Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Σε μια αναμέτρηση λοιπόν και αντιπαράταξη θυσιαστικά δύο θρησκειών και δυό κόσμων οι Ορθόδοξοι Έλληνες κληρικοί και μάλιστα οι αρχιερείς όχι μόνο δεν αντέδρασαν ούτε χλεύασαν τον αγώνα, αλλ' όπως είναι φυσικό και αυτονόητο, υπήρξαν οι φυσικοί ταγοί και ηγέτες, του αγωνιζομένου λαού. Πραγματικοί μπροστάρηδες , που, σαν άλλοι Μωυσείς ανέλαβαν να οδηγήσουν το λαό από τη σκλαβιά στην ελευθερία με κάθε προσωπική τους θυσία.
Το ράσο όλων των κληρικών, από του ασημότερου καλόγερου μέχρι του πολιουσεβάσμιου και άγιου Πατριάρχη, μεταβλήθηκε σε φλάμπουρο, που ηλέκτριζε και πύρωνε τα πνεύματα των αγωνιζομένων Ελλήνων. Η συμμετοχή των κληρικών, και μάλιστα των αρχιερέων, ήταν τόσο φυσική και τόσο αυτονόητη και απαραίτητη, ώστε όχι μόνο να συμπαρίστανται σε κάθε αγωνιστική προσπάθεια αλλά να θεωρούνται εκ των ων ουκ άνευ, μια και οι Έλληνες δεν επιχειρούσαν τίποτε, εάν προηγουμένως δεν έβλεπαν τους ρασοφόρους να τους ευλογούν, με τους σταυρούς και τα ιερά τους άμφια, και να τους οδηγούν στο καθήκον.
Ενδεικτικό του πόσο πολύ υπολόγιζαν όλοι οι Έλληνες (διοικούντες και λαός) τότε την παρουσία των αρχιερέων στις πολεμικές συρράξεις είναι και ένα έγγραφο της προσωρινής Ελληνικής κυβερνήσεως κατά το Μάιο του 1825, με το οποίο, μπροστά στον κίνδυνο της προελάσεως του Ιμπραήμ, έδωσε εντολή στους αρχιερείς, που βρισκόταν στο Μωριά: Κομάνων Αγαθάγγελο, Παροναξίας Ιερόθεο, Φαρσάλων Γεράσιμο, Τριπόλεως Δανιήλ και Ρέοντος και Πραστού Διονύσιο, να κινηθώσι όσον τάχος για να περιέρχονται τις επαρχίες Άργους, Τριπολιτζάς, Βοστίτζης (Αιγίου), Πατρών, Λεονταρίου και Μεσσήνης και να κηρύσσουν το της εθνεγερσίας σάλπισμα, προτρέποντας τους χριστιανούς σε γενική εξέγερση κατά του τυράννου κατακτητού δια να συντρέξουν εις την ταχείαν ξεκίνησιν των στρατευμάτων.
Κατά συνέπεια δεν πρέπει να θεωρείται υπερβολική η κρίση ότι άνευ της συμμετοχής, της συμπαραστάσεως και της συμπράξεως του ιερού κλήρου δεν θα ευωδούντο τα του ιερού αγώνος.
Ο Φωτάκος , δίδοντας το μέτρο της εκτιμήσεως και του σεβασμού των τότε Ελλήνων στους ρασοφόρους, χαρακτηρίζει τον κλήρο θεόπεμπτο και σεβάσμιο και επιλέγει εις την επανάστασιν πρώτος ο κλήρος εφάνη εις τον αγώνα με τον σταυρόν και με τη σπάθην εις τας χείρας.
Σε άλλο πάλι σημείο των απομνημονευμάτων του (ως να διαισθάνθηκε ότι θα εγερθούν άνδρες, που θα ισχυρισθούν ότι οι αρχιερείς δια της βίας σύρθηκαν στον αγώνα) τονίζει εμφαντικά και απερίφραστα: Οι αρχιερείς της και άπας ο λοιπός κλήρος...αυθόρμητος εκινήθη. . .και πρώτος έλαβε τα όπλα.
Αναγνωρίζοντας δε την αμέριστη συμμετοχή και συνδρομή των κληρικών στους αγώνες του 1821 αναφωνεί:
Ευτυχισμένη ήταν η ημέρα της επαναστάσεως της ελληνικής φυλής, διότι και τότε και προ χρόνων ακόμη το έθνος είχε και τον θεόπεμπτον και σεβάσμιον κλήρον ως οδηγόν του... Ο Κλήρος παρουσιάσθη εμπρός με τον σταυρόν και με το όπλον εις τας χείρας, έβαλε την φωνήν εκ μέρους της θρησκείας και έδωκε το σύνθημα πατρίς και θρησκεία.. .εσυμβούλευσε, ευλόγησε, αγίασε τα όπλα, ύψωσε την σημαίαν του σταυρού... Έκαστος δε κληρικός επήρε πλέον ως έργον του πολέμου να παρευρίσκεται παντού εις τα στρατόπεδα και εις τα φροντιστήρια δια να ετοιμάζη τα πολεμοφόδια και τας τροφάς, όχι μόνον δι ιδίων εξόδων και θυσιών αλλά και με τα ιδία του τα χέρια, άλλοι δε εξ αυτών να πολεμούν τον εχθρόν της πίστεως και της πατρίδος, μαζί με τους στρατιώτας και άλλοι πάλιν να στέκωνται έμπροσθεν του Υψίστου και να επικαλούνται την εξ ύψους βοήθειαν. . .
Ούτως δε ενεργείται η Ελληνική επανάστασις από όλας τας τάξεις των κληρικών, των αρχιερέων δηλαδή, των ιερέων και των μοναχών των μοναζόντων εις τα ιερά καταγώγια, τα οποία έγιναν κοινά δια την ελευθερίαν την εθνικήν.
Τέλος η επιτροπή που συστήθηκε (1833) από τον Όθωνα (μεταξύ των οποίων ο Σπ. Τρικούπης, ο Π. Νοταράς και ο Σκαρλ. Βυζάντιος) για τα Εκκλησιαστικά πράγματα της Ελλάδος, έγραψε στην έκθεσή της:
Πρώτοι οι ιερείς του Υψίστου έκλιναν ους ευήκοον εις την φωνήν της ελευθερίας και περιζωσάμενοι μετά της νοητής ρομφαίας του Ευαγγελικού λόγου το ξίφος του Άρεως, διέπρεψαν πολλαχώς εις τον Ελληνικόν αγώνα. Και τα ονόματα των εν Κωνσταντινουπόλει αθλησάντων Αρχιερέων θέλουν στολίζει δια παντός τας πρώτας σελίδας της νεωτέρας Ελληνικής ιστορίας.
Και μόνο με τα παραπάνω κείμενα θα έπρεπε να σιγήσει κάθε αντίρρηση και αντίλογος για τη συμπεριφορά του κλήρου και μάλιστα των αρχιερέων κατά το 1821. Επειδή όμως πιθανώς να υπάρχουν έστω μερικοί που θα επιμένουν να αμφισβητούν τις μαρτυρίες εκείνων των αυτοπτών και συναγωνιστών των ιεραρχών και επειδή είναι γεγονός ότι δεν φωτίσθηκε ακόμα επαρκώς η πτυχή της συνεισφοράς των αρχιερέων στην παλιγγενεσία του 1821 θα καταβληθεί προσπάθεια να έλθουν στο φως ορισμένες τουλάχιστον ενέργειες και δραστηριότητες των τότε αρχιερέων, όσες δηλ. η σμίλη της ιστορίας κατόρθωσε να περισώσει μέσα από το χαλασμό και την ερήμωση εκείνων των χρόνων, μια και είναι αδύνατον να περιγραφεί αναλυτικά η όλη προσφορά αυτών λόγω ποικιλίας και πυκνότητος μαχητικής αλλά και εξειδικευμένης προσφοράς.
ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ 1821
Είναι γνωστόν αλήθεια ότι οι μύδροι των επικριτών δε στρέφονται γενικά κατά του κλήρου αλλά κυρίως κατά των αρχιερέων η γενικά κατά του ανωτέρου κλήρου. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις γίνεται αντιδιαστολή ότι ενώ ο κατώτερος κλήρος (εννοώντας τους ιερείς) συμμετέσχε και συνέπραξε σύξυλος στον αγώνα, ο ανώτερος κλήρος και μάλιστα οι αρχιερείς ήταν εκείνοι που αντέδρασαν και αντιτάχθηκαν σ' αυτόν.
Για να υποστηρίξουν δε τις απόψεις και ισχυρισμούς τους οι επικριτές επικαλούνται πραγματικά περιστατικά και λόγους των ιδίων των ιεραρχών, που μαρτυρούν ότι μεμονωμένα ό α ή β ιεράρχης, ή μερικοί τουλάχιστον από αυτούς, έδειχναν να δυσπιστούν και να αμφιβάλλουν για τη δυνατότητα επιτυχίας ενός τέτοιου εγχειρήματος, όπως ο γενικός ξεσηκωμός του γένους, ενώ για άλλους ότι έφθαναν να αντιδρούν και να φαίνονται ότι τάσσονται στο πλευρό των Τούρκων. Αναφέρονται ακόμα και ορισμένες αδυναμίες ή και πάθη των ιεραρχών, που τα προβάλλουν ως βδεληρά και αποτρόπαια, ξεχνώντας ότι και οι αρχιερείς είχαν σώμα και ήταν άνθρωποι σαν όλους τους άλλους συγχρόνους τους ή και σαν και εμάς σήμερα με τις μικροεπιθυμίες, φιλοδοξίες, όνειρα, εγωισμούς κ.λπ. και επομένως θα πρέπει να τους βλέπουμε όσο κι αν ήταν οι κατά τόπους κεφαλές της Εκκλησίας και εις τύπον Θεού ως ανθρώπους και όχι ως αγγέλους.
Ξεπερνώντας λοιπόν τις ενδεχόμενες και αναγνωριζόμενες ανθρώπινες αδυναμίες, που τους καταμαρτυρούν, θα πρέπει να αναζητήσουμε να δούμε εάν τελικά κατόρθωσαν να αρθούν στο ύψος των τότε περιστάσεων και να προσφέρουν θετικό έργο στην υπόθεση του 1821.
Επιχειρώντας μάλιστα να διερευνήσουμε τα μύχια των ανθρώπων εκείνων και να τους ηθογραφήσουμε καλό είναι να μη μένουμε στα λόγια ή τις ενέργειες κάποιας οποιασδήποτε στιγμής τους αλλά να αναζητούμε τις οριακές στιγμές της πολιτείας τους, και μάλιστα του τέλους τους, γιατί, όπως έγραψε και ο Θουκυδίδης, προς το τελευταίον εκβάν έκαστον των πριν υπαρξάντων κρίνεται, και ανάλογα να τους μακαρίσουμε ή να τους κατακρίνουμε, κατά το απόφθεγμα του Σόλωνος μηδένα προ του τέλους μακάριζε (αλλά και κατάκρινε).
Πόσο κοντά λοιπόν στην αλήθεια είναι ο ισχυρισμός των επικριτών ότι αντέδρασαν οι αρχιερείς στο 1821; Ήταν στα αλήθεια εναντίον της αποτινάξεως του τουρκικού ζυγού ή όχι; Αλλά και εάν δεν αντέδρασαν ποια η συμμετοχή τους στο έπος του 1821; Ποια η θετική και αδιαμφισβήτητη συνεισφορά τους στην παλιγγενεσία των Ελλήνων;
Το ερώτημα αυτό θα επιχειρηθεί να διερευνηθεί και να απαντηθεί. Ποιο συγκεκριμένα θα αναζητηθούν στοιχεία και μαρτυρίες για το πόσοι και ποιοι από τους αρχιερείς συμμετέσχαν, αυτόβουλοι και απρόσκλητοι, ενεργά και δραστήρια στον αγώνα. Πόσοι και ποιοι πήραν στο ένα χέρι το Σταυρό και στο άλλο το γιαταγάνι. Πόσοι εγκατέλειψαν τις πατερίτσες για τα καρυοφύλλια, τους θρόνους για τα μετερίζια και τα ταμπούρια, την επισκοπή για την ελευθερία.
Ποιοι πάλι δοκιμάσθηκαν σαν αληθινοί ποιμένες χάρη του λαού στα ανήλια, υγρά, θεοσκότεινα, δυσώδη και φοβερά μπουντρούμια των τουρκικών φυλακών όπου επί μέρες και μήνες ή χρόνια καθημερινά δοκίμαζαν τα πάνδεινα βασανιστήρια και φρικτές στερήσεις.
Τέλος ποιοι έδωσαν και την τελευταία τους πνοή, ώστε το όραμα τόσων γενεών να θεμελιωθεί και στοιχειωθεί επάνω στα λιπόσαρκα, αιμάσσοντα και ασπαίροντα κορμιά σκέλεθρά τους, ώστε από τα κατ εξοχήν ιερά τους κόκκαλα να εξανθίσει ο κάλλιστος σπόρος και καρπός της ελευθερίας.
Έτσι π.χ. ο Σκαρίμπας, αν και ισχυρίζεται ότι όλοι οι ιεράρχες χλεύασαν και αντέδρασαν στο 21, τελικά φθάνει να παραδεχθεί ότι, έστω, μόνον οι αρχιερείς Σαλώνων Ησαΐας, Μεθώνης Γρηγόριος και Ρωγών Ιωσήφ υπήρξαν εκείνοι, που με τη θέληση τους συμμετέσχαν στον αγώνα και έδωσαν και τη ζωή τους σ' αυτόν.
Άλλοι όμως ερευνητές δέχονται ότι ο αριθμός των αρχιερέων που συμετέσχαν με τον α ή β τρόπο στους αγώνες του 1821 και πρόσφεραν και τη ζωή τους ή βασανίσθηκαν και δοκιμάσθηκαν από τους δυνάστες σ' αυτόν τον ιερό πόλεμο είναι πολλαπλάσιοι.
Αλλά και αυτοί που υπεραμύνονται της προσφοράς των αρχιερέων δυστυχώς δεν αναφέρουν επώνυμα και συγκεκριμένα παρά μόνο ελάχιστα ονόματα αρχιερέων, συνήθως τα ίδια και τα ίδια, που επαναλαμβάνονται από όλους τους μελετητές και συγγραφείς, ως απόδειξη της συμπράξεως των αρχιερέων στην παλιγγενεσία.
Έτσι συνήθως αναφέρονται τα ονόματα του Πατριάρχου Γρηγορίου και των αρχιερέων Αδριανουπόλεως Δωροθέου, Εφέσου Διονυσίου, Δέρκων Γρηγορίου, Αγχιάλου Ευγενίου, Π. Πατρών Γερμανού, Χριστιανουπόλεως Γερμανού, Δημητσάνης Φιλοθέου, Σαλώνων Ησαία, Ρωγών Ιωσήφ, Μεθώνης Γρηγορίου, Κορώνης Γρηγορίου, Κύπρου Κυπριανού, Κρήτης Γερασίμου, Έλους Ανθίμου, Ταλαντίου Νεοφύτου, και, κατά περίπτωση, μερικών άλλων, ωσάν μόνον αυτοί να ήταν οι αρχιερείς που πήραν μέρος στους αγώνες του Έθνους.
Αλλ' όπως είναι ευνόητο, εάν πραγματικά μόνον οι παραπάνω αρχιερείς ήταν εκείνοι που πήραν μέρος στον αγώνα, όσο κι αν, συγκρινόμενοι με τους 23 του Σκαρίμπα, θεωρούνται πολλαπλάσιοι, εν τούτοις αν ήθελαν συγκριθεί με τους 190 ή έστω 200 αρχιερείς που υπήρχαν σ' ολόκληρη την Οθωμανική αυτοκρατορία θα πρέπει να ομολογηθεί ότι αποτελούν περιορισμένη μειοψηφία, και φαίνεται να δικαιώνονται σε αρκετά υψηλό βαθμό οι επικριτές των.
Φαίνεται όμως ότι ο αριθμός των αρχιερέων που έλαβε μέρος στην Επανάσταση και θυσιάσθηκε σ' αυτήν πρέπει να είναι μεγαλύτερος , γιατί διαφορετικά δε θα μπορούσε η επί των εκκλησιαστικών επιτροπή του Όθωνα να γράψει το 1833, οπόταν δηλ. ακόμα ήταν νωπές οι μνήμες, ότι: Εν διαστήματι της επαναστάσεως, πολλαί των επαρχιών της Ελλάδος εστερήθησαν τους Αρχιερείς τους, θυσιασθέντας τους περισσοτέρους εις τους υπέρ της πατρίδος αγώνας. Όπως δε συνάγεται και από άλλα σημεία της ίδιας εκθέσεως από τους 49 αρχιερείς, που ποίμαιναν επί Τουρκοκρατίας τας ήδη συγκροτούσας το Βασίλειον της Ελλάδος επαρχίας μόνον 22 αρχιερείς επέζησαν εις τας άχρι τούδε πολιτικάς μεταβολάς αυτού του τόπου, πράγμα βέβαια που σημαίνει ότι οι άλλοι 27, που πραγματικά ήταν και οι περισσότεροι, θυσιάσθηκαν κατά τη διάρκεια του ιερού αγώνα.
Για το λόγο αυτό θα επιχειρηθεί μια ενδελεχέστερη διερεύνηση του όλου θέματος για τη στάση και συμπεριφορά αν όχι του συνόλου των αρχιερέων (γιατί, δυστυχώς, δεν υπάρχουν στοιχεία για όλους) οπωσδήποτε όμως της συντριπτικής πλειονότητας αυτών. Να διαπιστωθεί επί τέλους εάν οι αρχιερείς έλαβαν θετική η αρνητική στάση στην επανάσταση, κατά πόσο δηλ. την χλεύασαν ή την καταπολέμησαν, όπως διατείνονται οι επικριτές τους, ή την υπερασπίσθηκαν και την υπηρέτησαν με λόγια, έργα, όπλα, μαρτύρια ή και τη ζωή τους.
Για το λόγο αυτό και προκειμένου να είναι πιο συστηματική και μεθοδική η διερεύνηση της στάσεως και προσφοράς των αρχιερέων στο 21 θα επιχειρηθεί η παρουσίαση αυτών ταξινομημένη κατά την εξής σειρά:
α) Αγωνιστές Ιεράρχες 1) της Πελοποννήσου, Στερεάς Ελλάδος και των νησιών του Αιγαίου Πελάγους και 2) των υπολοίπων περιοχών του Ελληνισμού, οι οποίοι εγκατέλειψαν τις επαρχίες και θέσεις τους, για να συμπράξουν και αυτοί στους αγώνες του Έθνους.
β) Αρχιερείς που φυλακίσθηκαν, βασανίσθηκαν, εξορίσθηκαν και γενικά κακοπάθησαν η αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τις επαρχίες τους επειδή θεωρήθηκαν ότι συνεργούσαν στην παλιγγενεσία του Γένους και
γ) Αρχιερείς που θυσιάσθηκαν, ως ολοκαυτώματα, στο βωμό της ελευθερίας του Γένους.
Α' ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ
Όπως τονίσθηκε και προηγουμένως οι Έλληνες Ορθόδοξοι κληρικοί και μάλιστα οι κατά τόπους αρχιερείς στη συντριπτική τους πλειονότητα δέχθηκαν με νεανική αδημονία το μεσσιανικό μήνυμα της απολυτρώσεως του δούλου γένους, που, ως άγγελοι της σωτηρίας του Έθνους, ευαγγελίζονταν οι Φιλικοί και με Συμεωνική εγκαρτέρηση και ελπίδα προσδοκούσαν την ευλογημένη ώρα. Βέβαια ως υπεύθυνοι ταγοί του γένους έπρεπε να είναι μέχρι παρεξηγήσεως αυτοσυγκρατημένοι και προσεκτικοί, φρόνιμοι και επιφυλακτικοί, προσποιητοί κόλακες με ευλύγιστη μέση και απλόχερη γενναιοδωρία προς τους κρατούντας, προς δε ελεγκτικοί και επιτιμητικοί προς τυχόν θερμοαίμους και ανυπόμονους πατριώτες και ταυτόχρονα ειδήμονες, δραστήριοι και άγρυπνοι φιλογενείς
Όταν όμως ήχησαν οι σάλπιγγες της ελευθερίας και σήμαναν της ανάστασης οι καμπάνες, οι αρχιερείς εγκατέλειψαν τα προσχήματα και τα κατά συνθήκη μειδιάματα ή προσκυνήματα προς τους αλλοθρήσκους και αλλογενείς δυνάστες του γένους και έδειξαν τον πραγματικό τους εαυτό οπουδήποτε και αν υπηρετούσαν. Τα σκουλήκια μεταμορφώθηκαν σε σταυραετούς.
Ως ένας άνθρωπος συνεγέρθηκαν χωρίς αμφιταλαντεύσεις και αμφιγνωμίες και όχι απλώς συντάχθηκαν αλλά προτάχθηκαν των αγωνιζομένων Ελλήνων. Έτσι μαρτυρούνται να συμμετέχουν από την πρώτη στιγμή του ένοπλου πλέον αγώνα ενεργά και δραστήρια σχεδόν όλοι τους. Άλλοτε μέσα στις εκκλησιές με το λόγο, το κήρυγμα, τις ευχές, τις παροτρύνσεις η τις απειλές για να ενθαρρύνουν και ξεσηκώσουν τους δειλούς και αμφιταλαντευομένους και άλλοτε στα στρατοπεδα και τα πεδία των μαχών με τις συνταλαιπωρίες, τις πείνες, τις αγρύπνιες, τις συγκατακλείσεις στα ταμπούρια και την κοινή τύχη στις πολεμικές συρράξεις. Κοντά σ αυτά αναδείχθηκαν οι ένθερμοι και ειλικρινείς προασπιστές του λαού στις εθνοσυνελεύσεις ή οι κατ έξοχή άξιοι αντιπρόσωποι του έθνους στις διάφορες Ευρωπαϊκές συσκέψεις η κυβερνήσεις.
