Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Η 190ή φετινή επέτειος της ηρωικής Εξόδου του Μεσολογγίου συμπίπτει με την τότε κινητή εορτή. Η 10η (23η με το διορθωμένο ημερολόγιο) Απριλίου του 1826 ήταν η νύχτα του Λαζάρου προς την Κυριακή των Βαΐων. Το ίδιο και εφέτος. Πρόκειται για μια από τις πιο συγκλονιστικές ημέρες της Επανάστασης του 1821 για την ανεξαρτησία μας. Η Έξοδος των κάτισχνων από την πείνα και βασανισμένων από την πολύμηνη πολιορκία των Τούρκων αγωνιστών, με όσα γυναικόπαιδα και γέροντες ήσαν μαζί τους, συνοδεύθηκε από την ανυπέρβλητης αξίας θυσία των εντός της πόλεως εναπομεινάντων Ελλήνων. Ο Επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ στον «Ανεμόμυλο» και ο Χρήστος Καψάλης στην «Πυριτιδαποθήκη» προκάλεσαν ανατινάξεις και μαρτύρησαν στον βωμό της Πίστεως και της Ελευθερίας, ψάλλοντας το «Μνήσθητί μου εν τη Βασιλεία Σου».
Η προς την Πατρίδα αγάπη των Μεσολογγιτών και όσων άλλων Ελλήνων και Φιλελλήνων ήσαν μαζί τους, με ό, τι αυτή εκπροσωπούσε, και η ασύγκριτη θυσία τους προκάλεσε σε Ευρώπη και Αμερική συγκλονισμό συνειδήσεων. Το γιγάντιο κύμα φιλελληνισμού έπεισε τότε τις κυβερνήσεις των τριών μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης (Ρωσία, Αγγλία και Γαλλία) να συνεννοηθούν και να αποδεχθούν το αυτονόητο, ότι οι Έλληνες που αγωνίστηκαν με ηρωισμό και αυταπάρνηση για την ελευθερία τους άξιζαν να ζουν σε μιαν ανεξάρτητη Πατρίδα.
Η αγάπη στον Θεό και στην Πατρίδα είναι συνυφασμένη με την ίδια την ύπαρξη του ανθρώπου και με την ψυχική του ισορροπία. Το ίδιο ισχύει και με την αγάπη στην οικογένεια. Αυτή η αγάπη οδήγησε τους προγόνους μας να αγωνιστούν και πολλοί να θυσιαστούν για την ελευθερία τους και την ελευθερία μας. Χωρίς αυτή την αγάπη είναι ανεξήγητη η θυσία των Μεσολογγιτών, του Αθανασίου Διάκου, του Παπαφλέσσα, του Σαμουήλ στο Κούγκι, του Αντωνίου Βρατσάνου στα Ψαρά, του ηγουμένου Γαβριήλ στο Αρκάδι, των Παλληκαρίδη και Αυξεντίου στην Κύπρο. Θα κρίνονταν επίσης ως τρελοί οι Καποδίστριας και Δαβάκης, που άφησαν την άνεσή τους στη Ρωσία – και την περιουσία του ο δεύτερος – για να προσφέρουν τα πάντα, και τη ζωή τους ακόμη, στην Ελλάδα.
Οι Νεοέλληνες αντί να εκτιμήσουμε τους αγώνες και τις θυσίες των προγόνων μας βυθιζόμαστε όλο και περισσότερο στον ωφελιμισμό, στην ηδονή και στον μηδενισμό. Καταντήσαμε να μας κυβερνούν άνθρωποι που αμφισβητούν την ταυτότητά μας ως Ελλήνων, που αλλοιώνουν την ιστορία μας και που στηρίζουν την ιδεολογία τους στον μαρξισμό και στον φροϋδισμό. Ο υπουργός Πολιτισμού κ. Αρ. Μπαλτάς λ.χ. στηρίζει τη σκέψη του στο ότι «εμμένει και παραμένει κομμουνιστής», στα γραπτά των Μαρξ και Φρόϋντ, μέσω του στρουκτουραλισμού των Αλτουσέρ και Πουλαντζά, και σε «συνθήματα του προέδρου Μάο».
Ο Γιώργος Σαραντάρης απορρίπτει απολύτως τον μαρξισμό και τον φροϋδισμό. Στο φιλοσοφικό του δοκίμιο «Συμβολή σε μια φιλοσοφία της ύπαρξης» γράφει: « Ο μαρξισμός και ο φροϋντισμός είναι θεωρίες που θυσιάζουν τον άνθρωπο στο θάνατο, και δεν το γνωρίζουν. Είναι διαστροφές που γεννήθηκαν από έναν αχαλίνωτο ηδονισμό. Στην επιφάνεια χαρίζουν το μίσος, στο βάθος την πεποίθηση του θανάτου. Η ηδονή του θανάτου, του θανάτου όλου του κόσμου, τις διατρέχει». Ο Σαραντάρης ήταν και σ’ αυτό το σημείο της σκέψης του προφητικός. Το 1938 και στην παντοδυναμία του Στάλιν πρόβλεψε ότι δεν είναι δυνατό αυτό το απάνθρωπο και ολοκληρωτικό καθεστώς να επιβιώσει για πολύ στη Ρωσία. Ένα χρόνο ενωρίτερα, το 1937, σκιαγραφεί τη ζωή όσων ακολουθούν το μαρξισμό και τον φροϋδισμό και προβλέπει τα υπαρξιακά τους αδιέξοδα.
Ο δάσκαλος του Γένους Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων σε ομιλία του προς τους κατοίκους των Κυδωνιών της Μικράς Ασίας το 1819 «Περί αγάπης της Πατρίδος» χαρακτήρισε θανάσιμα αμαρτήματα τη δημαγωγία, που την χαρακτηρίζει «προδοσία» προς την κοινωνία, και την αχαριστία προς τους προγόνους και προς την Πατρίδα. Εμείς σήμερα πάσχουμε και από τη δημαγωγία των εξουσιαστών μας και από την αχαριστία τους προς την ένδοξη Πατρίδα μας και προς όσους μας έδωσαν την ελευθερία και σ’ αυτούς την άνεση να τους απαρνιούνται και να περιφρονούν τις αξίες, με τις οποίες δημιουργήθηκε η ελεύθερη Ελλάδα.-
Πηγή: Ακτίνες
Πατριάρχης Άγιος Γρηγόριος ο Ε’ (1746 – 10 Απριλίου 1821)
Σαν αύριο (σήμερα) 10.4.1821. ανήμερα του Πάσχα, οι Σελτζούκοι Τούρκοι σε συνεργασία με τους Εβραίους της Πόλης, της Πόλης των Ονείρων μας, της Βασιλεύουσας Κων/λεως, κρέμασαν τον Άγιο Πατριάρχη ΓΡΗΓΟΡΙΟ τον Ε΄τον ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟ από την Αρκαδία, στην Πύλη του Πατριαρχείου.
Η Πύλη αυτή παραμένει κλειστή από τότε. Οι ένοχοι Τούρκοι φοβούνται να την πειράξουν. Θα ανοίξει μια και καλή στην Μεγάλη Ώρα του Θεού για την Ελληνοορθοδοξία.
Ο Γρηγόριος ο Ε΄είχε προείπει τον θάνατό του την Κυριακή των Βαϊων, λέγοντας: «Σήμερα τρώμε εμείς τα ψάρια, την άλλη Κυριακή -το Πάσχα δηλαδή- θα μας τρώνε εκείνα».
Ο Πατριάρχης μας υπήρξε ένα από τα πρώτα θύματα του Αγώνα του 1821 και θυσίασε τον εαυτό του για να μη σφάξει ο Σουλτάνος τον άμαχο πληθυσμό της Πόλης.
«Ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων» (Ιωάν. ι΄11). Είχε τη δυνατότητα να φύγει επιβιβαζόμενος σε ρώσικο πλοίο, αλλά είπε: «δεν θα γυρίζω εγώ στις αυλές της Ευρώπης σώος καί αβλαβής και πίσω για χάρη μου θα σφάζονται οι ραγιάδες και θα λέει ο κόσμος: να ο φονιάς ο Πατριάρχης».
Ο Γρηγόριος επίσης εικονικά και φαινομενικά καταδίκασε την επανάσταση του Υψηλάντη. Το κατάλαβαν αυτό οι Ιερολοχίτες και έλεγαν ότι «Ο Πατριάρχης μας πιεζόμενος υπό της Πύλης, δηλ. της τουρκικής Κυβέρνησης, έγραψε τα γράμματα αυτά». Μάλιστα το ίδιο βράδυ όλη η Ιερή Σύνοδος του Πατριαρχείου μετά δακρύων «ήρε τον αφορισμόν». Αυτή είναι η πραγματικότητα.
Είναι άγιος και Ιερομάρτυρας ο Γρηγόριος. Αυτός ήταν η ψυχή του αγώνα. Αυτός με τον ανδριάντα του, το τίμιο λείψανό του και τις προσευχές του, μαζί με την Αγία Φιλοθέη, την Αθηναία, κρατάνε ακόμη ασύλητο το ελληνικό φρόνημα στην Αθήνα.
Οι Τούρκοι τότε τον κατάλαβαν, γι αυτό και τον κρέμασαν.
Οι Εβραίοι τον κατάλαβαν, γι αυτό και τον έπνιξαν.
Οι Ρώσοι τον κατάλαβαν, γι αυτό και τον τίμησαν.
Οι ελεύθεροι Έλληνες τον κατάλαβαν, γι αυτό και τον δόξασαν.
Οι ποιητές τον κατάλαβαν, γι αυτό και τον ύμνησαν.
Οι ζωγράφοι τον κατάλαβαν, γι αυτό και τον ζωγράφισαν και αγιογράφησαν.
Οι κλέφτες και οι αρματολοί τον κατάλαβαν, γι αυτό και πολέμησαν στο όνομά του.
Η Εκκλησία τον αναγνώρισε, γι αυτό και τον αγιοκατάταξε.
Ο λαός μας τον κατάλαβε, γι αυτό και τον προσκυνά σαν άγιο Ιερομάρτυρα και εθνομάρτυρα, πρότυπο για κάθε Ορθόδοξο κληρικό.
Δυστυχώς μόνο κάποιοι ευνουχισμένοι ιδεολογικά ιστορικοί της αριστερής διανόησης, δεν τον κατάλαβαν… Μια ζωή αντίθετοι με το Έθνος και την Εκκλησία του. Αξιολύπητα μόνοι και δυστυχείς. Ο Άγιος τους έχει από ψηλά συγχωρέσει. Μένει κι ο Θεός να τους λυπηθεί. Το ευχόμαστε!
Πηγή: Χριστιανική Εστία Λαμίας, Ακτίνες, Αβέρωφ
Η πόλη του Μεσολογγίου είναι κτίσμα της εποχής της τουρκοκρατίας και η εξέλιξή της σε πόλη θα πρέπει να τοποθετηθεί στους τελευταίους αιώνες της τουρκικής κυριαρχίας. Στα τέλη του 16ου αι. αναφέρεται ως έρημη έκταση, που χρησιμοποιείτο ως ιχθυοτροφείο.
Από τον συνοικισμό λοιπόν των ψαράδων, που έμεναν εκεί, σχηματίστηκε στις αρχές ίσως του 17ου αι. ένα μικρό ναυτικό κέντρο το οποίο όμως μέσα σε λίγες δεκαετίες εξελίχθηκε σε σημαντικό εμπορικό λιμάνι. Στον 18ο αι. μάλιστα η εξέλιξη του Μεσολογγίου έγινε εντυπωσιακή: μεσολογγίτικα καράβια διασχίζουν όχι μόνο το Ιόνιο και τις ελληνικές θάλασσες, αλλά και τα νερά της ανατολικής και δυτικής Μεσογείου και του Ατλαντικού, μεταφέροντας εμπορεύματα και αναπτύσσοντας αξιοσημείωτη διαμετακομιστική δραστηριότητα, στο πλαίσιο του οικονομικού ανταγωνισμού μεταξύ Γαλλίας, Αγγλίας και άλλων ευρωπαϊκών ναυτικών κρατών. Το 1726 ιδρύθηκε υποπροξενείο (της Βενετίας) στο Μεσολόγγι με πρώτο πρόξενο τον Νάξιο Σπυρίδωνα Μπαρότση. Στα χρόνια αυτά οι Μεσολογγίτες διαθέτουν πάνω από εβδομήντα πλοία, από τα οποία τα δύο τρίτα είχαν ναυπηγηθεί σε μεσολογγίτικα καρνάγια. Το 1746 έκθεση του Γάλλου προξένου της Άρτας κάνει λόγο για πλήρη κυριαρχία των εμπορικών πλοίων του Μεσολογγίου στις σκάλες του Ιονίου, όπου δεν μπορούν πια να τα συναγωνιστούν ούτε οι Γάλλοι, ούτε οι Νεαπολιτανοί, ούτε οι Σουηδοί.
Το 1761 αναφέρεται πάλι ότι η εμπορική δραστηριότητα των Μεσολογγιτών είχε σχεδόν αφανίσει από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης τη βενετική ναυτιλιακή σημασία.
Τα ναυτιλιακά και εμπορικά ενδιαφέροντα δεν εμπόδισαν τους Μεσολογγίτες να παίρνουν μέρος και σε αντιτουρκικές εξεγέρσεις, στις οποίες διακινδύνευαν τον πλούτο και την ειρηνική ανάπτυξη της πατρίδας τους.
Με την έκρηξη της επαναστάσεως του 1770 σχηματίστηκε στο Μεσολόγγι προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση με αρχηγό τον λόγιο Μεσολογγίτη Παναγιώτη Παλαμά. Οι συνέπειες ήταν φοβερές: στις 10 Απριλίου 1770 ο στόλος του Μεσολογγίου καταστρέφεται, η πόλη πυρπολείται και οι Μεσολογγίτες αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να καταφύγουν στα Επτάνησα. Μετά τη λήξη των εχθροπραξιών, οι κάτοικοι ξαναγυρίζουν στο Μεσολόγγι, το ανοικοδομούν και ξαναφτιάχνουν τον στόλο τους. Νέα δοκιμασία θα περάσει το μεσολογγίτικο εμπορικό ναυτικό στα χρόνια του Αλή πασά. Το 1806 δεν διαθέτει παρά μόνο 12 τρικάταρτα και 13 μικρότερα πλοία, ενώ το 1813 ο αριθμός αυτός μειώνεται ακόμη περισσότερο: μία μόνο «πολάκα» και 18 πλοία των 20 τόνων. Τον 18ο αι. σημειώνεται στο Μεσολόγγι αξιοσημείωτη πνευματική κίνηση, στην οποία πρωτοστατεί ο Παναγιώτης Παλαμάς (1722 - 1802), ο γιός του Γρηγόριος και το πλήθος των διδασκάλων και των μαθητών της περίφημης Παλαμαϊκής Σχολής της πόλεως.
Το 1819 ο Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος πέρασε από την Πάτρα στο Μεσολόγγι και εμύησε στη Φιλική Εταιρεία τους αρματολούς του Ζυγού και αρκετούς διακεκριμένους Μεσολογγίτες.
Στις 5 Μαΐου 1821 ο οπλαρχηγός της περιοχής Δημήτριος Μακρής κατέλαβε τη «σκάλα» του Μαυρομματιού και αιφνιδίασε τουρκικό απόσπασμα που μετέφερε χρήματα φορολογιών από τη Ναύπακτο προς την Κωνσταντινούπολη.
Σε λίγες μέρες έφθασαν στο Μεσολόγγι οι άνδρες του Μακρή και ύστερα από συνεννόηση με τους προκρίτους της πόλεως (Παλαμά, Καψάλη, Τρικούπη, Ραζηκώτσικα, Γουλιμή, Δεληγιώργη, Στάικο κλπ.), κήρυξαν την επανάσταση και στη δυτική Ελλάδα. Οι Τούρκοι κινήθηκαν γρήγορα.
Ύστερα από την καταστροφή του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου στο Πέτα, 10.000 άνδρες με τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιουταχή επικεφαλής απέκλεισαν το Μεσολόγγι από την ξηρά, προσπαθώντας να εξουδετερώσουν έτσι το κυριότερο επαναστατικό κέντρο της δυτικής Ελλάδος, όπου στο μεταξύ είχε συγκροτηθεί και Γερουσία και όπου είχαν συγκεντρωθεί υπολογίσιμες δυνάμεις των επαναστατών (Μεσολογγίτες, Φιλέλληνες, Σουλιώτες) (1822). Η πολιορκία ήταν στενή και από την ξηρά και από τη θάλασσα, ύστερα από τον ναυτικό αποκλεισμό του Γιουσούφ πασά της Πάτρας. Οι πολιορκούμενοι έφθασαν σε κατάσταση απογνώσεως, αλλά κέρδισαν χρόνο με παρελκυστικές διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους, ΄Ώσπου στις 8 Νοεμβρίου εφτά υδραίικα πλοία διέσπασαν τον αποκλεισμό από τη θάλασσα, έφεραν ενισχύσεις και πολεμοφόδια και έδωσαν τη δυνατότητα στους Έλληνες να διακόψουν τις διαπραγματεύσεις και να εξακολουθήσουν τη άμυνα. Η πολιορκία εξακολούθησε, αλλά συνεχείς έξοδοι των πολιορκημένων, οι οποίες προκάλεσαν σοβαρές απώλειες στους Οθωμανούς, οδήγησαν τους ηγέτες των πολιορκητών στην απόφαση να λύσουν την πολιορκία και να αποσυρθούν.
Πριν όμως πραγματοποιήσουν την απόφαση αυτή ενεργούν αιφνιδιαστική επίθεση τα ξημερώματα των Χριστουγέννων του 1822. Η επίθεση ωστόσο δεν πέτυχε, επειδή οι πολιορκούμενοι, που είχαν ειδοποιηθεί από τον Έλληνα ακόλουθο του Βρυώνη Γούναρη, είχαν προετοιμαστεί και απέκρουσαν τους πολιορκητές, γεγονός που υποχρέωσε τους Τούρκους να εγκαταλείψουν εσπευσμένα τις θέσεις και να αποτραβηχτούν στην Πρέβεζα (31 Δεκεμβρίου 1822). Έτσι έληξε η πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου.
Στις 2 Ιανουαρίου 1823 φθάνει στο Μεσολόγγι ο λόρδος Βύρων, σκορπώντας ενθουσιασμό στους κατοίκους. Αμέσως ο Άγγλος φιλέλληνας συγκρότησε ένα σώμα από 500 Σουλιώτες.
Στις αρχές Αυγούστου ο Μάρκος Μπότσαρης άφησε το ορμητήριό του στο Μεσολόγγι και χτύπησε τους Τούρκους στο Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου (5 Αυγούστου), τους νίκησε, αλλά ο ίδιος χτυπήθηκε στο μέτωπο και σκοτώθηκε. Η σωρός του μεταφέρθηκε στο Μεσολόγγι όπου και θάφτηκε με τιμές και με θλίψη για την απώλειά του. Σε σύντομο χρονικό διάστημα η πόλη στερήθηκε ένα ακόμα ηγέτη της: το Πάσχα του 1824 (7 Απριλίου) πέθανε και ο λόρδος Βύρων από πνευμονία.
Οι υπερασπιστές του Μεσολογγίου, αφού πρώτα θρήνησαν την απώλεια του μεγάλου φιλέλληνα, ετοιμάστηκαν να αντιμετωπίσουν και τους Τούρκους, οι οποίοι, μετά την ήττα τους στο Κεφαλόβρυσο, είχαν αρχίσει να ετοιμάζονται για νέα, συστηματικότερη πολιορκία του Μεσολογγίου. Μέσα στην πόλη είχε στο μεταξύ αρχίσει να λειτουργεί από τον Ιανουάριο του 1824 το δημοσιογραφικό όργανο της επαναστατημένης Ελλάδος, τα τετράγλωσσα «Ελληνικά Χρονικά», που αποτελούν μια από τις αφετηρίες της ελλαδικής δημοσιογραφίας, με διευθυντή και συντάκτη τον Ελβετό φιλέλληνα Ιωάννη Ιάκωβο Μάγερ. Στις 15 Απριλίου 1825, έφθασαν και στρατοπέδευσαν μπροστά στο Μεσολόγγι 30.000 περίπου Τούρκοι μαχητές, με αρχηγό τον Κιουταχή Μεχμέτ (Ρεσίτ πασά). Μέσα στην πόλη βρίσκονταν 4.000 περίπου άνδρες (από τους οποίους οι χίλιοι σε προχωρημένη ηλικία) και 12.000 γυναικόπαιδα. Οι λεπτομέρειες της δεύτερης πολιορκίας του Μεσολογγίου είναι γνωστές από τις ειδήσεις της εφημερίδας του Μάγερ, η οποία εκδιδόταν σχεδόν τακτικότατα ως τις 20 Φεβρουαρίου 1826, πενήντα δηλαδή μέρες πριν την Έξοδο. Η διακοπή των Ελληνικών Χρονικών έγινε όταν εχθρική βόμβα γκρέμισε το τυπογραφείο τους, οπότε όλο το προσωπικό πήρε πια θέσεις στους προμαχώνες.
Πριν αρχίσει τον βομβαρδισμό της πόλεως ο Κιουταχής πρότεινε με διαπραγματεύσεις παράδοσή της. Μετά την απόρριψη των τουρκικών προτάσεων, το Μεσολόγγι αποκλείστηκε και από τη θάλασσα από τον στόλο του Χοσρέφ και του Γιουσούφ πασά: ο τελευταίος μάλιστα κατόρθωσε να προσπελάσει και τη λιμνοθάλασσα. Οι πολιορκητές άρχισαν τις εφόδους, αλλά πολιορκούμενοι αμύνονταν με επιτυχία, επιδιορθώνοντας τους προμαχώνες και ενεργώντας αλλεπάλληλες εξόδους. Στις 3 Ιουλίου φθάνουν σαράντα ελληνικά πλοία με τον Μιαούλη και τον Σαχτούρη επικεφαλής. Ο ναυτικός αποκλεισμός του Μεσολογγίου λύνεται για ένα διάστημα, τρόφιμα και πολεμοφόδια φθάνουν στην πόλη και το ηθικό των πολιορκουμένων ανυψώνεται. Ο ελληνικός στόλος καταδιώκει τον τουρκικό ως τη Μάνη και ανακουφίζει το Μεσολόγγι από τον ναυτικό αποκλεισμό. Στο μεταξύ μπαίνουν στην πόλη (7 Αύγούστου) ενισχύσεις Σουλιωτών του Κίτσου Τζαβέλλα και πλαισιώνουν την αποδεκατισμένη φρουρά. Αλλά και οι πολιορκητές έχουν σοβαρές απώλειες. Ο Κιουταχής ωστόσο που σε περίπτωση αποτυχίας του απειλήθηκε από τον σουλτάνο με αποκεφαλισμό, συνεχίζει με πείσμα την πολιορκία. Η κατάσταση αλλάζει, όταν στα τέλη του 1825 καταφθάνει στο εχθρικό στρατόπεδο ο Ιμπραήμ με σοβαρές στρατιωτικές δυνάμεις (πάνω από 15.000 Αιγυπτίους).
Ο Χοσρέφ επαναλαμβάνει τον αποκλεισμό του, αλλά και ο Μιαούλης κατορθώνει άλλες δύο φορές να περάσει στο Μεσολόγγι όπλα και τρόφιμα. Η πίεση γίνεται πιο δυνατή ύστερα από την αποχώρηση του ελληνικού στόλου και τον συστηματικό κανονιοβολισμό του Μεσολογγίου από το πυροβολικό του Ιμπραήμ (2.000 βόμβες το εικοσιτετράωρο). Στις 15 Φεβρουαρίου οι πολιορκητές ενεργούν δυο εφόδους, που καταλήγουν σε αποτυχία. Προκλήθηκαν όμως σοβαρές απώλειες και στις δυο πλευρές.
Οι Τούρκοι κυριεύουν το Βασιλάδι, του οποίου οι κάτοικοι καταφεύγουν στο Μεσολόγγι, δημιουργώντας νέες δυσκολίες στο επισιτιστικό πρόβλημα της πόλεως. Ύστερα από μερικές άτυχες επιχειρήσεις των Οθωμανών εναντίον της Κλείσοβας, ο Ιμπραήμ προσπάθησε να εξαντλήσει τους πολιορκούμενους με αποκοπή όλων των οδών επικοινωνίας και εφοδιασμού. Ο Μιαούλης δεν κατορθώνει, παρά τις προσπάθειές του, να λύσει άλλη φορά τον αποκλεισμό και η φρουρά αναγκάστηκε να τρώει σκυλιά, γάτες και ποντίκια για να αποφύγει τον θάνατο από την πείνα. Οι φοβερές όμως συνθήκες της ζωής των κατοίκων (λιμός, αρρώστιες κλπ.) και νέα αποτυχία του Μιαούλη να πλησιάσει το Μεσολόγγι δημιούργησαν απελπιστική κατάσταση μεταξύ των πολιορκημένων, οι οποίοι δεν έβλεπαν πια άλλη λύση από την έξοδο.
