![ti_08_mobile.png](/images/template/ti_08_mobile.png)
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Το βρίκιον “ΑΡΗΣ”. Υδατογραφία Αντώνη Μιλάνου.
ΜΙΛΑΝΙΟ ΝΑΥΤΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ
Στην Επανάσταση του 1821 έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο και το τότε Ναυτικό των Ελλήνων που συγκροτήθηκε κυρίως από εμπορικά πλοία της εποχής προσθέτοντας πολλές σελίδες δόξας αλλά και θαυμασμού στη διεθνή τότε κοινή γνώμη.
H ενίσχυση με στρατό και εφόδια των πολιορκούμενων στα φρούρια του Mοριά Οθωμανών μπορούσε να πραγματοποιηθεί τόσο από την ξηρά όσο και από τη θάλασσα.
H αντιμετώπιση του δεύτερου ενδεχόμενου προϋπέθετε την κινητοποίηση των πολυάριθμων υδραιικων, σπετσιώτικων και ψαριανών κατά κύριο λόγο πλοίων.O στόλος των τριών νησιών αριθμούσε μερικές εκατοντάδες ελαφρά οπλισμένα μικρά εμπορικά πλοία, που ωστόσο συχνά επιδίδονταν εξίσου αποτελεσματικά και στην πειρατεία.
Aν και τα πλοία αυτά δε συνιστούσαν ένα πραγματικά πολεμικό στόλο, η εμπειρία των πληρωμάτων τους και η ευελιξία των μικρών καραβιών στα διάσπαρτα από νησιά και βραχονησίδες νερά του Aιγαίου δε θα μπορούσε να παρεμποδίσει τη δράση του οθωμανικού στόλου.
Kατοικημένα σχεδόν αποκλειστικά από ελληνικούς πληθυσμούς, εκτός από τη Pόδο, την Kω και τη Χίο όπου διαβιούσαν και μουσουλμάνοι, τα νησιά του Αιγαίου κήρυξαν σταδιακά την επανάσταση από το πρώτο δεκαήμερο του Aπριλίου και μετά.
Eξαίρεση αποτέλεσαν νησιά των Kυκλάδων όπως η Σύρος, η Τήνος και η Νάξος, όπου η πλειονότητα των κατοίκων ήταν καθολικοί.
Oι Σπέτσες, τα Ψαρά, η Σάμος και ιδίως η Ύδρα υπήρξαν το κέντρο του επαναστατικού αγώνα στο Αιγαίο, αν και οι τοπικές ηγετικές ομάδες φάνηκαν στις αρχή διστακτικές -κάτι άλλωστε που είχε συμβεί και στην Πελοπόννησο.
Στην Ύδρα μάλιστα, το ισχυρότερο ναυτικό κέντρο όπου κυριαρχούσε η οικογένεια Kουντουριώτη, η επανάσταση κηρύχτηκε χάρις στην επιμονή ενός μικρότερης εμβέλειας τοπικού παράγοντα.
Tους πρώτους μήνες της επανάστασης τα ελληνικά πλοία διέθεταν μια σχετική ελευθερία κίνησης στο Αιγαίο.
Ένα τμήμα του οθωμανικού στόλου παρέμενε στο ναύσταθμο της Πόλης, καθώς υπήρχε ο φόβος ενός νέου ρωσο-οθωμανικού πολέμου, ένω ένα άλλο τμήμα βρισκόταν στις ακτές της Hπείρου λαμβάνοντας μέρος στον πόλεμο με τον Αλή-πασά.
Έτσι, ο ελληνικός στόλος επιχειρούσε σχεδόν ανενόχλητος επιθέσεις σε μεμονωμένα οθωμανικά πλοία, αρκετά από τα οποία καταλήφθηκαν, ενώ μετείχε στις πολιορκίες των φρουρίων στο Ναυπλίο (με επικεφαλή την περίφημη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα), στη Μονεμβασιά, στη Nαύπακτο και αλλού.
Δεν έλειψαν και πειρατικές ενέργειες σε βάρος ουδέτερων εμπορικών πλοίων καθώς και επιδρομές στα μικρασιατικά παράλια.
Στην πραγματικότητα, την εποχή εκείνη δεν υπήρχε συγκροτημένος ελληνικός στόλος που ακολουθούσε κάποιο οργανωμένο σχέδιο, αλλά σύμπραξη πληρωμάτων ενόψει κάποιας επιχείρησης.
Έτσι, όταν τμήματα του οθωμανικού στόλου επιχείρησαν έξοδο από τα Δαρδανέλια με στόχο τον ανεφοδιασμό των πολιορκούμενων φρουρίων της Πελοποννήσου και τη μεταφορά στρατευμάτων, φάνηκε ότι δύσκολα τα ελληνικά πλοία μπορούσαν να βάλουν με επιτυχία ενάντια στα οθωμανικά.
Δεν έλειψαν βέβαια μεμονωμένες επιτυχίες που στηρίχτηκαν στον ηρωϊσμό ανθρώπων αλλά και σε μια πολεμική τακτική που υιοθετήθηκε και έμελε να χαρακτηρίσει σε μεγάλο βαθμό τις πολεμικές ενέργειες στο θαλάσσιο χώρο.
Αναφερόμαστε στα πυρπολικά, ειδικά διαμορφωμένα πλοιάρια φορτωμένα με εύφλεκτες ύλες και εκρηκτικά, τα οποία προσκολλούνταν στα οθωμανικά πλοία, αναφλέγονταν και βυθίζονταν μαζί τους.
O φόβος των Οθωμανών από τη δράση των πυρπολητών περιόριζε τις κινήσεις του στόλου τους.
Tο πρώτο αυτό διάστημα φαίνεται ότι και οι δυο πλευρές προσπαθούσαν να αποφύγουν τις συγκρούσεις, εξέλιξη που ασφαλώς ευνοούσε την εξάπλωση της επανάστασης τόσο στον ηπειρωτικό όσο και στο νησιωτικό χώρο.
Aπό τις αρχές της Επανάστασης ήταν φανερό ότι τα μικρά και ελλιπώς εξοπλισμένα ελληνικά πλοία δεν ήταν ικανά να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τα οθωμανικά σε ανοιχτή σύγκρουση.
Έτσι, ακολουθήθηκαν άλλες μορφές δράσης που κατέτειναν στη φθορά και την παρεμπόδιση της κίνησης του οθωμανικού στόλου.
Kατεξοχήν στόχοι υπήρξαν οι νηοπομπές που μετέφεραν ενισχύσεις και εφόδια στα πολιορκούμενα φρούρια της Πελοποννήσου και της Ρούμελης.
Aπό την άλλη, συχνές ήταν και οι προσπάθειες του ελληνικού στόλου να άρει τον αποκλεισμό φρουρίων και να ενισχύσει τους πολιορκούμενους Έλληνες με εφόδια και ενόπλους.
Τέλος, θα έπρεπε να προστατευτούν τα νησιά του Αιγαίου από τη δράση του οθωμανικού στόλου.
Στις επιχειρήσεις αυτές η φθορά των πλοίων του αντιπάλου επιτεύχθηκε με την υιοθέτηση μιας πολεμικής τακτικής που αντιστάθμιζε την υπεροπλία του οθωμανικού στόλου.
Πρόκειται για νυχτερινές επιθέσεις με πυρπολικά, δηλαδή ειδικά διαμορφωμένα μικρά πλοία, φορτωμένα με εύφλεκτες ύλες και εκρηκτικά, τα οποία προσκολλούνταν στα οθωμανικά προκαλώντας την ανατίναξή τους.
Οι παράτολμες αυτές επιθέσεις, που απαιτούσαν επιδέξιους χειρισμούς ώστε να προσκολληθεί το πυρπολικό, αλλά και τύχη ώστε να μη γίνει αντιληπτή η επιχείρηση, απέδωσαν ορισμένες εντυπωσιακές ένεργειες.
Πλέον χαρακτηριστική υπήρξε η ανατίναξη της ναυαρχίδας του οθωμανικού στόλου από τον Kανάρη στα ανοιχτά του Τσεσμέ τον Ιούνιο του 1822.
Ενέργειες όπως αυτή προκαλούσαν τρόμο στα πληρώματα των οθωμανικών πλοίων και συχνά οι κινήσεις του οθωμανικού στόλου ήταν διστακτικές από το φόβο της δράσης των πυρπολητών.
Δεν έλειψαν βέβαια και αποτυχημένες ενέργειες όπως συνέβη τον Αύγουστο του 1825 και τον Ιούνιο του 1827 στις πιο φιλόδοξες ίσως επιχειρήσεις του ελληνικού στόλου που αποσκοπούσαν στην πυρπόληση του αιγυπτιακού στόλου στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας.
Διεξήχθησαν και ορισμένες ναυμαχίες, κάποιες από τις οποίες είχαν θετική κατάληξη για την ελληνική πλευρά, όπως συνέβη στα ανοιχτά της Ύδρας και των Σπετσών τον Οκτώβριο του 1822, στον κόλπο του Γέροντα τον Αύγουστο του 1824 και στον Kάβο Nτόρο το Μάιο του 1825, όπου διακρίθηκαν ο Πιπίνος, ο Mιαούλης και ο Σαχτούρης αντίστοιχα.
Παρά τη δράση του Κανάρη και των άλλων πυρπολητών τα πλοία του οθωμανικού στόλου δεν αντιμετώπισαν σοβαρές δυσκολίες στο να φέρουν σε πέρας τις επιχειρήσεις που διεξήγαγαν.
Η υπεροπλία των οθωμανικών πλοίων δεν άφηνε βέβαια πολλά περιθώρια δράσης στα ελληνικά.
H έλλειψη συντονισμού και ιδίως η περιστασιακή ενασχόληση των ελληνικών πλοίων για πολεμικούς σκοπούς δυσχέρανε ακόμη περισσότερο τη θέση της ελληνικής πλευράς στο θαλάσσιο χώρο.
Tο εμπόριο αλλά και η πειρατεία υπήρξαν για τα ελληνικά πλοία εναλλακτικές δραστηριότητες που εξασφάλιζαν τη συντήρηση των πλοίων και τους μισθούς των πληρωμάτων, υπονόμευαν ωστόσο την επιχειρησιακή ικανότητα του ελληνικού στόλου.
Eιδικά η πειρατεία προκαλούσε τις διαμαρτυρίες των Mεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες ενδιαφέρονταν για την ασφάλεια των θαλάσσιων εμπορικών δρόμων.
Έτσι, από τους πρώτους μήνες του 1828 ο Kυβερνήτης Iωάννης Kαποδίστριας επιδίωξε τον περιορισμό της πειρατικής δραστηριότητας, κάτι που επιτεύχθηκε χάρις στις ενέργειες του Aνδρέα Mιαούλη.
ΠΥΡΠΟΛΙΚΑ
Το λεγόμενο πυρπολικό πλοίο υπήρξε το κατ΄ εξοχήν ιστιοφόρο καταδρομικό πλοίο στις πολεμικές επιχειρήσεις των Ελλήνων στην Ελληνική Επανάσταση του 1821.
Κατά την ελληνική επανάσταση του 1821,τα πυρπολικά ήταν πλοία επανδρωμένα με «έδρα» είτε συγκεκριμένο λιμάνι, στο οποίο παρέμεναν, είτε σε συγκεκριμένο λιμάνι, είτε ελεύθερα στο πέλαγος και αναζητούσαν στόχο.
Κατά τη «πυρπόληση» έπρεπε να προσκολληθεί και να προσδεθεί άρρηκτα με το εχθρικό πλοίο πολύ πολύ γρήγορα, στη συνέχεια να τεθεί σ΄ αυτό «πυρ» και έγκαιρα να εγκαταλειφθεί από το πλήρωμά του.
Είναι προφανές ότι σε τέτοια επιχείρηση εκτός του θάρρους, της αποφασιστικότητας αλλά και της ψυχραιμίας απαιτείτο και πλήρης συντονισμός ενεργειών Πλοιάρχου και πληρώματος.
Το Πυρπολικό του 21 οφείλει τη πρώτη του κατασκευή στον Παργινό Ιωάννη Δημουλίτσα με το παρωνύμιο «Πατατούκος», ο οποίος από μικρός δούλευε σε ψαριανά καράβια και στα ταξίδια του γνώρισε τα μυστικά της κατασκευής των πυρπολικών.
Το πυρπολικό πλοίο οφείλει τη τελειοποίησή του στον Κωνσταντίνο Νικόδημο.
Η μετατροπή γινόταν ως εξής: άνοιγαν κατα μήκος του καταστρώματος σε κάθε πλευρά κυκλικά ανοίγματα («ρούμπους») και κάτω από το καθένα έβαζαν πωματισμένα βαρέλια γεμάτα δυναμίτιδα.
Ακόμα και τα ιστία του πλοίου ήταν εμποτισμένα με πίσσα και νάφθα ώστε να μεταπηδήσει γρήγορα η φωτιά. Κατά μήκος των πλευρών του καταστρώματος και κάτω από αυτόν κατασκευάζονταν αγωγοί γεμάτοι με εύφλεκτα μίγματα, ονομαζόμενοι «μίνες του μπαρουτιού» για τη μετάδοση της φωτιάς από συγκεκριμένο σημείο (τη «μίνα της φωτιάς») στη πρύμη του σκάφους όπου και το άνοιγμα του «άβακα» (πηδαλίου).
Από αυτό το σημείο γινόταν και η διαφυγή του πληρώματος (20-25 άνδρες) και η επιβίβασή τους σε ρυμουλκούμενη λέμβο όταν ο κυβερνήτης παραμένοντας τελευταίος έθετε το «πυρ».
Οι επιθέσεις των πυρπολικών δεν γίνονταν μόνο σε αγκυροβολημένους στόχους αλλά και μεσοπέλαγα, λόγω μεγαλύτερης ταχύτητας.
Μετά το περίφημο σήμα της επίθεσης «Με τη βοήθεια του Σταυρού επιτεθείτε!», πλησίαζαν τον εχθρό με τη πλώρη από τη προσήνεμη πλευρά, δηλαδή από εκεί που φύσαγε ή ήταν ο κυματισμός, ώστε να βοηθηθεί η προσκόλληση και, γρήγορα με «κόρακες», δηλ.γαντζους,γάτζους, εξασφάλιζαν την αγκίστρωση.
Το πλήρωμα του εχθρικού σκάφους καταλαμβάνονταν συνήθως από πανικό και καμία αντίσταση δεν πρόβαλε αλλά έτρεχε να σωθεί.
Από του 1824 όμως που άρχισε η παρέμβαση του αιγυπτιακού στόλου, οι συνθήκες χρήσης των πυρπολικών ήταν δυσμενέστερες και τούτο διότι τα αιγυπτιακά πληρώματα ήταν εκπαιδευμένα και συγκροτημένα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα κυρίως του γαλλικού στρατού και ναυτικού.
Πάντως τα πυρπολικά εξακολούθησαν να χρησιμοποιούνται ακόμη και όταν η Ελλάδα απέκτησε τα πρώτα πραγματικά πολεμικά, τη φρεγάτα «Ελλάς» και το ατμοκίνητο «Καρτερία», τα οποία κατέστησαν το πυρπολικό δευτερεύον.
Επιτυχείς πυρπολήσεις του Αγώνα ήταν:
του Γέροντα,του Νταρ Μπογκάζ και της Σάμου (πλοίαρχος Γ. Βατικιώτης)
της Τενέδου (πλ. Γ. Βρατσάνος)
της Σούδας (πλ. Α. Βώκος)
Μεθώνης (Α. Δημαμάς), – Γέροντα (Γ. Θεοχάρης)
Μυτιλήνης (Δ. Καλογιάννης)
Αγ. Μαρίνας, Σάμου, Τενέδου και Χίου (Κ. Κανάρης),
Ιθάκης, Μεσολογγίου (Α. Καράβελας)
Κάβο ντ΄ Όρο, Καρπάθου (Γ. Ματρώζος)
Σάμου (Λέκας Ματρώζος)
Γέροντα, Κάβο ντ΄ Όρο, Μιλήτου και Σάμου (Λ. Μουσούς)
Αλεξάνδρειας, Κάβο ντ΄ Όρο, Μεσολογγίου (Μ. Μπούτης)
Στενά Μυτιλήνης (Κ. Νικόδημος)
Ερεσού (Δ. Παπανικολής)
Μεθώνης (Α. Παυλής ή Μπίκος)
Άθωνα, Γέροντα, Σπετσών, Χίου (Α. Πιπίνος)
Μεθώνης, Μεσολογγίου (Γ. Πολίτης)
Σάμου (Δ. Ραφαλιάς)
Αλεξάνδρειας, Μεθώνης, Μεσολογγίου (Μ. Σπαχής)
Μεθώνης, Νταρ Μπογκάζ (Δ. Τσάπελης)
Πρώτη επιτυχής χρήση του επανδρωμένου πυρπολικού έγινε στις 27 Μαΐου 1821 στην Ερεσσό όπου οι Τούρκοι απώλεσαν ένα αξιόλογο πλοίο «γραμμής».
Αναδειχθείς πρώτος Πυρπολητής] ο Παπανικολής.
Τότε ξένος παρατηρητής σημείωνε «…τελικά οι Έλληνες βρήκαν το όπλο της Επανάστασης!»
Μετά από αυτό το γεγονός οι Πρόκριτοι εγκρίνανε μετατροπές παλαιών ιστιοφόρων σε πυρπολικά εξαγοραζόμενα από τη τότε κυβέρνηση αντί 25.000 και 45.000 γρόσια με ισόποση περίπου δαπάνη για τη μετατροπή τους.
