Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ο Άγιος μεγαλομάρτυς Θεόδωρος ο Τήρων ανήκει στη χορεία των ενδόξων στρατιωτικών αγίων και τιμάται στις 17 Φεβρουαρίου αλλά και το πρώτο Σάββατο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Γεννήθηκε στο χωριό Χουμιαλά, που βρίσκεται στην περιοχή της αρχαίας πόλεως Αμάσεια, πόλη κτισμένη κοντά στον Ίρι ποταμό της Μαύρης Θάλασσας του Πόντου της Μικράς Ασίας, και έδρασε επί των ημερών του Ρωμαίου αυτοκράτορος Διοκλητιανού (264-285) και των διαδόχων του, Μαξιμιανού (286-305) και Μαξιμίνου (307-313). Ο Θεόδωρος κατατάχθηκε στο στράτευμα των Τηρώνων, δηλαδή των νεοσυλλέκτων, σε μία περίοδο κατά την οποία ο Διοκλητιανός είχε εξαπολύσει αδυσώπητο διωγμό εναντίον των χριστιανών. Το τάγμα αυτό ήταν εκλεκτό και το στείλανε στην Ανατολή, δια να φυλάξει χα ανατολικά σύνορα του κράτους.
Ο μεγαλομάρτυς Θεόδωρος ο Τήρων δεν παρουσιαζόταν σαν χριστιανός να ομολογήσει την πίστη στον Αληθινό Θεό, όχι από φόβο για χα μαρτύρια, αλλά γιατί νόμιζε, πως δεν ήταν ακόμη ενδεδειγμένο από το Θεό να μαρτυρήσει. Έτσι, την εποχή αυτή δεν είχε γίνει ακόμη γνωστή η χριστιανική ιδιότητα του Θεοδώρου, ο οποίος λόγω του γενναίου φρονήματός του είχε τοποθετηθεί σε στρατιωτικό απόσπασμα κοντά στην πόλη Ευχάιτα του Πόντου με επικεφαλής τον ειδωλολάτρη αξιωματικό Βρύγκα. Από τα Ευχάϊτα, κατήγετο ο άλλος άγιος Θεόδωρος, ο Στρατηλάτης, που μαρτύρησε και αυτός λίγο αργότερα το 323 μ.Χ.
Κοντά, λοιπόν, στα Ευχάϊτα, πενήντα περίπου χιλιόμετρα ήτανε ένα δάσος. Σ’ αυτό είχε εμφανιστεί ένα φίδι πολύ μεγάλο και ένεκα αυτού δεν τολμούσε να περάσει κανείς από εκεί. Πολλοί δε από το φόβο τους εγκατέλειψαν τα κτήματα τους, που είχαν εκεί κοντά. Ο Άγιος Θεόδωρος θέλοντας να εξακριβώσει αν ήταν θέλημα Θεού να μαρτυρήσει, πήρε μία ημέρα το άλογό του και μπήκε μέσα στο δάσος. Έψαξε πολύ να βρει το θηρίο εκείνο, αλλά δεν το Βρήκε. Κουρασμένος τώρα βγήκε στην άκρη από το δάσος και κοιμήθηκε κάτω από τον ίσκιο ενός δένδρου.
Μια πλούσια γυναίκα με το όνομα Ευσέβεια, πέρασε την ώρα εκείνη από εκεί που κοιμόταν ο Θεόδωρος. Άπό ευσπλαχνία τον ξύπνησε και του είπε:
› Παλληκάρι μου, αν θέλεις τη ζωή σου, φεύγα από τον καταραμένο αυτόν τόπο. Πως κοιμάσαι ξένοιαστος; Εδώ μέσα έχει κάπου τη φωλιά του το θηρίο.
› Ποιά είσαι συ; ρώτησε την γυναίκα ο Άγιος.
› Εγώ, του αποκρίθηκε, είμαι μια Χριστιανή. Εδώ έχω κτήμα, αλλά θα το αφήσω, διότι πολλούς εδώ τους έφαγε το φίδι αυτό, ο δράκοντας. Γι’ αυτό σε παρακαλώ, φύγε και συ, διότι κινδυνεύεις.
› Μη φοβάσαι, της είπε ο Άγιος. Σήμερα θα λήξει η ιστορία αυτή. Ο Χριστός μας θα σας απαλλάξει από τον πειρασμό αυτόν.
Ο Άγιος έκαμε το Σταυρό του, καβαλλίκεψε το άλογό του και μπήκε πάλι μέσα στο δάσος. Εκεί σ’ ένα μέρος άκουσε θόρυβο. Κατευθύνεται προς τα εκεί και βλέπει το ερπετό να βγαίνει από τη φωλιά του. Ήταν φοβερό και έκαμε ένα σφύριγμα τρομερό. Ο Άγιος κάνει αμέσως το σταυρό του, ορμά κατ’ επάνω του και το κτυπά στο κεφάλι με το κοντάρι του. Το θηρίο από τον πόνο σύριξε δυνατά, στριφογύρισε την ούρα του, σφάδασε και ψόφησε. Τότε ο Άγιος βγήκε χαρούμενος από το δάσος, γιατί κατάλαβε, ότι ήταν θέλημα Θεού να μαρτυρήσει. Διότι, όπως νίκησε τον αισθητό δράκοντα, έτσι θα νικούσε και τον νοητό δράκοντα τον διάβολο. Αφού, λοιπόν, απάλλαξε τον τόπον από το εκείνον τον δράκο ο Άγιος, γύρισε στο τάγμα του.
Γρήγορα το ευφρόσυνο γεγονός ότι το φίδι νεκρώθηκε, έγινε γνωστό στους κατοίκους της περιοχής. Ο αρχηγός των Τηρώνων, ο Βρίγκας, μαζί με τους στρατιώτες του θέλησαν να θυσιάσουν στα είδωλα. Οι άλλοι στρατιώτες πήγαν και θυσίασαν. Ο Θεόδωρος όμως έμεινε στη σκηνή του. Αυτό ήταν η αιτία να φανερωθεί, ότι ήταν Χριστιανός. Ο Βρίγκας μάζεψε όλο το τάγμα του και ρώτησε τον Άγιο εάν είναι Χριστιανός, και ο Άγιος τους απάντησε με θάρρος ότι είναι. Ο Βρίγκας προσπάθησε να πείσει τον Άγιο να θυσιάσει στα είδωλα ώστε να μην ρεζιλευτεί και να μην γίνει παραβάτης των Βασιλικών διαταγών. Ο Άγιος όμως του αποκρίθηκε καθαρά:
› Είμαι Χριστιανός και δεν το αρνούμαι. Σου το επαναλαμθάνω και πάλιν, ότι Χριστιανός είμαι, τον Χριστό μου προσκυνώ και Αυτού είμαι στρατιώτης.
Ο Βρίγκας αποφάσισε να αφήσει στον Θεόδωρο κάποιο χρόνο θεωρώντας ότι μπορεί να συνετιστεί και να αλλάξει γνώμη. Πίστευε πως ο Άγιος θα άλλαζε τελικά και θα θυσίαζε στα είδωλα. Κατόπιν κάλεσαν και έλεγξαν και άλλους Χριστιανούς. Εκεί, ο Θεόδωρος αξιοποίησε το χρονικό διάστημα που του δόθηκε με το να ενισχύσει την πίστη και το αγωνιστικό φρόνημα των χριστιανών στρατιωτών που καλούνταν για εξέταση. Πήγαινε κοντά τους και τους έδινε θάρρος, για να μη αρνηθούν τον Χριστό.
Όταν οι τύραννοι φυλάκισαν αυτούς τους Χριστιανούς στρατιώτες, ο Θεόδωρος πήγε τη νύχτα και έκαψε ένα ξύλινο είδωλο της θεάς Ρέας σε ειδωλολατρικό ναό για να εκφράσει την έντονη αγανάκτησή του στους σκληρούς διωγμούς εναντίον των χριστιανών. Και τούτο δια να δείξει και δια των πραγμάτων, ότι αυτός μεν είναι χριστιανός, οι ειδωλολατρικοί δε θεοί, τους οποίους προσκυνούσαν εκείνοι, ήσαν ξύλα αναίσθητα. O εμπρησμός αυτός έδωσε αφορμή να γίνει μεγάλη σύγχυσης στα Ευχάϊτα.
Τον Άγιο, όταν έβαλε τη φωτιά, τον είδε ο υπηρέτης του βωμού, ονόματι Κρονίδης. Αυτός, λοιπόν, συνέλαβε τον Άγιο και τον πήγε στον αρχηγό χου τόπου, τον Πόπλιο. Ο Θεόδωρος πήγε ευχαρίστως. Όταν ο Πόπλιος έμαθε για τον Άγιο, για την πίστη του και για το ότι έκαψε τον ωμό της Ρέας με πολύ θυμό του είπε:
› Ασεβέστατε, αυτή είναι η τιμή που δίδεις στους μεγάλους θεούς; Αντί να θυσιάσεις στο βωμό της μεγάλης Ρέας, συ τον έκαψες; Και πως τόλμησες, ανόητε, και έκαμες την παρανομία; Δεν φοβήθηκες τα βασιλικά διατάγματα;
Ο Άγιος του απάντησε με θάρρος:
› Αρχηγέ Πόπλιε, ομολογώ, ότι έκαψα τον βωμό της Ρέας, διότι θέλησα να δοκιμάσω, εάν είναι αληθινή θεά. Αλλά είδα, ότι ήταν ξύλο ξερό και αναίσθητο. Επομένως τέτοια τιμή πρέπει στα είδωλα, αφού μάτια έχουν και δεν βλέπουν, αυτιά και δεν ακούνε, στόμα και δεν μιλούνε. Τι θεοί είναι τα άλαλα ξύλα;
Ο ηγεμόνας επειδή δεν μπορούσε να πη τίποτε σ’ αυτά, διέταξε να τον μαστιγώσουν Πίστεψε, ότι μ’ αυτό θα καμφθεί το θρησκευτικό συναίσθημα του Αγίου και θα αλλαξοπιστήσει, θυσιάζοντας συγχρόνως, στους δικούς του Θεούς. Στην συνέχεια του είπε:
› Για να φανώ επιεικής εγώ, εσύ το πήρες επάνω σου. Αλλά θα σε βάλω στα βάσανα και στις τιμωρίες και τότε θα υποταχθείς και μη θέλοντας στις βασιλικές διαταγές.
› Όπως δεν δέχεσαι συ, του αποκρίθηκε ο Άγιος, τα δικά μου λόγια, έτσι δεν δέχομαι και εγώ τα δικά σου. Οι φοβερισμοί σου δεν με φοβίζουν. Οι απειλές σου τα μικρά παιδιά φοβίζουν, όχι όμως και μένα, που έχω τη δύναμη χου Χριστού μου. Για μένα αυτά είναι χαρά και αγαλλίασης. Τις τιμωρίες σου δεν τις λογαριάζω, διότι η δύναμις του Χριστού μου θα τις ελαφρώσει. Ότι θέλεις κάμε μου. Εγώ τον Χριστό μου δεν τον αρνούμαι.
Όταν άκουσε αυτά ο ηγεμόνας, έξω φρενών έγινε και έτριζε τα δόντια του από τα νεύρα του. Διέταξε δε τους υπηρέτες να τον φυλακίσουν και να μην του δώσουν ούτε νερό, ούτε ψωμί, ούτε τίποτε άλλο ώσπου να πεθάνει. Οι στρατιώτες τον έδεσαν και τον έκλεισαν στη φυλακή. Ο Χριστός όμως, επειδή όλα αυτά χα υπέμεινε, για την αγάπη Του, δεν τον άφησε, αλλά την ίδια εκείνη νύχτα χου φανερώθηκε και του είπε:
› Χαίρε Θεόδωρε, στρατιώτα μου. Μη στενοχωρείσαι καθόλου, γιατί σε έδειραν για την αγάπη μου. Εγώ, όπως πάντοτε, είμαι μαζί σου. Σε λίγες μέρες θα ‘ρθείς στη Βασιλεία μου. Πρόσεξε να μη πάρεις τροφή από τα χέρια τους. Η Χάρις μου θα σε τρέφει. Χαίρε λοιπόν και ευφραίνου.
