Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
22 Νοεμβρίου 2024

sfagh ths xioy 02


Η
 Σφαγή της Χίου (Scène des massacres de Scio), 1824. ΕυγένιοςΝτελακρουά (Eugène Ferdinand Victor Delacroix) (1798 – 1863). Παρίσι,Μουσείο Λούβρου.

Η ανανεωμένη διεθνής προσοχή για την Ελληνική επανάσταση, για την οποία κατέφθαναν πληροφορίες όλο και πιο ανη­συχητικές, θα πρέπει με κάποιον τρόπο να είχε εντυπωσιάσει ιδιαίτερα τον Ντελακρουά, ώστε την άνοιξη του 1823 σημείω­σε: «Αποφάσισα να ζωγραφίσω για το Σαλόνι κάποιες σκηνές από τη σφαγή της Χίου». Ήταν ένα από τα πιο ωμά γεγονότα του πολέμου, που συνέβη το προηγούμενο έτος, τον Απρίλιο του 1822, όταν οι Τούρκοι έσφαξαν περίπου είκοσι χιλιάδες Έλληνες στο νησί της Χίου, αναγκάζοντας τους επιζώντες να τραπούν σε φυγή.

 

Ο ζωγράφος είχε ήδη σκεφτεί την ελληνική επανάσταση, αλλά τώρα η κλιμάκωση της κρίσης και η δημοσίευση όλο και πιο λεπτομερών σχολίων και ειδήσεων (ακόμη και από συντάκτες του επιπέδου του Φρανσουά Ρενέ ντε Σατομπριάνκαι του Λόρδου Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον) πρόσφεραν στον Ντελακρουά αυτήν τη δυνατή εικόνα που αναζητούσε. Γι’ αυτό, στις 12 Ιανουαρίου του 1824, μέσω του κουνιάδου του Ρεϊμόν ντε Βερνινάκ, ο ζωγράφος γνώρισε το συνταγματάρχη Ολιβιέ Βουτιέ, έναν εθελοντή υποστηρικτή του Ελληνικού ζητήματος, ο οποίος τέσσερα χρόνια νωρίτερα είχε την τύχη να ανακαλύψει στο νησί της Μήλου το περίφημο άγαλμα της Αφροδίτης, που στη συνέχεια αγοράστηκε από τους Γάλλους.

 

Η Σφαγή της Χίου (λεπτομέρεια), 1824. Ευγένιος Ντελακρουά, ελαιογραφία σε μουσαμά. Παρίσι, Μουσείο Λούβρου.

Ο Βουτιέ, συγγραφέας του έργου Memoires sur lα guerre actuclle des grecs,διηγήθηκε στον Ντελακρουά ιστορίες και λεπτομέρειες από τον πόλεμο. Την ίδια ημέρα ο Ντελακρουά ξεκίνησε να δουλεύει τον πίνακά του, αρχίζοντας με μια σειρά από μελέτες εκ του φυσικού. Οι συνεχείς επισκέψεις στο Μουσείο του Λού­βρου, προκειμένου να αναλύσει τον Ρούμπενς, τον Βελάσκεθ, τον Μιχαήλ Άγγελο, τον Αντρέα ντελ Σάρτο, ενίσχυαν όλο και περισσότερο τη φαντασία του καλλιτέχνη, που μετέφραζε τις εντυπώσεις που λάμβανε με ένα προσωπικό λεξικό.

 

Η Σφαγή της Χίου (Scène des massacres de Scio), 1824. Ευγένιος Ντελακρουά (Eugène Ferdinand Victor Delacroix) (1798 - 1863) ελαιογραφία σε μουσαμά. Παρίσι, Μουσείο Λούβρου.

Ακόμη και η ζωγραφική του Ζερικό, που πέθανε μέσα στον ίδιο εκείνο μήνα, συνέχιζε να ασκεί γοητεία, ενώ «η εξαιρετική Σχεδία του» αποτελούσε την πιο άμεση αναφορά στην επιλογή ενός σύγχρονου θέματος, όπως η σφαγή της Χίου, που δου­λεύτηκε σύμφωνα με τις προδιαγραφές ενός ιστορικού πίνακα, μεγάλου μεγέθους. Οι κριτικοί εντόπισαν επίσης μια αναφορά στην Επίσκεψη του Ναπολέοντος στο Σανατόριο του Τζάφα του Γκρο, ως προς την ανακατασκευή των κοστουμιών και την πλαστική απόδοση των γυμνών σωμάτων.

Μέσα στους επόμενους έξι μήνες, συνεπαρμένος από «μια δημιουργική μέθη», ο Ντελακρουά προχώρησε τη μελέτη του, φροντίζοντας με μεγάλη προσοχή την απεικόνιση της κάθε μορφής, πολλές φορές ξανασχεδιάζοντάς την από την αρχή.

 

Η Σφαγή της Χίου (λεπτομέρεια), 1824. Ευγένιος Ντελακρουά, ελαιογραφία σε μουσαμά. Παρίσι, Μουσείο Λούβρου.

Μία από τις πιο συγκινητικές σκηνές, είναι εκείνη της μητέρας με το μωρό που προσπαθεί να αρπάξει το στήθος της, σκηνή παρμένη από μια μαρτυρία του βιβλίου του Βουτιέ. Για τους άλλους εξωτικούς χαρακτήρες, ο Φράνσις Χάσκελ – που ερμήνευσε τη γένεση του πίνακα – τόνισε την προσφυγή του Ντελακρουά στις ολοένα και πιο πολυάριθμες εικονογραφήσεις των ταξιδιωτικών βιβλίων που κυκλοφορούσαν, με σκοπό να αποφύγει μια σχολαστική και αυτάρεσκη καταγραφή της φρίκης.

Όπως προκύπτει από την αναθεώρηση της 7ης Μαΐου: «Ο πίνακάς μου περιλαμβάνει μια συστροφή, μια ενεργητική κίνηση, που θα πρέπει οπωσδήποτε να ενσωματωθεί». Ο Ντελακρουά ανησυχούσε για το συνολικό αποτέλεσμα του έργου για το αν θα κατάφερνε να απεικονίσει την επική διάσταση των σύγχρονων γεγονότων. Και ο στόχος του επιτεύχθηκε, καθώς με το άνοιγμα του Σαλονιού, τον Αύγουστο του 1824 το κοινό – το οποίο ήταν συγκινημένο από το θάνατο του Λόρδου Μπάιρον, που συνέβη λίγους μήνες πριν στην Ελλάδα – έμεινε βαθύτατα εντυπωσιασμένο από τον πίνακα, ο οποίος κέρδισε ένα μετάλλιο και αγοράστηκε για το Λουξεμβούργο στη ση­μαντική τιμή των 6.000 φράγκων.

 

Πηγή: (Carolina Brook, «Delacroix», Βιβλιοθήκη Τέχνης – Οι Μεγαλοφυΐες, τόμος 20, National Geographic, 2013.), Αντέχουμε...

agios grhgorios patriwrxhs o e 01


Το Χριστομίμητο Μαρτύριο του Οικουμενικού Πατριάρχου Αγίου Γρηγορίου του Ε΄ (+1821) και αναίρεση των ψευδολογούντων αρνητών της υπερτάτου θυσίας του ως Γενάρχου και Εθνάρχου του Ρωμαίϊκου Γένους κατά την επανάσταση της Εθνικής Παλιγγενεσίας.

Διαχρονικό ιερό Σύμβολο υψίστης αυτοθυσίας κατά τον αγώνα της εθνικής παλιγγενεσίας του 1821 παραμένει το πρόσωπο του εθνοϊερομάρτυρος Οικουμενικού Πατριάρχου Αγίου Γρηγορίου του Ε΄ (+ 1821). Ταυτόχρονα για πολλούς, ιστορικούς και μη, αποτελεί και σήμερα ακόμη «σημείον αντιλεγόμενον» λόγω του υπ’ αυτού υπογραφέντος αφορισμού του Υψηλάντου για την επανάσταση στη Βλαχία καθώς και όσων θα συμμετείχαν σε ανάλογες ενέργειες.

Είναι γεγονός ότι για το πρόσωπο του απαγχονισθέντος Πατριάρχου πολύ μελάνι εχύθη και από πολλούς, ειδήμονες και ασχέτους με την μελέτη των αδιαψεύστων πηγών και των πραγματικών ιστορικών δεδομένων της συγκεκριμένης περιόδου κατά την οποία έλαβαν χώρα τα γενόμενα. Η εύκολη και άκριτη καταδίκη στο πρόσωπο του μεγαλομάρτυρος Αγίου Πατριάρχου είτε προέρχεται από πρόσωπα τα οποία εκ πεποιθήσεως διάκεινται εχθρικώς προς την Εκκλησία και τους κληρικούς της, είτε εμφορούμενα από ποικίλα συμπλέγματα τα οποία εκπηγάζουν από διάφορα φιλοσοφικά και πολιτικά ιδεολογήματα ή ιδεοληψίες, με αποτέλεσμα να συνεχίζουν μέχρι και στις μέρες μας ορισμένοι αδαείς ή «κατευθυνόμενοι κονδυλοφόροι» να ρίπτουν τον «λίθον του αναθέματος» στο πρόσωπο του υπέρ του Γένους θυσιασθέντος στο φρικτό ικρίωμα της αγχόνης Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄.

Το γεγονός μάλιστα ότι η απροσωπόληπτη και αδέκαστη ιστορία μέσα από τις συμπληγάδες της σοβαρής και αντικειμενικής έρευνας και μελέτης των πηγών και των δεδομένων της εποχής εκείνης, όπως έχουν δημόσια εκτεθεί στην κρίση κάθε νουνεχούς ανθρώπου, αποτελούν ηχηρό ράπισμα και αποστομωτική αναίρεση των γραφομένων όλων εκείνων που από προκατάληψη και εξυπηρέτηση ακραίων σκοπιμοτήτων συνεχίζουν να ομιλούν για «προδότη Πατριάρχη».

