![ti_08_mobile.png](/images/template/ti_08_mobile.png)
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Βιογραφία
Ο Άγιος Ιωακείμ ο Πάνυ, πρώτος Πατριάρχης Αλεξανδρείας μετά την τουρκική κατάκτηση της Αιγύπτου (1517 μ.Χ.) όταν ο Σουλτάνος Σελίμ Α΄ νίκησε τους Μαμελούκους και απέσπασε από εκείνους την κυριότητα της Αιγύπτου και την χαλιφεία, γεννήθηκε στην Αθήνα τό έτος 1448 μ.Χ. και εμόνασε στην Ιερά Μονή του Σινά και στη Λαύρα του Οσίου Σάββα του Ηγιασμένου, στην Παλαιστίνη.
Ανήλθε στον παλαίφατο και Αποστολικό Θρόνον του Αγίου Μάρκου τον Αύγουστο του έτους 1487 μ.Χ.
Ανηλώθη στην αναδιοργάνωση του Πατριαρχείου με οξύνοια και πρακτικό πνεύμα. Έλαβε μέρος στην Σύνοδο των Ιεροσολύμων (1526 μ.Χ.), στην οποία συζητήθη και επελύθη το λεγόμενο Σιναϊτικό Ζήτημα. Ανεζήτησε και εξασφάλισε οικονομική στήριξη για τον χειμαζόμενο Πατριαρχικό Θρόνο Του από τον τσάρο Βασίλειο Δ΄.
Αντεστάθη σθεναρώς προς τις κρούσεις, κυρίως, του Ενετού Αρχιεπισκόπου Κρήτης Πάτρου Λάνδου, ώστε να συναινέσει στην ένωση των Εκκλησιών και να συμμετάσχει, κατά το έτος 1562 μ.Χ., στην Ρωμαιοκαθολική Σύνοδο του Τριδέντου.
Η στάση του μάλιστα αυτή ενίσχυσε, ακόμη περισσότερο, την εντύπωση του Χριστεπωνύμου πληρώματος της Εκκλησίας περί της αγιότητός του και της εμμονής του στα πάτρια και τα παραδεδομένα.
Διασώζονται διηγήσεις, από χρονικογράφους της εποχής, περί θαυμαστών σημείων τα οποία ο Άγιος Πατριάρχης επετέλεσε δια της πίστεώς του.
Εκοιμήθη σε βαθύτατο γήρας, το έτος 1567 μ.Χ., άγων το 117ο έτος της επιγείου ζωής του, πατριαρχεύσας ογδόντα έτη.
Η ιερά Ακολουθία του Αγίου Ιωακείμ του Πάνυ, συνετέθη από τον Σεβ.Μητροπολίτη Ρόδου κ.Κύριλλο, υμνογράφο, και εξεδόθη το έτος 2009 μ.Χ., προνοία της ΑΘΜ του Πάπα και Πατριάρχου Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής κ.κ. Θεοδώρου Β’, εις μνημόσυνον του αοιδίμου Προκατόχου Του, Πατριάρχου Πέτρου Ζ’, επί της πατριαρχίας του οποίου ενεγράφη το όνομα του Αγίου Ιωακείμ στις αγιολογικές δέλτους της Εκκλησίας, δι’ επισήμου Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως αγιοκατατάξεως (17η Σεπτεμβρίου 2002 μ.Χ.).
Η τιμία κάρα του Αγίου Ιωακείμ, ευρίσκεται τεθησαυρισμένη στην Ιερά Μονή Οσίου Σάββα.
Το θαύμα του Ντουρ Νταγ (Βουνό Στάσου)
Κατὰ τὸν 16ο αἰώνα (1536) στὴν Ἀλεξάνδρεια εἶχε γίνει ἕνα μεγάλο θαῦμα:
Στὴν Ἀλεξανδρινὴ Ἐκκλησία, ἐπὶ 75 χρόνια Πατριάρχης ἦταν «Ἰωακεὶμ ὁ πάνυ», δηλ. ὁ μέγας. Ἦταν ἐνάρετος, ταπεινός, ἁπλὸς καὶ ἀγαθὸς μὲ πολλὰ χαρίσματα πλουτισμένος καὶ κατὰ τὴ μακρόχρονη περίοδο τῆς Πατριαρχίας του, πολλὰ θαύματα δι’ αὐτοῦ ἐνήργησεν ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ ἀφοῦ ἐποίμανε θεάρεστα τὸ πλήρωμα τῶν χριστιανῶν, κοιμήθηκε σὲ ἡλικία 135 χρόνων (ἴδε Ἀθαν. Ὑψηλάντη, βιβλ. «Τὰ μετὰ τὴν ἅλωσιν»).
Στὶς ἡμέρες τοῦ εὐλογημένου αὐτοῦ ἀρχηγοῦ τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας, ἕνας ὑπουργὸς τοῦ Σουλτάνου τῆς Αἰγύπτου, Ἑβραῖος τὴν καταγωγή, διέβαλε τοὺς χριστιανοὺς ὅτι στὸ εὐαγγέλιό τους λένε πολλὰ ψέματα καὶ διαστρέφουν μ’ αὐτὰ τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Μουσουλμανισμοῦ καὶ τοὺς παίρνουν ἀπὸ τὴ θρησκεία τοῦ Προφήτη.
«Μεγαλειότατε, εἶπε στὸ Σουλτάνο ὁ ἑβραῖος, λένε πὼς ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶπε στοὺς μαθητές του: «Ἐὰν ἔχητε πίστιν –ὡς κόκκον συνάπεως– καὶ μὴ διακριθῆτε, οὐ μόνον τὸ τῆς συκῆς ποιήσητε, ἀλλὰ κἂν τῷ ὄρει τούτῳ εἴπητε, ἄρθητι καὶ βλήθητι εἰς τὴν θάλασσαν, γενήσεται» καὶ «κἂν θανάσιμόν τι πίωσιν, οὐ μὴ αὐτοὺς βλάψει» (Ματθ. ΚΑ’ 21, Μάρκ. ΙΣΤ’ 18).
Ὁ Σουλτᾶνος, ποὺ κι αὐτὸς ἀφορμὴ ζητοῦσε, μὲ «Φιρμάνι» διέταξε τὸν Πατριάρχη Ἰωακεὶμ καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας νὰ ἀποδείξουν ἄν εἶναι ἀλήθεια αὐτὰ ποὺ γράφει τὸ εὐαγγέλιό τους, καὶ πὼς ἄν, σύμφωνα μ’ αὐτὰ ποὺ διδάσκουν, δὲν μεταθέσουν τὸ βουνὸ ποὺ εἶναι κοντὰ στὴν Πόλι τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ νὰ τὸ διατάξουν νὰ πάει νὰ σταθεῖ στὸ ἀπέναντι μέρος, θὰ βάλει γενικὴ σφαγὴ σ’ ὅλους τοὺς χριστιανούς.
Ὁ ἐνάρετος καὶ ἅγιος Πατριάρχης Ἰωακείμ, ποὺ διακρίνονταν γιὰ τὴ μεγάλη του πίστι στὸ Δεσπότη Χριστὸ καὶ στὰ ἀψευδὴ ἱερὰ λόγια τοῦ εὐαγγελίου, πῆγε στὸν τόπο ποὺ ὥρισε ὁ Σουλτάνος, ἔκαμε θερμὴ προσευχὴ καὶ δέησι στὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, θυμίασε πρὸς τὴν κατεύθυνσι τοῦ βουνοῦ, ἔκαμε τὸ σταυρό του καὶ εἶπε: «Μέγα τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», καὶ ἀπευθυνόμενος στὸ βουνὸ εἶπε, σύμφωνα μὲ τὰ ἱερὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου, ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, σήκω ἀπὸ τὸ μέρος αὐτὸ ποὺ εἶσαι καὶ νὰ πᾶς νὰ σταθεῖς στὴν ἀπέναντι παραλία τοῦ λιμανιοῦ. Μὲ τὸ λόγο αὐτὸν τοῦ Πατριάρχη, σηκώθηκε τὸ βουνὸ στὸν ἀέρα γιὰ νὰ πάει καὶ νὰ σταθεῖ ’κεῖ, ποὺ ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ, τὸ διέταξε ὁ Πατριάρχης.
Ὁ Σουλτᾶνος, ἅμα εἶδε τὸ βουνὸ νὰ σηκώνεται, νόμισε πὼς θἄπεφτε πάνω τους καὶ ἀπὸ τὸν πολὺ φόβο καὶ τρόμο ποὺ τὸν ἔπιασε, ἄρχισε νὰ φωνάζει: «Ντούρ – ντάγ, Ντούρ – ντάγ», δηλαδή, πές του νὰ σταματήσει, καὶ τὸ βουνό, μὲ προσταγὴ καὶ πάλι τοῦ Πατριάρχη, σχίστηκε σὲ τρία κομμάτια καὶ ἔπεσε στὴ θάλασσα, ἐκεῖ ἀκριβῶς ποὺ μέχρι σήμερα βρίσκεται, στὴν εἴσοδο τοῦ λιμανιοῦ τῆς Ἀλεξάνδρειας.
Σὲ συνέχεια, μὲ διαταγὴ τοῦ Σουλτάνου, ἔδωκαν στὸν ἁγιώτατο Πατριάρχη Ἰωακεὶμ νὰ πιεῖ φοβερὸ δηλητήριο, μὲ τὴν αὐστηρὴ σύστασι τοῦ Σουλτάνου, νὰ μὴ κάνει αὐτὰ «τὰ μάγεια» ποὺ κάνουν οἱ χριστιανοί, δηλαδὴ αὐτὰ ποὺ λένε «Σταυρό» καὶ σημειώνουν μ’ αὐτὸ τὸ σῶμα τους ἢ τὰ ἀντικείμενα ποὺ θὰ χρησιμοποιήσουν καὶ θὰ μεταχειριστοῦν.
Ὁ Πατριάρχης Ἰωακείμ, πῆρε τὸ δοχεῖο μὲ τὸ δηλητήριο στὰ χέρια του, καὶ ἀφοῦ ἔκανε πὼς τὸ περιεργάζονταν, μέσα του εἶπε θερμὴ προσευχὴ στὸν Πανάγαθο Θεὸ καὶ τότε γύρισε στὸ Σουλτᾶνο καὶ τὸν ρώτησε: «Μεγαλειότατε, ἀπὸ ποῦ θέλετε νὰ πιῶ αὐτὸ τὸ ὡραῖο ποτό, θέλετε ἀπὸ δῶ, θέλετε ἀπ’ ἐκεῖ, θέλετε ἀπ’ ἀλλοῦ, ἀπ’ ὅπου θέλετε θὰ τὸ πιῶ», κι ἔτσι δείχνοντας μὲ τὸ στόμα του, ἀπὸ ποῦ νὰ τὸ πιεῖ, ἔκαμε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ μὲ τὸ κεφάλι του, ἀφοῦ ἔδειξε τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ δοχείου, χωρὶς ὁ Σουλτᾶνος νὰ καταλάβει τὸν τρόπο ποὺ ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ.
Ὁ Σουλτᾶνος τοῦ ἀπήντησε, «ἀπὸ ὅποιο σημεῖο θέλεις πιέστο». Ὁ Πατριάρχης, ἤπιε τὸ δηλητήριο ὅλο, μόνον ἔμειναν λίγοι ἀφροὶ τοῦ δηλητηρίου στὸ ποτήρι, καὶ τότε εἶπε, ὁ Πατριάρχης στὸ Σουλτᾶνο: «Μεγαλειότατε, τώρα μὲ τὴ σειρά μου νὰ σᾶς ζητήσω μιὰ χάρι, θέλω βασιλιά μου, γιὰ νὰ καταλάβει ἡ μεγαλειότης σου κι ἐκεῖνος ποὺ ἑτοίμασε τὸ τρομερὸ αὐτὸ δηλητήριο καὶ σᾶς εἶπε αὐτὰ τὰ ψέματα ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, νὰ δοκιμάσει τὴ δύναμι τοῦ ποτοῦ αὐτοῦ καὶ νὰ πιεῖ ὁ (τάδε) ὑπουργός Σας, τὰ ὑπολείμματα αὐτὰ τοῦ δηλητηρίου».
Ὁ Ἑβραῖος ὑπουργός, ποὺ γνώριζε τὴ δύναμι τοῦ τρομεροῦ δηλητηρίου αὐτοῦ, δὲ δέχονταν νὰ τὸ πιεῖ, ἀλλὰ κατόπιν διαταγῆς τοῦ Σουλτάνου, ἐξαναγκάστηκε νὰ πιεῖ τὰ ξεπλύματα τοῦ ποτηριοῦ ποὺ εἶχε τὸ δηλητήριο, κι ἀμέσως ἅμα τὸ ἦπιε ἔσκασε καὶ ἔμεινε ἐπὶ τόπου νεκρός. Ἐνῶ ὁ Πατριάρχης, ποὺ ἤπιε ὅλο τὸ δηλητήριο, μὲ τὴ θερμὴ πίστι καὶ δύναμι τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἔπαθε τίποτε καὶ ἔτσι ἐπαλήθευσε τὰ λόγια τοῦ ἱεροῦ εὐαγγελίου καὶ θριάμβευσε ὁ χριστιανισμός.
Πηγή: Ορθόδοξη Δικτυακή Παρουσία, (Από το βιβλίο «Γεροντικό του Αγίου Όρους» του Αρχιμαδρίτη Ανδρέα Θεοφιλόπουλου, σελ. 246-248) Χριστιανική Φοιτητική Δράση
Ὁ Ἡρακλείδης ἦταν γιὸς ἱερέα εἰδωλολάτρη, τοῦ Ἱεροκλέα, ποὺ ἱεράτευε κατὰ τὴν Σολέα τῆς Κύπρου, στὸ χωριὸ Λαμπαδιστό. Ὁ ἱερέας διακρινόταν γιὰ τὰ φιλόξενα αἰσθήματά του καὶ γι’ αὐτὸ δὲν δίστασε νὰ φιλοξενήσει τὸν Παῦλο καὶ τὸν Βαρνάβα καὶ τὸν Μαρκο, ὅταν αὐτοὶ βρέθηκαν στὸ ἔδαφος τῆς Κύπρου. Τότε εἵλκυσαν στὸν Χριστὸ τὸν γιὸ τοῦ Ἡρακλείδη καὶ αὐτὸς στὴ συνέχεια ἔφερε στὸν Χριστὸ τοὺς γονεῖς του.
Γιὰ τὸν Ἅγιο Ἡρακλείδη διαβάζουμε τὰ ἑξῆς :
«Τίς σοῦ τὸν βίον ἰσχύσει ἐκδιηγήσασθαι;... Χαῖρε ὅτι ἐχρίσθης Ἱεράρχης θεόθεν. Χαῖρε ὅτι ἐφάνης ὁδηγὸς παιδιόθεν...»
Δικαιολογημένη ἡ ἀπορία. Δίκαιος καὶ ὁ ἔπαινος. Γιατί ὁ Ἅγιος Ἠρακλείδιος, ποὺ γιορτάζουμε στὶς 17 τοῦ Σεπτέμβρη, δὲν εἶναι μόνο ὁ πρῶτος Ἱεράρχης τῆς ξακουστῆς Ταμασοῦ, ἀλλὰ καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους καὶ πιὸ σπουδαίους Ἱεράρχες τῆς Νήσου τῶν Ἁγίων, τῆς εὐλογημένης Κύπρου μας. Γεννήθηκε στὴ Λαμπαδοὺ ἢ Λαμπαδιστό, ἕνα χωριὸ κοντὰ στὸ σημερινὸ Μιτσερό, κι ἦταν γιὸς εἰδωλολάτρη ἱερέα. Κάποια μέρα ποὺ πατέρας καὶ γιὸς καταγινόντουσαν μὲ τὴν προσφορὰ θυσίας στοὺς θεούς, δυὸ ξένοι πλησίασαν, κι ἀφοῦ χαιρέτησαν μὲ καλοσύνη, ζήτησαν νὰ μάθουν ἀπὸ αὐτοὺς τὸν δρόμο ποὺ θὰ τοὺς ὁδηγοῦσε πρὸς τὴν Πάφο. Οἱ δυὸ ξένοι, ποὺ φαινόντουσαν νὰ ἔρχονται ἀπὸ μακριά, ἦταν οἱ ἀπόστολοι Βαρνάβας καὶ Μάρκος ποὺ εἶχαν ἔρθει στὸ νησὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο γιὰ τὴν πρώτη τους ἀποστολικὴ περιοδεία, γύρω στὸ 45 – 46 μ.Χ.
Ὁ εἰδωλολάτρης ἱερέας Ἱεροκλῆς ἡ Ἱερόκλεως, ὁ πατέρας τοῦ Ἠρακλειδίου, μὲ τὴν εὐγένεια καὶ τὴ φιλοξενία ποὺ διακρίνει τοὺς Ἕλληνες, ἔσπευσε νὰ καλέσει τοὺς ξένους νὰ παραμείνουν στὸ σπίτι του, ἐκεῖ στὸ χωριὸ, τὴν Λαμπαδού, γιὰ νὰ ξεκουραστοῦν. Οἱ Ἀπόστολοι ὅμως ἐπέμεναν νὰ προχωρήσουν καὶ αὐτός, γιὰ νὰ τοὺς διευκολύνει, ἔστειλε τὸν γιὸ του τὸν Ἠρακλέωνα, νὰ τοὺς συνοδεύσει ὡς ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό, καὶ νὰ τοὺς δείξει τὸν δρόμο. Εὐλογημένη συνάντηση! Καὶ τρισευλογημένη ἀπόφαση! Μόλις οἱ Ἀπόστολοι ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ ἐκεῖ, ἄρχισαν τὴ συζήτηση μὲ τὸν νεαρό.
› Τί ἐκάμνατε, παιδί μου, ἐκεῖ ποὺ σᾶς συναντήσαμε, ρώτησε ὁ ἕνας ἀπ’ αὐτούς, ὁ Βαρνάβας.
› Προσφέραμε θυσία στοὺς θεούς μας, ἀπήντησε ὁ Ἠρακλείδιος.
› Θεοὶ οἱ πέτρες καὶ τὰ ξύλα; Ὄχι, παιδί μου. Αὐτὰ δὲν εἶναι θεοί. Εἶναι δημιουργήματα. Εἶναι ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων. Ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας. Αὐτός, ποὺ ἐδημιούργησε «τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, τὴν Θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὔτοις». Ὁ Θεός, ὁ ἀληθινὸς Θεός, δὲν κατοικεῖ μέσα σὲ χειροποίητους ναούς, οὔτε καὶ ὑπηρετεῖται ἀπὸ χέρια ἀνθρώπων, γιατί δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τίποτα. Ἀντίθετα! Αὐτὸς εἶναι ποὺ δίδει σὲ ὅλα ζωὴ καὶ ἀναπνοὴ καὶ ὅλα ὅσα τοὺς χρειάζονται γιὰ τὴ συντήρησή τους. Αὐτός, ἀπὸ ἕνα ζευγάρι, ἔκανε ὅλα τὰ ἔθνη τῶν ἀνθρώπων ποὺ κατοικοῦν πάνω στὴ γῆ. Καὶ Αὐτός, ὅταν οἱ ἄνθρωποι πλανηθήκαμε, ἀπὸ ἀγάπη ἄπειρη ἔστειλε σ’ ἐμᾶς τὸν γιό του, τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, γιὰ νὰ μᾶς σώσει...
Ὁ Ἡρακλέων μὲ κατάνυξη ἄκουε τὰ λόγια τῶν Ἀποστόλων. Ἡ ψυχή του, σὰν τὴ διψασμένη γῆ, ρουφοῦσε κυριολεκτικὰ τὴν διδασκαλία γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα; Εὐλογημένο! Ὁ νεαρὸς προσήλυτος, ὅταν ἔφθασαν στὸν ποταμὸ Σέτραχο, (μερικοὶ φρονοῦν πὼς ὁ ποταμὸς στὸν ὅποιο βαπτίσθηκε ὁ Ἠρακλείδιος εἶναι ὁ Καρκώτης, ὁ ποταμὸς τῆς Σολέας, ποὺ τρέχει κάτω ἀπὸ τὸ χωριὸ τῆς Μαραθάσας, τὸν Καλοπαναγιώτη, σὰν τὸν Εὐνοῦχο τῆς Κανδάκης τῆς βασίλισσας τῶν Αἰθιόπων), ρώτησε μὲ λαχτάρα:
› Ποιὸς μὲ ἐμποδίζει νὰ βαπτιστῶ;
› Κανένας, ἦταν ἡ ἀπάντηση. Ἀρκεῖ νὰ τὸ θελήσεις.
› Τὸ θέλω! φώναξε ὁ Ἡρακλέων. Τὸ θέλω μὲ τὴν καρδιά μου!
Τότε οἱ Ἀπόστολοι, γεμάτοι χαρά, κατέβηκαν στὸν ποταμό, τὸν βάφτισαν «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», καὶ τοῦ ἔδωκαν τὸ ὄνομα Ἠρακλείδιος. Μετὰ προχώρησαν σὲ μία σπηλιὰ κοντὰ στὸν ποταμό, στὴν ὁποία παρέμειναν μερικὲς μέρες συνεχίζοντες τὴ διδασκαλία.
Ἐκεῖ ἕνα πρωὶ ἦρθε ἀπροσδόκητα καὶ τοὺς συνήντησε κι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Τὴν ἑπόμενη ἔφτασε κι ὁ Μνάσων, τὸν ὁποῖο ὁ Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ὀνομάζει «ἀρχαῖον μαθητήν» (Πράξεις κα’ 16). Ἀφοῦ συμπληρώθηκε ἡ κατήχηση τοῦ νεοφώτιστου οἱ τρεῖς Ἀπόστολοι τὸν χειροτόνησαν ἐπίσκοπό της Ταμασοῦ καὶ τοῦ ἀνέθεσαν ὑστέρα ἀπὸ θερμὴ προσευχὴ νὰ συνεχίσει τὸ ἔργο τῆς ἁλιείας ψυχῶν στὴν πολυάνθρωπο πόλη. Μαζί του ἔμεινε καὶ ὁ Μνάσων. Οἱ δυὸ μαθητὲς ἀφοῦ ἀποχαιρέτησαν τοὺς Ἀποστόλους καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια κατευόδωσαν γιὰ τὴν Πάφο, ρίφθηκαν μὲ φλογερὸ ζῆλο στὸ ἔργο τους. Τὸ ἱερὸ ἔργο τῆς σωτηρίας ψυχῶν. Τόπος συνάξεων ἕνα ὑπόγειο. Ἕνα ὑπόγειο σπήλαιο, ποὺ σώζεται καὶ σήμερα καὶ ποὺ βρίσκεται μέσα στὸ ὁμώνυμο μοναστήρι. Τὸ σπήλαιο αὐτὸ χρησίμευσε ὄχι μονάχα ὡς ἐκκλησία στὴν ὁποία ὁ Ἠρακλείδιος συγκέντρωνε τοὺς πιστούς του, ἀλλὰ καὶ σὰν κατοικία καὶ ἀσκητήριό του. Κάτι περισσότερο. Τὸ σπήλαιο αὐτὸ ἔγινε ἀκόμη καὶ τάφος του, μὰ καὶ τάφος τῆς εἰδωλολατρίας.
Ἐδῶ θεμελιώθηκε ἡ πρώτη Ἐκκλησία ποὺ σιγά – σιγὰ ἁπλώθηκε σὲ ὅλη τὴν πόλη. Ἀνάμεσα στοὺς πρώτους ποὺ κλήθηκαν νὰ χαροῦν τὸ φῶς τῆς νέας ζωῆς, ὑπῆρξαν οἱ γονεῖς τοῦ φλογεροῦ καὶ ζηλωτὴ ἐργάτη τοῦ χριστιανικοῦ ἀμπελώνα. Τὰ λόγια τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ «εἴτις τῶν ἰδίων καὶ μάλιστα τῶν οἰκείων οὐ προνοεῖ, τὴν πίστιν ἤρνηται καὶ ἐστὶν ἀπίστου χειρῶν» (Ἀ Τιμ. ε’ 8), βρῆκαν στὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου ἕνα πιστὸ καὶ ἐνθουσιώδη ἐκτελεστή. Μὲ τὶς στοργικές του νουθεσίες καὶ τὶς θερμές του παρακλήσεις τόσο ὁ πατέρας, ὅσο κι ἡ μητέρα του ἀσπάσθηκαν μὲ χαρὰ καὶ εὐγνωμοσύνη τὴν καινούργια θρησκεία καὶ βαφτίστηκαν. Πόση χριστιανικὴ ἀγαλλίαση καὶ ἱκανοποίηση δοκίμασε ὁ νεαρὸς ἱεραπόστολος τὴν ἥμερα ἐκείνη! Τὴν ἥμερα ποὺ οἱ γονεῖς του φόρεσαν τὸν λευκό τοῦ βαπτίσματος χιτώνα. Καλότυχοι γονεῖς. Εὐτυχισμένος γιός!
Μὲ τὶς ὑπεράνθρωπες προσπάθειες τοῦ Ἁγίου τὸ μικρὸ ποίμνιο ποὺ σχηματίστηκε στὴν ἀρχὴ γύρω του, μεγάλωνε μέρα μὲ τὴν ἡμέρα, ὥστε σὲ λίγο καιρὸ ἡ πόλη τῆς Ταμασοῦ νὰ γίνει ἕνα περίλαμπρο χριστιανικὸ κέντρο. Στὴν αὔξηση αὐτὴ μαζὶ μὲ τὴν ἀρετὴ καὶ τὸν φλογερὸ ζῆλο του, πολὺ συνέβαλε καὶ τὸ θαυματουργικὸ χάρισμα μὲ τὸ ὁποῖο πλούσια τὸν χαρίτωσε ὁ Κύριος. Πολλά, πάρα πολλὰ θαύματα ἀναφέρονται στὸν Ἅγιο καὶ παλαιά, μὰ καὶ στὴν ἐποχή μας. Θὰ σημειώσουμε ἐδῶ μερικά.
Μιὰ μέρα, ἕνα φίδι φαρμακερὸ (κουφή) δάγκασε τὸ μονάκριβο παιδὶ κάποιας γυναίκας ποὺ ἦταν συγγενὴς τῆς συζύγου τοῦ κοινοτάρχη τῆς Ταμασοῦ, τῆς Μακεδονίας, τὴν ὁποία οἱ ἅγιοι ἔσωσαν νωρίτερα ἀπὸ βέβαιο θάνατο. Ἡ Τροφίμη – ἔτσι λεγόταν ἡ μητέρα – μαζὶ μὲ μερικοὺς ἄλλους φανεροὺς πιστοὺς ἔτρεξαν καὶ κάλεσαν τοὺς δυὸ Ἁγίους στὸ σπίτι ποὺ ἦταν τὸ παιδί. Οἱ Ἅγιοι μὲ προθυμία ἔσπευσαν νὰ ἀνταποκριθοῦν στὴν παράκληση. Σὰν ἔφθασαν, ὁ Ὅσιος Ἠρακλείδιος γονάτισε μπροστὰ στὸ ἄτυχο παιδὶ καὶ σήκωσε τὰ χέρια. Τὴν στιγμὴ ποὺ μὲ κατάνυξη προσευχόταν καὶ ζητοῦσε ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ ἀναστήσει τὸ νεκρὸ παιδί, ἡ μητέρα ἔξαλλη ἀπ’ τὴν λύπη κτύπησε τὸ κεφάλι στὸν τοῖχο καὶ ἔπεσε καὶ αὐτὴ κάτω νεκρή.
Ὁ Ὅσιος χωρὶς νὰ ταραχθεῖ, συνέχισε τὴν προσευχή του. Σὰν τέλειωσε, ἔκαμε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ πάνω στὸ παιδί, τὸ πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸ τράβηξε. Ὁ Ἀέτιος — αὐτὸ ἦταν τὸ ὄνομά του – ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ σηκώθηκε σὰν νὰ ξυπνοῦσε ἀπὸ βαρὺ ὕπνο. Τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ Ὅσιος Μνάσων ἀνέστησε καὶ τὴν Τροφίμη, τὴ νεκρὴ μητέρα καὶ τῆς παρέδωσε τὸ παιδί της. Οἱ παρευρισκόμενοι ξέσπασαν σὲ οὐρανομήκεις δοξολογίες. Ἀμέσως ἡ Τροφίμη, ἀφοῦ ντύθηκε τὴν πιὸ καλή της φορεσιὰ καὶ ἕντυσε λαμπρὰ καὶ τὸ παιδί της, ξεχύθηκε μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίους, τὴν συγγενή της Μακεδονία καὶ τὸ πλῆθος στὸν δρόμο καὶ φώναξε μὲ πίστη καὶ παλμό:
› Πιστεύω στὸν Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ κηρύττουν ὁ Ἠρακλείδιος καὶ ὁ Μνάσων.
Μὲ συγκίνηση ἡ πομπὴ προχώρησε στὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ κι ἐκεῖ τετρακόσια νέα πρόσωπα, ἄνδρες καὶ γυναῖκες βαπτίσθηκαν καὶ ἔγιναν χριστιανοί.
Ἄλλη φορά, ἐνῶ ὁ Ἠρακλείδιος καὶ ὁ Μνάσων ἱερουργοῦσαν στὸ ναὸ καὶ τὰ πλήθη τῶν πιστῶν ἔψαλλαν μὲ κατάνυξη τοὺς ἱεροὺς ὕμνους, ἕνας δαιμονισμένος ἀπὸ τὰ Πέρα, ποὺ ὑπέφερε ἀπὸ πνεῦμα πονηρό, ποὺ τὸν βασάνιζε γιὰ καιρό, μπῆκε στὴν ἐκκλησία, ὄρμισε πάνω στὸν Ἠρακλείδιο καὶ τοῦ ξέσχισε τὸ ἔνδυμα. Ἀμέσως ὅμως γιατρεύτηκε καὶ ἄρχισε νὰ δοξάζει τὸν Θεό. Στὸ ἄκουσμα τοῦ Θαύματος, πλήθη λαοῦ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες ἔφεραν στοὺς Ἁγίους διάφορους ἀρρώστους, καὶ αὐτοὶ τοὺς γιάτρεψαν καὶ ὑστέρα τοὺς βάπτισαν. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ὁ Ἅγιος θεράπευσε ἕναν τυφλὸ καὶ ἕναν κουτσὸ καὶ ἔκανε καλὰ ἕναν παράλυτο. Ἐπίσης ἔγινε αἰτία νὰ πιστέψει ἕνας ἄγαλματοποιὸς καὶ νὰ βαπτισθεῖ μὲ τὰ τρία παιδιά του καὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους.
Τὸ εὐεργετικὸ ἔργο τῶν Ἁγίων στὴν πόλη τῆς Ταμασοῦ ἦρθε νὰ διακόψει αὐτὸ τὸν καιρὸ μία ἐπιστολὴ ἀπὸ μέρους τῶν δυὸ Ἀποστόλων, τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Βαρνάβα. Τὴν ἔφερε ἀπὸ τὴν Πάφο κάποιος Νικόλαος. Στὸ «γράμμα» αὐτὸ οἱ Ἀπόστολοι ἔγραψαν στὸν Ἠρακλείδιο ὅσα τοὺς συνέβησαν ἐκεῖ, καὶ τοῦ ζητοῦσαν νὰ σπεύσει νὰ τοὺς συναντήσει καὶ νὰ βοηθήσει καὶ αὐτὸς στὸ κήρυγμα. Ὁ Ὅσιος ἀφοῦ ἀνήγγειλε στὰ πνευματικά του παιδιὰ τὸ περιεχόμενο τῆς ἐπιστολῆς καὶ ζήτησε ἀπὸ αὐτὰ τὶς προσευχές τους, τέλεσε τὸ Μυστήριό τῆς Θείας Εὐχαριστίας, χειροτόνησε τὸν γιὸ τῆς Μακεδονίας, Γρηγόριο, σὲ πρεσβύτερο καὶ τοῦ ἀνέθεσε νὰ κατηχεῖ τὸν λαό, καὶ ξεκίνησε νὰ ἐκπληρώσει τὴν ἀποστολικὴ ἐντολή. Μαζί του πῆρε τὸν Μνάσωνα καὶ κάποιον ἄλλο, τὸν Ροδώνα.
Στὸν δρόμο πρὸς τὴν Πάφο, ἐκεῖ στὸ χωριὸ Ἀνώγυρα, ὁ Ἅγιος Ἠρακλείδιος ἔκαμε καλὰ ἕναν τυφλό, ἀφοῦ τοῦ ἄγγιξε τὰ μάτια καὶ ἐπικαλέσθηκε τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κι αὐτός, γεμάτος εὐγνωμοσύνη, ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ θεραπευτῆ του κι ἄρχισε νὰ φωνάζει:
› Σ’ εὐχαριστῶ, καλέ μου ἄνθρωπε. Σ’ εὐχαριστῶ, καὶ πιστεύω μὲ τὴν καρδιὰ τὸν Θεό, ποὺ κηρύττεις.
Στὸ ἄκουσμα τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ μαζεύτηκαν πολλοὶ ἀπὸ τὰ γύρω χωριά, γιὰ νὰ δοῦν καὶ τὸν θεραπευθέντα καὶ νὰ γνωρίσουν καὶ τοὺς ξένους. Στὸ ἀντίκρισμα τοῦ τυφλοῦ ποὺ ξανάβλεπε καὶ δοξολογοῦσε τὸν Θεὸ τῶν ὁσίων μὲ ἔκσταση, ἄρχισαν κι αὐτοὶ νὰ φωνάζουν: Ἐλέησέ μας, Κύριε. Ἐλέησέ μας, σὲ παρακαλοῦμε, τοὺς δούλους σου. Οἱ Ἅγιοι μίλησαν καὶ σ’ αὐτοὺς γιὰ τὸν Ἰησοῦ καὶ τὴν σωτηρία ποὺ ἔφερε στὸν κόσμο καὶ στὸ τέλος βάπτισαν περὶ τοὺς δεκαπέντε ἄνδρες. Ἕνας μάλιστα ἀπὸ τοὺς νεοφώτιστους, ποὺ εἶχε καὶ τὸ χέρι του ἀκίνητο, σὰν ξεραμένο θεραπεύθηκε μὲ τὸ βάπτισμα.
