Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό

kryfo sxoleio 03


«Στην διάρκεια της τουρκοκρατίας η Εκκλησία κατόρθωσε να επιβιώσει. Και όσο η Εκκλησία επεβίωνε, το Έθνος δεν μπορούσε να πεθάνει»

(Στήβεν Ράνσιμαν)

Λέγονται και γράφονται κατά καιρούς διάφορα σχετικά με το «Κρυφό Σχολειό» της Τουρκοκρατίας. Ορισμένοι επιχείρησαν και επιχειρούν να αμφισβητήσουν την ύπαρξή του, να κλονίσουν μια πεποίθηση στερεά ριζωμένη στην συνείδηση του λαού μας. Και είναι προφανές ότι οι περισσότεροι από τους αμφισβητίες -αν όχι όλοι- έχουν ως στόχο την βαθύτερη αμφισβήτηση του ρόλου και της προσφοράς της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας κατά την περίοδο της μακραίωνος δουλείας του γένους από τον οθωμανικό ζυγό. Θεωρούμε, λοιπόν χρήσιμο να καταθέσουμε ορισμένα στοιχεία και να ξεκαθαρίσουμε μερικές ασάφειες που ίσως προκαλούν απορίες.

Το σπουδαιότερο επιχείρημα των αρνητών του «Κρυφού Σχολειού» είναι το εξής: «Οι Οθωμανοί Τούρκοι υπήρξαν ανεκτικοί στα θέματα Πίστεως και Παιδείας. Αφού, λοιπόν, δεν καταδίωκαν την εκπαίδευση των Ελλήνων και γενικότερα των Ορθοδόξων υπηκόων τους (Ρούμ μιλλέτ= Το Γένος των Ρωμηών), τότε γιατί χρειάζονταν Κρυφά Σχολεία στους νάρθηκες των Ναών και των Μοναστηριών;».

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι η εξής :

Ναι, μεν, για λόγους θρησκευτικούς και διοικητικούς οι Οθωμανοί Σουλτάνοι παρεχώρησαν προνόμια και έδειξαν ένα βαθμό ανοχής προς τους Ρωμηούς υπηκόους τους, όμως υπήρξαν περίοδοι και περιοχές, στις οποίες δεν τηρήθηκαν οι υποσχέσεις αυτές. Δεν μπορούμε να ομιλούμε για μια ενιαία τουρκοκρατία στον χρόνο και τον χώρο. Υπήρχε διαφορετική (πιο καταπιεστική) μεταχείριση των υποδούλων κατά τους πρώτους αιώνες και διαφορετική στο δεύτερο ήμισυ της Τουρκοκρατίας με την επικράτηση μετριοπαθεστέρων απόψεων. Αλλά και κατά τόπους η εφαρμογή των σουλτανικών αποφάσεων και των δικαιωμάτων των υποδούλων υπέκειτο στην βούληση, στις ιδιορρυθμίες, στο βαθμό θρησκευτικού φανατισμού και γενικά στην προσωπικότητα του τοπικού Οθωμανού ηγεμόνος. Σε μια αχανή αυτοκρατορία και μάλιστα υπό τις συνθήκες διοικήσεως και επικοινωνίας της εποχής εκείνης, η αυθαιρεσία των τοπικών μπέηδων και πασάδων ήταν φαινόμενο σύνηθες. Δεν είχαμε, λοιπόν, ομοιόμορφη εφαρμογή των θεμελιωδών αποφάσεων περί θρησκείας και παιδείας των Ορθοδόξων Ελλήνων. Οι αποφάσεις αυτές καταστρατηγήθηκαν ή αλλοιώθηκαν σε διάφορες χρονικές περιόδους και σε διάφορες επαρχίες και τοπικές διοικήσεις (βιλαέτια). Δεν υπήρξε ενιαία τουρκοκρατία, αλλά ποικίλες μορφές της, αναλόγως εποχής και περιοχής.

Οι δύο πρώτοι αιώνες υπήρξαν πολύ δύσκολοι και μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνος δεν μπορούμε να ομιλούμε για δυνατότητα ακώλυτης ασκήσεως των θρησκευτικών και εκπαιδευτικών ελευθεριών. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι ο Σουλτάνος Σελήμ Α' στις αρχές του 16ου αιώνος εξεδήλωνε δημοσίως το μίσος του προς τους Χριστιανούς και την άποψή του περί βιαίου εξισλαμισμού όλων των μη μουσουλμάνων. Το 1537 ο Σουλεϊμάν Α' εξέδωσε διαταγή που ζητούσε να εκτελεστεί ως άπιστος οποιοσδήποτε αμφισβητούσε τα λόγια του προφήτη Μωάμεθ. Από τις αρχές του 16ουου αιώνος : «Να σκεφθή κανείς ότι ουδέποτε από την εποχή του Νέρωνος, του Δομητιανού και του Διοκλητιανού έχει υποστή ο Χριστιανισμός διωγμούς σκληρότερους από αυτούς, που αντιμετωπίζει σήμερα η ανατολική Εκκλησία» (ίδε Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τομ. 10, Αθήνα 1974, σ. 150).

Από τα μέσα του 17ου αιώνος τα πράγματα σαφώς βελτιώνονται στον εκπαιδευτικό τομέα και οι υπόδουλοι Ρωμηοί αρχίζουν να ιδρύουν, υπό την αιγίδα της Εκκλησίας και με την βοήθεια των ξενιτεμένων και των ευεργετών, σημαντικά εκπαιδευτικά ιδρύματα. Σ' αυτά καλλιεργήθηκαν και τα ιερά γράμματα και η «θύραθεν παιδεία», η εγκυκλοπαιδική και επιστημονική κατάρτιση. Όμως δεν ήταν εύκολο κάτω από το σπαθί του δυνάστη να καλλιεργηθεί το εθνικό φρόνημα και η συνείδηση της ιστορικής συνέχεια του Ελληνισμού. Στην περίοδο αυτή, την οποία ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ' σε Υπόμνημά του (17/1/1879) χαρακτηρίζει «ως ανέσεως εποχή, καθ' ην ήρξατο υποφώσκουσα ελπίς βελτιώσεως», η λειτουργία Κρυφών Σχολειών ίσως περιορίσθηκε, δεν έπαυσε όμως τελείως. Διότι η κρυφή εκπαίδευση χρειαζόταν για εκείνα τα ειδικά μαθήματα που φούντωναν τον πόθο για την ελευθερία. Άλλωστε είπαμε ότι υπήρξαν και πολλές αυθαιρεσίες τοπικών Οθωμανών ηγεμονίσκων. Ο ιστορικός συγγραφεύς Αθανάσιος Κομνηνός Υψηλάντης στο έργο του «Τα μετά την άλωσιν 1453-1789» (εγράφη τον 18ο αιώνα και εξεδόθη στην Κωνσταντινούπολη το 1870), αναφέρει ένα περιστατικό, το οποίο ο ίδιος τοποθετεί στον 18ο αιώνα. Στο παζάρι (αγορά) του Καΐρου είδε 30.000 κομμένες γλώσσες Ελλήνων, οι οποίοι επέμεναν να ομιλούν ελληνικά παρά την σχετική απαγόρευση των τοπικών αρχών. Σε μια εποχή που οι Οθωμανοί γενικά είχαν επιτρέψει ή ανεχθεί την δημόσια λειτουργία ελληνικών εκπαιδευτηρίων, ο τοπικός Οθωμανός ηγεμόνας της Αιγύπτου απαγόρευε την χρήση της ελληνικής επί ποινή αποκοπής της γλώσσας. 30.000 ηρωικοί Έλληνες αντέστησαν! Πώς όμως διετηρήθη η ελληνική γλώσσα κάτω από τέτοιες συνθήκες αν δεν υπήρχαν τα Κρυφά Σχολειά με το Ψαλτήρι και την Οκτάηχο και τα άλλα εκκλησιαστικά βιβλία; Πάντως και κατά τον 18ο αιώνα έχουμε περιόδους διωγμών. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά τα Ορλωφικά και τις αγριότητες των Τουρκαλβανών ο άγιος Κοσμάς διέκοψε τις περιοδίες του και κατέφυγε επί αρκετά έτη στο Άγιον Όρος!

Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι τα Κρυφά Σχολειά ήταν απαραίτητα στους πρώτους δύο αιώνες της τουρκοκρατίας λόγω του κλίματος φόβου και τρόμου που επικρατούσε, στους δε επόμενους αιώνες, παρά την βελτίωση της οθωμανικής συμπεριφοράς, λειτούργησαν είτε για να δώσουν λύση απέναντι στην ανθελληνική και αντιχριστιανική τακτική ορισμένων Οθωμανών διοικητών, είτε για να διδάσκονται εκεί μαθήματα εθνικού φρονηματισμού με στόχο την εκπλήρωση των πόθων του Γένους.

Αποστομωτικό για τους αρνητές των «Κρυφών Σχολειών» και λίαν εύγλωττο, διότι συνοψίζει τα όσα εκθέσαμε μέχρι τώρα, είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το βιβλίο του Γάλλου δημοσιογράφου Rene Puaux «Δυστυχισμένη Βόρειος Ήπειρος», (ελλην. Έκδοση εκδ. Τροχαλία, Αθήναι α. χρ.). Ο Puaux (Πυώ) περιηγήθηκε την Ήπειρο το 1913, ακριβώς μόλις τα εδάφη αυτά είχαν ελευθερωθεί από τον ελληνικό στρατό. Συνομιλώντας με Έλληνες Ηπειρώτες, οι οποίοι τότε για πρώτη φορά απηλλάγησαν  από τον τουρκικό ζυγό, μαθαίνει έκπληκτος και τα εξής : «Κανένα βιβλίο τυπωμένο στην Αθήνα δεν γινόταν δεκτό στα σχολεία της Ηπείρου. Ήταν επιβεβλημένο να τα προμηθεύονται όλα από την Κωνσταντινούπολη. Η Ελληνική Ιστορία ήταν απαγορευμένη. Στην περίπτωση αυτή λειτουργούσαν πρόσθετα κρυφά μαθήματα, όπου χωρίς βιβλία, χωρίς τετράδια, ο νεαρός Ηπειρώτης μάθαινε για τη μητέρα Πατρίδα, διδασκόταν τον Εθνικό της Ύμνο, τα ποιήματά της και τους ήρωές της. Οι μαθητές κρατούσαν στα χέρια τους την ζωή των δασκάλων τους. Μία ακριτομυθία, μια καταγγελία ήταν αρκετή. Δεν είναι συγκινητικό, αυτά τα διακόσια μικρά αγόρια και τα διακόσια πενήντα κοριτσάκια να δέχονται τις επιπλέον ώρες των μαθημάτων (στην ηλικία, που τόσο αγαπούν τα παιχνίδια), να συζητούν για την Ελλάδα και επιστρέφοντας στις οικογένειές τους με τα χείλη ραμμένα να κρατούν τον ενθουσιασμό μυστικό στην καρδιά;» (σελ. 126).

Το ντοκουμέντο αυτό, που προέρχεται από μαρτυρία ξένου περιηγητή, άρα ανεπηρέαστου από τα ιδεολογικά ρεύματα που επεκράτησαν στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωσή της, μας δείχνει ότι ακόμη και 5-6 χρόνια πριν από τη διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ακόμη και σε εποχή που λειτουργούσαν ελεύθερα τα ελληνικά σχολεία, υπήρχαν παράλληλα κρυφά σχολεία για να μεταδώσουν την αγωνιστικότητα και τον πόθο για ελευθερία. Να μεταφέρουν στα παιδιά το μήνυμα που τους διδάσκει ο Ιερεύς στο συγκινητικό ποίημα του Ιωάννη Πολέμη με τίτλο  «Το Κρυφό Σχολειό» :

Μη σκιάζεστε στα σκότη!

Της λευτεριάς το φεγγοβόλο αστέρι  της νύχτας το ξημέρωμα θα φέρει!

Μια ενδιαφέρουσα μαρτυρία έχουμε και από ένα εξόχως μαρτυρικό και ταλαιπωρημένο τμήμα του Ελληνισμού, την μεγαλόνησο Κύπρο. Ο Κύπριος Αρχιμανδρίτης Γαβριήλ Σαμπατακάκης γράφει το 1921 για τις εξελίξεις στην ιδιαίτερη πατρίδα του :

«Η θαυμασία αυτή ανάπτυξις του εθνικού αισθήματος οφείλεται, προ παντός, εις τα Σχολεία, τον Τύπον και την Εκκλησίαν. Της ευκαιρίας της Αγγλικής κατοχής δραξάμενος ο Κυπριακός Λαός έσπευσεν, ως η διψασμένη έλαφος τρέχει δρομαία επί τας πηγάς των υδάτων, ούτω και ούτος προς τα νάματα της παιδείας. Και ηδύνατό τις να ίδη φιλοτιμουμένους τους πολίτας και τους χωρικούς να ιδρύωσι δι' ιδίων δαπανών σχολάς, να φροντίζωσι να διορίζωσι δάσκαλον τον καλύτερον μεταξύ αυτών. Ιδρύθη το Παγκύπριον Γυμνάσιον και αι λοιπαί των κεντρικών πόλεων σχολαί, αίτινες ήρξαντο να χαλκεύωσιν Έλληνας χαρακτήρας, να εξαποστέλλωσι διδασκάλους εις τα διάφορα χωρία, διδάσκοντας ουχί πλέον την Οκτώηχον, ουχί το ψαλτήριον, ουχί θρησκέιαν, αν και ταύτα και αύτη ήσαν αναγκαία, αλλά τα ανδραγαθήματα των αρχαίων και νεοτέρων Ελλήνων ηρώων,... τας μαύρας της δουλείας ημέρας, και τέλος την ιδέαν της πατρίδος και της ελευθερίας...» (ίδε Κωστή Κοκκινόφτα, Κυκκώτικα Μελετήματα, τόμος Α', Λευκωσία 1997). Το κείμενο αυτό μας λέγει δυο σημαντικές αλήθειες! Πρώτον ότι οι Έλληνες της Κύπρου έσπευσαν να ανοίξουν σχολεία όλων των βαθμίδων μόνο όταν άρχισε η αγγλική κατοχή (1878 κ.ε.), προφανός διότι εφοβούντο ή δεν εμπιστεύονταν τους Τούρκους. Οργανωμένη Ελληνική παιδεία δεν υπήρξε επί Τουρκοκρατίας στην Κύπρο, με εξαίρεση τη σχολή της Μονής Κύκκου, που και αυτή λειτούργησε στα μέσα του 18ου αιώνος. Τι υπήρξε; Μας το λέγει σαφώς ο Κύπριος Ιερωμένος και αυτή είναι η δεύτερη σπουδαία αλήθεια : Διδασκαλία στοιχειωδών γνώσεων μέσω του Ψαλτηρίου και της Οκτωήχου, άρα που αλλού; Στα Μοναστήρια και στους Ναούς. Όταν, λοιπόν, οι Έλληνες μιας περιοχής φοβούνταν ή παρεμποδίζονταν να ανοίξουν δημοσίως σχολείο κατά την διάρκεια των «μαύρων της δουλείας χρόνων», κατέφευγαν στα «κολλυβογράμματα» του ιερέως ή του μοναχού. Ε, λοιπόν, αυτό ακριβώς ήταν το Κρυφό Σχολειό!