Η αλήθεια, μεμαρτυρημένη μέσα από τις ιστορικές πηγές, είναι ότι ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ κατά τις παραμονές της εθνικής επαναστάσεως εγνώριζε την δράση της Φιλικής Εταιρείας και όταν το 1818 τον επισκέφθηκε μυστικά το μέλος της Εταιρείας και οπλαρχηγός Ιωάννης Φαρμάκης ζητώντας του να ορκισθεί, εκείνος αρνήθηκε και του σύστησε να είναι προσεκτικοί οι «Φιλικοί» στις κινήσεις τους. Από δε την αλληλογραφία του «Φιλικού» Παναγιώτη Σέκερη γνωρίζουμε ότι ο Πατριάρχης συνεργαζόταν με την Φιλική Εταιρεία αν και επισήμως προσπαθούσε διπλωματικά να δείχνει ότι υποστήριζε την Υψηλή Πύλη.

Ο πρύτανης των νεότερων ιστορικών, αοίδιμος καθηγητής Απόστολος Βακαλόπουλος, στον Ε΄ τόμο του μνημειώδους έργου του «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού», αφού αναφέρει ότι η έκθεση του Ολλανδού επιτετραμμένου στην Κωνσταντινούπολη επιβεβαιώνει την συμμετοχή του Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄ στην επανάσταση, γράφει εμπεριστατωμένα : «Ο Πατριάρχης…ήταν οπωσδήποτε ενήμερος των επαναστατικών ζυμώσεων και κινήσεων των Ελλήνων και με ορισμένους από τους εκπροσώπους της Φιλικής, όπως με τον Σαλώνων Ησαΐα καθώς και με τον Ιωάννη Παπαρρηγόπουλο, με τους οποίους είχε συναντηθεί λίγο πριν από την εξέγερση των Ελλήνων…Ο Φαρμάκης έλεγε -και τα θεωρώ αξιόπιστα- ότι ο Πατριάρχης είχε δείξει ζωηρό ενδιαφέρον για την κίνηση της Εταιρείας αλλά δε δέχθηκε να μυηθεί γιατί φοβήθηκε μήπως φέρει σε μεγάλο κίνδυνο το έθνος. Έκαμε μάλιστα τότε την παρατήρηση ότι οι εταίροι πρέπει να προσέξουν πολύ, μήπως βλάψουν αντί να ωφελήσουν την Ελλάδα. Ο Πατριάρχης λοιπόν είχε τις ίδιες ελπίδες αλλά και τους ίδιους φόβους που κυμάτιζαν σαν άμπωτη και παλίρροια στις ψυχές πολλών Ελλήνων, ιδίως εκείνων που είχαν πνευματική και κοινωνική θέση ή οικονομική δύναμη μέσα στη νεοελληνική κοινωνία…Ο προσανατολισμός του προς τις διάχυτες τότε εθνικές ιδέες τον έφερναν κοντά στο λαό και τον απάλλαξαν από προστριβές και διενέξεις, ίσως και περιπέτειες, που θα ήταν ενδεχόμενο να του δημιουργήσει η άκαμπτη αντίθεσή του προς τους κοινούς σκοπούς. Εμπρός όμως στους Τούρκους επισήμους δήλωνε ότι η αυτοκρατορία τους ήταν «άνωθεν τεταγμένη» και αργότερα ο φόβος των τρομερών αντιποίνων τους τον έκαμε να καταδικάσει την επανάσταση και ν’ αφορίσει τους αρχηγούς της».

Άξια ιδιαίτερης αναφοράς είναι και τα όσα με έμφαση υπογραμμίζει ο Δ. Σ. Μπαλάνος σχετικά με την υπογραφή του αφορισμού της Επαναστάσεως από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ : «ηναγκάσθη να θέση την υπογραφήν του κάτωθι εγγράφου, καταδικάζοντος το κίνημα, υπέρ της επιτυχίας του οποίου ολοψύχως ηύχετο και ειργάζετο. Υπογράφων απεμάκρυνε τας υπονοίας της Πύλης περί συμμετοχής εις το κίνημα επισήμων κύκλων. Μη υπογράφων θα επεβεβαίου τας υπονοίας, ότε δεινή επιπίπτουσα η τιμωρία του τυράννου κατά των βυσσοδομούντων, θα ενέκρου το κίνημα πριν ή εκραγή. Άλλως ο αοίδιμος Πατριάρχης μετά θαυμαστής εγκαρτερήσεως υπέστη το μαρτύριον, όταν επέστη η ώρα, καίτοι ηδύνατο να σωθή διά της φυγής» [Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, 14 (1939) 280].

Το βαθύτερο ψυχικό μαρτύριο που βίωνε ο Πατριάρχης Γρηγόριος εκείνες τις μεγάλες ώρες για το Γένος υπογραμμίζεται από τον Κ. Σκουτέρη: «θα έλεγε κανείς, και δεν θα ήτο υπερβολή, ότι το μέγα μαρτύριον του Πατριάρχου δεν υπήρξε η αγχόνη, αλλ’ η εγκύκλιος της 23ης Μαρτίου του 1821 διά της οποίας οι μεν επαναστάται προετρέποντο εις μετάνοιαν, αφωρίζετο δε ο αρχηγός της Επαναστάσεως Αλέξανδρος Υψηλάντης» (Κ. Σκουτέρη, Κείμενα του Νέου Ελληνισμού, Αθήναι 1971, σ. 10).

Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ με την εξ αδηρίτου ανάγκης επώδυνη αυτή απόφασή του ήταν βαθύτατα πεπεισμένος, όπως και εκ των πραγμάτων απεδείχθη, ότι κατόρθωσε να αποτρέψει δύο φορές την σφαγή και τον αφανισμό του χριστιανικού πληθυσμού της Κωνσταντινουπόλεως και πολλών άλλων επαρχιών από τους οθωμανούς, όπως με απόλυτα κατηγορηματικό τρόπο του είχε διαμηνύσει η Υψηλή Πύλη, ότι θα προέβαινε σε σκληρά αιματηρά αντίποινα εξολοθρεύσεως των Ρωμιών εάν ως Πατριάρχης και πνευματική κεφαλή του ρωμαίϊκου Γένους δεν νουθετούσε τους επαναστατημένους ραγιάδες. Αφού μάλιστα κατά την Μεγάλη Δευτέρα του 1821 προέβη σε μυστική ιεροπραξία στην άρση του αφορισμού ενώπιον των συνοδικών αρχιερέων του Πατριαρχείου και κατέκαυσε το σχετικό πατριαρχικό έγγραφο «ιδίαις χερσίν» εντός του Ιερού Βήματος του Πατριαρχικού Ναού του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι, και ενώ πολλοί εκ των ημετέρων και ξένων επιφανών τον προέτρεπαν να διαφύγει και να σωθεί, εντούτοις εκείνος παρέμενε ατάραχος και απαθής πιστεύοντας ακράδαντα ότι διά του τρόπου αυτού θα βοηθούσε όσο ήταν δυνατόν να μην γενικευθεί ο διωγμός εναντίον των αθώων Ρωμιών.

Είναι συγκλονιστικοί και αποτελούν αδιάψευστο ιστορικό τεκμήριο οι προ της καθαιρέσεως από την Υψηλή Πύλη και προ του μαρτυρίου της αγχόνης λόγοι του εθνοϊερομάρτυρος Πατριάρχου, ο οποίος στις επίμονες προτροπές των «Φιλικών» και των ξένων πρεσβευτών να παραιτηθεί της Πατριαρχίας, να φύγει και να σωθεί, απαντούσε: «Ο μισθωτός και ουκ ων ποιμήν φεύγει. Γεννηθήτω το θέλημα του Κυρίου». Προς δε τους «Φιλικούς», οι οποίοι επέμεναν να τον φυγαδεύσουν μυστικώς, εκείνος ως Εθνάρχης και Γενάρχης: «Εγνώριζεν…την ύπαρξιν της Φιλικής Εταιρείας και μυστικώς προσηύχετο και ηυλόγει τας προσπάθειας αυτής υπέρ απελευθερώσεως του δούλου γένους…Χρεωστούμεν έλεγε να ποιμάνωμεν καλώς τα ποίμνιά μας, και χρείας τυχούσης να κάμωμεν όπως ο Ιησούς δι’ ημάς, διά να μας σώση (εννοών και την θυσίαν της ζωής των ακόμη)».

Απευθυνόμενος πατρικώς προς τον Μουρούζη: «Σωθείτε σεις έλεγεν…διότι έχετε και ηλικίαν και ικανότητα και θέσιν κοινωνικήν να υπηρετήσητε την πατρίδα. Μη προτρέπετε όμως εμέ εις φυγήν. Μάχαιρα θα διέλθη τας ρύμας της Κωνσταντινουπόλεως και των λοιπών πόλεων των χριστιανικών επαρχιών. Μου ζητείτε, μεταμφιεζόμενος να καταφύγω εις πλοίον ή να σωθώ εν τω οίκω οιουδήποτε φίλου πρέσβεως διά ν’ ακούσω πώς εις τας οδούς οι δήμιοι κατακρεουργούσι τον χηρεύσαντα λαόν. Όχι είμαι Πατριάρχης διά να σώσω το Έθνος και όχι διά να ωθήσω αυτό εις αγρίαν καταστροφήν. Ο θάνατός μου ίσως επιφέρη μεγαλειτέραν ωφέλειαν παρ’ όσην η ζωή μου. Οι ξένοι Χριστιανοί ηγεμόνες δεν δύνανται παρά να εκπλαγώσιν επί τω αδίκω θανάτω μου και δεν θα παρέλθωσιν ίσως αδιάφοροι προ της ύβρεως, ην εν τω προσώπω μου θα υποστή η πίστις του Χριστού. Και οι Έλληνες, οι άνδρες των όπλων θα μάχωνται μετά μεγαλειτέρας μανίας, όπερ συχνάκις δωρείται την νίκην. Θα εκδικήσωσι τον θάνατόν μου. Αναμένετε μεθ’ υπομονής, ό,τι και αν συμβή. Δεν θα θελήσω όμως ποτέ να γίνω χλεύασμα των ζώντων. Δεν θ’ ανεχθώ ώστε εις τας οδούς της Οδησσού, της Κερκύρας ή της Αγκώνος διερχόμενον να με δακτυλοδεικτώσι λέγοντες: «Ιδού ο φονεύς Πατριάρχης». Αν δε το Έθνος μας σωθή και θριαμβεύση, είμαι πεπεισμένος ότι θα μοι αποδώση θυμίαμα επαίνου και τιμήν, διότι εξεπλήρωσα το καθήκον μου. Τετάρτην φοράν δεν θα υπάγω εις τον Άθωνα. Δεν θέλω».