Οἱ ἱερεῖς τῶν εἰδωλολατρῶν ποὺ ἄκουσαν καὶ εἶδαν ὅσα ἔγιναν, ξεσήκωσαν τὰ πλήθη ἐνάντια στοὺς Ἁγίους καὶ ἔτσι αὐτοὶ ἔφυγαν τὸ ταχύτερο γιὰ τὴν Πάφο. Ἀφοῦ γιὰ ἕνα διάστημα συνέδραμαν τὸ ἔργο τῶν ἀποστόλων, ξαναγύρισαν στὴν Ταμασὸ περνώντας ἀπὸ τὸ Κούριο, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὸ σημερινὸ χωριὸ Ἐπισκοπή. Στὴν ἐπιστροφή τους, μετὰ τὸ Κούριο, γιάτρεψαν μία δαιμονισμένη ποὺ ἔτρεχε ξωπίσω τους καὶ τοὺς φώναζε. Ὁ Ἠρακλείδιος τὴν σφράγισε τρεῖς φορὲς μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ ἀμέσως τὸ δαιμόνιο ἔφυγε ἀπὸ τὸ δυστυχισμένο πλάσμα, ποὺ Θεραπεύθηκε καὶ δόξαζε τὸν Θεό.
Οἱ ζηλωτὲς Ἱεραπόστολοι μὲ τὴν καρδιὰ πλημμυρισμένη ἀπὸ χαρὰ συνέχισαν τὸν δρόμο τους. Ὅταν ἔφτασαν ἐκεῖ στὸ χωριὸ Μελίνη, ἔμαθαν ὅτι ἡ ἀδελφή τοῦ Ἠρακλειδίου ἡ Ἠρακλειδιανή, εἶχε ἀφήσει τὸν κόσμο αὐτὸ ἀπὸ μέρες καὶ εἶχε πετάξει στὸν οὐρανό. Οἱ Ἅγιοι τάχυναν τὸ βῆμα πρὸς τὴν Ταμασὸ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πρὸς τὸ βουνὸ Κορώνη, ὅπου εἶχε ταφεῖ ἡ Ὁσία. Μπροστὰ στὸν τάφο της σταμάτησαν, ἔψαλαν μερικοὺς νεκρώσιμους ὕμνους καὶ ὕστερα πῆγαν στὴν ἐκκλησία, ὅπου ὁ Ἅγιος μίλησε στὰ πλήθη, λόγους παρηγοριᾶς καὶ πνευματικῆς οἰκοδομῆς.
Δέκα μέρες μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ὁσίων στὴν Ταμασό, κάποιος εἰδωλολάτρης ἀπὸ τὴ Λαμπαδιστὸ ἢ Λαμπαδού, ποὺ εἶχε τὸ ὄνομα Τιμόθεος, παρουσιάσθηκε στὸν Ἅγιο Ἠρακλείδιο καὶ τοῦ εἶπε, πὼς πρὸ καιροῦ εἶχε ἐμπιστευθεῖ στὴν ἀδελφή του Ἠρακλειδιανὴ ἕνα ποσὸ χρημάτων, γιὰ νὰ τὸ φυλάξει. Ὁ Ἅγιος, στὴν παράκληση τοῦ Τιμοθέου νὰ τοῦ ἐπιστραφοῦν τὰ χρήματα, διέταξε νὰ δώσουν σ’ αὐτὸν νὰ φάγει καὶ ὑστέρα σηκώθηκε καὶ τράβηξε στὸν τάφο. Ξωπίσω του ἀκολούθησαν ὁ Μνάσων καὶ μερικοὶ ἄλλοι. Ὅταν ὁ Ἠρακλείδιος ἔφθασε ἐκεῖ, γονάτισε καὶ μὲ στοργὴ κάλεσε τὴν ἀδελφή του καὶ τῆς εἶπε γλυκά:
› Ἀδελφή μου ἀγαπημένη! Ξύπνα, σὲ παρακαλῶ, καὶ πές μου, ποῦ ἔβαλες τὰ χρήματα τοῦ Τιμοθέου;
› Τὰ χρήματα, πατέρα καὶ ἀδελφέ μου, ἀπήντησε ἡ νεκρή, θὰ τὰ βρεῖτε κάτω ἀπὸ μία πέτρα στὸ πάτωμα τοῦ κρεβατιοῦ.
› Κοιμήσου ἐν εἰρήνῃ, ἀδελφή μου, πρόσθεσε ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος.
Τὰ χρήματα βρέθηκαν καὶ δόθηκαν στὸν Τιμόθεο, ποὺ ἀπὸ τὴν στιγμὴ ἐκείνη πίστεψε στὸν Χριστό, κατηχήθηκε καὶ δέχθηκε τὸ Ἅγιο Βάπτισμα.
Θὰ χρειαζόταν νὰ προστεθοῦν πολλὲς σελίδες ἀκόμη γιὰ νὰ καταγράψουν τοῦ Ἁγίου τὰ θαύματα. Τοῦτο ὅμως θὰ μάκραινε πολὺ τὸν λόγο, πράγμα ποὺ δὲν θέλουμε. Τὰ λίγα ποὺ ἀναφέρθηκαν εἶναι ἀρκετά, γιὰ νὰ δεῖ ὁ καθένας πόσο πλούσια ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ χαρίτωσε τὸν ἅγιο καὶ μάρτυρα ἐπίσκοπο.
Εἴπαμε τὸν ἅγιο μάρτυρα, γιατί ἡ θεμελίωση καὶ αὔξηση τῆς νέας θρησκείας στὴν πολυάνθρωπο πόλη ἐξήγειρε τὸ μίσος τῶν εἰδωλολατρῶν ἐνάντια στοὺς πρωτεργάτες. Κάποια μέρα ἐνῶ ὁ γηραιὸς ἐπίσκοπος βρισκόταν στὸ σπήλαιό του, ἄρρωστος μὲ πυρετό, μανιασμένοι εἰδωλολάτρες ὄρμισαν στὸ σπήλαιο, ἅρπαξαν τὸν Ὅσιο καὶ τὸν ἔσυραν στὴν πλατεία τῆς Ταμασοῦ. Ἐκεῖ, ἀφοῦ τὸν βασάνισαν, τὸν σκότωσαν μὲ τὸ ξίφος. Ὁ Ἅγιος πέθανε προσευχόμενος γιὰ τοὺς δημίους του. Ὁ θάνατός του ὅμως δὲν κόρεσε τὴν μανία τοῦ ὄχλου, ποὺ ἔσπευσε νὰ φέρει ξύλα, νὰ ἀνάψει φωτιά, καὶ νὰ ρίξει μέσα τὸ ἅγιο σκήνωμα, γιὰ νὰ τὸ κάψει. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη τὸ πλῆθος τῶν χριστιανῶν δὲν κρατήθηκε.
Μὲ τὸν Μνάσωνα μπροστὰ ὤρμησε, διάλυσε τοὺς εἰδωλολάτρες, ἔσβησε τὴν φωτιά, καὶ ἀφοῦ μάζεψε μὲ εὐλάβεια τὸ ἅγιο λείψανο, τὸ πῆρε καὶ τὸ ἔθαψε μέσα στὴν ὑπόγεια σπηλιὰ μὲ δάκρυα στοργῆς κι εὐγνωμοσύνης. Τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε, ὅταν ἦταν στὴ ζωή, συνεχίστηκαν καὶ μετὰ τὸν θάνατό του, καὶ συνεχίζονται καὶ σήμερα.
«Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοὶς ἁγίοις αὐτοῦ.»
Ἡ θρησκεία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μὲ τὶς ἐνέργειες τοῦ Ἠρακλειδίου καὶ τὸν ζῆλο του, μὰ καὶ τὶς ὑπεράνθρωπες προσπάθειες μιᾶς μικρῆς ὁμάδας ἀνθρώπων σκόρπισε τὸ φῶς τῆς νέας ζωῆς σ’ ὅλη τὴν πολυάνθρωπη πόλη, καὶ ἀναγέννησε μυριάδες ψυχές. Ἀξίζει νὰ σημειωθοῦν ἐδῶ μερικὰ ὀνόματα τῆς Ἱεραποστολικῆς αὐτῆς ὁμάδας: Ἠρακλείδιος, Μνάσων, Ρόδων, Θεόδωρος, Προκλιανῆ διακόνισσα, Γρηγόριος, Μακεδόνιος, Μακεδονία, Ἠρακλειδιανή. Τὰ ὀνόματα αὐτὰ ἀντιπροσωπεύουν μερικὲς ἀπὸ τὶς ἅγιες μορφὲς ποὺ ἐργάστηκαν μὲ πίστη φλογερὴ καὶ αὐταπάρνηση γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση τοῦ τόπου μας. Πόσα δὲν χρωστᾶμε σ' αὐτούς! Ἀλήθεια! Πόσα;
Ἀλλὰ καὶ ποιὰ καλύτερα παραδείγματα καὶ πρόσωπα μποροῦμε, ὅσοι πονοῦμε εἰλικρινὰ τὸν τόπο αὐτό, νὰ προβάλουμε καὶ σήμερα στὴ νεολαία μας ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς αὐτοὺς ἀγωνιστὲς τῆς πίστεως, τοὺς ἀγωνιστές ποὺ μέσα σ’ ἕναν κόσμο σάπιο ἀπ’ τὴν εἰδωλολατρία ὕψωσαν τὸ ἀνάστημά τους «ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταὶς ὀπαὶς τῆς γῆς» (Ἑβρ. ια’ 37 – 38) καὶ ἀγωνίσθηκαν καὶ ἔδωσαν τὰ πάντα γιὰ τὸ εὐγενέστερο ἰδανικό, γιὰ τὴν θρησκεία τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ Ἀναστάντος Χριστοῦ. Ἀξίζει στοὺς νέους νὰ ἀγωνίζονται καὶ νὰ πεθαίνουν γιὰ τὰ ἰδανικά τους. Καὶ ὁ Ἅγιος Ἠρακλείδιος νέος ἔδωκε στὸν Χριστὸ τὴν καρδιά του, τὴν ὑγεία του, τὴν ζωή του. Οἱ αἰῶνες θὰ ξεθωριάζουν μέσα στὸν χρόνο. Ἕνα ὅμως θὰ μένει ἄφθαρτο κι ἀνέγγιχτο ἀπὸ τὴν καταλύτρια δύναμη τῶν καιρῶν. Τὸ ὄνομα ἐκείνων ποὺ ὑπέταξαν τὴν ζωή τους στὸν Χριστὸ καὶ ταύτισαν τὸ θέλημά τους μὲ τὸ δικό Του.
Ὁ Ἅγιος Ἠρακλείδιος εἶναι ἕνας ἀπ' αὐτούς.
Ἂς μιμηθοῦμε τὸ παράδειγμά του.
Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ καλύτερος τρόπος νὰ δείξουμε σ’ αὐτὸν τὸν σεβασμό μας καὶ τὴ γνήσια ἀγάπη μας.
Γύρω στὰ 400 μ.Χ. πάνω ἀπὸ τὸ ὑπόγειο σπήλαιο, ποὺ περικλείει τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου κτίστηκε ἡ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου. Ἡ μονὴ αὐτὴ ἀνακαινίστηκε τὰ τελευταῖα χρόνια καὶ ἔγινε γυναικεία. Στὸν ναὸ, κάθε Κυριακη καὶ γιορτὴ, πλήθη εὐλαβῶν χριστιανῶν συνέρχονται ἀπὸ τὰ διάφορα μέρη τῆς νήσου, γιὰ νὰ παρακολουθήσουν τὴ Θεία Λειτουργία καὶ τὶς ἄλλες ἱερὲς ἀκολουθίες. Συγχρόνως ὅμως καὶ νὰ προσκυνήσουν μ’ εὐλάβεια τὴν κάρα τοῦ Ἁγίου καὶ νὰ τονωθοῦν ψυχικά.
Εἴθε ἡ χάρη του νὰ σκέπει καὶ νὰ φυλάει πάντα τὸ μαρτυρικὸ νησί μας κι ὅλους μας.
(Πηγή: «Οἱ Ἅγιοι Ἡρακλείδης καὶ Μύρων Ἐπίσκοποι Ταμάσου τῆς Κύπρου», Μέγας Συναξαριστής)
Ο Άγιος Ηρακλείδιος,
του π. Παναγιώτη Ματθαίου
Ο Άγιος Ηρακλείδιος είναι αποστολικός άγιος, διάδοχος του Αποστόλου Βαρνάβα. Γεννήθηκε στο χωριό Λαμπαδού της Σολέας κοντά στα χωριά Γαλάτα › Σινά Όρος. Σχετικά με την καταγωγή τόσο του Αγίου Ηρακλειδίου όσο και του Οσίου Ιωάννου του Λαμπαδιστή, ο μοναχός Βασίλειος Μπάρσκυ Κιεβοπολίτης το 1735 καταγράφει τη μαρτυρία ότι ο Όσιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής,
«... ὠνομάσθη Λαμπαδιστὴς ἐκ τοῦ χωρίου Λαμπαδίς, ὅπου ἐγεννήθη ὁ ἅγιος, ὡς ἀναφέρεται ἐν τῇ βιογραφίᾳ του. Τὸ χωρίον ἔχει τώρα ἐγκαταλειφθεῖ ὡς διεπίστωσα ὅταν ἤμην εἰς τὴν Σολέαν…»
Το ότι η Λαμπαδού βρισκόταν στα όρια Σινά Όρους - Γαλάτας το μαρτυρούν και πολλές τοπικές παραδόσεις.
Ο Άγιος Ηρακλείδιος, λοιπόν, στην αρχή ονομαζόταν Ηρακλέων, αλλά μετά ονομάστηκε Ηρακλείδιος από τούς Αποστόλους Παύλο, Βαρνάβα και Μάρκο, κατά την πρώτη τους αποστολική περιοδεία στην Κύπρο γύρω στο 45-46μ.Χ. που με βάση την παράδοση μετά τη Σαλαμίνα πρέπει να πήγαν στο Κίτιον όπου χειροτόνησαν τον Άγιο Λάζαρο ως πρώτο επίσκοπο της πόλης.
Μετά όπως φαίνεται μέσα από τον βίο τού Αγίου Ηρακλειδίου, ακολούθησαν ορεινή διαδρομή, περνώντας μέσα από τα χωριά τής οροσειράς τού Τροόδους όπως τη Λαμπαδού κοντά στη σημερινή Γαλάτα τής Σολέας, έφτασαν στη Μαραθάσα στο ποταμό Σέτραχο όπου βάφτισαν τον Άγιο Ηρακλείδιο, πέρασαν από το Χιονώδες Όρος (Τρόοδος) στη Χιονίστρα, ή κοντά από αυτό και έφτασαν μέσα από διάφορα χωριά στην Πάφο.
Ο πατέρας του, ο Ιεροκλής, ιερέας των ειδώλων, τον παρέδωσε ως οδηγό και συνοδοιπόρο στους Αποστόλους Βαρνάβα, Παύλο και Μάρκο, όταν αυτοί περιόδευαν στην Κύπρο και έφτασαν στο χωριό Λαμπαδού. Στη διάρκεια της πεζοπορίας οι απόστολοι διέκριναν στον Ήρακλείδιο καλή διάθεση για την αλήθεια του Χριστού. Τού μίλησαν για την απάτη των ειδώλων, τούς ψεύτικους θεούς και άρχισαν να τον κατηχούν στην πίστη του αληθινού Θεού.
Αφού δέχθηκε το κήρυγμα από τον Απόστολο Παύλο, και πόθησε πολύ τον Χριστό, βαπτίστηκε στα νερά του ποταμού της Μαραθάσας Σέτραχου, που τρέχουν δίπλα από τη σημερινή Μονή του Αγίου Ιωάννου του Λαμπαδιστού. Μετά το βάπτισμα του ακολούθησε την οδό των αποστόλων και χρημάτισε για αρκετό διάστημα μαθητής και ακόλουθος τους. Αργότερα οι απόστολοι τον χειροτόνησαν και έγινε ο πρώτος επίσκοπος Ταμασσού, με έδρα το σημερινό χώρο της μονής του, το χωριό Πολιτικό. Ή Ταμασσός ήταν μέχρι τότε κέντρο λατρείας τής θεάς Άρτεμης και των άλλων θεών του Ολύμπου, γι αυτό αναλαμβάνει να οδηγήσει τούς ειδωλολάτρες στο δρόμο του Θεού.
Μαζί με τον Άγιο Ηρακλείδιο ήταν και ο Άγιος Μνάσων. Αυτοί συγκέντρωναν και δίδασκαν τούς πιστούς σ' ένα υπόγειο σπήλαιο το οποίο χρησιμοποιείτο και ως ναός.
Ως επίσκοπος υπήρξε ακούραστος εργάτης του θείου λόγου. Ποίμανε και στήριξε τούς πιστούς, έτσι πού ή πόλη της Ταμασσού κατάφερε να γίνει ένα περίλαμπρο χριστιανικό κέντρο, σ' αυτό συνέβαλε και ή θαυματουργική δύναμη του αγίου.
Μετά όμως από το λιθοβολισμό του Αποστόλου Βαρνάβα ο Απόστολος Παύλος του αποστέλλει επιστολή και ουσιαστικά τον τοποθετεί διάδοχο του Βαρνάβα.
Τότε ο άγιος περιέρχεται ολόκληρη τη νήσο και εγκαθιστά επισκόπους. Στην Πάφο τον Επαφρά και στη Νεάπολη (Λεμεσό) τον Τυχικό. Όταν έφτασε στους Σόλους δεν χρειάστηκε να χειροτονήσει επίσκοπο τον Άγιο Αυξίβιο, γιατί αυτός καταξιώθηκε να χειροτονηθεί από τον Απόστολο Μάρκο.
Ο Άγιος Ηρακλείδιος όμως παρότρυνε τον Άγιο Αυξίβιο να μπει στην πόλη και να φανερώσει την αλήθεια σε όλους τους κατοίκους. Στον τόπο που συναντήθηκαν ο Άγιος Ηρακλέιδιος χάραξε στο έδαφος μια μικρή εκκλησία και αφού δίδαξε στον Αυξίβιο τους εκκλησιαστικούς κανόνες, όπως αυτός του διδάχθηκε από τους αποστόλους, τον ασπάστηκε και ξεκίνησε για τη δική του πόλη.
Έφτασε όμως ο καιρός που ο άγιος έπρεπε να εγκαταλείψει τον φθαρτό τούτο κόσμο. Αρρώστησε βαριά και προαισθανόμενος το τέλος του και μη θέλοντας να αφήσει το ποίμνιό του χωρίς ποιμένα, καλεί τον Ιερέα Μνάσωνα, τον μέχρι τότε στενό του συνεργάτη και τον χειροτονεί επίσκοπο και διάδοχό του. Οι ειδωλολάτρες δεν έπαψαν ποτέ να αντιμάχονται την αληθινή πίστη και τα καλά έργα τού αγίου. Γεμάτοι μανία και μίσος όρμησαν εκεί πού έμενε ο Άγιος Ηρακλείδιος τον βασάνισαν τον έσυραν στην πλατεία τής Ταμασσού και τον αποκεφάλισαν. Μετά έριξαν το σεπτό σώμα του πάνω στη φωτιά. Τότε αρκετοί πιστοί μαζί με τον νέο επίσκοπο τον Άγιο Μνάσωνα, διέσωσαν το άγιο λείψανό του και το ενταφίασαν μέσα στο σπήλαιο όπου προηγουμένως ο άγιος τελούσε τη Θεία Λειτουργία.
Το σπήλαιο, καθώς και ή λάρνακα πού έφερε τα άγια λείψανα τού αγίου σώζονται μέχρι σήμερα. Ό άγιος και μετά τον θάνατό του παρέχει ιάσεις προς τούς πάσχοντες από κάθε νόσο και εκβάλλει τα δαιμόνια από τους κακώς έχοντας. Ή σορός του παρέχει πλούσια τα ιάματα και ή κάρα τού είναι τοποθετημένη στο καθολικό τής μονής πού είναι κτισμένη στο όνομα του δίπλα στο χωριό Πολιτικό.
Στην Ιερά Μονή του Λαμπαδιστή σώζεται η παλαιά εκκλησία του 11ου αιώνος, η οποία είναι αφιερωμένη στο όνομα του αγίου και αποτελεί το παλαιό καθολικό της Μονής. Διασώζεται επίσης στην κοίτη του ποταμού Σέτραχου Μαραθάσας ο τόπος της βαπτίσεως του αγίου. Στον τόπο της καταγωγής του μεταξύ των χωριών Τεμβριάς και Καλλιανών διασώζεται γέφυρα με την επωνυμία «Το γεφύρι του Αγίου Ηρακλειδίου». Ο Άγιος Ηρακλείδιος συνεορτάζει με τον Φωτιστή των Σόλων Άγιο Αυξίβιο τη 17η Σεπτεμβρίου.
(Πηγή: «Ο Άγιος Ηρακλείδιος», π. Παναγιώτης Ματθαίου, Ιερά Μητρόπολις Μόρφου)
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν ποίμνην ἐποίμανας, τὴν τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, καὶ θείων, μακάριε, ναμάτων πάντων ψυχᾶς πλουσίως κατήρδευσος· ὅθεν τῶν σὲ τιμώντων ὁ χορὸς ἀναμέλπει, ὕμνους σοὶ καὶ γεραίρει, τὴν ἁγίαν σου μνήμην ἱκέτευε οὒν ἀεὶ ὑπὲρ ἡμῶν, ἱεράρχα Ἠρακλείδιε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Ποίημα τοῦ Μακ. Ἀρχ. Κύπρου κ.κ. Χρυσοστόμου.
Μέγαν εὔρατο τῶν Ταμασέων, πόλις κήρυκα καὶ ποιμενάρχην, τῆς ἐκκλησίας Χριστοῦ καὶ διδάσκαλον. Τῶν γὰρ εἰδώλων τὴν πλάνην κατήργησας, φῶς ἀληθείας κηρύξας τοὶς ἔθνεσιν. Ὅθεν, ἅγιε ἱεράρχα Ἠρακλείδιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Η Αγία Ευφημία έζησε στους χρόνους της βασιλείας του Διοκλητιανού ( 284-305 μ.Χ.) και καταγόταν από τη Χαλκηδόνα. Ο πατέρας της ονομαζόταν Φιλόφρων και ήταν πλούσιος συγκλητικός, η δε μητέρα της ονομαζόταν Θεοδωρησιανή κι ήταν γυναίκα ευσεβής και φιλάνθρωπος.
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η τελευταία βυζαντινή αναγέννηση ήταν μια εποχή ,οπού το κράτος κατέρρεε αλλά η μάθηση ποτέ δεν ακτινοβολούσε πιο εκτυφλωτικά.[1] Μέσα από αυτή την πρόταση, εκφράζεται με τον καλύτερο τρόπο η εντονότατη αντίθεση που παρουσιάζονταν τους τελευταίους δύο αιώνες της άλλοτε ακμάζουσας Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Γνήσιο τέκνο αυτής της εποχής είναι και το πρόσωπο που παρουσιάζεται σε αυτήν ομώνυμη μελέτη ο Κυπριανός, μητροπολίτης Κιέβου και Ρωσίας. Πρωτογενής πολύτιμη πηγή έρευνας για τον Κυπριανό, αποτέλεσε η διδακτορική διατριβή του ομότιμου καθηγητή κυρίου Α. Αιμ. Ταχιάου. Ο τίτλος της είναι, «Επιδράσεις του ησυχασμού εις την εκκλησιαστικήν πολιτικήν εν Ρωσία». Το δεύτερο μέρος της οποίας, είναι αφιερωμένο στον Κυπριανό και το έργο του.
Το βιβλίο του John Meyendorff, «Byzantium and the Rise of Russia, A study of Byzantino-Russian relations in the fourteenth century». Το οποίο αποτέλεσε βοήθημα, για την καλύτερη κατανόηση του ιστορικού πλαισίου, μέσα στο οποίο λειτουργεί ο Κυπριανός, αλλά κυρίως τον Βυζαντινό-Ρωσικών σχέσεων του 14ου αιώνα. Οι «Έξι βυζαντινές προσωπογραφίες»,του Dimitri Obolensky επίσης εμπλούτισε την έρευνα, φέρνοντας στο φως νέα βιογραφικά στοιχεία για τον Κυπριανό. Ο συγγραφέας είναι άριστος γνώστης τον πρωτότυπων στοιχείων της σλαβολογικής έρευνας του δευτέρου μισού του 20ου αιώνα. Πολύτιμα εργογραφικά στοιχεία προσέφερε το βιβλίο του κυρίου Α.-Α, Ταχιάου με τίτλο «Βυζάντιο-Σλάβοι-Άγιον Όρος, Αναδρομή σε αμοιβαίες σχέσεις και επιδράσεις».
2. ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Υπήρξε έντονη βυζαντινή πολιτισμική εξάπλωση σε όλη την μη ελληνόφωνη ορθόδοξη ανατολική Ευρώπη. Οι σχέσεις που είχαν αναπτυχθεί και οικοδομηθεί μεταξύ αυτών των χωρών και του Βυζαντίου, κρατούν τις ρίζες τους ήδη από τον 9ο αιώνα. Οι σχέσεις αυτές οφείλονταν κατά κύριο λόγω στις αμυντικές ανάγκες της εξωτερικής πολιτικής της αυτοκρατορίας[2].
Τον 14ο αιώνα η ησυχαστική κίνηση, υπήρξε μία από τις λαμπρότερες εκφάνσεις ζωτικότητας της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Οι Ησυχαστές δεν ενδιαφέρονταν μόνο για την ασκητική ζωή και πνευματικότητα, αλλά είχαν έντονο ενδιαφέρον για θέματα εκκλησιαστικής διακυβέρνησης [3]. Η βυζαντινή εξωτερική πολιτική του 14ου αιώνα, ήταν ανήμπορη να ασκήσει οποιαδήποτε σοβαρή εξωτερική επιρροή στα υπόλοιπα ορθόδοξα κράτη. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναλαμβάνει να καλύψει αυτό το κενό, αναδεικνύεται σε φορέα της πλούσιας παράδοσης του Βυζαντίου στον υπόλοιπο ορθόδοξο κόσμο.
Κατά το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα θιασώτες αυτών των παραδόσεων, είναι οι Ησυχαστές Πατριάρχες με κυριότερο το Φιλόθεο[4]. Την περίοδο αυτή ο οικουμενικός ρόλος του Πατριαρχείου, εκφράζεται από τα έγγραφα που ορίζονται, ως «κηδεμονία πάντων».
Oι μοναχοί, κυρίως οι Σλάβοι, αποτελούσαν τα όργανα μιας πανορθόδοξης πολιτικής. Ο στόχος της οποίας ήταν να πείσει τους ηγέτες των σλαβικών ορθοδόξων λαών να συνδράμουν στην αυτοκρατορία με όπλα και χρήματα. Η διάδοση στην ανατολική Ευρώπη της πίστης στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, εστιάζεται στην πεποίθηση πως είναι η πνευματική κεφαλή του μοναδικού σώματος της ορθόδοξης χριστιανοσύνης [5].
Επιστρέφοντας στον Κυπριανό το Βελίκο Τύρνοβο, το οποίο βρίσκεται στην βορειοανατολική Βουλγαρία, ήταν η γενέτειρα του. Το Τύρνοβο, κατέστη πρωτεύουσα του δεύτερου Βουλγαρικού κράτους το 1186, επί της βασιλείας του Ιωάννου Ασέν [6]. Η τεράστια ακμή του επιτελείται επί ημερών Ιωάννου Αλεξάνδρου (1331-1371), οπότε φθάνει και στο απόγειο της δόξας του. Το Τύρνοβο ανεδείχθει σε σημαντικό πνευματικό κέντρο, στις βιβλιοθήκες και στα πνευματικά εργαστήρια του οποίου, μεταφράζονταν πλήθος ελληνικών βιβλίων από τον κύκλο των μαθητών του Γρηγορίου του Σιναΐτη στην μονή του Κελιφάρεβο, λειτούργησε εποικοδομητικά στην πνευματική άνθηση της περιοχής [7]. Οι ησυχαστικές επιδράσεις της μονής του Κελιφάρεβο, αλλά και η αγάπη του τσάρου Ιωάννου Αλεξάνδρου για τα γράμματα, ανέδειξαν το Τύρνοβο σε σημαντικό πνευματικό κέντρο [8].
Το Άγιον Όρος του 14ου αιώνα, θεωρούνταν εκείνη την εποχή ως κέντρο της Ορθόδοξης παράδοσης [9]. Ο Κυπριανός υπήρξε για μερικά χρόνια μοναχός στο Άγιον Όρος. Η ησυχαστική προσευχή, η καλλιέργεια της χριστιανικής παιδείας και η αναγνώριση των θέσεων του Παλαμά, προσέλκυαν πλήθος Σλάβων μοναχών εκεί. Υπήρξε από τα κορυφαία μεταφραστικά κέντρα ελληνικών βιβλίων, στις σλαβικές γλώσσες αλλά και στην ρουμανική.
Ο κοσμοπολιτισμός και οι επιδράσεις που αποτυπώθηκαν στο χαρακτήρα του Κυπριανού από το Άγιον Όρος, ενδυναμώθηκαν από την παραμονή του δίπλα στον Πατριάρχη Φιλόθεο [10]. Οι υποστηρικτές του Βυζαντίου και της πανορθόδοξης ιδέας στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα, ανήκαν όλοι στο ησυχαστικό κίνημα. Η εμφάνιση του μεγάλου δουκάτου της Λιθουανίας και του πριγκιπάτου της Μόσχας, το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα, επηρέασαν σημαντικά τα εκκλησιαστικά ζητήματα της περιοχής σε τεράστιο βαθμό. Το ισχυρότερο σύμβολο της συνέχειας των παραδόσεων της Κωνσταντινούπολης, αποτελούσε ο προκαθήμενος της μητροπολίτης Ρωσίας [11]. Η μητρόπολη έστελνε συχνά στο Πατριαρχείο οικονομικές εισφορές, συχνά μεγάλης αξίας. Η αναγόρευση κάθε νέου αποτελούσε ,αφορμή σημαντικών δωρεών από πλευράς Ρώσων ηγεμόνων προς την Κωνσταντινούπολη.
Τα πλούσια εισοδήματα της μητρόπολης αποτελούσαν βαθειά οικονομική ανάσα για την παρηκμάζουσα αυτοκρατορία. Σημαντική συνεισφορά σ΄αυτές τις, είχαν οι εκάστοτε μητροπολίτες Ρωσίας οι οποίοι στην πλειοψηφία τους, ήταν Έλληνες [12]. Η ησυχαστική κίνηση στη Ρωσία εισήχθη επισήμως από τον Κυπριανό, μητροπολίτη Κιέβου και Μόσχας [13]. Προσπάθησε να συνενώσει τους Ορθόδοξους Σλάβους σε μια νεοφανή νομιμοφροσύνη προς την Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, αντιμετωπίζοντας σοβαρές εθνικιστικές και αποσχιστικές δυνάμεις [14]. Η Λειτουργία, η Υμνογραφία της τοπικής Ρωσικής εκκλησίας, έχει έντονο Βυζαντινό αντίκτυπο, τον διοικητικό μηχανισμό της οποίας κατεύθυνε ο εκάστοτε μητροπολίτης [15].
* * * * * *
[1] S. Runciman, The Last Byzantine Renaissance, Cambridge 1970, σ.7.
[2] D. Obolensky, Προσωπογραφίες, σ.282.
[3] A.-A.Ταχιάος, Επιδράσεις, σ.15.
[4] J. Meyendorff, Byzantium, σσ.346-348.
[5] D. Obolensky, Προσωπογραφίες, σσ.291-292.
[6] G. Songeon, Historie de la Bulgarie, Paris 1913, σσ.228-289.
[7] A.-A. Ταχιάος, Επιδράσεις, σ.65.
[8] E.Turdeanu. La litterature bulgare du XIV veke et sa diffusion eux pays romains, Paris 1947, σ.115.
[9] Α.-Α. Ταχιάος, Επιδράσεις, σ.72.
[10] D. Obolensky, Προσωπογραφίες, σσ.288-289.
[11] D. Obolensky, Προσωπογραφίες, σσ.292-295.
[12] J. Meyendorff, Byzantium, σ.117.
[13] Α.-Α. Ταχιάος, Επιδράσεις, σ.61.
[14] D. Obolensky, Προσωπογραφίες, σ.282.
[15] J. Meyendorff, Byzantium, σ.346.
3. ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Ο Κυπριανός γεννήθηκε στο Βελίκο Τύρνοβο της Βουλγαρίας το 1331, σύμφωνα με την γενική άποψη.[1] Ήταν Βούλγαρος, όπως μας πληροφορεί ο σύγχρονος του Γρηγόριος Τσάμπλακ.[2] Μέχρι και το 1968, υπήρχε η εντύπωση ότι ο Κυπριανός ήταν θείος του Γρηγορίου, με βάση την φράση (ο Κυπριανός ήταν αδελφός του πατέρα μας).[3] Η πρόταση αυτή βρίσκεται στο εγκώμιο του Γρηγορίου για τον Κυπριανό. O γερμανός σλαβολόγος Johannes Holthusen, στο σλαβολογικό συνέδριο της Πράγας το 1968, ερμήνευσε τη φράση με την πνευματική της σημασία. Τονίζεται από τον ίδιο, ότι η «αδελφική» σχέση, αναφέρεται στην πνευματική σχέση του Κυπριανό με τον σύγχρονο του Πατριάρχη Βουλγαρίας Ευθύμιο.[4]
Δεν γνωρίζουμε το βαπτιστικό του όνομα, καθώς το Κυπριανός είναι το εκκλησιαστικό. Γίνεται φανερό από τα παραπάνω, ότι θα πρέπει να αφαιρεθεί το επώνυμο Τσάμπλακ, από τον Κυπριανό. Δεν γνωρίζουμε τίποτα από το οικογενειακό του υπόβαθρο. Οι Τσάμπλακ ήταν αριστοκρατική οικογένεια, πιθανότατα αρμενικής καταγωγής, η οποία είχε παρακλάδια στη Βουλγαρία και το Βυζάντιο.[5]
Για τα πρώτα σαράντα χρόνια της ζωής του, δεν γνωρίζουμε πολλά. Ένα βυζαντινό χειρόγραφο μας πληροφορεί ότι ο Κυπριανός, ήταν «οικείος» καλόγερος του Πατριάρχη Φιλόθεου, που απολάμβανε την απόλυτη εμπιστοσύνη του.[6] Υπήρξε πιθανόν παλαιότερα μοναχός στην βουλγαρική ησυχαστική μονή του Κελιφάρεβο, άλλα έλαβε την μοναστική του εκπαίδευση στο Άγιον Όρος.[7]
Το 1371 ο Πατριάρχης Φιλόθεος έλαβε επιστολή διαμαρτυρίας από τον Μεγάλο Δούκα των Λιθουανών Ότγκερντ. Τα παράπονα του Ότγκερντ είχαν ως αποδέκτη τον μητροπολίτη Κιέβου και Μόσχας Αλέξιο, τον οποίο κατηγορεί για πλήρη αδιαφορία προς την υπόλοιπη επικράτεια που περιλάμβανε και την Λιθουανία. Ο Φιλόθεος έστειλε ως απεσταλμένο του, τον Κυπριανό στο Κίεβο το 1373. Σκοπός του ταξιδιού του ήταν να πείσει τον Αλέξιο να επισκεφθεί και το υπόλοιπο της επικράτειας του, οι προσπάθειες του επέβησαν άκαρπες. Οι Λιθουανοί ζητούσαν, ξεχωριστό μητροπολίτη με πρεσβεία που έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη.[8]
Ο Φιλόθεος βλέποντας να απειλείται η ενότητα της εκεί τοπικής εκκλησίας, διόρισε τον Κυπριανό μητροπολίτη Κιέβου και Λιθουανίας, μετά τον θάνατο του Αλεξίου. Η χειροτονία του έλαβε χώρα στις 2 Δεκεμβρίου του 1375 στην Κωνσταντινούπολη, ήταν όμως αντικανονική από πλευράς κανονικότητας της Εκκλησίας. Με βάση τα πρακτικά των Πατριαρχικών συνόδων του 1380 και 1389 υπάρχει πλήρης διαφωνία, ως προς την κανονικότητα αυτής της εκλογής αλλά και σε θέματα ουσίας.[9]
Η δύσκολη περίοδος για τον Κυπριανό ξεκίνησε μετά τον θάνατο του Αλεξίου το 1378 και διήρκησε δώδεκα χρόνια. Ο Κυπριανός μετά τον θάνατο του Αλεξίου ξεκίνησε το ταξίδι του με προορισμό την Μόσχα για να καταλάβει την χηρεύουσα θέση. Στο δρόμο του για την Μόσχα αισθάνθηκε ανεπιθύμητος από τις κρατικές αρχές της πόλης, ιδιαίτερα από τον Μέγα Πρίγκιπα της Μόσχας, Δημήτριο. Αντιμετώπισε εμπόδια, αλλά κατόρθωσε να φθάσει εκεί, από άλλον παρακαμπτήριο δρόμο. Συνελήφθη, υποβλήθηκε σε εξευτελισμούς και εκδιώχθηκε από την Μόσχα, καθώς ο Δημήτριος τον κατηγορούσε, ως πράκτορα των Λιθουανών.[10]
Επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, τον περίμενε νέα απογοήτευση, ο νέος Πατριάρχης Νείλος διόρισε τον Ποιμένα μητροπολίτη Κιέβου και Μεγάλης Ρωσίας. Ο Κυπριανός, συγκαταβατικά διατήρησε στην δικαιοδοσία του, την Εκκλησία της Λιθουανίας, γεγονός που τον πίκρανε ιδιαίτερα, όπως και ο ίδιος αποκαλύπτει σε επιστολές του.[11]
Το 1381, ησυχαστές προσκείμενοι στον Κυπριανό, τον κάλεσαν να αναλάβει εκ νέου την ηγεσία της Μοσχοβίτικης εκκλησίας, με πρωτοβουλία του μοναχού Θεόδωρου. Η προτροπή αυτή δεν είναι τυχαία, καθώς προήλθε από την έντονη επιρροή που ασκούσαν οι ησυχαστές στον πρώην «εχθρό» του Κυπριανού πρίγκιπα Δημήτριο.[12] Ο κόσμος τον υποδέχθηκε με θερμό τρόπο στην Μόσχα, οπού Κυπριανός στράφηκε στην συγγραφή.
Ένα χρόνο αργότερα, το 1382 οι Τάταροι έφθασαν έξω από τα τείχη της Μόσχας, ο Κυπριανός πιθανόν λιποψυχώντας έφυγε στην εχθρική προς την Μόσχα, αλλά ασφαλή πόλη Τβερ.[13] Ο πρίγκιπας Δημήτριος οργισμένος εκδίωξε τον Κυπριανό, ο οποίος βρήκε καταφύγιο στο Κίεβο. Ο Ποιμήν τοποθετήθηκε εκ νέου μητροπολίτης Κιέβου και Μόσχας τον Οκτώβριο του 1382, αφού συκοφαντήθηκε συστηματικά από τον Πατριάρχη Νείλο, ο Κυπριανός. Το 1389 αποφασίστηκε από Σύνοδο η οποία προήλθε από τον Πατριάρχη Αντώνιο, η παλινόρθωση στο θρόνο της Μόσχας του Κυπριανού.[14]
Επιστρέφοντας το 1390 στην έδρα του, είχε ως στόχο του την μεγαλύτερη σύνδεση των υπολοίπων σλαβικών ορθοδόξων εκκλησιών, με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ως άξονας αυτής της εκκλησιαστικής διπλωματίας, ήταν η αδιαίρετη «Μητρόπολη Κιέβου και Πασών των Ρωσίων», με έδρα την Μόσχα.[15]
Δεν υπάρχουν λεπτομερής πληροφορίες για τα τελευταία δεκαέξι χρόνια της ζωής του. Η προσφορά του σίγουρα ήταν χρήσιμη για την εξασφάλιση των απαραίτητων πόρων, κατά την τουρκική πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από το 1394 ως το 1402.[16] Ο Κυπριανός πέθανε στην εξοχική του κατοικία στα περίχωρα της Μόσχας στις 16 Σεπτεμβρίου του 1406. Τιμάται ως Άγιος, από την Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία.[17]
4. ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Ο Κυπριανός έχει εξέχουσα θέση στην Ιστορία των ρωσικών γραμμάτων. Διασώθηκαν χειρόγραφα που αντιγράφηκαν από τον ίδιο, κυρίως μεταφράσεις από τα ελληνικά στην εκκλησιαστική Σλαβονική. Το Ψαλτήριο, τα έργα του ψευδο-Διονύσιου, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της Ρωσικής Λειτουργικής. Εισήγαγε τη νέα διάταξη της λειτουργίας του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, η οποία ήταν τρέχουσα σε χρήση στο Βυζάντιο. Μετέφρασε την Κλίμακα του Αγίου Ιωάννου, ανασύνταξε το Ρωσικό Συνοδικό για την Κυριακή της Ορθοδοξίας,[18] έγραψε για τον Βίο του Αγίου Πέτρου,[19] (1308-1326) μητροπολίτη της Μόσχας, του τρίτου προγενέστερου από αυτόν. Τα τρία παραπάνω έργα του θα παρουσιάσουμε εκτενέστερα στην συνέχεια.
Τον Βίο του Αγίου Πέτρου της Μόσχας, τον έγραψε ο Κυπριανός το 1381. Περιέχει αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία, οι σταδιοδρομίες τους παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες. Εκδιώχθηκαν παράνομα από τις έδρες τους, συκοφαντήθηκαν από τους εχθρούς τους στις αρχές της Κωνσταντινούπολης, αλλά και ενθρονίστηκαν ξανά μητροπολίτες στη Μόσχα.[20]
Η Κλίμακα εισήλθε στις ηγεμονικές αυλές των σλαβικών χωρών, σαν βασικό πνευματικό εγχειρίδιο, αμέσως μετά τον εκχριστιανισμό τους. Από τον 13ο αιώνα γνώρισε διάδοση η οποία κορυφώθηκε τον 14ο αιώνα, στην εξάπλωση της συντέλεσε και ο Γρηγόριος Σιναϊτης. Η Κλίμακα παρείχε ένα στάδιο άσκησης και τελείωσης για την νοερά προσευχή, μέσω αυτής στην μέθεξη των ενεργειών.[21] Ο Κυπριανός τελείωσε το χειρόγραφο το 1387 στη Μονή Στουδίου, το οποίο έφερε το 1390 στην Μόσχα, το οποίο είχε αξιόλογη και περίτεχνη διακόσμηση. Αντιγράφηκε και διαδόθηκε ευρύτατα, γινόμενο ένα προσφιλές ανάγνωσμα των μοναχών και των κληρικών.[22]
Το Ρωσικό Συνοδικό της Ορθοδοξίας, εισήχθη στην Ρωσία σε προγενέστερη εποχή, πρόκειται για ομολογιακό κείμενο. Η μορφή του όμως δεν αντιστοιχούσε σε αυτό που ήταν σε χρήση στην Κωνσταντινούπολη, ο Κυπριανός αποφάσισε να το βελτιώσει.
Σε μια επιστολή που έστειλε στον κλήρο της πόλης Ψκωφ το 1395, τους πληροφορεί ότι τους στέλνει το σωστό Συνοδικό. Το Συνοδικό που διαβάζονταν στο Πατριαρχείο. Σ΄ αυτό προστέθηκε, το πώς θα πρέπει να μνημονεύονται οι αυτοκράτορες και ηγεμόνες ζώντες και νεκροί. Περιχαράκωνε την διδασκαλία των Ησυχαστών και την καθιέρωνε στην εκκλησία ως επίσημη θέση της.[23]
5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Στόχος της παρούσης εργασίας, ήταν μια πρώτη γνωριμία με μια προσωπικότητα που τιμάται ως Άγιος για το έργο που προσέφερε στον ανατολικό σλαβικό κόσμο. Εισήγαγε τον Ησυχασμό στην Ρωσία, αγωνίστηκε για να συνενώσει τον σλαβικό κόσμο, κάτω από την σκέπη του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ο Κυπριανός αντιμετώπισε αρκετά εμπόδια στη πορεία του ως μητροπολίτης Κιέβου και Μόσχας, γνώρισε διωγμούς, με την κατηγορία του πράκτορα των Λιθουανών από τον ηγεμόνα της Μόσχας Δημήτριο το 1378. Αλλά και το 1381 αμέσως μετά την πολιορκία της Μόσχας από τους Τάταρους, λόγω της λιποψυχίας που επέδειξε με την διαφυγή του Κυπριανού στην εχθρική προς την Μόσχα, πόλη Τβερ. Κατάφερε με την υπομονή και επιμονή του να υπερκεράσει αυτά τα εμπόδια. Αντιμετωπίστηκε θερμά από τους Πατριάρχες Φιλόθεο και τον Αντώνιο Δ΄, αλλά ιδιαιτέρως αρνητικά από τον Νείλο.
Παρουσιάζεται το πνευματικό του έργο εν συντομία, μεταφραστικό και αντιγραφικό. Η προσφορά του στην εκκλησιαστική Υμνογραφία και Λειτουργική της Ρωσικής εκκλησίας, αποτελεί σημαντική προσθήκη στην πνευματική παρακαταθήκη του 14ου αιώνα.
* * * * * *
[1] E. Golubinsky, Istoriya russkoy tserkvi, τομ.2/1, Μόσχα 1990, σσ. 298-299.
[2] Α.-Α. Ταχιάος, Επιδράσεις, σ.62,σημ. 1.
[3] Pokhvalno slovo za Kipriyan,185 ”brat beache nachem otsu”.
[4] M.Braun, Slavistisvhe Studien sum VI.International slavistenkongress in Prag, Munchen 1968, σσ.378-382.
[5] Γ.Ι. Θεοχαρίδης, «Οι Τζαμπλάκωνες», Μακεδονικά 5(1961-1963)1990, σσ. 125-189.
[6] APC, τομ.2, σ.118.
[7] V. Kiselkov, Sv. Teodosy Turnovski, Σόφια 1926, σ.34.
[8] D. Obolensky, Προσωπογραφίες, σσ. 296-298.
[9] APC, τομ.2, σσ.116-129.
[10] G.M. Prokhorov, Povesto Mityae:Rusi Vizantiya v epokhu,kylikovskoy bity, Leningrad 1978, σσ.195-201.
[11] ΑPC,τομ.2,σσ.12-18.
[12] D. Obolensky, Προσωπογραφίες,σ.309.
[13] D. Obolensky, Προσωπογραφίες,σ.311.
[14] APC, τομ2, σσ.121-123.
[15] D. Obolensky, Προσωπογραφίες, σσ.314-315.
[16] D. Obolensky, Προσωπογραφίες, σ. 320.
[17] D. Obolensky, Προσωπογραφίες, σ. 324.
[18] D. Obolensky, Προσωπογραφίες, σσ. 321-322.
[19] D. Obolensky, Προσωπογραφίες, σ. 309.
[20] D. Obolensky, Προσωπογραφίες, σσ. 323-326.
[21] Α.-Α. Ταχιάος, Βυζάντιο, σσ. 174-176.
[22] Α.-Α. Ταχιάος, Βυζάντιο, σσ. 178-179.
[23] Α.-Α. Ταχιάος, Βυζάντιο, σσ. 205-206.
Πηγή: Πεμπτουσία
ΣΗΜΕΡΑ ἡ Ἐκκλησία μας ὑψώνει καὶ προβάλλει τὸν τίμιο σταυρό. Πρὸ Χριστοῦ ὁ σταυρὸς προκαλοῦσε φρίκη, διότι ἦταν ὄργανο θανατικῆς ἐκτελέσεως. Μὲ τὴ θυσία ὅμως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἄλλαξε τελείως· ἔγινε «κοσμοπόθητος» (ὑμνολογ.).
Όλες οι Οικουμενικές Σύνοδοι είχαν ως κύριο αντικείμενο την αντιμετώπιση αιρέσεων, που αφορούσαν το πρόσωπο του Υιού και Λόγου του Θεού. Έτσι, η Εκκλησία είχε να αντιμετωπίσει την θεότητα ή μη του Χριστού, την ομοιότητα, ανομοιότητα ή την ομοουσιότητά του προς τον Πατέρα, το αν το πρόσωπό του είναι θεϊκό ή ανθρώπινο, το εάν έχει δυο φύσεις ή μία, δυο θελήσεις ή μια, το αν επιτρέπεται η απεικόνισή του ή όχι και άλλες δευτερεύουσες θέσεις και απόψεις.
Η ΣΤ΄ Σύνοδος ασχολήθηκε με τον αν ο Χριστός έχει δυο θελήσεις και ενέργειες ή μια και δέχτηκε τις θέσεις των αγίων Μαξίμου ομολογητή, Ιωάννη Δαμασκηνού και Σωφρονίου Ιεροσολύμων, για τις δυο θελήσεις και τις δυο ενέργειες.
Για πρώτη φορά σε Οικουμενική Σύνοδο έχουμε καταδίκη Πάπα της Ρώμης, αλλά και πληθώρας Πατριαρχών Κ/Πόλεως, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας και αυτό το γεγονός δείχνει, ότι η Εκκλησία "δεν αστειεύεται".
Επίσης, για πρώτη φορά αναγνωρίστηκε πλήρως η θεότητα του αγίου Πνεύματος και η ομοουσιότητά του προς τον Πατέρα, παρεδέχθη δε η Σύνοδος, ότι δογματίζει «απλανώς», αλλά ουχί «αλαθήτως».
ΣΤ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ
Η ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη το 680 μ.Χ. (7.11.680-17.11.681) στην Κ/Πολη από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Δ΄ Πωγωνάτο, με σκοπό την καταδίκη της αίρεσης του Μονοθελητισμού και Μονοενεργητισμού. Στη Σύνοδο μετείχαν 174 Επίσκοποι, μεταξύ των οποίων οι: ΚΠόλεως Γεώργιος, οι αντιπρόσωποι του Πάπα Αγάθωνα, πρεσβύτεροι Θεόδωρος και Γεώργιος και ο Διάκονος Ιωάννης, ο Αντιοχείας Μακάριος με τον μαθητή του Στέφανο (που καθηρέθησαν ως αιρετικοί), ο νεοεκλεγείς Αντιοχείας Θεοφάνης, ο αντιπρόσωπος του Αλεξανδρείας πρεσβύτερος Πέτρος, ο αντιπρόσωπος του Ιεροσολύμων πρεσβύτερος Γεώργιος, τρεις Ιταλοί Επίσκοποι (Πόρτου, Πατέρνου, Ρηγίου), οι: Εφέσου Θεόδωρος, Ηρακλείας Σισίννιος, Κυζίκου Γεώργιος, Νικομηδείας Πέτρος, Νικαίας Φώτιος, Χαλκηδόνος Ιωάννης κ.ά.
Οι εναπομείναντες Μονοφυσίτες δίδασκαν, ότι ο Χριστός είχε μια θέληση και μια ενέργεια και η διδασκαλία αυτή είναι γνωστή ως Μονοθελητισμός και Μονοενεργητισμός. Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος στράφηκε σ’ αυτούς επωφελούμενος από την απελευθέρωσή τους από τους Πέρσες, αλλά και από τον επαπειλούμενο Αραβικό κίνδυνο. Οι Μονοφυσίτες όμως δέχοντο με την προϋπόθεση να δεχτούν οι Ορθόδοξοι, ότι ο Χριστός έχει μια θέληση και μια ενέργεια. Ο Ηράκλειος ζήτησε τη συμβουλή του Σύρου Πατριάρχη Κ/Πόλεως Σέργιου, ο οποίος συγκατένευσε και μάλιστα συμπαρέσυρε και τους: Ρώμης Ονώριο, Φαράν Θεόδωρο και Φάσιδος Κύρο.
Ο Ηράκλειος έπεισε τους επισκόπους βασιζόμενος στη διδασκαλία του Διονυσίου Αρεοπαγίτη για τη μια «θεανδρική ενέργεια» του Χριστού. Γράφει ο άγιος Διονύσιος σε επιστολή του στον μοναχό Γάιο (Δ΄):
«Και το λοιπόν, ου κατά Θεόν τα θεία δράσας, ου τα ανθρώπεια κατά άνθρωπον, αλλ’ ανδρωθέντος θεού, καινήν τινα την θεανδρικήν ενέργειαν ημίν πεπολιτευμένος.»
Κατά τον Αντιοχείας Σεβήρο πρόκειται για μια ενέργεια, ενώ για τον άγιο Διονύσιο (ψευδο-Διονύσιο) είναι δυο, που εκφράζεται ως μια θεανθρώπινη ενέργεια.
Μια παραπλήσια διατύπωση βλέπουμε και στον δικό μας καθηγητή Π. Χρήστου. Στο έργο του, Εκκλησιαστική Γραμματολογία, καταγράφει:
«Κατά ταύτα ο Χριστός, ως συνιστάμενος εκ δυο φύσεων, έχει δυο φυσικά θελήματα, ως αποτελών δε ενιαίον πρόσωπον έχει ενιαίον γνωμικόν θέλημα, ενιαίαν δύναμιν εκλογής.»
Στο κείμενο αυτό υπάρχει μια σύγχυση. Ο Χριστός παρουσιάζεται έχοντας «ενιαίο πρόσωπο». Αυτή η έκφραση είναι απαράδεκτη και φυσικά μπορεί να δημιουργήσει χίλιες δυο παρερμηνείες και νεστοριανικές παραστάσεις. Το δόγμα της Χαλκηδόνας λέγει ότι ο Χριστός έχει ένα πρόσωπο, ενώ το «ενιαίο» είναι κάτι άλλο και ανήκει μάλλον στο Νεστοριανισμό. Έπειτα εκτός από το «ενιαίο», υπάρχει και «ενιαίο γνωμικό θέλημα», οπότε ο Χριστός παρουσιάζεται να έχει τρία θελήματα: δυο φυσικά και ένα «ενιαίο γνωμικό θέλημα». Η πατερική όμως θεολογία απορρίπτει το γνωμικό θέλημα, ως θέλημα του Χριστού.
Ο Ηράκλειος εξέδωσε το 638 διάταγμα, την «Έκθεση», με το οποίον επέβαλλε τον Μονοθελητισμό και απηγορεύετο κάθε συζήτηση γύρω από τις δυο θελήσεις. Το διάταγμα αποδέχθηκαν οι: Κ/Πόλεως Σέργιος, Αλεξανδρείας Κύρος, Αντιοχείας Μακάριος, ενώ αντετάχθη ο Ιεροσολύμων Σωφρόνιος με τη συνοδική επιστολή του 634, την οποίαν συνοδική αυτή επιστολή ενέκρινε η Σύνοδος και την ψήφισε, ως αυθεντικό δογματικό κείμενο.
Εκτός του αγίου Σωφρονίου, αγώνα κατά του Μονοθελητισμού ανέλαβε και ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής με τη βοήθεια της Ρώμης, στο πρόσωπο των Παπών: Θεοδώρου Α΄, Ιωάννη Δ΄, που καταδίκασε την αίρεση με τη σύνοδο της Ρώμης το 641, Μαρτίνου Α΄, Ευγένιου Α΄ και Βιταλιανού, εκ των οποίων ο τρίτος καταδίκασε τον Μονοθελητισμό στη σύνοδο του Λατερανού το 649 και εκ του λόγου αυτού μαρτύρησε. Ο Κ/Πόλεως Πέτρος είχε μάλιστα διακόψει κοινωνία με τη Ρώμη, λόγω της απόρριψης της αίρεσης από αυτήν.
Ο νέος αυτοκράτορας Κώνστας Β΄ και αφού οι χώρες των Μονοφυσιτών είχαν καταληφθεί από τους Άραβες απέσυρε την «Έκθεση» του Ηράκλειου, εκδίδοντας τον «Τύπον», που απαγόρευε κάθε θεολογική συζήτηση για μια ή δυο θελήσεις, χωρίς όμως να επιτύχει ειρήνευση στη διαμάχη αυτή.
Οι Πάπας Μαρτίνος και Μάξιμος Ομολογητής συνελήφθησαν και δικάστηκαν στην Κ/Πολη, γιατί αρνήθηκαν τον «Τύπον». Και οι δυο εξορίσθηκαν και απέθαναν από τις κακουχίες. Μετά τη δολοφονία του Κώνσταντα Β΄, ανέλαβε ο Κων/νος Δ΄ Πωγωνάτος, ο οποίος αποφάσισε τη σύγκλιση Οικουμενικής Συνόδου το 680, για την καταδίκη του Μονοθελητισμού.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονισθεί η συμβολή του πάπα Αγάθωνα στην προετοιμασία της Συνόδου. Έτσι καταγράφεται, ότι Ρώμης άγιος Αγάθωνας (20 Φεβρουαρίου) (678-681), με την ευκαιρία που του δόθηκε, άσκησε και τόνισε ιδιαίτερα το Πρωτείο εξουσίας. Επί ποιμαντορίας του καταργήθηκε η «λογία» (Κορ. Α΄ 16. 1) για την επικύρωση της εκλογής του από τον αυτοκράτορα. Έκτοτε, η επικύρωση δεν συνοδευόταν από το τεράστιο χρηματικό ποσό που δινόταν στον αυτοκράτορα για την επικύρωση αυτή (σιμωνία;). Ενεργοποίησε την επιστολή του Κων/νου Δ΄ Πωγωνάτου, για τη σύσταση θεολογικών επιτροπών Ανατολικών και Δυτικών και την επίλυση του σχίσματος της Ραβέννας και της αίρεσης του Μονοενεργητισμού. Επ’ αυτών των θεμάτων παρακαλούσε ο αυτοκράτορας τον Πάπα να συγκαλέσει Οικουμενική Σύνοδο για την επίλυσή τους. Ο Πάπας δέχθηκε τη πρόταση και συγκάλεσε τοπική Σύνοδο στη Ρώμη για την προετοιμασία της Οικουμενικής Συνόδου, η οποία συνεκλήθη στην Κων/πολη ως ΣΤ΄ Σύνοδος και καταδίκασε τον Μονοθελητισμό και Μονοενεργητισμό.
Η Σύνοδος ξεκίνησε τις εργασίες της στις 7 Νοεμβρίου 680 και τις τερμάτισε στις 16 Σεπτεμβρίου 681, καταδίκασε δε τον Μονοθελητισμό, δηλ. ότι υπάρχει μια θέληση και μια ενέργεια στο Χριστό και αναθεμάτισε τους πρωτεργάτες: Πάπα Ρώμης Ονώριο Α΄, Πέργης Απέργιο και κάποιο Πολυχρόνιο, Πατριάρχες ΚΠόλεως: Σέργιο, Πύρρο, Παύλο, Πέτρο, Αλεξανδρείας Κύρο, Αντιοχείας Μακάριο και το μαθητή του Στέφανο και Φαράν Θεόδωρο, μετά των οπαδών αυτών. Βάση της δογματικής διδασκαλίας και θεολογίας της ΣΤ΄ Οικουμενικής αποτελεί η Δογματική και Χριστολογική διδασκαλία του αγίου Μαξίμου, δηλ. ότι στο Χριστό υπάρχουν δυο φυσικά θελήματα και ενέργειες και ότι δεν υπάρχει γνωμικό θέλημα σ’ αυτόν.
Η Σύνοδος επικύρωσε τις προηγούμενες πέντε Οικουμενικές Συνόδους, θεώρησε δε εαυτήν ως Οικουμενικήν. Εξέδωσε Όρο Πίστεως, στον οποίον καθορίζονται σαφώς οι δυο φυσικές θελήσεις και οι δυο φυσικές ενέργειες του Χριστού «αδιαιρέτως, ατρέπτως, αμερίστως, ασυγχύτως» λογιζόμενες. Δεν έχει δε κανένα γνωμικό θέλημα, διότι τούτο (κατά τον άγιο Μάξιμο) είναι κατώτερος βαθμός ελευθερίας, διότι επιτρέπει και τη «γνωμική» αμαρτία. Τη διδασκαλία του αγίου Μαξίμου (που βασίζεται στους προ αυτού Πατέρες, κυρίως Μ. Αθανάσιο και Καππαδόκες) ακολούθησε κατόπιν και ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός. Έτσι, στο ένα πρόσωπο του Χριστού, τη θεότητα, αποδίδονται ιδιώματα των δυο φύσεων, της κτιστής και της άκτιστης, της παθητής και της απαθούς. Η ένωση του Λόγου με τη σάρκα έγινε δια μέσου του νου.
Ο Πάπας Λέων Β΄ βεβαίωσε και δέχθηκε όλα όσα έκαμε η Σύνοδος και μάλιστα αναφέρει, ότι η Σύνοδος επικύρωσε, όσα προηγούμενως είχε αποφασίσει παρόμοια σύνοδος στη Ρώμη, αναθεματίζει δε και ο ίδιος τον προκάτοχό του Ονώριο:
«... ο οποίος αυτή την αποστολική (Ρωμαϊκή) Εκκλησία δεν φώτισε με τη διδασκαλία της αποστολικής παραδόσεως, αλλά άφησε την άσπιλη πίστη να μιανθεί με τη βέβηλη προδοσία.» (Mansi XI, 733A, 1055)
Οι Πάπες Ιωάννης Δ΄, Θεόδωρος και άγιος Αγάθωνας παραβλέπουν την καταδίκη του, ως αιρετικού, ο δε Αδριανός Β΄ προσπαθεί να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Τελικά, η Α΄ Βατικανή σύνοδος (1870) απάλλαξε τον Ονώριο της κατηγορίας και κήρυξε το δόγμα, για το παπικό «αλάθητο».
Ο επόμενος αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β΄ Ρινότμητος υποστήριξε τα της ΣΤ΄ Οικουμενικής, ο ίδιος δε συγκάλεσε το 691 μεγάλη Σύνοδο από 215 Επισκόπους, οι οποίοι υπέγραψαν τις συνοδικές αποφάσεις της ΣΤ΄ και ασχολήθηκαν μόνο με κανονικά ζητήματα, θεωρείται δε αυτή, ως συνέχεια των Ε΄ και ΣΤ΄ Οικουμενικών Συνόδων, οι οποίες δεν εξέδωσαν κανένα κανόνα, αναφέρεται δε ως Πενθέκτη Οικουμενική ή συνέχεια της ΣΤ΄ Οικουμενικής. Εξέδωσε 102 Ιερούς Κανόνες, ορισμένοι των οποίων καταφέρονται κατά πρακτικών της Εκκλησίας της Ρώμης (αγαμία κλήρου, νηστεία Σαββάτου κ.λπ.), τους οποίους υπέγραψαν και οι αποκρισάριοι του Πάπα, πλην όμως αργότερα οι Επίσκοποι Ρώμης δεν αποδέχτηκαν. Αναφέρεται, ότι όταν ο Πάπας Κων/νος Α΄ επισκέφθηκε το 711 την Κ/Πολη, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β΄ τον υποδέχτηκε γονατίζοντας μπροστά του, προφανώς, ως ένδειξη υποταγής με την προοπτική της υπογραφής των Κανόνων της Πενθέκτης. Πράγματι, ο Πάπας υπέγραψε τους μισούς Κανόνες της Πενθέκτης (αυτούς που τον συνέφεραν), πάντως όχι και εκείνον, που έδιδε στον Κ/Πόλεως τα ίσα πρεσβεία τιμής με εκείνα της Ρώμης (λς΄ κανόνας).
Είναι αξιοσημείωτο, ότι η Σύνοδος αυτή άλλαξε την αρχή χρονολόγησης, που υπήρχε μέχρι τότε και είχε καθιερωθεί από την Α΄ Οικουμενική και ήταν από του θανάτου του Μ. Αλεξάνδρου. Έτσι, η Εκκλησία μέχρι της Πενθέκτης Οικουμενικής δεν είχε επίσημα καθορίσει σημείον αναφοράς ως αρχής χρονολόγησης. Βλέπουμε βέβαια, στην Α΄ Οικουμενική τη χρονολόγηση από Αλεξάνδρου. Έτσι, για πρώτη φορά στον γ΄ κανόνα της Πενθέκτης βρίσκουμε αρίθμηση από Κτίσεως Κόσμου (και όχι από Χριστού γεννήσεως) ως έτος 6199 από κτίσεως κόσμου (691 μ.Χ.), θέτουσα έτσι, ως έτος κτίσεως του κόσμου, το έτος 5508 π.Χ:
«…ώστε, τους μεν δυσί γάμοις περιπαρέντας, και μέχρι της πεντεκαιδεκάτης του διελθόντος Ιανουαρίου μηνός της παρελθούσης τετάρτης Ινδικτιώνος, έτους εξακισχιλιοστού εκατοστού εννενηκοστού εννάτου, δουλωθέντας τη αμαρτία, και μη εκνήψαι ταύτης προελουμένους, καθαιρέσει κανονική υποβαλείν.»
Η αρίθμηση αυτή από Κτίσεως Κόσμου διήρκεσε επί 1000 περίπου χρόνια, στην Ανατολή, μέχρις ότου, το Πατριαρχείο Κ/Πόλεως το άλλαξε (αλλάζοντας τον προσδιορισμό χρονολόγησης από Κτίσεως Κόσμου σε χρονολόγηση από Χριστού γεννήσεως) με τον Κύριλλο Α΄ Λούκαρι. Το ερώτημα είναι αν μια Πατριαρχική Σύνοδος μπορεί να αλλάξει χρονολόγηση, που υπάρχει σε Κανόνα μιας Οικουμενικής Συνόδου.
Ο επόμενος αυτοκράτορας Βαρδάνης Φιλιππικός άλλαξε στάση προς το Μονοθελητισμό. Σύνοδος στην Κ/Πολη (υπό τον Κ/Πόλεως Ιωάννη) καταδίκασε την ΣΤ΄ Οικουμενική και αποκατέστησε το Μονοθελητισμό. Η Ρώμη αντέδρασε και η προσπάθεια απέτυχε. Ο νέος αυτοκράτορας Αναστάσιος Β΄ συγκάλεσε Σύνοδο στην Κ/Πολη, η οποία καταδίκασε το Μονοθελητισμό και αποκατέστησε την ΣΤ΄ Οικουμενική.
Μεγάλο ρόλο στη Σύνοδο έπαιξε και η εγκύκλιος του Ιεροσολύμων Σωφρόνιου (634-638), για την Χριστολογία των δυο φύσεων, δυο θελήσεων και δυο ενεργειών, που είχε σαφέστατα διατυπωθεί στην εγκύκλιό του αυτή. Σ’ αυτήν διατυπώνεται επίσης για πρώτη φορά ξεκάθαρα η θεότητα του αγίου Πνεύματος, ότι είναι φως εκ φωτός, Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού, καθώς και η ομοουσιότητα με τον Πατέρα:
«Πιστεύω τοίνυν, μακάριοι, καθάπερ αρχήθεν πεπίστευκα, εις ένα Θεόν, πατέρα, παντοκράτορα, άναρχον παντελώς και αϊδιον, πάντων ορατών τε και αοράτων ποιητήν. Και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού τον μονογενή, τον αϊδίως και απαθώς εξ αυτού γεννηθέντα του Θεού και Πατρός και ουκ άλλην αρχήν ή τον Πατέρα γινώσκοντα, αλλ’ ουδέ αλλόθεν πόθεν ή εκ του Πατρός την υπόστασιν έχοντα, φως εκ φωτός ομοούσιον, Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού συναϊδιον. Εις εν Πνεύμα άγιον, το εκ Θεού Πατρός εκπορευόμενον, το φως και Θεόν και αυτώ γνωριζόμενον, και ον αληθώς Πατρί και Υιώ συναϊδιον, ομοούσιόν τε και ομόφυλον, και της αυτής ουσίας και φύσεως, και ωσαύτως δε και θεότητος.»
Όσα αναφέρονται στην εγκύκλιο αυτή έγιναν δεκτά από τους πατέρες της ΣΤ΄ Οικουμενικής.
Η Σύνοδος επίσης, για πρώτη φορά αναφέρει δι’ εαυτήν ότι δογμάτισε «απλανώς» (και όχι «αλαθήτως»). Ο όρος «απλανής και απλανώς» χρησιμοποιείται στην Ορθόδοξη παράδοση. Οι Σύνοδοι και οι Πατέρες δογμάτισαν «απλανώς» και όχι «αλαθήτως». Πρβλ. Mansi XI, 632A:
«... όρον εξεφώνησαν απλανή» και 632D: «και τη των αγίων και εκκρίτων πατέρων απλανώς ευθεία τρίβω κατακολουθήσασα...»
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
1. Η ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε για την καταδίκη του Μονοθελητισμού και του Μονοενεργητισμού.
2. Η φροντίδα για τη σύγκλιση της Οικουμενικής Συνόδου ανατέθηκε από τον αυτοκράτορα στον Πάπα Ρώμης Αγάθωνα.
