Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς Ἐπίσκοπος Ἐφέσου αναιδείχθει σε φλογερό υπέρμαχο και ακράδαντο στύλο της αμωμήτου ορθοδόξου πίστεως, θεόπνευστος, και πανευκλεής ιεράρχης της Εφέσου.
Είναι κοινή διαπίστωση, μα και λυπηρά δυστυχώς, στις ημέρες μας αντιστραφήκανε οι όροι. Οι όροι της λογικής, της τάξεως και της ευπρέπειας.
Σέ πεῖσμα τῶν καιρῶν, ἐμεῖς δεν θά πάψουμε ν᾽ ἀναφερόμαστε σε ἱερές, ὁδηγητικές μορφές τοῦ παρελθόντος, πρός ἐνίσχυση, ἐνδυνάμωση καί ἀναψυχή. Συμπληρώνονται ἐφέτος 150 (154) ἔτη ἀπό την ὁσιακή κοίμηση τοῦ Παπουλάκου.
.
Πολέμησε ὁλόψυχα ξένες ἐπιδράσεις, δυτικές παραδόσεις, ξένες πρός τήν ὀρθόδοξη παράδοση. Καυτηρίασε τόν ἑτερόδοξο μονάρχη, πού ἔκλεισε πολλά μοναστήρια καί γκρέμισε βυζαντινούς ἱ. ναούς. Γιά τά φλογερά κηρύγματά του, διώχθηκε, ταλαιπωρήθηκε, ἐξορίσθηκε καί φυλακίσθηκε.
.
Οἱ τότε ἐκσυγχρονιστές τόν κατηγόρησαν ὡς ἀγύρτη, γιατί τούς ἐνοχλοῦσαντά λόγια του. Ὁ λαός ἀκολουθοῦσε τόν ἄδολο μαχητή, τόν ἀκέραιο ἱεροκήρυκα, τόν ἀκτήμονα μοναχό, τόν ὁμολογητή ρασοφόρο. Ἀπό νωρίς ὁ Παπουλάκος, κατάλαβε καλά ὅτι ἡ δυτική θεολογία ἦταν ἀνορθόδοξη καί ἀντιορθόδοξη.
.
Ἡ δυτική θεολογία ἤθελε να κατεβάσει τόν οὐρανό στή γῆ, να διατηρεῖ τούς χριστιανούς στη σκλαβιά, νά καλλιεργεῖ τόν ἀλλαζονικό οὑμανιστικό ἀνθρωπισμό, πού ἔφερνε τόν ἀθεϊσμό. Ἀποφάσισε ἔτσι νά διδάξει τόν λαό μεγάλες ἀλήθειες μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς του. Ἡ Βαυαροκρατία ἦταν σκληρή ἀπέναντι στόν ὀρθόδοξο κλῆρο. Ἤθελαν νά φραγκέψουν τά πάντα. Ἀντιστάθηκαν σθεναρά, ὁ στρατηγός Μακρυγιάννης, ὁ Κοσμᾶς Φλαμιάτος, οἱ Κολλυβάδες, Φιλοκαλικοί, Ἁγιορεῖτες Πατέρες καί ὁ ἄφοβος Παπουλάκος.
Ὁ Χριστoφόρος Παναγιωτόπουλος ἤ Χριστοπανάγος ἤ Παπουλάκος ἤ Παπουλάκης γεννήθηκε στο μικρό χωριό Ἄρμπουνα τῶν Καλαβρύτων περί τό 1780. Ζοῦσε μέτρια καί μετρημένα, μέ τά τρία ἀδέλφια του, ἐμπορευόμενος ζῶα. Νέος ἀγάπησε τή μελέτη, τήν προσευχή καί τόν μοναχισμό. Ἔτσι ἀναχώρησε γιά τή ἱ. μονή τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, ὅπου ἐκάρη μοναχός. Κατόπιν ἐπέστρεψε στό χωριό του και ἔξω αὐτοῦ ἔκτισε ἕνα μοναστηράκι, πού τό ἀφιέρωσε στήν Παναγία. Μέ πολλές προσπάθειες κατάφερενά πάρει τήν ἄδεια τοῦ ἱεροκήρυκα. Μέ κόπους καί θυσίες ἄρχισε περιοδεῖες διδάσκοντας κατά τῶν ἄθεων γραμμάτων, σέ ὅλη τήν Πελοπόννησο.
Τό 1833 ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἶχε ἀποσχισθεῖ ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, με πρωτεργάτη τόν Θεόκλητο Φαρμακίδη, πού πιεζόταν ἀπό τόν Μάουερ. Κυνηγήθηκε ὁ μοναχισμός, οἱ μισσιονάριοι ἐργάζονταν ἀνενόχλητοι καί ὁ Παπουλάκος θέλησε ν᾽ ἀντιδράσει δυναμικά. Συνεχίζει τά κηρύγματά του, παρά τ᾽ ὅτι τοῦ πῆραν τήν ἄδεια, ὡς νέος ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Τον ἐχθρεύονται καί αὐτόν πολλοί, ὁ Κοραῆς, ὁ Καΐρης, ὁ Φαρμακίδης καί ἄλλοι. Γιά τό ἔργο του συλλαμβάνεται τό 1851 στήν Ἀχαΐα για πρώτη φορά. Ὁ κόσμος τόν ἄκουγε μέ προσοχή καί τόν ὑπεραγαποῦσε. Τά κηρύγματά του στρέφει μέ θεοσημεῖες καί προφητεῖες.
Ὁ λαός τόν ἀκολουθοῦσε πιστά και ἀπτόητα. Μέ προδοσία συνελήφθη τό 1852 καί ὁδηγήθηκε στίς φυλακές τοῦ Ρίο. Στή συνέχεια περιορίσθηκε στή ἱ. μονή Προφήτου Ἠλιοῦ Σαντορίνης καί κατόπιν στη ἱ. μονή Παναχράντου Ἄνδρου. Κι ἐκεῖ δέν ἔπαυσε τίς ψυχωφελεῖς διδαχές καί προτροπές. Ὁ Παπουλάκος ἦταν ἕνας ἁπλός, φτωχός, ἀληθινός καί τίμιος μοναχός. Ἀγαποῦσε τήν Ὀρθοδοξία καί τήν Ἑλλάδα, τόν Χριστό και τήν Ἀλήθεια. Ἀκολούθησε τον δρόμο τῆς ὁμολογίας, τοῦ μαρτυρίου, τῆς ἀσκήσεως καί τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν ψυχῶν. Γι᾽ αὐτό ὁ πιστός λαός τόν ἀγάπησε καί τόν τίμησε ὡς ἅγιο. Παρέδωσε το πνεῦμα του στίς 18.1.1861, 150 (154) ἔτη πρίν ἡ μνήμη του παραμένει ζωντανή, γιά τήν καθαρότητα, γνησιότητα, ταπεινότητα καί ἀληθινότητα τῆς ζωῆς του.
Μορφές ἀνιδιοτέλειας, θυσίας καί προσφορᾶς χρειάζονται ἀπαραίτητα καί σήμερα.Ἡμέρες ἄτονες, ἰσχνές, ἄφωτες καί ταραγμένες, σάν τίς δικές μας, θέλουν ἡρωϊσμό, γενναιότητα, θάρρος καί τόλμη…
Στίς μετά τή σπατάλη ἰσχνές και δύσκολες ἡμέρες μας ξαναχρειάζεται ἐγερτήριο σάλπισμα προς μετάνοια, ἀνόρθωση, ἀνασυγκρότηση καί ὀρθοστασία. Ἡ ἐκκοσμίκευση κούρασε, ὁ μιμητισμός ταλαιπώρησε, ὁ ἐκδυτικισμός ἀλλοίωσε, ὁ συγκριτισμός ἐξαπάτησε, ὁ οἰκουμενισμός ἀστόχησε. Χρειάζονται ἀπαραίτητα γενναῖες φωνές, ἡρωϊκό φρόνημα, ὁμολογία πίστεως, πίστη θερμή ὡς τοῦ ὁσίου Παπουλάκου.
Ὑπό τοῦ Ἁγιορείτου Μοναχοῦ Μωυσέως
.
Σε κανέναν Άγιο της Εκκλησίας μας δεν έκανε τόσες και τέτοιες άγριες επιθέσεις πειρασμών ο διάβολος, όσες στον Μέγα Αντώνιο. Μεταχειρίστηκε ο δόλιος όλα τα μέσα για να τον γκρεμίσει, άλλα δεν μπόρεσε. Πάμπλουτος αλλά Αγράμματος, το 251 μ.Χ. γεννήθηκε στην Αίγυπτο το μεγάλο και φωτεινό αστέρι της χριστιανοσύνης ο Μέγας Αντώνιος. Ιδιαίτερη πατρίδα του ήτανε ένα μικρό χωριό, Κόμα ονομαζόμενο, που βρισκότανε ανατολικά της όχθης του ποταμού Νείλου, στην Νότιο Μέμφιδα.
Ο άγιος νεομάρτυρας Γεώργιος, ο πολιούχος των Ιωαννίνων, γεννήθηκε το 1808 στο χωρίο Τσούρχλι των Γρεβενών, το οποίο σήμερα προς τιμή του ιερού του βλαστήματος μετονομάστηκε σε «Άγιος Γεώργιος». Οι γονείς του ήσαν άνθρωποι πτωχοί αλλά ευσεβείς. Ζούσαν από τη γεωργία. Έτσι, δεν κατόρθωσαν να μορφώσουν το γιό τους, στον οποίον όμως μεταλαμπάδευσαν τη φλόγα της χριστιανικής τους πίστεως. Στην ηλικία των 18 ετών ο Γεώργιος στερήθηκε την προστασία των γονέων του, τους οποίους κάλεσε ο Θεός κοντά του, και κατέφυγε στα Ιωάννινα. Εκεί υπηρετούσε ως ιπποκόμος στην υπηρεσία διαφόρων Τούρκων, οι οποίοι ήσαν προύχοντες του τόπου και τον αποκαλούσαν Χασάν Αγά και ειρωνικά κατά την περίοδο του μαρτυρίου του Γκιαούρ Χασάν. Διακρινόταν ο μακάριος για την ακεραιότητα του χαρακτήρα του, την απλότητα του ήθους του και γενικά για τα χριστιανικά του προτερήματα, με τα οποία ήταν κατακοσμημένος, και το ψυχικό του κόσμο, που χαροποιούσε όλους.
Σε αυτή την ηλικία ο Γεώργιος αρραβωνιάσθηκε μια νεαρή χριστιανή, την Ελένη, ενώ υπηρετούσε σε κάποιον ακόλουθο του Εμίν Πασά. Δεν πρόλαβε όμως να χαρεί, γιατί δολίως συκοφαντήθηκε στους Τούρκους ότι, ενώ πριν από χρόνια είχε προσέλθει στον Ισλαμισμό, πάλι επέστρεψε στο Χριστιανισμό. Οδηγήθηκε τότε στη φυλακή των Ιωαννίνων, όπου ομολόγησε ότι ουδέποτε έγινε αρνησίχριστος και, αφού εξετάσθηκε και βρέθηκε απερίτμητος, αφέθηκε ελεύθερος.
Μετά από δυο χρόνια, στο διάστημα των οποίων στεφανώθηκε την Ελένη και απέκτησε και γιο, που αξιώθηκε να τον βαπτίσει τις παραμονές του μαρτυρίου του, στις 12 Ιανουαρίου του 1838, συνελήφθη πάλι από εμπαθείς και φανατικούς Τούρκους. Κατηγορήθηκε εκ νέου ότι, ενώ ήταν μουσουλμάνος, επέστρεψε στο χριστιανισμό, και υποβλήθηκε για έξη ημέρες σε φοβερά βασανιστήρια με σκοπό να αρνηθεί την πίστη του. Ο γενναίος και πιστός αγωνιστής Γεώργιος, που πιεζόταν από πολλούς Χριστιανούς να φυγαδευτεί στην ελεύθερη Ελλάδα, για να σωθεί δεν υπέκυψε στις πιέσεις, ούτε των Τούρκων για να αλλαξοπιστήσει, αλλά ούτε και των ομοθρήσκων του για να διασωθεί, και τελικά υπέστη μαρτυρικό θάνατο με αγχόνη στις 17 Ιανουαρίου. Απαγχονίστηκε στην αγορά του χάνδακος του μεγάλου Φρουρίου των Ιωαννίνων αναφωνώντας μέχρι τέλους· «Χριστιανός ειμί, ποιήσατέ μοι ει τι δεινόν οίδατε». Το σώμα του μάρτυρος έμεινε κρεμασμένο τρεις ολόκληρες ημέρες φρουρούμενο και καλυπτόμενο τις νύκτες από θείο φως προς έκπληξη και θαυμασμό όλων, χριστιανών και αλλοπίστων. Μάλιστα η απειρόδωρη χάρη του αγίου Πνεύματος θαυμαστώς δόξασε και αυτόν το νεομάρτυρα με πολλά θαύματα, αφού όσοι πήραν κομμάτι από την αγχόνη του ή τα ρούχα του είδαν μεγάλες θεραπείες.
Η εβδομάδα πριν από τον απαγχονισμό του νεομάρτυρα Γεωργίου μας θυμίζει τη Μεγάλη Εβδομάδα, την εβδομάδα των παθών του Θεανθρώπου Ιησού. Οι άνομοι Εβραίοι «απήγαγον τον Χριστόν εις το σταυρώσαι» (Ματ. κζ’ 31)· οι άπιστοι Αγαρηνοί οδήγησαν το νεομάρτυρα Γεώργιο στην αγχόνη. Μια εβδομάδα πέρασε από την θριαμβευτική είσοδο του Χριστού στα Ιεροσόλυμα μέχρι τη Σταύρωσή του στο Γολγοθά· μια εβδομάδα πέρασε από την ημέρα που ερχόμενος στα Γιάννενα ο Γεώργιος για τη βάπτιση του νεογέννητου γιού του πρωτοσυκοφαντήθηκε από τους Αγαρηνούς μέχρι την ημέρα που κρεμάστηκε μπροστά στη Μεγάλη Πύλη του Κάστρου των Ιωαννίνων. Οι ημέρες του μαρτυρίου του είναι οι έξι τελευταίες ημέρες της πρόσκαιρης ζωής του.
Την Τετάρτη το πρωί στις 11 Ιανουαρίου του 1838 κάποιος Οθωμανός συκοφάντησε το Γεώργιο, ότι ενώ ήταν τούρκος άλλαξε την πίστη του και έγινε χριστιανός. Με την άδικη αυτή συκοφαντία ο νεαρός φουστανελάς συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Στις απειλές των άπιστων με δυνατή φωνή και χωρίς φόβο απαντούσε· «Ποτέ δεν γίνηκα τούρκος, ούτε αρνήθηκα το Χριστό μου. Χριστιανός, και ήμην και αεί ειμί». Στη φυλακή πιέζεται να αρνηθεί την πίστη του, αλλά ως άκμονας πίστεως παραμένει ακράδαντος στην αγάπη του Χριστού. Τη νύκτα οι άπιστοι τον βασανίζουν στη φυλακή απάνθρωπα. Αυτός επιμένει στην πίστη και υπομένει.
Την Πέμπτη το πρωί οδηγήθηκε στον ανακριτή, όπου ξεκινώντας με κολακείες, στις οποίες έμεινε ανεπηρέαστος, υπέμεινε εμπτυσμούς και μαστιγώσεις μιμούμενος του Θεανθρώπου Χριστού τα πάθη και μονολογώντας «Χριστιανός ειμί». Όλη τη νύχτα υπέμεινε με καρτερία βασανιστήρια.
Την Παρασκευή οι άπιστοι του βυθίζουν βελόνια στα νύχια και, αφού τον ξαπλώνουν κάτω στη γη, του βάζουν μεγάλες και ασήκωτες πέτρες στο στήθος. Αυτός αντέχει και δοξολογεί το Χριστό, που τον αξιώνει να μαρτυρήσει για την αγάπη του.
Το Σάββατο οδηγήθηκε πάλι στον ανακριτή, όπου μαζεύτηκαν πολλοί Οθωμανοί, για να δουν την έκβαση του μαρτυρίου του. Του προτάθηκε να αλλαξοπιστήσει και να του κάνουν μεγάλες τιμές, ειδ’ άλλως θα τον θανατώσουν. Ο μακάριος Γεώργιος με δυνατή φωνή και ηρωικό φρόνημα τους καθηλώνει λέγοντας: «Χριστιανός και ήμην απ’ αρχής, Χριστιανός είμι και έσομαι μέχρι τελευταίας μου πνοής». Τρεις φορές παρουσιάσθηκε στον κριτή και τις τρεις έδωσε την ίδια απάντηση. Τότε έβγαλε ο κριτής την απόφαση της θανατικής καταδίκης.
Την Κυριακή ο γενναίος νεομάρτυρας οδηγήθηκε στον ανθύπατο (Καχαγιάμπεη),όπου αν και απειλήθηκε, δεν ενέδωσε. Από εκεί οδηγήθηκε στον Διοικητή Μουσταφά Πασά, ενώπιον του οποίου ο Γεώργιος ομολόγησε το Σωτήρα Χριστό.