Πιο συγκεκριμένα αναφέρονται να έλαβαν ενεργό μέρος στον αγώνα:
Α' Από τους αρχιερείς της Πελοποννήσου οι:
1) Παλ. Πατρών Γερμανός
2) Ρέοντος και Πραστού Διονύσιος
3) Δαμαλών Ιωνάς
4) Έλους Άνθιμος
5) Κερνίτσης Προκόπιος
6) Κορίνθου Κύριλλος
7) Ανδρούσης Ιωσήφ
8) Τριπολιτζάς Δανιήλ
9) Βρεσθένης Θεοδώρητος
10) Λακεδαιμονίας Χρύσανθος
11) πρ. Τριπολιτζάς Διονύσιος
12) Μαΐνης Νεόφυτος
13) Μαΐνης Ιωσήφ
14) Μαλτζίνης Ιωακείμ
15) Χαριουπόλεως Βησσαρίων
16) Ζαρνάτας Γαβριήλ
17) Ανδρουβίτσας Θεόκλητος
18) Πλάτζης Ιερεμίας
19) Καρυουπόλεως Κύριλλος
20) Μηλέας Ιωσήφ
Β' Από τους αρχιερείς της Στερεάς Ελλάδος οι:
21) Αθηνών Διονύσιος
22) Ταλαντίου Νεόφυτος
23) Λιτζάς και Αγράφων Δοσίθεος
24) Θηβών Παίσιος
25) Λοιδωρικίου Ιωαννίκιος
26) Μενδενίστης Γρηγόριος
27) Μενδενίτσης Διονύσιος
Γ' Από τους αρχιερείς των Νήσων Αιγαίου Πελάγους οι:
28) Καρύστου Νεόφυτος
29) Παροναξίας Ιερόθεος
30) Σάμου Κύριλλος
31) Χίου Δανιήλ
32) Σκιάθου και Σκοπέλου Ευγένιος
33) Σκύρου Γρηγόριος
34) Αιγίνης, Πόρου και Ύδρας Γεράσιμος
35) Άνδρου Διονύσιος
36) Τζιάς και Θερμίων Νικόδημος
Για όλους του παραπάνω αρχιερείς όμως ο δύσπιστος επικριτής θα μπορούσε να αντιτείνει ότι όλοι αυτοί, ή, έστω οι περισσότεροι από αυτούς, ξεσηκώθηκαν στην επανάσταση κάτω από το ζορμπαλίκι των ελληνικών γιαταγανιών. Αν είναι δυνατόν! Αλλά και εάν υποτεθεί ότι αυτή είναι η αλήθεια, τι θα μπορούσε να ισχυρισθεί για ένα άλλο νέφος αρχιερέων, που επειδή στις επαρχίες τους δεν είχε εκδηλωθεί ή δε μπόρεσε να ευδοκιμήσει η επανάσταση, δε δίστασαν να εγκαταλείψουν τους θρόνους και τις τιμές για να σπεύσουν αυτόκλητοι, όπου υπήρχαν επαναστατικές εστίες και μάλιστα προς την αγωνιζομένη νότια Ελλάδα για να συμμετάσχουν στον αγώνα προς αποτίναξη του Οθωμανικού ζυγού;
Έτσι βλέπουμε να σπεύδουν προς τις επαναστατημένες περιοχές αρχιερείς από διάφορα μέρη και με τον α ή β τρόπο να συμπράττουν και αυτοί για τον κοινό σκοπό.
Πιο συγκεκριμένα:
Α' Από τη Θεσσαλία σπεύδουν οι:
37) Πρ. Λαρίσης Κύριλλος
38) Δημητριάδος Αθανάσιος
39) Δημητριάδος Παρθένιος
40) Σταγών Αμβρόσιος
41) Φαναριοφαρσάλων Γεράσιμος
Β' Από την Ήπειρο οι:
42) πρ. Άρτης και Ναυπάκτου Πορφύριος
43) πρ. Παραμυθιάς Προκόπιος
44) πρ. Παραμυθιάς Αμβρόσιος
45) Περιστεράς Λεόντιος
46) πρ. Ρωγών Μακάριος
Γ' Από την Μακεδονία οι:
47) Αρδαμερίου Ιγνάτιος
48) Ειρηνουπόλεως και Βατοπεδίου Γρηγόριος
49) Σιατίστης Ιωαννίκιος
Δ' Από τη Θράκη οι:
50) Μετρών Μελέτιος
51) Σηλυβρίας Μακάριος
52) Παμφίλου Κύριλλος
53) Θεοδωρουπόλεως Άνθιμος
Ε' Από τη Μικρά Ασία οι:
54) Μοσχονησίων Βαρθολομαίος
55) Ηλιουπόλεως Άνθιμος
56) πρ. Αγκύρας Αγαθάγγελος
57) Μυρρίνης Σωφρόνιος
58) Ελαίας Παΐσιος
59) Κομάνων Αγαθάγγελος
Τέλος για να κλείσει όλο αυτό το νέφος των γνωστών αγωνιστών ιεραρχών, θα πρέπει να συγκαταριθμηθούν ακόμα και οι:
60) Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος και
61) Μολδοβλαχίας Βενιαμίν.
Για τους παραπάνω αρχιερείς που εγκατέλειψαν τις επαρχίες και τις τιμές για να λάβουν μέρος, όπου τους είχε ανάγκη η πατρίδα, δεν είναι εύκολο στον οποιονδήποτε επικριτή να ισχυρισθεί ότι το έκαμαν κάτω από τη βία των επαναστημένων Ελλήνων.
Αντίθετα, θέλω να πιστεύω πως όλοι συμφωνούν ότι, οι αρχιερείς αυτοί εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και το γάμο για τα πουρνάρια, γιατί ένιωθαν μέσα τους πύρωμα ψυχής για ελευθερία, σεβασμό, αξιοπρέπεια, τιμή και πάνω απ όλα ΠΑΤΡΙΔΑ και ΘΡΗΣΚΕΙΑ.
Κοντά όμως σ' όλους αυτούς τους αγωνιστές ιεράρχες θα πρέπει αναντίλεκτα να προστεθούν και οι:
62) Μεθώνης Γρηγόριος
63) Σαλώνων Ησαΐας
64) Ρωγών Ιωσήφ
65) Ιερισσού και Αγίου Όρους Ιγνάτιος
66) Πλαταμώνος Γεράσιμος
67) Μαρωνείας Κωνστάντιος και
68) Σωζοπόλεως Παΐσιος
οι οποίοι, όπως θα αναφερθεί και πιο κάτω, πέρα από την αγωνιστική τους προσφορά, θυσιάσθηκαν στον υπέρ όλων αγώνα και για τούτο γι' αυτούς γίνεται λόγος και σε άλλη συνάφεια.
Τέλος θα πρέπει ακόμα να συγκαταριθμηθούν στους αγωνιστές ιεράρχες και οι:
69) Αδριανουπόλεως Γεράσιμος
70) Βιζύης Ιωάσαφ
71) Αγαθουπόλεως Ιωσήφ
72) Βάρνας Φιλόθεος και
73) Ευδοκιάδος Γρηγόριος
οι οποίοι, πέρα από την αγωνιστική τους παρουσία, δοκιμάσθηκαν, βασανίσθηκαν ή αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τις επαρχίες τους όπως θα γίνει αναλυτικώτερα λόγος πιο κάτω για τον καθένα από αυτούς.
Αθροιστικά λοιπόν ένα σύνολο 73 επωνύμων αρχιερέων μαρτυρούνται να έλαβαν ενεργό μέρος στις διάφορες φάσεις του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων από όλα τα διαμερίσματα της Ελλάδος.
Και να ληφθεί υπόψη ότι οι περισσότεροι από αυτούς μπήκαν στη τιτανομαχία παρά την κάποια προχωρημένη ηλικία, που οπωσδήποτε έφερναν στους ώμους τους και τις συμπαρομαρτούσες προς αυτά καχεκτικότητες και ασθένειες, που αναμφίβολα καθιστούσαν αν όχι προβληματική πάντως δυσχερή τη διακίνηση και καθόλου δραστηριότητά τους, μέσα στις μύριες κακουχίες και δοκιμασίες, που συνεπαγόταν η απόφαση για την ανάσταση του Γένους ή όπως λέγει ένας δόκιμος μελετητής εν ιδρώτι πολλώ και πόνοις και κακουχίαις, στερήσεσί τε και συμφοραίς. . . .εν λιμώ, λοιμώ και δίψη, εν αυχμώ και κρυμώ.
Παρ' όλα αυτά όμως οι αγωνιστές ιεράρχες περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη κατηγορία η τάξη αγωνιστών αποδείχθηκαν αεί παίδες στο φρόνημα και την ψυχή.
Β' ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ
Ο αριθμός όμως των αρχιερέων, που συνέδραμαν, συνέπραξαν και συναγωνίσθηκαν μαζί με όλους τους άλλους Έλληνες στο έπος της παλιγγενεσίας του 1821 δεν εξαντλείται μόνο με τον παραπάνω κατάλογο, των αγωνιστών ιεραρχών.
Υπάρχει και μια δεύτερη κατηγορία αρχιερέων, οι οποίοι έδωσαν το παρόν τους, τη μαρτυρία και τη συνεισφορά τους στον αγώνα με πιο επώδυνο γι' αυτούς τρόπο.
Πρόκειται για το νέφος εκείνο των αρχιερέων, που με ποικίλους, ασύλληπτους από ανθρώπινο νου και απερίγραπτους από ανθρώπινα χείλη η χέρια, τρόπους, δοκιμάσθηκαν, ταπεινώθηκαν, διαπομπεύθηκαν και εξευτελίσθηκαν από τους κρατούντες με φυλακίσεις, φοβερά βασανιστήρια, εξορίες, εκθρονίσεις, περιορισμούς, χλευασμούς και ταπεινώσεις για τον απλό και μόνο λόγο ότι ήταν Έλληνες Ορθόδοξοι χριστιανοί αρχιερείς. Μιλιέτ μπασήδες (=εθνάρχες) των ρωμιών και κύριοι υπόλογοι απέναντι στο σουλτάνο και τους επάρχους του για ό,τι ήθελε συμβεί στην επαρχία τους ή ακόμα και για απλή υπόνοια συνεργείας ή ανοχής, αν μη συμμετοχής, στον αγώνα των απίστων.
Έτσι ουσιαστικά οι κατά τόπους αρχιερείς των Ελλήνων ήταν στην κυριολεξία οι κυριώτεροι και πλέον υπεύθυνοι όμηροι στα χέρια του σουλτάνου, που μ' αυτό τον τρόπο προσπαθούσε να κρατά υποχείριους και καταδυναστευόμενους τους Έλληνες κάθε περιοχής.
Αλλά παρά τα φρικτά βασανιστήρια που κατά καιρούς δοκίμαζαν οι αρχιερείς στις διάφορες τουρκικές ειρκτές, φούρνους, λουτρά και μπουντρούμια, υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακοχούμενοι και υφιστάμενοι τα πάνδεινα, αυτοί δεν λύγισαν. Προτιμούσαν όλες τις ταπεινώσεις, εξαθλιώσεις, εξορίες και στερήσεις και υπέμειναν, όσο άντεχαν, πιο αγόγγυστα τα ποικίλα βασανιστήρια των δημίων τους, παρά να προδώσουν το Έθνος και τους οραματισμούς του.
Αν και δεν είναι γνωστά όλα όσα υπέμειναν οι αρχιερείς από τους δυνάστες τους στα δύσκολα εκείνα χρόνια της νεώτερης Ελληνικής τιτανομαχίας και για τους περισσότερους από αυτούς ελάχιστες μόνο πληροφορίες ή απλώς νύξεις και ενδείξεις έχουμε, ενώ για τη συντριπτική πλειονότητα αυτών δε γνωρίζουμε απολύτως τίποτα, θα καταβληθεί προσπάθεια να εκδιπλωθεί και η πτυχή αυτή της προσφοράς των αρχιερέων στο 1821. Και τούτο, διότι κι αν ακόμα αυτοί δεν έφθασαν να γευθούν την τελευταία σταγόνα της ολοκληρωτικής δοκιμασίας και θυσίας τους, το θάνατο, εν τούτοις, με τα καθημερινά βασανιστήρια και εκροές των αιμάτων τους, ήταν σα να έδιναν τη ζωή τους κάθε μέρα, επιβεβαιώνοντας το Γραφικό: ένεκά σου θανατούμεθα όλη την ημέραν (Ρωμ.8,36)
Έτσι η σιωπηλή και σεμνή αυτή στρατιά των βασανισμένων και μαρτυρικών αρχιερέων, κι αν δεν έλαβε από τους ανθρώπους το φωτοστέφανο του εθνομάρτυρα και νεομάρτυρα, αναμφίβολα και αναμφισβήτητα αποτελεί την εκλεκτή μερίδα των ιδανικών εκείνων ποιμένων, που αυταπαρνούμενοι θέσεις, αίγλη, ανέσεις, τιμές, πολυχρόνια, φήμες, χειροφιλήματα αλλά και ελευθερία κινήσεως, σωματική ακεραιότητα κ.λπ μέχρι και τη ζωή τους, έθεσαν τον εαυτό τους υπέρ του λαού του Θεού, που τους εμπιστεύθηκε το γένος και η Εκκλησία, και αναδείχθηκαν πραγματικοί μ ά ρ τ υ ρ ε ς , που με όλες τις δοκιμασίες και τα βασανιστήρια τους φανέρωσαν, μαρτύρησαν και διακήρυξαν μπροστά στους αλλοπίστους τι σημαίνει Ορθόδοξος επίσκοπος.
Η στάση τους λοιπόν μπροστά στις δοκιμασίες αναδεικνύεται από τις ουσιαστικώτερες εκδουλεύσεις των αρχιερέων προς το Έθνος μια και η δική τους δοκιμασία αποδείχθηκε ακατάβλητος κυματοθραύστης όπου εκτονώνονταν το μένος, η αντεκδικητικότητα και ο θρησκευτικός φανατισμός των Μουσουλμάνων Τούρκων αφ ετέρου δε σωτήριο κρηπίδωμα για τους αγωνιζομένους Έλληνες, γιατί αντλούσαν δύναμη και κουράγιο να υπομένουν και αυτοί τους δικούς τους κατατρεγμούς και δοκιμασίες.
Αναδιφώντας λοιπόν τις πηγές της ιστορίας εκείνων των χρόνων, τις γνωστές και άγνωστες μαρτυρίες, ενθυμήσεις, απομνημονεύματα, επιστολές, κώδικες και λοιπά κείμενα με έκπληξη ανακαλύπτουμε ένα αρκετά μεγάλο αριθμό αρχιερέων να έχει δεχθεί ποικίλες δοκιμασίες, φυλακίσεις και βασανιστήρια. Το πιο ίσως αξιοθαύμαστο είναι ότι όλοι αυτοί, σεμνοί από τη φύση ή τη θέση τους, βάσταζαν, με υπερηφάνεια μεν αλλά χωρίς κομπορρημοσύνες, τα στίγματα των βασάνων ως εύσημα της συνεισφοράς των στην κοινή υπόθεση της ελευθερίας του γένους.
Ποιος όμως ο ακριβής αριθμός των δοκιμασθέντων αρχιερέων παραμένει άγνωστος. Από τα λίγα στοιχεία που μπόρεσαν να συλλεγούν προκύπτει ο παρακάτω κατάλογος, που δεν νομίζω να είναι ευκαταφρόνητος:
Α Οι Πατριάρχες
1) Ευγένιος
2) Άνθιμος
3) Χρύσανθος
4) Αγαθάγγελος
Β Οι Αρχιερείς
5) Χαλκηδόνος Άνθιμος
6) Νικομηδείας Πανάρετος
7) Δέρκων Ιερεμίας
8) Θεσσαλονίκης Ματθαίος
9) Μυτιλήνης Καλλίνικος
10) Σμύρνης Παΐσιος
11) Εφέσου Μακάριος
12) Δέρκων Νικηφόρος
13) Προύσης Νικόδημος
14) Σβορνικίου Γαβριήλ
15) Αδριανουπόλεως Γεράσιμος
16) Ηρακλείας Ιγνάτιος
17) Τορνόβου Ιλαρίων
18) Ρασκοπρεσρένης Ζαχαρίας
19) Βιζύης Ιωάσαφ
20) Φιλιππουπόλεως Σαμουήλ
21) Χαλκηδόνος Αγαθάγγελος
22) Αγαθουπόλεως Ιωσήφ
23) Βάρνας Φιλόθεος
24) Ρόδου Αγάπιος
25) Ιωαννίνων Γαβριήλ
26) Άρτης Άνθιμος
27) Ευδοκιάδος Γρηγόριος
28) πρ. Ελασσώνος Σαμουήλ
29) Ρέοντος και Πραστού Διονύσιος
30) Βρεσθένης Θεοδώρητος
31) Ευρίπου Γρηγόριος
32) Σερρών Χρύσανθος
33) Τριπολιτζάς Δανιήλ
34) Ανδρούσης Ιωσήφ
35) Κορίνθου Κύριλλος
36) Βιδύνης Γερμανός
37) Λαρίσης Μελέτιος
38) Αρκαδίας (Κρήτης) Νεόφυτος
39) Διδυμοτείχου Καλλίνικος
40) Μυριοφύτου Σεραφείμ.
41) Νύσσης Ιωσήφ
42) πρ. Μήλου Διονύσιος
Γ' ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΘΥΜΑΤΑ
Τρίτη μερίδα, ασφαλώς η εκλεκτότερη και ηρωικότερη των αρχιερέων που συνέπραξαν και συνέπαθαν μαζί μ όλους τους άλλους Έλληνες για τον κοινό σκοπό, την αποτίναξη του Τουρκικού ζυγού και την απόλαυση της θρησκευτικής και εθνικής ελευθερίας, είναι αναμφίβολα όλες εκείνες οι σεπτές και άγιες μορφές των ανωτάτων κληρικών, οι οποίες, ως εθελόθυτα εξιλαστήρια θύματα, πορεύθηκαν το δρόμο του μαρτυρίου και της θυσίας.
Όλοι αυτοί αδιαμφισβήτητα αποτελούν τον κατ' έξοχή σεβάσμιο χορό, που πήρε επάνω του, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη εκλεκτή μερίδα των Ελλήνων, την οργή, το μίσος, το πάθος, τη θρησκευτική υστερία και φανατισμό του μουσουλμανικού όχλου και της εξουσίας. Ταυτόχρονα όμως όλοι αυτοί με την αυτοθυσία και το αίμα τους θεμελίωσαν ασάλευτα και στερέωσαν αταλάντευτα το οικοδόμημα της ελευθερίας των Ελλήνων, σφυρηλάτησαν, χαλύβδωσαν και γαλβάνισαν τη θέληση κάθε ελληνικής ψυχής, ώστε να πληρωθεί με ιδανικά και οραματισμούς για ιερή εκδίκηση και την επίτευξη του επιδιωκόμενου με κάθε τρόπο, και να αναζητεί πλέον η τη νίκη η τη θανή, όπως θα τραγουδήσει ο εθνικός μας ποιητής, χωρίς πισωγυρίσματα.
Παράλληλα η θυσία όλων αυτών γέννησε και γιγάντωσε την απαίτηση και των άλλων Ορθοδόξων λαών, και μάλιστα των Ρώσων, για θρησκευτική ικανοποίηση και αντάξια τιμωρία των υβριστών της θρησκείας του Χριστού, αλλά και συνετέλεσε όσο τίποτε άλλο στη μεταστροφή των εχθρικών αισθημάτων των Ευρωπαίων, στον αγώνα των Ελλήνων, σε κατανόηση, συμπάθεια, συνδρομή και τέλος συμπαράσταση και συμπαράταξη
Δυστυχώς όμως παρά την τόσο υψηλή και ουσιαστική συμβολή της θυσίας των αρχιερέων για τη θεμελίωση και επίτευξη της ελευθερίας των νεοελλήνων, ο χορός αυτός στην πλειονότητά του είναι αφανής και άγνωστος. Και το ακόμα πιο ειρωνικό είναι ότι αυτή η άγνοια υπάρχει και σ' αυτή την επίσημη Εκκλησία, ώστε και αυτή να σιωπά ή να αναμασά και να προβάλλει μόνο 510 ονόματα αρχιερέων, που θυσιάσθηκαν για την ελευθερία, ωσάν μόνον αυτοί να ήσαν. Οι πολέμιοι δε και αρνητές της προσφοράς των αρχιερέων τους περιορίζουν σε 23 με συνέπεια να εκμηδενίζεται και να καταντά ανύπαρκτη η αιματηρή συνεισφορά των Ιεραρχών στον αγώνα και να διατείνονται ότι οι αρχιερείς χλεύασαν, αφόρισαν και πολέμησαν τον αγώνα του 1821.
Και όμως η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Οι αρχιερείς που έπεσαν θύματα της οργής και του φανατισμού των Τούρκων αποτελούν επιβλητικό χορό δεκάδων ιεραρχών. Αν και δεν μπορούμε να έχουμε υπόψη μας το σύνολο των ιεραρχών που θυσιάσθηκαν για την ελευθερία, τα στοιχεία που κατέστη δυνατόν να συλλεγούν προκύπτει ο εξής εντυπωσιακός κατάλογος των αρχιερέων που αναδείχθηκαν εθελόθυτα εξιλαστήρια θύματα:
Α Οι Πατριάρχες
1) Γρηγόριος Ε
2) Κύριλλος ΣΤ
Β Οι Αρχιερείς
3) Εφέσου Διονύσιος
4) Αγχιάλου Ευγένιος
5) Νικομηδείας Αθανάσιος
6) Τορνόβου Ιωαννίκιος
7) Αδριανουπόλεως Δωρόθεος
8) Θεσσαλονίκης Ιωσήφ
9) Δέρκων Γρηγόριος
10) Σωζοπόλεως Παΐσιος
17) Μαρωνείας Κωνστάντιος
12) Γάνου και Χώρας Γεράσιμος
13) Μυριοφύτου και Περιστάσεως Νεόφυτος
14) Σαμμακοβίου Ιγνάτιος
15) Μονεμβασίας Χρύσανθος
16) Χριστιανουπόλεως Γερμανός
17) Άργους και Ναυπλίου Γρηγόριος
18) Ωλένης Φιλάρετος
19) Δημητσάνης Φιλόθεος
20) Κορώνης Γρηγόριος
21) Μεθώνης Γρηγόριος
22) Σαλώνων Ησαΐας
23) Ρωγών Ιωσήφ
24) Λαρίσης Πολύκαρπος
25) Λαρίσης Κύριλλος
26) Γηρομερίου Αγαθάγγελος
27) Κίτρους Μελέτιος
28 Ιερισσού και Αγ. Όρους Ιγνάτιος
29) Πλαταμώνος Γεράσιμος
30) Χίου Πλάτων
31) Κύπρου Κυπριανός
32) Πάψου Χρύσανθος
33) Κιτίου Μελέτιος
34) Κυρηνείας Λαυρέντιος
35) Κρήτης Γεράσιμος
36) Κνωσού Νεόφυτος
37) Χερσονήσου Ιωακείμ
38) Ρεθύμνης Γεράσιμος
39) Κυδωνίας Καλλίνικος
40) Λάμπης Ιερόθεος
41) Πέτρας Ιωακείμ
42) Σητείας Ζαχαρίας
43) Κισάμου Μελχισεδέκ
44) Διουπόλεως Καλλίνικος
45) Νύσσης Μελέτιος
Για την ιστορική αλήθεια θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι οι αναφερόμενοι από άλλους ως εθνομάρτυρες αρχιερείς Άρτας, Ιωαννίνων και Γρεβενών, δε μαρτυρούνται να θυσιάσθηκαν και γι' αυτό δε τους συμπεριλαμβάνω στην παραπάνω λίστα των θυμάτων αρχιερέων.
