Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς μᾶς δίδει αὐτὴν τὴν δυνατότητα, νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἐπανέλθουμε στὸν πρωταρχικὸ σκοπὸ ποὺ εἶχε τάξει ὁ Θεὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Γι᾿ αὐτὸ ἀναγγέλλεται ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ ὡς ἡ ὁδός, ἡ θύρα, ὁ ποιμὴν ὁ καλός, ἡ ζωή, ἡ ἀνάσταση, τὸ φῶς. Εἶναι ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος διορθώνει τὸ λάθος τοῦ πρώτου Ἀδάμ. Ὁ πρῶτος Ἀδὰμ μᾶς χώρισε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὴν ἀνυπακοή του καὶ τὸν ἐγωισμό του. Ὁ δεύτερος Ἀδάμ, ὁ Χριστός, μᾶς ἐπαναφέρει πάλι στὸν Θεὸ μὲ τὴν ἀγάπη Του καὶ τὴν ὑπακοή Του πρὸς τὸν Πατέρα, ὑπακοὴ μέχρι θανάτου, «θανάτου δὲ σταυροῦ». Προσανατολίζει πάλι τὴν ἐλευθερία μας πρὸς τὸν Θεό, ἔτσι ὥστε προσφέροντάς την σ᾿ Αὐτὸν νὰ ἑνωνόμαστε μαζί Του.
Τὸ ἔργο ὅμως τοῦ νέου Ἀδὰμ προϋποθέτει τὸ ἔργο τῆς νέας Εὔας, τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία καὶ αὐτὴ διόρθωσε τὸ λάθος τῆς παλαιὰς Εὔας. Ἡ Εὔα ὤθησε τὸν Ἀδὰμ στὴν παρακοή. Ἡ νέα Εὔα, ἡ Παναγία, συντελεῖ στὸ νὰ σαρκωθεῖ ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος θὰ ὁδηγήσει τὸ ἀνθρώπινο γένος στὴν ὑπακοὴ τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ ἡ Κυρία Θεοτόκος, ὡς καὶ τὸ πρῶτο ἀνθρώπινο πρόσωπο ποὺ ἐπέτυχε τὴν θέωση - κατ᾿ ἐξαίρετο καὶ ἀνεπανάληπτο μάλιστα τρόπο, διαδραμάτισε στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας μας ὄχι ἁπλῶς βασικὸ ρόλο, ἀλλὰ ἀναγκαῖο καὶ ἀναντικατάστατο.
Ἐὰν ἡ Παναγία δὲν εἶχε προσφέρει μὲ τὴν ὑπακοή της τὴν Ἐλευθερία της στὸν Θεὸ καί, κατὰ τὸν ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα, τὸν μεγάλο θεολόγο τοῦ ΙΔ´ αἰῶνος, δὲν εἶχε πεῖ τὸ "ναί" στὸν Θεό, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σαρκωθεῖ ὁ Θεός. Διότι ὁ Θεὸς ποὺ ἔδωσε τὴν ἐλευθερία στὸν ἄνθρωπο δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὴν παραβιάσει. Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σαρκωθεῖ, ἐὰν δὲν εὑρίσκετο μιὰ τέτοια ἁγνή, παναγία, ἀκηλίδωτη ψυχὴ σὰν τὴν Θεοτόκο, ἡ ὁποία θὰ προσέφερε ὁλοκληρωτικὰ τὴν ἐλευθερία της, τὴν θέλησή της, τὸν ἑαυτό της ὅλο στὸν Θεό, ὥστε νὰ Τὸν ἑλκύσει πρὸς τὸν ἑαυτό της καὶ πρὸς ἡμᾶς.
Ὀφείλουμε πολλὰ στὴν Παναγία μας. Γι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ καὶ εὐλαβεῖται τόσο πολὺ τὴν Θεοτόκο. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, συνοψίζοντας τὴν Πατερικὴ θεολογία, λέγει ὅτι ἡ Παναγία μας ἔχει τὰ δευτερεῖα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅτι εἶναι θεὸς μετὰ τὸν Θεόν, μεθόριο μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἄκτιστου. «Προΐσταται τῶν σωζομένων», κατ᾿ ἄλλη ὡραία ἔκφραση θεολόγου τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ δὲ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ νεώτερος αὐτὸς ἀπλανὴς φωστὴρ καὶ διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, ἀναφέρει ὅτι καὶ αὐτὰ τὰ ἀγγελικὰ τάγματα φωτίζονται ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ λαμβάνουν ἀπὸ τὴν Παναγία.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας ἐγκωμιάζεται ὡς «τιμιωτέρα τῶν Χερουβεὶμ καὶ ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ».
Ἡ σάρκωσις τοῦ Λόγου καὶ ἡ θέωσις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ μέγα μυστήριο τῆς Πίστεως καὶ Θεολογίας μας.
Αὐτὸ ζεῖ κάθε ἡμέρα ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας μὲ τὰ μυστήριά της, τὴν ὑμνολογία της, τὶς εἰκόνες της, μὲ ὅλη τὴν ζωή της. Ἀκόμη καὶ ἡ ἀρχιτεκτονικὴ ἑνὸς Ὀρθόδοξου Ναοῦ αὐτὸ μαρτυρεῖ. Ὁ τροῦλος τῶν ἐκκλησιῶν, πάνω στὸ ὁποῖο εἶναι ζωγραφισμένος ὁ Παντοκράτωρ, συμβολίζει τὴν κάθοδο τοῦ Οὐρανοῦ στὴν γῆ. Ὅτι ὁ Κύριος «ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη». Ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος «καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν», ὅπως γράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης (Ἰω. α´ 14).
Ἐπειδὴ δὲ ἔγινε ἄνθρωπος διὰ τῆς Θεοτόκου, εἰκονίζουμε τὴν Θεοτόκο τὴν κόγχη τοῦ ἱεροῦ, γιὰ νὰ δείξουμε ὅτι δι᾿ αὐτῆς ὁ Θεὸς ἔρχεται στὴν γῆ καὶ στοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὴ εἶναι «ἡ γέφυρα δι᾿ ἧς κατέβη ὁ Θεός» καὶ πάλι «ἡ μετάγουσα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν», ἡ Πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν, ἡ χώρα τοῦ ἀχωρήτου, ποὺ ἐχώρησε μέσα της τὸν ἀχώρητο Θεὸ γιὰ τὴν σωτηρία μας.
Στὴν συνέχεια δείχνει ἡ Ἐκκλησία μας τοὺς θεωμένους ἀνθρώπους. Αὐτοὺς ποὺ ἔγιναν θεοὶ κατὰ Χάριν, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος. Γι᾿ αὐτὸ στὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες μας μποροῦμε καὶ εἰκονίζουμε ὄχι μόνο τὸν σαρκωθέντα Θεό, τὸν Χριστό, καὶ τὴν ἄχραντο Μητέρα Του, τὴν Κυρία Θεοτόκο, ἀλλὰ καὶ τοὺς Ἁγίους, γύρω καὶ κάτω ἀπὸ τὸν Παντοκράτορα. Σ᾿ ὅλους τοὺς τοίχους τοῦ Ναοῦ ζωγραφίζουμε τὰ ἀποτελέσματα τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ: Τοὺς ἁγίους καὶ θεωμένους ἀνθρώπους.
Ἄρα εἰσερχόμενοι μέσα σὲ ἕνα ὀρθόδοξο Ναὸ καὶ βλέποντας τὴν ὡραία ἁγιογράφηση, ἀμέσως λαμβάνουμε μία ἐμπειρία: Μαθαίνουμε ποιὸ εἶναι τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ποιὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωή μας.
Ὅλα στὴν Ἐκκλησία ὁμιλοῦν γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου.
Πηγή: Ορθόδοξοι Πατέρες
α) Η φύσις και αποστολή της Ιερωσύνης.
Την ευθύνην και το λειτούργημα της διαποιμάνσεως του πιστού λαού του Θεού αναλαμβάνουν δια της χειροτονίας των οι Ποιμένες της Εκκλησίας, ήτοι ο Επίσκοπος και ο Πρεσβύτερος και ο τούτων βοηθός εν τη διακονία των Μυστηρίων διάκονος (ιη’ της Α΄), χαρακτηριζόμενοι και ως «προεστώτες» αυτής (α΄ Αντιοχ.).
Οι ι. Κανόνες διακρίνουν τας εξής τάξεις εν τη Εκκλησία: Ιερωμένους ή ιερατικούς (επισκόπους – πρεσβύτερους – διακόνους), κληρικούς (υπηρέτας – ψάλτας – εφορκιστάς – θυρωρούς – αναγνώστας), (κδ’ Λαοδ.) και λαϊκούς (οζ’ ΣΤ’., κζ’ Λαοδ.). Προς τούτοις έτεροι κανόνες προσθέτουν και τους ασκητάς. Η διάκρισις αύτη δεν είναι οντολογική, καθ’ όσον πάντες δια του Βαπτίσματος και των αγίων Μυστηρίων κοινωνούν της θείας ζωής του Χριστού, καθιστάμενοι μέτοχοι της σωζούσης χάριτος του Θεού και των αγαθών της Βασιλείας Του, και διάκονοι του θελήματός Του και της Εκκλησίας Του, αλλά λειτουργική λόγω της ιδιαιτέρας διακονίας εκάστου εις το σώμα του Χριστού.
Το ιερατικόν λειτούργημα αποτελεί «Θεού δωρεάν» και «χάρισμα» (στ’ Μέγα Βασιλείου), δωρηθέν παρά του Σωτήρος («παρ’ εμού φησίν, εδέξασθε το της ιερωσύνης αξίωμα» Εγκυκλ. Επιστ. Γενναδίου Κων/λεως) μη εξαρτώμενον εκ της δικαιοσύνης του λαμβάνοντος αυτό, ή εκ της κοινότητος αντιπροσωπευτικώ δικαίω ή ακόμη και εκ του χειροτονούντος, όστις δεν ενεργεί εξ ιδίας εξουσίας αλλ’ ως εντελοδόχος του Αρχιποίμενος Χριστού, και «δώσει λόγον τω πάντων κριτή» (β’ Κυρίλλου). Δια του διδομένου χαρίσματος ο ποιμήν ικανούται ίνα ποιμάνη τον λαόν του Θεού. Εντεύθεν και η ιερωσύνη χαρακτηρίζεται ως «θεία» (ι’ Σαρδ.) ή ως «το θείον και σεβάσμιον όνομα της ιερωσύνης» (κ’ Σαρδ.).
Ως χάρισμα η ιερωσύνη είναι συνέχεια και μετοχή εις την μίαν και μοναδικήν ιερωσύνην του Χριστού, η οποία έχει δωρηθή εις την Εκκλησίαν. Εις μόνον ιερεύς υπάρχει εις την Εκκλησίαν. Οι δε «άνθρωποι ιερείς» την ιερατείαν αυτού εν τη Εκκλησία λειτουργούντες» (Κανών Καρχηδόνος).
Λειτουργοί της ιερωσύνης του Χριστού είναι κατά πρώτον λόγον οι επίσκοποι, διό και ως ιερείς ή «του Θεού ιερείς» εις τους ιερούς Κανόνας χαρακτηρίζονται κυρίως οι Επίσκοποι, (μθ’, ξδ’, πα’ Καρθαγ.). Ο ιερατικός χαρακτήρ του λειτουργήματος των επισκόπων πιστούται εκ της προεδρικής αυτών θέσεως εις το μυστήριον της θείας Ευχαριστίας («προεστάναι θείου θυσιαστηρίου» α΄ Κυρίλλου), όπερ είναι και το κεντρικόν και συστατικόν της Εκκλησίας Μυστήριον. Εντεύθεν και ο επίσκοπος είναι ο κατ’ εξοχήν υπεύθυνος δια την μετάδοσιν «της προσφοράς» (ιγ’ Α΄), την επιβολήν και διακανονισμόν των επιτιμίων της αποχής από της θείας κοινωνίας, την αποδοχήν των μετανοούντων (ιβ’ Α΄) και αποκατάστασιν αυτών εις την θείαν κοινωνίαν, ως και την χειροτονίαν των λειτουργών των θείων Μυστηρίων.
Η μοναδική αυτή ιερατική «λειτουργία και φροντίς του λαού» (λστ’ Απ.) καθιστά τους επισκόπους «ιθυντάς» ή «καθηγητάς» (νγ’ Καρθαγ.), «επιστάτας των του Σωτήρος ποιμνίων», «ποιμένας» («της αρχιερωσύνης, δι’ ης ποιμαίνειν ετάχθησαν», ιστ’ ΑΒ’ ). Ούτοι είναι οι «οικονομούντες» τας Εκκλησίας (στ’ Β΄). Ως οικονόμοι των μυστηρίων του Θεού οι ποιμένες δέον να έχουν βαθείαν συνείδησιν, ότι δεν ασκούν ιδίαν εξουσίαν, ως χαρακτηριστικώς διδάσκει και ο ι. Χρυσόστομος: «ο δε λοιπόν ζητείται εν τοις οικονόμοις, ίνα πιστός τις ευρεθή. Τουτέστιν, ίνα μη τα δεσποτικά σφετερίσηται, ίνα μη ως δεσπότης εαυτώ εκδική, αλλ’ ως οικονόμος διοική. Οικονόμου γαρ το διοικείν τα εγκεχειρισθέντα καλώς∙ ουχ αυτώ λέγειν είναι τα δεσποτικά, αλλά τουναντίον του δεσπότου τα εαυτού». Είναι επίσης τα κέντρα ενότητος των ων προΐστανται Εκκλησιών, ως εικόνες και τύποι και εις τόπον Θεού, έχοντες την φροντίδα πάντων των εκκλησιαστικών πραγμάτων» «ως του Θεού εφορώντος» (λη’ Αποστ.).
Εντεύθεν κατανοείται και η απαίτησις των Κανόνων περί υπάρξεως ενός μόνον επισκόπου εν εκάστη επισκοπή. Περισσότεροι του ενός επίσκοποι θα εσήμαινε διάσπασιν της ενότητος της Εκκλησίας διά της οργανώσεως των μελών αυτής περί δύο ή και περισσοτέρους επισκόπους, κέντρα ενότητος. (ιε’ Ζ’, η’ Α’, ιστ’ της ΑΒ’).
Της ιερωσύνης του Χριστού μετέχουν και οι πρεσβύτεροι, συμποιμαίνοντες και συνδιοικούντες μετά του Επισκόπου τας επισκοπάς εν ταις ενορίαις. Ούτοι αξιούνται ωσαύτως «καθέδρας» και «προεδρίας» συμμετέχοντες του χαρίσματος και της ευθύνης του επισκόπου διό και οι απαιτήσεις των Κανόνων δια τα καθήκοντα των πρεσβυτέρων εν πολλοίς συμπίπτουν με τας αφορώσας τους επισκόπους.
Ο επίσκοπος, ως κέντρον ενότητος και ζώσα εικών του Χριστού εν εκάστη τοπική Εκκλησία, μόνος αυτός κέκτηται το δικαίωμα του χειροτονείν τους λειτουργούς της ενότητος της Εκκλησίας. Το δικαίωμα τούτο καθιστά τον επίσκοπον το μοναδικόν κέντρον ενότητος.
Ο επίσκοπος συνάπτει οιονεί γάμον μετά της λαχούσης αυτώ επισκοπής διό και ούτος οφείλει όπως μη εγκαταλείπη «της αυθεντικής αυτού καθέδρας» και «μη αμελείν της φροντίδος και της συνεχείας του ιδίου θρόνου» (οα’ Καρθαγ.). Η δε μετάθεσις επισκόπου θεωρείται πνευματική μοιχεία.
Οι πρεσβύτεροι και διάκονοι δια της χειροτονίας των συνδέονται μετά Ναού πόλεως, ή κώμης, ή Κοιμητηρίου, ή Μαρτυρίου, ή ιδρύματος, ή Μονής, εάν πρόκειται περί μοναχών. Χειροτονία κληρικού απολελυμένως γενομένη είναι άκυρος (στ’ Δ΄),εφ’ όσον δεν εξασφαλίζει οργανικήν σύνδεσιν του χειροτονουμένου προς το σώμα της Εκκλησίας, όπερ πάντοτε έχει ως κέντρον ενότητος και συνάξεων Ναόν τινα.
Τόσον ο επίσκοπος εν τη επισκοπή όσον και ο πρεσβύτερος εν τη κοινότητι, εν η διακονεί, είναι κέντρα, αλλά και λειτουργοί της ενότητος της Εκκλησίας συνάγοντες περί τον Χριστόν τον λαόν του Θεού. Κατά τον Κ Μουρατίδην «αι εν τη Εκκλησία διακρίσεις υφίστανται ακριβώς προς επίτευξιν της ενότητος των μελών του πληρώματος της Εκκλησίας και ουδόλως εις την διαίρεσιν ή αντίθεσιν αυτών».
Οι λαμβάνοντες το χάρισμα της ιερωσύνης υπέχουν βαρείας ευθύνας δια την κατά Χριστόν καθοδήγησιν και αύξησιν του ποιμνίου των. «…Επεί γαρ, ως άπαξ εγκεχειρισμένον ιερατικήν φροντίδα, ταύτης έχεσθαι μετ’ ευρωστίας πνευματικής, και οιον ανταποδύεσθαι τοις πόνοις και ιδρώτα τον έμμισθον εθελοντί υπομείναι». Αποστολή των ποιμένων και ιδία των επισκόπων είναι η «οικοδομή των λαών» και η καθοδήγησις αυτών εις τον κατά του διαβόλου και των παθών αγώνα. Ό,τι μετ’ ιδιαιτέρας εμφάσεως λέγουν οι β’ και γ’ Κανόνες της ΑΒ’ Συνόδου περί της διαποιμάνσεως των μοναχών ισχύει αναμφιβόλως και δια την διαποίμανσιν των εν τω κόσμω βιούντων. Ο ποιμήν εν πρώτοις δέον, «θεοφιλής» ων, να έχη την «πρόνοιαν της ψυχικής σωτηρίας» των ποιμαινομένων «αρτίως τω Θεώ» προσάγων τας ψυχάς αυτών (β’ ΑΒ). Τους αποδιδράσκοντας εκ της Μονής (ή της εν τω κόσμω εκκλησιαστικής ποίμνης) δέον να αναζητή «μετά πολλής της επιμελείας» και να αγωνίζεται «τη προσηκούση και καταλλήλω του πταίσαντος ιατρεία το νενοσηκός ανακτάσθαι και επιρρωνύειν». Μη πράττων τούτο πρέπει να αφορίζεται. «Ει γαρ ο ζώων αλόγων την προστασίαν εγχειριζόμενος, και του ποιμνίου καταμελών, ουκ ατιμώρητος καταλιμπάνεται. Ο των του Χριστού θρεμμάτων την ποιμαντικήν αρχήν καταπιστευθείς, και ραστώνη και ραθυμία την αυτών σωτηρίαν απεμπολών, πώς ου δίκας του τολμήματος εισπραχθήσεται;» (γ’ ΑΒ’).