Τη Δευτέρα το πρωί, γύρω στην έκτη ώρα της ημέρας, οδηγήθηκε στην αγορά του χάνδακος του μεγάλου φρουρίου, όπου και τον κρέμασαν, μέχρι τέλους φωνάζοντας «Χριστιανός ειμί, ποιήσατέ μοι είτι δειvόv οίδατε».
Το ευωδιάζον μαρτυρικό σκήνωμα του Γεωργίου δωρήθηκε στο Μητροπολίτη Ιωαννίνων, ο οποίος το έθαψε έξω από το Ιερό Βήμα του Μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Αθανασίου. Έκτοτε ο τάφος αυτός πολλά θαύματα επιτελούσε σε αυτούς που με πίστη τον προσκυνούσαν και ζητούσαν τη βοήθεια και την αρωγή του Άγιου.
Το επόμενο έτος του μαρτυρίου του, δηλαδή το 1839, ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Στ’ ανακήρυξε επίσημα το φουστανελοφόρο νεομάρτυρα Γεώργιο «αληθή μάρτυρα του Χριστού».
Πανηγυρικώς τα ιερά και θαυματόβρυτα λείψανά του ανακομίσθηκαν στις 26 Οκτωβρίου του 1971 και κατατέθηκαν στο φερώνυμο του γενναίου αθλητού ναό, ο όποιος κοσμεί την πόλη των Ιωαννίνων.
Τα πρώτα θαύματα μετά το μαρτύριο του Αγίου
Τρεις ήμερες παρέμεινε το μαρτυρικό σώμα του γενναίου αθλητού της πίστεως Γεωργίου στην αγχόνη. Εκεί, δίπλα στην πύλη του κάστρου, στο πιο κεντρικό σημείο της πόλεως, για να μπορέσουν να το δουν όλοι. Και πράγματι μικροί και μεγάλοι, συγκλονισμένοι ή και περίεργοι έτρεχαν να δουν τον τριαντάχρονο λεβέντη της χριστιανοσύνης, τον μάρτυρα της πίστεως. Για τους Τούρκους ήταν παράδειγμα απονομής δικαιοσύνης σε κάποιον που έλεγαν ότι προσέβαλε την πίστη τους. Για τους Χριστιανούς ήταν ακόμη μια θυσία για του Χριστού την πίστη την αγία και ένοιωθαν διπλά αισθήματα· θλίψη γιατί ο τουρκικός ζυγός παρέμενε άδικος και μοχθηρός, ενώ λίγο παρακάτω υπήρχε ελεύθερη Ελλάδα, και χαρά, γιατί αυτή η θυσία έδειξε τη δύναμη του Χριστού και τα μεγάλα κατορθώματα της πίστεως.
Δεν θέλησε όμως ο Θεός να μείνει χωρίς δόξα ο καλλίνικος αθλητής Του. Αυτός που είπε: «Τους δοξάζοντας με δοξάσω» πλημμύρισε με ουράνιο φως από το πρώτο βράδυ το μαρτυρικό σώμα που βρισκόταν κρεμασμένο στην αγχόνη. Το Θαβώριο φως της Μεταμορφώσεως, που τύφλωνε τους προκρίτους των μαθητών του Χριστού μας και ανάγκασε τον πρωτοκορυφαίο Πέτρο να σκεπάσει το πρόσωπό του πέφτοντας κάτω, φώτιζε όλους τους περαστικούς, και τους μεν ευσεβείς θέρμαινε και φώτιζε, τους δε απίστους κατέκαιε με τις πυρφόρες ακτίνες του. Οι Τούρκοι φύλακες ομολόγησαν ότι έβλεπαν κάθε νύχτα ένα φως που κατέβαινε στο κεφάλι του νεομάρτυρα Γεωργίου σαν χρυσό στεφάνι και ενώ απορούσαν παρέμεναν στην απιστία τους και θεωρούσαν τα συμβάντα σατανικά. Όταν προσπαθούσαν να πλησιάσουν το φως εκείνο απομακρυνόταν και έτσι προσπάθησαν να το διώξουν οι ταλαίπωροι, αν είναι δυνατόν, και μαζί του τη δόξα του Θεού πυροβολώντας το.
Το θαύμα διαδόθηκε αστραπιαία και πολλοί έσπευδαν να το δουν. Την τρίτη ήμερα κάποιοι συνάδελφοι του μάρτυρος ιπποκόμοι ζήτησαν την άδεια να πάρουν το άγιο σκήνωμα να το θάψουν και για να το επιτύχουν δωροδόκησαν το φιλάργυρο Μουσταφά Νουρή Πασά. Έτσι το απόγευμα της 19ης Ιανουαρίου ξεκρέμασαν το μαρτυρικό σώμα και διαπίστωσαν ότι, παρά το δριμύτατο κρύο αυτό διατηρούσε τη θερμοκρασία του και ήταν μαλακό και εύκαμπτο και καθόλου μελανιασμένο, λες και ο απαγχονισμός είχε γίνει λίγη ώρα νωρίτερα. Mε ευλάβεια, δέος και συντριβή εξ αιτίας και αυτού του θαύματος, το κατέβασαν σε βάρκα που περίμενε στην τάφρο του Κάστρου και με μεγάλη προφύλαξη ακολουθώντας τα νερά της λίμνης το μετέφεραν στο Ναό του Αγίου Αθανασίου, όπου το σαβάνωσαν στο παρεκκλήσι της Αγίας Μαρίνας και το έθαψαν με χριστιανική μεγαλοπρέπεια. Στην εξόδιο ακολουθία προεξήρχε ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Ιωακείμ, ο οποίος είχε την πεποίθηση ότι κήδευε έναν Άγιο της Εκκλησίας μας. Το γενναίο φουστανελά ενταφίασαν με τιμές έξω από το αριστερό παραπόρτι του Αγίου Βήματος εκεί που βρίσκεται μέχρι σήμερα ο χαριτόβρυτος τάφος του.
Όσοι πιστοί πήραν κομμάτια από την τριχιά της αγχόνης του νεομάρτυρα ή από το πανί του εσωρούχου του για ευλογία είδαν αμέτρητα θαύματα, αφού αυτά η χάρη του Θεού τα έκανε δοχεία ιαμάτων. Το ίδιο συνέβη και με το ζωνάρι του καθώς και με την κάλτσα του, όπως διηγήθηκαν αξιόπιστα πρόσωπα από τα Τρίκαλα.
Την ώρα που το λείψανο του Αγίου βρισκόταν στο Ναό, πριν την εξόδιο Ακολουθία, ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Ιωακείμ ο Χίος κάλεσε τον πρωτοψάλτη του Μητροπολιτικού Ναού Πέτρο Γεωργιανή, που ήταν και ζωγράφος, να ζωγραφίσει την εικόνα του Αγίου. Αυτός αφού άγγιξε όλο το μαρτυρικό σώμα, το πρόσωπο και τον τράχηλο του μάρτυρος και έκανε ένα προσχέδιο, έτρεξε στο σπίτι του χωρίς να πλύνει τα χέρια του και πλησίασε την ετοιμοθάνατη από υδρωπικία μητέρα του, της οποίας οι γιατροί δεν έδιναν ελπίδες ζωής. «Μην απελπίζεσαι» της είπε, «θα σε αγγίξω με τα χέρια που άγγιξαν τον Άγιο Γεώργιο και είμαι βέβαιος ότι θα θεραπευθείς». Έτσι και έγινε. Σε λίγες ημέρες η άρρωστη σηκώθηκε και βγήκε στη γειτονιά, όπου οι γείτονες, που γνώριζαν τη σοβαρότητα της ασθενείας της δόξαζαν το Θεό και το νεομάρτυρα του Γεώργιο.
Κάποια άλλη Γιαννιώτισσα, Ελένη στο όνομα, είχε δύο παιδία που υπέφεραν πολύ από πυρετό για έξι μήνες. Οι γιατροί δεν έδιναν ανακούφιση ή ελπίδα και γι αυτό την διακατείχε μεγάλη θλίψη. Μια ημέρα είδε στο όνειρό της ότι βρισκόταν στην αυλή του Μητροπολιτικού Ναού κοντά στον τάφο του Αγίου γύρω από τον οποίο ήταν πολλά νέα κορίτσια. Ένα από αυτά τη φώναξε με το όνομά της και της είπε: «Πάρε, Ελένη, λάδι από την κανδήλα του Αγίου, άλειψε τα παιδιά σου και γίνουν καλά». Όταν ξύπνησε πήγε με ευλάβεια στον τάφο, πήρε λάδι και άλειψε με αυτό τους άρρωστους γιους της που αμέσως θεραπεύθηκαν.
Άλλη γυναίκα από τα Καστανοχώρια, Σταμάτω στο όνομα, που είχε δύο μήνες παράλυτο το δεξί της χέρι, όταν άκουσε για τη θαυματουργική δύναμη του νεομάρτυρα ξεκίνησε με ευλάβεια μαζί με τον πατέρα της και τον πεθερό της. Ήταν Σάββατο απόγευμα και διανυκτέρευσαν δίπλα στον τάφο προσευχόμενοι. Αργότερα η άρρωστη ξάπλωσε στο πλάι του τάφου να ξεκουραστεί και όταν σηκώθηκε ήταν εντελώς υγιής. Την πήραν οι δικοί της και έφυγαν χαρούμενοι δοξάζοντας το Θεό.
Ημέρα με την ημέρα η θαυματουργική χάρη του Αγίου Γεωργίου επισκίαζε όλη τη γύρω των Ιωαννίνων περιοχή και όλοι όσοι είχαν προβλήματα υγείας έσπευδαν στο νέο αυτό ιατρό και λάμβαναν την υγεία τους. Τα θαύματά του τον πρώτο μόλις χρόνο μετά το ηρωικό του μαρτύριο καταγράφηκαν, για να καταδείξουν σε όλους ότι «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού», ότι «τοις Αγίοις τοις εν τη γη Αυτού εθαυμάστωσεν ο Κύριος». Επίσης να αποδείξουν τη συνεχή παρουσία του Αγίου στην πόλη του μαρτυρίου του και σ’ όλη τη γύρω της περιοχή καθώς και την παρρησία του στο θρόνο της Χάριτος. Έτσι περπάτησε ο παράλυτος Ευστάθιος από το Ζαγόρι, η σύζυγος του Αναγνώστη Οικονόμου από τη Βήσσανη, η Χάιδω από την Καστανιά και ο εικοσιπεντάχρονος Δημήτριος από την Άρτα· οκτάχρονο μουγκό παιδί από τα χωριά των Ιωαννίνων βρήκε τη φωνή του· η βαρυαλγούσα Αικατερίνη από τα Πράμαντα ανακουφίστηκε από τους πόνους· η δωδεκάχρονη επιληπτική κοπέλα από το Μέτσοβο καθώς και η Αικατερίνη, κόρη του Ιωάννη Κολιού από το Ρωμανό Σουλίου απαλλάχθηκε από τη φοβερή ασθένεια· η Σταυρινή από το Γκρίμποβο με δερματική νόσο καθαρίσθηκε και κάποιος Κωνσταντίνος με φοβερούς πόνους για τρία χρόνια από το χωριό Βουλιαράτες της Δρυϊνουπόλεως θεραπεύθηκε, και γύρισε πίσω στο χωριό του υγιής δοξάζοντας το θεραπευτή του Άγιο.
Ταις Αυτού αγίαις πρεσβείαις ο Θεός ελέησον ημάς. Αμήν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν πανεύφημον Μάρτυν Χριστοῦ Γεώργιον, Ἰωαννίνων τὸ κλέος καὶ πολιοῦχον λαμπρόν, ἐν ᾠδαῖς πνευματικαῖς ἀνευφημήσωμεν· ὅτι ἐνήθλησε στερρῶς, καὶ κατήνεγκεν ἐχθρόν, τοῦ Πνεύματος τῇ δυνάμει· καὶ νῦν ἀπαύστως πρεσβεύει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Εὐκλεῶς ἀγάλλεται μεγαλαυχοῦσα, τῇ σεπτῇ ἀθλήσει σου, δι’ ἧς ἡ πόλις θησαυρόν, Ἰωαννίνω ἐκτήσατο, τῶν ἱερῶν σου Λειψάνων Γεώργιε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Ἠπείρου θεῖος πυρσός, καὶ Ἰωαννίνων, ἀντιλήπτωρ καὶ ἀρωγός· χαίροις τῶν θαυμάτων, ἀκένωτος χειμάρρους, Γεώργιε παμμάκαρ, ἡμῶν βοήθεια.
Πηγή: (αποσπάσματα από το βιβλίο «Ο Φουστανελλάς Γεώργιος, ο Νεομάρτυς πολιούχος των Ιωαννίνων», Δρος Χαραλάμπους Μ. Μπούσια, Αθήνα 2008) Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας
Ο άγιος νεομάρτυρας Γεώργιος, ο πολιούχος των Ιωαννίνων, γεννήθηκε το 1808 στο χωρίο Τσούρχλι των Γρεβενών, το οποίο σήμερα προς τιμή του ιερού του βλαστήματος μετονομάστηκε σε «Άγιος Γεώργιος». Οι γονείς του ήσαν άνθρωποι πτωχοί αλλά ευσεβείς. Ζούσαν από τη γεωργία. Έτσι, δεν κατόρθωσαν να μορφώσουν το γιό τους, στον οποίον όμως μεταλαμπάδευσαν τη φλόγα της χριστιανικής τους πίστεως. Στην ηλικία των 18 ετών ο Γεώργιος στερήθηκε την προστασία των γονέων του, τους οποίους κάλεσε ο Θεός κοντά του, και κατέφυγε στα Ιωάννινα. Εκεί υπηρετούσε ως ιπποκόμος στην υπηρεσία διαφόρων Τούρκων, οι οποίοι ήσαν προύχοντες του τόπου και τον αποκαλούσαν Χασάν Αγά και ειρωνικά κατά την περίοδο του μαρτυρίου του Γκιαούρ Χασάν. Διακρινόταν ο μακάριος για την ακεραιότητα του χαρακτήρα του, την απλότητα του ήθους του και γενικά για τα χριστιανικά του προτερήματα, με τα οποία ήταν κατακοσμημένος, και το ψυχικό του κόσμο, που χαροποιούσε όλους.
Σε αυτή την ηλικία ο Γεώργιος αρραβωνιάσθηκε μια νεαρή χριστιανή, την Ελένη, ενώ υπηρετούσε σε κάποιον ακόλουθο του Εμίν Πασά. Δεν πρόλαβε όμως να χαρεί, γιατί δολίως συκοφαντήθηκε στους Τούρκους ότι, ενώ πριν από χρόνια είχε προσέλθει στον Ισλαμισμό, πάλι επέστρεψε στο Χριστιανισμό. Οδηγήθηκε τότε στη φυλακή των Ιωαννίνων, όπου ομολόγησε ότι ουδέποτε έγινε αρνησίχριστος και, αφού εξετάσθηκε και βρέθηκε απερίτμητος, αφέθηκε ελεύθερος.
Μετά από δυο χρόνια, στο διάστημα των οποίων στεφανώθηκε την Ελένη και απέκτησε και γιο, που αξιώθηκε να τον βαπτίσει τις παραμονές του μαρτυρίου του, στις 12 Ιανουαρίου του 1838, συνελήφθη πάλι από εμπαθείς και φανατικούς Τούρκους. Κατηγορήθηκε εκ νέου ότι, ενώ ήταν μουσουλμάνος, επέστρεψε στο χριστιανισμό, και υποβλήθηκε για έξη ημέρες σε φοβερά βασανιστήρια με σκοπό να αρνηθεί την πίστη του. Ο γενναίος και πιστός αγωνιστής Γεώργιος, που πιεζόταν από πολλούς Χριστιανούς να φυγαδευτεί στην ελεύθερη Ελλάδα, για να σωθεί δεν υπέκυψε στις πιέσεις, ούτε των Τούρκων για να αλλαξοπιστήσει, αλλά ούτε και των ομοθρήσκων του για να διασωθεί, και τελικά υπέστη μαρτυρικό θάνατο με αγχόνη στις 17 Ιανουαρίου. Απαγχονίστηκε στην αγορά του χάνδακος του μεγάλου Φρουρίου των Ιωαννίνων αναφωνώντας μέχρι τέλους· «Χριστιανός ειμί, ποιήσατέ μοι ει τι δεινόν οίδατε». Το σώμα του μάρτυρος έμεινε κρεμασμένο τρεις ολόκληρες ημέρες φρουρούμενο και καλυπτόμενο τις νύκτες από θείο φως προς έκπληξη και θαυμασμό όλων, χριστιανών και αλλοπίστων. Μάλιστα η απειρόδωρη χάρη του αγίου Πνεύματος θαυμαστώς δόξασε και αυτόν το νεομάρτυρα με πολλά θαύματα, αφού όσοι πήραν κομμάτι από την αγχόνη του ή τα ρούχα του είδαν μεγάλες θεραπείες.