Μετά ταύτα ο Άγιος έμεινε πάλι μόνος του στη φυλακή, χαίροντας και ψάλλοντας. Μαζί του όμως ψέλνανε και Άγγελοι. Απ’ έξω οι φύλακες, που τους άκουγαν, νομίζανε όχι ήσαν Χριστιανοί στη φυλακή και ψάλλανε μαζί. Είδανε όμως, ότι η φυλακή ήταν κλειστή και σφραγισμένη με τη βασιλική σφραγίδα. Απαραβίαστη. Κοιτάζανε τότε από την κλειδαρότρυπα και είδανε μέσα πολλούς άνδρες λευκοντυμένους, που ψάλλανε μαζί με τον Άγιο. Τρέχουν τότε αμέσως στον ηγεμόνα και του λένε:
› Μέσα στη φυλακή βρίσκονται πολλοί Χριστιανοί. Δεν ξέρουμε όμως από που μπήκαν.
Όταν το άκουσε αυτό ο Ηγεμόνας, φοβήθηκε. Πήρε μαζί του όλη την φρουρά του και μετέβη στη φυλακή. Τοποθέτησε γύρω της τους στρατιώτες με την εντολή να προσέχουν και αν μεν είναι Χριστιανοί να τους συλλάβουν. Αυτός μπήκε μέσα στη φυλακή. Άκουσε μεν πολλούς να ψάλλουν, αλλά δεν έβλεπε κανένα, έκτος από τον Θεόδωρο, που ήταν δεμένος και ασφαλισμένος στο ξύλο. Φοβήθηκε, βγήκε έξω και έκλεισε τη φυλακή πάλι. Διέταξε όμως να δίνουν εις τον Θεόδωρο κάθε μέρα λίγο νερό και μια ουγκιά ψωμί, δηλαδή είκοσι πέντε γραμμάρια. Οι φύλακες, σύμφωνα με τη διαταγή, πήγανε την τροφή στον Άγιο. Αυτός όμως δεν την δέχτηκε.
Το πρωί διέταξε ο ηγεμόνας και βγάλανε τον Άγιο από τη φυλακή. Όταν τον πήγανε μπροστά του και αυτός με κολακείες και ψευδολογίες προσπάθησε να πείσει τον Άγιο να θυσιάσει στα είδωλα. Και ο Άγιος του απάντησε:
› Πόπλιε, μη νομίζεις, όχι με τέτοιες κολακείες και ψευδολογίες θα μου αλλάξεις την πίστη μου. Μάθε το καλά, όχι καν πυρ με κάψει, καν θάλασσα με πνίξει, καν ξίφος με κόψει, καν θηρία με φάγουν, καν το σώμα μου κατακόψεις σε χίλια δυο κομμάτια, εγώ τον Χριστό μου δεν τον αρνούμαι και γι’ αυτόν θέλω να τιμωρούμαι.
Ο ηγεμών ακούγοντας αυτά, θαύμασε δια την τόλμη και αποφασιστικότητα του Αγίου. Κατόπιν έδωσε διαταγή να τον κρεμάσουν με το κεφάλι κάτω. Με νύχια δε σιδερένια του ξέσχισαν τόσο ώστε φανήκανε τα πλευρά του. Ο Άγιος υπέμενε καρτερικά τους τρομερούς πόνους, ψάλλοντας το: «Εὐλογήσω τόν Κύριον ἐν παντί καιρῶ, διά παντός ἡ αἴνεσις αὐτοῦ ἐν τῷ στόματί μου». Ο ηγεμόνας, όταν είδε ότι ούτε με αυτά τα βασανιστήρια κατόρθωσε να του αλλάξει την πίστη, διέταξε να τον ξεκρεμάσουν και του είπε:
› Δεν ντρέπεσαι, άθλιε, να ελπίζεις ακόμη, όχι θα σε σώσει ένας κακοθάνατος, ο Ναζωραίος; Σε εκείνον πιστεύεις, που δεν μπόρεσε να βοηθήσει τον εαυτόν του;
› Τέτοια ντροπή, ασεβέστατε, μακάρι να την έχω πάντοτε εγώ και όλοι οι Χριστιανοί, του αποκρίθηκε ο Μάρτυς.
Την στιγμή εκείνη έγινε σύγχυσης και αναταραχή από τον λαό και ο Πόπλιος φοβήθηκε μήπως γίνει στάση και λέγει στον Άγιο Θεόδωρο:
› Ας αφήσουμε τα πολλά λόγια και πες μου καθαρά: Θέλεις να θυσιάσεις στους θεούς ή να βασανισθείς ακόμη.
› Ασεβέστατε άνθρωπε, απάντησε ο Μάρτυς, δεν φοβάσαι, το Θεό. Ο Θεός σου έδωσε την εξουσία, και συ με διατάζεις να τον αρνηθώ και να προσκυνήσω τα αναίσθητα ξύλα.
› Σε αφήνω λίγη ώρα να σκεφθείς, του είπε.
Και όταν πέρασε η λίγη αυτή ώρα του λέγει:
› Καλλίτερα θέλεις να είσαι με μας ή με τον Χριστό σου;
› Με τον Χριστό μου ήμην, είμαι και θα είμαι, του απάντησε σταθερά ο Μάρτυς.
Μετά την απάντησι αυτή ο ηγεμών έβγαλε τη θανατική απόφαση:
› Επειδή ο Θεόδωρος αντετάχθη εις τα βασιλικά προστάγματα, αρνήθηκε τους θεούς μας και πιστεύει εις τον Ιησούν, να τον κάψετε, επειδή και αυτός έκαψε τον ναό της θεάς Ρέας.
Παρέλαβαν τότε δεμένο τον Άγιο οι στρατιώτες και τον μετέφεραν εις τον τόπο της εκτελέσεως. Εκεί ο Άγιος έβγαλε την ζώνη, τα ρούχα και τα υποδήματά του. Οι στρατιώτες δια να μη ταραχθεί και φύγει θέλησαν να τον καρφώσουν στη γη, αλλά ο Μάρτυς τους είπε:
› Αφήστε με ακάρφωτο. Ο Χριστός μου, που μου έδωκε τη δύναμη και υπέμεινα τις άλλες τιμωρίες, θα με δυναμώσει και τώρα να βαστάξω το πυρ.
Οι στρατιώτες, πράγματι, δεν τον καρφώσανε, αλλά απλώς τον έδεσαν. Ο Άγιος είπε τότε την εξής προσευχή:
› Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ μονογενές του Αθανάτου Πατρός, ο οποίος δια την σωτηρία μας ήλθες εις την Γή, Σε ευχαριστώ, διότι με αξίωσες να υποστώ βάσανα και τιμωρίες για Σένα. Σε δοξολογώ, διότι με αξίωσες να μιμηθώ το πάθος Σου. Σε υμνολογώ, διότι με ενδυνάμωσες να μαρτυρήσω, για την αγάπη Σου. Αξίωσε με της Βασιλείας Σου. Αλλά και τους στρατιώτες, που βρίσκονται τώρα στη φυλακή για το όνομά Σου, αξίωσέ τους να μαρτυρήσουν και να πεθάνουν για Σένα, όπως εγώ.
Την ώρα δε, που ο Άγιος Θεόδωρος προσευχόταν, ένας Χριστιανός, ονόματι Κλεόβουλος, τον κοίταζε και δάκρυζε. Του λέγει τότε ο Άγιος:
› Κλεόβουλε αδελφέ, σε περιμένω. Έλα.
Συνέχισε δε ο Άγιος την προσευχή του για λίγο ακόμη και κατόπιν πήδησε μέσα στη φωτιά, που έκαιε, δοξάζοντας τον Θεό! Θαύμα εξαίσιο τότε έγινε: Η φλόγα έγινε αψίδα και περιεκύκλωσε το σώμα του Αγίου, χωρίς να το θίξει καθόλου! Ο Άγιος όμως προσευχόμενος, παρέδωσε την αγία του ψυχή εις χείρας του Θεού.
Παρουσιάσθηκε τότε η Ευσεβία. Αυτή κατόρθωσε, αφού έδωσε αρκετά χρήματα, να πάρει το άγιο λείψανο του και να το ενταφιάσει εις τα Ευχάϊτα. Κάθε δε χρόνο τον εόρταζε και τον είχε βοηθό της σε κάθε δύσκολη περίσταση της ζωής της. Και όχι μόνον αυτή, αλλά και όλοι οι ασθενείς του τόπου εκείνου τον είχανε γιατρό των ψυχών και των σωμάτων. Εις τα Ευχάϊτα κτίσθηκε μεγαλοπρεπής Ναός, όπου φυλλάσσετο και το τίμιό του λείψανο. Από τα Ευχάϊτα κατόπιν ξαπλώθηκε η τιμή του Μάρτυρος Θεοδώρου σε όλη τη χριστιανοσύνη. Στην Κωνσταντινούπολη κτίσθηκαν πολλοί Ναοί εις τιμήν του. Ο σπουδαιότερος ήτο «εν τοις Σφωρακίοις». Και εις τας Αθήνας, εις το κέντρον της πόλεως ύπάρχει περικαλλής Βυζαντινός Ναός τιμώμενος επ’ ονόματι των «Αγίων Θεοδώρων» του Θεοδώρου του Τήρωνος και του Θεοδώρου του Στρατηλάτου. Ο Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων ονομάζεται και «Φανερωτής». Και τούτο, διότι φανερώνει σε όσους τον παρακαλούν με πίστη τα πράγματα, που έχουν χαμένα.
* * *
1) Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια.
2) Βίος και Παρακλητικός Κανών Αγίων Θεοδώρων, Ευαγγέλου Π.Λέκκου Εκδόσεις Σαίτης, 2007.
(Πηγή: «ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΤΗΡΩΝ», από το ιστολόγιο xristianos.gr, Ι. Ν. Αγίας Βαρβάρας Σταυρουπόλεως)
Το θαύμα των κολλύβων του Αγίου Θεοδώρου
Ο Άγιος μεγαλομάρτυς Θεόδωρος ο Τήρων συνέδεσε το όνομά του με το παράδοξο θαύμα των κολλύβων, το οποίο εορτάζεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας το Σάββατο της πρώτης εβδομάδος των Νηστειών. Το θαύμα αυτό έλαβε χώρα επί των ημερών του βασιλιά Ιουλιανού του Παραβάτη (361-363). Ο ασεβής και δόλιος αυτός βασιλιάς στην προσπάθειά του να τιμωρήσει και να μιάνει τους χριστιανούς, γνωρίζοντας ότι νηστεύουν την πρώτη εβδομάδα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, έδωσε εντολή να αποσυρθούν όλα τα τρόφιμα και στη θέση τους να βάλουν ειδωλόθυτα, δηλαδή τρόφιμα μιασμένα από το αίμα των θυσιασμένων ζώων. Μ’ αυτόν τον τρόπο οι χριστιανοί θα αγόραζαν και θα κατανάλωναν τα τρόφιμα αυτά και έτσι θα μιαίονταν. Ο έπαρχος έθεσε σε εφαρμογή τη διαταγή του Ιουλιανού. Αποσύρθηκαν από την αγορά τα τρόφιμα και αντικαταστάθηκαν από τα άλλα τα μιασμένα κατά τις θυσίες.
Ο Θεός όμως είναι καί Παντοδύναμος καί Πάνσοφος. Δεν άφησε,ούτε εγκατέλειψε το λαό Του. Για τη σωτηρία του από τις μεθοδείες του διαβόλου έστειλε το Μεγαλομάρτυρά Του Θεόδωρο, πραγματικά ως δώρο Θεού για να Τον δοξάσει με ένα θαύμα.
Καί παρουσιάζεται ο Άγιος στον Πατριάρχη Ευδόξιο (360-369) καί του φανερώνει το σχέδιο του Ιουλιανού με τα έξης λόγια:
› Σήκω γρήγορα, Πατριάρχη, συγκέντρωσε το Χριστεπώνυμο πλήρωμα, καί διαφύλαξε το από τον μολυσμό των ειδώλων, παραγγέλοντάς του να μην αγοράσει κανείς από τα τρόφιμα που υπάρχουν στην αγορά.
Ο Πατριάρχης απορώντας είπε προς τον Άγιο:
› Πώς είναι δυνατόν, Κύριε μου, να γίνει αυτό; Διότι, οι μεν πλούσιοι μπορεί να το εφαρμόσουν γιατί έχουν τρόφιμα στις αποθήκες τους, οι φτωχοί όμως, που δεν θα έχουν ούτε μιας ημέρας τρόφιμα, τί θα κάνουν μπροστά σ’ αυτή την ανάγκη;
Καί ο Άγιος του είπε:
› Να τους προσφέρεις κόλλυβα, για να καλύψεις την ανάγκη τους.