Ο Δημήτριος Παπανικολής ήταν σπουδαίος ναυμάχος κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και διάσημος πυρπολητής.
Όταν εξερράγη η ελληνική επανάσταση πλοιάρχησε μόλις 19 ετών στο πλοίο του Αποστόλη Αποστόλη.
Κατά τη ναυμαχία της Ερεσού κυβερνώντας το, για λογαριασμό τη Τρινησίας λίμνιο Βρίκιο το οποίο είχε μετατρέψει σε πυρπολικό ο Πάργιος, Ιωάννης Δημολίτσας, επέπεσε κατά τουρκικού δίκροτου το οποίο και πυρπόλισε σχεδόν σύψυχο με ελάχιστους διασωθέντες.
Το αυτό επανέλαβε και στη ναυμαχία του Γέροντα προκαλώντας με τους συντρόφους του πυρπολητές τον τρόμο στον οθωμανικό στόλο.
Αλλά και σε πολλές άλλες καταδρομικές και αποβατικές επιχειρήσεις έλαβε μέρος που οι επιτυχίες του είχαν καταπλήξει τους άλλους ναυμάχους.
Κωνσταντίνος Κανάρης
Η είδηση της εξεγέρσεως των κατοίκων τής Χίου, στις 23 Μαρτίου 1822, έκανε έξω φρενών τον Σουλτάνο Μαχμούτ, ο οποίος έστειλε εναντίον τους 46 πολεμικά πλοία με επί κεφαλής τον Καρα Αλη πασα (1778-1822, Οθωμανός Ναύαρχος γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη).
Στις 30 Μαρτίου 1822, ο Καρα Αλη πασάς απεβίβασε στην Χίο ένα αποβατικό σώμα από 7.000 άνδρες και την κυρίευσε. Από τους 113.000 Χίους, οι 23.000 σφαγιάσθηκαν και οι 47.000 πουλήθηκαν ως αιχμάλωτοι στα σκλαβοπάζαρα.
Με εντολή τού Ναυάρχου τού Στόλου Ανδρέα Μιαούλη, μέσα στην ασέληνη νύκτα τής 6ης Ιουνίου 1822 οι πυρπολητές Κανάρης και Πιπίνος πλησίασαν τον Οθωμανικό στόλο.
Ο Πιπίνος εκόλλησε το πυρπολικό του στην υποναυαρχίδα αλλά δεν το προσέδεσε καλώς και έτσι οι Οθωμανοί κατόρθωσαν να το απομακρύνουν όταν επήρε φωτιά, με αποτέλεσμα να καεί ασκόπως.
Ο Κανάρης, με τους επιδέξιους ελιγμούς τού πηδαλιούχου Θεοφανοπούλου, επλησίασε την ναυαρχίδα και προσέδεσε το πυρπολικό του στην πρώρα της.
Αφού έβαλε φωτιά στο «μπουρλότο», απομακρύνθηκε γρήγορα.
Η ναυαρχίδα ανατινάχθηκε όταν η φωτιά έφθασε στην πυριτιδαποθήκη της. Ο Kara Ali Pasa μόλις πρόφθασε να πηδήξη σε μία βάρκα, αλλά κτυπήθηκε από μία φλεγόμενη δοκό και εξέπνευσε.
Έτσι η Οθωμανική αρμάδα δεν εκτύπησε τα Ψαρά και την Σάμο, αλλά κατέφυγε στα Δαρδανέλλια. Όταν απεφάσισε να εξέλθει και πάλι στο Αιγαίο, ο Κανάρης πυρπόλησε και την υποναυαρχίδα κοντά στην Τένεδο.
Πάρων,ή μπρίκι,ή βρίκι
Βρίκιον,ή Μπρίκιο, ή Μπρίκι, ήταν ονομασία παλαιότερου ιστιοφόρου δίστηλου,δηλ. δικάταρτου εμπορικού ή Πολεμικού πλοίου, ίδιο με τον Πάρωνα.
Αυτός ο τύπος ιστιοφόρου έφερε στη πλώρη «πρόβολο» (το κοινώς λεγόμενο “μπαστούνι” ή “μπαμπρέσο”) για τους τρεις “αρτέμωνές” του (3 κατάπλωρα τριγωνικά ιστία), “ακάτιο ιστό” και τον “μέγα ιστό” (δεύτερος από πλώρη και ψηλότερος) για τα “τετράγωνα” ιστία, τα τριγωνικά (λεγόμενα και “προϊστια”) και για τον “επίδρομο” (πρυμναίο τραπεζοειδές ιστίο).
Ήταν πανομοιότυπος με τον εμπορικό Δρόμωνα ή “νάβα” και του εμπορικού Μυοδρόμωνα (Μπάρκου ή Γαβάρας) αν λογισθεί ο τρίτος και πρυμναίος ιστός τους ως να μη υπάρχει.
Το αντίστοιχο πολεμικό πλοίο του τύπου αυτού λέγεται Πάρων.
Μέχρι το 1849 καμία διαφορά μεταξύ του Βρίκιου και του Πάρωνα δεν υπήρχε, όταν εμφανίσθηκαν το έτος εκείνο οι “διπλοί δόλωνες” και άλλες συναφείς διευκολύνσεις τις οποίες και εκολπώθηκαν τα εμπορικά Βρίκια, όχι όμως και οι πολεμικοί Πάρωνες όπου η μεταξύ τους διαφορά έγινε πλέον αισθητή, όταν ακόμη πρώτοι οι Ιταλοί, (και τελικά μόνο αυτοί), ναυπήγησαν το 1891 δύο θαυμάσιους εκπαιδευτικούς σιδερένιους πάρωνες τους “Παλινούρο” και “Μιζένο”.
Πρόδρομος του Βρικίου υπήρξε το Βριγαντίνο που όταν αυτό τελειοποιήθηκε η διαφορά τους ήταν πολύ δυσδιάκριτη για κάθε “στεριανό” μάτι.
Τα Βρίκια λόγω των ναυτικών αρετών τους θεωρήθηκαν τα προσφιλέστερα των Ελλήνων ναυμάχων πλοία κατά την διάρκεια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Επειδή κατά την Εθνεγερσία βρέθηκαν τα περισσότερα με πλείστα πυροβόλα λόγω των πολύ συχνών μικροναυμαχιών με πειρατές, καμία διαφορά ουσιαστική, ακόμα και τυπική δεν υπήρχε μεταξύ του Βρικίου και του πολεμικού Βρικίου δηλαδή του Πάρωνα, που πρόσθετα έφερε 12 – 18 πυροβόλα (κανόνια) στο κατάστρωμα και πλήρωμα 100 άνδρες.
Πολεμικά πλοία τύπου “βρίκια” (Πάρωνες) του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού ήταν τα:
- Αθηνά (Βρίκιον)
– Αντίζηλος (Βρίκιον)
– Άρης Ι (Βρίκιον)
– Αχιλλεύς Ι (Βρίκιον)
– Ηρακλής Ι (Βρίκιον)
– Θεμιστοκλής Ι (Βρίκιον)
– Τιμολέων (Βρίκιον)
ΤΟ ΜΠΡΙΚΙ ” ΑΘΗΝΑ ”
Χαρακτηριστικά
Έναρξη ναυπήγησης: 1807
Ένταξη σε υπηρεσία: 1879
Γενικά χαρακτηριστικά
Εκτόπισμα: 250 τόνοι
Μήκος: 30,5 μέτρα
Πλάτος: 8,8 μέτρα
Βύθισμα: 4,9 μέτρα
Πλήρωμα: 80
Οπλισμός: 16 κανόνια των 12 λιβρών και αργότερα
2 κανόνια των 12 λιβρών και 10 κορρονάδες των 18 λιβρών
Το Βρίκιον Αθηνά ήταν πλοίο του αγώνα ανεξαρτησίας, ιδιοκτησίας Α. Τσαμαδού. Ναυπηγήθηκε στη Βενετία το 1807 και έφερε το όνομα «Άρης».
Δοξάστηκε με τη διάσπαση του αποκλεισμού Ναβαρίνου στις 26 Απριλίου 1825, όπου πέρασε με επιτυχία ανάμεσα σε 32 Αιγυπτιακά πλοία του Ιμπραήμ. Αγοράστηκε από την Ελληνική Κυβέρνηση και μετονομάστηκε σε «Αθηνά».
Το 1879 μετονομάστηκε εκ νέου σε «Άρης». Χρησιμοποιήθηκε από Σχολή Ναυτικών Δοκίμων το διάστημα 1863–1865 και 1882-1885.
Διατηρήθηκε μέχρι το 1921 οπότε και βυθίστηκε «τιμητικά» κοντά στη «νησίδα Κυρά» του Ναυστάθμου λόγω οικονομικής αδυναμίας συντήρησης και επισκευής του.
Οι Έλληνες δεν σταμάτησαν τις ναυτικές πολεμικές ή εμπορικές δραστηριότητες στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Η Ύδρα, οι Σπέτσες και τα Ψαρά είχαν αναπτύξει ένα πολύ αξιόλογο στόλο από καλά κατασκευασμένα και εξοπλισμένα πλοία που ήταν ένας από τους βασικούς παράγοντες της επιτυχίας της Ελληνικής επανάστασης.
Στην αρχή της επανάστασης του 1821 η Ελλάδα διέθετε 1000 περίπου μικρά και μεσαία εμπορικά πλοία και μια δύναμη 18.000 ναυτικών
Οι κορβέτες ήταν γρήγορα και ευέλικτα σκάφη, ενδιάμεσης κατηγορίας μεταξύ φρεγάτας και μπρικιού. Είχαν τρία κατάρτια και ιστιοφορία δρόμωνα όπως η φρεγάτα αλλά μικρότερο εκτόπισμα (περί τους 800 τόννους) και ασθενέστερο οπλισμό 18-26 πυροβόλα)
Συνεχίζοντας την αρχαιοελληνική παράδοση του ανθρωπόμορφου ακρόπρωρου, οι ναυτικοί του ΄21 έδιναν στα καράβια τους ονόματα θεών ή επιφανών προσώπων της αρχαιότητας όπως Άρης, Σόλων, Θεμιστοκλής Επαμεινώνδας, κ.α. και τα στόλιζαν με τις μορφές τους.
Δρόμων
ΑΡΗΣ
Από τα ενδοξότερα πλοία τής Ελληνικής Επανάστασης. Ναυπηγήθηκε το 1807 ως εμπορικό πλοίο στήν Βενετία.
Το 1819, αγοράστηκε από τον Υδραίο Αναστάσιο Τσαμαδό (1774-1825 ), ο οποίος με την έναρξη του Αγώνα τον μετέτρεψε σε πολεμικό πλοίο, εξοπλίζοντας τον με 16 πυροβόλα και επανδρώνοντας τον με πλήρωμα 82 ανδρών.
Ο Τσαμαδός με τον Άρη τάχθηκε στήν υδραϊκή ναυτική μοίρα και συμμετείχε σε όλες σχεδόν τις ναυτικές εκστρατείες και ναυμαχίες του Ελληνικού στόλου στο Αιγαίο, τα Πελοποννησιακά παράλια και τον Κορινθιακό.
Το 1825 ο Άρης εφοδίασε τους πολιορκημένους από τον Ιμπραήμ στο Νεόκαστρο, διασπώντας τον κλοιό των τουρκοαιγυπτίων, και ενώ ο ιδιοκτήτης του βρήκε το θάνατο στους βράχους της Σφακτηρίας, όπου είχε αποβιβαστεί για να συναντηθεί με οπλαρχηγούς του Αγώνα, ο Άρης κατόρθωσε ύστερα από πολύωρη συμπλοκή με τα ισχυρότατα εχθρικά πολεμικά, να βγει από τον όρμο του Νεοκάστρου στο ανοιχτό πέλαγος.
Μετά την λήξη του Αγώνα αγοράστηκε από την Ελληνική κυβέρνηση και πήρε το όνομα Αθηνά.
Το 1879 του δόθηκε ξανά η αρχική του ονομασία.
Χρησιμοποιήθηκε σε πολλές αποστολές και επίσης, ως σχολή ναυτικών δοκίμων καθώς και ως σχολή για το κατώτερο προσωπικό.
Διατηρήθηκε ως το 1921, οπότε κατά τούς πανηγυρισμούς της εκατονταετίας του αγώνα της ανεξαρτησίας, βυθίστηκε “τιμητικώς” κοντά στην νήσο “Κυρά” του ναυστάθμου.
Η βρικογολέταΆσπασία΄ του Ι. Κούτση.
Του ίδιου τύπου ήταν και ο ΄Κίμων΄ του Α. Λεμπέση
Τον Ιούλιο του 1827, οι σπετσιώτικες βρικογολέτες Κίμων του Ανάργυρου Λεμπέση και Ασπασία του Ιωάννη Γ. Κούτση, περιπολούσαν στα παράλια της Πελοποννήσου, εφαρμόζοντας τον αποκλεισμό στον Πατραϊκό και Κορινθιακό κόλπο μέχρι την Πρέβεζα.
Έξω από την Πρέβεζα οι «αποκλεισταί καταγωγείς» συνέλαβαν τέσσερα αυστριακά εμπορικά καράβια με ναυπηγήσιμη ξυλεία, «ως ανήκοντος του φορτίου εις τον Μεχμέτ Αλήν, και ως διευθυνομένων των πλοίων τούτων εις Αλεξάνδρειαν»
Γαλεάσσα ή Γαλεάτσα
Η Γαλεάσσα ή Γαλεάτσα ήταν τύπος πολεμικού πλοίου, αμφικίνητο (ιστιοφόρο και κωπήλατο), που εξελίχθηκε από τη Γαλέρα κυρίως με προσθήκη καταστρώματος από πλώρη μέχρι πρύμνη.
Στις αρχές του 17ου αιώνα έφθασε σε εκτόπισμα τους 1000 τόνους με μήκος 58 μ., πλάτος 11 μ. και βύθισμα τα 5 μ. Η ιστιοφορία της Γαλεάσσας αποτελούνταν από τρια λατίνια σε ισάριθμους ιστούς.
Η δε μηχανική (κωπήλατη) πρόωσή της γινόταν με 52 κουπιά (κώπες) μήκους 16 μέτρων, το καθένα, το οποίο και χειρίζονταν (“ηλαύνετο”) από 8-9 κωπηλάτες.
Το δε πυροβολικό της το αποτελούσαν 10 πυροβόλα (κανόνια) στη πλώρη, 8 στη πρύμνη και κάποια λιθοβόλα κατά πλευρά, σε ίσες αποστάσεις μεταξύ τους.
Οι Γαλεάσσες καθώς και οι γαλέρες ήταν τα ενδιάμεσα πλοία στη κυριαρχία των ιστίων έναντι των κουπιών που καθιερώθηκαν αμέσως μετά την ιστορική Ναυμαχία της Ναυπάκτου
Το 1823 η Αμερική δώρισε ένα πλοίο με την ονομασίαΕλπίδα στους επαναστατημένους Ελληνες. Οταν το καράβι έφτασε στο Ναύπλιο μετονομάστηκε σε «Ελλάς», με κυβερνήτη τον Ανδρέα Μιαούλη.
Ενα δεύτερο πλοίο, το περίφημο«Καρτερία» , έφτασε το 1826.
Η« Καρτερία » , το ατμοκίνητο τροχήλατο πλοίο που αγοράστηκε με το “δάνεια της Αγγλίας “,Κατέπλευσε στην Ελλάδα το Σεπτέμβριο τον 1826 με τις μηχανές της σε κακή κατάσταση…
Με κυβερνήτη τον Άγγλο φιλέλληνα Fr. A. Hastings έλαβε μέρος σε ασήμαντες ουσιαστικά επιχειρήσεις στο Μεσολόγγι και το Απωλικό.
Οι Έλληνες διείδαν την καθοριστική σημασία του κατά θάλασσαν αγώνα (αλλά και τη σημασία της νέας τεχνολογίας ) και ολόκληρο το δεύτερο εξωτερικό δάνειο σκόπευε κυρίως στην αγορά πολεμικών ατμοκίνητων πλοίων, πον θα αντιμετώπιζαν τις ναυτικές δυνάμεις τoυ Ιμπραήμ.
Βέβαια, οι διάφορες μεθοδεύσεις δεν επέτρεψαν ποτέ αυτά τα πλοία να προσφέρουν τις καθοριστικές υπηρεσίες στον Αγώνα,αφού τρία ακόμη ήρθαν μετά το Ναυαρίνο και τα υπόλοιπα σάπισαν στον Τάμεση.