Απολογιστικό συμπέρασμα
Μετά τα παραπάνω νομίζω ότι είναι καιρός πλέον να επιχειρήσουμε να κάνουμε έναν απολογιστικό συγκριτικό πίνακα για να δούμε με αριθμούς και ποσοστά τη συμμετοχή των αρχιερέων στον εθνικό μας αγώνα.
Έτσι με βάση την αψεγάδιαστη και ανελέητη γυμνή αλήθεια των αριθμών θα μπορούμε πλέον να μιλούμε για μικρή η μεγάλη συμμετοχή αυτών στην παλιγγενεσία και να παύσουν επί τέλους οι μεγαλοστομίες για αόριστες εκατόμβες θυμάτων αλλά και οι γκρίνιες και μεμψιμοιρίες των επικριτών ότι μόνο 23 ήταν οι αρχιερείς που έλαβαν μέρος στον αγώνα.
Από τους 200 λοιπόν αρχιερείς, που, όπως είδαμε πιο μπροστά, υπήρχαν σ' ολόκληρη την Οθωμανική αυτοκρατορία, μαρτυρούνται να:
α) Έλαβαν ενεργό μέρος, στον αγώνα επώνυμα και αδιαμφισβήτητα, 73 Ιεράρχες, δηλ. ποσοστό 36,5%.
β) Είναι γνωστοί ότι δοκιμάσθηκαν, φυλακίσθηκαν, βασανίσθηκαν κ.λπ. 42 αρχιερείς, δηλ. ποσοστό 21,0% και
γ) Μαρτυρείτε ότι θυσιάσθηκαν για την ελευθερία, είτε από βασανιστήρια και θανατώσεις των Τούρκων είτε στις πολεμικές συρράξεις, 45 αρχιερείς, δηλ. ποσοστό 22,5%.
Αν όμως ληφθεί υπόψη ότι οι πλείστοι αρχιερείς της Μ. Ασίας, της Συρίας, της Σερβίας ή Βουλγαρίας λόγω αδιαφορίας ή αδυναμίας των χριστιανών των περιοχών αυτών, δεν έλαβαν μέρος στους αγώνες, τότε το ποσοστό των αρχιερέων της Ελληνικής χερσονήσου, δηλ. από τη Θράκη, τη Μακεδονία και τα δυτ. παράλια της Μ. Ασίας και κάτω είναι ασφαλώς πολύ υψηλότερο, που φθάνει οπωσδήποτε γύρω στα 90% του συνολικού αριθμού των αρχιερέων.
Σε τελική ανάλυση λοιπόν δε θα πρέπει να αναζητούμε ποιοι αρχιερείς και πως έλαβαν μέρος στον αγώνα αλλά ποιοι είναι αυτοί οι ελάχιστοι αρχιερείς, δηλ. το υπόλοιπο 10% που δεν έλαβαν μέρος στην εθνεγερσία του 1821 και γιατί.
Ἡ |
ἱστορία, ὡς γνωστόν, εἶναι ἡ μελέτη καί ἡ γνώση τοῦ παρελθόντος. Ἡ γνώση, ὅμως, αὐτή ἀποκτᾶ νόημα καί ἀξία μόνον ὅταν λειτουργεῖ ὡς ἀσφαλής ὁδηγός τῶν σύγχρονων λαῶν καί ἀνθρώπων. Ὅταν, δηλαδή, λειτουργεῖ ὡς φάρος πνευματικός, πού μᾶς ὁδηγεῖ μέ ἀσφάλεια στή μίμηση τῶν ἀγαθῶν ἔργων τῶν προγόνων μας ἤ, κατά ἀντίστροφη ἔννοια, στήν ἀποφυγή τῶν ὅποιων ἑκούσιων καί ἀκούσιων σφαλμάτων τους. Μία ἱστορία πού δέν λειτουργεῖ ὡς ἀσφαλής ὁδηγός τοῦ ἀνθρώπου στήν πορεία του ἀπό τό παρόν πρός τό μέλλον δέν εἶναι μόνο μία νεκρή καί ἄχρηστη ἱστορία, ἀλλά, πολύ περισσότερο, εἶναι μία ἀνόητη καί ἐπικίνδυνη ἱστορία, μία ἱστορία πού μπορεῖ, νά ὁδηγήσει λαούς καί ἀνθρώπους στό γκρεμό καί τήν τέλεια καταστροφή. Συνεπῶς, ἡ ὀρθή καταγραφή, γνώση καί ἑρμηνεία τῆς ἱστορίας ἀποτελεῖ τήν ἀπαραίτητη προϋπόθεση κάθε μορφῆς προόδου καί σέ συλλογικό καί σέ προσωπικό ἐπίπεδο.
Μ |
έ βάση, λοιπόν, τή θεμελιώδη αὐτή ἀντίληψη γιά τήν ἱστορία καί τό ρόλο της μέσα στό σύγχρονο κόσμο, θά προσπαθήσουμε, τό κατά δύναμιν, νά προσεγγίσουμε τό ἐπίκαιρο θέμα τῆς παιδείας τοῦ ὑπόδουλου ἑλληνισμοῦ στά χρόνια της τουρκοκρατίας. Χαρακτηρίζουμε, μάλιστα, τό θέμα μας ὡς ἐπίκαιρο, γιατί σχετίζεται ἄμεσα τόσο μέ τήν ἐθνική ἑορτή τῆς 25ης Μαρτίου ὅσο καί μέ τό ζήτημα τοῦ περιεχομένου τῶν νέων σχολικῶν βιβλίων τοῦ μαθήματος τῆς ἱστορίας (καί, κυρίως, αὐτοῦ τῆς ΣΤ΄ τάξης τοῦ δημοτικοῦ). Γνωρίζουμε ὅτι δέν εἴμαστε οἱ καθ’ ὕλην ἁρμόδιοι, νά ἀποφανθοῦμε γιά ἕνα τόσο σημαντικό ζήτημα καί ὅτι οἱ ἀπόψεις μας δέν εἶναι οὔτε οἱ μοναδικές πού διατυπώθηκαν οὔτε, πολύ περισσότερο, οἱ καλύτερες ἤ οἱ ὀρθότερες. Παρά ταῦτα, δέν θά διστάσουμε, νά τίς διατυπώσουμε ἀφήνοντας τήν ἀποτίμησή τους στήν κρίση τοῦ λαοῦ μας, τήν ὀρθότητα τῆς ὁποίας ἀναγνωρίζουμε καί, ἐκ τῶν προτέρων, ἀποδεχόμεθα.
Τ |
ό 1453 ἡ Κωνσταντινούπολη –ἡ Βασιλεύουσα Πόλις τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας– ἔπεσε στά χέρια τῶν Ὀθωμανῶν. Ἡ ἅλωσή της ὑπῆρξε ἕνα τρομερό ἱστορικό γεγονός, πού σφράγισε ἀνεξίτηλα τήν ἱστορική πορεία τῆς Ρωμιοσύνης. Ὁ ἀπαράκλητος θρῆνος τοῦ γένους μας γιά τήν καταστροφή τῆς ἔνδοξης αὐτοκρατορίας του, πού μεγαλούργησε πολιτικά καί πολιτιστικά γιά περισσότερο ἀπό 15 αἰῶνες, καταγράφηκε στή δημοτική ποίηση τῆς ἐποχῆς: «...Ἡ Ρωμανία ἐπεσεν, ἡ Ρωμανία πάρθεν...». Μαζί, ὅμως, μέ τό θρῆνο τῆς καταστροφῆς καταγράφηκε στή δημοτική μας ποίηση καί ἡ ἐλπίδα τῆς ἀνάστασης τοῦ γένους μας, ἡ ἐλπίδα πού ἄναψε στίς καρδιές τῶν ὑπόδουλων Ρωμιῶν μέσα ἀπό τίς στάχτες τῆς ὁλοκληρωτικῆς τους καταστροφῆς: «...Σώπασε Κυρά-Δέσποινα, καί μήν πολυδακρύζεις, πάλι μέ χρόνια μέ καιρούς, πάλι δικά μας θά ΄ναί...».
Τ |
ά «χρόνια», ὅμως, καί οἱ «καιροί» ἀργοῦσαν νά ἔρθουν. Μέχρι τότε τό γένος μας ἔπρεπε νά ἐπιβιώσει μέσα σέ ἱστορικά δύσκολες συνθῆκες. Ἀπό τή μία μεριά κινδύνευε νά ἀφομοιωθεῖ ἐθνικά, θρησκευτικά, καί πολιτιστικά ἀπό τόν κατακτητή του, ἐνῶ, ἀπό τήν ἄλλη μεριά ἔπρεπε νά ἀντιμετωπίσει τόν κίνδυνο τοῦ ἀναλφαβητισμοῦ, πού ἀπό μόνος του ἦταν ἱκανός νά τό ὁδηγήσει σέ τέλειο ἀφανισμό. Στά δύσκολα αὐτά, ἀπό κάθε ἄποψη, χρόνια ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἦταν ἡ μόνη δύναμη πού μποροῦσε νά ἀναλάβει τό βαρύ χρέος τῆς ἐθνικῆς, θρησκευτικῆς καί πολιτιστικῆς ἐπιβίωσης τοῦ γένους μας. Ἡ πρόνοια, μάλιστα, τοῦ Θεοῦ φρόντισε ὥστε νά παραχωρήσει ἡ ἴδια ἡ Ὀθωμανική ἐξουσία στήν Ἐκκλησία τή διοίκηση τοῦ ὑπόδουλου γένους τῶν Ρωμιῶν, ὀργανώνοντας τό λαό μας ὡς ἕνα ἀνεξάρτητο καί ἐπίσημα ἀναγνωρισμένο «θρησκευτικό ἔθνος» (μιλιέτ), πού θά ζοῦσε εἰρηνικά μέσα στήν ἐπικράτεια τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας μέ ἀρχηγό του τόν ἑκάστοτε Οἰκουμενικό Πατριάρχη, στόν ὁποῖο οἱ Ὀθωμανοί παραχώρησαν τόν τίτλο τοῦ «Μιλιέτ Μπασί» (= ἡ κεφαλή τοῦ ἔθνους), τοῦ ἀρχηγοῦ, δηλαδή, τοῦ γένους τῶν Ρωμιῶν. Αὐτό τό σύστημα αὐτοδιοίκησης τῶν ὑπόδουλων Ρωμιῶν, πού, γενικά, χαρακτηρίζεται ὡς «Ἐθναρχία», σέ συνδυασμό μέ τήν πολιτική τους ὀργάνωση σέ ἀνεξάρτητες καί αὐτοδιοικούμενες «κοινότητες», ἀποτέλεσε τό θεμέλιο λίθο, πάνω στόν ὁποῖο οἰκοδομήθηκε ἡ ἐθνική, θρησκευτική καί πολιτιστική ἐπιβίωση τοῦ ἑλληνισμοῦ κατά τήν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας. Μέσα στό εὐρύτερο πλαίσιο αὐτοῦ τοῦ ἱστορικοῦ ὁρίζοντα ἡ Ἐκκλησία ἀνέλαβε καί τό ἔργο τῆς παιδείας τῶν ὑπόδουλων χριστιανῶν.
Τ |
όν πρῶτο μόλις χρόνο μετά ἀπό τήν ἅλωση τῆς Πόλης ὁ πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος ἵδρυσε στήν Κωνσταντινούπολη τήν «Πατριαρχική Ἀκαδημία», πού ἔγινε εὐρύτερα γνωστή μέ τό ὄνομα «Ἡ Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή», καί ὑπῆρξε ἡ μοναδική ἀνώτατη ἑλληνική σχολή τῶν χρόνων τῆς τουρκοκρατίας, ἀπό τήν ὁποία ἀποφοίτησε πλῆθος Ἑλλήνων λογίων καί ἐπιστημόνων, καθώς καί οἱ περισσότεροι διδάσκαλοι πού στελέχωσαν τά ἑλληνικά σχολεῖα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ἰδιαίτερα σημαντική, ἐπίσης, σέ ἐπίπεδο κεντρικῆς διοίκησης ὑπῆρξε καί ἡ δημιουργία τοῦ πρώτου ἑλληνικοῦ τυπογραφείου ἀπό τόν πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρη, πού λειτούργησε στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τό 1624. Παράλληλα, ἡ Ἐκκλησία –μέ τή βοήθεια, φυσικά, καί τήν οἰκονομική ὑποστήριξη τῶν «κοινοτήτων»– κατάφερε νά ἐξασφαλίσει τήν ἄδεια τοῦ Ὀθωμανικοῦ κράτους γιά τήν ἵδρυση ὀργανωμένων, αὐτοδιοικούμενων καί αὐτοχρηματοδοτούμενων ἑλληνικῶν σχολείων στίς μεγαλύτερες, τουλάχιστον, πόλεις τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας.
Ἀ |
ξιοσημείωτη στό θέμα τῆς ἵδρυσης σχολείων ὑπῆρξε καί ἡ τεράστια προσφορά τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ (1714-1779), ὁ ὁποῖος παρακινοῦσε συνεχῶς τούς ὑπόδουλους χριστιανούς, νά ἱδρύουν σχολεῖα σέ κάθε πόλη καί χωριό. Ρωτοῦσε χαρακτηριστικά ὁ Πατροκοσμᾶς: «...Ἔχετε σχολεῖον ἐδῶ εἰς τήν χώραν σας, νά διαβάζουν τά παιδιά; - Δέν ἔχομεν, Ἅγιε τοῦ Θεοῦ. Νά μαζευθῆτε ὅλοι, νά κάμετε ἕνα σχολεῖον καλόν, νά βάλετε καί ἐπιτρόπους, νά τό κυβερνοῦν, νά βάνουν διδάσκαλον, νά μανθάνουν ὅλα τά παιδιά γράμματα, πλούσια καί πτωχά. Διότι ἀπό τό σχολεῖον μανθάνωμεν τί εἶναι Θεός, τί εἶναι Ἁγία Τριάς, τί εἶναι παράδεισος, κόλασις, ἀρετή, κακία. Ἄν δέν ἦτο σχολεῖον, ποῦ ἤθελα μάθει ἐγώ νά σᾶς διδάσκω;... Καλύτερον, ἀδελφέ μου, νά ἔχης σχολεῖον ἑλληνικόν εἰς τήν χώραν σου, παρά νά ἔχης βρύσες καί ποτάμια, καί ὡσάν τό παιδί σου μάθη γράμματα, τότε λέγεται ἄνθρωπος...». Μέ τό κηρυκτικό του ἔργο ὁ Πατροκοσμᾶς ἵδρυσε ἑκατοντάδες ἑλληνικά σχολεῖα καί συνέβαλε καθοριστικά στή διατήρηση τῆς ἐθνικῆς μας αὐτοσυνειδησίας, πληρώνοντας, τελικά, τήν προσφορά του μέ τήν ἴδια του τή ζωή, ὅπως καί ὁ ἴδιος εἶχε προφητικά ἀναγγείλει, λέγοντας: «...Ἐγώ, μέ τήν χάριν τοῦ Θεοῦ, μήτε σακούλα ἔχω, μήτε κασέλα, μήτε σπίτι, μήτε ράσο ἄλλο ἀπό αὐτό πού φοράω. Καί τό σκαμνί ὅπου ἔχω δέν εἶναι ἐδικόν μου, διά λόγου σας τό ἔχω. Ἄλλοι τό λέγουν σκαμνί καί ἄλλοι θρόνον. Δέν εἶναι καθώς τό λέγετε. Ἀμή θέλετε νά μάθετε τί εἶναι; Εἶναι ὁ τάφος μου, καί ἐγώ εἶμαι μέσα ὁ νεκρός ὅπου σας ὁμιλῶ. Ἐτοῦτος ὁ τάφος ἔχει τήν ἐξουσίαν νά διδάσκει βασιλεῖς καί πατριάρχας, ἀρχιερεῖς καί ἱερεῖς, ἄνδρας καί γυναίκας, παιδιά καί κορίτσια, νέους καί γέροντας, καί ὅλον τόν κόσμον...».
Ἐ |
νῶ, ὅμως, στίς μεγάλες πόλεις ὑπῆρχε –ἔστω καί ὑπό ἀντίξοες συνθήκες– ἡ δυνατότητα ἵδρυσης, ὀργάνωσης καί χρηματοδότησης ἑλληνικῶν σχολείων, ὁ μεγαλύτερος ὄγκος τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ, πού κατοικοῦσε σέ ὀρεινές, ἄγονες, φτωχές καί ἀπομονωμένες περιοχές, κινδύνευε νά βυθιστεῖ στό σκοτάδι τοῦ ἀναλφαβητισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἀποτελοῦσε τό προοίμιο τῆς γλωσσικῆς του ἀφομοίωσης ἀπό τούς Ὀθωμανούς καί ὁδηγοῦσε μέ μαθηματική ἀκρίβεια στήν ἐθνική, θρησκευτική καί πολιτιστική του ἀφομοίωση. Ἐπειδή, λοιπόν, στίς περιπτώσεις αὐτές ἦταν ἀδύνατη ἡ ἐξοικονόμηση τῶν ἀναγκαίων χρηματικῶν πόρων γιά τήν ἵδρυση καί λειτουργία ὀργανωμένων σχολείων, ἡ στοιχειώδης παιδεία τῶν ὑπόδουλων Ρωμιῶν ἀνατέθηκε στούς ὀλιγογράμματους ἱερεῖς καί μοναχούς τῶν περιοχῶν αὐτῶν. Ἔτσι, οἱ ταπεινοί καί, κατά κανόνα, ὀλιγογράμματοι παπάδες καί καλόγεροι ὀργάνωναν στά ὀρεινά καί ἀπομονωμένα ἑλληνικά χωριά ἀνεπίσημα σχολεῖα, πού ἀναλάμβαναν τήν εὐθύνη νά διδάξουν στά παιδιά τῶν ὑπόδουλων χριστιανῶν τή στοιχειώδη γραφή καί ἀνάγνωση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, χρησιμοποιώντας ὡς γλωσσικά ἐγχειρίδια τά λειτουργικά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ αὐτά ἦταν τά μοναδικά βιβλία πού ὑπῆρχαν σέ αὐτές τίς ὀρεινές καί ἀπομονωμένες περιοχές. Ἡ στοιχειώδης αὐτή διδασκαλία τῶν ὑπόδουλων χριστιανῶν γινόταν, συνήθως, τό ἀπόγευμα καί τό βράδυ, ἀφοῦ τίς πρωινές ὧρες τά παιδιά ἦταν ὑποχρεωμένα νά ἐργάζονται στίς κτηνοτροφικές καί γεωργικές ἐργασίες τῆς οἰκογένειάς τους καί ὄχι γιατί οἱ Ὀθωμανοί ἀγνοοῦσαν ἤ ἀπαγόρευαν τή λειτουργία τῶν ἀνεπίσημων αὐτῶν σχολείων, ὅπως λανθασμένα ὑποστηρίχθηκε παλαιότερα. Ἐπειδή τά σχολεῖα αὐτά ἦταν ἀνεπίσημα, δέν χρειαζόταν ἡ ἔκδοση εἰδικῆς ἄδειας τοῦ Ὀθωμανικοῦ κράτους γιά τήν ἵδρυση καί τή λειτουργία τους. Παράλληλα, οἱ ἱερεῖς καί οἱ μοναχοί πού δίδασκαν σέ αὐτά δέν χορηγοῦσαν στούς μαθητές τούς ἐπίσημα ἀναγνωρισμένα σχολικά ἀπολυτήρια, ἀφοῦ ἡ ἐπιτυχία τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ τους ἔργου ἦταν δεδομένη, ἄν τά παιδιά μάθαιναν τά γράμματα τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφάβητου, καθώς καί τή στοιχειώδη ἑλληνική γραφή καί ἀνάγνωση. Ἐξ’ αἰτίας, μάλιστα, τοῦ ἀνεπίσημου χαρακτήρα τους τά σχολεῖα αὐτά μνημονεύονται, πράγματι, ἐλάχιστα στίς ἱστορικές πηγές καί τά ὅσα γνωρίζουμε γιά αὐτά προέρχονται περισσότερο ἀπό τούς θρύλους καί τίς λαϊκές δοξασίες τοῦ λαοῦ μας καί λιγότερο ἀπό τίς μαρτυρίες τῆς ἐπίσημης ἱστορικῆς ἔρευνας. Τά ἀνεπίσημα αὐτά σχολεῖα, πού ἔσωσαν ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ ὑπόδουλου ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ ἀπό τόν ἐξισλαμισμό, καί συνέβαλαν καθοριστικά στήν ἐπιβίωση τοῦ ἑλληνισμοῦ στά χρόνια της τουρκοκρατίας, ἔμειναν γνωστά στήν παράδοσή μας μέ τό ὄνομα «τό κρυφό σχολειό». Φυσικά, μέ τό χαρακτηρισμό αὐτό, κατά τή γνώμη μας, δηλώνεται ὁ ἀνεπίσημος χαρακτήρας τῶν σχολείων αὐτῶν καί ὄχι ὁ μυστικός τρόπος τῆς λειτουργίας τους. Ὁ ὄρος, δηλαδή, «το κρυφό σχολειό» δηλώνει τό ταπεινό, τό ἀνεπίσημο σχολειό και ὄχι τό μυστικό ἤ τό ἀπαγορευμένο σχολειό.
