε καμιά περίπτωση δεν αναφέρθηκε αλλοίωση του περιεχομένου των βιβλίων της Καινής Διαθήκης, από τους Παυλικιανούς. Αντίθετα, οι Μαρκιωνίτες αφαιρούσαν όσα χωρία δεν συμφωνούσαν με τις διδασκαλίες τους. Οι Παυλικιανοί παρερμήνευαν δεν αλλοίωναν το περιεχόμενο.
β) Ίσως η πιο σημαντική αλλαγή στην θεολογία των Παυλικιανών που τους διαφοροποίησε από τον πρωτογενή Μανιχαϊσμό, είναι η απόρριψη της διαφοράς στην δυαρχία που έγκειται στο δίπολο φωτός-σκότους. Ξεκινώντας από αυτό το σημείο, οι υποστηρικτές της άποψης της προέλευσης του Παυλικιανισμού από τον Μαρκιωνιτισμό, θεωρούν ότι η δυαρχία των πρώτων είναι συγγενής του δίπολου Θεός-ύλη, το οποίο, κατά την άποψή τους δίδασκε ο Μαρκίων. Δεν είναι όμως έτσι.
› Ο Μαρκίων ξεκίνησε την ανάπτυξη του συστήματός του από τις «ανεξήγητες» κατ’ αυτόν διαφορές της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Από κει συμπέρανε την ύπαρξη δύο θεών, του Θεού της Παλαιάς και του Θεού της Καινής. Στον Θεό της Παλαιάς απέδιδε δικαιοσύνη και στον Θεό της Καινής το ιδίωμα της αγάπης. Πρωτογενώς, λοιπόν, δεν υπάρχει το δίπολο Θεός-ύλη, ούτε και στον Μαρκίωνα. Υπάρχει το δίπολο δικαιοσύνη-αγάπη.
› Στον Παυλικιανισμό αντίθετα εξαρχής αναγνωρίζουν δύο θεούς, το ένα αγαθό και τον άλλο πονηρό. Αντιτάσουν δηλαδή το δίπολο αγαθό-κακό, που είναι ευνόητο ότι συμβολίζεται με το φως-σκότος του Μανιχαϊσμού και όχι με το δικαιοσύνη-αγάπη του Μαρκιωνιτισμού. Για τους Παυλικιανούς δεν υπάρχει Θεός της Παλαιάς και Θεός της Καινής, αλλά θεός αγαθός και θεός πονηρός. Απέρριπταν τον Νόμο και τους προφήτες, διότι θεωρούσαν ότι αφορούσαν τον πονηρό θεό.
› Και στα δύο συστήματα ο ένας Θεός είναι ξένος προς τον κόσμο. Στον Μαρκιωνιτισμό, όμως η αποξένωση τελειώνει με τον ερχομό του Χριστού στον κόσμο. Αυτό δεν συμβαίνει στον Παυλικιανισμό.
› Και στα δυο συστήματα, δημιουργός είναι ο πονηρός θεός, αλλά στον Μαρκιωνιτισμό η κακότητα του δημιουργού έγκειται στην δημιουργία της ύλης και είναι επίκτητη, εξ επιδράσεως του Μανιχαϊσμού. Αντίθετα, στον Παυλικιανισμό είναι στην φύση του, όπως και στον Μανιχαϊσμό.
› Στον Παυλικιανισμό, ο αγαθός θεός δεν δημιούργησε τίποτα. Στον Μαρκιωνιτισμό δημιούργησε τον πνευματικό κόσμο.
γ) Στο θέμα της Χριστολογίας των δύο ομάδων η δήλωση του M. Loos, ότι «οι πηγές δεν αναφέρουν την στάση των Παυλικιανών απέναντι στην ύλη, αλλά συμφωνούν ότι δεν πίστευαν στην φυσική ενσάρκωση του Υιού του Θεού[95]» δείχνει σαφώς άγνοια των πηγών. Όπως δείξαμε παραπάνω, οι Παυλικιανοί πίστευαν ότι ο Χριστός δεν έλαβε σώμα από την Θεοτόκο, αλλά κατέβηκε με αυτό μέσω της Παναγίας. Πίστευαν ότι είχε φυσικό σώμα, σε αντίθεση λοιπόν, με τους Μαρκιωνιστές, οι οποίοι ήταν δοκήτες, πίστευαν ότι ο Χριστός δεν είχε φυσικό αλλά φαινομενικό σώμα.
› Η άρνηση της Θείας Ευχαριστίας ως μυστηρίου δεν αποδεικνύει ότι οι Παυλικιανοί δεν πίστευαν στην ενσάρκωση του Υιού του Θεού. Αντίθετα, όπως αναφέρει κατά λέξη ο Μέγας Φώτιος:
«ἀποδέχεσθαι φασι σῶμα καί αἷμα, τερατολογοῦντες τα Δεσποτικά ῥήματα, ἅ καί φασι μεταδίδοντα τοῖς ἀποστόλοις είπεῖν˙ “Λάβετε φάγετε καί πίετε”, ἀλλ’ οὐκ ἄρτον ποθέν ἤ οἶνον προσφέροντα[96].»
Οι πηγές, λοιπόν, είναι ξεκάθαρες και οι Παυλικιανοί αποδέχονταν φυσική σάρκωση του Χριστού.
δ) Η σωτηριολογία των Παυλικιανών δεν είναι γνωστή. Δεν υπάρχει κάποια αναφορά στις πηγές για τον τρόπο σωτηρίας του ανθρώπου σύμφωνα με τις δικές τους δοξασίες. Αυτή θεωρείται ότι ήταν μια εσωτερική διδασκαλία, η οποία δεν αποκαλύπτονταν στους εκτός, αλλά ούτε και στους αρχάριους[97]. Συνεπώς δεν μπορούμε να συγκρίνουμε με την σωτηριολογία τον Μαρκιωνιτών και να εξάγουμε ασφαλή συμπεράσματα.
Αν δώσουμε λίγο παραπάνω προσοχή στον τρόπο προσυλιτισμού του Σεργίου από την Μανιχαία, μπορούμε να δούμε ότι η γνώση των Γραφών δείχνει να παίζει κάποιο ρόλο στο θέμα της σωτηρίας των μελών:
«Ἡ προειρημένη Μανιχαία γυνή, ἡνίκα τό πρῶτον εἰς ὁμιλίαν αὐτῷ κατέστη, Ἵνα τί, φησίν, εἰπέ μοι, τά θεῖα οὐκ αναγιγνώσκεις Εὐαγγέλια; Ὁ δέ (οὕπω γάρ ἦν αὐτῷ δι’ ἐγκάτων βαθύνας ὁ τῆς ἀποστασίας ἰός), μή ἐξεῖναι, φήσας, τήν τῶν λαϊκῶν πληροῦντι τάξιν ἀνένδην οὕτως τήν τῶν φρικτῶν λογίων ποιεῖσθαι ἀνάγνωσιν˙ ἀνεῖσθαι γάρ τοῖς ἱερεύσιν τό ἔργον˙ ἀκούει παρά τῆς μαινάδος ὡς μάτην αὐτῷ ἡ τοσαύτη περί ταῦτα τιμᾶται εὐλάβεια˙ μή γάρ εἶναι πρωσοπληψίαν παρά τῷ Θεῷ˙ πάντας γάρ βούλεται αὐτόν σωθῆναι καί εἰς ε’πίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν[98].»
Μέσα από αυτό το χωρίο μπορούμε να δούμε την εξέλιξη του λυτρωτικού χαρακτήρα της γνώσης των γνωστικών σεκτών της ύστερης αρχαιότητας: Η γνώση που σώζει, ήταν τους προηγούμενους αιώνες αυτή που αποκαλύπτονταν με κάποιο μυστήριο τρόπο στον αρχηγό της γνωστικής σέκτας, και από αυτόν στους οπαδούς του. Στις μεσαιωνικές, όμως σέκτες η αντίληψη αλλάζει, εκχριστιανίζεται, όπως συνέβη και σε πολλές άλλες γνωστικές διδασκαλίες. Μπορούμε να πούμε λοιπόν, ότι τώρα πια σώζει η γνώση των Γραφών, και όχι κάποια άλλη ιδιαίτερη αποκάλυψη.
Έτσι όμως προέκυψε το εξής πρόβλημα: Ο αρχηγός της σέκτας έχασε τον μεσσιανικό του ρόλο. Αυτό αντιμετωπίστηκε με την έντονα αντικληρικαλιστική διδασκαλία, όπως αποπνέεται και από το κείμενο του προσηλυτισμού του Σεργίου, η οποία αντικαθιστά την αυθεντία της ερμηνείας των Πατέρων, με την προσωπική ερμηνεία των Γραφών από τον αρχηγό. Συνεπώς ο αποκλειστικός φορέας της αποκαλυμένης γνώσης των αρχαίων γνωστικών σεκτών, αντικαθιστάται από τον αυθαίρετο ερμηνευτή των Γραφών στις μεσαιωνικές σέκτες.
ε) Στο θέμα της χριστολογίας, πάλι, αναφέρεται[99] ότι ο Παυλικιανισμός εμφανίζει μια μορφή Υιοθετισμού. Αυτό, βέβαια, δεν μαρτρυρείται από τις πηγές. Πρόκειται μάλλον για σύγχυση που προκύπτει από την μονόπλευρη αποδοχή του Παύλου Σαμοσατέως, ως εμπλεκόμενο στην ίδρυση της σέκτας. Αυτή την παρεξήγηση την λύσαμε παραπάνω.
στ) Η σημαντικότερη διαφορά Παυλικιανών-Μαρκιωνιτών εντοπίζεται στην στάση τους απέναντι στον ασκητισμό. Οι Μαρκιωνίτες ακολουθούσαν αυστηρά ασκητική ηθική και ζωή, σε αντίθεση με τους Παυλικιανούς, οι οποίοι ήταν εχθρικοί απέναντι στον ασκητισμό και τον μοναχισμό.
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς είχαν δίκιο όταν έγραφαν:
«Μηδείς δέ οἰέσθω ῥίζης ἑτέρας βλάστημα εἶναι, παρ’ ἥν ἐρρίζωσεν ὁ θεομάχος τήν παραφυάδα ταύτην τῶν δυσσεβῶν Σεργίου δογμάτων. Μία μέν γάρ ἐστι καί ἡ αὐτή καί τόν αὐτόν ψυχόλεθρον καρπόν φέρει[100].»
[1] PG 104.1246-1304. Ανθολόγιο με κριτικές εκδόσεις των πηγών, όσων αφορούν τους Παυλικιανούς στο συλλογικό (Ch. Astruc, Wanda Conus-Wolska, J. Guillard, P. Lemerle, Denise Papachryssanthou, J. Paramelle), Les sources grecques pour l’ histoire des Pauliciens d’ Asie Mineure εν Travaux et Memoires 4 (1970), 1-227. Η ιστορία του Πέτρου Σικελιώτη στις σελίδες 7-67.
[2] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΜΓ’ (PG 104,1304B).
[3] Συν. Θεοφάνη, V.96: «Ὡσαύτως δέ καί περί τό Βουλγάρων γένος εὑρίσκεται διαγεγονώς. τό γάρ τοιοῦτον ἔθνος, εἰ καί πρό τούτου τήν πρός εὐσέβειαν μεταβολήν εισδέξασθαι ἔδοξε καί πρός τόν χριστιανισμόν μετελθεῖν, ἄλλ’ ὅμως ἀπαγές ἦν ἔτι πρός τό καλόν καί ἀνίδρυτον, ὡς ὑπό άνέμου φύλλα, ῥᾳδίως σαλευόμενον καί μετακινούμενον. ἀλλά ταῖς τοῦ βασιλέως συχναῖς παραινέσεσι καί ταῖς λαμπραῖς δεξιώσεσιν, ἔτι δέ καί ταῖς μεγαλοψύχοις φιλοτιμίαις τε καί δωρεαῖς, ἀρχιεπίσκοπόν τε πείθεσθαι καταδέξασθαι καί ἐπισκόποις καταπυκνωθῆναι τήν χώραν ἀνέχεται˙» {ed I. Bekker , CSHB 45 (1838) 342.7-15}.
[4] P. Lemerle, L’ Histoire des Pauliciens d’ Asie Mineure, 21.
[5] PG 102,16-264. Έκδοση (κείμενο-μετάφραση) Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 2001, τ. 4 σσ. 10-337.
[6] Έχει περιληφθεί στο συλλογικό, Les sources grecques pour l’ histoire des Pauliciens d’ Asie Mineure εν Travaux et Memoires 4 (1970), 121-173.
[7] Τίτλος ΚΔ’ Κατά τῶν λεγομένων Παυλικιανῶν ἐκ τῶν Φωτίου τοῦ μακαριωτάτου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (PG 130,1189D-1244B).
[8] Βλ. σχετ. κεφ. 4.6.Β.
[9] PG 104,1257B-1271D. Αντίστοιχα Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ κεφ. ΙΒ’ –ΙΓ’.
[10] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΚΑ’ (PG 104,1273Α-B).
[11] Για την τοπογραφία της περιοχής M. Loos, Le movement Paulicien a Byzance, Byzantinoslavica 24 (1963) 258-286 & 25 (1964) 52-68.
[12] Βλ. σχετ. M. Loos, Dualist heresy in the Middle Ages, Prague 1974, p.34.
[13] M. Loos, ο.π.
[14] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΚΓ’ (PG 104,1276C) & Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 3.
[15] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΚΓ’ (PG 104,1276C-1277A) & Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 16.
[16] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΚΔ’ (PG 104,1277C) & Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 17.
[17] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 17: «Ο βασιλιάς δηλαδή Κωνσταντίνος, όταν πληροφορήθηκε τη δράση του, έστειλε κάποιον Συμεώνα να οδηγήσει σε δίκη τον λαοπλάνο, ενώ εκείνους που είχαν αναμιχθεί στην πλάνη του κι έπειτα έφυγαν από αυτήν και έλαβαν ολόψυχα θέση στη χώρα των μετανοούντων, αυτούς, για να μάθουν τα ορθά δόγματα και να καταδικάσουν ακόμα περισσότερο την αποστασία, να τους παραδώσει και να τους προσκολλήσει στις εκκλησίας του Θεού». (μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ τ.4 σ.41).
[18] Mansi XI,657.
[19] Mansi XI,620.
[20] Μ. Φωτίου, ο.π. & Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΚΕ’ (PG 104,1280B).
[21] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 17 & Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΚΖ’ (PG 104,1281Δ).
[22] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 19: «γιατί ο ένας έλεγε ότι τη χάρη που είχε σταλεί από πάνω από τον ουρανό στον πατέρα τους την είχε δεχθεί αυτός από εκείνον που έλαβε αυτήν, και δεν παραχωρούσε το προνόμιό του στην ασέβεια στον δεύτερο, ενώ ο Θεόδωρος τη διεκδικούσε για τον εαυτό του, και ότι δεν συμμετείχε σ’ αυτήν από τον πατέρα του σε δεύτερη δόση από εκείνον που την είχε λάβει, αλλά από την πρώτη δωρεά και από κει που την είχε λάβει ο πατέρας του. Η διάσταση αυτή και φιλονικία παρέμεινε μέχρι το άθλιο τέλος τα ασεβέστατης ζωής τους» (μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ τ.4 σ.45-47).
[23] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 19 & Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΚΘ’ (PG 104,1284D).
[24] Θεοφάνη, Χρονογραφία , ed B. G. Niebuhr, CSHB 43 (1839), 651.10. Στην έκδοση de Boor (Leipsig 1883), 422-423.
[25] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 20: «Ωστόσο δυνάμωνε η διαμάχη για τους λόγους που είπαμε και ήδη κρινόταν με αλληλοπλήγματα καί χειροδικίες. Οργισμένος υπερβολικά ο Ζαχαρίας, επειδή έβλεπε να εκδιώκεται από την πατρική κληρονομιά, καταφέρει στον Ιωσήφ χτύπημα παραλίγο θανάσιμο. Όταν ο ένας από τους αρχηγούς λύγισε, κάθε μερίδα βέβαια εξακολούθησε να χτυπά την άλλη σφοδρότερα, και παρακολουθούσε την συμπλοκή διαπιστώνοντας ότι η έκβαση της μάχης είναι αμφίβολη. Κρίθηκε τότε καλύτερο σε λίγο καιρό να χωριστεί η μια μερίδα από την άλλη και να μην καταστραφούν με μια πανωλεθρία πιστεύοντας στην άγνωστη έκβαση της μάχης» (μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ τ.4 σ.51-53).
[26] Θεοφάνη, Χρονογραφία , ed B. G. Niebuhr, CSHB 43 (1839), 662.6. Στην έκδοση de Boor (Leipsig 1883), 429.
[27] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 21 & Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΛΑ’ (PG 104,1285C-D).
[28] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 21 & Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΛΑ’ (PG 104,1288Α).
[29] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 22: «Γιατί και οι προγενέστεροι βέβαια αυτό δεν το αμελούσαν, όμως αυτός και αυτό το μηχανεύτηκε με μεγαλύτερη επιμέλεια, φροντίζοντας δηλαδή να μην εμπιστεύεται απ΄ την αρχή τα τελειότερα ασεβήματα σ’εκείνους που προσέρχονταν σ’ αυτόν για να διδαχθούν, ούτε να τους παρουσιάζει τα φρικτότερα μυστήρια, από τα οποία το σπουδαιότερο είναι η απόλυτη άρνηση Θεού, και του διαβόλου δόξα και δύναμη και ισχύς της δημιουργίας και τιμή και σφετερισμός. Τίποτα τέτοιο λοιπόν εκείνος δεν εμπιστευόταν σε εκείνους που μυούνταν πρόσφατα, αλλά πρώτα επιχειρούσε να ρυθμίζει με τα ευαγγελικά λόγια τα ήθη τους και με όσα δεν αναφέρονταν καθόλου στα δόγματα, και με αυτά επιχειρούσε να μαγεύει και να παραπλανά και να κάνει του χεριού του εκείνους που δίδασκε. Όταν λοιπόν κέρδιζε την εύνοιά τους και έβλεπαν ότι τον πρόσεχαν σαν δάσκαλο και οδηγό της σωτηρίας, τότε τους έδινε να ρουφήξουν αχόρταγα και όλο το δηλητήριο της αποστασίας, και τους ονόμαζε και ανακήρυττε ότι ήταν όμοια μ’ εκείνον στην ασέβεια μυημένοι» (μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ τ.4 σ.41).
[30] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΛΣτ’ (PG 104,1293Α-Β).
[31] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 22 & Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΛΣτ’ (PG 104,1293Α-Β): «ἐν ὅλοις γάρ τριακοντατέσσαρσι χρόνοις ἐπικρατήσας, από Ειρήνης τῆς Αὐγούστης μέχρι Θεοφίλου τοῦ βασιλέως».
[32] Νικηφόρου Κωνσταντινουπόλεως, Αντιρρητικός Γ’ ξη’ (PG 100,501B).
[33] Κυνοχώριο, στην Νεοκαισάρεια του Πόντου.
[34] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΛΗ’ (PG 104,1297Α-Β).
[35] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία Μ’ (PG 104,1300C).
[36] Θεοφάνη, Χρονογραφία , ed B. G. Niebuhr, CSHB 43 (1839), 759.7. Στην έκδοση de Boor (Leipsig 1883), 488.
[37] Τιμόθεος Κωνσταντινοπόλεως, Περί των προσερχομένων τη αγία Εκκλησία (PG 86A,33B). Σχετικά με τους Αθίγγανους επίσης Joshua Starr, An Eastern Christian Sect, εν Harvard Theological Review 29 (1936) pp 93.106.
[38] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΜΑ’ (PG 104,1301Α).
[39] Ματθ. 13.29.
[40] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις το Κατά Ματθαίον, Ομιλία ΜΣΤ’ 1: «Τί οὖν ὁ δεσπότης; Κωλύει λέγων˙ Μήποτε εκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τόν σίτον. Τοῦτο δέ ἔλεγε, κωλύων πολέμους γίνεσθαι καί αἵματα καί σφαγάς. (Οὐ γάρ δεῖ ἀναιρεῖν αἱρετικόν)˙ ἐπεί πόλεμος ἄσπονδος ἔμελλεν εἰς τήν οἰκουμένην εἰσάγεσθαι.» (PG 58.477).
[41] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις το Κατά Ματθαίον, Ομιλία ΜΣΤ’ 2: «Τί δέ ἐστι, Μήποτε εκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τόν σίτον; Ἤ τοῦτό φησιν, εἰ μέλλοιτε κινεῖν ὅπλα καί κατασφάττειν τούς αἱρετικούς, ἀνάγκη πολλούς καί τῶν ἁγίων συγκαταβάλλεσθαι ἠ ὅτι ἀπ’ αὐτῶν τῶν ζιζανίων πολλούς εἰκώς μεταβαλέσθαι καί γενέσθαι σίτον.» (PG 58.477).
[42] Μετ. Παν. Παπαευαγγέλου, Φιλοκαλία των Νηπτικών και Ασκητικών, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1999, τ. 18Γ σσ. 281-283.«Ἡμεῖς, φησίν, οὔτε κτένεσθαι τούς Μανιχαίους, οὔτε μή κτένεσθαι συμβουλεύσαμεν˙ εἰ δέ καί ἐπετρέψαμεν, τῶν καλλίστων τό μέγιστον εἴχομεν ἄν ποιῆσαι. τί φῆς, ὦ θεοτίμητε; ὁ Κύριος ἀπηγόρευσεν ἐν τοῖς εὐαγγελίοις τοῦτο, εἰπών˙ οὔ, μήποτε συλλέγοντες τά ζιζάνια ἐκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τόν σῖτον˙ ἄφετε συναυξάνεσθε μέχρι τοῦ θερισμοῦ. καί αὐτός τῶν καλλίστων τό μέγιστον φαίης εἶναι τήν επιτροπήν τῆς ἐκριζώσεως; καί ὅτι τά ζιζάνια τούς αἱρετικούς εἴρηκεν, τούς τε τηνικαῦτα δῆλον ὅτι καί τούς ἐφ’ ὑστέρῳ, ἤγουν ἅπαντας, ἀκουσώμεθα τοῦ Χρυσοστόμου, αὐτό τοῦτο ἐρμηνεύοντος˙ ἐφ’ ᾧ τάδε˙ τί οὖν ὁ δεσπότης κωλύει λέγων, μήποτε ἐκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τόν σῖτον; τοῦτο δέ ἔλεγεν κωλύων πολέμους γίνεσθαι καί αἵματα καί σφαγάς˙ οὐ γάρ δεῖ αναιρεῖν αἱρετικούς, ἐπεί ὁ πόλεμος ἄσπονδος ἔμελλεν εἰς τήν οἰκουμένην εἰσάγεσθαι. καί μεθ’ ἕτερα˙ τί δέ ἄλλο διά τοῦ μή ἐκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τόν σῖτον ἤ τοῦτό φησιν, ὅτι “εἰ μέλλοιτε κινεῖν ὅπλα καί κατασφάττειν αἱρετικούς, ἀνάγκη πολλούς καί τῶν ἁγίων συγκαταβάλλεσθαι”. ὅπερ καί γέγονεν ἐν τοῖς καθ’ ἡμᾶς χρόνοις˙ καί γάρ καί αἵματα καί σφαγαί ἐπλήρωσαν τήν καθ’ ἡμᾶς οἰκουμένην καί πολλοί τῶν ἁγίων συναπῆλθον˙ καί ὁ λόγος τοῦ Κυρίου οὐ διέπεσεν, ὡς ὡμολόγηται παρά πολλοῖς. καί τί λέγομεν περί τοῦ μή ἐπιτρέπειν κτένεσθαι αἱρετικούς; οὐδέ γε κατεύχεσθαι αὐτῶν συγκεχώρηται ἡμῖν.» (PG 99,1481D-1484B).
[43] Ψαλμ. 138.21: «Οὐχί τούς μισοῦντας σε, Κύριε, ἐμισησα; καί ἐπί τούς ἐχθρούς σου ἐξετηκόμην;»
[44] Ιγνατίου Αντιοχείας, Προς Φιλαδελφοίς 3.5: «τούς μισοῦντας τόν θεόν μισεῖν χρή καί ὑμᾶς καί ἐπί τοῖς ἐχθροῖς αὐτοῦ ἐκτήκεσθαι˙ οὐ μήν καί τύπτειν αὐτούς ἤ διώκειν, καθώς τά έθνη τά μή εἰδότα τόν κύριον καί θεόν, ἀλλ’ ἐχθρούς μέν ἡγεῖσθαι καί χωρίζεσθαι ἀπ’ αὐτῶν, νουθετεῖν δέ αὐτούς καί ἐπί μετάνοιαν παρακαλεῖν, ἐάν ἄρα ἀκούσωσιν, ἐάν ἄρα ἐνδῶσιν.» (PG 5.822B).
[45] Μετ. Παν. Παπαευαγγέλου, ο.π. σελ. 285: «διδάσκεσθαι γάρ οὐ τιμωρεῖσθαι χρή τούς ἀγνοοῦντας. … λέγει τοίνυν καί ὁ θεοφόρος Ιγνάτιος˙ τούς μισοῦντας οὖν τόν Θεόν μισεῖν χρή καί ἐπί τοῖς ἐχθροῖς αὐτοῦ ἐκτετηκέναι, οὐ μήν δέ διώκειν ἡμᾶς αὐτούς ἤ τύπτειν δεῖ, σχολῇ γ’ ἄν αὐτούς κτένειν.» (PG 99,1485Α).
[46] Μετ. Παν. Παπαευαγγέλου, ο.π. «καί γε, ἵνα ἐν αφροσύνῃ εἴποιμι, καί παρρησίᾳ λελαλήκαμεν τῷ μέν μακαριωτάτῳ ἡμῶν πατριάρχη ὅτι μαχαίρᾳ ἡ ἐκκλησία οὐκ ἐκδικεῖ, καί κατένευσεν, τοῖς δέ τήν σφαγήν δράσασι βασιλεῦσι, τῷ μέν πρώτῳ ὁτι ἠρέσθη θεός ἐπί τῇ τοιαύτῃ ἀναιρέσει, τῷ δέ δευτέρῳ, ἀπαιτοῦντι τήν συνηγορίαν τῆς ἀναιρέσεως, ὅτι πρότερον ἡ κεφαλή μου αἴρεται ἤπερ συνθέσθαι με τούτῳ.» (PG 99,1485C).
[47] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις το Κατά Ματθαίον, Ομιλία ΜΣΤ’ 2: «Οὐ τοίνυν κατέχειν αἱρετικούς καί ἐπιστομίζειν καί ἐκκόπτειν αὐτῶν τήν παρρησίαν καί τας συνόδους καί τάς σπονδάς διαλύειν κωλύει, ἀλλ’ ἀναιρεῖν καί κατασφάττειν.» (μετ. Ελ. Μερετάκη, Ι Χρυσοστόμου, Έργα, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1990, τ. 11 σ. 223).
[48] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΜΑ’ (PG 104,1301Β). Ο Μέγας Φώτιος αναφέρει διαφορετική ημερομηνία: «Τρίτον καί τεσσαρακοστόν καί τριακοστόν πρός τοῖς στ’ ἀπ’ ἀρχῆς τῆς κοσμογενείας ἠνύετο ἐτος, ὅτε τόν βίαιον θάνατον ὁ θεομάχος οὗτος ἀπέτισε θάνατον.» Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 25.
[49] Τρύφων Ευαγγελίδης, Περί τινων αρχαιοτάτων Βυζαντινῶν μονῶν ἐν Βιθυνίᾳ, εν Σωτήρ 1889, σελ. 275.
[50] Βίος καί πολιτεία τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν καί ὁμολογητοῦ Μακαρίου, ἡγουμένου γεγονότος μονῆς τῆς ἐπονομαζομένης Πελεκητῆς, συγγραφείς παρά Σάββᾳ μοναχοῦ, ed H. Delahaye, εν Analecta Bollandiana 16 (1897), 159.
[51] Β’ Κορ. 8.19: «οὐ μόνον δέ ἀλλά καί χειροτονηθείς ὑπό τῶν ἐκκλησιῶν συνέκδημος ἡμῶν σύν τῇ χάριτι ταύτῃ τῇ διακονουμένῃ ὑφ’ ἡμῶν…». Επίσης Πραξ. 19.29: «…ὥρμησαν ομοθυμαδόν εἰς τό θέατρον συναρπάσαντες Γάϊον καί Ἀρίσταρχον Μακεδόνας, συνεκδήμους Παύλου».
[52] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΜΑ’ (PG 104,1301C).
[53] Ι Ζωναράς, Επιτομή Ιστοριών XVI 2.17-21 , ed M. Pinder , CSHB 49 (1897) 389.11-390.6 «Στην Ανατολή πάλι άκμαζε το γένος των Μανιχαίων˙ είναι αυτοί τους οποίους ο κοινός όχλος ονομάζει λαϊκότερα Παυλικιανούς, ονομασία σύνθετη από το Παύλος και Ιωάννης. Οι δύο αυτοί άνδρες απέκτησαν φήμη στους Μανιχαίους και παρά το ότι δεν ήταν οι ιδρυτές της αίρεσης και οι γεννήτορες της κακοδοξίας, υπήρξαν ωστόσο ζηλωτές της και θερμοί σπουδαστές και κήρυκές της. Η αυτοκράτειρα λοιπόν σκέφτηκε να τους μεταστρέψει από την αίρεση στην ορθοδοξία, στέλνοντας για τον σκοπό αυτό τους πιο επιφανείς άνδρες. Εκείνοι πάλι χειρίστηκαν αδέξια και ανόητα την υπόθεση και όχι μόνο δεν έφεραν σε πέρας το ζητούμενο, αλλά ώθησαν σε αποστασία όλο το γένος συμποσούμενο σε πολλές μυριάδες. Το γένος αυτό, συμμαχώντας με τους Ισμαηλίτες, εκστράτευε μαζί τους εναντίον των Ρωμαίων και προκαλούσε στους τελευταίους πολλές συμφορές.» (μετ. Παύλος Νιαβης, Κανάκης 1994, σελ. 173).
[54] Συν. Θεοφάνη, Χρονογραφία IV.16, ed I. Bekker, Bonnae 1838, 165.16.
[55] Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, Θεσσαλονίκη 21998, τ. Β.1 σ. 215.
[56] Συν. Θεοφάνη, Χρονογραφία IV.16, ed I. Bekker, Bonnae 1838, 166.
[57] Συν. Θεοφάνη, Χρονογραφία IV.23, ed I. Bekker, Bonnae 1838, 176.18-177.5.
[58] Συν. Θεοφάνη, Χρονογραφία IV.25, ed I. Bekker, Bonnae 1838, 176.18-179.13-16. Επίσης Ιωσήφ Γενέσιος, Ιστορίαι IV.15, ed A. Lesmueller-Werner I. Thurn, CFHB 14(1978), 67.
[59] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΜΓ’ (PG 104,1304Α).
[60] Συν. Θεοφάνη, Χρονογραφία V.37, ed I. Bekker, Bonnae 1838, 266.18.
[61] Ι Ζωναράς, Επιτομή Ιστοριών XVI 8.17-18, ed M. Pinder, CSHB 49 (1897) 419.17-420.5 «Ο αυτοκράτορας Βασίλειος εκστράτευσε πλέον κατά των Αγαρηνών που βρίσκονταν στην Ανατολή, καθώς επίσης και εναντίον των Μανιχαίων, αρχηγός των οποίων ήταν ο αποκαλούμενος Χρυσόχειρ. Και αφού κατέλαβε μερικά φρούρια και απόσπασε λεία, επιχείρησε να πολιορκήσει και την Τεφρική, την μητρόπολή τους. Επειδή όμως αντιλήφθηκε ότι η πόλη χρειαζόταν μακρά πολιορκία και ήταν ούτως ή άλλως δύσκολο να κυριευθεί, πήρε από κει τον στρατό του και έφυγε» (μετ. Ιορδάνης Γρηγοριάδης, Κανάκη 1998, τ. Β σ. 205.
[62] Εφεσ. 4.32.
[63] Ιωσήφ Γενέσιος, Ιστορίαι IV.35, ed A. Lesmueller-Werner I. Thurn, CFHB 14(1978), 86.72 . « Ο αυτοκράτορας όντας ειρηνόφιλος και πραγματικά εύσπλαχνος, γράφει στον Χρυσόχειρα και του προτείνει την σύναψη ειρήνης, σύμφωνα με την ρήση “γίνεσθε δε εις αλλήλους χρηστοί, εύσπλαχνοι, συγχωρούντες αλλήλους, καθώς ο Θεός συνεχώρησεν εσάς δια του Χριστού” . Επιπλέον του πρότεινε να αρκεστεί στα όσα έχει αποκτήσει και, αφού πάρει από τον ίδιο ως δώρα χρυσό, ασήμι και πολυτελή υφάσματα, να σταματήσει να αιχμαλωτίζει και να κατασφάζει Χριστιανού.» (μετ. Παύλος Νιαβης, Κανάκης 1994, σελ. 236).
[64] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία ΜΓ’ (PG 104,1304Β).
[65] Ιωσήφ Γενέσιος, Ιστορίαι IV.35, ed A. Lesmueller-Werner I. Thurn, CFHB 14(1978), 86.78. «Αυτός όμως, όντας θρασύς και άπιστος, απορρίπτει την ειρηνική πρόταση. Έτσι η απάντησή του στον αυτοκράτορα έλεγε τα εξής: “Αν θέλεις να συνάψεις ειρήνη μαζί μου, να εγκαταλείψεις τις ανατολικές επαρχίες και περιορίσου στις δυτικές˙ έτσι θα ειρηνεύσουμε. Ειδάλλως, εμείς θα επιτεθούμε, έτσι ώστε να σου στερήσουμε και αυτόν τον αυτοκρατορικό θρόνο”. Απέναντι σ’ αυτήν την παράνοια ο βασιλιάς προτίμησε τη σιωπή μη αποστέλλοντας άλλη επιστολή στον Χυσόχειρα» (μετ. Παύλος Νιαβης, Κανάκης 1994, σελ. 236).
[66] Συν. Θεοφάνη, Χρονογραφία V.41, ed I. Bekker, Bonnae 1838, 271.17.
[67] Ι. Καραγιαννόπουλου, Ιστορία Βυζαντινού Κράτους, Θεσσαλονίκη 1993 (Ε’ ανατύπ), σελ. 289.
[68] Συν. Θεοφάνη, Χρονογραφία V.41, ed I. Bekker, Bonnae 1838, 274-5, περιγραφή της φυγής του Χρυσόχειρα, της κατδίωξής του από τον Πουλάδη και του θανάτου του πρώτου.
Επίσης Ιωσήφ Γενέσιος, Ιστορίαι IV.37, ed A. Lesmueller-Werner I. Thurn, CFHB 14(1978), 88.41: «Ο ίδιος ο Χρυσόχειρ με την ολιγομελή ποιτοφυλακή του προσπάθησε να ξεφύγει. Τον προλαβαίνει όμως ο Πουλλάδης, που είχε αυτό το περιβόητο όνομα, καθώς πάντοτε φορούσε καπέλο. Αυτός, επειδή κάποτε είχε διατελέσει αιχμάλωτος στην Τεφρική, ήταν οικείος του Χρυσόχειρος μέχρι χαριεντισμών. Μόλις ο Πουλλάδης είδε τον αρχηγό των Παυλικιανών, φώναξε δυνατά: “Εδώ να έρθουν οι στρατηγοί, εδώ και ο δομέστικος των σχολών”. Και ο Χρυσόχειρ προσπαθώντας να διαφύγει, φωνάζει δυνατά: “Άθλιε Πουλλάδη, τί κακό σου έχω κάμει; Αντίθετα, σε έχω μάλλον ευεργετήσει πολλές φορές. Φύγε και μην με εμποδίζεις”. Και η απάντηση του Πουλλάδη: “Εγώ, Χρυσόχειρ, αναγνωρίζω τις πολλές προς το πρόσωπό μου ευεργεσίες σου και ευελπιστώ ότι ο Θεός και σωτήρας μου σήμερα κιόλας θα σου ανταποδώσει τις ευχαριστίες μου”. Αλλά στην προσπάθειά του να διαφύγει έφιππος ο Χρυσόχειρ, εκτός από τους αντιπάλους του, συνάντησε και μια τάφρο, την οποία το άλογό του (καθώς δείλιαζε) αρνιόταν να υπερπηδήσει. Συνεπώς, από τώρα και μπρος ο Χρυσόχειρ δεν φρόντιζε πια να προφυλαχθεί από τον Πουλλάδη, αλλά πρόσεχε περισσότερο μπροστά του, πως δηλαδή δεν θα έπεφτε στο κενό της τάφρου. Έτσι όμως ο Πουλλάδης βρίσκει την ευκαιρία και, σε ανύποπτη για τον Χρυσόχειρα στιγμή, τον τραυματίζει με κοντάρι κοντά στη μασχάλη. Αποτέλεσμα του τραυματισμού ήταν να ταραχθεί ο ίδιος, να γλιστρήσει το άλογο και να τον γκρεμίσει καταγής. Μαζί του ξεπέζεψε και ο πιο πιστός του υπηρέτης, που έφερε την προσωνυμία Διακονίτζης (τον οποίον ο Λέων, ο αείμνηστος βασιλιάς, μεταστραφέντα στην ορθοδοξία από την βδελυρή αίρεση των Παυλικιανών, διόρισε μνσουράτορα, όπως λένε στη γλώσσα των Ρωμαίων). Αυτός λοιπόν ο υπηρέτης θέλησε να του προσφέρει κάποια ανακούφιση κρατώντας το κεφάλι του Χρυσόχειρος στα γόνατά του. Αλλά στο μεταξύ έφθασαν οι στρατηλάτες, οι οποίοι αφού έκοψαν το κεφάλι του αρχηγού των Παυλικιανών, το έστειλαν δώρο στον θεόσεπτο αυτοκράτορα Βασίλειο» (μετ. Παύλος Νιαβης, Κανάκης 1994, σελ. 240-2).
Επίσης Ι Ζωναράς, Επιτομή Ιστοριών XVI 8.24-29 , ed M. Pinder , CSHB 49 (1897) 421.
[69] Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς XIV 8.5, ed. Diether Reinsch› Athanasios Kambylis , CFHB 40.1 (2001), 455.65-456.74. «Αυτούς λοιπόν, τους οπαδούς των ιδεών του Μάνεντος και μαθητές των γιων της Καλλινίκης Παύλου και Ιωάννη, που ήταν τόσο ωμοί και τόσο φανατικοί, ώστε ήταν έτοιμοι να χύσουν αίμα για τις ιδέες τους, ο θαυμάσιος εκείνος βασιλιάς Ιωάννης Τζιμισκής τους νίκησε σε μάχη και τους εξανδραπόδισε, κι από την Ασία, από τα μέρη των Χαλύβων και της Αρμενίας, τους μετέφερε στην Θράκη. Τους ανάγκασε να εγκατασταθούν γύρω στην Φιλιππούπολη για να βρίσκονται μακριά από τις οχυρότατες πόλεις και τα φρούρια που κατείχαν όταν ήταν εν εξεγέρσει αλλά και για να τους καταστήσει άγρυπνους φρουρούς κατά των γνωστών μας σκυθικών επιδρομών, από τις οποίες υπέφεραν τα μέρη της Θράκης.» (μετ. Αλόη Σιδέρη, Αθήνα 2005, τ.Β’ 198).
[70] Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς IV 3.3, ed. Diether Reinsch› Athanasios Kambylis , CFHB 40.1 (2001), 127.20 «Στο σώμα των Μανιχαίων, που αριθμούσε δύο χιλιάδες οκτακόσιους άνδρες, αρχηγοί ήταν ο Ξαντάς και ο Κουλέων που ανήκαν κι αυτοί στην ίδια αίρεση. Όλοι αυτοί οι άνδρες ήταν λαμπροί πολεμιστές και εξαιρετικά πρόθυμοι να πιουν το αίμα των εχθρών, όταν το καλούσε η περίσταση, και επιπλέον ιταμοί και αναίσχυντοι.» (μετ. Αλόη Σιδέρη, Αθήνα 2005, τ.Α’ 167).
[71] Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς V 3.2, ed. Diether Reinsch› Athanasios Kambylis , CFHB 40.1 (2001), 146.74 «Τότε επιστρέφουν στην πατρίδα τους και οι Μανιχαίοι Ξαντάς και Κουλέων με διαλυμένο το στρατό τους, περίπου δυόμισι χιλιάδες άνδρες. Πολλές φορές ο αυτοκράτορας έστειλε να τους καλέσει, μα εκείνοι υπόσχονταν μεν να έλθουν, αλλά όλο το ανέβαλλαν. Εκείνος επέμενε, τους έστελνε γράμματα τάζοντάς τους δωρεές και τιμές, μα ούτε μ’ όλα αυτά δεν στέργαν να έλθουν.» (μετ. Αλόη Σιδέρη, Αθήνα 2005, τ.Α’ 189).
[72] Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς VΙ 2.1-4, ed. Diether Reinsch› Athanasios Kambylis , CFHB 40.1 (2001), 170.63› 171.10.
[73] Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς VΙ 4.2-3, ed. Diether Reinsch› Athanasios Kambylis , CFHB 40.1 (2001), 174.80 κ.ε.
[74] «Ο αυτοκράτορας που καθημερινά έπαιρνε τις πληροφορίες του, προνοώντας για το μέλλον, κατέβαλλε κάθε προσπάθεια να τον καλοπιάσει με γράμματα και υποσχέσεις γιατί προέβλεπε το κακό που μπορούσε να δημιουργήσει. Ως και χρυσόβουλλο του έστειλε εγγυώμενος ατιμωρησία και την πλήρη ελευθερία του. Αλλά ο κάβουρας ποτέ δεν θα μάθει να βαδίζει ίσια: ίδιος έμεινε ο Τραυλός όπως χθες και προχθές και καλούσε όλο και περισσότερους να έρθουν από τις χώρες τους και καταλήστευε όλα τα γύρω μέρη.» (μετ. Αλόη Σιδέρη, Αθήνα 2005, τ.Α’ 220).
[75] Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς XIV 8.9, ed. Diether Reinsch› Athanasios Kambylis , CFHB 40.1 (2001), 437.34 κ.ε. «Πολλοί Μανιχαίοι πήγαιναν τότε στους ιερείς για να εξομολογηθούν τις αμαρτίες τους χωρίς τον παραμικρό δισταγμό και να λάβουν την χάρη του θείου βαπτίσματος, αλλά και πολλούς μπορούσες να δεις προσκολλημένους με επιμονή στη θρησκεία τους, να προσάγουν μαρτυρίες από την Αγία Γραφή νομίζοντας ότι έτσι ισχυροποιούν το δικό τους κατάπτυστο δόγμα. Ύστερα όμως από συνεχείς συζητήσεις με τον αυτοκράτορα που δεν έπαυε να τους νουθετεί, ακόμα και αυτοί έλαβαν, στην πλειότητά τους, την χάρη του θείου βαπτίσματος.» (μετ. Αλόη Σιδέρη, Αθήνα 2005, τ.Β’ 201).
[76] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία Ι’ (PG 104,1253C) & Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 6: «Αυτοί, όπως και οι Μανιχαίοι, ομολογούν δύο αρχές. Ισχυρίζονται λοιπόν άλλος είναι Θεός ο επουράνιος Πατέρας, τον οποίο εξορίζουν από την εξουσία αυτού του σύμπαντος και του παραχωρούν μόνο την εξουσία του μέλλοντος, και άλλος είναι ο Δημιουργός του κόσμου, που του χαρίζουν την εξουσίαν του παρόντος αιώνα.» (μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ τ.4 σ.17).
[77] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 6.
[78] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 6: «Χρησιμοποιούν τις λέξεις Πατέρας, Υιός καί άγιο Πνεύμα, λέξεις βέβαια ευσεβείς, υποβάλλουν όμως σ’ αυτές την έσχατη ασέβεια. Γιατί δεν τις λένε με το ίδιο νόημα όπως η καθολική και αποστολική Εκκλησία του Θεού, αλλά αποσπώντας από αυτήν τις λέξεις, τις φορτώνουν με δυσεβέστατες έννοιες και διακηρύττουν με ευκολία˙ “Να είναι αναθεματισμένοι όσοι δεν πιστεύουν στον Πατέρα, τον Υιό και το άγιο Πνεύμα” Πατέρα όμως δεν ανακηρύττουν ευθέως τον Παντοκράτορα και ποιητή ουρανού και γης, όλων των ορατών και αοράτων, αλλά λέγοντας Πατέρα επισυνάπτουν τον επουράνιο στον οποίο καθόλου και με κανένα τρόπο δεν του αποδίδουν την εξουσία του ουρανού και των επουρανίων.» (μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ τ.4 σ.19).
[79] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία Ι’ (PG 104,1256Α): «Δεύτερον, τό τήν πανύμνητον καί ἀειπάρθενον Θεοτόκον μηδέ κἄν ἐν ψιλῇ τῶν ἀγαθῶν ἀνθρώπων τάττειν ἀπεχθῶς ἀπαριθμήσει˙ μηδέ ἐξ αὐτῆς γεννηθῆναι τόν Κύριον, ἀλλ’ οὐρανόθεν τό σῶμα κατενεγκεῖν˙ καί ὅτι μετά τόν τοῦ Κυρίου τόκον, καί ἄλλους, φησίν, υἱούς ἐγέννησεν ἐκ τοῦ Ἰωσήφ.»
[80] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία Ι’ (PG 104,1256Β).
[81] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 7: «Αλλά και τον ζωοποιό σταυρό τον περιβάλλουν με ύβρεις και λένε τον προσκυνούν και τον αποδέχονται, αναπλάθοντας οι δόλιοι απατεώνες τον ίδιο τον Χριστό ως σταυρό. Γιατί αυτός, λένε, άπλωσε τα χέρια του σε σχήμα σταυρού. Τον αληθινό όμως σταυρό, επειδή, λένε, είναι ξύλο και όργανο κολασμού των κακούργων και θεωρείται καταραμένο, δεν πρέπει να τον προσκυνούμε και να τον ασπαζόμαστε.» (μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ τ.4 σ.21).
[82] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 10: «Δεν διστάζουν να προσκυνήσουν το Ευαγγέλιο που έχομε εμείς, όχι βέβαια εκεί που έχει χαραχθεί ο τύπος του τιμίου σταυρού, αλλά στο υπόλοιπο μέρος, όπου δεν γίνεται φανερή η απεικόνιση του σταυρού. Και ισχυρίζονται ότι προσκυνούν το βιβλίο, επειδή περιέχει Δεσποτικούς λόγους, αλλ΄ όσα ανάγονται στα δόγματα είναι τόσο δυσσεβείς και εντελώς ασύμφωνοι και προς την αλήθεια και μεταξύ τους.» (μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ τ.4 σ.25).
[83] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 9: «πλυν όμως αν τους συμβεί κάποια σφοδρότερη σωματική ασθένεια, τοποθετούν επάνω τους και τον ζωοποιό σταυρό που είναι καμωμένος από ξύλο. Έπειτα όταν επιτύχουν τη θεραπεία τους τον σπάζουν ή και τον πατούν με τα πόδια τους και τον ρίχνουν στα απορρίματα.» (μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ τ.4 σ.23).
[84] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία Ι’ (PG 104,1253C).
[85] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία Ι’ (PG 104,1257Α).
[86] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία Ι’ (PG 104,1256Α) & Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 7.
[87] Ιωαν. 4.10.
[88] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 9: «Αλλά και το άγιο βάπτισμα το περιφρονούν, γιατί, προσποιούμενοι ότι το αποδέχονται, αντικαθιστούν τους λόγους του Ευαγγελίου με τη λέξη βάπτισμα. Γιατί λένε “Ο Κύριος είπε˙ Εγώ είμαι το νερό που δίνει ζωή”» (μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ τ.4 σ.23).
[89] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία Ι’ (PG 104,1253Β).
[90] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία Ι’ (PG 104,1253Β) & Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 8.
[91] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 8: «Αλλά βέβαια και τους ιερούς προφήτες τους αποστρέφονται και όλη την παλαιά Γραφή καί τους άλλους αγίους αποστόλους, αποκαλώντας αυτούς ληστές και κλέφτες, και περισσότερο κατηγορούν τον κορυφαίο απόστολο Πέτρο, επειδή αρνήθηκε, λένε, την πίστη του στον διδάσκαλο και Χριστό.» (μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ τ.4 σ.21).
[92] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 8: «Αν και βέβαια ο δάσκαλος τους Μάνης φωνάζει δυνατά προς αυτούς και λέγει˙ “Δεν είμαι άσπλαχνος, όπως ο Χριστός που είπε, όποιος με αρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους, θα τον αρνηθώ κι εγώ. Αλλά εγώ λέγω, όποιος με αρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους και με το ψεύδος εξασφάλισε την σωτηρία του, θα τον δεχθώ με χαρά σα να μη με έχει αρνηθεί, και την άρνηση και το ψεύδος του θα την εκτιμήσω ως φύλαξη και τήρηση της ομολογίας μου”.» (μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ τ.4 σ.21).
[93] Β’ Πετρ. 3.14-16.
[94] Πέτρου Σικελιώτου, Ιστορία Ι’ (PG 104,1256Β).
[95] M. Loos, Dualist heresy in the Middle Ages, Prague 1974, p.35.
[96] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 7.
[97] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 22.
[98] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 21: «Η Μανιχαία γυναίκα που αναφέραμε προηγουμένως, όταν συνομίλησε μαζί του για πρωτη φορά του είπε, Πες μου, γιατί δεν διαβάζεις τα ιερά Ευαγγέλια; Κι εκείνος (δεν είχε εισχωρήσει στα βαθη του το δηλητήριο της αποστασίας) απάντησε, ότι δεν επιτρέπεται, ενώ ήταν λαϊκός, να διαβάσει έτσι απερίσκεπτα τα φρικτά λόγια˙ το έργο αυτό ανήκει στους ιερείς. Ακούει τότε την μαινάδα να του λέγει, ότι είναι ανώφελη σ’ αυτόν η υπερβολική ευλάβεια και τιμή που δείχνει σ’ αυτά˙ καθόσον στον Θεό δεν υπάρχει πρωσοποληψία, γιατί θέλει να σωθούν όλοι και ν’ αποκτήσουν την επίγνωση της αλήθειας.» (μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, ΕΠΕ τ.4 σ.59-61).
[99] M. Loos, Dualist heresy in the Middle Ages, Prague 1974, p.36.
[100] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Α’ 233.
Με την ανάληψη της βασιλείας από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο και την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης ο αρχαίος κόσμος εισέρχεται σε μια νέα εποχή, την υπερχιλιετή βασιλεία της Ρωμανίας. Οι σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους επανακαθορίζονται σε νέες βάσεις. Ο Χριστιανισμός νομιμοποιείται και στην συνέχεια γίνεται η επίσημη θρησκεία του Κράτους. Ως αποτέλεσμα, το συνοδικό σύστημα της Εκκλησίας αποκτά και πολιτική διάσταση. Οι όροι των Συνόδων γίνονται νόμοι του Κράτους.
Αυτές οι εξελίξεις έχουν αντίκτυπο και στις αιρέσεις, καθορίζουν την μορφή και την εξέλιξή τους, επεμβαίνουν στην αντιμετώπισή τους. Έτσι ο γνωστικισμός αναμορφώνεται για να επιβιώσει στα νέα δεδομένα. Είναι αναγκαίο. Δεδομένου του ενοποιητικού χαρακτήρα του Χριστιανισμού και την θετική επίδρασή του στην συνοχή της αυτοκρατορίας, κάθε εχθρός του Χριστιανισμού είναι και εχθρός του Κράτους. Αυτό γίνεται κατανοητό στην πράξη, όταν παρακολουθεί κάποιος τον ιστορικό ρόλο των αιρέσεων εντός της Ρωμανίας, ρόλος που μπορεί ν’ αναλυθεί σε τρείς συνισταμένες:
1) Οι αιρέσεις αποτραβιούνται στην περιφέρεια, μακριά από το διοικητικό κέντρο, κατά προτίμηση στα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας. Εκεί δημιουργούν τις εστίες τους, υιοθετούν κάποιες φορές εθνική ταυτότητα και εμφανίζουν αποσχιστική δράση, ως συνέπεια του εκκλησιαστικού σχίσματος.
2)Δημιουργούν σχέσεις με τους εξωτερικούς εχθρούς της αυτοκρατορίας και χρησιμοποιούνται ως προγεφυρώματα προετοιμάζοντας τις εισβολές τους. Λειτουργούν δηλαδή ως πέμπτη φάλαγγα, υποβοηθώντας τους εχθρούς ή συμμαχώντας άλλες φορές ανοικτά μαζί τους ενάντια στην Κωνσταντινούπολη.
3)Στο εσωτερικό συντάσσονται με τους εχθρούς του Χριστιανισμού, προκαλούν εμφύλιες διαμάχες, σφετερίζονται την εξουσία. Υπό έρευνα παραμένει το κατά πόσο συνεισέφεραν οι γνωστικές αιρέσεις στην έναρξη της Εικονομαχίας, συντασσόμενες με τους Ιουδαίους και τους μουσουλμάνους, όταν είναι γνωστό ότι οι καθαρά εικονομαχικές επαρχίες ήταν οι χώροι στους οποίους δραστηριοποιούνταν οι αιρέσεις αυτές.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, η αντιμετώπιση των γνωστικών αιρέσεων από την Πολιτεία είναι δυναμική. Η καταστολή των εξεγέρσεων απαιτεί την χρήση του στρατού, ενώ στις περιοχές που το πολιτικό θερμόμετρο ανεβαίνει, η αποσυμπίεση γίνεται με μετακινήσεις πληθυσμών.
Στην γνωστική διδασκαλία παρατηρούνται επίσης αλλαγές. Αυτές είναι αιτιολογημένες. Η πολιτεία είναι πρόθυμη να λάβει μέτρα εναντίον τους, κάτι που δεν συνέβαινε τα παλαιότερα χρόνια. Έτσι η διδασκαλία τους τείνει να μιμηθεί τον Χριστιανισμό, ώστε η δράση τους να συμβαίνει στην παρυφές της Εκκλησίας, για να περνά όσο το δυνατόν απαρατήρητη. Παρόλα αυτά το αρρωστημένο στοιχείο της γνωστικής διδασκαλίας παραμένει ευκολοδιάγνωστο σε αντίθεση με άλλες μεγάλες αιρέσεις που συντάραξαν την Εκκλησία.
Σημαντική μεταβολή στην γνωστική διδασκαλία είναι η εγκατάλειψη του μυθολογικού στοιχείου και η συστολή του φιλοσοφικού στο ελάχιστο δυνατό. Ως αποτέλεσμα, εγκαταλείπονται οι ατέλειωτες ιεραρχίες των Αιώνων και τα διογκωμένα Πληρώματα. Είναι μία φυσική εξέλιξη. Ο αρχαίος κόσμος φθίνει και η αρχαία θρησκεία εγκαταλείπεται. Αν οι γνωστικοί επέμεναν στα παραπάνω στοιχεία, τότε δεν θα έβρισκαν κοινό πρόθυμο να τους ακούσει. Η ειδωλολατρεία και ο πολυθεϊσμός ήταν παρωχημένες ιδέες, που δεν ικανοποιούσαν πλέον την ανάγκη του κόσμου για την νέα πνευματικότητα, την οποία κάλυψε ο Χριστιανισμός.
Φαίνεται, ότι κάποια από τα υπολείμματα των Εθνικών συντάχθηκαν με τους γνωστικούς. Αυτό προκύπτει από την αναφορά του αγίου Επιφανίου, για τους Μεσσαλιανούς. Ο άγιος αναγνωρίζει δύο ομάδες με αυτό το όνομα. Στην προγενέστερη από τις δύο κύριο πληθυσμιακό στοιχείο ήταν οι Εθνικοί:
« ἀλλ’ ἐκείνοι μέν ἐξ Ἑλλήνων ὡρμώντο, οὔτε Ἰουδαϊσμῷ προσανέχοντες οὔτε Χριστιανοί ὑπάρχοντες οὔτε ἀπό Σαμαρειτῶν, ἀλλά μόνον Ἑλληνες ὄντες δῆθεν καί θεούς μέν λέγοντες, μηδενί δέ <τούτων> προσκυνοῦντες, ἐνί δέ μόνον δῆθεν τό σέβας νέμοντες καί καλοῦντες Παντοκράτορα.» (Πανάριον 80.1.4)
Έτσι παρατηρείται ότι κατά την μετάβαση από τον αρχαίο κόσμο στον μεσαιωνικό, στις τάξεις των γνωστικών προσέρχονται μερίδες Εθνικών, οι οποίοι δεν επιθυμούν να ενταχθούν στην επίσημη Εκκλησία, την οποία καταδίωκαν μέχρι πρότινος. Μόνο έτσι μπορεί να ερμηνευθεί η αναφορά του αγίου Επιφανίου, δεδομένου ότι ιστορικά ο μεσσαλιανισμός εμφανίστηκε αρχικά στην Συρία.
Δεύτερη σημαντική εξέλιξη στην γνωστική διδασκαλία είναι ο επανακαθορισμός της γύρω από δύο άξονες: την μανιχαϊκή δυαρχία και τον μοντανιστικό ενθουσιασμό. Τα χαρακτηριστικά αυτά διατηρήθηκαν καθ’ όλη την διάρκεια του μεσαίωνα. Ο Μανιχαϊσμός είναι η γέφυρα μεταξύ του αρχαίου και του μεσαιωνικού γνωστικισμού. Καθόρισε με την δυαρχία του σε απλοποιημένη μορφή την θεωρία του γνωστικισμού, ενώ ο ενθουσιασμός, την πρακτική του.
Ο μεσαιωνικός γνωστικισμός έριξε τις μάσκες. Διδάσκει πλέον, αν και όχι στο ευρύ κοινό, ότι λατρεύει τον Σατανά. Η δαιμονική διδασκαλία, η οποία στην προηγούμενη φάση προσπαθούσε να κρυφθεί πίσω από μυθολογικά ή φιλοσοφικά προσωπεία, τώρα φανερώνεται. Και αυτό το βρίσκουμε πάλι σε αναφορά του αγίου Επιφανίου:
«Ἄλλοι δέ πάλιν ἐκ τούτων ἔτι βαθύτερόν τι διανοούμενοι, ὡς κατά τήν αὐτῶν εὐήθειαν συμβούλῳ τῇ διανοίᾳ χχρώμενοι εἶπον˙ ὁ Σατανᾶς μέγας ἐστί καί ἰσχυρότερος καί πολλά ἐπιτελεῖ κακά τοῖς ἀνθρώποις. διά τί οὐ μᾶλλον προς τοῦτον καταφεύγομεν καί αὐτῷ προσκυνούμεν, αὐτόν τε τιμῶμεν καί αὐτόν εὐφημοῦμεν, ἵνα διά τῆς κολακευτικῆς θεραπείας μή ἐνεργήςῃ ὑμῖν τά πονηρά, ἀλλ’ ὡς δούλων αὐτοῦ ἡμῶν γεγονότων, φασί, φείδητε ἡμῶν; καί οὕτω καί οὗτοι Σατανιανούς ἑαυτούς ἐπωνόμασαν.» (Πανάριον 80.3.1)
Δεν πρόκειται γα μεμονωμένο φαινόμενο. Ο σατανισμός καθορίζει την αντίληψη του μεσαιωνικού γνωστικισμού περί δυαρχίας. Εκτενείς αναφορές κάνεις και ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός, στην Πνευματική Πανοπλία του, όταν εξετάζει τους Βογομίλους, όπως θα δούμε στον οικείο τόπο.
Τέτοιου είδους ομολογία, δεν μπορούν να κάνουν οι γνωστικοί σε ένα αυστηρό χριστιανικό περιβάλλον. Γι’ αυτό και κρύβουν την ιδιότητά τους, κρύβουν και την διδασκαλία τους. Παρουσιάζονται στα λόγια ως Ορθόδοξοι. Ορκίζονται, υπογράφουν δηλώσεις, αναθεματίζουν πρόσωπα και διδασκαλίες χωρίς δισταγμό, αρκεί να ξεφύγουν της προσοχής. Οι αρχές εφηύραν ανακριτικές μεθόδους ανά περίσταση, προκειμένου ν’ ανακαλύψουν την αλήθεια. Σε πολλές περιπτώσεις διέκριναν την ανειλικρίνεια στην μετάνοιά τους, γι’ αυτό και δεν τους δέχθηκαν ως Ορθόδοξους, αλλά διέσπασαν αδελφότητες και έθεσαν τα μέλη τους υπό πνευματική επιτήρηση.
Παρά την μυστικοπάθεια και την απροθυμία των αιρετικών να φανερώσουν την διδασκαλία τους, δεν έχουμε την περίοδο του Μεσαίωνα ίδρυση μυστικών εταιρειών. Αυτό θα συμβεί κατά την επόμενη περίοδο, στην Δύση. Στην Ανατολή η μυστικότητα είναι περιορισμένη μόνο στην διδασκαλία τους και όχι στην δράση τους.
Χαρακτηριστική παραμένει η πολυδιάσπαση των σεκτών. Εξακολουθεί να μην υπάρχει κεντρική διοίκηση στην αίρεση. Το καινούργιο που προστίθεται είναι η διατήρηση μίας κεντρικής διδασκαλίας, στην οποία προστίθενται ή αφαιρούνται ελάχιστα. Έτσι από την πρώτη γνωστική σέκτα που εμφανίστηκε τον Μεσαίωνα, μέχρι την τελευταία, οι ομοιότητες επιτρέπουν να μιλάμε για την εξέλιξη μια βασικής διδασκαλίας. Αυτό είναι παρατηρημένο ήδη από τους μεσαιωνικούς χρόνους και πολλές φορές χρησιμοποιείται το ίδιο όνομα για διαφορετικές σέκτες ή πολλά διαφορετικά ονόματα για μία. Τα διάφορα ονόματα δεν σηματοδοτούν ισχυρές διαφορές, μάλλον διαφορές στην ηγεσία της ομάδας τις περισσότερες φορές.
Η έρευνα του γνωστικισμού της μεσαιωνικής περιόδου έχει στην διάθεσή της ένα στοιχείο που πριν δεν υπήρχε. Επειδή την Εκκλησία συντάραξαν μεγάλες αιρέσεις, μεγάλοι Πατέρες ασχολήθηκαν μαζί τους. Η αντιμετώπιση του γνωστικισμού σε θεολογικό και συγγραφικό επίπεδο περιορίστηκε, και πολλά έργα χάθηκαν λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος. Αλλά υπάρχει η ιστορική παρουσία και δράση των ομάδων και αυτή καταγράφηκε από τους ιστορικούς της Ρωμανίας/Βυζαντίου. Έτσι, ό,τι υπολείπεται από την θεολογική αντιμετώπιση, συμπληρώνεται από την ιστορική καταγραφή.
Ταυτόχρονα η έρευνα του γνωστικισμού μπορεί ν’ ασχοληθεί για πρώτη φορά με την δράση των ομάδων αυτών εκτός από την διδασκαλία τους. Αυτό στην επόμενη περίοδο θα είναι δυσκολότερο, διότι με την ίδρυση των μυστικών εταιρειών, η πολιτική δράση γίνεται παρασκηνιακή και τα στοιχεία που θα μπορούσαν να την καταγράψουν σπανίζουν. Στην περίοδο, όμως που θα εξεταστεί, κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί ακόμη, ίσως σε μεμονωμένες περιπτώσεις.
5.1 Μεσσαλιανοί
Το κίνημα των Μεσσαλιανών προήλθε από την περιοχή της Συρίας, όπως δηλώνει και το όνομά τους. Στα συριακά μεσσάλ σημαίνει ευχή, γι’ αυτό και καλούνται επίσης Ευχίτες. Άλλα ονόματα που τους αποδίδονται είναι Ενθουσιαστές και Χορευτές[1]. Από τους αρχηγούς των διαφόρων ομάδων προκύπτουν τα εξής ονόματα:
› Ευσταθιανοί , διότι ενδέχεται να προήλθαν από το παλαιότερο κίνημα του μοναχού Ευστάθιου, ο οποίος καταδικάσθηκε από την σύνοδο της Γάγγρας το 343 μ.Χ.
› Αδελφιανοί, από τον λαϊκό Αδέλφιο, τον οποίο αντιμετώπισε ο Φλαβιανός Αντιοχείας.
› Μαρκιανιστές ή Μαρκιωνιστές, από τον τραπεζίτη Μαρκιανό, ο οποίος έζησε τους χρόνους του Ιουστινιανού και Ιουστίνου Β’ τον Στ’ αι.
› Λαμπετιανοί, από κάποιον Λαμπέτιο γνωστό από το σύγγραμμά του Διαθήκη. Ο Λαμπέτιος έζησε τον Ε’ αι. και ίδρυσε μοναστήρια στην Κιλικία και την Ισαυρία. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός θεωρεί τους Λαμπετιανούς ξεχωριστή αίρεση, αλλά στις υπόλοιπες πηγές αναφέρονται ως συνέχεια των Μεσσαλιανών. Επίσης ο ίδιος συγγραφέας θεωρεί τους Ευσταθιανούς ότι προέκυψαν από αυτούς, αλλά στην πραγματικότητα είναι προγενέστεροι[2].
Η αίρεση ανεφάνη περί το 370 μ.Χ στην βασιλεία του Βαλεντινιανού και του Βάλη[3], στην περιοχή της ανατολικής Συρίας. Αρχηγοί τους αναφέρονται εκείνη την εποχή οι Δαδόης, Σάββας, Αδέλφιος, Ερμάς Συμεών[4] κ.α.
Από τους πρώτους που κινήθηκαν προς αντιμετώπιση των Μεσσαλιανών ήταν ο Λιτώιος, επίσκοπος Μελιτήνης, ο οποίος έκλεισε τα μοναστήρια τους και τους εξόρισε. Στην συνέχεια πέρασαν στην Λυκαονία και στις περιοχές της Μικράς Ασίας, προσποιούμενοι τους Ορθόδοξους. Τους ξεσκέπασε ο Φλαβιανός Αντιοχείας (381-404), ο οποίος ανέκρινε προσωπικά τον Αδέλφιο, εφαρμόζοντας το εξής τέχνασμα.
Έστειλε στην Έδεσσα, όπου βρίσκονταν, ομάδα μοναχών και τους έφεραν στην Αντιόχεια. Εκεί έλεγξε τους κατηγόρους, ως συκοφάντες και τους μάρτυρες ότι ψεύδονται. Κατόπιν προσέγγισε τον ίδιο τον Αδέλφιο και του είπε:
«Ἡμεῖς, ὦ πρεσβύτα, τόν πλείω βεβιωκότες βίον, ἀκριβέστερον καί τήν ἀνθρωπείαν ἐμάθομεν φύσιν καί τα τῶν ἀντιπάλων δαιμόνων ἔγνωμεν μηχανήματα, πείρᾳ δέ καί τήν τῆς χάριτος ἐδιδάχημεν χορηγίαν˙ οὗτοι δέ νέοι ὄντες καί τούτων οὐδέν ἀκριβῶς ἐπιστάμενοι, πνευματικοτέρων ἐπακοῦσαι λόγων οὐ φέρουσι. τοιγάρτοι εἰπέ μοι, ὅπως φατέ καί τό πνεῦμα τό ἐνάντιον ὑποχωρεῖν καί τοῦ παναγίου πνεύματος τήν χάριν ἐπιφοιτάν[5].»
Παρουσιάστηκε δηλαδή ο Φλαβιανός, ότι πρεσβεύει τα ίδια με τον Αδέλφιο, διότι έχουν και οι δυο την ίδια πείρα και θέλει να μάθει περισσότερα από αυτόν. Και αφού τον κολάκεψε και τον έθελξε με τα λόγια του τον έκανε να ομολογήσει τις αληθινές δοξασίες του. Στην συνέχεια τον επιτίμησε:
«... πεπαλαιωμένε ἡμερῶν κακῶν, ἐλέγξαι σε τό σόν στόμα καί οὐκ ἐγώ˙ τά δέ χείλη σου καταμαρτυρήσαι σου[6].»
Μετά την έξωσή τους από τα μέρη εκείνα πέρασαν στην Παμφυλία. Εκεί ήρθαν αντιμέτωποι με τον άγιο Αμφιλόχιο Ικονίου (344-394). Αυτός συνεκάλεσε σύνοδο στην Σίδη το 390 μ.Χ. και τους καταδίκασε. Γι’ αυτή πληροφορούμαστε από τον Μέγα Φώτιο, κάτοχο των πρακτικών της Συνόδου. Σε αυτήν συμμετείχαν 25 επίσκοποι μεταξύ των οποίων «συμπαρόντων δέ αὐτῷ Βίζου τοῦ Σελευκείας καί Μαρουθᾶ τοῦ Σουφαρηνῶν ἔθνους καί Σάμου[7]». Στην Σύνοδο έστειλε επιστολή και ο Φλαβιανός Αντιοχείας, αναφέροντας όσα είχε διαπιστώσει προσωπικά για την διδασκαλία τους.
Η Σύνοδος τους καταδίκασε, χωρίς να κάνει δεκτή την μετάνοιά τους, διότι ήδη υποτίθεται ότι είχαν μετανοήσει, αλλά αποδεικνύονταν ότι παρέμειναν αμετακίνητοι στις κακοδοξίες τους. Ακολούθησε ανταλλαγή επιστολών προς τους επισκόπους των ανατολικών επαρχιών, της Αρμενίας και της Μικράς Ασίας προς ενημέρωση.
Ακολούθησε νέα καταδίκη τους από την Γ’ Οικουμενική Σύνοδο στην Έφεσο το 431 μ.Χ[8]. Τα των Μεσσαλιανιτών συζητήθηκαν στην Στ’ συνεδρίαση, πρωτοστατούντων των Ουαλεριανού Ικονίου και Αμφιλόχιου Σιδηνών. Διαβάστηκε η προηγούμενη συνοδική καταδίκη τους από τον Σισσίνιο Κωνσταντινουπόλεως.
Στην Σύνοδο αυτή καταδικάσθηκε και το σύγγραμμά τους με τον τίτλο Ασκητικό. To αναθεματισθέν σύγγραμμα επέζησε μέχρι την εποχή του Τιμόθεου Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος το αναφέρει ως Κεφάλαια[9]. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός καταγράφει την διδασκαλία των Μεσσαλιανών από βιβλίο δικό τους[10].
Καταδικαστικές αποφάσεις κατά του κινήματος αυτού έχουμε και στην Συρία, από σύνοδο που συνεκλήθη το 576 μ.Χ. υπό τον Εζεκιήλ[11]. Άλλες συνοδικές αποφάσεις αναφέρουν τις πρακτικές των Μεσσαλιανών[12]. Τέτοια είναι η αναφορά του Γρηγόριου Βαρ Εβραίου για τους ακόλουθους του Ευσέβιου Εδεσσηνού[13]. Θεολογική αναίρεση του μεσσαλιανισμού είχε προηγηθεί από τον άγιο Εφραίμ τον Σύρο[14].
Ο Μέγας Φώτιος αναφέρει και κάποια στοιχεία για τον Λαμπέτιο. Αυτός έζησε τον Ε’ αι. και ίδρυσε μοναστήρια στην Ισαυρία και την Κιλικία. Κατάφερε με απάτη να υποδυθεί τον Ορθόδοξο και να χειροτονηθεί ιερέας. Ο ηγούμενος Γερόντιος της Μονής στη Γλιτίδα απέστειλε επιστολή στον Αλύπιο Αρχιεπίσκοπο Καισαρείας εναντίον του. Ο τελευταίος ενημέρωσε με την σειρά του Ορμίζη, επίσκοπο Κομάνης και του ανέθεσε την εξέταση των κατηγοριών. Οι κατηγορίες που του προσάπτονταν ήταν:
«... ὅτι κόρην κατά στόμα φιλῶν ἐνηγκαλίζετο, καί ὅτι αὐτός ἐκεῖνος ἔφη Λαμπέτιος ἐν Ἰεροσολύμοις μετά τινός διακονίσσης ἐξαμαρτεῖν, καί ὅτι προσελθόντων τινῶν καί νοσήματος ἴασιν ἐξαιτουμένων ἔφη˙ Φέρε μίαν κόρην προς ἐμέ καλήν καί δείξω σοι ἁγιωσύνην, καί ὅτι τούς τάς ὥρας ψάλλοντας ἐξεμυκτήριζε καί διέσυρεν ὡς ὑπό νόμον ἔτι τυγχάνοντας[15].»
Ο Λαμπέτιος καθαιρέθηκε με την ψήφο και του Αλυπίου Καισαρίας, ο οποίος εξαπατηθείς τον είχε χειροτονήσει πρεσβύτερο. Σύγγραμμά του αναφέρεται η Διαθήκη. Περιείχε την διδασκαλία του και αναιρέθηκε από τον Σέβηρο Αντιοχείας (512-519), όταν ήταν ακόμη πρεσβύτερος. Υπερασπιστής του ήταν κάποιος Αλφείος Ρινοκούρων, ο οποίος επίσης καθαιρέθηκε και αντικαταστάθηκε από τον Πτολεμαίο. Του τελευταίου αναφορά προς τον Τιμόθεο Αλεξανδρείας διάβασε ο Μέγας Φώτιος και διέσωσε τα σχετικά.
Η αίρεση επέζησε στην Συρία, ενώ η συνέχεια της δράσης των Μεσσαλιανών στις επαρχίες της Ρωμανίας συζητείται. Ο K. Fitschen[16] αμφισβητεί την παρουσία τους στην Μικρά Ασία μετά την καταδικαστική απόφαση της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου. Αλλά η άποψη αυτή στηρίζεται κυρίως στον τρόπο ανάγνωσης των αναφορών των μεταγενέστερων συγγραφέων. Επίσης εκλαμβάνονται οι Λαμπετιανοί και οι Μαρκιανιστές ως ξεχωριστές ομάδες. Η τάση όμως είναι να θεωρούνται ομάδες μεσσαλιανικές, με διαφορετικό όνομα. Εξάλλου και οι επόμενες γνωστικές σέκτες που ξεπήδησαν από τους Μεσσαλιανούς φέρουν όλα τα χαρακτηριστικά της διδασκαλίας και των πρακτικών τους, με αποτέλεσμα να καλούνται πολλές φορές Μεσσαλιανοί. Συνεπώς δεν έχει σημασία αν επέζησαν αυτοί οι ίδιοι με το ίδιο όνομα, εφόσον επέζησαν όλες οι κακοδοξίες τους.
Έτσι μετά τον Μέγα Φώτιο κάνει αναφορά σε αυτούς ο Γεώργιος Κεδρηνός[17]. To IΒ’ αι. αναφέρεται κάποιος Θεόδωρος Βλαχερνίτης, ο οποίος καταδικάστηκε ως Μεσσαλιανός. Την πληροφορία διασώζει η Άννα Κομνηνή:
«Μετά τοῦτον ἤ μᾶλλον εἰπεῖν σύν τούτῳ καί ὁ Βλαχερνίτης δεδημοσιεύετο ἀσεβῆ καί ἔκφυλα τῆς Ἐκκλησίας φρονῶν, κἄν ἱερωμένος ἦν. ἐνθουσιασταῖς γάρ ὁμιλήσας καί τῆς τούτων λύμης μετασχών πολλούς τε ἐξαπατῶν καί μεγάλας τῶν ἐν τῇ μεγαλουπόλει οἰκίας ὑπορύττων καί παραδιδούς τά τῆς ἀσεβείας δόγματα, ἐπεί πολλά πολλάκις μεταπεμπόμενος καί διδασκόμενος παρά τοῦ αὐτοκράτορος οὐδόλως τῆς οἰκίας κακοδοξίας ἀφίστατο, τῇ ἐκκλησίᾳ καί τοῦτον ὁ αῦτοκράτωρ παρέπεμψεν. οἱ δέ ἐπί πλέον τοῦτον ἐξετάσαντες, ὡς ἀμετάθετον καί αὐτοί ἐγνώκεσαν, αὐτόν τε αἰωνίῳ ἀναθέματι καί τά τούτου δόγματα καθυπέβαλον[18].»
Ο Θεόδωρος καταγόταν από την Τραπεζούντα και ήταν προεστώς στην Εκκλησία των Βλαχερνών[19]. Αυτό αναφέρεται σε έγγραφο του Νικήτα Ηρακλείας του 1117 που αφορούσε βασικά την εξέταση της υπόθεσης του Ιωάννη Ιταλού.
Εξάλλου, άλλη μια καταδικαστική απόφαση επί Αλεξίου Στουδίτου (1025 - 1043) κατά του Ελευθερίου εκ Παφλαγονίας (10ος αι) δείχνει ότι οι κακοδοξίες του ήταν μεσσαλιανικές διδαχές. Αυτός ίδρυσε μοναστήρι στην επαρχία Λύστρων της Λυκαονίας, το επικαλούμενο Μωρόκαμπος. Η απόφαση του 1030 μ.Χ υποχρέωσε την αδελφότητα σε διάλυση.
Τον ΙΒ’ αι. καταδικάσθηκαν από Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη που έγινε το 1140, τα συγγράμματα του Κωνσταντίνου Χρυσομάλλου. Ο ίδιος είχε πεθάνει. Τα συγγράμματά του βρέθηκαν σε τρεις μονές, το Ιερόν του κυρού Νικολάου, την Μονή του αγίου Αθηνογένους και την Μονή του Γηροκομίου. Στα 250 κεφάλαια του κειμένου αναγνωρίστηκαν οι διδασκαλίες των Ενθουσιαστών και των Βογομίλων, σύμφωνα με την απόφαση. Οι μοναχοί Πέτρος και Γεώργιος, ο επονομαζόμενος Παμφίλος δήλωσαν άγνοια και ότι δεν αντιλήφθηκαν τις κακοδοξίες. Αναθεμάτισαν τα κείμενα μαζί με την Σύνοδο. Ο μεν Παμφίλος παρέμεινε ως είχε απλός μοναχός, ενώ από τον Πέτρο αφαιρέθηκε η ηγουμενία της Μονής του αγίου Αθηνογένους, διότι:
«Πῶς γάρ ἄν καί κυβερνᾶν ἄλλους καί διδάσκειν ἱκανός κριθῇ ὁ τοιαύτην αγνοήσας, ὥς φησιν, ἄγνοιαν, καί ἔκδηλον οὕτω πᾶσιν ἀσέβειαν κατανοῆσαι μή δυνηθείς;»
και εστάλη σε άλλη Μονή, υπό άλλον ηγούμενο να καθοδηγείται.
Οι καταδικαστικές αυτές αποφάσεις δημοσιεύονται στο τέλος της ενότητας σε παράρτημα, επειδή είναι δυσεύρετες.
Με την κατηγορία του Βαρλαάμ του Καλαβρού εναντίον των Ησυχαστών για μεσσαλιανισμό, και τις απαντήσεις του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά θα ασχοληθούμε στο τέλος του κειμένου, για λόγους που θα γίνουν εκεί κατανοητοί.
5.1.α Διδασκαλία
Για την διδασκαλία των Μεσσαλιανών αξιόπιστες πηγές είναι ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός και ο Τιμόθεος Κωνσταντινουπόλεως. Και οι δύο αναφέρουν όσα διάβασαν σε κείμενα της αίρεσης.
1) Οι Μεσσαλιανοί πίστευαν ότι στον άνθρωπο κατοικεί ενυπόστατος ο Σατανάς και τον εξουσιάζει σε όλα[20],
2) ότι ο Σατανάς και οι δαίμονες εξουσιάζουν τον νου του ανθρώπου και η φύση του επικοινωνεί με τα πνεύματα της πονηρίας[21],
3) ότι συγκατοικούν ο Σατανάς και το Άγιο Πνεύμα στον άνθρωπο[22], και ότι ούτε οι Απόστολοι δεν ήταν καθαροί από την επίδραση που ασκούν[23],
4) ότι ούτε το βάπτισμα τελειοποιεί τον άνθρωπο, ούτε η μετάληψη των θείων μυστηρίων καθαρίζει την ψυχή, αλλά μόνο η προσευχή που επιχειρούν αυτοί[24]. Για την προσευχή του αναφέρει ό Ευθύμιος Ζιγαβηνός ότι:
«Εὐχήν δέ λέγουσι εἴτε τήν προσευχήν, ἥν ἕκαστος προσφέρει τῷ Θεῷ, εἴτε τήν τοῦ Πάτερ ἡμῶν, ἥν ὁ Κύριος τοῖς ἀποστόλοις παρέδωκεν, εἴτε τινα ἑτέραν μόνοις ἐξ αὐτῶν ἐγνωσμένην τοῖς εἰς ἀσέβειαν τελειοτέροις, προς δέ τούς ἄλλους πάντας οὖσαν ἀνέκφορον διά τήν ἐν αὐτῇ τερατολογίαν, οἶμαι, καί σατανικήν ἐπῳδήν[25].»
5) ότι ο άνθρωπος είναι ζυμωμένος με την αμαρτία και μετά το βάπτισμα[26],
6) ότι ο πιστός δεν ενδύεται το άφθαρτο και θεϊκό ένδυμα με το βάπτισμα, αλλά με την προσευχή[27],
7) ότι πρέπει ν’ αποκτήσει ο άνθρωπος απάθεια και να γίνει μέτοχος του Αγίου Πνεύματος με όλες τις αισθήσεις και με βεβαιότητα[28],
8) ότι η ψυχή αισθάνεται την κοινωνία με τον ουράνιο Νυμφίο, όπως αισθάνεται η γυναίκα κατά την συνεύρεση με τον άνδρα[29],
9) ότι οι πνευματικοί βλέπουν και εσωτερικά και εξωτερικά την αμαρτία και την χάρη, όταν ενεργείται και όταν ενεργεί[30],
10) ότι υπάρχει αποκάλυψη που γίνεται με θεϊκή αίσθηση και υπόσταση, όπως στο δόγμα[31],
11) ότι η φωτιά είναι δημιουργός[32],
12) ότι η ψυχή που δεν έχει τον Χριστό σε κάθε αίσθηση και ενέργειά της είναι κατοικητήριο δαιμόνων[33],
13) ότι το κακό υπάρχει εκ φύσεως[34],
14) ότι και πριν από την παράβαση ο Αδάμ ήρθε σ’ επαφή με την Εύα απαθώς[35],
15) ότι στην Μαρία έπεσε σπέρμα και Λόγος[36], σ’ αυτό ο Τιμόθεος Κωνσταντινουπόλεως προσθέτει το εξής:
«Λέγουσιν ὅτι σπέρμα καί λόγος ἐνέπεσεν εἰς τήν Μαρίαν˙ καί ὅτι τό σῶμα ὅ ανέλαβεν ἐξ αὐτῆς ὁ Κύριος, δαιμόνων ἧν πεπληρωμένον, καί ἐξέβαλεν τά δαιμόνια, καί οὕτως αὐτό ἐνεδύσατο[37]»,
16) ότι ο άνθρωπος πρέπει ν’ αποκτήσει δύο ψυχές, μία την κοινή και μία την επουράνια[38],
17) ότι είναι δυνατόν ο άνθρωπος να δεχθεί αισθητά την υπόσταση του Αγίου Πνεύματος, με κάθε βεβαιότητα και πραγματικότητα[39],
18) ότι στους προσευχομένους μπορεί να φανερωθεί ο Σωτήρας με φως και σε κάποιο καιρό να βρεθεί ο άνθρωπος παριστάμενος στο θυσιαστήριο, και να του προσφερθούν τρεις άρτοι ζυμωμένοι με λάδι[40].
Συνοπτικά την διδασκαλία των Μεσσαλιανών εξέθεσε ο Αδέλφιος στον Φλαβιανό, όταν ερωτήθηκε, ως εξής:
«... μηδεμίαν μέν ἐκ τοῦ θείου βαπτίσματος ὠφέλειαν τοῖς ἀξιουμένοις ἐγγίνεσθαι, μόνην δέ τήν σπουδαίαν εὐχήν τόν δαίμονα τόν ἔνοικον ἐξελαύνειν. ἕλκειν γάρ ἕκαστον τῶν τικτομένων ἔλεγεν ἐκ τοῦ προπάτορος, ὥσπερ τήν φύσιν, οὕτω δή καί τήν τῶν δαιμόνων δουλείαν˙ τούτων δέ ὑπό τῆς σπουδαίας ἐλαυνομένων εὐχῆς, ἐπιφοιτᾶν λοιπόν τό πανάγιον πνεῦμα, αἰσθητῶς καί ὁρατῶς τήν οἰκίαν παρουσίαν σημαῖνον, καί τό τε σῶμα τῆς τῶν παθῶν κινήσεως ἐλευθεροῦν καί τήν ψυχήν τῆς ἐπί τά χείρω ῥοπῆς παντελῶς ἀπαλλάτειν, ὡς μηκέτι δεῖσθαι λοιπόν μήτε νηστείας πιεζούσης τό σῶμα μήτε διδασκαλίας χαλινούσης καί βαίνειν εὔτακτα παιδευούσης. οὐ μόνον δέ ὁ τούτου τετυχηκώς τῶν τοῦ σώματος ἀπαλλάτεται σκιρτημάτων, ἀλλά καί σαφῶς τά μέλλοντα προορᾷ καί τήντριάδα τήν θείαν τοῖς οφθαλμοῖς θεωρεῖ[41].»
Εκτός των παραπάνω προστίθεται και το εξής. Πίστευαν ότι οι τρεις υποστάσεις της Αγίας Τριάδος αναλύονται σε μια. Αυτό εξετάζοντάς το ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός, το αποδίδει στους Σαβελιανούς[42]. Επίσης ότι η θεία φύσις τρέπεται και μεταβάλλεται προκειμένου να συγκραθεί με τις ανθρώπινες ψυχές[43].
Ρίζα της Εικονομαχίας: Υπάρχει στον Μέγα Φώτιο μια σημαντική αναφορά σε ένα αντι-μεσσαλιανικό έργο του Ηρακλείδη, επισκόπου Νύσσης:
«Συνέταξε δέ κατ’ αὐτῶν καί Ἡρακλείδας ὁ Νύσσης ἐπίσκοπος ἐπιστολάς δύο, ὧν ἐν τῇ δευτέρᾳ καί χρήσις φέρεται τῆς ἀρχαιότητας τῶν σεπτῶν εἰκόνων[44]».
Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός, ότι ο Μέγας Φώτιος πρόσεξε την θεματολογία της δεύτερης επιστολής του Ηρακλείδη. Ο άγιος έζησε την δεύτερη φάση της Εικονομαχίας και την αναστήλωση των εικόνων του 867 μ.Χ. Μία πρώιμη καταγραφή περί της αρχαιότητας των εικόνων, τόν ενδιέφερε άμεσα.
Για τον εν λόγω επίσκοπο δεν είναι τίποτα γνωστό. Το μόνο που μπορεί να εξαχθεί από την αναφορά του Μ. Φωτίου είναι ότι η επισκοπεία του μπορεί να τοποθετηθεί μεταξύ του 431 και 448 μ.Χ[45].
Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχουν άμεσες αναφορές σε εικονοκλαστικές πρακτικές των Μεσσαλιανών. Αλλά αν κάποιος θα ήθελε να ανιχνεύσει τις προδιαθέσεις τους θα έπρεπε ν’ απευθυνθεί στην «χριστολογία» τους (καταχρηστική χρήση), κι όχι σε πιθανές συνδέσεις της ασκητικής πρακτικής τους με τον αιγυπτιακό μοναχισμό[46], όπως επιχειρείται. Στο κάτω-κάτω η ασκητική τους μόνο τον τίτλο φέρει και όχι τις συνεπακόλουθες πρακτικές, όπως θα φανεί στο επόμενο κεφάλαιο.
Ανατρέχοντας, λοιπόν, στις δοξασίες των Μεσσαλιανών για τον Χριστό, βρίσκουμε στον Τιμόθεο Κωνσταντινουπόλεως την εξής καταγραφή:
«Λέγουσιν ὅτι τόν ἄνθρωπον ὅν ἀνέλαβεν ἐκ τῆς Μαρίας ὁ Κύριος, πότε μέν αὐτόν εἰς πνεῦμα μετέβαλλεν, πότε δέ εἰς σῶμα˙ διότι αὐτό τό σῶμα τοῦ Κυρίου ἀπερίγραπτον ἦν, καθάπερ ἡ θεία φύσις.»
Το κλειδί για την λύση του θέματος βρίσκεται στην λέξη «απερίγραπτον ». Το «απερίγραπτον» συνδέεται με παρελθόντα χρόνο με τον δοκητισμό των γνωστικών ομάδων. Ενισχύεται αυτή η σύνδεση με την ιδέα της μεταβολής του σώματος του Χριστού άλλοτε σε υλικό, άλλοτε σε πνευματικό. Μπορούμε εδώ να διακρίνουμε μία προσπάθεια συμβιβασμού του γνωστικού δοκητισμού με την διδασκαλία της Εκκλησίας, στις τάξεις των Μεσσαλιανών. Σε μέλλοντα χρόνο το «απερίγραπτον» συνδέεται με το βασικό επιχείρημα των εικονομάχων κατά των εικόνων. Οι εικονομάχοι θεωρούσαν ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού δεν μπορεί να περιγραφεί, γι’ αυτό και οι απεικόνισή της εκλαμβάνονταν ως ειδωλολατρεία.
Τι προκύπτει από τα παραπάνω; Όπως λέει ο Reinhart Staats «μία από τις ρίζες της εικονομαχίας βασίζεται στον μεσσαλιανικό μυστικισμό[47]». Αυτή η σκέψη μπορεί να συγκεκριμενοποιηθεί περισσότερο. Μια από τις ρίζες της Εικονομαχίες ανιχνεύεται στον δοκητισμό των γνωστικών.
5.1.β Πρακτικές
Οι περισσότερες πρακτικές των Μεσσαλιανών οφείλονται στην άποψη, ότι όποιος έλαβε την αισθητή επιφοίτηση του Αγίου Πνεύμα ελευθερώθηκε από τον δαίμονα που τον κατείχε και συνεπώς από τα πάθη και τις αμαρτίες. Αυτός, ων ελεύθερος, δεν δεσμεύεται από υποχρεώσεις, νομικές ή ηθικές. Η ψυχή του δεν ρέπει προς το χειρότερο κι έχει αποκτήσει την απάθεια[48].
Πίστευαν επίσης, ότι σε αυτήν την κατάσταση ο άνθρωπος μπορεί να προβλέπει το μέλλον, όπως επίσης και τις πνευματικές δυνάμεις αισθητά. Γι’ αυτό και κάποιες φορές τους έβλεπαν να πηδάν ξαφνικά μιμούμενοι ότι προσπέρασαν κάποιο αόρατο δαίμονα ή να κάνουν ότι τους τοξεύουν[49].
Επίσης θεωρούσαν ότι τα όνειρα του ανθρώπου στην κατάσταση της απάθειας είναι προφητικά και δηλωτικά του μέλλοντος. Γι’ αυτό επιδίδονταν στον ύπνο πολλές ώρες. Τα εκλάμβαναν ως φωτισμό του πνεύματος και τα ονόμαζαν άγιους ενθουσιασμούς[50].
Όσοι βρίσκονταν στην κατάσταση της απάθειας γνώριζαν και την κατάσταση των ψυχών μετά θάνατον. Επίσης παρουσιάζονταν ως καρδιογνώστες και ότι καταλάβαιναν τις διαθέσεις των ανθρώπων[51].
Εφόσον οι απαθείς δεν είχαν ροπή προς το κακό, πίστευαν ότι μπορούν να επιδίδονται σε κάθε είδους ακολασία, όπερ και έπρατταν. Αναφέρει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ότι:
«... αἰσχρουργίαις διαφόροις καί χρημάτων κλοπαῖς καί πορνεῖες περιπεσόντες ὤφθησαν.»
Από τα παραπάνω μπορούμε να διακρίνουμε έναν έντονο ελιτισμό, ο οποίος αφορά μεν όσους έλαβαν υποθετικά το Άγιο Πνεύμα, αλλά στην πράξη περιλαμβάνονται όλοι οι Μεσσαλιανοί, ίσως με μια μικρή καθυστέρηση ως προς τον χρόνο της επιφοίτησης.
Απέφευγαν την χειρωνακτική εργασία και ζούσαν κυρίως από την εκμετάλλευση των περιουσιών που προσέφεραν οι νεοεισερχόμενοι. Για να το πετύχουν αυτό δήλωναν εαυτούς ενάντιους σε κάθε μορφής ιδιοκτησία[52]. Ταυτόχρονα εμφανίζονταν άσπλαχνοι και ανελεήμονες προς πάντα χρήζοντα βοήθεια, λέγοντες ότι αυτοί είναι οι πτωχοί τω πνεύματι[53].
Στις τάξεις τους επιτρέπονταν στις γυναίκες να διδάσκουν:
«Οὗτοι γυναίκας διδασκάλους τῶν δογμάτων τῆς ἱδίας αἱρέσεως προβάλλονται˙ οὐ μόνον ἀνδρῶν ἀπλῶς, ἀλλά καί ἱερέων ταῦτας ἐξάρχειν ἐπιτρέποντες˙ κεφαλήν ἑαυτῶν τάς γυναίκας ποιούμενοι καί τήν ὄντως κεφαλήν Χριστόν τόν Θεόν ἡμῶν ἀτιμάζοντες[54].»
Δεν δέχονταν ότι η μετάληψη του Τιμίου Σώματος και Αίματος του Χριστού ωφελεί τους αξίως μεταλαμβάνοντας ή βλάπτει τους αναξίως. Αυτό οφείλονταν στο ότι δεν πίστευαν ότι τα Τίμια Δώρα είναι πραγματικά το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Συνεπώς δεν κοινωνούσαν με φόβο Θεού, αλλά οσάκις μεταλάμβαναν, το έπρατταν αδιάφορα[55]. Μάλιστα θεωρούσαν άσκοπη την συμμετοχή στην Θεία Λειτουργία και συνιστούσαν στους μοναχούς να παραμένουν στους δικούς τους ευκτηρίους οίκους και να προσεύχονται[56].
Στην πράξη ο μεσσαλιανισμός ήταν ένα ενθουσιαστικό κίνημα. Ο όσιος Θεοφάνης αναφέρει ότι στις συνάξεις τους έψαλαν χορεύοντας και κροταλίζοντας, παρερμηνεύοντας τα λόγια του βασιλιά Δαβίδ[57]. Αυτή η πρακτική τους σχετίζεται με τον τρόπο που αντιλαμβάνονταν την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος και την αισθητική επίδειξη της.
Το Βάπτισμα του πυρός : Πίστευαν ότι το εκκλησιαστικό βάπτισμα δεν ωφελεί στην εξάλειψη της ρίζας των αμαρτημάτων. Επειδή διάβαζαν τα λόγια του Χριστού «Ἐάν μή τις γεννηθῇ δι’ ὕδατος καί πνεύματος, οὐ μή εἰσέλθει εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Ιωαν. 3.5) και ότι το Πνεύμα το Άγιο κατήλθε την ημέρα της Πεντηκοστής εν είδει πυρίνων γλωσσών (Πραξ. 2.3) δίδασκαν ότι για την σωτηρία του ανθρώπου είναι αναγκαίο το βάπτισμα του πυρός. Αυτή την διδασκαλία την αιτιολογούσαν με τα λόγια του Προδρόμου, «ἐγώ μέν ὕδατι βαπτίζω ὑμᾶς˙ ἔρχεται δέ ὁ ἰσχυρότερός μου, οὗ οὐκ εἰμί ἱκανός λῦσαι τόν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ˙ αὐτός ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι ἁγίω καί πυρί» (Λουκ 3.16 & Ματθ. 3.11). Έλεγαν ότι, όπως το πυρ κατακαίει τα ζιζάνια μέχρι την ρίζα, έτσι και το Άγιο Πνεύμα φλέγει και καταναλίσκει την μοχθηρία των βαπτιζομένων και αφανίζει τις πονηρές συνήθειες[58].
Αυτήν ακριβώς την διδασκαλία υιοθέτησαν οι Μορμόνοι, και όχι μόνο. Μαζί με τον ενθουσιασμό υποστηρίζεται από πολλές ακραίες προτεσταντικές ομάδες, όπως οι Κουακέροι, οι Άμις και οι πεντηκοστιανοί που εμφανίζουν ροπή στον ενθουσιασμό.
Γράφει σχετικά ο Gavin David Prosser στην εξέταση του θέματος του ελιτισμού των Μεσσαλιανών:
«Αν δεχθούμε ότι κάποια αποσπάσματα από τις Ομιλίες του ψευδο-Μακάριου και από το Liber Graduum έχουν κάποια σχέση με ομάδες Μεσσαλιανών, τότε μπορούμε να συμπεράνουμε ότι εμφάνιζαν κάποια ιεραρχία ή κάποιον ελιτισμό, διακρίνοντας τάξη «τελείων» από τους υπόλοιπούς. Αυτό βέβαια μπορεί να μην αφορά κάποια πνευματική ιεραρχία, αλλά να εξαρτάται από το αν ο υπό μύηση Μεσσαλιανός είχε λάβει την εμπειρία του «βαπτίσματος του πυρός», μια εμφατικά αισθητική εμπειρία του Αγίου Πνεύματος, που ίσως συνοδεύονταν από επιληπτικούς σπασμούς. Το επίθετο ‘ενθουσιασταί’ χρησιμοποιήθηκε από την ορθόδοξη κριτική στην Έφεσο. Ο μεσσαλιανικός πεντηκοστιανισμός …στηρίζονταν δογματικά στην άποψή τους για την διαφθορά του μεταπτωτικού ανθρώπου…[59].»
5.1.γ Βαρλαάμ εναντίον ησυχαστών
Όταν ο Βαρλαάμ ο Καλαβρός επέστρεψε το 1340 μ.Χ. από την αποστολή που του είχε αναθέσει ο Ανδρόνικος Β’ Παλαιολόγος στην έδρα του Πάπα Βενικτου ΙΒ’ στην Αβινιώνα της Γαλλίας, εξέδωσε ένα δεύτερο έργο, με τίτλο Κατά Μασσαλιανών, στο οποίο επιτίθονταν για μια ακόμη φορά κατά των ησυχαστών και του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, προσωπικώς[60]. Στο έργο αυτό που δεν έχει διασωθεί, κατηγορούσε τους μοναχούς για θεολογική πλάνη, δηλαδή για τον ισχυρισμό ότι βλέπουν τον Θεό σύμφωνα με την πλάνη των Μασσαλιανών και των διαδόχων τους Βογομίλων. Αποκαλούσε τους ησυχαστές Βλαχερνίτες (ομφαλοσκόπους τους αποκάλεσε κοροϊδευτικά στο πρώτο σύγγραμμά του), από το όνομα του Θεόδωρου Βλαχερνίτη[61], που αναφέραμε παραπάνω.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς απάντησε με μια νέα τριάδα έργων, την τρίτη κατά σειρά, τμήμα του συνολικού Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων. Το πρώτο βιβλίο της τριάδας αυτής τιτλοφορείται Έλεγχος των συμβαινόντων ατόπων εκ του δευτέρων του φιλοσόφου συγγραμμάτων και φέρει τον δεύτερο τίτλο Περί θεώσεως. Σε αυτό ο άγιος μιλα περί μεθέξεως της θεότητος. Χρησιμοποιώντας χωρία από τον άγιο Μάξιμο, τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη και άλλους Πατέρες αποδεικνύει ότι η χάρις της υιοθεσίας, η θεοποιός δωρεά του Αγίου Πνεύματος είναι φως:
«Ὁ μέν γάρ σοφός τά θεῖα Μάξιμος[62], συνῷδά τῷ μεγάλῳ Μακαρίῳ[63] καί τοῖς ἄλλοις ἅπασιν ἁγίοις, καθάπερ ἐν τοῖς Περί Φωτός Θείου ἐξενηγμένοις ἡμῖν λόγοις προεξεθέμεθα, τόν ἀρραβῶνα τῆς μελλούσης ἐπαγγελίας, τήν χάριν τῆς υἱοθεσίας, τήν θεοποιόν δωρεάν τοῦ Πνεύματος φῶς εἶναι φησιν ὑπεραρρήτου τοῖς ἁγίοις ἐποπτευόμενον, φῶς ἐνυπόστατον, ἄκτιστον, ἀεί ὄν ἐκ τοῦ ἀεί ὄντος καί ἀνεπινοήτως, νῦν μέν ἐκ μέρους, ἐπί δέ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος τελεοτέρως φανερούμενον τοῖς ἀξίοις καί τόν Θεόν αὐτοῖς δι’ ἑαυτοῦ φανεροῦν[64].»
Αφού απέδειξε ότι η θεολογία των ησυχαστών είναι καθόλα ορθόδοξη και σύμφωνη με τους Πατέρες και όχι μασσαλιανή φέρει προς εξέταση αυτά που υποστήριζε ο Βαρλαάμ:
«Ἀλλ’ αἰσθητόν ἦν», φησί, «τό φῶς ἐκεῖνο καί δι’ ἀέρος ὁρατόν, τότε γεγονώς προς ἔκπληξιν καί εὐθύς ἀπογενόμενον, καί θεότης λέγεται ὡς σύμβολο θεότητος[65].»
Και αυτές της κακοδοξίες του Βαρλαάμ αναιρεί ο άγιος Γρηγόριος με την βοήθεια του αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού:
«Τό τοιοῦτον τοίνυν ἀλλότριόν σοι δοκεῖ θεότητος, αἰσθητόν τε καί κτιστόν σύμβολον καί δι’ ἀέρος ὁρατόν; Ἀλλ’ ὡς μέν οὐκ ἀλλότριον, άλλά φυσικόν θεότητος, αὖθις ἄκουσον τοῦ τά θεῖα σοφοῦ Δαμασκηνοῦ λέγοντος, “οὐκ ἐπίκτητον, ὡς ὁ Μωυςῆς, ἔσχε τό τῆς θείας δόξης ὡράϊσμα, ἀλλ’ ἐκ τῆς ἐμφύτου θείας δόξης τε καί λαμπρότητος[66]”˙ καί πάλιν, “τούς κορυφαίους τῶν ἀποστόλων προσλαμβάνεται μάρτυρας τῆς οἰκίας δόξης τε καί θεότητος, αποκαλύπτει δέ αὐτοῖς τήν οἰκίαν θεότητα[67]” , τήν ἁπάντων ἐπέκεινα, τήν μόνην καί ὑπερτελῆ καί προτέλειον[68]».
Δεν είναι λοιπόν οι ησυχαστές Μασσαλιανοί, αλλά ο Βαρλαάμ και οι ομόφρονοί του:
«Προς δέ τούτοις καί φυσικήν ἕξιν λέγεις τήν χάριν τῆς θεώσεως, τουτέστι δυνάμεως φυσικῆς ἐντελέχειάν τε καί φανέρωσιν, ἀφ’ οὗ τῇ τῶν Μασσαλιανῶν ὄντως, ὡς οὐκ οἶσθα, περιπέπτωκας ἀπάτῃ˙ φύσει γάρ ἔσται κατά πᾶσαν ἀνάγκην Θεός θεούμενος, εἰ κατά φυσικήν δύναμιν ἡ θέωσις ἔσται καί τοῖς ὅροις τῆς φύσεως ἐμπεριλαμβάνεσθαι πέφυκε. Μή τοίνυν τήν σ’ αὐτοῦ περιτροπήν τῶν ἀσφαλῶς ἐστώτων λέγε, μηδέ μῶμον τοῖς ἀμωμήτοις τήν πίστιν ἐπιχείρει προστρίψασθαι, τά προς αλήθειαν αἴσχη σἀ τοῖς ἄλλοις ἀποματτόμενος, μᾶλλον δ’ ἀναιδῶς ἐκείνων ὡς τοιούτων καταψευδόμενος[69].»
Το έργο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά υπέρ του ησυχασμού είναι σημαντικότατο, πυκνό νοημάτων αποτελεί σύνοψη της ορθοδόξου θεολογίας και κυρίως του ησυχασμού. Συγκεφαλιώνει όλη την προηγούμενη πατερική παράδοση επί του θέματος. Στον περιορισμένο χώρο του κειμένου αυτού παρατέθηκαν λίγα χωρία σχετικά με το θέμα.
5.1.δ Οι κατηγορίες των δυτικών για τα έργα του Αγ. Μακαρίου του Αιγυπτίου
Πρώτος ο L. Villecourt [70] θεωρεί ότι ανακάλυψε στα κείμενα του Αγ. Μακαρίου του Αιγυπτίου ίχνη μεσσαλιανικά. Μαζί του συντάχθηκαν οι G. L. Marriott [71] και H. Dörries [72]. O W. Jaeger προσπάθησε να δείξει ότι οι Ομιλίες είναι επηρεασμένες από την πραγματεία Περί του κατά Θεόν σκοπού του Αγίου Νύσσης, αλλά ο Reinhart Staats [73] ανέτρεψε το επιχείρημα. O Jean Guillard [74] επιχείρησε να επεκτείνει την προσπάθεια και στα έργα του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, κυρίως στις Κατηχήσεις.
Οι απόψεις αυτές δεν είναι καινούργιες. Για πρώτη φορά διατυπώθηκαν από τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό, όπως είδαμε παραπάνω. Αναδιατυπώθηκαν τον 18ο αι. από τον λόγιο μοναχό Νεόφυτο Καυσοκαλύβη. Αυτός θεώρησε επίσης ότι ανακάλυψε μεσσαλιανικά στοιχεία στις ομιλίες και εκ τούτου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για έργο που πρέπει ν’ αποδοθεί στον Συμεών Μεσοποταμίτη [75]. Επίσης δέχονταν ότι από αυτές προέκυψαν οι ασκητικές πραγματείες του Συμεών Μεταφραστή.
Τις απόψεις του Νεόφυτου Καυσοκαλύβη αναίρεσε ο Δωρόθεος Βουλησμάς, ο οποίος δέχονταν μεν την ύπαρξη ελάχιστων μεσσαλιανικών στοιχείων στα έργα του οσίου Μακαρίου, με μόνο αξιοσημείωτο το:
«Πλήν ἐπεφάνη τισί τό σημείον τοῦ σταυροῦ διά φωτός… ἄλλοτε πάλιν ἐν τῇ εὐχῇ ὡς ἐν ἐκστάσει γέγονεν ὁ ἄνθρωπος καί εὑρέθη εἰς θυσιαστήριον, ἐστώς ἐν Ἐκκλησίᾳ καί προσηνέχθησαν τῷ τοιούτῳ ἄρτοι τρεῖς ὡς δι’ ἐλαίου ἐζυμωμένοι» (Πνευματικαί Ομιλίαι 8,3),
χωρίο που μπορεί να παραβληθεί με το αντίστοιχο στο έργο του αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού Περί αιρέσεων π’ θέση 18. Αυτά τα ελάχιστα σημεία ερμηνεύει ο Δωρόθεος Βουλησμάς ως νοθείες.
Οι δύο πραγματείες του Νεόφυτου και του Δωρόθεου δεν έχουν εκδοθεί. Βρίσκονται στους κώδικες Παντελεήμωνος 519 (γραμμένος από το χέρι του Βουλησμά) και του Πανεπιστημίου Αθηνών 1267. Μελέτες επί του θέματος έχουν γίνει από τους Κ. Δυοβουνιώτη [76] και Β. Ψευτόγκα [77]. Συνεπώς οι δυτικοί ερευνητές ξανανοίγουν ένα θέμα τελειωμένο δις. Για να προχωρήσουν παραβλέπουν δύο πολύ σημαντικά θέματα. Πρώτον ότι τα σημεία ομοιότητας δεν είναι αρκετά και για να στηριχθεί κάποιος σ’ αυτά πρέπει να παραβλέψει όλο το υπόλοιπο ορθόδοξο κείμενο. Δεύτερον, ότι ο μεσσαλιανισμός δεν είναι μυστικισμός αλλά αισθησιακός ενθουσιασμός. Με τόσες υπερβάσεις από πλευράς δυτικών, μπορούμε να μιλήσουμε για νέο-βαρλααμισμό. Δεν θα αναφερθούμε στην έλλειψη των θεολογικών προϋποθέσεων των δυτικών, έλλειψη που καθιστά αδύνατη εκ μέρους τους την κατανόηση του ησυχασμού. Κλείνοντας παρατίθεται η απάντηση του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στον Βαρλαάμ για το ίδιο θέμα:
«2. Ταῦτα μέν ταύτῃ˙ θαυμαστόν δέ οὐδέν, εἰ ἐν κρίσει τούς λόγους οἰκονομοῦντες οἱ ἅγιοι καί τῇ τῶν ἀκροωμένων δυνάμει σύμμετρον τήν διδασκαλίαν ἀποδίδοντες πολυτρόπως τάς ὁράσεις ταύτας διερμηνεύουσιν. Ὁ μέντοι θεῖος καί πιστός ἑρμηνεύς Συμεών, ἐκ τοῦ διά πείρας καλῶς εἰδότος (σ.σ. του Μακαρίου) τάς μυστικάς καί τελεστικάς ἐνεργείας τοῦ Πνεύματος μυηθείς, ὡς ἀπ’ ἐκείνου πάλιν φησίν, ἀκούοντες τοῦ λόγου τῆς βασιλείας καί προς δάκρυα καταγόμενοι, μή τοῖς ημετέροις τούτοις ἐναπομείνωμεν δάκρυσι, μηδέ τῇ ἡμῶν ἀκοῇ, ὡς καλώς ἀκούσαντες, μηδέ τοῖς ὁφθαλμοῖς, ὡς καλῶς ἰδόντες, καί ἀρκούντως ἔχειν ἑαυτούς λογισώμεθα˙…
3. Ὁ δέ Βαρλαάμ, τά τοιαῦτα πάντα παρ’ οὐδέν θέμενος, ἀλλά προθέμενος ὡς τοῦ Μασσαλιανῶν ὑπάρχοντα δόγματος, τοῦ προστάτου τούτων Βλαχερνίτου ποιεῖται συλλήβδην ἅπαντα καί, ἀσεβεῖς αὐτός φανερῶς ἀποφηνάμενος εἶναι τούς αΐδιον ἄλλο τι παρά τήν οὐσίαν τοῦ Θεοῦ λέγοντος, τό τήν αΐδιον δόξαν τοῦ Θεοῦ ὁρᾶν τῷ Βλαχερνίτῃ τούτῳ φέρων χαρίζεται. Ποῦ γάρ ἐκεῖνος εὕρηται μή τήν οὐσίαν ὁρατήν λέγων τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τήν αΐδιον δόξαν;… Τί τοίνυν βουλόμενος Μασσαλιανῶν τά τοιαῦτα γράφεις εἶναι καί τοσούτοις τε καί τηλικούτοις ἀντιλέγεις, ἄνθρωπε; ἄρα τούς Μασσαλιανούς ὀρθοδόξους ἤ τούς ὀρθοδόξους ἀποφῆναι Μασσαλιανούς καί μυσαρούς;Καί γάρ ἐκ τῶν σῶν λόγων ἑκάτερον ἐκβαίη ἄν. Σε δη ποῦ χοροῦ τάξομεν ἡμεῖς[78];»
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
1. Καταδίκη των Μεσσαλιανών από την Γ' Οικουμενική Σύνοδο
Ὅρος τῆς αὐτῆς ἁγίας καί οἰκουμενικῆς Σνόδου τῆς ἐν Εφέςῳ
κατά τῶν δυσσεβῶν Μεσσαλιανιτὼν ἤ γοῦν Εὐχιτῶν
Συνελθόντες ἐφ' ἡμῶν οἱ εὐλαβέστατοι καί θεοφιλέστατοι ἐπίσκοποι Οὐαλεριανός καί Ἀμφιλόχιος καί σκέψιν προθένετες κοινήν περί τῶν λεγομένων ἐν τοῖς τῆς Παμφυλίας μέρεσι Μεσσαλιανιτῶν εἰτ' οὖν Εὐχιτῶν ἤ γοῦν Ἐνθουσιαστῶν εἴτε ὁπωσοῦν ἡ μιαρωτάτη τῶν μνημονευθέντων αἵρεσις σαφηνισθείη, ἡμῶν δέ διασκοπούντων, προσεκόμισεν ὁ εὐλαβέστατος καί θεοσεβέστατος επίσκοπος Οὐαλεριανός χαρτίον συνοδικόν περί τούτων αὐτῶν συνταχθέν ἐν τῇ μεγάλῃ Κωνσταντινουπόλει ἐπί τῆς μακαρίας μνήμης Σισιννίου˙ ὅ καί ἀναγνωσθέν ἐπί πάντων ἔδοξεν εὖ πεποιῆσθαι καί ὀρθῶς ἔχειν. καί συνήρεσεν ἅπασιν ἡμῖν και τοῖς θεοφιλεστάτοις ἐπισκόποις Οὐαλεριανῷ καί Ἀμφιλόχιῷ καί πᾶσι τοῖς τῶν Παμφύλων καί Λυκαόνων ἐπαρχιῶν εὐλαβεστάτοις ἐπισκόποις τά ἐν τῷ συνοδικῷ χαρτίῳ τυπωθέντα κρατεῖν ἅπαντα καί κατά μηδένα τρόπον παραβαίνεσθαι αὐτά, βεβαίων ὄντων δηλαδή καί τῶν πεπραγμένων ἐν Ἀλεξανδρίαι, ὥστε τούς ὄντας κατά πᾶσαν ἐπαρχίαν τῆς Μεσσαλιανῶν ἤ γοῦν Ἐνθουσιαστῶν αἱρέσεως ἤ καί ἐν ὑποψίαις τῆς τοιαύτης νόσου γεγενημένους, εἴτε κληρικοί εἰεν εἴτε λαικοί, μεθοδεύεσθαι, καί αναθεματίζοντας κατά τά ἐν τῷ μνημονευθέντι συνοδικῷ διηγορευμένα ἐγγράφως, μένειν τούς μέν κληρικούς ἐν τῷ κλήρῷ, τούς δέ λαικούς ἐν τῇ κοινωνίᾳ τῆς Ἐκκλησίας˙ ἀνανεύοντας δέ προς τοῦτο καί μή ἀναθεματίζοντας, τούς μέν πρεσβυτέρους καί διακόνους καί τούς ἕτερον τινα βαθμόν ἔχοντας ἐν ἐκκλησίαις ἐκπίπτειν καί κλήρου καί βαθμοῦ καί κοινωνίας, τούς δέ λαικούς ἀναθεματίζεσθαι˙ μοναστήρια δέ μη συγχωρεῖσθαι ἔχειν τούς ἐλεγχομένους ὑπέρ τοῦ μή τό ζιζάνιον ἐκτείνεσθαι καί ἰσχύειν˙ πράττεσθαι δέ ταῦτα παντί σθένει χρωμένων τῆς ἐπί τούτων σπουδής αὐτῶν τε τῶν θεοφιλεστάτων ἐπισκόπων Οὐαλεριανοῦ καί Ἀμφιλοχίου καί τῶν κατά πᾶσαν τήν ἐπαρχίαν εὐλαβεστάτων ἐπισκόπων. συνήρεσε δέ προς τούτοις ἀναθεματισθῆναι τό βιβλίον τό προφερόμενον τῆς μιαρᾶς ἐκείνης αἰρέσεως τό λεγόμενον παρ' αὐτοῖς Ασκητικόν, τό προσκομισθέν παρά τοῦ εὐλαβεστάτου καί θεοφιλεστάτου ἐπισκόπου Οὐαλεριανοῦ, ὡς παρά τῶν αἱρετικῶν ἐκτεθέν, καί εἴ τι ἕτερον σύνταγμα τῆς ἐκείνων ἀνοσιότητος εὑρίσκοιτο παρά τισι, καί τοῦτο εἶναι ἀνάθεμα. ἐπί τούτοις ἀλλήλοις συμβεβηκότων τότε εἰς ὁμοψυχίαν καί κοινωνίαν καί διάθεσιν, ἀναγκαῖον ἦν ἐγγράφως τά δόξαντα φανερά καταστῆσαι˙ εἰ δέ δή τις γένηται ζήτησις περί τούτων ἐν τῷδε τῷ πράγματι αὐτοῖς τε τοῖς θεοσεβεστάτοις ἐπισκόποις Οὐαλεριανῷ καί Ἀμφιλόχιῳ καί τοῖς κατά πᾶσαν τήν ἐπαρχίαν εὐλαβεστάτοις ἐπισκόποις καί εἴ τι δόκειεν ἀνακύπτεν τῶν δυσχερῶν ἤ ἀμφισβτήσιμων, εὖ ἔδοξεν ἔχειν παραληφθέντων τῶν θεοσεβεστάτων ἐπισκόπων ἤ Λυκίων ἤ Λυκαόνων, οὐκ ἀπολιμπανομένου τοῦ μητροπολίτου ἦς ἀν ἕλοιντο ἐπαρχίας, εἰς τύπον ἀνάγεσθαι τόν δέοντ διά τῆς αυτῶν μεσιτείας τά κινούμενα.