ΤΑ ΠΛΟΙΑ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ
ΥΔΡΑ
Τα Πλοία της Ύδρας που φέρονται να συμμετείχαν στον κατά θάλασσα αγώνα της Απελευθέρωσης του 1821 κατά αλφαβητική σειρά ήταν:
1. Αγαμέμνων του Δημ. Τσαμαδού
2. Αθηνά του Φραντζέσκου Βούλγαρη
3. Αθηνά των Λ.& Γ. Κουντουριωτών
4. Αθηνά των Λ.& Γ. Κουντουριωτών
5. Αινιάν του Δημ. Μαστρο-Αντωνίου
6. Αίολος του Ιωάννη Ορλάνδου
7. Αλέξανδρος των Στ.& Β. Βουδουραίων
8. Αλέξανδρος του Δημ. Τσαμαδού
9. Αμφιτρίτη του Λαζάρου Μπρούσκου
10. Άρης του Ανδρέα Μιαούλη
11. Άρης του Δημ. Τσαμαδού
12. Αριστείδης του Γεωργίου Γκιώνη
13. Αριστείδης του Αναγνώστη Θεοδώρου
14. Αχιλλεύς του Δημ. Βούλγαρη
15. Αχιλλεύς του Δημ. Τσαμαδού
16. Βατερλώ του Φραντζέσκου Βούλγαρη
17. Διομήδης των Ν.& Α. Οικονομαίων
18. Επαμεινώνδας του Θεοδ. Γκίκα
19. Επαμεινώνδας των Κριεζήδων
20. Ηρακλής του Νικολάου Βώκου
21. Ηρακλής του Αναγν. Παπα-Μανώλη
22. Ηρακλής του Ανδρέα Μιαούλη
23. Ηρακλής του Αναστάση Τσαμαδού
24. Θεμιστοκλής του Δημ. Βούλγαρη
25. Θεμιστοκλής του Θεόδ. Γκίκα
26. Θεμιστοκλής των Λ.& Γ. Κουντουριωτών
27. Θεμιστοκλής των Εμμ.& Ιακ. Τομπάζηδων
28. Θέτις του Ιωάννη Μαρούκα
29. Θρασύβουλος του Ιωάννη Ορλάνδου
30. Ιάσων των Στ.& Β. Βουδουραίων
31. Κέκροψ των Λ.& Γ. Κουντουριωτών
32. Κίμων του Αναστ. Θεοδωράκη
33. Κίμων του Αναγν. Κριεμάδη
34. Κίμων του Ανδρέα Μιαούλη
35. Κίμων των Εμ.& Ιακ. Τομπάζηδων
36. Λεωνίδας
37. Λυκομήδης των Βουδουραίων
38. Μέντωρ του Κωνστ. Μεθενίτη
39. Μιλτιάδης του Αναστ. Θεοδωράκη
40. Νέρων των Λ.& Γ. Κουντουριωτών
41. Οδυσσεύς
42. Οδυσσεύς των Ν.& Α. Οικονομαίων
43. Πάραλος του Θεοχ. Παπα-Αντωνίου
44. Σκιπίων του Λαζάρου Μπρούσκου
45. Σκιπίων των Μ.Νέγκα & Δ. Τσαμαδού
46. Μελπομένη του Φραντέσκου Παπα-Μανώλη
47. Τερψιχόρη των Ε. & Ιακ. Τομπάζηδων
48. Τηλέμαχος των Στ. & Β.Βουδουραίων
49. Τηλέμαχος Λ.& Γ. Κουντουριωτών
50. Τιμολέων Ι. Ορλάνδου Λαζ.Πινότση
ΣΠΕΤΣΕΣ
Τα Πλοία των Σπετσών που φέρονται να είχαν συμμετοχή στον κατά θάλασσα αγώνα της Απελευθέρωσης το 1821:
1. Αγαμέμνων της Μπουμπουλίνας
2. Αθηνά του Δημ. Ι. Ορλώφ
3. Αλέξανδρος του Γ. Χ”Ανδρέου
4. Αλέξανδρος Α’ του Ανδρ. Σκλιά
5. Αρχάγγελος Μιχαήλ Ν. Αδριανού
6. Αφροδίτη του Γ. Λάμπρου
7. Αχιλλεύς του Ηλ. Θερμισιώτη
8. Αχιλλεύς του Αναστ. Κυριακού
9. Αχιλλεύς του Θεόδ. Λαζάρου
10. Αχιλλεύς του Αναστ. Ματθαίου
11. Αχιλλεύς του Γκίκα Μπόταση
12. Διομήδης του Αντ. Δρίτσα
13. Διομήδης του Γκίκα Μπόταση
14. Διομήδης των Καλαφάτη Στεμνιτζώτη
15. Επαμεινώνδας του Κ. Μπάμπα
16. Επαμεινώνδας του Χ” Γιάννη Μέξη
17. Ηρακλής του Χριστόδουλου Κούτση
18. Θαλάσσιος Ίππος του Ι. Μπούκουρη
19. Θεμιστοκλής του Γ. Κούτση
20. Θεμιστοκλής του Χ” Γιάννη Μέξη
21. Ιερά Συμμαχία του Ν. Δ. Λαζάρου
22. Κίμων του Ανάργ. Λεμπέση.
23. Κόντε Μπένιξ του Γκίκα Τσούπα
24. Λεωνίδας του Χ” Γιάννη Μέξη
25. Λυκούργος του Θεοδ. Σάντου
26. Λυκούργος του Β. Λαζάρου Ορλώφ
27. Μπέλλα Πούλια του Ηλ. Μπάμπα
28. Νέμεσις του Μιχ. Οικονόμου
29. Ξενοφών του Δημ. Ν. Σκλιά
30. Παγκρατίων του Γ. Ανδρούτσου
31. Πελεκάνος του Ν. Α. Κυριακού
32. Περικλής του Κ. Μπουκουβάλα
33. Περικλής του Α. Χ” Αναργύρου
34. Περικλής του Ανδρ. Χ” Αναργύρου
35. Περικλής του Χ” Γιάννη Μέξη
36. Περσεφόνη του Χριστ. Ματθαίου
37. Ποσειδών του Αθ. Γουδή
38. Ποσειδών του Παύλου Χ”Αναργύρου
39. Σαλομώνης του Γ. Κούτση
40. Σκαρδαμούλα του Γ. Κλήσσια
41. Σόλων του Γεωργίου Πάνου
42. Τιμολέων των Μωραϊτών Κυριακού
43. Φιλοκτήτης του Εμμ. Δ. Λαζάρου
44. Φωκίων του Νίκου Σύρμα
ΨΑΡΑ
Τα Πλοία των Ψαρών που φέρονται να συμμετείχαν στο κατά θάλασσα αγώνα της Απελευθέρωσης το 1821:
1. Αγάπη του Αναγν. Δομεστίνη
2. Άγ. Νικόλαος του Κ. Χ”Κυριακού
3. Άγ. Νικόλαος του Ν. Μαυρογέννη
4. Αλέξανδρος του Ν. Χ”Αλεξανδρή
5. Αμερικάνα του Κ. Χ”Αγγελή
6. Απόλλων του Δημ. Μαρούκη
7. Αριστείδης του Ν. Κοτζιά
8. Ασπασία του Ανδρέα Μυτάρα
9. Αχιλλεύς του Αναγν. Βουρέκα
10. Αχιλλεύς του Δ.Γ. Παπαμικέ
11. Αχιλλεύς του Γ. Σαρρή
12. Επαμεινώνδας του Κ. Δομεστίνη
13. Επαμεινώνδας των Αφων Παπανικολή
14. Ηρακλής του Ανδρ. Γιαννίτση
15. Ηρακλής του Ιωάννη Μαρκή
16. Θεμιστοκλής του Αναγν. Καλημέρη
17. Θεμιστοκλής του Δ. Ν. Κοτζιά
18. Θεμιστοκλής των Αφων Ματθαίου
19. Θεμιστοκλής του Μαν. Μπαλαμπάνου
20. Θεμιστοκλής του Γ. Χ”Κοτζιά
21. Ιάσων των Αφων Βελισσαρίου
22. Καλλιόπη του Θεοδ. Καλάρη
23. Καμιλοστρώφ του Αντ. Σαρρή
24. Λεωνίδας του Ν. Αποστόλη
25. Λεωνίδας του Ν. Αργύρη
26. Λεωνίδας του Ν. Γιαννάρου
27. Λεωνίδας του Ι. Καλάρη
28. Λεωνίδας του Γ. Χ”Μικέ
29. Λεωνίδας του Αναγν. Τζώτζη
30. Λεωνίδας του Χ”Κωστ. καμπούρη
31. Μιλτιάδης του Γ. Αποστόλη
32. Μινέρβα του Δ. Ι. Κοτζιά
33. Νέα Καρχηδών του Γ. Καλαφάτη
34. Ξενοφών του Ν. Κωνσταντή
35. Πηνελόπη του Αναργ. Κοντού
36. Πηνελόπη του Γ. Κοτζιά
37. Ποσειδών του Δ. Λαίνου
38. Σεμίραμις του Ν. Μαμούνη
39. Σωκράτης του Γ. Αποστόλη
40. Φιλοκτήτης του Γ. Σκανδάλη
41. άγνωστο του Δ.Καραγιώργη
Πηγή: Αβέρωφ
Ο Μακρυγιάννης ήταν ένας από τους κορυφαίους αγωνιστές του ’21. Γεννήθηκε στα 1797 στο Αβορίτι της Δωρίδας από φτωχούς γονείς. Το πραγματικό του όνομα ήταν Τριανταφύλλου. Κατά τη διάρκεια του αγώνα τον αποκαλούσαν «Μακρυγιάννη» για το ψηλό του ανάστημα, όνομα που το κράτησε και με αυτό παρέμεινε στην ιστορία. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε με στερήσεις και κακουχίες, ανάμεσα στις περιπέτειες και στους κατατρεγμούς των δικών του από τους Τουρκαλβανούς. Το 1804 κατά το διωγμό των κλεφτών ο πατέρας του σκοτώθηκε και ο Μακρυγιάννης ,μόλις εφτά χρονών, άρχισε να δουλεύει για να συντηρήσει τον εαυτό του. Στα 1811 πάει στην Άρτα όπου και προσλαμβάνεται στη δούλεψη του προύχοντα Αθανάσιου Λιδωρίκη. Το 1817 επιδόθηκε στο εμπόριο και χάρη στο ζήλο και την εργατικότητά του κατάφερε να αποκτήσει σημαντικά κέρδη και να καλυτερεύσει τη ζωή του.
Η εμπορική του δραστηριότητα στην Άρτα κράτησε ως το 1820.Τότε όμως τα σουλτανικά στρατεύματα τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν επειδή τάχα ήταν όργανο του Αλή Πασά. Ωστόσο, κατόρθωσε να δραπετεύσει, κατέφυγε στα βουνά και ακολούθησε τον αρματολό Γώγο Μπακόλα. Στο μεταξύ είχε ήδη (1820) μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία και είχε αποφασίσει με καρδιά και νου να παλέψει για την ανάσταση της φυλής του. Στη συνέχεια στρατολόγησε το πρώτο του σώμα και έφθασε στην Αθήνα. Το 1822 διορίστηκε υποδιοικητής του Κάστρου (της Ακρόπολης) με διοικητή τον Ιωάννη Γκούρα και αρχηγό της Ανατολικής Ελλάδας τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Ένα χρόνο αργότερα διορίστηκε από τον Άρειο Πάγο Πολιτάρχης (αστυνόμος) των Αθηνών.
Ενώ διαρκούσε ο αγώνας των Ελλήνων κατά των Τούρκων άρχισε ο εσωτερικός κομματικός διχασμός που κατέληξε σε εμφύλιο πόλεμο με οδυνηρά επακόλουθα για την επαναστατημένη Ελλάδα. Ο Μακρυγιάννης πολέμησε και στους δύο εμφυλίους ως αντιπρόσωπος των διοικήσεων.
Στο ίδιο χρονικό διάστημα, συμμετέχει ενεργά σε μάχες που έκριναν την εξέλιξη της Επανάστασης του ’21. Εξαιρετικά σημαντική υπήρξε η συμβολή του στην ιστορική για τα αποτελέσματά της μάχη των Μύλων όπου ο Ιμπραήμ Πασάς υπέστη πανωλεθρία και αναγκάστηκε να υποχωρήσει (Ιούνιος 1825). Ένα χρόνο αργότερα, όταν ο Κιουταχής κατέλαβε την Αθήνα, ο Μακρυγιάννης οχυρώθηκε στον Σερπετζέ ( Ωδείο Ηρώδη του Αττικού)και αντέταξε σθεναρή αντίσταση. Κατά τη μάχη του Σερπετζέ μετά από φοβερό αγώνα κατόρθωσε να αποκρούσει τους επιτιθέμενους και να σώσει την Ακρόπολη Πολέμησε επίσης στην εκστρατεία της Αττικής, στις επιθέσεις της Καστέλλας και του Πειραιά που είχαν ως τελικό αποτέλεσμα την ήττα των Ελλήνων(Απρίλιος 1827)και την παράδοση της Ακρόπολης στους Τούρκους.
Βαθιά λυπημένος απ’ όλα αυτά τα γεγονότα ο Μακρυγιάννης, απογοητευμένος με την κυβέρνηση και τις διχόνοιες, βασανισμένος από τις πληγές που έφερε σ’ όλο του το σώμα (είχε τραυματιστεί βαριά και στη μάχη των Μύλων και στη μάχη του Σερπετζέ) απομακρύνθηκε από τη στρατιωτική και πολιτική ζωή. Με την κάθοδο του Καποδίστρια διορίζεται αρχηγός της Εκτελεστικής δυνάμης στο Μοριά, θέση που του αφαιρέθηκε, όταν παρασυρμένος από τον Ιωάννη Κωλέττη χρησιμοποίησε τη στρατιωτική δύναμη που διέθετε για να επιβάλει συνταγματικό πολίτευμα στον Καποδίστρια, πράγμα που δυσαρέστησε τον κυβερνήτη.
Κατά την περίοδο της αντιβασιλείας του Όθωνα ο Μακρυγιάννης κατηγορούσε την κυβέρνηση ως απολυταρχική και ζητούσε Σύνταγμα, μ’ όλο που τον περιέβαλλαν με ιδιαίτερη εκτίμηση και του απένειμαν το βαθμό του συνταγματάρχη. Το 1840 άρχισε να οργανώνει τον αγώνα υπέρ της επιβολής του Συντάγματος και πρωτοστάτησε στην επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843 για την παραχώρησή του από τη βαυαρική δυναστεία. Υπήρξε τόσο κατηγορηματικός στην προσπάθειά του για επιβολή των πραγματικών ελευθεριών ώστε κατηγορήθηκε για συνωμοσία κατά του βασιλιά , συνελήφθη (1851),δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο. Η ποινή του μετριάστηκε σταδιακά, έμεινε στη φυλακή δυο χρόνια για να αποφυλακιστεί τελικά(1854) με τη μεσολάβηση του Δημητρίου Καλλέργη. Η υγεία του όμως από τις κακουχίες και τη βαναυσότητα της φυλακής κλονίστηκε. Έτσι ο Μακρυγιάννης απομονώθηκε στο σπίτι του κοντά στους στύλους του Ολυμπίου Διός (η συνοικία αυτή φέρει μέχρι σήμερα το όνομά του-»Μακρυγιάννη») όπου και πέθανε στις 27 Απριλίου1864…Πριν λίγες μέρες είχε προαχθεί από την τότε κυβέρνηση στο βαθμό του αντιστράτηγου!
Εκτός όμως από τις ηρωικές του πράξεις και το παράδειγμά του αυτός ο μεγάλος Έλληνας κληροδότησε στις νεότερες γενιές ένα αθάνατο μνημείο ύφους, ήθους, λόγου και περιεχομένου ,τα Απομνημονεύματά του. Άρχισε να τα γράφει στο Άργος (26 Φεβρουαρίου 1829) με σκοπό να διδάξει και να φρονηματίσει τους μεταγενέστερους και συνέχισε μέχρι το 1851 ώσπου η καταδίκη του και οι άλλες δραματικές περιπέτειες της ζωής του τον ανάγκασαν να σταματήσει. Σε όλη τη διάρκεια των δύσκολων καιρών φροντίζει με κάθε τρόπο να διαφυλάξει το χειρόγραφό του γιατί πιστεύει ότι και μ’ αυτό τον τρόπο κάνει το καθήκον του απέναντι στον τόπο και την ιστορία του. Η αποκατάσταση και δημοσίευση (1907) των Απομνημονευμάτων οφείλεται Γιάννη Βλαχογιάννη που με εξαιρετική φροντίδα επιμελήθηκε και εξέδωσε το έργο του στρατηγού Μακρυγιάννη.
Το έργο στην αρχή πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Εκτός από τον Παλαμά κανείς σχεδόν δεν αντιλήφθηκε τη σημασία του. Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για ν’ ασχοληθούν μαζί του λογοτέχνες και κριτικοί και να φέρουν τον Μακρυγιάννη και το έργο του στο προσκήνιο της πνευματικής μας ζωής. Τι οδηγεί το Γιώργο Σεφέρη να πιστεύει πως ένα έργο σαν του Μακρυγιάννη είναι η συνείδηση ενός ολόκληρου λαού ,πως αποτελεί μια πολύτιμη διαθήκη και να θεωρεί τον Μακρυγιάννη μαζί με τον Παπαδιαμάντη ως τους μεγαλύτερους πεζογράφους της Ελληνικής Λογοτεχνίας; Το ότι αποτυπώνοντας το βίο του πάνω στο χαρτί ξεδιπλώνει ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του ελληνισμού, ότι η ιστορία του είναι περισσότερο από μια ιστορία γεγονότων. Είναι μια ιστορία των συναισθημάτων του λαού του…πως αυτός ο αγράμματος και ταπεινός για την άμαθειά του μέσα από αυτό το απελέκητο γράψιμο αναδεικνύει μια σπάνια καλλιέργεια και ευαισθησία…πως πέρα από την καταγραφή σημαντικών ιστορικών γεγονότων, την κριτική που ασκεί, τον αντίλογο στο ψεύδος και την υποκρισία, τη δίψα για δικαιοσύνη, μας προσφέρει ένα μεγάλο μάθημα εθνικής αυτογνωσίας .Κι όλα τούτα χαράζοντας στο χαρτί τη γλώσσα που μιλάει με τη ρουμελιώτικη προφορά, αποτυπώνοντας την ίδια του τη φωνή με σοφία, εκφραστική αμεσότητα και απλότητα και με τη μαστοριά του προικισμένου λαϊκού αφηγητή.