Το ποιμαντικόν έργον δεν περιορίζεται μόνον εις τας κατ’ άτομον εποικοδομητικάς συνομιλίας ποιμένος και ποιμαινομένων, αλλά τελείται και εν τη ιερουργία των θείων Μυστηρίων και του λόγου του Θεού, ως και εν τη εν γένει πνευματική διακυβερνήσει του ποιμνίου. Ούτως οι ιεροί Κανόνες επιτάσσουν, όπως οι ποιμένες τελούν τα ιερά Μυστήρια κανονικώς και μετά κατάλληλον προετοιμασίαν μεταδίδοντες αυτά τοις αξίοις και ουδέποτε τοις αιρετικοίς∙ όπως κηρύττουν τακτικώς και ανελλιπώς τον θείον Λόγον κατά τας θείας Γραφάς και την Πατερικήν Παράδοσιν (ιθ’ ΣΤ’), ρυθμίζοντες τον λαόν «προς πίστιν ορθήν και πολιτείαν ενάρετον»∙ όπως μεριμνούν «δια την επιστροφήν των αιρετικών», ιδία οι επίσκοποι (ρκα’ Καρθαγ.)∙ όπως διαχειρίζωνται (οι επίσκοποι) τα οικονομικά της Εκκλησίας μετά των πρεσβυτέρων και των διακόνων και μεταδίδουν τοις χρείαν έχουσι κληρικοίς και λαϊκοίς (κε’ Αντιοχ., νθ’ Αποστ.)., «μετά φόβου Θεού και πάσης ευλαβείας» (μα’ Αποστ.), ωσαύτως επιτάσσουν όπως μη ασχολούνται με διοικητικάς και στρατιωτικάς υποθέσεις και ασχολίας επί εγκαταλείψει των ποιμαντικών των καθηκόντων (ι’ Ζ’, πγ’ Αποστ.), μη επιλαμβάνωνται οίκων και κτημάτων αλλοτρίων δια κέρδος, ειμή χάριν επιμελείας ορφανών και απροστατεύτων, κατ’ εντολήν του επισκόπου (γ’ Δ’), παρεμβαίνουν δε παρά τω βασιλεί και τοις άρχουσι, ως πατέρες πνευματικοί, μόνον προς συνηγορίαν υπέρ αδικουμένων, διωκομένων, ορφανών, χηρών και πτωχών (ζ, η’ Σαρδ.), διότι παρεμβάσεις εις τους άρχοντας δι’ ιδιοτελείς λόγους προκαλούν σκανδαλισμόν και στερούν τους επισκόπους της προς αυτούς παρρησίας. Έργον των ποιμένων είναι και η αποδοχή των μετανοούντων και επιστρεφόντων ως και η καταλλαγή αυτών τη Εκκλησία (νβ’ Αποστ., μγ’ Καρθαγ.).
Ιδιαιτέρως οι επίσκοποι είναι υπεύθυνοι δια την κατήχησιν των Κατηχουμένων και την εξέτασιν αυτών προ του Βαπτίσματος (μστ’ Λαοδ., οη’ Πενθ.) ως και την προστασίαν των μοναχών (δ’ Δ’). Εις τους υπ’ αυτόν δε κληρικούς οφείλει ο επίσκοπος αγάπην και αυτοί οφείλουν εις αυτόν υποταγήν (ιδ’ Σαρδ.), ως προς «Πατέρα» (η’ Καρθαγ.), καθ’ όσον «αυτός εστιν ο πεπιστευμένος τον λαόν του Κυρίου υπέρ των ψυχών αυτών λόγον απαιτηθησόμενος» (λθ’ Αποστ.).
Ούτως ο επίσκοπος είναι κυρίως και προεχόντως ποιμήν και φιλόστοργος πατήρ των πρεσβυτέρων («οικείος πατήρ» ιγ’ ΑΒ’ ) και πάντων των υπ’ αυτόν κληρικών και λαϊκών και ουχί διοικητής τις και άρχων ασκών απρόσωπον και ψυχράν διοίκησιν, μη εδραζομένην εις την αγάπην και μη προάγουσαν την κοινωνίαν των προσώπων. Ως εικόνες του Χριστού, οι επίσκοποι δέον να ακτινοβολούν και τα ποιμαντικά χαρίσματα Αυτού. Ενώ δε ο βασιλεύς (και γενικώς οι άρχοντες) είναι πρόσωπον εξωτερικόν και «σωματικόν», ο αρχιερεύς οφείλει να είναι πρόσωπον «εσωτερικόν και πνευματικόν, και του πρατοτάτου και αμνησικάκου Χριστού μιμητής γνησιώτατος». Ούτως ησθάνοντο και οι Πατέρες της Σαρδικής: «Επειδή ήσυχοι και υπομονητικοί οφείλομεν είναι, και διαρκή τον προς πάντας έχειν οίκτον» (ιη΄ Σαρδ.). Ομοίως αντιλαμβάνεται την αποστολήν του επισκόπου και ο βυζαντινός πολιτικός νόμος: «Επίσκοπος εστιν επιτηρητής και επιμελητής πασών των εκκλησιαζομένων ψυχών των εν τη αυτού επαρχία…. ίδιον δε Επισκόπου, τοις μεν ταπεινοίς συγκατέρχεσθαι, καταφρονείν δε των επαιρομένων… Και προκινδυνεύειν του ποιμνίου, και την εκείνων στενοχωρίαν, οικείαν οδύνην ποιείσθαι». Ως φιλόστοργος πατήρ ο επίσκοπος δέον να μη εγκαταλίπη επί μακρόν χρονικόν διάστημα την επαρχίαν του και «λυπείν τον εμπεπιστευμένον αυτώ λαόν» (Σαρδ. ια’). Γενικώς επίσκοποι και πρεσβύτεροι οφείλουν να μη αμελούν του υπ’ αυτούς κλήρου και λαού, παιδεύοντες αυτούς εις ευσέβειαν, εάν δε αμελούν αυτών αφορίζονται, επιμένοντες δε τη αμελεία και ραθυμία καθαιρούνται (νη’ Αποστ.).
Εν τη ενασκήσει του ποιμαντικού έργου οι ποιμένες διατρέχουν τον κίνδυνον να ασκούν τούτο ανθρωποκεντρικώς, ήτοι κατά την ιδίαν αυτών κρίσιν και όχι κατά το φρόνημα της Εκκλησίας. Προς αποφυγήν του κινδύνου τούτου οι ποιμένες εν τη διαχειρίσει των εκκλησιαστικών πραγμάτων και τη διακυβερνήσει των ψυχών δέον όπως ακολουθούν τους ιερούς Κανόνας, οι οποίοι εκφράζουν την θεανθρωπίνην βούλησιν της Εκκλησίας, επί αμφιβόλων δε ή και αμφισβητουμένων θεμάτων καταφεύγουν εις την συνοδικήν επίλυσιν αυτών. Διό οι επίσκοποι οφείλουν να μετέχουν εις τας συνόδους δια να διδάσκουν ή διδάσκωνται «εις κατόρθωσιν της Εκκλησίας και των λοιπών» (μ’ Λαοδ.). Οφείλουν επίσης να απευθύνωνται προς τον πρώτον μεταξύ αυτών δια τα γενικώτερα εκκλησιαστικά ζητήματα (λδ’ Αποστ.). Κατά τον ιδ’ της Ζ’ «ότι τάξις εμπολιτεύεται τη ιερωσύνη, πάσιν αρίδηλόν εστι. Και το συν ακριβεία διατηρείν τας της ιερωσύνης εγχειρήσεις Θεώ ευάρεστον».
Το καθήκον τούτο της συμμορφώσεως της πορείας της Εκκλησίας προς την βούλησιν του Κυρίου βαρύνει κυρίως τους επισκόπους, οίτινες είναι οι κατ’ εξοχήν διδάσκαλοι της Αληθείας χαρακτηριζόμενοι και ως «οφθαλμοί της Εκκλησίας». Εκ της καλής δε ή κακής καταστάσεως αυτών το όλο σώμα της Εκκλησίας συνδιακινδυνεύει ή συνδιασώζεται. Οι επίσκοποι, έχοντες το χάρισμα της διδασκαλίας της Αληθείας, δέον να είναι όλως ευαίσθητοι εις πάσαν προσπάθειαν λανθανούσης ή και φανεράς νοθεύσεως του εκκλησιαστικού βίου δια διδασκαλιών ή κατευθύνσεων ξένων ή και αντιθέτων προς το πνεύμα της Εκκλησίας. Έκαστος επίσκοπος δέον να αποτελή την αγρυπνούσαν συνείδησιν της Εκκλησίας διακρίνων τα «τη εκκλησιαστική πίστει σύμφωνα» (ι’ Καρθαγ.), ή και αντιτιθέμενα, αγωνιζόμενος δια την «επιστήμην», ήτοι την ακρίβειαν των δογμάτων, δια την «ομολογίαν της Καθολικής Εκκλησίας» και δια «την της αληθείας εκδικίαν» (ιζ’ Σαρδ.) Οι μέλλοντες να χειροτονηθούν επίσκοποι και πρεσβύτεροι δέον να είναι γνώσται των συνοδικώς δεδογμένων «ίνα μη ποιούντες κατά των όρων της συνόδου μεταμεληθώσιν» (ιη’ Καρθαγ.).
Το λειτούργημα τούτο, το οποίον ενεργοποιούν οι επίσκοποι ιδιαιτέρως εις τας Συνόδους, αλλά και εν ανάγκη προ αυτών δια της διακοπής του μνημοσύνου των εις κατεγνωσμένην αίρεσιν πεσόντων μητροπολιτών ή πατριαρχών προϋποθέτει γνώσιν θεολογικήν, όχι βεβαίως εν διανοητική μόνον έννοια, αλλά εν τη αγιοπατερική εννοία της μυστικής κοινωνίας και γνώσεως του Τριαδικού Θεού και των ενεργειών αυτού προς διάκρισιν από τας ενεργείας του διαβόλου. Άλλαις λέξεσιν ουχί μόνον «μορφωμένοι» ή κοινωνικώς δραστήριοι αλλ’ άγιοι και χαρισματούχοι επίσκοποι εκφράζουν την αλάθητον συνείδησιν της Εκκλησίας. Υπερβολική ενασχόλησις των επισκόπων με τα κοινωνικά έργα είναι δυνατόν να απορροφήση αυτούς ολοτελώς και να παρασύρη αυτούς εις μίαν ανθρωποκεντρικήν ποιμαντικήν, ήτις δεν θα επιτρέπη εις αυτούς να είναι οι κατ’ εξοχήν θεολόγοι, διδάσκαλοι και οδηγοί του λαού του Θεού εις την Αλήθειαν της Εκκλησίας.
β. Προσόντα και καθήκοντα των Ποιμένων.
Απαίτησις της Εκκλησίας δια τους Ποιμένας, εκφραζομένη δια των ι. Κανόνων, είναι όπως ούτοι παρέχουν εις τους πιστούς υπόδειγμα αγίας ζωής, όντες «κανόνες πίστεως» και αγιότητος ή κατά τον ιβ’ της Λαοδικείας «όντες εκ πολλού δεδοκιμασμένοι εν τε τω λόγω της πίστεως και τη ευθέως βίου πολιτεία». Η επί πολύν χρόνον δοκιμασία εις έκαστον βαθμόν είναι αναγκαία δια να αποδειχθή «η πίστις (αυτών) και η των τρόπων καλοκαγαθία, και η στερρότης και η επιείκεια, γνώριμος γενέσθαι δυνήσεται» (ι’ Σαρδ.). Μετά τοιαύτην δοκιμασίαν το ποίμνιον δύναται να αναγνωρίση τους ποιμένας ως οδηγούς και διδασκάλους του.
Το ποιμαντικό έργον δύναται να ασκήται μόνον υφ’ όσων «ο βίος ορθός εστί και μηδέν τούτοις αντίκειται» (ιβ’ Θεοφ.). Το δε «εν λαϊκοίς επιλήψιμον πολλώ μάλλον εν κληρικοίς οφείλει καταδικάζεσθαι» (ε’ Καρθαγ.). Οι «τω θυσιαστηρίω προσεδρεύοντες, ήτοι δουλεύοντες» οφείλουν να τηρούν σωφροσύνην και εγκράτειαν (δ’ Καρθαγ.) δια να έχουν και την προς τον Θεόν παρρησίαν «ίνα ο παρά του Θεού απλώς αιτούσιν, επιτυχείν» (γ’ Καρθαγ.). Δια δε «την ολίγων αναισχυντίαν πλεονάκις το θείον και σεβασμιώτατον όνομα της ιερωσύνης εις κατάγνωσιν εληλυθέναι» (κ’ Σαρδ.), ή λοιδορείται υπό των ανθρώπων (κστ’ Δ΄).
Οι ι. Κανόνες εφιστούν την προσοχήν των κληρικών δια το ανεπίληπτον της συμπεριφοράς των. Δια των γνωστών κωλυμάτων εμποδίζονται από της ιερωσύνης οι μετά το βάπτισμα υποπεσόντες εις βαρέα αμαρτήματα, ενώ μη κωλυτικά της ιερωσύνης αμαρτήματα εξαλείφονται δια της χάριτος της χειροτονίας (θ’ Νεοκ.).
Η Εκκλησία απαιτεί από τους υποψηφίους κληρικούς καθαρότητα βίου επιτρέπουσαν την ιερουργίαν ενώπιον του καθαροτάτου Κυρίου, «ώστε τους εν κλήρω καταλεγομένους και άλλοις τα θεία διαπορθμεύοντας, καθαρούς αποφήναι και λειτουργούς αμώμους, και της νοεράς του μεγάλου Θεού και θύματος, και αρχιερέως, θυσίας αξίους». Εκτός τούτου είναι ανακόλουθον «ευλογείν έτερον τον τα οικεία τημελείν οφείλοντα τραύματα» (γ’ ΣΤ’).
Εντεύθεν και η υπό των χειροτονούντων ακριβής εξέτασις του βίου των χειροτονουμένων και των συνθηκών, υφ’ ας εισέρχονται εις τον κλήρον, είναι απαραίτητος. Μόνον όταν ευρεθή αδιάβλητος ο υποψήφιος είναι δυνατόν να χειροτονήται. Ούτω θα διατηρήται καθαρόν το «συνειδός» των χειροτονούντων και αδιάβλητος «η ιερά και σεπτή λειτουργία». Ως κριτήριον δε δια την ανύψωσιν εις την ιερωσύνη δέον να λαμβάνεται υπ’ όψιν μόνον η προσωπική αξία και αρετή του χειροτονουμένου και όχι η από γένους ιερατικού καταγωγή του.
Οι κληρικοί πρέπει να είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητοι εις παν ό,τι θα εσκανδάλιζε τους ανθρώπους, αποφεύγοντες ενεργείας, αι οποίαι πιθανόν να μη βλάπτουν αυτούς, αλλά σκανδαλίζουν το ποίμνιον. Επι πλέον οι ποιμένες οφείλουν να είναι «απαθείς», διότι εμπαθείς όντες καθίστανται αναίσθητοι και υπόκεινται εις την οργήν του Θεού και εις βαρέα επιτίμια, ως παραβάται των θείων εντολών και των Αποστολικών διατάξεων (δ’ Ζ’).
Η όλη στάσις και εμφάνισις των κληρικών δέον να είναι κοσμία, σεμνή και ταπεινόφρων. «Πάσα βλακεία και κόσμησις σωματική, αλλότριαί εισι της ιερατικής τάξεως, και καταστάσεως». Διό και οι ιερωμένοι δέον να μη κοσμούνται «δι’ εσθήτων λαμπρών και περιφανών», να μη «χρίωνται μύρα», και να περίκεινται «μετρίαν και σεμνήν αμφίεσιν», διότι «παν ο μη δια χρείαν, αλλά δια καλλωπισμόν παραλαμβάνεται, περπερείας (κενοδοξίας) έχει κατηγορίαν, ως ο μέγας έφη Βασίλειος» (ιστ’ Ζ’). Εις πάσαν δε περίστασιν, ακόμη και εις τας σεμνάς κοινωνικάς αναστροφάς, ως είναι αι συνεστιάσεις μετά «θεοφόβων και ευλαβών ανδρών», δέον να αποβλέπη εις την πνευματικήν ωφέλειαν των μεθ’ ων συναναστρέφεται∙ «ίνα και αυτή η συνεστίασις προς κατόρθωσιν πνευματικήν απάγη» (κβ’ Ζ’). Χρέος τέλος του ιερωμένου είναι όπως οδηγή και τα τέκνα του εις την χριστιανικήν ζωήν αποτρέπων ταύτα από εφαμάρτων διασκεδάσεων.
Είναι αυτονόητον ότι το ιερατικόν ήθος, ως απαιτούν και περιγράφουν αυτό οι ι. Κανόνες, δεν είναι εξωτερική συμμόρφωσις προς αντικειμενικόν τινά ηθικόν νόμον, αλλά το ήθος της ελευθέρας και εξ αγάπης υπακοής εις το θέλημα του Θεού. Η προς τους αδελφούς εξ άλλου αγάπη υποχρεοί έσωθεν τον ιερωμένον όπως προσέχη την εξωτερικήν διαγωγήν του, δια να μη παράσχη αφορμάς σκανδάλου εις τους αδελφούς του, κατά το «πάντα μοι έξεστιν, αλλ’ ου πάντα συμφέρει…» (Α’ Κορ. στ΄ 12). Ο άξιος ιερωμένος προσέχει πάντοτε να μη προτιμά «τα είδωλα του Χριστού», υπό τον όρον «είδωλα» νοουμένων πάντων των απολυτοποιουμένων και θεοποιουμένων σχετικών καθ’ εαυτάς αξιών (στ’ Βασιλ.) και να μη προδίδη δεύτερον τον «άπαξ υπέρ ημών σταυρωθέντα», έχων συνείδησιν ότι εν τη Εκκλησία «πεπιστεύμεθα σώμα και αίμα Χριστού». Το ιερατικόν ήθος, ως και το χριστιανικόν γενικώτερον ήθος, έχει χριστολογικήν και εκκλησιολογικήν βάσιν. Η μετοχή εις το κοινόν σώμα και αίμα Χριστού δίδει εις τον ιερωμένον την δυνατότητα της θεανθρωπίνης αγάπης και του θεανδρικού ήθους του Χριστού.
(ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο περιλαμβάνει 49 παραπομπές, τις οποίες μπορεί κανείς να διαβάσει στις σελίδες 93-107 του βιβλίου.)