2. Καταδίκη Ελευθερίου Παφλαγόνος από την σύνοδο του 1030 επί πατριάρχη Αλεξίου στην Κωνσταντινούπολη
Ι. Ἴσον κρίσεως συνοδικῆς ἐπί τοῦ κυροῦ Ἀλεξίου τοῦ πατριάρχου περί τῆς αἱρέσεως Ἐλευθερίου τοῦ ἀπό Παφλαγονίας.
Τῆς καθ' ἡμῶν τυραννίδος λυθείσης καί εἰδωλολατρίας καταλυθείσης καί τοῦ τῆς θεοσεβείας κηρύγματος πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης κατασπαρέντος, τῆς πρώτης ἐπιχειρήσεως ἀποτυχών ὁ κοινός τοῦ ἀνθρωπείου πολέμιος γένους ἐφ' ἕτερόν τι μεταβέβηκε πανουργίας μηχάνημα. Εἰδώς γάρ ὅτι τοῖς ἅπαξ γευσαμένοις θείας γλυκύτητος καί ἐπιγνοῦσι Θεόν ἐπαχθές άποστῆναι τῆς ἐκείνου ὁμολογίας, προσχήματι εὐσεβείας καί τῆς τῶν θείων γραφῶν γνώσεως, μυρίας πλάνας καί δόξας τοῖς ἀπό Χριστοῦ καλεῖσθαι ἡξιωμένοις ἐνεποίησε καί τό καλόν τῆς ἐκκλησίας σῶμα κατέτεμεν, ὡς συμβῆναι, ἀντί τοῦ καλεῖσθαι ἀπό Χριστοῦ, τῆς πρώτης κεφαλῆς, δι' οὖ τῶν δεσμῶν τῆς ἁμαρτίας ἐλύθημεν, ἐξ ἀνθρώπων ἀνοήτων καί τῶν οἰκείων θελημάτων καί ἡδονῶν κατόπιν πορευθέντων ὀνομάζεσθαι. Ἐντεῦθεν Σίμωνες καί Μαρκίωνες, Οὐαλεντιανοί τε καί Ἐβίονες καί ἡ τῶν Μανιχαίων μιαρά καί βδελυρά αἵρεσις, ἧς πονηρόατον ἔκγονον καί ἡ τῶν Μασσαλιανῶν κακόδοξος πλάνη, πάντη χωρίζουσα Θεοῦ τούς ταύτη κατεχομένους, οὐ μόνον ὅτι καί τῆς μανιχαϊκῆς ἀθεΐας τούτους μετόχους ποεῖ, ἄλλ' ὅτι καί προσεξεῦρε τούτοις καί ἕτερα μιαρώτερα˙ τόν τε γάρ νοῦν τῶν ἀνθρώπων κατέχεσθαι παρά τοῦ Σατανᾶ καί τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ, καί τήν φύσιν τούτων κοινωνικήν εἶναι τῶν πνευμάτων τῆς πονηρίας. Ἀλλά καί ὁ Σατανᾶς φησι, καί τό ἅγιον Πνεῦμα ἐν ἑκάστῳ ἀπαραχωρήτως οἰκοῦσιν ἀνθρώπῳ˙ δι' ὅ οὔτε ἅγιον βάπτισμα τελειοῖ τόν ἄνθρωπον οὔτε ἡ τῶν θείων μυστηρίων μετάληψις τοῦ δεσποτικοῦ σώματος, ἀλλ' ἡ μόνη παρ' αὐτοῖς σπουδαζομένη εὐχή. Καί τί ἄν πάντα τά ἐκείνων ληρήματα καταλέγοιμι; Φείδομαι γάρ χραίνειν τάς τῶν ευσεβῶν ἀκοάς, ἐπεί καί φύσει τά κακά ἐν τῷ ἀνθρώπῳ φασί, καί τοιαύτην εἶναι τήν αἴσθησιν τῆς κοινωνίας τοῦ οὐρανίου νυμφίου τῇ ψυχῇ ὁποίας ἄν καί γυνή αἴσθητο ἐν τῇ κοινωνίᾳ τοῦ ἀνδρός. Ἀλλά τί ταῦτα προς τάς λοιπάς βλασφημίας καί μυσαρίας;Τόν τε γάρ τίμιον σταυρόν βδελύττονται, καί τήν ἁγίαν θεοτόκον οὐ τιμῶσι – τόν γάρ Χριστόν μή ἐξ αὐτῆς σαρκωθῆναι λέγουσι - ˙ τούς τε βουλομένους τῶν ἰδίων μαθητῶν ἀποτέμνειν ἐπιτρέπουσιν ἑαυτούς ὀμνύναι τε ἀδεῶς καί ἐπιορκεῖν καί ἀναθεματίζειν ὑπούλως τήν αἵρεσιν αὐτῶν ὅτε βιάζοιντο, καί ἄλλας δέ τινάς ἀρρητοποΐας καί αἰσχρουργίας ἅς εἰδεῖεν ἄν τις οἱ τά ἐκείνων τετελεσμένοι. Μηδέ γάρ ἔλθεοι τούτων εἰς πεῖράν ποτέ τις πιστῶν, μηδέ συναρμοσθείη τις μέχρις ὁρμῆς καί κινήματος.
Ταύτης τῆς πλάνης μετέσχε πλουσίως καί Ἐλευθέριος, Ὅς ἐκ τῆς τῶν Παφλαγόνων ὥρμητο χώρας. Ἐπεχωρίασε δέ, ὡς μή ὤφειλε, τῇ τῶν Λυκαόνων ἐπαρχίᾳ, καί τούς ἁπλουστέρους ἀπατήσας, καί τόν λύκον τῷ κωδίῳ περικαλύψας, καί εὐλαβής εἶναι πιστευθείς πειθηνίους ἔσχε πρός ἅπαντα. Ἔνθεν τοι καί μοναστήριον συστησάμενος ὁ Μωρόκαμπος ὠνόμασται – μωράς γάρ κεφαλάς ἐκτρέφει καί τοῦ ἐναντιου πνεύματος ὑποπίμπλησι˙ κάπις γάρ ἡ κεφαλή παρά Ῥωμαίοις, καί κάπος τό πνεῦμα – τούς φοιτῶντας ὑποδεχόμενος πρός ἀπωλείας κατῆγε βάραθρον. Καί ἠγνοήθη μέν ἐπί πολύ, οὐ μην εἰς τέλος διέλαθεν˙ ἐγνώσθη τε γάρ τοῖς τῆς ἐκκλησίας προβολοῖς, καί τῆς κοινωνίας κεχώριστο, διότι πρός τήν σύνοδον μετακληθείς φυγάς ὤχετο. Οὗτος τοίνυν ταῖς τῶν Μασσαλιανῶν μυσαρίαις προσεξεῦρε καί ἕτερα αἰσχρουργήματα. Νενομοθέτηκε γάρ τόν μοναχόν δυσί συνευνάζεσθαι γυναιξί, καί χρόνον ἕνα ἐγκρατῶς ζῆν τόν τά ἐκείνου τετελεσμένον, καί τό ἐντεῦθεν ἀδεῶς χρῆσθαι ταῖς ἡδοναῖς καί ταῖς μίξεσι, διαστελλοντα μεταξύ συγγενίδων καί τῶν ἔξωθεν οὐδαμῶς˙ ἀδιάφορον γάρ εἶναι τοὖτο, καί οὐ κεκωλυμένον παρά τῆς φύσεως. Ὅθεν, οἶμαι, καί τοῦς πολλούς ἐφελκύσατο διά τό ἄνετον καί πρός ἡδυπαθείας ἐλεύθερον. Ἀλλ' ὁ μέν τάς ἁμαρτίας ἔχων προδήλους καί προαγούσας εἰς κρίσιν, οὐ μόνον δε, ἀλλά καί ἐπακολουθούσας αὐτῷ, χωρεῖ πρός τά ἐκεῖθεν δικαιωτήρια˙ οἱ δέ τῆς ἐκείνου λύμης σπασάμενοι ἀδιόρθωτοι μεμενήκασι, καί τοι ἔδοξαν μεταβαλεῖν τόν τρόπον ἐπί Πολυεύκτου τοῦ μακαριωτάτου πατριάρχου καί Φωκᾶ τοῦ ἱερωτάτου μητροπολίτου Ἰκονίου, λίβελλον δόντες καί μεθ' ὑποκρίσεως τήν πλάνην ἐξομοσάμενοι, ὡς αὐτό ἐκεῖνο φαίνεται διαλαμβάνον τό τηνικαῦτα ἀπολυθέν ὑπόμνημα καί ὁ λίβελος.
Ἀλλ' ἔμεινεν ὁ Αἰθίοψ μετά τήν ἔκπλυσιν, καί ὁ καρκίνος πρός πορείαν λοξός, καί ὁ χαμαιλέων ἀμέτοχος τῆς λευκότητος, κἄν πάσας τάς λοιπάς χρόας εὐχερῶς μιμεῖται καί περιτίθεται. Καί οὗτοι πρός ὀρθοδοξίαν καί θεοσέβειαν ἀμετάβλητοι˙ ἐκεῖνόν τε γάρ περιεῖπον, καί μετά θάνατον ἔνδοθεν τοῦ ναοῦ θάψαντες, καί ὕμνους εἰς αὐτόν συνθέντες ᾖδον, καί εἰκόνας αὐτοῦ ἐτίμων, καί τούς πολλούς ἔπειθον τοῦτον σέβεσθαι, ἕως Κωνσταντίνος ὁ θεοφιλέστατος μητροπολίτης Σίδης, ἱερός καί λόγιος ἀνήρ καί ζηλωτής καλῶν ἔργων, τήν πλάνην τούτων φωράσας ἐπί τό συνοδικόν αὐτούς δικαιωτήριον εἵλκυσε καί διήλεγξε, τάς αθέσμους αὐτῶν πράξεις παραγυμνώσας τῷ λόγῳ.
Ἔφησε γάρ ὥς ποτε θνήσεως ἐπιγενομένης τοῖς ἀλόγοις ζώοις, μοναχός τις, ὁ τῆς αἱρέσεως ταύτης διδάσκαλος, ἀσχάλλουσι τοῖς ἀγροίκοις καί λυπουμένοις, ἐπί τῇ τῶν κτηνῶν ἀπωλείᾳ συνεβούλευσε – τῆς ἀνοχῆς σου, Χριστέ – τόν τίμιον σταυρόν ἐπί ταῖς διεξόδοις τῶν ἐπαύλεων θεῖναι καί ὑπ' αύτῶν καταπατηθῆναι ποιῆσαι, ὡς οὕτω λῆξαι μελλούσης τῆς θεηλάτου μάστιγος. Οὖ καί γενομένου, ἄρδην ἀπώλοντο ἅπαντα, τῆς θείας δίκης ἐνταῦθα μή ἀνασχούσης ἔνθα πολλοῖς ἔμελλεν ἡ ἀνοχή βλάβην ἐπενεγκεῖν. Καί τισιν δέ ἀροτριῶσι δυσί ἐντυχεῖν καί διερωτῆσαι εἰ τά τοῦ Ἐλευθερίου ἀσπάζονται δόγματα κἀκεῖνον σέβονται, καί τούτους μάλα προθύμως ὁμολογῆσαι αὐτόν τε τιμᾶν καί τοῖς ἐκείνου ἐγκαλλωπίζεσθαι δόγμασι.
Ἀξιον δέ κἀκεῖνο προσθεῖναι τοῖς εἰρημένοις ὅ Σέργιος ὁ περιφανέστατος πρωτοσπαθάριος καί ἔπαρχος, τούτων ἐξεταζομένων, διηγήσατο. Τάς τοῦ θέματος κρίσεις τῶν Ἀνατολικῶν, φησί διέποντός μου, ὁ ἐπίσκοπος Τζιλούγρων συνήθης μοι ἐγένετο, καί ποτε λόγου κινηέντος περί τούτων, ἐκ μέσης στενάξας καρδίας, ἤρξατο λέγειν οὕτως˙ ἐμοί, φησί, συνήθεια ἐγένετο πρός τόν Νεόφυτον καί συνεχῶς ἐφοίτων πρός αὐτόν. Ἐν μιᾷ οὖν τῶν ἡμερῶν, ἔν τινι τόπῳ ἡσύχῳ ἀπολαβών με καί κύκλον κατά γῆς διαγράψας μέσον τούτου καθεστῆναι πεποίηκε, καί προετρέψατο τά πεπραγμένα ἐξομολογήσασθαι. Ἐμοῦ δέ ὑπακούσαντος καί τό κελευσθέν πεποιηκότος, οὗτος, ὥσπερ ἔνθους γενόμενος, διανοῖξαί μοι τό στόμα προσέταττεν. Ὡς δέ τήν αἰτίαν ἐζήτουν μαθεῖν, ἀπεκρίνατο˙ἵν' ἐντός τούτου πτύσαντός μου, σωματικῶς θεάσῃ ἐπί σε τό ἅγιον Πνεῦμα ἐρχόμενον. Ἐγώ δέ, τό τοῦ ἐπιτάγματος ἄτοπον μή ἐνεγκών, ἀναστάς καί τά ὦτα συσχών, ὑπεχώρησα τοῦτον καταλιπών. Ταῦτα τοίνυν παρά τοῦ ἐπισκόπου ἀκηκοώς, τήν ἀνασθησίαν τῶν ἀθλίων τεθαύμακα˙ οὗτοι δέ ὐπό τοῦ διαβόλου τούς τῆς καρδίας ὀφθαλμούς τυφλωθέντες οὐ δύνανται διαβλέψαι πρός τό τῆς ἀληθείας φῶς.
Μετά γοῦν τινα χρόνον πρός με Γρηγορίου τοῦ καθηγητοῦ παραγεγονότος καί πρός ὁμιλίανἐλθεῖν ἀξιοῦντος, οὐκ ἠνεσχόμην τοῦτο ποιῆσαι, ἀλλ' ἔφην πρός αὐτόν˙ αἱρετικοῖς ὁμιλε[ν καί χαῖρε διδόναι παρά τῆς ἐντολῆς κεκωλύμεθα˙ ἄπελθε τοίνυν καί τόν ἀρχηγόν ῆς καοδοξίας τῆς ἐκκλησίας ἐκβαλών, ἐν ἐρήμῳ ῥίψον καί πυρί τά βιβλία τά εἰς αὐτόν πεποιημένα παραδός, καί τάς εἰκόνας αὐτοῦ ἀπόξεσον, καί τότε καί ὁμιλίας σε ἀξιώσω καί παρρησίας μεταδώσω καί οὐκέτι ἀποστραφήσομαι. Ὑπέσχετο οὖν ὁ μοναχός προθύμως τοῦτο ποιῆσαι, καί τηνικαῦτα προσηκάμεθα αὐτόν. Ὁ δέ μοναχός Γρηγόριος καί οἱ σύν αὐτῷ πρός ταῦτα ἀντιλέγειν οὐκ εἶχον, κατετίθεντο δέ καί τό λείψανον ἐκείνου ἐν ἑτέρῳ τινί ναῷ μεταθεῖναι ἐν ὄρει τυγχάνοντι, καί τά βιβλία πυρί παραδοῦναι καί τάς εἰκόνας αὐτοῦ διαξέσθαι καί διδασκαλίαν αὐτοῦ ἀποστραφῆναι.
Ἀλλ' ἐπεί μία καί τοῦτό έστιν αὐτοῖς ἐντολή τό καί ἀναθεματίζειν προθύμως ἐν καιρῷ περιστάσεως ὀμνύειν τε ἀδεῶς, καί τό μετάμελον ὑποκρίνεσθαι, ἔδοξε τῇ ἁγίᾳ συνόδῳ καί τοῖς ἐνδοξοτάτοις ἄρχουσι τῆς συγκλήτου ἀπεσταλμένοις παρά τοῦ γαληνοτάτου βασιλέως ἡμῶν, ἤ μεταστῆναι τοῦ μοναστηρίου καί ἐν ἑτέροις ἀποκαταστῆσαι ὀρθοδόξους δηλαδή καί μοναχούς ἔχουσιν ἠ δέξασθαι καθηγούμενον ὀρθόδοξον πρός τό τῆς ἀληθείας φῶς ὁδηγούντα ἀσφαλίσασθαί τε ἐν τῷ εὐαγεῖ χαρτοφυλακείῳ καί τήν πλάνην ἐξομόσασθαι καί ἐπ' ἐκκλησίᾳ τόν Ἐλευθέριον ἀναθέματι καί τά τούτου καθυποβάλειν δόγματα, καί τοῦ εὐκτηρίου τό σῶμα αὐτοῦ εκβαλε[ν καί θάψαι καθά δη νενομισμένον ἐστί. Καί εἴπερ πεῖραν ἀκριβῆ δοῖεν, προίόντος τοῦ χρόνου, τῆς ἑαυτῶν πρός τό βέλτιον ἀλλοιώσεως, δεχθῆναί τε παρά τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας καί εἶναι κοινωνικούς, τούτου αὐτοῦ φυλαχθησομένου καί ἐν τοῖς λοιποῖς μοναστηρίοις ἅ κέλλια οὗτοι κατονομάζουσι ἐν διαφόροις ἐπαρχίαις τυγχάνοντα. Μελήσειε δέ περί τούτου τοῖς κατά τόν τόπον θεοφιλεστάτοις μητροπολίταις καί ἐπισκόποις˙ «ὁ γάρ ἐπιστρέψας ἁμαρτωλόν, φησί, ἐκ πλάνης ὁδοῦ αὐτοῦ σώσει ψυχήν ἐκ θανάτου καί καλύψει πλῆθος ἁμαρτιῶν» . Ἄσμενοι δέ οἱ μοναχοί τά διορισθέντα ἐδέξαντο καί τόν Ἐλευθέριον ἀναθεμάτισαν καί τά έκείνου μυσαρά δόγματα.
Ἐπεί δέ, προφάσει τοῦ δέχεσθαι τούς τῶν μετανοοῦντων λογισμούς, πολλούς έξαπάτησαν καί τῆς λύμης με΄τεδωκαν, μή τοῦ λοιποῦ δέχεσθαι έξαγορείας ὠρίσθησαν, ἀλλά καί τούς τεταριχευμένους ἁγίους νομισθέντας διά τό διαμεῖναι τά σώματα ἀδιάλυτα, εἰς ἀπάτην τῶν ἀπλουστέρων, τῇ γῇ παραδούναι καί μηκέτι τοιοῦτό τι τολμᾶν. Τούς γε μην ἐκ τούτων εἰς ἱερωσύνην ἔρχεσθαι μέλλοντας, μαρτυρίας ἐπ' αὐτοῖς προβαινούσης, κατά τήν τοῦ ἀποστόλου διάταξιν, οὐ μόνον παρά τῶν σύν αὐτοῖς ἀσκουμένων, ἀλλά καί παρά τῶν ἔξωθεν, φανερῶς χειροτονεῖσθαι παρά τοῦ θεοφιλεστάτου ἐπισκόπου Λύστρας - ἐκείνῳ γάρ τοῦτο ἀνατιθέαμεν – πολυπραγμονοῦντος δηλαδή τά περί τοῦ βίου καί τοῦ τρόπου αὐτῶν καί τῆς ὀρθότητος τῶν δογμάτων, καί τοῖς άξίοις εὑρισκομένοις χεῖρας ἐπιτιθέναι καί διδόναι τό τοῖς ἀξίοις εὑρισκομένοις χεῖρας ἐπιτιθέναι καί διδόναι τό τῆς ἱεροσύνης ἀξίωμα. Ταῦτα ἐκρίθη προκαθημένου πατριάρχου καί συνεδριαζόντων αὐτῷ θεοφιλεστάτων μητροπολιτῶν.
(Πηγή: Jean Gouillard, Quatre proces de mystiques a Byzance, έκδοση από τον κώδικα Scorialensis R. I. 15, f 124-128)
3. Καταδίκη Θεόδωρου Βλαχερνίτη
Περί τῆς βλασφήμου καί πολυειδοῦς αἱρέσεως τῶν ἀθέων Μασαλιανῶν τῶν καί Φουδαϊτῶν καί Πογομίλων καλουμένων καί Εὐχιτῶν καί Ἐνθουσιαστῶν καί Ἐγκρατιτῶν καί Μαρκιωνιστῶν.
[1] Τοῖς ἐνθουσιῶσι καί διά τινων τῷ δοκεῖν ἐκστάσεων τινάς θεωρίας ὐποκρινομένοις ὁρᾶν καί διά τούτων ἀπατωμένοις καί τούς ἀφελέστερους ἐξαπατᾶν πειρωμένοις, ἀνάθεμα.
[2] Τοῖς τήν ἀκατάληπτον καί ἀνέκφραστον φύσιν ἀπρόσιτον καί ἀνέφικτον καταληπτήν καί ... εἶναι καί λέγουσι καί διδάσκουσι, καί τούς θεσπεσίους πατέρας καί διδασκάλους καί φωστῆρας τῆς ὀρθοδόξου ἡμῶν ἐκκλησίας, οἵτινες ἀκατάληπτον εἶναι ταύτην ἐδίδαξαν, ἀτελεῖς εῖναι φάσκουσι καί εἰς τελειότητα μή φθάσαντας εἰς ἥν αὐτοί φθάσαι μυθεύονται, καταφλυαροῦσιν, ἀνάθεμα.
[3] Τοῖς τό ῥητόν ὅ περί τῆς ἀνωτάτης θείας οὐσίας ὁ μέγας ἐν θεολογίᾳ Γρηγόριος ἐν τῷ περί γενεθλίων τοῦ Χριστοῦ λόγῳ ἐνέγραψεν παρεξηγουμένοις ἀνοήτως καί ἀμαθῶς τό φάσκον˙ «νᾦ μόνῳ σκαιγραφούμενος, καί τοῦτο λίαν ἀμυδρῶς καί μετρίως, οὐκ ἐκ τῶν κατ' αὐτόν, ἀλλ' ἐκ τῶν περί αὐτόν», καί ἀλληνάλλως τό μέν «ἐκ τῶν κατ' αὐτόν»ἐκ τῶν κτισμάτων νοοῦσι, καί οὕτως βλασφημοῦσι καί κτίσμα τόν Θεόν λέγουσι, τό δέ «ἐκ τῶν περί αὐτόν», ἐξ αὐτῆς τῆς θείας «οὐσίας» ὁριζομένοις καί οὕτως ἐνάγουσι καταληπτήν τήν ἀκατάληπτόν καί ὑπερούσιον οὐσίαν, καί οὐ μᾶλλον ἀκατανόητον ταύτην καλοῦσι καί ἀποφαινομένοις καί ἀπό μόνων γνωριζομένην τῶν ἐκτός καί περί αὐτήν, ἀνάθεμα.
[4] Τοῖς αἰσθητῶς τό πανάγιον Πνεῦμα μυθευομένοις ὁρᾶν, καί διά τοῦτο τερατευομένοις εἰς τήν θείαν φύσιν ἑαυτούς ἀμειφθῆναι καί ἀντιφθεγγομένοις τῇ θείᾳ γραφῇ τῇ λεγούσῃ˙ «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε», ἀνάθεμα.
[5] Τοῖς ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦτο αἰσθητῶς ὑποδέχεσθαι δογματίζουσιν, ὡς καί ὄγκον ἐν τούτῳ πάσχειν ἐπίσης ταῖς ὠδινούσαις καί ἐγκύμοσι γυναιξί, καί τό προφητικόν ῥητόν παραφθείρουσι τό φάσκον˙ «Διά τόν φόβον σου ἐν γαστρί ἐλάβομεν καί Ὠδινήσαμεν καί ἐτέκομεν πνεῦμα σωτηρίας ὅ ἐκυήσαμεν ἐπί τῆς γῆς», καί πρός τήν ἑαυτῶν δόξαν τήν ἐρμηνείαν μετάγουσι, ἀνάθεμα.
[6] Τοῖς ἔκστασιν καί ἐνθουσιασμόν παρεισάγουσι καί τήν μέν ἔκστασιν ἀποφαινομένοις ἐνεργείσθαι παρά Χριστοῦ διά τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τόν δέ ἐνθουσιασμόν παρά τοῦ ἁγίου Πνεύματος διά τοῦ Χριστοῦ, καί διαιροῦσιν ἀσεβῶς τόν Χριστόν ἀπό τοῦ Πνεύματος, καί ἄλλην μέν ἐνέργειαν τῷ Χριστῷ διδοῦσιν, ἑτέραν δέ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, καί οὐ μίαν δύναμιν ἤ ἐξουσίαν τῇ μιᾷ θεότητι προσαρμόζουσιν, ἀλλά διαφοράν ἐνεργειῶν, κἄν ταύταις φρενοβλαβῶς παραληροῦσιν ὡς θάτερον ὑπό θατέρου συνεργεῖσθαί τε καί βοηθεῖσθαι εἰς τήν οἰκίαν ἐνέργειαν καί καινάς ἰδιότητας παρά τάς ὑπό τῶν θεοσόφων πατέρων ἐπί τῆς ἁγίας Τριάδος ἐκπεφωνημένας δοξάζουσιν, ὡς ἀσεβῶς καί νοοῦσι καί λέγουσι καί βλασφημίας κατά Θεοῦ ἐρευγομένοις, ἀνάθεμα.
[7] Τοῖς τήν θείαν καί ἱεράν γραφήν τήν τε παλαιάν καί τήν νέαν ἐν χάρτῃ καί μέλανι μόνον τό εἶναι ἔχειν λέγουσι, καί μηδέν τι ὠφέλιμον ἤ πρός ψυχήν τι κέρδος κεκτῆσθαι, μόνα δέ τά παρ' αὐτῶν διδασκόμενα καί παραδιδόμενα ὀνησιφόρα τυγχάνειν, ἀνάθεμα.
[8] Τοῖς καταψευδομένοις τῶν θεοσόφων ἀποστόλων ὡς μή ἐκ Πνεύματος ἁγίου, ἀλλ' ἐκ κοιλίας κηρυξάντων τό εὐαγγέλιον, ἑαυτούς δέ φάσκουσιν ἔκ τινος θειοτέρας ὄψεως μυεῖσθαι τά ἀπόρρητα ἅτινα ὁ θεσπέσιος Παῦλος «ἤκουσεν ἅ οὐκ ἐξόν λαλῆσαι ἀνθρώπῳ», αὐτούς ταῦτα εἰδέναι καί λέγειν, καί τούς παρ' αὐτῶν μυουμένους διδάσκειν, καί τάς οἰκείας ἐμβροντησίας καί παραπληξίας μείζονας τῶν θεοκηρύκων ἀποστόλων λογιζομένοις, καί κατά τοῦτο ἐκείνων ἑαυτούς ὑπερτιθεῖσιν ὡς καί μόνους σωζομένους, τοῦ παντός κόσμου ἀπολλυμένου, ἀνάθεμα.
[9] Τοῖς λέγουσιν ὡς εἰ μή τις ἐξ αὐτοῦ τοῦ Κυρίου αἰσθητῶς ὀπτανομένου τοῖς ἁμαρτάνουσιν ἀκούσῃ τό˙ «Ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι», οὐκ ἄλλως ἐστί δυνατόν ἄφεσιν ἁμαρτιῶν λαβεῖν, ἀνάθεμα.
[10] Τοῖς ληροῦσι τούς κατ' αὐτούς ζῶντας πρῶτα μέν ἐξ ἀνθρώπων εἰς ἀγγέλων μεταμείβεσθαι φύσιν, εἴθ' οὕτως εἰς ἀρχαγγέλων καί μετέπειτα κατά προκοπήν ἤ μεταβίβασιν τῶν ἀφ' ἑτέρων εἰς ἕτερα, χερουβίμ καί σεραφίμ γίνεσθαι, καί τελευταῖον θεούς, ὤ τῆς ἀνοίας καί ἀπονοίας, καί κααχρωμένοις τῷ θείῳ ῥητῷ τῷ λέγοντι˙ «Ἐγώ εἶπα˙ θεοί ἐστε καί υἱοί Ὑψίσοτυ πάντες», κἀντεῦθεν πολυθεΐαν εἰσάγουσν, ἀνάθεμα.
[11] Τοῖς διά ταῦτα τά πάντα ἑαυτούς μέν πεφωτισμένους καλοῦσι, τούς δέ πιστούς ἐσκοτισμένους κατονομάζουσιν, ὅτι μή τά αὐτῶν ἐμυήθησαν καί δόγματα καί διδάγματα, ἀνάθεμα.
(Πηγή: Jean Gouillard, Quatre proces de mystiques a Byzance, έκδοση από τούς κώδικες Vindobonensis theol. gr. 306, f 34v – 35v & Taurinensis B.N. 185, f. 18)
4. Συνοδική απόφαση του 1140 μ.Χ. κατά του Κωνσταντίνου Χρυσομάλλου
Μηνί μαΐω, ἰνδικτιῶνος τρίτης, προκαθημένου τοῦ ἁγιωτάτου ἡμῶν δεσπότου καί οἰκουμενικοῦ πατριάρχου κυροῦ Λέοντος ἐν τοῖς δεξιοῖς κατηχουμενίοις τοῦ ἁγίου Ἀλεξίου, συνεδραζόντων αῦτῷ καί ἱεροτάτων ἀρχιερέων τοῦ Ἀγκύρας, τοῦ Κυζίκου, τοῦ Ἀμασείας, τοῦ Μελιτίνης, τοῦ Λαοδικείας, τοῦ Κρήτης, τοῦ Ἀντιοχείας τῆς Πισιδίας, τοῦ Τραϊανουπόλεως, τοῦ Φιλίππων, τοῦ Ἀμάστριδος καί τοῦ Μεσημβρίας, καί θεοφιλῶν ἀρχιεπισκόπων τοῦ Καραβυζύης καί τοῦ Γοτθίας, παρισταμένων καί τῶν δεσποτικῶν ἀρχόντων.
Καί τό μέν περί σωμάτων θεραπείας ἐνασχολεῖσθαι καί φαρμακεύειν ἐπιχειρεῖν πονηρῶς ἔχοντα οὐ τοῦ τυχόντος, εἴποι τις ἄν, οὐδέ τοῦ βουληθέντος απλῶς καί μόνον θελήσαντος˙ ἐκείνου δέ πάντως καί κυρίως καί μάλιστα, ὅν ὁ μέν τῆς ἰατρικῆς τέχνης λόγος ἐμαίυσεν, ἡ δέ χρονία ἐμπειρία λαβοῦσα πάλιν ἐτιθηνήσατο, καί ὀ τῆς ἰατρικῆς προεξάρχων, ὡς λυδία τις λίθος, προεξετάσας τά πρῶτα, καί κατειληφώς οὐκ ἀδόκιμον, τό τῆς ἐπικρίσεως τούτῳ προεπεβράβευσε σύμβολον. Ἰατῆρας δέ ψυχικούς βίου τε διδασκάλους ἀκριβεστέρους καί καλῶν λόγων ὑφηγητάς τε και συγγραφεῖς, ἐπί τισι δέ καί δογματιστάς - ὁμοῦ γάρ ταῦτα πάντα καί νῦν τῇ προκειμένῃ σήμερον ὑποθέσει συνέδραμε – τούς ἅμα μόνον θελήσαντας ἀδοκιμάστως αὐτίκα καί αὐτοχειροτονήτως, τοῦτο δη τό λεγόμενον, γενέσθαι, τίς συγχωρήσειε; Καί ῥαββί κληθήσεται ὁ βουλόμενος, καί διδασκαλικῶν συγγραμμάτων ἐκθέτης ὀ θέλων ἅπας γενήσεται; Καί τίς ἄν μή φρενός τυγχάνων ὅλως ἐπισφαλοῦς τῷ λόγῳ συνθήσεται; Πῶς δέ καί οὐχί, τούτου συγχωρουμένου, πολλοί μέν καί τῶν φρονούντων ἐπισφαλῶς, πολλῆς ἀδείας τοῦ γράφειν δραξάμενοι, πολλά μέν προσεπισπέρουσι τῷ φαινομένῳ σίτῶ ζιζάνια, τινές δέ καί τῶν ἀπλουστέρων, ὡς σωτηρίοις ἀβούλως τοῖς ὀλεθρίοις προστρέχοντες, ἄνθρακας πυρός, ὡς εἰπεῖν, τόν δοκοῦντα τούτοις θησαυρόν ἐφευρήσουσι;
Διά τοῦτο τοιγαροῦν καί ἡμεῖς, ἅμα μέν τό τῶν πολλῶν πρός τό γράφειν καί διδάσκειν ἄλλους αὐτοπροβλήτως αὐθόρμητον ἀναστέλλοντες, ἅμα δέ καί τῆς τῶν πολλῶν σωτηρίας, καί πλέον δῆτα τῶν ἁπλουστέρων φροντίζοντες, οἷσπερ οὐχ ικανόν τροφίμου βοτάνης διακρίνειν τό κώνειον˙ ἐπεί διά τινων μοναχῶν προσελεύσεως τῇ κατά τό Ἱερόν τοῦ κυροῦ Νικολάου λεγομένῃ ἐνασχολουμένων μονῇ, συγγράμματά τινα ἐφευρίσκεσθαι τοῦ τόν βίον ἤδη καταλιπόντος Κωνσταντίνου ἐκείνου τοῦ Χρυσομάλλου ἀνεδιδάχθημεν˙ οἷς δῆτα καί αὐτούς ἐντυχόντας οὐ μετρίως σκανδαλισθῆναι διά πολλήν τινα τήν ἐμφερομένην αὐτοῖς ἐρεσχελίαν ἅμα καί ἀτοπίαν, ὡς ἔλεγον˙ διαδίδοσθαι δέ ἤδη καί πρός πολλούς τά τοιαῦτα, ὥς τινα μᾶλλον τῶν ὠφελεῖν δυναμένων καί πρός βίον ῥυθμίζειν τούς πολλούς ἀκριβέστερον˙ διά φροντίδος ὅτι πολλῆς τό πράγμα ποιήσαντες, καί άπό τῶν τά τοιαῦτα κεκτημένων συγγράμματα τάς προσούσας τούτοις βίβλους ἀναλαβόμενοι, ἀνεμάθομεν γάρ ἀνερευνήσαντες μίαν μέν εἶναι παρά Πέτρῳ τινί μονάζοντι καί τῇ τοῦ ἁγίου Ἀθηνογένους προκαθημένῳ μονῇ, ἑτέραν δέ παρά Γεωργίῳ προέδρῳ τῷ λεγομένῳ Παμφίλῳ, ἐτέραν δέ πάλιν τήν παρά τῶν δηλωθέντων μοναχῶν τῶν τά περί τούτου προσαγγειλάντων προσαχθεῖσαν ἠμῖν, ἥν καί ἀναλαβέσθαι ἐξεῖπον ἀπό τοῦ ἐν τῇ τοῦ Γηροκομείου μονῇ μονάζοντος Εὐθυμίου. Ταύτας οὖν τάς τρεῖς συμφορήσαντες, τά μέν αὐτά καί παρά ταῖς τρισίν ὡς ἐκ μεταγραφῆς ἐμφερόμενα συγγράμματα εὕρομεν, πλείονα δέ τῶν δύο τά παρά τῷ Πέτρῶ ἐφευρέθησαν, ὡς τά μέν ἐν ταῖς δυσίν ἐκείναις εἰς πεντήκοντα πρός τοῖς διακοσίοις τά ὅλα συμποσοῦσθαι κεφάλαια˙ οὕτω γάρ ἡ διδασκαλία τῷ συγγραφεῖ ἐν κεφαλαίων διαιρέσει συντέθειται.
Πολλά δέ τῶν ἐμπεριεχομένων ταύταις καί ἰδίᾶ κατασκοπήσαντες καί συνοδικῶς ἐξετάσαντες, οὐκ ἐρεσχελιῶν μόνον καί καινολογιῶν ἁπλῶς καί μωρολογιῶν, ἀλλά καί αἱρέσεων προφανῶς ἀνάμεστα εὕρομεν, καί πλέον τῶν ἄλλων Ἐνθουσιαστῶν τε καί Βογομήλων. ἵνα γάρ τἄλλα παρῶμεν τά τε παρά τήν ἐκκλησιαστικήν συνήθειαν δηλαδή καί παράδοσιν ἐκ κοιλίας τούτῳ ἐξερευχθέντα καί ὑπό τῆς ἐαυτοῦ διανοίας ἀναπλασθέντα της κακοδαίμονος, καί ὅσα πρός καταδρομήν ἐκείνῳ καί ὕβριν κατά χριστιανοῦ παντός ἐνεγράφησαν, ὅσα τε πάλιν πρός ἀτιμίαν ἀρχῆς ἁπάσης καί περιφρόνησιν, τῷ Σατανᾶ προσκυνεῖν ἀποφλυαρήσαντι τούς ὁποιῳδήτινι ἄρχοντι τιμήν ἤ προσκύνησιν ἀπονέμοντας.
Ἀλλά τό λέγειν βαπτισθέντα πάντα χριστιανόν, διά τό ἐν νηπιότητι κατά τήν κρατοῦσαν συνήθειαν, ἀκατηχήτως ὥς φησι βαπτίζεσθαι, μηδέ χριστιανόν εἶναι τῇ ἀληθείᾳ κἄν ὀνομάζοιτο, ἀλλά κἄν τινας ᾖ τῶν ἀρετῶν κατορθώσας, ὡς ἐθνικόν κατορθοῦν˙ καί μηδέ δεῖν ἀναγινώσκειν αὐτόν τούς λόγους τῆς διδασκαλίας τοῦ εὐαγγελίου, ἀλλά πρότερον κατηχηθῆναι καί μυηθῆναι καί μεταστοιχειωθῆναι, τουτέστι μεταστῆναι ἀπό τῆς ἐξουσίας τοῦ Σατανᾶ.
Καί τό λέγειν πάλιν ὅτι ὅσοι οἱ ὀνομαζόμενοι χριστιανοί μή συνήκασι τήν ἐκ τοῦ θείου βαπτίσματος ἑαυτῶν ἀναστοιχείωσιν, κἄν εἰς ἀρχιερατικόν βαθμόν κατηντήκασι, κἄν πᾶσαν τήν θεόπνευστον γραφήν ἐπί γλώττης φέρουσι καί διδάσκουσιν, εἰς τήν φυσιοῦσαν αὐτούς γνῶσιν ἐναβρυνόμενοι, οὐδέν ὠφελήθησαν εἰ μή κατηχηθέντες αὖθις ἀναστοιχειώσεως τύχωσι καί μορφώσεως τῶν ψυχικῶν αὐτῶν ἕξεων μυστικῆς διά μεσιτείας καί ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τῶν ἐπιγνωμόνων οἰκονόμων τοῦ μεγάλου τούτου μυστηρίου καί τῆς ἱερᾶς γνώσεως ἐπιστημόνων.
Καί ἐν ἑτέρῳ πάλιν κεφαλαίῳ προστιθέναι ὅτι ὅστις οὐ νοερᾷ αἰσθήσει νοερῶς αἰσθάνεται ποιοῦντος ἐν αὐτῷ τοῦ Θεοῦ τό θέλημα αὐτοῦ διά Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς κενόν κοπιᾷ, καί ὅτι τῷ ἀκατηχήτῳ χριστιανῷ μετανοοῦντι καί ἐξομοόγουμένῳ τά μετά ἅγιον βάπτισμα ἁμαρτήματα οὐδέν ὄφελος δεσμά καί φάρμακα θεραπευτικά, ἀλλά διδαχῆς χρεία καί μυήσεως καί πίστεως.
Καί πάλιν ὡς ἐάν χριστιανός βαπτισθείς οὐκ ἐδυναμώθη ἀπό ἀσθενείας καί τῆς εἰς τήν ἁμαρτίαν ῥοπῆς, πορευθείς πρότερον ἐνδυναμωθήτω διά πίστεως καί χειρῶν ἐπιθέσεως τῶν οἰκονόμων τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ ἥτις ἐκ πίστεως χαρίζεται, οὐκ ἐξ ἔργων.
Ἔτι δέ καί τό λέγειν τούς ἀληθεῖς παρ' ἐκείνῳ χριστιανούς μηδέ νόμοις ὑποκεῖσθαι, ὡς μετά τό φθάσαι εἰς μέτρον τῆς κατά Χριστόν ἡλικίας μηκέτι δύνασθαι εἶναι ὐπό νόμον, ἀλλ' ὡς δυνατόν ποιεῖν τά τοῦ νόμου φύσει.
Καί τό δογματίζειν τάς μετά τό ἅγιον βάπτισμα τοῖς κακίας λογισμοῖς ἐπηρεαζομένας ψυχάς μή δύνασθαι τούτων ἐλευθερωθῆναι, ἐι μή διά τῶν ἐπισκευαστῶν ἀγαθῶν καλουμένων ἀνοήτως, μήτε εἰς ἐκκλησίαν εἰσιέναι, μήτε ψάλλειν, μήτε προσεύχεσθαι, μήτε Χριστόν ὀνομάζειν, μήτε τι τῶν χριστιανῶν ἐπιτελεῖν.
Ἀλλαχοῦ δέ, μήτε μετιέναι τινά ἀρετήν πρό τοῦ τήν καλήν ἀλλιωθῆναι ἀλλοίωσιν, διά τό ἀποστρέφεσθαι ταῦτα τόν Θεόν καί μισεῖν˙ δαίμοσι γάρ ἐοικέναι τούς ταῦτα κατορθοῦντας, καί ὁμολογοῦντας μέν διά τόν Θεόν κατορθοῦν, ἀλόγως δέ, ὥς φησι, ταῦτα ποιοῦντας.
Καί ἵνα συντέμωμεν τά πολλά, τό ἐν διαφόροις κεφαλαίοις αὐτόν ἀποφαίνεσθαι μηδέν τι τούς χριστιανούς ὠφελείσθαι, κἄν πᾶσαν έργἀσωνται ἀρετήν καί κακίαν πᾶσαν ἐκκλίνωσι, κἄν διά τόν Θεόν ταῦτα ποιῶσιν, εἰ μή νοεράν αἴσθησιν τοῦ θείου Πνεύματος δέξονται φυσικῶς τε καί ἀνωδύνως ἐν αὐτοῖς ἐνεργούντος τό ἀγαθόν καί ἀκινήτους πάντῃ ποιοῦντος πρός τό κακόν.
Νομοθετεῖν δέ καί, ἐάν μή τοιοῦτον ἐν συνασθήσει δέξωνται φωτισμόν οἱ ἀναγεννώμενοι ὡς ἐν τῷ ψάλλειν ἀκλινῆ τε ἔχειν τό νοῦν καί ἀμετακίνητον, συνιέναι δέ καί τήν τῶν ψαλλομένων πάσαν διάνοιαν, μη΄δε ψάλλειν ὅλως τούτους μηδέ προσεύχεσθαι, ἀλλά μηδέ ὡς πιστούς εἰς ἐκκλησίαν εἰσέρχεσθαι, ἄχρις ἄν διά τῆς παρ' ἐκείνου εἰσαγομένης κατηχήσεώς τε πάλιν καί μυήσεως μύρων τε χρίσεως ἀναστοιχειωθέντες τῆς τοῦ θείου Πνεύματος ἐν αὐτοῖς δυνάμεώς τε καί ἐνεργείας αἴσθησιν δέξωνται.
Ἀλλά καί τό τά αὐτά ἀξιοῦν καί περί τῆς ἀποκάρσεως καί τόν ἀποκειρόμενον λέγειν ἀνωφελῶς καί αὐτόν ἀποκείρεσθαι, εἰ μή ἐν νοερᾶ αἰσθήσει, καί οὐκ ἐν πίστει τῆς χαριζομένης αὐτῷ αἰσθητῶς τοῦ Πνεύματος χάριτος καί τῆς δι' αὐτῆς ἀλλοιώσεως καί μεταστοιχειώσεως, ὡς μηκέτι ἤ θέλειν ἠ δύνασθαι ἁμαρτάνειν.
Πρός δέ καί πᾶσι τοῖς ἄλλοις εἰσάγειν ὡς πᾶς χριστιανός δύο ἔχει ψυχάς, τήν μέν αὐτῶν ἀναμάρτητον, τήν δέ ἁμαρτητικήν˙ εἰ δέ μίαν ἔχει ψυχήν, χριστιανός οὔπω ἐγένετο.
Πῶς οὐχί τά τοιαῦτα τῶν δηλωθειςῶν αἱρέσεων ἴδια; Τό μέν γάρ νοεράν αἴσθησιν ἤ αἰσθητήν πάλιν νόησιν ἤ καί μόνον αἴσθησιν, ὡς ἐν ἄλλοις φησί, καί ἔλλαμψιν καί ἀποκάλυψιν καί ἐπίγνωσιν τοῦ Πνεύματος ἀπαιτεῖν αὐτόν τούς βαπτιζομένους, ἤ μήν ἀνόητον εἶναι λέγειν τούτοις τό βάπτισμα κἄν εἰ καί πᾶν ἀγαθόν μετέρχοιντο, τῆς τῶν Ἐνθουσιαζομένων πάντως αἱρέσεως, ἀποκαλύψεις θείας φανταζομένων εἰσδέχεσθαι ταῖς τῶν πονηρῶν δαιμόνων ἐξαπατήσεσι.
Τό δέ γε μετά τό θεῖον βάπτισμα τούς βαπτιζομένους, διά τό ἀκατηχήτως, ὥς φησιν, αὐτούς ἀναγεννηθῆναι, τοτέστι πάντας ἡμᾶς τούς χριστιανούς μέχρι διδασκάλων καί ἱερέων καί ἀρχιερέων αὐτῶν δεῖσθαι πάλιν ἐξ ἀρχῆς κατηχήσεως καί μυήσεως καί ἀναστοιχειώσεως διά τῆς παρ' ἐκείνου εἰσαγομένης τελεσιουργήσεως καί τῆς τῶν χειρῶν ἐπιθέσεως τῶν ἐπιστημόνων οἰκονομῶν τῆς μυστικῆς ταυτης χάριτος, οὕς καί μετά πάσης σπουδῆς ἀνερευνᾶν ἀπαιτεῖ, σπανίως εὑρισκομένους τούς μόνους δυναμένους ἀνακαινίζειν τούς προσιόντας καί θείας χ΄ριτος μετίχους ποιεῖν, τῆς τῶν Βογομήλων ἅγιον βάπτισμα καί δεύτερον εἰσαγόντων τό ἑαυτῶν τελειοποιόν καί παρεκτικόν θείου Πνεύματος.
Ἀλλά καί τό ἤ δύο ψυχάς τόν χριστιανόν ἔχειν, ὥς φησιν, ἤ μή εἶναι χριστιανόν, οὕτω ῥητῶς ὑπό τῆς τῶν Μασσαλιανῶν ἤτοι Βογομήλων παμβεβήλου θρησκείας δογματιζόμενον εὕρηται.
Οὐκ ἐκ τούτων οὖν μόνον – ταῦτα γάρ ὥσπερ τι μικρόν γεῦμα παμπλήρους πίθου, ἤ ὅλου ὥς φασιν ὑφάσματος κράσπεδον ἡμῖν ἐνταῦθα παρείληπται - ἀλλά καί μυρίων τῶν ταῖς βίβλοις ἐνεσπαρμένων, τό σαπρόν τῆς γραφῆς καί πυρός ἄξιον καί ἀφανισμοῦ τελείου κατειληφότες, τάς μέν βίβλους αὐτάς καί πυρί παραυτίκα δοθῆναι διωρισάμεθα, καί ἀναθέματι πάντας τοῦς φρονοῦντας οὕτω καθυποβάλλομεν, διοριζόμεθά τε πᾶσι κοινῶς μηδένα μήτε τολμᾶν νέας ἐκτιθέναι διδασκαλίας αὐτοχειροτονήτως ὥσπερ ἑαυτῷ περιτιθέντα τό τῆς διδασκαλίας αξίωμα˙ μήτε μήν παρ' οὑτινοσοῦν ὁποιονδήποτε νέον καινοφανές αναγινώσκεσθαι σύγγραμμα μή φθάσαν ἐπιγνωσθῆναί τε τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ, καί δοκιμασθέν πρότερον, ἐπικριθῆναι ὡς εὐσεβές καί ὠφέλιμον˙ μάλιστα μέν τοιγε πάντων τά δηλωθέντα ταῦτα καί λεγόμενα εῖναι τοῦ Χρυσομάλλου συγγράμματα˙ καί οὐκ αὐτά δέ μόνον τά εὑρεθέντα, ἀλλ' εἰ καί τινες ἄλλαι εὑρίσκονται γραφαί ἐκείνου οἱαιδήτινες, μηδένα μήτε ἔχειν παρ' ἑαυτῷ, μήτε ἀναγινώσκειν ὅλως ταῦτα˙ τόν γάρ μετά τήν παροῦσαν σημείωσιν κεκτημένον τι τούτων καί ἀναγινώσκοντα ἤ φρονοῦντα ἤ ὁπωσδήποτε ἀντεχόμενον ἤ καί διδάσκοντα ἤ καί συνειδότα ἕτερον ἔχοντα ταῦτα καί κατ' αὐτά φρονοῦντα καί συγκαλύπτοντα, ασυγγνώστως αὐτόν, ὡς ταῖς δηλωθείσαι ἐνισχημένον αἱρέσεσι παρά μέν ἐκκλησίᾳ πάςῃ ὑπό ἀνάθεμα γίνεσθαι, παραδίδοσθαι δέ καί τοῖς τά πολιτικά διέπουσιν ἄρχουσιν, ὥστε καί παρ' αὐτῶν νομίμως ὑποσχεῖν εὐθύνας.
Ἐπεί δέ τούτων οὕτω παρ' ἡμῶν πραχθέντων τε καί διορισθέντων συνοδικῶς ἐνώπιον καί τῶν παρ' οἷς αἱ βίβλοι ἐφεύρηνται, ἤγουν τοῦ τε μοναχοῦ Πέτρου καί τοῦ Παμφίλου, δέον ἦν καί τούτους ἐρωτηθῆναι εἴτε τούτων ἀντέχονται, εἴτε μήν ὡς ἐσφαλμένων καί ἀσεβῶν καταπτύουσι καί τά ὀλισθηρά τούτων ἀναθεματίζουσι δόγματα, μηδέν τι πλέον ἐπί τούτοις φρονεῖν τῶν συνοδικῶς σήμερον διαγνωσθέντων ἡμῖν, ἀκουόντων πάντων, ἀπεστομάτισαν, ἀλλ' εἰ καί πρότερον παρ' ἑαυτοῖς εἶχον τάς βίβλους, καί τά ἐν αὐτοῖς ἀσυντηρήτως καί ἀπεριμερίμνως ἀναγινώσκοντες ὡς καλῶς ἔχοντα παρεδέχοντο, ἀλλά νῦν ἐξεταστικώτερον ταῦτα καί αὐτοί ἰδόντες ἀναγνωσθέντα καί καλῶς ἀποδοκιμασθέντα κατανοήσαντες, συγγνώμην τε ἐξαιτεῖν ὡμολόγουν ἐφ' οἷς τοιαύτην μεχρι του νῦν ἠγνόησαν ἄγνοιαν, ἀγαθῇ προλήψει καί στοργῇ φιλικῇ τῇ πρός ἐκεῖνον ἡττωμένους καί τοσοῦτον τό ἀπό τοῦδε τῶν τοιούτων ἀφίστασθαι ὡς καί εἰς ἐπήκοον πάντων διηνεκεῖ ἀναθέματι ταῦτά τε τά συγγράμματα καί τόν συγγραψάμενον καί τόν οὕτω φρονοῦντα καί καθυποβάλλειν.
Δεξάμενοι γοῦν καί ἡμεῖς τήν τούτων ὁμολογίαν τε καί διάθεσιν δι' ὅν ἐποιήσαντο τῶν δηλωθέντων ἀσεβῶν συγγραμμάτων ἐνώπιον τῆς ἱερᾶς συνόδου ἀναθεματισμόν καί τήν ἐγκάρδιον τούτων, ὡς διαβεβαοῦνται, κατάγνωσιν, μετά δακρύων τήν συγγνώμην αἰτούμενοι, τῷ μέν Παμφίλῳ τάς ἀναγεγραμμένας ποινάς πρός τό μηκέτι τοιοῦτόν τι φρονεῖν ἠ ἀνθέξεσθαι τούτων ἐπηπειλησάμεθα˙ τόν δέ μοναχόν Πέτρον ἀσύμφορον εἶναι κρίναντες κατάρχειν ἄλλων τό ἀπό τοῦδε, διά τε τό τῆς συνειδήσεως τῶν πολλῶν ἠδη κεκαυτηριασμένον ὅσον τό ἐπ' αὐτῷ καί ὅν μέλλουσι ἔχειν σκινδαλμόν καί τό ὕποπτον, ἔτι δέ καί τό τούτου ἀνίκανον – πῶς γάρ ἄν καί κυβερνᾶν ἄλλους καί διδάσκειν ἱκανός κριθῇ ὁ τοιαύτην ἀγνοήσας, ὥς φησιν, ἄγνοιαν, καί ἔκδηλον οὕτω πᾶιν ἀσέβειαν κατανοῆσαι μή δυνηθείς; - ἐν ἑτέρᾳ σταλῆναι τοῦτον μονῇ καί ὑπό ἀρχγόν μᾶλλον εἶναι ἄλλον καί καθηγητήν τετυπώκαμεν, ἐπειδή καί τῶν τῆς ἡμῶν μετριότητος καί πάσης τῆς ἀρχιερατικῆς ὁμηγύρεως προεκυλινδοῦτο ποδῶν.
Ταῦτα παρεκβληθέντα καί συνηθῶς πιστωθέντα ἐπεδόθη.
(Πηγή: Jean Gouillard, Quatre proces de mystiques a Byzance, έκδοση από τους κώδικες Barocciano 205, f. 521-523v & Patmiaco S. Joannis 366, f. 335-337)
[1] Μόνο στον Τιμόθεο Κωνσταντινουπόλεως, Περί τῶν προσερχομένων τῇ Ἁγίᾳ Ἐκκλησίᾳ (PG 86A,48).
[2] Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων 98.
[3] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία XXVI (PG 130,1273B): «Κατά τούς χρόνους Οὐαλεντινιανοῦ καί Ουάλεντος ἡ τῶν Μασαλιανῶν ἐβλάστησεν αίρεσις».
[4] Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ 120. Επίσης Θεοδώρητου Κύρρου, Εκκλησιαστική Ιστορία IV 11.2 {ed. Léon Parmentier, GCS 44 (1954) 229}. Επίσης, Μ. Φώτιος, Μυριόβιβλος 52 (ed. René Henry, Paris 1959, I 36).
[5] Θεοδώρητου Κύρρου, Εκκλησιαστική Ιστορία IV 11.6 {ed. Léon Parmentier, GCS 44 (1954) 230}. & Ι. Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ 150.
[6] Θεοδώρητου Κύρρου, Εκκλησιαστική Ιστορία IV 11.8 {ed. Léon Parmentier, GCS 44 (1954) 231}. & Ι. Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ 175.
[7] Μ. Φώτιος, Μυριόβιβλος 52.
[8] «Ὅρος τῆς ἁγίας καί οἰκουμενικῆς συνόδου τῆς ἐν Ἐφέσῳ κατά τῶν δυσεβῶν Μεσσαλιανιτῶν ἤ γοῦν Εὐχιτῶν» ACO I-1-7 ed. E. Schwartz (Berlin 1929), 117-8.
[9] PG 86A,48A.
[10] Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’: «Κεφάλαια τοῦ τῶν Μασσαλιανῶν δυσσεβοῦς δόγματος ἀναληφθέντα ἐκ βιβλίου αὐτῶν».
[11] Synodikon Orientale ou Recueil de Synodes Nestoriens, ed. J. B. Chabot NEMBN 37 (1902), 115-6 (κείμενο) 374-375 (μετάφραση).
[12] Ed. M. Kmosko in PS I 3, Paris 1926, Appendix I no XXVII-XXVIII & XXX-XXXI.
[13] Bar Hebraeus, Candélabre des sanctuaires, ed. Kmosko, p. CCLXXI.
[14] "Hymni contra Haereses" 22, 4, ed. E. Beck, CSCO 169, 1957, p. 79.
[15] Μ. Φώτιος, Μυριόβιβλος 52, εκδ. Ιγνάτιος Σακαλής ΕΠΕ (2001) τ. 5 σελ. 74.
[16] K. Fitschen, Did ‘Messalianism’ exist in Asia Minor after A.D. 431?, Studia Patristica XXV (Leuven 1993) 352-5.
[17] Γεώργιος Κεδρηνός, Σύνοψις Ιστοριών PG 121,560C & 596C.
[18] Άννα Κομνηνή, Αλεξιά Χ 1.6, ed H-G. Beck-A. Kambylis-R. Keydell CFHB XL/1 (2001), 282-3.
[19] J. Darrouzès, Documents inèdits d’ ecclésiologie byzantine, Paris 1966, 305.
[20] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ α, & Τιμόθεος Κωνσταντινουπόλεως, Περί των προσερχομένων τη Αγία Εκκλησία, κεφ. Περί Μαρκιανιατών α (PG 86A,48b).
[21] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ β.
[22] Ευθύμιου Ζιγαβηνού, Πνευματική Πανοπλία (PG 130,1285A): «Λέγουσιν ὅτι συνοικοῦσιν ἐν τῷ ἀνθρώπω τό Πνεῦμα τε τό ἅγιον καί ὁ δαίμων. Ἀλλά πῶς συνοικήσουσιν ἀλλήλοις Θεός καί δαίμων, τό καθαρώτατον καί πάντων ἀκαθαρτότατον;τό φῶς καί τό σκότος; οἱ κατά διάμετρον ἀλλήλοις ἐχθραίνοντες; Ὅπου γάρ ἐπιδημήσει τό Πνεῦμα τό ἅγιον, δραπετεύει πᾶς δαίμων φεύγων ὀξέως καί ἀμεταστρεπτί, καθάπερ από πυρός. Θεός μέν γάρ τό Πνεῦμα τό ἅγιον˙ εἰ δέ Θεός καί πῦρ καταναλίσκον τήν τῶν δαιμόνων ἰσχύν. καί τό μέν σκότος λύεται τῇ παρουσίᾳ τοῦ φωτός, ὁ δέ πονηρός δαίμων ἐλαύνεται βασανιζόμενος τῇ ἐνοικήσει τοῦ ἁγίου Πνεύματος˙ τοῖς μέν ἄγαν ἐναντίοις οὐκ ἔστιν συνοίκησις˙ φθείρεται γάρ ἤ εξωθείται τό ἀσθενέστερον.»
[23] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ γ & Ευθύμιου Ζιγαβηνού (PG 130,1284D): «Λέγουσιν, ὅτι οὐδ’ οἱ ἀπόστολοι τῆς ἐξουσίας τῶν δαιμόνων ἦσαν ἐλεύθεροι˙ Βαβαί τῆς ἀναισχύντου βλασφημίας! Οἱ τούς δαίμονας τῶν ἐνεργουμένων ἀπελαύνοντες οὐκ ἦσαν ἐλεύθεροι τῆς τῶν δαιμόνων ἐπικρατείας; Καί πῶς ἐδίωκον οἱ δουλεύοντες τούς ἐξουσιάζοντας; οἱ λαβόντες ἐξουσίαν παρά τοῦ Σωτήρος μή τά δαιμόνια μόνον ἐκβάλλειν, ἀλλά καί θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν καί πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καί σκορπίων ἐπί πᾶσαν τε δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ;»
[24] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ δ & Ευθύμιου Ζιγαβηνού PG 130,1276D, & Τιμόθεος Κων/πόλεως, Περί των προσερχομένων τη Αγία Εκκλησία, κεφ. Περί Μαρκιανιατών β (PG 86A,48B): «Λέγουσιν ὅτι μόνη ἡ ἐκτενής προσευχή διώκει δύναται τοῦτον τόν δαίμονα˙ διά χρέμψεως καί ἀποπτύσεως τοῦ προσερχομένου, φυγαδευομένου δε τούτου τοῦ δαίμονος ὡς καπνοῦ ὁρωμένου, ἤ ὡς ὄφεως, ἐν τῷ ἐκπορεύεσθαι˙ καί ὅτι τούτου γινομένου, παρουσία λοιπόν τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐπί τόν προσευχόμενον γίνεται, αἰσθητῶς τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐπιφοιτῶντος καί ὁρωμένου.»
[25] PG 130,1273C.
[26] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ ε & Ευθύμιου Ζιγαβηνού (PG 130,1277A).
[27] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ στ.
[28] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ ζ & Ευθύμιου Ζιγαβηνού (PG 130,1277B): «Τούτου (του δαίμονος) δέ ἀπελαθέντος, ἐπιφοιτᾶν αἰσθητῶς καί ὁρατῶς τό Πνεῦμα τό ἅγιοςν τήν οἰκίαν παρουσίαν σημαῖνον, καί τό σῶμα τῆς των παθῶν κινήσεως ἐλευθεροῦν, καί ἀπάθειαν χαρισόμενον.»
[29] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ η & Τιμόθεος Κων/πόλεως, Περί των προσερχομένων τη Αγία Εκκλησία, κεφ. Περί Μαρκιανιατών δ (PG 86A,48B): «Λέγει ὅτι μετά τήν λεγομένην παρ’ ἐκείνοις ἀπάθειαν, τοιαύτης αἰσθάνεται ἡ ψυχή κοινωνίας γινομένης αὐτῇ παρά τοῦ οὐρανίου Νυμφίου, οἴα αἰσθάνεται ἡ γυνή ἐν τῇ συνουσίᾳ τοῦ ἀνδρός.»
Ευθύμιου Ζιγαβηνού (PG 130,1285C): «Λέγουσιν, ὅτι μετά τήν παρά τοῖς τελείοις αὐτῶν ἀπάθειαν τοιαύτης αἰσθάνεται ἡ ψυχή τούτων κοινωνίας ἐγγινομένης αὐτῇ παρά τοῦ ἐπουρανίου νυμφίου, οἴας αἰσθάνεται γυνή συνουσιάζοντος αὐτῇ τοῦ ἀνδρός. Ὥ τῆς προδήλου φρενοβλαβείας! εἰ τήν ἀγνοτάτην καί ἀπαθεστάτην τοῦ Σωτῆρος ἕνωσιν ἐμπαθεστάτην ἡδυπάθειαν οἵονται, καί καθυβρίζουσιν ἡδονῇ ῥεύσεως παιδογόνων μορίων τολμηρῶς αὐτήν παρεικάζοντες.»
[30] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ θ.
[31] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ ι.
[32] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ ια.
[33] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ ιβ.
[34] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ ιγ & Ευθύμιου Ζιγαβηνού (PG 130,1285B): «Λέγουσιν, ὅτι φύσει τά κακά, τουτέστιν αἱ ἁμαρτίαι. Προς οὕς ἀντιλέγομεν, Εἰ φύσει τά τοιαῦτα κακά, τῆς φύσεως δέ δημιουργός ὁ Θεός, αἴτιος ἄρα κακῶν ὁ Θεός, καί οὔτε κρίσις, οὔτε κόλασις ἔσται τῶν ἁμαρτανόντων, καθώς ἀνωτέρω προδεδήλωται… Εἰ δέ κρίσις ἔσται τῶν ἁμαρτανόντων, οὐ φύσει τά κακά, τουτέστιν αἱ ἁμαρτίαι. Εἰ δέ μή φύσει, προαιρέσει πάντως, καί ῥᾳθυμίᾳ, δι’ ἥν κατακρίνονται, καί κολάζονται πάντες οἱ ἐργάτες τῆς ἁμαρτίας.»
[35] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ ιδ.
[36] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ ιε & Ευθύμιου Ζιγαβηνού (PG 130,1276C).
[37] Τιμόθεος Κων/πόλεως, Περί των προσερχομένων τη Αγία Εκκλησία, κεφ. Περί Μαρκιανιατών ζ (PG 86A,49Α).
[38] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ ιστ.
[39] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ ιζ.
[40] Ι. Δαμασκηνού, Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων π’ ιη.
[41] Θεοδώρητου Κύρρου, Εκκλησιαστική Ιστορία IV 11.7 {ed. Léon Parmentier, GCS 44 (1954) 231}. Μετάφραση Π. Παπαευαγγέλου, Ιωάννου Δαμασκηνού, Έργα, ΕΠΕ (1991) τ.2 σελ. 277-9: «Καμιά ωφέλεια δεν επέρχεται από το βάπτισμα σ’ αυτούς που αξιώνονται να το δεχθούν, και ότι μόνη η σπουδαία προσευχή εκδιώκει τον δαίμονα που κατοικεί μέσα τους. Γιατί ο καθένας από αυτούς που γεννιούνται, έλεγε, σέρνει από τον προπάτορα όπως ακριβώς την φύση, έτσι και την υποδούλωση στους δαίμονες˙ αυτά απομακρύνονται μόνο με σπουδαία προσευχή, και επιφοιτά το πανάγιο Πνεύμα, δείχνοντας την παρουσία του κατά τρόπο αισθητό και ορατό, ελευθερώνοντας το σώμα από την κίνηση των παθών και απαλλάσσοντας την ψυχή τελείος από την κλίση προς τα χειρότερα, ώστε να μην έχει πλέον ανάγκη ούτε από νηστεία, που καταπιέζει το σώμα, ούτε από διδασκαλία που το χαλιναγωγεί και το εκπαιδεύει να βαδίζει πειθαρχημένα. Και δεν απαλλάσσεται μόνο από τα σκιρτήματα του σώματος εκείνος που θα το κατορθώσει αυτό, αλλά προβλέπει καθαρά καί τα μέλλοντα και βλέπει με τα μάτια του την θεία Τριάδα.»
[42] Ευθύμιου Ζιγαβηνού, Πνευματική Πανοπλία (PG 130.1273D) & Τιμόθεος Κων/πόλεως, Περί των προσερχομένων τη Αγία Εκκλησία, κεφ. Περί Μαρκιανιατών στ’ (PG 86A,49Α).
[43] Ευθύμιου Ζιγαβηνού, Πνευματική Πανοπλία (PG 130.1276Α): «Λέγουσιν, ὅτι τρέπεται καί μεταβάλλεται ῥᾳδίως ἡ θεία φύσις προς ὅ ἄν βούλοιτο, ἵνα συγκραθῇ ταῖς ἀξίαις αὐτῇ ψυχαίς. Καί μην τῶν κτιστῶν ἡ τροπή. Πᾶν γάρ κτιστόν καί τρεπτόν. Ὧν γάρ τό εἶναι ἀπό τροπῆς ἤρξατο, τουτέστιν ἀπό τοῦ μή εἶναι, ταῦτα πάντος τῇ τροπῇ ὑποκείσεται ἤ φθειρόμενα, ὡς τά ἐγκόσμια, ἤ κατά προαίρεσιν ἀλλοιούμενα, ὡς ἄγγελοι καί ψυχαί, κατά τε τήν ἐπί τό καλόν προκοπήν, καί τήν ἐπί τό κακόν κίνησιν. Ἐπί δέ ὁ Θεός ἄκτιστος, πάντως καί ἄτρεπτος. Ὧν γάρ τό εἶναι ἐνάντιον, τούτων καί ὁ τοῦ πῶς εἶναι λόγος ἐνάντιος. Καί καθ’ ἕτερον δέ λόγον ἡ μέν τροπή κινήσεως εἶδός ἐστι, προσηκοῦσα τοῖς κτιστοῖς˙ ὁ δέ Θεός κατά φύσιν ἀκίνητος ἐστι, καί ὑπέρ τήν παρά τοῖς φιλοσόφοις ἐξαχῆ κίνησιν, ὡς ἄποσος καί ἄποιος, κατά τε ἀρχήν καί τέλος. Εἰ δέ ἄτρεπτος κατά φύσιν ὁ Θεός, πάντως καί αμετάβλητος.»
[44] Μέγας Φώτιος, Μυριόβιβλος 52 {ed. R. Henry (1959) I 39}.
[45] E. Honigmann, Patristic Studies, Studi e Testi 173( Citta del Vaticano 1953) 114.
[46] G. D. Prosser, A Defence of Icons during the Messalian Controversy, Studia Patristica XXV (Leuven 1993) 446-7.
[47] Reinhart Staats, Photios and the Synodikon of Orthodoxy in opposition to mystical and prophetic heresies, The Patristic and Byzantine Review 2 (1983), 172.
[48] Τιμόθεος Κωνσταντινουπόλεως, Περί των προσερχομένων τη Αγία Εκκλησία, κεφ. Περί Μαρκιανιατών θ (PG 86A,49Β): «Λέγουσιν ὅτι μετά τήν τοῦ δαίμονος τούτου τοῦ συνουσιωμένου τοῖς ἀνθρώποις, διά τῆς χρέμψεως τε καί ἀποπτύσεως γινομένης δίωξιν, οὐκέτι δεῖται νηστείας, ἤ ἄλλης ψυχικῆς ἤ σωματικῆς εγκρατείας ὁ ἄνθρωπος προς παιδαγωγίαν τοῦ σώματος˙ ἀλλ’ οὐδέ διδασκαλίας τήν ψυχήν ρυθμιζούσης˙ ὡς καί τοῦ σώματος ἠλευθερωμένου τῆς τῶν παθῶν ἐπικρατείας, καί τῆς ψυχῆς μηκέτι δεκτικῆς οὔσης τῆς ἐπί τά χείρω ῥοπῆς˙ ὥς καί τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος ἐν ἀπαθείᾳ λοιπόν γινομένων.»
[49] Τιμόθεος Κωνσταντινουπόλεως, Περί των προσερχομένων τη Αγία Εκκλησία, κεφ. Περί Μαρκιανιατών ι (PG 86A,49Β-C).
[50] Τιμόθεος Κωνσταντινουπόλεως, Περί των προσερχομένων τη Αγία Εκκλησία, κεφ. Περί Μαρκιανιατών ιδ (PG 86A,49D-51A).
[51] Τιμόθεος Κωνσταντινουπόλεως, Περί των προσερχομένων τη Αγία Εκκλησία, κεφ. Περί Μαρκιανιατών ιζ (PG 86A,52Β).
[52] Επιφάνιος, Πανάριον LXXX 3.4: «Δῆθεν εἰς Χριστόν πεπιστευκέναι λέγοντες, ὡς ἀποταξάμενοι τῷ κόσμῳ καί τῶν ἰδίων ἀνακεχωρηκότες, ὁμοῦ δέ ἀναμίξ ἄνδρες ἅμα γυναιξί καί γυναῖκες ἅμα ἀνδράσιν ἐπί τό αὐτό καθεύδοντες, ἐν ῥύμαις μέν πλατείαις, ὁπηνίκα θέρους ὥρα εἵη, διά τό μή ἔχειν, φησί, κτῆμα ἐπί τῆς γῆς, ἀκώλυτοι δέ εἰσι καί ἐκτείνουσι χεῖρας μεταιτεῖν ὡς ἀβίωτοι καί ακτήμονες.»
[53] Ευθύμιου Ζιγαβηνού, Πνευματική Πανοπλία (PG 130.1288D).
[54] Τιμόθεος Κωνσταντινουπόλεως, Περί των προσερχομένων τη Αγία Εκκλησία, κεφ. Περί Μαρκιανιατών ιη (PG 86A,52Β).
[55] Τιμόθεος Κωνσταντινουπόλεως, Περί των προσερχομένων τη Αγία Εκκλησία, κεφ. Περί Μαρκιανιατών ιβ (PG 86A,49C).
[56] Ι. Δαμασκηνού, Περί Αιρέσεων π’: «Τούτοις προσετίθεσαν τῶν Ἐκκλησιῶν καί τῶν θυσιαστηρίων ὑπεροψίαν, ὡς δέον τούς ἀσκητάς, ἐκκλησιαστικαῖς μέν μή παραμένειν συνάξεσιν, ἀρκεῖσθαι δέ ταῖς ἐν τοῖς εὐκτηρίοις αὐτῶν εὐχαῖς».
[57] Θεοφάνους, Χρονογραφία,ed. B. G. Niebhur, CSHB 43 (1836), 99.9: «Ῥωμαίων βασιλέως Οὐάλεντος ἔτος α’. Τούτῳ τῷ ἔτει ἡ τῶν Μεσσαλιανῶν αἵρεσις, ἤγουν Εὐχητῶν, καί Ἐνθουσιαστῶν, ἀνεφύη. οὗτοι ψάλλοντες κυμβαλίζουσι καί κροταλίζουσι τά παρά τῷ Δαβίδ παχέως ἐκλαμβάνοντες καί ἀνοήτως.»
[58] Ευθύμιου Ζιγαβηνού, Πνευματική Πανοπλία (PG 130.1276D-1277A). Για την εξέταση του θέματος Antoine Guillaumont, Le Baptème de Feu chez les Messaliens, εν Mèlanges d’ Histoire des Religions, δωρητήριο στον Charles-Henri Puech, Paris 1974.
[59] G. D. Prosser, A Defence of Icons during the Messalian Controversy, Studia Patristica XXV (Leuven 1993) 447.
[60] Φιλόθεου Κόκκινου, Βίος Γρηγορίου Παλαμά V 21.
[61] Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3.1.7.
[62] Μαξίμου Ομολογητού, Α’ Εκατοντάδα προς Θαλάσσιον 31 (Φιλοκαλία, εκδ. Περιβόλι της Παναγιάς, τ.2 σελ. 108).
[63] Μακαρίου, Ομιλία 2.4 (PG 34.465) & Περί ελευθερίας νοός 21-22 (PG 34.956-957).
[64] Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3.1.6: «Πράγματι ο μέν σοφός εις τα θεία Μάξιμος, συμφώνως προς τον μέγα Μακάριον καί όλους τους άλλους αγίους, όπως εξεθέσαμεν προηγουμένως εις την Περί Θείου Φωτός πραγματεία μου λέγει ότι ο αρραβών της μελλούσης επαγγελίας, η χάρις της υιοθεσίας, η θεοποιός δωρεά του Πνεύματος είναι φως της υπεραρρήτου δόξης εποπτευόμενον από τους αγίους, φως ενυπόστατον, άκτιστον, πάντοτε υπάρχον εκ του πάντοτε ανεπινοήτως υπάρχοντος, φανερούμενον εις τους αξίους και φανερώνων εις αυτούς τον Θεόν δι’ εαυτού, τώρα μεν εν μέρει, εις τον μέλλοντα αιώνα τελειότερον.» (μετ. Π. Χρήστου, ΕΠΕ τ.2 σελ. 579)
[65] Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3.1.11.
[66] Ιωάννου Δαμασκηνού, Ομιλία Α’ εις την Μεταμόρφωσιν 15-16 (PG 96,569A-B).
[67] Ιωάννου Δαμασκηνού, Ομιλία Α’ εις την Μεταμόρφωσιν (PG 96,557C).
[68] Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3.1.22: «Το τοιούτο λοιπόν φως σου φαίνεται ξένον προς την θεότητα, σύμβολον αισθητόν, κτιστόν και δι’ αέρος ορατόν; Αλλ’ ότι δεν είναι ξένον, αλλά φυσικόν της θεότητος, άκουσε πάλιν τον σοφόν εις τα θεία Δαμασκηνόν να λέγη, “δεν έλαβεν επίκτητον το ωράισμα της θείας δόξης, όπως ο Μωυσής, αλλ’ από την έμφυτον θείαν δόξα και λαμπρότητα”, και πάλιν, “κατά τον μέλλοντα αιώνα θα είμεθα πάντοτε μαζί με τον Κύριον, βλέποντες τον Χριστόν αστράπτοντα με το φως της θεότητος˙ τούτο το φως είναι νικητής έναντι ολοκλήρου της φύσεως˙ και πάλιν, “ποσλαμβάνει τους κορυφαίους αποστόλους ως μάρτυρες της οικείας δόξης και θεότητος, αποκαλύπτει δε εις αυτούς την οικείαν θεότητα” την επέκεινα όλων την μόνην υπερτελή και προτέλειαν.» (Μετ. Π. Χρήστου, οπ σελ. 607)
[69] Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3.1.26: «Προς τούτοις ονομάζεις την χάριν της θεώσεως επίσης φυσικήν έξιν, δηλαδή ενεργοποίησιν και φανέρωσιν φυσικής δυνάμεως, αφ’ ότου περιέπεσες πράγματι εις την απάτην των Μασσαλιανών, χωρίς να το γνωρίζης˙ διότι ο θεούμενος θα είναι αναγκαιότατα φύσει Θεός, αν η θέωσις γίνεται κατά φυσικήν δύναμιν και είναι καμωμένη να εμπεριέχεται εις τους όρους της φύσεως. Μη αποδίδεις λοιπόν εις τους σταθερά ιστομένους την ιδικήν σου εκτροπήν και μη επιχειρής να επιρρίψης μομφήν εις τους αμωμήτους ως προς την πίστιν, μεταβιβάζων τα αληθώς ιδικά σου ίσχη εις τους άλλους, μάλλον δε ψευδολογών εις βάρος εκείνων ότι τα έχουν.» (Μετ. Π. Χρήστου, οπ σελ. 607)
[70] L. Villecourt, Homèlies spirituelles de Macaire en arabe sous le nom de Siméon Stylite, Rev. d’ Or. Chrét. 21 (1918) 337-44 – St Macaire, les opuscules ascétiques et leur relation avec les Homélies Spirituelles, Musèon 35 (1922) 203-212.
[71] G. L. Marriott, The Messalians and the discovery of the Ascetic Book, Harvard Theological Review 19 (1925), 244-260.
[72] H. Dörries, Symeon von Mesopotamien, Die Ueberlieferung des messalianischen Makarios-Schriften, Leipzig 1941.
[73] R. Staats, Gregor von Nyssa und die Messalianer, Berlin 1968.
[74] Jean Guillard, Quatre process de mystiques à Byzance, Revue des etudes byzantines 36 (1978) 5-81.
[75] Θεοδώρητος Κύρρου, Εκκλησιαστική Ιστορία 4.1.2.
[76] Κ. Δυοβουνιώτου, Κρίσις περί των συγγραμμάτων Μακαρίου του Αιγυπτίου, Ε.Ε.Β.Σ. (1924), 86-92.
[77] Β. Ψευτόγκα, Η γνησιότης των συγγραμμάτων Μακαρίου του Αιγυπτίου. Συζήτησις Ελλήνων λογίων του 18ου αι, Χαριστήριον εις Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1967, 191-214.
[78] Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3.2.2-3:
«Ούτως έχουν ταύττα. Δεν είναι καθόλου αξιοθαύμαστον αν οι άγιοι ερμηνεύουν πολυτρόπως τας οράσεις ταύτας, οικονομούντες τους λόγους κριτικώς και αποδίδοντες την διδασκαλίαν συμμέτρως προς την δύναμιν των ακροωμένων. Ο θείος όμως και πιστός ερμηνευτής Συμεών, μυηθείς από τον γνωρίζοντα καλώς (σ.σ. τον Μακάριο) τας μυστικάς και τελεστικάς ενεργείας του Πνεύματος, λέγει πάλιν ωσάν εκ μέρους εκείνου, ακούοντες τον λόγον της βασιλείας και εκσπώντες εις δάκρυα, να μην αρκεσθώμεν εις αυτά τα ιδικά μας δάκρυα, ούτε εις την ακοή μας ως ακούσαντες καλώς, ούτε εις τους οφθαλμούς ως ιδόντες καλώς και πιστεύσωμεν ότι έχομεν ό,τι χρειάζεται˙…
3. Ο δε Βαρλαάμ μη υπολογίζων καθόλου όλα αυτά, και ισχυριζόμενος ότι ανήκουν εις το δόγμα των Μασσαλιανών, τα αποδίδει όλα μαζί εις τον προϊστάμενον αυτόν Βλαχερνίτην και, διακηρύσσων φανερώς ότι είναι ασεβείς οι δεχόμενοι αΐδιον κάτι άλλο πέραν της ουσίας του Θεού, μεταφέρων χαρίζει εις τον Βλαχερνίτην τούτον το οράν την αΐδιον δόξαν του Θεού. Πράγματι που ευρίσκεται να λέγη εκείνος ορατήν όχι την ουσίαν του Θεού, αλλά την αΐδιον δόξαν;… Τι λοιπόν θέλεις γράφων ότι τα τοιαύτα είναι είναι των Μασσαλιανών και αντιλέγεις εις τόσους και τόσον σπουδαίους άνδρας άνθρωπε; Άρα γε θέλεις να ανακηρύξης τους Μασσαλιανούς ορθοδόξους ή τους ορθοδόξους Μασσαλιανούς και μυσαρούς; Διότι από τους λόγους σου είναι δυνατόν να συναχθούν και τα δύο. Εσέ δε εις ποίαν χορείαν θα κατατάξωμεν;» (Μετ. Π. Χρήστου, οπ σελ. 649-651-653)
Στην κατηγορία αυτή υπάγονται οι σέκτες που προέκυψαν από την διδασκαλία Βαλεντίνου, εμπνευστή του συστήματος. Κοινά χαρακτηριστικά στην διδασκαλία τους είχαν:
(1) την αποδοχή ενός Πληρώματος από 30 Αιώνες
(2) την απόδοση σε αυτούς ονομάτων ελληνικών αρετών
(3) την προσθήκη της ενδιάμεσης τάξης των ψυχικών
(4) την πτώση ενός Αιώνος
Ο δυισμός τους εμφανίζεται με την αποδοχή του κόσμου, ως δημιουργήματος του κατώτερου Αιώνα και συνεπαγωγικά ως κακού.
Από σέκτα σε σέκτα έχουμε παραλλαγή της διδασκαλίας για την πτώση του Αιώνα και την επακόλουθη δημιουργία του κόσμου.
4.5.1 Βαλεντίνος
Εμπνευστής του συστήματος ήταν ο Βαλεντίνος. Γεννήθηκε περίπου το 100 μ.Χ. και πέθανε περί το 180. Ο ακριβής τόπος της γέννησής του δεν είναι γνωστός, εικάζεται όμως ότι γεννήθηκε στην Αίγυπτο. Είναι βεβαιωμένο ότι έλαβε ελληνική παιδεία στην Αλεξάνδρεια[1]. Σύμφωνα με ισχυρισμούς του, μαθήτευσε δίπλα στον Θευδά, ακόλουθο του αποστόλου Παύλου[2]. Χαρακτηρίστηκε ως πνεύμα μεγαλεπήβολο και δημιουργικό[3].
Αργότερα μετέβη στην Ρώμη επί πάπα Υγίνου, δίδαξε επί Πίου και παρέμεινε μέχρι την επισκοπεία του Ανικήτου[4]. Διεκδίκησε το αξίωμα του επισκόπου Ρώμης, αλλά απέτυχε. Αντ’ αυτού προτιμήθηκε κάποιος ομολογητής[5]. Έτσι ο Τερτυλλιανός αποδίδει την δημιουργία της σέκτας στην αποτυχία εκπλήρωσης των φιλοδοξιών του εντός της Εκκλησίας και στην εκδικητική παραφορά του.
Πληροφορίες υπάρχουν για περιοδεία του στην Αντιόχεια, την Έφεσο και την Κύπρο και την ίδρυση κοινοτήτων σε αυτές τις πόλεις. Πέθανε στην Κύπρο, τελευταίο σταθμό της περιοδείας του.
Συνέταξε διάφορα βιβλία, "ευαγγέλιο" και ύμνους. Σώζονται ελάχιστα αποσπάσματα στα έργα των Κλήμεντος Αλεξανδρέως[6], Ιππολύτου και Μαρκέλλου Αγκύρας. Κάποιοι μελετητές της βιβλιοθήκης του Χηνοβοσκίου δέχονται ότι τα Ευαγγέλιον Αληθείας & Περί Αναστάσεως είναι δικά του[7].
4.5.1α Διδασκαλία
ΠΛΗΡΩΜA: Από την διδασκαλία του Βαλεντίνου για το ανώτατο ον έχουν καταγραφεί από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς δύο παραλλαγές, από τον άγιο Ειρηναίο και από τον άγιο Ιππόλυτο.
Κατά την περιγραφή του αγίου Ειρηναίου η αρχέγονη κατάσταση ή Αιών ονομάζεται Βυθός ή Προπάτωρ. Μετά από αιώνες σιωπής και ακινησίας προβάλει σπόρο, τον οποίο δέχεται η σύντροφος Σιγή ή Έννοια ή Χάρις και ξεκινά η παραγωγή των Αιώνων[8].
Η ιεραρχική δομή του πληρώματος των Αιώνων είναι η κάτωθι:
Η ΟΓΔΟΑΔΑ
→ Ο Βυθός ή Προπάτωρ γεννά την Σιγή ή Έννοια ή Χάρι και μαζί της γεννά τον Νού ή Μονογενή και την Αλήθεια. Αυτή είναι η Πυθαγορική Τετρακτύς.
→ Νούς και Αλήθεια γεννούν τον Λόγο και την Ζωή
→ Λόγος και Ζωή γεννούν τον Άνθρωπο και την Εκκλησία
Η ΔΕΚΑΔΑ
→ Λόγος και Ζωή γεννούν τους:
(α) Βύθιο και Μίξη
(β) Αγήρατο και Ένωση
(γ) Αυτοφυή και Ηδονή
(δ) Ακίνητο και Σύγκραση
(ε) Μονογενή και Μακαρία
Η ΔΩΔΕΚΑΔΑ
→ Άνθρωπος και Εκκλησία γεννούν τους:
(α) Παράκλητος και Πίστις
(β) Πατρικός και Ελπίς
(γ) Μητρικός και Αγάπη
(δ) Αείνους και Σύνεσις
(ε) Εκκλησιαστικός και Μακαριότης
(στ) Θελητός και Σοφία
Έτσι συμπληρώνεται το Πλήρωμα των 30 αιώνων των Βαλεντινιστών. Ο άγιος Επιφάνιος δίνει και σειρά αραμαϊκών ονομάτων των Αιώνων[9]. Επίσης θεωρεί την μυθοπλασία του Βαλεντίνου αντιγραφή της αντίστοιχης του Ησιόδου[10].
Στην παραλλαγή του αγίου Ιππολύτου, το ανώτατο ον, ο Πατήρ, βρίσκεται εκτός της ιεραρχίας των Αιώνων και είναι άθηκυς και άζυγος[11]. Συμπληρώνει βέβαια ότι αυτή δεν είναι η μοναδική δοαξσία των Βαλεντινιστών, αλλά η καθαρή του Βαλεντίνου. Θεωρείται σήμερα ότι είναι η πρώτη διατύπωση, ενώ στην συνέχεια έγινε ανάμιξη με γνώμες των Σιμωνιανών, οπότε και διαμορφώθηκε το πρώτο ζεύγος των Αιώνων[12].
Κάποιοι μελετητές, πάλι, αντιπαραβάλλουν το Πλήρωμα με το καββαλισικό Δέντρο της Ζωής. Θωρούν ότι η ομοιότητα γίνεται περισσότερο εμφανής αν στους παραπάνω συμπληρωθούν δύο ακόμη Αιώνες, ο Χριστός και το Άγιο Πνεύμα, και παραλληλιστούν με τους 32 τρόπους της σοφίας, με τους οποίους ο Θεός παράγει το σύμπαν στο Sefer Yetzirah[13].
ΠΤΩΣΗ: Η πτώση στη Βαλεντινιανή διδασκαλία είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας της Σοφίας να διαπεράσει το μυστήριο που περιβάλλει τον Βυθό, κατά την παραλλαγή του Ειρηναίου[14]. Στην παρουσίαση του Ιππολύτου, είναι αποτέλεσμα της προσπάθειάς της να μιμηθεί τον Πατέρα και να γεννήσει χωρίς σύζυγο[15]. Αποτέλεσμα είναι η μορφοποίηση της αμαρτωλής σκέψης της Σοφίας στην πρώτη περίπτωση ή η δημιουργία ενός άμορφου εκτρώματος στην δεύτερη. Το γέννημα ονομάζεται Κάτω Σοφία ή Σοφία Αχαμώθ.
ΣΟΦΙΑ: Η Σοφία και στις δύο μορφές έχει πάθη, εκ των οποίων τα τέσσερα βασικά είναι λύπη, φόβος, έκσταση, αγωνία. Η πτώση της στο περιγραφέν υπό του Ειρηναίου σύστημα, είναι προσωπική, δεν επηρεάζει το Πλήρωμα, και αποκαθίσταται από την δύναμη του Πατρός, την καλουμένη Όρο[16]. Στην διδασκαλία που παρουσιάζει ο άγιος Ειρηναίος, η πτώση της Σοφίας έχει συνέπειες για το σύνολο του Πληρώματος και για την αποκατάσταση της ισορροπίας επεμβαίνουν δύο νέοι Αιώνες, ο Χριστός και το Πνεύμα[17]. Ο Χριστός αποστέλει σην πρώτη περίπτωση τον Παράκλητο προς αποκατάσταση της Κάτω Σοφίας, ενώ στην δεύτερη τον Καρπό ως σύζυγο[18].
ΧΡΙΣΤΟΣ: Για τον ήδη αναφερθέντα Χριστό, δίδακαν ότι μετά την μετάνοια και επιστροφή της Σοφίας, ανέλαβε να διδάξει στους λοιπούς Αιώνες το ακατάληπτο του Πατρός, ώστε να μην επιχειρήσουν τόλμημα παρόμοιο και δημιουργηθεί πάλι σύγχυση στο Πλήρωμα[19].
Το Άγιο Πνεύμα δίδαξε στους Αιώνες την ευχαριστία και την αληθινή ανάπαυση. Με την σταθεροποίηση και ανάπαυση του Πληρώματος από τον Χριστό και το Άγιο Πνεύμα, γεννάται καρπός εις τιμή και δόξα του Βυθού, ο Ιησούς, ο δεύτερος Χριστός, ο επικαλούμενος Σωτήρας[20].
ΣΟΦΙΑ ΑΧΑΜΩΘ: Αυτή είναι η Ενθύμηση των όσων είδε η Άνωθεν Σοφία εντός του Πληρώματος, η αφορισθείσα από την μητέρα της εκτός του Πληρώματος προς αποκατάσταση της τάξης. Εξορισθείσα πριεφέρετο σε σκιώδεις τόπους, άμορφη και ανείδεη σαν έκτρωμα[21]. Σε τέτοια κατάσταση προκάλεσε τον οίκτο του Χριστού, ο οποίος επέκτεινε τον Σταυρό και την μόρφωσε κατά την ουσία και όχι ως προς την γνώση. Μετά την πράξη συστέλει την δύναμή του και την εγκαταλείπει, ώστε να αισθανθεί το πάθος και να επιθυμήσει το Πλήρωμα.
Η Σοφία Αχαμώθ επιθυμώντας το φως ανάστρεψε προς το Πλήρωμα αλλά εμποδίστηκε να εισέλθει από τον Όρο. Καταλαμβάνεται τότε από λύπη, διότι δεν κατάφερε ν’ ακολουθήσει το φως, φόβο, μην τυχόν και με την εγκατάλειψη του φωτός επέλθει και εγκατάλειψη της ζωής, και απορία, διότι αγνοούσε τα πάντα[22].
Μέσα από την αποτυχημένη προσπαθεια επιστροφής της Σοφίας Αχαμώθ προήλθε ο κόσμος. Από την επιστροφή έλαβαν υπόσταση ο Δημιουργός και κάθε ψυχή. Από τον φόβο και την λύπη τα υπόλοιπα. Από τα δάκρυά της η υγρή ουσία, από το γέλιο της η φωτεινή, από την έκπληξη τα σωματικά[23].
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι από τα πάθη της Κάτω Σοφίας προέκυψε ο υλικός κόσμος και από την διάθεση επιστροφής της ο ψυχικός. Δεν κατάφερε, όμως ν’ αναπλάσει το πνευματικό στοιχείο που υπήρχε μέσα της. Αυτό συνέβη μετά την αποστολή του Αγίου Πνεύματος από τον Χριστό και την κάθαρσή της από τα πάθη[24]. Ταυτόχρονα ο Δημιουργός είχε κατασκευάσει τον άνθρωπο, κι έτσι αυτή μπόρεσε να καταθέσει πνευματικό μέρος, το οποίο εναποτέθηκε στα πλάσματα.
ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ: Αυτός είναι ο γιος της Κάτω Σοφίας, ο επικαλούμενος κατά τους Βαλεντινιστές, Πατέρας και Θεός. Ταυτίζεται από αυτούς με τον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης. Υποτίθεται ότι δημιούργησε επτά ουρανός. Ο ίδιος κατοικοεδρεύει στον έβδομο και καλείται Εβδομάδα, ενώ η Σοφία Αχαμώθ Ογδοάδα, διότι αποσώζει τον αριθμό της αρχέγονης, της εντός του Πληρώματος[25].
Τους ουρανούς δεν τους εκλάμβαναν νοητούς αλλά αγγέλους. Παράδεισο νοούσαν τον τέταρτο ουρανό, από του οποίου την δύναμη εξέλαβε ο Αδάμ. Ο κόσμος είναι δημιούργημα εξ αγνοίας των ιδεών, προβολής της Σοφίας.
Τον άνθρωπο, λένε, τον δημιούργησε χοϊκό, αλλά όχι από ξηρά γη, μάλλον από αόρατη ουσία. Σ’ αυτό εμφύσησε το ψυχικό στοιχείο, και τον έπλασε κατ’ εικόνα ως προς το υλικό και καθ’ ομοίωση, ως προς το ψυχικό[26]. Το πνευματικό στοιχείο κατατέθηκε στον Δημιουργό εν αγνοία του. Συμπλήρωσε την κατασκευή του ανθρώπου, κατά την επιθυμία της Κάτω Σοφίας, εν αγνοία του Δημιουργού. Ο σκοπός αυτής της ενέργειας ήταν να γίνει ο άνθρωπος δεκτικός της τελειότητος[27].
Τελειότητα δέχονται την απόκτηση τα γνώσης, και πνευματικοί είναι οι άνθρωποι που έχουν την τέλεια γνώση περί Θεού και της Αχαμώθ[28].
Ψυχικοί είναι οι άνθρωποι που δεν έχουν τέλεια γνώση περί Θεού, αλλά πίστη βεβαιωμένη από τα έργα. Σ’ αυτούς εντάσσονταν από τους Βαλεντινιστές τα μέλη ης Εκκλησίας. Και οι μεν ψυχικοί χρειάζονται τα έργα για την σωτηρία τους, ενώ οι πνευματικοί σώζονται από την φύση τους. Οι χοϊκοί δεν είναι δυνατόν να σωθούν[29].
Οι τρεις κατηγορίες των ανθρώπων, πνευματικοί, χοϊκοί, ψυχικοί, δέχονται ότι αντιπροσωπεύονται από τους Κάιν, Άβελ και Σήθ, αντίστοιχα[30].
ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΑ: Για τους Βαλεντινιστές η λύτρωση είναι μια κοσμική διαδικασία, η οποία συμβαίνει στο Πλήρωμα, ανεξάρτητα από τις πράξεις των ανθρώπων. Αυτό ξεκινά από την ιδέα ότι υπάρχει ακόμη ένας Αιώνας, η Σοφία Αχαμώθ, η οποία βρίσκεται εκτός Πληρώματος και πρέπει ν’ αποκατασταθεί. Για να γίνει αυτό πρέπει το πνευματικό στοιχεί, οι θεϊκοί σπινθήρες,που υπάρχουν φυλακισμένοι στην ύλη, ν’ απελευθερωθούν από αυτή και να ανέλθουν.
Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι το σύστημα της αυτόματης λύτρωσης των Βαλεντινιστών είναι καθαρά ντετερμινιστικό.
ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ: Όταν θα συμβεί αυτό, όταν δηλαδή απελευθερωθούν οι θεϊκοί σπινθήρες και ανέλθουν, τότε η ύλη θα καταστραφεί. Η Σοφία Αχαμώθ θα μεταβεί από τον μέσο τόπο και θα εισέλθει στο Πλήρωμα. Τότε θα συμπληρώσει συζυγία με τον Σωτήρα και θα ολοκληρωθεί το τρίπτυχο Νυμφίος, Νύμφη, Νυμφώνας (Πλήρωμα). Οι πνευματικοί άνθρωποι θα γίνουν νοερά πνεύματα και θα συζευχθούν τους αγγέλους που περιβάλουν τον Σωτήρα. Ο Δημιουργός με την σειρά του θα καταλάβει τον μέσο τόπο που άφησε κενό η μητέρα του. Εκεί θα αναπαυθούν οι ψυχές των δικαίων, δηλαδή των ψυχικών[31].
4.5.1β Πρακτικές
Από την παραπάνω σωτηριολογία και εσχατολογία πηγάζουν οι πρακτικές των Βαλεντινιστών. Έτσι κατ’ απομίμηση του μύθου των ουρανίων γάμων, προτρέπουν σε έκλυτο ηθικό βίο:
«Καί οἱ μέν αὐτῶν λάθρα τάς διδασκομένας ὑπ’ αὐτῶν τήν διδαχήν ταύτην γυναῖκας διαφθείρουσιν, ὡς πολλάκις ὑπ’ ἐνίων αὐτῶν ἐξαπατηθεῖσαι, ἔπειτα ἐπιστρέψασαι γυναῖκες εἰς τήν Εκκησίαν τοῦ Θεοῦ, σὐν τῇ λοιπῇ πλάνῃ καί τοῦτο ἐξωμολογήσαντο˙ οἱ δέ κατά τό φανερόν ἀπερυθριάσαντες, ὧν ἄν ἐρασθῶσι γυναικῶν, ταῦτας ἀπ’ ἀνδρῶν ἀποσπάσαντες, ἰδίας γαμετάς ἡγήσαντο[32]».
Γίνεται η εκτίμηση, ότι εκτός του αντινομικού χαρακτήρα, που παρουσίαζαν ορισμένες ομάδες Βαλεντινιστών, όπως αυτή του Μάρκου, υπήρχαν και άλλες, οι οποίες δίδασκαν την κατάργηση των φύλων, οπότε επέβαλαν την εγκράτεια. Αυτό προκύπτει από την αφυλία την προβαλομένη στο Ευαγγέλιον Φιλίππου και στην Εξήγησιν περί της ψυχής. Περί αυτών έχει γνώση και ο άγιος Ειρηναίος. Γράφει, λοιπόν, ότι υποτιθέμενη εγκράτεια ήταν επίπλαστη:
«Ἄλλοι δέ αὖ πάλιν σεμνῶς κατ’ ἀρχάς, ὡς μετά ἀδελφῶν προσποιούμενοι συνοικεῖν, προϊόντος τοῦ χρόνου ἠλέγχθησαν, ἐγκύμονος τῆς ἀδελφῆς ὑπό τοῦ ἀδελφοῦ γενηθείσης[33]».
Εφόσον θεωρούσαν τους εαυτούς τους πνευματικούς και συνεπώς σεσωσμένους, ένιωθαν ελεύθεροι από κάθε απαγόρευση. Ως αποτέλεσμα κατέλυαν ειδωλόθυτα, και μετείχαν σε ειδωλολατρικές εορτές[34].
Πολύ γρήγορα επήλθε διάσπαση στις ομάδες και έτσι δημιουργήθηκαν δύο σχολές, κατά την αναφορά του αγίου Ιππολύτου, η Ιταλιωτική και η Ανατολική[35]. Οι σχολές αυτές εκπροσωπήθηκαν η πρώτη από τους Ηρακλέωνα και Πτολεμαίο, η δεύτερη από τους Αξιόνικο και Αρδησιάνη. Και οι δυο δέχονταν και τρίτο Χριστό, τον υιό της Μαρίας. Η Ιταλιώτικη σχολή τον δέχονταν ως ψυχικό γι’ αυτό και κατά την διάρκεια του βαπτίσματος κατήλθε το πνεύμα ως περιστερά, δηλαδή ο λόγος της Άνωθεν Σοφίας. Έτσι έγινε πνευματικός και ανυψώθηκε από την φθορά. Η ανατολική σχολή δέχονταν ότι το σώμα του Χριστού ήταν πνευματικό εξ αρχής. Το πνεύμα της Άνωθεν Σοφίας κατήλθεν στην Μαρία για να διαπλασθή αυτό που δόθηκε. Και οι δύο σχολές έφεραν στοιχεία δοκητισμού.
4.5.2 Πτολεμαίος
Ο Πτολεμαίος αναγνωρίζεται ως ένας από τους άμεσους διαδόχους του Βαλεντίνου, και μαζί με τον Ηρακλέωνα ήταν οι ηγετικές μορφές της Ιταλιώτικης σχολής. Έκανε προσθήκες στην διδασκαλία του προκατόχου του. Μία από τις βασικές είναι ότι έδωσε και δεύτερη σύζυγο στο Βυθό, το Θέλημα. Η μεν πρώτη σύζυγος, η Έννοια, παρουσιάζεται από αυτόν ως προαιώνια συνύπαρξή του, ενώ το Θέλημα ως επιγινόμενο[36].
Ο άγιος Επιφάνιος διασώζει ολόκληρο έργο του την Επιστολή προς Φλώραν[37]. Η Φλώρα αναφέρεται ως κυρία, αμύητη στην βαλεντινιανή διδασκαλία. Ερωτά τον Πτολεμαίο, αν ο μωσαϊκός νόμος προέρχεται από τον θεό ή από τους δαίμονες. Ο Πτολεμαίος λαμβάνει ευκαιρία από την ερώτηση για να εκφράσει μέρος της γνωστικής του διδασκαλίας.
Αρχικά επισημαίνει ότι δεν είναι δυνατόν ο νόμος να έχει δοθεί από τον ύψιστο θεό, διότι ο μεν θεός είναι τέλειος, ο δε νόμος ατελής[38]. Αλλά ούτε εκ των δαιμόνων είναι δυνατόν να έχει δοθεί, διότι αυτοί είναι άδικοι[39].
Πριν προχωρήσει στην εξακρίβωση της ταυτότητας του νομοθέτη, παρουσιάζει τον μωσαϊκό νόμο, όπως τον αντιλαμβάνεται, βέβαια, ο ίδιος. Τον νόμο χωρίζει σε τρία μέρη. Το ένα μέρος έχει δοθεί από τον θεό, το δεύτερο το νομοθέτησε ο Μωυσής και το τρίτο οι πρεσβύτεροι του λαού[40].
Ως προς τις διατάξεις χωρίζει επίσης τον νόμο σε τρία μέρη:
(α) Στην καθαρή νομοθεσία που δεν συμπλέκεται με το κακό, τον δεκάλογο, την οποία ονομάζει καθαρό νόμο. Αυτή δεν ήρθε για να την καταλύσει ο Χριστός άλλα για να την συμπληρώσει.
(β) Στη νομοθεσία την συμπεπλεγμένη με την αδικία, όπως για παράδειγμα το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού». Αυτήν την κατήργησε ο Χριστός διότι δεν ήταν ταιριαστή με την φύση του.
(γ) Στο τυπικό και συμβολικό μέρος του νόμου, το οποίο τέθηκε ως εικόνα των πνευματικών. Αυτό ο Χριστός το μετέθεσε από τα αισθητά στα πνευματικά[41].
Στο τέλος φτάνει στην αναγνώριση του νομοθέτη. Αυτός είναι ο δημιουργός, ο συντηρητής του κόσμου, ο ιστάμενος στον ενδιάμεσο κόσμο και γι’ αυτό καλούμενος μέσος[42]. Αυτός δεν είναι αγαθός, όπως ο τέλειος θεός, ούτε κακός όπως ο αντικείμενος, αλλά κάτι ενδιάμεσο. Κι επειδή ο ύψιστος θεός είναι αγαθός κατά την φύση του, και ο αντικείμενος κακός επίσης κατά την φύση του, ο μέσος, δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Είναι δίκαιος, ως ιστάμενος στο μέσο[43].
Επίσης ο ύψιστος είναι αγέννητος, ως πατέρας, και αθάνατος, ενώ ο αντικείμενος σκοτεινός και φθαρτός. Συμπεραίνει, λοιπόν, ο Πτολεμαίος, ότι ο μέσος είναι διπλής φύσεως και εικόνα του πατρός[44].
4.5.3 Ηρακλέων
Ο Ηρακλέων πιθανότατα έδρασε στην Ιταλία αμέσως μετά τον Βαλεντίνο, περίπου το 175 μ.Χ. Αναφέρεται από τον Κλήμετνα Αλεξανδρέα ως ο διασημότερος εκ των μαθητών της σχολής[45]. Ο Ωριγένης τον αναφέρει ως γνώριμο του Βαλεντίνου[46].
Συνέγραψε Υπόμνημα εις τον Ιωάννην. Δύο αποσπάσματα του έργου του διατηρήθηκαν στους Στρωματείς του Κλήμεντος Αλεξανδρέως[47]. Ο Ωριγένης παραθέτει καμιά πενηνταριά αποσπάσματα στα Σχόλιά του, προκειμένου να αναιρέσει τις θέσεις του Ηρακλέωνα.
Ο Κλήμης Αλεξανδρεύς παραθέτει απόσπασμα, στο οποίο φαίνεται ότι η θέση του Ηρακλέωνα ήταν υπέρ της άρνησης του μαρτυρίου. Την άρνηση αυτή δεν την θεωρούσε αμαρτία. Αντίθετα πίστευε ότι η ομολογία μέσω του βίου ήταν ανώτερη. Σ’ αυτά ο Κλήμης αντιπροτείνει ότι υπάρχουν άνθρωποι, που δεν πρόλαβαν να τον ομολογήσουν έμπρακτα τον Χριστό, αλλά επειδή τον ομολόγησαν έμπροσθεν τον ανθρώπων κέρδισαν την αιώνια ζωή.
Από τα αποσπάσματα που σώζονται στο έργο του Ωριγένη προκύπτει, ότι ο Ηρακλέωνας ταύτιζε τον Λόγο με τον Σωτήρα και με τον Δημιουργό και καλεί το Πλήρωμα μέγεθος. Αποδέχεται την διαίρεση των ανθρώπων σε χοϊκούς, υλικούς και πνευματικούς, όπως και όλοι οι Βαλεντινιστές. Θεωρεί τους χοϊκούς ως φυσικά τέκνα του διαβόλου. Σύμβολο των ψυχικών θέτει τον Βαπτιστή. Δέχεται ως Εκκλησία μόνο τους πνευματικούς, και θέτει τους Χριστιανούς εκτός αυτής, ως ψυχικούς.
Σε αυτόν αποδίδεται και το Δοκίμιον περί της τριπλής επιφανείας ή Τριμερής Πραγματεία, που σώζεται στον κώδικα Jung (NHC I.4).
4.5.4 Φλωρίνος
Ο Φλωρίνος ήταν μαθητής του αγίου Πολυκάρπου και συμμαθητής του αγίου Ειρηναίου[48]. Ήταν πρεσβύτερος της εκκλησίας της Ρώμης, αλλά εξέπεσε μαζί με τον Βλαστό. Αναφέρεται ότι παρέσυραν πολλούς πιστούς της Εκκλησίας στην αίρεσή τους[49].
Ο άγιος Ειρηναίος απηύθυνε δύο επιστολές προς αυτών. Καμιά τους δεν σώζεται. Για το περιεχόμενό τους πληροφορούμαστε από την Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσεβίου. Η πρώτη επιστολή επιγράφεται Περί μοναρχίας[50]. Σ’ αυτήν ο άγιος υπενθυμίζει στον παιδικό του φίλο τις ώρες που πέρασαν μαζί, παρακολουθώντας τα διδάγματα του αγίου Πολυκάρπου. Διδάγματα εντελώς διαφορετικά από αυτά που κήρυττε ο Φλωρίνος τώρα[51]. Στην επιστολή αυτή ανασκευάζεται η πολυαρχία των Βαλεντινιστών. Επίσης καταγγέλλει ότι ο Θεός δεν είναι η δημιουργός των κακών.
Στην δεύτερη επιστολή, την επιγραφόμενη Περί ογδοάδος, αναφέρει ότι ο ίδιος έχει λάβει την πρώτη διαδοχή των αποστόλων, εννοώντας βέβαια μετά τους αποστόλους. Επειδή ο Φλωρίνος ενέμενε στις απόψεις του ο άγιος Ειρηναίος έστειλε και μια επιστολή προς Βίκτορα, ενημερωτική περί των απόψεων του πρώτου. Απόσπασμα σώζεται στην συριακή.
4.5.5 Θεοόδοτος
Ο Κλήμης Αλεξανδρεύς διέσωσε τμήματα συλλογής γνωμών. Στο έργο που επιγράφεται Επιτομαί εκ του Θεοδότου αντιπαραβάλλει τις γνώμες αυτές με δικές του παρατηρήσεις. Η συλλογή ενδεχομένως προϋπήρχε, και εξ αυτής έκανε διαλογή. Οι απόψεις που εκφράζονται είναι των βαλεντινιστών και ταιριάζουν με όσα αναφέρει γι’ αυτούς ο άγιος Ειρηναίος[52].
Ονομάζουν τον ύψιστο θεό Βυθό ή Πατέρα και την σύντροφό του Σιγή ή Έννοια. Παρουσιάζουν τον δημιουργό ως εχθρικά διακείμενο έναντι των πνευματικών. Μιλούν διά μακρών για τον Σωτήρα και τις ενέργειές του. Προορισμός του ανθρώπου τίθεται η ζωή στην Ογδοάδα, εννοείται όμως ότι πρόκειται για τους πνευματικούς, των οποίων η κοινωνία είχε ιδρυθεί πριν τη δημιουργία του κόσμου. Πέραν τούτων τίποτε άλλο δεν είναι γνωστό για τον Θεόδοτο.
4.5.6 Μάρκος
Ο Μάρκος φέρεται ως ιδρυτής δικής του σέκτας, των Μαρκοσιανών, ακολουθώντας κυρίως την διδασκαλία του Βαλεντίνου. Σε αυτή πρόσθεσε στοιχεία αριθμολογίας, βασισμένος στην αριθμητική αξία των ελληνικών γραμμάτων.
Ο άγιος Ειρηναίος αναφέρει περιστατικό που συνέβη στην Ασία, κατά το οποίο ο Μάρκος ξελόγιασε την γυναίκα κάποιου διακόνου[53]. Από αυτό συμπεραίνεται ότι η περιοχή ήταν τόπος δράσης του εν λόγω αιρεσιάρχη.
Από την Μικρά Ασία η πλάνη μεταφέρθηκε γρήγορα στις επαρχίες της Νότιας Γαλατίας[54], δεδομένων των σχέσεων των δύο περιοχών την εποχή εκείνη. Έντονη δράση εναντίον της εξάπλωσης τους ανέλαβε ο άγιος Ειρηναίος, ως προερχόμενος και ο ίδιος από την Μικρά Ασία. Είναι γενικά αποδεκτό ότι γνώρισε την δράση των Μαρκοσιανών ήδη πριν γίνει επίσκοπος Λυώνος.