Άλλο γνωστό και συζητημένο έργο του Μακρυγιάννη είναι το «Οράματα και θάματα» που αρχίζει να γράφεται μερικούς μήνες ύστερα από τα Απομνημονεύματα «το άλλο στορικό», όπως ονομάζεται από τον Μακρυγιάννη, θεωρείται από τον η συνέχειά του, και χαρακτηρίζεται με τον ίδιο τίτλο «στορικό», όπως και το πρώτο.
Στην μάχη που διεξήχθη στο Χαϊδάρι από τις 6 έως τις 8 Αυγούστου του 1826, ο Ελληνικός στρατός, που τον αποτελούσαν συνολικά 3.580 άνδρες με μόνο εξοπλισμό 4 ορεινών κανονιών, ήρθε σε σύγκρουση με το τουρκικό στράτευμα που διέθετε δύναμη 8.000 πεζών και ιππέων και πολλά κανόνια και ήταν υπό την αρχηγία του Κιουταχή. Οι περισσότεροι Έλληνες στρατιώτες που τελούσαν υπό τις διαταγές του γενικού στρατηγού Γεώργιου Καραϊσκάκη ήταν άτακτοι και μόνο 1000 από αυτούς μαζί με ένα λόχο 80 φιλελλήνων, αποτελούσαν τα δυο τάγματα του τακτικού στρατού υπό την αρχηγία του Γάλλου φιλέλληνα συνταγματάρχη Φαββιέ.
Η μετακίνηση του Ελληνικού στρατού από την Σαλαμίνα στην Ελευσίνα και από εκεί στο Χαϊδάρι, έγινε με απώτερο σκοπό να διασπαστεί η πολιορκία της Ακροπόλεως από τον τουρκικό στρατό.
Στο Χαϊδάρι, άλλωστε, βρίσκεται η μόνη δίοδος ανάμεσα στις επιμήκεις δυτικές οροσειρές του Αιγάλεω και του Ποικίλου, γεγονός που καθιστά την περιοχή του Δαφνιού φυσική πύλη, από και προς όλη την νότια Ελλάδα, εξαιρετικής σημασίας για την ίδια την Αθήνα από την αρχαιότητα ακόμη.
Όμως από την αρχή της μάχης και αφού είχαν προηγηθεί δυο-τρεις επιθέσεις με αμφίβολα αποτελέσματα και αρκετούς νεκρούς, δημιουργήθηκε έντονη διαφωνία ανάμεσα στους δυο αρχηγούς του Ελληνικού στρατού ως προς την καταλληλότητα της θέσης στο Χαϊδάρι. Και αυτό, επειδή η Κυβέρνηση δεν είχε θέσει τον Φαββιέ υπό τις διαταγές του Καραϊσκάκη, αλλά από λεπτότητα για να μην τον θίξει, του είχε δώσει το δικαίωμα να κινείται αυτεξούσια, να συναποφασίζει και να δρα σε συνεννόηση με τον Έλληνα στρατηγό, το κύρος του οποίου μεταξύ των Ρουμελιωτών στρατηγών, ήταν γενικώς αποδεκτό και ήταν άξιος στην συνείδηση όλου του στρατεύματος για την αρχηγία.
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης με την εμπειρία του στην στρατιωτική τακτική των Τούρκων και στον ανορθόδοξο πόλεμο των Ελλήνων άτακτων και όντας βαθύς γνώστης των δυνατοτήτων του στρατεύματος και των συνθηκών της περίστασης, διέβλεψε τον κίνδυνο της σφαγής. Ως ηγέτης που νοιάζεται για τις ζωές των στρατιωτών του, ειδικά αν πρόκειται να θυσιαστούν άδικα, διαφώνησε έντονα με τον Φαββιέ για την εκλογή του χώρου. Γνώριζε ότι τα σώματα των άτακτων υπό τους Έλληνες οπλαρχηγούς, υπέφεραν από έλλειψη τροφίμων και πως αρνούνταν να εγκαταλείψουν την ασφάλεια των θέσεων τους στα υψώματα για να υποστηρίξουν τον τακτικό στρατό στην πεδιάδα. Ο ίδιος υποστήριζε ότι έπρεπε να μεταφέρουν το στρατόπεδο στον Πειραιά, όπου θα υπήρχε επισιτισμός και κάλυψη από τα πυροβόλα των αγκυροβολημένων πλοίων και να αποφύγουν προς το παρόν κάθε αντιπαράταξη στα πεδινά, όπου τα άτακτα ελληνικά σώματα θα κινδύνευαν να σφαγιαστούν από τον τουρκικό τακτικό στρατό, κυρίως δε από το ισχυρό ιππικό του.
Αντίθετα ο Φαββιέ, παρόλη την αναγνωρισμένη γενναιότητα και ικανότητα που επέδειξε στην μάχη, επηρεασμένος από την στρατιωτική τακτική των ευρωπαϊκών στρατών και προσδοκώντας να δρέψει δάφνες δόξας, επέμενε να παραμείνουν εκεί και υποστήριζε με πάθος επιθετική στρατηγική με συνεχείς εξορμήσεις από το Χαϊδάρι προς την πεδιάδα, με σκοπό την λύση της πολιορκίας της Ακροπόλεως. Δήλωσε δε, ότι στην ανάγκη, αν οι υπόλοιποι αποφάσιζαν να φύγουν, αυτός θα παρέμενε στο Χαϊδάρι και πως θα έκανε μόνος με το τακτικό και τους φιλέλληνες τις επιθέσεις. Η διαφωνία τους έφθασε μέχρι την φιλονικία και δια αυτής επιβεβαιώθηκε η διαλυτική επίδραση της πολυαρχίας, της οποίας τα οδυνηρά αποτελέσματα φάνηκαν στην αρνητική έκβαση του όλου εγχειρήματος, αποδεικνύοντας την ορθότητα της απόψεως του Καραϊσκάκη.
Προ του αδιεξόδου και παρόλο που ο Φαββιέ επέμενε πως το Χαϊδάρι ήταν το πιο κατάλληλο μέρος για την μάχη, συμφώνησε τελικά να μεταφέρουν το στρατόπεδο στον Πειραιά, υπό τον όρο, ότι αυτό δε θα γινόταν κατά την διάρκεια της νύχτας, όπως πολύ φρόνιμα είχε προτείνει ο Έλληνας στρατηγός ώστε να πετύχει ο αιφνιδιασμός.
Όταν πλέον οι Έλληνες είχαν λάβει την απόφαση να αποχωρήσουν, οι Τούρκοι έχοντας κερδίσει πολύτιμο χρόνο, επωφελούμενοι της χρονοτριβής από την διαφωνία των αρχηγών, ενισχύθηκαν με νέο στρατό που έφερε ο Όμερ Πασάς από την Κάρυστο. Έτσι, ο ίδιος ο Κιουταχής επικεφαλής του συμπαγούς στρατού και με πολλά κανόνια, επιτέθηκε την αυγή της 8ης Αυγούστου εναντίον του Ελληνικού μετώπου. Τότε ο Φαββιέ, αντί να επιταχύνει την αποχώρηση από το Χαϊδάρι, όπως είχαν συνεννοηθεί με τον Καραϊσκάκη, εγωιστικά κινούμενος, έστειλε τον τακτικό στρατό εναντίον τους, εξωθώντας τους στρατιώτες του σε ανοιχτή μάχη στην πεδιάδα και εμπλέκοντας όλο τον στρατό σε σοβαρό κίνδυνο.
Το πρώτο τάγμα υπέστη σοβαρές απώλειες και έχασε τον διοικητή του Γάλλο ταγματάρχη Ρομπέρ, ενώ όλα σχεδόν τα Ελληνικά κανόνια αχρηστεύθηκαν. Μετά από σκληρή μάχη και με την βοήθεια ενισχύσεων από το δεύτερο τάγμα και με την επέμβαση των Καραϊσκάκη και Κριεζώτη με τους άνδρες τους, μπόρεσε να αποτραπεί η διείσδυση του εχθρού από εκείνο το μέρος. Ωστόσο, οι επιθέσεις των Τούρκων συνέχισαν με την ίδια ένταση και στους γειτονικούς λόφους εναντίον των θέσεων των άτακτων, δίχως να καταφέρουν τελικά να τις καταλάβουν, αφού η αντίσταση των αμυνόμενων ήταν λυσσαλέα. Μια αναδίπλωση όλων των Ελληνικών δυνάμεων κατάφερε να απωθήσει τελικά τον τουρκικό στρατό που αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
Αποφασίστηκε τότε να γυρίσουν όλες οι δυνάμεις στις θέσεις τους και την επόμενη ημέρα να αποχωρήσουν όλοι μαζί με τάξη. Ο Φαββιέ απέσυρε το τακτικό σε έναν περιμαντρωμένο κήπο, όπου και στρατοπέδευσαν. Όμως τα σώματα των Ελλήνων οπλαρχηγών, γνωρίζοντας την απόφαση της αποχώρησης και επειδή δεν είχαν πλέον τα αναγκαία τρόφιμα έφυγαν κατά την νύχτα προς την Ελευσίνα. Τα μεσάνυχτα ο Φαββιέ αντιλήφθηκε με φρίκη ότι ήταν απομονωμένος και σχεδόν περικυκλωμένος από τον εχθρικό στρατό, σε μια θέση που θα μπορούσε μετά από λίγο να μεταβληθεί σε τόπο σφαγής των τακτικών. Κατάφερε, όμως, διατηρώντας την ψυχραιμία του να οδηγήσει από μονοπάτια τους άνδρες του μακριά από τον κίνδυνο, πριν ολοκληρωθεί η περικύκλωσή τους και να στραφεί προς τον δρόμο της Ελευσίνας, που πριν λίγο είχαν ακολουθήσει και τα άτακτα σώματα. Το τακτικό έφθασε στην Ελευσίνα σε κακή κατάσταση και ήταν ευτύχημα που οι Τούρκοι δεν αντιλήφθηκαν έγκαιρα την αποχώρηση των Ελλήνων για να τους εγκλωβίσουν με τόσο στρατό που διέθεταν στο Χαϊδάρι.
Στην ιστορία των ένδοξων μαχών που δόθηκαν κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του 1821, η μάχη στο Χαϊδάρι, δεν έπαιξε κάποιο αποφασιστικό ρόλο για την έκβαση της εθνικής μας Επανάστασης. Η μάχη του Χαϊδαρίου, αν και ημερολογιακά ανεξάρτητη, εντάσσεται στα πλαίσια των εχθροπραξιών που συνδέονται άμεσα με το γενικότερο στρατηγικό σχεδιασμό των αντιπάλων, που είχε ως σκοπό τον έλεγχο του φρουρίου της Ακροπόλεως των Αθηνών. Ήταν ένας στρατιωτικός αντιπερισπασμός εναντίον των στρατευμάτων του Κιουταχή, που είχε μόλις καταλάβει την πόλη και έλεγχε όλα τα πεδινά της Αττικής εκτός από τον Πειραιά.
Οι περιγραφές της μάχης γράφτηκαν από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές της, τόσο της μιας, όσο και της άλλης πλευράς και αποτελούν τα αυθεντικά της τεκμήρια. Το αποτέλεσμα της μάχης του Χαϊδαρίου είχε γενικά μόνο σημασία φθοράς δυνάμεων. Ούτε οι Ελληνικές δυνάμεις κατάφεραν να φθάσουν στον σκοπό τους που ήταν η διάσπαση της πολιορκίας της Ακροπόλεως, ούτε ο Κιουταχής πέτυχε την καταστροφή του Ελληνικού στρατού, παρά την συντριπτική υπεροχή σε οπλισμό και αριθμό ανδρών. Και οι δύο αποσύρθηκαν από την μάχη ζημιωμένοι. Όμως για την Ελληνική πλευρά η ζημιά ήταν πιο σημαντική, γιατί οι νεκροί και όσοι ετίθετο εκτός μάχης δεν ήταν δυνατό να αναπληρωθούν, ενώ ο τουρκικός στρατός ήταν πολύς.
Είχε επίσης και ορισμένα διδάγματα να δώσει η μάχη αυτή. Για μεν τους Έλληνες, ότι ήταν άκρως ριψοκίνδυνη μια αντιπαράταξη στην πεδιάδα εναντίον εχθρού που υπερέχει σε αριθμητική δύναμη και ακόμη να υπενθυμίσει τις αρνητικές συνέπειες της πολυαρχίας υπό το βάρος εξαιρετικών περιστάσεων. Για τον Κιουταχή, το συμπέρασμα ήταν πως δε μπορούσε να ελπίζει στην εύκολη εξουδετέρωση των Ελλήνων, δίδαγμα που τον απέτρεψε από το να πραγματοποιήσει τη σχεδιασμένη επίθεση κατά του Ελληνικού στρατοπέδου στην Ελευσίνα, που δεν ήταν μακριά.
Οι απώλειες από όλες τις φάσεις της μάχης από αναφορά του Φαββιέ προς την Κυβέρνηση και άλλες διασταυρωμένες πληροφορίες από έγκυρες ιστορικές πηγές, ήταν για μεν τους τακτικούς 63-70 νεκροί και 50 τραυματίες, των δε άτακτων περισσότερες. Οι Τούρκοι εξάλλου, κατά τον Φαββιέ και τους υπολογισμούς των Ελλήνων, έχασαν περί τους 1.700 στρατιώτες, 400 από τους οποίους, όλοι σχεδόν Αλβανοί, σκοτώθηκαν στις 8 Αυγούστου μόνο κατά την διάρκεια της τέταρτης φάσης της μάχης.
Όπως κάθε μάχη είχε και αυτή τους επώνυμους και ανώνυμους ήρωες και τους πρωταγωνιστές της, που με περίσσια ανδρεία έκαναν τις προσωπικές τους υπερβάσεις. Τα ονόματα αρκετών από αυτούς δόθηκαν ως ελάχιστος φόρος τιμής σε διάφορους δρόμους της πόλης του Χαϊδαρίου. Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν ο νεαρός υπολοχαγός του πυροβολικού Ήβος Ρίζος που αιχμαλωτίσθηκε και θανατώθηκε δια πασσαλώσεως, επειδή αρνήθηκε να συνεργαστεί με τους Τούρκους, ο Κριεζώτης, ο Κεφαλλονίτης Παρ. Κοντόπουλος, οι Στ. Σέρβου, Κατσαρός, Στέφος και Περραιβός, ο Γ. Χελιώτης και εκ των φιλελλήνων οι Γάλλοι, ταγματάρχης Ρομπέρ, λοχαγός Μαγέ, Βολζιμόν, Μπω, Σουζιέ και Ρουσσέν, ο Ιταλός συνταγματάρχης Πίζα, και ο Πεκαράρα, πολλοί από αυτούς πληγωμένοι σοβαρά και αιχμαλωτισθέντες. Οι πληγωμένοι της μάχης και όσοι απομονωμένοι στρατιώτες είχαν χάσει τον προσανατολισμό τους μέσα στην νύχτα, συνελήφθησαν από τους Τούρκους ιππείς και εκτελέστηκαν όλοι!
Πηγή: http://olympia.gr
Ποίημα του Διονυσίου Σολωμού (1798-1857), οι δύο πρώτες στροφές του οποίου σε μουσική του Νικολάου Μάντζαρου (1795-1872), αποτελούν τον Εθνικό Ύμνο της Ελλάδας (1865) και της Κύπρου (1966).
Ο Ύμνος εις την Ελευθερία γράφτηκε από τον 25χρονο Σολωμό στη Ζάκυνθο, πρώτα στα ιταλικά και εν συνεχεία στα ελληνικά, τον Μάιο του 1823, σε μία περίοδο ιδιαίτερης έξαρσης της Ελληνικής Επανάστασης. «…Δε θέλω να περάσει κανενός από το μυαλό πως την ώρα που νικούν οι δικοί μας στο Μαραθώνα, εγώ κάθομαι και τραγουδώ για ένα βοσκόπουλο…» (Ο θάνατος του βοσκού), έγραφε στον φίλο του Γεώργιο Δε Ρώσση την ίδια εποχή.
Το ποίημα του Σολωμού αποτελείται από 158 τετράστιχες στροφές. Το μέτρο είναι τροχαϊκό με εναλλαγές επτασύλλαβων και οκτασύλλαβων στίχων. Σύμφωνα με το περιεχόμενό του μπορεί να χωρισθεί στα εξής μέρη:
Προοίμιο (στρ. 1-34). Ο ποιητής παρουσιάζει τη θεά ελευθερία, θυμίζει τα περασμένα μαρτύρια του Ελληνισμού, την εξέγερση των σκλάβων, τη χαρά του Ελληνισμού, την έχθρα των Ευρωπαίων ηγεμόνων και την περιφρονητική αδιαφορία των Ελλήνων για τα φιλότουρκα αισθήματά τους.
Η περιγραφή της Μάχης της Τριπολιτσάς (στρ. 35-74).
Η μάχη της Κορίνθου και η καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια (στρ. 75-87).
