Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ποῖος εἶναι ὁ λόγος πού μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός; Τήν ἀπάντησιν μᾶς τήν δίδει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: «Ὁ Θεός μᾶς ἐδημιούργησε, διά νά γίνωμε κοινωνοί τῆς Θείας Φύσεως καί μέτοχοι τῆς ἀϊδιότητός Του καί νά ἀναδειχθοῦμε ὅμοιοί Του μέ τήν κατά Χάριν θέωσιν, διά τήν ὁποίαν ἔχουν συσταθῆ καί παραμένουν ὅλα τά ὄντα καί ἔχουν παραχθῆ καί γίνει ὅλα τά μή ὄντα»(1).
Διά νά μή χάσωμε τήν μεγίστην αὐτήν δωρεάν τοῦ Παναγάθου Θεοῦ, πρέπει νά θεραπευθοῦμε ἀπό τήν ἀσθένειαν τῆς ψυχῆς μας, πού εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία δέν εἶναι μία λανθασμένη ἤ μία ἄτοπη κίνησις πού κάνει ὁ ἄνθρωπος καί πού διά νά τήν διορθώσῃ χρειάζεται μία τυπική «συγγνώμη». Ἡ ἁμαρτία εἶναι μία κίνησις ἀντίθετη πρός τό Θέλημα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἀνταρσία πνευματική κατά τοῦ Θεοῦ!
Ἡ κάθε ἁμαρτία εἶναι μία μικρή ἐπανάστασις τοῦ ἀνθρώπου κατά τοῦ Θεοῦ. Διά τῆς ἁμαρτίας ὁ ἄνθρωπος διαχωρίζεται ἀπό τόν Θεόν, ἀπομακρύνεται, φεύγει ἀπό τήν Χάριν τῆς Ἐκκλησίας, ἀποξενώνεται, ἀπομονώνεται, καταστρέφεται, τελικά νεκρώνεται. Ὁπότε, ἀκολουθεῖ ὁ σκοτισμός τοῦ νοῦ καί ἡ νέκρωσις τῶν πνευματικῶν δυνάμεων. Ἡ ἁμαρτία εἶναι κίνησις θεομαχίας. Εἶναι θεομάχος, δηλαδή εἶναι ἑαυτομάχος, βλάπτει, ἀρρωσταίνει καί καταστρέφει τόν ἑαυτόν μας.
Ὁ πρῶτος πού ἁμάρτησε εἶναι ὁ Διάβολος: «...ἀπ᾽ ἀρχῆς ὁ Διάβολος ἁμαρτάνει...» (Α´ Ἰωάν. γ´, 8). Κανένας δέν εἶχε ἁμαρτήσει πρίν ἀπό αὐτόν. Ἁμάρτησε μέ τήν ἰδικήν του προαίρεσιν καί ἀπό τό ἔργον του ὠνομάσθηκε ''διάβολος''. Ἐνῷ ἦταν ὁ πρῶτος ἀπό τούς ἀγγέλους, κατήντησε νά διαβάλλῃ, δηλαδή νά συκοφαντῇ τόν Θεόν εἰς τούς Πρωτοπλάστους. Αὐτός ὡδήγησε τόν προπάτορα Ἀδάμ εἰς τήν παρακοήν καί εἰς τήν ἐξορίαν.
Τό ἔργον τοῦ φθονεροῦ ἐχθροῦ μας Διαβόλου εἶναι τό νά μᾶς σπρώχνῃ εἰς τήν ἁμαρτίαν. Ὁ Διάβολος, μετά τήν πτῶσιν του, ὡδήγησε πολλούς εἰς τήν ἀποστασίαν. Αὐτός σπέρνει τίς ἁμαρτωλές ἐπιθυμίες εἰς ὅσους τόν ἀκολουθοῦν. Ἀπό αὐτόν προέρχονται ἡ μοιχεία, ἡ πορνεία καί κάθε ἄλλο κακό. Ἀλλά δέν ἠμπορεῖ νά μᾶς κάμῃ νά ἁμαρτήσωμε, ἐάν ἐμεῖς δέν θέλωμε. Ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑπεύθυνος, ἐάν θά ἀκολουθήσῃ τόν Χριστόν ἤ τόν δαίμονα.
Ἡ ἁμαρτία εἶναι παράλογη, ἀφύσικη, ἀντίθεη καί δημιουργεῖ ἀποσύνθεσιν τῆς ἀνθρωπίνης προσωπικότητος καί ἀποσύνδεσιν ἀπό τόν Θεόν. Ἡ ἁμαρτία εἶναι, θά λέγαμε, ἡ λογική τοῦ δαίμονα, πού εἶναι ἰδιαίτερα ὕπουλος, πονηρός, πανοῦργος, τεχνίτης, πλᾶνος, εὐφυής, ἔμπειρος καί μεγάλος ἀπατεῶνας... Ἡ βάσις τῆς ἁμαρτίας, κατά τόν Ἅγιον Ἰουστῖνον Πόποβιτς, εἶναι νά γίνωμε θεοί δίχως Θεόν, μόνοι μας. Ἡ αὐτοθέωσις αὐτή εἶναι ἀντίθεη, ἀντίχριστη, δαιμονιώδης.
Ἡ συνάντησις τῆς ψυχῆς μέ τήν ἁμαρτίαν γεννᾷ τά πάθη. Ἡ συνήθεια τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὡς πορνεία μέ τόν δαίμονα, κατά τόν Ὅσιον Μακάριον. Τά πάθη, κατά τόν Ἅγιον Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν, εἶναι δαιμονοκίνητα καί ὁ ἁμαρτωλός εἶναι κατά ἕναν τρόπον δαιμονισμένος. Ἡ παραμονή εἰς τήν ἁμαρτίαν τυφλώνει τήν ψυχήν, τήν σκοτεινιάζει, τήν ἀρρωσταίνει, τήν τραυματίζει, τήν θανατώνει. Εἰς τήν κατάστασιν αὐτήν ὁ ἁμαρτωλός ἐμπαίζεται ἀπό τούς δαίμονας. Ἡ ἁμαρτία σκοτίζει τόν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι τό βασιλικό μέρος τῆς ψυχῆς, ὁ ἡγεμόνας νοῦς, πού ὁρᾷ τόν Θεόν, κατά τούς Ἁγίους Πατέρας. Ἔτσι, ὁ ἡγεμόνας νοῦς γίνεται δοῦλος τῆς ἁμαρτίας. Τόν κυριεύουν τότε ἄτοποι, ἀκάθαρτοι, πονηροί λογισμοί. Ἀσχολεῖται μόνον μέ τά κοσμικά, τά γήινα, τά φθαρτά. Τόν αἰχμαλωτίζει τό κακό. Νομίζει πώς ζεῖ. Ἀλλά, ἁπλῶς ὑπάρχει. «Ζεῖ» νεκρός, εἶναι νεκρός ψυχικά. Ἡ ἁμαρτία διέβρωσε τήν ψυχήν του, τήν ἀποδυνάμωσε.
Ἡ κακία εἶναι ξένη πρός τήν φύσιν τῆς ψυχῆς. Ἡ τροπή πρός τήν ἁμαρτίαν εἶναι ἐντελῶς ἑκούσια, εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς πλήρους ἐλευθερίας. Τό κακό εἶναι ἠθελημένο, ἐπιλεγμένο καί πραγματούμενο ἑκούσια ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ἡ βούλησις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κυρίως ὑπεύθυνη γιά κάθε ἁμαρτία. «Ἀναίτιος τοῦ κακοῦ ἡ θεία Αὐτοαγαθότητα», λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος. Καί ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ μᾶς λέγει, ὅτι «κανένα κακό ἔξω ἀπό τήν προαίρεσιν τοῦ ἀνθρώπου δέν ὑπάρχει».
Ἡ ἁμαρτία εἶναι θανάσιμη ἀσθένεια τῆς ψυχῆς, ἀλλά δέν εἶναι ἀθεράπευτη. Ἡ θεραπεία της εἶναι ἡ μετάνοια.
Μετάνοια εἶναι ἡ τελεία ἀποστροφή τῆς ἁμαρτίας καί ἡ πορεία ἐπιστροφῆς εἰς τόν Θεόν. Δίχως μετάνοια κανείς δέν ἠμπορεῖ νά σωθῇ. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέγει πώς ἀρχή μετανοίας εἶναι ἡ ἀποχή τοῦ κακοῦ καί ἡ ἀρχή τῆς μετανοίας εἶναι ἀρχή τῆς σωτηρίας μας. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγει πώς ἡ μετάνοια ἀρχίζει μέ τήν αὐτομεμψίαν καί τήν ἀπομάκρυνσιν ἀπό τίς κακίες. Δέν ἠμπορεῖ ποτέ κανείς νά προχωρήσῃ καί νά προοδεύσῃ πνευματικά εἰς τά ὑψηλά καί τέλεια, ἄν δέν ἀγγίξῃ τήν ἀρχήν τῶν ἀρετῶν, τήν μετάνοια.
Μετάνοια δέν εἶναι ἡ ἠθικιστική θεώρησις τῆς πνευματικῆς ζωῆς, πού προσπάθησαν μερικοί νά φέρουν ἀπό τήν Δύσιν καί νά προβάλλουν εἰς τόν χῶρον τῶν Ὀρθοδόξων. Εἰς ὁλόκληρον τήν Πατερικήν Παράδοσιν τονίζεται, ὅτι ἡ μετάνοια δέν ἐξαντλεῖται εἰς ὡρισμένας ἀντικειμενικάς βελτιώσεις τῆς συμπεριφορᾶς, οὔτε εἰς τύπους καί σχήματα ἐξωτερικά, ἀλλά ἀναφέρεται εἰς μίαν βαθυτέραν καί ὁλοκληρωτικήν ἀλλαγήν τοῦ ἀνθρώπου. Δέν εἶναι μία ἁπλῆ συντριβή ἀπό τήν συναίσθησιν διαπράξεως κάποιας ἁμαρτίας. Δέν εἶναι μία νομική διαδικασία πού ἀπαλλάσσει τόν ἄνθρωπον ἀπό κάποια αἰσθήματα ἐνοχῆς. Οὔτε μία τυπική ἐξομολόγησις πού κάνει κάποιος πρίν τίς μεγάλες ἑορτές ἤ κάτω ἀπό σκληρές ψυχολογικές συνθῆκες. Ἡ μετάνοια δέν εἶναι ἀπόφασις στιγμῆς, προσωρινή δοκιμαστική ἀλλαγή, ψυχολογική ἀνανέωσις, ἁπλῆ νομική πρᾶξις, ἠθικιστική διόρθωσις καί ἐπιπόλαιο πείραμα. Εἶναι γενναία πρᾶξις ζωῆς, ἐπιδίωξις ὀρθοῦ βίου, ἤθους καί ὕφους καί ἐκκλησιολογικῆς, ὑγιοῦς, γνησίας, ἀνόθευτης, ἱερῆς καί νοηματισμένης βιοτῆς.
Ἡ μετάνοια ἀλλάζει ὁλόκληρον τόν ἄνθρωπον ψυχοσωματικά. Εἶναι μία μόνιμη πνευματική κατάστασις, πού σημαίνει σταθεράν κατεύθυνσιν τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεόν καί συνεχῆ διάθεσιν διά ἀνορθώσιν, θεραπείαν καί ἀνάληψιν τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος. Εἶναι τό νέο φρόνημα, ἡ νέα σωστή πνευματική κατεύθυνσις, πού πρέπει νά συνοδεύῃ τόν ἄνθρωπον μέχρι τήν στιγμήν τοῦ θανάτου.
Μετάνοια εἶναι ἡ ὁλοκληρωτική ἀλλαγή τῆς ζωῆς, ἡ ἄρνησις τῆς ἁμαρτίας μέ ὅλην μας τήν καρδίαν, ἡ ἀλλαγή νοοτροπίας. Δηλαδή, νά νοιώσωμε μέ ὅλη μας τήν ὕπαρξιν, ὅτι ὁ δρόμος πού ἀκολουθοῦμε δέν ὁδηγεῖ πουθενά καί νά θελήσωμε νά ἐπιστρέψωμε εἰς τόν Θεόν.
Μετάνοια σημαίνει ἀλλάζω νοῦν, ἀλλάζω τρόπον σκέψεως, γίνομαι καινούργιος ἄνθρωπος καί ἑπομένως ἀλλάζω πορείαν. Δέν ἀκολουθῶ αὐτό πού ἐγώ ἐνόμιζα ὅτι εἶναι τό συμφέρον μου, ἀλλά παραδίδω τόν ἑαυτόν μου εἰς τόν Θεόν διά νά μέ καθοδηγήσῃ. Εἶναι μῖσος διά τόν Διάβολον, τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες μας, δυνατή ἀπόφασις νά μήν ξαναπέσωμε εἰς τά ἴδια. Νά συναισθανθοῦμε τήν ἁμαρτωλότητα καί τήν ἀθλιότητά μας. Νά νοιώσωμε σεισμόν ἀληθινῆς μετανοίας. Ἐάν δηλαδή δέν μισήσωμε τήν ἁμαρτίαν καί ἐάν δέν πονέσωμε διά τό κακόν πού ἐκάναμε εἰς τήν ψυχήν μας καί εἰς τάς ψυχάς τῶν ἄλλων καί δέν ἀλλάξωμε ζωήν, τότε ἡ μετάνοιά μας δέν εἶναι ἀληθινή. Δέν εἶναι κἄν μετάνοια. Δέν εἶναι τίποτα.
Λέγει ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός: «Ὅλοι οἱ πνευματικοί, οἱ Πατριάρχες, οἱ Ἀρχιερεῖς καί ὅλος ὁ κόσμος νά σέ συγχωρήσουν, εἶσαι ἀσυγχώρητος, ἐάν δέν μετανοήσῃς ἔμπρακτα». Νά μισήσωμε τήν ἁμαρτίαν καί νά ἀγαπήσωμε τήν ἀρετήν. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει: «Οὐ γάρ ἐν ρήμασιν ἡμῶν, ἀλλ’ ἐν πράγμασιν ἡ εὐσέβεια». Δηλαδή, ἡ εὐσέβειά μας δέν μένει εἰς τά λόγια, ἀλλά εἰς τά πράγματα. Δέν στηρίζεται εἰς τά λόγια, ἀλλά εἰς τίς πράξεις. Ἡ μετάνοια δέν ἔχει σχέσιν μέ τήν ἐπιφάνειαν, ἀλλά μέ τό βάθος.
Μετάνοια εἶναι ἡ δυναμική μετάβασις ἀπό τήν παρά φύσιν κατάστασιν τῶν παθῶν καί τῆς ἁμαρτίας εἰς τήν κατάστασιν τῆς ἀρετῆς καί τοῦ κατά φύσιν. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός λέγει: «Μετάνοια σημαίνει ἐπάνοδον ἀπό τό παρά φύσιν εἰς τό κατά φύσιν καί ὅδευσιν πρός τό ὑπέρ φύσιν. Εἶναι πορεία ἀπό τό ''κατ᾽ εἰκόνα'' εἰς τό ''καθ᾽ ὁμοίωσιν''». Ὁ Ἀδάμ πλάσθηκε ἀπό τόν Πανάγαθον Θεόν ''κατ᾽ εἰκόνα'' καί ''καθ’ ὁμοίωσίν'' Του. Τό ''κατ᾽ εἰκόνα'' τοῦ δόθηκε ἀμέσως. Τό ''καθ᾽ ὁμοίωσιν'' θά ἔπρεπε ὅμως νά τό καλλιεργήσῃ ἐλεύθερα καί φιλότιμα ὁ ἴδιος, τῇ συνεργείᾳ βέβαια τῆς Θείας Χάριτος. Ἡ κατάκτησις τοῦ ''καθ᾽ ὁμοίωσιν'' ἀποτελεῖ τόν ἁγιασμόν, τήν χαρίτωσιν, τήν τελείωσιν, τήν κατά Χάριν θέωσιν. Ὁ ἄνθρωπος ζῶντας εἰς τό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καί ἀγνοῶντας τήν ὡραιότητα τῆς Θείας ζωῆς, δέν ἠμπορεῖ νά καταλάβῃ τήν διαφοράν μεταξύ τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς καί τῆς θεανθρωπίνης ζωῆς καί νά δῇ τήν πνευματικήν του ἐρήμωσιν. Ἡ μετάνοια ἐλευθερώνει καί δέν ὑποδουλώνει τόν ἄνθρωπον. Ὅσον ὁ πιστός βαθαίνει εἰς τήν μετάνοιαν, τόσον περισσότερον αἰσθάνεται τήν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ καί βιώνει τήν ἐλευθερίαν.
Λέγει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος: «Κι ἄν ἀκόμη κάθε ἡμέρα ἁμαρτάνῃς, κάθε ἡμέρα μετανόει». Καί ἀπαντοῦσαν οἱ ἀκροατές του: «Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων, εἶναι δυνατόν νά μετανοήσῃ κανείς καί νά σωθῇ;». Καί ἀπαντοῦσε ὁ Ἱερός Πατήρ: «Ἀσφαλῶς ναί. Ἀπό ποῦ εἶναι φανερόν; Ἀπό τήν φιλανθρωπίαν τοῦ Κυρίου σου. Μόνη ἡ μετάνοιά σου δέν ἀρκοῦσε. Μέτρον εἰς τήν φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχει. Ἡ ἰδική σου κακία ἔχει μέτρο. Σκέψου ἕναν σπινθῆρα πού ἔπεσε εἰς τό πέλαγος· μήπως ἠμπορεῖ νά μείνῃ ἐκεῖ ἤ νά φανῇ; Ἔτσι εἶναι καί ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ ἀπέναντι εἰς τήν ἁμαρτίαν, ἤ καλύτερα, οὔτε τόσον, ἀλλά πολύ περισσότερον. Διότι, τό πέλαγος κι ἄν ἀκόμη εἶναι μεγάλο, ἔχει ὅρια, ἐνῷ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπεριόριστη»(2).
Ὅσον ἁμαρτωλός καί νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος δέν πρέπει ποτέ νά ἔρχεται εἰς ἀπόγνωσιν. Ἄν θελήσῃ νά μετανοήσῃ, ὄχι μόνον σώζεται, ἀλλά καί ἅγιος δύναται νά γίνῃ. Ποτέ νά μήν ἀπελπιζώμεθα. Ἀλλά καί νά μήν ἀδιαφοροῦμε. Ὁ Διάβολος θέλει νά μᾶς φέρῃ, εἴτε εἰς ἀπόγνωσιν διά νά μήν σηκωθοῦμε ποτέ ἀπό τήν ἁμαρτίαν, νά μᾶς διασύρῃ καί νά μᾶς σύρῃ αἰωνίως εἰς τούς κόλπους του, εἴτε νά μᾶς ρίξῃ εἰς ἀδιαφορίαν καί εἰς ραθυμίαν διά νά μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς τήν πτῶσιν. Ὁ ληστής μετά ἀπό τόσες ἁμαρτίες δέν ἔπεσε εἰς ἀπόγνωσιν, ἀλλά μετενόησε καί ἔγινε ὁ πρῶτος πολίτης τοῦ Παραδείσου. Δέν ὑπάρχει καμμία ἁμαρτία πού νά μήν σβήνεται μέ τήν μετάνοιαν. Κανείς ποτέ νά μήν ἀπελπίζεται διά τήν σωτηρίαν του ἀρκεῖ νά μετανοήσῃ.
Ἐρωτοῦσαν τόν Ἱερόν Χρυσόστομον: «Εἶναι δυνατόν νά μετανοήσῃ κανείς καί νά σωθῇ, ἄν ὅλην τήν ζωήν του τήν ἐπέρασεν μέσα εἰς τάς ἁμαρτίας; Σώζεται ἐάν μετανοήσῃ;»(3). Καί ἀπαντοῦσε ο Ἱερός Πατήρ: «Ἀσφαλῶς καί βεβαιότατα σώζεται. Ὁ Κύριός μας ἔχει τήν δύναμιν νά ἐξαλείφῃ τά ἁμαρτήματα εἰς τέτοιον βαθμόν, ὥστε οὔτε ἴχνος νά μήν μείνῃ. Εἰς τήν περίπτωσιν τῶν ἰατρῶν τοῦ σώματος, αὐτό μερικές φορές εἶναι ἀδύνατον. Ἐνῷ τό τραῦμα θεραπεύεται, ἡ οὐλή μένει. Ὁ Θεός ὅμως, ὅταν ἐξαλείφῃ τά ἁμαρτήματα, οὔτε οὐλή ἀφήνει, οὔτε ἴχνος ἐπιτρέπει νά μείνῃ, ἀλλά μαζί μέ τήν ὑγείαν χαρίζει καί τήν ὀμορφιάν, μαζί μέ τήν ἀπαλλαγήν τῆς τιμωρίας δίδει καί τήν δικαιοσύνην καί κάμει ἐκεῖνον πού ἔχει ἁμαρτήσει ἴσον μέ ἐκεῖνον πού δέν ἔχει ἁμαρτήσει. Διότι, ἐξαλείφει ἐντελῶς τό ἁμάρτημα, σάν νά μήν ἔγινε. Τόσο τέλεια τό ἐξαλείφει, χωρίς νά μένῃ οὔτε οὐλή, οὔτε ἴχνος, οὔτε σημάδι ἀποδεικτικό, οὔτε δεῖγμα»(4).
Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας βροντοφωνάζει: «Καί δεῦτε διαλεχθῶμεν, λέγει Κύριος· καί ἐάν ὦσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ὡς φοινικοῦν, ὡς χιόνα λευκανῶ· ἐάν δέ ὦσιν ὡς κόκκινον, ὡς ἔριον λευκανῶ» (Ἡσ. α´, 18). Δηλαδή, καί ἀφοῦ μετανοήσετε, ἐλᾶτε νά συζητήσωμε καί νά λογαριασθοῦμε, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ. Καί εἰς περίπτωσιν ἀκόμη πού οἱ ἁμαρτίες σας θά εἶναι σάν τό ἐλαφρῶς κόκκινο χρῶμα, θά τίς λευκάνω σάν τό χιόνι˙ καί ἐάν ἀκόμη εἶναι σάν τό βαθύ κόκκινο χρῶμα, θά τίς λευκάνω σάν τό ἄσπρο μαλλί τῶν προβάτων.
Λέγει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, σχολιάζοντας τό ἀνωτέρω χωρίον τοῦ Ἡσαΐα: «Βλέπετε ἐάν κάπου ὑπάρχῃ οὐλή ἤ ρυτίδα μαζί μέ τό χρῶμα τῆς καθαρότητας; Μήπως ὑπάρχουν κάπου μαυράδια ἤ λεκέδες; Πουθενά δέν φαίνονται. Ἡ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ, ὅταν τό ζητήσῃ ὁ ἄνθρωπος, ἐξαλείφει τά πάντα»(5).
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος τονίζει πώς ἡ μετάνοια δύναται νά ἐπαναφέρῃ τόν μετανοοῦντα σέ μεγαλύτερη καθαρότητα καί ἀπό τήν πρό τῆς ἁμαρτίας κατάστασιν. Ἡ μετάνοια εἶναι βάπτισμα μετά τό Βάπτισμα, Χάρις μετά τήν Χάριν.
Λέγει ἐπίσης ὁ Ἱερός Χρυσόστομος: «Ἄφεσις ἁμαρτιῶν σημαίνει πηγή σωτηρίας καί βραβεῖον μετανοίας. Ἡ μετάνοια εἶναι θεραπευτικόν ἰατρεῖον τῆς ἁμαρτίας· εἶναι δῶρον οὐράνιον, δύναμις θαυμαστή, δύναμις πού μέ τήν Θείαν Χάριν νικάει ὅλα τά κακά ἀποτελέσματα τῆς παραβάσεως τῶν Εὐαγγελικῶν Ἐντολῶν. Δι’ αὐτό, δέν ἀπορρίπτει τόν πόρνον, δέν διώχνει τόν μοιχόν, δέν κατακρίνει τήν μοιχαλίδα, δέν ἀποστρέφεται τόν μέθυσον, δέν σιχαίνεται τόν εἰδωλολάτρην, δέν ἀπομακρύνει τόν ὑβριστήν, δέν διώχνει τόν βλάσφημον, οὔτε τόν ἀλαζόνα, ἀλλά ὅλους τούς μεταβάλλει· διότι ἡ μετάνοια εἶναι χωνευτήριον τῆς ἁμαρτίας»(6).
Μέ τήν μετάνοιαν, ὁ ἄνθρωπος ἠμπορεῖ νά ξανασηκωθῇ ἀπό τήν πτῶσιν του, νά θεραπεύσῃ τίς πληγές του καί νά συνεχίσῃ τήν δύσκολην πορείαν του. Ἡ μετάνοια ἐξαφανίζει τά δάκρυα τῆς δυστυχίας, τίς ἐνοχές, τούς φόβους, τήν ἀπόγνωσιν, μᾶς δίδει παρρησίαν πρός τόν Θεόν καί ἀλλάζει ὀντολογικά τήν μεταπτωτική μας φύσιν.
Διά νά εἶναι ἀληθινή ἡ μετάνοια, θά πρέπῃ νά εἶναι ἔμπρακτη. Ἡ ἀληθινή ἔμπρακτη μετάνοια, ἔχει ὀνομασθῆ ἀπό τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας «δεύτερο Βάπτισμα» ἤ «ἀνανέωσις τοῦ Βαπτίσματος». «Ἡ ἔμπρακτη μετάνοια, λέγει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, ἔχει ἄμεση εὐεργετική ἐπίδρασι, πρῶτα εἰς τούς οἰκείους, τήν οἰκογένειαν, καί μετά εἰς τούς συνανθρώπους, εἰς τό κοινωνικόν καί ἐπαγγελματικόν περιβάλλον, ἀκόμη καί εἰς τούς ἀπογόνους. Ὅλοι διδάσκονται καί ὅλοι σιωπηλά παροτρύνονται εἰς τήν ἐξάσκησιν τῆς ἀρετῆς. Καί ἐπειδή ἡ μετάνοια δέν εἶναι ἔργον μόνον μίας ἡμέρας, ἀλλά συνεχής καί ἰσόβιος, αὐτό ἔχει ὡς συνέπεια νά μεταμορφώνεται ὁ μετανοῶν μέ τά δάκρυα πού χύνει, τό πένθος καί τήν συντριβήν πού καλλιεργεῖ καί τόν καθημερινόν ἀγῶνα πού διεξάγει, μέ νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή, ἐγκράτεια, Θεία Κοινωνία, μέ προσοχή εἰς τάς αἰσθήσεις, ἱερά μελέτη, φιλεύσπλαχνη ἐλεημοσύνη, κλπ. Ἡ μετάνοια ἐπιδρᾶ πολύ εὐεργετικά, διά τῆς Χάριτος, εἰς ὅλα τά μέλη τῆς οἰκογενείας του, ἀκόμη καί εἰς ὁλόκληρον τόν κόσμον. Οἱ καρποί τῆς ἀληθινῆς μετανοίας εἶναι πάντοτε φανεροί καί ὠφέλιμοι».
Μέ τά ἔργα μετανοεῖ ὁ ἄνθρωπος καί ὄχι μέ τά λόγια. Λέγει ὁ Προφήτης Ἡσαΐας: «Λούσασθε καί καθαροί γίνεσθε, ἀφέλετε τάς πονηρίας ἀπό τῶν ψυχῶν ὑμῶν ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μου, παύσασθε ἀπό τῶν πονηριῶν ὑμῶν» (Ἡσ. α´, 16). Δηλαδή, λουσθεῖτε διά τοῦ πνευματικοῦ λουτροῦ τῆς μετανοίας, γίνετε καθαροί, ἀφαιρέσετε τίς πονηρίες ἀπό τίς ψυχές σας, ὥστε νά μή φαίνωνται ἀκάθαρτες αὐτές μπροστά στά μάτια μου, παύσατε ἀπό τίς πονηρίες σας. Καί σχολιάζει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ἀφοῦ λέγῃ ὁ Προφήτης Ἡσαΐας "ἀφέλετε τάς πονηρίας ἀπό τῶν καρδιῶν ὑμῶν'', διατί προσθέτει καί ''ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μου''; Δέν ἦταν ἀρκετό τό πρῶτο μέρος τῆς προτάσεως;». Καί ἐξηγεῖ ὁ Ἱερός Χρυσόστομος: «Ὁ ἄνθρωπος βλέπει εἰς τό πρόσωπον, ἐνῷ ὁ Θεός εἰς τήν καρδίαν».
Ἡ μετάνοια πρέπει νά εἶναι οὐσιαστική καί ἔμπρακτος καί ὄχι ὑποτυπώδης, μόνον μέ λόγια, δηλαδή διά τούς ὀφθαλμούς τῶν ἀνθρώπων. Διαφορετικά βλέπουν οἱ ὀφθαλμοί τῶν ἀνθρώπων καί διαφορετικά ὁ Θεός. Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Εἶδα ἄνθρωπον πού φανερά ἁμάρτησε, ἀλλά μυστικά μετενόησε. Καί αὐτόν πού ἐγώ τόν κατέκρινα ὡς ἀνήθικον, ὁ Θεός τόν θεωροῦσε ἁγνό, διότι μέ τήν μετάνοιάν του Τόν εἶχε ἐξευμενήσει πλήρως».
Εἰς τήν παροῦσαν ζωήν, ὁ ἕνας, μικρός ἤ μεγάλος, θά κρίνεται πάντοτε ἀπό τούς ἄλλους. Εἰς τήν μέλλουσαν ὅμως ζωήν, οἱ πολλοί, δηλαδή οἱ πάντες, θά κριθοῦμε ἀπό τόν Ἕναν! Τόν Θεόν. Ἡ ἀπόφασις διά τούς πολλούς θά εἶναι τότε ἡ ἐτυμηγορία τοῦ Ἑνός. Ἐδῶ, εἰς αὐτήν τήν ζωήν, οἱ κρίσεις τῶν ἀνθρώπων διά τούς ἄλλους στηρίζονται σέ ὅ,τι βλέπουν μόνον ὡς θεατές. Ἡ κρίσις τοῦ Θεοῦ δι᾽ ὅλους μας ὅμως, βασίζεται εἰς ὅσα Ἐκεῖνος γνωρίζει, ὡς τέλειος καρδιογνώστης.
Ἡ μετάνοια εἶναι ἀρχή καί τέλος τῆς κατά Χριστόν πολιτείας καί σκοπός αὐτῆς τῆς ζωῆς. Δι᾽ αὐτό, εἶναι ἑπόμενο ὅλα νά θεωροῦνται ἀπό αὐτήν καί νά παίρνουν ἀξία ἤ ἀπαξία σέ σχέσι μέ αὐτήν. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος τήν θεωρεῖ ἀναβαπτισμόν, νέαν συνθήκην μέ τόν Θεόν, ἐνδυνάμωσιν κατά τῆς ἀπελπισίας, λογισμόν αὐτοκριτικῆς καί αὐτοκατακρίσεως, ἐμπιστοσύνην εἰς τόν Θεόν καί ἀπόλυτην ἐλπίδα, συνδιαλλαγήν καί ἀγαθοεργίαν, καθαράν συνείδησιν, ὑπομονήν εἰς τάς θλίψεις, ἀντοχήν εἰς τήν νηστείαν, νέκρωσιν τοῦ παλαιοῦ ἑαυτοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος, κατά τόν Ἅγιον Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν, διά νά ἔλθῃ εἰς μετάνοιαν, φθάνει προηγουμένως εἰς ἐπίγνωσιν «τῶν οἰκείων πλημμελημάτων» καί μεταμελεῖται ἐμπρός εἰς τόν Θεόν, εἰς τόν ὁποῖον καταφεύγει «ἐν συντετριμμένῃ καρδίᾳ». Ἀφήνει τόν ἑαυτόν του εἰς τό πέλαγος τῆς εὐσπλαχνίας Ἐκείνου καί πιστεύει, ὅπως ὁ ἄσωτος, ὅτι εἶναι ἀνάξιος νά ἐλεηθῇ ἀπό τόν Θεόν καί νά ὀνομάζεται υἱός Του. Καί ὅταν, μέ τήν ἐπίγνωσιν καί τήν συναίσθησιν τῆς ἁμαρτωλότητος, ἑλκύσῃ ἐπάνω του τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, παίρνει τελείαν τήν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν του μέ τήν αὐτομεμψίαν καί τήν ἐξομολόγησιν.
Ἡ Ἱερά Ἐξομολόγησις εἶναι καρπός τῆς μετανοίας καί τελικός σκοπός της εἶναι ἡ ἐνσωμάτωσις τοῦ πιστοῦ εἰς τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ μέ τήν Θείαν Κοινωνίαν. Ἡ Μετάνοια σώζει καί μᾶς ὁδηγεῖ εἰς τήν Θείαν Κοινωνίαν, πού δίδεται «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον». Ὅσες καλές πράξεις καί νά κάνωμε, ὅσες ἐλεημοσύνες, κλπ., ἐάν δέν πηγαίνωμε εἰς τήν ἐκκλησίαν, ἐάν δέν συμμετέχωμε ἐνεργά εἰς τήν Θείαν Λατρείαν, ἐάν δέν προσερχώμεθα εἰς τό Ποτήριον τῆς Ζωῆς, καί ἐάν πρίν ἀπό αὐτό δέν ἐξομολογούμεθα, δέν κερδίζομε τίποτα.
Ἐξομολόγησις εἶναι ἡ εἰλικρινής καί καθαρή ἐξαγόρευσις τῶν πτώσεων, τῶν ἁμαρτιῶν καί τῶν λογισμῶν. Εἶναι ἕνας ἐμετός πνευματικός. Κάνομε ἐμετό μέ πόνον ψυχῆς ὅσον δηλητήριον τῆς ἁμαρτίας ἔχομε πιεῖ, ὅ,τι σάπιο ἔχομε φάγει.
Ἡ σωστή ἐξομολόγησις εἶναι ἀνανέωσις τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, εἶναι ἡ συμφωνία μέ τόν Θεόν, μέσῳ τοῦ Πνευματικοῦ Πατρός, διά μίαν καινούργιαν ζωήν. Ἡ εἰλικρινής ἐξομολόγησις καί ἡ ἐξαγόρευσις ὅλων τῶν λογισμῶν καί τῶν ἁμαρτημάτων, μᾶς ὁδηγεῖ εἰς τήν ἀποστροφήν πρός τήν ἁμαρτίαν καί εἰς τόν πόθον ἁγίας ζωῆς. Μέ τήν ἐξομολόγησιν θά βιώσωμεν τήν ἀληθινήν ἐλευθερίαν καί λύτρωσιν, τήν ὁποίαν κανείς ἄλλος δέν ἠμπορεῖ νά μᾶς τήν προσφέρῃ. Οὔτε ἰατρός, οὔτε ψυχαναλυτής, οὔτε φίλος, συγγενής, κλπ. Μέ τήν ἐξομολόγησιν δέν θεραπεύονται μόνον οἱ θανάσιμες πληγές πού προκαλοῦν οἱ ἁμαρτίες, ἀλλά καί ὅ,τι προκαλεῖ κατάθλιψιν, ἄγχος, ἀνασφάλειαν, ἀνησυχίαν, φοβίαν, ἀγωνίαν καί οἱεσδήποτε ἄλλες νοσηρές ψυχοσωματικές καταστάσεις. Ἀρκεῖ νά ὑπάρχῃ ἀληθινή συναίσθησις τῆς ἁμαρτωλότητος, ἀληθινή μετάνοια καί εἰλικρινής ἐξομολόγησις.
Ὅ,τι ἁμαρτίες καί νά ἔχωμε διαπράξει εἰς τήν ζωήν μας, συγχωροῦνται διά τῆς μετανοίας καί τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως. Ὅλες οἱ ἁμαρτίες συγχωροῦνται. Μόνον ἡ ἀμετανοησία εἶναι ἀσυγχώρητος καί χαρακτηρίζεται ὡς βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος: «Πᾶσα ἁμαρτία καί βλασφημία ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις, ἡ δέ τοῦ Πνεύματος βλασφημία οὐκ ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις· ... οὐκ ἀφεθήσεται αὐτῷ οὔτε ἐν τῷ νῦν αἰῶνι οὔτε ἐν τῷ μέλλοντι» (Ματθ. ιβ´, 31-32). Λέγουν οἱ Πατέρες, ὅτι ἡ βλασφημία αὐτή ταυτίζεται καί μέ τήν ἀμετανοησίαν, διότι τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι Αὐτό πού χορηγεῖ τήν σώζουσαν Τριαδικήν Χάριν. Ἡ Θεία Χάρις μᾶς σώζει, μᾶς λυτρώνει, μᾶς δικαιώνει καί μᾶς ἁγιάζει. Ἀμετανοησία σημαίνει ἄρνησιν τῆς Θείας Χάριτος. Δι᾽ αὐτό - ἐκτός ἄλλων ἀρνήσεων..., πού δέν εἶναι τοῦ παρόντος νά ἀναφέρωμε - καί αὐτή ἡ ἄρνησις ἀποτελεῖ προσβολήν καί βλασφημίαν κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ἀκάθαρτος νοῦς δέν ἠμπορεῖ νά εἶναι δεκτικός τῆς θείας Χάριτος. Μέ τήν κάθε ἁμαρτίαν, τήν μικρήν ἤ τήν μεγάλην, ἀπομακρυνόμεθα ἀπό τόν Χριστόν, πού εἶναι ἡ ὄντως Ζωή, καί ἔτσι ἐκπίπτομε τῆς Θείας Χάριτος. Ἡ ἀμετανοησία εἶναι ἀσυγχώρητη, διότι ἡ Θεία Χάρις πού ὁδηγεῖ τόν ἁμαρτωλόν εἰς τήν μετάνοιαν, δέν ἐνεργεῖ αὐθαίρετα, ἀλλά ζητεῖ καί τήν ἀνθρωπίνην συγκατάθεσιν καί συνεργείαν.
Διά τήν ἔμπρακτον μετάνοιαν, οἱ ὀλιγωρίες καί οἱ χλιαρότητες, οἱ ἀναβολές καί οἱ ἀμφιβολίες, ὅπως καί οἱ πολλές δικαιολογίες, πιθανόν νά ἀποβοῦν δι᾽ ὅλους μας ὀλέθριες καί καταστρεπτικές μέ τραγικήν συνέπειαν τόν αἰώνιον θάνατον τῆς ψυχῆς μας, δηλαδή τήν Κόλασιν.
Τήν βρωμιάν καί τήν δυσωδίαν ἀπό τόν βοῦρκον πού ζοῦμε, καθαρίζουν ἡ μετάνοια καί ἡ Ἱερά Ἐξομολόγησις. Ἡ Ἐξομολόγησις εἶναι ἕνα ἀπό τά ἑπτά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ Διάβολος, ἐκτός τῶν ἄλλων, θά μᾶς φέρῃ ἐντροπήν εἰς τήν σκέψιν καί μόνον ὅτι μέ τήν μετάνοιαν χρειάζεται ἐξομολόγησις. Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ἡ ἐντροπή δόθηκε ἀπό τόν Θεόν, διά νά μᾶς συγκρατῇ ἀπό τόν κατήφορον τῆς ἁμαρτίας. Καί ὅμως, αὐτό τό δῶρον τό ἐπῆρε ὁ Διάβολος καί τό ἔκαμε ἐμπόδιον διά τήν μετάνοιαν καί τήν Ἱεράν Ἐξομολόγησιν». Λέγει ὁ Ἱερός Πατήρ: «Ἡ ἁμαρτία ἔχει τήν ἐντροπήν καί ἡ μετάνοια τήν παρρησίαν. Ἡ ἁμαρτία ἔχει τό σάπισμα, ἔχει τήν αἱμορραγίαν καί τόν θάνατον, ἐνῷ ἡ μετάνοια προκαλῇ τήν πλήρη θεραπείαν. Τήν τάξιν αὐτήν τήν ἀντέστρεψε ὁ Σατανᾶς καί ἔδωσε τήν παρρησίαν καί τόν κομπασμόν εἰς τήν ἁμαρτίαν καί τήν ἐντροπήν εἰς τήν μετάνοιαν. Καί ὅμως, πρέπει νά ἐντρεπώμεθα, ὅταν ἁμαρτάνωμε καί ὄχι ὅταν ἐξομολογούμεθα. Εἰς τήν μετάνοιαν εὑρίσκεται ἡ θεραπεία καί κατακτᾶται ἡ σωτηρία».
Ἕνα ἄλλο βασικό θέμα πού ἐπισημαίνουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι τό θέμα τῆς ἀπογνώσεως καί τῆς ἀπελπισίας. Καί ἄν εἰς αὐτές προστεθοῦν καί ἐνοχές, τύψεις, κλπ., τότε ἡ ψυχική κατάστασις τοῦ ἀνθρώπου γίνεται τραγική. Καί αὐτό, διότι σκοτίζεται ὁ νοῦς, θολώνει τό μυαλό καί μειώνονται κατά πολύ οἱ ψυχικές ἀντιστάσεις. Ὁ Διάβολος, μέσῳ τῶν λογισμῶν, μᾶς λέγει συνεχῶς: «Δέν ὑπάρχει πλέον σωτηρία. Δέν ὑπάρχει ἐλπίδα νά σωθῇς, ἄδικα ἀγωνίζεσαι. Τά ἴδια θά κάνῃς πάλι, κοροϊδεύεις τόν Θεόν. Ὁ Θεός σέ ἀποστρέφεται, κλπ.». «Ἀφοῦ συνέχεια πίπτωμε εἰς τά ἴδια καί τά ἴδια, ποῖος ὁ λόγος, μᾶς λέγει, νά συνεχίσωμε νά ἀγωνιζώμαστε;». Ὁ δαίμονας ἐπισταμένως ἐργάζεται διά νά μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς τήν ἀπόγνωσιν.