Στόχος του Μάρκου ήταν κυρίως οι πλούσιες και εύπιστες γυναίκες. Αξίζει να μεταφέρουμε την περιγραφή του τρόπου προσέγγισης τους από τον Μάρκο:
«Μάλιστα γάρ περί γυναῖκας ἀσχολεῖται, καί τούτων τάς εὐπαρίφους καί περιπορφύρους καί πλουσιωτάτας, ἅς πολλάκις ὑπάγεσθαι πειρώμενος, κολακεύων φησίν αὐταῖς˙
"Μεταδοῦναί σοι θέλω τῆς ἑμῆς χάριτος, ἐπειδή ὁ πατήρ τῶν ὅλων τόν Ἄγγελόν σου διαπαντός βλέπει πρό προσώπου αὐτοῦ. Ὁ δέ τόπος τοῦ μεγέθους ἐν ἡμῖν ἐστι˙ δι’ ἡμᾶς ἐγκαταστῆσαι. Λάμβανε πρῶτον ἀπ’ ἑμοῦ, καί δι’ ἑμοῦ τήν χάριν. Εὐτρέπισον σεαυτήν, ὡς νύμφη ἐκδεχομένη τόν πλησίον ἑαυτῆς, ἵνα ἔσῃ ὅ ἐγώ, καί ἐγώ ὅ σύ. Καθίδρυσον ἐν τῷ νυμφῶνί σου τό σπέρμα τοῦ φωτός. Λάβε παρ’ ἑμοῦ τόν νυμφίον, καί χώρησον αὐτόν, καί χωρήθητι ἐν αὐτῷ. Ἰδού ἡ χάρις κατῆλθεν ἐπί σέ˙ ἄνοιξον τό στόμα σου καί προεφήτευσον[55]"».
Όπως είναι φυσικό η πρώτη αντίδραση του θύματος ήταν να δηλώσει ότι δεν ξέρει να προφητεύει. Αυτός και δεύτερη και Τρίτη φορά επέμενε, έως ότου το υποκείμενο έχοντας πέσει θύμα υποβολής, έλεγε ασυναρτησίες. Ο Μάρκος επιβεβαίωνε τις ασυναρτησίες ως προφητείες. Τότε η γυναίκα προθυμοποιούνταν να τον ανταμείψει πλουσιοπάροχα σε χρήμα και είδος, διότι έλαβε το χάρισμα της προφητείας, όπως νόμιζε.
Ο Μάρκος χρησιμοποιούσε ταχυδακτυλουργίες με σκοπό να προσελκύσει νέα μέλη στην ομάδα του.
«Τά γάρ Ἀναξιλαόυ παίγνια τῇ τῶν λεγομένων μάγων πανουργίᾳ συμμίξας, δι’ αὐτῶν φαντάζων τε καί μαγεύων, εἰς ἔκπληξιν τους ὁρῶντάς τε καί πειθομένους αὐτῷ περιέβαλεν… οἱ δέ τά ἀπό περιεργίας ὁρῶντες, δοκοῦσι δυνάμεις τινάς ἐν χερσίν αὐτοῦ ἐπιτελεῖσθαι… Τόν γάρ νοῦν καί αὐτοί ἀπολέσαντες, οὐχ ὁρῶσι μή γινώσκοντες δοκιμᾶσαι, ὅτι ἀπό μαγείας ἡ σύστασις τοῦ παρ’ αὐτοῦ παιγνίου, ὡς ἔπος εἰπεῖν, ἐπιτελεῖται[56]».
Πολυχρησιμοποιημένο κόλπο ήταν να γεμίζει σε σημείο εκχύλισης ένα μεγάλο ποτήρι από ένα μικρότερο. Αυτό άφηνε άφωνους τους θεατές του, όσους δεν καταλάβαιναν την ταχυδακτυλουργία:
«Καί τούτου γενομένου, αὐτός ἄλλο ποτήριον πολλῷ μείζον ἐκείνου, οὗ ἡ ἐξηπατημένη εὐχαρίστησε, προσενεγκών, καί μετακενώσας ἀπό τοῦ μικροτέρου, τοῦ ὑπό τῆς γυναικός ηὐχαριστημένου, εἰς τό ὑπ’ αὐτοῦ κεκοσμημένον, ἐπιλέγων ἅμα οὔτως˙
"Ἡ πρό τῶν ὅλων, ἡ ἀνενόητος καί ἄῤῥητος χάρις πληρώσαι σου τόν ἔσω ἄνθρωπον, καί πληθύναι ἐν σοί τήν γνῶσιν αὐτῆς, ἐγκατασπείρουσα τόν κόκκον τοῦ σινάπεως εἰς τήν ἀγαθήν γῆν."
Καί τοιαῦτά τινα εἰπών, καί ἐξοιστρήσας τήν ταλαίπωρον, θαυματοποιός ἀνεφάνη, τοῦ μεγάλου πληρωθέντος ἐκ τοῦ μικροῦ ποτηρίου, ὤστε καί ὑπερεκχεῖσθαι ἐξ αὐτοῦ. Καί ἄλλα τινά τούτοις παραπλήσια ποιῶν, ἐξηπάτησε πολλούς, καί ἀπαγήοχεν ὀπίσω αὐτοῦ[57]».
Παρουσιάζεται να είναι και κάτοχος της αλχημιστικής τέχνης, την οποία επίσης χρησιμοποιούσε προς εξαπάτηση των αφελών. Αναφέρεται ότι τελούσε είδος ευχαριστίας με ποτήρι οίνου, το οποίο έβαφε πότε κόκκινο και πότε πορφυρό. Στην συνέχεια προσκαλούσε τους παρευρισκομένους να γευθούν από το ποτήρι για να λάβουν την χάρη που άλλαζε το χρώμα.
Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η διδασκαλία του ήταν παρόμοια με του Βαλεντίνου, με προσθήκες αριθμολογίας, τόσο εκτενής ώστε το κάνουν ανάξιο σοβαρής μελέτης. Θα δώσουμε ένα παράδειγμα, ώστε να γίνει περισσότερο κατανοητό.
Όπως ο Βαλεντίνος, έτσι και ο Μάρκος παραδέχονταν το Πλήρωμα των 30 Αιώνων. Η πρώτη τετράδα αποτελούνταν από τους Ἄῤῥητος, Σειγή, Πατήρ, Ἀλήθεια. Έλεγαν, λοιπόν, ότι τα ονόματα των Αιώνων γράφονταν με 24 γράμματα, όσα και τα γράμματα του ελληνικού Αλφαβήτου. Επίσης, το ίδιο αλφάβητο αποτελούνταν από 9 άφωνους φθόγγους, 8 ημίφωνους και 7 φωνήεντα. Τα άφωνα ανήκαν στον Πατέρα και την Σιγή, τα ημίφωνα στο Λόγο και την Ζωή, και τα φωνήεντα στον Άνθρωπο και την Εκκλησία[58].
4.5.6α Πρακτικές
Ο Ευσέβιος Καισαρείας γράφει ότι η σέκτα του Μάρκου, χρησιμοποιούσε βάπτισμα στο όνομα του αγνώστου πατρός, στο όνομα της αλήθειας, της μητέρας των όλων, και στο όνομα του ενός που κατήλθε στον Ιησού[59]. Είναι προφανές ότι πρόκειται για απομίμηση του χριστιανικού βαπτίσματος στο όνομα της Αγίας Τριάδος.
Εδώ πάρχει μια αντίφαση με τον γνωστικό χαρακτήρα της αίρεσης. Ενώ δηλαδή θεωρούσαν ως παράγοντα σωτηρίας την γνώση, πάραυτα αποδέχονταν το βάπτισμα της απολυτρώσεως σε αντίθεση μάλιστα με το βάπτισμα της αφέσεως των αμαρτιών. Έλεγαν για το βάπτισμα του φαινομένου Ιησού, ότι ήταν βάπτισμα αφέσεως αμαρτιών. Το συνέδεαν όμως με το βάπτισμα τα απολυτρώσεως μέσω του Χριστού που πίστευαν ότι εισήλθε σ’ αυτόν την ώρα εκείνη[60].
Επίσης χρησιμοποιούσαν είδος χρίσματος με λάδι και νερό. Αυτό το συνόδευαν με μαγικές επωδές. Σκοπός της τελετής αυτής ήταν να σφραγίσουν τους μυημένους και να τους καταστήσουν άτρωτους στις επιθέσεις των Αρχόντων μετά θάνατο. Έτσι η ψυχή του πεθαμένου πίστευαν ότι μπορεί να ανέλθει αόρατη και να φτάσει στο Πλήρωμα[61].
Η μνημονευθείσα αντίφαση, φαίνεται δημιούργησε διχογνωμία στις τάξεις της ομάδες, διότι όσοι στο χρίσμα προχωρούσαν όσοι δεν δέχονταν το βάπτισμα. Άλλοι θεωρούσαν και τα δύο περιττά, διότι γι’ αυτούς το μυστήριο ήταν πνευματικό και αόρατο. Αυτοί διατηρούσαν τον καθαρό γνωστικό χαρακτήρα, αποδεχόμενοι ότι η επίγνωση του αρρήτου μυστηρίου είναι η απολύτρωση[62].
Τελούσαν είδος εξοδίου ακολουθίας, κατά την οποία επαναλάμβαναν την χρίση του νεκρού με έλαιο και ύδωρ. Το μίγμα αποκαλούσαν οποβάλσαμο. Η σημασία του ήταν ίδια με αυτήν που αναφέρθηκε για το χρίσμα[63].
Παραπάνω αναφέρθηκε το ταχυδακτυλουργικό κόλπο μα το ποτήρι, του οποίου το περιεχόμενο άλλαζε χρώμα. Αυτό συνέβαινε κατά την διάρκεια της γνωστικής τους ευχαριστίας.
Τέλος, χαρακτηριστική είναι η τελετή του νυμφώνος, την οποία τελούσαν:
«Οἱ μέν γάρ αὐτῶν νυμφῶνα κατασκευάζουσι καί μυσταγωγίαν ἐπιτελοῦσι, μἐτ’ ἀπιῤῥήσεων τινων τοῖς τελειωμένοις, καί πνευματικόν γάμον φάσκουσιν εἶναι τό ὑπ’ αὐτῶν γινόμενον, κατά τήν ὁμοιότητα τῶν ἄνω συζυγιῶν[64]».
[1] Επιφάνιου, Πανάριον XXXI 2.3.
[2] Κλήμης Αλεξανδρεύς, Στρωματείς VII 17.106.4.
[3] Ο.π.
[4] Ειρηναίου, Έλεγχος ΙΙΙ 4.3 και επαναλαμβάνει Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία IV 11.1.
[5] Τερτυλλιανού, Adversus Valentinianos 4.
[6] Κλήμης Αλεξανδρέως, Στρωματείς ΙΙ 20.114.1 απόσπασμα επιστολής, ΙΙ 8.36.2 επίσης από επιστολή, ΙΙΙ 7.59.3 επιστολή προς Αγαθόποδα.
[7] Stuart Holroyd, The Elements of Gnosticism, 1994, p.32.
[8] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 1.1.
[9] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧΙ 2.8: Αμψιου Αυραάν(), Βουκούα Θαρδουού (), Ουβουκούα Θαρδεδδείν (), Μερεξά Ατάρ (), Βαρβά Ουδουάκ (), Εστήν [Ουδουουάκ Εσλήν] [Αμφαίν Εσσουμέν] Ουανανίν Λαμερταρδε (), Αθαμές Σουμίν (), Αλλωρά Κουβιαθά (), Δανδαρία Δαμμώ (), Ωρήν Λαναφέκ (), Ουδινφέκ Εμφιβοχέ (), Βάρρα Ασσιού (), Αχέ Βελίμ (), Δεξαριχέ Μασεμών ().
[10] Ησιόδου, Θεογονία 116F κ.ε.
[11] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VI 29.3: «οἱ μέν γάρ αὐτῶν, ἵν’ ᾖ παντάπασι καθαρόν τό δόγμα τοῦ Οὐαλεντίνου Πυθαγορικόν, ἄθηλυν καί ἄζυγον καί μόνον τόν Πατέρα νομίζουσιν είναι».
[12] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, σελ. 155.
[13] Σχετ. στο λήμμα “Kabbala” στην Καθολική Εγκυκλοπαίδεια, Νέα Υόρκη 1910, vol. 8.
[14] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 2.2: «Προήλατο δέ πολύ ὁ τελευταῖος καί νεώτατος τῆς δωδεκάδος, …Αιών, τουτέστιν ἡ Σοφία, καί ἔπαθε πάθος ἄνευ τῆς ἐπιπλοκῆς ζυγοῦ…. Τό δέ πάθος εἶναι ζήτησιν τοῦ Πατρός˙ ήθελε γάρ, ὡς λέγουσι, τό μέγεθος τοῦ αὐτοῦ καταλαβεῖν».
[15] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VI 30.6: «ἐπεί δέ τῶν δέκαδύο ὁ δωδέκατος καί νεώτατος πάντων τῶν εἰκοσιοκτώ αἰώνων, θῆλυς ὤν καί καλούμενος Σοφία, κατενόησε τό πλῆθος καί τήν δύναμιν τῶν γεγεννηκότων αἰώνων καί ἀνέδραμεν εἰς τό βάθος τό τοῦ Πατρός καί ἐνόησεν, ὅτι οἱ μέν ἄλλοι πάντες αιῶνες γεννητοί ὑπάρχοντες κατά συζυγίαν γεννῶσιν, ὁ δέ Πατήερ μόνος ἄζυγος ἐγέννησεν, ἠθέλησε μιμήσασθαι τόν Πατέρα καί γεννῆσαι καθ’ ἑαυτήν δίχα τοῦ συζύγου, ἵνα μηδέν ᾖ ἔργον ὑποδεέστερον τοῦ Πατρός εἰργασμένη,…».
[16] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 2.2: «Ταύτην δέ τήν δύναμιν καί Ὅρον καλοῦσιν, ὑφ’ ἧς ἐπεσχῆσθαι, καί ἐστήριχθαι, καί μόγις ἐπιστράψαντα εἰς ἑαυτόν, καί πεισθέντα, ὅτι ἀκατάληπτός ἐστιν ὁ Πατήρ, ἀποθέσθαι τήν προτέραν ἐνθύμησιν, σύν τῷ ἐπιγινομένῳ πάθει ἐκ τοῦ ἐκπλῆκτου ἐκείνου θαύματος». Ι 2.4 «Τόν δέ Ὅρον τοῦτον καί Σταυρόν, καί Συλλυτρωτήν, καί Καρπιστήν, καί Ὁροθέτην, καί μεταγωγέα καλοῦσι. διά τοῦ Ὅρου τούτου φασί κεκαθάρθαι καί εστηρίχθαι τήν Σοφίαν, καί αποκατασταθῆναι τῇ συζυγίᾳ».
[17] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VI 31.1: «Γενομένης οὖν ἐντός τοῦ πληρώματος ἀγνοίας κατά τήν Σοφίαν καί ἀμορφίας κατά τό γέννημα τῆς Σοφίας, θόρυβος ἐγένετο έν τῷ πληρώματι˙ <ἐφοβοῦντο γάρ> οἱ αἰῶνες οἰόμενοι, ὅτι παραπλησίως ἄμορφα καί ἀτελῆ γενήσεται τῶν αἰῶνων τά γεννήματα καί φθορά τις καταλήψεται οὐκ εἰς μακράν ποτε τους αἰῶνας. …ἐλεήσας οὖν ὁ Πατήρ τά δάκρυα τῆς Σοφίας καί προσδεξάμενος τῶν αἰώνων τήν δέησιν, ἐπιπροβάλειν κελεύει˙ οὐ γάρ αὐτός, φησί, προέβαλεν, ἀλλά ὁ Νοῦς καί ἡ Ἀλήθεια Χριστόν καί Πνεῦμα ἅγιον είς μόρωσιν καί διαίρεσιν τοῦ ἐκτρώματος καί παραμυθίαν καί διανάπαυσιν τῶν τῆς Σοφίας στεναγμῶν».
[18] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VI 32.4.
[19] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 2.5: «Τόν μέν γάρ Χριστόν διδάξαι αὐτούς συζυγίας φύσιν, αγεννήτου κατάληψιν γινώσκοντας, ἰκανούς εἶναι, ἀναγορεῦσαί τε ἐν αὐτοῖς τήν τοῦ Πατρός ἐπίγνωσιν, ὅτι τε ἀχώρητός ἐστι καί ακατάληπτος, καί οὐκ ἔστιν οὔτε ἰδεῖν, οὔτε ἀκοῦσαι αὐτόν, ἤ διά μόνου τοῦ Μονογενούς γινώσκεται».
[20] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 2.6.
[21] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 4.1.
[22] Ο.π.
[23] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 4.2.
[24] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 4.5: «ὅς (ο Χριστός) ἀνελθών μέν είς τό Πλήρωμα, αὐτός μέν εἰκός ὅτι ὥκνησεν ἐκ δευτέρου κατελθεῖν, τόν Παράκλητο δέ ἐξέπεμψεν αὐτήν, τουτέστι τόν Σωτήρα, ἐνδόντος αὐτῷ πᾶσαν τήν δύναμιν τοῦ Πατρός… Την δέ Ἀχαμώθ, ἐντραπεῖσαν αὐτόν, λέγουσι πρῶτον μέν κάλυμμα ἐπιθέσθαι δι’ αἰδῶ, μετέπειτα δέ ἰδοῦσαν αὐτόν σύν ὅλῃ τῇ καρποφορίᾳ αὐτοῦ, προσδραμεῖν αὐτῷ, δύναμιν λαβοῦσαν ἐκ τῆς ἐπιφανείας αὐτοῦ. Κἀκεῖνον μορφῶσαι αὐτήν μόρφωσιν τήν κατά γνῶσιν, καί ἵασιν τῶν παθῶν ποιήσασθαι αὐτῆς,…».
[25] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 5.2.
[26] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 5.5.
[27] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 5.6.
[28] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 6.1.
[29] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 6.2.
[30] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 7.5.
[31] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 7.1.
[32] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 6.3.
[33] Ο.π.
[34] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 6.3: «Καί γάρ εἰδωλόθυτα διαφόρως ἐσθίουσι, μηδά μολύνεσθαι ὑπ’ αὐτῶν ἡγούμενοι˙ καί ἐπί πᾶσαν ἑορτάσιμον τῶν ἐθνῶν τέρψιν, εἰς τιμήν τῶν εἰδώλων γινομένην, πρῶτοι συνίασιν, ὡς μηδέ τῆς παρά Θεῷ καί ἀνθρώποις μεμισημένης τῆς τῶν θηριομάχων καί μονομαχίας ανδροφόνου θέας ἀπέχεσθαι ἐνίους αὐτῶν».
[35] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VI 35.5-6.
[36] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧΙΙΙ 1.3-4.
[37] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧΙΙΙ 3-7.
[38] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧΙΙΙ 3.4: «οὔτε γάρ υπό τοῦ τελείου θεοῦ καί πατρός φαίνεται τοῦτον τεθεῖσθαι (ἑπόμενον γάρ ἐστιν), ἀτελῆ τε ὄντα καί τοῦ ὑφ’ ἑτέρου πληρωθῆναι ἐνδεῆ, ἔχοντά τε προστάξεις ἀνοικείας τῇ τοῦ τοιούτου θεοῦ φύσει τε και γνώμῃ».
[39] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧΙΙΙ 3.5.
[40] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧΙΙΙ 4.2: «εἴς τε γάρ αὐτόν τόν θεόν καί τήν τούτου νομοθεσίαν διαιρεῖται, <διαιρεῖται> δέ καί εἰς τόν Μωσέα (οὐ καθά δι’ αὐτοῦ νομοθετεῖ ὁ θεός, ἀλλά καθά ἀπό τῆς ἰδίας ἐννοίας ὁρμώμενος καί ὁ Μωςῆς ἐνομοθέτησέ τινα) καί εἰς τους πρεσβυτέρους τοῦ λαοῦ διαιρεῖται, <οἵ> καί αὐτοί εὑρίσκονται ἐντολάς τινας ἐνθέντες ἰδίας».
[41] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧΙΙΙ 5.1-2.
[42] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧΙΙΙ 7.4: «…, ἕτερός τίς ἐστι παρά τούτους οὗτος ὁ θέμενος τόν νόμον. οὗτος δέ δημιουργός καί ποιητής τοῦδε τοῦ παντός ἐστι κόσμου καί τῶν ἐν αὐτῷ˙ ἕτερος ὤν παρά τάς τούτων οὐσίας ἀποφέροιτο ἄν».
[43] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧΙΙΙ 7.5.
[44] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧΙΙΙ 7.7.
[45] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς IV 9.71: «Τοῦτον ἐξηγούμενος τόν τόπον Ἡρακλέων, ὁ τῆς Οὐαλεντίνου σχολῆς δοκιμώτατος, κατά λέξιν φησίν,…».
[46] Ωριγένους, Σχόλια εις το κατά Ιωάννην ΙΙ 8: «Βιαίως δέ οἶμαι καί χωρίς μαρτυρίου τόν Οὐαλεντίνου λεγόμενον εἶναι γνώριμον Ἡρακλέωνα».
[47] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς IV 9.71.1 – 72.4.
[48] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία V 20.3.
[49] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία V 15.1.
[50] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία V 20.1.
[51] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία V 20.4-8.
[52] Παν. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, σελ. 159.
[53] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 13.5: «ὥστε καί διάκονον τινα, τῶν ἐν τῇ Ασίᾳ τῶν ἡμετέρων, ὑποδεξάμενον αὐτόν εἰς τόν οἶκον αὐτοῦ, περιπεσεῖν ταύτῃ τῇ συμφορᾷ, τῆς γυναικός αὐτοῦ εὐειδοῦς ὑπαρχούσης, καί τήν γνώμην καί τό σώμα διαφθαρείσης ὑπό τοῦ μάγου τούτου,…».
[54] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 13.7: «Τοιαῦτα δέ λέγοντες καί πράττοντες, καί ἐν τοῖς καθ’ ἡμᾶς κλίμασι τῆς Ῥοδανουσίας, πολλάς ἐξηπατήκασι γυναίκας».
[55] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 13.3.
[56] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 13.2.
[57] Ο.π.
[58] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 14.5.
[59] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία IV 11.
[60] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 20.2.
[61] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 21.4.
[62] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 21.5.
[63] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 21.6.
[64] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 21.3.
Στην παρούσα κατηγορία κατατάσσονται πολλές γνωστικές σέκτες με διαφορές, ως προς τις απόψεις και τις πρακτικές τους, αλλά σημαντικά κοινά γνωρίσματα.
Πρώτον, τοποθετούν στην κορυφή της θεϊκής ιεραρχίας τρεις μορφές, ως είδος τριάδος, που χαρακτηρίζονται Άνθρωποι ή Αδάμαντες.
Δεύτερο κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η οφιολατρεία, προερχόμενη από την απόδοση σημαντικού ρόλου στον αρχέκακο όφη της Γενέσεως (θεός-όφης, θεοσοφία). Από αυτό το χαρακτηριστικό λαμβάνουν τις περισσότερες φορές το όνομά τους, π.χ. Οφίτες, Ναασηνοί κλπ.
Τρίτον, χαρακτηρίζονται από την έντονη παρουσία γενετησιολογίας, η οποία παραπέμπει σε αντινομισμό.
Περιοχές δράσης των ομάδων αυτών εντοπίζονται στην Συρία και την Αίγυπτο, περί το 100 μ.Χ. Πολλά από τα κείμενα της βιβλιοθήκης του Χηνοβοσκίου, περιέχουν διδασκαλίες τους.
4.4.1 Οφίτες
Στο πρώτο βιβλίο του Ελέγχου του αγίου Ειρηναίου εκτίθεται η διδασκαλία των Οφιτών. Η σέκτα δεν ονοματίζεται από τον Ειρηναίο, αλλά από τον Θεοδώρητο Κύρου[1], ο οποίος μεταγράφει το κείμενο του Ελέγχου.
Ο Κλήμης Αλεξανδρεύς αναφέρει ότι οι Καϊνίτες και οι Οφίτες ανήκουν σ’ εκείνη την κατηγορία αιρέσεων που λαμβάνουν το όνομά τους από το αντικείμενο της λατρείας τους[2]. Εξ’ αυτού μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η λατρεία του όφεος κατείχε κεντρική θέση στις πρακτικές των ομάδων αυτών.
Ο Φιλάστριος από την πλευρά του περιγράφει ως πρώτη την αίρεση των Οφιτών, διότι παραδέχεται την δαιμονική προέλευση της διδασκαλίας τους.
4.4.1α Διδασκαλία
Για τους Οφίτες, το αρχέγονο θεϊκό ον είναι ο Βυθός. Από αυτό εξέρχεται το αρσενικό στοιχείο και προκύπτει ο Δεύτερος Άνθρωπος ή Υιός του Ανθρώπου. Στην συνέχεια προβάλλεται το θηλυκό στοιχείο και σχηματίζεται η Πρώτη Γυνή ή Πνεύμα. Αυτό που απομένει στον Βυθό μετά την προβολή του αρσενικού και θηλυκού στοιχείου είναι το αρχικό, άφθαρτο και αέναο φως, ο πρώτος άνθρωπος. Τα τρία αυτά όντα αποτελούν την πρώτη τριάδα των Οφιτών[3].
Κάτω από το Πνεύμα διαχωρίζονται τα τέσσερα στοιχεία, δηλαδή, το Ύδωρ, το Σκότος, η Άβυσσος και το Χάος. Στην συνέχεια, ο Πρώτος και Δεύτερος Άνθρωπος ερασθέντες την Πρώτη Γυνή, τεκνοποίησαν μαζί της το φως, το οποίο ονομάζουν Χριστό, τον Τρίτο Άνθρωπο[4].
Επειδή η Πρώτη Γυνή δεν μπορούσε να κυοφορήσει πλήρως το θείο φως, αναγκαστικά περιορίστηκε στην γέννηση της δεξιάς πλευράς αυτού. Γι’ αυτό τον λόγο ο Χριστός είχε φορά ανοδική. Συμπληρούμενος από την μητέρα του σχημάτισαν τον άφθαρτο αιώνα, την Εκκλησία, σημείο συνάντησης και ένωσης των τεσσάρων θεϊκών όντων[5].
Από την υπερχείλιση του φωτός, που συνέβη στην Πρώτη Γυνή, φωτεινή ικμάδα κατήλθε στο ύδωρ. Η ικμάς αυτή καλείται Σοφία Προύνικος ή αρρενοθήλυ. Από το ύδωρ εξέλαβε υλικό σώμα. Μετανοιωμένη η Σοφία για την προς τα κάτω πορεία της, επιχείρησε ν’ ανέλθει προς τα πάνω, αλλά εμποδίστηκε από το σώμα της. Στην προσπάθεια να διατηρήσει αλώβητο το φως από την επίδραση των στοιχείων, αποστέλλει αυτό προς τα πάνω και δημιουργείται ο ουρανός. Με έντονη την επιθυμία προς το φως, έλαβε ισχύ από τα πράγματα που την περιέβαλλαν, απέβαλε το σώμα και ανήλθε στον ουρανό[6].
Από την Σοφία γεννήθηκε ο Ιαλδαβαώθ. Το πρόσωπο αυτό συναντάται και σε άλλες γνωστικές σέκτες. Το όνομά του σημαίνει Υιός του Χάους (yalda bahut) και είναι ο Δημιουργός για τους Οφίτες. Αυτός γεννά χωρίς μητέρα, δεύτερο γιο, τον Ιαώ (Ιαχωβά). Αυτός με παρόμοιο τρόπο γεννά τον τρίτο γιο, τον Σαβαώθ. Ο Σαβαώθ γεννά τον τέταρτο γιο, τον Αδωναίο. Ο Αδωαναίος γεννά τον πέμπτο, τον Αιλωαίο, ο οποίος με την σειρά του γεννά τον έκτο, τον Ωραίο. Έβδομος και τελευταίος γεννάται ο Ασταφαίος. Αυτή είναι η Εβδομάδα[7].
Ο Ιαλδαβαώθ με τους υιούς του κυβερνά τα επίγεια και τα επουράνια, κατασκευάζει αγγέλους, αρχαγγέλους και όλη την αγγελική ιεραρχία. Επειδή ενήργησε χωρίς την συγκατάθεση της μητρός του Σοφίας, η τελευταία εμβάλει έριδα και φιλονικία ανάμεσα σ’ αυτόν και τους απογόνους του. Αποτέλεσμα ήταν να εξεγερθούν εναντίον του πατρός αυτών, και να σφετεριστούν την εξουσία του. Ο Ιαλδαβαώθ λυπάται και την λύπη του μορφοποιεί στην ύλη, κατασκευάζοντας τον όφη. Αυτός είναι ο Νους[8].
Μετά την κατασκευή του Νου, ο Ιαλδαβαώθ αυτοεξυψώνεται αναγγέλλοντας: «Εγώ Θεός και Πατήρ, και υπέρ εμέ ουδείς[9]». Η μητέρα του τον επιτιμά λέγοντας: «Μην ψεύδου, Ιαλδαβαώθ˙ έστι γαρ υπέρ σε πατήρ απάντων, Πρώτος Άνθρωπος, και Άνθρωπος υιός Ανθρώπου[10]». Καθώς οι υπόλοιποι της Εβδομάδος, αναρωτιούνται έκπληκτοι, από πού προέρχεται και τι σημαίνει η φωνή, ο Ιαλδαβαώθ προχωρά στην κατασκευή του ανθρώπου για να τους αποσπάσει την προσοχή. Αναγγέλλει: «Δεύτε ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημών». Τότε οι έξι απόγονοί του προχωρούν στην κατασκευή. Η Σοφία το επιτρέπει για ν’ αδειάσει τον Ιαλδαβαώθ από τα υπολείμματα του ουράνιου σπινθήρα. Οι έξι κατασκευάζουν το σώμα αλλά δεν καταφέρνουν να το εμψυχώσουν, γι’ αυτό και το κομίζουν στον Ιαλδαβαώθ. Αυτός εμφυσά στον άνθρωπο πνεύμα ζωής και αδειάζει ο ίδιος από τις δυνάμεις του. Έτσι ο άνθρωπος αποκτά νου και ενθύμηση. Έτσι κατά τους ισχυρισμούς των Οφιτών, αυτά τα στοιχεία ήταν απαραίτητα για την σωτηρία[11].
Ο άνθρωπος ευχαριστεί για την κατασκευή του, όχι τον Ιαλδαβαώθ αλλά τον Πρώτο Άνθρωπο. Για εκδίκηση ο Ιαλδαβαώθ κατασκευάζει την γυναίκα. Οι έξι θαύμασαν την ομορφιά της την ονόμασαν Εύα και συνευρέθηκαν μαζί της. Οι γιοι τους ονομάστηκαν επίσης άγγελοι. Αυτό είναι και το ζευγάρι των πρωτοπλάστων, Αδάμ και Εύα. Η Σοφία κάνοντας αντίπραξη στον Ιαλδαβαώθ, στέλνει στον Παράδεισο τον όφη και παροτρύνει τους πρωτοπλάστους σε ανυπακοή. Η συμβουλή του ήταν να δοκιμάσουν τον απαγορευμένο καρπό για ν’ αποκτήσουν την γνώση των άνω μυστηρίων. Η οργή του Ιαλδαβαώθ καταδικάζει τους πρωτοπλάστους σε εξορία από τον Παράδεισο. Μαζί τους εξορίζεται και ο όφις, καταδικασμένος να έρπει[12].
Ο όφις παράγει με άγνωστο τρόπο έξι υιούς-δαίμονες, και μαζί τους συμπληρώνει την εβδομάδα του κάτω κόσμου, καθ’ υπόδειγμα της εβδομάδας του πατρός του. Αυτοί είναι οι επτά δαίμονες, οι οποίοι ενεργούν ενάντια στην ανθρώπινη φυλή, διότι εξαιτίας της ο όφις εξέπεσε[13].
Το ζεύγος των πρωτοπλάστων αγνοεί την θεϊκή του προέλευση, έως ότου η Σοφία Προύνικος, τους την αποκαλύπτει. Ταυτόχρονα αποκτούν την γνώση της γυμνότητας και υλικότητάς τους, καθώς και του θανάτου. Γεννούν πρώτα τον Κάιν, ο οποίος με την καθοδήγηση του όφεως δολοφονεί τον Άβελ. Στην συνέχεια γεννούν τον Σηθ και την Νορέα. Το όνομα ενδέχεται να προέρχεται από την εβραϊκή λέξη για το «κορίτσι». Πρόκειται για φανταστικό πρόσωπο και δεν συναντάται στην χριστιανική γραμματεία. Από αυτούς τους δύο προέρχεται η ανθρωπότητα. Καθοδηγούμενοι από την ανίερη εβδομάδα, προχωρούν στην ειδωλολατρεία και την αποστασία από το θέλημα του δημιουργού[14].
Στην συνέχεια ο άγιος Ειρηναίος πληροφορεί ότι η αγία εβδομάδα εκπροσωπείται από τους επτά πλανήτες του ηλιακού συστήματος και δίνει τα ονόματα του όφεως, Μιχαήλ και Σαμαήλ.
Ο Ιαλδαβαώθ προσπαθεί να καταστρέψει τους ανθρώπους με τον κατακλυσμό, εξαιτίας της αποστασίας τους. Επεμβαίνει η Σοφία και με την καθοδήγησή της ο Νώε φτιάχνει την κιβωτό. Αργότερα ο Ιαλδαβαώθ επιλέγει τον Αβραάμ και του υπόσχεται ότι αν αυτός και οι απόγονοί του ακολουθούν τις οδηγίες του και τον υπηρετούν θα τους δώσει την γη της επαγγελίας. Ακολουθεί η φυγή στην Αίγυπτο η έξοδος και ο Νόμος. Ο Ιαλδαβαώθ καθορίζει τον χωρισμό των ημερών σε εβδομάδα, κατά συμβολισμό και για την λατρεία της αγίας εβδομάδας των Οφιτών[15].
Οι προφήτες τίθενται στην διάθεση των προσώπων της αγίας εβδομάδος. Ο Μωυσής, ο Ιησούς του Ναυή, ο Αμώς και ο Αβακούμ ανήκουν στον Ιαλδαβαώθ. Ο Σαμουήλ, ο Νάθαν, ο Ιωνάς και ο Μιχαίας στον Ιαώ. Ο Ελισαίος, ο Ιωήλ και ο Ζαχαρίας στον Σαβαώθ. Ο Ησαΐας, ο Ιεζεκιήλ, ο Ιερεμίας και ο Δανιήλ στον Αδωναίο. Ο Τωβίας και ο Αγγαίος στον Αιλωαίο. Ο Μιχαίας και ο Ναούμ στον Ωραίο. Ο Έσδρας και ο Σοφονίας στον Ασταφαίο. Αυτοί με τον φωτισμό της Σοφίας προφήτευσαν τα σχετικά με τον Χριστό και τον ερχομό του[16].
Στην συνέχεια η Σοφία με την βοήθεια του Ιαλδαβαώθ – ο δεύτερος αγνοούσε τι έκανε – κανονίζει να μείνουν έγκυες η Ελισάβετ και η Παρθένος Μαρία. Απευθύνεται στην μητέρα της, την Πρώτη Γυναίκα, για βοήθεια και αυτή με την σειρά της παρακαλεί τον Πρώτο Άνθρωπο να στείλει τον υιό του και αδελφό της Σοφίας, Χριστό, να τη βοηθήσει. Αυτός κατέρχεται τους επτά ουρανούς, αποψιλώνοντάς τους από την θεϊκή τους δύναμη και εισέρχεται μαζί με την Σοφία στον άνθρωπο Ιησού, την ώρα του βαπτίσματος[17].
Κατά τους Οφίτες, η διδασκαλία του Ιησού δεν αφορούσε τον Τριαδικό Θεό, αλλά τον Πρώτο Άνθρωπο, τον οποίο αναγνώριζαν ως ύψιστο ον. Η σταύρωσή του ήταν αποτέλεσμα, όπως ισχυρίζονται των εναντίον του ενεργειών της πρώτης εβδομάδος. Πριν την σταύρωση ο Χριστός και η Σοφία εγκατέλειψαν τον Ιησού, ο οποίος πέθανε και αναστήθηκε με την δύναμη τους. Το αναστημένο σώμα του Ιησού, ήταν κατά τους Οφίτες, ψυχικό και πνευματικό, κάτι το οποίο δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν οι μαθητές του. Αυτοί νόμιζαν ότι έβλεπαν σώμα υλικό[18].
Μετά την ανάληψή του, ο Ιησούς κάθισε στα δεξιά του πατρός του Ιαλδαβαώθ, και άρχισε την συλλογή των ψυχών των σεσωσμένων, δηλαδή αυτών που έγιναν κοινωνοί της παραπάνω γνώσεως. Με αυτό τον τρόπο η δύναμη του Ιησού αυξάνει, ενώ του Ιαλδαβαώθ ελαττώνεται, διότι αυτός αποστερείται ψυχών για μετεμψύχωση σε νέα σώματα. Όταν μαζευτούν όλες οι ψυχές και συλλεγεί πλήρως η διαφυγώσα θεϊκή σπίθα, θα έρθει το τέλος της δημιουργίας[19].
Από όσα εκτέθηκαν μέχρι τώρα δεν μπορεί να γίνει εμφανής ο θεοσοφικός χαρακτήρας της σέκτας. Συνεχίζοντας όμως ο άγιος Ειρηναίος, μας πληροφορεί ότι για κάποιους Οφίτες, ο όφις της Γένεσης ήταν η ίδια η Σοφία Προύνικος, η οποία διέκειτο εχθρικά προς τα έργα του γιού της. Έτσι ο όφις, ως εκπρόσωπος της Σοφίας αναβαθμίζεται και δικαιολογείται η λατρεία του από τους οπαδούς αυτής της ομάδας. Τελειώνοντας ο άγιος Ειρηναίος θεωρεί τους Οφίτες παρακλάδι της σχολής του Βαλεντίνου[20].
Ο Κέλσος, αγνοώντας την διαφορά των Χριστιανών από τους Οφίτες, κατηγορεί τους πρώτους ότι θεωρούν τον δημιουργό ως καταραμένη θεότητα, και γι’ αυτό τους θεωρεί ασεβείς[21]. Ο Ωριγένης εξηγεί ότι δεν πρόκειται για τους Χριστιανούς, αλλά για τους Οφίτες. Στην παραπάνω διδασκαλία, μπορούμε να προσθέσουμε τα ονόματα της ανίερης εβδομάδος, όπως καταγράφονται από Κέλσο και Ωριγένη:
«ὁ μέν οὖν Κέλσος ἔλεγε τόν πρῶτον ἰδέᾳ λέοντος μεμορφωμένον, οὐκ ἐκθέμενος, τίνα αὐτόν ὀνομάζουσιν οἱ ἀληθῶς δυσσεβεστάτοι˙ ἡμεῖς δέ εὕρομεν ὅτι τόν ἐν ταῖς ἱεραῖς γραφαῖς εὐφημούμενον ἄγγελον τοῦ δημιουργοῦ, τοῦτον τό μιαρόν εκεῖνο διάγραμμα ἔλεγεν εῖναι Μιχαήλ τόν λεοντοειδή[22]. πάλιν τ’ αὖ ὁ μέν Κέλσος ἔφασκε τόν ἐξῆς καί δεύτερον εἶναι ταῦρον˙ ὅ δ’ εἴχομεν διάγραμμα τόν Σουριήλ ἔλεγεν εἶναι τόν ταυροειδῆ. εἶτα ὁ μέν Κέλσος τρίτον ἀμφίβιον τινα καί φρικῶδες ἐπισυρίζοντα˙ τό δέ διάγραμμα τρίτον Ῥαφαήλ ἔλεγεν εῖναι δρακοντοειδῆ. πάλιν τε αὖ ὁ μέν Κέλσος τόν τέταρτον ἀετοῦ ἔφασκεν ἔχειν μορφήν˙ τό δέ διάγραμμα Γαριήλ ἔλεγεν εῖναι τόν ἀετοειδῆ. εἶθ’ ὁ μέν Κέλσος τόν πέμπτον ἔφασκεν εἶναι ἄρκου πρόσωπον ἔχοντα˙ τό δέ διάγραμμα τόν Θαυθαβαώθ ἔφασκεν εἶναι τόν ἀρκοειδῆ. εἶθ’ ὁ μέν Κέλσος τόν ἕκτον κυνός πρόσωπον έλεγεν ἱστορεῖσθαι ἔχειν παρ’ ἐκείνοις˙ τό δέ διάγραμμα ἔφασκεν εἶναι αὐτόν Ἐραθαώθ. εἶθ’ ὁ μέν Κέλσος τόν ἕβδομον ἔφασκε ὄνου ἔχειν πρόσωπον, καί ὀνομάζεσθαι αὐτόν Θαφαβαώθ ἤ Ὀνοήλ˙ ἡμεῖς δ’ ἐν τῷ διαγράμματι εὕρομεν ὅτι οὗτος καλεῖται Ὀνοήλ ἤ Θαρθαραώθ, ὀνοειδής τις τυγχάνων[23]».
4.4.1β Τα οφιτικά διαγράμματα
Πρόκειται για τελετουργικά εσωτερικά διαγράμματα με μυστικιστικό συμβολικό χαρακτήρα. Αναφέρονται από τον Κέλσο και τον Ωριγένη στο συγκεκριμένο έργο, αλλά περιγράφονται από τους δύο με διαφορετικό τρόπο.
Ο Κέλσος περιγράφει επτά ξεχωριστούς αρχοντικούς κύκλους, περικλειόμενους από έναν εξωτερικό, που ονομάζεται Λεβιάθαν και συμβολίζει την ψυχή του κόσμου. Χωρίζεται από μια μαύρη γραμμή από τον Τάρταρο. Μαζί αναφέρει και τετράγωνο σχήμα, καθώς και τα επιλεγόμενα μπροστά στις πύλες του παραδείσου[24].
Ο Ωριγένης διορθώνει, λέγοντας ότι έχει βρει το διάγραμμα. Η περιγραφή του είναι η εξής:
«ἐξηγοῦνται γάρ τινα μεταξύ τῶν ὑπερουρανίων ἀνωτέρω κύκλων ἐπιγεγραμμένα, ἄλλα τε καί δύο ἄττα, μεῖζόν τε καί μικρότερον υἱοῦ καί πατρός. εὕρομεν δ’ ἡμεῖς ἐν τούτῳ τῷ διαγράμματι τόν μείζονα κύκλον καί τόν μικρότερον, ὧν ἐπί τῆς διαμέτρου ἐπεγέγραπτο, “ πατήρ καί ὑιός” , και μεταξύ τοῦ μείζονος, ἐν ᾧ ὁ μικρότερος ἦν, καί ἄλλου συγκειμένου ἐκ δύο κύκλων, τοῦ μέν ἐξωτέρου ξανθοῦ τοῦ δέ ενδοτέρου κυανοῦ, τό επιγεγραμένον διάφραγμα πελεκοειδεῖ σχήματι, καί ἀνωτέρω μέν αὐτοῦ κύκλον βραχύν ἐχόμενον τοῦ μείζονος τῶν προτέρων ἐγγεγραμμένον ἔχοντα “ἀγάπην”, κατωτέρω δέ ἐχόμενον τοῦ κύκλου γεγραμμένον ἔχοντα “ζωήν”˙ τῷ δέ δευτέρῳ κύκλῳ ἐνεγέγραπτο, περιπεπλεγμένῳ καί εμπεριειληφότι ἄλλους δύο κύκλους καί ἄλλο σχήμα ρομβοειδές, “σοφίας πρόνοια” καί ἔνδον μέν τῆς κοινῆς αυτῶν τομῆς “σοφίας φύσις”, ἀνωτέρω δέ τῆς κοινῆς αὐτῶν τομῆς κύκλος ἦν, ἐν ᾧ ἐπεγέγραπτο “γνῶσις”, κατωτέρω δέ ἄλλος, ἐν ᾧ ἐπεγέγραπτο “σύνεσις”».
Η ανακατασκευή του διαγράμματος από τον Jaques Matter[25], είναι η παρακάτω,
Ο Ωριγένης διαβλέπει την επίδραση των μαγικών και εβραϊκών γραφών, κυρίως μέσα από την επιλογή των ονομάτων.
«χρή μέντοι εἰδέναι ὅτι οἱ ταῦτα συνταξάμενοι, οὔτε τάς μαγείας νοήσαντες οὔτε τά τῶν θείων γραφῶν διακρίναντες, πάντ’ ἔφυραν˙ ἀπό μέν μαγείας τόν Ἰαλδαβαώθ καί τόν Ἀσταφαιόν καί τόν Ὡραῖον, από δέ τῶν Ἑβραϊκῶν γραφῶν τόν Ἰαωΐα παρ’ Ἑβραίοις ὀνομαζόμενον καί τόν Σαβαώθ καί τόν Ἀδωναῖον καί τόν Ἐλωαῖον. τά δέ από τῶν γραφῶν ληφθέντα ὀνόματα ἐπώνυμά ἐστι τοῦ αὐτοῦ καί ἑνός θεοῦ[26]˙».
Οι μεταφραστές του έργου του αγίου Ειρηναίου, Alexander Roberts & W. H. Rambaut[27], αναγνωρίζουν καββαλιστική προέλευση των ονομάτων.
4.4.1γ Τελετές
Ο άγιος Επιφάνιος καταγράφει μια τελετή ενδεικτική της λατρείας του όφεως:
«δοξάζουσιν οὖν αὐτόν διά τήν τοιαύτην, φασί, γνῶσιν καί ἄρτον αὐτῷ προσφέρουσιν. ἔχουσι γάρ φύσει ὄφιν τρέφοντες έν κτίστῃ τινί, ὅν προς τήν ὥραν τῶν αὐτῶν μυστηρίων τοῦ φωλεοῦ προφέροντες καί στιβάζοντες ἐπί τραπέζης ἄρτους προσκαλοῦνται τόν αύτόν ὄφιν˙ ἀνοιχθέντος δέ τοῦ φωλεοῦ πρόεισι. καί οὕτως ἀνελθών κατά τήν αὐτοῦ φρόνησιν ὁ ὅφις καί πανουργίαν, ἤηδη γινώσκων τήν αὐτῶν μωράν ἄνεισιν ἐπί τήν τράπεζαν καί ἐνείλεται τῖς ἄρτοις. καί ταύτην φασίν εἶναι τελείαν θυσίαν. ὅθεν καί, ὥς ἀπό τινος ἀκήκοα, οὐ μόνον κλῶσι τους ἄρτους ἐν οἷς ὁ αὐτός ὄφις εἰλήθη καί επίδιδόασι τοῖς λαμβάνουσιν, ἀλλά καί ἕκαστος ἀσπάζεται τόν ὄφιν ἐκ στόματος, ἤτοι γοητείᾳ τινί ἐπᾳσθέντος τοῦ ὄφεως είς ἡμερότητα ἤ ἐξ ἑτέρας ἐνεργείας διαβόλου προς ἀπάτην τούτων ὑποκοριζομένου τοῦ ζώου[28].»
Ο Ωριγένης καταγράφει επικλήσεις στους επτά Αιώνες της πρώτης εβδομάδος[29].
Οι Οφίτες την εποχή του αγίου Επιφανίου είχαν πάψει ν’ αποτελούν οργανωμένη σέκτα. Σποραδικά, μπορούσαν να εντοπιστούν κάποια υπολείμματα τους. Ο Θεοδώρητος αναφέρει ότι θεοσοφικές πρακτικές εντόπισε στην επαρχεία του ανάμεσα στους Μαρκιωνίτες[30].
4.4.2 Ναασηνοί
Άλλη οφιολατρική ομάδα είναι οι Ναασηνοί. Το όνομά τους έχει εβραϊκή ρίζα καθότι ναας στα εβραϊκά σημαίνει φίδι. Συνεπώς καλούνται κι αυτοί Οφίτες σε ελληνική μετάφραση[31]. Κεντρική ιδέα της διδασκαλίας τους ήταν ότι κάθε ναός ήταν αφιερωμένος στον όφη, ετυμολογούντες την λέξη ναός εκ του ναάς.
4.4.2α Διδασκαλία
Στην αρχή της θεογονίας τους τοποθετούσαν τον Αρχάνθρωπο ή Άνωθεν Άνθρωπο ή Αδάμαντα (στα σύγχρονα θεοσοφικά κείμενα συναντάται και ως Αδάμ Κάδμων[32]). Πρόκειται για ερμαφρόδιτη οντότητα που φέρει συγχρόνως τα στοιχεία της πατρότητας και της μητρότητας. Στο έργο του αγίου Ιππολύτου διασώζεται ύμνος αφιερωμένος σ’ αυτόν:
«ἀπό σοῦ πατήρ καί διά σε μήτηρ, τά δύο ἀθάνατα ὀνόματα, αἰώνων γονεῖς, πολῖτα οὐρανοῦ, μεγαλώνυμε ἄνθρωπε[33].»
Το όν αυτό παρομοιάζεται με τον Γηρυόνη, διότι έχει εν εαυτό τρεις φύσεις, το χοϊκό, το ψυχικό, το νοερό[34].
Πρώτα απορρέει από τον Αδάμαντα ο Δεύτερος άνθρωπος ή Υιός Ανθρώπου ή Αυτογενής. Στην συνέχεια γεννάται το πεπληρωμένο χάος, το Πνεύμα ή Μήτηρ (Ρούχα).
«Καί ἔστι τό μέν πρῶτο αγέννητον, τό δέ δεύτερον αγαθόν αὐτογενές, τό τρίτον γεννητόν.»
Ακολουθούντες τα παραπάνω υποστήριζαν ότι τα πάντα είναι τριφυή.
«λέγουσι δέ˙ ὁ λέγων τά πάντα ἐξ ἑνός συνεστάναι πλανᾶται, ὁ λέγων ἐκ τριῶν ἀληθεύει καί περί τῶν ὅλων τήν ἀπόδειξιν δώσει. μία γάρ ἐστι, φησίν, ἡ μακαρία φύσις τοῦ μακαρίου ἀνθρώπου τοῦ ἄνω, τοῦ Ἀδάμαντος˙ μία δέ ἡ θνητή κάτω˙ μία δέ ἡ αβασίλευτος γενά ἡ ἄνω γενομένη, ὅπου, φησίν, ἐστί Μαριάμ ἡ ζητουμένη καί Ἰοθώρ ὁ μέγας σοφός καί Σεπφώρα ἡ βλέπουσα καί Μωσῆς, οὗ γένεσις οὐκ ἔστιν ἐν Αιγύπτῳ˙ γεγόνασι γἀρ αὐτῶ παῖδες ἐν Μαδιάμ[35].»
Τέταρτο ον της θεογονίας τους είναι ο Ησαλδαίος, ο δημιουργός του κόσμου.
«ἀπό τοῦ μακαρίου ἄνωθεν ἀνθρώπου ἤ αρχανθρώπου ἤ Ἀδάμαντος, ὡς ἐκείνοις δοκεῖ κατηνέχθησαν ὧδε εἰς πλάσμα τό πήλινον, ἵνα δουλεύσωσι τῷ ταύτης τῆς κτίσεως δημιουργῷ Ἠσαλδαίῳ, θεῷ πυρίνῳ, ἀριθμόν τετάρτῳ˙ οὕτως γάρ τόν δημιουργόν πατέρα τοῦ ἰδικοῦ κόσμου καλοῦσιν[36].»
Αυτός είναι ο κύριος της ζωής και του θανάτου, αυτός ξυπνά τους νεκρούς και γι’ αυτόν υποτίθεται έχει γραφεί το «ποιμανεῖς αὐτούς ἐν ῥάβδῳ σιδηρᾷ[37]» (Ψαλμ. 2,9). Ταυτίζεται από τον άγιο Ιππόλυτο με τον Ερμή, από τους Ναασηνούς με τον Χριστό:
«οὗτός ἐστίν ὁ Χριστός, ὁ ἐν πᾶσι, φησί, τοῖς γενητοῖς υἱός ἀνθρώπου κεχαρακτηρισμένος ἀπό τοῦ ἀχαρακτηρίστου λόγου[38].»
Για τον άνθρωπο δίδασκαν ότι γεννήθηκε από την γη αυτόματα[39]. Ως γέννημα της γης κείτονταν άψυχος και ακίνητος, σαν άγαλμα και εικόνα του Αδάμαντα[40]. Τότε του δόθηκε ψυχή, ώστε να πάσχει και να κολάζεται ως υπόδουλος[41].
Για να περιγράψουν την ψυχή χρησιμοποίησαν οι Ναασηνοί θεωρίες των αρχαίων μυστικιστών:
«ζητοῦσι δέ οὐκ από τον γραφῶν, ἀλλά καί τοῦτο ἀπό τῶν μυστικῶν. εἶναι δέ φασι τήν ψυχήν δυσεύρετον πάνυ καί δυσκατανόητον˙ οὐ γάρ μένει ἐπί σχήματος οὐδέ μορφῆς τῆς αὐτῆς πάντοτε οὐδέ πάθους ἑνός, ἵνα τις αὐτήν ἤ τύπῳ εἴπῃ ἤ οὐσίᾳ καταλλήψεται[42].»
Περαιτέρω στην ανθρωπολογία τους δέχονταν την τριμερή διαίρεση της ψυχής[43]. Τους ανθρώπους χωρίζουν επίσης σε τρεις κατηγορίες:
› τους σαρκικούς
› τους ψυχικούς
› τους πνευματικούς
«θνητή γάρ, φησί, πᾶσα ἡ κάτω γένεσις, ἀθάνατος δέ ἡ ἄνω γεννωμένη˙ γεννᾶται γάρ ἐξ ὕδατος μόνου καί πνεύματος πνευματικός, οὐ σαρκικός˙ ὁ δέ κάτω σαρκικός. τοῦτ’ ἔστι, φησί, τό γεγραμμένον˙ “τό γεγεννημένον ἐκ τῆς σαρκός σάρξ ἐστι, καί τό γεγεννημένον ἐκ τοῦ πνεύματος πνεῦμά ἐστιν”. αὕτη ἐστίν ἡ κατ’ αὐτούς πνευματική γένεσις[44].»
Ψυχικούς καλούν τους Χριστιανούς, εκ των οποίων προέρχονται οι πνευματικοί, δηλ. οι Ναασηνοί. Αυτό δείχνει ξεκάθαρα την διαστρέβλωση των λόγων του Απ. Παύλου:
«”ψυχικός δέ ἄνθρωπος οὐ δέχεται τά τοῦ πνεύματος τοῦ θεοῦ˙ μωρία γάρ αὐτῷ ἐστί[45]”. καί ταῦτα, φησίν, ἐστί τά τοῦ πνεύματος ἄρρητα μυστήρια, ἅ ἡμεῖς ἴσμεν μόνοι[46].»
Για τον Ιησού ισχυρίστηκαν ότι συγκεντρώθηκαν σε αυτόν και τα τρία στοιχεία, το χοϊκό, το ψυχικό, το νοερό, και οι ιδιότητες των τριών πρώτων όντων[47]. Το έργο του ήταν η στροφή των ανθρώπων προς τα πνευματικά:
«οὗτος φησίν, ἐστίν ὁ μέγας Ἰορδάνης, ὅν κάτω ῥέοντα καί κωλύοντα ἐξελθεῖν τους υἱούς Ἰσραήλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου › ἤγουν ἐκ τῆς κάτω μίξεως˙ Αἴγυπτος γάρ ἐστι τό σῶμα κατ’ αὐτούς › ἀνέστειλεν Ἰησοῦς καί ἐποίησεν ἄνω ῥέειν[48].»
Ο Ιησούς ήλθε στον κόσμο για να φέρει την σωτηρία. Σωτηρία θεωρούν την γνώση των μυστηρίων του θεού,
«καί νομίζουσιν εἶναι τήν γνώσιν αὐτοῦ (σ.σ. του Αδάμαντα) ἀρχήν τοῦ δύνασθαι γνῶναι τόν θεόν, λέγοντες οὕτως˙ ἀρχή τελειώσεως γνῶσις ἀνθρώπου, θεοῦ δέ γνῶσις ἀπηρτισμένη τελείωσις[49].»
Αποκαλούσαν τον Ιησού «πύλη»,
«διά τοῦτο, φησί, λέγει ὁ Ιησοῦς˙ “ἐγώ εἰμι ἡ πύλη ἡ ἀληθινή[50]”. ἔστι δέ ὁ ταῦτα λέγων ὁ ἀπό τοῦ ἀχαρακτηρίστου, φησίν, τέλειος ἄνθρωπος. οὐ δύναται οὖν, φησί, σωθῆναι ὁ τέλειος ἄνθρωπος, ἐάν μή ἀναγεννηθῇ διά ταύτης εἰσελθών τῆς πύλης[51].»
και την γνώση των μυστηρίων απαραίτητη προϋπόθεση για την άνοδο στον ουρανό,
«αὕτη γάρ, φησίν, ἐστίν “ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ” καί οὗτος <ὁ> “οἶκος θεοῦ”, ὅπου ὁ ἀγαθός θεός κατοικεῖ μόνος, εἰς ὅν οὐκ εἰσελεύσεται, φησίν, ἀκάθαρτος οὐδείς, οὐ ψυχικός, οὐ σαρκικός, ἀλλά τηρεῖται πνευματικοῖς μόνοις, ὅπου δεῖ γενομένους βαλεῖν τά ἐνδύματα καί πάντας γενέσθαι νυμφίους ἀπηρσενωμένους διά τοῦ παρθενικοῦ πνεύματος[52].»
Και πάλι,
«ἡμεῖς δ’ ἐσμέν, φησίν, οἱ πνευματικοί, οἱ ἐκλεγμένοι ἀπό τοῦ ζῶντος ὕδατος τοῦ ῥέοντος Εὐφράτου διά τῆς Βαβυλῶνος μέσης τό οἰκεῖον, διά τῆς πύλης ὁδεύοντες ἀληθινῆς, ἥτις ἐστίν Ἰησοῦς ὁ μακάριος καί ἐσμέν ἐξ ἀπάντων ἀνθρώπων ἡμεῖς Χριστιανοί μόνοι, ἐν τῇ τρίτῃ πύλῃ ἀπαρτίζοντες τό μυστήριον καί χριόμενοι ἐκεῖ ἀλάλῳ χρίσματι ἐκ κέρατος, ὡς Δαβίδ, οὐκ Ὀστρακίνου φακοῦ, φησίν, ὡς ὁ Σαούλ ὁ συμπολιτευόμενος τῷ πονηρῷ δαίμονι τῆς σαρκικῆς ἐπιθμίας[53].»
4.4.2β Πρακτικές
Από τον παραπάνω τελευταίο λόγο του αγίου Ιππολύτου, δύναται να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι οι Ναασηνοί ζούσαν βίο εγκρατή. Και πράγματι, βεβαιώνει ο άγιος ότι:
«πάνυ γάρ πικρῶς και πεφυλαγμένως παραγγέλουσιν ἀπέχεσθαι ὡς ἀποκεκομμένοι τῆς προς γυναῖκα ὁμιλίας[54].»
Αρχικά θα πρέπει να τονισθεί ότι η ασκούμενη αποχή από τις γυναίκες δεν είχε ηθική βάση, αλλά στηρίζονταν στην εσφαλμένη άποψη περί του σαρκικού ανθρώπου. Ξεκινώντας από το «τό γεγεννημένον ἐκ τῆς σαρκός σάρξ ἐστι», μιλούν για δύο γεννήσεις την κάτω και την άνω, την αναγέννηση. Την πρώτη αποφεύγουν και την δεύτερη επιζητούν για να γίνουν πνευματικοί και να σωθούν. Το διατύπωναν ως εξής:
«τοῦτό ἐστι, φησί, τό γεγραμμένον˙ “ έγώ εἶπα˙ θεοί ἐστε καί υἱοί ὑψίστου πάντες[55]”, ἐάν ἀπό τῆς Αἰγύπτου φυγεῖν σπεύδητε καί γένησθε πέραν τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης εἰς τήν ἔρημον, τουτέστιν ἀπό τῆς κάτω μίξεως ἐπί τήν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἥτις ἐστί μήτηρ ζώντων˙ ἐάν δέ πάλιν ἐπιστραφῆτε ἐπί τήν Αἴγυπτον, τουτέστιν ἐπί τήν κάτω μῖξιν, “ὡς ἄνθρωποι ἀποθνήκσετε[56]”. θνητή γάρ, φησί, πᾶσα ἡ κάτω γένεσις, ἀθάνατος δέ ἡ ἄνω γεννωμένη˙ γεννᾶτται γάρ ἐξ ὕδατος μόνου καί πνεύματος πνευματικός, οὐ σαρκικός[57].»
Αλλά έτσι οι Ναασηνοί απόφευγαν μόνο την συνεύρεση με γυναίκες με σκοπό την αποφυγή των γεννήσεων. Ο άγιος Ιππόλυτος χρησιμοποιεί τα λόγια του αποστόλου Παύλου για να επιβεβαιώσει τις ομοφυλοφιλικές τους τάσεις:
«φάσκοντες γάρ εἶναι σοφοί ἐμωράνθησαν καί ἤλλαξαν τήν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου θεοῦ ἐν ὁμοιώμασιν εἰκόνος φθαρτοῦ ἀνθρώπου καί πετεινῶν καί τετραπόδων καί ἑρπετῶν[58]. διό καί παρέδωκεν αὐτούς ὁ θεός εἰς πάθη ἀτιμίας˙ αἵ τε γάρ θήλειαι αὐτῶν μετήλλαξαν τήν φυσικήν χρῆσιν εἰς την παρά φύσιν” – τί δέ ἐστιν ἡ φυσική κατ’ αὐτούς χρῆσις, ὕστερον ἐροῦμεν› “ὁμοίως καί οἱ ἄρρενες ἀφέντες τήν φυσικήν χρῆσιν τῆς θηλείας ἐξεκαύθησαν ἐν τῇ ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους, ἄρρενες ἐν ἄρρεσι τήν ασχημοσύνην κατεργαζόμενοι” – “ἀσχημοσύνη δέ ἐστιν ἡ πρώτη καί μακαρία κατ’ αὐτούς ασχημάτιστος οὐσία, ἡ πάντων σχημάτων τοῖς σχηματιζομένοις αἰτία – “καί τήν ἀντιμισθίαν ἥν ἔδει τῆς πλάνης αὐτῶν ἐν ἑαυτοῖς ἀπολαμβάνοντες[59]”. ἐν γάρ τούτοις τοῖς λόγοις, οἷς εἴρηκεν ὁ Παῦλος, ὅλον φασί συνέχεσθαι τό κρύφιον αὐτῶν καί ἄρρητον τῆς μακαρίας μυστήριον ἡδονῆς[60].»
Είναι εμφανής η διαστρέβλωση των λόγων του Αποστόλου. Οι Ναασηνοί εκλάμβαναν τον ψόγον ως προτροπή. Έφερναν ως παράδειγμα τα μυστήρια του Άττη στη Φρυγία:
«ἐάν δέ, φησίν, ἡ μήτηρ τῶν θεῶν ἀποκόψῃ τόν Ἄττιν καί αὐτή τοῦτον ἔχουσα ἐρώμενον, ἡ τῶν ὑπερκοσμίων, φησί, καί αἰωνίων ἅνω μακαρία φύσις τήν ἀρρενικήν δύναμιν τῆς ψυχῆς ἀνακαλεῖται προς αὐτήν. ἔστι γάρ ἀρρενόθηλυς ὁ ἄνθρωπος. κατά τοῦτον οὖν αὐτοῖς τόν λόγον πάνυ πονηρόν καί κεκωλυμένον κατά τήν διδασκαλίαν ἡ γυναικός πρός ἄνδρα δεδειγμένη καθέστηκεν ὁμιλία[61].»
Προς την εκπλήρωση της ατιμίας χρησιμοποιούσαν είδος λουτρού, εκ του οποίου μερικοί μελετητές εκλαμβάνουν την σέκτα ως βαπτισματική. Το σφάλμα καταδεικνύεται εκ των λόγων του αγίου Ιππολύτου:
«ἡ γάρ ἐπαγγελία τοῦ λουτροῦ οὐκ ἄλλη τις ἐστι κατ’ αὐτούς, ἤ τό εισαγαγεῖν εἰς τήν ἀμάραντον ἡδονήν τόν λουόμενον κατ’ αὐτούς ζῶντι ὕδατι καί χριόμενον ἀλάλῳ χρίσματι[62].»
Διά των παρά φύση πράξεων πίστευαν ότι θα ομοιωθούν με τον ερμαφρόδιτο Αδάμαντα:
«ἀπεκόπη γάρ, φησίν, ὁ Ἄττις, τοῦτ’ ἔστιν ἀπό των χοϊκῶν τῆς κτίσεως κάτωθεν μερῶν, καί ἐπί τήν αἰώνιαν ἄνω μετελήλυθεν οὐσίαν, ὅπου, φησίν, οὐκ ἔστιν οὔτε θῆλυ οὔτε ἄρσεν, ἀλλά καινή κτίσις, “καινός ἄνθρωπος”, ὅ ἐστιν ἀρσενόθηλυς[63].»
Και δικαιολογούν την τέτοιου είδους ανθρωπολογία τους λέγοντας ότι ο άνθρωπος είναι εικόνα του ερμαφρόδιτου Αδάμαντα:
«εἰκόνα ὑπάρχοντα ἐκείνου τοῦ ἄνω, τοῦ ὑμνουμένου Αδάμαντος ἀνθρώπου, …»
και το ίδιο επαναλαμβάνει η θεοσοφίστρια H. P. Blavatsky, όπως είδαμε παραπάνω[64].
Από αυτήν παρέλαβε και ο Carl Jung και διατύπωσε στην θεωρία των Αρχετύπων:
«Ο αναπτυσσόμενος νέος πρέπει να έχει την δυνατότητα να ελευθερωθεί από τη γοητεία του ανιμιστικού αρχέτυπο της μητέρας. Υπάρχουν εξαιρέσεις, κυρίως καλλιτέχνες, όπου το πρόβλημα παίρνει συχνά διαφορετική τροπή˙ επίσης η ομοφυλοφιλία, η οποία συχνά χαρακτηρίζεται από την ταυτότητα με την anima. Λαμβάνοντας υπόψη την συχνότητα του φαινομένου, η μετάφρασή του ως παθολογικής ανωμαλίας είναι πολύ αβέβαιη. Τα ψυχολογικά ευρήματα δείχνουν ότι είναι περισσότερο θέμα μιας ατελούς απόσπασης από το ερμαφρόδιτο αρχέτυπο, συνδυασμένο με μια διακριτή αντίσταση στην ταύτιση με τον ρόλο του μονο-σεξουαλικού όντος. Μια τέτοια προδιάθεση δεν πρέπει να επικρίνεται αρνητικά σε καμιά περίπτωση, στο βαθμό που διατηρεί το αρχέτυπο του Πρώτου Ανθρώπου, αρχέτυπο το οποίο έχει χάσει ως ένα βαθμό κάθε μονο-σεξουαλική ύπαρξη[65].»
Αυτό που επιχειρεί να κάνει εδώ ο θεοσοφιστής Carl Jung είναι να νομιμοποιήσει με επιστημονικοφανή τρόπο, μία εφάμαρτη και παρά φύση κατάσταση με τον ίδιο τρόπο που το έκαναν και οι Ναασηνοί, τηρουμένων των αναλογιών της διαφορετικής γνωσιολογίας των δύο εποχών. Από την άλλη, η προώθηση του μοντέλου του ομο› και αμφι-σεξουαλικού ανθρώπου από την Νέα Εποχή, δεν έχει να κάνει με την αποδοχή της διαφορετικότητας, αλλά με την αποδοχή της γνωστικογενούς θεολογίας που κρύβεται πίσω από αυτήν και η οποία εκπροσωπείται σήμερα από συγκεκριμένα νεογνωστικά κινήματα, με αποτέλεσμα την διάδοση της παρά φύση πράξεως.
4.4.2γ Συγγράμματα
Την απόκρυφη γνώση παρέλαβαν οι Ναασηνοί, σύμφωνα με τα λεγόμενά τους από την Μαριάμμη[66], και αυτή με την σειρά της από τον άγιο Ιάκωβο τον Αδελφόθεο[67].
Χρησιμοποιούσαν το Κατά Αιγυπτίους Ευαγγέλιο:
«τάς δέ ἐξαλλαγάς ταύτας τάς ποικίλας ἐν τῷ ἐπιγραφομένῳ κατ’ Αιγυπτίους εὐαγγελίῳ κειμένας ἔχουσιν[68]»,
τό οποίο είναι το Ευαγγέλιο Αιγυπτίων, κείμενο που υπάρχει στην συλλογή του Χηνοβοσκίου (κωδ. ΙΙΙ.2 & IV.2). Αυτό χρησιμοποιούνταν από τους χριστιανικούς κύκλους της Αιγύπτου. Κατά μαρτυρία του Κλήμεντος Αλεξανδρέως[69] προσγράφεται στους Εγκρατιτές, ενώ ο άγιος Επιφάνιος[70] το αποδίδει στους Σαβελλιανούς. Τα υπό διαπραγμάτευση θέματα ήταν της αρεσκείας των Ναασηνών.
Πηγή του θεωρείται το κείμενο του παπύρου της Οξυρύγχου 655[71]. Πρόκειται περί ευαγγελικής συλλογής. Με συμπίλημα χωρίων από τα κανονικά Ευαγγέλια προέκυψε το απόκρυφο Κατ’ Αιγυπτίους και από αυτό τα γνωστικό Κατ’ Αιγυπτίους, απόκρυφο Κατά Θωμάν, γνωστικό Κατά Θωμάν[72]. Το τελευταίο χρησιμοποιούνταν επίσης από τους Ναασηνούς:
«…ἥνπερ φησί <τήν> ἐντός ἀνθρώπου βασιλείαν οὐρανῶν ζητουμένην, περί ἧς διαρρήδην ἐν τῷ κατά Θωμᾶν ἐπιγραφομένῳ εὐαγγελίῳ παραδιδόασι λέγοντες οὕτως[73]˙»
Ως κείμενο σώζεται στην βιβλιοθήκη του Χηνοβοσκίου (κωδ. ΙΙ.2) Περί αυτού ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων αναφέρει ότι είναι έργο των μαθητών του Μάνη[74]. Αποτελεί συλλογή λόγων, εκ των οποίων ο υπ’ αριθμ. 114 πραγματεύεται το θέμα της συγχώνευσης των δύο φύλων για την επίτευξη της επανόδου στον ερμαφρόδιτο πρώτο άνθρωπο. Θεωρείται ότι η γνωστική επεξεργασία του κειμένου έγινε στην Συρία κι έτσι δικαιολογείται η χρήση του από τους Μανιχαίους[75].
Σχόλια
› Ο συγκρητικός χαρακτήρας της διδασκαλίας τους ομολογείται από τους ίδιους τους Ναασηνούς σε πολλά σημεία του έργου του αγίου Ιππολύτου. Όταν για παράδειγμα συζητάνε την διδασκαλία της αυτόματης γέννησης, επικαλούνται την μυθολογία πολλών λαών:
«γῆ δέ, φασίν οἱ Ἕλληνες, ἄνθρωπον ἀνέδωκε πρώτη καλόν ἐνεγκαμένη γέρας, μή φυτῶν ἀναισθήτων μηδέ θηρίων ἀλόγων, ἀλλά ἡμέρου ζώου καί θεοφιλούς ἐθέλουσα μήτηρ γενέσθαι. χαλεπόν δέ, φησίν, ἐξευρεῖν, εἴτε Βοιωτοῖς Ἀλαλκομενεύς ὑπέρ λίμνης Κηφισίδος ἀνέσχε πρῶτος ἀνθρώπων, εἴτε Κουρῆτες ἦσαν Ἰδαῖοι, θεῖον γένος, ἤ Φρύγιοι Κορύβαντες, οὕς πρώτους ἥλιος ἐπεῖδε δενδροφυεῖς ἀναβλαστάνοντας, εἴτε προσεληναῖον Ἀρκαδία Πελασγόν, ἤ Ραρίας οἰκήτορα Δυσαὐλην Ἐλευσίν, ἤ Λῆμνος καλλίπαιδα Κάβιρον ἀρρήτῳ ἐτέκνωσεν ὀργιασμῷ, εἴτε Πελλήνη Φλεγραῖον Ἀλκυονέα, πρεσβύτατον Γιγάντων. Λίβυες δέ Γαράμαντα φασι πρωτόγονον αὐχμηρῶν ἀναδύντα πεδίων γλυκεάς ἀπάρξασθαι Διός βαλάνου. Αἰγυπτίαν δέ Νεῖλος ἰλύν ἐπιλιπαίνων μέχρι σήμερον ζωογονῶν, φησίν, ὑγρᾷ σαρκούμενα θερμότητι ζῷα [καί σῶμα] ἀναδίδωσιν. Ἀσσύριοι δέ Ὠάννην ἰχθυοφάγον γενέσθαι παρ’ αὐτοῖς. Χαλδαῖοι δέ τον Αδάμ[76].»
Σε άλλα σημεία προβάλλουν τα μυστήρια του Άδωνι των Ασσυρίων, όπως για παράδειγμα στο θέμα της τριμερούς διαίρεσης της ψυχής:
«καί πρῶτον ἐπί τάς τῶν Ἀσσυρίων καταφεύγουσι τελετάς, τήν τριχῇ διαίρεσιν τοῦ ἀνθρώπου κατανοοῦντες[77]˙»
τα μυστήρια του Άττη των Φρυγών, στο απόσπασμα που παραθέσαμε παραπάνω[78], της Ίσιδος και του Οσίριδος των Αιγυπτίων:
«λέγουσι γοῦν, ὅτι Αἰγύπτιοι, πάντων ἀνθρώπων μετά τους Φρύγας ἀρχαιότεροι καθεστῶτες καί πᾶσι τοῖς ἄλλοις ἀνθρώποις ὁμολογουμένως τελετάς καί ὄργια θεῶν πάντων ὁμοῦ μετ’ αὐτους πρῶτον κατηγγελκότες <καί> ἰδέας καί ἐνεργείας, ἱερά καί σεβάσμια καί ἀνεξαγόρευτα τοῖς μή τετελεσμένοις τά Ἰσιδος ἔχουσι μυστήρια˙ τά δ’ εἰσιν οὐκ ἄλλο τι ἤ ἡρπασμένον καί ζητούμενον ὑπό τῆς ἑπταστόλου καί μελανείμονος αἰσχύνη Ὀσίριδος[79].»
Αλλού επικαλούνται και τα Ελευσίνια μυστήρια:
«τοῦτο, φησίν, ἐστί τό μέγα καί ἄρρητον Ἐλευσινίων μυστήριον “ὕε κύε”˙[80]».
Εντύπωση προκαλεί η χρησιμοποίηση της ίδιας φρασεολογίας από τις νέο-εποχίτικες ομάδες, τύπου Zeitgeist, με την διαφορά ότι προσπαθούν να κατηγορήσουν για συγκρητισμό, όχι τον ιδεολογικό πρόγονό τους, γνωστικισμό, αλλά το αντίπαλο δέος, Χριστιανισμό.
› Ποιους εννοεί ο απόστολος Παύλος «σαρκικούς», «ψυχικούς», «πνευματικούς».
Η εσφαλμένη απόδοση των όρων «σαρκικός», «ψυχικός», «πνευματικός» από τους Ναασηνούς, προϊδεάζει και για την εσφαλμένη ερμηνεία του Α’ Κορ. 2.13-15. Για την ορθή απόδοση των όρων προστρέχουμε στον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη. Γράφει στην Ερμηνεία εις την Α’ προς Κορινθίους:
«Μερικοί διδάσκαλοι θέλουν τριών λογιών ανθρώπους να διακρίνει ο απόστολος με τα λόγια ταύτα˙ σαρκικούς, ψυχικούς και πνευματικούς. Και σαρκικός μεν είναι εκείνος όπου ευρίσκεται εις το παρά φύσιν και εργάζεται το κακόν και την αμαρτίαν. Ψυχικός δε είναι εκείνος όπου ευρίσκεται εις το κατά φύσιν και μήτε το κακόν εργάζεται μήτε την αρετήν. Πνευματικός δε είναι εκείνος όπου ευρίσκεται εις το υπερ φύσιν και αξιωθή των του Πνεύματος χαρισμάτων και διοικείται από τον Πνεύμα το Άγιον. Παραδείγματος χάριν ένας άνθρωπος αδικεί και αρπάζει του άλλου το πράγμα, αυτός λέγετι σαρκικός. Άλλος δεν αδικεί τους άλλους, αλλά δεν θέλει να αδικήσουν και αυτόν άλλοι, ούτος λέγεται ψυχικός. Άλλος δε πάλιν όχι μόνον δεν αδικεί, όχι μόνον στέργει να τον αδικούν, αλλά και υπομένει ευχαρίστως και χαίρει όταν αδικείται. …Και ο Θεοφύλακτος ούτος λέγει αλλαχού, ερμηνεύων τα μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον˙ Γίνωσκε ότι η Γραφή απλώς μεν το αυτό δοκεί λέγειν «πνεύμα και ψυχήν» Κυρίως δε διαστέλλει. Ψυχικόν μεν γαρ άνθρωπον λέγει τον κατά φύσιν ζώντα και ανθρωπίνοις λογισμοίς διοικούμενον. Οίον όταν πεινα εσθίοντα, τον εχθρό μισούντα και απλώς μηδέν υπέρ φύσιν φανταζόμενον. Πνευματικόν δε τον υπερβάντα τους της φύσεως νόμους και μηδέν ανθρώπινον φρονούντα. Και αύτη εστίν η διαφορά ψυχής και πνεύματος εν τη γραφή[81].»
Η απόδοση αυτή έχει αγιογραφική βάση: «Οὗτοί εἰσιν οἱ ἀποδιορίζοντες, ψυχικοί, Πνεῦμα μή ἔχοντες» (Ιούδα 19). «οἴδαμεν γάρ ὅτι ὁ νόμος πνευματικός ἐστιν˙ ἐγώ δέ σαρκικός εἰμι, πεπραμένος ὑπό τήν ἁμαρτίαν» (Ρωμ. 7.14). «ἔτι γάρ σαρκικοί ἐστε. ὅπου γάρ ἐν ὑμῖν ζῆλος καί ἔρις καί διχοστασίαι, οὐχί σαρκικοί ἐστε καί κατά ἄνθρωπον περιπατεῖτε;» (Α’Κορ. 3.3)
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ερμηνεύοντας το απόσπασμα λέγει:
«Επομένως είναι προ παντός μυστήριον τούτο, το οποίον κηρύττεται μέν παντού, δεν το κατανοούν όμως όσοι δεν έχουν ορθήν σκέψιν˙ αποκαλύπτεται δε όχι με την ανθρώπινη σοφίαν, αλλά με το άγιον Πνεύμα, όσο είναι δυνατόν να κατανοήσωμεν. Δι’ αυτό ακριβώς δεν θα έσφαλλε κάποιος, αν δια τον ίδιον λόγον ωνόμαζε τούτο μυστήριον απόρρητον, διότι ούτε εις εμάς τους πιστούς εδόθη με πλήρη σαφήνειαν και ακρίβειαν[82].»
«Και τι σημαίνει, «ερμηνεύοντες τα πνευματικά πράγματα με πνευματικά μέσα»; Ότι κάτι είναι πνευματικόν και ακατανόητον, με πνευματικά μέσα έχομεν τας μαρτυρίας,… Έτσι ερμηνεύω τα πνευματικά με πνευματικά στοιχεία και δεν έχω καθόλου ανάγκην της σοφίας του κόσμου ούτε των συλλογισμών ούτε τα κατά κόσμον προπαρασκευής[83].»
Και περιγράφει τον «ψυχικό» ως εξής:
«διότι πράγματι είναι ψυχικός εκείνος που εμπιστεύεται το παν εις τους λογισμούς της ψυχής και νομίζει ότι δεν χρειάζεται καμμίαν βοήθειαν άνωθεν, πράγμα το οποίον είναι μωρία[84].»
4.4.3 Σηθιανοί
Οι Σηθιανοί πήραν το όνομά τους από την λατρεία του Σηθ, του τρίτου υιού του Αδάμ και της Εύας. Γι’ αυτόν δίδασκαν ότι ήταν ενσάρκωση του θεού με αποτέλεσμα οι απόγονοί του θεωρούνται «εκλεκτοί» άνθρωποι.
4.4.3α Διδασκαλία
Οι Σηθιανοί παραδέχονταν τρεις αρχές, προαιώνιες. Αυτές είναι το φως, το σκότος, και ενδιάμεσα το πνεύμα. Κάθε αρχή έχει άπειρες δυνάμεις[85]. Το πνεύμα παρομοιάζεται με την ευωδία του μύρου ή του θυμιάματος[86]. Το σκότος είναι ως ύδωρ φοβερό. Έχει συναίσθηση εαυτού και γνωρίζει ότι χωρίς την επίφαυση του φωτός μένει έρημο, αφανές, αλαμπές, αδύναμο, άπρακτο και ασθενές[87]. Οι δυνάμεις των αρχών είναι άπειρες και νοερές κατά την ουσία. Όσο παραμένουν στον εαυτό τους, ησυχάζουν. Όταν πλησιάσουν η μια την άλλη δημιουργείται κίνηση από την ανομοιότητα της αντιπαράθεσης και ενέργεια εκ της κίνησης, αναλόγως των συνελθουσών δυνάμεων. Αυτό παράγει είδος εκτυπώματος και δημιουργείται ο κόσμος[88]. Επειδή οι δυνάμεις είναι άπειρες και οι συνδυασμοί τους άπειροι, προκύπτουν τα άπειρα είδη που περιέχονται στον υλικό κόσμο. Είναι εμφανές ότι η κοσμογονία τους είναι επηρεασμένη από την πλατωνική θεωρία των ιδεών.
Από την πρώτη συνδρομή των δυνάμεων δημιουργείται η ιδέα της σφραγίδας του ουρανού και της γης[89]. Μεταξύ ουρανού και γης συνέβησαν άπειρες συνδρομές δυνάμεων και γεννήθηκαν τα άπειρα πλήθη των φυτών και των ζώων[90]. Σ’ αυτά απλώθηκε μαζί με το φως και η ευωδία του πνεύματος. Από το ύδωρ προήλθε πρωτόγονη αρχή, σφοδρός και ζεστός άνεμος, αιτία της γενέσεως. Από τον άνεμο προήλθαν τα κύματα των υδάτων, τα οποία τεκνοποίησαν την φύση και προέκυψε ο άνθρωπος. Η δημιουργία του νου, δηλ. του θεού περιγράφεται με τα εξής λόγια:
«ἐπάν δέ τοῦτο τό ὑπό τοῦ ἀνέμου κῦμα ἐκ τοῦ ὕδατος ἐγερθέν καί ἐγκύμονα ἐργασάμενον τήν φύσιν γέννημα θηλείας εἰλήφῃ ἐν ἑαυτῷ, κατέχει τό κατεσπαρμένον φ[ς ἄνωθεν μετά τῆς τοῦ πνεύματος εὐωδίας, τουτέστι νοῦν μεμορφωμένον ἐν τοῖς διαφόροις εἴδεσιν, ὅ εστι τέλειος θεός, ἐξ ἀγεννήτου φωτός ἄνωθεν καί πνεύματος κατενηνεγμένος εἰς ανθρώπινην φύσιν ὥσπερ εἰς ναόν, φορᾷ φύσεως καί ἀνέμου κινήματι γεννηθείς ἐξ ὕδατος, συγκεκραμένος καί καταμεμιγμένος τοῖς σώμασιν[91].»
Αυτό δηλαδή που υποστήριζαν οι Σηθιανοί, είναι ότι ο νους είναι ο θεός, κι έχει συμβεί διασπορά αυτού στα ανθρώπινα σώματα. Προσπαθεί ν’ απελευθερωθεί από αυτά αλλά δεν μπορεί να βρει διέξοδο. Το φως για να βοηθήσει τον νου ν’ απελευθερωθεί από το σκοτεινής προέλευσης σώμα, γεννά με παρόμοιο τρόπο δικό του υιό τέλειο, κι επειδή χρησιμοποίησε την δύναμη του οφιόμορφου ανέμου, θεωρείτο ότι η αρχή της γεννήσεως είναι ο όφις[92].
«ἐπεί οὖν κατείληπται τό φῶς καί τό πνεῦμα εἰς τήν ἀκάθαρτον, φησί, καί πολυπήμονα μήτραν ἄτακτον, εἰς ἥν ὁ ὄφις εἰσερχόμενος, ὁ ἄνεμος τοῦ σκότους, ὁ πρωτόγονος τῶν ὑδάτων, γεννᾶ τόν ἄνθρωπον, καί ἄλλο οὐδέν εἶδος οὔτε ἀγαπᾷ οὔτε γνωρίζει ἡ ἀκάθαρτος μήτρα˙ ὁμοιωθείς οὖν ὁ ἄνωθεν τοῦ φωτός τέλειος λόγος τῷ θηρίῳ τῷ ὄφει, εἰσῆλθεν εἰσῆλθεν εἰς τήν άκάθαρτον μήτραν, ἐξαπατήσας αὐτήν τοῦ θηρίου τῷ ὁμοιώματι, ἵνα λύςῃ τά δεσμά τά περικείμενα τῷ τελείῳ νοΐ τῷ γεννωμένῳ ἐν ἀκαθαρσίᾳ μήτρας ὑπό τοῦ πρωτοτόκου <τοῦ> ὕδατος, ὄφεως, ἀνέμου θηρίου[93].»
Την αποτύπωση της τριαρχίας διακρίνουν στον παράδεισο στους Αδάμ-Εύα-όφη, και μετά στους Κάιν-΄Αβελ-Σηθ, Σημ-Χαμ-Iάφεθ, Αβραάμ-Ισαάκ-Ιακώβ.
Για τον Σηθ δίδασκαν ότι είναι ο Χριστός, και βεβαίωναν ότι είναι ο Ιησούς[94]. Η ίδιοι θεωρούσαν ότι ήταν απόγονοί του. Την άνω δύναμη ή φως καλούσαν επίσης Μητέρα ή Θηλεία. Η Μητέρα γέννησε τον Σηθ και του έδωσε όλη την δύναμή της. Ταυτόχρονα του φύτευσε σπέρμα της άνω δυνάμεως και σπινθήρα[95].
Στην παρουσίαση της διδασκαλίας της αιρέσεως από τον άγιο Επιφάνιο συγκεκριμενοποιούνται ορισμένες έννοιες, που στο έργο του αγίου Ιππολύτου φαίνονται αφηρημένες. Έτσι οι δυνάμεις που δημιούργησαν τον κόσμο καλούνται εδώ άγγελοι. Προς καθαίρεση της δυνάμεως των αγγέλων στάλθηκε ο Σηθ στον κόσμο, φέρνοντας μέσα του τον σπινθήρα και το σπέρμα της άνω δυνάμεως[96].
Από την μίξη των αγγέλων και των ανθρώπων πλήθυνε η κακία στον κόσμο. Τότε η Μητέρα έστειλε τον Κατακλυσμό, προς καθαίρεση της αμαρτίας, αποσκοπώντας να μείνει στον κόσμο μόνο το καθαρό γένος των Σηθιανών. Αλλά οι άγγελοι ενημέρωσαν τον Χάμ, οπότε από τους οκτώ που σώθηκαν οι επτά ήταν του καθαρού γένους, ενώ ο όγδοος, ο Χάμ της άλλης δυνάμεως[97].
Γυναίκα του Σηθ ονομάζουν την Ωραία ή Νωραία. Αναιρώντας την σηθιανή διδασκαλία ο άγιος Επιφάνιος ονομάζει την γυναίκα του Σηθ, Αζουρά, όνομα που βρίσκει στα Ιωβηλαία.
4.4.3β Συγγράμματα
Έχει παρατηρηθεί το εξής οξύμωρο. Από τα έργα των εκκλησιαστικών συγγραφέων βγαίνει το συμπέρασμα ότι η διδασκαλία των Σηθιανών δεν ήταν ευρέως διαδεδομένη. Ο Επιφάνιος αναφέρει ότι τους έχει συναντήσει, χωρίς να θυμάται που ακριβώς.
«.., οὐ πανταχοῦ δέ αὕτη (σ.σ. η αίρεση) εὑρίσκεται οὔτε ἡ πρό ταύτης ἡ τῶν Καϊανών λεγομένη˙… τάχα δέ οἶμαι ἐν τῇ τῶν Αἰγυπτίων χώρᾳ συντετυχηκέναι καί ταύτῃ τῇ αἱρέσει (οὐ γάρ ἀκριβώς τήν χώραν μέμνημαι, ἐν ᾗ αὐτοῖς συνέτυχον)[98].»
Παρόλα αυτά διασώζεται μεγάλο μέρος της σηθιανής γραμματείας. Για τα συγγράμματά τους από τον άγιο Ιππολυτο πληροφορούμαστε:
«Ταῦτ’ έσίν ἅ λέγουσι καί τοιαύτοις παραπλήσια ἐν ἀπείροις συγγράμμασι[99]», ομολογώντας ότι υπήρχε εκτεταμένη γραμματεία. Από το πλήθος των συγγραμμάτων ο ίδιος αναφέρει μόνο την Παράφραση Σηθ[100]. Το έργο αυτό περιλαμβάνεται στην βιβλιοθήκη του Χηνοβοσκίου (Οι τρεις στήλες του Σηθ, κωδ. VII.5).
Ο άγιος Επιφάνιος δίνει τους τίτλους περισσότερων συγγραμμάτων:
«Βίβλους δέ τινας συγγράφοντες ἐξ ὀνόματος μεγάλων ανδρών, ἐξ ὀνόματος μέν Σήθ ἐπτά λέγουσιν εἶναι βίβλους, ἄλλας δε βίβλους ἑτέρας Ἀλλογενεῖς οὕτω καλοῦσιν, ἄλλην δέ ἐξ ὀνόματος Ἀβραάμ, ἥν καί ἀποκάλυψιν φ΄σκουσιν εἶναι πάσης κακίας ἔμπλεον, ἑτέρας δέ ἐξ ὀνόματος Μωυσέως καί ἄλλας ἄλλων[101].»
Η εκπροσώπησή τους στην βιβλιοθήκη του Χηνοβοσκίου είναι η εξής:
› Ευαγγελιον Ιωάννου απόκρυφον (κωδ. ΙΙ.1, ΙΙΙ.1, ΙV.1)
› Έννοια Νωραίας (κωδ. IX.2)
› Τρίμορφος Πρωτέννοια (κωδ. ΧΙΙΙ.1)
› Ευαγγέλιον Αιγυπτίων (κωδ. ΙΙΙ.2 & IV.2)
› Περί των τριών φύσεων δοκίμιο ή Τριμερής Πραγματεία (κωδ. Ι.4)
› Ζωστριανού Λόγοι Αληθείας (κωδ. VIII.1)
› Οι Τρεις Στήλες του Σηθ (κωδ. VII.5)
› Μαρσάνης (κωδ. X)
› Αλλογενής (κωδ. ΧΙ.8)
Στα παραπάνω συγγράμματα ο Hans-Martin Schenke[102] προσθέτει το άτιτλο κείμενο του κώδικα Brucianus, το Υπόστασις Αρχόντων (NHC II.4), Αποκάλυψις Αδάμ (NHC V.5), Μελχισεδέκ (NHC IX.1) και κάποια που υπάγονται στην βαρβηλογνωστική γραμματεία, και δεν τα συμπεριλαμβάνουμε διότι θεωρούμε τους Βαρβηλογνωστικούς ξεχωριστή κατηγορία.
Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι είναι η πιο καλά εκπροσωπούμενη γραμματειακά εκ των γνωστικών σεκτών.
4.4.4 Περάτες
Η σέκτα αυτή εξετάζεται μόνο από τον άγιο Ιππόλυτο. Αυτός αναφέρει ότι πρόκειται για παλαιά αίρεση, αλλά μόλις πρόσφατα έγιναν γνωστές οι διδαχές της[103]. Δέχονται και αυτοί τριπλό διαχωρισμό της ανώτερης αρχής:
«ἔστι δέ τῆς τριχῇ διαιρέσεως παρ’ αὐτοῖς τό μέν ἕν μέρος οἶον μία τις αρχή, καθάπερ πηγή μεγάλη εἰς ἀπείρους τῷ λόγῳ τμηθῆναι τομάς δυναμένη˙ ἡ δέ πρώτη τομή καί προσεχεστέρα κατ’ αὐτούς ἐστι τριάς καί καλεῖται ἀγαθόν τέλειον, μέγεθος πατρικόν. τό δέ δεύτερον τῆς τριάδος αὐτῶν μέρος οιονεί δυνάμεων ἄπειρόν τι πλῆθος ἐξ αὑτῶν γεγενημένων˙ τό τρίτον ἰδικόν[104].»
Το πρώτο μέρος είναι αγέννητο, το δεύτερο αγαθό αυτογενές και το τρίτο γεννητό. Σε κάθε μέρος απέδιδαν οι Περάτες θεό, λόγο, νου, άνθρωπο κτλ. οπότε προέκυπταν τρεις θεοί, τρεις λόγοι, τρεις νόες, τρεις άνθρωποι κτλ.
Από τον κόσμο της αγεννησίας κατέβηκε ο Χριστός, περνώντας μέσα από τους κόσμους της δεύτερης και τρίτης αρχής και έλαβε συγκρίματα και δυνάμεις και από τα τρία μέρη[105]. Ο κόσμος ο τρίτος, στον οποίο κατέβηκε ο Χριστός είναι ο λεγόμενος ιδικός. Αυτός πρέπει να καταστραφεί ώστε ν’ απαλλαγούν της φθοράς οι δύο υπερκείμενοι[106].
Εξετάζοντας τα βιβλία των Περατών και εκθέτοντας αποσπάσματα από αυτά, ο άγιος Ιππόλυτος καταλήγει ότι πρόκειται για αστρολογική αίρεση:
«Καταφανής σύμπασιν εὐκόλως γεγένηται ἡ τῶν Περατῶν αἵρεσις ἀπό τῆς τῶν αστρολόγων μεθηρμοσμένη τοῖς ὀνόμασι μόνοις˙…πάντων γάρ, ὡς ἔφην, τῶν γεννητῶν τῆς γενέσεως αἴτια νομίζουσιν εἶναι τά ἀγέννητα καί τά ὑπερκείμενα, καί γεγονέναι κατά ἀπόρροιαν τόν κόσμον τόν καθ’ ἡμᾶς, ὅν ἰδικόν ἐκεῖνοι καλοῦσι, καί τούτους πάντας ὁμοῦ τους ἀστέρας τους θεωρουμένους ἐν τῷ ουρανῷ τῆς γενέσεως αἰτίους γεγονέναι τοῦδε τοῦ κόσμου, ἐναλλάξαντες αὐτῶν τό ὄνομα, ὠς από τῶν προαστείων ἔστι συγκρίναντας εὑρεῖν[107].»
Αυτό που ανακαλύπτει όποιος διαβάζει για πρώτη φορά τις δοξασίες των Περατών, είναι ότι αυτοί εφηύραν πρώτοι την αστρο-θεολογία. Η τελευταία έχει γίνει του συρμού στην εποχή μας κυρίως στις νέο-εποχίτικες ομάδες. Αποδεικνύεται, όμως ότι δεν πρόκειται για νέα ανακάλυψη, αντίθετα για την επανεμφάνιση αρχαίων προλήψεων και προκαταλήψεων.
«ἀλληγοροῦντες τήν διαταγήν τῶν αστρολόγων τό μέν κέντρον (σ.σ. της κινήσεως των άστρων) οἱονεί θεόν καί μονάδα καί κύριον τῆς πάσης γενέσεως ὑποτυπούσι, τό δέ ἀπόκλιμα ἀριστερόν, τήν δέ ἐπαναφοράν δεξιόν[108].»
Είναι φυσικό, εφόσον δέχονται ότι η τυποποιημένη κίνηση των άστρων επεμβαίνει στην εξέλιξη των γεγονότων, ότι αναγνώριζαν ορισμένη μοίρα. Επικαλούνταν και τους λόγους της Σίβυλλας:
«εἰ δέ γεννητόν ὅλως καί φθείρεται, οὐ δύνατ’ ἀνδρός ἐκ μηρῶν μήτρας τε θεός τετυπωμένος εἶναι[109]».
Για τους εαυτούς τους, όμως, θεωρούσαν ότι έχουν ξεφύγει από την δεσμευτική απόφαση της μοίρας. Όπως ο Ισραήλ διαπεραιωθείς την Ερυθρά Θάλασσα διέφυγε των Αιγυπτίων[110], έτσι κι αυτοί μπόρεσαν να διαφύγουν της φθοράς. Το πως το εξηγούν οι ίδιοι:
«Μόνοι δέ, φησίν, ἡμεῖς οἱ τήν ἀνάγκην τῆς γενέσεως εγνωκότες καί τας ὁδούς, δι’ ᾦν εἰσελύληθεν ὁ ἄνθρωπος εἰς τόν κόσμον, ἀκριβῶς δεδιδαγμένοι διελθεῖν καί περάσαι τήν φθοράν μόνοι δυνάμεθα[111].»
Ως Αίγυπτο εκλάμβαναν το σώμα. Αιγύπτιοι ήταν όσοι αγνοούσαν την γνώση. Φθορά ήταν το ύδωρ, το αντιπροσωπευόμενο από τον Κρόνο. Έρημος η έξω γενέσεως κατάσταση. Από αυτά φαίνεται και ο γνωστικός χαρακτήρας της αίρεσης[112].
Στην κατάσταση αυτή, στην έρημο, συνάντησαν οι Ισραηλίτες τους όφεις[113]. Ως όφεις ερμήνευαν του θεούς της απώλειας, τους αστέρες που επιφέρουν την ανάγκη και την ειμαρμένη κατά τους αστρολόγους. Στην έρημο ύψωσε ο Μωυσής τον χάλκινο όφη προς θεραπεία των δακνουμένων[114]. Αυτός για τους Περάτες είναι ο θεός της σωτηρίας, κι έτσι αποκτά η σέκτα οφιολατρικό χαρακτήρα[115]. Σ’ αυτόν αναγνώριζαν τον όφη του παραδείσου, και τον όφη τον μεταμορφωμένο από την ράβδο του Μωυσή και κατανίκησε τους όφεις των Αιγυπτίων, δηλαδή τους θεούς της γενέσεως[116].
4.4.5 Αρχοντικοί
Τα των Αρχοντικών εκτίθενται από τον άγιο Επιφάνιο. Αυτός εντόπισε την αίρεση στην Παλαιστίνη, και από κει μεταφέρθηκε στην Αρμενία, από κάποιον Εύτακτο[117]. Αυτός ήταν μαθητής κάποιου ασκητή Πέτρου, καθηρημένου πρεσβυτέρου. Διερχόμενος την Παλαιστίνη εξ Αιγύπτου, συνάντησε τον ασκητή, παρέλαβε την διδασκαλία του και την μετέδωσε στην Αρμενία.
4.4.5α Διδασκαλία
Δέχονταν οκτώ ουρανούς. Στους επτά προήδρευε και ένας άρχων περικυκλωμένος από αγγέλους και όλη την συνηθισμένη τάξη που δέχονταν οι γνωστικοί. Ο όγδοος ουρανός ήταν ο τόπος της φωτεινής Μητέρας[118].
Άρχοντα του έβδομου ουρανού έλεγαν τον Σαβαώθ, ο οποίος κατίσχυε των άλλων και διοικούσε τυραννικώς[119]. Αυτός είναι ο θεός, ο οποίος έδωσε τον νόμο.
Θεωρούσαν την ψυχή κατασκευασμένη από την Μητέρα και περικλείουσα ικμάδα φωτεινή. Όταν η ψυχή λάμβανε την γνώση μπορούσε να διαφύγει και να περάσει μέσα από τους επτά ουρανούς, μέσα από τις αρχές και εξουσίες και να φτάσει στον όγδοο. Αν δεν λάμβανε την γνώση, γινόταν τροφή των αρχόντων[120].
Για τον διάβολο δίδασκαν ότι είναι υιός του Σαβαώθ, που επαναστάτησε εναντίον του πατρός και κατέβηκε στην γη. Τον θεωρούσαν πατέρα του Κάιν και του Άβελ. Για τους δυο αδελφούς ισχυρίζονταν ότι ερωτεύτηκαν την αδελφή τους και από ζηλοφθονία δολοφόνησε ο Κάιν τον Άβελ, επειδή ήταν εκ της σποράς του διαβόλου[121].
Κατ’ αυτούς η Εύα γέννησε από τον Αδάμ μόνο τον Σηθ. Αυτόν ονόμαζαν Αλλογενή. Αγγελικές δυνάμεις απεσταλμένες του αγαθού θεού κατέβηκαν και τον άρπαξαν. Το ανέβασαν στον ουρανό όπου ανατράφηκε, και πάλι τον κατέβασαν, ώριμο και γνωστικό[122].
Εκτός του Σηθ ομολογούν προφήτες τον Μαρσάνη και τον Μαρτιανό, οι οποίο επίσης αρπάχτηκαν στον ουρανό και κατέβηκαν μετά από τρεις ημέρες[123].
Για τον Ιησού Χριστό πίστευαν ότι είναι κάποιος άρχοντας και συγκεκριμένα εφευρέτης της πονηρίας[124]. Δεν δέχονταν ανάσταση των σωμάτων, αλλά μόνο της ψυχής[125].
4.4.5β Πρακτικές
Δεν δέχονταν το βάπτισμα, όπως οι άλλες οφιολατρικές ομάδες:
«ἀναθεματίζουσίν τε τό λουτρόν, κἄν τε εἶέν τινες ἐν αὐτοῖς προειλημμένοι και βεβαπτισμένοι. τήν τε τῶν μυστηρίων μετοχήν καί αγαθότητα ἀθετοῦσιν ὡς ἀλλοτρίαν οὖσαν καί εἰς ὄνομα Σαβαώθ γεγενημένην[126].»
Στο θέμα της εγκράτειας δεν είχαν κοινή γραμμή:
«καί τινές μέν αὐτῶν κατά τά σώματα κεχραμμένοι ἀσελγείᾳ τυγχάνουσιν, ἄλλοι δέ δῆθεν προσποιητήν νηστείαν ὑποκρίνονται ἀπατῶσί τε τους αφελέστερους ανθρώπους, προς΄χηματι μοναζόντων άποταξίαν τινά σεμνυνόμενοι[127].»
4.4.5γ Συγγράμματα
Συγγράμματα των Αρχοντικών αναφέρονται από τον άγιο Επιφάνιο η Μικρή και Μεγάλη Συμφωνία, ο Αλλογενής και η Ανάληψις Ησαΐου. Πλήρη καταγραφή της διδασκαλίας τους πρέπει να υπήρχε στην Μεγάλη Συμφωνία:
«Καί οὗτοι δέ ὁμοίως βίβλους ἑαυτοῖς ἐπλαστογράφησαν τινας ἀποκρύφους, ὧν τά ὀνόματα ἐστι ταῦτα˙ τό μέν γάρ Συμφωνίαν μικράν δῆθεν βιβλίον καλοῦσι, τό δέ μεγάλην Συμφωνία. ἀλλά καί ἄλλα τινά βιβλία ἑαυτοῖς ἐπισωρεύουσιν οἷς ἐάν συντύχωσιν, ἵνα δόξωσι τήν ἑαυτῶν πλάνην διά πολλῶν βεβαιοῦν, ἐπισυνεισφέρεσθαι. ἤδη δέ καί Ἀλλογενέσι καλουμένοις κέχρηνται˙ βίβλοι γάρ εἰσιν οὕτω καλούμεναι. λαμβάνουσι δέ λαβάς ἀπό τοῦ Ἀναβατικοῦ Ἠσαΐα, ἔτι δέ καί ἄλλων τινών ἀποκρύφων[128].»
Η Ανάληψις Ησαΐου είναι κείμενο που προέκυψε από προγενέστερη καταγεγραμμένη παράδοση περί του μαρτυρίου του Ησαΐα. Σ’ αυτήν προστέθηκε τον β’ αι. μ.Χ. μια εξαγγελία του Εζεκία για την έλευση του Χριστού και του Αντιχρίστου με την μορφή του Νέρωνα και στην συνέχεια τμήμα με την όραση του Ησαΐα, στην οποία ιστορείται ραψωδιακώς η άνοδος του δια των επτά ουρανών, όπου μαθαίνει τα απόρρητα μυστήρια για το έργο, το πάθος και την ανάσταση του Χριστού.
[1] Θεοδώρητου Κύρου, Αιρετικής κακομυθίας επιτομή ΙΔ’ (PG 83,364C). Ο Θεοδώρητος ταυτίζει Οφίτες και Σηθιανούς. Πρόκειται για διαφορετικές ομάδες.
[2] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς VII 17.108
[3] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 30.1.
[4] Ο.π.
[5] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 30.2.
[6] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 30.3.
[7] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 30.5.
[8] Ο.π.
[9] “Ego Pater, et Deus, et super me nemo”.
[10] “ Noli mentiri, Ialdabaoth˙ est enim super te Pater omnium primo Anthropus, et Anthropus filius Anthropi” Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 30.6 (PG 697-8). Το ελληνικό στο Θεοδώρητο Κύρου, ο.π.
[11] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 30.6.
[12] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 30.7.
[13] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 30.8.
[14] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 30.9.
[15] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 30.10.
[16] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 30.11.
[17] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 30.12.
[18] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 30.13.
[19] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 30.14.
[20] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 30.15.
[21] Ωριγένη, Κατά Κέλσου VI.28: «Τοιοῦτον τι δή μοι φαίνεται ὁ Κέλσος οἰκονομῶν ἐκτεθεῖσθαι, ὡς ἄρα Χριστιανοί λέγουσι κατηραμένον θεόν τόν δημιουργόν, ἵν’ ὁ πιστεύων αὐτῷ ταῦτα καθ’ ἡμῶν λέγοντι εἰ δυνατόν καί ἐπί τό αἱρειν ὁρμήσαι Χριστιανούς ὡς πάντων ἀσεβεστάτους».
[22] Η σύμπτωση της ανίερης εβδομάδος με την λίστα που εκτίθεται εδώ, τεκμαίρεται κυρίως από την χρήση του ονόματος του Μιχαήλ, ονόματος αγγελικού, αποδιδομένου μόνο από τους Οφίτες και μόνο σ’ αυτήν την περίπτωση σε δαίμονα.
[23] Ωριγένη, Κατά Κέλσου VI.30.
[24] Ωριγένη, Κατά Κέλσου VI.25.
[25] Histoire critique du Gnosticisme, 1826, vol. III, plate I,D.
[26] Ωριγένη, Κατά Κέλσου VI.32.
[27] The Writings of Irenaeus, Ante-Nicene Fathers 5 (1868), 106 σημείωση 1: «All the names are derived from the cabbalistic theology of the Jews».
[28] Επιφανίου, Πανάριον XXXVII 5.5-8.
[29] Ωριγένη, Κατά Κέλσου VI.31.
[30] Θεοδώρητου Κύρου, Αιρετικής κακομυθίας επιτομή Ι.24: «Αὐτίκα τοίνυν τινές αὐτῶν καί τιμῶσι τόν ὄφιν. Καί εὖρον ἔγωγε παρ’ αυτόῖς ὄφιν χαλκοῦν ἔν τινι κιβωτίῳ μετά τῶν μυσαρῶν αὐτῶν ἐγκείμενον μυστηρίων» (PG 83.375D-376A).
[31] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 6.3.
[32] H. P. Blavatsky, Isis Unveiled, vol. II p.201: “Man, who is the microcosmos of the macrocosmos, or the archetypal heavenly man, Adam Kadmon, is likewise a trinity; for he is body, soul, and spirit”. Παρακρατούμε την λέξη «archetypal» για ν’ αναγνωρίσουμε την προέλευσή της όταν την ξανασυναντήσουμε.
[33] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 6.5.
[34] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 6.6.
[35] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 8.1-2.
[36] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.30-1.
[37] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.32.
[38] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.33.
[39] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.3.
[40] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.7.
[41] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.7.
[42] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.8.
[43] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.9.
[44] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.40-1.
[45] A’ Kor. 2.14.
[46] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 8.26-7.
[47] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 6.7.
[48] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.41.
[49] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 6.6 & 8.37.
[50] Ιωαν. 10.9: «ἐγώ εἰμι ἡ θύρα».
[51] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 8.21.
[52] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 8.44.
[53] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 9.21-22.
[54] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 9.11.
[55] Ψαλμ. 81.6.
[56] Ψαλμ. 81.7.
[57] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.39-40.
[58] Ρωμ. 1.22-23.
[59] Ρωμ. 1.26-27.
[60] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.17-19.
[61] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.13.14.
[62] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.19.
[63] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.15.
[64] βλ. σημ. 32.
[65] C. G. Jung, The Archetypes and the Collective Unconscious, Complete Works 9, p.71.
[66] Ίσως να πρόκειται για το Ευαγγέλιο Μαρίας, το οποίο σώζεται σε σαϊδική μετάφραση του Ε’ αι. στον Πάπυρο 8502 του Βερολίνου, και αποτελεί ειδική δήθεν αποκάλυψη του Ιησού προς την Μαρία τη Μαγδαληνή.
[67] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.1 Βλ. επίσης Ωριγένους, Κατά Kέλσου V 62: «Κέλσος μέν οὖν οἶδε καί Μαρκελλιανούς ἀπό Μαρκελίνας καί Αρποκρατιανούς ἀπό Σαλώμης καί ἄλλους ἀπό Μαριάμμης καί ἄλλους ἀπό Μάρθας».
[68] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.9.
[69] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς ΙΙΙ.13.
[70] Επιφανίου, Πανάριον 69.2.
[71] E. Klostermann, Apocryfa II, Kleine Texte 8, 31929, 23.
[72] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, 265-267.
[73] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.20.
[74] Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κτηχήσεις 4.36 & 6.31.
[75] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, σ.σ. 267-270.
[76] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.5.
[77] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.9.
[78] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.13-15.
[79] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.22-23.
[80] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 7.34.
[81] Νικοδήμου του Αγιορείτου, Ερμηνεία εις τας ΙΔ΄ επιστολάς του Αποστόλου Παύλου, εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη, τ. Α΄ σελ. 399 σημ. 48.
[82] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις την Α’Κορινθίους Ομιλία Ζ’, μετ. Κωνσταντίνου Χριστομάνου, ΕΠΕ, τ.18 σελ. 175-7.
[83] Ο.π. σελ. 185-7.
[84] Ο.π. σελ. 189.
[85] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 19.2-3.
[86] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 19.3.
[87] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 19.5.
[88] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 19.9-10.
[89] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 19.11.
[90] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 19.12-13.
[91] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 19.14-15.
[92] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 19.16-17.
[93] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 19.19-20.
[94] Επιφανίου, Πανάριον XXXIX 1.3.
[95] Επιφανίου, Πανάριον XXXIX 1.4.
[96] Επιφανίου, Πανάριον XXXIX 1.5.
[97] Επιφανίου, Πανάριον XXXIX 2.2-3.
[98] Επιφανίου, Πανάριον XXXIX 1.1.
[99] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 21.1.
[100] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 22.1.
[101] Επιφανίου, Πανάριον XXXIX 5.1.
[102] Η-Μ. Schenke, Das sethianische System nach Nag-Hamadi Handschrieften, Studia Coptica (ed. Peter Nagel), 165-174.
[103] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 12.1.
[104] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 12.2-3.
[105] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 12.4.
[106] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 12.7.
[107] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 15.2.
[108] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 15.5.
[109] Oracula Sybillina, Fragmente 3, GHS 8 (1902) 230. Το απόσπασμα από Θεοφίλου, Προς Αυτόλυκον ΙΙ 36.29: «καί προς τους γενητούς λεγομένους ἔφη˙…».
[110] Εξ. 14.15-31.
[111] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 16.1.
[112] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 16.5.
[113] Αριθ, 21.6.
[114] Αριθ. 21.9.
[115] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 16.5-6.
[116] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων V 16.8-9.
[117] Επιφανίου, Πανάριον XL 1.1.
[118] Επιφανίου, Πανάριον XL 1.3.
[119] Επιφανίου, Πανάριον XL 1.6.
[120] Επιφανίου, Πανάριον XL 2.7-8.
[121] Επιφανίου, Πανάριον XL 5.2-3.
[122] Επιφανίου, Πανάριον XL 6.2-3.
[123] Επιφανίου, Πανάριον XL 7.6.
[124] Επιφανίου, Πανάριον XL 7.9.
[125] Επιφανίου, Πανάριον XL 2.4.
[126] Επιφανίου, Πανάριον XL 2.6.
[127] Επιφανίου, Πανάριον XL 2.4.
[128] Επιφανίου, Πανάριον XL 2.1.
4.3.1 Προοίμιο
Ένα δευτερεύων χαρακτηριστικό της διδασκαλίας των περισσότερων γνωστικών ομάδων είναι το αντι-ιουδαϊκό τους φρόνημα. Τις περισσότερες φορές εκφράζεται με την απόρριψη της Παλαιάς Διαθήκης. Η στάση αυτή είναι ευεξήγητη. Στην Παλαιά Διαθήκη ανήκει και το βιβλίο της Γενέσεως, στο οποίο αποκαλύπτεται η θεολογία και η κοσμογονία από τον ίδιο το Θεό μέσω του Μωυσή. Όταν λοιπόν, οι γνωστικοί διδάσκαλοι προσπάθησαν να διαδώσουν τις δικές τους πεποιθήσεις, ελέγχονταν η αλήθεια των λεγομένων του και ύστερα από απλή σύγκριση αποδεικνύονταν ότι ψεύδονταν. Εφόσον απευθύνονταν πρωτίστως σε Χριστιανούς, έρχονταν αντιμέτωποι με τις Γραφές, και από την στιγμή που η δική τους θεογονία, κοσμογένεση και ανθρωπολογία συγκρούονταν με την χριστιανική αποκάλυψη, δεν έμεναν πολλά περιθώρια δράσης.