Ανάλογη υπήρξε η απάντησή του και προς τον Παπαρρηγόπουλο: «Πηγαίνετε εις την ευχήν μου και μη σκέπτεσθε εμένα. Το τέλος μου απεφασίσθη από τον Θεόν και θα γίνη το θέλημά του». Το μεγαλείο της ψυχής του αγίου ανδρός αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο μέσα από τους κατ’ ιδίαν λόγους του και προς τον μετέπειτα μαρτυρήσαντα Μητροπολίτη Δέρκων: «Και εγώ ως κεφαλή του Έθνους, και υμείς η Σύνοδος, οφείλομεν ν’ αποθάνωμεν διά την κοινήν σωτηρίαν. Ο θάνατος ημών θα δώση δικαίωμα εις την χριστιανωσύνην να υπερασπίση το Έθνος εναντίον του Τυράννου. Αλλ’ αν υπάγωμεν ημείς να ενθαρρύνωμεν την επανάστασιν, τότε θα δικαιώσωμεν τον Σουλτάνον, αποφασίσαντα να εξολοθρεύση το Έθνος».

Την αξιολογική κρίση της αδεκάστου ιστορίας για το πρόσωπο και τα πεπραγμένα του μεγαλομάρτυρος Πατριάρχου Αγίου Γρηγορίου Ε΄, καθώς και για τους ρηχούς στην βαθύτερη ερμηνεία των ιστορικών πραγματικών δεδομένων εκείνης της χρονικής περιόδου παλαιούς και νεοφανείς επικριτές του, διαβάζουμε στην πληρότητά της, στον δωδέκατο τόμο της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους», όπου μεταξύ άλλων επισημαίνονται χαρακτηριστικά τα εξής: «Ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ και η Ιερά Σύνοδος βρέθηκαν σε εξαιρετικά δεινή θέση, αφ’ ότου έφθασε στην Κωνσταντινούπολη η είδηση για την κήρυξη της Επαναστάσεως από τον Υψηλάντη. Τεράστια ήταν η ευθύνη τους για την τύχη του Γένους…

Χαρακτηριστικά για τη στάση του Πατριάρχη…και για τον πατριωτισμό, το πνεύμα αυτοθυσίας και την πολιτική ευθυκρισία του είναι τα όσα γράφουν ο Μιχαήλ Οικονόμου και ο Νικόλαος Σπηλιάδης… «Και εγώ ως κεφαλή του Έθνους και υμείς ως Σύνοδος οφείλομεν να αποθάνωμεν διά την κοινήν σωτηρίαν».

Επικρίθηκε εν τούτοις ο Πατριάρχης και επικρίνεται ακόμη, επειδή έστερξε στον αφορισμό και έστειλε τις νουθετικές εγκυκλίους. Οι επικριτές όμως δεν αναλογίζονται τι θα πάθαινε το έθνος, αν ο Πατριάρχης τηρούσε αρνητική στάση απέναντι στις αξιώσεις του σουλτάνου. Συμμορφώθηκε, άλλωστε, τότε ο Πατριάρχης προς τη σταθερή παράδοση της Εκκλησίας, που με παρόμοια στάση κατόρθωνε σε ανάλογες κρίσιμες περιστάσεις να σώζει το Γένος. Άλλωστε θα ήταν εντελώς παράλογη και ανεύθυνη διαφορετική απόφαση. Αν δεν γινόταν ο αφορισμός ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα εξοντώνονταν εκατοντάδες χιλιάδων Ορθοδόξων Χριστιανών.

Πραγματικά, ο αφορισμός και οι εγκύκλιοι του Πατριάρχη δεν είχαν επίδραση στην Ελλάδα. Η επανάσταση εξαπλώθηκε τον Απρίλιο, τον Μάιο και αργότερα, σε περιοχές, όπου είχαν ανακοινωθεί ο αφορισμός και οι εγκύκλιοι. Η μη επέκτασή της και σε άλλες περιοχές, όπως και η μη επικράτησή της σε ορισμένες, όπου είχε αρχίσει αλλά δεν μπόρεσε να σταθεροποιηθεί, οφειλόταν σε ποικίλους παράγοντες και ιδίως στη γεωγραφική θέση τους». Αποδεικνύεται συνεπώς, όπως εύστοχα γράφει ο Ν.Κ. Τωμαδάκης, ότι : «Το μέλλον του Ελληνισμού το εσχοχάζοντο Πατριάρχαι όπως ο Κύριλλος ο Λούκαρις ή ο Γρηγόριος ο Ε΄, διπλωμάται, οι οποίοι επλήρωσαν τους αγώνας των (και την έναντι των Τούρκων διπλοπροσωπίαν των) με το σχοινί της αγχόνης των».

Στο ολισθηρό κατάντημα ορισμένων «τεταγμένων πολεμίων» της Ορθοδόξου Εκκλησίας και αφρόνων επικριτών του Αγίου Γρηγορίου του Ε΄, οι οποίοι ακόμη και σήμερα συνεχίζουν να κάνουν απερίσκεπτα λόγο περί «προδότου Πατριάρχου» και «εχθρού της επαναστάσεως», η αποστομωτική απάντηση δίδεται από την ίδια την ιστορική πραγματικότητα και τους οπλαρχηγούς του αγώνος, οι οποίοι ουδόλως επίστευσαν ότι ο Πατριάρχης Γρηγόριος προέβη εκουσίως στον αφορισμό του Υψηλάντου και των αρχηγών της Επαναστάσεως, αλλά γνώριζαν κάλλιστα ότι η ενέργεια αυτή ήταν προϊόν ωμής βίας και απροκάλυπτης απειλής από την Υψηλή Πύλη προς τον Πατριάρχη, ο οποίος με την πράξη του αφορισμού επεδίωκε να αποφευχθεί η από μέρους του Σουλτάνου βεβαία σφαγή και ο παντελής όλεθρος των χιλιάδων αθώων Χριστιανών.

Ο ίδιος ο Αλέξανδρος Υψηλάντης σε οδηγίες που έστειλε από το Κινσόβιο της Βεσσαραβίας προς τους αρχηγούς της Επαναστάσεως, ανέφερε για τον αφορισμό αυτό: «Ο μεν Πατριάρχης, βιαζόμενος παρά της Πόρτας, σας στέλνει αφοριστικά και εξάρχους, παρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πόρτα. Εσείς να θεωρήτε ταύτα ως άκυρα, καθόσον γίνονται με βίαν και δυναστείαν και άνευ θελήσεως του Πατριάρχου». Ο ίδιος ως αρχηγέτης της εθνεγερσίας στην τελευταία του προκήρυξη (8 Ιουνίου 1821) καταφέρεται κατά των στρατιωτών του εκείνων, οι οποίοι επέδειξαν δειλία και απειθαρχία και δεν επέμειναν στον αγώνα για να εκδικηθούν, όπως χαρακτηριστικά έγραφε: «το ιερόν αίμα των κατασφαγέντων απανθρώπως κορυφαίων υπουργών της θρησκείας Πατριαρχών, Αρχιερέων και μυρίων άλλων αθώων αδελφών».

Ακόμη όμως και αν δεν πείθονται από τις παραπάνω αψευδείς ιστορικές πηγές οι «τεταγμένοι επικριτές» και «εμπαθείς αρνητές» της αυτοθυσίας του εθνοϊερομάρτυρος Αγίου Γρηγορίου Ε΄, η πλέον αποστομωτική και ηχηρή απάντηση δίδεται σ’ όλους αυτούς από το ίδιο το περιεχόμενο του σουλτανικού φιρμανίου με το οποίο καθαιρείτο του πατριαρχικού θρόνου ο Γρηγόριος ως «…αρχηγός, μυστικός συμμέτοχος της επαναστάσεως…».

Στο φιρμάνιο αυτό, όπου καταγράφονται οι λόγοι της καθαιρέσεως και καταδίκης εις θάνατον του Πατριάρχου, ο Σουλτάνος ευθέως κατηγορούσε τον Γρηγόριο ως αρχηγέτη της επαναστάσεως των Ελλήνων και μεταξύ άλλων ανέφερε: «Αλλ’ ο άπιστος Πατριάρχης των Ελλήνων, ο οποίος έδωκεν άλλοτε δείγματα της προς την Υψηλήν Πύλην αφοσιώσεώς του αδύνατον να θεωρηθή αλλότριος των στάσεων του Έθνους του, τας οποίας διάφοροι κακότροποι και αναίσθητοι, παρασυρόμενοι υπό χιμαιρικών και διαβολικών ελπίδων διήγειραν, και χρέος του ήτο να διδάξη τους απλούς, ότι το τόλμημα ήτο μάταιον και ατελέσφορον. Διότι τα κακά διαβούλια δεν είνε δυνατόν ποτέ να ευδοκιμήσωσιν εναντίον της Μωαμεθανικής εξουσίας και θρησκείας…αλλ’ εξ αιτίας της διαφθοράς της καρδίας του, όχι μόνον δεν ειδοποίησεν, ουδ’ επαίδευσε τους απατηθέντας, αλλά καθ’ όλα τα φαινόμενα ήτο και ο ίδιος αυτός, ως Αρχηγός, μυστικός συμμέτοχος της επαναστάσεως, και αδύνατον να μην αφανισθή και να μη πέση εις την οργήν του Θεού όλον σχεδόν το Έθνος των Ελλήνων, αν και εν αυτώ, είνε και πολλοί αθώοι.

