Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Υπεράνω όλων η ΑΓΑΠΗ. Εκείνο που πρέπει να μας απασχολεί, παιδιά μου, είναι η αγάπη για τον άλλο, η ψυχή του. Ό,τι κάνουμε, προσευχή, συμβουλή, υπόδειξη να το κάνουμε με αγάπη. Χωρίς την αγάπη η προσευχή δεν ωφελεί, η συμβουλή πληγώνει, η υπόδειξη βλάπτει, καταστρέφει τον άλλον, που αισθάνεται αν τον αγαπάμε ή αν δεν τον αγαπάμε και αντιδρά αναλόγως. Αγάπη, αγάπη, αγάπη! Η αγάπη στον αδελφό μας προετοιμάζει να αγαπήσουμε περισσότερο το Χριστό. Ωραίο δεν είναι;
Ας σκορπίζουμε σε όλους την αγάπη ανιδιοτελώς, αδιαφορώντας για την στάση τους. Όταν έλθει μέσα μας η χάρις του Θεού, δεν θα ενδιαφερόμαστε αν μας αγαπάνε ή όχι, αν μας μιλάνε με καλοσύνη. Θα νιώθουμε την ανάγκη εμείς να τους αγαπάμε όλους. Είναι εγωισμός να θέλουν οι άλλοι να μιλάμε με καλοσύνη. Ας μη μας στενοχωρεί το αντίθετο. Ας μη ζητιανεύουμε την αγάπη. Επιδίωξή μας είναι να αγαπάμε και να προσευχόμαστε με όλη μας την ψυχή για εκείνους. Τότε θα προσέξουμε ότι όλοι θα μας αγαπάνε χωρίς να το επιδιώκουμε, χωρίς καθόλου να ζητιανεύουμε την αγάπη τους. Θα μας αγαπάνε ελεύθερα και ειλικρινά από τα βάθη της καρδιάς τους χωρίς να τους εκβιάζουμε. Όταν αγαπάμε χωρίς να επιδιώκουμε να μας αγαπάνε, θα μαζεύονται όλοι κοντά μας σαν τις μέλισσες. Αυτό ισχύει για όλους.
Αν ο αδελφός σου σε ενοχλεί, σε κουράζει, να σκέπτεσαι: «Τώρα με πονάει το χέρι μου, το πόδι μου, πρέπει να το περιθάλψω με όλη μου την αγάπη». Να μη σκεπτόμαστε, όμως, ούτε ότι θα ανταμειφθούμε για τα δήθεν καλά, ούτε ότι θα τιμωρηθούμε για τα κακά που διαπράξαμε. Έρχεσαι εις επίγνωση αληθείας, όταν αγαπάεις με την αγάπη του Χριστού. Τότε δεν ζητάεις να σ’ αγαπάνε, αυτό είναι κακό. Εσύ αγαπάεις, εσύ δίνεις την αγάπη σου, αυτό είναι το σωστό. Από εμάς εξαρτάται να σωθούμε. Ο Θεός το θέλει. Όπως λέει η Αγία Γραφή: «… πάντας θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν»
(Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου – Βίος και Λόγοι – Περί αγάπης προς τον πλησίον)
ΠΗΓΗ: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2039
Ο Χριστός είναι νέα ζωή. Πως το λέω; Ο Χριστός είναι το παν. Είναι η χαρά, είναι η ζωή, είναι το φως, το φως το αληθινόν, που κάνει τον άνθρωπο να χαίρεται, να πετάει, να βλέπει όλα, να βλέπει όλους, να πονάει για όλους, να θέλει όλους μαζί του, όλους κοντά στο Χριστό.
Όταν εμείς βρίσκουμε κάποιονε θησαυρό ή ό, τι άλλο, δεν θέλομε να το λέμε πουθενά. Ο Χριστιανός όμως, όταν βρει το Χριστό, όταν γνωρίσει το Χριστό, όταν ο Χριστός εγκύψει μέσα στην ψυχούλα του και τον αισθανθεί, θέλει να φωνάζει και να το λέει παντού, θέλει να λέει για το Χριστό, τι είναι ο Χριστός.
Αγαπήσατε τον Χριστόν και μηδέν προτιμήστε της αγάπης Αυτού. Ο Χριστός είναι το παν, είναι η πηγή της ζωής, είναι το άκρον των εφετών, είναι το παν. Όλα στο Χριστό υπάρχουν τα ωραία.
Και μακράν του Χριστού η θλίψις, η μελαγχολία, τα νεύρα, η στενοχώρια, οι αναμνήσεις των τραυμάτων της ζωής, των πιέσεων, των αγωνιωδών, έτσι, ωρών. Όλα, ζούμε εκείνα εκεί της ζωής μας. Και πάμε εδώ και πάμε εκεί, και τίποτα, και πουθενά δεν στεκόμαστε. Όπου βρούμε το Χριστό, ας είναι μια σπηλιά, καθόμαστε εκεί και φοβούμαστε να φύγουμε, να μη χάσουμε το Χριστό. Διαβάστε να ιδήτε.
Ασκηταί, που εγνώρισαν το Χριστό, δεν ήθελαν να φύγουν από τη σπηλιά, ούτε έβγαιναν έξω να κάνουνε πιο πέρα θέλαν να είναι εκεί που αισθανόντουσαν το Χριστό μαζί τους. Ο Χριστός είναι το παν!
ΠΗΓΗ: http://1myblog.pblogs.gr/2011/07/o-hristos-einai-nea-zwh-pws-to-lew-o-hristos-einai-to-pan.html
Δεν πρέπει η ψυχή μας ν' αντιστέκεται και να λέει, «γιατί το έκανε αυτό ο Θεός, γιατί το άλλο αλλιώς, δεν μπορούσε να το κάνει διαφορετικά;». Όλ' αυτά δείχνουν μία εσωτερική μικροψυχία και αντίδραση. Δείχνουν την μεγάλη ιδέα που έχομε για τον εαυτό μας, την υπερηφάνειά μας και τον μεγάλο εγωισμό μας. Αυτά τα «γιατί» πολύ βασανίζουν τον άνθρωπο, δημιουργούν αυτό που λέει ο κόσμος «κόμπλεξ». παραδείγματος χάριν, «γιατί να είμαι πολύ ψηλός» ή - το αντίθετο - «πολύ κοντός;». Αυτό δεν φεύγει από μέσα. Και προσεύχεται κανείς και αγρυπνεί, αλλά γίνεται το αντίθετο. Και υποφέρει και αγανακτεί χωρίς αποτέλεσμα. Ενώ με τον Χριστό, με την χάρη φεύγουν όλα. Υπάρχει αυτό το «κάτι» στο βάθος, δηλαδή το «γιατί», αλλ' η χάρις του Θεού επισκιάζει τον άνθρωπο κι ενώ η ρίζα είναι το κόμπλεξ, εκεί πάνω φυτρώνει τριανταφυλλιά με ωραία τριαντάφυλλα κι όσο ποτίζεται με την πίστη, με την αγάπη, με την υπομονή, με την ταπείνωση, τόσο παύει να έχει δύναμη το κακό και παύει να υπάρχει. δηλαδή δεν εξαφανίζεται, αλλά μαραίνεται. Όσο δεν ποτίζεται η τριανταφυλλιά, τόσο μαραίνεται, ξηραίνεται, χάνεται και αμέσως ξεπετάγεται αγκάθι.
Εκπειράζουμε τον Θεό, όταν ζητούμε κάτι από Εκείνον, αλλά η ζωή μας είναι μακράν του Θεού. Τον εκπειράζομε, όταν ζητούμε κάτι, αλλά η ζωή μας δεν είναι σύμφωνη με το θέλημά Του-πράγματα, δηλαδή, ενάντια στον Θεό. άγχος, αγωνία, απ' το ένα μέρος, κι απ' το άλλο παρακαλούμε.
ΠΗΓΗ: http://1myblog.pblogs.gr/2012/03/ayta-ta-giati-poly-basanizoyn-ton-anthrwpo.html
Σ' ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί ζούσε προ ετών ένας ιερέας ευλαβέστατος. Η ψυχούλα του ήταν γεμάτη στοργή για το ποίμνιό του και ειδικά για τους πονεμένους. Έφτασε όμως η μέρα που δοκιμάστηκε κι εκείνος και πόνεσε πολύ.
Η κόρη του, μια εξαιρετική κοπέλα, είχε παντρευτεί πρόσφατα μ' ένα νοικοκυρεμένο παληκάρι. Έφτασε, λοιπόν, ο καιρός να φέρει στον κόσμο το πρώτο παιδάκι της. Κατά τον τοκετό όμως, πέθανε! Πήγε Μάρτυρας να συναντήσει τον Πλάστη της, αφήνοντας πολύ πόνο πίσω της.
Ο ιερέας πατέρας της πόνεσε κι αυτός πολύ στο χωρισμό, αλλά με ακλόνητη Πίστη στο Θεό πρόσφερε δοξολογία στο άγιο όνομά Του. Την αγάπη του δε, για την θυγατέρα του εξέφραζε με θερμές προσευχές για την ψυχή της και με κρυφές ελεημοσύνες.
Ο ιερέας είχε έναν αδελφό καπετάνιο που, απόμαχος πια της θάλασσας, είχε γίνει στεριανός για τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του. Είχε δημιουργήσει περιουσία κι απολάμβανε πλέον τους κόπους του. Δυστυχώς όμως ήταν σχεδόν άπιστος, παρ' όλο που είχε καλή καρδιά. Τα βραδάκια, όταν μαζεύονταν στο φιλόξενο σπίτι του παπά μαζί με μερικούς φίλους, κάποιους αγαθούς νησιώτες που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στην εκκλησία, έπιναν το ζεστό τους φασκόμηλο και κουβέντιαζαν. Ο καπετάνιος ένα βράδυ ειρωνεύτηκε τον ιερέα και του είπε:
- Σιγά καημένε παπά, μην υπάρχει άλλη ζωή και σε βλέπει η κόρη σου τι λέμε και τι κάνουμε!
Ο ιερέας με πραότητα προσπάθησε να τον βοηθήσει ν' αποβάλει την απιστία, γιατί ήξερε πως κατά βάθος υπέφερε η ψυχή του μέσα στη θανατερή παγωνιά της. Εκείνος όμως δε φάνηκε να επηρεάζεται.
Ένα βράδυ, λοιπόν, ο ιερέας βλέπει τη θυγατέρα του στον ύπνο του. Ήταν ολόφωτη. Λευκοντυμένη, χαρούμενη, και του λέει: "Πατέρα, σ' ευχαριστώ για όλα. Για την αγάπη σου, τις προσευχές σου, και τις ελεημοσύνες που κάνεις για την ψυχή μου. Πες, σε παρακαλώ, και στον θείο μου (τον καπετάνιο) ότι τον ευχαριστώ για το ψάρι που μού 'στειλε!".
Αυτά είπε κι ενώ χαμογελούσε αγγελικά, τ' όνειρο έσβησε...
Ο ιερέας, όταν σηκώθηκε το πρωί, αισθανόταν μεγάλη χαρά και συγκίνηση.
Το βράδυ διηγήθηκε τ' όνειρο στη συντροφιά. Όλοι συγκινήθηκαν, μόνο ο καπετάνιος κοιτούσε δύσπιστα τον αδελφό του. Όταν όμως του είπε ότι η ανιψιά του τον ευχαριστεί για το ψάρι που της έστειλε, κι ότι δεν μπορεί να εξηγήσει αυτά τα λόγια της, ο καπετάνιος τινάχθηκε όρθιος. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα και τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν. Απ' το στόμα του βγήκε η κρυφή Πίστη της καρδιάς του:
- "Θεέ μου!", ψιθύρισε και μια κοίταζε τον ένα και μια τον άλλον σαστισμένος.
Όλοι τον ρώτησαν τι συνέβαινε. Γιατί τόση ταραχή, γιατί τόση συγκίνηση; Εκείνος, όταν συνήλθε κάπως, ξανακάθησε στην καρέκλα του και χωρίς να εμποδίζει τα δάκρυά του να τρέχουν στο ηλιοψημένο πρόσωπό του, τους είπε με ταπεινή φωνή: "- Ναι, είναι αλήθεια, ζουν οι ψυχές και μας βλέπουν! Ανήμερα στην κηδεία της ετοιμαζόμουν να κατέβω στην εκκλησία, όπου θα την διαβάζατε. Είχα πολύ πόνο μέσα μου. Το ξέρεις, παπά, πόσο αγαπούσα αυτή τη θυγατέρα σου. Ήταν πάντα άγγελος...