Τη νύχτα λοιπόν της 10ης Απριλίου 1826 οργάνωσαν τις δυνάμεις τους σε τρία σώματα, με αρχηγούς τον Νότη Μπότσαρη, τον Δημήτριο Μακρή και τον Κίτσο Τζαβέλλα. Στο μέσο του τριγώνου, που θα σχημάτιζαν οι δυνάμεις αυτές, τοποθετήθηκαν τα γυναικόπαιδα. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ανέλαβε να επιτεθεί από τις πλαγιές του Ζυγού, ώστε να δημιουργήσει περισπασμό στους πολιορκητές. Αλλά ο Ρουμελιώτης οπλαρχηγός δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει την υπόσχεσή του. Από τη άλλη μεριά, ο Ιμπραήμ πληροφορήθηκε για τα σχέδια των πολιορκημένων από αυτόμολο Βούλγαρο. Έτσι, όταν άρχισε η Έξοδος και η τεράστια μάζα των Ελλήνων ξεκίνησε στις δυο μετά τα μεσάνυχτα με αρχηγό τον Μεσολογγίτη Αθανάσιο Ραζηκώτσικα, οι άνδρες του Ιμπραήμ και του Κιουταχή ήταν προετοιμασμένοι και οι ντάπιες που είχαν οριστεί για περάσματα των Μεσολογγιτών είχαν κλειστεί. Και ενώ η φρουρά αγωνιζόταν να ανοίξει δρόμο μέσα από το εχθρικό στρατόπεδο, ακούστηκε, μέσα στην αναταραχή που είχε προκαλέσει ο αιφνιδιασμός του Ιμπραήμ, η κραυγή: «Πίσω, πίσω, Μεσολογγίτες, στα κανόνια σας». Ο άνισος αγώνας έγινε συντριπτικός για τους Έλληνες, που μέσα στη σύγχυση και στην αμηχανία έτρεχαν χωρίς τάξη άλλοι προς τα εμπρός και άλλοι προς τα πίσω. Η πρωτοπορία ωστόσο του σώματος της εξόδου προχώρησε, μέσα από τις τουρκικές τάξεις, και κατόρθωσε να περάσει αποδεκατισμένη, στις πλαγιές του Ζυγού και από εκεί στην Άμφισσα. όσοι έμειναν πίσω, αναγκάστηκαν να αγωνιστούν σε φονικές οδομαχίες. Μεταξύ εκείνων που έφυγαν (1.300 μαχητές και εκατό περίπου γυναικόπαιδα) ήταν ο Νότης Μπότσαρης, ο Δημήτριος Μακρής, ο Κίτσος Τζαβέλλας, ο Χρίστος Φωτομάρας. Στο πλήθος που γύρισε πίσω και σφάχτηκε μέσα στην πόλη βρίσκονταν ο επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ (ο εκκλησιαστικός ηγέτης των πολιορκημένων), ο Ιάκωβος Μάγερ, ο Μιχαήλ Κοκκίνης και όσοι ανατινάχτηκαν μαζί με τον Χρίστο Καψάλη στις ανατινάξεις των πυριτιδαποθηκών.
Υπολογίζουν ότι την ημέρα εκείνη - Κυριακή των Βαΐων - πυρπολήθηκαν 2.000 άνθρωποι, άλλοι 3.000 σκοτώθηκαν από τους Τούρκους και 1.000 περίπου αιχμαλωτίστηκαν
Η Έξοδος προκάλεσε ευνοϊκή επίδραση - παρά τα θύματά της - στην εξέλιξη του ελληνικού απελευθερωτικού πολέμου. Στη Γαλλία, στην Ελβετία, στη Γερμανία, στην Αγγλία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες σημειώθηκαν αξιοσημείωτες εκδηλώσεις συμπάθειας και φιλελληνισμού: διαδηλώσεις εναντίον των Ευρωπαίων ηγεμόνων που είχαν εγκαταλείψει τους επαναστάτες, διακηρύξεις και εκκλήσεις για ενεργότερη συμμετοχή στα βάρη του πολέμου, ποιήματα, θεατρικά έργα, άρθρα και λόγοι, έρανοι και διπλωματικές ενέργειες.
Το Μεσολόγγι έμεινε στα χέρια των Τούρκων τρία χρόνια περίπου. Στις 2 Μαΐου η πόλη παραδόθηκε με συνθήκη στους Έλληνες και σύντομα ξανασυνοικίστηκε από τους παλιούς της κατοίκους και κατοίκους των γειτονικών χωριών.
Η έξοδος του Μεσολογγίου
"Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι"
Δ. ΣΟΛΩΜΟΣ
Με την έκρηξη της επανάστασης, μετά την Πελοπόννησο, ολόκληρη η Στερεά Ελλάδα είχε επαναστατήσει και είχαν απελευθερωθεί πολλές περιοχές. Μάλιστα οργανώθηκε και πολιτικά με τη "Γερουσία" στο Μεσολόγγι και τον "Άρειο Πάγο" στα Σάλωνα.Ο Σουλτάνος όμως αποφάσισε να αντιδράσει οργανωμένα με δυο στρατιές. Η δεύτερη με τους Κιουταχή και Ομέρ Βρυώνη κατέληξε στο Μεσολόγγι, στις 25 Οκτωβρίου 1822, το οποίο οι Τούρκοι πολιόρκησαν. Ύστερα από λίγες μέρες, στις 31 Δεκεμβρίου, οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία και να επιστρέψουν στην Ήπειρο.
Μετά τη συμφωνία του Σουλτάνου και του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου, η εισβολή του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο συνδυάστηκε με επιχειρήσεις από τους Τούρκους στη Στερεά Ελλάδα, με κύριο στόχο το Μεσολόγγι. Της νέας εκστρατείας ηγείται και πάλι ο Κιουταχής που με πανίσχυρη στρατιά 35.000 ανδρών έφτασε στο Μεσολόγγι στα μέσα Απριλίου 1825. Είναι η δεύτερη και καθοριστική πολιορκία της πόλης που κατέληξε στην ηρωική έξοδο.
1η Φάση της πολιορκίας: Από τον Απρίλιο ως το Δεκέμβριο του 1825 κράτησε η πρώτη φάση της πολιορκίας, και στο διάστημα αυτό οι Τούρκοι έφτασαν σε απόσταση μερικών δεκάδων μέτρων από το τείχος. Μια ισχυρή επίθεση του Κιουταχή στις 21 Ιουλίου 1825 απέτυχε και τρεις μέρες αργότερα μια ελληνική νυκτερινή αντεπίθεση προκάλεσε σοβαρότατες απώλειες στο τουρκικό στρατόπεδο. Στο μεταξύ ελληνικά πλοία είχαν διασπάσει το θαλάσσιο αποκλεισμό και είχαν εφοδιάσει τους πολιορκουμένους με τροφές και πολεμοφόδια, ενώ στις αρχές Αυγούστου η άμυνα του Μεσολογγίου ενισχύθηκε με 1500 ακόμα άντρες. Μετά τις άκαρπες επιθέσεις του ο Κιουταχής αποσύρθηκε στις γύρω υπώρειες και κατά διαστήματα βομβάρδιζε την πόλη, χωρίς όμως την ασφυκτική πίεση των πρώτων μηνών.
2η Φάση της πολιορκίας: Το Δεκέμβριο του 1825 άρχιζε η δεύτερη φάση της πολιορκίας όταν ο Ιμπραήμ έφτασε στο Μεσολόγγι με ισχυρή δύναμη (10.000 άνδρες), αποφασισμένος να το καταλάβει. Μετά την απόρριψη από τους πολιορκούμενους της πρότασής του για παράδοση, η πολιορκία έγινε στενότερη και από το Φεβρουάριο οι πολιορκούμενοι πιέζονταν από τις επιθέσεις των Αιγυπτίων και από την πείνα. Τα νησάκια της λιμνοθάλασσας, προπύργια του Μεσολογγίου, έπεσαν στα χέρια του εχθρού, εκτός από την Κλείσοβα, που η νίκη των Ελλήνων υπήρξε θριαμβευτική. Οι πολιορκούμενοι μάταια περίμεναν την ενίσχυσή τους από το Ναύπλιο, και η προσπάθεια του ελληνικού στόλου να λύσει την πολιορκία από τη θάλασσα αποδείχτηκε αδύνατη. Μόνη λύση μέσα σε αυτές τις συνθήκες, που διαρκώς χειροτέρευαν, απέμεινε η έξοδος.
Το Μεσολόγγι το 1825 αποτελούσε σε μικρογραφία μια μικρή Ελλάδα, στην καρδιά της Ελλάδος, γιατί μέσα στην πόλη εκείνη δεν ήταν κλεισμένοι μόνο Μεσολογγίτες και Πελοποννήσιοι, αλλά και αντιπρόσωποι όλων των ελληνικών πληθυσμών από τον Ισθμό και επάνω. Κατά την πρώτη φάση της πολιορκίας οι πολιορκούμενοι με συνεχείς αντεπιθέσεις αλλά και με συνεχή ανεφοδιασμό, έστω και δύσκολα, από τον ελληνικό στόλο υπέμειναν την πολιορκία. Η θέση των Ελλήνων χειροτέρεψε κατά την δεύτερη φάση της πολιορκίας. Είχαν κουραστεί από την εννεάμηνη πολιορκία και ιδίως από την έλλειψη τροφίμων. Η κατάσταση βέβαια ήταν περισσότερο τραγική για τους αρρώστους και τους πληγωμένους. Μολαταύτα η μαχητικότητά τους ήταν άκαμπτη και αμετακίνητη η απόφασή τους να νικήσουν ή να πεθάνουν, ιδιαίτερα των ντόπιων που έφθασαν στον ύψιστο βαθμό του ηρωισμού και της αυτοθυσίας. Μετά την κατάληψη του Βασιλαδίου, του Ντολμά και του Πόρου (μόνο η Κλείσοβα έμενε ακόμα στους Έλληνες) οι πολιορκούμενοι απελπισμένοι και εξαντλημένοι από τη φοβερή πείνα και τις άλλες στερήσεις, μόνο από την άφιξη του στόλου περίμεναν σωτηρία.
Από τα μέσα κιόλας Φεβρουαρίου η κατάσταση στο Μεσολόγγι είχε αρχίσει να γίνεται τραγική. Πολλές οικογένειες είχαν αρχίσει να στερούνται εντελώς τα τρόφιμα και αναγκάζονταν να σφάζουν άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια και κατόπιν σκύλους, γάτες, ποντικούς. Αλλά και αυτά έλειψαν. Από τις 16 Μαρτίου άρχισαν να τρώνε αρμυρίκια, πικρά χόρτα που φύτρωναν κοντά στη θάλασσα. Ο υποσιτισμός και οι αρρώστιες εξασθένιζαν τους ρωμαλέους οργανισμούς των ανδρών της φρουράς και προκαλούσαν πολλούς θανάτους. Από τον Απρίλιο όμως τα ολιγάριθμα ελληνικά πλοία με ναύαρχο το Μιαούλη, απέτυχαν σε επανειλημμένες προσπάθειες να διασπάσουν τον αποκλεισμό του τουρκοαιγυπτιακού στόλου. Στους πολιορκούμενους δεν έμενε άλλη λύση από την έξοδο.
Για τους ασθενείς και πληγωμένους, αποφάσισαν να μεταφερθούν στα πιο οχυρωμένα σπίτια και εκεί να πεθάνουν πολεμώντας. Εκείνοι δέχτηκαν. "Τα παράθυρα να μας αφήσετε ανοιχτά μονάχα, και ώρα σας καλή ! Ο Θεός να μας ανταμώσει στον άλλο κόσμο" είπαν και αποχαιρετίστηκαν πολιορκημένοι, απελπισμένοι πια, πήραν την οριστική απόφαση να επιχειρήσουν έξοδο τη νύχτα της 10ης Απριλίου προς την 11η, Κυριακή των Βαΐων, και ειδοποίησαν σχετικά τους Έλληνες του στρατοπέδου της Δερβέκιστας να προσπαθήσουν να φέρουν αντιπερισπασμό στους Τούρκους. Αποφάσισαν να σκοτώσουν όλους τους αιχμαλώτους, καθώς και τα γυναικόπαιδα για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Ενώ η πρώτη απόφαση πραγματοποιήθηκε, τη δεύτερη απέτρεψε ο επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ. Οι ασθενείς και τραυματισμένοι μεταφέρθηκαν στα πιο οχυρά σπίτια και εκεί να πεθάνουν πολεμώντας.
Το μεσημέρι της 10ης Απριλίου καταρτίστηκε το σχέδιο και το δειλινό άρχισαν όλοι να μαζεύονται στις προσδιορισμένες θέσεις. Κατά τις 6.30 ακούστηκε επάνω στο Ζυγό η ομοβροντία του ελληνικού επικουρικού σώματος, που είχε φθάσει από τη Δερβέστικα. Όταν νύχτωσε οι περισσότεροι της φρουράς είχαν βγει έξω από την πόλη και περίμεναν το σύνθημα του ξεκινήματος. Το σχέδιό τους όμως προδόθηκε και οι Τουρκοαιγύπτιοι άρχισαν να τους κτυπούν με πυκνά πυρά κανονιών και τουφεκιών. Τελικά οι Έλληνες αποφάσισαν να κινηθούν' όρμησαν οι άνδρες των δύο πρώτων σωμάτων με τα γιαταγάνια και τα σπαθιά τους επάνω στις εχθρικές γραμμές. Καμιά δύναμη δεν ήταν ικανή να αναχαιτήσει το χείμαρρο εκείνο των απελπισμένων. Ο καθένας τους κοίταζε πως να ανατρέψει τα εμπόδια που βρίσκονταν μπροστά του και να περάσει. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε από το τρίτο σώμα των γυναικοπαίδων η φωνή "οπίσω, οπίσω, μωρέ παιδιά!" και αποχωρίστηκαν μερικοί από τα δύο πρώτα σώματα. Η σύγκρουση ήταν φονικότατη. Οι Έλληνες ανατρέπουν όποιον βρουν μπροστά τους και προχωρούν αφήνοντας πίσω πολλούς νεκρούς. Την πορεία τους συνόδευσαν δύο εκρήξεις από την πόλη. Η πρώτη από την έκρηξη των υπονόμων και η άλλη από την ανατίναξη της πυριτιδαποθήκης με τον ηρωικό Χρήστο Καψάλη. Οι Έλληνες είχαν απώλειες και από τους κρυμμένους στα διάφορα υψώματα και τις χαράδρες Αλβανούς. Μολαταύτα αντιμετώπιζαν με σταθερότητα τον αόρατο εχθρό.
Είχε αρχίζει να γλυκοχαράζει η Κυριακή των Βαΐων, όταν η μάχη έπαψε. Εκεί επάνω μόνο, στην κορυφή του Ζυγού, μπόρεσαν να αναπνεύσουν λίγο ελεύθερα. Από τους 3000 στρατιωτικούς που πήραν μέρος στην έξοδο, μόνο 1300 σώθηκαν. οι υπόλοιποι 1700 σκοτώθηκαν στις συμπλοκές της εξόδου. Από τις γυναίκες, 13 μόνο Σουλιώτισσες σώθηκαν και από τα παιδιά τρία ή τέσσερα. Οι απώλειες των Τουρκοαιγυπτίων υπολογίστηκαν σε 5000. Τη ντροπή του ελληνικού εμφυλίου πολέμου εξαγνίζει η θυσία μιας πόλης και των αγωνιστών της.
Η θυσία του Μεσολογγίου, που επί 12 ολόκληρους μήνες αντιστάθηκε ηρωικά, προώθησε το ελληνικό ζήτημα, όσο καμιά άλλη ελληνική νίκη: πλημμύρισε τους άλλους Έλληνες και τους Ευρωπαίους με αισθήματα θαυμασμού για τους άνδρες της φρουράς του και τον ηρωικό πληθυσμό του Μεσολογγίου. Πραγματικά σπάνια συναντά κανείς στις σελίδες της ιστορίας παραδείγματα παρόμοιας υπεράνθρωπης ψυχικής αντοχής. Οι φλόγες του Μεσολογγίου θέρμαναν τις καρδιές των πολιτισμένων λαών και τους ξεσήκωσαν σε μια αληθινή σταυροφορία για την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους.
Τα οχυρά του Μεσολογγίου
Γράφει ο ΓIΩPΓOΣ MAKAPONAΣ
KAΘE χρόνο, στην επέτειο της Eξόδου του Mεσολογγίου, οι ρήτορες εξαίρουν στους πανηγυρικούς τους την αντοχή του "φράχτη", δηλαδή των οχυρωματικών έργων, αλλά παραλείπουν συνήθως να μνημονεύσουν το όνομα του κατασκευαστή τους, του μηχανικού-τειχοποιού Mιχαήλ Kοκκίνη.
H παράλειψη αυτή είναι προφανώς απότοκος της αχαρακτήριστης αδιαφορίας της Πολιτείας, η οποία επί 150 χρόνια δεν είχε αξιωθεί να ανεγείρει ένα μνημείο στον πρωτεργάτη της οχύρωσης, που σκοτώθηκε μάλιστα κατά την Έξοδο, πολεμώντας ηρωικά. Xρειάστηκε να πάρει την πρωτοβουλία το Tεχνικό Eπιμελητήριο Eλλάδος, για να στηθεί επιτέλους το 1975, στον Kήπο των Hρώων του Mεσολογγίου, το μνημείο που του άξιζε.
Πριν προχωρήσουμε στην παρουσίαση της προσωπικότητας του Kοκκίνη, ας δούμε πώς έγιναν τα οχυρωματικά έργα που δημιούργησαν τον θρύλο της Iεράς Πόλεως. H εφημερίδα του Mάγερ "Eλληνικά χρονικά", στο φύλλο της 4ης Oκτωβρίου 1824, περιγράφει με ενάργεια την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε το θαύμα:
"Eυφραίνεται η ψυχή ενός Έλληνος, όταν πλησιάζη εις τα τείχη του Mεσολογγίου. Πόσαι ιδέαι του διεγείρονται εις τον νουν, όταν βλέπη εξ οργυιάς χανδάκι να κατασταίνη νησί το Mεσολόγγι, εκεί όπου προ δύο χρόνων δεν ήτο παρά εν ασύμμετρον αυλάκι, το οποίον ημπορούσε να πηδήση ένας άνθρωπος! Όταν βλέπη κανονιοστάσια λιθόκτιστα με πέντε και δέκα κανόνια το καθένα εκεί όπου δεν ήταν παρά πεντέξη πλίνθοι κολλημένοι ένας επάνω εις τον άλλον, πεντέξη πέτρες μια επάνω εις την άλλην και μερικές κόφες με χώμα!"
"Ποίος μονάρχης επρόσταξε, ποίος βασιλικός θησαυρός εξώδευσε δια να γίνη αυτό το τόσον αναγκαίον, το τόσον σωτηριώδες εις την Eλλάδα έργον; Όποιος ξένος εμβαίνει εις την πόλιν, ερωτά και τον αποκρίνονται: H κοινή θέλησις, από το ένα μέρος, και τα κοινά εισοδήματα, ενωμένα με τας αυτοπροαιρέτους συνεισφοράς ολίγων φιλογενών, από το άλλο, ωχύρωσαν, καθώς βλέπεις, το Mεσολόγγι".
"Ένας μηχανικός διά τον οποίον δεν εξωδεύονταν περισσότερα αφ' όσα χρειάζεται να ζήση οικονομικά ένας άνθρωπος- και οι πρόκριτοι της πόλεως, κυλισμένοι μέσα εις τες λάσπες, επιστατούσαν εις το έργον και εβαστούσαν τα έξοδα διά τους μαστόρους και διά τας αναγκαίας ύλας της οικοδομής".
"Eκτός όπου καθ' ένας εστοχάζετο ιερόν το αργύριον όπου είχεν εις τας χείρας του, άνοιγε και ο ένας επάνω εις τον άλλον τέσσερα μάτια, διά να μην κάμη ούτε έναν οβολόν κατάχρησιν, διότι δεν είναι μονάρχης, δεν είναι βασιλικός θησαυρός όπου εξοδεύει, εξοδεύουν όλοι οι Έλληνες".
"Άλλες φορές ήσαν εορτές και σχόλες. Tότε ούτε εορτές ούτε σχόλες ήσαν διά τους Mεσολογγίτας. Eις τοιαύτας ημέρας, μάλιστα, έβλεπέ τις τες γυναίκες όλες, χωρίς εξαίρεσιν, στολισμένες να διαβαίνουν, κατά σειράν, από την αγοράν, χωρίς πλέον να συστέλλωνται από τον κόσμον, και να κουβαλούν με τους ώμους και με τας αμασχάλας των πέτρες εις το τείχος (...)".
"Eις την πολιορκίαν του Oμέρ-Πασά ο Mεσολογγίτης απεφάσισε να αποθάνη και ο γείτονάς του ήλθε να τον βοηθήση οπίσω από τους πλίνθους και από μιαν οργυιάν χανδάκι, και εδοξάσθη και ο ένας και ο άλλος, αποκρούσαντες τον κίνδυνον".
Tο σωτήριο χαντάκι
Στο σημείο αυτό θα υπογραμμίσουμε την αναφορά που κάνει ο Mάγερ στην πολιορκία του Oμέρ Πασά, δηλαδή του Oμέρ Bρυώνη. Πρόκειται για την πρώτη πολιορκία του Mεσολογγίου, που άρχισε στις 25 Oκτωβρίου 1822 και έληξε στα τέλη του Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου, με το μακελειό των Tούρκων, κατά το ρεσάλτο που έκαναν πάνω στο τειχί, τα χαράματα των Xριστουγέννων. Σ' όλες τις ντάπιες, σ' όλα τα πόστα οι φύλακες γρηγορούσαν και με το πρώτο σινιάλο μετέτρεψαν το γιουρούσι των πολιορκητών σε νεκροταφείο. Σκοτώθηκαν 500 περίπου Aρβανίτες και οι πασάδες το έβαλαν στα πόδια στις 31 Δεκεμβρίου.
"Tο Mεσολόγγι -σημειώνει επιγραμματικά ο Δημ. Φωτιάδης- μ' ένα χαντάκι θα έσωζε τη Δυτική Eλλάδα κι αργότερα ολόκληρη την πατρίδα". (Δημ. Φωτιάδη: "H Eπανάσταση του '21", τ. 2ος σελ. 240).
Aλλά πώς ήταν στην πραγματικότητα αυτό το χαντάκι; Kατά την πρώτη πολιορκία είχε βάθος ενός μέτρου και κάτι, πλάτος δε δύο μέτρα. Στη δεύτερη πολιορκία, η τάφρος του Kοκκίνη είχε βάθος τρία μέτρα και πλάτος οκτώ έως εννέα μέτρα. Aπό τα δύο άκρα της τάφρου έμπαινε το νερό της λίμνης. H μάντρα -το τειχί- στην πρώτη πολιορκία ήταν στο ύψος του ανθρώπου. Στη δεύτερη, έφτανε τα δύο έως τριάμισι μέτρα.
Στο χαμηλό τειχί της πρώτης πολιορκίας είχαν στήσει 14 παλιά κανόνια. Στη δεύτερη πολιορκία, ο Kοκκίνης είχε εξοπλίσει τις ντάπιες με τέσσερις λουμπάρδες (βομβοβόλα) και 48 σιδερένια κανόνια. Aυτό ήταν συνοπτικά το "χαντάκι".
Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε εδώ την αιρετική γνώμη του Σπυρίδωνος Tρικούπη για τα οχυρωματικά έργα του Mεσολογγίου και τον κατασκευαστή τους:
"Διηγούμενοι τα της πρώτης πολιορκίας του Mεσολογγίου, επεριγράψαμεν το τείχος του. Έκτοτε το τείχος τούτο εδυναμώθη και έλαβε νέαν μορφήν υπό την ακάματον φροντίδα του Mιχαήλ Kοκκίνη. Eκκαθαρίσθη δε, επλατύνθη και εβαθύνθη και η τάφρος.
"Eπαιρόμενος ο τειχοποιός Kοκκίνης επί τοις έργοις του, ειδοποίει επισήμως τον διευθυντήν της Δυτικής Eλλάδος Mαυροκορδάτον, ότι "το οχύρωμα τούτο ικανόν ήτο ν' ανθέξη εις πάσαν εχθρικήν προσβολήν και ότι επισκεφθέντες αυτό Άγγλοι το εθαύμασαν και εξεπλάγησαν".
"Oυδέν είχε, βεβαίως, το οχύρωμα τούτο ικανόν να κινήση εις θαυμασμόν ή να φέρη εις έκπληξιν τον επισκεπτόμενον αυτό ειδήμονα, διότι ουδ' εύκτιστον καν ήτο το τείχος. Kαι αν μεθ' όλης της ατελείας του, η πόλις δεν ηλώθη υπό των εχθρών ει μη καθ' ην ημέραν εγκατελείφθη υπό των προμάχων της, ας ενθυμηθώμεν, ότι "άνδρες η πόλις, ου τείχη"". (Σπ. Tρικούπη: "Iστορία της Eλληνικής Eπαναστάσεως", τ. 3ος, σελ. 279-280).
Στις ημέρες μας σώζεται μικρό μόνο τμήμα του τείχους. "H κυβέρνησις -γράφει ο N. Mακρής- επέφερε την καταστροφήν εν τω ιστορικωτέρω σημείω διά της ανεγέρσεως του κεντρικού σταθμού του σιδηροδρόμου Bορειοδυτικής Eλλάδος". (Nικολάου Mακρή: "Iστορία του Mεσολογγίου". Έκδοση 1908).
Mαθηματικά και Γεωδαισία
O N. Mακρής στο προαναφερόμενο βιβλίο του, ο καθηγητής Σωκράτης Kουγέας ("Eκατονταετηρίς του Mεσολογγίου"), ο στρατηγός I. Iωαννίδης ("Πολιορκίαι του Mεσολογγίου"), ο Kων. Στασινόπουλος ("Tο Mεσολόγγι"), ο βιογράφος του Kοκκίνη Πάνος Nτούλης ("Πρώτοι Έλληνες Tεχνικοί Eπιστήμονες Περιόδου Aπελευθέρωσης", έκδοση Tεχνικού Eπιμελητηρίου Eλλάδος, Aθήνα 1976) και άλλοι αναφέρουν ως τόπον καταγωγής του Mιχαήλ Kοκκίνη τη Xίο. "Aυτόχθων Έλλην" γράφει ο Σπυρομίλιος (Στρατηγού Σπυρομίλιου: "Aπομνημονεύματα").
