Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Έπρεπε βέβαια, ω πάγχρυσε Ιωάννη, όσοι επιχειρούν να συνθέσουν τα εγκώμιά σου, να σου εκφωνούν χρυσόρροο λόγο, έχοντας προηγουμένως την τύχη να έχουν γλώσσα χρυσή. Σ’ αυτούς όμως έπρεπε να υπάρχει η δική σου φωνή, γιατί αυτή μόνο θα πετύχαινε αντάξια την ευφημία σου και μάλιστα τώρα. Γιατί για σένα που έζησες πάνω στη γη μαζί με τους ανθρώπους, ήδη πριν από την εκδημία σου σε αγώνα για το πρωτείο στους λόγους η λήθη των κατορθωμάτων σου ήταν κατήγορος της καλής σου φήμης. Γιατί στην περίπτωση των σοφών κρύβουν κατά κάποιο τρόπο τα κατορθώματά τους, ώστε να μη διαφύγει η πραγματικότητα κάτω από τα φαινόμενα, ενώ στην περίπτωση των πατέρων θαυμάζουν αυτοί και τα ψελλίσματα των παιδιών τους και τα δύο λεπτά είναι προσφιλέστερα στο Θεό από τα λαμπρά κατορθώματα. Γιατί είναι φυσικό να κρίνονται αυτά από την προαίρεση και όχι από το αποτέλεσμα. Επιπλέον δεν πρέπει ν’ αποκρούομε και την προτροπή ενός ανθρώπου που αγαπά το Θεό, γιατί αυτός είναι σεβαστός και του χρεωστούμε πολλές χάρες. Γι’ αυτό αρχίζω το λόγο μου, όχι με θράσος και δίχως συστολή, αλλά με δισταγμό και φόβο σου προσφέρω ό,τι καλύτερο από τα δικά σου θεία και ιερά διδάγματα. Γιατί, αναπτύσσοντας ένα τέτοιο θέμα, δε θα είναι ο έπαινός μου ασήμαντος, εάν πλησιάσω το άξιο, αν όμως δεν το επιτύχω, που βέβαια άριστο είναι να μην το πάθω, αν και αμφίβολο, μου αξίζει συγχώρεση, γιατί υπέκυψα σε δικαιολογημένη ήττα. Δος μου λοιπόν την πυρίπνοη χάρη του Πνεύματος, γιατί και συ χρημάτισες στόμα του Χριστού, βγάζοντας απ’ το μηδαμινό σπουδαίο. Και όχι ένα και δύο, γιατί αυτό μπορεί ίσως να το επιτύχει ο καθένας, αλλά οικοδομώντας σπίτια ολόκληρα και χωριά και πόλεις.
Σαν υπηρέτης του Λόγου, είσαι γεμάτος από λόγους, με τους οποίους κήρυξες τον θείο και ενυπόστατο Λόγο του Θεού Πατέρα, με τη χάρη του Πνεύματος, ομοούσιο με τον Πατέρα, κι οι τρεις ν’ αναγνωρίζονται μονάδα που προσκυνείται σε Τριάδα, και Τριάδα που ανακεφαλαιώνεται σε μονάδα, που τη χαρακτηρίζει κάποια παράδοξη ένωση και διαίρεση. Γιατί ούτε η ενότητά της είναι συγκεχυμένη, ούτε η τριαδικότητά της διαιρείται τελείως, αλλά το ένα διατηρείται μέσα στο άλλο και μέσα στην ενότητα της ουσίας η ενότητα των υποστάσεων και η απαράλλαχτη φύση. Αυτά δίδαξες όλη την οικουμένη, μια θεότητα τρισυπόστατη που ακέρια επικοινώνησε μαζί μας με μια από τις υποστάσεις της. Κι αυτή είναι ο Υιός του Θεού, ο απαθής, ο ενωμένος με την παθητή φύση, και που παθαίνει ό,τι και η παθητή φύση, έχει αρχή της ύπαρξής του, παίρνει σάρκα και αυξάνεται, και ο απλός στη φύση, γίνεται σύνθετος προσλαμβάνοντας τη φύση μας, και αναγνωρίζεται αληθινά με δύο φύσεις, γιατί φέρει μετά την ένωση δύο φύσεις, από τις οποίες, όπως κηρύττεται, απαρτίζεται ένα. Κάθε μία από τις δύο αυτές φύσεις είναι τέλεια σύμφωνα με τον ορισμό και την αιτία της, η μια χωρίς αρχή και άκτιστη, η άλλη με αρχή και κτιστή˙ η μια απαθής, αόρατη, που δεν αγγίζεται και δεν περιγράφεται˙ η κάθε μία έχει τη θέλησή της κι είναι αυτεξούσια και ενεργεί, και τούτο κι εκείνο το κάνει ο ίδιος, ο ένας Χριστός και Υιός και Κύριος, με οργανική υπηρεσία της μιας και δεσποτική ενέργεια της άλλης, επειδή κάθε μία έχει την οικεία ενέργεια και την αυτεξούσια κίνηση. Κι ενώ αυτός ο ένας εκτελεί και τούτο κι εκείνο, πραγματοποίησε και με τα δύο τη σωτήρια ανακαίνισή μας, πράγμα για το οποίο από φιλανθρωπία ΄εκένωσε΄ τον εαυτό του.3
Αυτά δίδαξες, αφού τα έμαθες, και σ’ αυτά επάνω χτίζεις την ομορφιά των άριστων έργων που λάμπει σαν το χρυσάφι και το ασήμι, ώστε, πλησιάζοντας τη φωτιά που διαχωρίζει, να μη μας κατακάψει σα να είμαστε φρύγανα, αλλά να καθαρθούμε όλο και πιο πολύ αποβάλλοντας όποιο στοιχείο είναι κίβδηλο και μένοντας στον αιώνα καθαροί μαζί με τον καθαρό που μας περνά από τη φωτιά και μας θεώνει. Ποιός θα μου δώσει γλώσσα άξια να σ’ επαινέσει; Ποιός θα με φέρει στην προηγούμενη ημέρα, όταν φώτιζε η θεία φλόγα σε γλώσσες μοιρασμένη, κι αναπαυόμενη στον καθένα από τους αποστόλους ενιαία και πολύτροπα, ώστε η ενιαία διδαχή της πίστης να κηρυχθεί με χίλιες γλώσσες, συνάγοντας σ’ ενότητα όσα είχαν διασπαστεί, αφού πρώτα είχε καταλυθεί η πολύσχιστη πλάνη, αυτή που σαν κακή ομόνοια ένωσε παλιά τους χτίστες του πύργου, για να πάρουν το μισθό της ασέβειάς τους, τη σύγχυση της γλώσσας, κι από αυτήν τη διαίρεση της γνώμης τους; Ποιός θα μου δώσει αυτή τη γλώσσα του Πνεύματος, ώστε να διακηρύξω τις υπερφυσικές αρετές αυτού του πνευματοφόρου αγίου; Ας έρθει και εδώ ωκεανός λόγων, άβυσσος νοημάτων˙ μα η χάρη του Πνεύματος σε λόγια δεν υποχωρεί. Γιατί, όποιος θέλει να μιλήσει δίχως Πνεύμα για το Πνεύμα, θέλει να βλέπει δίχως φως και έχει οδηγό στην όρασή του το σκοτάδι. Γι’ αυτό γυρίζω πάλι στον ίδιο αυτόν που τώρα εγκωμιάζομε, ανάβοντας το λύχνο της γνώσης μου από αυτόν σαν από θείο πυρσό, για να είναι ο ίδιος το αντικείμενο του εγκωμιασμού και μαζί ο προμηθευτής των επαίνων.
Ποιός είναι τόσο πλούσιος στο λόγο και έξοχος στη φρόνηση, πράγματα ασύγκριτα μεταξύ τους, ώστε να είναι αδύνατο να ξεχωρίσεις σε ποιο απ’ τα δύο ήταν πιο αξιοθαύμαστος; Ποιός ήταν τόσο χαρακτηριστικό παράδειγμα αρετής ακόμα και στην πρώτη ματιά, ώστε να μη χρειάζεται να το διδάξει κανείς με λόγο; Ποιός σκορπούσε τόσες νιφάδες λόγων, που ακολουθούσαν τα έργα του, και που απ’ αυτόν αντλούσαν τη δύναμή τους, ώστε και γι’ αυτόν να λέγεται «για όσα άρχισε να πράττει και να λέει», αυτό που λέει ο θεσπέσιος Λουκάς για τον Ιησού το Θεό μου από τον οποίο έλαβε το είναι και το εύ είναι;4 Ποιός άσκησε τη θεωρία και την πράξη, καταπατώντας τις ηδονές, σα να ήταν άσαρκος, και εξετάζοντας μαζί με το Θεό τα θεία; Ποιός περιέβαλε την πίστη αρμονικά με τα έργα, όπως την ψυχή περιβάλλουν τα μέλη του σώματος, και τα υπέταξε σ’ αυτήν, ώστε το ένα δίχως το άλλο να ‘ναι άχρηστο κι ανώφελο, αν και στην πίστη δε θα δώσει κανένας λανθασμένα το προβάδισμα; Ποιός απέβαλε σε τέτοιο βαθμό τη λαιμαργία, υποδουλώνοντας αυτήν με τόση εξουσία και φιμώνοντάς την, αν και μάνιαζε, με τον ευσεβή λογισμό του και στάθηκε αυτοκυριαρχημένος κι όχι δούλος της;
Κι ήταν τόσο περίσσεια η εγκράτειά του, ώστε να μην μπορεί να καταλάβει κανείς αν δεχόταν και τι και πόση τροφή και πόσο ποτό. Γιατί η υγεία του ήταν επισφαλής και η σάρκα του ασθενική και πλαδαρή και σαν να του έλειπε η πνοή. Γιατί είναι αδύνατο να ζει κανείς χωρίς αναπνοή, αφού έτσι είναι απαραίτητο ν’ αναπληρώνεται και η έλλειψη των άλλων στοιχείων. Αυτά που εξαντλούνται είναι τρία˙ το ξηρό, το υγρό και η αναπνοή˙ η πρόσφορη αναπλήρωση καθενός από αυτά είναι ορισμένο από τον κτίστη να συγκρατεί τη φυσική κατάσταση του σώματος. Η χάρη όμως του Πνεύματος δεν υποτάσσεται στους φυσικούς νόμους. Γιατί λέει, «ο άνθρωπος δε θα ζήσει μόνο τρώγοντας ψωμί, αλλά ακούοντας κάθε λόγο που βγαίνει από το στόμα του Θεού».5 Ποιός είναι τόσο καθαρός εκτός από το σώμα και στην ψυχή και στο νου, ώστε να του προσμαρτυρείται και η ηλιθιότητα στη σχέση με τη σαρκική ηδονή; Δεν ήταν όμως πραγματικά ηλιθιότητα, γιατί δεν ήταν ανοησία ούτε κάποια φυσική ανικανότητα, αλλά η υπερίσχυση του λόγου, που κρατάει τα ηνία του αλόγου, κι εντείνοντας όλον τον πόθο του προς το Θεό, που γι’ αυτό και έχει δημιουργηθεί, αποκρούει την απαλότητα της ηδονής σαν προσάναμμα της φωτιάς και διαλέγει την τραχύτητα της αρετής που οδηγεί στην αιώνια ανάπαυση. Σ’ αυτά συνηθίζοντας τον εαυτό του από μικρή ηλικία, γινόταν μέρα με τη μέρα όλο και πιο κυρίαρχος του εαυτού του, ώσπου αποκοίμισε τελείως το πάθος, τιθασεύοντάς το με την ασκητική τέχνη και κάνοντάς το υπάκουο, για ν’ αποχτήσει με τον καιρό τη συνήθεια μεταβάλλοντάς την γρήγορα σε δεύτερη φύση. Γιατί η προσπάθεια, όταν επιτύχει τη θεία βοήθεια, έχει τη δυνατότητα να χαρίζει την απάθεια.
Ποιος απέβαλε τη φιλαργυρία μαζί με την οποία και τα χρήματα, ποθώντας τη μη απόκτησή τους τόσο, όσο άλλος την απόχτησή τους, πράγμα που είναι το στήριγμα των παθών, η στέρηση της ελπίδας, ο αντίπαλος της πίστης; Γι’ αυτό κι ο Παύλος, η θεόφθογγη λύρα του Πνεύματος, το πολύηχο στόμα των αποστολικών γλωσσών, την ονομάζει καίρια δεύτερη ειδωλολατρία.6 Γιατί, παραλείποντας κάποιος να δέσει την άγκυρα της ελπίδας από τη θεία πρόνοια, στηρίζεται στη συλλογή των χρημάτων. Προτιμώντας αυτά από το αγαθό, σα να πρόκειται να ζήσει αιώνια και σαν θάλασσα που δε γεμίζει ποτέ, έστω κι αν εισρέουν μεγάλα ποτάμια από χρυσάφι, δεν τα προτίμησε αυτά αυτός που τώρα εγκωμιάζομε, αλλά αποκρούοντάς τα όλα, να, καυχιέται για πατρίδα ένδοξη και περίφημη, λέγω την πόλη του Αντιόχου, που κρατάει τα σκήπτρα της Ανατολής. Γενιά κι αίμα περίφημα, χρυσάφι κι ασήμι και πετράδια πολύτιμα και ρούχα απαλά και φημισμένα τα παραχώρησε σε άλλους, ακόμα και τη φήμη και τη δύναμη του λόγου.
Πηγαίνει στο Μελέτιο, τον προκαθήμενο της Εκκλησίας των Αντιοχέων, που ήταν προικισμένος με πλούσια θεία χαρίσματα, ξακουστός σ’ όλους για το λόγο και το βίο του. Αυτός τον δέχτηκε στα δεκαοχτώ του χρόνια κι έγινε εραστής της ομορφιάς της καρδιάς του, γιατί με προβλεπτικά μάτια έβλεπε τι θα γινόταν ο νέος. Αφού του έδωσε τα θεμελιώδη διδάγματα της ευσέβειας και μόρφωσε ικανοποιητικά το ήθος και τη συμπεριφορά του και προδιέγραψε την ομορφιά της αλήθειας, μορφώνει μέσα του με το λουτρό της παλιγγενεσίας το Χριστό, που ξεπερνά στην ομορφιά τους υιούς των ανθρώπων,7 γιατί άστραφτε από την ομορφιά της θεότητας. Ήταν τριάντα περίπου ετών και φτάνοντας στη σωματική και την πνευματική ωριμότητα έγινε αναγνώστης των θείων λόγων μαζί και δάσκαλος, από σφοδρότητα θείου έρωτα μεταβαίνει στην έρημο, θέλοντας να καταμαράνει τη σάρκα που σφριγούσε κι οργιούσε από τα πάθη, για να μην υποδουλωθεί το ανώτερο στο κατώτερο. Αλληλομαχούν αυτά τα δύο και η φθαρτότητα του σώματος παραχωρεί την επικράτηση στην ψυχή.
Αφού επισκέφθηκε τα γύρω βουνά, βαδίζει σ’ ένα γέροντα, που μιλούσε συριακά, αλλά δεν ήταν ευκαταφρόνητη η γνώση του, κι ασκούσε άκρα εγκράτεια. Κι αφού επί τέσσερα χρόνια πήρε από αυτόν τη σκληραγωγία του και νίκησε ήσυχα κάθε ηδυπάθεια, έχοντας πια λόγο που αμιλλόταν με τους τρόπους του, λαχταρώντας την αφάνεια, γίνεται κάτοικος κάποιου απομακρυσμένου μέρους, που φημιζόταν ως σπήλαιο, μετατρέποντάς το σε καταφύγιο και παλαίστρα και κονίστρα αρετής. Πόσους άθλους ανέλαβε εδώ κι ανάλογα με το πλήθος των πόνων του, έπαιρνε την παράκληση από το Πνεύμα; Πόσες ψυχικές αναβάσεις επέτυχε με τη βοήθεια του Πνεύματος; Προχωρούσε από δύναμη σε δύναμη και με τα δύο μαζί, και με την πράξη και με τη θεωρία, εξορίζοντας από την ψυχή του και το σώμα κάθε αιγυπτιακό νόημα.
Ήταν ένας άλλος Μωυσής χαρισμένος στη ζωή, που είχε εγκαταλείψει τον εδώ αιγυπτιακό βίο κι όλα τα σχετικά με το βίο αυτόν και, βγαίνοντας κατά κάποιο τρόπο έξω από αυτόν, είδε το Θεό να λάμπει μέσα από την τραχύ βάτο της ζωής. Κι όπως από το αγκάθι βγαίνει το ρόδο, έτσι κι από τους κόπους κατά φυσική ακολουθία φυτρώνει το ευωδιαστό φυτό της αρετής για να το μυρίζει ο Θεός. Έτσι, αφού ελευθερώθηκε από χαμαίζηλα φρονήματα και άφησε σαν πέδιλα τις γήινες φροντίδες στον τόπο του Θεού, γίνεται κύριος του νου του και βλέπει το Θεό όσο είναι δυνατό να τον δει άνθρωπος, και πηγαίνει πάλι στην Αίγυπτο, για να μεταφερθεί ο ίδιος και να μεταφέρει πλήθη άπειρα κι αμέτρητα από την Αίγυπτο και τη σκληρή τυραννία του κοσμοκράτορα Φαραώ στην ουράνια γη της επαγγελίας μέσα από την Ερυθρά θάλασσα του θείου ύδατος και αίματος, που έζησαν μέσα στην έρημο των παθών και ξέφυγαν από τον Αμαλήκ, με χέρια απλωμένα, κατά τον τύπο του σταυρού, σ’ αυτόν που άπλωσε στο σταυρό τα χέρια του για χάρη μας, δεχόμενοι από αυτόν την τροπαιοφόρα δύναμη. Έζησε λοιπόν στο σπήλαιο δυο χρόνια, διαφυλάσσοντας άγρυπνη την ψυχή και το σώμα του και, ασχολούμενος, σα να μην είχε σώμα, με τη μελέτη των θείων λόγων εξοστράκισε κάθε είδους άγνοια, εγκαθιστώντας μέσα του το φως της αληθινής γνώσης. Κι αν χρειαζόταν να κοιμηθεί και λίγο για την φυσική του αναζωογόνηση, εκτελούσε τη φυσική αυτή λειτουργία όλα αυτά τα δυο χρόνια χωρίς να ξαπλωθεί ούτε τη νύχτα ούτε τη μέρα. Έτσι νεκρώνονται τα υπογάστρια και παραλύουν οι δυνάμεις των νεφρών και σβήνει η πύρα στα ομφάλια μέρη και δεν έχει τη δύναμη να χρησιμεύσει στον εαυτό του.
Ξαναγυρίζοντας στην πατρίδα, αφού εισήλθε στην τάξη των πρεσβυτέρων της Εκκλησίας κι αφού πλήρωσε σ’ αυτήν όπως το παιδί που έχει ευγνωμοσύνη στην τροφό μητέρα του τα τροφεία, με θεία πρόνοια μετατίθεται προς τη βασιλική πόλη και νυμφεύεται την κόρη του μεγάλου αρχιερέα. Γιατί δεν ήταν δυνατό να κρυφτεί κάτω από το μόδιο ένας τέτοιος φωστήρας, που πάνω του αναπαυόταν το άχρονο και αίδιο φως, αλλά έπρεπε να τοποθετηθεί πάνω σε λυχνοστάτη ψηλό και περίβλεπτο, ώστε, φωτίζοντας από ψηλά κι από σκοπιά κεντρικότατη, να αντηχήσει σαν σάλπιγγα χρυσόφτιαχτη σ’ όλα τα πέρατα. Ποιός κυβέρνησε και ρύθμισε με όμοιο τρόπο την Εκκλησία και έδειξε ταπεινό φρόνημα σε τόσο υψηλό προβάδισμα του αξιώματος; Ποιός χαλιναγώγησε τόσο το θυμό και την οργή του, ώστε ν’ αποχτήσει την επιβαλλόμενη πραότητα, που αποστρέφεται ό,τι είναι αντίθετο στην αρετή και διεκδικεί το δίκαιο από τα χέρια των άδικων; Ποιός είχε τόση αγάπη από την οποία πηγάζει το έλεος, της αρετής του οποίου τα σύμβολα τα έχουν μέχρι σήμερα στήλες ζωντανές; Κάθε λόγος του είχε θέμα την ελεημοσύνη, για να οδηγήσει σε έξη συμπάθειας και μετάδοσης όσους άκουαν τα λόγια του. Γιατί τους έπεισε να δανείζουν στο Θεό τ’ αγαθά τους, να δίνουν φθαρτά και παροδικά και να παίρνουν σ’ αντάλλαγμα τα μόνιμα κι άφθαρτα και να θησαυρίζουν στους ουρανούς το κέρδος της συμπάθειας που δεν ξοδεύεται, που δεν το λεηλατεί ο κλέφτης, να καθαίρουν τις αμαρτίες μ’ ελεημοσύνες και τις αδικίες τους μ’ ευσπλαχνία προς τους φτωχούς, να μοιράζουν, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, το ψωμί στους πεινασμένους, και στους διψασμένους να δίνουν το ποτήρι του νερού˙ να ντύνουν τη γύμνια των γυμνών, να δίνουν ρούχα σ’ όσους δεν έχουν και στέγη σ’ όσους μένουν άστεγοι στο ύπαιθρο, να επισκέπτονται τους άρρωστους, να οδηγούν τα βήματά τους στη φυλακή, να κερδίζουν τη συμπάθεια με συμπάθεια.
Ποιός απέκρουσε την οργή κι έπεισε και το ποίμνιό του να την αποκρούσει, αυτήν που όποιοι την έχουν τους κλείνει τη θεία πηγή της ευσπλαχνίας; Γιατί λέει, ό,τι έκανες στους άλλους, αυτό θα γίνει και σ’ εσένα˙ «με το μέτρο που μετράς, θα σου αντιμετρηθεί».8 Αν δηλαδή συγχωρέσεις, θα συγχωρεθείς. Και πάλι κατ’ ακολουθία αυτού φωνάζει και το αντίθετο˙ δε θα συγχωρεθείς αν δε συγχωρέσεις. Ποιός καταδίκασε το φθόνο και τη ζήλεια και δίδαξε την κατάκριση; Είναι άριστο να σε φθονούν˙ γιατί είναι αγαθό ό,τι επισύρει το φθόνο. Είναι όμως αυτοκατάκριτη, εκτός του ότι κι αισχρότατη, η βάσκανη ζήλεια, το πιο άδικο και πιο αδικαιολόγητο από όλα τα πάθη, αντίπαλο της ευσπλαχνίας, αφού ευσπλαχνία είναι να πονά κανένας για τις συμφορές των άλλων, ενώ ζήλεια να υποφέρει για τις χαρές τους, όχι για χάρη του εαυτού του, αλλά εκείνου που υποφέρει, και την αύξηση των ξένων καλών να την κάνει δυνάμωμα του σαρακιού που τον τρώει, προσβάλλοντας πρώτα αυτόν που το έχει. Κι αφού μας δίδαξε να μην κρίνομε τον σύνδουλό μας για να μην κριθούμε, αφού ο μόνος δίκαιος κριτής ζυγίζει τη δίκη μας με δίκαια σταθμά, ούτε να ιδιοποιούμαστε αρπακτικά το αξίωμα του κυρίου μας. Γιατί μόνο ένας κριτής υπάρχει που από τη φύση του δεν κρίνεται, επειδή είναι ο μόνος έξω από την αμαρτία, Κύριος ο ίδιος που δεν έχει άλλον κύριό του, που φωνάζει στο Ευαγγέλιο˙ «συγχωρέστε, και θα συγχωρεθείτε».9
Ποιός έδιωξε τη λύπη που οδηγεί στο θάνατο και δίδαξε τη λύπη που προκαλεί τη χαρά, από τις οποίες η μια, που εκδηλώνεται ως πένθος για την αμαρτία προς το Θεό, είναι σωτήρια, εφόσον αμαρτία θεωρούν οι δεινοί σ’ αυτά την αποτυχία, ενώ η άλλη λύπη, που προέρχεται από τη στέρηση των ηδονών, καταστρέφει στ’ αλήθεια την ψυχή και καθόλου δεν επιδοκιμάζεται; Γιατί δεν είναι δυνατό, δεν είναι δυνατό να προξενηθεί λύπη, παρά αν δεν πραγματοποιηθεί κάποια επιθυμία. Όποια είναι λοιπόν η επιθυμία, τέτοια είναι και η λύπη απ την στέρησή της˙ αγαθή η επιθυμία, άριστη η λύπη, διαφορετική η επιθυμία, και η λύπη διαφορετική. Η άριστη από τις επιθυμίες είναι μία, αυτή που κατευθύνεται προς το μοναδικό άριστο. Σε αντίθετα πράγματα είναι και οι επιθυμίες αντίθετες. Την αδράνεια της ακηδίας δεν την τονώνει η μνήμη του θανάτου; Δίδαξε λοιπόν να την αποτινάζομε, επειδή κόβει το νεύρο της ίδιας της ψυχικής δύναμης, και έβαλε στη θέση της το θείο φόβο, και παρότρυνε με πόθο το λαό να προσεύχονται και να ξεριζώνουν κυριολεκτικά τη ραθυμία από τις ψυχές και να φυλάγουν με όλη τη δύναμή τους τις καρδιές τους για να μη διεισδύσει σ’ αυτές ο θάνατος από τις αισθήσεις σαν από κάποιες θυρίδες.
