Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Οι πράξεις είναι δείγμα αγιότητας ή κακίας. Όχι όμως πάντα! Υπάρχουν περιπτώσεις, που ακόμα και ένας άγιος μπορεί να πέσει, και μάλιστα να πέσει ΣΟΒΑΡΑ. Και το γνωστό παράδειγμα του μοιχού και φονιά βασιλιά Δαυίδ, του “ανδρός κατά την καρδία του Θεού”, μας το έχει δείξει από αρχαίων χρόνων. Όμως και σε νεότερες εποχές, ο Θεός έχει επιτρέψει τέτοιες δραματικές πτώσεις αγίων, για πολλούς λόγους, των οποίων οι τρεις σπουδαιότεροι είναι αυτοί:
Ανάμεσα στα ολίγα σωζόμενα πνευματικά διαμάντια της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ισάξιος στην πολυμάθεια με τον Μέγα Βασίλειο, στη γλυκύτητα και στη γλαφυρότητα του λόγου με τον Θείο Χρυσόστομο, σύγχρονος και με τους δύο, είναι ο Όσιος και Θεοφόρος Πατέρας μας και Οικουμενικός Διδάσκαλος, Εφραίμ ο Σύρος.
Όταν ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος εκθρονίστηκε και στάλθηκε εξόριστος στην Κουκουσό, Αραβισσό και Πιτιούντα όλη η Εκκλησία των ορθοδόξων επένθισε. Με δάκρυα έλεγαν τα πλήθη των πιστών και μοναχών: «Συνέφερεν, ίνα ο ήλιος συσταλή ή ίνα το στόμα Ιωάννου σιωπήση».
Ο Άγιός μας γεννήθηκε στην Αθήνα την χρονική περίοδο που αυτοκράτορας ήταν στο Βυζάντιο ο Αλέξιος ο Κομνηνός. Οι γονείς του εύποροι, τον ανάθρεψαν «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», του προσέφεραν ότι καλύτερο μπορούσαν.
Μετά το θάνατο των γονέων του, γίνεται κληρικός. Αγωνίζεται μέσα από την ιδιότητά του να προσφέρει στους ανθρώπους το ζωντανό Λόγο του Θεού. Η ζωή του γίνεται πρότυπο ευσυνείδητου ιερέως, παράδειγμα προς μίμηση λαϊκών και κληρικών.
Η ψυχή του όμως σκέφτεται έντονα την απόλυτη αφιέρωση. Στεναχωριέται με το θόρυβο και τη φασαρία της πόλεως, γι’ αυτό και αποφασίζει να φύγει. Οδηγεί τα βήματά του στην Ιερά Μονή του Οσίου Μελετίου στον Κιθαιρώνα.
Εκεί βρίσκει ηρεμία, ησυχία, κάτι που ποθούσε η καρδιά του. Ο Όσιος Μελέτιος ως φιλόστοργος πατέρας, τον δέχθηκε στην Ιερά Μονή και τον έκειρε μοναχό και στη συνέχεια Μεγαλόσχημο. Ο Όσιος Κλήμης, ενθουσιασμένος με αυτά που βρήκε στο μοναστήρι και από τη στιγμή που έλαβε το Αγγελικό Σχήμα, αγωνίζεται σκληρά. Εάν κοπίαζε πριν, τώρα προσθέτει και άλλο κόπο και εάν αγρυπνούσε πριν, τώρα προσθέτει και άλλες αγρυπνίες.
Φθάνει σε υψηλά μέτρα πνευματικής ζωής, αξιώνεται από τον Κύριό μας να δει με τα μάτια της ψυχής του, πράγματα που μόνο οι Άγγελοι και οι Άγιοι στον Παράδεισο βλέπουν. Ο Άγιος Κλήμης προσπαθώντας να κρύψει αυτά που ζούσε, για να αποφύγει τους επαίνους των ανθρώπων, τα απογεύματα ανέβαινε στο βουνό που βρίσκεται απέναντι από το Σαγμάτειο Όρος (Πόρτες).
Αυτό όμως κάποτε προκάλεσε την περιέργεια ενός μοναχού, το όνομα του οποίου ήταν Ιάκωβος, που κρυφά τον ακολούθησε και έκπληκτος έζησε ένα εξαίσιο θέαμα. Όταν ο Άγιος σήκωνε τα χέρια του στον ουρανό για να προσευχηθεί, τότε ανυψωνόταν και ο ίδιος πάνω από το έδαφος. Αυτό που είδε ο μοναχός Ιάκωβος, το διέδωσε σε όλους τους μοναχούς στην αδελφότητα με αποτέλεσμα ο σεβασμός και η εκτίμηση όλων προς το πρόσωπο του Κλήμη να ανέβει σε υπέρτατο βαθμό.
Όταν ο Άγιός μας αντελήφθη τι είχε συμβεί, στεναχωρήθηκε, διότι αυτός κρυβόταν κα δεν επιθυμούσε τη δόξα των ανθρώπων. Μετά από αυτό και παρότι μόναζε ήδη επί τριάντα χρόνια στη Μονή, αποφάσισε να φύγει κρυφά. Κατέφυγε στο Σαγμάτειο όρος και για λίγο καιρό έμεινε στο εκεί Μοναστήρι. Στη συνέχεια ανακάλυψε μία πολύ μικρή και απότομη σπηλιά στο γκρεμό του όρους στην οποία αποφάσισε να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του.
Δε μπορεί να φανταστεί ο ανθρώπινος νους τις δυσκολίες και ταλαιπωρίες που ο Άγιος υπέφερε. Όμως η υπομονή που τον διέκρινε, το αγωνιστικό φρόνημα και απόλυτη πίστη στο Σωτήρα Χριστό, έγιναν αιτία να ξεπεράσει τα πάντα και να αξιωθεί να λάβει πολλά χαρίσματα από το Θεό.
Οι μοναχοί του Μοναστηριού του όμως, που είχε αφήσει μετά από τόσα χρόνια, στεναχωρήθηκαν πολύ. Άρχισαν να ψάχνουν τη γύρω περιοχή. Φθάσαν τελικά στο Σαγμάτειο όρος και βρήκαν αυτό που επιθυμούσαν. Διότι και εδώ ο Άγιος, είχε γίνει φωτεινός φάρος για πολλές ψυχές. Θερμά τον παρακάλεσαν να επιστρέψει.
Εκείνος όμως με αποφασιστικό τρόπο, τους είπε ότι θα ζήσει πλέον στο χώρο αυτό, διότι ήθελε την ησυχία, τη σιωπή και όχι τους επαίνους των ανθρώπων. Όταν ο ηγούμενος (είχε αναπαυθεί εν Κυρίω ο Όσιος Μελέτιος) έμαθε τα νέα, στεναχωρήθηκε πολύ και για να αναγκάσει τον Όσιο να αλλάξει γνώμη, του επέβαλε το επιτίμιο του αφορισμού.
Ο Όσιος Κλήμης όμως, παρέμεινε σταθερός και ακλόνητος στην απόφασή του «υστερούμενος, θλιβόμενος, κακουχούμενος», άντεξε με γενναιότητα όλους τους πειρασμούς και τίποτε από όλα αυτά δεν τον εμπόδιζε να μιλάει στο Θεό. Έμεινε σε αυτό σκληρό τρόπο ασκήσεως τριάντα ολόκληρα χρόνια.
Ο ηγούμενος που του είχε επιβάλει το επιτίμιο του αφορισμού, λίγο πριν πεθάνει, ελεγχόμενος έντονα από τη συνείδησή του, ζήτησε να τον πάνε στον Άγιο στο Σαγματά. Εκεί, έξω από το σπήλαιο και με δάκρυα στα μάτια, ζήτησε από τον Όσιο Κλήμη συγχώρεση και ο Άγιος χωρίς να φαίνεται του απάντησε «ο Θεός να σε συγχωρήσει, αδελφέ μου και εις την παρούσα ζωήν και εις τη μέλλουσαν».
Έτσι ο Όσιος Κλήμης προσευχόμενος και αγωνιζόμενος, μεγάλης πλέον ηλικίας, εκοιμήθη το 1111 μ.Χ. Τα θαύματά του και πρεσβείες του στο θρόνο του Θεού συνεχίστηκαν και συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Οι ευλαβείς χριστιανοί της Βοιωτίας αλλά και της Εύβοιας, καταφεύγουν με σιγουριά στην Ιερά Μονή Σαγματά, που φυλάσσεται η Ιερά και Σεβάσμιά του Κάρα και του εναποθέτουν προβλήματα, αγωνίες και δυσκολίες που έχουν, με τη βεβαιότητα ότι έχουν έναν πολύτιμο σύμμαχο στον αγώνα της ζωής και έναν πρεσβευτή στο θρόνο του Χριστού.
Αυτό που πρέπει να γνωρίζουμε όλοι μας είναι ότι οι Άγιοί μας είναι οδηγοί στο δρόμο του Χριστού. Και ένας από αυτούς, ο Άγιος Κλήμης είναι κοντά μας, δίπλα μας και μας προστατεύει με τις θερμές του ικεσίες.
Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του στις 26 Ιανουαρίου. Λόγω των εκάστοτε δύσκολων καιρικών συνθηκών στο όρος του Σαγματά συνεορτάζεται η μνήμη του Οσίου Κλήμεντα μαζί με την μνήμη του Οσίου Γερμανού του εν Σαγματά († 1 Μαΐου).
(Πηγή: Βίος του Αγίου Κλήμη, Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου Θηβών)
Ο Όσιος Κλήμης: Ο φάρος του Σαγματά
1100 Δεκεμβρίου 25
«Αγαπημένε μου αδελφέ,
Σήμερα, ημέρα της γεννήσεως του Κυρίου μας, βρήκα λίγο χρόνο να σου γράψω. Βλέπεις, εδώ ο χειμώνας είναι σκληρός, αλλά και η μοναχική ζωή δύσκολη. Αυτά τα δυο, χειμώνας και καλογερική ζωή, τελικά μοιάζουν. Χτυπούν οι πειρασμοί σαν τους κεραυνούς. Καταχνιά στην ψυχή ο εγωισμός. Φουρτούνα στους λογισμούς ο κόσμος. Ο κόσμος που άφησες, για να ανέβεις χωρίς το βάρος του, του ουρανού τα μονοπάτια. Δε σου κρύβω ότι πολλές φορές θάβω αυτή τη βαρυχειμωνιά μέσα μου. Όμως ο Κύριος, που βλέπει όχι αυτό που δείχνω αλλά και αυτό που είμαι, μου έδωσε ένα μεγάλο στήριγμα. Ναι, αδελφέ, μια παρηγοριά, ένα καταφύγιο. Τον πατέρα Κλήμη. Όλοι οι πατέρες είναι καλοί, αλλά αυτός είναι η λιακάδα στη βαρυχειμωνιά μου. Γι’ αυτόν θέλω να σου πω, να σου γράψω. Μα ό,τι και να πω θα είναι λίγο και φοβάμαι πως θα αδικήσω του Θεού τον άνθρωπο.
Όταν ήρθα στο μοναστήρι, μου είπαν για έναν ερημίτη που ζει σε μια σπηλιά. Πέρασαν δυο εβδομάδες. Η κόπωση ξύπνησε την αμφιβολία. Είναι ο δρόμος που διάλεξα ο κατάλληλος; Κι αν είναι ο δρόμος και δεν είναι ο τόπος; Έγινε το μυαλό μου πεδίο μάχης. Βγήκα έξω από το μοναστήρι και τριγύριζα στο βουνό. Δεν ξέρω αν προσευχόμουν. Το σίγουρο είναι πως υπέφερα. Ξαφνικά μέσα από τα βράχια, μέσα από τον γκρεμό, ακούστηκε θόρυβος. Θεέ μου! Κάποιο άγριο ζώο θα είναι. Σκέφτηκα να τρέξω, αλλά δεν πρόλαβα. Πετάχτηκε μπροστά μου ένας άνθρωπος. Λες κι έβγαινε από τα βάθη της γης. Ψηλός και αδύνατος, σα κολώνα που σηκώνει αγόγγυστα το βάρος του κτίσματος. Με πλησίασε. Το κουκούλι δε με άφηνε να δω το πρόσωπό του, σαν το ύφασμα που κλείνει την πύλη του ιερού και κρύβει το άγιο Βήμα.
› Ειρήνη να έχεις, παιδί μου, είπε.
Τράβηξε το κουκούλι του και με κοίταξε στα μάτια. Τι να σου πω, αδελφέ! Ένας αέρας φύσηξε μες στης καρδιάς τα βάθη και πήρε μακριά της αμφιβολίας την ομίχλη. Κάτι έσπασε μέσα μου. Ελευθερώθηκα, λυτρώθηκα. Όλο το υλικό που μάζευε η ταλαίπωρη ψυχή μου χύθηκε, χάθηκε στης λησμονιάς το χωράφι. Έτσι γνώρισα τον αββά Κλήμη. Το κλήμα, που ρίζωσε μες τα βράχια του βουνού μας και ποτίστηκε από το ζωντανό νερό, τον Χριστό.
Θέλησα, λοιπόν, να μάθω για τη ζωή του. Ρωτώ τους πατέρες. Λίγα και αυτοί γνωρίζουν. Έμαθε, βλέπεις, τόσα χρόνια να κρύβει καλά τα κατορθώματά του, να αφανίζει τα χνάρια της πορείας του, μην τυχόν και τον ακολουθήσει η έπαρση. Ό,τι όμως επιτρέψει ο Θεός να μάθω, θα στο γράψω. Είναι σπουδαίο να μοιράζεσαι το μέλι του Θεού με τους αδελφούς. Να με συμπαθάς. Πρέπει να πάω στον πατέρα Αρσένιο. Είναι άρρωστος και υποφέρει.»