Καμμία ἁμαρτία δέν εἶναι μεγαλύτερη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὅλες συγχωροῦνται ἀρκεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἔγκαιρα καί ἔγκυρα, νά μετανοήσῃ. Ἡ μετάνοια ἐπαναφέρει, ἐπανορθώνει, ἀνορθώνει. Μέ τίς ἐνοχές, τίς τύψεις καί τήν ἀπελπισίαν, δέν ἐπιτυγχάνεται ποτέ ἡ μετάνοια. Ὁ Θεός πάντοτε μᾶς περιμένει, δέν μᾶς ἀπαρνιέται ποτέ καί δέν πρέπει ποτέ νά ἀπελπιζώμεθα. Δέν ἐπιτρέπεται ἡ ἀπελπισία.
Ἐρωτᾶ ὁ Μέγας Βασίλειος: «Ἄραγε ποιό εἶναι τό ὅριο τῶν ἁμαρτιῶν πού ἠμπορεῖ νά ἐλπίζῃ ὁ ἁμαρτωλός εἰς τήν φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ, μέσῳ τῆς μετανοίας του;». Καί ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος ἀπαντᾶ ὡς ἑξῆς: «Ἐάν ἦταν δυνατόν νά ἀριθμήσωμε τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Θεοῦ καί νά μετρήσωμε τό μέγεθος τοῦ θείου ἐλέους, τότε μόνον θά ἀπελπιζώμεθα ἀπό τίς ἰδικές μας ἁμαρτίες. Τά ἁμαρτήματά μας ἠμποροῦμε νά τά μετρήσωμε. Ἐπειδή ὅμως τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄπειρον καί τά σπλάχνα τῶν οἰκτιρμῶν Του ἀναρίθμητα, δι’ αὐτό καί δέν μᾶς ἐπιτρέπεται ἡ ἀπόγνωσις. Οὔτε οἱ ἐνοχές μᾶς ἐπιτρέπονται, οὔτε ἡ ἀπελπισία. Τότε, τί πρέπει νά κάνωμε ὅταν ἁμαρτάνωμε, καί μάλιστα θανάσιμα; Νά ἀποκτήσωμε τήν ἐπίγνωσιν τῆς Θείας εὐσπλαχνίας καί νά μισήσωμε τίς ἁμαρτίες μας μέ ὅλην μας τήν καρδίαν. Καί τότε, διά τῆς μετανοίας, ἡ ἄφεσις εἶναι βεβαία, ἀφοῦ παρέχεται δωρεάν ἀπό τό Πανάγιον Αἷμα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Δέν πρέπει νά μᾶς πιάνῃ ἀπελπισία».
Ἐπίσης, εἰς μίαν πολύ παρηγορητικήν ἐπιστολήν πρός ἐκπεσοῦσαν ψυχήν, μεταξύ ἄλλων, γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Ὅσον μᾶς εἶναι δυνατόν, ἀδελφή μου ψυχή, ἄς ἀνυψώσωμε τούς ἑαυτούς μας ἀπό τήν πτῶσιν καί ἄς μήν ἀπελπιζώμεθα, μέ τήν προϋπόθεσιν ὅμως, ὅτι θά ἀπομακρυνθοῦμε γρήγορα ἀπό τό κακό. Ὁ Χριστός ἦλθε εἰς τόν κόσμον διά νά σώσῃ τούς ἁμαρτωλούς. ''Δεῦτε προσκυνήσωμεν καί προσπέσωμεν Αὐτῷ καί κλαύσωμεν ἐνώπιον Αὐτοῦ'', μᾶς λέγει ὁ Ψαλμωδός (Ψαλμ. 94, στ´). Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ βοᾷ καί κράζει προσκαλῶντας ὅλους μας εἰς μετάνοιαν. Ὑπάρχει ὁδός σωτηρίας, ἐάν θέλωμε, ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι Ἐκεῖνος πού ἀφαιρεῖ κάθε δάκρυ ἀπό τά πρόσωπα ὅλων ἐκείνων πού ἀληθινά μετανοοῦν. Ἕτοιμος εἶναι ὁ μεγάλος Ἰατρός τῶν ψυχῶν νά σοῦ θεραπεύσῃ τό πάθος. Ἐκείνου λόγια εἶναι καί ἐκεῖνο τό γλυκύτατον καί σωτήριον Στόμα εἶπεν: «Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατρού ἀλλ’ οἱ κακῶς ἔχοντες. Οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους ἀλλ’ ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν» (Λουκ. ε´, 31-32).
Ὁ Κύριος εἶναι ἐκεῖνος πού θέλει νά σέ καθαρίσῃ ἀπό τόν πόνον καί τό πῦον τῆς πληγῆς καί νά σοῦ δείξῃ φῶς μέσα στό σκοτάδι. Ἐσένα ζητεῖ ὁ Ποιμήν ὁ καλός, ἐγκαταλείψας τά μή πεπλανημένα. Ἐάν παραδώσῃς τόν ἑαυτόν σου εἰς Αὐτόν, δέν θά διστάσῃ καί δέν θά ἀπαξιωθῇ ὁ φιλάνθρωπος Κύριος νά σέ κρατήσῃ ἐπάνω εἰς τούς ἰδικούς Του θεϊκούς ὤμους, καταχαρούμενος πού βρῆκε τό πρόβατον τό ἀπολωλός. Ὁ Θεός Πατέρας στέκεται καί περιμένει τήν ἐπάνοδόν σου ἀπό τήν πλάνην τῆς ἁμαρτίας. Μόνον νά ἐπιστρέψῃς καί ἐνῷ θά εἶσαι ἀκόμη μακρυά, θά τρέξῃ καί θά πέσῃ εἰς τόν τράχηλόν σου καί θά ἀγκαλιάσῃ μέ Πατρικούς ἀσπασμούς τήν καθαρισμένην ἤδη ἀπό τήν μετάνοιαν ψυχήν σου. Καί θά τήν ἐνδύσῃ μέ τήν πρώτην πάλλευκην στολήν καί θά σοῦ βάλῃ δακτυλίδι εἰς τό χέρι καί ὑποδήματα εἰς τούς πόδας, πού ἐπέστρεψαν ἀπό τόν κακόν δρόμον τῆς ἁμαρτίας εἰς τόν δρόμον τοῦ Εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης καί τῆς ἐλευθερίας. Καί θά ἐξαγγείλῃ ἡμέρα χαρᾶς καί εὐφροσύνης εἰς τούς ἰδικούς Του ἀγγέλους καί Ἁγίους εἰς τόν Οὐρανόν καί θά ἑορτάσῃ μέ κάθε λαμπρόν τρόπον τήν σωτηρίαν σου. «Ἀμήν γάρ λέγω ὑμῖν, ὅτι χαρά γίνεται ἐν οὐρανῷ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ. ιε´, 10). Καί ἄν δι’ αὐτό παραπονεθῇ κάποιος ἀπ’ αὐτούς πού νομίζουν ὅτι στέκονται καλά καί εἶναι δίκαιοι, Αὐτός ὁ Πανάγαθος Θεός θά ἀπολογηθῇ διά ἐσένα λέγοντας «ἔπρεπε καί σύ νά εἶχες χαρῆ καί εὐφρανθῆ, διότι ἡ ψυχή αὐτή ἦταν νεκρή καί ἀνεστήθη, χαμένη δέ καί εὑρέθη» (Λουκ. ιε´, 24)».
Ἡ μετάνοια συνυφαίνεται μέ τήν Ἐξομολόγησι καί ἀπαλλάσσεται ὁ ἐξομολογούμενος ἀπό τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν. Ἡ ἐξομολόγησις δέν γίνεται ἀπό καλή συνήθεια, διά τό καλόν, διά τό ἔθιμον, ἀπό φόβον μήν μᾶς τιμωρήσῃ ὁ Θεός, κλπ. Ἡ ἐξομολόγησις εἶναι βαθειά ἀνάγκη τῆς μετανοημένης ψυχῆς, ταπεινή κατάθεσις τοῦ βάρους τῶν πλημμελημάτων της. Ἡ Ἐξομολόγησις πού γίνεται μέ συντριβήν καί δάκρυα εἶναι ἡ ἀνανέωσις τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος. Δι᾽ αὐτό καί καλεῖται ''λουτρό δακρύων'' ἤ ''δεύτερο Βάπτισμα''. Ἐνδεικτικά τῆς ἀληθινῆς μετανοίας εἶναι: Ἡ συντριβή, τά δάκρυα, ἡ ἀποστροφή πρός τήν ἁμαρτίαν καί ὁ πόθος ἁγίας ζωῆς.
Ἡ θεία Χάρις θά ξεσκοτίσῃ τήν καρδιά, θά δυναμώσῃ τήν θέλησιν, θά φωτίσῃ τόν νοῦν, πού εἶναι διαρκῶς ἐσκοτισμένος, θά προκαλέσῃ συντριβήν, θά φέρῃ μετάνοιαν, θά ὁδηγήσῃ τόν ἁμαρτωλόν εἰς τό ἐπιτραχήλιον τοῦ Πνευματικοῦ.
Πῶς θά μετανοήσῃ κανείς; Πῶς θά ἀρχίση; Χρειάζεται νά ξαποστάσῃ κατ᾽ ἀρχάς, νά ξελαχανιάσῃ ἀπό τό καθημερινό τρεχαλητό, τό κυνηγητό τῆς ἡδονῆς, νά στραφῇ πρός τά μέσα του, νά κινηθῇ ἀπό τήν συνεχῆ ἑτεροπαρατήρησι εἰς τήν αὐτοπαρατήρησι, ἀπό τόν σχολιασμόν- κουτσομπολιό τῶν πάντων εἰς τήν συνομιλίαν μέ τόν ἄγνωστον ἑαυτόν του. Νά σκύψῃ λίγο μέσα του, νά σκάψῃ ἐντός του, νά δῇ τίς δυνάμεις, τίς δυνατότητες, τά ὅρια, τίς ἀντοχές, τά δοθέντα τάλαντα. Χρειάζεται περισυλλογή, αὐστηρός αὐτοέλεγχος, ἐπιείκεια καί κατανόησις τῶν ἄλλων.
Μετανοεῖ ὁ ἄνθρωπος, διότι ἐλπίζει ὅτι θά λάβῃ ἀπό τόν Θεόν τήν συγχώρησιν. Καί ἔτσι εἶναι εἰς τήν πραγματικότητα. Παραδεχόμενος ὁ ἄνθρωπος εἰλικρινά τήν ἁμαρτωλότητά του, ἀναγνωρίζει καί ὁμολογεῖ τήν ἀδυναμίαν του. Ἡ γνῶσις τῆς ἀδυναμίας εἶναι δύναμις. Ἡ παραδοχή τῆς ἥττας εἶναι νίκη. Ἡ δίχως δικαιολογίες συναίσθησις τῆς παραβατικότητος, ἀνυπακοῆς καί καταχρήσεως τῆς ἐλευθερίας, ὁδηγεῖ εἰς τήν μετάνοιαν. Ἔλεγε ὁ Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης: «Ὅποιος συνέχεια δικαιολογεῖται, ἔχει Γέροντά του τόν Δαίμονα».
Εἶναι σημαντικό ἡ ἐξεύρεσις ἑνός διακριτικοῦ Πνευματικοῦ Πατρός πρός ὀρθήν καθοδήγησιν, μακρυά ἀπό ὑπερβολές, ἀκρότητες, συναισθηματισμούς καί νοσηρότητες. Ἡ ἀγωγή πού δίδει ὁ πνευματικός συνδράμει εἰς τό ξεκαθάρισμα πολλῶν πραγμάτων, εἰς τήν εἴσοδον εἰς τήν οὐσίαν τῆς πνευματικῆς ζωῆς, εἰς τήν γνῶσιν ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας δέν εἶναι ἕνας ὡραῖος καί ἱερός θρησκευτικός ὀργανισμός, ἕνα σωματεῖο κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης, ἕνας χῶρος ὅπου περνᾶμε εὐχάριστα, ἀποδεχόμενοι, συζητῶντας καί χαμογελῶντας συνέχεια, ὅπου ἱκανοποιοῦνται συναισθήματα, καταξιωνόμαστε, κλπ.
Ὁ πνευματικός συνδέει τόν ἐξομολογούμενο μέ τόν Χριστόν καί ὄχι μέ τόν ἑαυτόν του. Προσεύχεται δι᾽ αὐτόν, ἀκόμη καί ὅταν παρακούῃ, ἴσως τότε πιό πολύ. Ἡ ὑπακοή δέν ἐπιβάλλεται, δέν ἔχει σχέσι μέ στρατιωτική πειθαρχία. Ἡ ὑπακοή βοηθᾶ εἰς τήν ταπείνωσιν, εἰς τήν ἐκκοπήν τοῦ νοσηροῦ ἰδίου θελήματος. Ὁ προσευχόμενος καί μέ διάκρισιν Πνευματικός Πατήρ εἶναι ἀπαραίτητο νά ἠμπορῇ νά διακρίνῃ τό θεϊκό ἀπό τό δαιμονικό, τό ἀγγελικό ἀπό τό ἀνθρώπινο, τό πνευματικό ἀπό τό ὑλικό, τό ψυχικό ἀπό τό σωματικό, τό ψυχολογικό ἀπό τό νευρολογικό, τό ψυχιατρικό ἀπό τό νευρικό, τό ἀγχωτικό ἀπό τό ἀνυπόμονο, καί πολλά ἄλλα παρόμοια. Ἡ τυχόν ἀδιακρισία τοῦ Πνευματικοῦ Πατρός θά δημιουργήσῃ σύγχυσιν καί σοβαρήν πνευματικήν ζημίαν, πού ἠμπορεῖ πολύ νά ταλαιπωρήσῃ καί τόν ἐξομολόγο καί τόν ἐξομολογούμενο. Ἡ σύγχυσις τῆς ἀκριβοῦς διαγνώσεως, π.χ. ἕνα πρόβλημα ψυχολογικό νά θεωρηθῇ ὡς δαιμονισμός, θά δημιουργήσῃ μεγαλύτερες περιπλοκές, καθυστερήσεις καί ταλαιπωρίες. Ὁ εἰλικρινά μετανοημένος ἄνθρωπος δέν ἔχει ψυχολογικά προβλήματα μειονεξιῶν, διχασμῶν, ἀνικανοποιήτων καί ἀνολοκληρώτων καταστάσεων, συναισθηματικῶν ἀσταθειῶν, φοβιῶν, καχυποψιῶν καί λοιπῶν κουραστικῶν παρομοίων πραγμάτων.
Εἶναι σημαντική ὁπωσδήποτε ἡ πνευματική καθοδήγησις, βοήθεια καί συνδρομή ἐμπείρου καί διακριτικοῦ Πνευματικοῦ Πατρός εἰς τήν ἀνόρθωσιν τοῦ πνευματικοῦ τέκνου. Ἡ μεγάλη μάχη ὅμως, δίδεται ἐντός τοῦ ἰδίου τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος θά πρέπῃ νά ἀπομακρυνθῇ ἀπό τήν δουλείαν τῶν παθῶν, νά ἐνισχυθῇ ἀπό τίς εὐχές τῆς Ἐκκλησίας καί νά ἀγωνισθῇ ὑπομονετικά καί ἐπίμονα διά τήν ἀπαλλαγήν ἀπό τίς ἁμαρτωλές ἐνθυμήσεις, μνῆμες καί προσβολές, ἀγαπῶντας ὅλο καί πιό πολύ τόν Χριστόν. Ὅλα αὐτά φυσικά γίνονται ἐλεύθερα καί αὐτοπροαίρετα καί δέν ὑπάρχει κανένα νόημα εἰς κανενός εἴδους ἐξαναγκασμόν. Ποτέ δέν ἐπιτρέπεται νά ἐκβιάσωμε κάποιον νά ἐξομολογηθῇ. Ἡ ἐξομολόγησις εἶναι ἱερόν Μυστήριον καί πρᾶξις ἐλευθερίας. Προηγοῦνται τῆς μετανοίας ἡ ἐπίγνωσις τῆς ἁμαρτίας καί ἡ συνειδητοποίησις τῆς ἁμαρτωλότητος. Ἀκολουθεῖ ἡ λύπη διά τήν ἁμαρτίαν. Ἕπεται ἡ ἐξομολόγησις μέ καρδίαν συντετριμμένην καί πνεῦμα ταπεινωμένον καί ἀπόφασιν διά μόνιμον ἀποχήν ἀπό τό κακόν. Ἐλεύθερα καί αὐτόβουλα ἐπιλέγει ὁ ἁμαρτωλός τήν μετάνοιαν καί πλουτίζει ἀπό τά ἀγαθά τῆς εἰρήνης. Μέ τήν μετάνοιαν καί τήν ἐξομολόγησιν «δίδεται» ἡ συγχώρησις ὅλων τῶν ἁμαρτημάτων. Διά τῆς ἀφέσεως αὐτῆς, ἐπανέρχεται ὁ μετανοήσας ἁμαρτωλός εἰς τήν κατάστασιν τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Ὅλες οἱ ἁμαρτίες, μικρές ἤ μεγάλες, θανάσιμες καί μή, ἐξαλείφονται.
Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος λέγει: «Δέν περιμένει ὁ Θεός νά περάσῃ χρόνος ἀπό τήν μετάνοιαν. Ὡμολόγησες τήν ἁμαρτίαν σου μέ εἰλικρίνειαν; Δικαιώθηκες καί συγχωρέθηκες. Μετενόησες ἀληθινά; Ἐλεήθηκες. Δέν χρειάζεται πολύς χρόνος. Αὐτή εἶναι ἡ τοῦ Θεοῦ ἄπειρη μακροθυμία καί φιλανθρωπία».
Ἄν ἡ ψυχή τοῦ μετανοοῦντος γεμίσῃ παράκλησιν-παρηγορίαν ἀπό τό Πανάγιον Πνεῦμα καί φωτισμόν, τότε οὐδεμία τοῦ δαίμονος προσβολή ἤ τῆς κακίας τοῦ κόσμου ἐπίθεσις ἠμπορεῖ νά διαταράξῃ τήν ψυχικήν ὑγείαν πού ἀπέκτησε μέ τό λουτρόν τῶν δακρύων τῆς ἐξομολογήσεως καί τῆς μετανοίας. Ὁ μετανοῶν εἶναι ἐπί πλέον μέλος τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καί κοινωνός τῆς Θείας Χάριτος.
Λέγουν οἱ Πατέρες, ὅτι ὅταν ὁ Θεός σοῦ ἔχῃ συγχωρήσει καί τίς πιό βαρειές σου θανάσιμες ἁμαρτίες, ἐσύ χάριν τῆς ψυχικῆς σου ἀσφαλείας, νά τίς ἔχῃς πάντοτε ἐμπρός εἰς τούς ὀφθαλμούς σου. Γιατί ὅποιος θυμᾶται τά σφάλματα τοῦ παρελθόντος, ἀποτρέπεται ἀπό μελλοντικές παρεκτροπές, καί ὅποιος πονάει ἀληθινά διά τά πρῶτα του λάθη, προφυλάσσει ὁπωσδήποτε τόν ἑαυτόν του ἀπό τήν ἐπανάληψίν των. Δι’ αὐτό καί ὁ Δαυΐδ λέγει καί ὁμολογεῖ: « ...ὅτι τήν ἀνομίαν μου ἐγώ γινώσκω, καί ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μού ἐστι διά παντός» (Ψαλμ. ν´, 5).
Ἡ μετάνοια εἶναι ἔργον τῆς Θείας Χάριτος. Ὅταν ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ φωτίσῃ τάς ψυχάς μας, τότε βλέπομε τήν ἐσωτερικήν ἐρήμωσιν, τά πάθη, τάς ἁμαρτίας μας. Ἡ Θεία Χάρις ξυπνᾶ τήν κοιμισμένην, τήν πωρωμένην συνείδησίν μας καί ἐνεργοποιεῖται ἡ προαίρεσίς μας διά ἕναν ἀγῶνα εἰλικρινοῦς μετανοίας. Ἡ ἀληθινή μετάνοια εἶναι ὁ ἀσφαλής δρόμος, πού μᾶς ἐνδυναμώνει, μᾶς φωτίζει, μᾶς χαριτώνει καί μᾶς ὁδηγεῖ εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Δι’ αὐτό καί οἱ Ἅγιοί μας τόσον ἔντονα ἐζητοῦσαν ἀπό τόν Θεόν: «Δώρησαί μοι μετάνοιαν ὁλόκληρον».
Μετάνοια ἀληθινή σημαίνει, ὄχι ἁπλᾶ ἀπομάκρυνσιν τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά μῖσος τῆς ἁμαρτίας καί ἀγάπη τῶν ἐνθέων ἀρετῶν. Ἡ μετάνοια, κατά τόν Ἅγιον Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν, δέν ἐξαντλεῖται εἰς τό μῖσος τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά καί εἰς τήν ἀγάπην τῆς ἀρετῆς. Μόνος ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀδύναμος νά τό καταφέρῃ. Ἔτσι, συνδράμει οὐσιαστικά ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ Θεάνθρωπος. Ὅσον ἀγαπᾶμε τόν Χριστόν, τόσον βοηθούμεθα νά μισοῦμε τήν ἁμαρτίαν. Ἡ σύνδεσις τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Χριστόν δημιουργεῖ προσωπικήν ἀναγέννησιν, στολισμόν τῆς ψυχῆς ἀπό τήν ὑψοποιόν ταπείνωσιν καί ἀπαλλαγήν ἀπό τήν ρίζαν τοῦ κακοῦ καί τήν ἑωσφορικήν ὑπερηφάνειαν.
Ὁ μετανοημένος ἄνθρωπος πιστεύει, ἀγαπᾶ καί ἐλπίζει. Ἡ μετάνοια εἶναι βασική καί μεγάλη ἀρετή, ἐπάνω εἰς τήν ὁποίαν οἰκοδομεῖται ἡ πνευματική ζωή τοῦ πιστοῦ. Μόνον ὁ μετανοημένος ἠμπορεῖ νά ἐπικοινωνῇ μέ τόν Θεόν. Πρόκειται γιά μεγάλο δῶρον τοῦ Θεοῦ εἰς τόν ἄνθρωπον. Εἶναι μία τρανή ἀκόμη ἀπόδειξις τῆς ἄφατης καί φιλόστοργης φιλανθρωπίας τοῦ Παναγάθου Θεοῦ Πατέρα καί Πλάστη. Δέν ἀπομένει ἄλλο ἀπό τό νά ἀποδεχθῇ αὐτοβούλως ὁ ἄνθρωπος τήν πρόκλησιν καί πρόσκλησιν πρός ἀπόλαυσιν τῶν πολλῶν ἀγαθῶν τῆς μετανοίας. Ἡ ἀντίδρασις, ἡ ἀντίθεσις καί ἡ ἀπόδρασις τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό εὐγενές αὐτό προσκλητήριον τόν καταταλαιπωρεῖ καί τόν καταστρέφει.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, ἡ κοινωνία τῶν Ἁγίων, ἡ μόνη ὁδός τῆς κατά Χάριν θεώσεως τῶν μετανοούντων. Ἡ πορεία τῆς ἀνορθώσεως διά τῆς μετανοίας, τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό τήν δουλείαν τῶν παθῶν καί τῆς ἀσκήσεως διά τήν ἐργασίαν τῶν θείων ἐντολῶν, εἶναι πορεία τῶν ἁγίων καί θεουμένων ὑπάρξεων. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τονίζει τά ἑξῆς: «Ἐάν κάθε ἄνθρωπος δέν ἠμπορῇ νά φθάσῃ τούς Ἁγίους καί τά μεγάλα καί θαυμαστά ἐπιτεύγματα πού χαρακτηρίζουν τήν ζωήν των καί εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου ἀμίμητα, ἠμπορεῖ ὅμως καί πρέπει νά τούς ὁμοιάσῃ καί νά τούς ἀκολουθήσῃ εἰς τήν πορείαν τῆς ζωῆς των πρός τήν μετάνοιαν». Καθημερινά «πολλά πταίομεν ἄκοντες» καί μοναδική ἐλπίδα σωτηρίας δι᾽ ὅλους μας παραμένει ἡ ἀνάνηψις καί ἡ βίωσις τῆς «διηνεκοῦς μετανοίας», κατά τόν Ἅγιον Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν(7).
Ἐπίσης, δέν πρέπει ποτέ νά κρίνωμε, οὔτε νά περιφρονοῦμε κανέναν. Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ἄν βλέπῃς τόν ἀδελφόν σου εἰς τόν δρόμον τῆς ἁμαρτίας, ρίψε εἰς τούς ὤμους του τόν μανδύαν τῆς ἀγάπης σου».
Εἰς τά σπλάχνα οἰκτιρμῶν πού ζητοῦμε ἀπό τόν Θεόν διά τά ἰδικά μας ἁμαρτήματα, ὀφείλομε νά καταθέσωμε καί τήν ἰδικήν μας εὐσπλαχνίαν πρός τούς συνανθρώπους μας. Καί ἄς μήν λησμονοῦμε, ὅτι εἴμεθα ὅλοι ἁμαρτωλοί καί φέρομε μέσα μας τήν ἀνθρωπίνην πεπτωκυῖαν φύσιν μας, τήν πεσμένην φύσιν μας. Εἰς τό σφάλμα πού ἔπεσε σήμερα κάποιος, αὔριο μπορεῖ νά πέσωμε ἐμεῖς. Νά ἀγαπᾶμε τόν ἁμαρτωλόν καί νά μισοῦμε μόνον τήν ἁμαρτίαν, ὅπως λέγει καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἡ συγχωρητικότης εἶναι χαρακτηριστικόν τῶν ἀληθινά μετανοημένων ἀνθρώπων.
Τό κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας θά πρέπῃ πάντα νά εἶναι ''περί μετανοίας''. Αὐτό ἦταν τό κήρυγμα ὅλων τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἕως καί τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Αὐτό ἦταν καί τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, λέγει χαρακτηριστικά πώς ἡ ἀληθινή μετάνοια εἶναι ἀρχή, μέση καί τέλος τῆς ἐν Χριστῷ πνευματικῆς ζωῆς. Ὅλοι, μά ὅλοι, ἔχομε ἀνάγκην μετανοίας, διότι ''οὐδείς ἀναμάρτητος''.
Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος: «Ἡ μετάνοια δέν τελειώνει ποτέ. Ἡ μετάνοια εἶναι ἡ ὑψηλότερη ἀπό ὅλες τίς ἀρετές καί τό ἔργον της δέν ἠμπορεῖ νά τελειώσῃ, παρά μόνον τήν ὥραν τοῦ θανάτου. Δι᾽ αὐτό ἡ μετάνοια χρειάζεται πάντοτε εἰς ὅλους καί δέν ὑπάρχει κανένας ὅρος τελειώσεως τῆς μετανοίας. Διότι καί αὐτῶν τῶν τελείων ἀνθρώπων ἡ τελειότης εἶναι ἀτελής. Δι᾽ αὐτό καί ἡ μετάνοια δέν περιορίζεται σέ ὡρισμένους καιρούς, οὔτε σέ ὡρισμένες πράξεις, ἀλλά συνεχίζεται ἕως τήν ὥρα τοῦ θανάτου».
Ἡ μετάνοια εἶναι κατάστασις ἐμπόλεμος, ἕνας πόλεμος διαρκής καί ἀκατάπαυστος κατά τῶν τριῶν ἐχθρῶν μας, τοῦ ἑαυτοῦ μας, τοῦ Διαβόλου καί τοῦ κόσμου. Ὁ μεγαλύτερος ὅμως ἐχθρός εἶναι ὁ ἴδιος μας ὁ ἑαυτός. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά παλεύῃ μέ τόν ἴδιον τόν ἑαυτόν του, δηλαδή μέ τά πάθη του. Ὅποιος ἐνίκησε τόν ἑαυτόν του, δέν ἔχει νά φοβᾶται κανέναν ἀντίπαλον. Εἶπε Γέρων: «Εἰς ὅλην μου τήν ζωήν ἐπάλαιψα μέ τόν ἑαυτόν μου, διά νά σώσω τόν ἑαυτόν μου ἀπό τόν ἑαυτόν μου».
Ἡ μετάνοια εἶναι διαρκής. Ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος λέγει: «Καί ἄν χίλια χρόνια ζήσωμε στήν γῆ, ποτέ δέν θά μπορέσωμε τέλεια νά κατανοήσωμε τήν μετάνοια, ἀλλά ὀφείλομε καθημερινά νά βάζωμε ἀρχήν εἰς αὐτήν καί νά ἀγωνιζώμεθα».
Ἂς μετανοοῦμε λοιπόν συνεχῶς.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, Ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, Τόμος Β´, Κεφάλαια Διάφορα Θεολογικά τε καί Οἰκονομικά, Ἑκαντοντάς Α´, μβ´.
2. Χρυσοστόμου, τόμ. 30, σσ. 287, 289.
3. Ε.Π.Ε. Ἔργα Χρυσοστόμου, τόμ. 30, σ. 287.
4. Ε.Π.Ε. Ἔργα Χρυσοστόμου, τόμ. 30, σ. 297
5. Χρυσοστόμου, μνημ. ἔργ., σσ. 309, 311
6. Ε.Π.Ε. Ἔργα Χρυσοστόμου, τόμ. 30, σ. 241.
7. Ὁμιλία 28, PG. 151.361C.
Πηγή: Χριστοΰφαντος
Ἀπό αὔριο, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, θά ἔχωμε, ὡς γνωστόν, νέα ἀρχή τοῦἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Θά ἑορτάσωμε, ἑπομένως, ἐκκλησιαστική πρωτοχρονιά.
Αὐτό ὀφείλεται κυρίως στόν λόγο ὅτι κατά τόν μῆνα αὐτόν, ὅπως ἐξηγοῦν οἱ διάφοροι ἑρμηνευταί, ἔχομε τήν ἀρχή τῆς ''συλλήψεως'' καί τῆς ''ἐγκυμοσύνης'' ὅλων σχεδόν τῶν καρπῶν, τῶν ὁποίων ἡ ἀρχή τῆς γεννήσεως λαμβάνει χώραν, τίς περισσότερες φορές, τόν μῆνα Μάρτιο. Ἀλλά καί γενικώτερα κατά τό τέλος τοῦ καλοκαιριοῦ συνάγομε τούς καρπούς, πού ἦσαν βέβαια ἀσφαλῶς ἀποτέλεσμα τῶν παρελθόντων κόπων μας, γίνεται μία ποικίλη ἐναλλαγή γύρω μας, ἡ γῆ ἀροτριᾶται καί γεωργεῖται ἐκ νέου, κλπ.
Ἐμεῖς δέ ξανασυμμαζευόμεθα ἐκ νέου, κλπ... Ἐνῷ, τήν 1η Ἰανουαρίου δέν λαμβάνει χώραν καμμία οὐσιαστική ἀλλαγή, οὔτε στόν καιρό, οὔτε στήν...
γῆ, οὔτε σέ μᾶς.
Μέ ἀφορμή ὅμως τήν ἀρχή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἡμερολογίου, τό ὁποῖο θά ἑορτάσωμε, ἄς ἀναφέρωμε κάποια στοιχεῖα γιά τόν χρόνο ἀπό ἀπόψεως θεολογικῆς.
Ἀρχίζει τό θεόπνευστο βιβλίο τῆς Γενέσεως λέγοντας: «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν» (Γέν, Α´, 1). Οἱ ὅροι «οὐρανός» καί «γῆ» εἰσήχθησαν πρός ἔκφρασιν ὁλοκλήρου τοῦ σύμπαντος εἰς τήν μετάφρασι τῶν Ο´, ἐλλείψει μονολεκτικῆς ἐκφράσεως στήν Ἑβραϊκή γλῶσσα, εἰς τήν ὁποίαν πρωτογράφτηκε ἡ Παλαιά Διαθήκη - ὅπως σημειώνει ὁ μακαριστός ἀρχιμανδρίτης Ἰωήλ Γιαννακόπουλος -, διότι ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ εἶναι τά ἀμέσως ὁρατά εἰς πάντα ἄνθρωπον.
Κατά τούς ἁγίους Πατέρας, ὁ Θεός ἐποίησε πᾶν τό ὁρατόν καί ἀόρατον, ὕλη δηλαδή καί πνεῦμα, ἑπομένως ἐν τῷοὐρανῷ πρέπει νά ἐννοήσωμε καί τούς ἀγγέλους, πού εἶναι ἄϋλοι ὡς πρός ἐμᾶς.
Τώρα, αὐτό τό «ἐν ἀρχῇ», εἰς τήν ἀρχήν, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ Ἀκάκιος Καισαρείας, εἶναι τό ἴδιον πρός τό «ἐποίησεν ὁ Θεός ἀρχήν τοῦ χρόνου καί τοῦ κόσμου». Αὐτό τό «ἀρχῇ» σαφῶς καί ὑποδηλοῖ χρόνο. Καί ἐμεῖς ἄλλωστε στήν καθημερινή μας ζωή ὅταν λέμε, ἐπί παραδείγματι, «σήμερα θά ἀρχίσω τήν α´ ἐργασία, τήν τάδε ἐργασία», ὑπονοοῦμεἀμέσως χρόνο ταυτόχρονα μέ τήν ἐργασία.
Ἔτσι λοιπόν στό βιβλίο τῆς Γενέσεως τίθενται δύο στοιχεῖα, ταυτοχρόνως. Τό στοιχεῖο τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου. Ἡ Δημιουργία χωρίς τόν χρόνο εἶναι ἕνα ἀκατανόητο πρᾶγμα. Δέν εὐσταθεῖ ἀνεξαρτήτως τοῦ χρόνου. Δέν νοεῖται ὁχρόνος χωρίς τόν χῶρο, οὔτε ὁ χῶρος χωρίς τόν χρόνο. Εἶναι καί τά δύο ταυτόχρονα. Δέν ἔγινε δηλαδή τό ἕνα πιό μπροστά, ἔστω καί κατά ἐλάχιστον, ἀπό τό ἄλλο.
Ὅπως λέγει ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος «ὄχι ἐν χρόνῳ, ἀλλά μετά τοῦ χρόνου ὁ Θεός ἐστερέωσε - ἐδημιούργησε - τόν κόσμο». Δηλαδή, δέν ὑπάρχει ἤδη χρόνος καί σέ κάποια στιγμή ξεκινᾶ ἡ Δημιουργία μετά. Συνεπάγεται δηλαδή ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ὅτι τό σύμπαν ἔχει ἀρχή.
Ὅλα αὐτά λοιπόν, πού διετυπώθησαν πρίν τρισήμισυ περίπου χιλιάδες χρόνια θεοπνεύστως ἀπό τόν Μωϋσῆ, τόν συγγραφέα τῆς Γενέσεως καί ὅλης βέβαια τῆς Πεντατεύχου, μᾶς συνδέουν μέ τίς τελευταῖες ἀνακαλύψεις τῆς ὑγιοῦς ἐπιστήμης, ἡ ὁποία, ἀποδέχεται ὡς ἀρχή τοῦ χρόνου τήν στιγμή τῆς ἀρχῆς τῆς δημιουργίας τῆς ὕλης.
Ἄρα «ἦν ποτέ - τό σύμπαν - ὅτε οὐκ ἦν». Αὐτό βέβαια τό ἔλεγε βλασφήμως ὁ αἱρετικώτατος Ἄρειος γιά τόν Χριστό. Καί φυσικά δέν ἰσχύει στόν Χριστό, γιατί ὁ Χριστός ὡς Πρόσωπο, ὡς ὕπαρξι, εἶναι ἄχρονος. Δέν ἰσχύει, ἀλλά μποροῦμε νά τό χρησιμοποιήσωμε αὐτό τό «ἦν ποτέ ὅτε οὐκ ἦν» τοῦ Ἀρείου εὔστοχα γιά τό σύμπαν, γιατί ὄντως τό σύμπαν εἶναι κτίσμα. Διότι κάποτε ὄντως δέν ὑπῆρχε.
Ἀλλά ὅ,τι ἀρχίζει κάποτε καί τελειώνει. Ἄλλωστε τό σύμπαν ἀργοπεθαίνει μέ τόν λεγόμενο «θερμικό θάνατο», σύμφωνα μέ τό Β´ θερμοδυναμικό ἀξίωμα. Μπορεῖ μέν νά μήν χάνεται ἡ ἐνέργεια, ἀλλά πέφτει ἡ ποιότητά της ἐπειδή αὐξάνεται ἡ ἐντροπία. Ἕνα ἐκ τῶν ἀποτελεσμάτων θά εἶναι ὁ ἥλιος νά ψυχθῆ, ὁπότε θά σβήση ἡ ζωή στήν γῆ. Οἱ ἐπιστήμονες γενικῶς δέχονται τήν ἀργή φθορά καί τόν θερμικό τοῦ σύμπαντος. Ἀργή μέν, φθορά δέ. Ἄλλο θέμα βέβαια εἶναι τί θά κάνη ὁ Θεός στό τέλος τῆς ἱστορίας.
Ἀλλά, ἄς μή παρασυρθοῦμε τώρα σέ ἄλλα καθαρῶς ἐπιστημονικά θέματα, καί ἄς ἐπανέλθωμε μόνο στήν ζῶσα διαχρονική, ἀλάνθαστη ἀποκάλυψι τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, πού μέ τό «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν», τό σύμπαν δηλαδή, τόν χῶρο καί τόν χρόνο, διακηρύσσονται καί ξεκαθαρίζονται πάρα πολλές ἀλήθειες.
Κατ᾽ ἀρχάς, διατρανώνεται τό ἀΐδιον, τό ἄχρονον καί ὑπερκόσμιον τοῦ Θεοῦ. Διότι, ἐφ᾽ ὅσον ὁ Θεός ὑπῆρχε ὅταν ἔγινε αὐτό τό «ἐν ἀρχῇ», ἄρα εἶναι «πρό πάσης ἀρχῆς», δέν ἔχει δηλαδή χρονική ἀρχή καί τέλος. Αὐτό θά πῆ «ἀΐδιος». Ἄλλωστε ὁ Θεός στήν οὐσία ὄχι ἁπλῶς δέν ἔχει χρονική ἀρχή, ἀλλά εἶναι καί ἐκτός τοῦ χρόνου. Εἶναι ὁ μόνος ἐκτός χωροχρόνου Ὤν καί Ὑπάρχων. Καί προφανῶς ἦτο, εἶναι καί θά εἶναι ἀνεξάρτητος τοῦ κόσμου, ὡς ὑπάχων πρό αὐτοῦ.
Ἄρα, μέ τήν πρώτη φρασούλα τῆς Γενέσεως διαπιστώνεται, ὅτι ὁ κόσμος εἶχε Δημιουργό καί ἀρχή. Δέν εἶναι δηλαδή ἀποτέλεσμα τύχης. Οὔτε εἶναι ἀπόρροια τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι ἕνα ''κομματάκι'' τοῦ Θεοῦ, γιατί τότε θά εἴχαμε πανθεϊσμό. Ὁ κόσμος ἔγινε ὑπό τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι καί πρό παντός καί ὑπεράνω παντός.
Ὁ Θεός εἶναι ὁ μόνος ἄκτιστος, ὁ μόνος ἀδημιούργητος. Ὀφείλει τήν ὕπαρξί Του ὄχι στήν θέλησι κάποιου ἄλλου ὄντος, γιατί τότε ἐκεῖνο τό ἄλλο ὄν θά ἦτο ὁ Θεός, ἀλλά στήν θέλησι τοῦ Ἑαυτοῦ Του καί γι᾽ αὐτό ὑπάρχει ἐλευθέρως.Ὁ Θεός εἶναι ὁ μόνος πού ὑπάρχει ἐλευθέρως καί ὄχι ἔκ τινος ἄλλης ἀνάγκης ἤ κάποιας ἄλλης αἰτιότητος, ὅπως συμβαίνει μέ τά ἄλογα καί λογικά κτίσματα, τούς ἀγγέλους, τούς ἀνθρώπους καί τήν κτίσι, τά ὁποῖα ἦλθαν εἰς τήν ὕπαρξι μόνον ἀπό τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ κόσμος ὅλος λοιπόν εἶναι κτιστός. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἦλθε στήν ὕπαρξι ἀπό τήν ἀνυπαρξία, ἐκ τοῦ μή ὄντος. Ἔγινε δηλαδή ἀπό τό μηδέν λόγῳ μόνον τῆς θελήσεως τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ, ὁ ὁποῖος Αὐτός εἶπε καί τά πάντα ἐγενήθησαν. Καί ὅπως ἐξηγήσαμε ἤδη, ἡ Δημιουργία ἐφάνη ταυτόχρονα μέ τόν χρόνο, δηλαδή τήν στιγμή πού ἄρχισε ὁχρόνος. Ἔτσι λοιπον ὅταν δέν ὑπῆρχε κόσμος δέν ὑπῆρχε καί χρόνος. Ἀναφέρει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: «Ὁ χρόνος ἀπό τῆς τοῦ οὐρανοῦ καί γῆς ποιήσεως ἀριθμεῖται», ὁ χρόνος δηλαδή ἀρχίζει νά ὑπάρχη καί νά μετρᾶται ἀπό τήν ἀρχή τῆς Δημιουργία.
Ἀρχή τοῦ χρόνου εἶναι ἡ στιγμή τῆς γενέσεως τοῦ κόσμου. Ἐπάνω σέ αὐτήν τήν πατερική ὀρθόδοξο θέσι ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος λέγει: «Διά τῆς κινήσεως τῶν κτισμάτων ἤρχισε νά τρέχῃ ὁ χρόνος. Ἐντεῦθεν, πρό τῆς κτίσεως ματαίως θά ἀναζητηθῇ χρόνος ὡσάν νά ἦτο δυνατόν νά εὑρεθῇ χρόνος πρό τοῦ χρόνου»...! Συνεπῶς, ''ὀρθότερον'' εἶναι ὅτι ὁ χρόνος ἤρχισε ἀπό τῆς κτίσεως καί ὄχι ἡ κτίσις ἀπό τόν χρόνο. Πάντως καί τά δύο ἔχουν ὡς ταυτόχρονη ἀρχή τους τόν Θεόν.