Η πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου στα 1822 και ο πνιγμός των Τούρκων στον ποταμό Αχελώο (στρ. 88-122).
Τα πολεμικά κατορθώματα στη θάλασσα, η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας κοντά στην Τένεδο και ο απαγχονισμός του Γρηγορίου Ε'. (στρ. 123-138).
Επίλογος (στρ. 139-158). Ο ποιητής συμβουλεύει τους αγωνιστές να απαλλαγούν από τη διχόνοια και προτρέπει τους δυνατούς της Ευρώπης να αφήσουν την Ελλάδα να ελευθερωθεί (Γιάννης Ν. Παππάς: «Για να γνωρίσουμε το Σολωμό», εκδ. Μεταίχμιο).
Η φήμη του ποιήματος ξεπέρασε γρήγορα τα στενά όρια της Ζακύνθου. Το 1824 μεταφράστηκε μέρος του στα αγγλικά και ολόκληρο στα γαλλικά. Στον επαναστατημένο ελληνικό χώρο δημοσιεύτηκε τον ίδιο χρόνο στο Μεσολόγγι, στην εφημερίδα «Ελληνικά Χρονικά» του Ιάκωβου Μάγερ. Θα ακολουθήσουν και άλλες δημοσιεύσεις τον επόμενο χρόνο, ενώ στις 21 Οκτωβρίου του 1825 θα δημοσιευθεί και η πρώτη κριτική του ποιήματος από τον Σπυρίδωνα Τρικούπη στη Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος, που εκδιδόταν στο Ναύπλιο.
Μεταξύ 1828 και 1830, ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν μελοποιήθηκε από τον κερκυραίο μουσουργό Νικόλαο Μάντζαρο για τετράφωνη ανδρική χορωδία και ακουγόταν με ενθουσιασμό σε εθνικές εορτές στα Επτάνησα. Τον Δεκέμβριο του 1844 ο Μάντζαρος παρουσίασε μια νέα μελοποίηση του ποιήματος και την υπέβαλε στον βασιλιά Όθωνα, με την ελπίδα να γίνει το «εθνικό άσμα» της χώρας. Μέχρι τότε ο Εθνικός Ύμνος της Ελλάδας ήταν ο Βαυαρικός (η γνωστή μελωδία του Χάιντν, που σήμερα είναι ο εθνικός ύμνος της Γερμανίας και της Αυστρίας). Το έργο έγινε δεκτό μόνο ως σύνθεση και βραβεύτηκε με τον Αργυρό Σταυρό του Τάγματος του Σωτήρος.
Το 1865, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Κέρκυρα, ο Βασιλιάς Γεώργιος Α' άκουσε την εκδοχή της σύνθεσης του Μάντζαρου για ορχήστρα πνευστών από την μπάντα της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κερκύρας και του έκανε εντύπωση. Ακολούθησε το Βασιλικό Διάταγμα της 4ης Αυγούστου 1865, που το χαρακτήρισε «επίσημον εθνικόν άσμα» και εντελλόταν η εκτέλεσή του «κατά πάσας τας ναυτικάς παρατάξεις του Βασιλικού Ναυτικού». Επίσης, ενημερώθηκαν οι ξένοι πρέσβεις, ώστε να ανακρούεται και από τα ξένα πλοία στις περιπτώσεις απόδοσης τιμών προς τον Βασιλιά της Ελλάδος ή την Ελληνική Σημαία. Από τότε ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν του Διονυσίου Σολωμού, μελοποιημένος από τον Νικόλαο Μάντζαρο, θεωρείται ως εθνικός ύμνος της Ελλάδας. Από τις 18 Νοεμβρίου 1966 με την απόφαση 6133 του υπουργικού συμβουλίου καθιερώθηκε και ως εθνικός ύμνος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Πηγή: Σαν σήμερα
Πολλοὶ ἔχουν πεῖ πῶς ὁ Καπποδίστριας ἦταν ἕνας Εὐρωπαϊστής, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ «ἤθελε νὰ μετατρέψει τοὺς Ρωμηοὺς σὲ Ἕλληνες», ἰσχύει ὅμως κάτι τέτοιο;
Τὸ 1819 γράφει στὸν Πατέρα του: «Εἶναι ἔργον μοναδικόν τῆς προστασίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν θαυματουργῶν Ἁγίων ποὺ ἀναξίως ἐπεκαλέσθην μὲ δάκρυα εἰλικρινοῦς καρδίας καὶ ἀφοσιωμένης» προσθέτοντας τὴν φράση: «Πίπτων εἰς τοὺς πόδας τοῦ Θαυματουργοῦ Ἁγίου μας καὶ τῆς Ἀειπαρθένου Πλατυτέρας (=Θεοτόκου)». Εἶναι ἔκδηλη ἡ ἡσυχαστική του συνείδηση (βλ. τὶς σημειωμένες φράσεις) σὲ ἕνα ἰδιωτικὸ γράμμα ποὺ τοῦ ἐπιτρέπει νὰ ἀποκαλύψει τὰ μύχια τῆς καρδιᾶς του. Εἶναι δὲ γεγονὸς ὅτι ἔβλεπε τὴν ἱστορικὴ ὕπαρξη τοῦ Γένους ζυμωμένη μὲ τὴν πίστη.
Γράφει σὲ ἄλλη περίπτωση: «Ἡ Χριστιανικὴ Θρησκεία ἐσυντήρησεν εἰς τοὺς Ἕλληνας καὶ γλῶσσα καὶ Πατρίδα καὶ ἀρχαίας ἐνδόξους ἀναμνήσεις καὶ ἐξαναχάρισεν εἰς αὐτοὺς τὴν πολιτικὴν ὕπαρξιν τῆς ὁποίας εἶναι στύλος καὶ ἑδραίωμα». Συνδύαζε δηλαδὴ ὁ Καπποδίστριας τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν ἱστορικὴ συνέχεια τοῦ Ἔθνους, ὄχι μὲ τὴν Εὐρώπη καὶ τὴν ὁποιαδήποτε βοήθειά της, ἀλλὰ μὲ τὴν παράδοση τοῦ Γένους καὶ τὰ πνευματικὰ ἀποθέματά του. Ἀνάλογα θὰ δηλώσει καὶ στὸν J. B. Georges Bory de saint Vincent: «Πρῶτα εἶμαι Ἕλληνας… γιατί γεννήθηκα σὲ αὐτὴ τὴν χώρα… Εἶμαι Ἕλληνας ἀπὸ πατέρα καὶ μητέρα. Εἶμαι μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ πού μοῦ ἀνέθεσε τὴν κυβέρνησιν αὐτοῦ τοῦ πτωχοῦ λαοῦ… Εἶμαι Ἕλληνας ἐκ γενετῆς, ἀπὸ καθαρὴ ἀγάπη, ἀπὸ αἴσθημα, ἀπὸ καθῆκον καὶ ἀπὸ Θρησκεία».
Ἡ ἀποστασιοποίησή του ἀπὸ τὸ φράγκικο περιβάλλον τῆς γενέτειράς του εἶναι τόσο ἐμφανὴς τὸ 1815 ὥστε νὰ δικαιώνεται ὁ χαρακτηρισμός του ἀπὸ τὸν Π. Χριστόπουλο ὡς «ταξικοῦ ἀποστάτου». Παρατηρεῖ ὁ Καπποδίστριας: «Ἡ ἑνετικὴ πολιτεία ἐκυβέρνα τὰς Ἰονίους νήσους μὲ τὸ σύστημα τῆς διαφθορᾶς. Οἱ Ἀντιπρόσωποι ἐκλέγοντο ἐκ τῆς κλάσεως (=τάξεως) τῶν εὐγενῶν ἀρχόντων ἥτις ἦτο ἡ εὐκαταφρονεστέρα καὶ ἡ μᾶλλον διεφθαρμένη δι᾿ ἀνηθικότητα καὶ ἐλεεινότητα… Ἡ πολιτεία τῆς Βενετίας ἐφοβεῖτο τὸ ἔξοχον τῆς φυσικῆς μεγαλοφυΐας τῶν Ἑλλήνων καὶ ἐπροσπάθει νὰ τὸ καταβάλη μὲ τὴν ἀμάθειαν». Ἦταν εὐγενὴς στὴν καταγωγή, ἀλλὰ Ρωμηὸς στὴν καρδιά!
Ὁ Καπποδίστριας γνώριζε καὶ τὶς ἀρρώστιες τῆς Εὐρώπης, κάτι ποὺ θὰ τὸ ἐκφράσει σαφέστερα καὶ συχνότερα κατὰ τὴν πολιτικὴ του δράση στὴν Ἑλλάδα. Στὸ πρόσωπο τοῦ Μέττερνιχ ἀντιμετώπισε τὴν μεσαιωνικὴ Εὐρωπαϊκὴ τυραννία, που προσπαθοῦσε νὰ ἐπιβιώσει. Στὸ πρόσωπο τοῦ Βοναπάρτη καὶ τῆς μετεπαναστατικῆς Γαλλίας πολέμησε τὴν ἀλλοτριωμένη δημοκρατία ποὺ ὡς ἀστισμὸς ὑποκατέστησε τὴν κληρονομικὴ ὀλιγαρχία μὲ τὴν οἰκονομική. Αὐτὸ ἐκφράζει τὸ 1815: «ἔχομεν ἤδη τὴν ἀπόδειξιν τούτου εἰς τὰς ταχείας ἐπιτυχίας τῆς κακοήθειας καὶ τῆς δολιότητος τῶν Γάλλων. Δὲν εἶναι εἷς μόνον ἀνήρ, τὸν ὁποῖον ἡ Εὐρώπη εἶναι ἀποφασισμένη νὰ πολεμήσει. Εἶναι μία γενεὰ ἀνθρώπων χωρὶς Θρησκείαν, χωρὶς τιμήν, χωρὶς Πατρίδα, χωρὶς ἀρχάς, μία γενεὰ τὴν ὁποία πρέπει νὰ τιμωρήσωμεν καὶ νὰ διορθώσωμεν». Διατηρώντας τὴν ἀρχαία Ἑλληνικὴ ἀρετὴ ποὺ διατυπώνει ὁ Πλάτων στὴν Ἐπινομίδα του «ὅ,τι περ ἂν Ἕλληνες Βαρβάρων παραλάβωσι, κάλλιον τοῦτο εἰς τέλος ἀπεργάζονται», προσέλαβε ἐπιλεκτικὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὴν εὐρωπαϊκὴ πραγματικότητα, ἀλλ᾿ ὄχι τὴν Εὐρώπη στὸ σύνολό της.
Γι᾿ αὐτὸ θὰ ἐπιδιώκει, ἡ νεολαία, ποὺ μὲ τὴν συνδρομὴ του σπούδαζε στὴν Ἑλβετία, «νὰ σχηματισθῇ πρῶτον ἑλληνιστὶ καὶ ὄχι ἑλβετιστὶ ἤ γαλλιστί. Ἡ Ἑλλὰς πρέπει πρῶτον νὰ μορφώνῃ Ἑλληνικῶς τὴν ἁπαλὴν ψυχὴν τῶν τέκνων της. Ἡ δὲ Εὐρώπη νὰ τελειοποιῇ ὕστερον τοὺς ἤδη ἐσχηματισμένους νέους». Ἡ αἰτία δηλώνεται στὴν ἑπόμενη φράση: «Οὕτω τὸ Ἔθνος φυλάττει τὸν ἐθνικὸν χαρακτῆρα του, δὲν νοθεύεται». Ἂν δὲν γνωρίζαμε πὼς τὸ γράμμα ἀνήκει στὸν Καπποδίστρια, θὰ μποροῦσε ἀβίαστα νὰ ἀποδοθεῖ σὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς Κολλυβάδες Πατέρες!!
Παρ᾿ ὅλ’ αὐτά, ἔχει διατυπωθεῖ ἡ ἄποψη ὅτι «ὁ φιλελευθερισμὸς» τοῦ Καπποδίστρια «εἶχε πατρίδα τὴν Ἀγγλία» καὶ ὅτι ἐπεδίωκε «νὰ μεταβάλῃ πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα τοὺς Ρωμιοὺς σὲ Ἕλληνες Πολίτες» καὶ «νὰ ἑνώσῃ τὴν Ἑλλάδα μὲ τὴν Εὐρώπη – ὄχι νὰ τὴν ἐπιστρέψῃ στὸ Βυζάντιο». Είναι ὅμως ἔτσι;
Ἤδη στὸ γνωστὸ ὑπόμνημα τῆς 18ης Ἀπριλίου 1819, φαίνεται ἡ Βούλησή του νὰ θεμελιωθεῖ ἡ φιλικὴ Ἑταιρεία «οὐχὶ ἐπὶ τῆς ἐθνότητος, ἀλλ᾿ ἐπὶ τῆς εὐρείας καὶ ζώσης Ὀρθοδόξου ἐκκλησίας». Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1828 μία ἐνέργειά του φανερώνει τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ Ρωμαίϊκη λύση τοῦ Ἀνατολικοῦ ζητήματος. Ὑποβάλλει στὸν Τσάρο Νικόλαο σχέδιό του, ποὺ προέβλεπε τὴν ἀναδιοργάνωση τῆς Ὀθωμανικῆς Ρούμελης (τῆς Βαλκανικῆς) σὲ Ὁμοσπονδία πέντε αὐτόνομων κρατῶν (Ἑλλάδος, Ἠπείρου, Μακεδονίας, Σερβίας καὶ Δακίας) μὲ ἐλεύθερη πόλη τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ προσπάθεια αὐτὴ συνιστᾶ ὀφθαλμοφανῶς παραλλαγὴ τοῦ Βαλκανικοῦ σχεδίου τοῦ Ρήγα. Τὸ Καπποδιστριακὸ σχέδιο, βέβαια, ἀπορρίφθηκε μὲ τὴν συνθήκη τῆς Ἀδριανουπόλεως (14.9.1829), ἀλλὰ ἔγινε τὸ θεμέλιο τῆς Ρωσσοευρωπαϊκῆς καὶ Ἀμερικανικῆς πολιτικῆς τῆς «Βαλκανοποιήσεως», ἐνῶ ὁ Καπποδίστριας ἐργαζόταν γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση καὶ προοδευτικὴ ἑνοποίηση τῶν Εὐρωπαϊκῶν ἐπαρχιῶν τῆς Αὐτοκρατορίας τῆς «Νέας Ρώμης». Ἔτσι κατανοεῖται καὶ ἡ μαρτυρία τοῦ Ν. Σπηλιάδη, γιὰ τὴν ἐπιθυμία τοῦ Καπποδίστρια νὰ ἐπιτύχει τὴν ἵδρυση τῆς «Νεορωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας», δηλαδὴ ἀνάσταση τῆς αὐτοκρατορίας «Νέας Ρώμης» / «Βυζαντίου».
Πῶς μπορεῖ ἄλλωστε νὰ ἑρμηνευθεῖ ἡ ἐπιμονὴ τοῦ Καπποδίστρια νὰ παραδεχθεῖ ὁ ἐπίδοξος Βασιλιὰς τῆς Ἑλλάδος Λεοπόλδος τοῦ Σὰξ – Κοβούργου τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, συναντώμενος σὲ αὐτὸ μὲ τὸν Στρατηγὸ Μακρυγιάννη, ποὺ ἔβλεπε τὸ ἄρθρο 40 τοῦ Συντάγματος (1844) ὡς τὸ «Βαγγέλιον τοῦ Θεοῦ;». Τὸ πρόβλημα τῆς Βασιλείας στὴν Ἑλλάδα μετὰ τὸν Καπποδίστρια δὲν θὰ εἶναι ἡ (πάντα Δυτικοῦ τύπου) ἀντίθεση «Βασιλευόμενης Δημοκρατίας» καὶ «Προεδρευόμενης Δημοκρατίας», ἀλλὰ ἡ φύση τοῦ βασιλικοῦ θεσμοῦ: Κληρονομικός (ρατσιστικός /ἀπολυταρχικός) ἤ Αἱρετός (δημοκρατικός;).
Ἄπλετο φῶς, τέλος, γιὰ τὴν κριτικὴ ἀποτίμηση τῶν πολιτικῶν ἐνεργειῶν τοῦ Καπποδίστρια ρίχνει ἡ μελέτη τῆς ἐκκλησιαστικῆς πολιτικῆς του, βασικότατο κεφάλαιο ποὺ δυστυχῶς ὁρισμένοι δὲν φαίνεται νὰ λαμβάνουν σοβαρὰ ὑπ᾿ ὄψη, χάνοντας ἔτσι τὴν βασικότερη ἴσως προοπτικὴ γιὰ τὴν προσέγγιση καὶ κατανόηση τοῦ Καπποδίστρια ὡς διπλωμάτη καὶ πολιτικοῦ.