1110 Φεβρουαρίου 2
«Αγαπημένε μου αδελφέ,
Προσεύχομαι πάντα να είστε καλά. Χθες το βράδυ η αγρυπνία για την Υπαπαντή του Κυρίου μας ήταν συγκλονιστική. Συναντήθηκαν, βλέπεις, τα υπέροχα λόγια των τροπαρίων, οι γλυκιές φωνές των πατέρων και η προσευχή στην αυλή της κατάνυξης. Ήρθε κι ο πατήρ Κλήμης. Όταν μπήκε στην εκκλησία, ακόμα και οι ψάλτες σταμάτησαν. Σε καθηλώνει αυτός ο άνθρωπος, σε συναρπάζει! Κάθισε σε μια γωνιά. Δεν κουνήθηκε καθόλου. Έφυγε, χωρίς να το καταλάβουμε, από το γνωστό μονοπάτι της σιωπής και χάθηκε μέσα στα βράχια. Έμαθα ότι ο ασκητής μας είναι από την Αθήνα και προέρχεται από αρχοντική οικογένεια. Η Αθήνα, αδελφέ, είναι ιδιαίτερος τόπος. Περπατάς και νιώθεις ρίγη στην ψυχή, λες και κάτι λειτουργεί μυστικά κάτω από το χώμα της. Παντού συναντάς ιερά και ναούς. Εκεί σπούδασε την ιερότητα της ζωής ο π. Κλήμης. Επιθύμησε το ύψος, αφού μεγάλωσε ανάμεσα σε κολώνες. Ζήλεψε τη λευκότητα και λαχτάρισε τη μορφή. Ναι, τη μορφή! Στην Αθήνα όλες οι ακατέργαστες πέτρες πήραν μορφή. Έτσι κι αυτός. Ό,τι ακατέργαστο είχε μέσα του, ήθελε να το μορφοποιήσει με τη χάρη του Θεού. Έτσι, έγινε ο τεχνίτης της σωτηρίας του. Για να γίνεις τεχνίτης, χρειάζεσαι εργαστήριο και μάστορα να σου μάθει την τέχνη. Έφυγε, λοιπόν, από την Αθήνα για τον Κιθαιρώνα, για να συναντήσει τον μάστορα της αρετής, τον Μελέτιο, και το εργαστήρι του, το περίφημο μοναστήρι του. Μέσα σε αυτό πολλές ψυχές πήραν τη μορφή του Χριστού. Εκεί το αρχοντόπουλο της Αθήνας, ο Κλήμης, συνάντησε τον άρχοντα της ασκήσεως, τον Μελέτιο.
Εκεί να δεις αγώνα, αδελφέ! Ο νεαρός Αθηναίος με την πένα της προσοχής έγραφε στην ψυχή του ό,τι έκανε και ό,τι έλεγε ο γέροντάς του. Τα βράδια άνοιγε την καρδιά, για να προσευχηθεί, αλλά και να μελετήσει τους λόγους της αγιασμένης εμπειρίας του ηγουμένου Μελετίου. Και τι δεν είχε σημειώσει για την αγάπη του γέροντα, την υπομονή, την προσευχή, τη λατρεία, την αγιότητα. Η καρδιά του παλικαριού ποθούσε, – πώς να στο πω; – ζήλευε… Ναι, ζήλευε την αγιότητα. Πόσο σπουδαίο είναι να ποθείς, όχι τον πλούτο και τη δόξα αυτού του ψεύτικου κόσμου, αλλά τον πλούτο του πνεύματος και τη δόξα του Θεού.
Ο π. Μελέτιος, όταν με τη χάρη του Θεού κοίταζε τις ψυχές των πατέρων, στην ψυχή του Κλήμη αναπαυόταν. Εντόπιζε τη σταθερότητα της πίστης, τη δύναμη της προσευχής, τη συνέπεια της άσκησης, τη σιωπή της ταπείνωσης, την υπομονή της πνευματικής ωριμότητας, τη θερμότητα της λατρείας. «Αυτή δεν είναι ψυχή», σκεφτόταν, «Παράδεισος είναι! Nαός ευωδιαστός. Είναι η πατρίδα του Χριστού.»
Είχε διάκριση ο π. Μελέτιος. Ούτε τον Κλήμη επαινούσε, αφού ο έπαινος είναι ο σπόρος του εγωισμού, ούτε τον ξεχώριζε από τους πατέρες, αποφεύγοντας έτσι συγκρίσεις και αντιπάθειες. Όμως, ένα γεγονός έγινε αιτία να ξεχωρίσει μέσα στη συνοδεία. Δεν τον ξεχώρισε η αγάπη του γέροντά του αλλά η αρετή του.
Κάθε απόγευμα ο π. Κλήμης μετά την εσπερινή ακολουθία, έβγαινε από το μοναστήρι, ανέβαινε λίγο ψηλότερα, στην τοποθεσία που οι πατέρες είχαν ονομάσει «πόρτες». Από εκεί απλωνόταν μέσα στο βλέμμα του ο κάμπος της Θήβας και το βουνό του Σαγματά. Στεκόταν ώρες ολόκληρες γονατιστός, ώσπου η ομορφιά του τοπίου χανόταν, έσβηνε μπροστά στην ωραιότητα και τη δόξα της παρουσίας του Χριστού. Βλέπεις, ψυχή και σώμα επικοινωνούν. Αρρωσταίνει η ψυχή, υποφέρει το σώμα. Πονά το σώμα, αγωνιά η ψυχή. Η ψυχή του Κλήμη ανέβαινε με της προσευχής τη δύναμη σε ύψη πνευματικά. Σε αυτό το ανέβασμα παρέσυρε και το σώμα. Σε αυτήν την κατάσταση τον είδε ο π. Ιάκωβος. Ναι, να μην πατά στη γη! Το πνεύμα, δυνατότερο από το σώμα, τον τράβηξε στον ουρανό. Ο π. Ιάκωβος, νομίζω πως ζει ακόμα, τα έχασε. Δεν περίμενε να δει κάτι τέτοιο. Κρατήθηκε να μην φωνάξει. Άρχισε να τρέχει προς το μοναστήρι. Μπαίνοντας μέσα δεν άντεξε:
› Πατέρες, πατέρες, γέροντα, τρέξτε!!!
Έτρεξαν κοντά του, να δουν τι συμβαίνει. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Προσπαθούσαν να τον ηρεμήσουν. Η έκπληξη και το τρέξιμο του είχαν κόψει την ανάσα.
› Ο π. Κλήμης…, είπε και σταμάτησε.
› Τι έπαθε ο π. Κλήμης; Κάποιο κακό του συνέβη; Και αυτός ο ευλογημένος όλο στις ερημιές τριγυρίζει.
› Ο π. Κλήμης πετάει!!!
Μια βαριά σιωπή διαδέχθηκε τον αλλόκοτο λόγο. Πώς να μαζέψει ο π. Μελέτιος της είδησης το σάλο; Τους εξήγησε τη δύναμη της προσευχής, το ύψος της αρετής, τους προέτρεψε να μιμηθούν τον αδελφό τους.
Τους παρακάλεσε να μην του δείξουν, να μην του πουν κάτι, γιατί η συγκάτοικός του, η ταπείνωση, θα επαναστατήσει. Και εκείνοι οι καημένοι προσπάθησαν. Δεν του είπαν τίποτα. Πώς όμως να κρύψουν το σεβασμό, την τιμή και την ευλάβειά τους στο ιερό του πρόσωπο;
Η ευαίσθητη ψυχή του ένιωσε τη διαφορά. Έβλεπε να υπολογίζουν τη γνώμη του. Να του δίνουν τη θέση τους. Να του ζητούν να προσευχηθεί για δύσκολες περιπτώσεις. Έπρεπε να φύγει. Να τρυπώσει στην αγαπημένη του αφάνεια, γιατί εκεί φανερώνεται ο Θεός. Η στιγμή του αποχωρισμού είναι πάντα δύσκολη. Όμως, τον Μελέτιο τον παρηγορούσε η ωριμότητα του Κλήμη και τον Κλήμη η προσευχή, που θα γινόταν δρόμος, για να συναντά τον άγιο γέροντά του. Κίνησε για το βουνό που έβλεπε από τον τόπο της προσευχής του. Έτσι έφτασε εδώ. Και το βουνό μας πλέον κρύβει μέσα στα σπλάχνα του τον πολύτιμο, τον ανεκτίμητο θησαυρό μας.»
1110 Μάρτιος
«Αγαπημένε μου αδελφέ,
Να εύχεσαι να μας αξιώσει ο Θεός να διανύσουμε το στάδιο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής και να εορτάσουμε το Άγιο Πάσχα. Είχα την ευλογία, πριν μπει η Μεγάλη Τεσσαρακοστή, να κατεβώ τρεις φορές στο ασκητήριο του π. Κλήμη. Άλλο να στο γράφω κι άλλο να το ζεις! Εμείς ούτε μέρα δε θα μέναμε εκεί. Είναι στο γκρεμό! Κατεβαίνεις με δυσκολία, δεμένος με σχοινί, ανάμεσα από τα απότομα βράχια.
Κάτω από τα πόδια σου … το χάος! Την πρώτη φορά τρόμαξα. Πίστευα πως δεν θα μπορέσω να ανέβω. Σ’ αυτόν το γκρεμό, όμως, ένιωσα να γεμίζει το χάος της ψυχής μου με ουρανό!
Μέσα στο ταγάρι μου είχα πρόσφορο και κρασί για τη Θεία Λειτουργία. Είχα μερικά παξιμάδια για το γέροντα. Νερό έμαθα πως μαζεύει σε μικρές γούρνες των βράχων από την υγρασία και τη βροχή. Μα είναι δυνατόν τέτοιο λουλούδι να μην το ποτίζει ο Θεός; Η Θεία Λειτουργία; Τι να σου πω! Μοναδική εμπειρία. Εκεί, μέσα στο βράχο, σε πέτρινη πρόθεση και Αγία Τράπεζα έσπαγε η σκληρότητα της ψυχής.
Ο παπα-Κλήμης με την τριμμένη και ξεθωριασμένη στολή, λειτουργός. Άλλο τυπικό, αδελφέ. Τον λειτουργικό λόγο τον διαδεχόταν η κατάνυξη. Ο λυγμός ήταν ο ήχος. Και τα δάκρυα οι διάκονοι. Ώρες κράτησε η μυσταγωγία. Δεν ξέρω πόσες. Έχασα τον χρόνο και τον τόπο μη σου πω…! Μια άφλεκτη βάτος ο λειτουργός, εκεί, στη ρίζα του βράχου. Δεν τολμούσα να τον κοιτάξω. Πριν τη λειτουργία δεν μου είπε λέξη. Μετά, όμως, δυο λεξούλες άκουσα κι αυτές μου φτάνουν για την υπόλοιπη ζωή μου:
› Ξέρεις, παιδί μου, οι σκέψεις μας είναι κλωστές. Όταν είναι μαύρες και σκοτεινές, ο αργαλειός της διάνοιάς μας, που τις γνέθει, φτιάχνει ένα μαύρο ύφασμα. Αυτό σκεπάζει και το νου και την καρδιά. Έτσι γεννιέται η θλίψη. Καλό και φωτεινό λογισμό να έχουμε! Μόνο αυτός μπορεί να μας ελευθερώσει από τον ιστό της θλίψης.
Ξέρεις πώς ανέβηκα τα απότομα βράχια, αδελφέ; Πετώντας! Με αξίωσε ο Θεός να γνωρίσω επίγειο άγγελο, να ζήσω αληθινή λατρεία, να διδαχθώ αγιασμένη εμπειρία. Συζητώντας με τους πατέρες στο μοναστήρι έμαθα πως ο αββάς Κλήμης είναι στυλίτης. Μπορεί να σου είναι δύσκολο να το πιστέψεις, μα είναι αλήθεια.
Βρήκε έναν βράχο που μοιάζει με κολώνα, σαν αυτές του Παρθενώνα. Εκεί ανέβαινε και προσευχόταν.
Για σκέψου… να τον ψήνει ο ήλιος μέσα στον καύσωνα του καλοκαιριού. Να τον σκεπάζει το χιόνι και να τον μουσκεύει η βροχή. Να τον χτυπά ο δυνατός αέρας της περιοχής μας. Εδώ μέσα στο κελί μου και ζεσταίνομαι και κρυώνω και αγριεύομαι από του καιρού τις ακρότητες. Είμαι, όμως, βέβαιος πως στον καύσωνα τον επισκεπτόταν η δροσιά του Πνεύματος, τον θέρμαινε στο ψύχος η φωτιά του Θεού. Τον στήριζε στον αέρα η ακλόνητη πίστη και τον κάλυπτε στη βροχή η Αγία Σκέπη της Παναγίας μας.
Αυτόν τον αγώνα έμαθε και ο αυτοκράτορας, ο ευσεβής Αλέξιος ο Κομνηνός. Έστειλε τεχνίτες της πέτρας να κτίσουν το μοναστήρι. Στήριξε με οικονομική βοήθεια. Παραχώρησε με χρυσόβουλο πολλά κτήματα. Ακόμη και ψηφιδωτά έστειλε να φτιάξουν, που έξω από τη Βασιλεύουσα δύσκολα συναντάς. Το πολυτιμότερο όμως δώρο… τμήμα του Τιμίου Ξύλου που είχε στο παλάτι. Έδωσε όλα αυτά και ζήτησε για αντάλλαγμα μόνο ένα, την προσευχή του Οσίου να τον συνοδεύει στη διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας.