Κατά τόν Μέγα Βασίλειο «ἡ ἀρχή τοῦ χρόνου δέν εἶναι οὔτε χρόνος, οὔτε ἔστω ἕνα ἀπειροστότατο μόριο τοῦ χρόνου», πού ὅσο καί νά τό κόβουμε τείνει καί πλησιάζει στό μηδέν, χωρίς νά γίνεται μηδέν. «Ὅπως ἀκριβῶς καί ἡ ἀρχή μιᾶς πορείας δέν εἶναι ἀκόμη πορεία», δέν εἶναι ἀκόμη τμῆμα δηλαδή, ἔστω καί ἐλάχιστο, τῆς πορείας. Ὅπως στήν Εὐκλείδιο Γεωμετρία, τό γεωμετρικό σημεῖο πού ἀποτελεῖ τήν ἀφετηρία μιᾶς ἡμιευθείας πού ἔχει ἀρχή ἀλλά δένἔχει τέλος - αὐτό θά πῆ «ἡμιευθεῖα» - δέν ἀποτελεῖ τμῆμα, ἔστω καί ἐλαχιστότατον, τῆς ἡμιευθείας αὐτῆς.
Ὅπως ἀναφέρει εἰς τήν Ἑξαήμερόν του ὁ Μέγας Βασίλειος, ἡ ἀρχή εἶναι ἁπλῆ, ἀσύνθετος. Τότε, «ἐν ἀρχῇ» δηλαδή, δέν ὑπῆρχε ἀκόμη χρόνος. Ξαφνικά ὅμως ἄρχισε νά ὑπάρχη καί νά προβάλλη ταυτόχρονα ἡ κτίσις. Δηλαδή, ἡ ἀρχή τῆς ὑπάρξεώς των ὀφείλεται σέ μία μεταβολή. Ἀρχίζομε δηλαδή μέ μία μεταβολή. Ἀρχίζει νά ὑπάρχη ὅ,τι ὑπάρχει μέ μία μεταβολή, γιατί ἀπό τό μή ὄν ἦλθε εἰς τό ὄν.
Ὅπως τό λέγει χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, «καί αὐτή τῆς κτίσεως ἡ ὑπόστασις - ὁ τρόπος ὑπάρξεως δηλαδή - ἀπό ἀλλοιώσεως ἤρξατο». Μέ ἀλλαγή δηλαδή ἄρχισε.
Ἀλλά καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός τονίζει καί προδιαγράφει τίς συνέπειες αὐτῆς τῆς ἀρχικῆς μεταβολῆς, λέγοντας: « Ὧν γάρ - τῶν ὁποίων δηλαδή - τό εἶναι ἀπό τροπῆς ἤρξατο, ταῦτα τῇ τροπῇ ὑποκείσεται πάντως ἤφθειρόμενα ἤ κατά προαίρεσιν ἀλλοιούμενα». Ὅ,τι λοιπόν ἀρχίζει τήν ὕπαρξί του μέ μεταβολή, ὑπόκειται στήν τροπή, στήν ἀλλαγή, στήν φθορά, πού σημαίνει ὅτι κάποτε τελειώνει.
Ὅπως σέ ἄλλο σημεῖο λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης «ἡ μετάβασις ἀπό τό μή εἶναι εἰς τό εἶναι τροπή τις καθ᾽ ἥν τό μή ὑπάρχον θείᾳ δυνάμει φέρεται εἰς τό εἶναι. Λόγῳ τῆς ἀπό τροπῆς ἐμφανίσεώς του ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀναγκαίως φύσιν ἀλλοιωτήν», δηλαδή τρεπτήν. Νά τό μεταφράσωμε λίγο: «Ἡ μετάβασις ἀπό τό μή εἶναι εἰς τό εἶναι, ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξι, εἶναι κάποια ἀλλαγή κατά τήν ὁποίαν αὐτό τό ὁποῖο δέν ὑπῆρχε, μέ τήν θεία βούλησι καί δύναμι, ἔρχεται εἰς τό εἶναι, εἰς τήν ὕπαρξι δηλαδή. Καί λόγῳ αὐτῆς τῆς ἀλλαγῆς, λόγῳ δηλαδή πού ἡ ἐμφάνισις ὀφείλεται σέ κάποια τροπή, ἔχει ὁ ἄνθρωπος ἀναγκαίως μέσα του φύσιν πού ἀλλοιώνεται, τήν τρεπτότητα δηλαδή.
Βέβαια, ἐάν θέλωμε νά κυριολεκτήσωμε καί νά ἐμβαθύνωμε ὀλίγον, ἡ μετάβασις ἀπό τό μηδέν, ἀπό τό τίποτε, ἀπό τό μή ὄν εἰς τό εἶναι, εἰς τήν ὕπαρξιν δηλαδή, ὅπως καί ἡ πρώτη αὐτή ἐμφάνισις, ἡ ἀρχή τῆς ἀλλοιώσεως καί τοῦ χρόνου, ὅλα αὐτά εἶναι, στό βάθος-βάθος, διά τόν ἀνθρώπινον νοῦν, ὁ ὁποῖος εἶναι πεπερασμένος ὡς πρός τίς δυνατότητές του, ἀκατανόητα καί ἀπρόσιτα.
Αὐτό πρέπει καλά νά τό χωνέψωμε καί ὅ,τι δέν καταλαβαίνομε καί μᾶς τό ἀποκαλύπτει ὁ Θεός δέν πρέπει νά τό ἀπορρίπτωμε. Ἄλλωστε, ἄν καταλαβαίναμε τόν Θεό καί τά τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός δέν θά ἦταν Θεός. Ὅπως ἀκατανόητο εἶναι, ἐπί παραδείγματι, τό πόσο ἀπειροστό τμῆμα τοῦ χρόνου χρειάσθηκε γιά νά λάβη χώρα ἡ πρώτη ἀλλαγή. Ἀλλά ἄς μή πᾶμε τόσο μακρυά. Ἄς πᾶμε σέ ἕνα διαχρονικό συνεχιζόμενο δικό μας παράδειγμα, ἀνάμεσα στά πολλά πού μποροῦμε νά ἐπιλέξωμε.
Πόσος ἀπειροστότατος χρόνος ἀπαιτεῖται γιά νά γίνη ἡ σύλληψις ἑνός νέου ἀνθρώπου; Δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος καί ξαφνικά, σέ σχεδόν μηδέν χρόνο, ἔχομε νέον ἄνθρωπο, ἔχομε δηλαδή τήν δημιουργία τοῦ γονιμοποιημένου ὠαρίου, πού εἶναι πλήρης ἄνθρωπος. Καί μάλιστα ἅμα τῇ συλλήψει ὑπάρχει ἀκεραία ἡ ψυχή μέ ὅλες τίς δυνάμεις της. Ἁπλῶς ἡ ψυχή δέν ἐκδηλώνεται ἀμέσως διά τῶν δυνάμεών της, λόγῳ τοῦ μή ἀνεπτυγμένου σωματικοῦ στοιχείου.
Ὁ χρόνος λοιπόν εἶναι ἀπειροστός τήν στιγμή πού δημιουργεῖται ἕνας ἄνθρωπος. Τείνει εἰς τό μηδέν χωρίς νά εἶναι μηδέν, πρᾶγμα δηλαδή ἐξ ἴσου ἀκατανόητο μέ τά τῆς Δημιουργίας. Πόσος χρόνος χρειάσθηκε γιά νά γίνη ἡΔημιουργία, γιά νά γίνη τό φῶς, κλπ.; Καί μποροῦμε, νομίζω, κάπως νά παραλληλίσωμε αὐτήν τήν ταυτόχρονη ἐμφάνισι κόσμου καί χρόνου μέ τήν ταυτόχρονη ἐμφάνισι, ψυχῆς καί σώματος σέ κάθε ἄνθρωπο. Γιατί, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, «τήν ψυχήν οὔτε γάρ προϋφίσταται τοῦ σώματος, οὔτε μεθυφίσταται, ἀλλ᾽ ἅμα τῇ τούτου γενέσει κτίζεται καί αὐτή».
Καί γιά νά ἐπανέλθωμε, ὅλη αὐτή ἡ μετάβασις ἀπό τό ''μή εἶναι'' εἰς τό ''εἶναι'' εἶναι μία κίνησις, μία μεταβολή τοῦμή ὑπαρκτοῦ εἰς ὑπαρκτόν, ὅπως τό διατυπώνει ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ. Καί ὅλα αὐτά πραγματοποιοῦνται μόνον κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ ἦτο Ρῶσος θεολόγος καί ἀπεδέχετο πλήρως τήν ἑλληνική διαχρονική θεολογία. Ἔφθασε μάλιστα στό σημεῖο νά ἀποκαλῆ, λόγῳ τῶν Ἁγίων Πατέρων, τόν Ἑλληνισμόν ''ἱερόν'', ὑποστηρίζων τήν ἀναγκαιότητα ἐπιστροφῆς στό πνεῦμα καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων.
Ἐάν τώρα μέ τήν καλῶς νοουμένη δημιουργική φαντασία μας ξεκινήσωμε ἀπό τό παρόν πηγαίνοντες ὅλο καί πρός τά πίσω χρονικῶς, κάποτε, ὅσο πλησιάζομε στά βάθη τοῦ χρόνου, ἐπιβάλλεται νά σταματήσωμε, ὅταν φθάσωμε σ᾽αὐτό τό «ἐν ἀρχῇ», στήν ἀρχή τοῦ χωροχρόνου.
Ἄν παρομοιάσωμε, ἀνθρωπομορφικῶς, τήν ἀϊδιότητα τοῦ Θεοῦ μέ μία εὐθεῖα γραμμή - ἡ εὐθεῖα γραμμή δέν ἔχειἀρχή καί τέλος - τότε, ἀπαραιτήτως, ὑπάρχει ἕνα ἀφετηριακό σημεῖο πάνω σ᾽ αὐτήν τήν εὐθεῖα γραμμή, πρό τοῦ ὁποίου δέν ὑπάρχει ἄλλο προγενέστερο χρονικό σημεῖο, καμμία στιγμή χρόνου. Ἑπομένως καί ταυτοσήμως, αὐτό σημαίνει ὅτι πρίν ἀπό τό σημεῖο αὐτό, τό «ἐν ἀρχῇ» δηλαδή τῆς Γενέσεως, δέν λαμβάνει χώραν καμμία μεταβολή, δέν συνεχίζει πρός τά πίσω, πρός τό παρελθόν, ἡ γραμμή τοῦ χρόνου.
Ὅπως τό διατυπώνει εὐστοχώτατα ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος «τοῦ χρόνου προηγεῖται, ὄχι ὁ χρόνος, ἀλλά ἡ πάντοτε παροῦσα αἰωνιότης». Κι ἐμεῖς θά τό ποῦμε «ἡ πάντοτε παροῦσα ἄχρονος αἰωνιότης».
Ἔτσι λοιπόν ὁ χρόνος κάποτε, «ἐν ἀρχῇ», ἄρχισε. Ὅμως, κατά τήν Ἀποκάλυψι «ἔσται ὅτε ὁ χρόνος οὐκ ἔσται ἔτι» (Ἀποκ. Ι´, 6). Θά ἔλθη στιγμή δηλαδή κάποτε πού ὁ χρόνος δέν θά ὑπάρχη. Βέβαια, κανείς δέν μπορεῖ νά ἑρμηνεύση πλήρως τά τῆς Ἀποκαλύψεως. Καί προφανῶς ἀναφερόμεθα ὄχι στά ἀκατανόητα τμήματα αὐτῆς, ἀλλά στά ἄλλα πού εἶναι, ἤ δυσνόητα, ἤ φαίνονται ἁπλᾶ.
Γιά παράδειγμα, ὅταν λέγη σέ κάποιο σημεῖο ὅτι στόν μέλλοντα αἰῶνα θά εἶναι μία ἡμέρα ἀνέσπερος καί δέν θάὑπάρχη θάλασσα, φαίνεται ἁπλό. Ἀλλά κανείς αὐτό δέν μπορεῖ νά τό κατανοήση πλήρως σέ ὅλο το βάθος καί σέ ὅλο τό μεγαλεῖο του μέ τά τωρινά δεδομένα.
Κι ἄς πᾶμε τώρα ἐκ τοῦ ἀντιθέτου. Μήπως δηλαδή τό ὅτι δέν θά ὑπάρχη ἡ γνωστή μας θάλασσα σημαίνει ὅτι θάὑπάρχουν τά γνωστά μας βουνά, ἐφ᾽ ὅσον δέν μᾶς ἀναφέρη ὅτι αὐτά δέν θά ὑπάρχουν, ὅπως τό διασαφηνίζει γιά τήν θάλασσα; Ἄν εἶναι ποτέ αὐτό δυνατόν! Νά μήν εἴμαστε ἀφελεῖς.
Πάντως, ἐν προκειμένῳ, γιά τό θέμα τοῦ χρόνου καί γιά τήν μέλλουσα ζωή λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, στό κεφάλαιο πού ἀναφέρεται γιά τόν «αἰῶνα», τά ἑξῆς: «Αἰώνιος δέ ζωή καί αἰώνιος κόλασις τό ἀτελεύτητον τοῦ μέλλοντος αἰῶνος δηλοῖ. Οὐδέ γάρ μετά τήν (Κοινήν) Ἀνάστασιν ἡμέραις καί νυξίν ὁ χρόνος ἀριθμήσεται, ἔσται δέ μᾶλλον μία ἡμέρα ἀνέσπερος τοῦ Ἡλίου τῆς Δικαιοσύνης τοῖς δικαίοις φαιδρῶς ἐπιλάμποντος τοῖς δέ ἁμαρτωλοῖς νύξ βαθεῖα ἀπέραντος».
Καί σέ ἁπλῆ μετάφρασι: «Ἡ ἔκφρασις ''αἰώνιος ζωή καί αἰώνιος κόλασις'' φανερώνει τό ἀτελείωτον τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Διότι, δέν θά μετρᾶται ὁ χρόνος, μετά τήν Κοινή Ἀνάστασι τῶν νεκρῶν, μέ τάς ἡμέρας καί τας νύκτας, ὅπως μετρᾶται τώρα δηλαδή, ἀλλά θά εἶναι μία ''ἡμέρα ἀνέσπερος'', κατά τήν ὁποίαν θά λάμπη φωτεινός ἐπάνω εἰς τούς δικαίους ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης - θά λάμπη φωτιστικά. Ἐπάνω ὅμως εἰς τούς ἁμαρτωλούς θά ἁπλώνεται μία ἀτελείωτος βαθεῖα νύκτα». Μέ ὅλες βέβαια τίς θλιβερές συνέπειες πού ἔχει αὐτό. Ἀλλοίμονο στούς κολασμένους!
Στό σημεῖο αὐτό ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ σχολιάζει, μεταξύ τῶν ἄλλων, τό ἑξῆς: «Ἡ γραμμή τοῦ χρόνου θά διακοπῆ. Θά ὑπάρξη σ᾽ αὐτήν καί ἕνα τελευταῖον σημεῖον. Τό τέλος ὅμως αὐτό, ἡ περιστολή τῆς ἀλληλοδιαδοχῆς τοῦ χρόνου, δέν σημαίνει καί κατάργησι ἐκείνου πού ἤρχισε μαζί μέ τόν χρόνο - τῆς Δημιουργίας, ὅ,τι ὑπῆρξε καί ἐγένετο ἐν χρόνῳ. Δέν σημαίνει ἐπιστροφήν ἤ πτῶσιν τοῦ κόσμου εἰς τό μή εἶναι. Ὁ χρόνος τότε δέν θά ὑπάρχη. Ἡ κτίσις ὅμως θά διατηρηθῆ. Ὁ κτιστός κόσμος δύναται νά ὑπάρχη καί ἐν ''οὐχί χρόνῳ''. Ἡ κτίσις ἤρχισεν ἀλλά δέν θά παύση νά ὑπάρχη. Ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ''καί ἤρκται καί οὐ παύσεται''. Ὁ χρόνος εἶναι τμῆμα μιᾶς εὐθείας πού ἔχει ἀρχή καί τέλος. Ὁ χρόνος δέν ἐξισοῦται μέ τήν αἰωνιότητα, διότι ἔχει ἀρχήν. Ἀντιθέτως, ἡ αἰωνιότης δέν ἔχει οὔτε ἀρχήν, οὔτε ἀλληλοδιαδοχήν. Τό σύνολον τοῦ χρόνου δέν συμπίπτει μέ τήν αἰωνιότητα».
Ὅταν λέμε ὅτι ἡ κτίσις θά διατηρηθῆ, ἐννοοῦμε, ἐπί τό ἀκριβέστερον, ὅτι θά μεταβληθῆ καί θά ἀνακαινισθῆ. Αὐτό, μποροῦμε νά τό στηρίξωμε σέ πάρα πολλά σημεῖα, ἀλλά ἄς πάρωμε τούς Ψαλμούς. Ὅπως λέγει ὁ Ψαλμωδός στό τέλος τοῦ 101ου Ψαλμοῦ: «Κατ᾽ ἀρχάς, σύ Κύριε, τήν γῆν ἐθεμελίωσας καί ἔργα τῶν χειρῶν σου εἰσίν οἱ οὐρανοί. Αὐτοί ἀπωλοῦνται, σύ δέ διαμένεις καί πάντες ὡς ἱμάτιον παλαιωθήσονται, καί ὡσεί περιβόλαιον ἑλίξεις αὐτούς καίἀλλαγήσονται. Σύ δέ ὁ αὐτός εἶ, καί τά ἔτη σου οὐκ ἐκλείψουσι».
Σέ ἁπλῆ ἐλεύθερη μετάφρασι: «Στήν ἀρχή τῆς Δημιουργίας, Σύ Κύριε, πού ὡς ἄχρονος καί ἀΐδιος προϋπῆρχες, ἐστήριξες τήν γῆν ἐπάνω σέ ἀδιάσειστον θεμέλιον καί ἔργα τῶν χειρῶν Σου εἶναι οἱ οὐρανοί». Ἐδῶ ἔχομε ἀνθρωπομορφισμό, πού ἐκφράζει ὅμως τήν παντοδύναμι θέλησι τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός δέν ἔχει χέρια. «Οἱ οὐρανοί θά χαλασθοῦν καί θά χάσουν τό τωρινό τους πρόσκαιρο σχῆμα καί σύστασι. Ἐσύ ὅμως, ὁ Θεός, παραμένεις ἀμετάβλητος καί ἀναλλοίωτος. Καί ὅλος ὁ κόσμος σάν ἱμάτιο θά πωλήση καί σάν ἐξωτερικό ροῦχο, πού περιβάλλονται οἱ ἄνθρωποι, θά τόν γυρίσης καί θά τόν περιτυλίξης καί θά ἀλλάξη γινόμενος καινούργιος. Σύ ὅμως, Θεέ, εἶσαι πάντοτε ὁ ἴδιος καί τά ἔτη σου θά εἶναι ἀτελεύτητα καί δέν θά ἐκλείψουν ποτέ».
Ἀλλά καί γιά τά σημερινά μας γνωστά δεδομένα, ὅπως λέγει ἀλλοῦ ὁ Ψαλμωδός, τά χίλια δικά μας χρόνια εἶναι γιά τόν Θεό σάν μία ἡμέρα, «ἥτις διῆλθε», ἡ ὁποία ἐπέρασε, εἶναι δηλαδή σάν μία στιγμή (Ψαλμ. 89, 4). Ἤ, μποροῦμε καί ἀλλιῶς αὐτό νά τό ἐκφράσωμε, ὅτι δηλαδή παρελθόν, παρόν καί μέλλον γιά τόν Θεό εἶναι σάν ἕνα διαρκές παρόν. Βάζομε τό «σάν» γιατί ὁ Θεός ὀντολογικά εἶναι ἐκτός χρόνου.
Ὁπότε τώρα, σύμφωνα μέ αὐτά πού ἀνεφέρθησαν λίγο πιό πρίν, εἴτε ποῦμε «ἡ ἀτέλεστος αἰωνιότης τοῦ μέλλοντος αἰῶνος», εἴτε ποῦμε «ἡ ἄχρονος αἰωνιότης», εἴτε ποῦμε «ἡ ὑπέρχρονος αἰωνιότης», ὅλα αὐτά ἔχουν τελικά τό ἴδιο νόημα καί ἀποδίδουν τήν ἴδια, ἀκατανόητη βέβαια στό βάθος, κατάστασι τοῦ μέλλοντος ἀλήκτου αἰῶνος.
Βέβαια, μέ τόν παρόντα χρόνο συμβαίνουν τά ἑξῆς, τά ὁποῖα, ἐνῶ εἶναι κάπως ἀνεξήγητα, τά ζοῦμε κάθε ὥρα καί στιγμή καί τά παραδεχόμεθα ὅλοι. Διότι, μέ μία ἐντελῶς πρόχειρη ματιά, ἀπό τήν ἐμπειρία μας, μποροῦμε τόν χρόνο νά τόν διαιρέσωμε σέ τρία μέρη. Τόν χωρίζομε στό παρελθόν, τό παρόν καί τό μέλλον. Καί παρελθόν εἶναι ὁ χρόνος πού ἐπέρασε, μέλλον εἶναι ὁ χρόνος πού θά ἔλθη καί παρόν εἶναι αὐτό τό ὁποῖο ζοῦμε αὐτήν τήν στιγμή.
Ὁ χρόνος πού ἐπέρασε, τό παρελθόν, δέν ὑπάρχει πιά, στήν πραγματικότητα. Ἄρα, εἶναι σάν νά μήν ὑπάρχη ὁχρόνος τοῦ παρελθόντος, ἐπειδή δέν τόν ζοῦμε. Ὁ χρόνος πού θά ἔλθη, ἀκόμη δέν ἦλθε. Ἄρα καί αὐτός δέν ὑπάρχει ἐν ἐνεργείᾳ. Ὑπάρχει βέβαια μία θεωρητική τομή ἀνάμεσα στό παρελθόν καί τό μέλλον. Ὑπάρχει ἕνα νοητό σημεῖο πού χωρίζει τό παρελθόν ἀπό τό μέλλον. Καί αὐτό λέγεται «παρόν». Ἀλλά, κάθε στιγμή πού εἶναι ''παρόν'', ἀμέσως τί γίνεται; Ἀκαριαίως γίνεται παρελθόν καί οὐσιαστικά εἶναι σάν νά μήν ὑπάρχη οὔτε τό παρόν. Δηλαδή, πρίν καλά-καλά τό ζήσομε, ἔφυγε. Εἶναι σάν νά μήν ὑπάρχη χρόνος, ἐνῷ προφανῶς ὁ χρόνος ὑπάρχει, ἀλλά καταλαβαίνετε μέ ποιάἔννοια τό λέγομε... Γι᾽ αὐτό εἶπα ὅτι ὑπάρχει αὐτό τό παραδοξολόγημα.
Ἐπ᾽ αὐτῶν, λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος: « Ἤ οὐχί τοιοῦτος ὁ χρόνος, οὗ τό μέν παρελθόν ἠφανίσθη, τό δέ μέλλον οὔπω πάρεστι, τό δέ παρόν πρίν ἤ γνωσθῆναι διαδιδράσκει τήν αἴσθησιν;». Δηλαδή, «ἤ μήπως δέν εἶναι τέτοιος ὁ χρόνος, τοῦ ὁποίου τό παρελθόν ἐξαφανίσθηκε, τό μέλλον ἀκόμη δέν ἔχει ἔλθει καί τό παρόν, πρίν τό ζήσωμε, ἔχειἀποδράσει ἀπό τήν αἴσθησί μας;». Τί καταπληκτικό εἶναι αὐτό! Πράγματι, ἔτσι εἶναι. Τό παρελθόν ἐξαφανίσθηκε. Τό μέλλον ἀκόμη δέν ἦλθε, τό δέ παρόν, πρίν ἀκόμη γνωσθῆ, ἔχει ἀποδράσει, ἔχει φύγει ἀπό τήν αἴσθησί μας. Ὅπως λέγει ἀλλοῦ ὁ ἴδιος Πατήρ, ὥσπου νά ἀναφέρωμε τήν λέξι «παρόν» ἀπό τό π μέχρι τό ν ἔχει φύγει στήν οὐσία τό παρόν. Καταλαβαίνετε....
Φυσικά, λοιπόν, ὁ χρόνος ὑπάρχει καί εἶναι ἕνα σπουδαιότατο στοιχεῖο. Εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καί ἔχει δοθῆ γιά πολλούς βέβαια λόγους, ἀλλά ὁ πρώτιστος λόγος δέν εἶναι τόσο γιά τίς καθημερινές μας ἐργασίες, γιά τήν καθημερινότητά μας. Εἶναι γιά νά μεγιστοποιήσωμε, ἐντός τοῦ χρόνου πού μᾶς δόθηκε καί πού δέν θά μᾶς ξαναδοθῆ εἰς τόν αἰῶνα τόν ἅπαντα, τήν προσωπική αἰωνία πνευματική ἀποκατάστασι καί σωτηρία μας. Αὐτή εἶναι ἡ κατ᾽ ἐξοχήν ἀξία καί σημασία τοῦ χρόνου πού μᾶς ἔχει δοθῆ σέ αὐτήν τήν ζωή.
Εἶναι δηλαδή ὁ χρόνος δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καί ὅ,τι ὁ Θεός δημιουργεῖ τό δημιουργεῖ γιατί ὑπάρχει κάποιος σκοπός. «Χρή γάρ, ὅπως λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, καί τόπος καί χρόνος τοῖς ἐνεργοῦσι». Χρειάζονται δηλαδή σ᾽ ἐκείνους πού ἐνεργοῦν, καί ὁ χρόνος καί ὁ τόπος, ὄχι μόνον ἕνα ἀπό τά δύο αὐτά στοιχεῖα. Καί πρέπει μέ τόν χρόνο νά προαγώμεθα πνευματικά.
Τώρα, νά τονίσωμε, στό σημεῖο αὐτό, ὅτι δέν ἰσχύει ἡ λεγομένη δῆθεν «κυκλική θεώρησι τοῦ χρόνου», διότι, ὅπως προανεφέραμε, ὑπάρχει αὐτή ἡ εὐθύγραμμη πορεία τοῦ χρόνου. Μέ ἁπλᾶ λόγια, «κυκλική θεώρησι» θά πῆ ὅτι ὅλα ἐπαναλαμβάνονται, ἀρχίζουν ἀπό τήν ἀρχή. Ὅλα ξεκινοῦν δηλαδή ἐκ νέου ἀπό ἐκεῖ πού ἐτελείωσαν. Καί αὐτό δέν εἶναι κάτι τό ἁπλό. Καί βέβαια ἐξαπατοῦνται ἀπό τίς διάφορες κυκλικές τροχιές πού κάνει ἡ γῆ γύρω ἀπό τόν ἥλιο. Ἀλλά, ἐπιστημονικῶς ἀποδεικνύεται ὅτι αὐτά κάποτε θά σταματήσουν.
Ἡ κυκλική θεώρησις τοῦ χρόνου δέν εἶναι ἁπλῶς μία θεώρησις, πού εἶναι ἁπλῶς λάθος, ἀλλά εἶναι μία θεώρησις πού ὁδηγεῖ στόν μηδενισμό, ὁδηγεῖ στήν ἀπελπισία. Καταργεῖται ἡ Δευτέρα Παρουσία, καταργεῖται ὅτι ἡ ἱστορία πού ἄρχισε θά τελειώση. Ἔχει πάρα πολλές βαθειές, ὀλέθριες καί ἀμετάκλητες συνέπειες γιά τήν τόν σκοπό τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. Ὄχι μόνο γιά τήν αἰωνία, ἀλλά καί γιά τήν προσωρινή τύχη τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί, ἄν ὅλα ἐπαναλαμβάνωνται, ὅλα στηρίζονται στήν εἱμαρμένη, στήν τύχη δηλαδή κατά τό κοινῶς λεγόμενο, τί ἀξία θά ἔχη αὐτήἡ ζωή; Δέν θά τελειώση ὁ χρόνος; Ἄρα, ἀφοῦ δέν θά τελειώση ὁ χρόνος δέν θά ἔχωμε Δευτέρα Παρουσία, ἄρα γιατί νά ἀγωνισθῶ, ἄρα τί νόημα ἔχει ἡ ζωή μου; Διότι, λίγο-πολύ ὅλα τά σύγχρονα φιλοσοφικά συστήματα θεμελιώνονται σέ αὐτήν τήν θεώρησι, τήν κυκλική, περί χρόνου.
Καί αὐτός εἶναι ὁ κυριώτερος λόγος πού ἡ ἀνθρωπότης ζεῖ μέσα στήν ἀπελπισία σήμερα. Ζεῖ τό μαρτύριο αὐτό τοῦ μηδενισμοῦ. Καί ἡ ἀναρχία δέν εἶναι ἀποτέλεσμα ἁπλῶς διαφόρων σάπιων πολιτικοκοινωνικῶν συστημάτων. Βέβαια καί αὐτά συντελοῦν σέ αὐτό. Ἀλλά, ἡ ἀναρχία εἶναι ἀποτέλεσμα κυρίως αὐτῆς τῆς μηδενιστικῆς φιλοσοφικῆςἀντιλήψεως πού ὑπάρχει. Καί μία παράμετρος αὐτῆς τῆς περιρρέουσας φιλοσοφικῆς ἀντιλήψεως εἶναι αὐτή ἡ κυκλική θεώρησις, ὅπως εἴπαμε, τοῦ χρόνου. Τά πάντα νά γυρίζουν καί νά τελειώνουν στό ἴδιο σημεῖο. Βλέπει κανείς τήν ζωή, τήν ζωή του δηλαδή, χωρίς προορισμό, χωρίς νόημα. Γι᾽ αὐτό καί ἐπαναστατεῖ, ἀλλά δέν ξέρει πρός τά ποῦ νά στραφῆκαί τί τοῦ φταίει. Γι᾽ αὐτό καί οἱ ἀναρχικοί ἔχουν ''πιάσει'' τό νόημα τῆς ζωῆς, ἀλλά ἀπό τήν ἀνάποδη...
Ἡ Ἁγία Γραφή ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ χρόνος εἶναι γραμμικός. Ἑπομένως, ξεκίνησε μαζί μέ τήν Δημιουργία, βαδίζει παράλληλα μέ αὐτήν καί θά τελειώση ὅταν θά τελειώση, ἤ μᾶλλον, θά ἀλλαχθῆ ἡ Δημιουργία. Ἔχει ὁ χρόνος δηλαδή ἀρχή καί τέλος. ''Ἐκεῖνα πού ἄρχισαν μέ τόν χρόνο, μέ τόν χρόνο καί θά τελειώσουν'', τονίζουν ἀλλοῦ οἱ ἅγιοι Πατέρες. Λέγει συγκεκριμένα ὁ Μέγας Βασίλειος: «Εἰ ἀρχήν ἔχῃ χρονικήν, μή ἀμφιβάλλῃς περί τοῦ τέλους». Ἐάν ἔχη ἀρχή χρονική, νά μήν ἀμφιβάλλης καί γιά τό τέλος.
Ἔτσι λοιπόν, ξεκίνησε ἡ ἱστορία. Καί ἀφοῦ ξεκίνησε, θά τελειώση. Θά τελειώσωμε ὅλοι, καί σέ προσωπικό ἐπίπεδο, καί σέ γενικό παγκόσμιο ἐπίπεδο καί θά κριθοῦμε ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως, γιατί αὐτός εἶναι καί ὁ τελικός σκοπός βέβαια πού ἔγιναν ὅλα. Καί ὅλα αὐτά πορεύονται σέ ἕναν τελικό σκοπό πού ἔθεσε βέβαια ὁ Θεός. Θά τελειώσουν καί θά ἀρχίση κάτι ἄλλο ἀνώτερο πού δέν ὑπόκειται στήν φθορά.
Ἄλλωστε, κάτι ἀνάλογο καί φυσικά ἀκατανόητο μέ τά τωρινά δεδομένα θά συμβῆ καί ὅσον ἀφορᾶ στήν ἀνάστασι τῶν σωμάτων μας μετά τήν Δευτέρα Παρουσία. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέγει ὅτι τό νέο ἄφθαρτο σῶμα μας θά εἶναι «αὐτό καί οὐκ αὐτό». Θά εἶναι τό ἴδιο, ἀλλά ὄχι τό ἴδιο. Δηλαδή, μεταξύ ἀναστημένου σώματος καί τοῦ τωρινοῦ μας θά ὑπάρχη, καί ταυτότης, καί διαφορά, ὅπως περίπου συμβαίνει μεταξύ τοῦ κόκκου τοῦ σίτου, πού τόν φυτεύομε στήν γῆ, καί τοῦ ἐξ αὐτοῦ προερχομένου στάχυος. Ἄλλο κατά προσέγγισιν παράδειγμα εἶναι ἐκεῖνο μεταξύ γονιμοποιημένου ὠαρίου καί τοῦ τελείου ἀνθρώπου, ἀργότερα.
Δηλαδή, στήν Ἀνάστασι, ἐνῶ μέν ἡ πρώτη μας μορφή δέν θά ἐξαφανισθῆ, ὅμως δέν θά ὑπάρχουν τά αὐτά ἀκριβῶς ὑλικά στοιχεῖα τά ὁποῖα εἶχε τό σῶμα ὅταν χωρίσθηκε ἀπό τήν ψυχή καί παρεδόθη στόν τάφο, διότι θά εἶναι ἀλλαγμένα. Ὅπως λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος «οὐχί ἄλλη οὐσία σπείρεται ἐν τῷ τάφῳ, ἄλλη δέ ἐγείρεται, ἀλλ᾽ ἡ αὐτή βελτίων καί λαμπροτέρα». Θά γίνουν, λοιπόν, πλεῖστες ὅσες ἀσύλληπτες μεταβολές στό ἀνθρώπινο σῶμα.
Κλείνοντας αὐτήν τήν συναφῆ μέ τό κύριό μας θέμα παρένθεσι, λέμε ὅτι, ἐφ᾽ ὅσον τό νέο ἀνακαινισμένο καί ἄφθαρτο περιβάλλον καί ἡ νέα κατάστασις εἰς τήν ὁποία θά εὑρίσκωνται οἱ ἀναστημένοι ἄνθρωποι θά εἶναι ξένα πρός τήν παχυλότητα τοῦ παρόντος κόσμου, καθίσταται αὐτονόητον ὅτι τά νέα μας σώματα πρέπει νά εἶναι τέτοια, ὥστε νά προσαρμόζωνται καί νά ἐναρμονίζωνται πλήρως πρός τό νέο περιβάλλον. Ὅπως λένε οἱ ἑρμηνευταί, θά εἶναι ὅπως τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ, ἐλεύθερο ἐπί παραδείγματι τῶν περιορισμῶν τῆς ἀποστάσεως, τῆς βαρύτητος, καί παντός ὅ,τι καθιστᾶ τό σημερινό μας σῶμα δυσμετακίνητο, βαρύ, παχύ, θνητό, κλπ. Πάντως, θά εἶναι σῶμα καί θά διακρίνεται σαφεστάτως τῆς ἀνθρωπίνης μας ψυχῆς, ἡ ὁποία θά ἐνδυθῆ, ὡς οἰκητήριο ἐξ οὐρανοῦ, τοῦτο ἐκ νέου. Καί ὅλα αὐτά θά λαμβάνουν χώρα στά νέα δεδομένα τοῦ χρόνου πού προανεφέραμε. Αἰωνίως δηλαδή, ἀλήκτως, ἀχρόνως-ὑπερχρόνως.
Γιά τόν Θεό εἶναι ἀδιάφορο ἄν ὑπάρχη κόσμος ἤ ὄχι. Μέ αὐτό φυσικά δέν ἐννοοῦμε ἄν ἐνδιαφέρεται ὁ Θεός γιά τόν κόσμο. Προφανῶς καί ἐνδιαφέρεται ἄπειρα, ἀφοῦ ἐξ αἰτίας τῆς ἀγάπης Του ἐνηνθρώπισε, κλπ. Ὀντολογικά ὅμως, ὡς πρός τήν ἐσωτερική Του ὕπαρξι καί τήν εὐτυχία εἶναι ἀδιάφορο ἄν ὑπάρχη ἤ ἄν δέν ὑπάρχη κόσμος. Οὔτε, τοῦ Θεοῦ, τοῦ προστίθεται δόξα ἤ εὐτυχία ἤ κάτι πού τοῦ ἔλειπε πρίν καί τώρα μέ τήν δημιουργία τοῦ κόσμου δέν τοῦ λείπει, οὔτε καί τοῦ ἀφαιρεῖται κάτι.
Ὁ Θεός δημιουργεῖ μόνον λόγῳ τοῦ ἀπείρου πλούτου τῆς ἀγαθότητός Του. Ἄλλωστε, ἀπό τό ἄπειρον τοῦ Θεοῦ, ἄν προσθαφαιρέσωμε ὁ,τιδήποτε πεπερασμένο - κόσμο, Δημιουργία, κλπ. -, τό ἄπειρο παραμένει πάλι ἄπειρο. Τό ἄπειρο δέν γίνεται πτωχότερο ἤ πλουσιώτερο. Δέν παθαίνει καμμία μεταβολή ὀντολογική. Ὅλα περνοῦν ἀπαρατήρητα, μέ τήν ἔννοια δηλαδή τῆς ἀναγκαιότητος.
Ἐνῶ ὁ Θεός χαίρεται φυσικά καί διψᾶ τήν σωτηρία μας, χαίρεται γιά τήν πρόοδό μας, στήν οὐσία ὅμως δέν ἔχει καμμία ἀνάγκη αὐτῆς τῆς χαρᾶς. Δέν τοῦ προστίθεται εὐτυχία στήν εὐτυχία. Δέν τοῦ προστίθεται τίποτε. Γιατί ἄν τοῦ προσετίθετο κάτι, θά ἐσήμαινε ὅτι πιό πρίν κάτι τοῦ ἔλειπε, ἄρα δέν ἦτο τέλειος, ὅπερ ἄτοπον.
Ὁ Θεός, ἐπειδή εἶναι ὑπερτέλειος, οὔτε βελτιώνεται, οὔτε γίνεται καλύτερος ἀπ᾽ ὅ,τι εἶναι, καί ἀντίστροφα. Δένἔχει ἀνάγκη ὁ Θεός ἀπό τίποτε. Εἶναι ἀνενδεής. Ὅπως λέγεται, ἐπί τό θεολογικώτερον ἐν προκειμένῳ γιά τήν Δημιουργία, ὁ κόσμος καί πᾶν τό κτιστόν, λογικόν καί μή λογικόν, δέν εἰσάγεται στήν ἐνδοτριαδολογική ζωή τῆς μιᾶς Θεότητος ὡς συνπροσδιοριστική ἀρχή. Ἡ «ἰδέα» τοῦ κόσμου καί ὅλο τό θεῖο σχέδιο, ἡ περί τοῦ κόσμου θεία δηλαδή βουλή, εἶναι βεβαίως αἰωνία, ἤ μᾶλλον προαιωνία καί ἄναρχη, ἀφοῦ «πᾶν τό θεῖον ἀεί ὡσαύτως ἔχει», πάντοτε δηλαδή εἶναι τό ἴδιο. «Ἀεί ἔχει ὡσαύτως», ὅπως ἐπί παραδείγματι στόν Εὐαγγελισμό λέγει ὁ Ἀρχάγγελος: «Βουλήν προαιώνιον ἀποκαλύπτων Σοι κόρη, κλπ.» Βουλήν προαιώνιον, ἄναρχη δηλαδή, αἰώνια, κλπ.
Παρά ταῦτα, δέν εἶναι ἡ ἰδέα τοῦ κόσμου καί ὅλο τό θεῖο σχέδιο ἐξ ὁλοκλήρου συναιώνια καί συναΐδια μέ τό εἶναι τοῦ Θεοῦ, ἐφ᾽ ὅσον τό θεῖο σχέδιο, κλπ. εἶναι ἐκδήλωσις τῆς βουλήσεώς Του καί ὄχι τῆς αὐτοσυνειδησίας Του. Σύμφωνα μέ τήν πατερική σκέψι, ἡ τριαδικότης «προηγεῖται» τῆς θελήσεως καί βουλῆς τοῦ Θεοῦ, ἐφ᾽ ὅσον ἡ θεία θέλησις εἶναι ''μία'', κοινή καί ἀδιαίρετος δι᾽ ὅλην τήν Ἁγίαν Τριάδα ἐνέργεια, ὅπως βέβαια καί ὅλες οἱ ὑπόλοιπες θεῖες ἐνέργειες.
Ὅπως λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος «δεύτερον ἐστί τό δημιουργεῖν τοῦ γεννᾶν τόν Θεόν», διότι «τό ἐκ φύσεως» εἶναι «πολλῷ πρότερον», «ὑπέρκειται τῆς βουλήσεως». Αὐτά, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος τά λέγει κατά Ἀρειανῶν. Καί ἐννοεῖται, ὅτι ἡ ἰδέα τοῦ Θεοῦ περί παντός κτιστοῦ δέν εἶναι ἡ ἰδία ἡ κτίσις, δέν εἶναι ἡ οὐσία τῆς κτίσεως. Ἡ κτίσις εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἰδέας τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀναλλοίωτη, ἁπλῆ, προαιώνια, ἄναρχη θεία ἰδέα εἶναι πάντοτε ἔξω ἀπό τόν χωροχρόνο, ἐκτός τοῦ κτιστοῦ κόσμου. Ὅπως καί ἡ μετάβασις ἀπό τό θεϊκό ἐννόημα - ἀπό τήν ''θεϊκή σύλληψι'' - εἰς τό ἔργον, εἰς τήν ἐκτέλεσι δηλαδή, εἰς τό ἀποτέλεσμα τοῦ τριαδολογικοῦ ἐννοήματος, δέν εἶναι μία πορεία ἐντός τῆς θείας ἰδέας, ἀλλά εἶναι μία ἐμφάνισις καινούργια, ἐξωτερική, ''ἐξωθεϊκή'', πού εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τήν δημιουργία παντός κτιστοῦ, λογικοῦ καί ἀλόγου. Δηλαδή, ἀνθρώπων, ἀγγέλων καί ὅλης τῆς κτίσεως. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ δέν ἔχει καμμία σχέσι μέ ὁ,τιδήποτε κτιστό, παραμένουσα παντελῶς ὑπεράγνωστος.