Kατά τον Π. Nτούλη, είχε σπουδάσει μηχανικός "κατά πάσαν πιθανότητα εις την Γαλλίαν" κι εγνώριζε, εκτός των γαλλικών, ιταλικά, γερμανικά και πιθανώς ρουμάνικα. Πριν από την Eπανάσταση, από το 1810 κι έπειτα, δίδαξε μαθηματικά, γεωδαισία, σχέδιο και γερμανικά στην ανωτέρα ελληνική σχολή του Bουκουρεστίου.
Στη Pουμανία, ο Kοκκίνης είχε προσφέρει τις υπηρεσίες του και στην αποτυχούσα επανάσταση των Παραδουναβίων Xωρών. Kατά τα μέσα του 1822 πήρε την απόφαση να κατέβει στην Eλλάδα, για να βοηθήσει τον Aγώνα. Tον Φεβρουάριο του 1823 φθάνει στο Mεσολόγγι μέσω Iταλίας. Aμέσως ο Aλέξανδρος Mαυροκορδάτος του αναθέτει την εκπόνηση μελέτης και τη διεύθυνση κατασκευής των οχυρωματικών έργων.
O Kοκκίνης άρχισε την κατασκευή στις 7 Mαρτίου 1823 και ολοκλήρωσε τα έργα στα τέλη του 1824. Ήταν άθλος, κατά γενική ομολογία. Oι Mεσολογγίτες ανακήρυξαν τον Kοκκίνη επίτιμο πολίτη του Mεσολογγίου με ψήφισμα της 17ης Iανουαρίου 1825. Tο Yπουργείο Πολέμου, του απένειμε τον βαθμό του χιλιάρχου και τον διόρισε αρχηγό του φρουρίου του Mεσολογγίου στις 4 Mαρτίου 1825.
Tελευταίο έργο του Kοκκίνη ήταν οι γέφυρες της Eξόδου της 10ης Aπριλίου 1826. Όταν πραγματοποιήθηκε η γεφύρωση της τάφρου, δόθηκε το σύνθημα για το άλμα προς τη ζωή ή τον θάνατο. O ήρωάς μας θα δώσει και τη ζωή του για την πατρίδα.
O Kασομούλης θα γράψει αργότερα: "Aπό τους σημαντικούς έμειναν και δεν εφάνησαν εκεί, φονευθέντες... ο Mιχ. Π. Kοκκίνης, τειχοποιός-αρχιτέκτων". (Nικ. Kασομούλη: "Eνθυμήματα Στρατιωτικά", τ. 2ος, σελ. 282).
Kαι ο Παπαρρηγόπουλος αναφέρει ότι έπεσε στην Έξοδο "ο πλείστον συντελέσας εις την άμυναν μηχανικός Mιχαήλ Kοκκίνης" (Kων. Παπαρρηγόπουλου: "Iστορία του Eλληνικού Έθνους", τ. 5ος, σελ. 892).
Στο έμμετρο ιστορικό έπος "Mεσολογγιάς" διαβάζουμε:
Eυλόγως φαντάζεται κανείς, ότι η Πολιτεία θα φρόντιζε την οικογένειά του, μετά τον θάνατο ενός τέκνου της που πρόσφερε τόσα πολλά στην πατρίδα. Συνέβη το αντίθετο.
Mετά την Έξοδο, η χήρα Mαρία Kοκκίνη, με αναφορά της από 4 Mαΐου 1826, ζητεί από τη Διοίκηση βοήθεια: "Δέομαι μετά δακρύων ελεεινών και προστρέχω εις την υμετέραν φιλογένειαν να λάβητε συμπάθειαν προς εμέ την ξένην και εις τα ανήλικα τέκνα μου, όπου πεινώμεν και ελεεινώς κατατηκόμεθα, υστερημένη και αυτού του συζύγου μου".
Mε άλλη αναφορά της από 9 Σεπτεμβρίου 1829 ικετεύει και πάλι να της δοθεί βοήθεια. Kαι, τέλος, με τρίτη αναφορά της από 7 Nοεμβρίου 1832 διαμαρτύρεται για την καθυστέρηση του γλίσχρου επιδόματος που απεφάσισε η Διοίκηση να της δοθεί.
Mητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα!..
Η ΛΑΪΚΗ ΜΟΥΣΑ
"Ποιος θε ν΄ ακούσει κλάηματα"
Ποιος θε ν΄ ακούσει κλάηματα, γυναίκεια μοιρολόγια;
Ας πάει ν΄ από τη Ρούμελη κι από το Μεσολόγγι,
κι εκεί ν΄ ακούσει κλάηματα, γυναίκεια μοιρολόγια,
πως κλαιν οι μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες.
Δεν κλαίνε για το σκοτωμό, που θε να σκοτωθούνε,
μόν΄ κλαίνε για το σκλαβωμό, που θε να σκλαβωθούνε.
"Το δόλιο Μεσολόγγι"
Τ' έχεις, καημένε κόρακα, και σκούζεις και φωνάζεις.
Μην είν' τ' αυγά σου μελανά και τα πουλιά μαύρα;
Δεν είν' τ' αυγά μου μελανά, ουδέ τα πουλιά μου μαύρα.
Εγώ, πουλί μ' , διψώ για αίματα, εγώ διψώ για λέσια.
Έβγα ψηλά στον Κόζιακα, ψηλά στο Κορφοβούνι
κι αγνάντεψε τη Λιβαδειά, το δόλιο Μεσολόγγι,
να ιδείς κορμιά τ' απίστωμα παλικάρια ξαπλωμένα.
* * *
Η λαϊκή μούσα έκλαψε τον πρωτεργάτη της Άμυνας του Μεσολογγιού Θανάση Ραζηκότσικα με τον περιπαθή στίχο:
Παιδιά μ΄, μας λείπει ο Κότσικας, μας λείπει ο αρχηγός μας
Η Σφαγή της Χίου (Scène des massacres de Scio), 1824. ΕυγένιοςΝτελακρουά (Eugène Ferdinand Victor Delacroix) (1798 – 1863). Παρίσι,Μουσείο Λούβρου.
Η ανανεωμένη διεθνής προσοχή για την Ελληνική επανάσταση, για την οποία κατέφθαναν πληροφορίες όλο και πιο ανησυχητικές, θα πρέπει με κάποιον τρόπο να είχε εντυπωσιάσει ιδιαίτερα τον Ντελακρουά, ώστε την άνοιξη του 1823 σημείωσε: «Αποφάσισα να ζωγραφίσω για το Σαλόνι κάποιες σκηνές από τη σφαγή της Χίου». Ήταν ένα από τα πιο ωμά γεγονότα του πολέμου, που συνέβη το προηγούμενο έτος, τον Απρίλιο του 1822, όταν οι Τούρκοι έσφαξαν περίπου είκοσι χιλιάδες Έλληνες στο νησί της Χίου, αναγκάζοντας τους επιζώντες να τραπούν σε φυγή.
Ο ζωγράφος είχε ήδη σκεφτεί την ελληνική επανάσταση, αλλά τώρα η κλιμάκωση της κρίσης και η δημοσίευση όλο και πιο λεπτομερών σχολίων και ειδήσεων (ακόμη και από συντάκτες του επιπέδου του Φρανσουά Ρενέ ντε Σατομπριάνκαι του Λόρδου Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον) πρόσφεραν στον Ντελακρουά αυτήν τη δυνατή εικόνα που αναζητούσε. Γι’ αυτό, στις 12 Ιανουαρίου του 1824, μέσω του κουνιάδου του Ρεϊμόν ντε Βερνινάκ, ο ζωγράφος γνώρισε το συνταγματάρχη Ολιβιέ Βουτιέ, έναν εθελοντή υποστηρικτή του Ελληνικού ζητήματος, ο οποίος τέσσερα χρόνια νωρίτερα είχε την τύχη να ανακαλύψει στο νησί της Μήλου το περίφημο άγαλμα της Αφροδίτης, που στη συνέχεια αγοράστηκε από τους Γάλλους.
Ο Βουτιέ, συγγραφέας του έργου Memoires sur lα guerre actuclle des grecs,διηγήθηκε στον Ντελακρουά ιστορίες και λεπτομέρειες από τον πόλεμο. Την ίδια ημέρα ο Ντελακρουά ξεκίνησε να δουλεύει τον πίνακά του, αρχίζοντας με μια σειρά από μελέτες εκ του φυσικού. Οι συνεχείς επισκέψεις στο Μουσείο του Λούβρου, προκειμένου να αναλύσει τον Ρούμπενς, τον Βελάσκεθ, τον Μιχαήλ Άγγελο, τον Αντρέα ντελ Σάρτο, ενίσχυαν όλο και περισσότερο τη φαντασία του καλλιτέχνη, που μετέφραζε τις εντυπώσεις που λάμβανε με ένα προσωπικό λεξικό.
Ακόμη και η ζωγραφική του Ζερικό, που πέθανε μέσα στον ίδιο εκείνο μήνα, συνέχιζε να ασκεί γοητεία, ενώ «η εξαιρετική Σχεδία του» αποτελούσε την πιο άμεση αναφορά στην επιλογή ενός σύγχρονου θέματος, όπως η σφαγή της Χίου, που δουλεύτηκε σύμφωνα με τις προδιαγραφές ενός ιστορικού πίνακα, μεγάλου μεγέθους. Οι κριτικοί εντόπισαν επίσης μια αναφορά στην Επίσκεψη του Ναπολέοντος στο Σανατόριο του Τζάφα του Γκρο, ως προς την ανακατασκευή των κοστουμιών και την πλαστική απόδοση των γυμνών σωμάτων.
Μέσα στους επόμενους έξι μήνες, συνεπαρμένος από «μια δημιουργική μέθη», ο Ντελακρουά προχώρησε τη μελέτη του, φροντίζοντας με μεγάλη προσοχή την απεικόνιση της κάθε μορφής, πολλές φορές ξανασχεδιάζοντάς την από την αρχή.
Μία από τις πιο συγκινητικές σκηνές, είναι εκείνη της μητέρας με το μωρό που προσπαθεί να αρπάξει το στήθος της, σκηνή παρμένη από μια μαρτυρία του βιβλίου του Βουτιέ. Για τους άλλους εξωτικούς χαρακτήρες, ο Φράνσις Χάσκελ – που ερμήνευσε τη γένεση του πίνακα – τόνισε την προσφυγή του Ντελακρουά στις ολοένα και πιο πολυάριθμες εικονογραφήσεις των ταξιδιωτικών βιβλίων που κυκλοφορούσαν, με σκοπό να αποφύγει μια σχολαστική και αυτάρεσκη καταγραφή της φρίκης.
Όπως προκύπτει από την αναθεώρηση της 7ης Μαΐου: «Ο πίνακάς μου περιλαμβάνει μια συστροφή, μια ενεργητική κίνηση, που θα πρέπει οπωσδήποτε να ενσωματωθεί». Ο Ντελακρουά ανησυχούσε για το συνολικό αποτέλεσμα του έργου για το αν θα κατάφερνε να απεικονίσει την επική διάσταση των σύγχρονων γεγονότων. Και ο στόχος του επιτεύχθηκε, καθώς με το άνοιγμα του Σαλονιού, τον Αύγουστο του 1824 το κοινό – το οποίο ήταν συγκινημένο από το θάνατο του Λόρδου Μπάιρον, που συνέβη λίγους μήνες πριν στην Ελλάδα – έμεινε βαθύτατα εντυπωσιασμένο από τον πίνακα, ο οποίος κέρδισε ένα μετάλλιο και αγοράστηκε για το Λουξεμβούργο στη σημαντική τιμή των 6.000 φράγκων.
Πηγή: (Carolina Brook, «Delacroix», Βιβλιοθήκη Τέχνης – Οι Μεγαλοφυΐες, τόμος 20, National Geographic, 2013.), Αντέχουμε...
’’Βίος ἀνεόρταστος, μακρὰ ὁδὸς ἀπανδόχευτος’’, ἔλεγαν οἱ παλιοί. Ζωὴ χωρὶς γιορτές, μοιάζει μὲ ταξίδι πολυήμερο χωρὶς ἀνάπαυση, χωρὶς ἀνεφοδιασμό. Ἡ 25η Μαρτίου, γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες, εἶναι πνευματικὸ πανδοχεῖο, ποὺ προσφέρει διπλὴ ἀνάπαυση καὶ διπλὸ ἀνεφοδιασμό. Καὶ ὁ λόγος εἶναι, ὅτι τὴν ἴδια μέρα ἑορτάζουμε δυὸ μοναδικὲς καὶ ἀνεπανάληπτες ἐλευθερίες μας. Πρῶτα τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου λόγω τῆς ἁμαρτίας, καὶ ἔπειτα τὴν ἐλευθερία τοῦ Γένους μας ἀπὸ τὴν τουρκικὴ σκλαβιά.
Στὸν λίγο χρόνο ποὺ ἔχουμε στὴν διάθεσή μας, θὰ ἀναφερθοῦμε στὸ δεύτερο σκέλος τῆς ἑορτῆς, ποὺ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν ἐθνική μας παλιγγενεσία. Θέμα μας, τὸ παράπονο τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ ’21.
Ἀδελφοί μου,
Ἡ ἐπέτειος τῆς 25ης Μαρτίου θαρρῶ πὼς δὲν εἶναι ἁπλὰ καὶ μόνον μιὰ εὐκαιρία γιὰ μεγάλα λόγια, γιὰ ψεύτικες ἐπετειακὲς πολιτικὲς δηλώσεις, γιὰ ἐμβατήρια καὶ ἐξέδρες. Εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα μιὰ πρώτης τάξεως πρόκληση γιὰ γόνιμο προβληματισμὸ καὶ μιὰ ἐξαιρετικὴ ἀφορμὴ γιὰ συλλογικὴ καὶ προπάντων γιὰ προσωπικὴ αὐτοκριτική. Μιὰ αὐτοκριτικὴ βασισμένη κυρίως πάνω σε...
μιὰ σύγκριση τῶν δικῶν μᾶς ἐπιλογῶν καὶ ἀξιῶν σὲ σχέση μὲ τὰ ἰδανικὰ καὶ τὶς ἐπιλογὲς τῶν Ἀγωνιστῶν τοῦ ’21.
Θὰ ποῦνε ἴσως μερικοί: Καλά, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ συγκριθοῦν οἱ συνθῆκες τοῦ ’21 μὲ τὶς τωρινές; Τί κοινὸ μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὰ χρόνια ἐκεῖνα καὶ τὰ δικά μας; Οἱ πρόγονοί μας τότε ἤσαν σκλαβωμένοι, ἐνῶ ἐμεῖς…
Ἀδελφοί μου, ἐὰν δὲν ἔχουμε ἀκόμα καταλάβει, ὅτι στὶς ἡμέρες μας ζοῦμε μιὰ σκλαβιὰ ἀσύγκριτα πιὸ σκοτεινὴ καὶ πιὸ ὕπουλη ἀπὸ ἐκείνη τὴν σκλαβιά, ποὺ βίωσαν οἱ πρόγονοί μας ἐπὶ τουρκοκρατίας, τότε εἴμαστε δυστυχῶς ἄξιοί τῆς μοίρας μας.
Ἐὰν δὲν ἔχουμε ἀκόμα συνειδητοποιήσει, ὅτι στὰ χρόνια μας εἴμαστε σκλαβωμένοι διπλά, δηλαδή, ὄχι μονάχα σὲ ξένους δυνάστες ἀλλὰ καὶ στὰ πάθη μας τὰ δαιμονικά, τότε πῶς θὰ πάρουμε τὴν ἀπόφαση νὰ ἐλευθερωθοῦμε; Τότε, μὲ ποιὸ ὅραμα, μὲ ποιὲς δυνάμεις, μὲ ποιὰ ἀποφασιστικότητα, προσδοκᾶμε νὰ ξαναπάρουμε πίσω τὴν χαμένη μας Ἐλευθερία, τὴν χαμένη μας τιμὴ καὶ ἀξιοπρέπεια, τὴν χαμένη μας ἀθωότητα;
Ἃς προχωρήσουμε, λοιπόν, νὰ δοῦμε πού βασίστηκαν οἱ ἀγωνιστὲς τοῦ ’21, ποιὰ ἦταν τὰ ἰδανικά τους, ποιὰ τὰ ὁράματά τους καὶ ποιὸς ὁ σκοπὸς τοῦ Ἀγώνα τους; Καὶ ἀφοῦ τοποθετήσουμε ἔπειτα τοὺς ἑαυτοὺς μας ἀπέναντί τους, νὰ δοῦμε, τελικά, δικαιώσαμε τοὺς Ἀγῶνες τους ἢ τοὺς ἔχουμε περιφρονήσει τόσο, ποὺ ἡ καρδιὰ τοὺς πονάει ἀπὸ θλίψη καὶ τὸ λαρύγγι τοὺς πνίγεται μέσα στὸ παράπονο;
Ἀδελφοί μου,
Τὰ γεγονότα τῆς Ἐπαναστάσεως μαρτυροῦν, ὅτι δύο εἶναι τὰ πιὸ δυνατὰ κοινὰ σημεῖα ἀναφορᾶς ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν Ἀγωνιστῶν τοῦ ’21: Ἡ Πίστη καὶ ἡ Πατρίδα. Ὅλες οἱ μάχες, ὅλες οἱ θυσίες γίνονται πρῶτα γιὰ τὴν Πίστη τὴν Ἁγία καὶ ἔπειτα γιὰ τὴν φιλτάτη Πατρίδα.
Βρισκόμαστε στὸ θρυλικὸ Ἰάσιο τῆς Μολδοβλαχίας. Τὰ παλληκάρια τοῦ Ἱεροῦ Λόχου –Πόντιοι στὴν πλειονότητά τους- ἀκοῦνε τὸν ἐπίσης ποντιακῆς καταγωγῆς Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη νὰ τοὺς προτρέπει: ''Εἶναι καιρὸς νὰ ἀποτινάξωμεν τὸν ἀφόρητον τοῦτον ζυγόν. Νὰ ἐλευθερώσωμεν τὴν Πατρίδα καὶ νὰ ὑψώσωμεν τὸ Σημεῖον δὶ οὗ πάντοτε νικῶμεν. Λέγω τὸν Σταυρόν. Μάχου ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος''.
Νὰ ὑψώσουμε, βροντοφωνάζει ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης, τὸν Τίμιο Σταυρὸ τοῦ Κυρίου μας, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ ὁποίου πάντοτε νικᾶμε καὶ νὰ τὰ δώσουμε ὅλα γιὰ τὴν Πίστη καὶ τὴν Πατρίδα.
Ἐμεῖς σήμερα τί κάνουμε; Ἀκοῦμε τὴν φωνὴ τοῦ Ὑψηλάντη;
Ἐμεῖς, σήμερα, ἀντὶ νὰ τὸν ὑψώσουμε τὸν Σταυρό, ὅπως ἔκανε ὁ Ὑψηλάντης, τὸν περιφρονοῦμε ὑβριστικά: Τὸν πετᾶμε ἀπὸ τὰ σχολεῖα καὶ τὶς δημόσιες ὑπηρεσίες, τὸν ἀφαιροῦμε ἀπὸ τὸ κοντάρι τῆς Σημαίας μας, τὸν βγάζουμε ἀπὸ τὰ στήθια μας καὶ ἀπὸ τὶς καρδιές μας, καὶ δὲν ξέρω ἐὰν σὲ λίγο, ἐν ὀνόματι τῆς νεοταξικῆς πολυπολιτισμικότητας, τὸν κατεβάσουμε ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς τρούλους τῶν ἐκκλησιῶν μας.
Τὰ ἔργα μας, δὲν τὰ στερεώνουμε πιὰ στὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου μας, ὅπως τὰ στερέωναν οἱ ἀγωνιστὲς τοῦ ’21, ἀλλὰ ποῦ; Τὰ στηρίζουμε στὴν αὐτοπεποίθησή μας, στὴν ἐπιστημοσύνη μας, στὰ βρώμικα δανεικά των ἑβραϊκῶν τραπεζῶν, στοὺς δούρειους ἵππους τῶν ΕΣΠΑ, στὰ ναρκοθετημένα οἰκονομικὰ πακέτα τῆς λεγόμενης εὐρωπαϊκῆς ἕνωσης.
Ὅσο γιὰ τὶς μάχες, ποὺ δίνουμε σήμερα στὴν ζωή μας, εἶναι ὁλοφάνερο, ὅτι σὲ γενικὲς γραμμὲς ἔπαψαν νὰ εἶναι μάχες γιὰ τὴν Πίστη καὶ τὴν Πατρίδα, ὅπως καλοῦσε τοὺς ἀγωνιστὲς ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης. Ἔχουν μετατραπεῖ σὲ μάχες γιὰ τὴν ἀτομική μας καθαρὰ καλοπέραση. Μάχες γιὰ κέρδη, γιὰ καταθέσεις, γιὰ καριέρα, γιὰ δόξα. Πάντως ὄχι μάχες γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία μας καὶ τὴν Ἑλλάδα μας.
Στὴν Ἁγία Λαύρα, ὁ Ἐπίσκοπος Παλαιῶν Πατρὼν Γερμανὸς ὑψώνει τὸ ἱστορικὸ λάβαρο τῆς Ἐπανάστασης τοῦ ’21, εὐλογεῖ τοὺς ἀγωνιστὲς καὶ μεταξύ των ἄλλων βροντοφωνάζει: ''Ἦρθε ἡ ὥρα νὰ σπάσουμε τὰ δεσμὰ καὶ τὸν ζυγό, ποὺ βαραίνει τὸν τράχηλό μας. Καλύτερος εἶναι ὁ θάνατος μὲ τὸ ὅπλο ἀνὰ χείρας, παρὰ ἡ θέαση τοῦ ἐξευτελισμοῦ τῶν βωμῶν καὶ τῶν ἐστιῶν''.
Τὰ ἴδια γράφει στὰ ἀπομνημονεύματά του καὶ ὁ Μακρυγιάννης: ’’Ὅταν μου πειράξουν τὴν πατρίδα καὶ τὴν θρησκεία μου, θὰ μιλήσω, θὰ ‘νεργήσω κι ὅτι θέλουν ἅς μου κάνουν’’.
Σήμερα, ὅμως, ἀδελφοί μου, ὅταν μᾶς πειράζουν τὴν Πίστη ἢ τὴν Πατρίδα, συνήθως δὲν κάνουμε, αὐτὸ ποὺ θὰ ἔκανε ὁ Μακρυγιάννης. Προτιμᾶμε νὰ μείνουμε σιωπηλοί, ψυχροὶ καὶ ἀδιάφοροι. Μιὰ ταπεινωτικὴ ἥττα τῆς ποδοσφαιρικῆς μας ὁμάδας τολμῶ νὰ πῶ, ὅτι ἴσως μᾶς ἐξαγριώνει περισσότερο.
Τὰ παραδείγματα; Ἀμέτρητα!
Μήπως, ὡς λαό, μᾶς ἔθιξαν τὰ γεγονότα τῶν Ἰμίων; Σὲ ποιὸ σχολεῖο σήμερα γίνεται λόγος γιὰ τὰ ἠρωϊκὰ μᾶς ἐκεῖνα παιδιά, πού θυσιάστηκαν γιὰ τὴν Πατρίδα ἐκεῖνο τὸ βράδυ; Θὰ μᾶς πεῖ κανεὶς ποιὸ βόλι τὰ θανάτωσε;
Μήπως μᾶς πειράζει τὸ νέο παιδομάζωμα; Ἔρχεται ὁ κύριος Φοῦχτελ, ἁρπάζει τὰ παιδιά μας καὶ ἐμεῖς χαιρόμαστε, πού σώζονται! Ποῦ; Στὰ χέρια τῶν Γερμανῶν!
Μήπως φαίνεται ἀπὸ τὴν στάση μας, ὅτι μᾶς προβληματίζει στὰ σοβαρὰ ἡ κατάργηση τῶν συνόρων μας καὶ ἡ ἀπώλεια τῆς ἐθνικῆς μας κυριαρχίας;
Τί κάνουμε ὡς λαὸς καὶ ὡς ἡγεσίες, γιὰ νὰ ἀποτρέψουμε τὴν κοινωνική, πολιτισμικὴ καὶ δημογραφικὴ ἀλλοίωση, ποῦ ἐπιχειρεῖται σήμερα σὲ βάρος τῆς Πατρίδας μας, μὲ ἀφορμὴ τάχα τὸ προσφυγικό;
Ἀδελφοί μου, ἃς μὴν μπερδευόμαστε. Ἄλλο πράγμα ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη πρὸς τοὺς ὄντως πρόσφυγες καὶ ἄλλο ἡ ἀνεξέλεγκτη ἐγκατάσταση φανατικῶν μουσουλμάνων μέσα στὴν αἱματοβαμμένη ἀπὸ τὸ Ἰσλὰμ πατρίδα μας.
Στὸν Ἀγώνα τοῦ ’21 ἔδωσαν τὸ αἷμα τοὺς ἕνα ἑκατομμύριο πρόγονοί μας. Δέκα πατριάρχες καὶ 120 ἐπίσκοποι ἔχασαν τὰ κεφάλια τους ἀπὸ τὴν χατζάρα τοῦ Ἰσλάμ.
Αὐτὴ τὴν ὥρα, μονάχα στὸν Πειραιά, λειτουργοῦν σαράντα τεμένη!