Εκείνη τη στιγμή έφθασε ένας φίλος μου ψαράς κάτω απ' τον πέρα γιαλό. Τούχα πει πως, όταν έπιανε καλό ψάρι να μου τό 'φερνε κι εγώ θα το πλήρωνα όσο-όσο. Εκείνη όμως τη στιγμή με νευρίασε η παρουσία του, καθώς κρατούσε το ροφό κρεμασμένο στο πλάι του. Του είπα λοιπόν απότομα:
- Δε θέλω ψάρια σήμερα, δεν θέλω τίποτε. Σήμερα κηδεύω την ανηψιά μου!
Ο άνθρωπος όταν τ' άκουσε πάγωσε και με κοίταζε αμίλητος. Τον λυπήθηκα και του είπα:
- Όμως, να, στο πληρώνω και συ δώστο σε κανένα φτωχό για την ψυχή της!
Εκείνος πήρε τα χρήματα, με συλλυπήθηκε κι έφυγε γρήγορα. Το περιστατικό αυτό δεν τό 'πα σε κανέναν και το είχα ξεχάσει. Αλλά η ψυχούλα της δεν το ξέχασε και μού 'στειλε τις ευχαριστίες της", είπε και σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του τα δάκρυά του. Μετά χαμογέλασε γλυκά, μα τόσο γλυκά! Μέσα σ' αυτό το χαριτωμένο χαμόγελο ο ιερέας διέκρινε το γλυκοχάραμα της αναγεννημένης Πίστεώς του. Η νύχτα της απιστίας έφυγε...
- "Δοξασμένο τόνομά Σου Πολυέλεε Κύριε", ψιθύρισε ο ιερέας και τον αγκάλιασε με το βλέμμα του...
ΠΗΓΗ: http://agiameteora.net/index.php/istories/2150-to-psari-tou-kapetaniou.html
Αγαπητά πνευματικά μου παιδιά,
Τώρα που ακόμη έχω τα φρένας μου σώας θέλω να σας πω μερικές συμβουλές. Από μικρό παιδί όλο στις αμαρτίες ήμουνα. Και όταν με έστελνε η μητέρα μου να φυλάω τα ζώα στο βουνό, γιατί ο πατέρας μου, επειδή ήμασταν πτωχοί είχε πάει στην Αμερική, για να εργαστεί στη διώρυγα του Παναμά για εμάς τα παιδιά του, εκεί που έβοσκα τα ζώα, συλλαβιστά διάβαζα το βίο του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου και πάρα πολύ αγάπησα τον Άγιο Ιωάννη και έκανα πάρα πολλές προσευχές σαν μικρό παιδί που ήμουν 12 - 15 χρονών, δεν θυμάμαι ακριβώς καλά, και θέλοντας να τον μιμηθώ με πολύ αγώνα έφυγα από τους γονείς μου κρυφά και ήλθα στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους και υποτάχτηκα σε δύο γέροντες αυταδέλφους, Παντελεήμονα και Ιωαννίκιο. Μου έτυχε να είναι πολύ ευσεβείς και ενάρετοι και τους αγάπησα πάρα πολύ και γι' αυτό, με την ευχή τους, τους έκανα άκρα υπακοή.
Αυτό με βοήθησε πάρα πολύ, αισθάνθηκα και μεγάλη αγάπη και προς τον Θεό, και πέρασα πάρα πολύ καλά. Αλλά, κατά παραχώρηση Θεού, για τις αμαρτίες μου, αρρώστησα πολύ και οι Γέροντές μου μου είπαν να πάω στους γονείς μου στο χωριό μου εις τον άγιο Ιωάννη Ευβοίας.
Και ενώ από μικρό παιδί είχα κάνει πολλές αμαρτίες, όταν ξαναπήγα στον κόσμο, συνέχισα τις αμαρτίες, οι οποίες μέχρι σήμερα έγιναν πάρα πολλές.
Ο κόσμος όμως με πήρε από καλό και όλοι φωνάζουνε ότι είμαι άγιος. Εγώ όμως αισθάνομαι ότι είμαι ο πιο αμαρτωλός άνθρωπος του κόσμου.
Όσα ενθυμόμουνα βεβαίως τα εξομολογήθηκα, αλλά γνωρίζω ότι για αυτά που εξομολογήθηκα με συγχώρησε ο Θεός, αλλά όμως τώρα έχω ένα συναίσθημα ότι και τα πνευματικά μου αμαρτήματα είναι πάρα πολλά και παρακαλώ όσοι με έχετε γνωρίσει να κάνετε προσευχή για μένα, διότι και εγώ, όταν ζούσα, πολύ ταπεινά έκανα προσευχή για σας, αλλά όμως τώρα που θα πάω για τον ουρανό έχω το συναίσθημα ότι ο Θεός θα μου πει: Τι θέλεις εσύ εδώ; Εγώ ένα έχω να του πω.
Δεν είμαι άξιος, Κύριε, για εδώ, αλλά ότι θέλει η αγάπη σου ας κάμει για μένα. Από εκεί και πέρα δεν ξέρω τι θα γίνει.
Επιθυμώ όμως να ενεργήσει η αγάπη του Θεού. Και πάντα εύχομαι τα πνευματικά μου παιδιά να αγαπήσουν τον Θεό, που είναι το παν, για να μας αξιώσει να μπούμε στην επίγειο άκτιστο εκκλησία Του. Γιατί από εδώ πρέπει να αρχίσουμε.
Εγώ πάντα είχα την προσπάθεια να προσεύχομαι και να διαβάζω τους Ύμνους της Εκκλησίας, την Αγία Γραφή και τους βίους των Αγίων μας και εύχομαι και εσείς να κάνετε το ίδιο. Εγώ προσπάθησα με τη Χάρη του Θεού να τον πλησιάσω το Θεό και εύχομαι και σεις να κάνετε το ίδιο.
Παρακαλώ όλους σας να με συγχωρέσετε για ο,τι σας στεναχώρησα.
Ιερομόναχος Πορφύριος
Εν Καυσοκαλυβίοις τη 4/7 Ιουνίου 1991
Σήμερα, μετά την απόφαση αγιοκατάταξης του Γέροντος Πορφυρίου, επίκαιρος όσο ποτέ είναι ο λόγος του αναφορικά με το πως γίνεται κανείς Άγιος....
Έλεγε λοιπόν:
Η ελευθερία δεν κερδίζεται, αν δεν ελευθερώσομε το εσωτερικό μας απ’ τα μπερδέματα και τα πάθη.
Αυτό είναι η Εκκλησία μας, αυτή είναι η χαρά μας, αυτό είναι το παν για μας. Και ο άνθρωπος σήμερα αυτό ζητάει. Και παίρνει τα δηλητήρια και τα ναρκωτικά, για να έλθει σε κόσμους χαράς. αλλά ψεύτικης χαράς. Κάτι αισθάνεται εκείνη τη στιγμή και αύριο είναι τσακισμένος.
Το ένα τον τρίβει, τον τρώει, τον τσακίζει, τον ψήνει. Ενώ το άλλο, δηλαδή το δόσιμο στον Χριστό, τον ζωογονεί, του δίνει χαρά, τον κάνει να χαίρεται τη ζωή, να νιώθει δύναμη, μεγαλείο.
Είναι μεγάλη τέχνη να τα καταφέρετε να αγιασθεί η ψυχή σας. Παντού μπορεί ν’ αγιάσει κανείς. Και στην Ομόνοια μπορεί ν’ αγιάσει, αν το θέλει. Στην εργασία σας, όποια και να είναι, μπορείτε να γίνετε άγιοι. Με την πραότητα, την υπομονή, την αγάπη. Να βάζετε κάθε μέρα νέα σειρά, νέα διάθεση, με ενθουσιασμό και αγάπη, προσευχή και σιωπή. Όχι να έχετε άγχος και να σας πονάει το στήθος.
Να εργάζεσθε με εγρήγορση, απλά, απαλά, χωρίς αγωνία, με χαρά κι αγαλλίαση, με αγαθή διάθεση. Τότε έρχεται η θεία χάρις.
Όλα τα δυσάρεστα, που μένουν μέσα στην ψυχή σας και φέρνουν άγχος, μπορούν να γίνουν αφορμή για τη λατρεία του Θεού και να παύσουν να σας καταπονούν. Να έχετε εμπιστοσύνη στον Θεό.
Δεν είναι ανάγκη να προσπαθείτε και να σφίγγεσθε. Όλη σας η προσπάθεια να είναι ν’ ατενίσετε το φως, να κατακτήσετε το φως. Έτσι, αντί να δίδεσθε στη στενοχώρια, που δεν είναι του Πνεύματος του Θεού, να δίδεσθε στη δοξολογία του Θεού.
Η στενοχώρια δείχνει ότι δεν εμπιστευόμαστε τη ζωή μας στον Χριστό.
Η επικοινωνία με τον Χριστό, όταν γίνεται απλά, απαλά, χωρίς πίεση, κάνει τον διάβολο να φεύγει. Ο σατανάς δεν φεύγει με πίεση, με σφίξιμο. Απομακρύνεται με την πραότητα και την προσευχή. Υποχωρεί, όταν δει την ψυχή να τον περιφρονεί και να στρέφεται με αγάπη προς τον Χριστό. Την περιφρόνηση δεν μπορεί να τη υποφέρει, διότι είναι υπερόπτης. Όταν, όμως, πιέζεσθε, το κακό πνεύμα σας παίρνει είδηση και σας πολεμάει. Μην ασχολείσθε με τον διάβολο, ούτε να παρακαλείτε να φύγει. Όσο παρακαλείτε να φύγει, τόσο σας αγκαλιάζει. Τον διάβολο να τον περιφρονείτε. Να μην τον πολεμάτε κατά μέτωπον. Όταν πολεμάς με πείσμα κατά του διαβόλου, επιτίθεται κι εκείνος σαν τίγρης, σαν αγριόγατα. Όταν του ρίχνεις σφαίρες, αυτός σου ρίχνει χειροβομβίδα. Όταν του ρίχνεις βόμβα, σου ρίχνει πύραυλο. Μη κοιτάζετε το κακό. Να κοιτάζετε την αγκαλιά του Θεού και να πέφτετε στην αγκαλιά Του και να προχωρείτε.
Ο ταπεινός έχει συνείδηση της εσωτερικής του καταστάσεως και, όσο κι αν είναι άσχημη, δεν χάνει την προσωπικότητά του… Δεν χάνει την ισορροπία του. Το αντίθετο συμβάνει με τον εγωιστή, τον έχοντα αισθήματα κατωτερότητος. Στην αρχή μοιάζει με τον ταπεινό. Λίγο, όμως, αν τον πειράξει κανείς, αμέσως χάνει την ειρήνη του, εκνευρίζεται, ταράζεται.
ΠΗΓΗ: http://www.agioritikovima.gr/didaches/gerontos-porfur/33422-p%CE%BFs-agiazeis-u
Σήμερα εἶναι ἡ μνήμη τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης ποὺ ἦταν μιὰ πάνσοφη γυναίκα καὶ μαρτύρησε γιὰ τὸν Χριστό. Πολλοὶ μπορεῖ νὰ διαβάσατε τὸν βίο της, ὅμως σίγουρα λίγοι ξέρετε ὅτι ἀποστόμωσε 50 δεινοὺς ρήτορες τῆς ἐποχῆς.
Ἀπέδειξε τὴν ἄρρηκτη σχέση Ἑλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ. Τί τοὺς εἶπε ἡ Ἁγία γιὰ τὸ Χριστό; Ὅτι προφήτευσαν γὶ΄αὐτόν, τὴν ἔλευσή του καὶ τὴ σταύρωσή του ἀρχαῖοι φιλόσοφοι καὶ ποιητὲς καὶ μάλιστα ἡ Σίβυλλα καὶ ὁ Ἀπόλλωνας.
Ἃς δοῦμε ὅμως λίγα πράγματα ἀπὸ τὸ βίο τῆς Ἁγίας.
H Ἁγία Μεγαλομάρτης Αἰκατερίνη γεννήθηκε τὸ 294 μ.Χ. στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἦταν κόρη τοῦ Ἕλληνα ἡγεμόνα τῆς πόλης Κόστου, ὁ ὁποῖος πρὶν ἀναλάβει τὴν διακυβέρνηση τῆς Αἰγύπτου μὲ ἐντολὴ τοῦ Ρωμαίου Αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ ἦταν βασιλιὰς τῆς Κύρπου.