Π |
ράγματι, ἐλάχιστα μνημονεύεται ἡ ὕπαρξη τοῦ «κρυφοῦ σχολειοῦ» στίς ἐπίσημες ἱστορικές πηγές τῶν χρόνων τῆς τουρκοκρατίας. Αὐτό, ὅμως, δέν σημαίνει, ὅτι τό «κρυφό σχολειό», ὅπως τό περιγράψαμε προηγουμένως, δέν ὑπῆρξε ποτέ. Οἱ ἥρωες τοῦ «κρυφοῦ σχολειοῦ» δέν ἦταν ἐπώνυμοι ἡγέτες, ἀλλά ἀνώνυμοι, ἁπλοί καί ταπεινοί ἄνθρωποι, πού πέρασαν ὁλόκληρη τή ζωή τους μέσα στήν ἀφάνεια καί τόν καθημερινό μόχθο τῆς ἐπιβίωσης. Ἦταν ἁπλοί ἄνθρωποι, πού δέν κατεῖχαν θέσεις ἐξουσίας, δέν διαμόρφωσαν μέ τίς πράξεις καί τίς ἀποφάσεις τους τήν ἱστορική πορεία τῆς ἐποχῆς τους, δέν ἄφησαν πουθενά κανένα ἐπίσημο γραπτό κείμενό τους, δέν κατέγραψαν οὔτε τό μικρό ὄνομά τους. Γι’ αὐτό, καί οἱ ἱστορικές πηγές δέν εἶχαν κανένα λόγο νά ἀσχοληθοῦν μαζί τους, ὅπως, ἄλλωστε, δέν ἀσχολήθηκαν ποτέ μέ τήν καταγραφή τῶν ἔργων καί τῶν ὀνομάτων ὅλων ἐκείνων τῶν ἀνώνυμων ἀγωνιστῶν πού πλήρωσαν μέ τή ζωή ἤ μέ τή σωματική τους ἀκεραιότητα τόν ἀγώνα τῆς ἀποτίναξης τοῦ τουρκικοῦ ζυγοῦ. Τό ἔργο, ὅμως, τῶν ἄγνωστων ἀγωνιστῶν τοῦ «κρυφοῦ σχολειοῦ» μνημονεύεται μέσα στούς θρύλους καί τίς δοξασίες τοῦ λαοῦ μας, στούς ὁποίους διασώζεται ἡ αὐθεντικότερη, ἴσως, ἔκφραση τῆς ἱστορικῆς μνήμης, τῆς ἱστορικῆς μνήμης πού δέν ὑπόκειται σέ ἰδεολογικές προκαταλήψεις καί ἰδιοτελεῖς σκοπιμότητες, τῆς ἱστορικῆς μνήμης πού εἶναι πάντα ἀληθινή, γιατί ἀποτελεῖ τήν ἱστορική ἔκφραση τῆς λαϊκῆς μας συνείδησης. Ναί, σέ αὐτή τήν αὐθεντική λαϊκή ἱστορική μνήμη μαρτυρεῖται τό ἔργο τῶν ταπεινῶν καί ὀλιγογράμματων ἀγωνιστῶν τοῦ «κρυφοῦ σχολειοῦ», τά ὀνόματα τῶν ὁποίων εἶναι ἄγνωστα στούς ἀνθρώπους, ἀλλά γνωστά στό Θεό, τά ὀνόματα τῶν ὁποίων δέν εἶναι γραμμένα στά βιβλία τῆς ἱστορίας, ἀλλά στό βιβλίο τῆς ἀληθινῆς ζωῆς, μαζί μέ τά ἑκατομμύρια ὀνόματα τῶν ἄγνωστων μαρτύρων καί ὁσίων τῆς πίστης μας, μαζί μέ τά ὀνόματα ὅλων αὐτῶν, πού θυσιάστηκαν, γιά νά εἴμαστε ἐμεῖς σήμερα ἐλεύθεροι.
Ὁ |
λοκληρώνοντας τό λόγο μας, θά ἔπρεπε, ἴσως, νά ἀναφερθοῦμε –ἔστω καί συνοπτικά– στόν κοινωνικό χαρακτήρα τῆς ἑλληνικῆς παιδείας κατά τήν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας. Εἴδαμε, γιά παράδειγμα, προηγουμένως στίς διδαχές τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ νά τονίζεται ἰδιαίτερα ὅτι τά ἑλληνικά σχολεῖα πρέπει νά ἱδρύονται καί νά συντηροῦνται ἀπό τήν κοινότητα, ὥστε νά προσφέρουν τά ἀγαθά τῆς παιδείας σέ ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς ἀνθρώπους, καί, ἔτσι, «...νά μανθάνουν ὅλα τά παιδιά γράμματα, πλούσια καί πτωχά...». Εἶναι φανερό ὅτι ἡ παράδοση τοῦ ἑλληνισμοῦ ἀντιλαμβάνεται τήν παιδεία ὡς ἕνα κοινωνικό ἀγαθό, τή διαχείριση τοῦ ὁποίου πρέπει, νά ἔχει ἡ κοινότητα καί ὄχι κάποια ἀνεξάρτητα ἤ ἀποκομμένα ἀπό τό συλλογικό σῶμα τῆς κοινότητας πρόσωπα. Συνεπῶς, τό πρωτεῦον στήν ὀργάνωση καί τή λειτουργία τῆς παιδείας, σύμφωνα μέ τήν παράδοσή μας, πρέπει νά εἶναι ἡ ἐξασφάλιση τοῦ κοινωνικοῦ της χαρακτήρα, ὁ ὁποῖος ἐγγυᾶται τήν ὁλοκληρωμένη ἀνάπτυξη τῆς προσωπικότητας τοῦ ἀνθρώπου καί τήν προσφορά ἴσων εὐκαιριῶν σέ ὅλους.
Μ |
ία παιδεία πού δέν ἐλέγχεται ἀπό τήν κοινότητα, ἀλλά ἀπό κάποια οἰκονομική καί κοινωνική ὀλιγαρχία, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἑλληνική παιδεία. Μία παιδεία πού δέν παρέχεται ἐξίσου σέ ὅλα τά μέλη τῆς κοινότητας, ἀλλά προορίζεται μόνο γιά τούς πλούσιους ἤ γιά τούς διανοητικά ἰσχυρούς, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἑλληνική παιδεία. Μία παιδεία πού δέν ὑπηρετεῖ τήν ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἄγνοια καί τή συγκρότησή του σέ ὁλοκληρωμένη προσωπικότητα, ἀλλά τή δημιουργία τυποποιημένων ἀνθρώπων, πού εἶναι σχεδιασμένοι, γιά νά λειτουργοῦν ὡς ἔμψυχα γρανάζια μιᾶς μηχανῆς, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἑλληνική παιδεία. Σέ τελική ἀνάλυση, ἡ παιδεία πού δέν σέβεται καί δέν ἀναδεικνύει τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἑλληνική παιδεία.
Ἄ |
ς ἐλπίσουμε, ὅτι τό γένος μας δέν θά λησμονήσει ποτέ τήν τεράστια προσφορά τῆς Ἐκκλησίας στή διατήρηση τῆς ἐθνικῆς καί πολιτιστικῆς μας ταυτότητας στά δύσκολα καί σκοτεινά χρόνια τῆς τουρκοκρατίας.
Μπερκουτάκης Μιχαήλ
Θεολόγος – Ἐκπαιδευτικός
Πύργος Ἠλείας 10/03/2007
Τό κείμενο αὐτό δημοσιεύθηκε στήν τοπική ἐφημερίδα τοῦ Πύργου «Πατρίς» στίς 15/03/2007 (σελ. 12) καί ἐκφωνήθηκε ὡς πανηγυρικός λόγος στήν Καλλιθέα Ὀλυμπίας κατά τόν ἑορτασμό τῆς ἐθνικῆς ἑορτῆς τῆς 25ης Μαρτίου στις 25/03/2007.
Πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος η Ακαδημία Αθηνών βράβευσε πρόσωπα και σωματεία για την πολιτιστική, επιστημονική και κοινωνική προσφορά τους. Μία διάκριση με ιδιαίτερη σημασία είναι η απονομή ειδικού βραβείου για τη μελέτη των χρόνων της Τουρκοκρατίας. Το βραβείο έλαβε με σχεδόν ομόφωνη απόφαση της Ακαδημίας ο Γιώργος Καραμπελιάς, ιστορικός ερευνητής, εκδότης του περιοδικού ΑΡΔΗΝ και συγγραφεύς πολλών βιβλίων. Ο Καραμπελιάς βραβεύθηκε για το έργο του με τον τίτλο «Η ανολοκλήρωτη επανάσταση του Ρήγα», το οποίο εκδόθηκε από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις και αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές της πολυσύνθετης προσωπικότητας του Εθνομάρτυρα Ρήγα Βελεστινλή (Φεραίου).
Ο Γ. Καραμπελιάς δίνει έμφαση στα νεανικά χρόνια του Ρήγα, όταν η επαναστατική του ιδεολογία βασιζόταν στην Ορθόδοξη Χριστιανική παράδοση του λαού μας. Τότε εξέδωσε ως εκδότης- επιμελητής τους «Χρησμούς του Αγαθάγγελου», ένα έργο με προφητείες ενός ανυπάρκτου προσώπου, στην πραγματικότητα γραμμένου το 1760 από τον Θεόκλητο Πολυειδή. Οι προφητείες αυτές, έστω και αν δεν προέρχονται από αληθινό Άγιο της Εκκλησίας μας, βοήθησαν το Ελληνορθόδοξο Γένος να ανακτήσει την ελπίδα του μετά από δεκάδες αποτυχημένες επαναστάσεις εναντίον του Οθωμανικού ζυγού. Αρχικά ο Ρήγας ήλπιζε στη ρωσική βοήθεια, αργότερα όμως προσανατολίσθηκε προς τη Γαλλία και τον Ναπολέοντα. Όχι από θαυμασμό ή από ιδεολογική επιρροή, αλλά για το συμφέρον του Ελληνισμού. Ήταν η εποχή που ο Ναπολέων εστράφη κατά των Βενετών, οι οποίοι μεταξύ πολλών άλλων περιοχών κυριαρχούσαν και στα Επτάνησα.
Ο Καραμπελιάς καταδεικνύει ότι ο Ρήγας δεν ήταν πιστό τέκνο του δυτικού Διαφωτισμού, ο οποίος είχε αρκετά αντιχριστιανικά στοιχεία. Ο Βελεστινλής είχε μία Ελληνορθόδοξη αντίληψη για τη Μεγάλη Ιδέα και για το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας μετά την απελευθέρωση. Αυτή η αλήθεια ενοχλεί ορισμένους ιστορικούς, οι οποίοι τον παρουσιάζουν σαν αντιγραφέα του δυτικού Διαφωτισμού και αρνούνται άλλες πνευματικές και πολιτιστικές επιρροές στον γενναίο αυτό λόγιο και οραματιστή.
Η ομάδα των φανατικών Διαφωτιστών, οι οποίοι αρνούνται τον επαναστατικό ρόλο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ενοχλήθηκε από το γενικότερο έργο του Καραμπελιά και ειδικότερα από την απόφαση της Ακαδημίας να τον βραβεύσει. Προσπάθησαν να εμποδίσουν την βράβευση, αλλά απέτυχαν. Η συντριπτική πλειοψηφία των Ακαδημαϊκών στάθηκε στο ύψος της, όπως και τον Μάρτιο του 2007, όταν απέρριψαν το βιβλίο της Μ. Ρεπούση. Η Ακαδημία βράβευσε έναν αντικειμενικό και σοβαρό ιστορικό, ο οποίος δεν είναι πανεπιστημιακός καθηγητής, αλλά τεκμηριώνει και μελετά την Νεοελληνική Ιστορία καλύτερα από πολλούς Πανεπιστημιακούς.
Ο Γ. Καραμπελιάς προέρχεται από την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, αλλά έχει το θάρρος να παραδέχεται την ανάγκη να διατηρήσουμε την Ορθοδοξία, τη γλώσσα και τη διαχρονική συνέχεια της Ελληνικής Ιστορίας. Τον συγχαίρω!
Κ.Χ. 18.12.2014
Χριστούγεννα 1822. Δέκα χιλιάδες Τούρκοι, με επικεφαλής τους Ομέρ Βρυώνη και Κιουταχή, πολιορκούν το Μεσολόγγι. Οι δυνάμεις των πολιορκημένων δεν ξεπερνούσαν του 900 άντρες.
Η πολιορκία είχε κρατήσει ήδη δύο μήνες και οι Τούρκοι είχαν αρχίσει να κουράζονται. Οι ασθένειες θέριζαν το στρατόπεδο, οι μισθοί καθυστερούσαν, γινόντουσαν συνεχώς επιθέσεις από ομάδες κλεφτών και είχαν αρχίσει κι οι συνηθισμένες διαφωνίες μεταξύ Τούρκων και Αλβανών αξιωματικών.
Τότε, ο Ομέρ Βρυώνης κι ο Κιουταχής αποφασίζουν να διεξάγουν μία νυχτερινή επίθεση. Για εκείνη την εποχή, οι βραδινές επιχειρήσεις δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Δεν υπήρχαν φωτοβολίδες και προβολείς και ήταν τρομερά δύσκολο να συντονιστούν τα τμήματα. Αλλά ήταν τέτοια η ανάγκη των Τούρκων να σημειώσουν κάποια πρόοδο με την πολιορκία, που ήταν διατεθειμένοι να τολμήσουν ακόμα και αυτό. Σχεδίασαν, μάλιστα, να επιτεθούν παραμονή Χριστουγέννων, όταν όλοι οι Έλληνες θα βρίσκονταν στην εκκλησία.
Η θυσία του Γιάννη Γούναρη
Ίσως το Μεσολόγγι να είχε πέσει από την πρώτη πολιορκία, αν οι υπερασπιστές δεν είχαν πληροφορηθεί τα σχέδια των Τούρκων στρατηγών. Ο σωτήρας των Μεσολογγιτών, ήταν ο Γιάννης Γούναρης.
Ήταν κυνηγός του Ομέρ Βρυώνη και ακολουθούσε υποχρεωτικά τον τουρκικό στρατό, γιατί κρατούσαν ομήρους όλη του την οικογένεια στην Άρτα. Ο Γούναρης γνώριζε για τη νυχτερινή επίθεση, αλλά αν τολμούσε να προειδοποιήσει τους Μεσολογγίτες, θα καταδίκαζε σε θάνατο τη γυναίκα και τα παιδιά του. Δε δίστασε ούτε στιγμή. Ξέφυγε απ’ το τουρκικό στρατόπεδο, λέγοντας πως πήγαινε για κυνήγι και ενημέρωσε τους πολιορκημένους.
Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο επικεφαλής των Μεσολογγιτών, προέβλεψε σωστά ότι οι Τούρκοι θα επιτίθονταν απ’ την ανατολική πλευρά του τείχους, που ήταν πιο αδύναμη. Ενίσχυσαν, λοιπόν, εκείνο το τμήμα και ετοιμάστηκαν για τη μάχη. Είχαν πει σε όσους δεν πολεμούσαν, να πάνε στις εκκλησίες και να κάνουν φασαρία, για να νομίσουν οι Τούρκοι ότι ο κόσμος γιορτάζει. Έτσι κι έγινε.
Οχτακόσιοι Τουρκαλβανοί επιτέθηκαν στην ανατολική πλευρά του Μεσολογγίου και βρήκαν σθεναρή αντίσταση. Οι απώλειες των Μεσολογγιτών ήταν ελάχιστες, οι απώλειες των Τούρκων ξεπερνούσαν τις 500. Δυστυχώς, ο πληροφοριοδότης που έσωσε το Μεσολόγγι, ο ηρωικός Γιάννης Γούναρης, δεν σώθηκε. Οι Τούρκοι εκτέλεσαν τους γονείς, τη γυναίκα, τα παιδιά του και αρκετούς συγγενείς του.
Αυτή τη μάχη μνημόνευσε κι ο Διονύσιος Σολωμός στον Εθνικό Ύμνο, γράφοντας:
«Πήγες εις το Μεσολόγγι
την ημέρα του Χριστού,
μέρα που άνθισαν οι λόγγοι
για το τέκνο του Θεού».
Πηγή: Μηχανή του χρόνου
Το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Providence Patriot» που κυκλοφόρησε στη Νέα Υόρκη στις 15 Αυγούστου του 1821, φιλοξενούσε ένα άρθρο έκπληξη για την ελληνική επανάσταση. Το όνομα του συγγραφέα δεν αναφερόταν, αλλά πηγή του άρθρου ήταν η εφημερίδα «Charleston Courier». Ο αρθρογράφος έγραφε με έντονο λυρισμό για τον δίκαιο αγώνα των επαναστατημένων κατά του «τουρκικού δεσποτισμού».
«Ο ελληνικός πόλεμος έχει όλους τους καρπούς της εξέλιξης και της ωριμότητας. Δεν είναι σαν το αδύναμο μίσχο της νεαπολιτάνικης ελευθερίας, που δεν έχει ούτε ρίζες ούτε δύναμη, ούτε καν την ελάχιστη ελπίδα για άνθος ή καρπό. Είναι ριζωμένος βαθιά στα αιματοβαμμένα έγκατα του τούρκικου δεσποτισμού».
Ο αμερικανός αρθρογράφος συνδέει τον ξεσηκωμό του λαού με τις ιστορικές ρίζες του που προέρχονται απευθείας από την αρχαία ελλάδα : «Ξεκινά απ’ το χώμα μία καλλιέργεια πολέμου, όπως αυτή του Κάδμου, ενώ οι δάφνες της Ίδας και του Ολύμπου λυγίζουν το πανύψηλο κορμί τους, για να τιμήσουν τους σωτήρες της αρχαίας ελευθερίας».
Ο συντάκτης του φλογερού κειμένου επισημαίνει την χριστιανική ταυτότητα των εξεγερμένων ως ένα στοιχείο που επηρεάζει την Ευρώπη των ισχυρών.
«Η θρησκεία χωρίζει τους αντιπάλους και ξεπερνά τη δύναμη της επανένωσης. Ο Τούρκος, τυφλωμένος από την οργή του, ενισχύει τη φλόγα που μέλλει να τον κατασπαράξει.
Και με τις θηριωδίες του εναντίον της χριστιανικής εκκλησίας, αυξάνει την όρεξη της Αυστρίας και του Τσάρου».
Ο αρθρογράφος αναφέρεται στην «νεαπολιτάνικη ελευθερία», δηλαδή την αποτυχημένη επανάσταση του 1820 στην Ιταλία.
Οι Ναπολιτάνοι ξεσηκώθηκαν εναντίον του Βασιλιά, αλλά η επανάσταση καταπνίγηκε από τις δυνάμεις της Ιερής Συμμαχίας, που αποτελούνταν από την αυτοκρατορία της Αυστρίας, της Ρωσίας και το Βασίλειο της Πρωσίας.
Ούτε 40 μέρες δεν πέρασαν από τη δημοσίευση του άρθρου, όταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κατέλαβε την Τριπολιτσά στις 23 Σεπτεμβρίου του 1821. Ήταν η πιο σημαντική στρατιωτική επιτυχία των Ελλήνων.
Τζον Κουίνσι Άνταμς
Οι Αμερικάνοι φιλέλληνες
Οι Αμερικάνοι αντιμετώπιζαν με μεγάλη συμπάθεια οποιοδήποτε έθνος προσπαθούσε να αποκτήσει την ανεξαρτησία του.
Άλλωστε δεν είχαν περάσει ούτε 50 χρόνια απ’ τη δική τους επιτυχημένη επανάσταση, του 1776.
Τα νέα της ελληνικής επανάστασης έγιναν αποδεκτά με ενθουσιασμό από τον αμερικάνικο λαό, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο πόλεμο ανεξαρτησίας.
Η Ελλάδα έφερνε μαζί της τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, που γοήτευε τους ξένους και ιδιαίτερα τις ανώτερες τάξεις.
Οι Έλληνες είχαν αντιληφθεί τη συμπάθεια των Αμερικανών και δεν την άφησαν ανεκμετάλλευτη.
Στις 25 Μαρτίου του 1821, ο Πέτρος Μαυρομιχάλης έστειλε επιστολή στον Γραμματέα της Κυβέρνησης και μετέπειτα Πρόεδρο, Τζον Κουίνσι Άνταμς, με την οποία ζητούσε τη βοήθεια της Αμερικής: «Οι αρετές σας, Αμερικάνοι, είναι πολύ κοντά στις δικές μας, αν και μας χωρίζει μεγάλη θάλασσα. Σας νιώθουμε πιο κοντά από τις γειτονικές μας χώρες και σας θεωρούμε φίλους, συμπατριώτες και αδελφούς, γιατί είστε δίκαιοι, φιλάνθρωποι και γενναίοι. Μην αρνηθείτε να μας βοηθήσετε!»
Ο Μαυρομιχάλης δεν ήταν ο μοναδικός Έλληνας που επικοινώνησε με Αμερικανούς.
Ο Αδαμάντιος Κοραής αλληλογραφούσε με τον Τόμας Τζέφερσον από την εποχή που ο τελευταίος ήταν πρέσβης στη Γαλλία, το 1785.
Επιστολή του Κοραή από τον Ιούλιο του 1823, έγραφε: «Βοηθήστε μας, τυχεροί Αμερικάνοι. Δεν ζητάμε ελεημοσύνη, αλλά σας δίνουμε την ευκαιρία να αυξήσετε τη δική σας καλοτυχία».
Το πολιτικό παρασκήνιο. Ο φόβος της Ρωσίας.