Πηγή: Αρχ. Γεωργίου Καψάνη, «Η Ποιμαντική Διακονία κατά τους Ιερούς Κανόνας», εκδόσεις Άθως, 2003., http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=1576
Η ΑΓΙΑ ΜΑΣ Oρθόδοξος Εκκλησία έχουσα την συνείδησιν ότι μόνη αυτή αποτελεί την Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν, ησθάνετο πάντοτε βαρύτατον χρέος να διατηρήση ακαινοτόμητον και ανόθευτον την Αποστολικήν πίστιν και παράδοσιν. Δι' αυτό και έναντι των διαφόρων αιρέσεων ετήρει αυστηράν στάσιν μη δεχομένη να συσχηματισθή ή συνθηκολογήση με την αίρεσιν ακόμη και εις τα μικρά και δευτερεύοντα ζητήματα, θεωρούσα ότι εάν η πίστις φθείρεται εις τα μικρά, δεν μένουν ανεπηρέαστα και τα μεγάλα. Κατά τον Αγιον Γρηγόριον Νύσσης «Ούτω, τον μη δι' όλου του μυστηρίου την αληθή μόρφωσιν της ευσεβείας δεξάμενον, χριστιανόν ουκ οίδεν ο λόγος» και κατά τον Μ. Βασίλειον «Εν γαρ μικρά πλάνη πολύς ημάρτηται λόγος».
Παρεκκλίσεις δε εις την πίστιν δεν αλλοιώνουν την θεολογίαν μόνον της Εκκλησίας, αλλά διαστρέφουν και αυτήν την πνευματικήν και εκκλησιαστικήν ζωήν και δι' αυτό θέτουν εις άμεσον κίνδυνον την σωτηρίαν του ανθρώπου. Πίστις και ζωή περιχωρούνται και δι' αυτό, όταν η πίστις διαστραφή και η ζωή δεν θα μείνη ανεπηρέαστος. Ενώ δε την αίρεσιν απεστρέφετο η Εκκλησία, τους αιρετικούς ηγάπα, ευσπλαγχνίζετο, ηγωνίζετο παντοιοτρόπως δια την επιστροφήν των και, εάν μετενόουν, εχρησιμοποίει ευρύτατα την εκκλησιαστικήν οικονομίαν, δια να διευκολύνη την επάνοδόν των εις τους κόλπους της.
Την στάσιν αυτήν ετήρησεν η Εκκλησία ανέκαθεν και έναντι του παπισμού. Ησθάνετο η Εκκλησία ότι η παρέκλισις του παπισμού δεν συνίσταται μόνον εις την χρήσιν διαφόρου διοικητικού συστήματος ή διαφόρων εκκλησιαστικών εθίμων, αλλ' ότι επρόκειτο περί μιας βαθυτέρας αλλοιώσεως του ευαγγελικού πνεύματος. Οι βυζαντινοί θεολόγοι δεν ήσαν αφελείς ούτε φανατικοί και εξτρεμισταί, όταν έγραφον αξιολόγους πραγματείας δια να αποδείξουν την αίρεσιν του Filioque. Η και «εκ του Υιού» εκπόρευσις του αγίου Πνεύματος εισάγει την διαρχίαν ή τον ημισαβελλιανισμόν εις την αγίαν Τριάδα, υποτιμά το Αγιον Πνεύμα και παραποιεί όλην την Τριαδολογίαν, ως ορθώς παρατηρεί ο Βλαδίμηρος Λόσκι: «Εάν εις την πρώτην περίπτωσιν (την του Filioque) η πίστις αναζητή την νόησιν δια να μεταθέση την αποκάλυψιν επί του πεδίου της φιλοσοφίας, εν τη δευτέρα περιπτώσει (εν τη Ορθοδόξω Τριαδολογία) η νόησις αναζητεί τας πραγματικότητας της πίστεως, δια να μεταμορφωθή, παραδιδομένη επί μάλλον εις τα μυστήρια της αποκαλύψεως. Επειδή το δόγμα της Τριάδος αντιπροσωπεύει την ουσίαν πάσης θεολογικής σκέψεως, ανερχόμενον εκ της περιοχής, την οποίαν οι Έλληνες Πατέρες ωνόμαζον κατ' εξοχήν θεολογίαν, αντιλαμβάνεται τις ότι μία διαφορά επί του ουσιώδους τούτου σημείου, όσον ασήμαντος και εάν παρουσιασθή εκ πρώτης όψεως, έχει μίαν τόσο αποφασιστικήν σημασίαν» («Κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν», Μεταφρ. Μ. Γ. Μιχαηλίδη).
Πρόκειται περί «ενός φιλοσοφικού ανθρωπομορφισμού ο οποίος δεν έχει τίποτε το κοινόν με τον θεοφανειακόν ανθρωπομορφισμόν της Βίβλου». «Δια του δόγματος του Filioque ο Θεός των φιλοσόφων και των επιστημόνων εισάγεται εις τους κόλπους του ζώντος Θεού, λαμβάνει την θέσιν του Deus Ubskonditus, όστις «έθετο σκότος αποκρυφήν αυτού». Η άγνωστος ουσία του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος δέχεται χαρακτηρισμούς θετικούς. Γίνεται το αντικείμενο μιας φυσικής θεολογίας: Είναι εις «γενικός Θεός» ο οποίος θα ηδύνατο να είναι εξ ίσου ο Θεός του Descardes ή του Leibnitz και ακόμη -τις είδε- πιθανόν, έν τινι μέτρω, ο Θεός του Βολταίρου και των αποχριστιανισθέντων θεϊστών του 18ου αιώνος».
Δια του Filioque δηλαδή, η Δύσις προσεπάθησε να κατανοήση «λογικώς» το μυστήριον της Αγίας Τριάδος καταργούσα την αντινομίαν του Τριαδικού μυστηρίου και δεικνύουσα τον ανθρωποκεντρικόν χαρακτήρα της θεολογίας της.
Η αίρεσις του Filioque έχει τας συνεπείας της εις την εκκλησιαστικήν και την προσωπικήν ζωήν, αι οποίαι γίνονται επίσης ανθρωποκεντρικαί.
Το Αγιον Πνεύμα και Εκείνος δια τον οποίον μαρτυρεί, ο Χριστός, παραμερίζονται. Δίδεται περισσοτέρα σημασία εις την ανθρωπίνην προσπάθειαν παρά εις την Θείαν Χάριν, εις την οργάνωσιν και το σύστημα παρά εις την ζωοποιούσαν Χάριν του Θεού. Ο αλάθητος πάπας της Ρώμης αντικαθιστά, εν πολλοίς, τον Χριστόν και θεωρείται ως «πηγή ενότητος» δια την Εκκλησίαν. Ο αγών, η άσκησις δια την σωτηρίαν του Χριστιανού προσλαμβάνει επίσης ανθρωποκεντρικόν χαρακτήρα. Αι πνευματικαί ασκήσεις του Ιγνατίου Λοϋόλα είναι χαρακτηριστικόν παράδειγμα του πνεύματος αυτού. Μία σύγκρισις του έργου αυτού με την εν Χριστώ ζωήν του Νικ. Καβάσιλα αποκαλύπτει την διάφορον θεώρησιν του αγώνος δια την σωτηρίαν. Την ανθρωποκεντρικήν δυτικήν και την θεανθρωποκεντρικήν Ορθόδοξον και αληθώς καθολικήν. Εις τον πρώτον τονίζονται τα έργα του άνθρωπου, εις τον δεύτερον η συνεργεία ανθρωπίνης προσπαθείας και Θείας Χάριτος.
Εφ' όσον δε το Αγιον Πνεύμα έπαυσε να ζωοποιή και να φωτίζη τους ποιμένας και τους θεολόγους του παπισμού, ήτο φυσικόν ότι η μία διαστροφή θα ηκολούθει την άλλην.
Η σωτηριολογία των είναι δικανική και βασίζεται εις διδασκαλίαν περί της πτώσεως του ανθρώπου επίσης πεπλανημένην, διότι χωρίζει οξέως την φύσιν από την Χάριν. Σωτηρία εις την Ορθόδοξον Πατερικήν Παράδοσιν σημαίνει συγχώρησιν, ζωοποίησιν και θέωσιν του νεκρού εν τη αμαρτία ανθρώπου δια της ενσάρκου Οικονομίας του Υιού του Θεού. Εις την Δύσιν η σωτηρία περιορίζεται μόνον εις την δικανικήν (νομικήν) ικανοποίησιν της τρωθείσης εκ της αμαρτίας του ανθρώπου θείας δικαιοσύνης δια του σταυρικού θανάτου του Χριστού. Ο Χριστός έπρεπε να πάθη, δια να ικανοποιήση την δικαιοσύνην του Θεού.
Όλον το πρόβλημα είναι πώς ο ωργισμένος δια την παρακοήν του ανθρώπου Θεός θα εξευμενισθή απέναντι του ανθρώπου και θα του παράσχη την εύνοιάν του και όχι πώς ο χωρισμένος από τον Θεόν και δι' αυτό νεκρός άνθρωπος θα επανασυνδεθή με τον Θεόν, θα ζωοποιηθή και θα θεωθή. Η θέωσις ως σκοπός της ζωής του ανθρώπου εχάθη εις την Δύσιν. Προέχει «η δικαίωσις» από νομικής απόψεως. Η νοσηρά προσήλωσις εις τον σταυρόν χωρίς παράλληλον θέαν της Αναστάσεως και της Μεταμορφώσεως κάνουν όλον τον δυτικόν Χριστιανισμόν «σταυρώσιμον». Δεν υπάρχει ο σταυροαναστάσιμος χαρακτήρ της Ορθοδοξίας.
Το «άγχος» και η «απελπισία» του δυτικού ανθρώπου φαίνεται να απορρέουν από αυτήν την «σταυρικήν» μονομέρειαν. Εις τον δυτικόν υπαρξιακόν φιλόσοφον Kirkegaard συνοψίζεται η αγχώδης κατάστασις του δυτικού Χριστιανισμού. Ο άνθρωπος κατά τον ανωτέρω φιλόσοφον είναι άνθρωπος, διότι έχει άγχος. Αντιθέτως την Ορθόδοξον σταυροαναστάσιμον ζωήν εκφράζει χαρακτηριστικώς ο Αγιος Σεραφείμ του Σαρώφ, ο οποίος μετά από αυστηράν άσκησιν έγινε κοινωνός του Φωτός της Θείας Μεταμορφώσεως και έζη την χαράν της Αναστάσεως. Την χαράν αυτήν μετέδιδε εις τους πλησιάζοντας αυτόν απευθύνων εις αυτούς αντί άλλου χαιρετισμού το «Χριστός Ανέστη, χαρά μου».
Η έλλειψις της εμπειρίας του Θαβωρίου Φωτός και των ακτίστων ενεργειών εις τους δυτικούς, δια των οποίων ο άνθρωπος θεούται και κοινωνεί της αγίας Τριάδος, τους ωδήγησεν εις την πεπλανημένην διδασκαλίαν, ότι η Θεία Χάρις είναι κτιστή και συνεπώς είναι αδύνατος η εμπειρία του Θεού και η Θέα της δόξης του. Είναι γνωστή η αντίδρασις της Ορθοδοξίας του 14ου αιώνος κατά της νέας αυτής αιρέσεως εν τω προσώπω του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Εάν η Χάρις είναι κτιστή, ο χριστιανός είναι καταδικασμένος να μη δύναται να μετάσχη της θεώσεως. Πώς είναι δυνατόν να θεώση τον άνθρωπον η κτιστή Χάρις; Πρόκειται περί ενός νέου τύπου αρειανισμού, δια τον οποίον τόσον ηρωϊκώς ηγωνίσθη ο γνωρίσας εκ προσωπικής πείρας την Χάριν της θεώσεως αγιορείτης Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Η Δύσις μέχρι σήμερον επιμένει εις την πλάνην αυτήν με αποτέλεσμα να αφήνη τον άνθρωπον και τον κόσμον εκτός της θείας ζωής.
Η σχέσις του Θεού με τον άνθρωπον και τον κόσμον δια τους δυτικούς ημπορεί να είναι ηθική μόνον και όχι σχέσις χάριτος και ζωής. Τα μυστήρια, και κυρίως η θεία Ευχαριστία, το Βάπτισμα, η Ιερωσύνη γίνονται δικανικά μέσα σωτηρίας. Η Εκκλησία εκπίπτει εις νομικόν ίδρυμα παροχής της σωτηρίας και της κτιστής Χάριτος. Εις την ίδρυσιν της Εκκλησίας προηγείται ο νομικός θεσμός και έπεται η μυστηριακή της συγκρότησις. Εις την Ορθοδοξίαν αντιθέτως, προηγείται η μυστηριακή συγκρότησις της Εκκλησίας, η οποία ασφαλίζεται και εκφράζεται δια των Κανονικών θεσμών. Εντεύθεν και το Κανονικόν Δίκαιον της Ορθοδοξίας, ως και πάντα τα της Ορθοδοξίας άγια δόγματα, θεσμοί, παραδόσεις είναι θεανθρώπινα, ενώ το δίκαιον του παπισμού διακρίνεται οξέως εις θείον (Jus Divinum) και ανθρώπινον (Jus Humanum). Απτόν παράδειγμα της νομικίστικης θεωρήσεως της σωτηρίας είναι ο τρόπος ασκήσεως του μυστηρίου της Μετανοίας εις τους Ρωμαιοκαθολικούς. Η μετάνοια και εξομολόγησις γίνεται ως μία δίκη. Ο εξομολογούμενος λέγει τα αμαρτήματά του χωρισμένος και άγνωστος εις τον πνευματικόν (εις τους γνωστούς ξύλινους θαλαμίσκους) και λαμβάνει τα επιτίμια και την άφεσιν. Δεν υπάρχει δηλαδή προσωπική ποιμαντική σχέσις και εκκλησιαστική κοινωνία, αλλά νομική και απρόσωπος σχέσις. Προέχει η νομική δικαίωσις του αμαρτωλού και όχι η συγχώρησις, επάνοδος και αποκατάστασίς του εις το πατρικόν σπίτι (Εκκλησίαν) και την πατρικήν αγκάλην. Σχεδόν όλα τα δόγματα και αι παραδόσεις της Εκκλησίας διαστρέφονται από τους δυτικούς.
Η περί Θεοτόκου Ορθόδοξος διδασκαλία εκπίπτει εις «Μαριολογίαν». Η Θεοτόκος χωρίζεται από το ανθρώπινον γένος δια της «ασπίλου συλλήψεως». Δεν είναι ο ευκλεής καρπός του εκλεκτού λείμματος του ανθρωπίνου γένους, αλλά κάτι το ξεχωρισμένον από την όλην ανθρωπότητα. Χάνει την οικειότητά της και αποξενούται από την ανθρωπίνην οικογένειαν.
Αλλά και αυτή η περί εσχάτων διδασκαλία δεν μένει αβλαβής. Εις την διδασκαλίαν περί του καθαρτηρίου πυρός και των αφέσεων, χορηγουμένων υπό του πάπα, φαίνεται επίσης ο δικανικός χαρακτήρ.
Πόσον ανθρωποκεντρική είναι η Δύσις μαρτυρεί η τέχνη της, η μουσική, η αρχιτεκτονική και κυρίως η αγιογραφία. Φθάνει δια να συγκρίνη τις μίαν βυζαντινήν ορθόδοξον εικόνα με ένα δυτικόν θρησκευτικόν πίνακα ή άγαλμα, δια να ίδη πόσον ανθρωποκεντρισμόν εκφράζει. Η Ορθόδοξος «εικών» αληθώς εικονίζει τον Θεάνθρωπον Χριστόν και τα μεταμορφωμένα πρόσωπα της Θεοτόκου και των αγίων μέσα εις τον επίσης μεταμορφωμένον από την Ακτιστον Χάριν κτιστόν κόσμον. Αντιθέτως εις την δυτικήν ζωγραφικήν παράστασιν ο Χριστός φαίνεται ως άνθρωπος, και η Θεοτόκος και οι Αγιοι ως κοινοί, μη μεταμορφωθέντες άνθρωποι. Και η φύσις παρουσιάζεται «νατουραλιστικούς», χωρίς μετοχήν εις το άκτιστον φως.
Εκεί όμως όπου εναργέστερα εκδηλούται ο δικανικός και ανθρωποκεντρικός χαρακτήρ του παπισμού είναι το σύστημα διοικήσεως της Εκκλησίας.
Είναι γνωστόν ότι η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία ακολουθεί το αποστολικώς παραδοθέν συνοδικόν σύστημα διοικήσεως, το οποίον εκφράζει το μυστήριον της Εκκλησίας ως μυστήριον Τριαδικής και θεανθρωπίνης εν Χριστώ κοινωνίας, ως διαγορεύει ο 34ος Αποστολικός Κανών: «Ούτω γαρ ομόνοια έσται, και δοξασθήσεται ο Θεός, δια Κυρίου εν Αγίω Πνεύματι, ο Πατήρ και ο Υιός, και το άγιον Πνεύμα». Η Εκκλησία είναι εικών της Αγίας Τριάδος. Η Εκκλησία ζη εις όλας τας διαστάσεις της (Οικουμενική Σύνοδος, Πατριαρχεία, Τοπικαί Σύνοδοι, Επισκοπαί, Ενορίαι, Ιεραί Μοναί) συνοδικώς, δηλαδή τριαδικώς το μυστήριον της Εκκλησίας. Τυχόν δε εκτροπαί από του κανόνος αυτού δεν υιοθετήθησαν υπό της Εκκλησίας, ούτε έγιναν δόγματα πίστεως αναγκαία δια την σωτηρίαν των πιστών. Αλάθητος εις την Ορθοδοξίαν δεν είναι εις άνθρωπος, αλλά η Εκκλησία. Αντιθέτως εις την Δύσιν η τριαδική συνοδική αρχή αντικατεστάθη δια της αντιτριαδικής ολοκληρωτικής παπικής συγκεντρωτικής αρχής. Ο ρωμαίος ποντίφιξ εκηρύχθη με μίαν εωσφορικήν υπερηφάνειαν «αλάθητος» και υπέρτατος αρχή της Εκκλησίας.
Ιδού με ποίαν υπερφίαλον γλώσσαν ο πάπας Πίος Θ' εκήρυξε το «αλάθητον» και το «πρωτείον» του κατά την Α' Σύνοδον του Βατικανού: «Εάν τις νομίση ότι ο ρωμαίος ποντίφιξ έχει ως έργον του την εποπτείαν και διοίκησιν, ουχί δε την πλήρη και υπερτάτην δικαιοδοσίαν εν απάση τη Εκκλησία ου μόνον εν τοις αφορώσι τα της πίστεως και των ηθών, αλλά και εν τοις την πειθαρχίαν και διοίκησιν της καθ' άπασαν την οικουμένην Εκκλησίας, ή ότι απολαύει μεν ούτος τοιούτων κρειττόνων προνομιών, ουχί δε του συνόλου της υπερτάτης ταύτης δυνάμεως και ισχύος, ή ότι η δύναμις αυτού δεν είναι τακτική και απεριόριστος, είτε εν πάσαις και ταις κατά μέρος Εκκλησίαις, είτε εν πάσι και τοις κατά μέρος πιστοίς ποιμέσιν, ανάθεμα έστω... Διδάσκομεν και ως θεόθεν αποκαλυφθέν δόγμα ορίζομεν: Ο ρωμαίος ποντίφιξ, λαλών εκ καθέδρας (Cum ex cathedra loquitur), τουτέστιν, όταν επιτελών ούτος τα του ποιμένος και διδασκάλου πάντων των χριστιανών, ορίζει, τη υπερτάτη αυτού αποστολική αυθεντία την τηρητέαν υπό συμπάσης της Εκκλησίας διδασκαλίαν έν τε τη πίστει και εν τοις ήθεσι, θεία συνάρσει τη επηγγελμένη αυτώ τω μακαρίω Πέτρω απολαύει του αυτού αλαθήτου, ώπερ ο θείος Λυτρωτής ηυδόκησεν, ίνα καθοπλίση την εαυτού Εκκλησίαν, ορίζουσαν τα της πίστεως και των ηθών΄ τούτου δε ένεκα αι τοιαύται αποφάσεις του ρωμαίου ποντίφικός εισιν εξ εαυτών και ουχί εκ της συναινέσεως της Εκκλησίας αμετάτρεπτοι.