Γι’ αὐτὸ θυσιάστηκαν γιὰ τὴν Πατρίδα καὶ τὴν Ὀρθοδοξία ὅλοι αὐτοί; Γιὰ νὰ ξαναγεμίσει ἡ Πατρίδα μας τζαμιά; Δὲν μᾶς ἔφτασαν χίλιοι ἑκατὸ Νεομάρτυρες; Θέλουμε κι ἄλλους;
Καὶ γιὰ τὸν ἐξευτελισμὸ τῶν ἑστιῶν, πόσο ἄραγε θιγόμαστε καὶ ἀντιδροῦμε, ὅταν ἀφήνουμε τὸν θεσμὸ τῆς οἰκογένειας στὴν πατρίδα μας νὰ διαλυθεῖ, ὅταν τὸν θεοσδοτο γάμο τὸν περνᾶμε μέσα ἀπὸ τὰ δημαρχεῖα καὶ ὄχι μέσα ἀπὸ τὶς ἐκκλησιές μας, ὅταν ἀναδεικνύουμε τὸν σοδομισμὸ σὲ ἀξία γαμική, ὅταν οἱ γονεῖς κατάντησαν βάρος καὶ ἡ παιδοποιία βάσανο παραπανίσιο, ὅταν δολοφονοῦμε πάνω ἀπὸ 300.000 ἀγέννητα παιδιὰ τὸν χρόνο;
Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν ἐξευτελισμό, ποὺ δέχονται σήμερα ἄνθρωποι καὶ σύμβολα τῆς Πίστεώς μας, πόσο μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι μᾶς καίει, ὅταν, ὡς Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ἀνεχόμαστε νὰ ἀποκλείονται οἱ Ἱεράρχες μας ἀπὸ τὶς σχολικὲς αἴθουσες, ὅταν μένουμε σιωπηλοὶ στὴν ἀπόσυρση τῆς εἰκόνας τοῦ Κυρίου μας ἀπὸ τὴν εἴσοδο τῆς θεολογικῆς μας σχολῆς, ὅταν δεχόμαστε ἀδιαμαρτύρητα τὴν διακωμώδηση τοῦ ράσου σὲ καρναβαλικὲς ἐκδηλώσεις ἢ σὲ παρελάσεις σοδομιστῶν;
Μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ ’’κατορθώματά’’ μας, πῶς εἶναι δυνατόν, ἀγωνιστὲς σὰν τὸν Μακρυγιάννη καὶ τὸν Παλαιῶν Πατρὼν Γερμανό, νὰ μὴν ἔχουν παράπονα καὶ νὰ μὴν εἶναι πικραμένοι μαζί μας;
Ὁ μεγάλος Διδάχος τοῦ Γένους μας, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ ἀκούραστος αὐτὸς Ἀγωνιστῆς γιὰ τὸ Ποθούμενο, γιὰ τὴν Ἐλευθερία τοῦ Γένους, στὶς διδαχὲς τοῦ ἔλεγε: ’’Πρέπει νὰ φυλάξετε τὴν πίστη σας καὶ νὰ τὴν στερεώσετε’’.
Ἐμεῖς σήμερα τί κάνουμε, ἀδελφοί μου; Ἐμεῖς σήμερα, ἀντὶ νὰ φυλάξουμε καὶ νὰ στερεώσουμε τὴν Πίστη μας, ὅπως προέτρεπε ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, πολὺ συχνά, δυστυχῶς, τὴν ὑπονομεύουμε καὶ τὴν ἀμβλύνουμε.
Φυλᾶμε τὴν Πίστη μας, ὅταν στὶς θεολογικές μας σχολὲς καὶ σὲ κάποιες ἀπὸ τὶς λεγόμενες ἀκαδημίες θεολογικῶν σπουδῶν, τὰ τελευταῖα χρόνια, περιφρονοῦμε τοὺς Ἁγίους Πατέρες, ποὺ εἶναι οἱ στυλοβάτες τῆς Πίστεώς μας, καὶ διδάσκουμε θεωρίες καὶ πρακτικὲς δῆθεν μεταπατερικές;
Φυλᾶμε τὴν Πίστη μας, ὅταν κάθε τόσο συμπροσευχόμαστε στὸ ἐξωτερικὸ μὲ αἱρετικοὺς καὶ ἀλλοθρήσκους; Ὅταν τὸ κοράνιο τὸ ὀνομάζουμε βιβλίο ἱερό, δοθείσης μάλιστα εὐκαιρίας τὸ δωρίζουμε κιόλας ἀντὶ τοῦ Εὐαγγελίου;
Στερεώνουμε τὴν Πίστη μας, ὅταν καταργοῦμε τὸν ὁμολογιακὸ χαρακτήρα τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν, καὶ τοὺς παραδοσιακοὺς θεολόγους μας τοὺς περιφρονοῦμε;
Ὅταν ἀναθέτουμε τὴν θεραπεία τῶν παθῶν τῆς ψυχῆς μας σὲ ψυχολόγους, σὲ ψυχοθεραπευτὲς καὶ σὲ ὁμοιοπαθητικούς, ἐνῶ ὁ μόνος θεραπευτὴς τῶν ψυχῶν μας εἶναι ὁ Κύριος Ἠμῶν Ἰησούς Χριστός, θεραπευτήριό Του ἡ Ἐκκλησίας μας καὶ μοναδικά Του φάρμακα τὰ Ἱερά μας Μυστήρια;
Φυλᾶμε τὴν Πίστη μας, ὅταν μὲ νόμους τῆς πολιτείας δῆθεν ἀντιρατσιστικούς, φιμώνουμε τὸν ἄμβωνα σὲ θέματα ὅπως ἡ ὁμοφυλοφιλία, οἱ ἐκτρώσεις, οἱ δυσώνυμες δυτικόφερτες ἐκτροπὲς τοῦ θεσμοῦ τοῦ γάμου, ἡ κάρτα τοῦ πολίτη, ἡ ἀχρήματη κοινωνία, λὲς καὶ ὅλα αὐτὰ δὲν ἀφοροῦν στὴν Πίστη μας, δὲν ἅπτονται τοῦ κεφαλαίου τῆς σωτηρίας μας;
Πῶς, λοιπόν, μὲ ὅλα αὐτὰ καὶ ἄλλα τόσα, νὰ μὴν εἶναι πικραμένος μαζί μας ὁ Ἐθναπόστολός μας, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός; Καὶ πῶς νὰ μὴν πνίγεται ἀπὸ τὸ παράπονο, βλέποντάς μας νὰ παρατᾶμε κάποιες φορὲς ἀφύλαχτη τὴν πολυτίμητη Ὀρθοδοξία μας καὶ νὰ δηλώνουμε ἐνθουσιασμένοι μὲ τὰ ξυλοκέρατα, πού μᾶς ἔρχονται ἀπὸ τὴν Δύση;
Ὁ πρῶτος καὶ μοναδικὸς Κυβερνήτης μας ἦταν, ὡς γνωστόν, ὁ μέγιστός των Ἑλλήνων πολιτικῶν, ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας.
Ὁ εὐλογημένος αὐτὸς πρωτεργάτης τῆς ἐθνικῆς μας παλιγγενεσίας, δυστυχῶς γιὰ τὴν Πατρίδα μας, δὲν ἔμελλε νὰ ζήσει γιὰ πολύ.
Τὰ ἔργα του, τὸ ἦθος του, ἡ πίστη του καὶ γενικὰ ἡ προσωπικότητά του, ἔκαναν τοὺς ξένους νὰ τὸν φθονήσουν. Καὶ μὲ χέρι δικό μας δολοφονεῖται στὸ Ναύπλιο, τὴν Κυριακὴ 27 Σεπτεμβρίου τοῦ 1831, στὴν εἴσοδο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, στὶς ἕξι καὶ μισῆ τὸ πρωΐ.
Τυχαία ἡ μέρα, ἡ ὥρα καὶ ὁ τόπος τῆς δολοφονίας του; Ὄχι βέβαια. Διότι ὁ Κυβερνήτης συνήθιζε νὰ ἐκκλησιάζεται κάθε Κυριακὴ καὶ μάλιστα ’’ὄρθρου βαθέως’’.
Ἀδελφοί μου, ὡς Λαὸς καὶ ὡς Ἡγεσίες, ἀντέχουμε σήμερα νὰ μποῦμε ἀπέναντί του καὶ νὰ καθρεπτισθοῦμε στὸ Ἐκκλησιαστικὸ ἦθος τοῦ μεγάλου μας Κυβερνήτη; Στὶς ἡμέρες μας, ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες βαπτισμένοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, σὲ τί ἄραγε ποσοστὰ ἐκκλησιαζόμαστε, ὄχι βεβαίως καθ’ ἕξιν, ἀλλὰ μὲ γνήσιο Ὀρθόδοξο φρόνημα καὶ πνευματικὴ καθοδήγηση;
Καὶ ἀπὸ τὴν μεριὰ τῶν ἡγεσιῶν μας, πόσοι Ἕλληνες ἀξιωματοῦχοι ὑπάρχουν σήμερα, πού λειτουργοῦνται τακτικὰ τὶς Κυριακές, ὅπως ὁ Καποδίστριας, ἀναθέτοντας τὶς ὑποθέσεις τῆς Πατρίδας στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ;
Ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας, μέσα ἀπὸ τὴν δράση του καὶ τὰ γραπτά του, ἀποδεικνύεται ὅτι τὴν Ὀρθοδοξία τὴν εἶχε στὸ κέντρο τῆς καρδιᾶς του. Καὶ πλάϊ σ’ αὐτήν, φύλαγε ἄλλες δυὸ μεγάλες του ἀγάπες: Τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Παιδεία τὴν Ἑλληνική.
Τὸ ὅραμά του γιὰ τὴν Ἐθνική μας Παιδεία ἦταν ἕνα Σχολεῖο Ἑλληνικὸ καὶ Ὀρθόδοξο. Γι’ αὐτὸ καὶ διακήρυττε: «Τὰ σχολεῖα δὲν εἶναι ἁπλῶς τόποι προσκτήσεως γνώσεων, ἀλλὰ κυρίως φροντιστήρια ἠθικῆς, χριστιανικῆς καὶ ἐθνικῆς ἀγωγῆς».
’’Ἀποτελεῖ Θεία τιμή, ἔλεγε, τὸ νὰ ἀναθρέψει κάποιος Ἑλληνόπαιδες’’. Πῶς, ὅμως; ’’Μὲ τὶς γνώσεις τῆς Ἱερᾶς μας θρησκείας καὶ μὲ τὴν πάτριον γλώσσα’’ καὶ ὄχι μὲ τὴν ἀθεΐα καὶ τὴν ξένη γλώσσα ἀπὸ τὰ γεννοφάσκια μας, ὅπως κάνουμε σήμερα.
Ὅσο γιὰ τὴν Εὐρώπη, τὴν ὁποία σήμερα θεωροῦμε ’’τόπον ἐπαγγελίας’’, ὁ Καποδίστριας δὲν ἔτρεφε καὶ ἰδιαίτερη ἐκτίμηση. Γιὰ τὰ παιδιά, ποὺ ἔφευγαν στὴν Δύση γιὰ νὰ σπουδάσουν, ἔλεγε: «…ἀναγκαιότατον κρίνω νὰ συλλέξωμεν καὶ ἐπαναγάγωμεν εἰς τὴν Ἑλλάδα (νὰ φέρουμε πίσω) τους νέους Ἕλληνας, ὅσοι ἐπὶ προφάσει μαθήσεως διαφθείρωνται ἐν Εὐρώπη…».
Πῶς, λοιπόν, νὰ εἶναι εὐχαριστημένος ὁ Μεγάλος μας Κυβερνήτης καὶ μαζί του ὅλοι οἱ ἀγωνιστὲς τοῦ ’21, μὲ τὸ σημερινό μας ἐκκλησιολογικὸ φρόνημα, μὲ τὴν ἀπιστία τῶν σημερινῶν μας πολιτικῶν ἀνδρῶν, μὲ τὴ κατάντια τῆς Ἐθνικῆς μας Παιδείας;
Ὁ ὁπλαρχηγὸς Δημήτριος Μακρὴς ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐπικεφαλεῖς ὁπλαρχηγοὺς στὴν ἠρωϊκὴ Ἔξοδο τοῦ Μεσολογγίου. Μὲ τὸ τέλος τοῦ πολέμου, ἐνῶ διέθετε δύναμη καὶ ἐπιρροή, δὲν ἀσχολήθηκε μὲ τὴν πολιτική. Ἀποσύρθηκε καὶ ἀσχολήθηκε μὲ τὰ χωράφια του καὶ τὰ ζωντανά του.
Ὅταν μετὰ ἀπὸ καιρό, ὁ Ὄθωνας θέλησε νὰ τὸν τιμήσει γιὰ τὴν προσφορά του στὸν Ἀγώνα, προτείνοντάς του τὴν θέση τοῦ Ὑπασπιστοῦ, ὁ γενναῖος ὁπλαρχηγὸς Δημήτριος Μακρὴς μὲ τὴν παροιμιώδη ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε, μᾶς ἄφησε μέγα μάθημα ἀξιοπρέπειας καὶ ἐσωτερικοῦ μεγαλείου.
Ἐμφανῶς ἐνοχλημένος καὶ κατηφής, εἶπε στὸν βασιλιά: "Μεγαλειότατε, ἐγὼ δὲν ξέρω νὰ τσακάω (διπλώνω) τὴ μέση μου" καὶ ἔφυγε μὲ τὸ κεφάλι ψηλά.
Στὶς ἡμέρες μας, ἀδελφοί μου, πόσοι ἄραγε ἀπὸ ἐμᾶς, στὴν καθημερινή μας ζωή, διαθέτουμε τὸ ἠθικὸ σθένος καὶ τὸ ψυχικὸ μεγαλεῖο τοῦ Κλέφτη Δημητρίου Μακρή;
Καὶ προπαντός, πόσοι ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς ἀξιωματούχους εἶναι ἀποφασισμένοι νὰ ποῦν ὄχι σὲ τιμητικὲς διακρίσεις, σὲ διευκολύνσεις καὶ σὲ οἰκονομικὲς παροχές, ποὺ προέρχονται ἀπὸ γνωστοὺς ἐχθρούς της Πίστεως καὶ τῆς Πατρίδος καὶ πού κρύβουν ἀπὸ πίσω ἀναμονὲς ἀνταλλαγμάτων;
Τὸ ’’δεν τσακάω τὴ μέση μου’’ τοῦ μεγάλου ἀγωνιστῆ Δημητρίου Μακρή, εἶναι δυνατὸν νὰ ταιριάσει μὲ τὸ πρωθυπουργικὸ ’’γιές σερ’’ τῆς βραδιᾶς των Ἰμίων ἢ μὲ τὸ ἄλλο ’’γιες’’ στὸ σχέδιο Ἀνᾶν;
Τὸ ’’δεν τσακάω τὴ μέση μου’’ τοῦ μεγάλου ἀγωνιστῆ Δημητρίου Μακρή, εἶναι δυνατὸν νὰ ταιριάσει μὲ τὸ ’’ναὶ’’ τὸ δικό μας στὴν σκλαβιὰ τῆς κάρτας τοῦ πολίτη καὶ στὴν φυλακὴ τῆς ἀχρήματης κοινωνίας, πού μᾶς ἔχουν ἑτοιμάσει;
Πῶς νὰ μὴν εἶναι, λοιπόν, πικραμένος καὶ παραπονεμένος ὁ ἀγωνιστὴς Δημήτριος Μακρής, ὅταν βλέπει σήμερα, ὅτι οἱ ἀπροσκύνητοι ἀνάμεσα στὸν λαὸ καὶ τοὺς ἡγέτες, τείνουν νὰ γίνουν εἶδος πρὸς ἐξαφάνιση;
Ἀδελφοί μου, ἐνῶ οἱ ἄλλοι λαοὶ στοὺς ἐθνικοὺς στοὺς ὕμνους μιλᾶνε γιὰ τὰ κατορθώματά τους καὶ τὶς ὀμορφιὲς τῆς πατρίδας τους, ἐμεῖς εἴμαστε ὁ μοναδικὸς λαὸς σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, ποὺ ὁ Ἐθνικός μας ὕμνος εἶναι ἕνας ὕμνος ἀφιερωμένος στὴν Ἐλευθερία.
Στὶς ἡμέρες μας ὀφείλουμε νὰ παραδεχθοῦμε, ὅτι ἡ ἔννοια τῆς Ἐλευθερίας δὲν ἔχει τὸ ἴδιο εἰδικὸ βάρος μὲ ἐκεῖνο ποὺ εἶχε στὶς καρδιὲς τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ ’21. Ἐμεῖς σήμερα εὔκολα τὴν διαπραγματευόμαστε. Γιὰ τοὺς ἀγωνιστές, ὅμως, τοῦ ’21 ποτὲ δὲν ἦταν ὑπόθεση γιὰ διαπραγμάτευση. Δὲν τὴν ἀντάλλασαν μὲ τίποτε! Γιὰ παράδειγμα οἱ Σουλιῶτες:
Στὰ 1803, στὰ Γιάννενα, ὁ Ἀλὴ Πασὰς στὴν προσπάθειά του νὰ πείσει τοὺς Σουλιῶτες καπεταναίους νὰ παραδοθοῦν, τοὺς ὑποσχόταν, ὅτι ἀφοῦ παρέδιδαν τὸ Σούλι, θὰ τοὺς χάριζε ὅ, τί λαχταροῦσε ἡ ψυχή τους. Πῆρε, ὅμως, ἀπὸ τοὺς Σουλιῶτες τὴν ἑξῆς ἀπάντηση: ’’Ἡ λευτεριά μας, πασά μου, οὔτε ἀγοράζεται οὔτε πουλιέται μὲ θησαυροὺς καὶ ταξίματα, παρὰ μονάχα μὲ τὸ αἷμα καὶ τοῦ τελευταίου Σουλιώτη’’.
Θὰ ἔχουν ἄδικο σήμερα οἱ Σουλιῶτες καπεταναῖοι, ἐὰν θὰ εἶναι παραπονεμένοι καὶ θυμωμένοι μαζί μας;
’’Τί κάνετε ὠρέ, μᾶς φωνάζουν μὲ δυσαρέσκεια καὶ ἀγανάκτηση. Πουλᾶτε τὴν Ἐλευθερία, τὴν ὁποία σᾶς παραδώσαμε ἐμεῖς μὲ τὸ αἷμα μας, γιὰ μιὰ δῆθεν καλοπέραση, γιὰ μιὰ ψεύτικη εὐμάρεια; Τί τὰ θέλετε ὠρὲ τὰ δάνεια τῶν Ἑβραίων; Δὲν βλέπετε, ὅτι σᾶς ἔφθειραν καὶ σᾶς ὁδήγησαν στὰ μνημόνια, δηλαδὴ στὴν σκλαβιά; Δὲν βλέπετε ὅτι ἔχετε νὰ κάνετε μὲ σατανικοὺς δανειστές, ποὺ μισοῦν θανάσιμα τὴν Ἑλλάδα μας καὶ τὴν Ὀρθοδοξία μας’’;
Οἱ Ἀγωνιστὲς τοῦ ’21, ὄχι μονάχα δὲν διαπραγματεύονταν τὴν Λευτεριά τους, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ σὲ περιπτώσεις ὅπου ἡ στρατιωτικὴ ὑπεροχὴ τῶν τούρκων ἦταν συντριπτική, ποτὲ δὲν φέρθηκαν μὲ δειλία, μὲ συμβιβασμούς, μὲ ὑπολογισμοὺς κατὰ τὰ πρότυπά τα δυτικά.
Εἶναι χαρακτηριστικὸς ὁ διάλογος ἀνάμεσα στὸν Κολοκοτρώνη καὶ τὸν Ἐγγλέζο ναύαρχο Χάμιλτων, σὲ μιὰ δύσκολη καμπὴ τοῦ Ἀγώνα. Τοῦ λέει ὁ Χάμιλτων: ’’Πρέπει οἱ Ἕλληνες νὰ ζητήσετε συμβιβασμὸ καὶ ἡ Ἀγγλία νὰ μεσιτεύσει’’.
Καὶ ὁ Κολοκοτρώνης τοῦ ἁπαντά: ’’Αὐτὸ δὲν γίνεται ποτέ. Ἐλευθερία ἢ θάνατος! Ἐμεῖς, καπετὰν Χάμιλτων, ποτὲ συμβιβασμὸν δὲν ἐκάμαμεν μὲ τὸν Τοῦρκον. Ἄλλους ἔκοψε, ἄλλους ἐσκλάβωσε μὲ τὸ σπαθὶ καὶ ἄλλοι, καθὼς ἐμεῖς, ἐζούσαμεν ἐλεύθεροι ἀπὸ γενεὰ εἰς γενεά’’.
Ἐξίσου χαρακτηριστικὴ εἶναι καὶ ἡ ἀπάντηση, ποὺ ἔδωσε ὁ μπουρλοτιέρης τῶν ψυχῶν Παπαφλέσσας πρὸς τοὺς συμπολεμιστές του, ὅταν ἐκεῖνοι, στὸ Μανιάκι, γιὰ λόγους ἀσφαλείας, τοῦ πρότειναν νὰ πιάσουν ταμπούρια σὲ ψηλότερες θέσεις στὸ βουνό: Τοὺς εἶπε: ''Ἐγὼ δὲν ἦρθα ἐδῶ γιὰ νὰ μετρήσω ἀπὸ τὰ ψηλώματα πόσος εἶναι ὁ στρατὸς τοῦ Μπαϊράμη. Ἦρθα νὰ πολεμήσω. Καθίστε ἐδῶ, νὰ πεθάνουμε σὰν ἀρχαῖοι Ἕλληνες''.
Ἀδελφοί μου, μὲ τέτοιο φρόνημα ἀνυπότακτο καὶ ἀσυμβίβαστο, ποὺ εἶχε ὁ Κολοκοτρώνης, θὰ ἀνεχόταν, νὰ ὑπάρχουν σήμερα στὴν Πατρίδα μας ἐν ἐνεργεία ὑπουργοί, ποὺ νὰ ἀρνοῦνται τὴν Γενοκτονία τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου, τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τῆς Θράκης;
Θὰ δεχόταν ὁ Γέρος τοῦ Μοριά, νὰ καταθέσει στεφάνι στὸν Μουσταφὰ Κεμάλ, τὸν ἐμπνευστῆ καὶ δράστη αὐτῆς τῆς Γενοκτονίας, ὅπως πράττουμε ἐμεῖς σήμερα;
Θὰ ἀνεχόταν ὁ γενναιότατος Παπαφλέσσας, νὰ ὑπάρχουν σήμερα στὴν Πατρίδα μᾶς ὑπουργοὶ καὶ πανεπιστημιακοὶ καθηγητές, ποῦ νὰ συνηγοροῦν στὴν ἵδρυση τμήματος ἰσλαμικῶν σπουδῶν μέσα στὴν Θεολογικὴ σχολὴ τῆς Θεσσαλονίκης μας;
Θὰ συμβιβαζόταν ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, νὰ διαφεντεύεται σήμερα ἡ Θράκη μας ἀπὸ τὸ τουρκικὸ προξενεῖο τῆς Κομοτηνῆς ἢ μήπως θὰ ἀνεχόταν, ἐν ὀνόματι τάχα κομματικῶν συμφερόντων, νὰ ἐκλέγονται στὴν Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων, πράκτορες τουρκικῶν συμφερόντων;
Ὁ πατριωτισμός, ἀδελφοί μου, δὲν ἐννοεῖται σὲ ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες ὡς κάτι ἀνεξάρτητο καὶ ξένο ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη μας. Πατριωτισμὸς καὶ Ὀρθοδοξία σ’ ἐμᾶς πᾶνε μαζί. Ἀρκεῖ νὰ σᾶς θυμίσω, τί ἔκαναν οἱ Φραγκολεβαντίνοι στὸ νησὶ τῆς Σύρου, σὰν εἶδαν ἀπὸ μακριὰ νὰ καταφθάνουν τὰ καράβια τοῦ Ἰμπραήμ: ἀρνήθηκαν τὴν ἑλληνική τους καταγωγὴ καὶ ὕψωσαν ἀμέσως στὰ μπαλκόνια τοὺς σημαῖες Ἰταλιάνικες καὶ Γαλλικές.
Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι πάνω ἀπ’ ὅλα ἔχουμε στὴν καρδιὰ μας τὸν Χριστὸ καὶ μὲ τὴν ἀγάπη τὴν δική Του ἀγαπᾶμε καὶ τὴν Πατρίδα μας. Ἔτσι καὶ ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, δὲν ἦταν ἁπλὰ καὶ μόνον ἕνας φιλόπατρις ἀγωνιστής. Ἦταν προπαντὸς ἄνθρωπος μὲ βαθιὰ πίστη στὸν Θεὸ καὶ μὲ ἐμπιστοσύνη μεγάλη στὴν Παναγιά μας.
Γράφει ὁ ἴδιος: ’’Ἦταν μιὰ ἐκκλησία εἰς τὸν δρόμον, ἡ Παναγία στὸ Χρυσοβίτσι, καὶ τὸ καθησιό μου ἦτο ὅπου ἔκλαιγα τὴν Ἑλλάς… Σίμωσα, ἔδεσα τὸ ἄλογό μου σ’ ἕνα δένδρο, μπῆκα μέσα καὶ γονάτισα. Παναγία μου, εἶπα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου καὶ τὰ μάτια μου δάκρυσαν. Παναγία μου, βοήθησε καὶ τούτη τὴ φορὰ τοὺς Ἕλληνες νὰ ψυχωθούν’’.
Ἀξίζει ἐδῶ νὰ μνημονεύσουμε ἕνα ἀκόμα περιστατικὸ ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ποὺ δείχνει τὶς πολὺ βαθιὲς Ὀρθόδοξες ρίζες του: Βρισκόμαστε στὸ Βαλτέτσι. Μόλις ἔχει τελειώσει ἡ ἀποφασιστικὴ ἐκείνη μάχη γιὰ τὴν τελικὴ ἔκβαση τοῦ Ἀγώνα. Διηγεῖται ὁ ἴδιος: ’’ Δώδεκα-δεκατρεῖς Μαΐου ἦτον. Εἴκοσι τρεῖς ὧρες ἐβάσταξε ὁ πόλεμος. Ἐκείνην τὴν ἡμέρα ἦτον Παρασκευὴ καὶ ἔβαλα λόγον ὅτι: Πρέπει νὰ νηστεύσωμεν ὅλοι διὰ δοξολογίαν ἐκείνης τῆς ἡμέρας, καὶ νὰ δοξάζεται αἰώνας αἰώνων ἐωσοῦ στέκει τὸ ἔθνος, διατὶ αὐτὴ ἦταν ἡ ἐλευθερία τῆς Πατρίδος’’.