Ἡ Ἁγία ἦταν γνωστὴ γιὰ τὴ σοφία της καὶ εἶχε σπουδάσει στὶς ἐθνικὲς σχολὲς τῆς Ἀλεξάνδρειας φιλοσοφία, ποίηση, ρητορική, ἰατρικὴ μουσική, φυσική, μαθηματικὰ καὶ ἀστρονομία. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰώνα μ.Χ. ὅταν βασίλευε στὸ Ρωμαϊκὸ κράτος ὁ αὐτοκράτορας Μαξέντιος ἡ Ἁγία ὁμολόγησε τὴν πίστη της στὸ Χριστὸ καὶ κατηγόρησε δημόσια το Ρωμαῖο αὐτοκράτορα γιὰ τὶς θυσίες του στὰ εἴδωλα.
Ὁ αὐτοκράτορας συγκέντρωσε 50 ρήτορες ἂπ΄ὅλη τὴν αὐτοκρατορία γιὰ νὰ τὴν πείσουν νὰ ἀρνηθεῖ τὸ Χριστό. Ἀντὶ ὅμως οἱ ρήτορες νὰ πείσουν τὴν Ἁγία πείστηκαν οἱ ἴδιοι ἀπὸ τὰ ἐπιχειρήματά της διότι αὐτὰ ἦταν βασισμένα στὰ ρητὰ καὶ στὶς προφητεῖες τῶν Ἑλλήνων φιλοσόφων περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τῆς γῆς.
Οἱ λόγοι τῆς Ἁγίας στάθηκαν ἀφορμὴ νὰ στραφοῦν οἱ 50 ρήτορες πρὸς τὸ Χριστιανισμό. Ἔξαλλος ὁ αὐτοκράτορας διέταξε νὰ ριφθοῦν στὴν πυρὰ καὶ ἡ Ἁγία φυλακίστηκε καὶ βασανίστηκε.
Μὲ κόκκινα γράφει:”Ὁ χρησμὸς τοῦ Ἀπόλλωνος δοθεῖς ἐν Δελφοῖς περὶ τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ πάθους αὐτοὺ”
Οἱ 50 ρήτορες παρουσιάζονται ἐνώπιόν της Ἁγίας καὶ ὁ σπουδαιότερος ἀπὸ αὐτοὺς ἀμφισβητεῖ τὴ θεότητα τοῦ Ἰησοῦ ὑποστηρίζοντας ὅτι οὐδέποτε οἱ ἀρχαῖοι φιλόσοφοι ὀνόμασαν ἢ τίμησαν αὐτόν:«Λοιπόν, μὴ παρασυρόμενη ἀπὸ τὴν ἀπάτη ἐπιμένεις εἰς τὸν Ἐσταυρωμένον ὡς Θεόν, τὸν ὁποῖον οὐδεὶς ἐκ τῶν παλαιῶν δὲν τὸν ὀνόμασε σοφό, οὔτε ἐγνώριζε ἂν ὀνομαζόταν Θεός». Στὴν ἀπάντησή της ἡ Ἁγία χρησιμοποιεῖ τὶς γραπτὲς προφητεῖες τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων, ὅπως τοῦ Διοδώρου, τοῦ Πλουτάρχου, τοῦ Ὁμήρου, τοῦ Ὀρφέως, τοῦ Σοφοκλέους καὶ ὡς ἀποκορύφωμα δύο χρησμοὺς τῆς Σίβυλλας καὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, οἱ ὁποῖοι ἀφήνουν κυριολεκτικὰ ἄναυδούς του 50 ρήτορες.
Οἱ δύο χρησμοὶ καταγράφονται στὴν Γ’ ἐκδοχὴ τοῦ Μαρτυρίου τῆς Ἁγίας (Μαρτυρολόγιον τοῦ Σινᾶ σέλ. 100- 133) ἀλλὰ καὶ σὲ ἕνα χειρόγραφο ἀπὸ περγαμηνὴ τοῦ 12ου αἰῶνος τὸ ὁποῖο φυλάσσεται στὴ Μονὴ Δοχειαρίου τοῦ Ἅγιου Ὅρους. Οἱ ρήτορες ἀναφέρουν στὴν Ἁγία ὅτι οὐδέποτε διάβασαν στὰ βιβλία τους γιὰ κάποιον Ἐσταυρωμένο Θεό.
Ἡ ἀπάντηση τῆς Ἁγίας εἶναι καταπέλτης:
«Τὸ ὅτι ὁ Ἐσταυρωμένος, εἶπε, δὲν ἔτυχε νὰ τιμηθεῖ ἀπὸ κανέναν ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ δαπανῶμεν τὸν χρόνο μας, οὔτε νὰ τὸ πολυεξετάζομεν, οὔτε νὰ κάνωμε ἐρεῦνας δὶ΄αὐτῶν μὲ ἀνθρωπίνους λογισμοὺς διότι εἶναι ὁ ἀληθινὸς θεὸς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, τῆς θαλάσσης, τοῦ ἡλίου, τῆς σελήνης, τῶν ἄστρων καὶ δημιουργὸς ὅλου του ἀνθρωπίνου γένους ἀκατάληπτος, ἀνεξερεύνητος, ἀπέραντος, ἀνεξιχνίαστος, ἄρρητος. Διὰ νὰ σοῦ ἀποδείξω τὰ σχετικὰ μ’ αὐτὸν μὲ τὴ βοήθεια τῶν δικῶν σου, διότι ἔτσι ἡ ἀπόδειξής μου θὰ εἶναι ἀπολύτως ἔγκυρη, πρόσεξε τί ἀποκαλύπτει ξεκάθαρα, ἡ πιὸ σοφὴ ἀπ’ ὄλας τὰς γυναίκας, Σίβυλλα, διὰ τὴν κατὰ σάρκα γέννησή του, διὰ τὴν πρόνοιάν του δὶ’ ἠμᾶς, καὶ διὰ τὴν ἀμέτρητόν του φροντίδα.
Ἂν θέλεις ἃς ἀκούσουμε τὰ ἴδια τῆς τὰ λόγια: «ὕστερα ἀπὸ πολὺν καιρὸ θὰ φτάσει κάποιον εἰς αὐτὴν τὴν πολυδιηρημένην γῆ καὶ θὰ γεννηθεῖ μὲ σάρκαν ἀμόλυντον. Μὲ ἀνεξάντλητα ὅρια ὡς θεότητα θὰ λυτρώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν φθορὰ τῶν ἀνιάτων παθῶν. Καὶ θὰ τὸν φθονήσει ἄπιστος λαὸς καὶ θὰ κρεμαστεῖ ὑψηλὰ ὡς κατάδικος εἰς θάνατον. Ὅλα αὐτὰ θὰ τὰ ὑποφέρει μὲ πραότητα». Πρόσεξε καὶ τὸν ἀληθινὸ μάντη Ἀπόλλωνα, ποὺ ἔχει ξεχάσει τὴν συνηθισμένη τοῦ ἀσάφια καὶ τὰ ἀμφιλεγόμενά του καὶ φανερώνει γυμνὴ τὴν ἀλήθεια χωρὶς τὴ δικὴν τοῦ βούλησιν. Λέγει αὐτός: «Ἕνας οὐράνιος μὲ πιέζει ἰσχυρά, ὁ ὁποῖος εἶναι φῶς τριλαμπές. Αὐτὸς εἶναι ὁ παθῶν Θεός, χωρὶς νὰ πάθει τίποτε ἡ Θεότης του, διότι εἶναι συγχρόνως θνητὸς καὶ ἀθάνατος.
Αὐτὸς εἶναι συγχρόνως Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, ὅλα ὑποφέρων ἀπὸ τοὺς θνητούς, δηλαδὴ τὸν σταυρόν, τὴν ὕβριν, τὴν ταφήν. Αὐτὸς κάποτε ἀπὸ τὰ μάτια ἔχυσε δάκρυα θερμά. Αὐτὸς πέντε χιλιάδες χόρτασε μὲ πέντε ἄρτους, κάτι ποὺ ἤθελε δύναμιν θεϊκήν. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ δικός μου Θεός, ὁ ὁποῖος ἐσταυρώθει εἰς τὸ ξύλον, ὁ ὁποῖος ἐξέπνευσε, ὁ ὁποῖος ἐκ τοῦ τάφου ἀνῆλθεν εἰς τὸν οὐρανόν».
Αὐτὰ διηγεῖται ὁ Θεός σου. Διότι εἶναι συνάναρχος μ΄αὐτὸν ποὺ τὸν ἐγέννησε καὶ αἰώνιος ἀρχὴ καὶ ρίζα καὶ πηγὴ ὅλων των ἀγαθῶν, ὅλα τα δημιούργησε χωρὶς νὰ ὑπάρχουν πρὶν καὶ ὅλα τα κοσμεῖ καὶ τὰ διακρατεῖ καὶ τὰ διαπερνᾶ καὶ μὲ τὸ δικό του χέρι ἐδημιούργησε ἠμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ πολλοὺς δρόμους ἤνοιξε διὰ τὴν σωτηρία μας».
1. Ἐὰν τὸ δένδρο ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τὸν καρπό, καὶ τὸ καλὸ δένδρο παράγει ἐπίσης καλὸν καρπὸ (Ματθ. ζ´ 16., Λουκ. Ϛ´ 44), ἡ μητέρα τῆς αὐτοαγαθότητος, ἡ γεννήτρια τῆς ἀΐδιας καλλονῆς, πῶς δὲν θὰ ὑπερεῖχε ἀσυγκρίτως κατὰ τὴν καλοκαγαθία ἀπὸ κάθε ἀγαθὸ ἐγκόσμιο καὶ ὑπερκόσμιο; Διότι ἡ δύναμις ποὺ ἐκαλλιέργησε τὰ πάντα, ἡ συναΐδια καὶ ἀπαράλλακτη εἰκὼν τῆς ἀγαθότητος, ὁ προαιώνιος καὶ ὑπερούσιος καὶ ὑπεράγαθος Λόγος, ἀπὸ ἀνέκφραστη φιλανθρωπία κι᾽ εὐσπλαγχνία γιὰ χάρι μας ἠθέλησε νὰ περιβληθῇ τὴν ἰδική μας εἰκόνα, γιὰ νὰ ἀνακαλέσῃ τὴν φύσι ποὺ εἶχε συρθῇ κάτω στοὺς μυχοὺς τοῦ ἅδη καὶ νὰ τὴν ἀνακαινίσῃ, διότι εἶχε παλαιωθῆ, καὶ νὰ τὴν ἀναβιβάσῃ πρὸς τὸ ὑπερουράνιο ὕψος τῆς βασιλείας καὶ θεότητός του. Γιὰ νὰ ἑνωθῇ λοιπὸν μὲ αὐτὴν καθ᾽ ὑπόσταση, ἐπειδὴ ἐχρειαζόταν σαρκικὸ πρόσλημμα καὶ σάρκα νέα συγχρόνως καὶ ἰδική μας, ὥστε νὰ μᾶς ἀνανεώσῃ ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους, ἐπὶ πλέον δὲ ἐχρειαζόταν καὶ κυοφορία καὶ γέννα σὰν τὴ δική μας, τροφὴ μετὰ τὴ γέννα καὶ κατάλληλη ἀγωγή, γινόμενος πρὸς χάριν μας καθ᾽ ὅλα σὰν ἐμᾶς, εὑρίσκει γιὰ ὅλα πρέπουσα ὑπηρέτρια καὶ χορηγὸ ἀμόλυντης φύσεως ἀπὸ τὸν ἑαυτό της αὐτὴν τὴν ἀειπάρθενη, ἡ ὁποία ὑμνεῖται ἀπὸ μᾶς καὶ τῆς ὁποίας σήμερα ἑορτάζομε τὴν παράδοξη εἴσοδο στὰ ἅγια τῶν ἁγίων. Διότι αὐτὴν προορίζει πρὶν ἀπὸ τοὺς αἰῶνες ὁ Θεὸς γιὰ τὴ σωτηρία καὶ ἀποκατάσταση τοῦ γένους, καὶ τὴν ἐκλέγει ἀνάμεσα ἀπὸ ὅλους, ὄχι ἁπλῶς τοὺς πολλούς, ἀλλὰ τοὺς ἀπὸ τοὺς αἰῶνες ἐκλεγμένους καὶ θαυμαστοὺς καὶ περιβοήτους γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ σύνεσι, καθὼς καὶ γιὰ τὰ κοινωφελῆ καὶ θεοφιλῆ συγχρόνως ἤθη καὶ λόγια καὶ ἔργα.