Ορισμένοι αρνητές του Κρυφού Σχολειού ισχυρίζονται ότι πρόκειται για μύθο και ερωτούν, γιατί δεν υπάρχουν κείμενα της εποχής της Τουρκοκρατίας, που να μαρτυρούν την ύπαρξη τέτοιων μυστικών εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Το ερώτημα είναι αφελές. Αφού επρόκειτο για κρυφή δραστηριότητα, η οποία εγκυμονούσε πολλούς κινδύνους και επέσυρε δυσάρεστες συνέπειες, εάν ανεκαλύπτετο από τους Τούρκους, θα ήταν εγκληματική ανοησία για οποιονδήποτε κληρικό να εκδώσει γραπτή (!) απόφαση περί Κρυφού Σχολειού, ή για οποιονδήποτε λόγιο να καταγράψει δημοσίως υπό τα όμματα των κατακτητών μια τέτοια δραστηριότητα. Όμως αμέσως μετά την απελευθέρωση και την ίδρυση του πρώτου Ελλαδικού κρατιδίου (1830 και εξής) πολλοί λόγιοι και ιστορικοί καταγράφουν την προφορική παράδοση που οι ίδιοι είχαν βιώσει ή τους είχε μεταδοθεί από γενεάς σε γενεά περί του Κρυφού Σχολειού. Το 1842 ο πρωτοπρεσβύτερος Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων στον επιμνημόσυνο λόγο, που εκφωνεί στην Αθήνα για τους ευεργέτες Ζωσιμάδες τονίζει : «... Άλλ' η Πανάγαθος Πρόνοια, καθώς εφώτιζε τας μαίας και εζωογόνει κρυφίως τα άρρενα των Εβραίων, ωσαύτως διέταξε και ψυχάς ευσεβείς και φιλοθέους και ταύτας ούτε Αιγυπτίας, αλλ' ομογενείς και ομόφρονας, αίτινες εν ταπειναίς εκκλησίαις και απωκισμένοις μοναστηρίοις, και εν σχολαίς μικραίς και πενιχραίς, δια της Ιεράς διδασκαλίας, εμαίευον εις ζωήν τα πάτρια των αιχμαλώτων Ελλήνων φρονήματα».

 Και αν ακόμη θεωρήσει κάποιος ότι ο κληρικός Οικονόμος υπερβάλλει, υπάρχει για τους πλέον δύσπιστους η καταγραφή των ιστορικών γεγονότων από τον Charles Tuckermann, τον πρώτο Αμερικανό Πρόξενο στην Αθήνα (1867-1874). Στο έργο του «Οι Έλληνες της σήμερον» (Ελληνική μετάφραση Αντωνίου Ζυγομαλά. Αθήνα 1877) ο Αμερικανός διπλωμάτης γράφει μεταξύ άλλων :

«Φεγγαράκι μου λαμπρό  φέγγε μου να περπατώ,

να πηγαίνω στο σχολειό  να μαθαίνω γράμματα

του Θεού τα πράγματα.

»Τοιούτον περίπου ήτο το άσμα, όπερ ετραγώδουν οι Ελληνόπαιδες, πορευόμενοι εν καιρώ νυκτός εις το σχολείον επί τουρκοκρατίας. Το άσμα τούτο είναι γνωστόν εις πάντα Έλληνα νυν ως και πρότερον, και οι πατέρες δεικνύοντες εις τα τέκνα των την σελήνην, επαναλαμβάνουσι τους στίχους τούτους, αφηγούμενοι αυτοίς πόσον τοις εχρησίμευσεν αύτη κατά τους σκοτεινούς χρόνους της Οθωμανικής κυριαρχίας. Μη επιθυμούντες, έστω και κατ' ελάχιστον, να ερεθίσωσι τους δεσπότας αυτών δυναμένους να παρακωλύσωσιν τας προς ιδίαν παίδευσιν προσπαθείας των, οι παίδες ουχί δε σπανίως και αυτοί οι πατέρες, εφοίτων δια νυκτός και κρύφα εις την οικίαν του διδασκάλου, όπως εξακολουθήσωσι τας σπουδάς των».

Προφανώς, ο Αμερικανός Πρόξενος καταγράφει την προφορική παράδοση, που είχε ακούσει από πολλούς συνομιλητές του στην ελεύθερη πλέον Ελλάδα, πολλοί εκ των οποίων είχαν πατέρα ή παππού, που εμαθήτευσε σε Κρυφό Σχολειό. Κι όμως τις μαρτυρίες του Tuckermann (Τάκερμαν), του Κωνσταντίνου Οικονόμου, του Νικολάου Δραγούμη και άλλων λογίων του 19ου αιώνος τις απορρίπτει σε πρόσφατο μελέτημά του ο κ. Άλκης Αγγέλου (Το κρυφό Σχολειό, χρονικό ενός μύθου, Βιβλιοπωλείον της «ΕΣΤΙΑΣ», Αθήνα 1997), δογματίζοντας ότι όλοι αυτοί είναι επηρεασμένοι από έναν μύθο που καλλιεργούσε η Εκκλησία και η συντηρητική ιδεολογία! Αλλά η γνώμη των ανθρώπων που έγραψαν τον 19ο αιώνα νε πρόσφταες και ζωντανές μαρτυρίες των γεγονότων της τουρκοκρατίας βαρύνει πολύ περισσότερο από έναν ιδεολογικά και αντιεκκλησιαστικά προκατειλημμένο συγγραφέα της εποχής μας, δηλαδή του τέλους του 20ου αιώνος. Το ενδιαφέρον μάλιστα είναι ότι ο κ. Αγγέλου επικαλείται ως κύριο αμφισβητία του Κρυφού Σχολειού τον γνωστό ιστοριοδίφη  του 20ου αιώνος Γιάννη Βλαχογιάννη. Ο Βλαχογιάννης, όμως, είναι αντιφατική πηγή. Διότι σε κείμενό του, που δημοσιεύθηκε στη «Νέα Εστία», τεύχος ΛΔ', 1948, σ. 1110 με τίτλο «Καραϊσκάκης», αναφέρεται στο ποιήμα «Φεγγαράκι μου λαμπρό...» και δέχεται ότι «σ' όσα χωριά το μοναστήρι ήταν πολύ μακριά, έπρεπε το παιδί να κινήσει με άλλα, και να τραβάει αξημέρωτα ανάμεσα σε άγριο λόγγο». Δηλαδή ακόμη και ο Βλαχογιάννης δέχεται την σύνδεση του άσματος με την εκπαίδευση των Ελληνοπαίδων στα μοναστήρια. Ο κ. Αγγέλου και άλλοι αμφισβητίες του «Κρυφού Σχολειού» κάνουν επιλεκτική και κατά βούληση χρήση των κειμένων. Εκεί που τους ταιριάζει ο τάδε συγγραφεύς τον αναφέρουν, εκεί που δεν τους συμφέρει τον αποσιωπούν!

 Μια αδιάψευστη μαρτυρία για την ύπαρξη του Κρυφού Σχολειού αποτελούν τα τοπωνύμια. Σε διάφορες γωνιές του Ελληνισμού διατηρείτε άσβεστη η παράδοση και ζωντανή η μνήμη ότι «κάποτε εδώ λειτουργούσε το Κρυφό Σχολειό». Ο ακούραστος ερευνητής Τάσος Γριτσόπουλος στο βιβλίο του «Σχολή Δημητσάνης» (Αθήναι 1962) αναφέρει ότι η λαϊκή παράδοση συνδέει το Κρυφό Σχολειό με την Ι. Μονή Φιλοσόφου της Δημητσάνης, με τη Μονή Στρατηγοπούλου ή Μονή Ντίλιου στο νησί των Ιωαννίνων, ενώ τοπωνύμιο Κρυφό Σχολειό υπάρχει και στην Ίο των Κυκλάδων στην παραλία του λιμένος, και μάλιστα κοντά σε σπήλαιο. Και επισημαίνει ο Γριτσόπουλος : «Ακριβώς τα λανθάνοντα, αλλά πάντοτε παρόντα στοιχεία ταύτα ανεύρεν εις την συνείδησιν του Έθνους ο Γύζης και εδημιούργησε τον περίφημο πίνακά του, το «Κρυφό Σχολειό» (σελ.26). Ο δε φιλόλογος και ιστορικός Σαράντος Καργάκος δηλώνει σχετικά στην εφημερίδα «Εξουσία» της 24/3/1998 : «Ότι είναι θρύλος δεν είναι ψέμα». Υποστηρίζει μάλιστα ότι στο χωριό Βέργοια Λακωνίας υπάρχουν δύο σημεία, που ο λαός ονομάζει «Κρυφά Σχολειά». Και συμπληρώνει : «Δεν είναι δυνατόν ένας ολόκληρος λαός να ψεύδεται». Στην Κρήτη επίσης υπάρχει ζωντανή ανάμνηση του Κρυφού Σχολειού στις Μονές Φανερωμένης, Τοπλού, Κρεμαστών, Καρδαμίτζας, Μεραμπέλλου κ.α.

Ορισμένοι αρνητές του «Κρυφού Σχολειού» προσπαθούν να αρνηθούν γενικότερα τη συμβολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στη διατήρηση του εθνικού αισθήματος των υποδούλων. Τους διαψεύδουν όμως τα γεγονότα και οι πηγές. Ο Γάλλος περιηγητής και πολιτικός Victor Berard στο βιβλίο του «Τουρκία και Ελληνισμός - Οδοιπορικό στη Μακεδονία» (ελλην. Έκδοση Τροχαλία, Αθήναι 1987) γράφει ότι στην Αττάλεια της Μικράς Ασίας είδε το εξής φαινόμενο περί τα τέλη του 19ου αιώνος : «Μέσα στο Κάστρο οι χριστιανοί μιλούν μόνο τούρκικα και δηλώνουν Έλληνες. Απέξω οι μωαμεθανοί, απόγονοι των Τουρκομοραϊτών που στην διάρκεια της επανάστασης του 1821 έφυγαν από τη Μεθώνη και Κορώνη μιλούν μόνο ελληνικά». Οι χριστιανοί, λοιπόν, οι Ορθόδοξοι δήλωναν Έλληνες αν και είχαν χάσει την μητρική τους γλώσσα. Ακόμη και στη δύσκολη αυτή κατάσταση η Πίστη και η Εκκλησία διατηρούσαν την εθνική συνείδηση.

Ματαίως εξ άλλου προσπαθούν ορισμένοι να αρνηθούν την προσφορά της Εκκλησίας στην προετοιμασία και στην υλοποίηση των εθνικών οραματισμών και του Αγώνος. Τους διαψεύδουν οι πρωταγωνιστές των γεγονότων. Ο αγωνιστής Ιωάννης Μακρυγιάννης γράφει στα «Οράματα και Θάματα» (Αθήναι 1983, εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, σελ. 163-4) : «Τ' άγια τα μοναστήρια, οπού    έτρωγαν οι δυστυχισμένοι... από τους κόπους των Πατέρων, των Καλογήρων. Δεν ήταν Καπιτσίνοι Δυτικοί, ήταν υπηρέτες των Μοναστηριών της Ορθοδοξίας. Δεν ήταν τεμπέληδες, δούλευαν και προσκυνούσαν (=λάτρευαν). Και εις τον αγώνα της πατρίδος σ' αυτά τα μοναστήρια γινόταν τα μυστικοσυμβούλια, συναζόταν τα ολίγα αναγκαία του πολέμου και εις τον πόλεμον θυσίαζαν και σκοτωνόταν αυτείνοι, οι ‘περέτες των μοναστηριών και των εκκλησιών. Τριάντα είναι μόνο με μένα οι σκοτωμένοι έξω εις τους πολέμους και εις το Κάστρο, το Νιόκαστρο και εις την Αθήναν».

Ένας άλλος δε σπουδαίος πολεμικός ηγέτης και αυτόπτης μάρτυς των γεγονότων της Παλιγγενεσίας, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, βεβαιώνει με το δικό του τρόπο την συμπαράταξη του Κλήρου και του Λαού στις κρίσιμες για την Ανάσταση του Γένους στιγμές : «Πλησίον εις τον Ιερέα ήτον ο λαϊκός, καθήμενοι εις ένα σκαμνί, Πατριάρχης και τζομπάνης, ναύτης και γραμματισμένος, ιατροί, κλεφτοκαπεταναίοι, προεστοί και έμποροι» (Διήγησις συμβάντων ελληνικής φυλής, εκδ. Πάπυρος, Αθήναι, σελ. 29).