’’Πρέπει νὰ νηστεύσωμεν ὅλοι διὰ δοξολογίαν ἐκείνης τῆς ἡμέρας’’.
Τί νὰ λέει ἄραγε σήμερα ὁ Γέρος τοῦ Μοριά, βλέποντάς μας νὰ διοργανώνουμε ξεφαντώματα μὲ γύρους καὶ σουβλάκια ἐν μέσω Μεγάλης Σαρακοστῆς, γιὰ νὰ τιμήσουμε τάχα τὴν Ἐπανάσταση τοῦ ’21;
Στὴν ἴδια γραμμὴ μὲ τὸν Κολοκοτρώνη, σὲ ὅτι ἀφορᾶ τὴν σχέση του μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, στοιχίζεται καὶ ὁ ἄλλος μεγάλος ἄνδρας τῆς Ἐπανάστασης, ὁ στρατηγὸς Ἰωάννης Μακρυγιάννης.
Γράφει στὰ ἀπομνημονεύματά του: ’’Και βγῆκαν τώρα κάτι δικοί μας κυβερνῆτες, Ἕλληνες, σπορὰ τῆς ἐβραιουργιᾶς, ποὺ εἶπαν νὰ μᾶς σβήσουν τὴν Ἁγία Πίστη, τὴν Ὀρθοδοξία, διότι ἡ Φραγκιὰ δὲν μᾶς θέλει μὲ τέτοιο ντύμα Ὀρθόδοξον… Ἐμεῖς, μὲ σκιὰν μᾶς τὸν Τίμιον Σταυρόν, ἐπολεμήσαμεν. Καὶ αὐτὸς ὁ Σταυρὸς μᾶς ἔσωσε. Τόση μικρότητα στὸν Σταυρό, τὸν σωτήρα μας! Καὶ βρίζουν οἱ πουλημένοι εἰς τοὺς ξένους καὶ τοὺς παπάδες μας, τοὺς ζυγίζουν ἀναντρους καὶ ἀπόλεμους. Ἐμεῖς τοὺς παπάδες, τοὺς εἴχαμε μαζὶ εἰς κάθε μετερίζι, εἰς κάθε πόνον καὶ δυστυχίαν. Ντροπὴ Ἕλληνες!»
Ἀδελφοί μου, μὲ ὅλα αὐτὰ ποὺ πίστευε καὶ ὑπερασπιζόταν ὁ Μακρυγιάννης, θὰ μποροῦσε νὰ ἀνεχθεῖ σήμερα ἀδιαμαρτύρητα , μέσα στὴν ἴδια του τὴν Πατρίδα , νὰ περιφρονεῖται τὸ ράσο, νὰ ὑποτιμᾶται καὶ νὰ διώκεται ἡ Ὀρθοδοξία μας ἀπὸ τὸ σύνολο σχεδὸν τοῦ πολιτικοῦ μας προσωπικοῦ, νὰ φορολογοῦνται ληστρικὰ οἱ Ἐκκλησιές μας, νὰ μὴν διορίζονται παπάδες, ἀλλὰ τουναντίον νὰ ἀνοίγονται θέσεις γιὰ ἰμάμηδες καὶ νὰ χαρίζονται ἑκατομμύρια, ἀπὸ τὶς ἄδειες τσέπες τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων πολιτῶν, γιὰ τὴν λεγόμενη ἐκπαίδευση τῶν μουσουλμανοπαίδων;
Ἴσως γιὰ τὶς περιπτώσεις αὐτές, νὰ λένε κάποιοι ἀπὸ ἐμᾶς: Τί νὰ κάνουν οἱ πολιτικοί μας ἄρχοντες; Ἀναγκάζονται νὰ ἑλιχθοῦν διπλωματικά. Ὑποχρεώνονται. Ἐκβιάζονται. Τὸ ἐπιβάλλουν οἱ τρόποι καλῆς συμπεριφορᾶς.
Νά, ὅμως, ποὺ ἔρχονται τὰ πρόσωπα καὶ τὰ γεγονότα τοῦ ’21 καὶ ἀκυρώνουν ἐντελῶς κάθε παρόμοια δικαιολογία: Βρισκόμαστε στὴν πρώτη πολιορκία τοῦ Μεσολογγίου, λίγο πρὶν ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1822. Δέκα χιλιάδες Τοῦρκοι, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Ὀμὲρ Βρυώνη καὶ τὸν Κιουταχή, σχεδιάζουν νὰ κάνουν τὴν τελική τους ἐπίθεση τὸ βράδυ τῶν Χριστουγέννων. Τότε, δηλαδή, ποὺ οἱ Ἕλληνες θὰ βρίσκονται στὶς ἐκκλησιές, γιὰ νὰ τοὺς αἰφνιδιάσουν.
Ὁ Γιάννης Γούναρης ἦταν κυνηγὸς τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη καὶ ἀκολουθοῦσε ὑποχρεωτικὰ τὸν τουρκικὸ στρατό, διότι κρατοῦσαν ὁμήρους, στὴν Ἄρτα, τὴν γυναίκα του καὶ τὰ παιδιά του.
Ὁ Γιάννης Γούναρης γνωρίζει γιὰ τὴν νυχτερινὴ ἐπίθεση τῶν Τούρκων. Τὸ δίλλημα τραγικότατο!
Νὰ ἀποκαλύψει τὸ σχέδιο στοὺς Μεσολογγίτες ἢ νὰ μὴν τὸ πεῖ σὲ κανέναν; Ἀπὸ τὸ μαχαίρι τοῦ τούρκου νὰ σώσει τὸ Μεσολόγγι ἢ νὰ σώσει τὴν γυναίκα του καὶ τὰ παιδιά του; Νὰ βάλλει πρῶτα τὴν Πατρίδα ἢ τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν οἰκογένειά του;
Βέβαια, μὲ τὴν λογική των ἡμερῶν μας, θὰ μποροῦσε καὶ ἐκεῖνος νὰ φερθεῖ κατὰ πὼς λένε διπλωματικά. Νὰ ὑπακούσει στὰ κελεύσματα τοῦ πολιτικοῦ σαβουὰρ βιβρ, τῆς λεγόμενης πολιτικῆς ὀρθότητας. Νὰ φορέσει, δηλαδή, φέσι ἢ κιπά. Τί κάνει, ὅμως;
Περνάει κρυφὰ στὸ Μεσολόγγι, βγαίνοντας δῆθεν γιὰ κυνήγι, καὶ εἰδοποιεῖ ἀμέσως τοὺς Μεσολογγίτες γιὰ τὸ δόλιο σχέδιο τοῦ Κιουταχή. Τὸ Μεσολόγγι
φυλάγεται. Ὁ Κιουταχὴς ἀποτυγχάνει στὴν ἐπίθεσή του. Οἱ Μεσολογγίτες σώζονται. Τὰ παιδιά του καὶ ἡ γυναίκα του σφαγιάζονται αὐθημερόν.
Ὁ Ἥρωας Ἀγωνιστής Γιάννης Γούναρης, ’’ἑπόμενος τοῖς ἀρχαίοις ἠμῶν πατράσι’’, ἀκολούθησε τὴν φωνὴ τοῦ Σοφοκλῆ, ὁ ὁποῖος σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς τραγωδίες τοῦ ἔγραφε: ’’Ὅταν ἡ Πατρίδα εὐτυχεῖ, εὐτυχῶ κι ἐγὼ καὶ ἡ οἰκογένειά μου. Ὅταν, ὅμως, τὸ ἐνδιαφέρον μου περιορίζεται στὸν ἑαυτό μου καὶ στὴν οἰκογένειά μου, ἐνῶ ἡ Πατρίδα δυστυχεῖ, τότε καὶ ἡ δική μου εὐημερία δὲν θὰ κρατήσει γιὰ πολύ’’.
Εἶναι ἐντυπωσιακό το γεγονός, ὅτι τὰ ἴδια ἀκριβῶς μὲ τὸν ἀρχαῖο Ἕλληνα τραγωδὸ ἔλεγε καὶ ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, μιλώντας στὴν Πνύκα πρὸς τοὺς μαθητὲς τῶν Ἀθηνῶν:
«Ἡ προκοπή σας καὶ ἡ μάθησή σας νὰ μὴν γίνει σκεπάρνι μόνο γιὰ τὸ ἄτομό σας ἀλλὰ νὰ κοιτάξει τὸ καλό τῆς κοινότητας καὶ μέσα εἰς τὸ καλὸν αὐτὸ βρίσκεται καὶ τὸ δικό σας».
Ἀναρωτιέμαι: Ὁ ἀγράμματος γέρος τοῦ Μοριά, ποῦ διδάχθηκε Ἀρχαία Ἑλληνικὴ τραγωδία;
Μπορεῖ νὰ πέφτω ἔξω, ἀλλά, σκέφτομαι ὅτι αὐτὰ τὰ μαθήματα ἦταν γραμμένα μέσα ἀπὸ τὴν μήτρα τῆς μάνας του. Αὐτὰ τὰ λόγια ἦταν ἀρχές, ποὺ περνοῦσαν ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ μέσα ἀπὸ τὴν ζωή, μέσα ἀπὸ τὴν παράδοση.
Σήμερα, ὅμως, αὐτὴ ἡ συνέχεια διασαλεύθηκε. Μὲ δική μας εὐθύνη οἰκειοποιηθήκαμε ξένα πρότυπα. Παρατήσαμε στὴν ἄκρη ἕναν ἀμύθητο δικό μας πολιτισμικὸ θησαυρὸ καὶ μείναμε τώρα γυμνοί, περιμένοντας νὰ ντυθοῦμε μὲ τὰ κουρέλια τῆς παραπαίουσας Δύσης.
Τὸν ἴδιο γνώμονα μὲ τὸν Κολοκοτρώνη, δηλαδή, τὸν Ἀρχαῖο Ἕλληνα τραγωδό, εἶχε καὶ ὁ Σερραῖος μεγαλέμπορος καὶ τραπεζίτης, ὁ ἐπαναστάτης Ἐμμανουὴλ Παππᾶς. Ἡ φήμη του γιὰ τὴν πατριωτική του δράση εἶχε φτάσει σὲ κάθε ἄκρη τῆς Ἑλλάδας. Ὅλα του τὰ πλούτη καὶ ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα τὰ διέθεσε στὸν Ἀγώνα γιὰ τὴν Ἐλευθερία τῆς Πατρίδας.
Τὰ τρία ἀπὸ τὰ τέσσερα παιδιὰ τοῦ ἔπεσαν στὸ πεδίο τῆς μάχης. Ὁ τέταρτος γιὸς του ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ στὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα πάμπτωχος.
Τὸ στρατηγεῖο του –γιὰ νὰ μὴν ξεχνᾶμε καὶ τὸν ρόλο τῶν Μοναστηριῶν μας στὸν ἀγώνα τοῦ ’21- τὸ εἶχε ἐγκαταστήσει στὸ Ἅγιον Ὅρος, στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἐσφιγμένου.
Μὲ τὸ ἴδιο φρόνημα κινήθηκε καὶ ὁ Θρακιώτης καραβοκύρης καπετὰν Ἀντώνης Βιζβίζης. Δίπλα του ἀγέρωχη ἡ καπετάνισσα Δόμνα Βιζβίζη καὶ τὰ πέντε τους μικρὰ παιδιά. Τὸ καράβι τους ἡ ''Καλομοίρα'', κανονικὸ πολεμικό, ὁπλισμένο μὲ δικά τους ἔξοδα, ἔχει γίνει τὸ σπίτι τους.
Ὁ καπετὰν Βιζβίζης ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα τὰ ἔχει δώσει γιὰ τὴν Πατρίδα. Τοῦ ἀρέσει νὰ λέει: ’’Δεν λυπᾶμαι νὰ ξοδεύω χρήματα, ἀφοῦ μ' αὐτὰ θὰ κτιστῆ τὸ χρυσὸ παλάτι τῆς Ἐλευθερίας’’.
Σίγουρα ἀπὸ ἐκεῖ ψηλά, ὁ Σερραῖος τραπεζίτης καὶ ὁ Θρακιώτης καραβοκύρης θὰ ἀναρωτιοῦνται δικαιολογημένα: Ποῦ εἶναι σήμερα οἱ Ἐμμανουὴλ Παππάδες καὶ οἱ Βισβίζηδες; Ποῦ εἶναι σήμερα οἱ Ἕλληνες τραπεζίτες, μεγαλέμποροι καὶ ἐφοπλιστές, νὰ στηρίξουν τὴν δοκιμαζόμενη Πατρίδα; Ποῦ χάθηκαν οἱ ἐθνικοί μας εὐεργέτες;
Καὶ δὲν χάθηκαν μονάχα οἱ ἐθνικοί μας εὐεργέτες, ἀδελφοί μου. Σήμερα ἔχουν χαθεῖ καὶ ἐκεῖνα τὰ πολιτικὰ ἀναστήματα, ποὺ ὄχι μόνον δὲν δέχονταν νὰ
πάρουν δεκάρα γιὰ τὶς ὑπηρεσίες τους ἀπὸ τὸν ἐθνικὸ κορβανά, ἀλλὰ ἀντιθέτως ὑποθήκευαν ἀκόμα καὶ τὴν προσωπική τους περιουσία, προκειμένου νὰ στηριχθεῖ οἰκονομικὰ ἡ καθημαγμένη Πατρίδα.
Παράδειγμα ὁ Καποδίστριας. Ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας ἦταν ὁ πρῶτος καὶ μοναδικὸς Κυβερνήτης μας, ποὺ δὲν καταδέχτηκε ποτὲ του νὰ πάρει μηνιάτικο καὶ πού, γιὰ δάνειο τῆς Πατρίδας, ἔβαλε ὑποθήκη τὰ πατρικά του κτήματα στὴν Κέρκυρα.
Πῶς, λοιπόν, ὁ ἅγιος τῆς πολιτικῆς μας νὰ μὴν ἔχει παράπονο μεγάλο ἀπὸ ὅλους μας, ὅταν βλέπει στὶς ἡμέρες μας ἐπώνυμους ἀξιωματούχους, ἀλλὰ καὶ ἁπλοὺς πολίτες, νὰ πλουτίζουν παράνομα μὲ λεφτὰ τοῦ Δημοσίου;
Εἶναι πολὺ χαριτωμένος ὁ διάλογος ἀνάμεσα στὸν Νικηταρὰ τὸν Τουρκοφάγο καὶ τὸν θεῖο του τὸν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ὅπου καυτηριάζεται, θὰ λέγαμε, αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ πράγμα: ὁ παράνομος πλουτισμός, σὲ βάρος τῆς Πατρίδας.
Τὸ μικρὸ συμβὰν διασώζεται ὡς ἑξῆς: Ὁ Ἀγώνας ἔχει τελειώσει καὶ οἱ ἔνδοξοι ὁπλαρχηγοὶ ἔχουν ἀποσυρθεῖ στὰ σπίτια τους. Εἶναι παραμονὴ πρωτοχρονιᾶς.
Ὁ θρυλικὸς Νικηταρᾶς ὁ Τουρκοφάγος, ὑποδέχεται στὸ φτωχικό του, στὸν Πειραιά, τὸν θεῖο του τὸν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Μιὰ ὁμάδα παιδιῶν μπαίνουν στὴν αὐλὴ καὶ λένε τὰ κάλαντα. Ὁ Νικηταρᾶς δὲν ἔχει νὰ δώσει τίποτε στὰ παιδιά. Ζητάει μερικοὺς παράδες ἀπὸ τὸν Κολοκοτρώνη. Ὁ Γέρος τοῦ δίνει καὶ πειράζοντας τὸν, τοῦ λέει: ’’Δεν ντρέπεσαι νὰ ζητιανεύεις, κοτζὰμ καπετάνιος ἐσύ, μὲ τόσες δόξες; Τί σόϊ στρατηγὸς εἶσαι τότενες’’;
Ὁ Νικηταρᾶς τὸν κοιτάζει ἤρεμα τὸν θεῖο του καὶ τοῦ ἁπαντὰ σεμνά: ’’Πραματευτής δὲν ἤμουνα. Ἡ μοίρα μου, τὸ θέλησε νὰ γίνω καπετάνιος. Μὰ δὲν θὰ ἦταν σωστὸ νὰ κάνω πραμάτεια τὸ καπετανλίκι μου γιὰ νὰ καζαντίσω (γιὰ νὰ πλουτίσω)’’.
Εἶναι τόσα πολλά τα κατορθώματα, ἀλλὰ καὶ τὰ παράπονα τῶν Ἀγωνιστῶν τοῦ ’21! Πῶς νὰ τὰ διέλθουμε ὅλα αὐτὰ μέσα σὲ μιὰ παρουσίαση ὅπως ἡ ἀποψινή;
Σεβαστοὶ πατέρες, ἀδελφοὶ ἀγαπητοί, καλά μας παιδιά,
Ὁ φιλάνθρωπος Θεός, ἀνάλογα μὲ τὰ ἔργα μας, ἄλλοτε μᾶς ἐπισκέπτεται μὲ τὴν εὐδοκία Του, ἄλλοτε μὲ τὴν μακροθυμία Του καὶ ἄλλοτε μὲ τὴν παραχώρηση διαφόρων πειρασμῶν.
Στὰ χρόνια τα δικά μας, εἶναι ὁλοφάνερο, ὅτι, λόγω τῆς ἀποστασίας μας, μᾶς ἐπισκέπτεται ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ μέσω δοκιμασιῶν. Οἱ δυσκολίες καὶ οἱ ἐχθροί, ποὺ ἔπεσαν κατ’ ἐπάνω μας αὐτὰ τὰ χρόνια, εἶναι μέσα στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν κατὰ Χριστὸν παιδαγωγία μας.
Ὁ δάσκαλος τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, ὁ Ἰωσὴφ ὁ Βρυέννιος, τριάντα χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν Αλωση, εἶχε πεῖ: ’’Ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον ἐπέπεσαν ἐκ δυσμῶν καὶ ἐξ ἀνατολῶν διάφοροι ἐχθροὶ καὶ λυμαίνονται τὴν αὐτοκρατορία εἶναι ὁλοφάνερος: ’Ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ ἔγιναν ὑπερήφανοι, ἀλαζόνες, φιλάργυροι, φίλαυτοι, ἀχάριστοι, ἀπειθεῖς, λιποτάκται, ἀνόσιοι, ἀμετανόητοι, ἀδιάλλακτοι. Ἔγιναν οἱ ἄρχοντες κοινωνοὶ ἀνόμων, οἱ ὑπεύθυνοι ἅρπαγες, οἱ
κριτὲς δωρολῆπτες, οἱ μεσίτες ψευδεῖς, οἱ νεώτεροι ἀκόλαστοι, οἱ ἀστοὶ ἐμπαῖκτες, οἱ χωρικοὶ ἄλαλοι καὶ οἱ πάντες ἀχρεῖοι. Χάθηκε εὐλαβὴς ἀπὸ τῆς γῆς, ἐξέλιπε στοχαστῆς, οὒχ εὔρηται φρόνιμος’’.
Πόσον ἐπίκαιρος ἀναδεικνύεται ὁ μεγάλος μας διδάσκαλος Ἰωσὴφ Βρυέννιος, ἐὰν ἀναλογισθοῦμε, ὅτι ἡ περιγραφὴ του αὐτὴ δὲν ἀπέχει καὶ πολὺ ἀπὸ μιὰ περιγραφὴ τῆς σημερινῆς μας κατάστασης.
Ἃς μὴν ἀποθαρρυνόμαστε, ὅμως. Ὁ Θεὸς Πατέρας εἶναι μαζί μας. Ἐκεῖνο ποὺ ζητάει ἀπὸ ἐμᾶς, μέσα ἀπὸ τὶς δυσκολίες αὐτές, εἶναι νὰ μετανοήσουμε, νὰ σωθεῖ ἡ Πίστη μας. Νὰ μὴν χάσουμε τὴν ψυχή μας. Αὐτὰ μας διδάσκουν οἱ σύγχρονοι Ἅγιοι Πατέρες μας, αὐτὰ ἔλεγε καὶ ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ἀναφερόμενος στοὺς λόγους, γιὰ τοὺς ὁποίους βρεθήκαμε κάτω ἀπὸ τὴν χαντζάρα τοῦ Τούρκου.
’’…ἔστειλεν ὁ Θεὸς τὸν ἅγιον Κωνσταντῖνον καὶ ἐστερέωσε βασίλειον χριστιανικόν? καὶ τὸ εἶχαν χριστιανοὶ τὸ βασίλειον 1150 χρόνους. Ὕστερά το ἐσήκωσεν ὁ Θεὸς τὸ βασίλειον ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ἤφερε τὸν Τοῦρκο μέσα ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴν καὶ τοῦ τὸ ἔδωκε διὰ ἐδικόν μας καλόν… Καὶ τί; Ἄξιος ἦτον ὁ Τοῦρκος νὰ ἔχει βασίλειον; Ἀλλὰ ὁ Θεὸς τοῦ τὸ ἔδωκε διὰ τὸ καλόν μας. Καὶ διατὶ δὲν ἤφερεν ὁ Θεὸς ἄλλον βασιλέα, ὁπού ἦτον τόσα ρηγάτα (=βασίλεια) ἐδῶ κοντὰ νὰ τοὺς τὸ δώσει, μόνον ἤφερε τὸν Τοῦρκον μέσαθε ἀπὸ τὴν Κόκκινην Μηλιὰ καὶ τοῦ τὸ ἐχάρισε; Διατὶ ἤξευρεν ὁ Θεὸς πὼς τὰ ἄλλα ρηγάτα μᾶς βλάπτουν εἰς τὴν Πίστιν, καὶ ὁ Τοῦρκος δὲν μᾶς βλάπτει, ἄσπρα δώσ’ του καὶ καβαλλίκευσε τὸν ἀπὸ τὸ κεφάλι. Καὶ διὰ νὰ μὴν κολασθοῦμεν, τὸ ἔδωκε’’.
Ἀδελφοί μου,
Οἱ ἀγωνιστὲς τοῦ ’21 ἀγωνίστηκαν καὶ θυσιάστηκαν γιὰ τὴν Πίστη καὶ τὴν Πατρίδα. Ἐμεῖς, ὅμως, σὲ μεγάλο βαθμὸ ἔχουμε περιφρονήσει τὸν ἀγώνα τους, καὶ τὰ δύο αὐτὰ πολύτιμα δῶρα τοῦ Θεοῦ τὰ ἔχουμε παραμελήσει.
Τὰ προστάγματά Του τὰ βάλαμε στὴν μπάντα καὶ ἀφήσαμε νὰ ἐνεργήσουν οἱ ἐπιθυμίες μας. Ὁ παράδεισος, ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Θεός, δὲν μᾶς ἄρεσε. Μᾶς γυάλισε ἡ κόλαση τῶν ἀπάτριδων καὶ τῶν ἀπίστων. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ φιλανθρωπία Του, μᾶς ἐπισκέπτεται σήμερα μὲ δοκιμασίες: Μὲ ἀνεργία, μὲ φτώχεια, μὲ χρέη, μὲ ἀβάσταχτους φόρους, μὲ λεηλασία τοῦ δημόσιου πλούτου, μὲ εἰσβολὲς ἀλλοφύλων, μὲ ἐπιθέσεις ἐχθρικές.
Καὶ τώρα τί κάνουμε; Τώρα, ἐὰν πράγματι θέλουμε νὰ ξαναφορέσουμε τὴν παλιά μας δόξα, δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ ἀκούσουμε τὴν πατρικὴ φωνὴ τοῦ κοντινοῦ μας ἁγίου Πορφυρίου, ποὺ μὲ πόνο ψυχῆς ἱκέτευε: ’’Πίσω, γυρίστε πίσω, γυρίστε στὴν Ἐκκλησία. Πλανηθήκαμε’’.
Ἔλεγε ὁ ἀείμνηστος πατὴρ Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος: ’’Μὲ ρωτᾶνε, τί εἶναι πατριωτισμός. Κι ἐγὼ τοὺς ἀπαντῶ: Ὁ πιὸ θερμός, ὁ πιὸ γνήσιος πατριωτισμὸς εἶναι νὰ ἀποφεύγεις τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ κάνεις ὅ, τί μπορεῖς γιὰ τὴν Πατρίδα σου’’.
Νά, πῶς θὰ σβηστεῖ καὶ τὸ παράπονο ἀπὸ τὰ χείλη τῶν Ἀγωνιστῶν τοῦ ’21.
Πηγή: (Ὁμιλία γιὰ τὴν Ἐθνικὴ Ἐπέτειο τῆς 25ης Μαρτίου 1821, Λαγκαδᾶς, 25η Μαρτίου 2016), Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Το Χριστομίμητο Μαρτύριο του Οικουμενικού Πατριάρχου Αγίου Γρηγορίου του Ε΄ (+1821) και αναίρεση των ψευδολογούντων αρνητών της υπερτάτου θυσίας του ως Γενάρχου και Εθνάρχου του Ρωμαίϊκου Γένους κατά την επανάσταση της Εθνικής Παλιγγενεσίας.