2. Διότι στὴν ἀρχὴ ἐσηκώθηκε ἐναντίον μας ὁ νοητὸς καὶ ἀρχέκακος ὄφις καὶ μᾶς κατέῤῥιψε στὰ βάραθρα τοῦ ἅδη. Κι᾽ ὑπάρχουν πολλοὶ λόγοι, γιὰ τοὺς ὁποίους ἐσηκώθηκε ἐναντίον μας καὶ ὑπεδούλωσε τὴ φύσι μας· φθόνος καὶ ζηλοτυπία καὶ μῖσος, ἀδικία καὶ δόλος καὶ σοφιστεία, καὶ μαζὶ μὲ τὰ τέτοια, ἡ θανατηφόρος δύναμις ποὺ ἔχει μέσα του, τὴν ὁποία πρῶτος ἐγέννησε καὶ μόνος του, ἀφοῦ πρῶτος αὐτὸς ἀποστάτησε ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ ζωή. Πραγματικὰ στὴν ἀρχὴ ἐφθόνησε τὸν Ἀδάμ, ὅταν τὸν εἶδε νὰ ζῇ στὸν τόπο τῆς ἄφθαρτης τρυφῆς καὶ νὰ περιλάμπεται μὲ θεοειδῆ δόξα καὶ νὰ ὁδηγῆται ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό, ἀπὸ ὅπου αὐτὸς ἀπεῤῥίφθηκε δικαίως καὶ ἀπὸ φθόνο ἐξεμάνη ἐναντίον του μὲ τὴ χειρότερη μανία, ὥστε νὰ θελήσῃ καὶ νὰ τὸν θανατώσῃ ἀκόμη. Ὁ φθόνος εἶναι πατέρας ὄχι τοῦ μίσους μόνο ἀλλὰ καὶ τοῦ φόνου, τὸν ὁποῖο ἐπέφερε σ᾽ ἐμᾶς ἀναμιγνύοντάς τον μὲ δόλο ὁ δολερὸς καὶ ἀληθινὰ μισάνθρωπος ὄφις. Διότι καταλήφθηκε ἀπὸ ἔρωτα πρὸς τὴν τυραννία σὲ βάρος του ἐντελῶς ἄδικα, γιὰ καταστροφὴ τοῦ πλασθέντος κατ᾽ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσι Θεοῦ· ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἐτόλμησε νὰ ἐπιτεθῇ κατὰ πρόσωπο, ἐχρησιμοποίησε τὸν δόλο καὶ τὴν πονηρία. Ἀφοῦ ἐπλησίασε διὰ τοῦ αἰσθητοῦ ὄφεως ὡς φίλος καὶ καλὸς σύμβουλος ὁ φοβερὸς καὶ πραγματικὰ ἐχθρὸς καὶ ἐπίβουλος, κατορθώνει, φεῦ!, κρυφὰ νὰ ἐπιτύχῃ καὶ μὲ τὴ ἀντίθεη συμβουλὴ χύνει σὰν δηλητήριο στὸ ἄνθρωπο τὴν θανατηφόρα δύναμί του.
3. Ἐὰν λοιπὸν ὁ Ἀδάμ, κρατώντας δυνατὰ τότε τὴν θεία ἐντολή, ἀπέῤῥιπτε τὴν ἐχθρικὴ πονηρὰ συμβουλή, θὰ ἐφαινόταν νικητὴς κατὰ τοῦ ἀντιπάλου καὶ ἀνώτερος τῆς θανατηφόρας φθορᾶς, καταντροπιάζοντας τὸν μανιακὸ καὶ δόλιο προσβολέα. Ἐπειδὴ ὅμως ἐκεῖνος ὑποκύπτοντας ἑκούσιως, ποὺ δὲν ἔπρεπε ποτὲ νὰ τὸ κάμῃ, ἐνικήθηκε καὶ ἀχρειώθηκε, κι᾽ ἔτσι, ἀφοῦ ἦταν ῥίζα τοῦ γένους, μᾶς ἀνέδειξε καταλλήλους θνητοὺς βλαστούς, ἐχρειαζόταν ὁπωσδήποτε, ἂν ἔπρεπε νὰ ἀνταποδώσωμε τὴν ἧττα, νὰ κερδίσωμε τὴ νίκη, ν᾽ ἀποῤῥίψωμε μὲ ψυχὴ καὶ σῶμα τὸ θανατηφόρο δηλητήριο καὶ ν᾽ ἀπολαύσωμε ζωή, καὶ μάλιστα ζωὴ αἰώνια καὶ ἀπαθῆ. Ἐχρειαζόταν λοιπὸν τὸ γένος μας νέα ῥίζα, δηλαδὴ νέο Ἀδάμ, ὄχι μόνο ἀναμάρτητο, ἀλλὰ κι᾽ ἐντελῶς ἀνεξαπάτητο καὶ ἀήττητο, ποὺ ἐπὶ πλέον μπορεῖ καὶ νὰ συγχωρῇ τὶς ἁμαρτίες καὶ νὰ καθιστᾶ ἀθώους τοὺς ἐνόχους, ποὺ ὄχι μόνο ζῆ ἀλλὰ καὶ ζωοποιεῖ, ὥστε νὰ μεταδίδῃ ζωὴ καὶ ἄφεσι ἁμαρτιῶν καὶ στοὺς προσκολλωμένους σ᾽ αὐτὸν καὶ συγγενεῖς κατὰ τὸ γένος, ἀναζωογονώντας ὄχι μόνο τοὺς μεταγενεστέρους, ἀλλὰ καὶ τοὺς πρὶν ἀπὸ αὐτὸν ἀποθανόντας.
4. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Παῦλος, ἡ μεγάλη σάλπιγγα τοῦ Πνεύματος, βοᾷ λέγοντας, «ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἔγινε ὡς ζωντανὴ ψυχή, ὁ δεύτερος ἄνθρωπος ἔγινε ὡς πνεῦμα ζωοποιὸ» (Α´ Κορ. ιε´ 45). Ἀναμάρτητος δὲ καὶ ζωοποιὸς καὶ ἱκανὸς νὰ συγχωρῇ ἁμαρτίες δὲν εἶναι κανεὶς πλὴν τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως ὁ νέος Ἀδὰμ ἦταν ἀναγκαῖο νὰ εἶναι ὄχι μόνο ἄνθρωπος ἀλλὰ καὶ Θεός, νὰ εἶναι κυριολεκτικῶς ζωὴ καὶ σοφία, δικαιοσύνη καὶ ἀγάπη, εὐσπλαγχνία καὶ κάθε ἄλλο ἀγαθό, ὥστε νὰ διενεργήσῃ τὴν ἀνακαίνισι καὶ ἀναζώωσι τοῦ παλαιοῦ Ἀδὰμ μὲ ἔλεος καὶ σοφία καὶ δικαιοσύνη. Ὁ νοητὸς καὶ ἀρχέκακος ὄφις, χρησιμοποιώντας τὰ ἀντίθετα ἀπὸ αὐτὰ προεκάλεσε σ᾽ ἐμᾶς τὴν παλαίωσι καὶ τὴ νέκρωσι.
5. Ὅπως λοιπὸν στὴν ἀρχὴ ὁ ἀνθρωποκτόνος ἀπὸ φθόνο καὶ μῖσος ξεσηκώθηκε ἐναντίον μας, ἔτσι ὁ ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς ἐκινήθηκε ὑπὲρ ἡμῶν ἀπὸ ὑπερβολὴ φιλανθρωπίας καὶ ἀγαθότητος. Διότι ἀγάπησε δικαίως τὴ σωτηρία τοῦ πλάσματός του, ποὺ ἦταν νὰ τὸ φέρῃ πάλι στὴν ἐξουσία καὶ νὰ τὸ ξανασώσῃ, ὅπως ἐκεῖνος ὁ ἀρχέκακος ἀδίκως ἀγάπησε τὴν ἀπώλεια τοῦ πλάσματος τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἦταν νὰ τὸ ὑποτάξῃ στὸν ἑαυτό του καὶ νὰ τοῦ ἐπιβάλλεται τυραννικῶς. Ὅπως δὲ αὐτὸς διέπραξε τὴ νίκη του καὶ τὴν πτῶσι τοῦ ἀνθρώπου μὲ ἀδικία καὶ δόλο, μὲ ἀπάτη καὶ σοφιστεία, ἔτσι ὁ ἐλευθερωτὴς μὲ δικαιοσύνη καὶ σοφία καὶ ἀλήθεια ἐπραγματοποίησε τὴν τελικὴ ἧττα τοῦ ἀρχεκάκου καὶ τὴν ἀνακαίνισι τοῦ πλάσματός του. Ἀλλὰ ἡ ἀνάπτυξις τοῦ θέματος περὶ τῆς σοφίας ποὺ ὑπάρχει σ᾽ αὐτὴν τὴ θεία οἰκονομία δὲν εἶναι τοῦ παρόντος καιροῦ.
6. Ἦταν δὲ θέμα ἀκριβοῦς δικαιοσύνης καὶ ἡ ἴδια ἡ ἡττηθεῖσα καὶ ὑποδουλωθεῖσα ἑκουσίως φύσις νὰ ξαναπαλαίσῃ γιὰ τὴ νίκη καὶ ν᾽ ἀπωθήσῃ τὴ δουλεία ἑκουσίως. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Θεὸς εὐδόκησε ν᾽ ἀναλάβῃ ἀπὸ ἐμᾶς τὴ φύσι μας ἑνούμενος μὲ αὐτὴν παραδόξως καθ᾽ ὑπόστασι. Ἦταν δὲ ἀδύνατο ἡ ὑψίστη ἐκείνη καὶ ὑπεράνω τοῦ νοῦ καθαρότης νὰ ἑνωθῇ μὲ μολυσμένη φύσι διότι ἕνα μόνο πρᾶγμα εἶναι ἀδύνατο στὸν Θεὸ τὸ νὰ συνέλθῃ σὲ ἕνωσι μὲ ἀκάθαρτο, πρὶν τοῦτο καθαρισθῇ. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐχρειαζόταν κατ᾽ ἀνάγκη μιὰ τελείως ἀμόλυντη καὶ καθαρωτάτη παρθένος γιὰ κυοφορία καὶ γέννησι ἐκείνου ποὺ εἶναι καὶ ἐραστής της καὶ δοτὴρ τῆς καθαρότητος ἡ ὁποία καὶ προωρίσθηκε καὶ ἀποτελέσθηκε κι᾽ ἐφανερώθηκε, καὶ τὸ σχετικὸ μὲ αὐτὴν μυστήριο ἐτελέσθηκε, μὲ πολλὰ παράδοξα γεγονότα ποὺ κατὰ καιροὺς συνῆλθαν σὲ ἕνα.