Από την άλλη πλευρά, στην Παλαιά Διαθήκη είχε δοθεί ο Νόμος, που μπορεί να είχε αποδειχθεί ανώφελος σωτηριολογικά μετά την έλευση του Χριστού, και να καταργήθηκαν οι λειτουργικές διατάξεις του, παρέμενε, όμως, συμπληρωμένος ως ο ηθικός γνώμονας του Χριστιανικού βίου. Αυτό σημαίνει, ότι οι αιρεσιάρχες αναγκαστικά έπρεπε να αμφισβητήσουν το κύρος και την νομιμότητα της Παλαιάς Διαθήκης, για να μπορούν να παρουσιάζουν την δική τους τρυφηλότητα και φιληδονία, ως νομιμοποιημένη διδασκαλία και να επιβάλουν τις ανήθικες συνήθειές τους, ανεξέλεγκτα.
Αν, λοιπόν, εξαιρέσει κανείς τους Ιουδαιο-χριστιανούς που έδειχναν να σέβονται την Παλαιά Διαθήκη και τον νόμο, αλλά στην πραγματικότητα αυτό γινόταν αποσπασματικά και αλλοιωμένα, όλες οι υπόλοιπες ομάδες κράτησαν αρνητική στάση απέναντι στην Παλαιά Διαθήκη. Κάποια μερίδα αυτών ακολούθησε ανεπιφύλακτα αντι-ιουδαϊκή γραμμή, και προέβαλλε ως θεμελιώδες αξίωμα την αντίθεση στον μωσαϊκό νόμο, γι’ αυτό και ονομάστηκαν Αντινομιστές.
Στον Κλήμεντα Αλεξανδρέα ονομάζονται Αντιτάκτες. Οπωσδήποτε δεν παραδέχονταν τους πραγματικούς λόγους της αντίθεσής τους στις εντολές του Θεού. Πρότειναν θεωρητικά προσχήματα. Λέγαν δηλαδή:
«Ἄλλοι τινές οὕς καί Αντιτάκτας καλοῦμεν, λέγουσιν, ὅτι ὁ μέν Θεός ὁ τῶν ὅλων Πατήρ ημῶν ἐστι φύσει, καί πανθ’, ὅσα πεποίηκεν, ἀγαθά ἐστιν˙ εἷς δέ τις τῶν ὑπ’ αὐτοῦ γεγονότων ἐπέσπειρεν τά ζιζάνια, τήν τῶν κακῶν φύσιν γεννήσας, οἷς καί δή πάντας ἡμᾶς περιέβαλεν, ἀντιτάξας ἡμᾶς τῷ Πατρί. Διό δή καί αὐτοί ἀντιτασσόμεθα τούτῳ εἰς ἐκδικίαν τοῦ Πατρός, ἀντιπράσσοντες τῷ βουλήματι τοῦ δευτέρου. Ἐπεί οὖν οὗτος “Οὐ μοιχεύσεις” εἴρηκεν, ἡμεῖς φασί, μοιχεύομεν ἐπί καταλύσει τῆς ἐντολῆς αὐτοῦ[1]».
Οι προφάσεις τους δεν έπεισαν για την γνησιότητα της προαίρεσής τους. Γι’ αυτό και ο Κλήμης Αλεξανδρεύς ονομάζει το τέταρτο κεφάλαιο του τρίτου λόγου των Στρωματέων «προφάσεις, ἅς οἱ αἱρετικοί χρῶνται, ὅπως ἄν ἀπολαύωσι πᾶσάν τε ἐλευθερίαν καί ἡδονήν».
4.3.2 Νικολαΐτες
Οι Νικολαΐτες αναφέρονται πρώτη φορά στην Αποκάλυψη του Ιωάννη. Απευθυνόμενος ο Κύριος προς την Εκκλησία της Εφέσου λέγει:
«ἀλλά τοῦτο έχεις ὅτι μισεῖς τά ἔργα τῶν Νικολαϊτῶν, ἅ καγώ μισῶ» (Αποκ. 2.6)
Και παρακάτω απευθυνόμενος στην Εκκλησία της Περγάμου:
«ἀλλά ἔχω κατά σοῦ ὀλίγα, ότι έχεις ἐκεῖ κρατοῦντας τήν διδαχήν Βαλαάμ, ὅς ἐδίδαξε τόν Βαλάκ βαλεῖν σκάνδαλον ἐνώπιον τῶν υἱῶν Ἰσραήλ καί φαγεπν εἰδωλόθυτα καί πορνεῦσαι. οὕτως ἔχεις καί σύ κρατοῦντας τήν διδαχήν τῶν Νικολαϊτῶν ὁμοίως». (Αποκ. 2.15)
Φαίνεται, λοιπόν, ότι την εποχή που έγραψε ο απόστολος Ιωάννης την Αποκάλυψη, ο Νικολαϊτισμός είχε απλωθεί στην Μικρά Ασία. Από το παραπάνω εδάφιο οι Νικολαΐτες ονομάστηκαν και Βαλααμίτες.
Ο Βαλαάμ ήταν προφήτης από την Μεσοποταμία και αναφέρεται στο Βιβλίο των Αριθμών[2]. Προς αυτόν έστειλε ο Βαλάκ, ο βασιλιάς των Μωαβιτών, πρεσβεία, αρχικά για να καταραστεί τους Ισραηλίτες, και όταν αυτό δεν κατέστη δυνατό, να τον συμβουλευθεί τι να πράξει εναντίον τους. Εεπιδή ο Βαλαάμ δεν μπόρεσε να καταραστεί τους Ισραηλίτες, συμβούλευσε τους Μωαβίτες να μολύνουν τους αντιπάλους τους[3]. Πράγματι οι Ισραηλίτες μολύνθηκαν, τρώγοντας ειδωλόθυτα και πορνεύοντας με τις Μωαβίτισες[4]. Αποτέλεσμα ήταν να τους βρει η οργή του Θεού[5]. Την οργή του Θεού κατέπαυσε ο Φινεές, γιος του Ελεάζαρου, γιου του Ααρών[6]. Στην συνέχεια ακολούθησε ήττα των Μαδιανιτών[7]. Κατά την νίκη των Ισραηλιτών βρήκε τον θάνατο ο Βαλαάμ[8].
Η αναφορά του αγίου Ειρηναίου σ’ αυτούς είναι σύντομη. Επαναλαμβάνει σχεδόν ότι γράφτηκε στην Αποκάλυψη. Προσθέτει ότι είναι οπαδοί του Νικολάου[9] ενός των επτά διακόνων, που ορίστηκαν από τους Αποστόλους να διακονούν την Εκκλησία. Ο Νικόλαος καταγόταν από την Αντιόχεια και ήταν προσήλυτος στον Ιουδαϊσμό, που σημαίνει ότι είχε εθνική καταγωγή, στην συνέχεια προσήλθε στον Ιουδαϊσμό και στην συνέχεια πίστεψε στον Χριστό. Μαζί με τους Στέφανο, Φίλιππο, Πρόχορο, Νικάνορα, Τίμωνα και Παρμενά εκλέχθηκε από τους Αποστόλους και χειροτονήθηκε διάκονος του κοινωνικού έργου της εκκλησίας των Ιεροσολύμων[10].
Η αναφορά του αγίου Ιππολύτου στους Νικολαΐτες είναι επίσης σύντομη κι επαναλαμβάνει όσα έγραψε ο άγιος Ειρηναίος:
«Πολλῆς δέ αυτόῖς συστάσεως κακῶν αἴτιος γεγένηται Νικόλαος, εἷς τῶν ἑπτά εις διακονίαν ὑπό τῶν ἀποστόλων κατασταθείς, ὅς ἀποστάς τῆς κατ’ εὐθεῖαν διδασκαλίας ἐδίδασκεν ἀδιαφορίαν βίου τε καί βρώσεως, οὗ τους μαθητάς ἐνυβρίζον<τας> τό ἅγιον πνεῦμα διά τῆς αποκαλύψεως Ἰωάννης ἤλεγχε πορνεύοντας καί εἰδωλόθυτα ἐσθίοντας»[11].
Η παρουσίαση της σέκτας από τους αγίους Ιππόλυτο και Ειρηναίο είναι σχεδόν επιγραμματική. Δεν έχουν να προσθέσουν κάτι στα όσα αναφέρει η Αποκάλυψη, εκτός από την φήμη για την αρχή της αίρεσης από τον διάκονο Νικόλαο. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπήρχαν οργανώσεις νικολαΐτικες στην Δύση, τουλάχιστον την εποχή που έγραψαν οι εν λόγω συγγραφείς και ύστερα.
Αντίθετα, ο Κλήμης Αλεξανδρεύς, έχει να προσθέσει πολλά περισσότερα. Αναφέρει μια παράδοση για τον διάκονο Νικόλαο, την οποία ενδεχομένως είχαν υπόψη τους και χρησιμοποιούσαν οι Νικολαΐτες [12]. Στην παραπάνω παράδοση οι Νικολαΐτες έκαναν την εξής παρανόηση:
«ἀκόλουθον γάρ εἶναί φασι τήν πράξιν ταύτην ἐκείνῃ τῇ φωνῇ, τῇ “παραχρῆσθαι τῇ σαρκί δεῖ”. Καί δή κατακολουθήσαντες τῷ γενομένῳ τῷ τέ είρημένῳ άπλῶς καί άβασανίστως, ἐκπορνεύουσιν ἀναιδήν οἱ τήν αἵρεσιν αύτοῦ μετιόντες[13].»
Ο Κλήμης Αλεξανδρεύς έχει τις αντιρρήσεις του για το αν ήταν ο Νικόλαος ο αρχηγός της αίρεσης, τελικά. Αυτό εκ πρώτης όψεως φαίνεται αντίθετο σε αυτά που έγραψαν οι άγιοι Ιππόλυτος και Ειρηναίος, ο Κλήμης δείχνει καλύτερα πληροφορημένος επί του θέματος. Αν δεν είναι ο ίδιος αυτόπτης μάρτυς των όσων αναφέρει, τουλάχιστον οι πληροφορίες του είναι από πρώτο χέρι. Αναφέρει έναν διάλογο, ο οποίος διημείφθη μεταξύ ενός οπαδού της σέκτας και μιας Χριστιανής.
«Φασί γοῦν τινα αὐτῶν, ἡμετερᾳ παρθένῳ, ὡραίᾳ τήν ὄψιν, προσελθόντα φάναι˙ Γέγραπται, “Παντί τῷ αἰτοῦντί σε δίδου[14]”˙ τήν δέ σεμνῶς πάνυ ἀποκρίνασθαι, μή συνιεῖσαν τήν τἀνθρώπου ἀσέλγειαν˙ Ἀλλά περί γάμου τῇ μητρί διαλέγου[15].»
Ο ίδιος αντιλέγει και για την αληθινή αιτία προσαγωγής της γυναίκας του Νικολάου ενώπιον των αποστόλων:
«Ὧν οὕτως ἐχόντων, ἀποβολή πάθους ἦν, εἰς μέσον τῶν ἀποστόλων ἡ τῆς ζηλοτυπουμένης ἐκύκλησις γναικός˙ καί ἡ εγκράτεια τῶν περισπουδάστων ἡδονῶν, τό “παραχρῆσθαι τῇ σαρκί” έδίδασκεν[16]».
Ο άγιος Επιφάνιος αποδίδει με την σειρά του την αρχή της αίρεσης στον διάκονο Νικόλαο, παρουσιάζει, όμως, διαφορετική ερμηνεία των γεγονότων. Σύμφωνα με την δική του εκδοχή, ο Νικόλαος προσπάθησε να εγκρατευθεί, παρ’ όλο που είχε γυναίκα όμορφη. Επειδή απότυχε του σκοπού του, έπεσε στο άλλο άκρο και διακήρυξε, ότι «εἰ μη τις καθ’ ἑκάστην ἡμέραν λαγνεύῃ, ζωῆς μή δύνασθαι μετέχεις αιωνίου[17]».
Την εποχή του αγίου Επιφανίου δεν είχαν απομείνει ίχνη της συγκεκριμένης αίρεσης. Ο Ευσέβιος Καισαρείας μας πληροφορεί ότι ήδη από την εποχή του η αίρεση αυτή είχε εκλείψει:
«Ταῦτα μέν οὖν περί τῶν κατά τούς δηλουμένους χρόνους παραβραβεῦσαι τήν ἀλήθειαν ἐγκεχειρηκότων, λόγου γε μην θᾶττον εἰς τό παντελές ἀπεσβηκότων εἰρήσθω[18].»
Για να εκθέσει την αίρεση ο Ευσέβιος χρησιμοποιεί αποσπάσματα από το έργο του Κλήμη, χωρίς να προσθέτει κάτι περισσότερο. Ο Κλήμης Αλεξανδρεύς επίσης, μας πληροφορεί ότι χρησιμοποιούσαν κάποιο απόκρυφο χωρίς να το κατονομάζει. Παραθέτει και ένα μικρό απόσπασμα, στο οποίο φαίνεται η προσπάθεια κατασκευής μυθολογικού προτύπου για την αναγωγή της σαρκολαγνέιας του σε αυτό:
«Ἐρρύη δέ αὐτοῖς τό δόγμα ἔκ τινος ἀποκρύφου, καί δή παραθήσομαι τήν λέξιν τήν τῆς τούτων ἀσελγείας μητέρα˙… “ Ἕν ἦν τά πάντα˙ ἐπεί δέ ἔδοξεν αὐτοῦ τῇ ἑνότητι μή εἶναι μόνῃ, ἐξῆλθεν ἀπ’ αὐτοῦ ἐπίπνοια καί ἐκοινώνησεν αὐτῇ καί ἐποίησε τόν ἀγαπητόν. Ἐκ δέ τούτου ἐξῆλθεν ἀπ’ αὐτοῦ ἐπίπνοια, ᾗ κοινωνήσας ἐποίησε δυνάμεις, μήτε ὁραθῆναι, μήτε ἀκουσθῆναι δυναμένας”, ἕως, “έπ’ ὀνόματος ἰδίου ἑκάστην”[19].»
Από το παραπάνω απόσπασμα φαίνεται καθαρά ο γνωστικός χαρακτήρας της αίρεσης. Ως απόρροια της σύμφωνης με τις υλιστικές επιθυμίες θεογονίας τους έθεταν «κοινωνίες», όχι όμως πνευματικές, όπως για παράδειγμα οι μαθητές του Ουαλεντίνου, αλλά καθαρά σαρκικές. Έτσι και την Αφροδίτη την ονόμαζαν «μυστική κοινωνία».
Τις κακοδοξίες των Νικολαϊτών διορθώνει ο Κλήμης με τα λόγια του Αποστολου Παύλου:
«Ὑμεῖς δέ οὐχ οὕτως ἐμάθατε τόν Χριστόν, εἰ γε αὐτόν ἠκούσατε, καί ἐν αυτῷ ἐδιδάχθητε, καθώς ἐστίν ἀλήθεια ἐν Χριστῷ Ιησοῦ, ἀποθέσθαι ὑμᾶς τά κατά τήν προτέραν ἀναστροφήν, τόν παλαιόν ἀνθρωπον, τόν φθειρόμενον κατά τάς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης, ἀνανεοῦσθαι δέ τῷ πνεύματι τοῦ νοός ἡμῶν, καί ἐνδύσασθε τόν καινόν ἀνθρωπον, τόν κατά Θεόν κτισθέντα ἐν δικαιοσύνη καί οσιότητι τῆς ἀληθείας[20]»,
προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να επιτύχουμε την εξομοίωση με τον Θεό.
«Γίνεσθε οὖν μιμηταί τοῦ Θεοῦ, ὡς τέκνα ἀγαπητά, καί περιπατεῖτε ἐν ἀγάπῃ, καθώς καί ὁ Χριστός ἠγάπησεν ὑμᾶς, καί παρέδωκεν ἑαυτόν ὑπέρ ἡμῶν προσφοράν καί θυσίαν τῷ Θεῷ είς ὀσμήν εὐωδίας. Πορνεία δέ καί πᾶσα ἀκαθαρσία ἠ πλεονεξία μηδέ ὀνομαζέσθω ἐν ὑμῖν, καθώς πρέπει ἁγίοις, καί αἰσχρότης καί μωρολογία[21].»
Και συνεχίζει προειδοποιώντας ότι:
«Τοῦτο γάρ ἰστε γινώσκοντες, ὁτι πᾶς πόρνος ἤ ἀκάθαρτος ἤ πλεονέκτης, ὅς ἐστιν εἰδωλολάτρης, οὐκ ἔχει κληρονομίαν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ. Μηδείς ὑμᾶς ἀπατάτω κενοῖς λόγοις˙ διά ταῦτα γάρ ἔρχεται ἡ ὀργή του Θεοῦ ἐπί τους υἱούς τῆς ἀπειθίας. μή οὖν γίνεσθαι συμμέτοχοι αὐτῶν[22].»
4.3.3 Πρόδικος
Στους συνεχιστές των Νικολαϊτών συγκαταλέγεται ο Πρόδικος. Οι οπαδοί του αυτοχαρακτηρίζονταν ως γνωστικοί. Ισχυρίζονταν ότι είναι εκ φύσεως παιδιά του πρώτου θεού, οπότε η ελευθερία να ζουν έκλυτο βίο ήταν γι’ αυτούς συνέπεια της «ευγενικής» τους καταγωγής. Πίστευαν ότι δεν μπορεί να τους εμποδίσει τίποτα, διότι ήταν κύριοι του Σαββάτου, παιδιά του βασιλιά, για τα οποία ο νόμος είναι άγραφος. Γι’ αυτούς ο Κλήμης Αλεξανδρεύς γράφει:
«Πρῶτον μέν, ὅτι οὐ ποιοῦσιν ἅ βούλονται πάντα˙ πολλά γάρ αὐτούς κωλύσει καί ἐπιθυμοῦντας καί πειρωμένους καί ἅ ποιοῦσι δέ, οὐχ ὡς βασιλεῖς, ἀλλ’ ὡς μαστιγίαι ποιοῦσι˙ λάθρα γάρ μοιχεύουσιν, τό ἀλῶσαι δεδιότες, καί τό καταγνωσθῆναι ἐκκλίνοντες, καί φοβούμενοι κολασθῆναι[23].»
Ο Πρόδικος ισχυριζόταν ότι ο ανθρωπος έχει πλαστεί από διάφορες δυνάμεις, και ότι τα μέχρι τον αφαλό πλάστηκαν με θεϊκότερη τέχνη, ενώ από τον αφαλό και κάτω με κατώτερη, γι’ αυτό κι επιθυμούν την συνεύρεση. Αυτά, όμως, έρχονται σε αντίθεση με αυτό που είπε ο Κύριος στους Φαρισαίους:
«ἄφρονες! οὐχ ὁ ποιήσας τό ἔξωθεν καί τό ἔσωθεν ἐποίησε[24];»
Στην διαφημισμένη από τους ίδιους βασιλική τους ιδιότητα ο απόστολος Παύλος απαντά με την φανέρωση της δουλικής τους κατάστασης:
«οὐκ οἴδατε ὅτι ᾦ παριστάνετε ἑαυτούς δούλους εἰς ὑπακοήν, δοῦλοί ἐστε ᾦ ὑπακούετε, ἤτοι ἁμαρτίας εἰς θάνατον ἤ ὑπακοής εἰς δικαιοσύνην[25].»
Και παρακάτω εξηγεί το αποτέλεσμα της αμαρτίας:
«ὅτε γάρ δοῦλοι ἧτε τῆς ἁμαρτίας, ἐλεύθεροι ἧτε τῇ δικαιοσύνῃ. τίνα οὖν καρπόν εἴχετε τότε εφ’ οἷς νῦν ἐπαισχύνεσθε; τό γάρ τέλος ἐκείνων θάνατος[26].»
Αλλά και για την ίδια την επιθυμία ο Κύριος λέγει:
«Ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις, οὐ μοιχεύσεις. Εγώ δέ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα προς τό ἐπιθυμῆσαι αὐτήν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτήν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ[27].»
4.3.4 Καρποκράτης
Ο Καρποκράτης ήταν Αλεξανδρινός ακαδημαϊκός φιλόσοφος και διδάσκαλος της εγκυκλίου παιδείας. Η δράση του τοποθετείται στο πρώτο μισό του β’ αι. μ.Χ. Εκ της ακαδημαϊκής του ιδιότητας πηγάζει και η επίδραση της πλατωνικής φιλοσοφία στην γνωστική διδασκαλία του, όπως θα δούμε παρακάτω. Σύζυγός του αναφέρεται κάποια Αλεξάνδρεια, που καταγόταν από την Κεφαλληνία[28].
Κατά τον Ευσέβιο Καισαρείας οι οπαδοί του αποκαλούνταν γνωστικοί και εφάρμοζαν τις μαγικές τέχνες, τις οποίες πρώτος εισήγαγε ο Σίμων ο Μάγος[29].
4.3.4α Διδασκαλία
Αυτοί δίδασκαν ότι ο αγέννητος θεός είναι πατέρας των πνευματικών όντων αλλά όχι δημιουργός του κόσμου. Γι’ αυτούς οι ψυχές προϋπήρχαν, σύμφωνα με την πλατωνική φιλοσοφία, και μαζί με τους αγγέλους αποτελούσαν τον νοητό κόσμο. Ο υλικός κόσμος φτιάχτηκε από τους κοσμοποιούς αγγέλους[30]. Το σώμα ήταν φυλακή της ψυχής και κλείστηκε σ’ αυτό όχι εξαιτίας κάποιας αμαρτίας, αλλά από την τυραννική δεσποτεία των δαιμονικών αρχόντων του κόσμου. Μετά θάνατον έμπαινε σε άλλο σώμα. Σκοπός του ανθρώπου να ξεφύγει από τον κύκλο αυτό των μετενσαρκώσεων, ώστε να καταφέρει η ψυχή ν’ ανέβει στον αγέννητο θεό.
Για τον διάβολο έλεγαν ότι ήταν ο αρχηγός των κοσμοποιών δυνάμεων και είχε πλασθεί με σκοπό να επαναφέρει τις καταδικασμένες ψυχές στον ύψιστο θεό. Όσες δεν κατάφερναν να σπάσουν τον κύκλο των μετενσαρκώσεων, τις παρέδιδε σε άγγελο επιφορτισμένο με ειδική αποστολή να τις φυλακίσει σε άλλο σώμα[31].
Πίστευαν ότι ο Ιησούς ήταν απλώς άνθρωπος, γιος του Ιωσήφ, με την διαφορά ότι η ψυχή του, επειδή ήταν δίκαιη και καθαρή, θυμόταν όσα είχε δει στον νοητό κόσμο, όταν παραβρίσκονταν στον θεό[32]. Μέχρι στιγμής η διδασκαλία τους έχει εμφανή δάνεια από τον πλατωνισμό σύμφωνα και με τα όσα εισαγωγικά εξηγήσαμε. Στο σημείο αυτό προβάλλεται η θεωρία της πλατωνικής ανάμνησης, η οποία αναπτύσσεται στον Φαίδρο:
«τοῦτο δ’ ἐστίν ἀνάμνησις ἐκείνων ἅ ποτ’εἶδεν ἡμῶν ἡ ψυχή συμπορευθεῖσα θεῷ καί ὑπεριδοῦσα ἅ νῦν εἶναί φαμεν, καί ἀνακύψασα εἰς τό ὄν ὄντως. διό δή δικαίως μόνη πτεροῦται ἡ τοῦ φιλοσόφου διάνοια˙ προς γάρ ἐκείνοις ἀεί ἐστιν μνήμη κατά δύναμιν, προς οἷσπερ θεός ὤν θεῖός ἐστιν. τοῖς δέ τοιούτοις ἀνήρ ὑπομνήμασιν ὀρθῶς χρώμενος, τελέους ἀεί τελετάς τελούμενος, τέλεος ὄντως μόνος γίγνεται[33].»
Εξαιτίας της αρετής της, η ψυχή του Ιησού έλαβε δύναμη από τον θεό, ώστε να καταφέρει να προσπεράσει τους κοσμοποιούς αγγέλους και να ανέλθει σε αυτόν[34]. Πραγματικά, αφού ασκήθηκε σύμφωνα με τον νόμο στα ιουδαϊκά ήθη, καταφρόνησε τα πάθη, όσα δόθηκαν στον άνθρωπο για τιμωρία[35].
Κατά παρόμοιο τρόπο, όσες ψυχές μοιάζουν με αυτήν του Ιησού, μπορούν ν’ αψηφήσουν τους δημιουργούς του κόσμου, που τις εμποδίζουν, να λάβουν δύναμη και να ανέλθουν[36]. Όπως ήταν επόμενο, υπήρξαν αιρετικοί που ισχυρίστηκαν ότι κατείχαν τέτοια ψυχή και ήταν ισάξιοι του Ιησού. Άλλοι προχώρησαν την παράνοια ακόμη περισσότερο και υπερηφανεύθηκαν ότι ήταν καλύτεροι από τους μαθητές του Χριστού, δηλαδή τους αποστόλους[37].
Όλο το παραπάνω θεωρητικό υπόβαθρο είχε ένα σκοπό, μόνο. Να εξαφανίσει κάθε ίχνος ηθικής από την ζωή των μελών της αίρεσης. Διότι αυτοί διέδιδαν, ότι μόνο ένας τρόπος υπήρχε για να καταφέρει η ψυχή να ξεφύγει από τις αλυσιδωτές μετενσαρκώσεις. Και αυτός ήταν να δοκιμάσει στην πράξη κάθε είδος ασυδοσίας, κάθε είδος αμαρτίας, ώστε όταν θα πεθάνει ο άνθρωπος, να μην επιθυμεί η ψυχή του ο,τιδήποτε γήινο και επιστρέψει[38]. Κι εδώ είναι η μεγάλη αντίφαση στην διδασκαλία τους. Ενώ παραδέχονταν ότι ο Ιησούς ήταν δίκαιος και ενάρετος και υπέθεταν, έστω και ψευδώς, ότι γι’ αυτό κατάφερε ν’ ανέλθει, δεν λάμβαναν υπόψη τους το παράδειγμά του, ώστε να μιμηθούν την ζωή του. Αντίθετα, κήρυτταν στην πράξη βίο εντελώς αντίθετο από την ζωή του Ιησού και εντελώς ανήθικο.
Για να αναιρέσουν την οποιαδήποτε αναστολή προς επιτέλεση των φαύλων πράξεων, ισχυρίζονταν ότι η ηθική αξία ή απαξία των έργων προέρχεται από την ανθρώπινη άποψη και όχι από την φύση της πράξης[39].
4.3.4β Πρακτικές
Κατά τις μαρτυρίες των εκκλησιαστικών συγγραφέων, οι οπαδοί του Καρποκράτη χρησιμοποιούσαν εικόνες του Χριστού, λέγοντες ότι πρόκειται για αντίγραφα έργου φιλοτεχνημένου από τον ίδιο τον Πόντιο Πιλάτο. Ταυτόχρονα έφεραν και εικόνες των αρχαίων φιλοσόφων Πλάτωνα, Αριστοτέλη και Πυθαγόρα. Τις εικόνες αυτές προσκυνούσαν με ειδωλολατρικό τρόπο, που σημαίνει ότι πρόσφεραν θυσίες σε αυτές:
«ἔχουσι δέ καί εἰκόνας ἐνζωγράφους διά χρωμάτων, ἀλλά καί οἱ μέν ἐκ χρυσοῦ καί ἀργύρου καί λοιπῆς ὕλης, ἅτινα ἐκτυπώματά φασιν εἶναι τοῦ Ἰησοῦ καί ταῦτα ὑπό Ποντίου Πιλάτου γεγενῆσθαι, τουτέστιν τά ἐκτυπώματα τοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ ὅτε ἐνεδήμει τῷ τῶν ἀνθρώπων γένει. Κρύβδην δέ τάς τοιαύτας ἔχουσιν, ἀλλά καί φιλοσόφων τινῶν, Πυθαγόρου καί Πλάτωνος καί Ἀριστοτέλους καί λοιπῶν, μεθ’ ὧν φιλοσόφων καί ἕτερα ἐκτυπώματα τοῦ Ιησοῦ τιθέασιν, ἱδρύσαντές τε προσκυνοῦσι καί τά τῶν ἐθνῶν ἐπιτελοῦσι μυστήρια[40].»
Δύο είναι τα σημεία, τα οποία προκάλεσαν την αντίδραση του αγίου Επιφανίου στο συγκεκριμένο θέμα. Το πρώτο, ότι εξομοίωναν τον θεάνθρωπο Ιησού με τους «θεοποιημένους» φιλοσόφους, θέτοντας τις εικόνες του με αυτών (μεθ’ ὧν φιλοσόφων καί ἕτερα ἐκτυπώματα τοῦ Ιησοῦ τιθέασιν). Το δεύτερο ότι λάτρευαν τις εικόνες με ειδωλολατρικό τρόπο:
«στήσαντες γάρ ταυτάς τάς εἰκόνας τά τῶν ἐθνῶν ἔθη λοιπόν ποιοῦσι. τίνα δέ ἐστιν <τά> ἐθνῶν ἔθη ἀλλ’ ἤ θυσίαι καί τά ἄλλα;»
Με αυτόν τον τρόπο ερμηνεύει την θέση του Επιφανίου ο άγιος Νικηφόρος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως στο έργο του, Αντίῤῥησις καί ἀνασκευή τῶν Εὐσεβίου καί Ἐπιφανίδου λόγων, τῶν κατά τῆς τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Χριστοῦ σαρκώσεως ληρωδηθέντων:
«Μάλιστα δέ τοιαῦτα ἔδει γράφειν Ἐπιφάνιον, ἡνίκα κατά τῆς τῶν Καρποκρατητῶν διελάμβανεν αἱρέσεως, ἥ ἐν ἀρχαῖς τοῦ θείου κηρύγματος χειρίστη ἔφυ αἵρεσις, ἐν οἷς γράφει˙ … είκόνας Χριστοῦ ἔχουσιν ἐκ διαφόρων ὑλῶν, ἅς φασίν εἶναι τοῦ Ιησοῦ, καί ὑπό Ποντίου Πιλάτου γεγενημένας, ὅτε ἐπεδήμει τῷ τῶν ἀνθρώπων γένει, εἶτα καί φιλοσόφων Πυθαγόρου καί Πλάτωνος καί Ἀριστοτέλους καί ἑτέρων. Ἅς δή καί ἱδρυσάμενοι προσκυνοῦσι˙ καί τά ἐθνῶν ἐπιτελοῦσι μυστήρια. … ὥσπερ κἀκεῖνοι, ἐπειδή χριστιανῶν ἴδιον καί τῆς χριστιανῶν θρησκείας ἤδεσαν σύμβολα, διά τούτων πιστοῦσθαι τους πολλούς ἑαυτούς δεικνύειν χριστιανίζοντας ἐπειρῶντο[41]˙» (2.4)
Αλλά αυτή η αντίδραση του αγίου Επιφανίου θα γίνει περισσότερο κατανοητή, όταν θα δούμε αμέσως παρακάτω, τις επιπτώσεις που είχαν στην κοινωνία και στην Εκκλησία οι πράξεις των Καρποκρατιανών.
Μετέρχονταν μαγγανείες, μαγικές τελετές και κάθε είδους αγυρτίες. Έκαναν επικλήσεις δαιμόνων, ψάλλοντας επωδές, παρασκεύαζαν φίλτρα και ελιξήρια:
«τέχνας οὖν μαγικάς ἐξεργάζονται καί ἐπαοιδάς, φίλτρα τε καί χαριτήρια, παρέδρους τε καί ὀνειροπομπούς καί τα λοιπά κακουργήματα, φάσκοντες έξουσίαν ἔχειν προς τό κυριεύειν ἤδη τῶν ἀρχόντων καί ποιητῶν τοῦδε τοῦ κόσμου, οὐ μην ἀλλά καί τῶν ἐν αὐτῷ ποιημάτων ἁπάντων[42].»
Η πλάνη είναι φανερή. με την ψευδαίσθηση ότι μπορούν να κυριαρχήσουν επί των δαιμόνων, και να τους εξουσιάζουν, γίνονταν οι ίδιοι υποχείρια αυτών, και στο τέλος έχαναν και την ψυχή τους.
Μαρτυρούνται οργιαστικές τελετές, ένεκα των οποίων δυσφημούνταν το όνομα των Χριστιανών. Περιγράφει ο Κλήμης Αλεξανδρεύς:
«Καί ταῦτα μέν οἱ γενναίοι Καρποκρατιανοί δογματίζουσι˙ τούτους φασί, καί τινάς άλλους ζηλωτάς τῶν ὁμοίων κακῶν, εἰς τά δεῖπνα ἀθροιζομένους (οὐ γάρ “ἀγάπην” εἴποιμ’ ἄν ἔγωγε τήν συνέλευσιν αὐτῶν), ἄνδρας ὁμοῦ καί γυναῖκας, μετά δή τό κορεσθῆναι ἐν πλησμονῇ τῇ κυπρήσι φασί, τό κατασχῦνον αύτῶν τήν πορνικήν ταύτην δικαιοσύνην, ἐκποδῶν ποιησαμένους φῶς τῇ τοῦ λύχνου περιτροπῇ, μίγνυσθαι, ὅπως ἐθέλοιεν, αἷς βούλοιντο˙… Τοιαῦτα δέ, οἶμαι, ταῖς κυνῶν καί συῶν καί τράγων λαγνείαις νομοθετεῖν τόν Καρποκράτην ἔδει[43].»
Ο άγιος Ειρηναίος επεσήμανε πρώτος την βλάβη που υπέστη το ευαγγελικό κήρυγμα, από την κατασυκοφάντηση του ονόματος των Χριστιανών, ενώπιον των Εθνικών, εξαιτίας των παράνομων και ανήθικων πράξεων των Καρποκρατιανών:
«Αυτοί οι άνθρωποι έχουν αποσταλεί από τον Σατανά για να φέρουν ατιμία στην Εκκλησία, ενώπιον των Εθνικών, έτσι ώστε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, οι άνθρωποι ακούγοντας αυτά που λένε, και νομίζοντας ότι όλοι [οι Χριστιανοί] είναι ίδιοι μ’ αυτούς, ν’ αποστρέφονται το κήρυγμα της αληθείας˙ ή πάλι, βλέποντας τα πράγματα που κάνουν, να μας κακολογούν όλους, εμάς που στην πραγματικότητα δεν έχουμε σχέση μαζί τους, είτε στο δόγμα, είτε στην ηθική, ή στην καθημερινή μας συνάντηση. Αλλά διάγουν έκλυτο βίο, και για να καλύψουν τα ασεβή τους δόγματα, διασύρουν το όνομα [του Χριστού], ως μέσο για να κρύψουν την κακία τους˙ έτσι ώστε “ὧν τό κρίμα ἔνδικον ἐστι[44]”, όταν λάβουν από τον Θεό την μισθαποδοσία των έργων τους[45].»
Ομοίως και ο άγιος Επιφάνιος:
«εἰσί δέ ἐκ τοῦ Σατανᾶ παρεσκευασμένοι καί προβεβλημένοι εἰς ὄνειδος καί σκάνδαλον τῆς τοῦ θεοῦ εκκλησίας. ἐπέθεντο γάρ ἑαυτοῖς ἐπίκλην Χριστιανοί, τοῦτο τοῦ Σατανᾶ παρασκευάσαντος προς τό σκανδαλίζεσθαι τά ἔθνη…[46]»
Η χρήση του ονόματος των Χριστιανών από τους αιρετικούς προς δυσφήμιση, όπως και η χρήση των χριστιανικών συμβόλων από τους ίδιους, προς επικύρωση της απάτης, με ειδωλολατρικό τρόπο, προκάλεσαν την μήνιν του αγίου Επιφανίου και όχι η ορθόδοξη προσκύνηση των εικόνων, όπως ισχυρίζονταν οι εικονομάχοι, και επεξήγησε ο άγιος Νικηφόρος.
Επίσης ο άγιος Επιφάνιος πληροφορεί και για σφράγισμα ή χάραγμα που λάμβαναν οι Καρποκρατιανοί στον λοβό του δεξιού αυτιού τους:
«σφραγῖδα δέ ἐν καυτῆρι ἤ δι’ ἐπιτηδεύσεως ξυρίου ἤ ραφίδος ἐπιτιθέασιν οὗτοι οἱ ἀπό Καρποκρᾶ ἐπί τόν δεξιόν λοβόν τοῦ ὠτός τοῖς ὑπ’ αὐτῶν ἀπατωμένοις[47].»
4.3.5 Επιφάνης
Ο Επιφάνης ήταν γιος του Καρποκράτη και της Αλεξανδρείας. Διδάχθηκε τα εγκύκλια μαθήματα και την φιλοσοφία του Πλάτωνα από τον πατέρα του. Πέθανε σε ηλικία μόλις 17 ετών. Το σύντομο διάστημα της ζωής του ήταν αρκετό για να τον αναδείξει σε συνεχιστή του έργου του πατέρα του. Στο ενεργητικό του καταγράφεται η συγγραφή αιρετικής διατριβής με τίτλο Περί δικαιοσύνης[48].
Μερικά αποσπάσματα από το έργο αυτό σώζονται στον Κλήμεντα Αλεξανδρέα. Το υπόλοιπο δεν έχει διασωθεί. Σε αυτό αναπτύσσει τις ιδέες του για την κοινοκτημοσύνη, ως φυσικό τρόπο διαβίωσης. Επαναλαμβάνει θέσεις του Πλάτωνα και τις επεξεργάζεται παράλληλα με τις θεωρίες του πατέρα του.
Ξεκινά από την τετριμμένη θέση της κοινής χρήσης του ηλιακού φωτός από όλους τους ζώντες οργανισμούς, ανεξαρτήτου πνευματικής ή ηθικής καταστάσεως. Από δω ορμώμενος θεωρεί ότι η ιδέα της ιδιοκτησίας είναι μία παρά φύση κοινωνική συμβατικότητα, η οποία αντιβαίνει στο θέλημα του Θεού[49].
Στην συνέχεια επικεντρώνει στην ανδρική επιθυμία και την παρουσιάζει ως κατάσταση εκφράζουσα την δια της ανθρώπινης κατασκευής θεία βούληση. Συνεπώς η ερωτική επιθυμία είναι για τον Επιφάνη θείο δόγμα, και ως τέτοιο οφείλει να ικανοποιείται. Οι δύο παραπάνω διαπιστώσεις του οδηγούν, η μεν πρώτη στην κοινοκτημοσύνη, η δε δεύτερη στην κοινογαμία[50].
Ο Κλήμεντας Αλεξανδρεύς εξηγεί γιατί ο Επιφάνης παρερμηνεύει πρώτα τα όσα έγραψε ο Πλάτωνας στην Πολιτεία. Γράφει ο Πλάτων:
«Τάς γυναῖκας ταύτας τῶν ἀνδρῶν τούτων πάντων πάσας εἶναι κοινάς, ἰδία δέ μηδενί μηδεμίαν συνοικεῖν˙ καί τούς παῖδας αὖ κοινούς, καί μήτε γονέα ἔκγονον εἰδέναι τόν αὐτοῦ μήτε παῖδα γονέα.
Πολύ, ἔφη, τοῦτο ἐκείνου μεῖζον προς ἀπιστίαν καί τοῦ δυνατοῦ πέρι καί τοῦ ὠφελίμου.
Οὐκ οἶμαι, ἦν δ’ ἐγώ, περί γε τοῦ ὠφελίμου ἀμφισβητεῖσθαι ἄν, ὡς οὐ μέγιστον ἀγαθόν κοινάς μέν τάς γυναῖκας εἶναι, κοινούς δέ τους παῖδας, εἴπερ οἷον τε˙ ἀλλ’ οἶμαι περί τοῦ εῖ δυνατόν ἤ μή πλείστην ἄν ἀμφισβήτησιν γενέσθαι[51].»
Και ερμηνεύει ο Κλήμης:
«δοκεῖ δέ μοι καί τοῦ Πλάτωνος παρακηκοέναι ἐν τῇ Πολιτείᾳ φαμένου κοινάς εἶναι τάς γυναῖκας πάντων, κοινάς μεν τάς πρό τοῦ γάμου τῶν αἰτεῖσθαι μελλόντων, καθάπερ καί τό θέατρον κοινόν τῶν θεωμένων φάσκοντος, τοῦ προκαταλαβόντος δέ ἑκάστην ἑκαστου εἶναι καί οὐκέτι κοινήν τήν γεγαμημένην[52].»
Ως απάντηση στον Επιφάνη, ο Κλήμης θυμίζει την εντολή του Θεού:
«οὐκ ἐπιθυμίσεις τήν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου, οὐκ επιθυμίσεις τήν οἰκίαν τοῦ πλησίον σου οὔτε τόν ἀγρό αὐτοῦ οὔτε τόν παίδα αὐτοῦ οὔτε τήν παιδίσκην αὐτοῦ οὔτε τοῦ βοός αὐτοῦ οὔτε τοῦ ὑποζυγίου αὐτοῦ οὔτε παντός κτήνους αὐτοῦ οὔτε ὅσα τῷ πλησίον σου ἐστί» (Εξ. 20.17),
και τον λόγο του Σωτήρος:
«Ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις, οὐ μοιχεύσεις. Εγώ δέ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα προς τό ἐπιθυμῆσαι αὐτήν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτήν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ».
Ο Κλήμης επίσης αναφέρει ότι αυτός ο Καρποκράτης λατρευόταν ως θεός στην Σάμη της Κεφαλλονιάς. Προφανώς εννοεί από τους οπαδούς του που ήταν εγκατεστημένοι στον τόπο καταγωγής της μητέρας του και όχι το σύνολο των κατοίκων της περιοχής:
«και θεός ἐν Σάμῃ τῆς Κεφαλληνίας τετίμηται, ἔνθα αὐτῷ ἱερόν ρυτῶν λίθων, βωμοί, τεμένη, μουσεῖον ὠκοδόμηταί τε καί καθιέρωται˙ καί συνιόντες εἰς τό ἱερον οἱ Κεφαλλῆνες κατά νουμηνίαν, γενέθλιον ἀποθέωσιν θύουσιν Ἐπιφάνει˙ σπένδουσί τε καί εὐωχοῦνται καί ὕμνοι λέγονται[53].»
4.3.6 Καϊνίτες
Αυτοί έλαβαν το όνομά τους από την λατρεία που απέδιδαν στον αδελφοκτόνο Κάιν. Τον θεωρούσαν ως θύμα του Δημιουργού, τον οποίον καλούσαν «Υστέρα». Γι’ αυτούς, όπως και για άλλες γνωστικές ομάδες ο θεός της Παλαιάς Διαθήκης ήταν η αρχή του κακού.
Όλες οι φαύλες προσωπικότητες της Παλαιάς Διαθήκης, όπως ο Κάιν, ο Ησαύ, ο Κορέ, οι Σοδομίται, είναι παιδιά, όχι του Δημιουργού, αλλά της ανώτερης δύναμης[54]. Έτσι και αυτοί θεωρώντας ότι είναι συγγενείς αυτών, και συνεπώς παιδιά της ανωτέρας δύναμης και όχι του Δημιουργού, δεν ήταν εφικτό να υποστούν βλάβη από αυτόν. Με την βοήθεια της Σοφίας, η οποία τους ξεχώρισε ως δικούς της, είχαν καταφέρει να κρυφτούν[55].
Τιμούσαν επίσης τον Ιούδα, διότι τον θεωρούσαν παράγοντα της σωτηρίας του ανθρώπινου γένους. Έφταναν στο συμπέρασμα αυτό ακολουθώντας δύο συλλογισμούς. Σύμφωνα με τον πρώτο, ο Χριστός δεν θα υπέφερε σταυρικό θάνατο χωρίς τον Ιούδα, εφόσον οι εξουσίες του κόσμου δεν ήθελαν να τον θίξουν[56]. Σύμφωνα με τον δεύτερο, ο Ιούδας εμπόδισε τον Χριστό από σχεδιαζόμενη διαστροφή της αλήθειας[57].
Σωτηριολογικά, πίστευαν κι αυτοί παρόμοια με τους Καρποκρατιανούς. Ο άνθρωπος έπρεπε να πράξει όλες τις αμαρτίες για να καταφέρει ν’ ανέλθει στις ανώτερες δυνάμεις:
«καί μή δύνασθαί φασι ἄλλως σωθήσεσθαι τινας, ἐάν μή διά πάντων χωρήσωσιν, ὡς καί ὁ Καρποκράτης λέγει[58].»
Ως εκ τούτου επιδίδονταν και αυτοί σε κάθε είδους ακολασία:
«Ἕκαστος γάρ αὐτῶν δῆθεν, διά τήν πρόφασιν ταύτην ἀρρητοποιῶν καί αἰσχρουργίας ἐπιτελῶν ἁμαρτήματά τε ὅσα ἔστιν πράττων, ἐπικαλεῖται ἑκάστου ἀγγέλου ὄνομα, τῶν τε ὄντων ἀγγέλων καί τῶν παρ’ αὐτοῖς πλαστῶν λεγομένων[59]»,
προέβαιναν δηλαδή σε επικλήσεις δαιμόνων,
«καί ἑκάστῳ τούτων προσάπτει τι ἔργον ἀθέμιτον τῶν ἐπί γῆς ἁμαρτημάτων, τήν πράξιν τήν ἰδίαν εἰς ὄνομα οὗ βούλεται ἀγγέλου ἀναφέρων. καί ὅταν ταῦτα πράττωσιν, οὕτως λέγουσιν “ὁ δεῖνα ἄγγελε, καταχρῶμαί σου τό ἔργον˙ ἡ δεῖνα ἐξουσία πράττω σου τήν πρᾶξιν”. καί τοῦτο γνῶσις τελεία παρ’ αὐτοῖς ἐστι λεγόμενον[60].»
Χρησιμοποιούσαν δικά τους βιβλία, όπως το "Ευαγγέλιο" του Ιούδα[61], και το Αναβατικόν Παύλου[62]. Αναφέρονται και αποσπάσματα από άλλα συγγράμματα, τα οποία δεν ονομάζονται.
Η δαιμονική προέλευση της διδασκαλίας του, τονίζεται από όλους τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς:
«δῆλον δέ ὅτι ἐκ τοῦ διαβόλου αὐτοῖς ταῦτα ὑπέσπαρται, τά τῆς ἀγνοίας λέγω καί ἀπάτης. πληροῦται δέ ἐπ’ αὐτοῖς τό γεγραμένον “οὐαί τοῖς λέγουσι τό καλόν πονηρόν καί τό πονηρόν ἀγαθόν, οἱ τιθέντες τό σκότος φῶς καί τό φῶς σκότος, οἱ λέγοντες τό γλυκύ πικρόν καί τό πικρόν γλυκύ[63]”. πάντῃ γάρ ἐκφωνεῖ παλαιά καί καινή διαθήκη τοῦ Κάϊν τήν ἀσέβειαν ἐπικηρυκευόμενη. οὗτοι δέ τοὐναντίον, τοῦ σκότους ὄντες ἐρασταί καί τῶν κακοποιῶν μιμηταί, τόν Ἀβελ μισοῦσι, τὀν δέ Κάϊν ἀγαπῶσι καί τῷ Ἰούδᾳ τόν ἔπαινον διδόασι[64].»
«ἵνα μή ἐν παρεκβάσει γενώμεθα τοῦ προκειμένου ἕτερα ἀνθ’ ἑτέρων σοφιζόμενοι καί δινοούμενοι, λέγων πατέρα αὐτῶν εἶναι τόν διάβολον Ἰούδαν, ὅν καί Σατανᾶν κέκληκεν καί διάβολον λέγων προς τους μαθητάς “οὐχί τους δώδεκα ὑμᾶς ἐξελεξάμην καί εἷς ἐξ ὑμῶν διάβολος;” οὐχί διάβολον λέγων φύσει, ἀλλά κατά τήν γνώμην[65].»
«Ἄρα γοῦν οὗτος ὁ Ἰούδας, πατήρ αὐτῶν γενόμενος κατά τήν ἀρνησιθεΐαν καί ρποδοσίαν, Σατανᾶς ὑπάρξας καί διάβολος οὐ τῇ φύσει, ἀλλά τῇ γνώμῃ, υἱός γεγένηται οὗτος κατά μίμησιν τοῦ Κάϊν τοῦ ἀνθρωποκτόνου τοῦ ψεύστου, ἐπειδή καί ὁ πατήρ αὐτοῦ πρό αὐτοῦ ψεύστης ἦν, οὐχί ὁ Ἀδά ἀλλ’ ὁ διάβολος, …οὕτω καί οὗτοι μᾶλλον φθονοῦντες τῷ Ἄβελ τῷ καλά ἔργα ἔχοντι, τόν δέ Κάϊν τιμῶντες, πῶς οὐκ ἐλέγχονται, διαρρήδην τοῦ σωτήρος λέγοντος καί ἀπότομον ἀπόφασιν ὁρίζοντος αὐτοῖς ὅτι “ζητηθήσεται ἀπό τῆς γενεᾶς ταύτης πᾶν αἷμα δίκαιον ἀπό Ἄβελ τοῦ δικαίου τό ἀπ’ ἀρχῆς ἐκκεχυμένον ἕως Ζαχαρίου τοῦ προφήτου, οὗ ἀπεκτείνατε μέσον τοῦ ναοῦ καί του θυσιαστηρίου[66]” καί τά εξής[67];»
Αντινομικά χαρακτηριστικά μπορούν να εντοπιστούν στα περισσότερα γνωστικά συστήματα. Σ’ εκείνα ο έκλυτος βίος είναι δευτερογενής, ενώ περισσότερη βαρύτητα δίδεται στο θεωρητικό κατασκεύασμα. Στις ομάδες που εξετάστηκαν εδώ, όλη η διδασκαλία αναλώνεται στο να στηρίξει έναν τρόπο ζωής εκ διαμέτρου αντίθετο προς τον χριστιανικό. Δηλαδή η διδασκαλία είναι δευτερεύουσας σημασίας. Οι άλλες ομάδες λοιπόν, κατατάσσονται με βάση τα κεντρικά σημεία της διδασκαλίας τους, άσχετα αν και αυτές υιοθετούσαν ηθική παραδομένη στην τρυφηλότητα και την φιληδονία.
[1] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς ΙΙΙ 4.34: «Μερικοί άλλοι, που τους ονομάζουμε και Αντιτάκτες, λένε ότι ο Θεός των όλων είναι κατά φύση πατέρας μας και όλα όσα έκανε είναι αγαθά. Ένας από αυτούς που δημιούργησε έσπειρε τα ζιζάνια και γέννησε τη φύση των κακών, και μέσα σ’ αυτά μας περιτύλιξε όλους, αντιτάσσοντάς μας στον Πατέρα. Γι’ αυτό ακριβώς κι εμείς αντιτασσόμαστε σ’ αυτόν για να πάρομε εκδίκηση για τον Πατέρα, αντιπράττοντας στο θέλημα του δευτέρου. Επειδή λοιπόν αυτός μας είπε, “Δεν θα μοιχεύσεις”, εμείς, λένε, μοιχεύομε για να καταλύσομε την εντολή του» (μετ. Ιγνάτιος Σακαλής, ΕΠΕ, τ. 3 σελ. 373).
[2] Αριθμ. 22.5: «καί ἀπέστειλε πρέσβεις προς Βαλαάμ υἱόν Βεώρ Φαθουρά, ὅ ἐστιν ἐπί τοῦ ποταμοῦ γῆς υἱῶν λαοῦ αὐτοῦ λέγων˙ ἰδού λαός ἐξελύληθεν ἐξ Αἰγύπτου καί ἰδού κατεκάλυψε τήν ὄψιν τῆς γῆς καί οὗτος ἐγκάθηται ἐχόμενός μου».
[3] Αριθμ. 31.16
[4] Αριθμ. 25.1-3
[5] Αριθμ. 25.4-9
[6] Αριθμ. 25.11
[7] Αριθμ. 31.1-8
[8] Αριθμ. 31.8
[9] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 26.3: «Nicolaitae autem magistrum quidem habent Nicolaum, unum ex vii qui primi ad diaconium ab apostolic ordinate sunt» (PG 7.687A).
[10] Πραξ. 6.5-6
[11] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 36.3 {ed. Paul Wendland , GCS 26 (1916) 223}.
[12] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς ΙΙΙ 4.6: «ὡραίαν, φασί, γυναῖκα ἔχων οὗτος, μετά τήν ἀνάληψιν τήν τοῦ σωτήρος προς τῶν ἀποστόλων ὀνειδισθείς ζηλοτυπίαν, εἰς μέσον ἀγαγών τήν γυναῖκα γῆμαι τῷ βουλομένῳ ἐπέτρεψεν» {ed. Otto Stählin, GCS 15 (1906) 207}
[13] «Γιατί λένε η πράξη αυτή συμφωνεί μ’ εκείνο το λόγο, ότι “πρέπει να μη κάνουμε πολύ χρήση της σάρκας”. Ακολούθησαν λοιπόν αυτό που έγινε και ειπώθηκε απλά και αβασάνιστα και εκπορνεύονται ανόητα όσοι ακολουθούν την αίρεσή του.» (μετ. Ιγνάτιος Σακαλής, ΕΠΕ, τ. 3 σελ. 365-7)
[14] Ματθ. 5.42, Λουκ. 6.30
[15] «Λένε λοιπόν πως κάποιος απ΄ αυτούς πήγε σε μια δική μας παρθένο, ωραία στην όψη, και της είπε˙ Έχει γραφεί, “Να δίνεις σ’ όποιον σου ζητεί”. Κι αυτή πολύ σεμνά του αποκρίθηκε χωρίς να υποπτεύεται την ασέλγεια του ανθρώπου˙ Για γάμο να μιλήσεις με την μητέρα μου». (μετ. Ιγνάτιος Σακαλής, ΕΠΕ, τ. 3 σελ. 367)
[16] «Έπειτα από αυτά ήταν αποβολή του ελαττώματος, το κυκλογύρισμα, μπροστά στους αποστόλους, της γυναίκας που είχε επισύρει τη ζηλοτυπία˙ και η εγκράτεια από τις περιπόητες ηδονές δίδασκε το να παραχρησιμοποιούμε τη σάρκα» (μετ. Ιγνάτιος Σακαλής, ΕΠΕ, τ. 3 σελ. 367).
[17] Επιφανίου, Πανάριον XXV 1.5
[18] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΙΙΙ 29.4: «Είναι αρκετά αυτά περί εκείνων οι οποίοι επεχείρησαν κατά τους εξεταζομένους χρόνους να διαστρέψουν την αλήθεια, αλλά εξηφανίσθησαν εντελώς γρηγορώτερα πό τον λόγον» (μετ. Παν. Χρήστου, ΕΠΕ, τ.1 σελ.323).
[19] «Το δόγμα τους πήγασε από κάποιο απόκρυφο και θα παραθέσω και τα λόγια που γέννησαν την ασέλγειά τους… “Τα πάντα ήταν ένα˙ κι επειδή φάνηκε καλό στην ενότητά του να μην είναι μόνη, βγήκε από αυτόν πνοή και την κοινώνησε κι έκανε τον αγαπτό. Έπειτα βγήκε πνοή από αυτόν και κοινωνώντας μαζί της έκανε τις δυνάμεις που δεν μπορούν ούτε να ιδωθούν ούτε ν’ ακουστούν”, ως τα λόγια, “με όνομα κάθε μια δικό της”». (μετ. Ιγνάτιος Σακαλής, ΕΠΕ, τ. 3 σελ. 369)
[20] Εφ. 4.20-24
[21] Εφ. 5.1-4
[22] Εφ. 5.5-7
[23] «Κατά πρώτον δεν κάνουν όλα όσα θέλουν˙ γιατί είναι πολλά τα εμπόδια παρά τις επιθυμίες και τις απόπειρές τους. Και όσα κάνουν, δεν τα κάνουν σαν βασιλείς, αλλά ως δαρμένα κορμιά˙ γιατί λάθρα μοιχεύουν, επειδή φοβούνται μην πιαστούν και προσπαθώντας να ξεφύγουν την κατηγορία και την τιμωρία» (μετ. Ιγνάτιος Σακαλής, ΕΠΕ, τ. 3 σελ. 369-371).
[24] Λουκ. 11.40
[25] Ρωμ. 6.16
[26] Ρωμ. 6.20-21
[27] Ματθ. 5.28
[28] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς ΙΙΙ 5.2 {ed. Otto Stählin, GCS 15 (1906) 197}.
[29] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία IV 7.9: «Γράφει δε ο Ειρηναίος ότι σύγχρονος τούτων ήταν ο Καρποκράτης, πατήρ άλλης αιρέσεως της επονομασθείσης των Γνωστικών. Ούτοι είχον το θράσος να παραδίδουν τας μαγείας του Σίμωνος ουχί κρυφίως, όπως εκείνος, αλλά φανερά, ωσάν σπουδαία κατορθώματα,…» (μετ. Παν. Χρήστου, ΕΠΕ, τ.2 σελ.21).
[30] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 25.1: «Carpocrates autem, et qui ab eo, mundum quidem et ea quae in eo sunt, ab Angelis multo inferioribus ingenito Patre factum esse dicunt» (PG 7.680A).
Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 32.1: «Καρποκράτης τόν μέν κόσμον καί τά ἐν αὐτῷ ὑπό ἀγγέλων πολύ ὑποβεβηκότων τοῦ ἀγεννήτου πατρός γεγενῆσθαι λέγει,…» {ed. Paul Wendland, GCS 26 (1916) 218}
Επιφανίου, Πανάριον XXVII 2.1: «Οὗτος δέ πάλιν ἄνω μέν μίαν ἀρχήν λέγει καί πατέρα τῶν ὄλων [καί]ἄγνωστον καί ἀκατονόμαστον ἴσα τοῖς ἄλλοις εἰσάγειν βούλεται, τόν δεν κόσμον καί τά εν τῷ κόσμῳ ὑπό ἀγγέλων γεγενῆσθαι, τῶν πολύ τι [«υπό] τοῦ πατρός τοῦ αγνώστου ὑποβεβηκότων˙ τούτους γάρ λέγει αποστάντας ἀπό τῆς ἄνω δυνάμεως οὕτω τόν κόσμον πεποιηκέναι» {ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 301}
Ψευδο-Τερτυλλιανός, Adversus omnes haereses 3: «Carpocrates… unam esse dicit virtutem in superioribus principalem, ex haec prolatos angelos atque virtutes, quos distantes longe a superioribus virtutibus mundum istum in inferioribus partibus condidisse»
Φιλάστριου, Diversarum Haereseon Liber XXXV 1: «Carpocras… et ipse dicens unum principium, de quo principio id est de deo prolationes factae sunt, inquit, angelorum atque virtutum: quae autem virtutes deorsum sunt, fecerunt creaturam istam visibilem {ed. F. Marx, Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum 38 (1898) 19}
[31] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 25.4: «Et adversarium dicunt unum ex angelis, qui sunt in mundo, quem diabolum vocant dicentes factum eum ad id, ut ducat eas, quae perierunt, animas a mundo ad principem (et hunc dicunt esse primum ex mundi fabricatoribus); et illum alterum angelo, qui ministrant ei, trader tales animas, uti in alia corpora includat: corpus enim dicunt esse carcerem» (PG 7.683B-684A).
[32] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 25.1: «Jesum autem e Joseph natum, et cum similis reliquis hominibus fuerit, distasse a reliquis secundum id, quod anima ejus firma et munda cum esset, commemorate fuerit, quae visa essent sibi in ea circumlatione, quae fuisset ingenito Deo» (PG 7.680A)
Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 32.1: «… τόν δέ Ἰησοῦν ἐξ Ἰωσήφ γεγεννῆσθαι καί ὅμοιον τοῖς ἀνθρώποις γεγονότα δικαιότερον τῶν λοιπῶν γεέσθαι, τήν δέ ψυχήν αὐτοῦ εὔτονον καί καθαράν γεγονυῖαν διαμνημονεῦσαι τά ὁρατά μέν αὐτῇ ἐν τῇ μετά τοῦ ἀγενήτου θεοῦ περιφορᾷ…».
Επιφανίου, Πανάριον XXVII 2.2: «Ἰησοῦν δέ τόν κύριον ἡμῶν ἀπό Ἰωσήφ λέγει γεγεννῆσθαι, καθάπερ καί πάντες ἄνθρωποι ἐκ σπέρματος ἀνδρός καί γυναικός ἐγεννήθησαν. εἶναι δέ αὐτόν ὅμοιον τοῖς πᾶσι, βίῳ δέ διενηνοχέναι, σωφροσύνῃ τε καί ἀρετῇ καί βίῳ δικαιοσύνης. ἐπειδή δέ, φησίν, εὔτονον ἔσχε ψυχήν, παρά τους ἄλλους ἀνθρώπους καί ἐμνημόνευεν τά ὁραθέντα ὑπ’ αὐτῆς ἄνω, ὅτε ἦν ἐν τῇ περιφορᾷ τοῦ αγνώστου πατρός,…»
Φιλάστριου, Diversarum Haereseon Liber XXXV 2: «Christum autem dicit non de Maria Virgine et divino spiritu natum, sed de semine Ioseph hominem natum arbitrator, deque eo natum carnaliter, sicut omnes hominess, suspicatur» {ed. F. Marx, Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum 38 (1898) 19}.
[33] Πλάτωνος, Φαίδρος 249c: «Αυτό όμως το στάδιο είναι η ανάμνηση αυτών που κάποτε αντίκρισε η ψυχή μας, αφού συμπορεύτηκε με το θεό και περιφρόνησε αυτά που τώρα καλούμε όντα και ανυψώθηκε σ’ αυτό που πραγματικά υπάρχει. Γι’ αυτό ακριβώς μόνο ο νους του φιλοσόφου δίκαια αποκτά φτέρωμα˙ διότι εκτός από τα τελευταία, συνεχώς προσηλώνεται ο θεός μέσω της ανάμνησης, κατά τη δύναμή του, σ’ αυτά για τα οποία ονομάζεται θείος. Ο άνδρας λοιπόν που χρησιμοποιεί με τον ορθό τρόπο τις αναμνήσεις αυτές, με το να μυείται ακριβώς στις θεϊκές τελετές, μόνο υτός γίνεται αληθινά τέλειος» (μετ. Δημ. Τσιλιβέρης, Κακτος, σελ. 101-3).
[34] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 25.1: «et propter hoc ab eo missam esse ei virtutem, uti mundi fabricators effugere posset, et per omnes transgressa, et in omnibus liberate, ascenderet ad eum: et eas, quae similia ei amplecterentur, similiter».
Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 32.1: «καί διά τοῦτο ὑπ’ ἐκείνου αὐτ(ῇ) καταπεμφθῆναι δύναμιν, ὅπως τους κοσμοποιούς ἐκφυγεῖν δι’ αὐτῆς δυνηθῇ».
Επιφανίου, Πανάριον XXVII 2.4-5: «ἀπέσταλθαι ὑπό τοῦ αὐτοῦ πατρός, φησίν, εἰς τήν αὐτοῦ ψυχήν δυνάμεις, ὅπως τά ὁραθέντα αὐτῇ αναμνημονεύσασα καί ἐνδυνμωθείσα φύγῃ τους κοσμοποιούς ἀγγέλους ἐν τῷ διά πάντων χωρῆσαι τῶν ἐν τῷ κόσμῳ πραγμάτων καί πράξεων τῶν ὑπό τῶν ἀνθρώπων γινομένων καί ἐν παραβύστῳ ἀτόπων ἔργων καί ἀθεμίτων, καί ὅπως διά παςῶν τῶν πράξεων ἐλευθερωθεῖσα ἡ αὐτή ψυχή, φησί, τοῦ Ἰησοῦ ἀνέλθῃ προς τόν αὐτόν πατέρα τόν ἄγνωστον, τόν δυνάμεις αὐτῇ ἀποστείλαντα ἄνωθεν, ἵνα διά πασῶν τῶν πράξεων χωρήσασα καί ἐλευθερωθεῖσα διέλθοι προς αὐτόν ἄνω». {ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 301-2}.
[35] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 25.1: «Jesu autem dicunt animam in Judaerum consuetudine nutritam contempsisse eos, et propter hoc virtutes accepisse, per quas evacuavit quae fuerunt in poenis passions, quae inerrant hominibus».
Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 32.2: «τήν δέ του Ἰησοῦ λέγουσι ψυχήν ἐννόμως ἠσκημένην ἐν Ἰουδαϊκοῖς ἔθεσι καταφρονῆσαι αὐτῶν καί διά τοῦτο δυνάμεις εἰληφέναι, δι’ ὧν κατήργησε τά ἐπί κολάσει πάθη προσόντα τοῖς ἀνθρώποις».
Επιφανίου, Πανάριον XXVII 2.7: «Τήν δέ ψυχήν τοῦ Ἰησοῦ ἐν ταῖς τῶν Ἰουδαίων ἔθεσιν ἀνατραφεῖσαν καταφρονῆσαι ααὐτῶν καί διά τοῦτο δυνάμεις εἰληφέναι, δι’ ὧν τά ἐπί κολάσεσι πάθη προσόντα τοῖς ἀνθρώποις δυνηθεῖσα πρᾶξαι ϋπερβῆναι τους κοσμοποιούς ἴσχυσεν».
[36] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 25.2: «Eam igitur, quae similiter illa Jesu anima, potest cotemre mundi fabricators archontas, similiter accipere virtutes ad operandum similia». (PG 7.681A).
Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 32.3: «τήν οὖν ὁμοιως ἐκείνῃ τῇ τοῦ Χριστοῦ ψυχῇ δυναμένην καταφρονῆσαι τῶν κοσμοποιῶν αρχόντων ὁμοίως λαμβάνειν δύναμιν προς τό πρᾶξαι τά όμοια».
[37] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 32.3: «διό καί εῖς τοῦτο τό τῦφος κατεληλύθασιν, ὥστε αὐτοὐς μέν ομοίους αὐτῷ εἶναι λέγουσι τῷ Ἰησοῦ, τους δέ καί ἔτι <κατά τι> δυνατωτέρους, τινάς δε καί διαφορωτέρους τῶν έκείνου μαθητῶν, οἷον Πέτρου καί Παύλου καί τῶν λοιπῶν αποστόλων˙»{ed. Paul Wendland, GCS 26 (1916) 218-219}.
Επιφανίου, Πανάρον XXVII 2.9: ὅθεν εἰς τύφον μέγαν οὗτοι ἐληλακότες οἱ ὑπό τοῦ ἀπατεῶνος τούτου ἀπατηθένες ἑαυτούς προκριτέους ἡγοῦνται καί αὐτοῦ τοῦ Ἰησοῦ. ἄλλοι δέ ἐξ αὐτῶν οὐκ Ἰησοῦ φασιν, ἀλλά Πέτρου καί Ἀνδρέου καί Παύλου καί τῶν λοιπῶν ἀποστόλων ἑαυτούς ὑπερφερέστερους εἶναι διά τήν ὑπερβολήν τῆς γνώσεως καί τό περισσότερον τῆς διαπράξεως διαφόρων διεξόδων˙» {ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 302-3}.
Τερτυλλιανού, De anima 23.2: « Sed et Carpocrates tantundem sibi de superioribus uindicat, ut discipuli eius animas suas iam et Christo, nedum apostolis, et peraequent et cum uolunt praeferant, quas perinde de sublimi uirtute conceperint despectrices mundipotentium principatuum».
[38] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 25.5: «si non praeoccupans quis in uno adventu omnia agat semel ac partier… uti secundum quod scripta eorum dicunt in omni usu vitae factae animae ipsorum exeuntes in nihilo adhuc minus habeant» (PG 7.682B-683A).
Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 32.6-7: «εἰς τοσοῦτον δέ μετενσωματοῦσθαι φάσκουσι τάς ψυχάς, ὅσον πάντα τά ἁμαρτήματα πληρώσωσιν˙ ὅταν δέ μηδέν λείπῃ, τότε ἐλευθερωθεῖσαν ἀπαλλαγῆναι προς ἐκεῖνον τόν ὑπεράνω τῶν κοσμοποιῶν ἀγγέλων θεόν, καί οὕτως σωθήσεσθαι πάσας τάς ψυχάς. [εἰ]τινές δέ φθάσασαι ἐν μιᾷ παρουσίᾳ ἀναμιγῆναι πάσαις ἁμαρτίαις οὐκέτι μετενσωματοῦνται, ἀλλά πάντα ὁμῦ ἀποδοῦσαι τά ὀφλήματα ἐλευθερωθήσονται τοῦ μηκέτι γενέσθαι ἐν σώματι».
Επιφανίου, Πανάριον XXVII 4.4: «καί ταῦτα πάντα ἐάν τις πράξῃ ἐν τῇ μιᾷ ταύτη παρουσίᾳ, οὐκέτι μετενσωματοῦται αὐτοῦ ἡ ψυχή εἰς τό πάλιν αντικαταβληθῆναι, ἀλλά ὑπό ἕν ποιήσασα πᾶσαν πρᾶξιν ἀπαλλαγήσεται, ελευθερωθεῖσα καί μηκέτι χρεωστοῦσά τι τῶν προς πρᾶξιν ἐν τῷ κόσμῳ».
Τερτυλλιανού, De anima XXXV: «itaque metempsychosin necessarie imminere, si non in primo quoque vitae hius commeatu omnibus inlicitis satisfat».
[39] Ειρηναίου, Κατά αιρέσεων Ι 25.4: «et in tantum insania effrenati sunt, uti et omnia quaecumque sunt irreligiosa et inpia in potestate habere et operari se dicant. sola enim humana opinione negotia mala et bona dicunt».
Επιφανίου, Πανάριον XXVII 4.3: «φασί γάρ ὅτι ὅσα νομίζεται παρά ἀνθρώποις κακά εἶναι οὐ κακά ὑπάρχει, ἀλλά φύσει καλά (οὐδέν γάρ ἐστι φύσει κακόν). τοῖς δέ ανθρώποις νομίζεται εἶναι φαῦλα» {ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 305}.
Τερτυλλιανού, De anima XXXV: «nulli enim vitam istam rato fiery nisi universis quae arguunt eam expunctis, quia non natura quid malum habeatur sed opinione».
Θεοδώρητου Κύρρου, Αιρετικής κακομυθίας επιτομή Ι 5: «Διά πίστεως γάρ καί ἀγάπης σώζεσθαι, τά δέ λοιπά ἀδιάφορα ὄντα, κατά τήν δόξαν τῶν ἀνθρώπων, πῆ μέν ἀγαθά, πῆ δέ κακά νομίζεσθαι, οὐδενός φύσει κακοῦ ὑπάρχοντος» (PG 83.352C).
[40] Επιφανίου, Πανάριον XXVII 6.9-10 {ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 310-11}.
[41] Ed. Jean Baptiste Pitra, Spicilegium Solemense, Paris 1858, t.4 297-8.
[42] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 32.5. Επίσης Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 25.3.
Επιφανίου, Πανάριον XXVII 3.1: «Ἐπιχειροῦσι δέ οἱ τῆς ἀθεμίτου ταύτης σχολής παντοίας ἐπιχειρήσεις δεινῶν έργων καί ὀλετηρίων. μαγεῖαι γάρ παρ’ αὐτοῖς ἐπινενόηνται, ἐπῳδάς τε διαφόρους προς πᾶσαν μηχανήν ἐφηύραντο, [προς]φίλτρα <τε> καί αγώγιμα. οὐ μην δέ ἀλλά καί παρέδρους δαίμονας ἑαυτοῖς ἐπισπῶνται, εἰς τό διά πολλῆς μαγγανείας ἐν ἐξουσίᾳ μεγάλη πάντων <γενέσθαι>, <ὥστε>, φησί, κυριεύειν ὡν τε ἄν ἐθέλοι ἕκαστος καί ᾗ πράξει ἐπιχειρεῖν τολμήσειε˙» {ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 303}.
[43] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς ΙΙΙ 2.10: «Αυτά βέβαια διδάσκουν οι σπουδαίοι Καρποκρατιανοί. Αυτοί, λένε, και μερικοί άλλοι των όμοιων κακών, συναθροιζόμενοι στα δείπνα (γιατί δεν θα έλεγα εγώ τουλάχιστο “αγάπη” τη συνάθροισή τους), άνδρες μαζί και γυναίκες, αφού, λένε, κορεσθούν με άφθονα ερωτικά φαγητά, βγάζοντας από τη μέση αυτό το φως που ντρόπιαζε την πορνική τους αυτή δικαιοσύνη με το αναποδογύρισμα του λύχνου συνευρίσκονται όπως θέλουν και με όποιες θέλουν. … Τέτοια νομίζω έπρεπε ο Καρποκράτης να νομοθετεί για τη λαγνεία των σκυλιών, των χοίρων και των τράγων» (μετ. Ιγνάτιος Σακαλής, ΕΠΕ, τ.3 σελ. 353).
Επιφανίου, Πανάριον XXVII 4.5: «ποίαν δέ πράξιν δέδια πάλιν εἰπεῖν, μή βορβόρου δίκην κεκαλυμμένου ὀχετόν ἀποκαλύψω καί τισι δόξω λοιμώδους δυσοδίας ἐργάζεσθαι τήν ἐμφόρησιν. ἀλλ’ ὅμως ἐπειδήπερ ἐξ ἀληθείας συνεχόμεθα τά παρά τοῖς ἠπατημένοις ἀποκαλύψαι, σεμνότερον εἰπεῖν τε καί τῆς ἀληθείας μή ἔξω βαίνειν ἐμαυτόν καταναγκάσω. τί δέ ἀλλ’ ὅτι πᾶσαν αρρητουργίαν καί αθέμιτον πρᾶξιν, ἥν οὐ θεμιτόν ἐπί στόματος φέρειν, οὗτοι πράτττουσιν καί πᾶν εἶδος ἀνδροβασιῶν καί λαγνιστέρων ὁμιλιῶν προς γυναῖκας ἐν ἕκάστῳ μέλει σὠματος˙ μαγείας τε καί φαρμακείας καί εἰδωλολατρείας ἐκτελοῦντες τοῦτο εἶναί φασιν ἐργασίαν ἀποδόσεως τῶν ἐν τῷ σώματι ὀφλημάτων εἰς τό μηκέτι ἐγκαλεῖσθαι ἤ μέλλειν τι πράξεως ἔργον ἀπαιτεῖσθαι». {ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 305-6}.
[44] Ρωμ. 3.8.
[45] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι25.3: «Qui et ipsi ad detractionem divini Ecclesiae nominis, quemadmondum et gentes, a Satana praemissi sunt, uti secundum alium et alium modum, quae sunt illorum audientes hominess, et putantes omnes nos tales esse, avertant aures suas a praeconio veritatis: aut et videntes quae sunt illorum, omnes nos blasphement, in nullo eis communicantes, neque in doctrina, neque in moribos, neque in quotidiana conversatione. Sed vitam quidem luxoriosam, sententiam autem impiam ad velamen malitiae ipsorum nomine abutuntur, “quorum judicium justum est”, recipientium dignam suis operibus a Do retributionem» (PG 7.682A). Ομοίως Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 32.5-6.
[46] Επιφανίου, Πανάριον XXVII 3.3 {ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 302-3}.
[47] Επιφανίου, Πανάριον XXVII 5.9 {ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 308}.
[48] Κλημεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς ΙΙΙ 2.5.1-2 {ed. Otto Stählin, GCS 15 (1906) 197}.
[49] Κλημεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς ΙΙΙ 2.6.1-3 {ed. Otto Stählin, GCS 15 (1906) 198}.
[50] Κλημεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς ΙΙΙ 2.8.1-3 {ed. Otto Stählin, GCS 15 (1906) 199}.
[51] Πλάτωνος, Πολιτεία 457d: «Όλες αυτές οι γυναίκες να είναι κοινές όλων αυτών των ανδρών, και μια να μη συζεί ξεχωριστά με κανέναν. Και τα παιδιά επίσης να είναι κοινά, και ούτε ο γονιός να ξέρει το παιδί του ούτε το παιδί τον γονιό του. Αυτό, είπε, είναι δυσκολότερο από το άλλο να γίνει πιστευτό, και ως προς το εφικτό και ως προς την ωφελιμότητα. Δεν νομίζω, είπα εγώ, να μπορεί να έχει αμφιβολίες κανείς για την ωφελιμότητά του, πως δεν είναι το μεγαλύτερο αγαθό το να είναι κοινές οι γυναίκες και τα παιδιά, αν αυτό μπορεί να γίνει˙ νομίζω όμως πως θ’ αμφισβητηθεί ιδιαίτερα το αν μπορεί να πραγματοποιηθεί ή όχι» (μετ. Δ.Γ. Κολοκοντές-Ζωή Γκρουμούτη, Κάκτος, τ.3 σελ. 55).
Η θέση αυτή του Πλάτωνα είναι από τις πλέον δυσερμήνευτες. Οι W.Windelband – H. Heimsoeth θεωρούν ότι αυτό που προτείνει ουσιαστικά ο Πλάτων είναι εξομοίωση των δύο φύλων ως προς τα δικαιώματα και τα καθήκοντά τους. Βλ. σχετ. Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας, μετ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλου, Αθήνα 1980, τ. Α’ σελ. 148 & 319.
Αξίζει να σημειωθεί ότι πολλές από τις προτάσεις που διατυπώθηκαν στην Πολιτεία , δεν επαναλήφθηκαν στο έργο που εκφράζει την αναθεωρημένη πολιτική θεωρία του, δηλ. στους Νόμους. Δεν επαναλήφθηκαν για παράδειγμα, οι προτάσεις για κοινοκτημοσύνη γυναικών και παιδιών, για κατάργηση της ιδιοκτησίας – την οποία προτείνει και ο Επιφάνης -, εγκαταλείφθηκε ακόμη και η ιδέα για κυριαρχία των φιλοσόφων. Βλ. σχετ. Τσέλλερ – Νεστλε, Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας, μετ. Χ. Θεοδωρίδη, Εστία 132000, σελ. 182.
[52] Κλήμεντος Αλεξανδρέως Στρωματεις ΙΙΙ 2.10.2: «Και νομίζω έχει παρερμηνεύσει και τον Πλάτωνα που είπε στην Πολιτεία να είναι οι γυναίκες κοινές σε όλους. Να είναι κοινές πριν από το γάμο σ’ εκείνους που πρόκειται να τις ζητήσουν, όπως και το θέατρο, λέγει, είναι κοινό στους θεατές. Κάθε γυναίκα όμως είναι εκείνου που πρόλαβε και την πήρε και όποια έχει κάνει γάμο δεν είναι πια κοινή» {ed. Otto Stählin, GCS 15 (1906) 200}.
[53] Κλήμεντος Αλεξανδρέως Στρωματεις ΙΙΙ 2.15.2 {ed. Otto Stählin, GCS 15 (1906) 197}.
[54] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 31.1: «Alii autem rursus Cain a superior principalitate dicunt; et Esau, et Core, et Sodomitas, et omnes tales cognates suos confitentur; et propter hoc a factore impugnatos, neminem ex eis male acceptos» (PG 7.704B).
Ψευδο-Τερτυλλιανός, Adversus omnes haereses 2: «et ipsi enim magnficant Cain, quasi ex quodam potenti virtute conceptum quae operata sit in ipso. nam Abel ex inferior virtute conceptum procreatum et ideo inferior repertum».
Θεοδώρητος Κύρρου, Αιρετικής κακομυθίας επιτομή Ι 15: «ἄλλοι δέ οὕς Καϊνούς ὀνομάζουσι καί τόν Κάϊν φασίν ἐκ τῆς ἄνωθεν αὐθεντίας λελυτρῶσθαι καί τον Ἠσαῦ καί τόν Κορέ καί τους Σοδομίτας καί πάντας δέ τους τοιούτους συγγενεῖς ἰδίους ὁμολογοῦσι» (PG 83.368B).
Επιφανίου, Πανάριον XXXVIII 1.2: «Οὗτοι φασι τόν Κάϊν ἐκ τῆς ἰσχυροτερας δυνάμεως ὑπάρχειν καί τῆς ἄνωθεν αὐθεντίας, ἀλλά καί τόν Ἠσαῦ καί τους περί Κορέ καί τους Σοδομίτας, τόν δέ Ἄβελ ἐκ τῆς ἀσθενεστέρας δυνάμεως εἶναι˙» {ed. Karl Holl, GCS 31 (1922) 63}.
[55] Επιφανίου, Πανάριον XXXVIII 1.3: «σεμνύνονται γάρ συγγνεῖς εἶναι τοῦ Κάϊν καί τῶν Σοδομιτῶν καί Ἠσαῦ καί Κορέ. καί οὗτοι, φασίν, εἰσί τῆς τελείας καί ἄνωθεν γνώσεως. διό καί τόν ποιητήν τοῦ κόσμου τούτου φασί περί τήν τούτων ἀνάλωσιν ἐσχολακότα μηδέν δεδυνῆσθαι αὐτούς βλάψαι… προς ἑαυτήν γάρ ἡ Σοφία αὐτούς προσήκατο, ἰδίους αὐτῆς ὄντας».
[56] Επιφανίου, Πανάριον XXXVIII 3.4: «ἄλλοι δέ τῶν αὐτῶν˙ οὐχί, φασίν, ἀλλά ἀγαθόν αὐτόν ὄντα παρέδωκεν κατά τήν ἐπουράνιον γνῶσιν. ἔγνωσαν γάρ, φασίν, οἱ ἄρχοντες ὅτι ἐάν ὁ Χριστός παραδοθῇ σταυρῷ κενοῦται αὐτῶν ἡ ἀσθενής δύναμις. καί τοῦτο, φησί, γνούς ὁ Ἰούδας ἔσπευσεν καί πάντα ἐκίνησεν ὥστε παραδοῦναι αὐτόν, ἀγαθόν ἔργον ποιήσας ἡμῖν εἰς σωτηρίαν. καί δεῖ ἡμᾶς ἐπαινεῖν καί ἀποδιδόναι αὐτῷ τόν ἔπαινον, ὅτι δι’ αὐτοῦ κατασκευάσθη ἡμῖν ἡ τοῦ σταυροῦ σωτηρία καί ἡ διά τοιαῦτης ὑποθέσεως τῶν ἄνω ἀποκάλυψις» {ed. Karl Holl, GCS 31 (1922) 66}.
Ψευδο-Τερτυλλιανού Adversus omnes haereses 2: «et alii sic contra disputant et dicunt: quia potestates huius mundi nolebant pati Christum ne humano generi per mortem ipsius salus pararetur, saluti consulens generis humani tradidit Christum, ut salus, quae impediebatur per virtutes quae obsistebant ne pateretur Christus, impediri omnimo non posset et ideo per passionem Christi non posset salus humani generis retardari»
[57] Επιφανίου, Πανάριον XXXVIII 3.3: «οἱ μέν γάρ λέγουσι διά τό πονηρόν εἶναι τόν Χριστόν παραδοθῆναι αὐτόν ὑπό τοῦ Ἰούδα, βουλόμενον διαστρέφειν τά κατά τόν νόμον» {ed. Karl Holl, GCS 31 (1922) 65}.
Ψευδο-Τερτυλλιανού, Adversus omnes haereses 2: «quidam enim ipsorum gratiarum actionem Judae propter hanc causam reddendam putant. animadvertens enim inquiunt Judas, quod Christus vellet veritatem subvertere, tradidit illum, ne subverti veritas posset.»
[58] Επιφανίου, Πανάριον XXXVIII 1.6. Επίσης Ειρηναίου, Έλεγχος I 31.1: «nec enim aliter salvari eos nisi per omnia eant, quemadmodum et Carpocrates dixit.» (PG 7.704B).
[59] Επιφανίου, Πανάριον XXXVIII 2.1 {ed. Karl Holl, GCS 31 (1922) 64}.
[60] Επιφανίου, Πανάριον XXXVIII 2.2 {ed. Karl Holl, GCS 31 (1922) 64}.
Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 31.2: «et in unoquoque peccatorum et turpium operationum angelum assistere et operantem audire audaciam et immunditiam ifere, id quod inest ei operationi angeli nomine dicere: O tu angele, abutor opera tuo; o tu illa potestas, perficio tuam operationem. et hoc esse scientiam perfectam sine tremor in tales abire operations, quas ne nominare quidem fas est» (PG 7.705A).
[61] Επιφανίου, Πανάριον XXXVIII 1.5: «ὤστε καί συνταγμάτιον τι φέρειν ἐξ ὀνόματος αὐτοῦ, ὅ εὐαγγέλιον τοῦ Ἰούδα καλοῦσι». Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 31.1: «et confictionem afferent huiusmundi, Judae evangelium illud vocantes».
[62] Επιφανίου, Πανάριον XXXVIII 2.5: «πάλιν δε ἄλλο συνταγμάτιον ἄλλοι πλάττουσιν ἐξ ὀνόματος Παύλου τοῦ ἀποστόλου, ἀρρητουργίας ἔμπλεον, ᾦ καί οἱ Γνωστικοί λεγόμενοι χρῶνται, ὅ Ἀναβατικόν Παύλου καλοῦσι, τήν πρόφασιν εὑρόντες ἀπό τοῦ λέγειν τόν ἀπόστολον ἀναβεβηκέναι ἕως τρίτου οῦρανοῦ καί ἀκηκοέναι ἄρρητα ῥήματα, ἅ οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι».
Μιχαήλ Γλυκά, Βίβλος Χρονική 2: «καί βιβλίον δέ παρ’ αὐτοῖς Ἀναβατιανόν λεγόμενον, περιέχον ἅ εἶδεν ὁ Παύλος καθ’ ὅν ἀνέβη καιρόν εἰς τρίτον οὐρανόν. βιβλίον δέ τό τοιοῦτόν ἐστι παρ’ αὐτοῖς, ὅτι οὐ προσέσχον τῷ μεγάλῳ Παύλῳ, ῥήματα μέν ἀκοῦσαι λέγοντι κατ’ ἐκεῖνο καιροῦ, μή ἐξεῖναι δέ ταῦτα γλώσσαις ανθρώπων λαλῆσαι. ὅτι δέ τά ῥήματα ἐκεῖνα οὔτε ἐλαλήθησαν οὔτε τινί μέχρι τοῦ νῦν εγνώσθησαν, καί ὁ θεολόγος Γρηγόριος ἐν τῷ περί θεολογίας λόγῳ αὐτοῦ δείκνυσιν οὕτως εἰπών “εἰ μέν οὖν ἔκφορα γέγονεν ἅ τῷ Παύλῳ παρέσχεν ὁ τρίτος οὐρανός καί ἡ μέχρι ἐκείνου πρόοδος, τάχα ἄν περί θεοῦ πλέον ἔγνωμεν”. ἀλλά καί ὁ χρυσορρήμων Ἰωάννης ἐν ταῖς εἰς τήν ἑξαήμερον αὐτοῦ ὁμιλίαις οὕτω φησίν “εἰ ὁ μέγας Παῦλος ὁ τῶν ἀρρήτων ἐκείνων ῤημάτων ἀκοῦσαι καταξιωθείς, ὧν μέχρι τῆς σήμερον οὐδείς ἄλλος ἤκουσε, γράφων ἔλεγεν ὑποπιάζω μου τό σῶμα καί δουλαγωγῶ, τί ἄν εἴποιμεν ἡμεῖς” καί περί τούτων οὕτως». {ed I. Bekker ,CSHB 24 (1837) 226-7}. Του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου το απόσπασμα από τον Λόγο ΚΗ, Θεολογικός Δεύτερος §20 (PG 36.52C). Του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου από τον ΚΒ’ Λόγο εις την Γένεσην §7 (PG 53.196).
[63] Ιωαν. 6.70.
[64] Επιφανίου, Πανάριον XXXVIII 3.8.
[65] Επιφανίου, Πανάριον XXXVIII 4.6.
[66] Ματθ. 23.35.
[67] Επιφανίου, Πανάριον XXXVIII 5.5.
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος
4.2.1 Προοίμιο
Από τα πρώτα ερωτηματικά, που προέκυψαν μόλις το ευαγγελικό κήρυγμα άρχισε να διαδίδεται στους Εθνικούς, ήταν η σχέση του Χριστιανισμού και των Χριστιανών με τον μωσαϊκό νόμο. Για τους Ιουδαίους Χριστιανούς το κήρυγμα των Αποστόλων Παύλου ήταν σκανδαλώδες[1]. Δεν μπορούσαν να δεχθούν ότι η προσέλευση στον Χριστιανισμό ήταν δυνατή χωρίς περιτομή. Ο απόστολος Παύλος αποφάσισε τότε να παρουσιαστεί ενώπιον των προκρίτων των Αποστόλων, Πέτρου, Ιακώβου και Ιωάννη, παραλαμβάνοντας μαζί του και τον νεοφώτιστο Τίτο:
«Καί γνόντες τήν χάριν τήν δοθεῖσάν μοι, Ιάκωβος καί Κηφᾶς καί Ἰωάννης, οἱ δοκοῦντες στῦλοι εἶναι, δεξιάς ἐδωκάν ἐμοί καί Βαρνάβα κοινωνίας, ἵνα ἡμεῖς εῖς τά ἔθνη, αὐτοί δέ εἰς τήν περιτομήν.» (Γαλάτ. 2.9)
Αλλά η έκβαση αυτή δεν ευχαρίστησε μερικούς εκ των εξ Ιουδαίων Χριστιανών, ειδικά αυτούς που πριν ήταν Φαρισαίοι. Αξίωναν άμεση και επίσημη λύση του θέματος. Γι’ αυτό συνεκλήθη η Αποστολική Σύνοδος. Αυτή διαπίστωσε την αδυναμία της σωτηρίας δια της τηρήσεως του Νόμου, και αποφάσισε τα τέσσερα σημεία υποχρεωτικής τήρησης:
«Ἔδοξε γάρ τῷ Αγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν μηδέν πλέον ἐπιτίθεσθαι ὑμῖν βάρος πλήν τῶν ἐπάναγκες τούτων, ἀπέχεσθαι εἰδωλοθύτων καί αἵματος καί πνικτοῦ καί πορνείας˙ εξ ὧν διατηροῦντες ἑαυτούς εὖ πράξετε.» (Πραξ. 15.28-29)
Στο στάδιο αυτό έγινε η απεξάρτηση των εξ Εθνικών Χριστιανών, από τον Νόμο. Την καταστροφή του Ναού και της Ιερουσαλήμ από τις ρωμαϊκές λεγεώνες, ακολούθησε η απεξάρτηση και των εξ Ιουδαίων Χριστιανών. Υπήρξαν, όμως μερίδες ζηλωτών που δεν αποδέχθηκαν την δεύτερη αποδέσμευση, αποστασιοποιήθηκαν από τις αποφάσεις της Εκκλησίας και πλησίασαν το περιθώριο αυτής.
Αρχικά, μοναδικό χαρακτηριστικό τους, ήταν η ακριβής τήρηση του Νόμου, χωρίς να απαιτούν το ίδιο και από τους υπόλοιπους Χριστιανούς. Αργότερα όμως, υπεισήλθαν και άλλα στοιχεία που απομάκρυναν την διδασκαλία τους από την ορθή, και την μετάλλαξαν σε αίρεση.
4.2.2 Εβιωναίοι
Οι Εβιωναίοι ήταν ιουδαιοχριστιανική σέκτα, που εμφανίστηκε πολύ νωρίς στην Παλαιστίνη. Το όνομά τους προέρχεται από την εβραϊκή λέξη Εβιωνείμ, που σημαίνει «οι φτωχοί».
«…μηδέ τοῦτο κατανοήσας (σ.σ. ο Κέλσος), ὅτι οἱ άπό Ἰουδαίων είς τόν Ἰησοῦν πιστεύοντες οὐ καταλελοίπασι τόν πάτριον νόμον. βιοῦσι γάρ κατ’ αὐτόν, έπώνυμοι τῆς κατά τήν ἐκδοχήν πτωχείας τοῦ νόμου γεγενημένοι. Ἐβίων τε γάρ ὁ πτωχός παρά Ἰουδαίοις καλεῖται, Ἐβιωνεαῖοι χρηματίζουσιν οἱ ἀπό Ἰουδαίων τόν Ἰησοῦν ὡς Χριστόν παραδεξάμενοι[2]».
Ο Ωριγένης μιλά επίσης για «διττούς Εβιωναίους»:
«οὗτοι δ’ εἰσίν οἱ διττοί Εβιαναῖοι, ἤτοι εκ παρθένου ὁμολογούντες ὁμοίως ἡμῖν τόν Ἰησοῦν ἤ οὐχ οὕτω γεγεννῆσθαι ἀλλά ἀπό τους λοιπούς ἀνθρώπους[3]».
Δηλαδή, για τους μεν, ότι αποδέχονταν την εκ Παρθένου γέννηση, για τους δε, ότι δεν δέχονταν ούτε την εκ Παρθένου γέννηση. Την διαφορά διευκρινίζει καλύτερα ο Ευσέβιος Καισαρείας:
«Ἄλλοι δέ παρά τούτους τῆς αὐτῆς ὄντες προσηγορίας, τήν μέν τῶν εἰρημένων ἔκτοπον διεδρίδασκον ἀτοπίαν, ἐκ παρθένου καί ἁγίου Πνεύματος μή αρνούμενοι γεγονέναι τόν Κύριον, οὐ μη ἔθ’ ὅμοίως καί οὗτοι προϋπάρχειν αὐτόν Θεόν Λόγον ὄντα καί σοφίαν ὁμολογοῦντες, τῇ των προτέρων περιτρέποντο δυσσεβείᾳ, μάλιστα ὅτε καί τήν σωματικήν περί τόν νόμον λατρείαν ὅμοίως ἐκείνοις περιέπειν ἐσπούδαζον[4]».
Συνεπώς, η μια ομάδα δέχονταν την εκ Παρθένου σύλληψη αλλά όχι την προΰπαρξη του Θεού Λόγου, ενώ η δεύτερη δεν δέχονταν ούτε την εκ Παρθένου σύλληψη. πρώτη ομάδα ήταν οι Ναζωραίοι, η δεύτερη οι Εβιωνίτες[5].
Ο άγιος Ιουστίνος κάνει αναφορά σε ανθρώπους Ιουδαίους, οι οποίοι δέχονταν τον Χριστό και υποχρέωναν τους εξ Εθνών να τηρούν τον Νόμο[6]. Ίσως να πρόκειται για Εβιωναίους. Αυτό δεν είναι ξεκάθαρο, διότι για πρώτη φορά το όνομα απαντάται στον άγιο Ειρηναίο[7]. Ο άγιος Επιφάνιος δέχεται αιρεσιάρχη Εβίωνα, ο οποίος μάλιστα κήρυξε μέχρι την Ρώμη:
«Οὗτος μέν οὖν ὁ Ἐβίων καί αὐτός ἐν τῇ Ἀσία ἔσχεν το κήρυγμα καί Ῥώμη, τάς δέ ῥίζας τῶν ἀκανθωδῶν παραφυάδων ἔχουσιν ἀπό τε τῆς Ναβαταῖας καί Πανεάδος τό πλεῖστον, Μωαβίτιδός τε καί Κωκάβων ἐν τῇ Βαανίτιδι γῇ ἐπέκεινα Ἀδραῶν, ἀλλά καί ἐν Κύπρῳ[8]».
Σε αυτές τις περιοχές επεκτάθηκε η αίρεση. Η Ρώμη δείχνει εντελώς έξω, οπότε θεωρείται απίθανο να υπήρχε οργανωμένη κοινότητα εκεί. Αντίθετα, η Κύπρος δείχνει να είναι το όριο. Πάντως την εποχή του Θεοδώρητου Κύρου είχαν εκλείψει.
4.2.2α Εβίων
Πολλοί από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς δέχονταν την ύπαρξη αιρεσιάρχη Εβίωνα. Πρώτος αναφέρει αυτόν ο Τερτυλλιανός σε διάφορα έργα[9]. Έτσι στο έργο De praescriptione haereticorum του Τερτυλλιανού, αναφέρεται μαζί με τον Μαρκίων και των Σίμωνα, ως γνωστικός, και όχι ως ιουδαΐζων. Ο ίδιος συγγραφέας πίστευε ότι η Προς Γαλάτας επιστολή του αποστόλου Παύλου αναφέρονταν σ’ αυτούς όταν μιλούσε για τους τηρητές του Νόμου[10]. Στο αμφίβολο έργο του Libellus adversus omnes haereses λέει ότι αυτός ήταν διάδοχος του Κήρινθου:
«Huius successor Ebion fuit, Cerinthonon in omni parte consentiens, quod a deo dicat mundum, non ab angelis factum, et quia scriptum sit, Nemo discipulus super magistrum, nec servus super dominum, legem etiam proponit, scilicet ad excludendum evangelium et vindicandum Iudaismum[11]».
Ο άγιος Ιερώνυμος πίστευε επίσης, ότι ο Εβίων ήταν διάδοχος του Κήρινθου. Τον τοποθετεί χρονικά σε εποχή που ο απόστολος Ιωάννης ήταν ακόμη ζωντανός[12]. Στο De viris illustribus θεωρεί ότι ο απόστολος Ιωάννης έγραψε το Ευαγγέλιο, ως απάντηση στους αιρετικούς, τον Κήρινθο και κυρίως τους Εβιωναίους, διότι αυτοί ισχυρίζονταν ότι ο Χριστός δεν ήταν προγενέστερος της Παρθένου.
«Ἰωάννης ὅν ὁ Ἰησοῦς πάνυ ἠγάπησεν, υἱός Ζεβεδαίου, ἀδελφός Ἰακώβου τοῦ ὑπό Ἠρώδου μετά τό πάθος τοῦ Κυρίου ἀποκεφαλισθέντος, ἔσχατος πάντων ἔγραψεν εὐαγγέλιον παρακληθείς παρά τῶν τῆς Άσίας Έπισκόπων, καί κατά Κηρίνθου καί ἄλλων αἱρετικῶν, καί μάλιστα τηνικαῦτα τοῦ τῶν Ἐβιωνιτῶν δόγματος ἀνακύψαντος, τῶν φασκόντων τόν Χριστόν προς Μαρίας μή γεγενῆσθαι.» (De viris illustribus 9)
Σε άλλο έργο του γράφει ότι ο Εβίων είχε κάνει δικιά του μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης[13]. Διασώζει μία μοναδική πληροφορία για το βάπτισμα του Εβίωνα[14].
Ο Φιλάστριος δέχεται επίσης την ύπαρξη του Εβίωνα, και τον θεωρεί διάδοχο του Κήρινθου[15]. Η καταγραφή του έχει ειδική σημασία διότι μαζί με την καταγραφή του Επιφανίου, παραπέμπει την πληροφορία στην κοινή πηγή τους που θεωρείται το χαμένο Σύνταγμα του Ιππολύτου. Αυτό στην ουσία, ανάγει την μεταγενέστερη καταγραφή σε πρώιμους συγγραφείς.
Πραγματικά η αναφορά του Ιππολύτου στον Εβίωνα είναι έμμεση:
«Θεόδοτος δέ τις ὤν Βυζάντιος εἰσήγαγεν αἵρεσιν καινήν, φάσκων τά περί μέν τῆς τοῦ παντός αρχῆς σύμφωνα ἐκ μέρους τοῖς τῆς ἀληθοῦς ἐκκλησίας, ὑπό τοῦ θεοῦ πάντα ὁμολογῶν γεγονέναι, τόν δέ Χριστόν ἐκ τῆς τῶν γνωστικῶν Κηρίνθου καί Ἐβίωνος σχολής ἀποσπάσας φάσκει τοιοῦτῳ τινί τρόπῳ πεφηνέναι[16].»
Γενικά, δεν γίνεται αποδεκτό ότι υπήρξε Εβίωνας.
4.2.2β Διδασκαλία
Ήδη αναφέρθηκαν δύο σημεία της διδασκαλίας των Εβιωναίων. Το πρώτο αφορά την άρνηση τους να δεχθούν την εκ Παρθένου γέννηση του Χριστού. Καταγράφεται από τον Ωριγένη[17], τον Ευσέβιο Καισαρείας[18] και έμμεσα από τον Ιππόλυτο[19]. Ο άγιος καταλογίζει άρνηση της εκ Παρθένου γεννήσεως του Κυρίου στον Θεόδοτο, για τον οποίον είχε ήδη πει ότι ακολουθεί τα δόγματα των Εβιωναίων.
Ο άγιος Επιφάνιος αποδίδει την διδασκαλία αυτή στον Εβίωνα:
«Οὗτος γάρ ὁ Ἐβίων σύγχρονος μέν τούτων ὑπῆρχεν, ἀπ’ αὐτῶν δέ σύν αὐτοῖς <ὤν> ὁρμᾶται. τά πρῶτα δέ ἐκ παρατριβῆς καί σπέρματος ἀνδρός, τουτέστιν τοῦ Ιωσήφ, τόν Χριστόν γεγεννῆσαι ἔλεγεν[20]˙»
Συνεχίζοντας, όμως, αναφέρει ότι σταδιακά οι Εβιωνίτες δέχτηκαν επιρροές από τον Ηλξαίον, για τον οποίο θα μιλήσουμε παρακάτω:
«ἐκ χρόνου δέ τινος καί δεῦρο οἱ αὐτοῦ, ὡς εἰς ἀσύστατον καί αμήχανον τρέψαντες τόν ἴδιον νουν ἄλλοι ἄλλως παρ’ αὐτοῖς περί Χριστοῦ διηγοῦνται˙ τάχα δέ οἶμαι ἀπό τοῦ συναφθῆναι αὐτοῖς Hλξαίον τόν ψευδοπροφήτην τόν παρά τοῖς Σαμψηνοῖς και Ὀσσηνοῖς καί Ἐλκεσαίοις καλουμένοις,…[21]»
Για τις χριστολογικές πεποιθήσεις των Εβιωνιτών, ζήτημα εγείρεται στο κατά πόσο αυτές ακολουθούσαν ή όχι, τις διδασκαλίες του Κήρινθου και του Καρποκράτη. Ο άγιος Ειρηναίος γράφει ότι δεν ταίριαζαν (non similiter[22]) οι απόψεις τους. Και ακολουθεί σιωπή, ενώ θα έπρεπε να συζητήσει τουλάχιστον τις διαφορές. Φέρεται δηλαδή σαν να έγραψε ότι ταιριάζουν.
Στην συνέχεια, ο άγιος Ιππόλυτος, ενώ ακολουθεί τον άγιο Ειρηναίο, γράφει ότι οι απόψεις τους στο θέμα ταιριάζουν:
«Ἐβιωναῖοι δέ ὁμολογοῦσι <μεν> τόν κόσμον ὑπό τοῦ ὄντως θεοῦ γεγονέναι, τά δέ περί τόν Χριστόν ὁμοίως τῷ Κηρίνθῳ καί Καρποκράτει μυθεύουσιν[23]».
Αυτή η αντίφαση υποχρεώνει ν’ απορρίψουμε την λέξη “non” από το κείμενο του αγίου Ειρηναίου, ως εμβόλιμη. Υπάρχουν και αυτοί που υποστηρίζουν, ότι ο Ειρηναίος δεν αναφέρεται στις απόψεις των Εβιωναίων για τον Χριστό, αλλά για τον Ιησού, τον οποίον θεωρούσαν υιό του Ιωσήφ, οπότε πρέπει να διατηρηθεί η γραφή. Αλλά μια τέτοια διάκριση δεν μπορεί να υπήρξε ούτε στο γραπτό του αγίου, ούτε στο μυαλό του. Αν έπρεπε να αναφερθεί σ’ αυτήν θα το έκανε με ξεκάθαρο τρόπο και δηλώνοντας την αντίθεσή του, ως συνήθως. Εξάλλου δεν είναι ίδιον ενός αντιαιρετικού συγγραφέα ν’ αφήνει ασάφειες. Δηλαδή, δεν έγραψε το κείμενο ένας Εβιωναίος, ώστε ν’ αναρωτιόμαστε, τι θεωρεί δεδομένο και τι όχι, και πώς να το εκλάβουμε. Το έγραψε Ορθόδοξος άγιος, που όταν γράφει “Dominum”, εννοεί τον θεάνθρωπο Ιησού Χριστό. Άρα η δεύτερη ερμηνεία είναι απίθανη.
Στον άγιο Επιφάνιο βρίσκουμε πιο αναλυτικά τις χριστολογικές δοξασίες των Εβιωναίων. Γι’ αυτούς ο Ιησούς ήταν υιός του Ιωσήφ και της Μαρίας. Γεννήθηκε με φυσικό τρόπο και όχι εκ Παρθένου[24]. Μερικοί πάλι, δέχονταν ότι ο Αδάμ ήταν ο Χριστός. Πλάσθηκε μεν Αδάμ, εισήλθε όμως μέσα του ο Χριστός με το εμφύσημα του Θεού[25]. Είναι δηλαδή ο Χριστός κτίσμα του Θεού και όχι Θεός. Πρόκειται για δοξασία που δανείσθηκαν από τους Ελκεσαΐτες[26]. Άλλοι Εβιωναίοι θεωρούσαν τον Χριστό ως το πρώτο κτίσμα. Ήταν ο Κύριος των αγγέλων, ένας των αρχαγγέλων[27] και χρησιμοποιούσε το σώμα του Αδάμ για να εμφανίζεται στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη.
Δέχονταν ως ψιλό άνθρωπο τον Ιησού, στον οποίο εισήλθε ο Ιησούς με την μορφή περιστεράς κατά την Βάπτισή του[28]. Σε άλλο σημείο προσθέτουν ότι ο Ιησούς, αν και κτίσμα, ονομάσθηκε υιός του Θεού κατ’ εκλογήν[29]. Και μάλιστα επιλέχθηκε λόγω της αρετής του βίου του[30].
Με το να παρουσιάζουν, όμως, τον Χριστό ως κτίσμα και αρχάγγελο, τον εξομοίωναν με τον διάβολο. Για τον δεύτερο μάλιστα έλεγαν ότι είναι άρχων του παρόντος αιώνος, ενώ ο Χριστός του μέλλοντος. Και αυτό έγινε ύστερα από συμφωνία και αίτηση ααμφοτέρων[31].
Δεύτερο σημείο της διδασκαλίας τους, που αναφέρθηκε και παραπάνω αφορά την τήρηση του Νόμου. Ο άγιος Ιππόλυτος καταγράφει:
«ἔθεσιν Ἰουδαϊκοῖς ζῶσι, κατά νόμον φάσκοντες δικαιοῦσθαι καί τόν Ἰησοῦν λέγοντες δεδικαιῶσθαι ποιήσαντα τόν νόμον˙ διό καί Χριστόν αὐτόν τοῦ θεοῦ ὠνομάσθαι καί Ἰησοῦν, ἐπει μηδείς τῶν <ἑτέρων> ἐτέλεσε τόν νόμον˙ εἰ γάρ καί ἕτερός τις πεποιήκει τά ἐν νόμῳ προστεταγμένα, ἦν ἄν ἐκεῖνος ὁ Χριστός».
Έμμεσα έτσι παραδέχονταν ότι δεν ήταν δυνατή η τήρηση όλου του Νόμου. Θα δούμε παρακάτω ποιες διατάξεις τηρούσαν. Απόρροια της παραπάνω πεποιθήσεως ήταν η αντιπάθειά τους προς τον απόστολο Παύλο. ο άγιος Ειρηναίος αφιερώνει ολόκληρο κεφάλαιο από το τρίτο βιβλίο του έργου του, καταδεικνύοντας το άτοπο και απαράδεκτο της απόρριψης του αποστόλου Παύλου[32].
Ο Ευσέβιος κάνει τον διαχωρισμό ανάμεσα στους Ναζωραίους (τους αποκαλεί επίσης Εβιωναίους) και στους Εβιωναίους. Και οι δυο ομάδες δέχονταν την τήρηση του Νόμου. Για τους δεύτερους αναφέρει:
«τῇ τῶν προτέρων περιετρέποντο δυσσεβείᾳ, μάλιστα ὅτε καί τήν σωματικήν περί τόν νόμον λατρείαν ὁμοίως ἐκείνοις περιέπειν εσπούδαζον. Οὗτοι δέ τοῦ μέν Αποστόλου πάμπαν τάς ἐπιστολάς ἀρνητέας ἡγοῦντο εἶναι δεῖν, αποστάτην αποκαλοῦντες αὐτόν τοῦ νόμου[33],» Στον άγιο Επιφάνιο είναι καταγεγραμένη μια ιστορία που διέδιδαν οι Εβιωναίοι, ότι τάχα ο απόστολος Παύλος ήταν Έλληνας:
«εἶτα φάσκουσιν αὐτόν εἶναι ἕλληνα καί ἑλληνίδος μητρός καί ἕλληνος πατρός παῖδα, ἀναβεβηκέναι δέ είς τά ἱεροσόλυμα καί χρόνον ἐκεῖ μεμενηκέναι, ἐπιτεθυμηκέναι δέ θυγατέρα τοῦ ἱερέως προς γάμον ἀγαγέσθαι καί τούτου ἕνεκα προσύλητον γενέσθαι καί περιτμηθῆναι. καί μηκέτι λαβόντα τήν τοιαύτην κόρην ὠργίσθαι καί κατά περιτομῆς γεγραφέναι καί κατά σαββάτου νομοθεσίας[34].»
Με τέτοια παραμύθια συκοφαντούσαν τον Απόστολο, διότι επέμεναν εγωιστικά στην τήρηση του νόμου, ενώ η Εκκλησία είχε απαλλάξει τους πιστούς από αυτήν.
4.2.2γ Έθιμα
Παρακάτω αναφέρει περιληπτικά τα έθιμά τους:
«καί τό μέν Σάββατον καί τήν ἄλλην ἰουδαϊκήν ἀγωγήν ὁμοίως ἐκείνοις παρεφύλαττον, ταῖς δέ αὖ Κυριακαῖς ἡμέραις ἡμῖν τά παραπλήσια είς μνήμην τῆς σωτηρίου ἀναστάσεως ἐπετέλουν[35].»
Ο άγιος Επιφάνιος τονίζει ότι η τήρηση του Νόμου από τους Εβιωνίτες έμοιαζε περισσότερο με εκείνη των Σαμαρειτών, παρά των Ιουδαίων[36]. Τηρούσαν τον σαββατισμό, και την περιτομή. Τηρούσαν συχνούς βαπτισμούς, ειδικά ύστερα επαφή με ξένους ή συνεύρεση με γυναίκες. Αν πάλι καθώς ανέρχονταν από το βάπτισμα, συναντούσαν κάποιον, έπρεπε πάλι να ανατρέξουν στο βάπτισμα[37]. Διέδιδαν μάλιστα, ψευδώς ότι ο απόστολος Πέτρος βαπτίζονταν καθημερινά, χάριν αγνισμού[38]. Ενώ πρώτα αποδέχονταν την παρθενία, χάριν του Ιακώβου του Αδελφοθέου, στην συνέχεια απέρριψαν αυτήν μαζί με την εγκράτεια, όπως και άλλες γνωστικές ομάδες[39]. Απέφευγαν την κρωφαγία, διότι έλεγαν ότι το κρέας προέρχεται από την επιμιξία των σωμάτων[40].
Το σημείο στο σημείο αποστασιοποιούνταν από τον ιουδαϊκό νόμο, αφορούσε τις θυσίες. Οι Εβιωναίοι απέρριπταν τις θυσίες που ζητούσε ο Νόμος σε διάφορες περιστάσεις. Στο ευαγγέλιο τους ανέφεραν ότι ο Χριστός ήρθε για να καταργήσει τις θυσίες, και αν δεν έπαυαν να θυσιάζουν δεν θα σταματούσε η τιμωρία τους[41]. Συνάμα δεν αναγνώριζαν κανέναν άλλο προφήτη μετά τον Μωυσή, παρά μόνο τον Χριστό.
Ανάγκαζαν ους νέους να παντρεύονται νωρίς, με προτροπή των δασκάλων τους. Επέτρεπαν το διαζύγιο και καθένας μπορούσε να συνάψει μέχρι επτά γάμους. Οι γάμοι γίνονταν στις δικές τους εκκλησίες, τις αποκαλούμενες συναγωγές, τις οποίες επάνδρωναν με πρεσβύτερους και αρχισυναγώγους[42]. Τελούσαν ευχαριστία με άρτο και ύδωρ, διότι απέφευγαν τον οίνο (υδροπαραστάτες).
4.2.2δ Συγγράμματα
Ο άγιος Ειρηναίος[43] αναφέρει ότι οι Εβιονίτες χρησιμοποιούσαν το Κατά Ματθαίον αποκλειστικά. Ο Ευσέβιος Καισαρείας[44], από την πλευρά του, πληροφορεί ότι χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά το Καθ’ Εβραίους. Ο άγιος Επιφάνιος εξηγεί ότι δέχονταν μεν το Κατά Ματθαίον, αλλά με κείμενο στην εβραική γλώσσα, και όχι ολόκληρο, αλλά κάποια τμήματα:
«καί δέχονται μέν καί αυτοί τό κατά Ματθαίον ευαγγέλιον. … καλοῦσι δέ αὐτό κατά Ἑβραίους, ὡς τά ἀληθῆ ἔστιν εἰπεῖν, ὅτι Ματθαῖος μόνος Ἑβραϊστί καί Ἑβραϊκοῖς γράμμασιν ἐν τῇ καινῇ διαθήκῃ ἐποιήσατο τήν τοῦ εύαγγελίου ἔκθεσίν τε καί κήρυγμα[45].»
Όπως οι Καρποκρατιανοί και ο Κήρινθος απέκοπταν την αρχή του Ευαγγελίου, που αναφέρεται στην γενεαλογία και την γέννηση του Ιησού, και ξεκινούσαν το κείμενο απ’ ευθείας από της Βαπτίσεως[46]. Η πιθανότητα να χρησιμοποιούσαν και το Κατά Ιωάννην μεταφρασμένο στα εβραϊκά[47] είναι μηδαμινή, διότι το συγκεκριμένο διδάσκει ακριβώς τα αντίθετα, απ’ ότι οι Εβιωνίτες.
Χρησιμοποιούσαν ένα έργο που του απέδιδαν το πλαστό όνομα Περίοδοι Πέτρου και το απέδιδαν στον άγιο Κλήμη Ρώμης:
«Χρῶνται δέ καί ἄλλαις βίβλοις, δῆθεν ταῖς Περιόδοις καλούμεναις Πέτρου ταῖς διά Κλήμεντος γραφείσαις, νοθεύσαντες μέν τά ἐν αὐταῖς, ὀλίγα δέ ἀληθινά ἐάσαντες, ὡς αὐτός Κλήμης αὐτούς κατά πάντα ἐλέγχει ἀφ’ ὧν ἔγραψεν ἐπιστολῶν ἐγκυκλίων τῶν ἐν ταῖς ἁγίαις ἐκκλησίαις αναγινωσκομένων, ὅτι ἄλλον ἔχει χαρακτήρα ἡ αὐτοῦ πίστις καί ὁ λόγος παρά τα ὑπό τούτων εἰς ὄνομα αὐτοῦ ἐν ταῖς Περιόδοις νενοθευμένα[48].»