3. Ο Πάπας της Ρώμης φρόντισε, με την ευκαιρία που του δόθηκε, να ασκήσει το πρωτείο εξουσίας σ’ όλη την Εκκλησία, όπως οι προ αυτού Πάπες.
4. Στην απόφαση της Συνόδου έχουμε καταδίκη του Πάπα Ρώμης Ονώριου Α΄, η οποία ανεκλήθη από την Α΄ Βατικανή σύνοδο, διότι ήταν εμπόδιο στην καθιέρωση του αλαθήτου του Πάπα από τη σύνοδο αυτή.
5. Για πρώτη φορά σε Οικουμενική Σύνοδο αναγνωρίστηκε επίσημα η Θεότητα του αγίου Πνεύματος, καθώς και η ομοουσιότητά του με τον Πατέρα και ότι είναι και αυτό, Φως εκ Φωτός και Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού.
6. Η Σύνοδος αναφέρει ότι δογμάτισε «απλανώς» και δεν αναφέρει, ότι δογμάτισε «αλαθήτως».
7. Η Πενθέκτη Σύνοδος καθιέρωσε για πρώτη φορά χρονολόγηση από Κτίσεως Κόσμου και άλλαξε τη χρονολόγηση που ίσχυε μέχρι τότε και ήταν από του θανάτου του Μ. Αλεξάνδρου.
(Πηγή: «Η Αγία Έκτη Οικουμενική Σύνοδος», Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας(Ι))
ΟΡΟΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΤΗΣ ΣΤ' ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
Ἡ ἁγία καὶ μεγάλη καὶ οἰκουμενικὴ ἡμῶν Σύνοδος, ἡ κατὰ Θεοῦ χάριν καὶ πανευσεβὲς θέσπισμα τοῦ εὐλαβεστάτου καὶ πιστοτάτου μεγάλου βασιλέως Κωνσταντίνου συναχθεῖσα ἐν ταύτῃ τῇ θεοφυλάκτῳ καὶ βασιλίδι Κωνσταντινουπόλει νέᾳ Ῥώμῃ, ἐν τῷ σεκρέτῳ τοῦ θείου παλατίου τῷ ἐπιλεγομένῳ Τρούλλῳ, ὥρισε τὰ ὑποτεταγμένα.
Ὁ τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς μονογενὴς Υἱός τε καὶ Λόγος ὁ κατὰ πάντα ὅμοιος ἡμῖν χωρὶς ἁμαρτίας γενόμενος ἄνθρωπος Χριστὸς ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ἡμῶν ἐν εὐαγγελικαῖς διαπρυσίως ἐκήρυξε φωναῖς· «᾿Εγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς»[1]· καὶ πάλιν· «Εἰρήνην τὴν ἐμὴν ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν»[2]. Ταύτῃ τοι τῇ θεολέκτῳ τῆς εἰρήνης διδασκαλίᾳ θεοσόφως ὁ πρᾳότατος ἡμῶν βασιλεὺς ὁδηγούμενος, ὁ τῆς μὲν ὀρθοδοξίας ὑπέρμαχος τῆς δὲ κακοδοξίας ἀντίμαχος, τὴν καθ’ ἡμᾶς ἁγίαν ταύτην καὶ οἰκουμενικὴν συναθροίσας ὁμήγυριν τὸ τῆς ἐκκλησίας ἅπαν ἥνωσε σύγκριμα. Ὅθεν ἡ καθ’ ἡμᾶς ἁγία καὶ οἰκουμενικὴ Σύνοδος τὴν ἀπό τινων καὶ ὧδε χρόνων τῆς δυσσεβείας πλάνην πόρρωθεν ἀπελάσασα καὶ τῇ τῶν ἁγίων καὶ ἐκκρίτων Πατέρων ἀπλανῶς εὐθείᾳ τρίβῳ κατακολουθήσασα, ταῖς ἁγίαις καὶ οἰκουμενικαῖς πέντε Συνόδοις ἐν ἅπασιν εὐσεβῶς ὡμοφώνησε· φαμὲν δὴ τῇ τῶν τριακοσίων δέκα καὶ ὀκτὼ ἐν Νικαίᾳ συνελθόντων ἁγίων Πατέρων κατὰ τοῦ μανιώδους Ἀρείου, καὶ τῇ μετ’ αὐτὴν ἐν Κωνσταντινουπόλει τῶν ἑκατὸν πεντήκοντα θεοφόρων ἀνδρῶν κατὰ Μακεδονίου τοῦ πνευματομάχου καὶ Ἀπολιναρίου τοῦ δυσσεβοῦς, ὁμοίως καὶ τῇ ἐν Ἐφέσῳ τὸ πρότερον κατὰ Νεστορίου τοῦ ἰουδαιόφρονος συναγηγερμένων διακοσίων θεσπεσίων ἀνδρῶν, καὶ τῇ ἐν Χαλκηδόνι τῶν ἑξακοσίων τριάκοντα θεοπνεύστων Πατέρων κατ’ Εὐτυχοῦς καὶ Διοσκόρου τῶν θεοστυγῶν, πρὸς ταύταις καὶ τῇ τελευταίᾳ τούτων πέμπτῃ ἁγίᾳ Συνόδῳ τῇ ἐνταῦθα συναθροισθείσῃ κατὰ Θεοδώρου τοῦ Μοψουεστίας, Ὠριγένους, Διδύμου τε καὶ Εὐαγρίου, καὶ τῶν συγγραμμάτων Θεοδωρήτου τῶν κατὰ τῶν δώδεκα κεφαλαίων τοῦ ἀοιδίμου Κυρίλλου καὶ τῆς λεγομένης Ἴβα ἐπιστολῆς πρὸς Μάρην γεγράφθαι τὸν Πέρσην· ἀκαινοτόμητα μὲν ἐν πᾶσι τὰ τῆς εὐσεβείας ἀνανεωσαμένη θεσπίσματα, τὰ βέβηλα δὲ τῆς δυσσεβείας ἐκδιώξασα δόγματα, καὶ τὸ παρὰ τῶν τριακοσίων δέκα καὶ ὀκτὼ Πατέρων ἐκτεθὲν καὶ αὖθις παρὰ τῶν ἑκατὸν πεντήκοντα θεοφρόνως βεβαιωθέν, ὅπερ καὶ αἱ λοιπαὶ ἅγιαι Σύνοδοι ἐπ’ ἀναιρέσει πάσης ψυχοφθόρου αἱρέσεως ἀσπασίως ἐδέξαντο καὶ ἐπεκύρωσαν Σύμβολον, καὶ ἡ καθ’ ἡμᾶς ἁγία καὶ οἰκουμενικὴ θεοπνεύστως ἐπεσφράγισε Σύνοδος.
Ἔκθεσις Πίστεως τῶν ἐν Νικαίᾳ τριακοσίων δέκα καὶ ὀκτὼ ἁγίων καὶ μακαρίων Πατέρων.
Πιστεύομεν εἰς ἕνα Θεόν, πατέρα, παντοκράτορα, πάντων ὁρατῶν τε καὶ ἀοράτων ποιητήν. Καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, γεννηθέντα ἐκ τοῦ Πατρὸς μονογενῆ, τουτέστιν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός, Θεὸν ἐκ Θεοῦ, φῶς ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι’ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο, τά τε ἐν οὐρανῷ καὶ τὰ ἐν τῇ γῇ· τὸν δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα καὶ σαρκωθέντα ‹καὶ› ἐνανθρωπήσαντα, παθόντα καὶ ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανούς, καὶ ἐρχόμενον κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς. Καὶ εἰς τὸ ἅγιον Πνεῦμα. Τοὺς δὲ λέγοντας «ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν», καὶ «πρὶν γεννηθῆναι οὐκ ἦν», καὶ ὅτι «ἐξ οὐκ ὄντων» ἐγένετο, ἢ «ἐξ ἑτέρας ὑποστάσεως» ἢ «οὐσίας» φάσκοντας εἶναι, ἢ «κτιστὸν» ἢ «τρεπτὸν» ἢ «ἀλλοιωτὸν» τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, ἀναθεματίζει ἡ Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία.
Ἔκθεσις Πίστεως τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει ἑκατὸν πεντήκοντα ἁγίων καὶ μακαρίων Πατέρων.
Πιστεύομεν εἰς ἕνα Θεόν, πατέρα, παντοκράτορα, ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων. Καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων· φῶς ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι’ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο. Τὸν δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα. Σταυρωθέντα τε ὑπὲρ ἡμῶν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου καὶ παθόντα καὶ ταφέντα. Καὶ ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ κατὰ τὰς Γραφάς. Καὶ ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός. Καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς, οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος. Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, τὸ κύριον, τὸ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν Προφητῶν. Εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν. Ὁμολογοῦμεν ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. Προσδοκῶμεν ἀνάστασιν νεκρῶν. Καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν.
Ἡ ἁγία καὶ οἰκουμενικὴ Σύνοδος εἶπεν· Ἤρκει μὲν εἰς ἐντελῆ τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως ἐπίγνωσίν τε καὶ βεβαίωσιν τὸ εὐσεβὲς καὶ ὀρθόδοξον τοῦτο τῆς θείας χάριτος Σύμβολον· ἀλλ’ ἐπεὶ οὐκ ἐπαύσατο ἀρχῆθεν τῆς κακίας ὁ ἐφευρετὴς συνεργὸν τὸν ὄφιν εὑράμενος καὶ δι’ αὐτοῦ τὸν ἰοβόλον τῇ ἀνθρωπείᾳ φύσει προσαγόμενος θάνατον, οὕτω καὶ νῦν ὄργανα πρὸς τὴν οἰκείαν αὐτοῦ βούλησιν εὑρηκὼς ἐπιτήδεια, Θεόδωρόν φαμεν τὸν γενόμενον τῆς Φαρὰν ἐπίσκοπον, Σέργιον, Πύρρον, Παῦλον, Πέτρον τοὺς γενομένους προέδρους τῆς βασιλίδος ταύτης Πόλεως, ἔτι δὲ καὶ Ὁνώριον τὸν γενόμενον πάπαν τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης, Κῦρον τὸν Ἀλεξανδρείας ἐπισκοπήσαντα, Μακάριόν τε τὸν Ἀντιοχείας προσεχῶς γενόμενον πρόεδρον καὶ Στέφανον τὸν τούτου μαθητήν, οὐκ ἤργησε δι’ αὐτῶν τῷ τῆς ἐκκλησίας πληρώματι τῆς πλάνης ἐπεγείρειν τὰ σκάνδαλα, ἑνὸς θελήματος καὶ μιᾶς ἐνεργείας ἐπὶ τῶν δύο φύσεων τοῦ ἑνὸς τῆς ἁγίας Τριάδος Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἡμῶν, τῷ ὀρθοδόξῳ λαῷ καινοφώνως ἐνσπείρας τὴν αἵρεσιν τῇ Ἀπολιναρίου, Σεβήρου καὶ Θεμιστίου τῶν δυσσεβῶν φρενοβλαβεῖ κακοδοξίᾳ συνᾴδουσαν, καὶ τὸ τέλειον τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ αὐτοῦ ἑνὸς Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἀνελεῖν διά τινος δολερᾶς ἐπινοίας σπουδάζουσαν, ἀθέλητον ἐντεῦθεν καὶ ἀνενέργητον τὴν νοερῶς ἐψυχωμένην αὐτοῦ σάρκα δυσφήμως εἰσάγουσαν.
Ἐξήγειρε τοίνυν Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν τὸν πιστὸν βασιλέα, τὸν νέον Δαυίδ, «ἄνδρα κατὰ τὴν ἑαυτοῦ καρδίαν εὑρηκώς», ὃς «οὐκ ἔδωκε», κατὰ τὸ γεγραμμένον, «ὕπνον τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ καὶ τοῖς βλεφάροις αὐτοῦ νυσταγμόν»[3], ἕως ὅτου διὰ τῆς καθ’ ἡμᾶς θεοσυλλέκτου ταύτης καὶ ἱερᾶς ὁμηγύρεως τὸ τῆς ὀρθοδοξίας εὗρε τέλειον κήρυγμα· κατὰ γὰρ τὴν θεόλεκτον φωνὴν «ὅπου εἰσὶ δύο ἢ τρεῖς ἐπὶ τῷ ἐμῷ ὀνόματι συνηγμένοι, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν»[4]· ἥ τις παροῦσα ἁγία καὶ οἰκουμενικὴ Σύνοδος πιστῶς δεξαμένη καὶ ὑπτίαις χερσὶν ἀσπασαμένη τήν τε τοῦ ἁγιωτάτου καὶ μακαριωτάτου πάπα τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης Ἀγάθωνος γενομένην ἀναφορὰν πρὸς τὸν εὐσεβέστατον καὶ πιστότατον ἡμῶν βασιλέα Κωνσταντῖνον, τὴν ἀποβαλλομένην ὀνομαστὶ τοὺς κηρύξαντας καὶ διδάξαντας, ὡς προδεδήλωται, ἓν θέλημα καὶ μίαν ἐνέργειαν ἐπὶ τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ὡσαύτως δὲ προσηκαμένη καὶ τὴν ἐκ τῆς ὑπὸ τὸν αὐτὸν ἁγιώτατον πάπαν ἱερᾶς Συνόδου τῶν ἑκατὸν εἴκοσι πέντε θεοφιλῶν ἐπισκόπων ἑτέραν συνοδικὴν ἀναφορὰν πρὸς τὴν αὐτοῦ θεόσοφον γαληνότητα, οἷά τε συμφωνούσας τῇ τε ἁγίᾳ ἐν Χαλκηδόνι Συνόδῳ καὶ τῷ Τόμῳ τοῦ πανιέρου καὶ μακαριωτάτου πάπα τῆς αὐτῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης Λέοντος, τῷ σταλέντι πρὸς Φλαβιανὸν τὸν ἐν ἁγίοις, ὃν καὶ «στήλην Ὀρθοδοξίας» ἡ τοιαύτη Σύνοδος ἀπεκάλεσεν· ἔτι μὴν καὶ ταῖς συνοδικαῖς ἐπιστολαῖς ταῖς γραφείσαις παρὰ τοῦ μακαρίου Κυρίλλου κατὰ Νεστορίου τοῦ δυσσεβοῦς καὶ πρὸς τοὺς τῆς ἀνατολῆς ἐπισκόπους.
Ἑπομένη τε ταῖς ἁγίαις καὶ οἰκουμενικαῖς πέντε Συνόδοις καὶ τοῖς ἁγίοις καὶ ἐκκρίτοις Πατράσι καὶ συμφώνως ὁρίζουσα, ὁμολογεῖ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἡμῶν, τὸν ἕνα τῆς ἁγίας ὁμοουσίου καὶ ζωαρχικῆς Τριάδος, τέλειον ἐν θεότητι καὶ τέλειον τὸν αὐτὸν ἐν ἀνθρωπότητι, Θεὸν ἀληθῶς καὶ ἄνθρωπον ἀληθῶς τὸν αὐτὸν ἐκ ψυχῆς λογικῆς καὶ σώματος, ὁμοούσιον τῷ Πατρὶ κατὰ τὴν θεότητα καὶ ὁμοούσιον ἡμῖν τὸν αὐτὸν κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα, κατὰ πάντα ὅμοιον ἡμῖν χωρὶς ἁμαρτίας[5]· πρὸ αἰώνων μὲν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα κατὰ τὴν θεότητα, ἐπ’ ἐσχάτων δὲ τῶν ἡμερῶν τὸν αὐτὸν δι’ ἡμᾶς καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν ἐκ Πνεύματος ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς παρθένου –τῆς κυρίως καὶ κατὰ ἀλήθειαν Θεοτόκου– κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα· ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν Χριστόν, Υἱόν, Κύριον, μονογενῆ, ἐν δύο φύσεσιν ἀσυγχύτως ἀτρέπτως ἀχωρίστως ἀδιαιρέτως γνωριζόμενον· οὐδαμοῦ τῆς τῶν φύσεων διαφορᾶς ἀνῃρημένης διὰ τὴν ἕνωσιν, σῳζομένης δὲ μᾶλλον τῆς ἰδιότητος ἑκατέρας φύσεως, καὶ εἰς ἓν πρόσωπον καὶ μίαν ὑπόστασιν συντρεχούσης· οὐκ εἰς δύο πρόσωπα μεριζόμενον ἢ διαιρούμενον, ἀλλ’ ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν Υἱὸν μονογενῆ Θεοῦ Λόγον, Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καθάπερ ἄνωθεν οἱ προφῆται περὶ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς ἡμᾶς Ἰησοῦς ὁ Χριστὸς ἐξεπαίδευσε καὶ τὸ τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῖν παραδέδωκε Σύμβολον.
Καὶ δύο φυσικὰς θελήσεις ἤτοι θελήματα ἐν αὐτῷ καὶ δύο φυσικὰς ἐνεργείας ἀδιαιρέτως ἀτρέπτως ἀμερίστως ἀσυγχύτως κατὰ τὴν τῶν ἁγίων Πατέρων διδασκαλίαν ὡσαύτως κηρύττομεν· καὶ δύο μὲν φυσικὰ θελήματα οὐχ ὑπεναντία, μὴ γένοιτο, καθὼς οἱ ἀσεβεῖς ἔφησαν αἱρετικοί, ἀλλ’ ἑπόμενον τὸ ἀνθρώπινον αὐτοῦ θέλημα καὶ μὴ ἀντιπῖπτον ἢ ἀντιπαλαῖον, μᾶλλον μὲν οὖν καὶ ὑποτασσόμενον τῷ θείῳ αὐτοῦ καὶ πανσθενεῖ θελήματι· «ἔδει γὰρ τὸ τῆς σαρκὸς θέλημα κινηθῆναι, ὑποταγῆναι δὲ τῷ θελήματι τῷ θεϊκῷ» κατὰ τὸν πάνσοφον Ἀθανάσιον· ὥσπερ γὰρ ἡ αὐτοῦ σὰρξ σὰρξ τοῦ Θεοῦ Λόγου λέγεται καὶ ἔστιν, οὕτω καὶ τὸ φυσικὸν τῆς σαρκὸς αὐτοῦ θέλημα ἴδιον τοῦ Θεοῦ Λόγου λέγεται καὶ ἔστι, καθά φησιν ὁ αὐτός, «ὅτι καταβέβηκα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, οὐχ ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός»[6]· ἴδιον λέγων θέλημα αὐτοῦ τὸ τῆς σαρκός, ἐπεὶ καὶ ἡ σὰρξ ἰδία αὐτοῦ γέγονεν· ὃν γὰρ τρόπον ἡ παναγία καὶ ἄμωμος ἐψυχωμένη αὐτοῦ σὰρξ θεωθεῖσα οὐκ ἀνῃρέθη, ἀλλ’ ἐν τῷ ἰδίῳ αὐτῆς ὅρῳ τε καὶ λόγῳ διέμεινεν, οὕτω καὶ τὸ ἀνθρώπινον αὐτοῦ θέλημα θεωθὲν οὐκ ἀνῃρέθη, σέσωσται δὲ μᾶλλον κατὰ τὸν θεολόγον Γρηγόριον λέγοντα· «τὸ γὰρ ἐκείνου θέλειν, τοῦ κατὰ τὸν Σωτῆρα νοουμένου, οὐδὲ ὑπεναντίον Θεῷ, θεωθὲν ὅλον»[7].
Δύο δὲ φυσικὰς ἐνεργείας ἀδιαιρέτως ἀτρέπτως ἀμερίστως ἀσυγχύτως ἐν αὐτῷ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ τῷ ἀληθινῷ Θεῷ ἡμῶν δοξάζομεν· τουτέστι θείαν ἐνέργειαν καὶ ἀνθρωπίνην ἐνέργειαν κατὰ τὸν θεηγόρον Λέοντα τρανότατα φάσκοντα· «ἐνεργεῖ γὰρ ἑκατέρα μορφὴ μετὰ τῆς θατέρου κοινωνίας, ὅπερ ἴδιον ἔσχηκε, τοῦ μὲν Λόγου κατεργαζομένου τοῦτο ὅπερ ἐστὶ τοῦ Λόγου, τοῦ δὲ σώματος ἐκτελοῦντος ἅπερ ἐστὶ τοῦ σώματος». Οὐ γὰρ δήπου μίαν δώσομεν φυσικὴν τὴν ἐνέργειαν Θεοῦ καὶ ποιήματος, ἵνα μήτε τὸ ποιηθὲν εἰς τὴν θείαν ἀναγάγωμεν οὐσίαν μήτε μὴν τῆς θείας φύσεως τὸ ἐξαίρετον εἰς τὸν τοῖς γεννητοῖς πρέποντα καταγάγωμεν τόπον. «Ἑνὸς γὰρ καὶ τοῦ αὐτοῦ τά τε θαύματα καὶ τὰ πάθη γινώσκομεν, κατ’ ἄλλο καὶ ἄλλο τῶν ἐξ ὧν ἐστι φύσεων καὶ ἐν αἷς τὸ εἶναι ἔχει», ὡς ὁ θεσπέσιος ἔφησε Κύριλλος. Πάντοθεν γοῦν τὸ ἀσύγχυτον καὶ ἀδιαίρετον φυλάττοντες συντόμῳ φωνῇ τὸ πᾶν ἐξαγγέλλομεν· ἕνα τῆς ἁγίας Τριάδος καὶ μετὰ σάρκωσιν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἡμῶν εἶναι πιστεύοντες, φαμὲν τὰς δύο αὐτοῦ φύσεις ἐν τῇ μιᾷ αὐτοῦ διαλαμπούσας ὑποστάσει, ἐν ᾗ τά τε θαύματα καὶ τὰ παθήματα δι’ ὅλης αὐτοῦ τῆς οἰκονομικῆς ἀναστροφῆς οὐ κατὰ φαντασίαν ἀλλ’ ἀληθῶς ἐπεδείξατο, τῆς φυσικῆς ἐν αὐτῇ τῇ μιᾷ ὑποστάσει διαφορᾶς γνωριζομένης τῷ μετὰ τῆς θατέρου κοινωνίας ἑκατέραν φύσιν θέλειν τε καὶ ἐνεργεῖν τὰ ἴδια· καθ’ ὃν δὴ λόγον καὶ δύο φυσικὰ θελήματά τε καὶ ἐνεργείας δοξάζομεν πρὸς σωτηρίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καταλλήλως συντρέχοντα.
Τούτων τοίνυν μετὰ πάσης πανταχόθεν ἀκριβείας τε καὶ ἐμμελείας παρ’ ἡμῶν διατυπωθέντων ὁρίζομεν ἑτέραν πίστιν μηδενὶ ἐξεῖναι προφέρειν ἢ γοῦν συγγράφειν ἢ συντιθέναι ἢ φρονεῖν ἢ διδάσκειν ἑτέρως, τοὺς δὲ τολμῶντας ἢ συντιθέναι πίστιν ἑτέραν ἢ προκομίζειν ἢ διδάσκειν ἢ παραδιδόναι ἕτερον Σύμβολον τοῖς ἐθέλουσιν ἐπιστρέφειν εἰς ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας ἐξ ἑλληνισμοῦ ἢ ἐξ ἰουδαισμοῦ ἢ γοῦν ἐξ αἱρέσεως οἱασοῦν, ἢ καινοφωνίαν ἤτοι λέξεως ἐφεύρεσιν πρὸς ἀνατροπὴν εἰσάγειν τῶν νυνὶ παρ’ ἡμῶν διορισθέντων, τούτους, εἰ μὲν ἐπίσκοποι εἶεν ἢ κληρικοί, ἀλλοτρίους εἶναι τοὺς ἐπισκόπους τῆς ἐπισκοπῆς καὶ τοὺς κληρικοὺς τοῦ κλήρου· εἰ δὲ μονάζοντες εἶεν ἢ λαικοί, ἀναθεματίζεσθαι αὐτούς.
* * * * * *
[1] Ἰω. 8,12.
[2] Ἰω. 14,27.
[3] Ψαλμ. 131,4.
[4] Ματθ. 18,20.
[5] Ἑβρ. 4,15.
[6] Ἰω. 6,38.
[7] Λογ. 30,12, MPG, 36,117.
(Πηγή: «Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας», Ἰωάννη Καρμίρη, τ. Α΄, ἔκδ. β΄, ἐν Ἀθήναις, 1960, σ. 221-224, sathanasoulias.blogspot.com/)
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Του λίθου σφραγισθέντος.
Τὴν Σύνοδον τὴν Ἕκτην ἱερῶς συγκροτήσαντες, θεόσοφοι Πατέρες ἑκατὸν ἑβδομήκοντα, αἱρέσεων ἐλύσατε ἀχλύν, λαμπρότητι δογμάτων εὐσεβῶν· διὰ τοῦτο τὴν ἁγίαν μνήμην ὑμῶν, τιμῶμεν ἀνακράζοντες· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ βεβαιοῦντι δι’ ὑμῶν, πίστιν τὴν Ὀρθόδοξον.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τοὺς τῷ φωτὶ τῶν ἀρετῶν ἐκλάμψαντας, καὶ ἐν Συνόδῳ τῇ Ἕκτῃ κηρύξαντας, τὸν Χριστὸν διπλοῦν ταῖς φύσεσι, καὶ ἐνεργείαις καὶ θελήσεσι, Πατέρας τοὺς θεόφρονας τιμήσωμεν, ὡς μύστας εὐσεβείας καὶ ἐκφάντορας· Χριστῷ γὰρ ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβεύουσι.
Μεγαλυνάριον
Τοὺς τὴν ἕκτην Σύνοδον τὴν σεπτήν, ἐν τῷ Βυζαντίῳ, συγκροτήσαντας, εὐσεβῶς, ἱεροὺς Πατέρας, τιμήσωμεν συμφώνως, ὡς πρεσβευτὰς ἐνθέους, ἡμῶν πρὸς Κύριον.
Πηγή: Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας(Ι), sathanasoulias.blogspot.com/, Μέγας Συναξαριστής
Οι έντονες ζυμώσεις, έριδες και πόλεμοι Καθολικών και Διαμαρτυρομένων στην Δυτική Ευρώπη, καθώς και η δραστηριότητα της προπαγάνδας τους στην Ανατολή, προκαλούν, πως είναι επόμενο, ποικιλότροπες επιδράσεις στα πνεύματα των Ορθόδοξων θεολόγων του 16ου και ιδίως του 17ου αι . Η Ορθόδοξη Εκκλησία συγκλονίζεται από την σφοδρότητα των νέων κυμάτων. Οι Θεολόγοι της, εκτεθειμένοι μέσα στην θύελλα, οφείλουν όχι μόνον να πάρουν θέση, αλλά και ν’ αγωνιστούν οι ίδιοι και να καθοδηγήσουν το πλήρωμά τους. Οι περισσότεροι, μολονότι έχουν κάνει τις σπουδές τους μένουν στην Ιταλία και γνωρίζουν πολύ καλά τους αντιπάλους και τις μεθόδους των, δοκιμάζουν για πρώτη φορά την ορμή των ιδεών μιας Ευρώπης που περνά βαθύτατη κρίση και βαίνει προς την διαμόρφωσή της. Οι Έλληνες βρίσκονται ανέτοιμοι και μάλλον αμύνονται. Ο μόνος ισχυρός φορέας φιλοσοφικών ιδεών είναι, όπως είδαμε στον δεύτερα τόμο, ο Θεόφιλος Κορυδαλλεύς, περισσότερο κοσμικός φιλόσοφος παρά θεολόγος, ο οποίος προετοιμάζει το έδαφος της Ανατολής για την διείσδυση της δυτικής φιλοσοφίας και επιστήμης. Μολαταύτα η πάλη των ιδεών και οι ανάγκες των τότε συνθηκών γονιμοποιούν την διάνοια των Ελλήνων θεολόγων και οξύνουν την μαχητικότητά τους. Ορισμένοι απ’ αυτούς, ευφυείς και μορφωμένοι, μελετούν τις νέες θρησκευτικές ιδέες και επηρεάζονται λίγο ή πολύ απ’ αυτές ή τις απορρίπτουν και εξελίσσονται σε κορυφαίους προμάχους της Ορθοδοξίας . Ο καθένας τους διαμορφώνει την δική του προσωπικότητα και κάτι έχει να προσφέρη. Τα έργα τους, τα περισσότερα αντιρρητικά, αναζωογονούν την θεολογική φιλολογία, αποτελούν την πρώτη ορμητική εκδήλωσή της στα χρόνια της τουρκοκρατίας και φέρνουν το προδρομικό μήνυμα της εποχής του ελληνικού διαφωτισμού. Αυτήν ακριβώς την προσφορά των πιο αξιόλογων θεολόγων στην υπόθεση της Εκκλησίας και του έθνους πρέπει ν’ αναζητήσουμε.
Η μόνη δυνατή προσωπικότητα, που θα μπορούσε ν’ αντιμετωπίση αποτελεσματικά τις κρίσιμες εσωτερικές και εξωτερικές περιστάσεις της Ορθοδοξίας, να δώση πνοή και ν’ αναζωογονήση την πνευματική της ζωή, είναι ο μεγάλος για την ταπεινοσύνη, για την μόρφωση και για το κύρος του Μελέτιος ο Πηγάς (1549 - 1601) από τον Χάνδακα ή Μεγάλο Κάστρο της Κρήτης. Ο Μελέτιος, ύστερ’ από τις πρώτες σπουδές στην πατρίδα του, πηγαίνει στην Πάδοβα, όπου σπουδάζει κλασσική φιλολογία, φιλοσοφία και ιατρική. Μετά την επιστροφή του στην πατρίδα του κείρεται μοναχός στην περίφημη μονή της Αγκαράθου, όπου ηγουμένευε ο Σίλβεστρος, μαθητής του Θεοφάνη Ελεαβούλκου και μετέπειτα Πατριάρχης Αλεξανδρείας.
Ο νεαρός μοναχός γρήγορα διακρίθηκε για το σεμνό του ήθος, για την αφοσίωσή του στις θεολογικές μελέτες και προ πάντων για το καρποφόρο κήρυγμά του εναντίον της Καθολικής προπαγάνδας . Εκτιμώντας οι συμπατριώτες του την μεγάλη μόρφωση και τους αγώνες του, του ανέθεσαν την διεύθυνση της ελληνικής σχολής του Χάνδακα. Δεν γνωρίζουμε πόσο έμεινε εκεί. Πιθανόν στα 1578 έφυγε για την Αίγυπτο και απ’ εκεί για το ερημητήριο της Αγίας Αικατερίνης στο «θεοβάδιστον» όρος Σινά. Εκεί έμεινε μόνον ένα ή ενάμιση χρόνο, γιατί ο γέρος Πατριάρχης Αλεξανδρείας και άλλοτε πνευματικός του πατέρας Σίλβεστρος, έχοντας ανάγκη βοηθού για την άσκηση των διοικητικών του καθηκόντων τον κάλεσε κοντά του, τον χειροτόνησε πρεσβύτερο, κατόπιν τον προβίβασε σε πρωτοσύγκελλο (πιθανότατα τέλη του 1579) και λίγο αργότερα σε επίσημο ιεροκήρυκα του Πατριαρχείου. Όπως και στην Κρήτη, έτσι και εδώ το κήρυγμά του στην ελληνική και αραβική του χάρισε μεγάλη φήμη. Επίσης προσπάθησε να επαναφέρη τους Κόπτες στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας και ν’ ανορθώση τον μοναχικό βίο στην Αίγυπτο. Στην Αλεξάνδρεια ο Πηγάς ίδρυσε την πρώτη ελληνική σχολή, όπου και δίδαξε . Για τους μαθητές του έγραψε το εγχειρίδιο «Στοιχειώσεις», που διαιρείται σε 3 μέρη· 1) γραμματική, 2) διαλεκτική και 3) ρητορική. Άλλην επίσης σχολήν ίδρυσε στο κοινόβιο της Αλεξανδρείας και διόρισε δάσκαλο τον Μάξιμο Πελοποννήσιο, τον γνωστό για τον «στηλιτευτικόν» του εναντίον του Μητροπολίτη Λαρίσης Διονυσίου.