Ἡ σύνδεση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χώρου μὲ τὴν Παιδεία στὴν «Γραμματεία τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῆς Δημοσίου Παιδείας», χωρὶς προηγούμενο ἢ καὶ ἑπόμενο στὴν «Εὐρωπαϊκὴ» πολιτικὴ σκηνή, συνιστᾶ ὄχι μόνο ἐνσυνείδητη ἐμμονὴ τοῦ Καπποδίστρια στὸ πνεῦμα τῆς παραδόσεως, ποὺ θέλει τοὺς δύο αὐτοὺς χώρους ἀδιάσπαστα ἑνωμένους (καὶ ὁ Καπποδίστριας τοὺς θεωροῦσε «ἀχώριστους» καὶ «πρὸς ἕνα συντρέχοντα σκοπόν, τὴν ἠθικὴν τῶν πολιτῶν μόρφωσιν»), ἀλλὰ καὶ τὴν ἀντίθεσή του πρὸς τὸ πνεῦμα τοῦ χωρὶς εἰσαγωγικὰ εὐρωπαϊστῆ Κοραῆ, ὁ ὁποῖος μὲ τὶς καλβινίζουσες προϋποθέσεις του, ἐνέτασσε στὸ ἔργο του «Λειτουργοῦ τῆς Δημοσίου Παιδείας» τὴν φροντίδα τῆς Ἀστυνομίας, τοῦ Δικαίου καὶ τῆς Θρησκείας». Ἡ ὀργάνωση, ἐξ ἄλλου, τῶν Καπποδιστριακῶν Σχολείων μὲ μελέτη πατερικῶν ἔργων καὶ κατὰ τὸ μοναστηριακὸ σύστημα φανερώνει τὴν θέλησή του γιὰ τὴν συντήρηση αὐτῆς τῆς σχέσης. Τὸ ἴδιο ἀποδεικνύει ὅμως καὶ ἡ ἀντιμετώπιση ἀπὸ τὸν Καπποδίστρια τοῦ ζητήματος τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας γιὰ τὴν ἀξιοποίηση καὶ ὄχι τὴ διαρπαγή της, κάτι ποὺ δυστυχῶς δὲν βρῆκε συνέχεια.
Μία ἰδιαίτερα σημαντική του ἀπόφαση τὸν Αὔγουστο τοῦ 1831 φωτίζει καθοριστικὰ ὄχι μόνο τὸ φρόνημά του, ἀλλὰ καὶ τὸ μαρτυρικὸ τέλος του, ποὺ προβάλλεται σὲ μία ἄλλη προοπτικὴ.
Κατὰ πληροφορία, ποὺ μᾶς προσφέρει τὸ Ἀρχεῖο τοῦ Ἑλληνικοῦ Ὑπουργείου τῶν Ἐξωτερικῶν (γράμμα Κων. Οἰκονόμου πρὸς τὸν πρέσβη τῆς Ρωσσίας στὴν Πόλη Τιτώφ, ἀπὸ 16.2.1850), ὁ Καπποδίστριας βιαζόταν νὰ ἀποκατασταθεῖ ἡ σχέση μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο κατὰ τὴν δήλωσή του, «ἵνα μὴν πέσῃ ἡ ὑπόθεσις εἰς τῶν Φράγκων τὰς χείρας καὶ τότε ἐχάθημεν!». Ὁ Οἰκονόμος μνημονεύει δήλωση πρὸς αὐτόν τοῦ ἀπὸ Ρέοντος καὶ Πράστου καὶ μετέπειτα Κυνουρίας Διονυσίου, τὸν ὁποῖον «μετακαλέσας» ὁ Καπποδίστριας «διώρισε διὰ τὴν Κωνσταντινούπολιν» «ἵνα γένηται ἡ κανονικὴ ἀναγνώρισης τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας». Παρατηρεῖ δὲ ὁ Οἰκονόμος: «Πόσον πολιτικῶς καὶ Ὀρθοδόξως ἅμα προεῖδε καὶ τούτου τοῦ πράγματος τὴν ἀνάγκην ὁ ἀείμνηστος ἐκεῖνος!». Ἀλλά, ὅπως συνεχίζει ὁ Οἰκονόμος, «Ἐνῶ ἀπῆλθεν οὗτος (ὁ Κυνουρίας) εἰς τὴν ἐπαρχίαν αὐτοῦ πρὸς ἑτοιμασίαν, μετ᾿ ὀλίγας ἡμέρας συνέβη καὶ ἡ τοῦ Κυβερνήτου τελευτὴ» (=δολοφονία).
Τὸ σωζόμενο ἀρχειακὸ ὑλικὸ γιὰ τὴν Ἰόνιο Ἀκαδημία τῶν ἀδελφῶν Τυπάλδων Ἰακωβάτων (Ληξούρι) δίνει ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα γιὰ τὴν σπουδὴ τοῦ Καπποδίστρια τὴ συγκεκριμένη αὐτὴ στιγμή. Ἀπὸ τὸ ὑπόμνημα τοῦ Κων. Τυπάλδου – Ἰακωβάτου, καθηγητῆ τῆς Ἰονίου Ἀκαδημίας (Αὔγουστος 1831) πληροφορούμαστε γιὰ τὶς ἐνέργειες στὸν κύκλο τῆς Ἀρμοστείας τῆς Ἑπτανήσου γιὰ ἐνεργοποίηση τοῦ μηχανισμοῦ τῆς αὐτονομήσεως διὰ μέσου τῆς αὐτοκεφαλίας τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐπαρχιῶν τῆς Ρωμαίϊκης Ἐθναρχίας. Ὅπως ἀπέδειξε ἡ συνέχεια (Ἑλλαδικὸ αὐτοκέφαλο τοῦ 1833, Βουλγαρικὴ Ἐθναρχία 1870) ἡ Δυτικὴ πολιτικὴ ἐπεδίωκε τὴν βίαιη ἀπόσπαση τῶν ἐπαρχιῶν τῆς Ἐθναρχίας καὶ τὴν ὁριστικὴ διάλυση τῆς Ἐθναρχίας ὡς συνέχειας τῆς «Βυζαντινῆς» Αὐτοκρατορίας. Αὐτό, ἄλλωστε, γράφει καὶ ὁ Ὑπουργὸς Ἐξωτερικῶν Ἀναστ. Λόντος στὸν Ἐπιτετραμμένο τῆς Ἑλλάδος Πέτρο Δεληγιάννη στὶς 6 Φεβρουαρίου 1850 (μὲ τὴν ἔναρξη τῶν προσπαθειῶν γιὰ τὴν λύση τοῦ Ἑλλαδικοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ ζητήματος): «Αἱ κυβερνήσεις τῆς Ἀγγλίας καὶ Γαλλίας ἐνδιαφέρονται οὐχὶ μικρὸν εἰς τὸ ζήτημα τοῦτο καὶ ἐπιθυμοῦσι διὰ πολιτικοὺς λόγους νὰ ἴδωσι τὴν Ἑλληνικὴν Ἐκκλησίαν ἐντελῶς ἀνεξάρτητον τοῦ ἐν Κωσταντινουπόλει Πατριαρχείου». Ὁ Ρωμηὸς Ἰωάννης Καπποδίστριας ἔσπευδε νὰ ἐπιτύχει λύση μέσα στὸ πνεῦμα τῆς ἱστορικοκανονικῆς παραδόσεως τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ διαφοροποιοῦταν διαμετρικὰ ἀπὸ τὰ σχέδια τῆς Εὐρώπης γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή. Καὶ μόνο ἡ ἐνέργειά του αὐτὴ εἶναι ἱκανὴ νὰ δείξει τὴν ἀληθινὴ φύση τοῦ εὐρωπαϊσμοῦ του. Ἡ περίπτωση, μάλιστα, αὐτὴ ἐντάσσει καὶ σὲ ἕνα ἄλλο πλαίσιο τὴν δολοφονία τοῦ Κυβερνήτη μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες. Διότι μὲ τὴν ἀποστολὴ τοῦ Κυνουρίας, ποὺ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ γνώριζαν οἱ Δυτικὲς κυβερνήσεις, χάραζε γιὰ τὸ Ἑλληνικὸ Ἔθνος μία προοπτικὴ ποὺ ἐρχόταν σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὰ συμφέροντα καὶ τὰ σχέδιά τους γι᾿ αὐτήν.
Πολλοὶ προσπάθησαν νὰ προσεταιριστοῦν τὸ ὄνομα τοῦ Καπποδίστρια ὡς «Εὐρωπαϊστῆ», «Ἀδέσμευτου ἀπ᾿ τὴν Πίστη», «Προοδευτικοῦ» κ.ἄ. Ὅμως ὁ Καπποδίστριας ἦταν πάνω ἀπ᾿ ὅλα Ρωμηὸς. Καὶ πιθανὸν σήμερα κάποιοι πνευματικοὶ ἀπόγονοι αὐτῶν ποὺ τὸν σκότωσαν νὰ θέλουν νὰ τὸν προβάλουν ὡς δικό τους ἄνθρωπο. Ἂς εἶναι. Ἡ Ἱστορία θὰ τοὺς διαψεύδει…
Πηγή: http://www.enromiosini.gr/arthrografia/ιωαννησ-Καπποδιστριασ-και-ρωμηοσυνη/
Τά πράγματα δεν ήσαν πάντοτε ρόδινα, καί ο Φιλλεληνισμός είχε κι΄ αυτός τά ύποπτα πρόσωπά του...
«... Πολὺ πρὶν τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821 ὁ Ῥήγας εἶχε ὀραματισθῆ μία ἀναγεγενημένη Ῥωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία. Την εποχή εκείνη η Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία εἶναι ἕνας γίγαντας μὲ πήλινα πόδια. Οἱ ἐξισλαμισμοὶ πληθαίνουν. Τὸ γένος φαίνεταιἔτοιμο νὰ ἀνταπεξέλθῃ στὰ κελεύσματα τῶν καιρῶν.
Ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης θυσιάζει τὴν στρατιωτικὴ του σταδιοδρομία στὸν βωμὸ τῆς Λευτεριᾶς καὶ βροντοφωνάζει τὸσύνθημα «μάχου ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος» στὸ Ἰασιο τῆς Μολδοβλαχίας. Ὀξυδερκὴς ὢν καὶ πεφωτισμένος στρατιωτικὸς,ἐπιλέγει τὴν καταλληλοτερη τοποθεσία Επανάστασης, ἐκεῖ… δίπλα στὴν Βασιλεύουσα.
Λίγους μῆνες πρωτύτερα, μετὰ τὴν ἧττα τῶν Τούρκων στὸν προσφατο Ρωσσο-Τουρκικὸ πόλεμο, ὁ Τσάρος εἶχε συνυπογράψῃ μὲ τὸν Σουλτάνο τὴν μὴ διατήρησι, γιὰ οἰονδήποτε λόγο, τουρκικῶν δυνάμεων στὶς αὐτονομες πλέον παραδουνάβιες ἠγεμονίες.
Μὲ τὴν κήρυξι ὅμως τῆς ἐπαναστάσεως, φοβούμενοι οἱ Ῥῶσσοι τὴν ἐνδεχομένη ἐπιτυχία της, δίδουν «εὐλογία» στὸν Τοῦρκο νὰ τὴν καταπνίξῃ. Ἡ πρώτη λοιπὸν ἀνθελληνικὴ ἐνέργεια τῶν δῆθεν συμμάχων μας ὁμοδόξων εἶναι γεγονός!
Ὅμως τὸ φρόνημα τοῦ γένους δὲν καταπνίγεται. Σὲ λιγότερο ἀπὸ ἕνα μήνα θὰ ξεσηκωθῆ ὅλη ἡ πονεμένη Ρωμηοσυνη. Ἡ Μακεδόνια, ἡ Ρούμελη, ὁ Μωρηᾶς, ἡ Κρήτη, ἡ Κύπρος, ὁ Πόντος, ἡ Καππαδοκία ἀκόμη καὶ ἡ Συρία.
Οἱ ξένες Δυνάμεις καταλαβαίνουν πὼς δὲν μποροῦν νὰ ἐξαφανίσουν τὴν ἑλληνικὴ ἐπανάσταση. Πρῶτοι οἱ Ἀγγλοι προσπάθησαν νὰ τὴν ποδηγετήσουν.
Μὲ τὰ περίφημα «Δάνεια τῆς Ἀγγλίας» ἐνίσχυσαν οἰκονομικά τους Προεστοὺς καὶ τοὺς Φαναριῶτες καὶ ὑποθήκευσαν τὰλεγόμενα ἐθνικὰ κτήματα τοῦ μελλοντικοῦ ἐλευθέρου κράτους.
Μὲ τὰ χρήματα τῶν δανείων οἱ Προεστοὶ ἐξαγόρασαν ἀρκετοὺς ὁπλαρχηγοὺς καὶ τοὺς ἔστρεψαν ἐνάντιον ἄλλων καπεταναίων.
Ξεσποῦν ἔτσι δύο ἐμφύλιοι πόλεμοι ποὺ καταλήγουν σὲἧττα τῆς μερίδος τῶν στρατιωτικῶν. Πολλοὶ ἡγέτες εἴτε δολοφονοῦνται ( Ὀδυσσέας Ἀνδροῦτσος, Πάνος Κολοκοτρώνης) εἴτε φυλακίζονται (Θεόδ. Κολοκοτρώνης).
Τὸ τελικὸ παρόλαυτα σχέδιο τῶν ξένων ἦταν ἡ ἑλλαδικοποίηση τῆς ἐπανάστασης. Ἑκατοντάδες πράκτορες παρουσιάζονταιὡς Φιλέλληνες, στὴν πραγματικότητα ὅμως ἐξυπηρετοῦν τὰ συμφέροντα τῶν πατρίδων τους.
Παράλληλα στὴν Ἑσπερία κυριάρχει ἕνα κλίμα ἄκρατου οὐμανισμοῦ προερχόμενο δήθεν στὸ ἀρχαιοελληνικὸ κλέος. Ἔτσι διάφοροι «πιθηκίζοντες» γραικοὶ (ἤ καλλίτερα γραικύλοι) τῆς Δύσεως, συνασπιζόμενοι μὲ τοὺς Δυτικούς μᾶς ζητοῦν νὰἀπαρνηθοῦμε τοὺς γονεῖς μας (Ρωμηοσύνη) καὶ νὰ προστρέξουμε στοὺς παπποῦδες μας ( κλασσικὴ αρχαία Ἑλλάδα).
Ἕνας οὐμανιστὴς ( "ανθρωπιστής") ἦταν καὶ ὁ Θεόκλητος Φαρμακίδης, ὅπως βεβαίως καὶ ὁ μεγάλος Διδάσκαλος(;) τοῦΓένους ὁ Κοραῆς. Ἐκείνη τὴν περίοδο ἐξάλλου ἐκυκλοφόρησε καὶ τὸ περίφημο ἀντικληρικὸ ἔργο "Ἑλληνικὴ Νομαρχία", τοῦἈνωνύμου Ἕλληνος, τὸ ὁποῖο ἐχλεύαζε τὴν Πίστη μας. Τὸ Γένος μας ὅμως ἀκολούθησε τοὺς ἀληθινοὺς Διδασκάλους του, ποὺ μὲ τὸ μαρτύριο τους προσυπέγραψαν τὰ φωτισμένα λόγια τους, ὅπως ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλος καὶ ὁ Ρῆγας.
Μετὰ τὰ πρῶτα ἐπιτυχή χρόνια τῆς ἐπανάστασης, μὲ ἐπικὲς νῖκες στὰ Δερβενάκια καὶ στὴν Γραβιά, ὁ ἴδιος ὁ Ἀγῶνας ἔχει προδωθῆ «ἀπὸ μέσα». Ὁ Ἰμπραήμ προελαύνει ἀνενόχλητος στὸν Μωρηὰ καὶ οὐσιαστικὰ ἡ ἐπανάσταση ἔχει καταπνιγῆ,ἀφήνοντας πίσω του καμένη γῆ!
Ἡ θυσία τοῦ Παπαφλέσσα στὸ Μανιάκι καὶἡ Παλληκαριὰ τοῦ Μακρυγιάννη στοὺς Μύλους δὲν εἶναι ἀρκετές, ἀφοῦ οἱ ἐμφύλιοιἐξουθένωσαν τοὺς ἐπαναστατημένους, ὄχι μόνο ψυχικὰ ἀλλὰ καὶ ὑλικά.
Οἱ Εὐρωπαῖοι ἀπὸ τὴν ἄλλοι ἄρχισαν νὰ καλοβλέπουν ἕνα κρατίδιο-προτεκτοράτο στὴν ΝΑ Μεσόγειο (βλ. Σκόπια). Ἔτσι λοιπὸν ὁ συνασπισμένος ρωσσοαγγλογαλλικος στόλος κερδίζει τὸν τουρκοαιγυπτιακὸ στὸ Ναυαρῖνο …καὶ ἡ Ἐπανάσταση σῴζεται!!!
Ὁ Κολοκοτρώνης μᾶς τὸ λέει στὸν πικρό του λόγο: «τὸ Ναυαρινο καὶ ὁ Μαιζών ἔσωσαν τὴν ἐλευθερία, ἀλλὰ πόσο ἐκατέβη ἡἄξια της…»
Ἐνῷ τὸ ἑλλαδικὸ κράτος ὁριοθετεῖται ἀπὸ τὶς Μεγάλες Δυνάμεις καθ' ὅπως τοὺς ἐβολευε, ὁ Κολοκοτρώνης τὴν κατάλληλη στιγμὴ προτείνει τὸν Καποδιστρια γιὰ Κυβερνήτη. Ὅμως ὁ Καποδίστριας ἦταν Ρωμηός. Μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια διακυβερνήσεως «ἔρχεται» ἡ δολοφονία του ἀπὸ τοὺς Μαυρομιχαλαίους.