Μας δίδαξε ο άγιος να ερευνούμε τις Γραφές, αφού έγινε εξηγητής τους και δάσκαλος κι αφού με προφητικό πνεύμα ερεύνησε τα κρυμμένα βάθη του Πνεύματος και έσπασε το κάλυμμα του γράμματος και φανέρωσε το κάλλος που είχε αποτεθεί, κι όλα αυτά με φρόνημα μακριά από κάθε αλαζονεία και κενοδοξία. Γιατί ήξερε πολύ καλά να καταπατεί την κούφια δόξα, το κούφιο ξόδεμα των κόπων, που καταστρέφει τη γη των αρετών, γιατί γνωρίζει να τρυπάει, σαν κάποιο πιθάρι, το πνευματικό δοχείο των αρετών και, θεωρώντας ως γέμισμα το άδειασμα, δεν κάνει καθόλου λιγότερο κενό το πιθάρι, σκορπίζοντας ανώφελο ιδρώτα και προξενώντας κόπο που δεν απολαμβάνει το κέρδος του. Γιατί γνώριζε ότι κάθε δόξα και κάθε έπαρση ταιριάζει στο Θεό, ενώ στον άνθρωπο ταιριάζει η ταπείνωση, που γίνεται για τον άριστο δρόμο, ανύψωσης και για τον Ισραήλ κλίμακα, που ανεβάζει τον άνθρωπο στο Θεό και κάνει το Θεό προστάτη της καρδιάς του.
Στεκόταν ταπεινά μπροστά σε κάθε πλάσμα εξαιτίας του Κυρίου που το έχει πλάσει, εκεί βέβαια που δεν προσβαλλόταν ο Χριστός και δεν γινόταν παράβαση κι ανατροπή του νόμου. Απέκρουε κάθε περιφάνεια και βλοσυρότητα και ακαταδεξιά. Ήταν μειλήχια η όψη του σ’ αυτούς που συναναστρεφόταν κι ο λόγος του ήπιος και αρτυμένος από θείο άλας. Ο τρόπος του ήταν ευχάριστος, και γλυκύ το χαμόγελό του που δεν έφτανε σε γέλιο αχαλίνωτο. Γιατί, γνωρίζοντας ότι οι κακίες ήταν εγκατεστημένες δίπλα στις αρετές και ότι οι πόρτες τους γειτονεύουν, υπακούοντας σ’ αυτόν που τον συμβούλευε τα άριστα, πρόσεχε τον εαυτό του και γινόταν τραπεζίτης με ορθή πίστη, απορρίπτοντας κάθε κίβδηλο νόμισμα και δεχόμενος τη δραχμή με την εικόνα του βασιλιά, τίναζε από την καρδιά του κάθε κακία, σα να ήταν χώμα, με το φύσημα του θείου Πνεύματος, και ποτιζόταν και γινόταν γόνιμος με τις αντίθετες στις κακίες αρετές, γνωριζόμενος σαν ελιά κατάκαρπη και αειθαλής μέσα στην Εκκλησία, τον οίκο του Θεού και προσφέροντας ώριμο καρπό στο Θεό το πλήθος εκείνων που μ’ ενέργειά του σώζονταν, ή σαν ένα φοίνικα περιφραγμένο με τους πασσάλους των άριστων ελέγχων. Και ήλεγχε άριστα αυτούς που ένωναν μαζί σπίτι με σπίτι και που βιάζονταν να λεηλατήσουν το αμπέλι του Ναβουθαί, αφού δεν υπήρχε ο Ηλιού να τους ελέγξει. Σήκωσε όμως αμέσως το Πνεύμα το άγιο τον Ηλία, εισδύοντας στις ψυχές των δικαίων. Από γενιά σε γενιά σηκώνει προφήτες, ζηλωτές αγαθών έργων, που μισούν κι αποκρούουν ό,τι φαύλο και άτοπο, και εγκαθιστούν μέσα τους στη θέση αυτών κάθε τι σύμφωνο με το νόμο και δίκαιο.
Έτσι ο θείος πατέρας γινόταν κριτής της αδικίας, όχι κρίνοντας με αδικία, μακριά από τέτοια σκέψη˙ γιατί πώς ήταν δυνατό; Αλλά κατακρίνοντας και δείχνοντας ότι έπρεπε αυτή ν’ αποβάλλεται, κι εμπόδιζε από τις θείες αυλές όσους αδικοπραγούσαν. Μια χήρα για παράδειγμα τον πίεζε ενοχλώντας τον συνέχεια, επειδή την έτρωγε μέσα της μια αδικία. Αρπάζει σαν ένα καταφύγιο οχυρό και ακλόνητο αυτόν τον άνθρωπο του Θεού κι ασφαλώς η σκέψη της δεν ήταν η χειρότερη. Γιατί ποιόν άλλον θα έβρισκε να τη βοηθήσει σ’ ό,τι είχε πάθει; Μήπως άρχοντα; Αλλά άρχοντας πάνω από τους άρχοντες ήταν αυτή που αυθαιρετούσε σ’ αυτά. Το βασιλιά μήπως; Αλλά με την προσκόλλησή του στη γυναίκα του παρέλυσε η δική του γνώμη. Γιατί ήταν οστούν και σάρκα από τη σάρκα του αυτή που έκανε την αδικία. Κι εκείνη που έπρεπε να βάζει χαλινάρι στους άλλους, αυτή έτρεχε ν’ αδικήσει η ίδια. Τί κάνεις, παράνομο γυναικάριο; Φοράς το βασιλικό ένδυμα, έχοντάς το σαν φύλακα του νόμου, και καταπατείς το νόμο; Πόσο απερίγραπτη είναι η σοφία εκείνου που είπε, « μη δώσετε τα άγια στα σκυλιά και μη ρίξετε τα μαργαριτάρια σας μπροστά στους χοίρους».10 Γιατί αυτή, αφού καταπάτησε τον θείο κι άγιο νόμο, δηλαδή το πολύτιμο μαργαριτάρι, γύρισε και τσάκισε τη φτωχή χήρα, αρπάζοντάς της το μέσο για την καθημερινή ζωή της.
Τί κάνεις, γυναικάριο άπληστο κι αχάριστο; Έχεις τη γη και τη θάλασσα να σου προσφέρουν αδιάκοπα τα δώρα τους, και κυνηγάς την άπορη χήρα για το μικρό χωραφάκι της που θα ήταν δίκαιο ν’ αλλάζατε τις ζωές σας; Κι ενώ με τα λόγια επιβεβαιώνεις το νόμο, τον αποκηρύττεις με τα έργα σου; Δεν σεβάστηκες τον πατέρα των ορφανών και κριτή των χηρών;11 Εκείνος όμως που τρέφεται πάντοτε με τους θείους λόγους άκουσε τη θεόπνευστη ρήση, «κρίνατε ορθά το ορφανό και αποδώστε δικαιοσύνη στη χήρα»,12 και έχοντας οδηγό πυρίπνοο στο ζήλο του τον Ηλία, ακολουθεί την παρρησία του Ιωάννη λέγοντας, ΄Δε σου επιτρέπεται να έχεις το αμπέλι της αδελφής σου΄. Νομίζεις αλήθεια ότι βγήκες από τα όρια της ανθρώπινης φύσης, επειδή με το βασιλικό αξίωμα βρέθηκες σε ανώτερη θέση; Γιατί η αρχή που συγκροτείται από το νόμο γίνεται βασιλεία, ενώ η αρχή που θεμελιώνεται με την παρανομία ονομάζεται όχι άδικα τυραννία. Δεν διάβασες τί έκανε η Ιεζάβελ; Πώς μπαίνεις σ’ αυτόν τον ιερό ναό; Μακριά από τα θεία ανάκτορα. Ο ναός του Θεού είναι λουτήρας, που καθαρίζει τα αμαρτήματα. Όταν ο τελώνης δέχτηκε στο σπίτι του τον Ιησού δεν σκόρπισε καλά, όσα είχε αδίκως φορολογήσει; Εσύ, κόρη μου (γιατί είσαι ακόμα μέλος, αν και δύσχρηστο, και σε περιλαμβάνω στην εκκλησία με την ελπίδα της σωτηρίας σου, αλλά σωτηρία χωρίς μετάνοια είναι από τ’ αδύνατα), απόδωσε σωστά όσα έχεις αρπάξει ενώ δεν έπρεπε.
Αυτά της έλεγε, αλλά δεν την έπειθε. Είχε κλείσει την ακοή της σαν με μια ασπίδα και δεν άκουγε αυτόν που εφάρμοζε σ’ αυτήν θεραπεία φιλόθεη και σοφή. Κι επειδή έβλεπε ότι η αρρώστια της ήταν τελείως ανίατη, διώχνει από τον ιερό θάλαμο εκείνην που δεν είχε φόρεμα γάμου. Και τί επακολουθεί; Η Ιεζάβελ επιτίθεται πάλι κατά του προφήτη και ο κήρυκας της αλήθειας δε φεύγει καθόλου ούτε ρίχνεται στη φυλακή όπως ΄φωνή βοώντος΄, αλλά καταδικάζεται σε εξορία. Ώ φρόνημα άτοπο! Η γοητεία του φιδιού βιάζεται άλλη μια φορά να εξορίσει από την Εκκλησία τον άνθρωπο του Θεού και δεν αστόχησε στον πόθο του…
…
Αυτά είναι τα ψελλίσματά του σ’ εσένα, Πατέρα των Πατέρων. Είθε όμως να παρακολουθείς από ψηλά εμάς που έχουμε το όνομά σου και σαν δώρο σ’ εμάς να μας κάνεις φίλους του Πλάστη, που είναι ο Χριστός, η αιώνια χαρά, στον οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη τώρα και πάντοτε και στους ατελείωτους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Ψαλμ. 18,5. Ρωμ. 10, 18.
2. Α’ Κορ. 1, 24.
3. Φιλ. 2, 6.
4. Πράξ. 1, 1.
5. Δευτ. 8, 3. Ματθ. 4, 4.
6. Έξ. 5, 5.
7. Ψαλμ. 44, 3.
8. Ματθ. 7, 2.
9. Λουκά 6, 37.
10. Ματθ. 7, 6.
11. Ψαλμ. 67, 6.
12. Ψαλμ. 81, 3….
ΠΗΓΗ: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=3010
Ὁ αἰώνιος καί παντοδύναμος Θεός
δέν ξέχασε τό πλάσμα του, ἐσένα.
Ἔκανε τό πᾶν, γιά νά σέ σώσει·
προσπάθησε νά σέ ξυπνήσει ἀπό τό λήθαργο
τῆς πλανερῆς αὐτάρκειας μέ χίλιους τρόπους.
Ἔστειλε δικαίους καί προφῆτες, σοῦ ἔδωσε νόμο,
ἐμφάνισε σημεῖα σέ οὐρανό καί γῆ.
Ὡστόσο, τό κακό εἶχε προχωρήσει.
Χρειαζόσουν ἄλλο φάρμακο, ἰσχυρότερο.
Τότε κι Αὐτός, ὁ ἴδιος ὁ προαιώνιος Θεός Λόγος,
ὁ δημιουργός σου, ἀφοῦ ἄλλη λύση δέν ὑπῆρχε,
γίνεται γιά χάρη σου ἄνθρωπος
καί γιά χάρη σου γεννιέται ἀδύναμο βρέφος,
καί γιά σένα καί μόνο, ἐνῶ εἶναι πάμπλουτος,
πτωχεύει, ἀδειάζει...
Ὥστε ἐσύ νά πλουτίσεις τή φύση σου μέ τή θεότητά Του,
κι ἔτσι νά ἐπανέλθεις στήν ἀρχαία ἐκείνη ὀμορφιά...
Αὐτό λέγεται τέλεια κι ἀκατάσχετη ἀγάπη.
Ἀληθινά δέν ξέρω πῶς ἀλλιῶς νά τό ἐκφράσω.
Καί ὁ Θεός δέν ἀποφάσισε
νά σέ γλυτώσει σάν βασιλιάς τόν δοῦλο του,
μά σάν ὁ ἀδελφός τόν ἀδελφό.
Δέν εἶσαι ζῶο νά σοῦ βάλει χαλινάρι.
Ἐλεύθερο σέ θέλει γιά δικό Του.
Νά τ᾿ ἀψηφήσεις ὅλα
καί νά τοῦ πεῖς μ᾿ ἀπόφαση παλληκαρίσια
κι ἀγύριστη: «Ἰδού ἐγώ, Κύριε...»
...καί νά γυρίσεις στό σπίτι τοῦ Πατέρα σου πού ἄφησες.
Πρῶτο κι αἰώνιο κι ἀπύθμενο,
πού σ᾿ ὅλα δίνει νόημα κι ἀξία, εἶναι ἕνα:
ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Καί πόσο ἄραγε εἶσαι ἕτοιμος νά τή δεχτεῖς;...
ΠΗΓΗ: http://www.apolytrosis.gr/web/guest/30ian
Ως βασική αρχή του Γρηγορίου για την αντιμετώπιση των ταραχών, των διενέξεων και διχονοιών πού προκαλούσαν την διάσπαση της ενότητος και τη διατάραξη της ειρήνης της Εκκλησίας, είχε το ειρηνεύομεν εννόμως μαχόμενοι και πάντοτε μέσα στα πλαίσια των όρων του πνεύματος1. Προσπαθούσε να συνδυάζει άριστα τον έλεγχο και την παρρησία με την αγάπη και την ταπεινοφροσύνη. Διότι, όπως αναφέρει, εστίν ανδρός μεγαλόφρονος φίλων αποδέχεσθαι ελευθερίαν ή εχθρών κολακίαν2.
Στις οποιεσδήποτε παρουσιαζόμενες διαφορές μεταξύ των Ορθοδόξων, ο ίδιος ηγωνίζετο για το ύψιστο αγαθό της ειρήνης, υπέρ της οποίας εξεφώνησε ειδικά προς τούτο μία σειρά τριών λόγων «περί ειρήνης», και το σπουδαιότερο, υπέρ της οποίας προσέφερε τον ίδιο τον εαυτό του. Οι ειρηνικοί αυτοί λόγοι του Γρηγορίου συνδέονται άμεσα με την ειρηνευτική δραστηριότητα, την οποία ανέπτυξε για την επικράτηση της ειρήνης μέσα στην Εκκλησία.
Όπως από τους πέντε θεολογικούς του λόγους, πού εξεφώνησε, επονομάσθηκε θεολόγος και με την προσωνυμία αυτή έμεινε στην ιστορία της Εκκλησίας «Γρηγόριος ο Θεολόγος», κατά παρόμοιο και ανάλογο τρόπο με τους τρεις εκφωνηθέντες λόγους του ο Γρηγόριος μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ειρηνοποιός. Ο Γρηγόριος δεν περιορίσθηκε μόνο στη θεωρητική διατύπωση της περί ειρήνης διδασκαλίας του, αλλά ό ίδιος την έκανε πράξη με την ίδια τη ζωή του.
Τον Α' ειρηνικό λόγο3 εξεφώνισε το 364 ο Γρηγόριος, όταν διεπίστωσε ότι αποφεύχθηκε το σχίσμα στην Εκκλησία της επισκοπής Ναζιανζού, αιτία του οποίου θεωρήθηκε ο επίσκοπος της Ναζιανζού Γρηγόριος, πατέρας του Γρηγορίου, ο οποίος, φαίνεται από απλότητα και μάλλον από άγνοια των δογματικών λεπτομερειών, υπέγραψε κάποιο ομοουσιανό φιλοαρειανικού περιεχομένου σύμβολο, το οποίο, ας σημειωθεί, ότι τότε εχαρακτηρίζετο ως τόπος ειρήνης. Η ενέργεια αυτή του επισκόπου Γρηγορίου προκάλεσε την εξέγερση μεγάλου μέρους του ορθοδόξου λαού και ιδία των μοναχών της περιοχής με αποτέλεσμα να επέλθει διακοπή κοινωνίας με τον επίσκοπό τους και να οδηγείται σε σχίσμα η Εκκλησία της Ναζιανζού.
Με την παρέμβαση όμως του, υιού, Γρηγορίου, ο οποίος εγνώριζε ότι ο πατέρας του ουδέποτε είχε αρνηθεί το Σύμβουλο Νικαίας, καθώς και με τη μεσολάβηση του Μ. Βασιλείου, επείσθη ο επίσκοπος, (πατήρ του), Γρηγόριος και εδέχθη ορθόδοξη ομολογία, ταχθείς υπέρ του Ομοουσίου4 και έτσι αποφεύχθηκε το σχίσμα, αποκαταστάθηκε η κοινωνία του επισκόπου με το ποίμνιό του και τους μοναχούς και επιτεύχθηκε η ενότητα και η ειρήνη στην Εκκλησία της Ναζιανζού.
Με τον εκφωνηθέντα Α' λόγο του ο Γρηγόριος εκφράζει την χαρά του για την επιτευχθείσα συμφιλίωση και αποκατάσταση της διασαλευθείσης ειρήνης στους κόλπους της Εκκλησίας. Λέγει σχετικά ότι Θεού μεν και των θείων εγγύς, όσοι το της ειρήνης αγαθόν ασπαζόμενοι φαίνονται, και τω εναντίω τη στάσει απεχθανόμενοί τε και δυσχεραίνοντες5. Και κατακλείει τον λόγον του λέγων: ταύτα ειδότες, αδελφοί, περιλάβωμεν αλλήλους, περιπτυξώμεθα, γενώμεθα γνησίως εν, μιμησώμεθα τον το μεσότοιχον τον φραγμού λύσαντα και δια τον αίματος αυτού πάντα συναγαγόντα και ειρηνεύσαντα. . . αλλά πάντες μένωμεν εν ενί πνεύματι, μια ψυχή συναθλούντες τη πίστει του ευαγγελίου, σύμψυχοι, το εν φρονούντες…6
Έτσι, κατά τον Γρηγόριο, η ειρήνη είναι αναγκαία και αυτονόητη κατάσταση στη ζωή της Εκκλησίας, η δε απουσία της επιφέρει κλονισμό της βάσεως του Χριστιανισμού. Χωρίς ειρήνη, αγάπη και ενότητα δεν νοείται σωστή χριστιανική ζωή και εκκλησιαστική κοινωνία μεταξύ των μελών της είτε λαϊκοί είναι αυτοί είτε κληρικοί. Διότι η αγάπη, η ειρήνη και η ενότητα αποτελούν τα βασικότερα και ουσιαστικότερα γνωρίσματα κάθε ενσυνειδήτου μέλους της Εκκλησίας, δεδομένου ότι ο Θεός είναι Θεός αγάπης, ειρήνης και ενότητος.
Τον Β' ειρηνικό λόγο7 τον εξεφώνισε στην Κωνσταντινούπολη το 379, όταν ο κίνδυνος από το λεγόμενο Αντιοχειανό σχίσμα απείλησε την ενότητα και ειρήνη και της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Στον λόγο του αυτόν ο Γρηγόριος απεικονίζει με τα μελανότερα χρώματα8 τις εσωτερικές διχόνοιες και εκκλησιαστικές διενέξεις μεταξύ των Ορθοδόξων. Σχετικά με τη διένεξη αυτή των Ορθοδόξων της Εκκλησίας της Αντιοχείας, την οποία χαρακτηρίζει έναγχον ημίν επαναστάσαν ζυγομαχίαν αδελφικήν9 και θέλοντας να μείνει πιστός στη μνήμη του Μ. Βασιλείου, αλλά και ακολουθώντας την ίδια με εκείνον εκκλησιαστική πολιτική, τάχθηκε με τη μερίδα των Ορθοδόξων, που ανεγνώριζε και ακολουθούσε τον επίσκοπο Μελέτιο. Ο ίδιος διεκήρυσσε με έμφαση ότι αυτός, ο αγωνιστής της ειρήνης, θα συνεχίζει να αγωνίζεται για το ύψιστο αυτό αγαθό και ότι θα επιμένει με τις άοκνες ειρηνευτικές προσπάθειές του για την οριστική επικράτηση της ειρήνης στους κόλπους της Εκκλησίας γενικότερα.
Είναι φανερό ότι ο Γρηγόριος αντιμετώπισε με επιτυχία και αυτή την εκκλησιαστική κρίση, γιατί αρχίζει τον ειρηνικό αυτό λόγο του, αναφωνών: Ειρήνη φίλη, το γλυκύ και πράγμα και όνομα. . . ειρήνη φίλη, το εμόν μελέτημα και καλλώπισμα, ην Θεού τε είναι ακούομεν και ης Θεός τον Θεόν και αυτόθεον, ως εν τω «ειρήνη του Θεού» και «Θεός της ειρήνης» και «Αυτός εστίν η ειρήνη ημών». . . Ειρήνη φίλη, το παρά πάντων μεν επαινούμενον αγαθόν υπ' ολίγων δέ φυλασσόμενον, που ποτε απέλιπες ημάς. . . και πότε επανήξεις ημίν; Ελθέ, ελθέ, τάχιον-τάχιον10. Και διερωτάται, απορών: Εχρήν γάρ, επειδή θεότης ήνωται, διαιρείσθαι την ανθρωπότητα και περί τον νουν ανοηταίνειν τους τάλλα σοφούς;11 Και παρατηρεί: αιδεσθώμεν το δώρον του ειρηνικού, την ειρήνην. . . και ένα πόλεμον ειδώμεν, τον κατά της αντικείμενης δυνάμεως. . . Ηττηθώμεν, ίνα νικήσωμεν12.
Ο Γρηγόριος με όσα ανέφερε στο λόγο εννοεί προφανώς ότι επήλθε επί τέλους ειρήνευση ανάμεσα στο ορθόδοξο ποίμνιό του και αποκαταστάθηκε και πάλιν η ηρεμία στα εκκλησιαστικά πράγματα από το Αντιοχειανό σχίσμα.
---------------------------------------------
1. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 42, 13, PG 36, 473Α (= ΒΕΠ 60, 127, 41128,2 και Επιστ. 16, PG 37, 49Α (= ΒΕΠ 60, 214).
2. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, αυτόθι βλ. και Δ. ΤΣΑΜΗ, Η διαλεκτική φύσις της διδασκαλίας Γρηγορίου του Θεολόγου, Θεσσαλονίκη 1971, σ. 71 έ.
3. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 6, Ειρηνικός Α', επί τη ενώσει των μοναζόντων, μετά την σιωπήν, επί τη παρουσία του πατρός αυτού, PG 35, 721 (= ΒΕΠ 59, 11).
4. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 18, Επιτάφιος εις τον πατέρα, παρόντος Βασιλείου, PG 35, 10051008 (= ΒΕΠ 59, 119, 2840): Και γαρ ηνίκα παρά θερμοτέρω μέρους της Εκκλησίας, κατεστασιάσθημεν γράμματι κλαπέντες και ρήμασι τεχνικοίς εις πονηράν κοινωνίαν, μόνος μεν επιστεύθη την διάνοιαν άτρωτον έχειν, και μη τω μελάνι την ψυχήν συμμελαίνεσθαι, ει και απλότητι συνηρπάσθη, και τον δόλον εκ του της ψυχής άδολου μη εφυλάξατο μόνος δε, μάλλον πρώτος, το στασιάζον προς ημάς, ζήλω της ευσέβειας εαυτώ και τοις άλλοις κατήλλαξε, τελευταίον τ' αποδραμόν, και πρώτον προσδραμόν, αιδοί τε του ανδρός και τη του δόγματος καθαρότητι ώστε και τον πολύν σάλον των Εκκλησιών κατασβεσθήναι και στήναι την καταιγίδα εις αύραν, ταίς εκείνου λυθείσαν ευχαίς τε και παραινέσεσιν, ει τι δει και νεανιεύεσθαι, μεθ' ημών κοινωνών και της ευσέβειας και της ενεργείας.
5. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 6, 1314, Ειρηνικός Α', PG 35, 740Α749 (= ΒΕΠ 59, 18, 1921).
6. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 6, 21 και 22, Ειρηνικός Α', PG 35, 748ϋ749 (= ΒΕΠ 59, 21, 1022 2628).
7. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 22, Ειρηνικός Β', λεχθείς εν Κωνσταντινουπόλει επί τη γενομένη τω λαώ φιλονεικία, περί επισκόπων τινών διενεχθέντων προς αλλήλους, PG 35, 1132 (= ΒΕΠ 59, 166174).
8. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 22, 1, Ειρηνικός Β', PG 35, 1132Α1152Α (= ΒΕΠ 59, 166174).
9. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 22, 1, 3, Ειρηνικός Β', PG 35, 1145Β(=ΒΕΠ59, 172, 10).
10. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 22, 1, Ειρηνικός Β', PG 35, 1132ΑΒ(= ΒΕΠ 59, 166, 814).
11. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 22, 13, Ειρηνικός Β', PG 35, 11450 (= ΒΕΠ 59, 172, 1820).
12. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 22, 16, Ειρηνικός Β', PG 36, 11490 (= ΒΕΠ 59, 173, 3538).
Σέ δημιούργησε μέ τιμή ἐξαιρετική!
Δέν εἶπε, ὅπως γιά ὅλα τ᾿ ἄλλα, «γενηθήτω»
ἀλλά «ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν
καί καθ᾿ ὁμοίωσιν».
Ποιός εἶσαι σύ, λοιπόν; Ποιός εἶσαι σύ, πού ὁ Θεός γιά νά σέ φτιάξει
σκέφτηκε τόσο κι ἀποφάσισε;
Μά δέν εἶναι νά ἀπορεῖ κανείς:
Εἶσαι τό πιό πολύτιμο ἀπ᾿ ὅλα ὅσα ἔγιναν
ἤ μᾶλλον ἐκεῖνο τό ὄν γιά τό ὁποῖο καί μόνον ὑπάρχει ὁ κόσμος!
Σέ ὅρισε κυβερνήτη τοῦ κόσμου Του.
Τί πιό μεγάλο ἀπ᾿ αὐτό;
Ὅμως τήν ποδοπάτησες τούτη τή χάρη.
Ἐκεῖνος σοῦ ἔδωσε τά πάντα.
Μά ἐσύ τά δῶρα Του τά κλώτσησες.
Πῶς μπόρεσες;
Πῶς μπόρεσες ν᾿ ἀνοίξεις ἀφύλαχτα συζήτηση
μέ τόν ἀρχαῖο ἐχθρό Του -τόν δικό σου ἐχθρό στήν πραγματικότητα;
Πῶς δέν πρόσεξες κι ἄφησες ἕρμαιο τοῦ Σατανᾶ
τό νοῦ καί τήν καρδιά σου;
Σήκωσε, λοιπόν, τώρα τά μάτια σου καί δές τί ἔκανες.
Ἀπό τήν ὥρα τῆς παρακοῆς ἡ ἁμαρτία σου
σ᾿ ἔκανε, ἐσένα τόν πανελεύθερο, δοῦλο.
Κομμάτια τά ὄνειρά σου γιά ἰσοθεΐα,
καί ὅλη σου ἡ εὐγένεια, κομμάτια κι αὐτή.
Ὅλα στερέψαν κι ἀγριέψαν γύρω σου.
Ἁπλώνεις σάν τόν μυθικό τόν Τάνταλο νά πιάσεις,
μά τίποτε δέν στέκεται.
Κι ἄν μές στήν ἀγωνία σου ἀναρωτιέσαι
ποῦ εἶναι ἐκεῖνος πού ἐπίστεψες,
τί ψάχνεις; Γελάει καί καγχάζει σέ βάρος σου -δέν τόν ἀκοῦς;
Στέκεσαι μπροστά στόν κόσμο...
Ρίξε ἕνα βλέμμα γύρω σου.
Πόσο θαυμαστή εἶναι ἡ τάξη πού ἐπικρατεῖ στήν κτίση!
Ἔρχεται ἡ ἄνοιξη· καί ἡ γῆ ἡ δαρμένη ἀπό τή χειμωνιάτικη παγωνιά
πετάει ἀπό πάνω της τό πένθιμο ροῦχο, ντύνεται τό λαμπρό
καί καμαρώνει γιά τά κοσμήματά της.
Ἀπό τόν ταπεινό τό σπόρο βλέπεις νά ξεπετιέται τό φύτρο
κι ἀπό ἐκεῖ ν᾿ ἀναδύεται ἡ χλόη
κι ὅταν ἔρθει ὁ κατάλληλος καιρός, νά δένει ὁ καρπός
καί νά μεστώνει.
Πῶς στ᾿ ἀλήθεια νά μή θαυμάζει κανείς τόση σοφία
κρυμμένη μές στό χῶμα!...
Γιά ὅλα αὐτά καί γιά χιλιάδες ἄλλα ἐκπληκτικά, κρυφά καί φανερά,
μήν κάνεις κόπο.
Ἄν πεῖς νά τά γνωρίσεις τέλεια,
θά εἶναι σάν νά προσπαθεῖς νά λογαριάσεις τά κύματα τῆς θάλασσας
ἤ νά μετρήσεις τό νερό της μέ μιά κούπα.
Μά κι ἄν τό κατορθώσεις,
κι ἄν μάθεις ἔστω καί τό «πῶς»,
δηλαδή τόν τρόπο πού ὑπάρχουν τά ὄντα,
μήν καυχηθεῖς πώς νίκησες·
διότι κι ἔτσι ἀκόμη δέν θά μάθεις ποτέ σου τό «ποιός»·
ποιός εἶναι Ἐκεῖνος πού τά δημιούργησε,
ποιός εἶναι Ἐκεῖνος πού ἅρμοσε τόν κόσμο
μέ ὀμορφιά καί τελειότητα ἀνέκφραστη.
Ποιός εἶναι Ἐκεῖνος πού ἔφερε τά πάντα στήν ὕπαρξη γιά σένα...
Τέτοια γνώση εἶναι ἀδύνατον νά τή συλλάβει νοῦς ἀλαζών,
ἀκάθαρτος καί ἐμπαθής,
πού ξέρει νά τ᾿ ἀγγίζει ὅλα μόνο μέ τήν πεπερασμένη λογική του.
Ἡ ἑορτὴ τῆς Περιτομῆς τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ τὸν μεσαῖο κρίκο μιᾶς ἁλυσσίδας τριῶν ἑορτῶν ποὺ ἐμφανίζουν τὸν Κύριο ταπεινωμένο στὸν ἄνθρωπο καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ θὰ λέγαμε πὼς προκαλεῖ τὴ σκέψη καὶ σκανδαλίζει τὴν πίστη μας.
Ἡ πρώτη εἶναι ἡ κατὰ σάρκα Γέννησις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ μόλις πρὸ ἑβδομάδος ἑορτάσαμε, ὅπου ὁ Κύριος ἐνδυόμενος τὴν ἀνθρώπινη φύση «κενοῦται», ταπεινοῦται καὶ «λαμβάνει δούλου μορφήν» (Φιλιπ. β΄ 7).
Ἡ τρίτη εἶναι αὐτὴ ποὺ σὲ λίγες μέρες θὰ ἑορτάσουμε, ἡ Βάπτισις τοῦ Κύριου. Ἐδῶ ἐμφανίζεται νὰ δέχεται ἀκόμη μεγαλύτερη ταπείνωση, ἀφοῦ ὁ Κύριος ἔχοντας ἤδη φορέσει τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀκουμπᾶ ὄχι βέβαια κατὰ τὴν οὐσία ἀλλὰ κατὰ τὸν τύπο, καὶ σ᾿ αὐτὴν τὴ φοβερὴ ἀρρώστεια της, τὴν πτώση.
Ἡ δεύτερη εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς Περιτομῆς, ὅπου ὁ Κύριος δέχεται μιὰ ἐπὶ πλέον ταπείνωση τῆς σαρκός του• εἶναι ἡ ταπείνωση ἐνώπιον τοῦ παλαιοῦ νόμου.
Οἱ ὑπόλοιπες δεσποτικὲς ἑορτές, ἡ Μεταμόρφωσις, ἡ Εἴσοδος εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ἡ Ἀνάστασις καὶ ἡ Ἀνάληψις, μὲ ἐξαίρεση αὐτὲς τοῦ πάθους ποὺ ὅμως ἀκολουθοῦνται ἀμέσως ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση, εἶναι ἑορτὲς ποὺ δείχνουν τὴ δόξα τῆς θεότητός Του.
Ἡ ἑορτὴ αὐτὴ εἶναι κάπως δύσκολη στὴν κατανόησή της καὶ κλειστὴ στὸ μήνυμά της. Ἡ περιτομὴ ἀποτελοῦσε παλαιὰ νομικὴ διάταξη τῶν Ἑβραίων.
Αὐτὸν τὸν νόμο τῆς περιτομῆς τῆς σαρκός, ἐν ἄκρᾳ ταπεινώσει, «ἐκπληροῖ»ὁ Κύριος σήμερα. Ἡ περιτομή, ὅμως, τῆς σαρκὸς συνδυάζεται μὲ δύο ἄλλες περιτομές• μία πνευματικὴ καὶ μία συμβολική, ποὺ ὑπαινίσσονται μία τρίτη, τὴν μυστικὴ γιὰ τὴν ὁποία μᾶς ὁμιλεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὶς πρὸς Ρωμαίους, πρὸς Γαλάτας καὶ πρὸς Κολασσαεῖς ἐπιστολές του.
Ἡ πνευματικὴ περιτομὴ εἶναι ἡ τομή, ἡ κατάργηση τοῦ νόμου καὶ ὁ ἐγκαινιασμὸς τῆς χάριτος. «Χριστοῦ περιτμηθέντος ἐτμήθη νόμος, καὶ νόμου τμηθέντος εἰσήχθη χάρις», μᾶς λέγουν οἱ στίχοι τοῦ συναξαρίου.«Παρῆλθεν ἡ σκιὰ τοῦ νόμου τῆς χάριτος ἐλθούσης» (Δοξαστ. ἑσπερ. β' ἤχου), τονίζει ὁ ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἀποτέμνεται ὁ νόμος, ἀπογυμνώνεται ἀπὸ κάθε τι ἐπουσιῶδες καὶ ἀνελεύθερο καὶ προσφέρεται στοὺς πιστοὺς ἡ ἐλευθερία τῆς χάριτος.
Ὑπάρχει ὅμως καὶ μία τρίτη περιτομὴ ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὴ τῆς σαρκὸς καὶ τοῦ νόμου. Εἶναι ἡ περιτομὴ ποὺ ἀναφέρεται στὰ τροπάρια τοῦ κανόνος ὡς σχολιασμὸς τοῦ ὅτι τὸ γεγονὸς ἔλαβε χώραν τὴν ὀγδόη ἡμέρα ἀπὸ τῆς γεννήσεως.
Ἡ ὀγδόη ἡμέρα ἀπὸ τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου καὶ τῆς ἀναγεννήσεως τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως αὐτὴ ἀναφέρεται στὴν Καινὴ τώρα Διαθήκη, εἶναι σύμβολο τῆς αἰωνιότητος.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ ὄνομα δίδεται τὴν ὀγδόη ἡμέρα. Τὸ ὄνομα εἶναι γιὰ τὸν καθένα μας τὸ πιστοποιητικὸ τῆς αἰωνιότητος: «Χαίρετε ὅτι τὰ ὀνόματα ὑμῶν ἐγράφη ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Λουκ. ι' 20).
Σήμερα, λοιπόν, ποὺ ἀλλάζει ὁ χρόνος ὡς ἔτος καὶ χρονολογία, καλὸ θὰ εἶναι νὰ γνωρίζουμε ὅτι ἀλλάζει ὁ χρόνος καὶ ὡς οὐσία• μπολιάζεται μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τὴ χάρι τῆς αἰωνιότητος.
Ἡ Περιτομὴ τοῦ Κυρίου σημαδεύει καὶ τὴν περιτομὴ τοῦ χρόνου, τὴ μεταμόρφωσή του σὲ αἰωνιότητα.
Αὐτὲς οἱ τρεῖς περιτομές, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τῆς σαρκός -ἡ οὐσιαστική-, τοῦ νόμου -ἡ πνευματικὴ- καὶ τοῦ χρόνου -ἡ συμβολική-, προεικονίζουν τὴν τελεία, τὴ μυστικὴ περιτομὴ• εἶναι ἡ «ἀχειροποίητος περιτομὴ» τοῦ σημερινοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος (Κολ. β' 11), ἡ περιτομὴ τῆς καρδίας «ἐν πνεύματι οὐ γράμματι» (Ρωμ. β' 29) καὶ (Πράξ. ζ' 51).
Οἱ πρῶτες περιτομὲς στὴν οὐσία σημαίνουν μερικὴ τομή• ὅ,τι μολύνει τὴ σάρκα, ὅ,τι στενεύει τὸ νόμο, ὅ,τι παχαίνει τὸ χρόνο σήμερα κόβεται καὶ ἔτσι μεταμορφώνεται ἡ σάρκα σὲ πνεῦμα, ὁ νόμος σὲ χάρι, ὁ χρόνος σὲ αἰωνιότητα.
Ἡ μυστικὴ ὅμως περιτομὴ εἶναι μιὰ ἀπόλυτη ἐκτομὴ τῶν παθῶν καὶ τοῦ φρονήματος τῆς ἁμαρτίας. Εἶναι αὐτὴ ποὺ τὸν ἄνθρωπο τὸν κάνει ὄχι κυνηγό, ἀλλὰ μέτοχο τῆς ζωῆς τοῦ πνεύματος, τῆς χάριτος, τῆς αἰωνιότητος, ἀπὸ τώρα ποὺ φοροῦμε ἀκόμη τὴ σάρκα, ποὺ ζοῦμε ἐν χρόνῳ, ποὺ καλούμεθα νὰ τηροῦμε τὶς ἐντολές.
Εἶναι αὐτὴ ποὺ μᾶς μεταμορφώνει σὲ θεϊκοὺς ἀνθρώπους• ποὺ ἐκτέμνει τὰ πάθη μας, περιτέμνει τὴ φύση μας καὶ συντέμνει τὸ χρόνο μας. Μᾶς κάνει νὰ μὴν ζοῦμε ἔντονα τὴ φύση, τὴ σάρκα, τὸν νόμο, τὸν χρόνο.
Παράξενο αὐτὸ τὸ τελευταῖο. Καὶ ὅμως τὸ ἐπιλέγω γιὰ εὐχή. Ὁ χρόνος μας νὰ εἶναι συντετμημένος φέτος,«συνεσταλμένος» (Α' Κορ. ζ' 29).
Ὄχι βέβαια, συντετμημένος στὸ μῆκος. Κάθε ἄλλο. Ἀλλὰ συντετμημένος στὴ φυσικὴ οὐσία του. Ὅσο λιγοστεύει σὲ φυσικὴ οὐσία καὶ κοσμικὴ σημασία, τόσο χάνει τὴν παχύτητά του, λεπτύνεται, μετασχηματίζεται σὲ αἰωνιότητα.
Σᾶς εὔχομαι «χρόνια πολλά», σᾶς εὔχομαι καὶ «χρόνια αἰώνια»• τὰ πολλὰ αὐτῆς τῆς ζωῆς ἀλλὰ καὶ τὰ αἰώνια ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ σήμερα καὶ δὲν τελειώνουν ποτέ.
Καλὴ χρονιὰ καὶ εὐλογημένη!
Ἰανουάριος 2014
Εἶναι συνήθεια στοὺς ἀνθρώπους νὰ γιορτάζουν τὸ τέλος τοῦ χρόνου καὶ τὴν ἔναρξη τοῦ ἑπόμενου καὶ νὰ γίνονται διάφορες ἑορταστικὲς ἐκδηλώσεις.
Ὅλα αὐτὰ εἶναι ὠφέλιμα γιατί στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι καλὸ νὰ ὑπάρχουν αὐτὲς οἱ ἐκδηλώσεις ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει μονοτονία στὴ σημερινὴ ζωή.
Ὡστόσο ἐμεῖς, ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει νὰ βλέπουμε τὰ πράγματα ἀκριβῶς μέσα στὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ νὰ δοῦμε πὼς ἡ Ἐκκλησία ἀποδέχεται καὶ προσλαμβάνει αὐτὸ τὸ γεγονὸς τοῦ χρόνου.
Θὰ ἔπρεπε βέβαια, ἂν βλέπαμε τὰ πράγματα μέσα ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη λογικὴ μόνο καὶ ἂν βλέπαμε τὴ ζωὴ μᾶς μέσα στὰ περιθώρια αὐτοῦ του κόσμου καὶ τοῦ παρόντος αἰῶνος, ὅταν περνᾶ ἕνας χρόνος νὰ εἴμαστε θλιμμένοι γιατί ὁ κάθε χρόνος ποὺ περνᾶ κατεργάζεται πάνω μας τὸ μυστήριο τῆς φθορᾶς μας καὶ τοῦ θανάτου μας, ἀφοῦ εἴμαστε θνητὰ ὄντα καὶ ὁ χρόνος μᾶς εἶναι περιορισμένος.
Ἔτσι ὅταν χάνουμε χρόνο τότε γιὰ μᾶς αὐτὸ τὸ γεγονὸς δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι τόσο χαρούμενο ἀλλὰ ἕνα γεγονὸς θλιβερό.
Ὅμως μέσα στὴν Ἐκκλησία συμβαίνει κάτι τὸ παράδοξο. Ὅπως εἶπε ὁ Χριστὸς
«Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, τὸ Α καὶ τὸ Ὤ», δηλαδὴ εἶναι τὸ ἴδιο πρόσωπο αὐτὸς ποὺ ἦρθε καὶ αὐτὸς ποὺ θὰ ἔρθει, ἔτσι καὶ στὴν Ἐκκλησία γιορτάζουμε τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου καὶ ταυτόχρονα γιορτάζουμε τὴν ἔλευση τοῦ νέου χρόνου. Ἀκόμη καὶ μέσα στὰ ἁπλὰ λειτουργικὰ πλαίσια τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως στὴν ἀκολουθία τοῦ ἑσπερινοῦ, ὅταν δύει ὁ ἥλιος μαζευόμαστε στὸ ναὸ καὶ ὑμνοῦμε καὶ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ διηγούμενοι τὰ μεγαλεῖα του Θεοῦ καὶ πὼς ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν κόσμο ἐκ τοῦ μηδενὸς μὲ τόση σοφία καὶ μεγαλοπρέπεια γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ τὴν ἴδια ὥρα ποὺ εὐχαριστοῦμε γιὰ τὴ δύση τοῦ ἥλιου ταυτόχρονα δοξολογοῦμε καὶ τὸ Θεὸ διότι δεχόμαστε καὶ τὴν ἀνατολὴ τῆς νέας ἡμέρας ἐφόσον γιορτάζουμε πλέον τὴν ἔναρξη τῆς ἑπόμενης. Μὲ τὸ τροπάριο τοῦ ἑσπερινοῦ «Φῶς ἱλαρὸν ἅγιας δόξης, ἀθανάτου Πατρός, οὐρανίου, ἁγίου, μάκαρος, Ἰησοῦ Χριστέ. Ἐλθόντες ἐπὶ τὴν ἡλίου δύσιν, ἰδόντες φῶς ἑσπερινόν, ὑμνοῦμεν Πατέρα, Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα Θεόν…» οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας βιώνουμε ὄχι μόνο τὴν ἁπλὴ ὡρολογιακὴ δύση τῆς ἡμέρας ἀλλὰ ταυτόχρονα βλέπουμε καὶ προσδοκοῦμε καὶ βιώνουμε τὴν παρουσία τοῦ ἱλαροῦ φωτὸς τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴ ζωή μας. Δὲν μᾶς ἀφήνει δηλαδὴ ἡ Ἐκκλησία νὰ ζήσουμε αὐτὴ τὴν κατάθλιψη τῆς ἀπώλειας μίας μέρας ἀφοῦ ταυτόχρονά μας δίνει τὴν παρηγοριὰ τῆς παρουσίας τοῦ Φωτὸς τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ὅλη ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μᾶς εἶναι μιὰ ταυτόχρονη παρουσία δυὸ ἀντιθέτων φαινομενικὰ πραγμάτων. Ἐκεῖ ποὺ πεθαίνει κανεὶς βρίσκει τὴν ἀνάσταση καὶ τὴ ζωή, ἐκεῖ ποὺ στερεῖται βρίσκει πλοῦτο, ἐκεῖ ποὺ ἀγρυπνᾶ βρίσκει πιὸ μεγάλη ξεκούραση, ἐκεῖ ποὺ νηστεύει βρίσκει τὴν πιὸ μεγάλη εὐχαρίστηση, ἐκεῖ ποὺ πτωχαίνει γιὰ τὸ Χριστὸ γίνεται πλούσιος, ὅπου ὑπάρχει ὁ Χριστὸς τὸ σκότος γίνεται φῶς καὶ ἡ κόλαση παράδεισος. Μποροῦμε νὰ παρομοιάσουμε καὶ τὴ ζωὴ μᾶς μέσα σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο σὰν ἕνα ταξίδι. Λέει ἕνας Ἅγιος «νὰ ξέρεις ὅτι σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο εἶσαι ἕνας διαβάτης, ἕνας περαστικὸς καὶ ὄχι ἕνα πολίτης» καὶ γνωρίζοντας ὅτι δὲν εἶσαι μόνιμος σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο τότε θὰ μπορέσεις νὰ καταλάβεις πὼς θὰ ἀξιοποιήσεις τὰ γεγονότα τοῦ παρόντος κόσμου.
Αὐτὰ δὲν εἶναι γιὰ νὰ μᾶς πιάνει ἡ κατάθλιψη, αὐτὸ τὸ γεγονὸς ποὺ ἐξελίσσεται σὲ ψυχικὴ νόσο, ἀλλὰ ξεκινᾶ πολλὲς φορὲς ἀπὸ πνευματικὲς αἰτίες, ὅτι δηλαδὴ ὅλα γύρω μας μᾶς φαίνονται μαῦρα, τὰ πάντα γύρω μας μυρίζουν θάνατο καὶ μοιάζουν σὰν νὰ μὴν ἔχουν νόημα. Καὶ αὐτὸ φαίνεται ἔντονα στοὺς νέους, οἱ ὁποῖοι δὲν εὐχαριστιοῦνται μὲ τίποτα καὶ δὲν προσδοκοῦν τίποτα.
Ἡ πραγματικότητα τοῦ σύγχρονου κόσμου εἶναι θλιβερή. Ἀπὸ παντοῦ βομβαρδιζόμαστε μὲ εἰδήσεις οἱ ὁποῖες εἶναι καταθλιπτικὲς καὶ αὐτὸ ἐπιδρᾶ ἄσχημα στὴν ψυχολογία μᾶς ἔστω καὶ ὑποσυνείδητα καὶ μᾶς καλλιεργεῖ τὸ φόβο γιὰ τὴν πορεία μᾶς μέσα στὸ χρόνο τοῦ κόσμου τούτου. Βέβαια βρίσκουμε τρόπο νὰ ξεχνιόμαστε καὶ νὰ ξεγελοῦμε τὸν ἑαυτό μας, ὅμως στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς μας δὲν εἶναι εὔκολο νὰ εἰσχωρήσουμε καὶ νὰ ἀλλάξουμε τὰ γεγονότα. Ἀκόμη ξέρουμε πὼς βαδίζουμε πρὸς τὸ τέλος καὶ τὸ τέλος εἶναι γιὰ ὅλους μας κάτι φοβερό. Γιὰ τὴν ἐκκλησία ὅμως τὸ τέλος δὲν εἶναι καθόλου φοβερὸ ἀλλὰ εἶναι ἄκρως χαρούμενο καὶ αἰσιόδοξο γιατί στὸ τέλος τοῦ χρόνου εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Κι ὅταν ἐμεῖς ποὺ ταξιδεύουμε μέσα σ’αὐτὸ τὸ χρόνο μὲ τὶς ποικίλες τρικυμίες βλέπουμε στὸ τέλος τοῦ χρόνου καὶ τοῦ δικοῦ μας χρόνου ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρού του κόσμου τὸν ἴδιο το Χριστό, τότε λαμβάνει τὸ τέλος γιὰ μᾶς μιὰ μεγάλη ὠφέλεια καὶ χαρά.