Τέλος αξίζει να τονισθεί ότι η Εκκλησία ήσκησε τα εκπαιδευτικά της καθήκοντα όχι μόνον υπό τον Οθωμανικό ζυγό, αλλά και κάτω από άλλους κατακτητές ελληνικών τόπων. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι στα Επτάνησα επί ενετοκρατίας Ορθόδοξοι κληρικοί και «νοδάροι» (συμβολαιογράφοι) δίδασκαν γράμματα και έπλαθαν τους ελάχιστους γραμματιζούμενους της εποχής.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας φρόντιζε επί τουρκοκρατίας να τονώνει το εθνικό συναίσθημα των ελληνοπαίδων ακόμη και με την προβολή ορισμένων αρχαίων προγόνων μέσω της αγιογραφίας. Ο τεκμηριωμένος και έγκυρος ιστορικός του Νέου Ελληνισμού Απόστολος Βακαλόπουλος γράφει σχετικά : «Οι νάρθηκες - σχολεία, λοιπόν, των εκκλησιών ήταν οι πιο κατάλληλοι τόποι, όπου θα ταίριαζε να ζωγραφηθούν ανάμεσα στους χριστιανούς αγίους οι μορφές των μεγάλων ειδωλολατρικών σοφών, προδρόμων του χριστιανισμού, συνήθεια παλιά βυζαντινή... Άραγε η τόνωση της παλιάς αυτής συνήθειας κατά τους αιώνες της τουρκοκρατίας οφείλεται σε μια λατρεία των ένδοξων προγόνων από τους ξεπεσμένους επιγόνους, σ' ένα ρευστό και αδιαμόρφωτο ακόμη εθνικό κίνητρο;» (Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, έκδοση Β', τόμος Β', Θεσσαλονίκη 1976).

Μόνον όσοι αγνοούν ή διαστρεβλώνουν σκοπίμως τις ιστορικές πηγές και τα γεγονότα του νεοελληνικού βίου αμφισβητούν τον εθνικό, κοινωνικό και εκπαιδευτικό ρόλο της Εκκλησίας μας. Και μέσα σ' αυτήν την γενικότερη αμφισβήτηση εντάσσεται και η άρνηση του Κρυφού Σχολειού. Η Εκκλησία μας, η Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν χρειάζεται το ψέμα, διότι έχει δώσει αίμα. Ούτε της χρειάζεται ο ΜΥΘΟΣ, διότι μπορεί και προβάλλει ΗΘΟΣ: Το ελληνορθόδοξο ΗΘΟΣ, το οποίο αποτελεί πνευματικό εξοπλισμό απαραίτητο και για την πορεία του Γένους προς τον 21ο αιώνα.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

Α. ΗΣΑΝ ΟΙ ΟΘΩΜΑΝΟΙ ΤΟΣΟ ΑΝΕΚΤΙΚΟΙ;

Επειδή αυτοί που ισχυρίζονται ότι το Κρυφό Σχολειό ήταν μύθος παρουσιάζουν συνήθως ρόδινη την εικόνα της Παιδείας και της ζωής γενικότερα κατά την τουρκοκρατία, παραθέτουμε ενδεικτικά αδιάψευτες ιστορικές πηγές που μιλούν για το εντελώς αντίθετο :

«Ορώ δε νυν μετοικήσαντα πάντα τα αγαθά από των ελληνικών τόπων και οικήσαντα εν υμίν, ή τε σοφία και αι των μαθημάτων επιστήμαι, αι τέχναι αι άριστοι, η ευγένεια, ο πλούτος, η παίδευσις και ο λοιπός των χαρίτων χορός. Ελληνικών δε χαρίτων το κλέος βαρύς ώλεσεν αιών» (γράφει ο Θεόδωρος Ζυγομαλάς τον 16ο αιώνα προς τον Γερμανό ελληνιστή Μαρτίνο Κρούσιο. Ίδε το βιβλίο του Κρουσίου Turkograecia, σελ. 94).

«Κάθε μέρα βλέπει κανείς εξισλαμισμούς στην Κόρινθο και οι κάτοικοι της πόλεως ή αν θέλετε του χωριού είναι σήμερα οι μισοί οθωμανοί. Μας διηγήθηκαν ακόμη, ανάμεσα στ' άλλα, πως τρεις παπάδες τον περασμένο χρόνο τούρκεψαν» (J. Spon, Voyage d' Italie et du Levant, Lyon 1688, τομ. Β', σελ. 303).

Οι νάρθηκες των Εκκλησιών εχρησίμευον εις τα σχολεία των παίδων διδασκομένων βαναύσως πως τα κοινά λεγόμενα γράμματα υπό των ιερέων αυτών. Κατά δε τα τέλη του παρελθόντος αιώνος συνεστήθησαν μεν ελληνικά σχολεία εν Κωνσταντινουπόλει, Σμύρνη, Κυδωνίαις, Ιωαννίνοις, Χίω, αλλά ταύτα δεν διήρκεσαν επί πολύ, διότι η τουρκική εξουσία, ραδιουργούμενη υπό των Ιησουιτών, κατάστρεψαν αυτά...» (Χρήστου Βυζαντίου, Ιστορία των κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν εκστρατειών και μαχών ων συμμετέσχεν ο τακτικός στρατός από του 1821 μέχρι του 1833. Απομνημονεύματα Αγωνιστών του 1821, εκδ. Τσουκαλά, σελ. 14).

«Εκ των πολλών της Ανατολής χωρών, αίτινες επέπρωτο να καταπλακώθωσιν υπό την βαρείαν πλάκα της βαρβαρότητος και της αποξενώσεως παντός εθνικού χρήματος, πρωτίστως έλαβε δυστυχίαν να είναι η Μικρά Ασία ως πρωιμότερον απολέσασα την προγονικήν γλώσσαν και τα παρεπόμενα αυτή εθνικά αγαθά. Ακόμη και περί τα μέσα του ΙΗ' αιώνος (1750) ουδαμού της Μικράς Ασίας υπήρχον σχολεία εκτός της Σμύρνης και της Καισαρείας. Πανταχού της Μικράς Ασίας γενική υπήρχεν αμάθεια και άγνοια των εν τοις ναοίς αναγιγνωσκομένων, άπερ κατά πατροπαράδοτον μόνον συνήθεια ήσαν εν χρήσει» (Δανιήλογλου, Πρόδρομοι της Αναγεννήσεως, Κωνσταντινούπολις 1865, σελ. 2-3).

«Εις τέτοιαν κακήν τύχην κατήντησε το παλαί ποτέ μακαριστόν γένος ημών των Γραικών, ότι μόλις ευρίσκεται τώρα διδάσκαλος όπου να' ναι ικανός να διδάσκη τους νέους καν την γραμματικήν τέχνην (Νικόλαος Σοφιανός στον επίλογο της Γραμματικής του - 1544).

«Δεν βλέπετε οπού αγρίεψε το γένος μας από την αμάθειαν και εγίναμε ως Θηρία;».

(Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, Διδαχές).

Β. Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚ. ΔΡΑΓΟΥΜΗ

Και σαν αυθεντική μαρτυρία της ιστορικότητος του κρυφού σχολειού φυλάω την μαρτυρία του Νικολάου Δραγούμη, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Πανδώρα» του μηνός Ιανουαρίου 1855 (τόμος Ε', σελ. 450 κ.ε.), όπου γράφει για τον πατέρα Μάρκο (1770-1854) ότι: «ως εάν έφερε μεγαλόσταυρον εις τον λαιμόν και ταινίαν εγκάρσιον εις το στήθος, εκαυχάτο πάντοτε ο πατήρ μου ότι εδάρη υπό του οθωμανού χάριν των ελληνικών γραμμάτων».

Και προσθέτει ο Νικόλαος Δραγούμης : «Ουχί μόνον κοπιώντες, αλλά και κινδυνεύοντες εσπούδαζον οι πατέρες ημών γράμματα. Έκαστος των Τούρκων και ο έσχατος, ως γνωστόν, είχε το δικαίωμα να τυραννεί, να φορολογεί και να φονεύει τους οπαδούς του Χριστού. Επειδή δε τα σχολεία διήγειραν τας υποψίας αυτών και κατέστρεφον παντοιοτρόπως, και διδάσκαλοι και μαθηταί εσοφίζοντο παντοίους επίσης τρόπους δια να αποφεύγωσιν την οργήν των. Και οσάκις συνήρχοντο εις το σχολείον, εις εξ αυτών ιστάμενος πλησίον του παραθύρου ως κατάσκοπος έστρεφεν ανήσυχος πανταχού το βλέμμα και έδιδεν προς τους άλλους την είδησιν ότι έβλεπεν οθωμανόν ερχόμενον μακρόθεν...» (Κωνσταντίνου Γανωτή, φιλολόγου : «Το Κρυφό Σχολειό και ποιους ενοχλεί», περιοδικό ΕΚ ΠΕΤΡΑΣ, Αγ. Νικόλαος Κρήτης, σελ. 1224).

Γ. ΜΑΡΤΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΗΤΗ

  1. «Στον Άγιο Ιωάννη Μυλοποτάμου έζησε κι έδρασε κατά την πρώτη 50ετία της τουρκικής κατάκτησης του νησιού (17ος αιών) ένας ανώτερος αξιωματικός των γενιτσάρων ο Χουσεΐν Μπέης, που ήλθε κι εγκαταστάθηκε εδώ από την Κωνσταντινούπολη. Ο Τούρκος αυτός άρχοντας ήταν ελληνικής καταγωγής και κρυπτοχριστιανός. Παντρεύτηκε μια ελληνίδα σκλάβα του, την οποία εξαγόρασε αντί 100 παράδων. Ο γιος του Μουσταφά Χατζη-Χασάν Ογλού διδάχθηκε τα ελληνικά γράμματα από τους μοναχούς της Μονής Δισκουρίου Μυλοποτάμου. Δεν μπορεί, φαντάζομαι, να ισχυρισθεί κανείς ότι ένα τουρκόπουλο θα πήγαινε φανερά σ' ένα ελεύθερο και δημόσιο ελληνικό σχολείο, για να μάθει ελληνικά γράμματα! Πώς θα το ανέχονταν οι Τούρκοι κάτι τέτοιο;» (Γιάννη Χριστάκη: Το Κρυφό Σχολειό δε θάβεται, περιοδ. Εκπαιδευτικοί Προσανατολισμοί, Φθινόπωρο 1995).

  2. «Αρκούμεθα λοιπόν στην εμπειρία, η οποία αφορά τον παππού μου. Καταγόταν από ένα μικρό ορεινό χωριό απομονωμένο αιώνες από τον υπόλοιπο κόσμο, ήταν παπάς και πέθανε σε πολύ μεγάλη ηλικία (νομίζω περνούσε τα ενενήντα) το 1952. Θα πρέπει δηλαδή να είχε γεννηθεί γύρω στο 1860. Ήξερε να γράφει και να διαβάζει άνετα. Φυσικά δεν είχε φοιτήσει σε κανονικό σχολείο γιατί οι Τούρκοι επέτρεψαν την μεν ίδρυσή τους μόλις το 1858, αλλά η οργάνωση, ευρύτερη διάδοση και λειτουργία των βράδυνε αισθητά, πραγματοποιηθείσα σταδιακά μετά το 1874. Στο δε χωριό του παππού ιδρύθηκε σχολείο το 1903.

Όταν δε (τελειόφοιτος Γυμνασίου εγώ), τον ρώτησα που έμαθε να γράφει και να διαβάζει και σε ποιο σχολείο εφοίτησε, μου απάντησε ότι πήγαινε στο «Κρυφό Σχολειό» της Καρδαμούτσας. Καρδαμούτσα για τους μη γνωρίζοντες είναι ένα μοναστήρι στο Βόρειο Μεραμπέλο, το οποίο ιδρύθηκε κατά την ενετοκρατία και πριν το 1617 κοντά στην Μονή Αρετίου. Και ενώ το Αρέτι ήταν ο οικονομικοδιοικητικός  παράγοντας της περιοχής, έχοντας ενσωματώσει (δορυφοροποιήσει) όλα τα γύρω μοναστήρια, η Καρδαμούτσα (οι μοναχοί της ήσαν οι πιο μορφωμένοι) που δεν απορροφήθηκε ποτέ από το Αρέτι, αποτελούσε την «πνευματική εστία» όπου μάθαιναν γράμματα...» (Επιστολή του συγγραφέως Γιώργου Πρατσίνη στο περιοδικό «Εκπαιδευτικοί Προσανατολισμοί», Φθινόπωρο   1995).

Δ. Η ΖΩΝΤΑΝΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ

«Μετά την κατάκτηση του τόπου μας από τους Τούρκους και μέχρι τις αρχές του 17ου αιώνα, βαθύ πνευματικό σκοτάδι σκέπαζε όλες τις τουρκοκρατούμενες χώρες, φυσιολογικά και τον χώρο μας.

Την εποχή αυτή η παιδεία κατατρεγμένη από τον άγριο και βάρβαρο κατακτητή βρήκε άσυλο στα μοναστήρια και στους νάρθηκες των εκκλησιών. Ταπεινοί μοναχοί δίδασκαν τα ελληνόπουλα τα λίγα, αλλά τόσο απαραίτητα γράμματα, που περιορίζονταν στην ξερή ανάγνωση περικοπών από θρησκευτικά βιβλία, σε λίγη γραφή και αποστήθιση διαφόρων προσευχών. (Μονή Αρνάκου, Πολύτσανης)  (Ομιλία του Βορειοηπειρώτη ελληνοδιδασκάλου Βασίλη Κουτσού, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «2000», Αργυρόκαστρο, Ιούνιος 1998).