Και ο Όσιος από αυτό που ζήτησε ο αυτοκράτορας έχει πολύ. Έχω την αίσθηση, αδελφέ, ότι δεν υπάρχει λεπτό της ζωής του έξω από την προσευχή.
Την ημέρα που έφτασε το Τίμιο Ξύλο στο μοναστήρι, έγινε χαλασμός. Μου έλεγαν οι πατέρες πως το βουνό μας γέμισε κόσμο, θυμιάματα, λαμπάδες, ύμνους, δάκρυα. Ένας επίσκοπος από τη Βασιλεύουσα κρατούσε ψηλά τον Σταυρό που λαμποκοπούσε, όταν τον άγγιζαν οι ακτίνες του ήλιου. Και ο π. Κλήμης περίμενε με λαχτάρα, σαν τη μάνα που καρτερεί να έρθει το σπλάχνο της από της ξενιτειάς τα μέρη.
Όταν πλησίασε ο Δεσπότης με τον Σταυρό, ο ασκητής γονάτισε. Αυτός ο γίγαντας έγινε ξαφνικά ένα κουβαράκι. Όταν σηκώθηκε, το πρόσωπό του έλαμπε. Αγκάλιασε τον Σταυρό του Κυρίου μας και τον φιλούσε.
Έτσι έγινε το βουνό μας, εκτός από το Θαβώρ της Μεταμορφώσεως και Γολγοθάς της Σταυρώσεως.
› Καλή η δόξα και το φως της Μεταμορφώσεως, πατέρες μου, έλεγε ο π. Κλήμης, αλλά εάν δεν τα ανεβάσεις στον Γολγοθά και δεν τα καρφώσεις στον Σταυρό της Θυσιαστικής Αγάπης, αναστάσιμα δεν γίνονται! Ο Σταυρός να γίνει το κέντρο του μοναστηριού αλλά και της ζωής μας. Ό,τι δεν σταυρώνεται μέσα μας δεν θα αναστηθεί, θα μείνει λάφυρο στα χέρια του θανάτου…
Κάθε φορά που μπαίνει στο μοναστήρι, τρέχει σαν παιδί που πεινά, πέφτει στα γόνατα, προσκυνά το Τίμιο Ξύλο, σαν να το βλέπει για πρώτη φορά.»
1110 Απρίλιου 17
«Αγαπημένε μου αδελφέ,
Μεγάλους πειρασμούς έχει η Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Δοκιμασίες φοβερές. Ξέρεις τί είναι το μοναστήρι; Ένα στάδιο, σαν αυτό των Ρωμαίων χωρίς κερκίδες.
Ναι, χωρίς κερκίδες! Κανείς δεν παρακολουθεί. Όλοι παλεύουν. Όλοι αγωνίζονται. Μιλώ, όμως, εγώ για δοκιμασίες; Παραπονιέμαι για το αεράκι και το ψιλόβροχο, ενώ οι Άγιοί μας βρέθηκαν μέσα στον ανεμοστρόβιλο και την καταιγίδα; Μην πας μακριά. Θα σου πω για τον Άγιο πατέρα μας, το μεγάλο ασκητή μας, την παρηγοριά και το στήριγμά μας, τον πατέρα Κλήμη.
Μπορεί, πιστεύεις, άνθρωπος να σκεφτεί άσχημα ή να πει λόγο κακό για το γέροντα; Κι όμως, σε πληροφορώ πως τον γέροντα τον καταράστηκε και τον αφόρισε ολόκληρος ηγούμενος! Σου φαίνεται απίστευτο, είναι όμως γεγονός. Ένας διάδοχος του Οσίου πατρός Μελετίου στην ηγουμενία θέλησε να μαζέψει όλους τους ερημίτες και ησυχαστές μοναχούς που προέρχονταν από το μοναστήρι του Κιθαιρώνα. Τους έστειλε μήνυμα να επιστρέψουν. Ένας από τους αγγελιαφόρους μοναχούς έφτασε και στο Σαγματά. Θέλησε να κατέβει στη σπηλιά του Κλήμη, μα δεν τα κατάφερε και τον περίμενε στη μονή. Ήταν σίγουρο πως θα ανέβαινε την Κυριακή για τη Θεία Λειτουργία. Πλησίασε το γέροντα, του είπε το θέλημα του ηγουμένου. Περίμενε απάντηση.
› Δεν μπορώ να φύγω από τον βράχο μου.
Τόσα χρόνια συνήθισε ο ένας τον άλλον. Πώς θα αφήσω τους πατέρες; Τον Σταυρό, το Τίμιο Ξύλο, την πνευματική μου καρδιά… Πώς;
Ο μοναχός, παρ’ ότι ήταν κουρασμένος από το ταξίδι και φορτωμένος με το βαρύ θέλημα του ηγουμένου, προσπάθησε να δικαιολογήσει τον γέροντά του. Ο αββάς Κλήμης δεν ήθελε να σηκώσει το φορτίο του δικού του θελήματος. Τί σε ξεφορτώνει και τί σε ξεκουράζει; Το θέλημα του Θεού. Παραδόθηκε, λοιπόν, στην προσευχή ζητώντας στις στράτες της το θέλημα Εκείνου. Ο Θεός μίλησε και ο Κλήμης υπάκουσε. Δεν θα άφηνε το βράχο του, τη φωλιά του, τα αγαπημένα πρόσωπα των αδελφών του. Έτσι, ο μοναχός του Κιθαιρώνα φορτώθηκε πάλι το βαρύ θέλημα του ηγουμένου, την τολμηρή άρνηση του Κλήμη και πήρε το δρόμο του γυρισμού.
Άστραψε και βρόντηξε ο ηγούμενος! Έδωσε εντολή να τον ειδοποιήσουν σε μικρό διάστημα να βρίσκεται στο μοναστήρι. Ακλόνητος, αδελφέ, ο Κλήμης, σαν τον βράχο του. Αμετακίνητος στο θέλημα του Θεού.
Αχ, αυτός ο εγωισμός πόσες ζημιές κάνει! Ο ηγούμενος τον αφόρισε! Αφού, να σκεφτείς, οι κάτοικοι της περιοχής «αφορισμένο» έλεγαν τον ασκητή μας. Και το παράδοξο; Στην προσευχή του «αφορεσμένου» έτρεχαν, όταν αρρώσταιναν τα παιδιά και τα ζωντανά τους ή όταν κινδύνευαν οι καλλιέργιές τους. Και ο «αφορεσμένος» ή μάλλον ο αδικημένος γέροντας τους έστελνε τη χάρη του Θεού και οι ασθενείς θεραπεύονταν και οι καρποί σώζονταν.
Σήκωσε αγόγγυστα το σταυρό της αδικίας. Κι ο Χριστός έσκυψε περισσότερο πάνω από το πληγωμένο παιδί του. Μεγάλος πειρασμός! Όμως, όπως λένε και οι πατέρες, το μαύρο σύννεφο της δοκιμασίας του δεν κατάφερε να σκιάσει τον ήλιο της γαλήνης του. Επιστράτευσε την αγάπη, οπλίστηκε με την υπομονή, καλύφθηκε στην προσευχή, στηρίχθηκε στη Λειτουργία και συγχωρούσε διαρκώς ελεύθερος από του φθόνου την παγίδα. Ο Θεός όμως, αδελφέ, εκεί που σπέρνει ο άνθρωπος αδικία, θερίζει ο Παντοδύναμος δικαιοσύνη. Ο ηγούμενος αρρώστησε και είδε πως τα βήματά του μέσα στο μάταιο τούτο κόσμο λιγόστεψαν. Ξέρεις, αδελφέ, όταν βλέπεις το θάνατο να έρχεται…έχεις ένα μεγάλο πίνακα μπροστά σου, που έχει αποτυπωθεί σε αυτόν ολόκληρη η ζωή σου.
Είδε, λοιπόν, ο καημένος την αδικία και την ακρότητά του στο πρόσωπο του Κλήμη. Θέλησε να καθαρίσει το σημείο αυτό της γήινης πορείας του. Ζήτησε, λοιπόν, από τον αδικημένο να τον συγχωρήσει και να διαγραφεί η αδικία:
› Θέλω τον πατέρα Κλήμη! Γρήγορα!
Βλέπεις, ένιωθε τη βαριά αναπνοή του θανάτου. Τί να έκαναν οι πατέρες; Βρήκαν ένα γερό άλογο. Και έτρεξαν. Σύννεφο σκόνη έβλεπες από μακριά να σηκώνεται στο πέρασμά του μέσα στο θηβαϊκό κάμπο.
Πλησίαζαν στην κορυφή του Σαγματά αλλά και ο θάνατος στον ηγούμενο. Αγωνία! Ναι, η αγωνία έκανε τις καρδιές να χτυπούν γοργά σαν του αλόγου τα πέταλα που χτυπούσαν αλύπητα το χώμα, τάραζε το νου, σκοτείνιαζε το βλέμμα. Έπεσαν πάνω στον Κλήμη. Ήθελαν να τον παρακαλέσουν. Έκλαιγαν.
› Τον έχω συγχωρήσει, πατέρες μου καλοί.
Εάν δεν είχα συγχωρήσει τον αδελφό μου, πώς θα προσευχόμουν, πώς θα λειτουργούσα, πώς θα προσκυνούσα το Τίμιο Ξύλο της συγχωρήσεως του Θεού μας;
› Γέροντα, είμαστε βέβαιοι για την αγάπη σας, του είπαν, αλλά ο ίδιος δεν το γνωρίζει. Πάμε να τον δείτε…
Έκαναν να σηκωθούν. Ο πατήρ Κλήμης στάθηκε όρθιος. Κάρφωσε το βλέμμα του στην πλευρά του Κιθαιρώνα. Είδε τον ουρανό να ανοίγει. Είδε την ψυχή του ηγουμένου να ετοιμάζεται για την έξοδό της. Άκουσε και τον ψίθυρο από τα χείλη του.
› Κλήμη, πού είσαι Κλήμη μου;
› Εδώ, γέροντά μου, τον άκουσαν οι μοναχοί που συγκλονισμένοι παρακολουθούσαν.
› Συγχώρα με, Κλήμη μου!
› Ο Θεός, πατέρα μου! Ο Θεός να σε συγχωρήσει, αδελφέ, και τώρα και μέσα στην απέραντη αιωνιότητα της Βασιλείας Του.
Η αγωνία έφυγε. Η πνοή του θανάτου χάθηκε. Η ευωδία της παρουσίας του Χριστού απλώθηκε παντού σφραγίζοντας με την ειρήνη τις ψυχές. Ένα πλατύ χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο του κεκοιμημένου ηγουμένου. Η φωνή του Κλήμη μας, που ακούστηκε από τη σπηλιά του Σαγματά στο μοναστήρι του Κιθαιρώνα, είχε γαληνέψει τα πάντα. Όταν οι απελπισμένοι μοναχοί επέστρεψαν, δεν πίστευαν πως αυτό που άκουσαν οι ίδιοι δίπλα του, το άκουσαν και όσοι βρίσκονταν δίπλα στο μακαρίτη τον ηγούμενο. Βλέπεις, αδελφέ, πώς ο Θεός τακτοποιεί, βάζει τα πράγματα στη θέση τους; Πάντοτε θα επικρατεί, όχι η δική μας αταξία, αλλά η τάξη της αγάπης Του.»
1111 Φεβρουαρίου 6
«Αγαπημένε μου αδελφέ,
Πώς γίνεται να έχω στην καρδιά μου χαρά και θλίψη; Πώς χωρούν και τα δύο; Έχω θλίψη, πόνο, γιατί έφυγε ο π. Κλήμης. Ο αετός πέταξε, άφησε τη φωλιά του τη γήινη και ξεχύθηκε στους ουρανούς της αιωνιότητας.
Έχω χαρά, γιατί νιώθω τα φτερά του ανοιχτά να σκεπάζουν το μοναστήρι του και όλη την περιοχή. Θέλω να στα γράψω με τη σειρά.
Μετά το Πάσχα όλοι παρατηρήσαμε πως ο γέροντας δεν ανέβαινε τακτικά στο μοναστήρι. Κουράστηκε, έλεγαν οι περισσότεροι, από τη Σαρακοστή, τα έχει και τα χρονάκια του… Άρχισα να πηγαίνω τακτικά. Αρκετές φορές λειτουργούσε κι εγώ με την αγριοφωνάρα μου προσπαθούσα να ψάλλω. Εκεί να δεις! Αηδόνι αυτός, κοράκι εγώ. Τι να σου λέω, αδελφέ! Στα γράφω και κλαίω. Ή εκείνος την ώρα της Λειτουργίας κατέβαζε τον ουρανό σε αυτή τη μικρή τρύπα του βράχου ή εμένα τον αμαρτωλό ανέβαζε στα ουράνια.