Ὅταν κανεὶς στὸ τέλος τοῦ χρόνου δὲν βλέπει τὸ χάος, ἀλλὰ τὸν Κύριό μας τότε τὰ πάντα μεταμορφώνονται. Καὶ εἶναι πολὺ σπουδαῖο το γεγονὸς ὅτι ἡ Ἐκκλησία βλέπει τὴν πορεία τῆς ἀκριβῶς μέσα στὸ χρόνο σὰν ἕνα εὐχάριστο ταξίδι τὸ ὁποῖο εἶναι μὲν ἐπικίνδυνο καὶ πολύπλοκο, ἀλλὰ ἀποβλέποντας στὸ τέλος, λαμβάνει μεγάλη αἰσιοδοξία, ἀφοῦ κανένα ἐμπόδιο δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ μᾶς σταματήσει. Στὸ Σύμβολο τῆς πίστεως λέμε «Προσδοκῶ Ἀνάστασιν νεκρῶν» δὲν λέμε πιστεύω στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἀλλὰ τὴν περιμένουμε μὲ λαχτάρα γιατί εἶναι ἕνα γεγονὸς ἄκρως αἰσιόδοξο καὶ εὐχάριστο, δηλαδὴ ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο εἶναι τὸ τέλος τῆς Ἱστορίας. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν καταργεῖ τὴν Ἐκκλησία οὔτε ἐκμηδενίζει τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ κατεξοχὴν μᾶς ὁλοκληρώνει γιατί ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὰ ἔσχατά του χρόνου ἀποτελεῖ γιὰ τὴν Ἐκκλησία τὴν ἀπαρχὴ τῆς αἰωνίου Βασιλείας τοῦ Θεοῦ σ’αὐτὸ τὸν κόσμο.
Ὅταν τελοῦμε τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ἀρχίζουμε εὐλογοῦντες τὴ Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτόματα σὰν νὰ βρισκόμαστε σ’ἕνα ἄλλο πνευματικὸ χῶρο, σὲ μιὰ καινούρια κτήση, ὅπου τα πάντα παύουν. Ὅπως λέμε καὶ στὸ Χερουβικὸ ὕμνο «πάσαν τὴν βιοτικὴν ἀποθώμεθα μέριμναν», διότι βρισκόμαστε ἐνώπιόν της Ἁγίας Τριάδος καὶ εἰκονίζουμε τὰ Χερουβεὶμ καὶ τὰ Σεραφεὶμ καὶ τὶς οὐράνιες δυνάμεις καὶ μέσα στὸ χῶρο ὅπου ἐκφράζεται ἡ Ἐκκλησία ποὺ εἶναι κατεξοχὴν τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας: Ἐκεῖ δὲν μπορεῖ νὰ μπεῖ τίποτα ἀφοῦ τὰ πάντα καταργοῦνται καὶ ὁ χρόνος καὶ ὁ χῶρος καὶ οἱ περιστάσεις ἐκμηδενίζονται καὶ παραμένει μόνο ἡ παρουσία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἕνας μοναχὸς ἀρχάριος τὴν περίοδο τῶν πνευματικῶν ἀγώνων τὸν ἔπνιγαν οἱ λογισμοί, κυρίως στὴν ψυχικὴ σφαίρα, δηλαδὴ ἡ ψυχὴ τοῦ δεχόταν τὸν πνιγμὸ τῶν δαιμονικῶν προσβολῶν καὶ ἔτσι ἡ ζωὴ στὸ μοναστήρι τοῦ φαινόταν καταθλιπτική, δύσκολη καὶ δὲν ὑπῆρχε διέξοδος ἀφοῦ τὰ πάντα ἦταν σκοτεινὰ μπροστά του, ἡ ψυχική του διάθεση βρισκόταν σ’ἕνα πνευματικὸ σκοτάδι καὶ μέσα σ’αὐτὸ τὸ σκοτάδι προσπαθοῦσε νὰ προσευχηθεῖ καὶ νὰ βρεῖ μία ἄκρη. Τότε ἦταν ἡ ἀκολουθία τοῦ ἑσπερινοῦ. Ἔτσι ὅπως ἀπεγνωσμένα πάλευε μέσα σ’αὐτὴ τὴ θάλασσα τῶν λογισμῶν καὶ πρόφερε τὴν εὐχὴ τότε ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε μία ἔμπειρια διὰ τῆς θείας χάριτος. Τότε ἀκούγοντας τὸν ἱερέα νὰ ἀρχίζει τὸν ἑσπερινὸ λέγοντας «εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἤμων πάντοτε νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων» τότε αὐτὴ ἡ φράση γι’αὐτὸν ἦταν μία ἀποκάλυψη διότι διὰ τῆς θείας χάριτος ὁ ἄνθρωπος γεύεται τὴν πείρα τῆς αἰωνιότητος. Κατάλαβε διὰ τῆς ἐμπειρίας ὅτι ὁ ἄνθρωπος εὑρισκόμενος σὲ σχέση μὲ τὸ Θεὸ καὶ εὐλογώντας τὸ Θεὸ ἐπεκτείνεται εἰς τοὺς αἰῶνες, γίνεται ἄπειρος καὶ αὐτὸς ὅπως ὁ Θεός. Καὶ κάθε φράση ποὺ λέει, κάθε πράξη ποὺ κάνει καὶ μόνο ἡ στάση του καὶ ἡ παραμονὴ τοῦ σ’ αὐτὸ τὸ χῶρο τὸν πνευματικὸ ἐπεκτείνεται στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων γιατί ἀπευθύνεται πρὸς τὸ Θεό. Ἔτσι βγῆκε ἀπὸ τὴ σκοτεινὴ ἀτμόσφαιρα ποὺ βρισκόταν σ’ἕνα πνευματικὸ φῶς καὶ κατάλαβε ὅτι τὰ ὅρια τῆς ὑπάρξεως τοῦ εἶναι ἴσα μὲ τὰ ὅρια τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ κατὰ χάρη. Μία αἰσιοδοξία κατέλαβε τὴ ψυχὴ τοῦ γιατί κατάλαβε τὴν αἴσθηση τῆς νίκης τοῦ χρόνου. Ἡ Ἐκκλησία δὲν νικᾶται ἀπὸ τὰ γεγονότα τοῦ κόσμου αὐτοῦ καὶ δὲν φοβᾶται ὅτι καὶ ἂν συμβαίνει, ὄχι γιατί ἔχει κοσμικὴ δύναμη ἀφοῦ δὲν πρέπει νὰ στηρίζεται ἡ νὰ ταυτίζεται μὲ τὴν κοσμικὴ ἐξουσία ἀφοῦ πρέπει νὰ πορεύεται κατὰ μίμηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἑπομένως δὲν θέλει τὴν κοσμικὴ φαντασία ἀλλὰ θέλει αὐτὴ τὴν παρουσία τοῦ γεγονότος τοῦ Χριστοῦ μέσα της. Αὐτὸ εἶναι ποὺ καθιστᾶ τὴν Ἐκκλησία ἀήττητη, διότι πορεύεται διὰ τοῦ δρόμου τοῦ Χριστοῦ καὶ διὰ τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι κι ἐμεῖς, ζῶντες μέσα στὴν Ἐκκλησία μεγαλώνουμε, προχωροῦμε, τελειοποιούμεθα καὶ ἔρχεται ὥρα ποὺ ἡ μητέρα Ἐκκλησία μᾶς γεννᾶ σ’ἕνα θεῖο τοκετὸ καὶ μᾶς παραδίδει στὰ χέρια τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ.
Ἐπειδὴ κόσμος γιὰ τοὺς πατέρες εἶναι τὸ σαρκικὸ φρόνημα, τὰ πάθη καὶ οἱ ἁμαρτίες, ἔτσι οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι κόσμος ἀκόμη κι ἂν ζοῦν σ’αὐτόν, εἶναι οἱ ἄνθρωποι γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Χριστὸς ἀπέθανε. Ἑπομένως ἐπειδὴ εἴμαστε τέκνα τοῦ Θεοῦ, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει νὰ λέμε τὰ πράγματα ὡς ἔχουν καὶ εἴμαστε ἄφρονες ὅταν πιστεύουμε πὼς θὰ ζήσουμε ἐδῶ αἰώνια. Βέβαια ἡ Ἐκκλησία δὲν μᾶς βουλιάζει στὴν ἀπελπισία ἀλλὰ μᾶς βγάζει πιὸ πάνω ἀπὸ ὅ,τι εἴμαστε προηγουμένως. Μᾶς διδάσκει πὼς ἐμεῖς δὲν εἴμαστε πλασμένοι γι’αὐτὸ τὸν κόσμο, ἀλλὰ ὑπάρχει ἕνας ἄλλος τοῦ ὁποίου εἴμαστε πολίτες. Εἶναι μία ἀπάτη νὰ ξεγελιόμαστε ἀπὸ τὰ ὡραῖα ποὺ βλέπουμε γύρω μας καὶ νὰ ξεχνοῦμε ὅτι ὑπάρχει κάτι πιὸ ὡραῖο καὶ οὐσιαστικὸ ἀπὸ τὰ ὡραῖα του παρόντος κόσμου. Γιατί ἂν μείνουμε στὸν ἐπίγειο αὐτὸ κόσμο κλείνουμε τὸν ἑαυτὸ μᾶς σ’ἕνα πνευματικὸ θάνατο, ἐνῶ ἂν βγοῦμε ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ παρόντος τότε μποροῦμε νὰ ἀναπνέουμε τὸ ὀξυγόνο τῆς οὐράνιας Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Χριστὸς μᾶς ἀπηύθυνε τὸ λόγο τοῦ σ’ἕνα σύγχρονο Ἅγιο, τὸν Ἅγιο Σιλουανό: «κράτα τὸ νοῦ σου στὸν Ἅδη καὶ μὴν ἀπελπίζεσαι» Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἰδιαίτερα σήμερα. Δηλαδὴ κράτα τὸν ἑαυτό σου μέσα στὸν Ἅδη, μὴ φοβᾶσαι τὸν Ἅδη, ασε τὸν ἑαυτό σου ἐκεῖ γιατί ἐκεῖ εἶναι τὸ ὅριο, εἶναι τὸ ἔσχατο ὅριο τῆς ἀπώλειας, τῆς ἀβύσσου. Κράτησε ὅμως μόνο ἕνα σχοινί, μὴν ἀπελπίζεσαι, νὰ ἔχεις τὴν ἐλπίδα σου στὸ Χριστό. Ἔτσι λοιπὸν ἡ πορεία μας, ἡ ζωή μας, ὁ κόπος στὴ ζωή μας μὲ τὶς θλίψεις παίρνει ἐνίσχυση ἀπὸ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, τὸ πέρασμα τῶν ἡμερῶν, τὸ τελείωμα τῆς ζωῆς μας καὶ τοῦ χρόνου μας καὶ ἡ ἔναρξη τοῦ ἄλλου χρόνου φορτίζεται μόνο μὲ τὴν ἐλπίδα στὸ Θεό. Τὸ «μὴν ἀπελπίζεσαι, ἀλλὰ νὰ ἔχεις τὴν ἐλπίδα σου σὲ Μένα» σημαίνει, μὴ φοβᾶσαι γιατί ἐγὼ νίκησα τὸ χρόνο καὶ μαζὶ μὲ τὸ χρόνο νίκησα καὶ τὶς περιστάσεις τοῦ χρόνου, νίκησα καὶ τὰ γεγονότα τοῦ χρόνου καὶ ὁτιδήποτε ὑπῆρξε σ’αὐτὸ τὸ χρόνο» διότι ὅλα αὐτὰ εἶναι μὴ μένοντα. Ὅλα ἐκμηδενίζονται ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔρθει στὸ χῶρο τῆς αἰωνίου Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Οἱ Ἅγιοι, ἔζησαν καὶ ζοῦν τὴν ἐμπειρία αὐτὴ καὶ ξέρουν ὅτι τὸ νὰ ἀκολουθεῖ κανεὶς τὸν Χριστὸ σημαίνει αὐτὴ τὴ μαρτυρικὴ ὁδὸ διὰ μέσου του Σταυροῦ, καὶ τοῦ θανάτου στὸν παρόντα κόσμο καὶ ὄχι σὲ φανταστικοὺς κόσμους καὶ ἐν συνέχεια στὴ μετοχὴ τοὺς αἰώνια πλέον στὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
Πηγή: (ἀπόσπασμα ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας), περιοδικὸ «Παράκληση», Ἡσυχαστήριο Ἁγίας Τριάδος , Ἅγιος Δημήτριος Κουβαρὰ
ΜΙΛΑΕΙ Η ΠΕΙΡΑ ΕΝΟΣ ΑΓΙΟΥ
Πολλοὶ λόγοι, ἀγαπητά μου παιδιά, μὲ κάνουν νὰ σᾶς δώσω αὐτὲς τὶς συμβουλές. Πιστεύω ὅτι εἶναι οἱ καλύτερες καὶ θὰ σᾶς ὠφελήσουν, ἂν τὶς κάνετε κτήμα σας. Ἔχω προχωρημένη ἡλικία. Ἀσκήθηκα στὴ ζωὴ μὲ πολλοὺς τρόπους. Γνώρισα ἐπὶ πολλὰ χρόνια τὶς βιοτικὲς μεταβολές, ποὺ συμπληρώνουν τὴν ἀνθρώπινη μόρφωση. Ἔτσι, ἔχω κάμποση πείρα στὰ ἀνθρώπινα πράγματα. Μπορῶ, λοιπόν, σ᾿ αὐτοὺς ποὺ πρωτομπαίνουν στὸ στάδιο τῆς ζωῆς, νὰ δείξω τὸν πιὸ σίγουρο δρόμο. Ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς συγγένειας, ἔρχομαι εὐθὺς μετὰ τοὺς γονεῖς σας. Γι᾿ αὐτό, σᾶς ἀγαπῶ ὅμοια μ᾿ ἐκείνους. Καὶ σεῖς μὲ βλέπετε σὰν πατέρα σας, ἔτσι θαρρῶ. Ἄν, λοιπόν, δεχθῆτε μὲ προθυμία τὰ λόγια μου, θὰ ἀνήκετε στὴ δεύτερη κατηγορία ἐκείνων ποὺ ἐπαινεῖ ὁ ἀρχαῖος ποιητὴς Ἡσίοδος, γράφοντας ὅτι εἶναι ἄριστος ἄνθρωπος ὅποιος μονάχος του ξεχωρίζει τὸ σωστὸ κι εἶναι καλὸς ἄνθρωπος ὅποιος συμμορφώνεται μὲ τὶς σωστὲς ὑποδείξεις. Ἔνῳ ὅποιον δὲν εἶναι ἱκανὸς νὰ τὸ κάνει αὐτό, τὸν χαρακτηρίζει σὰν ἄνθρωπο ἄχρηστο. Καὶ μὴν ἀπορήσετε ποὺ ἔρχομαι νὰ προσθέσω κάτι δικό μου σὲ ὅσα διαβάζετε ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους στὰ σχολεῖα σας καὶ μάλιστα νὰ σᾶς πῶ ὅτι αὐτὸ τὸ δικό μου εἶναι ὠφελιμότερο ἀπὸ ὅσα ἐκεῖνοι σᾶς διδάσκουν. Ἀκριβῶς αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῆς συμβουλῆς μου: δὲν πρέπει νὰ παραδώσετε στοὺς ἀρχαίους συγγραφεῖς τὸ τιμόνι τοῦ νοῦ σας, γιὰ νὰ σᾶς πάνε ὅπου αὐτοὶ θέλουν. Δὲν πρέπει νὰ τοὺς ἀκολουθεῖτε σὲ ὅλα. Πρέπει νὰ πάρετε ἀπ᾿ αὐτοὺς ὅ, τι εἶναι χρήσιμο καὶ νὰ μὴ δώσετε προσοχὴ στὰ ὑπόλοιπα. Ἔρχομαι, λοιπόν, ἀμέσως νὰ σᾶς ὑποδείξω ποιὰ εἶναι τὰ ἄχρηστα μέσα στὰ συγγράμματά τους καὶ πῶς νὰ ξεχωρίζετε τὰ πρῶτα ἀπὸ τὰ δεύτερα.
ΤΟ ΝΕΡΟ ΚΑΙ Ο ΗΛΙΟΣ
Ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ θεωροῦμε ἐντελῶς ἀσήμαντο πρᾶγμα τὴν ἐδῶ κάτω ἀνθρώπινη ζωή. Δὲν λογαριάζουμε καὶ δὲν λέμε καλὸ ὅ, τι μᾶς ἐξυπηρετεῖ σ᾿ αὐτὴ μονάχα τὴ ζωή. Τὴν ἔνδοξη καταγωγή, τὴν εὐρωστία τοῦ κορμιοῦ, τὴ σωματικὴ καλλονή, τὸ ὡραῖο ἀνάστημα, τὶς τιμὲς ποὺ δίνουν οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμα καὶ τὸ βασιλικὸ ἀξίωμα κι ὁτιδήποτε ἄλλο προσφέρει ὁ παρὼν κόσμος, δὲν θὰ τὰ θαρροῦμε μεγάλα καὶ ζηλευτὰ πράγματα. Δὲν μᾶς κάνουν ἐντύπωση ὅσοι τὰ ἔχουν. Οἱ δικές μας ἐλπίδες πᾶνε πολὺ μακρύτερα. Οἱ πράξεις μας εἶναι μιὰ προετοιμασία γιὰ κάποιαν ἄλλη ζωή. Ἀκριβῶς, λοιπόν, ὅσα μᾶς χρειάζονται γι᾿ αὐτὴ τὴν ἄλλη ζωή, αὐτὰ ἀγαπᾶμε, αὐτὰ λαχταρᾶμε, περιφρονώντας ὅσα δὲν φθάνουν ὡς ἐκεῖ. Ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ἄλλη ζωή; Ποῦ καὶ πῶς θὰ τὴ ζήσουμε; Αὐτὸ τὸ θέμα εἶναι ἀνώτερο τῆς τωρινῆς ἀφορμῆς, γιὰ νὰ τὸ περιγράψω. Καὶ σεῖς, ἐξ ἄλλου, δὲν ἔχετε ἀκόμη ὅλη τὴν ὡριμότητα, γιὰ νὰ ἀφομοιώσετε τὴν περιγραφή του. Θὰ σᾶς δώσω ὅμως ἕνα σκιαγράφημά του, ποὺ θὰ σᾶς εἶναι ἀρκετό. Ἂς πάρουμε ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ὅλη τὴν εὐτυχία, ποὺ σωρεύθηκε στὸν κόσμο αὐτὸν ἐδῶ ἀπὸ τὴν πρώτη ἡμέρα του. Ὅλη, λοιπόν, αὐτὴ ἡ γήινη εὐτυχία δὲν φθάνει οὔτε τὸ μικρότερο ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ τῆς ἄλλης ζωῆς. Ὅλα τὰ καλὰ τοῦ κόσμου τούτου εἶναι τόσο κατώτερα ἀπὸ τὸ ἐλάχιστο ἀνάμεσα σ᾿ ἐκεῖνα τὰ ἀγαθά, ὅσο κατώτερα εἶναι ἡ σκιὰ καὶ τὸ ὄνειρο ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Ἤ, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω ἕνα πιὸ συνηθισμένο παράδειγμα, ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὶς δυὸ ζωές, γιὰ τὶς ὁποῖες μιλᾶμε, εἶναι ὅσο κι ἡ διαφορὰ σὲ ἀξία ἀνάμεσα στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα.
Ὁδηγός μας στὴν ἐδῶ κάτω ζωὴ εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή, ποὺ ἡ γλώσσα της ἔχει πολὺ μυστήριο. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀκόμα μικρὴ ἡλικία, εἶναι φυσικὸ νὰ μὴ καταλαβαίνει τὴ βαθιά της σημασία. Τί κάνει, λοιπόν; Προγυμνάζεται μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς σὲ ἄλλα κείμενα, ὄχι ἐντελῶς ξένα, ποὺ μοιάζουν μὲ καθρέφτες καὶ σκιές. Συμβαίνει δηλαδὴ ὅ, τι καὶ στὸν στρατό. Οἱ στρατιῶτες ἀποκτοῦν τὴν πολεμικὴ πείρα πρῶτα μὲ τὶς κινήσεις τῶν γυμνασίων, ποὺ εἶναι ἕνα εἶδος παιχνίδι. Ὕστερα, γνωρίζουν τὸν ἀληθινὸ πόλεμο. Ἔχουμε κι ἐμεῖς μπροστά μας μιὰ μάχη. Τὴ μεγαλύτερη ἀπ᾿ ὅλες. Γιὰ νὰ ἑτοιμασθοῦμε, πρέπει νὰ γυμνασθοῦμε, νὰ κοπιάσουμε. Πῶς θὰ γίνει αὐτὴ ἡ προγύμναση; Μὲ τὸ νὰ γνωρίσουμε καλὰ τοὺς ποιητές, τοὺς πεζογράφους, τοὺς ρήτορες κι ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ θὰ μᾶς προσφέρουν κάτι γιὰ νὰ δυναμώσουμε τὴν ψυχή μας. Θυμηθῆτε τί κάνουν τὰ βαφεῖα. Πρῶτα ἑτοιμάζουν μὲ διάφορους τρόπους τὸ ὕφασμα ποὺ θὰ βάψουν. Καὶ μονάχα ἀφοῦ γίνει αὐτὴ ἡ προεργασία, τότε παίρνουν καὶ μεταχειρίζονται τὸ κόκκινο ἢ ἄλλο χρῶμα γιὰ νὰ κάνουν τὸ βάψιμο. Τὸ ἴδιο πρέπει νὰ γίνεται καὶ σὲ μᾶς. Πρῶτα θὰ ἑτοιμάσουμε τὴ συνείδησή μας μὲ τὴν κοσμικὴ σοφία κι ὕστερα θ᾿ ἀκούσουμε τὰ ἱερὰ καὶ βαθιὰ νοήματα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. Πρῶτα θὰ συνηθίσουμε νὰ βλέπουμε τὸν ἥλιο μέσα στὸ νερὸ κι ὕστερα θ᾿ ἀτενίσουμε τὸν ἴδιο τὸν ἥλιο.
ΟΙ ΚΑΡΠΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΦΥΛΛΩΜΑ
Ἂν οἱ δυὸ διδασκαλίες ἔχουν κάποια συγγένεια, θὰ ἦταν ὠφέλιμη ἡ γνώση καὶ τῶν δυό. Ἀλλὰ ἔχουν καὶ μεγάλη διαφορά. Γι᾿ αὐτό, ἂν τὶς βάλουμε τὴ μιὰ πλάι στὴν ἄλλη καὶ τὶς συγκρίνουμε, θὰ δοῦμε καθαρὰ ὅτι ἡ μιὰ ὑπερέχει τῆς ἄλλης. Μὲ τί ὅμως νὰ τὶς παρομοιάσουμε, ὥστε νὰ δώσουμε μιὰ πετυχημένη εἰκόνα τους; Ἡ κύρια ἀξία τοῦ φυτοῦ εἶναι τὸ ὅτι κάνει καρπούς. Ἀλλὰ καὶ τὰ φύλλα του προσφέρουν ἕνα στόλισμα, καθὼς παίζουν κάτω ἀπὸ τὴν πνοὴ τοῦ ἀέρα γύρω στοὺς κλάδους. Κάτι ἀνάλογο γίνεται καὶ στὴν ψυχή. Ὁ καρπός της, ἡ ἀξία της εἶναι ἡ ἀλήθεια. Εἶναι ὅμως ὡραῖο πρᾶγμα νὰ τὴν τριγυρίζει κι ἡ κοσμικὴ σοφία, σὰν φυλλωσιά, ποὺ σκεπάζει ὄμορφα τοὺς καρπούς. Αὐτὸ συνέβη μὲ τὸν μεγάλο Μωϋσῆ, τὸν περιβόητο γιὰ τὴ σοφία του, καθὼς ἀναφέρει ἡ παράδοση. Πρῶτα –λένε- γύμνασε τὸν νοῦ του στὶς ἐπιστῆμες τῆς ἀρχαίας Αἰγύπτου κι ὕστερα σίμωσε γιὰ νὰ δεῖ τὸν ἀληθινὸ Θεό. Παρόμοιο συνέβη καὶ μὲ τὸν σοφὸ Δανιήλ, αἰῶνες ἀργότερα. Πρῶτα διδάχθηκε στὴ Βαβυλώνα τὴ σοφία τῶν Χαλδαίων κι ὕστερα ἔπεσε στὴ σπουδὴ τῆς θείας διδασκαλίας.