Στην Αλεξάνδρεια είχε την ευκαιρία να γνωριστεί με επιφανείς Προτεστάντες, με τον Salomon Schweigger (Σιωπικός) στα 1581 και τον επόμενο χρόνο με τον Φραγκίσκο Billerbek και τον Ροβέρτο Dorndof, στους οποίους έκαναν μεγάλη εντύπωση οι ευγενείς τρόποι και η σπάνια για Έλληνες της εποχής εκείνης μόρφωση και γλωσσομάθειά του. Με την μεσολάβηση αυτών αλληλογραφεί με επιφανείς Διαμαρτυρομένους, αλλά κρατεί απέναντί τους επιφυλακτική στάση και δεν αφίσταται από το πνεύμα της Ορθοδοξίας . Είναι ευγενής και ήπιος στις εκφράσεις του απέναντι των Διαμαρτυρομένων, ενώ δεν τηρεί την ίδια στάση απέναντι των Καθολικών, κι’ αυτό ασφαλώς, γιατί από την περίοδο αυτή εντείνεται η Καθολική προπαγάνδα στην Ανατολή, όπως είχαμε την ευκαιρία να εξετάσουμε διεξοδικά στα προηγούμενα οικεία κεφάλαια. Από την εποχή αυτή χρονολογούνται, μεταξύ άλλων, η «Ορθόδοξος διδασκαλία» (1582), έργο δογματικό με πολεμικό χαρακτήρα, αφιερωμένο στην Μαργαρίτα της Ναβάρρας, γυναίκα του Ερρίκου Δ’ της Γαλλίας, και ο «Πρώτος Στρωματεύς», αφιερωμένο στον υπέρμαχο της Ορθοδοξίας τσάρο Θεόδωρο Α’ (1584 - 1598). Ο σκοπός ιδίως το πρώτου έργου, το οποίο τυπώθηκε δυο φορές (στα 1596 στην Βίλνα της Ρουθηνίας και 1769 στο Ιάσιο) είναι πολύ καθαρός: βλέπει ότι η Εκκλησία έχει περιέλθει σε δεινή θέση «και αυτό το της Ορθοδοξίας σύνθημα, το της πίστεως, φημί, σύμβολον εν συγχύσει πολυσχιδεί» και θέλει να βοηθήση, ώστε να επιστρέψουν στους κόλπους της εκείνοι που είχαν παρασυρθή από την Καθολική προπαγάνδα . Το έργο αυτό αποτελεί να είδος κατήχησης στην Ορθοδοξία. Είναι η εποχή των νέων κλυδωνισμών της Εκκλησίας από την απήχηση του Γρηγοριανού ημερολογίου, από την σύγκληση της συνόδου του 1583 στην Κωνσταντινούπολη για την αντιμετώπιση το ζητήματος αυτού, από την έκδοση του Τόμου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και του «ετέρου τόμου Αλεξανδρινού», που συντάσσει ο Μελέτιος Πηγάς και αποστέλλει στην Νοτιοδυτική Ρωσία, για να διαφωτίση τους κατοίκους σχετικά με την μεταρρύθμιση του ημερολογίου · από την εξορία του Ιερεμία Β’ στην Ρόδο, από την άνοδο του φαύλου Παχωμίου Πατέστα του Λεσβίου στον πατριαρχικό θρόνο· από τις απαιτήσεις του πρώην Αντιοχείας Μιχαήλ (που είχε παραιτηθή) να επανέλθη στον πατριαρχικό θρόνο που κατείχε τότε ο Ιωακείμ Β’. Δεν είχε καθησυχάσει ακόμη ο σάλος της Εκκλησίας, όταν ο Μελέτιος, προσκαλεσμένος από τον τσάρο της Ρωσίας Ιβάν Δ’ τον Τρομερό (1533 - 1584), ταξιδεύει στην Ρωσία με σκοπό να προσφέρη τις υπηρεσίες του στην ομόδοξη Εκκλησία της. Όταν όμως φθάνη στην Κωνσταντινούπολη, αναγκάζεται να διακόψη το ταξίδι του, γιατί διαπιστώνει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία κινδυνεύει από τον σάλο των εσωτερικών ανωμαλιών. Επί δυο χρόνια (1586 - 1587) ο Μελέτιος αγωνίζεται με σύνεση για ν’ αποκαταστήση την γαλήνη στην έδρα της Ορθοδοξίας, ενώ με το γραπτό και προφορικό του κήρυγμα ανανεώνει την δραστηριότητα, που είχε επιδείξει στην Κρήτη. Με κέντρο την Κωνσταντινούπολη επισκέπτεται τους κατοίκους διαφόρων μερών της Θράκης και της Μ. Ασίας αποστέλλει σε άλλους επιστολές και τονώνει το θρησκευτικό τους αίσθημα. Το έργο του θυμίζει την δράση των αποστόλων των πρώτων χριστιανικών χρόνων.
Στις αρχές του 1588 ο Μελέτιος καλείται ν’ αναλάβη την διοίκηση του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας με τον τίτλο του πατριαρχικού εξάρχου και μετά τον θάνατο του Σιλβέστρου εκλέγεται «πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας» (5 Αυγούστου 1590).
Ο Μελέτιος ξαναγυρίζει δυο φορές ακόμη στην Κωνσταντινούπολη, την πρώτη για να λάβη μέρος στην σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως της 12 Φεβρουαρίου 1593 (η οποία μεταξύ άλλων σκοπό είχε να κυρώση σύμφωνα με τους κανόνες της Εκκλησίας την ανακήρυξη του Πατριαρχείου της Μόσχας) και την δεύτερη το 1594, για να ενισχύση με την παρουσία του ηθικά τον Πατριάρχη Ιερεμία Β’ και να συντελέση πάλι στην αποκατάσταση της γαλήνης μέσα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Γίνονται τώρα περισσότερο αισθητοί μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας οι κλονισμοί από την δράση των Ιησουιτών . Κατά τα ταξίδια του προς την Κωνσταντινούπολη είχε την ευκαιρία να διαπιστώση τον ζήλο και τις επιτυχίες τους. Και τρομαγμένος σημειώνει: «Παρασύρονται των ακεραιοτέρων αι ακοαί. Εις συνήθειαν ήλθον της διεστραμμένης διδασκαλίας... βαπτίσματα παρ’ εκείνων, προπομπαί των εξοδευόντων (αποθνησκόντων), επισκέψεις των ασθενούντων, παρακλήσεις των λυπουμένων, βοήθειαι των καταπονουμένων, αντιλήψεις παντοδαπαί, μυστηρίων κοινωνίαι, α πάντα δι’ εκείνων (των Ιησουϊτών) επιτελούμενα σύνδεσμος γίνεται τοις πολλοίς της προς αυτούς ομονοίας, ώστε μικρού χρόνου παρελθόντος μηδέ (ει γένοιτό τις άδεια) ελπίδα λοιπόν είναι τους υπό χρονίας απάτης κατασχεθέντας πάλιν προς την επίγνωσιν της αληθείας ανακληθήναι». Στην Χίο οι Ιησουίτες, όπως είδαμε, είχαν σημειώσει τόσες επιτυχίες, ώστε ν’ αναγκαστή να στείλη εκεί, κατά τα τέλη του 1589, τον ανεψιό και πρωτοσύγκελλό του Κύριλλο Λούκαρι και τον Ιερομόναχο Σωφρόνιο Παπαδόπουλο, για ν’ αναστείλουν τις προόδους των. Η παραμονή τους εκεί ήταν εφήμερη και είναι βέβαιο ότι δεν άφησε ουσιαστικές επιδράσεις, αλλά μάλλον σπέρματα αναταραχής και δυσάρεστες συνέπειες για τον Σωφρόνιο. Φαίνεται ότι Χιώτες λατινόφρονες με την υποκίνηση ασφαλώς των Ιησουϊτών, που αμύνονταν, αντεπιτέθηκαν και κατόρθωσαν να διαβάλουν στο Πατριαρχείο τον νεωτερίζοντα ίσως Σωφρόνιο για Λουθηροκαλβινισή με αποτέλεσμα να προκαλέσουν την καθαίρεσή του. Τον Λούκαρι τον στέλνει επίσης ο Μελέτιος το 1593 στην Πολωνία, για ν’ ανταπεξέλθη στην προπαγάνδα των Ιησουιτών, που κλόνιζαν εκεί τα θεμέλια της Ορθοδοξίας.
Κατά την επιστροφή του στην έδρα του διαπιστώνει ο Μελέτιος με μεγάλη λύπη τις ταλαιπωρίες των Ελλήνων και την αναξιότητα των αρχιερέων· «πολύς εσμός εκχείται παρά των ημετέρων τουτωνί, των αρχιερατευόντων, τη οικουμένη των κακιών». Και για να παρηγορήση τον Ιερεμία του γράφει· «Ου Θράκη μόνον πλουτεί των κακών, αλλά Θράκην Αίγυπτος υπερακοντίζει».
Στην Αίγυπτο τον αναμένουν νέοι αγώνες. Με επιμονή τώρα συνεχίζει τις προσπάθειες (που είχε αρχίσει άλλοτε ως πρωτοσύγκελλος) και κατορθώνει να φέρη στους κόλπους της Ορθοδοξίας πολλούς μονοφυσίτες Κόπτες. Δεν στέφθηκε όμως με την ίδια επιτυχία και το διάβημά του προς τον βασιλιά των Αβησσυνών Sagad Α’ (1563 - 1597), προς τον οποίο είχε γράψει (1595) προσκαλώντας τον να μιμηθή το παραπάνω παράδειγμα. Κατόρθωσε όμως ν’ αντιταχθή μ’ επιτυχία στην προπαγάνδα των Ιησουϊτών ανάμεσα στους Κόπτες και να την ανακόψη. Το κύρος του Μελετίου την εποχή αυτή έχει επιβληθή όχι μόνο στην Αίγυπτο, αλλά και σε όλο τον ελληνικό χώρο.
Μετά τον θάνατο του Ιερεμία Β’, υπείκοντας στις αλλεπάλληλες εκκλήσεις και πρεσβείες των κύκλων του Πατριαρχείου, κληρικών και κοσμικών, έρχεται στην Κωνσταντινούπολη και αναλαμβάνει στις 26 Μαρτίου 1597 την διακυβέρνηση του Οικουμενικού θρόνου ως «επιτηρητής» (τοποτηρητής), ωσότου εκλεγή ο νέος Πατριάρχης. Τότε τον γνωρίζει ο περιηγητής Dousa, που μας δίνει το πορτραίτο του: «ήταν πια ηλικιωμένος, το πρόσωπό του αξιοπρεπές και τα ψυχικά του χαρίσματα τόσο μεγάλα, ώστε να μη θεωρήται ότι ανάξια κατείχε την ανώτατη θέση της Ανατολικής εκκλησίας· γενικά με την εμφάνισή του κατακτούσε τις ψυχές των ανθρώπων».
Κατά το εικοσάμηνο περίπου διάστημα της τοποτηρητείας του ο Μελέτιος κατόρθωσε να οργανώση άριστα το πατριαρχικό δικαστήριο , που εκδίκαζε τελεσίδικα τις υποθέσεις των Χριστιανών ραγιάδων, να εξαγοράση το μοναστήρι του Μεγάλου Δημητρίου στην Ξυλόπορτα, όπου με δωρεές του ηγεμόνα της Μολδαβίας Ιερεμία (1595-1606) κτίστηκε το νέο πατριαρχικό οίκημα, και με τους εράνους και συνδρομές των Χριστιανών να εξοφλήση το μεγαλύτερο, φαίνεται, μέρος του πατριαρχικού χρέους προς Εβραίους τοκογλύφους , που το ονόμαζε «θηρίον της Εκκλησίας». Οι αντιδράσεις όμως που προκαλούσε η ανεξαρτησία της γνώμης του και η αυστηρότητα των μέτρων του εναντίον των παρεκτρεπομένων, καθώς και η αδυναμία του τελικά να επιβληθή στους ιδιοτελείς και ταπεινούς συνεργάτες του, του δημιούργησαν μια ανυπόφορη ατμόσφαιρα, γεμάτη από στεναχώριες και ψυχικές αναστατώσεις. Αυτοί ακριβώς κινήθηκαν εναντίον του και κάλεσαν ξαφνικά στον θρόνο, τον Απρίλιο του 1598, τον απαίδευτο επίσκοπο Ιωαννίνων Ματθαίο, τον οποίο με την σύμπραξη των Τούρκων τον έκαναν Πατριάρχη. Απογοητευμένος ο Μελέτιος εγκατέλειψε οριστικά την Κωνσταντινούπολη και ξαναγύρισε στην έδρα του, κατά το τέλος του 1598 αρχές του 1599. Επικρατούν οι εγωπαθείς και διεφθαρμένοι του πατριαρχικού περιβάλλοντος και συνεχίζονται οι μηχανορραφίες και οι αλλαξοπατριαρχείες. Οι νέοι αυτοί γραικύλοι εμπρός στην ικανοποίηση των συμφερόντων τους κάνουν ό,τι μπορούν, για να επιβαρύνουν τα οικονομικά του Πατριαρχείου και να σπιλώνουν την υπόληψη της Εκκλησίας του Χριστού. Ο φατριασμός και οι διχόνοιες είναι καθημερινή απασχόλησή τους. Η ελεεινή όμως αυτή κατάσταση αποκαρδίωνε και έσπρωχνε πολλούς Χριστιανούς κάθε χρόνο στον Ισλαμισμό.
Ο Μελέτιος πέθανε στις 13 Σεπτεμβρίου του 1601 στις αγκάλες του πνευματικού του τέκνου Κυρίλλου Λούκαρι (1572 - 1638), που μόλις είχε φτάσει από την δεύτερη αποστολή του στην Πολωνία, όπου μάταια είχε προσπαθήσει ν’ αναστείλη την πρόοδο του Καθολικισμού.
Τα έργα του Μελετίου είναι δογματικά, απολογητικά της Ορθοδοξίας, και ιδίως πολεμικά , όπως ήταν φυσικό για την εποχή εκείνη. Κεντρικό σημείο του έργου του αποτελεί η υπεράσπιση των θέσεων της Ορθοδοξίας απέναντι των αποφάσεων της Φλωρεντινής συνόδου. Από τα έργα του η «Ορθόδοξος διδασκαλία», είχε, φαίνεται, την μεγαλύτερη απήχηση στον λαό, γι’ αυτό και μεταφέρθηκε σε απλή γλώσσα. Ενδιαφέρουσες είναι και οι πάμπολλες επιστολές του, εκδεδομένες και ανέκδοτες, που είναι ανάγκη να συγκροτηθούν σε σώμα και να εκδοθούν, γιατί απευθύνονται όχι μόνο σε επίσημα πρόσωπα, βασιλείς, ανώτερους κληρικούς, λογίους, αλλά και σε κατώτερους κληρικούς και απλούς ανθρώπους του λαού, και περιέχουν πλήθος ειδήσεων χρήσιμων για την γνώση της κοινωνικοπολιτικής, θρησκευτικής και πνευματικής ιστορίας του τόπου.
Πολύ μεγαλύτερη σπουδαιότητα όμως παρουσιάζουν τα κηρύγματά του, οι σωζόμενες ομιλίες με τον τίτλο «Ευαγγελικής διδασκαλίας περίοδος», γιατί άσκησαν μεγάλη επίδραση στον ελληνικό λαό. Το μυστικό της γοητείας του Μελετίου ήταν, κατά τον αυτόπτη μάρτυρα Dousa, ότι «μιλούσε με ευγλωττία και χρησιμοποιούσε διαλεχτές λέξεις, απαλλαγμένες από κάθε τάση για επίδειξη». Ο Πηγάς δηλαδή συνεπαρμένος από την επιθυμία του να πλησιάση τον λαό απομακρύνεται από την συνηθισμένη παλαιότερη παράδοση του κηρύγματος, την επηρεασμένη από την δυτική σχολή, που πρόσεχε πολύ την τεχνική επεξεργασία του κειμένου, δηλαδή την εσωτερική δομή του λόγου, την καλλιέπεια και το ύφος, και — παραμελώντας τους καθιερωμένους κανόνες του είδους αυτού της γραμματείας — αποβλέπει στην πηγαία απόδοση των συναισθημάτων του, στην ζωντανή εξεικόνισή τους με όργανο την δημοτική γλώσσα. Έτσι με τον αυθορμητισμό του ανανεώνει το κήρυγμα, του δίνει μορφή δική του, ελληνική, και ανοίγει ένα δρόμο πολύ δύσκολο και επικίνδυνο για θεολόγους που δεν είχαν ούτε την δική του θερμή πίστη ούτε και μην βαθιά φιλολογική και φιλοσοφική του κατάρτιση.
Οι ομιλίες του Πηγά αποτελούν ένα ζωντανό εθνικοθρησκευτικό κήρυγμα για εγκαρδίωση και ανάνηψη· καταδικάζει την πολυτέλεια, την τροφή, την μέθη, που οδηγούν τους νέους στο παραστράτημα και στην παραλυσία· στιγματίζει τις σωματικές ηδονές και εξαίρει τις πνευματικές, αποδοκιμάζει τις γυναίκες που τρέχουν στους μάγους, στις γητεύτρες, στις γύφτισσες κ. λ. π., ή εκείνες που πιστεύουν σε διάφορες δεισιδαιμονίες, κ. λ. Καταδικάζει τις αδικίες: «Ω άνθρωπε άσπλαχνε..., τι ελπίζεις να πάθης εσύ, οπού αρπάζεις τα αλλότρια, κλέπτεις τα ξένα, ιεροσυλείς τα θεία; Και πάντα διατί; Άλλος δια να μεθύση, άλλος δια να σπαταλήση, άλλος δια να λαμπροφορέση, άλλος δια να κερδίση, λέγει, θρόνους — ξεύρω για τι θρόνους — να δοξασθή και να κλονήται η Εκκλησία του Θεού, δια να ξοδιάζωνται τα στάμενα εις τους ασεβείς, εις τους εχθρούς του Χριστού, να ξεκουμπίση τον αδελφόν, να χαλάση την Εκκλησίαν, δια να στήση το θέλημά του» . Με αυστηρότητα καυτηριάζει τους ανάξιους κληρικούς: «Άνθρωπος κράζεται εκείνος του Θεού, Χριστιανός το όνομα, και τάχα και φορεί και σχήμα, δεν ηξεύρω πως να τον ειπώ τον ανίερον. Έπειτα τρέχει οπίσω σαρκός τέρας και δεν φοβάται Θεόν, μήτε το πυρ εκείνο ενθυμείται και τες φλόγες εκείνες [τες] σοδομιτικές, ω ουρανέ και ήλιε!.. Τις σε αναγκάζει να πωλήσης ή να αγοράσης ανάξιος Ιερωσύνην ή Αρχιερωσύνην και να θησαυρίσης κόλασιν; Ή δεν γνωρίζεις πως είναι πολλών κολάσεων άξιον το επιχείρημα; . . ». Υπάρχει έπειτα και η στιγμή της κρίσεως: «Πώς να απολογηθούμεν εκεί, όταν έλθη ο κριτής, όταν καθίση το κριτήριον το φοβερόν, όταν τεθώσι θρόνοι, όταν ανοιχθώσι τάφοι, οι βίβλοι των συνειδήσεών μας;»
Δεν ξεχνά την καταγωγή του και είναι περήφανος γι’ αυτήν. Το γένος του εξακολουθεί να είναι το φως του κόσμου:
«Εσείς είσθε το γένος εκείνο το περιφρονημένον των Ρωμαίων, το οποίον ποτέ εκυρίευσεν όλην την Οικουμένην με την δύναμιν των αρμάτων . Η πρώτη μοναρχία των Περσών μετετέθη εις Αιγυπτίους, από τους Αιγυπτίους εις Μακεδόνας, οι οποίοι ήσαν Έλληνες, το γνήσιον γένος σας. Από εκείνους δε ες τους Ρωμαίους, από τούς οποίους εσείς και κρατάτε και λέγεσθε. Εσείς είσθε εκείνοι, των οποίων οι πατέρες εφώτισαν την οικουμένην, την Ορθοδοξίαν της Χριστού πίστεως. Τα λείψανα είστε εσείς της βασιλείας των Ρωμαίων, εσείς τα λείψανα της Ορθοδοξίας. Από εσάς όλα τα έθνη, όσα ομολογούσι τον Χριστόν, αναμένουσι να πάρουσι το στερέωμα των δογμάτων της πίστεως και τους θεσμούς των εκκλησιαστικών πράξεων, τα ήθη και την πολιτείαν της θεαρέστου ζωής. Όλος ο κόσμος εις εσάς αναδρανίζει, εσάς ως φως του κόσμου».
Όπως βλέπουμε, ο ιερωμένος αυτός γνωρίζει καλά τις πηγές της πνευματικής και της εθνικής του υπόστασης, την αρχαία Ελλάδα μαζί με την Μακεδονία και το χριστιανικό Βυζάντιο. Κλαίει όμως τώρα για την κατάπτωση του γένους που έγινε περίπαιγμα των λαών της Δυτικής Ευρώπης και των «απίστων»:
«Κλαίω και εγώ την συμφοράν του γένους μας και θέλω την κλαύσει, δια να μη θαρρούσιν οι αιρετικοί και οι ασεβείς, οπού μας περιπαίζουσι και μας ονειδίζουσι ή πως δεν βλέπομεν την παντερημίαν μας ή πως την στέργομεν.»
Αλλά δεν πρέπει ν’ απελπίζωνται οι Έλληνες, αρκεί να μετανοήσουν για όσα έγιναν. Η μετάνοια είναι η σωτηρία. Ο Πηγάς αντιπαραθέτει την αξία της μετάνοιας προς την απαξία της αμαρτίας:
«Η αμαρτία εξορίζει, η μετάνοια προσοικειοί. Η αμαρτία πτωχαίνει, πλουτίζει η μετάνοια. Η αμαρτία σκορπίζει, η μετάνοια περιμαζώνει. Ασχημίζει η αμαρτία, καλλωπίζει [η μετάνοια]. Εκείνη κατασταίνει βοσκούς χοίρους, ετούτη μας κατασταίνει πάλιν υιούς».
Ας μην είναι λοιπόν οι Έλληνες απαισιόδοξοι. Μόνο στην μετάνοια και στα καλά έργα βρίσκεται η σωτηρία τους:
«. . . ας κλαύσωμεν από το ένα μέρος δια τας αμαρτίας μας, επιστρέφοντες εις μετάνοιαν, και από το άλλο μέρος, μη απελπίζου, μη απελπίζου ο λαός του Θεού, το έθνος το άγιον, βλέποντες πως σε κακουχούσιν και σκληραγωγούσιν οι ασεβείς. Αναθυμήσου, πως και το σπέρμα του Αβραάμ, το σπέρμα της επαγγελίας, παρέδωκεν ο Θεός ο δίκαιος εις δουλείαν τόσους χρόνους. Έπειτα ο αυτός Θεός έκρινε (καθώς είπα του Αβραάμ) το έθνος εκείνο των ασεβών... Πλην, παρακαλώ, να σπουδάσωμεν ημείς, να προφθάσωμεν με τα καλά έργα τες ασέβειες αυτών, δια να παρακινηθή ογληγορήτερα ο Θεός, δια την εργασίαν των καλών μας έργων, δια την ασέβειαν των εχθρών, να χαλάση και τόσην τυραννίαν και τόσον κακόν, ως επιθυμείτε, και να μας αξιώση των αγαθών εκείνων της βασιλείας των ουρανών. . . »
Απέραντη η πίστη του στην Ορθοδοξία. Αυτή θα σώση τους Έλληνες:
«Μόνον μη αμελησωμεν αδελφοί τοις ίχνεσιν επιβαίνειν των προγόνων ημων ειδότες ότι ου προσφατοις πόμεθα δόγμασιν αλλ’ αρχαίοις και πατροπαραδότοις τον Σωτηρα Χριστόν έχουσι νομοδότην και νομοθέτην τούς Αποστόλους δε και τούς Αγίους Πατέρας εκφαντορας...»
Παρακαλεί τον Χριστό να μην παύση να βασιλεύη και να μην επιτρέψη να βασιλεύη άλλος στην θέση του —· φράση που υπαινίσσεται τον φόβο για την ενδεχόμενη επικράτηση του Μουσουλμανισμού.
Αποσπάσματα εξ ομιλιών του Μελετίου
Α. Εξ ομιλίας τη Ε' Κυριακή των Αγίων Νηστειων (σελ. 103).
37. Είναι λοιπόν, λέγει ο απόστολος προς Γαλάτας, δύο διαθήκες: η μία η γεννώσα εις δουλείαν, ή συστοιχούσα τη νυν Ιερουσαλήμ. Η άλλη, ελευθέρα, η άνω Ιερουσαλήμ. Ακούεις, αδελφέ, πως τα πράμματα εκείνα, οπού εγινούντανε τον παλαιόν καιρόν, ήταν και τινά σημάδια και τύποι μυστηρίων μεγάλων, όχι παραδείγματα, να σε παρακινήσουν εσέναν εις άκρασίαν, εις αμαρτίαν;
38. Και κοντολογία, εσύ καν δεν μετράς με τον νουν σου, ότι επειδή είναι λόγια του πνεύματος, ανάγκη είναι να μη σου εγραφτήκασι, διά να κάμεις εσύ αμαρτίες, διότι ήθελες καταστήσει διδάσκαλον τες αμαρτίες. Ο Θεός να με φυλάγει από την βλασφημίαν ταύτην του Θεού ! Μη λοιπόν, αδελφέ, μη θέλεις τα κακά σου θελήματα. Την γυναίκα, οπού σου έδωκεν o Θεός, εκείνην έχε, και αν είναι στείρα, στείρα· αν είναι παιδογόνος, παιδογόνον. Και μη μου ευρίσκετε πρόφασιν και εαν και εσύ, να μολύνετε ο εις διά τούτην την πρόφασιν, ο άλλος διά κείνην την πρόφασιν, να μολύνετε, λέγω, το στέφανόν σας.
39. Τηράτε το αμόλυντον, τηράτε να το παραδώσετε τω φοβερώ Θεώ καθαρόν και αμίαντον. Δεν έχω καιρόν να σε ειπώ περισσότερον διά τούτην την ατοπίαν, οπού γίνεται ανάμεσά μας σήμερον και μολύνεται, μάλιστα και χωρίζεται, το ανδρόγυνον και επαίρνει εκείνος άλλην και εκείνη άλλον.
Β. Εξ ομιλίας τη Κυριακή των Βαΐων (σελ. 152 153).
10. Και εκείνη πάλιν, (η Μαρία, η αδελφή του Λαζάρου) ως ήκουσεν, εσηκώθη πάραυτα από το ξόδι και τα δάκρυα του αδελφού και καταφρονά τα πάντα, και λύπες και πικρίες και θλίψεις και κλαημούς, και τρέχει προς τον Χριστόν. Το εναντίον απ' ό,τι κάμνουσιν εδώ οι γυναίκες, θαρώ, και οι άνδρες οι εδικοί μας, οπού αφήνουσι την εκκλησίαν. Στερεύγουνται τα μυστήρια του Θεού, φεύγουσιν από Θεόν. Διατί; Διατί, λέγει, είναι θλιμμένοι -ώ κόσμε, έρημε κόσμε, και τότες είναι περισσότερος καιρός, όταν έχωμεν θλίψιν, να τρέξωμεν προς Θεόν. «Εκέκραξα, λέγει ο πατρόθεος προφήτης, εκέκραξα εν τω θλίβεσθαί με προς Κύριον και επήκουσάς μου εις την θλίψιν» μου, εκέκραξα προς Κύριον».
11. Και εμείς σήμερον, εις τες θλίψεις μας, τρέχομεν εις τους μάντεις, διατί, λέγει, διά να με παρηγορήσει, να κάμει ν' αγαπά ο δείνας, να κάμει να εύρω το τάδε τι, οπού έχασα, να μου απαγγέλλει διά τάδε τι οπού αναμένω. Ώ γυναίκες, πώς να σας ειπώ, γυναίκες, και αν ο μάντης ή η μάντισσα εμπορεί να κάμει τάδε ή τάδε, να σου κάμει αγάπες, να σου κάμει παιδία, να σου εύρει πλούτη, να σου γιάνει πληγές, δεν ήθελεν κάμει πρώτα του λόγου της; Πόσοι μάντες και μάντισσες είναι πυργωμένοι, παρδαλοί, κυλλοί, κακόμοιροι; Τριγυρίζουσι να εύρουσι καμμίαν λωλήν, να της φάγωσιν τέσσερες πέντε φόλες με το να της τάσσουσιν να την κάμνουσιν εκείνην γερήν, πλουσίαν, εκείνοι οπού είναι αυτοί τως κυλλοί και φτωχοί.
12. Ένα μου πέτε: αv σας έδιδεν ο διάβολος καλόν, οπού είναι των αδυνάτων, όσον μηδέ αυτός ατός του δεν είναι δυνατόν να είναι καλός, πλην, εθέλετέ το το διαβολικόν εκείνον και δαιμονικόν καλόν; Εγώ λογαριάζω, πως και μόνον το όνομα, το όνομα μόνον διαβολικόν, δαιμονικόν να είναι απατά διαβολικόν και δαιμονικόν, κακόν, όχι καλόν και φευκτόν. Ειπέ μου εσύ η ρίκτρα, οπού ρίκτει διά πλούτη καμμίαν και παίρνει σου έξη φόλες να σε κάμει πλούσιον, και του λόγου της πώς δεν πλουταίνει;
13. Ώ κόσμε λωλέ, οπού δεν γνωρίζεις, πώς, αν ήταν αλήθεια αυτάνα τα πράμματα, δεν ήθελες βλέπειν την κατζιβέλλαν γυμνή και ξεσκημένην να τα πει εσένα [τα] πλούτη, και αυτήνη να ψοφά διά έναν άσπρον. Πλην αφήτε τούτες τες λωλές μάντισσες! Εσείς μη πααίνετε πλέα. Αφήτε τούτες τες δαιμονισμένες και ας γιαγείρομεν εις την καλήν Μάρθαν καί Μαρίαν.
Γ. Εκ της αυτής ομιλίας (σελ. 170-171).
61. Ας γδυθής λοιπόν, άνθρωπε, από μάταια νεκρά πάθη της νεκρώσεως και λάβεις βαΐα φοινίκων αειθαλών, πράξεις ενάρετες και να υπαντήσεις τον Χριστόν, δεν θες ακούσεις μόνον, πως ανάστασε τον Λάζαρον, καθώς ακούεις πώς ακούουσιν εδώ οι λαοί, αμή θες αναβοήσει και εσύ το ωσανά, και θες λάβει το «σώσον δή Κύριε». Ώ Μελέτιε, πώς νάκαμνες την γλώσσαν μου, όχι κάλαμον γραμματέως οξυγράφου, επειδή δεν έχει να γράφεις μαλακά χαρτία, αμή, ή αδαμαντίνη, επειδή έχεις να χαράξεις, ωσάν πλάκες λίθινες, καρδίες σκληρές, ή πυρίνη, ωσάν εκείνες τες πυρίνες του πνεύματος, επειδή έχεις, ωσάν τότε εκείνος ο προφήτης τον τότε λαόν, ως καλάμιν νάκαιες, Μελέτιε, τόσην ύλην, όσην είναι φορτωμένη σήμερον τα στήθη μας και δεν αφήνει να φυτευθή o του Θεού φόβος, η του Χριστού υπακοή, οπού μας oρίζει με φοβερά και αφοριστικά από Θεού πρόσωπον λόγια να ταπεινωθούμεν, οπού μας ορίζει να μην μνησικακούμεν, μα να συγχωρούμεν με όσους έχομεν κακοσύνην, αλλέως πως δεν έχομεν να ιδούμεν πρόσωπον Θεού.
62. Πλήν, μην αναμένετε· ακούτε με και άνδρες και γυναίκες. Μην αναμένετε να μου θαυματουργήσει ο Θεός, και να μετασκευάσει την γλώσσαν μου οξυγράφον ή εις αδαμαντίνην και πυρίνην ή εις γλώσσαν αγγέλου, απ' εκείνες, οπού λέγει ο Παύλος. Εις στέκει να την καταστήσει και πυρίνην και αγγελικήν, αν δεκτείτε τον λόγον του Θεού πατρός και να ταπεινωθήτε και ν' αφήσετε και την μνησικακίαν, την αντίθεον, με τα λοιπά πάθη τα σαρκικά, διά την βασιλείαν των ουρανών, ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν εν Χριστώ Ιησού, ω η δόξα και το κράτος συν πατρί και πνεύματι εις αιώνας. Αμήν.
Δ. Εξ ομιλίας τη Αγία και Μεγάλη Πέμπτη (σ. 203).
34. Τρέχει, ασπάζεται τους αχράντους εκείνους πόδας, ραίνει τους και βρέχει τους με τα δάκρνα της μετανοίας. Και oι στεναγμοί της καρδίας, η συντριβή η συνεχή, δεν αφήνουσι την κατάνυξιν να ειπεί λόγια. Με τα έργα, αυτά, που είναι ζωντανά λόγια, με τα αυτά τα έργα βοά η καλή εκείνη πόρνη, ήδη μη πόρνη, τω Χριστώ, και λέγει πώς είναι αμαρτωλή περισσά και πως δέεται συγχωρήσεως διά φιλανθρωπίας, μάλιστα δείχνει και τούτη έξω από ετούτο, την μεγάλην αγάπην, οπού εχει προς τον Χριστόν. Μύρον της ευρίσκεται. πολύτιμον εις αλάβαστρον άγγείον. Παίρνει το μύρον. Βαστά ατή της το αλάβαστρον. Σπα το αλάβαστρο, χύνει το μύρον αλείφει την ακήρατον εκείνην κορυφήν του Χριστού, της οποίας τα ποδάρια έβρεχε με δάκρυα και εσφούγγιζε με τες απαλές εκείνες πλεξούδες, οπού είχε πρώτα δίκτυα της αγάπης της αμαρτίας.
35. Ώ καλή πόρνη, πώς εύρες καλήν και σύντομον στράταν να ξεφκαιρώσεις το πέλαγός σου της αμαρτίας με τα δάκρυα της μετανοίας, με την κένωσιν του μύρου! Ώ καλή μετάνοια, πώς δύνασαι και σιμώνεις τας πόρνας τω Χριστώ και ανέχεται της δυσωδίας του βρώμον της άμαρτίας, ανέχεται ο Χριστός, όχι διά το μύρον, διά τα δάκρυα.
Ε. Εξ ομιλίας τη Κυριακή των Προπατόρων (σ.229-230).
60. Παρακαλώ σας λοιπόν, μην ευρεθούμεν εμείς από τους πολλούς τους καλεσμένους, μηδέ καταφρονήσωμεν το κάλεσμα του Κυρίου, μηδέ αγρούς, μηδέ ζεύγη βoώv, μηδέ γυναίκα, αλλά ας γενούμεν, από τους ολίγους, διά τους οποίους λέγει ο Σωτήρ, ότι «ολίγοι οι σωζόμενοι». Ας γενούμεν από τους εκλεκτούς με την στράταν, οπού μας ερμηνεύει ο Σωτήρ, διά του αποστόλου ότι «αποστήτω από αδικίας πας ονομάζων τον Κύριον». Και πάλιν «καθαρίσωμεν εαυτούς από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος, ποιούντες αγιωσύνην εν πνεύματι αγίω».
61. Και μη μου προφασίζου, ώ δύστηνη Πόλη, πως έχεις κακούς ποιμένας. Έχεις και καλούς, καλά και ολίγους, πλην αν έχεις και κακούς, πείθου εσύ «τω λόγω της αληθείας» και μην ξετρέχεις τας πράξεις των κακών. Ξεύρεις, να σου ειπώ, πρώτον μεν ήθελα να είμεσθαν εμείς καλοί, αλλά θα νάμεσταν το φως του κόσμου, το άλας της γης, οι οδηγοί των τυφλών, οι παιδευταί των ασεβών, και να μην είμεσθαν φαρισαίοι, να λέγεται και περί ημών ότι «επί της Μωσέως καθέδρας εκάθισαν οι γραμματείς και οι φαρισαίοι· πάντα ουν όσα αν είπωσιν υμίν ποιήσαι, ποιήσατε, κατά δε τα έργα αυτών ου μη ποιήσητε· λέγουσιν γαρ και ου ποιούσιν».