Ὁ ἴδιος ὁ Πετρόμπεης (ἀδελφὸς καὶ πατέρας τῶν δραστῶν) ὁμολόγει ἀργότερα ὅτι οἱ Ἀγγλο-Γάλλοι « ἦταν ἡ αἰτία καὶ γῶ νὰχάσω τοὺς δικούς μου ἀνθρώπους καὶ τὸ ἔθνος νὰ χάση ἕναν κυβερνήτη ποὺ δὲν θὰ ματαβρῆ. Τὸ αἷμα του μὲ παιδευει ἕως σήμερα.».
Τὸ Ψευτορωμέηκο ποὺ εἶχε προφητεύση ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ἦταν πλέον γεγονός.
Στὶς 7 Μαΐου ὁ πρίγκηψ τῆς Βαυαρίας Ὄθων ἀνακηρύσσεται «Βασιλεὺς τῆς Ἑλλάδος». Ἕως ὅτου ἐνηληκιωθῆὁ 15χρονοςὌθων ἡ τριμελὴς Ἀντιβασιλεία ὀργιάζει! Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Φαρμακίδη καὶ τῶν ὑπὲρ ἄγαν Κοραϊστῶν ( τού Κοραή οπαδοί ) τὸ παιδὶ (ἑλλαδικὸ κράτος) ἀποκόπτεται ἀπὸ τὴν μάννα (Οἰκ. Πατριαρχεῖο). Τὸ πραξικόπημα εἶναι ἀπροσχημάτιστο.
Τὸ Αὐτοκέφαλο εἶναι γεγονός. Ἀρχηγὸς πλέον τῆς ἐκκλησίας δὲν εἶναι ὁ Πατριάρχης, ἀλλὰ ὁ Καθολικὸς Ὄθων!!!
Οἱ φιλέλληνες σωτῆρες τοῦ τόπου μας συνεχίζουν τὸἀνόσιο ἔργο τους. Στὶς 25 Σεπτέμβρη τοῦ 1833 βασιλικὸ διάταγμα διέτασσε τὸ κλείσιμο ὅλων τῶν μοναστηριῶν ποὺ εἶχαν λιγώτερο ἀπὸ 6 μοναχούς, τὸν ὑποχρεωτικὸἀποσχηματισμὸ τῶν καλογραιῶν, τὴν ἀπομάκρυνση τῶν δοκίμων, καθὼς καὶ τὴν δήμευση τῆς περιουσίας τῶν μονῶν (κτήματα, κειμήλια, εἰκόνες, βιβλία).
Οὔτε λίγο οὔτε πολὺ ἔκλεισαν περίπου 550 μοναστήρια!
Γράφει ὁ Μακρυγιαννης: «διέλυσαν τὰ μοναστήρια, συμφώνησαν μὲ τοὺς Μπαυαρέζους καὶ πούλαγαν τὰ δισκοπότηρα καὶὅλα τὰ ἱερὰ στὸ παζάρι. Ἀφάνισαν ὅλως διόλου τὰ μοναστήρια καὶ οἱ καημένοι οἱ καλόγεροι ὁπού ἀφανιστῆκαν εἰς τὸνἀγῶνα, πεθαίνουν τῆς πείνας μέσα στοὺς δρόμους ὁπού αὐτὰ τὰ μοναστήρια ἦταν προπύργια τῆς ἐπανάστασής μας.»
Στὸ ψευτορωμέηκο βρῆκαν εὐκαιρία νὰ στέρξουν πρὸς βοήθειαν καὶ πολλοὶ ἄλλοι «φιλέλληνες», ἰδίως πολλοὶ παπικοὶ καὶπροτεστάντες ἱεραπόστολοι, γιὰ νὰ μᾶς διδάξουν καὶ νὰ μᾶς ἀπαλλάξουν ἀπὸ τὶς δεισιδαιμονίες τῆς ὀρθόδοξης πίστης μας!
Ἄλλωστε τὰ προτεσταντικὰ σχολεῖα στὸ ἐλεύθερο κράτος ἀνέρχονταν σὲ δεκάδες.
Σήμερα οἱ εὐρωπαίζοντες πηγαίνουν ἔξω καὶ ὅταν γυρίζουν, γράφουν καὶ μιλᾶνε ἀφ' ὑψηλοῦ. Ἡ ξενομανία μας καὶὁπιθηκισμὸς μας ἔφθασε στὸ ἀπροχώρητο.
Τὸ «ψευτορωμέηκο» τοῦ Πατροκοσμᾶ εἶναι τὸ δικό τους κράτος. «Νὰ μὴν τὸ πιστέψετε, θὰ φύγη πίσω».
Ὁ καιρὸς γιὰ νὰ πληρωθῆ οἱ προφητεία του εἶναι ἴσως μακριά, ἴσως καὶ σχετικὰ κοντά, καὶ θὰ χρειαστοῦν συνεχεῖς καὶσκληροὶ ἀγῶνες γιὰ νὰ ξαναγίνῃ ἐτοῦτος ὁ τόπος Ρωμαίηκο. Αὐτὴ εἶναι ἡ μοῖρα μας.
Εὐτυχῶς ποὺ μᾶς ἔμειναν ὡς παρακαταθήκη γιὰ τὴν συνέχισι τοῦ ἀγῶνος ἡ πίστη τοῦ Κολοκοτρώνη, ἡ ἀνεξικακία τοῦΚαραϊσκάκη, ἡ ἀνιδιοτέλεια τοῦ Νικηταρᾶ …καὶ οἱ μετάνοιες τοῦ Μακρυγιάννη!
Πηγή: kivotoshelp.gr
Ἡ Νάουσα τιμοῦσε πάντοτε καί τιμᾶ, καί δικαιολογημένα, ὡς ἐθνομάρτυρες ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι θυσιάσθηκαν στόν μεγάλο χαλασμό πολεμῶντας, ἀλλά καί ὅλους αὐτούς, οἱ ὁποῖοι προτίμησαν τόν θάνατο ἀπό τήν ὑποδούλωση καί τήν ἀτίμωση στά χέρια τῶν Τούρκων, καί ἔπεσαν σάν τίς ἡρωικές ἐκεῖνες γυναῖκες στά νερά τῆς Ἀράπιτσας, γράφοντας τή δική τους χρυσή σελίδα ἱστορίας.
Η 10η Απριλίου έχει καταχωρηθεί ως μία από τις ηρωικότερες ημέρες της ιστορίας της Πατρίδος μας. Την 10η Απριλίου 1826 οι Μεσολογγίτες πραγματοποίησαν την ηρωική Έξοδο, ως μια σωτήρια λύση απαλλαγής τους από την πολιορκία των Τούρκων.
Δοξαστικό της εξόδου του Μεσολογγίου:
«........................
Στέκει ὁ Σουλιώτης «ὁ καλὸς
παράμερα καὶ κλαίει.
—Ἔρμο τουφέκι σκοτεινό,
τί σ' ἔχω ἐγὼ στὸ χέρι;
ὁποὺ σὺ μοὔγινες βαρὺ
κι ὁ Ἀγαρηνὸς τὸ ξέρει;»
Μολονότι τὰ τουφέκια, εἶχαν γίνει τόσο βαριὰ στὰ ἐξαντλημένα χέρια τῶν πεινασμένων πολεμιστῶν, οἱ ψυχὲς τους ἔμεναν ὁλόρθες, ἀκμαῖες, ἀνυπόταχτες.
Στὴν πρόταση τοῦ Ἰμπραὴμ Πασᾶ νὰ τοῦ παραδώσουν τὸ Μεσολλόγγι καὶ τὰ ὅπλα τους, οἱ Ἐλεύθεροι Πολιορκημένοι ἀπάντησαν μὲ τούτη τὴν περήφανη γραφή, ποὺ θυμίζει τὴν ἀπάντηση τοῦ Παλαιολόγου στὸν Μωάμεθ καὶ ποὺ ἐκφράζει τὴν προαιώνια, ἀναλλοίωτη καὶ ἀκαταδάμαστη ψυχὴ τοῦ Ἑλληνικοῦ Γένους.
Ἔγραφαν οἱ Μεσολογγίτες:
«Δὲν ἐλπίζαμε ποτὲ νὰ σᾶς ἀπεράση μιὰ τέτοια φαντασία ὁποὺ ὀκτὼ χιλιάδες ἅρματα αἱματωμένα νὰ τὰ ζητήσετε νὰ σᾶς τὰ δώσωμε μὲ τὰ χέρια μας, τὰ ὁποῖα ἅρματα συμφωνοῦν μὲ τὴν ζωήν. Ὅθεν, καθὼς βλέπομεν τὸν σκοπόν σας καὶ τὴν ἀπόφασιν ὁποὺ ἔχομεν ἡμεῖς, θὰ γίνη ὅ,τι ἀποφάσισεν ὁ Θεός, τὸ ὁποῖον δὲν τὸ ἠξεύρετε οὔτε ἡ Ὑψηλότης σας οὔτε ἡμεῖς καὶ ἂς γίνη τὸ θέλημα, τοῦ Θεοΰ».
Καὶ ἀληθινὰ μόνον ὁ Θεὸς θὰ μποροῦσε νὰ ἐμπνεύση τόσον ἄκαμπτη καρτεροψυχία, τόσον πρόφρονη ἐθελοθυσία!
Ἡ ὁλόχρονη σθεναρὴ ἄμυνα τῆς ἡρωϊκῆς Φρουρᾶς ἔφτασε στὸ ἀπόγειό της τὴ νύχτα τῆς 11 Ἀπριλίου 1826 μὲ τὴν κοσμοβόητη Ἔξοδο.
Τό video εἶναι ἀπό τήν θεατρική παράσταση τῆς Ἐθνικῆς ἑορτῆς γιά τό 1821 πού πραγματοποιήθηκε στίς 26 κ' 27 Μαρτίου 2011 στή Γ.Ε.Χ.Α. Ἀμπελοκήπων.
Ήδη την 1η Απριλίου οργανώθηκε οχλαγωγική διαδήλωση στην Κωνσταντινούπολι με επικεφαλής φανατικούς «σοφτάδες», τρόφιμους σπουδαστές των ιερατικών σχολείων.
Οι διαδηλωτές, αφού διέτρεξαν επί ώρες τους δρόμους της πρωτεύουσας με κραυγές και απειλές εναντίον των απίστων, καταπάτησαν την έξω από το τείχος ελληνική εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, την λεηλάτησαν και την έκαψαν.
Ο κύριος σκοπός των οργανωτών της διαδηλώσεως ήταν να προκληθεί σύγκρουση με Έλληνες «επαναστάτες» και έτσι να υπάρξει πρόσχημα για τη γενική σφαγή των απίστων, χωρίς η πραγματοποίησή της να παρεβαίνη τον τουρκικό νόμο και δίχως να παρέχει επιχειρήματα για επέμβαση της Ρωσίας, που οι Συνθήκες της παρείχαν δικαίωμα προστασίας των Χριστιανών της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Έλληνες «επαναστάτες» όμως δεν εμφανίσθηκαν στους δρόμους, όπως φαντάσθηκαν οι τούρκοι. Οι Έλληνες κλείσθηκαν στα σπίτια τους. Δεν δόθηκε έτσι πρόσχημα για τη γενική σφαγή.
Ο σουλτάνος εφάρμοσε τότε τη μέθοδο των μερικών σφαγών και των θανατώσεων εκλεκτών Ελλήνων, αυτών ιδίως που κατείχαν ηγετικές θέσεις.
Αλλα οι εγκληματικές αυτές πράξεις, αντί να τρομοκρατήσουν και να κάμψουν τους Έλληνες επαναστάτες, τους φανάτισαν και τους συσπείρωσαν περισσότερο και αντί να εξασθενίσουν, ενδυνάμωσαν την Επανάσταση.
Εν τω μεταξύ, ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε’, που είχε κατορθώσει κατά τον Μάρτιο να διασώσει τους χριστιανικούς πληθυσμούς, τους υποκείμενους στην εξουσία των Τούρκων, από τους μείζονες κινδύνους που είχαν προκύψει ως συνέπεια της αντιδράσεως του σουλτάνου στα επαναστατικά γεγονότα της Μολδοβλαχίας, αντιλήφθηκε, όταν έμαθε την επανάσταση της Πελοποννήσου, ότι θα άρχιζε νέος κύκλος αγριώτερων διωγμών.
Προβλέποντας ότι ο σουλτάνος θα στρεφόταν εναντίον των κορυφαίων του Έθνους, έσπευσε στο σπίτι του μεγάλου διερμηνέως Κωνσταντίνου Μουρούζη και τον προέτρεψε να φύγει, ώστε να σωθεί, λέγοντάς του, σύμφωνα με την αφήγηση του Φιλήμονος: «Αφετέ με να πληρώσω εγώ την εκδίκησιν του τυράννου. Είμαι γέρων, καταβαίνων τον τάφον.
Το σχήμα μου, η λειτουργία μου, με καλούσιν εις θυσίαν υπέρ του ποιμνίου. Σωθείτε όμως υμείς, διότι έχετε και ηλικίαν και ικανότητα και θέσιν κοινωνικήν, να υπηρετήσετε την πατρίδα».
Ο Κ. Μουρούζης «ουδόλως… κατώτερος των περιωνύμων Γεωργίου και Δημητρίου, … της αυτής οικογενείας» απάντησε στον πατριάρχη: «Γνωρίζω την τύχην ήτις με αναμένει. Αλλά, αν φύγω εγώ, σώζω μεν την ζωήν μου, θέλω όμως ιδεί εξαγορασθησομένην αυτήν δια του αίματος απείρων αθώων. Η φυγή μου θέλει βεβαιώσει έτι μάλλον τα περί ενοχής του γένους υποψίας του σουλτάνου, και η γενική σφαγή θέλει παρακολουθήσει ταύτην. Συμφέρει ένα απολέσθαι υπέρ του λαού. Ας θυσιασθώ εγώ, Δεσπότη μου αλλ’ ας σωθώσιν οι άλλοι, ας σωθή το έθνος».
Έτσι και ο πατριάρχης και ο μέγας διερμηνέας παρέμειναν στις θέσεις τους, για να υπερασπισθούν όσο μπορούσαν το έθνος. Ο σουλτάνος στράφηκε πρώτα εναντίον του μεγάλου διερμηνέως. Για την ενοχοποίησή του χρησιμοποιήθηκε σκευωρία.
Τη Μεγάλη Δευτέρα, 4 Απριλίου, ενώ πήγαινε στην υπηρεσία του, άγνωστος τον πλησίασε έξω από την πόρτα του «πασά – καπούσου» και του έδωσε επιστολή με υπογραφή του Αλεξάνδρου Υψηλάντη.
Ο Μουρούζης αναγνώρισε ότι η υπογραφή ήταν πλαστή και παρουσίασε αμέσως την επιστολή στον τούρκο υπουργό των Εξωτερικών, που τον καθησύχασε. Αλλά, ενώ έβγαινε από την αίθουσα, τον άρπαξε ο δήμιος και τον οδήγησε στο «γιαλί – κιοσκιού», όπου σε λίγα λεπτά εμφανίσθηκε ο ίδιος ο σουλτάνος, για να παρακολουθήσει τη θανάτωση του μεγάλου διερμηνέως.
Εκείνος πρόφθασε και του φώναξε στην τουρκική γλώσσα: «Αιμοβόρε σουλτάνε! σουλτάνε άδικε! σουλτάνε άθλιε! η τελευταία ώρα της βασιλείας σου εσήμανε αι ωμότητές σου τιμωρηθήσονται ο Θεός εκδικήσοι σοι το ελληνικόν έθνος». Αμέσως θανατώθηκε από τον δήμιο με αποκεφαλισμό. Έτσι τελείωσε τη ζωή του, σε ηλικία 32 ετών, ο Κωνσταντίνος Μουρούζης, «αναμφιβόλως», όπως γράφει o Κούμας, «ο αγαθοφρονέστατος πάντων των συγχρόνων του φαναριωτών».
Επακολούθησαν όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα θανατώσεις εγκρίτων Ελλήνων. Έτσι, θανατώθηκαν ο βάνος Μαυροκορδάτος, ο Παναγιώτης Χαντζέρης, ο βάνος Νικόλαος Χαντζέρης, ο σπαθάρης Δημήτριος Χαντζέρης, ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος από την Πελοπόννησο, ο Αντώνιος Τσίρας από την Πελοπόννησο και ο γιός του Στέφανος, ο βάνος Παναγιώτης Τσέγκης, ο Τσορμπατσόγλου με άλλους τέσσερεις άγνωστους, ο αγάς Αλέξανδρος Ράλλης, ο παχάρνικος Γεώργιος και ο κλουτσιάρης Ζαφείρης από τα Θεράπεια και άλλοι.
Εν τω μεταξύ η Πύλη διέταξε τον πατριάρχη να στείλη απογραφή των ελληνικών οικογενειών που έμεναν στο Φανάρι με τα ονόματα των ανδρών, τις πατρίδες και τα επαγγέλματά τους.
Ήθελε να έχει κατάλογο των «αρχοντικών» προσώπων και των μετοίκων Πελοποννησίων, Στερεοελλαδιτών και Αιγαιοπελαγιτών, ώστε να επιλέγει εύκολα τα θύματα, ανάλογα με τις αποφάσεις της κάθε φορά.