Και επειδή ο Πατριάρχης άκουγε για πρώτη φορά το λόγο για τα κόλλυβα, τον ρώτησε με απορία:
› Τί είναι αυτά τα κόλλυβα δεν το γνωρίζω.
Ο Μάρτυρας τότε του αποκρίθηκε:
› Είναι σιτάρι. Να το βράσεις καί να το μοιράσεις στους Χριστιανούς.
Καί για να δείξει ο Άγιος από που ήλθε, πρόσθεσε:
› Αυτό το βρασμένο σιτάρι στα Ευχάϊτα συνηθίζουμε να το λέμε κόλλυβα. Κάνε, λοιπόν, έτσι καί σώσε το ποίμνιο του Χριστού από το μιασμό.
Λέει ο Πατριάρχης προς τον Άγιο:
› Ποιος είσαι εσύ Κύριε μου, πού φροντίζεις με αγάπη καί ευσπλαχνία για τη σωτηρία μας;
Καί ο Άγιος του αποκρίθηκε:
› Εγώ είμαι ο Μάρτυρας του Χριστού Θεόδωρος, καί με έστειλε για τη σωτηρία καί βοήθειά σας.
Ο Άγιος έγινε άφαντος καί ο Πατριάρχης σηκώθηκε με θαυμασμό καί χαρά καί συγκέντρωσε το λαό του Χριστού καί του φανέρωσε την παρουσία καί βοήθεια του Μάρτυρα. Συγχρόνως έκανε σύμφωνα με το λόγο του. Δηλαδή έβρασε σιτάρι καί μοίρασε στο λαό καί διαφυλάχθηκε έτσι το ποίμνιο του Χριστού. Στην αγορά, αν καί τελείωνε η εβδομάδα, η μηχανορραφία του Ιουλιανού έμεινε ανενέργητη, γιατί κανένας Χριστιανός δεν αγόρασε από τα μιασμένα τρόφιμα. Κι’ αφού ο Ιουλιανός νικήθηκε ολοφάνερα, απέσυρε από την αγορά τα μιασμένα τρόφιμα καί επανέφερε τα συνηθισμένα.
Οι Χριστιανοί ύμνησαν καί δοξολόγησαν το Θεό καί το Μάρτυρά Του Θεόδωρο καί για χάρη του έκαναν λαμπρή γιορτή. Έτσι καθιερώθηκε από τότε καί το Σάββατο της πρώτης Εβδομάδος των Νηστειών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής να γιορτάζεται στην Εκκλησία μας το θαύμα το δια κολλύβων του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος.
(Πηγή: Από το βιβλίο «Οι Άγιοι Μεγαλομάρτυρες Θεόδωρος ο Στρατηλάτης και Θεόδωρος ο Τήρων», Αρχιμ. Γεωργίου Μαραγκού Ηγουμένου Ι.Μ. Αγίων Θεοδώρων Αροανίας Καλαβρύτων, madata.gr)
Η συντριπτική πλειοψηφία των ύμνων της Εκκλησίας μας σήμερα αναφέρεται σ’ αυτό που δηλώνει το όνομα του αγίου Θεοδώρου: δώρο Θεού. Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος της ακολουθίας του, διαρκώς τονίζει ότι ο άγιος είναι «επώνυμος των θείων δωρεών», ότι «δωρίστηκε ως δώρο Θεού» στους ανθρώπους, ότι είναι «θείων δωρεών και πράγμα και όνομα». Ήδη μάλιστα στο πρώτο στιχηρό του εσπερινού διαβάζουμε: «Ο Χριστός σε έδωσε στην οικουμένη σαν δώρο που φέρνει πλούτο, Θεόδωρε, γιατί δέχτηκε σαν ευεργέτης Θεός το δώρο σου, δηλαδή το τίμιο αίμα σου, που χύθηκε γι’ Αυτόν και προσφέρθηκε σ’ Αυτόν με το ζήλο της ευσέβειας» («Δώρον ο Χριστός πλουτοποιόν σε τη οικουμένη παρέσχεν, ως ευεργέτης Θεός δώρόν σου το τίμιον αίμα, Θεόδωρε, δι’ αυτόν εκχεόμενον και θεοσεβείας ζήλω προσφερόμενον, αυτώ δεξάμενος»). Με άλλα λόγια, κατά τον Θεοφάνη, ο Θεόδωρος είναι το αντίδωρο του Θεού στην Εκκλησία, αφού έλαβε τον ίδιο ως δώρο και τον προσέφερε έπειτα σε όλους.
Η επισήμανση του αγίου υμνογράφου είναι πολύ σημαντική: Ό,τι προσφέρουμε εν αγάπη στον Θεό, ο Θεός δεν το κρατάει για τον εαυτό Του, αλλά μας το προσφέρει πολλαπλασιασμένο ως ευεργεσία για εμάς πάλι τους ίδιους. Του προσφέρουμε για παράδειγμα την προσευχή μας; Την μεταποιεί σε χάρη Του προς ίαση της ψυχής και του σώματός μας. Κι όχι μόνο για εμάς, αλλά και για όλη την οικουμένη. Του προσφέρουμε – πάντα βεβαίως με την ενίσχυση Εκείνου – την υπακοή μας ως κατάθεση της θελήσεώς μας στο θέλημά Του; Παίρνει την υπακοή μας και την κάνει δική Του υπακοή σε εμάς. Γι’ αυτό και κατά την πίστη μας μεγαλύτερη ευεργεσία στο ανθρώπινο γένος από την παρουσία των αγίων ως ανθρώπων προσφερομένων στον Θεό δεν υφίσταται. Οι άγιοι είναι οι ευεργέτες της ανθρωπότητας, έστω κι αν ο κόσμος δεν κατανοεί τίποτε περί αυτού. Ο Θεός μας τους γνωρίζει, τους αποδέχεται, τους κάνει πρεσβευτές μας για την υπέρβαση των όποιων δυσκολιών μας στον κόσμο. Και το μεγαλύτερο αντίδωρο του Θεού στον κόσμο για το μεγαλύτερο δικό μας δώρο σε Αυτόν, την ίδια την Παναγία μας, είναι ο ερχομός Του σε εμάς. Εκείνη δηλαδή, πάντα τονίζουμε με τη χάρη του Θεού, δωρίστηκε σε Αυτόν, κι Εκείνος την προσέλαβε και την έκανε σάρκα Του προκειμένου να έρθει στον κόσμο ως άνθρωπος. «Τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν κατά πάντα και διά πάντα». Συνεπώς ό,τι κάνουμε για χάρη του Θεού δεν είναι «χαμένος» χρόνος, όπως πιστεύουν ορισμένοι εκτός της πίστεως, αλλά ο πολυτιμότερος χρόνος της ζωής μας. Είπαμε, επανακάμπτει σε εμάς και μάλιστα πολλαπλασιασμένο εκ μέρους του Κυρίου μας.
Επεκτεινόμαστε στην αλήθεια αυτή, διότι ακριβώς αυτό πρωτίστως τονίζει ο άγιος Θεοφάνης. Κι είναι πολύ παρήγορα τα τροπάριά του, διότι αναφέρονται σε όλες τις διαστάσεις του ανθρωπίνου βίου, ιδίως τις θλίψεις και τις δοκιμασίες που υφιστάμεθα, και στις οποίες ο άγιος Θεόδωρος, ως όργανο του Θεού, έρχεται ως σωτήρας και βοηθός. «Τη θεοδώρητη χάρη των θαυμάτων σου, μάρτυς Θεόδωρε › σημειώνει για παράδειγμα › απλώνεις σε όλους που προστρέχουν με πίστη σε σένα, διά της οποίας σε δοξολογούμε λέγοντας: Λυτρώνεις τους αιχμαλώτους, θεραπεύεις τους αρρώστους, πλουτίζεις τους φτωχούς και διασώζεις τους πλέοντες» («Την θεοδώρητον χάριν των θαυμάτων σου, Μάρτυς Θεόδωρε, πάσιν εφαπλοίς τοις πίστει σοι προστρέχουσι, δι ης ευφημούμέν σε λέγοντες∙ αιχμαλώτους λυτρούσαι, θεραπεύεις νοσούντας, πενομένους πλουτίζεις και διασώζεις πλέοντας») (δοξαστικό εσπερινού). «Σώσε με από τη θλίψη που με κατέχει, με τις πρεσβείες σου, μάρτυρα Χριστού, ομαλοποιώντας όλη την τραχύτητα της ζωής μου» («Ρύσαι ταις πρεσβείαις σου της κατεχούσης με θλίψεως, μάρτυς Χριστού, πάσαν ομαλίζων την του βίου τραχύτητα») (ωδή γ΄).
Κι ακόμη περισσότερο ο άγιος Θεόδωρος, κατά τον Θεοφάνη, εκτός από τις επεμβάσεις του για τις εξωτερικές δυσκολίες της ζωής, επεμβαίνει και για τις εσωτερικές, δηλαδή τις ψυχολογικές και πνευματικές δυσκολίες, προερχόμενες είτε από τις δαιμονικές επιθέσεις είτε από τα ίδια τα πάθη μας. Σε ένα από τα πιο ωραία τροπάριά του της έκτης ωδής επισημαίνει: «Επειδή υπήρξες θερμότατος υπερασπιστής της ευσεβούς πίστεως και έλεγξες αυστηρά την πλάνη των ειδώλων, εξαφάνισε από την ψυχή μου τις φαντασίες των δαιμόνων και τις εικόνες των παθών» («Υπέρμαχος πεφυκώς της ευσεβείας θερμότατος, και πλάνης στηλιτευτής ειδώλων γενόμενος, δαιμόνων φαντάσματα και παθών εικόνας της ψυχής μου εξαφάνισον»). Η εκζήτηση της βοήθειας του αγίου Θεοδώρου για όλες τις περιστάσεις της ζωής μας συνιστά πια μονόδρομο. Έχουμε πρεσβευτή ισχυρότατο, δοσμένο σε εμάς από τον Θεό μας.
(Πηγή: «Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΤΗΡΩΝ», π. Γιώργης Δορμπαράκης, ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ)
Στίχος
Τήρων, ὁ δηλῶν ἀρτίλεκτον ὁπλίτην, Θεῷ πρόσεισιν, ἀρτίκαυστος ὁπλίτης. Ἑβδομάτῃ δεκάτῃ πυρὶ Τήρωνα πυρὶ φλεγέθουσιν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.
Μεγάλα τὰ τῆς πίστεως κατορθώματα! ἐν τῇ πηγῇ τῆς φλογός, ὡς ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως, ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόδωρος ἠγάλλετο· πυρὶ γὰρ ὁλοκαυτωθείς, ὡς ἄρτος ἡδύς, τῇ Τριάδι προσήνεκται. Ταῖς αὐτοῦ ἱκεσίαις, Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Αὐτόμελον.
Πίστιν Χριστοῦ ὡσεὶ θώρακα, ἔνδον λαβὼν ἐν καρδίᾳ σου, τὰς ἐναντίας δυνάμεις κατεπάτησας Πολύαθλε, καὶ στέφει οὐρανίῳ, ἐστέφθης αἰωνίως ὡς ἀήττητος.
Μεγαλυνάριον.
Δῶρον πολυτίμητον καὶ τερπνόν, ἀθλήσας προσήχθης, τῷ δοξάσαντί σε λαμπρῶς· ὅθεν ἐδωρήθης, θερμότατος προστάτης, τῇ Ἐκκλησίᾳ πάσῃ, Τήρων Θεόδωρε.
Πηγή: Ι. Ν. Αγίας Βαρβάρας Σταυρουπόλεως, madata.gr, ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ
Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος γεννήθηκε στὰ Λειβάδια τῆς πόλεως τῆς Χίου, τὴν 1η Ἰουλίου τοῦ 1869. Οἱ γονεῖς του ὀνομαζόνταν Κωνσταντῖνος καὶ Ἀγγεριώ. Ἦταν ἄνθρωποι σεμνοί, εὐλαβεῖς καὶ ἐνάρετοι. Βάπτισαν λοιπὸν τὰ δύο μεγαλύτερα παιδιά τους Νικόλαο καὶ Καλλιόπη, ἐνῶ τὸν νεώτερο γιό τους Ἀργύριο. Νὰ σημειώσουμε μόνο τὸ γεγονός, ὅτι ἡ Καλλιόπη ἔγινε κάποια στιγμὴ μοναχὴ καὶ μετονομάσθηκε Καλλινίκη. Ἀπὸ πολὺ μικρὴ ἡλικία ὁ Ἀργύριος ἔδειξε σὲ ὅλους ὅτι εἶχε ἀξιωθεῖ τῆς Θείας Χάριτος.