Εάν δε τις, όπερ ο Θεός είθε να αποτρέψη, εκ προκαταλήψεως διανοηθή να αντείπη τη ημετέρα ταύτη αποφάνσει, ανάθεμα έστω».
Με τον «παντοδύναμον» πάπαν του ο παπισμός σκοπεύει να κατακτήση τον κόσμον. Η υποχρεωτική αγαμία του κλήρου και τα ποικίλα «κοινωνικά» μοναχικά τάγματα έρχονται να υπηρετήσουν τον σκοπόν αυτόν. Η Ορθοδοξία αντιθέτως σκοπεύουσα όχι εις την κατάκτησιν, αλλά την μεταμόρφωσιν του κόσμου ούτε την υποχρεωτικήν αγαμίαν του κλήρου επέβαλεν ούτε τον μοναχισμόν από ησυχαστικόν μετέβαλεν εις κοινωνικόν και της δράσεως. Εις την «θεοποιόν» ησυχίαν ο μοναχός μεταμορφώνεται και μυστικώς μεταμορφώνει τον κόσμον και δι' αυτού «η Βασιλεία του Θεού ουκ έρχεται μετά παρατηρήσεως».
Είναι αυτονόητον ότι όλη η διεστραμμένη παπική ερμηνεία του Χριστιανισμού εις την Δύσιν είχε τας συνεπείας της εις την ιστορίαν, τον πολιτισμόν και τον εν γένει βίον και προσανατολισμόν των διαφόρων λαών, με τους οποίους ήλθεν εις σχέσιν ο παπισμός. Όλοι γνωρίζομεν πόσον εταλαιπωρήθη η Δύσις από τας παποκαισαρικάς αξιώσεις, αι οποίαι ωδήγησαν εις αλλεπαλλήλους πολέμους επί διακόσια περίπου έτη (ήρχισαν το 1075 επί πάπα Γρηγορίου Ζ') και είναι γνωστοί ως ο περί περιβολής αγών του παπισμού. Αι παποκαισαρικαί αξιώσεις συνοψίζονται εις όσα είπεν ο πάπας Ιννοκέντιος Γ' (1198 - 1216) κατά τον ενθρονιστήριον λόγον του: «Ο έχων την νύμφην, είπεν, είναι ο νυμφίος. Αλλά η νύμφη αύτη (η Εκκλησία) δεν συνεζεύχθη με κενάς τας χείρας, αλλά προσέφερεν εις εμέ ασύγκριτον πολύτιμον προίκα, δηλονότι την πληρότητα των πνευματικών αγαθών και την ευρύτητα των κοσμικών, το μεγαλείον και την αφθονίαν αμφοτέρων... Ως σύμβολον των κοσμικών αγαθών μοι έδωσε το Στέμμα, την Μίτραν υπέρ της Ιερωσύνης, το Στέμμα δια την βασιλείαν και με κατέστησεν αντιπρόσωπον Εκείνου εις το ένδυμα και τω μηρώ του οποίου εγράφη: ο Βασιλεύς των βασιλέων και Κύριος των κυρίων».
Καρπός του ολοκληρωτικού και αντιευαγγελικού πνεύματος του παπισμού είναι η Ιερά εξέτασις, δια της οποίας εβασανίσθησαν και εκάησαν χριστιανοί κληρικοί και λαϊκοί τολμήσαντες να διαφωνήσουν προς τον παπισμόν.
Ο Ντοστογιέφσκυ εις τον Μέγαν Ιεροεξεταστήν του αποκαλύπτει το ανελεύθερον πνεύμα του παπισμού.
Ο παπισμός κατήντησε κοσμικόν κράτος με στρατόν, οικονομίαν, διπλωματίαν. Μέχρι σήμερον το Βατικανόν είναι κράτος, ασκεί διπλωματίαν και επηρεάζει την διεθνή οικονομίαν δια συμμετοχής εις μεγάλας εταιρείας και επιχειρήσεις.
Εξ αντιδράσεως προς τον παπισμόν προήλθεν ο Προτεσταντισμός, ο οποίος μετέφερε το «αλάθητον» από τον πάπαν εις έκαστον προτεστάντην, αφού κάθε προτεστάντης θεωρείται ότι δύναται να ερμηνεύη την Αγίαν Γραφήν ορθώς, ανεξαρτήτως της παραδόσεως της Εκκλησίας. Έτσι ο ανθρωποκεντρισμός του παπισμού με άλλον σχήμα εισήλθεν εις τον Προτεσταντισμόν.
Συγκρίνων την Δυτικήν Εκκλησίαν προς τον Προτεσταντισμόν ο άγιος πατήρ ημών Νεκτάριος Πενταπόλεως ευρίσκει ως κοινόν σημείον τον ατομικισμόν. «Μόνη δε διαφορά μεταξύ των δύο αυτών συστημάτων είναι η εξής: Εν μεν τη Δυτική Εκκλησία το άτομον, ήτοι ο Πάπας, συγκεντροί περί εαυτόν πολλά βωβά και ανελεύθερα πρόσωπα συμμορφούμενα εκάστοτε προς τας αρχάς και τα φρονήματα του επικαθημένου ατόμου. Εν δε τω Προτεσταντισμώ η Εκκλησία συνεκεντρώθη περί το άτομον. Όθεν, η Δυτική Εκκλησία είναι άτομον και ουδέν πλέον. Αλλά τίς δύναται να εγγυηθή ημίν περί της ομοφροσύνης όλων των Παπών; Αφού δε πας Πάπας κρίνει περί του ορθού κατά το δοκούν αυτώ και ερμηνεύει την Γραφήν, ως βούλεται, και αποφθεγματίζεται, ως θεωρεί ορθόν, κατά τί διαφέρει ούτος των παντοίων δογματιστών της Προτεσταντικής Εκκλησίας; οποία διαφορά των αρχόντων; Ίσως εν μεν τη των Προτεσταντών έκαστον άτομον αποτελεί μίαν Εκκλησίαν, εν δε τη Δυτική όλην την Εκκλησίαν αποτελεί εν άτομον, ουχί πάντοτε το αυτό, αλλ' αείποτε έτερον».
Αλλά και η Ανατολή δεν εταλαιπωρήθη ολιγώτερον από τον παπισμόν. Ας ενθυμηθώμεν τας σταυροφορίας, τους βιαίους προσηλυτισμούς και τας εξοντώσεις Ορθοδόξων λαών, την επαίσχυντον ουνίαν, η οποία δια δολίων μέσων προσηλυτίζει ορθοδόξους εις τον παπισμόν. Όχι προ πολλών ετών η ουνία ιδρύσασα διαφόρων τύπων ουνιτικάς «εκκλησίας» κατέφαγε μέγα μέρος του Πατριαρχείου της Αντιοχείας. Πλήθος δε Σλαύων Ορθοδόξων βιαίως προσηρτώντο εις τον παπισμόν, οσάκις αι πολιτικαί συνθήκαι επέτρεπον τούτο εις το Βατικανόν. Κατά τον Β' Παγκόσμιον πόλεμον 800.000 Ορθοδόξων Σέρβων εθανατώθησαν υπό των παπικών, διότι ηρνήθησαν να προσέλθουν εις τον παπισμόν. Σέρβοι Ορθόδοξοι διασωθέντες από τον θάνατον μου ωμίλησαν με φρίκην δια την φοβεράν γενοκτονίαν των Σέρβων Ορθοδόξων. Όλα δε αυτά εν ονόματι του «Αλαθήτου Τοποτηρητού» του Χριστού επί της γης.
Η αθεΐα εξ άλλου, που πλήττει σήμερον τον δυτικόν κόσμον, θεωρείται ως αντίδρασις εις την διεστραμμένην περί Θεού διδασκαλίαν των δυτικών. Αυτός ο ίδιος ο παπισμός ευρίσκεται εις πνευματικόν αδιέξοδον και φοβεράν εσωτερικήν κρίσιν εκδηλουμένην και δια του αυτοαποσχηματισμού πολλών κληρικών του.
Μετά την σύντομον αυτήν ανάλυσιν δυνάμεθα να κατανοήσωμεν διατί οι Ορθόδοξοι εξεδήλωσαν τόσον ζωηράν αντίθεσιν προς τας δυτικάς κακοδοξίας από της εμφανίσεώς των.
Ο Κύριος δεν έχυσε το Πανάγιον αίμα Του, δια να ιδρύση εν θρησκευτικόν ανθρωποκεντρικόν σύστημα, ένα θρησκευτικόν ολοκληρωτισμόν. Δια του παπισμού κατισχύει ο νόμος του ανθρώπου έναντι της πίστεως εις τον Ιησούν Χριστόν και έτσι γίνεται μετάθεσις από της ελπίδος του ευαγγελίου εις έτερον ευαγγέλιον «κατ’ άνθρωπον».
Δι' αυτό και όλοι οι άγιοι και θεολόγοι της Εκκλησίας μας ωμίλησαν με πολύ αυστηράν γλώσσαν δια τον παπισμόν αισθανόμενοι την ουσιώδη εκτροπήν ή και ανατροπήν του ευαγγελίου του Χριστού από τους δυτικούς.
Ο άγιος Φώτιος ηγωνίσθη σθεναρώς, ως γνωρίζομεν, κατά του το πρώτον επί των ημερών του επισήμως εμφανισθέντος Filioque και ωμίλησε πολύ αυστηρώς δι' αυτό: «Ο Κύριος και ο Θεός ημών φησί, το Πνεύμα, ο παρά του Πατρός εκπορεύεται· οι δε της καινής ταύτης δυσσεβείας πατέρες, το Πνεύμα, φησίν, ο παρά του Υιού εκπορεύεται. Τίς ου κλείσει τα ώτα προς την υπερβολήν της βλασφημίας ταύτης; Αύτη κατά των Ευαγγελίων ίσταται, προς τας αγίας παρατάσσεται Συνόδους, τους μακαρίους και αγίους παραγράφεται Πατέρας, τον Μέγαν Αθανάσιον, τον εν θεολογία περιβόητον Γρηγόριον, την Βασίλειον της Εκκλησίας στολήν, τον Μέγαν Βασίλειον, το χρυσούν της οικουμένης στόμα, το της σοφίας πέλαγος, τον ως αληθώς Χρυσόστομον. Και τί λέγω τον δείνα ή τον δείνα; Κατά πάντων ομού των αγίων προφητών, αποστόλων, ιεραρχών, μαρτύρων και αυτών των Δεσποτικών φωνών η βλάσφημος αύτη και θεομάχος φωνή εξοπλίζεται».
Όταν ο πάπας Σέργιος ο Δ' τω 1009 εις την ενθρονιστικήν επιστολήν του παρέθεσε το Σύμβολον μετά της προσθήκης του Filioque, ο σύγχρονός του πατριάρχης Κων/λεως Σέργιος διέγραψε το όνομα του πάπα εκείνου εκ των διπτύχων, έκτοτε δε δεν ανεγράφη έτερον παπικόν όνομα εις τα δίπτυχα.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο Θεολόγος των ακτίστων ενεργειών του Θεού, δια του μεγαλειώδους θεολογικού του έργου απεκάλυψε τον κίνδυνον των λατινικών δοξασιών περί «κτιστής χάριτος» και έμεινε εις την ιδίαν γραμμήν με τον ιερόν Φώτιον, όσον αφορά εις την κριτικήν κατά του Filioque, πιστεύων ότι τούτο υποβιβάζει το Αγιον Πνεύμα: «Ο λέγων δύο αρχάς επί Θεού, ότι ο Υιός εκ της αρχής αρχή εστί, ει μεν κατά το δημιουργικόν φησί, προς τω και άλλως μη συμβαίνειν τη καθ' ημάς ομολογία, και το Πνεύμα το Αγιον εκβάλλει της δημιουργικής δυνάμεως, ταυτό δε ειπείν και της Θεότητος· το γαρ μη δημιουργικόν, ουδέ Θεός». Δια τον Βαρλαάμ λέγει ότι ελθών εις την Ορθοδοξίαν δεν εδέχθη «οντινούν σχεδόν αγιασμόν από της ημετέρας Εκκλησίας... τους εκείθεν απομάττοντα σπίλους».
Κατά των αντιευαγγελικών και αντιπαραδοσιακών παπικών πλανών ηγωνίσθησαν και έτεροι διαπρεπείς ιεράρχαι, ιερωμένοι, μοναχοί και λαϊκοί της Αγιωτάτης Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, εν οις ο Ιωσήφ Βρυέννιος, ο άγιος Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός, ο όσιος Μελέτιος ο Γαλησιώτης ο ομολογητής και έτεροι πολλοί επισφραγίσαντες την ομολογίαν των και δια πολλών διωγμών, βασανιστηρίων, φυλακίσεων, εξοριών και θανάτων, τους οποίους υπέστησαν, χάριν της Αληθείας. Του οσίου Μελετίου ο λατινόφρων αυτοκράτωρ Μιχαήλ Η' ο Παλαιολόγος έκοψε την γλώσσαν, του δε οσίου Γαλακτίωνος του Γαλησιώτου εξώρυξε τους οφθαλμούς δια πεπυρακτωμένου σιδήρου λόγω της πεπαρρησιασμένης αντιπαπικής ομολογίας των.
Οι αγιορείται μοναχοί ακολουθούντες τον άγιον Γρηγόριον τον Παλαμάν ηγωνίσθησαν σθεναρώς κατά των λατινοφρόνων. Κατά τον Ιωάννην Μαμαλάκην: «Επειδή δε και ο ίδιος (Μιχαήλ VIII ο Παλαιολόγος) έβλεπεν, ότι τα υπέρ της ενώσεως επιχειρήματά του ήσαν ασθενή, ετόνιζεν εις την προς τους Αγιορείτας επιστολήν του, ότι από «οικονομίαν», δια να εξοικονομηθώσι δηλαδή αι περιστάσεις, έπρεπε να γίνη η ένωσις των εκκλησιών.
Οι Αγιορείται όμως, αίτινες υπέρ παν άλλο έθετον την πίστιν εις την διδασκαλίαν της ορθοδόξου εκκλησίας, εις τας αποφάσεις των συνόδων και εις τα υπό των πατέρων αυτής υποστηριζόμενα, αν και απήντησαν με άκρον σεβασμόν προς τον αυτοκράτορα, υπεστήριξαν όμως ευθαρσώς τας απόψεις αυτών, αι οποίαι διέφερον ριζικώς από τας του αυτοκράτορος. Με το βασικόν επιχείρημα «ο... της υγιούς πίστεως και το βραχύ ανατρέπων το παν λυμαίνεται», ζητούσι να αποδείξωσιν ότι και η χρησιμοποίησις αζύμων δια την θείαν μετάληψιν υπό των Δυτικών, έχουσα την πηγήν της από την Ιουδαϊκήν Θρησκείαν, και η προσθήκη εις το σύμβολον της πίστεως του «και εκ του υιού» ήσαν αντίθετα προς αυτήν την διδασκαλίαν του Ιησού Χριστού και προς τας αποφάσεις των συνόδων και προς την διδασκαλίαν των πατέρων και γενικά προς την παράδοσιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας. «Συ δε και των πατέρων και του μονογενούς αυτού, πλέον τι ιδείν και μυηθήναι εφρόνησας. Ούτως εξ απονοίας, και τω μη πειθαρχείν τω Χριστώ θεσπίζοντι, άνω και κάτω τίθης τα ιερά δόγματα, και νυν μεν την κάτω και περί ημας δεσποτική οικονομίαν, νυν δε την ανωτάτην και Θεαρχικήν θεολογίαν, ταις μειώσεσί τε και προσθήκη καταρρυπαίνων, την πίστιν συγχέεις, μάλλον δε τίνα καινήν πίστιν εισάγεις και έτερον ευαγγέλιον». Κατηγορούντες ούτω δριμέως τον αυτοκράτορα, συνεχίζουσιν:
«Αλλ' ουχί προφανώς τούτο το δόγμα του σατανά, διαρχίαν άθεον παρεισάγον, και το πνεύμα υποδιβάζων; ...ει γαρ η του Πατρός μεν γονιμότης διττή, κατά τε γέννησιν και προβολήν, αύτη δε, ως φης, μη ιδίωμα της του Πατρός υποστάσεως, αλλά φύσεως, πώς τω υιώ μεν εξ ημισείας έσται, τω πνεύματι δε ουδόλως; είπερ όσα της φύσεως κοινά κοχί των τριών απαραλλάκτων Θεαρχικών υποστάσεων και υιώ και πνεύματι, μείωσις των επικοίνων εσείται ούτως... Ημείς δε δια ταύτα και ως αιρετικόν προφανώς θεωρούμεν σε, ότι μηδέ το σύμβολον της ορθοδόξου πίστεως έχεις απαραποίητον».
Υποστηρίζουσι δε εν συνεχεία ότι εις τα θεσπισθέντα υπό της εν Τρούλλω έκτης συνόδου, «ενθεωρείται... και το εξ εναντίας ιέναι των της ευσεβείας δογμάτων των προτέρων πατέρων συνέδοξεν είναι ουκ άλλο ή το προστιθέναι τούτοις και αφαιρείν».
Ούτω δεν δύναταί τις να αμφισβητή ότι δι’ όσων εισήγαγον καινών, κατέστησαν αιρετικοί. «Εν όσοις γουν ούτοι εγκαλούμενοι υπό ευθύνας εισίν, τοις αυτοίς άπασι και ημείς, ει καταδεξοίμεθα..., υπόδικοι γινόμεθα» και τονίζουσιν: «Ουκ έστι τούτο θεμιτόν, ουκ έστιν».
«Ο αιρετικόν δεχόμενος, τοις αυτοίς εγκλήμασιν υπόκειται». Και πώς να μνημονεύωσι τον αιρετικόν πάπαν «εν Ναώ Θεού,... εν αυτοίς τοις αδύτοις, επί της μυστικής και φρικτής τραπέζης του Θεού»; «ει δε ο προκείμενος αυτός εστίν η αυτοαλήθεια, πώς αν το μέγα τούτο ψεύδος δέχηται... το συνάπτειν αυτόν ως ορθόδοξον πατριάρχην, μετά των λοιπών ορθοδόξων πατριαρχών, εν καιρώ φρικτών μυστηρίων; σκηνικών παίζομεν; και πώς ταύτα ανέξεται ορθοδόξου ψυχή; και ουκ αποστήσεται της κοινωνίας των μνημονευσάντων αυτίκα, και ως καπηλικεύοντας τα θεία τούτοις ηγήσεται;».