Το καλοκαίρι, των Αγίων Αποστόλων μου φαίνεται, καθίσαμε για λίγο στη σκιά ενός μικρού θάμνου, που είχε φυτρώσει – ο Θεός ξέρει πως – πάνω από το βράχο της σπηλιάς. Άρχισε να μου μιλά για το θάνατο:
› Ξέρεις, παιδί μου, τί είναι ο θάνατος; Αυτός που βλέπουμε εμείς ως θάνατο; Τώρα σκέψου την αποθήκη του μοναστηριού. Παλιά πράγματα, πολλά άχρηστα, αταξία, σκόνη, σκοτάδι. Βγαίνεις από την αποθήκη και πας στον ναό. Τάξη, καθαριότητα, ευωδιές, φως παντού. Η ζωή μας εδώ είναι η αποθήκη! Η πόρτα είναι ο θάνατος! Ανοίγεις την πόρτα και βρίσκεσαι στον ναό. Μια πόρτα και … μεταβαίνεις από το σκοτάδι στο φως, από την αταξία στην τάξη, από την αποθήκη του χρόνου στον ναό της αιωνιότητας.
Τον άκουγα και προσπαθούσα να ερμηνεύσω το λόγο του. «Μήπως θα πεθάνω και με προετοιμάζει», σκέφτηκα. Εκείνος μειδίασε.
› Δεν θα φύγεις εσύ, καλογεράκι μου, εγώ φεύγω.
Το είπε και το μειδίαμα έγινε πλατύ χαμόγελο.
Εκεί να δεις, αδελφέ. Έπεσα στην αγκαλιά του. Έκλαιγα σα μωρό. Τον κρατούσα σφιχτά, σα να ’θελα να διώξω μακριά τον θάνατο. Δεν ήθελα κανείς να αγγίξει τον θησαυρό μας. Όμως, αδελφέ, τέτοιοι θησαυροί έχουν θέση στο θησαυροφυλάκιο του Βασιλέως, του Χριστού. Μου είπε για την Ανάσταση. Για τον θάνατο, που νικήθηκε από τον Κύριο. Σηκώθηκε, πήρε από την πρόθεση την Αγία Λαβίδα.
› Τί κοινωνάμε με αυτό, παιδί μου;
› Τον Χριστό, παππούλη. Τον Χριστό, την αιωνιότητα.
› Χορταίνεις με ένα κουταλάκι; Χορταίνεις τον Χριστό;
› Όχι, είπα προσπαθώντας να συγκρατήσω τα δάκρυα μου.
› Είναι αλήθεια! Δεν τον χορταίνεις. Εκεί, λοιπόν, είπε δείχνοντας ψηλά, είσαι μέσα σε αυτόν και κοινωνάς διαρκώς την παρουσία Του.
Κατάφερε, όπως πάντα, να διώξει τη θλίψη απ’ την καρδιά μου. Δεν ήθελα να φύγω. Λες κι αν έμενα, δεν θα έφευγε εκείνος. Από εκείνη τη μέρα κατέβαινα καθημερινά στο ασκητήριο. Έβαζα τη μνήμη μου να κρατά γερά τα πάντα, τους λόγους, τις κινήσεις, όλα!
Δεν ήθελα τίποτα να χάσω. Οι μέρες περνούσαν. Ήρθε το φθινόπωρο. Οι δυνάμεις του διακριτικά υποχωρούσαν. Κι εκείνος ένιωσε την υποχώρηση και χαιρόταν, σα μικρό παιδί που του δίνεις γλυκό. Μέσα στο Σαρανταήμερο των Χριστουγέννων λειτούργησε αρκετές φορές. Τα Χριστούγεννα ήταν εξαντλημένος. Ο ηγούμενος και όλοι οι πατέρες κατέβηκαν να τον δουν στη σπηλιά. Τον παρακαλούσαν να ανέβει στο μοναστήρι, για να μπορούν να τον περιποιηθούν. Να ζεσταθεί και λίγο. Τους ευχαριστούσε με τα δυο χεράκια του στο στήθος. Ζητούσε τις προσευχές τους. Παρακαλούσε να τον συγχωρήσουν.
Μπήκε ο Ιανουάριος. Το χιόνι σκέπασε τα πάντα. Το μυαλό μου ήταν διαρκώς στο ασκητήριο και τον Άγιο κάτοικό του. Τρεις μέρες δεν μπόρεσα να κατέβω. Όλα σκεπασμένα. Άφησα τη συνήθεια να με οδηγήσει. Κινδύνευσα, αλλά κατέβηκα. Και ο παππούς μας στη γωνιά του. Το φωτεινό του πρόσωπο με καλωσόρισε με ένα χαμόγελο. Δεν μιλούσε. Το βράδυ έμεινα κοντά του. Είχε ξαστεριά και πολύ κρύο. Τα αστέρια και τα μάτια του φώτιζαν τη βραδιά. Η προσευχή του ζέσταινε κι εμένα, που έτρεμα από την παγωνιά.
Ξημέρωσε η 26η Ιανουαρίου. Σύρθηκε μέχρι την άκρη της σπηλιάς. Βγήκε έξω. Μου έκανε νόημα να τον σηκώσω. Τον κράτησα γερά, χωρίς να δυσκολευτώ. Είχε φροντίσει η άσκηση να αφαιρέσει το βάρος.
Σηκώθηκε. Κοίταξε τη Θήβα, τον κάμπο, τον Κιθαιρώνα… Τα σταύρωσε! Έστρεψε το βλέμμα προς το μοναστήρι. Γονάτισε με δυσκολία και έκανε πως προσκυνά. «Το Τίμιο Ξύλο ασπάζεται», σκέφτηκα. Γυρίσαμε με δυσκολία στη γωνιά του. Ακούμπησε την πλάτη στον βράχο του. Έκλεισε τα μάτια και έφυγε.
Τι γλυκύτητα μέσα στον άγριο βράχο! Τι ζεστασιά μέσα στην παγωμένη μέρα! Ο παππούς μας στον ουρανό, στην αγκαλιά του Κυρίου.
Ανέβηκα στο μοναστήρι. Πέντε πατέρες τον ανεβάσαμε με δυσκολία μέσα στο χιόνι. Κάναμε αγρυπνία και την άλλη μέρα την ταφή. Όχι στο κοιμητήρι αλλά πάνω από τη σπηλιά του, κοντά στη γωνιά του. Και μοιάζει ο τάφος, αδελφέ, με φυλάκιο κι ο Όσιος… φρουρός όλης της Βοιωτικής γης! Εάν φτάσεις στον τάφο του, με το βλέμμα αγκαλιάζεις όλη την περιοχή, όπως κι εκείνος με την ικεσία του.»
(Πηγή: Από το βιβλίο «Στα μονοπάτια της αγάπης του Θεού», των π. Σπυρίδωνος Βασιλάκου και Αθανασίου Καραπέτσα, κυκλοφορείται από τις εκδόσεις «ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ», Αναλογία)
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Σαγματίου τὸ Ὄρος Πάτερ ἡγίασας, τῇ ἰσαγγέλῳ ζωῇ σου Κλήμη μακάριε, Ἀθηνῶν θεοειδὲς καὶ θεῖον βλάστημα· σὺ γὰρ ἐν στύλῳ ὑψωθείς, ὅλος μετάρσιος τὸν νοῦν, ἐδείχθης τῇ πολιτείᾳ. Καὶ νὺν ἀπαύστως δυσώπει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Βλαστήσας σεπτῶς, ἐξ Ἀθηνῶν μακάριε, ἀσκήσει στερρᾷ, ἐν Σαγματίῳ ἔλαμψας· ἀρθεὶς ἐπὶ τοῦ στύλου γάρ, τῶν Ἀγγέλων ἐγένου συνόμιλος· μεθ’ ὧν συνὼν δυσώπει ἀεί, ὦ Κλήμη ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.
Μεγαλυνάριον.
Κλῆμα τῆς ἀσκήσεως μυστικόν, Κλήμη θεοφόρε, ἀνεδείχθης ταῖς ἀρεταῖς, καὶ πᾶσι παρέχεις, τῆς πρὸς Χριστὸν ἀγάπης, καὶ ἐναρέτου βίου, τὸ νέκταρ Ὅσιε.
Ὁ Οἶκος.
Άγγελοι τη ασκήσει, Θεοφόροι δειχθέντες, πορεύετε ημίν τας ελλάμψεις θεόθεν, και τας γε αειφώτους μαρμαρυγάς της αρετής, και του θείου φωτός την καλλονήν` διό και κραυγάζομεν, τοιαύτα μεγαλοφώνως:
Χαίρε Κλήμης, ασκητών καλλονή
Χαίρε Γερμανέ, φυτόν αειθαλές
Χαίρε μοναζόντων το εγκαλλώπισμα
Χαίρε Βοιωτίας το αγαλλίαμα
Χαίρετε φωσφόροι και λαμπτήρες αείφωτοι
Χαίρετε καλλονής Παραδείσου επόπται
Χαίρετε κρουνοί των θαυμάτων αέναοι
Χαίρετε φαιδροί μαργαρίται θείοι
Χαίρετε των εν βίω ακέστορες
Χαίρε ζεύγος αγιόλεκτον.
Ο Γρηγόριος άφησε πολλά αυτοβιογραφικά κείμενα, και οι περιγραφές που μας δίνει για τη ζωή του είναι γεμάτες από λυρισμό και δραματικότητα. Εκ φύσεως έρρεπε προς τη σιωπή και την αποχώρηση, και πάντα ζητούσε την απομόνωση για να μπορέσει να αφιερωθεί στην προσευχή. Όμως εκλήθη από το θέλημα του Θεού και τις επιθυμίες των άλλων προς λόγους, έργα, και ποιμαντική διακονία σε μια περίοδο υπερβολικής συγχύσεως και αναταραχής. Σε όλη του τη ζωή, που ήταν γεμάτη από θλίψεις και επιτεύγματα, υποχρεώνονταν συνεχώς να καταπνίγει τις φυσικές του επιθυμίες και τους φυσικούς του πόθους.
Ο Άγιος Βλαδίμηρος γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου 1848 μ.Χ. στο χωριό Μάλιε Μορόσκι της επαρχίας του Ταμπώφ της Ρωσίας. Το κοσμικό του όνομα ήταν Βασίλειος Νικηφόροβιτς Μπογκογιαβλένσκυ. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο εκκλησιαστικό σχολείο και έπειτα σπούδασε στη θεολογική σχολή του Κιέβου. Όταν το 1874 μ.Χ. αποπεράτωσε τις σπουδές του, διορίσθηκε ως καθηγητής στην εκκλησιαστική σχολή του Ταμπώφ, όπου και νυμφεύθηκε.
Από μικρό παιδί είχε κλήση προς την ιεροσύνη. Έτσι, το έτος 1882 μ.Χ., χειροτονείται πρεσβύτερος και τοποθετείται στο ναό του Κοζλώφ. Η πρώτη δοκιμασία δεν άργησε να έλθει. Στην αρχή της ιερατικής του διακονίας, μαζί με τον σταυρό της ιεροσύνης, σηκώνει και τον σταυρό της χηρείας. Το 1886 μ.Χ. απεβίωσε η πρεσβυτέρα σύζυγός του και λίγο αργότερα το μονάκριβο παιδί του.
Η υπομονή του Αγίου ήταν όμοια με αυτή του πολύπαθου Ιώβ. Φεύγει πλέον από τον κόσμο και ακολουθεί τη μοναχική οδό. Εγκαταβιώνει σε μονή του Κοζλώφ και στις 6 Φεβρουαρίου 1886 μ.Χ. κείρεται μοναχός με το όνομα Βλαδίμηρος. Το έτος 1888 μ.Χ. εκλέγεται Επίσκοπος της πόλεως Σταρορούσκϊυ και καλείται να διακονήσει το λαό του Θεού. Αφιερώνεται ολόψυχα στο πολύπαθο και ταλαιπωρημένο ποίμνιό του. Όλοι αναγνώριζαν στο πρόσωπό του τον αληθινό ποιμένα και πατέρα και του φιλανθρώπου Χριστού τον γνησιότατο μιμητή.
Στις 19 Ιανουαρίου 1891 μ.Χ. εκλέγεται Αρχιεπίσκοπος Σαμάρα, το 1892 μ.Χ. Αρχιεπίσκοπος Καρτάλιν και Καχεζίας και στις 21 Φεβρουαρίου 1898 μ.Χ. Μητροπολίτης Μόσχας. Το ποιμαντικό, φιλανθρωπικό και κοινωνικό του έργο είναι τεράστιο. Διακόπτεται, όμως και πάλι, όταν εκλέγεται, στις 23 Νοεμβρίου 1912 μ.Χ., Μητροπολίτης της Αγίας Πετρουπόλεως. Το 1915 μ.Χ. η Εκκλησία του αναθέτει τα καθήκοντα του Μητροπολίτη Κιέβου.
Σε κάθε τόπο που διακονούσε ο Άγιος Βλαδίμηρος άφηνε τα ίχνη της αγιότητάς του. Κυριολεκτικά δαπανούσε τον εαυτό του για την σωτηρία των ανθρώπων. Τα χρόνια ήταν δύσκολα. Το επαναστατικό κίνημα άρχισε να φουντώνει. Ο Άγιος προβλέποντας τα μέλλοντα, μιλώντας προς τους σπουδαστές του εκκλησιαστικού σεμιναρίου της Μόσχας, έλεγε: «Ίσως να πιστεύετε ότι ο Πνευματικός άρτος που δίδει η Εκκλησία στον κόσμο έχει γίνει πολύ σκληρός, για να φαγωθεί από τους ανθρώπους. Θα έπρεπε να αναρωτηθούμε για το ποιοι εμείς είμαστε και τι κάνουμε για τους πτωχούς αδελφούς μας. Οι αδελφοί μας πεινάνε. Είναι στο σκοτάδι. Και εμείς οφείλουμε να εργασθούμε, για να φωτίσουμε την ζωή τους με το φως του Χριστού, την πίστη, την ελπίδα».