«Δεν θα αρνηθώ ποτέ τον Θεόν μου, όποιο κι αν είναι το τίμημα, και δεν θα φοβηθώ ποτέ την φωτιά, την αγχόνη και οποιαδήποτε άλλη απειλή γιατί είναι χίλιες φορές προτιμότερος ο μαρτυρικός θάνατος για τον Χριστόν, από τα χίλια «καλά» της προδοσίας».
Καταγωγὴ
Ὁ Ὅσιος Αὐξέντιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Συρία. Ἔζησε στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπὶ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου Β’ τοῦ Μικροῦ (408 – 450 μ.Χ.) καὶ κατεῖχε τὸ ἀξίωμά τοῦ σχολαρίου τοῦ στρατηλάτου.
Συνανεστρέφετο ἐνάρετους ἄνδρες
Διαπρέποντας λοιπὸν ὁ Μέγας Αὐξέντιος μὲ τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες, παρ’ ὅτι ἀκόμη ἔμενε στὴν βασιλεύουσα τῶν πόλεων δηλαδὴ στὴν Κωνσταντινούπολη δὲν παρέλειπε ἐν τούτοις νὰ συναναστρέφεται τοὺς ξακουστοὺς γιὰ τὴν ἀρετή τους καὶ γιὰ τὴν ἄσκηση τοὺς Πατέρες τῆς ἐποχῆς του. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ μοναχός, Ἰωάννης ὀνομαζόμενος, τὸν ὁποῖο συχνὰ ἐπεσκέπτετο. Ὁ μοναχὸς ἦταν πολὺ ἐνάρετος καὶ ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ἔμενε ἐπάνω σε ἕνα στύλο. Ἀπὸ αὐτὸν διδάχθηκε ὁ Ὅσιος τὸν φιλάρετο βίο καὶ γιὰ νὰ ἐκτελεῖ ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, τὸν περισσότερο χρόνο ἔμενε στὸν Ναὸ τῆς Ἅγιας Εἰρήνης, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴν θάλασσα μαζὶ μὲ τοὺς ἐνάρετους ἄνδρες. Ἐκεῖ ἀσκεῖτο στὶς ὁλονύκτιες προσευχὲς καὶ δεήσεις τηρώντας πιστὰ τὶς νηστεῖες καὶ κάθε ἄλλη ἐγκράτεια.
Ἔδιωξε τὸ δαιμόνιο
Κάποια γυναίκα, ἡ oποία ἦταν κυριευμένη ἀπὸ πονηρὸ πνεῦμα, συνάντησε τὸν Ἅγιο Αὐξέντιο, ὅταν ἐπέστρεφε ἀπὸ τὸ παλάτι. Αὐτὴ εἶχε ἀκάλυπτό το κεφάλι της, καὶ τραβοῦσε τὶς τρίχες της καὶ φώναζε δυνατά:
› Ὢ βία, ἀπὸ τὸν ἐχθρό μας τὸν Αὐξέντιο! Εἴκοσι χρόνια τώρα ἔχω ποὺ κατοικῶ σὲ αὐτὴν τὴν γυναίκα καὶ τώρα διώχνομαι μὲ βία ἀπὸ αὐτόν.
Τότε ὁ Ἅγιος πίεσε τὸ ἄλογο, πάνω στὸ ὁποῖο καθόταν, γιὰ νὰ τὴν προσπεράσει, ὥστε νὰ μὴ γίνει γνωστὴ σὲ κανέναν ἡ θεία χάρι, ποὺ κάτοικοι σὲ αὐτόν. Ἡ γυναίκα ὅμως ἀκολουθοῦσε μὲ μεγάλες φωνές, μᾶλλον τὸ πονηρὸ πνεῦμα, ποὺ ἔμενε σὲ αὐτήν, μαστιγούμενο ἀοράτως ἀπὸ τὴν θεία Χάρι, καὶ ἔλεγε:
› Ἰδού, ἐξέρχομαι, ἐὰν μόνον μὲ διατάξη αὐτός.
Μαζεύτηκε γύρω ἀπὸ αὐτὸν πολὺ πλῆθος. Ἀφοῦ μὲ δάκρυα καὶ στεναγμοὺς παρακάλεσε ὁ μακάριος τὸν Θεό, ἀμέσως ἀπήλλαξε τὴν γυναίκα ἀπὸ τὸν δαίμονα.
Ἀπόρησαν λοιπὸν ὅλοι θαυμάζοντες καὶ δοξάζοντες τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος τέτοια ἐξουσία ἔδωκε στὸν δοῦλο τοῦ κατὰ τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων.
Γίνεται Μοναχὸς
Πολλὰ θαύματα ἔκανε ὁ Μέγας Αὐξέντιος, ὅταν ἀκόμη ζοῦσε στὸν κόσμο. Κατόπιν, ἐπειδὴ κατάλαβε ὅτι ἔγινε γνωστὸς σὲ ὅλους, θέλοντας νὰ ἀποφύγει τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἐπειδὴ προεῖδε μὲ τοὺς ψυχικοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τὴν μέλλουσα νὰ συνταράξη τὴν Ἁγία του Θεοῦ Ἐκκλησία, παράνομη αἵρεση τοῦ δυσσεβοὺς Νεστορίου καὶ Εὐτυχοῦς, ἀπαρνήθηκε τὸν κόσμο καὶ τὶς βασιλικὲς αὐλὲς καὶ ἐγκατέλειψε τὸ πλῆθος τῶν φίλων ποὺ εἶχε, τρέπεται πρὸς τὸν μοναχικὸ βίο. Ἔφθασε λοιπὸν στὰ ἐρημικότερα μέρη τῆς Βιθυνίας καὶ ἀνέβηκε στὴ πλαγιὰ τοῦ ὅρους, ποὺ καλεῖται Ὀξεία καὶ ποὺ ἀπέχει δέκα μίλια ἀπὸ τὴν Χαλκηδόνα, καὶ διέμεινε σὲ κάποια πέτρα. Ἀσκήτευε, ἐνῶ παράλληλα ἀσχολήθηκε μὲ τὴν μελέτη καὶ σπουδὴ τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ὁ λαὸς ἔμαθε σιγὰ-σιγὰ γιὰ τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου καὶ πλῆθος συνέρρεε ἐκεῖ, καὶ πολλὰ θαύματα ἐπιτέλεσε ὁ Ἅγιος.
Τὸν καλοῦν γιὰ τὴν Σύνοδο
Τόση δὲ ἦταν ἡ φήμη του γιὰ τὶς σπάνιες ἀρετὲς καὶ τὴν βαθιὰ θεολογικὴ μόρφωσή του, ὥστε προσκλήθηκε στὴν Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνεκλήθη τὸ ἔτος 451 μ.Χ. στὴν Χαλκηδόνα γιὰ νὰ καταδικάσει τὶς κακοδοξίες τοῦ Νεστορίου καὶ Εὐτυχοῦς. Ἀφοῦ συμφώνησε μὲ τὴν Σύνοδο ἐπέστρεψε πάλι ὄχι στὸ προηγούμενο ὅρος, ἀλλὰ σὲ ἄλλο πολὺ πιὸ ἀπόκρημνο καὶ ψηλότερο, ποὺ ὀνομάζετο Σκόπα, στὸ ὁποῖο καὶ ἔμεινε, ἀφοῦ οἱ ἀδελφοί του ἔκαναν πάλι κλουβὶ ἀπὸ ξύλα καὶ ἄφησαν μικρὸ παραθυράκι γιὰ νὰ συνομιλεῖ μὲ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι πήγαιναν σὲ αὐτόν. Πολλοὶ ἀνέβαιναν πρὸς αὐτὸν καὶ ἀπὸ τὶς Ρουφινιανὲς καὶ ἀπὸ ἄλλα μέρη γιὰ ὠφέλεια ψυχῆς καὶ σώματος, τοὺς ὁποίους δίδασκε νὰ ψάλλουν καὶ μερικὲς ὠδὲς κατανυκτικὲς καὶ ὠφέλιμες.
Ἡ διδασκαλία του
Μετὰ ἀπὸ τὴν ψαλμωδία τῶν ὠδῶν ὁ μακάριος ἄρχιζε τὴν ψυχωφελῆ καὶ σωτηριώδη διδασκαλία του, τὴν ὁποίαν παρέτεινε σχεδὸν μέχρι τὸ βράδυ, συμβουλεύοντας ὅλους νὰ οἰκονομοῦν καλὰ τὴν ζωή τους καὶ ποτὲ νὰ μὴ δείχνουν ραθυμία στὴν ἐκτέλεση τῶν καλῶν ἔργων, οὔτε πάλι, ἀφοῦ κάνουν κάτι καλό, νὰ ἐπιστρέφουν στὸν παλαιὸ τρόπο ζωῆς, ἀλλὰ μέχρι τὸ τέλος νὰ ἐπιμένουν στὴν ἐργασία τοῦ ἀγαθοῦ.
Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς πλούσιους ἔστελναν τροφὲς στὸ ὅρος καὶ διάφορα ἄλλα δῶρα καὶ φιλεύματα. Ἐκεῖνος ὅμως μόνο λάδι καὶ κεριὰ ἐὰν ἔφερνε κανείς, κρατοῦσε, τὰ δὲ ὑπόλοιπα τὰ μοίραζε στοὺς πτωχούς, ποὺ μαζευόντουσαν κοντά του. Ὅσους τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς κάνει μοναχοὺς δὲν τοὺς ἐδέχετο, ἀλλὰ ἀφοῦ ἔδινε στὸν κάθε ἕνα ξεχωριστά, τρίχινο ἢ δερμάτινο στιχάριο, μὲ τὰ ὁποῖα ἦταν καὶ ἐκεῖνος ντυμένος, τοῦ ἔλεγε:
› Πήγαινε, ἀδελφέ, ὅπου σε ὁδηγήσει ὁ Κύριος.
Κτίζει Μοναστήρι
Πολλὲς γυναῖκες πήγαιναν, ἄλλες μὲν ὁδηγούμενες πρὸς τὸν Ὅσιο ἀπὸ εὐγενεῖς γονεῖς γιὰ νὰ φυλάξουν τὴν παρθενία τους, ἄλλες δὲ φεύγουσες ἀπὸ τὰ σπίτια τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀπαρνούμενες τὸν διάβολο καὶ μὲ θερμὴ μετάνοια συντασσόμενες μὲ τὸν Χριστό, ὥστε σὲ λίγο καιρὸ νὰ συγκεντρωθοῦν πάνω ἀπὸ ἑβδομήντα. Ἀναγκάσθηκε λοιπὸν ὁ θεῖος Αὐξέντιος νὰ οἰκοδομήσει Ἐκκλησία γιὰ χάρη τους καὶ νὰ κτίση τὰ κατάλληλα κελιά, γιὰ τὴν ἄσκησή τους. Κάθε Κυριακὴ καὶ Παρασκευὴ προσκαλοῦσε τὶς Ὅσιες αὐτὲς γυναῖκες καὶ τὶς συμβούλευε νὰ λησμονήσουν τὰ τερπνά του βίου, διότι τὰ ἐξ ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ προορισμένα γιὰ ἐμᾶς ἀγαθὰ εἶναι πολὺ πιὸ τερπνὰ καὶ νὰ μὴ γίνονται δοῦλες τὸν σαρκικῶν ἡδονῶν.
Τὸ τέλος τοῦ Ὅσιου
Ἐπειδὴ ὅμως καὶ ὁ Ὅσιος σὰν ἄνθρωπος ἔμελλε κάποτε νὰ ἀποθάνει, ἀρρώστησε γιὰ λίγο. Ὅλο τὸν καιρὸ τῆς ἀσθενείας τοῦ τὸν περνοῦσε μὲ εὐχαριστίες στὸν Θεὸ καὶ μὲ συμβουλὲς πρὸς τοὺς ἄνδρες καὶ τὶς γυναῖκες, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦσαν τὸ πνευματικό του ποίμνιο. Ἀφοῦ λοιπὸν ἐγκατέλειψε τὴν πρόσκαιρη τούτη ζωὴ μετέβη πρὸς τὴν ἄφθαρτη καὶ αἰώνια ζωή, ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ εὐσεβοῦς καὶ φιλοχρίστου βασιλέως Λέοντος τοῦ μεγάλου κατὰ τὴν 14ην Φεβρουαρίου.