Ἡ ἐνδοθεϊκή ζωή χωρίζεται ἀπείρως ἀπό τήν κτίσι μέ ''Φῶς ἀπρόσιτον''. Ὅπως λέμε, ὁ Θεός εἶναι «ὁ μόνος οἰκῶν φῶς ἀπρόσιτον». Λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος «τά ποιήματα - τά δημιουργήματα δηλαδή - εἶναι μέν ἐνδεικτικά τῆς δυνάμεως καί τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, ἀλλ᾽ ὄχι καί τῆς οὐσίας Του». Ὅταν λέμε ''ἐνδεικτικά'' σημαίνει ὅτι ἀποκαλύπτουν, παρά τό ἀσύλληπτο μεγαλεῖο τους, πεπερασμένο μόνο μέρος τῆς ἄπειρης σοφίας τοῦ Θεοῦ. Μόνον πού ἡ πεπερασμένη αὐτή ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ ἐν τοῖς κτίσμασι εἶναι γιά κάθε ἀνθρώπινο νοῦ, στό βάθος της, ἐντελῶς ἀπρόσιτη. Ξεπερνᾶ τήν ἀνθρωπίνη δυνατότητα. Κι ὅπως λέγει ὁ ἴδιος Πατήρ «αἱ μέν ἐνέργειαι Αὐτοῦ - τοῦ Θεοῦ δηλαδή - ποικίλαι, ἡ δέ οὐσία Αὐτοῦ ἁπλῆ». Λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ὅσα λέγομε περί Θεοῦ δέν δείχνουν τήν θείαν φύσιν, ἀλλά ''τά περί αὐτήν'', τίς ἐνέργειές Της δηλαδή. Ὅλα αὐτά βέβαια δέν σημαίνουν ὅτι ὑπάρχει διαίρεσις - ἄπαγε - ἤ χωρισμός τοῦ Θεοῦ σέ οὐσία καί ἐνέργεια.
Λέγει ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: «Ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ προέρχεται, ''προΐησι'' ἀπό τήν οὐσία Του, ἀλλά καί ''προϊοῦσα'' δέν χωρίζεται ἀπό αὐτήν. Ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἡ ἴδια ἡ οὐσία Του, ἀλλά οὔτε καί ἕνα ''συμβεβηκός'' Της. Εἶναι ἀναλλοίωτος καί συναΐδιος μέ τόν Θεόν. Προϋπάρχει τῆς κτίσεως. Καί ἀποκαλύπτει τήν περί αὐτῆς δημιουργόν θέλησιν τοῦ Θεοῦ».
Ἀλλά, ἄς ἀφήσωμε τά ἀνεξάντλητα καί κάπως δυσνόητα θεολογικά μηνύματα τά ἀπορρέοντα ἀπό τήν ἀποκάλυψι τοῦ Θεοῦ καί ἄς μιλήσωμε πιό βιωματικά, πρακτικά, καί νά τονίσωμε ὅτι τό πιό σημαντικό γιά μᾶς τώρα εἶναι ὅτι, ἐάν πραγματικά τό ἐπιθυμοῦμε, ἐάν Τοῦ τό ἐπιτρέψωμε, ὁ ἄχρονος καί ἀκατάληπτος Θεός μπορεῖ νά μᾶς συναντήση.
Λέγει ἡ Ἀποκάλυψις: «Ἰδοὺ ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξῃ τὴν θύραν, καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτὸν καὶ δειπνήσω μετ' αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ' ἐμοῦ» (Ἀποκ. Γ´, 20). Μπορεῖ ὁ Θεός νά μᾶς συναντήση ὁποιαδήποτε χρονική στιγμή τῆς ζωῆς μας. Αὐτό εἶναι τό ζητούμενο καί τό εὐκταῖο.
Δέν θά πρέπη νά μᾶς ἐνδιαφέρη δηλαδή ἡ σχολαστική μέτρησις τοῦ χρόνου, πού πάντα εἶναι συμβατική καί μήἀκριβής, ἀλλά ἡ μεταμόρφωσις τοῦ χρόνου, τό πῶς δηλαδή ἕνας Ὀρθόδοξος Χριστιανός μπορεῖ ἐν χρόνῳ νά βιώση τό αἰώνιο, τό ἄχρονο. Πῶς δηλαδή μέ τήν ἀποκάλυψι τοῦ Θεοῦ στούς ἀξίους, μέ τήν εἴσοδο στόν «συμπεπυκνωμένο χρόνο» τῆς Θείας Λειτουργίας καί στόν λεγόμενο ''λειτουργικό χρόνο'', ἐμπειρικά καί ὀντολογικά πλέον ἡ χρονική μας ὕπαρξις εἰσάγεται, συν-κρᾶται, σέ ἄλλες διαστάσεις, ὅταν ἐναγκαλίζεται καί συνουσιάζεται μέ τήν ἄκτιστη Θείαἐνέργεια, πού δέν ἔχει βέβαια οὔτε χρονική ἀρχή, οὔτε τέλος. Θά πρέπη πρακτικά νά μᾶς ἐνδιαφέρη μόνον ἡ ἐν χρόνῳ προσωπική μας μεταμόρφωσις καί συνάντησις μέ τόν αἰώνιο καί ἄχρονο Θεό, ὁ ὁποῖος διά τοῦτο ἐσαρκώθη γιά νά γίνωμε ἐμεῖς θεοί κατά Χάριν καί ἐπέρασε καί εἰσήχθη σαρκί θεληματικῶς μέσα στήν ἀνθρώπινη ταλαίπωρη ἱστορία μας.
Οἱ χρονολογίες ἀσφαλῶς μπορεῖ νά θεωρηθοῦν συμβολικές, συμβατικές. Ἄλλωστε καί οἱ χριστιανικές ἑορτές εἶναι μέν σημαντικώτατες, ἀλλά στήν οὐσία εἶναι ἁπλῶς βοηθητικοί χρονικοί σταθμοί πού μᾶς βοηθοῦν στήν κατά Χριστόν προκοπή μας, ἐφ᾽ ὅσον διά μέσου αὐτῶν οἰκειοποιούμεθα τά διάφορα γεγονότα πρός δική μας προσωπική πνευματική ἀναγέννησι. Αὐτός ἄλλωστε εἶναι καί ὁ σκοπός των.
Γι᾽ αὐτό καί ὅσοι πολεμοῦν καί προσπαθοῦν νά περιθωριοποιήσουν καί εἰ δυνατόν νά ἐξαφανίσουν τίς χριστιανικές ἑορτές μέ διάφορες ὡραῖες δικαιολογίες, στήν οὐσία εἶναι θεομάχοι, εἶναι ὄργανα, εἴτε ἐν ἐπιγνώσει, εἴτε ἐν ἀγνοίᾳ, τοῦ Διαβόλου.
Ἀποκορύφωμα δέ ὅλων αὐτῶν εἶναι ἡ προσπάθειά τους νά καταργήσουν τήν ἀργία τῆς Κυριακῆς. Αἶσχος καί ντροπή! Τί νά ποῦμε; Τά ξέρετε, τά ἔχομε πῆ καί ἄλλες φορές. Εἶναι πάρα πολύ προφανῆ. Εἶναι προφανές, ὅτι πλέον ἔχουν πέσει καί οἱ τελευταῖες μάσκες. Θά εἴμαστε ἀναπολόγητοι, ἐάν προφανῶς δέν ἀντιδράσωμε. Καί νά ἀντιδράσωμε φυσικά δυναμικά, ἀλλά καί κατά Θεόν.
Πιστεύω, καταλαβαίνετε τώρα τήν σημασία καί τίς συνέπειες ὅλων αὐτῶν, πόσο μᾶς ὠφελοῦν οἱ χριστιανικές ἑορτές καί ἀργίες. Καί εἶναι ἀργίες ὄχι γιά νά πηγαίνωμε ἐκδρομές ἤ νά ἔχωμε τήν ἁμαρτωλή ψυχαγωγία, ἀλλά γιά νά προαγώμεθα πνευματικά, νά ἔχωμε δηλαδή τήν χριστιανική ψυχαγωγία, πού θά πῆ ἀγωγή καί πρόοδος τῆς ψυχῆς μας.
Αὐτό πού θέλω τώρα νά σᾶς ἐπισημάνω εἶναι ὁ προαναφερθείς λειτουργικός χρόνος, ὁ ὁποῖος καθιστᾶ τά πάντα - παρελθόν, παρόν καί μέλλον - ἕνα ἀδιάκοπο παρόν, ἕνα αἰώνιο «σήμερον».
Ὅταν λέμε «σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου», δέν τό λέμε τυχαῖα, δέν λέγεται ποιητικῇ ἀδείᾳ, οὔτε εἶναι ἕνα καλολογικό στοιχεῖο. Ἔχει τό νοήμά του. Ὅταν λέμε «σήμερον ὁ Δεσπότης κλίνει τόν αὐχένα χειρί τῇ τοῦ Προδρόμου» στά Θεοφάνεια, ἤ τήν Πεντηκοστή, ὅταν ψάλλωμε «παράδοξα σήμερον εἶδον τά ἔθνη πάντα ἐν πόλει Δαυΐδ», καί πολλές ἄλλες φορές λέμε αὐτό τό «σήμερον». Ὅπως λέμε «σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τό κεφάλαιον». Πότε τελικά κατά ἀλήθειαν ἰσχύει αὐτό τό «σήμερον»; Καί πῶς εἶναι δυνατόν νά ἰσχύη, ἐφ᾽ ὅσον τό ἐπαναλαμβάνωμε κάθε χρόνο καί πολλές φορές τόν χρόνο γιά κάποιες ἑορτές;
Αὐτά τά ἐπεξηγεῖ ὁ μακαριστός ἀρχιμανδρίτης π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος ὡς ἑξῆς:
«Πάντοτε καί διά πάντα. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι δούλη εἰς τόν ρέοντα ὑλικόν χρόνον, καίτοι κινεῖται ἐντός αὐτοῦ,ὅπως καί ἐντός τοῦ ὑλικοῦ χώρου. Ἡ Ἐκκλησία, οὖσα προθάλαμος καί πρόγευσις τῆς αἰωνιότητος, ζεῖ ἕναν ἄχρονο χρόνο, ἕν διηνεκές σήμερον, ἕν ἀδιάλειπτον καί σταθερόν καί ἀμετακίνητον παρόν. Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζουσα τά διάφορα γεγονότα τῆς ἐπί γῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου - Γέννησις, Θεοφάνεια, κλπ. - δέν πράττει τοῦτο πρός ἁπλῆν ἀνάμνησιν ἐν τῇ ψυχολογικῇ ἐννοίᾳ τοῦ ὅρου, ἀλλά βιοῖ μυστικῶς αὐτά τά ἑορταζόμενα γεγονότα. Ὅπως λέμε «χθές συνεθαπτόμην σοι Χριστέ, συνεγείρομαι σήμερον ἀναστάντι σοι», ψάλλει πᾶν μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ἀκριβῶς διότι δέν ἀναμιμνήσκεται ἁπλῶς τά γεγονότα αὐτά, ἀλλά συμμετέχει μυστικῶς εἰς τό Πάθος καί εἰς τήν Ἀνάστασιν τοῦ Σωτῆρος». Τά οἰκειοποιεῖται πλήρως. Ὅπως λέμε «ἀναζωγραφοῦμε τά ὑστερήματα τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ».
Καί συνεχίζει ὁ π. Ἐπιφάνιος: «Ἐν τῷ οὐρανῷ, οὔτε χρόνος ὑπάρχει, οὔτε ἡμερονύκτιον, οὔτε ἑορταί καί πανηγύρεις πρός τιμήν τούτου καί ἐκείνου τοῦ γεγονότος ἤ τοῦ δεῖνος Ἁγίου, ἀλλά μόνον μία καί μοναδική ἑορτή καί πανήγυρις μηδέποτε διακοπτομένη καί μηδέποτε λαμβάνουσα πέρας. Ἐν τῷ λειτουργικῷ χρόνῳ τῆς Ἐκκλησίας τά πάντα, καί τά πρῶτα, καί τά ἔσχατα, εἶναι «σήμερον»». Ἄλλωστε, στήν Θεία Λειτουργία, πρίν ἀπό τό «τά σά ἐκ τῶν σῶν», τί λέμε; «Μεμνημένοι τῆς Δευτέρας Παρουσίας....». Θυμόμαστε κάτι πού ἀκόμη δέν ἔχει λάβει χώρα, δηλαδή.
Αὐτό λοιπόν πού μᾶς ὠφελεῖ εἶναι ὅτι κάθε ὥρα καί στιγμή πρέπει ὅλοι μας νά βάζωμε νέα ἀρχή μετανοίας. Ὅταν ὁ Διάβολος μᾶς λέγη «αὔριο, ἀργότερα μετανόησε», ἐμεῖς νά λέμε, στόν σατανικό αὐτόν λογισμό, «σήμερα, τώρα, αὐτήν τήν στιγμή, μετανοῶ - γιατί τό τώρα ὁρίζω, τό αὔριο δέν τό ὁρίζω - καί αὔριο ἄς γίνη τό θέλημα τοῦ Θεοῦ». Διότι, ἡ ἀναβολή εἶναι ματαίωσις, ἡ δέ ματαίωσις καταστροφή. Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος: «Ὅποιος ἀναβάλλει τά ἔργα τῆς μετανοίας, πορεύεται μετά πονηρίας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ». Τό ὀλιγώτερο πού μποροῦμε νά ποῦμε εἶναι ὅτι εἶναι ἄγνωστο τό μέλλον, ὁ χρόνος τοῦ θανάτου μας, κλπ. Ἄλλωστε, πάμπολλα εἶναι τά γνωστά παραδείγματα. Ὡς γνωστόν ὁ Θεός «οὐ μυκτηρίζεται». Ὁ Θεός δηλαδή δέν ἐμπαίζεται. Ἄλλο τό νά μή ξέρης καί νά σέ φωτίση ὁ Θεός νά μετανοήσης, καί ἄλλο νά τό κάνης ἐν ἐπιγνώσει καί νά ἀναβάλλης συνεχῶς. Κάποτε ἐξαντλεῖται ὁ χρόνος πού σοῦδίδει ὁ Θεός.
Λένε οἱ κοσμικοί ἄνθρωποι «ὁ χρόνος εἶναι χρῆμα». Ἐμεῖς, ὅμως, ἀπερίφραστα διαλαλοῦμε ὅτι ὁ χρόνος εἶναι «κρῖμα». Εἶναι κρῖμα, ὄχι χρῆμα. Ἐάν τό θέλετε, εἶναι πνευματικό χρῆμα. Εἶναι δηλαδή πολύτιμος. Κάθε στιγμή τοῦ χρόνου ἔχει τήν μοναδικωτάτη της ἀξία, διότι ἐάν τήν χρησιμοποιήσωμε δεόντως, αὐξάνει μέσα μας ἡ θεογνωσία. Ὅ,τι δέν ἀντέχει στήν αἰωνιότητα εἶναι ἁμαρτία. Ὅ,τι ὅμως ὠφελεῖ στήν αἰωνιότητα, αὐτό εἶναι ἀρετή.
Ἡ ἀξία τοῦ χρόνου αὐτῆς τῆς ζωῆς εἶναι ὅτι ἀπό τό πῶς θά χρησιμοποιήσωμε τήν κάθε ὥρα καί στιγμή αὐτῆς τῆς ζωῆς ἐξαρτᾶται ἡ μέλλουσα ὑπέρχρονη ἀποκατάστασί μας.
Ἄλλωστε, ''ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Πατρός πολλαί μοναί εἰσίν''. Καί ''ἀστήρ ἀστέρος διαφέρει ἐν δόξῃ''. Ὅσο καθαρωτέρα ἔχει κάποιος τήν ψυχή του, τόσο καί καθαρώτερον τόν Θεόν ὄψεται καί τοσοῦτον λαμπρότερον τήν αἰώνιον Αὐτοῦδόξα θά ἀντανακλᾶ. Διότι, ἐντός τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ «οὐ πάντες τῶν αὐτῶν ἀπολαύσονται». Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, ἀλλά εἶναι καί δικαιοσύνη. Θά διαφέρουν δηλαδή τά πνευματικά ''πηγαδάκια'' στά ὁποῖα θά ἀνήκουν οἱ σεσωσμένοι,ἀνάλογα μέ τήν ἐδῶ καθαρότητα πού ἀπέκτησαν.
Μέ βάσι λοιπόν τά προαναφερθέντα θεολογικά καί πνευματικά πλαίσια, εὔχομαι σέ ὅλους σας καλή καί καρποφόρα νέα ἐκκλησιαστική χρονιά «ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι» (Ἐφεσ. Ε´, 16). Καί νά μή προφασιζώμεθα διάφορες δικαιολογίες ἀμετανοησίας, διότι οἱ ἄνθρωποι δυστυχῶς τίς πιό πολλές φορές εἶναι δυστυχισμένοι, διότι ''κολλοῦν'' στό παρελθόν πού τό κουβαλοῦν μαζί τους. Δέν ἀναφερόμεθα στίς προλήψεις τοῦ παρελθόντος πού χωρίς τήν θέλησί μας συνεχίζουν νά μᾶς βασανίζουν, ἀλλά σέ πράγματα πού ἐνῷ ἔχουν ἐκλείψει καί δέν μᾶς ἐπηρεάζουν σήμερα, ἐμεῖς, παρά ταῦτα, συνεχῶς τά ἐνθυμούμεθα καί τά ἀνατροφοδοτοῦμε μέσα μας σάν νά συμβαίνουν καί τώρα. Ἔτσι, τά διάφορα πάσης φύσεως τραύματα τοῦ παρελθόντος συντηροῦνται καί παραμένουν.
Ἄλλωστε, λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἕν δέ, τά μέν ὀπίσω ἐπιλανθανόμενος τοῖς δέ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος κατά σκοπόν διώκω ἐπί τό βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Φιλιπ. Γ´, 14). Σέ ἐλεύθερη μετάφρασι: «Ἀλλ᾽ ἕνα πρᾶγμα κάνω, δι᾽ ἕνα φροντίζω, λησμονῶ μέν ὅσα ἔγιναν εἰς τό παρελθόν, πού τά ἔχω ἀφήσει ὀπίσω μου, ἁπλώνομαι δέ διαρκῶς καί σπεύδω πρός ἐκεῖνα πού εἶναι ἐμπρός μου καί πού μένουν ἀκόμη ἀνεκτέλεστα - καί πρέπει δηλαδή νά τά ἐφαρμόσω, καί πρέπει νά τά ἐκτελέσω - κι ἔτσι προχωρῶ κατ᾽ εὐθεῖαν πρός τόν ἐπιδιωκόμενο σκοπό καί τρέχω βιαστικά γιά νά λάβω τό βραβεῖο, τό ὁποῖο μᾶς ἐπιφυλάσσει ἡ πρόσκλησις πρός τόν οὐρανόν ἐπάνω, ὅπου μᾶς καλεῖ ὁ Θεός διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Εὔχομαι, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, σέ ὅλους μας, καλή μετάνοια, καί τώρα καί πάντοτε καί ὡς τό τέλος τῆς πρόσκαιρης ζωῆς μας, διότι τά ἔργα τῆς μετανοίας ποτέ δέν τελειώνουν.
Καλή Χρονιά μέ κατά Χριστόν πρόοδο!
(Ἑσπερινή ὁμιλία εἰς τήν Ἱεράν Μονήν Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος 31-8-2013)
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Aν ξεφυλλίσουμε τον ημεροδείκτη μας και φθάσουμε στην 1η Σεπτεμβρίου, θα δούμε να σημειώνεται: «Aρχή Ινδίκτου». Πολλοί ίσως, διαβάζοντας τη φράση αυτή, να διερωτώνται: Tι σημαίνουν τα λόγια αυτά και τι είναι η Ίνδικτος;
Η λέξη Ίνδικτος είναι λατινική ελληνοποιημένη και σημαίνει ορισμός, διάγγελμα, πού εκδιδόταν από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες, με σκοπό να καθορίζουν το ύψος των φόρων επί της παραγωγής της γης, που θα έπρεπε να πληρώσουν οι υπήκοοι της Ρώμης για τη συντήρηση του στρατού. Το διάγγελμα αυτό ίσχυε για δεκαπέντε χρόνια και τούτο, γιατί κάθε δεκαπέντε χρόνια απολύονταν οι παλαιοί στρατιώτες και κατατάσσονταν οι νέοι. Να σημειωθεί ότι το ύψος των σχετικών φόρων καθοριζόταν από τη νέα δύναμη του στρατού για την επόμενη δεκαπενταετία.
Με την πάροδο του χρόνου η λέξη Ίνδικτος έπαψε να σημαίνει μόνο διάγγελμα, αλλά σήμαινε και το διάστημα των δεκαπέντε ετών. Έτσι άρχισαν να μετρούν το χρόνο σε Iνδίκτους (πρώτη Ίνδικτος, δεύτερη Ίνδικτος κ.ο.κ.).
Πρώτος ο Μ. Κωνσταντίνος όρισε ως επίσημη μέτρηση του χρόνου (το 312 ή 313 μ.Χ.) την Ίνδικτο, πού άρχιζε την 1η Σεπτεμβρίου, εποχή που είχε τελειώσει η συγκομιδή των καρπών της γης. Η μέτρηση αυτή του χρόνου ονομάστηκε, από το όνομα του Κωνσταντίνου, Κωνσταντίνειος Iνδικτιών και Ελληνική.
Η Εκκλησία υιοθέτησε αυτό το σύστημα μέτρησης του χρόνου και μετρούσε τα έτη με τίς Ινδικτιώνες. Έτσι το Εκκλησιαστικό έτος άρχιζε την 1η Σεπτεμβρίου με Πατριαρχική Θεία Λειτουργία και ιδιαίτερη Iερά Παράκληση, ώστε να ευλογήσει ο Θεός τον καινούριο χρόνο.
Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ιουστινιανός ο Α΄ το 537 εισήγαγε τη μέτρηση κατά Ινδικτιώνες στα κρατικά έγγραφα και στίς δικαστικές αποφάσεις. Έλεγαν δηλαδή 1ο έτος της τάδε Ινδικτιώνος, 2ο έτος της τάδε Ινδικτι‘νος κ.ο.κ.
Με τον καιρό ορίστηκαν δύο είδη Ινδίκτου, η Καισαρική, δηλαδή η παλαιά ρωμαϊκή πού άρχιζε την 1η Σεπτεμβρίου και την οποία συνέχισε τό Βυζάντιο, και η Παπική, που άρχιζε στίς 25 Δεκεμβρίου και αργότερα την 1η Ιανουαρίου.
Στη Δύση σιγά-σιγά επικράτησε ως αρχή του νέου έτους η 1η Ιανουαρίου, ενώ στην Aνατολή είχε παραμείνει η 1η Σεπτεμβρίου. Αυτός είναι και ο λόγος που η πρώτη Σεπτεμβρίου παρέμεινε μέχρι και σήμερα η αρχή του Εκκλησιαστικού έτους, μετά την καθιέρωση για όλους ως αρχής του πολιτικού έτους της 1ης Ιανουαρίου. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η Εκκλησία μας όρισε την ημέρα αυτή να αναγινώσκεται στους Ιερούς Ναούς η περικοπή από το Ευαγγέλιο του Λουκά, που αναφέρει το πρώτο κήρυγμα του Χριστού στη συναγωγή της Ναζαρέτ (Λουκ. 4, 16-18).
Οι Ινδικτιώνες μετριούνται από τη Γέννηση του Χριστού. Επειδή, όμως, η χρονολογία από της του Χριστού Γεννήσεως υστερεί κατά τρία έτη, για να βρούμε, παραδείγματος χάριν, την Ίνδικτο του 2004, προσθέτουμε 3 έτη και διαιρούμε δια του 15. Δηλαδή 2004 + 3= 2007 : 15 = 133 και υπόλοιπο 12 που σημαίνει ότι βρισκόμαστε στο 12ο έτος της 133ης Ινδίκτου (από την 1η Σεπτεμβρίου).
Απολυτίκιο. Ήχος β'.
Ό πάσης Δημιουργός της κτίσεως, ο καιρούς και χρόνους εν τη Ίδία εξουσία θέμενος, ευλόγησαν τον στέφανον, του ενιαυτού της χρηστότητας σου, Κύριε, φυλάττων εν ειρήνη τους βασιλείς και την πάλιν σου, πρεσβείαις της Θεοτόκου, μόνε Φιλάνθρωπε.
Πηγή: Ακτίνες
Σωματεῖον
«ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΤΑΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ»
Ἕδρα: MOYΣΩΝ 14, 15452 ΨΥΧΙΚΟΝ
Τηλ. 0030 2103254321-2, fax 210-3236978
e-mail: fot_gram@otenet.gr ἱστοσελίς: www.fotgrammi.gr
Ἀριθ. Ἀποφ. Πρωτοδικείου Ἀθηνῶν 3079/2008
ΑΦΜ 998406487 ΔΟΥ Ψυχικοῦ
Ὁ ἀείμνηστος Νικόλαος Σωτηρόπουλος (+ 28.8.2014) ὁμιλῶν τὴν 23.1.2008 γιὰ τὸν Γέροντά του Αὐγουστῖνο, καθὼς παρελάμβανε τὶς τιμητικὲς διακρίσεις αὐτοῦ.
(28.8.2014)
Ἐπέρασαν τέσσερα (4) ἔτη ἀπὸ τὴν ἐκδημία τοῦ εἰς πάντα διαπρέψαντος μεγάλου θρησκευτικοῦ καὶ ἐθνικοῦ ἡγέτου, θρυλικοῦ Αὐγουστίνου Καντιώτη, χωρὶς πλέον νὰ ὑπάρχῃ οὐσιαστικὴ ἀντίστασις καὶ τὸ κακὸ νὰ καλπάζῃ δυστυχῶς μὲ γεωμετρικὴ πρόοδο.
1. Γιὰ τὴν εἰς Κύριον ἐκδήμησι τοῦ θρυλικοῦ Γέροντος Αὐγουστίνου ἐγράψαμε εἰς τὴν «Φωτεινὴ Γραμμή» 44ο τεῦχος (Ἰούλιος - Αὔγουστος - Σεπτέμβριος 2010), σελὶς 1 – 9, εἰς τὸ ἄρθρον μας: Μὲ τὴν ἐκδημίαν τοῦ πατρὸς Αὐγουστίνου (Καντιώτου) πρώην Μητροπολίτου Φλωρίνης ἐπτώχευσαν ἡ Ἐκκλησία καὶ τὸ Ἔθνος.
2. Ὡς γνωστόν, τὴν 23ην Ἰανουαρίου 2008, οἱ φορεῖς μας τὸν ἐβράβευσαν ἐν ζωῇ, ( «Φωτεινὴ Γραμμή» τεῦχος 44, σελίδα 8 τὸ κείμενον τῆς τιμητικῆς διακρίσεως καθὼς ἐπίσης καὶ εἰς τὸ τεῦχος 37, σελὶδα 124 τοὺς λόγους διὰ τοὺς ὁποίους ἐβραβεύθη).
Εἴμεθα εὐτυχεῖς, διότι ἐβραβεύσαμε καὶ αὐτὸν τὸν ἀκραιφνῆ θρησκευτικὸ καὶ ἐθνικὸ ἡγέτη.
3. Εἰς μνήμην του, τὴν ἡμέρα τοῦ μνημοσύνου τῆς 28.08.2013 ἐτυπώσαμε καὶ 8σέλιδο ἔντυπο
4. Ἐπ΄εὐκαιρίᾳ τῆς σημερινῆς μνήμης του ἀναφέρομε τὰ παρόντα καὶ εὐχόμεθα ὅλοι μας νὰ ἐφαρμόσωμε τὸ τοῦ ἱεροῦ Βασιλείου: «ἑορτὴ ἁγίου, μίμησις ἁγίου» καὶ εἰς αἰώνιο μνημοσύνο αὐτοῦ, μὲ τὴν εὐχὴ ὁ Θεὸς νὰ μᾶς φωτίζῃ νὰ μιμούμεθα τὸν θρυλικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο γέροντα Αὐγουστῖνο.
Ὄχι μόνον νὰ μὴ συμπλέομε μὲ τὸ σύγχρονο ρεῦμα τοῦ οἰκουμενισμοῦ καὶ λοιπῶν σατανικῶν κινήσεων, ὅπως οἱ φελλοί, τὰ σκουπίδια, τὰ πτώματα καὶ περιττώματα, ἀλλὰ νὰ ἔχωμε θάρρος καὶ παρρησία καὶ τὴν ἀπαιτουμένη ρωμαλεότητα καὶ νὰ πηγαίνωμε ἐνάντια καὶ ἀντίθετως πρὸς τὸ ρεῦμα τῆς ἐποχῆς.
5. Ἐὰν ἔζη καὶ εἶχε ἀκμαῖες τὶς δυνάμεις του ὁ θρυλικὸς Γέρων Αὐγουστίνος, θὰ κατετρόπωνε τοὺς νοητοὺς αἱμοδιψεῖς λύκους τοῦ παπισμοῦ, τοῦ προτεσταντισμοῦ, τοῦ οἰκουμενισμοῦ, τοῦ συνονθυλεύματος τοῦ παγκοσμίου συμβουλίου ἐκκλησιῶν, τοῦ μασωνισμοῦ, τοῦ σιωνισμοῦ καὶ τὶς λαίλαπες τῶν ἐπιδρομῶν ἀλλοφύλων καὶ θὰ ἠγωνίζετο ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς Ἑλλάδος, διὰ νὰ μὴ «ἁλωνίζουν» καὶ μᾶς ἁλώνουν ὅλα αὐτὰ τὰ θηρία τῶν καταχθονίων σκοτεινῶν δυνάμεων.
Αἰωνία ἡ μνήμη αὐτοῦ.
6. Ὄχι μόνο ὁ φασιστικός, ἀντισυνταγματικός, ἀντιχριστιανικός, ἀντεθνικός, ἀντικοινωνικός νόμος – φίμωτρο, ὁ μὲ πολλὰ κερασάκια καὶ σιρόπια καμουφλαρισμένος «ἀντιρατσιστικὸς νόμος» δὲν θὰ ἐψηφίζετο, ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι ἀντιχριστιανικοὶ νόμοι.
Ὄχι μόνο δὲν θὰ ἐχαρίζετο ἡ περιουσία τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ἔναντι πινακίου φακῆς εἰς τοὺς διεθνεῖς τοκογλύφους καὶ ἀπατεῶνες διαχειριστὲς τοῦ χρήματος (δυναστεία Ρότσιλντ καὶ ΣΙΑ) ἤ τοὺς ἐντοπίους ἀχυρανθρώπους τους, ἀλλά, ἀπεναντίας, θὰ ἀφύπνιζε κλῆρο καὶ λαό, τὸ βασίλειο ἱεράτευμα τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας, καί, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, θὰ προλάμβανε χιλιάδες συμφορές.
7. Ὁ μικρὸς τὸ δέμας (μικρόσωμος) ἀλλὰ φοβερὸς ἥρωας στὴ ψυχή, ὁ ἰδανικὸς ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου, θρυλικὸς Γέρων Αὐγουστίνος Καντιώτης δὲν ἐπίστευε στὸ χρυσὸ ἀλλὰ στὸ Χριστὸ καὶ δὲν ζοῦσε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἀλλὰ γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Ὡς ἐκ τούτου δὲν ἦταν ψευδοδιανοούμενος καὶ θεατρίνος, ἀλλὰ χρησιμοποιοῦσε τὴν ἀπαιτουμένη γιὰ ἕνα κληρικὸ γλῶσσα τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καὶ τοῦ Ἰωάννου του Χρυσοστόμου καὶ κεραυνοβολοῦσε τοὺς πάντες ποὺ ἐνεργοῦσαν καὶ ἐκφράζοντο ἀντιχριστιανικά, ὄχι μόνο τοὺς ἀδαεῖς, ἄσημους, ἀδύνατους καὶ τὰ πτωχαδάκια, ἀλλὰ κυρίως τοὺς κατὰ κόσμο ἐπιφανεῖς ἰθύνοντες, κοσμικοὺς καὶ κληρικούς. Ὄχι μόνο θὰ κατετρόπωνε τοὺς Ἕλληνες Εὐρωβουλευτές, ποὺ οὐδεὶς κατεψήφισε τὸ νόμο κατὰ τῶν κυναίδων, καὶ θὰ ζητοῦσε τὸν ἐξοστρακισμὸ αὐτῶν, ἀ λ λ ὰ οὔτε κἂν θὰ ἐτολμοῦσε Ὑπουργὸς ἤ βουλευτὴς νὰ συμπεριλάβῃ στὸ φασιστικὸ τρομονόμο τὶς σκανδαλώδεις σοδομιτικὲς προτάσεις ὑπὲρ τῶν βαρύτατα ἀσθενούντων ἀνωμάλων ὁμοφιλοφύλων. Θὰ ἐπάσχιζε παντοιοτρόπως νὰ θεραπευθοῦν αὐτὰ τὰ ψωριάρικα πρόβατα καὶ δὲν θὰ ἐτολμοῦσαν οἱ ψευδοδιανοούμενοι νὰ εἰσαγάγουν εἰς τὸν τρομονόμο – φίμωτρο διατάξεις αἰσχύνης ὑπὲρ τοῦ τρίτου φύλου.
Θὰ ἐμάχετο ἄχρι θανάτου διὰ νὰ μὴ μετατραπῆ ἡ ἑλληνικὴ κοινωνία καὶ ἡ ἔνδοξη Ἑλλὰς σὲ Πομπηία, Σόδομα καὶ Γόμορα καὶ θὰ διέσωζε τὸν πυλώνα τῆς ἑλληνικῆς οἰκογενείας ἀπὸ τὸν σοδομιτισμό.
Τώρα δὲ ἀκόμη καὶ ἡ Ἱ. Σύνοδος, ὅλως περιέργως καὶ ἀχαρακτηρίστως, τολμᾶ νὰ ἐξωραΐζῃ καὶ ἐκθιάζῃ αὐτὸν τὸν αἴσχιστο Νόμο μὲ τὶς σοδομιτικὲς διατάξεις, κατασκανδαλίζουσα τὸ Χριστεπώνυμον πλήρωμα – τὸ βασίλειον ἱεράτευμα, διὰ τοὺς ὁποίους ὁ Χριστὸς ἐσταυρώθη. Καὶ αὐτὸ ἔρχεται σανίδα σωτηρίας σὲ ὅλους τοὺς ἀντιχριστιανικῶς δρώντας καὶ φρονοῦντες.
Τὰ ὀστὰ τοῦ θρυλικοῦ Γέροντος Αὐγουστίνου καὶ ὅλων τῶν μαρτύρων καὶ Ἐθνομαρτύρων, ἰδίως τοῦ 1821 θὰ τρίζουν μὲ τὸ κατάντημα τῆς Ἐκκλησίας. . .
Ἀπὸ τὴν Θριαμβεύουσα Ἐκκλησία, μακάρι νὰ προσεύχεται καὶ νὰ μεσιτεύῃ, ὅπως ἀναδειχθοῦν μιμηταί του.
Μακάρι, μυριάκις εἴθε Ἀμήν !
Τὰ Διοικητικὰ Συμβούλια τῶν φορέων μας :
Ἵδρυμα Προασπίσεως Ἠθικῶν καὶ Πνευματικῶν Ἀξιῶν,
Σωματεῖο οἱ Φίλοι του Τάματος τοῦ Ἔθνους,
Διορθόδοξος Σύνδεσμος «Ἀπόστολος Παῦλος»,
Περιοδικὸ Φωτεινὴ Γραμμή.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ:
1. Καθυστερήσαμε τὴν ἀνάρτησι, διότι μόλις ἐπληροφορηθήκαμε ὅτι ὁ ἄριστος μαθητὴς τοῦ θρυλικοῦ Γέροντος Αὐγουστίνου, ὁ ἀκραιφνὴς Ὀρθόδοξος Θεολόγος καὶ ἀκαταμάχητος ἀγωνιστὴς Νικόλαος Σωτηρόπουλος ἐκοιμήθη σήμερα 28 Αὐγούστου, τὴν ἰδία ἡμέρα, ὅπως ὁ Γέροντάς του.
2. Ὡς γνωστό, ὁ Νικόλαος Σωτηρόπουλος, γιὰ τοὺς ἀνιδιοτελεῖς πολυτιμότατους ἀγῶνες του ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς Πατρίδος, ἀφορίσθη ἀπὸ φίλους τοῦ περιβόητου Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας κ. Στυλιανοῦ, τὴν ἀποκαλουμένη μείζονα καὶ ὑπερτελῆ Σύνοδο, πρᾶγμα ἄκρως ἀντιορθόδοξο καὶ σατανικό. Χωρὶς κἂν νὰ τὸν γνωρίζουν καὶ νὰ δύνανται νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν σὲ φωτογραφία μεταξὺ μερικῶν ἀνθρώπων, χωρὶς κἂν κλητήριο θέσπισμα, χωρὶς ἀπολογία, τὸν ἀφόρησαν ἀδίκως καὶ παρανόμως, διότι ὁ ἀείμνηστος Σωτηρόπουλος ἦταν μέλος τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ οἰκεῖος Μητροπολίτης καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἔχουν τὸν λόγον. Δὲν τοῦ ἐκοινοποίησαν τὴν καταδίκη του, ἀλλὰ ἐπληροφορήθη ἀπὸ τὰ Μ.Μ.Ε. ὅτι ἀφορίσθηκε ...
3. Αὐτά, ποὺ ἔγραψε ὁ Νικόλαος Σωτηρόπουλος γιὰ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Αὐστραλίας εἶναι ἐλάχιστα ἀπ᾿ ὅτι ἔπρεπε νὰ γράψῃ...
4. Μέχρι καὶ σήμερα δὲν θέλησαν 20 Ἱερὲς Σύνοδοι τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας νὰ τὸν δικαιώσουν, παρ᾿ ὅλον ὅτι οἱ περισσότεροι Συνοδικοὶ δὲν ἐπίστευσαν στὸν ἄδικο καὶ παράνομο αὐτὸ ἀφορισμό, τὸν μεταλάμβαναν καὶ τοῦ ἀνέθεταν νὰ ὁμιλῇ στὶς Ἐνορίες τῶν Μητροπόλεών τους.
5. Στὴν προκειμένη περίπτωσι ἐφαρμόζεται ὁ ἀληθὴς καὶ αἰώνιος λόγος τοῦ Θεανθρώπου :
Α. «μακάριοί ἐστε ὅταν μισήσωσιν ὑμᾶς οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὅταν ἀφορίσωσιν ὑμᾶς καὶ ὀνειδίσωσι καὶ ἐκβάλωσι τὸ ὄνομα ὑμῶν ὡς πονηρὸν ἕνεκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου.» (Λουκ. 6, 22).
Β. «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον» (Ἰωάν. 16, 33)
Γ. «...εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν καὶ ὑμᾶς διώξουσιν...» (Ἰωάν. 15, 20) καὶ
Δ. «καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων διὰ τὸ ὄνομά μου· ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται.» (Ματθ. 10, 22).
6. Εὐχόμεθα καὶ προσευχόμεθα ὁ ἀδελφὸς Νικόλαος εὑρισκόμενος στὴν Θριαμβεύουσα Ἐκκλησία νὰ εὔχεται καὶ νὰ προσεύχεται ὁ Θεὸς νὰ συγχωρέσῃ ὅλους αὐτούς, ποὺ διέπραξαν αὐτὸ τὸ εἰδεχθέστατο ἀνοσιούργημα.
7. Ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία τοῦ ἀειμνήστου ἀδελφοῦ Νικολάου θὰ λάβῃ χώρα τὴν 29.8.2014 καὶ ὥρα 17.00 στὴν Ἱερὰ Μονὴ Εἰσοδίων Θεοτόκου Μυρτιᾶς Αἰτωλοακαρνανίας.
Λεωφορεῖο θὰ ἐκινήσῃ ἀπὸ τὴν ὁδὸ Ζωοδόχου Πηγῆς 44 - Ἀθήνα στὶς 12 τὸ μεσημέρι τῆς 29.8.2014.
Αἰωνία ἡ μνήμη τοῦ ἀκραιφνοῦς Ὀρθοδόξου Θεολόγου καὶ ἀκαταμάχητου ἀγωνιστοῦ Νικολάου Σωτηροπούλου.