7. Γι᾽ αὐτὸ καὶ τὰ γεγονότα ποὺ συνετέλεσαν σ᾽ αὐτὸ ἑορτάζονται ἀπὸ ἐμᾶς σήμερα, ἀφοῦ ἀπὸ τὸ ἀποτέλεσμα ἀντιληφθήκαμε κυρίως τὸ μεγαλεῖο τῶν γεγονότων ποὺ ὡδήγησαν πρὸς τὸ τόσο μεγάλο τέλος. Διότι αὐτὸς ποὺ εἶναι ἐκ Θεοῦ καὶ πρὸς τὸν Θεὸν καὶ Θεός, καὶ Λόγος καὶ Υἱὸς τοῦ ὑψίστου Πατρός, συνάναρχος καὶ συναΐδιος, γίνεται υἱὸς ἀνθρώπου, αὐτῆς τῆς Ἀειπάρθενης. «Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερα εἶναι ὁ ἴδιος, καθὼς καὶ στοὺς αἰῶνες» (Ἑβρ. ιγ´ 8), ἄτρεπτος κατὰ τὴν θεότητα, ἄμεμπτος κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα. «Αὐτὸς μόνος», ὅπως ἤδη προεμαρτύρησε ὁ Ἠσαΐας (Ἠσ. νγ´ 9), «δὲν διέπραξε ἁμαρτία καὶ δὲν εὑρέθηκε δόλος στὸ στόμα του». Καὶ ὄχι μόνο τοῦτο, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς μόνος δὲν συνελήφθηκε μὲ ἀνομίες, οὔτε ἐγεννήθηκε μὲ ἁμαρτίες, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Δαβὶδ στοὺς ψαλμοὺς γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ κάθε ἄνθρωπο ὥστε νὰ εἶναι καὶ κατὰ τὸ πρόσλημμα τελείως καθαρὸς καὶ ἀμόλυντος καὶ νὰ μὴ χρειάζεται οὔτε κατ᾽ αὐτὸ καθάρσια μέσα γιὰ τὸν ἑαυτό του· γιὰ νὰ εἶναι ἔτσι δυνατό, διαβιβάζοντας σ᾽ ἐμᾶς γιὰ χάρι μας δικαίως μαζὶ καὶ πανσόφως τόσο τὴν κάθαρσι ὅσο καὶ τὸ πάθος, νὰ δεχθῇ καὶ τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάστασι. Πραγματικὰ ἡ κατὰ τὴν σάρκα ὁρμὴ πρὸς γένεσι, ποὺ εἶναι ἀκουσία καὶ ἀπειθὴς στὸν νόμο τοῦ νοός, ἂν καὶ ἀπὸ μερικοὺς δουλαγωγεῖται βιαίως, ἀπὸ μερικοὺς δὲ σωφρόνως ἀφήνεται μόνο γιὰ παιδοποιΐα, πάντως φέρει τὰ σύμβολα τῆς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καταδίκης, καθὼς εἶναι καὶ λέγεται φθορὰ καὶ ὁπωσδήποτε γιὰ τὴν φθορὰ γεννᾶ, καὶ εἶναι ἐμπαθὴς κίνησις τοῦ ἀνθρώπου ποὺ δὲν ἐκράτησε τὴν τιμή, τὴν ὁποία ἡ φύσις μας ἐπῆρε ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ ὡμοιώθηκε μὲ τὰ κτήνη.
8. Γι᾽ αὐτὸ ὄχι μόνο ἦλθε ὁ Θεὸς ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ καὶ ἦλθε ἀπὸ παρθένο ἁγνὴ καὶ ἁγία, μᾶλλον δὲ πανυπέραγνη καὶ ὑπεραγία, ἀφοῦ εἶναι παρθένος ὄχι μόνο ὑπερτέρα μολυσμοῦ σαρκός, ἀλλὰ καὶ ἀνωτέρα ἀπὸ μολυσμένους σαρκικοὺς λογισμούς. Τὴν σύλληψί της ἐπέφερε ἐπέλευσι παναγίου Πνεύματος, ὄχι ὀρέξεως σαρκός, προεκάλεσε εὐαγγελισμὸς καὶ πίστις στὴν ἐνανθρώπησι τοῦ Θεοῦ ποὺ νικᾶ κάθε λόγο ὡς ἐξαίσια καὶ ὑπὲρ λόγο, ἀλλὰ δὲν προέλαβε συγκατάθεσις καὶ πεῖρα ἐμπαθοῦς. Διότι συνέλαβε κι᾽ ἐγέννησε, ἐνῶ εἶχε ἐντελῶς ἀπομακρυσμένη τέτοια ἐπιθυμία μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν πνευματικὴ θυμηδία (διότι εἶπε ἡ παρθένος πρὸς τὸν εὐαγγελιστὴ ἄγγελο, «ἰδοὺ ἡ δούλη τοῦ Κυρίου ἂς γίνῃ σ᾽ ἐμένα σύμφωνα μὲ τὰ λόγια σου» (Λουκ. α´ 38). Γιὰ νὰ εὑρεθῇ λοιπὸν παρθένος ἱκανὴ γι᾽ αὐτό, ὁ Θεὸς προορίζει πρὸ αἰώνων καὶ ἐκλέγει ἀνάμεσα στοὺς ἐκλεγμένους ἀπὸ αἰῶνες αὐτὴν τὴν ὑμνουμένη τώρα ἀπὸ ἐμᾶς ἀειπάρθενη κόρη.
9. Καὶ βλέπετε ἀπὸ ποῦ ἄρχισε ἡ ἐκλογή. Ἀνάμεσα στὰ παιδιὰ τοῦ Ἀδὰμ ἐξελέγη ἀπὸ τὸν Θεὸ ὁ θαυμάσιος Σήθ, ποὺ μὲ τὴν εὐκοσμία τῶν ἠθῶν, τὴν εὐταξία τῶν αἰσθήσεων καὶ τὴν εὐπρέπεια τῶν ἀρετῶν ἐδείκνυε τὸν ἑαυτό του ἔμψυχο οὐρανὸ κι᾽ ἐπέτυχε γι᾽ αὐτὸ τὴν ἐκλογή, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐπρόκειτο νὰ βλαστήσῃ αὐτὴ ἡ παρθένος ὡς θεοπρεπὲς ὄχημα τοῦ ὑπερουρανίου Θεοῦ καὶ ν᾽ ἀνακαλέσῃ τοὺς ἀνθρώπους πρὸς οὐράνια υἱοθεσία.
10. Γι᾽ αὐτὸ ὅλοι οἱ ἀπὸ τοῦ Σὴθ (Γεν. δ´ 26) ὠνομάζονταν υἱοὶ Θεοῦ, διότι ἀπὸ αὐτὴν τὴν γενεὰ ἐπρόκειτο ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ νὰ γίνῃ υἱὸς ἀνθρώπου, ἐφ᾽ ὅσον ἄλλωστε καὶ ὁ Σὴθ γλωσσικῶς σημαίνει ἀνάστασις, μᾶλλον δὲ ἐξανάστασις, ἡ ὁποία εἶναι κυρίως ὁ Κύριος ποὺ ἐπαγγέλεται καὶ χαρίζει ἀθάνατη ζωὴ στοὺς πιστεύοντας σ᾽ αὐτόν. Καὶ πόσο ταιριαστὸς εἶναι ὁ τύπος! «Ὁ μὲν Σὴθ ἔγινε γιὰ τὴν Εὔα, ὅπως λέγει αὐτή, στὴ θέσι τοῦ Ἄβελ», τὸν ὁποῖο ἐφόνευσε ἀπὸ φθόνο ὁ Κάϊν (Γεν. δ´ 25)· ὁ δὲ τόκος τῆς παρθένου Χριστὸς ἔγινε στὴ φύσι ἀντὶ γιὰ τὸν Ἀδάμ, τὸν ὁποῖο ἐθανάτωσε ἀπὸ φθόνο ὁ ἀρχηγὸς καὶ προστάτης τῆς κακίας. Ἀλλὰ ὁ μὲν Σὴθ δὲν ἀνέστησε τὸν Ἄβελ, ἀφοῦ ἦταν ἁπλῶς τύπος τῆς ἀναστάσεως· ὁ δὲ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἀνέστησε τὸν Ἀδάμ, διότι αὐτὸς εἶναι ἡ ἀληθινὴ τῶν ἀνθρώπων ζωὴ καὶ ἀνάστασις, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας καὶ οἱ ἀπόγονοι τοῦ Σὴθ ἀξιώθηκαν τὴν θεία υἱοθεσία κατὰ τὴν ἐλπίδα τους, ὀνομαζόμενοι υἱοὶ τοῦ Θεοῦ. Ὅτι δὲ ὠνομάζονταν υἱοὶ τοῦ Θεοῦ ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἐλπίδος εἶναι φανερὸ ἀπὸ τὸν πρῶτο ὀνομασθέντα ποὺ διαδέχθηκε τὴν ἐκλογή. Ἦταν δὲ αὐτὸς ὁ Ἐνὼς τοῦ Σήθ, ὁ ὁποῖος κατὰ τὸ γεγραμμένο ἀπὸ τὸν Μωυσῆ «πρῶτος ἤλπισε νὰ καλῆται μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ» (Γεν. δ´ 26). Βλέπετε σαφῶς ὅτι ἐπέτυχε τὸ θεῖο ὄνομα σύμφωνα μὲ τὴν ἐλπίδα;
11. Ἀφοῦ λοιπὸν ἄρχισε ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ παιδιὰ τοῦ Ἀδὰμ ἡ ἐκλογὴ γι᾽ αὐτὴν ποὺ κατὰ τὴν πρόγνωσί του θὰ ἐγινόταν μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπετελεῖτο διὰ μέσου τῶν κατὰ καιροὺς γενεῶν, κατέβηκε μέχρι τοῦ βασιλέως καὶ προφήτου Δαβὶδ καὶ τῶν διαδόχων τοῦ θρόνου καὶ τοῦ γένους του. Ἐπειδὴ δὲ ὁ καιρὸς ἐκαλοῦσε τώρα τὴν ἀποτελείωσι τῆς θείας αὐτῆς ἐκλογῆς, ἐξελέγησαν ἀπὸ τὸν Θεὸ ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα ἀπὸ τὸν οἶκο καὶ τὴ γενεὰ τοῦ Δαβίδ, ποὺ ἦσαν μὲν ἄτεκνοι, συνεζοῦσαν δὲ σωφρόνως καὶ ἦσαν ἀνώτεροι στὴν ἀρετὴ ἀπὸ ὅλους ὅσοι ἀνάγουν στὸ Δαβὶδ τὴν εὐγένεια τοῦ γένους καὶ τοῦ ἤθους. Αὐτὸ τὸ ζεῦγος ἐζητοῦσε διὰ τῆς ἀσκήσεως καὶ προσευχῆς τὴν λῆξι τῆς ἀτεκνίας των ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ὑποσχόταν νὰ ἀναθέσουν σ᾽ αὐτὸν ἀπὸ βρέφος αὐτὸ ποὺ θὰ ἐγεννοῦσαν. Τότε παρέχεται ἡ ὑπόσχεσις καὶ δίδεται παιδί, ἡ τωρινὴ Θεομήτωρ, ὥστε ἡ πανάρετη κόρη νὰ γεννηθῇ ἀπὸ πολυαρέτους γονεῖς καὶ ἡ πάναγνη ἀπὸ ἐξαιρετικὰ σώφρονες, καὶ νὰ λάβῃ ὡς καρπὸ ἡ σωφροσύνη, συνερχομένη μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἄσκησι, τὸ νὰ γίνῃ γεννήτρια τῆς παρθενίας, καὶ μάλιστα παρθενίας ποὺ προβάλλει ἀφθόρως κατὰ τὴν σάρκα τὸν προαιωνίως γεννημένον ἀπὸ παρθένον Πατέρα κατὰ τὴν θεότητα. Τί πτερὰ ἐκείνης τῆς προσευχῆς! Τί παῤῥησία, ποὺ εὑρῆκε ἑνώπιον τοῦ Κυρίου!
12. Ἀλλὰ ἐπειδὴ βέβαια ἐκεῖνοι ἐπέτυχαν ἔτσι τὰ ζητούμενα μὲ τὴν προσευχή τους καὶ εἶδαν τὴν πρὸς αὐτοὺς θεία ἐπαγγελία νὰ ἐκπληρώνεται ἐμπράκτως, σπεύδοντας καὶ αὐτοὶ νὰ ἐκπληρώσουν τὴν πρὸς τὸ Θεὸ ὑπόσχεσι ὡς φιλαλήθεις καὶ θεοφιλεῖς καὶ φιλόθεοι συγχρόνως, εὐθὺς μετὰ τὸν ἀπογαλακτισμὸ ὁδηγοῦν τὴν ἀληθινὰ ἱερὰ καὶ θεόπαιδα καὶ τώρα θεομήτορα παρθένο στὸ ἱερὸ τοῦ Θεοῦ καὶ στὸν ἱεράρχη ποὺ εὑρισκόταν σ᾽ αὐτό. Αὐτὴ δέ, γεμάτη θεία χάρι καὶ τέλειο νοῦ ἀκόμη καὶ σ᾽ αὐτὴ τὴν ἡλικία, ἀντιλαμβανόταν ἀπὸ τότε, καὶ μάλιστα καλύτερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους τὰ τελούμενα σ᾽ αὐτήν, καὶ ἔδειξε μὲ ὅποιον τρόπο μποροῦσε ὅτι δὲν ὁδηγεῖται, ἀλλὰ αὐτὴ μόνη της μὲ ἐλεύθερη γνώμη προσέρχεται στὸ Θεό, σὰν νὰ εἶναι ἀπὸ ἑαυτοῦ της πτερωμένη πρὸς τὸν ἱερὸ καὶ θεῖο ἔρωτα και νὰ θεωρῇ ἀγαπητὴ καὶ νὰ ἀναγνωρίζῃ ὡς ἀξία της τὴν εἴσοδο καὶ κατοικία στὰ ἅγια τῶν ἁγίων.
13. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ ἀρχιερεὺς τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἀντιλήφθηκε τότε ὅτι ἡ κόρη εἶχε ἔνοικη τὴν θεοειδῆ χάρι παραπάνω ἀπὸ ὅλους, ἔπρεπε νὰ τὴν ἀξιώσῃ τὸ ἀνώτερο ἀπὸ ὅλους, νὰ τὴν εἰσαγάγῃ στὰ ἅγια τῶν ἁγίων καὶ νὰ πείσῃ αὐτὸ ποὺ γινόταν ὅλους τοὺς τότε ἀνθρώπους ν᾽ ἀγαποῦν, μὲ τὴν σύμπραξι καὶ ἀπόφασι τοῦ Θεοῦ μαζί, ποὺ ἔστελλε ἀπὸ ἄνω δι᾽ ἀγγέλου ἀπόῤῥητη τροφὴ στὴν παρθένο ἐκεῖ. Μὲ αὐτὴν τὴν τροφὴ ἐδυνάμωνε καλύτερα τὴ φύσι της καὶ συντηροῦσε καὶ τελειοποιοῦσε τὸν ἑαυτό της κατὰ τὸ σῶμα καθαρώτερα καὶ ἀνώτερα ἀπὸ τὶς ἀσώματες δυνάμεις, ἔχοντας ὡς ὑπηρέτες τοὺς οὐρανίους νόες, διότι δὲν εἰσήχθηκε ἁπλῶς καὶ μόνο στὰ ἅγια τῶν ἁγίων, ἀλλὰ καὶ κατὰ κάποιον τρόπο παραλήφθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ σὲ συνοίκησι μὲ αὐτὸν γιὰ ὄχι ὀλίγα ἔτη· ὥστε ἔτσι στὸν κατάλληλο καιρὸ ν᾽ ἀνοιχθοῦν οἱ οὐράνιες μονὲς καὶ νὰ δοθοῦν γιὰ ἀΐδια κατοίκια σὲ ὅσους πιστεύουν στὴν παράδοξη γέννα της.
14. Ἔτσι λοιπὸν καὶ γι᾽ αὐτοὺς τοὺς λόγους ἀπετέθη δικαίως σήμερα στὰ ἅγια ἄδυτα σὰν θησαυρὸς τοῦ Θεοῦ ἡ κόρη ποὺ ἐξελέγη ἀνάμεσα στοὺς ἐκλεκτοὺς ἀπὸ αἰῶνες, ποὺ ἀναδείχθηκε ἁγία τῶν ἁγίων, ποὺ ἔχει τὸ σῶμα καθαρώτερο καὶ θειότερο ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὰ διὰ τῆς ἀρετῆς κεκαθαρμένα πνεύματα, ὥστε νὰ μὴ εἶναι δεκτικὸ μόνο τοῦ τύπου τῶν θείων λόγων, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ ἐνυποστάτου καὶ μονογενοῦς Λόγου τοῦ προανάρχου Πατρός· σὰν θησαυρὸς ποὺ ὁ Λόγος θὰ τὸν χρησιμοποιοῦσε στὸν καιρὸ του, ὅπως καὶ ἔγινε, γιὰ πλουτισμὸ καὶ ὑπερκόσμιο καὶ συγχρόνως παγκόσμιο κόσμημα. Κι᾽ ἔτσι καὶ γι᾽ αὐτὸν τὸν λόγο δοξάζει τὴ μητέρα του καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ γέννησι καὶ μετὰ τὴ γέννησι. Ἐμεῖς δέ, κατανοώντας τὴ σημασία τῆς σωτηρίας ποὺ μᾶς ἑτοιμάσθηκε δι᾽ αὐτῆς ἀποδίδουμε μὲ ὅλη τὴ δύναμί μας τὴν εὐχαριστία καὶ τὸν ὕμνο. Πραγματικά, ἂν ἡ εὐγνώμων γυναῖκα ποὺ ἀναφέρεται στὸ εὐαγγέλιο, μόλις ἄκουσε γιὰ λίγο τοὺς σωτηριώδεις λόγους τοῦ Κυρίου, ἀπέδωσε τὸν μακαρισμὸ καὶ τὴν εὐχαριστία στὴ μητέρα τούτου, ὑψώνοντας τὴ φωνή της ἀπὸ τὸν ὄχλο καὶ λέγοντας πρὸς τὸν Χριστό, «καλότυχη εἶναι ἡ κοιλία ποὺ σ᾽ ἐβάστασε καὶ οἱ μαστοὶ ποὺ ἐθήλασες» (Λουκ. ια´ 27) ἐμεῖς ποὺ ἔχουμε κοντὰ μας γραμμένα ὅλα τὰ λόγια τῆς αἰώνιας ζωῆς, καὶ ὄχι μόνο τὰ λόγια, ἀλλὰ καὶ τὰ θαύματα καὶ τὰ παθήματα καὶ τὴν δι᾽ αὐτῶν ἔγερσι τῆς φύσεως μας ἀπὸ τοὺς νεκροὺς καὶ ἀνάληψὶ της ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό, καὶ τὴν δι᾽ αὐτῶν ἐπηγγελμένη σ᾽ ἐμᾶς ἀθάνατη ζωὴ καὶ ἀμετάτρεπτη σωτηρία, πῶς δὲν θ᾽ ἀνυμνήσωμε καὶ μακαρίσωμε ἀδιαλείπτως τὴν μητέρα τοῦ χορηγοῦ τῆς σωτηρίας, τοῦ δοτῆρος τῆς ζωῆς, ἑορτάζοντας τώρα καὶ τὴν σύλληψι αὐτῆς καὶ τὴν γέννησι καὶ τὴν μετοίκησι στὰ ἅγια τῶν ἁγίων;
15. Ἀλλὰ ἂς μετοικίσωμε κι᾽ ἐμεῖς τοὺς ἑαυτούς μας, ἀδελφοί, ἀπὸ τὴ γῆ στὰ ἄνω· ἂς μεταφερθοῦμε ἀπὸ τὴν σάρκα ἐπάνω στὸ πνεῦμα· ἂς μεταθέσωμε τὸν πόθο ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα στὰ μόνιμα· ἂς καταφρονήσωμε τὶς σαρκικὲς ἡδονές, ποὺ ἔχουν εὑρεθῇ ὡς δέλεαρ κατὰ τῆς ψυχῆς καὶ παρέρχονται γρήγορα· ἂς ἐπιθυμήσωμε τὰ πνευματικὰ χαρίσματα ποὺ μένουν ἄφθαρτα· ἂς ὑψώσωμε ἀπὸ τὴν κάτω τύρβη τὴ στάσι καὶ τὴν διάνοιὰ μας· ἂς τὴν ἀνεβάσωμε στὰ οὐράνια ἄδυτα, ἐκεῖνα τὰ ἅγια τῶν ἁγίων, ὅπου τώρα κατοικεῖ ἡ Θεοτόκος.
16. Διότι ἔτσι θὰ εἰσέλθουν σ᾽ αὐτὴν ἐπωφελῶς γιὰ μᾶς μὲ θεάρεστη παῤῥησία καὶ τὰ ἄσματά μας καὶ οἱ δεήσεις μας πρὸς αὐτὴν κι ἔτσι ἐκτὸς ἀπὸ τὰ παρόντα μὲ τὴ μεσιτεία της θὰ γίνωμε κληρονόμοι καὶ τῶν μελλόντων καὶ μενόντων ἀγαθῶν, μὲ τὴ χάρι καὶ φιλανθρωπία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας ποὺ ἐγεννήθηκε ἀπὸ αὐτὴν γιὰ μᾶς, στὸν ὁποῖο πρέπει δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ συναΐδιο καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.
(σὲ νεοελληνικὴ ἀπόδοση Π. Χρήστου, ἐκδ. Ε.Π.Ε. 11 [Ὁμιλία ΝΒ´], σελ. 238-257)
ΠΗΓΗ: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=746
Ἔχεις ἀκόμη ἀνησυχίες. Πές μου, ἀπὸ ποῦ θὰ μποροῦσαν νὰ προέρχονται; «Ὅλα τὰ ἐξωτερικὰ πᾶνε καλά» ὅλα τὰ ἐσωτερικὰ τὰ ἔχεις ἐπανεξετάσει καὶ τακτοποιήσει- τὴν ἀπόφασή σου τὴν ἔχεις πάρει. Ἀπὸ ποῦ, λοιπόν, προέρχονται αὐτὲς οἱ ἀνησυχίες; Ὅλες εἶναι ἀπὸ τὸν ἐχθρό. Ὅλες. Ἀπὸ πουθενὰ ἀλλοῦ.
Τί ἄλλο θὰ μποροῦσε νὰ συμβαίνει; Μήπως σκέφτεσαι νὰ φτιάξεις τὴ ζωή σου μόνη σου, μὲ τὶς δικές σου ἱκανότητες καὶ προσπάθειες; Ἂν πραγματικὰ αὐτὸ σκέφτεσαι, σὲ συμβουλεύω ν' ἀλλάξεις ἀμέσως γνώμη, ἀλλιῶς δὲν θ' ἀπαλλαγεῖς ἀπό τη σύγχυση καὶ τὴν ταραχή. Ἐξέτασε πάλι τὸν ἑαυτό σου ἤ θυμήσου ὅ,τι σοῦ ἔχω ὑποδείξει καὶ ὅ,τι ἔχει συμβεῖ μέσα σου σ' ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἀλληλογραφίας μας. Θυμήσου, ἐπίσης, ποιὰ ἦταν ἡ ἔκβαση τῶν προβληματισμῶν σου γιὰ τὴ ζωή.
Τέλος, δῶσε στὴν αὐτοεξέτασή σου τέτοια κατεύθυνση, ὥστε νὰ καταλήξει σὲ μιὰ σταθερὴ ἀπόφαση ἀμετάκλητης ἐναποθέσεως τοῦ μέλλοντός σου στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ, λοιπόν, πάρεις αὐτὴ τὴν ἀπόφαση, προσευχήσου στὸν Κύριο ὁλόθερμα. «Τὸ μέλλον μου», πές Του, «τὸ ἀφήνω μὲ ἐμπιστοσύνη στὰ χέρια Σου. Ὅπως ξέρεις καὶ ὅπως θέλεις, Κύριε, κατεύθυνε τὴ ζωή μου, μ' ὅλα τὰ ἀπρόοπτα καὶ μ' ὅλες τὶς δυσκολίες της. Ἀπὸ δῶ κι ἐμπρὸς δὲν θὰ μεριμνῶ καὶ δὲν θ' ἀνησυχῶ πιὰ γιὰ τὸν ἑαυτό μου. Μία φροντίδα μόνο θὰ ἔχω, νὰ κάνω πάντα ὅ,τι εἶναι εὐάρεστο σ' Ἐσένα». Ἔτσι νὰ Τοῦ μιλήσεις, ἀλλὰ καὶ ἔμπρακτα νὰ Τοῦ ἀποδείξεις ὅτι ἔχεις ὁλοκληρωτικὰ ἀφεθεῖ στὰ χέρια Του, ὅτι δὲν ἀνησυχεῖς γιὰ τίποτα, ὅτι ἀποδέχεσαι ἤρεμα καὶ ἀγόγγυστα ὁποιαδήποτε κατάσταση, εὐχάριστη ἤ δυσάρεστη, μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι ἔχει παραχωρηθεῖ ἀπό τὴ θεία πρόνοια. Μοναδική σου μέριμνα ἂς εἶναι ἡ ἀκριβὴς τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ θεοῦ σὲ κάθε περίσταση
Ὕστερ' ἀπὸ μία τέτοια ἐσωτερικὴ τοποθέτηση, ὅλες οἱ ἀνησυχίες σου θὰ ἐξανεμιστοῦν. Ἀνησυχεῖς γιὰ τὸν ἑαυτό σου τώρα, καθὼς θέλεις ὅλες οἱ περιστάσεις νὰ συντείνουν στὴν ἐκπλήρωση τοῦ δικοῦ σου σκοποῦ. Καὶ ἐπειδή, φυσικά, ὅλα δὲν γίνονται σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά σου, ταράζεσαι καὶ στενοχωριέσαι – «Αὐτὸ δὲν ἔγινε ἔτσι, ἐκεῖνο δὲν ἔγινε ἀλλιῶς». Ἄν, ὅμως, ἀναθέσεις τὰ πάντα στὸν Κύριο μὲ ἐμπιστοσύνη καὶ δεχθεῖς πὼς ὅ,τι συμβαίνει προέρχεται ἀπ' Αὐτὸν γιὰ τὸ καλό σου, τότε δὲν θ' ἀνησυχεῖς πιὰ καθόλου. Θὰ κοιτᾶς μόνο γύρω σου, γιὰ νὰ δεῖς τί σοῦ στέλνει ὁ Θεός, καὶ θὰ ἐνεργεῖς σύμφωνα μ' αὐτὸ ποὺ στέλνει. Κάθε κατάσταση μπορεῖ νὰ ὑπαχθεῖ σὲ κάποια θεία ἐντολή. Νὰ ἐνεργεῖς, λοιπόν, σύμφωνα μὲ τὴ σχετικὴ ἐντολή, ἐπιδιώκοντας τὴν εὐαρέστηση τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι τὴν ἱκανοποίηση τῶν δικῶν σου ἐπιθυμιῶν. Προσπάθησε νὰ καταλάβεις τί λέω καὶ ἀποφάσισε νὰ τὸ ἐφαρμόσεις. Δὲν θὰ τὸ κατορθώσεις, βέβαια, ἀπό τη μία στιγμὴ στὴν ἄλλη. Χρειάζεται ἀγώνας γι' αὐτό, ἀλλὰ καὶ προσευχή.