62. Αλλά εγώ ήθελα να εκάναμεν και ημείς οπού διδάσκομεν τους άλλους. Πλήν εσύ ο ευσεβής, λάμβανε την καλήν διδασκαλίαν, λάμβανε τα μυστήρια της ευσεβείας και από τους αναξίους. Τίμα και τους αναξίους και θες έχεις μεγαλείτερον μισθόν. Μηδέ δίσταζε, ότι να σου κολομβώνει το μυστήριον της ευσεβείας πονηρία του αρχιερέως, ιερέως. Ξεύρεις τι είμεσθαν εμείς; Βουλωτήρια, σφραγίδες, τύποι. Και άλλος είναι χρυσος, άλλος ασημίτικος, άλλοι είμεσθεν σιδερένιοι. Και βαστώμεν όλοι έναν τύπον. Εσείς είστε το κερί.
63. Ειπέ μου, ωσάν τυπωθή το κερί και λάβει την εικόνα του βασιλέως, τόσον από σιδερένιον, ωσάν από ασημένιον, ωσάν από το χρυσόν βουλωτήρι, τι διαφέρεται προς τα βουλωτήρια εκείνα; Πασαένα ό,τι διά λόγου του είναι, διά λόγου του τιμάται, διά λόγου [του] ξάζει. Αν χρυσόν, πολύν. Αν αργυρόν, ολιγώτερον. Αν σίδερον, ολιγώτερον. Αμή ο τύπος των εικόνων όλος είναι ίσα ίσα εις το κερίν. Mόvov μη σκληρύνει σας, μα δέχου εις όλα τον τύπον της διδαχής, σωφρονίσου και εσύ απατά. Και εκείνοι οι κακοί ποιμένες τι αναμένετε; Τι σκορπίζετε εσείς τα πρόβατα του Κυρίου, ώ λύκοι άρπαγες, και εσείς, πως αφήνετε και σκορπίζεσθε έτζι. Δεν συντηράτε τον ποιμένα τον καλόν, οπού διά τα πρόβατα, ως πρόβατον, ήχθη εις σφαγήν; Εκνίψασθε δικαίως. Ξυπνήσατε, μη κοιμάσθε τον θάνατον του ύπνου. Ο θάνατος μας περιτρέχει. Ο δεσπότης και καλεί και αναμένει εις μετάνοιαν, διά να μας αξιώσει δείπνον μεγάλον και λαμπρόν εις την βασιλείαν των ουρανών, ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν εν Χριστώ Ιησού, ώ η δόξα και το κράτος συν Πατρί και Πνεύματι εις τους αιώνας των αιώνων, αμήν.
Πηγή: (Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Γ’ τομ., Θεσσαλονίκη 1968) Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας , («Μελέτιος Πηγάς. Χρυσοπηγή», Αθήναι 1958) Μυριόβιβλος
Στις 13 Σεπτεμβρίου η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά και γεραίρει τη μνήμη του Αγίου Αριστείδου, του επιφανούς και ευγλωττότατου αυτού Αθηναίου φιλοσόφου και πανευφήμου μάρτυρος του Χριστού, ο οποίος έμεινε γνωστός στην Εκκλησιαστική Ιστορία και Πατρολογία από την περίφημη απολογία του υπέρ των διωκομένων χριστιανών.
Η Αγία Γ΄Οικουμενική Σύνοδος
Στις 22 Ιουνίου του 431 συγκλήθηκε στην Έφεσο η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος, η πλέον ταραχώδης και επεισοδιακή Σύνοδος στην Εκκλησιαστική Ιστορία. Είναι η μοναδική Σύνοδος, που ξεκίνησε με αντίδραση του αυτοκράτορα, για το γρήγορο ξεκίνημά της και δεν υπήρξε τελετή λήξης των εργασιών της, ούτε και προσυπογραφή των κειμένων της από τον αυτοκράτορα. Το τελικό κείμενο του Όρου της υπεγράφη δυο χρόνια μετά (!) με συμβιβασμούς και δια περιφοράς.
Στη διάρκεια της Συνόδου και με διαταγή του αυτοκράτορα φυλακίστηκε ο Πρόεδρός της (!) και έγινε αλληλοαφορισμός των Προκαθημένων των Εκκλησιών Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, οπότε απειλήθηκε Σχίσμα στην Εκκλησία.
Η Σύνοδος τελικά καταδίκασε τις δυο κύριες αιρέσεις, του Νεστοριανισμού και του Πελαγιανισμού, ανακήρυξε δε την Εκκλησία της Κύπρου, ως αυτοκέφαλη. Επίσης, στη Σύνοδο αυτή επιχειρήθηκε για πρώτη φορά η διακήρυξη του πρωτείου εξουσίας του Πάπα Ρώμης, η οποία δυσαρέστησε τους Πατέρες, αλλά αναγκάστηκαν να σιωπήσουν, για να μην προκληθεί ένα νέο Σχίσμα στην Εκκλησία.
Θα απορήσει κανείς με αυτές τις συμπεριφορές κάποιων αγίων και θεοφόρων Πατέρων, αλλά όπως έχει τονιστεί, τα μέλη της Εκκλησίας, ενώ είναι άγια, πλην όμως δεν είναι ούτε αλάνθαστα, ούτε αναμάρτητα και έτσι ενδέχεται να πέφτουν σε σφάλματα. Να μην ξεχνάμε, ότι μετά την Πεντηκοστή, ο απόστολος Παύλος κατηγόρησε δημόσια τον απόστολο Πέτρο για υποκρισία και τον έκρινε, ως άξιο κατακρίσεως, αφού παρέσυρε και άλλους, στο να μην συντρώγουν με τους εξ εθνικών Χριστιανούς (Γαλ. 2. 11-14).
Όλες αυτές τις παρεκτροπές και τα ανθρώπινα σφάλματα σπεύδει να επουλώσει η Εκκλησία και αυτό έκανε και στην περίπτωση της Γ΄ Συνόδου, όπου μετά από διαπραγματεύσεις και εκατέρωθεν υποχωρήσεις αποφεύχθηκε η διάσπαση και επαναβεβαιώθηκε η ενότητα της, κατά το γνωστόν «και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Μτ. 16. 18).
Από τις 10 Απριλίου 428, όταν ο αντιοχειανής θεολογική παιδείας και παραδόσεως Νεστόριος έγινε αρχιεπίσκοπος Κων/πόλεως, η θεολογική δράση του Αλεξανδρείας Κυρίλλου επικεντρώθηκε στην καταπολέμηση της διδασκαλίας του Νεστορίου και έτσι έγινε το κεντρικό θεολογικό πρόσωπο στην ιστορία της Εκκλησίας, έως την κοίμησή του (444) και μερικώς έως την Ε΄ Οικουμενική σύνοδο (553).
Ο Νεστόριος, θαυμαστής του Μοψουεστίας Θεοδώρου, αρνήθηκε για την Παρθένο Μαρία τον χαρακτηρισμό – όρο Θεοτόκος και απέδιδε σ’ αυτήν μόνο τον όρο Χριστοτόκος, διότι θεωρούσε αδύνατη τη γέννηση του Θεού Λόγου από την (άνθρωπο) Μαρία.
Τις αντιλήψεις αυτές του Νεστόριου, τις οποίες κήρυττε στην Κων/πολη, πληροφορήθηκε ο Αλεξανδρείας Κύριλλος και αντέδρασε ακαριαία, διότι διέγνωσε κακοδοξία. Το 429 στην πασχάλια Ομιλία του, αλλά και στις επιστολές: Προς μοναχούς και προς τον ίδιο το Νεστόριο, καταδικάζει την κακοδοξία και εκθέτει συνοπτικά την Ορθόδοξη πίστη. Ενημερώνει τον Ρώμης Κελεστίνο Α΄, ο οποίος απορρίπτει συνοδικά (430) τις απόψεις του Νεστόριου και αναθέτει πάλι συνοδικά τον χειρισμό του όλου θέματος στον Κύριλλο.
Η ανάθεση αυτή έδωσε στον Κύριλλο το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει το παπικό κάλυμμα (παπική τιάρα), πράγμα που κληρονόμησαν έκτοτε όλοι οι Πατριάρχες Αλεξανδρείας μέχρι σήμερα (Ι. Φουντούλη: Τελετουργικά θέματα, τ. Β΄, σελ. 179).
Ο Νεστόριος επέμεινε στην κακοδοξία του, έχοντας στήριγμα τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄ (υιό του Αρκάδιου) (408-450), που θεωρούσε τον Κύριλλο επικίνδυνο για την ειρήνη και την κεντρική διοίκηση στην πρωτεύουσα. Το 430, στη πασχάλια Ομιλία του, ο Κύριλλος, επιχείρησε να πείσει τον Νεστόριο, εκθέτοντας και θεμελιώνοντας ευρύτερα την ορθή διδασκαλία περί των φύσεων του Χριστού, απέστειλε δε και ειδική διατριβή για το χριστολογικό θέμα στον ίδιο τον αυτοκράτορα.
Με την κάλυψη του Ρώμης Κελεστίνου Α΄, ο Κύριλλος συνέταξε: Τα Δώδεκα Κεφάλαια (αναθεματισμούς), που όφειλε να υπογράψει ο Νεστόριος, για να μη καθαιρεθεί. Το κείμενο παραδόθηκε στο Νεστόριο, που αρνήθηκε τον διάλογο, αλλά και στους άλλους επισκόπους της Ανατολής. Η Αντιόχεια συμβούλευσε τον Νεστόριο να δεχθεί τον όρο Θεοτόκος, αλλά αυτός επέμενε, ότι άλλος ο Ιησούς και άλλος ο Χριστός.
Ο Νεστόριος έπεισε τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄, τον επικαλούμενο Μικρό, για την ανάγκη σύγκλισης Συνόδου, η οποία συγκλήθηκε τελικά στην Έφεσο στις 22 Ιουνίου του 431. Ο Νεστόριος είχε την ελπίδα να μην εξετασθούν όσα για τη διδασκαλία του περιλαμβάνονταν στα Δώδεκα Κεφάλαια του Κυρίλλου, αλλά μόνο τα κατά του Απολιναρισμού (12οΚεφάλαιο – αναθεματισμός). Οι ανατολικοί (Αντιοχείας Ιωάννης, Ιεροσολύμων Ιουβενάλιος κ.ά.) ενημερώθηκαν σχετικά από τους Κύριλλο και Νεστόριο. Οι αντιοχειανοί συμβούλευσαν στο δεύτερο την αποδοχή του όρου Θεοτόκος. Μάταια όμως, διότι ο Νεστόριος επέμενε ότι το Χριστοτόκοςείναι συμβιβαστικό και αποκλείει τόσο την αρειανική, όσο και την απολιναριστική ερμηνεία.
Το κύρος του Κυρίλλου ήταν αυξημένο, διότι οι αιγύπτιοι, οι μικρασιάτες, οι παλαιστίνιοι και οι δυτικοί επίσκοποι βρίσκονταν στο πλευρό του. Εναντίον του ήταν ο Νεστόριος και η αυτοκρατορική αυλή, ενώ οι αντιοχειανοί ήταν ουδέτεροι, ειδικά δε με τα Δώδεκα Κεφάλαια, που θεώρησαν ύποπτα για απολιναρισμό και θεωρούσαν υπερβολικά υποτιμητική την απαίτηση να τα υπογράψει ο Νεστόριος για να μη καταδικασθεί.
Στη Σύνοδο είχαν κληθεί μόνο Μητροπολίτες και «ολίγοι» μόνον επίσκοποι από κάθε επαρχία – Μητρόπολη. Ο Κύριλλος, μόνος Μητροπολίτης με έξη επαρχίες και εκατό περίπου επισκοπές, είχε στο πλευρό του 46 επισκόπους, γεγονός που επικρίθηκε. Ως εκπρόσωπος του αυτοκράτορα, για την τάξη, προσήλθε στην Έφεσο ο κόμης Κανδιδιανός, με εντολή όμως να μη λάβει μέρος σε συζητήσεις «περί των δογμάτων».
Η Σύνοδος της Ρώμης έστειλε δυο εκπροσώπους και ο Ρώμης Κελεστίνος έναν, με εντολή να ακολουθούν τον Κύριλλο, που στη Σύνοδο επίσημα «διείπε» (κατείχε) και τον «τόπον» (θέση) του επισκόπου Ρώμης. Οι δυτικοί έφθασαν στις 10 Ιουλίου, αλλά και αυτών παρόντων, τα πρακτικά – αποφάσεις υπέγραφε πρώτος ο Κύριλλος. Ο Νεστόριος προσήλθε στην Έφεσο «συν πολλή δυνάμει όχλων», και μόνο με ομόφρονες επισκόπους από την Κωνσταντινούπολη, αλλά και ο Κύριλλος δεν υστερούσε σε «δύναμη όχλων» (με δύναμη 500 Παραβάλανων – ροπαλοφόρων μοναχών).
Στη Σύνοδο συμμετείχαν 200 θεοφόροι πατέρες από τους οποίους διακρίνονται οι: Αλεξανδρείας Κύριλλος, Αντιοχείας Ιωάννης, Ιεροσολύμων Ιουβενάλιος, οι εκπρόσωποι του Ρώμης Κελεστίνου, επίσκοποι Αρκάδιος και Προϊεκτος, με τον πρεσβύτερο Φίλιππο, Εφέσου Μέμνων, Κύπρου Ρηγίνος, Φιλίππων Φλαβιανός, Αγκύρας Θεόδοτος, Καισαρείας Φίρμος, Μελιτινής Ακάκιος, Κύρου Θεοδώρητος κ.ά.
Η Σύνοδος πραγματοποίησε την πρώτη συνεδρία στις 22 Ιουνίου 431 στον μητροπολιτικό ναό της Μαρίας μεπρόεδρο τον Κύριλλο. Για την εσπευσμένη έναρξη της Συνόδου αντέδρασε ο Νεστόριος, που ανέμενε τον Αντιοχείας Ιωάννη και τους «ανατολικούς» επισκόπους (σύνολο 43), αλλά και ο εκπρόσωπος του αυτοκράτορα, που προσήλθε στην πρώτη συνεδρία, κατέθεσε την ένστασή του και αποχώρησε. Επίσης δεν είχαν φθάσει και οι «δυτικοί» επίσκοποι.
Ο Κύριλλος πιεζόταν από πολλούς εμπερίστατους επισκόπους να αρχίσει η Σύνοδος, αλλά και ο ίδιος επιθυμούσε ίσως να τελειώσει γρήγορα το θεολογικό έργο της Συνόδου, πριν από την άφιξη των «ανατολικών», των οποίων την υποστήριξη ανέμενε ο Νεστόριος. Για τη βιασύνη του αυτή, όχι μόνο κατηγορήθηκε, αλλά και καθαιρέθηκε (με όλους τους συνοδικούς) από τη σύναξη των περί τον Αντιοχείας Ιωάννη επισκόπων, μόλις αυτοί έφθασαν στην Έφεσο στις 27 Ιουνίου.
Στη διάρκεια της πρώτης συνεδρίας έγινε δεκτή, από τους παρόντες επισκόπους, η θεολογία της Β΄ επιστολής Κυρίλλου προς Νεστόριο, όπου το δόγμα της καθ’ υπόστασιν ενώσεως (αληθινής δηλ. ενώσεως) των δυο φύσεων του Χριστού, η καταδίκη της διδασκαλίας του Νεστόριου και η καθαίρεσή του. Τις αποφάσεις αυτές υπέγραψαν τελικά 197 επίσκοποι.
Ο Κύριλλος προήδρευσε και στις επτά συνεδρίες της Συνόδου (μέχρι 31 Ιουλίου), διότι (μέχρις ότου φθάσουν οι δυτικοί επίσκοποι) «επείχε» και «τον τόπον» του Ρώμης, του πρώτου τη τάξει και διότι ο δεύτερος τη τάξει Νεστόριος και απείχε των συνεδριών και ήταν υπόδικος. Στην τετάρτη συνεδρία (16-17 Ιουλίου), ο Κύριλλος επέβαλε ακοινωνησία και αργία στον Αντιοχείας Ιωάννη και στους 34 επισκόπους, που είχαν συγκροτήσει αντικανονική («ακανονίστως») εναντίον του (όταν έφτασαν στην Έφεσο) συνέλευση.
Για τα συμβάντα στην Έφεσο ενημέρωσαν τον αυτοκράτορα ο Κανδιδιανός, ο Κύριλλος και ο Ιωάννης. Ο αυτοκράτορας κήρυξε άκυρες τις αποφάσεις και των μεν και των δε και διέταξε κοινή συνεδρία. Ο Κύριλλος δεν υπάκουσε και συνέχισε με τους περί αυτόν τις συνεδρίες, την 1η Ιουλίου. Στις 22 Ιουλίου διάταγμα του αυτοκράτορα κηρύσσει έκπτωτο τους Κύριλλο, Νεστόριο και Εφέσου Μέμνονα και διατάσσεται αυστηρός κατ’ οίκον περιορισμός τους.
Μετά από 3 μήνες εγκλεισμού, στις 31 Οκτωβρίου, χωρίς την άδεια των αρχών, ο Κύριλλος διέφυγε από τη φυλακή και αναχώρησε για την Αλεξάνδρεια, χωρίς βέβαια τη λήξη της Συνόδου και χωρίς επικύρωση του έργου της Συνόδου από τον αυτοκράτορα, ο οποίος, σύμφωνα με τις εισηγήσεις, έκανε δεκτή μόνο την καθαίρεση του Νεστόριου, που αποτραβήχτηκε στη μονή της μετανοίας του στην Αντιόχεια (μονή Ευπρεπίου), όπου έμεινε ως το 435, όταν διατάχθηκε η εξορία του.
Καταγράφεται, ότι ο Κύριλλος, προκειμένου να προσεταιρισθεί τους αξιωματούχους της αυλής και τον ίδιο τον αυτοκράτορα χρησιμοποίησε αφειδώς χρήματα. Διαβάζουμε στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: «Οι περισσότεροι (περί τους διακόσιους) επίσκοποι, τρομοκρατημένοι από τους ρωμαλέους μοναχούς, που συνόδευαν τον Κύριλλο, καταδίκασαν, καθήρεσαν και αφόρισαν ερήμην τον Νεστόριο, χωρίς να περιμένουν την άφιξη των επισκόπων της Συρίας. Μετά την προσέλευση των τελευταίων, ο Νεστόριος, με την υποστήριξη του εκπροσώπου του αυτοκράτορος κόμητος των δομεστίκων Κανδιδιανού, πέρασε στην αντεπίθεση. Οργάνωσε και αυτός σώμα ροπαλοφόρων και σε αντισύνοδο καθήρεσε και αφόρισε τον Κύριλλο και τον επίσκοπο Εφέσου Μέμνονα. Αλλά ήταν ήδη αργά. Οι απεσταλμένοι του Πάπα, που κατέφθασαν στο μεταξύ, συντάχθηκαν με τον Κύριλλο και, το σπουδαιότερο, τα τεράστια ποσά, που αφειδώς μοίρασε ο πατριάρχης Αλεξανδρείας σε αξιωματούχους της αυλής είχαν ως αποτέλεσμα τη μεταστροφή και του αυτοκρατορικού ζεύγους» (τ. Ζ΄, σελ. 113). «Έμαθε (ο Κύριλλος) την τέχνη της δολοπλοκίας, κολακείας, δωροδοκίας, ραδιουργίας και εμπάθειας κοντά στο θείο του Θεόφιλο, επίσκοπο Αλεξανδρείας» (385-412) (σελ. 409). «Οπωσδήποτε ο Νεστόριος δεν διέθετε τα μέσα επιβολής (υπερβολικό πλούτο, δόλο, εμπάθεια) που διέθετε ο αντίπαλος του Κύριλλος» (σελ. 410). Διερωτάται κανείς, πως τέτοιος πλούτος στα χέρια του Αλεξανδρείας. Η απάντηση: Ο Αλεξανδρείας διέθετε μεγάλο εμπορικό στόλο, που διενεργούσε εμπόριο στη Μεσόγειο: «Το πατριαρχείο Αλεξανδρείας (5ο αι.) διαθέτει αξιόλογο εμπορικό στόλο. Για ένα ταξίδι στην Αδριατική διαθέτει πλοίο 20000 μοδίων (600 περίπου τόννων) φορτωμένο με εμπορεύματα και ρευστό χρήμα αξίας 25000 χρυσών νομισμάτων» (σελ. 296).
Είναι γεγονός, ότι όλη αυτή η έκρυθμη κατάσταση δημιούργησε σχίσμα μεταξύ των αλεξανδρινών και των ανατολικών (αντιοχειανών κλπ.), για την άρση του οποίου έγιναν πολλές διαβουλεύσεις, που διήρκεσαν περίπου δυο χρόνια. Ο Κύριλλος ζητούσε από τον Ιωάννη να ομολογήσει τον όρο Θεοτόκος και να καταδικάσει τον Νεστόριο, ενώ ο Ιωάννης ζητούσε από τον Κύριλλο να παραμερίσει τα 12 Κεφάλαια (αναθεματισμούς) ή τουλάχιστον να ανακαλέσει σημεία τους. Τη διαμεσολάβηση ανέλαβαν ο Εμέσης Παύλος, ο Βεροίας Ακάκιος και άλλοι, με ταυτόχρονη πίεση του αυτοκράτορα προς τον Ιωάννη για ειρήνευση της Εκκλησίας, το δε κείμενο – ομολογία συντάχθηκε από τον Κύρου Θεοδώρητο. Ο Κύριλλος συντάχθηκε με το κείμενο, που περιελάμβανε βασικές θέσεις του, το δε κείμενο έμεινε στην ιστορία με το όνομα Έκθεσις Πίστεως των Διαλλαγών ή Όρος των Διαλαγών και αποτελεί τον Όρο – απόφαση της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου (Πισιδίας Μεθόδιου: «Το πρόσωπο του Ιησού Χριστού…..», σελ.100-101).
Ο Ιωάννης έστειλε το κείμενο στον Κύριλλο, που τελικά το δέχθηκε και το κυκλοφόρησε (Απρίλιο 433) με δική του Επιστολή (με τίτλο: «Ευφραινέσθωσαν οι ουρανοί και αγαλλιάσθω η γη») προς τον Ιωάννη, ενώ δεν έπαυσαν οι ακραίοι αλεξανδρινοί να εκτιμούν τη στάση του ως υπαναχώρηση σε βάρος της αυστηρής Ορθοδοξίας. Τόσον ο Κύριλλος, όσον και ο Ιωάννης διατύπωναν την άποψη, ότι αυτών η διδασκαλία είχε επικυρωθεί, πρέπει δε να τονισθεί ότι έγιναν αμοιβαίες υποχωρήσεις για να γεφυρωθεί το χάσμα και να εκλείψει το σχίσμα που είχε δημιουργηθεί. Τελικά βέβαια, ο κάθε ένας θεωρούσε τον συμφωνηθέντα Όρο της Συνόδου σύμφωνο με τις δικές του απόψεις και θέσεις και έτσι όλοι έμειναν ευχαριστημένοι με την ειρήνευση που επιτεύχθηκε στην Εκκλησία.
Παρενθετικά αναφέρεται, ότι ο Κύριλλος, στη σύνοδο Ιεροσολύμων του 439, έκρινε μη αναγκαία τη συνοδική καταδίκη των Ταρσού Διόδωρου (+394) και του μαθητή του, του Μοψουεστίας Θεόδωρου (+428), δεδομένου ότι και οι δυο είχαν πεθάνει σε κοινωνία με την Εκκλησία. (Στ. Παπαδόπουλου, Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, σελ. 23-40 και 181-202).
Έτσι, εκτός από την Έκθεση Πίστεως των Διαλλαγών, που υπεγράφη δια περιφοράς, δυο χρόνια μετά τη λήξη της Συνόδου, κανένας άλλος Όρος, του τύπου των Α΄ και Β΄ Συνόδων υπεγράφη και τούτο διατυπώνεται στην παρακάτω δήλωση:
«Τούτων τοίνυν αναγνωσθέντων, ώρισεν η αγία Σύνοδος,ετέραν πίστιν μηδενί εξείναι προφέρειν ή γουν συγγράφειν ή συντιθέναι, παρά την ορισθείσαν παρά των αγίων πατέρων των εν τη Νικαέων συναχθέντων πόλει συν αγίω Πνεύματι. Τους δε τολμώντας ή συντιθέναι πίστιν ετέραν, ή γουν προκομίζειν ή προφέρειν τοις εθέλουσιν επιστρέφειν εις επίγνωσιν της αληθείας, ή εξ Ελληνισμού ή εξ Ιουδαϊσμού ή γουν εξ αιρέσεως οιασδηποτούν, τούτους, ει μεν είεν επίσκοποι ή κληρικοί, αλλοτρίους είναι τους επισκόπους της επισκοπής, και τους κληρικούς του κλήρου, ει δε λαϊκοί είεν, αναθεματίζεσθαι. Κατά τον ίσον δε τρόπον, ει φωραθείεν τινες, είτε επίσκοποι, είτε κληρικοί, είτε λαϊκοί, ή φρονούντες ή διδάσκοντες τα εν τη προσκομισθείση εκθέσει παρά Χαρισίου του πρεσβυτέρου περί της ενανθρωπήσεως του μονογενούς Υιού του Θεού, ήγουν τα μιαρά και διεστραμμένα του Νεστόριου δόγματα, υποκείσθωσαν τη αποφάσει της αγίας ταύτης και οικουμενικής συνόδου, ώστε δηλονότι τον μεν επίσκοπον αλλοτριούσθαι της επισκοπής και είναι καθηρημένον, τον δε κληρικόν ομοίως εκπίπτειν του κλήρου, ει δε λαϊκός τις είη, και ούτος αναθεματιζέσθω, καθώς προείρηται» (Δ. Κοντοστεργίου, καθ. ΑΠΘ, «Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι», σελ. 77).
Η Γ΄ Σύνοδος, εκτός του μείζονος εκκλησιαστικού ζητήματος και ουσιαστικού λόγου συγκλήσεως, που ήταν ο Νεστοριανισμός, αντιμετώπισε και το ζήτημα τουΠελαγιανισμού. Η επίσκοποι έτσι καταδίκασαν τους οπαδούς των Πελάγιου και Κελεστίου, οι οποίοι θεολογούσαν, πως ο άνθρωπος δύναται να σωθεί χωρίς τη συνέργεια της θείας χάριτος. Πατέρες μάλιστα της εκκλησίας, όπως ο Ιωάννης Κασσιανός, μαθητής του Ιωάννη Χρυσοστόμου, διείδε και συγγένεια αυτής της αιρέσεως με το Νεστοριανισμό, άποψη που ενστερνιζόταν και ο Κύριλλος Αλεξανδρείας. O Πελαγιανισμός άλλωστε είχε ήδη καταδικαστεί από τοπικές συνόδους που έλαβαν χώρα στην Καρχηδόνα το 411 και 418, με αποτέλεσμα η συνοδική, υπό της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου καταδίκη, να αποτελεί απλώς την επικύρωσή τους.
Στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο δηλώθηκε πανηγυρικά (defacto) το πρωτείο εξουσίας του Πάπα Ρώμης, στο πρόσωπο του Ρώμης Κελεστίνου: Πιθανότατα, ο Κύριλλος για να κλείσει τα μάτια των Ρώμης Κελεστίνου Α΄ και του διαδόχου του Σίξτου Γ΄ (θεολογικά ασήμαντων) παραδέχθηκε τις υπερφίαλες απόψεις τους, για το πρωτείο και ειδικά του πρώτου στην Γ΄ Σύνοδο που κατετέθηκαν στη Σύνοδο, χωρίς ίχνος αντίδρασης: «Ουδενί αμφίβολόν εστι, μάλλον δε πάσιν τοις αιώσιν εγνώσθη, ότι ο άγιος και μακαριώτατος Πέτρος, ο έξαρχος και κεφαλή των Αποστόλων, ο κίων της πίστεως, ο θεμέλιος της Καθολικής Εκκλησίας, από του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του Σωτήρος και Λυτρωτού του γένους του ανθρωπίνου, τας κλεις της βασιλείας εδέξατο. και αυτώ δέδοται η εξουσία του δεσμείν και λύειν τας αμαρτίας, όστις έως του νυν και αεί εν τοις αυτού διαδόχοις και ζη και δικάζει. τούτου τοιγαρούν κατά τάξιν ο διάδοχος και τοποτηρητής, ο άγιος και μακαριώτατος Πάπας ημών Κελεστίνος, ο επίσκοπος, εις ταύτην την αγίαν σύνοδον διαδόχους ημάς της αυτού παρουσίας απέστειλεν…..» (αγίου Νεκταρίου: Τα αίτια του Σχίσματος, τ. Α΄, σελ. 143-144). Και όλα αυτά για να επιβεβαιωθεί η ασκούμενη (και όχι απλώς ρητορική) πρωτοκαθεδρία του θρόνου της Αλεξάνδρειας έναντι της Κων/πολης, στο πρόσωπο του Νεστόριου, αλλά και έναντι της Ρώμης στα πρόσωπα των μέτριων αυτών παπών. Βέβαια στη Δ΄ Οικουμενική οι ρόλοι αντεστράφησαν, η Ρώμη θριάμβευσε στο πρόσωπο του Λέοντα Α΄ έναντι της Αλεξάνδρειας, στο πρόσωπο του Διόσκορου, που αφορίσθηκε και έναντι της Κων/πολης με την άρνηση υπογραφής από τη Ρώμη του κη΄ κανόνα περί των ίσων πρεσβείων τιμής Ρώμης και Κων/πολης. Αλλά γιατί ανέχθηκαν οι πατέρες της Συνόδου την καταφανή άσκηση της εξουσίας από τον Πάπα; Ο άγιος Νεκτάριος απαντά: «Η τοιαύτη γλώσσα του πρεσβυτέρου (Φιλίππου) απήρεσε λίαν προς τους αγίους πατέρας, αλλ’ η προς την ειρήνην της Εκκλησίας στοργή έθετο κατά την στιγμήν εκείνηνφυλακήν τοις χείλεσιν αυτών, διότι τοις αντιπροσώποις περί εν μάλλον έμελλε, περί της αρχής του Πάπα και εάν αυτή προσεβάλλετο, αμ’ έπος ο της συνόδου σκοπός ηδύνατο να ματαιωθή». Προφανώς βέβαια πρόκειται περί της αρχής του Πάπα, όχι ως primusinterpares (πρώτος μεταξύ ίσων), αλλά ως primussineparibus (πρώτος άνευ ίσων).
Η Σύνοδος συνέταξε και εξέδωσε 8 Ι. Κανόνες, που αφορούν κυρίως διάφορα θέματα κληρικών και τις σχέσεις τους με τον Νεστόριο. Ειδικά όμως, ο η΄ κανόνας της Συνόδου αναγνωρίζει στην Εκκλησία της Κύπρου το αυτοκέφαλον. Η Κύπρος διατελούσε πολιτικά υπό τον Δούκα της Αντιόχειας, ο οποίος έστελλε στρατηγόν για την άσκηση της διοίκησης. Τούτο εκμεταλλεύτηκε ο Αντιοχείας και θέλησε να υπαγάγει, υπό την δική του εκκλησιαστική εξουσία και την Κύπρο. Οι Κύπριοι Επίσκοποι αντέδρασαν, προσέφυγαν στη Σύνοδο, η οποία τους δικαίωσε και διακήρυξε την αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Κύπρου.
Ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, εκτός της εκκλησιαστικής εξουσίας κατέχει και την πολιτική εξουσία με διάταγμα του αυτοκράτορα Ζήνωνα: Έτσι, και παρά την απαγόρευση από την Δ΄ Οικουμενική (ζ΄ κανόνας) της ταυτόχρονης ύπαρξης κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας στο αυτό πρόσωπο, όμως με το διάταγμα του αυτοκράτορα Ζήνωνα, του 488, ο Κύπρου αποκτούσε dejure και κοσμική εξουσία και ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος ήταν και ο τοποτηρητής του Αυτοκράτορα στην Κύπρο και τούτο διήρκεσε επί 8 αιώνες! Σε επίρρωση αυτού, ο Κύπρου απέκτησε το προνόμιο να φέρει πορφυρό αυτοκρατορικό μανδύα, να κρατεί αυτοκρατορικό σκήπτρο αντί ποιμαντορικής ράβδου και να υπογράφει με κόκκινο μελάνη, προνόμια τα οποία διατηρούνται μέχρι και σήμερα. Η Πενθέκτη Οικουμενική δεν επικύρωσε το διάταγμα, καθότι αυτοκρατορικό, αλλά και δεν απαγόρευσε την διπλή αυτή ιδιότητα του Κύπρου, παρά τη σαφή παράβαση του ζ΄ κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Η΄, σελ. 358). Το 1204 οι Φράγκοι κατέλυσαν την αυτοκεφαλία της Κύπρου, η οποία εδόθη πάλι το 1572, επί Σελίμ Β΄, στον Αρχιεπίσκοπο Τιμόθεο, το δε 1660 εδόθη στον Κύπρου και πάλιν η κοσμική εξουσία, επί Μεχμέτ Δ΄, στον Αρχιεπίσκοπο Νικηφόρο.
Η Κύπρος, κατασταθείσα αυτοκέφαλος με απόφαση της Γ΄ Οικουμενικής, καθίσταται η 6η Εκκλησία, η οποία έχει ιδρυθεί από Οικουμενική Σύνοδο, πέραν των 5 Εκκλησιών (Ρώμης, ΚΠόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων), οι οποίες αναγνωρίστηκαν από Οικουμενικές Συνόδους (β΄ και γ΄ κανόνες της Β΄ και κη΄ της Δ΄). Όλες οι μετέπειτα δημιουργηθείσες εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες, είτε ονομάζονται Πατριαρχεία, είτε Αρχιεπισκοπές (Ρωσίας, Βουλγαρίας, Σερβίας, Ρουμανίας, Γεωργίας, Ελλάδας, Αλβανίας, Πολωνίας, Τσεχίας-Σλοβακίας, έχουν εκκρεμότητα, ως προς την αναγνώριση τους, γιατί δεν έχουν καταστεί αυτοκέφαλες Εκκλησίες, από Οικουμενική Σύνοδο, αλλά μόνο με πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου ΚΠόλεως (Συνοδικό Τόμο αυτοκεφαλίας).
Οι καταδικασθέντες Νεστοριανοί εξεδιώχθησαν από την αυτοκρατορία και ειδικώς από τον αυτοκράτορα Ζήνωνα (489) και κατέφυγαν στην Περσία, όπου δημιουργήθηκε δική τους αιρετική νεστοριανική εκκλησία, η οποία απεσχίσθη από το σώμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, για δογματικούς, αλλά και πολιτικούς λόγους, μετά από απόφαση που έλαβαν κατά τη σύνοδο, που συγκλήθηκε από τον πρώτο νεστοριανό πατριάρχη Βαβαίο, το 498.