Πηγή: Φωτεινή Γραμμή
Βρισκόμαστε, ἀγαπητοί μου, στήν ἐποχή πού προφήτευσε ὁ ἅγιος, πώς ὁ ἄνθρωπος θά κάνει ἡμέρες δρόμο γιά νά βρεῖ ἕναν ἄνθρωπο καί σάν τόν συναντήσει θά τόνἀσπάζεται ὡς ἀδελφό του. Τοῦτο παράδοξα συμβαίνει προτοῦ πραγματοποιηθεῖ ἀκριβῶς, ὅπως τό λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὕστερα ἀπό ἕναν, ἄς ποῦμε, ἐπερχόμενο τρίτο παγκόσμιο πόλεμο. Μόνος ὁ σημερινός ἄνθρωπος ἄγχεται, ἀγωνιᾶ, πάσχει, ταλαιπωρεῖται καί ταλαιπωρεῖ. Γιατί; Μιά κάποια ἀπάντηση θά προσπαθήσει νά δώσει ἡπαροῦσα ὁμιλία μεταφέροντας τό ἄρωμα τῆς κοινωνίας τῆς ἐρήμου στήν ἐρημία τῶν συγχρόνων μεγαλουπόλεων.
Μοναξιά εἶναι ἡ ἀδυναμία ἐπαφῆς καί ἐπικοινωνίας. Ἡ ἀνικανότητα νά δημιουργηθεῖ καί νά ὑπάρξει δεσμός, σχέση μέ τούς ἄλλους. Ὁ σύγχρονος πολιτισμός καί οἱδομές τῆς σημερινῆς κοινωνίας, τά τηλεκατευθυνόμενα ἀπό τήν προπαγάνδα μέσα ἐπικοινωνίας, ἀκόμη καί τά παιχνίδια τῶν παιδιῶν, ὁδηγοῦν στήν κοινωνική ἀλλοτρίωση στήν πολιτική ἀποξένωση στήν ἀτομική ἀπομόνωση, καθώς ἀναφέρει σύγχρονος μελετητής (Δασκαλάκης Γ.Δ.). Ὁ ἄνθρωπος ἔτσι, ἀπό νωρίς ἀρχίζει νά διακατέχεται ἀπό αἴσθημα βαρειᾶς ἀδυναμίας καί ὀκνηρίας, νά χάνει τό νόημα τῆς ζωῆς καί τόν σκοπό της, νά ζεῖ δίχως ἰδανικά καί κανόνες, συνεχῶς νά ὑποπτεύεται καί ν’ ἀμφιβάλλει.
Μόνος καί ἀνασφαλής, ἀνήσυχος καί ἀκατάστατος, ἰδιαίτερα ὁ σημερινός νέος, προσπαθεῖ ν’ ἁπλώσει γέφυρες, νά ὑψώσει σημεῖα, νά φωνάξει. Δίχως ὁδηγό ἤ μέ κακούς ὁδηγούς ἀπογοητεύεται σύντομα καί γίνεται σκληρός κι ἐπιθετικός, πιόνι ἐκμεταλλευτῶν πολιτικῶν ἤ ἀρχομανῶν ἀναρχικῶν. Κι ὁ πόθος γιά ἐλευθερία γίνεται ὁπικρός θάνατος τῆς ἐλευθερίας του. Συμβιβαζόμενοι οἱ νέοι, αὐτοί πού ἔλεγαν πώς ποτέ καί μέ κανένα δέν θά συμβιβαστοῦν, καταφεύγουν σ’ ἐξεγέρσεις καί καταλήψεις, γίνονται ἐπαναστάτες στήν προσπάθειά τους ν’ ἀπαλλαγοῦν ἀπό τό βάρος τῆς μοναξιᾶς τους, δίχως νά ἐννοοῦν πώς ὑποδουλώνονται τώρα βαρύτερα. Δυστυχῶς ὅλα τοῦτα συμβαίνουν κι ἐκεῖ πού ποτέ δέν θά τό περίμενες σέ νέους μέ καλή μόρφωση, σπάνια εὐφυΐα, δύναμη καί ταλέντο. Ἀνικανοποίητος ὁ νέος αὐτός ἀπό τήν ὑλική εὐδαιμονία καί τή συχνή ὑποκρισία τῶν μεγαλυτέρων του, ἀγωνίζεται γιά μιά ἁπλότητα στή ζωή, γιά μιά ποιότητα γιά ἕνα ἀνώτερο ὕφος, μά δέν βάζει τό νερό στό αὐλάκι πού πρέπει.
Ἡ τέχνη συνήθως κάνει τήν ἐμφάνισή της μ’ ἔνδυμα λίαν ἀπομονωτικό κι ἀντί νά φωτίζει καί ν’ ἀνοίγει παράθυρα πρός τούς ἄλλους καί τόν οὐρανό σέ κλείνει καί σέ σκοτίζει περισσότερο. Ὁ ἀπομονωμένος ἄνθρωπος δέν θ’ ἀργήσει νά παραμιλᾶ, νά μιλᾶ μέ τ’ ἄλογα ζῶα, τίς σκιές, τούς νεκρούς. Εἶναι πιά βαρειά κι ἀνίατα ἀσθενής. Ἡμελαγχολία, ἡ κοσμοφοβία, ἡ καχυποψία ἔφεραν τήν ψυχοπάθεια. Ἕνας ἀπό τούς ἐπιτυχέστερους χαρακτηρισμούς τοῦ αἰώνα μας εἶναι, ὡς ὁ αἰώνας τῶν ψυχιάτρων. Σύμφωνα μέ περσινή στατιστική τοῦ Παγκοσμίου Ὀργανισμοῦ Ὑγείας περισσότερα ἀπό 400 ἑκατομμύρια ἄτομα στόν κόσμο πάσχουν ἀπό κατάθλιψη. Ἀπό αὐτά περίπου 400.000 κάθε χρόνο αὐτοκτονοῦν. Ἄς σημειωθεῖ ὅτι ἡ στατιστική ἀφορᾶ τίς λεγόμενες προηγμένες χῶρες! Ὁ ἄνθρωπος μόνος κι ἔρημος μαστίζεται ἀδυσώπητα ἀπό τόνἐγωϊσμό καί τήν ὑπερηφάνεια, πού εἶναι οἱ φυσικοί γονεῖς τῆς μοναξιᾶς του.
Ἄν αὐτοί εἶναι οἱ γονεῖς τῆς μοναξιᾶς τότε ἡ ἀληθινή ταπείνωση, παρά τήν ὅποια κακομεταχείριση καί φθορά τῆς λέξεως ἀπό τούς ταπεινόλογους, εἶναι τό κλίμα πούδέν τήν ἀφήνει νά εὐδοκιμήσει. Ἰδού πώς λαλεῖ ἡ καλή μητέρα, ἡ ἄριστη φιλόσοφος καί θεολόγος ἔρημος περί τῆς φονεύτριας τῆς μοναξιᾶς, τῆς ἁγίας ταπεινώσεως καί τῶνκεκοσμημένων γνησίων τέκνων της.
Ὁ ταπεινός ἄνθρωπος, κατά τόν ἀββᾶ Ποιμένα, εἶναι ἀναπαυμένος σ’ ὅποιον τόπο κι ἄν καθίσει. Αὐτός πού μικραίνει τόν ἑαυτό του σέ ὅλα, θά ὑψωθεῖ πάνω ἀπ’ὅλους, λέει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ. Καί συνεχίζει ἡ γλυκεία καί διακριτική γλώσσα του. Μίσησε τήν τιμή, γιά νά τιμηθεῖς. Ἐκεῖνος πού τρέχει πίσω ἀπό τήν τιμή, φεύγει ἡ τιμή ἀπό μπροστά του. Ἄν καταφρονεῖς ὑποκριτικά τόν ἑαυτό σου γιά νά ταπεινωθεῖς, θά σέ φανερώσει ὁ Θεός.
Στό Γεροντικό ἀναφέρεται πώς ταπεινόφρων δέν εἶναι αὐτός πού αὐτοεξευτελίζεται καί ταπεινολογεῖ, ἀλλά ἐκεῖνος πού ὑπομένει μέ χαρά τίς ἀτιμίες πού προέρχονται ἀπό τόν πλησίον. Καί σέ ἄλλο σημεῖο ἀναφέρεται πώς ἐκεῖνον πού τιμοῦν οἱ ἄνθρωποι περισσότερο ἀπ’ ὅσο ἀξίζει ζημιώνεται, ἐκεῖνος ὅμως, πού δέν τόν τιμοῦν καθόλου οἱ ἄνθρωποι, θά δοξαστεῖ στούς οὐρανούς ἀπό τόν Θεό. Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν συμβουλεύει: Ἡ ὁποιαδήποτε στενοχώρια, πού θά σοῦ συμβεῖ, θά νικηθεῖ μέ τή σιωπή. Μαζί του συμφωνεῖ κι ὁ ἀββᾶς Ἠσαΐας. Μέχρις ὅτου ἠρεμήσει ἡ καρδιά σου μέ τήν προσευχή, μήν κάνεις καμιά ἐξήγηση μέ τόν ἀδελφό σου. Μελετώντας τίς γραφές τῶνἁγίων πατέρων τῆς ἐρήμου παρατηρεῖ εὔκολα κανείς μιά σύμπνοια, μιά εὐγένεια, μιά ἀνθρωπιά, μιά κατανόηση, μιά σοφία. Στάλες ἁγιοπνευματικές ὅπου ἄνθισαν στήνἀπρόσιτη ἄνυδρη ἔρημο, ὕστερα ἀπό ἀγῶνες μακρούς κι ἔδωσαν ἄνθη πού εὐωδίασαν κοινωνίες ἀνθρώπων ἀπόλυτα δοσμένων στόν Θεό κι εὐωδιάζουν ἀκόμη τίς ψυχές πού πράγματι διψοῦν.
Ὁ ἀββᾶς Ἠσαΐας, ὁ μέγας νοῦς, σημειώνει μέ ἰδιαίτερη χάρη καί λεπτότητα: Αὐτός πού ταπεινώνεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καθίσταται ἱκανός νά ὑπομένει κάθε προσβολή. Ὁ ταπεινός δέν ἐνδιαφέρεται τί λένε οἱ ἄλλοι γι’ αὐτόν. Ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά ὑποφέρει γιά τόν Θεό, αὐτός εἶναι ἄξιος ν’ ἀποκτήσει τήν εἰρήνη.
Ὁ ἀββᾶς Μᾶρκος, στό μεγάλο κι ἐνδιαφέρον αὐτό κεφάλαιο τῶν σχέσεών μας μέ τόν ἑαυτό μας καί μέ τούς ἄλλους, πού καθημερινῶς σκουντουφλᾶμε, προχωρεῖ καί σημειώνει χαρακτηριστικά: Ὅταν ἀντιληφθεῖς μέσα σου τή σκέψη νά σοῦ ὑπαγορεύει ἀνθρώπινη δόξα, νά γνωρίζεις καλά πώς ἡ σκέψη αὐτή σοῦ ἑτοιμάζει ντροπή. Κι ἄν δεῖς κάποιον νά σ’ ἐπαινεῖ ὑποκριτικά, νά περιμένεις τήν ἴδια στιγμή καί τήν κατηγορία ἀπό μέρους του. Καί συνεχίζει μέ τόλμη χειρούργου ὁ ψυχοανατόμοςἀββᾶς: Ὅταν δεῖς κάποιον νά κλαίει γιά τίς πολλές προσβολές πού τοῦ ἔγιναν, νά γνωρίζεις πώς ἐπειδή κυριεύθηκε ἀπό λογισμό κενοδοξίας, θερίζει χωρίς νά τό αἰσθάνεται τούς καρπούς τῶν κακῶν τῆς καρδιᾶς του. Ὅποιος ἀγαπᾶ τήν ἡδονή, λυπᾶται γιά τίς κατηγορίες καί τήν κακομεταχείριση, ἀντίθετα ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν Θεό λυπᾶται γιά τούς ἐπαίνους καί τίς λοιπές πλεονεξίες. Ἡ ταπείνωσή μας κρίνεται ἀπό τή συκοφαντία. Μή νομίσεις πώς ἔχεις ταπείνωση, τονίζει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ, ὅταν δένἀνέχεσαι τήν παραμικρή κατηγορία. Ὁ ἀββᾶς Ζωσιμᾶς προχωρεῖ πιό ψηλά: Αὐτόν πού σ’ ἐνέπαιξε ἤ σέ στενοχώρησε ἤ σέ ζημίωσε ἤ ὁτιδήποτε κακό σοῦ ἔκανε, νά τόν θυμηθεῖς ὡς ἰατρό σου. Ὁ Χριστός τόν ἔστειλε γιά νά σέ θεραπεύσει, μή λοιπόν τόν θυμᾶσαι μέ θυμό. Κι ὁ Εὐάγριος εὐεργέτες του θεωροῦσε τούς κακολόγους του.
Ἔχουν μεγάλη σημασία τά παραπάνω ἀναφερόμενα ἀπό τούς θεόσοφους αὐτούς ἰατρούς τῆς ἐρήμου στό θέμα πού μᾶς ἀπασχολεῖ. Τό νά πεῖ κανείς πώς αὐτάἀναφέρονται ἀπό μοναχούς καί μόνο γιά μοναχούς, τό λιγότερο εἶναι ἀρκετά ἐπιπόλαιος. Γιατί, ὅπως πολύ καλά ἀντιλαμβάνεσθε καί παρατηρεῖτε, ἀποτέλεσμαἀταπείνωτου φρονήματος, ἀποτυχημένων ἤ λαθεμένων διαπροσωπικῶν σχέσεων, ἀνικανοποίητων ἐγωϊσμῶν, ἀνενέργητων φιλοδοξιῶν, κενοδοξίας, καυχησιολογίας,ἐπαινοθηρίας, φιλαυτίας κι ἐπιθυμίας δικαιώσεως καί διαφημίσεως εἶναι ἡ ἐπιδημία τῆς μοναξιᾶς.
Βεβαίως ὑπάρχει καί ἡ ἄλλη μοναξιά. Μά αὐτή δέν εἶναι καθόλου ἀρρωστημένη. Εἶναι ὁ φυσικός χωρισμός τῶν μοναχῶν ἀπό τόν κόσμο. Δίχως νά ἔχουν διόλου μίσος γιά τούς ἀνθρώπους, νά ἔχουν ἀπαιτήσεις ἀπό τούς ἄλλους. Ἡ μοναξιά τους εἶναι δημιουργική. Ὄχι πώς δέν τούς ἐνδιαφέρουν οἱ ἄλλοι πώς εἶναι ἀνώτεροί τους αὐτοί, δέν ἔχουν κανένα κοινό σημεῖο. Μά θά ἐπανέλθουμε στό σημεῖο αὐτό.
Εἶναι δυνατή ἡ μοναξιά ν’ ἀρρωστήσει καί νά ἐξουθενώσει τόν ἄνθρωπο. Μά ἡ ἀγάπη εἶναι πιό κραταιή, νά γιάνει καί ν’ ἀναστήσει τόν κόσμο ὅλο. Ἡ ἀκατανίκητηἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου γιά ἐπικοινωνία πρέπει νά διοχετευθεῖ σωστά. Πρῶτα-πρῶτα πρέπει νά πιάσουμε κάποτε κουβέντα μέ αὐτόν τόν ἄγνωστο ἑαυτό μας. Κουβέντα εἰλικρινῆ, τίμια, θαρρετή. Νά βροῦμε στά βάθη μας τήν κριμένη ἀθωότητα τῶν παιδικῶν μας χρόνων. Κουβέντα πρόσωπο πρός πρόσωπο, δίχως προσωπεῖο, μέ τόνἕνα, μόνο, ἀληθινό, ζωντανό φίλο, Πατέρα Θεό. Κουβέντα μέ τούς ἄλλους, τούς ὅποιους, τούς χειρότερους, τούς καλύτερους, τούς πλησίον, τούς μακράν, τούς ἀδελφούς μαςἐν Κυρίῳ. Ἔτσι διαλύονται οἱ ἱστοί τῆς μοναξιᾶς, φωτίζονται τ’ ἄδυτα κι ἀνήλια ὑπόγεια τῶν καρδιῶν, σπάει τό καβούκι τοῦ ἐγώ, χαίρεται ὁ ἄνθρωπος, ἐλευθερώνεται, ζωογονεῖται, ἀναπνέει, ζεῖ, ἀρνεῖται τή μοναξιά τοῦ ἄθλιου ἐγωϊσμοῦ. Ἀλήθεια μέ πόσα λίγα κι ἁπλά μέσα μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ζεσταθεῖ, νά ξαναενωθεῖ μέ ὅλο τόν κόσμο. Δέν χρειάζεται νά ψάξει κανείς πολύ γιά νά ξαναβρεῖ τήν ἐλπίδα, τήν ἀνάταση, τ’ ἀνείπωτα πανηγύρια τῆς καρδιᾶς, τίς ἑορτές τῶν ἑορτῶν καί τίς πανηγύρεις τῶν πανηγύρεων.
Ὑπάρχει καί μιά ἄλλη μοναξιά, ζωηφόρα καί χαριτόδοτη. Μιά μοναξιά πού ἀξίζει πολύ νά τῆς ἀφιερώσει κανείς ἀρκετό χρόνο. Ἕνα ἀποσυρμό ἀπό τή βουή τοῦπλήθους μέ τήν τόση διάχυση, περίσπαση κι ἐξωστρέφεια ἀνωφελῆ. Μιά μοναξιά ὑγιῆ, ὡραία, καλή. Μακριά ἀπό τή μορφή ἐπικοινωνίας ἐκείνη τή συνεχῆ μέ τούς πολλούς, γιά νά μή μείνουμε ποτέ μέ τόν ἕνα, τόν ἑαυτό μας, καί νά μήν ἀναχθοῦμε, ἀπό φόβο, δειλία ἤ ἀγνωσία, στόν Ἄλλο, τόν πάντα Ἀναμένοντα, τόν Ἕνα, τόν Ἐνανθρωπήσαντα Θεό Λόγο. Νά βροῦμε τόν τρόπο, τόν τόπο, τήν ὥρα, τόν χρόνο γι’ αὐτή τήν ἱερή στιγμή, γι’ αὐτή τήν ἄλλη ἐπικοινωνία. Μέ γνώση, μέ τάξη, μέ πρόγραμμα. Δέν μιλᾶμε γιά μιά διαφυγή μερικῶν, ἀρκετῶν, ἀπό τίς πολλές τους ἀσχολίες γι’ ἀνάπαυλα, θέα τοῦ ἡλιοβασιλέματος καί τοῦ ἔναστρου οὐρανοῦ. Τούς ρομαντικούς αὐτούς βιαστικά τούς ἀντιπαρερχόμαστε. Τούς χαιρετοῦμε ὡς κουρασμένους πού ξεκουράζονται ἀλλ’ ὄχι ὡς πνευματικούς ἀνθρώπους, ὅπως ἴσως θέλουν νάὀνομάζονται. Δέν μιλᾶμε γι’ αὐτούς πού καμώνονται πώς αὐτοσυγκεντρώνονται μέ τεχνικές ἀμφίβολης προελεύσεως καί ἀποτελεσματικότητος ἤ ἄλλους πού ἀφιερώνουν λίγο χρόνο σέ φευγαλέες κι ἐπιπόλαιες ὀνειροπολήσεις καί νομίζουν πώς μετανοοῦν, γιά κάποια συντριβή πού εἶχαν, ἐνθυμούμενοι τ’ ἀτοπήματά τους στό ταξίδι πού εἶχαν στό παρελθόν τους. Πρόκειται μᾶλλον γιά ψεῦτες φυγάδες τῆς ζωῆς, ὀνειροπαρμένους καί φαντασιόπληκτους. Οὔτε, ἐπιτρέψτε μας νά ποῦμε, ἀναφερόμαστε στούςἀγαθούς, ὅσο τολμηρά ἀφελεῖς ἐκείνους πού νομίζουν πώς ζοῦν τήν πνευματική ζωή καί τήν ἱερά ἡσυχία, σεργιανίζοντας μ’ ἕνα κομποσχοίνι στό χέρι, σέ ἀκρογιαλιές καί πλαγιές ὡραίων βουνῶν, ἀκούοντας καλή μουσική ἔχοντας τά νέα βιβλία, τή γαστέρα πεπληρωμένη καί συντροφιά τούς φίλους πού δέν φέρνουν ἀντιρρήσεις. Κι ἀκόμη αὐτούς πού κάνουν πνευματικό τουρισμό ἐπισκεπτόμενοι καί ἱερούς τόπους καί συνομιλώντας μέ παρρησία μέ ἁγίους ἀνθρώπους, μά πού δέν βγαίνουν διόλου ποτέ ἀπό τό θέλημά τους. Συγχωρέστε μας παρακαλοῦμε, μά φοβόμαστε πώς δέν εἴμαστε καθόλου ὑπερβολικοί.
Ἀναφερόμαστε, ἀγαπητοί μου, στήν ἁγία ἐκείνη ἡσυχία, πού ἀξίζει κάθε κόπος καί μέριμνα γιά νά δώσουμε τή σημαντική αὐτή εὐκαιρία στόν ἑαυτό μας καί μέσα στή θορυβώδη αὐτή πολιτεία καί μέσα στό ἄστατο σπιτικό μας καί μέ αὐτά τά χάλια τῆς ζωῆς μας καί τοῦ χαρακτήρα μας. Ἀνάγκη πᾶσα νά ἐλευθερωθοῦμε στήν ἁγία αὐτή μοναξιά. Χρειάζεται ἄσκηση, ὑπομονή, μόχθος, μέχρι νά σβήσουν τά σκοτάδια πού μᾶς κουράζουν στήν ἐργασία αὐτή. Νά βροῦμε τίς ρίζες καί τά ὅρια τῆς ὑπάρξεώς μας. Νά μάθουμε νά προσευχόμαστε. Νά γίνει ἡ σιωπή, πηγή, βροντή, σιντριβάνι, φῶς, καθώς λέει ὁ γλυκύτατος ποιητής ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος.
Χρειάζεται ἀγρύπνια, ἐγρήγορση συνεχής, ἀκινησία, γαλήνη. Ὁ Θεός εἶναι πλάι μας. Αὐτός μέ ὁδηγεῖ. Σ’ αὐτόν ὁδηγοῦμαι. Τί ἔχω νά φοβηθῶ; Ἀπελπισμένος ἀπό τίς φιλίες, τίς γνωριμίες, τίς τέχνες, τίς τεχνικές, τίς ἰδεολογίες, τίς φλυαρίες, τίς κοινοτυπίες, φθάνω στήν προνομιοῦχο ἐσχάτη ἀπελπισία, καί καθώς εἶμαι ἔτσι γυμνός, ὁ ἴδιοςὁ Θεός μέ ντύνει τήν πιό γνήσια ἐλπίδα. Μέ στηρίζουν σέ αὐτό τό θαῦμα ἡ Παναγία καί ὅλοι οἱ ἅγιοι.
Ἐντός αὐτῆς τῆς θείας μοναξιᾶς, ἀπαλλάσσομαι ἀπό τό προσωπεῖο πού ἀναγκάσθηκα νά φορέσω ἤ μοῦ φόρεσαν . Ἤμουν τρομοκρατημένος καί κάθε βράδυ πήγαινα καί σέ ἄλλη συγκέντρωση, ἄλλη ὁμάδα, γιατί, ἔπρεπε κάπου νά ἐνταχθῶ, ἀλλάσσοντας συνεχῶς προσωπεῖο. Ἐνδοσκαφώντας βιώνω, συνειδητοποιῶ, αἰσθάνομαι παιδί τοῦ Θεοῦ, βρίσκω, ἀποκαλύπτω τήν ταυτότητά μου, τό πρόσωπό μου, τό μοναδικό κι ἀνεπανάληπτο. Παρατηρῶ τίς κινήσεις τῶν παθῶν. Βλέπω καί βρίσκω τά ὅριά μου, τά τάλαντά μου, τίς δυνατότητές μου, λυτρώνομαι ἀπό τίς πλάνες, τούς φανατισμούς, τό ὑπέρμετρο, τό ὑποτονικό.
Θέλει δυνατή βούληση ὁ ἄνθρωπος γιά νά ὁδηγήσει τά βήματά του σέ τακτά διαστήματα στό ἅγιο αὐτό βῆμα τῆς αὐτογνωσίας καί θεογνωσίας. Γιατί ἡ μοναξιά αὐτή εἶναι ἐντρύφηση γιά τούς δυνατούς καί φόβος γιά τούς ἀδύναμους. Τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ βήματος ἐξέρχεται κανείς μέ λιγότερη ἀτομικότητα, μέ περισσότερη ἀγάπη γιά τούςἄλλους, μέ δύναμη γιά μεγαλύτερους ἀγῶνες, μέ νωπά τά δάκρυα γιά τόν πόνο τῶν ἀδελφῶν του. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ ποτέ νά εἶναι μόνος, δέν μπορεῖ ποτέ νά πάσχει ἀπό μοναξιά. Ἔχει διάλογο μέ τόν ἑαυτό του, ὅταν εἶναι μόνος καί μέ τόν Θεό του. Μέσα ἀπό τήν σπαρακτική μοναξιά τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τά τσαλαπατήματα πού τοῦ ἔκαναν ἀπρόσεκτοι στό δρόμο, στό λεωφορεῖο, στήν ἐργασία, στό σχολεῖο, πατήματα πού πέρασαν στήν ψυχή του, ὑψώνεται ἀπό τά βάθη φωνή πού σχίζει νέφη κι ἔρχεται στόν Τριαδικό Θεό, πού πάντα ἀκούει καί πάντα ἀπαντάει.
Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ μόνο νά θερμαίνει τή φωνή του γνωρίζει, νά χαίρεται πού στέκεται δεύτερος, νά εἶναι φίλος καί μέ τόν ξένο, ν’ ἀρκεῖται στό ὀλίγο, νά κουράζεται στό πολύ, νά πλένει μέ δάκρυα τούς ἄπληστους, τούς ἄσωτους, δίχως κανένα παράπονο, καμιά δυσαρέσκεια, ἀκόμη κι ὅταν τόν ἐγκαταλείπουν αὐτοί πού ποτέ δέν θά τό περίμενες: συγγενεῖς, φίλοι, ὁμοϊδεάτες.
Μακριά ἀπό τήν τύρβη, τήν ἀγορά καί τή σύγχυση, στό ταμεῖο σου, πού τό διάλεξες ἀβίαστα κι ἐλεύθερα, φαίνεται νά μή προσφέρεις τίποτε στούς ἄλλους, νά εἶναι μιά πράξη ἐγωϊστική, μόνο γιά τόν ἑαυτό σου, τή στιγμή μάλιστα πού οἱ ἄλλοι λένε σ’ ἔχουν ἀνάγκη καί πάσχουν ἀπό τήν ὀδυνηρή μοναξιά. Αὐτά, ὅπως θά ἔχετε ἀκούσει, προσάπτουν καί στούς μοναχούς. Ἡ πρώτη αὐτή ἐντύπωση δέν εἶναι ἀκριβής. Ἡ μοναξιά αὐτή εἶναι ἔργο ἐπίπονο, θέλει δύναμη, ἡρωϊσμό, ἐπιμονή. Εἶναι ἐργασία μακρά κιἀτελείωτη, πού κάποτε μπορεῖ νά εἶναι καί προεργασία γιά μιά ἐπιστροφή σέ αὐτούς πού ἀφήσαμε ἔξω ἀπό τό κελλί μας, δίχως αὐτό βεβαίως νά εἶναι ὁ σκοπός τοῦμονασμοῦ μας.
Ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀκόμη καί οἱ πιό φλογεροί ἱεραπόστολοι, κι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στήν ἐπίγεια ζωή του ἔζησαν τό μυστήριο τῆς θείας αὐτῆς μοναξιᾶς. Ἤοἱ μεγάλες ἐκεῖνες μορφές τῶν Προφητῶν τῆς Π. Διαθήκης Μωυσῆς, Ἠλίας, Ἠσαΐας καί Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος.
Ἐπανερχόμενοι στόν κόσμο τοῦ αἰώνα μας τόν βρίσκουμε τραγικά μόνο, ἀπελπισμένο, ἀπαισιόδοξο, νά τά ἔχει συγκρούσει, παρ’ ὅλες τίς προσπάθειές του γιά κάτιἄλλο, μέ ὅλους καί ὅλα, συναδέλφους, γονεῖς, φίλους, παιδιά, βιβλία, μαθήματα, ἐργασίες καί προπαντός μέ τόν ἑαυτό του καί τόν Θεό, πού αὐτοῦ ποτέ δέν τοῦ μίλησε, δέν τοῦ εἶπε τίποτε. Ἡ πιό σκληρή μοναξιά εἶναι νά εἶσαι πλάι στή σύζυγό σου καί νά μή μπορεῖς νά τῆς μεταδώσεις τά αἰσθήματά σου, τήν ἴδια στιγμή πού ἕνα μήνυμα μεταδίδεται ἀπό τή μιά ἤπειρο στήν ἄλλη, νά ὑπάρχουν πολυετῆ μυστικά μεταξύ τῶν συζύγων, νά εἶναι ἄγνωστος κι ἀνύπαρκτος ὁ διάλογος τῶν παιδιῶν μέ τούς γονεῖς, τούς δασκάλους, τούς κληρικούς. Δέν ὑπάρχει πιό ἄγρια μοναξιά ἀπό μιά οἰκογένεια νά κάθεται ὧρες ἀμίλητη μπροστά στήν τηλεόραση. Βρισκόμαστε σέ δύσκολαἔτη. Ἡ μοναξιά σέ ἔξαρση. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει χαθεῖ. Ὁ Θεός δέν μιλᾶ.
Μέσα σέ αὐτή τήν ἐρημία τῶν πόλεων, τή φαινομενική σιωπή καί ἀπουσία τοῦ Θεοῦ καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νά συνάξει τούς λογισμούς του, νἄλθει στά συγκαλά του,ὅπως λέει ὁ λαός, ν’ ἀφήσει τήν τόση κοσμική δραστηριότητα καί ν’ ἀπέλθει στό προσκυνητάρι του ἄλαλος, γυμνός, νήπιο, γιά νά μπορέσει ὁ Θεός νά τοῦ μιλήσει, νά τόν ντύσει, νά τόν ἀνδρώσει. Ἡ μοναξιά του τότε θά γίνει ἀπελευθερωτική καί θά αἰσθάνεται πλήρης. Μόνο μιά τέτοια ριζική μοναξιά ὁδηγεῖ σέ μιά ριζική σύλληψη τοῦ Θεοῦ, πού καταργεῖ κάθε δισταγμό, ἀμφιβολία καί ταλαιπωρία.
Μέσα στήν ἱερή μοναξιά βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος ν’ ἀντικρίζει τήν ὑπαρξιακή του πενία καί τόν φόβο τοῦ θανάτου, πού αὐτή προκαλεῖ. Ἔτσι θέτει ὡς λύση τή φυγή, τήν ἀναβολή, ἠσυχάζοντας ἔτσι τόν πανικόβλητο ἑαυτό του μπροστά στό μέγα κενό πού συναντᾶ ἐντός του. Ἀρχίζει τότε ἕνα τρεχαλητό ἀσταμάτητο, πού ἐξαντλεῖται σέ συνεχεῖς κοινωνικές ὑποχρεώσεις, διασκεδάσεις ποικίλες καί προγράμματα ὑπεραπασχολήσεων, ὥστε οἱ ἄλλοι καί τά πράγματα, οἱ ἐργασίες καί οἱ ὑπερωριακέςἀπασχολήσεις, νά γίνονται κάλυμμα τῆς μεγάλης ἐνδείας του. Καί αὐτό πού εἴμαστε ἐμεῖς εἶναι ὅλος ὁ κόσμος· περιφέρεται, στροβιλίζεται, καταταλαιπωρεῖται,ἐρωτοτροπεῖ μέ τό ἄσπρο καί τό μαῦρο, μάχεται σπαράσσεται, ἐξοντώνεται.
Ἡ δουλειά γίνεται δουλεία, ἡ ἀγωνία τοῦ εὔκολου καί πολλοῦ κέρδους νόσος ἀνίατη καί βασανιστική. Ὁ φόβος γιά τό μέλλον αἰτία πλεονεξίας, φιλαργυρίας, θησαυρισμοῦ, ἐξόδου ἀπό τό μέτρο, λησμονιά τοῦ Θεοῦ. Ἰδού πώς ὁ ἀββᾶς Μάρκος ὁμιλεῖ περί τοῦ πῶς ὁ ἄνθρωπος δέν θά γίνει δοῦλος τῆς δουλειᾶς, ἀλλά ἐλεύθερος δοῦλος τοῦ Θεοῦ: Ὅποιος ἀποβάλλει τήν ἀνήσυχη μέριμνα γιά τά πρόσκαιρα κι ἐλευθερωθεῖ ἀπό κάθε ἀνάγκη θά δώσει ὅλη τήν πίστη του στόν Θεό καί τά αἰώνια ἀγαθά.Ὁ Κύριος δέν ἀπαγόρευσε τήν ἀπαραίτητη καθημερινή φροντίδα γιά τή σάρκα μόνο μᾶς ὑπέδειξε ν’ ἀσχολούμεθα μόνο μέ τή σημερινή ἡμέρα. Τό νά περιορίσουμε τά πολλά στά ἀπολύτως ἀναγκαῖα μέ προσευχή κι ἐγκράτεια εἶναι δυνατόν, μά νά τά παραβλέψουμε εἶναι ἀδύνατον. Συνοψίζοντας τά τοῦ διακριτικοῦ καλάμου τοῦ ἀββᾶ Μάρκου, θά παρακαλούσαμε νά εἴχαμε τήν προσοχή σας πιό τεταμένη σ’ ἕνα λεπτό σημεῖο πού ἀπασχολεῖ πολλούς πιστούς. Τίς ἀπαραίτητες ὑπηρεσίες, πού μᾶς ἐπιβάλλονται, πρέπει ὁπωσδήποτε νά τίς δεχόμαστε, ν’ ἀφήνουμε ὅμως τίς ἄσκοπες ἀπασχολήσεις, γιά νά προτιμᾶμε τήν προσευχή, ὅταν μάλιστα αὐτές μᾶς παρασύρουν στήν πολυτέλεια καί τήν πλεονεξία τῶν χρημάτων. Γιατί ὅσο μπορέσει κανείς νά περιορίσει, μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ αὐτές τίς ἀπασχολήσεις καί περικόψει τό ὑλικό πού τίς τροφοδοτεῖ, τόσο καί περισσότερο συμμαζεύει τό νοῦ του ἀπό ἀνήσυχες περιπλανήσεις. Ἄν πάλι κανείς ἀπό ὀλιγοπιστία ἤ ἀπό κάποια ἀσθένεια δέν μπορεῖ νά τό κάνει αὐτό, τουλάχιστον ἄς γνωρίσει καλά τήν ἀλήθεια κι ἄς προσπαθεῖ, ὅσο μπορεῖ, νά μέμφεται τόν ἑαυτό του γιά τήν ἀδυναμία αὐτή καί τή νηπιακή κατάσταση στήν ὁποία ἀκόμη βρίσκεται. Γιατί εἶναι πολύ προτιμότερο νά δώσουμε λόγο στόν Θεό γιά παραλείψεις, παρά γιά πλάνη καί ὑπερηφάνεια. Τό ἐπαναλαμβάνουμε. Γιατί εἶναι πολύ προτιμότερο νά δώσουμε λόγο στόν Θεό γιά παραλείψεις, παρά γιά πλάνη καί ὑπερηφάνεια.
Παίζεται ἕνα δράμα στόν ἄνθρωπο πού μέ ἔνταση συνεχῶς ἐξέρχεται τοῦ ἑαυτοῦ του γιά νά βρεῖ τήν ἀνάπαυση καί τήν πληροφορία πού ἐντός του θά βρεῖ. Εἶναιἀλήθεια πώς ἐπιστρέφοντας στόν ἑαυτό του πρέπει νά εἶναι ἕτοιμος νά φιλοξενηθεῖ κατ’ ἀρχάς σ’ ἕναν τόπο ξένο ὅπου ὅμως ἐκεῖ θά βρεῖ τήν ἰδιαιτερότητα τοῦ προσώπου του καί θά τή ζήσει. Ἐδῶ βρίσκεται ἡ ἀληθινή ἀνθρώπινη μοναξιά, πού πηγή της ἔχει τή γνώση τῆς ἰδιαιτερότητός μας. Ἐκεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀποφασίζει, μετρᾶ, ἀναλαμβάνει τίς εὐθύνες του. Ἡ μυστική αὐτή ἐμπειρία τοῦ τί εἴμαστε, τί μποροῦμε νά κάνουμε, τί θέλουμε καί τί ζητᾶμε, εἶναι μιά συνταρακτική καί καίρια στιγμή τῆς ζωῆς μας. Ἐντός αὐτῆς τῆς ἡσυχίας σωζόμαστε, σώζουμε τό πρόσωπό μας, σώζουμε τήν ἀγάπη ἀπό τόν παρασυρμό καί τόν διασυρμό μιᾶς ἄθεης, ἀπρόσωπης, προσωρινῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη,ὅπως εἴπαμε, νικᾶ τή μοναξιά τοῦ ἐγώ καί φέρνει τό φῶς τοῦ ἐμεῖς.
Κουρασμένοι ἀπό τίς ματαιότητες, τίς πικρότητες, τό πηγαινέλα, τίς ἄχαρες χαρές πού γέμισε ἡ ζωή μας ἄς ἔλθουμε στήν πηγή τήν εὐλογημένη αὐτῆς τῆς μοναξιᾶς γιά νά ξεδιψάσουμε ὅσο θέλουμε. Ἄν δέ μείνουμε ἑκούσια καί ὑπεύθυνα μόνοι, θά γνωρίσουμε τά πάντα καί θ’ ἀγνοοῦμε τόν ἑαυτό μας. Σ’ ἕνα κόσμο σάν τόν κόσμο μας, πού κυβερνοῦν οἱ σοφιστές, οἱ σοφοί ἐξορίστηκαν, ἡ αἰδώς ἀπωλέσθη πού κυβερνιέται ἀπό τό ψεῦδος καί τήν ἀπάτη, μέ ἀποτέλεσμα ἡ ἱστορία μας νά παραχαράσσεται, τό Εὐαγγέλιο νά παρερμηνεύεται, τά σχολικά ἐγχειρίδια νά διαπλάθουν μαριονέτες τῶν ἰδεῶν τῶν ἑκάστοτε κρατούντων, ἡ γλῶσσα νά κατακρεουργεῖται κι ὁ σεβασμός τῆς παραδόσεως, τοῦ ἤθους καί τῆς ὀρθοστασίας ν’ ἀναζητοῦνται ματαίως μετά τοῦ ἀπολεσθέντος κάλλους τοῦ ὕφους τῶν Ἑλλήνων, πού θέλουν ἐλευθερία δίχως ἀρετή καί τόλμη. Μόνη τελικῶς καταφυγή στῶν καιρῶν μας τόν πιθηκισμό καί τή δυτικοπληξία, τόν εὐσεβισμό καί τόν ἀνώδυνο κοινωνικό νεοχριστιανισμό, στήν ἄγνοια τῆς ζωηφόρου ἱερῆς Παραδόσεως τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἔθνους τό στήσιμο τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ καθενός ὅπου μπορεῖ. Αὐτή εἶναι ἡ καλύτερη μορφή ἀντιστάσεως στήν κατρακύλα καί τόν ἀποχρωματισμό. Τό νά μένει κανείς θεληματικά μόνος σέ μιά κοινωνία πού τόν θέλει νά τή χειροκροτεῖ καί νά τόν συγχωνεύει εἶναι πράξη ἡρωϊκή. Λέγετε ἀδελφοί μου, «μή μου ἅπτου», στόν κόσμο πού τήν ἀπάτη θεωρεῖ εὐφυΐα καί τήν τιμιότητα ὀλιγόνοια.
Εἶναι πολλοί κρυμμένοι πού σᾶς ἀκολουθοῦν καί σᾶς ἐνισχύουν μέ τίς δικές τους προσευχές. Μοναχοί τῶν ὀρέων, δοσμένοι ὅλοι στόν Θεό, πού ἀγρυπνοῦν γιά σᾶς, πού σκέπτονται καί σᾶς πολύ καί σᾶς μελετοῦν καί μνημονεύουν κι ἄς μή σᾶς μιλοῦν κι ἄς μή τούς εἴδατε, σιωπηλοί καί ἔγκλειστοι, ζῶντες καί κεκοιμημένοι, μέ ὑψωμένα τά χέρια, μέ γόνατα καί δάχτυλα πού ἔβγαλαν κάλους ἀπό τίς μετάνοιες, πού τήν ὀσφύ τους ἔχουν πάντα κυρτωμένη στόν Θεό τοῦ Ἐλέους, τῆς Ἀγάπης καί τῆς Συγγνώμης.
Φτιάχνοντας ὁ ἄνθρωπος τόν ἐσωτερικό του κόσμο γίνεται ἀπρόσβλητος στίς ὀργανωμένες ἐπιθέσεις τοῦ κακοῦ, ἄφοβος σέ ὅποια φοβέρα, προσβολή καί ὕβρη κι ἄνἀκούσει. Ἐναποθέτοντας κανείς πᾶσα τή ζωή του στά πόδια τοῦ Θεοῦ, παρακαλώντας τον γι’ αὐτή τήν ὑπεύθυνη καί σωστή ζωή πού θέλει νά ζήσει, θά φωλιάσει ἡζεστασιά τῆς βεβαιότητας μιᾶς γλυκύτατης παραμυθίας, ἡ καρδιά θ’ ἀποκτήσει ἀφάνταστο εὖρος, ὁ ἄνθρωπος τότε προγεύεται τήν ἀθανασία, δέν εἶναι πιά ποτέ μόνος, μά παρέα μέ τόν Χριστό καί τούς φίλους του, τούς ἁγίους. Ἡ ἐσωτερική τότε αὐτάρκεια τοῦ ἀνθρώπου φυγαδεύει ἀμέσως καί βίαια τή μοναξιά. Ὁ ἄνθρωπος ὁ πιστός δέν συνθλίβεται ἀπό ἕνα ἀπρόσωπο, ἄκοσμο κόσμο, τή βουή τῶν μηχανῶν, τό φραγγέλιο τῶν νόμων, τήν παντοδυναμία τῆς τεχνικῆς, τῶν διαστημικῶν κατακτήσεων, τῶνἠλεκτρονικῶν ἐγκεφάλων, τῶν ἐχθρικῶν καί ἀνάπηρων κοινωνιῶν, τῶν βάρβαρων καί μαζοποιημένων πολιτειῶν. Τό χνῶτο τοῦ Θεοῦ πού ἄγγιξε τόν πιστό στίς ὧρες τίς σιγῆς του θά τόν κάνει δυνατό ν’ ἀνταπεξέρχεται τή μηδενισμένη ζωή, τήν ἀνεξάντλητη μοναξιά τοῦ κόσμου μέ τό θρυμματισμένο πρόσωπο. Ἡ ἐπιτυχία τοῦ ἀνθρώπουὑπάρχει ὕστερα ἀπό μιά προσωπική σχέση τῆς ὑπάρξεώς του μέ τόν Θεό. Οἱ δυσκολίες τῆς ζωῆς καί τά ρήγματά της ξεπερνιοῦνται τώρα εὔκολα. Τό κενό ἐξαφανίζεται καί ἡμοναξιά δύει. Στίς θωπεῖες τῆς ἀγκάλης τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί τίς ἐπιπλήξεις, ὁ ἄνθρωπος ἰσορροπεῖ καί ἡ ἀγωνία τῆς ὑπάρξεως παύει.