Η αμερικάνικη κυβέρνηση είχε διχαστεί, καθώς εκτός από τους υποστηρικτές της ελληνικής επανάστασης, υπήρχαν και εκείνοι που δεν ήθελαν να αναμιχθούν στην Ευρώπη. Θεωρούσαν ότι πρώτα έπρεπε να βοηθήσουν οι κοντινότερες ευρωπαϊκές δυνάμεις, οι οποίες μάλιστα δεν φαίνονταν πολύ πρόθυμες. Οι Αμερικάνοι φοβόντουσαν τη Ρωσία, γιατί πίστευαν ότι υπήρχε μεγάλος κίνδυνος να προσαρτήσει την Ελλάδα, αφού τη βοηθούσε να ανεξαρτητοποιηθεί από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Δεν ήθελαν να θυσιάσουν χρήμα και ανθρώπινες ζωές για να ενισχύσουν την αντίπαλη δύναμη.
Ο Τζον Κουίνσι Άνταμς, που δέχτηκε την επιστολή του Πέτρου Μαυρομιχάλη, ήταν και ο άνθρωπος που σταμάτησε κάθε προσπάθεια της αμερικάνικης κυβέρνησης να στείλει βοήθεια στην Ελλάδα. Δεν ήθελε να διαταράξει τις σχέσεις με την Τουρκία και θεωρούσε ότι η υποστήριξη του ελληνικού αγώνα ισοδυναμούσε με κήρυξη πολέμου εναντίον της Τουρκίας.
Πρόεδρος Μονρό
Τον Νοέμβριο του 1823, ο Άνταμς μετέπεισε τον Πρόεδρο Μονρό, που ήταν έτοιμος να στείλει βοήθεια.
Ένα μήνα αργότερα, το Δεκέμβριο του 1823, ψηφίστηκε το «Δόγμα Μονρό», με το οποίο η Αμερική υποσχόταν να μην αναμιχθεί στα ευρωπαϊκά τεκταινόμενα και αναγνώριζε τις κυβερνήσεις ως είχαν. Οποιαδήποτε βοήθεια επρόκειτο να στείλει η Αμερική στη Ελλάδα θα ήταν αποτέλεσμα ιδιωτικών κινητοποιήσεων και όχι κυβερνητικής εντολής....
Σάμιουελ Χάου
Αμερικανοί εθελοντές στο πλευρό της Ελλάδας
Το άρθρο της 15ης Αυγούστου στην εφημερίδα «Providence Patriot» αποδεικνύει την φιλελληνική στάση της αμερικανικής κοινής γνώμης. Όπως βέβαια το αποδεικνύουν και οι Αμερικάνοι εθελοντές που πολέμησαν στην Ελλάδα για την απελευθέρωση.
Ο πρώτος εθελοντής ήταν ο Τζορτζ Τζάρβις που ταξίδεψε στην Ελλάδα το 1822 και πολέμησε μέχρι και το θάνατό του, τον Αύγουστο του 1828. Ο Τζάρβις έγινε γνωστός ως Καπετάν Γιώργης Ζέρβας και ενέπνευσε πλήθος Αμερικάνων να ακολουθήσουν το παράδειγμά του.
Το 1824 έφτασε στην Ελλάδα ο Τζόναθαν Μίλερ που συμμετείχε στην Έξοδο του Μεσολογγίου και εκθείασε το θάρρος των αγωνιστών σε κείμενά του.
Ο Μίλερ υιοθέτησε ένα Ελληνόπουλο, τον Λουκά, ο οποίος σπούδασε στην Αμερική και έγινε ο πρώτος γερουσιαστής ελληνικής καταγωγής. Ίσως ο πιο γνωστός Αμερικάνος φιλέλληνας ήταν ο γιατρός Σάμιουελ Χάου, που ίδρυσε νοσοκομείο στην Αίγινα και σχολείο για τυφλούς στην Κόρινθο.
Ένας μακρινός συγγενής του Προέδρου Τζορτζ Ουάσινγκτον, ο Γουίλιαμ Ουάσινγκτον, πολέμησε και πέθανε στο Παλαμήδι.
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Η επιστολή του Κολοκοτρώνη
Η υποστήριξη των Αμερικάνων εξασθένησε με το πέρασμα των χρόνων, καθώς παρακολουθούσαν τις εσωτερικές διαμάχες των Ελλήνων.
Στις 5 Ιουλίου του 1826, ο Κολοκοτρώνης συνέθεσε επιστολή που δημοσιεύτηκε στις αμερικάνικες εφημερίδες:
«Η Ελλάδα είναι ευγνώμων για τη φιλανθρωπία των χριστιανών αδελφών μας, που μοιράζονται τον αγώνα μας και υποστηρίζουν με τα χρήματά τους τον πόλεμο για την ανεξαρτησία.
Οι Έλληνες είναι αποφασισμένοι να ζήσουν ή να πεθάνουν ελεύθεροι και δεν φοβούνται να χύσουν το αίμα τους ή το θάνατο των παιδιών και των γυναικών τους.
Είναι έτοιμοι να δεχτούν τον θάνατο αντί τη σκλαβιά και τώρα, πιο πολύ από ποτέ, είναι ενωμένοι εναντίον των Τούρκων.
Μην σταματήσετε να συνεισφέρετε. Βοηθάτε την ανθρωπότητα και κάνετε το θέλημα του Θεού».
Το άρθρο του «Providence Patriot» προέρχεται από την ιδιωτική συλλογή του Β.Ηλιόπουλου. Τον ευχαριστούμε για την ευγενική παραχώρηση του υλικού.
Πηγή: Η Μηχανή του Χρόνου
Ο Ιωάννης Καποδίστριας υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες. Ίσως αυτό ήταν και η αιτία που τόσο νωρίς, τόσο άδοξα και καταστροφικά για το έθνος κατέληξε στον τάφο. Από τη στιγμή που αποδέχτηκε να κυβερνήσει την ρημαγμένη καθόλα Ελλάδα, έθεσε όλο του το είναι στη διάθεση της Πατρίδας. Στο έργο του αυτό ήρθε αντιμέτωπος με ντόπια και ξένα συμφέροντα, τα οποία συνασπίστηκαν εναντίον του και εν πολλοίς συνεργάστηκαν στην δολοφονία του.
Ο Καποδίστριας, έχοντας να αντιπαλέψει χίλια μύρια προβλήματα , κατάφερε στα λιγότερα από τρία χρόνια της διακυβέρνησής του να αφήσει πίσω του ένα ιδιαίτερα πλούσιο έργο. Το έργο του όμως θα ανατρέπονταν εκ των έσω, με την παρέμβαση Βρετανών και Γάλλων.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν τελικά οι Μαυρομιχάληδες σκότωσαν τον Καποδίστρια – άποψη που τελευταία αμφισβητείται- οι ηθικοί αυτουργοί της δολοφονίας σίγουρα δεν ήταν Έλληνες. Ενδεικτική είναι η μαρτυρία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη: «Ανάθεμα τους Άγγλο – Γάλλους που ήταν η αιτία και εγώ να χάσω τους δικούς μου ανθρώπους και το Έθνος να χάσει έναν κυβερνήτη που δεν θα ματαβρεί. Το αίμα του με παιδεύει έως σήμερα».
Η απόφαση του Ιωάννη Καποδίστρια να προχωρήσει στη διανομή των Εθνικών Γαιών στους φτωχούς αγωνιστές, φαίνεται ότι αποτελούσε ένα ακόμα σημείο τριβής του Κυβερνήτη με τους Έλληνες προύχοντες και τους ξένους δανειστές, αφού η εθνικές γαίες αποτελούσαν το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο του ελληνικού κράτους και άρα εγγύηση για αποπληρωμή των επαχθών δανείων που είχαν χορηγηθεί στην Ελλάδα. Η Μάνη, απόλυτα ελεγχόμενη από τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη είχε στασιάσει κατά του Καποδίστρια και ετοίμαζε ένοπλα τμήματα. Ο Καποδίστριας συνέλαβε τον Πετρόμπεη, αλλά η κατάσταση επιδεινώθηκε από την εξέγερση της Ύδρας. Υπό την ηγεσία της οικογένειας Κουντουριώτη και την πολιτική καθοδήγηση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, οι Υδραίοι επαναστάτησαν, ζητώντας από τον Καποδίστρια να τους επιστρέψει τα χρήματα που είχαν ξοδέψει στον Αγώνα του 1821, κατέλαβαν τον ναύσταθμο του Πόρου, και με πρωτεργάτη τον Ανδρέα Μιαούλη, πυρπόλησαν πλοία του στόλου, ανάμεσά τους και τη την φρεγάτα «Ελλάς». Είναι απόλυτα τεκμηριωμένη η ενθάρρυνση, για να το θέσουμε επιεικώς, των στασιαστών από τις Μεγάλες Δυνάμεις, Βρετανία και Γαλλία. Ο μεν Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης υποστηριζόταν ανοικτά από τον Γάλλο πρέσβη, η δε οικογένεια Κουντουριώτη και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ήταν οι απόλυτοι εκφραστές των βρετανικών συμφερόντων στην Ελλάδα.
Ο ίδιος ο Καποδίστριας είχε γνώση για τους σχεδιασμούς των συγκεκριμένων ξένων δυνάμεων εναντίον του. Στις 31 Ιουλίου 1831, σε επιστολή του προς τον Γάλλο ναύαρχο Λαλαντέ έγραφε : «Εγώ δε, και τις δολοπλοκίες όλων σας τις εγνώριζα, αλλά έκρινα ότι δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να κόψω το νήμα της συνεργασίας μαζί σας, γιατί έδινα προτεραιότητα στην ανόρθωση και στην ανασυγκρότηση της Ελλάδος. Αν έκοβα τις σχέσεις με τις λεγόμενες προστάτιδες Δυνάμεις, τούτο θα ήταν εις βάρος της Ελλάδος και δεν ήθελα με κανένα τρόπο να προσθέσω βάρος και στη συνείδησή μου. Και άφησα τα πράγματα να λαλήσουν μόνα τους…». Δύο μήνες αργότερα έστειλε στον Έλληνα πρέσβη στο Παρίσι Αλέξανδρο Σούτσο επιστολή με την οποία του ζητούσε να προβεί σε σχετικά διαβήματα στη γαλλική κυβέρνηση, για την ανάμιξη των Γάλλων στις αντικυβερνητικές ενέργειες της Ύδρας και της Μάνης και για την ανοιχτή σύμπραξη και τη βοήθειά τους προς τους αντικυβερνητικούς, που ήταν μέλη του Αγγλικού και του Γαλλικού κόμματος.
Η δολοφονία του Καποδίστρια τελικά οργανώθηκε από τον Γάλλο πρέσβη Ρουάν και τον Βρετανό ομόλογό του Ντόκινς, που εκτελούσαν οδηγίες των κυβερνήσεών τους. Άλλωστε είχαν επιχειρήσει και προηγουμένως να σκοτώσουν τον Καποδίστρια, μέσω Μαυροκορδάτου! Ο Μαυροκορδάτος είχε τότε πληρώσει με 25.000 γρόσια τον καμαριέρη του Καποδίστρια, Νικολέτο, για να τον δηλητηριάσει. Αυτός όμως αν και αρχικά δέχτηκε, άλλαξε γνώμη και μάλιστα ενημέρωσε τον Καποδίστρια. Όταν η απόπειρα αυτή απέτυχε έσπασαν οι στάσεις σε Μάνη – με τη συνδρομή γαλλικών στρατευμάτων – και στην Ύδρα.
Ο αδερφός του Πετρόμπεη, Κωνσταντίνος, και ο ανιψιός του, Γεώργιος, μπήκαν κάτω από αστυνομική παρακολούθηση. Ο πολιτάρχης, όπως λεγόταν τότε ο αρχηγός της αστυνομίας, αντί να αλλάζει κάθε βδομάδα τους δύο χωροφύλακες συνοδούς των Μαυρομιχάληδων, όπως είχε εντολή, τους άφησε 40 μέρες. Έτσι έγιναν τελικά συνεργοί. Λίγες μέρες πριν από τη δολοφονία του Καποδίστρια, οι Μαυρομιχάληδες, μαζί με τους συνοδούς τους χωροφύλακες, αγόρασαν νέα όπλα από το οπλοπωλείο του Παξιμάδη, στο Ναυπλίου.
Την Παρασκευή, 25 Σεπτεμβρίου, μια ηλικιωμένη γυναίκα κατήγγειλε στην αστυνομία ότι άκουσε τους Κωνσταντίνο και Γεώργιο Μαυρομιχάλη να κουβεντιάζουν με τους δυο χωροφύλακες φρουρούς τους ότι έπρεπε να σκοτώσουν τον Καποδίστρια το Σάββατο, 26 Σεπτεμβρίου, μπροστά στην εκκλησία. Η αναφορά έφτασε στον αρχηγό της αστυνομίας, ο οποίος δεν αντέδρασε. Το Σάββατο όμως ο Καποδίστριας ήταν άρρωστος και δε βγήκε από το σπίτι. Έτσι η επιχείρηση αναβλήθηκε για την επομένη. Το επόμενο πρωί της 27ης Σεπτεμβρίου 1831, ο Ιωάννης Καποδίστριας βγήκε από το σπίτι του, στο Ναύπλιο, για να πάει στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος. Στα σκαλιά, τον πρόλαβαν οι Μαυρομιχάληδες και οι δύο χωροφύλακες. Τον πυροβόλησαν και οι τέσσερις. Ο Δημήτριος Κοκκινάκης στο βιβλίο του «Ποιοι σκότωσαν τον Καποδίστρια» θεωρεί ότι οι Μαυρομιχάληδες ήταν σαφώς παρόντες στη δολοφονία, συνέργησαν σε αυτή, αλλά δεν ήταν οι πραγματικοί δολοφόνοι.
Ο σχεδιασμός της δολοφονίας ανήκε μάλλον στον Γάλλο στρατηγό Ζεράντ, διοικητή τότε του τακτικού στρατού, με ανάμιξη και Ελλήνων αξιωματικών, όπως του λοχαγού Φώτιου Αγγελίδη. Δύο μήνες πριν από τη δολοφονία, οι αξιωματικοί του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος στην Πελοπόννησο στις μεταξύ τους συζητήσεις επιβεβαίωναν ότι πλησίαζε η ημέρα που θα «ξεφορτώνονταν» τον Καποδίστρια. Επίσης ενδεικτικές είναι και οι τελευταίες λέξεις του Κωνσταντίνου Μαυρομιχάλη, όπως τις μεταφέρει ο στρατηγός Κασομούλης στα απομνημονεύματά του. «Δεν φταίω εγώ στρατιώται, άλλοι με έβαλαν», κραύγασε ο Μαυρομιχάλης πριν πέσει νεκρός.
Η στάση δε του Γάλλου Πρέσβη Ρουάν , ο οποίος μετά τη δολοφονία έδωσε άσυλο στον Γεώργιο Μαυρομιχάλη και αρνήθηκε να τον παραδώσει στον φρούραρχο του Ναυπλίου, Πορτογάλο συνταγματάρχη Αλμέιδα, αποτελεί σαφή απόδειξη.
Η Γαλλία πάντως μέσω του πρέσβη και του στρατιωτική τους ακολούθου δεν έπαψε να υπερασπίζεται τους κατηγορούμενους. Ο στρατιωτικός ακόλουθος της Γαλλίας έφτασε στο σημείο να απειλήσει τους Έλληνες στρατοδίκες που δίκαζαν τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη και τους δύο αστυφύλακες συνεργούς του να μην τολμήσουν να τους καταδικάσουν.
Ο δε Βρετανός πρέσβης απείλησε με διακοπή διπλωματικών σχέσεων με την Ελλάδα αν η δεν σταματούσαν οι κινητοποιήσεις του λαού του Ναυπλίου, που θεωρούσε την Βρετανία συνυπεύθυνη για τον θάνατο του Κυβερνήτη. Αποκαλυπτική είναι και η μαρτυρία του Ρώσου πρέσβη Ριμποπιέρ, ο οποίος στην έκθεσή του για τη δολοφονία έγραψε : « …ουδεμία αμφιβολία διατηρώ ότι η δολοφονική χειρ εξοπλίσθη παρά της Αγγλίας …». Άλλη απόδειξη; Ακόμη και σήμερα τα βρετανικά αρχεία, τα σχετικά με τη δολοφονία του Καποδίστρια παραμένουν κλειστά !
Πηγή: olympia.gr
Ήρωας του '21, γνωστός τοις πάσι με το προσωνύμιο Νικηταράς ο Τουρκοφάγος.
Γεννήθηκε το 1782 στο χωριό Τουρκολέκα Μεγαλόπολης και ήταν γιος του κλέφτη Σταματέλου Τουρκολέκα και της Σοφίας Καρούτσου, αδελφής της γυναίκας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Κατά μία άλλη εκδοχή, γεννήθηκε το 1784 στο χωριό Νέδουσα Μεσσηνίας. Σε ηλικία 11 χρονών βγήκε στο κλαρί με την ομάδα του πατέρα του και στη συνέχεια εντάχθηκε στο σώμα του πρωτοκλέφτη Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη, του οποίου αργότερα παντρεύτηκε την κόρη Αγγελίνα.
Η ανδρεία και τα σωματικά του προσόντα τον οδήγησαν το 1805 στη ρωσοκρατούμενη τότε Ζάκυνθο. Εκεί εντάχθηκε στο ρωσικό τάγμα, που πολέμησε τον Ναπολέοντα στην Ιταλία. Αργότερα, επέστρεψε στη Ζάκυνθο για να υπηρετήσει αυτή τη φορά τους Γάλλους, που είχαν καταλάβει το νησί. Στις 18 Οκτωβρίου 1818, ενώ βρισκόταν στην Καλαμάτα, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Με τον θείο του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Παπαφλέσσα συνέβαλε στην προετοιμασία του Εθνικού Ξεσηκωμού και στις 23 Μαρτίου 1821 μπήκε στην Καλαμάτα μαζί με τους άλλους στρατιωτικούς αρχηγούς.
Από την αρχή ενστερνίσθηκε το στρατηγικό σχέδιο του Κολοκοτρώνη για την κατάληψη της Τριπολιτσάς και πήρε μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις για την κατάληψη του διοικητικού κέντρο των Οθωμανών στην Πελοπόννησο. Διακρίθηκε στη Μάχη του Βαλτετσίου (12 Μαΐου 1821), ενώ αποφασιστική ήταν η συμβολή του στη Μάχη των Δολιανών (18 Μαΐου 1821), όπου ανέδειξε στο έπακρο τις στρατιωτικές του ικανότητες. Επικεφαλής μόλις 600 ανδρών κατανίκησε τον στρατό του Κεχαγιάμπεη που ανήρχετο σε 6.000 άνδρες και σχεδόν τον αποδεκάτισε. Γι' αυτόν τον πραγματικό του άθλο, οι συμπολεμιστές του τον ονόμασαν «Τουρκοφάγο».
Μέχρι το τέλος του Αγώνα ο Νικηταράς ήταν στην πρώτη γραμμή, πολεμώντας είτε στην Πελοπόννησο είτε στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα, όπου συνεργάστηκε με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον Γεώργιο Καραΐσκάκη. Πήρε μέρος στην Άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821) και ήταν από τους λίγους αρχηγούς που αρνήθηκε να συμμετάσχει στη διανομή των λαφύρων.
Διακρίθηκε στη Μάχη του Αγιονορίου (26-28 Ιουλίου 1822), που αποτελείωσε τη στρατιά του Δράμαλη δύο μέρες μετά τη Μάχη στα Δερβανάκια. Η ανιδιοτέλεια του ανδρός φάνηκε για μία ακόμη φορά, όταν από το πλήθος των λαφύρων της μάχης πείστηκε να δεχθεί ένα πανάκριβο σπαθί, το οποίο αργότερα προσέφερε στον έρανο για την ενίσχυση του Μεσολογγίου. Κατά τη διάρκεια του Εμφύλιου Πολέμου τάχθηκε στο πλευρό του Κολοκοτρώνη, αλλά φρόντισε πάντα να επιδιώκει τον συμβιβασμό και τη συνεννόηση.
Μετά την Απελευθέρωση τάχθηκε στο πλευρό του Καποδίστρια κι έγινε ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Κυβερνήτη. Πήρε μέρος στην Δ' Εθνοσυνέλευση του Άργους (1829), ως πληρεξούσιος του Λεονταρίου. Επί Όθωνος περιέπεσε σε δυσμένεια, επειδή υποστήριζε το αντιπολιτευόμενο Ρωσικό Κόμμα. Προφυλακίστηκε το 1839 ως αρχηγός συνωμοτικής ομάδας, αλλά στη δίκη του (11 Σεπτεμβρίου 1840), αθωώθηκε ελλείψει στοιχείων. Εντούτοις, η κράτησή του παρατάθηκε με αποτέλεσμα να υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη η υγεία του και σχεδόν να τυφλωθεί. Αποφυλακίστηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 1841 και αποτραβήχτηκε με την οικογένειά του στον Πειραιά.
Μετά την εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 του απονεμήθηκε ο βαθμός του υποστρατήγου και έλαβε μία τιμητική σύνταξη, η οποία ήταν ο μόνος πόρος της ζωής του. Το 1847 διορίσθηκε μέλος της Γερουσίας και δύο χρόνια αργότερα, στις 25 Σεπτεμβρίου 1849, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 67 ετών. Ο Νικηταράς απέκτησε δύο κόρες κι ένα γιο, τον Ιωάννη Σταματελόπουλο, που ακολούθησε καριέρα στρατιωτικού. Άφησε Απομνημονεύματα, τα οποία υπαγόρευσε στον εθνικό δικαστή Γεώργιο Τερτσέτη.
Πηγή: Σαν σήμερα
Το βρίκιον “ΑΡΗΣ”. Υδατογραφία Αντώνη Μιλάνου.
ΜΙΛΑΝΙΟ ΝΑΥΤΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ
Στην Επανάσταση του 1821 έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο και το τότε Ναυτικό των Ελλήνων που συγκροτήθηκε κυρίως από εμπορικά πλοία της εποχής προσθέτοντας πολλές σελίδες δόξας αλλά και θαυμασμού στη διεθνή τότε κοινή γνώμη.
H ενίσχυση με στρατό και εφόδια των πολιορκούμενων στα φρούρια του Mοριά Οθωμανών μπορούσε να πραγματοποιηθεί τόσο από την ξηρά όσο και από τη θάλασσα.