Το έργο αυτό ανήκει στον κύκλο των Κλημεντείων, πλαστών έργων που χρησιμοποιούσαν το όνομα του Κλήμη Ρώμης για να διαδώσουν αιρετικές διδασκαλίες. Ο Ωριγένης το είχε υπόψη του σε κάποια αρχική μορφή[49], ενώ ο Επιφάνιος το γνώρισε ολοκληρωμένο. Άλλοι μελετητές θεωρούν ότι αναφέρεται στο Επιδήμια Κηρύγματα Πέτρου, αλλά το πιθανότερο είναι να πρόκειται για ξεχωριστό έργο.
Χρησιμοποιούσαν επίσης έργο με την ονομασία Πράξεις Αποστόλων, όπως επίσης και κάποιο που ονομαζόταν Αναβαθμοί Ιακώβου[50]. Στο δεύτερο δίνονταν προτεραιότητα στην προσωπικότητα του αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, έναντι της του Παύλου. Υποτίθεται, ότι ο άγιος Ιάκωβος ήταν υπέρ της τήρησης του νόμου, και στο έργο του ερμήνευε την αλληγορική σημασία του ναού, των θυσιών και άλλα συμβολικά της ιουδαϊκής λατρείας. Κάποια απόκρυφα κείμενα που βρέθηκαν στην βιβλιοθήκη του Χηνοβοσκίου, φέροντα το όνομα του Ιακώβου, ενδέχεται να προέρχονται από αυτή τη σέκτα.
4.2.3 Κήρινθος
Ο Κήρινθος είναι από τους πρώτους αιρεσιάρχες, οι οποίοι αναφέρονται ήδη από την αποστολική εποχή. Από τον άγιο Ειρηναίο είναι γνωστό επεισόδιο στην Έφεσο, όπου ο απόστολος Ιωάννης εισερχόμενος σε βαλανείο με τον Πολύκαρπο, αντίκρισε τον Κήρινθο και εξήλθε αμέσως λέγοντας: «φύγωμεν μή καί τό βαλανεῖον συμπέσῃ ἔνδον όντως Κηρίνθο, τοῦ τῆς ἀληθείας ἐχθροῦ[51]». Το περιστατικό αναπαράγει ο Ευσέβιος Καισαρίας[52]. Ο Οικουμένιος θεωρεί ότι η Α’ επιστολή του Ιωάννου αναφέρεται σ’ αυτόν[53].
Χαρακτηρίζεται ως ζηλωτής Εβιωναίος. Η διδασκαλία του αναμιγνύει τα ιουδαϊκά στοιχεία με τα χριστιανικά κατά τον τρόπο των Εβιωναίων. Εκτός αυτών προσθέτει και γνωστικά στοιχεία, τα οποία φαίνεται ότι παρέλαβε από την Αίγυπτο, όπου σπούδασε, και μάλιστα από την ομάδα που αργότερα γαλούχησε και τον Καρποκράτη[54]. Γι’ αυτό και οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς θεωρούν ότι οι Καρποκράτης, Κήρινθος και Εβίωνας κήρυτταν τα ίδια, ειδικά σε χριστολογικά θέματα.
4.2.3α Διδασκαλία
Πρώτη καταγραφή της διδασκαλίας του Κηρίνθου έχουμε από τον άγιο Ειρηναίο. Στη λατινική μετάφραση του έργου του, τον αναφέρει ως άνθρωπο από την Ασία[55]. Στο απόσπασμα που διασώζει ο Ιππόλυτος, τον αναφέρει ως άνθρωπο που μορφώθηκε από τη σοφία των Αιγυπτίων[56].
Ο Κήρινθος κήρυττε ότι ο κόσμος δεν δημιουργήθηκε από τον ύψιστο θεό, αλλά από μια άλλη αρχή διαφορετική της πρώτης[57], απόμακρη, εξωκοσμική και άγνωστη.
«Κήρινθος δέ τις, αὐτός Αἰγυπτίων παιδείᾳ ασκηθείς, ἔλεγεν οὐχ ὑπό τοῦ πρώτου <θεοῦ> γεγονέναι τόν κόσμον, ἀλλ’ ὑπό δυνάμεώς τινος κεχωρισμένης τῆς ὑπέρ τά ὅλα ἐξουσίας καί αγνοούσης τόν ὑπέρ πάντα θεόν[58]».
Παρακάτω ο άγιος Επιφάνιος αναφέρει, ότι ο Κήρινθος θεωρεί την δύναμη αυτή αγγελική:
«οὐχ ὑπό θεοῦ τόν κόσμον γεγονέναι ηθέλησεν, ἀλλ’ ὑπό δυνάμεώς τινος ἀγγελικῆς, πολύ κεχωρισμένης καί διεστώσης τῆς ὑπέρ τά ὅλα αὐθεντίας καί αγνοούσης τόν ὑπέρ πάντα θεόν.» (Χ 21.1)
Στα ιουδαιογενή συστήματα, είναι συχνά δυσδιάκριτη η γνωστική απόχρωση της διδασκαλίας τους. Στην περίπτωση του Κηρίνθου, ο γνωστικός χαρακτήρας κρύβεται σε αυτή την δοξασία, γι’ αυτό και την αναφέρουν μετά τις σπουδές του στην Αίγυπτο.
Ο Ψευδο-Τερτυλλιανός επαναλαμβάνει την ίδια ιστορία, είναι δε θετικότερος στο ότι για τον Κήρινθο ο κόσμος φτιάχτηκε από τους αγγέλους[59]. Στον ίδιο επίσης υπάρχει μοναδική πληροφορία, ότι κατά Κήρινθο και ο νόμος δόθηκε από τους αγγέλους, καθώς και ότι ο θεός των Ιουδαίων ήταν άγγελος[60].
Η χριστολογία του, όπως μαρτυρήθηκε ανωτέρω, συμφωνούσε με αυτή των Εβιωνιτών. Γι’ αυτόν ο Ιησούς ήταν απλός άνθρωπος, γιος του Ιωσήφ και της Μαρίας. Ξεχώριζε για την δικαιοσύνη του, τη σωφροσύνη του και την σοφία του, γι’ αυτό και ο Χριστός κατήλθε σε αυτόν μετά την Βάπτιση με την μορφή περιστεράς σταλμένης από τον ύψιστο. Κήρυξε τον ύψιστο θεό κι έκανε θαύματα. Πριν την σταύρωση τον εγκατέλειψε. Ο Ιησούς πέθανε και αναστήθηκε, ενώ ο Χριστός έμεινε απαθής[61]. Ο άγιος Ιππόλυτος αντιγράφει τον άγιο Ειρηναίο κατά λέξη, σε ότι αφορά τον Κήρινθο[62].
Ο άγιος Επιφάνιος αναφέρει για πρώτη φορά «Κηρινθιανούς[63]» και επιβεβαιώνει την πληροφορία του Ευσεβίου Καισαρείας, ότι ο Κήρινθος ήταν αρχηγός σέκτας[64]. Συμπληρώνει, ότι ο Κήρινθος συμφωνούσε με τον Καρποκράτη στις κακοδοξίες του. Επιβεβαιώνει ότι ο Κήρινθος διαχώριζε τον Ιησού από τον Χριστό[65], και ότι επέμενε στην τήρηση του νόμου, όχι όλου, αλλά μέρους αυτού[66]. Για την τήρηση του νόμου γράφει τονίζοντας το παράδοξο της διδασκαλίας του Κηρίνθου:
«Ἐκπέπτωκε δέ καί οὗτος, ὡς ὁρᾶτε πάντες οἱ τῆς ἀληθείας ἐρασταί. φάσκει γάρ τόν τόν νόμον δεδωκότα οὐκ ἀγαθόν, οὗ τῷ νόμῳ πείθεσθαι δοκεῖ, δῆλον δέ ὅτι ὡς ἀγαθῷ. πῶς οὖν ὁ πονηρός τόν ἀγαθόν νόμον δέδωκεν; εἰ γάρ καλόν τό μή μοιχεύειν καί καλόν τό μή φονεύειν, πόςῳ γε μᾶλλον ὁ ἐντειλάμενος βελτίων εἴη, ἐάν γε ὁ μή πράξας ἀγαθός ὁμολογῆται˙ πῶς δέ κατηγορηθήσεται κακά πράττων ὁ τό ἀγαθόν συμβουλεύων καί ἀγαθόν διδούς νόμον; ἀλλά μανιώδης ὁ ἀνήρ τοιούτοις εγχειρών».
Ο Επιφάνιος αναγνωρίζει ως ένα των «ψευδαποστόλων», που αναφέρονται στο Β’Κορ. 11.13, τον Κήρινθο[67]. Ενδεχομένως, έχει υπόψη του τις Διαταγαί Αποστόλων:
«Ἡνίκα δέ ἐξήλθομεν ἐν τοῖς ἔθνεσιν κηρύσσειν εἰς τόν κόσμον τόν λόγον τῆς ζωῆς, τότε ἐνήργησεν ὁ διάβολος εἰς τόν λαόν, ἀποστεῖλαι ὀπίσω ἡμῶν ψευδαποστόλους εἰς βεβήλωσιν τοῦ λόγου˙ καί προεβάλοντο Κλεόβιον τινα καί παρέζευξαν τῷ Σίμωνι, οὖτοι δέ μαθητεύουσι Δοσιθέῳ τινί, ὅν καί παρευδοκιμήσαντες ἐξώσαντο τῆς ἀρχῆς˙ εἶτα καί ἕτεροι ἑτέρων κατῆρξαν ἐκτόπων δογμάτων, Κήρινθος…[68]»
Για τον λόγο αυτό τον ονομάζει «ψευδαπόστολο[69]» και τον εμπλέκει σε κάποια περιστατικά που αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη. Τον θεωρεί υπεύθυνο για την ταραχή που έγινε στα Ιεροσόλυμα εναντίον του αποστόλου Παύλου:
«Ἀλλά ταῦτα μέν τότε ἐπραγματεύθη κινηθέντα ὑπό τοῦ προειρημένου ψευδαποστόλου Κηρίνθου, ὠς καί ἀλλοτε στάσιν αὐτός τε καί οἱ μετ’αὐτοῦ εἰργάσαντο ἐν αὐτῇ τῇ ἱερουσαλήμ, ὁπηνίκα Παῦλος ἀνῆλθε μετά Τίτου καί ὡς οὗτος ἔφη ὅτι “ἄνδρας ἀκροβύστους εἰσήνεγκε μεθ’ ἑαυτοῦ”, ἤδη περί Τίτου λέγων, “καί κεκοίνωκε (φησί) τόν ἅγιον τόπον”[70]. διό καί Παύλος λέγει “ἀλλ’ οὐδέ Τίτος, ὁ σύν ἐμοί, ἕλλην ὤν, ἠναγκάσθη περιτμηθῆναι˙ διά δέ τους παρεισάκτους ψευδαδελφούς, οἵτινες παρεισῆλθον κατασκοπῆσαι τήν ἐλευθερίαν ἡμῶν ἥν ἔχομεν ἐν Χριστῷ, οἷς οὐδέ προς ὥραν εἴξαμεν τῇ ὑποταγῇ[71]”».
Τον Κήρινθο και τους περί αυτόν, επίσης, αναγνωρίζει στο περιστατικό που περιγράφεται στις Πραξεις 15.24, και προς τους οποίους απευθύνεται η επιστολή των Αποστόλων[72]:
«οὗτος δέ ἐστιν ἀγαπητοί, εἷς τῶν ἐπί τῶν ἀποστόλων τήν ταραχήν ἐργασαμένων, ὅτε οἱ περί Ἰάκωβον γεγράφασιν εἰς τήν Ἀντιόχειαν ἐπιστολήν,…[73]»
Επίσης, τον θεωρεί αναμεμιγμένο στην διαμαρτυρία κατά του αποστόλου Πέτρου, που αναφέρεται στις Πράξεις 11.2[74]:
«καί οὗτος εἷς έστι τῶν ἀντιστάντων Πέτρῳ, ἐπειδή εἰσῆλθε προς Κορνήλιον τόν ἅγιον[75]».
Όλα τα παραπάνω δεν αφήνουν αμφιβολία, για το αν ο Κήρινθος κήρυττε την τήρηση του νόμου, έστω και αν αρχικά η έκφραση του αγίου Επιφανίου αφήνει περιθώρια για διαφορετική ερμηνεία.
Παρακάτω πάλι αναφέρει ότι ο Κήρινθος δεν πίστευε στην ανάσταση του Χριστού:
«Οὗτος δέ Κήρινθος ἀνόητος καί ἀνοήτων διδάσκαλος φάσκει πάλιν τολμήσας Χριστόν πεπονθέναι καί ἐσταυρῶσθαι, μήπω δέ ἐγηγέρθαι, μέλλειν δέ ἀνίστασθαι ὅταν ἠ καθόλου γένηται τῶν νεκρῶν ἀνάστασις[76]».
Φαινομενικά, παρουσιάζεται αντίφαση με το προηγούμενο εδάφιο (28.1.7), όπου είπε ότι ο Κήρινθος πίστευε ότι ο Ιησούς αναστήθηκε. Αλλά στην δεύτερη περίπτωση, δεν γίνεται διάκριση μεταξύ Ιησού και Χριστού, όπως στην πρώτη. Αυτό είναι πιθανό να σημαίνει ότι το κήρυγμα του Κήρινθου δεν ήταν στατικό, αλλά μεταβλήθηκε συν τω χρόνω. Η δεύτερη πληροφορία ενδέχεται να συνδέεται με τις χιλιαστικές απόψεις που εξέφρασε ο Κήρινθος αργότερα.
Για τις χιλιαστικές απόψεις του Κηρίνθου πληροφορούμαστε εξαρχής από ένα απόσπασμα του Γαΐου, που διασώζει ο Ευσέβιος Καισαρείας στην Εκκλησιαστική Ιστορία:
«Ἀλλά καί Κήρινθος ὁ δι’ ἀποκαλύψεων ὡς ὑπό ἀποστόλου μεγάλου γεγραμμένων τερατολογίας ἡμῖν ὠς δι’ ἀγγέλων αὐτῷ δεδειγμένας ψευδόμενος ἐπεισάγει, λέγων μετά τήν ἀνάστασιν ἐπίγειον εἶναι τό βασίλειον τοῦ Χριστοῦ καί πάλιν ἐπιθυμίαις καί ἡδοναῖς ἐν ἱερουσαλήμ τήν σάρκα πολιτευομένην δουλεύειν. Καί ἐχθρός ὑπάρχων τα[ς Γραφαῖς τοῦ Θεοῦ, ἀριθμόν χιλιονταετείας ἐν γάμῳ ἑορτῆς, θέλων πλανᾶν, λέγει γίνεσθαι[77]».
Το παραπάνω απόσπασμα οδήγησε σε μια μεγάλη παρεξήγηση. Ο Διονύσιος bar-Salibi (1171) αναφέρει ότι ο Ιππόλυτος αντέκρουσε με έργο του, την άποψη του Γαΐου, ότι η Αποκάλυψη του Ιωάννου είναι έργο του Κηρίνθου[78].
Για τον Γάιο μαθαίνουμε πάλι από την Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσεβίου:
«οὐδέ δέ ἧττον καί ἐκκλησιαστικός ἀνήρ, Γάϊος ὄνομα, κατά Ζεφυρῖνον Ῥωμαίων γεγονώς ἐπίσκοπον˙ ὅς δή Πρόκλῳ τῆς κατά Φρύγας προϊσταμένῳ γνώμης ἐγγράφως διαλεχθείς, αὐτά δή ταῦτα περί τῶν τόπων, ἔνθα τῶν εἰρημένων ἀποστόλων τά ἱερά σκηνώματα κατατέθειται φησίν[79]».
Το απόσπασμα που παρέθεσε παραπάνω ο Ευσέβιος είναι από το έργο του Γαΐου κατά του Πρόκλου, του αρχηγού των Μοντανιστών, με όνομα Διάλογος προς Πρόκλον[80]. Αλλά στο απόσπασμα αυτό το σημείο «ὡς ὑπό ἀποστόλου μεγάλου γεγραμμένων» δεν συνεπάγεται ότι ο Κήρινθος είναι ο πραγματικός συγγραφέας της Αποκάλυψης, ούτε ότι ο Γάιος ισχυρίζεται κάτι τέτοιο. Το περισσότερο πιθανό είναι να χρησιμοποιούσε την Αποκάλυψη για να διαδίδει της δικές του κακοδοξίες, σαν να γράφτηκαν (οι δικές το κακοδοξίες και όχι η Αποκάλυψη) υπό αποστόλου μεγάλου.
Δεν γνωρίζουμε αν ο άγιος Ιππόλυτος παρερμήνευσε έτσι το σημείο αυτό. Γνωρίζουμε ότι έγραψε έργο κατά του Γάιου, με τίτλο Κεφάλαια κατά Γαΐου[81], το οποίο, όμως, δεν σώθηκε. Μένει λοιπόν, μόνο η μαρτυρία του Διονυσίου bar-Salibi. Όπως και να χει η μαρτυρία αυτή αρκεί για να φανεί ότι ο Ιππόλυτος γνώριζε τις χιλιαστικές διδασκαλίες του Κηρίνθου. Αυτές δεν μπορεί να διατυπώθηκαν πριν την συγγραφή της Αποκάλυψης, αυτό τουλάχιστον βγαίνει από την όλη εξέταση.
Συνεπώς, παρατηρείται μια εξέλιξη στη διδασκαλία του Κηρίνου, ικανή να ερμηνεύσει την φαινομενική διάσταση απόψεων στο θέμα της αναστάσεως του Χριστού.
Ο Διονύσιος Αλεξανδρείας, δια του σωζόμενου στον Ευσέβιο αποσπάσματος, ερμηνεύει τις χιλιαστικές απόψεις του Κηρίνθου, ως αποτέλεσμα της φιληδονίας του[82].
Έχοντας κανείς υπόψη τα παραπάνω, και τη σύνδεση των σύγχρονων χιλιαστικών κινημάτων, όπως των Μαρτύρων του Ιεχωβά, με τις ιουδαϊκές-γνωστικές ρίζες τους, μπορεί να εντοπίσει την προέλευση και να κατανοήσει την διαμόρφωση των αιρετικών διδασκαλιών τους. Τέλος ο Φιλάστριος προσθέτει στα παραπάνω, ότι ο Κήρινθος τιμούσε τον Ιούδα και βλασφημούσε τους μάρτυρες:
«Apostolum Paulum beatum non accipit, Iudam traditorem honorat, et evangelium secundum Matheum solum accipit, tria evangelia spernit, Actus Apostolorum abicit, beatos martyres blaspemat[83]».
4.2.3β Συγγράμματα
Ο άγιος Επιφάνιος επιβεβαιώνει την πληροφορία του αγίου Ειρηναίου[84], ότι οι οπαδοί του Κήρινθου χρησιμοποιούσαν το ίδιο ευαγγέλιο με τους Εβιωνίτες, δηλ. το Κατά Ματθαίον, με περικοπές και αλλοιώσεις, όπως περιγράψαμε παραπάνω:
«καί δέχονται μέν καί αὐτοί τό κατά Ματθαῖον ευαγγέλιον. τούτῳ γάρ καί αῦτοί, ὡς καί οἱ κατά Κήρινθον καί Μήρινθον χρῶνται μόνῳ[85]».
Αυτό ονόμαζαν καθ’ Εβραίους ευαγγέλιο. Παρακάτω προσθέτει ότι ο Κήρινθος και ο Καρποκράτης κρατούσαν την γενεαλογία του Χριστού, στο ευαγγέλιο, διότι αποδείκνυε ότι ο Ιησούς ήταν γιος του Ιωσήφ:
«ὁ μέν Κήρινθος καί Καρποκρᾶς, τῷ αυτῷ χρώμενοι δήθεν παρ’ αὐτοῖς εὐαγγελίῳ, άπό τῆς ἀρχῆς τοῦ κατά Ματθαῖον εὐγγελίου διά τῆς γενεαλογίας βούλονται παριστᾶν ἐκ σπέρματος Ιωσήφ καί Μαρίας εἶναι τόν Χριστόν[86]».
Αλλά το Κατά Ματθαίον ευαγγέλιο αποδείκνυε την πλάνη και των δυο:
«Ματθαίου μέν γαρ κεκηρυχότος τόν Χριστόν γεννηθέντα καί ἐκ πνεύματος ἁγίου συλληφθέντα, ἐκ σπέρματός <τε> Δαυίδ καί Ἀβράαμ κατά σάρκα οικονομηθέντα, πλάνη τις γεγένηται τοῖς μή νενοηκόσιν (οὐ τοῦ εὐαγγελίου αἰτίου ὄντος αὐτοῖς εἰς τό πλανηθῆναι, ἀλλά τῆς αὐτῶν διανοίας πεπλανημένης) τά εἰς παράστασιν τῆς περί τῶν αὐτῶν πληροφορίας ἀπό τοῦ εὐαγγελίου καλῇ ὑπονοίᾳ ἐπινενοημένα. ἔνθεν γάρ οἱ περί Κήρινθον καί Ἐβίωνα ψιλόν αὐτόν ἄνθρωπον κατέσχον καί Μήρινθον καί Κλεόβιον εἴτ’ οὖν Κλεόβουλον καί Κλαύδιον καί Δημᾶν καί Ἐρμογένην, τους ἀγαπήσαντας τόν ἐνταῦθα αἰῶνα καί καταλείψαντας τήν ὁδόν τῆς ἀληθείας[87]».
Επίσης για τον ευαγγελιστή Λουκά πιστεύει ο άγιος Επιφάνιος, πως όταν λέει: «Ἐπειδήπερ πολλοί ἀνατάξασθαι διήγησιν περί τῶν πεπληροφορημένων ἐν ἡμῖν πραγμάτων καθώς...» (Λουκ 1.1), αναφέρεται στον Κήρινθο. Από αυτό συμπεραίνουν μερικοί, ότι επρόκειτο για διαφορετικό ευαγγέλιο από του Ματθαίου και το ονομάζουν Ευαγγέλιον Κηρίνθου. Αυτό θεωρούν ως προγενέστερη μορφή του Καθ’ Εβραίους. Ενδέχεται να βρήκε αυτό στην Αίγυπτο, κατά τους χρόνους των σπουδών του, και στη συνέχεια να το προσαρμοσε στις απόψεις του[88].
4.2.3γ Πρακτικές
Ως Ιουδαιο-χριστιανική σέκτα, η ομάδα του Κηρίνθου ακολουθούσε μερική τήρηση του νόμου[89]. Επέβαλε την περιτομή, τον σαββατισμό και κάποιας μορφής βάπτισμα, για το οποίο λίγα είναι γνωστά.
Ειδικά στη Γαλατία, όπου άκμασε η διδασκαλία του Κηρίνθου, αναφέρεται ότι αν κάποιος δεν προλάβαινε να βαπτιστεί πριν πεθάνει, μπορούσε να βαπτιστεί άλλος στο όνομά του. Όσοι έφευγαν αβάπτιστοι θα δικάζονταν μετά την ανάσταση των νεκρών και θα ήταν υποχείριοι της κοσμοποιού εξουσίας[90]. Ο άγιος Επιφάνιος λαμβάνει ως απάντηση στην δοξασία των οπαδών του Κηρίνθου, τα όσα έγραψε ο Απόστολος Παύλος στην Α’ Κορ. 15.29:
«Ἐπεί τί ποιήσουσιν οἱ βαπτιζόμενοι ὑπέρ τῶν νεκρῶν, εἰ ὅλως νεκροί οὐκ ἐγείρονται; τί καί βαπτίζονται ὑπέρ τῶν νεκρῶν; τί καί ἡμεῖς κινδυνεύομεν πᾶσαν ὥραν».
για να δείξει το ασυμβίβαστο της βάπτισης υπέρ των νεκρών, με την δοξασία της μη αναστάσεως. Και αντιδιαστέλλοντας την δοξασία περί μη αναστάσεως του Χριστού γράφει:
«τούτων δέ οἱ μέν τόν Χριστόν μηδέπω ἐγηγέρθαι κεκηρύχασιν, ἀνίστασθαι δέ μετά πάντων, οἱ δέ ὅτι ὅλως νεκροί οὐκ ἀναστήσονται. διό μέσος χωρήσας ὁ ἀπόστολος προς ἀμφοτέρους τούτους καί τάς λοιπάς αἱρέσεις ἐν τῇ μιᾷ ἐργασίᾳ τήν άνατροπήν πεποίηται ἐν τῇ περί νεκρῶν ἀναστάσει καί ἐν ταῖς μαρτυρίαις αἷς κατά λεπτότητα διεξιών τήν βεβαίαν σύστασιν ἐποιήσατο τῆς τῶν νεκρῶν ἀναστάσεως καί σωτηρίας καί ἐλπίδος, φάσκων “δεῖ τό φθαρτόν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καί τό θνητόν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν[91]” καί πάλιν ὅτι “Χριστός ἐγήγερται ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων[92]” ἵνα τάς ἀμφοτέρας σχέσεις τῶν αἱρέσεων ἐλέγξας τό ἀμόλυντον τῆς διδασκαλίας κήρυγμα ἐξ ἀληθείας διδάξῃ τους βουλομένους εἰδέναι τήν τοῦ Θεοῦ ἀλήθειαν καί σωτηριώδη διδασκαλίαν[93]».
4.2.3δ Παρατηρήσεις
Το συνονθύλευμα των δοξασιών του Κηρίνθου δεν είναι και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί σύστημα. Του λείπει η ομοιογένεια και η λογική παραγωγή εξελιγμένων ιδεών από κάποιες προηγούμενες. Δείχνει περισσότερο να παρακολουθεί το χριστιανικό κήρυγμα των αποστόλων, μόνο για να το αλλοιώσει.
Γι’ αυτό παρουσιάζει έντονες αντιφάσεις. Αφενός παρουσιάζει έντονο αντιυλιστικό δοκητισμό και αφετέρου υλιστικής μορφής χιλιαστική εσχατολογία. Δεν χρειάζεται να μπει κάποιος στον κόπο και να προσπαθήσει ν’ αποδείξει την ύπαρξη δύο ατόμων με το ίδιο όνομα. Πρόκειται, για το ίδιο άτομο, που διαμορφώνει μια καινούργια αίρεση εισάγοντας σε παλιούς ασκούς νέο κρασί.
Ο Κήρινθος αρχικά τάχθηκε με την μερίδα των Ιουδαιο-χριστιανών. Παρέσυρε ικανό αριθμό εξ αυτών σε μια αντι-αποστολική εκστρατεία, ώστε να τους αποκόψει από την Εκκλησία και την επίδραση των Αποστόλων. Για να περιχαρακώσει την σέκτα του εισήγαγε στοιχεία γνωστικής απόχρωσης. Δεν κατάφερε να συγκεράσει τα στοιχεία αυτά, ώστε αφομοιωμένα να συνθέσουν μια ομοιογένεια. Στην ουσία ο Κήρινθος μετέτρεψε τον ακραίο Ιουδαιο-χριστιανισμό σε γνωστικισμό.
4.2.4 Ελκεσαΐτες
Ο άγιος Ιππόλυτος αναφέρει, ότι την εποχή του πάπα Ρώμης Καλλίστου Α’ (217-222), εμφανίστηκε κάποιος Αλκιβιάδης στην πόλη των Ρωμαίων. Αυτός καταγόταν από την Απάμεια της Συρίας. Έφερε μαζί του ένα βιβλίο, το οποίο περιείχε παράδοξη διδασκαλία, Υποτίθεται, ότι ήταν γραμμένο από κάποιον Ηλξαίο (ή Ηλχασαΐ)[94]. Αυτός είχε παραλάβει την διδασκαλία, από τα χέρια ενός αγγέλου στην Παρθία, την εποχή του αυτοκράτορα Τραϊανού. Ο άγιος Ιππόλυτος βεβαιώνει ότι είδε με τα μάτια του αυτό το βιβλίο.
Η μορφή του αγγέλου, με μια αλλαγή μετρικού συστήματος, περιγράφεται ως εξής: είχε ύψος 144 χλμ., περιφέρεια ώμων 24 χλμ., ενώ τ’ αποτυπώματα των ποδιών του είχαν διαστάσεις 21 χλμ. μήκος, 6 χλμ. πλάτος και 3 χλμ. βάθος. Αυτός υποτίθεται ότι ήταν ο υιός του θεού. Συνοδεύονταν και από θηλυκό πλάσμα, ιδίων διαστάσεων, που υποτίθεται ότι ήταν το άγιο πνεύμα[95].
Δύο πιθανότητες υπάρχουν. Ή το βιβλίο γράφτηκε από τον ίδιο τον Αλκιβιάδη, ο οποίος το διέδωσε, ή υπήρξε πραγματικά κάποιος Ηλξαίος, Εβιωνίτης, ο οποίος τροποποίησε την διδασκαλία τους στα σημεία που θα δούμε παρακάτω. Η πρώτη περίπτωση είναι πιο ασφαλής.
Ο Ιππόλυτος αναφέρει ότι το βιβλίο παρέλαβε ο Ηλξαίος από τους Σήρες της Παρθίας[96]. Ενδέχεται να πρόκειται για τους Κινέζους. Οι Σήρες την εποχή αυτή αναφέρονται και στα Κλημέντεια[97]. Παραθέτοντας ο Ευσέβιος Καισαρείας από χαμένο έργο του Ωριγένη, αναφέρει ότι το βιβλίο έπεσε από τον ουρανό:
«Καί βίβλον τινά φέρουσιν, ἥν λέγουσιν ἐξ οὐρανοῦ πεπτωκέναι καί τόν ἀκηκοότα ἐκείνης καί πιστεύοντα ἄφεσιν λήψεσθαι τῶν ἁμαρτημάτων, ἄλλην ἄφεσιν παρ’ ἥν Χριστός Ἰησοῦς ἀφῆκεν[98]».
Πέραν των μυθολογικών στοιχείων, το πιθανότερο είναι ότι το βιβλίο ονομαζόταν “Βίβλος el hasai” που σημαίνει Βίβλος της Κρυμμένης Δυνάμεως, όπως αναφέρεται σε άλλο σημείο από τον Ιππόλυτο[99]. Λόγω αδυναμίας μετάφρασης του el hasai, το εξέλαβαν ως το όνομα του συγγραφέα του βιβλίου.
Η παρουσίαση του Αλκιβιάδη από τον άγιο Ιππόλυτο, ίσως να μην είναι άσχετη με την διαμάχη μεταξύ Ιππόλυτου και Καλλίστου. Αιτία της διαμάχης ήταν η επιείκια του δευτέρου έναντι των βαρέων αμαρτημάτων, παρά την επικρατούσα τότε συνήθεια, τα τρία βαρύτερα, δηλαδή, αποστασία, φόνος, μοιχεία, ν’ ανατίθενται στην μεγαλοθυμία του Θεού.
Ακριβώς, εξαιτίας αυτής της διαμάχης, και του γεγονότος, ότι ο Αλκιβιάδης παρουσίαζε δια της διδασκαλίας του βιβλίου, έναν σκανδαλιστικό τρόπο συγχώρησης και των βαρύτερων αμαρτημάτων, ο άγιος Ιππόλυτος έγραψε:
«Ἀλκιβιάδης τις καλούμενος, … γοργότερον ἑαυτόν καί ευφυέστερον ἐν κυβείαις κρίνας τοῦ Καλλίστου, ἐπῆλθε τῇ Ῥώμῃ φέρον βίβλον τινα,…»
4.2.4α Διδασκαλία
Οι Ελκεσαΐτες, είχαν πολλά κοινά στοιχεία με τους Εβιωνίτες. Δίδασκαν επιλεκτική υπακοή στον Νόμο, περιτομή κτλ. Ο άγιος Ιππόλυτος χαρακτηρίζει την πρακτική αυτή του Αλκιβιάδη υποκριτική. Σκοπός του ήταν να αποσπάσει πιστούς από τις άλλες αιρέσεις:
«Οὗτος νόμου πολιτείαν προβάλλεται δελεάσματος δίκην, φάσκων δεῖν περιτέμνεσθαι καί κατά νόμον ζῆν τους πεπιστευκότας, ἀποσπῶν τινα τῶν προειρημένων αἱρέσεων[100]».
Στην χριστολογία τους επαναλάμβαναν τις πεποιθήσεις των Εβιωνιτών, με μια μικρή τροποποίηση. Ισχυρίζονταν ότι ο Χριστός ήταν άνθρωπος, ότι δεν γεννήθηκε από παρθένο για πρώτη φορά, αλλά συμμετέχει σε έναν κύκλο μετενσαρκώσεων, στον οποίο επαναλαμβάνονται τα ίδια χαρακτηριστικά. Δηλαδή, κάθε φορά γεννιέται από παρθένο, και σε κάθε μετενσάρκωση σταυρώνεται[101]. Εδώ μπορεί να βρει κάποιος τις ρίζες της σύγχρονης θεοσοφικής-νεοεποχίτικης αντίληψης για τον Χριστό, και την εξήγηση των προσπαθειών τους να τον συνδέσουν με άλλες ηλιακές θεότητες, με κοινά χαρακτηριστικά (π.χ. ημερομηνία γέννησης). Βέβαια, οι σύγχρονες αυτές αιρέσεις δεν υποπίπτουν στο λάθος να μιλούν, ξεκάθαρα τουλάχιστον, για μετενσαρκώσεις, διότι τότε θα βρίσκονταν στην δύσκολη θέση να εξηγήσουν, πως συνδυάζεται ανάσταση και μετενσάρκωση. Ο άγιος Ιππόλυτος αποδίδει αυτή την θεωρία του Αλκιβιάδη σε πυθαγόρειες επιρροές.
Η σημαντική διαφορά των Ελκεσαϊτών με τους Εβιωναίους, αφορούσε το βάπτισμα, ως άφεση αμαρτιών. Σε αυτούς επιτρεπόταν και δεύτερο βάπτισμα, με σκοπό την κάθαρση από τα βαριά αμαρτήματα, ακόμη και τα παρά φύση. Το δεύτερο βάπτισμα ήταν η διαδικασία κάθαρσης. Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία της κάθαρσης ήταν η ακρόαση του βιβλίου και η αποδοχή του. Το βάπτισμα πραγματοποιούνταν στο όνομα του υψίστου θεού και του υιού αυτού. Ο βαπτιζόμενος και αγνιζόμενος έπρεπε να επικαλεστεί τα ονόματα των επτά μαρτύρων, που αναφέρονταν στο βιβλίο, δηλ. τον ουρανό, το ύδωρ, τα άγια πνεύματα, τους αγγέλους της προσευχής, το έλαιον, το άλας και τη γη[102]. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για μαγική τελετή επίκλησης. Το όνομα βάπτισμα, γι’ αυτό που περιγράφηκε είναι καταχρηστικό.
Αυτό μπορεί να γίνει περισσότερο κατανοητό από την ιματική χρής της τελετής, η οποία περιγράφεται παρακάτω, στο έργο του Ιππόλυτου:
«ἄν τιν’ οὖν ἄνδρα ἤ γυναίκα ἤ νεώτερον ἤ νεωτέραν κύων λυσσῶν καί μαινόμενος, ἐν ὧ ἐστι πνεῦμα διαφθορᾶς, δάκῃ ἤ περι(σχ)ίςῃ ἤ προσψαύσῃ, ἐν αῦτῇ τῇ ὥρᾳ δραμέτω σύν παντί τῷ φορέματι καί καταβάς εἰς ποταμόν ἤ πηγήν, ὅπου ἐάν ᾖ τόπος βαθύς, βαπτισάσθω <σύν> παντί τῷ φορέματι αὐτοῦ καί προσευξάσθω τῷ μεγάλῳ καί ὑψίστῳ θεῷ ἐν καρδίας πίστει, καί τότε ἐπιμαρτυρη(σά)σθω τους ἑπτά μάρτυρας τους γεγραμμένους ἐν τῇ βίβλῳ ταύτῃ[103]˙»
Στη συνέχεια παραθέτονται τα λόγια του εξορκισμού που πρέπει να πει ο «βαπτιζόμενος»:
«ἰδού μαρτύρομαι τόν ουρανόν καί τό ὕδωρ καί τά πνεύματα τά ἅγια καί τους ἀγγέλους τῆς προσευχῆς καί τό ἔλαιον καί τό ἅλας καί τήν γῆν. τούτους τους ἑπτά μάρτυρας μαρτύρομαι, ὅτι οὐκέτι ἁμαρτήσω, οὐ μοιχεύσω, οὐ κλέψω, οὐκ ἀδικήσω, οὐ πλεονεκτήσω, οὐ μισήσω, οὐκ ἀθετήσω οὐδέ ἐν πᾶσι πονηροῖς εὐδοκήσω[104]».
Από την πλευρά του ο άγιος Επιφάνιος αναφέρει τον Βιβλίο του Ηλξαίου δύο φορές. Την πρώτη όταν περιγράφει την αίρεση των Οσσηνών (κεφ. 19) και την δεύτερη όταν ασχολείται με τους Σαμψωνίτες (κεφ. 53). Τον καταγράφει ως Ιουδαίο, ο οποίος δεν ζούσε σύμφωνα με τα ιουδαϊκά έθιμα. Ονομάζει τον αδελφό του Ιεξαίο, κι επισημαίνει την προσθήκη του όρκου στην λατρεία. Κατονομάζει με ακρίβεια τους επτά μάρτυρες, και σε συμφωνία με τον Ιππόλυτο. Αυτό δείχνει ότι και οι δυο είχαν ενώπιόν τους το βιβλίο, αλλά κάνουν παραθέσεις από διαφορετικά αποσπάσματα.
Χαρακτηριστικά σημεία της διδασκαλίας του επισημαίνει:
«ἀπεχθάνεται δέ τῇ παρθενίᾳ, μισεῖ δέ τήν εγκράτειαν, αναγκάζει δέ γαμεῖν˙ φαντασιώδη δέ τινα ὡς δῆθεν <ἐξ> ἀποκαλύψεως παρεισφέρει, ὑπόκρισιν δε διδάσκςι, φήσας μή εἶναι ἁμαρτίαν, εἰ καί τις παρατύχοι εἴδωλα προσκυνήσας καιρῷ ἐνστάντος διωγμοῦ, ἐάν μόνον ἐν τῇ συνειδήσει μή προσκυνήσῃ, καί ὅ τι δἄν ὁμολογήσῃ στόματι, ἐν δέ τῇ καρδία μή[105]».
Ο Επιφάνιος δίνει και την ερμηνεία το ονόματος:
«φαντάζονται δέ δῆθεν καλεῖν τοῦτον δύναμιν ἀποκεκαλυμμένην, διά τό ἤλ καλεῖσθαι δύναμιν, ξαΐ δέ κεκαλυμένον[106]».
Για τον Χριστό έλεγε ότι είναι ο Μέγας Βασιλεύς. Παρακώλυε την προς ανατολάς προσευχή, λέγοντας ότι ο προσευχόμενος πρέπει να στρέφεται προς τα Ιεροσόλυμα. Εδώ η διδασκαλία του παρουσιάζει την εξής αντίφαση. Ενώ αρνούνταν την προσφορά θυσιών, σύμφωνα με το Νόμο, πρότεινε την προς Ιεροσόλυμα προσευχή διότι εκεί ήταν το θυσιαστήριο. Απαγόρευε την κρεωφαγία[107].
Στην δεύτερη αναφορά του σχετικά με την αίρεση των Σαμψωνιτών, εξηγεί την χρήση του βιβλίου από αυτούς, ως μεταγενέστερους Εβιωνίτες. Φέρνει στο προσκήνιο και δεύτερο βιβλίο, γραμμένο, υποτίθεται από τον αδελφό του Ηλξαίου, Ιεξαίο. Το πιο πιθανό είναι να πρόκειται για το ίδιο βιβλίο και να έγινε παραφθορά του ονόματος[108].
Στην περιοχή που εντοπίζονταν η αίρεση των Σαμψωνιτών, δηλαδή στην Περαία της Παλαιστίνης, συνάντησε κατά την περιοδεία του δύο γυναίκες απογόνους του Ηλξαίου. Αυτές λατρεύονταν από τους αιρετικούς ως θεές, διότι υποτίθεται ότι ήταν από ευλογημένο σπόρο. Τα ονόματά τους ήταν Μαρθού και Μαρθανά[109].
4.2.4β Πρακτικές
Αναφέρθηκαν παραπάνω οι τελετές μαγείας και εξορκισμού, που αποκαλούνταν «βάπτισμα» από τους αιρετικούς. Αξίζει να συμπληρώσουμε, ότι μελετούσαν την αστρολογία, και προχωρούσαν σε προβλέψεις, γι’ αυτό και αποκαλούνταν προγνωστικοί, ότι τάχα προγνώριζαν τα μέλλοντα. Σε αυτές τις πρακτικές ο άγιος Ιππόλυτος βλέπει την επίδραση των πυθαγόρειων:
«τοσοῦτον δέ πεφυσίωνται, ὡς καί προγνωστικούς ἑαυτούς λέγειν, δηλον<ότι> μέτροις καί ἀριθμοῖς τῆς προειρημένης Πυθαγορείου τέχνης ἀφορμαῖς χρωμένους. οὖτοι καί μαθηματικοῖς καί αστρολογικοῖς καί μαγικοῖς προσέχουσιν ὡς ἀληθέσι, καί τούτοις χρώμενοι ταράσσουσι τους ἄφρονας νομίζειν αὐτούς λόγου δυνατοῦ μετέχειν[110]».
Θα ήταν παράλογο να μην περιμένει κάποιος να συνδυάσουν μαγεία και αστρολογία. Διότι το έκαναν. Έτσι, κάποιες μέρες τα άστρα ευνοούσαν την διεξαγωγή των τελετών, ενώ κάποιες άλλες μέρες όχι. Επίσης υπήρχε εξάρτηση, του τι είδους τελετή θα συνδυάζονταν με ποια μέρα:
«τοῦτο νῦν ὑμῖν εἴρηται, εὐσεβείς καί μαθηταί˙ φυλάσσεσθε ἀπό τῆς ἐξουσίας τῶν ἡμερῶν αρχῆς αὐτῶν καί μή ποιεῖτε τήν καταρχήν τῶν ἔργων ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν, καί μή βαπτίζετε ἀνδρα ἠ γυναῖκα ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς ἐξουσίας αὐτῶν, ὁποταν δαπορεύηται ἐξ αὐτῶν ἡ σελήνη καί συνοδεύῃ αὐτοῖς. αῦτήν τήν ἡμέραν φυλάσσεσθε, ἕως οὗ ἐκπορεύεται ἀπ’ αὐτῶν, καί τότε βαπτίζετε καί ἐνάρχεσθε ἐν πάςῃ ἀρχῇ τῶν ἔργων ὑμῶν. ἔτι δέ τιμήσατε τήν ἡμέραν τοῦ σαββάτου, ἐπειδή ἐστιν ἡμέρα μία ἐξ αὐτῶν. ἀλλά καί τήν τρίτην σαββάτου φυλάσσεσθε καί μή κατέρχεσθαι, επειδή πάλιν πληρουμένων τριῶν ἐτῶν Τραϊανοῦ Καίσαρος, ἀφ’ ὅτε ἐπληρώθη τρία ἔτη, αγγρίζεται ὁ πόλεμος μεταξύ τῶν αγγέλων τῆς ασεβείας τῶν ἄρκτων˙ διά τοῦτο ταράσσονται πᾶσαι βασιλείαι τῆς ἀσέβειας[111]».
Η απόδοση αστρολογικής ερμηνείας του σαββατισμού φανερώνει προσπάθεια συνδυασμού αστρολογίας και Ιουδαϊσμού. Στα παραπάνω να συμπληρώσουμε και το εξής. Την μαγική τελετή τους, την χρησιμοποιούσαν ως γιατροσόφι με δόση κομπογιαννιτισμού. Δηλαδή πρότειναν στους φυματικούς σαράντα «βαπτίσματα» σε ψυχρό νερό εντός επτά ημερών. Το ίδιο και για τους δαιμονισμένους. Εδώ μπορούμε να θυμηθούμε τις μαγγανείες των νεώτερων μαγισσών, που συνιστούσαν στα θύματά τους να πηδάν νύκτα σαράντα κύματα. Θα είχε πραγματικά ενδιαφέρον, αν διασώζονταν κάποια ιστορία, που να αφορά την εξέλιξη της αρρώστιας, μετά από την εφαρμηγή της «θεραπείας».
[1] Χρυσόστομου Παπαδόπουλου, Αρχιεπισκόπου, Ιστορία της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, Αθήνα 21970, σελ. 30-31.
[2] Ωριγένους, Κατά Κέλσου ΙΙ 1.4 {ed. Paul Koetschau, GCS 2 (1899) 126-7}
[3] Ωριγένους, Κατά Κέλσου V 61 { ed. Paul Koetschau, GCS 3 (1899) 65}
[4] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία III 27.3: «Υπήρχον δε εκτός τούτων και άλλοι με την ίδια ονομασία. Ούτοι εξέφευγον την παράλογον ατοπίαν των προαναφερθέντων, αφού δεν ηρνούντο ότι ο Κύριος εγεννήθη εκ παρθένου και αγίου Πνεύματος, αλλά και αυτοί ομοίως δεν ωμολογούν ότι ούτος προϋπήρχεν ως Θεός Λόγος και Σοφία˙ ούτω κατήντον εις την δυσσέβιαν των προηγουμένων, μάλιστα εφόσον εφρόντιζον όπως εκείνοι να επιδίδονται εις την κατά γράμμα τήρησιν της νομικής λατρείας» (μετ. Π. Χρήστου, ΕΠΕ, τ. 1 σελ. 317)
[5] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, σελ. 140.
[6] Ιουστίνου, Διάλογος προς Τρύφωνα 47.3: «Εάν δε, είπα, ώ Τρύφων, οι εκ του γένους σας πιστεύοντες εις τον Χριστόν τούτον υποχρεώνουν τους εκ των εθνικών πιστεύοντας εις τον Χριστόν τούτον να ζουν οπωσδήποτε κατά τον δια του Μωυσέως παραδοθέντα νόμον, άλλως να μην επικοινωνούν με αυτούς εις την τοιαύτην λατρείαν, ομοίως δεν αποδέχομαι και τούτους» (μετ. Π. Χρήστου, ΕΠΕ, τ.1 σελ. 391).
[7] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 26.2: «Qui autem dicuntur Ebionaei, consentiunt quidem mundum a Deo factum.» (PG 7.686B)
[8] Επιφάνιου, Πανάριον XXX 18.1 {ed. Karl Holl, GCS 25(1915) 357}
[9] Για παράδειγμα στο De Carne Christi XIV 5: «poterit haec opinio Hebioni convenire qui nudum hominem et tantum ex semine David, id est non et dei filium, constituit Iesum--plane prophetis aliquo gloriosiorem--ut ita in illo angelum fuisse dicatur quemadmodum in aliquo Zacharia» «αυτή η άποψη ταιριάζει με του Εβίωνα, ο οποίος θεωρεί τον Χριστό απλό άνθρωπ, εκ σπέρματος Δαβίδ, δηλαδή όχι υιό του Θεού, - αν και μιλά για τον εαυτό του με τρόπο διαφορετικό από τους προφήτες – ώστε να δηλωθεί ότι ήταν μέσα του ένας άγγελος, όπως και στον Ζαχαρία».
[10] Τερτυλλιανός, De praescriptione haereticorum XXXIII 1.5: «Et ad Galatas scribens inuehitur in obseruatores et defensores
circumcisionis et legis, Hebionis haeresis sic est».
[11] Ψευδο-Τερτυλλιανού, Libellus adversus omnes haereses III.3: «Ο διάδοχος του Κήρινθου ήταν ο Εβίων, που δεν συμφωνούσε μαζί του σε όλα˙ στο ότι ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο και όχι οι άγγελοι, κι επειδή έχει γραφτεί “κανένας μαθητής ανώτερος του διδασκάλου ή δούλος του κυρίου του” , έτσι προτάσσει τον νόμο ως δεσμευτικό, με σκοπό ν’ αποκλίσει το Ευαγγέλιο και να δικαιώσει τον ιουδαϊσμό».
[12] Ιερωνύμου, Dialogus adversus Luciferianos 23: «Ad eos venio haereticos, qui Evangelia laniaverunt. Saturninum quemdam, et Ophitas, et Cainaeos, et Setthoitas, et Carpocratem, et Cerinthum, et hujus successorem Ebionem, et caeteras pestes, quorum plurimi vivente adhuc Joanne apostolo eruperunt, et tamen nullum eorum legimus rebaptizatum» (PL 23.187A-B) «[έρχομαι] σε αυτούς τους αιρετικούς, που κατασπάραξαν τα Ευαγγέλια, τον Σατουρνίνο, και τους Οφίτες, τους Καϊνίτες και τους Σηθιανούς, και τον Καρποκράτη και τον Κήρινθο, και τον διάδοχό του Εβίωνα, και τις άλλες μάστιγες, οι περισσότεροι των οποίων ξανοίχτηκαν όσο ζούσε ακόμη ο απόστολος Ιωάννης, και δεν διαβάζουμε κάποιος από αυτούς να ξαναβαπτίστηκε».
[13] Ιερωνύμου, Commentarium in epistolas beati Pauli ad Galatas III.13-14.
[14] Ιερωνύμου, Dialogus adversus Luciferianos 26.
[15] Φιλάστριου, Diversarum Haereseon Liber XXXVII.1: “Hebion discipulus eius Cerinthi, in multis ei I similiter errans saluatorem nostrum hominem de Ioseph natum carnaliter aestimabat, nihilque diuinitatis in eo fuisse docebat, sed sicut omnes prophetas, sic et eum gratiam del habuisse adserebat, non tamen deum maiestatis et dei patris filium cum patre sempiternum esse credebat, cum diuinae. scripturae deum sempiternum cum patre uero ac sempiterno ubique testantur ac praedicant. {ed. F. Marx, Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum 38 (1898) 20}
[16] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 35.1 {ed. , GCS 26 (1916) 222} Επίσης X 23.1 { ed. Paul Wendland, GCS 26 (1916), 282}
[17] Ωριγένους, Κατά Κέλσου V 61 { ed. Paul Koetschau, GCS 3 (1899) 65} & In Epistolam ad Titum XIII,{ed. A. Schmidtke, Neue Fragmente zu den judenchristlichen Evangelien, Texte und Untersuchungen 37 (1911) 144, Εξηγητικά εις το κατά Ματθαίον XVI 12.
[18] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία III 27.3.
[19] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων X 23.1 { ed.Paul Wendland, GCS 26 (1916), 282}
[20] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 2.2 {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 334}
[21] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 3.1 {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 335-6}
[22] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 26.2: «ea autem, quae sunt erga Dominum, non similiter ut Cerinthus et Carpocrates opinantur.» (PG 7.689B)
[23] Ιππόλυτος, Κατά αιρέσεων VII 34.1 {ed. Paul Wendland , GCS 26 (1916) 221} Επίσης X 22 «Ἐβιωναῖοι δέ τόν μέν κόσμον ὑπό τοῦ ὄντως θεοῦ γεγονέναι λέγουσι, τόν δέ Χριστόν ὁμοίως Κηρίνθῳ» {ed. Paul Wendland , GCS 26 (1916) 281}
[24] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 3.1 {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 335-6}
[25] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 3.3-4 {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 336}
[26] Επιφάνιου, Πανάριον LIII 1.8 { ed. Karl Holl, GCS 31 (1922) 316}
[27] Επιφάνιου, Πανάριον ΧΧΧ 16.4: «οὐ φάσκουσι δέ ἐκ Θεοῦ πατρός αὐτόν γεγενῆσθαι, ἀλλά κεκτίσθαι ὡς ἕνα τῶν ἀρχαγγέλων [καί ἔτι περισσοτέρως], αὔτόν δέ κυριεύειν καί αγγέλων καί πάντων <τῶν> ὑπό τοῦ παντοκράτορος πεποιημένων, καί ἐλθόντα καί ὑφηγησάμενον» {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 354}
[28] Επιφάνιου, Πανάριον ΧΧΧ 14.4: «ἐπειδή γάρ βούλονται τόν μέν Ἰησοῦν ὄντως ἄνθρωπον εἶναι, ὡς προεῖπον, Χριστόν δέ ἐν αὐτῷ γεγενῆσθαι τόν ἐν εἴδει περιστερᾶς καταβεβηκότα (καθάπερ ἤδη καί παρ’ ἄλλαις αἱρέσεσιν εὐρήκαμεν) συναφθέντα <τε> αὐτῷ, καί εἶναι αὐτόν τόν Χριστόν εκ σπέρματος ἀνδρός καί γυναικός γεγενημένον» {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 351}. Επίσης ΧΧΧ 16.3 {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 353} Επίσης Ιππόλυτος, Κατά αιρέσεων VII VII 5.2-3 {ed. Paul Wendland , GCS 26 (1916) 222}
[29] Επιφάνιος, Πανάριον ΧΧΧ 16.3: «καί τούτου ἕνεκα Ἰησοῦν γεγενημένον ἐκ σπέρματος ἀνδρόςλέγουσι καί ἐπιλεχθέντα καί οὕτω κατά ἐκλογήν υἱόν θεοῦ κληθέντα ἀπό τοῦ ἄνωθεν εἰς αὐτ΄ν ἥκοντος Χριστοῦ ἐν εἴδει περιστεράς». {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 353-4} [30] Επιφάνιος, Πανάριον ΧΧΧ 18.5-6: «τόν δέ Χριστόν προφήτην λέγουσι τῆς αλήθείας καί Χριστόν, υἱόν δέ θεοῦ κατά προκοπήν καί κατά συνάφειαν ἁναγωγῆς τῆς ἄνωθεν προς αὐτόν γεγενημένης˙ τους δέ προφήτας λέγουσι συνέσεως εἶναι προφήτας καί οὐκ ἀληθείας. αὐτόν δέ μόνον θέλουσιν εἶναι καί προφήτην καί ἄνθρωπον ὡς προείπαμεν, διά δέ ἀρετήν βίου ἥκοντα εἰς τό καλεῖσθαι υἱόν θεοῦ.» {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 358}
[31] Επιφάνιος, Πανάριον ΧΧΧ 16.2: «δύο δέ τινας, ὡς ἔφην, συνιστῶσιν έκ θεοῦ τεταγμένους, ἕνα μέν τόν Χριστόν ἕνα δέ τόν διάβολον. καί τόν μέν Χριστόν λέγουσι τοῦ μέλλοντος αἰῶνος εἰληφέναι τόν κλῆρον, τόν δέ διάβολον τοῦτον πεπιστεῦσθαι τόν αἰῶνα, ἐκ προσταγῆς δῆθεν τοῦ παντοκράτορος κατά αἴτησιν ἑκατέρων αὐτῶν.» {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 353}
[32] Ειρηναίος, Έλεγχος ΙΙΙ 15.1 (PG 7.917A-918A) όπου συνδέει την αυθεντία του αποστόλου με την αυθεντία του Ευαγγελιστή Λουκά.
[33] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΙΙΙ 27.3-4: «ούτω κατήντων εις τήν δυσσέβειαν των προηγουμένων, μάλιστα εφόσον εφρόντιζον όπως εκείνοι να επιδίδωνται εις την κατά γράμμα τήρησιν της νομικής λατρείας. Ούτοι εξ άλλου ενόμιζον ότι πρέπει να απορρίψωμεν εντελώς τας επιστολάς του αποστόλου, αποκαλούντες αυτόν αποστάτη του νόμου,» (μετ. Παν. Χρηστου, ΕΠΕ, σελ. 317) Ίσως ως «σωματική περί τον νόμο λατρεία» να εννοεί ο Ευσέβιος την περιτομή, διότι είναι γνωστό ότι οι Εβιωναίοι περιτέμνονταν, αλλά δεν εφάρμοζαν όλο τον Νόμο κατά γράμμα.
[34] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 16.9.
[35] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΙΙΙ 27.5.
[36] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 2.2: «ἔτι δέ πλείω οὗτος (σ.σ. ο Εβίων) παρά τους Ἰουδαίους ὁμοίως τοῖς Σαμαρίταις διαπράττεται» {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 334}.
[37] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 2.3-5.
[38] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 15.3.
[39] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 2.7.
[40] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 15.3.
[41] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 16.5.
[42] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 17.2 -3.
[43] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 26.2: «Sole autem eo quod est secundum Matthaeum, Evangelio utuntur».
[44] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΙΙΙ 27,4: «εὐα γγελίῳ δέ μόνῳ τῷ καθ’ Ἑβραίους λεγομένῳ χρώμενοι, τῶν λοιπών σμικρόν ἐποιοῦντο λόγον˙»
[45] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 3.7 {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 338}
[46] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 14.1-4{ Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 351}
[47] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 3.8 {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 338}
[48] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 15.1 {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 352}
[49] Ωριγένους, Υπόμνημα εις την Γένεσην, φιλοκαλία 23.
[50] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 17.6-7 {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 355}
[51] Ειρηναίου, Έλεγχος ΙΙΙ 3.4.
[52] Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΙΙΙ 28.6: « Ἰωάννην τόν Ἀπόστολον εἰσελθεῖν ποτε ἐν βαλανείῳ, ὥστε λούσασθαι, γνόντα δέ ἔνδον ὄντα τόν Κήρινθον, ἀποπηδῆσαι τε τοῦ τόπου καί ἐκφυγεῖν θύραζε, μηδ’ ὑπομείναντα τήν αὐτήν αὐτῷ ὑποδῦναι στέγην, ταὐτό δέ τοῦτο καί τοῖς σύν αῦτῷ παραινέσαι φήσαντα˙ φύγωμεν, μή καί τό βαλανεῖο συμπέσῃ, ἔνδον ὄντος Κηρίνθου τοῦ τῆς ἀληθείας έχθροῦ».
[53] Οικουμένιου επισκόπου Τρίκκης, Ιωάννου Αποστόλου, η πρώτη επιστολή καθολική, κεφ. γ’ : «Εἰ γάρ, φησί, τόν Ἀντίχριστον ἐν ἐσχάτοις καιροῖς προσδοκῶμεν, νῦν δέ ἀντίχριστοι πολλοί ἐπεπόλασαν τῷ βίῳ (λέγει δέ Κήρινθον καί τους ὁμοίους ἐκείνῳ), εὔδηλον ὅτι καί καιρός τῆς συντελείας ἐφέστηκε, προειδοποιούντων τῶν πολλῶν αντιχρίστων ἐνί.» (PG 119,B)
[54] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, σελ. 141.
[55] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 26.1: «Et Cerinthus autem quidam in Asia, …» (PG 7.686A)
[56] Ιππόλυτος, Κατά αιρέσεων VII 7.1: «Ὅτι ὁ Κήρινθος μηδέν έκ γραφῶν, ἀλλ’ ἐκ τῶν Αἰγυπτίοις δοξάντων δόξαν συνεστήσατο» {ed. Paul Wendland , GCS 26 (1916) 190} & VII 33.1 {ed. Paul Wendland , GCS 26 (1916) 220} Βλ. σχετ. Ante-Nicene Fathers 5 (1868) 97 σημ. 1 και την μετάφραση των A. Roberts & W. Rambaut.
[57] Ειρηναίος, Έλεγχος Ι 26.1: «non a primo Deo factm esse mundum docuit, sed a Virtute quodam valde separate, et distante ab ea principalitate, quae est super universa, et ignorante eum».
[58] Ιππόλυτος, Κατά αιρέσεων VII 33.1.
[59]Adversus omnes haereses 3.2: «Nam et ipse mundum institutum esse ab illis dicit;», όπου το “ab illis” κατά τους μεταφραστές (Thelwall) πρέπει να αντικατασταθεί με το “ab angelis”.
[60] Ο. π. «ipsam quoque legem ab angelis datam perhibens, Iudaeorum deum non dominum, sed angelum promens». { ed. F. OEHLER, Tertulliani Opera Quae Supersunt, editio maior (1851) vol. 2, pp.749-765}.
[61] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 26.1: «Jesum autem subject, non ex Virgine natum (impossibile enim hoc ei visum est); fuisse autem Joseph et Mariae filium similiter ut reliqui omnes hominess, et plus potuisse justitia et prudential, et sapientia ab hominibus. Et post baptismum descndisse in eum, ab ea principalitate quae est super omnia, Christum figura columbae; et tunc animitiasse incognitum patrem, et virtutes perfecisse; in fine autem revonisse Cristum de Jesu, et Jesum passum esse, et resurrexisse; Christum autem impassibilem perseverasse, exsistentem spiritalem».
[62] Ιππόλυτος, Κατά αιρέσεων VII 33.1.
[63] Επιφανίου, Πανάριον 28.1.
[64] Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΙΙΙ 28.1.
[65] Επιφανίου, Πανάριον 28.5-7: «ἄνωθεν δέ ἐκ τοῦ ἄνω θεοῦ μετά τό αδρυνθῆναι τόν Ιησοῦν, τόν ἐκ σπέρματος Ιωσήφ καί Μαρίας γεγεννημένον, κατεληλυθέναι τόν Χιστόν εἰς αὐτόν τουτέστι τό πνεῦμα τό ἅγιον ἐν εἴδει περιστερᾶς ἐν τῷ Ιορδάνῃ καί ἀποκαλύψαι αῦτῷ καί δι’ αὐτοῦ τοῖς μετ’ αὐτοῦ τόν ἄγνωστον πατέρα. καί διά τοῦτο ἐπειδή ἦλθεν εἰς αὐτόν ἄνωθεν δύναμις, δυνάμεις έπιτετελκέναι˙ καί αὐτοῦ πεπονθότος τό ἐλθόν ἄνωθεν ἀναπτῆναι ἄνω ἀπο τοῦ Ἰησοῦ. πεπονθότα δέ τόν Ἰησοῦν καί πάλιν ἐγηγερμένον, Χριστόν δέ τόν ἄνωθεν ἐλθόντα είς αὐτόν ἀπαθῆ ἀναπτάντα, ὅπερ ἐστί τό κατελθόν ἐν εἴδει περιστερᾶς, καί οὐ τόν Ἰησοῦν εἶναι Χριστόν.» {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 313}.
[66] Επιφανίου, Πανάριον 28.3: «οὐδέν γάρ οὗτος παρά τόν πρῶτον διήλλαξε τῇ εἰσαγωγῇ τῆς αὐτοῦ διδασκαλίας ἀλλ’ ἤ ἐν τούτῳ μόνον, ἐν τῷ προσέχειν τῷ Ἰουδαϊσμῷ ἀπό μέρους.» {Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915) 313}
[67] «οἱ γάρ τοιοῦτοι ψευδαπόστολοι, ἐργάται δόλιοι, μετασχηματιζόμενοι εἰς ἀποστόλους Χριστού».
[68] Διαταγαί Αποστόλων VI 8.1: «Όταν όμως βγήκαμε στα έθνη για να κηρύξουμε στον κόσμο το λόγο της ζωής, τότε φρόντισε ο διάβολος στο λαό να στείλλουν πίσω μας ψευτοαποστόλους για να διαστρεβλώσουν τον λόγο. Έτσι παρουσίασαν κάποιο Κλεόβιο και τον έβαλαν δίπλα στο Σίμωνα. Οι δύο αυτοί μαθήτευσαν δίπλα σε κάποιο Δοσίθεο, τόν οποίο, όταν έγιναν ανώτεροί του, τον απομάκρυναν από την εξουσία. Έπειτα, και άλλοι έγιναν αρχηγοί παράδοξων δογμάτων, ο Κηρινθος…» (μετ. Παν. Παπαευαγγέλου, ΕΠΕ, Αποστολικοί Πατέρες 1 σελ. 283).
[69] Επιφανίου, Πανάριον 28.4.
[70] Επιφανίου, Πανάριον 28.4.1-2. Το περιστατικό καταγράφεται στις Πράξεις 21.28.
[71] Γαλ. 2.4.
[72] «Οἱ ἀπόστολοι καί οἱ πρεσβύτεροι καί οἱ ἀδελφοί τοῖς κατά τήν Αντιόχειαν καί Συρίαν καί Κιλικίαν ἀδελφοῖς τοῖς ἐξ ἐθνῶν χαίρειν. Ἐπειδή ἠκούσαμεν ὅτι τινές ἐξ ἡμῶν ἐξελθόντες ἐτάραξαν ὑμᾶς λόγοις ἀνασκευάζοντες τάς ψυχάς ὑμῶν, λέγοντες περιτέμνεσθαι καί τηρεῖν τόν νόμον,…»
[73] Επιφανίου, Πανάριον 28.2.3.
[74] «καί ὅτε ἀνέβη Πέτρος εἰς Ἱεροσόλυμα, διεκρίνοντο προς αὐτόν οἱ ἐκ περιτομῆς λέγοντες ὅτι προς ἄνδρας ἀκροβυστίαν ἔχοντας εἰσῆλθες καί συνέφαγες αὐτοῖς».
[75] Επιφανίου, Πανάριον 28.2.4.
[76] Επιφανίου, Πανάριον 28.6.1.
[77] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία 28.2: «Αλλά και ο Κήρινθος δια μέσου αποκαλύψεων καταγεγραμμένων δήθεν υπό μεγάλου αποστόλου, εισάγει εις ημάς ψευδόμενος τερατολογίας παρουσιασθείσας τάχα εις αυτόν υπό αγγέλου, λέγων ότι μετά την ανάστασιν το βασίλειον του Χριστού θα είναι επίγειον και ότι πάλι η σαρξ θα δουλεύη εις επιθυμίας και ηδονάς ζώσα εις την Ιερουσαλήμ. Εχθρός των Γραφών του Θεού και θέλων να παραπλανήση, λέγει ότι θα υπάρξη χιλιετία ολόκληρος εις γαμήλιον εορτή.» (μετ. Π. Χρήστου, ΕΠΕ, τ.1 σελ. 319)
[78] Διονύσιος bar-Salibi, in Apocalysim, Actus et Epistolas Catholicas, Corpus Scriptorum Christianorum Orientalis, (εκδ-μετ. I. Sedlaček) Romae 1910, tom. CI p. 1-2.
[79] Εκκλησιαστική Ιστορία ΙΙ 25.6: «Επιβεβαιώνει επίσης τούτο και εκκλησιαστικός ανήρ ονομαζόμενος Γάιος, ο οποίος έζη υπό τον Ζεφυρίνον επίσκοπον των Ρωμαίων. Συζυτών εγγράφως με τον Πρόκλον, ηγέτην της Φρυγικής αιρέσεως, λέγει ακριβώς ταύτα περί των τόπων, όπου έχουν κατατεθή τα ιερά σκηνώματα των αναφερθέντων αποστόλων.» (μετ. Παν. Χρήστου, ΕΠΕ, τ. 1 σελ. 241)
[80] Βλ. σχετ. Παν Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, σελ. 688.
[81] Βλ. σχετ. Παν Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, σελ. 730.
[82] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΙΙΙ 28.4-5: «Ο δέ Κήρινθος ο συστήσας την αίρεσιν η οποία από εκείνον ωνομάσθη Κηρινθιανή, ηθέλησε να δώση εις το πλαστογράφημά του έν αξιόπιστον όνομα. Πράγματι τούτο είναι το δόγμα της διδασκαλίας αυτού, ότι η βασιλεία του Χριστού θα είναι επίγειος˙ καθώς δε ήτο φιλοσώματος και πολύ σαρκικός, ωνειροπόλει ότι θα ευρίσκεται εις όσα αυτός επόθει, εις τας απολαύσεις της γαστρός και του υπογαστρίου, δηλαδή εις φαγητά, ποτά, έρωτας και εις εκείνα με τα οποία ενόμισεν ότι θα προμηθευθή αυτά τα πράγματα εντιμότερα, εις εορτάς, θυσίας, σφαγήν ζώων δια προσφοράν.»(μετ. Παν Χρηστου, ΕΠΕ, τ. 1 σελ. 319-21).
[83] Φιλάστριου, Diversarum Haereseon Liber XXXVI.3 {ed. F. Marx, Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum 38 (1898) 20}
[84] Ειρηναίος, Έλεγχος Ι 26.2.
[85] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 3.7.
[86] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΧ 14.2.
[87] Επιφανίου, Πανάριον LI 6.6 {ed. Karl Holl, GCS 31 (1922) 255}
[88] Π. Χρηστου, Ελληνική Πατρολογία, σελ. 287.
[89] Εκτός από τις παραπάνω μαρτυρίες, ο άγιος Ιερώνυμος παρατηρεί ότι οι Πατέρες μέμφονταν τον Κήρινθο, διότι προσπαθούσε να συνδέσει τον Νόμο με το Ευαγγέλιο. Epist. CVII.13.
[90] Επιφανίου, Πανάριον 28.6.4.
[91] Α’ Κορ. 15.53
[92] Α’ Κορ. 15.20
[93] Επιφανίου, Πανάριον 28.6.6-8.
[94] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων IX 13.1 {ed. Paul Wendland , GCS 26 (1916) 251}
[95] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων IX 13.2-3.
[96] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων IX 13: «φάσκων ταύτην από Σηρῶν της Παρθίας παρειληφέναι».
[97] Επιδήμια Κηρύγματα Πέτρου VIII 48 & IX 19.25: «Ὧν πρώτοι Σῆρες οι τό ἄκρον τῆς χέρσου οἰκοῦντες, νόμον ἔχοντες τό πατρῷον ἔθος μή ἑταιρίζεσθαι μηδέ συλᾶν, μή μοιχᾶσθαι, μή ξοάνοις προσκυνεῖν ἤ ποτνιᾶσθαι δαίμοσι, μηδ’ ὅλως ἐν αὐτοῖς ὑπάρχειν εἴδωλον ἤ ἑταίραν ἤ μοιχαλίδα, οὐ συλήτην, οὐ φονέα, οὐ λωποδύτην˙ … καί ὅμως ἰσχυρότερος τῆς ἀνάγκης τῶν ἄστρων παρά Σηρσίν ὁ πάτριος νόμος».
[98] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία VI 38.
[99] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων Χ 29.1: «Ἕτεροι δέ τινες ὡς καινόν τι παρεισάγοντες ἐκ παςῶν αἱρέσεων ἐρανισάμενοι, ξένην βίβλον σκευάσαντες Ἠλχασαΐ τινος ἐπονομαζομένην,…»
[100] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων ΙΧ 14.1.
[101] Ο.π.
[102] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων ΙΧ 15.1-2.
[103] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων ΙΧ 15.4-5.
[104] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων ΙΧ 15.5-6.
[105] Επιφανίου, Πανάριον XIX 2.7-8.
[106] Επιφανίου, Πανάριον XIX 2.10.
[107] Επιφανίου, Πανάριον XIX 3.5-6.
[108] Επιφανίου, Πανάριον LIII 1.3 {ed. Karl Holl, GCS 31 (1922) 315}
[109] Ο.π.
[110] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων ΙΧ 14.8.
[111] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων ΙΧ 16.3-4.
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος
Τα έργα των εκκλησιαστικών συγγραφέων που ασχολήθηκαν με το θέμα είναι η κύρια πηγή πληροφόρησης, όπως και οι εκκλησιαστικές ιστορίες. Το πλήθος των γνωστικών σεκτών θα μπορούσε να μπερδέψει τον κάθε μελετητή, κυρίως εξαιτίας των ομοιοτήτων μεταξύ τους, στην διδασκαλία και στη μορφή. Με την βοήθεια των αντιαιρετικών έργων, είναι δυνατή η καταμέτρηση των σεκτών αυτών, ο εντοπισμός τους, η μελέτη της διδασκαλίας τους, η κατανόηση των επιδράσεων, τις οποίες δέχτηκαν. Ανάλογα με τις επιδράσεις αυτές, έχει επικρατήσει μια κατηγοριοποίηση των σεκτών. Θα την ακολουθήσουμε κι εμείς χάριν ευκολίας στην κατανομή της ύλης.
Συνεπώς, εξετάζοντας τα στοιχεία που δέχτηκαν από τις θρησκείες της ανατολικής Μεσογείου και τον ελληνισμό, οι γνωστικές σέκτες χωρίζονται σε:
1) Αρχαϊκά συστήματα
2) Ιουδαΐζοντα συστήματα
3) Αντινομιστές
4) Τριαρχικά ανθρωποθεογονικά
5) Βαλεντινιστές
6) Δυαρχικά συστήματα:
α) Μαρκιωνισμός
β) Μανιχαϊσμός
Οι πρώτοι γνωστικοί εμφανίστηκαν ήδη από την αποστολική εποχή. Αυτοί πρώτοι προσπάθησαν να προσκολληθούν στις νεότευκτες χριστιανικές εκκλησίες. Παρέλαβαν την διδασκαλία των αποστόλων και προσπάθησαν να την αλλοιώσουν, εισάγοντας στοιχεία ξένα. Ο σκοπός τους ήταν εμφανής, καθώς δεν εργάζονταν προς δόξαν Θεού, αλλά για το ίδιον όφελος. Πρώτοι, οι απόστολοι επεσήμαναν τον κίνδυνο που προέρχονταν από αυτούς τους ανθρώπους, και ενημέρωσαν την εκκλησία και τους πιστούς.
4.1.1 Σίμων ο Μάγος
Από αυτόν ξεκινούν οι εκκλησιαστικοί αιρεσιολόγοι, διότι τον θεωρούν ρίζα των γνωστικών αιρέσεων. Καταγόταν από την Γίτθα[1] της Σαμάρειας. Αναφέρεται ήδη στις Πράξεις των Αποστόλων. Αμέσως έγινε εμφανής η υστεροβουλία[2] και η αλαζονεία[3] του. Ήδη είχε αρκετό χρόνο δράσης στην Σαμάρεια, όταν έφτασε εκεί το ευαγγελικό κήρυγμα. Κίβδηλος ο ίδιος, αμέσως αναγνώρισε την γνησιότητα της δύναμης των αποστόλων, και εντυπωσιάστηκε από την αποδοχή του μηνύματος της Αναστάσεως. Οι οπαδοί του τον αποκαλούσαν «δύναμη του Θεού μεγάλη[4]». Ο Ιερώνυμος[5] αναφέρει, ότι αυτοαποκαλούνταν «Λόγος του Θεού», Sermo Dei, Παράκλητος.
Από τον Άγιο Ιουστίνο αναφέρεται τρεις φορές[6]. Από την μαρτυρία του φαίνεται ότι ο Σίμων έδρασε και στην Ρώμη, αν και η πληροφορία για τον ανδριάντα φαίνεται παραπλανητική. Δεν αποκλείεται, όμως, ο Σίμων να χρησιμοποίησε ως εφαλτήριο για την διάδοση του δικού του κηρύγματος την ομοιότητα του ονόματος του με αυτού στην επιγραφή. Ο αμοραλισμός του δείχνει ότι δεν θα είχε ενδοιασμούς να το κάνει, αρκεί να υπήρχαν εύπιστοι.
Περιέφερε μαζί του και μια πόρνη, την οποία περιμάζεψε από πορνείο της Τύρου[7]. Γι’ αυτήν έλεγε ότι είναι η «Επίνοια», ότι πρώτα κατοίκησε στο σώμα της Ελένης της Ιλιάδας, και στην συνέχεια μετενσαρκώθηκε διαδοχικά από τους αγγέλους και τις εξουσίες του κάτω κόσμου, ώσπου έφτασε να κατοικεί στο σώμα της ακολούθου του[8].
4.1.1α Διδασκαλία
Στον Σίμωνα αποδίδεται ένα έργο το Απόφασις Μεγάλη[9]. Δεν είναι σίγουρο αν είχε γραφεί από τον ίδιο ή τους μαθητές του, αλλά είναι αποδεκτό ότι είχε υποστεί μεταγενέστερη επεξεργασία. Ο Σίμων ξεκίνησε την διδασκαλία του από το «ὅτι ὁ Θεός πῦρ φλέγον ἐστί καί καταναλίσκον[10]», δεν δέχονταν με ορθό τρόπο αυτό που ειπώθηκε από τον Μωυσή, αλλά το μπέρδευε με την διδασκαλία του Ηράκλειτου[11], και δέχονταν ότι το πυρ είναι η αρχή των όλων. Αυτή την αρχή την ονομάζει Απέραντος Δύναμις, και την θεωρεί ρίζα τον όλον. Δεν δέχεται το πυρ απλό, αλλά ότι έχει διπλή φύση, την μία κρυφή και την άλλη φανερή[12]. Η πρώτη ήταν πηγή της δεύτερης[13]. Θεωρούσε επίσης ότι το πυρ είχε νόηση όπως ο Εμπεδοκλής[14].
Από το πυρ ξεπήδησαν έξι ρίζες σε τρεις συζυγίες: α) νους και επίνοια β) φωνή και όνομα γ) λογισμός και ενθύμηση. Σε αυτές ενυπάρχει όλη η Απέραντος Δύναμις, δυνάμει και όχι ενεργεία. Συνήθιζε ν’ αποκαλεί την Απέραντο Δυναμη «ὁ ἐστώς, ὁ στάς και ὁ στησόμενος», προφανώς κατ’ αντιγραφή του «ὁ ὧν, ὁ ἧν καί ὁ έρχόμενος».
Η πρώτη συζυγία χωρίζεται σε δύο παραφυάδες, τον ουρανό και την γη. Ο μεν ουρανός, είναι άρρεν, μένει άνω και προνοεί της συζύγου κάτω. Η δε σύζυγος λαμβάνει εκ του ουρανού καρπούς. Ο λόγος αποβλέπει σ’ αυτά που διαδραματίζονται μεταξύ ουρανού και γης και αναφωνεί «ἄκουε, ουρανέ, καί ἐνωτίζου, γη, ὅτι κύριος ἐλάλησεν˙ υἱούς ἐγέννησα καί ὕψωσα, αὐτοί δέ με ἠθέτησαν[15]», ισχυρίζεται εν συνεχεία, ότι αυτός που αναφωνεί έτσι είναι η έβδομη δύναμη, ο εστώς, ο στας και ο στησόμενος. Οι άλλες δύο συζυγίες είναι, η μεν φωνή και όνομα – ήλιος και σελήνη, ο δε λογισμός και ενθύμηση, αέρας και ύδωρ. Η έβδομη δύναμη προύπήρχε μέσα στην Απέραντο Δύναμη. Σε αυτήν αναφέρονταν ο Μωυσής όταν έγραψε «καί πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος» (Γέν. 1.2)
Γι’ αυτήν ο Σίμων Μάγος έλεγε «εἰκών ἐξ ἀφθάρτου μορφῆς, κοσμοῦσα μόνη πάντα[16]». Κατά την σιμωνανή ανθρωπολογία ο θεός έπλασε τον άνθρωπο διπλό «κατ’ εικόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν». Εικόνα είναι το πνεύμα το επιφερόμενο του ὐδατος, η έβδομη δύναμη. Αυτό το πνεύμα, αν εξεικονισθεί, μένει εις το διηνεκές, ειδάλλως καταστρέφεται με τον κόσμο.
Η δύναμη του πυρός, κατά την ανθρωπολογία του Σίμωνα, είναι η γενετήσια επιθυμία. Η δύναμη αυτή στον άνδρα μετατρέπεται σε σπέρμα, στην γυναίκα σε γάλα. Η μετατροπή γίνεται στον άνδρα, γέννηση, στην γυναίκα αύξηση. Συνεπώς η δύναμη αυτή είναι και γεννητική και αυξητική, πατήρ και μητηρ. Έτσι ερμηνεύει το «φλογίνη ῤομφαία ἡ στρεφομένη φυλάσσειν τήν ὁδόν τοῦ ξύλου τῆς ζωής» (Γεν. 3.24).
Για ν’ αποδώσει αλληγορική ερμηνεία στα χωρία της Παλαιάς Διαθήκης περί του παραδείσου, ακολουθούσε ανατομικό μοντέλο. Έτσι, ως παράδεισο εκλάμβανε την μήτρα. Για να το στηρίξει χρησιμοποιούσε το «ἐγώ εἰμι ὁ πλάσσων σε ἐν μήτρᾳ μητρός σου[17]».
Επίσης στο «ποταμός ἐκπορευόμενος ἐξ Ἐδέμ ποτίζειν τόν παράδεισον» (Γεν. 2.10), αντιστοιχούσε τον ομφάλιο λώρο. Ο ποταμός διαχωρίζεται σε τέσσερεις, και σ’αυτούς αντιστοιχίζει τέσσερεις αισθήσεις και τέσσερα βιβλία του Μωυσή.
«αὕτη γάρ, φησιν, ἐστίν ἡ Γένεσις ὅρασις, είς ἥν άφορίζεται ποταμοῦ σχίσις μία˙ ἐθεάθη γάρ ὁ κόσμος ἐν ὁράσει. ἐπιγραφή βιβλίου δευτέρου Ἔξοδος˙ ἔδει γάρ τό γεννηθέν, τήν Ἐρυθράν διοδεύσαν θάλασσαν, ἐλεθεῖν ἐπί τήν ἔρημον - Ἐρυθράν δέ λέγει, φασί, τό αἷμα -, καί γεύσασθαι πικρόν ὕδωρ. … Λευιτικόν ὁμοίως τό τρίτον βιβλίο, ὅπερ ἐστίν ἡ ὄσφρησις ἤ ἀναπνοή. … Ἀριθμοί τό τέταρτον τῶν βιβλίων˙ γεῦσιν λέγει, ὅπου λόγος ἐνεργεῖ… Δευτερονόμιον δἐ, φησίν, ἐστί προς τήν ἁφήν τοῦ πεπλασμένου παιδίου ἐπιγεγραμένον[18]».
Η σωτηριολογία του Σίμωνα ήταν αρκετά απλή. Κατ’ αρχήν θεοποίησε τον εαυτό του βάσει της παραπάνω διαδικασίας, δηλαδή, ενώ ήταν γεννητός και παθητός, είχε το εν δυνάμει και «εξεικονίσθη», οπότε εξομοιώθηκε με την έβδομη δύναμη. Στην συνέχεια ταύτισε την επίνοια με την Ελένη των αρχαίων ποιητών και την προσωποποίησε στην πόρνη που ερωτεύθηκε. Έτσι οι δυο τους έγιναν το πρώτο ζεύγος, ο νους και η επίνοια. Όπως έσωσε την Ελένη, υπόσχονταν να σώσει και τους οπαδούς του. Τί σήμαινε σωτηρία για τον Σίμωνα; Ο υλικός κόσμος, στην κοσμογονία του δημιουργήθηκε από τους αγγέλους και τις κάτω εξουσίες. Όπως αυτοί κακομεταχειρίστηκαν την Ελένη (εδώ ταυτίζει τους αγγέλους και τις κάτω εξουσίες με τους πορνοβοσκούς των χαμαιτυπείων της Τύρου), παρόμοια ασκούσαν κακή διαχείριση του κόσμου. Συνεπώς ως σωτηρία εννοούσε την λύτρωση από την τυραννία των αγγέλων[19]. Μετά την θεοποίησή του λατρεύονταν από τους οπαδούς του ως ο Δίας και η Ελένη ως η Αθηνά[20].
Το σύστημα του Σίμωνα στερούνταν ηθικής διδασκαλίας. Εφόσον η σωτηρία προέρχονταν από τον ίδιο και την Ελένη, οι ίδιοι μπορούσαν να θέσουν τους κανόνες για την απόκτησή της. Και δεν έθεσαν κανέναν. Έτσι, δύο τινα επιτεύχθηκαν. Πρώτον, οι οπαδοί τους μπορούσαν να ζήσουν έκλυτο βίο, όσο το επιθυμούσαν χωρίς αναστολές. Δεύτερον, με την υπόσχεση της σωτηρίας, η οποία εξαρτιόνταν, μόνο από τον ίδιο και την ερωμένη του, κρατούσαν υπό ομηρία όσους τους ακολουθούσαν.
4.1.1β Πρακτικές
Ο Ευσέβιος Καισαρείας αναφέρει μόνο την προσφορά θυσιών, σπονδών και θυμιάματος στους θεοποιηθέντες αρχηγούς της σέκτας ή στις εικόνες αυτών. Αρνείται για λόγους κοσμιότητας να περιγράψει τις τελετές των σιμωνιανών:
«Αι δε περισσότερον απόρρητοι πράξεις των, από τας οποίας λέγουν ότι ο δια πρώτην φοράν ακούων αυτάς θα εκπλαγή και συμφώνως προς εν γραπτόν λόγιόν των “θα θαμβωθή”, πράγματι είναι γεμάται θάμβος, παραφροσύνην και μανίαν˙ είναι τοιαύται, ώστε να μη είναι δυνατόν όχι μόνον να παραδοθούν δια της γραφής αλλά ούτε απλώς να προφερθούν δια των χειλέων από σώφρωνας άνδρας ακριβώς λόγω της υπερβολικής αισχρότητος και βρωμερότητος. Πράγματι ό,τι μιαρώτερον πάσης αισχράς πράξεως είναι δυνατόν να επινοηθή, αυτό έχει υπερακοντισθη από την μυσαρωτάτην αίρεσιν των ανθρώπων τούτων, οι οποίοι εμπαίζουν τας αθλίας και βεβαρυμένας με παντοειδή πράγματι κακά γυναίκας[21]».
Ο άγιος Ιππόλυτος είναι λίγο πιο αποκαλυπτικός. Αναφέρει ότι ασκούσαν μαγείες και μαγγανείες. Κατασκεύαζαν φίλτρα και έστελναν τους ονειροπομπούς δαίμονες σε όποιον ήθελαν. Κατά την προσκύνηση των εικόνων απαγορευόταν να ονομάζουν Σίμωνα και Ελένη, με τιμωρία τον εξοβελισμό από την σέκτα, σε περίπτωση παραπτώματος. Όφειλαν να τους αποκαλούν κύριο και κυρία[22].
Στα Κλημέντεια αναφέρεται, ότι η Ελένη καλούνταν Luna-Σελήνη[23]. Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι πολύ πιθανό, εφόσον ο Σίμων-ήλιος και Ελένη-σελήνη, θα έπρεπε ν’ αντιστοιχηθεί στη δεύτερη συζυγία. Πάντως σε αυτές τις σέκτες δεν μπορεί να περιμένει κάποιος ακρίβεια στην λογική σειρά. Αν Ελένη ήθελε να είναι Luna, κανείς δεν θα μπορούσε να εγείρει ενστάσεις.
4.1.1γ Το τέλος του Σίμωνα – κρίσεις
Όταν πια η απάτη του ξεσκεπάστηκε στη Σαμάρεια, ο Σίμων κατέφυγε στη Ρώμη. Εκεί για κάποιο χρονικό διάστημα, κατάφερε να συνεχίσει τις γητείες του με επιτυχία. Εξακολουθούσε να ζητά από τους οπαδούς του να λατρεύεται ως θεός, όπως κατέγραψε ο άγιος Ιουστίνος. Στην Ρώμη κατέφθασε ο Απόστολος Πέτρος, για να κηρύξει το Ευαγγέλιο. Αναγκαστικά, κάποια στιγμή έπρεπε να έρθει αντιμέτωπος με τον Σίμωνα.
Η δράση του Σίμωνα στη Ρώμη και η συνάντηση με τον απόστολο Πέτρο, αναφέρονται στις πράξεις Πέτρου, σε λατινική μετάφραση. Χαρακτηριστική φράση από την διδασκαλία του Σίμωνα, σώζεται στην παράγραφο 23:
«Άνδρες Ρωμαίοι, γεννάται ο Θεός; Σταυρώνεται; Ο έχων Κύριον δεν είναι Θεός. Αφού δε είπε αυτά πολλοί δε φώναξαν˙ Καλώς λέγεις, Σίμων[24].»
Αυτό που διακρίνουμε στο παραπάνω απόσπασμα, είναι ο διαβρωτικός χαρακτήρας της δράσης του Σίμωνος. Στόχος του δεν ήταν οι ειδωλολάτρες της Ρώμης, αλλά οι Χριστιανοί. Αυτούς προσπαθούσε να αποσπάσει από την Εκκλησία, με τα τεχνάσματά του, γι’ αυτό και οι αντιαιρετικοί συγγραφείς ομιλούν περί αιρέσεως.
Έμπλεος αυθάδειας και αυτοπεποίθησης, τόλμησε να προκαλέσει τον απόστολο Πέτρο:
«Ἄνδρες Ῥωμαίοι, νῦν δοκεῖτε μου κατισχῦσαι τόν Πέτρον ὡς δυνατώτερον καί μᾶλλον αὐτῷ προσέχετε˙ ἠπάτησθε. Αὔριον γάρ ἐγώ καταλιπών ὑμᾶς ἀθεοτάτους καί ἀσεβεστάτους, ἀναπτήσομαι πρός τόν θεόν, οὗ ἡ δύναμις ἐγώ ἐιμι ἀσθενήσασα.»(§ 31)
Από το παραπάνω φαίνεται, ότι ο ερχομός του αποστόλου Πέτρου στη Ρώμη είχε ευεργετική επίδραση στην διάθεση των πιστών. Η Εκκλησία ανασυγκροτήθηκε και οι οπαδοί του Σίμωνα καταισχύνονταν μαζί με τον ίδιο. Αυτός ετοίμασε μία θεαματική έξοδο, την οποία προανήγγειλε σε αυτούς που τον κορόιδευαν. Ότι δηλαδή την επομένη θα ανέρχονταν προς τον πατέρα και θεό του, την Απέραντο Δύναμη.
Πραγματικά, την επομένη συγκεντρώθηκε το πλήθος, στον τόπο που είχε υποδειχθή από τον Σίμωνα. Εκεί κατέφθασε και ο απόστολος Πέτρος κατόπιν πληροφορίας. Αφού απηύθυνε τις τελευταίες του προκλήσεις και ύβρεις, ο Σίμων άρχισε να ανεβαίνει στον αέρα προς τα πάνω:
«Καί ἰδού ἀρθέντος αὐτοῦ εἰς τό ὕψος καί πάντων ὁρώντων αὐτόν εἰς ὅλην τήν Ῥώμην, καί ὑπέρ τους ναούς αὐτῆς καί τά ὄρη ἠρμένον, ἀφεώρων οἱ πιστοί εἰς τόν Πέτρον. Καί ὁ Πέτρος ἰδών τό παράδοξον τοῦ θεάματος ἐβόησεν προς τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν˙
Ἐάν ἀφῆς τοῦτον ποιῆσαι ὅ ἐπεχείρησεν, νῦν πάντες οἱ εἰς σε πιστεύσαντες σκανδαλιθήσονται καί ἔσται ἅ δι’ ἐμοῦ ἔδωκας αὐτοῖς σημεῖα καί τέρατα ἄπιστα˙ τάχυνον κύριε την χάριν σου, καί καταπεσόντος αύτοῦ ἄνωθεν, ἐκλυθείς συστῇ καί μή ἀποθάνῃ, ἀλλά κενωθῇ καί τό σκέλος κατεάξη ἐκ τριῶν τόπων.
Καί καταπεσόντος αὐτοῦ ἄνωθεν τό σκέλος κατέαξεν ἐκ τριῶν τόπων. Τότε αὐτόν λιθοβολήσαντες ἕκαστος εἰς τά ἴδια ἀνεχώρησαν, Πέτρῳ τό λοιπόν πάντες πειθόμενοι». (§32)
Υπάρχει μία τάση απαξίωσης της παραπάνω διήγησης, διότι προέρχεται από την απόκρυφη γραμματεία. Οι συναξαριστές, όμως του αποστόλου Πέτρου, την χρησιμοποιούν και την έχουν συμπεριλάβει στο συναξάρι του, διασταυρώνοντας με την προφορική παράδοση. Εξάλλου δεν διαθέτουμε διαφορετική ενημέρωση για τον θάνατο του Σίμωνα. Αυτός λιθοβολήθηκε από το εξαπατημένο πλήθος, όταν αποκαλύφθηκε η απάτη του.
Ο Σίμων θεωρείται ο πρώτος αιρετικός:
«Έχουμε λοιπόν παραλάβει την πληροφορία, ότι πρώτος αρχηγός πάσης αιρέσεως ανεδείχθη ο Σίμων. Οι έκτοτε έως σήμερον ακολουθούντες την αίρεσή του, ενώ υποκρίνονται ότι πρεσβεύουν την σώφρονα και φημισμένη σ’ όλο τον κόσμο για την καθαρότητα του βίου χριστιανική φιλοσοφία, επιστρέφουν, όμως, πάλι στην ειδωλολατρική δεισιδαιμονία, από την οποία νόμιαζαν ότι είχαν απαλλαγεί[25].»
Και πάλι συναντούμε την θέση των εκκλησιαστικών συγγραφέων, ότι επρόκειτο για χριστιανική αίρεση. Και ο λόγος είναι, πρώτον όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, διότι απευθύνονταν προς τα μέλη της Εκκλησίας, προς όσους είχαν ήδη πιστέψει στην θεότητα του Ιησού Χριστού, προς τους Χριστιανούς[26]. Δεύτερον, για εξαπάτηση οι αιρετικοί διακήρυσσαν ότι ήταν και οι ίδιοι Χριστιανοί. Τρίτον, υποστήριζαν, είτε αληθώς είτε ψευδώς, ότι ήταν μαθητές των Αποστόλων. Έτσι ο Σίμων υποστήριζε ότι ήταν μαθητής του αποστόλου Πέτρου, ο Βασιλείδης ότι είχε για δάσκαλό του τον Γλαύκο, ερμηνευτή του Πέτρου, ο Βαλεντίνος επικαλούνταν τον Θευδά, γνώριμο του Παύλου[27]. Συνεπώς, και οι ίδιοι αναγνώριζαν και σφετερίζονταν την αυθεντία των Αποστόλων. Αλλά, όπως βεβαιώνει και ο Ευσέβιος, στην πραγματικότητα αποσπούσαν πιστούς από την Εκκλησία και τους παρέδιδαν στην ειδωλολατρία.
Υπάρχουν, βέβαια, διαφορές με τις αιρέσεις, όπως έχουμε συνηθίσει να τις βλέπουμε από την εποχή του Αρείου και μετά. Την περίοδο αυτή που εξετάζουμε, οι αιρέσεις έχουν εξόφθαλμες κακοδοξίες. Αργότερα οι κακοδοξίες θα γίνουν πιο εκλεπτυσμένες, θα καμουφλάρονται πίσω από καλοδιατυπωμένες εκφράσεις, ώστε να μην γίνονται αμέσως αντιληπτές. Αλλά θα πρέπει να προηγηθεί η αποτυχία των πρώτων αιρετικών και των τεχνασμάτων τους. Την αποστολική και άμεση μεταποστολική εποχή, οι αιρετικοί προσπαθούν ν’ ανταγωνισθούν τους αποστόλους, σε ένα κήρυγμα πρωτότυπο, καινοτόμο, πολλές φορές σκανδαλώδες, «Ἰουδαίοις μέν σκάνδαλον, Ἕλλησι δέ μωρίαν[28]», αλλά επιβεβαιώνεται με σημεία. Έτσι, στην προσπάθειά τους αυτή ν’ αντιγράψουν τους αποστόλους, μεταπίπτουν οι αιρετικοί στο άλλο άκρο και καταντούν να κηρύσσουν γελοιότητες. Με την βοήθεια των δαιμόνων, μετέρχονται μαγικών και ταχυδακτυλουργικών τεχνασμάτων, υιοθετούν στις σέκτες τους πρακτικές ελκυστικές, αλλά ευδιάκριτα αντιχριστιανικές.
Μόνο όταν απέτυχαν όλα τα παραπάνω κόλπα, και πτώχευσαν οι σέκτες που δημιουργήθηκαν αυτή την εποχή, με την σύντονη προσπάθεια των εκκλησιαστικών δυνάμεων, περνάνε οι αιρέσεις σε νέα φάση. Οι επόμενες αιρέσεις ή για να είμαστε πιο ακριβείς, οι ίδιοι υποκινητές και των επόμενων αιρέσεων, έχουν πάρει το μάθημά τους, και προσπαθούν με την επόμενη γενιά να μολύνουν την χριστιανική πίστη, με την εισαγωγή στοιχείων κυρίως από την ελληνική φιλοσοφία. Ενώ δηλαδή από την εποχή των αποστόλων, μέχρι τους τελευταίους γνωστικούς, έχουμε την γέννηση χριστιανικής απόχρωσης διδασκαλιών, με δράση εις βάρος της Εκκλησίας, από τον τέταρτο αιώνα και μετά έχουμε προσπάθεια μόλυνσης της ίδιας της ορθόδοξης διδασκαλίας, και μέσω αυτής, της Εκκλησίας.
Και στην μια και στην άλλη περίπτωση, μπορούμε να μιλάμε για αιρέσεις. Οι ίδιοι υποκινητές κρύβονταν από πίσω, τα πνεύματα της πονηρίας. Τον ίδιο στόχο είχαν και έχουν, να πλήξουν το ευαγγελικό κήρυγμα και την Εκκλησία. Ας μην μας παραπλανούν οι προσπάθειες που γίνονται, την σύγχρονη εποχή, να μας πείσουν ότι επρόκειτο για κάτι άλλο, για κίνημα με υψηλή πνευματικότητα. Αυτά είναι ψέματα και ξέρουμε ποιοι τα διαδίδουν.
Οὐ γάρ τά νοήματα αὐτῶν ἀγνοοῦμεν.
Ο Ευσέβιος ανέφερε παραπάνω, ότι στην εποχή του υπήρχαν ακόμη υπολείμματα της αίρεσης των σιμωνιανών. Το ίδιο λέει και ο Ωριγένης επισημαίνοντας ότι επρόκειτο για ασήμαντο αριθμό προσώπων:
«Ἠθέλησε δέ καί Σίμων ὁ Σαμαρεύς Μάγος τῇ μαγείᾳ ὑφελέσθαι τινάς. Καί τότε μέν ἠπάτησε˙ νυνί δέ τους πάντας ἐν τῇ οἰκουμένῃ οὐκ ἔστι Σιμωνιανούς εύρεῖν τόν ἀριθμόν, οἷ μια ριάκοντα. Καί τάχα πλείονας εἶπον τῶν ὅντων. Εἰσί δέ περί τήν Παλαιστίνην σφόδρα ἐλάχιστοι˙ τῆς δέ λοιπῆς οἰκουμένης οὐδαμοῦ τό ὅνομα αὐτοῦ, καθ’ ἥν ἠθέλησεν δόξαν περί ἑαυτοῦ διασκεδάσαι[29]».
4.1.2 Δοσίθεος
Για τον Δοσίθεο δεν είναι πολλά πράγματα γνωστά. Τα περισσότερα είναι γνωστά από τα έργα του Ωριγένη. Έτσι στο Περί Αρχών διαβάζουμε για τις ευρησιολογίες των Ιουδαίων περί του Σαββάτου:
«ἄλλοι δέ, ὧν ἐστι Δοσίθεος ὁ Σαμαρεύς, καταγινώσκοντες τῆς τοιαύτης διηγήσεως οἴονται ἐπί τοῦ σχήματος, οὗ ἄν καταληφθῇ τις ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου, μένειν μέχρι ἑσπέρας[30]».
Από αυτό το απόσπασμα φαίνεται ότι ο Δοσίθεος ήταν αυστηρός τηρητής του Νόμου, οπότε θεωρείται ότι πρόκειται περί Φαρισαίου, διακεκριμένου από τον Δοσίθεο που αναφέρεται στο Κατά Κέλσου:
«Καί μετά τοῦ Ίησοῦ δέ χρόνους ήθέλησε καί ὁ Σαμαρεύς Δοσίθεος πεῖσαι Σαμαρεῖς ὅτι αὐτός εἴη ὁ προφητευόμενος ὑπό Μωυσέως Χριστός, καί ἔδοξέ τινων τῇ ἑαυτοῦ διδασκαλίᾳ κεκρατηκέναι[31]».
Ο δεύτερος παρουσιάζεται δηλαδή ως συγκρητιστής, ενώ ο πρώτος ως Φαρισαίος. Δεδομένης όμως της αντιπαράθεσης των Σαμαρειτών με τους Φαρισαίους, είναι λίγο δύσκολο ο πρώτος, ενώ δηλώνεται ξεκάθαρα από τον Ωριγένη ως Σαμαρείτης, να είναι και Φαρισαίος. Πρόκειται μάλλον για το ίδιο πρόσωπο. Την προκύπτουσα αντίφαση εξηγεί ο άγιος Επιφάνιος:
«οὗτος συνεμίγη άπό Ἰουδαίων ὁρμώμενος είς τά τῶν Σαμαρειτῶν ἔθνη, έν παιδεύσει δέ <τῇ> κατά τόν νόμον προήκων δευτερώσεσί τε ταῖς παρ’ αὐτοῖς, θηρώμενος δέ τά πρωτεῖα καί ἀποτυχών καί μή ἀξιωθείς τι παρά Ἰουδαίοις νομισθῆναι, ἐξέκλινεν εἰς τό Σαμαρειτικόν γένος καί ταύτην τήν αἵρεσιν προεστήσατο[32].»
Στα Κλημέντεια αναφέρεται ότι ο Δοσίθεος, όπως και ο Σίμων ήταν μαθητές του Ιωάννη του Βαπτιστή[33]. Η μαρτυρία αυτή, βέβαια, δεν είναι γνήσια, ούτε γίνεται αποδεκτή. Ενδέχεται, όμως, να κρύβει κάποια σχέση μεταξύ Δοσιθέου και Σίμωνος. Αναφέρεται για παράδειγμα ότι κατά την απουσία του Σίμωνος στην Αίγυπτο, ο Δοσίθεος σφετερίστηκε την αρχηγία της αίρεσης[34].
Αυτός παρουσιάζονταν ως ο Μεσσίας, για τον οποίο είχε προφητεύσει ο Μωυσής[35]. Κεντρικό σημείο της διδασκαλίας του ήταν ότι οι οπαδοί του δεν πεθαίνουν. Για τον ίδιο μάλιστα έλεγαν οι οπαδοί του την εποχή του Ωριγένη, ότι δεν πέθανε αλλά ζει κάπου:
«… ἀφ’ οὗ δεῦρο μέχρι εἰσίν οἱ Δοσιθεηνοί, φέροντες καί βίβλους τοῦ Δοσιθέου καί μύθους τινάς περί αὐτοῦ διηγούμενοι ὠς μή γευσαμένου θανάτου ἀλλ’ ἐν τῷ βίῳ που τυγχάνοντος[36]».
Από το παραπάνω εδάφιο προκύπτει ότι είχε συγγράψει και βιβλία. Γι’ αυτά έγραψε ο Ευλόγιος Αλεξανδρείας στον ενδέκατο λόγο του «Ὀρος εκφωνηθείς τοις Σαμαρείταις», ο οποίος διασώζεται περιληπτικά στην Μυριόβιβλο του Μ. Φωτίου:
«Μυρίαις δέ καί ποικίλαις ἄλλαις νοθείαις τήν Μωσαϊκήν Ὀκτάτευχον κατακιβδηλεύσας, καί ἕτερα τινα συγγράμματα μωρά τε καί ἀλλόκοτα καί ἀπεναντία πνευματικῆς νομοθεσίας συντεταχώς τοῖς πειθομένοις κατέλιπεν[37]».
Σύμφωνα με τον Ευλόγιο, ο Δοσίθεος, όχι μόνο πρόβαλε τον εαυτό του ως υπό του Μωυσέως προφητευμένο, αλλά αρνούνταν και την ύπαρξη του Υιού του Θεού:
«Πῶς δέ καί κατέβαινε καί προς τόν υἱόν μηδαμῶς κατά τόν Δοσίθεον δύσφημον λῆρον δυνάμενον εἷναι;»
Υποστήριζε επίσης, ότι η ψυχή είναι φθαρτή, ενώ ο κόσμος άφθαρτος. Για τους αγγέλους έλεγε ότι έλαβαν από την θεία ουσία και όχι ότι δημιουργήθηκαν εκ του μη όντος. Ταυτόχρονα υποστήριζε ότι μαζί με τους αγγέλους δημιουργήθηκαν και οι δαίμονες, σε αντίθεση με την θέση της Εκκλησίας, που θεωρεί τους δαίμονες, πεπτωκότες αγγέλους. Έτσι ο Δοσίθεος κατηγορούσε έμμεσα τον Θεό ως δημιουργό και του κακού[38].
Για τις πρακτικές τους είναι γνωστό ότι είχαν ημερολόγιο 30 ημερών, έκαναν καθαρμούς, ήταν ασκητικοί και φυτοφάγοι[39]. Τελικά ο Δοσίθεος έπεσε θύμα της υποκρισίας του. Θέλοντας να παρουσιάσει τον εαυτό του υπερβολικά ασκητικό, κατέφυγε σε σπήλαιο και πέθανε από ασιτία. Όταν αργότερα βρήκαν το σκωληκόβρωτο πτώμα του είχε γίνει ήδη αποχωρητήριο για τις μύγες, και περίγελος των δαιμόνων[40].
4.1.3 Μένανδρος
Ο Μένανδρος ήταν μαθητής του Σίμωνα του Μάγου και πιθανόν διάδοχός του στην αρχηγεία της αίρεσης[41]. Καταγόταν από την Καππαρεταία της Σαμάρειας, όπως μας πληροφορεί ο άγιος Ιουστίνος:
«Μένανδρον τε τινα, καί αὐτόν Σαμαρέα, τόν ἀπό κόμης Καππαρεταίας, γενόμενον μαθητήν τοῦ Σίμωνος, ἐνεργηθέντα καί αὐτόν ὑπό τῶν δαιμόνων καί ἐν Ἀντιοχείᾳ γενόμενον πολλούς ἐξαπατῆσαι διά μαγικῆς τέχνης οἴδαμεν, ὅς καί τοῦς αὐτᾦ ἐπομένους ὡς μηδέν ἀποθνήσκοιεν ἔπεισε[42].»
Πεδίο δράσης του ήταν η Αντιόχεια. Αυτός προσέλκυε τους οπαδούς του με την υπόσχεση της αθανασίας. Σ’ αυτό το σημείο ακολουθούσε το παράδειγμα του Δοσίθεου. Μιλούσε περί του υψίστου και αγνώστου Πατρός[43], του οποίου Υιός και απεσταλμένος ήταν ο ίδιος. Παραδέχονταν αιώνες και κοσμοποιούς αγγέλους[44], ακλουθώντας την θεογονία του Σίμωνα. Όπως και ο δάσκαλός του, έτσι και αυτός εμφανιζόταν ως σωτήρας.
Εφάρμοζε μαγικές πρακτικές, τις οποίες θεωρούσε απαραίτητες για την σωτηρία των οπαδών του. Αν κάποιος δεν περνούσε από τις μαγικές τελετές του δεν ήταν δυνατόν να σωθεί. Απαραίτητη προϋπόθεση για την σωτηρία ήταν και το εξ αυτού παραδεδομένο βάπτισμα. Η εξ αυτού πηγάζουσα σωτηρία ήταν η αθανασία σε αυτόν τον κόσμο. Όσοι την δέχονταν δεν θα πέθαιναν, αλλά θα παρέμεναν σε αυτή τη ζωή αγέραστοι και αθάνατοι[45]. Φαίνεται λοιπόν, ότι για τον Μένανδρο, ο υλικός κόσμος δεν ήταν κακός, όπως για τους περισσότερους γνωστικούς, αλλά διοικούνταν τυρρανικώς, υπό τον αγγέλων. Η ύλη προφανώς δεν ήταν φυλακή της ψυχής, από την οποία θα έπρεπε ν’ απαλλαγεί ο άνθρωπος, ώστε ν’ ανέλθει στον ουράνιο κόσμο. Αντίθετα επιδίωξή του ήταν η αθνασία σε αυτό τον κόσμο.
4.1.4 Σατορνείλος
Μαθητής του Μενάνδρου υπήρξε στην Αντιόχεια ο Σατορνείλος (ή Σατορνίνος). Ο Ευσέβιος Καισαρείας εξηγεί πως από την αρχική αίρεση του Σίμωνα ξεπήδησαν δύο παρακλάδια. Του ενός αρχηγός ήταν ο Σατορνείλος:
«Ἀπό γούν τοὺ Μενάνδρου, ὅν διάδοχον τοῦ Σίμωνος ἤδη πρότερον παραδεδώκαμεν, ἀμφίστομος ὥσπερ καί δικέφαλος ὀφιώδης τις προελθοῦσα δύναμις δυεῖν αἱρέσεων διαφόρων ἀρχηγούς κατεστήσατο, Σατορνῖνόν τε Ἀντιοχέα τό γένος καί Βασιλείδην Αλεξανδρέα˙ ὧν ὁ μέν κατά Συρίαν, ὁ δέ κατ’ Αἴγυπτον συνεστήσαντο θεομισῶν αἱρέσεων διδασκαλεῖα[46].»
Ο Σατορνείλος εξέλιξε ακόμη περισσότερο την διδασκαλία που παρέλαβε. Δέχονταν, όπως, και οι προηγούμενοι, έναν ύψιστο και άγνωστο θεό, την άνω δύναμη. Παραδεχόταν ότι από αυτήν την δύναμη προέρχονταν άγγελοι, αρχάγγελοι, αρχές και εξουσίες[47]. Δέχονταν δημιουργία και όχι απορροή. Για την δημιουργία του υλικού κόσμου και του ανθρώπου ήταν υπεύθυνοι επτά άγγελοι, οι επτά πλανήτικές θεότητες. Για την κατασκευή του ακολούθησαν κάποια φωτεινή εικόνα που παρουσιάστηκε άνωθεν. Επειδή δεν κατάφεραν να την συγκρατήσουν, το δημιούργημα ήταν ατελές, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να σέρνεται στη γη σαν υπερμεγέθης σκώληκας[48].
Η άνω δύναμη επίβλεψε οικτίροντας το πλάσμα κι επειδή ήταν «καθ’ ομοίωσιν» αυτής πλασμένο, απέστειλε σπινθήρα ζωής και ανόρθωσε τον άνθρωπο. Εδώ έχουμε εισαγωγή για πρώτη φορά του ουράνιου σπινθήρα. Αυτός μετά θάνατον επιστρέφει εις τον ουρανό, από όπου προήλθε ενώ το σώμα διαλύεται εις τα εξ ων συνετέθη. Στην διδασκαλία του Σατορνείλου ο κόσμος δεν είναι κακός, ο ουράνιος σπινθήρας στέλνεται προς ζωογόνηση του σώματος, δεν υπάρχει πτώση, δεν θεωρείται η ενσωμάτωση αυτού αναγκαστική τιμωρία για κάποια αμαρτία. Επιστρέφει στον ουρανό έτσι κι αλλιώς. Που λοιπόν, έγκειται η σωτηρία;
Προς λύσιν του προβλήματος εισάγεται από τον Σατορνείλο μια ελαφριά υστερογενής διαρχία. Ο Σατορνείλος θεωρούσε τον θεό των Ιουδαίων, ως ένα των αρχόντων, ο οποίος θέλησε να καταλύσει την εξουσία του αγνώστου πατρός, και προς τούτο έπεισε και τους υπόλοιπους να τον ακολουθήσουν και να συνεργαστούν μαζί του. Ως εκ τούτου πλάσθηκαν δύο γένη ανθρώπων, ένα αγαθό κι ένα πονηρό. Ο σωτήρας, λοιπόν, ήρθε να διαλύσει την συμμαχία των αρχόντων με τον θεό των Ιουδαίων και ν’ απαλλάξει τους αγαθούς από την τυραννία των κακών. Εξηγεί ο άγος Ιππόλυτος:
«καί τόν τῶν Ἰουδαίων θεόν ἕνα τῶν ἀγγέλων εἶναί φησι, καί διά [τοῦ] τό βούλεσθαι τόν πατέρα καταλῦσαι πάντας τους ἄρχοντας, παραγενέσθαι τόν Χριστόν ἐπί καταλύσει τοῦ τῶν Ἰουδαίων θεου καί έπί σωτηρία τῶν πειθομένων αὐτῷ˙ εἶναι δέ τούτους <τους> ἔχοντας τόν σπινθήρα τῆς ζωῆς ἐν αὐτοῖς. δύο γαρ γένη τῶν ἀνθρπων ὑπό τῶν ἀγγέλων πεπλάσθαι ἔφη, τό μέν πονηρόν, τό δέ ἀγαθόν, καί ἐπειδη οἱ δαίμονες τοῖς πονηροῖς ἐβοήθουν, ἐληλυθέναι τόν σωτῆρα ἐπί καταλύσει τῶν φαύλων ἀνθρώπων καί δαιμόνων, επί σωτηρία δέ τῶν ἀγαθῶν[49]».
Εδώ έχουμε δύο αντικείμενα της σωτηρίας, τους αγαθούς ανθρώπους και τους άρχοντες, οι οποίοι πλανήθηκαν από τον θεό των Ιουδαίων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη δεν ταυτίζεται ο ιουδαϊκός θεός με τον δημιουργό. Αυτό οφείλεται στο ότι για τον Σατορνείλο ο κόσμος δεν είναι κακός, οπότε για να κηρύξει ως κακό τον ιουδαϊκό θεό, έπρεπε να εφεύρει κάτι άλλο. Αργότερα, στις διδασκαλίες που θα λάβουν πλατωνικά στοιχεία και θα ταυτίσουν την ύλη με το κακό, θ’ αποδοθεί η δημιουργία στον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης. Αυτό που παρατηρούμε είναι ότι από την στιγμή που οι γνωστική διδασκαλία αποχωρεί από την Παλαιστίνη, ξεκινά η τάση απόρριψης και κατασυκοφάντησης του Ενός Τριαδικού Θεού, η υποβάθμισή Του σε κατώτερο θεό με ένταξη σε δυαρχικό σύστημα, και η ταύτισή του με την αρχή του κακού.