Τα γεγονότα της Οκτωβριανής επαναστάσεως (1917) αποτέλεσαν, για τους κατοίκους του Κιέβου, την αφορμή για να επιχειρήσουν την ανεξαρτησία τους. Το Ουκρανικό συμβούλιο πίεσε τον Άγιο να προβεί σε εκκλησιαστική αυτονομία. Εκείνος δεν το έπραξε και τον εκθρόνισαν.
Ό Μητροπολίτης Βλαδίμηρος, οντάς τότε 70 χρόνων, υπέφερε πολλές ύβρεις, απειλές καί θλίψεις. Στίς 12 Δεκεμβρίου 1917 τόνισε με θάρρος: «Δεν φοβάμαι τίποτε καί κανέναν. Είμαι έτοιμος σε κάθε στιγμή να δώσω τη ζωή μου για την αληθινή ρωσική πίστη καί για την Εκκλησία του Ίησού Χρίστου,για να εμποδίσω τους εχθρούς της Εκκλησίας από το να την εμπαίξουν. Θα υποφέρω τα μαρτύρια μέχρι τέλους, για να διατηρήσω τη Ρωσική Εκκλησία στο Κίεβο,οπού πήρε την αρχή της». Λέγοντας αυτά αναλύθηκε σε δάκρυα.
Μετά τον παραγκωνισμό του κατέφυγε στην περίφημη Μονή των Σπηλαίων (Περτσέσκαγια Λαύρα). Δεν θέλησε να υποχωρήσει, παρά τίς απειλές. "Αν υποχωρούσε, θα διέφευγε το μαρτυρικό θάνατο.
Δεν πέρασε πολύς καιρός καί το Κίεβο δοκίμασε τη φρίκη του εμφυλίου πολέμου. Πολλές εκκλησίες καταστράφηκαν από τους βομβαρδισμούς των μπολσεβίκων. Το πανύψηλο κωδωνοστάσιο της Λαύρας θεωρήθηκε ότι ήταν παρατηρητήριο, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν. "Ομως το περίφημο μοναστήρι δέχθηκε ανηλεείς βομβαρδισμούς από τους μπολσεβίκους.
Τελικά το Κίεβο κατελήφθη από τον «κόκκινο στρατό». Στίς 23 Ιανουαρίου 1918 οι «κόκκινοι» κατέφθασαν στην Περτσέσκαγια Λαύρα. Μπήκαν στίς εκκλησίες αναιδέστατα, με τα τσιγάρα στο στόμα καί άρχισαν το αποτρόπαιο έργο της βεβήλωσης καί λεηλασίας. Την ώρα της εισβολής οι μοναχοί έψαλλαν την ακολουθία τους.Δεν τους σεβάστηκαν.'Αρχισαν να βλαστημούν, να βρίζουν, να καταστρέφουν, να αρπάζουν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους.
Το μένος τους στράφηκε καί κατά των μοναχών, τους οποίους έβγαλαν στην αυλή καί τους υποχρέωσαν να βγάλουν τα παπούτσια τους καί τα εξωτερικά τους ρούχα. Έπειτα άρχισαν να τους χτυπούν αλύπητα με μαστίγια από δέρμα.
Ό Μητροπολίτης Βλαδίμηρος έβλεπε με θλίψη όλο αυτό το όργιο λεηλασίας καί βεβήλωσης. Δεν αντέδρασε. Έβρισκε καταφύγιο στην προσευχή. Στίς 24 Ιανουαρίου τέλεσε τη Θεία Λειτουργία πού έμελλε να είναι ή τελευταία του. Λειτούργησε με έκδηλη κατάνυξη. Τήν ίδια μέρα κατέφθασε ένα άλλο στρατιωτικό απόσπασμα με τον αξιωματικό τους. Προχώρησαν στην τράπεζα της μονής για να φάνε. Το μαύρο ψωμί των μοναχών το περιφρόνησαν. Το πέταξαν με οργή στο πάτωμα λέγοντας «ότι δεν είναι γουρούνια για να φάνε τέτοιο ψωμί». Οι μοναχοί απάντησαν ήρεμα:
› Σάς δίνουμε το ψωμί πού τρώμε καί εμείς...
Την επόμενη μέρα τρείς άνδρες καί μία γυναίκα, οπλισμένοι, βρέθηκαν καί πάλι στην τράπεζα της μονής. Αφού έφαγαν, ό επικεφαλής αξιωματικός δήλωσε ψυχρά στους μοναχούς:
› Δεν θα ξαναδείτε το Μητροπολίτη σας.
Έπειτα μπήκαν στο ήγουμενείο, έκαναν ερευνά καί έκλεψαν χρήματα καί κάθε πράγμα αξίας. Ή έρευνα επεκτάθηκε καί σε αλλά κελλιά καθώς καί στο κελλί του Μητροπολίτη Βλαδίμηρου. Δεν βρήκαν τίποτα το αξιόλογο.
Το ίδιο βράδυ οι μπολσεβίκοι πήγαν στο ισόγειο ενός κτιρίου της μονής, εκεί πού ζούσε τον τελευταίο καιρό ό Μητροπολίτης. Χτύπησαν δυνατά το κουδούνι καί τους άνοιξε ένας μοναχός. Ρώτησαν αγριεμένοι:
› Που είναι ό Μητροπολίτης Βλαδίμηρος; Θέλουμε να του μιλήσουμε.
Ό Μητροπολίτης βρισκόταν στο προσευχητάριο του καί προσευχόταν. Σάν ακούσε τίς φωνές σταμάτησε την προσευχή του, παρουσιάστηκε μπροστά τους καί τους ρώτησε τί θέλουν.
Οι μπολσεβίκοι, μόλις τον είδαν, τον συνέλαβαν καί τον οδήγησαν στο κελλί του, οπού έμειναν για 20 λεπτά. Σ' αυτό το διάστημα άρχισαν να τον βρίζουν χυδαία, να τον απειλούν, να τον χτυπούν. Τον έσφιξαν στο λαιμό με την άλυσίδα του σταυρού του απαιτώντας να τους δώσει χρήματα. Έπειτα του είπαν να τους ακολουθήσει. Σύντομα ντύθηκε επίσημα, σαν να πήγαινε για να λειτουργήσει. Φόρεσε το ράσο, το άσπρο επάνω καλύμμαυχο καί το εγκόλπιο του. Κατά τη διαδρομή συνάντησαν τον επίσκοπο Θεόδωρο καί τον ηγούμενο της Λαύρας Αμβρόσιο. Ό Μητροπολίτης γύρισε καί τους είπε:
› Με πάνε για να με τουφεκίσουν.
Προχώρησαν λίγο ακόμη κι έφτασαν στη σκάλα πού όδηγούσε στο πρώτο πάτωμα. Ό Μητροπολίτης γύρισε καί τους είπε:
› "Αν θέλετε να με τουφεκίσετε, κάνετε το εδώ.
Ό αξιωματικός φώναξε αγριεμένος:
› Ποιος θέλει να σε τουφεκίσει; Εμπρός, πάμε.
Περπατώντας έξω στην αυλή, ένας ηλικιωμένος μοναχός, ό Φίλιππος,τον πλησίασε, του έβαλε μετάνοια καί ζήτησε την ευλογία του. Ό αξιωματικός τον έσπρωξε θυμωμένος καί φώναξε:
› 'Οχι πια προσκυνήματα σ' αυτές τίς βδέλλες πού πίνουν το αίμα του λάου! Αρκετά πια.
Ό Μητροπολίτης ατάραχος πλησίασε το γέροντα μοναχό , τον ευλόγησε, τον ασπάσθηκε καί του είπε:
› Αντίο Φίλιππε. (Λέξη πού στα ρωσικά σημαίνει καί «συγγνώμη».)
Ήταν καί ό τελευταίος πού αποχαιρέτησε. Σά να το ένιωσε, τα μάτια του άρχισαν να τρέχουν δάκρυα.'Εβγαλε το μαντίλι του καί τα σκούπισε. Ό μοναχός Φίλιππος παρατηρούσε με συγκίνηση το Μητροπολίτη.
Διηγείτο μάλιστα:
› Ό Σεβασμιώτατος όταν έβγαινε από τη μονή ήταν τόσο ειρηνικός, όσο ήταν συνήθως πρίν τελέσει τη Θεία Λειτουργία.
Ό Μητροπολίτης ακολουθούσε τους στρατιώτες «ως πρόβατον επί σφαγήν». Βγήκαν από την κεντρική πύλη του μοναστηριού καί προχώρησαν. Δεν είχε πλέον καμιά άμφιβολία για τίς προθέσεις καί διαθέσεις των μπολσεβίκων. Στίς δύσκολες τελευταίες αυτές στιγμές, όταν ή δειλία προσπαθεί να εισβάλει στην ψυχή καί να φέρει αναστάτωση ή καί απόγνωση, ό Μητροπολίτης Βλαδίμηρος, μιμούμενος τους αγίους μάρτυρες, σ' όλη τη διαδρομή προσευχόταν, έψαλλε ύμνους κι έκανε το σημείο του σταυρού. Προχώρησαν περίπου ένα χιλιόμετρο μακριά από τη Λαύρα. Εκεί σταμάτησαν. Ό Μητροπολίτης κατάλαβε. Γύρισε καί ήρεμα ρώτησε:
› Εδώ θέλετε να με εκτελέσετε;
Ένας από τους εκτελεστές απάντησε ειρωνικά:
› Γιατί όχι; Μήπως περιμένεις να σε τιμήσουμε;
Κι ενώ το εκτελεστικό απόσπασμα έπαιρνε θέση,ζήτησε να του χαρίσουν λίγη ώρα να προσευχηθεί. 0ι δήμιοι του επέτρεψαν λέγοντας:
› Ναί, μόνο κάνε γρήγορα.
'Υψωσε τα χέρια του στον ουρανό καί προσευχήθηκε δυνατά.
› Κύριε, συγχώρεσε μου όλα τα αμαρτήματα, τα εκούσια καί τα ακούσια καί δέξου την ψυχή μου εν ειρήνη.
Έπειτα, πιάνοντας με τα δύο του χέρια το σταυρό του, μιμούμενος τον άνεξίκακο Κύριο του, ευλόγησε τους δημίους του καί είπε:
› Ό Θεός να σας συγχωρήσει.
Οι δήμιοι δεν περίμεναν άλλο. Ή μορφή του ήταν έλεγχος στη συνείδηση τους. "Ηθελαν να τελειώνουν γρήγορα. Έστρεψαν τίς κάνες των οπλών τους καί τον πυροβόλησαν. Μέσα στη νύχτα ακούστηκαν τέσσερις πυροβολισμοί. 'Επειτα δύο. Κι άλλος ένας. Ή ψυχή του νεομάρτυρα Μητροπολίτη φτερούγισε για τον ουρανό, για να συναντήσει Αυτόν πού τόσο αγάπησε καί για να δεχτεί το μαρτυρικό στεφάνι. Ή αγιασμένη γη του Κιέβου ποτίστηκε με το αίμα του πρώτου νεομάρτυρα Μητροπολίτη.
«Ην δε νύξ». Κατάλληλη ώρα για τέτοιου είδους εγκλήματα, όπως είπε ό Χριστός εκείνη τη νύχτα στη Γεθσημανή.
«Αυτή εστίν υμών ή ώρα καί ή εξουσία του σκότους». Οι πυροβολισμοί ακούστηκαν στο μοναστήρι. Ένας δόκιμος μοναχός είπε ανήσυχος:
› Πυροβόλησαν το Μητροπολίτη.
Ένας άλλος απάντησε:
› "Οχι, δεν πιστεύω, οι πυροβολισμοί ήταν πολλοί για ένα μάρτυρα.
Δεν πέρασαν παρά ελάχιστα λεπτά καί δεκαπέντε επαναστάτες με ρόπαλα καί φανάρια άρχισαν να τρέχουν στην αυλή του μοναστηρίου. Ένας άπ' αυτούς ρώτησε τους μοναχούς:
› Συνέλαβαν τό Μητροπολίτη;
Οί μοναχοί απάντησαν:
› Ναί, τον οδήγησαν έξω από την πόλη.
Οί επαναστάτες έτρεξαν έξω. Σέ μισή ώρα ξαναγύρισαν καί οι μοναχοί τους ρώτησαν:
› Βρήκατε το Μητροπολίτη;
Κι αυτοί απάντησαν:
› Ναί, τον βρήκαμε καί θα κάνουμε σ' όλους σας, ο,τι έγινε μ' αυτόν!
Λέγοντας αυτά έφυγαν.
Οι μοναχοί έμειναν με την απορία καί την αμφιβολία για την τύχη του Μητροπολίτη. Ή νύχτα κύλησε μέσα σε κλίμα αγωνίας καί φόβου. Το θλιβερό γεγονός μαθεύτηκε την άλλη μέρα. Μερικές πιστές γυναίκες, πού συνήθιζαν κάθε μέρα να πηγαίνουν στην πρωινή ακολουθία της Λαύρας, βρήκαν το σώμα του Μητροπολίτη. Συγκλονισμένες έτρεξαν στο μοναστήρι κι ενημέρωσαν τους μοναχούς. Οί μοναχοί, με επικεφαλής τον αρχιμανδρίτη 'Ανφίν καί μαζί με τέσσερις γιατρούς, έτρεξαν καί βρήκαν το σώμα του σ' ένα χωράφι πεσμένο ανάσκελα καί σκεπασμένο μ' ένα πανωφόρι. Οί δήμιοι είχαν κλέψει το εγκόλπιο, το σταυρό, το ρολόι, ακόμα καί τα παπούτσια του νεομάρτυρα.