Επειδή δεν υπήρχε τέτοια απογραφή, ανέλαβαν να την πραγματοποιήσουν δύο Τουρκοκρήτες, που γνώριζαν ελληνικά, με δύο εφημέριους ως οδηγούς των. Συγχρόνως εκδόθηκε διάταγμα, που απαγόρευε με ποινή θανάτου την αναχώρηση των ραγιάδων υπό οποιαδήποτε σημαία. Ζητήθηκε σχετική συγκατάθεση των πρέσβεων των ευρωπαϊκών δυνάμεων και δόθηκε. Απέκτησαν έτσι οι τουρκικές αρχές το δικαίωμα να ενεργούν έρευνα στα πλοία των δυνάμεων αυτών.
Έστειλαν μάλιστα οι πρέσβεις διαταγές στους προξένους των σε όλη την οθωμανική επικράτεια, να μην παρέχουν στους Έλληνες άσυλο ή υπεράσπιση, ούτε να επιτρέπουν στους πλοιάρχους να δέχωνται φυγάδες. Μόνο o πρέσβυς της Ρωσίας Στρόγανωφ δεν παραδέχθηκε το απάνθρωπο αυτό διάταγμα της Πύλης και υποστήριξε ότι αντέβαινε στις Συνθήκες.
Με το μέτρο αυτό της απαγορεύσεως των αναχωρήσεων ήθελε η Πύλη να αποτρέψει την ενίσχυση των επαναστατών στην Ελλάδα με φυγάδες, αλλά και να έχει στην Κωνσταντινούπολι και τις άλλες πόλεις «επί το προχειρότερον πλείονα θύματα κατά τας περιστάσεις».
Ο πατριάρχης είχε τη δυνατότητα να διαφύγει παρ’ όλα αυτά τα μέτρα, αλλά έκρινε πάντοτε, ότι όφειλε να παραμείνη ως το τέλος στη θέση του. Στις προτροπές να φύγη, όταν γνώσθηκε η επανάσταση της Πελοποννήσου, απάντησε, όπως αναφέρει βιογράφος του: «Με προτρέπετε εις φυγήν μάχαιρα θα διέλθη τας ρύμας της Κωνσταντινουπόλεως και λοιπών πόλεων των Χριστιανικών επαρχιών.
Υμείς επιθυμείτε, όπως εγώ μετημφιεσμένος καταφύγω εις πλοίον ή κλεισθώ εν οικί οιουδήποτε ευεργετικού ημών πρεσβευτού, ν’ ακούω δ’ εκείθεν πως οι δήμιοι κατακρεουργούσι τον χηρεύσαντα λαόν ουχί. Εγώ δια τούτο είμαι Πατριάρχης, όπως σώσω το έθνος μου, ουχί δε όπως απολέσω τούτο δια της χειρός των γενιτσάρων. Ο θάνατός μου ίσως επιφέρει μεγαλυτέραν ωφέλειαν παρα η ζωή μου.
Οι ξένοι Χριστιανοί ήγεμόνες δεν θα θεωρήσωσιν αδιαφόρως πως η πίστις αυτών εξυβρίσθη εν τω προσώπω μου. Οι Έλληνες, οι άνδρες της μάχης, θα μάχωνται μετά μεγαλυτέρας μανίας, όπερ συχνάκις δωρείται την νίκην εις τούτο είμαι πεπεισμένος.
Βλέπετε μεθ’ υπομονής εις ό,τι και αν μου συμβεί… Ναι ας μη γείνω χλεύασμα των ζώντων δεν θα ανεχθώ ώστε εις τας οδούς της 0δησσού, της Κερκύρας και της Αγκώνος διερχόμενος εν μέσω των αγίων να με δακτυλοδεικτώσι λέγοντες :Ιδού έρχεται ο φονεύς Πατριάρχης. Αν το έθνος μου σωθεί και θριαμβεύσει τότε πέποιθα ότι θα μου αποδώσει θυμίαμα επαίνου και τιμών, διότι εξεπλήρωσα το χρέος μου… Υπάγω όπου με καλεί ο νους μου, ο μέγας κλήρος του έθνους και ο πατήρ ο ουράνιος, ο μάρτυς των ανθρωπίνων πράξεων».
Ως το Μεγάλο Σάββατο οι τούρκοι είχαν θανατώσει μόνο λαϊκούς Έλληνες. «Έμεινε…», όπως γράφει ο Κούμας, «να επιφερθή ποινή εις τον κλήρον, ως εγγυητήν της υπακοής των Χριστιανών. Δια να γείνη επαισθητοτέρα, και ως καθόλου του Χριστιανικού γένους επαγομένη, επρόσμενεν η Οθωμανική αυλή την ημέραν του Πάσχα» και αποφάσισεν να θανωτώση και τον ίδιο τον πατριάρχη. Στις 10 το πρωί της Κυριακής του Πάσχα, 10ης Απριλίου, έφτασε στα Πατριαρχεία ο νέος μέγας διερμηνέας Σταυράκης Αριστάρχης και κατευθύνθηκε στη μεγάλη αίθουσα, το «μεγάλον συνοδικόν».
Ανέβηκε τότε εκεί και ο πατριάρχης, και συνδιαλεγόταν μαζί του, ενώ εκείνος έκρυβε τον λόγο της αποστολής του και την ταραχή του όσο μπορούσε. Έφτασαν σε λίγο οι αρχιερείς που κατοικούσαν κοντά, αμέσως ακούσθηκε θόρυβος από άλογα στην αυλή και παρουσιάστηκαν στην αίθουσα, «μορφήν φέροντες τεράτων! αγριωπών», όπως γράφει ο Φιλήμων, «ο γενιτσάραγας, ο μποσταντσίμπασης, ο τσαουσλάρ εμινή, ο κεσεδάρης του υπουργού τωv εξωτερικών και άλλοι πολλοί ..,. μέχρι πεντήκοντα».
Ο Πατριάρχης τότε κατάλαβε τον λόγο της παρουσίας τους και ζήτησε να του φέρουν «τον τρίβωνα και το επανωκαλύμαυχον». Τα φόρεσε και αποσύρθηκε στο κάτω μέρος της αίθουσας. Ο μέγας διερμηνέας σηκώθηκε όρθιος και διάβασε διάταγμα παύσεως του πατριάρχη και εξορίας του.
Ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε’, που δεν ήταν πια ούτε αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ούτε πατριάρχης, στράφηκε, στην έξοδο της αίθουσας. Τον περιστοίχισαν τότε οι τούρκοι και ο κεσεδάρης τον οδήγησε στην αποβάθρα του Φαναρίου όπου τον επιβίβασαν σε ακάτιο μαζί με τον ανεψιό του Δημήτριο και τον ιεροδιάκονο Αγάπιο, που τον συνόδευαν.
Το ακάτιο όμως, αντί να κατευθυνθεί προς το Καδίκιοϊ (Χαλκηδόνα), τον τόπο της εξορίας, σύμφωνα με το διάταγμα, στράφηκε προς το γιαλί – κιοσκιού, οπότε φάνηκε ότι είχε αποφασισθεί η θανάτωση του πατριάρχη. Μετά την αποβίβαση τον έκλεισαν στην τρομερή φυλακή του μποσταντσίμπαση.
Εν τω μεταξύ στα Πατριαρχεία, όπου είχαν συγκεντρωθεί για την εκλογή νέου πατριάρχη, οι αρχιερείς, οι ηγεμόνες Αλέξανδρος Καλλιμάχης και Σκαρλάτος Καλλιμάχης, ο μέγας διερμηνέας, ο μέγας λογοθέτης της Εκκλησίας Στέφανος Μαυρογένης, οι πρόκριτοι και οι προϊστάμενοι των Συντεχνιών, διάβασε πάλι ο μέγας διερμηνέας το διάταγμα για την έκπτωση του πατριάρχη και την εκλογή νέου:
«Επειδή ο πατριάρχης Γρηγόριος εφάνη ανάξιος του πατριαρχικού θρόνου, αχάριστος και άπιστος προς την Πύλην και ραδιούργος, γίνεται έκπτωτος της θέσεώς του και τω προσδιορίζεται διαμονή εις το Καδίκιοϊ μέχρι δευτέρας διαταγής… Μη επιθυμούσα η Υψηλή Πύλη να στερήσει τους πιστούς της υπηκόους από της πνευματικής κηδεμονίας του κοινού πατρός των, διατάττει να εκλέξωσι πατριάρχην κατά την ανέκαθεν συνήθειά των».
Η εκλογή όμως καθυστερούσε. Οι καταλληλότεροι για τον πατριαρχικό θρόνο αρχιερείς παρακαλούσαν να μην εκλεγούν. Έφθασε τότε νέα, αυστηρή διαταγή της Πύλης, να γίνη αμέσως η εκλογή.
Τελικά δέχθηκε ο Πισιδίας Ευγένιος, Φιλιππουπολίτης. Εφοδιάσθηκε αμέσως με τη συστατική αναφορά και πήγε στην Πύλη σύμφωνα με τα καθιερωμένα. Όταν γύρισε, έγινε δεκτός με τις συνηθισμένες τυπικές τιμές και επακολούθησε η δοξολογία μέσα σε ατμόσφαιρα κατήφειας, θλίψεως και αγωνίας.
Μετά την αναχώρηση από την Πύλη του νέου πατριάρχη οι τούρκοι βγάλανε από τη φυλακή τον πατριάρχη Γρηγόριο, τον επιβίβασαν πάλι σε ακάτιο με συνεπιβάτη τον κοτσίμπαση (αρχιβασανιστή) και απομάκρυναν τους δικούς του συνοδούς.
Το ακάτιο, κυκλωμένο από άλλα, με 4 ως 5 στρατιώτες, κατευθύνθηκε πίσω στην αποβάθρα του Φαναρίου, όπου και αποβίβασαν τον πατριάρχη με τα χέρια του δεμένα πίσω.
Εκεί άγριο πλήθος Τούρκων ενόπλων και στρατιωτών είχε συγκεντρωθεί και περίμενε, γαυριώντας, να παρακολουθήσει τη θανάτωση του αρχηγού των Ελλήνων, “ως πρώτου δήθεν και κυρίου αρχηγού της επαναστάσεως της Πελοποννήσου.”
Ο πατριάρχης Γρηγόριος προχώρησε λίγα βήματα, γονάτισε και έσκυψε το κεφάλι, περιμένοντας το μαχαίρι του δημίου. Αλλά ο κοτσίμπασης του έδωσε λάκτισμα και του είπε αγρία «καλκ γιου ρου» (σήκω και προχώρα) και, όπως ο πατριάρχης από το γήρας και την εξάντληση δεν μπορούσε να σηκωθεί, τον βοήθησε o ίδιος.
Δυό στρατιώτες τον υποβάσταζαν για να συνεχίσει την πορεία στον ανηφορικό δρόμο προς τα Πατριαρχεία. Όταν έφτασαν εκεί χρειάσθηκε να περιμένουν. Είχε αποφασιστεί για τον πατριάρχη θάνατος με απαγχονισμό και ως θέση η μεσαία από τις τρείς εξωτερικές θύρες των Πατριαρχείων ετοίμαζαν τότε την αγχόνη με δοκούς που έμπηγαν στον θριγκό του τοίχου επάνω από τη θύρα αυτή και δεν είχε τελειώσει ακόμη η εργασία.
Κατά τον χρόνο της αναμονής ο πατριάρχης προσευχόταν. Όταν όλα συμπληρώθηκαν, ο μποσταντσήμπασης του είπε με βροντώδη φωνή, όπως αναφέρει ο Φιλήμων: «Κακούργε, ουκ ει συ ο διαφθείρας τους δούλους του σουλτάνου, του καταφυγίου του κόσμου; ουκ ει συ ο ωθήσας τους απίστους υπηκόους εις την αποστασίαν;…» και έδωσε διαταγή στους δημίους. Αυτοί τον έσυραν στην αγχόνη. Ο θάνατός του επήλθε αμέσως.
Στο στήθος του αναρτήθηκε έγγραφο, που ανέφερε την αιτία της καταδίκης του:
«Επειδή χρέος των ανωτέρων και των αρχηγών, οιουδήποτε έθνους, είναι το επαγρυπνείν νυχθημερόν επί των εις την επιτήρησιν αυτών εμπεπιστευμένων προσώπων, το πληροφορείσθαι περί πασών των πράξεων αυτών και αναφέρειν εις την κυβέρνησιν πάντα τα μεταξύ αυτών ανακαλυπτόμενα εγκλήματα και οι Πατριάρχαι, όντες επίσης, ως εκ της θέσεως αυτών, ανώτεροι και αρχηγοί των υπηκόων, οίτινες ζώσιν εν ασφαλεία υπό την σκιάν της αυτοκρατορικής εξουσίας, οφείλουσιν, ίνα προ πάντων ώσιν άμωμοι, έντιμοι, χρηστοί και ειλικρινείς κεκτημένοι δε τας ιδιότητας ταύτας, αφ’ ου εννοήσωσι τας αγαθάς και κακάς κλίσεις λαού τίνος, οφείλουσιν, ίνα προλαμβάνωσιν εγκαίρως τας κακάς δι’ απειλών τε και συμβουλών, εν ανάγκη δια τιμωριών κατά τα παραγγέλματα της θρησκείας αυτών, και πληρούσιν ούτω μέρος της ευγνωμοσύνης ην οφείλουσι τη υψηλή Πύλη δια τας ευεγερσίας και τας ελευθερίας, ην απολαύουσιν υπό την αγοθοεργόν αυτής σκιάν.
Αλλ’ ο άπιστος Έλλην Πατριάρχης, όστις όμως έδωκε προηγουμένως τοσαύτα αφοσιώσεως δείγματα, δεν ηδυνήθη να μη συμμεθέξη νυν εις τας στάσεις και την επανάστασιν του έθνους αυτού, επιχειρισθείσαν υπό διαφόρων διεφθαρμένων ανθρώπων, επιλαθομένων εαυτών και παρασυρομένων υπό διαβολικών και χιμαιρικών ιδεών χρέος δε αυτού ην, όπως διδάξη τους αμαθείς, ότι προέκειτο ενταύθα περί επιχειρήσεως ματαίας, ουδέποτε δυναμένης ίνα πραγματοποιηθή, επειδη τα κακα σχέδια ουδέποτε θριαμβεύουσι κατα της μωαμεθανικης ισχύος και θρησκείας, λαβουσών την ύπαρξιν αυτών παρά του θεού από χιλίων και πλέον ετών, και διατηρηθησομένων μέχρι της τελευταίας κρίσεως, ως βεβαιεί ημάς ο ουρανός δια αποκαλύψεων και θαυμάτων.
Εν τούτοις ένεκα της διαφθοράς της καρδίας αυτού ου μόνον δεν εγνωστοποίησεν, ουδ’ ετιμώρησε τους απλούς ανθρώπους, οίτινες επλανήθησαν, αλλά, κατά πάσαν πιθανότητα, αυτός ο ίδιος μετέσχε κρυφίως ως αρχηγός της επαναστάσεως, ώστε αναποφεύκτως σχεδόν άπαν το Ελληνικόν έθνος, εν υπάρχουσι πολλοί αθώοι και δυστυχείς υπήκοοι, ουδέ την ελαχίστην ταύτης γνώσιν έχοντες, θέλει καταστραφή ίσως εκ θεμελίων και καταστή το αντικείμενον της οργής του Θεού.
Όταν η αστυνομία επληροφορήθη περί της επαναστάσεως, και αφ’ ου αυτή εγνώσθη υπό του κοινού, η υψηλή Πύλη, υπό μόνης της συμπαθείας προς τους δυστυχείς αυτής υπηκόους ορμουμένη, εζήτησεν ίνα επαναγάγη αυτούς δια της γλυκύτητος εις την οδόν της σωτηρίας, και διεύθυνεν επί τούτω προς τον Πατριάρχην προσταγήν, διαλαμβάνουσαν διαταγάς και συμβουλάς αναλόγους προς τον σκοπόν τούτον, μετά διαταγής προς τον Πατριάρχην, όπως αναθεματίση πάντα τα μέρη του τόπου, ένθα ο τρόπος ούτος κατέστη αναγκαίος κατά των συμμετασχόντων της επαναστάσεως υπηκόων.
Άλλ’ αντί να δαμάση αυτούς, και πρώτος αυτός να επανέλθη εις το χρέος αυτού, αυτός ο άπιστος υπήρξεν υπέρ πάντα άλλον ο άξων πασών των αταξιών, των μέχρι του δεδιαταραξασών την κοινήν ησυχίαν, επείσθημεν, ότι και αυτός εγεννήθη εις Πελοπόννησον, και ότι συμμετέσχε πασών των βιαίων πράξεων, ας τινές υπήκοοι πεπλανημένοι έπραξαν εκεί και εις την επαρχίαν των Καλαβρύτων.
Ούτω λοιπόν αυτός ο ίδιος υπήρξεν αίτιος της εξοντώσεως και της απωλείας, ην βεβαίως θέλουσιν υποστεί τη βοήθεια του Θεού. Επειδή δε επείσθημεν απανταχόθεν περί της προδοσίας αυτού ου μόνον κατά της υψηλής Πύλης, αλλά και κατά του ιδίου αυτού έθνους, αναγκαίον κατέστη, όπως αφαιρεθή το σώμα του από της γης και δια τούτο απηγχονίσθη, ίνα χρησιμεύση εις παράδειγμα δια τους λοιπούς.»
Εξεδόθη την 19 του μηνός Ρετζέπ έτος 1230 (10 Απριλίου 1821)
Πηγή: http://romfea.gr/foni-ierarxon/16419-2013-04-10-19-00-33
Ο Σαράντης Καργάκος και ο Δημήτρης Νατσιός σπάνε την ηχομόνωση της Νέας Εποχής.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...