Εἶπαν πώς ὁ κάθε ἄνθρωπος κουβαλᾶ τή μοναξιά του. Ὁ σαλός ἔχει μιά ἐπικίνδυνη μοναξιά. Ὁ ἀσθενής μιά ἐναγώνια μοναξιά. Ὁ ἄδικος πλούσιος μιά πικρή ὅσοἄσχημη μοναξιά. Μά ὁ πιστός ἔχει μιά μόνιμη, ἀγιάτρευτη καί κορυφαία μοναξιά: πῶς θά σωθεῖ. Συνηθίζουμε νά λέμε ἡ μοναξιά τοῦ ἀπόβραδου, τοῦ πένθους, τῆς ξενιτειᾶς. Κι ὁ καθένας τήν κάθε μιά περίπτωση τήν ἀντιμετωπίζει κατά πῶς δύναται. Μά ἐμεῖς, μπροστά στό αἰώνιο αἴνιγμα τῆς ὑπάρξεως, οἱ υἱοί τοῦ Θεοῦ, κατά χάριν καί κατά μέθεξιν, οἱ κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν, τά φωτόμορφα τέκνα τῆς Ἐκκλησίας, πότε θά τολμήσουμε νά ριψοκινδυνεύσουμε ἕνα ἀποτίναγμα τῶν ἰδεῶν καί τῶν πολλῶν συζητήσεων καί νά σταθοῦμε ἐνώπιοι ἐνωπίῳ μέ μιά ἀπόφαση γιά μιά ριζική τῆς ζωῆς μας ἀλλαγή; Μέχρι πότε θά περιστρεφώμεθα, θά περιτριγυρίζουμε περί τό θέμα καί ποτέ δέν θά εἰσερχόμεθα ἐντός; Δέν ἔχουμε δυστυχῶς πολλά περιθώρια. Οἱ κινήσεις μας εἶναι συνεχῶς παλινδρομικές κιἀμφιταλαντευόμενες. Μιλᾶμε περί Θεοῦ καί τόν Θεό δέν τόν γνωρίζουμε. Τόν ἐπιθυμοῦμε καί δέν τόν ἔχουμε. Προχωρᾶμε πρός αὐτόν καί τήν τελευταία στιγμή βρίσκουμε ἕνα παραπόρτι κι ὁλοταχῶς τοῦ ξεφεύγουμε. Ἀγαπᾶμε κακῶς, ὑπέρ τοῦ δέοντος τόν ἑαυτό μας. Εἴμαστε ἀξιοδάκρυτοι, ἀδικαιολόγητοι, νωχελεῖς. Δέν τόνἀντέχουμε τόν Θεό. Τόν φοβόμαστε, τόν κοροϊδεύουμε, δηλαδή κοροϊδευόμαστε, κι εἴμαστε πλήρεις ὡραίων καί πειστικῶν προφάσεων. Φθάνουμε νά ἀγαποῦμε τό ψέμα μας, νά μή ντρεπόμαστε, οὔτε κἄν νά μή τό δικαιολογοῦμε. Ὅμως κι ὁ Θεός δέν κουράζεται διακριτικά νά μᾶς κυνηγᾶ καί νά μᾶς θυμίζει τήν παρουσία του, στούς πόνους καί τίς χαρές μας, στά λάθη καί τίς νίκες μας.
Εἶναι ἀναγκαῖο ὁ πιστός νά ξαναρχίσει τήν ὁδό τοῦ Κυρίου. Ἄς ἀφήσει τά πλήθη ν’ ἀλαλάζουν, μή τόν κανακεύουν κι ἐπηρεάζουν οἱ λόγοι τους. Ἡ ὁδός του εἶναι στενή, ἀνηφορική, μαρτυρική καί μοναχική μά σωτήρια, ὅπως σαφῶς τό δήλωσε. Πρέπει ἐπιτέλους κάποτε ὁ πιστός νά προσκολληθεῖ μέ ἀγάπη στά ἀπαραίτητα καί οὐσιαστικά γιά τήν προσωπική του ὕπαρξη, λησμονώντας ἀποφασιστικά κι ἀμετάκλητα τά δευτερεύοντα καί περιττά. Ὁ λόγος τῆς Ἀποκαλύψεως εἶναι φοβερός. Τούς χλιαρούς θά τούς ἐμέσω, λέει ὁ Θεός. Τό ρῆμα πού χρησιμοποιεῖ εἶναι λίαν δηλωτικό τῆς ἀπέχθειάς του πρός τούς δίψυχους. Ἡ συντροφιά τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό εἶναι χαρά γιά τόν πρῶτο καί ἡ μεγαλύτερη ἐλευθεροποιός μακαριότητα γιά τόν δεύτερο. Ἡ γνωριμία καί συμφιλίωσή μας μέ τόν Θεό δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀποκομμένηἀπό αὐτή τοῦ ἑαυτοῦ μας καί τῶν ἀδελφῶν μας. Αὐτά πᾶνε πάντα ἀντάμα. Ὁ φίλος τοῦ Θεοῦ εἶναι φίλος καλός τοῦ ἑαυτοῦ του καί τῶν ἄλλων, δίχως σέ αὐτές τίς σχέσεις νά ὑπάρχει ἔπαρση, ἀπομονωτισμός, ἡ ἡδονή τῆς αὐτολατρείας, ἡ φιλοθεΐα νά γίνει φαρισαϊκή καί ἡ φιλανθρωπία καθηκοντολογία. Τό ἄνοιγμα αὐτό πρός τίς τρεῖς πλευρές γίνεται σύμμετρα, ἰσορροπημένα, μέ γνώση, ἐλευθερία κι ἀγάπη. Ἡ παθολογική ἀγάπη πρός τόν ἑαυτό μας καί τούς ἄλλους εἶναι ἐμπόδιο τῶν σχέσεών μας μέ τόν Θεό, λέγει ὁ μεγαλόπνοος ἀββᾶς Ἠσαΐας, διδάσκαλος τῆς ἐρήμου τοῦ 4ου αἰώνα.
Ὁ Κικέρων ἔλεγε: Μεγάλη πολιτεία, μεγάλη μοναξιά! Τή ρήση του ἐπαναλαμβάνουν ἀγωνιωδῶς μυριάδες στόματα σήμερα. Αὐτή ἡ μοναξιά, ἡ βαριεστιμάρα, ἡχαλαρότητα, ἡ χλιαρότητα, ἡ ὑποτονικότητα, ἡ βραδύτητα, ἡ συνεχής μελλοντολογία, δίχως νά κάνεις σήμερα τίποτε, ἡ ἀνικανοποίηση, ὁ κορεσμός, τό αἴσθημα φυγῆς, ὁ ἀντιηρωϊσμός, στήν ἀσκητική γραμματεία ὀνομάζονται ἀκηδία καί μαστίζει ἀλύπητα καί συχνά καί κάθε ἀπρόσεκτο μοναχό. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής,ὁ μέγας αὐτός Βυζαντινός Θεολόγος, νά πῶς μιλᾶ γι’ αὐτή: Ὅλες τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς τίς σκλαβώνει καί μαζί κι ἀμέσως φουντώνει ὅλα σχεδόν τά πάθη, γιατί ἀπ’ ὅλα τα πάθη εἶναι τό πιό βαρύ. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ὁ βαθύς αὐτός γνώστης καί τῶν λεπτότερων κινήσεων τῆς ψυχῆς, σέ μοναχούς πού τοῦ ζήτησαν πληροφορίες, τή χαρακτηρίζει μέ βαρειά λόγια: Εἶναι χαλάρωση τῆς ψυχῆς, ξεστράτισμα τοῦ νοῦ, ἀμέλεια τῆς ἀσκήσεως, μίσος τοῦ μονασμοῦ, κοσμικῶν μακαρίστρια, ἀσέβεια τοῦ Θεοῦ, λησμονιά τῆς προσευχῆς. Ὁ Εὐάγριος ἀναφέρει πώς ἡ ἀνυπόφορη αὐτή ψυχική κατάσταση κάνει τό θύμα της νά μή ξέρει τί νά κάνει, νά βλέπει νά μήν περνᾶ ἡ ὥρα, πότε θά ἔρθει ἡ ὥρα τοῦ φαγητοῦ, πού ἀργεῖ. Ὁ Ἀντίοχος, πού ἔζησε τόν 7ο αἰώνα, γίνεται πιό παραστατικός καί ἀκριβής: Ἡ κατάσταση αὐτή σοῦ φέρνει ἀγωνία, ἀπέχθεια γιά τόν τόπο πού μένεις, ἀλλά καί πρός τούς ἀδελφούς σου καί γιά κάθε ἐργασία καί γι’ αὐτή τήν Ἁγία Γραφή ἀηδία καί συνεχῆ χασμουρητά. Ἀκόμη σέ κάνει νά πεινᾶς καί νά στριφογυρίζεις, πότε θά ’ρθει ἡ ὥρα τοῦ φαγητοῦ. Καί ἀφοῦ ἀποφασίσεις νά πάρεις ἕνα βιβλίο, νά διαβάσεις λίγο, τό παρατᾶς, κι ἀρχίζεις νά ξύνεσαι καί νά κυττᾶς ἀπ’ τά παράθυρα καί πάλι λίγο διαβάζεις, μετά, μετρᾶς τίς σελίδες καί βλέπεις τούς τίτλους τῶν κεφαλαίων. Τέλος παρατᾶς τό βιβλίο καί κοιμᾶσαι, καί ἀφοῦ λίγο κοιμηθεῖς πάλι σηκώνεσαι. Κι αὐτά ὅλα τά κάνεις γιά νά περνᾶ ἡ ὥρα… Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἀναφέρει πώς εἶναι πολύ βαρύς καί σκληρός αὐτός ὁ πόλεμος γιά τούς μοναχούς. Καί ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης λέει πώς τό πάθος αὐτό μπορεῖ νά σέ πάει στόν βυθό τοῦ ἅδη.
Ὁ πατερικός Ντοστογιέφσκυ δίδοντας μιά λύση βάζει στά χείλη τοῦ στάρετς Ζωσιμᾶ νά μᾶς πεῖ πώς πρέπει νά καταστήσουμε τούς ἑαυτούς μας ὑπεύθυνους γιά τίςἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου. Ἡ αἴσθηση αὐτή γιά τή σωτηρία μας μέσῳ τῶν ἄλλων μᾶς δίνει νά καταλάβουμε πώς ἡ ἀγάπη δέν ἐξαντλεῖται μόνο νά δίνει τό καλό, ἀλλά νά κάνει δικές της τίς ἀγωνίες καί τούς πόνους τῶν ἄλλων. Οἱ μοναχοί καθημερινῶς προσεύχονται ὑπέρ τῆς σωτηρίας παντός τοῦ κόσμου. Πλασμένοι κατ’ εἰκόνα Θεοῦ εἴμαστε ὅλοι δικοί του, εἴμαστε ἀδέλφια, παιδιά του. Ἡ μοναξιά καταργεῖται ἐν Θεῷ. Εἴμαστε ὅλοι «ἀλλήλων μέλη» κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο. Ἔτσι οἱἁμαρτίες καί οἱ ἀρετές μας ἔχουν ἐπίδραση καί στούς ἄλλους, ἀφοῦ ὅπως εἴπαμε, εἴμαστε μέλη ἑνός σώματος. Ἡ ἀκηδία γίνεται ἀφορμή ἐντονώτερης προσευχῆς, οἱ δυσκολίες εὐκαιρία ὡριμάνσεως καί προόδου πνευματικῆς.
Μέ τήν ἐλπίδα πώς δέν γινόμαστε κουραστικοί θά ἐπαναλάβουμε πώς ἡ φυγή ἐκ τοῦ κόσμου, ἐντός ἤ ἐκτός αὐτοῦ πού τόσο ἔχει κατηγορηθεῖ ὡς λιποταξία, εἶναι πράξη γενναία καί ἀπαραίτητη, πράξη ἀντιστάσεως στόν ἰσοπεδωτισμό πού σαρώνει τά πάντα. Μέσα τήν ἁγία ἡσυχία βρίσκοντας ὁ ἄνθρωπος τήν αὐθεντικότητά του, τήν ὡραιότητα τῆς μοναδικότητας τοῦ προσώπου του ξεχωρίζει ἀπό τήν ἐκφυλισμένη μάζα. Κονταροχτυπημένος ἀπό τόν Θεό ἐπανέρχεται στά κοινά ζωηρότερος καί δυνατώτερος γιά δημιουργία καί ὁλοκάρδια προσφορά.
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἁλώνιος: Ἄν δέν πεῖ στήν καρδιά του ὁ ἄνθρωπος ὅτι ἐγώ μόνος καί ὁ Θεός εἴμαστε σ’ αὐτόν τόν κόσμο, δέν θά βρεῖ ποτέ ἀνάπαυση. Ὁ ἅγιος Ἰωάννηςὁ Χρυσόστομος λέει πώς ἡ ἡσυχία στή μοναξιά δέν εἶναι μικρή διδασκαλία ἀρετῆς. Καί ἀλλοῦ σημειώνει ὁ χρυσορρήμων ποταμός: Ὅπου κι ἄν εἶσαι, μπορεῖς νά στήσεις τόν βωμό σου. Μόνο καθαρή προαίρεση νά δείξεις καί οὔτε ὁ τόπος σ’ ἐμποδίζει, οὔτε ὁ καιρός καί χωρίς νά γονατίσεις καί χωρίς τό στῆθος σου νά κτυπήσεις καί τά χέρια σου στόν οὐρανό νά ὑψώσεις, τή διάνοιά σου μόνο νά ἔχεις θερμή καί τότε εἶσαι ὅλος ἀπηρτισμένος. Δέν ἐνοχλεῖται ἀπό τόν τόπο ὁ Θεός, ἕνα μόνο ζητᾶ διάνοια θερμή καί ψυχή πού ἐπιθυμεῖ τή σωφροσύνη. Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος στίς πνευματικές του ὁμιλίες γίνεται πιό στοργικός: Κι ἄν πτωχεύσεις ἀπό πνευματικά ἀγαθά, λύπη καί πόνο συνεχῆ νά ἔχεις, γιατί εἶσαι ἔξω ἀπό τή βασιλεία Του καί σάν τραυματισμένος φώναζε στόν Κύριο καί ζήτα Του γιά ν’ ἀξιωθεῖς καί σύ τῆς ἀληθινῆς ζωῆς. Παρακάτω σημειώνει: Κλαίει ὁ Θεός καί οἱ ἅγιοι ἄγγελοι τίς ψυχές πού δέν χορταίνουν μέ οὐράνια τροφή. Καί συνεχίζει μέ τ’ ἀξιοσημείωτα καί ἀξιομνημόνευτα: Ὅλα εἶναι πολύ εὔκολα σ’ αὐτούς πού θέλουν νά μεταμορφωθοῦν ψυχικά, μόνο ν’ ἀγωνίζεται κανείς νά γίνει φίλος καί εὐάρεστος στόν Θεό καί θά λάβει πεῖρα καί αἴσθηση τῶν οὐρανίωνἀγαθῶν καί μακαριότητα ἀνέκφραστη καί ἀληθινά μεγάλο θεῖο πλοῦτο.
Ἄγευστος ὁ ὁμιλῶν τελείως τῶν πνευματικῶν αὐτῶν καταστάσεων θά ἔπρεπε μᾶλλον νά σιωπᾶ καί νά ἐργάζεται στή φίλη ἔρημο τό ξερίζωμα τῶν παθῶν. Ὁὁμιλητὴς ὅμως θέλει ν’ ἀναφέρεται σέ ἀνθρώπους πού εἶδε κι ἄκουσε, κατοίκους τῆς ἱερᾶς ἀθωνικῆς χερσονήσου, τῶν ἤρεμων πλαγιῶν τῶν πενιχρῶν καλυβῶν, τῶν ταπεινῶν κελλίων, ὅπου ζοῦν τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Μοναχοί χαρισματοῦχοι καί οὐρανότρωτοι, χριστοφόροι καί θεοφιλεῖς, λάτρεις τῆς ἡσυχίας, τῆς μονώσεως, ἐργάτες βροντεροί τῆς σιωπῆς, μόνοι μά δίχως μοναξιά, πού στή μοναξιά τους θυμοῦνται τίς μοναξιές ὅλου τοῦ κόσμου καί τίς ὧρες πού ἀκούσια ἄλλοι πάσχουν ἀπό ἀϋπνίες κι ἄλλοι ξαγρυπνοῦν ἀνούσια, ἀνέστιοι καί ἀνέραστοι, σέ τόπους ξένους, αὐτοί ἑκούσια ἀγρυπνοῦν προσευχόμενοι, ὑπέρ ὑγείας, σωτηρίας, ἐλέους καί θείας βοηθείας σύμπαντος τοῦ κόσμου.
Ὁ περιβόητος ἀσκητής τοῦ Ἄθω Χατζη-Γεωργης, στό θαυμάσιο βιβλίο ἑνός σύγχρονου ἐρημίτου, πού πρόσφατα κυκλοφόρησε, ἀναφέρεται ὡς πιστός φίλος τῆςἡσυχίας τῶν σπηλαίων, τῆς ἐρήμου, φιλότιμος ἀγωνιστής, μεγάλος νηστευτής, ὅπου τήν ἀνάπαυση ἔβρισκε στήν ἀγρυπνία, τήν προσευχή καί τή μόνωση. Ἡ ἔρημος δέν τόνἀγρίεψε μά τόν ὀμόρφυνε πιό πολύ. Γράφει ὁ σεβαστός βιογράφος του: Ὁ Χατζη-Γεωργης εἶχε πολλή ἀγάπη γιά ὅλους, ἄδολη. Ἦταν πάντοτε εἰρηνικός, ἀνεξίκακος καί συγχωροῦσε. Εἶχε μεγάλη καρδιά, γι’ αὐτό ὅλα καί ὅλους τούς χωροῦσε, ὅπως ἦταν. Εἶχε ἐξαϋλωθῆ κατά κάποιον τρόπο. Ζώντας τήν ἀγγελική ζωή, ἔγινε Ἄγγελος καί πέταξε στούς Οὐρανούς, διότι δέν κρατοῦσε τίποτε, οὔτε ψυχικά πάθη οὔτε ὑλικά πράγματα. Ὅλα τά πετοῦσε, γι’ αὐτό καί πέταξε ψηλά.
Ὁ Κατουνακιώτης ἡσυχαστής Γέροντας Γεράσιμος ἔκαμε 17 ἔτη –σημειώνει συνασκητής του– εἰς τήν κορυφή τοῦ Προφήτου Ἡλιοῦ παλεύων μέ δαίμονας καίκεραυνιζόμενος ἀπό τούς καιρούς, ἔμεινε ἄσειστος στύλος ὑπομονῆς. Εἶχε τά δάκρυα συνεχῆ. Γλυκαινόμενος μέ τή μελέτη τοῦ Ἰησοῦ ἐξετέλεσε τόν ἀμέριμνον καί ἡσύχιον βίον του.
Ὁ ἐπίσης Κατουνακιώτης ἡσυχαστής Καλλίνικος ἀγάπησε τόν πόνο, τόν κόπο καί τήν ἡσυχία ὑπέρμετρα. Νιβόταν μέ τόν ἱδρώτα καί τά δάκρυά του. Τά τελευταῖα 45 ἔτη τῆς ζωῆς τοῦ τά ἔζησε ἔγκλειστος προσευχόμενος ἀδιαλείπτως. Τό πρόσωπό του ἔφθανε νά λάμπει σάν τοῦ Μωυσῆ κατερχόμενου ἀπό τό Σινᾶ.
Καθώς ἐπίσης ὁ πνευματικός Ἰγνάτιος, ὅπου ἔκλεινε τά παντζούρια τοῦ κελλιοῦ του γιά νά μήν βλέπει τόν ἐρχομό τῆς ἡμέρας καί νά συνεχίζει τήν προσευχή του. Τόν κάθε ἐπισκέπτη του τόν παρακαλοῦσε λέγοντας: Ἀγάπησε τόν Θεό πού σέ ἀγάπησε. Λησμονοῦσε νά πλυθεῖ, νά χτενιστεῖ, νά φάει καί τό κομποσχοίνι δέν τό ἄφηνε. Σάνἔχασε τό φῶς του ἔγινε πιό φωτεινός. Εὐωδίαζε ἐν ζωῇ, εὐωδίασε καί μετά τήν κοίμησή του. Ὁ ὀνομαστός Μικραγιαννανίτης παπα-Σάββας ὁ Πνευματικός τή δύναμή τουἀντλοῦσε ἀπό τίς καθημερινές ἔνδακρεις θεῖες λειτουργίες του, ὅπου μνημόνευε ἐπί τρεῖς ὧρες χιλιάδες ὀνόματα καί ἀπό τίς ὁλονύκτιες στάσεις του.
Αὐτή εἶναι ἡ κοινωνία τῆς ἐρήμου σιωπηλή, προσευχομένη, γαληνιῶσα, μακαρία. Δέν προσπαθήσαμε νά ὡραιοποιήσουμε ἰδανικές καταστάσεις ἐξαιρέσεων. Αὐτή εἶναι ἡ ζωή τῆς ἐρήμου. Βεβαίως ἐάν ἕνας μοναχός δέν ἔχει μιά ἔντονη πνευματική ζωή καί μιά συνεχῆ ἐγρήγορση θά περιπέσει σέ μύριους πειρασμούς, ἡ ἀκηδία θά τόνὁδηγήσει στήν ἀπομόνωση καί τότε θά γίνει περίγελως ἀγγέλων καί δαιμόνων, κτηνώδης καί θηριώδης, χειρότερος τοῦ χειροτέρου κοσμικοῦ καί ἡ ἐρημία τῆς ἐρήμουἀβάσταχτη.
Οἱ πόλεις γίνονται ὅλο καί πιό ἔρημες καί θά γίνονται κι οἱ ἔρημοι θά πολίζονται καί κανείς ἀμετανόητος δέν θά δύναται νά ἐμποδίζει τή μετάνοια τῶν θελόντων, τήν ἱκεσία τῶν πιστῶν, τή δέηση τῶν πενήτων. Οὐδείς δύναται νά ἐμποδίζει τόν κάθε ἐλεύθερο ν’ αὐτοφυλακίζεται, νά αὐτοεξορίζεται, νά ζεῖ τό μυστήριο τοῦ ζῶντος Θεοῦ, τό θαῦμα μέσα στό μαρτύριο καί τήν ταπείνωση, ἐκεῖ ὅπου πάντα ἀνθεῖ τό ὀρθόδοξο βίωμα. Ἐντός τῆς σιγῆς, τῆς σιωπῆς καί τῆς προσδοκίας, ζωντας τήν ὑπέρβαση τοῦχριστιανισμοῦ, πού ἔγκειται, ὄχι στήν ἐξαφάνιση τοῦ κακοῦ, ἀλλά στήν τίμια παραδοχή τοῦ ἑαυτοῦ μας καί τῶν ἄλλων, βιώνοντας τήν πενία τοῦ πλούτου, τόν πλοῦτο τῆς πενίας, τήν ὑγεία τῆς ἀσθένειας, τήν εὐλογία τῆς δοκιμασίας, τή δύναμη τῆς ἀδυναμίας, τή χαρά τῆς ὑπομονῆς, τή νίκη τῆς ἧττας, τήν τιμή τῆς ἀδοξίας, τήν ἐλευθερία τοῦἐγκλεισμοῦ, τή μεγαλειότητα τῆς σμίκρυνσης, τήν ἀντίσταση στόν θάνατο, τήν Ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ, τή θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Καί τοῦτα κανείς ἄς ἀναμένει ὄχι ἀπό τήνἐξουσία τῶν ἀρχῶν τοῦ κόσμου, ἀλλά ἀπό τήν ἐξουσία ἐπί τοῦ ἑαυτοῦ μας, καί τή δημιουργία ὑγιῶν καί φωτεινῶν μικρῶν ἑστιῶν, πού ὀνομάζονται ἐκκλησία, κελλί,ἐργαστήρι, γραφεῖο, αἴθουσα, δωμάτιο. Ἔτσι ἡ ἐρημία τῶν πόλεων θά συνεχίζει νά ὑπάρχει, ἀλλά δέν θά περνᾶ στήν καρδιά. Ἔτσι ἀλλάζει ὁ κόσμος. Ἔσωθεν καί ὄχιἔξωθεν καί ἄνωθεν. Μή θεωρεῖται μεγάλος ὁ ἱεραπόστολος τῆς Ἀφρικῆς καί ὁ κάθε ἐφευρέτης. Μέγας εἶναι ὁ μικρός πού ὑπομένει τήν παραφροσύνη, τήν ἀδικία, τόν κατατρεγμό, τόν πόνο τοῦ πλησίον καί τόν δικό του. Μεγαλύτερος εἶναι, κατά τόν ἀββᾶ Ἰσαάκ, αὐτός πού γνώρισε καί νίκησε τά πάθη του ἀπό αὐτόν πού ἀνασταίνει νεκρούς.
Ὅλοι ὅσοι ἀναζητοῦν τή λύτρωση ἀπό τό ἄγχος, τή θλίψη, τό κενό καί τή μοναξιά καλοῦνται ἀπροφάσιστα νά κλείσουν μιά συνάντηση, ἕνα ραντεβοῦ, ἄνθέλετε, ἐπιτέλους, μέ τόν ἑαυτό τους, ἕνα ραντεβοῦ ὁπωσδήποτε μέ τόν Θεό καί τότε ἄς θυμηθοῦν καί τήν ἐλαχιστότητά μας, πού προσπάθησε νά μή σᾶς κουράσει μά νάπού δυστυχῶς, φαίνεται, δέν τά κατάφερε. Ἀδαής πολύ ὑπάρχων μετέβαλε ὁ ὁμιλητής τό βῆμα σέ ἄμβωνα καί μάλιστα ἐνώπιον φωτισμένων καί διακεκριμένων προσώπων.
(«Ἡ κοινωνία τῆς ἐρήμου καί ἡ ἐρημία τῶν πόλεων» Τὸ πρῶτο κεφάλαιο ἀπὸ τὸ ὁμώνυμο ΠΡΩΤΟ βιβλίο, τοῦ μακαριστοῦ μοναχοῦ Μωυσέως Ἁγιορείτου, Ἐκδόσεις «Τῆνος», Ἀθῆναι1987)
Πηγή: Χριστιανική Βιβλιογραφία
Παντού σε ακολουθεί η χάρη Της και η ευλογία Της. Η Παναγιά βρίσκεται σε κάθε νησί, σε κάθε ξηρά, σε απομονωμένα ή εύκολα προσβάσιμα σημεία, πάνω σε βράχους, δίπλα στο κύμα ή σε κεντρικές πλατείες ή σοκάκια. Στα νησιά οι εκκλησίες που είναι αφιερωμένες στην Παναγία κλέβουν την παράσταση καθώς η γιορτή τους συνδέεται με το καλοκαίρι, όταν ο κόσμος πλημμυρίζει κάθε τους γωνιά…
Παναγία η Ευαγγελίστρια, Τήνος
Παναγία της Πορταΐτισσας, Αστυπάλαια
Παναγία η Εκατονταπυλιανή, Πάρος
Παναγία η Τουρλιανή, Μύκονος
Παναγία η Πουλάτη, Σίφνος
Παναγία η Χοζοβιώτισσα, Αμοργός
Κυρα-Παναγιά, Κάρπαθος
Παναγία της Κοιμήσεως, Φολέγανδρος
Παναγία η Σικελιά, Χίος
Παναγία Στρατηλάτισσα, Κύθνος
Παναγιά η Καστρινή στη Τζιά
Παναγιά της Πανοχωριανής στην Αμοργό
Παναγία της Κάσου
Παναγιά στη Σέριφο
Παναγιά η Σπηλιανή στη Νίσυρο
Παναγία η Θαλασσινή στην Άνδρο
Παναγιά η Κανάλα και Παναγιά του Νίκους στην Κύθνο
Πηγή:Θεολόγος
Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΔΗΜΑΡΧΕΙΟ ΚΟΝΙΤΣΗΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΩΝ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΜΗΣΙ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ - 13/07/2014
(Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία)
Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης κ.κ. Ἀνδρέα, υἱκῶς ἐκ μέσης καρδίας σᾶς εὐχαριστῶ καί σᾶς εὐγνωμονῶ πού μέ τήν εὐλογία σας σήμερα παρευρίσκομαι ἀνάμεσά σας ὡς ὁμιλητής μέ θέμα «Ἡ προσωπικότης τοῦ Γέροντος Παϊσίου».
Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, σεβαστοί μου πατέρες καί ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί
Ὅσοι ἐγνωρίσαμε τόν Γέροντα Παΐσιο, ἄλλοι προσωπικά, ἄλλοι ἀπό τά βιβλία, ἄλλοι ἀπό διηγήσεις ἄλλων, διαπιστώνομε ὅτι ὁ Γέροντας Παΐσιος εἶχε ἀφιερώσει ὅλο του τό εἶναι στόν Θεό. Ἐφήρμοζε κατά γράμμα τό λεγόμενο «δέν ἔδωσε στόν Θεό τίποτε, ἐκεῖνος πού δέν τά ἔδωσε ὅλα». Καί ὁ Γέροντας Παΐσιος ὄντως τά ἔδωσε ὅλα γιά τόν Θεό. Ἡ πνευματική του προσφορά ἀνά τούς αἰῶνας θά εἶναι μεγίστη καί ἀνυπολόγιστη. Παρά τίς προσωπικές του δοκιμασίες, πειρασμούς, ἀδικίες, συκοφαντίες κλπ., ἡ ὁλοκληρωτική του ἀγάπη καί ἡ ἀφοσίωσί του παρέμειναν ἀναλλοίωτες τόσον ὡς πρός τόν Θεό, ὅσο καί ὡς πρός τούς ἀνθρώπους. Ἦτο βιαστής τῆς φύσεώς του, εἶχε νῆψι, προσευχή, ἄσκησι καί γνήσιο πατερικό καί μοναχικό φρόνημα.
Ὅποιος τόν ἐπεσκέπτετο καί συνωμιλοῦσε μαζί του ἤ ἀκόμη καί μόνον νά ἔβλεπε ἐν σιωπῇ τήν μορφή του, ἔνοιωθε ὅτι ἀνέπνεε καθαρό ὀξυγόνο καί ἀνεζωογονεῖτο. Ὁ Γέροντας ἦτο πιστός στήν Παράδοσι καί πονοῦσε, ἀγωνιοῦσε καί προσηύχετο διακαῶς γιά τήν διατήρησι τῆς αὐθεντικότητας καί μοναδικότητας τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Δέν δεχόταν μέ τίποτε τήν ἀλλοίωσι τῆς παραδόσεως τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀπό τό κοσμικό φρόνημα, τίς ποικίλες ἐπιδράσεις, κλπ. Ἔλεγε: «Ἄν παραμείνωμε ἀσκητές, νηπτικοί, γνήσιοι μοναχοί, καί ἀφήσωμε νά χαθῆ ἡ φυσική κατάστασις τοῦ τόπου καί νά ἀλλοιωθῆ, αὐτό θά εἶναι πτῶσις γιά ὅλους μας. Ἄν πάλι διατηρήσωμε τά κτίρια, τά κειμήλια, κλπ. καί χάσωμε τήν μοναχική μας ἰδιότητα καί ἐκκοσμικευθοῦμε, τότε θά εἴμαστε σάν ξεναγοί σέ ἀξιοθέατα. Οὔτε τό ἕνα, οὔτε τό ἄλλο πρέπει νά ἐπιτρέψωμε. Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας μας, ἔλεγε, πρέπει νά μείνη καί νά διατηρηθῆ ἀναλλοίωτο καί τά ἄνθη του, οἱ μοναχοί του, νά εὐωδιάζουν πάντοτε μέ τήν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Βλέπομε ὅτι ὁ Γέροντας ἦταν ἕνας γνήσιος παραδοσιακός Ἁγιορείτης μοναχός.
Ἔλεγε: «Δέν ἔχω ὑποτακτικό - μέ τήν στενή ἔννοια - γιατί εἶμαι ὑποτακτικός ὅλου τοῦ κόσμου. Χρέος μου καί καθῆκον μου εἶναι νά προσεύχωμαι γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Δέν εἶμαι ἄνεργος. Τό ἐπάγγελμά μου εἶναι νά φτιάχνω τούς λογισμούς τῶν ἀνθρώπων».
Βλέπομε τί πνεῦμα διακονίας, ἀγάπης καί πόνο εἶχε ὁ Γέροντας γιά τούς ἀνθρώπους.
Τόν ἐρώτησε κάποιος μοναχός: «Γέροντα, νά πάω σέ κοινόβιο ἤ νά μείνω μόνος μου σέ κελλί;».
Ἀπήντησε ὁ Γέροντας: «Ὑπάρχουν τά πουλιά τοῦ κλουβιοῦ καί τά πουλιά τοῦ κλαδιοῦ». Οἱ μοναχοί τοῦ κοινοβίου καί οἱ κελλιῶτες μοναχοί. «Μή διαλέξης μόνος σου τό κλουβί ἤ τό κλαδί, γιατί θά μείνης χωρίς φτερά». Χωρίς δηλαδή πνευματικά φτερά. «Γιατί τό πουλί χωρίς φτερά ἔχει πνευματικό μαρασμό. Βρές διακριτικό, ἔμπειρο πνευματικό ὁδηγό γιά νά σοῦ πῆ σέ ποιά πνευματική ράτσα-εἶδος ἀνήκεις. Κάνε ὑπακοή καί τότε διπλᾶ καί τριπλᾶ πνευματικά φτερά θά ἀποκτήσης. Διότι, μόνον σέ ὅ,τι γίνεται μέ ὑπακοή καί εὐλογία ἔρχεται ἡ Χάρις καί ἡ πνευματική προκοπή. Ἄν πάρωμε ἄδεια ἀπό τήν ''σημαία'', δηλαδή ἄν βάζωμε ''μετάνοια'' μόνο στόν δικό μας λογισμό καί κάνωμε ὑπακοή στόν ἑαυτό μας, τότε χάνομε καί ὅ,τι στοιχειῶδες ἔχομε ἀποκτήσει».
Βλέπομε τήν σοφία, τήν Χάρι, τήν διάκρισι σέ κάθε συμβουλή καί τήν βοήθεια πού προσέφερε ὁ Γέροντας.
Κάποτε ἕνας προσκυνητής πηγαίνοντας πρός τήν Παναγούδα ἔπεσε σέ ἕνα βαθύ ρέμα κοντά σέ ἕνα Κελλί. Ὁ Γέροντας τοῦ Κελλιοῦ αὐτοῦ τοῦ παρέσχε τίς πρῶτες βοήθειες καί ὁ προσκυνητής λόγῳ τοῦ σοβαροῦ χτυπήματος δέν πῆγε τελικά στόν Γέροντα Παΐσιο. Μετά ἀπό λίγο ὁ Γέροντας Παΐσιος ἐφώναξε ἀπό τήν Παναγούδα στόν Γέροντα τοῦ ἐν λόγῳ Κελλιοῦ, ὁ ὁποῖος εὑρίσκετο στήν ἁπλωταριά τοῦ Κελλιοῦ του, πού ἀπεῖχε περίπου τριακόσια μέ τετρακόσια μέτρα ἀπό τήν Παναγούδα καί εἶπε: «Ἔ, πάτερ τάδε.....». Καί ἀπήντησε ὁ μοναχός: «Εὐλόγησον Γέροντα, θέλετε κάτι;». «Τίποτε, τό ''τηλέφωνο'' δοκίμασα», εἶπε ὁ Γέροντας Παΐσιος.
Βλέπομε πῶς ὁ Γέροντας ἤξερε νά κρύβη τήν ἀρετή του καί πόσο διακριτικά καί μέ τί σοφία καί χάρι περνοῦσε τά μηνύματα τῆς ἀγάπης του, τῆς προσευχῆς του, τῆς ἔγνοιας του, τῆς μέριμνάς του, κλπ.
Σέ κάποιον δόκιμο μοναχό πού τόν ἐπισκέφθηκε στήν Παναγούδα ὁ Γέροντας εἶπε: «Πάρε ἕνα λουκούμι». Ὁ δόκιμος μοναχός, ἐνῶ ἦταν ἕτοιμος νά ἁπλώση τό χέρι του, κάτι τόν ἐμπόδισε καί δέν πῆρε τό λουκούμι. Καί ἔνοιωσε ἐκείνην τήν στιγμή μία ἐσωτερική γλυκύτητα. Ὁ Γέροντας σέ λίγο πάλι τοῦ λέγει: «Πᾶρε καί δεύτερο λουκούμι», ἐνῶ ὁ δόκιμος δέν εἶχε πάρει οὔτε κἄν τό πρῶτο. Ἀλλά καί πάλι, πρίν ἀκόμη ἁπλώση τό χέρι του, κάτι τόν ἐμπόδισε, δέν πῆρε λουκούμι καί ἔνοιωσε γιά δεύτερη φορά τήν ἴδια ἐσωτερική γλυκύτητα.
Μετά ἀπό καιρό, ὅταν ὁ δόκιμος μοναχός αὐτός ἐπισκέφθηκε πάλι τόν Γέροντα, ὁ Γέροντας, ὅπως συνήθιζε σέ ὅλους, τοῦ λέγει αὐθόρμητα: «Ἔλα εὐλογημένε νά σέ κεράσω πρῶτα κανένα λουκούμι». Καί τότε ἐκεῖνος τοῦ λέγει: «Γέροντα, θέλω ἀπό τά ἄλλα τά λουκούμια...», ἐννοῶντας τήν ἐσωτερική γλυκύτητα. Καί ὁ Γέροντας τοῦ ἀπήντησε χωρίς νά ζητήση διευκρινίσεις: «Ἀπό τά ἄλλα τά λουκούμια, θά δοῦμε...». Βλέπομε τί κομψότητα, λεπτότητα καί διορατικότητα διέκριναν τόν ἅγιο Γέροντα.
Μία φορά, σέ μία ἀγρυπνία, ἔψαλλε κάποιος Γέροντας τό «πᾶσα πνοή» σέ ἀργό (παπαδικό) ὕφος. Ἀλλά ἐπειδή ἐξέφυγε ἀπό τό μουσικό κείμενο, ἔβαλε καί δικά του αὐτοσχέδια μουσικά στοιχεῖα, μέ ἀποτέλεσμα νά τό κάνη πιό πολύπλοκο καί διαφορετικό ἀπό τό μουσικό κείμενο. Καί τότε τοῦ λέγει μέ ἀγάπη ὁ Γερο-Παΐσιος: « Ἔ, πάτερ, σ᾽ αὐτό τό «πᾶσα πνοή» πολλές πνοές ἔβαλες μέσα σήμερα».
Ἐδῶ βλέπομε πῶς μέ λεπτό χιοῦμορ καί λογοπαίγνια ἔδινε συμβουλές.
Ἔλεγε ὁ ἅγιος Γέροντας: «Νά ἔχωμε μετάνοια καί στόχος μας νά εἶναι ὁ Παράδεισος. Ἀπέκδυσι τοῦ παλαιοῦ ἑαυτοῦ χρειάζεται καί ὄχι ἀπέκδυσι τοῦ ρουχισμοῦ, ὅπως συμβαίνει στίς ἡμέρες μας», ἐννοῶντας τήν ἄσχημη ἐνδυμασία. Ἔλεγε ἐπίσης: «Ὅλοι εἴμαστε παιδιά τοῦ Θεοῦ, ἀλλά πόσα ἀπό τά παιδιά Του βρίσκονται στό σπίτι τοῦ Πατέρα τους;».
Βλέπομε πόσο πολύ ἐνδιαφερόταν ὁ Γέροντας νά ἔχωμε μετάνοια καί νά μή χάσωμε τόν Παράδεισο.
Ἔλεγε: «Μέ τόσες ἀγρυπνίες καί ξενύχτια, πού κάνομε, εἴμαστε κατά Θεόν ἀλῆτες».
Εἶπε κάποτε, παραμονή τῆς ἑορτῆς τῆς Ἁγίας Ἄννης: « Πρέπει νά κάνωμε μία ἀγρυπνία σήμερα. Γιορτάζει ἡ Γιαγιά μας, ἀφοῦ Μάνα ἔχομε τήν Παναγία μας».
Εἶπε σέ κάποιον, ὁ ὁποῖος εἶχε τρεῖς κόρες μοναχές: «Τί ἀνάγκη ἔχεις ἐσύ; Ἔχεις συμπεθεριάσει μέ τήν Παναγία μας».