Καθ’ ον καιρόν εγνώσθη η αποστασία, η Υψηλή Πύλη συμπάθειαν λαβούσα προς τους αθλίους ραγιάδες της, ενησχολήθη να επαναφέρη τους πλανηθέντας διά της γλυκύτητος εις την οδόν της σωτηρίας των, και επ’ αυτώ τω σκοπώ εξέδωκε και πρόσταγμα, διατάσσουσα και συμβουλεύουσα τον Πατριάρχην τα προς τον σκοπόν τούτον, και προσκαλούσα αυτόν ν’ αφορίση όλους τους αποστατήσαντας ραγιάδες όπου και αν ήσαν. Αλλ’ αντί να δαμάση τους αποστάτας και να δώση πρώτος το παράδειγμα της επιστροφής εις τα καθήκοντά των, άπιστος ούτος έγινεν ο πρωταίτιος όλων των αναφυεισών ταραχών. Είμεθα πληροφορημένοι ότι εγεννήθη ο ίδιος εν τη Πελοπόννησω, και ότι είναι συνένοχος όλων των αταξιών, όσας οι αποπλανηθέντες ραγιάδες έπραξαν κατά την επαρχίαν Καλαβρύτων…Επειδή δε παντοχόθεν εβεβαιώθημεν περί της προδοσίας του, όχι μόνον εις βλάβην της Υψηλής Πύλης, αλλά και εις όλεθρον αυτού του ιδίου Έθνους του, ανάγκη ήτο να λείψη ο άνθρωπος ούτος από προσώπου της Γης, και διά τούτο εκρεμάσθη προς σωφρονισμόν των άλλων».

Ο απαγχονισμός λοιπόν του Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄ ενίσχυσε την αγωνιστική θέληση των οπλαρχηγών του Αγώνα του 1821 και των παλικαριών τους, οι οποίοι αγωνίσθηκαν για να εκδικηθούν και να ελευθερώσουν την υπόδουλη πατρίδα. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικοί οι κατά την περίοδο της επαναστάσεως στίχοι: «Κτυπάτε πολέμαρχοι, μη λησμονείτε το σχοινί, παιδιά του Πατριάρχου», στους οποίους, όπως τονίζει ο Δ. Φωτιάδης, επιβεβαιώνεται ότι : «η αγχόνη που πήρε τη ζωή του (Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄) αντί να απελπίση το αγωνιζόμενο έθνος, αντίθετα χαλύβδωνε την απόφασή του να ζήση ελεύθερο ή να πεθάνη».

Το φρικτό ικρίωμα της αγχόνης και το «σχοινί» του Πατριάρχου, ο οποίος θυσιάστηκε υπέρ πίστεως και πατρίδος, γενόμενος μέσα στους αιώνες το ακατάλυτο «σύμβολο» της αδούλωτης Ρωμιοσύνης, ο μέγας εθνοϊερομάρτυρας του Γένους, όπως ήταν φυσικό, συνεκλόνισε τον Ελληνισμό και αναστάτωσε τους χριστιανικούς λαούς της Ευρώπης, και ιδίως την Ρωσία, επηρεάζοντας καταλυτικά τη σχέση τους με την Υψηλή Πύλη. Τα αισθήματα των χριστιανικών λαών απέναντι στο μαρτύριο του εθνοϊερομάρτυρος Πατριάρχου μπορούμε να τα καταλάβουμε και μέσα από τους στίχους του κορυφαίου «Ύμνου εις την Ελευθερίαν :

«Κειές τες δάφνες, που εσκορπίστε/ τώρα πλέον δεν τες πατεί,/ και το χέρι, όπου εφιλήστε,/ πλέον, α! πλέον δεν ευλογεί.// Όλοι κλαύστε, αποθαμένος/ ο αρχηγός της Εκκλησιάς/ κλαύστε, κλαύστε, κρεμασμένος/ ωσάν να τανε φονιάς.// Έχει ολάνοιχτο το στόμα/ π’ ώρες πρώτα είχε γευθή/ τ’ Άγιον Αίμα, τ’ Άγιον Σώμα/ λες πως θε να ξαναβγή// η κατάρα που είχε αφίση/ λίγο πριν να αδικηθή/ εις οποίον δεν πολεμήση,/ και ημπορεί να πολεμή.// Την ακούω, βροντάει, δεν παύει/ εις το πέλαγος, εις την γη,/ και μουγκρίζοντας ανάβει/ την αιώνιαν αστραπή.».

Ο πολύς Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος αναφερόμενος στην τιμή που απέδωσε το νεοσύστατο ελληνικό κράτος στον εθνοϊερομάρτυρα Άγιο Γρηγόριο Ε΄ αναγνωρίζοντας την «υπέρ όλου του έθνους αφοσίωσί» του, η οποία έφθασε στην υπέρτατη θυσία και αυτής ακόμη της ζωής του, γράφει χαρακτηριστικά: «πώς να μη ανακαλέσω εις την μνήμην της παρούσης γενεάς την τελευταίαν εκατόμβην (δηλ. του 1821), ην ο κλήρος ημών έθυσεν υπέρ πίστεως και πατρίδος; Πρώτον εν αυτή έπεσεν ο Οικουμενικός εκείνος Πατριάρχης, του οποίου την εικόνα έστησεν η ευλαβής ευγνωμοσύνη της παρούσης γενεάς παρά τα Προπύλαια του Εθνικού Πανεπιστημίου, ως οικονόμον και φρουρόν πάσης πνευματικής του έθνους επιδόσεως. Ο Γρηγόριος Ε΄ είχε άμα μεν την καρτερίαν του μάρτυρος, άμα δε την του κυβερνήτου δεξιότητα και όσον περί τα έσχατα της ζωής εμαραίνετο εν αυτώ η της διανοίας δύναμις και η του σώματος ρώμη, επί τοσούτον εκρατύνετο η υπέρ του όλου έθνους αφοσίωσις».

Το ανεξάλειπτον της αξίας της υπέρτατης του εθνοϊερομάρτυρος Οικουμενικού Πατριάρχου αγίου Γρηγορίου Ε΄ υπέρ της ελευθερίας και σωτηρίας του Γένους υπογραμμίζει ο ιστορικός και πολιτικός Σπυρίδων Τρικούπης, ο οποίος ομιλών ενώπιον της Βουλής των Ελλήνων στις 3 Αυγούστου του 1864, έλεγε: «Απατώνται, κύριοι, μεγάλην απάτην, όσοι νομίζουσιν ότι εν τω συντάγματι της 3ης Σεπτεμβρίου εγράφη το πρώτον η ανεξαρτησία. Η ανεξαρτησία εγράφη το 1821. Και θέλετε να σας είπω ποίαν ημέραν; Εγράφη κατά την ημέραν, καθ’ ην ο μέγας Ποιμενάρχης των Ορθοδόξων λαών, εξερχόμενος από τα άγια των αγίων εκρεμάσθη αγιάζων και αγιαζόμενος και τρώγων ακόμη τον άγιον άρτον και πίνων ακόμη το αίμα του Κυρίου. Εκείνην την ημέραν εγράφη το δόγμα της ανεξαρτησίας. Και θέλετε να σας είπω πού εγράφη; Εν ταις καρδίαις σας. Και διά ποίας ύλης εγράφη; Διά του αίματος του Γρηγορίου. Τοιαύτη γράφη, κύριοι, αδύνατον ποτέ να εξαλειφθεί».

 

Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη, Αβέρωφ

ellhnikh epanastash pinakas 01


Για του Χριστού την πίστιν την αγίαν,
για της πατρίδος την ελευθερίαν,
γι’ αυτά τα δύο πολεμώ,
γι’ αυτά να ζήσω επιθυμώ,
κι αν δεν τα αποκτήσω
τι μ’ ωφελεί να ζήσω;


Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ του 1821 έχει μια πνοή αγιασμένη, κι η ιστορία της είναι σαν συναξάρι. Η Ελλάδα μπορεί να παρασταθεί σαν τη μητέρα των Μακκαβαίων που είδε να βασανίζονται και να σφάζονται μπροστά της τα παιδιά της ένα-ένα. Από τον καιρό που χάθηκε η Κωνσταντινούπολη, η πατρίδα μας μαυροφόρεσε σαν χαροκαμένη χήρα» οι άνδρες ήτανε σαν ασκητές, οι γυναίκες σαν καλογριές, τα τραγούδια μας γεμάτα πόνο και ελπίδα, τη λεγόμενη «χαρμολύπη», σαν χερουβικά, σαν τροπάρια. 

Μια αγιοσύνη τα τύλιγε όλα. Οι καρδιές ήτανε, με όλη την παλληκαριά τους, συντετριμμένες και ταπεινωμένες. Γι’ αυτό κι η θρησκεία μας ήτανε αληθινή, επειδή η πίστη του Χριστού δεν ταιριάζει σε ανθρώπους απίκραντους και καλοπερασμένους, κατά τα λόγια του Χριστού που λέγει: «εν τω κόσμω θλίψιν έξετε», και στενή και τεθλιμμένη η οδός».

Μα όσα χάνει ο άνθρωπος σε καλοπέραση, τα κερδίζει «εκατονταπλασίονα» σε βάθος πνευματικό. Και το έθνος μας που στάθηκε κακότυχο και βασανισμένο, από την άλλη μεριά στάθηκε ευλογημένο, κατά τον λόγο που λέγει ο Σολομών για όσους μαρτυρούνε για την αλήθεια: «και γαρ εν όψει ανθρώπων εάν κολασθώσιν, η ελπίς αυτών αθανασίας πλήρης» και ολίγα παιδευθέντες, μεγάλα ευεργετηθήσονται». Και ποια είνε αυτή η αντάμειψη; Η αντάμειψη ήτανε πως ντυθήκανε με κάποια στολή αφθαρσίας αυτοί που ζούσανε «υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, εν ερημίαις πλανώμενοι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης».