Ε' ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΣΤΑ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ ΕΠΙ ΙΤΑΛΟΚΡΑΤΙΑΣ

Στην εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» της 16.6.1998 δημοσιεύθηκε η ακόλουθη επιστολή, η οποία αναφέρεται στην λειτουργία «Κρυφών Σχολειών» στα Δωδεκάνησα και μετά την τουρκοκρατία, δηλαδή επί ιταλοκρατίας. Αξίζει να διαβασθεί, διότι καταδεικνύει ότι ο εθνικός ρόλος της Εκκλησίας μας δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο :

ΤΑ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΑ ΣΤΗΝ ΡΟΔΟ

«Με αφορμή τα όσα γράφονται στην στήλη της εφημερίδας σας για το «Κρυφό Σχολειό» της τουρκοκρατίας, θα μου επιτρέψετε συμπληρωματικά να αναφερθώ με συντομία, στο πότε και κατά ποιον τρόπο λειτούργησε κατά την φασιστική κατοχή η μορφή αυτή του σχολείου, στην επαρχία της Ρόδου. Το 1937, ο πολύς Ντε Βέκκι, τετράρχης του φασισμού και Γενικός Διοικητής Δωδεκανήσου, 1936-1940, έχοντας ελεύθερο το πεδίο και εκμεταλλευόμενος την ισχυροποίηση της Ιταλίας σε διεθνές επίπεδο, στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, επιδίδεται συστηματικότερα  στον εξιταλισμό των πάντων στη Δωδεκάνησο, αρχίζοντας από τον ευαίσθητο τομέα της Παιδείας. Και κατά τρόπον απροσχημάτιστο, τον Ιούλιο του έτους εκείνου, καταργεί με κυβερνητικό Διάταγμα το από αιώνων κρατούν εκπαιδευτικό καθεστώς. Όλα ανεξαιρέτως τα ελληνικά σχολεία της Δωδεκανήσου μετατράπηκαν σε ιταλικά και αντί των Δωδεκανησίων που παύθηκαν, ήρθαν φανατικοί Ιταλοί εκπαιδευτικοί, επιλεγμένοι από το φασιστικό καθεστώς.

»Μπροστά σε αυτή τη σκληρή πραγματικότητα έλαμψε η ελληνική επινοητικότητα, σε όλο της το μεγαλείο. Ο Μητροπολίτης Ρόδου Απόστολος Τρύφωνος δραστηριοποιείται ενεργότερα και εκμεταλλεύεται ορισμένες συγκυρίες. Επιδέξια και αθόρυβα αποσπά, το 1938, με νωπή ακόμη τη μελάνη της υπογραφής του Διατάγματος, που καθιέρωνε τη σκληρή φασιστική εκπαιδευτική πολιτική, τη συγκατάθεση του Τοποτηρητή του φασιστικού καθεστώτος στη Δωδεκάνησο, να διδάσκεται και στα παιδιά των χωριών το Θρησκευτικό μάθημα στις εκκλησίες κάθε Κυριακή, με τη διευρυμένη μορφή του Κατηχητικού. Ας σημειωθεί ότι τα Κατηχητικά, μέσα στις εκκλησίες, στην πόλη της Ρόδου, λειτουργούσαν από το 1934, κατά τρόπον όμως υποτυπώδη. Το 1938 επεκτάθηκαν σε όλο το γεωγραφικό χώρο της επαρχίας Ρόδου.

»Η παραπάνω άδεια του Ντε Βέκκι για τα Κατηχητικά, δόθηκε με τον όρο, ότι το μάθημα θα γινόταν μέσα στην εκκλησία και θα χρησιμοποιούνταν ως δάσκαλοι, κληρικοί. Είναι η εποχή, που ο κάθε ιερωμένος στην ύπαιθρο, ή την πρωτεύουσα της Ρόδου, ανεξάρτητα από το βαθμό μόρφωσής του, πρόσφερε στους συγχωριανούς του, αλλά και στη διατήρηση των ιερών και οσίων υπηρεσίες ισάξιες των ιερωμένων του Γένους.

»Στα σκοτεινά εκείνα χρόνια διδάσκονταν τα Ροδιτόπουλα κάθε Κυριακή, μέσα στην εκκλησία, τα ελληνικά γράμματα, κάτω από το πρόσχημα των Θρησκευτικών. Παράλληλα με το Κατηχητικό, ιδρύθηκαν και Χορωδίες Βυζαντινής Μουσικής, που αποτέλεσαν κίνητρο, όχι μόνο για την προσέλκυση μεγάλου αριθμού παιδιών στο Κατηχητικό, αλλά και άλλων ενηλίκων κατοίκων στην εκκλησία. Το Κατηχητικό λειτουργούσε κανονικά κάθε γιορτή και Κυριακή. Μια δυο φορές το χρόνο γινόταν επιθεώρηση από τη Μητρόπολη. Τηρούνταν φύλλα προόδου και μοιράζονταν Συνόψεις, Συνέκδημοι και άλλα θρησκευτικά βιβλία που χρησιμοποιούνταν σαν Αναγνωστικά. Συνοπτικά, μπορούμε να πούμε, ότι τα Κατηχητικά μεταβλήθηκαν πράγματι σε «Κρυφό Σχολειό». Έτσι με τα δεδομένα αυτά, γίνεται φανερό ότι η Εκκλησία στην επαρχία Ρόδου, υπό το πρόσχημα των Κατηχητικών Σχολείων, βρήκε τρόπον εύσχημο, ένα «μονοπάτι», ώστε να επαναρχίσει, έστω και περιορισμένα, η λειτουργία των ελληνικών σχολείων στη Ρόδο, καθώς και σε άλλα νησιά της Δωδεκανήσου.

»Το Πατριαρχείο επιδοκίμασε τη λειτουργία των Κατηχητικών και με απόφαση της Ιεράς Συνόδου, εξέφρασε την ευαρέσκειά του προς τον Μητροπολίτη Τρύφωνος. Και η Πολιτεία μεταπελευθερωτικά αναγνώρισε τους τίτλους σπουδών».


karaiskakhs 01


Περί Ελληνικής εξουσίας

Ερωτηθείς «πως μπορεί να εξουσιάζει τις καλώς τους Έλληνας»; είπεν:
«Όποιος θέλει να εξουσιάζη τους Έλληνας καλά, πρέπει να έχει στον πλάτην του έν δισάκιον, το οποίον να είναι γεμάτον διαβόλους οπίσω, και ο Χριστός μπροσθά, ο δε χρυσός εις την μέσην».

Περί πολεμικού αρχηγού
Ερωτηθείς «οποίος πρέπει να είναι ένας πολεμαρχηγός»; Είπεν:
«Ο πολεμαρχηγός ο καλός, πρέπει να έχη φρονήματα του πετεινού (δια το αρχικόν), αμνησικακίαν του σκύλου (δια να αγαπάται), ανδρίαν και θεωρίαν του λέοντος (δια να προξενεί σέβας και φόβον), ύπνον και πόδας λαγωού (δια να είναι ταχύς και άγρυπνος, κατά το ‘ου χρη πανύχιον εύδειν βουληφόρον άνδρα, ω λαοί επιτετράφαται, και τόσα μέμηλε’) και πονηρίαν γυναικός (δια να απατά και να έλκη ανθρώπους)».

Περί μεγάλων ανδρών, όταν ανεσχύντωσιν έμπροσθεν των μικρών.

Όποιος προκομμένος άνθρωπος δεν κρύπτει τα ελαττώματά του από τα όμματα των πολλών, είναι ανοητότερος από την γάταν, όπου θάπτει την κοπριάν της δια να μη φαίνεται εις το φως.

Περί πολεμικής δόξης
Ερωτηθείς «πως ημπορεί ένας πολεμικός να γένη μέγας και υποληπτικός»; Είπε:
«Φρόνιμος και παληκάρι, πλούσιος και γαλαντόμος μέγας γίνεται στον κόσμον».

Περί νόθων ανθρώπων (σ. ο Καραϊσκάκης νόθος ήν)

Καθώς η φύσις αποδέχεται τα κεντρώματα, και δείχνει τα εμβολισμένα δένδρα ωφελιμώτερα των αγρίων, ούτω και ο Θεός δείχνει πολλάκις τους νόθους ανθρώπους αξιωτέρους των γνησίων.

Περί δειλού στρατιώτου

Φοβιτζιάρης το ασκέρι ως πανούκλα το μολεύει
Και δειλός απηλπισμένος γίνεται ανδρειωμένος.

Περί δούλων

Ο δούλος θέλει χρύσωμα, και καθ’ ημέραν ύβρισμα.

Περί δεσποτών
Όποιος γίνεται αυθέντης, χωρίς να γένη πρότερον δούλος, είναι μπάσταρδος αυθέντης, και αλλοίμονον στον δούλον!

Περί ξεπεσμένων δεσποτών

Όποιος γένη δούλος από αυθέντης, μαύρη μοίρα τον προσμένει.

Απόκρισις του ΚαραΪσκάκη προς τον Αλή πασιάν

Ερωτηθείς πότε μετ’ ευνοίας από τον Αλή πασιά το «τι θέλεις να σε κάμω, μωρέ Καραϊσκάκη»; απεκρίθη:
«Αν με γνωρίζης άξιον δι’ αυθέντην, κάμε με αυθέντην. Αν με γνωρίζης άξιον δια χουσμεκιάρην (δούλον), κάμε με χουσμεκιάρην. Αν με γνωρίζης ανάξιον του παντός, ρίψαι με εις της λίμνης των Ιωαννίνων τον γιαλόν».

Περί εξουσίας γυναικών
Ερωτηθείς «πως να εξουσιάζη τις καλώς την γυναίκαν του»; είπεν:
«Η γυναίκα και το άττι θέλουν άξιον καβαλάρην».

Περί των εν πολέμοις ψευμάτων

Καθώς εις την φαγούραν του σώματος πολλάκις είναι αναγκαίον το ξύσιμον το καλόν, έτσι και εις τον πολεμικόν λαόν το ψεύμα το τεχνικόν.

Ευδαιμονία του Καραϊσκάκη

Ερωτηθείς «τι απήλαυσεν εις τον κόσμον τούτον»; είπε:
«Νέος υπανδρεύθηκα, ωραίαν γυναίκα πήρα.
Ζεύκια πολλά ετράβησα, δόξαν μεγάλην ηύρα,
Και γρόσια εκαζάντησα, όσα μου ήτον χρεία».

 

Πηγή: Γεωργίου Γαζή, «Βιογραφία των ηρώων Μάρκου Μπότσαρη και Καραϊσκάκη», Εθνική Τυπογραφία 1828 (αρχείο σε μορφή .pdf), Αβέρωφ

naymaxia tenedoy 01

 

Η Ναυμαχία της Τενέδου: Καταδρομική επιχείρηση δύο πυρπολικών από τα Ψαρά, με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Κανάρη, εναντίον του οθωμανικού στόλου που ναυλοχούσε στα ανοιχτά της Τενέδου. Η επιχείρηση έγινε τη νύχτα της 28ης Οκτωβρίου 1822 και είχε ως αποτέλεσμα τη βύθιση ενός μεγάλου εχθρικού δίκροτου ή κατ’ ορισμένους ιστορικούς της υποναυαρχίδας του οθωμανικού στόλου.

Μετά την αποτυχία του να καταλάβει τη Μύκονο (11-14 Οκτωβρίου 1822), ο οθωμανικός στόλος κατευθύνθηκε προς τα Στενά του Ελλησπόντου. Όμως, οι αντίθετοι άνεμοι που έπνεαν στην περιοχή, τον ανάγκασαν να αράξει στα ανοιχτά της Τενέδου. 
Νωρίτερα, είχε γίνει αντιληπτός από τους Έλληνες, όταν διερχόταν μεταξύ Ψαρών και Χίου. Η Βουλή των Ψαρών συνήλθε αμέσως και αποφάσισε να προσβάλει τον εχθρικό στόλο με δύο πυρπολικά, στα οποία τέθηκαν επικεφαλής ο Κωνσταντίνος Κανάρης και ο Φίλιππος Αντωνίου από την Τήνο. Τα πυρπολικά θα συνόδευαν δύο μίστικα (μίστικο = μικρό πειρατικό πλοίο), με καπετάνιους τους Γεώργιο Καλαφάτη και Αναγνώστη Σαρηγιάννη. Στις 27 Οκτωβρίου 1822 ο στολίσκος αναχώρησε από τα Ψαρά και την επομένη ημέρα πλησίασε τον τουρκικό στόλο. …

Ο νότιος άνεμος ευνοούσε την εχθρική αρμάδα και οι δύο πυρπολητές αποφάσισαν να επιτεθούν την ίδια νύχτα για να προλάβουν τυχόν απόπλου των τουρκικών πλοίων προς τον Ελλήσποντο. Πράγματι, τη νύχτα της 28ης Οκτωβρίου 1822 ύψωσαν την τουρκική σημαία για να παραπλανήσουν τον εχθρό και να πλησιάσουν ανενόχλητοι στους στόχους τους.

Πρώτος ο Κανάρης πλεύρισε ένα τεράστιο δίκροτο (πολεμικό πλοίο με δύο καταστρώματα) ή σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς στην υποναυαρχίδα του οθωμανικού στόλου και κόλλησε αμέσως στην πρώρα το πυρπολικό του. Το πυροδότησε και αμέσως οι φλόγες τύλιξαν το μεγάλο πλοίο, ενώ η σύγχυση που ακολούθησε εμπόδισε κάθε προσπάθεια κατάσβεσης της πυρκαϊάς. Άλλοι από τους ναύτες έπεφταν στη θάλασσα για να σωθούν και άλλοι προσπαθούσαν να κατεβάσουν τις βάρκες και να φθάσουν στην παραλία. Η ταραχή στην οθωμανική αρμάδα εντάθηκε περισσότερο, όταν από το φρούριο της Τενέδου οι Τούρκοι κανονιοβολούσαν στο κενό, θέτοντας σε κίνδυνο τα φίλια πλοία, που προσπαθούσαν να διαφύγουν για να μην έχουν την τύχη του φλεγόμενου δίκροτου. Πολλά από αυτά εξόκειλαν στις απέναντι ασιατικές ακτές ή εγκαταλείφθηκαν από τα πληρώματά τους.

Λιγότερο τυχερός από τον Κανάρη στάθηκε ο Αντωνίου, που με πηδαλιούχο τον Γεώργιο Βρατσάνο πλησίασε και κόλλησε το πυρπολικό του σε ένα άλλο δίκροτο ή κατ’ άλλους στη ναυαρχίδα του οθωμανικού στόλου. Έγινε, όμως, αντιληπτό από τους Τούρκους, οι οποίοι το απομάκρυναν εσπευσμένως. Φαίνεται ότι το φλεγόμενο πυρπολικό παρασύρθηκε από τον άνεμο και πλησίασε προς την καιόμενη υποναυαρχίδα της οποίας το πλήρωμα είχε επιβιβασθεί στις βάρκες για να γλυτώσει. Σύμφωνα με την αναφορά της Βουλής των Ψαρών προς την Υπερτάτην του Έθνους Βουλή το «καιόμενον μπουρλότο. κατέπνιξεν όλαις ταις βάρκες οπού εζητούσαν να γλυτώσουν παρά της φλογός».