Ζητῶ ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ σὲ λυτρώσει ἀπὸ τὴν κατάθλιψη, ποὺ θεωρεῖς ἀφόρητη, ἀλλὰ μόνο ἂν αὐτὸ εἶναι σύμφωνο μὲ τὸ ἅγιο θέλημά Του καὶ ἀπαραίτητο γιὰ τὴ σωτηρία σου. Θὰ σὲ λυτρώσει, δίχως ἄλλο, στὴν ὥρα ποὺ πρέπει. Ὁπλίσου μὲ πίστη καὶ ὑπομονή. Βλέπουμε πόσο γρήγορα μεταβάλλονται οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς μας. Ὅλα ἀλλάζουν ἀκατάπαυστα. Ἔτσι θ' ἀλλάξει καὶ ἡ ψυχική σου κατάσταση. Θὰ ἔρθει μία μέρα πού, ἀπαλλαγμένη πιὰ ἀπὸ τὸ πλάκωμα, θ' ἀναπνέεις ἐλεύθερα καὶ θὰ φτεροκοπᾶς ὅπως ἡ πεταλούδα πάνω ἀπὸ τὰ λουλούδια. Πρέπει μόνο νὰ σηκώσεις μὲ ὑπομονὴ τὴν τωρινὴ δυσκολία γιὰ ὅσον καιρὸ παραχωρήσει ὁ Θεός.
Ὅταν ἡ νοικοκυρὰ βάλει μία πίτα στὸ φοῦρνο, δὲν τὴ βγάζει ὥσπου νὰ βεβαιωθεῖ πὼς εἶναι ψημένη. Ὁ Νοικοκύρης τοῦ σύμπαντος σ' ἔχει βάλει μέσα σ' ἕνα φοῦρνο καὶ σὲ κρατάει ἐκεῖ ὥσπου νὰ ψηθεῖς. Κάνε ὑπομονή, λοιπόν, καὶ περίμενε. Δὲν θὰ μείνεις στὸ φοῦρνο οὒτ' ἕνα λεπτὸ περισσότερο ἀπ' ὅσο χρειάζεται. Μόλις εἶσαι ἕτοιμη, θὰ σὲ βγάλει ὁ Κύριος ἔξω. Ἄν, ὅμως, μόνη σου πεταχτεῖς ἔξω, θὰ εἶσαι σὰν τὴ μισοψημένη πίτα.
Πρέπει ἐπίσης νὰ σοῦ πῶ, ὅτι, σύμφωνα μὲ τὴν πίστη μας, ὅποιος ὑπομένει ἀγόγγυστα τὶς δυσκολίες, πιστεύοντας ὅτι τὶς παραχωρεῖ ὁ Θεὸς γιὰ τὸ καλό του, εἶναι ἰσότιμος μὲ τοὺς μάρτυρες. Αὐτὸ νὰ τὸ θυμᾶσαι πάντα, γιὰ νὰ παρηγοριέσαι.
Εἶναι ἀδύνατο νὰ ζήσεις χωρὶς συναισθήματα καὶ συγκινήσεις, ἄλλα δὲν εἶναι σωστὸ νὰ ὑποκύπτεις σ' αὐτά. Πρέπει νὰ τὰ συγκρατεῖς μὲ τὴ λογικὴ καὶ νὰ τοὺς δίνεις τὴ σωστὴ κατεύθυνση. Εἶσαι εὐαίσθητη καὶ εὐσυγκίνητη. Ἡ καρδιά σου ξεχειλίζει καὶ χύνεται μέσα στὸ κεφάλι σου. Προσπάθησε ν' ἀποκτήσεις αὐτοκυριαρχία. Σοῦ ἔχω γράψει ἤδη τί νὰ κάνεις: Νὰ σκέφτεσαι προκαταβολικὰ ποῦ βρίσκεται τὸ πιθανὸ ἐρέθισμα γιὰ κάθε συναίσθημα. Καί, ὅταν τὸ ἐντοπίζεις, νὰ εἶσαι σὲ ἐπιφυλακή, γιὰ ν' ἀντιλαμβάνεσαι ὁποιαδήποτε συναισθηματικὴ ταραχὴ τῆς καρδιᾶς, ἤ νὰ κρατᾶς τὴν καρδιά σου κάτω ἀπὸ τὸν σταθερὸ ἔλεγχο τοῦ νοῦ. Χρειάζεται ν' ἀσκηθεῖς σ' αὐτό. Μὲ τὴν ἐξάσκηση εἶναι δυνατὸ ν' ἀποκτήσεις πλήρη αὐτοκυριαρχία.
Ὅλα πάντως προέρχονται ἀπὸ τὸν Θεό. Γι' αὐτὸ ἂς στρεφόμαστε σ' Ἐκεῖνον μὲ τὴν προσευχή. Καὶ ὅμως, γράφεις ὅτι δὲν προσεύχεσαι. Τί εἶναι τοῦτο πάλι; Μήπως ἔγινες ἄθεη; Τί πάει νὰ πεῖ δὲν προσεύχεσαι; Μπορεῖ νὰ μὴ λὲς τὶς τυπικὲς προσευχές, ἀλλὰ ν' ἀπευθύνεσαι στὸν Θεὸ μὲ δικά σου λόγια καὶ νὰ Τοῦ ζητᾶς βοήθεια. Κοίτα, Κύριε, τί συμβαίνει μ' ἐμένα. Ἐτοῦτο κι ἐκεῖνο... Δὲν μπορῶ νὰ τὰ βγάλω πέρα μόνη μου. Βοήθησέ με, πολυεύσπλαχνε!. Νὰ Τοῦ μιλᾶς γιὰ κάθε σου ἀνάγκη, ἀκόμα καὶ τὴν πιὸ μικρή, καὶ νὰ Τὸν παρακαλᾶς γιὰ διαρκῆ ἐνίσχυση. Αὐτὴ ἡ προσευχὴ εἶναι ἡ πιὸ γνήσια.
Γιατί ἀκοῦς ἐκεῖνον ποὺ σὲ ἀποτρέπει ἀπὸ τὴν προσευχή; Δὲν καταλαβαίνεις ὅτι κι αὐτὸ εἶναι δουλειὰ τοῦ ἐχθροῦ; Ναί, ἀναμφίβολα εἶναι. Ψιθυρίζει στὸ αὐτί σου: «Μὴν προσεύχεσαι!» Καὶ μερικὲς φορές, ἀφοῦ κυριαρχήσει σ' ὁλόκληρο τὸ σῶμα σου, σὲ ρίχνει στὸ κρεβάτι καὶ σὲ ἀποκοιμίζει. Δικά του τεχνάσματα εἶναι ὅλα τοῦτα. Μὰ ἐνῶ ὁ πονηρὸς κάνει τὴ δουλειά του, πασχίζοντας νὰ σὲ ἀποσπάσει ἀπὸ τὸ καλό σου ἔργο, πρέπει κι ἐσὺ νὰ κάνεις τὴ δική σου δουλειά, ἐπιμένοντας σ' αὐτὸ τὸ ἔργο ὥς τὸ τέλος.
Ὁπλίσου, ὅπως τόσες φορὲς σοῦ ἔχω πεῖ, μὲ θάρρος καὶ μὴν ἀκοῦς τὸν ἐχθρό. Καμιὰ προσοχὴ μὴ δίνεις στοὺς ψιθυρισμούς του. Καὶ ἐπιπλέον, θύμωσε! Θυμώνοντας ἐναντίον του, εἶναι σὰν νὰ τὸν χτυπᾶς κατάστηθα. Ἀμέσως γίνεται καπνός.
Σοῦ εὔχομαι μ' ὅλη μου τὴν καρδιὰ νὰ βρεῖς τελικὰ τὴν εἰρήνη.
Ὁ Θεὸς βοηθός!
(Ἀπό το βιβλίο: « Ὁ Δρόμος τῆς ζωῆς», Ἐκδόσεις Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου)
1. Βιογραφικά του Χρυσοστόμου
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ιεράρχης με ασυνήθιστες πνευματικές ικανότητες, με ακατάβλητο ψυχικό σθένος και με πλούσια και εμφανή τα χαρίσματα της θείας Πρόνοιας ήταν επόμενο να διακριθεί ως εξέχουσα προσωπικότητα στη χορεία των μεγάλων πατέρων, που κοσμούν το στερέωμα της Εκκλησίας.
Είναι, αναμφισβήτητα, ο ενδοξότερος και ο πολυγραφότατος από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς των βυζαντινών –ιδίως των πρώτων– χρόνων και ο κατ' εξοχήν πνευματικός ηγέτης της χριστιανικής κοινωνίας. Και όπως χαρακτηριστικά έχει παρατηρηθεί η μελέτη των εκκλησιαστικών πραγμάτων παρουσιάζει τον Χρυσόστομο ως τον κορυφαίον μεταξύ των θεωρητικών Πατέρων της Εκκλησίας, επικεφαλής των οποίων είναι ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, αλλά εν πολλοίς και αυτού του Μ. Βασιλείου, ο οποίος υπερέχει όλων δια την κοινωνικήν του δράση.
Αλλ' επειδή ο Χρυσόστομος ασχολήθηκε ως επί το πλείστον με τα προβλήματα του ανθρώπου και όχι τόσο με τα θεωρητικά προβλήματα της εποχής του, τα οποία βεβαίως και εγνώριζε καλά, και επειδή ο σκοπός της εκκλησιαστικής ζωής του ήταν η εξύψωση της ηθικής ζωής και η ανάδειξη των πνευματικών δυνάμεων των χριστιανών με το προσωπικόν του παράδειγμα και με τον λόγον του, γι' αυτό εμφανίζεται στην ιστορία της Εκκλησίας με το χαρακτηριστικόν γνώρισμα του αγωνιστή της έμπρακτης χριστιανικής ηθικής ζωής και του μάρτυρος της χριστιανικής αγάπης.
Ο Χρυσόστομος αισθάνεται έντονη την προστασία της θείας Πρόνοιας, η οποία με καταφανή τρόπο καθοδηγούσε τα διαβήματά του στην πορεία της εκκλησιαστικής ζωής και δράσεώς του. Και ο ίδιος ομολογούσε την εύνοια αυτή της θείας Πρόνοιας και την έβλεπε ολοκάθαρα να προσδιορίζει την προσωπική ζωή του από τα παιδικά του χρόνια, όπως συμβαίνει με όλες εκείνες τις μεγάλες προσωπικότητες, που η θεία Πρόνοια προορίζει να γίνουν όργανά της. Αυτή η θεία Πρόνοια του επεφύλαξε ευνοϊκές συνθήκες και όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις να λάβει την καλύτερη για την εποχή του μόρφωση.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας παρέχουν οι πηγές, ο Χρυσόστομος, γόνος αριστοκρατικής και διαπρεπούς οικογενείας, λόγω γεννήσεως και μορφώσεως ανήκε στο πνευματικό ελληνικό περιβάλλον. Γεννήθηκε στην Αντιόχεια μεταξύ των ετών 344-354 ίσως το 350-351 –κατά την τελευταία άποψη του αείμνηστου καθηγητού της Πατρολογίας Παν. Χρήστου- από γονείς ευσεβείς, και ανατράφηκε μέσα σε χριστιανικό περιβάλλον που του παρείχε η θαλπωρή της οικογενείας του και ιδιαίτερα της μητέρας του Ανθούσας, από την οποία έλαβε το λεπτό πνεύμα και τον ευαίσθητο χαρακτήρα. Αναφερόμενος αργότερα για την οικογένειά του ο Χρυσόστομος έλεγε «ο εμός πατήρ και ο πάππος και ο επίπαππος σφόδρα ευσεβείς και σπουδαίοι ετύγχανον όντες».