H αντιμετώπιση του δεύτερου ενδεχόμενου προϋπέθετε την κινητοποίηση των πολυάριθμων υδραιικων, σπετσιώτικων και ψαριανών κατά κύριο λόγο πλοίων.O στόλος των τριών νησιών αριθμούσε μερικές εκατοντάδες ελαφρά οπλισμένα μικρά εμπορικά πλοία, που ωστόσο συχνά επιδίδονταν εξίσου αποτελεσματικά και στην πειρατεία.
Aν και τα πλοία αυτά δε συνιστούσαν ένα πραγματικά πολεμικό στόλο, η εμπειρία των πληρωμάτων τους και η ευελιξία των μικρών καραβιών στα διάσπαρτα από νησιά και βραχονησίδες νερά του Aιγαίου δε θα μπορούσε να παρεμποδίσει τη δράση του οθωμανικού στόλου.
Kατοικημένα σχεδόν αποκλειστικά από ελληνικούς πληθυσμούς, εκτός από τη Pόδο, την Kω και τη Χίο όπου διαβιούσαν και μουσουλμάνοι, τα νησιά του Αιγαίου κήρυξαν σταδιακά την επανάσταση από το πρώτο δεκαήμερο του Aπριλίου και μετά.
Eξαίρεση αποτέλεσαν νησιά των Kυκλάδων όπως η Σύρος, η Τήνος και η Νάξος, όπου η πλειονότητα των κατοίκων ήταν καθολικοί.
Oι Σπέτσες, τα Ψαρά, η Σάμος και ιδίως η Ύδρα υπήρξαν το κέντρο του επαναστατικού αγώνα στο Αιγαίο, αν και οι τοπικές ηγετικές ομάδες φάνηκαν στις αρχή διστακτικές -κάτι άλλωστε που είχε συμβεί και στην Πελοπόννησο.
Στην Ύδρα μάλιστα, το ισχυρότερο ναυτικό κέντρο όπου κυριαρχούσε η οικογένεια Kουντουριώτη, η επανάσταση κηρύχτηκε χάρις στην επιμονή ενός μικρότερης εμβέλειας τοπικού παράγοντα.
Tους πρώτους μήνες της επανάστασης τα ελληνικά πλοία διέθεταν μια σχετική ελευθερία κίνησης στο Αιγαίο.
Ένα τμήμα του οθωμανικού στόλου παρέμενε στο ναύσταθμο της Πόλης, καθώς υπήρχε ο φόβος ενός νέου ρωσο-οθωμανικού πολέμου, ένω ένα άλλο τμήμα βρισκόταν στις ακτές της Hπείρου λαμβάνοντας μέρος στον πόλεμο με τον Αλή-πασά.
Έτσι, ο ελληνικός στόλος επιχειρούσε σχεδόν ανενόχλητος επιθέσεις σε μεμονωμένα οθωμανικά πλοία, αρκετά από τα οποία καταλήφθηκαν, ενώ μετείχε στις πολιορκίες των φρουρίων στο Ναυπλίο (με επικεφαλή την περίφημη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα), στη Μονεμβασιά, στη Nαύπακτο και αλλού.
Δεν έλειψαν και πειρατικές ενέργειες σε βάρος ουδέτερων εμπορικών πλοίων καθώς και επιδρομές στα μικρασιατικά παράλια.
Στην πραγματικότητα, την εποχή εκείνη δεν υπήρχε συγκροτημένος ελληνικός στόλος που ακολουθούσε κάποιο οργανωμένο σχέδιο, αλλά σύμπραξη πληρωμάτων ενόψει κάποιας επιχείρησης.
Έτσι, όταν τμήματα του οθωμανικού στόλου επιχείρησαν έξοδο από τα Δαρδανέλια με στόχο τον ανεφοδιασμό των πολιορκούμενων φρουρίων της Πελοποννήσου και τη μεταφορά στρατευμάτων, φάνηκε ότι δύσκολα τα ελληνικά πλοία μπορούσαν να βάλουν με επιτυχία ενάντια στα οθωμανικά.
Δεν έλειψαν βέβαια μεμονωμένες επιτυχίες που στηρίχτηκαν στον ηρωϊσμό ανθρώπων αλλά και σε μια πολεμική τακτική που υιοθετήθηκε και έμελε να χαρακτηρίσει σε μεγάλο βαθμό τις πολεμικές ενέργειες στο θαλάσσιο χώρο.
Αναφερόμαστε στα πυρπολικά, ειδικά διαμορφωμένα πλοιάρια φορτωμένα με εύφλεκτες ύλες και εκρηκτικά, τα οποία προσκολλούνταν στα οθωμανικά πλοία, αναφλέγονταν και βυθίζονταν μαζί τους.
O φόβος των Οθωμανών από τη δράση των πυρπολητών περιόριζε τις κινήσεις του στόλου τους.
Tο πρώτο αυτό διάστημα φαίνεται ότι και οι δυο πλευρές προσπαθούσαν να αποφύγουν τις συγκρούσεις, εξέλιξη που ασφαλώς ευνοούσε την εξάπλωση της επανάστασης τόσο στον ηπειρωτικό όσο και στο νησιωτικό χώρο.
Aπό τις αρχές της Επανάστασης ήταν φανερό ότι τα μικρά και ελλιπώς εξοπλισμένα ελληνικά πλοία δεν ήταν ικανά να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τα οθωμανικά σε ανοιχτή σύγκρουση.
Έτσι, ακολουθήθηκαν άλλες μορφές δράσης που κατέτειναν στη φθορά και την παρεμπόδιση της κίνησης του οθωμανικού στόλου.
Kατεξοχήν στόχοι υπήρξαν οι νηοπομπές που μετέφεραν ενισχύσεις και εφόδια στα πολιορκούμενα φρούρια της Πελοποννήσου και της Ρούμελης.
Aπό την άλλη, συχνές ήταν και οι προσπάθειες του ελληνικού στόλου να άρει τον αποκλεισμό φρουρίων και να ενισχύσει τους πολιορκούμενους Έλληνες με εφόδια και ενόπλους.
Τέλος, θα έπρεπε να προστατευτούν τα νησιά του Αιγαίου από τη δράση του οθωμανικού στόλου.
Στις επιχειρήσεις αυτές η φθορά των πλοίων του αντιπάλου επιτεύχθηκε με την υιοθέτηση μιας πολεμικής τακτικής που αντιστάθμιζε την υπεροπλία του οθωμανικού στόλου.
Πρόκειται για νυχτερινές επιθέσεις με πυρπολικά, δηλαδή ειδικά διαμορφωμένα μικρά πλοία, φορτωμένα με εύφλεκτες ύλες και εκρηκτικά, τα οποία προσκολλούνταν στα οθωμανικά προκαλώντας την ανατίναξή τους.
Οι παράτολμες αυτές επιθέσεις, που απαιτούσαν επιδέξιους χειρισμούς ώστε να προσκολληθεί το πυρπολικό, αλλά και τύχη ώστε να μη γίνει αντιληπτή η επιχείρηση, απέδωσαν ορισμένες εντυπωσιακές ένεργειες.
Πλέον χαρακτηριστική υπήρξε η ανατίναξη της ναυαρχίδας του οθωμανικού στόλου από τον Kανάρη στα ανοιχτά του Τσεσμέ τον Ιούνιο του 1822.
Ενέργειες όπως αυτή προκαλούσαν τρόμο στα πληρώματα των οθωμανικών πλοίων και συχνά οι κινήσεις του οθωμανικού στόλου ήταν διστακτικές από το φόβο της δράσης των πυρπολητών.
Δεν έλειψαν βέβαια και αποτυχημένες ενέργειες όπως συνέβη τον Αύγουστο του 1825 και τον Ιούνιο του 1827 στις πιο φιλόδοξες ίσως επιχειρήσεις του ελληνικού στόλου που αποσκοπούσαν στην πυρπόληση του αιγυπτιακού στόλου στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας.
Διεξήχθησαν και ορισμένες ναυμαχίες, κάποιες από τις οποίες είχαν θετική κατάληξη για την ελληνική πλευρά, όπως συνέβη στα ανοιχτά της Ύδρας και των Σπετσών τον Οκτώβριο του 1822, στον κόλπο του Γέροντα τον Αύγουστο του 1824 και στον Kάβο Nτόρο το Μάιο του 1825, όπου διακρίθηκαν ο Πιπίνος, ο Mιαούλης και ο Σαχτούρης αντίστοιχα.
Παρά τη δράση του Κανάρη και των άλλων πυρπολητών τα πλοία του οθωμανικού στόλου δεν αντιμετώπισαν σοβαρές δυσκολίες στο να φέρουν σε πέρας τις επιχειρήσεις που διεξήγαγαν.
Η υπεροπλία των οθωμανικών πλοίων δεν άφηνε βέβαια πολλά περιθώρια δράσης στα ελληνικά.
H έλλειψη συντονισμού και ιδίως η περιστασιακή ενασχόληση των ελληνικών πλοίων για πολεμικούς σκοπούς δυσχέρανε ακόμη περισσότερο τη θέση της ελληνικής πλευράς στο θαλάσσιο χώρο.
Tο εμπόριο αλλά και η πειρατεία υπήρξαν για τα ελληνικά πλοία εναλλακτικές δραστηριότητες που εξασφάλιζαν τη συντήρηση των πλοίων και τους μισθούς των πληρωμάτων, υπονόμευαν ωστόσο την επιχειρησιακή ικανότητα του ελληνικού στόλου.
Eιδικά η πειρατεία προκαλούσε τις διαμαρτυρίες των Mεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες ενδιαφέρονταν για την ασφάλεια των θαλάσσιων εμπορικών δρόμων.
Έτσι, από τους πρώτους μήνες του 1828 ο Kυβερνήτης Iωάννης Kαποδίστριας επιδίωξε τον περιορισμό της πειρατικής δραστηριότητας, κάτι που επιτεύχθηκε χάρις στις ενέργειες του Aνδρέα Mιαούλη.
ΠΥΡΠΟΛΙΚΑ
Το λεγόμενο πυρπολικό πλοίο υπήρξε το κατ΄ εξοχήν ιστιοφόρο καταδρομικό πλοίο στις πολεμικές επιχειρήσεις των Ελλήνων στην Ελληνική Επανάσταση του 1821.
Κατά την ελληνική επανάσταση του 1821,τα πυρπολικά ήταν πλοία επανδρωμένα με «έδρα» είτε συγκεκριμένο λιμάνι, στο οποίο παρέμεναν, είτε σε συγκεκριμένο λιμάνι, είτε ελεύθερα στο πέλαγος και αναζητούσαν στόχο.
Κατά τη «πυρπόληση» έπρεπε να προσκολληθεί και να προσδεθεί άρρηκτα με το εχθρικό πλοίο πολύ πολύ γρήγορα, στη συνέχεια να τεθεί σ΄ αυτό «πυρ» και έγκαιρα να εγκαταλειφθεί από το πλήρωμά του.
Είναι προφανές ότι σε τέτοια επιχείρηση εκτός του θάρρους, της αποφασιστικότητας αλλά και της ψυχραιμίας απαιτείτο και πλήρης συντονισμός ενεργειών Πλοιάρχου και πληρώματος.
Το Πυρπολικό του 21 οφείλει τη πρώτη του κατασκευή στον Παργινό Ιωάννη Δημουλίτσα με το παρωνύμιο «Πατατούκος», ο οποίος από μικρός δούλευε σε ψαριανά καράβια και στα ταξίδια του γνώρισε τα μυστικά της κατασκευής των πυρπολικών.
Το πυρπολικό πλοίο οφείλει τη τελειοποίησή του στον Κωνσταντίνο Νικόδημο.
Η μετατροπή γινόταν ως εξής: άνοιγαν κατα μήκος του καταστρώματος σε κάθε πλευρά κυκλικά ανοίγματα («ρούμπους») και κάτω από το καθένα έβαζαν πωματισμένα βαρέλια γεμάτα δυναμίτιδα.
Ακόμα και τα ιστία του πλοίου ήταν εμποτισμένα με πίσσα και νάφθα ώστε να μεταπηδήσει γρήγορα η φωτιά. Κατά μήκος των πλευρών του καταστρώματος και κάτω από αυτόν κατασκευάζονταν αγωγοί γεμάτοι με εύφλεκτα μίγματα, ονομαζόμενοι «μίνες του μπαρουτιού» για τη μετάδοση της φωτιάς από συγκεκριμένο σημείο (τη «μίνα της φωτιάς») στη πρύμη του σκάφους όπου και το άνοιγμα του «άβακα» (πηδαλίου).
Από αυτό το σημείο γινόταν και η διαφυγή του πληρώματος (20-25 άνδρες) και η επιβίβασή τους σε ρυμουλκούμενη λέμβο όταν ο κυβερνήτης παραμένοντας τελευταίος έθετε το «πυρ».
Οι επιθέσεις των πυρπολικών δεν γίνονταν μόνο σε αγκυροβολημένους στόχους αλλά και μεσοπέλαγα, λόγω μεγαλύτερης ταχύτητας.
Μετά το περίφημο σήμα της επίθεσης «Με τη βοήθεια του Σταυρού επιτεθείτε!», πλησίαζαν τον εχθρό με τη πλώρη από τη προσήνεμη πλευρά, δηλαδή από εκεί που φύσαγε ή ήταν ο κυματισμός, ώστε να βοηθηθεί η προσκόλληση και, γρήγορα με «κόρακες», δηλ.γαντζους,γάτζους, εξασφάλιζαν την αγκίστρωση.
Το πλήρωμα του εχθρικού σκάφους καταλαμβάνονταν συνήθως από πανικό και καμία αντίσταση δεν πρόβαλε αλλά έτρεχε να σωθεί.
Από του 1824 όμως που άρχισε η παρέμβαση του αιγυπτιακού στόλου, οι συνθήκες χρήσης των πυρπολικών ήταν δυσμενέστερες και τούτο διότι τα αιγυπτιακά πληρώματα ήταν εκπαιδευμένα και συγκροτημένα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα κυρίως του γαλλικού στρατού και ναυτικού.
Πάντως τα πυρπολικά εξακολούθησαν να χρησιμοποιούνται ακόμη και όταν η Ελλάδα απέκτησε τα πρώτα πραγματικά πολεμικά, τη φρεγάτα «Ελλάς» και το ατμοκίνητο «Καρτερία», τα οποία κατέστησαν το πυρπολικό δευτερεύον.
Επιτυχείς πυρπολήσεις του Αγώνα ήταν:
του Γέροντα,του Νταρ Μπογκάζ και της Σάμου (πλοίαρχος Γ. Βατικιώτης)
της Τενέδου (πλ. Γ. Βρατσάνος)
της Σούδας (πλ. Α. Βώκος)
Μεθώνης (Α. Δημαμάς), – Γέροντα (Γ. Θεοχάρης)
Μυτιλήνης (Δ. Καλογιάννης)
Αγ. Μαρίνας, Σάμου, Τενέδου και Χίου (Κ. Κανάρης),
Ιθάκης, Μεσολογγίου (Α. Καράβελας)
Κάβο ντ΄ Όρο, Καρπάθου (Γ. Ματρώζος)
Σάμου (Λέκας Ματρώζος)
Γέροντα, Κάβο ντ΄ Όρο, Μιλήτου και Σάμου (Λ. Μουσούς)
Αλεξάνδρειας, Κάβο ντ΄ Όρο, Μεσολογγίου (Μ. Μπούτης)
Στενά Μυτιλήνης (Κ. Νικόδημος)
Ερεσού (Δ. Παπανικολής)
Μεθώνης (Α. Παυλής ή Μπίκος)
Άθωνα, Γέροντα, Σπετσών, Χίου (Α. Πιπίνος)
Μεθώνης, Μεσολογγίου (Γ. Πολίτης)
Σάμου (Δ. Ραφαλιάς)
Αλεξάνδρειας, Μεθώνης, Μεσολογγίου (Μ. Σπαχής)
Μεθώνης, Νταρ Μπογκάζ (Δ. Τσάπελης)
Πρώτη επιτυχής χρήση του επανδρωμένου πυρπολικού έγινε στις 27 Μαΐου 1821 στην Ερεσσό όπου οι Τούρκοι απώλεσαν ένα αξιόλογο πλοίο «γραμμής».
Αναδειχθείς πρώτος Πυρπολητής] ο Παπανικολής.
Τότε ξένος παρατηρητής σημείωνε «…τελικά οι Έλληνες βρήκαν το όπλο της Επανάστασης!»
Μετά από αυτό το γεγονός οι Πρόκριτοι εγκρίνανε μετατροπές παλαιών ιστιοφόρων σε πυρπολικά εξαγοραζόμενα από τη τότε κυβέρνηση αντί 25.000 και 45.000 γρόσια με ισόποση περίπου δαπάνη για τη μετατροπή τους.
Ο Δημήτριος Παπανικολής ήταν σπουδαίος ναυμάχος κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και διάσημος πυρπολητής.
Όταν εξερράγη η ελληνική επανάσταση πλοιάρχησε μόλις 19 ετών στο πλοίο του Αποστόλη Αποστόλη.
Κατά τη ναυμαχία της Ερεσού κυβερνώντας το, για λογαριασμό τη Τρινησίας λίμνιο Βρίκιο το οποίο είχε μετατρέψει σε πυρπολικό ο Πάργιος, Ιωάννης Δημολίτσας, επέπεσε κατά τουρκικού δίκροτου το οποίο και πυρπόλισε σχεδόν σύψυχο με ελάχιστους διασωθέντες.
Το αυτό επανέλαβε και στη ναυμαχία του Γέροντα προκαλώντας με τους συντρόφους του πυρπολητές τον τρόμο στον οθωμανικό στόλο.
Αλλά και σε πολλές άλλες καταδρομικές και αποβατικές επιχειρήσεις έλαβε μέρος που οι επιτυχίες του είχαν καταπλήξει τους άλλους ναυμάχους.
Κωνσταντίνος Κανάρης
Η είδηση της εξεγέρσεως των κατοίκων τής Χίου, στις 23 Μαρτίου 1822, έκανε έξω φρενών τον Σουλτάνο Μαχμούτ, ο οποίος έστειλε εναντίον τους 46 πολεμικά πλοία με επί κεφαλής τον Καρα Αλη πασα (1778-1822, Οθωμανός Ναύαρχος γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη).
Στις 30 Μαρτίου 1822, ο Καρα Αλη πασάς απεβίβασε στην Χίο ένα αποβατικό σώμα από 7.000 άνδρες και την κυρίευσε. Από τους 113.000 Χίους, οι 23.000 σφαγιάσθηκαν και οι 47.000 πουλήθηκαν ως αιχμάλωτοι στα σκλαβοπάζαρα.
Με εντολή τού Ναυάρχου τού Στόλου Ανδρέα Μιαούλη, μέσα στην ασέληνη νύκτα τής 6ης Ιουνίου 1822 οι πυρπολητές Κανάρης και Πιπίνος πλησίασαν τον Οθωμανικό στόλο.
Ο Πιπίνος εκόλλησε το πυρπολικό του στην υποναυαρχίδα αλλά δεν το προσέδεσε καλώς και έτσι οι Οθωμανοί κατόρθωσαν να το απομακρύνουν όταν επήρε φωτιά, με αποτέλεσμα να καεί ασκόπως.
Ο Κανάρης, με τους επιδέξιους ελιγμούς τού πηδαλιούχου Θεοφανοπούλου, επλησίασε την ναυαρχίδα και προσέδεσε το πυρπολικό του στην πρώρα της.
Αφού έβαλε φωτιά στο «μπουρλότο», απομακρύνθηκε γρήγορα.
Η ναυαρχίδα ανατινάχθηκε όταν η φωτιά έφθασε στην πυριτιδαποθήκη της. Ο Kara Ali Pasa μόλις πρόφθασε να πηδήξη σε μία βάρκα, αλλά κτυπήθηκε από μία φλεγόμενη δοκό και εξέπνευσε.
Έτσι η Οθωμανική αρμάδα δεν εκτύπησε τα Ψαρά και την Σάμο, αλλά κατέφυγε στα Δαρδανέλλια. Όταν απεφάσισε να εξέλθει και πάλι στο Αιγαίο, ο Κανάρης πυρπόλησε και την υποναυαρχίδα κοντά στην Τένεδο.
Πάρων,ή μπρίκι,ή βρίκι
Βρίκιον,ή Μπρίκιο, ή Μπρίκι, ήταν ονομασία παλαιότερου ιστιοφόρου δίστηλου,δηλ. δικάταρτου εμπορικού ή Πολεμικού πλοίου, ίδιο με τον Πάρωνα.
Αυτός ο τύπος ιστιοφόρου έφερε στη πλώρη «πρόβολο» (το κοινώς λεγόμενο “μπαστούνι” ή “μπαμπρέσο”) για τους τρεις “αρτέμωνές” του (3 κατάπλωρα τριγωνικά ιστία), “ακάτιο ιστό” και τον “μέγα ιστό” (δεύτερος από πλώρη και ψηλότερος) για τα “τετράγωνα” ιστία, τα τριγωνικά (λεγόμενα και “προϊστια”) και για τον “επίδρομο” (πρυμναίο τραπεζοειδές ιστίο).
Ήταν πανομοιότυπος με τον εμπορικό Δρόμωνα ή “νάβα” και του εμπορικού Μυοδρόμωνα (Μπάρκου ή Γαβάρας) αν λογισθεί ο τρίτος και πρυμναίος ιστός τους ως να μη υπάρχει.
Το αντίστοιχο πολεμικό πλοίο του τύπου αυτού λέγεται Πάρων.
Μέχρι το 1849 καμία διαφορά μεταξύ του Βρίκιου και του Πάρωνα δεν υπήρχε, όταν εμφανίσθηκαν το έτος εκείνο οι “διπλοί δόλωνες” και άλλες συναφείς διευκολύνσεις τις οποίες και εκολπώθηκαν τα εμπορικά Βρίκια, όχι όμως και οι πολεμικοί Πάρωνες όπου η μεταξύ τους διαφορά έγινε πλέον αισθητή, όταν ακόμη πρώτοι οι Ιταλοί, (και τελικά μόνο αυτοί), ναυπήγησαν το 1891 δύο θαυμάσιους εκπαιδευτικούς σιδερένιους πάρωνες τους “Παλινούρο” και “Μιζένο”.