Διαχρονικό ιερό Σύμβολο υψίστης αυτοθυσίας κατά τον αγώνα της εθνικής παλιγγενεσίας του 1821 παραμένει το πρόσωπο του εθνοϊερομάρτυρος Οικουμενικού Πατριάρχου Αγίου Γρηγορίου του Ε΄ (+ 1821). Ταυτόχρονα για πολλούς, ιστορικούς και μη, αποτελεί και σήμερα ακόμη «σημείον αντιλεγόμενον» λόγω του υπ’ αυτού υπογραφέντος αφορισμού του Υψηλάντου για την επανάσταση στη Βλαχία καθώς και όσων θα συμμετείχαν σε ανάλογες ενέργειες.
Είναι γεγονός ότι για το πρόσωπο του απαγχονισθέντος Πατριάρχου πολύ μελάνι εχύθη και από πολλούς, ειδήμονες και ασχέτους με την μελέτη των αδιαψεύστων πηγών και των πραγματικών ιστορικών δεδομένων της συγκεκριμένης περιόδου κατά την οποία έλαβαν χώρα τα γενόμενα. Η εύκολη και άκριτη καταδίκη στο πρόσωπο του μεγαλομάρτυρος Αγίου Πατριάρχου είτε προέρχεται από πρόσωπα τα οποία εκ πεποιθήσεως διάκεινται εχθρικώς προς την Εκκλησία και τους κληρικούς της, είτε εμφορούμενα από ποικίλα συμπλέγματα τα οποία εκπηγάζουν από διάφορα φιλοσοφικά και πολιτικά ιδεολογήματα ή ιδεοληψίες, με αποτέλεσμα να συνεχίζουν μέχρι και στις μέρες μας ορισμένοι αδαείς ή «κατευθυνόμενοι κονδυλοφόροι» να ρίπτουν τον «λίθον του αναθέματος» στο πρόσωπο του υπέρ του Γένους θυσιασθέντος στο φρικτό ικρίωμα της αγχόνης Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄.
Το γεγονός μάλιστα ότι η απροσωπόληπτη και αδέκαστη ιστορία μέσα από τις συμπληγάδες της σοβαρής και αντικειμενικής έρευνας και μελέτης των πηγών και των δεδομένων της εποχής εκείνης, όπως έχουν δημόσια εκτεθεί στην κρίση κάθε νουνεχούς ανθρώπου, αποτελούν ηχηρό ράπισμα και αποστομωτική αναίρεση των γραφομένων όλων εκείνων που από προκατάληψη και εξυπηρέτηση ακραίων σκοπιμοτήτων συνεχίζουν να ομιλούν για «προδότη Πατριάρχη».
Η αλήθεια, μεμαρτυρημένη μέσα από τις ιστορικές πηγές, είναι ότι ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ κατά τις παραμονές της εθνικής επαναστάσεως εγνώριζε την δράση της Φιλικής Εταιρείας και όταν το 1818 τον επισκέφθηκε μυστικά το μέλος της Εταιρείας και οπλαρχηγός Ιωάννης Φαρμάκης ζητώντας του να ορκισθεί, εκείνος αρνήθηκε και του σύστησε να είναι προσεκτικοί οι «Φιλικοί» στις κινήσεις τους. Από δε την αλληλογραφία του «Φιλικού» Παναγιώτη Σέκερη γνωρίζουμε ότι ο Πατριάρχης συνεργαζόταν με την Φιλική Εταιρεία αν και επισήμως προσπαθούσε διπλωματικά να δείχνει ότι υποστήριζε την Υψηλή Πύλη.
Ο πρύτανης των νεότερων ιστορικών, αοίδιμος καθηγητής Απόστολος Βακαλόπουλος, στον Ε΄ τόμο του μνημειώδους έργου του «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού», αφού αναφέρει ότι η έκθεση του Ολλανδού επιτετραμμένου στην Κωνσταντινούπολη επιβεβαιώνει την συμμετοχή του Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄ στην επανάσταση, γράφει εμπεριστατωμένα : «Ο Πατριάρχης…ήταν οπωσδήποτε ενήμερος των επαναστατικών ζυμώσεων και κινήσεων των Ελλήνων και με ορισμένους από τους εκπροσώπους της Φιλικής, όπως με τον Σαλώνων Ησαΐα καθώς και με τον Ιωάννη Παπαρρηγόπουλο, με τους οποίους είχε συναντηθεί λίγο πριν από την εξέγερση των Ελλήνων…Ο Φαρμάκης έλεγε -και τα θεωρώ αξιόπιστα- ότι ο Πατριάρχης είχε δείξει ζωηρό ενδιαφέρον για την κίνηση της Εταιρείας αλλά δε δέχθηκε να μυηθεί γιατί φοβήθηκε μήπως φέρει σε μεγάλο κίνδυνο το έθνος. Έκαμε μάλιστα τότε την παρατήρηση ότι οι εταίροι πρέπει να προσέξουν πολύ, μήπως βλάψουν αντί να ωφελήσουν την Ελλάδα. Ο Πατριάρχης λοιπόν είχε τις ίδιες ελπίδες αλλά και τους ίδιους φόβους που κυμάτιζαν σαν άμπωτη και παλίρροια στις ψυχές πολλών Ελλήνων, ιδίως εκείνων που είχαν πνευματική και κοινωνική θέση ή οικονομική δύναμη μέσα στη νεοελληνική κοινωνία…Ο προσανατολισμός του προς τις διάχυτες τότε εθνικές ιδέες τον έφερναν κοντά στο λαό και τον απάλλαξαν από προστριβές και διενέξεις, ίσως και περιπέτειες, που θα ήταν ενδεχόμενο να του δημιουργήσει η άκαμπτη αντίθεσή του προς τους κοινούς σκοπούς. Εμπρός όμως στους Τούρκους επισήμους δήλωνε ότι η αυτοκρατορία τους ήταν «άνωθεν τεταγμένη» και αργότερα ο φόβος των τρομερών αντιποίνων τους τον έκαμε να καταδικάσει την επανάσταση και ν’ αφορίσει τους αρχηγούς της».
Άξια ιδιαίτερης αναφοράς είναι και τα όσα με έμφαση υπογραμμίζει ο Δ. Σ. Μπαλάνος σχετικά με την υπογραφή του αφορισμού της Επαναστάσεως από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ : «ηναγκάσθη να θέση την υπογραφήν του κάτωθι εγγράφου, καταδικάζοντος το κίνημα, υπέρ της επιτυχίας του οποίου ολοψύχως ηύχετο και ειργάζετο. Υπογράφων απεμάκρυνε τας υπονοίας της Πύλης περί συμμετοχής εις το κίνημα επισήμων κύκλων. Μη υπογράφων θα επεβεβαίου τας υπονοίας, ότε δεινή επιπίπτουσα η τιμωρία του τυράννου κατά των βυσσοδομούντων, θα ενέκρου το κίνημα πριν ή εκραγή. Άλλως ο αοίδιμος Πατριάρχης μετά θαυμαστής εγκαρτερήσεως υπέστη το μαρτύριον, όταν επέστη η ώρα, καίτοι ηδύνατο να σωθή διά της φυγής» [Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, 14 (1939) 280].
Το βαθύτερο ψυχικό μαρτύριο που βίωνε ο Πατριάρχης Γρηγόριος εκείνες τις μεγάλες ώρες για το Γένος υπογραμμίζεται από τον Κ. Σκουτέρη: «θα έλεγε κανείς, και δεν θα ήτο υπερβολή, ότι το μέγα μαρτύριον του Πατριάρχου δεν υπήρξε η αγχόνη, αλλ’ η εγκύκλιος της 23ης Μαρτίου του 1821 διά της οποίας οι μεν επαναστάται προετρέποντο εις μετάνοιαν, αφωρίζετο δε ο αρχηγός της Επαναστάσεως Αλέξανδρος Υψηλάντης» (Κ. Σκουτέρη, Κείμενα του Νέου Ελληνισμού, Αθήναι 1971, σ. 10).
Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ με την εξ αδηρίτου ανάγκης επώδυνη αυτή απόφασή του ήταν βαθύτατα πεπεισμένος, όπως και εκ των πραγμάτων απεδείχθη, ότι κατόρθωσε να αποτρέψει δύο φορές την σφαγή και τον αφανισμό του χριστιανικού πληθυσμού της Κωνσταντινουπόλεως και πολλών άλλων επαρχιών από τους οθωμανούς, όπως με απόλυτα κατηγορηματικό τρόπο του είχε διαμηνύσει η Υψηλή Πύλη, ότι θα προέβαινε σε σκληρά αιματηρά αντίποινα εξολοθρεύσεως των Ρωμιών εάν ως Πατριάρχης και πνευματική κεφαλή του ρωμαίϊκου Γένους δεν νουθετούσε τους επαναστατημένους ραγιάδες. Αφού μάλιστα κατά την Μεγάλη Δευτέρα του 1821 προέβη σε μυστική ιεροπραξία στην άρση του αφορισμού ενώπιον των συνοδικών αρχιερέων του Πατριαρχείου και κατέκαυσε το σχετικό πατριαρχικό έγγραφο «ιδίαις χερσίν» εντός του Ιερού Βήματος του Πατριαρχικού Ναού του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι, και ενώ πολλοί εκ των ημετέρων και ξένων επιφανών τον προέτρεπαν να διαφύγει και να σωθεί, εντούτοις εκείνος παρέμενε ατάραχος και απαθής πιστεύοντας ακράδαντα ότι διά του τρόπου αυτού θα βοηθούσε όσο ήταν δυνατόν να μην γενικευθεί ο διωγμός εναντίον των αθώων Ρωμιών.
Είναι συγκλονιστικοί και αποτελούν αδιάψευστο ιστορικό τεκμήριο οι προ της καθαιρέσεως από την Υψηλή Πύλη και προ του μαρτυρίου της αγχόνης λόγοι του εθνοϊερομάρτυρος Πατριάρχου, ο οποίος στις επίμονες προτροπές των «Φιλικών» και των ξένων πρεσβευτών να παραιτηθεί της Πατριαρχίας, να φύγει και να σωθεί, απαντούσε: «Ο μισθωτός και ουκ ων ποιμήν φεύγει. Γεννηθήτω το θέλημα του Κυρίου». Προς δε τους «Φιλικούς», οι οποίοι επέμεναν να τον φυγαδεύσουν μυστικώς, εκείνος ως Εθνάρχης και Γενάρχης: «Εγνώριζεν…την ύπαρξιν της Φιλικής Εταιρείας και μυστικώς προσηύχετο και ηυλόγει τας προσπάθειας αυτής υπέρ απελευθερώσεως του δούλου γένους…Χρεωστούμεν έλεγε να ποιμάνωμεν καλώς τα ποίμνιά μας, και χρείας τυχούσης να κάμωμεν όπως ο Ιησούς δι’ ημάς, διά να μας σώση (εννοών και την θυσίαν της ζωής των ακόμη)».
Απευθυνόμενος πατρικώς προς τον Μουρούζη: «Σωθείτε σεις έλεγεν…διότι έχετε και ηλικίαν και ικανότητα και θέσιν κοινωνικήν να υπηρετήσητε την πατρίδα. Μη προτρέπετε όμως εμέ εις φυγήν. Μάχαιρα θα διέλθη τας ρύμας της Κωνσταντινουπόλεως και των λοιπών πόλεων των χριστιανικών επαρχιών. Μου ζητείτε, μεταμφιεζόμενος να καταφύγω εις πλοίον ή να σωθώ εν τω οίκω οιουδήποτε φίλου πρέσβεως διά ν’ ακούσω πώς εις τας οδούς οι δήμιοι κατακρεουργούσι τον χηρεύσαντα λαόν. Όχι είμαι Πατριάρχης διά να σώσω το Έθνος και όχι διά να ωθήσω αυτό εις αγρίαν καταστροφήν. Ο θάνατός μου ίσως επιφέρη μεγαλειτέραν ωφέλειαν παρ’ όσην η ζωή μου. Οι ξένοι Χριστιανοί ηγεμόνες δεν δύνανται παρά να εκπλαγώσιν επί τω αδίκω θανάτω μου και δεν θα παρέλθωσιν ίσως αδιάφοροι προ της ύβρεως, ην εν τω προσώπω μου θα υποστή η πίστις του Χριστού. Και οι Έλληνες, οι άνδρες των όπλων θα μάχωνται μετά μεγαλειτέρας μανίας, όπερ συχνάκις δωρείται την νίκην. Θα εκδικήσωσι τον θάνατόν μου. Αναμένετε μεθ’ υπομονής, ό,τι και αν συμβή. Δεν θα θελήσω όμως ποτέ να γίνω χλεύασμα των ζώντων. Δεν θ’ ανεχθώ ώστε εις τας οδούς της Οδησσού, της Κερκύρας ή της Αγκώνος διερχόμενον να με δακτυλοδεικτώσι λέγοντες: «Ιδού ο φονεύς Πατριάρχης». Αν δε το Έθνος μας σωθή και θριαμβεύση, είμαι πεπεισμένος ότι θα μοι αποδώση θυμίαμα επαίνου και τιμήν, διότι εξεπλήρωσα το καθήκον μου. Τετάρτην φοράν δεν θα υπάγω εις τον Άθωνα. Δεν θέλω».
Ανάλογη υπήρξε η απάντησή του και προς τον Παπαρρηγόπουλο: «Πηγαίνετε εις την ευχήν μου και μη σκέπτεσθε εμένα. Το τέλος μου απεφασίσθη από τον Θεόν και θα γίνη το θέλημά του». Το μεγαλείο της ψυχής του αγίου ανδρός αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο μέσα από τους κατ’ ιδίαν λόγους του και προς τον μετέπειτα μαρτυρήσαντα Μητροπολίτη Δέρκων: «Και εγώ ως κεφαλή του Έθνους, και υμείς η Σύνοδος, οφείλομεν ν’ αποθάνωμεν διά την κοινήν σωτηρίαν. Ο θάνατος ημών θα δώση δικαίωμα εις την χριστιανωσύνην να υπερασπίση το Έθνος εναντίον του Τυράννου. Αλλ’ αν υπάγωμεν ημείς να ενθαρρύνωμεν την επανάστασιν, τότε θα δικαιώσωμεν τον Σουλτάνον, αποφασίσαντα να εξολοθρεύση το Έθνος».
Την αξιολογική κρίση της αδεκάστου ιστορίας για το πρόσωπο και τα πεπραγμένα του μεγαλομάρτυρος Πατριάρχου Αγίου Γρηγορίου Ε΄, καθώς και για τους ρηχούς στην βαθύτερη ερμηνεία των ιστορικών πραγματικών δεδομένων εκείνης της χρονικής περιόδου παλαιούς και νεοφανείς επικριτές του, διαβάζουμε στην πληρότητά της, στον δωδέκατο τόμο της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους», όπου μεταξύ άλλων επισημαίνονται χαρακτηριστικά τα εξής: «Ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ και η Ιερά Σύνοδος βρέθηκαν σε εξαιρετικά δεινή θέση, αφ’ ότου έφθασε στην Κωνσταντινούπολη η είδηση για την κήρυξη της Επαναστάσεως από τον Υψηλάντη. Τεράστια ήταν η ευθύνη τους για την τύχη του Γένους…
Χαρακτηριστικά για τη στάση του Πατριάρχη…και για τον πατριωτισμό, το πνεύμα αυτοθυσίας και την πολιτική ευθυκρισία του είναι τα όσα γράφουν ο Μιχαήλ Οικονόμου και ο Νικόλαος Σπηλιάδης… «Και εγώ ως κεφαλή του Έθνους και υμείς ως Σύνοδος οφείλομεν να αποθάνωμεν διά την κοινήν σωτηρίαν».
Επικρίθηκε εν τούτοις ο Πατριάρχης και επικρίνεται ακόμη, επειδή έστερξε στον αφορισμό και έστειλε τις νουθετικές εγκυκλίους. Οι επικριτές όμως δεν αναλογίζονται τι θα πάθαινε το έθνος, αν ο Πατριάρχης τηρούσε αρνητική στάση απέναντι στις αξιώσεις του σουλτάνου. Συμμορφώθηκε, άλλωστε, τότε ο Πατριάρχης προς τη σταθερή παράδοση της Εκκλησίας, που με παρόμοια στάση κατόρθωνε σε ανάλογες κρίσιμες περιστάσεις να σώζει το Γένος. Άλλωστε θα ήταν εντελώς παράλογη και ανεύθυνη διαφορετική απόφαση. Αν δεν γινόταν ο αφορισμός ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα εξοντώνονταν εκατοντάδες χιλιάδων Ορθοδόξων Χριστιανών.
Πραγματικά, ο αφορισμός και οι εγκύκλιοι του Πατριάρχη δεν είχαν επίδραση στην Ελλάδα. Η επανάσταση εξαπλώθηκε τον Απρίλιο, τον Μάιο και αργότερα, σε περιοχές, όπου είχαν ανακοινωθεί ο αφορισμός και οι εγκύκλιοι. Η μη επέκτασή της και σε άλλες περιοχές, όπως και η μη επικράτησή της σε ορισμένες, όπου είχε αρχίσει αλλά δεν μπόρεσε να σταθεροποιηθεί, οφειλόταν σε ποικίλους παράγοντες και ιδίως στη γεωγραφική θέση τους». Αποδεικνύεται συνεπώς, όπως εύστοχα γράφει ο Ν.Κ. Τωμαδάκης, ότι : «Το μέλλον του Ελληνισμού το εσχοχάζοντο Πατριάρχαι όπως ο Κύριλλος ο Λούκαρις ή ο Γρηγόριος ο Ε΄, διπλωμάται, οι οποίοι επλήρωσαν τους αγώνας των (και την έναντι των Τούρκων διπλοπροσωπίαν των) με το σχοινί της αγχόνης των».
Στο ολισθηρό κατάντημα ορισμένων «τεταγμένων πολεμίων» της Ορθοδόξου Εκκλησίας και αφρόνων επικριτών του Αγίου Γρηγορίου του Ε΄, οι οποίοι ακόμη και σήμερα συνεχίζουν να κάνουν απερίσκεπτα λόγο περί «προδότου Πατριάρχου» και «εχθρού της επαναστάσεως», η αποστομωτική απάντηση δίδεται από την ίδια την ιστορική πραγματικότητα και τους οπλαρχηγούς του αγώνος, οι οποίοι ουδόλως επίστευσαν ότι ο Πατριάρχης Γρηγόριος προέβη εκουσίως στον αφορισμό του Υψηλάντου και των αρχηγών της Επαναστάσεως, αλλά γνώριζαν κάλλιστα ότι η ενέργεια αυτή ήταν προϊόν ωμής βίας και απροκάλυπτης απειλής από την Υψηλή Πύλη προς τον Πατριάρχη, ο οποίος με την πράξη του αφορισμού επεδίωκε να αποφευχθεί η από μέρους του Σουλτάνου βεβαία σφαγή και ο παντελής όλεθρος των χιλιάδων αθώων Χριστιανών.
Ο ίδιος ο Αλέξανδρος Υψηλάντης σε οδηγίες που έστειλε από το Κινσόβιο της Βεσσαραβίας προς τους αρχηγούς της Επαναστάσεως, ανέφερε για τον αφορισμό αυτό: «Ο μεν Πατριάρχης, βιαζόμενος παρά της Πόρτας, σας στέλνει αφοριστικά και εξάρχους, παρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πόρτα. Εσείς να θεωρήτε ταύτα ως άκυρα, καθόσον γίνονται με βίαν και δυναστείαν και άνευ θελήσεως του Πατριάρχου». Ο ίδιος ως αρχηγέτης της εθνεγερσίας στην τελευταία του προκήρυξη (8 Ιουνίου 1821) καταφέρεται κατά των στρατιωτών του εκείνων, οι οποίοι επέδειξαν δειλία και απειθαρχία και δεν επέμειναν στον αγώνα για να εκδικηθούν, όπως χαρακτηριστικά έγραφε: «το ιερόν αίμα των κατασφαγέντων απανθρώπως κορυφαίων υπουργών της θρησκείας Πατριαρχών, Αρχιερέων και μυρίων άλλων αθώων αδελφών».
Ακόμη όμως και αν δεν πείθονται από τις παραπάνω αψευδείς ιστορικές πηγές οι «τεταγμένοι επικριτές» και «εμπαθείς αρνητές» της αυτοθυσίας του εθνοϊερομάρτυρος Αγίου Γρηγορίου Ε΄, η πλέον αποστομωτική και ηχηρή απάντηση δίδεται σ’ όλους αυτούς από το ίδιο το περιεχόμενο του σουλτανικού φιρμανίου με το οποίο καθαιρείτο του πατριαρχικού θρόνου ο Γρηγόριος ως «…αρχηγός, μυστικός συμμέτοχος της επαναστάσεως…».
Στο φιρμάνιο αυτό, όπου καταγράφονται οι λόγοι της καθαιρέσεως και καταδίκης εις θάνατον του Πατριάρχου, ο Σουλτάνος ευθέως κατηγορούσε τον Γρηγόριο ως αρχηγέτη της επαναστάσεως των Ελλήνων και μεταξύ άλλων ανέφερε: «Αλλ’ ο άπιστος Πατριάρχης των Ελλήνων, ο οποίος έδωκεν άλλοτε δείγματα της προς την Υψηλήν Πύλην αφοσιώσεώς του αδύνατον να θεωρηθή αλλότριος των στάσεων του Έθνους του, τας οποίας διάφοροι κακότροποι και αναίσθητοι, παρασυρόμενοι υπό χιμαιρικών και διαβολικών ελπίδων διήγειραν, και χρέος του ήτο να διδάξη τους απλούς, ότι το τόλμημα ήτο μάταιον και ατελέσφορον. Διότι τα κακά διαβούλια δεν είνε δυνατόν ποτέ να ευδοκιμήσωσιν εναντίον της Μωαμεθανικής εξουσίας και θρησκείας…αλλ’ εξ αιτίας της διαφθοράς της καρδίας του, όχι μόνον δεν ειδοποίησεν, ουδ’ επαίδευσε τους απατηθέντας, αλλά καθ’ όλα τα φαινόμενα ήτο και ο ίδιος αυτός, ως Αρχηγός, μυστικός συμμέτοχος της επαναστάσεως, και αδύνατον να μην αφανισθή και να μη πέση εις την οργήν του Θεού όλον σχεδόν το Έθνος των Ελλήνων, αν και εν αυτώ, είνε και πολλοί αθώοι.
Καθ’ ον καιρόν εγνώσθη η αποστασία, η Υψηλή Πύλη συμπάθειαν λαβούσα προς τους αθλίους ραγιάδες της, ενησχολήθη να επαναφέρη τους πλανηθέντας διά της γλυκύτητος εις την οδόν της σωτηρίας των, και επ’ αυτώ τω σκοπώ εξέδωκε και πρόσταγμα, διατάσσουσα και συμβουλεύουσα τον Πατριάρχην τα προς τον σκοπόν τούτον, και προσκαλούσα αυτόν ν’ αφορίση όλους τους αποστατήσαντας ραγιάδες όπου και αν ήσαν. Αλλ’ αντί να δαμάση τους αποστάτας και να δώση πρώτος το παράδειγμα της επιστροφής εις τα καθήκοντά των, άπιστος ούτος έγινεν ο πρωταίτιος όλων των αναφυεισών ταραχών. Είμεθα πληροφορημένοι ότι εγεννήθη ο ίδιος εν τη Πελοπόννησω, και ότι είναι συνένοχος όλων των αταξιών, όσας οι αποπλανηθέντες ραγιάδες έπραξαν κατά την επαρχίαν Καλαβρύτων…Επειδή δε παντοχόθεν εβεβαιώθημεν περί της προδοσίας του, όχι μόνον εις βλάβην της Υψηλής Πύλης, αλλά και εις όλεθρον αυτού του ιδίου Έθνους του, ανάγκη ήτο να λείψη ο άνθρωπος ούτος από προσώπου της Γης, και διά τούτο εκρεμάσθη προς σωφρονισμόν των άλλων».
Ο απαγχονισμός λοιπόν του Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄ ενίσχυσε την αγωνιστική θέληση των οπλαρχηγών του Αγώνα του 1821 και των παλικαριών τους, οι οποίοι αγωνίσθηκαν για να εκδικηθούν και να ελευθερώσουν την υπόδουλη πατρίδα. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικοί οι κατά την περίοδο της επαναστάσεως στίχοι: «Κτυπάτε πολέμαρχοι, μη λησμονείτε το σχοινί, παιδιά του Πατριάρχου», στους οποίους, όπως τονίζει ο Δ. Φωτιάδης, επιβεβαιώνεται ότι : «η αγχόνη που πήρε τη ζωή του (Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄) αντί να απελπίση το αγωνιζόμενο έθνος, αντίθετα χαλύβδωνε την απόφασή του να ζήση ελεύθερο ή να πεθάνη».
Το φρικτό ικρίωμα της αγχόνης και το «σχοινί» του Πατριάρχου, ο οποίος θυσιάστηκε υπέρ πίστεως και πατρίδος, γενόμενος μέσα στους αιώνες το ακατάλυτο «σύμβολο» της αδούλωτης Ρωμιοσύνης, ο μέγας εθνοϊερομάρτυρας του Γένους, όπως ήταν φυσικό, συνεκλόνισε τον Ελληνισμό και αναστάτωσε τους χριστιανικούς λαούς της Ευρώπης, και ιδίως την Ρωσία, επηρεάζοντας καταλυτικά τη σχέση τους με την Υψηλή Πύλη. Τα αισθήματα των χριστιανικών λαών απέναντι στο μαρτύριο του εθνοϊερομάρτυρος Πατριάρχου μπορούμε να τα καταλάβουμε και μέσα από τους στίχους του κορυφαίου «Ύμνου εις την Ελευθερίαν :
«Κειές τες δάφνες, που εσκορπίστε/ τώρα πλέον δεν τες πατεί,/ και το χέρι, όπου εφιλήστε,/ πλέον, α! πλέον δεν ευλογεί.// Όλοι κλαύστε, αποθαμένος/ ο αρχηγός της Εκκλησιάς/ κλαύστε, κλαύστε, κρεμασμένος/ ωσάν να τανε φονιάς.// Έχει ολάνοιχτο το στόμα/ π’ ώρες πρώτα είχε γευθή/ τ’ Άγιον Αίμα, τ’ Άγιον Σώμα/ λες πως θε να ξαναβγή// η κατάρα που είχε αφίση/ λίγο πριν να αδικηθή/ εις οποίον δεν πολεμήση,/ και ημπορεί να πολεμή.// Την ακούω, βροντάει, δεν παύει/ εις το πέλαγος, εις την γη,/ και μουγκρίζοντας ανάβει/ την αιώνιαν αστραπή.».