Αργότερα ή ιατρική εξέταση απέδειξε ένα τραύμα από πυροβολισμό στο δεξί του μάτι, μια τομή στο κεφάλι του,μια βαθιά πληγή κάτω από το δεξί αυτί, τέσσερις κοψιές στα χείλη του, δύο πληγές από πυροβολισμούς στη δεξιά ωμοπλάτη, ένα βαθύ τραύμα στο στήθος, μια βαθιά πληγή στη μέση.
Οί μοναχοί ανέπεμψαν σύντομη δέηση στον τόπο του μαρτυρίου. Έπειτα τοποθέτησαν το σώμα του σε φέρετρο καί το μετέφεραν στο μοναστήρι. Κατά τη μεταφορά του μαρτυρικού σκηνώματος του περικύκλωσαν τους μοναχούς δέκα οπλισμένοι επαναστάτες, οι όποιοι άρχισαν να περιπαίζουν, να ειρωνεύονται καί να βρίζουν το νεομάρτυρα Μητροπολίτη καί τους μοναχούς. Φώναζαν στον αρχιμανδρίτη Άνφίν:
› Θέλεις να θάψεις αυτόν; Αυτός αξίζει να πεταχτεί στο χαντάκι. Θέλεις να κάνεις άγια λείψανα, Γι αυτό παίρνεις το σώμα του.
Όταν ή νεκρική πομπή πλησίασε στη Λαύρα, οι πιστές γυναίκες πού ακολουθούσαν έκλαιγαν, προσεύχονταν κι έλεγαν:
› Βασανισμένε άγιε μάρτυρα. Σου αξίζει ό παράδεισος.
Καί οί μπολσεβίκοι απαντούσαν με μίσος:
› Στήν κόλαση είναι ή θέση του, βαθιά στην κόλαση!
Το μαρτυρικό λείψανο του τοποθετήθηκε στην εκκλησία οπού παρέμενε τον τελευταίο καιρό προσευχόμενος. Ή νεκρώσιμη ακολουθία τελέστηκε μέσα σε γενική συγκίνηση.
Το θλιβερό νέο μαθεύτηκε στη Μόσχα, Οπου γινόταν ή σύναξη των Ρώσων επισκόπων. Τα μέλη της συνόδου με πολλή συγκίνηση άκουσαν για το μαρτυρικό θάνατο του καί κήρυξαν τη μέρα της έκδημίας του ως ημέρα ετήσιας προσευχής για όλους τους Ρώσους μάρτυρες καί όμολογητές της πίστης, πού βρήκαν το θάνατο κατά τη μαρτυρική αύτη περίοδο. 'Εγινε μάλιστα ειδική τελετή, οπού έλαβαν μέρος ό Πατριάρχης Τυχών, τα μέλη της συνόδου καί όλος ό κλήρος της Μόσχας.'Ολοι ένιωθαν ότι το μαρτύριο του μητροπολίτη Βλαδίμηρου ήταν προανάκρουσμα μιας μαρτυρικής πορείας καί ό πρώτος κρίκος στην αλυσίδα αμέτρητων νεομαρτύρων.
Από την πρώτη στιγμή στη συνείδηση των πιστών ό Μητροπολίτης Βλαδίμηρος εθεωρείτο άγιος. Ή επίσημη διακήρυξη της αγιότητας του έγινε 71 χρόνια μετά, στίς 3 Όκτωβρίου 1989, από τη σύνοδο της Ρωσικής Εκκλησίας.
Το λείψανό του βρίσκεται στην Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου.
Πηγή: (Από το βιβλίο «Ρώσοι νεομάρτυρες και ομολογητές 1917-1922», Αρχιμανδρίτης Νεκτάριος Αντωνόπουλος, Σειρά Αγιολογική Βιβλιοθήκη 13, Εκδόσεις Ακρίτας, 2000) Προσκυνητής
«Ο μακάριος αυτός και θεσπέσιος Κλήμης σε όλη σχεδόν την ανθρώπινη ζωή του πέρασε μαρτυρικά. Διότι επί είκοσι οκτώ χρόνια παρατάθηκε ο αγώνας του προς τους τυράννους, χωρίς να διακόπτεται από κάποια εκεχειρία ούτε από κάποια ανακωχή και ειρήνη, όπως γίνεται στους πολέμους, ώστε ανανεωμένοι οι αντίπαλοι να ξαναρχίσουν και πάλι τον πόλεμο. Αντιθέτως, οι τύραννοι δυνατοί και σκληροί τον πολεμούσαν διαρκώς, ο ίδιος δε υπέμενε σαν να έπασχε κάποιος άλλος, παρά το πλήθος και τη συνεχή φορά των κακών. Πέρασε λοιπόν από κάθε είδος βασανιστηρίων και αφού έλεγξε τους κυρίαρχους τότε τυράννους και βασιλείς και έγινε θέατρο σε όλη σχεδόν την οικουμένη, κατέπληξε ακόμη και τους αγγέλους με την καρτερικότητά του και έτσι έλαβε το στεφάνι της δόξας. Καταγόταν από την πόλη Άγκυρα της Γαλατίας και ο πατέρας του ήταν ειδωλολάτρης, η δε μητέρα του ευσεβής και πιστή χριστιανή, ονόματι Σοφία. Ακολούθησε ο άγιος τον μοναχικό βίο από δώδεκα ετών. Στα είκοσι χρόνια του η Εκκλησία τον έκανε αρχιερέα. Άθλησε επί των βασιλέων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού. Τα είδη των βασάνων που πέρασε ήταν τα παρακάτω: Τον ανάρτησαν σε ξύλο και τον μάτωσαν με ξυσμούς. Τον κτύπησαν με πέτρες, όπως επίσης του κτύπησαν το στόμα με σκληρά αντικείμενα. Τον έβαλαν στη φυλακή. Τον έδεσαν σε τροχό και τον κτύπησαν με ρόπαλα. Τον κατέκοψαν με μαχαίρια. Του ξανακτύπησαν το στόμα με ξυλόκαρφα. Του σύντριψαν τις σιαγόνες και του έσπασαν όλα τα δόντια. Τον έδεσαν με σίδερα και τον ξανάριξαν στη φυλακή. Του πέρασαν στα αυτιά σιδερένιες πυρωμένες βελόνες. Τον έριξαν σε λαμπάδες φωτιάς. Τον έδεσαν σε μεγάλη πέτρα και τον κτύπησαν με σκληρά αντικείμενα στο πρόσωπο και το κεφάλι. Και παρόλο ότι καθημερινά λάμβανε πενήντα πληγές, αυτός υπέμενε. Τελευταίο δε, έκοψαν τα κεφάλια αυτού και του μαθητή του αγίου Αγαθαγγέλου στην Άγκυρα της Γαλατίας. Τελείται η σύναξή τους στον αγιότατο ναό τους, εκεί που έγινε το μαρτύριο, που βρίσκεται πέρα από την περιοχή του Ευδοξίου, πιο πέρα από το Ανάπλι, και στην αγιότατη Εκκλησία της Αγίας Ειρήνης της παλαιάς και της νέας».
Η επισήμανση του συναξαρίου του αγίου Κλήμεντα, ότι όλη η ζωή του ήταν μία μαρτυρική πορεία, αποτελεί και το κεντρικό σημείο που προβάλλει ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης, ο ποιητής του κανόνα του αγίου. «Διάνυσες εκτεταμένους αγώνες πάνω στη γη, όσιε, και αξιώθηκες να λάβεις έτσι το στεφάνι της βασιλείας των ουρανών» («Εκτεταμένους αγώνας επί της γης διανύσας, όσιε, βασιλείας ουρανών ηξιώθης στέφανον λαβείν»). «Υπέμεινες, πάνσοφε, τις πληγές των βασάνων, τις πολυχρόνιες και μακρότατες, γι’ αυτό και αποδείχτηκες πολύαθλος» («Αικίσεις, πάνσοφε, καρτερών, τας πολυχρονίους και μακροτάτας, πολύαθλος πέφηνας»). Πράγματι, είναι να απορεί κανείς για το πλήθος και τη διάρκεια των βασανιστηρίων που υπέμεινε ο άγιος, με σταθερό λογισμό, προσβλέποντας πάντοτε στον Κύριο Ιησού Χριστό. Δεν κατέπεσε με τα πρώτα κτυπήματα. Οι δήμιοι υπήρξαν απέναντί του μεθοδικοί και σκληροί: ήξεραν πώς να τον βασανίζουν, χωρίς να επιφέρουν όμως το αποφασιστικό κτύπημα. Αλλά βεβαίως έμεναν στην επιφάνεια των βασανιστηρίων τους. Αγνοούσαν και δεν μπορούσαν να δουν βεβαίως ότι τα κτυπήματα αυτά, μεταποιούμενα από την πίστη του αγίου και τη χάρη του Θεού, γίνονταν γι’ αυτόν, αλλά και για όλη την οικουμένη, «κατορθώματα και πανηγύρι». «Το ιερότατο πανηγύρι των κατορθωμάτων σου, που φωτιζόταν από το ουράνιο φως, φωτίζει αυτούς που κραυγάζουν: Είσαι ευλογημένος Κύριε, Θεέ των Πατέρων μας» («Η των σων κατορθωμάτων ιερωτάτη πανήγυρις, ουρανίω φωτί λαμπομένη, καταυγάζει τους κράζοντας∙ Ευλογητός ει, Κύριε, ο Θεός των Πατέρων ημών»). Αυτή είναι η μυστική διάσταση των δοκιμασιών και των βασάνων που υφίσταται ένας χριστιανός: έχοντας λόγο για τα βάσανα που περνά – την πίστη και την αγάπη του για τον Χριστό – αυτά γίνονται η τρυφή και η διασκέδασή του. Δεν χαίρεται δηλαδή για τα βάσανα καθεαυτά – αυτό συνιστά ψυχική αρρώστια, όπως έχουμε ξαναπεί - αλλά για το τι προκαλούν αυτά και στον ίδιο και σε όλη την οικουμένη: την αύξηση της χάρης του Θεού, τη φανέρωση της Βασιλείας του Θεού.
Δεν πρέπει να θεωρούμε παράδοξο τον λόγο περί της παγκοσμιότητας του μαρτυρίου ενός μάρτυρα. Διότι είπαμε ότι και ο ίδιος πανηγυρίζει, αλλά και όλη η οικουμένη, δηλαδή όλη η Εκκλησία, η επίγεια και η ουράνια. Όταν πάσχει ένας πιστός για την πίστη του στον Χριστό, σημαίνει ότι κατεξοχήν τότε ενεργοποιεί τη θέση του ως μέλος Χριστού, ως μέλος δηλαδή Εκείνου που έπαθε υπέρ ημών. Και συνδεδεμένος έτσι με τον Χριστό, άρα και με όλον τον κόσμο, τον οποίο προσέλαβε ο Χριστός, απλώνει τη χάρη που εισπράττει διά του μαρτυρίου του και σε όλα τα υπόλοιπα μέλη, ακόμη και σε εκείνα που ακόμη δεν έχουν γίνει ενεργά διά του αγίου βαπτίσματος, όπως και σε όλη τη δημιουργία. Πρόκειται για τη συμμετοχή των αγίων στην καθολικότητα της σωτηρίας που έφερε ο ίδιος ο Χριστός. Την αλήθεια αυτή δεν τονίζει ο άγιος Θεοφάνης μόνον με το παραπάνω αναφερθέν τροπάριο, αλλά και με άλλα, όπως αυτό της εβδόμης ωδής του κανόνα: «Με το φως του μαρτυρίου σου, χαροποίησες την οικουμένη, καθώς έψελνες στον Χριστό με την καθαρότητα της διάνοιας και της ψυχής σου: Είσαι ευλογημένος Κύριε, Θεέ των Πατέρων μας» («Τη αίγλη του μαρτυρίου, την οικουμένην εφαίδρυνας, αναμέλπων Χριστώ, διανοίας και ψυχής καθαρότητι∙ Ευλογητός ει, Κύριε, ο Θεός των Πατέρων ημών»).
Ο άγιος Θεοφάνης αξιοποιεί αυτό που κάνουν όλοι οι υμνογράφοι σε ανάλογες περιπτώσεις: το όνομα του αγίου: «Κλήμης», αλλά και τον τόπο της επισκοπής του: «Άγκυρα». Αφενός το όνομά του τον παραπέμπει στη σύνδεση που έχουμε οι χριστιανοί με τον Κύριο, σύμφωνα με Εκείνου τη διαβεβαίωση: «Εγώ ειμι η άμπελος, υμείς τα κλήματα», σύνδεση ουσιαστική και άμεση: «Έγινες τίμιο κλήμα της αμπέλου του Χριστού, πανεύφημε Κλήμη», («Της αμπέλου γέγονας τίμιον κλήμα του Χριστού, πανεύφημε Κλήμη»), «Έφερες ωραίους καρπούς, επειδή υπήρξες κλήμα της ζωηφόρου αμπέλου του Χριστού» («Ωραίους ήνεγκας καρπούς, κλήμα της ζωηφόρου χρηματίσας αμπέλου»), αφετέρου η Άγκυρα, της οποίας ήταν ο ποιμένας, του θυμίζει την άγκυρα της πίστεως στον Χριστό (μη ξεχνάμε ότι η άγκυρα ήταν ένα από τα γνωστότερα πρωτοχριστιανικά σύμβολα που δήλωνε τη στέρεα πίστη), οπότε την συνδέει με τις άλλες σχετικές αρετές, την αγάπη και την ελπίδα. «Έβαλες θεμέλιο την πίστη σαν ασφαλή άγκυρα, όπως και την ελπίδα και την αγάπη, και ανέθεσες τον εαυτό σου σαν αγιασμένο ναό, Πάτερ παμμακάριε, στην αγία ιερή Τριάδα» («Την πίστιν άγκυραν ασφαλή, ως και την ελπίδα και την αγάπην, θεμέλιον θέμενος, τη σεπτή Τριάδι σαυτόν ανέθηκας ναόν ηγιασμένον, Πάτερ πανόλβιε»).