Πηγὴ ἰαμάτων
Τὸ τίμιο λείψανο τοῦ τὸ παρέλαβαν οἱ ὅσιες γυναῖκες ποὺ ἀσκοῦνταν στοὺς πρόποδες τοῦ ὅρους. Τοποθετήθηκε λοιπὸν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου στὸν ἐκεῖ κτισμένο ἀπὸ τὸ ἴδιο Ναό, ὁ ὁποῖος εἶχε καθιερωθεῖ ὡς εὐκτήριος οἶκος πρὸς χάριν τῶν μακαρίων ἐκείνων Μοναχῶν. Ἀπὸ τότε ποὺ τοποθετήθηκε τὸ λείψανο τοῦ μακαρίου Αὐξεντίου μέχρι σήμερα, ἀναβλύζει πηγὲς ἰαμάτων σὲ αὐτοὺς ποὺ πηγαίνουν μὲ πίστη, θεραπεύοντας κάθε εἴδους ἀσθένειες, διώκοντας δαίμονες καὶ κάθε ἄλλο νόσημα. Ἀποδεικνύοντας ἔτσι σὲ ὅλους ὅτι ὁ Αὐξέντιος ζεῖ ἀκόμη ἐν Θεῶ καὶ διὰ τῆς Χάριτος Αὐτοῦ ἐνεργεῖ ἰάματα.
Στίχος
Ὁ Βουνός, ὡς Κάρμηλος, ἣν Αὐξεντίω, Φανέντι τάλλα πλὴν τελευτῆς Ἠλία. Λεῖψε βίον δεκάτη Αὐξέντιος ἠδὲ τετάρτη.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὥσπερ φοῖνιξ ηὐξήθης Πάτερ ὑψίκομος, δικαιοσύνης ἐκφέρων τοὺς ψυχοτρόφους καρπούς· σὺ γὰρ βίον ἱερὸν πολιτευσάμενος, τῆς Ἐκκλησίας στηριγμός, καὶ θαυμάτων αὐτουργός, Αὐξέντιε ἀνεδείχθης, διὰ παντὸς ἱκετεύων, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχᾶς ἠμῶν.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄. Τοῦ λίθου σφαγισθέντος.
Τῆς ἐρήμου πολίτης καὶ ἐν σώματι ἄγγελος, καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης, θεοφόρε Πατὴρ ἠμῶν Αὐξέντιε· νηστεία ἀγρυπνία προσευχή, οὐράνια χαρίσματα λαβῶν, θεραπεύεις τοὺς νοσοῦντας, καὶ τὰς ψυχᾶς τῶν πίστει προστρεχόντων σοί. Δόξα τῷ δεδωκότι σοὶ ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διά σου πάσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐγκρατείας ὕδασι, πανευκλεῶς ἐκβλαστήσας, ὡς ἐλαία εὔκαρπος, ἐν τοῖς Ὀσίοις ἐφάνης· κόσμου γάρ, ἀπαρνησάμενος τὴν ἀπάτην, γέγονας, ὑπερκοσμίου φωτὸς δοχεῖον, δὶ’ οὗ λάμπρυνον ἐνθέως, τοὺς σὲ τιμώντας, Πάτερ Αὐξέντιε.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος β΄. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Κατατρυφήσας θεοφρον τῆς ἐγκρατείας, καὶ τὰς ὀρέξεις τῆς σαρκὸς χαλινώσας, ὤφθης τὴ πίστει σου αὐξανόμενος, καὶ ὡς φυτὸν ἐν μέσω τοῦ Παραδείσου ἐξήνθησας, Αὐξέντιε Πάτερ ἱερώτατε.
Κάθισμα Ἦχος α΄. Τὸν τάφον σου.
Εἰς ὅρος ἀνελθῶν, θεωρίας Παμμάκαρ, καὶ πράξεως σαφῶς, ἀστραπαῖς τῶν θαυμάτων, ὡς ἥλιος ἔλαμψας, καταυγάζων τὰ πέρατα· ὅθεν σήμερον, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἐορτάζομεν, ὑμνολογοῦντές σε πίστει, καὶ πόθω γεραίρομεν.
Ὁ Οἴκος
Τὶς τοὺς ἀγῶνάς σου νῦν ἐπαξίως ἐξείπη, ἢ τοὺς πόνους σου Πάτερ, οὖς ὑπέστης ἐν γῆ, διὰ τὴν θείαν ἀπόλαυσιν; ἀπὸ βρέφους γὰρ νόμοις Κυρίου ἀκολουθήσας, καὶ προστάγμασι τούτου ὑπηρετήσας, νέος ἠμὶν ἀνεδείχθης Ἰὼβ τοῖς παλαίσμασι, τοῦ κόσμου πάροικος ὤφθης, καὶ τῆς γῆς ἁπάσης ἀλλότριος, νηστείαν πίστει ἐξήσκησας, ἀγρυπνίαν, ἁγνείαν ἠγάπησας, Αὐξέντιε Πάτερ ἱερώτατε.
Μεγαλυνάριον
Κατηγλαϊσμένος ταῖς ἀρεταῖς, ὤφθης ἐν τῷ βίω, θεοφόρε περιφανής, ἄιγλη εὐσεβείας, καὶ χάριτι θαυμάτων, Αὐξέντιε ρυθμίζων, τοὺς προσιόντας σοί.
Πηγή: Αγιορείτικα
Ο Ακύλας ήταν ένας Εβραίος, που είχε γεννηθεί στον Πόντο. Σε νεαρή ηλικία πρέπει να εγκαταστάθηκε στην Ρώμη, όπου και πιθανώς γνώρισε την Πρίσκιλλα, την «μικρή Πρίσκα», Ρωμαία, που ίσως ανήκε στην ανώτερη τάξη, με την οποία και παντρεύτηκε...
Ό όσιος Μαρτινιανός γεννήθηκε στην Καισαρεία της Πάλαιστίνης προς τα τέλη του 4ου αιώνος. Διαπνεόμενος από θείο πόθο εκ νεότητός του,απαρνήθηκε τον κόσμο σε ηλικία δεκαοχτώ ετών και μετέβη σε ορός ονομαζόμενο Κιβωτός,οπού ζούσαν και άλλοι ερημίτες για να διάγει ασκητικό βίο.
Επί είκοσι έξι χρόνια επιδόθηκε με τόσο ζήλο στους άθλους της αρετής, ώστε απέκτησε το χάρισμα της θαυματουργίας. Ό δαίμων,φθονώντας την πρόοδο αύτη, προσπαθούσε να τον περισπάσει από την αδιάλειπτη προσευχή του με κάθε είδους θορύβους καϊ τρομακτικές οπτασίες και του υπέβαλλε ακάθαρτους λογισμούς, ο άγιος όμως παρέμενε ατάραχος έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στην βοήθεια του Θεού.
Μία γυναίκα έκλυτων ηθών άκουσε να γίνεται λόγος για την αγγελική βιοτή του Μαρτινιανού, δήλωσε πώς παρέμενε αγνός μόνο και μόνο γιατί του έλειπαν οι ευκαιρίες και ορκίστηκε ότι θα κατάφερνε να τον αποπλανήσει.Παρουσιάστηκε μπροστά στο κελλί του ένα βράδυ που έβρεχε καταρρακτωδώς,ντυμένη με κουρέλια,ικετεύοντας τον ασκητή να της προσφέρει στέγη για την νύκτα. Συμπονώντας την και φοβούμενος μην την κατασπαράξουν τα άγρια θηρία,ό άνθρωπος του Θεού της άνοιξε την πόρτα,την έβαλε να ζεσταθεί δίπλα σε μια καλή φωτιά,την φίλεψε λίγους χουρμάδες και αποσύρθηκε στο εσωτερικό δωμάτιο,οπού πέρασε σχεδόν όλη την νύχτα ψάλλοντας και προσευχόμε-νος, πριν πλαγιάσει. Καθώς όμως δεχόταν την επίθεση βίαιων σαρκικών λογισμών για την γυναίκα αυτή,σηκώθηκε μέσα στην νύχτα και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό της για να την διώξει.Μόλις άνοιξε όμως την πόρτα, αντί για την φτωχιά ζητιάνα,είδε να φανερώνεται μπροστά του ή νέα γυναίκα πλούσια στολισμένη πού με ένα δελεαστικό χαμόγελο του θύμισε τα παραδείγματα προφητών και αποστόλων που είχαν πάρει γυναίκα και κατάφερε να κλονίσει την ψυχή του ασκητού που τόσα χρόνια είχε αντισταθεί στους πειρασμούς των δαιμόνων. Ενδίδοντας στην πρόταση της, ζήτησε μόνο ένα λεπτό καιρό να δει έξω, μήπως υπήρχε φόβος να τους αιφνιδιάσει κάποιος επισκέπτης.Καθώς κοίταζε τον ορίζοντα,ό Θεός σπλαγχνίστηκε τον δούλο του και ξύπνησε την συνείδηση του με την αχτίνα της χάριτος. Ό Μαρτινιανός, συναισθανόμενος την φρίκη της αβύσσου στην οποία ετοιμαζόταν να πέσει, πήγε καϊ μάζεψε κλαδιά, άναψε φωτιά στο εσωτερικό κελλί του και μπήκε σ' αυτήν με γυμνά πόδια, λέγοντας:
› Το αντέχεις, δύστυχε; Σκέψου πώς θα αντέξεις το αιώνιο πυρ,οπού θα βυθιστείς, αν πλησιάσεις αυτό το πλάσμα.
Βγήκε από την φωτιά, αλλά σε λίγο ξαναμπήκε φωνάζοντας:
› Συγχώρεσέ με, Χριστέ μου, Εσένα μόνο αγαπώ και για Σένα παραδίδομαι στις φλόγες!
Ακούγοντας τις φωνές ή άθλια γυναίκα, έτρεξε και συγκλονισμένη μπροστά στο θέαμα της εθελούσιας θυσίας του Μαρτινιανού μεταστράφηκε ακαριαία, πέταξε τα στολίδια της στην φωτιά και πέφτοντας στα πόδια του άγιου με δάκρυα, τον ικέτευσε να της δείξει την οδό της μετανοίας. Ό Μαρτινιανός την συγχώρεσε και την έστειλε στην γυναικεία Μονή της Όσιας Παύλας [26 Ιαν.], όπου έμεινε δώδεκα χρόνια και για την αγιότητα του βίου της ο Θεός της παραχώρησε την χάρη να επιτελεί θαύματα.
Όσο για τον όσιο Μαρτινιανό, μετά από επτά μήνες, μόλις γιατρεύτηκε από τα εγκαύματα,έλαβε την απόφαση να αποσυρθεί σε ένα ξερονήσι μέσα στο πέλαγος,ελπίζοντας έτσι να ξεφύγει από κάθε πει-ρασμό. Πέρασε έκεί δέκα χρόνια, εκτεθειμένος νύκτα-μέρα σε όλους τους καιρούς, ζώντας από την εργασία των χεριών του και με λίγα τρόφιμα που του έφερνε κατά καιρούς ένας ναυτικός. Παρολες τις προφυλαξεις του για να εξασφαλίσει την ησυχία, του έμενε να μάθει ακόμη, ότι δεν υπάρχει τόπος στην γη, οπού θα μπορούσε κάποιος να είναι απόλυτα ασφαλής από τον πειρασμό.
Μία νύκτα, την ώρα πού περνούσε ένα καράβι έκεί κοντά,ό δαίμων σήκωσε τόσο βίαιη τρικυμία ώστε το πλοΐο βούλιαξε μέσα στα λυσσασμένα κύματα και μόνο μια ωραία κόρη κατάφερε να σωθεί πάνω σε μια σανίδα φθάνοντας κοντά στο βράχο. Βλέποντας τον άγιο του φώναξε να την βοηθήσει. Ό Μαρτινιανός διαβλέποντας ότι επρόκειτο για έναν νέο πειρασμό του πονηρού πνεύματος, όπλίσθηκε με την προσευχή και έβγαλε την κοπέλα από το νερό. Της είπε όμως αμέσως:
› Δεν μπορούμε να μείνουμε εδώ μαζί. Να ψωμί και νερό. Σέ λίγες ημέρες θα πιάσει εδώ ένας καπετάνιος πού έχει συνήθειο να μου φέρνει τροφή. Πες του την ιστορία σου και θα σε πάει στην πατρίδα σου.