Για τούτο, όποιος άνθρωπος έχει καρδιά καθαρή, και νιώσει την Ελληνική Επανάσταση, σαν να τραβιέται από κάποιον μαγνήτη, ας είναι κι άλλης φυλής άνθρωπος, χωρίς να γνωρίζει καλά- καλά από πού βγαίνει αυτή η γλυκύτητα και η κατανυκτική αγάπη, μ’ όλο που ακούει σκοτωμούς, μαρτύρια και μοιρολόγια, που σε άλλη περίσταση αγριεύουνε τον άνθρωπο. Θαρρεί πως δεν γινήκανε στ’ αληθινά αυτά που ακούει, αλλά πως είναι κάποιο έμορφο παραμύθι.

Τα πιο σκληρά πράγματα χάνουνε τη σκληρότητά τους, καν φονικά, καν αγωνίες κάθε λογής, φτώχια, κρύο, πείνα, αρρώστια, ορφάνια. Κάποιος μυστικός πλούτος τα χρυσώνει όλα, ο της αφθαρσίας ο Παράκλητος (ο Παρηγορητής), το Πνεύμα το Άγιον. Αυτή είναι που λέγω στολή Αφθαρσίας κι ελπίδα Αθανασίας.

Η Ελληνική Επανάσταση είναι σαν το χάλκινο μοσχάρι που έκανε ένας τεχνίτης για τον τύραννο Φάλαρη και που το πύρωνε με φωτιά και σφαλούσε στην κοιλιά του όσους ήθελε να βασανίσει για να ψηθούνε ζωντανοί. Μα αντί ν’ ακούγονται βογκητά και φρικτοί θρήνοι από το στόμα του βοδιού, έβγαιναν τραγούδια χαρούμενα, επειδή ο τεχνίτης είχε βάλει επιτήδεια στο λαρύγγι του βοδιού κάποιο όργανο που άλλαζε τους θρήνους σε χαρούμενη μουσική. Ο Αθανάσιος Διάκος τραγουδούσε περασμένος στη σούβλα, κι οι γυναίκες του Ζαλόγγου χορεύανε και πέφτανε στον γκρεμνό. Κι όλοι οι Έλληνες, άνδρες, γυναίκες, μικροί, μεγάλοι, δεσποτάδες, παπάδες, λαϊκοί, ψέλνανε σαν να τραγουδούσανε και τραγουδούσανε σαν να ψέλνανε, όπως οι τρεις Παίδες της καμίνου που δοξολογούσανε τον Θεό χορεύοντας μέσα στη φωτιά σαν να δροσολογιότανε.

Απ’ όλη την αιματοβαμμένη Ελλάδα ακουγότανε «ήχος καθαρός εορταζόντων», κι οι Έλληνες τρέχανε στον θάνατο «αγαλλομένω ποδί, Πάσχα κροτούντες αιώνιον». Γι’ αυτό μαγεύτηκε ο κόσμος, χωρίς να ξέρει γιατί. Εκείνο που τους μάγευε ήτανε η Ελπίδα της Αθανασίας που βγαίνει από την Ορθοδοξία και που τα σκεπάζει όλα με την χαρούμενη πνοή της.

Η χαρά του Χριστού είναι ένα άνθος που φυτρώνει μοναχά στις καρδιές που πονούν. Για τούτο ο Δαυΐδ έλεγε: «Κύριε εν θλίψει επλάτυνάς με». Κι οι ασκηταί της Ορθοδοξίας τη λέγανε «Χαρμολύπη» ή «Χαροποιόν πένθος», αυτή τη χαρά που βγαίνει από τη συντριμμένη καρδιά. Η Ελληνική Επανάσταση ήτανε τα χαρούμενα ορμήματα του Ποταμού της Ορθοδοξίας. Γι’ αυτό τη μισήσανε και την πολεμήσανε οι «ψευδάδελφοι», εκείνοι που ιδρύσανε στ’ όνομα του Χριστού ένα σύστημα εγκόσμιας ευδαιμονίας, κάποιον «αριστοκρατικό χριστιανισμό» που τραβά τις ματαιόδοξες ψυχές, και τις ξεραίνει από τη χαρά του Χριστού, από τη «χαρμολύπη»[1].

Οι Έλληνες του καιρού εκείνου ήτανε «πτωχοί τω πνεύματι», κατά τους έξυπνους του κόσμου. Ήτανε απλοί και φυσικοί, κι η όψη τους, τα λόγια τους, οι συνήθειές τους, τα φερσίματά τους ήτανε αληθινά, δηλαδή Ελληνικά. Η ψυχή τους ήτανε δεμένη με τη φύση και τη θρησκεία τους. Λεοντόκορμοι άνδρες που βαστούσανε από αρχαία αίματα, ζούσανε στον ανοιχτόν αγέρα όπως τους έπλασε ο Θεός, με γένια, με μουστάκια, με μακριά μαλλιά σαν το Χριστό, γοργοπόδαροι, λιγόφαγοι, θρήσκοι, ταπεινοί μπροστά στους γεροντότερους και στους παπάδες, με ψυχή γεμάτη κρυφά πλούτη.

Απάνω απ’ όλα ήτανε η Θρησκεία, η Πίστις των Πατέρων μας. Κι οι λειτουργοί της ήτανε οι πνευματικοί τους, οι δάσκαλοί τους, οι προστάτες τους, οι παρηγορητές τους, οι δικαστές τους, οι εξομολόγοι τους. Ο πιο αγαπημένος αρματωλός για το λαό, ο πιο αγνός πολεμιστής, ο καινούριος άγιος Γιώργης, στάθηκε ένας παπάς, ο Αθανάσιος Διάκος, που σουβλίσθηκε για την Πίστη του Χριστού.

Άλλοι τέτοιοι αγιασμένοι που αγωνισθήκανε για την Πίστη, είναι ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’, ο Ησαΐας Σαλώνων, ο Ρωγών Ιωσήφ, ο Κυπριανός στην Κύπρο» τι λέγω; Νέφος ολόκληρο ρασοφορεμένοι, Ορθόδοξον Ιεράτευμα. Πριν να γίνει η Επανάσταση, χιλιάδες Νεομάρτυρες μαρτυρήσανε για την Πίστη, κι ύστερα ήρθανε οι αρματωλοί. Οι δεσποτάδες, οι παπάδες κι οι καλόγεροι είχανε γίνει σαν τους προφήτες που οδηγούσανε τον νέον Ισραήλ στη Γη της Επαγγελίας.

Οι αρματωλοί γινήκανε σαν ασκητές και ψέλνανε απάνω στο μετερίζι, και ξεστηθίζανε το Ψαλτήρι για παρηγοριά, με τα χαϊμαλιά στο στήθος που παριστάνανε τον Χριστό, την Παναγία, τον άη Γιώργη, τον άη Δημήτρη. Για φυλαχτό είχανε ή τίμιο ξύλο, ή άγιο λείψανο, ή ένα κομμάτι από το παλιόρασο του άγιου Κοσμά. Πολλοί αρματωλοί ήτανε ζωγραφισμένοι στα ερημοκκλήσια μαζί με τους αγίους. Η ζωγραφιά του Μεϊντάνη βρισκότανε στην εκκλησιά της Κατούνας, του Ανδρούτσου στο Μεγάλο Μετέωρο, του Διαμαντή Σπατούλη στην εκκλησιά στ’ Αλεποχώρι Μπότσαρη. Και τους σκοτωμένους τους θάβανε κοντά στην εκκλησιά.

Λοιπόν, δεν είναι αγιασμένη η Επανάστασή μας, δεν είναι η Ορθοδοξία ματωμένη για να φυλάξει την πίστη μας; Η Ορθοδοξία έγινε ένας λόγος άδειος στα στόματα των σημερινών φραγκοδασκαλευμένων δασκάλων. Μα η αληθινή Ορθοδοξία που είναι πλούτος και ρίζα αθανασίας, είναι φυτρωμένη βαθειά στην καρδιά του ορθοδοξώτατου λαού μας, που όσο δεν ήθελε να τουρκέψει, άλλο τόσο δεν θέλει να φραγκέψει.


Φώτης Κόντογλου

Για την αντιγραφή Τζιβινίκος Θωμάς δάσκαλος

 

Πηγή: Οlympia.gr

paidomazwma gyzhs 01

Το παιδομάζωμα γινόταν στην αρχή, φαίνεται, κάθε πέντε χρόνια και στρατολογούσαν το 1/5 των παιδιών – ίσως το πράγμα είχε κάποια σχέση με το δικαίωμα του σουλτάνου επάνω στο 1/5 των λαφύρων και την φορολογία pencik ή ispence – κατόπιν όμως κάθε 4, 3, 2 η και κάθε χρόνο, ανάλογα με τις πολεμικές ανάγκες. Από τον φόρο αυτόν του «αίματος» απαλλάσσονταν ορισμένοι τόποι, γιατί ρητοί όροι συνθηκών η ειδικά προνόμια τους εξαιρούσαν, όπως π.χ. τα Ιωάννινα (1430), ο Γαλατάς (1 Ιουνίου 1453), η Ρόδος (1522), η τόποι που βρίσκονταν κοντά σε πολυσύχναστους δρόμους και ήταν εκτεθειμένοι στις αυθαιρεσίες των στρατευμάτων και των υπαλλήλων.