Πρόδρομος του Βρικίου υπήρξε το Βριγαντίνο που όταν αυτό τελειοποιήθηκε η διαφορά τους ήταν πολύ δυσδιάκριτη για κάθε “στεριανό” μάτι.
Τα Βρίκια λόγω των ναυτικών αρετών τους θεωρήθηκαν τα προσφιλέστερα των Ελλήνων ναυμάχων πλοία κατά την διάρκεια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Επειδή κατά την Εθνεγερσία βρέθηκαν τα περισσότερα με πλείστα πυροβόλα λόγω των πολύ συχνών μικροναυμαχιών με πειρατές, καμία διαφορά ουσιαστική, ακόμα και τυπική δεν υπήρχε μεταξύ του Βρικίου και του πολεμικού Βρικίου δηλαδή του Πάρωνα, που πρόσθετα έφερε 12 – 18 πυροβόλα (κανόνια) στο κατάστρωμα και πλήρωμα 100 άνδρες.
Πολεμικά πλοία τύπου “βρίκια” (Πάρωνες) του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού ήταν τα:
- Αθηνά (Βρίκιον)
– Αντίζηλος (Βρίκιον)
– Άρης Ι (Βρίκιον)
– Αχιλλεύς Ι (Βρίκιον)
– Ηρακλής Ι (Βρίκιον)
– Θεμιστοκλής Ι (Βρίκιον)
– Τιμολέων (Βρίκιον)
ΤΟ ΜΠΡΙΚΙ ” ΑΘΗΝΑ ”
Χαρακτηριστικά
Έναρξη ναυπήγησης: 1807
Ένταξη σε υπηρεσία: 1879
Γενικά χαρακτηριστικά
Εκτόπισμα: 250 τόνοι
Μήκος: 30,5 μέτρα
Πλάτος: 8,8 μέτρα
Βύθισμα: 4,9 μέτρα
Πλήρωμα: 80
Οπλισμός: 16 κανόνια των 12 λιβρών και αργότερα
2 κανόνια των 12 λιβρών και 10 κορρονάδες των 18 λιβρών
Το Βρίκιον Αθηνά ήταν πλοίο του αγώνα ανεξαρτησίας, ιδιοκτησίας Α. Τσαμαδού. Ναυπηγήθηκε στη Βενετία το 1807 και έφερε το όνομα «Άρης».
Δοξάστηκε με τη διάσπαση του αποκλεισμού Ναβαρίνου στις 26 Απριλίου 1825, όπου πέρασε με επιτυχία ανάμεσα σε 32 Αιγυπτιακά πλοία του Ιμπραήμ. Αγοράστηκε από την Ελληνική Κυβέρνηση και μετονομάστηκε σε «Αθηνά».
Το 1879 μετονομάστηκε εκ νέου σε «Άρης». Χρησιμοποιήθηκε από Σχολή Ναυτικών Δοκίμων το διάστημα 1863–1865 και 1882-1885.
Διατηρήθηκε μέχρι το 1921 οπότε και βυθίστηκε «τιμητικά» κοντά στη «νησίδα Κυρά» του Ναυστάθμου λόγω οικονομικής αδυναμίας συντήρησης και επισκευής του.
Οι Έλληνες δεν σταμάτησαν τις ναυτικές πολεμικές ή εμπορικές δραστηριότητες στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Η Ύδρα, οι Σπέτσες και τα Ψαρά είχαν αναπτύξει ένα πολύ αξιόλογο στόλο από καλά κατασκευασμένα και εξοπλισμένα πλοία που ήταν ένας από τους βασικούς παράγοντες της επιτυχίας της Ελληνικής επανάστασης.
Στην αρχή της επανάστασης του 1821 η Ελλάδα διέθετε 1000 περίπου μικρά και μεσαία εμπορικά πλοία και μια δύναμη 18.000 ναυτικών
Οι κορβέτες ήταν γρήγορα και ευέλικτα σκάφη, ενδιάμεσης κατηγορίας μεταξύ φρεγάτας και μπρικιού. Είχαν τρία κατάρτια και ιστιοφορία δρόμωνα όπως η φρεγάτα αλλά μικρότερο εκτόπισμα (περί τους 800 τόννους) και ασθενέστερο οπλισμό 18-26 πυροβόλα)
Συνεχίζοντας την αρχαιοελληνική παράδοση του ανθρωπόμορφου ακρόπρωρου, οι ναυτικοί του ΄21 έδιναν στα καράβια τους ονόματα θεών ή επιφανών προσώπων της αρχαιότητας όπως Άρης, Σόλων, Θεμιστοκλής Επαμεινώνδας, κ.α. και τα στόλιζαν με τις μορφές τους.
Δρόμων
ΑΡΗΣ
Από τα ενδοξότερα πλοία τής Ελληνικής Επανάστασης. Ναυπηγήθηκε το 1807 ως εμπορικό πλοίο στήν Βενετία.
Το 1819, αγοράστηκε από τον Υδραίο Αναστάσιο Τσαμαδό (1774-1825 ), ο οποίος με την έναρξη του Αγώνα τον μετέτρεψε σε πολεμικό πλοίο, εξοπλίζοντας τον με 16 πυροβόλα και επανδρώνοντας τον με πλήρωμα 82 ανδρών.
Ο Τσαμαδός με τον Άρη τάχθηκε στήν υδραϊκή ναυτική μοίρα και συμμετείχε σε όλες σχεδόν τις ναυτικές εκστρατείες και ναυμαχίες του Ελληνικού στόλου στο Αιγαίο, τα Πελοποννησιακά παράλια και τον Κορινθιακό.
Το 1825 ο Άρης εφοδίασε τους πολιορκημένους από τον Ιμπραήμ στο Νεόκαστρο, διασπώντας τον κλοιό των τουρκοαιγυπτίων, και ενώ ο ιδιοκτήτης του βρήκε το θάνατο στους βράχους της Σφακτηρίας, όπου είχε αποβιβαστεί για να συναντηθεί με οπλαρχηγούς του Αγώνα, ο Άρης κατόρθωσε ύστερα από πολύωρη συμπλοκή με τα ισχυρότατα εχθρικά πολεμικά, να βγει από τον όρμο του Νεοκάστρου στο ανοιχτό πέλαγος.
Μετά την λήξη του Αγώνα αγοράστηκε από την Ελληνική κυβέρνηση και πήρε το όνομα Αθηνά.
Το 1879 του δόθηκε ξανά η αρχική του ονομασία.
Χρησιμοποιήθηκε σε πολλές αποστολές και επίσης, ως σχολή ναυτικών δοκίμων καθώς και ως σχολή για το κατώτερο προσωπικό.
Διατηρήθηκε ως το 1921, οπότε κατά τούς πανηγυρισμούς της εκατονταετίας του αγώνα της ανεξαρτησίας, βυθίστηκε “τιμητικώς” κοντά στην νήσο “Κυρά” του ναυστάθμου.
Η βρικογολέταΆσπασία΄ του Ι. Κούτση.
Του ίδιου τύπου ήταν και ο ΄Κίμων΄ του Α. Λεμπέση
Τον Ιούλιο του 1827, οι σπετσιώτικες βρικογολέτες Κίμων του Ανάργυρου Λεμπέση και Ασπασία του Ιωάννη Γ. Κούτση, περιπολούσαν στα παράλια της Πελοποννήσου, εφαρμόζοντας τον αποκλεισμό στον Πατραϊκό και Κορινθιακό κόλπο μέχρι την Πρέβεζα.
Έξω από την Πρέβεζα οι «αποκλεισταί καταγωγείς» συνέλαβαν τέσσερα αυστριακά εμπορικά καράβια με ναυπηγήσιμη ξυλεία, «ως ανήκοντος του φορτίου εις τον Μεχμέτ Αλήν, και ως διευθυνομένων των πλοίων τούτων εις Αλεξάνδρειαν»
Γαλεάσσα ή Γαλεάτσα
Η Γαλεάσσα ή Γαλεάτσα ήταν τύπος πολεμικού πλοίου, αμφικίνητο (ιστιοφόρο και κωπήλατο), που εξελίχθηκε από τη Γαλέρα κυρίως με προσθήκη καταστρώματος από πλώρη μέχρι πρύμνη.
Στις αρχές του 17ου αιώνα έφθασε σε εκτόπισμα τους 1000 τόνους με μήκος 58 μ., πλάτος 11 μ. και βύθισμα τα 5 μ. Η ιστιοφορία της Γαλεάσσας αποτελούνταν από τρια λατίνια σε ισάριθμους ιστούς.
Η δε μηχανική (κωπήλατη) πρόωσή της γινόταν με 52 κουπιά (κώπες) μήκους 16 μέτρων, το καθένα, το οποίο και χειρίζονταν (“ηλαύνετο”) από 8-9 κωπηλάτες.
Το δε πυροβολικό της το αποτελούσαν 10 πυροβόλα (κανόνια) στη πλώρη, 8 στη πρύμνη και κάποια λιθοβόλα κατά πλευρά, σε ίσες αποστάσεις μεταξύ τους.
Οι Γαλεάσσες καθώς και οι γαλέρες ήταν τα ενδιάμεσα πλοία στη κυριαρχία των ιστίων έναντι των κουπιών που καθιερώθηκαν αμέσως μετά την ιστορική Ναυμαχία της Ναυπάκτου
Το 1823 η Αμερική δώρισε ένα πλοίο με την ονομασίαΕλπίδα στους επαναστατημένους Ελληνες. Οταν το καράβι έφτασε στο Ναύπλιο μετονομάστηκε σε «Ελλάς», με κυβερνήτη τον Ανδρέα Μιαούλη.
Ενα δεύτερο πλοίο, το περίφημο«Καρτερία» , έφτασε το 1826.
Η« Καρτερία » , το ατμοκίνητο τροχήλατο πλοίο που αγοράστηκε με το “δάνεια της Αγγλίας “,Κατέπλευσε στην Ελλάδα το Σεπτέμβριο τον 1826 με τις μηχανές της σε κακή κατάσταση…
Με κυβερνήτη τον Άγγλο φιλέλληνα Fr. A. Hastings έλαβε μέρος σε ασήμαντες ουσιαστικά επιχειρήσεις στο Μεσολόγγι και το Απωλικό.
Οι Έλληνες διείδαν την καθοριστική σημασία του κατά θάλασσαν αγώνα (αλλά και τη σημασία της νέας τεχνολογίας ) και ολόκληρο το δεύτερο εξωτερικό δάνειο σκόπευε κυρίως στην αγορά πολεμικών ατμοκίνητων πλοίων, πον θα αντιμετώπιζαν τις ναυτικές δυνάμεις τoυ Ιμπραήμ.
Βέβαια, οι διάφορες μεθοδεύσεις δεν επέτρεψαν ποτέ αυτά τα πλοία να προσφέρουν τις καθοριστικές υπηρεσίες στον Αγώνα,αφού τρία ακόμη ήρθαν μετά το Ναυαρίνο και τα υπόλοιπα σάπισαν στον Τάμεση.
ΤΑ ΠΛΟΙΑ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ
ΥΔΡΑ
Τα Πλοία της Ύδρας που φέρονται να συμμετείχαν στον κατά θάλασσα αγώνα της Απελευθέρωσης του 1821 κατά αλφαβητική σειρά ήταν:
1. Αγαμέμνων του Δημ. Τσαμαδού
2. Αθηνά του Φραντζέσκου Βούλγαρη
3. Αθηνά των Λ.& Γ. Κουντουριωτών
4. Αθηνά των Λ.& Γ. Κουντουριωτών
5. Αινιάν του Δημ. Μαστρο-Αντωνίου
6. Αίολος του Ιωάννη Ορλάνδου
7. Αλέξανδρος των Στ.& Β. Βουδουραίων
8. Αλέξανδρος του Δημ. Τσαμαδού
9. Αμφιτρίτη του Λαζάρου Μπρούσκου
10. Άρης του Ανδρέα Μιαούλη
11. Άρης του Δημ. Τσαμαδού
12. Αριστείδης του Γεωργίου Γκιώνη
13. Αριστείδης του Αναγνώστη Θεοδώρου
14. Αχιλλεύς του Δημ. Βούλγαρη
15. Αχιλλεύς του Δημ. Τσαμαδού
16. Βατερλώ του Φραντζέσκου Βούλγαρη
17. Διομήδης των Ν.& Α. Οικονομαίων
18. Επαμεινώνδας του Θεοδ. Γκίκα
19. Επαμεινώνδας των Κριεζήδων
20. Ηρακλής του Νικολάου Βώκου
21. Ηρακλής του Αναγν. Παπα-Μανώλη
22. Ηρακλής του Ανδρέα Μιαούλη
23. Ηρακλής του Αναστάση Τσαμαδού
24. Θεμιστοκλής του Δημ. Βούλγαρη
25. Θεμιστοκλής του Θεόδ. Γκίκα
26. Θεμιστοκλής των Λ.& Γ. Κουντουριωτών
27. Θεμιστοκλής των Εμμ.& Ιακ. Τομπάζηδων
28. Θέτις του Ιωάννη Μαρούκα
29. Θρασύβουλος του Ιωάννη Ορλάνδου
30. Ιάσων των Στ.& Β. Βουδουραίων
31. Κέκροψ των Λ.& Γ. Κουντουριωτών
32. Κίμων του Αναστ. Θεοδωράκη
33. Κίμων του Αναγν. Κριεμάδη
34. Κίμων του Ανδρέα Μιαούλη
35. Κίμων των Εμ.& Ιακ. Τομπάζηδων
36. Λεωνίδας
37. Λυκομήδης των Βουδουραίων
38. Μέντωρ του Κωνστ. Μεθενίτη
39. Μιλτιάδης του Αναστ. Θεοδωράκη
40. Νέρων των Λ.& Γ. Κουντουριωτών
41. Οδυσσεύς
42. Οδυσσεύς των Ν.& Α. Οικονομαίων
43. Πάραλος του Θεοχ. Παπα-Αντωνίου
44. Σκιπίων του Λαζάρου Μπρούσκου
45. Σκιπίων των Μ.Νέγκα & Δ. Τσαμαδού
46. Μελπομένη του Φραντέσκου Παπα-Μανώλη
47. Τερψιχόρη των Ε. & Ιακ. Τομπάζηδων
48. Τηλέμαχος των Στ. & Β.Βουδουραίων
49. Τηλέμαχος Λ.& Γ. Κουντουριωτών
50. Τιμολέων Ι. Ορλάνδου Λαζ.Πινότση
ΣΠΕΤΣΕΣ
Τα Πλοία των Σπετσών που φέρονται να είχαν συμμετοχή στον κατά θάλασσα αγώνα της Απελευθέρωσης το 1821:
1. Αγαμέμνων της Μπουμπουλίνας
2. Αθηνά του Δημ. Ι. Ορλώφ
3. Αλέξανδρος του Γ. Χ”Ανδρέου
4. Αλέξανδρος Α’ του Ανδρ. Σκλιά
5. Αρχάγγελος Μιχαήλ Ν. Αδριανού
6. Αφροδίτη του Γ. Λάμπρου
7. Αχιλλεύς του Ηλ. Θερμισιώτη
8. Αχιλλεύς του Αναστ. Κυριακού
9. Αχιλλεύς του Θεόδ. Λαζάρου
10. Αχιλλεύς του Αναστ. Ματθαίου
11. Αχιλλεύς του Γκίκα Μπόταση
12. Διομήδης του Αντ. Δρίτσα
13. Διομήδης του Γκίκα Μπόταση
14. Διομήδης των Καλαφάτη Στεμνιτζώτη
15. Επαμεινώνδας του Κ. Μπάμπα
16. Επαμεινώνδας του Χ” Γιάννη Μέξη
17. Ηρακλής του Χριστόδουλου Κούτση
18. Θαλάσσιος Ίππος του Ι. Μπούκουρη
19. Θεμιστοκλής του Γ. Κούτση
20. Θεμιστοκλής του Χ” Γιάννη Μέξη
21. Ιερά Συμμαχία του Ν. Δ. Λαζάρου
22. Κίμων του Ανάργ. Λεμπέση.
23. Κόντε Μπένιξ του Γκίκα Τσούπα
24. Λεωνίδας του Χ” Γιάννη Μέξη
25. Λυκούργος του Θεοδ. Σάντου
26. Λυκούργος του Β. Λαζάρου Ορλώφ
27. Μπέλλα Πούλια του Ηλ. Μπάμπα
28. Νέμεσις του Μιχ. Οικονόμου
29. Ξενοφών του Δημ. Ν. Σκλιά
30. Παγκρατίων του Γ. Ανδρούτσου
31. Πελεκάνος του Ν. Α. Κυριακού
32. Περικλής του Κ. Μπουκουβάλα
33. Περικλής του Α. Χ” Αναργύρου
34. Περικλής του Ανδρ. Χ” Αναργύρου
35. Περικλής του Χ” Γιάννη Μέξη
36. Περσεφόνη του Χριστ. Ματθαίου
37. Ποσειδών του Αθ. Γουδή
38. Ποσειδών του Παύλου Χ”Αναργύρου
39. Σαλομώνης του Γ. Κούτση
40. Σκαρδαμούλα του Γ. Κλήσσια
41. Σόλων του Γεωργίου Πάνου
42. Τιμολέων των Μωραϊτών Κυριακού
43. Φιλοκτήτης του Εμμ. Δ. Λαζάρου
44. Φωκίων του Νίκου Σύρμα
ΨΑΡΑ
Τα Πλοία των Ψαρών που φέρονται να συμμετείχαν στο κατά θάλασσα αγώνα της Απελευθέρωσης το 1821:
1. Αγάπη του Αναγν. Δομεστίνη
2. Άγ. Νικόλαος του Κ. Χ”Κυριακού
3. Άγ. Νικόλαος του Ν. Μαυρογέννη
4. Αλέξανδρος του Ν. Χ”Αλεξανδρή
5. Αμερικάνα του Κ. Χ”Αγγελή
6. Απόλλων του Δημ. Μαρούκη
7. Αριστείδης του Ν. Κοτζιά
8. Ασπασία του Ανδρέα Μυτάρα
9. Αχιλλεύς του Αναγν. Βουρέκα
10. Αχιλλεύς του Δ.Γ. Παπαμικέ
11. Αχιλλεύς του Γ. Σαρρή
12. Επαμεινώνδας του Κ. Δομεστίνη
13. Επαμεινώνδας των Αφων Παπανικολή
14. Ηρακλής του Ανδρ. Γιαννίτση
15. Ηρακλής του Ιωάννη Μαρκή
16. Θεμιστοκλής του Αναγν. Καλημέρη
17. Θεμιστοκλής του Δ. Ν. Κοτζιά
18. Θεμιστοκλής των Αφων Ματθαίου
19. Θεμιστοκλής του Μαν. Μπαλαμπάνου
20. Θεμιστοκλής του Γ. Χ”Κοτζιά
21. Ιάσων των Αφων Βελισσαρίου
22. Καλλιόπη του Θεοδ. Καλάρη
23. Καμιλοστρώφ του Αντ. Σαρρή
24. Λεωνίδας του Ν. Αποστόλη
25. Λεωνίδας του Ν. Αργύρη
26. Λεωνίδας του Ν. Γιαννάρου
27. Λεωνίδας του Ι. Καλάρη
28. Λεωνίδας του Γ. Χ”Μικέ
29. Λεωνίδας του Αναγν. Τζώτζη
30. Λεωνίδας του Χ”Κωστ. καμπούρη
31. Μιλτιάδης του Γ. Αποστόλη
32. Μινέρβα του Δ. Ι. Κοτζιά
33. Νέα Καρχηδών του Γ. Καλαφάτη
34. Ξενοφών του Ν. Κωνσταντή
35. Πηνελόπη του Αναργ. Κοντού
36. Πηνελόπη του Γ. Κοτζιά
37. Ποσειδών του Δ. Λαίνου
38. Σεμίραμις του Ν. Μαμούνη
39. Σωκράτης του Γ. Αποστόλη
40. Φιλοκτήτης του Γ. Σκανδάλη
41. άγνωστο του Δ.Καραγιώργη
Πηγή: Αβέρωφ
Ο Μακρυγιάννης ήταν ένας από τους κορυφαίους αγωνιστές του ’21. Γεννήθηκε στα 1797 στο Αβορίτι της Δωρίδας από φτωχούς γονείς. Το πραγματικό του όνομα ήταν Τριανταφύλλου. Κατά τη διάρκεια του αγώνα τον αποκαλούσαν «Μακρυγιάννη» για το ψηλό του ανάστημα, όνομα που το κράτησε και με αυτό παρέμεινε στην ιστορία. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε με στερήσεις και κακουχίες, ανάμεσα στις περιπέτειες και στους κατατρεγμούς των δικών του από τους Τουρκαλβανούς. Το 1804 κατά το διωγμό των κλεφτών ο πατέρας του σκοτώθηκε και ο Μακρυγιάννης ,μόλις εφτά χρονών, άρχισε να δουλεύει για να συντηρήσει τον εαυτό του. Στα 1811 πάει στην Άρτα όπου και προσλαμβάνεται στη δούλεψη του προύχοντα Αθανάσιου Λιδωρίκη. Το 1817 επιδόθηκε στο εμπόριο και χάρη στο ζήλο και την εργατικότητά του κατάφερε να αποκτήσει σημαντικά κέρδη και να καλυτερεύσει τη ζωή του.
Η εμπορική του δραστηριότητα στην Άρτα κράτησε ως το 1820.Τότε όμως τα σουλτανικά στρατεύματα τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν επειδή τάχα ήταν όργανο του Αλή Πασά. Ωστόσο, κατόρθωσε να δραπετεύσει, κατέφυγε στα βουνά και ακολούθησε τον αρματολό Γώγο Μπακόλα. Στο μεταξύ είχε ήδη (1820) μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία και είχε αποφασίσει με καρδιά και νου να παλέψει για την ανάσταση της φυλής του. Στη συνέχεια στρατολόγησε το πρώτο του σώμα και έφθασε στην Αθήνα. Το 1822 διορίστηκε υποδιοικητής του Κάστρου (της Ακρόπολης) με διοικητή τον Ιωάννη Γκούρα και αρχηγό της Ανατολικής Ελλάδας τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Ένα χρόνο αργότερα διορίστηκε από τον Άρειο Πάγο Πολιτάρχης (αστυνόμος) των Αθηνών.