Ἔλεγε: «Ὁ μοναχός δέν πρέπει νά χρησιμοποιῆ καθρέφτη. Νά καλύψη τόν καθρέφτη μέ τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί ἐκεῖ νά καθρεφτίζεται γιά νά βλέπη, νά συναισθάνεται καί νά ἐμπεδώνη τί ἀσχήμια πνευματική ἔχει. Σέ κανέναν ἄλλον καθρέφτη δέν πρόκειται νά δοῦμε καθαρά τόν πραγματικό μας ἑαυτό».
Βλέπομε πῶς προσπαθοῦσε μέ κάθε τρόπο νά βοηθήση τούς ἀνθρώπους νά θεραπευθοῦν.
Ἔλεγε μέ πόνο: «Μέ ἀδελφό καί πατέρα τόν Χριστό καί μάνα τήν Παναγία, εἴμαστε ὅλοι γνήσια πνευματικά ἀδέλφια». Δέν ὑπάρχει χῶρος ἀνάμεσά μας γιά ἑτεροθαλῆ καί ἑτερόδοξα "ἀδέλφια"». Καί ἀπό τήν συνάφεια τῶν λόγων του ἐννοοῦσε τούς ἑτεροδόξους, ὅτι ἐάν δέν ἐπιστρέψουν στήν Ὀρθοδοξία, δέν μποροῦν νά θεωρηθοῦν ἐν Χριστῷ ἀδελφοί.
Βλέπομε ἐδῶ πόσο πονοῦσε γιά τήν Ὀρθοδοξία καί πόσο ἐνδιαφερόταν γιά ὅ,τι ἀφοροῦσε τά ἐκκλησιολογικά θέματα καί κατέθετε τήν γνώμη του.
Κάποτε πού εἶχε πολλούς ἐπισκέπτες, γιά νά τούς ἀναπαύση, ἔμεινε μαζί τους γιά πολλές ὧρες. Μετά ἔκανε προσευχή γιά τά προβλήματά τους, καθυστερῶντας τόν προσωπικό του καλογερικό κανόνα, καί ἔφθασε νά κάνη τόν ἑσπερινό τῆς προηγουμένης ἡμέρας, ὅταν ἀνέτελε ὁ ἥλιος. Καί ἔλεγε ἐπ᾽ αὐτοῦ: «Ὁ ἥλιος ἀνέτελε καί ἐγώ ἔψαλλα ''φῶς ἱλαρόν''!». Ἐδῶ βλέπομε τί ἀγάπη εἶχε ὁ Γέροντας γιά τούς ἀνθρώπους καί δέν ὑπολόγιζε κούρασι, χάσιμο χρόνου, τήν ὑγεία του, κλπ., ἀλλά συγχρόνως ὅτι δέν παρέλειπε οὔτε στό ἐλάχιστο τό προσωπικό του καλογερικό τυπικό καί κανόνα.
Ἔλεγε γιά τό Πηδάλιο: «Τό λένε ''πηδάλιο'', διότι μποροῦμε, ὅταν πρέπη, νά τό στρίβωμε ἐλαφρῶς. Ἀλλά, ποτέ δέν ἀλλοιώνομε, ἀλλάζομε καί οἰκονομοῦμε τά ἀνοικονόμητα. Π.χ., γιά τά κωλύμματα τῆς ἱερωσύνης, μέ πόνο καί θλῖψι ἔλεγε πρός ἐπισκόπους καί ἐνδιαφερομένους: «Μά, γιατί τέτοια ἐγκλήματα; Ἀφοῦ εἶναι ἁπλᾶ τά πράγματα. Οἱ συγκεκριμένοι, ἅγιοι μποροῦν νά γίνουν. Ἱερεῖς, ὄχι».
Κάποιος καθηγητής Πανεπιστημίου τῆς Θεολογίας εἶπε στόν Γέροντα Παΐσιο: ''Γέροντα, στήν ἐποχή πού ζοῦμε (τέλη τοῦ 20οῦ αἰῶνα), εἶναι δυνατόν νά πιστεύωμε ὅτι ὑπάρχουν δαίμονες; Ἀστεῖα πράγματα! Οἱ δαίμονες δέν εἶναι παρά ἡ προσωποποίησις τοῦ κακοῦ». Καί ὁ Γέροντας Παΐσιος εἶπε: «Μά, τί λές εὐλογημένε; Ἐμεῖς ἐδῶ βλέπομε δωρεάν σινεμά μέ δαίμονες».
Κάποτε ἔστειλε γράμμα σέ κάποιες μοναχές καί τίς προέτρεψε νά φύγουν ἀπό τήν Γερόντισσά τους, ἡ ὁποία ἦταν πλανεμένη καί ἐκινδύνευαν. Οἱ μοναχές τοῦ ἀπήντησαν: «Γέροντα, ἐκτός τῶν ἄλλων, ἡ ἡγουμένη εἶναι καί εὐειδής», δηλαδή ἔχει ὡραία μορφή. Καί ἀπήντησε ὁ Γέροντας: «Εὐειδής εἶναι; Τώρα κατάλαβα γιατί δέν μποροῦμε νά συνεννοηθοῦμε. Γιατί λείπουν ''βίδες'' σέ ὅλες σας».
Ὅταν τόν ἐπισκέφθηκαν κάποιοι συμφοιτητές μου, ὁ Γέροντας τούς εἶπε: «Τό πᾶν εἶναι νά μή χωλαίνουμε πνευματικά». Καί ὅταν ἕνας ἐξ αὐτῶν τόν ἐρώτησε: ''Γέροντα, γιά ἐμᾶς προσωπικά τό λέτε;'', ὁ Γέροντας ἀπήντησε: «Ἐξαιροῦνται οἱ παρόντες, ἐκτός ἀπό αὐτούς πού βρίσκονται ἐδῶ». Καί στήν ἴδια παρέα, ὅταν ὁ Γέροντας ἀντιλήφθηκε ὅτι δέν καταλάβαιναν τίποτε, οὔτε τά ἁπλᾶ, σέ κάποια στιγμή, θέλοντας νά τούς πειράξη, τούς εἶπε: «Ἐπειδή ἐσεῖς εἶστε τοῦ Πολυτεχνείου καί πιάνετε πουλιά στόν ἀέρα, τά εὐκόλως ἐννοούμενα παραλείπονται, ἐκτός ἀπό αὐτά πού δέν καταλαβαίνετε...».
Κάποτε, πού γινόταν ντόρος γιά κάποιον Γέροντα, γιά τόν ὁποῖον διέδιδαν ὡρισμένα πνευματικά του παιδιά ὅτι εἶχε διόρασι, προόρασι, νοερά προσευχή, κλπ., καί ὁ Γέροντας ἐκεῖνος τά δεχόταν, ὁ Γέροντας Παΐσιος τόν ἐκάλεσε στήν Παναγούδα καί τόν συμβούλευσε λέγοντάς του: «Τήν ἀρετή σου μή τήν βγάζης στό σφυρί, γιατί ἄν συνεχίσης ἔτσι ἀπό αὐτόν τόν ντόρο τελικά μόνο κουρνιαχτός θά μείνη».
Ἔλεγε γιά κάποιον ἱεροκήρυκα, ὅτι «ἔκαιγε μαζούτ ἀντί νά καίη κηροζίνη. Κούφιος θόρυβος, χωρίς ἔργο». Καί γιά κάποιον ἄλλον ἱεροκήρυκα ἔλεγε, ὅτι «κάνει πολύ ὡραῖο, ἀλλά ἀρνητικό κήρυγμα».
Ἕνας μοναχός πῆγε, παραμονή τῆς κουρᾶς του, νά πάρη εὐχή ἀπό τόν Γέροντα Παΐσιο καί τόν ἐρώτησε: ''Γέροντα, τί ἔχετε νά μοῦ πῆτε; Αὔριο γίνομαι μοναχός''. Ὁ Γέροντας τοῦ ἀπήντησε: «Ἀνέβα στόν πύργο, στό Κουτλουμοῦσι, καί πές: '' Ἔχε γειά καϋμένε κόσμε''!». Τί σοφό καί ἁγιασμένο χιοῦμορ εἶχε ὁ ἅγιος Γέροντας!
Σέ γυναῖκα πού τοῦ εἶπε: ''Γέροντα, βάλε τηλέφωνο, γιά νά μποροῦμε νά σέ βρίσκωμε γιά προσευχή σέ δύσκολες στιγμές, κλπ.'', τῆς εἶπε ὁ Γέροντας: «Εὐλογημένη, τί τό θέλεις τό τηλέφωνο; Στεῖλε τηλεγράφημα καί θά τό πάρω».
Σέ ἄλλη γυναῖκα πού τοῦ εἶπε «Γέροντα, μέ ἀκοῦς, ὅταν βρίσκεσαι στό Ἅγιο Ὄρος καί σοῦ μιλάω καί σέ παρακαλῶ στήν προσευχή μου;», ὁ Γέροντας Παΐσιος τῆς ἀπήντησε: « Ἔ, τί, γιά κουφό μέ πέρασες;».
Ἔχουν λεχθῆ καί ἔχουν γραφῆ καί εἶναι γνωστά πάρα πολλά ἀπό ὅσα εἶπε ὁ Γέροντας σέ πάρα πολλούς ἀνθρώπους πού τόν ἐγνώρισαν. Ἄς μοῦ ἐπιτραπῆ εἰς τήν ἀγάπη σας νά ἀναφέρω κάποια ἐλάχιστα προσωπικά μου περιστατικά, πού ἐπιτρέπεται νά λεχθοῦν καί ἔχουν σχέσι μέ τόν Γέροντα:
Ἤμουν δόκιμος καί κατά τήν ἀγρυπνία τῆς Ἀναστάσεως στό Κελλί τοῦ Γέροντά μου, παπα-Ἰσαάκ τοῦ Λιβανέζου, ψάλλαμε ὅλοι μας ἀπό κάτι. Ὅταν ὅμως ἔψαλλε ὁ γερο-Παΐσιος, ἔψαλλε τόσο συγκινητικά καί καρδιακά πού μᾶς ἔδινε τήν αἴσθησι ὅτι ὄντως ἐβίωνε τό ''ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι...''. Καί κατά τήν τελετή τῆς Ἀναστάσεως, στόν ἐξωτερικό χῶρο τοῦ Κελλιοῦ, ὅταν ψάλλαμε ὅλοι μαζί τά «Χριστός Ἀνέστη», κελαϊδοῦσαν τά πουλιά καί μέ ρώτησε χαμηλόφωνα: «Τί λένε τά πουλάκια;». Ἐγώ ἀπήντησα: «Ποῦ νά ξέρω Γέροντα;». Καί ἐκεῖνος εἶπε: «Εὐλογημένε, ψάλλουν τό Χριστός Ἀνέστη, κι ἐσύ κάθεσαι μουγγός καί δέν ἀπαντᾶς ''Ἀληθῶς Ἀνέστη'';».
Ὅταν μέ ἔστειλε στόν παπα-Ἰσαάκ γιά νά δοκιμάσω ὡς ὑποτακτικός, μέ ξεπροβόδισε περπατῶντας μαζί μου σχεδόν μέχρι τήν μισή ἀπόστασι ἀπό τήν Παναγούδα ἕως τό κελλί τοῦ παπα-Ἰσαάκ στήν Καψάλα. Καί ἐνῶ ἐγνώριζε ὅτι ὁ παπα-Ἰσαάκ ἦτο ἔμπειρος, σοφός, ἀσκητής, ὄντως γνήσιος Γέροντας - ἐξ ἄλλου ὁ π. Παΐσιος τόν εἶχε κάνει μεγαλόσχημο -, μοῦ εἶπε: «Νά ξέρης, ὅτι τά ἔντερα μέ τήν κοιλιά μας πολλές φορές μαλλώνουν καί γι᾽αὐτό γουργουλίζει ἡ κοιλιά. Δέν εἶναι εὔκολο νά συνεννοηθῆ ἕνας Ἕλληνας μέ ἕναν Λιβανέζο, ἀλλά ἄν μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ κάνης ὑπομονή, θά ἔχης "ἐνδοσυνεννόησι"».
Φυσικά ὁ Παπα-Ἰσαάκ μιλοῦσε ἄπταιστα Ἑλληνικά, ἀκόμη καί ἀρχαῖα. Ποῦ νά καταλάβω ὅμως ἐγώ τότε - ἤμουν στό τέλος τοῦ τρίτου ἔτους τοῦ Πολυτεχνείου, εἴκοσι δύο χρονῶν περίπου -, ποῦ νά καταλάβω, ὅτι ὁ Γέροντας δέν ἐννοοῦσε τήν γλῶσσα. Ἐννοοῦσε, ὅτι δέν εἶναι εὔκολη ἡ ὑπακοή. Δέν θέλει ὀρθολογισμό, κοσμική λογική, κλπ. καί ὅτι θέλει ἀγῶνα καί ὅλα τά ὑπόλοιπα, τά ὁποῖα εἶδα στήν πρᾶξι ὡς δόκιμος ἐν καιρῷ καί τότε θυμήθηκα καί ἐννόησα τά σοφά καί ἅγια λόγια τοῦ Γέροντος.
Τόν ρώτησα κάποτε: « Γέροντα, ἐμένα μέ ξέρουν ὅλοι οἱ Ἅγιοι;». Καί μοῦ ἀπήντησε: «Εὐλογημένε, νά τούς δώσης διεύθυνσι καί τηλέφωνο, γιά νά σέ βρίσκουν. Οἱ ἀριθμοί ἀπό τά τηλέφωνα εἶναι οἱ κόμποι τοῦ κομποσχοινιοῦ».
Κάποτε μοῦ εἶπε: «Πρέπει νά εἴμαστε προσεκτικοί καί νά ἀσπαζώμαστε μόνο τό φρόνημα ἀπό κάθε σωστό Γέροντα καί νά μή δεχώμαστε ὅ,τι διαδίδεται, γιατί ζοῦμε στήν ἐποχή τῆς παραπληροφόρησης». «Τί ἐννοεῖτε Γέροντα;». Καί ἀπήντησε: «Τό πόσες σάλτσες, παρασάλτσες, παραπληροφορίες καί παρατράγουδα ἄκουσα στήν ζωή μου, δέν εἶναι τίποτα μπροστά σέ ὅλα αὐτά, πού θά κυκλοφορήσουν μετά τήν κοίμησί μου. Ἔλεγαν καί θά λένε διάφορα, ὅτι τά εἶπε δῆθεν ὁ Παΐσιος, ἀλλά τούς τά ὑπαγορεύει ὁ ἑαυτός τους ὁ Πλανή - σιος. Ὅ,τι ὅμως ἔχω πῆ ἐγώ ὁ χαμένος, τό τί ἀκριβῶς ἐννοοῦσα, μόνο ὁ Χριστός γνωρίζει καί κάποια οὔτε ἐγώ ὁ ἴδιος τά καταλαβαίνω».
Βλέπομε τό πῶς ὁ Γέροντας ἤξερε νά καλύπτη καί νά κρύβη τήν ὁποιαδήποτε ἀρετή καί τίς ἐμπειρίες του...
Γιά ἕνα σοβαρό θέμα πού συνέβη καί γιά τό ὁποῖο μόνο τά ἀκόλουθα ἐπιτρέπεται νά σᾶς ἀναφέρω, ὁ Γέροντας στό θέμα αὐτό βρέθηκε στήν μέση χωρίς νά εὐθύνεται καί πέρασε μία πολύ μεγάλη στενοχώρια, πίκρα, θλῖψι καί πόνο. Καί μετά ἀπό πολλά χρόνια ἀπό τότε πού συνέβη τό γεγονός αὐτό, σέ σχετική συζήτησι τόν ἐρώτησα: «Γέροντα, πῶς ἀντέξατε τότε;». Καί μοῦ ἀπήντησε: «Ἔκανα παιδί μου τήν καρδιά μου κιμᾶ».
Βλέπομε τί θυσιαστική ἀγάπη εἶχε ὁ Γέροντας. Γενικά, ὅ,τι ἔκανε ὁ Γέροντας πάντοτε τό ἔκανε ἤ γιά νά βγῆ μεγάλο καλό ἤ γιά νά ἀποφευχθῆ μεγαλύτερο κακό. Ἄλλες φορές πάλι τά ἔπαιρνε ἐπάνω του μόνο καί μόνο ἀπό ἀγάπη.
Μέ ἐντολή τοῦ Γέροντός μου π. Ἰσαάκ τοῦ Λιβανέζου πῆγα στήν Παναγούδα, γιά νά πῶ στόν Γέροντα Παΐσιο ὅτι εἶχα τήν ἐπιθυμία νά γίνω ἱερέας. Καί μόλις πῆρα τήν εὐχή του, πρίν τοῦ πῶ ὁ,τιδήποτε, μοῦ εἶπε: «Θέλεις νά γίνης παπᾶς; Μέ τήν εὐχή μου».
Τοῦ εἶπα κάποτε: «Γέροντα, προσευχηθῆτε νά βάλω μυαλό». Καί μοῦ ἀπήντησε: «Μυαλό ἔχομε ὅλοι, ἀκόμη καί τά ζῶα. Νοῦς χρειάζεται».
Κάποτε, τοῦ εἶπα: «Γέροντα, νά προσέχετε τήν ὑγεία σας. Σᾶς ἔχει ἀνάγκη ὁ κόσμος. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πού ἔρχονται στό Ἅγιον Ὄρος ἐπιθυμοῦν καί λένε νά γνωρίσωμε τόν Γέροντα Παΐσιο». Καί ἀπήντησε: «Ἐγώ εὔχομαι νά γνωρίσουν ὅλοι στήν πνευματική τους ζωή τό παν-ίσιο».
Ἔλεγε γιά τόν μακαριστό Μητροπολίτη σας Σεβαστιανό: «Ἐπίσκοποι εἶναι πολλοί, ἀλλά Σεβαστιανός κανένας». Παρεπιπτόντως, τό ἴδιο ἔλεγε καί γιά τόν Γέροντα Παρθένιο, τόν νῦν ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Παύλου, Ἁγίου Ὄρους: «Ἡγούμενοι ὑπάρχουν πολλοί, Παρθένιος κανένας».
Μεγάλη Σαρακοστή τοῦ 1994. Τελευταία Μεγάλη Σαρακοστή καί τελευταῖο Πάσχα τῆς ἐπιγείου ζωῆς τοῦ Γέροντος Παϊσίου.
Εἶχα τήν εὐλογία καί τιμή νά κληθῶ στήν Σουρωτή, γιά νά τελέσω κάποιες ἀκολουθίες τῆς Σαρακοστῆς, ἐπίσης καί ὅλες τίς ἀκολουθίες ἀπό τήν Λειτουργία τῆς Μεγάλη Πέμπτης ἕως καί τήν Δευτέρα τοῦ Πάσχα. Λόγῳ τῆς ἀσθενείας τοῦ Γέροντος, κάποιες ἀκολουθίες-Λειτουργίες ἔγιναν κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, παρουσίᾳ μόνον τοῦ Γέροντος, τῆς ἀδελφότητος καί τῆς ἀναξιότητος μου.
Σέ εὐχέλαιο τῆς Σαρακοστῆς, ὅταν τόν ἔχρισα, ἐπειδή ὁ Γέροντας ἦτο μοναχός καί δέν εἶχε ἱερωσύνη, ἔσκυψε νά μοῦ ἀσπασθῆ τό χέρι καί νά πάρη τήν εὐχή μου. Ἐγώ μπροστά στόν σεβάσμιο Γέροντα, ἀπό ντροπή καί δέος, τράβηξα τό χέρι μου, καί ἔσκυψα νά πάρω ἐγώ τήν εὐχή του. Τότε τσουγκρίσανε τά κεφάλια μας καί μέ ἀσπάσθηκε στό κεφάλι. Ὅταν τήν ἄλλη ἡμέρα τόν ἐρώτησα: ''Γέροντα, σᾶς πόνεσα;'', μοῦ ἀπήντησε: «Ὄχι, εὐλογημένε, δέν τό κατάλαβες ἀπό τόν κρότο;». Καί ἐγώ τοῦ ἀπήντησα αὐθόρμητα: «Κατάλαβα ὅτι τό δικό σας κεφάλι ἦταν γεμᾶτο μέ σοφία καί Χάρι, ἐνῶ τό δικό μου ἄδειο καί κούφιο».
Ὅταν τόν ἐκοινώνησα τήν τελευταία Μεγάλη Πέμπτη, ἐπίσης καί τό τελευταῖο Πάσχα τῆς ζωῆς του στήν Ἀνάστασι, δέν θά ξεχάσω ποτέ μέ τί εὐλάβεια καί εἰρήνη ἐκοινωνοῦσε, παρά τό ὅτι εἶχε φρικτούς πόνους καί εἶχε μείνει σχεδόν μία σκιά ἀπό τήν ἀσθένεια.
Στήν τελευταία συνάντησί μας τῆς ἐπιγείου ζωῆς του, ἐκτός τῶν ἄλλων, μοῦ εἶπε νά μή στέλνω κόσμο στό Παλαιό Ἡμερολόγιο, ἀλλά νά στέλνω καί νά ὁδηγῶ τόν κόσμο στόν Παλαιό τῶν Ἡμερῶν.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀναμεσά μας ἐδῶ σήμερα ὑπάρχουν ἀρκετοί πού ἐγνώρισαν τόν Γέροντα Παΐσιο, ὅπως καί πάρα πολλοί ἄνθρωποι πού τόν ἐγνώρισαν καί δέν εὑρίσκονται ἐδῶ. Πιστεύω ὅτι ὅλοι συμφωνοῦμε, ὅτι τήν προσωπικότητα τοῦ Γέροντος Παϊσίου τήν συνθέτουν ἀρετές καί προτερήματα. Ὅπως ἐξυπνάδα, σοφία, εὐστροφία, ὀξυδέρκεια, διορατικότητα, ἁπλότητα, ἐτυμολογία, σοφό χιοῦμορ, σύνεσι, ταπείνωσι, διάκρισι, θυσιαστική ἀγάπη, ἐμπειρία, διόρασι, προόρασι, νῆψι, ἄσκησι, προσευχή, ἁγιότητα.
Ὅλοι γνωρίζομε ὅτι εἶναι ἕνας μεγάλος Ἅγιος καί εἶναι σκέπη γενικά γιά ὅλην τήν οἰκουμένη καί εἰδικά γιά τήν εὐλογημένη Κόνιτσα. Τήν εὐλογημένη Κόνιτσα, πού ἐκτός ἀπό τήν εὐχή τοῦ μακαριστοῦ σεπτοῦ ἐπισκόπου κυροῦ Σεβαστιανοῦ τήν σκεπάζει καί ἡ εὐχή τοῦ Γέροντος Παϊσίου. Εἶναι ἐπίσης μία εὐλογία πού ὑπάρχει ἐδῶ καί τό κατά σάρκα DNA τοῦ Γέροντος Παϊσίου, δηλαδή οἱ κατά σάρκα συγγενεῖς του πού κατοικοῦν ἐδῶ.
Νά ζήσης εὐλογημένη Κόνιτσα, ἀνάμεσα σέ ὅλες τίς πόλεις!
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, σᾶς ζητῶ συγγνώμη ἄν σᾶς ἐκούρασα. Τό νά πῶ ὅτι θά εἶμαι ἀναπολόγητος ἐπειδή ἐγνώρισα καί συνωμίλησα γιά ὧρες μέ τόν Γέροντα Παΐσιο ἴσως θεωρηθῆ ὑπερβολή, ταπεινολογία, κλπ. Ἐγώ ὅμως τό ἐννοῶ. Θά εἶμαι ἀναπολόγητος.
Τήν εὐχή τοῦ Γέροντα νά ἔχωμε.
Σᾶς εὐχαριστῶ.
Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
(Ὁμιλία στό Δημαρχεῖο Κονίτσης στά πλαίσια τῶν ἐκδηλώσεων γιά τά εἴκοσι χρόνια ἀπό τήν κοίμησι τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου 13/07/2014)
Δείτε την ομιλία και σε βίντεο: Ἀρχιμ. Ἀρσένιος Κατερέλος: "H προσωπικότητα τοῦ Γέροντος Παϊσίου"
Πηγή: Θρησκευτικά
Ἡ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς δεκάτης Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου, μᾶς περιγράφει κατὰ τρόπο συγκλονιστικὸ τὴ θεραπεία τοῦ σεληνιαζομένου νέου. Ὅσοι ἔζησαν παρόμοιες καταστάσεις καὶ εἶδαν ἀνθρώπους νὰ βασανίζονται ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα δαιμόνια, αὐτοὶ μποροῦν νὰ αἰσθανθοῦν κάπως τὸ βάσανο τοῦ νέου καὶ τὸν πόνο τοῦ πατέρα, ὁ ὁποῖος «γονυπετών» παρακαλεῖ τὸν Κύριο Ἰησοῦ καὶ ταυτοχρόνως ὁμολογεῖ τὴν ἀπιστία του, ζητώντας τὸ χάρισμα τῆς πίστεως...
Φυσικὰ ὁ Κύριος ὁ ὁποῖος ἦλθε «ἴνα λύσει τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου», καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ «ἐπετίμησεν τὸ δαιμόνιον καὶ ἐξῆλθεν αὐτοῦ καὶ ἐθεραπεύθη ὁ παῖς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης» (Ματθ. ΙΖ ΄ 18). Δηλ. ὁ Ἰησοῦς ἔδωσε αὐστηρὸ παράγγελμα καὶ βγῆκε τὸ δαιμόνιο, καὶ θεραπεύθηκε τὸ παιδὶ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη.
Εἶναι πάντως πολὺ χαρακτηριστικό, καὶ θὰ πρέπει γιὰ λίγο νὰ σταθοῦμε, στὸ ὅτι ὁ Ἰησοῦς πρὶν ἐλευθερώσει τὸ νέο ἀπὸ τὴ μανία τοῦ διαβόλου, λέει μιὰ φράση ποὺ φανερώνει θλίψη καὶ στενοχώρια. Καὶ μελετώντας ὁ πιστὸς τὴ φράση αὐτή, νοιώθει συγκλονισμό, ἀφοῦ....
περιέχει ἀλήθειες καὶ τοῦ παρόντος ἀλλὰ καὶ τοῦ μέλλοντος: «Ἀποκριθείς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν. Ὢ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! Ἕως πότε ἔσομαι μεθ’ ὑμῶν; Ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;...» (Ματθ. ΙΖ ΄ 17). Δηλ. Ὢ γενεὰ ἄπιστη καὶ διεστραμμένη! Ἕως πότε θὰ εἶμαι μαζί σας; Ἕως πότε θὰ σᾶς ἀνέχομαι;
Οἱ μαθητὲς βλέποντας τὴν τόσο δύσκολη περίπτωση τοῦ δαιμονισμοῦ, ἔδειξαν δυσπιστία (ὅπως τοὺς ἐξηγεῖ μετὰ τὸ θαῦμα ὁ ἴδιος ὁ Κύριος), καὶ γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς δὲν κατόρθωσαν νὰ ἐκβάλουν τὸ δαιμόνιο. Αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα οἱ κακεντρεχεῖς Γραμματεῖς νὰ τοὺς εἰρωνεύονται καὶ νὰ τοὺς δυσφημοῦν. Ἀλλὰ χρειαζόταν νὰ ἀπαλλαγεῖ ὄχι μόνο ὁ υἱός, ἀλλὰ καὶ ὁ πατέρας ἀπὸ μιὰ ἄλλη φοβερότερη πάθηση. Τὴν πάθηση τῆς ἀπιστίας. Γιὰ τοῦτο καὶ ὅπως εἴδαμε, οἱ λόγοι αὐτοὶ τῆς ἐπιπλήξεως τοῦ Κυρίου, εἶναι σὲ τόνο σπάνιας αὐστηρότητας.
Ἡ γενεὰ ἐκείνη, τῆς ὁποίας ἀρχηγοὶ ἦταν οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι, δηλ. τὸ σαπισμένο καὶ δυσῶδες κατεστημένο τοῦ Ἰσραήλ, ἦταν ὄχι μόνο ἄπιστη, ἀλλὰ καὶ διεστραμμένη.
Καὶ ἦταν διεστραμμένη ἡ γενεὰ ἐκείνη διότι ἐνῶ ἔβλεπαν τὰ μοναδικὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσε ὁ Ἰησοῦς, αὐτοὶ ἐπέμεναν στὴν ἀπιστία τους καὶ ἔτι πλέον βλασφημοῦσαν, ἀποδίδοντας τὴν Θεϊκὴ δύναμη σὲ δαιμονικὴ ἐνέργεια.
Μὲ τὴ φράση «Ἕως πότε θὰ εἶμαι μαζί σας καὶ ἕως πότε θὰ σᾶς ἀνέχομαι;» δὲν δηλώνει ὁ Κύριος ἀνυπομονησία, ἀλλὰ δείχνει ὅτι παρ’ ὅλη τὴν ἀγάπη του, αἰσθάνεται τὸν Ἑαυτὸ Του ἐντελῶς ξένο πρὸς τὴ γενεὰ ἐκείνη τῆς ἀπιστίας. Ἀλλὰ ὄχι μόνο αὐτὸ φίλοι μου. Θὰ πρέπει νὰ τὸ γνωρίζουμε καὶ νὰ διακηρύττουμε ξεκάθαρα καὶ τούτη τὴν ἀλήθεια ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς δὲν ἔχει μόνο ἀνοχή, ἀλλὰ καὶ δικαιοσύνη. Καὶ ὅπως ἔχει δημιουργήσει τοὺς φυσικοὺς νόμους, ὡς Δημιουργὸς καὶ Παντοκράτορας, ἔτσι ἔχει θέσει καὶ τοὺς πνευματικοὺς νόμους, οἱ ὁποῖοι φυσικὰ λειτουργοῦν μὲ ἀκρίβεια!
Ἐπίσης εἶναι ἀνάγκη νὰ γνωρίζουμε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν παραιτεῖται τῶν «δικαιωμάτων Του».
Ὁλόκληρη ἡ Ἁγία Γραφή, ἡ Ἱερὰ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ βίοι τῶν Ἁγίων μας, πιστοποιοῦν τὴν μεγάλη αὐτὴ ἀλήθεια, ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀνέχεται μέν, πλὴν ὅμως δὲν συμβιβάζεται μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν πλάνη, τὸ κακὸ καὶ τὴν ἀδικία καὶ μάλιστα τὴν κοινωνική...
Ὑπάρχουν δυστυχῶς καὶ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας(;) οἱ ὁποῖοι ἀρέσκονται νὰ κηρύττουν τὴν μισὴ ἀλήθεια, ὅτι δηλ. ὁ Θεὸς εἶναι μόνο ἀνοχή, ἀποφεύγοντας εἴτε γιὰ λόγους «ὀλιγοπιστίας», εἴτε «λαϊκίστικης πολιτικῆς» νὰ ὁλοκληρώσουν τὴν ἀλήθεια, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι καὶ δικαιοσύνη καὶ ἀποδίδει στὸν καθένα κατὰ τὰ ἔργα του.
Αὐτὴ ἀκριβῶς τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, οἱ διεστραμμένες καρδιὲς καὶ οἱ πορωμένες συνειδήσεις, ἂν δὲν μετανοήσουν θὰ τὴν εἰσπράξουν ὡς κόλαση.
Ὅπως ἀκριβῶς, ὅσοι διαθέτουν ὑγιεῖς ὀφθαλμούς, ἀπολαμβάνουν τὸ ἡλιακὸ φῶς καὶ τὰ χρώματα τῆς φύσεως, ἐνῶ ὅσοι ἔχουν βεβλαμμένους τοὺς ὀφθαλμούς, αὐτὸ τὸ ἴδιο το ἡλιακὸ φῶς τὸ δέχονται ἐπάνω τους ὡς «κόλαση», τὸ ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Στὴν ἀρχὴ λειτουργεῖ ὡς ἀνοχὴ καὶ περιμένει τὴ μετάνοιά μας, κατόπιν ὅμως ἡ ἴδια ἡ ψυχὴ ποὺ παραμένει ἀμετανόητη, θὰ εἰσπράξει τὴν δικαιοσύνη. Καὶ ὅπως ὁ Θεὸς δὲν παύει ποτὲ μὰ ποτὲ νὰ ἀγαπᾶ, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ὅσοι τὸν ἀρνήθηκαν συνειδητὰ δὲν θὰ παύσουν ποτὲ νὰ δέχονται αὐτὴ τὴν Θεϊκὴ ἀγάπη ὡς δικαιοσύνη, καὶ ἀλλοίμονο ὡς ἀτελείωτη κόλαση...
Ἀδελφοί μου, μὴ θελήσουμε νὰ μοιάσουμε πρὸς τὴ γενεὰ τῶν κακούργων καὶ Χριστοκτόνων Ἑβραίων, τὴν «ἄπιστον καὶ διεστραμμένη», ἡ ὁποία μόνη της καὶ συνειδητὰ ἀρνήθηκε τὴν εὐσπλαχνία καὶ τὴν μακροθυμία τοῦ Θεοῦ, καταντώντας σὲ ὀλέθρια ἀποτελέσματα ποὺ τὰ παρακολουθεῖ κανεὶς μέσα ἀπὸ τὴν ἀδιάψευστη ἀντικειμενικὴ Ἱστορία...
Ἃς ἐπωφελούμαστε ἀπὸ τὴν μακροθυμία τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ μετὰ ἀπὸ κάθε παράβαση καὶ ἀστοχία μας, ἃς ἐπιστρέφουμε μὲ οὐσιαστικὴ μετάνοια πρὸς τὴν Θεϊκή Του ἀγάπη, ἔχοντας τὴν βεβαιότητα ὅτι ἡ ζωντανὴ Πίστη πρὸς Αὐτὸν καὶ ἡ δική Του ἀγάπη μποροῦν νὰ μᾶς ἀπαλλάξουν ἀπὸ κάθε ἐμπόδιο καὶ κακὸ καὶ φυσικὰ νὰ μᾶς χαρίσουν τὴν αἰώνια εὐλογία.
Ἀμήν!
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Ὅσον καί νά ἐπιχειροῦν οἱ ἄνθρωποι νά καλύπτουν τήν πραγματικότητα ἤ νά ρίπτουν στάχτην εἰς τούς ὀφθαλμούς τῶν συνανθρώπων των μέ τίς ψευδοευγένειες καί μέ ὅ,τι ἄλλο ἐφευρίσκουν καί ἐπινοοῦν, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτει τήν πραγματικότητα καί τοποθετεῖ τά πράγματα εἰς τήν σωστή των θέσιν.
Αὐτό βεβαίως ἰσχύει διά κάθε περίπτωσιν, ἀλλά κυρίως τό βλέπομε ἐναργῶς εἰς τούς Προφήτας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Οἱ ἀτρόμητες αὐτές προσωπικότητες, πού δέν ἔβλεπαν «εἰς πρόσωπον ἀνθρώπου» ἀλλά ἐθεωροῦσαν κατάματα τήν ἀλήθειαν, ἤρχοντο στιγμές πού ἤλεγχαν τούς παρανομοῦντας καί ἐκήρυττον τήν καθολικήν μετάνοιαν. Εἰς αὐτό δέ τό ὑψηλόν ἔργον των δέν ἐπρότασσον τήν ἰδικήν των ἄποψιν, ἀλλά τό «τάδε λέγει Κύριος»!
Ἄς περάσωμε εὐθύς ἀμέσως, πρός ἐπιβεβαίωσιν τοῦ λόγου, εἰς τόν Μεγάλον Προφήτην Ἡσαΐαν. Εἰς τόν Προφήτην, πού πλήν τῶν ἄλλων, ἐζοῦσε τόσον ἐντόνως τίς ἀντίξοες συνθῆκες πού ἐβίωνε ὁ λαός τοῦ Θεοῦ.
Ἀπό τό ὅλον βιβλίον τοῦ Προφήτου Ἡσαΐου θά σταθοῦμε εἰς τό Κεφάλαιον ΝΣΤ´. Πρόκειται περί ἑνός μικροῦ σχετικῶς κεφαλαίου πού εἰς τούς πρώτους ὀκτώ στίχους του κηρύσσεται ὅτι ἡ σωτηρία προσφέρεται, ὄχι μόνον εἰς τούς Ἰουδαίους, ἀλλά καί εἰς ὅλα τά Ἔθνη. Ὅσοι δέ πιστεύσουν καί ἐργασθοῦν διά τήν σωτηρίαν των θά εἰσέλθουν εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Οἱ δέ τρεῖς τελευταῖοι στίχοι, 9, 10 καί 11 τοῦ ἰδίου κεφαλαίου θά μᾶς ἀπασχολήσουν εἰς τήν συνέχειαν. Θά δοῦμε τήν διαχρονικότητα αὐτῶν τῶν στίχων καί τήν σχέσιν των μέ τούς ἑκάστοτε ἄρχοντας, πνευματικούς καί πολιτικούς, τῆς κάθε ἐποχῆς, ὅταν αὐτοί δέν ἵστανται εἰς τό ὕψος τῆς ἀποστολῆς των καί λησμονοῦν τίς ὑποχρεώσεις των ἔναντι τοῦ λαοῦ τόν ὁποῖον διακονοῦν.
Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας, ὡς αὐθεντικός κήρυξ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἐλέγχει κατά τρόπον ἀληθινά Προφητικόν τούς ἀναξίους ἄρχοντας τῶν Ἰουδαίων. Ἡ ἀγανάκτησις τοῦ Προφήτου φθάνει εἰς τοιοῦτον βαθμόν πού καλεῖ τούς βαρβάρους εἰδωλολάτρας, οἱ ὁποῖοι λόγῳ τῆς βαρβαρότητός των ὁμοιάζουν μέ ἄγρια θηρία, νά ἔλθουν καί νά κατασπαράξουν τούς κακούς ἄρχοντας. Εἶναι δέ τόσον χαρακτηριστικός ὁ λόγος τοῦ Προφήτου: «Πάντα τά θηρία τά ἄγρια, δεῦτε φάγετε, πάντα τά θηρία τοῦ δρυμοῦ» (Ἡσ. νστ´ 9).
Ὁ προφητικός λόγος σπάζει τούς κανόνας τοῦ κομψοῦ λόγου καί τῆς εὐπρεποῦς κατά κόσμον συμπεριφορᾶς καί ἐκφράζει τήν ἀγανάκτησιν τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ ἔναντι τῆς ἀδικίας. Τά ἄλογα θηρία τοῦ δάσους, δηλαδή οἱ εἰδωλολατρικοί γειτονικοί λαοί, δίχως οἱ ἴδιοι νά τό συνειδητοποιοῦν, προσκαλοῦνται ὡς τιμωρητικά ὄργανα τῆς Θείας Δικαιοσύνης. Ἀλλά γιατί; Τί ἔχει συμβῆ καί ὁ Θεοκίνητος Προφήτης ἐκφράζει τοιουτοτρόπως τήν θλῖψιν καί τήν ἀγανάκτησίν του;
Ὅλοι οἱ ἄρχοντες ἔχουν τυφλωθῆ. Δέν ἐγνώριζαν σύνεσιν καί φρόνησιν πού ἐπιβάλλει τό καθῆκον των ἔναντι τῶν κινδύνων τοῦ Ποιμνίου. Περί αὐτῶν ὁ Προφήτης λέγει: «Ἴδετε ὅτι ἐκτετύφλωνται πάντες, οὐκ ἔγνωσαν φρονῆσαι, πάντες κύνες ἐνεοί, οὐ δυνήσονται ὑλακτεῖν, ἐνυπνιαζόμενοι κοίτην, φιλοῦντες νυστάξαι» (Ἡσ. νστ´ 10). Δηλαδή, ὅλοι τους εἶναι σκύλοι ἄφωνοι καί μουγγοί. Δέν ἠμποροῦν νά γαυγίσουν κατά τῶν ἐχθρῶν. Ἀδυνατοῦν νά ἐπισημάνουν τούς κινδύνους πού ἔρχονται. Κάθονται εἰς τήν κοίτην των καί ὀνειρεύονται. Τούς ἀρέσει μόνον νά νυστάζουν καί νά κοιμῶνται.
Ἀλλά ὁ Προφητικός λόγος δέν ἐξαντλεῖται εἰς τό σημεῖον αὐτό. Συνεχίζει μέ τήν ἰδίαν καί περισσοτέραν δριμύτητα καί ἐλέγχει τώρα «τούς ἀναιδεῖς τῇ ψυχῇ», λέγοντας: «Καὶ οἱ κύνες ἀναιδεῖς τῇ ψυχῇ, οὐκ εἰδότες πλησμονήν· καί εἰσι πονηροὶ οὐκ εἰδότες σύνεσιν, πάντες ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν ἐξηκολούθησαν, ἕκαστος κατὰ τὸ ἑαυτοῦ» (Ἡσ. νστ´ 10). Δηλαδή, τά σκυλιά αὐτά εἶναι ἀναίσχυντα ψυχικῶς. Εἶναι ἀδηφάγα. Ὅσα κι ἄν ἔχουν δέν τούς εἶναι ἀρκετά καί δέν γνωρίζουν ποτέ χορτασμόν. Οἱ ἄρχοντες αὐτοί εἶναι πονηροί, δέν γνωρίζουν σύνεσιν καί φρόνησιν. Ὅλοι των ἐξακολουθοῦν νά βαδίζουν καί νά συμπεριφέρωνται κατά τόν διεφθαρμένον τρόπον τῆς ζωῆς των. Κάθε ἕνας ἐπιζητεῖ τό συμφέρον του καί μόνον.
Καί αὐτά μέν τονίζει καί κηρύσσει ὁ μεγαλοφωνότατος Προφήτης Ἡσαΐας ὀκτώ αἰῶνες πρό τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως.