Ερχόμενοι δε εις το επιχείρημα «κατ’ οικονομίαν», γράφουσιν: «Αλλ’ ως οικονομίαν τούτο ποιήσωμεν και πώς δεχθήσεται οικονομία τα θεία βεβηλούσα και τον του Θεού ειρημένον λόγον, και εκ των θείων απωθούσα το Θεού πνεύμα, και της εντεύθεν αφέσεως των αμαρτιών, και της υιοθεσίας τους πιστούς αμέτοχους ποιούσα, και τί αν είη ταύτης της οικονομίας ζημιωδέστερον;».
Εις την απάντησιν ταύτην των Αγιορειτών γίνεται πασιφανές δια μίαν ακόμη φοράν, ότι δι' αυτούς η σωτηρία της ψυχής και η εξύψωσις προς το Θείον είναι ο ύψιστος σκοπός και ότι κατ’ αυτούς μόνον δια της πίστεως εις την διδασκαλίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας δύναται να επιτευχθή τούτο. Είναι δε να θαυμάση τις την παρρησίαν με την οποίαν γράφουσι προς τον αυτοκράτορα. Τις όμως ο συντάξας την επιστολήν ταύτην δεν γνωρίζομεν...». (Ιωάννου Μαμαλάκη, Το Αγιον Όρος (Αθως) δια μέσου των αιώνων, Θεσ/νίκη 1971, σελ. 161-163).
Οι άγιοι και θεολόγοι της Τουρκοκρατίας ήσαν επίσης αυστηροί στηλιτευταί των παπικών αιρέσεων.
Ο άγιος ισαπόστολος Κοσμάς ο Αιτωλός, γνωστός δια τον αποστολικόν του ζήλον, την αγιότητα και τον μαρτυρικόν θάνατον δεν εδίστασε να χαρακτηρίση τον πάπαν ως «Αντίχριστον». «Ο αντίχριστος είνε· ο ένας είνε ο πάπας και ο έτερος είνε αυτός οπού είνε εις το κεφάλι μας, χωρίς να ειπώ το όνομά του το καταλαβαίνετε, μα λυπηρόν είνε να σας ειπώ, διότι αυτοί οι αντίχριστοι είνε εις την απώλειαν». (Αυγ. Καντιώτου, Μητροπ. Φλώρ. «Κοσμάς ο Αιτωλός», Αθήναι, 1971, σελ. 270-271)
Ο εν Θεολόγοις όσιος και εν οσίοις Θεολόγος Νικόδημος ο Αγιορείτης χαρακτηρίζει το βάπτισμα των παπικών ως «μόλυσμα». (Θεοκλ. Διονυσιάτου, «Ο Αγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης», Αθήναι 1959, σελ. 286)
Ο Ευγένιος Βούλγαρις χαρακτηρίζει την παπωσύνην ως Νέαν Βαβυλώνα:
«Η παπωσύνη διέστρεψε πολλά των αποκεκαλυμμένων δογμάτων, συνδιαστρέψασα αυτό το Πνεύμα του Χριστιανισμού, επενόησε δε άλλα νέα αντιευαγγελικά δόγματα, δι' ών κατεπάτησε την συνείδησιν και την διάνοιαν, ενεφύσησε την μισαλλοδοξίαν, ενέβαλε διχόνοιαν μεταξύ λαών και βασιλέων και πραγματικώς απεδείχθη νέα κατά την αποκάλυψιν Βαβυλών» (Ευγενίου Βουλγάρεως, «Θεολογικόν», Βενετία 1872, σελ. λστ')
Παρόμοια γράφουν ο Νικηφόρος Θεοτόκης, Αθανάσιος Πάριος και άλλοι.
Επιγραμματικώς ομιλούν δια τας παπικάς πλάνας και αι ομολογίαι του Μητροφάνους Κριτοπούλου και Δοσιθέου Ιεροσολύμων.
Κατά τον Κριτόπουλον «Ουδέποτε ηκούσθη άνθρωπον θνητόν και μυρίαις αμαρτίαις ένοχον κεφαλήν λέγεσθαι της Εκκλησίας. Εκείνος γαρ άνθρωπος ων θανάτω υπόκειται. Εν όσω δε άλλος εκλεχθή εις διαδοχήν εκείνου, ανάγκη εν τοσούτω την Εκκλησίαν ακέφαλον είναι. Αλλ’ ώσπερ σώμα δίχα κεφαλής ουδ' εν ριπή γουν στήναι δυνατόν, ούτω την Εκκλησίαν δίχα της προσηκούσης αυτή κεφαλής μείναι κάν εν βραχεί αδύνατον. Τοιγαρούν αθανάτου κεφαλής χρεία τη Εκκλησία, ίνα πάντοτε ζώσα και ενεργής η, καθάπερ και η κεφαλή... Έστι δε τοιαύτη κεφαλή της Καθολικής Εκκλησίας ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ος εστί η κεφαλή πάντων, εξ ου παν το σώμα συναρμολογείται...» (Ι. Καρμίρη «Δογματικά και συμβολικά μνημεία», τ. Β', Αθήναι 1953, σελ. 560).
Κατά δε τον Δοσίθεον «Της Καθολικής Εκκλησίας, επειδή θνητός άνθρωπος καθόλου και αΐδιος κεφαλή είναι ου δύναται, αυτός ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εστί κεφαλή και αυτός τους οίακας έχων εν τη της Εκκλησίας κυβερνήσει, πηδαλιουχεί δια των αγίων πατέρων» (Ι. Καρμίρη «Δογματικά και συμβολικά μνημεία», τ. Β', Αθήναι 1953, σελ. 752).
Ο Πατριάρχης Κων/λεως Κύριλλος ΣΤ’ παρά την αντίδρασιν των επηρεαζομένων από την ισχυράν προπαγάνδαν των εν Κων/πόλει παπικών και εκπροσώπων των ξένων δυνάμεων αρχιερέων εξέδωσε εγκύκλιον, δι’ ής αφορίζει τους δεχομένους ως έγκυρα τα Μυστήρια των παπικών (Πρβλ. Timothy Ware, «Eustratios Argenti», σ. 74).
Είναι μνημειώδης η αξιοπρεπής αλλά και ευγενής στάσις του Πατριάρχου Κων/λεως Γρηγορίου ΣΤ’ προς τους παπικούς απεσταλμένους, οι οποίοι ήθελον να του επιδώσουν πρόσκλησιν του πάπα Πίου Θ' δια συμμετοχήν εις την Α' Σύνοδον του Βατικανού. Ο Πατριάρχης συμπεριεφέρθη λίαν φιλοφρόνως προς αυτούς, αλλ' ηρνήθη να δεχθή εις τας χείρας του την πρόσκλησιν ειπών εκτός των άλλων και τα εξής: «Ω σεβάσμιοι αββάδες, περί Οικουμενικής Συνόδου όντως του λόγου, δεν διαφεύγει βεβαίως την μνήμην υμών, ότι αι Οικουμενικαί Σύνοδοι άλλως πως συνεκροτούντο, ή όπως διεκήρυξεν η Α. Μακαριότης. Εάν ο της Ρώμης Μακαριώτατος Πάπας ησπάζετο την αποστολικήν ισοτιμίαν και ισαδελφίαν, έπρεπεν, ως εν ίσοις την αξίαν και πρώτος τη της έδρας τάξει, κατά το κανονικόν δίκαιον, ν' απευθύνη γράμμα ιδιαίτερον προς έκαστον των Πατριαρχών και των Συνόδων της Ανατολής, ουχί ίνα επιβάλη εγκυκλίως και δημοσιογραφικώς, ως πάντων άρχων και δεσπότης, αλλ’ ίνα ερωτήση αδελφούς αδελφός, ισότιμός τε και ισοβάθμιος, ει συνεγκρίνουσι που και πως και οποίας Συνόδου την συγκρότησιν. Τούτων ούτως εχόντων, ή αναδραμείσθε και υμείς εις την ιστορίαν και εις τας Οικουμενικάς Συνόδους, ίνα ιστορικώς κατορθωθή η παρά πάντων ποθούμενη αληθής και χριστοσύλλεκτος ένωσις, ή πάλιν αρκεσθησόμεθα εις τας ημών διηνεκείς προσευχάς και δεήσεις υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου, της ευσταθείας των αγίων του Θεού Εκκλησιών και της των πάντων ενώσεως. Εν δε τοιαύτη περιπτώσει μετά λύπης διαβεβαιούμεν υμίν, ότι περιττήν και άκαρπον νομίζομεν την τε πρόσκλησιν και όπερ συνεπιφέρετε επιστολιμαίον τούτο φυλλάδιον» (Ι. Καρμίρη «Δογματικά και συμβολικά μνημεία», τ. Β', Αθήναι 1953, σελ. 929).
Όλην αυτήν την αγίαν ορθόδοξον παράδοσιν διαμαρτυρίας και καταγγελίας των παπικών αιρέσεων συνοψίζει η περίφημος εγκύκλιος της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Κων/λεως εν έτει 1895, πατριαρχεύοντος Ανθίμου Ζ' προς τον Ιερόν Κλήρον και το ευσεβές πλήρωμα του πατριαρχικού θρόνου Κων/λεως, εις απάντησιν εγκυκλίου επιστολής του πάπα Λέοντος ΙΓ' προς τους ηγεμόνας και τους λαούς της οικουμένης προσκαλούντος αυτούς ως και την ορθόδοξον Εκκλησίαν εις την μετά του παπικού θρόνου ένωσιν «εννόων την ένωσιν ταύτην ως δυναμένην γενέσθαι μόνον δι’ αναγνωρίσεως αυτού ως άκρου αρχιερέως και υπερτάτου πνευματικού τε και κοσμικού άρχοντος της καθόλου Εκκλησίας και μόνου αντιπροσώπου του Χριστού επί της γης και πάσης χάριτος διανομέως».
Η εγκύκλιος προτάσσει τους αποστολικούς λόγους «Μνημονεύετε των ηγουμένων υμών, οίτινες ελάλησαν υμίν τον λόγον του Θεού· ων αναθεωρούντες την έκβασιν της αναστροφής μιμείσθε την πίστιν. Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας. Διδαχαίς ποικίλαις και ξέναις μη περιφέρεσθε» (Εβρ. ΙΓ’ 7-8).
Πράγματι το όλον πνεύμα της εγκυκλίου θεμελιούται εις τον μέχρι τούδε παρά «των Ηγουμένων» εν τη πίστει αγίων Πατέρων παραδοθέντα λόγον του Θεού. Ο παπισμός συγκαταλέγεται εις τα ανέκαθεν αναφανέντα «αιρετικά εν τη Εκκλησία του Θεού ζιζάνια, άπερ πολλαχώς ελυμήναντο και λυμαίνονται την εν Χριστώ σωτηρίαν του ανθρωπίνου γένους, και άπερ ως σπέρματα πονηρά και μέλη σεσηπότα δικαίως αποκόπτονται από του υγιούς σώματος και ορθοδόξου καθολικής του Χριστού Εκκλησίας. Εν εσχάτοις δε χρόνοις ο πονηρός διέσπασεν από της ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού και Έθνη ολόκληρα της δύσεως, εμφυσήσας τοις επισκόποις της Ρώμης φρονήματα υπερφιάλου αλαζονείας, ποικίλας γεννησάσης καινοτομίας αθέσμους και αντιευαγγελικάς.
Και ου μόνον τούτο, αλλά δη και παντί τρόπω αγωνίζονται οι κατά καιρόν πάπαι της Ρώμης, ίνα υποτάξωσιν εις τας εαυτών πλάνας την ακραδάντως ανά την Ανατολήν τη πατροπαραδότω της πίστεως στοιχούσαν καθολικήν Εκκλησίαν του Χριστού, ενώσεις κατά την ιδίαν φαντασίαν επιδιώκοντες απλώς και αβασανίστως».
Κάθε ορθόδοξος, ο οποίος θέλει να μένη εις την παράδοσιν της Ορθοδοξίας αναγνωρίζει εις τους ευθαρσείς αυτούς λόγους του υπό τον στυγνόν τουρκικόν ζυγόν ευρισκομένου Πατριαρχείου την φωνήν της Ορθοδοξίας και διαπιστώνει την επικαιρότητα των λόγων αυτών και δια τα σήμερον συμβαίνοντα.
Η ένωσις κατά την εγκύκλιον τυγχάνει ποθητή εις τους ορθοδόξους, αλλά δέον να βασίζεται εις τον ένα κανόνα της πίστεως, άνευ δε της «εν τη πίστει ενότητος αδύνατος αποβαίνει η ποθητή των Εκκλησιών ένωσις».
Εν συνεχεία καταγγέλλει τας αιρέσεις του παπισμού, εν αίς το Filioque, το Πρωτείον και Αλάθητον και αποδεικνύει το αντιευαγγελικόν και αντιπαραδοσιακόν αυτών.
Οι ορθόδοξοι εμμένοντες πιστοί εν τη αποστολική παραδόσει και τη πράξει της Εκκλησίας των επτά Οικουμενικών Συνόδων, «υπέρ του κοινού κτήματος του πατρικού θησαυρού της υγιαινούσης πίστεως εστήκαμεν αγωνιζόμενοι» (Μ. Βασιλείου, Επιστ. 243, Εγκύκλιος, σελ. 40).
Ανατρέχοντες εις τους Πατέρας και τας Οικουμενικάς Συνόδους -κατά την εγκύκλιον- πληροφορούμεθα ότι ουδέποτε εθεωρήθη ο επίσκοπος Ρώμης ως η ανωτάτη αρχή και αλάνθαστος κεφαλή της Εκκλησίας... μόνος δε και αιώνιος αρχηγός και κεφαλή αθάνατος της Εκκλησίας εστίν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός... (Ι. Καρμίρη «Δογματικά και συμβολικά μνημεία», τ. Β', Αθήναι 1953, σελ. 938, παρ. 4)
Η ορθόδοξος ανατολική και καθολική του Χριστού Εκκλησία, εκτός του αφράστως ενανθρωπήσαντος Υιού και Λόγου του Θεού, ουδένα άλλον γινώσκει αλάθητον επί γης υπάρξαντα· και αυτός ο απόστολος Πέτρος, ούτινος διάδοχος οίεται είναι ο πάπας, τρις ηρνήθη τον Κύριον, και ηλέγχθη δις υπό του αποστόλου Παύλου ως μη ορθοποδών προς την αλήθειαν του Ευαγγελίου.
Πρόκειται περί αποστολικής ομολογίας της Χριστοκεντρικής - Θεανθρωποκεντρικής αρχής της Εκκλησίας ανταξίας της αποστολικότητος του Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως.
Αιωνία η μνήμη του μακαριστού Πατριάρχου Ανθίμου Ζ' και των Συνοδικών Αρχιερέων των αποστολικώς και πατερικώς ομολογησάντων τον Θεάνθρωπον Χριστόν ως μοναδικήν κεφαλήν, βάσιν, κριτήριον της Εκκλησίας εν αντιθέσει προς την εκπεσούσαν της αποστολικής πίστεως Εκκλησίαν της Ρώμης.
Ενώ η Ορθόδοξος Εκκλησία διατηρεί την ευαγγελικήν πίστιν ανόθευτον, «η νυν Ρωμαϊκή εστίν Εκκλησία των καινοτομιών, της νοθεύσεως των συγγραμμάτων των εκκλησιαστικών Πατέρων και της παρερμηνείας της τε Αγίας Γραφής και των όρων των αγίων Συνόδων διό και ευλόγως και δικαίως απεκηρύχθη και αποκηρύσσεται, εφ' όσον αν εμμείνη εν τη πλάνη αυτής. «Κρείσσων γαρ επαινετός πόλεμος», λέγει και ο θείος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός «ειρήνης χωριζούσης Θεού» (Ι. Καρμίρη «Δογματικά και συμβολικά μνημεία», τ. Β', Αθήναι 1953, σελ. 942, παρ. 20).
Αι καινοτομίαι του παπισμού περί την πίστιν και το διοικητικόν της Εκκλησίας πολίτευμα είναι «σπουδαίαι και αυθαίρετοι», αναφέρονται «εις ουσιώδη κεφάλαια της πίστεως και του διοικητικού συστήματος της Εκκλησίας και προφανώς αντικείμεναι εις το εκκλησιαστικόν καθεστώς των εννέα πρώτων αιώνων, ποιούσιν αδύνατον την ποθητήν ένωσιν των Εκκλησιών· αφάτου δε λύπης πληρούται πάσα ευσεβής και ορθόδοξος καρδία βλέπουσα την παπικήν Εκκλησίαν εμμένουσαν υπεροπτικώς εν αυταίς και ήκιστα συντελούσαν εις τον ιερόν της ενώσεως σκοπόν δι' αποπτύσεως των αιρετικών τούτων καινοτομιών και επανόδου εις το αρχαίον καθεστώς της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής του Χριστού Εκκλησίας, ης μέρος τότε και αυτή απετέλει» (Ι. Καρμίρη «Δογματικά και συμβολικά μνημεία», τ. Β', Αθήναι 1953, σελ. 942, παρ. 21).
Η θλιβερά αυτή διαπίστωσις ότι ο παπισμός εμποδίζει την ένωσιν δια της εμμονής του εις τας πλάνας ισχύει έτι μάλλον σήμερον, ότε πολλαί εκ των πλανών αυτών ενισχύθησαν δια της Β' Βατικανείου Συνόδου, ως θα ίδωμεν περαιτέρω.
Καταλήγει δε η εγκύκλιος με έκκλησιν προς τους φιλοχρίστους λαούς της Δύσεως, «οΐτινες εξ αγνοίας της αληθούς και αδέκαστου των εκκλησιαστικών πραγμάτων ιστορίας εύπίστως παρασυρόμενοι, άκολουθοΰσι ταΐς άντευαγγελικαΐς και παναθέσμοις καινοτομίαις του παπισμού», να επιστρέψουν εις την Μίαν και αδιαίρετον Εκκλησίαν. «Αλλ' εκκλίνατε από των τοιούτων διαστροφέων της ευαγγελικής αληθείας... και επανέλθετε το λοιπόν εις τους κόλπους της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής του Θεού Εκκλησίας, ήτις αποτελείται εκ του συνόλου των κατά μέρος ανά την ορθοδοξούσαν οικουμένην θεοφυτεύτων δίκην αμπέλων ευκληματουσών και αρρήκτως εν ενότητι της μιας εις Χριστόν σωτηρίου πίστεως και εν τω συνδέσμω της ειρήνης και τω πνεύματι συνημμένων αλλήλαις αγίων του Θεού Εκκλησιών, ίνα τύχητε της εν Χριστώ ποθουμένης σωτηρίας...».