Οι πονηροί άγγελοι και ο ιουδαϊκός θεός επιδιώκουν την κυριαρχία επί του ανθρώπου, την οποία διαιωνίζουν με πονηρά τεχνάσματα. Τέτοιου είδους τεχνάσματα είναι ο γάμος και η γέννηση, που για τους οπαδούς του Σατορνίλου κρατούσαν εγκλωβισμένο τον ουράνιο σπινθήρα σε γήινα σχήματα. Γι’ αυτούς, διακοπή των γεννήσεων θα σήμαινε την οριστική επάνοδο στην ουράνια πατρίδα[50]. Επίσης για τις προφητείες έλεγε ότι προέρχονται από τον Σατανά, και όχι από τον Θεό[51]. Για τον Σατανά δίδασκε ότι ήταν ένας από τους κοσμοποιούς άγγελους, από αυτούς που δεν συμφώνησαν και δεν συνέπραξαν με τον θεό των Ιουδαίων.
Είναι εμφανείς οι πρώτες προσπάθειες τις δαιμονικής διδασκαλίας να παρουσιασθεί ο Διάβολος ως καλός και να εξισωθεί με τον θεό. Πρόκειται για το αρχαίο ψέμα, την αιτία της πτώσεώς του, την ρίζα της ειδωλολατρίας. Από την στιγμή, κατά την οποία το ευαγγελικό κήρυγμα εξήλθε των ορίων του ιουδαϊκού κόσμου και εξαπλώθηκε στον ειδωλολατρικό, τα έθνη ενημερώθηκαν για την ύπαρξη του διαβόλου, την πονηριά του, τις ενέργειές του στον κόσμο, τις μηχανουργίες του, τις επιδιώξεις του. Τα έθνη γνώρισαν τί ήταν οι θεοί που λατρεύονταν μέχρι τότε, και ποιος ήταν ο αληθινός Θεός. Αμέσως μετά εμφανίστηκαν οι αιρετικοί και προσπάθησαν με τις κακοδοξίες τους ν’ ανατρέψουν την αλήθεια και να διαμορφώσουν μια ψεύτικη εικόνα, παρουσιάζοντας τον αληθινό Θεό, τον αγαθό Θεό, τον Θεό της αγάπης, ως υποδεέστερο και κακό. Απέδιδαν στον Σατανά ισοθεΐα και αυτή ήταν η ρίζα των δυαρχικών συστημάτων, οποιασδήποτε μορφής. Γι’ αυτό και οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς χαρακτήρισαν αυτού του είδους τις διδασκαλίες ως δαιμονικές.
Ο άγιος Επιφάνιος, κατά την παρουσίαση της παραπάνω αιρέσεως, προχώρησε και σε ανατροπή της με δύο τρόπους. Πρώτον έλεγξε τα παράδοξά της. Αν οι άγγελοι έπλασαν τον άνθρωπο και οι ίδιοι έλαβαν την ύπαρξη από μια ανώτερη δύναμη, τότε η ανώτερη δύναμη έπλασε και τον άνθρωπο. οι άγγελοι είναι όργανα, εργαλεία αυτής, κατά το «μή δοξασθήσεται πρίων ἄνευ τοῦ ἕλκοντος αὐτόν» (Ησαΐας 10.15).
Διότι δεν αποδίδεται άγνοια περί των μελλόντων στην ανώτερη δύναμη, ότι δεν γνώριζε την εκ των υστέρων κατασκευή του ανθρώπου. Και αν γνώριζε και δεν ήθελε, γεννάται το ερώτημα, γιατί δεν την εμπόδισε; Αν δεν μπορούσε, αμέσως παρουσιάζεται αντίφαση, διότι φαίνεται ότι δεν μπορούσε να εμποδίσει τον εαυτό της από την κατασκευή των αγγέλων. Αν μπορούσε και δεν το έκανε, τότε παρουσιάζεται ως συνεργούσα στην κατασκευή. Αν ήθελε και δεν μπορούσε, τότε φαίνεται ότι ήταν πιο αδύναμη από τους αγγέλους, και άρα δεν ήταν ανώτερη δύναμη. Άρα αντιφάσκει η αιρετική διδασκαλία, κηρύσσοντας ασύστατα και όχι αληθινά. Αν πάλι υπήκουσε σε κάποια άλλη ανάγκη, τότε η ανάγκη εμφανίζεται ανώτερη και η δύναμη υποδεέστερη. Οπότε καταργείται η μοναδικότητα της δύναμης, μαζί με την ανωτερότητά της.
Και αν πάλι οι άγγελοι γνώριζαν τι πρόκειται να πράξουν, ενώ η δύναμη αγνοούσε, τότε το κατασκεύασμα, δηλαδή οι άγγελοι, παρουσιάζονται τελειότεροι του κατασκευαστοί, δηλαδή της δυνάμεως. Αυτό είναι άτοπο. Άρα όλα οδηγούν στον ένα δημιουργό και κυβερνήτη του παντός[52].
Δεύτερον εκθέτει την ορθόδοξη διδασκαλία.
«Καί γάρ ὁ Θεός ὁ πατήρ ἐποίησε τόν ἄνθρωπον καί πάντα κατά τήν ἰδίαν εὐδοκίαν καί οὐχ οἱ ἄγγελοι, οὐδέ κατά τήν τῶν αγγέλων συμβουλίαν τι γέγονεν. ἐν τῷ γάρ εἰπεῖν τόν Θεόν “ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν” εἶπεν, καί οὐ “κατ’ εἰκόνα” μόνον. Συνεκάλει γάρ εἰς τήν ἑαυτοῦ δημιουργίαν συνδημιουργόν τόν αὐτοῦ Λόγον καί μονογενῆ,…, ὡς ὁ πατήρσυγκαλεῖται τόν υἱόν συνδημιουγεῖν τόν ἄνθρωπον, δι’ οὗ καί τα ἄλλα πάντα ἐποίησε. οὐ μόνον δέ συγκαλεῖν εἴποιμι τόν υἱόν, ἀλλά καί τό ἅγιον πνεῦμα.
τῷ γάρ λόγῳ Κυρίου οἱ οὐρανοί ἐστερεώθησαν καί τῷ πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτῶν[53]»
Και για τις απόψεις του Σατορνείλου περί του γάμου φέρνει την εξής επιχειρηματολογία:
«καί ὅτι ὁ γάμος οὐκ ἐκ τοῦ Σατανᾶ, ἀλλ’ ἐκ τοῦ Θεοῦ τυγχάνει, πρῶτον μέν ὁ κύριος λέγει˙ “ὅ ὁ θεός” φησίν “συνέξευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω”˙ είτα ὁ ἅγιος ἀπόστολος “ τίμιος ὁ γάμος καί ἡ κοίτη ἀμίαντος”. ταῖς δέ φύσει χηρευσάσαις ὡσαύτως παραγγέλει, λέγων διά Τιμοθεόυ “νεωτέρας χήρας παραιτοῦ˙ μετά γάρ το καταστρηνιάσαι τοῦ Χριστοῦ γαμεῖν θέλουσι”, καί μεθ’ ἕτερα “γαμείτωσαν τεκνογονείτωσαν οἰκοδεσποτείτωσαν”, ἀνυπέρβατον νόμον τιθέμενος, ἐκ θεοῦ ὄντα καί κατά σεμνότητα ἀνθρώποις κεχαρισμένον[54]».
Αλλά και σε αυτά που ισχυρίζονταν ο Σατορνείλος για τις προφητείες απάντησε:
«Περί δέ τῶν κατά τῶν θεοῦ προφητειῶν ὑπ’ αὐτοῦ σεσυκοφαντημένων ὑπονοιῶν, ὡς μή εἶναι αὐτάς ἐκ Θεοῦ, μύρια ἔστιν εἰπεῖν, ὡς αὐτός λέγει ὁ μονογενής, ἐξ ὧν τόν κόσμον ἑαυτοῦ εὐαγγελιζόμενος λέγει, πρῶτον μέν ὅτι “Αβραάμ ὁ πατήρ ἠμῶν ἐπεθύμησεν ἰδεῖν τήν ἥμέραν μου, καί εἶδεν καί ἐχάρη”, καί πάλιν φησίν “ εἰ ἐπιστεύετε Μωυσῇ, ἐπιστεύετε ἄν ἐμοί˙ ἐκεῖνος γάρ περί ἐμοῦ ἔγραψεν”. … ἄλλα δέ ὅσα τοιαῦτα ἐστιν ἅ ὑπ’ αὐτοῦ τοῦ κυρίου καί ἐν πάσῃ τῇ καινῇ διαθήκῇ λεγόμενα τήν σύστασιν ποιεῖται νόμου τε καί προφητῶν καί πάσης παλαιᾶς διαθήκης προς τήν καινήν διαθήκην, ὅτι ἑνός θεοῦ εἰσιν ἀμφότεραι[55]».
4.1.5. Βασιλείδης
Ο Βασιλείδης καταγόταν από την Συρία και υπήρξε μαθητής του Μένανδρου και συμμαθητής του Σατορνείλου. Στην συνέχεια έφυγε για την Αλεξάνδρεια[56], όπου και δραστηριοποιήθηκε. Ο χρόνος δράσης του τοποθετείται στην βασιλεία των αυτοκρατόρων Ανδριανού και Αντωνίνου Πίου, κατά τα έτη 120-145.
Παρέλαβε την διδασκαλία του Σίμωνα, στην οποία προσέθεσε πλήθος στοιχείων και την εξέλιξε σε μονιστικό σύστημα σε πρώτη φάση, ενώ σε δεύτερη την επαύξησε προσθέτοντας ολόκληρη ουράνια ιεραρχία, ώστε να θυμίζει την πλατωνική θεώρηση περί Θεού και ιδεών[57]. Διέδιδε ότι υπήρξε μαθητής του απ. Πέτρου και του Γλαυκία[58].
Συνέγραψε δικό του ευαγγέλιο, όπως πληροφορεί ο Ωριγένης:«Ἤδη δέ ἐτόλμησε καί Βασιλείδης γράψαι κατά Βασιλείδην εὐαγγέλιον[59]» . Ίσως να επρόκειτο για το Ευαγγέλιο του Ματθίου, το οποίο χρησιμοποιούσαν οι μαθητές του, απωλεσθέν. Από τον Κλήμεντα Αλεξανδρέα μαθαίνουμε και για ένα άλλο έργο του, τα Εξηγητικά[60]. Πρόκειται για έργο επεξηγηματικό του ευαγγελίου του. Αποτελούνταν από 24 βιβλία. Στον Κλήμη Αλεξανδρέα σώζονται αποσπάσματα περί του προβλήματος των θλίψεων[61], ενώ στον Ηγεμόνιο, αποσπάσματα περί πολέμου του φωτός προς το σκότος (σε λατινική μετάφραση). Συνέθεσε αριθμό ωδών και ψαλμών. Ο Ευσέβιος διέσωσε την πληροφορία, ότι συνέταξε και προφητικά βιβλία:
«ὧν εἰς ἡμᾶς κατῆλθεν ἐν τοῖς τότε γνωριμοτάτου συγγραφέως Ἀγρίππα Κάστορος ἰκανώτατος κατά Βασιλείδου ἔλεγχος, τήν δεινότητα τῆς τἀνδρός ἀποκαλύπτων γοητείας. Ἐκφαίνων δ’οὖν αὐτοῦ τά ἀπόρρητα, φησίν αὐτόν εἰς μέν τό εὐγγέλιον τέσσαρα προς τοῖς εἴκοσι συντάξαι βιβλία, προφήτας δέ ἐαυτῷ ὀνομάσαι Βαρκαββᾶν καί Βαρκώφ καί ἄλλους ανυπάρκτους τινάς ἑαυτῷ συστησάμενον, βαρβάρους τε αὐτοῖς εἰς κατάπληξιν τῶν τά τοιαῦτα τεθηπότων ἐπιφημίσαι προσηγορίας,…[62].»
4.1.5α Διδασκαλία
Η διδασκαλία του Βασιλείδη, όπως παραδίδεται μέσα από τα έργα των αγίων Ιππολύτου και Ειρηναίου, παρουσιάζει διαφορές. Δίνει την εντύπωση ότι πρόκειται για δυο διαφορετικά συστήματα. Μέσα από το έργο του αγίου Ιππολύτου παρουσιάζεται ένα μονιστικό πανθεϊστικό σύστημα. Θεωρεί ότι ο Βασιλείδης έχει πάρει τα δόγματά του από τον Αριστοτέλη[63].
Κατά τον Βασιλείδη, αρχή του σύμπαντος είναι το μη ον. Αυτό δεν ήταν κάτι, είτε ύλη, είτε ουσία, ούτε ανούσιο, ούτε απλό, ούτε σύνθετο, ούτε ανόητο, ούτε αναίσθητο, ούτε άνθρωπος, ούτε άγγελος, ούτε θεός. Ονομάζεται από τον Βασιλείδη, ο μη ών θεός[64]. Αθέλητα, ανόητα και αναίσθητα θέλησε να φτιάξει το σύμπαν. Η λέξη θέλησε είναι καταχρηστική. Έφτιαξε ένα σπέρμα, ένα ωόν, στο οποίο περιέχονταν η πανσπερμία όλων των μερών του σύμπαντος, το θείο, το αιθέριο, το ουράνιο, το γήινο. Όσα έγιναν στην συνέχεια, προέκυψαν από τα σπέρματα, που υπήρχαν μέσα στο ωόν[65].
Στο ωόν υπήρχε τριμερής υιότητα. Το ένα μέρος αυτής ήταν λεπτομερές, το δεύτερο παχυμερές και το τρίτο είχε ανάγκη καθάρσεως. Το λεπτομερές, μόλις ανεφύη, ανέδραμε προς τα πάνω, προς τον ουκ όντα θεό. Το παχυμερές δεν κατάφερε ν’ ανέλθει και παρέμεινε στο σπέρμα. Η προς τα επάνω φορά της υιότητος πυροδοτείται από το άγιο πνεύμα. Η σχέση αγίου πνεύματος και υιότητος, παρομοιάζονταν από το Βασιλείδη, όπως η σχέση πτηνού προς το πτέρωμα. Όπως το πτέρωμα άνευ του πτηνού δεν μπορεί να ανέβει ψηλά, το ίδιο και το πτηνό άνευ πτερώματος, έτσι και ο υιός άνευ του πνεύματος δεν μπορεί να ανέλθει και να μεταρσιωθεί, ούτε και το πνεύμα άνευ της υιότητος. Η σχέση δηλαδή υιότητος και αγίου πνεύματος είναι σχέση αμοιβαίας ευεργεσίας[66]. Επίσης το πνεύμα δεν ήταν ομοούσιο της υιότητος[67].
Μετά την άνοδο της υιότητος μαζί με το άγιο πνεύμα, προς τον μη όντα θεό, παρέμεινε κάποιο στοιχείο του αγίου πνεύματος κάτω, που ο Βασιλείδης το παρομοιάζει με την οσμή του μύρου. Κάτω έμεινε και το μέρος εκείνο της υιότητος που χρειαζόταν κάθαρση[68]. Στην συνέχεια προκύπτουν από το σπέρμα ο κόσμος και το υπερκόσμιο. Η μεταξύ τους απόσταση πληρώθηκε από την οσμή του πνεύματος που είχε αναχωρήσει, και της παχυμερούς υιότητος, που προσπάθησε ν’ ανέβει αλλά δεν τα κατάφερε[69].
Στην συνέχεια προήλθε από το σπέρμα ο μέγας άρχων, ο οποίος ανήλθε μέχρι του στερεώματος και παρέμεινε εκεί, διότι αγνοούσε ότι υπάρχει κάτι πάνω από αυτόν[70]. Αυτός γέννησε υιό πολύ καλύτερο του εαυτού του και σοφότερο. Θεωρώντας τον υιό του κατεπλάγη, τον θαύμασε και τον αγάπησε. Τον κάθησε στα δεξιά του[71]. Στην συνέχεια δημιούργησε τα αιθέρια μέχρι της σελήνης, την καλουμένη Ογδοάδα[72].
Από την πανσπερμία ξεπήδησε και άλλος άρχων, υποδεέστερος του πρώτου. Αυτός δημιούργησε επίσης υιό, καθώς και τον υποσελήνιο κόσμο, την καλουμένη εβδομάδα. Ο υιός και αυτού του άρχοντος αναδεικνύεται καλύτερος και σοφότερος του πατρός του, κάθεται στα δεξιά του και γίνεται συγκυβερνήτης του κόσμου[73]. Αυτός ο υποδεέστερος άρχοντας ήταν κατά τον Βασιλείδη ο θεός του Μωυσή[74].
Επειδή τελείωσε η κατασκευή του κόσμου και παρέμενε η Τρίτη υιότης, στην πανσπερμία, επιθυμούσε μεν ν’ ανέλθει στον μη όντα θεό, αλλά δεν μπορούσε διότι έχριζε καθάρσεως. Έπρεπε ν’ ανέλθει δια φωτισμού. Φωτισμός σήμαινε γνώσις των υπερκοσμίων, προερχομένη εκ του ευαγγελίου[75].
Για τον Βασιλείδη, το ευαγγέλιο είναι η γνώση των πραγμάτων που βρίσκονται πάνω και διέφευγαν της προσοχής των αρχόντων. Έτσι ο μέγας άρχων νόμιζε ότι είναι ο υπέρτατος θεός διότι δεν γνώριζε ότι υπάρχει ο μη ων θεός, το άγιο πνεύμα και τρεις υιότητες[76]. Το διάστημα από τον Αδάμ μέχρι τον Μωυσή είναι ο χρόνος άγνοιας του μεγάλου άρχοντα, και κατά συνέπεια ο χρόνος της μοναρχίας του.
Το ευαγγέλιο αποκαλύφθηκε από το άγιο πνεύμα πρώτα στον υιό του μεγάλου άρχοντα, τον Χριστό[77]. Αυτός με την σειρά του το αποκάλυψε στον πατέρα του. Ο τελευταίος αναγνώρισε την άγνοιά του και φοβήθηκε. Διδάχθηκε από τον Χριστό για τον ουκ όντα θεό, για την υιότητα, για το άγιο πνεύμα, για την κατασκευή του κόσμου και την αποκατάστασή του. Εξομολογήθηκε την αμαρτία του, δηλαδή ότι μεγάλυνε τον εαυτό του[78].
Στην συνέχεια το ευαγγέλιο έπρεπε ν’ αποκαλυφθεί στην εβδομάδα. Για να γίνει αυτό επέλαμψε ο υιός του μεγάλου άρχοντος το φως στον υιό του άρχοντος της εβδομάδος. Αυτός με την σειρά του αποκάλυψε το ευαγγέλιο στον πατέρα του. Ο άρχων της εβδομάδος φοβήθηκε κι εξομολογήθηκε παρόμοια[79].
Ταυτόχρονα έμαθαν το ευαγγέλιο και όλα όσα βρίσκονταν μέσα στην εβδομάδα δηλαδή η κτίση. Η κτίση για τον Βασιλείδη αποτελούνταν από 365 ουρανούς. Εδώ ο άγιος Ιππόλυτος αποκαλύπτει το όνομα του μεγάλου άρχοντος. Το όνομά του είναι Αβρασάξ, διότι το αριθμητικό άθροισμα των γραμμάτων δίνει 365 (τξε)[80].
Για να φωτισθούν και οι άνθρωποι από το φως του ευαγγελίου, κατήλθε από της εβδομάδος στον υιό της Μαρίας, Ιησού, και φωτίσθηκε. Έτσι η εναπομείνασα υιότης, διαμορφώνεται με την ευεργεσία των φωτισμένων ψυχών, γίνεται λεπτομερέστερη και μπορεί ν’ ανέβει και αυτή, όπως και η πρώτη, προς τα πάνω[81]. Αυτή είναι η σωτηρία.
Η παρουσίαση της διδασκαλίας του Βασιλείδη από τον άγιο Ειρηναίο είναι διαφορετική. Ο ύψιστος θεός παρουσιάζεται ως απρόσωπη φιλοσοφική δύναμη, η οποία δίνει το έναυσμα της θεογονίας με την απορροή του Νου. Από τον Νου γεννιέται ο Λόγος, από τον Λόγο η Φρόνηση, από την Φρόνηση η Σοφία και η Δύναμη. Από την Σοφία και την Δύναμη γεννιούνται οι Αιώνες – δυνάμεις, εξουσίες, άγγελοι, αρχάγγελοι -, οι οποίοι απαρτίζουν τον πρώτο ουρανό. Από τους πρώτους αιώνες προέκυψαν οι δεύτεροι και ο δεύτερος ουρανός. Με αυτό το εξακολουθητικό τρόπο συμπληρρώνεται ένα σύνολο 365 ουρανών[82]. Το σύνολο των 365 ουρανών αποτελεί το Πλήρωμα, το οποίο εκφράζεται με την μαγική λέξη Αβραξάς.
Τον κόσμο έφτιαξαν οι άγγελοι του κατώτερου προς εμάς ουρανού. Ο άρχοντας αυτού του ουρανού, στην εκδοχή του αγίου Ειρηναίου, ταυτίστηκε με τον θεό των Ιουδαίων. Αυτός θέλησε να υποτάξει όλα τα άλλα έθνη στην εξουσία των Ιουδαίων, αλλά αντέδρασαν οι άλλοι αιώνες. Γι’ αυτό και τα υπόλοιπα έθνη ήταν εχθρικά σ’ αυτούς[83]. Εδώ μπορούμε να βρούμε την πηγή του αντισημιτισμού των σύγχρονων νεοειδωλατρών και νεοεποχιτών εν γένει.
Για να μην επιτύχουν τα σχέδια του κατώτατου αιώνα, ο αγέννητος και άγνωστος θεός έστειλε τον μονογενή του υιό, τον Χριστό, στον κόσμο. Όσοι πίστευαν σ’ αυτόν θ’ απελευθερώνονταν από την τυραννία του δημιουργού του κόσμου. Δεν υπέστη ο ίδιος τον σταυρικό θάνατο, αλλά ο Σίμων ο Κυρηναίος που μετέφερε τον σταυρό και έλαβε την μορφή του Ιησού. Ο ίδιος ο Χριστός πήρε την μορφή του Σίμωνα και παρακολουθούσε από απόσταση γελώντας[84].
Για τους Βασιλιδειανούς, λοιπόν, η σταυρική θυσία του Κυρίου στερείται οποιασδήποτε αξίας, διότι δεν ήταν ο Χριστός αυτός που σταυρώθηκε. Λυτρωτική αξία έχει η γνώση, ότι ο Ιησούς δεν σταυρώθηκε, αλλά ο Σίμωνας στην θέση του. Όποιος λοιπόν δεν ομολογούσε Χριστό εσταυρωμένο, απελευθερώνονταν από την των αρχόντων του κόσμου, ενώ όποιος ομολογούσε παρέμενε σκλάβος τους. Πρόκειται δηλαδή για πλήρη διαστρέβλωση του ευαγγελικού κηρύγματος. Λέει ο απ. Παύλος:
«οὐχί ἐμώρανεν ὁ Θεός τήν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου;ἐπειδή γάρ ἐν τῇ σοφία τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνων ὁ κόσμος διά τῆς σοφίας τόν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεός διἀ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τούς πιστεύοντας. ἐπειδή καί Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι καί Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν, ἡμεῖς δέ κηρύσσομεν Χριστόν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαῖοις μέν σκάνδαλον, Ἕλλησι δέ μωρίαν, αὐτοῖς δέ κλητοῖς, Ἰουδαῖοις τε καί Ἕλλησι, Χριστόν Θεοῦ δύναμιν καί Θεοῦ σοφίαν». (Α’Κορ. 1.20-25)
Φαίνεται καθαρά ότι πρόκειται για δυο διαφορετικές διδασκαλίες. Όπως ειπώθηκε παραπάνω, το σύστημα που παρουσιάζει ο Ιππόλυτος είναι αριστοτελικό. Από την άλλη, το σύστημα που παρουσιάζει ο Ειρηναίος είναι πλατωνικό. Με τον Ιππόλυτο συμφωνούν οι Κλήμης Αλεξανδρεύς[85] και Ωριγένης. Με τον Ειρηναίο συμφωνεί ο Επιφάνιος[86]. Η πληροφορίες των Αλεξανδρινών, Κλήμεντα και Ωριγένη, έχουν ειδική βαρύτητα, καθώς κινούνταν στους ίδιους χώρους που δραστηριοποιήθηκε και ο Βασιλείδης. Αλλά και ο Επιφάνιος ερεύνησε επί τόπου τις σέκτες της Αιγύπτου, συνεπώς οι πληροφορίες του δεν μπορούν ν’ απορριφθούν. Αν οι Αλεξανδρινοί έχουν τελικά δίκιο, τότε την αυθεντική διδασκαλία του Βασιλείδη διέσωσε ο Ιππόλυτος, ενώ ο Ειρηναίος κάποια επόμενη επεξεργασία της. Αυτή η μεταγενέστερη μορφή της διδασκαλίας του Βασιλείδη, φαίνεται επικράτησε της αυθεντικής, η οποία ήταν περισσότερο φιλοσοφική, αφηρημένη και δύσπεπτη για τα στομάχια των απλών οπαδών του. Μπορεί να προήλθε και από τον γιο και διάδοχό του Ισίδωρο, και είναι η μορφή την οποία γνώρισε ο Επιφάνιος προσωπικά.
4.1.5β Μαρτύριο
Για τον Βασιλείδη και τους οπαδούς του το μαρτύριο ήταν ένα είδος τιμωρίας. Γράφει περί τούτου ο Κλήμης Αλεξανδρεύς:
«Βασιλείδης δέ ἐν τῷ εἰκοστῷ τρίτῳ τῶν Ἐξηγητικῶν περί τῶν κατά τό μαρτύριον κολαζομένων, αὐταῖς λέξεσι τάδε φησί˙
“Φημί γάρ τό, ὁπόσοι ὑποπύπτουσι ταῖς λεγομέναις θλίψεσιν, ἤτοι ἡμαρτηκότες ἐν ἄλλοις λανθάνοντες πταίσμασιν, εἰς τοῦτο ἄγονται τό ἀγαθόν χρηστότητι τοῦ περιάγοντος, ἄλλα ἐξ ἄλλων ὄντως ἐκγαλούμενοι, ἵνα μή ὡς κατάδικοι ἐπἰ κακοῖς ὁμολογουμένοις πάθωσι, μηδέ λοιδορούμενοι ὡς ὁ μοιχός, ἤ ὁ φονεύς, ἀλλ’ ὅτι Χριστιανοί πεφυκότες˙ ὅπερ αὐτούς παρηγορήσει μηδέ πάσχειν δοκεῖν. Κἄν μή ἡμαρτηκώς δ’ ὅλως τις ἐπί τό παθεῖν γένηται, σπάνιον μεν, ἀλλ’ ούδέ οὗτος κατ’ ἐπιβουλήν δυνάμεώς τι πείσεται, ἀλλά πείσεται ὡς ἔπασχε καί τό νήπιον τό δοκοῦν οὐ ἡμαρτηκέναι”. Εἶθ’ ὑποβάς, πάλιν ἐπιφέρει˙
“Ὡς οὖν τό νήπιον οὐ προημαρτηκός, ἠ ἐνεργῶς μέν οὐχ ἡμαρτηκός οὐδέν ἐν ἑαυτῷ, τῷ δέ τό ἡμαρτῆσαι ἔχον, ἐπᾶν ὑποβληθῇ τῷ παθεῖν, εὐεργετεῖταί τε, πολλά κερδαῖνον δύσκολα˙ οὐτωσί δή, κἄν τέλειος τέλειος μηδέν ἡμαρτηλώς ἔργῷ τύχῃ, πάσχῃ δέ καί πάθῃ, ταὐτό ἔπαθεν ἐμφερῶς τῷ νηπίῳ˙ ἔχων μέν ἐν ἑαυτῷ τό ἁμαρτητικόν, ἀφορμήν δέ προς τό ἡμαρτηκέναι μή λαβών, οὐχ ἡμάρτανεν. Ὥστ’ οὐκ αὐτῷ τό μή ἁμαρτῆσαι λογιστέον. Ὡς γάρ ὁ μοιχεῦσαι θέλων μοιχός ἐστι, κἄν τοῦ μοιχεῦσαι μή ἐπιτύχῃ, καί ὁ ποιῆσαι φόνον θέλων ανδροφόνος ἐστί, κἄν μή δύναται φονεῦσαι, οὑτωσί δέ καί τόν ἀναμάρτητον, ὅν λέγω, ἐάν ἴδω πάσχοντα, κἄν μηδέν ᾖ κακῷ πεπραχώς, κακόν ἐρῶ τό θέλειν ἁμαρτάνειν. Πάντ’ έρῶ γάρ μᾶλλον, ἤ κακόν τό προνοοῦν ἐρῶ”. Εἶθ’ ὑποβάς, καί περί τοῦ Κυρίου ἄντικρυς, ὡς περί ἀνθρώπου, λέγει˙
“Ἐάν μέντοι παραλιπών τοῦτους ἅπαντας τοῦς λόγους, ἔλθεῃς ἐπί τό δυσωπεῖν με, διά προσώπων τινῶν, εἰ τύχοι, λέγων, Ὁ δεῖνα οὖν ἥμαρτεν˙ ἔπαθεν γάρ ὁ δεῖνα˙ ἐάν μέν ἐπιτρέπῃς, έρῶ, Ἄνθρωπον ὅντιν’ ἀν ὀνομάςῃς, ἄνθρωπον εἶναι, δίκαιον δέ τόν Θεόν˙ Καθαρός γάρ οὐδείς, ὥσπερ εἶπέ τις, από ρύπου[87]”».
Ο Βασιλείδης διατυπώνει την πεποίθηση ότι το μαρτύριο είναι μια μορφή θεοδικίας. Αυτό προέρχεται από τις απόψεις του για την σταυρική θυσία του Χριστού. Όπως ειπώθηκε παραπάνω, για τους ο Βασιλειδιανούς ο Χριστός δεν σταυρώθηκε, δεν αναστήθηκε, συνεπώς αρνούνται την Θεία Οικονομία, ως πηγή σωτηρίας. Ο Χριστός γι’ αυτούς δεν σώζει. Η γνώση, την οποία έφερε στον κόσμο σώζει. Βλέπουν λοιπόν το θέμα της αμαρτίας με σχολαστικό τρόπο.
Για να εξηγήσει την φαινομενική αντίφαση, του μαρτυρίου των δικαίων, κάνει ακροβατισμούς. Θεωρεί ότι δεν τιμωρούνται μόνο αυτοί που αμαρτάνουν κατ’ ενέργειαν, αλλά και όσοι επιθυμούν την αμαρτία. Και φέρνει το παράδειγμα του νηπίου. Εκείνο που μένει ανεξήγητο, είναι το που βρήκε το νήπιο την επιθυμία. Για ποια επιθυμία τιμωρείται το νήπιο, της μοιχείας ή του φόνου; Ή τελικά πως γίνεται να τιμωρούνται δίκαιοι, και αμαρτωλοί να μένουν ατιμώρητοι. Επειδή αδυνατούσε ν’ απαντήσει σε αυτά, κατέφυγε σε γενικεύσεις του τύπου, όλοι είναι αμαρτωλοί.
Ο Κλήμης Αλεξανδρεύς στο σημείο αυτό, διασώζει και μια ακόμη κακοδοξία του Βασιλείδη, με την οποία προσπαθούσε να στηρίξει τις αδυναμίες της θεωρίας του:
«Άλλά τῷ Βασιλείδη ἡ ὑπόθεσις προαμαρτήσασάν φησι τήν ψυχήν ἐν ἐτέρῳ βίῳ, τήν κόλασιν ὑπομένει ἐνταῦθα, τήν μέν ἐκλεκτήν ἐπιτίμως διά μαρτυρίου, τήν ἄλλην δέ οἰκείᾳ κολάσει[88]».
Πίστευαν, λοιπόν, στην μετεμψύχωση. Η ψυχή τιμωρείται για τις αμαρτίες κάποιας προηγούμενης ζωής. Τι γίνεται, όμως στην περίπτωση που αυτός που οδηγούνταν στο μαρτύριο, αρνούνταν και δεν τιμωρούνταν;
«Λύεται γάρ ἐπί τοῦ αρνησομένου ἡ κατά τόν Βασιλείδη πρόνοια[89]».
Ο Κλήμης Αλεξανδρεύς προχωρά στην αναίρεση των παραπάνω θεωριών του Βασιλείδη. Με τα όσα λέει ο τελευταίος, αφ ενός μεν η θεία πρόνοια παρουσιάζεται ως άδικη. Άλλους αφήνει ν’ αμαρτήσουν και άλλους όχι. Άλλους τους τιμωρεί για να καθαρισθούν και άλλους όχι. Αφ’ ετέρου καταργείται το αυτεξούσιο του ανθρώπου, διότι με τον βασιλειδιανό τρόπο η αμαρτία δεν είναι θέμα μόνο επιλογής, αλλά επιθυμίας και παραχώρησης. Παρουσιάζεται ο άνθρωπος να επιθυμεί την αμαρτία, αλλά να εμποδίζεται από την διάπραξή της.
Ταυτόχρονα υποτιμούνται η πίστη και η αγάπη προς τον Θεό. Η ενάρετη ζωή δεν έχει καμιά αξία, εφόσον δεν είναι θέμα προαίρεσης. Ο διάβολος με την σειρά του γίνεται όργανο της άδικης πρόνοιας, υπηρετώντας το σχέδιό της, κι έτσι απαλλάσσεται από την ευθύνη του. Το ίδιο και οι διώκτες, ενώ των κακών πρόξενος γίνεται ο Θεός.
Παρακάτω στο έργο του τονίζει ο Κλήμης Αλεξανδρεύς:
«Πλήν οὐδέ πάσας (σ.σ τας αμαρτίας) ὁ Βασιλείδης φησί, μόνας δέ τας ἀκουσίους καί κατ’ ἄγνοιαν ἀφίεσθαι, καθάπερ ἀνθρώπου τινος, ἀλλ’ οὐ Θεοῦ, τήν τασαύτην παρεχομένου δωρεάν. Τούτῳ φησίν ἡ Γραφή˙ “Ὑπέλαβες, ἄνομε, ὅτι ἔσομαί σοι ὅμοιος[90]”. Ἀλλ’ εἰ καί ἐπί ταῖς έκουσίοις κολαζόμεθα, οὐχ ἵνα μή γένωνται γενόμεναι, ἀλλ’ ὅτι ἐγένοντο, τιμωρούμεθα. Κόλασις δέ τόν ἁμαρτήσαντα ούκ ὠφελεῖ εἰς τό μή πεποιηκέναι, ἀλλ’ εἰς τό μηκέτι ἁμαρτάνειν, μηδέ μή ἄλλον τινά τοῖς ὁμοίοις περιπεσεῖν. Ἐνταῦθα οὖν ὁ ἀγαθός Θεός διά τρεῖς ταύτας παιδεύει αἰτίας˙ πρῶτον μέν, ἵν’ αύτός ἀμείνων αὐτοῦ γένηται ὁ παιδευόμενος˙ εἰσέπειτα, ὅπως οἱ δι’ ὑποδειγμάτων σωθῆναι δυνάμενοι προανακρούωνται νουθετούμενοι˙ καί τρίτον, ὡς μή ὁ ἀδικούμενος εὐκαταφρόνητος ᾖ, καί ἐπιτήδειος ἀδικεῖσθαι[91]».
4.1.5γ Τελετές
Πάλι από τον Κλήμεντα Αλεξανδρέα μαθαίνουμε ότι ο οπαδοί του γιόρταζαν την ημέρα της Βαπτίσεως του Κυρίου.
«Οἱ δέ ἀπό Βασιλείδου καί τοῦ βαπτίσματος αὐτοῦ τήν ἡμέραν ἑορτάζουσι, προσδιανυκτερεύοντες ἀναγνώσεσι. Φασί δέ εἶναι τό πέντεκαι δέκατον ἔτος Τιβερίου Καίσαρος, τήν πέντεκαιδεκάτην του Τυβί μηνός, τινές δέ αὐτήν ἑνδεκάτην τοῦ αὐτοῦ μηνός[92]».
Οι μαγικές τελετές και επικλήσεις είχαν την τιμητική τους, ανάμεσα στους Βασιλειδιανούς. Τα ονόματα των αρχόντων των ουρανών ήταν μυστική γνώση που παραδίνονταν στα μέλη τους ύστερα από πενταετή μύηση (Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία IV 7.5: «Πυθαγωρικῶς τε τοῖς προσιοῦσιν αὐτῷ πενταετή σιωπήν παρακελεύεσθαι»). Τα ονόματα αυτά έπρεπε να κρατούνται μυστικά από τους αμύητους. Όποιος τα γνώριζε, μπορούσε μετά θάνατον να περάσει από τους ουρανούς και να ανέλθει στον τόπο που βρισκόταν ο ύψιστος θεός. Είχαν δώσει στον Χριστό το μυστικό όνομα Καουλακάου. Υποτίθεται, ότι με την δύναμη αυτού του ονόματος είχε κατέλθει στην γη και είχε ανέλθει πάλι.
Έχει αναφερθεί παραπάνω η χρήση του ονόματος Αβραξάς από τον Βασιλείδη και τους οπαδούς του. Κατά τον άγιο Ιερώνυμο, ήταν το όνομα του ύψιστου άρχοντα και συνδέονταν με τον Μίθρα[93]. Αυτά έρχονταν σε απευθείας σύγκρουση με την απάντηση που έδωσε ο απόστολος Πέτρος στο αρχιερατικό συμβούλιο:
«καί οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία˙ οὐδέ γάρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν ἁνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πραξ. 4.12).
Κατά τον ίδιο άγιο[94], ο Βασιλείδης πέθανε στην Αλεξάνδρεια κατά την διάρκεια της βασιλείας του Ανδριανού. Φαίνεται να συνδέεται ο θάνατός του με την εξέγερση των Ιουδαίων, με αρχηγό τον Bar Kokhba. Κατά την διάρκειά της, εκτελέστηκαν πολλοί Χριστιανοί με φρικτά βασανιστήρια. Συνεπώς ο θάνατός του τοποθετείται το 132-135.
Ερωτήματα εγείρονται από την ενέργεια του Βασιλείδη, να ονοματίσει ένα των προφητών του με το όνομα του ηγέτη της ιουδαϊκής εξέγερσης: «προφήτας δέ ἑαυτῷ ονομᾶσαι Βαρκαββᾶν καί Βαρκώφ» (Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία IV 7.7). Υπονοείται κάποια σχέση, η οποία δεν μας είναι γνωστή. Στα προηγούμενα συστήματα η σχέση του γνωστικισμού με τις ακρώρειες του Ιουδαϊσμού είναι εμφανής. Ο Βασιλείδης έδινε την εντύπωση ότι αποστασιοποιήθηκε από τις δοσοληψίες των προκατόχων του. Αλλά απ’ ότι φαίνεται στήριξε με τα γραπτά του την προσωπικότητα του Βαρκαββά. Μήπως το λυντσάρισμα του ήταν πράξη σκοπιμότητας; Μήπως οι σχέσεις του με τον Βαρκαββά αποδείχθηκαν επικίνδυνες; Αυτά είναι ερωτήματα που δεν μπορούν ν’ απαντηθούν, δυστυχώς.
4.1.6 Ισίδωρος
Ο Ισίδωρος ήταν γιος του Βασιλείδη. Υπήρξε μαθητής και συνεχιστής του στην αρχηγεία της σέκτας. Πολλές από τις κακοδοξίες των Βασιλειδιανών ίσως να οφείλονται σε αυτόν και όχι στον Βασιλείδη. Μαρτυρούνται τρία συγγράμματά του.
Το πρώτο είναι το Περί προσφυούς ψυχής. Σ’ αυτό αποδίδει στον άνθρωπο δύο ψυχές, την αγαθή και την πονηρή. Αποτελεί συνέχεια της θεωρίας του πατέρα του περί των προσαρτημάτων της ψυχής, δηλαδή πολυειδών πονηρών πνευμάτων, τα οποία συνιστούσαν δεύτερο είδος ψυχής. Τονίζει, όμως ότι αυτό δεν έπρεπε ν’ αποτελεί δικαιολογία για την διάπραξη της αμαρτίας. Γράφει ο Κλήμης Αλεξανδρεύς:
«Αὐτός γοῦν ὁ τοῦ Βασιλείδου υἱός Ἰσίδωρος ἐν τῷ Περί προσφοῦς ψυχῆς, συναισθόμενος τοῦ δόγματος, οῖον ἑαυτοῦ κατηγορῶν, γράφει κατά λέξιν˙ “Ἐάν γάρ τινι πεῖσμα δῷς, ὅτι μή ἔστιν ἡ ψυχή μονομερής, τῇ δέ τῶν προσαρτημάτων βία τά τῶν χειρόνων γίνεται πάθη, πρόφασιν οὐ τήν τυχοῦσαν ἕξουσιν οἱ μοχθηροί τῶν ἀνθρώπων λέγειν˙ Ἐβιάσθην, απηνέχθην, ἄκων ἔδρασα, μή βουλόμενος ἐνήργησα˙ τῆς τῶν κακῶν ἐπιθυμίας αὐτός ἡγησάμενος, καί ού μαχεσάμενος ταῖς τῶν προσαρτημάτων βίαις. Δεῖ δέ, τῷ λογιστικῷ κρείττονας γενομένους, τῆς ἐλάττονος ἐν ἡμῖν κτίσεως φανῆναι κρατοῦντας”. Δύο γάρ δή ψυχάς ὑποτίθεται καί οὗτος ἐν ἡμῖν, καθάπερ οἱ Πυθαγόρειοι, περί ὧν ὕστερον ἐπισκεψόμεθα[95]».
Το δεύτερο έργο του ονομαζόταν Ηθικά. Σ’ αυτό διατυπώνονταν οι απόψεις του για τον γάμο. Κατά την γνώμη του ο άνθρωπος πρέπει να πράτει σε όλα το καλό και να προχωρεί σε γάμο μετά από προσεκτικό αυτοέλεγχο. Τα αφροδίσια θεωρούνταν ως φυσική, αλλά όχι αναγκαία ορμή. Πάλι από τον Κλήμεντα:
«Ἀντέχου τοίνυν, φησί κατά λέξιν ὁ Ἰσίδωρος ἐν τοῖς Ηθικοῖς , μαχίμης γυναικός, ἵνα μή ἀποσπασθῇς τῆς χάριτος τοῦ θεοῦ, τό τε πῦρ ἀποσπερματίσας, εὐσυνειδήτως προσεύχῃ. Ὅταν δέ ἡ εὐχαριστία σου, φησίν, εἰς αἴτησιν ὑποπέςῃ, καί στῇς τό λοιπόν οὐ κατορθῶσαι, ἀλλά μή σφαλῆναι, γάμησον. Ἀλλά νέος τις ἐστιν ἤ πένης ἤ κατωφερής, καί οὐ θέλει γῆμαι κατά τόν λόγον˙ οὗτος τοῦ ἀδελφοῦ μή χωριζέσθω˙ λεγέτω ὅτι Εἰσελύληθα ἐγώ εἰς τά ἅγια˙ ουδέν δύναμαι παθεῖν. Ἐάν δέ ὑπόνοιαν ἔχῃ, εἰπατω˙ Ἀδελφέ, ἐπίθες μοι τήν χεῖρα, ἵνα μή ἁμαρτήσω˙ καί λήψεται βοήθειαν, καί νοητήν καί αἰσθητήν˙ θελησάτω μόνον ἀπαρτῆσαι τό καλόν, καί ἐπιτεύξεται. Ἐνίοτε δέ τῷ μέν στόματι λέγομεν, Οὐ θέλομεν ἁμαρτῆσαι, ἡ δέ διάνοια ἔγκειται ἐπί τό ἁμαρτάνειν. Ὁ τοιοῦτος διά φόβου οὐ ποιεῖ ὅ θέλει, ἵνα μή ἡ κόλασις αὐτῶ ἐλλογισθῇ. Ἡ δέ ἀνθρωπότης ἔχει τινά ἀναγκαῖα καί φυσικά μόνα˙ ἔχει τό περιβάλλεσθαι ἀναγκαῖον καί φυσικόν˙φυσικόν δέ τό τῶν ἀφροδισίων, οὐκ ἀναγκαῖον δέ. Ταύτας παρεθέμην τάς φωνάς εἰς ἔλεγχον τῶν μή βιούντων ὀρθῶς Βασιλειδιανῶν, ὡς ἤτοι ἐχόντων ἐξουσίαν καί τοῦ ἁμαρτεῖν διά τήν τελειότητα, ἤ πάντως γε σωθησομένων φύσει, κἄν νῦν ἁμάρτωσι, διά τήν ἔμφυτον ἐκλογήν˙ ἐπεί μηδέ ταῦτα αὐτοῖς πρἀττειν συγχωροῦσιν οἱ προπάτορες τῶν δογμάτων[96]».
Φαίνεται λοιπόν, ότι στους χρόνους του Κλήμεντα Αλεξανδρέως οι Βασιλειδιανοί είχαν περάσει σε κατάσταση αφροδίσιας ελευθεριότητας, αντίθετα με τις διδασκαλίες του Βασιλείδη και του Ισίδωρου.
Τρίτο έργο του Ισίδωρου μαρτυρείται το Εξηγητικά των του προφήτου Παρχώρ. Τρία αποσπάσματα από αυτό το έργο διατηρούνται στους Στρωματείς[97]. Αυτά αναφέρονται στην λογοκλοπή των προφητειών από τους έλληνες φιλοσόφους. Πρέπει να ξεκαθαριστεί, όμως, ότι εννοούσε τους προφήτες του Βασιλειδιανού συστήματος, εφόσον κεντρικό σημείο της διδασκαλίας του ήταν η απόρριψη της Παλαιάς Διαθήκης. Οι προφήτες των Βασιλειδιανών μέμφονταν την ιουδαϊκή λατρεία και κατά συνέπεια τις εντολές του Θεού της Παλαιάς Διαθήκης. Ένας τέτοιος φανταστικός προφήτης ήταν ο Παρχώρ.
4.1.7 Παρατηρήσεις
Μπορούμε εύκολα να παρακολουθήσουμε την δενδρική δομή της εξέλιξης του γνωστικισμού με βάσει τις σχέσεις των αρχηγών των διαφόρων σεκτών. Σχηματικά είναι η παρακάτω:
Η ανίχνευση της διαδοχής αυτής ήταν αρκετά εύκολη και δεν μαρτυρεί ούτε προΰπαρξη πριν την διάδοση του ευαγγελίου, ούτε την χρειάζεται. Συνηγορεί μάλλον στην άποψη που θέλει την προέλευση του γνωστικισμού από τις ιουδαϊκές αιρέσεις, και ταυτόχρονη, ανταγωνιστική διάδοση με τον Χριστιανισμό. Όπως και να ‘χει φαίνεται ότι οι πρώτοι γνωστικοί προήλθαν από τις ιουδαϊκές αιρέσεις, κυρίως τους Σαμαρείτες. Αν διατήρησαν τις προηγούμενες σχέσεις τους με τους Εβραίους, όχι μόνο σε επίπεδο προσηλυτισμού, δεν μπορεί να πιστοποιηθεί με βεβαιότητα. Έχουμε την περίπτωση του Βασιλείδη με τον Βαρκαββά, αλλά αν υπήρξαν σχέσεις, κρατήθηκαν μυστικές με επιτυχία.
Επίσης μπορούμε να παρακολουθήσουμε και τα διάφορα στάδια στην εξέλιξη της γνωστικής διδασκαλίας, εντοπίζοντας την χρονική στιγμή εισαγωγής των επιμέρους στοιχείων. Στα επόμενα συστήματα υπάρχουν σημεία επαφής με τον εβραϊκό μυστικισμό.
Αυτό που μπόρεσε να γίνει κατανοητό είναι, ότι η γνωστική διδασκαλία προσπάθησε εξαρχής να παρουσιαστεί ως χριστιανική. Η αντίδραση των αποστόλων και των διαδόχων τους ήταν άμεση. Ο όρος αίρεση που χρησιμοποιείται από τους αγίους Πατέρες για πρώτη φορά, βρίσκει τον ορισμό της και την εφαρμογή της στον γνωστικισμό.
Όλα τα στοιχεία που πάρθηκαν από τις διάφορες θρησκείες και φιλοσοφίες της εποχής, ήταν δανεικά και είχαν διπλό ρόλο. Αφ’ ενός μεν χρησιμοποιήθηκαν για την αλλοίωση του ευαγγελικού κηρύγματος από τους θεωρητικούς του γνωστικισμού, αφ’ ετέρου παρουσίαζαν την ερμαφρόδιτη διδασκαλία με επίχρισμα οικείων στους διαφόρους λαούς ιδεών. Έτσι περιστασιακά φαίνεται ο γνωστικισμός να υπερτερεί κατά τόπους.
Η διαφορά, όμως, του γνήσιου Ευαγγελίου από το νόθο φάνηκε κατά τους διωγμούς. Οι μεν Χριστιανοί μάρτυρες υπέμειναν ευχαριστώντας, οι δε γνωστικοί θεωρώντας ανύπαρκτα τα είδωλα, θυσίαζαν. Ήταν λοιπόν η συμφωνία θεωρίας και πράξης στη ζωή των Χριστιανών, που ανέδειξε την αλήθεια του Χριστιανισμού έναντι του γνωστικισμού.
[1] Ιουστίνου, Α’ Απολογία 26.1.1-3: «Τρίτον δέ ὅτι μετά την ἀνέλευσιν τοῦ Χριστοῦ εἰς οὐρανόν προεβάλλοντο οἱ δαίμονες ἀνθρώπους τινάς λέγοντας ἑαυτούς εἶναι θεούς, οἵ οὐ μόνον οὐκ ἐκδιώχθησαν ὑφ’ ὑμῶν, ἀλλά καί τιμῶν κατηξιώθησαν˙ Σίμωνα μέν τινά Σαμαρέα, τόν ᾶπό κώμης λεγομένης Γίτθων, ὅς ἐπί Κλαυδίου Καίσαρος διά τῆς τῶν ἐνεργούντων δαιμόνων τέχνης δυνάμεις ποιήσας μαγικάς ἐν τῇ πόλει ὑμῶν βασιλίδι Ρώμῃ θεός ἐνομίσθη καί ἀνδριάντι ἀνεγήγερται ἐν τῷ Τίβερι ποταμῷ μεταξύ τῶν δύο γεφυρῶν, ἔχων ἐπιγραφήν Ρωμαϊκήν ταύτην˙ Σίμωνι Δέῳ Σάγκτῳ[1]. Καί σχεδόν πάντες μέν Σαμαρεῖς, ὀλίγοι δε καί ἐν ἀλλαις ἔθνεσιν, ὡς τόν πρῶτον θεόν εκεῖνον ὁμολογοῦντες ἐκεῖνον καί πρόσκυνοῦσι˙ καί Ἑλένην τινά,… Μένανδρον δέ τινά,…Μαρκίωνα δέ τινά Ποντικόν,… ὅς κατά πᾶν γένος ἀνθρώπων διά τῆς τῶν δαιμόνων συλλήψεως πολλούς πεποίηκε βλασφημίας λέγειν καί αρνεῖσθαι τόν ποιητήν τοῦδε τοῦ παντός Θεόν,…[1]».
[2] Πραξ. η.18: «ἰδών δέ ὁ Σίμων ὅτι διά τῆς έπιθέσεως τῶν χειρῶν τῶν ἀποστολων δίδοται τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, προσήνεγκεν αύτοῖς χρήματα λέγων˙ δότε κἀμοί τήν ἐξουσίαν ταῦτην, ἵνα ᾦ ἐάν ἐπιθῶ τάς χεῖρας λαμβάνῃ Πνεῦμα Ἅγιον».
[3] Πραξ. η.9: «Ανήρ δέ τις ὀνόματι Σίμων προϋπῆρχεν ἐν τᾖ πόλει μαγεύων καί ἐξιστῶν τό ἔθνος τῆς Σαμάρειας, λέγων εἶναι τνα μέγαν˙ ᾦ προσεῖχον πάντες άπό μικροῦ ἕως μεγάλου λέγοντες˙ οὗτός ἐστιν ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ ἡ μεγάλη».
[4] Ευσεβίου, Εκκλησιαστική Ιστορία 2.1.10: «Ἐπί τοσοῦτον δ’ ὁ Σίμων βεβοημένος κατ’ ἐκεῖνο καιροῦ τῶν ἠπατημένων έκράτει γοητείᾳ, ὡς τήν μεγάλην ἡγεῖσθαι εἶναι δύναμιν τοῦ Θεοῦ».
[5] In Matthaeum XXIV.5 (PL 26.183).
[6] Α’Απολογία 26.1.1-3, 56.1-2, Διάλογος προς Τρύφωνα 120.6.
[7] Ευσεβίου, Εκκλησιαστική Ιστορία 2.13.4: «Καί Ἑλένην τινά, τήν συμπερινοστήσασαν αὐτῷ κατ’ ἐκεῖνο τοῦ καιροῦ, πρότερον ἐπί τέγους σταθεῖσαν ἐν Τύρῳ τῆς Φοινίκης, τήν ἀπ’ αὐτοῦ πρώτην ἔννοιαν λέγουσι».
[8] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων 4.19.2: «ἐν γάρ τῇ κατ’ ἐκεῖνον καιρόν γενομένῃ Ἐλένῃ ἐνώκησεν [ἐν αῦτῃ]ἡ ἐπίνοια, καί οὕτως παςῶν ἐπιδικαζομένων αὐτῆς τῶν ἐξουσιῶν, στάσις καί πόλεμος ἐπανέστη ἐν οἷς ἐφάνη ἔθνεσιν. οὕτως γοῦν τόν Στησίχορον διά τῶν ἐπῶν λοιδορήσαντα αὐτήν τάς ὄψεις τυφλωθῆναι˙ αὖθις έ μεταμεληθέντος αὐτοῦ καί γράψαντος τάς παλινῳδίας ἐν αἷς ὕμνησεν αὐτήν, ἀναβλέψαι˙ μετενσωματουμένην <δέ> ὐπό τῶν αγγέλων καί τῶν κάτω ἐξουσιῶν, οἵ καί τόν κόσμον, φησίν, ἐποίησαν, ὕστερον ἐπί τέγους ἐν Τύρῳ τῆς Φοινίκης πόλει στῆναι, ᾗ κατελθών εὗρεν… ὁ δέ ψυχρός ἐρασθείς τοῦ γυναίου τούτου, Ἑλένης καλουμένης, ὠνησάμενος εἶχε, καί τους μαθητάς αἰδούμενος τοῦτον τόν μύθον ἔπλασεν».
[9] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων IV.11: «Τούτου δε ὄντος, ὡς δι’ ὀλίγων εῖπεῖν, κατά τόν Σίμωνα τοῦ πυρός καί πάντων τῶν ὄντων ὁρατῶν καί άοράτων, ὧν αὐτός ἐνήχων καί <ἀν>ήχων, αριθμητῶν και <ἀν>αρίθμων ἐν τῇ Ἀποφάσει τῇ μεγάλῃ καλεῖ, τελείων νοερῶν, οὕτως ὡς ἕκαστον τῶν ἀπειράκις ἀπείρως ἐπινοηθῆναι δυναμένων καί λαλεῖν καί διανοεῖσθαι καί ἐνεργεῖν, ὥς φησιν Ἐμπεδοκλής˙».
[10] Δευτερ. 4.24: «Κύριος ὁ Θεός σου πῦρ καταναλίσκον ἐστίν» πρβλ Εξοδ. 24.17: «τό δέ εἶδος τῆς δόξης κυρίου ὡσεί πῦρ φλέγον».
[11] Ιππολύτου, Κατά αιρεσεων VI.9.3. Για τον Ηράκλειτο, Διογένη Λαέρτιου, Βίοι ΙΧ.7: «ἐδόκει δέ αὐτῷ καθολικῶς μέν τάδε˙ έκ πυρός τά πάντα συνεστάναι καί εἰς τοῦτο ἀναλύεσθαι».
[12] Ιππολύτου, Κατά αιρεσεων VI.9.5: «τό πῦρ κατά τον Σίμωνα οὐδέν ἀπλοῦν, καθάπερ οἱ πολλοί ἁπλᾶ λέγοντες εἶναι τά τέσσαρα στοιχεῖα καί τό πῦρ ἁπλοῦν εἶναι νενομίκασιν, ἀλλά γάρ εἶναι [τήν] τοῦ πυρός διπλῆν τινά τήν φύσιν, καί τῆς διπλῆς ταύτης καλεῖ τό μέν τι κρυπτόν, τό δέ τι φανερόν˙».
[13] Ιππολύτου, Κατά αιρεσεων VI.9.6: «κέκρυφαθι δέ τά κρυπτά έν τοῖς φανεροῖς τοῦ πυρός, καί τά φανερά τοῦ πυρός ὑπό τῶν κρυπτῶν γεγονέναι.
[14] Ιππολύτου, Κατά αιρεσεων VI.11 παραθέτει από Εμπεδοκλή, Fragmenta IV.109.7. Το απόσπασμα αυτό του Εμπεδοκλή κάνει χρήση και ο Αριστοτέλης, Περί ψυχής Α 2.404b.8 και Μετά τα φυσικά Β’ 4. 1000β.5.
[15]Ησαΐας 1.2. Η ερμηνεία των Σιμωνιανών στο Ιππολύτου Κατά αιρέσεων VI 13.4.
[16] Ιππολύτου Κατά αιρέσεων VI 14.6.
[17] Ίσως Ης. 44.2: «οὕτω λέγει Κύριος ὁ Θεός ὁ ποιήσας σε καί ὁ πλάσας σε ἐκ κοιλίας».
[18] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VI 15-16.
[19] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VI 19.5-6: «τήν δέ Ἑλένην λυτρωσάμενος οὕτως τοῖς ανθρώποις σωτηρίαν παρέσχε διά τῆς ἰδίας ἐπιγνώσεως. κακῶς γάρ διοικούντων τῶν ἀγγέλων τόν κόσμον διά τό φυλαρχεῖν αὐτούς, εἰς ἐπανόρθωσιν ἐληλυθέναι αὐτόν ἔφη μεταμορφούμενον καί ἐξομοιούμενον ταῖς αρχαῖς καί ταῖς ἐξουσίαις καί τοῖς ἀγγέλοις, ὥς καί ἄνθρωπον φαίνεσθαι αὐτόν μή ὄντα ἄνθρωπον,…».
[20] Ειρηναίου, Έλεγχος I 23.4: «Imaginem quoque Simonis habent factam ad figuram Jovis, et Helene in figuram Minervae, et has adorant»και Ιππολύτου Κατά αιρέσεων VI 20.1.
[21] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΙΙ 13.7-8: «Τά δέ τούτων αὐτοῖς ἀπορρητότερα, ὧν φασι τόν πρῶτον ἐπακούσαντα ἐκπλαγήσεσθαι καί κατά τι παρ’ αὐτοῖς λόγιον ἔγγραφον «θαμβωθήσεσθαι», θάμβους ὡς ἀληθῶς καί φρενῶν ἐκστάσεως καί μανίας ἔμπλεα τυγχάνει, τοιαῦτα ὄντα, ὡς μή μόνον μή δυνατά εἶναι παραδοθῆναι γραφῇ, ἀλλ’ οὐδέ χείλεσιν αὐτό μόνον δι’ ὑπερβολήν αἰσχρουργίας τε και αρρητοποίας ἀνδράσι σώφρονα λαληθῆναι. ὅτι ποτε γάρ ἄν ἐπινοηθείη παντός αἰσχροῦ μιαρῶτερον, τοῦτο πᾶν ὐπερηκόντισεν ἠ τῶνδε μυσαρωτάτη αἵρεσις, ταῖς ἀθλίαις καί παντοίων ὡς ἀληθῶς κακῶν σεσωρευμέναις γυναιξίν ἐγκαταπαιζόντων». (μετ. Παν. Χρήστου, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1977, τ.1 σελ. 199).
[22] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VI 20.2. Επίσης Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 23.4: «Exorcismis et incantationibus utuntur. Amatoria quoque et agogima, et qui dicuntur paredri et oniropompi, et quaecunque sunt alia perierga apud eos studiose exercentur. Imaginem quoque Simonis habent factam ad figuram Jovis, et Helene in figuram Minervae, et has adorant». (PG 7.673A).
[23] Επιδήμια Κηρύγματα Πέτρου ΙΙ 8.9.
[24] «Viri Romani, dues nascitur? crucificitur? qui dominum habet, non est dues. Haec autem eo dicente multi dicebant˙ Bene dicis, Simon».
[25] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΙΙ 13.6: «Πάσης μέν οὖν ἀρχηγόν αἰρέσεως πρῶτον γενέσθαι τόν Σίμωνα παρειλήφαμεν˙ ἐξ οὗ καί εἰς δεῦρο οἱ τήν κατ’ αὐτόν μετιόντες αἵρεσιν τήν σώφρονα καί διά καθαρότητα βίου παρά τοις πάσιν βεβοημένην Χριστιανῶν φιλοσοφίαν ὑποκρινόμενοι, ἧς μέν ἔδοξαν ἀπαλλάτεσθαι περί τά εἴδωλα δεισιδαιμονίας οὐδέν ἧττον αὖθις ἐπιλαμβάνονται» (μετ. Παν Χρήστου, ο. π. σελ. 197-9).
[26] Ωριγένη, Κατά Κέλσου Ι.57: «Χριστιανοί δ’εἰσίν οἰ ταῦτα περί αὐτοῦ λέγοντες…».
[27] Κλήμη Αλεξανδρέως, Στρωματείς VII 17.106.4 – 107.1: «καθάπερ ὁ Βασιλείδης, κἄν Γλαυκίαν ἐπιγράφηται διδάσκαλον, ως αὐχοῦσιν αὐτοί, τόν Πέτρου ερμηνέα. Ὡσαύτως δέ καί Οὐαλεντίνον Θεοδᾶ διακηκοέναι φέρουσιν˙ γνώριμος δ’ οὗτος ἐγεγόνει Παύλου. Μαρκίων γάρ, κατά τήν αὐτήν αὐτοῖς ἡλικίαν γενόμενος, ὡς πρεσβύτης νεωτέροις συνεγέτετο. Μεθ’ ὅν Σίμων ἐπ’ ὀλίγων κηρύσσοντος τοῦ Πέτρου ὑπήκουσεν» {ed. Otto Stählin, GCS 17 (1909) 75}.
[28] Α’ Κορ. 1.23.
[29] Ωριγένη, Κατά Κέλσου Ι.57 & VI.11: «οὐδαμοῦ γάρ τῆς οἰκουμένης Σιμωνιανοί».
[30] Περί Αρχών IV 3.2, {ed Paul Koetschau, GCS 22 (1913) 326}.
[31] Κατά Κέλσου Ι.57 {ed. Paul Koetschau, GCS 2 (1899) 108}.
[32] Επιφανίου, Πανάριον XIII 1.1 {ed. Karl Holl , GCS 25 (1915) 206}.
[33] Ομιλίες 2.23.4.
[34] Ομιλίες 2.24.1.
[35] Κατά Κέλσου Ι.57 {ed. Paul Koetschau, GCS 2 (1899) 108}.
[36] Ωριγένη, Εις Ιωάννην XIII.27 {ed. Erwin Preuschen, GCS 10 (1903) 251}.
[37] Μ. Φωτίου, Μυριόβιβλος 230.
[38] ο. π. «Οὕτω το δυσσεβές περί ἀναστάσεως διά τῶν ἱερολογιῶν Δοσιθέου κήρυγμα καταβαλών, καί ὅτι φθαρτός ο κόσμος (ἐκεῖνος γάρ φθαρτήν την ψυχήν, ἄφθαρτον δέ τοῦτον ἐτερατολόγει), καί ὅτι τῶν ἀγγέλων ἡ φύσις παρά Θεοῦ ὑπέστη (τῶν γάρ μή ὀντων καί τούτων τήν φύσιν ἐκεῖνος ὁ ληρώδης ἐνόμιζε), ναι δή καί ὅτι τό δαιμόνων γέγονέ τε καί διαμένει φῦλον (οἱ γάρ Δοσθηνοί τά μέν εἴδωλα δαίμονες ἔλεγον, ἄλλο δέ τι δαιμόνιον φῦλον ούκ εγίνωσκον), είς πολλήν αὐτόν έλάσαι φρενοβλάβειαν διήλεγξεν».
[39] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, σελ. 138.
[40] Επιφάνιος, Πανάριον XIII 1.4: «ἐν σπηλαίῳ δέ που ἀναχωρῶν δι’ ὑπερβολήν εθελοσοφίας, ματαίως καί υποκριτικῶς ἐν νηστείᾳ καρτερῶν ὡς λόγος ἔχει οὕτως ἀπέθανεν ἐν ἐνδείᾳ ἄρτου καί ὕδατος, ἐκουσίᾳ δήθεν τῇ γνώμῃ. μετά ημέρας δέ τινας ἐλθόντας ἐπί τήν τούτου ἐπίσκεψιν εὑρηκέναι τό σῶμα ὀδωδός ἐξέρψαν τε σκώληκας καί νέφος μυιῶν ἐπ’ αὐτῷ ἐσμηκέναι». {ed. Karl Holl , GCS 25 (1915) 206}.
[41] Ευσεβίου Καισαρίας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΙΙΙ 26.1: «Σίμωνα τόν μάγον Μένανδρος διαδεξάμενος, ὅπλον δεύτερον οὐ χεῖρον τοῦ προτέρου τῆς διαβολικῆς ἐνεργείας ἀποδείκνυται τόν τρόπον».
[42] Ιουστίνου, Απολογία Α’ 26.4.
[43] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 28.1 {ed Paul Wendland, GCS 26 (1916) 208}.
[44] Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 23.5: «Mundum autem factum ab Angelis».
[45] Ευσεβίου Καισαρίας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΙΙΙ 26.1-2: «Ἦν καί οὗτος Σαμαρεύς, εἰς ἄκρον δέ γοητείας οῦκ ἔλαττον τοῦ διδασκάλου προελθών, μείζοσιν ἐπιδαψιλεύεται τερατολογίαις, ἐαυτόν μεν ὡς ἄρα εἴη, λέγων, ὁ Σωτήρ ἐπί τῃ τῶν άνθρώπων ἄνωθέν ποθεν ἐξ ἀοράτων αἰώνων ἀπεσταλμένος σωτηρίᾳ, διδάσκων δέ μή ἄλλως δύνασθαί τινα καί αὐτῶν τῶν κοσμοποιῶν ἀγγέλων περιγενήσεσθαι, μή πρότερον διά τῆς προς αύτοῦ παραδιδομένης μαγικῆς ἐμπειρίας ἀχθέντα καί διά τοῦ μεταδιδομένου προς αὐτοῦ βαπτίσματος, οὗ τους καταξιουμένους ἀθανασίαν ἀίδιον ἐν αὐτῳ τούτου μεθέξειν τῷ βίῳ, μηκέτι θνήσκοντας, αύτοῦ δέ παραμένοντας εἰς τό ἀεί ἀγήρως τινάς καί ἀθανάτους εσομένους».
Ειρηναίου, Έλεγχος Ι 23.5: «Ressurectionem enim per id, quod est in eum baptisma, accipere ejus discipulos, et ultra non posse mori, sed persevere non senescentes et immortales» (PG 7.673B).
[46] Ευσεβίου Καισαρίας, Εκκλησιαστική Ιστορία IV 7.1: «Ούτω από τον Μένανδρον, τον οποίον ήδη προηγουμένως αναφέραμεν ως διάδοχον του Σίμωνος, προήλθεν εν είδος αμφιστόμου και δικεφάλου οφιώδους δυνάμεως, η οποία παρήγαγεν αρχηγούς δύο διαφορετικών αιρέσεων, τον Σατορνίνον Αντιοχέα την καταγωγήν και τον Βασιλείδην Αλεξανδρέα, οι οποίοι ίδρυσαν διδασκαλεία των θεομισών αιρέσεων, ο μεν εις την Συρίαν, ο δε άλλος εις την Αίγυπτον» (μετ. Π. Χρήστου, ΕΠΕ, τ. 2 σελ. 19).
[47] Ιππολύτου, Κατά Αιρέσεων VII 28.1: «Λέγει δέ ἕνα πατέρα ἄγνωστον τοῖς πᾶσιν ὑπάρχειν, [τοῦ]τον ποιήσαντα ἀγγέλους, ἀρχαγγέλους, δυνάμεις, ἐξουσίας» {ed Paul Wendland, GCS 26 (1916) 208}.
[48] Ιππολύτου, Κατά Αιρέσεων VII 28.2-4: «ἀπό δέ ἑπτά τινων ἀγγέλων τόν κόσμον γεγενῆσθαι καί πάντα τά ἐν αὐτῷ, καί τόν ἄνθρωπον δέ ἀγγέλων εἶναι ποίημα, ἄνωθεν ἀπό τῆς αὐθεντίας φωτεινῆς εῖκόνος ἐπιφανείσης, ἤν κατασχεῖν μή δυνηθέντες διά τό παραχρῆμα, φησίν, ἀναδραμεῖν ἄνω[θεν], ἐκέλευσαν ἑαυτοῖς λέγοντες˙ ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν˙ οὗ γενομένου, φησίν, καί <μἠ> δυναμένου ἀνορθούσθαι τοῦ πλάσματος διά τό ἀδρνές τῶν ἀγγέλων, ἀλλά ὡς σώληκος σκαρίζοντος, οἰκτείρασα αὐτόν ἡ ἄνω δύναμις διά τό ἐν ὁμοιώματι αὐτῆς γεγονέναι, ἔπεμψε σπινθήρα ζωής, ὅς διήγειρε τόν άνθρωπον καί ζῆν ἐποίησε». {ed Paul Wendland, GCS 26 (1916) 208-9}.
[49] Ιππολύτου, Κατά Αιρέσεων VII 28.5-7, {ed Paul Wendland, GCS 26 (1916) 208}.
[50] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 28.7: «τό δέ γαμεῖν καί γεννᾶν ἀπό τοῦ σατανᾶ φησιν εἶναι˙ οἰ πλείους τε τῶν απ’ εκείνου καί ἐμψύχων ἀπέχονται, διά τῆς προσποιήτου ταύτης ἐγκρατείας <πλανῶντες πολλούς>. τάς δέ προφητείας ἅς μέν ἀπό τῶν κοσμοποιῶν ἀγγέλων λελαλῆσθαι, ἅς δέ ἀπό τοῦ σατανᾶ, ὅν καί αὐτόν ἄγγελον ἀντιπράττοντα τοῖς κοσμοποιοῖς ὑπέθετο, μάλιστα δέ τῷ τῶν Ἰοδαίων θεῷ».
[51] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΙΙΙ 2.5: «Τάς δέ προφητείας φάσκει ὁ αὐτός πάλιν γόης τάς μέν ὐπό τῶν κοσμοποιῶν ἀγγέλων πεπροφητεῦσθαι, τάς δέ ὑπό τοῦ Σατανᾶ. καί αὐτόν γάρ τόν Σατανᾶν ἄγγελον φάσκει, αντιπράττοντα τοῖς κοσμοποιοῖς ἀγγέλοις, μάλιστα τῷ Θεῷ τῶν Ιουδαίων» {ed. Karl Holl , GCS 25 (1915) 251}.
[52] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΙΙΙ 3-4 {ed. Karl Holl , GCS 25 (1915) 252-3}.
[53] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΙΙΙ 5 {ed. Karl Holl , GCS 25 (1915) 253}: «Διότι ο Θεός Πατήρ έπλασε τον άνθρωπο και όλα σύμφωνα με την δική του ευδοκία, και σε τίποτα δεν έγιναν σύμβουλοι οι άγγελοι. Διότι είπε “ ας πλάσουμε τον άνθρωπο σύμφωνα με την δική μας εικόνα” και όχι μόνο κατ’ εικόνα. Συγκάλεσε ως συνδημιουργό στο δικό Του δημιούργημα και τον Λόγο Του τον μονογενή, …, όπως ο Πατέρας προσκαλεί τον Υιό για να δημιουργήσει τον άνθρωπο, δια του οποίου δημιούργησε και τα υπόλοιπα όλα. Και δεν λέμε ότι προσκάλεσε μόνο τον Υιό, αλλά και το Άγιο Πνεύμα. “ Με τον λόγο του Κυρίου οι ουρανοί στέριωσαν και με την πνοή του στόματος αυτού όλη η δύναμή τους” (Ψαλμ. 32.6)».
[54] Ο.π. «Και ότι ο γάμος δεν είναι από τον Σατανά, αλλά από τον Θεό, πρώτον το λέει ο Κύριος “ ὅ ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω” (Ματθ. 19.6) και ύστερα ο άγιος απόστολος “τίμιος ὁ γάμος καί ἡ κοίτη ἀμίαντος” (Εβρ. 13.4). Σε όσες έμειναν χήρες εξ αιτίας θανάτου παραγγέλνει τα ίδια, λέγοντας μέσω του Τιμοθέου “νεωτέρας χήρας παραιτοῦ˙μετά γάρ τό καταστρηνιάσαι τοῦ Χριστοῦ γαμεῖν θέλουσι” (Α’ Τιμ. 5.11) καί μετά από λίγα “γαμείτωσαν τεκνογονείτωσαν οἰκοδεσποτείτωσαν”, θέτοντας ανυπέρβατο νόμο, ο οποίος είναι εκ Θεού και δόθηκε στους ανθρώπους χάριν σεμνότητος».
[55] Επιφανίου, Πανάριον ΧΧΙΙΙ 6 {ed. Karl Holl , GCS 25 (1915) 254-5}: «για τις όσες συκοφαντημένες υπόνοιες λέγει για τις εκ Θεού προφητείες, ότι δηλαδή δεν είναι αυτές εκ Θεού, πολλά υπάρχουν να πει κανείς, όπως λέει και ο ίδιος ο Μονογενής, με τα οποία ευαγγέλισε τον κόσμο κηρύσσοντας τον εαυτό Του, πρώτον ότι “Αβραάμ ὁ πατήρ ἡμῶν ἐπεθύμησεν ἰδεῖν τήν ἡμέραν μου, καί εἶδεν καί ἐχάρη” (Ιωάν. 8.56), και πάλι λέει “εἰ ἐπιστεύετε Μωυσῇ, ἐπιστεύετε ἄν ἐμοί˙ ἐκεῖνος γάρ περί ἐμοῦ ἔγραψεν” (Ιωάν. 5.46).
[56] Επιφανίου, Πανάριον XXIV 1.
[57] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, σελ. 148.
[58] Κλήμη Αλεξανδρέως, Στρωματείς VII 17.106.4.
[59] Ωριγένους, Εις κατά Λουκάν, Ομιλία Α’ {ed. Max Rauer, GCS 35 (1931), 5}.
[60] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς IV 12.81: «Βασιλείδης δἐ ἐν τῷ εἰκοστῷ τρίτῳ τῶν Εξηγητικῶν περί τῶν κατά τό μαρτύριον κολαζομένων αῦταῖς λέξεσι τάδε φησί» {ed. Otto Stählin, GCS 15 (1906) 284}.
[61] Ηγεμόνιου, Πράξεις Αρχελάου 67.4 κ.ε. {ed. Charles Henry Beeson, GCS 16 (1906) 98}.
[62] Ευσεβίου Καισαρίας, Εκκλησιαστική Ιστορίαι IV 7.6-7.
[63] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 14: «Ἐπειδή οὖν ἐν ταῖς πρό ταύτης τῆς βίβλοις ἕξ ἐκτεθείμεθα τά πρότερα, δοκεῖ νῦν τά Βασιλείδου μή σιωπᾶν <ὄν>τα Ἀριστοτέλους τοῦ Σταγειρίτου δόγματα, οὐ Χριστοῦ». {ed Paul Wendland, GCS 26 (1916) 191}.
[64] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 21.1: «Επεί <οὖν> οὐδέν <ἦν>, οὐχ ὕλη, οὐκ οὐσία, οὐκ ἀνούσιον, οὐχ ἁπλοῦν, οὐ σύνθετον, οὐκ ἀνόητον, οὐκ ἀναίσθητον, οὐκ ἄνθρωπος, οὐκ ἄγγελος, οὐ θεός, οὐδέ ὅλως τι τῶν ὀνομαζομένων ἤ δι’ αίσθήσεως λαμβανομένων ἤ νοητῶν πραγμάτων, ἀλλ’ οὕτω καί ἔτι λεπτομερεστέρως πάντων ἁπλῶς περιγεγραμένων, <ὁ> οὐκ ὤν θεός,…».
[65] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 21.4: «οὕτως <ὁ> οὐκ ὤν θεός ἐποίησε κόσμον οὐκ ὄντα ἐξ οὐκ ὄντων, καταβαλόμενος καί ὑποστήσας σπέρμα τι ἕν ἔχον πᾶσαν ἐν ἑαυτῷ τήν τοῦ κόσμου πανσπερμίαν.
[66] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 22.7-12.
[67] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 22.12: «ἦν γάρ οὐχ ὁμοούσιον οὐδέν φύσιν εἶχε μετά τῆς υἱότητος˙ ἀλλἀ ὥσπερ ἐστί παρά φύσιν καί ὀλέθριος τοῖς ἰχθύσιν ἀήρ καθαρός καί ξηρός, οὕτω τῷ πνεύματι τῷ ἁγίῷ ἦν παρά φύσιν ἐκεῖνο τό ἀρρητων ἀρρητότερον καί πάντων ἀνώτερον ὀνομάτων τοῦ οὐκ ὄντος ὁμοῦ θεοῦ χωρίον καί τῆς υιότητος».
[68] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 22.15-16.
[69] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 23.1-2.
[70] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 23.3-4.
[71] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 23.6-7.
[72] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 24.2-3.
[73] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 24.4-5.
[74] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 25.4: «οὗτος ἐστι, φησίν, ὁ τῆς ἑβδομάδος ἄρχων ὁ λαλήλας τῷ Μωυςῆ και εἰπών˙ ἐγώ ὁ θεός Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ καί Ἰακώβ, καί τό ὄνομα τοῦ θεοῦ οὐκ ἐδήλωσα αὐτοῖς».
[75] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 25.1-2.
[76] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 25.6-7.
[77] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 25.7: «ἡ γάρ ἐν μέσω τοῦ αγίου πνεύματος ἐν τῷ μεθορίῳ τῆς υἱότητος δύναμις ῥέοντα καί φερόμενα τά νοήματα τῆς υἱότητος μεταδίδωσι τῷ υἱῷ τοῦ μεγάλου ἄρχοντος».
[78] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 26.1-3.
[79] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 26.4-5.
[80] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 26.6: «καί τόν μέγα ἄρχοντα αὐτῶν εἶναι τόν Ἁβρασαξ διά τό περιέχειν τό ὄνομα αὐτοῦ ψῆφον τξε, ὡς δή τοῦ ὀνόματος τήν ψήφον περιέχειν πάντα, καί διά τοῦτο τόν ἐνιαυτόν τοσαύταις ἡμέραις συνεστάναι».
[81] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 26.10.
[82] Ειρηναίου, Έλεγχος XXIV.3: «Basilides autem, ut altius aliquid et verisimilius invenisse videatur, in immensum extendit sentetiam doctrina suae, ostendens Nun primo ab innato natum Patre, ab hoc autem natum Logon, deinde a Logo Phronesn, a Phronesi autem Sophiam et Dynamin, a Dynami autem et Sophia Virtutes, et Principes, et Angelos, quos et primos vocat, et ab iis primum coelum factum. Dehinc ab horum derivatione alios autem factos, aliud coelum simile priori fecisse, et simili modo ex eorum derivatione cum alii facti essent, antitypi eis qui super eos essent aliud tertium deformasse coelum» (PG 7.675B-676A).
[83] Ειρηναίου, Έλεγχος XXIV.4: «Eos autem, qui posterius continent coelum, Angelos, quod etiam a nobis videtur, constituisse ea quae sunt in mundo omnia, et partes sibi fecisse terrae, et earum, quae super eam sunt, gentium. Esse autem principem ipsorum eum, qui Judaeorum putatur esse Deus. Et quoniam hic suis hominibus, id est Judaeis, voluit subjicere reliquas gentes, reliquos ones principles contra stetisse ei et contra egisse» (PG 7.676A-B).
[84] Ο. π.: «Quapropter neque passum eum, sed Simonem quemdam Cyrenaeum angariatum portasse crucem ejus pro eo: et hunc secundum ignorantiam et errorem crucifixum, transfiguratum ab eo, uti putaretur ipse esse Jesus: et ipsum autem Jesum Simonis accepisse formam, et stantem irrisisse eos» (PG 7.677A).
[85] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς II 8: «Ἐνταῦθα οἱ αμφί τόν Βασιλείδην, τοῦτο εξηγούμενοι τὀ ρητόν, “αὐτόν φασιν Ἄρχοντα, επακούσαντα τήν φάσιν τοῦ διακονουμένου Πνεύματος, ἐκπλαγῆναι τῷ τε άκούσματι καί τῷ θεάματι, παρ’ ἐλπίδας εὐηγγελισμένον˙ καί τήν ἔκπληξην αὐτοῦ φόβον κληθῆναι, ἀρχήν γενόμενον σοφίας φυλοκρινητικῆς τε καί διακριτικῆς καί τελεωτικῆς καί ἀποκαταστατικῆς. Οὐ γάρ μόνον τόν κόσμον, ἀλλά καί τήν ἐκλογήν διακρίνας, ὁ ἐπί πᾶσι παραπέμπει”». Εδώ ο Κλήμης αναφέρεται στην ερμηνεία που έδινα οι Βασιλιδειανοί στο χωρίο «Ἀρχή σοφίας, φόβος Θεοῦ» (Παροιμ. 1.7). Η ερμηνεία παραπέμπει στην διδασκαλία που καταγράφεται στον άγιο Ιππόλυτο, ειδικά στο Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων VII 26.1-3.
Στρωματείς IV 25: «Βασιλείδης δέ ὁ ἀποστατήσας, δικαιοσύνην δέ καί τήν θυγατέρα αὐτῆς τήν εἰρήνην ὐπολαμβάνει ἐν ὀγδοάδι μένειν ἐνδιατεταγμένας», εδώ γίνεται λόγος για την ογδοάδα.
[86] Πανάριον 24.1-4.
[87] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στωματεῖς IV 81.1-83.1:
«Ο Βασιλείδης στο εικοστό τρίτο βιβλίο των Εξηγητικών του, γι’ αυτούς που βασανίζονται από μαρτύριο λέγει αυτολεξεί τα εξής˙
“Η γνώμη μου δηλαδή είναι η εξής˙ Όσοι υποπίπτουν στις λεγόμενες θλίψεις, ή διαφεύγουν τη σύλληψη έχοντας αμαρτήσει σε άλλες παραβάσεις, οδηγούνται σε αυτό το αγαθό από καλοσύνη εκείνου που τους οδηγεί, αλλά στην πραγματικότητα κατηγορούνται για άλλους λόγους, ώστε να μην τιμωρηθούν ως κατάδικοι για αποδεδειγμένα κακά, ούτε να ακούν τις κατηγορίες, όπως ο μοιχός, ο φονιάς, αλλά επειδή είναι Χριστιανοί, πράγμα που θα τους παρηγορήσει, νομίζοντας ότι ούτε καν υποφέρουν. Κι αν φτάσει κανείς στο πάθος χωρίς να έχει αμαρτήσει καθόλου, σπάνιο βέβαια, όμως ούτε αυτός θα πάθει τίποτα από τις επιβουλές της εξουσίας, αλλά θα πάθει ό,τι θα έπασχε και το νήπιο που είναι φανερό ότι δεν έχει αμαρτήσει”. Έπειτα προχωρώντας λίγο λέγει˙
“Όπως λοιπόν το νήπιο που δεν έχει αμαρτήσει στην πράξη καθόλου, έχει όμως την τάση για αμαρτία, αν υποβληθεί σε τιμωρία ευεργετείται κερδίζοντας πολλά δύσκολα, έτσι κι αν κάποιος τέλειος τύχει να μην έχει διαπράξει καμιά αμαρτία, τιμωρείται όμως και θα τιμωρηθεί, έπαθε όμοια με αυτό που έπαθε το νήπιο. Είχε την τάση για αμαρτία, επειδή όμως δεν βρήκε αφορμή να αμαρτήσει, δεν αμάρτησε. Γιατί, όπως εκείνος που θέλει να μοιχεύσει είναι μοιχός, έστω κι αν δεν προχώρησε στην πράξη της μοιχείας, κι όποιος θέλει να διαπράξει φόνο είναι φονιάς, έστω κι αν δεν μπορεί να σκοτώσει, έτσι κι ο αναμάρτητος που λέγω˙ αν τον δω να τιμωρείται, ενώ δεν έχει πράξει κανένα κακό , εγώ θα τον χαρακτηρίσω κακό, επειδή θέλει ν’ αμαρτήσει. Γιατί προτιμώ να πω τα πάντα, παρά να πω ότι είναι κακή η πρόνοια”. Έπειτα λίγο παρακάτω μιλά και για τον Κύριο απερίφραστα, σαν για κάποιον άνθρωπο, λέγοντας˙
“Αν όμως παραλείψεις όλους αυτούς τους λόγους και φτάσεις στο να με ελέγχεις με όποιο τύχει παράδειγμα ανθρώπων, λέγοντας˙ Ο τάδε λοιπόν αμάρτησε, γιατί όμως έπαθε ο τάδε; αν μου επιτρέπεις θα σου πω˙ δεν αμάρτησε βέβαια, αλλά ήταν όμοιος με το νήπιο που πάσχει. Κι αν ο έλεγχός του γίνει εντονότερος, θα του πω˙ Είναι άνθρωπος αυτός που θα ονομάσεις άνθρωπο, ενώ δίκαιος είναι ο Θεός. Γιατί όπως είπε κάποιος, κανένας δεν είναι καθαρός από ρύπο”». (μετ. Ιγνάτιος Σακαλής, ΕΠΕ, τ.3 σελ. 513-5).
[88] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στωματεῖς IV 83.2.
[89] Ο. π.
[90] Ψαλμ. 49.21.
[91] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς IV 153.3-154.1: «Όμως ο Βασιλείδης λ΄γει, ότι ούτε όλες συγχωρούνται, αλλά μόνο οι ακούσιες και όσες προέρχοντι από άγνοια˙ σα να παρέχει αυτή τη δωρεά κάποιος άνθρωπος και όχι ο Θεός. Σ’ αυτόν απαντά η Γραφή˙ “Υπέθεσες άνομε άνθρωπε, ότι θα γίνω όμοιός σου”. Αλλά, αν και τιμωρούμαστε για τα εκούσια σφάλματά μας, όχι για να μη γίνουν, αφού έγιναν, αλλά τιμωρούμαστε επειδή έγιναν. Η τιμωρία δεν ωφελεί αυτόν που αμάρτησε στο να μην έχει αμαρτήσει, αλλά για να μην αμαρτήσει στο μέλλον ούτε να πέσει στα ίδια παραπτώματα και κάποιος άλλος. Εδώ λοιπόν, ο αγαθός Θεός παιδεύει για τις εξής τρεις αιτίες˙ πρώτον για να γίνει ο παιδευόμενος καλύτερος από τον εαυτό του. Δεύτερο, με σκοπό όσοι μπορούν να σωθούν με το παράδειγμα να προετοιμάζονται με τη νουθεσία. Και τρίτο για να μην περιφρονείται ο αδικούμενος και γίνεται κατάλληλος για αδικία».
[92] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στωματείς I 146.1.
[93] Jerome, on Amos I.3: «Basileides, qui omnipotentem Deum portentoso nomine appellat Abraxas, et eudem secundum graecas litteras, et annui cursus numerum dicit in solis circulo contineri, quem ethnici sub eodem numero aliarum litterarum vocant Μείθραν» (PL 25.1018D).
[94] Jerome, De viris illustribus XXI: «Τελευτῶντος Βασιλείδου γνωστικοί ἐν Άλεξάνδρείᾳ έκλήθησαν ἐν τοῖς χρόνοις Ἀνδριανοῦ, ὅτε καί Κοχίβος ὁ τῶν Ιουδαίων ἡγούμενος πολλούς τῶν Χριστιανῶν ποικίλαις τιμωρίαις ἀνήλωσεν».
[95] Κλήμεντος Αλεξανδρέως Στρωματείς ΙΙ 20.113: «Ο ίδιος βέβαια ο γιιος του Βασιλείδη ο Ισίδωρος στο έργο του Περί προσφυούς ψυχής, ενώ συμφωνεί με τη διδασκαλία, σαν να κατηγορεί τον εαυτό του, γράφει κατά λέξη˙ “Αν πείσεις κάποιον, ότι η ψυχή δεν είναι μονομερής, αλλά με την πίεση των προσαρτημάτων γίνονται τα πάθη των χειρότερων, δεν θα έχουν μια πρόχειρη πρόφαση όσοι είναι μοχθηροί να λένε˙ Εξαναγκάστηκα, παρασύρθηκα, έπραξα ακούσια, ενήργησα χωρίς να θέλω. Ενώ αυτός ο ίδιος ήταν που ηγήθηκε στην επιθυμία των κακών και δεν πολέμησε την βία των προσαρτημάτων. Πρέπει όμως να γίνουμε ισχυρότεροι στο λογιστικό και να εμφανιστούμε κύριοι της κατώτερης μέσα μας δημιουργίας”. Γιατί κι αυτός υποθέτει δυο ψυχές μέσα μας, όπως οι Πυθαγόρειοι, για τους οποίους θα μιλήσουμε αργότερα».
[96] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς ΙΙΙ 1.1: «Λέγει λοιπόν κατά λέξη ο Ισίδωρος στα Ηθικά του˙ Ν’ αντιστέκεσαι στη μαχητική γυναίκα, για να μην αποσπασθείς από τη χάρη του θεού και σαν σπέρμα, αποβάλλοντας τη φωτιά, να προσεύχεσαι με αγαθή συνείδηση. Κι όταν η ευχαριστία σου, λέγει, ολισθήσει σε αίτηση και σταματήσεις, επειδή δεν κατόρθωσες το υπόλοιπο, σύναψε γάμο για να μν αμαρτήσεις. Αλλά είναι κάποιος νέος ή φτωχός ή κατώτερος και δεν θέλει κατά τον λόγο να νυμφευθεί˙ αυτός ας μη χωρίζει από έναν αδελφό. Ας λέγει˙ Εισήλθα εγώ στα άγια˙ δεν μπορώ να πάθω τίποτα. Εάν πάλι έχει υπόνοια, ας πει˙ Αδελφέ μου, βάλε το χέρι σου επάνω μου να μην αμαρτήσω, και θα λάβει βοήθεια και ψυχική και σωματική. Να επιθυμήσει μόνο να ολοκληρώσει το καλό και θα το πετίχει. Μερικές φορές με το στόμα βέβαια λέμε, Δε θέλομε ν’ αμαρτήσομαι, ο νους μας όμως κλίνει στην αμαρτία. Ο άνθρωπος αυτός από φόβο δεν κάμει αυτό που θέλει, για να μην του καταλογισθεί τιμωρία. Γενικά ο άνθρωπος έχει κάποια αναγκαία και κάποια μόνο φυσικά˙ έχει την ένδυση αναγκαία και φυσική˙ φυσική είναι η αφροδίσια ανάγκη όχι όμως απαραίτητη. Παρέθεσα τους λόγους αυτούς για έλεγχο των Βασιλειδιανών που δεν ζούνε ορθά, νομίζοντας ότι ή έχουν εξουσία να αμαρτάνουν χάρη στην τελειότητά τους, ή θα σωθούν οπωσδήποτε σύμφωνα με την φύση ακόμα κι αν τώρα αμαρτήσουν εξαιτίας της έμφυτης εκλογής, επειδή οι προπάτορες των δογμάτων ούτε αυτό δεν τους συγχωρούν να πράττουν» (μετ. Ιγνάτιος Σακαλής, ΕΠΕ, τ.3 σελ. 345-7).
[97] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς VI 6.53: «Και ο Ισίδωρος, ο γιος και μαθητής μαζί του Βασιλείδη, στο πρώτο βιβλίο των Εξηγητικών προφήτου Παρχώρ γράφει κι αυτός κατά λέξη˙ “Λένε οι Αθηναίοι ότι είχαν φανερωθεί μερικά στον Σωκράτη από τον δαίμονα που τον ακολουθούσε. Και ο Αριστοτέλης λέει, ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν τους δαίμονές τους, που τους συνοδεύουν από την ώρα που μπαίνουν στο σώμα τους. Αυτό είναι ένα μάθημα που το πήρε από τους προφήτες και το κατέθεσε στα βιβλία του˙ δεν ομολόγησε βέβαια από πού αφαίρεσε αυτόν τον λόγο”. Και πάλι στο δεύτερο βιβλίο της ίδιας συγγραφής γράφει τα εξής˙ “Κι ας μη νομίζει κανείς, ότι αυτό έχει προειπωθεί από μερικούς φιλοσόφους˙ δν είναι δικό τους εύρημα. Το σφετερίσθηκαν από τους προφήτες και το πρόσθεσαν σε ό,τι σοφό ειπαν”. Και πάλι στο ίδιο βιβλίο˙ “Γιατί μου φαίνεται, όσοι υποκρίνονται πως φιλοσοφούν, για να μάθουν τι είναι η φτερωτή δρυς και το πολυποίκιλο φόρεμά της, όλα αυτά είναι αλληγορίες της θεολογίας Φεερεκύδη, που τις έλαβε από την προφητεία του Χαμ”». (μετ. Ιγνάτιος Σακαλής, ΕΠΕ, τ. 4 σελ. 217-9).
3.1 Προϋποθέσεις κατανόησης της γνωστικής διδασκαλίας
Η αρχική πρόθεση ήταν να παρουσιαστεί σε αυτό το κεφάλαιο το σύνολο της διδασκαλίας των γνωστικών σεκτών αθροιστικά. Κατά την μελέτη, όμως, του αντικειμένου έγινε κατανοητό, ότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε αντίθετα αποτελέσματα από τα επιδιωκόμενα. Δηλαδή, ενώ η πρόθεση είναι να παρουσιασθούν ταξινομημένα και κατά κατηγορία, οι πεποιθήσεις των γνωστικών, αν αυτό γίνει επί του συνόλου τους, τότε ή θα πρέπει κάποιες να παραληφθούν για χάρη κάποιων άλλων, διαφορετικά σε πολλά σημεία θα παρουσιάζονταν αντιφάσεις, η να καταλήξει σε στατιστική έρευνα.
Γι’ αυτό αποφασίστηκε να μετατεθούν οι επιμέρους διδαχές στην οικία θέση, εδώ να παρουσιαστούν μόνο τα κοινά σημεία των γνωστικών πεποιθήσεων, όχι για να μπορέσει να συντεθεί μια ομοιογενής διδασκαλία – κάτι τέτοιο δεν θα ανταποκρίνονταν στην γνωστική πραγματικότητα – αλλά μια παρουσίαση των κεντρικών ιδεών, επί των οποίων αναπτύχθηκαν οι επί μέρους. Έτσι, αν κάποιος ασχοληθεί με την μελέτη των επί μέρους συστημάτων, θα είναι εφοδιασμένος με τα απαραίτητα στοιχεία για την αναγνώριση και την κατανόησή τους.
Κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο να γίνει και ειδικά με τον τρόπο αυτό. Ο πλουραλισμός των συστημάτων καθιστά πολλές φορές κοπιώδη την μελέτη τους. Παρόμοια συστήματα διαφέρουν μόνο στο ποια σημεία τονίζουν περισσότερο και ποια λιγότερο. Από την άλλη σύγχρονες μελέτες-συμπιλήματα, με τον τρόπο που διαχειρίζονται το υλικό τους δείχνουν να παράγουν καινούργια συστήματα, περιπλέκοντας μια κατάσταση ήδη περίπλοκη. Η σύγκριση στοιχείων ανόμοιων είναι αδιανόητη, πολύ δε περισσότερο η σύνθεσή τους. Και ενώ στη σκέψη των γνωστικών η δημιουργία ενός θεωρητικού κατασκευάσματος απέβλεπε στην απάντηση υπαρξιακών ερωτημάτων, η παρουσίασή τους σήμερα, με τον τρόπο που γίνεται κάποιες φορές, και τα ερωτήματα αυτά αφήνει αναπάντητα, και καινούργια δημιουργεί.
Η έλλειψη ιερών γραφών που να αποδίδονται με μοναδικό τρόπο σε κάθε σέκτα, καθιστά την χάραξη διαχωριστικών γραμμών, οριοθετικών της κάθε διδασκαλίας δυσχερή. Κείμενα υπήρχαν και σήμερα έχουμε αρκετά στην διάθεσή μας. Αλλά αυτά χρησιμοποιούνταν από περισσότερες της μίας σέκτες. Και ενώ εξωτερικά η πρακτική αυτή φαίνεται να διευκολύνει την μελέτη της συνόλου διδασκαλίας, στην πραγματικότητα την περιπλέκει, εξαιτίας του τρόπου, με τον οποίο ερμήνευαν τα κείμενά τους οι ίδιοι οι γνωστικοί.
Η ερμηνεία των κειμένων, κυρίως αυτών που παρουσιάζονταν ως αποκαλυπτικά, γινόταν από τους γνωστικούς με αλληγορικό και τυπολογικό τρόπο. Αυτό έδινε μεγάλη ελευθερία κινήσεων, οπότε το ίδιο κείμενο γεννούσε διαφορετικές αντιλήψεις ανά σέκτα. Δυστυχώς η ίδια τακτική εφαρμόζονταν και σε κείμενα διαφορετικής προέλευσης, όπως η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη. Η παρερμηνεία τους έδιδε διαφορετικά κάθε φορά αποτελέσματα, και σ’ αυτά προστίθονταν και δικά τους λόγια, οπότε οδηγούσαν τα κείμενα σε αλλοίωση.
Η μελέτη της χρήσης των εξω-γνωστικών κειμένων ενέχει και μια ακόμη δυσκολία σε σχέση με την χρήση των δικών τους κειμένων. Και αυτή αφορά τον εκλεκτικό τρόπο επιλογή αποσπασμάτων. Ενώ δηλαδή ένα αποκαλυπτικό κείμενο έπρεπε να γίνει πλήρως αποδεκτό, στις άλλες περιπτώσεις δεν υπήρχε αυτή η υποχρέωση. Ο κάθε διδάσκαλος, μπορούσε να επιλέγει μόνο τα εδάφια εκείνα που εξυπηρετούσαν ή νόμιζε ότι εξυπηρετούσαν τον σκοπό του. Μπορούσε κάλλιστα να συνδυάσει εδάφια και αποσπάσματα από κείμενα διαφορετικής θεματολογίας ή προέλευσης. Μπορούσε να συνδυάσει θρησκευτικά, φιλοσοφικά ή επιστημονικά κείμενα, ακόμη και μύθους, για να εξάγει το επιδιωκόμενο συμπέρασμα. Μπορούσε να συνδυάσει ανομοιογενή κείμενα, χριστιανικά, βαβυλωνιακά, ειδωλολατρικά με την ίδια ελευθερία και άνεση.
Εδώ υπάρχει μια μεγάλη παγίδα για τον μελετητή του φαινομένου. Δίνεται η εντύπωση, ότι αν καταφέρει να εντοπίσει, να αναγνωρίσει και να αποδώσει τα επιμέρους συστατικά στις κοιτίδες δανεισμού τους, θα έχει καταφέρει να εξιχνιάσει τις πηγές και συνεπώς την προέλευση του γνωστικισμού. Αυτή είναι μια απόλυτα αιτιοκρατική αντίληψη και είναι πιθανόν οι ίδιοι οι αιρεσιάρχες να μην την είχαν κατά νου. Κανείς δεν αμφιβάλλει βέβαια, ότι και αυτοί ως άνθρωποι ήταν υποκείμενοι στις επιρροές του περιβάλλοντός τους, αλλά και κανείς δεν μπορεί ν’ αποδείξει ότι οι επιρροές αυτές είναι μονοσήμαντες, οι ότι ημιμάθεια των αιρεσιαρχών τους έδινε την απαιτούμενη επίγνωση στην χρήση των πηγών τους.
Θα πρέπει λοιπόν, να συνεκτιμάται η γέννηση και η εξέλιξη της γνωστικής διδασκαλίας τελεολογικά, ώστε να μπορεί ο μελετητής να αντιλαμβάνεται τον τρόπο σκέψης του κάθε αιρεσιάρχη. Είναι σπάνιες οι περιπτώσεις μια σέκτα να δημιουργείται χωρίς να αναφέρεται αρχηγός, και αυτό συμβαίνει κυρίως σε περιπτώσεις διάσπασης. Έχοντας λοιπόν, προ οφθαλμών την προσωπικότητα του αρχηγού, αφ’ ενός, και έχοντας κατανοήσει τις επιδιώξεις του αφετέρου, λίγα είναι τα σκοτεινά σημεία που απομένουν ανερμήνευτα. Και γι’ αυτά υπάρχει πάντα η χριστιανική θεώρηση περί της δαιμονικής επιρροής, ως διαδραστικό παράγοντα ισχυρότερου του περιβάλλοντος. Αυτήν την μέθοδο ακολουθούσαν όλοι οι αντιαιρετικοί συγγραφείς.
Από την άλλη το κύριο στοιχείο, το οποίο βοηθά στην παρουσίαση μια συστηματοποιημένης κατά το δυνατόν γνωστικής διδασκαλίας είναι ο γνωστικός μύθος. Η πατρότητα της δημιουργίας αφενός ανάγεται πάντα στον ιδρυτή του συστήματος, ακόμη και όταν περιέχει μεταγενέστερα στοιχεία, αφετέρου παρουσιάζει την διδασκαλία με ενοποιημένο τρόπο καθ’ όλη την ιστορική πορεία της σέκτας. Αυτό, ακόμη και στις περιπτώσεις που δεν είναι αλήθεια, και αυτές είναι οι περισσότερες, έχει τα πλεονεκτήματά του. Απαλλάσσει τον μελετητή από πολύωρη εξέταση των μεταβολών της διδασκαλίας, οι οποίες τις περισσότερες φορές είναι αδιόρατες, διότι δεν συνέβαιναν «κοσμογονικές» μεταβολές των πεποιθήσεων εντός της σέκτας, ενέργεια που εκτός από κοπιώδης θα ήταν ενδεχομένως και άσκοπη, πέραν των ιστορικών λόγων.
Επίσης ο γνωστικός μύθος γίνεται το απαραίτητο εργαλείο για την παρατήρηση της εξάπλωσης μιας διδασκαλίας, καθότι εντάσσει τα δανεικά στοιχεία σε ένα σύνολο χωρίς να τα αλλοιώνει, επειδή τα παρερμηνεύει. Έτσι προς μεν το εξωτερικό περιβάλλον ο μύθος διαθέτει τα απαραίτητα στοιχεία που του επιτρέπουν να παρασιτεί, προς μεν το εσωτερικό του επιτρέπει να διατηρεί τα ξένα στοιχεία, υπό συνοχή και έλεγχο. Ο γνωστικός μύθος είναι πολύπλοκος και συνήθως δύσμορφος.
Αυτά τα χαρακτηριστικά δεν μπορεί να τ’ αποφύγει. Ο δημιουργός μιας διδασκαλίας προσπαθεί να συνδυάσει την απάντηση των υπαρξιακών ερωτημάτων με το προσωπικό του όφελος. Καταπιάνεται με θέματα, τα οποία ξεπερνούν κατά πολύ τις προσωπικές του ικανότητες, αλλά δεν αποθαρρύνουν τις επιδιώξεις του. Αναγκαστικά συρράπτει στοιχεία ξένα μεταξύ τους, τα οποία θα πρέπει να είναι κατανοητά ή και οικεία στον πολύ λαό. Ταυτόχρονα θα πρέπει να του προκαλούν και δέος, ώστε να του δίνουν την εντύπωση ότι έχουν θεϊκή προέλευση, οπότε μια δόση ασυναρτησίας είναι αναγκαία, επειδή οι δύσκολες έννοιες θα δυσκόλευαν και τον ίδιο τον αιρεσιάρχη. Η επιτυχία βρίσκεται στο νόστιμο μαγείρεμα και το εντυπωσιακό σερβίρισμα. Η λογική ασυνάφεια και η αισθητική απαξία αντικαθίστανται από την αποκάλυψη.
Η χριστιανική διδασκαλία για τους γνωστικούς, είναι μεν αποκαλυπτική, οπότε μπορούν να δανείζονται από αυτήν, πολύ περισσότερο λόγο της κοινά αποδεκτής αυθεντίας της από πλήθος λαών. Είναι, όμως, υπερβολικά απλή, μέσα σε έναν κόσμο που έχει συνηθίσει να θαυμάζει τους ακαταλαβίστικους φιλοσόφους. Θέλοντας λοιπόν, να επαίρονται και να παρουσιάζονται ως διάνοιες, περιπλέκουν την διδασκαλία για να δώσουν περισσότερη αξία στην θεολογία τους. Αλλά ελλείψει των απαραίτητων ικανοτήτων για την επεξεργασία λεπτών νοημάτων καταλήγουν στην δημιουργία ατελείωτων ιεραρχιών τονίζοντας το μυθολογικό στοιχείο.
Εκεί που επιτυγχάνει είναι στην διάδοση της ιδέας του λυτρωτικού χαρακτήρα της γνώσης. Αυτή είναι και η πρώτη κοινή προϋπόθεση του Γνωστικισμού. Τη εξέφρασαν άριστα οι Οφίτες, όταν έλεγαν ότι αρχή της τελείωσης είναι η γνώση του ανθρώπου, τέλος αυτής η γνώση του θεού. Η ιδέα της γνώσης είναι κοινή σε κάθε γνωστικό σύστημα. Τα χαρακτηριστικά της είναι α) το θρησκευτικό περιεχόμενό της β) η αποκαλυπτική προέλευση και η εκλεκτική παράδοση γ) ο λυτρωτικός της χαρακτήρας.
Το αντικείμενο της γνώσης είναι η θεϊκή φύση. Μ’ αυτήν ο γνωστικός προσπαθεί να βρει κάποια συγγένεια και προς αυτήν να κατευθυνθεί διά της λυτρωτικής γνώσης. Το υποκείμενο, ο πιστός έχει μόνο μία υποχρέωση απέναντί της. Να την κατέχει.
Αντίπαλοι της γνώσης είναι η αγνωσία και η πίστη. Οι γνωστικοί αντιλαμβάνονται εαυτούς με τρόπο ελιτίστικο. Οι ίδιοι είναι πνευματικοί ως κατέχοντες την γνώση και θέσει σεσωσμένοι. Αμέσως μετά είναι οι ψυχικοί, αυτοί που θρησκεύουν δια της πίστεως, συνηθέστερα οι Χριστιανοί. Μεγάλο μέρος του έργου του Κλήμεντα Αλεξανδρέα είναι απολογητικό υπέρ της πίστεως, έναντι της γνώσεως. Τελευταίοι στην θρησκευτική κατάσταση των ανθρώπων είναι οι σαρκικοί, όσοι δεν έχουν ιδέα περί θεού, είτε ως έχοντες την γνώση, είτε ως έχοντες την πίστη. Αυτοί έχουν αγνωσία.
Αναφέρθηκε παραπάνω ότι μία από τις επιδιώξεις του γνωστικισμού είναι η απάντηση των υπαρξιακών προβληματισμών. Στο θέμα αυτό οι γνωστικοί έχουν πολύ συγκεκριμένη θεώρηση, η οποία ξεκινά από την προκατάληψή τους έναντι του κόσμου. Προκατάληψη που είναι άμεσα εξαρτώμενη από την επιδίωξή τους. Οι γνωστικοί αναγνωρίζουν την δυστυχία στον κόσμο και την αποδίδουν στο κακό. Το κακό το αποδίδουν στην ύλη, πλατωνική θεώρηση από την οποία δεν ξέφυγε καμιά σέκτα.
Η επιδίωξη των γνωστικών δεν μένει μόνο στον καθορισμό της δυστυχίας, αλλά επιβάλλεται να δοθεί λύση κι έτσι να μπορέσει ν’ απαλλαγεί από αυτήν τουλάχιστον ο αρχηγός. Εδώ έγκειται όλη η δυσκολία. Ο άνθρωπος δεν μπορεί ν’ απαλλαγεί από την ύλη, οπότε δεν μπορεί ν’ απαλλαγεί από το κακό. Η επίτευξη λοιπόν, της μακαριότητας - θέμα που απασχόλησε και το μεγάλο φιλοσοφικό ρεύμα της εποχής, τον εκλεκτισμό – μετατίθεται στην επόμενη ζωή. Τι μένει, λοιπόν, για την παρούσα ζωή; Αναγκαστικά, μόνο η επαγγελία και η παραίτηση από τον αγώνα και την επιδίωξη.
Για να δώσουν κάτι πιο χειροπιαστό οι αιρεσιάρχες στους πιστούς τους απαλλάσσουν από τις ηθικές υποχρεώσεις. Παρατηρείται έτσι το εξής παράξενο, ενώ πιστεύουν ότι το σώμα είναι φυλακή, ταυτόχρονα το υπηρετούν. Πολλές φορές ενδύουν τον λιμπερτινισμό τους με θεωρητική δικαίωση, κι εκεί που υιοθετούν την πλατωνική άποψη περί κακού, απομακρύνονται από την απορρέουσα συνέπεια ως προς τον τρόπο ζωής. Όλα τα γνωστικά συστήματα σε αυτό το θέμα είναι αντινομικά.
Εφόσον ο νόμος είναι καταγεγραμμένος στην Παλαιά Διαθήκη αυτή έπρεπε να εξουδετερωθεί. Αναγκαστικά ο νομοθέτης διαφοροποιείται από τον ύψιστο θεό, ώστε ο νόμος του να μην έχει το απαιτούμενο κύρος. Οπότε αμέσως προκύπτει μια δυαρχία ικανή να ανταποκριθεί στην αναλογία καλού-κακού, ψυχής-ύλης. Η δυαρχία Ύψιστου Θεού-Δημιουργού είναι μεν υστερογενής, αλλά αυτό συμφωνεί και με την απλή παρατήρηση ότι τα γνωστικά συστήματα είναι στην κορυφή της θεϊκής ιεραρχίας αυστηρά μονιστικά. Ο Ύψιστος Θεός είναι ο πρώτος, ο καλός, ο δυνατός, ο φωτεινός, υπόσχεται την λύτρωση κτλ, οπότε δεν υπάρχει περίπτωση να θέλει κάποιος να είναι με τον δημιουργό.
Έπειτα, από μόνη της η επαγγελία για την μετά θάνατον μακαριότητα ίσως να μην δίνει την ικανοποίηση του αισθήματος του δικαίου. Προς ικανοποίηση αυτού τίθεται η απειλή της μετενσάρκωσης. Η προέλευσή της ίσως είναι πλατωνική, ίσως είναι ανατολικότερη, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Το αξιοπρόσεκτο είναι ότι με την απειλή της επανάληψης της δυστυχίας, όσες φορές χρειάζεται για να γίνει κάποιος γνωστικός, επιτυγχάνει εκεί που μόνη η επαγγελία της μετά θάνατον μακαριότητας ν’ αποτύγχανε. Αν, λοιπόν, κάποιος είχε να διαλέξει μεταξύ του εκλεκτισμού, που υπόσχεται μεν ψυχική μακαριότητα μέσα από μια σειρά φιλοσοφικών ασκήσεων, και του γνωστικισμού, που υπόσχεται μακαριότητα χωρίς άσκηση και απειλεί την αποτυχία με την μετενσάρκωση, είναι φανερό ότι θα επέλεγε το δεύτερο, ακόμη και αν το πρώτο υπόσχεται την μακαριότητα σ’ αυτήν την ζωή. Εξάλλου, η αδυναμία του εκλεκτισμού να επιδείξει παραδείγματα μακάρων σε αυτή την ζωή απέβη εις βάρος του, την στιγμή, που ενώ και ο γνωστικισμός δεν είχε επίσης αποτελέσματα, αυτό δεν θεωρούνταν αδυναμία, αλλά επόμενο της επαγγελίας. Η αποτυχία του γνωστικισμού δεν μπορούσε να αποδειχθεί.
Η δυιστική θεώρηση του κόσμου καθορίζει-αποφασίζει και για τα άλλα επιμέρους θέματα της διδασκαλίας του (κοσμογονία, ανθρωπολογία κτλ.). Εκεί που χρειάζεται γίνεται μονισμός. Αυτό είναι απαραίτητο για να μπορεί να ενταχθεί ο λυτρωτικός χαρακτήρας της γνώσης στο σύστημα. Ταυτόχρονα διατηρείται η απλότητα του χαρακτήρα της λύτρωσης. Ο σπινθήρας που ανεβοκατεβαίνει στον ουρανό πρέπει να έχει μόνο ένα τέρμα, διαφορετικά η κατάσταση περιπλέκεται. Σε αυτό το ζήτημα το μόνο έντιμο δυιστικό σύστημα ήταν ο Μανιχαϊσμός. Έπρεπε όμως να περάσουν πάνω από δύο αιώνες για να μπορέσει ο γνωστικισμός να παρουσιάσει έναν αμιγή δυισμό, στον οποίο να εμφανίζονται δύο ισοδύναμες οντότητες, και συνάμα να κρατά ανοικτό ένα εύκολα προσπελάσιμο λυτρωτικό μονοπάτι μέσα από την πεπλεγμένη αυτή κατάσταση. Αυτό είναι ενδεικτικό περί των νοητικών ικανοτήτων των γνωστικών αιρεσιάρχων.
3.2 Θεογονία
Από όσα αναφέρθηκαν παραπάνω γίνονται κατανοητές οι προϋποθέσεις, οι οποίες ανάγκασαν τους γνωστικούς να διασπάσουν το θείο σε τουλάχιστον δύο οντότητες. Από τη μια ο Ύψιστος θεός, αγαθός και αναίτιος του κακού στον κόσμο. Από την άλλη ο δημιουργός του κακού είναι αναγκαστικά και δημιουργός του κόσμου.