Πηγή: Ακολουθείν
Ο Άγιος Διονύσιος ο εν Ολύμπω, προστάτης και πολιούχος της Πιερίας, γεννήθηκε περίπου το 1500 μ. Χ. στη Θεσσαλία στο χωριό Σκλάταινα ή Σθλάτενα ή Πλάτινα, σήμερα αποκαλούμενο Δρακότρυπα, της επαρχίας Φαναρίου. Ο πατέρας του Αγίου ονομαζόταν Νικόλαος και η μητέρα του Θεοδώρα. Ήταν φτωχοί, αλλά πολύ ευσεβείς. Ο πατέρας του Αγίου παράλληλα με τις γεωργικές και κτηνοτροφικές του εργασίες ήταν και σφυροκόπος (σπαθοποιός).
Ο Άγιος που το κοσμικό του όνομα ήταν Δημήτριος Καλέτσης ήταν παιδί της προσευχής. Σύμφωνα με παράδοση που υπάρχει στη γενέτειρά του, Τετάρτη και Παρασκευή δεν θήλαζε. Επίσης οι γονείς του, όταν ακόμα ήταν βρέφος και κοιμόταν, έβλεπαν από πάνω του ένα φωτεινό Σταυρό που λαμποκοπούσε σαν τον ήλιο. Αυτό, έλεγαν, ότι ήταν σημείο που φανέρωνε την κατά Θεό προκοπή του, όταν θα μεγάλωνε.
Σε ηλικία επτά ετών τον έστειλαν στο σχολείο, όπου και φάνηκε πολύ επιμελής. Κυρίως όμως προσπαθούσε να μελετά και να συμμορφώνεται με τις εντολές της Αγίας Γραφής, την οποία συνεχώς διάβαζε. Επίσης μελετούσε και τους βίους των Αγίων, τη ζωή των οποίων προσπαθούσε να μιμηθεί.
Η τοπική παράδοση της Σκλάταινας αναφέρει ότι στα διαλείμματα, στο σχολείο, ο Άγιος συγκέντρωνε τους ήσυχους και επιμελείς μαθητές και τους μιλούσε για την πίστη μας. Ένας μαθητής είπε το γεγονός αυτό στο δάσκαλό τους. Ο Άγιος, παρά τις συμβουλές του δασκάλου του να παίζει στα διαλείμματα, συνέχισε τη θεάρεστη ασχολία του. Μια μέρα ο δάσκαλός του, επειδή δεν βγήκε στο διάλειμμα, για να τον τιμωρήσει τον πέταξε από το παράθυρο. Στο μέρος που πάτησε ο Άγιος έμεινε αποτύπωμα του ποδιού του, το οποίο κατά τις βεβαιώσεις των κατοίκων σωζόταν μέχρι πριν από λίγα χρόνια.
Σε πολύ νεαρή ηλικία πήρε τη μεγαλύτερη απόφαση της ζωής του. Να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο Θεό, γινόμενος μοναχός. Εκείνο τον καιρό πέρασε από το χωριό του ένας μοναχός από τα Μετέωρα, ονομαζόμενος Άνθιμος. Μετά από πολύωρη συζήτηση αποφάσισε να τον ακολουθήσει.
Στα Μετέωρα υποτάχθηκε σε έναν πολύ ενάρετο μοναχό ονόματι Σάββα ο οποίος τον ρασοφόρεσε και τον ονόμασε Δανιήλ. Εκεί ο Άγιος επιδόθηκε στην προσευχή, τη νηστεία και τη μελέτη, φθάνοντας σε μεγάλο πνευματικό ύψος.
Μια μέρα ο ηγούμενος του μοναστηριού τον έστειλε να ανακατέψει το καζάνι με τον τραχανά. Όταν έφτασε στο μαγειριό είδε το φαγητό να είναι φουσκωμένο κι έτοιμο να χυθεί έξω. Επειδή δεν προλάβαινε να πάρει την κουτάλα, αναγκάστηκε να ανακατέψει το καζάνι με τα χέρια του. Έκπληκτοι οι πατέρες που ήταν εκεί είδαν ότι ο Άγιος δεν έπαθε τίποτα.
Αφ’ ενός το παραπάνω γεγονός το οποίο τον ανέβασε πολύ ψηλά στη συνείδηση των συμμοναστών του, αφ’ ετέρου ο πόθος του να μονάσει στο Άγιο Όρος για περισσότερη άσκηση και ησυχία, τον οδήγησαν μια νύχτα κρυφά να φύγει από το μοναστήρι. Μάλιστα πήδησε από ένα βράχο χωρίς να πάθει το παραμικρό.
Μετά από πολύ κόπο έφθασε στο περιβόλι της Παναγίας μας και συγκεκριμένα στις Καρυές, όπου υποτάχθηκε στο γέροντα Γαβριήλ τον πνευματικό, τον ικανό Πρώτο του Αγίου Όρους (1517 – 1518) ο οποίος έζησε κοντά στον Άγιο Νήφωνα τον Β΄. Ο Ιερομόναχος Γαβριήλ δεν τον κράτησε στην αρχή κοντά του, εξ’ αιτίας κανόνος που απαγόρευε την παραμονή των αγενείωνστο Άγιο Όρος. Τον έστειλε στη γειτονική Χαλκιδική, στο χωριό Άγιος Μάμας, όπου έμεινε κοντά στον επίσκοπο Κασσανδρείας Ιάκωβο για ένα χρόνο περίπου. Μόλις άρχισαν να φυτρώνουν τα γένια του επέστρεψε στο Άγιο Όρος.
Με πολύ μεγάλη συγκίνηση ο Άγιος στις 12 Ιουλίου, πιθανώς του 1512, εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός και από Δανιήλ μετονομάστηκε Διονύσιος. Λίγο αργότερα χειροτονήθηκε Διάκονος από τον επίσκοπο Ιερισού και Αγίου Όρους. Κατά τη διάρκεια της απουσίας του γέροντά του Γαβριήλ στη Βλαχία το 1517, όπου τον είχε καλέσει μαζί με όλους τους Αγιορείτες ηγουμένους ο φίλος του ηγεμόνας Νεάγκος Βασαράβας, ο Άγιος Διονύσιος έκλινε τα γόνατά του για δεύτερη φορά ενώπιον του φρικτού θυσιαστηρίου και έλαβε το δεύτερο βαθμό της Ιερωσύνης, αυτόν του Πρεσβυτέρου. Επί μία διετία εφημέρευσε στον πανίερο Ναό του Πρωτάτου.
Στην Αθωνική πρωτεύουσα ο Άγιος παρέμεινε περίπου δέκα χρόνια. Μόλις επέστρεψε ο γέροντας του Γαβριήλ από τη Βλαχία, ζήτησε να απομακρυνθεί από το Πρωτάτο. Αφού έλαβε την ευλογία του, πορεύθηκε στη Σκήτη του Καρακάλου όπου έχτισε Ναό αφιερωμένο στην Αγία Τριάδα και κελί. Εκεί επιδόθηκε περισσότερο στην προσευχή, τη νηστεία και την αγρυπνία. Τροφή του ήταν η μελέτη της αγίας Γραφής και λίγα κάστανα. Χαρακτηριστική επίσης ήταν και η ακτημοσύνη του. Η πόρτα του δεν είχε κλειδαριά.
Ο Άγιος είχε μεγάλη επιθυμία να επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους. Κάποτε η επιθυμία του αυτή πραγματοποιήθηκε και έλαβε μεγάλη ψυχική ωφέλεια και χαρά. Μάλιστα στο ταξίδι του αυτό δέχθηκε δυο τιμητικές προτάσεις για το επισκοπικό αξίωμα. Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δωρόθεος και ο Μητροπολίτης Ικονίου, εκτιμώντας τις αρετές και την πνευματικότητά του, θέλησαν να τον κρατήσουν ο καθένας για διάδοχό του. Ο Άγιος Διονύσιος και στους δύο αρνήθηκε και επέστρεψε στο ερημικό ησυχαστήριό του στον Άθωνα. Στο κελί του Αγίου πολλά θαυμαστά σημεία συνέβαιναν. Όταν θέλησε να μεγαλώσει το εκκλησάκι, Άγγελοι τον βοηθούσαν στη μεταφορά των πετρών. Άγγελος επίσης τον επισκέφθηκε, παραμονή της Τυροφάγου, και του πρόσφερε φρέσκα ψάρια και τυρί. Κάποτε κάποιος ληστής θέλησε να τον σκοτώσει, για να του ληστέψει το κελί που, όπως νόμιζε, θα είχε αρκετά χρήματα. Έστησε καρτέρι σε ένα κοντινό χείμαρρο και περίμενε να περάσει ο Άγιος. Η ώρα όμως περνούσε και ο Άγιος δεν φαινόταν. Τότε πήγε στο κελί του και τον είδε μέσα. Όταν ο Άγιος, απαντώντας σε ερώτησή του, του είπε πως πέρασε από μπροστά του, εκείνος θαύμασε, διότι τυφλώθηκε και δεν τον είδε. Στη συνέχεια μετανόησε, εξομολογήθηκε και, αφού τον συμβούλεψε κατάλληλα ο Άγιος, αποφάσισε να γίνει και μοναχός.
Μετά από επίμονη παράκληση των πατέρων της Ιεράς Μονής Φιλοθέου, ενθρονίστηκε ηγούμενός της. Για την ανόρθωση των οικονομικών της Μονής ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη, από όπου επέστρεψε με αρκετά χρήματα και νέους μοναχούς. Στη Μονή προσπάθησε να επιβάλλει τάξη και ευπρέπεια. Από ιδιόρρυθμη την μετέτρεψε σε κοινοβιακή και από Βουλγάρικη σε Ελληνική. Στην προσπάθειά του όμως αυτή συνάντησε μεγάλες αντιδράσεις και μίσος από του Βούλγαρους. Έτσι αποφάσισε να αφήσει το Άγιο Όρος και εγκαταβίωσε στη Σκήτη Βεροίας με μια μικρή συνοδεία Φιλοθεϊτών, όπου και μετέφερε το πνεύμα του Αγίου Όρους.
Στη Βέροια εκείνο τον καιρό εκοιμήθη ο επίσκοπός της Ματθαίος. Τότε όλοι οι κάτοικοι και οι άρχοντες τον παρακαλούσαν να γίνει επίσκοπός τους. Ο Άγιος για τρίτη φορά αρνήθηκε να χειροτονηθεί Επίσκοπος και αναχώρησε για περισσότερη ησυχία στον Όλυμπο. Εκεί έχτισε ωραιότατο μοναστήρι και Ναό, αλλά δεν τον είχε ακόμη αφιερώσει σε κάποιον Άγιο. Μετά από προσευχή, κάποιο πρωινό, καθώς ανέτειλε ο ήλιος φάνηκε πάνω από το Ναό ένας κύκλος και τρεις ηλιακές ακτίνες. Έτσι αφιέρωσαν το Ναό στην Αγία Τριάδα και με τον καιρό μαζεύτηκαν αρκετοί μοναχοί.
Η οικοδομική όμως δραστηριότητα του Αγίου εξόργισε τον Τούρκο άρχοντα της περιοχής, διότι έχτιζαν χωρίς την άδειά του. Έτσι έφυγαν και πήγαν στο Πήλιο όπου έχτισαν κι εκεί Ναό και κελιά.
Από την ημέρα της φυγής του όμως δεν έβρεξε στον Όλυμπο. Τότε, και αφού εν τω μεταξύ συνέβησαν και άλλα σημεία, λόγω της φυγής του, οι πρόκριτοι πήγαν να ξαναφέρουν τον Άγιο πίσω. Ο Άγιος επέστρεψε στον Όλυμπο όπου έγινε δεκτός με τιμές και ο Τούρκος άρχοντας τον εφοδίασε με έγγραφη άδεια ανοικοδομήσεως Ναού και κελιών.
Πρέπει να αναφέρουμε πως ο Άγιος από μικρός ασκήθηκε στην καλλιγραφία, την Αγιογραφία και την υμνογραφία. Σίγουρα δε ως γέροντας στο μοναστήρι, θα ίδρυσε σχολή Αγιογραφίας και αντιγραφής κωδίκων, αφού αυτό επέβαλαν και οι ουσιαστικές πνευματικές και εκπαιδευτικές ανάγκες των χρόνων της τουρκοκρατίας.
Στον Όλυμπο ο Άγιος έζησε σαν επίγειος άγγελος και γρήγορα συγκέντρωσε γύρω του ένα πλήθος Μοναχών, που έκανε το Μοναστήρι του πραγματική Λαύρα. Ωστόσο ο ίδιος χρησιμοποιούσε ακόμα για προσευχή και ησυχία τα σπήλαια που υπήρχαν γύρω από το Μοναστήρι και που τα είχε μετατρέψει σε ναΐσκους. Εκεί έμεινε τον περισσότερο χρόνο, ζώντας μέσα στο γνόφο της νοεράς προσευχής. Πολλές φορές καθώς ερχόταν από αυτές τις σπηλιές στο Μοναστήρι τον έβλεπαν να λάμπει ολόκληρος, λουσμένος στο αναστάσιμο φως του μέλλοντα αιώνα,«μέσα στη παράφορη άνοιξη».