Προτρέπει δε και τους ορθοδόξους να κρατώμεν «της πατρώας και αποστολοπαραδότου ευσεβείας. Προσέχωμεν πάντες από των ψευδαποστόλων, οίτινες ερχόμενοι εν σχήματι προβάτων πειρώνται δελεάζειν τους απλοϊκωτέρους εν ημίν δια ποικίλων και υπούλων υποσχέσεων, τα πάντα θεμιτά ηγούμενοι και επιτρέποντες προς ένωσιν, εάν μόνον αναγνωρισθή ο της Ρώμης πάπας ως υπέρτατος και αλάθητος άρχων και απόλυτος κυριάρχης της καθόλου Εκκλησίας και μόνος επί της γης αντιπρόσωπος του Χριστού και πηγή πάσης χάριτος».
Το πνεύμα της εγκυκλίου αυτής ενεστερνίσθησαν και όλοι σχεδόν οι νεώτεροι ορθόδοξοι Θεολόγοι (Πρβλ. σχετικά έργα Χ. Ανδρούτσου, Ιω. Καρμίρη, Κ. Μουρατίδου, Βλ. Λόσκι, κ.α.). Ο δε γνωστός πανορθοδόξως Αρχιμανδρίτης π. Ιουστίνος Πόποβιτς με προφητικήν όντως γλώσσαν απεκάλυψε τον ορθόδοξον θεανθρωποκεντρισμόν και τον παπικόν και δυτικόν ανθρωποκεντρισμόν ένεκα του οποίου και ωμίλησε περί τριών πτώσεων του ανθρώπου. Της πτώσεως του Αδάμ, της πτώσεως του Ιούδα και της πτώσεως του πάπα.
Η αυστηρότης αυτή των Ορθοδόξων Πατέρων και Θεολόγων είναι φιλάνθρωπος, διότι υποδεικνύει την σοβαρότητα της ασθενείας του παπισμού και δεν καθησυχάζει αυτόν με ανθρωπιστικά ηρεμιστικά. Όσοι πράγματι αγαπούν, δεν φοβούνται να ειπούν την αλήθειαν, διότι μόνη η αλήθεια σώζει. Όσοι δεν αγαπούν ή αγαπούν υποκριτικώς, κρύπτουν την αλήθειαν δι’ ιδιοτελείς σκοπούς.
Η αυστηρά αλλά φιλάνθρωπος αυτή γλώσσα των Ορθοδόξων υπαγορεύεται και από την επιθυμίαν των να μείνουν πιστοί εις το Ευαγγέλιον του Χριστού και τους θεοφόρους Πατέρας.
Είναι μεγάλη ευλογία και μέγα προνόμιον να είσαι Ορθόδοξος, αλλά συγχρόνως είναι και μεγάλη ευθύνη.
Αυτή η υψηλή συνείδησις ευθύνης έκαμε τους ορθοδόξους ομολογητάς να μη παραιτούνται από τον σταυρόν της ορθοδόξου ομολογίας και όταν ακόμη εκινδύνευεν η ζωή των ή η πατρίς των.
(Απόσπασμα από το βιβλίο «Ορθοδοξία και Παπισμός», ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ 1978)
Πηγή: Η άλλη όψη
Την προηγούμενη Κυριακή προσπάθησα να αποκαλύψω το μεγαλείο και το βάθος του λόγου του αποστόλου Παύλου που τον εαυτό του ονομάζει σπονδή στη Θυσία. Σας έλεγα για τις αμέτρητες συμφορές και τα βάσανα που υπόφερε σ' όλη τη ζωή του για τον Κύριο Ιησού Χριστό, ο οποίος προσφέρθηκε Θυσία για τις αμαρτίες όλου του κόσμου.
Συμπληρώνοντας αυτά που σας έλεγα τότε, για τα παθήματα του μεγάλου αυτού αποστόλου, θα σας πω τώρα και τι υπέφερε σε μία πόλη της Μακεδονίας, στους Φιλίππους, για το κήρυγμά του. Με την καταγγελία κάποιων, που δεν τους άρεσε το κήρυγμά του, οι άρχοντες της πόλης έδωσαν διαταγή να τον ραβδίσουν και μετά τον έριξαν στη φυλακή και έσφιξαν τα πόδια του στο τιμωρητικό ξύλο. Έχασε τότε το θάρρος του ο απόστολος; Άρχισε να κλαίει; Ασφαλώς όχι. Κατά τα μεσάνυχτα ο Παύλος μαζί με το συνεργάτη του, το Σίλα, έψαλαν ψαλμούς, δοξολογώντας το Θεό. Θα μπορούσε ο Παύλος με μία μόνο λέξη να αποφύγει τους ραβδισμούς, να βγει από τη φυλακή και ακόμα και να τρομάξει τους άρχοντες, αρκεί να τους έλεγε ότι είναι Ρωμαίος πολίτης. Όμως δεν το έκανε. Προτίμησε τον εξευτελισμό για το όνομα του Χριστού και χαιρόταν με όλη την καρδιά του για τις μαστιγώσεις και τις πληγές, διότι αυτά συνέβαλαν στην επιστροφή του δεσμοφύλακα και της οικογένειάς του στην πίστη στο Χριστό. Να θυμόμαστε πάντα πόσο εμείς φοβόμαστε τις μαστιγώσεις και τις πληγές ενώ, αντίθετα, πόσο ο μεγάλος αυτός διάκονος του Θεού χαιρόταν γι' αυτά. Χαιρόταν κάθε φορά που μπορούσε να γίνει σπονδή στη Θυσία.
Και στη σημερινή αποστολική περικοπή διαβάζουμε ακόμα πιο παράξενο λόγο του αποστόλου Παύλου από την επιστολή του Προς Κολοσσαείς; «Νυν χαίρω εν τοις παθήμασί μου υπέρ υμών και ανταναπληρώ τα υστερήματα των θλίψεων του Χριστού εν τη σαρκί μου υπέρ του σώματος αυτού, ο έστιν η εκκλησία» (Κολ. 1, 24).
Ακούτε πώς χτυπά ή καρδιά του μεγάλου αποστόλου; Ακούτε πώς αυτός θεωρεί ότι υστερεί σε παθήματα που υπομένει για την Εκκλησία του Χριστού, που είναι το Σώμα Του. Όχι μόνο χωρίς καθόλου να γογγύζει, υπομένει όλα τα αμέτρητα παθήματα αλλά διψά και για περισσότερα. Ω, Κύριε! Και εμείς, οι αδύνατοι χριστιανοί, πόσο φοβόμαστε τους ονειδισμούς, τις θλίψεις και τα παθήματα! Είναι δυνατόν να βρεθεί έστω και ένας μεταξύ μας που θα ζητούσε να πληθυνθούν αυτά; Εκείνος, όμως, διψούσε γι' αυτά τα παθήματα, για να μορφωθεί ο Χριστός στις καρδιές των εθνικών, στους οποίους κήρυττε ακούραστα το Ευαγγέλιο.
Ας θυμηθούμε και έναν άλλο λόγο του μεγάλου Παύλου: «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού» (Α' Κορ. 11, 1). Να μιμηθούν τον απόστολο Παύλο στη δίψα του για τα παθήματα του Χριστού μπορούν, βέβαια, πολύ λίγοι άνθρωποι, αυτοί που έλαβαν τα πλούσια χαρίσματα του αγίου Πνεύματος. Οι απλοί όμως χριστιανοί μπορούν να ευαρεστήσουν και αυτοί το Θεό και να έχουν μισθό απ' Αυτόν αλλά μόνο με την αγόγγυστη υπομονή των θλίψεων που τους στέλνονται από το Θεό. Να θυμόμαστε όλοι μας τα λόγια του μεγάλου αποστόλου Παύλου από την επιστολή του προς Εβραίους: «Υιέ μου, μη ολιγώρει παιδείας Κυρίου, μηδέ εκλύου υπ΄ αυτού ελεγχόμενος, ον γαρ αγαπά Κύριος παιδεύει, μαστιγοί δε πάντα υιόν ον παραδέχεται, ει παιδείαν υπομένετε, ως υιοίς υμίν προσφέρεται ο Θεός· τις γαρ εστίν υιός ον ου παιδεύει πατήρ; ει δε χωρίς εστε παιδείας, ης μέτοχοι γεγόνασι πάντες, άρα νόθοι εστέ και ουχ υιοί.» (Έβρ. 12, 5-8).
Συχνά ρωτούν οι άνθρωποι γιατί, για ποιο λόγο, Κύριος ο Θεός τους στέλνει θλίψεις και πολλές φορές και πολύ σοβαρές δοκιμασίες; Είναι πολύ σημαντικό για τον κάθε χριστιανό να καταλάβει ότι οι θλίψεις μάς αποστέλλονται κατά το θέλημα του Θεού, το πάντοτε αγαθό και σωτήριο. Τις περισσότερες φορές μάλιστα στέλνονται όχι σαν τιμωρίες, για τις αμαρτίες μας, αλλά για να επαναπροσδιορίσουμε τους δρόμους μας και τις καρδιές μας ή σαν απάντηση στα αιτήματα που απευθύνουμε στο Θεό. Οι άνθρωποι πολλές φορές περιμένουν από το Θεό να πραγματοποιήσει αυτά που ζητούν στις προσευχές τους με ένα τρόπο που οι ίδιοι θεωρούν ότι είναι ο καλύτερος. Ο Θεός, όμως, συχνά άπαντα στις δεήσεις τους με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο και όχι μ' αυτόν που θα ήθελαν ή θα φαντάζονταν.
Αν ζητάνε, για παράδειγμα, να τους χαρίσει ο Θεός ταπείνωση, φαντάζονται ότι σιγά-σιγά μέρα με τη μέρα η ταπείνωση υπό την ευεργετική επίδραση του Θεού θα μεγαλώνει στις καρδιές τους. Ο Κύριος όμως συχνά το κάνει με έναν διαφορετικό τρόπο• τους στέλνει ένα απροσδόκητο σκληρό χτύπημα το οποίο πληγώνει την υπερηφάνεια και τον εγωισμό τους και τους ταπεινώνει. Συχνά ο Θεός μάς στέλνει κάποια ασθένεια και εμείς παραπονιόμαστε και καθόλου δεν σκεφτόμαστε ότι τις περισσότερες φορές αυτή είναι μια μεγάλη ευεργεσία του Θεού, είναι ίσως η απάντηση του Θεού στις προσευχές μας, με τις οποίες τον παρακαλούμε να δυναμώσει την πίστη μας.
Δεν γνωρίζετε ότι πολλές φορές ο Κύριος μάς στέλνει φοβερές σωματικές ασθένειες και πληγώνει το σώμα μας για να μας δυναμώσει πνευματικά; Αυτό έγινε και με τον όσιο Ποιμένα τον Πολύαθλο, ο οποίος ασκήτευε στη μονή των Σπηλαίων και όλη τη ζωή του βρισκόταν στο κρεββάτι του πόνου υποφέροντας από μία αθεράπευτη ασθένεια και μ' αυτό τον τρόπο έφτασε στην αγιότητα. Άλλοι άνθρωποι, οι οποίοι δίνουν μεγάλη σημασία στα γήινα αγαθά, ζητάνε από τον Κύριο να αυξηθούν τα πλούτη τους. Και ο Κύριος τους απαντά με την καταστροφή των κτημάτων τους ή με πυρκαγιές και μ' αυτόν τον τρόπο τους αποστρέφει από την προσκόλληση στα γήινα και από τη φιλαργυρία και έτσι διορθώνει τις αποκλίσεις τους από τη σωστή οδό, την οποία μας διδάσκουν οι μακαρισμοί.
Ο Θεός φέρεται σε μας σαν σε πραγματικούς υιούς Του, τους οποίους τιμωρεί για το καλό τους. Τις θλίψεις που μας στέλνει ο Κύριος εμείς πρέπει να τις υποδεχόμαστε έτσι όπως μας το λέει ο άγιος απόστολος Πέτρος: «Ταπεινώθητε ουν υπό την κραταιάν χείρα του Θεού, ίνα υμάς υψώση εν καιρώ.» (Α' Πετρ. 5, 6). Αν δεν μπορούμε, παρ' όλες τις προσπάθειές μας, να κατανοήσουμε για ποιο λόγο μάς στέλνονται από το Θεό οι θλίψεις, τότε ας ταπεινωθούμε κάτω από το δυνατό χέρι του Θεού και θα μας ανυψώσει στον κατάλληλο καιρό, για να καταλάβουμε τους δρόμους Του με τους οποίους μας οδηγεί σ' αυτόν το σκοπό. Πρέπει με πολλή ταπείνωση και χωρίς τον παραμικρό γογγυσμό να δεχόμαστε όλες τις δοκιμασίες και τις θλίψεις, που μας στέλνονται από το Θεό, έχοντας την ταπεινή πεποίθηση ότι μ' αυτά ο Θεός μας κατευθύνει και όχι ότι ξεσπά επάνω μας την οργή Του. Διότι ο ίδιος διά του στόματος του προφήτη Ησαΐα είπε: «Δεν είμαι πια μ' αυτό οργισμένος» (Ήσ. 27, 4). Ενώ εμείς, συνήθως, νομίζουμε ότι ο Κύριος είναι οργισμένος μαζί μας και γι' αυτό μας στέλνει τις θλίψεις. Όχι. Πάντοτε να θυμάστε ότι στο Θεό δεν υπάρχει οργή. «Ο Θεός αγάπη εστίν» (Α' Ίω. 4, 8). Και η τέλεια αγάπη είναι ξένη προς την οποιαδήποτε αδικία.
Αλλά πολλές φορές, όταν ο Θεός μάς δίνει ένα σοβαρό χτύπημα, διά του οποίου μάς ταπεινώνει για να μάς υψώσει αργότερα, εμείς γογγύζουμε κατά του Θεού. Καταλαβαίνετε, όμως, πόσο βαριά αμαρτία είναι ο γογγυσμός κατά του Θεού; Όταν γογγύζουμε κατά του Θεού, αυτό σημαίνει ότι Τον θεωρούμε άδικο, θεωρούμε ότι Αυτός δεν μάς φέρεται σωστά και θα έπρεπε να μάς φερθεί κατά έναν διαφορετικό τρόπο. Όμως δεν είναι βαριά αμαρτία να κατηγορούμε το Θεό για αδικία και να Τον συκοφαντούμε; Βλέπετε, λοιπόν, πόσο βαριά αμαρτία είναι ο γογγυσμός κατά του Θεού. Γι' αυτό «εν φόβω τον της παροικίας υμών χρόνον αναστράφητε» (Α' Πέτρ. 1, 17). Πρέπει να προσέχουμε πολύ τα λάθη και τα εμπόδια στην πορεία μας προς τη Βασιλεία των Ουρανών. Αλλά περισσότερο απ' όλα τα άλλα πρέπει να φοβόμαστε να μην παραβαίνουμε τη μεγάλη εντολή του Χριστού: «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε» (Μτ. 7, 1). Και γογγυσμός κατά του Θεού δεν είναι μόνο κρίση του Θεού αλλά και κατάκρισή Του.
Ας αφήσουμε την κρίση αυτή σ' εκείνους τους δυστυχείς ανθρώπους που εκούσια καταστρέφουν τον εαυτό τους. Τους οποίους ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός δεν τους διορθώνει ούτε τους τιμωρεί, επειδή είναι αδιόρθωτοι και αθεράπευτοι. Εμείς μόνο να ζητάμε την βοήθειά Του για το δρόμο της σωτηρίας μας, να Τον δοξολογούμε και να Τον τιμούμε πάντοτε μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το Άγιο Πνεύμα. Αμήν.
(ΑΓΙΟΥ ΛΟΥΚΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΡΙΜΑΙΑΣ "ΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΟΜΙΛΙΕΣ" ΤΟΜΟΣ Α', ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ", ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ)
Πηγή: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=1576
… Κατ᾿ ἀρχὴν θὰ ἤθελα νὰ πῶ ὅτι χαριτωμένοι εἶναι ὅλοι οἱ Χριστιανοί, γιατὶ ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ ἔχουν τὴν Χάρι τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος. Χαριτωμένοι εἶναι καὶ οἱ μοναχοί, γιατὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Χάρι τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος ἔχουν καὶ τὴν Χάρι τοῦ ἀγγελικοῦ Σχήματος. Βέβαια τὸ ζήτημα εἶναι ὅτι λόγῳ τῶν παθῶν μας κρύβουμε αὐτὴν τὴν Χάρι, ὅπως κρύβεται ἡ φωτιὰ κάτω ἀπὸ τὴν στάχτη καὶ δὲν φαίνεται. Ὅταν ὅμως σιγὰ-σιγὰ μὲ τὴν μετάνοιά μας, τὴν ἄσκησί μας, τὸν ἀγώνα μας τὸν πνευματικὸ καὶ τὴν προσευχή μας παραμερίσουμε τὰ πάθη, τότε σιγὰ-σιγὰ ὑποχωρεῖ ἡ στάχτη τῶν παθῶν καὶ ἡ φωτιὰ τῆς θείας Χάριτος -ποὺ καίει μέσα μας- φανερώνεται. Καὶ φανερώνεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται ἔτσι. Τότε οἱ ἄνθρωποι εἶναι χαριτωμένοι καὶ φαίνονται χαριτωμένοι.
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ πάντοτε εἶχε χαριτωμένους ἀνθρώπους. Αὐτοὶ οἱ χαριτωμένοι ἄνθρωποι ἦταν πάντοτε τὸ ἅλας τῆς γῆς. Αὐτοὶ ἐχαρίτωναν τὸν κόσμο καὶ ἔδιναν νόημα καὶ χαρὰ καὶ στὸν κόσμο καὶ στὴν ἐποχὴ ποὺ ζοῦσαν. Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν κοίμησί τους, μὲ τὴν Χάρι ποὺ ἔχουν, ἐξακολουθοῦν νὰ παρηγοροῦν καὶ νὰ βοηθοῦν τοὺς ἀνθρώπους.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, λέγει, ὅτι ἡ θεία Χάρις σκηνώνει πρῶτα στὶς ψυχὲς τῶν Ἁγίων καὶ ἀπὸ τὶς ψυχὲς μεταδίδεται καὶ στὰ σώματά τους· καὶ ὅταν κοιμηθοῦν, μένει στὰ λείψανά τους καὶ στοὺς τάφους τους καὶ στὶς εἰκόνες τους καὶ στοὺς ναοὺς ποὺ εἶναι ἀφιερωμένοι σ᾿ αὐτούς. Εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐνοικεῖ στὰ πρόσωπα τῶν Ἁγίων καὶ ἐν συνεχείᾳ μένει καὶ σὲ ὅλα αὐτὰ ποὺ συνδέονται μὲ τοὺς Ἁγίους.
Γι᾿ αὐτὸ ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι προσκυνοῦμε τὰ ἅγια λείψανα, τὶς ἅγιες εἰκόνες, τοὺς ἱεροὺς ναούς. Διότι ὅλα αὐτὰ εἶναι φορεῖς τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶχαν ἡ Παναγία καὶ οἱ Ἅγιοι.