Το παιδομάζωμα, Νικόλαος Γύζης

Το παιδομάζωμα γινόταν στην αρχή, φαίνεται, κάθε πέντε χρόνια και στρατολογούσαν το 1/5 των παιδιών – ίσως το πράγμα είχε κάποια σχέση με το δικαίωμα του σουλτάνου επάνω στο 1/5 των λαφύρων και την φορολογία pencik ή ispence – κατόπιν όμως κάθε 4, 3, 2 η και κάθε χρόνο, ανάλογα με τις πολεμικές ανάγκες. Από τον φόρο αυτόν του «αίματος» απαλλάσσονταν ορισμένοι τόποι, γιατί ρητοί όροι συνθηκών η ειδικά προνόμια τους εξαιρούσαν, όπως π.χ. τα Ιωάννινα (1430), ο Γαλατάς (1 Ιουνίου 1453), η Ρόδος (1522), η τόποι που βρίσκονταν κοντά σε πολυσύχναστους δρόμους και ήταν εκτεθειμένοι στις αυθαιρεσίες των στρατευμάτων και των υπαλλήλων.
Από τις μαρτυρίες των σύγχρονων βυζαντινών συγγραφέων Δούκα, Χαλκοκονδύλη, Σφραντζή, καθώς και από τις σχετικές με την ηλικία διατάξεις φιρμανιών του 16ου και 17ου αι., που δημοσιεύθηκαν τα τελευταία χρόνια, αποδεικνύεται ότι τα παιδιά αυτά έπρεπε να είναι 14 – 18 ή 15 – 20 ετών. Μολαταύτα είναι αλήθεια ότι γινόταν και στρατολογία παιδιών μικρότερης ηλικίας• αυτά όμως δεν προορίζονταν για το γενιτσαρικό σώμα, αλλά για την εσωτερική υπηρεσία της σουλτανικής αυλής και για τα ανώτατα αξιώματα. Ήταν τα λεγόμενα ic oglan, για τα οποία θα μιλήσουμε αργότερα.


Με την διενέργεια του παιδομαζώματος ήταν εντεταλμένος ο yeniceri agasi και ο acemi ocagi agasi (Instanbul agasi). Ο τρόπος στρατολογίας παραλλάσσει κάπως από εποχή σε εποχή. Μετά τον 15° αι. γινόταν συνήθως ως εξής: Στην περιοχή η στην διοικητική περιφέρεια, όπου θα γινόταν το παιδομάζωμα, έστελναν έναν αξιωματικό των γενιτσάρων, τον devsirme agasi που είχε το σχετικό φιρμάνι στρατολογίας, ένα γραφέα και μερικούς συνοδούς γενιτσάρους. Μαζί του είχε επίσης επιστολή (γραμμένη από τον yeniceri agasi), που είχε το ίδιο σχεδόν περιεχόμενο με του φιρμανιού και που απευθυνόταν στους καδήδες της περιοχής, όπου θα γινόταν το παιδομάζωμα. Ο αξιωματικός αυτός είχε απόλυτη εξουσία και κανείς δεν είχε το δικαίωμα να επεμβαίνη στα καθήκοντά του, είτε ήταν μουτεσελίμης των μπεηλερμπέηδων η άλλος στρατιωτικός. Ο devsirme agasi πήγαινε στους καζάδες και η άφιξή του κοινοποιούνταν με ντελάληδες στα χωριά. Στον κάθε τόπο συνεννοούνταν πρώτα με τον καδή και τον πρωτόγερο (προεστό) ή τον παπά και κατόπιν ήλεγχε μαζί τους προσεκτικά τα βιβλία των γεννήσεων της εκκλησίας και επιθεωρούσε ο ίδιος τους υποψηφίους γενιτσάρους. Διάλεγε τους πιο ρωμαλέους, όμορφους και ευφυείς νέους που φαίνονταν κατάλληλοι για την στρατιωτική υπηρεσία. Σύμφωνα με τον νόμο του παιδομαζώματος, έπρεπε οι νέοι αυτοί να είναι παιδιά ιερέων και εγγενών οικογενειών. Από τους ραγιάδες που είχαν δυό ή και περισσότερα παιδιά έπαιρναν μόνο το ένα. Τα μοναχοπαίδια εξαιρούνταν από το παιδομάζωμα, για να βοηθούν και να υπηρετούν τους γονείς τους. Επίσης εξαιρούνταν και μερικές άλλες κατηγορίες παιδιών, όπως π.χ. οι ορφανοί, οι σπανοί, οι κοντοί, οι ψηλοί κ.α., καθώς επίσης και οι παντρεμένοι.


Για ν’ αποφύγουν λοιπόν πολλοί γονείς, Έλληνες, Βούλγαροι, Αλβανοί κ.λ., τον τρομερό αυτό φόρο, φρόντιζαν ν’ αρραβωνιάζουν και να παντρεύουν τα παιδιά τους νεώτατα, σε ηλικία 8,9 και 10 ετών, παραβαίνοντας τους νόμους της Εκκλησίας για την ανηβότητα. Η συνήθεια αυτή ήταν κιόλας πολύ διαδομένη πριν από την Άλωση εξ αιτίας του φόβου των «επικρατησάντων» (=κατακτητών). Πάντως στην περιοχή Κωνσταντινουπόλεως δεν είχαν σημειωθή ως τα 1463 τέτοιοι γάμοι, γιατί εξαιρούνταν από το παιδομάζωμα.
Ο εντεταλμένος με την στρατολογία υπάλληλος έκανε διπλούς καταλόγους με τα ονόματα τα χαρακτηριστικά των νέων, που είχαν στρατολογηθή, καθώς και των συνοδών τους. Απ’ αυτούς κρατούσε τον ένα, ενώ τον άλλο τον έστελνε στην Κωνσταντινούπολη με ειδικό ταχυδρόμο (surucu), για να παραβληθή αργότερα με εκείνον που κρατούσε ο αρμόδιος υπάλληλος και να προληφθή η αντικατάσταση των στρατολογημένων. Από τους ραγιάδες κάθε τόπου έπαιρναν όσα χρήματα χρειάζονταν για το ξύρισμα, τον κόκκινο σκούφο και τον κόκκινο αμπά των στρατολογημένων που τον κατασκεύαζαν οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης. Επίσης, εκτός από αυτά ο devsirme agasi η memuru, ο γραφέας και οι συνοδοί του έπαιρναν την καθορισμένη από τον νόμο αμοιβή. Αυστηρές διαταγές εκδίδονταν προς τους κατά τόπους καδήδες να εφοδιάζωνται με τρόφιμα οι στρατολογούμενοι νέοι, να μη χρονοτριβούν κατά την πορεία τους οι συνοδοί τους στα χωριά, να μη παρεκτρέπωνται σε λεηλασίες και αρπαγές σε βάρος των χωρικών κ.λ..


Από τον 16ο αι. οι διατάξεις αυτές του νόμου δεν τηρούνταν πάντοτε κατά γράμμα. Μολονότι προβλέπονταν αυστηρότατες ποινές και θάνατος ακόμη για τους εκβιαστές υπαλλήλους, οι εντεταλμένοι με την στρατολογία έβρισκαν την ευκαιρία να καταπιέζουν τους χριστιανούς ραγιάδες και να κερδίζουν χρήματα.
Έπαιρναν από τους πολυτέκνους δυό ή και περισσότερα παιδιά και δεν εξαιρούσαν ούτε τον μοναχογιό, που δεν τον έδιναν πίσω παρά μόνον όταν έπαιρναν 60, 70 ή και περισσότερα ακόμη χρυσά νομίσματα. Στους πλούσιους επέτρεπαν να εξαγοράσουν τα παιδιά τους και εκείνα που περίσσευαν τα πουλούσαν ως δούλους για δικό τους λογαριασμό. Όσοι μπορούσαν εξαγόραζαν την ελευθερία του παιδιού τους. Μερικοί θυσίαζαν και ολόκληρη την περιουσία τους παρά να ιδούν τα παιδιά τους να σέρνωνται στην πικρή σκλαβιά. Αυτονόητο είναι ότι οι φτωχοί, όπως και σε άλλες περιστάσεις, αισθάνονταν βαρύτερα την δοκιμασία αυτή.

Απροσμέτρητη ήταν η θλίψη και η ηθική συντριβή των γονέων και των άλλων συγγενών, θυμάτων του παιδομαζώματος. Ακόμη ίσως ψάλλουν στην Ήπειρο το παρακάτω τραγούδι:

Ανάθεμά σε, βασιλιά, και τρις ανάθεμά σε,
με το κακό οπόκαμες, και το κακό που κάνεις.
Στέλνεις, δένεις τους γέροντας, τους πρώτους τους παπάδες
να μάσης παιδομάζωμα, να κάμης γενιτσάρους.
Κλαίν’ οι γοναίοι τα παιδιά, κ’ οι αδελφές τ’ αδέλφια,
κλαίγω κ’ εγώ και καίγομαι και όσο θα ζω θα κλαίγω.
Πέρσι πήραν τον γιόκα μου, φέτο τον αδελφό μου.