Για να υπάρχει ελπίδα στον κόσμο πρέπει ο δημιουργός να είναι υποδεέστερος του υψίστου, αλλά και στην περίπτωση που είναι ισοδύναμος (π.χ μανιχαϊσμός), δεν μπορεί να είναι παντοδύναμος. Η δεύτερη περίπτωση είναι αρκετά πιο περίπλοκη, διότι πρέπει να εισαχθούν και άλλες δυνάμεις προς διατήρηση της ισσοροπίας. Υπάρχει πάντα η λύση της ειμαρμένης, αλλά αφαιρεί από την αρμοδιότητα της γνώσης και γι’ αυτό αποφεύγεται όπου αυτό είναι δυνατόν. Ειδάλλως το σύστημα χάνει την ισσοροπία του.
Γεννάται φυσικά το ερώτημα, γιατί ο ύψιστος ανέχεται τον κακό δημιουργό, ενώ ο ίδιος είναι αγαθός; Μόνο μια πειστική απάντηση υπάρχει. Δεν ενδιαφέρεται. Τότε παρουσιάζεται δεύτερο ερώτημα. Πως είναι δυνατόν να μην ενδιαφέρεται και ταυτόχρονα να μένει αγαθός; Η απάντηση πρέπει να είναι ακόμη πιο πειστική. Αυτόικανοποιείται στην μακαριότητά του και μένει εκτός της δημιουργίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι κανένας γνωστικός δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι ο θεός του είναι ο θεός της αγάπης.
Στο σημείο αυτό γίνεται φανερή η ανωτερότητα του Χριστιανισμού. Καλείται ν’ απαντήσει τα ίδια ερωτήματα και δίνει απλές απαντήσεις. Ο Θεός είναι αναίτιος κακών. Δημιουργεί από αγάπη και προνοεί από αγάπη. Το κακό είναι διαστροφή από το κατά φύση στο παρά φύση και οντολογικά ανύπαρκτο.
Μεταξύ του γνωστικού υψίστου θεού και της ύλης η απόσταση είναι τεράστια. Αφήνει, λοιπόν, αρκετό χώρο για να γεμίσει με πλήθος ουράνια όντα, θεϊκά, ημίθεα, ορατά, αόρατα, αγαθά ή μη. Το κενό πληρούται με τους αιώνες. Κανένα από αυτά τα όντα δεν μπορεί να συγκριθεί με τον ύψιστο. Άλλα όντα εγγίζουν τον κόσμο, είτε ως άγγελοι, είτε ως δαίμονες. Η εγγύτητά τους προς τον κόσμο καθορίζει την σημασία τους για το γνωστικό σύστημα. Η εγγύτητά τους προς την ύλη καθορίζει την φύση τους αγαθή ή κακή.
Ο τρόπος γέννησης των θείων όντων διαφέρει κατά συστήματα. Όλες οι περιπτώσεις μπορούν να ενταχθούν στις επόμενες δύο επιλογές. Οι αιώνες είτε γεννούνται από τον ύψιστο, κάτι που συνεπάγεται την συγκατάβασή του, είτε απορρέουν από αυτόν, οπότε αυτό γίνεται ακούσια κι έτσι δεν ταράζεται η μακαριότητά του. Τυπικότερος τρόπος είναι ο της απορροής, στον οποίο έχουμε εκδίπλωση της μονάδος, κατά πυθαγορικό τρόπο (Σίμων, Βαλεντίνος, Βασιλείδης). Και στις δύο περιπτώσεις ο ύψιστος γίνεται άμεσα ή έμμεσα δημιουργός, αλλά αυτό που ενδιαφέρει τους γνωστικούς είναι να αποφύγουν να τον παρουσιάσουν ως δημιουργό της ύλης και κατά συνέπεια του κακού.
Ένα γνωστικό σύστημα με δύο θεούς δεν θα ήταν αρκούντως εντυπωσιακό. Γι’ αυτό και οι αιρεσιάρχες φρόντιζαν να αναπτύσσουν πολυπλοκότερες ιεραρχίες, ώστε να δικαιολογείται εκ της πολυπλοκότητας η ενέργεια της αποκάλυψης. Συν τω χρόνω έπρεπε να προστίθονται και νέες θεότητες, ώστε κανένα καινούργιο σύστημα να μην ταυτίζεται με τα προηγούμενα. Η καινοτομία ήταν υποχρεωτική. Έτσι αναπτύχθηκαν ολόκληρες γνωστικές μυθολογίες. Από τα ονόματα και τις ιδιότητες των θεοτήτων βγαίνουν τα συμπεράσματα για τον χώρο προέλευσης και τον χώρο ανάπτυξης του κάθε συστήματος. Τυπικό παράδειγμα ο μανιχαϊσμός.
Σε άλλες ομάδες επικρατούν τα αστρολογικά στοιχεία. Οι Αιώνες είναι οι επτά πλανήτες, τα 12 ζώδια, οι 365 κόσμοι κτλ. Σε άλλες επικρατούν ιουδαϊκά ονόματα ή προσωπικότητες. Οι γνωστικοί δανείζονται από τις ιστορικές προσωπικότητες της Παλαιάς Διαθήκης, κατά προτίμηση πριν τον Μωυσή, οπότε δεν υπάρχει κίνδυνος να δώσουν κύρος στον Νόμο. Αλλού οι Αιώνες φέρουν ονόματα φιλοσοφικών εννοιών, π.χ. Νους, Λόγος, Σοφία κτλ. Αυτό είναι αναπόφευκτο αν σκεφτεί κανείς την θεμελιώδη επίδραση της πλατωνικής φιλοσοφίας επί του γνωστικισμού. Επόμενο είναι να εμφανίζεται και η έννοια του Πρώτου Ανθρώπου ως το αρχέτυπο του ανθρώπου.
Όπως προαναφέραμε, πολλοί από τους Αιώνες είναι εγγύτερα του κόσμου και δεδομένου του περιορισμένου ρόλου του υψίστου, αναλαμβάνουν αυτοί να ενεργήσουν για χάρη του ανθρώπου. Έτσι δικαιολογούνται με απόλυτο τρόπο η μαγεία και ο αποκρυφισμός των ομάδων αυτών.
3.3 Δημιουργία
Η γνωστική αντίληψη περί δημιουργίας είναι σχετικά απλή. Υπάρχει πάντα ένας δημιουργός, διάφορος του υψίστου θεού και αυτός είναι ο αίτιος του κόσμου. Ο δημιουργός αυτός μορφοποιεί προϋπάρχον υλικό, κατά πλατωνική αντίληψη. Δεν παράγει εκ του μηδενός, οπότε η μελέτη της δημιουργίας στα γνωστικά συστήματα περιλαμβάνει δύο σκέλη. Πρώτον την δημιουργία της ύλης και δεύτερον την δημιουργία του κόσμου από προϋπάρχον υλικό.
Στην δημιουργία της ύλης παρατηρείται εξελικτική διαδικασία. Απορρέουσα ουσία εκ του υψίστου θεού φθίνει σε κατώτερες καταστάσεις. Στην αρχή της διαδικασίας η μονάς ξεδιπλώνεται δημιουργώντας τους αιώνες. Στην συνέχεια διασπάται ακόμη περισσότερο και την βαθμιαία εκδίπλωση συνοδεύει εκφυλισμός, οπότε παράγεται η ύλη. Τα πρότυπα είναι πυθαγόρεια.
Εκ πρώτης όψεως δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η κακότητα της ύλης. Για την αιτιολόγηση δύο λύσεις προτείνονται από τους ίδιους τους γνωστικούς. Στην πρώτη, ο εκφυλισμός του φωτός οδηγεί σε σταδιακή απομάκρυνση από την πηγή, δηλαδή τον ύψιστο. Η δημιουργική δύναμη παρουσιάζεται ως αναγκαστική εξελικτική φορά. Η απουσία της βούλησης για την δημιουργία συνεπάγεται αδυναμία ανακοπής της πορείας αυτής, οπότε η όλη εξέλιξη οδηγεί στην ατέλεια. Ακόμη και οι Αιώνες ως υποδεέστεροι απομακρύνονται της πηγής αδυνατούντες να επιστρέψουν. Την αμαρτία της ύλης δεν την δημιουργεί κάποια ηθική επιλογή, αλλά η μεταβολή της κατάστασης. Κι επειδή η εξέλιξη είναι αναπόφευκτη, η αμαρτία γίνεται αναπόφευκτη ιδιότητα της ύλης. Σε αυτή την περίπτωση η ύλη είναι κακή, επειδή είναι ατελής και ως εκ τούτου μπαρασύρει στην ατέλεια ό,τι προέρχεται από αυτήν.
Στην δεύτερη περίπτωση η ύλη είναι κακή επειδή εξ αυτής ο δημιουργός ικανοποιεί την εκδικητικότητά του. Αυτό ισχύει για παράδειγμα στην διδασκαλία των Βασιλειδιανών και των Μαρκιωνιτών. Σε αυτές τις διδασκαλίες ο δημιουργός ταυτίζεται με τον ιουδαϊκό θεό και παρουσιάζεται αυστηρός και τυραννικός. Στον Μανιχαϊσμό και άλλα συστήματα χρησιμοποιεί την ύλη για να παγιδέψει το θείο φως. Εκείνο που μένει αναπάντητο είναι η αιτία της κακότητας του δημιουργού. Υπάρχει η καθολική τάση να εμφανίζεται ως κακός ο θεός της Παλαιάς Διαθήκης αναίτια.
3.4 Ανθρωπολογία
Ο δυισμός της θεογονίας γίνεται διπολισμός στην ανθρωπολογία των γνωστικών. Ο άνθρωπος δημιουργείται από την κακή ύλη και την αγαθή θεία ουσία-φως. Σκοπός της δημιουργίας του ανθρώπινου σώματος είναι να φυλακιστεί εντός αυτού η θεία ουσία. Αυτό το καταφέρνει ο κακός δημιουργός είτε αυτόματα, χρησιμοποιώντας προϋπάρχουσα ψυχή, δημιουργημένη σε κάποιο στάδιο της φθίνουσας πορείας, είτε με τέχνασμα. Για τους Οφίτες ο δημιουργός πλάθει το υλικό σώμα, αλλά δεν καταφέρνει να το δραστηριοποιήσει. Καταφεύγει στον ύψιστο και ο τελευταίος από λύπηση για το πλάσμα που σέρνεται προσφέρει την φωτεινή ψυχή. Το ίδιο και για τον Σατορνείλο και τους οπαδούς του.
Εφόσον οι γνωστικοί παραδέχονταν την ύπαρξη δύο πραγματικοτήτων, διέκριναν δύο τάξεις ανθρώπων, τους πνευματικούς και τους σαρκικούς. Πνευματικοί είναι οι άνθρωποι, οι οποίοι κυριαρχούνται από το πνευματικό στοιχείο. Αυτό το έχουν κοινό με τον θεό γι’ αυτό και καλούνται ομοούσιοι με τον θεό. Σαρκικοί είναι όσοι κυριαρχούνται από το υλικό στοιχείο, δηλαδή το σώμα. Αυτό το ονομάζουν δερμάτινο χιτώνα και φυλακή του πνεύματος.
Αργότερα προστίθεται και μια τρίτη κατηγορία οι ψυχικοί. Ψυχικοί καλούνται όσοι κυριαρχούνται από το συναίσθημα και την πίστη και σ’ όλες τις περιπτώσεις ταυτίζονται με τους Χριστιανούς. Είναι φανερό ότι η ορολογία είναι δανεισμένη από τον Απόστολο Παύλο.
Για τους τρεις τύπους ανθρώπων υπάρχουν αντίστοιχα και οι εκπρόσωποί τους. Τύπος του σαρκικού ανθρώπου είναι ο Άβελ (υπηρέτης του δημιουργού). Τύπος του ψυχικού ο Σηθ και τύπος του πνευματικού ο Κάιν, διότι εναντιώθηκε στην εντολή του δημιουργού. Γίνεται φανερή η προσπάθεια προβολής της αντινομικής συμπεριφοράς μέσα από γνωστά και κατανοητά πρότυπα και η εξιδανίκευσή της.
Η διάκριση των κατηγοριών δείχνει την ελιτίστικη νοοτροπία των γνωστικών, ειδικά όταν λαμβάνεται υπόψη ότι οι ίδιοι κατατάσσουν τους εαυτούς τους στους πνευματικούς. Προχωρώντας ακόμη παραπέρα, θεωρούν εαυτούς ως τους μόνους πνευματικούς μονοπωλώντας την κατηγορία. Όλοι οι άλλοι πλην των γνωστικών είναι υποδεέστεροι. Η τακτική αυτή είναι απόλυτα σύμφωνη με την σεχταριστική νοοτροπία, χαρακτηριστική κάθε καταστροφικής λατρείας.
Σε κάποιες περιπτώσεις ο ελιτισμός οδηγεί σε αριστοκρατικές πεποιθήσεις. Οι γνωστικοί παρουσιάζονται ως απόγονοι των ανθρώπων στους οποίους εναποτέθηκε το πνευματικό στοιχείο, εξασφαλίζοντας κληρονομική ευγενική καταγωγή.
Το ίδιο προκύπτει και με την εμφάνισή τους ως κατόχων της γνώσης, του λυτρωτικού μυστικού, το οποίο εμπιστεύθηκαν τα ανώτερα όντα με αποκάλυψη, ή ο γνωστικός λυτρωτής με την φαινομενική ενσάρκωση στον αρχηγό της αίρεσης. Ο ίδιος στην συνέχεια γίνεται ο διανομέας του μυστικού σε λίγους οι περισσότερους και τους αναβαθμίζει έτσι σε εκλεκτούς.
Για τις σχέσεις με τον έξωεκκλησιαστικό τους περίγυρο ισχύει η ευγενική τους καταγωγή. Για τις σχέσεις με τους αδελφούς της σέκτας, ο ελιτισμός εκδηλώνεται με την εγγύτητα προς τον αρχηγό, όπως αυτή αποτυπώνεται στους βαθμούς μύησης ή στα ιεραρχικά αξιώματα που ο ίδιος μοιράζει.
Το σημαντικότερο σημείο της γνωστικής ανθρωπολογίας συνδέει όλα τα παραπάνω αρχιτεκτονήματα, τον εντός του ανθρώπου θείο σπινθήρα, την έννοια του πνευματικού ανθρώπου, την αριστοκρατική καταγωγή και την ελιτίστικη αντίληψη. Αφορά τον εντοπισμό της πραγματικής θέσης του ανθρώπου στον πνευματικό κόσμο και όχι στην δημιουργία. Ενώ στην αντίληψη περί θεογονίας των γνωστικών δεν αντιπροσωπεύεται η θεωρία των ιδεών, στην ανθρωπογονία έχει την τιμητική της. Ο άνθρωπος εμφανίζεται για πρώτη φορά ως θεός. Αντίτυπα του ανθρώπου-θεού είναι οι άνθρωποι στην γη.
Έτσι σε κάθε γνωστικό σύστημα υπάρχει ένας πρωτάνθρωπος, μόλις υποδεέστερος του υψίστου και πάντως ανώτερος του δημιουργού. Άλλες φορές ως «υιός του ανθρώπου» εμφανίζεται να παρέχει το καλούπι της κατασκευής του γήινου ανθρώπου, άλλες φορές είναι ο ίδιος που φυλακίζεται στο σώμα. Μέσω αυτού επιβεβαιώνεται η συγγένεια του ανθρωπίνου γένους με τον ύψιστο. Αυτός εμφανίζεται σχεδόν σε όλα τα συστήματα ως Αδάμ. Επίσης εμφανίζεται ως ερμαφρόδιτος και δίνει το πρότυπο της ηθικής συμπεριφοράς στους οπαδούς των σεκτών που επιδιώκουν να του μοιάσουν.
Συνδεδεμένος με την ιδέα της θεότητας του ανθρώπου είναι και ο όφης. Αυτός προσφέρει στον άνθρωπο την γνώση της αληθινής φύσης του, την οποία έχει ξεχάσει. Υπό αυτή την έννοια η διακήρυξη των Οφιτών «ότι αρχή της τελείωσης είναι η γνώση του ανθρώπου, τέλος αυτής η γνώση του θεού» βρίσκει την εσωτερική ερμηνεία της. Αρχή της τελείωσης είναι η υπενθύμιση στον άνθρωπο ότι είναι θεός. Δεν είναι, λοιπόν, παράξενο ότι πολλοί αιρεσιάρχες, όπως ο Σίμων Μάγος ο Μένανδρος και άλλοι, απολάμβαναν τιμές θεών.
Από το σημείο αυτό ξεκινά και η ταυτοποίηση της δαιμονικής προέλευσης της διδασκαλίας. Το αρχαίο ψέμα του όφη που πλάνησε τους πρωτόπλαστους, τέθηκε και πάλι σε εφαρμογή. Μετά την σταυρική θυσία και την Ανάσταση του Κυρίου ο διάβολος αλυσοδέθηκε, η λατρεία του ως θεού δεν είχε αντίκρισμα, η ανθρώπινη φύση ενωμένη με την θεία στο πρόσωπο του Θεανθρώπου ελευθερώθηκε από τα δεσμά του φόβου και του θανάτου, αποκαταστάθηκε η δυνατότητα της άμεσης επικοινωνίας με τον Θεό, όπως συνέβαινε στον παράδεισο. Όλα αυτά εντός της Εκκλησίας. Η προσπάθεια των αντίθετων πνευματικών δυνάμεων επικεντρώνεται στην έξωση του ανθρώπου από την Εκκλησία. Μέσω του γνωστικισμού διαδίδεται ξανά το αρχαίο ψέμα του ανθρώπου-θεού. Έχει παρατηρηθεί ότι η διαφορά του γνωστικισμού σε σχέση με τις θρησκείες της εποχής είναι αυτή ακριβώς. Και ενώ από τους μελετητές θεωρείται καινοτομία, από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς θεωρείται επανεμφάνιση της διδασκαλίας του όφεος. Γι’ αυτό θεωρήθηκε αίρεση, εφόσον στόχευε τα μέλη της Εκκλησίας, και πολεμήθηκε ως τέτοια.
Αυτή η διδασκαλία προβάλλεται έντονα και στις μέρες μας, κατά την αναβίωση του γνωστικισμού στις σέκτες της Νέας Εποχής.
3.5 Σωτηριολογία
Η ολοκλήρωση της γνωστικής διδασκαλίας του ανθρώπου-θεού γίνεται στον τομέα της σωτηριολογίας. Τελική επιδίωξη είναι να καταστεί συνειδητή η θεότητα του συσκοτισμένου ανθρώπου. Αυτή είναι η γνώση, η οποία υποτίθεται ότι θα σώσει τον άνθρωπο. Αυτή είναι η λύτρωση του θεϊκού σπινθήρα, του φυλακισμένου στην ύλη. Αυτή είναι η απελευθέρωση από την τυραννία του δημιουργού Ιαχβέ, την οποία επαγγέλλονται οι γνωστικοί.
Σε όλες τις σέκτες διατηρείται η προσωπικότητα του σωτήρα. Ως τέτοιον θεωρούν κάποιον από τους αιώνες και τον ταυτίζουν με τον Χριστό. Η σχέση Χριστού-Ιησού ποικίλει στα διάφορα γνωστικά συστήματα, αλλά σε όλα υπάρχει η ιδέα του δοκητισμού. Η ενσάρκωση ή ενανθρώπηση του σωτήρα εκλαμβάνεται υπό την έννοια της εγκατοίκισης της θείας δύναμης στον Ιησού. Η επιλογή του γίνεται συνήθως λόγω της καθαρότητας της ψυχής του. Λίγο πριν την σταύρωση τον εγκαταλείπει.
Ο δοκητισμός των γνωστικών είναι σύμφωνος με την άποψή τους για την κακότητα της ύλης. Εξαιτίας της δεν μπορεί να ενωθεί η θεία δύναμη με την σάρκα πραγματικά, μόνο φαινομενικά. Δεν τονίζεται κάποιος ιδιαίτερος ρόλος στην ιστορικότητα της σαρκώσεως. Για τους γνωστικούς ο Χριστός έρχεται μόνο για ν’ αποκαλύψει την γνώση. Διαφωτίζει την ανθρωπότητα για την ύπαρξη του ύψιστου θεού και μόνο. Η σταύρωση του δεν σώζει κανέναν. Γι’ αυτό και η δραπέτευση της θείας δυνάμεως πριν την σταύρωση δεν έχει κανένα αντίκτυπο. Και να παρέμενε εντός του Ιησού δεν θ’ άλλαζε κάτι, δεν θα προσφέρονταν κάτι παραπάνω. Η λύτρωση έτσι κι αλλιώς βρίσκεται στην γνώση.
Ως φορέας αποκάλυψης σωτηριολογικό χαρακτήρα αποκτά και ο όφης. Σε μεταγενέστερο χρόνο προβάλλονται και άλλες προσωπικότητες με παρόμοιο ρόλο, είτε ιστορικές είτε μυθολογικές. Από τις ιστορικές προσωπικότητες ιδιαίτερη προτίμηση έχουν οι γνωστικοί στα πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης, κυρίως όσα αντιστρατεύτηκαν στο θέλημα του Θεού. Τελευταίος ο Μάνης εισάγει και τους αιρεσιάρχες, όπως τον εαυτό του ή τους ιδρυτές των άλλων θρησκειών, όπως ο Βούδας και ο Ζωροάστρης. Ακόμη και μυθολογικά πρόσωπα με ξεχωριστό ρόλο, όπως ο Άττης ή ο Μίθρας μπορούν να παραλληλιστούν με τον Χριστό των γνωστικών, διότι δεν προσφέρουν σωτηρία, αλλά εσωτερική γνώση.
Δημιουργείται η εντύπωση ότι η σωτηρία ήταν μια εύκολη ή αυτόματη υπόθεση για τους γνωστικούς. Αποδέχονταν απλώς την γνώση και σώζονταν. Ο γνωστικός μύθος του μαργαριταριού δείχνει ότι δεν είναι ακριβώς έτσι. Η απελευθέρωση του θείου σπινθήρα δεν σημαίνει μόνο την σωτηρία του ανθρώπου, αλλά και την σωτηρία του θεού! Γι’ αυτό χρειάζεται μία προκαταρτική αφύπνιση, η οποία προκαλείται από την φωνή, την οποία πρέπει ν’ ακούσει κάποιος μέσα του, όπως ο ηγεμονίδης της ωδής του μαργαριταριού, ως αντήχηση της σωτηριώδους διαφωτίσεως. Είναι το ακριβές αντίστοιχο της χαρισματικής αναγέννησης των πεντηκοστιανών, αναγκαία συνθήκη και ενδεικτικό σημάδι της οποίας είναι η γλωσσολαλία.
Εκτός τούτου δεν χρειάζεται κάτι περισσότερο. Η σωτηρία δεν είναι αποτέλεσμα αγώνος, ούτε υπάρχει φόβος έκπτωσης. Συνέπεια αυτών είναι η έλλειψη άσκησης και η ηθική ουδετερότητα. Η διαγωγή τους καθορίζεται μόνο από την αντίληψή τους για τα αρχέτυπα. Όπως ειπώθηκε και στην ανθρωπολογία, στο Πλήρωμα υπάρχει το θείο αρχέτυπο του ανθρώπου, στο οποίο θέλουν να μοιάσουν. Επειδή αυτό είναι ερμαφρόδιτο, επιδίωξη των γνωστικών καθίσταται η ενοφυλία (το γνωστό σήμερα κίνημα unisex). Ένας δρόμος οδηγεί στην επίτευξη του στόχου και αυτός είναι της κατάχρησης του φύλου. Η ασκητική, οσάκις προβάλλεται αφορά μόνο την αποφυγή της τεκνογονίας, και όχι των αφροδισίων. Ως ιδεώδες ενδέχεται να υπήρχε στην σκέψη κάποιων αιρεσιάρχων, αλλά εγκαταλείπονταν τάχιστα από τους οπαδούς.
Το παραπάνω σχέδιο φέρει αναγκαστικά στο προσκήνιο την εσχατολογία των γνωστικών. Η ενοφυλία εξεικονίζει, ως αντίτυπο ουράνιων αρχετύπων, την ένωση των ψυχών των πνευματικών με τους αγγέλους τους στον ουράνιο νυμφώνα. Γι’ αυτό και πολλές σέκτες είχαν τελετές νυμφώνος στο τυπικό τους, ενώ οι υπόλοιπες επιδίδονταν σε όργια.
Εσχατολογικά, αναμένονταν η καταστροφή της κακής ύλης, δηλαδή καταστροφή του κόσμου. Πρωταγωνιστές τις εσχατολογίας ήταν οι ίδιοι οι γνωστικοί, διότι αυτοί καθόριζαν το πότε θα έρθει το τέλος, με τις προσπάθειες απελευθέρωσης του θεϊκού στοιχείου. Το τέλος θα γίνονταν είτε με εκπύρωση είτε με διάλυση. Εκτός πληρώματος θα έμεναν οι ψυχικοί την στιγμή που οι σαρκικοί άνθρωποι θα καταστρέφονταν μαζί με την σάρκα.
Αυτές είναι σε γενικές γραμμές οι κεντρικές ιδέες της γνωστικής διδασκαλίας. Γύρω από αυτές τις αρχές αναπτύσσονται και εκτυλίσσονται οι επιμέρους πεποιθήσεις των σεκτών. Γίνεται φανερό, ότι οι θεμελιώδεις αρχές του γνωστικισμού καθορίζονται από την ελληνική φιλοσοφία και τον Χριστιανισμό. Τα υπόλοιπα στοιχεία, όσα θεωρούνται δανεισμένα από διαφορετικές πηγές, δεν εμφανίζουν καθολικό χαρακτήρα. Αυτό επιτρέπει να βγουν συγκεκριμένα συμπεράσματα για την προέλευση και την εξάπλωση του γνωστικισμού.
Η κατανόηση και καταγραφή ενός ιστορικού γεγονότος ή φαινομένου εξαρτάται, στο μεγαλύτερο μέρος της, από την μελέτη και την ερμηνεία των πηγών. Αυτό ισχύει και για την μελέτη του γνωστικισμού. Μέχρι τα μέσα του ΙΘ’ αιώνα περίπου, οι μόνες διαθέσιμες πηγές ήταν τα έργα των εκκλησιαστικών συγγραφέων, όσων έζησαν την ίδια εποχή, κατά την οποία το φαινόμενο του γνωστικισμού γεννήθηκε και εξελίχθηκε. Με τις ανακαλύψεις των κειμένων των ίδιων των γνωστικών, δόθηκε η ευκαιρία για μια πιο άμεση ματιά και απ’ ευθείας μελέτη της διδασκαλίας τους.
Μέσα από την μελέτη αυτών των κειμένων αποδείχθηκε η ακρίβεια των όσων κατέγραψαν οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς. Η πολεμική, την οποία άσκησαν στα έργα τους, δεν στάθηκε ικανή να διαστρεβλώσει την οπτική τους. Η απαραίτητα σκληρή στάση τους δεν οδήγησε σε συκοφαντίες και ψεύδη, αλλά σε ορθή ενημέρωση, ακριβή καταγραφή και πλήρη αντιμετώπιση των γνωστικών ομάδων, τις οποίες θεωρούσαν αιρέσεις στους κόλπους της εκκλησίας. Με τον τρόπο αυτό σεβάστηκαν τον αναγνώστη τους, τον πιστό της εκκλησίας, και ήταν αναγκαίο να γίνει με αυτό τον τρόπο, εφόσον η πρόθεσή τους ήταν να τον προστατέψουν, ώστε να μην πέσει θύμα αυτών που επιχειρούσαν με συγκεκαλυμμένο τρόπο να τον παραπλανήσουν. Σκοπός τους δηλαδή ήταν ν’ αποκαλύψουν στους Χριστιανούς την πραγματική φύση της γνωστικής διδασκαλίας και το πραγματικό ποιόν των γνωστικών.
Οι πληροφορίες αυτές που διασώθηκαν στα έργα τους είναι ανεκτίμητης αξίας για τους σύγχρονους ερευνητές, περισσότερο και από τα ίδια τα κείμενα. Χωρίς αυτές θα ήταν αδύνατη η ορθή κατανόηση των κειμένων. Οι γνωστικοί θέλοντας να καλύψουν την διαφοροποίησή τους από την διδασκαλία της Εκκλησίας, χρησιμοποιούσαν την μορφή που είχαν οι εκκλησιαστικές γραφές. Απέδιδαν, μάλιστα, ψευδώς τα έργα τους σε αναγνωρισμένα πρόσωπα της Εκκλησίας. Δεν εμφάνιζαν τους πραγματικούς συγγραφείς των έργων τους, ούτε οριοθετούσαν την διδασκαλία τους. Δεν αυτοπροσδιορίζονταν. Γι’ αυτό τον λόγο και δεν υπάρχουν έργα που να απαντάνε στις κατηγορίες εκ μέρους της επίσημης Εκκλησίας. Όλη η γνωστική γραμματεία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πλαστογραφία.
Αν, λοιπόν, δεν υπήρχαν τα αντιαιρετικά έργα των εκκλησιαστικών συγγραφέων, δεν θα μπορούσε να γίνει αναγνώριση ταυτότητας των γνωστικών κειμένων, δεν θα μπορούσαν ν’ αποδοθούν αυτά στις σέκτες που τα δημιούργησαν, δεν θα μπορούσε να γίνει σωστή κατανόηση του φαινομένου. Από την άλλη υπήρχε ο κίνδυνος να θεωρηθούν ως έργα της πρώιμης εκκλησιαστικής γραμματείας, να εκληφθούν ως προϊόντα μιας πνευματικής ζύμωσης, που δεν έγινε, εντός της Εκκλησίας, αλλά στο περιθώριό της. Η ίδια η ευαγγελική αλήθεια θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η επικρατέστερη μεταξύ πολλών, και όχι ως η μία αποστολική παράδοση. Συνεπώς, τα αντιαιρετικά έργα της Εκκλησίας είναι πολλαπλώς χρήσιμα.
Για την μελέτη των πηγών της γνωστικής διδασκαλίας, λοιπόν, θα ακολουθήσουμε την παραδοσιακή κατηγοριοποίηση.
2.1 Εκκλησιαστική γραμματεία
Παραπάνω μιλήσαμε σε γενικές γραμμές για την ακρίβεια και την χρησιμότητα της μελέτης των έργων αυτών στην έρευνα του γνωστικισμού. Οι λόγοι που ανάγκασαν τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς ν’ αντιμετωπίσουν με ένταση την εξάπλωση της γνωστικής διδασκαλίας αναφέρθηκαν επίσης. Ήδη από την αποστολική εποχή οι κήρυκες του Ευαγγελίου χρειάστηκε να στιγματίσουν τις προσπάθειες παραπλάνησης των γνωστικών. Οι πρώτες πληροφορίες λοιπόν, γι’ αυτούς βρίσκονται στα κείμενα της Αγίας Γραφής.
Στην συνέχεια ασχολήθηκαν με το θέμα Χριστιανοί απολογητές και θεολόγοι, πολλοί εκ των οποίων κατείχαν το επισκοπικό αξίωμα (π.χ. άγιος Ειρηναίος της Λυών, άγιος Ιππόλυτος Ρώμης, άγιος Επιφάνιος Σαλαμίνος). Πολλοί εξ αυτών κατείχαν και την θύραθεν παιδεία (όπως ο άγιος Ιουστίνος ο Φιλόσοφος και ο Ωριγένης), ως τμήμα της ευρείας μόρφωσής τους. Στους περισσότερους, τα αντιαιρετικά κείμενα είναι τμήμα ενός μεγαλύτερου συγγραφικού έργου.
Στην προσπάθεια αποκάλυψης και ενημέρωσης μέσω των κειμένων τους, ακολουθούν μια απλή μέθοδο. Αρχικά παραθέτουν γενικές γνώσεις για την εξέλιξη της ειδωλολατρικής σκέψης. Στην συνέχεια εκθέτουν όσες πληροφορίες μπόρεσαν να συλλέξουν για τους ίδιους τους αιρεσιάρχες, την διδασκαλία και τις πρακτικές τους. Τέλος παραθέτουν την ορθή διδασκαλία της Εκκλησίας. Μέσα από τις απαραίτητες συγκρίσεις έβγαινε το συμπέρασμα για τον πραγματικό χαρακτήρα των γνωστικών.
Η κατάταξη της ύλης τους γίνεται σε κάποια έργα με συστηματικά τρόπο, ενώ σε άλλα περιστασιακά. Μερικά από τα συστηματικά έργα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως εγκυκλοπαίδειες του γνωστικισμού. Περιστασιακά γινόταν όταν έπρεπε να αντιμετωπιστούν κάποιες συγκεκριμένες αιρέσεις. Και σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχουν πολύτιμες πληροφορίες και μάλιστα εξειδικευμένες.
Στα έργα αυτά, όμως δεν καταγράφεται μόνο η αιρετική διδασκαλία. Όπως ειπώθηκε παραπάνω, γίνεται έκθεση και της ορθής εκκλησιαστικής διδαχής, οπότε έχουμε καταγραφή και της αποστολικής παράδοσης, όχι στην πλήρη της μορφή, αλλά του απαραίτητου τμήματος προς αντιμετώπιση της αντίστοιχης αιρετικής. Αυτό είναι εξίσου σημαντικό καθώς έχουμε έκθεση του ορθόδοξου δόγματος σε εποχή προ των Οικουμενικών Συνόδων, από ανθρώπους που έζησαν πολύ κοντά στην αποστολική εποχή. Δεν έχουμε ανάπτυξη του δόγματος μέσω της αντιπαράθεσης αυτής, όπως θέλουν να νομίζουν οι υπέρμαχοι της εξέλιξης αυτού. Έχουμε καταγραφή της αποστολικής διδασκαλίας προς εξακρίβωση της διαφοράς της αιρετικής διδασκαλίας. Φυσικό είναι η καταγραφή αυτή να μην χρησιμοποιεί την ορολογία που υιοθετήθηκε αργότερα από τις Οικουμενικές Συνόδους. Αλλά η διαφορά στην φράση δεν δείχνει σε καμιά περίπτωση εξέλιξη στην διδασκαλία της Εκκλησίας.
Παρακάτω παρουσιάζονται οι σημαντικότεροι εκκλησιαστικοί συγγραφείς που ασχολήθηκαν με τους γνωστικούς και τα έργα τους περιληπτικά.
2.1.1. Άγιος Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς
Ο άγιος Ιουστίνος ήταν γιος του Πρίσκου και εγγονός του Βακχείου. Εξαιτίας του ονόματος αυτού και του πατέρα του, θεωρήθηκε αρχικά Ρωμαίος. Στην πραγματικότητα ήταν Έλληνας, όπως φαίνεται από το όνομα του παππού του. Την εποχή εκείνη όσοι λάμβαναν την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη έπαιρναν αναγκαστικά κι ένα ρωμαϊκό όνομα.
Ο Μεθόδιος Ολύμπου τον μνημονεύει ως άνδρα που δεν απείχε πολύ από την αποστολική εποχή. Η ημερομηνία γέννησής του τοποθετείται περίπου το 110 μ. Χ. Αυτό προκύπτει από τον Διάλογο προς Τρύφωνα, γραμμένο το 135 μ. Χ. όπου αναφέρει ότι έχει τελειώσει τις φιλοσοφικές του σπουδές.
Τόπος γέννησής του είναι η Φλαβία Νεάπολη. Αυτή κτίσθηκε το 70 μ. Χ. στα ερείπια της αρχαίας Συχέμ. Αρχικά ήταν εθνικός[1]. Οι υπαρξιακές του ανησυχίες τον οδήγησαν στην μελέτη της φιλοσοφίας. Καταστάλαξε στον πλατωνισμό. Τις σπουδές του ολοκλήρωσε ή στην Καισάρεια της Παλαιστίνης ή στην Αθήνα. Η δεύτερη είναι και η πιθανότερη περίπτωση, όπως προκύπτει από την περιγραφή του σκηνικού στον Διάλογο προς Τρύφωνα. Εκεί έγινε και η μεταστροφή του στον Χριστιανισμό, λίγο πριν το 135 μ. Χ.
Το 136 μ. Χ. μετακόμισε στην Ρώμη. Εκεί άνοιξε φιλοσοφική σχολή, όπου αντί άλλου φιλοσοφικού συστήματος δίδασκε τον Χριστιανισμό. Η σχολή του ήταν συνάμα και ναός. Αυτή ήταν και η πρώτη ορθόδοξη σχολή ανωτέρας στάθμης. Μαθητές του υπήρξαν ο Τατιανός και ο άγιος Ειρηναίος. Περί το 160 μ. Χ. αναζωπυρώθηκε ο διωγμός κατά των Χριστιανών. Την εποχή εκείνη ανέλαβε την διοίκηση της αυτοκρατορίας ο Μάρκος Αυρήλιος, ο οποίος θέλοντας να εμφανίσει εαυτόν ως φιλόσοφο, τήρησε σκληρή στάση έναντι του Χριστιανισμού[2].
Ο άγιος Ιουστίνος αναγκάστηκε να φύγει από την Ρώμη, μετά το μαρτύριο του μαθητή του Πτολεμαίου, μάλλον την ίδια χρονιά. Αιτία ήταν η επιβουλή του κυνικού φιλοσόφου Κρήσκεντος κατά του αγίου, ο οποίος έβλεπε ανταγωνιστικά την αύξηση των μαθητών του Ιουστίνου και την πτώχευση των άλλων φιλοσοφικών σχολών. Ο άγιος επέστρεψε βραδύτερον[3] και συνελήφθη επί επάρχου Ρώμης Ρουστικού (162-167), στωικού και παιδαγωγού του Μ. Αυρήλιου. Καταδικάσθηκε σε θάνατο και αποκεφαλίσθηκε μαζί με ομάδα έξι μαθητών του, το 165 μ. Χ.
Το έργο που περιέχει πληροφορίες για τους γνωστικούς είναι η Α’ Απολογία[4]. Δεν πρόκειται για αντιαιρετικό σύγγραμμα αλλά για απολογητικό. Ο άγ. Ιουστίνος το απευθύνει στον αυτοκράτορα Αντωνίνο τον Ευσεβή (Πίο, 138-161), τους γιους του, την ρωμαϊκή σύγκλητο και τον δήμο. Μέσα από αυτό απολογείται για την υπόθεση των Χριστιανών, επί τη ευκαιρία της αναζωπύρωσης των διωγμών. Εκθέτει την χριστιανική άποψη με νηφαλιότητα και ευγένεια χωρίς ιδιαίτερα ρητορικά σχήματα. Είναι ένα έργο γραμμένο για να το διαβάσουν λόγιοι. Δικαίως έχει ειπωθεί ότι ο Ιουστίνος με το έργο του έδωσε τα όπλα στον Χριστιανισμό, για να επεκταθεί στους κύκλους των μορφωμένων[5].
Σχετικά με τους γνωστικούς, παρέχει πληροφορίες για τους πρώτους εξ αυτών. Αναφέρεται στον Σίμωνα Μάγο, τον Μένανδρο και τον Μαρκίωνα. Σύντομη αναφορά στους γνωστικούς βρίσκουμε και στον Διάλογο προς Τρύφωνα[6]. Εκεί αναφέρεται στις ομάδες αυτών.
2.1.2. Άγιος Ειρηναίος επίσκοπος Λουγδούνου (Λυών)
Η γέννηση του αγίου Ειρηναίου τοποθετείται υποθετικά το 140 μ. Χ. Ο ίδιος αναφέρει, ότι κατά την παιδική του ηλικία συναναστρέφονταν τον άγιο Πολύκαρπο, επίσκοπο Σμύρνης, οπότε συμπεραίνεται ότι η καταγωγή του ήταν από αυτή την πόλη[7]. Υπήρξε, λοιπόν, μαθητής του αγίου Πολυκάρπου και διατήρησε το κείμενο του μαρτυρίου του. Ο άγιος Ιερώνυμος αναφέρει[8] ότι ήταν και μαθητής του Παπία. Από τα συγγράμματά του φαίνεται κάτοχος της εγκύκλιας και ανωτέρας κοσμικής μόρφωσης. Ο Τερτυλλιανός τον χαρακτηρίζει «ακριβέστατο μελετητή πάσης παιδείας»[9]. Κάνει χρήση των έργων του Ιουστίνου, οπότε δεν αποκλείεται να τον άκουσε να διδάσκει στην Ρώμη.
Ο άγιος Ειρηναίος εμφανίζεται στην Λυών το 177 μ. Χ. Ο Γρηγόριος Τουρώνης αναφέρει ότι εστάλη εκεί από τον άγιο Πολύκαρπο[10]. Την εποχή εκείνη στην Λυών υπήρχε ακμάζων ελληνόφωνο στοιχείο και ισχυροί δεσμοί της πόλης με την Μικρά Ασία.. Γι’ αυτό εκτός του ορθόδοξου χριστιανισμού, ίσως να είχε διαδοθεί στην πόλη και ο μοντανισμός[11]. Παράλληλα βρίσκονταν σε πλήρη έξαρση ο διωγμός του Μ. Αυρηλίου. Για τα όσα συνέβησαν στους Χριστιανούς της Λυών επί του διωγμού αυτού, πληροφορούμαστε από την επιστολή-μαρτυρολόγιο των Εκκλησιών Λυώνος και Βιέννης[12]. Ο άγνωστος συντάκτης της επιστολής ενδέχεται να ήταν ο άγιος Ειρηναίος[13].
Μετά τον μαρτυρικό θάνατο του επισκόπου Ποθεινού, ανέβηκε στον θρόνο της Λυών ο άγιος Ειρηναίος. Έντονη υπήρξε η ιεραποστολική δράση του και παράλληλα το αντιαιρετικό του έργο. Αυτός αντιλήφθηκε ότι για την καταπολέμηση τους δεν αρκούσε μόνο η αναίρεση των κακοδοξιών τους, αλλά απαιτούνταν και αναδιοργάνωση της εκκλησίας, όπως και καθορισμός της διδασκαλίας της. Ο Γρηγόριος Τουρώνης[14] μας πληροφορεί ότι ο άγιος Ειρηναίος μαρτύρησε στον διωγμό του Σεπτίμιου Σεβήρου το 202 μ. Χ.
Το κύριο αντιαιρετικό του σύγγραμμα είναι το «Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως»[15]. Το έργο αυτό δεν σώζεται στο πρωτότυπο, εκτός εκτεταμένων αποσπασμάτων κυρίως από το πρώτο βιβλίο. Σώζεται σχεδόν πλήρης λατινική μετάφραση. Εγράφη κατά την περίοδο της επισκοπείας του Ελευθέρου Ρώμης, δηλαδή μεταξύ των ετών 185-190 (Πηγή: Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία).
Το σύγγραμμα αυτό διαδραμάτισε πολύ σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση του γνωστικισμού. Κατοχύρωσε την πολεμική στην συνείδηση της Εκκλησίας, με αποτέλεσμα από την εποχή αυτή ν’ αρχίσει η φθίνουσα πορεία της αιρετικής διδασκαλίας και να σταματήσει η εξάπλωση των αιρετικών σεκτών. Το μνημονεύει ο Ιππόλυτος[16], ο Τερτυλλιανός[17], ο Κλήμης Αλεξανδρεύς και πολλοί μεταγενέστεροι αιρεσιολόγοι.
Εκτός του Ελέγχου έγραψε κι άλλα έργα με αντιαιρετικό χαρακτήρα, τα οποία δυστυχώς δεν διασώθηκαν. Δεν χρειάζεται ν’ αναφερθούν εδώ, διότι, ως απολεσθέντα, δεν αποτελούν πηγές.
2.1.3 Άγιος Ιππόλυτος επίσκοπος Ρώμης
Δύο πολύ σημαντικές ανακαλύψεις βοήθησαν στο να διαμορφωθεί η εικόνα για την ζωή και το έργο του αγίου Ιππολύτου, πέραν των λίγων στοιχείων που διασώζουν οι αρχαίοι ιστορικοί. Η πρώτη είναι η ανακάλυψη ενός ανδριάντα στην Via Triburtina το 1551. Ο ανδριάντας παριστάνει αυτόν με φιλοσοφικό τρίβωνα καθισμένο σε θρόνο. Στην μια πλευρά του θρόνου αναγράφεται κατάλογος έργων του αγίου. Αντίθετη άποψη από την επικρατέστερη εξέφρασε ο P. Nautin[18], ο οποίος υποστήριξε ότι ο ανδριάντας δεν παριστάνει τον Ιππόλυτο.
Στον κατάλογο περιλαμβάνεται και το Κατά πασών των αιρέσεων έλεγχος, έργο απωλεσθέν μέχρι το 1842. Την χρονιά εκείνη ο Μηνάς Μηνωίδης ανεύρε σε χειρόγραφο του ΙΔ’ αι. στο Άγιο Όρος τα βιβλία δ’- ι’. Μετέφερε το χειρόγραφο στο Παρίσι και εκδόθηκαν με τον τίτλο Φιλοσοφούμενα, ως έργο του Ωριγένη[19]. Μόλις το 1859 αποδόθηκε η πατρότητα του έργου στον άγιο Ιππόλυτο από τους εκδότες του κειμένου L. Dunker & F. G. Schneidewin (Göttingen).
Κατά τον Μέγα Φώτιο οι αιρέσεις που εξετάζονται στο πόνημα του Ιππολύτου «ελέγχθηκαν κατά τις ομιλίες του Ειρηναίου, και κάνοντας σύνοψη αυτών, συνέγραψε, λέγει ο Ιππόλυτος, αυτό το βιβλίο[20]». Από αυτήν την πληροφορία, αν είναι ακριβής, φαίνεται ότι ο Ιππόλυτος υπήρξε ακροατής του αγ. Ειρηναίου. Ίσως, λοιπόν, η Λυών να ήταν ο τόπος γέννησής του. Αυτή τοποθετείται το 170 μ.Χ. Από τους αρχαίους ιστορικούς, άλλοι λένε ότι ήταν επίσκοπος Ρώμης (Λεόντιος Βυζάντιος[21], Αναστάσιος Σιναΐτης[22]), ενώ άλλοι επίσκοπος Πόρτου Ρώμης (Αναστάσιος Αποκρισάριος[23], Ιωάννης Ζωναράς[24], Νικηφόρος Κάλλιστος[25]). Έχει αποδειχθεί ότι τελικά έζησε και έδρασε στη Ρώμη, ως πρεσβύτερος επί Ζεφυρίνου (198-217), και μετέπειτα ως επίσκοπος.
Με την άνοδο του Μαξιμίνου Θρακός εξορίστηκε στην Σαρδηνία, το 235 μ.Χ. Το επόμενο χρόνο πέθανε και το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Ρώμη, όπου και ετάφη στο σημείο που βρέθηκε ο ανδριάντας.
Έγραψε πάρα πολλά συγγράμματα, σύμφωνα με τον κατάλογο που αναγράφεται στον ανδριάντα, και που συμπληρώνεται από τα έργα που αναφέρουν οι Ευσέβιος Καισαρείας, Ιερώνυμος, Αναστάσιος Σιναΐτης, Γεώργιος Σύγκελος, Μέγας Φώτιος κ.α. Μέχρι τον ΙΘ’ αι. όλα τα έργα του θεωρούνταν χαμένα, αλλά συνεχείς ανακαλύψεις έφεραν στο φως τα σπουδαιότερα εξ αυτών, άλλα στο πρωτότυπο και άλλα σε μεταφράσεις.
Το σπουδαιότερο σύγγραμμά του είναι το Κατά πασών των αιρέσεων έλεγχος[26]. Αναφέραμε παραπάνω το ιστορικό της εύρεσης και έκδοσης του κειμένου, εδώ να σημειώσουμε ότι εξακολουθούν να λείπουν τα βιβλία 2-3. Σκοπός του έργου ήταν ν’ αποδείξει ότι οι αιρετικοί ήταν στην ουσία άθεοι, εφόσον αντλούσαν τις δοξασίες τους από τα φιλοσοφικά δόγματα και μυστηριακά θρησκεύματα[27].
Η διαίρεση της ύλης κατά βιβλίο είναι η εξής: (α) Βιβλία 1-4, Φιλοσοφικά και παραφιλοσοφικά δόγματα (Φιλοσοφούμενα): (1) Συστήματα φιλοσόφων φυσικών, ηθικών, διαλεκτικών, Επικούρειων, Αγνωστικών, Βραχμάνων, Δρυϊδών, Ησιόδου. Πρόκειται περί είδους ιστορίας της σκέψεως των Ελλήνων και των Ινδών, (2) Απολεσθέν (πιθανώς περί μυστηριακών θρησκευμάτων), (3) Απολεσθέν (πιθανώς περί μαγείας), (4) Περί αστρολογίας, (β) Βιβλία 5-9, Τα αιρετικά συστήματα και η από της φιλοσοφίας προέλευσής τους: (5) Οφιανοί, Περάτες, Σηθιανοί, Ιουστίνος Γνωστικός, (6) Σίμων, Βαλεντίνος, Ηρακλέων, Πτολεμαίος, Σεκούνδος, μάρκος, (7) Βασιλείδης, Ισίδωρος, Σατορνίλος, Μαρκίων, Πρέπων, Καρποκράτης, Κήρινθος, Εβιωναίοι, Θεόδοτος Σκυτεύς, Θεόδοτος τραπεζίτης, Νικόλαος, Κέρδων, Απελλής, (8) Δοκήτες, Μονόϊμος, Τατιανός, Ερμογένης, Τεσσαρεσκαιδεκατίτες, Μοντανιστές, Εγκρατίτες, (9) Νόητος, Κάλλιστος, Ελκεσαίτες. Ιουδαϊκές αιρέσεις: Εσσηνοί, Ζηλωτές, Φαρισαίοι, Σαδδουκαίοι, (γ) Βιβλίο 10, Επίλογος: 1-8 Επιτομή της εκθέσεως περί φιλοσοφημάτων, 9-29 Επιτομή της εκθέσεως περί χριστιανικών αιρέσεων, 30-31 Ιουδαϊκή χρονολογία, 32-34 Απόδειξη της αλήθεια, σύντομη έκθεση της χριστιανικής αλήθειας (πηγή: Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία). Κανένα άλλο από τα αντιαιρετικά συγγράμματά του δεν είναι πλέον διαθέσιμο.
2.1.4 Άγιος Επιφάνειος επίσκοπος Σαλαμίνος Κύπρου
Ο άγιος Επιφάνιος γεννήθηκε στο χωριό Βησανδούκη, κοντά στην Ελευθερούπολη της Παλαιστίνης, το 315 μ.Χ., από γονείς Χριστιανούς. Από νεαρή ηλικία επιδόθηκε στις σπουδές του και έλαβε πλούσια ιστορική και χριστιανική παιδεία. Γνώριζε πέντε γλώσσες, την ελληνική, την εβραϊκή, τη συριακή, την κοπτική και την λατινική[28]. Γνώρισε τον μοναχικό βίο από τον ασκητή Ιλαρίωνα στη Γάζα.
Νέος ταξίδευσε στην Αίγυπτο. Εκεί γνώρισε διάφορες ομάδες, χριστιανικές και μη. Έτσι απεκόμισε γνώση κι εμπειρία από τον τρόπο σκέψης των γνωστικών. Μετά την επιστροφή του από την Αίγυπτο, ίδρυσε μοναστήρι στην πατρίδα του, το οποίο διηύθυνε επί τριακονταετία[29].
Στην Αίγυπτο, εκτός του γνωστικισμού γνώρισε και τον Ωριγενισμό. Θεωρείται ότι αυτός ανακίνησε το ζήτημα της καταδίκης του, την τελευταία δεκαετία του Δ’ αι[30]. Η επίδραση του στην στάση του αγίου Ιερωνύμου επί του θέματος, είναι γνωστή. Αντίθετα, ήρθε σε σύγκρουση με τον Ιωάννη Ιεροσολύμων, φιλοωριγενιστή. Στα πλαίσια αυτής της σύγκρουσης εξηγείται η αντικανονική στάση του να σχίσει το παραπέτασμα του ναού στη Βαιθήλ. Μετά την επιστροφή του στην Κύπρο, έστειλε την γνωστή επιστολή στον Ιωάννη, η οποία χειροτέρευσε τις μεταξύ τους σχέσεις.
Πέθανε το 403 μ.Χ. κατά την επιστροφή του από την Κωνσταντινούπολη στην Κωνστανία. Ο λαός της πόλεώς επεφύλαξε τιμητική υποδοχή στο λείψανό του. Η μνήμη του τιμάται την 12η Μαΐου.
Τα συγγράμματά του, κυρίως τα αντιαιρετικά είναι ιδιαίτερης σημασίας για την μελέτη του γνωστικισμού, επειδή ταξιδεύοντας γνώρισε προσωπικά πολλές από τις ομάδες, για τις οποίες γράφει. Επίσης πολλές από τις πηγές που χρησιμοποίησε έχουν απολεσθεί[31]. Ο Αγκυρωτός[32] είναι έργο δογματικό με παρεμβολές αιρετικών διδασκαλιών, χάριν αναιρέσεως. Γράφτηκε το 374 μετά από αίτηση της κοινότητας Σουέδρων της Παμφιλίας προς αντιμετώπιση των Πνευματομάχων.
Το σημαντικότερο αντιαιρετικό του έργο είναι το Πανάριον, στο οποίο γίνεται συστηματική έκθεση και αντιμετώπιση των αιρέσεων. Εδώ θα χρειαστεί να εξηγήσουμε κάποια πράγματα για τις εκδόσεις του έργου. Τέσσερις είναι οι πρώτες εκδόσεις του έργου, εκτός της editio princeps (J. Oporinus, Βασιλεία 1544):
α) D.Petavius, Paris 1622, η οποία περιλαμβάνεται στην PG 41-43.
β) F. Oehler, Corpus Haereseologicum 2-3, Berlin 1859-61.
γ) W. Dindorf, Opera 1-5, Leipzig 1859-62.
δ) Karl Holl, GCS 25 (1915), 31 (1922), 37 (1933).
Η διαφορά των δύο πρώτων εκδόσεων από τις δύο επόμενες είναι ότι στις εκδόσεις του W. Dindorf και του Karl Holl[33] ελήφθη υπόψη ο κώδ. Marcianus Graecus 125 (Μ). Έτσι το κείμενο συμπληρώθηκε με αποσπάσματα που δεν υπάρχουν σε κανέναν άλλο κώδικα. Ο Μαρκιανός αυτός κώδικας προέρχεται από την συλλογή του καρδινάλιου Βησσαρίωνα, πρώην Νικαίας. Στην αυλή του συναγελάζονταν όλοι εκείνοι οι αρχαιολάτρες μαθητές του Γεωργίου Πλήθωνος, μαθητή του νέο-γνωστικού (τότε) Ελισαίου, του Εβραίου[34]. Όλοι αυτοί που προσπάθησαν ν’ αναβιώσουν τον παγανισμό τον ΙΕ’ αι. , όπως ο Ιωάννης Αργυρόπουλος, ο Μιχαήλος Αποστόλης, ο Ερμώνυμος ο Σπαρτιάτης[35] κ.α., αρνούμενοι να μοιραστούν την θλίψη της άτυχης πατρίδας τους, προτίμησαν τις τιμές και τις δόξες της Δύσης και κατέφυγαν στην αυλή του Βησσαρίωνα. Είναι δύσκολο να καθοριστεί, λοιπόν, τι είδους επεμβάσεις μπορεί να έγιναν στο κείμενο του κώδικα. Γι’ αυτό κάποιες πληροφορίες, όπως για παράδειγμα αυτή περί του «Κορείου» της Αλεξάνδρειας[36], πρέπει να αντιμετωπίζονται με προσοχή κι επιφύλαξη. Υπάρχουν μόνο σε αυτόν τον κώδικα[37].
Η συγγραφή του έργου ξεκίνησε το 376 και αποπερατώθηκε το 377 μ.Χ. Είναι το εκτενέστερο από όλα τα υπόλοιπα αντιαιρετικά, καθώς αντιμετωπίζει 80 αιρέσεις. Χωρίζεται σε τρία βιβλία και επτά τμήματα. Ακολούθησε η συγγραφή του Ανακεφαλαίωσις των αιρέσεων[38], το οποίο αποτελεί επιτομή του Παναρίου. Πρόκειται για είδος αναλυτικού πίνακα περιεχομένων. Στο τέλος του Παναρίου και πριν από την Ανακεφαλαίωση επισυνάπτεται Αληθής Λόγος περί πίστεως της καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας[39]. Πιθανόν να είναι νόθος. Τα έργα του υπήρξαν πηγές για τον άγιο Αυγουστίνο και τον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό.
Αυτά είναι περιληπτικά τα σημαντικότερα εκκλησιαστικά συγγράμματα, απ’ όσα ασχολήθηκαν με το θέμα. Ακολουθεί πλήρης κατάλογος των έργων των εκκλησιαστικών συγγραφέων, στα οποία υπάρχουν πληροφορίες για τον γνωστικισμό:
(1) Ιουστίνος: Α' «Απολογία»,
(2) Ειρηναίος: «Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου Γνώσεως»,
(3) Ιππόλυτος: «Κατά πασών των αιρέσεων έλεγχος»,
(4) Κλήμης Αλεξανδρεύς: «Στρωματείς», «Επιτομαί εκ των Θεοδότου»,
(5) Τερτυλλιανός: «De praescriptione haereticorum», «De anima», «Adversus Valentinianos», «Adversus Marcionem», «Ad Hermogenen»,
(6) Ωριγένης: «Κατά Κέλσου», «Εις Ιωάννην»,
(7) Αδαμάντιος: «Διάλογος περί ορθής πίστεως»,
(8) Μεθόδιος Ολύμπου: «Περί αυτεξουσίου»,
(9) Αλέξανδρος: «Κατά Μανιχαίων», «Λυκοπολίτης»,
(10) Ηγεμόνιος: «Πράξεις Αρχελάου»,
(11) Σεραπίων: «Θμουέως Κατά Μανιχαίων»,
(12) Τίτος Βόστρων: «Κατά Μανιχαίων»,
(13) Επιφάνιος: «Πανάριον»,
(14) Κύριλλος Ιεροσολύμων: «Κατηχήσεις»,
(15) Εφραίμ Σύρος: «Κατά Βαρδεσάνους», «Κατά Μαρκίωνος», «Κατά Μάνητος»,
(16) Αφραάτ: «Αποδείξεις»,
(17) Αυγουστίνος: «De utilitate credenda», «De duabus animabus», «Contra Fortunatum», «Contra Felicem», «De natura boni», «Contra Secundinum», «Evodii de fide contra Manichaeos», «De moribus Manichaeorum», «De haeresibus ad Quodvultdeum»,
(18) Θεοδώρητος Κύρου: «Αιρετικής κακομυθίας επιτομή»,
(19) Σεβήρος Αντιοχείας: «Ομιλία 123», «Αναθεματισμοί ελληνικοί», «Αναθεματισμοί λατινικοί»,
(20) Σιμπλίκιος: «Υπόμνημα εις εγχειρίδιον Επικτήτου»,
(21) Ιωάννης Δαμασκηνός: «Κατά αιρέσεων», «Κατά Μανιχαίων»,
(22) Πέτρος Σικελιώτης: «Ιστορία Μανιχαίων», «Λόγος κατά Μανιχαίων»,
(23) Φώτιος: «Κατά Μανιχαίων»
2.2 Γνωστικές πηγές
Μέχρι τα μέσα περίπου του ΙΘ’ αι. η παλαιότερη έρευνα δεν διέθετε σχεδόν κανένα γνωστικό κείμενο, για να μπορεί να ερευνήσει τη διδασκαλία τους από πρώτο χέρι. Γι’ αναπληρώσουν το κενό, παλαιότεροι ερευνητές παρουσίασαν τα ερμητικά κείμενα ( ή αλλιώς Corpus Hermeticorum) ως γνωστικά[40]. Τα οκτώ κείμενα του Corpus είναι μεν προϊόντα του ελληνο-αιγυπτιακού συγκρητισμού, αλλά έχουν βασικές διαφορές με τα γνωστικά κείμενα, οι οποίες δεν μπορούν να παραβλεφθούν επειδή φέρουν και ομοιότητες, όχι το σύνολο αλλά κυρίως το πρώτο βιβλίο εξ αυτών ο Ποιμανδρής. Η θεμελιώδης διαφορά είναι ότι παρουσιάζονται ως διδασκαλία του Ερμή του Τρισμέγιστου, δηλ. του αιγυπτιακού Θωθ, προς τον μαθητή του Ασκληπιό. Και οι δύο αυτές φιγούρες απουσιάζουν από την γνωστική μυθολογία. Επίσης είναι σημαντικό να ειπωθεί ότι είναι γραμμένες πρωτότυπα στα ελληνικά, την στιγμή που το συντριπτικό ποσοστό της γνωστικής γραμματείας έχει γραφεί ή διασωθεί στην κοπτική, και σε μικρότερο ποσοστό στην συριακή ή αρμενική. Είναι πιθανότερο τα ερμητικά κείμενα ν’ ακολούθησαν την σύζευξη μεταξύ ελληνικού και αιγυπτιακού μυστικισμού, που πρώτος εισήγαγε ο Πλούταρχος στο Περί Ίσιδος και Οσίριδος, ενώ σε κάποια σημεία είναι έντονος ο νεοπλατωνικός τους χαρακτήρας. Επίσης, μπορεί ν’ αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τα ύστερα γνωστικά συστήματα, και γι’ αυτό αντιπροσωπεύονται στην βιβλιοθήκη του Χηνοβοσκίου (Αποκάλυψη Ασκληπιού στον κώδικα VI), αλλά στον ίδιο κώδικα υπάρχει και η Πολιτεία του Πλάτωνα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι γνωστικό κείμενο.
2.2.1 Παλαιότερες Πηγές
Εκτός των ερμητικών κειμένων, οι παλαιότερες πηγές ήταν δύο κώδικες που ανακαλύφθηκαν το ΙΗ’ αι. ο ένας από τον Άγγλο γιατρό δρ Askew, οπότε ονομάστηκε Codex Askewianus, και έτερος από τον Scot James Bruce, οπότε ονομάστηκε Codex Brucianus. Ο πρώτος βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο και ο δεύτερος στην Βοντλειανή Βιβλιοθήκη στην Οξφόρδη.
Ο Codex Ascewianus εκδόθηκε για πρώτη φορά μαζί με λατινική μετάφραση από τον M. G. Schwartze (Berlin 1851). Ακολούθησε γαλλική μετάφραση από τον E. Amélinau (Paris 1895) και γερμανική μετάφραση υπό την αιγίδα της Πρωσικής Ακαδημίας των Επιστημών στο Βερολίνο από τον Karl Schmidt (1905).
Ο Κώδικας διαιρείται σε τρία μέρη, στα οποία περιέχονται τα εξής έργα: 1) Πίστις Σοφία α’ 2) Πίστις Σοφία β’ 3) Τεύχος Σωτήρος α’ & β’. Υπάρχει και τέταρτο ξεχωριστό τεύχος, το οποίο περιλαμβάνει το Διάλογος Ιησού και μαθητών (συμβατικός τίτλος). Τα έργα αυτά γράφτηκαν τον Γ’ αι.. Δεν έχουν ιδιαίτερες φιλολογικές αξιώσεις, ούτε βρίσκονται σε υψηλό επίπεδο έμπνευσης. Είναι χρήσιμα διότι παρουσιάζουν ένα επίπεδο εξέλιξης της γνωστικής σκέψης.
Ο Κώδικας Brucianus, περιλαμβάνει τρία ημιτελή έργα, γραμμένα την ίδια εποχή. Πρόκειται για τα Μέγα κατά μυστήριον λόγος α’, β’ και Βιβλίον Σηθέως. Πρώτη έκδοση έχουμε από τον E. Amélinau (1891), με γαλλική μετάφραση, ενώ περιλήφθηκαν στην ίδια έκδοση με τον κώδικα Askewianus του Schmidt. Αυτός πρόσεξε για πρώτη φορά ότι τα δύο πρώτα έργα αναφέρονται στο Πίστις Σοφία με το όνομα Βίβλοι Δύο Ιεού. Επικράτησε όμως το όνομα που αναγράφεται στον κώδικα. Σ’ αυτά έχουμε επίσης "αποκαλύψεις" του Ιησού στους μαθητές του, μετά την Ανάσταση.
2.2.2 Ο Κώδικας του Βερολίνου 8502
Με τους δύο πρώτους κώδικες φάνηκε η σπουδαιότητα της Αιγύπτου στην ιστορία του γνωστικισμού. Το 1896 ο Karl Schmidt ανακοίνωσε σε συνεδρίαση της Πρωσικής Ακαδημίας Επιστημών, την απόκτηση ενός παπύρινου κώδικα, εκ μέρους του Μουσείου του Βερολίνου. Ο κώδικας είχε αγορασθεί στο Κάιρο. Περιείχε τα εξής κείμενα: 1) Ευαγγέλιον Μαρίας 2) Ευαγγέλιον Ιωάννου Απόκρυφον, γ) Σοφία Ιησού Χριστού και δ) Πράξεις Πέτρου. Το Πράξεις Πέτρου δεν είναι γνωστικό κείμενο, αλλά απόκρυφο. Φαίνεται όμως, ότι στα αγαπημένα αναγνώσματα των γνωστικών συγκαταλέγονταν οποιοδήποτε ανορθόδοξο κείμενο.
Η έκδοση του κώδικα αυτού είχε μυθιστορηματική πορεία. Η πρώτη έκδοση ετοιμάστηκε από τον ίδιο τον K. Schmidt, αλλά το χειρόγραφο καταστράφηκε από πλημμύρα στο κελάρι του τυπογραφείου. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ανέβαλε την προσπάθεια μέχρι το 1938, οπότε επιχειρήθηκε εκ νέου η ετοιμασία της έκδοσης. Αυτήν την φορά η αναβολή οφείλονταν στον θάνατο του K. Schmidt. Την συνέχιση της προσπάθειας ανέλαβε το 1941 ο Walter Till, και την έφερε εις πέρας το 1943. Δεν μπόρεσε, όμως, να εκδώσει για αρκετό χρόνο λόγο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά ακολούθησε η ανακάλυψη της βιβλιοθήκης του Χηνοβοσκίου. Σε αυτήν περιλαμβάνονταν και τα έργα Ευαγγέλιον Ιωάννου Απόκρυφον & Σοφία Ιησού Χριστού, οπότε έπρεπε ν’ αναθεωρηθούν τα πρώτα κείμενα. Τελικά εκδόθηκαν το 1955, από την Akademie-Verlag, με τον τίτλο Die gnostischen Schriften des Koptischen Papyrus Berolinensis 8502. Το εγχείρημα δηλαδή ολοκληρώθηκε 59 χρόνια μετά την ανακάλυψη του παπύρου.
2.2.3 Ωδαί Σολομώντος
Το 1812 εκδόθηκαν για πρώτη φορά πέντε ωδές, σε πρωτότυπο κοπτικό κείμενο και λατινική μετάφραση. Αυτές προέρχονταν από το έργο Πίστις Σοφία, το οποίο δεν είχε ακόμη εκδοθεί. Η έκδοση ήταν του Δανού επισκόπου F. Münter. Το 1909 ο Άγγλος ακαδημαϊκός J. Rendel Harris ανακάλυψε ένα παλιό Συριακό χειρόγραφο, που περιείχε 40 ωδές από ένα σύνολο 42 (έλειπαν οι δύο πρώτες). Επρόκειτο για τους 18 λεγόμενους Ψαλμούς Σολομώντος, έργο του ζηλωτή Ιουδαίου μετά την καταστροφή των Ιεροσολύμων (που σώζονται και σε ξεχωριστά χειρόγραφα), μαζί με τις Ωδές Σολομώντος[41]. Ένα δεύτερο συριακό χειρόγραφο περιείχε τις ωδές από το μέσο της 17ης έως τέλους της 42ας. Αυτές ήταν γνωστές μέχρι τότε μέσα από κείμενο του Λακταντίου[42]. Οι πέντε ωδές που είχαν εκδοθεί ήδη ήταν η 1η , 5η , 6η , 22η , 25η.
Το γνωστικό χρώμα τους είναι αδιόρατο. Δι’ αυτών απευθύνεται αίνος ή ευχαριστία ή παράκληση προς τον Θεό. Χαρακτηριστικό του γνώρισμα η περιγραφή μιας καταστάσεως πνευματικής ευφροσύνης, η οποία δημιουργείται από την κονωνία των ανθρώπων με το Θεό και οφείλεται στην έλευση του Χριστού[43].
2.2.4 Μανδαίοι
Οι Μανδαίοι αποτελούν παρακλάδι γνωστικό, το οποίο αναπτύχθηκε αυτόνομα κι επέζησε μέχρι τα νεότερα χρόνια. Δείγματα της γραμματείας τους έφθασαν στην Ευρώπη ήδη από τον ΙΣΤ’ αι. από τους Πορτογάλους μοναχούς. Η μελέτη της κουλτούρας τους ανανεώθηκε τον ΙΘ’ αι., αλλά μέχρι στιγμής δεν υπάρχει κάτι παραπάνω από γενικά συμπεράσματα. Η έκδοση τον βιβλίων τους δεν έχει ολοκληρωθεί, παρότι κυκλοφορούν ανεξάρτητες εργασίες, συνεπώς μέχρι στιγμής δεν μπορούν να προσφέρουν κάτι παραπάνω ως πηγές.
2.2.5 Η βιβλιοθήκη του Χηνοβοσκίου (Nag Hammadi)
Όλες οι προηγούμενες ανακαλύψεις ήταν μια πρόβα για την μεγάλη ανακάλυψη του 1946, μιας συλλογής παπύρινων κωδίκων στην τοποθεσία του αρχαίου Χηνοβοκσίου, κοντό στο χωριό Nag Hammadi, στην Αίγυπτο. Μέσω αυτής ήρθαν στο φως πλήθος χειρογράφων γνωστικού περιεχομένου, γραμμένων στην κοπτική γλώσσα. Η πορεία των γεγονότων που οδήγησαν στην εμφάνιση των χειρογράφων είναι πολύ ενδιαφέρουσα, κι έχει ως εξής.
Στις 4 Οκτωβρίου του 1946, ο Togo Mina, έφορος του Κοπτικού Μουσείου του Καΐρου, αγόρασε έναν ημιτελή κοπτικό πάπυρο έναντι του ποσού των 250 αιγυπτιακών λιρών. Πωλητής ήταν ένας Κόπτης δάσκαλος από το χωριό Nag Hammadi, με το όνομα Raghib Andrawus al Quss Abd as-Sajjid. Επρόκειτο για τον Κώδικα III της συλλογής. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους ο Togo Mina έδειξε τον πάπυρο στον Γάλλο Ανατολιστή Francois Daumas και τον Henri Corbin. Αυτοί παρατήρησαν τον τίτλο του περιεχομένου έργου, Ευαγγέλιον Ιωάννου Απόκρυφον. Όπως είδαμε παραπάνω το συγκεκριμένο έργο περιλαμβάνονταν και στον Κώδικα του Βερολίνου. Κατάλαβαν, λοιπόν, ότι πρόκειται για γνωστικό κείμενο. Ο Daumas επέστρεψε στο Παρίσι, ενημέρωσε τον Antoine Guillaumont, και σχεδίασε την έκδοση του χειρογράφου.
Τον Σεπτέμβριο του 1947, ένας άλλος Γάλλος, ο Jean Doresse, ήρθε στην Αίγυπτο για σπουδές και ενημερώθηκε από τον Togo Mina για την ανακάλυψη. Αναγνώρισε αμέσως την σπουδαιότητα του χειρογράφου και ανέλαβε να το εξετάσει. Με την σειρά του ενημέρωσε τον διευθυντή του τμήματος Αιγυπτιακών Αρχαιοτήτων, Etienne Drioton και τον θρησκειολόγο Henri-Charles Puech. Το κοινό ενημερώθηκε από τις αιγυπτιακές εφημερίδες στις 11-12 Ιανουαρίου 1948. Η ακαδημαϊκή κοινότητα ενημερώθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1948 με αναφορά των Puech και Doresse στην Académie des Inscriptions et Belles-Lettres και του Togo Mina στο Bulletin de l’ Institut d’ Egypt.
Στο μεταξύ, τμήματα ενός άλλου χειρογράφου (Κώδικα Ι) ήλθαν στην κατοχή του Βέλγου αντικέρ Albert Eid. Αυτός τα έθεσε στην διάθεση των Doresse & Mina στο τέλος του 1947. Αλλά ο σκοπός του Eid ήταν να πουλήσει το χειρόγραφο. Έτσι, απευθύνθηκε πρώτα στο ίδρυμα Bollingen της Νέας Υόρκης και στην συνέχεια στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Παρισίων, χωρίς να καταφέρει να έλθει σε συμφωνία. Ο θάνατος του Albert Eid ανησύχησε την επιστημονική κοινότητα, διότι υπήρχε κίνδυνος να χαθούν τα ίχνη του χειρογράφου. Την υπόθεση ανέλαβε ο θεοσοφίτης ψυχίατρος Carl Gustav Jung, και κατάφερε να μεταφέρει τον κώδικα σε ασφαλή θυρίδα τράπεζας στις Βρυξέλλες, το 1950. Ο πράκτοράς του C. A. Meier, κατάφερε να βρει σπόνσορα στην Ελβετία το 1952, στο πρόσωπο του George Page, ο οποίος κατέβαλε το ποσό των 35.000 ελβετικών Φράγκων. Στις 10 Μαΐου του 1952, το χειρόγραφο μεταφέρθηκε στο Ινστιτούτο C. G. Jung, και ονομάστηκε κώδικας Γιούνγκ.
Η πρώτη περιγραφή του κώδικα Γιουνγκ μαζί με το περιεχόμενό του, κυκλοφόρησε το 1955, από τους H. C. Puech & G. Quispel, με τίτλο The Jung Codex, A Newly recovered Gnostic Papyrus. Την ίδια χρονιά ο Quispel βρήκε στην Αίγυπτο και άλλες χαμένες σελίδες του κώδικα. Μετά τον θάνατο του C. Jung τέθηκε θέμα αντεκδίκησης για την κυριότητα του κώδικα μεταξύ των κληρονόμων του και του Ινστιτούτο. Εν τέλει κανονίστηκε η μεταφορά του στο Κοπτικό Μουσείο του Καΐρου, μετά την έκδοσή του. Το δερμάτινο δέσιμο του κώδικα είχε περιέλθει στην ιδιοκτησία του Institute for Antiquity and Christianity στο Claremont. Μόλις το 1975 έγινε κατορθωτό να συγκεντρωθούν όλα τα τμήματα του κώδικα στο Κάιρο.
Το 1948 εμφανίστηκαν άλλοι εννιά σχεδόν ολοκληρωμένοι κώδικες στο Κάιρο, από άγνωστους μεσάζοντες. Στις διαπραγματεύσεις εμφανιζόταν η κόρη γνωστού Ιταλού νομισματολόγου της εποχής, η Maria Dattari. Αυτή εκπροσωπούσε τον ονομαστό Κύπριο αντικέρ Φωκίωνα Θάνου. Η πρώτη επαφή έγινε με τον Jean Doresse, ο οποίος αναγνώρισε μερικούς από τους τίτλους των έργων (Αποκάλυψις Αδάμ, Ευαγγέλιον Θωμά, Παράφρασις Σημ), και χαρακτήρισε τους κώδικες ως γνωστικούς. Ενημέρωσε τον E. Drioton και έδρασε ως σύμβουλος, για λογαριασμό του Κοπτικού Μουσείου. Την άνοιξη του 1949 οι κώδικες παραδόθηκαν στον Togo Mina, ο οποίος ανέθεσε στον Doresse να τους καταλογραφήσει. Ο κατάλογος αυτός υπήρξε για χρόνια η μόνη πηγή πληροφόρησης για το περιεχόμενο των κωδίκων.
Στις 17 Ιουνίου 1949, στάλθηκε η πρώτη αναφορά στην Académie des Inscriptions et Belles-Lettres, και το 1950 η πρώτη επιθεώρησή τους από τον H.C. Puech. Όσο το Κοπτικό Μουσείο προσπαθούσε να εξασφαλίσει τους πόρους για την αγορά τους, οι κώδικες παρέμεναν σφραγισμένοι σε κιβώτιο στο γραφείο του Drioton. Η ανώμαλη εξέλιξη των πολιτικών γεγονότων και η εμπλοκή της αιγυπτιακής κυβέρνησης σε κρίσεις, όπως αυτή του Σουέζ, καθιστούσαν αδύνατη της εξεύρεση του απαιτούμενου ποσού (50.000 αιγυπτιακών λιρών) για την αγορά των κωδίκων. Ο θάνατος του Togo Mina το 1949 και η αιγυπτιακή επανάσταση το 1952, περιέπλεξαν την κατάσταση. Ο νέος υπουργός πληροφοριών Taha Hussain επέτρεψε τελικά την μελέτη των κωδίκων πριν την αγοραπωλησία τους, οπότε μεταφέρθηκαν στο Κοπτικό Μουσείο, στις 9 Ιουνίου το 1952. Παρέμειναν στο γραφείο του Drioton ανέγγιχτοι μέχρι το 1956.
Ο P. Labib ξεκίνησε το 1956 την διαδικασία συντήρησης των κωδίκων, μαζί τον Αιγύπτιο Κοπτολόγο Victor Girgis και τον Δυτικο-Γερμανό συνάδελφό του Martin Krause. Αυτό κράτησε μέχρι το 1961. Από τους 13 κώδικες μόνο οι 11 ήταν ολοκληρωμένοι. Από τον 12 έλειπε το δέσιμο και μετά από εξέταση φάνηκε ότι είχε ακρωτηριαστεί κατά την ανακάλυψη, και δεν ήταν φθορές λόγω χρόνου. Αντίθετα ο 13ος κώδικας ήταν ημιτελής ήδη από την αρχαιότητα. Υπολογίστηκε ότι επρόκειτο για χειρόγραφα του Δ’ αι.
Για 30 χρόνια τίποτα παραπάνω δεν ήταν γνωστό για τον τρόπο που ανακαλύφθηκαν. Το που και το πώς παρέμεναν μυστήρια. Οι κώδικες είχαν εμφανιστεί από το πουθενά. Σε αποστολές του ο Jean Doresse κατάφερε να μάθει ότι είχαν βρεθεί κάπου στην περιοχή του μικρού χωριού Nag Hammadi, χωρίς να μπορέσει να συγκεντρώσει περισσότερες πληροφορίες. Στην αναφορά του ο Puech είχε γράψει ότι η ανακάλυψη είχε γίνει από τυμβωρύχους, αλλά αυτή ήταν μια βολική δικαιολογία για να μην ανακινηθεί το θέμα.
Περισσότερα στοιχεία έγιναν γνωστά ύστερα από ιδιαίτερα επίπονη προσπάθεια του James M. Robinson. Ξεκινώντας από την πρώτη αναφορά για τον κώδικα ΙΙΙ, ήρθε σ’ επαφή με τον Raghib Andrawus, και κατόπιν προσωπικής αναζήτησης κατέληξε στα εξής. Την ανακάλυψη είχε κάνει ένας καμηλιέρης ο Mohammed Ali es-Samman από το χωριό El Qasr, το αρχαίο Χηνοβοσκίο. Αυτός βρήκε τα χειρόγραφα το 1945 σε μεγάλο πήλινο δοχείο σε μια σπηλιά στην τοποθεσία Hamra Dom, στην ευρύτερη περιφέρεια του Nag Hammadi. Βρήκε το δοχείο σκάβοντας για λίπασμα. Ισχυρίστηκε, ότι 4 εβδομάδες μετά την ανακάλυψη εκδικήθηκε τον φονιά του πατέρα του από το Hamra Dom, οπότε λόγω της βεντέτας έπρεπε να φύγει από την περιοχή. Περιέγραψε ως τόπο ανεύρεσης, πρώτα ένα αρχαίο αιγυπτιακό τάφο στο Thauti, μετά μια σπηλιά στους πρόποδες του Djebel el-Tarif. Αλλά οι αρχαιολογικές ανασκαφές στις τοποθεσίες που υπέδειξε, δεν έφεραν στο φως πειστήρια (πήλινα όστρακα ή τεμάχια των παπύρων), ώστε να επιβεβαιωθούν τα λεγόμενά του. Ούτε στάθηκε δυνατόν ν’ αναγνωριστεί το υποτιθέμενο νεκροταφείο. Σημειωτέον ότι στην περιοχή υπήρχαν την εποχή εκείνη τρεις αποστολές (1975, 1976, 1978) από το Institute for Antiquity and Cristianity του Claremont, που μελετούσαν αιγυπτιακούς τάφους της 6ης Δυναστείας, καθώς και το καθολικό της Μονής του Αγίου Παχωμίου (σημ. στο Faw Qibli).
Εφόσον δεν έγινε κατορθωτό να εξακριβωθεί ο τόπος της ανακάλυψης οι προσπάθειες στράφηκαν στην χρονολόγηση των κωδίκων. Κάποιες αποδείξεις που χρησιμοποιήθηκαν στο δέσιμο ενός από τους κώδικες, φέρουν ημερομηνίες 333, 341, 346, 348 μ.Χ. Έτσι επιβεβαιώθηκε η υπόθεση ότι επρόκειτο για χειρόγραφα του Δ’ αι. Στις αποδείξεις κατονομάζεται κάποιος «π. Παχώμιος», οπότε υποτέθηκε ότι οι κώδικες προέρχονται από την βιβλιοθήκη κάποιας μονής. Μπορεί να θάφτηκαν μέσα στο πήλινο δοχείο, είτε λόγω του αιρετικού τους χαρακτήρα, είτε για λόγους ασφαλείας.
Αν όντως έτσι έχει γίνει, τότε μπορεί η ενέργεια αυτή να συνδέεται με τον αντιαιρετικό αγώνα του Μ. Αθανασίου. Στην ΛΘ’ Εορταστική Επιστολή του ο Μ. Αθανάσιος γράφει τα εξής:
«Ἀλλ’ ἐπειδή περί μέν τῶν αἱρετικῶν ἐμνήσθημεν ὡς νεκρῶν περί δέ ἡμῶν ὡς ἐχόντων προς σωτηρίαν τάς θείας Γραφάς, καί “φοβοῦμαι μήπως”, ὡς ἔγραψε Κορινθίοις[44] Παῦλος, ὀλίγοι τῶν ἀκεραίων ἀπό τῆς “ἀπλότητος” καί τῆς ἀγνότητος πλανηθῶσιν ἀπό τῆς “πανουργίας” τινῶν ἀνθρώπων καί λοιπόν ἐντυγχάνειν ἑτέροις ἄρξονται τοῖς λεγομένοις άποκρύφοις, ἀπατῶμενοι τῇ ὁμωνυμίᾳ τῶν ἀληθινῶν βιβλίων, “παρακαλῶ ἀνέχεσθαι”, εἰ περί ὧν ἐπίστασθε περί τούτων κἀγώ μνημονεύων γράφω διά τε τήν ἀνάγκην καί τό χρήσιμον τῆς Ἐκκλησίας[45]»
Και παρακάτω:
«Καί ὅμως, ἀγαπητοί, κἀκείνων κανονιζομένων καί τούτων ἀναγιγνωσκομένων, οὐδαμού τῶν αποκρύφων μνήμη˙ ἀλλά αἱρετικῶν ἐστιν ἐπίνοια, γραφόντων μέν ὅτε θέλουσιν αὐτά, χαριζομένων δέ καί προστιθέντων αὐτοῖς χρόνους, ἵν’ ὡς παλαιά προσφέροντες πρόφασινἕχωσιν ἀπατᾶν ἐκ τούτου τους ἀκεραίους. Ἔστι δέ πολλή τις ἡ σκληροκαρδία τῶν τοῦτο ποιούντων καί μή φοβουμένων τό ῥῆμα τό γεγραμένον˙ “ Οὐ προσθήσετε προς τό ῥῆμα ὅ ἐγώ ἐντέλλομαι ὑμῖν, καί οὐκ ἀφελεῖτε ἀπ’ αὐτοῦ[46]”. Τίς ἔπεισε τους ἀκεραίους πιστεύειν τοῖς τοῦ Ἐνώχ βίβλοις, Γραφῶν μή οὐσῶν πρό Μωυσέως; Πόθεν ἔχουσι λέγειν, ὅτι Ἠσαΐας ἔχει βιβλία ἀπόκρυφα, ὅς “ ἐπ’ ὄρος ὑψηλόν” παρρησία “εὐαγγελίζεται[47]” λέγων˙ “ Οὐκ ἐν κρυφῇ λελάληκα οὐδέ ἐν τόπῳ γῆς σκοτεινῷ[48]”; Πῶς Μωυςῆς ἔχει βιβλία ἀπόκρυφα, ὅς το Δευτερονόμιον συγγραψάμενος “διαμαρτύρεται τον τε οὐρανόν καί τήν γῆν”; Ἀλλά τοῦτο οὐδενός ἑτέρου ἐστίν, εἰ μή τι τῶν “κνηθομένων τήν ἀκοήν” καί “νομιζόντων πορισμόν εἶναι τήν εὐσέβειαν” και ἀρεσκόντων “γυναικαρίοις”… Μύθοι γάρ ὄντως εἰσί τά ἀπόκρυφα καί μάταιον τό τούτοις προσέχειν, ὅτι “βέβηλοι κενοφωνίαι[49]” εἰσί. Ταῦτα γάρ ἐστιν αρχαί στάσεων, καί τούτων σκοπός ἠ έρίθεια τῶν ἀνθρώπων, οἵτινες οὐ τήν οἰκοδομήν τῆς Ἐκκλησίας ζητοῦσιν, ἀλλ’ ἐπιθυμοῦσι τιμᾶσθαι παρά τῶν ὑπ’ αὐτῶν ἠπατημένων, ἵν’ ὡς μεγάλους αὐτούς ἔχωσι διά τό κηρύττειν ῥήματα “νεωτερικά”. Οὐκοῦν τῶν τοιούτων βιβλίων χρή παραιτεῖσθαι˙ κἄν γάρ τις ἐν αὐτοῖς χρήσιμόν τι εὐρίσκῃ, ἀλλά κρεῖττον ἐστι τό μή τούτοις πιστεύειν[50]».
Η επιστολή αυτή γράφτηκε το 367 μ.Χ. Μεταφράστηκε στα κοπτικά από τον διάδοχο του οσίου Παχωμίου στο μοναστήρι των Ταβενησιωτών, Θεόδωρο. Υπάρχει λοιπόν, περίπτωση, η σύσταση του Μ. Αθανασίου να εισακούσθηκε και αποτέλεσμα αυτής να ήταν το παράχωμα του πήλινου δοχείου με τα γνωστικά κείμενα. Αυτή βέβαια, είναι υπόθεση. Δεν υπάρχουν στέρεες ενδείξεις ότι έτσι συνέβη. Είναι γνωστή δηλαδή η ημερομηνία στάχωσης των κωδίκων, αλλά μπορεί να θάφτηκαν οποιαδήποτε στιγμή μετά. Απλώς οι συνθήκες να έγινε αυτό επί Μ. Αθανασίου ήταν πρόσφορες.
Η έκδοση των κειμένων ολοκληρώθηκε μόλις το 1971, υπό την καθοδήγηση του J. M. Robinson[51], και την χρηματοδότηση της Ουνέσκο. Ακολουθεί πλήρης κατάλογος κειμένων ανά κώδικα, από την έκδοση Robinson.
Κώδικας Ι (Jung codex, Στα Κοπτικά)
α) Προσευχή Αποστόλου Παύλου (δύο σελίδες αποσπασμένες)
β) Επιστολή Ιακώβου Απόκρυφος (σελ. 1-16)
γ) Ευαγγέλιον Αληθείας (σελ. 16-43, το έργο δεν φέρει τίτλο, αλλά έχει ονομαστεί από την πρώτη φράση)
δ) Περί της Αναστάσεως δοκίμιον (σελ. 43-50, γνωστό επίσης και ως Επιστολή εις Ρηγίνον, επειδή έτσι απευθύνεται μέσα στο κείμενο)
ε) Περί τριών φύσεων δοκίμιον (51-140, και αυτό χωρίς τίτλο)
Κώδικας ΙΙ (στα Κοπτικά)
α) Ευαγγέλιον Ιωάννου απόκρυφον ( 1-32, σε αυτόν τον κώδικα υπάρχει στην εκτενέστερη μορφή από τις τρεις, σε όλη τη βιβλιοθήκη)
β) Ευαγγέλιον Θωμά (32-51, συλλογή ρητών του Ιησού)
γ) Ευαγγέλιον Φιλίππου (51-86, ο τίτλος ευαγγέλιο καταχρηστικός)
δ) Υπόστασις αρχόντων (86-97, αποκαλυπτικό κείμενο για την καταγωγή του κόσμου και του ανθρώπου, συνεχίζεται στο επόμενο)
ε) Ανώνυμο χειρόγραφο (97-127, που του δόθηκε ο τίτλος Περί γενέσεως του Κόσμου)
στ) Εξήγησις περί ψυχής (127-137, μιλά για την πτώση της ψυχής και την επιστροφή της στον ανώτερο κόσμο)
ζ) Βιβλίον Θωμά αθλητού (138-145, αποκαλυπτικός διάλογος μεταξύ Ιησού και Θωμά για διάφορα κυρίως εσχατολογικά θέματα)
Κώδικας ΙΙΙ (Κοπτικά, ο παλιότερος κώδικας, που πριν αριθμούνταν πρώτος)
α) Ευαγγέλιον Ιωάννου απόκρυφον ( σελ. 1-40, συντομότερη εκδοχή)
β) Ευαγγέλιον Αιγυπτίων (40-69, αλλιώς γνωστό ως Βίβλος απόκρυφη του Μεγάλου Αοράτου Πνεύματος, αφορά το πεπρωμένο των γνωστικών στην ιστορία)
γ) Εύγνωστος ο Ευλογημένος (70-90, σε μορφή επιστολής, έχει άμεση σχέση με το επόμενο)
δ) Σοφία Ιησού Χριστού (90-119, αποκαλυπτικό κείμενο)
ε) Διάλογος Σωτήρος (120-149, αποκαλυπτικός διάλογος του Ιησού με τους μαθητές του για διάφορα θέματα)
Κώδικας ΙV (Κοπτικά)
α) Ευαγγέλιον Ιωάννου απόκρυφον (1-49, σύντομη εκδοχή)
β) Ευαγγέλιον Αιγυπτίων (50-81)
Κώδικας V (Κοπτικά)
α) Εύγνωστος ο Ευλογημένος (1-17)
β) Αποκάλυψις Παύλου (17-24, περιγράφει ταξίδι του Παύλου στον ουρανό)
γ) Αποκάλυψις Ιακώβου α’ (24-44, αποκαλυπτικοί διάλογοι Ιησού και Ιακώβου)
δ) Αποκάλυψις Ιακώβου β’ (44-63, αφορά το μαρτύριο Ιακώβου, ύμνοι και ομιλίες σχετικές)
ε) Αποκάλυψις Αδάμ (63-85, παραδίδεται στον Σηθ και αφορά την γνωστική ιστορία του κόσμου)
Κώδικας VI (Κοπτικά)
α) Πράξεις Πέτρου και Δώδεκα Αποστόλων (1-12, απόκρυφο χωρίς γνωστικό χρωματισμό)
β) Βροντή, Τέλειος Νους (13-21, αποκάλυψη της ερμαφρόδιτης Σοφίας)
γ) Αυθεντικός Λόγος (22-35, ομιλία για τον προορισμό της ψυχής)
δ) Η Έννοια της μεγάλης Δυνάμεως ημών (γνωστική Αποκάλυψη)
ε) Πλάτωνος Πολιτεία (48-51, χωρίς τίτλο, μετάφραση του τμήματος 588Β-589Β)
στ) Λόγος περί Οκτώ και Εννέα (52-63, άγνωστο ερμητικό κείμενο, διάλογος Ερμού-Πατέρα και Τατ-Υιού για τον ουράνιο κόσμο)
ζ) Προσευχή Ευχαριστίας (63-65, ερμητικό κείμενο γνωστό στα ελληνικά [Πάπυρος Mimaut] και στα λατινικά, Ασκληπιός κεφ. 41)
η) Αποκάλυψις Ασκληπιού (65-78, ερμητικό από το Ασκληπιός κεφ.21-29)
Κώδικας VII (Κοπτικά)
α) Παράφρασις Σημ (1-49, γνωστική κοσμογονία, προσπαθεί να κάνει σύνδεση με την Γένεση)
β) Δεύτερος Λόγος του Μεγάλου Σηθ (49-70, περιέχει πληροφορίες για την λύτρωση της ψυχής, μέσω του εξόριστου Χριστού, που θεωρείται μετενσάρκωση του Σηθ, ακολουθεί την γραμμή του Ευαγγελίου Αιγυπτίων)
γ) Αποκάλυψις Πέτρου (70-84, παρουσιάζει τον Πέτρο ως αποδέκτη ξεχωριστής αποκάλυψης κατά την διάρκεια της φυλάκισής του)
δ) Διδαχαί Σιλουανού (84-118, κείμενο θεοσοφικό με έντονο πεσιμιστικό χαρακτήρα)
ε) Αι τρεις Στήλαι το Σημ (118-127, γνωστικός τριμερής ύμνος, που υποτίθεται ότι παραδόθηκε από τον Δοσίθεο)
Κώδικας VIII (Κοπτικά)
α) Ζωστριανός (1-132, εκτεταμένος τίτλος Ζωστριανού Λόγοι Αληθείας, Θεού Αληθείας, Διδαχαί Ζωροάστρου, αποκαλυπτικό κείμενο που ισχυρίζεται ότι προέρχεται από το ταξίδι στον ουρανό του Ζωροάστρου)
β) Επιστολή Πέτρου προς Φίλιππον (132-140, απόκρυφες συζητήσεις μεταξύ Ιησού και Αποστόλων, γεγονότα κατά την διάρκεια και μετά την Σταύρωση)
Κώδικας IX (Κοπτικά, σε σπαράγματα, τα κείμενα ανασυντέθηκαν με συμβατικούς τίτλους)
α) Μελχισεδέκ (1-27, γνωστική αποκάλυψη για το πεπρωμένο του Ιησού και του Αρχιερέα Μελχισεδέκ)
β) Έννοια Νωραίας (27-29)
γ) Μαρτυρία Αληθείας (29-74, πολεμική ομιλία κατά της ορθοδόξου Εκκλησίας και άλλων γνωστικών ομάδων
Κώδικας X (Κοπτικά, σε κακή κατάσταση)
α) Μαρσάνης (1-68, μαρκιωνίτικες απόψεις για την ψυχή και τους αγγέλους)
Κώδικας XI (Κοπτικά, σε κακή κατάσταση)
α) Ερμηνεία της Γνώσεως (1-21, εισαγωγή στη Γνώση)
β) ανώνυμο (22-44, κείμενο βαλεντιανής σχολής, παρέχει πληροφορίες για το Πλήρωμα, 40-44, λειτουργικά κείμενα για το βάπτισμα, το χρίσμα, την ευχαριστία)
γ) Αλλογενής (45-69, αποκάλυψη του Αλλογενή στον γιο του Μέσσο)
δ) Υψίφρων (69-72, αποκαλυπτικού χαρακτήρα)
Κώδικας XII (Κοπτικά, περιέχει 10 σελίδες και 15 σπαράγματα, εκ των οποίων προκύπτουν δύο πραγματείες)
α) Αι Γνώμαι του Σέξτου (15-16, 27-34, ρήσεις παγανιστικού χαρακτήρα)
β) Αποσπάσματα από το Ευαγγέλιο Αληθείας
Κώδικας XIII (Κοπτικά, διατηρούνται μόνο 16 σελίδες και σπαράγματα)
α) Τρίμορφος Πρωτέννοια (35-50, αποκαλυπτικός διάλογος σε τρία μέρη της πρώτης έκλαμψης του αρχικού θεού, με το όνομα Πρωτέννοια ή Βαρβυλώ, σχετικά με τις τρεις εκδηλώσεις της ως Πατέρα, Μητέρα, Υιός)
β) Περί Γενέσεως Κόσμου ( δέκα πρώτες γραμμές του κειμένου που βρίσκεται και στον Κώδικα ΙΙ)
Η σημασία της ανακάλυψης των χειρογράφων αυτών έγκειται κυρίως στο ότι επιτρέπει την έρευνα του φαινομένου, ανεξάρτητα από τα έργα των εκκλησιαστικών συγγραφέων. Το καινούργιο και ογκώδες υλικό θα παρέχει πεδίο έρευνας για αρκετά χρόνια.
[1] Αγ. Ιουστίνου, Διάλογος προς Τρύφωνα, 41.2
[2] Αγ. Ιουστίνου, Β’ Απολογία, 3 & Τατιανού, Προς Έλληνας, 19.
[3] Μαρτυρολόγιον Ιουστίνου, 3.
[4] Εκδόσεις: Pr. Maran (περιλαμβάνεται στο PG 6), G. Krüger, Freiburg 41915.
[5] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1978, τ. Β’ σελ. 542.
[6] Αγ. Ιουστίνου, Διάλογος προς Τρύφωνα, 35.4-6.
[7] Αναφέρεται στην Επιστολή προς Φλωρίνον που διασώζεται τμηματικά στην Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσεβίου, Ε’ 20.5-7.
[8] Epistola 75 ad Theodoram,3. Επίσης αγ. Ειρηναίου, Έλεγχος.., V.33.4.
[9] Ad Valentinianos, 5.
[10] Historia Francorum, I.29.
[11] Ο W. C. Frend θεωρεί μοντανιστική την νοοτροπία της Εκκλησίας της Λυώνος (Martyrdom and persecution in the early church, p. 4 κ.ε.), αλλά εκτός από μια εισπήδηση δεν υπάρχουν άλλα σημεία που να στηρίζουν την άποψη.
[12] Rudolf Kopf, Ausgewählte Märtyrerakten, Tübingen 1913, 19-31.
[13] Βλ. σχ. Την εισαγωγή του Π. Χρήστου στο Τα Μαρτύρια των Αρχαίων Χριστιανών, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1978, σ.σ. 52-57.
[14] Historia Francorum, I.29.
[15] Κυριότερες εκδόσεις: R. Massuet, Paris 1710 (περιλαμβάνεται στο PG 7), W.W. Harvey, Cambridge 1857.
[16] Κατά αιρέσεων, VI.42.
[17] Ad Valentinianos, 5.
[18] P. Nautin, Hippolyte et Josipe, Paris 1947:
- La controverse sur l’ auteur de l’ Elenchos, Revue d’ Histoire Eccl. 47 (1952), 5-43
- Le dossier d’ Hippolyte et de Méliton, Paradosis 15, Paris 1953.
[19] Έκδοση Emmanuel Miller, Oxonii 1851.
[20] Μυριόβιβλος, 121: « Ταῦτας δέ φησιν ἐλέγχοις ὑποβληθῆναι ὁμιλοῦντος Εἰρηναίου, ὧν καί σύνοψιν ὁ Ἱππόλυτος ποιούμενος τόδε τό βιβλίον φησί συντεταχέναι».
[21] Σχόλια, Πράξις γ’.1: «Ἐγένοντο δέ ἐν τοῖς χρόνοις ἀπό τ[ς τοῦ Χριστοῦ γεννήσεως μέχρι τῆς βασιλείας Κωνσταντίνου, διδάσκαλοι καί πατέρες οἵδε˙ Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, Εἰρηναῖος, Ιουστίνος φιλόσοφος καί μάρτυς, Κλήμης καί Ἱππόλυτος ἐπίσκοποι Ῥώμης, Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, Μεθόδιος Πατάρων, Γρηγόριος ὁ Θαυματουργός, Πέτρος ὁ Ἀλεξανδρείας ἐπίσκοπος καί μάρτυς». (PG 86A,12313A)
[22] Οδηγός, κεφ. κγ’: «Ἱππολύτου ἐπισκόπου Ῥώμης ἐκ τοῦ περί ἀναστάσεως καί ἀφθαρσίας λόγου». (PG 89,301C)
[23] PG 10.467 : “Anastasius Romanae Ecclesiae apocrisarius , qui VII saecuIo floruit, in epistola ad Theodosium presbyterum Ganrensem, quam primum vulgavit Jacobus Sirmondus, perspicue scribit S. Hippolytum episcopum Portuensem fuisse;”
[24] Χρονικόν, XII.15: «Τοῦ Οὐρβανού τῆς ἐπισκοπῆς τῶν ‘Ρωμαίων πόλεως προεστῶτος καί Ἱππόλυτος ἦνθει, ἀνήρ ἱερώτατος καί σοφώτατος, ἐπίσκοπος τοῦ κατά Ῥώμην Πόρθου γενόμενος, ὅς καί πολλά συγράμματα συνεγράψατο, διάφορα τῆς θείας Γραφῆς ἐξηγησάμενος». (ed. M. Pinder ,CFHB, v.II 575.1-5)
[25] Εκκλησιαστική Ιστορία, Δ’.31.
[26] Ed. P Wendland, Griechischen Christlichen Schriftsteller der drei esten Jahrhunderte 26, Leipzig 1916 (ανατυπ. ΒΕΠ τ. 5-6).
[27] Κατά πασών των αιρέσεων έλεγχος, Βίβλος Α’ Προοίμιον 1.
[28] Ιερώνυμος, Contra Rufinum, II.22 & III.6.
[29] Επιφάνιος, Αγκυρωτός, Προοίμιον (GCS 25 (1915) 1, PG 43.12A).
[30] Ιερώνυμος, Epistola 51.3.
[31] Π .Χ το Σύνταγμα Αιρέσεων του Ιππολύτου και το ελληνικό κείμενο του Ελέγχου του Ειρηναίου.
[32] Ed. Karl Holl, GCS 25 (1915), 1-149 & PG 43.17-236.
[33] Karl Holl, Handschriftliche Überlieferung des Epiphanius, Texte und Untersuchungen 36.2 (1910).
[34] Γεννάδιου του ταπεινού επιστολή τη βασιλίσση περί του βιβλίου του Γεμιστού : « Καί οὗτος (ο Πλήθων) γάρ, πρίν τελειωθῆναι τᾦ λόγῳ καί τῇ παιδεύσει καί τᾖ τοῦ κρίνειν τα τοιαῦτα δυνάμει, μᾶλλον δέ καί πρίν σχεδόν αὐτῶν ἄψασθαι, τοσοῦτον ἥττητο τῶν ἑλληνικῶν δοξῶν, ὥστε ὀλίγα φροντίσαι μαθεῖν τόν πάτριον αὐτῷ χριστιανισμόν, εἰ μή ὅσον αὐτοῦ καί ιδιώταις δῆλόν ἐστιν. Οὐ γάρ ἕνεκα τοῦ κατά τήν φωνήν ἑλληνισμοῦ, ὡς Χριστιανοί πάντες τάς τῶν ἑλλήνων ἀνεγίνωσκεν καί εδιδάσκετο βίβλους ποιητῶν μέν πρῶτον, ἔπειτα δέ καί φιλοσόφων, άλλα τοῦ προστεθῆναι αύταῖς χάριν˙ διό καί προσέθετο, καί τοῦτ’ ἀκριβῶς ᾒδειμεν ἐκ πολλῶν τῶν γνωρισάντων καλῶς έν τῇ αὐτοῦ νεότητι. Οὕτω δέ προκαταληφθέντι πάνυ εἰκός ἐστι διά τήν ἔλλειψιν τῆς ἐκ Θεοῦ χάριτος καί ῥοπήν τινα αὐτῷ προσγενέσθαι ἀπό δαιμόνων, οἷς προσεστάθη, προς τό ἀμεταποιήτως προσκολληθῆναι τᾖ πλάνῃ, ὅ καί Ιουλιανῷ καί πολλοῖς ἄλλοις ἀποστάταις συνέβη. Τό δέ κεφάλαιον αὐτῷ τῆς ἀποστασίας Ἰουδαῖός τις ὕστερον ἐνειργάσατο, ὅ ἐφοίτησεν ὡς εἰδότι τά Αριστοτέλους έξηγεῖσθαι καλῶς. Ὅ δέ ἦν Ἀβερόῃ προσεσχηκώς καί τοῖς ἄλλοις ἐκ Περσῶν καί Ἀράβων ἐξηγηταῖς τῶν Ἀριστοτελικῶν βίβλων, ἅς Ιουδαῖοι προς τήν οἰκείαν γλῶτταν μετήγαγον, Μωσέως δε καί ὧν Ιουδαῖοι πιστεύουσιν ἤ θρησκεύουσι δι’αυτόν ἥκιστα ἧν φροντίζων. Ἐκείνος αὐτῷ καί τά τοῦ Ζωροάστρου καί τῶν ἄλλων ἐξέθετο. Ἐκείνῳ δή τῷ φαινομένῳ Ιουδαῖο, ἑλληνιστῇ δέ ἀκριβῶς, οὐ μόνον ὡς διδασκάλῳ πολύ συνών χρόνον, ἀλλά καί ὑπηρετῶν ἐν οἷς έδει καί ζωαρκούμενος υπ’ εκείνῳ˙ τῶν γάρ τά μάλιστα δυναμένων ἧν ἐν τῇ τῶν βαρβάρων αὐλᾖ˙ Ἐλισαῖος ὄνομα ἧν αὐτῷ˙ τοιοῦτος ἀπετελέσθη».
«Γιατί κι αυτός (ο Πλήθων), πριν τελειώσει τις σπουδές του στα γράμματα και στην ικανότητα να κρίνει αυτά, μάλλον πριν σχεδόν τις αρχίσει, τόσο πολύ νικήθηκε από τις εθνικές ειδωλολατρικές δοξασίες, ώστε σχεδόν καθόλου δεν φρόντισε να μάθει τον πάτριο Χριστιανισμό, παρά μόνο όσο είναι γνωστό και στους βλάκες. Διότι εξ αιτίας αυτού δεν φρόντισε να μάθει τα ελληνικά γράμματα, όπως και όλοι οι Χριστιανοί, αρχίζοντας από τους ποιητές και τους φιλοσόφους, αλλά για να τιμηθεί μέσω αυτών. Και αυτό το μάθαμε με ακρίβεια από αυτούς που τον γνώριζαν από την νεότητά του. Έτσι γέμισε προκαταλήψεις από την έλλειψη της Θείας χάριτος, και του ‘ρθε μια τάση δαιμονισμού, επειδή προσκολλήθηκε στην πλάνη αμετανόητα, όπως συνέβη και στον Ιουλιανό και σε πολλούς άλλους αποστάτες. Αλλά ο άνθρωπος που τον έσπρωξε αργότερα στην αποστασία ήταν κάποιος Ιουδαίος, στον οποίο εφοίτησε επειδή τάχα ήξερε να εξηγεί τον Αριστοτέλη καλά. Αυτός πίστευε τον Αβερόη και άλλους Πέρσες και Άραβες εξηγητές των βιβλίων του Αριστοτέλη, τα οποία οι Ιουδαίοι είχαν μεταφράσει στην γλώσσα τους, αλλά δεν ενδιαφέρονταν για τα βιβλία του Μωυσή και τα άλλα όσα πιστεύουν και θρησκεύουν οι Ιουδαίοι. Εκείνος σ’ αυτόν και τα δόγματα του Ζωροάστρη και των άλλων εξέθεσε. Εκείνο λοιπόν, που φαινόταν Ιουδαίος, αλλά στην πραγματικότητα ήταν ελληνιστής, δεν τον είχε μόνο για διδάσκαλο για πολύ καιρό, αλλά τον εξυπηρετούσε κιόλας σε όσα έπρεπε και τρέφονταν απ’ αυτόν, διότι μπορούσαν πολύ καλά να τα κάνουν αυτά στην αυλή των βαρβάρων. Το όνομά του ήταν Ελισαίος. Κατήντησε λοιπόν τοιούτος». (ed. L. Petit, X. Sideridès, M. Jugie, t.IV 151-2). Αν από αυτά συμπεράνουμε ότι ο νεοπαγανισμός έχει τις ρίζες του στον νεογνωστικισμό και δεν έλκει την καταγωγή του από την αρχαιότητα, δεν θα σφάλλουμε.
[35] Βλ. Σχετ. Κ. Σαθά, Νεοελληνική Φιλολογία, Αθήναι 1868, σ.σ. 45-48, 70—73, 67-70, αντίστοιχα.
[36] Πανάριον 51.22.9 (ed K. Holl, 285, ed. W. Dindorf, 483).
[37] Οι υπόλοιποι, όσοι περιλαμβάνονται στις εκδόσεις των Petavius & Oehler, και δεν περιέχουν τα αμφίβολα αποσπάσματα είναι οι:
V = Vaticanus 503 L = Laurentianus VI 12 b = Barberinus 441 s. XIV f. 43r-v.
G = Genuensis 4 J = Jenensis mscr. Bose 1.
U = Urbinas 17/18 v = Vaticanus 1196 s. XV f. 23r – 24v.
[38] PG 42.833-886.
[39] PG 42.773-778.
[40] Πρώτος σ’ αυτήν την κατεύθυνση κινήθηκε ο R. Reitzenstein.
[41] Ed. J. R. Harris, The Odes and Psalms of Solomon, Cambridge 1909, 21911.
[42] Institutiones divinae IV 12,3.
[43] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ. β’ σελ. 87.
[44] Β’ Κορ. 11.3.
[45] «Αλλ’επειδή εκάμαμεν λόγον περί μεν των αιρετικών και τους εχαρακτηρίσαμεν ωσάν νεκρούς, δι’ ημάς δε είπαμεν ότι έχομεν τας θείας Γραφάς προς σωτηρίαν, και επειδή φοβούμαι μήπως, όπως έγραψεν ο Παύλος προς Κορινθίους, μερικοί απ’ αυτούς που δεν γνωρίζουν, ένεκα της ειλικρίνειας και της αγνότητός των, παρασυρθούν από την πονηρίαν μερικών ανθρώπων, και έτσι αρχίσουν εις το μέλλον να αναγιγνώσκουν άλλα βιβλία, τα λεγόμενα απόκρυφα, επειδή θα εξαπατώνται από την ομωνυμίαν με τα αληθινά βιβλία, δια τούτο παρακαλώ να με ανεχθήτε, εάν σας γράφω και σας κάνω εγώ λόγον δια πράγματα που γνωρίζετε, διότι το κάνω και εξ ανάγκης, αλλά και διότι είναι χρήσιμον εις την Εκκλησίαν» (μετ. Βασίλειου Φανουργάκη, Μ. Αθανασίου Έργα, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1976, τ. 10 σελ. 339). Οι εορταστικές ήταν επιστολές, οι οποίες στέλνονταν από την Αλεξάνδρεια στις άλλες επισκοπές, ενημερώνοντας αυτές για τον εορτασμό του Πάσχα. Επί τη ευκαιρεία, ο Μ. Αθανάσιος ανέπτυσσε και θέματα σχετικά. Συνεπώς η 39 επιστολή αντιστοιχεί στο 39 έτος της πατριαρχείας του (επί συνόλου 47 ετών) δηλ. στο έτος 367 μ. Χ.
[46] Δευτ. 4.2.
[47] Ησα. 40.9.
[48] Ησα. 45.19.
[49] Α’ Τιμ. 6.20.
[50] «Και όμως αγαπητοί, ενώ εκείνα έχουν θεσπισθεί ως κανονικά, και αυτά ως αναγιγνωσκόμενα, πουθενά δεν γίνεται λόγος δια τα απόκρυφα. Αλλ’ αυτά είναι επινόησις των αιρετικών, οι οποίοι γράφουν μεν αυτά οπόταν θέλουν, τους χαρίζουν δε και τους προσθέτουν χρόνια, ώστε με το να τα εμφανίζουν ως παλαιά, έχουν δικαιολογία να εξαπατούν με αυτό τους απλοϊκούς. Είναι δε μεγάλη η σκληροκαρδία αυτών που κάνουν αυτό το πράγμα χωρίς να φοβούνται τον λόγο που έχει γραφεί˙ “Μην προσθέτετε τίποτε εις τον λόγον που σας προστάζω και ούτε να αφαιρέσετε κάτι απ’ αυτόν”. Ποιος έπεισε τους απλοϊκούς να πιστεύουν εις τα βιβλία του Ενώχ, αφού δεν υπήρχαν Γραφαί προ Μωυσέως; Πού στηρίζονται όταν λέγουν, ότι ο Ησαΐας έχει απόκρυφα βιβλία, αφού αυτός με παρρησία “κηρύσσει επάνω εις υψηλόν όρος” λέγοντας˙ “Δεν ωμίλησα εις τα κρυφά, ούτε εις σκοτεινόν μέρος της γης”; Πως ο Μωυσής έχει απόκρυφα βιβλία, ο οποίος όταν συνέγραψε το Δευτερονόμιον, “ορκίζεται εις τον ουρανόν και την γην”; Αλλ’ αυτό δεν ανήκει εις κανέναν άλλον παρά εις εκείνους που αισθάνονται γαργαλισμόν εις τ’ αυτιά των, και θεωρούν την ευσέβειαν μέσον υλικού κέρδους και είναι αρεστοί εις τα γυναικάρια. … Διότι μύθοι είναι πραγματικά τα απόκρυφα βιβλία και είναι μάταιον να δίδη κανείς προσοχήν εις αυτά, διότι είναι “βέβηλα και κούφια λόγια”. Διότι αυτά είναι αρχαί αναστατώσεων και σκοπός των είναι η ημισθαρνία των ανθρώπων, οι οποίοι δεν επιδιώκουν την οικοδομήν της Εκκλησίας, αλλά θέλουν αν τιμώνται απ’ αυτούς που εξηπάτησαν, ώστε να τους έχουν αυτούς ωσάν μεγάλους κήρυκας νεωτεριστικών λόγων. Λοιπόν, από τα τοιαύτα βιβλία πρέπει να παρετούμεθα, και αν ακόμη κανείς ευρίσκει εις αυτά κάτι χρήσιμον, όμως είναι καλύτερον να μην πιστεύη κανείς εις αυτά» (μετ. Βασίλειου Φανουργάκη, Μ. Αθανασίου Έργα, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1976, τ. 10 σελ. 343-5). Ο David Brake πιστεύει ότι η οδηγία του Μ. Αθανασίου αφορά τους Μελιτιανούς και την γραμματεία τους, Canon Formation and Social Conflict in Forth-century Egypt: Athanasius of Alexandria ‘s Thirty-Ninth Festal Letter, The Harvard Theoloical Review 87.4 (Oct. 1994) pp. 395-419. Την επιστολή συνδέει με τα κείμενα της βιβλιοθήκης του Χηνοβοσκίου ο Tito Orlandi, A Catechesis Against Apocryphal Texts by Shenute and the Gnostic Texts of Nag Hammadi, HTR 75 (1982) pp. 88-89.