…. Συναντᾶμε στὸ Ἅγιον Ὄρος χαριτωμένους ἀδελφούς μας· καὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ ἀναπαύει καὶ τοὺς προσκυνητὰς τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Βέβαια ὅταν λέμε χαριτωμένους ἀδελφούς, δὲν ἐννοοῦμε ἀνθρώπους ποὺ κάνουν θαύματα καὶ σημεῖα, ἀλλὰ ἐννοοῦμε ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν εἰρήνη στὴν ψυχή τους, ἔχουν ἀγάπη καὶ ταπείνωση.
Στὸ διάστημα τῆς παραμονῆς μου στὸ Ἅγιον Ὄρος μὲ ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ γνωρίσω χαριτωμένους ἀνθρώπους καὶ νὰ ὠφεληθῶ ἀπ᾿ αὐτούς. Πρέπει νὰ πῶ ὅτι οἱ μοναχοὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καὶ μάλιστα αὐτοὶ ποὺ ἔχουν κάνει πολυετῆ ἄσκησι, ἔχουν κάποια κοινὰ χαρακτηριστικά, τὰ ὁποῖα -τουλάχιστον σὲ μένα- ἔχουν κάνει μεγάλη ἐντύπωσι.
Τὸ πρῶτο χαρακτηριστικὸ εἶναι ὅτι δὲν ἔχουν καμμία ἐκτίμησι στὸν ἑαυτό τους, δὲν ἔχουν καμμία ἐμπιστοσύνη καὶ ὑπόληψι στὸν ἑαυτό τους ὅτι ἔχουν ἀρετή. Ἔχουν πολλὴ ἄσκησι, πολὺν ἀγώνα, ἀλλὰ πιστεύουν ὅτι δὲν ἔχουν κάνει τίποτε, περιμένουν μόνον ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ νὰ σωθοῦν.
Ἕνας τέτοιος μοναχὸς ἀπέθνησκε σὲ μία σκήτη τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀπὸ ἀνίατο ἀσθένεια. Ἦταν ἀρκετὰ νέος. Ἤξερε ὅτι ἔπασχε ἀπὸ ἀνίατο ἀσθένεια καὶ ἤξερε ὅτι πεθαίνει. Ἦταν ἀπὸ τοὺς καλοὺς καὶ ἀγωνιστὰς μοναχούς. Λίγο πρὶν κοιμηθῆ, τὸν ρώτησε ἕνας νεώτερος ἀδελφός: «Πάτερ, τώρα ἐσὺ φεύγεις. Θὰ ἤθελα νὰ μοῦ πῆς κάτι ἀπὸ τὴν πείρα σου, νὰ μὲ ὠφελήσης καὶ μένα». Καὶ ὁ ἀποθνήσκων ἐκεῖνος μοναχὸς τοῦ εἶπε τὸ ἕξης: «Ξέρεις, ἀδελφέ, ὅτι ἐγὼ ἀγωνίσθηκα στὴν ζωή μου καὶ μὲ νηστεῖες καὶ μὲ προσευχὲς καὶ μὲ ἀγρυπνίες καὶ μὲ ὑπακοή, καὶ μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ὅσο μπόρεσα, προσπάθησα νὰ τηρήσω τὶς ὑποσχέσεις τοῦ μοναχικοῦ σχήματος. Πλὴν ὅμως τώρα δὲν ἐλπίζω σ᾿ αὐτά. Ἐλπίζω μόνον στὸ Αἷμα τοῦ Ἐσταυρωμένου (δηλαδὴ στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ)».
Αὐτό, λοιπόν, εἶναι τὸ πρῶτο χαρακτηριστικὸ γνώρισμα ὅλων τῶν χαριτωμένων μοναχῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅτι δηλαδὴ δὲν ἐλπίζουν στὸν ἑαυτό τους, στὴν ἄσκησί τους, στὸν ἀγώνα τους, ἀλλὰ στὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ. Ἐγνώρισα πατέρες οἱ ὁποῖοι εἶχαν 60-70 χρόνια στὸ Ἅγιον Ὄρος, ποὺ ἀγωνίσθηκαν πολύ, καὶ ὅταν τοὺς ρωτοῦσες γιὰ τὴν ζωή τους σοῦ ἔλεγαν: «πέρασε ἡ ζωή μου χωρὶς νὰ κάνω τίποτε, δὲν ἔχω καμμία ἀρετὴ καὶ δὲν ἔχω κάνει κανένα καρπὸ σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα».
Θυμᾶμαι τὸν γέροντα Αὐξέντιο, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη σὲ ἡλικία 90 ἐτῶν, πρὸ δεκαετίας περίπου, ὁ ὁποῖος ἦταν ἕνας πάρα πολὺ ἐνάρετος καὶ ἅγιος μοναχός. Κάποτε -ἦταν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα- ἐπρόκειτο νὰ προσέλθουν οἱ πατέρες καὶ οἱ λαϊκοὶ Χριστιανοί, ποὺ ἦταν ἀρκετοὶ -ὡς προσκυνηταί- στὸ μοναστήρι, νὰ κοινωνήσουν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Πρὸ τῆς Θείας Κοινωνίας εἶπα ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη γιὰ τοὺς λαϊκοὺς ἀδελφούς: «Θὰ παρακαλέσω νὰ προσέλθουν ὅσοι ἔχουν ἐξομολογηθῆ καὶ προετοιμασθῆ. Ὅποιος δὲν ἔχει ἑτοιμασθῆ, νὰ ἐξομολογηθῆ πρῶτα καὶ μετὰ νὰ κοινωνήσῃ». Ὁ π. Αὐξέντιος ἐνόμιζε ὅτι τὸ ἔλεγα γιὰ τοὺς μοναχούς. Ἦταν τυφλός. Ἦταν ὁ πρῶτος στὴν σειρὰ ἀπὸ τοὺς πατέρες, ὁ ἀρχαιότερος -εἶχε ἔλθει στὸ μοναστήρι τὸ 1917. Περίμενε τὴν σειρά του νὰ κοινωνήση. Νόμισε λοιπὸν ὅτι ζητοῦσα καὶ ἀπὸ τοὺς πατέρες νὰ ἐξομολογηθοῦν. Ἐξομολογεῖται, λοιπόν, δημοσίᾳ. Καὶ ποιὰ ἦταν ἡ ἐξομολόγησίς του; «Πλέω σ᾿ ἕνα πέλαγος ματαιότητος. Δὲν ἔχω κάνει τίποτε στὴν ζωή μου. Δὲν ξέρω ποῦ βρίσκομαι, οὔτε ποῦ πηγαίνω». Καὶ ζητοῦσε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ ταπείνωσις ἐχαρακτήριζε πάντοτε τὸν π. Αὐξέντιο. Γι᾿ αὐτὸ ὁσάκις τοῦ ζητούσαμε κάποια συμβουλή, ἀπέφευγε νὰ μᾶς πῆ, μόνον ἔλεγε: «Τὴν εὐχή. Τὴν εὐχή. Τὸ “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ” νὰ λέτε». Καί: «Νὰ διαβάζετε τὸν Εὐεργετινό». Ἔκρυβε τὴν ἀρετή του καὶ τὴν πολλὴ πνευματικὴ γνῶσι καὶ σοφία τὴν ὁποία εἶχε. Ἔζησε ὅλη του τὴν ζωὴ πραγματικὰ κρυμμένος ἀπὸ τὰ μάτια τῶν πατέρων, οἱ ὁποῖοι, ἂν καὶ ζοῦσαν στὰ διπλανὰ κελλιά, δὲν ὑποψιάζοντο τὴν πολλὴ ἄσκησι καὶ τὸν πολὺ ἀγώνα τοῦ π. Αὐξεντίου. Ἔχουμε πληροφορία ἀξιόπιστη ὅτι ὁ π. Αὐξέντιος ἠξιώνετο καθημερινῶς νὰ βλέπη τὸ ἄκτιστον Φῶς. Αὐτὸ βέβαια εἶναι κάτι συγκλονιστικό, συνέβαινε ὅμως, καὶ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι συνέβαινε, διότι ὁ π. Αὐξέντιος εἶχε τὶς προϋποθέσεις γιὰ νὰ μπορέση νὰ φθάση στὴν θεοπτία.
Λοιπὸν αὐτὸ εἶναι κάτι τὸ ὁποῖο ἐμένα προσωπικά με συγκλονίζει: Ἡ ταπείνωσις τῶν πατέρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, οἱ ὁποῖοι θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους γιὰ τίποτε, ὡς τὸ «οὐδέν», ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
Ἔχουμε στὸ μοναστήρι μας καὶ ἕναν ἄλλο μοναχό, 97 ἐτῶν. Αὐτὸς ἦλθε στὸ μοναστήρι τὸ 1924. Ἦταν ὑποτακτικὸς τοῦ ἀειμνήστου, προορατικοῦ καὶ ἁγίου Καθηγουμένου, π. Ἀθανασίου Γρηγοριάτη. Ἔχει πολλὴ ἀρετὴ καὶ αὐτὸς ὁ γέροντας, δὲν θὰ πῶ τὸ ὄνομά του γιατὶ ζῆ. (Πρόκειται γιὰ τὸν π. Ἡσύχιο. Ὅταν ἐδόθη ἡ παροῦσα συνέντευξις, ἦτο ἀκόμη ἐν ζωῇ). Θυμᾶμαι, ὅταν κάποτε τοῦ εἶπα ὅτι ἔχει ἀγωνισθῆ πολύ, αὐτός μου ἀπήντησε: «Δὲν ἔχω κάνει τίποτε. Ὅλη μου τὴν ζωὴ τὴν πέρασα μὲ ἀργολογία». Δὲν θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του ἄξιο οὔτε ἕνα καφὲ νὰ τοῦ κάνουμε. Ἂν κάνουμε γιὰ κανέναν ἄλλο καφέ, ἂς κάνουμε καὶ γι᾿ αὐτόν, ἀλλὰ μόνον γιὰ τὸν ἑαυτό του ὄχι. Δὲν ἐζήτησε ποτὲ τίποτε. Τόσα χρόνια ποὺ εἶμαι στὸ μοναστήρι δὲν ἐζήτησε ποτὲ οὔτε ἕνα ράσο, οὔτε ἕνα ζωστικό, οὔτε τίποτε ἄλλο. Φοράει ὅλα τὰ παλιὰ καὶ εἶναι εὐχαριστημένος. Τὸ μόνο ποὺ λυπᾶται εἶναι ὅτι τώρα δὲν μπορεῖ νὰ κάνη διακόνημα καὶ ὅτι, καθὼς λέγει, «τρώγει τζάμπα τὸ ψωμί». Ὁ γέροντας αὐτός, μὲ αὐτὴν τὴν βαθειὰ ταπείνωσι, ἔχει πολλὴ χάρι καὶ πολλὴ εἰρήνη στὴν ψυχή του. Ὅταν ἔρχωνται λαϊκοὶ Χριστιανοὶ νὰ τὸν δοῦν -φαίνεται ὅτι ὁ Θεὸς τὸν πληροφορεῖ- χωρὶς νὰ τοῦ ποῦν αὐτοὶ καὶ νὰ τὸν ἐρωτήσουν συγκεκριμένα πράγματα, τοὺς λέγει αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἔχει ὁ καθένας πνευματικὴ ἀνάγκη νὰ ἀκούση.
Ἕνας ἄλλος μοναχὸς ποὺ ἔζησε στὸ μοναστήρι μας καὶ ἐκοιμήθη πρὸ ὀλίγων ἐτῶν, ὁ π. Ἐφραίμ, καὶ αὐτὸς εἶχε αὐτὴν τὴν βαθειὰ ταπείνωσι. Κάποτε ἦταν ἄρρωστος στὸ νοσοκομεῖο «Θεαγένειο» στὴν Θεσσαλονίκη. Ἐκεῖ τὸν ἐπισκέφθηκα νὰ τὸν δῶ. Ὅταν τὸν ἐπλησίασα στὸ κρεβάτι, σήκωσε τὰ χεράκια του καὶ μοῦ εἶπε: «Ἔλα, γέροντα, θέλω νὰ ἐξομολογηθῶ». Ἄρχισε τὴν ἐξομολόγησι δημοσίᾳ. Ἄκουγαν ὅλοι οἱ ἀσθενεῖς, ἀλλὰ ὁ γέροντας τὸ ἔκανε μὲ πολλὴ ἁπλότητα, δὲν σκεφτόταν ὅτι τὸν ἀκοῦνε καὶ οἱ ἄλλοι. «Θέλω νὰ μὲ συγχωρήσης, γέροντα, διότι σὲ ἔχω πικράνει», ἔλεγε. Τοῦ ἀπαντῶ: «Δὲν μὲ πίκρανες, ἐγὼ μᾶλλον σὲ ἔχω πικράνει, γιατὶ μπορεῖ νὰ ἤμουν λίγο αὐστηρός». Καὶ ἀπήντησε: «Ἐσὺ τὸ ἔκανες γιὰ τὴν σωτηρία μου, ἐνῶ ἐγὼ σὲ στενοχωροῦσα λόγῳ τῶν παθῶν μου. Καὶ αὐτὸ ἔπρεπε νὰ τὸ κάνης». Τότε ἐγὼ γύρισα καὶ εἶπα στοὺς λαϊκοὺς ποὺ ἄκουγαν: «Βλέπετε ὁ π. Ἐφραὶμ πόση ταπείνωσι ἔχει καὶ πῶς μιλᾶ;». Τότε ὁ π. Ἐφραὶμ γύρισε καὶ εἶπε στοὺς λαϊκούς: «Ἀδελφοί μου, σᾶς ἐξομολογοῦμαι, δὲν ἔχω καμμία ἀρετή. Τόσα χρόνια ποὺ εἶμαι στὸ Ἅγιον Ὄρος δὲν ἔκανα τίποτε. Σὰς παρακαλῶ νὰ προσευχηθῆτε γιὰ τὴν σωτηρία μου». Καὶ τότε ὅλοι οἱ λαϊκοὶ συγκινημένοι ἄρχισαν νὰ κλαῖνε, βλέποντας τὴν ταπείνωσι ἑνὸς μοναχοῦ ποὺ τὸν εἶχαν κοντά τους καὶ ἔβλεπαν πόση ἀρετὴ εἶχε καὶ πόση ὑπομονὴ ἔκανε. Ἕνας νέος ἀπὸ τὸ προσωπικὸ τοῦ νοσοκομείου, ποὺ ἔτυχε νὰ εἶναι ἐκεῖ, ἔκανε τὸν σταυρό του καὶ εἶπε: «Δόξα τῷ Θεῷ ποὺ ὑπάρχει τὸ Ἅγιον Ὄρος».
Αὐτό, λοιπόν, εἶναι ἕνα στοιχεῖο, τὸ ὁποῖο καταθέτω ἀπὸ τὴν προσωπική μου ἐμπειρία στὸ Ἅγιο Ὄρος, αὐτὴ ἡ βαθειὰ ταπείνωσις ὅλων τῶν πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τὸν ἑαυτό τους γιὰ τίποτε. Καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι κάτι ἐπίπλαστο, δὲν εἶναι μία ταπεινοφάνεια. Εἶναι μία πραγματικὴ πεποίθησις ποὺ ἔχουν γιὰ τὸν ἑαυτό τους, εἶναι μία ὄντως ταπείνωσις, ὅτι πράγματι δὲν ἔχουν ἀρετὴ καὶ δὲν ἔχουν κάνει κανένα πνευματικὸ καρπὸ στὴν μοναχική τους ζωή. Καὶ παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ἔχουν εἰρήνη στὴν ψυχή τους καὶ δὲν φοβοῦνται καὶ τὸν θάνατο, γιατὶ τοὺς πληροφορεῖ ἡ συνείδησίς τους -παρὰ τὴν αἴσθησι ποὺ ἔχουν τῆς πνευματικῆς τους πτωχείας- ὅτι ἔχουν τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι ἔχουν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Κάτι ἄλλο ποὺ μοῦ ἔχει κάνει ἐντύπωση στὸ Ἅγιο Ὄρος -καὶ ἴσως ἔχει κάνει καὶ σὲ σᾶς ποὺ μὲ ἀκοῦτε καὶ ἔχετε ἔλθει στὸ Ἅγιο Ὄρος- εἶναι ὅτι οἱ πατέρες δὲν εἶναι ὁμοιόμορφοι, δὲν εἶναι τυποποιημένοι· ὁ καθένας ἔχει τὸν δικό του προσωπικὸ χαρακτήρα, ἔχει τὴν δική του προσωπικότητα. Καὶ ἡ ἀρετή του καὶ ἡ στάσις του καὶ ἡ ὅλη προσπάθειά του ἔχουν τὴν σφραγίδα τῆς δικῆς του προσωπικότητος. Εἶναι αὐθόρμητοι· ποτὲ δὲν θέλουν νὰ παραστήσουν ὅτι ἔχουν ἀρετή· ἀντιθέτως ἔχουν μία ἁπλότητα, ὥστε νὰ δείχνουν καὶ τὰ τυχὸν ἐλαττώματά τους, μέχρι σημείου ποὺ οἱ λαϊκοί, καθὼς βλέπουν τὰ ἐλαττώματα τῶν μοναχῶν, νὰ σκανδαλίζονται. Ἀλλὰ αὐτοὺς δὲν τοὺς πειράζει αὐτό, διότι θέλουν νὰ δείχνουν αὐτὸ ποὺ εἶναι, δὲν θέλουν νὰ δείχνουν αὐτὸ ποὺ δὲν εἶναι. Ὑπάρχει δηλαδὴ μία γνησιότητα καὶ μία αὐθεντικότητα στοὺς πατέρες τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Τελευταῖα πληροφορήθηκα γιὰ κάποιον μοναχό, ὁ ὁποίος κάνει μεγάλες νηστεῖες- εἶναι μεγάλος ἀσκητής· μπορεῖ νὰ κάνη ἀρκετὲς ἡμέρες νὰ βάλη κάτι στὸ στόμα του, καὶ ὅμως, ὅταν ἔρχεται στὶς Καρυές, πηγαίνει σὲ κάποιο ἑστιατόριο καὶ πίνει μπύρα. Τὸ κάνει γιὰ νὰ φαίνεται, γιὰ νὰ σχηματίζη ὁ κόσμος τὴν ἐντύπωσι ὅτι εἶναι ἕνας ἀμελὴς καὶ ἀκρατὴς μοναχὸς ποὺ δὲν ἀγωνίζεται. Ἔτσι ρίχνει στάχτη στὰ μάτια τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ κρύψη τὶς πολυήμερες νηστεῖες του καὶ τὸν μεγάλο ἀγώνα ποὺ κάνει.
Βέβαια θὰ ἔχετε ἀκούσει γιὰ τοὺς σαλοὺς διὰ Χριστόν. Ὑπάρχει καὶ στὸ Ἅγιο Ὄρος μία τέτοια σαλότης σὲ μερικοὺς μοναχούς. Γι᾿ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ βιαζόμαστε νὰ βγάζουμε συμπεράσματα γιὰ μοναχοὺς ποὺ τοὺς βλέπουμε νὰ κάνουν πράγματα λίγο παράξενα ἢ ποὺ φαινομενικὰ δίνουν τὴν ἐντύπωσι ὅτι δὲν εἶναι ἐνάρετοι, διότι αὐτὰ μπορεῖ νὰ γίνωνται γιὰ νὰ κρύψουν τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν μεγάλη ἄσκησι, τὴν ὁποία ἔχουν αὐτοὶ οἱ μοναχοί.