Η ΠΕΤΡΑ ΣΤΟ ΑΛΦΑΔΙ
Ἀρκετὰ σᾶς ἐξήγησα τὸ ὅτι αὐτὰ τὰ κοσμικὰ μαθήματα δὲν εἶναι ἀνώφελα γιὰ τὴν ψυχή. Ἂς ἔλθουμε τώρα νὰ δοῦμε καὶ τὸ πῶς πρέπει νὰ τὰ ἀφομοιώνετε. Ἂς ἀρχίσουμε ἀπὸ τὰ πολύμορφα ἔργα τῶν ποιητῶν. Δὲν πρέπει νὰ δίνετε σημασία σὲ ὅλα, χωρὶς ἐξαίρεση, τὰ διδάγματά τους. Ὅταν σᾶς ἐξιστοροῦν κατορθώματα ἢ σᾶς ἐκθέτουν λόγια καλῶν ἀνθρώπων, νὰ τὰ δέχεστε μὲ ἀγάπη, νὰ κοιτᾶτε νὰ τοὺς μιμηθῆτε, νὰ τοὺς μοιάσετε, ὅσο μπορεῖτε. Ὅταν ὅμως φέρνουν στὴ μέση κακοὺς ἀνθρώπους, πρέπει νὰ ἀποφεύγετε τὶς τέτοιες εἰκόνες, φράζοντας τ᾿ αὐτιά σας ὅμως ὁ Ὀδυσσέας, πού, καθὼς διηγεῖται ὁ Ὅμηρος, ἤθελε ν᾿ ἀποφύγει τὴ μελῳδία τῶν Σειρήνων. Γιατί; Διότι ἅμα συνηθίσει κανεὶς στὰ ἁμαρτωλὰ λόγια, περνᾶ καὶ στὰ ἁμαρτωλὰ ἔργα. Γι᾿ αὐτό, λοιπόν, πρέπει μὲ κάθε τρόπο νὰ προφυλάσσουμε τὴν ψυχή μας. Γιατί ὑπάρχει κίνδυνος, μαζὶ μὲ τὴ γλύκα τῶν λόγων νὰ πάρουμε μέσα μας καὶ κάτι θανάσιμο, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουμε. Εἶναι μέλι, ποὺ ἔχει καὶ δηλητήριο. Δὲν θὰ ἐπαινέσουμε, ἔτσι, τοὺς ποιητές, ὅταν παριστάνουν ἀνθρώπους ποὺ ἀσεβοῦν, ποὺ ἐμπαίζουν, ποὺ παραδίνονται στὴν ἀκολασία, ποὺ παρασύρονται ἀπὸ τὸ πιοτό, οὔτε ὅταν περιορίζουν τὴν εὐτυχία σὲ πλούσια τραπέζια καὶ σὲ ἄσεμνα τραγούδια. Καὶ δὲν θὰ δώσουμε καμιὰ σημασία, ὅταν κάνουν λόγο γιὰ θεοὺς καὶ μᾶς λένε ὅτι οἱ θεοὶ αὐτοὶ εἶναι πολλοὶ κι ἀλληλομισοῦνται. Γιατί, καθὼς ξέρετε, οἱ ψεύτικοι θεοὶ τῆς εἰδωλολατρίας πολεμᾶνε ὁ ἀδελφὸς τὸν ἀδελφὸ κι ὁ πατέρας τὰ παιδιά του κι ἐκεῖνα τοὺς γονεῖς τους, μὲ ὑπουλότητα. Θ᾿ ἀφήσουμε στοὺς ἀνθρώπους τοῦ Θεάτρου τὶς μοιχεῖες τῶν θεῶν, τοὺς ἔρωτές τους, τὶς ἀσύστολες σαρκικές τους σχέσεις καὶ πρὸ παντὸς τοῦ μεγαλύτερου ἀπ᾿ ὅλους θεοῦ Δία, ὅπως λέγουν αὐτοί. Εἶναι πράγματα ὅλα αὐτά, ποὺ καὶ γιὰ τὰ ζῷα ἂν τὰ ἔλεγε κανεὶς θὰ κοκκίνιζε. Τὰ ἴδια ἔχω νὰ πῶ καὶ γιὰ τοὺς πεζογράφους καὶ μάλιστα ὅταν γράφουν γιὰ νὰ διασκεδάσουν.
Ἐπίσης δὲν θὰ μιμηθοῦμε τοὺς ρήτορες τῶν δικαστηρίων, ποὺ ἡ τέχνη τους εἶναι τὸ ψέμα. Γιατί τὸ ψέμα δὲν εἶναι ὠφέλιμο οὔτε στὰ δικαστήρια οὔτε πουθενὰ ἀλλοῦ, μιὰ καὶ προτιμήσαμε, σὰν χριστιανοί, τὸν σωστὸ κι ἀληθινὸ δρόμο τῆς ζωῆς καὶ τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς προστάζει νὰ μὴ καταφεύγουμε στὰ δικαστήρια. Ἀπ᾿ ὅσα μᾶς διδάσκουν οἱ παρὰ πάνω, θὰ διαλέγουμε καὶ θὰ παίρνουμε μονάχα ὅ, τι εἶναι ἔπαινος τῆς ἀρετῆς καὶ κατάκριση τῆς κακίας. Γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τ᾿ ἄλλα ζῷα, τὰ λουλούδια εἶναι καλὰ μονάχα γιὰ τὸ ἄρωμά τους καὶ τὸ χρῶμα τους. Γιὰ τὶς μέλισσες ὅμως, ὑπάρχει σ᾿ αὐτὰ καὶ κάτι ἄλλο: τὸ μέλι. Ἔτσι κι ἐδῶ. Ὅσοι στὰ συγγράμματα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων δὲν ἀναζητοῦν μονάχα τὴ γλύκα καὶ τὴ χάρη τοῦ λόγου, μποροῦν ν᾿ ἀποκομίσουν καὶ κάποια ὠφέλεια γιὰ τὴν ψυχή. Πρέπει, λοιπόν, αὐτὰ τὰ συγγράμματα νὰ τὰ σπουδάζουμε ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμα τῶν μελισσῶν. Οἱ μέλισσες δὲν πετᾶνε σὲ ὅλα τὰ λουλούδια μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Κι ὅπου καθίσουν, δὲν κοιτᾶνε νὰ τὰ πάρουν ὅλα. Παίρνουν μονάχα ὅσο χρειάζεται στὴ δουλειά τους καὶ τὸ ὑπόλοιπο τὸ παρατοῦν καὶ φεύγουν. Ἔτσι κι ἐμεῖς, ἂν εἴμαστε φρόνιμοι. Θὰ πάρουμε ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ κείμενα ὅ, τι συγγενεύει μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ μᾶς χρειάζεται καὶ τὰ ὑπόλοιπα θὰ τὰ ἀφήσουμε πίσω μας. Κι ὅπως, κόβοντας τὸ τριαντάφυλλο, ἀποφεύγουμε τ᾿ ἀγκάθια τῆς τριανταφυλλιᾶς, ἔτσι κι ἀπὸ τὰ κείμενα αὐτὰ θὰ πάρουμε ὅ, τι εἶναι χρήσιμο καὶ θὰ φυλάξουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπ᾿ ὅ, τι εἶναι ἐπιζήμιο. Ἀπὸ τὴν πρώτη, λοιπόν, στιγμὴ πρέπει νὰ ἐξετάζουμε τὰ διδάγματα χωριστὰ καὶ νὰ τὰ προσαρμόσουμε στὸν σκοπό μας, φέρνοντας, κατὰ τὴ δωρικὴ παροιμία τὴ σχετικὴ μὲ τοὺς κτίστες, τὴν πέτρα στὸ ἀλφάδι.
Ο ΗΡΑΚΛΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΔΡΟΜΟΙ
Στὴν ἄλλη ζωή, θὰ φθάσουμε μὲ τὴν ἀρετή. Τὴν ἀρετή, ποὺ ἐξύμνησαν κι οἱ ποιητὲς κι οἱ πεζογράφοι, ἄλλα πιὸ πολὺ οἱ φιλόσοφοι. Ἔτσι, μεγαλύτερη προσοχὴ πρέπει νὰ δώσουμε στὰ συγγράμματα αὐτῶν τῶν τελευταίων. Δὲν εἶναι μικρὸ τὸ κέρδος, ὅταν οἱ ψυχὲς τῶν νέων συνηθίσουν καὶ κάνουν δική τους τὴν ἀρετή. Ὅσα ὁ ἄνθρωπος ἀφομοιώνει στὴν τρυφερὴ ἡλικία του, μένουν ἀσάλευτα. Γιατὶ ἡ ψυχὴ εἶναι ἀκόμα ἁπλὴ τότε καὶ ὅ, τι δέχεται, ἐντυπώνεται πολὺ βαθιὰ μέσα της. Τί ἄλλο τάχα σκέφθηκε ὁ Ἡσίοδος ἀπὸ τὸ νὰ προτρέψει τοὺς νέους στὴν ἀρετή, ὅταν φιλοτεχνοῦσε τοὺς στίχους του, ποὺ ὅλοι τους τραγουδοῦν; Σκέφθηκε ὅτι ὁ δρόμος τῆς ἀρετῆς εἶναι στὴν ἀρχὴ κακοτράχαλος καὶ δυσκολοδιάβατος κι ἀνηφορικός. Ὅτι τὸν κάνει κανεὶς μὲ πολὺ ἱδρώτα καὶ πολὺ κόπο. Ὅτι, γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο, δὲν μπορεῖ ὁ καθένας νὰ βάλει τὸ πόδι του σ᾿ αὐτὸν τὸν δρόμο, μὲ τὴν ἀποτομιὰ ποὺ δείχνει, κι οὔτε, ἂν τὸν περπατήσει, θὰ φθάσει εὔκολα στὴν κορφή. Ὅτι σὰν φθάσει ὅμως ἐκεῖ πάνω, βλέπει πῶς στὴν πραγματικότητα ἦταν ἕνας δρόμος ἴσιος, ὄμορφος, εὔκολος, καλοδιάβατος καὶ πιὸ εὐχάριστος ἀπὸ τὸν ἄλλο, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν κακία καὶ ποὺ ὁ ἴδιος ποιητὴς εἶπε ὅτι μονομιᾶς μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸν διαβεῖ, γιατί βρίσκεται κοντά μας. Ἐγὼ τὸ πιστεύω: Ὁ Ἡσίοδος ἱστόρησε ὅλα αὐτὰ γιὰ νὰ μᾶς παροτρύνει στὴν ἀρετή, νὰ σπρώξει τὸν καθένα στὸ καλό, νὰ μᾶς κάνει νὰ μὴ τὸ βάλουμε κάτω μπροστὰ στοὺς κόπους καὶ νὰ μὴ σταματήσουμε πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ δρόμου. Κι ὅποιος ἄλλος μὲ τέτοιο τρόπο τραγούδησε τὴν ἀρετή, ἂς γίνει ὁ λόγος του καλόδεχτος ἀπὸ μᾶς, μιὰ κι ὁδηγεῖ στὸν ἴδιο σκοπό.
Ἄκουσα κάποτε νὰ μιλᾶ σχετικὰ μ᾿ αὐτὸ τὸ θέμα ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ εἶχε τὴ δύναμη νὰ ἐμβαθύνει στὸ νόημα τῶν ποιητῶν. Ἔλεγε, λοιπόν, ὅτι ὅλη ἡ ποίηση τοῦ Ὁμήρου δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἕνας ὕμνος τῆς ἀρετῆς. Ὅλα, στὸν Ὅμηρο, ἐκτὸς ἀπὸ ὅ, τι εἶναι περιθωριακό, ἀποβλέπουν σ᾿ αὐτό. Ἔτσι, λόγου χάρη, συμβαίνει μὲ ὅσα γράφει γιὰ τὸν Ὀδυσσέα, ποὺ σώθηκε γυμνὸς ἀπὸ τὸ ναυάγιο καί, στὴν ἀρχή, μὲ μόνη τὴν ἐμφάνισή του, προκάλεσε τὸν σεβασμὸ τῆς βασιλοκόρης Ναυσικᾶς. Ἡ γύμνια του δὲν ἦταν ντροπή, γιατί ἀντὶ γιὰ ροῦχα ἦταν ντυμένος μὲ τὴν ἀρετή. Κι ὕστερα προκάλεσε ἀγαθὴ ἐντύπωση καὶ στοὺς ἄλλους Φαίακες, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ παρατήσουν τὴν τρυφηλὴ ζωή τους καὶ νὰ προσπαθοῦν, θαυμάζοντάς τον, νὰ τὸν μιμηθοῦν. Καὶ στὸ στόμα κάθε Φαίακος, τότε, ἄλλη εὐχὴ δὲν ὑπῆρχε παρὰ νὰ γίνει δεύτερος Ὀδυσσεας, ἔστω καὶ θαλασσοδαρμένος. Γιατί -ἔλεγε ὁ ἑρμηνευτὴς ἐκεῖνος τοῦ ποιητικοῦ νοήματος- μὲ αὐτὰ ὁ Ὅμηρος διδάσκει ξάστερα τὰ ἑξῆς: Ἄνθρωποι γυμνασθῆτε στὴν ἀρετή, ποὺ κολυμπᾶ μαζί σας στὸ ναυάγιο, κι ὅταν πατήσετε στὴ στεριὰ γυμνοί, θὰ σᾶς παραστήσει πιὸ τιμημένους ἀπὸ τοὺς ἀμέριμνους Φαίακες. Καί, πραγματικά, αὐτὸ εἶναι. Ὅλα τὰ ἄλλα, ποὺ τυχὸν ἔχουμε, ἀνήκουν ἐξ ἴσου στοὺς ἰδιοκτῆτες τους καὶ σὲ ὁποιονδήποτε ἄλλον ἄνθρωπο. Πέφτουν πότε ἐδῶ καὶ πότε ἐκεῖ, ὅπως τὰ ζάρια. Ἡ μόνη ἀναφαίρετη ἰδιοκτησία εἶναι ἡ ἀρετή. Τὴν ἔχει δική του ὁ καθένας κι ὅσο ζῆ κι ὅταν φύγει ἀπ᾿ αὐτὸν ἐδῶ τὸν κόσμο. Γι᾿ αὐτὸ κι ὁ Σόλων, θαρρῶ, εἶπε στοὺς πλουσίους τό:
Δὲν θ᾿ ἀνταλλάξουμε μαζί τους τὸν πλοῦτο
μὲ τὴν ἀρετή. Πάντα ἐκείνη μένει,
ἐνῷ τὸ χρῆμα συχνὰ ἀπ᾿ τὸν ἕνα στὸν ἄλλο περνᾶ.
Παρόμοια εἶναι κι ὅσα λέγει ὁ Θέογνις. Ὁ κάθε θεὸς γέρνει πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τὸν ζυγὸ μὲ διαφορετικὸ πάντα τρόπο, ὥστε:
ἄλλοτε νὰ πλουτοῦν κι ἄλλοτε νὰ μὴν ἔχουν τίποτε.
Ἀλλὰ κι ὁ σοφιστὴς Πρόδικος, ὁ Κεῖος, ἐκφράζεται παρόμοια κάπου στὰ συγγράμματά του, φιλοσοφώντας γύρω ἀπὸ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν κακία. Ἂς δώσουμε, λοιπόν, καὶ σ᾿ αὐτὸν προσοχή, γιατί εἶναι ἀξιόλογος ἄνθρωπος. Διηγεῖται τὰ ἑξῆς, ἀπὸ ὅσο θυμᾶμαι, γιατί δὲν ἔχω ἀποστηθισμένο τὸν λόγο του, ποὺ εἶναι πεζὸς κι ὄχι σὲ στίχους. Ὅταν ὁ Ἡρακλῆς ἦταν ἀκόμα πολὺ νέος, σχεδὸν τῆς ἡλικίας σας, σκεφτόταν ποιὸν δρόμο νὰ πάρει, τὸν κοπιαστικὸ τῆς ἀρετῆς ἢ τὸν πολὺ εὔκολο. Τὸν σίμωσαν, λοιπόν, δυὸ γυναῖκες, ἡ Ἀρετὴ κι ἡ Κακία. Ἡ διαφορά τους φάνηκε εὐθύς, μὲ τὴν ἐξωτερική τους ἐμφάνιση, πρὶν ἀκόμα ἀρθρώσουν λέξη. Ἢ μιὰ ἦταν στολισμένη φανταχτερὰ ἀπὸ τὴν κομμωτικὴ τέχνη, σὰν καλλονή, ἀλλὰ μὲ πλαδαρὲς σάρκες ἓξ αἰτίας τῆς τρυφηλῆς ζωῆς, κι ἀπὸ πίσω της ἔρχονταν ὅλα τὰ πάθη τῆς ἡδονῆς. Τὰ ἔδειχνε ὅλα αὐτὰ καὶ τὰ συνόδευε μὲ πολλὲς ὑποσχέσεις, προσπαθώντας νὰ τραβήξει πρὸς τὸ μέρος τῆς τὸν Ἡρακλῆ. Ἢ ἄλλη ἦταν ἰσχνή, ἀτημέλητη, μὲ σοβαρὸ βλέμμα κι ἔλεγε πράγματα ἐντελῶς διαφορετικά. Δὲν ὑποσχόταν τίποτε τὸ ἀναπαυτικὸ καὶ τὸ εὐχάριστο. Ὑποσχόταν μονάχα χίλιους δυὸ κόπους κι ἱδρώτα καὶ κινδύνους παντοῦ, σὲ στεριὲς καὶ θάλασσες. Καὶ τὸ βραβεῖο, γιὰ ὅλα αὐτά, θὰ ἦταν νὰ γίνει ὁ Ἡρακλῆς θεὸς - ἔλεγε ὁ Πρόδικος. Κι ὅπως ξέρετε, ὁ Ἡρακλῆς, στὸ τέλος αὐτὴν ἀκολούθησε.
ΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑ
Ὅλοι, λοιπόν, σχεδὸν οἱ ἀξιόλογοι γιὰ τὴ σοφία τους ἄνθρωποι, ἄλλος λιγότερο κι ἄλλος περισσότερο, κι ὁ καθένας μὲ τὸν τρόπο του, ἔχουν ἐξυμνήσει, στὰ ὅσα ἔγραψαν, τὴν ἀρετή. Αὐτοὺς πρέπει νὰ πιστεύουμε καὶ νὰ πασχίζουμε νὰ ἐφαρμόσουμε στὴ ζωή μας τὰ λόγια τους. Γιατί ὅποιος στηρίζει μὲ πράξεις τὴ φιλοσοφία, ποὺ ἄλλοι τὴν περιορίζουν στὰ λόγια
αὐτὸς μονάχα ἔχει νοῦ,
σὰν σκιὲς οἱ ἄλλοι γυροφέρνουν.
Ἔχουμε, σ᾿ αὐτὴ τὴν περίπτωση, μιὰ θαυμαστὴ σὲ ὀμορφιὰ προσωπογραφία καὶ πλάι της τὸ ἴδιο πρόσωπο στὴν πραγματικότητα, ἐξίσου ὡραῖο με τὴν ἀπεικόνισή του. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ μὲ φουσκωμένα λόγια ἐξυμνοῦν τὴν ἀρετὴ μπροστὰ στοὺς ἄλλους, ἀλλὰ στὴ δική τους ζωὴ προτιμοῦν τὴν ἀκολασία ἀπὸ τὴ σωφροσύνη, τὴν πλεονεξία ἀπὸ τὸ δίκιο. Μὲ τί μοιάζουν αὐτοί; Μοιάζουν μὲ τοὺς ἠθοποιοὺς ποὺ παίζουν δράματα καὶ παρουσιάζονται στὴ σκηνὴ συχνὰ σὰν βασιλιάδες καὶ μεγάλοι ἄρχοντες, χωρὶς νὰ εἶναι οὔτε τὸ ἕνα οὔτε τὸ ἄλλο στὴν πραγματικότητα καί, καμιὰ φορά, οὔτε ἐλεύθεροι πολίτες, ἀλλὰ δοῦλοι. Ὁ μουσικὸς θὰ δεχόταν νὰ μὴν εἶναι καλὰ κουρντισμένη ἡ λύρα του; Ὁ κορυφαῖος του χοροῦ, στὴν τραγῳδία, θὰ δεχόταν νὰ μὴν εἶναι ὁ χορὸς ἐναρμονισμένος μαζί του; Ὄχι. Ὑπάρχουν ὅμως ἄνθρωποι ποὺ θέλουν νὰ διαφωνοῦν μὲ τὸν ἑαυτό τους, κι ἡ ζωή τους νὰ ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ λόγια τους, νὰ συμβαίνει σ᾿ αὐτοὺς αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ Εὐριπίδης· ἡ γλώσσα μου ὁρκίσθηκε ἀλλὰ ὄχι κι ὁ νοῦς, καὶ ποῦ νὰ θέλουν νὰ φαίνονται κι ὄχι νὰ εἶναι στ᾿ ἀλήθεια καλοί; Ἀλλὰ κάτι παρόμοιο θὰ ἦταν τὸ ἄκρον ἄωτο τῆς ἀδικίας, ἂν πρέπει νὰ πιστέψουμε στὸν Πλάτωνα, τὸ νὰ δίνει κανεὶς τὴν ἐντύπωση ὅτι εἶναι σωστὸς ἄνθρωπος καὶ στὴν πραγματικότητα νὰ μὴν εἶναι.
ΠΕΡΙΚΛΗΣ, ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΗΣ, ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Ὅσα, λοιπόν, λόγια ὁδηγοῦν πρὸς τὸ καλό, πρέπει νὰ τὰ ἀφομοιώνουμε, ὅπως εἴπαμε παραπάνω. Ἀλλὰ καὶ σπουδαῖες πράξεις τῶν ἀρχαίων σώθηκαν στὴ μνήμη ὡς τὶς ἡμέρες μας ἢ καταγραμμένες στὶς σελίδες τῶν ποιητῶν καὶ τῶν πεζογράφων. Ἂς μὴ παραμελήσουμε καὶ τὴ δική τους ὠφέλεια. Κάποτε, λόγου χάρη, ἕνας χυδαῖος ἄνθρωπος ἔβριζε τὸν Περικλῆ, ἔνῳ ὁ μεγάλος πολιτικὸς δὲν ἔδινε καμιὰ σημασία. Ὅλη τη μέρα ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος περιέλουζε μὲ βρισιὲς τὸν Περικλῆ, ἀλλ᾿ αὐτὸς ἔμενε ἀδιάφορος. Ὅταν, λοιπόν, ἔπεσε τὸ βράδι καὶ σκοτείνιασε κι ἐκεῖνος ἀποκαμωμένος ἀπομακρυνόταν, ὁ Περικλῆς, πιστὸς στὴν ἄσκηση τῆς φιλοσοφίας, πρόσταξε νὰ τοῦ φωτίσουν τὸ δρόμο ποὺ περπατοῦσε. Μιὰ ἄλλη φορά, πάλι, ἕνας ἄνθρωπος ὀργισμένος ἐναντίον τοῦ Εὐκλείδη, τοῦ φιλοσόφου ἀπὸ τὰ Μέγαρα, τὸν ἀπείλησε, καὶ μάλιστα μὲ ὅρκο, ὅτι θὰ τὸν σκότωνε. Ἀλλὰ κι ὁ Εὐκλείδης τοῦ ὁρκίσθηκε ὅτι θὰ τὸν ἱκανοποιοῦσε καὶ θὰ τὸν ἔβγαζε ἀπὸ τὴν ὀργή του. Τί σπουδαῖο θὰ ἦταν ἂν ὅσοι παρασύρονται στὸ πάθος τοῦ θυμοῦ ἔφερναν στὸν νοῦ τους τέτοια περιστατικά! Γιατί δὲν πρέπει νὰ πιστεύουμε στὴν τραγῳδία, ποὺ διδάσκει ὅτι ἡ ὀργὴ ὁπωσδήποτε ἀρματώνει τὸ χέρι ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ μας καὶ νὰ ἐρεθιζόμαστε ἀπ᾿ αὐτή. Κι ἂν αὐτὸ εἶναι δύσκολο, πρέπει νὰ χρησιμοποιοῦμε τὴ λογικὴ ἐναντίον της καὶ νὰ τῆς κόβουμε τὰ φτερά.