Η εβδομάδα πριν από τον απαγχονισμό του νεομάρτυρα Γεωργίου μας θυμίζει τη Μεγάλη Εβδομάδα, την εβδομάδα των παθών του Θεανθρώπου Ιησού. Οι άνομοι Εβραίοι «απήγαγον τον Χριστόν εις το σταυρώσαι» (Ματ. κζ’ 31)· οι άπιστοι Αγαρηνοί οδήγησαν το νεομάρτυρα Γεώργιο στην αγχόνη. Μια εβδομάδα πέρασε από την θριαμβευτική είσοδο του Χριστού στα Ιεροσόλυμα μέχρι τη Σταύρωσή του στο Γολγοθά· μια εβδομάδα πέρασε από την ημέρα που ερχόμενος στα Γιάννενα ο Γεώργιος για τη βάπτιση του νεογέννητου γιού του πρωτοσυκοφαντήθηκε από τους Αγαρηνούς μέχρι την ημέρα που κρεμάστηκε μπροστά στη Μεγάλη Πύλη του Κάστρου των Ιωαννίνων. Οι ημέρες του μαρτυρίου του είναι οι έξι τελευταίες ημέρες της πρόσκαιρης ζωής του.
Την Τετάρτη το πρωί στις 11 Ιανουαρίου του 1838 κάποιος Οθωμανός συκοφάντησε το Γεώργιο, ότι ενώ ήταν τούρκος άλλαξε την πίστη του και έγινε χριστιανός. Με την άδικη αυτή συκοφαντία ο νεαρός φουστανελάς συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Στις απειλές των άπιστων με δυνατή φωνή και χωρίς φόβο απαντούσε· «Ποτέ δεν γίνηκα τούρκος, ούτε αρνήθηκα το Χριστό μου. Χριστιανός, και ήμην και αεί ειμί». Στη φυλακή πιέζεται να αρνηθεί την πίστη του, αλλά ως άκμονας πίστεως παραμένει ακράδαντος στην αγάπη του Χριστού. Τη νύκτα οι άπιστοι τον βασανίζουν στη φυλακή απάνθρωπα. Αυτός επιμένει στην πίστη και υπομένει.
Την Πέμπτη το πρωί οδηγήθηκε στον ανακριτή, όπου ξεκινώντας με κολακείες, στις οποίες έμεινε ανεπηρέαστος, υπέμεινε εμπτυσμούς και μαστιγώσεις μιμούμενος του Θεανθρώπου Χριστού τα πάθη και μονολογώντας «Χριστιανός ειμί». Όλη τη νύχτα υπέμεινε με καρτερία βασανιστήρια.
Την Παρασκευή οι άπιστοι του βυθίζουν βελόνια στα νύχια και, αφού τον ξαπλώνουν κάτω στη γη, του βάζουν μεγάλες και ασήκωτες πέτρες στο στήθος. Αυτός αντέχει και δοξολογεί το Χριστό, που τον αξιώνει να μαρτυρήσει για την αγάπη του.
Το Σάββατο οδηγήθηκε πάλι στον ανακριτή, όπου μαζεύτηκαν πολλοί Οθωμανοί, για να δουν την έκβαση του μαρτυρίου του. Του προτάθηκε να αλλαξοπιστήσει και να του κάνουν μεγάλες τιμές, ειδ’ άλλως θα τον θανατώσουν. Ο μακάριος Γεώργιος με δυνατή φωνή και ηρωικό φρόνημα τους καθηλώνει λέγοντας: «Χριστιανός και ήμην απ’ αρχής, Χριστιανός είμι και έσομαι μέχρι τελευταίας μου πνοής». Τρεις φορές παρουσιάσθηκε στον κριτή και τις τρεις έδωσε την ίδια απάντηση. Τότε έβγαλε ο κριτής την απόφαση της θανατικής καταδίκης.
Την Κυριακή ο γενναίος νεομάρτυρας οδηγήθηκε στον ανθύπατο (Καχαγιάμπεη),όπου αν και απειλήθηκε, δεν ενέδωσε. Από εκεί οδηγήθηκε στον Διοικητή Μουσταφά Πασά, ενώπιον του οποίου ο Γεώργιος ομολόγησε το Σωτήρα Χριστό.
Τη Δευτέρα το πρωί, γύρω στην έκτη ώρα της ημέρας, οδηγήθηκε στην αγορά του χάνδακος του μεγάλου φρουρίου, όπου και τον κρέμασαν, μέχρι τέλους φωνάζοντας «Χριστιανός ειμί, ποιήσατέ μοι είτι δειvόv οίδατε».
Το ευωδιάζον μαρτυρικό σκήνωμα του Γεωργίου δωρήθηκε στο Μητροπολίτη Ιωαννίνων, ο οποίος το έθαψε έξω από το Ιερό Βήμα του Μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Αθανασίου. Έκτοτε ο τάφος αυτός πολλά θαύματα επιτελούσε σε αυτούς που με πίστη τον προσκυνούσαν και ζητούσαν τη βοήθεια και την αρωγή του Άγιου.
Το επόμενο έτος του μαρτυρίου του, δηλαδή το 1839, ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Στ’ ανακήρυξε επίσημα το φουστανελοφόρο νεομάρτυρα Γεώργιο «αληθή μάρτυρα του Χριστού».
Πανηγυρικώς τα ιερά και θαυματόβρυτα λείψανά του ανακομίσθηκαν στις 26 Οκτωβρίου του 1971 και κατατέθηκαν στο φερώνυμο του γενναίου αθλητού ναό, ο όποιος κοσμεί την πόλη των Ιωαννίνων.
Τα πρώτα θαύματα μετά το μαρτύριο του Αγίου
Τρεις ήμερες παρέμεινε το μαρτυρικό σώμα του γενναίου αθλητού της πίστεως Γεωργίου στην αγχόνη. Εκεί, δίπλα στην πύλη του κάστρου, στο πιο κεντρικό σημείο της πόλεως, για να μπορέσουν να το δουν όλοι. Και πράγματι μικροί και μεγάλοι, συγκλονισμένοι ή και περίεργοι έτρεχαν να δουν τον τριαντάχρονο λεβέντη της χριστιανοσύνης, τον μάρτυρα της πίστεως. Για τους Τούρκους ήταν παράδειγμα απονομής δικαιοσύνης σε κάποιον που έλεγαν ότι προσέβαλε την πίστη τους. Για τους Χριστιανούς ήταν ακόμη μια θυσία για του Χριστού την πίστη την αγία και ένοιωθαν διπλά αισθήματα· θλίψη γιατί ο τουρκικός ζυγός παρέμενε άδικος και μοχθηρός, ενώ λίγο παρακάτω υπήρχε ελεύθερη Ελλάδα, και χαρά, γιατί αυτή η θυσία έδειξε τη δύναμη του Χριστού και τα μεγάλα κατορθώματα της πίστεως.
Δεν θέλησε όμως ο Θεός να μείνει χωρίς δόξα ο καλλίνικος αθλητής Του. Αυτός που είπε: «Τους δοξάζοντας με δοξάσω» πλημμύρισε με ουράνιο φως από το πρώτο βράδυ το μαρτυρικό σώμα που βρισκόταν κρεμασμένο στην αγχόνη. Το Θαβώριο φως της Μεταμορφώσεως, που τύφλωνε τους προκρίτους των μαθητών του Χριστού μας και ανάγκασε τον πρωτοκορυφαίο Πέτρο να σκεπάσει το πρόσωπό του πέφτοντας κάτω, φώτιζε όλους τους περαστικούς, και τους μεν ευσεβείς θέρμαινε και φώτιζε, τους δε απίστους κατέκαιε με τις πυρφόρες ακτίνες του. Οι Τούρκοι φύλακες ομολόγησαν ότι έβλεπαν κάθε νύχτα ένα φως που κατέβαινε στο κεφάλι του νεομάρτυρα Γεωργίου σαν χρυσό στεφάνι και ενώ απορούσαν παρέμεναν στην απιστία τους και θεωρούσαν τα συμβάντα σατανικά. Όταν προσπαθούσαν να πλησιάσουν το φως εκείνο απομακρυνόταν και έτσι προσπάθησαν να το διώξουν οι ταλαίπωροι, αν είναι δυνατόν, και μαζί του τη δόξα του Θεού πυροβολώντας το. Το θαύμα διαδόθηκε αστραπιαία και πολλοί έσπευδαν να το δουν. Την τρίτη ήμερα κάποιοι συνάδελφοι του μάρτυρος ιπποκόμοι ζήτησαν την άδεια να πάρουν το άγιο σκήνωμα να το θάψουν και για να το επιτύχουν δωροδόκησαν το φιλάργυρο Μουσταφά Νουρή Πασά. Έτσι το απόγευμα της 19ης Ιανουαρίου ξεκρέμασαν το μαρτυρικό σώμα και διαπίστωσαν ότι, παρά το δριμύτατο κρύο αυτό διατηρούσε τη θερμοκρασία του και ήταν μαλακό και εύκαμπτο και καθόλου μελανιασμένο, λες και ο απαγχονισμός είχε γίνει λίγη ώρα νωρίτερα. Mε ευλάβεια, δέος και συντριβή εξ αιτίας και αυτού του θαύματος, το κατέβασαν σε βάρκα που περίμενε στην τάφρο του Κάστρου και με μεγάλη προφύλαξη ακολουθώντας τα νερά της λίμνης το μετέφεραν στο Ναό του Αγίου Αθανασίου, όπου το σαβάνωσαν στο παρεκκλήσι της Αγίας Μαρίνας και το έθαψαν με χριστιανική μεγαλοπρέπεια. Στην εξόδιο ακολουθία προεξήρχε ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Ιωακείμ, ο οποίος είχε την πεποίθηση ότι κήδευε έναν Άγιο της Εκκλησίας μας. Το γενναίο φουστανελά ενταφίασαν με τιμές έξω από το αριστερό παραπόρτι του Αγίου Βήματος εκεί που βρίσκεται μέχρι σήμερα ο χαριτόβρυτος τάφος του.
Όσοι πιστοί πήραν κομμάτια από την τριχιά της αγχόνης του νεομάρτυρα ή από το πανί του εσωρούχου του για ευλογία είδαν αμέτρητα θαύματα, αφού αυτά η χάρη του Θεού τα έκανε δοχεία ιαμάτων. Το ίδιο συνέβη και με το ζωνάρι του καθώς και με την κάλτσα του, όπως διηγήθηκαν αξιόπιστα πρόσωπα από τα Τρίκαλα.
Την ώρα που το λείψανο του Αγίου βρισκόταν στο Ναό, πριν την εξόδιο Ακολουθία, ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Ιωακείμ ο Χίος κάλεσε τον πρωτοψάλτη του Μητροπολιτικού Ναού Πέτρο Γεωργιανή, που ήταν και ζωγράφος, να ζωγραφίσει την εικόνα του Αγίου. Αυτός αφού άγγιξε όλο το μαρτυρικό σώμα, το πρόσωπο και τον τράχηλο του μάρτυρος και έκανε ένα προσχέδιο, έτρεξε στο σπίτι του χωρίς να πλύνει τα χέρια του και πλησίασε την ετοιμοθάνατη από υδρωπικία μητέρα του, της οποίας οι γιατροί δεν έδιναν ελπίδες ζωής. «Μην απελπίζεσαι» της είπε, «θα σε αγγίξω με τα χέρια που άγγιξαν τον Άγιο Γεώργιο και είμαι βέβαιος ότι θα θεραπευθείς». Έτσι και έγινε. Σε λίγες ημέρες η άρρωστη σηκώθηκε και βγήκε στη γειτονιά, όπου οι γείτονες, που γνώριζαν τη σοβαρότητα της ασθενείας της δόξαζαν το Θεό και το νεομάρτυρα του Γεώργιο.
Κάποια άλλη Γιαννιώτισσα, Ελένη στο όνομα, είχε δύο παιδία που υπέφεραν πολύ από πυρετό για έξι μήνες. Οι γιατροί δεν έδιναν ανακούφιση ή ελπίδα και γι αυτό την διακατείχε μεγάλη θλίψη. Μια ημέρα είδε στο όνειρό της ότι βρισκόταν στην αυλή του Μητροπολιτικού Ναού κοντά στον τάφο του Αγίου γύρω από τον οποίο ήταν πολλά νέα κορίτσια. Ένα από αυτά τη φώναξε με το όνομά της και της είπε: «Πάρε, Ελένη, λάδι από την κανδήλα του Αγίου, άλειψε τα παιδιά σου και γίνουν καλά». Όταν ξύπνησε πήγε με ευλάβεια στον τάφο, πήρε λάδι και άλειψε με αυτό τους άρρωστους γιους της που αμέσως θεραπεύθηκαν.
Άλλη γυναίκα από τα Καστανοχώρια, Σταμάτω στο όνομα, που είχε δύο μήνες παράλυτο το δεξί της χέρι, όταν άκουσε για τη θαυματουργική δύναμη του νεομάρτυρα ξεκίνησε με ευλάβεια μαζί με τον πατέρα της και τον πεθερό της. Ήταν Σάββατο απόγευμα και διανυκτέρευσαν δίπλα στον τάφο προσευχόμενοι. Αργότερα η άρρωστη ξάπλωσε στο πλάι του τάφου να ξεκουραστεί και όταν σηκώθηκε ήταν εντελώς υγιής. Την πήραν οι δικοί της και έφυγαν χαρούμενοι δοξάζοντας το Θεό.
Ημέρα με την ημέρα η θαυματουργική χάρη του Αγίου Γεωργίου επισκίαζε όλη τη γύρω των Ιωαννίνων περιοχή και όλοι όσοι είχαν προβλήματα υγείας έσπευδαν στο νέο αυτό ιατρό και λάμβαναν την υγεία τους. Τα θαύματά του τον πρώτο μόλις χρόνο μετά το ηρωικό του μαρτύριο καταγράφηκαν, για να καταδείξουν σε όλους ότι «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού», ότι «τοις Αγίοις τοις εν τη γη Αυτού εθαυμάστωσεν ο Κύριος». Επίσης να αποδείξουν τη συνεχή παρουσία του Αγίου στην πόλη του μαρτυρίου του και σ’ όλη τη γύρω της περιοχή καθώς και την παρρησία του στο θρόνο της Χάριτος. Έτσι περπάτησε ο παράλυτος Ευστάθιος από το Ζαγόρι, η σύζυγος του Αναγνώστη Οικονόμου από τη Βήσσανη, η Χάιδω από την Καστανιά και ο εικοσιπεντάχρονος Δημήτριος από την Άρτα· οκτάχρονο μουγκό παιδί από τα χωριά των Ιωαννίνων βρήκε τη φωνή του· η βαρυαλγούσα Αικατερίνη από τα Πράμαντα ανακουφίστηκε από τους πόνους· η δωδεκάχρονη επιληπτική κοπέλα από το Μέτσοβο καθώς και η Αικατερίνη, κόρη του Ιωάννη Κολιού από το Ρωμανό Σουλίου απαλλάχθηκε από τη φοβερή ασθένεια· η Σταυρινή από το Γκρίμποβο με δερματική νόσο καθαρίσθηκε και κάποιος Κωνσταντίνος με φοβερούς πόνους για τρία χρόνια από το χωριό Βουλιαράτες της Δρυϊνουπόλεως θεραπεύθηκε, και γύρισε πίσω στο χωριό του υγιής δοξάζοντας το θεραπευτή του Άγιο.
Ταις Αυτού αγίαις πρεσβείαις ο Θεός ελέησον ημάς. Αμήν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν πανεύφημον Μάρτυν Χριστοῦ Γεώργιον, Ἰωαννίνων τὸ κλέος καὶ πολιοῦχον λαμπρόν, ἐν ᾠδαῖς πνευματικαῖς ἀνευφημήσωμεν· ὅτι ἐνήθλησε στερρῶς, καὶ κατήνεγκεν ἐχθρόν, τοῦ Πνεύματος τῇ δυνάμει· καὶ νῦν ἀπαύστως πρεσβεύει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Εὐκλεῶς ἀγάλλεται μεγαλαυχοῦσα, τῇ σεπτῇ ἀθλήσει σου, δι’ ἧς ἡ πόλις θησαυρόν, Ἰωαννίνω ἐκτήσατο, τῶν ἱερῶν σου Λειψάνων Γεώργιε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Ἠπείρου θεῖος πυρσός, καὶ Ἰωαννίνων, ἀντιλήπτωρ καὶ ἀρωγός· χαίροις τῶν θαυμάτων, ἀκένωτος χειμάρρους, Γεώργιε παμμάκαρ, ἡμῶν βοήθεια.