Άφού την νουθέτησε για την αρετή, έκανε το σημείο του σταυρού και ρίχτηκε στην θάλασσα. Την στιγμή εκείνη, δύο δελφίνια σταλμένα από την θεία Πρόνοια τον πήραν στην ράχη τους και τον έβγαλαν σώο και άβλαβη στην στεριά. Δοξάζοντας τον Θεό, ο άγιος αποφάσισε να ζήσει σαν ξένος, περιπλανώμενος από τόπο σε τόπο, ζώντας από ελεημοσύνες, χωρίς να συνδέεται με κανένα, για να γλυτώσει από τον πειρασμό.
Έτσι σε δύο χρόνια πέρασε από εκατόν εξήντα τέσσερεις πόλεις και έφθασε τέλος στην Αθήνα, οπού ο Θεός του αποκάλυψε πώς είχε φθάσει ή τελευταία του ώρα. Ό επίσκοπος μαθαίνοντας το, επισκέφθηκε τον άνθρωπο του Θεού και του ζήτησε να προσευχηθεί για εκείνον και το ποίμνιο του, όταν θα φθάσει στον Παράδεισο. Έτσι παρέδωσε ο Μαρτινιανός την ψυχή του στον Κύριο για να λάβει τον στέφανο των μαρτύρων, διότι εθελούσια πέρασε δια πυρός και ύδατος (Ψαλμ. 65, 12), για να κρατήσει την αγνεία του.
Όσο για την νέα ναυαγό που ονομαζόταν Φωτεινή, έμεινε με την θέληση της στον βράχο, κατά το παράδειγμα του Μαρτινιανού, για έξι χρόνια, τρεφόμενη από τον θαλασσινό. Ντυμένη ως άνδρας, δουλεύοντας σκληρά με τα χέρια της και προσκαρτερώντας στην προσευχή, παρέδωσε την αγία ψυχή της στον Θεό σε ηλικία είκοσι πέντε χρονών και ενταφιάσθηκε στην Καισαρεία της Παλαιστίνης.
(Πηγή: «Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», Τόμος ΣΤ' Φεβρουάριος, Β´ έκδοση διορθωμένη & επαυξημένη, Μακάριος Σιμωνοπετρίτης, Ορθόδοξη Γυναίκα)
Ο όσιος Μαρτινιανός αποτελεί κλασική περίπτωση νέου ανθρώπου που απεφάσισε να αφιερωθεί στον Κύριο από αγάπη προς Αυτόν. Κι αυτός, όπως πλειάδα παρομοίων περιπτώσεων, αποτελεί την εμπροσθοφυλακή της Εκκλησίας και δίνει το στίγμα της καθαρής πορείας προς Εκείνον. Δεν είναι δυνατόν όμως να ακολουθεί κανείς τον Χριστό, χωρίς να αγωνίζεται για την υπέρβαση των παθών του – «τα πάθη χάλκινο τείχος είναι, που με εμποδίζουν από τον Θεό» κατά την γνωστή έκφραση του αββά του Γεροντικού – χωρίς δηλαδή να ασκεί βία διά παντός πάνω στη δεχομένη επιρροές δαιμονικές ανθρώπινη ύπαρξή του. Ο ίδιος ο Κύριος με απόλυτο και οριστικό τρόπο το αποκάλυψε: «Η βασιλεία του Θεού βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν». Γι’ αυτό και έκτοτε έτσι ορίστηκε ο αληθινός χριστιανός, τύπος του οποίου αποτελεί ο αφιερωμένος στον Θεό μοναχός: Ως «βία φύσεως διηνεκής», μία διαρκής άσκηση βίας πάνω στα αμαρτωλά φρονήματα του ανθρώπου. Μία διαφορετικού τύπου πορεία, μία πορεία ζωής δηλαδή χωρίς ασκητική διαγωγή, είτε στον κόσμο είτε εκτός, συνιστά, κατά τον απόστολο Παύλο, αδόκιμη πορεία: δεν οδηγεί προς τον Χριστό. «Υποπιάζω μου το σώμα και δουλαγωγώ, μήπως άλλοις κηρύξας, αυτός αδόκιμος γένωμαι»: Ταλαιπωρώ το σώμα μου και το καθιστώ δούλο, μήπως πάω να κηρύξω σε άλλους, ενώ ο ίδιος βρεθώ αδόκιμος. Ακριβώς τούτο τονίζει και ο άγιος Θεοφάνης ο υμνογράφος για τη σημερινή περίπτωση του οσίου Μαρτινιανού. «Μόνασες – σημειώνει – και ανέλαβες τον σταυρό σου, όσιε, γιατί πόθησες, με τη νέκρωση των παθών του σώματός σου, να ακολουθείς Αυτόν που υπέμεινε εκούσια για χάρη σου Σταυρό και ταφή» («Μονάσας και τον σταυρόν σου, όσιε, αναλαβόμενος, τω δια σε εκούσιον Σταυρόν και ταφήν υπομείναντι, ακολουθείν επόθησας, πάθη νεκρώσας τα του σώματος») (ωδή α΄).
Πάνω στα ανθρώπινα ψεκτά πάθη, τη φιληδονία δηλαδή, τη φιλαργυρία και τη φιλοδοξία, που πηγάζουν από τη ρίζα της αμαρτίας φιλαυτία ή εγωισμό, δουλεύει και ο διάβολος. Ο διάβολος δεν γνωρίζει επακριβώς, αλλ’ υποψιάζεται, λόγω της μακροχρόνιας εμπειρίας του, το ποια πάθη ιδιαιτέρως μας ταλαιπωρούν. Και αυτά αντιστοίχως τροφοδοτεί. Ρίχνει τα δολώματά του κι ό,τι πιάσει. Κι εκείνους που κατεξοχήν προσβάλλει είναι οι αφιερωμένοι στον Θεό, οι μοναχοί. Αυτούς προσπαθεί να καταβάλει – όχι βεβαίως ότι αφήνει τους άλλους τους εν τω κόσμω – χωρίς να καταλαβαίνει ο δυστυχής ότι με τον τρόπο αυτό τους προξενεί στεφάνια νίκης, αφού έτσι κυρίως, μέσα από τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες, ανεβαίνει ο πιστός την κλίμακα των αρετών. «Ποιος σε έμαθε να προσεύχεσαι;», ρώτησαν κάποια φορά έναν όσιο. Κι εκείνος πολύ απλά απάντησε: «Ο διάβολος. Με τις προσβολές του αναγκαζόμουν να βρίσκομαι διαρκώς σε ανάταση προς τον Θεό και να κραυγάζω να με βοηθήσει». Με τις επιθέσεις του διαβόλου, τις συνεχείς οχλήσεις του, και μάλιστα πάνω στο πάθος της φιληδονίας, αγίασε κατεξοχήν και ο όσιος Μαρτινιανός. Ο Πονηρός υπενόησε ότι με το αρχαίο όπλο: τις δόλιες λαλιές της γυναίκας, θα ρίξει και τον άγιο του Θεού. Ό,τι με άλλα λόγια έπαθε ο προπάτορας Αδάμ, να παρακούσει τον Θεό, γιατί παρασύρθηκε από τα λόγια της Εύας, το ίδιο θα πάθαινε και ο Μαρτινιανός. Αλλά βεβαίως στην περίπτωση του οσίου απατήθηκε πλάνην οικτράν. Ο άγιος με έξυπνο τρόπο απέφυγε τον πειρασμό και προχώρησε σε αγιότητα. «Με δόλιες λαλιές της γυναίκας – γράφει ο άγιος Θεοφάνης – σου επιτέθηκε ο δυσμενής όφις, όπως παλιά στον Προπάτορα. Αλλά με τη σοφή σου σκέψη καταργήθηκαν τα σοφίσματά του» («Δολίαις γυναικός λαλιαίς σοι προσέβαλεν, ως τω Προπάτορι πάλαι, δυσμενής ο όφις∙ αλλ’ επινοία τη σοφή σου, κατηργήθη αυτού τα σοφίσματα») (ωδή ς΄).
Ο όσιος βεβαίως με τη χάρη του Θεού νίκησε τον πειρασμό. Αλλά η νίκη του αυτή ήταν επώδυνη. Ρίχτηκε στην αισθητή πυρά, για να γλιτώσει από τη νοητή, την αποστροφή του προσώπου του Θεού. Κι έτσι, μας λέει ο υμνογράφος μας, αναδείχτηκε και σε δικαστή του εαυτού του και σε μάρτυρα. Χωρίς να δικαστεί από άλλους, σαν τους υπόλοιπους μάρτυρες της Εκκλησίας μας, χωρίς να τον ρίξουν σε φωτιά, εκείνος μόνος του και έκρινε τον εαυτό του και τον καταδίκασε σε φωτιά. Και βγήκε νικητής και στεφανωμένος. «Με τη θέλησή σου χρημάτισες μάρτυρας και δικαστής και κατήγορος του εαυτού σου. Διότι επειδή φλεγόσουν από άτοπη ηδονή, άναψες για τον εαυτό σου, πάτερ, πολύ δυνατή φωτιά και τον έριξες στο μέσον της κατακαιόμενος» («Μάρτυς εθελούσιος και δικαστής και κατήγορος σεαυτού εχρημάτισας∙ πυρί γαρ φλεγόμενος ηδονής ατόπου, πυράν λαυροτάτην, Πάτερ, ανάψας, σεαυτόν μέσον εισήξας κατακαιόμενος») (στιχηρό εσπερινού). Τι ήταν εκείνο που τον έκανε, έστω και υπό πειρασμόν, να νικήσει; Μας το εξηγεί ο άγιος Θεοφάνης: «μπήκες με προθυμία στη δημιουργημένη κι αυτή από τον Θεό φωτιά, γιατί είχες μέσα στην καρδιά σου τη θεϊκή φωτιά» («επέβης προθύμως τω ομοδούλω πυρί, το θείον πυρ εγκάρδιον έχων») (Δοξαστικό αποστίχων εσπερινού).
Ο όσιος Μαρτινιανός όμως εξυψώνεται ενώπιόν μας και ενώπιον όλων των γενεών ως τύπος συνετού και προσγειωμένου στην πραγματικότητα ανθρώπου. Θέλουμε να πούμε ότι ο όσιος δεν «πήρε θάρρος» από τη νίκη του αυτή. Δεν σκέφτηκε ότι όπως νίκησε τώρα, θα νικήσει και μετά. Αντίθετα: «τρόμαξε» με την πονηρία του διαβόλου και θέλησε να φύγει και από το όρος. Η καταφυγή του σε ξερονήσι, μακριά από την ξηρά, ήταν η νομιζόμενη από αυτόν λύτρωση: δεν θα ερχόταν καμία γυναίκα ή κανένας να τον υποβάλει σε πειρασμό. Κι έζησε εκεί με τρόπο που θυμίζει τις χίλιες ημέρες και τις χίλιες νύκτες πάνω σε βράχο του νεωτέρου και αγαπημένου Ρώσου οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ: με ολοκληρωτική αναφορά στον Θεό, είτε σε ψύχος είτε σε καύσωνα. «Δεν χαυνώθηκε ο νους σου από το ψύχος κι ούτε φλέχτηκε η ψυχή σου από τον καύσωνα, ώστε να υποχωρήσεις έστω και για λίγο, θλίβοντας το σαρκίο σου. Αλλά υπέφερες, έχοντας κατά νου τη μακαριότητα των δικαίων» («Ου ψύχει χαυνούμενος τον νουν αλλ’ ουδέ καύσωνι ψυχήν φλεγόμενος όλως ενέδωκας θλίβων σου το σαρκίον∙ αλλ’ υπέφερες την τοις δικαίοις εννοών μακαριότητα») (ωδή η΄).