Ὅμως, ἐάν ἀφαιρέσωμε τό φάσμα τοῦ χρόνου, νομίζει κανείς ὅτι οἱ λόγοι αὐτοί, πού ἐμπεριέχουν καταπληκτικές πνευματικές καί κοινωνικές διαστάσεις, ἐλέχθησαν καί ἐγράφησαν καί διά τήν ἐποχήν μας. Ἐποχήν, πού ἐνῷ προβάλλεται ὡς προοδευτική διά τήν κατάκτησιν τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καί τήν κοινωνικήν ἰσότητα καί γενικῶς διά τήν εὐαισθησίαν τῆς δικαιοσύνης, κλπ., ὅμως εἰς τήν πραγματικότητα συμβαίνει ἀκριβῶς τό ἀντίθετον. Διότι ἡ ἀδικία, ἡ ἀδιαφορία, ἡ διαφθορά, κλπ., τῶν ἡγετῶν καί τῶν ἀρχόντων, ἔχουν φθάσει εἰς τό ἀποκορύφωμα καί προσβάλλουν καί ὁδηγοῦν εἰς τήν ἀθλιότητα τήν ἀνθρωπίνην κοινωνίαν καί προσωπικότητα. Ἡ εὐθύνη, τόσον τῶν πολιτικῶν ἡγετῶν, ὅσον καί τῶν πνευματικῶν ἀρχόντων, εἶναι τεραστία μέ ἀποτέλεσμα οἱ ἴδιοι νά καθίστανται ἀναπολόγητοι.
Οἱ μέν πολιτικοί ἡγέτες εὐθύνονται σέ βαθμό κακουργήματος, διότι, συμμετέχοντες εἰς τίς ἀδικίες κλπ., παρανομοῦν μή ἐφαρμόζοντες τούς νόμους διά περιορισμόν καί ἐξάλειψιν τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας καί διά προστασίαν καί σεβασμόν τῆς ἀνθρωπίνης προσωπικότητος. Οἱ δέ πνευματικοί ἄρχοντες εὐθύνονται, διότι, ἀνεχόμενοι τίς ἀντιχριστιανικές καί ἀντικοινωνικές αὐτές καταστάσεις, ἀρνοῦνται-φοβοῦνται νά ὑψώσουν φωνήν διαμαρτυρίας καί προφητικοῦ λόγου-ἐλέγχου εἰς ὅσα ἀρνητικά συμβαίνουν. Ἔτσι καταντᾶ τό δίδυμον τῆς Πνευματικοπολιτικῆς κορυφῆς νά δίδῃ τό κακόν παράδειγμα, καί ὄχι μόνον, εἰς τόν λαόν.
Καί ἐάν αὐτές οἱ νόθες καταστάσεις ἦσαν διά τόν Θεόν καί τούς ἀνθρώπους ἀπαράδεκτες καί αἰσχρές πρίν ἀπό 2.800 ἔτη, πόσῳ μᾶλλον σήμερον ἠμποροῦν νά γίνουν ἀνεκτές, ὅταν διατεινώμεθα ὅτι ἡ κοινωνία σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο ''προώδευσε'' καί ὅτι οἱ Χριστιανοί ζοῦμε εἰς τόν χῶρον τῆς Χάριτος, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία.
Ἄνευ περιστροφῆς, ὅλοι ὅσοι ἐξ αὐτῶν ἀνέχονται τίς ἀδικίες καί ὅλα ὅσα ἀνεπίτρεπτα καθημερινῶς διαπράττονται, εἶναι ἀνάξιοι νά ἡγοῦνται, προδίδουν τήν ἀποστολήν των καί εἶναι στυγνοί ἐκμεταλλευτές τῶν ὑπηκόων των καί τῶν πνευματικῶν των τέκνων.
Ἐπί πλέον, θά πρέπῃ νά παραδεχθοῦμε ὅτι, δυστυχῶς, ἡ τόσον πτωχή σέ τόσα ἄλλα ἐποχή μας, ἔχει χρεωκοπήσει καί εἰς τά προφητικά καί ἔνθερμα Πατερικά ἀναστήματα. Εἰς τούς ἀνθρώπους δηλαδή ἐκείνους οἱ ὁποῖοι, ὄχι μόνον γιά «ἰῶτα ἕν ἤ μία κεραία» (Ματθ. ε´ 18) τοῦ Δόγματος, ἀλλά καί γιά τό δίκαιον ἑνός μόνον ἀνθρώπου εἶναι ἕτοιμοι νά θυσιάσουν τούς θρόνους των, ἀκόμη καί τήν ζωήν των τήν ἰδίαν, ὅπως συνέβη μέ τήν περίπτωσιν τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ, τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἀλλά καί τόσων ἄλλων ὄντως αὐθεντικῶν μορφῶν τῆς Ἐκκλησίας, πού ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δέν νοεῖται χωρίς τήν Ὀρθοπραξίαν.
Οἱ «κύνες» πλέον ἔγιναν «ἐνεοί». Ἐνῷ εἶναι κήρυκες εὔγλωττοι καί λαλίστατοι ὅταν πρόκειται περί ἐγκωμίων πρός «πρόσωπα τῆς ἡμέρας», σέ θέματα Πίστεως καί Πατρίδος δένουν τήν γλῶσσαν των.
Ἀλλά, ἐάν ἕνα μαντρόσκυλο, πού σκοπός τῆς ὑπάρξεώς του εἶναι ἡ διαφύλαξις τοῦ κοπαδιοῦ παραμένῃ «ἐνεό» ἐμπρός εἰς τόν κίνδυνον, ὅταν δέν «ὑλακτῇ» βλέποντας τούς λύκους νά ἔρχωνται καί ὅταν δέν τούς τρέπῃ εἰς φυγήν, τότε ποῖος ὁ λόγος τῆς ὑπάρξεώς του εἰς τό μαντρί; Ἁπλῶς διά νά τρώγῃ καί νά κοιμᾶται; Μά τότε, γίνεται ὄχι μόνον ἄχρηστος ὁ φύλαξ «κύων», ἀλλά καί ἄκρως ἐπικίνδυνος, διότι συναγελάζεται μέ τούς λύκους καί τούς προσκαλεῖ μέσα εἰς τό μαντρί.
Αὐτό δυστυχῶς συμβαίνει καί μέ τούς ἑκάστοτε ἄρχοντας τῆς Πίστεως καί τῆς Πατρίδος, οἱ ὁποῖοι μεταλλάσσονται εἰς προδότας. Αὐτοί, ἀνταλλάσσοντας ἰουδαϊκούς ἀσπασμούς καί ἐναγκαλισμούς, μεθοδεύοντας μέ Παπικούς συνασπισμούς τούς στραγγαλισμούς τοῦ Δόγματος καί ραίνοντας τούς ἐχθρούς τῆς Πίστεως μέ ἄνθη, φύλλα καί ᾄσματα, προσβλέπουν ραγιαδικῶς καί οὐχί ἀγωνιστικῶς ὡς οἱ προπάτορές μας, ὄχι εἰς τήν ἄνωθεν βοήθειαν τῆς Χάριτος, ἀλλά εἰς τήν κάτωθεν βοήθειαν (ὑποδούλωσιν) προερχομένην ἀπό δόλια προδοτικά δοσίλογα ἀνθελληνικά καί ἀντίχριστα πρόσωπα καί κέντρα.
Πῶς ἄραγε θά διαφυλαχθῇ τό ποίμνιο ἀλώβητο, ὅταν ἡ Πολιτεία ἀποδομῇ τήν Ἑλληνοχριστιανικήν παιδείαν, τήν Ὀρθόδοξον Παράδοσιν, τήν Ἑλληνικην ἱστορίαν, τήν Ἑλληνικήν γλῶσσαν; Ὀφείλομε, εἶναι χρέος μας, ἐπιβάλλεται, καί νά κρατήσωμεν ζῶσαν τήν Παράδοσιν, καί νά τηρήσωμεν τήν μεταλαμπάδευσιν τῆς ὑγιοῦς κατά τόν Ἅγιον Γρηγόριον Παλαμᾶν Ὀρθοδόξου πνευματικότητος, τήν ἐναντίωσιν κατά τόν Μέγα Βασίλειον πρός τόν ἐπελαύνοντα καί καταλύοντα τούς θεσμούς Καίσαρα, τήν προάσπισιν, ὑπεράσπισιν, στήριξιν καί ἀποτροπήν τοῦ προδομένου Γένους κατά τόν Ἅγιον Κοσμᾶν τόν Αἰτωλόν ἐν καιρῷ χειμῶνος, ὡς ὁ νῦν, ἀπό τόν Ἐξισλαμισμόν, τήν ἐθνοκτονίαν καί τόν ἀφανισμόν.
Ἀμελεῖς καί ἀναίσθητοι ὄντες οἱ πνευματικοί-ἐκκλησιαστικοί ἡγέτες, ἔχουν χάσει τήν ἐπαφήν των μέ τήν πραγματικότητα καί δέν διδάσκονται ἀπό τούς Ἁγίους μας, οἱ ὁποῖοι «τούς βαρεῖς ἤλασαν καί λοιμώδεις λύκους» (Ὄρθρος Ἁγ. Πατέρων Δ´ καί Ζ´ Οἰκουμενικῶν Συνόδων). Ἀδιάφοροι εἰς τά πνευματικά των καθήκοντα, ἀφήνουν τό ποίμνιον νά κατασπαράσσεται ὑπό τῶν λύκων, τῶν κακοδόξων καί αἱρετικῶν, καί ταυτοχρόνως ἀρνοῦνται νά κινήσουν τόν δάκτυλόν των, ὄχι πρός «εὐλογίαν», ἀλλά ἐναντίον ὅσων ἀδικοῦν καί «πίνουν τό αἷμα» τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων τοῦ λαοῦ, καί δή τῶν νέων ἀνθρώπων πού ἀποτελοῦν τήν ἐλπίδα τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἔθνους.
Λές καί ἡ ἀποστολή τῶν Κεφαλῶν τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά μετατρέπουν τούς ἱερούς ναούς καί τάς ἱεράς μονάς εἰς εὐαγῆ φολκλορικά ἐκκλησιαστικά ἱδρύματα, σκοπόν ἔχοντα τήν ἐξυπηρέτησιν τοῦ θρησκευτικοῦ τουρισμοῦ καί τήν θεατρικήν ἀναπαράστασιν τῆς βυζαντινῆς λειτουργικῆς μεγαλοπρεπείας. Παρελαύνουν ἐν μέσῳ ἑνός λαοῦ λιμοκτονοῦντος, αὐτοκτονοῦντος καί ἀφανιζομένου ὑπό τῶν ''κατοχικῶν'' δυνάμεων, οἱ ὁποῖες ἔπληξαν, τῇ συνεργείᾳ τῶν γραικύλων προδοτῶν, μεθοδικῶς καί ἐθνοκτονικῶς τήν Ἑλλάδα. Ὅπου τώρα ἀφανίζουν τόν Ἑλληνισμόν, ἀποχριστιανοποιοῦν καί ἀπορθοδοξοποιοῦν τόν λαόν, ἀποδομοῦντες τά ἱερά καί τά ὅσια τῆς Πίστεως καί τῆς Πατρίδος. Ἐπί πλέον δέ εἰσάγουν στρατηγικῶς καί καταλυτικῶς τό Ἰσλάμ καί τόν Οἰκουμενισμόν εἰς τήν Θεολογίαν, τήν παιδείαν, τήν κοινωνίαν καί τήν ζωήν τῆς Ὀρθοδόξου Ἑλλάδος τῇ ἐγκληματικῇ συνεργασίᾳ καί τῇ ἀνοχῇ τῶν δοσιλογικῶν ''κατοχικῶν'' κυβερνήσεων τῆς ἀντιχρίστου Πολιτείας, ὑποτάσσοντες τόν Ἑλληνισμόν εἰς νέαν βαρυτέραν Τουρκοκρατίαν καί Φραγκοκρατίαν.
Ἀντί τῆς μαρτυρίας, ὁμολογίας καί ὑπερασπίσεως τῆς Πίστεως καί τῆς Πατρίδος, δυστυχῶς οἱ Ἄρχοντες διακρίνονται διά τήν συμπόρευσιν καί ταύτισίν των μέ τήν προδοτικήν στάσιν τῶν ἐχθρῶν, συμπλέοντες μέ αὐτούς τούς ὀλετῆρας τῆς Πίστεως καί τῆς Πατρίδος, οἱ ὁποῖοι προελαύνουν ἀκάθεκτοι πρός ἀφανισμόν τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Καί διά τοῦτο, προδοτικῶς ἐναγκαλιζόμενοι τούς προδότας καί ἀντιχρίστους, νομοτελειακῶς, ἀλλά καί κατά Θείαν Δικαιοσύνην, θά ἀπωλέσουν τάς ἀνέσεις καί τά προνόμια πού τώρα ἀπολαμβάνουν, ἀπό τά ὁποῖα τώρα θεωροῦν ὅτι κάτι τι θά περισώσουν, ἤ πεπλανημένως ἐλπίζουν ὅτι δι᾽ αὐτοῦ τοῦ τρόπου, ὡς οἱ προκάτοχοί των πρό τῆς Ἁλώσεως ἔπραξαν, θά ἀποσοβήσουν τήν ἐπερχομένην λαίλαπαν.
Οἱ θεσμοί ἔχασαν τήν ἀξιοπιστίαν των, διότι οἱ ἄρχοντες προδίδουν τήν πίστιν καί τόν λαόν. Καί τό ποίμνιον λυποῦν καί σκανδαλίζουν, διότι ἐνδιαφέρονται μόνον διά τά προνόμια καί τούς θώκους των, διά τάς ἀνέσεις των καί διά τάς μεγαλοπρεπεῖς τελετάς των…
Ἄν δέν ὑπάρξῃ μετάνοια καί ἐπιστροφή εἰς τόν Θεόν καί Πατέρα μας, ἴσως περιπέσωμεν εἰς μεγάλα δεινά, μακροχρόνια καί ἀνυπόφορα, παρόμοια μέ ἐκεῖνα πού περιέπεσεν ὁ Ἑλληνισμός μετά τήν Ἅλωσιν, ἤ μᾶλλον εἰς χειρότερα ἐκείνων, διότι τώρα δέν θά ὑπάρχῃ ἕνας Γεννάδιος Σχολάριος διά νά διαπραγματευθῇ τυχόν προνόμια τοῦ ποιμνίου, οὔτε ἕνας Μωάμεθ Πορθητής διά νά τά παραχωρήσῃ.
Σήμερον, τό ποίμνιον, διά τάς ἁμαρτίας καί τήν ἀποστασίαν του, ἀλλά καί διά τήν προδοσίαν τῶν θρησκευτικῶν καί πολιτειακῶν του ἡγετῶν, τῇ παραχωρήσει τοῦ Θεοῦ, ἔχει περιπέσει εἰς δουλείαν καί φαίνεται ὅτι ἐπίκειται διωγμός τῆς Πίστεως - μή γένοιτο! - χειρότερος ἀπό ἐκεῖνον πού περιέπεσεν τό τότε ποίμνιον μετά τήν Ἅλωσιν. Καί τοῦτο, διότι τό σημερινόν ποίμνιον δέν θά ἔχῃ οὐδέν προνόμιον, ἀφοῦ ἡ ἀντίχριστος Πολιτεία δέν θα περιθάλπῃ τήν Ἐκκλησίαν, οὔτε θά Τῆς παραχωρῇ προνόμια, ἐφ᾽ ὅσον σήμερον ἡ Πολιτεία ἀποσκοπῇ καί μεθοδεύῃ τόν συνταγματικόν καί θεσμικόν χωρισμόν ἀπ᾽ Αὐτῆς. Ἡ Πολιτεία ἀποβλέπει εἰς τό νά ἀποδυναμώσῃ τήν Ἐκκλησίαν καί νά τήν διώξῃ ἔτι καί ἔτι, ὑποτασσομένη εἰς τόν ἀνθελληνικόν καί ἀντίχριστον σχεδιασμόν τῆς Νέας Ἐποχῆς. Ὁ θεσμός τῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας διασαλεύεται, ὅταν τό ὑπάρχον θεσμικόν πλαίσιον τό προστατεῦον τήν Ἐκκλησίαν μεθοδεύεται νά καταλυθῇ. Διά τόν Ἑλληνισμόν τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Κύπρου ὁ στόχος εἶναι ὁ ἀφελληνισμός καί ἡ ἀποχριστιανοποίησίς του, ἀλλά καί ἡ βιολογική του ἐξόντωσις, δηλαδή ὁ ἀφανισμός του.
Μετά τήν Ἅλωσιν τοῦ 1204, τήν Ἅλωσιν τοῦ 1453, τίς γενοκτονίες κατά τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τῆς Ρωμηοσύνης τῆς δεκαετίας τοῦ 1910-1920 καί τήν Μικρασιατικήν Καταστροφήν, τό τελικόν πλῆγμα κατά τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἡ χαριστική του βολή, ἴσως τώρα νά ἐπέρχεται, διά τῆς μεθοδευομένης ἐθνοκτονίας τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Κύπρου ἀπό τά γνωστά διαχρονικά ἀνθελληνικά κέντρα, τῇ καταλυτικῇ συνεργείᾳ τῶν γραικύλων προδοτῶν τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Κύπρου. Καί τοῦτο συμβαίνει παράλληλα μέ τήν ἤδη ἀπό δεκαετιῶν συντελουμένην προδοσίαν τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ἀπό τούς προδότας τῆς Πίστεως διά τοῦ ἐπαράτου Οἰκουμενισμοῦ.
Συμπλέοντες λοιπόν μετά τῶν ἐχθρῶν τῆς Πίστεως καί τῆς Πατρίδος οἱ Ἄρχοντές μας, προδίδουν καί τήν Πατρίδα καί τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν, διότι, ὄχι μόνον δέν διατρανώνουν, ὡς ὀφείλουν, τήν προδοσίαν τῆς Πίστεως καί τῆς Πατρίδος ἀλλά, ἀντιθέτως, ἐναγκαλίζονται, προσκαλοῦν, ὑποδέχονται, καί λιβανίζουν ὅλους τούς προδότας εἰς ὄνειδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Θά ἦτο ὅμως καύχημα διά τήν Ἐκκλησίαν ἡ φλογερή στάσις των διά τό ἄκαμπτον τοῦ Ὀρθοδόξου φρονήματος καί τό ἀγωνιστικόν κατά τῆς διαβρώσεως τῆς Πίστεως καί τῆς ὑποτελείας καί διαλύσεως τῆς Πατρίδος, τήν ὁποίαν στάσιν ὤφειλον νά εἶχον.
Οἱ Ἄρχοντες δέν ὀφείλουν νά ἀκολουθοῦν τά ὀλισθήματα τῶν προδοτῶν, ἀλλά ἀντιθέτως, ὡς ἀκέραιοι καί γρηγοροῦντες πού ὑποτίθεται ὅτι εἶναι εἰς τά τῆς Πίστεως καί τῆς Πατρίδος, ὀφείλουν νά ἀγωνίζωνται, νά ἀντιστέκωνται καί νά στηλιτεύουν τίς οἱεσδήποτε παρεκτροπές, δίχως ὑποχωρήσεις, παραχωρήσεις, κλπ., ἀλλά καί νά διαφυλάσσουν τόν λαόν. Δυστυχῶς, ὅμως, διά τήν Ἑλλάδαν καί τήν Κύπρον, συμβαίνει ἀκριβῶς τό ἀντίθετον. Οἱ Ἄρχοντες καταβυθίζονται μετά τῶν προδοτῶν εἰς ὑποτέλειαν καί ὑποδούλωσιν. Ἰδού ἡ πολιτειακή καί πνευματική κατάπτωσις! Καί ἄς μή ἀφελῶς νομίζουν, μέ τήν τοιαύτην καί τοσαύτην σιωπήν των εἰς ἡμέρας καί καιρούς εἰς τούς ὁποίους καί αὐτοί οἱ ''λίθοι κεκράξονται'' διά τήν ἀρξαμένην καί ἐπερχομένην σταύρωσιν τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὅτι ὁ Θεός θά διαφυλάξῃ ἀλώβητον τό Ἔθνος μας ἀπό τά ἐπερχόμενα δεινά.
Ἡ προϊστορία τῆς Ἁλώσεως καταδεικνύει τήν καταστροφήν πού νομοτελειακῶς ἐπέρχεται ὅταν ὑπάρχῃ ἀποστασία, ἀδιαφορία καί προδοσία τῆς Πίστεως καί τῆς Πατρίδος, τήν ὁποίαν ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά συμβῇ παιδαγωγικῶς, κατά τό πρότυπον τῶν δεινῶν τοῦ παλαιοῦ Ἰσραήλ ὅταν ἀποστατοῦσε. Καί ὅπως τότε ὁ Θεός ἐπέτρεψε νά ἁλωθῇ ἡ Πόλις καί νά καταλυθῇ τό Μέγα Μοναστήρι, οὕτως εἶναι πλέον πασιφανές εἰς τούς ἔχοντας γνῶσιν τῆς πραγματικότητος, ὅτι ἴσως ἐπιτρέψει καί σήμερον νά καταλυθοῦν, ὡς κυρίαρχα κράτη, ἡ Ἑλλάς καί ἡ Κύπρος, ἀκριβῶς λόγῳ τῆς ἀποστασίας καί τῆς ἀπουσίας τῆς μετανοίας τοῦ λαοῦ καί τῆς προδοσίας τῶν ποιμένων.
Ἡ σημερινή πραγματικότης διατρανώνει, ὅτι ἐπίκειται ἡ κατάλυσις τῆς ἐθνικῆς κυριαρχίας τῆς Ἑλλάδος - καθώς καί ἐκείνης τῆς Κύπρου, μέ ταχύτερον ρυθμόν - διά τῆς προδοτικῆς ἄρσεως τῆς ἀσυλίας της. Σήμερον, ἡ Ἑλλάς ἐκποιεῖται, διαμελίζεται καί παραδίδεται, τῇ καταλυτικῇ συνεργείᾳ καί τῇ ἰδίᾳ συμπράξει τῶν γραικύλων προδοτῶν, εἰς τούς «ἐμπόρους τῶν ἐθνῶν» ἀντί «πινακίου φακῆς». Ὁ πλοῦτος της, τά ζωτικά της ὄργανα καί ὁ ζωτικός της χῶρος παραδίδονται πρός πώλησιν καί ἐκμετάλλευσιν εἰς τούς διαχρονικούς ἐχθρούς της, τούς Φράγκους (Γερμανούς), τούς Ἑβραίους (ΔΝΤ) καί τούς Ὀθωμανούς (Τούρκους).
Πῶς λοιπόν ἡ Ἑλλαδική Ἐκκλησία θά παραμείνῃ ἀλώβητος, ὅταν ἐκ τῶν πραγμάτων δέν θά διασφαλίζεται πλέον ἡ ἀκεραιότης καί ὁ φυσικός χῶρος τῆς Πατρίδος μας, ἀφοῦ οὔτε ἐπαρκής καί ἱκανή ἀστυνομική δύναμις διατίθεται, οὔτε στρατός ἱκανός ὑπάρχει διά τήν ὑπεράσπισιν τῆς ἀκεραιότητος τῆς χώρας; Εἰς μίαν ἐποχήν μάλιστα ὅπου καί τό φανατικό Ἰσλάμ διεισδύει καί μεθοδικῶς κατακτᾶ τήν Ἑλλάδα σχεδιάζον καί προοιωνιζόμενον Νέαν Τουρκοκρατίαν, χειροτέραν τῆς προηγουμένης, τό Ἰσλάμ, τό μεθοδεῦον τῇ συνεργείᾳ τῶν ἀνθελλήνων Γενιτσάρων, τόν ἀφελληνισμόν τῆς Ἑλλάδος;
Πῶς τό Ἔθνος μας θά διαφυλαχθῇ ἀλώβητον, ὅταν ἡ ἀντίχριστος Πολιτεία συστηματικῶς ἀποδομῇ τήν Ἑλληνοχριστιανικήν παιδείαν, τήν Ὀρθόδοξον Παράδοσιν, τήν Ἑλληνικήν ἱστορίαν, τήν Ἑλληνικήν γλῶσσαν, κλπ;
Πῶς, ὑπό τοιαύτας συνθήκας, θά μᾶς διαφυλάξῃ ὁ Χριστός ὅταν ἡ Ὀρθόδοξος Ἑλλάς ἔχει ἤδη ἁλωθῆ ἐκ τῶν ἔσω; Ὁ Θεός, μή γένοιτο, ἄς μήν ἐπιτρέψῃ νά ἁλωθῇ καί ἐκ τῶν ἔξω, κατά τόν λόγον τοῦ Προφήτου: «Πάντα τά θηρία τά ἄγρια, δεῦτε φάγετε, πάντα τά θηρία τοῦ δρυμοῦ» (Ἡσ. νστ´ 9). Δηλαδή, ὅταν κρίνῃ ὁ Θεός, καλεῖ τά βάρβαρα ἔθνη, τούς γειτονικούς λαούς πού ὁμοιάζουν μέ ἄγρια θηρία, νά ἔλθουν καί νά κατασπαράξουν τούς κακούς ἄρχοντας.
Πῶς ὁ Χριστός θά διαφυλάξῃ ἀλώβητον τήν Πατρίδα μας, ὅταν ἀκόμη καί οἱ πνευματικοί Ἄρχοντες συμφύρωνται μέ τούς ἐχθρούς Της; Θά δηλώσουν ἄγνοια; Δέν λογίζεται ὅμως ἄγνοια εἰς τά τῆς Πίστεως ἀπό τούς Πνευματικούς ἄρχοντας, οὔτε ἄγνοια εἰς τά τεκταινόμενα εἰς τήν Ἑλλάδα καί εἰς τήν Κύπρον εἰς μίαν περίοδον ἐκρύθμου καταστάσεως ὅπως εἶναι ἡ σημερινή. Διότι ἡ πληροφόρησις διά τά τεκταινόμενα καί σχεδιαζόμενα νά συμβοῦν εἰς τήν Ἑλλάδα καί εἰς τήν Κύπρον εἶναι ἐπαρκής καί ἀφόρητος, πληθωρική καί ἀδιαφιλονείκητος. Οὐδεμίαν λοιπόν δικαιολογίαν ἀγνοίας δύνανται νά προβάλλουν οἱ Πνευματικοί Ἄρχοντες.
Διερωτώμεθα ὅμως, πῶς ἀνερυθριάστως ὑποδέχονται καί δέν κλείουν τάς θύρας εἰς τούς προδότας; Πῶς σήμερον συμπεριφέρονται ὡσάν νά ζοῦν εἰς ἐποχάς ὅπου ὑπῆρχε τό ἔστω κατ᾽ ἐπίφασιν ''κυρίαρχον κράτος'' ἤ ὡσάν νά ἀγνοοῦν ἤ νά ἐθελοτυφλοῦν εἰς τήν σημερινήν πραγματικότητα; Πῶς καί δέν αἰσχύνονται, ὅταν συμπροσεύχωνται καί μολύνωνται ἀπό τόν συμφυρμόν μέ τούς προδότας τῆς Πίστεως καί τῆς Πατρίδος καί ὅταν δουλικῶς μετά κωδωνοκρουσιῶν ὑποδέχωνται τιμητικῶς αὐτούς, τούς ἐπερχομένους Δαναούς, τούς ἐπί σκοπόν καί μεθ᾽ ὑστεροβουλίας ''δῶρα παίρνοντας'';
Τῶν ἀρχόντων αὐτῶν εἶναι ἀνεπίτρεπτα καί ἀπαράδεκτα τά ἄνομα ἔργα καί λόγια των ὡς καί ἡ προδοτική μαρτυρία των, διά τῶν ὁποίων κατηγορεῖται καί καταισχύνεται ὁ ἐκκλησιαστικός χῶρος. Προσβάλλονται καί καταλυποῦνται οἱ εὐλαβεῖς καί ἐνάρετοι Χριστιανοί οἱ γνήσιοι ἀγωνιστές, οἱ ἀντιφρονοῦντες, ἤ μᾶλλον οἱ ὀρθῶς φρονοῦντες, πού δέν μειοδοτοῦν εἰς τά τῆς Πίστεως καί τῆς Πατρίδος. Αὐτῶν τήν ὕπαρξιν καί παρουσίαν βεβαίως οἱ ἄρχοντες, οἱ ἔχοντες τήν ἐξουσίαν, συστηματικῶς ἀπό δεκαετιῶν ἀγνοοῦν ὅπως καί τόν λόγον καί τήν γνώμην των συστηματικῶς περιφρονοῦν. Ἄν καί τυπικῶς ὑποτίθεται ὅτι οἱ ἄρχοντες αὐτοί τούς ἐκπροσωποῦν, καθ᾽ ἥν στιγμήν ὡς ποιμένες των ἔχουν ἀναλάβει θεσμικῶς καί ἐργολαβικῶς νά περισώζουν τό χριστεπώνυμον ποίμνιον ''ἐκ παντοίων κινδύνων''…
Ἡ σημερινή πραγματικότης ὅμως καταδεικνύει ὅτι, ὄχι μόνον τοῦτο δέν πράττουν, ἀλλά τό ἀντίθετον. Ἀτιμάζουν, ὑποσκάπτουν καί καταβαραθρώνουν, μέ τά ἔργα καί τούς λόγους των, τό μέλλον τοῦ ποιμνίου. Διά τοῦτο, μή μετανοοῦντες, ἀλλά μᾶλλον ἐπιμένοντες καί ἐμμένοντες εἰς ταῦτα, ''ἡ ἁμαρτία αὐτῶν μένει...''
Εἶναι ὄντως «κύνες ἀναιδεῖς». Δέν ἐντρέπονται καί δέν ὑπολογίζουν τίποτε. Ἄπληστοι, ἀχόρταγοι, πονηροί καί ἐντελῶς ἀσύνετοι, μή ἐνθυμούμενοι τά παρομοίως τεκταινόμενα πρό τῆς Ἁλώσεως ὡς καί τό ἐπώδυνον καί ἀναπόφευκτον κατά Θείαν Δικαιοσύνην ἐπελθόν ἀποτέλεσμα.
Τοιαῦτα λοιπόν ποιοῦντες, μόνοι των ἀπεργάζονται τήν ἅλωσιν τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἡ ἅλωσις εἶναι ἐπί θύραις, διότι ὁ καρπός τῆς προδοσίας καί ἡ ἀσυνέπεια εἰς τά τῆς Πίστεως εἶναι ἡ ἅλωσις καί μόνον ἡ ἅλωσις, ὡς διατρανώνει ἡ ἱστορική μαρτυρία.
Καί νῦν ἰδού τό ὀξύμωρον! Οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες, ἀντί νά εἶναι οἱ κήρυκες τῆς μετανοίας, νά ἁλώνωνται ἀπό προδοσίαν καί ἀπό ἔλλειψιν μετανοίας ...!
Tό γε νῦν ἔχον, φανερώνει τά ἀποτελέσματα ἑνός ἀθεϊστικοῦ συνασπισμοῦ: Οἱ πνευματικές ἀξίες, οἱ θεσμοί, οἱ ἐθνικές μας παραδόσεις, κλπ., πού ἐκράτησαν ὄρθια τήν Πατρίδα μας, ὄχι ἁπλῶς διαβάλλονται καί ἀποδομοῦνται, ἀλλά ὁσονούπω θά τεθοῦν ἐκτός νόμου καί θά κριθοῦν ἐπικίνδυνα διά τήν ἀλλοπρόσαλλα διαμορφουμένην καί ἀφελληνιζομένην ἑλλαδικήν κοινωνίαν. Ἡ ἐκπαίδευσις-ἀπαίδευσις τῆς νέας γενεᾶς ἀποκόπτεται ἀπό τίς ρίζες της καί μεταβάλλεται εἰς ἀ-παιδείαν. Ὄχι μόνον τά Θρησκευτικά, ὡς θρησκειολογικόν μάθημα καί μόνον, θά εἶναι ἐντός ὀλίγου προαιρετικόν, ἀλλά ἀκούεται ὅτι αὐτήν τήν ὁδόν ἑτοιμάζουν οἱ «σοφές παιδαγωγικές κεφαλές» νά ἀκολουθήσουν καί διά τό μάθημα τῆς Ἑλληνικῆς Ἱστορίας, ἀλλά καί δι᾽ αὐτό τοῦτο τό μάθημα τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν.
Ἄρα, ἐπίκεινται ἀποχριστιανοποίησις, ἐθνοκτονία, ἀφελληνισμός, ἀποδόμησις τῆς παιδείας, κλπ. Ὅλα αὐτά εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία ὑπερεπλεόνασε καί εἰς τούς ἄρχοντας καί εἰς τόν λαόν, ἐκτός ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων.
Ἄραγε, κατά τόν λαόν καί οἱ ἄρχοντες, ἤ κατά τούς ἄρχοντας καί ὁ λαός; Ἰδού τό ἐρώτημα. Ἰδού καί τό πήδημα θανάτου, ὅπερ ἐστίν ἡ προδοσία, οἱ συμβιβασμοί, οἱ ὑποχωρήσεις, οἱ ὑπόλογες σιωπές... Ὦ, ἡ ἀθλιότης!
Ἰδού ὅμως καί τό ἀγωνιστικόν ἅλμα, τό Μεγαλεῖον, ὅπερ ἐστίν ἡ ὁμολογία καί ἡ μαρτυρία τῆς Ἀληθείας τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἐπιλογή τῆς ἀθλιότητος ἤ τοῦ Μεγαλείου ἀνήκει μόνον εἰς τόν ΙΔΙΟΝ τόν ἄνθρωπον, εἴτε εἶναι ἄρχων, εἴτε εἶναι ἀρχόμενος.
Οὕτως, ὁ ἄνθρωπος αὐτοπροαιρέτως, εἴτε γίνεται σκώληξ καί δέν διαμαρτύρεται ἐπειδή τόν πατοῦν, εἴτε γίνεται ὑψιπέτης ἀετός τῆς Χάριτος καί ἵπταται εἰς τούς Οὐρανούς.
Δυστυχῶς, οἱ περισσότεροι σήμερα ἔχουν ἐπιλέξει τήν ἀθλιότητα...
Ὁ ρῶσος συγγραφέας Νικολάϊ Βασίλιεβιτς Γκόγκολ στοχαζόμενος στήν θεία Λειτουργία ἔγραφε «Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι, σύμφωνα μέ μία θεώρηση, ἡ διαρκής ἐπανάληψη τῆς ὑπέρτατης ἐκδηλώσεως ἀγάπης, πού φανερώθηκε “ἐφ᾽ ἅπαξ” γιά χάρη μας… Ὅποιος θέλει νά προκόψει καί νά γίνει καλύτερος, πρέπει νά συμμετέχει ὅσο τό δυνατόν πιό συχνά στή θεία Λειτουργία, καί μάλιστα νά συμμετέχει προσεκτικά καί βιωματικά. Ἡ Λειτουργία, ἀδιόρατα καί μυστικά, οἰκοδομεῖ καί καταρτίζει τό χριστιανό. Κι ἄν ἡ κοινωνία μας δέν ἔχει ὁλότελα ἀποσυντεθεῖ καί ἐρειπωθεῖ, ἄν οἱ ἄνθρωποι δέν χωρίζονται ἀπό θανάσιμο καί ἄσβεστο μῖσος, ἡ μυστική αἰτία εἶναι ἡ θεία Λειτουργία, πού θυμίζει στόν καθένα μας τήν ἁγία, τήν οὐράνια ἀγάπη πρός τόν ἀδελφό»1.
Ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας ἑρμηνεύοντας τήν Θεία Λειτουργία λέγει «Ἔργο τῆς ἱερουργίας τῶν θείων μυστηρίων εἶναι ἡ μεταβολή τῶν προσφερομένων δώρων σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ. Ὁ δέ σκοπός εἶναι ὁ ἁγιασμός τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι μέ τήν λήψη τῶν μυστηρίων αὐτῶν παίρνουν τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τους, τήν κληρονομία τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν καί τά παρόμοια ἀγαθά. Προπαρασκευαστικά καί συντελεστικά γιά τό ἔργο καί τό σκοπό αὐτό εἶναι, προσευχές, ψαλμωδίες, ἀναγνώσεις τῶν ἁγίων Γραφῶν, καί γενικά ὅλα ὅσα ἱερά γίνονται καί λέγονται πρίν καί μετά τόν ἁγιασμό τῶν τιμίων δώρων. Διότι ἄν καί ὁ Θεός μᾶς δίνει δωρεάν ὅλα τά ἅγια πράγματα καί δέν συνεισφέρουμε προηγουμένως ἐμεῖς τίποτε σ᾽ Αὐτόν, ἀλλά εἶναι ὅλα ἀπολύτως δικά Του δωρήματα, ἐντούτοις ἀπαιτεῖ ἀναγκαστικά ἀπό ἐμᾶς νά γίνουμε ἱκανοί νά τά δεχτοῦμε καί νά τά φυλάξουμε, καί δέν μᾶς κάνει μετόχους τοῦ ἁγιασμοῦ, ἄν δέν ἔχουμε τέτοια διάθεση. Αὐτό τό φανέρωσε ὁ Θεός στήν παραβολή τοῦ Σπορέως. Διότι λέγει “Βγῆκε ὁ Σπορεύς”, ὄχι γιά νά ὀργώσει τή γῆ, ἀλλά “γιά νά σπείρει”, δείχνοντας ὅτι τό ὄργωμα καί ὅλη ἡ προετοιμασία πρέπει νά ἔχουν γίνει ἀπό ἐμᾶς»2.
Ὁ ὅσιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς μιλώντας γιά τήν Ἐκκλησιαστική Λατρεία σημειώνει «Διά τῆς βιώσεως αὐτῆς τῆς λατρείας καί λατρευτικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, οἰκοδομεῖται τό πρόσωπο τοῦ χριστιανοῦ, δηλαδή τό πρόσωπον τοῦ κατά χάριν θεανθρώπου μέχρις ὅτου καταντήση “εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ”. Ἡ ὁδός τῆς λατρείας εἶναι ἡ πλέον ἀσφαλής ὁδός καί ἡ ἄσκησίς της ἡ πλέον σωτήριος γιά τόν ἄνθρωπον. Κάθε προσευχή καί ἱκεσία, κάθε δάκρυ καί κραυγή, κάθε ὀδυρμός καί ἐξομολόγησις, εἶναι μία νέα πέτρα εἰς τήν οἰκοδομήν καί τήν ἐν χάριτι θεανθρωπίνην αὔξησιν τοῦ ἀνθρώπου. Τό ἔργον αὐτό τῆς κατά χάριν θεανθρωπίνης αὐξήσεώς μας διά τῶν προσευχῶν καί τῆς λατρείας τῆς Ἐκκλησίας γίνεται πάντοτε μετά τῶν ἁγίων καί ὑπό τήν χειραγώγησίν των, διότι οὗτοι εἶναι “οἱ ὀφθαλμοί τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ” πού μᾶς ὁδηγοῦν εἰς τόν θεανθρώπινον προορισμόν τῆς ἀνθρωπίνης μας ὑπάρξεως»3.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος σέ ὁμιλία του στήν “Πρός Ἑβραίους ἐπιστολή” παρατηρεῖ «Πολλοί μεταλαμβάνουν τήν θυσία αὐτή μία φορά τόν χρόνο, ἐνῶ ἄλλοι δύο καί ἄλλοι πολλές φορές. Τί λοιπόν; Ποιούς θά ἀποδεχθοῦμε; αὐτούς πού μεταλαμβάνουν μία φορά; αὐτούς πού πολλές φορές; αὐτούς πού λίγες; Οὔτε αὐτούς πού μεταλαμβάνουν μία φορά, οὔτε αὐτούς πού πολλές φορές, οὔτε αὐτούς πού λίγες, ἀλλά ἐκείνους πού μεταλαμβάνουν μέ καθαρή συνείδηση, μέ καθαρή καρδιά καί μέ βίο ἀνεπίληπτο. Ὅσοι εἶναι τέτοιοι, ἄς πλησιάζουν πάντοτε∙ ἐνῶ ὅσοι δέν εἶναι τέτοιοι, ἄς μή προσέρχονται οὔτε μία φορά. Γιατί ἆραγε; Διότι λαμβάνουν γιά τούς ἑαυτούς τους καταδίκη καί κατάκρισι καί κόλασι καί τιμωρία»4.
Ὁ ὅσιος Θεόγνωστος θά σημειώση «Στή θεία Λειτουργία δέ θυσιάζεται τό σῶμα τοῦ Θεοῦ Λόγου πού ἔχει ἀναληφθεῖ στόν οὐρανό, κατεβαίνοντας ἀπό ἐκεῖ, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ ἄρτος καί ὁ ἴδιος ὁ οἶνος μεταβάλλονται σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, καθώς ἱερουργοῦνται μέ πίστη καί φόβο καί πόθο καί εὐλάβεια ἀπό ὅσους ἔχουν ἀξιωθεῖ τήν θεία ἱερωσύνη, καί δέχονται αὐτή τήν μεταβολή μέ τήν ἐνέργεια καί τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέ γίνεται σῶμα διάφορο ἀπό αὐτό τοῦ Κυρίου, ἀλλά ὁ ἄρτος μεταβάλλεται σέ αὐτό τό ἴδιο σῶμα καί γίνεται πρόξενος ἀφθαρσίας, χωρίς νά φθείρεται»5.
________________________
1.Ν.Β. Γκογκόλ "Στοχασμοί στη θεία Λειτουργία", Ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου σελ. 13, 148
2. Ἁγ. Νικολάου Καβάσιλα "Ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας", Ἐκδ. Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας σελ. 21
3. Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς "Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ὁ Οἰκουμενισμός", Ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη σελ. 123
4. Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου Ε.Π.Ε. τόμ. 25 σελ. 39
5. "Φιλοκαλία", Ἐκδ. Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας σελ. 343
Πηγή: "Oρθόδοξος Τύπος", 13/06/2014, Η άλλη όψη
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...