Ἂς γυρίσουμε πάλι στὰ παραδείγματα σπουδαίων πράξεων. Ὅρμησε κάποιος ἐναντίον τοῦ φιλοσόφου Σωκράτη καὶ τὸν χτυποῦσε ἀλύπητα στὸ πρόσωπο. Ἀλλὰ ἐκεῖνος δὲν ἔφερε ἀντίσταση. Ἄφησε τὸν μεθυσμένο νὰ χορτάσει τὴν ὀργή του, ὡς ὅτου ἡ ὄψη τοῦ εἶχε μελανιάσει καὶ πρησθεῖ ἀπὸ τὰ χτυπήματα. Ὅταν τὸ ξύλο σταμάτησε καμιὰ φορά, ὁ Σωκράτης ἔκανε μονάχα αὐτό: ἔγραψε στὸ μέτωπο τοῦ ὁ τάδε τό ῾κανε, ὅπως ἐπιγράφουν στοὺς ἀνδριάντες τὸ ὄνομα τοῦ γλύπτη. Ἦταν ἡ μόνη τοῦ ἐκδίκηση. Τὰ παραδείγματα αὐτὰ ἔχουν σχεδὸν τὴν ἴδια ἐπιδίωξη μὲ τὴν Ἁγία Γραφή μας. Γι᾿ αὐτὸ εἶπα ὅτι εἶναι γιὰ τὴν ἡλικία σας πολὺ ἀξιομίμητα. Λόγου χάρη, τὸ τελευταῖο περιστατικό, ἐκεῖνο τοῦ Σωκράτη, μοιάζει μὲ ὅ, τι παραγγέλλει ὁ Κύριος: ἂν σὲ χτυπήσει κανεὶς στὸ ἕνα μάγουλο, στρέψε του καὶ τὸ ἄλλο, ἀντὶ νὰ ὑπερασπίσεις τὸν ἑαυτό σου. Ὅσο γιὰ τὰ περιστατικὰ τοῦ Περικλῆ ἢ τοῦ Εὐκλείδη, θυμίζουν τὴν ἐντολὴ νὰ ὑπομένουμε ὅποιους μᾶς κάνουν κακὸ καὶ νὰ βαστᾶμε μὲ πραότητα τὴν ὀργή τους, νὰ μὴν καταριόμαστε ἀλλὰ νὰ ἀπαντᾶμε μὲ εὐχὲς στοὺς ἐχθρούς μας.
Ὅποιος προγυμνασθεῖ στὰ ἀρχαῖα ἐκεῖνα παραδείγματα, δὲν θὰ δυσπιστήσει στὶς ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου σὰν ἀκατόρθωτες. Δὲν θὰ λησμονήσω καὶ τὴν πράξη τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ποὺ ἀφοῦ ἔπιασε αἰχμάλωτες τὶς πανέμορφες, ὅπως λέγεται, κόρες τοῦ Δαρείου, δὲν καταδέχθηκε οὔτε νὰ τὶς κοιτάξη, θαρρώντας ντροπὴ γιὰ τὸν νικητὴ ἀνδρῶν νὰ νικηθεῖ ἀπὸ γυναῖκες. Αὐτὸ συμπίπτει μὲ τὸ εὐαγγελικό: ὅποιος ρίξει βλέμμα ἐπιθυμίας σὲ γυναίκα, ἔστω κι ἂν δὲν κάνει μοιχεία στὴν πράξη, μὲ τὸ νὰ δεχθεῖ ὅμως τὴ μοιχεία στὴν ψυχή του, εἶναι ἔνοχος. Ὅσο γιὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Κλεινία, μαθητῆ τοῦ φιλοσόφου καὶ μαθηματικοῦ Πυθαγόρα, εἶναι δύσκολο νὰ παραδεχθοῦμε ὅτι τυχαῖα συμπίπτει μὲ αὐτὴ τοῦ φιλοσόφου καὶ μαθηματικοῦ Πυθαγόρα. Τί ἔκανε ὁ Κλεινίας; Ἂν ὁρκιζόταν, θὰ γλίτωνε πρόστιμο τριῶν ταλάντων. Ἀλλὰ προτίμησε νὰ πληρώσει αὐτὸ τὸ ὑπέρογκο ποσὸ γιὰ νὰ μὴ πάρει ὅρκο, ἔστω κι ἂν ὁ ὅρκος θὰ ἦταν ἀληθινός. Κι αὐτὸ τὸ ἔκανε, ἴσως γιατί ἄκουσε τὴν ἐντολή, ποὺ ἀπαγορεύει τὸν ὅρκο.
ΤΟ ΤΙΜΟΝΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Ἀλλὰ ἂς κάνουμε πάλι πίσω, σὲ ὅ, τι ἔλεγα στὴν ἀρχή. Στὸ ὅτι δηλαδὴ δὲν πρέπει νὰ τὰ ἀφομοιώνουμε ὅλα χωρὶς διάκριση, ἄλλα μονάχα ὅσα ὠφελοῦν. Γιατί εἶναι ντροπή, νὰ ἀπωθοῦμε τὶς βλαβερὲς τροφές, ἔνῳ στὰ μαθήματα, ποὺ εἶναι ἡ τροφὴ τῆς ψυχῆς, νὰ μὴ δίνουμε καμιὰ σημασία, ἀλλὰ νὰ τὰ παίρνουμε καὶ νὰ τὰ καταπίνουμε σὰν τὸ ὁρμητικὸ ποτάμι. Ὁ καπετάνιος δὲν παρατᾶ τὸ καράβι τοῦ ὅπως λάχει στοὺς ἀνέμους, ἄλλα τὸ κατευθύνει πρὸς τὸ λιμάνι. Ὁ τοξότης σκοπεύει τὸν στόχο του. Ὁ χαλκιὰς κι ὁ χτίστης δουλεύουν σύμφωνα μὲ τὸν προσανατολισμὸ τῆς δουλειᾶς τους. Ἐμεῖς εἴμαστε τάχα κατώτεροι ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἐπαγγελματίες τουλάχιστο στὸ νὰ ξεχωρίζουμε τὸ συμφέρον μας; Ὅπως ὁ ἐπαγγελματίας ἔχει ἕνα στόχο στὴ δουλειά του, ἔτσι κι ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ ἔχει ἕνα δικό της στόχο. Καὶ σ᾿ αὐτὸν ἔχουν τὰ μάτια τοὺς ὅλοι ὅσοι δὲν θέλουν νὰ μοιάζουν μὲ ἄλογα ζῷα. Ἀλλιῶς θὰ εἴμαστε τὸ ἴδιο πρᾶγμα μὲ πλοῖα, ποὺ δὲν ἔχουν ἔρμα, τὸ τιμόνι τῆς ψυχῆς μας δὲν θὰ τὸ μεταχειρίζεται ἡ λογικὴ καὶ θὰ γυροφέρνουμε μέσα στὴ ζωὴ ἄσκοπα. Στοὺς γυμναστικοὺς ἀγῶνες καὶ στοὺς μουσικοὺς ἐπίσης διαγωνισμούς, ὅποιος λαβαίνει μέρος, ἔχει ὑπόψη του τὸ ἀντίστοιχο στεφάνι. Ὅποιος ἀθλεῖται στὴν πάλη ἢ στὸ παγκράτιο, δὲν χάνει τὸν καιρό του νὰ παίζει κιθάρα ἢ αὐλό.
Παράδειγμα ὁ χεροδύναμος ἀθλητὴς Πολυδάμας, ποὺ πρὶν κατεβεῖ στοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνες, ἀναχαίτιζε καταμεσὶς τοῦ δρόμου τὰ ἅρματα ποὺ ἔτρεχαν καὶ μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο δυνάμωνε τοὺς μῦς του. Ἐπίσης ὁ Μίλων ὁ Κροτωνιάτης δὲν μετατοπιζόταν ἔξω ἀπὸ τὸ ἀλειμμένο σκουτάρι κι ἀντιστεκόταν στὸ σπρώξιμο ὅπως τὰ κολλημένα μὲ μολύβι ἀγάλματα. Μ᾿ ἕνα λόγο, γυμνάζονταν γιὰ νὰ εἶναι ἕτοιμοι στὰ ἀγωνίσματά τους. Ἂς ὑποθέσουμε ὅμως ὅτι τοὺς ἔτρωγε ἡ περιέργεια κι ἄφηναν τὸν κουρνιαχτὸ τῶν γυμναστηρίων γιὰ τὶς μελῳδίες τοῦ Μαρσύα, τοῦ αὐλητῆ ἀπὸ τὴ Φρυγία, καὶ τοῦ μαθητῆ του, τοῦ Ὄλυμπου. Τί θὰ συνέβαινε τότε; Θὰ κέρδιζαν τὸν κότινο; Θὰ δοξάζονταν; Θὰ προκαλοῦσαν τὸν θαυμασμὸ μὲ τὴν σωματική τους ἀλκή; Ἀλλὰ οὔτε κι ὁ Τιμόθεος, ὁ περίφημος αὐλητὴς ἀπὸ τὴ Θήβα, παράτησε τὴ μουσικὴ γιὰ νὰ χάνει τὸν καιρό του στὶς παλαῖστρες. Γιατί ἂν ἔκανε κάτι τέτοιο, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς ξεπεράσει ὅλους στὴν τέχνη τῶν ἤχων καὶ νὰ ἔχει τέτοια ἱκανότητα σ᾿ αὐτήν, ὥστε, ἀνάλογα μὲ τὸ κέφι του, ἄλλοτε οἰστρηλατοῦσε τὴν ψυχὴ μὲ τὴ σοβαρὴ κι αὐστηρὴ ἁρμονία κι ἄλλοτε, γλυκαίνοντας τοὺς τόνους, τὴ χαλάρωνε καὶ τὴν ἐπράϋνε. Χάρη στὴν τέχνη του, καθὼς λένε, ἀκόμα καὶ τὸν Μέγα Ἀλέξανδρο, παίζοντας ἕνα φρυγικὸ μέλος, τὸν ἔκανε νὰ πεταχτεῖ ἀπὸ τὸ τραπέζι σὲ πολεμικὸ συναγερμὸ κι ὕστερα τὸν ξανάφερε ἀνάμεσα στοὺς συνδαιτημόνες του, ἁπαλαίνοντας τὸ μουσικό του παίξιμο. Τόση εἶναι ἡ δύναμη καὶ στὴ μουσικὴ καὶ στὸν ἀθλητισμό, ποὺ δίνει ἡ προσαρμοσμένη στὸν σκοπό της ἄσκηση.
Καὶ μιὰ ποὺ ὁ λόγος γιὰ στεφάνια κι ἀθλητές. Τί τραβοῦν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι! Αὐξαίνουν τὴ δύναμή τους μὲ πολὺ ἱδρώτα καὶ κόπους στὰ γυμναστήρια. Ὁ προπονητής τους ἀκόμα καὶ ξύλο τοὺς δίνει. Ἡ δίαιτά τους δὲν εἶναι καθόλου ζηλευτῆ. Εἶναι ἡ γνωστὴ τῶν γυμναστῶν. Κι ἀπὸ κάθε ἄλλη ἄποψη -γιὰ νὰ μὴ μακρηγορήσουμε- περνοῦν ζωὴ δύσκολη, ποὺ εἶναι προετοιμασία γιὰ τὸν ἀγώνα. Κι ἀφοῦ ἔτσι ἑτοιμασθοῦν, τότε μπαίνουν γυμνοὶ στὸ στάδιο καὶ περνοῦν ὅλους τοὺς κόπους καὶ τὶς λαχτάρες, γιὰ νὰ κερδίσουν ἕνα στεφάνι ἀπὸ ταπεινὸ χορτάρι καὶ νὰ ἀναγορευθοῦν νικητές. Κι ἐμεῖς, τώρα, ποὺ περιμένουμε τόσο θαυμαστὰ στὸν ἀριθμὸ καὶ στὴν ἀξία στεφάνια, ἀπερίγραπτὰ μὲ λέξεις, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ πετύχουμε μὲ ἡμίμετρα, μὲ μαλθακὴ ζωή, μὲ ἔλλειψη περιορισμῶν; Ἂν ἦταν ἔτσι, ἡ ἀμεριμνησία θὰ ἦταν πολύτιμο πρᾶγμα στὴ ζωή.
Ὁ Σαρδανάπαλος, ὁ Ἀσσύριος ἐκεῖνος βασιλιάς, ποὺ ἦταν ὀνομαστὸς γιὰ τὴν τρυφηλὴ ζωή του, θὰ ἔπρεπε νὰ ἦταν ὁ πιὸ εὐτυχισμένος ἄνθρωπος. Ἐπίσης ὁ Μαργίτης, ποὺ καθὼς ἀναφέρει ἕνα ποίημα ἀποδινόμενο στὸν Ὅμηρο, δὲν ἦταν ἱκανὸς οὔτε νὰ ὀργώνει οὔτε νὰ σκάβει οὔτε τίποτε ἄλλο παρόμοιο νὰ κάνει. Ἀλλὰ ἂς κοιτάξουμε μήπως εἶναι μεγάλη ἀλήθεια αὐτὸ ποὺ εἶπε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑφτὰ σοφούς, ὁ Πιττακός, ὅτι τὸ νὰ γίνει κανεὶς καλὸς ἄνθρωπος εἶναι δύσκολο πράγμα. Πραγματικά, θ᾿ ἀποκτήσουμε μὲ πολλοὺς κόπους τὰ ἀγαθά, πού, καθὼς προείπαμε, τίποτε τὸ ἀνθρώπινο δὲν τοὺς μοιάζει. Δὲν πρέπει, λοιπόν, νὰ εἴμαστε ἀμελεῖς καὶ μὲ λιγόχρονη ἀκηδία νὰ χάσουμε τὶς ἐλπίδες πολὺ ἀκριβῶν πραγμάτων. Ἔτσι, θὰ ἦταν σὰν νὰ θέλουμε νὰ τιμωρηθοῦμε καὶ σ᾿ αὐτὸν ἐδῶ τὸν κόσμο, πρᾶγμα πολὺ βαρὺ γιὰ κάθε συνετὸ ἄνθρωπο, ἄλλα καὶ στὰ κριτήρια, ποὺ ὑπάρχουν εἴτε κάτω ἀπὸ τὴ γῆ εἴτε ὁπουδήποτε ἄλλου τοῦ σύμπαντος. Γιατί, ὅποιος χωρὶς νὰ θέλει δὲν ἔξεπληρωσε τὸ καθῆκον του, ἴσως συγχωρηθεῖ κάπως ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀλλὰ ὅποιος διάλεξε συνειδητὰ τὸ κακό, εἶναι ἐντελῶς ἀδικαιολόγητος καὶ θὰ τιμωρηθεῖ ἀπανωτά.
ΕΝΑΣ ΑΞΙΟΔΑΚΡΥΤΟΣ ΗΝΙΟΧΟΣ
Ἀλλά, θὰ πεῖ κανείς: Τί πρέπει, λοιπόν, νὰ κάνουμε; Ἁπλούστατα: τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ παραμερίσουμε τὸ κάθε τί καὶ νὰ μεριμνήσουμε γιὰ τὴν ψυχή. Δὲν πρέπει νὰ εἴμαστε ὑποταγμένοι στὸ σῶμα, χωρὶς ἀπόλυτη ἀνάγκη. Ἀλλὰ νὰ παρέχουμε στὴν ψυχὴ ὅ, τι τὸ πιὸ καλό, χρησιμοποιώντας τὴ σωστὴ σκέψη καὶ λύνοντας τὴν ἔτσι ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῶν παθῶν τοῦ σώματος, ποὺ εἶναι κατὰ κάποιο τρόπο ἡ φυλακή της. Καί, παράλληλα κάνοντας τὸ σῶμα ἀνώτερο ἀπὸ τὰ πάθη. Λόγου χάρη, παρέχοντας στὸ στομάχι ὅ, τι εἶναι ἀναγκαῖο κι ὄχι ὅ, τι εἶναι εὐχάριστο. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ ψάχνουν σὲ στεριὲς καὶ σὲ θάλασσε, γιὰ νὰ βροῦν σπουδαίους μαγείρους καὶ τραπεζοποιούς, λὲς καὶ τοὺς πρόσταξε νὰ τὸ κάνουν κάποιος ἀπαιτητικὸς ἡγεμόνας, σὰν φόρο στὴ βουλιμία του. Εἶναι ἄνθρωποι γιὰ κλάματα. Δεινοπαθοῦν ὅπως οἱ κολασμένοι στὸν ᾅδη. Καὶ γιὰ ποιὸ λόγο; Ὅπως λέγει ἡ παροιμία, κουβαλοῦν νερὸ μὲ κόσκινο σὲ τρύπιο πιθάρι κι οἱ κόποι τοὺς τέλος δὲν ἔχουν. Κι ἡ περίσσια περιποίηση τῶν μαλλιῶν καὶ τοῦ ντυσίματος εἶναι, κατὰ τὰ λεγόμενα τοῦ Διογένη, ἀπασχόληση ἀνθρώπων ἀδίκων ἡ δυστυχισμένων. Τὸ νὰ εἶναι κανεὶς κομψευόμενος ἡ καὶ τὸ νὰ λέγεται τέτοιος, εἶναι τὸ ἴδιο περίπου σὰν νὰ μιμεῖται τὶς ἑταῖρες ἡ νὰ ἐπιβουλεύεται τὴν οἰκογενειακὴ τιμὴ τοῦ πλησίον του.
Τί διαφορά, γιὰ τὸν φρόνιμο ἄνθρωπο, ἀνάμεσα στὸ πολυτελὲς καὶ στὸ ἅπλα πρακτικὸ ροῦχο, μιὰ καὶ τὸ τελευταῖο κάνει τὴ δουλειά του, προστατεύοντας τὸ κορμὶ ἀπὸ τὸ χειμωνιάτικο κρύο κι ἀπὸ τὸ κάμα τοῦ καλοκαιριοῦ; Καὶ γιὰ ὅλα τὰ ἄλλα, πάλι, τὸ ἴδιο ἰσχύει: νὰ μὴ ξεπερνοῦν τὸ μέτρο τῆς λογικῆς ἀνάγκης κι οὔτε νὰ κολακεύουν τὸ σῶμα σὲ βάρος τοὺς συμφέροντος τῆς ψυχῆς. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀξίζει νὰ λέγεται ἄνθρωπος, θεωρεῖ ἴδια ντροπὴ τὸ νὰ εἶναι κομψευόμενος καὶ ὑπηρέτης τοῦ κορμιοῦ, ὅπως καὶ τὸ νὰ εἶναι ὑποδουλωμένος σὲ ὁποιοδήποτε ἄλλο πάθος. Ὅποιος κάνει τὸ πᾶν γιὰ τὴν ἐκζήτηση στὴ σωματική του ἐμφάνιση, ἀποδείχνει ὅτι δὲν ἔχει συνείδηση τῆς ἀληθινῆς ἀνθρώπινης ἀξίας. Δὲν καταλαβαίνει τὸ σοφὸ γνωμικό, ποὺ λέγει: ἄνθρωπος δὲν εἶναι ὅ, τι φαίνεται ἀπ᾿ ἔξω. Πρέπει, μὲ ὑψηλότερη σκέψη, νὰ καταλαβαίνουμε τί πραγματικὰ εἴμαστε ὁ καθένας.
Γιὰ νὰ γίνει αὐτό, χρειάζεται ψυχὴ καθαρὴ πιὸ πολὺ ἀπ᾿ ὅ, τι γιὰ νὰ δεῖ κανεὶς τὸν ἥλιο μὲ γερὰ μάτια. Καὶ τί σημαίνει, μὲ λίγα λόγια, καθαρὴ ψυχή; Περιφρόνηση τῶν σωματικῶν ἀπολαύσεων. Δηλαδὴ νὰ μὴν τρέφουμε τὴν ὅρασή μας μὲ τὰ ἄτοπα θεάματα τῶν θαυματοποιῶν. Νὰ μὴν ἐκθέτουμε γυμνὰ τὰ σώματα, πρᾶγμα ποὺ προκαλεῖ τὴν ἡδονὴ ἄμεσα. Νὰ μὴν ἀκοῦμε μεθυστικὰ τραγούδια γιὰ τὴν ψυχή, μὲ ἄσεμνο περιεχόμενο, μιὰ καὶ τέτοια μουσικὴ δίνει ζωὴ σὲ πάθη ποὺ ὑποδουλώνουν κι ἐξευτελίζουν τὸν ἄνθρωπο. Ἄλλη εἶναι ἡ μουσικὴ ποὺ ταιριάζει σὲ μᾶς. Μιὰ μουσικὴ ποὺ εἶναι καλύτερη κι ὑψώνει στὸ καλύτερο. Ἐκείνη ποὺ μεταχειριζόταν κι ὁ Δαβίδ, ὁ ποιητὴς τῶν ψαλμῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιὰ νὰ κατασιγάσει τὴν ἐξαλλοσύνη τοῦ βασιλιὰ Σαούλ. Κάτι παρόμοιο λέγεται καὶ γιὰ τὸν φιλόσοφο καὶ μαθηματικὸ Πυθαγόρα. Κάποτε συναπάντησε μεθυσμένους, ποὺ βρίσκονταν σὲ εὐθυμία. Πρόσταξε, λοιπόν, τὸν αὐλητή, ποὺ τοὺς συνόδευε, ν᾿ ἀλλάξει σκοπὸ καὶ νὰ παίξει δωρικὴ μελῳδία. Τότε, κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδρασή της, ᾖρθαν στὰ συγκαλά τους, πέταξαν τὰ στεφάνια καὶ τράβηξαν γιὰ τὰ σπίτια τοὺς γεμάτοι ντροπή. Ἄλλοι πάλι, κάτω ἀπὸ τοὺς ἤχους τοῦ αὐλοῦ, μεταβάλλονται σὲ Κορύβαντες καὶ Βάκχες. Τόσο διαφέρει στὴν ἐπίδρασή της ἡ καλὴ ἀπὸ τὴν ἀνήθικη μουσική. Λοιπόν, τὸ πρῶτο ποὺ πρέπει νὰ ἀποφεύγετε ἀπ᾿ ὅσα καταφάνερα αἰσχρὰ πράγματα ὑπάρχουν, εἶναι ἡ μάθηση τῆς μουσικῆς ποὺ ἔχει σήμερα πέραση. Καὶ τὸ νὰ ἀνακατεύετε τὴν ἀτμόσφαιρα μὲ λογιῶν-λογιῶν ἀναθυμιάσεις, ποὺ ἤδονιζουν τὴν ὄσφρηση, ἡ τὸ νὰ φορᾶτε ἀρώματα, ντρέπομαι ἀκόμα καὶ νὰ τὰ ἀπαγορέψω. Ὅσο γιὰ τὶς ἡδονὲς τῆς ἐπαφῆς καὶ τῆς γεύσεως, τί νὰ πῶ ἄλλο ἀπὸ τὸ ὅτι ὑποχρεώνουν ὅσους τοὺς ἔχουν δοθεῖ νὰ ζοῦνε σὰν κτήνη, ἔχοντας ἐνδιαφέρον μονάχα γιὰ τὴν κοιλιὰ κι ὅ, τι εἶναι κάτω ἀπὸ τὴν κοιλιά;
Ἂς τὸ πῶ, σύντομα: ὅποιος δὲν θέλει νὰ βουλιάξει στὸ βόρβορο τῶν σωματικῶν ἡδονῶν, πρέπει νὰ περιφρονήσει ὅλο τὸ σῶμα ἡ νὰ τὸ φροντίζει τόσο μονάχα ὅσο τοῦ χρειάζεται γιὰ νὰ τὸ ἔχει βοηθὸ στὴ φιλοσοφία, ὅπως λέγει ὁ Πλάτων κι ὅπως λέγει ὁ Παῦλος συμβουλεύοντας νὰ μὴ φροντίζουμε γιὰ τὸ σῶμα κατὰ τρόπο ποὺ νὰ δίνει λαβὴ σὲ ἐπιθυμίες. Ὅσοι φροντίζουν γιὰ νὰ εἶναι καλὰ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή, ποὺ θὰ χρησιμοποιήσει τὸ σῶμα, τὴν παραμελοῦν σὰν ἀνάξια λόγου, εἶναι ἴδιοι με ὅσους νοιάζονται πολὺ γιὰ τὰ ἐργαλεῖα, ἀλλὰ δὲν τοὺς νοιάζει γιὰ τὴν τέχνη, ποὺ τὰ χρησιμοποιεῖ. Τὸ ἀντίθετο πρέπει νὰ γίνεται. Νὰ τιμωροῦν τὸ σῶμα. Νὰ καταπτοοῦν τὶς ὁρμές του σὰν θηρία. Νὰ παίρνουν τὴν ὀρθὴ σκέψη σὰν βούρδουλα καὶ νὰ μαστιγώνουν καὶ νὰ ἀποκοιμίζουν τὴν τρικυμία τῆς ψυχῆς, ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὸ σῶμα. Κι ὄχι ἀμολώντας κάθε χαλινάρι γιὰ τὴν ἡδονή, ν᾿ ἀφήνουν τὴν ψυχὴ στὸ κατάντημα ἄτυχου ἡνιόχου, ποὺ τὸν πάνε κατὰ κρημνῶν ἀτίθασα κι ὁρμητικὰ ἄλογα. Ἂς θυμοῦνται καὶ τὸ ἑξῆς ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Πυθαγόρα: κάποτε, σὰν εἶδε ἕνα φίλο του, ποὺ μὲ τὴν καλοφαγία καὶ τὶς σωματικὲς ἀσκήσεις, εἶχε κάνει κορμὶ ἐντυπωσιακό, τοῦ εἶπε: Δὲν παύεις, φίλε μου νὰ φτιάχνεις τὴ φυλακή σου πιὸ δύσκολη; Λένε καὶ γιὰ τὸν Πλάτωνα: προβλέποντας τὶς ζημιές, ποὺ θὰ τοῦ προκαλοῦσε τὸ κορμί, ἐγκαταστάθηκε ἔξεπιτηδες στὴν Ἀκαδημία, τόπο τῆς Ἀττικῆς νοσηρό, γιὰ νὰ κόψει ἔτσι τὴν ὑπερβολικὴ εὐαισθησία τοῦ σώματος, ὅπως κόβουν τὸ περίσσιο φύλλωμα τοῦ ἀμπελιοῦ. Ἐγὼ μάλιστα ἄκουσα τοὺς γιατροὺς νὰ λένε ὅτι ἡ πολλὴ ὑγεία εἶναι κάτι τὸ ἐπικίνδυνο.