Έμαθε όμως ότι η πονηρία του Πονηρού δεν έχει όρια. Τα πάντα εφευρίσκει, πάντα βεβαίως με την παραχώρηση του Κυρίου – μη ξεχνάμε ότι ο διάβολος δεν είναι ανεξέλεγκτος, αλλ’ υπόκειται και αυτός στο θέλημα του Θεού: τον αφήνει να δρα, όσο διευκολύνει την παιδαγωγία του ανθρώπου – προκειμένου να πειράξει τον δούλο του Θεού. Κι όταν αντιμετωπίζει από το «πουθενά» νέο πειρασμό στο πρόσωπο μιας ναυαγισμένης κόρης, σηκώνεται και φεύγει, για να αποφασίσει εσαεί να είναι περιπλανώμενος. Πόσο προσγειωμένος πράγματι είναι! Τι εμπιστοσύνη να δείξει στον εαυτό του, όταν βλέπει ότι ακόμη βρίσκεται στον κόσμο τούτο; Όπως το έλεγε και ο Γέροντας των Αθηνών μακαριστός π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος: «το θέμα σαρξ τελειώνει με το θέμα πλαξ», δηλαδή όσο η πλάκα του τάφου δεν μας έχει κλείσει, δεν μπορεί κανείς να εμπιστεύεται τη σάρκα του, το ίδιο βλέπουμε στον όσιο Μαρτινιανό και σε κάθε άλλο βεβαίως άγιο. Κι ο υμνογράφος μας γι’ αυτό, δεν τονίζει μόνο τον αγώνα του απέναντι στην πρώτη γυναίκα, αλλά απέναντι και στη δεύτερη. Και τι ωραία τον παραλληλίζει με τον προφήτη Ιωνά: όπως εκείνος ρίχτηκε στη θάλασσα για να ησυχάσει αυτή, και θαλάσσιο κήτος τον έβγαλε στην ξηρά, έτσι και ο όσιος Μαρτινιανός, ρίχτηκε στη θάλασσα να ξεφύγει νέο πειρασμό, βγαίνοντας στην ξηρά πάνω κι αυτός σε θαλάσσια κήτη: τα νώτα των δελφινιών. «Κυβερνώμενος, Πάτερ, από το θεϊκό χέρι, σαν τον Ιωνά έριξες τον εαυτό σου στον βυθό της θάλασσας, όσιε, έχοντας ως όχημα τα θηρία και βγαίνοντας φωτισμένος στην ξηρά» («Υπό της θείας κυβερνώμενος, Πάτερ, χειρός, ώσπερ Ιωνάς απέρριψας σεαυτόν εις βυθόν θαλάσσης, όσιε, θηρσίν οχούμενος και τη χέρσω λαμπρός εκδιδόμενος») (ωδή ζ΄).
(Πηγή: «Ο Όσιος πατήρ ημών Μαρτινιανός(+13 Φεβρουαρίου)», π. Γεώργιος Δορμπαράκης, Προσκυνητής)
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Τὴν φλόγα τῶν πειρασμῶν, δακρύων τοῖς ὀχετοῖς, ἐναπέσβεσας μακάριε, καὶ τῆς θαλάσσης τὰ κύματα, καὶ τῶν θηρῶν τὰ ὁρμήματα, χαλινώσας, ἐκραύγαζες· Δεδοξασμένος εἶ Παντοδύναμε, πυρὸς καὶ ζάλης ὁ σώσας με.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς ἀσκητήν, τῆς εὐσεβείας δόκιμον, καὶ ἀθλητήν, τῇ προαιρέσει τίμιον, καὶ ἐρήμου καρτερόψυχον, πολίτην ἅμα καὶ συνίστορα, ἐν ὕμνοις ἐπαξίως εὐφημήσωμεν, Μαρτινιανὸν τὸν ἀεισέβαστον· αὐτὸς γὰρ τὸν ὄφιν κατεπάτησε.
Μεγαλυνάριον
Ὁ διὰ γυναίου ἐπιβαλών, πάλαι τῷ Γενάρχῃ, καὶ συλήσας αὐτὸν οἰκτρῶς, οὕτω καὶ σοὶ Πάτερ, ὑπούλως ἐπετέθη, ἀλλ’ ἥττηται εἰς τέλος, τῇ καρτερίᾳ σου.
Ο 4ος μ. Χ. αιώνας υπήρξε η πιο κρίσιμη εποχή για τόσο για την Εκκλησία, όσο και για την παγκόσμια ιστορία. Κι’ αυτό διότι οι χρόνοι εκείνοι ήταν η μεταβατική περίοδος από τον παλιό προχριστιανικό κόσμο, στον καινούριο, τον χριστιανικό. Σε αυτή την μετάβαση, η οποία δεν ήταν πάντα ήρεμη, συνέβαλλαν τα μέγιστα οι Πατέρες της Εκκλησίας μας. Ένας από αυτούς ήταν και ο άγιος Μελέτιος Επίσκοπος Αντιοχείας.
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος, κατὰ κόσμο Ἐλευθέριος, γεννήθηκε στὴ Ρωσία τὸ ἔτος 1300 καὶ ἀνῆκε στὴν πλούσια, εὐγενὴ καὶ εὐσεβὴ οἰκογένεια τῶν Πλετσέγιεφ. Οἱ γονεῖς του, Θεόδωρος Βιάκοντ καὶ Μαρία, κατάγονταν ἀπὸ τὸ Τσέρνιγκωφ. Ὅταν ἡ πόλη καταστράφηκε ἀπὸ τοὺς Τατάρους, τὸ ζεῦγος κατέφυγε στὴ Μόσχα, ὅπου βρῆκε τὴ φιλοξενία τοῦ Ἁγίου Δανιὴλ Ἀλεξάνδροβιτς τοῦ πρίγκιπα, ὁ ὁποῖος πέθανε τὸ ἔτος 1303 καὶ τιμᾶται ὡς Ἅγιος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Θεόδωρος κατέλαβε μία σημαντικὴ θέση στὴ διοίκηση τοῦ πριγκιπάτου καὶ ἐκτιμήθηκε δεόντως ἀπὸ τὸν μεγάλο πρίγκιπα καὶ τοὺς ἄρχοντες.
Ὁ Ἐλευθέριος εἶχε ὡς πνευματικὸ πατέρα τὸ δευτερότοκο υἱὸ τοῦ πρίγκιπα Δανιὴλ καὶ μέλλοντα μοσχοβίτη πρίγκιπα Ἰωάννη Ντανίλοβιτς Καλίτα (1328 – 1340). Ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια ἀνέπτυξε ἕνα χαρακτήρα συγκρατημένο καὶ σεμνό. Σὲ ἡλικία 12 ἐτῶν, κατὰ τὴ διάρκεια ἑνὸς κυνηγιοῦ στὰ λιβάδια, ἀποκοιμήθηκε καὶ στὸν ὕπνο του ἄκουσε μία φωνὴ νὰ τὸν προστάζει: «Ἀλέξιε, γιατί κουράζεσαι μάταια; Ἐσὺ πρέπει νὰ γίνεις ἁλιεὺς ἀνθρώπων!». Ἡ φωνὴ αὐτὴ ἄσκησε ἀποφασιστικὴ ἐπιρροὴ στὴν ζωὴ τοῦ νεαροῦ Ἐλευθερίου. Ἀπαρνήθηκε τὰ παιδικὰ παιχνίδια καὶ ἀφιερώθηκε μὲ μεγάλο ζῆλο στὴν ἄσκηση τῆς προσευχῆς καὶ τῆς νηστείας καὶ τὴ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Σὲ ἡλικία 20 ἐτῶν ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ τῶν Θεοφανίων τῆς Μόσχας, στὴν ὁποία ἡγούμενος ἦταν ὁ Στέφανος, μεγαλύτερος ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ. Κείρεται μοναχὸς καὶ λαμβάνει τὸ ὄνομα Ἀλέξιος. Πνευματικὸς καθοδηγητής του γίνεται ὁ στάρετς Γερόντιος. Μὲ μεγάλο ζῆλο περατώνει τὰ μοναχικὰ καθήκοντά του, καλλιεργώντας μὲ ξεχωριστὸ πάθος τὴ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
Γιὰ νὰ μελετήσει τὴν Καινὴ Διαθήκη στὴν πρωτότυπη γλῶσσα μελετάει τὰ ἑλληνικά. Χάρη σὲ αὐτό, ἦταν στὴν συνέχεια σὲ θέση νὰ ἀντιπαραβάλλει τὸ σλαβικὸ μὲ τὸ ἑλληνικὸ κείμενο καὶ νὰ διορθώσει τὶς ἀνακρίβειες τῶν διαφόρων μεταφραστῶν καὶ ἀντιγραφέων. Ἡ νέα σλαβικὴ ἔκδοση τοῦ Εὐαγγελίου ἀπευθείας ἀπὸ τὰ ἑλληνικά, ποὺ ἔγινε πράξη ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Ἀλέξιο, εἶναι ἕνα ἀνεκτίμητο κείμενο τῆς Ρωσικῆς ἐθνικῆς λογοτεχνίας.
Τὰ μεγάλα πνευματικὰ χαρίσματα καὶ οἱ θεολογικὲς ἀρετὲς τοῦ Ἀλεξίου τράβηξαν τὴν προσοχὴ τοῦ Μητροπολίτου Θεογνώστου, ποὺ τὸν ἐκτίμησε καὶ τὸν ὀνόμασε ἀντιπρόσωπό του γιὰ τὶς ὑποθέσεις τῆς Μητροπόλεως καί, κυρίως, γιὰ τὶς περιπτώσεις τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ δικαστηρίου. Γιὰ μία χρονικὴ περίοδο 12 ἐτῶν, ὁ Ἀλέξιος ἔφερε εἰς πέρας αὐτὸ τὸ διακόνημα ἀποκτώντας σπουδαία ἐμπειρία καὶ μία εὐρεία γνώση τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων, εἰδικότερα στὸ διοικητικὸ καὶ δικαστικὸ τομέα.
Προικισμένος μὲ ἀρετὲς ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ἔγινε γρήγορα τοποτηρητὴς τοῦ Μητροπολίτου Θεογνώστου, κάθε φορὰ ποὺ ὁ Μητροπολίτης μετέβαινε στὴν Κωνσταντινούπολη ἢ στὸ στρατόπεδο τοῦ Χάνου τῶν Τατάρων, ποὺ κυριαρχοῦσαν τότε στὴ Ρωσία, ἢ ἐπισκεπτόταν ἀπομακρυσμένες ἐπαρχίες. Λίγο ἀργότερα ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος τοῦ Βλαδιμήρ. Ὅταν ἐνέσκηψε, κατὰ τὸ ἔτος 1344, ὁ τρομερὸς ἐκεῖνος λοιμός, ποὺ ὀνομάσθηκε μέγας θάνατος, προσβλήθηκε ἀπὸ τὴν ἀσθένεια καὶ ὁ Μητροπολίτης Θεόγνωστος. Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος προσκλήθηκε τότε ἀπὸ τὸν λαὸ καὶ τὴν αὐλὴ τοῦ μεγάλου ἡγεμόνα τῆς Μόσχας νὰ ἀναλάβει τὴ θέση τοῦ Μητροπολίτου Θεογνώστου, ὁ ὁποῖος ψυχορραγῶντας ἔγραψε πρὸς τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ὑπὲρ τοῦ Ὁσίου Ἀλεξίου. Τὸ ἴδιο ἔπραξε καὶ ὁ μέγας ἡγεμόνας Συμεὼν πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Ἰωάννη Καντακουζηνὸ (1347 – 1354).