Μετά την πυρπόληση του τουρκικού δικρότου, τα δύο μίστικα αναγκάσθηκαν να αγκυροβολήσουν στη Σκύρο, εξαιτίας της συνεχιζόμενης τρικυμίας. Οι κάτοικοι του νησιού δεξιώθηκαν τους άνδρες τους και τέλεσαν δοξολογία για το κατόρθωμα και τη διάσωσή τους. Στις 4 Νοεμβρίου 1822 τα δύο πλοία έφθασαν στα Ψαρά, όπου έτυχαν ενθουσιώδους υποδοχής. Αντίθετα, η νέα επιτυχία του Κανάρη συνέβαλε στην κατάπτωση του ηθικού των Τούρκων. Ο οθωμανικός στόλος κατέπλευσε στην Κωνσταντινούπολη, όπου έξαλλος ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’ από τις συνεχόμενες αποτυχίες στο Αιγαίο του ναυάρχου του Καρά Μεχμέτ Πασά, διέταξε τον αποκεφαλισμό του.

Η αναφορά της Βουλής των Ψαρών
Η κατωτέρω αναφορά εστάλη στην Ύδρα, όπου ευρίσκετο το κέντρο της Επανάστασης για τον αγώνα στη θάλασσα.

“Απεράσας ο εχθρικός στόλος προς τα άνω μέρη δια να εισέλθη εις Ελλήσποντον, από εναντίους ανέμους άραξεν εις Τένεδον. Πάραυτα λοιπόν ημείς ετοιμάσαμεν δύο μπουρλότα συντροφευόμενα υπό δύο πολεμικών τα οποία επιμείναντα την διόρθωσιν των ανέμων, κατά τας 27 του παρελθόντος ανεχώρησαν, και την ακόλουθον ημέραν το εσπέρας έφθασαν εις Τένεδον.

Νυκτός ουν γενομένης, επροχώρησαν απαντώντας τας των εχθρών φυλακάς και πλησιάζοντας εις τα βασσέλα, το μεν εν των μπουρλότων εκόλλησεν εις έν εκ των βασσέλων και δυνάμει του προστατεύοντος πανάγαθου Θεού των εκδικήσεων κατέκαυσεν αυτό, το δε άλλο των μπουρλότων εκόλλησεν εις έν άλλο βασέλλον, πλην δια τον να ειδοποιηθή το αυτό εκ των κανονίων ερρίφθησαν κόπτοντας ταις γούμεναις και ημπόρεσε να αποφύγη το μπουρλότον, το οποίον μοναχόν καιόμενον μπουρλότο, διηυθύνθη προς το βασσέλον οπού εκαίετο, και εκεί κατέπνιξεν όλαις ταις βάρκες οπού εζητούσαν να γλυτώσουν παρά της φλογός, και διασωθέντες αβλαβείς άπαντες οι μπουρλοτιέροι έφθασαν εις την ενταύθα μετά παρέλευσιν έξι έξη ημερών, και μας βεβαιώνουν ότι το καιόμενον βασσέλον ήτον ο αυτός καπ. Πασάς, ως και τα εκ της Κωνσταντινουπόλεως προερχόμενα πλοία μας φανερώνουν, ότι ο καπ. Πασάς εκάη, πλην οι Τούρκοι το έχουν μυστικόν. Εκ δε των λοιπών εχθρικών πολλά εναυάγησαν και εσυντρίφθησαν, και ότι τα συντριμμένα περιφέρονται τριγύρω της Τενέδου, δια τα οποία και θέλει στείλωμεν καράβια πολεμικά.

Ο επιφέρων ημέτερος καπ. Μανώλης Μπαλαμπάνος στέλλεται παρ’ημών επίτηδες αυτού ίνα σας παραστήση τα έξοδα και πληρωμάς της άνω εκπλεύσεως των δύο μπουρλότων και δύο πολεμικών, διά τα οποία δεν αμφιβάλλομεν ότι θέλετε τα οικονομήσει ως δει, δηλ. εβγάζοντας αυτά πριν της διανομής οπού μέλλει να γένη εις τα συναχθέντα παρά των αρμοστών, ιδεάζοντας αυτούς περί αυτής της αποφάσεως καθώς και με τους ιδικούς μας πληρεξουσίους εμείνατε σύμφωνοι”.
Στην ανωτέρω αναφορά είχε επισυναφθεί ο ακόλουθος λογαριασμός για τα έξοδα της επιχείρησης στην Τένεδο.

“Εξοδα τα οποία ηκολούθησαν εις τα κατά του εις Τένεδον ευρισκομένου εχθρικού στόλου έκπλευσιν των μπουρλότων:

Οσα δια ενενήκοντα ανθρώπους οπού ήτον εις τα πολεμικά πλοία τα οποία εσυντρόφευσαν τα μπουρλότα, εις τους οποίους είχομεν υποσχεθή, εάν τελεσφορήσουν, να λαμβάνουν ανά 50 γρόσια. Ειδεμή, να λογαριάζωνται αι ημέραι της διατρίψεως των.
Οθεν δια το να ετελεσφόρησαν: γρόσια 4.500
Οσα εις ζωοτροφίας των ιδίων δια 15 ημέρας ανά 50 παράδες: γρόσια 1687.5
Όσα εις ζωοτροφίας των δύο μπουρλότων διά 15 ημέρας: γρόσια 1920.16
Όσα εις ζωοτροφίας του πρώην ετοιμασθέντος μπουρλότου, το οποίον ον ετοιμασμένον καθ’ όλα, δια την ανεπιτηδειότητα των ανέμων άραξεν εις το νησί του Αγίου Νικολάου, όπου και εναυάγησε και εχάθηκαν άπαντα όσα εξώδευσαν, τα οποία είναι γρόσια 955.20
Δια τεσσαράκοντα και πέντε μπουρλοτιέρους, οίτινες υπούργησαν εις ταύτην την ιεροπραξίαν του να καύσωσι τον καπετάν πασσάν με το βασσέλον του, όσα ήθελον κριθή ανάλογα της αυτών εκτελέσεως.”

 

Πηγή: Ρωμνιός

kapodistrias ntokimanter 02 box

Ο «Αχελώος Tv» και το σωματείο «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» παρουσιάζει «τη ζωή, τους αγώνες και το εγκώμιο του πρώτου εθνικού κυβερνήτη της Ελλάδας».

Μετά από επίπονη έρευνα και τηλεοπτικά «γυρίσματα» τριών ετών το σωματείο «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» (ΕΡΩ) και ο «Αχελώος Tv» παρουσιάζουν το ντοκιμαντέρ για την ζωή του Ιωάννη Καποδίστρια. Τον εξ απορρήτων σύμβουλο και υπουργό του αυτοκράτορα της Ρωσίας Αλεξάνδρου Α’ και μετέπειτα πρώτο Κυβερνήτη της Ανεξάρτητης Ελλάδας που έχει χαρακτηριστεί από Έλληνες και ξένους κορυφαίους ιστορικούς και πολιτικούς ως: πρωτοστάτης της ελληνικής παλιγγενεσίας, ασκητής της πολιτικής, αγωνιστής της Ορθοδοξίας, μάρτυρας της Ρωμιοσύνης, κορυφαίος των Ελλήνων, μεγάλος αρχιτέκτονας της πανευρωπαϊκής ειρήνης και μεταρρυθμιστής της Γαλλίας και Ελβετίας. Ομάδα επιστημόνων σε συνεργασία με ειδικό τηλεοπτικό-κινηματογραφικό συνεργείο ακολούθησε πιστά σε Ελλάδα, Ελβετία, Ιταλία, Ρωσία και Αυστρία τα βήματα του Ιωάννη Καποδίστρια και τον διπλωματικό του αγώνα για την θεμελίωση του Ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους.

Η σπονδυλωτή οπτικοακουστική παραγωγή χωρίζεται σε επτά ξεχωριστές θεματικές ενότητες – επεισόδια και αποτελεί την ιστορική καταγραφή της ζωής, του έργου και της δράσης του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας. Το πρωτογενές υλικό του ντοκιμαντέρ αποτελείται από κινηματογραφικά πλάνα, αρχειακό οπτικοακουστικό υλικό και συνεντεύξεις επιστημόνων οι οποίοι μελετούν το έργο του Ιωάννη Καποδίστρια. Η μουσική επένδυση αποτελείται από κομμάτια του μεγάλου Έλληνα μουσικοσυνθέτη Σταμάτη Σπανουδάκη ενώ το έργο αφηγείται ο ηθοποιός Κώστας Καστανάς.

Το έργο αποτελεί μια σειρά ντοκιμαντέρ που ακολουθεί και επιχειρεί να αναδείξει την ζωή και την προσφορά όλων των ιστορικών προσωπικοτήτων που άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους στο Έθνος.

Εμπνευστής και πρωτεργάτης της ιστορικής και πολιτιστικής παραγωγής στη μνήμη του οποίου αφιερώνεται και η πρώτη επίσημη παρουσίαση της είναι ο αείμνηστος Πρόεδρος της τηλεόρασης του Αχελώου Γεώργιος Μπόκας. Υπό την δική του καθοδήγηση το σύνολο του έργου επιχειρεί να αναδείξει τις ανθρωπιστικές αξίες, το πατριωτικό πνεύμα και την ανιδιοτελή προσφορά όλων των μεγάλων Ελλήνων που θεμελίωσαν το Ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος στην βάση των αρχέγονων, ανθρωπιστικών, πατριωτικών και θρησκευτικών αξιών. Πρόκειται για τις ίδιες αξίες πάνω στις οποίες μπορούμε να χτίσουμε και σήμερα ένα πιο βέβαιο μέλλον.

 

Επεισόδιο 1

 

Επεισόδιο 2

 

Επεισόδιο 3

 

Επεισόδιο 4

 

Επεισόδιο 5

 

Επεισόδιο 6

 

Επεισόδιο 7

 

Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη

xani ths gravias 01

 

«Για χάν’ μ’ είχαν χτίσει
μα ο γιος τ’ Αντρούτσου
μ’ έκανε της δόξας ρημοκκλήσι«

ΜΕΤΑ την άτυχη έκβαση της μάχης στην Αλαμάνα, στις 23 Απριλίου 1821, οι Έλληνες υποχώρησαν μπροστά στον τεράστιο όγκο των Τουρκαλβανών και «φοβισμένοι σκόρπισαν στους λόγκους» όπως λέει ο ποιητής.

Οι επαναστάτες με την απώλεια και τη μαρτυρική θυσία του αρχηγού τους, Θανάση Διάκου, βρίσκονταν σε δύσκολη θέση.

Ο Δυοβουνιώτης και ο Πανουργιάς με τους άντρες τους συγκεντρώθηκαν στο στενό της Γραβιάς, που σχηματίζεται από τον Παρνασσό και την Γκιώνα, σαν έμαθαν ότι οι Τούρκοι θα περνούσαν από κει για τα Σάλωνα-Άμφισσα – κι από τη Σκάλα -σημερινή Ιτέα- θα διαπεραιώνονταν με καράβια στον Μοριά. Από κατασκόπους έμαθαν πως ο Ομέρ Βρυώνης θα καθάριζε το πέρασμα για τα Σάλωνα, ενώ ο Κιοσέ Μεχμέτ (Σπανο-Μεμέτης), θα έμενε στη Λοκρίδα για λίγο για να φυλάξει τις πλάτες του Βρυώνη. Έτσι αποφάσισαν να χτυπήσουν την κολόνα του Ομέρ Βρυώνη που θα πήγαινε στα Σάλωνα.

Διάλεξαν το στενό της Γραβιάς γιατί από εκεί περνά ο μοναδικός δρόμος για τα Σάλωνα. Η Γραβιά τότε δεν ήταν χτισμένη. Υπήρχε μονάχα ένα χάνι για να διανυκτερεύουν οι στρατοκόποι και οι αγωγιάτες που πήγαιναν για τα Σάλωνα, ή από τα Σάλωνα για Υπάτη – Πατρατζίκι τότε.

Το χάνι ήταν χτισμένο με πλίθες και είχε γύρω μια μεγάλη μάντρα. Το μεγαλύτερο μέρος ήταν ισόγειο και μόνο από τη μια μεριά είχε δεύτερο όροφο. Είχε δυο αυλόπορτες? η μια έβλεπε κατά τη ρεματιά και η άλλη κατά τη δημοσιά. Υπήρχαν ακόμα δυο ξωκλήσια, του Άι Θανάση κοντά στο Χάνι και πιο πέρα του Άι Δημήτρη και μερικές καλύβες που είχαν οι κάτοικοι της Βάριανης (κοντινό χωριό), για να μένουν τον καιρό που καλλιεργούσαν τα χτήματά τους.
Εκεί τους αντάμωσε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος στις 3 Μαΐου ερχόμενος από τον Βάλτο που είχε πάει να ξεσηκώσει τον Βαρνακιώτη, τον Τσόγκα και τον Ίσκο. Σαν ξεπάστρεψε στη γέφυρα της Τατάρνας τον Χασάν μπέη με εξήντα Αρβανίτες, έφτασε στη Γραβιά.

Ο ερχομός του Ανδρούτσου εμψύχωσε τους συναγμένους στη Γραβιά. Έδωσε όμως και κουράγιο στη γύρω περιοχή. «Σαν από Θεία Πρόνοια» ήταν ο ερχομός του γράφουν οι Σαλωνίτες στους Υδραίους και τους Σπετσιώτες.