Ενώ διαρκούσε ο αγώνας των Ελλήνων κατά των Τούρκων άρχισε ο εσωτερικός κομματικός διχασμός που κατέληξε σε εμφύλιο πόλεμο με οδυνηρά επακόλουθα για την επαναστατημένη Ελλάδα. Ο Μακρυγιάννης πολέμησε και στους δύο εμφυλίους ως αντιπρόσωπος των διοικήσεων.
Στο ίδιο χρονικό διάστημα, συμμετέχει ενεργά σε μάχες που έκριναν την εξέλιξη της Επανάστασης του ’21. Εξαιρετικά σημαντική υπήρξε η συμβολή του στην ιστορική για τα αποτελέσματά της μάχη των Μύλων όπου ο Ιμπραήμ Πασάς υπέστη πανωλεθρία και αναγκάστηκε να υποχωρήσει (Ιούνιος 1825). Ένα χρόνο αργότερα, όταν ο Κιουταχής κατέλαβε την Αθήνα, ο Μακρυγιάννης οχυρώθηκε στον Σερπετζέ ( Ωδείο Ηρώδη του Αττικού)και αντέταξε σθεναρή αντίσταση. Κατά τη μάχη του Σερπετζέ μετά από φοβερό αγώνα κατόρθωσε να αποκρούσει τους επιτιθέμενους και να σώσει την Ακρόπολη Πολέμησε επίσης στην εκστρατεία της Αττικής, στις επιθέσεις της Καστέλλας και του Πειραιά που είχαν ως τελικό αποτέλεσμα την ήττα των Ελλήνων(Απρίλιος 1827)και την παράδοση της Ακρόπολης στους Τούρκους.
Βαθιά λυπημένος απ’ όλα αυτά τα γεγονότα ο Μακρυγιάννης, απογοητευμένος με την κυβέρνηση και τις διχόνοιες, βασανισμένος από τις πληγές που έφερε σ’ όλο του το σώμα (είχε τραυματιστεί βαριά και στη μάχη των Μύλων και στη μάχη του Σερπετζέ) απομακρύνθηκε από τη στρατιωτική και πολιτική ζωή. Με την κάθοδο του Καποδίστρια διορίζεται αρχηγός της Εκτελεστικής δυνάμης στο Μοριά, θέση που του αφαιρέθηκε, όταν παρασυρμένος από τον Ιωάννη Κωλέττη χρησιμοποίησε τη στρατιωτική δύναμη που διέθετε για να επιβάλει συνταγματικό πολίτευμα στον Καποδίστρια, πράγμα που δυσαρέστησε τον κυβερνήτη.
Κατά την περίοδο της αντιβασιλείας του Όθωνα ο Μακρυγιάννης κατηγορούσε την κυβέρνηση ως απολυταρχική και ζητούσε Σύνταγμα, μ’ όλο που τον περιέβαλλαν με ιδιαίτερη εκτίμηση και του απένειμαν το βαθμό του συνταγματάρχη. Το 1840 άρχισε να οργανώνει τον αγώνα υπέρ της επιβολής του Συντάγματος και πρωτοστάτησε στην επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843 για την παραχώρησή του από τη βαυαρική δυναστεία. Υπήρξε τόσο κατηγορηματικός στην προσπάθειά του για επιβολή των πραγματικών ελευθεριών ώστε κατηγορήθηκε για συνωμοσία κατά του βασιλιά , συνελήφθη (1851),δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο. Η ποινή του μετριάστηκε σταδιακά, έμεινε στη φυλακή δυο χρόνια για να αποφυλακιστεί τελικά(1854) με τη μεσολάβηση του Δημητρίου Καλλέργη. Η υγεία του όμως από τις κακουχίες και τη βαναυσότητα της φυλακής κλονίστηκε. Έτσι ο Μακρυγιάννης απομονώθηκε στο σπίτι του κοντά στους στύλους του Ολυμπίου Διός (η συνοικία αυτή φέρει μέχρι σήμερα το όνομά του-»Μακρυγιάννη») όπου και πέθανε στις 27 Απριλίου1864…Πριν λίγες μέρες είχε προαχθεί από την τότε κυβέρνηση στο βαθμό του αντιστράτηγου!
Εκτός όμως από τις ηρωικές του πράξεις και το παράδειγμά του αυτός ο μεγάλος Έλληνας κληροδότησε στις νεότερες γενιές ένα αθάνατο μνημείο ύφους, ήθους, λόγου και περιεχομένου ,τα Απομνημονεύματά του. Άρχισε να τα γράφει στο Άργος (26 Φεβρουαρίου 1829) με σκοπό να διδάξει και να φρονηματίσει τους μεταγενέστερους και συνέχισε μέχρι το 1851 ώσπου η καταδίκη του και οι άλλες δραματικές περιπέτειες της ζωής του τον ανάγκασαν να σταματήσει. Σε όλη τη διάρκεια των δύσκολων καιρών φροντίζει με κάθε τρόπο να διαφυλάξει το χειρόγραφό του γιατί πιστεύει ότι και μ’ αυτό τον τρόπο κάνει το καθήκον του απέναντι στον τόπο και την ιστορία του. Η αποκατάσταση και δημοσίευση (1907) των Απομνημονευμάτων οφείλεται Γιάννη Βλαχογιάννη που με εξαιρετική φροντίδα επιμελήθηκε και εξέδωσε το έργο του στρατηγού Μακρυγιάννη.
Το έργο στην αρχή πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Εκτός από τον Παλαμά κανείς σχεδόν δεν αντιλήφθηκε τη σημασία του. Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για ν’ ασχοληθούν μαζί του λογοτέχνες και κριτικοί και να φέρουν τον Μακρυγιάννη και το έργο του στο προσκήνιο της πνευματικής μας ζωής. Τι οδηγεί το Γιώργο Σεφέρη να πιστεύει πως ένα έργο σαν του Μακρυγιάννη είναι η συνείδηση ενός ολόκληρου λαού ,πως αποτελεί μια πολύτιμη διαθήκη και να θεωρεί τον Μακρυγιάννη μαζί με τον Παπαδιαμάντη ως τους μεγαλύτερους πεζογράφους της Ελληνικής Λογοτεχνίας; Το ότι αποτυπώνοντας το βίο του πάνω στο χαρτί ξεδιπλώνει ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του ελληνισμού, ότι η ιστορία του είναι περισσότερο από μια ιστορία γεγονότων. Είναι μια ιστορία των συναισθημάτων του λαού του…πως αυτός ο αγράμματος και ταπεινός για την άμαθειά του μέσα από αυτό το απελέκητο γράψιμο αναδεικνύει μια σπάνια καλλιέργεια και ευαισθησία…πως πέρα από την καταγραφή σημαντικών ιστορικών γεγονότων, την κριτική που ασκεί, τον αντίλογο στο ψεύδος και την υποκρισία, τη δίψα για δικαιοσύνη, μας προσφέρει ένα μεγάλο μάθημα εθνικής αυτογνωσίας .Κι όλα τούτα χαράζοντας στο χαρτί τη γλώσσα που μιλάει με τη ρουμελιώτικη προφορά, αποτυπώνοντας την ίδια του τη φωνή με σοφία, εκφραστική αμεσότητα και απλότητα και με τη μαστοριά του προικισμένου λαϊκού αφηγητή.
Άλλο γνωστό και συζητημένο έργο του Μακρυγιάννη είναι το «Οράματα και θάματα» που αρχίζει να γράφεται μερικούς μήνες ύστερα από τα Απομνημονεύματα «το άλλο στορικό», όπως ονομάζεται από τον Μακρυγιάννη, θεωρείται από τον η συνέχειά του, και χαρακτηρίζεται με τον ίδιο τίτλο «στορικό», όπως και το πρώτο.
Στην μάχη που διεξήχθη στο Χαϊδάρι από τις 6 έως τις 8 Αυγούστου του 1826, ο Ελληνικός στρατός, που τον αποτελούσαν συνολικά 3.580 άνδρες με μόνο εξοπλισμό 4 ορεινών κανονιών, ήρθε σε σύγκρουση με το τουρκικό στράτευμα που διέθετε δύναμη 8.000 πεζών και ιππέων και πολλά κανόνια και ήταν υπό την αρχηγία του Κιουταχή. Οι περισσότεροι Έλληνες στρατιώτες που τελούσαν υπό τις διαταγές του γενικού στρατηγού Γεώργιου Καραϊσκάκη ήταν άτακτοι και μόνο 1000 από αυτούς μαζί με ένα λόχο 80 φιλελλήνων, αποτελούσαν τα δυο τάγματα του τακτικού στρατού υπό την αρχηγία του Γάλλου φιλέλληνα συνταγματάρχη Φαββιέ.
Η μετακίνηση του Ελληνικού στρατού από την Σαλαμίνα στην Ελευσίνα και από εκεί στο Χαϊδάρι, έγινε με απώτερο σκοπό να διασπαστεί η πολιορκία της Ακροπόλεως από τον τουρκικό στρατό.
Στο Χαϊδάρι, άλλωστε, βρίσκεται η μόνη δίοδος ανάμεσα στις επιμήκεις δυτικές οροσειρές του Αιγάλεω και του Ποικίλου, γεγονός που καθιστά την περιοχή του Δαφνιού φυσική πύλη, από και προς όλη την νότια Ελλάδα, εξαιρετικής σημασίας για την ίδια την Αθήνα από την αρχαιότητα ακόμη.
Όμως από την αρχή της μάχης και αφού είχαν προηγηθεί δυο-τρεις επιθέσεις με αμφίβολα αποτελέσματα και αρκετούς νεκρούς, δημιουργήθηκε έντονη διαφωνία ανάμεσα στους δυο αρχηγούς του Ελληνικού στρατού ως προς την καταλληλότητα της θέσης στο Χαϊδάρι. Και αυτό, επειδή η Κυβέρνηση δεν είχε θέσει τον Φαββιέ υπό τις διαταγές του Καραϊσκάκη, αλλά από λεπτότητα για να μην τον θίξει, του είχε δώσει το δικαίωμα να κινείται αυτεξούσια, να συναποφασίζει και να δρα σε συνεννόηση με τον Έλληνα στρατηγό, το κύρος του οποίου μεταξύ των Ρουμελιωτών στρατηγών, ήταν γενικώς αποδεκτό και ήταν άξιος στην συνείδηση όλου του στρατεύματος για την αρχηγία.
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης με την εμπειρία του στην στρατιωτική τακτική των Τούρκων και στον ανορθόδοξο πόλεμο των Ελλήνων άτακτων και όντας βαθύς γνώστης των δυνατοτήτων του στρατεύματος και των συνθηκών της περίστασης, διέβλεψε τον κίνδυνο της σφαγής. Ως ηγέτης που νοιάζεται για τις ζωές των στρατιωτών του, ειδικά αν πρόκειται να θυσιαστούν άδικα, διαφώνησε έντονα με τον Φαββιέ για την εκλογή του χώρου. Γνώριζε ότι τα σώματα των άτακτων υπό τους Έλληνες οπλαρχηγούς, υπέφεραν από έλλειψη τροφίμων και πως αρνούνταν να εγκαταλείψουν την ασφάλεια των θέσεων τους στα υψώματα για να υποστηρίξουν τον τακτικό στρατό στην πεδιάδα. Ο ίδιος υποστήριζε ότι έπρεπε να μεταφέρουν το στρατόπεδο στον Πειραιά, όπου θα υπήρχε επισιτισμός και κάλυψη από τα πυροβόλα των αγκυροβολημένων πλοίων και να αποφύγουν προς το παρόν κάθε αντιπαράταξη στα πεδινά, όπου τα άτακτα ελληνικά σώματα θα κινδύνευαν να σφαγιαστούν από τον τουρκικό τακτικό στρατό, κυρίως δε από το ισχυρό ιππικό του.
Αντίθετα ο Φαββιέ, παρόλη την αναγνωρισμένη γενναιότητα και ικανότητα που επέδειξε στην μάχη, επηρεασμένος από την στρατιωτική τακτική των ευρωπαϊκών στρατών και προσδοκώντας να δρέψει δάφνες δόξας, επέμενε να παραμείνουν εκεί και υποστήριζε με πάθος επιθετική στρατηγική με συνεχείς εξορμήσεις από το Χαϊδάρι προς την πεδιάδα, με σκοπό την λύση της πολιορκίας της Ακροπόλεως. Δήλωσε δε, ότι στην ανάγκη, αν οι υπόλοιποι αποφάσιζαν να φύγουν, αυτός θα παρέμενε στο Χαϊδάρι και πως θα έκανε μόνος με το τακτικό και τους φιλέλληνες τις επιθέσεις. Η διαφωνία τους έφθασε μέχρι την φιλονικία και δια αυτής επιβεβαιώθηκε η διαλυτική επίδραση της πολυαρχίας, της οποίας τα οδυνηρά αποτελέσματα φάνηκαν στην αρνητική έκβαση του όλου εγχειρήματος, αποδεικνύοντας την ορθότητα της απόψεως του Καραϊσκάκη.
Προ του αδιεξόδου και παρόλο που ο Φαββιέ επέμενε πως το Χαϊδάρι ήταν το πιο κατάλληλο μέρος για την μάχη, συμφώνησε τελικά να μεταφέρουν το στρατόπεδο στον Πειραιά, υπό τον όρο, ότι αυτό δε θα γινόταν κατά την διάρκεια της νύχτας, όπως πολύ φρόνιμα είχε προτείνει ο Έλληνας στρατηγός ώστε να πετύχει ο αιφνιδιασμός.
Όταν πλέον οι Έλληνες είχαν λάβει την απόφαση να αποχωρήσουν, οι Τούρκοι έχοντας κερδίσει πολύτιμο χρόνο, επωφελούμενοι της χρονοτριβής από την διαφωνία των αρχηγών, ενισχύθηκαν με νέο στρατό που έφερε ο Όμερ Πασάς από την Κάρυστο. Έτσι, ο ίδιος ο Κιουταχής επικεφαλής του συμπαγούς στρατού και με πολλά κανόνια, επιτέθηκε την αυγή της 8ης Αυγούστου εναντίον του Ελληνικού μετώπου. Τότε ο Φαββιέ, αντί να επιταχύνει την αποχώρηση από το Χαϊδάρι, όπως είχαν συνεννοηθεί με τον Καραϊσκάκη, εγωιστικά κινούμενος, έστειλε τον τακτικό στρατό εναντίον τους, εξωθώντας τους στρατιώτες του σε ανοιχτή μάχη στην πεδιάδα και εμπλέκοντας όλο τον στρατό σε σοβαρό κίνδυνο.
Το πρώτο τάγμα υπέστη σοβαρές απώλειες και έχασε τον διοικητή του Γάλλο ταγματάρχη Ρομπέρ, ενώ όλα σχεδόν τα Ελληνικά κανόνια αχρηστεύθηκαν. Μετά από σκληρή μάχη και με την βοήθεια ενισχύσεων από το δεύτερο τάγμα και με την επέμβαση των Καραϊσκάκη και Κριεζώτη με τους άνδρες τους, μπόρεσε να αποτραπεί η διείσδυση του εχθρού από εκείνο το μέρος. Ωστόσο, οι επιθέσεις των Τούρκων συνέχισαν με την ίδια ένταση και στους γειτονικούς λόφους εναντίον των θέσεων των άτακτων, δίχως να καταφέρουν τελικά να τις καταλάβουν, αφού η αντίσταση των αμυνόμενων ήταν λυσσαλέα. Μια αναδίπλωση όλων των Ελληνικών δυνάμεων κατάφερε να απωθήσει τελικά τον τουρκικό στρατό που αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
Αποφασίστηκε τότε να γυρίσουν όλες οι δυνάμεις στις θέσεις τους και την επόμενη ημέρα να αποχωρήσουν όλοι μαζί με τάξη. Ο Φαββιέ απέσυρε το τακτικό σε έναν περιμαντρωμένο κήπο, όπου και στρατοπέδευσαν. Όμως τα σώματα των Ελλήνων οπλαρχηγών, γνωρίζοντας την απόφαση της αποχώρησης και επειδή δεν είχαν πλέον τα αναγκαία τρόφιμα έφυγαν κατά την νύχτα προς την Ελευσίνα. Τα μεσάνυχτα ο Φαββιέ αντιλήφθηκε με φρίκη ότι ήταν απομονωμένος και σχεδόν περικυκλωμένος από τον εχθρικό στρατό, σε μια θέση που θα μπορούσε μετά από λίγο να μεταβληθεί σε τόπο σφαγής των τακτικών. Κατάφερε, όμως, διατηρώντας την ψυχραιμία του να οδηγήσει από μονοπάτια τους άνδρες του μακριά από τον κίνδυνο, πριν ολοκληρωθεί η περικύκλωσή τους και να στραφεί προς τον δρόμο της Ελευσίνας, που πριν λίγο είχαν ακολουθήσει και τα άτακτα σώματα. Το τακτικό έφθασε στην Ελευσίνα σε κακή κατάσταση και ήταν ευτύχημα που οι Τούρκοι δεν αντιλήφθηκαν έγκαιρα την αποχώρηση των Ελλήνων για να τους εγκλωβίσουν με τόσο στρατό που διέθεταν στο Χαϊδάρι.
Στην ιστορία των ένδοξων μαχών που δόθηκαν κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του 1821, η μάχη στο Χαϊδάρι, δεν έπαιξε κάποιο αποφασιστικό ρόλο για την έκβαση της εθνικής μας Επανάστασης. Η μάχη του Χαϊδαρίου, αν και ημερολογιακά ανεξάρτητη, εντάσσεται στα πλαίσια των εχθροπραξιών που συνδέονται άμεσα με το γενικότερο στρατηγικό σχεδιασμό των αντιπάλων, που είχε ως σκοπό τον έλεγχο του φρουρίου της Ακροπόλεως των Αθηνών. Ήταν ένας στρατιωτικός αντιπερισπασμός εναντίον των στρατευμάτων του Κιουταχή, που είχε μόλις καταλάβει την πόλη και έλεγχε όλα τα πεδινά της Αττικής εκτός από τον Πειραιά.
Οι περιγραφές της μάχης γράφτηκαν από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές της, τόσο της μιας, όσο και της άλλης πλευράς και αποτελούν τα αυθεντικά της τεκμήρια. Το αποτέλεσμα της μάχης του Χαϊδαρίου είχε γενικά μόνο σημασία φθοράς δυνάμεων. Ούτε οι Ελληνικές δυνάμεις κατάφεραν να φθάσουν στον σκοπό τους που ήταν η διάσπαση της πολιορκίας της Ακροπόλεως, ούτε ο Κιουταχής πέτυχε την καταστροφή του Ελληνικού στρατού, παρά την συντριπτική υπεροχή σε οπλισμό και αριθμό ανδρών. Και οι δύο αποσύρθηκαν από την μάχη ζημιωμένοι. Όμως για την Ελληνική πλευρά η ζημιά ήταν πιο σημαντική, γιατί οι νεκροί και όσοι ετίθετο εκτός μάχης δεν ήταν δυνατό να αναπληρωθούν, ενώ ο τουρκικός στρατός ήταν πολύς.
Είχε επίσης και ορισμένα διδάγματα να δώσει η μάχη αυτή. Για μεν τους Έλληνες, ότι ήταν άκρως ριψοκίνδυνη μια αντιπαράταξη στην πεδιάδα εναντίον εχθρού που υπερέχει σε αριθμητική δύναμη και ακόμη να υπενθυμίσει τις αρνητικές συνέπειες της πολυαρχίας υπό το βάρος εξαιρετικών περιστάσεων. Για τον Κιουταχή, το συμπέρασμα ήταν πως δε μπορούσε να ελπίζει στην εύκολη εξουδετέρωση των Ελλήνων, δίδαγμα που τον απέτρεψε από το να πραγματοποιήσει τη σχεδιασμένη επίθεση κατά του Ελληνικού στρατοπέδου στην Ελευσίνα, που δεν ήταν μακριά.
Οι απώλειες από όλες τις φάσεις της μάχης από αναφορά του Φαββιέ προς την Κυβέρνηση και άλλες διασταυρωμένες πληροφορίες από έγκυρες ιστορικές πηγές, ήταν για μεν τους τακτικούς 63-70 νεκροί και 50 τραυματίες, των δε άτακτων περισσότερες. Οι Τούρκοι εξάλλου, κατά τον Φαββιέ και τους υπολογισμούς των Ελλήνων, έχασαν περί τους 1.700 στρατιώτες, 400 από τους οποίους, όλοι σχεδόν Αλβανοί, σκοτώθηκαν στις 8 Αυγούστου μόνο κατά την διάρκεια της τέταρτης φάσης της μάχης.
Όπως κάθε μάχη είχε και αυτή τους επώνυμους και ανώνυμους ήρωες και τους πρωταγωνιστές της, που με περίσσια ανδρεία έκαναν τις προσωπικές τους υπερβάσεις. Τα ονόματα αρκετών από αυτούς δόθηκαν ως ελάχιστος φόρος τιμής σε διάφορους δρόμους της πόλης του Χαϊδαρίου. Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν ο νεαρός υπολοχαγός του πυροβολικού Ήβος Ρίζος που αιχμαλωτίσθηκε και θανατώθηκε δια πασσαλώσεως, επειδή αρνήθηκε να συνεργαστεί με τους Τούρκους, ο Κριεζώτης, ο Κεφαλλονίτης Παρ. Κοντόπουλος, οι Στ. Σέρβου, Κατσαρός, Στέφος και Περραιβός, ο Γ. Χελιώτης και εκ των φιλελλήνων οι Γάλλοι, ταγματάρχης Ρομπέρ, λοχαγός Μαγέ, Βολζιμόν, Μπω, Σουζιέ και Ρουσσέν, ο Ιταλός συνταγματάρχης Πίζα, και ο Πεκαράρα, πολλοί από αυτούς πληγωμένοι σοβαρά και αιχμαλωτισθέντες. Οι πληγωμένοι της μάχης και όσοι απομονωμένοι στρατιώτες είχαν χάσει τον προσανατολισμό τους μέσα στην νύχτα, συνελήφθησαν από τους Τούρκους ιππείς και εκτελέστηκαν όλοι!
Πηγή: http://olympia.gr
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...