Ὅμως ὁ Πατριάρχης Φιλόθεος (1354 – 1355, 1364 – 1376) χειροτόνησε, στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀντὶ ἑνὸς, δύο Μητροπολῖτες, τὸν Ἅγιο Ἀλέξιο καὶ τὸν Ρωμανό, ἑλληνικῆς καταγωγῆς, ἀποσταλέντα ὑπὸ τοῦ ἡγεμόνος τῆς Λιθουανίας Ὀλγκὲρτ (1341 – 1380). Ἡ πράξη αὐτὴ τοῦ Πατριάρχου προκάλεσε ἐκκλησιαστικὸ σκάνδαλο. Ἔτσι, ὁ Πατριάρχης Φιλόθεος, γιὰ νὰ ἐπαναφέρει τὴν γαλήνη, ἀναγόρευσε τὸν Ἅγιο Ἀλέξιο Μητροπολίτη Κιέβου, τὸν δὲ Ρωμανὸ Μητροπολίτη Λιθουανίας καὶ Βολυνίας.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος, τοῦ ὁποίου ἡ φήμη τῶν ἀρετῶν εἶχε ἐκταθεῖ σὲ ὅλη τὴ Ρωσία καὶ μεταξὺ αὐτῶν τῶν Τατάρων, ὠφέλησε τὰ μέγιστα τὴ χώρα. Ἡ σύζυγος τοῦ Χάνου Ταϊδούλα, πάσχουσα ἀπὸ βαριὰ ἀσθένεια, ἐπικαλέσθηκε τὴν βοήθεια τοῦ Ἁγίου. Ὁ ἀρχηγὸς τῶν Τατάρων ἔγραψε πρὸς τὸν ἡγεμόνα Συμεών: «Ἀκούσαμε ὅτι ὁ οὐρανὸς τίποτε δὲν ἀρνεῖται στὶς παρακλήσεις τοῦ παπά σας. Ἂς ζητήσει, λοιπόν, τὴν ὑγεία τῆς συζύγου μου». Πράγματι ὁ Ἅγιος προσευχήθηκε στὸν Θεό. Ἡ ἡγεμονὶς Ταϊδούλα ἀνέκτησε τὴν ὑγεία της καὶ θέλησε νὰ ἐκδηλώσει τὴν εὐγνωμοσύνη της πρὸς τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἅγιος τότε παρακάλεσε νὰ ἀπαλλαγοῦν οἱ Ρώσοι ἀπὸ τοὺς βαρύτατους φόρους ποὺ πλήρωναν στὸν Χάνη τῶν Τατάρων. Ἔτσι ᾖλθαν καλύτερες ἡμέρες, ἡμέρες εἰρήνης, γιὰ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ. Σὰν σημάδι εὐγνωμοσύνης γιὰ τὴ θεραπεία, ὁ Χάνης δώρισε στὸν Ὅσιο ἕνα τεμάχιο γῆς ποὺ βρισκόταν στὸ Κρεμλίνο, ὅπου ἀργότερα κτίσθηκε ἡ μονὴ τῶν Θαυμάτων, σὲ ἀνάμνηση τοῦ θαύματος ποὺ ἔκανε ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαὴλ στὶς Κολοσσὲς (ἢ Χώνια) τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἐπίσης, ὁ Χάνης δώρισε στὸν Ὅσιο Ἀλέξιο ἕνα πολύτιμο δακτυλίδι, ποὺ φυλάσσεται μέχρι σήμερα στὸ σκευοφυλάκιο τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὸ Κρεμλίνο.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος ἐργάσθηκε σκληρὰ στὸ Κίεβο γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως καὶ τῆς εὐημερίας τοῦ λαοῦ καὶ μάλιστα σὲ καιροὺς δύσκολους γιὰ τὴν πολιτικὴ ζωὴ τῆς Ρωσίας. Ἡ ἐξουσία τοῦ μεγάλου δοῦκα τῆς Μόσχας Ἰωάννου τοῦ Ἐρυθροῦ ἐξασθενοῦσε. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἡγεμόνα, μέγας δοῦκας ἀναγορεύθηκε ὄχι ὁ νόμιμος διάδοχος Δημήτριος, ἀλλὰ ὁ δοῦκας τοῦ Σούζνταλ. Παρὰ τὴν ἀντίδραση τοῦ νέου ἡγεμόνα κατὰ τοῦ Πατριάρχου, ὁ Ἅγιος δὲν ἐγκατέλειψε τὴ Μόσχα καὶ προσπάθησε μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις νὰ ἀποκαταστήσει στὸν θρόνο τὸ νεαρὸ Δημήτριο. Ὑπῆρξε σύμβουλος τοῦ Δημητρίου καὶ ἀνέλαβε ἔργο εἰρηνοποιοῦ μεταξὺ τῶν φιλόδοξων Ρώσων ἡγεμόνων. Ἡ ἁγιότητα τοῦ Ὁσίου εἶχε τέτοια ἐπίδραση καὶ στοὺς Μογγόλους, ὥστε οἱ υἱοὶ τοῦ Χάνου Κούλπα ἔγιναν Χριστιανοὶ καὶ ἔλαβαν τὰ ὀνόματα Ἰωάννης καὶ Μιχαήλ. Ὁ Ἅγιος βοήθησε, ἐπίσης, στὴν κατάργηση τῶν κληρουχικῶν ἡγεμονιῶν, τὴ συνδιαλλαγή τους καὶ τὴν ἀναγνώριση τοῦ μεγάλου ἡγεμόνα τῆς Μόσχας ὡς ἐθνικοῦ ἀρχηγοῦ.
Ἀκούραστη ὑπῆρξε ἐπίσης, ἡ δραστηριότητα τοῦ Ἁγίου στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο. Συνέβαλλε στὴν ἀνέγερση πολλῶν ναῶν καὶ μοναστηριῶν, ποὺ ἦταν ἑστίες τῆς ρωσικῆς κουλτούρας, ἐπάνδρωσε μὲ ποιμένες τὶς ἐπαρχίες, ἐπισκέφθηκε τὶς ἐνορίες καὶ τὶς Ἐπισκοπὲς κηρύττοντας ἀκούραστα τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ἔστειλε ποιμαντικὲς ἐπιστολὲς πρὸς τὸ ποίμνιό του.
Στὴν πρωτεύουσα ἵδρυσε τὴ μονὴ Σπάζο – Ἀνδρόνικωφ, τὴ μονὴ τῶν Θαυμάτων καὶ τὴ γυναικεία μονὴ Ἀλεξέεφσκι, στὴν ὁποία τοποθετήθηκε ἡγουμένη ἡ ἀδελφὴ τοῦ Ἁγίου, Ἰουλιάνα. Μοναστήρια ἀνυψώθηκαν ἀκόμα καὶ στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Μόσχαβα, ὅπως ἡ μονὴ Σιμονώφ, στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Κλιάζμα καὶ ἀλλοῦ.
Ὁ Ἅγιος εἰσήγαγε ἕνα νέο καθεστὼς γιὰ τὰ γυναικεία μοναστήρια, ποὺ μέχρι τότε ἐξαρτῶντο ἀπὸ τὰ ἀνδρικὰ μοναστήρια. Τὸ κανονικό τους καθεστὼς ἐγκρίθηκε, κατὰ τρόπο ὁριστικό, ἀπὸ τὴ Σύνοδο τῶν «Ἑκατὸ Κεφαλαίων», τὸ ἔτος 1551 καὶ ἔγινε ὑποχρεωτικὸ γιὰ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας.
Στὰ χρόνια ἐκεῖνα στὴ Μόσχα ἄρχισαν νὰ κατασκευάζονται κτίρια ἀπὸ πέτρα. Μὲ προτροπὴ τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου, τὸ Κρεμλίνο περιστοιχήθηκε ἀπὸ τείχη, πύργους καὶ θύρες διαμορφωμένες μὲ πέτρινα ἐμπόδια.
Ὁ Ἅγιος φάνηκε γενναιόδωρος ἀπέναντι στὶς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ποὺ ἀπευθύνονταν στὴ Μόσχα, γιὰ νὰ ζητήσουν βοήθεια. Ἔστειλε πίσω μὲ πλούσια δῶρα τοὺς ἐκπροσώπους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τοὺς μοναχοὺς τῆς ἐρήμου τοῦ Σινᾶ, ποὺ ἦταν ἐπιφορτισμένοι νὰ καταβάλλουν χρηματικὲς εἰσφορὲς στοὺς Μουσουλμάνους.
Ὁ γεμάτος ζῆλο ποιμένας ἀπευθυνόταν συχνὰ πρὸς τοὺς πιστοὺς μὲ ἐπιστολὲς καὶ τοὺς προέτρεπε νὰ ἀκολουθήσουν τὸ χριστιανικὸ βίο.
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1378. Ὁ ἐνταφιασμὸς τοῦ ἱεροῦ λειψάνου αὐτοῦ ἔγινε στὴ μονὴ τῶν Θαυμάτων, ποὺ εἶναι ἀφιερωμένη στὸν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας τίμησε ἐξαιρετικὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ποιμαντικὴ δράση τοῦ Ἁγίου, ἀποκαλώντας τὸν «φωστῆρα τῆς Ρωσίας, τιμὴ τῆς Μόσχας, στῦλο καὶ θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας».
Τὸ 1431 ἡ ξύλινη ἐκκλησία, στὴν ὁποία φυλάσσονταν τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου, καταστράφηκε καὶ στὴ θέση της ὁ μεγάλος πρίγκιπας διέταξε νὰ ἀνεγερθεῖ πέτρινος ναός. Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν βρέθηκε ἄφθαρτο τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου. Ὁ Μητροπολίτης Μόσχας Φώτιος, περιστοιχισμένος ἀπὸ τὸν κλῆρο, τέλεσε ἀκολουθία εὐχαριστίας στὸν Θεὸ καὶ τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου τοποθετήθηκαν μὲ ἐπισημότητα στὸ παρεκκλήσι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Ἔκτοτε δὲν ἔπαψε ποτὲ ἡ τιμὴ πρὸς τὸν Ἅγιο, στὸν ὁποῖο ἀποδίδονται πολλὰ θαύματα καὶ πνευματικὲς εὐεργεσίες.
Ἡ Ρωσικὴ Σύνοδος, τὸ ἔτος 1448, προεδρεύοντος τοῦ Πατριάρχου Ἰωνᾶ (1448 – 1461), καθιέρωσε τὸν ἑορτασμὸ τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου τὴν 12η Φεβρουαρίου, ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του, καὶ τὴν 20η Μαΐου, ἡμέρα τῆς εὑρέσεως τῶν ἱερῶν λειψάνων του.
Τὸ ἔτος 1485, στὴ μονὴ τῶν Θαυμάτων, ἀνεγέρθη ναὸς πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου καὶ ἐκεῖ μεταφέρθηκαν τὰ λείψανά του. Ἐπὶ Πατριαρχείας Ἰωακεὶμ (1674 – 1690), τὸ ἔτος 1686, ἔλαβε χώρα μία δεύτερη ἐπίσημη μετακομιδὴ τῶν λειψάνων στὸ καινούργιο ναό, ποὺ ἦταν ἀφιερωμένος στὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου καὶ τὸν Ἅγιο Ἀλέξιο. Μὲ εὐλογία τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξίου, τὸ ἔτος 1947, τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου μετεκομίσθησαν στὸν καθεδρικὸ πατριαρχικὸ ναὸ τῶν Θεοφανείων στὴ Μόσχα, ὅπου βρίσκονται ἀκόμα σήμερα, μπροστὰ ἀπὸ τὸ τέμπλο τοῦ ναοῦ, στὴ δεξιὰ πλευρά.
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ παμβασιλεύς, μᾶς διδάσκει εἰς τὸ θεῖον αὐτοῦ καὶ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, ἂν θέλωμεν νὰ ἀκολουθήσωμεν ὀπίσω του, νὰ ἀπαρνηθῶμεν τὸν ἑαυτὸν μας, καὶ νὰ σηκώσωμεν τὸν Σταυρὸν μας ἐπάνω μας, καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσωμεν• τὸ ὁποῖον τὸ ἐκατώρθωσαν πολλοὶ θαυμάσιοι, καὶ ἁγιώτατοι ἄνθρωποι, καθὼς ἦσαν οἱ Ἀσκηταὶ καὶ ἐρημῖται, οἱ ὁποῖοι ἀπηρνοῦντο τὸν κόσμον, καὶ τὰ ἐγκόσμια, τὴν εὐπάθειαν τοῦ σώματος, πλοῦτον, καὶ δόξαν εὐμάραντον, καὶ ἔφευγον εἰς τὰ ἐρημίας, καὶ εὑρίσκοντο πάντοτε εἰς τὴν προσταγὴν τοῦ Θεοῦ, εἰς προσευχὰς ἡμερινάς τε, καὶ ὁλονυκτίους, καὶ ἄλλον σκοπὸν δεν εἶχον, πὼς νά, ἀρέσουν τὸν ποιητὴν καὶ πλάστην τους Θεόν.
Δίδυμη αδελφή του αγίου Βενεδίκτου, του πατριάρχη των μοναχών της Δύσης (14 Μαρτίου), η αγία Σχολαστική ήταν καθ’ όλα ενάμιλλος και συνεργάτιδα του αδελφού της. Αφιερωμένη από μικρή στον Θεό, όπλισε την ψυχή της με όλες τις άγιες αρετές για να γίνει αντάξια νύμφη του Χριστού.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...