Ο Άγιος δεν παρέλειπε να περιέρχεται, σαν άλλος Πρόδρομος του Πατροκοσμά του Αιτωλού, τα γύρω χωριά, για να μιλήσει στους υπόδουλους, να εξομολογήσει, να στηρίξει, να αφυπνίσει τους Έλληνες. Είχε απέραντη αγάπη για το λαό. Αγκάλιαζε τους πάντες και τους βοηθούσε πνευματικά και υλικά. Όταν τον πλησίαζε κάποιος, είχε την αίσθηση ότι πλησιάζει τον ίδιο το Χριστό.
Ο Άγιος Διονύσιος για ένα διάστημα ασκήτεψε και στο μέχρι σήμερα σωζόμενο σπήλαιο, παρακάτω από το μοναστήρι της Αγίας Τριάδος, όπου υπάρχει και το Αγίασμα. Είχε δε τη συνήθεια να ονοματίζει τις γύρω από το μοναστήρι περιοχές με ονόματα των Αγίων Τόπων, όπως Γολγοθάς, Όρος των Ελαιών, Άγιος Λάζαρος και άλλα. Δύο φορές το χρόνο συνήθιζε να ανεβαίνει στην κορυφή του Ολύμπου, στα εορτάζοντα Παρεκκλήσια, του Προφήτου Ηλία στις 20 Ιουλίου και της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στις 6 Αυγούστου.
Στη βιογραφία του που έγραψε ο Δαμασκηνός ο Στουδίτης και την οποία παραθέτει ο κ.Γλαβίνας στο βιβλίο του «Ο Άγιος Διονύσιος ο εν τω Ολύμπω», αναφέρεται το εξής περιστατικό: Κάποτε επισκέφθηκαν τον Άγιο δύο μοναχοί από τη μονή Καρακάλλου, οι οποίοι του ανέφεραν ότι ένας κακός μοναχός «ετζάκιζε» μια νύχτα το σκευοφυλάκιο και τους πήρε τον χρυσό που φύλαγαν για τις ανάγκες του μοναστηριού. Μετά από αγρυπνία και προσευχή › καθώς αναφέρεται, ο Όσιος τους παρηγόρησε, λέγοντας «υπάγετε εις την νήσον Σκίαθον, και εκεί ευρήσετε τον κλέπτην εκείνον αμόναχον» και τους συμβούλεψε «μη τον ελέγξετε παρρησία, να μη το μάθουν οι Αρχηγοί των κρατούντων και πάρουν τα χρήματα, αλλά συντέχετέ του με καλόν τρόπον, με πραότητα, να τα λάβετε. Ούτω γουν εποίησαν, και λαβόντες τα χρήματα επέστρεψαν εις το μοναστήριον».
Έφτασε κάποτε και στιγμή που ο Κύριός μας θα τον καλούσε κοντά Του. Λίγες ημέρες νωρίτερα τον πληροφόρησε, για να ετοιμαστεί. Τότε βρισκόταν σε κάποιο μοναστήρι του Πηλίου. Εκεί, την ώρα του μεσονυκτικού, είδε όραμα. Του απεκάλυψε ο Θεός τον θάνατό του. Αποχαιρέτησε τότε τους πατέρες και αναχώρησε για το αγαπημένο μοναστήρι του στον Όλυμπο. Πριν φύγει είπε στους μοναχούς του Πηλίου:
› Αδελφοί και πατέρες και τέκνα μου, ο καιρός της τελευτής μου έφθασε, όπως με πληροφόρησε ο Θεός. Σας παραγγέλλω, λοιπόν, να μην αμελείτε την ψυχή σας, αλλά να μετανοείτε για τις αμαρτίες σας, έως ότου έχετε καιρό, για να γλιτώσετε την κόλαση και να αξιωθείτε να απολαύσετε την αιώνια αγαλλίαση.
Μόλις έφθασε στον Όλυμπο, οι πατέρες τον υποδέχθηκαν με χαρά. Εκείνος όμως δεν κάθισε στο μοναστήρι, αλλά κατέφυγε στον «Γολγοθά», χωρίς θέρμανση και σκεπάσματα. Ας ήταν χειμώνας.
Εκεί μελετούσε μέρα και νύχτα τα ιερά βιβλία και έψαλε ύμνους στο Θεό. Ήταν Ιανουάριος μήνας και χιόνιζε και ο Άγιος ήταν χωρίς ζεστασιά. Όπως ήταν φυσικό, από το πολύ κρύο, αρρώστησε. Μετά από πίεση των αδελφών της Μονής, δέχθηκε να τον μεταφέρουν στο κοινόβιο, αλλά δεν έμεινε μέσα στο μοναστήρι. Πήγε στο σπήλαιο του Αγίου Λαζάρου.
Οι πατέρες τον περιποιήθηκαν με αγάπη περισσή κι εκείνος τους έδωσε σαν στοργικός πατέρας τις συμβουλές του. Τους συμβούλεψε πως πρέπει να φυλάγουν τους κανόνες της μοναχικής ζωής. Μαζεύτηκαν τότε κοντά του οι μοναχοί και του είπαν:
› Η διαθήκη που μας άφησες, άγιε πατέρα μας, είναι σε μερικά σημεία βαριά.
Τότε ο Άγιος τους αποκρίθηκε:
› Όσα είναι καλά και εύλογα, φυλάξτε τα. Όσα όμως είναι βαριά, αφήστε τα. Όμως σας δίνω μία παραγγελία, να βαδίζετε σύμφωνα με το τυπικό του Αγίου Όρους. Να αγωνίζεστε όσο μπορείτε και ο Κύριος θα σας κυβερνήσει αντί εμού. Να έχετε αγάπη, υπομονή και ταπείνωση. Να φυλάγετε αγόγγυστα τη σιωπή, την προσευχή και τις νηστείες που μας παρέδωσαν οι Άγιοι Πατέρες. Να κάνετε μάλιστα και όσες περισσότερες μπορείτε.
Κανένας σας να μην είναι ανυπότακτος και ιδιόρρυθμος. Αυτό είναι το χειρότερο από όλα τα αμαρτήματα, διότι όποιος κοινοβιάτης έχει ρούχα και χρήματα περισσότερα από τους άλλους, δεν αξιώνεται της Ουρανίου αγαλλιάσεως. Εάν τυχόν βρεθεί κανένας τέτοιος, να τον διώχνετε από το μοναστήρι, για να μην παρασυρθούν και άλλοι.
Να εξομολογείστε συχνά τους λογισμούς σας, για να μην φωλιάζουν στις ψυχές σας οι δαίμονες. Αλλά και εάν δύο ψυχραθούν, να συμφιλιωθούν πριν βασιλέψει ο ήλιος, όπως λέει η Αγία Γραφή.
Να εργάζεστε όλοι εργόχειρο, ο καθένας ό,τι ξέρει και μπορεί. Όποιος όμως μπορεί και δεν εργάζεται, εκείνος να μην τρώει, όπως λέει ο Απόστολος. Όποιος θέλει να φύγει από το μοναστήρι, να το λέει νωρίτερα στον ηγούμενο, ώστε να λαμβάνει συγχώρηση. Εάν όμως φύγει κρυφά, ας είναι το αμάρτημα στην ψυχή του και εγώ θα είμαι αθώος της απωλείας του.
Οι νεώτεροι να υποτάσσονται στους γέροντες και οι γέροντες να τους συμβουλεύουν.
Τον ασθενή να τον φροντίζετε σαν μέλος σας.
Να μην έχετε φιλία με νεώτερο, ούτε να πηγαίνετε ο ένας στο κελί του άλλου, για να μην τον εμποδίζετε.
Να έχετε αγάπη αναμεταξύ σας. Εάν έτσι πολιτευτείτε, θα αξιωθείτε της Βασιλείας των Ουρανών, για να συνεφραίνεσθε πάντα με το Δεσπότη Χριστό και όλους τους Αγίους. Εάν μάλιστα βρω κι εγώ παρρησία προς Αυτόν, θα παρακαλώ για εσάς πάντοτε. Σαν καλό σημάδι ότι ο Χριστός δέχθηκε τους κόπους μου, θα είναι η αύξηση των μοναστηριών, τα οποία έχτισα με πολλούς κόπους και ιδρώτες και για τα οποία τόσο πολύ βασανίστηκα.
Μετά από εκτενή και θερμή προσευχή, παρέδωσε το πνεύμα στο Θεό στις 23 Ιανουαρίου. Το τίμιο λείψανό του ενταφίασαν με πολλά δάκρυα οι πατέρες στο νάρθηκα του Ναού που ο ίδιος έχτισε. Μετά από λίγα χρόνια άνοιξαν τον τάφο και βρήκαν το Άγιο λείψανο να ευωδιάζει από άρρητη ευωδία.
Αργότερα οι πατέρες της Μονής έλαβαν από τα ευωδιάζοντα Άγια λείψανα την κάρα, την σιαγόνα και την δεξιά χείρα. Στις 12 Ιουλίου 1890 στη Νιγρίτα Σερρών κλάπηκε δυστυχώς η κάρα του Αγίου Διονυσίου, όπου είχε μεταφερθεί για προσκύνημα. Τα Ιερά λείψανα του Αγίου σκορπούν άρρητη ευωδία και επιτελούν με τη χάρη του Θεού πολλά θαύματα.
Σχετικά με την ιστορική Μονή της Αγίας Τριάδος Ολύμπου, την οποία έχτισε ο Άγιος Διονύσιος, πρέπει να αναφέρουμε ότι το 1943 βομβαρδίστηκε και ανατινάχτηκε από τους Γερμανούς. Έτσι καταστράφηκαν και σπάνια κειμήλια, Ιερά σκεύη, άμφια, βιβλία, χειρόγραφα κ.λ.π.
Σήμερα στη θέση του παλαιού μετοχίου (Σκάλας) λειτουργεί η νέα Ιερά Μονή του Αγίου Διονυσίου, ενώ καταβάλλονται προσπάθειες για την αναστήλωση της παλαιάς Μονής.
Η μνήμη του Αγίου Διονυσίου του εν τω Ολύμπω, εορτάζεται στις 23 Ιανουαρίου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοῦ Ὀλύμπου οἰκήτωρ Πιερίας ἀγλάϊσμα, καὶ τῆς ἐπωνύμου Μονῆς σου ἱερὸν περιτείχισμα, ἐδείχθης Διονύσιε σοφέ, βιώσας ὥσπερ Ἄγγελος ἐν γῇ, καὶ παρέχεις τὴν σὴν χάριν τοῖς εὐλαβῶς, προστρέχουσι τῇ σκέπῃ σου. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐγκρατείας σκάμμασι Πάτερ ἐκλάμψας, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὤφθης δοχεῖον καθαρόν, Πάτερ σοφὲ Διονύσιε, πταισμάτων λύσιν ἡμῖν ἐξαιτούμενος.
Μεγαλυνάριον.
Λάμψας ἐν Ὀλύμπῳ ἀσκητικῶς, θαυμάτων ἀκτῖσι, καταυγάζεις ὡς ἀληθῶς, πᾶσαν Πιερίαν, πιστῶς ἀνευφημοῦσαν, θεόφρον Διονύσιε, τοὺς ἀγῶνάς σου.
Πηγή: Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας, Drakotrypa.gr, Μέγας Συναξαριστής
Ανάμεσα στους διαπρεπέστερους θεολόγους και μαχητικότερους αγωνιστές της αμωμήτου ορθοδόξου πίστεως εξέχουσα θέση κατέχει ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο οποίος αναδείχθηκε «οὐρανόφωτος φωστήρ τῆς Ἐκκλησίας» και «πανάριστος μυστογράφος τῶν ἀρρήτων», «κρουνός σοφίας» και «διδάσκαλος τῆς εὐσεβείας καί τῆς σεμνότητος», «θεόπνευστο ἐγκαλλώπισμα τῶν μοναζόντων» και «στερρός ὑπέρμαχος τῆς ἀληθείας», όπως τόσα εύστοχα υμνείται και γεραίρεται μέσα από την Ιερά του Ακολουθία.
Ο ΕΞΙΣΛΑΜΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΜΕΤΟΙΚΕΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΑ: Ο Νεομάρτυς Ζαχαρίας καταγόταν από τα μέρη της Άρτας. Σε μικρή ηλικία εξισλαμίσθηκε και ήρθε στην Πάτρα όπου εξασκούσε την τέχνη του γουναρά. Όμως κάποτε μετανόησε που αλλαξοπίστησε. Γράφει σχετικά ο Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης: “Εἶχε κρυφίως τό βιβλίον ὁπού ὀνομάζεται Ἁμαρτωλῶν Σωτηρία, καί διαβάζων αὐτό συχνάκις, ἦλθε εἰς ἄκραν μετάνοιαν, κλαίων πικρῶς εἰς τό κακόν ὅπου ἔπαθε, καί παρεκάλει θερμῶς τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν νά τόν ἀξιώση νά τύχῃ τῆς σωτηρίας του.” Έτσι, αφού ήλθε σε μετάνοια, βρήκε κάποιο πνευματικό στον οποίο εξομολογήθηκε το αμάρτημα της εξωμοσίας του και ζήτησε την ευλογία να πορευθεί προς το μαρτύριο.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...