Βέβαια χαριτωμένοι πατέρες τοῦ Ἁγίου Ὄρους δὲν εἶναι μόνον αὐτοὶ ποὺ ὁ κόσμος γνωρίζει γιὰ τὴν πολλὴ ἀρετή τους, τὴν διάκρισί τους, τὸ προορατικό τους χάρισμα, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι πατέρες ποὺ δὲν εἶναι εὐρύτερα γνωστοί. Καὶ αὐτοὶ εἶναι χαριτωμένοι, καὶ αὐτοὶ ἀγωνίζονται, κλαῖνε, μετανοοῦν συνέχεια γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους, γιὰ τὶς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου. Χαριτώνονται σιγὰ-σιγὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀξιώνει ὁ Θεὸς νὰ κάνουν ἕνα πραγματικὰ χριστιανικὸ θάνατο.
Στὸ διάστημα ποὺ ὁ Θεὸς μὲ ἀξίωσε νὰ εἶμαι στὸ Ἅγιο Ὄρος, εἶδα τὴν κοίμησι 15 πατέρων. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι ὅτι ὅλοι αὐτοὶ οἱ πατέρες εἶχαν ἕναν πάρα πολὺ καλὸ θάνατο, παρ᾿ ὅτι ὡς ἄνθρωποι μπορεῖ νὰ εἶχαν καὶ κάποιες ἀδυναμίες. Τοὺς ἀξίωσε ὁ Θεὸς μὲ πολλὴ εἰρήνη νὰ φύγουν ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο, μὲ ἐξομολόγησι καὶ μὲ μετάνοια. Μερικοὶ μάλιστα ἀπὸ αὐτοὺς προεγνώρισαν καὶ τὸν θάνατό τους.
Αὐτὸ παρηγορεῖ καὶ ἐμᾶς τοὺς νεωτέρους, ὅτι ὁ Θεὸς πράγματι σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἀγωνίζονται δίνει τὴν Χάρι του καὶ τοὺς ἀξιώνει τελικὰ νὰ φύγουν ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο εἰρηνικά, ἐν Χάριτι, καὶ ἔτσι νὰ μεταβοῦν στὸν κόσμο τῆς αἰωνιότητος, ἐκεῖ ὅπου μᾶς περιμένει ὁ Χριστός, ἡ Παναγία καὶ οἱ Ἅγιοι.
Οἱ χαριτωμένοι πατέρες τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀφήνουν καὶ τὰ σώματά τους στὰ κοιμητήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Τὰ ὀστά τους μάλιστα πολλὲς φορὲς εὐωδιάζουν. Συνέβη καὶ στὸ μοναστήρι μας, σὲ κάποια ἀνακαίνισι τοῦ ὀστεοφυλακίου τῆς Μονῆς, τὴν ὁποία ἐκάναμε. Τὸ ὀστεοφυλάκιο εἶναι κάτω ἀπὸ τὸν κοιμητηριακὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Πάντων, στὸν ὁποῖο λειτουργοῦμε κάθε Σάββατο. Κάθε Παρασκευὴ βράδυ γίνεται παννυχίς, κατὰ τὴν ὁποία μνημονεύονται τὰ ὀνόματα ὅλων τῶν κεκοιμημένων πατέρων. Κάτω ἀπὸ τὸ παρεκκλήσι ἀναπαύονται τὰ ὀστὰ τῶν πατέρων. Ὅταν ἀνεκαινίζετο τὸ ὀστεοφυλάκιο, τὰ ὀστᾶ μετεφέρθησαν μέσα στὸ παρεκκλήσι. Κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ ὅποιος εἰσήρχετο στὸν χῶρο τοῦ κοιμητηριακοῦ ναοῦ, αἰσθανόταν πολὺ ἔντονα μία εὐωδία νὰ τὸν περιλούη…
Ἀπομαγνητοφωνημένο κείμενο τῆς συνεντεύξεως ποὺ μεταδόθηκε ἀπὸ τὸ Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τὴν Κυριακὴ (Β´ Νηστειῶν) 14 Μαρτίου 1993, στὸ πλαίσιο τῆς ἐκπομπῆς «Ραδιοπαράγκα» τοῦ π. Κωνσταντίνου Στρατηγοπούλου
Πηγή: «Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος» Περιοδικὴ ἔκδοση ὑπὸ τῶν πατέρων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, http://fdathanasiou.wordpress.com
Εκοιμήθη εν Κυρίω στις 8 Ιουνίου 2014. Ο μακαριστός Γέρων, δοκιμαζόμενος από πολλά προβλήματα υγείας, είχε παραιτηθεί λίγο καιρό πριν από την ηγουμενία της Ιεράς Μονής στην θέση του οποίου εξελέγη ο Αρχιμανδρίτης π. Χριστοφόρος.
Ο γέρων Γεώργιος εποίμανε την αδελφότητα της Ιεράς Μονής Γρηγορίου για περισσότερα από 40 έτη. Αναγνωρίστηκε ως μία από τις επιφανέστερες φυσιογνωμίες του σύγχρονου Αθωνικού Μοναχισμού με πολυεπίπεδη προσφορά.
Ως λαϊκός ακόμη πρωτοστάτησε στη σύσταση του Ιδρύματος νέων “Ο Παντοκράτωρ” στο Παλαιό Φάληρο, με στόχο την πνευματική αφύπνιση και συγκρότηση των νέων.
Μεγάλη έφεση και διεισδυτικό πνεύμα επέδειξε ο Γέρων Γεώργιος στα θεολογικά γράμματα. Έλαβε το πτυχίο της Θεολογίας και εργάστηκε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στην έδρα της Ποιμαντικής και του Κανονικού Δικαίου. Ιδιαίτερα γνωστή υπήρξε η διδακτορική του διατριβή για την ποιμαντική των φυλακισμένων. Εκπόνησε επίσης διατριβή επί υφηγεσία με τίτλο “Η ποιμαντική Διακονία κατά τους Ιερούς Κανόνας”, η οποία δεν υποβλήθηκε λόγω της εγκαταβίωσης του π. Γεωργίου στην Ι.Μ. Γρηγορίου του Αγίου Όρους και την από μέρους του ανάληψη της Ηγουμενίας της εκεί μοναστικής αδελφότητας.
Το πολύ σημαντικό αυτό έργο εκδόθηκε αργότερα μαζί με άλλα έργα του Γέροντος, τα οποία σηματοδότησαν μία σπουδαία συγγραφική πνευματική και θεολογική παραγωγή. Τα σημαντικότερα εξ αυτών είναι:
Πριν από την εγκατάστασή του στο Άγιον Όρος, ο γέρων Γεώργιος ανέλαβε ηγούμενος της Ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου Αρμά κοντά στο Βασιλικό Χαλκίδας από όπου, μαζί με την αδελφότητα στην οποία προΐστατο, έλαβε πρόσκληση από τους γέροντες πατέρες της Ι.Μ. του Οσίου Γρηγορίου να αναλάβει την ηγουμενία και την επάνδρωσή της με τους νέους πατέρες.
Ο μακαριστός πατήρ, εκτός από την μοναστική, θεολογική και ποιμαντική του ακτινοβολία, πρωτοστάτησε και στο χώρο της εξωτερικής ιεραποστολής. Με δική του έμπνευση και πρωτοβουλία, η Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου για περισσότερα από τριάντα πέντε χρόνια συνέβαλε και συμβάλλει στην Ορθόδοξη Ιεραποστολή με μέλη της αδελφότητάς της.
Μεγάλη επίσης ήταν η προσφορά του αειμνήστου Γέροντος Γεωργίου στους νέους της πατρίδας μας αλλά και πολλών από το εξωτερικό. Ο λόγος του ήταν πάντοτε ζωντανός, άμεσος, κατανοητός, αγγίζοντας τις καρδιές και της διάνοιες της νεολαίας. Είναι γνωστό σε πολλούς ότι προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες και στήριξη σε δύσκολες περιπτώσεις όπως σε άτομα εξαρτημένα ή με σοβαρά οικογενειακά και ψυχικά προβλήματα.
Ο Γέρων Γεώργιος αξιώθηκε τη μεγάλη ευλογία να αναχωρήσει την γενέθλιο ημέρα της Εκκλησίας, την οποία τόσο αγάπησε και ολοθύμως υπηρέτησε.
Άρθρα του π. Γεωργίου:
Ιεράρχες, μοναχοί και μοναχές, κλήρος και απλός κόσμος συνέρρευσαν στο Μετόχι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου της Ιεράς Μονής Γρηγορίου στη Πολίχνη Θεσσαλονίκης για να αποτίσουν φόρο τιμής στον γέροντα Γέωργιο Καψάνη. [Φωτογραφίες]
Αιωνία του η μνήμη!
Ας έχουμε την ευχή του!
Εκοιμήθη σήμερα 8 Ιουνίου 2014 ο προηγούμενος της Ιεράς Μονής Γρηγορίου του Αγίου Ορους, Αρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης. Τα τελευταία χρόνια ο γέροντας Γεώργιος ταλαιπωρούνταν με σοβαρά προβλήματα υγείας και για το λόγο αυτό τον περασμένο Μάρτιο αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τα καθήκοντα της ηγουμενίας του.
Ο π.Γεώργιος με παρελθόν στον κόσμο αξιοσημειώτης ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας επί τριάντα και πλέον έτη καθηγούνταν της εξαίρετης αδεφλότητας και μιας οικογένειας -κυψέλης με αδελφούς -πνευματικές μέλισσες, εμπνέοντας αυτούς σε κάθε λειτούργημα, έργο και διακόνημα και ατέρμονου αγώνα της μοναδικής Αθωνικής Πολιτείας.
Το σκήνωμα εκτίθεται στο μετόχι της Ιεράς Μονής στη Σταυρούπολη της Θεσσαλονίκης.
Η εξόδιος ακολουθία θα τελεσθεί την Κυριακή 8 Ιουνίου στις 17.00, ενώ τις πρώτες πρωινές ώρες το λείψανο του μακαριστού π. Γεωργίου θα μεταφερθεί για ενταφιασμό στο Άγιο Όρος. Αιωνία η μνήμη του αγίου Γέροντος .
Για εμάς τους Ορθοδόξους, οι ''αδελφικοί'' εναγκαλισμοί, οι συμπροσευχές και οι κοινές διακηρύξεις του Οικουμενικού Πατριάρχη με τον πάπα, δεν είναι θέμα πολιτικό ή κοινωνικό. Ούτε είναι θέμα θρησκευτικό, όπως συνηθίζεται να λέγεται. Είναι ζήτημα που αφορά στην γνησιότητα και ακεραιότητα της Πίστης μας. Συνεπώς, πάνω απ' όλα, είναι θέμα Εκκλησιαστικό.
Και ποια είναι η διαφορά του θρησκευτικού από το Εκκλησιαστικό; Δεν είναι το ίδιο πράγμα;
1ον). Το Εκκλησιαστικό Γεγονός έχει να κάνει με την οντολογία του ανθρώπου, δηλαδή με τους λόγους και τον σκοπό της υπάρξεώς του. Ενώ, αυτό που λέμε θρησκεία, συνιστά εκφύλιση του Εκκλησιαστικού γεγονότος προς την κατεύθυνση του συναισθήματος.
2ον). Ο πιστός μέσα στην καρδιά του έχει την ελπίδα. Ενώ ο θρησκευόμενος λέει ότι είναι αισιόδοξος. Η ελπίδα είναι συστατικό της εκκλησιαστικής μας ζωής και αναφέρεται σε Θεόν ζώντα. Ενώ η αισιοδοξία είναι προϊόν ψυχολογικών διεργασιών και σχετίζεται με το εγώ.
3ον). Η Εκκλησία , ως Σώμα Χριστού, προσφέρει στον άνθρωπο σωτηρία από την φθορά και τον θάνατο. Ενώ η θρησκεία, ως εκκοσμίκευση του Εκκλησιαστικού Γεγονότος, συνιστά απλά και μόνον μία φτηνή και εντελώς επιπόλαια ψυχολογική αναπλήρωση.
4ον). Το έργο της σωτηρίας, μέσα στην Εκκλησία, βασίζεται στην Θεία Χάρη και οι πιστοί από την πλευρά τους καλούνται, οικειοθελώς, να προσφέρουν την ταπείνωση και την υπακοή τους στο θέλημα του Θεού.
Ενώ αντίθετα η θρησκεία, ως συναισθηματική παραφθορά της αποκαλυμμένης Αλήθειας, έχει εγωϊσμό και ανθρωπαρέσκεια: Ζητάει αγώνες ηθικούς, απορρίπτει την Θεία Χάρη και θεοποιεί τον ανθρώπινο παράγοντα.
5ον). Η Εκκλησία έχει ασκητική και φιλότιμο. Ενώ η θρησκεία έχει καλές πράξεις και αναμονές θεϊκών ανταποδόσεων γι' αυτές.
6ον). Η Εκκλησία έχει απλότητα και το πολίτευμά της δεν είναι πολίτευμα αυτού του κόσμου. Ενώ η θρησκεία έχει επίδειξη, δημόσιες σχέσεις και διαπλοκή με την εξουσία.
7ον). Η Εκκλησία είναι θεραπευτήριο. Η θεραπευτική της ορίζεται με ακρίβεια από αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων, από το ιερό Πηδάλιο και από την Παράδοση των Αγίων Πατέρων. Διέπεται, δηλαδή, από Ιερούς Κανόνες, σταθερούς και αιωνίους.
Ενώ η θρησκεία, ως προϊόν ανθρώπινης επινόησης και όχι ως Πίστη εξ αποκαλύψεως, αδυνατεί να θεραπεύσει τον Άνθρωπο. Βάζει στην άκρη την Πατερική Παράδοση και εφαρμόζει το γνωστό ''ο σκοπός αγιάζει τα μέσα''. Δικαιολογεί, δηλαδή, διαφορετικές κατά περίπτωση συμπεριφορές, ανάλογα με πεποιθήσεις προσωπικές, ανάλογα με εφήμερα οικονομικά ή γεωπολιτικά συμφέροντα, ανάλογα με την βούληση των εκάστοτε ισχυρών.
8ον). Στην Εκκλησία συμπορεύεσαι με αμαρτωλούς αγωνιστές της Αγιότητας. Ενώ στην θρησκεία συναντάς αυτοείδωλα.
9ον). Η Εκκλησία περιλαμβάνει, ως μέλη της, πρόσωπα αυτεξούσια και ελεύθερα. Ενώ στην θρησκεία καταργείται η έννοια του προσώπου και στρατεύονται μαζί της άτομα υποταγμένα σε ''βεβαιότητες'' ασφάλειας και κέρδους.
Άλλο πράγμα λοιπόν η θρησκεία και άλλο η Πίστη των Ορθοδόξων.
Άλλο πράγμα οι στημένες οικουμενιστικές θρησκευτικές παραστάσεις και άλλο το ανόθευτο Εκκλησιαστικό γεγονός, που εμπειρικά γεύονται, εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια, οι Άγιοί μας.
Σήμερα στην Ελλάδα, οι περισσότεροι από εμάς τους Ορθοδόξους, φαίνεται ότι πάψαμε πλέον να βιώνουμε την γνησιότητα της Εκκλησιαστικής Πνευματικής ζωής. Η Ορθόδοξη Εκκλησιαστική μας συνείδηση έχει αμβλυνθεί σε τέτοιο βαθμό, που στην ουσία απλώς θρησκεύουμε.
Να γιατί, κλήρος και λαός, φερόμαστε, όπως φέρονταν και οι πρόγονοί μας λίγο πριν από την Άλωση: Συμμετοχική παρουσία παπικών αξιωματούχων σε εσπερινούς και Λειτουργίες μέσα στο Φανάρι, πατριαρχικές συμπροσευχές και ''αδελφικοί'' εναγκαλισμοί με τον πάπα, συναντήσεις επί συναντήσεων παπικών και Ορθοδόξων ''θεολόγων'', ανταλλαγές δώρων και τιμητικών διακρίσεων μεταξύ προσκεκλημένων της ''αγίας έδρας'' και ημετέρων επισκόπων, αναφορές σε ''διαιρέσεις'' της Εκκλησίας και όχι σε αιρέσεις και σχίσματα, αναγνώριση ''αδελφών Εκκλησιών'' και πάει λέγοντας.
Τότε, πηγαίναμε μαζί τους από ανάγκη (πολιορκία της Πόλης από τους Τούρκους).
Τώρα, τρέχουμε από πίσω τους εν ονόματι τάχα της αγάπης.
Τότε, θρηνήσαμε μιαν Άλωση.
Τώρα, τί μας περιμένει;
Του Φώτη Μιχαήλ , 6/6/2014
Τὴν 4ην Ἰουνίου 2014 ἐκοιμήθη αἰφνιδίως εἰς τὴν Καψάλαν τοῦ Ἁγ. Ὄρους ὁ λογιώτατος μοναχὸς Νικόδημος Μπιλάλης, θεολόγος - φιλόλογος, εἰς ἡλικίαν 83 ἐτῶν. Ὁ μακαριστὸς Γέρων ἦτο ἐμπνευστής, δημιουργὸς καὶ ἀντιπρόεδρος τῆς Πανελληνίου Ἑνώσεως Φίλων τῶν Πολυτέκνων (Π.Ε.ΦΙ.Π.), ἡ ὁποία ἀφανῶς στηρίζει ἄπορες οἰκογένειες καὶ ἀγωνίζεται διὰ τὴν ἀποφυγὴν τῶν ἐκτρώσεων.
Ἡ κηδεία του ἔγινε εἰς τὴν Ἱ. Μ. Παντοκράτορος Ἁγ. Ὄρους.
Ὁ μακαριστὸς διετέλεσε στενὸς συνεργάτης τοῦ «Ο.Τ.» καὶ ἀγαπητὸς ἐν Χριστῷ συνοδοιπόρος εἰς τοὺς ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀγῶνας τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχ/του Μάρκου Μανώλη.
Τὸ Δ.Σ. τῆς Π.Ο.Ε. καὶ οἱ συνεργάται τοῦ «Ο.Τ.» εὔχονται ὁ Δωρεοδότης Κύριός μας νὰ κατατάξη τὴν ψυχήν του μετὰ τῶν Ἁγίων καὶ νὰ ἀναδεικνύη ἀξίους συνεχιστὰς τῆς θεοφιλοῦς διακονίας του.
Τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Νικο- δήμου αἰωνία ἡ μνήμη. Αἱ ἅγιαι εὐχαί του νὰ μᾶς συνοδεύουν.
Ορθόδοξος Τύπος, α.φ. 2025, 6 Ιουνίου 2014
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...