Η ψυχολογική αυτή κατάσταση δεν ήταν και πολύ δύσκολο να σπρώξη τους ραγιάδες στον φόνο των Τούρκων υπαλλήλων και στην ανταρσία, όπως έγινε στην Αλβανία στα 1565 και στην Νάουσα στα 1705, κινήματα απελπισίας που τιμωρούνταν σκληρά. Αναφέρονται όμως – και αυτές είναι σπάνιες περιπτώσεις – και γονείς με χαλαρή ηθική αντοχή, οι οποίοι κάτω από την επίδραση μιας εξουθενωτικής φτώχειας πρόθυμα παρέδιδαν τα παιδιά τους στους εντεταλμένους με την στρατολογία υπαλλήλους, για ν’ απαλλαγούν από το βάρος της διατροφής τους, η και φτωχοί νέοι, που προσδοκούσαν μια καλύτερη ζωή και ποθούσαν πραγματικά να γίνουν «δούλοι» του σουλτάνου.
Τους στρατολογημένους νέους τους έστελναν τμηματικά με υπεύθυνους συνοδούς στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί, όταν έφθαναν, αναπαύονταν δυό έως τρεις μέρες και κατόπιν τους παρουσίαζαν αμέσως στον αγά των γενιτσάρων, για να τους επιθεωρήση. Αν αυτός διαπίστωνε ότι το παιδομάζωμα είχε γίνει σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, τότε τους κατέγραφε σ’ ένα κατάλογο με όλα τα στοιχεία τους και τους έκαναν την περιτομή. Αν όμως ανάμεσα στην ομάδα κάποιος είχε στρατολογηθή παράνομα, τότε ξεχώριζαν την ομάδα αυτή από τις τάξεις των γενιτσάρων και την έστελναν να εργαστή στο tophane (χυτήριο κανονιών) η στο cebehane (εργαστήριο πολεμοφοδίων), ενώ τον ταχυδρόμο τον τιμωρούσαν πολύ αυστηρά.
Κατόπιν οι αξιωματικοί των acemi ocagi οδηγούσαν στην Ανατολή τα παιδιά που είχαν στρατολογηθή στην Ρούμελη και στην Ρούμελη τα παιδιά της Ανατολής, για να ματαιώσουν κάθε απόπειρα φυγής. Εκεί τα παρέδιδαν για 25 άσπρα το καθένα σε τιμαριούχους η άλλους Τούρκους γεωργούς, οι οποίοι τα μεταχειρίζονταν σαν σκλάβους τα υπέβαλλαν σε κουραστικές γεωργικές εργασίες. Η δραπέτευσή τους τιμωρούνταν σκληρά. Έτσι ο σουλτάνος Σουλεϊμάν Α’ έλαβε αυστηρά μέτρα για την σύλληψη μερικών στρατολογημένων της περιοχής Καισάρειας, που μολονότι είχαν προσέλθει στον ισλαμισμόν, δηλαδή είχαν υποστή την βίαια περιτομή, είχαν γυρίσει πίσω στις πατρίδες τους.

β) Οι ατζέμ ογλάν
Τα παιδιά μέσα στο σκληρό εκείνο τουρκικό περιβάλλον, που τα αποκτήνωνε, προθυμοποιούνταν να προσαρμοστούν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, να μάθουν δηλαδή την γλώσσα και να μυηθούν στην θρησκεία και στα ήθη και έθιμα των κυρίων τους, αφού μάλιστα εκείνοι που θα έδειχναν ζήλο θα είχαν την τύχη να παραληφθούν από τον αξιωματικό, που θα ξαναπερνούσε ύστερ’ από δύο ή και περισσότερα χρόνια, και να μεταφερθούν στην Κωνσταντινούπολη, όπου τους περίμενε καλύτερη ζωή. Εκεί καταγράφονταν στους ορτάδες των acem. Ζούσαν ομάδες ομάδες (μπουλούκια) από 25 – 30 άνδρες κάτω από τις διαταγές του μπουλούκμπαση και μόνοι τους φρόντιζαν για το μαγείρεμα καταβάλλοντας ό καθένας ένα ορισμένο ποσό κατά μήνα. Από την στιγμή εκείνη ονομάζονταν acem oglan, απασχολούνταν σε διάφορες χειρωνακτικές εργασίες (στα κυβερνητικά κτίρια, στο ναυτικό κ.λ.) και έπαιρναν ένα άσπρο ως ημερομίσθιο, εκτός από εκείνους που εργάζονταν στους κήπους του σουλτάνου, οι οποίοι έπαιρναν δυό άσπρα. Οι τελευταίοι αυτοί με επικεφαλής τον bostanci basi είχαν τις μεγαλύτερες ελπίδες να προαχθούν στα ανώτερα αξιώματα. Η νέα ζωή τους ήταν βέβαια σκληρή, αλλά οπωσδήποτε καλύτερη από την προηγούμενη, γιατί είχαν μισθό και ελπίδες να προαχθούν.


Ο αριθμός των ατζέμ ογλάν ήταν ρευστός, ανάλογα με τις ανάγκες της αυτοκρατορίας. Έτσι π.χ. στις αρχές του αι. ήταν κατά μέσον όρο 3.000, ενώ κατά τα μέσα του ίδιου αιώνα ανέβαινε στις 16.400. Οι acem oglan κάλυπταν τα κενά των γενιτσάρων. Ποτέ όμως acem oglan – κατά τους χρόνους τουλάχιστο της ακμής της οθωμανικής αυτοκρατορίας- δεν γίνονταν γενίτσαροι πριν από το 24° η 25° έτος της ηλικίας τους, πριν δηλαδή κάνουν την αναγκαία στρατιωτική εκπαίδευση.

Ως την εποχή της εισόδου τους στο γενιτσαρικό σώμα περνούσαν από τόσες δοκιμασίες, ώστε να έχουν καταπιεστή στο υποσυνείδητο και αυτές ακόμη οι τρυφερές αναμνήσεις της γενέτειρας, των γονέων και γενικά της παιδικής ηλικίας. Πραγματικά αν λάβουμε υπ’ όψη το χαμηλό, ίσως και ανύπαρκτο πνευματικό επίπεδο των acem oglan, τις μακροχρόνιες ταλαιπωρίες και κακουχίες τους, τις συνεχείς και ποικίλες επιδράσεις του μουσουλμανικού περιβάλλοντος στην εύπλαστη ψυχή τους – ένα είδος αποτελεσματικής προπαγάνδας η, καλύτερα, μια αληθινή πλύση εγκεφάλου που ξεδιάλεγε τους πρόθυμους, πιστούς και αφοσιωμένους στον σουλτάνο και στην μουσουλμανική πίστη – θα εννοήσουμε ότι ήταν πολύ δύσκολο στα χριστιανόπαιδα εκείνα ν’ αντιδράσουν και ν’ αποφύγουν τελικά την αφομοίωση. Μολαταύτα φαίνεται ότι πολλοί ατζέμ ογλάν και γενίτσαροι (βλ. εικ. 2 και 3) όχι μόνο διατηρούσαν δυνατή την ανάμνηση της καταγωγής και της θρησκείας των πατέρων τους, αλλά και με προθυμία θα υποστήριζαν μια σταυροφορία των κρατών της Δύσης εναντίον των Τούρκων.
Στην οργάνωση των γενιτσάρων δεν πρόκειται να εισέλθουμε, γιατί η διαπραγμάτευση του θέματος αυτού εμπίπτει μέσα στα πλαίσια της οθωμανικής ιστορίας.

γ) Οι ιτς ογλάν.
Παράλληλα προς την στρατολογία παιδιών ηλικίας 14 – 18 και 15 – 20 ετών γινόταν, χωριστά φαίνεται, και μάζωμα παιδιών μικρότερης ηλικίας,
κυρίως 6 – 10 ετών, που προορίζονταν για την υπηρεσία των σουλτανικών σεραγιών. Είναι οι λεγόμενοι ic oglan. Οι ιστορικοί ταυτίζουν την στρατολογία των υποψηφίων acem oglan με των ic oglan, ίσως γιατί και διαφορά στις δυό περιπτώσεις πρόκειται οπωσδήποτε για παιδομάζωμα, αλλά υπάρχει ως προς την ηλικία και την αποστολή τους.

Ο θεσμός των ic oglan φαίνεται ότι προήλθε από την συνήθεια των Τούρκων να δωρίζουν μικρούς και ωραίους σκλάβους στους ισχυρούς του κράτους και όχι από τους κόλπους των υποψήφιων acem oglan, όπως νομίζει ό Hammer. Η σκέψη όμως για την συστηματική στρατολογία, για την εκπαίδευση και την μελλοντική τους χρησιμοποίηση θα γεννήθηκε ασφαλώς κάτω από την επίδραση της οργάνωσης των acem oglan.
Τα μικρά αυτά παιδιά, που ξεχωρίζουν με την ομορφιά του προσώπου τους, την καλή σωματική διάπλαση και την ευφυΐα, τα παρουσιάζουν στον σουλτάνο, ό οποίος άλλα από αυτά στέλνει στο Γαλατά σεράγι, άλλα στο σεράγι της Αδριανούπολης και άλλα στο μεγάλο σεράγι της Κωνσταντινούπολης. Εκεί μέσα φυλάγονται καλά. Οι προοριζόμενοι για το τελευταίο σεράγι βρίσκονται σε πιο πλεονεκτική θέση από τους άλλους, γιατί αυτοί πρώτοι έρχονται στην σειρά ως προς την κατάληψη ανώτερων αξιωμάτων.

Οι ic oglan βρίσκονται κάτω από την ηγεσία του kapi aga, του αρχηγού των άσπρων ευνούχων. Οι ευνούχοι αυτοί τους μεταχειρίζονται με μεγάλη αυστηρότητα και τους τιμωρούν σκληρά για το παραμικρό τους παράπτωμα. Οι συνηθισμένες τους τιμωρίες είναι ξύλο στις πατούσες και μακριές νηστείες η αγρυπνίες.
Οι ic oglan κατοικούν σε τέσσερες χωριστούς θαλάμους του σαραγιού. Στον πρώτο, τον κιουτσούκ οντά (=μικρός θάλαμος), όπου μένουν 6 χρόνια, οι χοτζάδες τους διδάσκουν να είναι σιωπηλοί και ταπεινοί, να έχουν κατεβασμένο το κεφάλι και τα χέρια σταυρωμένα επάνω στο στομάχι, να διαβάζουν, να γράφουν, καθώς και τα πρώτα στοιχεία του μουσουλμανικού νόμου.
Στον δεύτερο θάλαμο, στον κιλέρ οντά (=θάλαμος του κελαριού), επί 4 χρόνια τους γυμνάζουν στις σωματικές ασκήσεις, στον χειρισμό του τόξου, της λόγχης κ.λ., τους τελειοποιούν στην Τουρκική και τους διδάσκουν ακόμη την αραβική και την περσική.
Στον τρίτο, τον χαζναντάρ οντά (= θάλαμος του θησαυρού), άλλα 4 χρόνια μαθαίνουν ιππασία και τελειοποιούνται στις ασκήσεις που ταιριάζουν στην ηλικία τους. Αφότου εισέρχονται στον οντά αυτόν, αρχίζουν κάπου κάπου να υπηρετούν τον σουλτάνο στην ιματιοθήκη, στο λουτρό κ.λ.. Δεν βρίσκονται σε καμιά επικοινωνία με τους τροφίμους των δύο πρώτων θαλάμων ούτε και με κανέναν από τους έξω παρά μόνο με την άδεια του kapi aga.
Έτσι, ύστερα από 14 χρόνια σκληρής μαθητείας και δοκιμασίας, οι 40 από τους πιο άξιους μπαίνουν στον χάζ οντά ( ανακτορικός θάλαμος), όπου αρχίζουν ουσιαστικά να έχουν τις πρώτες ελευθερίες: τους επιτρέπουν να συναναστρέφωνται με όλους τους ανθρώπους του σαραγιού και να έρχωνται σε συχνή επαφή και με τον ίδιο τον σουλτάνο. Επομένως οι ic oglan κατά την διάρκεια της παραμονής τους στο σεράγι έπρεπε να είναι μεταξύ 6 – 20 ετών, και παραπάνω, αν υπολογίση κανείς τα χρόνια της μαθητείας τους.