Πηγή: (αποσπάσματα από το βιβλίο «Ο Φουστανελλάς Γεώργιος, ο Νεομάρτυς πολιούχος των Ιωαννίνων», Δρος Χαραλάμπους Μ. Μπούσια, Αθήνα 2008) Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας https://fdathanasiou.wordpress.com/2012/01/16/ο-φουστανελλάς-γεώργιος-ο-νεομάρτυς-17/
Ἰησοῦς ὁ Αἰώνιος Κατακτητής, Ἰησοῦς ὁ Μεγάλος Πυρπολητής, Ἰησοῦς ὁ Μπουρλοτιέρης τῶν ψυχῶν: Ἑκατοντάδες καρδιὲς συντονίζουν τοὺς παλμούς τους μ᾿ Ἐκεῖνον. Μυριάδες ἀνθρώπινες ὑπάρξεις δέχονται τὸ προσκλητήριο μήνυμα στ᾿ ἀκρογιάλι τῆς Γαλιλαίας τους. Ἀναρίθμητοι οἱ πιστοὶ ἀκόλουθοι τοῦ Ἰησοῦ. Ποικιλόμορφοι καὶ ἰδιόμορφοι κοσμοῦν τὸ πολύφωτο στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας. Στὴ δρᾶσι καὶ στὴν ἀφάνεια, στὸ κήρυγμα καὶ στὴ σιωπή, γίνονται Μάρτυρες Χριστοῦ, πρακτικοὶ μεταφραστὲς τοῦ Εὐαγγελίου, φλογεροὶ ἐραστὲς τοῦ Θείου Διδασκάλου.
Μιὰ μορφὴ συνηρπασμένη ἀπὸ τὸ Θεῖο Ἔρωτα εἶναι καὶ ὁ ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ὁ ΚΑΛΥΒΙΤΗΣ.
1. Ο Βίος του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου
Ο Όσιος Ιωάννης ο Καλυβίτης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το έτος 457 μ.χ και έζησε μέχρι το έτος 474 μ.χ. επί βασιλείας Λέοντος του Μεγάλου. Ο πατέρας του ονόματι Ευτρόπιος και η μητέρα του Θεοδώρα, ήταν ευσεβείς. Ο Ευτρόπιος ήταν άρχοντας, πολύ πλούσιος Συγκλητικός.
Μαζί με την Θεοδώρα απέκτησαν τρία παιδιά, ο νεότερος ήταν ο Ιωάννης. Οι άλλοι δύο αδελφοί του έλαβαν αξιώματα και βιοτική ευδαιμονία. Ο Ιωάννης από μικρός ήταν με τους γονείς του, του άρεσε να διαβάζει τα Ιερά Γράμματα, να πηγαίνει στην Εκκλησία, να ακούει τα Θεία λόγια.
Τον καιρόν εκείνο κάποιος Μοναχός από την Μονήν των Ακοιμήτων ήθελε να μεταβεί στα Ιεροσόλυμα οδοιπορικώς και περνούσε από την Κωνσταντινούπολη. Ήθελε να τελειώσει κάποια υπόθεση του στην Πόλη και διανυκτέρευσε πλησίον της οικίας του Ευτρόπιου.
Μόλις ο Ιωάννης τον είδε τον πλησίασε και θέλησε να μάθει για τη ζωή στο Μοναστήρι. Ο Μοναχός μόλις κατάλαβε τον πόθο και τον ζήλο του Ιωάννη άρχισε να του εξηγεί λεπτομερώς τα της Μοναστικής ζωής. Ο Ιωάννης άκουγε αχόρταγα για τις νηστείες, για την άσκηση της Μοναστικής ζωής, για τις ψαλμωδίες και τις λοιπές αρετές.
Πήρε τον Μοναχό σε κρυφό σημείο και του είπε:
› Σε Ορκίζω στον Τριαδικό Θεό, όταν επιστρέψεις για το Μοναστήρι να έρθεις εδώ να με πάρεις κρυφά μαζί σου να γίνω Μοναχός το συντομότερο, πριν μάθουν οι γονείς μου που είμαι, γιατί σκέπτονται να με παντρέψουν.
Τότε ο Μοναχός του υποσχέθηκε να εκπληρώσει τον πόθον του και ανεχώρησε για τα Ιεροσόλυμα.
Ο Ιωάννης άρχισε να ετοιμάζεται για την αναχώρηση σκεπτόμενος να πάρει ευλογία από τους γονείς του. Θα ζητήσω να έχω από τα χέρια τους ένα Ευαγγέλιο για να μάθω τις παραδώσεις του Χριστού. Πήγε στη Μητέρα του και της είπε. Μητέρα δεν μπορώ να πάω στο Σχολείο, διότι όλοι οι συμμαθητές μου έχον Ευαγγέλιο και διαβάζουν, ενώ εγώ κάθομαι μόνος και καταφρονεμένος γιατί δεν έχω. Πολύ σε παρακαλώ πάρε μου και εμένα ένα Ευαγγέλιο, να το κρατώ στα χέρια μου και να το διαβάζω. Μετά χαράς παιδί μου απάντησε η μητέρα του. Μόλις έλθει ο Πατέρας σου θα του πω να σου πάρει ένα Ευαγγέλιο.
Ο Πατέρας του μόλις το άκουσε κάλεσε έναν γραφέα επιτήδειο, του έδωσε πεντακόσια χρυσά φλουριά καθώς και πολύτιμους λίθους του χρυσοχόου να το κατασκευάσει. Όταν ετοιμάστηκε το Ευαγγέλιο, κάλεσε τον Ιωάννη και του παρέδωσε το Ευαγγέλιο. Ο Ιωάννης τότε ασπάσθηκε το χέρι του Πατρός του και της Μητρός του, πήρε το Ευαγγέλιο και το είχε πάντα μαζί του.
Όταν ο Αββάς επέστρεψε από τα Ιεροσόλυμα τον είδε ο Ιωάννης και χάρηκε πολύ. Συναντήθηκε μαζί του και του εξήγησε πως αν οι γονείς του μάθουν ότι θέλει να γίνει Μοναχός, θα προσπαθήσουν να τον σταματήσουν με δάκρυα και ικεσίες και θα του κόψουν τον θεάρεστο δρόμο, γιαυτό σε παρακαλώ Αββά μου να αναχωρήσουμε με μεγάλη μυστικότητα να μην το μάθει κανείς. Βλέποντας ο Αββάς την αγάπη και ζήλο του του Ιωάννη του είπε:
› Ο Θεός να πληρώσει κάθε επιθυμία σου.
Ο μακάριος Ιωάννης μαζί με τον Αββά πήγαν στο γιαλό κρυφά βρήκαν ένα πλοίο και συμφώνησαν με τον πλοίαρχο να του δώσουν εκατό φλουριά για να τους μεταφέρει στην Ιερά Μονή των Ακοιμήτων.
Κατόπιν Ο Ιωάννης πήγε και βρήκε την Μητέρα του και της είπε, Μητέρα όλα τα παιδιά με φίλεψαν και με κέρασαν πολλές φορές, εγώ όμως ποτέ δεν τους κέρασα . Θέλω να τους φιλέψω και εγώ γιατί ντρέπομαι. Όταν ήλθε ο Πατέρας του διηγήθηκε η Μητέρα του την παράκληση του Υιού της και αποφάσισαν να του δώσουν τα εκατό φλουριά, αλλά να του δώσουν και έναν υπηρέτη να τον φυλάγει στο δρόμο.
Κάλεσε ο Ιωάννης τον Αββά και τον ενημέρωσε για τα χρήματα, αλλά υπάρχει και το πρόβλημα, τι θα κάνουν με τον υπηρέτη. Στη συνέχεια ο Άγιος πήγε και βρήκε τον πλοίαρχο του εξήγησε πώς όταν είναι ο καιρός να αναχωρήσουν να τους κάνει νόημα κρυφά για να μπουν στο πλοίο.
Την επαύριο που ο καιρός ήταν καλός μόλις ο πλοίαρχος είδε τον Ιωάννη και τον Αββά τους έκανε νόημα πως είναι όλα έτοιμα. Τότε ο Ιωάννης είπε στον υπηρέτη, να πάει στο σχολείο να δει τους συμμαθητές του τι κάνουν και να επιστρέψει να τον ενημερώσει. Έφυγε ο υπηρέτης και αυτοί ανέβηκαν στο πλοίο και ανεχώρησαν.
Ο υπηρέτης επέστρεψε να ενημερώσει τον αφέντη του, αλλά, πουθενά ο Ιωάννης. Επέστρεψε στο σπίτι ο υπηρέτης να ενημερώσει την Μητέρα του Οσίου για όσα συνέβησαν. Η Μητέρα παράχθηκε μήπως έπαθε τίποτα και έστειλε και άλλους πολλούς υπηρέτες για την ανεύρεση του υιού της σε όλη την Κωνσταντινούπολη.
Όταν ο πατέρας του έμαθε τα γεγονότα άρχισε να κλαίει και να θρηνεί. Η δε μητέρα του όταν είδε ότι εξέλιπε κάθε ελπίδα να βρεθεί ο υιός της έκλαιγε απαρηγόρητη. Όταν το πλοίο έφτασε στη Μονή εξελθόντες μετέβησαν πρώτα στον Ναό για να προσκυνήσουν και να ασπασθούν τις Άγιες εικόνες.
Κατόπιν μετέβησαν και έβαλαν μετάνοια στον Ηγούμενο και τους λοιπούς αδελφούς, διηγήθηκε ο Αββάς στον Ηγούμενο τα πάντα για τον Ιωάννη, ότι είναι εξ ευγενών γονέων και τον μεγάλο πόθο του να λάβει το αγγελικό σχήμα. Ο Ηγούμενος όταν είδε τόσο νέο τον Ιωάννη θαύμασε και είπε προς αυτόν:
› Παιδί μου είσαι πολύ νέος και δεν θα δυνηθείς να υποφέρεις την άσκηση και τους κόπους των Μοναχών. Πρώτα θα κάνεις ένα χρόνο ως δόκιμος για να δούμε την αρετήν και μετά θα "κείρωμεν την κόμην της κεφαλής".
Ο δε Ιωάννης απάντησε:
› Δέσποτα μου άγιε και τίμιε πάτερ πολύ σε παρακαλώ με όλη την καρδιά μου σήμερα να με κείρης Μοναχόν, γιατί έχω μεγόλον πόθον να λάβω το Αγγελικό σχήμα.
Ειδών ο Ηγούμενος την επιμονήν του Ιωάννη εσπλαχνίσθει και τον έκανε Μοναχό, ευλογήσας αυτόν και ενδύσας το αγγελικό σχήμα.
Τρία χρόνια κάθισε ο Όσιος στο Μοναστήριον των Ακοιμήτων και από την πολλήν νηστεία και εγκράτεια έγινε αγνώριστος. Ο δε Ηγούμενος τον καθοδηγούσε και του έλεγε, πολύν κόπον και πολύ νηστεία κάνεις και αν συνεχίσεις θα αρρωστήσεις και δεν θα δύνασαι να κάνεις τον κανόνα σου. Αυτά τα είπε ο Ηγούμενος γιατί ο Όσιος έτρωγε μόνον την Κυριακή και μεταλάμβανε των Αχράντων Μυστηρίων.
Ο φθονερός διάβολος όμως βλέποντας να τον νικάει ο νεαρός Ιωάννης, του έβαλε την επιθυμία να επισκεφθεί τους γονείς του. Όσες φορές του έφερνε τέτοιους λογισμούς, ο Όσιος προσευχόταν και παρακαλούσε τον Θεό να τους διαλύσει, αλλά ο διάβολος τον επείραζε περισσότερο. Ο Όσιος τότε εξομολογήθηκε στον Ηγούμενο τις σκέψεις που τον βασανίζουν. Τότε ο Ηγούμενος του θύμισε όταν του έλεγε πως λόγω του νεαρού της ηλικίας δεν θα αντέξει να φέρει σε πέρας την άσκηση, γιατί ο διάβολος δεν θα σε αφήσει και θα σε πειράζει, και τον ρώτησε:
› Τώρα τι θέλεις να κάνεις;
Και ο Άγιος απάντησε:
› Να με συγχωρέσεις να πάω στους γονείς μου και εκεί να αγωνιστώ να τον νικήσω.
Αφού έκανε προσευχή έφυγε από το Μοναστήρι και στο δρόμο που περπατούσε συνάντησε Μοναχό φτωχό με παλιά ράσα και του είπε:
› Χαίρε, αδελφέ και συνοδοιπόρε, θέλεις να περπατήσουμε μαζί οι δυο μας;
› Μετά χαράς απάντησε ο Μοναχός, να περπατήσουμε.
Και συνέχισε ο Ιωάννης:
› Βλέπω τα ενδύματά σου είναι παλιά, δώστα σε εμένα και εσύ βάλε τα δικά μου να περπατούμε μαζί.
Και ευθύς άλλαξαν ενδύματα. Για αρκετές ημέρες περπατούσαν και κάποτε αποχωρήστηκαν ευχόμενοι αλλήλοις και ο Άγιος το βράδυ έφθασε έξω από το πατρικό σπίτι που μόλις το αντίκρισε έπεσε κάτω κλαίγοντας και παρακαλώντας τον Θεό να του δώσει δύναμη να κατανικήσει τον εχθρόν του.
Μόλις ξημέρωσε το πρωί βγήκε ως συνήθως ένας δούλος του πατρός του και όταν τον είδε ρώτησε, ποιος είσαι άνθρωπε και τι γυρεύεις; Φύγε από εδώ γιατί σε λίγο θα βγει ο οικοδεσπότης και αν σε δει θα σε βρίσει και εμάς θα μας τιμωρήσει. Τότε ο Όσιος απάντησε, σε παρακαλώ άφησέ με σε μια γωνιά να παραμείνω και δε θα σας ενοχλήσω και να είσαι σίγουρος θα σε ανταμείψει ο Δεσπότης Χριστός.
Όταν σε λίγο οι γονείς του βγήκαν και τους είδε, ευχαρίστησε τον Θεό και με δάκρυα στα μάτια είπε, Ιωάννη είδες και τους γονείς σου με την δύναμη του Χριστού και Θεού σου αλλά αγωνίσου να καταπατήσεις τις ενέδρες του διαβόλου. Σε λίγο ο πατέρας του βγήκε έξω και μόλις τον είδε έτσι ρακένδυτο τον λυπήθηκε και τον ρώτησε:
› Ποιος είσαι και από που έρχεσαι άνθρωπε;
Ο δε απεκρίθει προς τον πατέρα του:
› Ξένος είμαι ενδοξότατε και σε παρακαλώ μη με συχαθείς αλλά άφησέ με να μείνω σε μια γωνιά στο προπύλαιο.
Ο πατέρας του του είπε:
› Έλα μέσα να μείνεις σε ένα δωμάτιο.
Ο δε Όσιος απάντησε:
› Φτάνει εδώ μόνο βάλε έναν δούλο σου να μου κάνει μια καλύβη.
Ο Ευτρόπιος πρόσταξε να του ετοιμάσουν μιαν καλύβη και είπε στην σύζυγό του:
› Πολύ τον λυπάμαι αυτόν τον πτωχό.
Μια ημέρα η μητέρα του ήθελε να πάει στην Εκκλησία και ο Όσιος καθόταν έξω από την Καλύβη, η μητέρα του μόλις τον είδε τρόμαξε και είπε στους δούλους να του πουν να μπει μέσα στην καλύβη, γιατί δεν μπορεί να βλέπει την αγριότητα του προσώπου του.
Ο Όσιος με πολύ άσκηση και νηστεία πέρασε τρία χρόνια στην αυλή του πατρός του και εφάνη ο Κύριος Ιησούς Χριστός λέγοντάς του:
«Χαίρε Ιωάννη, άφησες τα πάντα φθαρτά και πρόσκαιρα του κόσμου τούτου, μάθε ότι πλησίασε ο καιρός της τελειώσεώς σου. Μάθε πως σε τρεις ημέρες θα έρθεις σε εμένα να χαίρεις μετά των Αγγέλων αιωνίως.»
Όταν ο Όσιος ξύπνησε προσευχήθηκε δόξασε τον Θεόν και εκκάλεσε έναν δούλον αυτόν που πρώτα είδε όταν ήλθε και τον παρακάλεσε να μεταφέρει στην οικοδέσποινα ένα μήνυμα. Μετά χαράς απάντησε ο δούλος.
› Πες στην κυρία σου ότι θέλω να με επισκεφθεί να την πω κάτι.
Μεταβάς ο δούλος είπε στην κυρία την επιθυμία του Οσίου. Αυτή αναρωτήθηκε, άραγε τι να θέλει να μου πει ο ρακένδυτος εκείνος άγριος άνθρωπος; Όταν επέστρεψε ο Ευτρόπιος του είπε η Θεοδώρα ότι τη ζήτησε ο άνθρωπος εκείνος να πάει να της πει κάτι, αλλά φοβάται να πάει γιατί έχει άγριο πρόσωπο. Τότε ο Ευτρόπιος της είπε να πάει γιατί είναι αμαρτία. Ο δούλος μετέφερε στον Όσιο την απάντηση της κυρίας και τότε ο Άγιος του απάντησε να της μεταφέρει πως σε τρεις ημέρες θα πεθάνει και αν δεν έλθει θα μετανοήσει πικρά.
Όταν η Θεοδώρα άκουσε πως θα πεθάνει διέταξε να πάνε άλλοι δυο δούλοι και να μεταφέρουν τον ξένο στο σπίτι της. Τότε ο Άγιος της είπε πως θα πεθάνει και της ζήτησε με όρκο να τον βεβαιώσει πως δεν θα παραβεί. Αφού η Θεοδώρα έβαλε όρκο της είπε, πρόσεχε κυρά μου όταν αποθάνω να μην μου εκβάλης τα ρούχα που φοράω, δεν θα μου βάλεις άλλα θα με θάψεις με αυτά.