[51] Nag Hammadi Codices, Fascimile edition, 11 volumes, Leiden.
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Η παρούσα εργασία σκοπό έχει να φέρει σε επαφή τον αναγνώστη με τον γνωστικισμό, τις γνωστικές σέκτες και τις διδασκαλίες του. Μέσα από αυτή την επαφή θα μπορέσει να γίνει κατανοητή η εκ των έσω πολεμική που ασκήθηκε στην Εκκλησία στα πρώτα χρόνια της ζωής της. Από την αντιπαράθεση με τις γνωστικές αιρέσεις, οι οποίες εμφανίστηκαν ήδη από την εποχή των αποστόλων, ο χριστιανισμός ξεκίνησε την διατύπωση του δόγματος. Παράλληλα, ελπίζουμε ο αναγνώστης, να αποκτήσει τα απαραίτητα εφόδια, για την αναγνώριση της ταυτότητας σύγχρονων απόψεων και ιδεών, που ως νέο-γνωστικές, έχουν τις ρίζες τους σ’ εκείνη την εποχή.
Για τους σκοπούς αυτούς η εργασία αποτελείται από έξι μέρη. Στο πρώτο μέρος ανιχνεύουμε τον χαρακτήρα και την ιστορική εξέλιξη του φαινομένου. Στο δεύτερο μέρος εξετάζουμε τις πηγές πληροφόρησης περί των γνωστικών. Αυτές είναι δύο ειδών τα έργα των σύγχρονων του γνωστικισμού εκκλησιαστικών συγγραφέων και τα ίδια τα γνωστικά κείμενα, τα οποία ήρθαν στο φως ύστερα από τις νεώτερες ανακαλύψεις. Στο τρίτο μέρος εξετάζονται οι κύριες γραμμές της διδασκαλίας των γνωστικών, κυρίως τα κοινά σημεία αυτών, ενώ οι επιμέρους διαφοροποιήσεις καταγράφονται στην εξέταση της διδασκαλίας ανά γνωστική σέκτα. Στο τέταρτο μέρος εξετάζονται οι αιρέσεις ομαδοποιμένες με βάση τα κοινά χαρακτηριστικά τους. Στο μέρος αυτό εξετάζονται τα πρώτα κινήματα μέχρι το τέλος της ύστερης αρχαιότητας.
Ενώ η έρευνα αρχικά σκόπευε να περιοριστεί στον αρχαίο γνωστικισμό, τελικά επεκτάθηκε για να εξετάσει την εξέλιξη του φαινομένου και κατά τον Μεσαίωνα. Έτσι στο πέμπτο μέρος εξετάζεται η εξέλιξη του γνωστικισμού κατά τον Μεσαίωνα στην Βυζαντινή αυτοκρατορία. Στο έκτο μέρος ξεκινά μια καινούργια ενότητα μέσα από την οποία μελετάται η ανάπτυξη του μεσαιωνικού γνωστικισμού στην Δύση. Παράλληλα με την μελέτη των αιρέσεων εξετάζονται και διάφορα προβλήματα της σύγχρονης έρευνας στο θέμα, όπως για παράδειγμα η επιβίωση των αιρέσεων κατά των πρώιμο Μεσαίωνα, η αιτία της αύξησης των αιρετικών κινημάτων στην μέση μεσαιωνική περίοδο και η συνέχεια της δυαρχίας από την ύστερη αρχαιότητα μέχρι την εμφάνιση των Καθαρών. Η έρευνα συνεχίζεται.
1.1 Χαρακτήρας του Γνωστικισμού
Ο Γνωστικισμός ήταν ένα παραθρησκευτικό φαινόμενο, το οποίο γεννήθηκε στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου, τόπο συνάντησης τριών πολιτισμών, του ιρανοπερσικού, του ελληνιστικού και του ιουδαϊκού. Αναπτύχθηκε παράλληλα με τον Χριστιανισμό και από εκεί επεκτάθηκε σε όλο των οικουμενικό ρωμαϊκό κόσμο, μερικά γνωστικά συστήματα δε, μετακόμισαν ανατολικότερα, μέχρι την Ινδία.
Ως γνωστικά χαρακτηρίζονται πλήθος παραθρησκευτικών συστημάτων, τα οποία αναπτύχθηκαν ανεξάρτητα, προέβαλαν ανομοιογενείς διδασκαλίες, κράτησαν, όμως δύο κοινά χαρακτηριστικά:
α) η θεώρηση του θείου και του κόσμου γινόταν μέσω ενός διαρχικού τρόπου, είτε αυτή η διαρχία παραδεχόταν δύο διακριτές θεϊκές αρχές (ύψιστο θεό και διαφορετικό δημιουργό) στα όρια ενός αυστηρά ιεραρχούμενου πνευματικού κόσμου, είτε διαφορετικές αρχές του αγαθού και του κακού (σε όσες περιπτώσεις το κακό δεν είναι μόνο η απομάκρυνση από τον Ένα), καθορίζοντας την αξιωματική διαφορετικότητα του πνευματικού και του υλικού[i].
β) η λύτρωση-σωτηρία ήταν αποτέλεσμα της απόκτησης και της παραδοχής της αποκαλυμμένης γνώσης. Μέσω αυτής ο μυημένος μάθαινε την θέση του μέσα στο ιεραρχημένο πνευματικό κόσμο και τον προορισμό του, την επιστροφή στην ουράνια πατρίδα.
Εδώ υπάρχει η εξής αντίφαση. Επιφανειακά οι γνωστικοί δείχνουν να μην εξαρτώνται άμεσα από τις τελετές και τις θεουργίες. Θα έπρεπε δηλαδή, η απλή διδασκαλία να είναι αρκετή, ώστε ν’ αποκτήσει ο μυημένος την απαιτούμενη γνώση. Στην πράξη, όμως, κάθε γνωστική σέκτα είχε τις δικές της τελετουργίες για την μεταβίβαση της γνώσης στους οπαδούς της. Η διδασκαλία ήταν το μέσο προσηλυτισμού.
Η αντίφαση μεταβιβάζεται και στα είδη των τελετών που ασκούνταν. Αυτή την φορά έχει να κάνει με τον τρόπο που θεωρούσαν οι γνωστικοί την ύλη ως την ουσία του κακού, διότι φυλακίζει τον ουράνιο σπινθήρα που βρίσκεται εντός του σώματος[ii]. Έτσι, ξεκινώντας με την προοπτική να απελευθερώσουν τον σπινθήρα αυτό από την φυλακή του σώματος, άλλοι εφάρμοζαν ακραίο ασκητικό βίο, ενώ άλλοι επιδίδονταν σε ακόρεστη ικανοποίηση κάθε υλικής-σωματικής επιθυμίας. Για την επίτευξη του ίδιου στόχου εφαρμόζονταν διαμετρικά αντίθετες μέθοδοι. Αυτό είναι ευεξήγητο αν ληφθεί υπόψη η έλλειψη ηθικού συστήματος στην διδασκαλία των γνωστικών[iii]. Ο Πλωτίνος ψέγει τους γνωστικούς για έλλειψη ηθικής διδασκαλίας και τους καταλογίζει ηδονισμό[iv].
Από τον λυτρωτικό χαρακτήρα της γνώσης, ονομάστηκαν τα εν λόγω συστήματα γνωστικά. Ανήκουν σε μια ιδιαίτερη κατηγορία. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να χαρακτηριστούν φιλοσοφικά ή θρησκευτικά, παρότι λαμβάνουν στοιχεία και από τις δυο κατηγορίες[v]. Η λήψη των όσων στοιχείων γίνεται με τρόπο αποσπασματικό και η επεξεργασία τους με εντελώς ιδιότυπο τρόπο, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η αρχική τους έννοια και η θέση τους μέσα στο σύστημα προέλευσης. Αποτέλεσμα ήταν η πολτοποίηση των στοιχείων αυτών, χωρίς να ενοχλεί η πρωταρχική αντίθεσή τους.
Για παράδειγμα, στην ελληνική φιλοσοφία σημείο εκκίνησης της φιλοσοφικής αναζήτησης ήταν η πεποίθηση, ότι η αλήθεια είναι προσιτή διανοητικά, είτε ως εμπειρικό εξαγόμενο μεθοδικά επεξεργασμένων αισθητικών δεδομένων, είτε ως εσωτερική παρακαταθήκη που έρχεται στη επιφάνεια μέσα από τη διαδικασία μάθησης και εκπαίδευσης διά της εφαρμογής συγκεκριμένων τεχνικών (μαιευτική, διαλεκτική κλπ). Για τον Έλληνα φιλόσοφο η έννοια της αποκάλυψης ως μοναδικού τρόπου γνώσης ήταν αδιανόητη. Για τους γνωστικούς, όμως, που δέχονταν αποσπασματικά και όχι συστηματικά τα φιλοσοφικά αιτήματα, η αποκάλυψη ήταν ο μόνος τρόπος γνώσης του πνευματικού κόσμου.
Αυτό όσο και αν φαίνεται παράξενο, ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για την σύσταση των γνωστικών σεκτών. Οι σέκτες ήταν προσωποπαγείς. Δημιουργούνταν μία συνάθροιση γύρω από το πρόσωπο του ιδρυτού, ο οποίος ενδύονταν αδιαμφισβήτητο κύρος, ως φορέας πνευματικού-λυτρωτικού μηνύματος. Για να παραμείνει η διδασκαλία του αρχηγού έξω από κάθε έλεγχο, όσο εξωφρενική και αν ήταν, παρουσιάζονταν ως αυτοφανέρωση ή αποκάλυψη, ως άνωθεν κατερχόμενη αυθεντία. Συνεπώς η θέση του αρχηγού της σέκτας δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί, εφόσον ήταν ο μόνος στον οποίο φανερώνονταν η αλήθεια, ο δε λόγος του ήταν ο μοναδικός εσωτερικός κανονισμός της. Έτσι όλα περιστρέφονταν γύρω από τον αρχηγό και τις επιθυμίες του. Ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες που παρουσιάζονταν ψευδοπροφήτες, αυτοί προέρχονταν από το στενό περιβάλλον του αρχηγού.
Εδώ, μπορούμε να εντοπίσουμε τον τρόπο πολλαπλασιασμού των γνωστικών συστημάτων, μέσω παραφυάδων. Σε κάποιες περιπτώσεις, κάποιος επίδοξος αρχηγός μπορούσε ν’ αποσχιστεί από την σέκτα, παρασύροντας ορισμένο αριθμό μελών, δημιουργώντας νέα συνάθροιση. Έτσι ο Μένανδρος ήταν μαθητής του Σίμωνος Μάγου, ο Σατορνείλος παρόμοια, μαθητής του Μενάνδρου και τα λοιπά[vi].
Κατόπιν των δύο παραπάνω παρατηρήσεων, μπορεί ν’ αντιληφθεί κανείς γιατί τα γνωστικά συστήματα δεν ήταν ούτε φιλοσοφικά, ούτε θρησκευτικά. Αν θέλει κάποιος να χρησιμοποιήσει σύγχρονη ορολογία, θα μπορούσε να πει ότι επρόκειτο για καταστροφικές λατρείες. Αυτό προκύπτει ειδικά από την έρευνα το πρακτικών που οι σέκτες εφάρμοζαν και κυρίως των τελετών τους.
Ας επιμείνουμε λίγο, πάνω σ’ αυτό. Λέχθηκε παραπάνω ότι τα γνωστικά συστήματα στερούνταν διατυπωμένης ή εφαρμοσμένης ηθικής. Αιτία γι’ αυτό δεν είναι η φιλοσοφική θεώρηση του κακού ως συνδεδεμένου με την ύλη, ουσιαστικοποιημένου σε αυτήν. Τα ελληνικά φιλοσοφικά συστήματα που είχαν παρόμοια θεώρηση της ύλης (πλατωνισμός) έθεσαν ηθικούς κανόνες, η ακολουθία ή η ανακολουθία των οποίων επηρέαζε τον κύκλο των μετενσαρκώσεων της ψυχής. Αν ο άνθρωπος ακολουθούσε τον δρόμο προς τον φωτισμό ζώντας με δικαιοσύνη και σωφροσύνη, θα ξέφευγε από τον κύκλο αυτό. Αν όχι θα παρέμενε εγκλωβισμένος, ακολουθώντας μια φθίνουσα πορεία προς ευτελέστερες υλικές μορφές[vii].
Στα γνωστικά συστήματα δεν έχουμε κάτι παρόμοιο. Ο δρόμος προς τον φωτισμό είναι μονόδρομος, με μόνη προϋπόθεση την αποδοχή της γνώσης που μόνο ο αρχηγός κατέχει και μεταδίδει στους οπαδούς του, μέσω τελετών ποικίλης ηθικής αποχρώσεως. Συνεπώς, ως χορηγός της λύτρωσης αναγνωρίζονταν ο αρχηγός, ενώ ο μυημένος με την αναγνώριση του αρχηγού και την αποδοχή της διδασκαλίας του, περιέρχονταν σε μια κατάσταση εκ της οποίας δεν ήταν δυνατόν να εκπέσει. Παράδειγμα αποτελεί οι πεποίθηση των οπαδών του Σίμωνα του Μάγου.
«οἱ δέ αὖθις μιμηταί τοῦ πλάνου και Σίμωνος μάγου γινόμενοι τα ὅμοια δρῶσιν, ἀλογίστως φάσκοντες δεῖν μίγνυσθαι, λέγοντες˙ πᾶσα γῆ γῆ, καί οὐ διαφέρει ποῦ τις σπείρει, πλήν ἵνα σπείρῃ,… οὐ γαρ μή κρατείσθαι αὐτούς ἔτι τινί νομιζομένῳ κακῷ, λελύτρωνται γαρ».[viii]
Με τέτοιου είδους αντιλήψεις, στις σέκτες που δεν ακολουθούσαν τον άμετρο ασκητισμό, λάμβαναν χώρα τελετές που διέστρεφαν εντελώς την χρήση της γενετήσιας ορμής[ix]. Σε κάποιες περιπτώσεις καταγράφηκαν τελετές κανιβαλισμού[x].
Ίσως οι κατηγορίες των εθνικών για «οιδιπόδειες μίξεις και θυέστεια δείπνα» να οφείλονταν στις πρακτικές των γνωστικών και να τις επιφορτίζονταν άδικα οι Χριστιανοί[xi]. Αν ισχύει κάτι τέτοιο, τότε η βλάβη, που προκαλούσαν οι σέκτες με χριστιανικό επίχρισμα, ήταν διπλή. Αφενός μεν πλανούσαν τους πιστούς με δήθεν κηρύγματα στο όνομα του Χριστού, αφετέρου διέσυραν το όνομα των Χριστιανών, στα μάτια των εχεφρόνων.
Την παραπλάνηση των μελών της Εκκλησίας στιγμάτισαν και πολέμησαν οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, όπως ο άγιος Ειρηναίος Λυώνος:
«Ἡ γάρ πλάνη καθ’ αὑτήν μέν οὐκ ἐπιδείκνυται, ἵνα μή γυμνωθεῖσα γένηται κατάφωρος˙ πιθανῶ δέ περιβλήματι πανούργως κοσμουμένη, και αὐτῆς τῆς ἀληθείας ἀληθεστέραν ἑαυτήν παρέχειν φαίνεσθαι διά τῆς ἐξωθεν φαντασίας τοῖς απειροτέροις˙ καθώς ὑπό τοῦ κρείττονος ἡμῶν εἴρηται ἐπί τῶν τοιούτων, ὅτι λίθον τόν τίμιον σμάραγδον ὄντα, καί πολυτίμητόν τισιν, ὕαλος ἐνυβρίζει διά τέχνης παρομοιουμένη, ὁπόταν μή παρῇ ὁ σθένων δοκιμάσαι, και τέχνῃ διελέγξαι την πανούργως γενομένην˙ ὅταν δέ ἐπιμιγῇ ὁ χαλκός εἰς τόν ἄργυρον, τις εὐκόλως δυνήσεται τοῦτον ἀκεραίως δοκιμάσαι;»[xii]
Μια εργασία, η οποία θα κατέγραφε την επιρροή και την αλλοίωση της προσωπικότητας των μελών των γνωστικών σεκτών, θα βοηθούσε να φανεί καλύτερα η πραγματική φύση αυτών των συστημάτων. Γνωρίζουμε από τα έργα των εκκλησιαστικών συγγραφέων, ότι η είσοδος των νέων μελών συνεπάγονταν την ολοκληρωτική υλική υπαγωγή τους στην ομάδα. Ο άγιος Ειρηναίος σχολιάζοντας με σκωπτικό τρόπο την μυθολογική διδασκαλία της σχολής του Ουαλεντίνου για την Σοφία-Αχεμώθ γράφει:
«Τίς γάρ οὐκ ἄν ἐκδαπανήσειε πάντα τα ὐπάρχοντα αὐτοῦ, ἵνα μάθῃ, ὅτι ἀπό τῶν δακρύων τῆς Ἐνθυμήσεως τοῦ πεπονθότος Αἰῶνος, θάλασσαι καί πηγαί, και ποταμοί, καί πᾶσα ἔνυδρος οὐσία την γένεσιν εἴληφεν, ἐκ δέ τοῦ γέλωτος αὐτῆς το φῶς, καί έκ τῆς ἐκπλήξεως, καί τῆς ἀμηχανίας τα σωματικά τοῦ κόσμου στοιχεία;»[xiii]
Από το παραπάνω παράθεμα πληροφορούμαστε ότι οι νεοεισερχόμενοι προσέφεραν τις περιουσίες τους κατά την είσοδό τους στην σέκτα, πληρώνοντας έτσι αδρά την απόκτηση της γνώσης που θα τους εξασφάλιζε την πολυπόθητη λύτρωση. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο, το γεγονός ότι οι γνωστικοί δραστηριοποιούνταν στις μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας, ούτε ότι πρωταρχικοί στόχοι για προσηλυτισμό ήταν οι εύπιστες κυρίες της αριστοκρατίας. Ακόμη και οι ομάδες που εφάρμοζαν ακραίο ασκητισμό, μακριά από πόλεις, χρειάζονταν την στρατολόγηση νέων μελών, εφόσον στους κόλπους τους δεν επιτρέπονταν η τεκνογονία, και κινδύνευαν με αποδεκατισμό.
Από το παραπάνω γίνεται κατανοητό, γιατί οι αρχηγοί των ομάδων ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν, ώστε ν’ αποκτήσουν γνώσεις ή ικανότητες, δια των οποίων θα καθιστούσαν την διδασκαλία τους περισσότερο ελκυστική. Έτσι εξηγείται και η υστερόβουλη προσέλευση του Σίμωνα Μάγου στον Χριστιανισμό[xiv]. Επίσης, ο άκριτος δανεισμός στοιχείων από κάθε πεδίο του επιστητού του αρχαίου κόσμου δεν είναι άσχετος. Η επιστράτευση του Ομήρου και της αρχαίας ελληνικής ποίησης, του Πλατωνισμού σε μεγαλύτερο βαθμό και του Πυθαγορισμού και Στωικισμού σε μικρότερο, Ορφισμός, Ερμητισμός, Μιθραϊσμός, η ανάμιξη της αστρολογίας και της αριθμολογίας με τα μαθηματικά, η χρήση ιστορικών και μυθολογικών προσωπικοτήτων, η απόρριψη της Παλαιάς Διαθήκης και ταυτόχρονα η προβολή προσώπων, τα οποία αυτή ιστορεί, ο συνδυασμός ανατολικού μυστικισμού και δυτικής φυσιολατρείας και τέλος το χριστιανικό επίχρισμα, όλη αυτή η Βαβυλωνία των ιδεών συγκεντρωμένη σε μια διδασκαλία, δεν μπορεί να εξηγηθεί αλλιώς . Το ζητούμενο ήταν η γνωστική διδασκαλία ν’ απευθύνεται σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους, υποψήφια θύματα του προσηλυτισμού. Έπρεπε να είναι ελκυστική και να ικανοποιεί τα ενδιαφέροντα κάθε πνευματικής στάθμης. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο άγιος Ιππόλυτος για τον τρόπο που έλκυε τους μαθητές του ο γνωστικός Ιουστίνος:
«οὗτος ἐπί τα ἐθνῶν τερατολογούμενα και διδασκόμενα ἀναγαγεῖν πειρᾶται τους ἀκροωμένους, αὐτολεξεί τά παρ’ Ἕλλησι μυθευόμενα διηγούμενος, οὔτε πρότερον διδάξας οὔτε παραδούς το τέλειον αὐτοῦ μυστήριον, ἐι μή ὅρκῳ δήσῃ τόν πλανώμενον. ἔπειτα τους μύθους παρατίθησι ψυχαγωγίας χάριν, ὅπως οἱ ἐντυγχάνοντες τῇ τῶν βίβλων ἀναρίθμῳ φλυαρίᾳ παραμύθιον ἔχωσι τα μυθευόμενα - ὅν τρόπον ἔι τις ὁδόν μακράν βαδίζων, παρατυχών καταλύματι αναπαύεσθαι δοκεῖ - καί οὕτως πάλιν ἐπί την τῶν ἀναγνωσμάτων τραπέντες πολυμάθειαν μή μισήσωσιν, ἕως ἐπί το υπ’ αὐτοῦ τεχναζόμενον ἀνόμημα διά πλειόνων ἐξηχηθέντες ὅρμήσωσι τετυφωμένοι˙ οὕς φρικτοῖς καταδήσας πρότερον ὅρκοις μήτε ἐξειπείν μήτε ἀποστῆναι ὅμολογεῖν ἀναγκάσας, οὕτω παραδίδωσι τα ὑπ’ αὐτοῦ ἐφευρημένα μετά ἀσεβείας μυστήρια, πῇ μέν, καθά προείπομεν, μύθοις Ἑλληνικοῖς χρησάμενος, πῇ δέ παραπεποιημένοις βιβλίοις κατά τι παρεμφαίνουσι ταῖς προειρημέναις αιρέσεσιν».[xv]
Έπρεπε επίσης να μπορεί να καμουφλάρεται και ν’ αλλάζει χρωματισμό αναλόγως του περιβάλλοντος, ώστε να διαλανθάνει της προσοχής των πολιτικών και εκκλησιαστικών αρχών. Δικαίως, λοιπόν, ο άγιος Ειρηναίος γράφει:
«καί διά τῆς πανούργως συγκεκροτημένης πιθανότητος παράγουσι τόν νοῦν τῶν απειροτέρων, καί αἰχμαλωτίζουσιν αὐτούς, ῥαδιουργοῦντες τα λόγια Κυρίου, ἐξηγηταί κακοί τῶν καλῶς εἰρημένων γινόμενοι».[xvi]
Εκτός από την πολύπλοκη και αντιφατική διδασκαλία, οι αρχηγοί των σεκτών μετέρχονταν ταχυδακτυλουργιών προς εντυπωσιασμό. Και πάλι για τον Σίμωνα Μάγο αναφέρεται ότι «προσεῖχον δέ αὐτῷ διά τό ἱκανῷ χρόνῳ ταῖς μαγείαις ἐξεστακέναι αὐτούς» [xvii]. Περισσότερες μυθικές διηγήσεις για την δράση του αναφέρονται στις Πράξεις Πέτρου και στα Κλημέντεια[xviii].
Από όσα εκτέθηκαν παραπάνω γίνεται αντιληπτό, ότι ο γνωστικισμός δεν μπορεί να νοηθεί ως φιλοσοφικό ή θρησκευτικό σύστημα, αλλά ως σύνολο ομοειδών καταστροφικών λατρειών, των οποίων οι διδαχές είχαν έντονο συγκρητιστικό και μυθολογικό χαρακτήρα.
1.2 Ιστορία του Γνωστικισμού
Η συγγραφή της ιστορίας του Γνωστικισμού είναι ένα από τα δυσκολότερα αιτήματα της θρησκειολογίας. Ο λόγος είναι ότι οι ίδιοι οι Γνωστικοί δεν ενδιαφέρθηκαν ν’ αφήσουν κάποια καταγραφή της ιστορικής πορείας τους, όπως συνέβη για παράδειγμα με τον Χριστιανισμό και την συγγραφή πολλών εκκλησιαστικών ιστοριών από ανθρώπους που έζησαν κοντά στα γεγονότα. Οι γνωστικοί δεν ενδιαφέρονταν για την ιστορία του κόσμου πέρα από το κομμάτι αυτής που είχε σχέση με την Λύτρωση. Από την άλλη πλευρά, η θεώρηση του γνωστικισμού, ως ενιαίου πνευματικού κινήματος, από την σύγχρονη έρευνα, δεν συνεπάγεται ότι και οι ίδιοι οι γνωστικοί είχαν τέτοιου είδους αυτοσυνειδησία. Το αντίθετο είναι και το πιθανότερο, αν λάβει κανείς την χαλαρή σύνδεση των ομάδων μεταξύ τους, που πολλές φορές κατέληγε σε ανταγωνιστικότητα. Συνεπώς, η ιστορία του γνωστικισμού δεν μπορεί να είναι κάτι παραπάνω από την διερεύνηση της πορείας των αυτόνομων ομάδων.
Οι χριστιανικές πηγές ακολουθούν αυτόν τον σχεδιασμό. Εξετάζοντας την διδασκαλία της κάθε ομάδας χωριστά, παρέχουν έτσι τις όποιες πληροφορίες μπορούν να φανούν χρήσιμες στην σύνθεση της ιστορίας τους. Από τα γνωστικά κείμενα, όσα υπήρχαν από παλιά στην διάθεση της έρευνας, δεν μπόρεσαν να προσφέρουν κάτι περισσότερο, για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω. Μετά την ανακάλυψη της «βιβλιοθήκης» του Χηνοβοσκίου (Nag Hammadi), οι ελπίδες για θετικότερες πληροφορίες αναζωπυρώθηκαν. Μέχρι στιγμής, όμως, το μόνο υλικό που υπάρχει διαθέσιμο είναι οι κριτικές εκδόσεις των κειμένων, και αγγλικές τους μεταφράσεις. Αναγκαστικά, η εργασία της ιστορικο-φιλολογικής ανάλυσης των κειμένων αυτών απαιτεί αρκετά χρόνια έως ότου ολοκληρωθεί, χωρίς αυτό να προεξοφλεί οτιδήποτε.
Παρ’ όλα αυτά η σύγχρονη επιστήμη της θρησκειολογίας δείχνει εμπιστοσύνη στον εαυτό της και ξεπερνώντας τα κωλύματα, που προκύπτουν από την ανυπαρξία των απαιτούμενων στοιχείων, προχωρά στην σύνθεση της ιστορίας του γνωστικισμού, ακολουθώντας ενδείξεις, στην καλύτερη περίπτωση (θα δούμε παρακάτω πως). Οι θεωρίες που διατυπώνονται αφήνουν για τις μελλοντικές γενιές να βρουν τους χαμένους κρίκους, τα απαραίτητα στοιχεία. Τα στοιχεία, που θα έπρεπε να την θεμελιώσουν, αναζητούνται για να την τεκμηριώσουν. Και μέμφονται γι’ αυτό τους αγίους της Εκκλησίας, θεωρώντας ότι με την πολεμική τους, απέκλεισαν την περαιτέρω μελέτη του θέματος, παραβλέποντας δύο πολύ βασικά σημεία. Πρώτον, ότι μέσα από τα έργα των αγίων αυτών (Ειρηναίος Λυώνος, Ιππόλυτος Ρώμης, Επιφάνειος Σαλαμίνος και πολλοί άλλοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς) γίνεται γνωστή σήμερα η ύπαρξη του γνωστικισμού. Δεύτερον, ότι μέσα από την μελέτη των γνωστικών κειμένων, επιβεβαιώνονται τα όσα οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς έγραψαν, δείχνοντας ότι αυτοί είχαν ορθή γνώση των θεμάτων και των διδασκαλιών των γνωστικών ομάδων και ελέγχονται έτσι οι πληροφορίες που διασώζονται μέσα από τα έργα τους, ως ακριβείς. Από όσα ειπώθηκαν μέχρι στιγμής, γίνεται φανερό ότι η ιστορία του γνωστικισμού, όπως διατυπώνεται σήμερα, δεν είναι τίποτα παραπάνω από υποθέσεις[xix].
Το ενδιαφέρον της έρευνας για τον γνωστικισμό αναβίωσε (αν δεν γεννήθηκε) το τελευταίο τέταρτο του ΙΘ’ αι. Το αν η ανανέωση του ενδιαφέροντος σχετίζεται με την έξοδο των νεο-γνωστικών ομάδων από την αφάνεια και την δημοσίευση-διάδοση της διδασκαλίας τους την ίδια εποχή, θα το εξετάσουμε σε άλλο σημείο, καθώς και το αν η επανεμφάνισή τους επέδρασε στην διαμόρφωση των κατευθύνσεων της σύγχρονης έρευνας.
Την εποχή εκείνη, στην οποία κυρίαρχη θέση κατέχει το έργο του Ad. Von Harnack, ο γνωστικισμός εξετάζονταν ως τμήμα της εκκλησιαστικής ιστορίας. Αυτή η γραμμή ήταν σύμφωνη και με το έργο των εκκλησιαστικών συγγραφέων που αντιμετώπισαν τον γνωστικισμό, ως χριστιανική αίρεση. Στο έργο του von Harnack, ο γνωστικισμός κατέχει την θέση ενός ενδιάμεσου σταδίου, στην πορεία της εξελληνίσεως του Χριστιανισμού[xx]. Αργότερα, όσοι κινήθηκαν στο ίδιο πνεύμα, της εντός του Χριστιανισμού εξετάσεως του γνωστικισμού, κατέληξαν στην δι’ αυτού εξανατολίσεως του πρώτου.
Από τις αρχές του εικοστού αιώνα, προτεσταντική «Religiongeschichte Schule» άλλαξε τα δεδομένα στην θεώρηση του γνωστικισμού. Καταμετρώντας τα μη χριστιανικά δάνεια στις διδασκαλίες των γνωστικών ομάδων, θεώρησε αυτές προγενέστερες του Χριστιανισμού. Αναγνωρίζοντας περσικές, ελληνικές, ιουδαϊκές ρίζες στον γνωστικισμό[xxi], ήταν αρχικά θέμα του κάθε ερευνητή να επιλέξει οπτική, και ανάλογα στο που θα δώσει βαρύτητα, να μιλά
α. είτε για βαβυλωνοπερσικές αντιλήψεις που εξαπλώθηκαν προς δυσμάς,
β. είτε για κατασκευάσματα των Ανατολιτών κατ’ επίδραση της ελληνικής σκέψης,
γ. είτε για ιουδαϊκή προέλευση αυτού.
Η πρώτη ερμηνεία εγκαταλείφθηκε ήδη, διότι η παρατηρούμενη δυαρχία των συστημάτων αυτών (παρσισμού, γνωστικισμού) εμφανίζει θεμελιώδεις διαφορές. Στον Παρσιμό ο θεός είναι ενδοκόσμιος, η δυαρχία πραγματική, και η προοπτική αισιόδοξη, ενώ στον γνωστικισμό ο θεός είναι υπερκόσμιος, η δυαρχία υστερογενής και η προοπτική απαισιόδοξη.
Η ανακάλυψη των Χειρογράφων της Νεκράς Θάλασσας, έδωσε ελπίδες στην προσπάθεια στήριξης της ιουδαϊκής προέλευσης του γνωστικισμού, τις οποίες δεν μπόρεσε στην συνέχεια να επιβεβαιώσει. Τα εσχατολογικά κηρύγματα της κουμρανικής κοινότητας δεν είναι δυνατόν να μεταλλάχθηκαν στο πεσιμιστικό γνωστικό σύστημα μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, απλά διότι έχουμε αποδείξεις της παρουσίας των γνωστικών ομάδων προγενέστερες. Από την άλλη, όσοι θέλουν να βλέπουν στις κοινότητες των Εσσαίων και των Μανδαίων, τους πρόδρομους των γνωστικών παραβλέπουν κάποια γεγονότα.
Στην περίπτωση των Εσσαίων σημαντικό ρόλο στον καθορισμό της ζωής της κοινότητας παίζει η αυστηρή τήρηση του Νόμου, και όχι ο λυτρωτικός ρόλος της γνώσης. Οι υποσχέσεις για την διαφύλαξη των μυστικών διδασκαλιών της ομάδας, παρά τον σαφή πυθαγόρειο χαρακτήρα, δεν είναι από μόνο του ικανό να ταυτίσει τα δύο συστήματα. Η κοινή προέλευση αυτού του χαρακτηριστικού δεν συνεπάγεται ούτε καν παράλληλη πορεία ανάπτυξης, εφόσον οι κατευθύνσεις είναι τόσο διαφορετικές.
Στην περίπτωση των Μανδαίων, οφείλουμε να έχουμε κατά νου ότι υπάρχει ένα terminus post quem, το οποίο οι ίδιοι θέτουν στην ιστορία τους. Και αυτό είναι η πεποίθησή τους ότι κατάγονται από τους μαθητές του αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή. Η πρώτη όμως ιστορική αναφορά στην ύπαρξή τους εντοπίζεται προς το τέλος του Β’ αι. μ.Χ. Συνεπώς, όσο και αν προσπαθήσει κάποιος να τανύσει την ιστορική τους ύπαρξη, δεν είναι δυνατόν να βρει ρίζες προγενέστερες του Χριστιανισμού.
Άρα η ύπαρξη γνωστικίζοντων ρευμάτων στον προ Χριστού Ιουδαϊσμό, δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια παρερμηνεία των ελληνιστικών επιρροών που δέχθηκε ο τελευταίος.
Η δεύτερη περίπτωση είναι αυτή που καταφέρνει να επιβιώσει μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με αυτή την άποψη τα γνωστικά συστήματα είναι κατασκευάσματα των Ανατολιτών, τα οποία συνέθεσαν αυτοί υπό την επίδραση της ελληνικής σκέψης.
Ως θεωρητικό υπόστρωμα αναγνωρίζεται υπό αυτής της θεωρίας, η πλατωνική φιλοσοφία, κατά την οποία η επιστήμη συνίσταται στην γνώση των ιδεών, όπως αυτή αποκαλύπτεται στον ανθρώπινο λόγο, όταν είναι καθαρός και απαλλαγμένος της απάτης των αισθήσεων. Το δε ζητούμενο των γνωστικών ήταν η γνώση μιας υπερκόσμιας πραγματικότητας και για να φτάσουν σε αυτή στηρίζονταν στην συγκρότηση ενός υπερκόσμιου συστήματος. Στο πλατωνικό υπόστρωμα προστέθηκαν στοιχεία ορφισμού και στη συνέχεια πυθαγορισμού. Στον τελευταίο υποτίθεται ότι οφείλεται η διάρθρωση των κλειστών ομάδων[xxii].
Ήδη σε αυτά που ειπώθηκαν μέχρι στιγμής έχουν εκφραστεί αντιρρήσεις. Αυτές εξετάζουν την εννοιολογική διαφορά της γνώσης των πλατωνικών και των γνωστικών. Για τους γνωστικούς η γνώση αποκτά θρησκευτική και υπερφυσική σημασία, δεν εκφράζει την διεργασία που ακολουθείται για την απόκτησή της, ενώ το αντικείμενο αυτής κινείται έξω από την σφαίρα του επιστητού. Για τους γνωστικούς η γνώση δεν είναι τίποτα παραπάνω από τυφλή και άγονη πίστη[xxiii].
Εδώ πρέπει να τονιστεί η διαφορά μεταξύ του τρόπου που βλέπει ο Χριστιανισμός την πίστη, με τον γνωστικό. Γράφει ο Κλήμης Αλεξανδρεύς:
«Ἀλλ’ ἡ μέν τῶν οἰησισόφων, εἴτε αἱρέσεις εἶεν βάρβαροι εἴτε οἱ παρ’ Ἕλλησι φιλόσοφοι, “γνῶσις” φησιοῖ κατά τόν ἀπόστολον˙ πίστις δε ἡ γνῶσις ἥτις ἄν εἴη έπιστημονική ἀπόδειξις τῶν κατά την ἀληθῆ φιλοσοφίαν παραδιδομένων. Φήσαιμεν δ’ ἄν αὐτήν λόγον εῑναι τοῖς αμφισβητουμένοις ἐκ τῶν ομολογουμένων ἐκπορίζοντα τήν πίστιν. Πίστεως δ’ ὄυσης διττῆς, τῆς μέν ἐπιστημονικῆς, τῆς δέ δοξαστικῆς, οὐδέν κωλύει ἀπόδειξιν ὀνομάζειν διττήν, τήν μέν ἐπιστημονικήν, τήν δέ δοξαστικήν, ἐπεί καί ἡ γνῶσις και ἡ πρόγνωσις διττή λέγεται, ἥ μέν ἀπηκριβωμένην ἔχουσα την ἑαυτῆς φύσιν, ἥ δέ ἐλλιπῆ. Καί μή τι ἡ παρ’ ἡμῖν ἀπόδειξης μόνη ἄν εἴη ἀληθής, ἄτε ἐκ θείων χορηγουμένη γραφῶν, τῶν ἱερῶν γραμμάτων καί τῆς θεοδιδάκτου σοφίας κατά τόν ἀπόστολον. Μάθησις γοῦν καί τό πείθεσθαι ταῖς ἐντολαῖς, ὅ ἐστι πιστεύειν τῷ Θεῷ».[xxiv]
Στο παραπάνω χωρίο ο Κλήμης Αλεξανδρεύς καθόρισε, εκτός των άλλων, και τη σχέση πίστης και γνώσης. Και πάλι παρακάτω:
«πίστις δέ ἰσχύς εἰς σωτηρίαν καί δύναμις εἰς ζωήν αἰώνιον» [xxv]
Από τα παραπάνω γίνεται εμφανής η διάκριση πίστης του Χριστιανισμού και πίστης-γνώσης του γνωστικισμού. Η δεύτερη ούτε ως έχουσα διπλή φύση (επιστημονική-δοξαστική) μπορεί να εκληφθεί, εφόσον δεν είναι προϊόν μάθησης ή τήρησης των εντολών, ούτε σε αγώνα προτρέπει, αλλά μάλλον αποτρέπει. Ο γνωστικός, αφ’ ής στιγμής λάβει την «γνώση» θεωρείται ότι έχει εξασφαλίσει την λύτρωση, θεωρείται σεσωσμένος.
Στον πλατωνισμό, όμως, η γνώση είναι αποτέλεσμα ενδοσκόπησης του νου. Ο Πλωτίνος το περιγράφει με τέτοιο τρόπο, ώστε να αντιδιαστέλλεται η πλατωνική άποψη με την γνωστική, στο έργο του «Ὅτι οὐκ ἔξω τοῦ νοῦ τά νοητά καί περί τἀγαθοῦ»:
«Ἀλλ’ εἴπερ καί γνῶσιν δεῖ καί ἀλήθειαν εἰσάγειν καί τά ὄντα τηρεῖν καί γνῶσιν τοῦ τί ἕκαστον ἐστιν, ἀλλά μή τοῦ ποῖόν τι ἕκαστον, ἄτε εἴδωλον αὐτοῦ καί ἴχνος ἴσχοντας, ἀλλά μή αύτά ἔχοντας καί συνόντας καί συγκραθέντας αὐτοῖς, τῷ ἀληθινῷ νῷ δοτέον τἀ πάντα. Οὺτω γάρ ἄν καί είδείη, καί ἀληθινῶς είδείη, καί οὐδ’ ἄν ἐπιλάθοιτο οὐδ’ ἄν περιέλθοι ζητῶν, καί ἡ αλήθεια ἐν αὐτῷ καί ἕδρα ἔσται τοῖς οὖσι καί ζήσεται καί νοήσει. Ἅ δή πάντα περί τήν μακαριωτάτην φύσιν δεῖ ὑπάρχειν˙ ἤ ποῦ τό τίμιον καί σεμνόν ἔσται; Καί γάρ αὖ οὐτως οὐδ’ ἀποδείξεως δεῖ οὐδέ πίστεως, ὅτι οὕτως – αὐτός γάρ οὕτως καί ἐναργής αὐτός αὑτῷ - καί εἴ τι πρό αὐτοῦ, ὅτι ἐξ αὐτοῦ, καί εἴ τι μετ’ εκείνο, ὅτι αυτός – καί οὐδείς πιστότερος αὐτῷ περί αὐτοῦ - καί ὅτι ἐκεῖ τοῦτο καί ὄντως. Ὥστε καί ἡ όντως ἀλήθεια οὐ συμφωνοῦσα ἄλλῳ ἀλλ’ ἑαυτῇ, καί οὐδέν παρ’ αὑτήν, ἄλλο λέγει <ἀλλ’ ὅ λέγει>, καί ἔστι, καί ὅ ἐστι, τοῦτο καί λέγει».[xxvi]
Εδώ ο υποκειμενισμός του νου που δεν αναγνωρίζει κάτι άλλο έξω από τον εαυτό του γίνεται για τους πλατωνικούς το απόλυτο όργανο γνώσης. Για τους γνωστικούς η γνώση-πίστη έρχεται μέσω της αποκάλυψης.
Η δεύτερη ένσταση επ’ αυτής της θεωρίας βρίσκεται στο σημείο εισαγωγής στοιχείων ορφισμού και πυθαγορισμού. Όπως διατυπώνεται η εισαγωγή τους φαίνεται να είναι μεταγενέστερη. Έτσι όμως παραβλέπει την ύπαρξη των στοιχείων αυτών, ως επιδράσεων ήδη επί του πλατωνισμού.[xxvii]
Επίσης, τα κείμενα του Πλωτίνου κατά των γνωστικών περιγράφουν τόσο μεγάλες τις διαφορές με την ελληνική φιλοσοφία, ώστε να μην μπορεί αυτή να θεωρηθεί ως το υπόστρωμα του γνωστικισμού. Μάλλον είναι προτιμότερο να μιλά κανείς για δάνεια εξ αυτής. Τα κείμενα του Πλωτίνου είναι α) Προς Γνωστικούς (Εννεάδες, ΙΙ.9) β) Περί φύσεως και θεωρίας και του Ενός (Εννεάδες ΙΙΙ.8) γ) Ότι ουκ έξω του νου τα νοητά και περί ταγαθού (Εννεάδες V.5) δ) Περί του νοητού κάλλους (Εννεάδες V.8). Η σειρά αυτή εξαρτάται από την αρίθμηση των έργων από τον Πορφύριο. Η σειρά με την οποία γράφηκαν είναι η εξής α) ΙΙΙ.8 β) V.8 γ) V.5 και δ) ΙΙ.9[xxviii].
Οι υπερασπιστές της άποψης που θέλει ως βάση του γνωστικισμού την ελληνική φιλοσοφία, επιμένουν ότι οι διαφορές είναι ευεξήγητες, αν λάβει κάποιος υπόψη του τον πλουραλισμό της ελληνικής σκέψης. Και θα είχαν, ίσως, δίκιο, αν οι ίδιοι τους δεν είχαν μιλήσει πολύ συγκεκριμένα, για στοιχεία πλατωνισμού, ορφισμού, πυθαγορισμού. Και ποιος θα μπορούσε να είναι πιο ειδήμων από τον Πλωτίνο για να κρίνει την συνέπεια των γνωστικών διδασκαλιών προς τα τρία παραπάνω φιλοσοφικά συστήματα; Εκτός και αν κάποιοι σήμερα νομίζουν ότι καταλαβαίνουν καλύτερα την ελληνική φιλοσοφία από τους ίδιους τους Έλληνες φιλόσοφους (μια τέτοια αυτοπεποίθηση, βέβαια, δεν θα ήταν περίεργη αν προέρχονταν από τους χώρους της φράγκικης κουλτούρας).
Η περιφορά των ανηρτημένων εικόνων του Πλάτωνα, του Αριστοτέλους, του Πυθαγόρα, μαρτυρεί για το πλήθος των ελληνικών δανείων, αλλά δεν προεξοφλεί την πρωταρχική σημασία αυτών, ειδικά αν συνδυαστεί με την ασυνέπεια των γνωστικών. Και πάλι ο Πλωτίνος θα ξεκαθαρίσει το ζήτημα:
«Οἷς θέλουσι διαφωνεῖν φθόνος οὐδείς λεγόντων, οὐδ’ ἐν τῷ τους Ἕλληνας διασύρειν και ὐβρίζειν τά αὐτῶν ἐν συστάσει παρά τοῖς ἀκούουσι ποιεῖν, ἀλλ’ αὐτά παρ’ αὐτῶν δεικνύναι ὀρθῶς ἔχοντα, ὄσα ἴδια αὐτοῖς ἔδοξε παρά τήν ἐκείνων δόξαν λέγειν, εὐμενῶς καί φιλοσόφως αὐτάς τάς δόξας τιθέντας αὐτῶν καί οἷς ἐναντιοῦνται δικαίως, προς τό ἀληθές βλέποντεας, οὐ τήν εὐδοκίμησιν θηρωμένους ἐκ τοῦ [πρός] ἄνδρας κεκριμένους ἐκ παλαιοῦ οὐ παρά φαύλων ἀνδρών ἀγαθούς εἶναι ψέγειν, λέγοντας ἑαυτούς ἐκείνων ἀμείνους εἶναι».[xxix]
ανατρέποντας με αυτά τα λόγια την αξία της ανάρτησης των εικόνων, η οποία στο κάτω-κάτω μαρτυρείται ως συνήθεια μόνο των οπαδών του Καρποκράτη[xxx].
Κατά την παρουσιαζόμενη θεωρία, δεύτερο στρώμα αποτελούν οι ανατολικές θρησκευτικές δοξασίες, μιθραϊσμός και βαβυλωνιακής προέλευσης αστρολογία, περσική αγγελολογία, φρυγική και αιγυπτιακή μυθολογία. Στα υπέρ αυτού του σταδίου εξέλιξης του γνωστικισμού είναι η εκπροσώπηση των ερμητικών κειμένων στην βιβλιοθήκη του Χηνοβοσκίου. Το καταγεγραμμένο σε αυτά κήρυγμα είναι οι αποκαλύψεις Ερμή του Τρισμέγιστου, δηλαδή του αιγυπτιακού θεού Θωθ, ο οποίος αντιστοιχεί στον Ερμή των Ελλήνων, σύμφωνα με το συγκρητιστικό πνεύμα της εποχής εκείνης. Αυτός θεωρούνταν προστάτης των αποκρυφιστικών τεχνών, αστρολογίας, ιατρικής, αλχημείας, μαγείας[xxxi]. Το μεγάλο μειονέκτημα είναι η χρονολόγηση των σωζόμενων ερμητικών κειμένων τον Γ’ αι. μ.Χ. Ακόμη και αν αυτά διασώζουν προγενέστερο υλικό, δεν μπορεί να προσδιοριστεί ούτε κατά προσέγγιση ο χρόνος της τελικής τους διαμόρφωσης.
Ως τρίτο στρώμα θεωρείται το ιουδαϊκό. Εκπροσωπείται από αντιλήψεις που υπάρχουν στον Φίλωνα και από την διδασκαλία περί δημιουργού, αν και αυτή η διδασκαλία δεν είναι αποκλειστική στην Γένεση. Θα μπορούσε κάλλιστα να έχει εισαχθεί από τον πλατωνικό Τιμαίο. Εξάλλου, η αντιπάθεια των γνωστικών προς την Παλαιά Διαθήκη είναι γνωστή και δεν αναιρείται από την χρήση ονομάτων παρμένων από αυτή. Η τελευταία αυτή πρακτική των γνωστικών είναι ευεξήγητη. Πλάθοντας τους γνωστικούς μύθους ήθελαν να τους προσδώσουν αληθοφάνεια, οπότε προτίμησαν τα ιστορικά πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης από τα μυθικά των Ελλήνων. Εξάλλου η αλληγορική ερμηνεία των μύθων από τους φιλοσόφους δεν ενδεικνύονταν για την επίτευξη αυτού του σκοπού. Για την εκπροσώπηση του ιουδαϊκού γνωστικισμού από τους Εσσαίους και τους Μανδαίους μιλήσαμε παραπάνω.
Όλη αυτή η διεργασία που αναφέρθηκε μέχρι τώρα, είναι λίγο πολύ αναμενόμενη σε ένα ενοποιημένο συγκρητιστικό περιβάλλον. Δεν μπορεί, όμως, να στηρίξει την επιθυμητή προΰπαρξη του γνωστικισμού, τουλάχιστον μέχρι να βρεθεί έστω κι ένα θετικό δείγμα κάποιας γνωστικής ομάδος πριν από την εμφάνιση του Χριστιανισμού. Ακόμη και η περίπτωση του Απολλώνιου Τυανέα, η οποία προβάλλεται, δείχνει να κινείται στον απόηχο του συγκρητισμού της ύστερης αρχαιότητας. Η δράση του τοποθετείται χρονικά στο τέλος του Β’, αρχές του Γ’ αιώνα μ.Χ. Την εποχή αυτή ο γνωστικισμός είναι ώριμος και αρκετά διαδεδομένος, οπότε θα περίμενε κάποιος περισσότερα γνωστικά στοιχεία πριν τον κατατάξει στους μάρτυρες της ελληνιστικής υπόστρωσης του. Αν μπορούσε δηλαδή να βρεθεί κάτι αντίστοιχο σε προγενέστερη εποχή, τότε θα ήταν η απόλυτη τεκμηρίωση της παραπάνω θέσης, αλλά αυτό δεν επετεύχθη. Ο Απολλώνιος Τυανεύς, ως περίπτωση, είναι μεταχρονολογημένος.
Επίσης το γεγονός της προσωποπαγούς φύσεως των γνωστικών ομάδων, απαιτεί την παρουσίαση συγκεκριμένων ιστορικών προσώπων με παρόμοια δράση. Αλλά κάτι τέτοιο δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχουν και τα προστάδια της σύνθεσης των ιδεών του γνωστικισμού. Όλη η συζήτηση δηλαδή για την προϊστορία του γνωστικισμού περιορίζεται ελλείψει στοιχείων, στο πως αυτός πιθανόν να διαμορφώθηκε από τα προϋπάρχοντα υλικά.
Η παραπάνω προϋπόθεση εκπληρώνεται βάσει των ιστορικών στοιχείων, στο πρόσωπο του Σίμωνα του Μάγου. Η καταγωγή του από την Γίτθα της Σαμάρειας μας γυρνά σε έναν ιουδαϊκής προέλευσης γνωστικισμό, που εξαρχής λαμβάνει χριστιανικά στοιχεία. Έτσι η έρευνα ξαναγυρνά στις αρχικές της θέσεις και δείχνει να έχει μπλέξει σε ένα φαύλο κύκλο λόγου και αντίλογου, επιχειρημάτων και αντεπιχειρημάτων.
Ίσως τελικά θα πρέπει να λάβουμε ως σημείο εκκίνησης της ιστορίας του γνωστικισμού, την πληροφορία που μας δίνει ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος:
«Καί νῦν ἀντίχριστοι πολλοἰ γεγόνασιν˙ ὅθεν εγνώκαμεν, ὅτι εσχάτη ὥρα ἐστίν. Ἐξ ἡμῶν ἐξῆλθον, ἀλλ’ οὐκ ἦσαν ἐξ ἡμῶν˙ εἰ γάρ ἦσαν ἐξ ἡμῶν, μεμενήκεισαν ἄν μεθ’ ἡμῶν» . (Α’ Ιωαν. 3,18-9)
1.3 Γνωστικισμός και συγκρητιστικό περιβάλλον
Σε μια ύστατη προσπάθεια απόδειξης ύπαρξης του γνωστικισμού την προ Χριστού εποχή, προτείνονται οι ευνοϊκές για την ανάπτυξη του συγκρητισμού συνθήκες, οι οποίες προέκυψαν με την ενοποίηση του ελληνιστικού κόσμου και αργότερα με τις ρωμαϊκές κατακτήσεις. Έτσι πιθανολογείται πρακτικά η γέννηση του γνωστικισμού, λόγω του φαινομενικά πρόσφορου εδάφους την συγκεκριμένη εποχή. Αλλά η ιστορία της εποχής εκείνης έχει γραφεί ήδη, οι μεταβολές και οι εξελίξεις, που συνέβησαν τότε, έχουν επίσης καταγραφεί, το τί προέκυψε από αυτές είναι ήδη γνωστό, και πουθενά σ’ αυτήν την περίοδο δεν έχει εντοπιστεί κάτι που να θυμίζει γνωστικισμό, ούτε και υπάρχει θέση γι’ αυτόν εκεί. Ας δούμε, όμως, τι συνέβη σε πνευματικό επίπεδο την εποχή εκείνη.
Μεγάλο επίτευγμα της ελληνικής φιλοσοφίας ήταν ότι κατόρθωσε να φανερώσει το παιδαριώδες του παραμυθολογικού δωδεκαθεϊσμού, να κρημνίσει τους θρόνους των θεών από τον Όλυμπο και να τους εξορίσει στους πλανήτες του ηλιακού συστήματος. Αυτό, όμως είχε και τις αρνητικές του συνέπειες. Οι θεοί δεν βρίσκονταν πλέον κοντά στον άνθρωπο και αυτός αδυνατούσε να τους προσεγγίσει.
Από την άλλη οι θεοί έγιναν αδιάλλακτοι. Κυβερνούσαν τον κόσμο από απόσταση και λόγω της αστρολογικής αιτιοκρατίας οι αποφάσεις τους δεν αναιρούνταν. Ήταν πιο εύκολο ν’ αλλάξει η πορεία του άστρου-θεού, παρά οι εξ αυτής συνέπειες. Έτσι οι πιστοί που μέχρι πρότινος μπορούσαν μέσω προσφορών, θυσιών, τιμών να επηρεάσουν τις βουλήσεις των θεών, να τους εξευμενίσουν, βρέθηκαν ενώπιον ατέγκτου ειμαρμένης, ανήμποροι ουσιαστικά να κατευθύνουν τις ζωές τους.
Βέβαια, η ελληνική φιλοσοφία προσπάθησε να εξωραΐσει αυτή την παρενέργεια των συμπερασμάτων της, προβάλλοντας την θεία πρόνοια και αντικαθιστώντας πεποιθήσεις που παραδοσιακά ανήκαν στο χώρο του θρησκεύειν με επιστημονικές εξηγήσεις. Όλα αυτά όμως, παρέμεναν στον χώρο του ιδεαλισμού, και απαιτούνταν χρόνια σπουδών για την κατάκτηση του γνωστικού αντικειμένου. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού δεν είχε τέτοια δυνατότητα. Αν και οι μαθητές των φιλοσοφικών σχολών αυξήθηκαν μετά από αυτές τις πνευματικές κατακτήσεις, ο περισσότερος κόσμος δεν μπορούσε να τις κάνει κτήμα του.
Εξάλλου, η Ακρόπολη της φιλοσοφίας εξακολουθούσε να βρίσκεται στην Αθήνα, την στιγμή που τα όρια του Ελληνισμού είχαν εκταθεί στις εσχατιές του γνωστού ανατολικού κόσμου. Οπότε παρουσιάστηκε η ανάγκη να δημιουργηθούν παράλληλα πνευματικά κέντρα, τα οποία εξαρτήθηκαν στην γέννησή τους από την αθηναϊκή φιλοσοφική παράδοση, αλλά στην συνέχεια δημιούργησαν δική τους.
Από πολιτικής απόψεως συνέβησαν κοσμογονικές αλλαγές. Ο παραδοσιακός θεσμός της πόλης-κράτους αντικαταστάθηκε βίαια από τα μεγάλα βασίλεια των επιγόνων. Ξαφνικά ο πολίτης έγινε υπήκοος. Ο ενεργός του ρόλος στον καθορισμό της πολιτικής της πατρίδας του εξαφανίστηκε. Ο άνθρωπος δεν μπορούσε να καθορίσει την ζωή του ούτε σε πολιτικό επίπεδο. Από σημαντική και ελεύθερη προσωπικότητα κατάντησε όχλος.
Ταυτόχρονα οι τοπικές λατρείες έπαψαν να είναι αντιπροσωπευτικές και γι’ αυτό σημαντικές. Από την στιγμή που η πόλη έπαψε να είναι κράτος, οι τοπικοί θεοί προστάτες απέτυχαν στην αποστολή τους, έχασαν το μονοπώλιο στη λατρεία, κι έπρεπε να ανταγωνιστούν άλλες πιο ελκυστικές θεότητες. Επίσης η πολιτική των Επιγόνων δεν ευνοούσε την διατήρηση των τοπικών ιδιομορφιών, οι οποίες έτσι κι αλλιώς στον διευρυμένο περιβάλλον ενός μεγάλου κράτους έχασαν την αξία τους.
Η εκπαίδευση, αυτή που πριν προετοίμαζε το άτομο ν’ αναλάβει τις τύχες της πατρίδας του, τώρα απέμεινε να του προσφέρει μόνο γνώσεις, που στην συνέχεια πιθανόν να αποδεικνύονταν αχρείαστες. Έτσι, όσο και αν εμπλουτίστηκαν τα μαθήματα ο ρόλος της παιδείας υποβαθμίστηκε. Από την άλλη ορισμένα αστικά κέντρα συγκέντρωσαν την εκπαιδευτική αφρόκρεμα, αλλά οι αχανείς επαρχίες των ελληνιστικών βασιλείων και αργότερα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας παρέμειναν στην άγνοια, υποκείμενες στις προλήψεις και τον φόβο.
Ο φόβος αυτός δεν ήταν αναίτιος. Οι συνεχείς πόλεμοι από την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου και μετά, οι ανταγωνισμοί των Επιγόνων και στην συνέχεια η εμφάνιση της στρατιωτικής μηχανής των Ρωμαίων δημιούργησαν ανασφάλεια, φόβο, και απαισιοδοξία, στην ήδη ταραγμένη και ευάλωτη από τις παραπάνω αιτίες ψυχοσύνθεση των κατοίκων της ανατολικής Μεσογείου. Τι μεταβολές προξένησαν όλα αυτά;
Στην φιλοσοφία, ήδη λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Πλάτωνα, διεγνώσθησαν οι αρνητικές επιπτώσεις του ιδεαλισμού του στην καθημερινή ζωή. Ο πλατωνικός δυισμός έβαζε δίπλα στις ενέργειες του θεού τις ενέργειες της ανάγκης, θέτοντας σε κίνδυνο την κυριαρχία του λογικού στην ανθρώπινη ζωή[xxxii]. Ως απάντηση, οι τρεις επόμενες σχολές, Κήπος, Στοά και Σκεψις, προσπάθησαν ν’ αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της καθημερινότητας, είτε σε συνεργασία με τον πλατωνισμό (Στοά) είτε αντιτιθέμενες σε αυτόν, προβάλλοντας τον μονιστικό πανθεϊσμό.
Ο στωικισμός πρότεινε μια πιο φιλάνθρωπη θεία πρόνοια και την συμπλήρωσε με την θεοδικία. Μ’ αυτό τον τρόπο δεν κατάφερε να λύσει το θρησκευτικό πρόβλημα διότι συνέχισε αυτό που είχε ξεκινήσει ο Πλάτωνας. Η σύνδεση θεού-κόσμου (πανθεϊσμός) θα μπορούσε ίσως να είχε αποδώσει, αν η αρχή της συμπάθειας (συνάρτηση όλων των όντων μεταξύ τους) δεν καθιέρωνε το: ότι συμβαίνει πάνω, αντανακλά κάτω. Οι συνεχείς εκπυρώσεις και αναγεννήσεις έθεταν την ιστορία του κόσμου σε επαναλαμβανόμενη κυκλική κίνηση, καθιστώντας αδύνατη την απόδραση από την δυστυχία. Αν και ο στωικισμός αποδείχθηκε το μακροβιότερο φιλοσοφικό σύστημα από τα τρία, αυτό δεν οφείλεται στην φυσική του, αλλά μάλλον στην ηθική του και ιδίως στο ότι προέτρεπε τον κόσμο στην «απάθεια», να ξεριζώσει δηλαδή τα πάθη του. Μεγάλο ρόλο έπαιξε και η θεώρηση της πολιτικής από τους Στωικούς, απαύγασμα της κοινωνικής ηθικής τους. Η Στοά ασχολήθηκε διεξοδικά με τα προβλήματα της πολιτικής ζωής και μόρφωσε τους περισσότερους ανεξάρτητους πολιτικούς χαρακτήρες, γι’ αυτό και ήταν ιδιαίτερα αγαπητή στους Ρωμαίους[xxxiii].
Το πιο επιτυχημένο σύστημα στην αντιμετώπιση του φόβου και της απαισιοδοξίας που γέννησε η ταραγμένη αυτή εποχή, ήταν αυτό που δημιούργησε ο Επίκουρος. Γι’ αυτόν η φιλοσοφία έπρεπε να υπηρετεί τον άνθρωπο, βοηθώντας τον να κατακτήσει την ευτυχία. Τρόπος για την επίτευξή της ήταν η αταραξία:
«Πρῶτον μέν οὖν μή ἄλλο τέλος ἐκ τῆς περί μετεώρων γνώσεως εἴτε κατά συναφήν λεγομένων εἴτε αὐτοτελῶς νομίζειν εἶναι ἤπερ ἀταραξίαν και πίστιν βέβαιον, καθάπερ καί επί τῶν λοιπῶν˙»
και λίγο παρακάτω:
«οὐ γάρ ἰδιολογίας καί κενῆς δόξης ὁ βίος ἡμῶν ἔχει χρείαν, ἀλλά τοῦ άθορύβως ἠμᾶς ζῆν» .[xxxiv]
Η αισθησιοκρατία του Επίκουρου, ήταν η απάντηση του φοβισμένου μέσου ανθρώπου, στον άγνωστο και απόμακρο ιδεαλισμό του Πλάτωνα. Αν και τα όσα υποτίθεται ότι είπε ο Επίκουρος για τον Πλάτωνα είναι συκοφαντίες[xxxv], στο έργο του προσπάθησε ν’ αποδομήσει την πλατωνική διδασκαλία.
«Ἐπί δέ τούτοις ὅλως ἅπασιν έκείνο δεῖ κατανοεῖν, ὅτι τάραχος ὁ κυριώτατος ταῖς ἀνθρωπίναις ψυχαῖς γίνεται ἐν τᾦ ταὐτά μακάριά τε δοξάζειν <εἶναι> καί ἄφθαρτα καί υπεναντίας ἔχειν τούτοις ἅμα βουλήσεις καί πράξεις καί αίτίας, καί ἐν τᾦ αἰώνιόν τι δεινόν ἤ προσδοκᾶν ἤ ὑποπτεύειν κατά τους μύθους, εἴτε καί αὐτήν τήν αναισθησίαν τήν ἐν τᾦ τεθνάναι φοβουμένους ὥσπερ οὖσαν κατ’ αὐτούς, καί ἐν τᾦ μή δόξαις ταῦτα πάσχειν ἀλλ’ ἀλόγῳ τινι παραστάσει, ὅθεν μή ὁρίζοντας τό δεινόν τήν ἴσην ἤ και ἐπιτεταμένην ταραχήν λαμβάνειν τῷ εἰ καί εδόξαζον ταῦτα˙» [xxxvi]
Στο παραπάνω χωρίο ο Επίκουρος κατέκρινε τις αστρολογικές προλήψεις, τις οποίες θεωρούσε αιτία ταραχής. Παρακάτω αντιτίθεται στην μετεμψύχωση, η οποία δεν άφηνε ελπίδα για απαλλαγή από τα βάσανα μετά θάνατον, αλλά «απειλούσε» όσους δεν ζούσαν φιλοσοφικό βίο με το μαρτύριο του Σίσυφου:
«Καί μην καί λυομένου τοῦ ὅλου ἀθροίσματος ἡ ψυχή διασπείρεται καί οὐκέτι ἔχει τάς αὐτάς δυνάμεις οὐδέ κινεῖται, ὥστε οὐδ’ αἴσθησιν κέκτηται. Οὐ γάρ οἷόν τε νοεῖν αὐτό αἰσθανόμενον μή ἐν τούτῳ τᾦ συστήματι καί ταῖς κινήσεσι ταύταις χρώμενον, ὅταν τά στεγάζοντα καί περιέχοντα μή τοιαῦτα ᾖ, έν οἷς νῦν οὗσα ἔχει ταύτας τάς κινήσεις».[xxxvii]
Η προσπάθεια αυτή του Επίκουρου ν’ απαλλάξει τους συγχρόνους του από τις προλήψεις που τους προκαλούσαν αβεβαιότητα και ταραχή, άσχετα αν στηρίχθηκε σε μια παρεξηγημένη αισθησιοκρατία, υπήρξε επιτυχής. Η συμβολή του Επικουρισμού στην καταπολέμηση του φόβου ήταν τεράστια.
Ο περιορισμός του αντικείμενου της εκπαίδευσης στο γνωστικό πεδίο βοήθησε τον απογαλακτισμό των επιστημών από την φιλοσοφική καταγωγή τους. Οργανώθηκαν τα διάφορα μαθήματα σε θεματική κατάταξη, μαθηματικά, αστρονομία, φυσική με τις υποδιαιρέσεις που έφτασαν ως τις μέρες μας, γεωλογία, μετεωρολογία, ιατρική, χημεία, γεωγραφία, φαρμακολογία. Ταυτόχρονα, με την εξάπλωση των βιβλιοθηκών στα μεγάλα ελληνιστικά κέντρα, τέθηκαν οι βάσεις της φιλολογίας.
Στο πεδίο της θρησκείας, όπως είπαμε, οι Ολύμπιοι μετακόμισαν στ’ άστρα. Ως εκ τούτου, ο κόσμος στράφηκε σε μικρότερες και πιο προσιτές θεότητες. Αναπτύχθηκε η λατρεία του Διονύσου, στον οποίο δόθηκε το παρωνύμιο Ελευθερωτής, και του Ασκληπιού, με την ελπίδα να συνδράμουν στα βάσανα της ανθρωπότητας και της καθημερινότητας.
Με την έκπτωση των τοπικών θεοτήτων και εθίμων, παρατηρείται εισαγωγή νέων, ανατολικής προέλευσης. Εάν σε όλους τους άλλους τομείς ο Ελληνισμός πρόσφερε τα μέγιστα στους χώρους που εξαπλώθηκε, στον τομέα της θρησκείας δέχθηκε τις μεγαλύτερες επιρροές. Έτσι εισήχθησαν θεότητες και μυστηριακές λατρείες από την Ανατολή και την Αίγυπτο. Στις νεοεισηγμένες θεότητες αντιστοιχήθηκαν οι Ολύμπιοι θεοί, ως έκφραση του συγκρητισμού της εποχής.
Στα ελληνιστικά βασίλεια δεν υπήρχε επίσημη θρησκεία, όπως δεν υπήρξε και στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ειδικά στην ρωμαϊκή κοινωνία παρατηρείται το εξής φαινόμενο. Ενώ δεν υπήρξε επίσημη θρησκεία, υπήρξε προτίμηση των κοινωνικών ομάδων προς κάποια λατρεία. Έτσι, η ρωμαϊκή αριστοκρατία παρέμεινε προσκολλημένη στις πατροπαράδοτες τελετές[xxxviii], ο ρωμαϊκός στρατός υιοθέτησε τον μιθραϊσμό[xxxix], οι δε κατώτερες κοινωνικές ομάδες οργανώθηκαν σε θρησκευτικούς συλλόγους (θιάσους). Οι θίασοι αυτοί οφείλουν την καταγωγή τους στον συγκρητισμό και την δίψα για θρησκευτική εμπειρία που ικανοποιήθηκε από τα εξωτικά ανατολικά μυστήρια. Έτσι δημιουργήθηκε ο «θίασος των σαραπιαστών», δηλ. των λατρών του Σαράπιδος (θρησκευταί Σαράπιδος, ή συνθρησκευταί κλεινού θεού, μεγάλου Σαράπιδος), ο «θίασος του Ανούβη» (θρησκευταί και σηκοβάται θεού Ερμανούβιδος, ή Ερμαϊσταί), ο «θίασος της Ίσιδος» (ισιασταί), του μικρασιάτη Μην (μηναϊσταί) και των Ιοβάκχων, δηλ. των οπαδών του Διόνυσου-Βάκχου.
Ταυτόχρονα, τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, αντιδρώντας στην επιχειρούμενη από την φιλοσοφία αλληγορική ερμηνεία της μυθολογίας, και της συνακόλουθης έμμεσης ή άμεσης αναίρεσής της, προχώρησαν στον εμπλουτισμό αυτής. Σε αντιδιαστολή με τους φιλοσοφικούς, σκόπιμα πλασμένους μύθους[xl], κατασκευάζονται αστρικοί μύθοι και μεταμορφώσεις, ενώ σε τοπικό επίπεδο οι παραδόσεις αποκτούν μυθολογική διάσταση.
Αυτές είναι σε γενικές γραμμές οι εξελίξεις σε πνευματικό επίπεδο σε συνάρτηση με τις πολιτικές μεταβολές, απόρροιες της επαφής ελληνισμού και ανατολής. Επ’ αυτών των εξελίξεων, μπορούμε να κάνουμε κάποιες παρατηρήσεις.
Έχοντας περιγράψει τα γεγονότα, ας συνοψίσουμε τις τάσεις, τις οποίες αυτά ακολούθησαν.
♦ Στην φιλοσοφία τον δυισμό ακολουθεί ο μονισμός. Με την εμφάνιση του εκλεκτισμού έχουμε ένα πρώτο στάδιο άμβλυνσης των διαφορών μεταξύ των σχολών, ενώ μετά την εμφάνιση του Χριστιανισμού θα παρατηρηθεί η τάση της συνεργασίας των σχολών με σκοπό την παρουσίαση ενός ενοποιημένου και κοινού μετώπου.
♦ Στην θρησκεία, τον πολυθεϊσμό ακολουθεί μεν η αποδοχή πολλών νέων θεοτήτων, αλλά ταυτόχρονα η λατρεία απευθύνεται σε μία θεότητα κατά ομάδες και σταδιακά δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την αποδοχή και την λατρεία ενός μόνο Θεού.
♦ Στην επιστήμη, η διεύρυνση του γνωστικού πεδίου και η εμβάθυνση της γνώσης, συνεπάγεται την αποκόλληση από την φιλοσοφία, την ταξινόμηση της γνώσης σε κλάδους και την εξειδίκευση.
♦ Στην μυθολογία, την άγονη (για την ίδια) περίοδο της λογοτεχνικής αξιοποίησης των υπαρχόντων μύθων, ακολουθεί συμπλήρωση αυτών με νέα στοιχεία παρμένα από της τοπικές παραδόσεις, καθώς και εμπλουτισμός με νέους.
Σε ποιο από τα στάδια αυτά της πολυεπίπεδης εξέλιξης του πνευματικού πλούτου της ελληνιστικής περιόδου θα μπορούσε να τοποθετηθεί η γέννηση του γνωστικισμού; Σε κανένα! Το γιατί γίνεται φανερό αν παρατηρήσει κάποιος προσεκτικά τα χαρακτηριστικά του.
♦ Πρόκειται για μια σύνθεση στοιχείων επιστήμης, φιλοσοφίας, θρησκείας, την στιγμή που η τάση κατευθύνει προς την ανεξαρτητοποίηση αυτών απ’ αλλήλων. Αυτό είναι κάτι πρωτόφαντο για την εποχή του. Η μόνη άλλη περίπτωση, στην οποία έχουμε τέτοιου είδους ανακάτεμα, είναι τα έργα της H. P. Blavatsky. Έτσι το τρίτομο έργο της Μυστικό Δόγμα φέρει ως υπότιτλο Σύνθεση Επιστήμης, Θρησκείας, Φιλοσοφίας.
♦ Σε θεολογικό επίπεδο ο γνωστικισμός εισάγει ένα νέο πάνθεο-πανδαιμόνιο (το Πλήρωμα), την στιγμή που η τάση οδηγεί από τον πολυθεϊσμό στην μονοθεϊκή λατρεία και από κει στον μονοθεϊσμό.
♦ Η φιλολογική παραγωγή του γνωστικισμού κατασκευάζει μια καινούργια μυθολογία, στην οποία οι πρωταγωνιστές φέρουν ονόματα παρμένα από όλες τις αρχαίες μυθολογίες, την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Οι χαρακτήρες είναι καινούργιοι, οι ιδιότητές τους είναι καινούργιες, τα γεγονότα της ζωής τους, όσα περιγράφονται στα γνωστικά κείμενα, συναντούνται μόνο σ’ αυτά.
Συνεπώς, όχι μόνο δεν μπορεί να τοποθετηθεί η γέννησή του στην προχριστιανική περίοδο, ως εκφράζουσα της συγκρητιστικές τάσεις των ελληνιστικών και πρώτων ρωμαϊκών χρόνων, αλλά ακόμη και την στιγμή του ιστορικού εντοπισμού του, η παρουσία του είναι ένας ετεροχρονισμός, μια παραφωνία, και δεν ταιριάζει στο κλίμα της εποχής. Διότι, μπορεί να φαίνεται ότι εισάγει καινούργια στοιχεία, αλλά αυτά προέρχονται από την εποχή του πρωτογονισμού, από το στάδιο του σαμανισμού.
Ο γνωστικισμός είναι η λατρεία του αρχηγού της σέκτας, η λατρεία του μάγου-ιερέα (σαμάνου):
→ που λαμβάνει την γνώση από τις αποκαλύψεις των πνευμάτων του δάσους, των ποταμών, της γης,
→ που γνωρίζει να διαβάζει τα οστά, να συνομιλεί με τα πουλιά, ν’ ακούει τον άνεμο και να προφητεύει,
→ που γνωρίζει να διαβάζει τις πορείες των άστρων και να μαντεύει
→ που γνωρίζει να προετοιμάζει βότανα και να παρασκευάζει φίλτρα
→ που γνωρίζει τις μαγικές επωδούς, τους εξορκισμούς, τις τελετές θεραπείας
Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την μαρτυρία του Πλωτίνου:
«Μάλιστα δέ αὐτοί καί ἄλλως ποιοῦσιν οὐκ ἀκήρατα τά ἐκεῖ. Ὅταν γάρ ἐπαοιδάς γράφωσιν ὡς προς ἐκείνα λέγοντες, οὐ μόνον προς ψυχήν, ἀλλά καί τά ἐπάνω, τί ποιούσιν ἤ γοητείας καί θέλξεις και πείσεις λέγουσι καί λόγῳ ὑπακούειν καί ἄγεσθαι, εἴ τις ἥμῶν τεχνικώτερος εἰπεῖν ταδί καί υτωσί μέλη καί ἤχους και προσπνεύσεις και σιγμούς τῆς φωνῆς καί τά ἄλλα, ὅσα ἐκεῖ μαγεύειν γέγραπται».[xli]
«Καθαίρεσθαι δε νόσων λέγοντες αὐτούς, λέγοντες μέν ἄν σωφροσύνῃ καί κοσμία διαίτῃ, ἔλεγον ἄν ὀρθώς, καθάπερ οἱ φιλόσοφοι λέγουσι˙ νῦν δέ υποστησάμενοι τάς νόσους δαιμόνια εἶναι καί ταῦτα εξαιρεῖν λόγῳ φάσκοντες δύνασθαι καί ἐπαγγελόμενοι σεμνότεροι μέν ἄν εἶναι δόξαιεν παρά τοῖς πολλοῖς, οἵ τάς παρά τοῖς μάγοις δυνάμεις θαυμάζουσι,…»[xlii]
Η σύνθεση θρησκείας, επιστήμης, φιλοσοφίας ανάγει σε μια πρωτόγονη εποχή, όπου τα πάντα ήταν μαγεία, σε μια εποχή πριν από την έναρξη της ιστορίας του ανθρώπινου πνεύματος. Συνεπώς, η γέννηση του γνωστικισμού δεν θα μπορούσε να τοποθετηθεί ορθά σε κάποιο προχωρημένο στάδιο του ανθρώπινου πνεύματος. Ο εντοπισμός του παραθρησκευτικού αυτού φαινομένου στην τοπική περιοχή και την χρονική στιγμή, κατά την οποία παρατηρείται είναι μια ιστορική ανακολουθία. Την ίδια στιγμή, η εμφάνιση του Χριστιανισμού, ως εκπλήρωση του σχεδίου της Θείας Οικονομίας, γίνεται την καταλληλότερη εποχή, για να βοηθήσει τον άνθρωπο να περάσει σε νέα εποχή πνευματικότητας, στους χρόνους της Καινής Διαθήκης, την περίοδο της Χάριτος.
Από χριστιανικής άποψης, η ανακόλουθη ιστορικά εμφάνιση του γνωστικισμού, δεν είναι τίποτα άλλο, πέρα από την ολομέτωπη επίθεση κάθε είδους δαιμονικής διδασκαλίας, στα πρώτα βήματα της Εκκλησίας. Η ενσάρκωση του Υιού και λόγου του Θεού, η ζωή Του, η σταύρωση και η ανάστασή Του, στέρησαν από τους δαίμονες την διά του φόβου και του θανάτου εξουσία του διαβόλου και των δαιμόνων[xliii].
«ἐπεί οὖν τά παιδία κεκοινώνηκε σαρκός καί αἵματος, καί αὐτός παραπλησίως μετέσχε τῶν αὐτῶν, ἵνα διά τοῦ θανάτου καταργήση τον το κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ’ ἔστι τόν διάβολον, καί απαλλάξῃ τούτους, ὅσοι φόβῳ θανάτου διά παντός τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας» (Εβρ. 2.14-15)
«είς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, ἵνα λύσῃ τα ἔργα τοῦ διαβόλου». (Α’ Ιωάν. 3.8)
Μέσα στην Εκκλησία ο άνθρωπος καθίσταται ελεύθερος.
«Καί ἀπαλλάξῃ, φησί, τούτους, όσοι φόβῳ θανάτου διά παντός τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας. Τίνος ἔνεκεν φρίττετε, φησί, τί δεδοίκατε τον καταργηθέντα; Οὐκέτι φοβερός ἐστιν, ἀλλά πεπάτηται, καταπεφρόνηται, εὐτελής ἐστι και οὐδενός ἄξιος. Τί δέ ἐστιν, “ὅσοι φόβῳ θανάτου διά παντός τοῦ ζῆν ἐνοχοι ἦσαν δουλείας”; Τί τοῦτο, φησίν; ὅτι ὁ τόν θάνατον δεδοικώς, δοῦλός ἐστι, καί πάντα ὑφίσταται ὑπέρ τοῦ μή ἀποθανεῖν˙ ἤ εκεῖνο, ὅτι πάντες δούλοι ἦσαν τοῦ θανάτου, φησί, καί τῷ μηδέπω αὐτόν λελῦσθαι ἐκρατοῦντο˙ ἤ, εἰ μή τοῦτο, ὅτι φόβῳ διηνεκεῖ συνέζων οἱ ἄνθρωποι. Ἀεί γάρ ἀποτεθνήξεσθαι προσδοκῶντες καί τον θάνατον δεδοικότες, οὐδεμίας ἡδονῆς αἴσθησιν λαβεῖν ἠδύναντο, τοῦ φόβου τούτου παρόντος αὐτοῖς˙ τοῦτο γαρ ἠνίξατο εἰπών, “διά παντός τοῦ ζῆν”».[xliv]
Αυτή η απρόσμενη πτώση της εξουσίας του άρχοντος του αιώνος τούτου και των ακολούθων του, προκάλεσε την αντίδραση αυτή.
«Τρίτον δέ ὅτι μετά την ἀνέλευσιν τοῦ Χριστοῦ εἰς οὐρανόν προεβάλλοντο οἱ δαίμονες ἀνθρώπους τινάς λέγοντας ἑαυτούς εἶναι θεούς, οἵ οὐ μόνον οὐκ ἐκδιώχθησαν ὑφ’ ὑμῶν, ἀλλά καί τιμῶν κατηξιώθησαν˙ Σίμωνα μέν τινά Σαμαρέα, τόν ᾶπό κώμης λεγομένης Γίτθων, ὅς ἐπί Κλαυδίου Καίσαρος διά τῆς τῶν ἐνεργούντων δαιμόνων τέχνης δυνάμεις ποιήσας μαγικάς ἐν τῇ πόλει ὑμῶν βασιλίδι Ρώμῃ θεός ἐνομίσθη καί ἀνδριάντι ἀνεγήγερται ἐν τῷ Τίβερι ποταμῷ μεταξύ τῶν δύο γεφυρῶν, ἔχων ἐπιγραφήν Ρωμαϊκήν ταύτην˙ Σίμωνι Δέῳ Σάγκτῳ[xlv]. Καί σχεδόν πάντες μέν Σαμαρεῖς, ὀλίγοι δε καί ἐν ἀλλαις ἔθνεσιν, ὡς τόν πρῶτον θεόν εκεῖνον ὁμολογοῦντες ἐκεῖνον καί πρόσκυνοῦσι˙ καί Ἑλένην τινά,… Μένανδρον δέ τινά,…Μαρκίωνα δέ τινά Ποντικόν,… ὅς κατά πᾶν γένος ἀνθρώπων διά τῆς τῶν δαιμόνων συλλήψεως πολλούς πεποίηκε βλασφημίας λέγειν καί αρνεῖσθαι τόν ποιητήν τοῦδε τοῦ παντός Θεόν,…»[xlvi]
Γι’ αυτό και ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος έγραψε γι’ αυτούς: «Καί νῦν ἀντίχριστοι πολλοἰ γεγόνασιν˙[xlvii]».
[i] Ν. Ματσούκα, Ιστορία της Φιλοσοφίας, Πουρνάρας, Θεσσαλονίκη 19976, σελ. 259
[ii] Ιδέα παρμένη από τον Πλατωνισμό και τον Ορφισμό. Πλάτων, Κρατύλος 400C: «Πολλαχῇ μοι δοκεῖ τοῦτο γε˙ ἄν μέν καί σμικρόν τις παρακλίνῃ, καί πάνυ. Καί γάρ σῆμα τινές φασιν αὐτό εἶναι τῆς ψυχἦς, ὥς τεθαμμένης ἐν τῷ νῦν παρόντι˙ καί διότι αὖ τούτῳ σημαίνει ἅ ἄν σημαίνῃ ἡ ψυχή, καί ταύτῃ σῆμα ὀρθῶς καλεῖσθαι. Δοκοῦσι μέντοι μοι μάλιστα θέσθαι οἱ ἀμφί Ὀρφέα τοῦτο το ὄνομα, ὡς δίκην διδούσης τῆς ψυχῆς ὧν δή ἕνεκα δίδωσιν, τοῦτον δε περίβολον ἔχειν, ἵνα σώζηται, δεσμωτηρίου εἴκόνα˙ είναι οὖν τῆς ψυχῆς τοῦτο, ὥσπερ αὐτό ὀνομάζεται, ἕως ἄν ἐκτείσῃ τα ὀφειλόμενα, τό σῶμα, καί οὐδέν δεῖν παράγειν οὐδ’ ἕν γράμμα». «Κατά τη γνώμη μου πολλά˙ κυρίως αν του επιφέρουμε κάποιες μικρές αλλαγές. Μερικοί μάλιστα λένε ότι αυτό είναι σήμα (=τάφος) της ψυχής, η οποία είναι στην παρούσα ζωή θαμμένη μέσα σε αυτό˙ επίσης, επειδή η ψυχή με το σώμα σημαίνει (φανερώνει) όσα σημαίνει, σωστά ονομάζεται σήμα. Νομίζω μάλιστα ότι την ονομασία τούτη την έδωσαν οι Ορφικοί, επειδή η ψυχή που τιμωρείται για όσα παραπτώματα έκανε, το έχει για περίβολο όπου μέσα του σώζεται, κάτι σαν δεσμωτήριο˙ σύμφωνα λοιπόν μ’ αυτά, τούτο είναι το σώμα (σώσιμο) της ψυχής, όπως ακριβώς ονομάζεται, μέχρις ότου εκείνη να εκτίσει την ποινή της˙ έτσι δεν χρειάζεται ν’ αλλάξουμε ούτε ένα γράμμα στη λέξη» (μετ. φιλολογική ομάδα Κάκτου, Κάκτος, Αθήνα 1994, σελ. 113-115).
[iii] Ν. Ματσούκα, Ιστορία…, σελ. 160.
[iv] Πλωτίνος, Εννεάδες, ΙΙ.9.15.28: «Μαρτυρεῖ δέ αὐτοῖς καί τόδε το μηδένα λόγον περί ἀρετῆς πεποιῆσθαι, ἐκλελοιπέναι δέ παντάπασι τόν περί τούτων λόγον, καί μήτε τί ἐστιν ε’πεῖν μήτε πόσα μήτε ὅσα τεθεώρηται πολλά καί καλά τοῖς τῶν παλαιῶν λόγοις, μήτε ἐξ ὧν περιέσται καί κτήσεται, μήτε ὡς θεραπεύεται ψυχή μήτε ὡς καθαίρεται», ΙΙ.9.15.18: «Ὥστε αυτοῖς καταλείπεσθαι την ἡδονήν καί τό περί αὐτούς καί το οὐ κοινόν προς ἄλλους ἀνθρώπους καί τό τῆς χρείας μόνον, …».
«Για τούτα συνηγορεί και το ότι δεν διατύπωσαν καμιά θεωρία περί αρετής και το ότι παρέλειψαν την οποιαδήποτε διαπραγμάτευση σχετικά με αυτά, χωρίς να πουν ούτε τι είναι αρετή, ούτε πόσα μέρη έχει, χωρίς ν’ αναφερθούν στις πολλές και ωραίες αναπτύξεις του ζητήματος που υπάρχουν στις θεωρίες των φιλοσόφων του παρελθόντος, χωρίς να πουν ποια είναι η προελευσή της, πως την κερδίζει κανείς, χωρίς να μιλήσουν για την καλλιέργεια της ψυχής και για την κάθαρσή της», «Έτσι γι’ αυτούς απομένει η ηδονή, αυτό που έχει να κάνει με τους ίδιους τους εαυτούς τους, αυτό που δεν αφορά τους άλλους και αυτό που συνδέεται με τις ανάγκες τους…».
[v] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Πατερικό Ίδρυμα Πατριαρχικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1978, τ. Β’ σελ. 105.
[vi] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, … σελ. 138.
[vii] Πλάτων, Τιμαίος 42b-d: «ὧν εἰ μέν κρατήσοιεν, δίκῃ βιώσοιντο, κρατηθέντες δέ αδικίᾳ. Καί ὁ μέν εὖ τόν προσήκοντα χρόνον βιούς, πάλιν εἰς την τοῦ συννόμου πορευθείς οἴκησιν ἄστρου, βίον εὐδαίμονα και συνήθη ἕξοι, σφαλείς δέ τούτων εις γυναικός φύσιν ἐν τῆ δευτέρᾳ γενέσει μεταβαλοῖ˙ μή παυόμενός τε ἐν τούτοις ἔτι κακίας, τρόπον ὅν κακύνοιτο, κατά την ομοιότητα τῆς τοῦ τρόπου γενέσεως ἔις τινα τοιαύτην ἀεί μεταβαλοῖ θήρειον φύσιν, ἀλλάττων τε οὐ πρότερον πόνων λήξοι, πρίν τῆ ταὐτοῦ και ὁμοίου περιόδῳ τῆ έν αυτῶ συνεπισπώμενος τόν πολύν ὄχλον καί ύστερον προσφυόντα ἐκ πυρός και ὕδατος καί ἀέρος καί γῆς, θορυβώδη καί ἄλογον ὄντα, λόγῳ κρατήσας εἰς το τῆς πρώτης και ἀρίστης ἀφίκοιτο εἶδος ἕξεως».
«Αν οι ανθρώπινες ψυχές υποτάξουν τα πάθη αυτά, θα ζήσουν με δικαιοσύνη˙ διαφορετικά θα βουτηχτούν στην αδικία. Κι όποιος περάσει σωστά τον χρόνο που έχει οριστεί γι’αυτόν, θα επιστρέψει μετά τον θάνατό του στο άστρο απ’όπου ξεκίνησε για να ζήσει εκεί ευτυχισμένα. Αν όμως δεν γίνει αυτό, τότε στη δεύτερη γέννησή του θα γίνει γυναίκα. Αν, ακόμα και τότε, δεν σταματήσει να κάνει κακό, θα συνεχίσει να μεταβάλλεται ανάλογα με το είδος της κακίας του στο αντίστοιχο άγριο θηρίο. Αυτές οι μεταμορφρώσεις δεν θα σταματήσουν παρά μόνο όταν υποταχτεί στην περιφορά του αμετάβλητου και αναλλοίωτου που έχει μέσα του και, κυριαρχώντας με τη λογική σ’εκείνη τη φοβερή μάζα φωτιάς, νερού, αέρα και γης που του δόθηκε μετά την γέννησή του, θυελλώδη και παράλογη μάζα, επιστρέψει και πάλι στην αρχική άριστη μορφή του» (μετ. Ορέστης Περδικίδης, Κάκτος 1993, σελ. 93-95).
[viii] Ιππολύτου, Έλεγχος κατά πασών των αιρέσεων, VI.19.5 [ed. Paul Wendland, GCS 26 (1916), 146] «αυτοί, πάλι, που έγιναν ακόλουθοι του Σίμωνα του και Μάγου πράττουν τα ίδια, διδάσκοντας παράλογα, ότι πρέπει να γίνεται συνεύρεση, λέγοντες˙ κάθε γη είναι γη, και δεν έχει σημασία που σπέρνει κανείς, αρκεί να σπέρνει…, διότι δεν πιστεύουν ότι είναι ακόμη δούλοι του κακού επειδή έχουν λυτρωθεί».
Πρβλ. και Ειρηναίου, Έλεγχος…, Ι.23.3 «quapropter nec ulterius curatent eos hi, qui in eum et in Helenam ejus spem habeant, et ut liberos agere quae velint˙ secundum enim ipsius gratiam salvari homines, sed non secundum operas justas. Nec enim esse naturaliter operationes justas, sed ex accidenti» (PG 7,672B) «εξαιτίας αυτού όσοι εμπιστεύονταν αυτόν και την Ελένη, δεν είχαν πλέον καμιά φροντίδα, και όντες ελεύθεροι ζούσαν όπως τους άρεσε˙ διότι οι άνθρωποι σώζονται από την χάρη του [του Σίμωνα] και όχι εξαιτίας δίκαιων έργων. Διότι τέτοιου είδους πράξεις δεν είναι δίκαιες από την φύση τους, αλλά από σύμπτωση», από την αγγλική μετάφραση των Alexander Roberts και James Donaldson, στη σειρά Ante-Nicene Fathers, Edinburgh 1868, vol. 5 p.88.
[ix] Επιφανίου, Πανάριον, 26,11,1—12 [ed. Karl Holl, GCS 25 (1915), 288-290], 26,13,1 [ed. Karl Holl, GCS 25 (1915), 292]. Ιππολύτου, Έλεγχος…, V.7.16-19 [ed. Paul Wendland, GCS 26 (1916), 82-83].
[x] Επιφανίου, Πανάριον, 26,5,4-7 [ed. Karl Holl, GCS 25 (1915), 282).
[xi] Βλ. σχετ. τον υπαινιγμό του Αγίου Ιουστίνου, Απολογία Α’ 26.7.
[xii] Ειρηναίου, επισκόπου Λουγδούνου και μάρτυρος, Ελέγχου και ανατροπής της ψευδωνύμου γνώσεως βιβλία πέντε, Ι.2 (PG 7,440A-B) «Διότι η πλάνη δεν επιδεικνύει τον εαυτό της ώστε να μην εντοπιστεί αφού αποκαλυφθεί˙ αλλά αφού ενδυθεί πειστικό περίβλημα, προσπαθεί να φαίνεται πιο αληθινή και από την αλήθεια, σε όσους δεν έχουν πείρα, με την εξωτερική εμφάνιση, όπως έχει ειπωθεί γι’ αυτά από κάποιον ανώτερο από μένα˙ ότι δηλαδή το σμαράγδι που είναι λίθος πολύτιμος και με μεγάλη αξία, το γυαλί τον ξεγελά όταν τον μιμείται με τέχνη, όταν δεν υπάρχει αυτός που είναι ικανός να ελέγξει την απομίμηση˙ διότι αναμιχθεί ο χαλκός με το ασήμι, ποιος μπορεί να το καταλάβει σωστά;».
[xiii] Ειρηναίου, επισκόπου Λουγδούνου και μάρτυρος, Ελέγχου και ανατροπής…, Ι.4.3 (PG 7,484B) «Και ποιος δεν θα πουλούσε όλη του την περιουσία για να μάθει ότι από τα δάκρυα της Ενθυμήσεως του πάσχοντος Αιώνος, έλαβε την γέννηση κάθε υδαρή ουσία, θάλασσες και πηγές και ποταμοί, ενώ από το γέλιο της το φως, και από την έκπληξη και την αμηχανία της τα σωματικά στοιχεία του κόσμου;».
[xiv] Πραξ. η,9-14 & η,18-24.
[xv] Ιππολύτου, Έλεγχος…, V.23.1-3 [ed. Paul Wendland, GCS 26 (1916), 125] «Αυτός [ο Ιουστίνος] προσπαθεί να οδηγήσει τους ακροατές του στις παράξενες διδασκαλίες των Εθνών, διηγούμενος αυτολεξεί τους μύθους των Ελλήνων, και δεν διδάσκει ούτε παραδίδει ολόκληρη την διδασκαλία του, πριν δέσει με όρκο αυτόν που παραπλάνησε. Έπειτα παραθέτει τους μύθους χάριν ψυχαγωγίας, ώστε αυτοί που μετέχουν στην ατέλειωτη φλυαρία των βιβλίων [του] να βρίσκουν στους μύθους λίγη παρηγοριά – κατά τον ίδιο τρόπο που κάποιος οδοιπόρος, αφού διένυσε πολύ δρόμο και βρήκε κατάλυμα αναπαύεται εκεί – κι έτσι πάλι [μόλις ξεκουραστούν με τους μύθους] να επιστρέψουν στην ανάγνωση χωρίς να μισήσουν την μάθηση, και αποβλακωμένοι από το τέχνασμά του να ξεχυθούν με περισσότερη ορμή˙ αυτούς τους έδεσε πρώτα με φρικτούς όρκους, ώστε να μην αποκαλύψουν στους έξω, και τους ανάγκασε να μην απομακρυνθούν από την ομολογία, ύστερα τους παραδίδει αυτά τα μυστήρια που ο ίδιος εφηύρε, έχοντας χρησιμοποιήσει άλλες φορές μύθους ελληνικούς, όπως προείπαμε, και άλλες φορές βιβλία παραποιημένα έτσι ώστε να ταιριάζουν στις αιρέσεις του».
[xvi] Ειρηναίου, επισκόπου Λουγδούνου και μάρτυρος, Ελέγχου και ανατροπής…, Ι,1 (PG 7,437A) «Και με πειστικότητα που έχει εξυφανθεί με πανουργία ξεγελάνε τον νου όσων δεν έχουν πείρα, και τους αιχμαλωτίζουν, παραφράζοντας τα λόγια του Κυρίου, και γίνονται κακοί ερμηνευτές, όσων έχουν ειπωθεί καλώς».
[xvii] Πραξ. η,10.
[xviii] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, … σελ. 137.
[xix] Πρβλ. Kurt Rudolf, Die Gnosis, Wesen und Geschichte einer spätantiker Religion, Leipzig 1977, αγγλική έκδοση Edinburgh 1983, σελ. 275.
[xx] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, … σελ. 107.
[xxi] Πρβλ. Hans Jonas, The Gnostic Religion, London 1992 (ανατυπ. της 2ης εκδοσης) σελ. 33.
[xxii] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, … σελ. 109.
[xxiii] Πρβλ. Hans Jonas, The Gnostic Religion…, σελ. 35.
[xxiv] Κλήμης Αλεξανδρεύς, Στρωματείς, 2.11.48.1 - 2.11.48.4: «Αλλά των κατά φαντασίαν σοφών η γνώση είτε είναι βάρβαρες αιρέσεις είτε οι φιλόσοφοι των Ελλήνων, προκαλεί αλαζονία, κατά τον Απόστολο. Πίστη είναι η γνώση, η ποία θα μπορούσε να είναι επιστημονική απόδειξη όσων παραδίδει η αληθινή φιλοσοφία. Θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε ως λόγο που για τα αμφισβητούμενα από τα ομολογούμενα εκμαιεύει την πίστη. Όντας λοιπόν η πίστη διπλή, επιστημονική και δοξαστική, δεν εμποδίζει τίποτα να ονομάζουμε την απόδειξη διπλή, τη μια επιστημονική και την άλλη δοξαστική. Επειδή και η γνώση και η πρόγνωση χαρακτηρίζεται διπλή˙ η μια έχει χαρακτήρα ολοκληρωμένο, ενώ η άλλη ελλειπ΄ Και μήπως η δική μας απόδειξη θα μπορούσε να είναι μόνη αληθινή, επειδή χορηγείται από τις θείες γραφές, τα ιερά γράμματα και τη "θεοδίδακτη σοφία" κατά τον Απόστολο; Είναι μάθηση λοιπόν και η συμμόρφωση με τις εντολές, που σημαίνει πίστη στο Θεό» ( μετ. Ιγνάτιου Σακαλή, Κλήμεντος Αλεξαδρέως, Άπαντα, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1995, τ. 3 σελ. 251).
[xxv] Κλήμης Αλεξανδρεύς, Στρωματείς, 2.12.53-54: «Πίστη είναι αγώνας για την σωτηρία και δύναμη για ζωή αιώνια» (μετ. Ιγνατίου Σακαλή ο.π. σελ. 257).
[xxvi] Πλωτίνος, Εννεάδες, V.5.2: «Δεν πρέπει, λοιπόν, να ψάχνουμε για τα νοητά έξω ούτε να λέμε ότι στον νου υπάρχουν εντυπώσεις των όντων ούτε, αποστερώντας του την αλήθεια, να δημιουργήσουμε για τα νοητά αγνωσία και ανυπαρξία, και επί πλέον να καταργήσουμε τον ίδιο τον νου. Αν, όμως πρέπει κάποιος να εισάγει γνώση και αλήθεια, αν πρέπει να προσέχει για την διατήρηση των όντων και να γνωρίζει την ουσία και όχι απλώς την ποιότητα καθενός, διότι, σε τέτοια περίπτωση, αυτό που θα έχει θα είναι εικόνα και ίχνος του όντος, και δεν θα έχει τα ίδια αυτά, δεν θα συνυπάρχει ούτε θα συγκερνάται μαζί τους, τότε, λοιπόν, πρέπει να αποδώσουμε τα πάντα στον αληθινό νου. Διότι κατ’ αυτό τον τρόπο θα τα γνωρίζει, και θα τα γνωρίζει στ’ αλήθεια, και δεν θα τα ξεχάσει ούτε θα γυρίζει να τα ψάχνει, και η αλήθεια θα είναι σ’ αυτόν και θα είναι έδρα όλων των όντων, τα οποία θα ζουν και θα νοούν. Όλα αυτά πρέπει να ανήκουν στη μακαριότατη φύση˙ ή πού θα είναι η πολυτιμότητα και η σοβαρότητα του; Με τον τρόπο αυτό δεν θα χρειαστεί απόδειξη ούτε πιστοποίηση ότι είναι έτσι – διότι είναι έτσι και είναι ολοφάνερο στον εαυτό του – και, αν υπάρχει κάτι πρότερο, ο νους γνωρίζει ότι προέρχεται από αυτό, ενώ αν υπάρχει κάτι ύστερο, γνωρίζει ότι αυτό είναι ο ίδιος – και κανείς δεν μπορεί να το βεβαιώσει αυτό καλύτερα απ’ ότι ο ίδιος – και γνωρίζει σαφώς ότι όλα αυτά είναι εκεί, και πραγματικά εκεί˙ συνεπώς εκεί είναι και η όντως αλήθεια, η οποία δεν βρίσκεται σε συμφωνία με κάτι άλλο αλλά με τον ίδιο τον εαυτό της, αλλά λέει ό,τι είναι και είναι ό,τι λέει» .
[xxvii] Για τις επιρροές του ορφισμού στο έργο του Πλάτωνα βλ. π. Θ. Ζήση, Πλατωνικά, εισαγωγή στον Πλάτωνα, Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1995, σσ 18-25. Για τις επιρροές του πυθαγορισμού στο ίδιο σ. 90.
[xxviii] Αυτό απέδειξε ο R. Harder, Eine neue Schrift Plotins, Hermes 1936, 1-10. Η τετραλογία αυτή ονομάστηκε το «μεγάλο έργο» του Πλωτίνου.
[xxix] Πλωτίνος, Εννεάδες, ΙΙ.9.6.43: «Αν θέλουν να διαφωνήσουν στα παραπάνω, τα λόγια μας δεν έχουν φθόνο όταν τους λέμε να μην εκθέτουν σ’ αυτούς που τους ακούνε τις δικές τους γνώμες μέσα από τον διασυρμό των Ελλήνων και τις ύβρεις προς αυτούς, αλλά να δείξουν την ορθότητα των αντιλήψεών που είναι προσωπικές τους και έρχονται σε αντίθεση με τις θεωρίες των Ελλήνων, εκφράζοντας τες με καλή προαίρεση και με φιλοσοφικό πνεύμα και με αίσθημα δικαιοσύνης όσο αφορά τα σημεία που διαφωνούν, αποβλέποντας στην αλήθεια, χωρίς να κυνηγούν την φήμη με το να κατηγορούν στοχαστές, οι οποίοι από την αρχαιότητα κρίθηκαν σπουδαίοι από ανθρώπους όχι αμελητέους, λέγοντας ότι οι ίδιοι είναι καλύτεροι από αυτούς».
[xxx] Ειρηναίου, Έλεγχος…, Ι.25.6 (PG 7,685B-686A): Et has coronant, et proponent eas cum imaginibus mundi philosophorum, videlicet cum Pythagorae, et Platonis, et Aristotelis et reliquorum;»
[xxxi] Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, … σελ. 109.
[xxxii] Τσέλλερ-Νεστλέ, Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας, μετ. Χ. Θεοδωρίδη, Εστία, Αθήνα 2000, σελ. 270.
[xxxiii] Βλ. σχετ. Τσέλλερ-Νεστλέ, Ιστορία …,σελ. 287.
[xxxiv] Επίκουρος, Επιστολή δευτέρα προς Πυθοκλή, 85.8: «Και πρώτα-πρώτα να θεωρείς ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος σκοπός της γνώσης για τα ουράνια φαινόμενα είτε λέγονται σε συσχετισμό με άλλα είτε αυτοτελώς, εκτός από την επίτευξη της αταραξίας και μια σταθερής πεποίθησης, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τις άλλες γνώσεις», 87.1 «γιατί ο βίος μας δεν έχει ανάγκη από παραλογισμούς και κενές δοξασίες αλλά από ζωή χωρίς ταραχές» (μετ. φιλολογική ομάδα Κάκτου, εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1994, σελ. 127-129).
[xxxv] Διογένη Λαέρτιου, Βίος Επίκουρου, X.8.6.
[xxxvi] Επίκουρος, Επιστολή πρώτη προς Ηρόδοτον, 81.2: Πάνω από όλα γενικά εκείνο που πρέπει να κατανοούμε είναι ότι η βασική ταραχή στις ανθρώπινες ψυχές προέρχεται κατά πρώτο λόγο από το να παίρνει κανείς τα ουράνια σώματα σαν μακάρια και άφθαρτα, ενώ από την άλλη μεριά να τους αποδίδει βουλήσεις, δράσεις και αιτιότητες, πράγματα ασυμβίβαστα με τις ανωτέρω δοξασίες. Και ακόμη κατά δεύτερο λόγο η ίδια ταραχή γεννιέται από το να περιμένει κανείς διαρκώς ή να υποψιάζεται ένα αιώνιο βάσανο σύμφωνα με τους μύθους ή από το να φοβάται την κατάσταση αναισθησίας που προκαλείται από το να είναι κανείς πεθαμένος. Όπως ακριβώς συνέβαινε κατά τη γνώμη τους, αλλά και στο να μη θεωρούν ότι παθαίνουν αυτοί αλλά από κάποια παράλογη πίστη. Επομένως, επειδή δεν μπορούν να καθορίσουν που είναι το φοβερό δέχονται ίση ή και μεγαλύτερη ταραχή, επειδή ακριβώς αυτά πιστεύουν» (μετ. φιλολογική ομάδα Κάκτου, σελ. 123).
[xxxvii] Επίκουρος, Επιστολή πρώτη προς Ηρόδοτον, 65.7: «Επίσης αν διαλυθεί το όλο άθροισμα η ψυχή διασκορπίζεται και δεν έχει τις αυτές δυνατότητες ούτε κινείται, ώστε ούτε αισθητικότητα διαθέτει. Γιατί είναι αδύνατον να θεωρήσουμε ότι αισθάνεται, αν δεν υπάρχει στον οργανισμό και δεν μπορεί, επομένως, να προκαλέσει αυτές τις κινήσεις, όταν αυτό που την περιέχει και την περιβάλλει δεν είναι πια το ίδιο, όπως και το περιβάλλον όπου τώρα υπάρχει και κινείται» (μετ. φιλιλογική ομάδα Κάκτου, σελ. 109-111).
[xxxviii] Βλ. σχετ. G. E. M. de ste Croix, Η θρησκεία του ρωμαϊκού κόσμου, στο Χριστιανισμός και Ρώμη, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2005, σελ. 2-3: «Σίγουρα δεν μπορούμε ν’ απομονώσουμε ένα απολύτως ρωμαϊκό ύφος στον κλασικό παγανισμό, αλλά η θρησκεία των μορφωμένων Ιταλών άρχισε βαθμιαία να εξελληνίζεται, αρκετά νωρίς στην ιστορία της ρωμαϊκής Δημοκρατίας, ενώ την εποχή που εγκαθιδρύθηκε η Ηγεμονία από τον Αύγουστο, την τελευταία προ Χριστού γενιά, οι ελληνικές θρησκευτικές ιδέες και τα ελληνικά στερεότυπα είχαν διεισδύσει σε όλα τα επίπεδα της ρωμαΊκής θρησκείας, εκτός από τα κατώτερα».
[xxxix] Fr. Cumont, Les Religions Orientales dans le Paganisme Romain, Brussells 1915.
[xl] Πρβλ. τους πλατωνικούς μύθους της Διοτίμας (Συμπόσιο), του Ήρος (Πολιτεία, I.614b-621d) και της Ατλαντίδος (Τιμαίος, 24e-25d).
[xli] Πλωτίνος, Εννεάδες, ΙΙ.9.14.1-9: «Αυτοί όμως κατ’ εξοχήν νοθεύουν τα όντα του νοητού κόσμου και με κάποιον άλλο τρόπο. Όταν δηλαδή γράφουν μαγικές ωδές σαν να τις απαγγείλουν προς εκείνα, όχι μόνο προς την ψυχή αλλά επίσης προς αυτά που βρίσκονται πάνω από αυτήν, τι κάνουν, παρά λένε ότι οι δυνάμεις εκείνες υπακούουν σε λόγια και ότι άγονται απ’ όποιον άνθρωπο τους απευθύνει γητείες, μάγια ή πειστικές κουβέντες, αν κάποιος από εμάς είναι κάπως επιδέξιος να λέει με συγκεκριμένο τρόπο συγκεκριμένες μελωδίες και ήχους ή να ξεφυσά και να συρίζει όταν μιλάει και να κάνει όλα τα άλλα που γράφουν στα έργα τους ότι μπορούν να μαγεύουν;».
[xlii] Πλωτίνος, Εννεάδες, ΙΙ.9.14.11-17: «Ὀταν πάλι λένε ότι καθαρίζουν τους εαυτούς τους από τις ασθένειες, αν έλεγαν ότι αυτό γίνεται με την σωφροσύνη και τη σωστή ζωή, καλά θα τα έλεγαν, όπως ακριβώς κάνουν και οι φιλόσοφοι˙ τώρα όμως, υποστηρίζοντας ότι οι ασθένειες είναι δαιμόνια, και λέγοντας και υποσχόμενοι ότι μπορούν να τις διώξουν με το να προφέρουν λέξεις, ίσως φαντάζουν σπουδαιότεροι στους πολλούς, που θαυμάζουν τις μαγικές δυνάμεις…».
[xliii] Βλ. σχετ. Ι. Ρωμανίδη, Το Προπατορικόν Αμάρτημα, Δόμος, Αθήνα 19892, σελ. 68: «Ο διάβολος ως παράσιτόν τι καθυπέταξε την κτίσιν υπό τον θάνατον και την φθοράν».
[xliv] Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις την προς Εβραίους επιστολήν, Ομιλία Δ’ (PG 63,41).
[xlv] Η αρχαιολογική σκαπάνη έχει ανεύρει επιγραφή “Semoni Sanco Deo Fidio”, η οποία αναφέρεται σε ετρουσκική θεότητα. Αν πρόκειται για την ίδια με αυτήν που αναφέρει ο άγιος Ιουστίνος, τότε προφανώς παρανόησε την επιγραφή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι υπόλοιπες πληροφορίες του είναι ανακριβείς. Σχετ. Παν. Χρηστου, Ελληνική Πατρολογία, … σελ. 137.
[xlvi] Αγ. Ιουστίνου, Απολογία Α’, 26.1-5: «Τρίτο δε σημείο είναι ότι μετά την Ανάληψη του Χριστού εις τον ουρανόν οι δαίμονες προώθησαν μερικούς ανθρώπους, οι οποίοι έλεγον ότι είναι θεοί, οι οποίοι όχι μόνον δεν εδιώχθηκαν από σας, αλλά και ηξιώθησαν τιμών˙ ήτοι κάποιον Σίμωνα Σαμαρέα, προερχόμενον από κώμην λεγομένην Γιτθών, ο οποίος, αφού έκαμε μαγικάς πράξεις δια ης τέχνης των εις αυτόν ενεργούντων δαιμόνων εις την βασιλίδα πόλιν σας Ρώμην επί Κλαυδίου Καίσαρος, εθεωρήθη θεός και ετιμήθη από σας με ανδριάντα ως θεός, ο οποίος εστήθη εις τον ποταμόν Τίβεριν μεταξύ των δύο γεφυρών, είχε δε την εξής λατινικήν επιγραφήν˙ Εις τον Σίμωνα Άγιον Θεόν. Και σχεδόν όλοι οι Σαμαρείς, μερικοί δε και εις άλλα έθνη, αναγνωρίζουν αυτόν ως πρώτον θεόν, τον προσκυνούν. Και κάποια Ελένη,… και κάποιο Μένανδρο, … Και κάποιο Μαρκίωνα Ποντικόν,… Ούτος δια της εμπνεύσεως των δαιμόνων έκαμε πολλούς εις παν έθνος ανθρώπων να λέγουν βλασφημίας και να αρνούνται τον ποιητήν του σύμπαντος Θεόν,…» (Μετ. Παν. Χρηστου, στην σειρά ΕΠΕ, Απολογηταί 1, Ιουστίνος Φιλόσοφος και Μάρτυς, Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 117-119).
Επίσης Αγ. Ειρηναίου, Έλεγχος…, Ι.16.3: «Ἐξελθόν γάρ τό ἀκάθαρτον πνεῦμα τῆς ἀγνοίας, ἔπειτα σχολάζοντας αὐτούς οὐ Θεῷ, ἀλλά κοσμικαῖς ζητήσεσιν εὐρόν, προσπαραλαβόν ἕτερα πνεύματα ἑπτά πονηρότερα ἑαυτοῦ, καί χαυνῶσαν αὐτῶν τήν γνώμην, ὡς δυναμένων τά ὑπέρ τόν Θεόν ἐννοεῖν, καί επιτήδειον εῖς ὑπερέκκρουσιν κατασκευάσαν, τήν ὀγδοάδα τῆς ἀνοίας τῶν πονηρῶν πνευμάτων αὐτούς ἐνεθήκωσε»(PG 7,636B), και V.26.2 (PG 7,1195A-B).
Ι. Ρωμανίδη, Το Προπατορικόν Αμάρτημα, σελ. 70: «Και μετά Χριστόν οι δαίμονες δεν έπαυσαν, ως νομίζει ο O. Cullmann, ενεργούντες εν ανθρώποις την πλάνην. Μέγιστον σφάλμα θα ήτο να νομίση τις ότι δια τους πρώτους Χριστιανούς ο διάβολος εθεωρείτο απλώς ως ψιθυριστής κακών εισηγήσεων εις τα ώτα των ανθρώπων. Η σατανική ενέργεια δεν είναι τι, το οποίον εκδηλούται μόνον εις τας πονηράς σκέψεις των ανθρώπων. Εκτός των επιδράσεων επί της σκέψεως και της βουλήσεως των ανθρώπων, ο διάβολος ενεργεί εν τη φύσει και οντολογικώς».
[xlvii] Οικουμένιου επισκόπου Τρίκκης, Ιωάννου Αποστόλου, η πρώτη επιστολή καθολική, κεφ. γ’ : «Εἰ γάρ, φησί, τόν Ἀντίχριστον ἐν ἐσχάτοις καιροῖς προσδοκῶμεν, νῦν δέ ἀντίχριστοι πολλοί ἐπεπόλασαν τῷ βίῳ (λέγει δέ Κήρινθον καί τους ὁμοίους ἐκείνῳ), εὔδηλον ὅτι καί καιρός τῆς συντελείας ἐφέστηκε, προειδοποιούντων τῶν πολλῶν αντιχρίστων ἐνί» (PG 119,B).
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...