Ο πολύς Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος αναφερόμενος στην τιμή που απέδωσε το νεοσύστατο ελληνικό κράτος στον εθνοϊερομάρτυρα Άγιο Γρηγόριο Ε΄ αναγνωρίζοντας την «υπέρ όλου του έθνους αφοσίωσί» του, η οποία έφθασε στην υπέρτατη θυσία και αυτής ακόμη της ζωής του, γράφει χαρακτηριστικά: «πώς να μη ανακαλέσω εις την μνήμην της παρούσης γενεάς την τελευταίαν εκατόμβην (δηλ. του 1821), ην ο κλήρος ημών έθυσεν υπέρ πίστεως και πατρίδος; Πρώτον εν αυτή έπεσεν ο Οικουμενικός εκείνος Πατριάρχης, του οποίου την εικόνα έστησεν η ευλαβής ευγνωμοσύνη της παρούσης γενεάς παρά τα Προπύλαια του Εθνικού Πανεπιστημίου, ως οικονόμον και φρουρόν πάσης πνευματικής του έθνους επιδόσεως. Ο Γρηγόριος Ε΄ είχε άμα μεν την καρτερίαν του μάρτυρος, άμα δε την του κυβερνήτου δεξιότητα και όσον περί τα έσχατα της ζωής εμαραίνετο εν αυτώ η της διανοίας δύναμις και η του σώματος ρώμη, επί τοσούτον εκρατύνετο η υπέρ του όλου έθνους αφοσίωσις».
Το ανεξάλειπτον της αξίας της υπέρτατης του εθνοϊερομάρτυρος Οικουμενικού Πατριάρχου αγίου Γρηγορίου Ε΄ υπέρ της ελευθερίας και σωτηρίας του Γένους υπογραμμίζει ο ιστορικός και πολιτικός Σπυρίδων Τρικούπης, ο οποίος ομιλών ενώπιον της Βουλής των Ελλήνων στις 3 Αυγούστου του 1864, έλεγε: «Απατώνται, κύριοι, μεγάλην απάτην, όσοι νομίζουσιν ότι εν τω συντάγματι της 3ης Σεπτεμβρίου εγράφη το πρώτον η ανεξαρτησία. Η ανεξαρτησία εγράφη το 1821. Και θέλετε να σας είπω ποίαν ημέραν; Εγράφη κατά την ημέραν, καθ’ ην ο μέγας Ποιμενάρχης των Ορθοδόξων λαών, εξερχόμενος από τα άγια των αγίων εκρεμάσθη αγιάζων και αγιαζόμενος και τρώγων ακόμη τον άγιον άρτον και πίνων ακόμη το αίμα του Κυρίου. Εκείνην την ημέραν εγράφη το δόγμα της ανεξαρτησίας. Και θέλετε να σας είπω πού εγράφη; Εν ταις καρδίαις σας. Και διά ποίας ύλης εγράφη; Διά του αίματος του Γρηγορίου. Τοιαύτη γράφη, κύριοι, αδύνατον ποτέ να εξαλειφθεί».
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη, Αβέρωφ
Για του Χριστού την πίστιν την αγίαν,
για της πατρίδος την ελευθερίαν,
γι’ αυτά τα δύο πολεμώ,
γι’ αυτά να ζήσω επιθυμώ,
κι αν δεν τα αποκτήσω
τι μ’ ωφελεί να ζήσω;
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ του 1821 έχει μια πνοή αγιασμένη, κι η ιστορία της είναι σαν συναξάρι. Η Ελλάδα μπορεί να παρασταθεί σαν τη μητέρα των Μακκαβαίων που είδε να βασανίζονται και να σφάζονται μπροστά της τα παιδιά της ένα-ένα. Από τον καιρό που χάθηκε η Κωνσταντινούπολη, η πατρίδα μας μαυροφόρεσε σαν χαροκαμένη χήρα» οι άνδρες ήτανε σαν ασκητές, οι γυναίκες σαν καλογριές, τα τραγούδια μας γεμάτα πόνο και ελπίδα, τη λεγόμενη «χαρμολύπη», σαν χερουβικά, σαν τροπάρια.
Μια αγιοσύνη τα τύλιγε όλα. Οι καρδιές ήτανε, με όλη την παλληκαριά τους, συντετριμμένες και ταπεινωμένες. Γι’ αυτό κι η θρησκεία μας ήτανε αληθινή, επειδή η πίστη του Χριστού δεν ταιριάζει σε ανθρώπους απίκραντους και καλοπερασμένους, κατά τα λόγια του Χριστού που λέγει: «εν τω κόσμω θλίψιν έξετε», και στενή και τεθλιμμένη η οδός».
Μα όσα χάνει ο άνθρωπος σε καλοπέραση, τα κερδίζει «εκατονταπλασίονα» σε βάθος πνευματικό. Και το έθνος μας που στάθηκε κακότυχο και βασανισμένο, από την άλλη μεριά στάθηκε ευλογημένο, κατά τον λόγο που λέγει ο Σολομών για όσους μαρτυρούνε για την αλήθεια: «και γαρ εν όψει ανθρώπων εάν κολασθώσιν, η ελπίς αυτών αθανασίας πλήρης» και ολίγα παιδευθέντες, μεγάλα ευεργετηθήσονται». Και ποια είνε αυτή η αντάμειψη; Η αντάμειψη ήτανε πως ντυθήκανε με κάποια στολή αφθαρσίας αυτοί που ζούσανε «υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, εν ερημίαις πλανώμενοι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης».
Για τούτο, όποιος άνθρωπος έχει καρδιά καθαρή, και νιώσει την Ελληνική Επανάσταση, σαν να τραβιέται από κάποιον μαγνήτη, ας είναι κι άλλης φυλής άνθρωπος, χωρίς να γνωρίζει καλά- καλά από πού βγαίνει αυτή η γλυκύτητα και η κατανυκτική αγάπη, μ’ όλο που ακούει σκοτωμούς, μαρτύρια και μοιρολόγια, που σε άλλη περίσταση αγριεύουνε τον άνθρωπο. Θαρρεί πως δεν γινήκανε στ’ αληθινά αυτά που ακούει, αλλά πως είναι κάποιο έμορφο παραμύθι.
Τα πιο σκληρά πράγματα χάνουνε τη σκληρότητά τους, καν φονικά, καν αγωνίες κάθε λογής, φτώχια, κρύο, πείνα, αρρώστια, ορφάνια. Κάποιος μυστικός πλούτος τα χρυσώνει όλα, ο της αφθαρσίας ο Παράκλητος (ο Παρηγορητής), το Πνεύμα το Άγιον. Αυτή είναι που λέγω στολή Αφθαρσίας κι ελπίδα Αθανασίας.
Η Ελληνική Επανάσταση είναι σαν το χάλκινο μοσχάρι που έκανε ένας τεχνίτης για τον τύραννο Φάλαρη και που το πύρωνε με φωτιά και σφαλούσε στην κοιλιά του όσους ήθελε να βασανίσει για να ψηθούνε ζωντανοί. Μα αντί ν’ ακούγονται βογκητά και φρικτοί θρήνοι από το στόμα του βοδιού, έβγαιναν τραγούδια χαρούμενα, επειδή ο τεχνίτης είχε βάλει επιτήδεια στο λαρύγγι του βοδιού κάποιο όργανο που άλλαζε τους θρήνους σε χαρούμενη μουσική. Ο Αθανάσιος Διάκος τραγουδούσε περασμένος στη σούβλα, κι οι γυναίκες του Ζαλόγγου χορεύανε και πέφτανε στον γκρεμνό. Κι όλοι οι Έλληνες, άνδρες, γυναίκες, μικροί, μεγάλοι, δεσποτάδες, παπάδες, λαϊκοί, ψέλνανε σαν να τραγουδούσανε και τραγουδούσανε σαν να ψέλνανε, όπως οι τρεις Παίδες της καμίνου που δοξολογούσανε τον Θεό χορεύοντας μέσα στη φωτιά σαν να δροσολογιότανε.
Απ’ όλη την αιματοβαμμένη Ελλάδα ακουγότανε «ήχος καθαρός εορταζόντων», κι οι Έλληνες τρέχανε στον θάνατο «αγαλλομένω ποδί, Πάσχα κροτούντες αιώνιον». Γι’ αυτό μαγεύτηκε ο κόσμος, χωρίς να ξέρει γιατί. Εκείνο που τους μάγευε ήτανε η Ελπίδα της Αθανασίας που βγαίνει από την Ορθοδοξία και που τα σκεπάζει όλα με την χαρούμενη πνοή της.
Η χαρά του Χριστού είναι ένα άνθος που φυτρώνει μοναχά στις καρδιές που πονούν. Για τούτο ο Δαυΐδ έλεγε: «Κύριε εν θλίψει επλάτυνάς με». Κι οι ασκηταί της Ορθοδοξίας τη λέγανε «Χαρμολύπη» ή «Χαροποιόν πένθος», αυτή τη χαρά που βγαίνει από τη συντριμμένη καρδιά. Η Ελληνική Επανάσταση ήτανε τα χαρούμενα ορμήματα του Ποταμού της Ορθοδοξίας. Γι’ αυτό τη μισήσανε και την πολεμήσανε οι «ψευδάδελφοι», εκείνοι που ιδρύσανε στ’ όνομα του Χριστού ένα σύστημα εγκόσμιας ευδαιμονίας, κάποιον «αριστοκρατικό χριστιανισμό» που τραβά τις ματαιόδοξες ψυχές, και τις ξεραίνει από τη χαρά του Χριστού, από τη «χαρμολύπη»[1].
Οι Έλληνες του καιρού εκείνου ήτανε «πτωχοί τω πνεύματι», κατά τους έξυπνους του κόσμου. Ήτανε απλοί και φυσικοί, κι η όψη τους, τα λόγια τους, οι συνήθειές τους, τα φερσίματά τους ήτανε αληθινά, δηλαδή Ελληνικά. Η ψυχή τους ήτανε δεμένη με τη φύση και τη θρησκεία τους. Λεοντόκορμοι άνδρες που βαστούσανε από αρχαία αίματα, ζούσανε στον ανοιχτόν αγέρα όπως τους έπλασε ο Θεός, με γένια, με μουστάκια, με μακριά μαλλιά σαν το Χριστό, γοργοπόδαροι, λιγόφαγοι, θρήσκοι, ταπεινοί μπροστά στους γεροντότερους και στους παπάδες, με ψυχή γεμάτη κρυφά πλούτη.
Απάνω απ’ όλα ήτανε η Θρησκεία, η Πίστις των Πατέρων μας. Κι οι λειτουργοί της ήτανε οι πνευματικοί τους, οι δάσκαλοί τους, οι προστάτες τους, οι παρηγορητές τους, οι δικαστές τους, οι εξομολόγοι τους. Ο πιο αγαπημένος αρματωλός για το λαό, ο πιο αγνός πολεμιστής, ο καινούριος άγιος Γιώργης, στάθηκε ένας παπάς, ο Αθανάσιος Διάκος, που σουβλίσθηκε για την Πίστη του Χριστού.
Άλλοι τέτοιοι αγιασμένοι που αγωνισθήκανε για την Πίστη, είναι ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’, ο Ησαΐας Σαλώνων, ο Ρωγών Ιωσήφ, ο Κυπριανός στην Κύπρο» τι λέγω; Νέφος ολόκληρο ρασοφορεμένοι, Ορθόδοξον Ιεράτευμα. Πριν να γίνει η Επανάσταση, χιλιάδες Νεομάρτυρες μαρτυρήσανε για την Πίστη, κι ύστερα ήρθανε οι αρματωλοί. Οι δεσποτάδες, οι παπάδες κι οι καλόγεροι είχανε γίνει σαν τους προφήτες που οδηγούσανε τον νέον Ισραήλ στη Γη της Επαγγελίας.
Οι αρματωλοί γινήκανε σαν ασκητές και ψέλνανε απάνω στο μετερίζι, και ξεστηθίζανε το Ψαλτήρι για παρηγοριά, με τα χαϊμαλιά στο στήθος που παριστάνανε τον Χριστό, την Παναγία, τον άη Γιώργη, τον άη Δημήτρη. Για φυλαχτό είχανε ή τίμιο ξύλο, ή άγιο λείψανο, ή ένα κομμάτι από το παλιόρασο του άγιου Κοσμά. Πολλοί αρματωλοί ήτανε ζωγραφισμένοι στα ερημοκκλήσια μαζί με τους αγίους. Η ζωγραφιά του Μεϊντάνη βρισκότανε στην εκκλησιά της Κατούνας, του Ανδρούτσου στο Μεγάλο Μετέωρο, του Διαμαντή Σπατούλη στην εκκλησιά στ’ Αλεποχώρι Μπότσαρη. Και τους σκοτωμένους τους θάβανε κοντά στην εκκλησιά.
Λοιπόν, δεν είναι αγιασμένη η Επανάστασή μας, δεν είναι η Ορθοδοξία ματωμένη για να φυλάξει την πίστη μας; Η Ορθοδοξία έγινε ένας λόγος άδειος στα στόματα των σημερινών φραγκοδασκαλευμένων δασκάλων. Μα η αληθινή Ορθοδοξία που είναι πλούτος και ρίζα αθανασίας, είναι φυτρωμένη βαθειά στην καρδιά του ορθοδοξώτατου λαού μας, που όσο δεν ήθελε να τουρκέψει, άλλο τόσο δεν θέλει να φραγκέψει.
Φώτης Κόντογλου
Για την αντιγραφή Τζιβινίκος Θωμάς δάσκαλος
Πηγή: Οlympia.gr
Το παιδομάζωμα γινόταν στην αρχή, φαίνεται, κάθε πέντε χρόνια και στρατολογούσαν το 1/5 των παιδιών – ίσως το πράγμα είχε κάποια σχέση με το δικαίωμα του σουλτάνου επάνω στο 1/5 των λαφύρων και την φορολογία pencik ή ispence – κατόπιν όμως κάθε 4, 3, 2 η και κάθε χρόνο, ανάλογα με τις πολεμικές ανάγκες. Από τον φόρο αυτόν του «αίματος» απαλλάσσονταν ορισμένοι τόποι, γιατί ρητοί όροι συνθηκών η ειδικά προνόμια τους εξαιρούσαν, όπως π.χ. τα Ιωάννινα (1430), ο Γαλατάς (1 Ιουνίου 1453), η Ρόδος (1522), η τόποι που βρίσκονταν κοντά σε πολυσύχναστους δρόμους και ήταν εκτεθειμένοι στις αυθαιρεσίες των στρατευμάτων και των υπαλλήλων.
Από τις μαρτυρίες των σύγχρονων βυζαντινών συγγραφέων Δούκα, Χαλκοκονδύλη, Σφραντζή, καθώς και από τις σχετικές με την ηλικία διατάξεις φιρμανιών του 16ου και 17ου αι., που δημοσιεύθηκαν τα τελευταία χρόνια, αποδεικνύεται ότι τα παιδιά αυτά έπρεπε να είναι 14 – 18 ή 15 – 20 ετών. Μολαταύτα είναι αλήθεια ότι γινόταν και στρατολογία παιδιών μικρότερης ηλικίας• αυτά όμως δεν προορίζονταν για το γενιτσαρικό σώμα, αλλά για την εσωτερική υπηρεσία της σουλτανικής αυλής και για τα ανώτατα αξιώματα. Ήταν τα λεγόμενα ic oglan, για τα οποία θα μιλήσουμε αργότερα.
Με την διενέργεια του παιδομαζώματος ήταν εντεταλμένος ο yeniceri agasi και ο acemi ocagi agasi (Instanbul agasi). Ο τρόπος στρατολογίας παραλλάσσει κάπως από εποχή σε εποχή. Μετά τον 15° αι. γινόταν συνήθως ως εξής: Στην περιοχή η στην διοικητική περιφέρεια, όπου θα γινόταν το παιδομάζωμα, έστελναν έναν αξιωματικό των γενιτσάρων, τον devsirme agasi που είχε το σχετικό φιρμάνι στρατολογίας, ένα γραφέα και μερικούς συνοδούς γενιτσάρους. Μαζί του είχε επίσης επιστολή (γραμμένη από τον yeniceri agasi), που είχε το ίδιο σχεδόν περιεχόμενο με του φιρμανιού και που απευθυνόταν στους καδήδες της περιοχής, όπου θα γινόταν το παιδομάζωμα. Ο αξιωματικός αυτός είχε απόλυτη εξουσία και κανείς δεν είχε το δικαίωμα να επεμβαίνη στα καθήκοντά του, είτε ήταν μουτεσελίμης των μπεηλερμπέηδων η άλλος στρατιωτικός. Ο devsirme agasi πήγαινε στους καζάδες και η άφιξή του κοινοποιούνταν με ντελάληδες στα χωριά. Στον κάθε τόπο συνεννοούνταν πρώτα με τον καδή και τον πρωτόγερο (προεστό) ή τον παπά και κατόπιν ήλεγχε μαζί τους προσεκτικά τα βιβλία των γεννήσεων της εκκλησίας και επιθεωρούσε ο ίδιος τους υποψηφίους γενιτσάρους. Διάλεγε τους πιο ρωμαλέους, όμορφους και ευφυείς νέους που φαίνονταν κατάλληλοι για την στρατιωτική υπηρεσία. Σύμφωνα με τον νόμο του παιδομαζώματος, έπρεπε οι νέοι αυτοί να είναι παιδιά ιερέων και εγγενών οικογενειών. Από τους ραγιάδες που είχαν δυό ή και περισσότερα παιδιά έπαιρναν μόνο το ένα. Τα μοναχοπαίδια εξαιρούνταν από το παιδομάζωμα, για να βοηθούν και να υπηρετούν τους γονείς τους. Επίσης εξαιρούνταν και μερικές άλλες κατηγορίες παιδιών, όπως π.χ. οι ορφανοί, οι σπανοί, οι κοντοί, οι ψηλοί κ.α., καθώς επίσης και οι παντρεμένοι.
Για ν’ αποφύγουν λοιπόν πολλοί γονείς, Έλληνες, Βούλγαροι, Αλβανοί κ.λ., τον τρομερό αυτό φόρο, φρόντιζαν ν’ αρραβωνιάζουν και να παντρεύουν τα παιδιά τους νεώτατα, σε ηλικία 8,9 και 10 ετών, παραβαίνοντας τους νόμους της Εκκλησίας για την ανηβότητα. Η συνήθεια αυτή ήταν κιόλας πολύ διαδομένη πριν από την Άλωση εξ αιτίας του φόβου των «επικρατησάντων» (=κατακτητών). Πάντως στην περιοχή Κωνσταντινουπόλεως δεν είχαν σημειωθή ως τα 1463 τέτοιοι γάμοι, γιατί εξαιρούνταν από το παιδομάζωμα.
Ο εντεταλμένος με την στρατολογία υπάλληλος έκανε διπλούς καταλόγους με τα ονόματα τα χαρακτηριστικά των νέων, που είχαν στρατολογηθή, καθώς και των συνοδών τους. Απ’ αυτούς κρατούσε τον ένα, ενώ τον άλλο τον έστελνε στην Κωνσταντινούπολη με ειδικό ταχυδρόμο (surucu), για να παραβληθή αργότερα με εκείνον που κρατούσε ο αρμόδιος υπάλληλος και να προληφθή η αντικατάσταση των στρατολογημένων. Από τους ραγιάδες κάθε τόπου έπαιρναν όσα χρήματα χρειάζονταν για το ξύρισμα, τον κόκκινο σκούφο και τον κόκκινο αμπά των στρατολογημένων που τον κατασκεύαζαν οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης. Επίσης, εκτός από αυτά ο devsirme agasi η memuru, ο γραφέας και οι συνοδοί του έπαιρναν την καθορισμένη από τον νόμο αμοιβή. Αυστηρές διαταγές εκδίδονταν προς τους κατά τόπους καδήδες να εφοδιάζωνται με τρόφιμα οι στρατολογούμενοι νέοι, να μη χρονοτριβούν κατά την πορεία τους οι συνοδοί τους στα χωριά, να μη παρεκτρέπωνται σε λεηλασίες και αρπαγές σε βάρος των χωρικών κ.λ..
Από τον 16ο αι. οι διατάξεις αυτές του νόμου δεν τηρούνταν πάντοτε κατά γράμμα. Μολονότι προβλέπονταν αυστηρότατες ποινές και θάνατος ακόμη για τους εκβιαστές υπαλλήλους, οι εντεταλμένοι με την στρατολογία έβρισκαν την ευκαιρία να καταπιέζουν τους χριστιανούς ραγιάδες και να κερδίζουν χρήματα. Έπαιρναν από τους πολυτέκνους δυό ή και περισσότερα παιδιά και δεν εξαιρούσαν ούτε τον μοναχογιό, που δεν τον έδιναν πίσω παρά μόνον όταν έπαιρναν 60, 70 ή και περισσότερα ακόμη χρυσά νομίσματα. Στους πλούσιους επέτρεπαν να εξαγοράσουν τα παιδιά τους και εκείνα που περίσσευαν τα πουλούσαν ως δούλους για δικό τους λογαριασμό. Όσοι μπορούσαν εξαγόραζαν την ελευθερία του παιδιού τους. Μερικοί θυσίαζαν και ολόκληρη την περιουσία τους παρά να ιδούν τα παιδιά τους να σέρνωνται στην πικρή σκλαβιά. Αυτονόητο είναι ότι οι φτωχοί, όπως και σε άλλες περιστάσεις, αισθάνονταν βαρύτερα την δοκιμασία αυτή.
Απροσμέτρητη ήταν η θλίψη και η ηθική συντριβή των γονέων και των άλλων συγγενών, θυμάτων του παιδομαζώματος. Ακόμη ίσως ψάλλουν στην Ήπειρο το παρακάτω τραγούδι:
Ανάθεμά σε, βασιλιά, και τρις ανάθεμά σε,
με το κακό οπόκαμες, και το κακό που κάνεις.
Στέλνεις, δένεις τους γέροντας, τους πρώτους τους παπάδες
να μάσης παιδομάζωμα, να κάμης γενιτσάρους.
Κλαίν’ οι γοναίοι τα παιδιά, κ’ οι αδελφές τ’ αδέλφια,
κλαίγω κ’ εγώ και καίγομαι και όσο θα ζω θα κλαίγω.
Πέρσι πήραν τον γιόκα μου, φέτο τον αδελφό μου.
Η ψυχολογική αυτή κατάσταση δεν ήταν και πολύ δύσκολο να σπρώξη τους ραγιάδες στον φόνο των Τούρκων υπαλλήλων και στην ανταρσία, όπως έγινε στην Αλβανία στα 1565 και στην Νάουσα στα 1705, κινήματα απελπισίας που τιμωρούνταν σκληρά. Αναφέρονται όμως – και αυτές είναι σπάνιες περιπτώσεις – και γονείς με χαλαρή ηθική αντοχή, οι οποίοι κάτω από την επίδραση μιας εξουθενωτικής φτώχειας πρόθυμα παρέδιδαν τα παιδιά τους στους εντεταλμένους με την στρατολογία υπαλλήλους, για ν’ απαλλαγούν από το βάρος της διατροφής τους, η και φτωχοί νέοι, που προσδοκούσαν μια καλύτερη ζωή και ποθούσαν πραγματικά να γίνουν «δούλοι» του σουλτάνου.
Τους στρατολογημένους νέους τους έστελναν τμηματικά με υπεύθυνους συνοδούς στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί, όταν έφθαναν, αναπαύονταν δυό έως τρεις μέρες και κατόπιν τους παρουσίαζαν αμέσως στον αγά των γενιτσάρων, για να τους επιθεωρήση. Αν αυτός διαπίστωνε ότι το παιδομάζωμα είχε γίνει σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, τότε τους κατέγραφε σ’ ένα κατάλογο με όλα τα στοιχεία τους και τους έκαναν την περιτομή. Αν όμως ανάμεσα στην ομάδα κάποιος είχε στρατολογηθή παράνομα, τότε ξεχώριζαν την ομάδα αυτή από τις τάξεις των γενιτσάρων και την έστελναν να εργαστή στο tophane (χυτήριο κανονιών) η στο cebehane (εργαστήριο πολεμοφοδίων), ενώ τον ταχυδρόμο τον τιμωρούσαν πολύ αυστηρά.
Κατόπιν οι αξιωματικοί των acemi ocagi οδηγούσαν στην Ανατολή τα παιδιά που είχαν στρατολογηθή στην Ρούμελη και στην Ρούμελη τα παιδιά της Ανατολής, για να ματαιώσουν κάθε απόπειρα φυγής. Εκεί τα παρέδιδαν για 25 άσπρα το καθένα σε τιμαριούχους η άλλους Τούρκους γεωργούς, οι οποίοι τα μεταχειρίζονταν σαν σκλάβους τα υπέβαλλαν σε κουραστικές γεωργικές εργασίες. Η δραπέτευσή τους τιμωρούνταν σκληρά. Έτσι ο σουλτάνος Σουλεϊμάν Α’ έλαβε αυστηρά μέτρα για την σύλληψη μερικών στρατολογημένων της περιοχής Καισάρειας, που μολονότι είχαν προσέλθει στον ισλαμισμόν, δηλαδή είχαν υποστή την βίαια περιτομή, είχαν γυρίσει πίσω στις πατρίδες τους.