Συνέχισε λέγοντας, αν και πτωχός έχω ένα τίμιο και πολύτιμο δώρο να σου χαρίσω για την καλοσύνη που μου κάνατε. Τότε έβγαλε το Ιερό Ευαγγέλιο, της το έδωσε λέγοντας:
› Δέξου τούτο το μέγα χάρισμα και είθε να γίνει τούτο αγάπη καθαρά και στερεά, χαρά και αγαλλίασης πνευματική, σου και του ανδρός σου.
Αφού είπε αυτά ο Άγιος επέστρεψε στην καλύβη του, η δε μητέρα του αφού είδε το Ευαγγέλιο με τα πετράδια που ήταν όμοιο με του υιού της Ιωάννου, το έδειξε στον άντρα της και το ανεγνώρισε και έστειλε αμέσως να φέρουν τον χρυσοχόον, ο οποίος βεβαίωσε ότι είναι το Ευαγγέλιο που έκανε για τον Ιωάννη. Πήγαν λοιπόν στον Όσιο και του είπαν:
› Άνθρωπε του Θεού σε ορκίζομαι εις τον τριαδικό Θεόν να ομολογήσεις που βρήκες αυτό το Ευαγγέλιο, το οποίο χαρίσαμε στον υιό μας Ιωάννη.
Βλέποντας ο Ιωάννης τους γονείς του να κλαίνε σκεπτόμενος ότι θα πεθάνει ομολόγησε πως αυτός είναι ο Ιωάννης. Ταύτα ακούσαντες οι γεννήτορες και αφού είδαν σημάδια που ήταν του Ιωάννη και αφού τον γνώρισαν τον αγκάλιασαν κλαίγοντας λέγοντας, η λύπη μας είναι μεγαλύτερη τώρα που σε βρήκαμε από τότε που σε χάσαμε. Καλύτερα να μη μας το έλεγες να τελείωνες με σιωπή. Σε είχαμε στην αγκαλιά μέσα και δεν γνωρίζαμε.
Τα νέα μαθεύτηκαν σε όλη την Κωνσταντινούπολη γρήγορα και άρχισε να τον επισκέπτεται κόσμος και όταν ήλθε η ώρα αφού ευχαρίστησε τον Θεό για την δύναμη που έλαβε αξιώθηκε τον Στέφανο της νίκης. Η μητέρα του ξέχασε τον όρκο της και νικηθείσα από την αγάπη παρήγγειλε λαμπρά χρυσοΰφαντα ενδύματα. Αλλ' ω του θαύματος, σεισμός έγινε και βροντή ηκούσθει.
«Βάλε τα ενδύματα του, τα οποία έβγαλες δια να μην παιδευτείς μεγάλως.»
Και αμέσως η Θεοδώρα έμεινε παράλυτος, άφωνος και το μυαλό σαλεμένο. Ο πατέρας τότε θυμήθηκε τον όρκο, αμέσως διέταξε και τον ενέδυσαν πάλι με τα ενδύματα τα ξεσκισμένα και τα παλιοράσα και εθεραπεύθει η μητέρα του Αγίου. Την ώραν που ο Άγιος παρέδωκεν το πνεύμα έγιναν πολλά θαύματα. Συνήχθη όλη η πόλις και όλη η Σύγκλητος μετά του Πατριάρχου και των κληρικών και ενταφιάστηκε ο Άγιος στην καλύβη του. Οι γονείς του εξόδευσαν πολλά χρήματα και έκτισαν και Ιερό Ναό στην καλύβη βιώσαντες και αυτοί εναρέτως και απήλθον εις την Βασιλείαν των Ουρανών μαζί με τον Υιόν των.
2. Ο εμπνευστής των παιδικών αγώνων και ασκήσεων του Αγίου Πορφυρίου
«Στην Εύβοια υπάρχει ένα χωριό, ο Άγιος Ιωάννης· απ’ αυτό το χωριό κατάγομαι. Οι γονείς μου ήταν φτωχοί, γι’ αυτό ο πατέρας μου έφυγε απ’ το χωριό και πήγε στην Αμερική. Εκεί δούλευε ως εργάτης στη διώρυγα του Παναμά. Εμείς τα παιδιά στο χωριό, από μικρά που ήμασταν κάναμε δουλιές. Ποτίζαμε τον κήπο, τα δέντρα, φέρναμε τα ζώα, τρέχαμε παντού, όπου μας λέγανε οι μεγάλοι. Εγώ μικρός έβοσκα τα ζώα στο βουνό. Ήμουνα κουτός και ντροπαλός. Στο σχολείο πήγα μια μόνο τάξη και σχεδόν δεν μάθαμε τίποτα, γιατί ο δάσκαλος ήταν άρρωστος. Εκεί που φύλαγα τα πρόβατα, διάβαζα συλλαβιστά το βίο του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου κι από κει μου ήρθε ο ζήλος να φύγω και να γίνω μοναχός. Χωρίς να ξέρω τίποτα. Ούτε μοναχό είχα δει, ούτε μοναστήρι. Τίποτα.»…
«Μια μέρα ήλθαν στο μπακάλικο που δούλευα δυο γέροι. Μου ζήτησαν δυο σαρδέλες και μισή οκά κρασί. Αμέσως τους τα πήγα. Σε μια στιγμή λέει ο ένας απ’ τους δυο γέρους:
› Πού να δεις το κρασί που ήπια στο Άγιον Όρος!
› Πήγες στο Άγιον Όρος; τον ρωτάει ο άλλος.
› Ναι, έφυγα μια φορά απ’ την πατρίδα μου, απ’ τη Μυτιλήνη, απ’ την Καλλονή κι επήγα στο Άγιον Όρος. Κι επίναμε εκεί και κρασί μονοξυλίτικο. Τι κρασί ήταν αυτό!
Τον ξαναρωτάει ο άλλος:
› Πήγες ν’ ασκητέψεις;
› Ναι, ήθελα να γίνω καλόγερος, αλλά δεν μπόρεσα, δεν άντεξα. Πόσο μετάνιωσα που δεν έμεινα εκεί!
Εγώ τ’ άκουγα με προσοχή, γιατί πριν από καιρό είχαν περάσει κάποιοι μοναχοί και μοιράζανε φυλλάδια. Ένα απ’ αυτά έγραφε για τη ζωή του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου, που την είχα διαβάσει συλλαβίζοντας, όταν έβοσκα τα πρόβατα στο χωριό μου, όπως σας είπα. Την είχα διαβάσει και πάλι στη σοφίτα με τη βοήθεια ενός κλεπτοφάναρου με δυσκολία, γιατί δεν ήξερα πολλά γράμματα. Τόσο μ’ ενθουσίασε η ζωή του Αγίου, που ήθελα να τον μιμηθώ· αλλ’ όμως για το Άγιον Όρος δεν ήξερα τίποτα. Σε λίγο φύγανε οι γέροι, αλλ’ εμένανε το μυαλό μου εκεί. Μου ήλθε ένας ζήλος από εκείνη τη στιγμή να πάω κι εγώ εκεί που έλεγε αυτός. Μου κόλλησε στο νου ότι θα μπορούσα να πραγματοποιήσω τ’ όνειρό μου, να μιμηθώ τον Άγιο Ιωάννη τον Καλυβίτη. Μου έγινε πόθος διακαής.
Πάρα πολύ αγάπησα τον Άγιο Ιωάννη και έκανα πάρα πολλές προσευχές σαν μικρό παιδί που ήμουνα –δώδεκα-δεκαπέντε χρόνων, δεν θυμάμαι ακριβώς καλά– και, θέλοντας να τον μιμηθώ, με πολύν αγώνα έφυγα από τους γονείς μου κρυφά και ήλθα στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους. Το απόγευμα που θα έφευγα για το Άγιον Όρος, άρχισαν να έρχονται και να μπαίνουν στο καράβι καλόγεροι. Τους εκοίταζα με θαυμασμό. Πρώτη φορά έβλεπα μοναχούς με τα ράσα. Εγώ ήμουνα στη σκάλα. Εκεί που ήμουνα, τους έβλεπα όλους που περνούσαν. Σε μια στιγμή ανέβηκε ένας ψηλός γέρος, σεβάσμιος, με μακριά γενειάδα, φορτωμένος με τα δισάκια του. Με πλησίασε. Κάθισε σ’ έναν πάγκο και μου είπε να καθίσω κι εγώ.
› Πού πας, παιδί μου; μου λέγει.
› Πάω στο Άγιον Όρος, του απάντησα.
› Και τι πάεις να κάνεις εκεί;
Εγώ του έκρυψα την αλήθεια και του λέγω:
› Πάω να δουλέψω.
› Έλα στα Καυσοκαλύβια, μου λέει. Εκεί μένω με τον αδελφό μου σ’ ένα καλύβι στην έρημο. Έλα, παιδί μου, εκεί, να δοξάζομε όλοι μαζί τον Χριστό μας. Τι βιβλία διαβάζεις, παιδί μου; με ρώτησε.
› Την επιστολή του Χριστού, την επιστολή της Παναγίας, το βίο του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου. Δεν ξέρω πολλά γράμματα.»…
«Πολλοί στο Άγιον Όρος ζήσανε μυστικά. Πεθάνανε χωρίς κανείς να τους γνωρίζει. Κι εγώ ήθελα να ζήσω έτσι μυστικά. Ούτε ιεροκήρυκας ήθελα να γίνω, ούτε κάτι άλλο. Ούτε είχα ποτέ σκεφθεί να βγω έξω απ’ το Άγιον Όρος. Παιδάκι μικρό σε τέλεια ερημιά! Για να καταλάβω το έρημον και το αβοήθητον, ανέβαινα στο βουνό, έμενα ώρες εκεί κι ήθελα να ζω σαν ερημίτης. Έβρισκα αγριάδες και τις έτρωγα. Το έκανα για άσκηση. Ήθελα να ζήσω μόνος μου, όπως ο άγιος που αγάπησα από μικρούλης, ο Άγιος Ιωάννης ο Καλυβίτης. Αυτός είναι ο αγαπητός μου άγιος. Αυτόν εγώ μιμήθηκα. Μου έκανε εντύπωση πώς άντεξε να μείνει εκεί, κοντά στους γονείς του, κι έστησε την καλύβα του δίπλα τους χωρίς να αποκαλυφθεί και τους ενίσχυε συνεχώς: “Ἔπηξας τὴν καλύβην πρὸ πυλῶν σῶν γονέων”. Έτσι λέει το τροπάριό του:
“Ἐκ βρέφους τὸν Κύριον ἐπιποθήσας θερμῶς, τὸν κόσμον κατέλιπες καὶτὰ ἐν κόσμῳ τερπνὰ καὶ ἤσκησας ἄριστα· ἔπηξας τὴν καλύβην πρὸ πυλῶν σῶν γονέων, ἔθραυσας τῶν δαιμόνων τὰς ἐνέδρας, παμμάκαρ· διό σε, Ἰωάννη, Χριστὸς ἀξίως ἐδόξασεν”.
Οι βίοι των αγίων, και πιο πολύ ο βίος του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου μού έκαναν εντύπωση.»...
«Αυτή η αγάπη προς τον Θεό και αυτός ο έρωτας και αυτός ο ενθουσιασμός σε φέρνει και στο μαρτύριο ακόμη. Σε κάνει να θυσιάζεσαι, να μη λογαριάζεις τίποτα. Να μη φοβάσαι τίποτα. Να φεύγεις μακριά, στα σπήλαια και στις οπές της γης. Αυτή τη θεία τρέλα είχε και ο Άγιος Ιωάννης ο Καλυβίτης, ο Άγιος που μ’ ενέπνευσε…»
3. Διήγησις θαύματος Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτου
Ἤμουν τριῶν μηνῶν ἔγκυος καὶ μοῦ εἶχε συστήσει ὁ γιατρὸς μοῦ νὰ βρίσκομαι σὲ μιὰ σχετικὴ ἀκινησία μιὰ καὶ εἶχα προβλήματα αἰμόῤῥοιας καὶ ὑπῆρχε μεγάλος κίνδυνος νὰ ἀποβάλλω. Αὐτὸ ἦταν τὸ δεύτερο παιδί μου οὐσιαστικά, μιὰ καὶ εἶχα χάσει τὸ πρῶτό μου ἀπὸ αὐτόματη ἐκβολὴ λίγους μῆνες πρίν.
Ἕνα βράδυ, ἀφοῦ κατάφερα νὰ κοιμηθῶ, μιὰ καὶ οἱ ἐνοχλήσεις ἦταν συχνὰ ἔντονες, καὶ ἔπαιρνα σπασμολυτικὰ χάπια, βλέπω στὸν ὕπνο μου τὸν ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτου πλάϊ σὲ ἕναν νεαρὸ μοναχὸ κουκουλωμένο μὲ ἕνα μαῦρο μανδύα (ῥάσο). Χαμογέλασε στὸν γέροντα Νεκτάριο κοιτάζοντάς τον καὶ μετὰ ἔστρεψε τὸ βλέμμα του σὲ μένα καὶ μοῦ εἶπε μὲ γαλήνιο ὕφος: Νὰ μὴ φοβᾶσαι, ὅλα θὰ πᾶνε καλά! Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα σταμάτησε κάθε ταλαιπωρία ποὺ εἶχα μὲ τὴν ἐγκυμοσύνη μου καὶ μάλιστα ἐπέστρεψα στὴν δουλειά μου, ὅπου καὶ δούλεψα μέχρι τὸν ὄγδοο μήνα τῆς ἐγκυμοσύνης μου. Καὶ ὅλα αὐτὰ γιατὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Καλυβίτης θέλησε νὰ προστατέψει τὸ μωρό μου καὶ ἐμένα.
Ἄς εἶναι δοξασμένο τὸ ὄνομά του· πρὸς δόξα τοῦ ὀνόματός του, ἔταξα τὸ παιδί μου νὰ τὸ βαπτίσω στὸ ἐκκλησάκι τῆς Μονῆς.
Ὅταν τὸ μωρό μου, ἀγοράκι 4 μηνῶν τότε, μοῦ παρουσίασε οὐρολοίμωξη, ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ διαγνωστεῖ στὴν Ἀθήνα γιὰ τὰ βασικά της αἴτια (ἀνεπάρκεια οὐροδόχου κ.ἄ.), ἐπισκεφτήκαμε μὲ τὸν σύζυγό μου καὶ τὸ μωρό μας τὸν γέροντα Νεκτάριο, ζητώντας νὰ μεσιτεύσει στὸν Ἅγιο νὰ μὴν ἔχει τὸ παιδὶ κάτι σοβαρό. Ὁ πατὴρ Νεκτάριος, βέβαιος γιὰ τὰ λόγια του, μᾶς εἶπε πὼς τὸ παιδὶ δὲν θὰ ἔχει τίποτα. Λίγες μέρες ἀργότερα, εἶδα στὸν ὕπνο μου ἕναν νεαρὸ μοναχό, ποὺ στεκόταν πίσω ἀπὸ μένα καὶ τὸ μωρό μου μέσα στὸ ἐκκλησάκι τῆς Μονῆς. Ἦρθε μπροστά μου, πῆρε τὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιά του καὶ μοῦ εἶπε: Μὴ στενοχωριέσαι, ἀφοῦ εἶναι δικό μου! Οἱ ἐξετάσεις στὴν Ἀθήνα ἔδειξαν μία τυχαία οὐρολοίμωξη, χωρὶς τίποτε τὸ ἀνησυχητικό.
Σ᾿ εὐχαριστῶ γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ Ἅγιέ μου Ἰωάννη!
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα), Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ἐκ βρέφους τόν Κύριον, ἐπιποθήσας θερμῶς, τόν κόσμον κατέλιπες, καί τά ἐν κόσμῳ τερπνά, καί ἤσκησας ἄριστα· ἔπηξας τήν καλύβην, πρό πυλῶν σῶν γονέων· ἔθραυσας τῶν δαιμόνων, τάς ἐνέδρας παμμάκαρ· διό σε Ἰωάννη ὁ Χριστός, ἀξίως ἐδόξασεν.
Κοντάκιον, Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Ποθήσας σοφέ, πτωχείαν Χριστομίμητον, γονέων τῶν σῶν, τόν πλοῦτον ἐγκατέλιπες, καί τό Εὐαγγέλιον ἐν χερσί σου κρατῶν ἠκολούθησας, Χριστῷ τῷ Θεῷ Ἰωάννη , πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπέρ πάντων ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Πλοῦτον ἀπανθοῦντα καταλιπών, ἐν πτωχείᾳ πλούτου, πλοῦτος ὤφθης πνευματικός· καὶ ἀντὶ καλύβης, φωτοφανῆ παστάδα, ὁ Λόγος Ἰωάννη, λαμπρῶς σοι δέδωκε.