Όταν αποφοιτούν, είναι πια νέοι άνδρες με πείρα και υπομονή μεγάλη, ικανοί ν’ ανθέξουν σε μεγάλους κόπους και να εκτελέσουν κάθε είδους διαταγή με τυφλή υπακοή και μεγάλη ακρίβεια. Από τους νέους αυτούς εκλέγονται οι ανώτεροι αξιωματούχοι του κράτους και της αυλής, οι πασάδες, οι μπέηδες, ο καπιτζή μπασήδες κ.α, προ πάντων οι ακόλουθοι του σουλτάνου. Από τους τελευταίους οι σπουδαιότεροι είναι ο σελικτάρ αγάς (αυτός που κρατά το σπαθί του σουλτάνου), ο τζιοχαντάρ αγάς (τον μανδύα του), ο ρικαμπάρ αγάς (τον αναβολέα του), ο τουλμπεντάρ αγάς (που διευθετεί το τουρμπάνι του, βλ. εικ. 4) και άλλοι οκτώ ακόμη. Το λαμπρό μέλλον των νέων αυτών κάνει τον Μουσταφά πασά να λέγη στα 1576 στον πρεσβευτή της Γερμανίας Δαβίδ Ungnad ότι, ενώ τα χριστιανόπαιδα γίνονται μεγάλοι αξιωματούχοι του κράτους, τα δικά τους παιδιά παραμερίζονται.

δ) Η λήξη του παιδομαζώματος και οι συνέπειές του.
Πότε καταργήθηκε το παιδομάζωμα; ή καλύτερα: 1) πότε έγινε η τελευταία ομαδική στρατολογία υποψήφιων ατζέμ ογλάν; και 2) πότε έληξε το μάζωμα μικρών παιδιών, που προορίζονταν για τις τάξεις των ic oglan;

Ως προς το πρώτο πρόβλημα έχουμε να σημειώσουμε ότι από την εποχή κιόλας το Σουλεϊμάν Α’ (1520- 1566) και Μουράτ Γ’ (1574- 1595) άρχισαν να γίνωνται δεκτοί στους acem oglan ολοένα και περισσότεροι Τούρκοι κατά το γένος, καθώς και οι γιοί των γενιτσάρων (οι οτζάκ ζαντέ). Η επιθυμία των Τούρκων να εξασφαλίσουν και στα παιδιά τους λαμπρό μέλλον έσπρωχνε πολλούς να τα παραδίδουν στους χριστιανούς, για να τα παρουσιάζουν αντί για τα δικά τους. Η επιθυμία τους αυτή έγινε ασφαλώς περισσότερο έντονη, όταν οι γενίτσαροι επί Σουλεϊμάν Α’ κατόρθωσαν ν’ αποσπάσουν το δικαίωμα να παντρεύωνται. Το σώμα τους ήταν πια προνομιούχο, γιατί εξασφάλιζε μισθό, τιμή και οικογενειακή ζωή. Έχανε όμως βαθμιαία την δυναμικότητα και την μαχητικότητά του. Με την παρακμή της αυτοκρατορίας, κυρίως με την εισδοχή μουσουλμάνων στο σώμα των acem oglan, παραλύει η πειθαρχία και εκφυλίζεται ο θεσμός των γενιτσάρων. Αποτέλεσμα τώρα το παιδομάζωμα να γίνεται κατά αραιά χρονικά διαστήματα και αποκλειστικά μόνο στην Ευρώπη. Έτσι φιρμάνι της 5 Φεβρουαρίου 1666 αναφέρει ότι από αρκετά χρόνια δεν γινόταν στρατολογία χριστιανοπαίδων, μολονότι η υπόθεση αυτή χαρακτηρίζεται από τις σπουδαιότερες του κράτους. Η τελευταία στρατολογία επιχειρήθηκε στα 1705 στην Νάουσα, αλλά κατέληξε στην ανταρσία των κατοίκων της και δεν ξέρουμε αν τελικά πραγματοποιήθηκε. Πιθανόν τα γεγονότα εκείνα έθεσαν τέρμα στην θλιβερή αυτή σελίδα της ιστορίας.

Ως προς το δεύτερο πρόβλημα, νεώτερες πληροφορίες αποδείχνουν ότι το μάζωμα μικρών χριστιανών για τις τάξεις των ic oglan εξακολούθησε ως τα μέσα του 180υ αι., ενώ τα σώματα των acem oglan και των ic oglan εξακολούθησαν να υφίστανται ως την κατάργηση του γενιτσαρικού σώματος (1826).
Ο Hammer υπολογίζει σε μισό εκατομμύριο τα παιδιά που χάθηκαν για τον χριστιανισμό ενώ ο Παπαρρηγόπουλος σε ένα. Υπολογισμός όμως – έστω και κατά προσέγγιση — του αριθμού των εξισλαμισμένων παιδιών είναι πολύ δύσκολος, σχεδόν ανέφικτος. Ίσως τον υπολογισμό αυτό θα μπορούσε διευκολύνη κάπως μια ειδική και διεξοδική μελέτη για το παιδομάζωμα με την ευρεία του έννοια.
Το παιδομάζωμα προκάλεσε μια σοβαρή αφαίμαξη του ελληνισμού προ πάντων από τα μέσα του 15ου αι. ως τα μέσα του 17ου αι., επί δύο περίπου αιώνες. Την σημασία της αιμορραγίας αυτής την εννοούμε καλά, όταν σκεφθούμε ότι τα στρατολογούμενα παιδιά ήταν τα πιο ρωμαλέα και ωραία. Ο κίνδυνος όμως αυτός του εκφυλισμού του ελληνικού έθνους εξουδετερώθηκε σιγά σιγά και, όπως είδαμε, τελικά έπαψε να υφίσταται, γιατί άρχισε να γίνεται υποφερτός ό τρόπος της ζωής των ατζέμ ογλάν – γενιτσάρων και ν’ αντιδρά η κοινή τουρκική γνώμη στην ανύψωση των γιών των γκιαούρηδων στα ανώτατα αξιώματα της αυτοκρατορίας. Υπήρχε μια αλληλεπίδραση στα αιτία αυτά.

Το παιδομάζωμα δημιούργησε ένα μεγάλο κίνδυνο εκτουρκισμού και ερήμωσης της βαλκανικής χερσονήσου, γιατί οι χριστιανοί κάτοικοί της έβλεπαν εμπρός τους δυό μόνο λύσεις, για να το αποφύγουν• 1) να εξισλαμιστούν ή να προσποιηθούν ότι εξισλαμίζονται• ή 2) να φύγουν με την κινητή τους περιουσία στις πλησιέστερες κτήσεις των χριστιανών Κρατών.
Το πρώτο είδαμε ότι γινόταν• και σ’ αυτό συντελούσαν ασφαλώς και οι άλλες αφόρητες συνθήκες της ζωής των ραγιάδων. Το δεύτερο, δηλαδή η φυγή, δεν ήταν δυνατόν να επιχειρηθή παρά μόνον από τους ραγιάδες εκείνους που κατοικούσαν στα παράλια η κοντά στα σύνορα της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Έτσι π.χ. η Πελοπόννησος και η Αλβανία είχαν απογυμνωθή από σημαντικό μέρος του πληθυσμού τους και ολόκληρες εκτάσεις γης έμεναν ακαλλιέργητες με αποτέλεσμα τα τιμάρια να μην έχουν καμιά σχεδόν αξία, γιατί οι σκλάβοι κατέφευγαν στις κοντινές βενετικές κτήσεις. Κάποτε μάλιστα η φυγή προκαλούσε σοβαρές προστριβές μεταξύ των δύο κρατών.

 

Πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον

Δεν ξεχνώ

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ [1986 - 2016]: 30 Χρόνια από τήν ψήφιση…

Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017

Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...

ΕΛΛΗΝΕΣ και ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ μποϊκοτάρετε τα προϊόντα εταιρειών που αφαιρούν…

Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017

Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...

Σύμφωνο Διαστροφικής Συμβίωσης

TIDEON 21-12-2015

Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...

ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: Δεν θα γίνω ευκολόπιστο θύμα!

Tideon 14-12-2015

Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...

Η καταιγίδα των αντιδράσεων για το «αντιρατσιστικό»

TIDEON 27-08-2014

  Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...

Δεν θα γίνω «δωρητής» οργάνων χωρίς να το θέλω! …

tideon.org 02-05-2013

  Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές...

Tideon 31-12-2012

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...

Όχι, δεν θα φύγω

Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012

Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...

ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων…

tideon 07-11-2011

  ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ...;

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011

   Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου;    Για να...

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου…

ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...