Ο Ανδρούτσος, μόλις έφτασε στη Γραβιά, δεν κάθησε ήσυχος αλλά δραστηριοποιήθηκε από την πρώτη μέρα. Έγραψε στο παλιό του παλικάρι και πρωτοπαλίκαρο του Θανάση Διάκου, τον Βασίλη Μπούσγο, που ήταν τώρα αρχηγός του σώματος της Λιβαδειάς. Του έλεγε τα εξής: «Eυθύς ως λάβης το παρόν να μάσης τους συντρόφους όσους κι αν είναι, ένας να μη λειψει και αύριον αυγή κίνα κι έλα εδώ ν’ ανταμωθούμε». Συγχρόνως ειδοποίησε παντού γύρω για μπαρουτόβολα. Έγραψε επίσης στους Αρβανίτες που βρίσκονταν στο Ζητούνι -Λαμία- και τους έλεγε ότι έπρεπε να φύγουν για να μη χαλαστούν. Τους έδινε, μάλιστα, προθεσμία τρεις μέρες.

Δεν κατάφερε όμως τίποτε, γιατί ο τουρκικός στρατός ξεκίνησε. Την είδηση την έφερε ο Ηλίας Μανανάς από τη Βάριανη.

Τώρα το μυαλό του δούλευε ασταμάτητα πού και πώς θα μπορούσε να χτυπήσει τη μεγάλη δύναμη του εχθρού.
Ο Δυοβουνιώτης και ο Πανουργιάς πίστευαν πως το καλύτερο μέρος να ταμπουρωθούν ήταν το γεφύρι της Χαϊνίτσας -ποτάμι της Γραβιάς- απ’ το οποίο θα περνούσε ο τουρκικός στρατός. Του Ανδρούτσου όμως δεν του άρεσε, γιατί ούτε ταμπούρια είχε δυνατά, ούτε θα μπορούσαν να κρατήσουν τις θέσεις όταν τους έκανε επίθεση το ιππικό.

Στις 7 Μαΐου 1821, ο στρατός του Ομέρ Βρυώνη βρισκόταν στις Θερμοπύλες βαδίζοντας για τη Γραβιά. Αποτελούνταν από εφτά με οχτώ χιλιάδες πεζούς και χίλιους καβαλάρηδες. Οι μισοί καβαλάρηδες ήταν Γκέκηδες με αρχηγό τον Τελεχά Φέζον και οι άλλοι μισοί Τσάμηδες με αρχηγό τον Μουσταφά μπέη Καφεζέζη. Η είδηση έφτασε στους επαναστάτες τα ξημερώματα της Κυριακής.

Οι καπεταναίοι, σαν το ‘μαθαν, μαζεύτηκαν σε συμβούλιο για να καθορίσουν πού θα χτυπήσουν τους Τούρκους.
Συνάχτηκαν κάτω από μια μεγάλη βελανιδιά που βρισκόταν έξω απ’ το χάνι. Η πρόταση για το γεφύρι της Χαϊνίτσας απορρίφθηκε από τους υπόλοιπους καπεταναίους. Συζητούσαν τότε να πιάσουν τις γύρω πλαγιές βάζοντας στη μέση τον εχθρό που θα περνούσε από κει.

Ο Ανδρούτσος, καθισμένος κι αυτός με τους άλλους κάτω απ’ τη βελανιδιά, παρακολουθούσε αμίλητος, τάχα αδιάφορος, καπνίζοντας το τσιμπούκι του. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο μπροστά. Μέσα στο μυαλό του δούλευε το παράτολμο σχέδιο που είχε συλλάβει. Το πλιθόχτιστο αυτό χάνι που έβλεπε μπροστά του, λογάριαζε να το κάνει φοβερό κάστρο που οι Τούρκοι θα ‘σπαζαν τα μούτρα τους. Ενώ οι άλλοι συζητούσαν πού θα πιάσει ο καθένας, τους έκοψε απότομα και κοιτάζοντας προς τους Δυοβουνιώτη και Πανουργιά, τους λέει απότομα: Εδώ θα πολεμήσουμε μα πρέπει ένας από μας να κλειστεί μέσα σε τούτη τη μάντρα. Και τους δείχνει το χάνι.

Τα λόγια του ακολούθησε γενική βουβαμάρα. Όλα τα παλικάρια ρίχνουν απάνω του το βλέμμα τους εξεταστικά. Τι είναι αυτά που τους λέει! Να κλειστούν μέσα σε μια πλιθόχτιστη μάντρα; Μα, με τα χέρια να έπεφταν απάνω της εννιά χιλιάδες Τούρκοι θα την έκαναν σκόνη. Ίσως σε πολλούς να πέρασε προς στιγμήν η ιδέα ότι ο Οδυσσέας τρελάθηκε ή ήθελε ν’ αυτοκτονήσει.

Οι γεροαρματολοί δεν αντέκρουσαν την πρόταση, αλλά, για να μη θεωρηθούν κιοτήδες, δικαιολογήθηκαν τάχα ότι τους έλειπαν τα χρειαζούμενα πολεμοφόδια.

Μετά τη σιωπηλή αυτή άρνηση, ο Ανδρούτσος πετάγεται όρθιος και φωνάζει οργισμένος:
– Ορέ, δε βρίσκονται μέσα εδώ εκατό παλικάρια ν’ ακριβοπληρώσουμε το αίμα μας;

Δεν απόσωσε τον λόγο του και μέσα απ’ τους συναγμένους ακούστηκε μια βροντερή φωνή.
– Εγώ, καπετάνιε.

Ένα σεμνό παλικάρι βρέθηκε πλάι του. Ήταν ο Θανάσης Σεφέρης. Με μιας ύστερα από τη φωνή του Σεφέρη ακούστηκαν σαν ηχώ και οι φωνές άλλων παλικαριών.
– «Και εγώ, κι εγώ, κι εγώ…».

Ο Οδυσσέας, δίνοντας το αριστερό του χέρι στον Σεφέρη και γυρίζοντας στους συναγμένους, τους φωνάζει:
– Ε, παιδιά, όποιος θέλει να ‘ρθει μαζί μου να πιαστεί στο χορό.

Βγάζει τότε απ’ το σελάχι του το μαντίλι, το ανεμίζει με το δεξί του χέρι και σέρνει το χορό τραγουδώντας:
«Κάτου στου βάλτου τα χωριά στα πέντε βιλαέτια…»

Ένας ένας τα παλικάρια με τη θέλησή τους άρχισαν να πιάνονται στο χορό. Ο Γοβγίνας, ο Γκούρας, ο Μαμούρης και πολλοί άλλοι. Οι πέντε έγιναν δέκα, είκοσι, σαράντα, και σε λίγο ξεπέρασαν τους εκατό.

Ο ενθουσιασμός ήταν απερίγραπτος. Οι φωνές και τα σφυρίγματα αντιβούιζαν στο φαράγγι της Γραβιάς. Ο Ανδρούτσος κατάφερε ν’ ανάψει φωτιά στα στήθια των πριν από λίγο κιοτεμένων παλικαριών. Χορεύοντας μπροστά, φέρνει μια δυο γύρες τη βελανιδιά και σαν υπολογίζει πως είναι αρκετοί αυτοί που τον ακολουθούν, συνεχίζει χορεύοντας κατά τον μαντρότοιχο του χανιού. Στέκεται πλάι στην αυλόπορτα μέσα στη μάντρα, και μετράει όσους μπαίνουν.

Σε κάποια στιγμή φωνάζει:
– Σταματήστε δε χρειάζονται περισσότεροι. Μέτρησε εκατόν δέκα τέσσερις και τρεις ο χανιτζής με τα δυο παιδιά του εκατόν δέκα εφτά κι αυτός εκατόν δέκα οχτώ. Ο χώρος είναι περιορισμένος. Εκατόν δέκα οχτώ καριοφίλια τού είναι αρκετά. Πολλοί που έμειναν απ’ έξω φωνάζουν και διαμαρτύρονται. Την ώρα αυτή με τις φωνές ένας λαγός πετάχτηκε από ένα θάμνο. Ο Ανδρούτσος τους φωνάζει να μην τον πυροβολήσει κανείς. Τρέχει και πιάνει τον λαγό ζωντανό, θα είναι το τυχερό των κλεισμένων. Από παλιά υπήρχε η πρόληψη ότι ο λαγός είναι κακό σημάδι. Ίσως γιατί είναι φοβιτσιάρικο ζώο.

Σαν μπήκαν μέσα στο χάνι, η ώρα ήταν εννιά. Λογάριαζαν πως ο Ομέρ Βρυώνης θα ‘φτανε πριν από το μεσημέρι. Ο χρόνος δεν τους έπαιρνε και χωρίς αργοπορία άρχισαν να ετοιμάζονται για την άμυνα. Πρώτη τους δουλειά ήταν να γυρίσουν το νερό απ’ τη ρεματιά μέσα στον περίβολο του χανιού για να έχουν να πίνουν. Μετά ο Μαστρογιάννης, που ήταν χτίστης, άρχισε ν’ ανοίγει «μασγάλια» -τουφεκίστρες- στον μαντρότοιχο και στο χάνι. Και για να μη φαίνονται από μακριά, τις κάλυψαν με αγριόχορτα. Ασφάλισαν επίσης τις πόρτες με μεγάλες πέτρες.

Σε λίγο φάνηκαν στον κάμπο οι Τούρκοι. Δε θ’ αργούσαν να φτάσουν στη Γραβιά. Κι ενώ οι κλεισμένοι στο χάνι ετοιμάζονταν για την άμυνα, οι άλλοι που ήταν απ’ έξω πήγαν να πάρουν τις θέσεις τους. Ο Δυοβουνιώτης με τον Πανουργιά πιάσανε τα ριζά του Χλωμού -παρακλάδι της Γκιώνας- την αριστερή ακροποταμιά. Ο Κοσμάς Σουλιώτης με τους Σουλιώτες του, τους Κατσικογιανναίους και τους υπόλοιπους, πιάσανε τη δεξιά ακροποταμιά της Πανάσαρης -παρακλάδι του Παρνασσού- κοντά στο κεφαλόβρυσο του Σου Ντζίκα (από το σλάβικο σου = νερό – Σου-βάλα, Σου-Ντζίκα κ.λπ.).

Τους κλεισμένους όμως τους βασάνιζε η έλλειψη από μπαρουτόβολα. Αυτόν που είχαν στείλει για εφοδιασμό δεν είχε φανεί ακόμα και οι Τούρκοι είχαν φτάσει στο γεφύρι της Χαϊνίτσας. Εκείνη τη στιγμή όμως έφτασε από τα Σάλωνα ο τροφοδότης του στρατοπέδου Αναγνώστης Κεχαγιάς σέρνοντας δυο μουλάρια φορτωμένα με μπαρουτόβολα και τρόφιμα μαζί με τον γαμπρό του Καραχάλιο. Αψηφώντας τον κίνδυνο, γιατί ο εχθρός ζύγωνε, κίνησε για το χάνι. Μόλις πρόφτασε κι έκοψε τις τριχιές απ’ τα σαμάρια και πέταξε πάνω απ’ τη μάντρα τα σακιά με τα μπαρουτόβολα και τα τρόφιμα στους κλεισμένους. Οι Τούρκοι είχαν αρχίσει να ντουφεκάνε και θα πλήρωνε με τη ζωή του, αν ο Καραπλής ή Πλάτανος -για τη σωματική του διάπλαση- που βρισκόταν εκεί κοντά ταμπουρωμένος δεν άρχιζε στο ντουφέκι τους Τούρκους και του έδωσε καιρό να φύγει. Άφησε όμως το ένα απ’ τα δύο μουλάρια σκοτωμένο.

Με τη μικροσυμπλοκή αυτή, ο έμπειρος Ομέρ Βρυώνης κατάλαβε ότι κάτι κρυβόταν στο χάνι. Αποφάσισε τότε να ακολουθήσει την ίδια τακτική της Αλαμάνας. Πρώτα θέλησε να ξεμοναχιάσει το χάνι απ’ τους άλλους επαναστάτες. Μοίρασε τον στρατό σε τρεις κολόνες. Έριξε τη μια κατά το Χλωμό και την άλλη κατά τη βρύση του Σου Ντζίκα. Στις δυο αυτές κολόνες έστειλε και όλο το ιππικό του. Την τρίτη, που ήταν Αρβανίτες Γκέκηδες και Τόσκηδες, την κράτησε για το χάνι.

Η επίθεση στο Χλωμό και στου Σου Ντζίκα ήταν τόσο ορμητική που έγινε ό,τι πριν από λίγες μέρες στον Γοργοπόταμο και τη Χαλκωμάτα -στη μάχη της Αλαμάνας-. Ύστερα από μικρή αντίσταση, οι επαναστάτες τραβήχτηκαν στα ψηλώματα. Σκοτώθηκε μονάχα ο Σουλιώτης Μπούχλας.

Ο Ανδρούτσος με τους κλεισμένους στο χάνι καρτερούσαν τη σειρά τους. Φοβερά ψύχραιμος κι ατάραχος, είπε στους συντρόφους του, μη ρίξει κανείς προτού αρχίσω εγώ. Αφήστε τους να ζυγώσουν. Αυτοί τον υπάκουσαν. Eκείνος περίμενε την τρίτη κολόνα για να τους επιτεθεί.

Βλέπουν όμως απ’ τις πολεμίστρες να ξεκόβει ένας καβαλάρης και να έρχεται προς το χάνι. Όταν έφτασε, βλέπουν ότι ήταν ένας γέρος ντερβίσης. Ο Χασάν ντερβίσης ήταν γνώριμος του Οδυσσέα από τα Γιάννενα και γι’ αυτό ο Ομέρ Βρυώνης τον έστειλε για να προσπαθήσει να διαπραγματευτεί με τον Ανδρούτσο. Γνώριζε ακόμα ότι ο Ανδρούτσος ήταν μπεκτασής και κατά τη γνώμη του θα σεβόταν τον ιερωμένο.