Πηγή: Ιερός Ναός Παντανάσσης, (από το βιβλίο «Αγίου Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου: Βίος και Λόγοι», μέρος 1ο, Έκδοση Ιεράς Μονής Χρυσοπηγής, κεφ. 2–3· μέρος 2ο, λόγ. 2 και 4, σελ. 31, 35, 42, 72, 228, 289, Χανιά Οκτώβριος 2009) Τὸ Εἰλητάριον, (από το βιβλίο «Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Καλυβίτης, ὁ διὰ Χριστὸν πτωχός», Νεκταρίου Ἱερομονάχου, Ἱερόν Ἡσυχαστήριον Ὁσίων 99 Πατέρων, Βουλευτήρια, Ἄγιον Ὄρος, 2010) users.uoa.gr/~nektar, Μέγας Συναξαριστής
Σύμφωνα μὲ τὴν Ἁγία παράδοση, ἡ ὁποία μέχρι σήμερα διαφυλάσσεται στὴν Γεωργία, καθὼς ἐπίσης καὶ σὲ ὅλη τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ πανάμωμος Μητέρα τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν πρόνοιά Του, ἐκλέχτηκε νὰ κηρύξη στὴν Γεωργία[1] τὴν σωτηρία των ἀνθρώπων, τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Υἱοῦ Της καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (†) Διονύσιος Ψαριανός γιὰ τὸν Ἅγιο Θεοδόσιο
Μαζὶ μὲ τοὺς μάρτυρες τοῦ αἵματος, ἀπὸ τὸν πρῶτο καιρό, ἡ Ἐκκλησία τίμησε καὶ τοὺς μάρτυρες τῆς συνειδήσεως. Μάρτυρες τῆς συνειδήσεως ὀνομάζονται οἱ ὅσιοι μοναχοὶ καὶ οἱ ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου. Ὑπάρχει μία διαφορὰ μεταξὺ τῶν μοναχῶν καὶ τῶν ἀσκητῶν. Μοναχοὶ εἶν’ ἐκεῖνοι ποὺ ζοῦν μαζὶ στὰ μεγάλα κοινοβιακὰ μοναστήρια καὶ ἀσκητὲς ἤ ἀναχωρητὲς εἶν’ ἐκεῖνοι ποὺ ζοῦν ξεμοναχιασμένοι σ’ ἐρημικὲς κι ἀπρόσιτες σπηλιές. Καὶ οἱ μοναχοὶ καὶ οἱ ἀσκητὲς εἶν’ ἐκεῖνοι, ποὺ ἀφῆκαν τὰ ἐγκόσμια κι ἀφιέρωσαν τὸν ἑαυτό τους γιὰ κάτι καλύτερο καὶ τελειότερο. Καὶ εἶν’ ἐκεῖνοι, γιὰ τοὺς ὁποίους γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος ὅτι «ὑπέρτεροι τῶν ἀνθρωπίνων μέτρων ἐδείχθησαν», ξεπέρασαν τὰ συνηθισμένα ἀνθρώπινα μέτρα. Τέτοιος εἶναι ὁ ἅγιος Θεοδόσιος ὁ κοινοβιάρχης, τοῦ ὁποίου ἡ Ἐκκλησία σήμερα ἑορτάζει τὴ μνήμη.
Ὁ ἅγιος Θεοδόσιος γεννήθηκε τὸ 423 σὲ μία μικρὴ πόλη τῆς Καππαδοκίας (Μωγαρισσό) ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς, ποὺ μὲ τὶς συμβουλὲς καὶ τὸ παράδειγμά τους δίδαξαν τὸ παιδὶ τους τὴ χριστιανικὴ ἀρετή. Ἀπὸ μικρὸς ἔδειξε ἰδιαίτερη κλίση στὰ ἐκκλησιαστικά, ὥστε καὶ χειροθετήθηκε ἀναγνώστης. Ὅταν ἔφτασε σὲ κάποια ἡλικία, ἄφησε τὴν πατρίδα, τοὺς γονεῖς καὶ τοὺς φίλους του κι ἔφυγε γιὰ νὰ ἐπισκεφθῆ τοὺς ἁγίους τόπους. Πηγαίνοντας γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα, ἐπισκέφθηκε τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸ στυλίτη. Ἐκεῖνος, ὅταν τὸν εἶδε, σὰν καὶ νὰ τὸν ἤξερε, τοῦ φώναξε· «Καλῶς ὥρισες, δοῦλε τοῦ Θεοῦ Θεοδόσιε»! Ὁ ἅγιος Θεοδόσιος πῆρε τὴν εὐλογία τοῦ μεγάλου ἀσκητῆ καὶ συνέχισε τὸ δρόμο του γιὰ τοὺς ἁγίους τόπους. Στὰ Ἱεροσόλυμα βρῆκε κάποιο συμπατριώτη του ἀσκητὴ κι ἔμεινε κοντά του γιὰ λίγον καιρό.
Ὁ ἅγιος Θεοδόσιος ἔδειξε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τόση ἀσκητικότητα καὶ ἀρετή, ὥστε σὲ λίγο καιρὸ ἔγινε γνωστὸς κι ἄρχισαν νὰ μαζεύωνται κοντὰ του πολλοί, ποὺ σὰν κι αὐτὸν εἶχαν πάρει τὸ δρόμο τοῦ ἀσκητισμοῦ. Ἡ σπηλιὰ ἐπάνω στὸ βουνό, ὅπου ζοῦσε κρυμμένος ὁ Ἅγιος, ἔγινε σιγὰ - σιγὰ μοναστήρι, ὅπου συγκεντρώθηκαν πολλοὶ καὶ σχημάτισαν μία ἀδελφότητα. Ὁ ἅγιος Θεοδόσιος τοὺς δίδασκε καὶ τοὺς κατάρτιζε ὄχι μόνο στὴν προσευχὴ καὶ στὴν ἐργασία, ἀλλὰ καὶ στὴ μνεία τοῦ θανάτου· ἡ μνεία τοῦ θανάτου εἶναι τὸ πρῶτο γιὰ τὸν μοναχό. Τὸ νὰ θυμᾶται, ὄχι μόνο κάθε μοναχός, ἀλλὰ καὶ κάθε ἄνθρωπος ὅτι εἶναι θνητὸς καὶ ὅτι κάποια ἡμέρα θὰ πεθάνη, εἶν’ ἐκεῖνο ποὺ γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι «ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ Ἰησοῦν...».
Ὁ κοινοβιακὸς μοναχισμὸς εἶναι τὸ πρότυπο τοῦ κοινωνικοῦ βίου, σὰν στὰ πρῶτα χρόνια τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως διαβάζομε στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. «Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ’ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά...». Αὐτὴ ἡ μαρτυρία στὸ βιβλίο τῶν Πράξεων εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ ἐπίμαχα θέματα τοῦ καιροῦ μας, ἀλλὰ καὶ τὸ πρότυπο καὶ ἡ βάση τοῦ κοινοβιακοῦ ἀσκητισμοῦ. Πολὺ σωστὰ εἶπαν ὅτι «ὁ κοινοτικὸς - κοινοβιακὸς τρόπος ζωῆς θὰ εἶναι σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες ὁ γνήσιος τρόπος ζωῆς χριστιανικῆς ὑπάρξεως μέσα στὸν κόσμο. Καὶ ὁ τρόπος αὐτὸς σώζεται μέχρι σήμερα μέσα στὸ μοναστικὸ κοινόβιο, ποὺ θὰ παραμείνη τὸ πρότυπο τῆς χριστιανικῆς κοινωνίας». Ὄχι γιὰ νὰ γίνουν ὅλοι μοναχοί, ἀλλὰ γιὰ νὰ παραδειγματίζωνται ἀπὸ τὸν βίο τῶν μοναχῶν.
Ὁ ἅγιος Θεοδόσιος, ὅταν εἶδε ὅτι ἀπὸ παντοῦ ἔφταναν μοναχοί, ἔκτισε κοντὰ στὴ Βηθλεὲμ ἕνα μεγάλο μοναστηριακὸ συγκρότημα μὲ ἐργαστήρια γιὰ νὰ ἐργάζωνται οἱ μοναχοί, μὲ νοσοκομεῖο καὶ γηροκομεῖο καὶ μὲ τρεῖς μεγάλες ἐκκλησίες. Οἱ μοναχοί, ποὺ ἔφτασαν ἕως 700 δὲν ἦσαν μόνο Ἕλληνες, ἀλλὰ Ἄραβες καὶ Ἀρμένιοι καὶ Πέρσες καὶ Σλάβοι, ὅταν ἀρρώσταιναν εὕρισκαν περίθαλψη στὸ νοσοκομεῖο καὶ στὰ γεράματά τους στὸ γηροκομεῖο. Διάβαζαν χωριστὰ καὶ στὴ γλώσσα τους ὅλες τὶς ἄλλες ἀκολουθίες, κι ὅλοι μαζὶ στὴ μεγαλύτερη Ἐκκλησία τελοῦσαν τὴ θεία Λειτουργία. Εἶναι νὰ θαυμάζουμε μία τέτοια ὀργάνωση καὶ τέλεια εἰκόνα κοινωνικοῦ βίου, μὰ καὶ νὰ λυπούμαστε, ποὺ τόσος πόλεμος γίνεται γιὰ τὰ κοινωνικὰ ζητήματα, καὶ ἀγνοοῦνται τέτοια παραδείγματα καὶ πρότυπα ἀπὸ τὴν παράδοση καὶ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Τὸ μεγάλο κοινόβιο τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου, τέλεια ὠργανωμένο, ἦταν ἕνας ἀληθινὸς ἐπίγειος παράδεισος. Ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, θαυμάζοντας τὴ μοναστικὴ αὐτὴ πολιτεία, διώρισε τὸν ἅγιο Θεοδόσιο γενικὸ προϊστάμενο καὶ ἐπόπτη ὅλων τῶν κοινοβίων τῆς Παλαιστίνης, γι’ αὐτὸ καὶ λέγεται κοινοβιάρχης. Ἀλλὰ καὶ ἐναντίον τῶν αἱρέσεων ἐργάσθηκε ὁ ἅγιος Θεοδόσιος, γι’ αὐτὸ καὶ ἔπεσε στὴ δυσμένεια τοῦ αἱρετικοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν ἐξώρισε. Μετὰ τὴν ἐξορία του, ὁ κοινοβιάρχης ξαναγύρισε στὸ κοινόβιό του κι ἔζησε ἀκόμα 11 χρόνια μέχρι τὸ 529, ποὺ κοιμήθηκε σὲ ἡλικία 105 ἐτῶν. Ὁ ἅγιος Θεοδόσιος ὥς τὰ βαθειὰ γεράματά του ἦταν ἕνας ὡραῖος μὲ ἐπιβλητικὸ παράστημα ἄνθρωπος, ὥστε νὰ ἔχουν καὶ σ’ αὐτὸν ἐφαρμογὴ τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου· «τῶν γὰρ ἁγίων οὐχὶ τὰ ρήματα μόνον, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τὰ πρόσωπα πνευματικῆς γέμει χάριτος».
Ἀμήν.
Βίος Ἁγίου Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου
Μέσα στο πνευματικό στερέωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας έλαμψαν φωτεινές ασκητικές μορφές, που διακρίθηκαν για τη φιλόθεη βιοτή, την άκρα ασκητικότητα, τη θαυματουργική τους χάρη και το προορατικό τους χάρισμα. Ανάμεσα σ’ αυτές ξεχωριστή θέση στη συνείδηση των φιλαγίων και φιλομονάχων πιστών κατέχει ο Άγιος Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης και Καθηγητής της Ερήμου, που έζησε και διέπρεψε στα χρόνια του Λέοντος του Μεγάλου (457-474) και του αυτοκράτορος Αναστασίου (491-518).
Στὸ Synax. Eccl. CP[1], στὴν Ἑλληνικὴ Πατρολογία[2], στὸ Μηναῖο τοῦ Ἰανουαρίου (ΙΑ΄) καὶ ἀλλοῦ[3], ἀναφέρεται ὁ Βίος τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου. Καταγόταν ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῆς Καππαδοκίας ποὺ ὀνομαζόταν Μωγαρισοῦ[4]. Ἦταν υἱὸς γονέων εὐσεβῶν καὶ πιστῶν. Τὸν πατέρα του τὸν ἔλεγαν Προαιρέσιο καὶ τὴ μητέρα του Εὐλογία.
Σὲ νεαρὴ ἡλικία χειροτονήθηκε ἀναγνώστης καὶ τοῦ ἄρεσε νὰ μελετᾶ τὴν ἱστορία τοῦ Ἀβραάμ, προτύπου ὅλων ὅσοι ἀπὸ ἀγάπη στὸν Κύριο ξενιτεύονται (Γέν. 12), καὶ τοὺς λόγους τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ συνιστοῦν νὰ ἀφήσουμε γονεῖς, ἀγαθὰ καὶ φίλους γιὰ νὰ κληρονομήσουμε ζωὴν αἰώνιον (Ματθ. 19,29). Μὲ ψυχὴ ποὺ καταφλεγόταν ἀπὸ θεῖο ζῆλο, ὁ Θεοδόσιος ἀποφάσισε νὰ ἐφαρμόσει αὐτὰ τὰ παραγγέλματα[5].
Ἀφοῦ ἔγινε μοναχός, πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἦρθε στὴν Ἀντιόχεια, καὶ ἀντάμωσε τὸν Ἅγιο Συμεὼν τὸν Στυλίτη ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔμαθε καὶ τὴν πρόοδο ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ἔχει στὴν ἀρετή, καὶ ὅτι θὰ γίνει καὶ ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἔπειτα ἔζησε κοντὰ σὲ ἕναν ἡσυχαστή, ποὺ λεγόταν Λογγίνος, καὶ παρουσιάστηκε τόσο ὑπερβολικὰ ἐγκρατής, ποὺ ὅλη τὴν ἑβδομάδα ἔτρωγε μόνο μία φορά. Στὸ διάστημα μάλιστα τριάντα ὁλόκληρων χρόνων δὲν ἔφαγε καθόλου ψωμί, παρὰ μόνο ἰσχάδες, χουρμάδες, κουκιὰ καὶ βότανα.
Ἄσκησε λοιπὸν κάθε εἶδος ἀρετῆς καὶ ἔφθασε σὲ τέτοιο ὕψος ἀναβάσεως, ὥστε ἀξιώθηκε νὰ ἐκτελεῖ παράδοξα θαύματα. Μόνο αὐτὸς ἔβλεπε μαζὶ μὲ ἕναν ἄλλο ἀδελφὸ τὸ μαθητὴ του Βασίλειο, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ πέθανε καὶ ἐνταφιάστηκε στὸν τάφο, τὸν ὁποῖο ὁ Ἅγιος ἔκτισε γιὰ αὐτὸν πρὸς ἐνθύμηση τοῦ θανάτου, στεκόταν μετὰ τὸ θάνατο στὴν Ἐκκλησία μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀδελφοὺς καὶ ἔψαλλε μαζί τους. Καὶ ἦταν ἀόρατος γιὰ ὅλους τούς ἄλλους. Αὐτὸς ἄναψε καὶ τὰ σβησμένα κάρβουνα χωρὶς φωτιὰ στὸν τόπο ἐκεῖνο, ὅπου ἐπρόκειτο νὰ θεμελιωθεῖ τὸ μοναστήρι. Ἐπίσης ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴν αἱμορραγία μία γυναίκα, ἡ ὁποία προσῆλθε μὲ πίστη καὶ ἀπὸ ἕνα σπυρὶ σιτάρι, τὸ ὁποῖο εὐλόγησε, ἔκανε νὰ ὑπερχειλίσουν οἱ σιταποθῆκες.
Ὁ Ἅγιος, ποὺ ἐμφανίστηκε χωρὶς νὰ τὸν βλέπουν, ἔβγαλε ἀπὸ τὸ βυθὸ τοῦ πηγαδιοῦ τὸ παιδὶ ποὺ ἔπεσε ἐκεῖ μέσα καὶ ἀκόμη βοήθησε τὰ παιδιὰ μίας γυναίκας, τὰ ὁποία πρὶν ἀκόμα ἔρθουν στὴ ζωή, ἁρπάζονταν ἀπὸ τὸ θάνατο. Ἔτσι καὶ τὴ μητέρα τους, ἡ ὁποία δὲν εἶχε καλύτερη τύχη καὶ ἀπὸ μία ἐντελῶς στείρα, ἐξαιτίας τῶν θανάτων τῶν παιδιῶν, ὁ Ἅγιος μὲ τὴν προσευχὴ του τὴν ἔκανε πολύτεκνη. Ἀλλὰ καὶ τὸ νέφος ἀκρίδων ἒδιωξε μὲ μία μόνον ἐπιτίμηση. Αὐτὸς καὶ τὸν Κόμη τῆς Ἀνατολῆς Κήρυκο φύλαξε ἄτρωτο στὸν πόλεμο, διότι ἐκεῖνος φοροῦσε γιὰ προστατευτικὸ θώρακα τὸ τρίχινο ἱμάτιο τοῦ Ἁγίου. Ἀλλὰ καὶ τὴ γῆ ποὺ ἀδικοῦνταν ἀπὸ τὴν ξηρασία καὶ δὲν ἔδινε καρπὸ τὴν ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴν ἀνυδρία, προκαλώντας βροχὴ μὲ τὴν προσευχή του.