Μιά, λοιπόν, ποὺ ἡ περίσσια φροντίδα γιὰ τὸ σῶμα εἶναι καὶ στὸ ἴδιο ἄχρηστη καὶ στὴν ψυχὴ ἐμπόδιο, εἶναι σωστὴ ἀφροσύνη τὸ νὰ ἐξαρτᾶμε ὅλα ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ νὰ εἴμαστε σκλάβοι του. Κανένα ἄλλο ἀνθρώπινο πρᾶγμα δὲν ἀξίζει τόσο θαυμασμὸ ὅσο ἡ ἄσκηση στὴν περιφρόνηση τοῦ σώματος. Δὲν καταλαβαίνω, λόγου χάρη, τί θὰ τὸν χρειασθοῦμε τὸν πλοῦτο, ὅταν ἔχουμε καταπατήσει τὶς σωματικὲς ἡδονές. Ἐκτὸς ἂν εἶναι εὐχαρίστηση νὰ ἀγρυπνεῖ κανεὶς πάνω ἀπὸ θαμμένους θησαυρούς, ὅπως οἱ μυθικοὶ δράκοντες, ποὺ ἀναφέρει ὁ ἱστορικὸς Ἡρόδοτος. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει καλλιεργηθεῖ κι ἀπόκτησε ἐλεύθερο φρόνημα ὡς πρὸς αὐτά, δὲν μπορεῖ νὰ κάνει ἡ νὰ πεῖ ποτὲ κάτι τὸ ποταπὸ καὶ τὸ αἰσχρό. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος προσέχει μονάχα τὸ ἀναγκαῖο. Τὰ ὑπόλοιπα, ἔστω κι ἂν εἶναι σὰν τὸ χρυσάφι τοῦ Πακτωλοῦ ποταμοῦ ἡ σὰν τὸ χρυσάφι ποὺ βγάζουν τὸ μερμήγκια, ποὺ ἀναφέρει ὁ Ἡρόδοτος, τὰ κανονίζουν οἱ ἀνάγκες τῆς φύσεως κι ὄχι ἡ ἄπλησια τῶν ἡδονῶν. Ὅσοι ξεπερνοῦν τὰ σύνορα τῆς ἀνάγκης, μοιάζουν μὲ ἀνθρώπους ποὺ γλιστροῦν σὲ κατήφορο καὶ μὴν ἔχοντας ποὺ νὰ στηρίξουν τὰ πόδια τοὺς ἐξακολουθοῦν ἀέναα νὰ πέφτουν. Ὅσο πιὸ πολλὰ ἀποκτοῦν, τόσο περισσότερα χρειάζονται, γιὰ νὰ ἱκανοποιοῦν τὶς ἐπιθυμίες ὅπως λέγει κι ὁ νομοθέτης Σόλων:
Στὸν ἀνθρώπινο πλοῦτο τέρμα φανερὸ δὲν ὑπάρχει.
Ἀλλὰ κι ὁ Θέογνις ἂς ἔρθει στὴ μέση γιὰ νὰ μᾶς διδάξει σ᾿ αὐτὸ τὸ ζήτημα:
Δὲν ποθῶ οὔτε εὔχομαι νὰ γίνω πλούσιος. Ἄμποτε μὲ λίγα νὰ ζῶ, χωρὶς δεινά.
Ἄξιος θαυμασμοῦ εἶναι κι ὁ Διογένης, ποὺ περιφρονοῦσε ὅλα μαζὶ τὰ ἀνθρώπινα ἀγαθὰ κι ἔλεγε ὅτι εἶναι πλουσιώτερος κι ἀπὸ τὸν βασιλιὰ τῆς Περσίας, γιατί στὴ ζωὴ τοῦ εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ λιγότερα πράγματα. Οἱ πολλοὶ ὅμως τίποτε δὲν θαρροῦν ἀρκετὸ καὶ θὰ ἤθελαν νὰ ἔχουν τὰ τάλαντα τοῦ Πυθίου κι ἀπέραντα χωράφια κι ἀναρίθμητα κοπάδια. Ἀλλὰ νομίζω ὅτι τὸν πλοῦτο, ὅταν δὲν τὸν ἔχουμε, δὲν πρέπει νὰ τὸν ποθοῦμε. Κι ὅταν τὸν ἔχουμε, νὰ μὴ καυχώμαστε γιὰ τὸ ὅτι εἶναι δικός μας, ἀλλὰ γιὰ τὸ ὅτι ξέρουμε νὰ τὸν χρησιμοποιοῦμε. Σωστὰ μίλησε ὁ Σωκράτης σ᾿ ἕνα πλούσιο, ποὺ καυχιόταν γιὰ τὸ βιός του, ὅταν τοῦ εἶπε ὅτι δὲν θὰ τὸν θαύμαζε πρὶν διαπιστώσει ἂν ἤξερε νὰ τὸν χρησιμοποιήσει. Θὰ ἦταν γιὰ γέλια ὁ Φειδίας κι ὁ Πολύκλειτος, ἂν καυχιόντουσαν γιὰ τὸ χρυσάφι καὶ τὸ φίλντισι, μὲ τὰ ὅποια ὁ ἕνας ἔφτιαξε τὸ ἄγαλμα τοῦ Δία γιὰ τοὺς κατοίκους τῆς Ἠλείας κι ὁ ἄλλος τὸ ἄγαλμα τῆς Ἥρας γιὰ τοὺς Ἄργειους. Γιατί θὰ εἶχαν καυχηθεῖ γιὰ πλοῦτο ποὺ δὲν ἦταν δικός τους καὶ γιατί δὲν θὰ λογάριαζαν τὴν τέχνη τους ποὺ ἔδωσε νόημα κι ὀμορφιὰ στὸ χρυσάφι. Ἐμεῖς τώρα εἴμαστε λιγότερο καταγέλαστοι ἂν παραδεχθοῦμε ὅτι ἡ ἀρετὴ δὲν εἶναι ἀρκετὸ στολίδι τοῦ ἑαυτοῦ της;
Ἂς ποῦμε, λοιπόν, ὅτι καταπατήσαμε τὸν πλοῦτο καὶ περιφρονήσαμε τὶς ἡδονὲς τῶν αἰσθήσεων. Θὰ ἐπιζητήσουμε ὅμως τὴν κολακεία καὶ τὰ χάδια καὶ θὰ ἀντιγράψουμε τὴ φιλοκέρδεια καὶ τὴν εὐστροφία τῆς ἀλεπούς, ποῦ ἀναφέρει ὁ μύθος τοῦ λυρικοῦ ποιητῆ Ἀρχιλόχου; Ὁ φρόνιμος ἄνθρωπος τίποτε ἄλλο δὲν πρέπει νὰ ἀποφεύγει περισσότερο ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν ἐπιδείξεων, ἀπὸ τὸ νὰ τὸν ἐπηρεάζει τὸ τί θὰ πεῖ γι᾿ αὐτὸν ὁ κόσμος, ἀπὸ τὸ νὰ μὴν ἔχει πυξίδα τῆς ζωῆς τοῦ τὴ λογική. Ἂν τὰ ἔχει ἀποφύγει αὐτά, τότε δὲν φοβᾶται νὰ πάει ἀντίθετα πρὸς τὴ γνώμη ὅλης της κοινωνίας, νὰ τὸν κατηγορήσουν, νὰ κινδυνέψει γιὰ χάρη τοῦ ἀγαθοῦ, νὰ σταθεῖ ἀκλόνητος στὴν ὀρθὴ ἀπόφαση. Ἕνας ποὺ δὲν ζῆ ἔτσι, δὲν διαφέρει σὲ τίποτε ἀπὸ τὸν ὁμηρικὸ Πρωτέα, ποὺ ὅταν ἤθελε γινόταν φυτὸ ἡ ζῷο ἡ φωτιὰ ἡ νερὸ ἡ ὁτιδήποτε ἄλλο πράγμα. Γιατί ἕνας τέτοιας λογῆς ἄνθρωπος ἄλλοτε ἐξυμνεῖ τὸ δίκιο σὲ ὅσους τὸ τιμοῦν, ἄλλοτε θὰ πεῖ τὰ ἀντίθετα, ὅταν δεῖ ὅτι κυριαρχεῖ ἡ ἀδικία, ὅπως ἀκριβῶς κάνουν οἱ κόλακες. Κι ὅπως τὸ χταπόδι ἀλλάζει χρῶμα ἀνάλογα μὲ τὸν βυθό, ἔτσι κι αὐτὸς θ᾿ ἀλλάζει γνῶμες ἀνάλογα μ᾿ ἐκεῖνες τῶν γύρω του.
Ο ΒΙΑΣ, Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΚΙ ΕΜΕΙΣ
Αὐτὰ ὅλα θὰ τὰ διδαχθοῦμε τελειότερα στὴν Ἁγία Γραφή μας. Ἀλλὰ πρὸς ὥρας τὰ περιγράφουμε, σὰν σκιαγράφημα τῆς ἀρετῆς ἀπὸ τὴν κοσμικὴ σοφία. Ὅσοι μ᾿ ἐπιμέλεια μαζεύουν τὴν ὠφέλεια ἀπὸ κάθε τί, μοιάζουν μὲ ποτάμια ποὺ παίρνουν στὸ διάβα τοὺς νερὸ ἀπὸ παραποτάμους κι ὁλοένα γίνονται μεγαλύτερα. Εἶναι σωστὴ ἡ ὑπόμνηση τοῦ Ἡσιόδου γιὰ τὸ λίγο ποὺ προστίθεται στὸ λίγο, ὄχι μονάχα σχετικὰ μὲ τὸ χρῆμα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ γνώση. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν κι ἡ γνώση γίνεται περισσότερη καὶ μεγάλη. Ὅταν ὁ φιλόσοφος Βίας ἀποχαιρετοῦσε τὸν γιό του, ποὺ ἔφευγε γιὰ τὴν Αἴγυπτο, καὶ τὸ παιδὶ τὸν ρώτησε μὲ ποιὰ πράξη του θὰ τὸν εὐχαριστοῦσε περισσότερο, τοῦ ἀποκρίθηκε: Ἀποκτώντας ἐφόδιο γιὰ τὰ γηρατιά σου. Καὶ μὲ τὴ λέξη ἐφόδιο ἐννοοῦσε τὴν ἀρετή, περιγράφοντας τὴ σύντομα, μιὰ καὶ τὴν ὠφέλεια τῆς τὴν περιόριζε στὸ μῆκος τοῦ ἀνθρώπινου βίου. Ἀλλὰ γιὰ μένα, ἔστω κι ἂν πρόκειται γιὰ τὰ γηρατιὰ τοῦ μυθικοῦ Τιθωνοῦ ἡ τοῦ μακρόβιου βασιλιὰ τῆς Ταρτησσοῦ, τοῦ Ἄργανθωνιου ἡ καὶ τοῦ Μαθουσάλα, ποὺ ἀναφέρει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη καὶ λέγει ὅτι ἔζησε ἐννιακόσια ἑβδομῆντα χρόνια, ἔστω ἀκόμα κι ἂν πρόκειται νὰ ὑπολογίσουμε ὅλο τὸν χρόνο ἀπὸ τότε ποὺ πρωτοφανηκε ὁ ἄνθρωπος, βλέπω τὸ διάστημα αὐτὸ σὰν παιδιάστικη, γιὰ γέλια ἔκταση. Γιατί ἀτενίζω τὸν μακρὸ κι ἀγέραστο αἰῶνα, ποὺ τέλος δὲν ἔχει, τὴν ἡλικία τῆς ἀθάνατης ψυχῆς.
Συμβουλέω ν᾿ ἀποκτᾶμε ἐφόδιο γιὰ τὴν ἀτελεύτητη αὐτὴ ζωή, κινώντας, σύμφωνὰ μὲ τὴ γνωστὴ ἔκφραση, πάντα λίθον, ὥστε νὰ παίρνουμε ἀπὸ παντοῦ ὠφέλεια γιὰ μιὰ τέτοια προοπτική. Βέβαια εἶναι ζήτημα ποὺ θέλει κόπο κι ἔχει δυσκολίες. Ἀλλὰ δὲν σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ ἀποθαρρυνθοῦμε καὶ νὰ τὸ ἀμελήσουμε. Ἀλλὰ νὰ θυμηθοῦμε τὸ παράγγελμα τῶν Πυθαγορείων, ποὺ λέγει ὅτι ὁ καθένας πρέπει νὰ διαλέγει τὸν ἄριστο τρόπο ζωῆς καὶ νὰ βρίσκει χαρὰ μέσα του, συνηθίζοντάς τον. Ἔτσι, θὰ ἐπιχειρήσουμε τὸ καλύτερο ἀπ᾿ ὅλα. Εἶναι ντροπὴ νὰ ἀδιαφορήσουμε γιὰ τὴν τωρινὴ εὐκαιρία κι ὅταν περάσει ὁ καιρὸς νὰ πασχίζουμε νὰ φέρουμε μπροστά μας τὰ περασμένα, χωρὶς νὰ κατορθώσουμε τίποτε ἄλλο ἀπὸ θλίψη. Ἀπ᾿ ὅσα, λοιπόν, θαρρῶ ὅτι εἶναι τὰ καλύτερα, ἄλλα σᾶς τὰ εἶπα τώρα κι ἄλλα ὅσο ζῶ θὰ σᾶς τὰ συμβουλεύω. Καὶ σεῖς, τώρα, ἀνάμεσα στὰ τρία εἴδη ἀρρώστιας, μὴ τοποθετηθῆτε στὸ τελευταῖο, τὸ ἀθεράπευτο. Καὶ μὴ δείξετε ὅτι ἡ ψυχική σας ἀσθένεια μοιάζει μ᾿ ἐκεῖνες τῶν σωματικὰ ἄρρωστων. Ὅσοι δηλαδὴ ἔχουν κάποια μικρὴ ἀρρώστια, πᾶνε οἱ ἴδιοι στοὺς γιατρούς. Ὅσοι ἔπαθαν κάποια μεγαλύτερη ἀρρώστια τοὺς προσκαλοῦν στὸ σπίτι τους. Κι ὅσοι ἔπεσαν σὲ ἐντελῶς ἀνίατη μανία, καὶ ποὺ τοὺς πλησιάζουν οἱ γιατροί, δὲν τοὺς δέχονται. Μὴ πάθετε κάτι τέτοιο, παιδιά μου, ἀποφεύγοντας τὶς ὀρθὲς σκέψεις.
ΠΗΓΗ: http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/paterikon/basil_the_great_de_legendis_gentilium_libris.htm
Μιὰ μέρα ἕνας ὁλόκληρος χρόνος! Γιὰ τὴ μικρὴ ζωή μου ἕνας χρόνος δὲν εἶναι τίποτε. Στὶς στιγμὲς ὅμως μιᾶς μέρας κρίνεται, πολλὲς φορές, ἡ αἰωνιότης.
1. Η προσωπικότητα του Μ. Βασιλείου
Ο Μ. Βασίλειος υπήρξε ένας μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας, αλλά και ένας οικουμενικός διδάσκαλος. Το σημαντικό είναι ότι ο τίτλος Μέγας του αποδόθηκε από τα αδέλφια του, πράγμα το οποίο δείχνει την μεγάλη επιρροή που είχε στα μέλη της οικογενείας του. Από τα εννέα αδέλφια της οικογενείας του οι πέντε είναι γνωστοί άγιοι της Εκκλησίας μας.
Δεν πρόκειται να παρουσιάσω τα στοιχεία της προσωπικότητος του, αλλά να αναπτύξω με συντομία τα τρία σημεία τα οποία περιγράφονται στο απολυτίκιό του. Το απολυτίκιο είναι το εξής:
« Εις πάσαν την γήν εξήλθεν ο φθόγγος σου,
ως δεξαμένην τον λόγον σου,
δι’ ου θεοπρεπώς εδογμάτισας,
τήν φύσιν των όντων ετράνωσας,
τά των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησας,
Βασίλειον ιεράτευμα, πάτερ όσιε,
πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ σωθήναι τα ψυχάς ημών» .Τα τρία σημεία, τα οποία θα υπογραμμίσω, είναι τα εξής: Το ένα « δι’ ου θεοπρεπώς εδογμάτισας» , το δεύτερο « τήν φύσιν των όντων ετράνωσας» και το τρίτο « τά των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησας» .
« Δι’ ου θεοπρεπώς εδογμάτισας»
Ο Μ. Βασίλειος έζησε ως επίσκοπος σε μια πολύ δύσκολη περίοδο της Εκκλησιαστικής ιστορίας. Εννοώ την περίοδο μεταξύ της Α´ Οικουμενικής Συνόδου, που έγινε στην Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ., και της Β´ Οικουμενικής Συνόδου, που έγινε το 381 μ.Χ. Ο Μ. Βασίλειος αντιμετώπισε όλα τα θεολογικά ζητήματα της εποχής εκείνης με σοφία, διάκριση, σύνεση, αλλά και θεολογική προοπτική και ενώ εκοιμήθη σε ηλικία 49 ετών δύο μόλις χρόνια –τό 379– πριν συνέλθη η Β´ Οικουμενική Σύνοδος το έτος 381, εν τούτοις είχε προετοιμάσει όλο το θεολογικό έδαφος πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η Σύνοδος αυτή.
Ο Μ. Βασίλειος δογμάτισε για τον Τριαδικό Θεό χρησιμοποιώντας νέα ορολογία και αυτό έγινε για να αντιμετωπίση τις διάφορες αιρέσεις που εμφανίσθηκαν και οι οποίες χρησιμοποιούσαν την αρχαία ελληνική φιλοσοφία για να κατανοήσουν την αποκεκαλυμμένη αλήθεια. Ο Φωστήρ της Καισαρείας δογμάτισε για το Άγιον Πνεύμα, για τις σχέσεις μεταξύ των Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Το σημαντικό και πρωτόγνωρο, ακόμη και για την φιλοσοφία, είναι ότι για πρώτη φορά ο Μ. Βασίλειος ταύτισε την υπόσταση με το πρόσωπο.
Μέχρι τότε το πρόσωπο σήμαινε το προσωπείο, την μάσκα που χρησιμοποιούσε ο ηθοποιός για να παίξη έναν ρόλο, δηλαδή το πρόσωπο ήταν ένα επίθεμα του όντος. Ο Μ. Βασίλειος ανέπτυξε την άποψη ότι το πρόσωπο δεν είναι επίθεμα του όντος, αλλά ταυτίζεται με την υπόσταση, δηλαδή είναι αυτό που κάνει το όν να είναι όντως όν.
Όλη αυτήν την θεολογία ο Μ. Βασίλειος την ανέπτυξε « θεοπρεπώς» , ακριβώς γιατί ζούσε την υπαρξιακή θεολογία, είχε εμπειρίες του Θεού, όπως φαίνεται στα κείμενά του. Η θεολογία του δεν ήταν ακαδημαϊκή, ορθολογιστική, συναισθηματική, αισθητική, αλλά καθαρά υπαρξιακή.
« Την φύσιν των όντων ετράνωσας».
Στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία γινόταν διαρκώς λόγος για τα όντα, που υπάρχουν στον κόσμο, και το όν, του οποίου αντιγραφή είναι τα όντα. Βασικό κεντρικό ερώτημα της αρχαίας ελληνικής μεταφυσικής, όπως ισχυρίζεται ο Χάϊντεγκερ, είναι « γιατί να υπάρχουν τα όντα και όχι το τίποτε». Ο Μ. Βασίλειος σπούδασε στην Αθήνα την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, αλλά και όλη την επιστήμη της εποχής του, που ησχολείτο με τα όντα. Κατά την μαρτυρία του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, που ήταν προσωπικός του φίλος και συμμαθητής του στην Αθήνα, έμαθε εννέα επιστήμες της εποχής εκείνης.
Αν διαβάση κανείς την « εξαήμερό» του, δηλαδή την ερμηνεία που κάνει στην δημιουργία του κόσμου σε έξι ημέρες, θα διαπιστώση ότι μέσα στο βιβλίο αυτό κατόρθωσε να συγκεντρώση όλες τις επιστημονικές γνώσεις της εποχής του για τον κόσμο και την δημιουργία του. Ερεύνησε την φύση και τα όντα –τά φυτά, τα έντομα, τα πτηνά, τα ψάρια, τα ζώα κλπ.– είδε την ουσία των όντων, τις ενέργειες του Θεού στην κτίση, καθώς και την εντελέχεια και την τελολογία όλων των αισθητών πραγμάτων. Ο Μ. Βασίλειος αγάπησε την φύση και έκανε στις επιστολές του υπέροχες περιγραφές του τοπίου στο οποίο εμόναζε παρά τον Ίρι ποταμό.
« Τα των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησας»
Ο Μ. Βασίλειος δεν ήταν ένας θεωρητικός Θεολόγος και επιστήμονας, αλλά ήταν και μεγάλος μεταρρυθμιστής. Ενδιαφερόταν για τους δούλους, τους πτωχούς, για την ελάφρυνση της φορολογίας του λαού, για τις αδικίες που υφίσταντο διάφοροι άνθρωποι, διοργάνωσε την φιλανθρωπία. Είναι ο θεμελιωτής των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Μέχρι τότε το Κράτος δεν είχε αναπτύξει την κοινωνική πρόνοια.