Οι μπεκτασήδες ήταν μωαμεθανοί μοναχοί, οι οποίοι αποτελούσαν ιδιαίτερο τάγμα με δογματικές διαφορές από τους ομοθρήσκους τους. Δεν νήστευαν το Ραμαζάνι, αλλά δώδεκα μέρες που συνέπιπταν με τη νηστεία της εορτής των Αγίων Αποστόλων. Φιλοξενούσαν στις μονές τους -τεκέδες- Τούρκους και Χριστιανούς χωρίς εξαίρεση και είχαν στενή επαφή με τους Γενιτσάρους που προέρχονταν από Χριστιανούς. Οι μπεκτασήδες δεν έκαναν διάκριση θρησκείας και καταγωγής αλλά μόνον τιμίων και κακών ανθρώπων. Είχαν αποκτήσει μεγάλη δύναμη ανάλογη με τους Ιησουίτες. Οι τεκέδες τους αποτελούσαν άσυλα και απολάμβαναν ανεξαρτησίας από το κράτος. Και ο Ανδρούτσος είχε γίνει μυστικά μπεκτασής για να έχει καταφύγιο στους τεκέδες των μπεκτασήδων στις πολεμικές του περιπέτειες. Είχε προβεί σε αυτή την κωμωδία μόνο και μόνο για να βρίσκει άσυλο στις δύσκολες στιγμές.

Σαν σταμάτησε έξω απ’ το χάνι, ο Χασάν ντερβίσης σκόρπισε με το χέρι του δεξιά και αριστερά άμμο, ψέλνοντας το «ντονά» -την προσευχή του- να διαλυθούν οι εχθροί του σαν την άμμο. Ο Ανδρούτσος που παρακολουθούσε μέσα απ’ την τουφεκίστρα τον χαιρέτισε τουρκικά και αντιχαιρέτισε ο ντερβίσης. Μετά τον ρώτησε πάλι, στα τουρκικά -«Ντερεγιέ γκιντερσίν;» (-πού πας;). Ο ντερβίσης απάντησε- «Σάλωνα για γκιντερίμ» (πάω στα Σάλωνα).

Ο Ανδρούτσος πάλι τον ρώτησε «τι πας να κάνεις ορέ Τούρκο στα Σάλωνα;» Η απάντηση ήταν «να υποτάξω ή να σφάξω τους απίστους». Απαντώντας ο Οδυσσέας με βρισιές καθώς τον σημάδευε με το καριοφίλι του, του έστειλε ένα βόλι που χτύπησε τον ντερβίση στο μέτωπο κι έπεσε ξερός απ’ τ’ άλογό του.

Βλέποντας νεκρό τον ντερβίση τους, οι Τούρκοι σκυλιάσανε. Αυτό επεδίωκε και ο Ανδρούτσος. Να τους εξοργίσει όσο μπορούσε πιο πολύ. Αμέσως τότε ορμάνε με ιερό φανατισμό κατά το χάνι, να εκδικηθούν το αίμα του ντερβίση τους. Μα τα καριοφίλια των κλεισμένων ξερνούν φωτιά και μολύβι.

Ο Βρυώνης ξαφνιάζεται. Διατάζει δεύτερη επίθεση και προστάζει τους άντρες του να καταλάβουν το χάνι. Μα το χάνι ξερνάει κεραυνούς κι αστροπελέκια που θερίζουν τον εχθρό.

Μετά την αποτυχία και της δεύτερης επίθεσης, ο Πασάς στέλνει καινούργιες δυνάμεις. Οι Τουρκαλβανοί με το αριστερό χέρι στο μέτωπο για να μην βλέπουν αλλού, ορμάνε σαν τυφλοί. Μερικοί κατορθώνουν να φτάσουν στη μάντρα και προσπαθούν να τη ρίξουν με τις πλάτες τους. Άλλοι προσπαθούν με πέτρες να βουλώσουν τις τουφεκίστρες. Ένας Τουρκαλβανός ζυγώνει με μια πέτρα και θέλει να φράξει μια πολεμίστρα. Από μέσα βρίσκεται ο Μουσταφά Γκέκας, σωματοφύλακας και πιστός σύντροφος του Οδυσσέα. Ενώ απ’ έξω ο Γκέκας του Βρυώνη σπρώχνει την πέτρα προς τα μέσα, ο Μουσταφάς με την μπούκα του καριοφιλιού τη σπρώχνει προς τα έξω. Στο τέλος ο φιλέλληνας Μουσταφάς κατορθώνει να σπρώξει την πέτρα, αλλά μαζί βγήκε πολύ έξω και η κάννη του καριοφιλιού.

Ένας άλλος Τουρκαλβανός κατορθώνει λοξά ν’ αρπάξει την κάνη και την τραβούσε προς τα έξω. Ο Μουσταφά Γκέκας αγωνίζεται να την τραβήξει προς τα μέσα. Ο Οδυσσέας βλέποντας τον αγώνα, πάει στη διπλανή πολεμίστρα, βάζει στο τουφεκίδι τους Αρβανίτες κι ελευθερώνει τον σύντροφό του.

Ο Βρυώνης, με τον χαλασμό που γίνεται στο ασκέρι του, αναστατώνεται, εξοργίζεται φοβερά. Πιο πέρα απ’ το χάνι βρισκόταν το ξωκλήσι του Άι Θανάση. Από κει μέσα ο Πασάς, που είχε φρυάξει απ’ το κακό του, παρακολουθούσε τα απανωτά γιουρούσια που κάνανε οι δικοί του χωρίς κανένα αποτέλεσμα.

Μετά το μεσημέρι συγκέντρωσε τους μπουλουξήδες (διοικητές μπουλουκιού-μονάδας) κι αφού τους κατσάδιασε που δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτε μέχρι τότε, απαίτησε μ’ ένα καινούργιο γιουρούσι να δώσουν τέλος. Έταξε δε και πεντακόσια πουγκιά στον μπουλουξή που θα πατούσε πρώτος το χάνι.

Η καινούργια επίθεση αποφασίστηκε να γίνει το απομεσήμερο και θα ‘ταν η τελευταία κατά τη γνώμη τους. Θα έμπαινε μπροστά το ιππικό και πίσω θ’ ακολουθούσαν οι πεζοί. Για να τονώσει πιο πολύ το ηθικό των επιτιθεμένων, διέταξε τους μπαϊρακτάρηδες -σημαιοφόρους- να πάνε με τα μπαϊράκια τους και να τα στήσουν στο χάνι. Στο γιουρούσι αυτό πήρε μέρος και ο Χαλήλ μπέης, τοπικός άρχοντας της Λαμίας. Ήταν εκείνος που πρωτοστάτησε στη θανάτωση του Διάκου.

Με ξεφωνητά και κατάρες άρχισε η καινούργια επίθεση. Σε λίγο το χάνι είχε κυκλωθεί από παντού. Τα καριοφίλια όμως των κλεισμένων σκορπίζουν τον θάνατο και κόβουν την ορμή, σωριάζοντας καινούργιους νεκρούς και λαβωμένους. Το ιππικό, που πιο πολύ εμπόδιο έφερνε παρά βοήθεια, αποσύρθηκε. Οι Τουρκαλβανοί Γκέκηδες και Τόσκηδες ορμούν σα θηρία ανήμερα. Εκτός από την παλικαριά τους είναι και το υπερβολικό ποσό που έχει τάξει ο Βρυώνης σ’ όποιον πατήσει το χάνι.

Χωρίς να λογαριάζουν τον κίνδυνο, ζυγώνουν τη μάντρα και προσπαθούν να τη ρίξουν με τις πλάτες τους. Άλλοι με τσεκούρια προσπαθούν να σπάσουν τις πόρτες αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Δυο τρεις καταφέρνουν να καβαλήσουν τη μάντρα μα οι κλεισμένοι τους γκρεμίζουν σκοτωμένους. Τον ένα αναφέρεται πως τον σκότωσε με τα χέρια του ο Γκούρας. Ένα βόλι ρίχνει νεκρό τον Χαλήλ μπέη. Είναι η θεία Νέμεση για τον θάνατο του Διάκου.

Οι μπαϊρακτάρηδες, για να εμψυχώσουν τους επιδρομείς, προσπαθούν να στήσουν τα μπαϊράκια τους στον μαντρότοιχο. Αλλά τους θερίζουν τα βόλια των κλεισμένων.Ένας μονάχα κατορθώνει να φτάσει μπροστά στο χάνι και πέφτοντας ανάσκελα, για να μη δίνει στόχο, βαστάει με τα χέρια του το κοντάρι της σημαίας. Οι Τουρκαλβανοί που βλέπουν το μπαϊράκι τους ν’ ανεμίζει, θαρρούν πως το χάνι πατήθηκε κι ορμούν από παντού. Ο Γκούρας, κοντά στην πολεμίστρα του οποίου βρίσκεται το μπαϊράκι, προσπαθεί με βρισιές να κάνει αυτόν που το κρατάει να σηκωθεί για να τον σκοτώσει. Ο Τουρκαλβανός όμως προστατεύεται από τη γωνιά και το έδαφος. Τέλος ο Γκούρας σημαδεύει το κοντάρι, πυροβολεί και το κόβει στα δύο. Η σημαία έπεσε. Γύρω απ’ το χάνι όμως έχουν συγκεντρωθεί μάζες Αλβανών.

Ο Ανδρούτσος είναι η ψυχή της άμυνας καθώς ακούραστος τρέχει παντού όπου υπάρχει ανάγκη εμψυχώνοντας τους άντρες του. Ο Αγγελής Γοβγίνας, ο Γκούρας, ο Μουσταφάς, ο Μαμούρης, ο Παπαντριάς είναι οι περισσότερο ακούραστοι.

Κι αυτή η επίθεση πήγε χαμένη. Τούτο το πλιθόχτιστο χάνι έχει γίνει κάστρο άπαρτο.

Τώρα όμως είχαν και οι Έλληνες τα θύματά τους. Ένας Αρβανίτης κατάφερε ν’ ανέβει απαρατήρητος στη μεγάλη βελανιδιά που ήταν δίπλα στο χάνι. Κρυμμένος στην πυκνή φυλλωσιά του δέντρου, βλέπει μέσα στο μικρό δωμάτιο που ήταν σα δεύτερος όροφος πάνω απ’ το χάνι ν’ αστράφτουν κάθε τόσο δυο καριοφίλια. Ήταν οι δυο Θανάσηδες, ο Σεφέρης, το παλικάρι που πιάστηκε πρώτο στον χορό, και ο Καπλάνης, ξακουστός για την παλικαριά του. Από τα βόλια του Αρβανίτη πέφτουν και οι δυο νεκροί.

Η παράδοση αναφέρει ότι είχαν «μαγαρίσει με γυναίκες». Αυτό βασιζόταν στην πρόληψη πως το κακό βόλι έβρισκε όποιον κλέφτη πήγαινε παραμονή της μάχης με γυναίκα.

Έξι γιουρούσια έχουν τσακιστεί πάνω στο χάνι χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Πάνω από τρακόσιοι οι σκοτωμένοι και οι λαβωμένοι διπλοί και τριπλοί. Τυφλωμένος απ’ την οργή του ο Πασάς, βουτάει το απελατίκι του (σιδερένιο ρόπαλο ακιδωτό στην άκρη) κι ορμάει έξω απ’ το ξωκλήσι έτοιμος να μπει ο ίδιος σε καινούργια επίθεση μπροστά, για να χτυπήσει αποτελεσματικά. Πέφτουν απάνω του οι μπέηδες και οι μπουλουξήδες και καταφέρνουν με δυσκολία να τον συγκρατήσουν, γιατί γνώριζαν τι τον περίμενε. Στο διάστημα αυτό ο Ανδρούτσος βλέπει από την πολεμίστρα τον Βρυώνη έξω από τον Άι Θανάση και φωνάζει στα παλικάρια του:
-Να ο πασάς ορέ. Είν’ αυτός με τα κόκκινα πουντούρια!

Ντουφεκάνε κατά κει μα η απόσταση είναι μεγάλη και τα βόλια πέφτουν γύρω του κρύα, μονάχα ένα χτύπησε απάνω στην πιστόλα του. Οι δικοί του καταφέρνουν και τον βάνουν μέσα στην εκκλησία για να προφυλαχτεί. Του υπόσχονται σ’ ένα καινούργιο γιουρούσι να πατήσουν το χάνι.

Η έφοδος ξαναρχίζει. Τούτη τη φορά παίρνουν μέρος και τ’ ανίψια του Βρυώνη. Είναι η έβδομη και τελευταία επίθεση. Οι Τουρκαλβανοί ορμάνε με πάθος. Ζώνουν το χάνι απ’ όλες τις μεριές. Πρώτοι απ’ όλους οι μπέηδες και οι μπουλουξήδες. Ανάμεσα στους άλλους σκοτώθηκε κι ένας μπέης, ανιψιός του Ομέρ Βρυώνη. Κι αυτό το γιουρούσι πήγε χαμένο.

Ο ήλιος βασιλεύει πίσω απ’ τα αντικρινά βουνά. Σε λίγο έρχεται το σούρουπο κι αποτέλεσμα κανένα.
Πλησιάζει τότε τον πασά ο Χρήστος Παλάσκας που τον ακολουθούσε από τα Γιάννενα και του λέει:
– Πασά μου, μην χάνεις άλλους ανθρώπους, αλλά στείλε να φέρεις κανόνια από το Ζητούνι κι αύριο τους κάνεις σκόνη τους κλεισμένους.

Ο Βρυώνης υιοθετεί αυτή τη συμβουλή και στέλνει «τάταρτη» -ταχυδρόμο- στο Ζητούνι για να του στείλουν κανόνια.
Σε λίγο ακούγεται μια φωνή απ’ τον Άι Θανάση:

– Ορέ Αντρούτσο, καλά σ’ έχουμε κλεισμένο. Πού θα μας πάς; Αλίμονό σου, ταχιά μας έρχονται δυο κανόνια απ’ το Ζητούνι και θα σε κάνουμε στάχτη.

Και μήπως και δεν τον άκουσαν, επανέλαβε τα λόγια του δυο και τρεις φορές. Ο Οδυσσέας γνώρισε τη φωνή του Παλάσκα γιατί ήταν γνώριμός του απ’ τα Γιάννενα και κατάλαβε πως του ‘στελνε μήνυμα για τις προθέσεις του πασά.
Ο Ανδρούτσος, βέβαια, ξύπνιος καθώς ήταν, δεν είχε σκοπό να περιμένει άλλο στο χάνι, γιατί και τα μπαρουτόβολα τελείωναν και η παραμονή τους θα ήταν σκέτη αυτοκτονία. Χάρηκε όμως για την προειδοποίηση του Παλάσκα.