β) Οι ατζέμ ογλάν
Τα παιδιά μέσα στο σκληρό εκείνο τουρκικό περιβάλλον, που τα αποκτήνωνε, προθυμοποιούνταν να προσαρμοστούν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, να μάθουν δηλαδή την γλώσσα και να μυηθούν στην θρησκεία και στα ήθη και έθιμα των κυρίων τους, αφού μάλιστα εκείνοι που θα έδειχναν ζήλο θα είχαν την τύχη να παραληφθούν από τον αξιωματικό, που θα ξαναπερνούσε ύστερ’ από δύο ή και περισσότερα χρόνια, και να μεταφερθούν στην Κωνσταντινούπολη, όπου τους περίμενε καλύτερη ζωή. Εκεί καταγράφονταν στους ορτάδες των acem. Ζούσαν ομάδες ομάδες (μπουλούκια) από 25 – 30 άνδρες κάτω από τις διαταγές του μπουλούκμπαση και μόνοι τους φρόντιζαν για το μαγείρεμα καταβάλλοντας ό καθένας ένα ορισμένο ποσό κατά μήνα. Από την στιγμή εκείνη ονομάζονταν acem oglan, απασχολούνταν σε διάφορες χειρωνακτικές εργασίες (στα κυβερνητικά κτίρια, στο ναυτικό κ.λ.) και έπαιρναν ένα άσπρο ως ημερομίσθιο, εκτός από εκείνους που εργάζονταν στους κήπους του σουλτάνου, οι οποίοι έπαιρναν δυό άσπρα. Οι τελευταίοι αυτοί με επικεφαλής τον bostanci basi είχαν τις μεγαλύτερες ελπίδες να προαχθούν στα ανώτερα αξιώματα. Η νέα ζωή τους ήταν βέβαια σκληρή, αλλά οπωσδήποτε καλύτερη από την προηγούμενη, γιατί είχαν μισθό και ελπίδες να προαχθούν.
Ο αριθμός των ατζέμ ογλάν ήταν ρευστός, ανάλογα με τις ανάγκες της αυτοκρατορίας. Έτσι π.χ. στις αρχές του αι. ήταν κατά μέσον όρο 3.000, ενώ κατά τα μέσα του ίδιου αιώνα ανέβαινε στις 16.400. Οι acem oglan κάλυπταν τα κενά των γενιτσάρων. Ποτέ όμως acem oglan – κατά τους χρόνους τουλάχιστο της ακμής της οθωμανικής αυτοκρατορίας- δεν γίνονταν γενίτσαροι πριν από το 24° η 25° έτος της ηλικίας τους, πριν δηλαδή κάνουν την αναγκαία στρατιωτική εκπαίδευση.
Ως την εποχή της εισόδου τους στο γενιτσαρικό σώμα περνούσαν από τόσες δοκιμασίες, ώστε να έχουν καταπιεστή στο υποσυνείδητο και αυτές ακόμη οι τρυφερές αναμνήσεις της γενέτειρας, των γονέων και γενικά της παιδικής ηλικίας. Πραγματικά αν λάβουμε υπ’ όψη το χαμηλό, ίσως και ανύπαρκτο πνευματικό επίπεδο των acem oglan, τις μακροχρόνιες ταλαιπωρίες και κακουχίες τους, τις συνεχείς και ποικίλες επιδράσεις του μουσουλμανικού περιβάλλοντος στην εύπλαστη ψυχή τους – ένα είδος αποτελεσματικής προπαγάνδας η, καλύτερα, μια αληθινή πλύση εγκεφάλου που ξεδιάλεγε τους πρόθυμους, πιστούς και αφοσιωμένους στον σουλτάνο και στην μουσουλμανική πίστη – θα εννοήσουμε ότι ήταν πολύ δύσκολο στα χριστιανόπαιδα εκείνα ν’ αντιδράσουν και ν’ αποφύγουν τελικά την αφομοίωση. Μολαταύτα φαίνεται ότι πολλοί ατζέμ ογλάν και γενίτσαροι (βλ. εικ. 2 και 3) όχι μόνο διατηρούσαν δυνατή την ανάμνηση της καταγωγής και της θρησκείας των πατέρων τους, αλλά και με προθυμία θα υποστήριζαν μια σταυροφορία των κρατών της Δύσης εναντίον των Τούρκων.
Στην οργάνωση των γενιτσάρων δεν πρόκειται να εισέλθουμε, γιατί η διαπραγμάτευση του θέματος αυτού εμπίπτει μέσα στα πλαίσια της οθωμανικής ιστορίας.
γ) Οι ιτς ογλάν.
Παράλληλα προς την στρατολογία παιδιών ηλικίας 14 – 18 και 15 – 20 ετών γινόταν, χωριστά φαίνεται, και μάζωμα παιδιών μικρότερης ηλικίας,κυρίως 6 – 10 ετών, που προορίζονταν για την υπηρεσία των σουλτανικών σεραγιών. Είναι οι λεγόμενοι ic oglan. Οι ιστορικοί ταυτίζουν την στρατολογία των υποψηφίων acem oglan με των ic oglan, ίσως γιατί και διαφορά στις δυό περιπτώσεις πρόκειται οπωσδήποτε για παιδομάζωμα, αλλά υπάρχει ως προς την ηλικία και την αποστολή τους.
Ο θεσμός των ic oglan φαίνεται ότι προήλθε από την συνήθεια των Τούρκων να δωρίζουν μικρούς και ωραίους σκλάβους στους ισχυρούς του κράτους και όχι από τους κόλπους των υποψήφιων acem oglan, όπως νομίζει ό Hammer. Η σκέψη όμως για την συστηματική στρατολογία, για την εκπαίδευση και την μελλοντική τους χρησιμοποίηση θα γεννήθηκε ασφαλώς κάτω από την επίδραση της οργάνωσης των acem oglan.
Τα μικρά αυτά παιδιά, που ξεχωρίζουν με την ομορφιά του προσώπου τους, την καλή σωματική διάπλαση και την ευφυΐα, τα παρουσιάζουν στον σουλτάνο, ό οποίος άλλα από αυτά στέλνει στο Γαλατά σεράγι, άλλα στο σεράγι της Αδριανούπολης και άλλα στο μεγάλο σεράγι της Κωνσταντινούπολης. Εκεί μέσα φυλάγονται καλά. Οι προοριζόμενοι για το τελευταίο σεράγι βρίσκονται σε πιο πλεονεκτική θέση από τους άλλους, γιατί αυτοί πρώτοι έρχονται στην σειρά ως προς την κατάληψη ανώτερων αξιωμάτων.
Οι ic oglan βρίσκονται κάτω από την ηγεσία του kapi aga, του αρχηγού των άσπρων ευνούχων. Οι ευνούχοι αυτοί τους μεταχειρίζονται με μεγάλη αυστηρότητα και τους τιμωρούν σκληρά για το παραμικρό τους παράπτωμα. Οι συνηθισμένες τους τιμωρίες είναι ξύλο στις πατούσες και μακριές νηστείες η αγρυπνίες.
Οι ic oglan κατοικούν σε τέσσερες χωριστούς θαλάμους του σαραγιού. Στον πρώτο, τον κιουτσούκ οντά (=μικρός θάλαμος), όπου μένουν 6 χρόνια, οι χοτζάδες τους διδάσκουν να είναι σιωπηλοί και ταπεινοί, να έχουν κατεβασμένο το κεφάλι και τα χέρια σταυρωμένα επάνω στο στομάχι, να διαβάζουν, να γράφουν, καθώς και τα πρώτα στοιχεία του μουσουλμανικού νόμου.
Στον δεύτερο θάλαμο, στον κιλέρ οντά (=θάλαμος του κελαριού), επί 4 χρόνια τους γυμνάζουν στις σωματικές ασκήσεις, στον χειρισμό του τόξου, της λόγχης κ.λ., τους τελειοποιούν στην Τουρκική και τους διδάσκουν ακόμη την αραβική και την περσική.
Στον τρίτο, τον χαζναντάρ οντά (= θάλαμος του θησαυρού), άλλα 4 χρόνια μαθαίνουν ιππασία και τελειοποιούνται στις ασκήσεις που ταιριάζουν στην ηλικία τους. Αφότου εισέρχονται στον οντά αυτόν, αρχίζουν κάπου κάπου να υπηρετούν τον σουλτάνο στην ιματιοθήκη, στο λουτρό κ.λ.. Δεν βρίσκονται σε καμιά επικοινωνία με τους τροφίμους των δύο πρώτων θαλάμων ούτε και με κανέναν από τους έξω παρά μόνο με την άδεια του kapi aga.
Έτσι, ύστερα από 14 χρόνια σκληρής μαθητείας και δοκιμασίας, οι 40 από τους πιο άξιους μπαίνουν στον χάζ οντά ( ανακτορικός θάλαμος), όπου αρχίζουν ουσιαστικά να έχουν τις πρώτες ελευθερίες: τους επιτρέπουν να συναναστρέφωνται με όλους τους ανθρώπους του σαραγιού και να έρχωνται σε συχνή επαφή και με τον ίδιο τον σουλτάνο. Επομένως οι ic oglan κατά την διάρκεια της παραμονής τους στο σεράγι έπρεπε να είναι μεταξύ 6 – 20 ετών, και παραπάνω, αν υπολογίση κανείς τα χρόνια της μαθητείας τους.
Όταν αποφοιτούν, είναι πια νέοι άνδρες με πείρα και υπομονή μεγάλη, ικανοί ν’ ανθέξουν σε μεγάλους κόπους και να εκτελέσουν κάθε είδους διαταγή με τυφλή υπακοή και μεγάλη ακρίβεια. Από τους νέους αυτούς εκλέγονται οι ανώτεροι αξιωματούχοι του κράτους και της αυλής, οι πασάδες, οι μπέηδες, ο καπιτζή μπασήδες κ.α, προ πάντων οι ακόλουθοι του σουλτάνου. Από τους τελευταίους οι σπουδαιότεροι είναι ο σελικτάρ αγάς (αυτός που κρατά το σπαθί του σουλτάνου), ο τζιοχαντάρ αγάς (τον μανδύα του), ο ρικαμπάρ αγάς (τον αναβολέα του), ο τουλμπεντάρ αγάς (που διευθετεί το τουρμπάνι του, βλ. εικ. 4) και άλλοι οκτώ ακόμη. Το λαμπρό μέλλον των νέων αυτών κάνει τον Μουσταφά πασά να λέγη στα 1576 στον πρεσβευτή της Γερμανίας Δαβίδ Ungnad ότι, ενώ τα χριστιανόπαιδα γίνονται μεγάλοι αξιωματούχοι του κράτους, τα δικά τους παιδιά παραμερίζονται.
δ) Η λήξη του παιδομαζώματος και οι συνέπειές του.
Πότε καταργήθηκε το παιδομάζωμα; ή καλύτερα: 1) πότε έγινε η τελευταία ομαδική στρατολογία υποψήφιων ατζέμ ογλάν; και 2) πότε έληξε το μάζωμα μικρών παιδιών, που προορίζονταν για τις τάξεις των ic oglan;
Ως προς το πρώτο πρόβλημα έχουμε να σημειώσουμε ότι από την εποχή κιόλας το Σουλεϊμάν Α’ (1520- 1566) και Μουράτ Γ’ (1574- 1595) άρχισαν να γίνωνται δεκτοί στους acem oglan ολοένα και περισσότεροι Τούρκοι κατά το γένος, καθώς και οι γιοί των γενιτσάρων (οι οτζάκ ζαντέ). Η επιθυμία των Τούρκων να εξασφαλίσουν και στα παιδιά τους λαμπρό μέλλον έσπρωχνε πολλούς να τα παραδίδουν στους χριστιανούς, για να τα παρουσιάζουν αντί για τα δικά τους. Η επιθυμία τους αυτή έγινε ασφαλώς περισσότερο έντονη, όταν οι γενίτσαροι επί Σουλεϊμάν Α’ κατόρθωσαν ν’ αποσπάσουν το δικαίωμα να παντρεύωνται. Το σώμα τους ήταν πια προνομιούχο, γιατί εξασφάλιζε μισθό, τιμή και οικογενειακή ζωή. Έχανε όμως βαθμιαία την δυναμικότητα και την μαχητικότητά του. Με την παρακμή της αυτοκρατορίας, κυρίως με την εισδοχή μουσουλμάνων στο σώμα των acem oglan, παραλύει η πειθαρχία και εκφυλίζεται ο θεσμός των γενιτσάρων. Αποτέλεσμα τώρα το παιδομάζωμα να γίνεται κατά αραιά χρονικά διαστήματα και αποκλειστικά μόνο στην Ευρώπη. Έτσι φιρμάνι της 5 Φεβρουαρίου 1666 αναφέρει ότι από αρκετά χρόνια δεν γινόταν στρατολογία χριστιανοπαίδων, μολονότι η υπόθεση αυτή χαρακτηρίζεται από τις σπουδαιότερες του κράτους. Η τελευταία στρατολογία επιχειρήθηκε στα 1705 στην Νάουσα, αλλά κατέληξε στην ανταρσία των κατοίκων της και δεν ξέρουμε αν τελικά πραγματοποιήθηκε. Πιθανόν τα γεγονότα εκείνα έθεσαν τέρμα στην θλιβερή αυτή σελίδα της ιστορίας.
Ως προς το δεύτερο πρόβλημα, νεώτερες πληροφορίες αποδείχνουν ότι το μάζωμα μικρών χριστιανών για τις τάξεις των ic oglan εξακολούθησε ως τα μέσα του 180υ αι., ενώ τα σώματα των acem oglan και των ic oglan εξακολούθησαν να υφίστανται ως την κατάργηση του γενιτσαρικού σώματος (1826).
Ο Hammer υπολογίζει σε μισό εκατομμύριο τα παιδιά που χάθηκαν για τον χριστιανισμό ενώ ο Παπαρρηγόπουλος σε ένα. Υπολογισμός όμως – έστω και κατά προσέγγιση — του αριθμού των εξισλαμισμένων παιδιών είναι πολύ δύσκολος, σχεδόν ανέφικτος. Ίσως τον υπολογισμό αυτό θα μπορούσε διευκολύνη κάπως μια ειδική και διεξοδική μελέτη για το παιδομάζωμα με την ευρεία του έννοια.
Το παιδομάζωμα προκάλεσε μια σοβαρή αφαίμαξη του ελληνισμού προ πάντων από τα μέσα του 15ου αι. ως τα μέσα του 17ου αι., επί δύο περίπου αιώνες. Την σημασία της αιμορραγίας αυτής την εννοούμε καλά, όταν σκεφθούμε ότι τα στρατολογούμενα παιδιά ήταν τα πιο ρωμαλέα και ωραία. Ο κίνδυνος όμως αυτός του εκφυλισμού του ελληνικού έθνους εξουδετερώθηκε σιγά σιγά και, όπως είδαμε, τελικά έπαψε να υφίσταται, γιατί άρχισε να γίνεται υποφερτός ό τρόπος της ζωής των ατζέμ ογλάν – γενιτσάρων και ν’ αντιδρά η κοινή τουρκική γνώμη στην ανύψωση των γιών των γκιαούρηδων στα ανώτατα αξιώματα της αυτοκρατορίας. Υπήρχε μια αλληλεπίδραση στα αιτία αυτά.
Το παιδομάζωμα δημιούργησε ένα μεγάλο κίνδυνο εκτουρκισμού και ερήμωσης της βαλκανικής χερσονήσου, γιατί οι χριστιανοί κάτοικοί της έβλεπαν εμπρός τους δυό μόνο λύσεις, για να το αποφύγουν• 1) να εξισλαμιστούν ή να προσποιηθούν ότι εξισλαμίζονται• ή 2) να φύγουν με την κινητή τους περιουσία στις πλησιέστερες κτήσεις των χριστιανών Κρατών.
Το πρώτο είδαμε ότι γινόταν• και σ’ αυτό συντελούσαν ασφαλώς και οι άλλες αφόρητες συνθήκες της ζωής των ραγιάδων. Το δεύτερο, δηλαδή η φυγή, δεν ήταν δυνατόν να επιχειρηθή παρά μόνον από τους ραγιάδες εκείνους που κατοικούσαν στα παράλια η κοντά στα σύνορα της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Έτσι π.χ. η Πελοπόννησος και η Αλβανία είχαν απογυμνωθή από σημαντικό μέρος του πληθυσμού τους και ολόκληρες εκτάσεις γης έμεναν ακαλλιέργητες με αποτέλεσμα τα τιμάρια να μην έχουν καμιά σχεδόν αξία, γιατί οι σκλάβοι κατέφευγαν στις κοντινές βενετικές κτήσεις. Κάποτε μάλιστα η φυγή προκαλούσε σοβαρές προστριβές μεταξύ των δύο κρατών.
Πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Σε πολλές πόλεις (Αλεξανδρούπολη, Κομοτηνή, Τρίκαλα, Φλώρινα κ.α.), παραλιακές και μη, της Ορθόδοξης και Ναυτικής πατρίδας μας, σε καίρια σημεία, όπως πλατείες και πάρκα, υπάρχει η προτομή του Ναυάρχου Κωνσταντίνου Κανάρη. Είναι δώρο του Πολεμικού Ναυτικού στους οικείους Δήμους, σε ανάμνηση του πανελλήνιου εορτασμού της Ναυτικής Εβδομάδας, ενός θεσμού που σιωπηρά καταργήθηκε και για τελευταία φορά γιορτάστηκε το 2008.
Χρέος τιμής, στο φετινό εορτασμό της Επανάστασης του 1821, να μνημονεύσουμε το Ναύαρχο Κωνσταντίνο Κανάρη.
***
Πόσα δε λέει αυτή η μικρή προτομή του Κωνσταντίνου Κανάρη στον καθένα μας που τη θωρεί…
Μας υπενθυμίζει μία από τις ηρωικότερες φυσιογνωμίες του αγώνα του 1821, τον ατρόμητο ήρωα των ελληνικών θαλασσών, ο οποίος με το πυρπολικό του μια ασέληνη νύχτα του Ιουνίου του 1822 άναψε στο λιμάνι της Χίου «φλόγα ουρανομήκη», έκαψε την τουρκική ναυαρχίδα, εκδικήθηκε την άγρια σφαγή της Χίου, τιμώρησε τους βάρβαρους επιδρομείς, φωταγώγησε τα ελληνικά πελάγη, εμψύχωσε στον υπέρ πάντων αγώνα της Φυλής και προκάλεσε παγκόσμια προσοχή.
Μας υπενθυμίζει ότι αυτός, όπως και ολόκληρη εκείνη η ένδοξη γενιά των αγωνιστών του 1821, είχε βαθύτατο θρησκευτικό συναίσθημα. Πίστευε ότι στην πάλη της ημισελήνου και Σταυρού θα νικούσε τελικά ο Τίμιος Σταυρός. Και γι’ αυτό, μετά το ηρωικό του κατόρθωμα, αμέσως μόλις αποβιβάστηκε στους βράχους των Ψαρών, έσπευσε αμέσως ο ίδιος και οι σύντροφοί του να δοξολογήσουν το Θεό στο εξωκκλήσι του Αγίου Νικολάου, όπου άναψε λαμπάδα, γονάτισε και γεμάτος ιερή συγκίνηση ευχαρίστησε τον Κύριο και τον παρακάλεσε να δώσει ταχύτατα την ελευθερία της Πατρίδας.
Μας υπενθυμίζει ότι ο «Ναύαρχος», όπως τον αποκαλούσαν, όταν αξιώθηκε να δει τους καρπούς των αγώνων του, την Ελλάδα ελεύθερη, και εγκαταστάθηκε στην Κυψέλη, δε λησμόνησε το Θεό. Κάθε Κυριακή, από τα χαράματα, επί πολλά χρόνια, μέχρι τα βαθιά του γεράματα, πήγαινε από τους πρώτους στο εκκλησάκι των Αγίων Αποστόλων, ιδιοκτησίας της οικογένειας, και στεκόταν στο στασίδι του, με ευλάβεια μέχρι τέλους στη Θεία Λειτουργία. Μέχρι και σήμερα, μπαίνοντας σε αυτό το μικρό ναό, ένα στασίδι, αριστερά του Δεσποτικού θρόνου, προκαλεί αμέσως την προσοχή. Είναι στολισμένο με μία γαλανόλευκη ταινία. Στο στασίδι είναι χαραγμένη με κεφαλαία γράμματα η επιγραφή : «ΣΤΑΣΙΔΙ ΤΟΥ ΝΑΥΑΡΧΟΥ ΚΑΝΑΡΗ 1794 – 1877».
Σήμερα, αυτό το «στασίδι του Κανάρη», είναι ο δριμύς έλεγχος όλων εκείνων των Ελλήνων οι οποίοι, διαδεχόμενοι τους ήρωες στις διάφορες δημόσιες θέσεις, δεν έχουν ούτε ένα μόριο της Χριστιανικής Πίστης των προγόνων τους.
Σήμερα, η Χριστιανική Ελλάδα έχει την αξίωση να κυβερνιέται από χριστιανούς κυβερνήτες, που κλείνουν στα στήθη τους τη θαυματουργή πίστη ενός Κανάρη, που έγινε Ναύαρχος, τέσσερις φορές Υπουργός των Ναυτικών (Κυβερνήσεις Ανδρέα Μεταξά, Ιωάννη Κωλέττη, Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και Μπενιζέλου Ρούφου) και πέντε φορές Πρωθυπουργός (1844, 1848-9, 1864, 1864-5 και 1877).
Σήμερα, στην εθνική μας επέτειο, η πιο μεγάλη τιμή των ηρώων του 1821 είναι η μίμηση των αρετών τους.
Άρχοντες και αρχόμενοι δεν πρέπει μονάχα να θυμόμαστε, πρέπει και να μιμούμαστε τη λεβεντιά και τις αρετές των τιτανομάχων της Εθνεγερσίας.
Είναι ο καλύτερος εορτασμός της 25ης Μάρτιου.
Αλεξανδρούπολη Μάρτιος 2016
ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
Υποναύαρχος Λ.Σ. (ε.α.)
Ο Ρωμηός επι Τουρκιάς γνωρίζει Τετάρτη και Παρασκευή, ξέρει να κάνει μετάνοιες, λειτουργείται κάθε Κυριακή, προσεύχεται, ευλογεί και ευλογείται, μιλάει στα παιδιά του για Θεό, κάνει τον σταυρό του γεμάτον και ολόκληρον…
Φαίνεται ότι κάποτε ενήστευες και σήμαινε ότι είσαι Ρωμηός. Αν δε νήστευες Τετάρτη και Παρασκευή, εσήμαινε ότι είσαι Τούρκος. Ετούτο δεν είναι υπερβολή, ήταν ένας τόπος κοινός στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, και τούτο το βλέπουμε ξεκάθαρα στο έργο του Φωτάκου: «Ο Βίος του Παπαφλέσσα».
Όταν έφτασε ο Φλέσσας στο Άργος, ο αδελφός του Νικήτας τού άλλαξε τα φορέματα, τού φόρεσε τούρκικα καλιοντσίτικα και τον όπλισε ως Τούρκο, καθώς και τους άλλους που είχε μαζί του ο Παπαφλέσσας. Προφανώς, έγινε αυτό, για λόγους ασφαλείας, που θα λέγαμε σήμερα. Φιλοξενήθηκε, όμως, ο Φλέσσας, μαζί με τους δικούς του, στην οικεία του Οικονομόπουλου. Κι επειδή η οικοδέσποινα τους εξέλαβε ως Τούρκους, αν και ήταν Τετάρτη, τους έβγαλε να φάνε αυγά. Παίζοντας εκείνοι τους Τούρκους, προσποιήθηκαν ότι τα έφαγαν, αλλά κρυφίως τα πέταξαν. Και μάλιστα έπειτα – μάλλον μετά την αναχώρηση τους – τα αυγά ευρέθησαν (!) καθώς το διηγείται ο Φωτάκος.
Ο Έλληνας της Τουρκοκρατίας είναι ο πιο βαθιά Ορθόδοξος Έλληνας που βρίκεται μέσα στους αιώνες. Ίσως περισσότερο κι από τον Έλληνα του Βυζαντίου, πάει μπροστά σε Ορθοδοξία ο σκλαβωμένος Έλληνας επι Τουρκιάς.
Ο Ρωμηός επι Τουρκιάς γνωρίζει Τετάρτη και Παρασκευή, ξέρει να κάνει μετάνοιες, λειτουργείται κάθε Κυριακή, προσεύχεται, ευλογεί και ευλογείται, μιλάει στα παιδιά του για Θεό, κάνει τον σταυρό του γεμάτον και ολόκληρον – αρχοντικόν σταυρόν, όχι τσιγκούνικον, κι έτσι μπουζούκικον. Στο κούτελο, κάτω στη βαλβίδα της κοιλιάς, δεξιά κι αριστερά στους ώμους, έτσι κάνει ο Παπαφλέσσας τον σταυρό του, ο Γέρος του Μόρια, ο Διάκος και οι άλλοι.
Όσοι μάς ελευθέρωσαν, εγνώριζαν Τετάρτη και Παρασκευή. Αυτονοήτως ενήστευαν ως κάτι δεδομένο και παραδομένο άπαξ εκ προγόνων Ορθοδόξων. Πλείστα όσα παραδείγματα δεικνύουν του λόγου το αληθές: ότι αυτοί που μάς λευτέρωσαν σαν καλογέρια αγαπούσαν τον Θεό, ήταν άνθρωποι του «Πάτερ Ημών» και της ωραίας εν Θεώ ζωής. Εμείς;
Πηγή: Το Ζωντανό Ιστολόγιο, ΙΕΡΕΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, Αβέρωφ
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...