Προεῖπε ἀκόμα ὁ Ὅσιος καὶ τὴν κατεδάφιση ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ὑποστεῖ ἡ πόλη Ἀντιόχεια ἀπὸ τὸν σεισμὸ (526). Καὶ πολλοὺς ἀνθρώπους γλύτωσε ἀπὸ τὴν τρικυμία τῆς θάλασσας μὲ τὴν ἐμφάνισή του ὅταν κινδύνευαν. Καὶ στάθηκε καὶ δάσκαλος τῆς ἀρετῆς σὲ πολλοὺς μαθητές, καὶ περισσότερους παρακίνησε πρὸς τὸν ἴδιο ζῆλο καὶ μίμηση τῆς δικῆς του ἀρετῆς μὲ τὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα του καὶ στὴ συνέχεια τοὺς ἔφερε κοντὰ στὸν Κύριο.
Ἡ φήμη του γιὰ τὴν ἁγία ζωὴ του ἔγινε γρήγορα γνωστὴ στὰ πέρατα τῆς Αὐτοκρατορίας καὶ ἔφερε στὸ ἡσυχαστήριό του δεκάδες ἀδελφοὺς ἀναγκάζοντας τὸν Θεοδόσιο νὰ ἱδρύσει ἕνα εὐρύχωρο μοναστήρι ὅπου ἐφάρμοσε πιστὰ τὰ πρότυπα τοῦ ἀσκητικοῦ βίου. Τὸ μεγάλο κοινόβιο τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου, τέλεια ὀργανωμένο, ἦταν ἕνας ἀληθινὸς ἐπίγειος παράδεισος. Ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, θαυμάζοντας τὴ μοναστικὴ αὐτὴ πολιτεία, διόρισε τὸν Ἅγιο Θεοδόσιο γενικὸ προϊστάμενο καὶ ἐπόπτη ὅλων τῶν κοινοβίων τῆς Παλαιστίνης, γι' αὐτὸ καὶ λέγεται Κοινοβιάρχης.
Ἀλλὰ καὶ ἐναντίον τῶν αἱρέσεων ἐργάσθηκε ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος, γι' αὐτὸ καὶ ἔπεσε στὴ δυσμένεια τοῦ αἱρετικοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου τοῦ Δικόρου (491-518), ποὺ ὑποστήριζε τὴν αἵρεση τοῦ μονοφυσιτισμοῦ, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶχε μόνο θεία φύση, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν ἐξόρισε. Μετὰ τὴν ἐξορία του, ὁ Κοινοβιάρχης ξαναγύρισε στὸ κοινόβιό του κι ἔζησε ἀκόμα 11 χρόνια μέχρι τὸ 529, ποὺ κοιμήθηκε σὲ ἡλικία 105 ἐτῶν.
Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος ὡς τὰ βαθειὰ γεράματά του ἦταν ἕνας ὡραῖος μὲ ἐπιβλητικὸ παράστημα ἄνθρωπος, ὥστε νὰ ἔχουν καὶ σ' αὐτὸν ἐφαρμογὴ τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου τῶν γὰρ ἁγίων οὐχὶ τὰ ρήματα μόνον, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τὰ πρόσωπα πνευματικῆς γέμει χάριτος[6]. Ἡ εἴδηση τῆς κοιμήσεώς του διαδόθηκε σὰν ἀστραπή. Καὶ ἔτρεξαν πολλοί, λαϊκοί, κληρικοὶ καὶ μοναχοί, ἀκόμη καὶ Ἐπίσκοποι, γιὰ νὰ ἀσπαστοῦν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου ἀνδρός, ποὺ στάθηκε γιὰ ὅλους φιλόστοργος πατέρας καὶ προστατευτικὸς ἀδελφός. Καὶ αὐτὸς ἀκόμη ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων προσῆλθε νὰ ἀσπασθεῖ καὶ νὰ παραστεῖ στὴν ἐξόδιο Ἀκολουθία· μεγάλη δὲ ὑπῆρξε ἡ συγκίνησή του, ὅταν βρέθηκε ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ σκηνώματος τοῦ Ὁσίου. Ἡ σύναξή του ἐτελεῖτο στὸ σεπτὸ Ἀποστολεῖο (Ἀποστολικὸ ναὸ) τοῦ Ἁγίου Πέτρου, ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν Ἁγία Σοφία.
Ὅπως ἀναφέρει καὶ ὁ Ἱερομόν. Ἐφραὶμ Χαλής, μελετώντας τὸ βίο καὶ τὴν πολιτεία τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου, ἀναγνωρίζει κανεὶς τὴν μεγάλη προσφορὰ τοῦ Ὁσίου στὴν ἐκκλησία καὶ στὴν κοινωνία. Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ἦταν κοινωνικὸς ἐργάτης, ἱεραπόστολος καὶ ἱεροκῆρυξ, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ μοναχοὶ καὶ οἱ μοναχὲς ὅλων τῶν ἐποχῶν. Ἡ μοναχικὴ πολιτεία εἶναι φῶς γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, καὶ μάλιστα ἡ ἀκτημοσύνη, ἡ ὑπακοὴ καὶ ἡ παρθενία τῶν μοναχῶν πολλὰ μποροῦν νὰ μᾶς διδάξουν[7].
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν κατὰ πλάτος Βίο τοῦ Ἁγίου
Καὶ ἦταν σὲ ὅλα ὅσα γίνονταν πραότατος[8], ταπεινὸς καὶ ἥμερος, ὅταν ὄμως κινδύνευε ἡ εὐσέβεια, τότε φαινόταν φιλόνικος καὶ ἰσχυρογνώμων ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος. Καὶ ἦταν, σύμφωνα μὲ τὴ Γραφή, «πῦρ φλέγον» καὶ «μάχαιρα κόπτουσα», ποὺ ἀφανίζει τὰ κακὰ ζιζάνια. Ἔτσι φιλονίκησε μὲ τὸν παράνομο βασιλιὰ Ἀναστάσιο, τὸν μεγάλο καὶ ἄσπονδο ἐχθρό τῆς Δ' οἰκουμενικῆς ἁγίας Συνόδου, ὁ ὁποῖος ἀκολουθοῦσε τὴν αἵρεση τοῦ δυσσεβοῦς Εὐτυχοῦς καὶ Διοσκόρου καὶ Σεβήρου, οἱ ὁποῖοι πίστευαν ὅτι ὁ Χριστὸς ἔχει μία φύση, οἱ ἄχρηστοι, ὁ ὁποῖος βασιλιὰς ἄλλους πατέρες κολάκευε καὶ συμμορφώνονταν μὲ τὴν αἵρεση καὶ ἄλλους τοὺς τυραννοῦσε ὁ ἄμυαλος. Κι ἔτσι δοκίμασε νὰ παρασύρει καὶ τὸν σοφὸ Θεοδόσιο μὲ ἀργύρια, ὁ φιλάργυρος.
Τοῦ ἔστειλε λοιπὸν δωρεὰ τριάντα λίτρες χρυσοῦ καὶ γιὰ νὰ μὴν τὸ καταλάβει ὅτι τὸ ἔστειλε μὲ πονηριὰ καὶ τὸ γυρίσει πίσω, κάλυψε μὲ πονηριὰ τὸ δόλωμα καὶ τοῦ μήνυσε νὰ τὸ δεχτεῖ γιὰ νὰ τὸ ξοδέψει γιὰ τοὺς ἀρρώστους καὶ τοὺς φτωχούς. Καὶ ὁ Ἅγιος δέχτηκε τὸ χρυσὸ γιὰ νὰ μὴ δώσει ἀφορμὴ γιὰ σκάνδαλο, τὴ μιαρὴ ὅμως γνώμη του τὴ μίσησε καὶ τὴν ἀπέκρουσε, ἀνατρέποντάς την μὲ ἀληθινὲς ἀποδείξεις καὶ παραδείγματα, καὶ νικήθηκε ὁ βασιλιάς, σὰν νὰ πολεμοῦσε τὸ ἐλάφι μὲ τὸ λιοντάρι, ὅπως θὰ φανεῖ παρακάτω.
Ἀφοῦ πέρασε λίγος καιρός, ἀφότου φιλοδώρησε τὸν Ἅγιο μὲ τὸν χρυσὸ ὁ βασιλιάς, ἔστειλε ἀνθρώπους στὸν Ὅσιο νὰ ὑπογράψει τὴν προαναφερθεῖσα αἵρεση. Τότε συγκεντρώνει ὅλους τούς Πατέρες τῆς ἐρήμου καὶ μὲ τὴ σύμφωνη γνώμη καὶ τὴ θέληση ὅλων γράφει στὸν βασιλιὰ τὴν ἑξῆς ἀπάντηση: «ἐπειδὴ μᾶς ἔστειλες μήνυμα νὰ κάνουμε ἕνα ἀπὸ τὰ δύο, δηλαδὴ ἢ νὰ συμφωνήσουμε μὲ τὴν ἄποψη τῶν Ἀκέφαλων ἢ νὰ θανατωθοῦμε βίαια ἂν μείνουμε πιστοὶ στὰ ὀρθὰ Δόγματα τῶν Πατέρων, μάθε ὅτι προτιμοῦμε τὸν θάνατο καὶ ὄχι μόνο ἐμεῖς δὲν παρεκκλίνουμε καθόλου ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ καὶ ὅσους ἄλλους παρασύρετε καὶ δεχτοῦν τὰ φρονήματά σας, ἐμεῖς τοὺς ἀναθεματίζουμε, καὶ ἂν χειροτονήσετε κάποιον ἀπὸ τοὺς Ἀκέφαλους, ἐμεῖς δὲν τὸν δεχόμαστε.
Μακάρι, Χριστὲ Βασιλιά, νὰ μὴ συμβεῖ νὰ παραιτηθοῦμε οὔτε λίγο ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ἂν δοῦμε τοὺς Ἅγιους αὐτοὺς Τόπους νὰ ἔχουν παραδοθεῖ στὴ φωτιά, ἀκόμα καὶ ἂν πάθουμε ὁτιδήποτε ἄλλο, δὲν ἀλλάζουμε γνώμη, ἀκόμα καὶ ἂν ἐλεεινὰ τεμαχίσουν τὰ σώματά μας σὲ μικρὰ τεμάχια, ἀλλὰ πιστεύουμε στὶς τέσσερις Ἅγιες Συνόδους, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ Α΄ τῶν 318 Πατέρων ἔγινε κατὰ τοῦ Ἄρειου στὴ Νίκαια, τὸν ὁποῖο καὶ ἀναθεμάτισαν, ἐπειδὴ τὸ δόγμα τοῦ δυσσεβοὺς θεωροῦσε τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ ξένο ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Πατρός. Ἡ Β΄ κατὰ τοῦ Μακεδόνιου, ὁ ὁποῖος βλασφημοῦσε πρὸς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ Γ΄ πραγματοποιήθηκε στὴν Ἔφεσο κατὰ τοῦ Νεστορίου, ὁ ὁποῖος φλυαροῦσε μὲ μιαρὸ καὶ παράλογο τρόπο κατὰ τῆς οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ τέταρτη τῶν 630 θεοφόρων Πατέρων στὴ Χαλκηδόνα, οἱ ὁποῖοι ἔχοντας ἴδιο φρόνημα μὲ τοὺς ἄλλους, ἀφόρισαν τὸν Εὐτυχῆ καὶ τὸν Νεστόριο, καὶ τοὺς ἒδιωξαν μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ δυνάμωσαν τὴν Ἀνατολικὴ Πίστη, χαρακτηρίζοντας αὐτοὺς ποὺ ἔχουν διαφορετικὸ φρόνημα ξένους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ἀπὸ αὐτὴ λοιπὸν τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη δὲν παρεκκλίνουμε οὔτε προδίδουμε (μακριὰ ἀπὸ ἐμᾶς!) τὴν εὐσέβεια, ἔστω καὶ ἂν πρόκειται νὰ μᾶς δώσετε χιλιάδες θανάτους. Ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ποὺ καθοδηγεῖ κάθε νοῦ, μακάρι νὰ εἶναι φύλακας καὶ ὁδηγὸς τοῦ κράτους σου».
Μόλις δέχτηκε αὐτὴ τὴν ἐπιστολὴ ὁ βασιλιάς, εὐλαβήθηκε τὸν Ἅγιο καὶ τοῦ ἔστειλε ἀπάντηση προφασιζόμενος ὅτι δὲν ἔφταιγε ὁ ἴδιος σὲ αὐτὸ τὸ θέμα, ἀλλὰ οἱ κακοὶ Ἀρχιερεῖς καὶ κληρικοί, οἱ ὁποῖοι θέλοντας νὰ φανοῦν σοφοί, προκαλοῦσαν τὰ σκάνδαλα. Αὐτὰ καὶ ἄλλα ἀφοῦ ἔγραψε ὁ βασιλιὰς στὸν Ἅγιο, σταμάτησε καὶ δὲν ἐκβίαζε κανένα νὰ ἀκολουθήσει τὴν αἵρεση. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ καιρὸ ἄλλαξε γνώμη καὶ ἔστειλε πάλι γράμματα κατὰ τῆς εὐσέβειας, ὁ ἀπερίσκεπτος.
Ὁ γενναῖος ὅμως καὶ ζηλωτὴς τῆς ὀρθῆς πίστης Ἅγιος Θεοδόσιος, δὲν ἀποδέχτηκε τὰ γράμματα, ἀλλὰ σὰν λιοντάρι ὅρμησε κατὰ τῶν ἀπεσταλμένων καὶ ἀφοῦ συγκέντρωσε τὸ πλῆθος, ἀνέβηκε στὸν ἄμβωνα καὶ εἶπε μεγαλόφωνα: «ὅποιος ἐναντιωθεῖ στὶς τέσσερις Ἅγιες Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ δὲν τὶς τιμᾶ ὅπως τὰ τέσσερα Εὐαγγέλια, νὰ ἔχει τὸ ἀνάθεμα.». Αὐτὰ εἶπε καὶ ἔτρεξε σὰν Ἄγγελος στὶς κοντινὲς χῶρες καὶ πόλεις σὰν στρατηγός, μὲ πολλοὺς Μοναχοὺς νὰ τὸν ἀκολουθοῦν, καὶ στήριζε τοὺς πιστούς, ξεσήκωνε τοὺς νωθροὺς καὶ ὅσους εἶχαν ἀμφιβολία γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη τοὺς βεβαίωνε καὶ τοὺς ἔκανε πρόθυμους νὰ μὴ φοβηθοῦν τὶς ἀπειλὲς τοῦ τυράννου, ἀλλὰ νὰ πεθάνουν, ἂν χρειαστεῖ, γιὰ τὴν εὐσέβεια.
Καὶ τοὺς δίδασκε ὁ Ὅσιος νὰ γνωρίζουν ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ταυτόχρονα Θεὸς καὶ ἄνθρωπος σὲ μία ὑπόσταση, δηλαδὴ πρόσωπο, ἔχοντας ἀπὸ τὴ φύση του τὴ θεότητα καὶ τὴν ἀνθρωπότητα. Ἔφερε καὶ γιὰ ἀπόδειξη τὴν Ἁγία ἐκείνη καὶ Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία σαφέστατα ἀνατρέπει αὐτὲς τὶς δύο αἱρέσεις, τοῦ δυσσεβοὺς Νεστόριου, ὁ ὁποῖος χώριζε τὸν ἕνα Χριστὸ σὲ δύο υἱοὺς καὶ δύο ὑποστάσεις ὁ ἀνόητος, καὶ τοῦ Εὐτυχοῦς καὶ Διοσκόρου καὶ Σεβήρου, οἱ ὁποῖοι συγχέουν σὲ μία φύση τοῦ ἑνὸς Χριστοῦ τὴ θεότητα καὶ τὴν ἀνθρωπότητα.
Γιατί ὁ Νεστόριος πίστευε δύο φύσεις καὶ ὑποστάσεις στὸ Χριστὸ καὶ δύο υἱούς, ἕναν Θεὸ ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα, καὶ ἄλλον ἀπὸ τὴν Ἁγία Παρθένο. Ὁ Εὐτυχὴς πάλι καὶ ὁ Διόσκορος καὶ ὁ Σεβῆρος, ποὺ πίστευε τὰ ἴδια μὲ αὐτούς, θέλοντας δῆθεν νὰ πολεμήσουν αὐτὴ τὴ σφαλερὴ διαίρεση τοῦ Νεστόριου, ἔπεσαν πάλι καὶ οἱ ἴδιοι τόσο ἀνόητα σὲ ἄλλη αἵρεση, δίνοντας στὸ Χριστὸ μία φύση θεότητος καὶ ἀνθρωπότητος, καὶ πιστεύοντας οἱ ἄμυαλοι ὅτι ἡ θεότητα μπορεῖ νὰ πάσχει. Γιατί , ἂν ἔχει ὁ Χριστὸς μία φύση, ὅπως φλυάρησαν αὐτοί, ἄρα καὶ ἡ θεότητα γνώρισε τὸ θάνατο.