Ο Μ. Βασίλειος εμφορούμενος από τις Χριστιανικές του αρχές ανέπτυξε σε μεγάλο βαθμό την φιλανθρωπία. Είναι γνωστή στην ιστορία η « Βασιλειάδα» του. Ο ιστορικός Σωζόμενος κάνει λόγο περί « Βασιλειάδος ό πτωχών εστιν επισημότατον καταγώγιον, υπό Βασιλείου κατασκευασθέν, αφ’ ου την προσηγορίαν την αρχήν έλαβε και εις έτι νυν έχει» . Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος κάνει λόγο για την « καινήν πόλιν» όπου « νόσος φιλοσοφείται και συμφορά μακαρίζεται και το συμπαθές δοκιμάζεται» . Πρόκειται για μια καινούρια πόλη.
Ο ίδιος ο Μ. Βασίλειος σε μια επιστολή του (επιστολή 94 προς Ηλίαν) δίδει μια μαρτυρία για το κέντρο αυτό της φιλανθρωπίας. Μέσα στην « Βασιλειάδα» υπήρχε μεγαλοπρεπής καθεδρικός Ναός, οικήματα γύρω από τον Ναό για τον Επίσκοπο και τους Κληρικούς, οικήματα για την φιλοξενία των αρχόντων και των δημοσίων λειτουργών, ξενώνας για την φιλοξενία των ξένων και των περαστικών από την πόλη, νοσοκομείο για την θεραπεία των ασθενών με το αναγκαίο προσωπικό από ιατρούς, νοσοκόμους, οδηγούς, υποζύγια, οίκους για στέγαση των απαραιτήτων εργαστηρίων και τεχνητών.
Υπάρχει πληροφορία που διασώζεται από τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο ότι τους λεπρούς, οι οποίοι την εποχή εκείνη ήταν απόβλητοι από την κοινωνία, διότι είχαν την αθεράπευτη και κολλητική ασθένεια της λέπρας, που ομοίαζε κάπως με την σημερινή ασθένεια του ααάέ, τους φρόντιζε ο ίδιος ο Μ. Βασίλειος και μάλιστα αφού τους καθάριζε τις πληγές στην συνέχεια τις ασπαζόταν για να τους δείξη την αγάπη του. Ποιός θα το έκανε αυτό σήμερα για τους ασθενείς του Εϊτζ;
Το σπουδαιότερο είναι ότι ο Μ. Βασίλειος έκανε όλο αυτό το έργο της φιλανθρωπίας, δείχνοντας το προσωπικό του παράδειγμα, αφού καίτοι ήταν εύπορος έδωσε όλην την περιουσία του σε όσους είχαν ανάγκη και μάλιστα όταν απέθανε είχε ως μόνα περουσιακά στοιχεία ένα τρίχινο ράσο και λίγα βιβλία. Αλλά η αγάπη του ήταν τέτοια, ώστε στην κηδεία του, από τον συνωστισμό του κόσμου, απέθαναν και άνθρωποι.
Η κοινωνική προσφορά του Μ. Βασιλείου σε συνδυασμό με την αγάπη του, την εξυπνάδα του και τις θαυματουργικές του επεμβάσεις φαίνεται και στο περιστατικό σύμφωνα με το οποίο υπάρχει η παράδοση της Βασιλόπιττας, όπως την διέσωσε ο Καθηγητής Φαίδων Κουκουλές, κατά την παρουσίαση του Δημήτρη Λουκάτου. Σύμφωνα με αυτήν « όταν ο άγιος Βασίλειος ήταν Επίσκοπος στην Καισάρεια, ο τότε Έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε με σκληρές διαθέσεις να εισπράξει φόρους. Οι κάτοικοι φοβισμένοι εζήτησαν την προστασία του ποιμενάρχη τους. –"Σάς προτρέπω ευθύς, τους είπε εκείνος, να μου φέρει έκαστος ό,τι πολύτιμον έχει αντικείμενον". Μάζεψαν πολλά δώρα, και βγήκαν μαζί με τον Δεσπότη τους οι Καισαρείς να προϋπαντήσουν τον Έπαρχο.
Ήταν όμως τέτοια η εμφάνιση και η πειθώ του Μ. Βασιλείου, που ο Έπαρχος καταπραΰνθηκε, χωρίς να θελήσει να πάρει τα δώρα. Γύρισαν πίσω χαρούμενοι, κι ο άγιος Βασίλειος πήρε να τους ξαναδώσει τα τιμαλφή. Ο χωρισμός όμως ήτο δυσχερής, διότι πολλά όμοια είχον προσφέρει, δακτυλίους δηλαδή, νομίσματα κλπ.
Ο Βασίλειος τότε σκέφθηκε ένα θαυματουργόν τρόπο: Διέταξε να κατασκευασθώσι την εσπέραν του Σαββάτου πλακούντια (δηλ. μικρές πίτες) και εντός ενός εκάστου έθηκεν ανά έν αντικείμενον, την δ’ επομένην έδωκεν ανά έν εις έκαστον Χριστιανόν. Ποίον θαύμα! Εντός του πλακουντίου του εύρεν έκαστος ό,τι είχε προσφέρει! Από τότε, λέγει η παράδοση, κάθε στη γιορτή του αγ. Βασιλείου κάνουμε κι εμείς πίτες και βάζουμε μέσα νομίσματα».Ο Μ. Βασίλειος υπήρξε μεγάλη προσωπικότητα που δεν εξαντλείται στα λίγα που ανέφερα πιο πάνω. Αλλά ο χρόνος είναι περιορισμένος και δεν μπορώ να αναφερθώ και σε άλλα σημεία.
2. Η μορφή του αι-Βασίλη
Ενώ η Εκκλησία με την λατρεία της, την θεολογία της, την εικονογραφία της και το συναξάριο της τιμά σε μεγάλο βαθμό την μεγάλη προσωπικότητα του Μ. Βασιλείου, εν τούτοις η λαϊκή παράδοση και κυρίως η δυτική –ευρωπαϊκή και αμερικανική– νοοτροπία παρουσιάζει κατά ιδιαίτερο τρόπο τον Μ. Βασίλειο, δηλαδή από Μέγα Βασίλειο τον έκανε αι-Βασίλη, με πολλές παραλλαγές.Όταν διαβάση κανείς σχετικά κείμενα και αναλύσεις θα διαπιστώση ότι η μορφή του Μ. Βασιλείου αλλοιώθηκε στην Ευρώπη και τον Νέο Κόσμο. Ο καθηγητής της Λαογραφίας Δημήτρης Λουκάτος στο βιβλίο του « Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών» γράφει ότι ο δικός μας άγιος Βασίλης « ήταν ένας καθαρά πρωτοχρονιάτικος άγιος, κάτι ανάμεσα στον πραγματικό Ιεράρχη της Καισάρειας και σ’ ένα πρόσωπο συμβολικό του Ελληνισμού, που ξεκινούσε από τα βάθη της ελληνικής Ασίας, κι έφτανε την ίδια μέρα σ’ όλα τα πλάτη, από τον Πόντο ώς την Επτάνησο κι από την Ήπειρο ώς την Κύπρο.
Ξεκινούσε σαν μεσαιωνικός πεζοπόρος, αμέσως ύστερ’ από τα Χριστούγεννα, με το ραβδί στο χέρι, και περνούσε απ’ τους διάφορους τόπους, καλόβολος πάντα και κουβεντιαστής με όσους συναντούσε» . Και συνεχίζει ο Καθηγητής: « Δεν κρατούσε κοφίνι στην πλάτη του ούτε σακκί φορτωμένο με δώρα. Εκείνο που έφερνε στους ανθρώπους ήταν περισσότερο συμβολικό: η καλή τύχη ιδιαίτερα κι η ιερατική ευλογία του.
Το μόνο κάπως συγκεκριμένο ήταν το μαγικό ραβδί του, απ’ όπου με θαυμαστόν τρόπο βλάσταιναν ή ζωντάνευαν κλαδιά και πέρδικες, σύμβολα των αντίστοιχων δώρων, που θα μπορούσε να μοιράσει στους ευνοουμένους του» . Και συνεχίζει ο Καθηγητής: “Δεν έφερνε τίποτα ο άγιος Βασίλης. Αντίθετα λές και ζητούσαν την ευλογία του, με το να μοιράζουν από δική τους πρόθεση οι άνθρωποι δώρα και λεφτά”, δηλαδή “γονείς και συγγενείς έδιναν στα παιδιά τους μπουναμάδες ή και μεταξύ τους τα δώρα"” (ένθ. ανωτ., σελ. 121). Γενικά στην δική μας παράδοση ο αι-Βασίλης ήταν « μικρασιάτης, μελαχρινός, αδύνατος, γελαστός, με μαύρα γένια και καμαρωτά φρύδια. Ντυμένος σαν βυζαντινός πεζοπόρος, με σκουφί και πέδιλα, στο χέρι του κρατούσε ένα ραβδί» (Σπύρος Δημητρέλης). Η πατρίδα του ανατολικού αι-Βασίλη είναι η Μικρά Ασία, και είναι γραμματισμένος, κατάγεται από την Καισάρεια και « βαστάει κόλλα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι» και προσφέρει ως δώρο « τή σταθερή και διαχρονική χαρά της γνώσης» .
Στην Δύση υπήρχε άλλος τύπος του δικού μας αι-Βασίλη. Στην Ευρώπη και ιδίως στην Ολλανδία ήταν ο Sinter Klaas, ο οποίος ήταν « ο προστάτης των ναυτικών, των εμπόρων και των παιδιών, έτσι όπως αυτός λατρεύτηκε στις κάτω Χώρες, κυρίως από τον 12ο αιώνα και μετά» . Τον 17ο αιώνα Ολλανδοί Καλβινιστές « μεταναστεύοντας στην Αμερική έπαιρναν μαζί τους και την εικόνα του Αγίου Νικολάου» , και έγινε ο Saint Nick και ο Santa Claus. Μετακινήθηκε όμως μερικές εβδομάδες αργότερα για να επισκεφθή τα παιδιά την παραμονή των Χριστουγέννων. Ο τύπος αυτός ταξίδευσε και σε άλλες Χώρες. « Γύρω στα 1870 η γλυκιά και γενναιόδωρη μορφή του ταξίδεψε και στην Βρεταννία, όπου και συγχωνεύτηκε με τον σκανδιναυϊκής προέλευσης, πατέρα των Χριστουγέννων και γέννησε μύθους, θρύλους, τραγουδάκια και αξεπέραστες συνήθειες» .
Ταυτιζόμενος ο Saint Nick, με τον Santa Claus και τον Father Christmas μεταφέρθηκε στην Αμερική από τους Ευρωπαίους μετανάστες και όπως ήταν επόμενο εκεί αλλάζει μορφή, αποκτά την μορφή « τού καλοθρεμμένου και ολοπόρφυρου αγίου, που επειδή δεν μπορεί να ζεί στις χιονισμένες πλαγιές του Άσπεν ή του Βερμόντ για λόγους παραδοσιακής αλλά και εμπορικής αποστασιοποίησης μένει κάπου στον Βόρειο Πόλο» .
Βεβαίως, εδώ πρέπει να σημειωθή ότι αυτός ο “τύπος”, που στην Ευρώπη και την Αμερική ονομάσθηκε Saint Nick, Santa Claus και Father Cristmas, από μας ονομάζεται αι-Βασίλης. Οι δυτικοί δεν τον ονομάζουν αι-Βασίλη, αλλά Saint Nick, Santa Claus και Father Cristmas. Εμείς ταυτίσαμε τον δυτικό αυτόν “τύπο” με τον αι-Βασίλη, αφού εξοβελίσαμε τον δικό μας Άγιο Βασίλειο. Ο Καθηγητής Δημ. Λουκάτος λέγει ότι αυτός ο δυτικός τύπος ήρθε σε μας “μέ πρωτοβουλία των αστικών τάξεων” και ονομάσθηκε αι-Βασίλης. Χάρη συννενοήσεως στα επόμενα θα τον τιτλοφορώ αι-Βασίλη.
Ο σημερινός αι-Βασίλης είναι δημιούργημα του αγγλοσαξωνικού κόσμου και απηχεί την νοοτροπία του. Ο αι-Βασίλης αυτός γεννήθηκε αρχές του 19ου αιώνα από έναν αστό προτεστάντη καθηγητή, τον Κλημέντιο Κλάρκ Μούρ « πού έγραψε για τα παιδιά του μια ιστορία με ήρωα έναν αι-Βασίλη, την The Night Before Christmas » και δημοσιεύθηκε την 23 Δεκεμβρίου του έτους 1823 στην εφημερίδα « Sentinel» . Η ιστορία αυτή εικονογραφήθηκε από τον πατέρα του χιουμοριστικού αμερικανικού σχεδίου Τόμας Νάστ, ο οποίος ήταν γερμανικής καταγωγής και « δανείστηκε στοιχεία από την γερμανική λαϊκή παράδοση των Χριστουγέννων αλλά και την παραδομένη μορφή του πλανόδιου γερμανού εμπόρου» .
Υπάρχουν αναλύσεις σύμφωνα με τις οποίες « ο Άγιος Βασίλης γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του αμερικανικού Εμφυλίου, όταν ο Νάστ εργαζόταν στο Harper’s Weekly, στο μεγαλύτερο περιοδικό της εποχής, και του είχε ανατεθεί να απεικονίζει με αλληγορικές εικόνες τα δρώμενα του πολέμου. Μία από αυτές ήταν “ο Άγιος Βασίλης στο στρατόπεδο”, όπου παρουσιάζεται για πρώτη φορά ο Άγιος με τα χαρακτηριστικά ενός ευτραφούς άνδρα, ολοστρόγγυλου και ροδαλού, καλυμμένου από άστρα, ο οποίος μοίραζε δώρα σε ένα στρατόπεδο των Βορείων.
Ο Άγιος Βασίλης του Νάστ δεν εξελίχθηκε, παρέμεινε ο ίδιος με το κόκκινο κουστούμι με τα λευκά γουνάκια, την άσπρη γενιάδα και τα παιχνίδια του. Με αυτό το σκίτσο, τα Χριστούγεννα έγιναν ημέρα αργίας και ο Άγιος Βασίλης αναγορεύτηκε σε τοπική θεότητα - καλόκαρδο πνεύμα που αντιπροσώπευε την ευημερία και την οικογενειακή ζωή των Βορείων, σε αντίθεση με το μύθο της ιπποτικής παράδοσης και της βαθύτατα ιθαγενούς κολτούρας του Νότου.
Βασισμένος στην επιτυχία που γνώρισε το έργο του το 1862, ο Νάστ συνέχισε να παράγει σχέδια του Άγιου Βασίλη κάθε Χριστούγεννα κατά την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου. Και η σύλληψή του έγινε αποδεκτή, διότι έδωσε στην παραδοσιακή ασκητική αυστηρή και αποστεωμένη εικόνα του Father Christmas του Pelze - Nicol και του Pere Noel, μια άλλη διάσταση που αντικατόπτριζε την αφθονία και την ευμάρεια.
Ο Ντίκενς είχε ήδη μετατρέψει τα Χριστούγεννα σε γιορτή της αστικής τάξης. Όμως ο Άγιος Βασίλης δεν διαδραματίζει κανένα ρόλο στις εορταστικές προετοιμασίες του Ντίκενς. Τα Χριστούγεννα του Ντίκενς στρέφονται ενάντια στον πυρήνα του βικτωριανού καπιταλισμού και υπογραμμίζουν την ατομική συνείδηση, το κοινωνικό σύνολο, την φιλανθρωπία.
Τα Χριστούγεννα του Εμφυλίου του Νάστ –καί του Άγιου Βασίλη που τα συνοδεύει– βρίσκονται σε τέλεια συμφωνία με την ουσία της παράδοσης των Βορείων, η οποία είναι ο συγκερασμός της αρετής με το εμπόριο. Βέβαια ο Άγιος του Νάστ διανέμει δώρα αρχικά σε στρατιώτες και έπειτα σε παιδιά, μια ανταμοιβή για όποιον υπήρξε καλός κατά την διάρκεια της χρονιάς. Η πιο διάσημη απεικόνιση του Αγίου, κυκλοφόρησε το 1866 –στό τέλος του πρώτου ειρηνικού χρόνου– και εδραίωσε την εικονογραφία του χαρακτήρα. Τον βλέπουμε να διακοσμεί ένα έλατο, να φτιάχνει παιχνίδια, να διαβάζει το βιβλίο του με τα παραμύθια, να ράβει τα ρούχα του και τέλος να εξερευνά τον κόσμο με το τηλεσκόπιό του “πρός αναζήτηση σοφών παιδιών”. Με αυτόν τον τρόπο αποδίδεται η πολυάσχολη πλευρά του χαρακτήρα του και το πρότυπο του περιπετειώδους Yankee.
Ίσως αυτό που αποτελεί το πιο συμπαθητικό στοιχείο στον Άγιο Βασίλη του Νάστ είναι η τρυφερότητα που δείχνει απέναντι στα παιδιά. Τα παιδιά, τα οποία παρουσιάζονται τόσο συχνά όσο και ο Άγιος Βασίλης στο έργο του Νάστ, δεν μοιάζουν σε τίποτα με τα δυστυχισμένα παιδιά του δρόμου της βικτωριανής εποχής» .
Είναι φανερό ότι ο αι-Βασίλης του Τόμας Νάστ δείχνει το όνειρο της αμερικανικής κοινωνίας, που στηρίζεται στην ευημερία, την ευδαιμονία, την καλοπέραση, την αγαθωσύνη και την μακροημέρευση του ανθρώπου. Ένας τέτοιος αι-Βασίλης « είναι προσωποποίηση του αμερικανικού υλισμού, της αφθονίας, της χαράς και της ευδαιμονίας» . Βεβαίως πρέπει να σημειωθή ότι « ο εφευρέτης του χοντρούλη και αγαθούλη γέροντα είναι ο ίδιος που σχεδίασε τα σήματα των αμερικανικών κομμάτων, δηλαδή του γαϊδάρου για τους Δημοκρατικούς και του ελέφαντα για τους Ρεμπουμπλικανούς»
Στις αρχές του αιώνα μας ο αι-Βασίλης άλλαξε κάπως μορφή, και έγινε όπως ακριβώς τον γνωρίζουμε σήμερα. Σε αυτό συνετέλεσε η Κόκα-Κόλα. « Κι αν ήταν ο σκιτσογράφος Τόμας Νάστ που τον φαντάστηκε πρώτος, περίπου όπως είναι σήμερα, η Κόκα-Κόλα αποτέλεσε την αφορμή για να γίνει η μορφή του τόσο δημοφιλής.
Στα 1931, που η Κόκα Κόλα αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τον Σάντα Κλάους στη χειμωνιάτικη διαφημιστική της εκστρατεία και ανέθεσε σε έναν άλλο Αμερικανό καλλιτέχνη, τον Χάντον Σάνμπλομ, να τον σχεδιάσει. Εκείνος διάλεξε για τον Άγιο τα χρώματα της Κόκα Κόλα καί... να τος, με τις μαύρες μπότες του, το μακρύ σκουφί του, το κόκκινο κοστούμι του και την άσπρη του γούνα, όπως τον γνωρίσαμε και τον αγαπήσαμε» .
Η παράδοση σύμφωνα με την οποία ο αι-Βασίλης περνά μέσα από καμινάδες για να δώση δώρα στα παιδιά προέρχεται από το ποίημα του Κλέμεντ Μούρ με τίτλο « μιά επίσκεψη του Αγίου Νικόλα» , ο οποίος « δανείστηκε την ιδέα της καμινάδας, μαζί με την ιδέα του έλκηθρου και των οκτώ ελαφιών που το σέρνουν, από ένα φινλανδικό παραμύθι» .
Εν τω μεταξύ, αυτές τις ημέρες σε περιοδικά και εφημερίδες διαβάσαμε πολλά παράξενα γύρω από τον αι-Βασίλη. Το ένα από αυτά είναι ότι ο αι-Βασίλης έγινε “υποκείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης και όργανο οικονομικών συμφερόντων”, ότι “χωρίζει αντί να ενώνει” τους ανθρώπους και ότι “ο παγκοσμιοποιημένος Santa Claus” προκαλεί “τίς αντανακλαστικές αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών”, από την άποψη ότι πολλά Κράτη διεκδικούν, ερίζουν για την καταγωγή του αι-Βασίλη, από την “Γροιλανδία μέχρι την Αυστραλία και από την Λαπωνία μέχρι την Αυστρία”.
Και βέβαια αυτό συσχετίζεται με το εμπόριο, την διαφήμιση και την πολιτική. Το άλλο είναι ότι εφέτος είδαμε σε περιοδικό, αλλά αυτό γίνεται και αλλού, μαζί με τον αι-Βασίλη και αι-βασιλοπούλες, γυναίκες ντυμένες ως αι-Βασίληδες. Έξι στάρ του Χόλιγουντ “φόρεσαν την κόκκινη στολή και στάθηκαν μπροστά στο φακό όπως μόνο αυτές ξέρουν”. Είναι και αυτό γνώρισμα της εποχής μας.
Επομένως ο αι-Βασίλης της Μικράς Ασίας που είναι εγγράμματος και δίδει ως δώρο την γνώση, μετατρέπεται στον Σάντα Κλάους που δίδει « τήν εφήμερη ηδονή της κατανάλωσης» και έρχεται σε μας μετονομαζόμενος σε αι-Βασίλη. Δεν είναι ένα πρόσωπο με τα υπαρξιακά του ερωτήματα και τις αγωνίες, με την ασκητική του διάσταση, αλλά διακρίνεται για την « προτεταμένη κοιλιά, τα ροδοκόκκινα μάγουλα» και είναι η εικόνα της « καλοπέρασης και της αισιοδοξίας» .Είναι δε γνωστόν από τις διάφορες μελέτες ότι όλη η νοοτροπία της Αμερικανικής κοινωνίας διακρίνεται από ένα κράμα μεταξύ του πουριτανικού-καλβινιστικού πνεύματος σε συνδυασμό με μερικές απόψεις του διαφωτισμού και του ρομαντισμού, όπως απέδειξε δια πολλών ο Schaeffer. Κατά κάποιο τρόπο ο αμερικανικός αι-Βασίλης είναι έκφραση αυτού του πνεύματος. Αυτό δε το πνεύμα δημιούργησε διάφορα προβλήματα, με τα οποία θέλησε να ασχοληθή η επιστήμη της ψυχανάλυσης, γιατί η απώθηση των υπαρξιακών προβλημάτων δημιουργεί ποικίλες αρρώστιες, σωματικές και ψυχολογικές.
Αγαπητοί μου,
Η πορεία του ανθρώπου από τον Μ. Βασίλειο της Ορθοδόξου Παραδόσεως στον αι-Βασίλη αγγλοσαξωνικού τύπου δείχνει την υποβάθμιση του πολιτισμού, την πορεία από την οντολογία στον ευδαιμονισμό, τον ωφελιμισμό και την χρησιμοθηρία. Ο ιστορικός Ντανιελού έχει παρατηρήσει ότι οι αρχαίοι Έλληνες εξετάζοντας τον κόσμο ερωτούσαν τί είναι το όν και τί είναι τα όντα, έκαναν, δηλαδή οντολογία. Οι Πατέρες της Εκκλησίας ασχολήθηκαν με το νόημα του κόσμου, αλλά κυρίως απαντούσαν στο ερώτημα ποιός έκανε τον κόσμο και ποιός είναι ο σκοπός του.
Οι δυτικοί όμως, αντίθετα από τις προηγούμενες παραδόσεις, ερωτούν τί μας χρησιμεύει ο κόσμος, δηλαδή αναπτύχθηκε η χρησιμοθηρία και ο ωφελισμός. Εάν η πορεία από τον Μ. Βασίλειο στον αι-Βασίλη δείχνη την επιπεδοποίηση του ανθρώπου, αλλά και την υποβάθμισή του, η αντίστροφη πορεία από τον αι-Βασίλη του καταναλωτισμού και του ευδαιμονισμού στον Μ. Βασίλειο της Εκκλησίας δείχνει την αναβάθμιση του ανθρώπου, την ανύψωσή του, την πορεία του δηλαδή από το πράγμα στην υπόσταση, από το άτομο στο πρόσωπο. Αυτό είναι το νόημα των εορτών. Αυτό ας ευχηθούμε για εαυτούς και αλλήλους τον νέο χρόνο.
«ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ»- ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2003
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...