Συμπεράσματα
Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος αποτελεί τη Σύνοδο κατά την οποία «εμφαίνει ούτω την πρώτη βαθμίδα εις την Οικουμενικήν διαμόρφωσην του Χριστολογικού δόγματος, καθ’ ήν απεκρούετο η υπό εμπειρικοορθολογιστικού πνεύματος κυριαρχούμενη προσπάθεια επίλυσης του χριστολογικού ζητήματος». Σκοπός της συνόδου υπήρξε η επίλυση του αναφυέντος Χριστολογικού ζητήματος και σαν στόχο είχε «να περισώσει και να αναδείξει την πίστη της Νίκαιας, ότι αυτός ο Θεός Λόγος είναι ο ενανθρωπήσας και επιτελέσας ούτω την πραγματική λύτρωση και σωτηρία». Ταυτόχρονα όμως, με την κοινή συμφωνία και πίστη της «Εκθέσεως πίστεως των διαλλαγών», επήλθε και ουσιαστική δογματική σύγκλιση, ανάμεσα στις δύο μεγάλες θεολογικές σχολές της Αντιοχείας και της Αλεξανδρείας. Μία πίστη στηριγμένη σε ένα δογματικό όρο ο οποίος «δετυπούτο εν αριστοτεχνική συνθέσει των υγιών αρχών» (Ι. Καλογήρου, Ιστορία των Δογμάτων, τ. Α΄, σελ. 189-198) των δύο θεολογικών τάσεων.
Γι’ αυτούς τους λόγους η επωνομαζόμενη και «Πρώτη Σύνοδος της Εφέσου» «υπήρξε χωρίς αμφιβολία σταθμός στην ιστορία της Ορθόδοξης θεολογίας» αφού «όχι απλώς καταδίκασε δύο γνωστούς της εποχής αιρετικούς, αλλά κυρίως διότι με τη διδασκαλία της δόθηκε απάντηση σ’ ένα ερώτημα το οποίο είχε τεθεί μερικές δεκαετίες πριν», ενώ «απετέλεσε την απάντηση στο ερώτημα και την αραγή βάση πάνω στη οποία η εκκλησία θεμελίωσε τη Χριστολογία και τη σωτηριολογία της» (Κ. Σκουτέρη, Ιστορία των Δογμάτων, τ. Β΄, σελ. 748-749).
Παρατηρήσεις
1.- Η Σύνοδος ξεκίνησε με παρουσία μόνον της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας και απουσία των άλλων Εκκλησιών, αλλά και του εκπροσώπου του αυτοκράτορα.
2.- Η Σύνοδος δεν περάτωσε τις εργασίες της, δεδομένου, ότι ο Πρόεδρός της Κύριλλος φυλακίστηκε από την Πολιτεία για 3 μήνες, καθαιρέθηκε δε από τη σύναξη των Ανατολικών και τελικά διέφυγε στην Αλεξάνδρεια.
3.- Τα αποτελέσματα της Συνόδου, μετά από δραματικές διαβουλεύσεις δυο περίπου ετών και αμοιβαίες υποχωρήσεις των αντιθέτων μερών εγκρίθηκαν τελικά με τη σύνταξη του Όρου.
4.- Ο αυτοκράτορας ούτε κήρυξε την έναρξη της Συνόδου, αφού η έναρξη υπήρξε μονομερής ενέργεια του Κυρίλλου, ούτε τη λήξη, αφού επίσημη λήξη δεν υπήρξε.
5.- Ο Ρώμης Κελεστίνος, είχε εξουσιοδοτήσει τον Κύριλλο να χειριστεί εν λευκώ το θέμα με το Νεστόριο, γι’ αυτό δεν υπήρξε καμία αντίδραση ή διαφορετική θεώρηση από τη Ρώμη.
6.- Η κάθε πλευρά (Αλεξάνδρεια και Αντιόχεια) διατυμπάνιζε, ότι αυτής η θέση είχε πρυτανεύσει τελικά και μετά από πιέσεις του αυτοκράτορα αποφεύχθηκε μεγάλο σχίσμα στην Εκκλησία.
7.- Για πρώτη φορά εκδηλώνεται σε Οικουμενική Σύνοδο πανηγυρικά και χωρίς αντίδραση των Πατέρων το πρωτείο εξουσίας του Αρχιεπισκόπου Ρώμης. Αυτό θα εκδηλωθεί εντονότατα στην επόμενη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο με την άσκηση εξουσίας από τον πανίσχυρο πάπα Λέοντα Α΄.
8.- Η Εκκλησία της Κύπρου αναγνωρίζεται από τη Σύνοδο, ως αυτοκέφαλη και ο Αρχιεπίσκοπός καθίσταται αργότερα ταυτοχρόνως και φορέας της πολιτικής εξουσίας.
22.6.2014
(Πηγή : «Η Αγία Γ΄Οικουμενική Σύνοδος», Ιωάννης Καρδάσης, Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας)
Ὅρος τῆς Συνόδου περὶ τῆς Πίστεως
ἐν ᾧ καὶ περὶ ὧν ἀνήνεγκεν ὁ Χαρίσιος
Ὥρισεν ἡ ἁγία Σύνοδος ἑτέραν πίστιν μηδενὶ ἐξεῖναι προφέρειν ἢ γοῦν συγγράφειν ἢ συντιθέναι παρὰ τὴν ὁρισθεῖσαν παρὰ τῶν ἁγίων πατέρων τῶν ἐν τῇ Νικαέων συναχθέντων πόλει σὺν ἁγίῳ πνεύματι. τοὺς δὲ τολμῶντας ἢ συντιθέναι πίστιν ἑτέραν ἢ γοῦν προσκομίζειν ἢ προφέρειν τοῖς ἐθέλουσιν ἐπιστρέφειν εἰς ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας ἢ ἐξ ἑλληνισμοῦ ἢ ἐξ ἰουδαϊσμοῦ ἢ γοῦν ἐξ αἱρέσεως οἱασδηποτοῦν, τούτους, εἰ μὲν εἶεν ἐπίσκοποι ἢ κληρικοί, ἀλλοτρίους εἶναι τοὺς ἐπισκόπους τῆς ἐπισκοπῆς καὶ τοὺς κληρικοὺς τοῦ κλήρου· εἰ δὲ λαϊκοὶ εἶεν ἀναθεματίζεσθαι. κατὰ τὸν ἴσον δὲ τρόπον, εἰ φωραθεῖέν τινες, εἴτε ἐπίσκοποι εἴτε κληρικοὶ εἴτε λαϊκοί, ἢ φρονοῦντες ἢ διδάσκοντες τὰ ἐν τῇ προσκομισθείσῃ ἐκθέσει παρὰ Χαρισίου τοῦ πρεσβυτέρου περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ θεοῦ, ἤγουν τὰ μιαρὰ καὶ διεστραμμένα τοῦ Νεστορίου δόγματα, ὑποκείσθωσαν τῇ ἀποφάσει τῆς ἁγίας ταύτης καὶ οἰκουμενικῆς συνόδου, ὥστε δηλονότι τὸν μὲν ἐπίσκοπον ἀλλοτριοῦσθαι τῆς ἐπισκοπῆς καὶ εἶναι καθῃρημένον, τὸν δὲ κληρικὸν ὁμοίως ἐκπίπτειν τοῦ κλήρου· εἰ δὲ λαϊκός τις εἴη, καὶ οὗτος ἀναθεματιζέσθω, καθὼς προείρηται.
Ἔκθεσις Πίστεως τῶν «διαλλαγῶν»
Περὶ δὲ τῆς θεοτόκου παρθένου ὅπως καὶ φρονοῦμεν καὶ λέγομεν τοῦ τε τρόπου τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ θεοῦ, ἀναγκαίως, οὐκ ἐν προσθήκης μέρει, ἀλλ' ἐν πληροφορίας εἴδει, ὡς ἄνωθεν ἔκ τε τῶν θείων Γραφῶν ἔκ τε τῆς παραδόσεως τῶν ἁγίων πατέρων παρειληφότες ἐσχήκαμεν, διὰ βραχέων ἐροῦμεν, οὐδὲν τὸ σύνολον προστιθέντες τῇ τῶν ἁγίων πατέρων τῶν ἐν Νικαίᾳ ἐκτεθείσῃ πίστει· ὡς γὰρ ἔφθημεν εἰρηκότες, πρὸς πᾶσαν ἐξαρκεῖ καὶ εὐσεβείας γνῶσιν καὶ πάσης αἱρετικῆς κακοδοξίας ἀποκήρυξιν. ἐροῦμεν δὲ οὐ κατατολμῶντες τῶν ἀνεφίκτων, ἀλλὰ τῇ ὁμολογίᾳ τῆς οἰκείας ἀσθενείας ἀποκλείοντες τοῖς ἐπιφύεσθαι βουλομένοις, ἐν οἷς τὰ ὑπὲρ ἄνθρωπον διασκεπτόμεθα.
Ὁμολογοῦμεν τοιγαροῦν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ τὸν μονογενῆ, θεὸν τέλειον καὶ ἄνθρωπον τέλειον ἐκ ψυχῆς λογικῆς καὶ σώματος· πρὸ αἰώνων μὲν ἐκ τοῦ πατρὸς γεννηθέντα κατὰ τὴν θεότητα, ἐπ' ἐσχάτων δὲ τῶν ἡμερῶν τὸν αὐτὸν δι’ ἡμᾶς καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν ἐκ Μαρίας τῆς παρθένου κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα· ὁμοούσιον τῷ πατρὶ τὸν αὐτὸν κατὰ τὴν θεότητα, καὶ ὁμοούσιον ἡμῖν κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα· δύο γὰρ φύσεων ἕνωσις γέγονε· δι’ ὃ ἕνα Χριστόν, ἕνα υἱόν, ἕνα Κύριον ὁμολογοῦμεν. κατὰ ταύτην τὴν τῆς ἀσυγχύτου ἑνώσεως ἔννοιαν ὁμολογοῦμεν τὴν ἁγίαν παρθένον θεοτόκον, διὰ τὸ τὸν θεὸν Λόγον σαρκωθῆναι καὶ ἐνανθρωπῆσαι καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς συλλήψεως ἑνῶσαι ἑαυτῷ τὸν ἐξ αὐτῆς ληφθέντα ναόν. τὰς δὲ εὐαγγελικὰς καὶ ἀποστολικὰς περὶ τοῦ Κυρίου φωνάς, ἴσμεν τοὺς θεολόγους ἄνδρας τὰς μὲν κοινοποιοῦντας ὡς ἐφ’ ἑνὸς προσώπου, τὰς δὲ διαιροῦντας ὡς ἐπὶ δύο φύσεων· καὶ τὰς μὲν θεοπρεπεῖς κατὰ τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, τὰς δὲ ταπεινὰς κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα αὐτοῦ παραδιδόντας.
(Πηγή: «ΟΡΟΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΟΣ ΤΗΣ Γ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ», Συμβολή)
Κανόνες Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου
Στη σύνοδο αυτή καταδικάστηκε το κίνημα του Νεστοριανισμού και διακηρύχτηκε ότι ο Ιησούς είναι τέλειος Θεός και τέλειος Άνθρωπος, έχοντας πλήρη ένωση των δύο φύσεων του, ενώ αποδόθηκε στην Παρθένο Μαρία ο τίτλος Θεοτόκος.
Κανών Α'
Επειδή εχρήν και τους απολειφθέντας της αγίας συνόδου, και μείναντας κατά χώραν, ή πόλιν, δια τινα αιτίαν, ή εκκλησιαστικήν, ή σωματικήν, μη αγνοήσαι τα εν αυτή τετυπωμένα, γνωρίζομεν τη υμετέρα αγιότητι και αγάπη, ότι περ, ει τις μητροπολίτης της επαρχίας, αποστατήσας της αγίας και οικουμενικής συνόδου, προσέθετο τω της αποστασίας συνεδρίω, ή μετά τούτο προστεθείη, ή τα Κελεστίου εφρόνησεν, ή φρονήσει, ούτος κατά των της επαρχίας επισκόπων διαπράττεσθαί τι ουδαμώς δύναται, πάσης εκκλησιαστικής κοινωνίας εντεύθεν ήδη υπό της συνόδου εκβεβλημένος, και ανενέργητος υπάρχων. Αλλά και αυτοίς τοις της επαρχίας επισκόποις, και τοις πέριξ μητροπολίταις, τοις τα της ορθοδοξίας φρονούσιν, υποκείσεται εις το πάντη και του βαθμού της επισκοπής εκβληθήναι.
Κανών Β'
Ει δε τινες επαρχιώται επίσκοποι απελείφθησαν της αγίας συνόδου, και τη αποστασία προσετέθησαν, ή προστεθήναι πειραθείεν, ή και υπογράψαντες τη Νεστορίου καθαιρέσει, επαλινδρόμησαν προς το της αποστασίας συνέδριον· τούτους πάντη κατά το δόξαν τη αγία συνόδω αλλοτρίους είναι της ιερωσύνης, και του βαθμού εκπίπτειν.
Κανών Γ'
Ει δε τινες των εν εκάστη πόλει, ή χώρα κληρικών, υπό του Νεστορίου, και των συν αυτώ όντων, της ιερωσύνης εκωλύθησαν δια το ορθώς φρονείν, εδικαιώσαμεν και τούτους τον ίδιον απολαβείν βαθμόν. Κοινώς δε τους τη ορθοδόξω και οικουμενική συνόδω συμφρονούντας κληρικούς, κελεύομεν τοις αποστατήσασιν, ή αφισταμένοις επισκόποις, μηδόλως υποκείσθαι κατά μηδένα τρόπον.
Κανών Δ'
Ει δε τινες αποστατήσαιεν των κληρικών, και τολμήσαιεν ή κατ' ιδίαν, ή δημοσία, τα Νεστορίου, ή τα Κελεστίου φρονήσαι, και τούτους είναι καθηρημένους υπό της αγίας συνόδου δεδικαίωται.
Κανών Ε'
Όσοι δε επί ατόποις πράξεσι κατεκρίθησαν υπό της αγίας συνόδου, ή υπό των οικείων επισκόπων, και τούτοις ακανονίστως, κατά την εν άπασιν αδιαφορίαν αυτού, ο Νεστόριος, και οι τα αυτού φρονούντες, αποδούναι επειράθησαν, ή πειραθείεν, κοινωνίαν, ή βαθμόν, ανωφελήτους είναι, και μένειν ουδέν ήττον καθηρημένους εδικαιώσαμεν.
Κανών ΣΤ'
Ομοίως δε και ει τινες βουληθείεν, τα περί εκάστου πεπραγμένα εν τη αγία συνόδω, τη εν Εφέσω, οιωδήποτε τρόπω παρασαλεύειν, η αγία σύνοδος ώρισεν, ει μεν επίσκοποι είεν, ή κληρικοί, του οικείου παντελώς αποπίπτειν βαθμού· ει δε λαϊκοί, ακοινωνήτους υπάρχειν.
Κανών Ζ'
Τούτων αναγνωσθέντων, ώρισεν η αγία σύνοδος, ετέραν πίστιν μηδενί εξείναι προφέρειν, ήγουν συγγράφειν, ή συντιθέναι, παρά την ορισθείσαν παρά των αγίων Πατέρων, των εν τη Νικαέων συναχθέντων πόλει, συν αγίω Πνεύματι. Τούς δε τολμώντας ή συντιθέναι πίστιν ετέραν, ή γούν προκομίζειν, ή προφέρειν τοις θέλουσιν επιστρέφειν εις επίγνωσιν της αληθείας, ή εξ ελληνισμού, ή εξ ιουδαϊσμού, ή γούν εξ αιρέσεως οιασδηποτούν· τούτους, ει μεν είεν επίσκοποι, ή κληρικοί, αλλοτρίους είναι τους επισκόπους της επισκοπής, και τους κληρικούς του κλήρου· ει δε λαϊκοί είεν αναθεματίζεσθαι. Κατά τον ίσον δε τρόπον, ει φωραθείεν τινες, είτενεπίσκοποι, είτε κληρικοί, είτε λαϊκοί ή φρονούντες, ή διδάσκοντες τα εν την προκομισθείση εκθέσει παρά Χαρισίου του πρεσβυτέρου, περί της ενανθρωπήσεως του μονογενούς Υιού του Θεού, ήγουν τα μιαρά και διεστραμμένα του Νεστορίου δόγματα, α και υποτέτακται, υποκείσθωσαν τη αποφάσει της αγίας ταύτης και οικουμενικής συνόδου· ώστε δηλονότι, τον μεν επίσκοπον, απαλλοτριούσθαι της επισκοπής, και είναι καθηρημένον· τον δε κληρικόν, ομοίως εκπίπτειν του κλήρου ει δε λαϊκός τις είη, και ούτος αναθεματιζέσθω, καθά προείρηται.
Κανών Η'
Πράγμα παρά τους εκκλησιαστικούς θεσμούς και τους κανόνας των αγίων Αποστόλων καινοτομούμενον, και της πάντων ελευθερίας απτόμενον, προσήγγειλεν ο θεοφιλέστατος συνεπίσκοπος ηγίνος, και οι συν αυτώ θεοφιλέστατοι επίσκοποι της Κυπρίων επαρχίας, Ζήνων και Ευάγριος. Όθεν, επειδή τα κοινά πάθη μείζονος δείται της θεραπείας, ως και μείζονα την βλάβην φέροντα, και μάλιστα ει μηδέ έθος αρχαίον παρηκολούθησεν, ώστε τον επίσκοπον της Αντιοχέων πόλεως τας εν Κύπρω ποιείσθαι χειροτονίας, καθά δια των λιβέλλων και των οικείων φωνών εδίδαξαν οι ευλαβέστατοι άνδρες, οι την πρόσοδον τη αγία συνόδω ποιησάμενοι, έξουσι το ανεπηρέαστον και αβίαστον οι των αγίων εκκλησιών, των κατά την Κύπρον, προεστώτες, κατά τους κανόνας των οσίων Πατέρων, και την αρχαίαν συνήθειαν, δι' εαυτών τας χειροτονίας των ευλαβεστάτων επισκόπων ποιούμενοι· το δε αυτό και επί των άλλων διοικήσεων, και των απανταχού επαρχιών παραφυλαχθήσεται· ώστε μηδένα των θεοφιλεστάτων επισκόπων επαρχίαν ετέραν, ουκ ούσαν άνωθεν και εξ αρχής υπό την αυτού, ή γούν των προ αυτού χείρα καταλαμβάνειν αλλ' ει και τις κατέλαβε, και υφ'εαυτόν πεποίηται, βιασάμενος, ταύτην αποδιδόναι· ίνα μη των Πατέρων οι κανόνες παραβαίνωνται, μηδέ εν ιερουργίας προσχήματι, εξουσίας τύφος κοσμικής περεισδύηται, μηδέ λάθωμεν την ελευθερίαν κατά μικρόν απολέσαντες, ην ημίν εδωρήσατο τω ιδίω αίματι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο πάντων ανθρώπων ελευθερωτής. Έδοξε τοίνυν τη αγία και οικουμενική συνόδω, σώζεσθαι εκάστη επαρχία καθαρά και αβίαστα τα αυτή προσόντα δίκαια εξ αρχής και άνωθεν, κατά το πάλαι κρατήσαν έθος, άδειαν έχοντος εκάστου μητροπολίτου τα ίσα των πεπραγμένων προς το οικείον ασφαλές εκλαβείν. Ει δε τις μαχόμενον τύπον τοις νυν ωρισμένοις προσκομίσοι, άκυρον τούτον είναι έδοξε τη αγία πάση και οικουμενική συνόδω.
(Πηγή: «Κανόνες Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου», Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου)
Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος και το πρωτείον του επισκόπου Ρώμης
Απάντησις εις την εγκύκλιον του Πίου ΙΑ΄ «Lux Veritatis»,
Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών (†)
Η εγκύκλιος «Lux veritatis»
Κατά το παρελθόν έτος 1931, επί τη δεκάτη Πέμπτη εκατονταετηρίδι της εν Εφέσω συνελθούσης Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου (431), λόγος πολύς εγένετο περί αυτής εν πάσαις ταις Εκκλησίαις, πολλαχού δε και εορταί επί τη αναμνήσει αυτής ετελέσθησαν. Ο δε Μακαριώτατος Πάπας Ρώμης Πίος ΙΑ΄ τη ημέρα της εορτής των Χριστουγέννων, και εγκύκλιον ειδικήν εξέδωκεν, αρχομένην δια των λέξεων «Lux Veritatis» (το φως της αληθείας), ουχί μόνο ίνα εξάρη το μέγα γεγονός της συγκροτήσεως της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου και της υπ' αυτής κατακρίσεως της πλάνης του Νεστοριανισμού, αλλά και ίνα παραστήση την Σύνοδον ταύτην, ως διακηρύξασαν, δήθεν, το Πρωτείον του Επισκόπου Ρώμης, υφ' ην έννοιαν τούτου πρεσβεύει και διδάσκει ως δόγμα πίστεως η Ρωμαϊκή Εκκλησία. Το φως της αληθείας, λέγει αρχόμενος της εγκυκλίου (1) ο Πίος ΙΑ΄, και η μαρτυρία των αιώνων, τουτέστι της ιστορίας, διδάσκουσιν ότι ο Κύριος κατά την επαγγελίαν αυτού (Ματθ. 27, 20) εύρηται πάντοτε μετά της Εκκλησίας Αυτού. Όσο αγριωτέρα αποβαίνει η ορμή των κυμάτων, άτινα εν τη παρόδω των αιώνων πλήττουσιν το ακάτιον του Πέτρου, τοσούτω καταδείκνυται η παρουσία και το ανεξάλειπτον της ουρανίας χάριτος. Το πλήγματα δεν προήλθον μόνον δια των διωκτών του Χριστιανισμού, αλλά και παρά των διαφόρων αιρέσεων, αίτινες εν τη Ανατολή ιδίως ανεφάνησαν. Εν μέσω των τρικυμιών η Εκκλησία εξηκολούθησε την πορείαν αυτής στηριζομένη μόνον επί του Θεού και διασώζουσαν ακεραίαν την ιερήν παρακαταθήκην της ευαγγελικής αληθείας, ην ενεπιστεύθη αυτή ο ιδρυτής αυτής.
Τοιαύτας έχων τας σκέψεις ο Πίος ΙΑ΄ επί τη ιε΄ εκατονταετηρίδι της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, καθήκον αυτού θεωρεί, λέγει, αποστολικόν, ίνα εκθέση τα κατά τη σύνοδον ταύτην, πέποιθε δε ότι ου μόνον θα ευχαριστήση και θα ωφελήση τα πιστά της Εκκλησίας τέκνα, αλλ' επιπλέον και τους κεχωρισμένους απ' αυτής αδελφούς και δη τους προϊσταμένους αυτών Ιεράρχας, θα προκαλέση εις σκέψεις προς επιστροφήν εις την αληθή πίστιν, ην η Ρωμαϊκή Εκκλησία διατηρεί ευλαβώς εν πάση ασφαλεία και ακεραιότητι.
Φρονεί δε ότι τρία δόγματα της «καθολικής θρησκείας» διετυπώθησαν εν τη Γ΄ Οικουμενική Συνόδω: α) ότι το πρόσωπον του Χριστού εν εστι και θείον, β) ότι η Αγία Παρθένος Μαρία δέον ν' αναγνωρίζηται και τιμάται ως αληθώς και πραγματικώς «Θεοτόκος», γ) ότι ο Ποντίφηξ της Ρώμης εκτιθέμενος την πίστιν και τα ήθη, απολαύει εκ Θεού, εν σχέσει προς έκαστον και προς πάντας, κύρους ανωτάτου, κυριάρχου και ανεξαρτήτου.
Συμφώνως προς ταύτα ο Πίος ΙΑ΄ διαιρεί την Εγκύκλιον αυτή ταύτην εις τρία μέρη: α) Η Σύνοδος και το Ρωμαϊκόν πρωτείον, β) το δόγμα της υποστατικής ενώσεως, γ) το δόγμα της θείας μητρότητος. Και εν μεν τω πρώτω μέρει εκτίθησι την ιστορίαν της εμφανίσεως του Νεστοριανισμού, της συγκλίσεως της Συνόδου και των εργασιών αυτής, ίνα δείξη ότι υπό πάντων ανεγνωρίσθη και επισήμως ανεκηρύχθη το Πρωτείον, εν δε τω δευτέρω και τω τρίτω αναπτύσσει την διδασκαλίαν περί της υποστατικής ενώσεως των δύο εν Χριστώ φύσεων και περί της Θεοτόκου και της οφειλομένης εις αυτήν τιμής, ως Μητρός του εναθρωπήσαντος Κυρίου. Προσκαλεί δε ο Πίος ΙΑ΄ πάντας ίνα προθύμως δεχθώσι τα τρία ταύτα δόγματα και ενωθώσι μετ' αυτού, ως αντιπροσώπου του Χριστού επί της γης. Ιδιαιτέρως δε απευθύνει προτροπήν προς τοιαύτην ένωσιν προς τους τιμώντας την Αγίαν Παρθένον Θεοτόκον και εύχεται ίνα ταχέως έλθη η ημέρα η ευτυχής, καθ' ην πάντα τα κεχωρισμένα τέκνα θα ενωθώσι μετ' αυτού και θα τιμήσωσι την Θεοτόκον πραγματοποιούσαν ούτω το γεγονός, όπερ ο προκάτοχος αυτού Σίξτος Γ΄ παρέστησεν εν μωσαϊκώ της Λιβεριανής βασιλικής εν Ρώμη.
Τοιούτο εν γενικωτάτες γραμμαίς το περιεχόμενον της παπικής Εγκυκλίου. Και προκειμένου δε περί των δογματικών αληθειών, ήτοι της υποστατικής ενώσεως των δύο εν Χριστώ φύσεων και περί της Αγίας Μητρός του Κυρίου ως Θεοτόκου, εξ ης εγεννήθη ως άνθρωπος ο προαιώνιος Υιός και Λόγος του Θεού, αληθειών περί ων η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος πράγματι επεφάνθη εναντίον του αρνούμενου αυτάς Νεστορίου, ουδεμία δύναται να υπάρξη διαφωνία. Ο ούτως όμως επισήμως εν τη Εγκυκλίω εκφερόμενος ισχυρισμός, καθ' ον η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος ανεγνώρισε το Πρωτείον και δη και το αλάθητον του Επισκόπου Ρώμης, προκαλεί αληθώς κατάπληξιν.
Επειδή δε κύριος σκοπός της Εγκυκλίου είναι η υποστήριξις του ισχυρισμού τούτου και επειδή εν ονόματι της ιστορικής αληθείας ζητείται η θεμελίωσις αυτού επί των πεπραγμένων της Συνόδου και των συναφών προς αυτήν γεγονότων, εν τη παρούση απαντήσει εις την Εγκύκλιον «Lux Veritatis», το φρόνημα της Ορθοδόξου Εκκλησίας διερμηνεύοντες και υπό του φωτός της αληθείας καθοδηγούμενοι, θα εξετάσωμεν όλως αντικειμενικώς και επί τη βάσει αναντιρρήτων μαρτυριών και αποδείξεων, αν τω όντι είναι βάσιμος ο εν τη Εγκυκλίω επισήμως διατυπούμενος ισχυρισμός. Χωρίς να εισέλθωμεν εις τας λεπτομερείας της ιστορίας του Νεστοριανισμού και της Οικουμενικής Συνόδου, θα λάβωμεν υπόψη μόνον τα σημεία εκείνα , άτινα σχέσιν έχουσι προς την θέσιν του Επισκόπου Ρώμης εν τη καθόλου Εκκλησία και άτινα προσάγονται εν τη Εγκυκλίω ως αποδείξεις της υπό της Συνόδου ανακηρύξεως, δήθεν, και αναγνωρίσεως του Πρωτείου. Αλλά ταυτοχρόνως θα προσαγάγωμεν και εκείνας τας μαρτυρίας παρά των συνδεθέντων προς τον Νεστοριανισμόν και την Γ΄ Οικουμενικήν Σύνοδον προσώπων και δη του Κυρίλλου Αλεξανδρείας, αίτινες αναφέρονται εις το προκείμενον ζήτημα, προς πληρεστέραν αυτού διαφώτισιν.
Ο Νεστόριος και το πρωτείον
Είναι γνωστή η κακοδοξία του Νεστορίου, αρνουμένου την υποστατικήν ενότητα των δύο εν Χριστώ φύσεων εις εν πρόσωπον και τον θεολογικόν όρον «Θεοτόκος», αλλ' ουδαμόθεν συνάγεται το συλεγόμενον περί αυτού εν τη Εγκυκλίω "Lux Veritatis" ότι «ανεγνώριζε το ανώτατον κύρος του Επισκόπου Ρώμης επί της οικουμενικής Εκκλησίας». Ο Νεστόριος εκλεγείς και χειροτονηθείς Επίσκοπος ΚΠόλεως (428), πάντως δια των χειροτονησάντων αυτόν, κατά το κρατούν εκκλησιαστικόν έθος, ανεκοίνωσεν αμέσως την εκλογήν αυτού προς τον Ρώμης Επίσκοπον Κελεστίνον Α΄ (423-432), ως έπραξε προς τον Αλεξανδρείας Κύριλλον (412-444), απαντήσαντα προς αυτόν και επευχηθέντα ως «ἀδελφῷ καί συλλειτουργῷ». Προ του Νεστορίου, επί ικανόν χρόνου διάστημα, ένεκα του ζητήματος της εγγραφής του ονόματος του αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου εν τοις Διπτύχοις, ήσαν διακεκομμέναι αι σχέσεις μεταξύ των Εκκλησιών Ρώμης και Κπόλεως, αλλ' ήδη ο προκάτοχος του Νεστορίου Αττικό (406-425), λύσας τη διαφοράν εκείνην, αποκατέστησε τας σχέσεις. Επομένως ηδύνατο ο Νεστόριος να επικοινωνήση προς τον Ρώμης Κελεστίνον, αν παρίστατο ανάγκη.
Ο Νεστόριος επί τριετίαν μόλις αρχιερατεύσας εν ΚΠόλει, δεν επρόφθασε να εκδηλώση τι σχετικώς ως προς την ιεραρχικήν αυτού θέσιν εν τη καθόλου Εκκλησία, είναι δε γνωστόν μόνο ότι κατεδίωξε τους αιρετικούς και εκτός της ΚΠόλεως. Ήτο δε η θέσις αυτού αύτη καθωρισμένη δια του γ΄ κανόνος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου (381), διαγορεύοντος «Τόν μέντοι Κωνσταντινουπόλεως ἐπίσκοπον ἔχειν τά πρεσβεῖα τῆς τιμῆς μετά τόν Ρώμης ἐπίσκοπον διά τό εἶναι αὐτήν νέαν Ρώμην». Κατά το χρόνο της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου (325), δεν ήτο εισέτι ιδρυμένη η «νέα Ρώμη», ήτοι η νέα του Κράτους πρωτεύουσα, όθεν κατά τον καθορισμόν των «πρεσβείων», ήτοι της ιεραρχικής τάξεως των Επισκόπων των μεγάλων εκκλησιαστικών κέντρων, δια του στ΄ κανόνος καθωρίσθησαν τα «πρεσβεία»του Ρώμης, του Αλεξανδρείας και του Αντιοχείας. Υπό της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, δια του β΄ κανόνος, επανελήφθη ο καθορισμός των «πρεσβείων» του Αλεξανδρείας και του Αντιοχείας, εν σχέσει προς τας επισκοπάς των Διοικήσεων, αίτινες υπ' αυτούς υπήγοντο, «κατά τους κανόνας», εξησφαλίσθη δε και η εκκλησιαστική αυτοτέλεια των τριών μεγάλων Διοικήσεων, Ασίας, Πόντου και Θράκης, απαγορευθείσης της εις ξένην δικαιοδοσίαν επεμβάσεως. Η διάταξις του γ΄ κανόνος παρενέβαλε μεταξύ του Ρώμης και του Αλεξανδρείας τον της «νέας Ρώμης» Επίσκοπον, αλλά δεν απέδωκεν εις αυτόν δικαιοδοσίαν τινά. Ουχ ήττον οι προκάτοχοι του Νεστορίου, και δη ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, ήσκησαν πραγματικήν δικαοδοσίαν εν ταις ανωτέρω τρισί Διοικήσεσι και ιδίως εν τη της Ασίας. Αύται δε βραδύτερον υπήχθησαν υπό τον ΚΠόλεως δια του κη΄ κανόνος της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου (451), δι' ου και ηρμηνεύθη αυθεντικώς η έννοια του γ΄ κανόνος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου δια των εξής: «καί γάρ τῷ θρόνῳ τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης, διά τό βασιλεύειν τήν πόλιν ἐκείνην, οἱ πατέρες εἰκότως ἀποδεδώκασι τά πρεσβεῖα, καί τῷ αὐτῷ σκοπῷ κινούμενοι οἱ ρν΄ θεοφιλέστατοι ἐπίσκοποι τά ἴσα πρεσβεῖα ἀπένειμαν τῷ τῆς νέας Ρώμης ἁγιωτάτῳ θρόνῳ, εὐλόγως κρίναντες, τήν βασιλείᾳ καί συγκλήτῳ τιμηθεῖσαν πόλιν καί τῶν ἴσων ἀπολαύειν πρεσβείων τῇ πρεσβυτέρᾳ βασιλίδι Ρώμῃ, καί ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς, ὡς ἐκείνην, μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δευτέραν μετ' ἐκείνην ὑπάρχουσαν». Τα «πρεσβεῖα» δεν ανεφέροντο εις εξαιρετικά τινα δικαιώματα υπέρ τους άλλους Προέδρους των εκκλησιαστικών κέντρων, αλλ' ήσαν «πρεσβεία τιμής», καθώριζον την ιεραρχικήν τάξιν και σειράν των «θρόνων». Ούτω δε ο Ρώμης κατά τα «πρεσβεία τιμής» εθεωρείτο πρώτος, αλλ' η πραγματική δικαιοδοσία αυτού δεν εξετείνετο πέραν της μέσης και κάτω Ιταλίας και των πέριξ νήσων (2) , όπως δεν εξετείνετο η δικαιοδοσία του Αλεξανδρείας ή του Αντιοχείας έξω των ορισμένων ορίων του μεν της Αιγύπτου, Πενταπόλεως και Λιβύης, του δε της Διοικήσεως της «Ανατολής». Εν αυτή τη Ιταλίᾳ οι Επίσκοποι της Διοικήσεως Ακηλύιας ηρνούντο να αποδεχθώσι τας αποφάσεις του Επισκόπου Ρώμης. Δέκα έτη προ της εμφανίσεως του Νεστοριανισμού η Εκκλησία της Β. Αφρικής εν Συνόδω της Καρχηδόνος (418) απηγόρευσε πάσαν ανάμειξιν του Ρώμης εις τα της Εκκλησίας εκείνης.