Ἀλλὰ ἂς σφραγισθοῦν τὰ μιαρά τους στόματα, γιατί ἡ Ἁγία Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀποφάσισε νὰ τιμοῦμε δύο φύσεις θεότητος καὶ ἀνθρωπότητος σὲ μία ὑπόσταση χωρὶς νὰ τὶς συγχέουμε, χωρὶς νὰ τὶς μεταβάλλουμε καὶ δίχως νὰ τὶς χωρίζουμε, ἕναν Υἱὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς προαιώνιο σύμφωνα μὲ τὴ θεότητα, μεταγενέστερο καὶ πάλι γεννηθέντα ἀπὸ τὴν Ἁγία Παρθένο μὲ νεότερο νόμο σύμφωνα μὲ τὴν ἀνθρωπότητα, ὁμοούσιο μὲ τὸν Πατέρα, ἀμήτορα καὶ ἀπάτορα.
Μὲ αὐτὰ καὶ ἄλλα παρόμοια δίδασκε μὲ θάρρος τὸ ποίμνιό του ὁ σοφὸς Θεοδόσιος. Καὶ γιὰ αὐτὸ ὁ βασιλιὰς θύμωνε μαζί του καὶ τὸν ἐξόρισε ἄδικα. Ὁ δίκαιος κριτὴς ὅμως Θεός, ἀφαίρεσε τὴ ζωὴ ἐκείνου τοῦ παράφρονα καὶ ὅταν ἐπέστρεψε πάλι ὁ Ὅσιος ἔπαυσε ὁ διωγμὸς τῆς Ἐκκλησίας καὶ σταμάτησαν τὰ σκάνδαλα. Καὶ οἱ αἱρετικοὶ ἀρχιερεῖς διώχτηκαν ἀπὸ τοὺς θρόνους τους, καὶ οἱ εὐσεβεῖς πῆραν πίσω τούς δικούς τους θρόνους, ὅπως καὶ πρίν, καὶ πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἐπαίνεσαν τὸν μέγα Θεοδόσιο γιὰ τὸ θάρρος ποὺ ἔδειξε καὶ δὲν δέχτηκε τὰ βασιλικὰ προστάγματα. Ἰδιαίτερα οἱ Ἀρχιεπίσκοποι, τῆς Ῥώμης Ἀγάπιος καὶ ὁ Ἐφραὶμ τῆς Ἀλεξάνδρειας τοῦ ἔγραψαν ἐγκωμιαστικὰ γράμματα καὶ πολὺ τὸν ἐγκωμίασαν.
Τὸ κοινόβιό τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου στὴν Παλαιστίνη
Βρίσκεται ἀνατολικά τῆς Βηθλεέμ, στὴν ἀρχὴ τῆς Ῥέμου καὶ πάνω στὸν ἀρχαῖο κεντρικὸ δρόμο ποὺ ὁδηγοῦσε στὴν καρδιὰ τῆς ἐρήμου τῆς Ἰουδαίας καὶ στὴ Νεκρὰ Θάλασσα[9]. Τὸ σημερινὸ μοναστήρι εἶναι χτισμένο στὴ θέση τοῦ ἀρχαίου κοινοβίου, ποὺ ἵδρυσε ὁ μέγας Κοινοβιάρχης τοῦ μοναχισμοῦ τῆς Ἁγίας Γῆς, ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος, τὸν 5ο αἰώνα. Στὸν περίβολο τοῦ μοναστηριοῦ βλέπει κανεὶς μωσαϊκὰ δάπεδα μὲ ἑλληνικὲς ἐπιγραφές, μαρμάρινα κιονόκρανα καὶ κολῶνες, στέρνες καὶ ἐρείπια κτιρίων.
Ἡ σπηλιὰ-προσκύνημα εἶναι τὸ πιὸ ἐνδιαφέρον τμῆμα τοῦ μοναστηριοῦ. Εἶναι φυσική, μὲ λίγα λαξευτὰ σημεῖα καὶ κατὰ τὴ μακραίωνη ἱστορία τῆς μονῆς χρησιμοποιήθηκε ὡς κοιμητήριο τῶν ἡγουμένων καὶ τῶν ἐπιφανῶν της μοναχῶν. Στὶς λάρνακες κατὰ μῆκος τῶν τοίχων τῆς σπηλιᾶς εἶναι ἐνταφιασμένοι, μεταξὺ ἄλλων, ὁ ἱδρυτὴς τοῦ μοναστηριοῦ Ἅγιος Θεοδόσιος, ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, διάδοχος τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου καὶ μετέπειτα ὀνομαστὸς πατριάρχης τῆς Ἱερουσαλήμ, ὁ Ἅγιος Κόπρης, ἡ Ἁγία Θεοδότη, ἡ μητέρα τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων καὶ ἄλλες ἐξέχουσες μορφὲς τοῦ μοναχισμοῦ τῆς Παλαιστίνης.
Ἡ ἱστορία τοῦ μοναστηριοῦ αὐτοῦ εἶναι ἀπὸ τὶς ὡραιότερες, ἀλλὰ καὶ δραματικότερες τῶν μοναστηριῶν τῆς Παλαιστίνης. Ἱδρύθηκε τὸ 465 ἀπὸ τὸν ἅγιο Θεοδόσιο καὶ ἀμέσως ἔγινε τὸ σπουδαιότερο κέντρο τοῦ ἀνατολικοῦ Ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ, τὸ σχολεῖο τῶν μοναχῶν, ὅπως τὸ ἔλεγαν. Ἐκεῖ μέσα ἔφθασε ὁ μοναχισμὸς στὴν πιὸ τέλεια καὶ ὀργανωμένη του μορφή, καλλιεργήθηκε ἡ ὑπακοὴ καὶ ὁ ἄνθρωπος ὡς μία ψυχοσωματικὴ ἑνότητα θεραπευόταν ψυχοσωματικὰ ζώντας σύμφωνα μὲ τὶς Εὐαγγελικὲς ἐντολές.
Στὶς μέρες τὶς ἀκμῆς του, τὸ κοινόβιο τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου (στὸ χρονικὸ διάστημα ἀπὸ τὴν ἵδρυσή του μέχρι τὸ 700 περίπου μ.Χ.) ἔφτασε νὰ ἔχει μέχρι 700 μοναχούς, διαφόρων ἐθνοτήτων. Μέσα στὴ μονὴ ὑπῆρχαν ἐργαστήρια, Ἐκκλησίες, πτωχοκομεῖα, φροντιστήρια, γηροκομεῖα, ὀρφανοτροφεῖο, ξενῶνες κ.ἂ. Ὅλα αὐτὰ ἔκαναν τὸ μοναστήρι νὰ μοιάζει μὲ μικρὴ πολιτεία ὄχι μόνον ἀνθρώπων τοῦ πνεύματος καὶ τῆς προσευχῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐργασίας καὶ προσφορᾶς.
Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ τὸ κοινόβιο τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου δὲν ἔβγαλε μόνο ἁπλοϊκοὺς Ἁγίους ἀλλὰ καὶ σοφούς, ὅπως τὸν περίφημο Ἰωάννη Μόσχο, τὸν Ἅγιο Μόδεστο καὶ τὸν Ἅγιο Σωφρόνιο, τοὺς μετέπειτα Πατριάρχες τῶν Ἱεροσολύμων καὶ πολλοὺς ἄλλους.
Ἡ περσικὴ εἰσβολὴ καὶ στὴ συνέχεια ἡ ἀραβικὴ κατάκτηση ἀνέκοψαν τὴν πρόοδο τοῦ μοναστηριοῦ καὶ σκόρπισαν τοὺς μοναχούς του. Μὲ λίγους μοναχοὺς καὶ μὲ τὸν διαρκή κίνδυνο σφαγῶν καὶ λεηλασιῶν ἀπὸ τοὺς Βεδουίνους, τῆς ἐρήμου, ἐπέζησε τὸ μοναστήρι μέχρι τὸν 15ο αἰώνα. Τότε ἦταν ποὺ ἐγκαταλείφθηκε.
Στὰ 400 περίπου χρόνια τῆς ἐγκατάλειψης καὶ λησμονιᾶς χρησιμοποιήθηκαν τὰ κτίριά του ὡς στάνες καὶ ἄσυλα τῶν μουσουλμάνων τῆς φυλῆς Ἰμπιν-Ἀμπέντ, γι' αὐτὸ καὶ μέχρι σήμερα εἶναι γνωστὸ στὰ ἀραβικὰ ὡς Δὲρ-Ἰμπιν-Ἀμπέντ. Τὸ 1858 τὰ ἐρείπιά του ἀγοράσθηκαν ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸ Πατριαρχεῖο, ἔγιναν ἐργασίες ἀναστήλωσης καὶ ἀνακαίνισης καὶ τὸ μοναστήρι ἐπαναλειτούργησε ἀποκτώντας τὴ σημερινή του μορφή.
[1] H. Delehaye, Synaxarium Ecclesiae Constantinopolitanae e codice Sirmondiano, adjectis synaxariis «Selectis»,σ.383-386, Bruxellis 1902.
[2] Vita a. Symeone Metaphrasta, P.G. 114.469-553.
[3] Βλ. BHG II, 288, (1776-1778b).
[4] Στὰ Acta Sanctorum ἀναφέρονται ἐπίσης καὶ οἱ ὀνομασίες Μαγαρισοῦ καὶ Μαρισσοῦ.
[5] Ἱερομ. Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, Νέος Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμ. Ε΄ (Ἰανουάριος), σ. 127.
[6] Μακαριστοῦ Μητροπολίτου Σερβιῶν καὶ Κοζάνης + Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ, Εἰκόνες ἔμψυχοι – Κηρύγματα ἁγιολογικὰ (Ἑξαπλὰ β΄), ἔκδ. Ζωηφόρος.
[7] Ἱερομ. Ἐφραὶμ Χαλής, Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ὁ Κοινοβιάρχης (Ἡ κοινωνικὴ προσφορὰ τοῦ Μοναχισμοῦ), σ. 8.
[8] Τὸ παρὸν ὑλικὸ εἶναι ἀναρτημένο στὴν ἰστοσελίδα: www.impantokratoros.gr. Πηγὴ τοῦ ἄρθρου ἀποτελεῖ τὸ βιβλίο τοῦ Γ. Τέζα, Ἡ αἵρεσις τῶν μονοφυσιτῶν ἀντιχαλκιδωνίων, ἔκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη.
[9] Τὸ παρὸν κείμενο εἶναι ἀναρτημένο στὴν ἰστοσελίδα http://holylandagioitopoi.blogspot.com, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία σημειώνεται ὅτι πολλὰ στοιχεῖα ἐλήφθησαν ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Β. Τζαφέρη: Ἅγιοι Τόποι. Ἐπίσης πηγὴ τῶν εἰκόνων ἀποτελεῖ ὁ ἰστότοπος: http://picasaweb.google.gr/injerousalem/OrthodoxMonasteriesIn.
[10] Μηναῖον Ἰανουαρίου ΙΑ΄, σσ. 252-267 καὶ Νέος Ἐνιαύσιος Στέφανος, σ.188.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος πλάγιος α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀρεταὶς θεοσδότοις ἐκλάμψας ὅσιε, Μοναστικῆς πολιτείας ὤφθης λαμπρὸς χαρακτήρ, καὶ φωστὴρ θεοειδὴς Πάτερ καὶ ἔξαρχος, Θεοδόσιε σοφέ, τῶν Ἀγγέλων μιμητά, θεράπων ὁ τῆς Τριάδος ἣν ἐκδυσώπει ἀπαύστως,ἐλεηθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τό ἄγονον ἐγεώργησας· καί τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατόν τούς πόνους ἐκαρποφόρησας· καί γέγονας φωστήρ τῇ οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν. Θεοδόσιε Πατήρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’ - Τῇ ὑπερμάχῳ.
Πεφυτευμένος ἐν αὐλαῖς ταῖς τοῦ Κυρίου σου, τάς σάς ὁσίας ἀρετάς τερπνῶς ἐξήνθησας, καί ἐπλήθυνας τά τέκνα σου ἐν ἐρήμῳ, τῶν δακρύων σου τοῖς ὄμβροις ἀρδευόμενα, ἀγελάρχα τῶν Θεοῦ θείων ἐπαύλεων· ὅθεν κράζομεν· Χαίροις Πάτερ Θεοδόσιε.
Κάθισμα. Ἦχος πλ. δ'. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἐγκρατείᾳ καὶ πόνοις καὶ προσευχαῖς, τὴν ψυχήν σου κοσμήσας θεοπρεπῶς, γέγονας συμμέτοχος, τῶν Ὁσίων Ἀοίδιμε· καὶ τῶν θαυμάτων ὄντως, χαρίσματα ἔλαβες, τοῦ ἰᾶσθαι τάς νόσους, τῶν πίστει τιμώντων σε· ὅθεν καὶ Δαιμόνων, ἀπελαύνων τὰ πλήθη, παρέχεις ἰάματα, τοῖς ἀνθρώποις τῇ χάριτι, θεοφόρε Θεοδόσιε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος.
Ἄνθρωπος μὲν τῇ φύσει ἐχρημάτισας Πάτερ, ἀλλ' ὤφθης συμπολίτης Ἀγγέλων· ὡς γὰρ ἄσαρκον ἐπὶ τῆς γῆς βιοτεύσας σοφέ, τῆς σαρκὸς ἅπασαν τὴν πρόνοιαν ἀπέρριψας· διὸ καὶ παρ᾿ ἡμῶν ἀκούεις· Χαίροις, πατρὸς εὐλαβοῦς ὁ γόνος, χαίροις, Μητρὸς εὐσεβοῦς ὁ κλάδος. Χαίροις, τῆς ἐρήμου πολιστὴς παγκόσμιος· χαίροις οἰκουμένης φωστὴρ ὁ πολύφωτος. Χαίροις, ὅτι ἐκ νεότητος ἠκολούθησας Χριστῷ, χαίροις ὅτι κατεμάρανας τῆς σαρκὸς τάς ἡδονάς. Χαίροις, τῶν Μοναζόντων πρόξενος σωτηρίας, χαίροις, τῶν ῥαθυμούντων τρόπος παρηγορίας. Χαίροις, πολλοὺς ἐκ πλάνης ῥυσάμενος, χαίροις, κρουνοὺς θαυμάτων δωρούμενος. Χαίροις, πτωχῶν τὴν φροντίδα ποιήσας, χαίροις, ἡμῶν ὁ προστάτης καὶ ῥύστης· Χαίροις, Πάτερ Θεοδόσιε.
Μεγαλυνάριον.
Δόσιν θεοδώρητον εἰληφώς, δόσεσιν ὁσίαις, τὰς χορείας τῶν Μοναστῶν, ἱερῶς ῥυθμίσας, δοτοὺς Θεῷ προσῆξας, τοὺς σοὶ ἐφαπομένους, ὦ Θεοδόσιε.
Πηγή: Ἁγία Ζώνη , Ρωμαίϊκο Ὁδοιπορικό , Ιερά Μητρόπολις Χίου Ψαρών και Οινουσσών
Ό Άγιος εμφανίστηκε σχεδόν από το πουθενά, στις 23 Ιουνίου 1408 μ.Χ. η 1412 μ.Χ, παραμονή της γιορτής του Τιμίου Προδρόμου, ενώ οι μοναχοί στο μοναστήρι του Κλόπσκ, κοντά στο Νόβγκοροντ, έψαλλαν το 2ο τροπάριο του κανόνα. Ένας μοναχός βγήκε από το ναό για να λιβανίσει το κελί του και προς μεγάλη του έκπληξη ανακάλυψε ένα μοναχό ν' αντιγράφει υπό το φως των κεριών τις Πράξεις των αποστόλων. Μόλις τελείωσε ό Όρθρος ειδοποίησε τον ηγούμενο και με συνοδεία άλλων μοναχών πήγαν εκεί για να τον βρουν να συνεχίζει να γράφει. Σ' όλες τις ερωτήσεις ό ξένος απαντούσε επαναλαμβάνοντας "τις", όπως κάνουν τα παιδιά για να πειράξουν το ένα το άλλο.
Ὁ Ἄγ. Γρηγόριος ὁ Νύσσης γεννήθηκε στὴν Νεακασάρεια τοῦ Πόντου. Οἱ γονεῖς τοῦ ἦταν ἀριστοκρατικοῦ γένους. Ἦταν ξακουστοὶ σὲ ὅλη τὴν περιοχὴ της Καπαδοκίας, γιὰ τὰ πλούτη τοὺς τὴν εὐσέβειά τους καὶ τὴν μόρφωσή τους. Ο Γρηγόριος ἦταν ἀδελφός του Μεγάλου Βασιλείου καὶ τῆς Ἁγίας Μακρίνας. Διδάσκαλος τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου καὶ Καθηγητὴς ἦταν ὁ ἀδελφός του ὁ Μέγας Βασίλειος.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...