Έτσι, σαν άλλαξαν τα καρούλια και καθίσανε να φάνε λίγο ψωμοτύρι και να ξαποστάσουν λίγο από το συνεχή αγώνα, ο Ανδρούτσος τους λέει:
«Παιδιά, δεν πρέπει να μείνουμε άλλο εδώ μέσα. Οι Τούρκοι ταχιά θα φέρουν κανόνια, όπως ακούσατε, και θ’ αρχίσουν να χτυπάνε από μακριά το χάνι και δε θα γλιτώσει κανείς. Πρέπει να βγούμε από δω μέσα με το σπαθί στο χέρι μέσα απ’ τους Τούρκους, γιατί χαμένοι και χαμένοι είμαστε. Άλλος τρόπος δεν υπάρχει».

Κανένας δεν έφερε αντίρρηση στα λόγια του.

Παρέκει ανοίγουν δυο λάκκους και θάβουν τους δυο Θανάσηδες Σεφέρη και Καπλάνη.

Η έξοδος

Τώρα τους λέει να πλαγιάσουν λίγο να ξεκουραστούν μέχρι να ‘ρθει η ώρα για να φύγουν.
Τριγύρω οι Τούρκοι κουρασμένοι από τον δρόμο και τα απανωτά γιουρούσια έχουν πέσει σε βαθύ ύπνο. Περιμένουν ξένοιαστοι τα κανόνια που θα φτάσουν απ’ το Ζητούνι, για να τσακίσουν τους κλεισμένους στο χάνι.

Το φεγγάρι ολόγιομο σ’ έναν ξάστερο ουρανό, φωτίζει το πεδίο της μάχης, τους κοιμισμένους που μοιάζουν σαν πεθαμένοι απ’ την κούραση της μέρας και τους ασάλευτους νεκρούς. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, καπνίζοντας συνέχεια το τσιμπούκι του, δούλευε στο μυαλό του σχέδια πώς θα γλιτώσει ετούτους τους ανθρώπους.
Δυο ώρες περίπου πριν ξημερώσει, ξύπνησε τους συντρόφους του και τους ειδοποίησε να συναχτούν για την έξοδο.

Το χάνι είχε, όπως είπαμε, δυο αυλόπορτες. Η μια κατά τη «δημοσιά» -τον δρόμο που πήγαινε για τα Σάλωνα- και η άλλη κατά τον κάμπο. Ο Κομνάς Τράκας, που ήταν από κείνα τα μέρη -απ’ την Αγόριανη- και γνώριζε τα κατατόπια, τους είπε να φύγουν από την πόρτα του κάμπου. Από κει θα περνάγανε μέσα απ’ τα αθέριστα χωράφια που τα στάχυα τους ήταν ψηλά και θα τους προστατεύανε από το φως του φεγγαριού. Όλοι συμφώνησαν με τη γνώμη του. Άρχισαν τότε σιγά σιγά χωρίς θόρυβο να βγάζουν τις πέτρες που ήταν πίσω απ’ την αυλόπορτα και να τις τοποθετούν σε μια γωνιά. Σε λίγο η πόρτα ελευθερώθηκε. Έπρεπε όμως να σιγουρευτούν ότι οι Τούρκοι κοιμούνταν και δεν ξαγρυπνούσαν.

Ο Οδυσσέας πήρε μια κάπα, της έβαλε μέσα μερικές πέτρες για να βαρύνει και την πέταξε πάνω απ’ τον μαντρότοιχο για να φανεί πως κάποιος πηδούσε για να φύγει. Η κάπα έπεσε και δεν ακούστηκε τίποτε, ούτε ντουφεκιά ούτε φωνή. Για να σιγουρευτεί, έριξε δεύτερη και τρίτη κάπα. Τίποτα, η ίδια ησυχία. Οι Τούρκοι είχαν πέσει σε βαθύ ύπνο. Στην εμπροσθοφυλακή θα πήγαινε ο Παπαντρέας με τον Μαμούρη με σαράντα άντρες. Το κέντρο θα κρατούσε ο Γκούρας με άλλους τόσους και την οπισθοφυλακή θα κρατούσε ο ίδιος ο αρχηγός με τους υπόλοιπους.

Ο Ανδρούτσος περίμενε ακόμα κάτι. Μερικά σύννεφα είχαν φανεί πάνω απ’ την Γκιώνα, καρτερούσε να κρυφτεί λίγο το φεγγάρι στα σύννεφα για να μην τους προδώσει αμέσως. Πράγματι σε λίγο τα σύννεφα τύλιξαν το φεγγάρι.
– Να η Παναγιά με την Τσέργα της -μάλλινο σκέπασμα, βελέντζα- ακούστηκε κάποιος να λέει.

Η στιγμή ήταν κατάλληλη. Ο αρχηγός δίνει το σύνθημα της εξόδου. Οι κλεισμένοι βγαίνουν απ’ την αυλόπορτα με τα γιαταγάνια στα χέρια πατώντας πάνω απ’ τα κουφάρια των Τούρκων και απομακρύνονται απ’ το χάνι.
Μπροστά για οδηγός μπαίνει ο γιγαντόσωμος Αντρέας Καραπλής ή Πλάτανος. Σε μικρή απόσταση πέφτουν πάνω στους Τουρκαλβανούς. Οι Τούρκοι ξαφνιάζονται. Ώσπου να συνέλθουν από τον βαθύ ύπνο, οι επαναστάτες, σφάζοντας όσους βρέθηκαν μπροστά τους, χάνονται σα φαντάσματα μέσα στα ψηλά στάχυα.

Είναι τόσο μεγάλη η αναταραχή στο εχθρικό στρατόπεδο, που ντουφεκάνε στα τυφλά χωρίς να ξέρουν ποιοι είναι δικοί τους και ποιοι Έλληνες.

Ο Οδυσσέας, τρέχει φωνάζοντας αρβανίτικα σα να κυνηγάει αυτούς που φεύγουν «από δω ορέεε!» προς την άλλη κατεύθυνση αριστερά, προς τη βρύση του Σου Ντζίκα. Έτσι οι Τουρκαλβανοί παρασύρονται προς τα εκεί, ενώ οι Έλληνες φεύγουν δεξιά κατά το Χλωμό. Ανεβαίνοντας στο βουνό, σε λίγο συναντάνε τον Παπακώστα Τζαμάλα και τον Απόστολο Γουβέλη με μερικούς άλλους που είχαν τρέξει να τους συνδράμουν σ’ ένα οχυρό πέρασμα. Μετριούνται και βλέπουν ότι εκτός από τους δυο σκοτωμένους Θανάσηδες έχουν και δυο τραυματίες, τον Κώστα Καπογιώργη και τον Κομνά Τράκα.

Το γλυκοχάραμα φτάσανε στον Άι-Λια κι αντάμωσαν τα σώματα του Δυοβουνιώτη και του Πανουργιά. Οι γεροαρματολοί έτριβαν τα μάτια τους. Δεν περίμεναν να τους ξαναδούν.

Βούιξε ο τόπος από το κατόρθωμα αυτό. Αναπτερώθηκε το ηθικό των καταπτοημένων στη Ρούμελη, ύστερα απ’ την Αλαμάνα. Ο Ανδρούτσος έγινε η κυρίαρχη μορφή του Αγώνα στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα.

Ο Ομέρ Βρυώνης μπήκε το πρωί ο ίδιος στο χάνι και κατσάδιασε τους στρατιώτες του που δεν μπόρεσαν να πιάσουν λίγους «ζορμάδες» – κλέφτες. Στη συνέχεια διέταξε να θάψουν τους σκοτωμένους. Παρέμεινε δε οχτώ μέρες στη Γραβιά χωρίς να τολμήσει να προχωρήσει για τα Σάλωνα και στράφηκε προς τη Βοιωτία.

ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ ΠΑΠΑΜΙΧΟΣ


Πηγή: pathfinder.gr, Αβέρωφ

makrygiannhs 04

 

Ο Γιάννης Μακρυγιάννης του Δημητρίου και της Βασιλικής γεννήθηκε στο Αβορίτι Δωρίδας τον Ιανουάριο του 1797. Το πραγματικό όνομα του ήταν Ιωάννης Τριανταφύλλου ή Τριανταφυλλοδημήτρης (το Μακρυγιάννης είναι παρωνύμιο που οφειλόταν στο ψηλό ανάστημά του). Το 1804 σε ηλικία 7 ετών αναγκάστηκε να καταφύγει με την οικογένειά του στην Λιβαδειά, ύστερα από τον φόνο του πατέρα του από τουρκαλβανούς του Αλή Πασά.

Από τότε αναγκάστηκε να δουλέψει για να επιβιώσει και πέρασε επώδυνα και στερημένα παιδικά χρόνια. Αρχικά εργάστηκε ως ψυχογιός ως το 1811. Το 1811 εγκαταστάθηκε στην Άρτα, όπου δούλεψε αρχικά ως επιστάτης στο υποστατικό του συμπατριώτη του Θανάση Λιδωρίκη και στην συνέχεια ασχολήθηκε με το εμπόριο και απέκτησε αξιόλογη περιουσία, την οποία πρόσφερε αργότερα στον Αγώνα...

Το 1820 μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία και το 1821 οργάνωσε στρατιωτική ομάδα 18 ανδρών από την Άρτα και εντάχθηκε στο σώμα του Γώγου Μπακόλα. Συμμετείχε σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις δείχνοντας ιδιαίτερη ανδρεία και μεγάλες στρατιωτικές ικανότητες και διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην Επανάσταση. 

 

Πολέμησε σε πολλές μάχες, τραυματίστηκε πολλές φορές, συχνά βαριά. Οι πληγές του οδήγησαν το κορμί του σε σταδιακή σήψη, η οποία τον συνόδευε για την υπόλοιπη ζωή του. Μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους και την άφιξη του Καποδίστρια το 1828, διορίστηκε Γενικός Αρχηγός της Εκτελεστικής Δύναμης της Πελοποννήσου, θέση την οποία έκρινε ως υποτιμητική σε σχέση με την συνολική προσφορά του και η οποία τον οδήγησε σε πικρία.


Την περίοδο εκείνη ο Μακρυγιάννης έμαθε να γράφει και άρχισε στις 26 Φεβρουαρίου 1829 να γράφει τα Απομνημονεύματά του, τα οποία θεωρήθηκαν από τους ιστορικούς της νεοελληνικής λογοτεχνίας ως πρότυπο γλωσσικού ύφους και αφηγηματικής τεχνικής και τον τοποθέτησαν στον χώρο του έντεχνου λόγου.
 

 

Το 1831 μετά την δολοφονία του Καποδίστρια, τον οποίο θεωρούσε υπαίτιο για την άδικη στάση του κράτους έναντι των αγωνιστών του ’21, αποδέχθηκε με ενθουσιασμό την εκλογή του Όθωνα ως βασιλιά της Ελλάδος. Απογοήτευση δοκίμασε και από την στάση του Όθωνα και από τον τρόπο διακυβέρνησης της Αντιβασιλείας. Τότε αποσύρθηκε στο σπίτι του (στη σημερινή περιοχή της Αθήνας που φέρει το όνομά του) μαζί με τη γυναίκα του Αικατερίνη Σκουζέ, με την οποία απέκτησε δώδεκα παιδιά, 10 αγόρια και δύο κορίτσια. Επανήλθε στον πολιτικό χώρο λίγο αργότερα και ως το 1834 εκλέχτηκε κατ’ επανάληψη δημοτικός σύμβουλος της Αθήνας, η οποία ήδη είχε γίνει πρωτεύουσα του κράτους.


Οι ενέργειές του για την παραχώρηση του Συντάγματος, οδήγησαν σε κατ’ οίκον περιορισμό του, συνέχισε ωστόσο να αγωνίζεται και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843. Το 1851 συνελήφθη με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και ύστερα από δίκη καταδικάστηκε σε θάνατο. Η ποινή του τελικά δεν εκτελέστηκε και ο ίδιος αποφυλακίστηκε το 1854 με ενέργειες του Δ. Καλλέργη. Από τότε αποσύρθηκε στο σπίτι του και μόνο μετά την έξωση του Όθωνα ξαναπήρε τιμητικά τον τίτλο του Υποστρατήγου και το 1864 του Αρχιστρατήγου. Την ίδια χρονιά εκλέχτηκε πληρεξούσιος Αττικής με απόφαση της Εθνικής Συνέλευσης. Η υγεία του όμως ήταν κλονισμένη από τις κακουχίες, τους τραυματισμούς κατά την Επανάσταση και τις σκληρές συνθήκες της φυλακής. Έτσι εγκατέλειψε την ενεργό δράση και αποσύρθηκε στο σπίτι του. Πέθανε στην Αθήνα στις 27 Απριλίου του 1864.
 

 

Στο λογοτεχνικό του έργο ανήκουν τα "Οράματα και θάματα", γραμμένα κατά την διετία 1851 - 1852.

 

Πηγή: Φάλαγγα Ελλήνων Μαχητών, Περί Πάτρης

Δεν ξεχνώ

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ [1986 - 2016]: 30 Χρόνια από τήν ψήφιση…

Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017

Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...

ΕΛΛΗΝΕΣ και ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ μποϊκοτάρετε τα προϊόντα εταιρειών που αφαιρούν…

Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017

Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...

Σύμφωνο Διαστροφικής Συμβίωσης

TIDEON 21-12-2015

Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...

ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: Δεν θα γίνω ευκολόπιστο θύμα!

Tideon 14-12-2015

Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...

Η καταιγίδα των αντιδράσεων για το «αντιρατσιστικό»

TIDEON 27-08-2014

  Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...

Δεν θα γίνω «δωρητής» οργάνων χωρίς να το θέλω! …

tideon.org 02-05-2013

  Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές...

Tideon 31-12-2012

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...

Όχι, δεν θα φύγω

Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012

Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...

ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων…

tideon 07-11-2011

  ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ...;

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011

   Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου;    Για να...

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου…

ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...