Ώστε ο Ρώμης Επίσκοπος είχε μεν τα «πρεσβεία» μεταξύ των Επισκόπων ΚΠόλεως, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, αλλά ταύτα ήσαν «πρεσβεία τιμής», όθεν το «πρωτείον» αυτού ήτο «Πρωτείον τιμής». Ως Επίσκοπος του πρώτου «θρόνου», της αρχαίας πρωτευούσης του Κράτους, απέλαυε της τιμητικής ταύτης θέσεως, κατά τους κανόνας της Εκκλησίας. Δεν εδικαιούτο ούτε να επεμβή εις τα των λοιπών εκκλησιαστικών Διοικήσεων, ούτε να λύη μόνος γενικά εκκλησιαστικά ζητήματα. Ότε είκοσι και πέντε περίπου έτη προ του Νεστορίου ο αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος απετάθη και προς τον τότε Επίσκοπον Ρώμης Ιννοκέντιον Α΄ (402), ζητών την επέμβασιν αυτού και των λοιπών Επισκόπων κατά των αδίκων αποφάσεων και αυθαιρέτων επεμβάσεων του Θεοφίλου Αλεξανδρείας (†412), ο Ιννοκέντιος εζήτησε την σύγκλησιν μείζονος Συνόδου προς εξέτασιν και επίλυσιν του προκληθέντος ζητήματος. Ο Επίσκοπος Ρώμης δεν απετέλει την ανωτέραν εκκλησιαστικήν αρχήν δι' άπασαν την Εκκλησίαν, αλλά δια μόνην την εκκλησιαστικήν αυτού Διοίκησιν. Υπεράνω δε πάντων ίστατο η Οικουμενική Σύνοδος. Ουδέν γενικόν εκκλησιαστικόν ζήτημα ελύθη άνευ Συνόδου και ουδεμία επετράπη παράβασις των περί εκκλησιαστικών Διοικήσεων διατάξεων της Α΄ και Β΄ Οικουμενικών Συνόδων, ως μαρτυρεί η ιστορία της Εκκλησίας. Συνοδικώς δε διεξήγοντο ου μόνον τα γενικά, αλλά και τα των επί μέρους Εκκλησιών ζητήματα.
Δυστυχώς εν Ρώμη ήρξαντο κατά την υπ' όψει ημών εποχήν διαδιδόμεναι ξέναι τινές και αντίθετοι προς την κανονικήν ιεραρχικήν τάξιν και προς τας διατάξεις των Οικουμενικών Συνόδων θεωρίαι περί του αξιώματος του Επισκόπου αυτής, συνδεόμεναι προς τας περί του Απ. Πέτρου αποκρύφους παραδόσεις, αλλ' αι θεωρίαι εκείναι ήσαν εντελώς άγνωστοι εν τη Ανατολή, απεκρούοντο δε και εν τη Δύσει (3) . Παρά τας θεωρίας εκείνας, αίτινες μεταγενεστέρως προετάθησαν υπό την έννοιαν «Πρωτείου εξουσίας», ο Κελεστίνος και οι διάδοχοι αυτού δεν ήσκησαν εξουσίαν επί της καθόλου Εκκλησίας, εν τη πραγματικότητι δε το Πρωτείον αυτών ήτο «Πρωτείον τιμής», ως καθωρίσθη υπό των Οικουμενικών Συνόδων, και ως τούτο ανεγνωρίζετο υπό των λοιπών Επισκόπων.
Δεν είναι λοιπόν ακριβές το λεγόμενον εν τη Εγκυκλίω «Lux Veritatis» ότι ο Νεστόριος ανεγνώριζε τον ανώτατον κύρος του Επισκόπου Ρώμης επί της Οικουμενικής Εκκλησίας, διότι τοιούτο κύρος είχε μόνη η Οικουμενική Σύνοδος. Η Εγκύκλιος ως μόνον επιχείρημα τοιούτου ανακριβούς ισχυρισμού προσάγει το γεγονός ότι ο Νεστόριος απετάθη προς τον Επίσκοπον Ρώμης Κελεστίνον, γράψας περί του ζητήματος αυτού.
Αλλ' είναι γνωστόν ότι ο Νεστόριος έγραψε το πρώτον προς το Κελεστίνον εξ αφορμής των Πελαγιανών κατά τρόπον μαρτυρούντα ακριβώς ότι δεν ανεγνώριζε τον Ρώμης ως έχοντα κύρος απόλυτον, προκειμένου περί δογματικών ζητημάτων, ουδ' εν τη Ιταλία. Πελαγιανοί τινές ιταλοί Επίσκοποι, Ιουλιανός ο Εκλάνου, Φλώρος, Ορόντιος και Φάβιος μετά του Κελεστίου, του εκ των αρχηγών της αιρέσεως, μετά την καταδίκην αυτών εν τη Δύσει καταφυγόντες εις ΚΠολιν εποιήσαντο έκκλησιν προς τον Βασιλέα και προς τον Επίσκοπον της βασιλευούσης Νεστόριον, ισχυριζόμενοι ότι αδίκως κατεδικάσθησαν ενώ είναι ορθόδοξοι. Ο Νεστόριος, πριν να εξετάση τα κατ' αυτούς, έγραψε προς τον Ρώμης Κελεστίνον, εν αρχή του 429, ζητών πληροφορίας διατί και πως οι Πελαγιανοί κατεδικάσθησαν. Προσέθετε δε ότι γενόμενος Επίσκοπος ΚΠόλεως ανέλαβε την θεραπείαν πολλών κακών και την απόκρουσιν των κακοδοξιών του Απολλιναρίου και του Αρείου, ων οι οπαδοί επρέσβευον βλάσφημόν τινα σύγχυσιν εν τω προσώπω του Σωτήρος. Ο εν Κπόλει τότε ευρισκόμενος Μάριος Mercator , δι' υπομνήματος αυτού προς τον Βασιλέα, εξέθηκε τας κακοδοξίας των Πελαγιανών. Δεν είναι απίθανον ότι ο Νεστόριος συνεπάθει προς τους Πελαγιανούς και ότι εσκόπει ν' αναθεωρήση την υπόθεσιν των Πελαγιανών, ει και ούτος δημόσια κατεδίκαζε τας δοξασίας αυτών. Διότι θεωρητικώς υπεστήριζε τους Πελαγιανούς ο διδάσκαλος του Νεστορίου Θεόδωρος ο Μοψουεστίας (†428) και διότι εν ΚΠόλει μεν ο Κελέστιος συνειργάσθη μετ' αυτού εναντίον του διαπρεπούς πρεσβυτέρου Φιλίππου του εκ Σίδης (4) και βραδύτερον Πελαγιανοί και «Κελεστιανοί», ήτοι οπαδοί του Κελεστίου Επισκόπου συνειργάσθησαν ωσαύτως μετ' αυτού εν Εφέσω. Μη τυχών απαντήσεως παρά του Επισκόπου Ρώμης Κελεστίνου εις την πρώτην επιστολήν έγραψε το δεύτερον «τῷ ἀδελφῷ Κελεστίνῳ» ζητών τας αυτάς πληροφορίας και επιπροστιθείς ότι ανεφάνησαν αιρετικοί τινες ανανεούντες τας βλασφημίας του Απολλιναρίου και του Αρείου. Διαστρέφοντες την ορθοδοξίαν περί του προσώπου του Ιησού Χριστού και άνευ φρίκης ονομάζοντες την Αγίαν Παρθένον «Θεοτόκον» (5) . Συναπέστειλε δε δύο αυτού ομιλίας και ανέπτυσσε την εαυτού πεπλανημένην διδασκαλίαν, ρητώς ονομάζων την Παρθένον Μαρίαν «Χριστοτόκον» (6) . Εκ Ρώμης και πάλιν δεν εδόθη απάντησις. Εν τω μεταξύ χρόνω ο Βασιλεύς διέταξε την απομάκρυνσιν των Πελαγιανών, γράφων δε ο Νεστόριος προς τον Κελέστιον παρεμυθείτο αυτόν, επί τοις παθήμασι και τοις διωγμοίς ους υφίστατο, παρέλαβε δε αυτόν προς τον Ιωάννη τον Βαπτιστήν, καταδιωκόμενον υπό του Ηρώδου (7) .
Πρόδηλον εκ των ανωτέρω καθίσταται ότι ο Νεστόριος δεν ανεγνώριζε το υπέρτατον εν απάση τη Εκκλησία κύρος του Επισκόπου Ρώμης. Προς αυτόν απευθύνεται ως προς ίσον «αδελφόν» και εν τόνω αδελφικώ παρίσταται δε μάλλον αντίθετος προς τοιαύτην θεωρίαν, διότι ζητεί να υποβάλη υπό έλεγχον τας περί των Πελαγιανών αποφάσεις των εν Ρώμη. Περί του προκληθέντος υπ' αυτού ζητήματος γράφει προς τον Ρώμης μάλλον παρεμπιπτόντως, ουχί την κρίσιν αυτών ζητών, αλλ' απλώς καταγγέλων τους αντιδοξούντας, ων τινας κληρικούς και κατεδίωξε και καθήρεσε του αξιώματος. Ορθώς δε κρίνων ο αγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας, έγραφε βραδύτερον, ότι ο Νεστόριος εζήτησε να παραπείση και παρασύρη τους εν Ρώμη, «οἰηθείς δε ὅτι καί τήν Ρωμαίων Ἐκκλησίαν συναρπάσαι δυνήσηται, ἔγραψε πρός τόν κύριόν μου, τόν εὐλαβέστατον καί θεοσεβέστατον ἀδελφόν καί συλλειτουργόν Κελεστῖνον, τῆς Ρωμαίων Ἐκλλησίας ἐπίσκοπον, ἐνθείς ταῖς ἐπιστολαῖς τῶν αὑτοῦ δογμάτων διαστροφή» (8) . Καίτοι δε, ως παρετηρήθη ήδη (9) , τοις εν Ρώμη ήτο γνωστόν το κατά Νεστορίου σύγγραμμα του Ιωάννου Κασσιανού Libri VII de incarnatione Christi , καίτοι είχον αποσταλεί υπ' αυτού του Νεστορίου ομιλίαι αυτού και δύο επιστολαί, οι εν Ρώμη δεν εκινήθησαν κατά του Νεστορίου, έγραψαν δε μόνον προς τον Αλεξανδρείας Κύριλλον ότι «πάνυ ἐσκανδαλίσθησαν». Η γνώμη τινών, καθ' ην η εν Ρώμη κρατούσα διδασκαλία ήτο εγγυτέρα προς την του Νεστορίου και δια τούτο δεν εγένετο αμέσως απάντησις προς αυτόν, δεν είναι ορθή (10) . Διότι είναι βέβαιον, ως περαιτέρω δειχθήσεται, ότι οι εν Ρώμη αντελήφθησαν την πλάνην του Νεστορίου μόνον εκ ων έγραψε προς τον Κελεστίνον ο Πάπας Αλεξανδρείας Κύριλλος, συναποστείλας εν λατιινική μεταφράσει και διάφορα σχετικά κείμενα.
Ο Αγ. Κύριλλος και το πρωτείον
Ο αγ. Κύριλλος, ο διαπρεπέστερος των Ιεραρχών και των θεολόγων της εποχής αυτού, πρώτος κατεπολέμησε την πλάνην του Νεστορίου και πρώτος διεφώτισε περί αυτής τον χριστιανικόν κόσμον. Αλλά κατά την Εγκύκλιον «Lux Veritatis» πριν ο Κύριλλος, όστις ως Επίσκοπος Αλεξανδρείας εθεωρείτο «πρῶτος ἐν Ἀνατολῇ» να καταδικάση οριστικώς τον Νεστόριον, απετάθη προς την Ρώμην, διότι «ἦτο τελείως πεπληροφορημένος περί τοῦ κύρους τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας καί ἀκαταμάχητος πρόμαχος αὐτοῦ». Η ούτως επισήμως εν τη Εγκυκλίω εκφερομένη διαβεβαίωσις αύτη δεν στηρίζεται επί του πραγματικού φρονήματος του Κυρίλλου και επί του αληθούς χαρακτήρος των ενεργειών αυτού και δη της σχέσεως προς την Ρώμην.
Ο αγ. Κύριλλος εν συγγραμμάσιν αυτού ουδεμίαν έχει είδησιν περί κύρους τοιούτου, οίον υπονοεί η Εγκύκλιος και δη περί Πρωτείου του Επισκόπου Ρώμης, εν σχέσει προς τον Απόστολον Πέτρον. Είναι αληθές ότι τον Απόστολον τούτον καλεί «κορυφαῖον» καί «πρόκριτον τῶν μαθητῶν» (11) , αλλ' ουχί εν τη εννοία πρωτείου εξουσίας τινός, διότι διδάσκει ότι οι Απόστολοι ήσαν ίσοι προς αλλήλους (12) , ειδικώτερον δε περί του Πέτρου και του Ιωάννου σημειοί «Πέτρος καί Ἰωάννης ἄμφω μέν ἤστην ἀπόστολοί τε καί ἅγιοι καί ταῖς ἰσομέτροις τιμαῖς καί δυνάμεσιν ταῖς διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατηγλαϊσμένοι παρά τοῦ πάντων Σωτῆρος Χριστοῦ...Ἄρα οὖν ἐξ ἰσομοιρούσης ἀξίας ἤγουν αὐθεντίας αὐτοῖς ὑπάρξαι φαμέν τό εἰς ἄνθρωπον ἕνα καταλογίζεσθαι τούς δύο» (13) . Τα αυτά επαναλαμβάνει εν τη Γ΄ προς Νεστόριον επιστολή «Τοῦ Σωτῆρος» γράφων «οὐ γάρ ἑνοῖ τάς φύσεις ἡ ἰσοτιμία καί γοῦν Πέτρος καί Ἰωάννης ἰσότιμοι μέν ἀλλήλοις καθό καί ἀπόστολοι καί ἅγιοι μαθηταί, πλήν οὐχ εἷς οἱ δύο» (14). Πολλαχοῦ των συγγραμμάτων αυτού εξαίρει τον Απ. Παύλον (15) ότι δε δεν εθεώρει τον Απόστολον Πέτρον ειδικόν τι παρά του Κυρίου αξίωμα λαβόντα, πολλαχού ωσαύτως μαρτυρεί. Ούτω δ' ερμηνεύων το χωρίον «Σύ εἶ Πέτρος καί ἐπί ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τήν Ἐκκλησίαν (16) , διδάσκει ότι δια των λόγων τούτων ο Κύριος την Εκκλησίαν «θεμελιοῦν ἐπαγγέλλεται, τό ἀκατάσειστον αὐτῇ προσνέμων, ὡς αὐτός ὑπάρχων τῶν δυνάμεων Κύριος· καί ταύτην ποιμένα τόν Πέτρον ἐφίστησιν» (17) . Προστιθείς δε και την ερμηνείαν του «Καί δώσω σοι τάς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν» λέγει ότι ο Θεός ήταν ο τούτο δωρούμενος, «πλήν ὁ τοῦ δώρου καιρός ἦν ἡ τῆς ἀναστάσεως ὥρα ὅτε εἶπε Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον, ἄν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατεῖτε κεκράτηνται» (18). Ώστε κατά τον αγ. Κύριλλον η επαγγελία περί των κλειδών της βασιλείας ουδέν έτερον ην παρά επαγγελία του δεσμείν και λύειν, ήτις ουχί μόνω τω Πέτρω προσωπικώς, αλλά πάσιν εδόθη τοις Αποστόλοις. Έτι σαφέστερον ο αγ. Κύριλλος διδάσκει επί του χωρίου: «Σύ εἶ Πέτρος...» λέγων «πέτραν, οἶμαι, παρωνύμως ἕτερον οὐδέν ἤ τήν ἀκατάσειστον καί ἑδραιότατην τοῦ μαθητοῦ πίστιν ἀποκαλῶν ἐφ' ᾗ καί ἀδιαπτώτως ἐρήρεισταί τε καί διαπεπέπηγεν ἡ Ἐκκλησία Χριστοῦ καί αὐταῖς ἀνάλωτος ταῖς ἅδου πύλαις ἐσαεί διαμένουσα» (19) , «πέτραν οἶμαι, λέγειν τό ἀκρἀδαντον εἰς πίστιν τοῦ μαθητοῦ» (20) . Ταύτα ουδέ μίαν καταλειπούσιν αμφιβολίαν περί του φρονήματος του αγ. Κυρίλλου εν σχέσει προς τον Αποστ. Πέτρον. Εδίδασκε δε ο μέγας Πατήρ της Εκκλησίας ότι η Εκκλησία εστιν οικοδομημένη επί του Χριστού (21) «τεμεθελίωκε τοίνυν τήν Ἐκκλησίαν αὐτός ὤν θεμέλιος» (22).
Ερμηνεύων το χωρίον Λουκ. 22, 31.32 «Σίμων, Σίμων, ἰδού ὁ Σατανᾶς ἐξῃτήσατο ὑμᾶς τοῦ συνιάσαι ὡς τόν σίτον· ἐγώ δε ἐδεήθην περί σοῦ ἵνα μη ἐκλίπῃ ἡ πίστις σου· καί σύ ποτε ἐπιστρέψας στήριξον τούς ἀδελφούς σου», συνδέει τούτο προς τας επιτημίσεις των Αποστόλων παρά του Κυρίου εξ αφορμής της φιλονεικίας αυτών περί του τις εστιν εν αυτοίς μείζων (Λουκ. 22, 24). Μετά τας επιτημίσεις ο Κύριος λέγει προς τον Πέτρον ότι ο Σατανάς πολλάκις ηθέλησεν ίνα δοκιμάση και πειράση αυτόν, αλλ' ο Κύριος εδεήθη εδεήθη υπέρ αυτού ίνα μη εκλίπη η πίστις αυτού. Υπηνίσσετο δε την άρνησιν αυτού ενώπιον της παιδίσκης. Εάν ο Πέτρος παρεδίδετο εντελώς εις τον πειρασμόν «ἄπιστος ἄν ἐγένετο παντελῶς». Ίνα μη δε ο Πέτρος περιέλθη εις απόγνωσιν, ως αρνηθείς τον Κύριον, ούτος λέγει εις αυτόν «Καί σύ ποτε ἐπιστρέψας στήριξον στήριξον τούς ἀδελφούς σου» , τοὐτέστι γενοῦ στήριγμα καί διδάσκαλος τῶν διά πίστεως προσιόντων μοι». Ώστε ο Απ. Πέτρος εξ αφάτου φιλανθρωπίας του Κυρίου απεκαταστάθη και πάλιν εις τ' αποστολικά αξιώματα· «οὔπω γέγονεν ἡ ἁμαρτία καί τήν ἄφεσιν ἐκομίσατο καί πάλιν αὐτόν ἐν τοῖς ἀποστολικοῖς κατέταξεν ἀξιώμασιν» (23) . Περαιτέρω μνημονεύων της αρνήσεως του Πέτρου (Λουκ. 22, 57) και της μετανοίας αυτού λέγει ο αγ. Κύριλλος «Ἐπιστρέψας δε (ο Πέτρος) οὐ διήμαρτε τοῦ σκοποῦ· μεμένηκε γάρ ὅπερ ἦν, γνήσιος μαθητής, πεπλουτηκώς τῆς ἀφέσεως τοῦ πλημελλήματος» (23) . Ταύτα ως άριστα μαρτυρούσιν ότι ο αγ. Κύριλλος ουδαμώς εδίδασκεν ότι ο Απ. Πέτρος έτυχε παρά του Κυρίου εξαιρετικών προνομίων και δη του αλαθήτου, ως οι παρερμηνευταί των ανωτέρω χωρίων ισχυρίζονται, προσεπινοούντες ότι ταύτα μετέδωκεν ο Απ. Πέτρος τω Επισκόπω Ρώμης!
Αλλά και έτερον χωρίον της Αγ. Γραφής ερμηνεύων, το Ιωαν. 21, 15-17 «Σίμων Ἰωνᾶ ἀγαπᾶς με;...» εσημείωσεν ο αγ. Κύριλλος: «Φαμέν οὖν ὅτι κεχειροτόνητο μέν ἤδη πρός τήν θείαν ἀποστολήν ὁμοῦ τοῖς ἑτέροις μαθηταῖς ὁ θεσπέσιος Πέτρος. Αὐτός γάρ αὐτούς ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ἀποστόλους ὠνόμασε κατά τό γεγραμμένον. Ἐπειδή δε παραχθῆναι συμβέβηκε τά τῆς Ἰουδαίων ἐπιβουλῆς καί τι μεταξύ διεπταίσθη, καί γέγονε (ἀκράτῳ γάρ δείματι καταληφθείς ὁ θεσπέσιος Πέτρος ἠρνήσατο τρίς τόν Κύριον), θεραπεύει τό πεπονθός καί ἀνταπαιτεῖ ποικίλως τήν εἰς τρίτον ὁμολογίαν, ἀντίσταθμον ὥσπερ ἐκείνῳ τοῦτο τιθείς καί ἀντίρροπον τοῖς πταίσμασιν ἐξαρτύων τήν ἐπανόρθωσιν...Ἐξαιτεῖ δε εἰπεῖν εἰ καί πλέον τῶν ἄλλων ἀγαπᾷ. Καί γάρ τοι κατά ἀληθείαν ἅτε δή καί μείζονος ἀπολελαυκώς ἀνεξικακίας καί οἱονεί πλουσιωτέρᾳ χειρί τήν τοῦ πλημμελήματος κομισάμενος ἄφεσιν, τῆς τῶν ἀλλήλων ἀγάπης μείζονα, πῶς οὐκ ἄν εἰκότως συλλέξας ἐν ἑαυτῷ ταῖς εἰς ἄκρον ἡκούσαις εὐνοίαις τόν εὐεργέτην ἠμείψατο;» Περαιτέρω λέγει ότι κοινόν πταίσμα των μαθητών ήτο το ότι ετράπησαν πάντες εις φυγήν, αλλά ιδιαζόντως μέγα υπήρξε το πλημμέλημα του Πέτρου, το δια εις τρίτον αρνήσεως, «Οὐκοῦν ὡς πλείονα τῶν ἄλλων τήν ἄφεσιν κομισάμενος, ἐξαιτεῖται λέγειν εἰ καί πλεῖον ἀγαπᾷ...Βοσκέ τά ἀρνία μου, ἀνανέωσις ὥσπερ τις τῆς ἤδη δοθείσης ἀποστολῆς αὐτῷ γενέσθαι νοεῖται, τόν μεταξύ λύουσα τῶν πταισμάτων ὀνειδισμόν, καί τήν ἐκ τῆς ἀνθρωπίνης ἀσθενείας μικροψυχίαν ἐξαφανίζουσα» (24) . Ώστε δια των ανωτέρων λόγων του Κυρίου, κατά τη διδασκαλία του αγ. Κυρίλλου δεν λαμβάνει ο Πέτρος νέα τινά εξουσίαν. Δια της αρνήσεως απολέσας ό,τι είχεν ο Απόστολος, απολαμβάνει νυν αυτό, αποκαθιστάμενος εις το αποστολικόν αξίωμα. Κατά ταύτα ο Απόστολος Πέτρος ουδέν ιδιαίτερον είχεν αξίωμα υπέρ τους λοιπούς Αποστόλους, κατά τον αγ. Κύριλλον, επομένως και ουδενί ηδύνατο να μεταδώση τοιούτο αξίωμα. Ο αγ. Κύριλλος περί του κηρύγματος των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου εν τη Δύσει εσημείωσεν «ὅτι δε καί ὁ θεσπέσιος Πέτρος καί αὐτός ὁ πάνσοφος».
Παῦλος τά τῆς ἑσπέρας καταλαβόντες μέρη, κατηγγέλκασι τόν Ἰησοῦν, ἐνδοιάσειεν ἄν οὐδείς» (25) , αλλ' ουδένα απολύτως λόγον ουδέ καν υπαινιγμόν ποείται περί σχέσεως οιασδήποτε του Επισκόπου Ρώμης προς τον Απ. Πέτρον.
Κατά τον ΙΓ΄ αιώνα παρουσιάσθησαν εν τη Δύσει πλαστά τινα κείμενα και χωρία Πατέρων, εν οις και του αγ. Κυρίλλου συνηγορούντα υπέρ του Πρωτείου του Επισκόπου Ρώμης, ταύτα δε ο Θωμάς Ακουϊνάτος (†1274) συμπεριέλαβε, καλή τη πίστει, ως γνήσια εν τω «Opusculum contra errors Graecorum», αλλ' η πλαστότης και νοθεία αυτών είναι αποδεδειγμένη (26) . Εξ ίσου πλαστή και νόθος απεδείχθη και τις ομιλία μεταξύ των διαφορετικών μιλιών παρατιθεμένη, η ια΄ εν παρίσταται ο αγ. Κύριλλος ονομάζων τον Ρώμης «ἁγιώτατον ἀρχιεπίσκοπον πάσης τῆς οἰκουμένης Πατέρα τε καί Πατριάρχην Κελεστῖνον, τόν τῆς μεγαλοπόλεως Ρώμης» (27) . Ακριβώς εκ των φράσεων τούτων ο A . Ehrhard (28) απέδειξε την νοθεία και την πλαστότητα της ομιλίας. Ουδαμού λοιπόν των γνησίων συγγραμμάτων αυτού ο αγ. Κύριλλος ποιείται έστω και την ελάχιστην μνείαν Πρωτείου του Επισκόπου Ρώμης.
Είναι δε γνωστή η πρώτη σχέση του αγ. Κυρίλλου προς την Ρώμην, οφειλομένη εις την αίρεσην των Πελαγιανών. Εκ της Δύσεως η εξ αυτής κίνησις είχε μεταδοθεί εις την Ανατολήν, όπου και προσωπικώς μετέβη ο Πελάγιος. Εν τη Ανατολή ομογνώμων αυτού ήτο μάλλον, ως είπομεν, ο διαπρεπής Αντιοχεύς θεολόγος Θεόδωρος Μοψουσεστίας, ο διδάσκαλος του Νεστορίου. Ο αγ. Κύριλλος είχεν όλως αντιθέτους ιδέας (29) και επομένως ουδόλως συνεπάθει προς τον Πελάγιον και τους ομόφρονας αυτού. Αλλ' εξ εσφαλμένων φαίνεται, πληροφοριών του Ουαλερίου, μαθητού του Πελαγίου, επισκεφθέντος αυτός εις Αλεξάνδρειαν το 416 και εκ των ευνοϊκών υπέρ του Πελαγίου αποφάσεων των εν Ιεροσολύμοις και Διοσπόλει συνελθουσών Συνόδων (415) διετέθη ευμενώς προς αυτόν, προεχειρίσατο δε αυτόν εις Πρεσβύετερον. Εξακριβώσας όμως την πραγματικήν διδασκαλίαν των Πελαγιανών, διέκοψεν την προς αυτόν κοινωνίαν. Συμπαθώς προς τους Πελαγιανούς διέκειτο κατ' αρχάς και ο Ρώμης Επίσκοπος Ζώσιμος (417-418), όστις όμως καταδικάσας ύστερων την αίρεσιν αυτών ανήγγειλεν το γεγονός και προς τον Κϋριλλον Αλεξανδρείας (30) . Κατά τα κρατούντα έθη εκάστη Εκκλησία ανήγγελλεν εις τας λοιπάς τα εν αυτή συμβαίνοντα γεγονότα, ιδίως τα εις την πίστιν και την διδασκαλίαν αναφερόμενα. Τούτο έπραξε και ο Ζώσιμος. Αλλ' ούτος στηριζόμενος επί τινων κανόνων της εν Σαρδική Συνόδου (5.14) και παρουσιάζων αυτούς ως κανόνας της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου ηξίου να κρίνη αυτός οριστικώς την υπόθεσιν Πρεσβυτέρου τινός Απιαρίου, καθαιρεθέντος υπό Συνόδου (418) των Επισκόπων Αφρικής. Ούτοι δε ου μόνον απέκρουσαν πάσαν επέμβασιν του Επισκόπου Ρώμης, ως και ανωτέρω είπομεν, αλλά και υποπτεύοντες την γνησιότητα των προβαλλομένων υπό του Ζωσίμου ως κανόνων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, απετάθησαν δι' απεσταλμένων εις Κπολιν, Αλεξάνδρειαν και Αντιόχειαν, ζητούντες πιστά αντίγραφα των κανόνων της ειρημένης Συνόδου. Εις Αλεξάνδρειαν, μεσούντος πιθανώς του 4189, αφήκετο αποστολή των Επισκόπων Αφρικής εκ του Πρεσβυτέρου Ιννοκεντίου και του Υποδιακόνου Μαρκέλλου. Ο αγ. Κύριλλος απέστειλε δι' αυτών αντίγραφα των κανόνων της Α΄ Οικλουμενικής Συνόδου μετά ιδίας επιστολής, καθορίσας και τα κατά την ημέραν της εορτής του Πάσχα του έτους εκείνου, περί ης ηρωτήθη (31).
Εκ πάντων λοιπόν τούτων προκύπτει αναντιρρήτως ότι ο αγ. Κύριλλος, παρά τας διαβεβαιώσεις της Εγκυκλίου «Lux Veritatis», ήτο όλως ξένος προς πάσαν ιδέαν περί πρωτείου του Επισκόπου Ρώμης, υφ' ην έννοιαν τούτο παρίσταται εν τη Εγκυκλίω.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Acta Apostolicae Sedis . Litterae Encyclicae ... de Oecumenica Ephesina Synodo quindecim ante saeculis celebrate . Num . 14. Citta di Vaticano 1931, 493- 517. Γαλλική μετάφρασις εν τω περιοδικώ , La documentation catholique, XIV, n. 594, 9 Janvier 1932.
2. Πρβλ . Ρουφίνου , Historia ecclesiastique I, 6.
3. P. Batiffol, Le siège apostolique, Paris 1924, 203.
4. PG 77, 89.
5. PG 77, 96.
6. Mansi IV, 1021- 1023.
7. Fr. Loofs, Nestoriana, Halle 1905, 172-3.
8. PG 77, 104.
9. Fr. Loofs, Nestoriana, 49, 57. P. Batiffol, Le siège apostolique, 351. F . Caspar, Geschichte des Papstums I, Tübingen 1930, 392.
10. PG 77, 1025. PG 74, 661.
11. PG 77, 305. PG 75, 703.
12. PG 76, 65.
13. PG 77, 112.
14. PG 77, 1037. PG 76, 17.
15. Μτθ 16, 16 εξ .
16. PG 72, 424. Εν τη πατρολογία του Migne κείται «ταύτης» αντί του ακριβεστέρου «ταύτης», υποσημειούται δε ο εκδότης «animadverte testimonium pro Petri primatu»!
17. PG 72, 424.
18. PG 75, 865.
19. PG 70, 344, 940.
20. PG 70, 729.
21. Αυτόθι PG 70, 968. Εν τη ερμηνεία του χωρίου Ιω. 1, 42 λέγει ο αγ. Κύριλλος «φερωνύμως δε ἀπό τῆς πέτρας μετωνόμαζε Πέτρον· ἐπ' αὐτῷ γάρ ἔμελλε τήν αὑτοῦ θεμελιοῦν Ἐκκλησίαν» PG 73, 220, αλλά προφανώς το «ἐπ' αὐτῷ» δεν έχει την έννοιαν του επί του προσώπου αυτού, αλλά της ομολογίας αυτού, ως αλλαχού λέγει.
22. PG 72, 916.
23. PG 72, 928.
24. PG 74, 748 · 749 · 751, · 752.
25. PG 70, 336.
26. F . H. Reusch, Die Fälschungen in dem Tractat des Thomas von Aquin gegen die Griechen, Abhandungen der Hist.- Classe der Bayer. Akademie der Wissenschaften zu München 1889, 673- 742.
27. PG 77, 1010.
28. Eine unechte Marien homelie des heilegen Cyrill von Alexandrien, Rönische Quartalschrift 1889, III, 97- 113.
29. PG 68, 145, 149, 244, 489, 949 . PG 79, 164, 385.
30. Marius Mercator, Communitorium , PL 48, 82, 93.
31. PG 77, 376.
(Πηγή: «Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος και το πρωτείον του επισκόπου Ρώμης», (†) Χρυσόστομος Παπαδόπουλος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, Βιβλιοθήκη Πορφυρογέννητος)
Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείῳ Πνεύματι, ἐν τῇ Ἐφέσῳ, συνεκρότησαν, Σύνοδον Τρίτην, οἱ θεοφόροι Πατέρες καὶ ἅγιοι, καὶ Νεστορίου ἑλόντες τὴν αἵρεσιν, τὴν Θεοτόκον σαφῶς ἀνεκήρυξαν· οὓς ὑμνήσωμεν, συμφώνοις ᾠδαῖς καὶ ᾄσμασι, δοξάζοντες Χριστὸν τὸν πολυέλεον.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τοῦ Παρακλήτου ἐπινεύσει τῇ θείᾳ, ἐν τῇ Ἐφέσῳ συνελθόντες Πατέρες, καὶ τὴν σεπτὴν καὶ Τρίτην θείαν Σύνοδον, πίστει συγκροτήσαντες, ἐν αὐτῇ Νεστορίου, ἅπασαν τὴν αἵρεσιν, καὶ τὸ ἔκφυλον δόγμα, καταβαλόντες δόγμασι σεπτοῖς, τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ ἐστηρίξατε.
Μεγαλυνάριον
Χαίρετε Πατέρες πανευκλεεῖς, οἱ τοῦ Νεστορίου, καταισχύναντες τὴν φωνήν, καὶ ἐν τῇ Συνόδῳ, τῇ Τρίτῃ τὸν Σωτῆρα, καὶ τὴν τεκοῦσαν Τοῦτον, λαμπρῶς κηρύξαντες.
Πηγή: Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας, Συμβολή, Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, Βιβλιοθήκη Πορφυρογέννητος, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Λόγος στὴ Γέννηση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ - Homilia in Navitatem Mariae (νεοελληνικὴ ἀπόδοσις).
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...