Κατά ταύτα όλη η οικογένειά του απέπνεε το πνευματικό άρωμα της ευσεβείας και μέσα σ' αυτό ανατράφηκε πνευματικά από τα παιδικά του χρόνια με φρόνηση και σοβαρότητα, γεγονός που προμήνυε πόσο μεγάλη και σημαντική προσωπικότητα θα ανεδεικνύετο. Βέβαια την ανατροφή του ανέλαβε αποκλειστικά η ευσεβεστάτη και σεμνή μητέρα του Ανθούσα και η θεία του, από πατέρα, Σαβιανή, αφού ο πατέρας του Σεκούνδος, ανώτερος αξιωματικός του στρατού απέθανε ολίγον μετά την γέννησή του και για την μόρφωσή του δεν φείσθηκε θυσιών, κόπων και χρημάτων.
Η μητέρα του με την εξασφάλιση των μέσων για την παροχή κάθε δυνατής μορφώσεως του υιού της αποδείχθηκε όχι μόνο μεγάλη τροφός αλλά και καταπληκτική παιδαγωγός. Αυτή, χήρα, μόλις είκοσι χρονών, αφοσιώθηκε αποκλειστικά και ολόψυχα στην ανατροφή του Ιωάννη και στη φροντίδα να εξασφαλίσει κάθε εκπαίδευση για να γίνει μια συγκροτημένη και τέλεια προσωπικότητα. Αυτή με την άγια ζωή της αλλά και με τις συνετές συμβουλές της έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην παροχή πολύπλευρης παιδείας. Αυτή κατέβαλε στην ψυχή του νεαρού Ιωάννη τα πρώτα σπέρματα της ευαγγελικής αληθείας και τον έστρεψε από μικρό προς την τέλεια και απόλυτη χριστιανική ζωή. Θα ήταν δυνατόν να είχε λεχθεί και για τη μητέρα του Ανθούσα ό,τι είχε ειπεί ο Γρηγόριος Θεολόγος για την μητέρα του Μ. Βασιλείου, την Εμμέλεια «τ ούτο εν γυναιξί ώφθη η Ανθούσα όπερ παρ' ανδράσιν ο Ιωάννης». Με ανάλογο θαυμασμό είχε εκφρασθεί και ο εθνικός ρήτορας Λιβάνιος με αφορμή τη μητέρα του Χρυσοστόμου για τις χριστιανές γυναίκες γενικότερα· «Βαβαί, οίαι παρά Χριστιανοίς γυναίκες εισίν».
Όμως η θεία Πρόνοια του επεφύλαξε, εκτός από την αρίστη ανατροφή από τη μητέρα του Ανθούσα, και εξαιρετική μόρφωση από διαπρεπέστερους διδασκάλους και ρήτορες της εποχής του. Εφοίτησε στην ονομαστική ρητορική σχολή των περίφημων εθνικών ρητόρων του Ανδραγαθίου και του Λιβανίου από τους οποίους διδάχθηκε τους θησαυρούς των γνώσεων της κλασικής αρχαιότητος. Ο Λιβάνιος μάλιστα όταν ερωτήθηκε ποιον θα άφηνε διάδοχόν του στη Σχολή, απάντησε ότι προόριζε τον Ιωάννη εάν δεν τον είχαν συλήσει οι Χριστιανοί. Βέβαια τον Ιωάννη δε τον εσύλησαν οι Χριστιανοί, γιατί ο ίδιος από μόνος του και εκούσια έγινε χριστιανός ή όπως είχε ειπεί για κάθε ανθρώπινη ψυχή ο Τερτυλλιανός, ο Ιωάννης ήταν ψυχή χριστιανική από τη φύση της «anima naturaliter christiana».
Στη συνέχεια ο Ιωάννης παρακολούθησε τους διακεκριμένους διδασκάλους της Θεολογικής Σχολής της Αντιοχείας –του περίφημου «Ασκητηρίου»–, τον Καρτέριον και τον ευσεβή και ασκητικόν Διόδωρον, τον οποίον, θαυμάζοντας έλεγε «τον άπαντα χρόνον διετέλεσε αποστολικόν επιδεικνύμενος βίον, μηδέν ίδιον έχων, αλλά παρ᾿ ετέρων τρεφόμενος, αυτός τη προσευχή και τη διδασκαλία του λαού προσκαρτερών».
Εκτός όμως των διδασκάλων του, μεγάλη επίδραση στη διάπλαση της θρησκευτικής διαθέσεως και του χαρακτήρος του άσκησε και ο γηραιός επίσκοπος Αντιοχείας, Άγιος Μελέτιος, για τον οποίο ο Χρυσόστομος έλεγε ότι η θέα και μόνο της όψεώς του εγοήτευε τους πάντας και τους προσείλκυε στην αρετή. Είναι γεγονός ότι ο Άγιος Μελέτιος «ηράσθη της ευφυΐας και του κάλλους της καρδίας του Ιωάννου», τον προσείλκυσε στην Εκκλησία και τον εβάπτισε (σε ηλικία περίπου 21 ετών, το έτος 372).
Η φοίτηση του Χρυσοστόμου κοντά σε τόσο διαπρεπείς διδασκάλους είχε ως αποτέλεσμα να λάβει ευρεία και λαμπρά μόρφωση και από ενωρίς να δείξει τις εξαιρετικές ικανότητες και επιδόσεις του. Χωρίς να είναι διανοούμενος ή φιλόσοφος ανεδείχθη σε έναν κλασικό ρήτορα ή ομιλητή με την έννοια περισσότερον του διδασκάλου της ηθικής αγωγής. Αυτό, άλλωστε, φαίνεται ολοκάθαρα από τη γλώσσα και το ύφος του. Στη ρητορική δεξιοτεχνία του ύφους του άνετα μπορεί να συγκριθεί με τον κορυφαίο ρήτορα της αρχαιότητος, τον Δημοσθένη, και τους Ξενοφώντα και Πλάτωνα. Και παρ᾿ ότι παρέμεινε Έλληνας στην παιδεία, δεν συγκινήθηκε από την ελληνική φιλοσοφία και ποτέ δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να ασχοληθεί ιδιαίτερα με αυτήν. Πάντως η επίδραση των κλασικών σπουδών στη λογοτεχνική υφή και την επιχειρηματολογία του σε όλα τα έργα του –ιδίως τα πρώτα– είναι έντονη.
Ο Χρυσόστομος μετά την αποφοίτηση από τις κοσμικές σπουδές στις ανώτερες σχολές, για ένα ελάχιστο χρόνο –ίσως ολίγους μόνον μήνες– άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου ή ρητοροδιδασκάλου, κάτι που είχε συμβεί και με άλλους μεγάλους πατέρες (Μ. Βασίλειο, Γρηγόριο κ.λπ.). Αλλά το δικηγορικό έργο, ως επάγγελμα, περιελάμβανε (και περιλαμβάνει) εκτός άλλων την εξυπηρέτηση των επιδιώξεων και των συμφερόντων του πελάτου, που δεν είναι πάντοτε σύμφωνα με τις προσωπικές πεποιθήσεις και ηθικές αρχές του ασκούντος αυτό. Γι᾿ αυτό και ο Χρυσόστομος, τονίζοντας τις αρνητικές περιπτώσεις και πλευρές, χαρακτηρίζει το επάγγελμα «μεστόν πονηρίας και δολιότητος» και εγκαίρως διαπιστώνει ότι το δικηγορικόν επάγγελμα δεν τον ικανοποιεί και ότι αυτός δεν είχε γεννηθεί να γίνει δικηγόρος.
Και, όπως ήδη αναφέρθηκε, ενώ είχε όλα τα μέσα και τις προϋποθέσεις να αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερη και ευρύτερη μόρφωση, να έχει δόξες και τιμές στον κόσμο, αυτός έδειξε πλήρη αποστροφή προς τα εγκόσμια. Είναι ανόητο, έλεγε, να κυνηγά κανείς σκιές, όπως είναι ο πλούτος, η δύναμη, οι ηδονές· «το γαρ σκιάς διώκειν μαινομένου εστίν».
Αρεσκόμενος στο μονήρη και ασκητικό βίο μετά το βάπτισμά του αφοσιώνεται αποκλειστικά στα θεία και γίνεται νέος άνθρωπος, όπως λέγει ο βιογράφος του Παλλάδιος. Από τότε δεν εξεστόμισε ποτέ κακόν λόγον ή κατάρα ή αστειότητα και ποτέ δεν ορκίσθηκε και δεν ψεύσθηκε. Στη μόνωση βρήκε αυτό που ζητούσε· η μόνωση προσφέρει στιγμές περισυλλογής, αυτοεξέτασης, προσευχής, που υψώνουν τον άνθρωπο στις σφαίρες του υπερφυσικού.
Σύνθημα της ζωής του ήταν το θαυμάσιον λόγιον· «έ χου των πνευματικών, υπερόρα των βιοτικών».
Ανάλογη είναι και η διατύπωση του Μ. Βασιλείου στην Ομιλία του «Εις το Πρόσεχε σεαυτώ»· «υ περόρα σαρκός, παρέρχεται γαρ· επιμελού ψυχής, πράγματος αθανάτου». Αλλά ο Χρυσόστομος το θέμα της ματαιότητος και παροδικότητος της παρούσης ζωής ανέπτυξε με περισσή χάρη και δύναμη στις θαυμάσιές του ομιλίες «Προς Ευτρόπιον», όπου χαρακτηριστικά τονίζει ότι πρέπει «και στους τοίχους και στα ενδύματα και στην αγορά και στις οικίες και στους δρόμους και στις θύρες και στις εισόδους και προ πάντων στη συνείδηση και καρδιά συνεχώς πρέπει να γράφωμεν και συνέχεια να μελετούμε πάντοτε το ρητό “ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης”».
Τον Χρυσόστομο ενδιαφέρει κυρίως το έργο της πνευματικής ζωής και αναπτύξεως των ανθρώπων, η κυρίως μόρφωση των ψυχών, και επειδή έχει τη γνώμη ότι η θεωρία και η πράξη όχι μόνο δεν πρέπει να απέχουν μεταξύ τους αλλά να συμπίπτουν, γι᾿ αυτό αισθάνθηκε την ανάγκη –όπως όλοι οι μεγάλοι Πατέρες– της απομακρύνσεως εκ του κόσμου, της μονώσεως και της ασκήσεως, προκειμένου να επιτευχθεί η πλήρης πνευματική ολοκλήρωση και η πνευματική ελευθερία με την κυριαρχία του πνεύματος επί του σώματος.
Συνέπεια αυτών των απόψεών του ήταν η απόφασή του να αποσυρθεί από τα εγκόσμια. Τούτο έγινε μετά τον θάνατο της προσφιλούς μητέρας του το 374. Και τούτο γιατί η μητέρα του μόλις αντελήφθη ότι ο Ιωάννης εσχεδίαζε να φύγει στην έρημο, τον πήρε από το χέρι και τον πήγε στην κλίνη όπου τον εγέννησε και με δάκρυα στα μάτια, αλλά με την ίδια στοργή και τρυφερότητα που γνώριζε, του υπενθύμισε όλα εκείνα –και ήταν πάρα πολλά– που στερήθηκε με τη χηρεία της για χάρη του. «Τον παρακάλεσε να μην τη ρίξει τώρα με τη δική του φυγή σε δεύτερη χηρεία, εγκαταλείποντάς την, αλλά να περιμένει λίγο, γιατί το τέλος της δεν είναι μακριά». «Άλλωστε, του είπε, στους νέους υπάρχει πάντα ο χρόνος και η ελπίδα να φθάσουν εκεί που θέλουν.
Όταν με παραδώσεις στη γη και με θάψεις κοντά στον πατέρα σου, του είπε, τότε “κάνε μακρινές αποδημίες και ταξίδευσε σε οποιαδήποτε θάλασσα θέλεις, χωρίς κανένας να σε εμποδίσει”. Όσο καιρό όμως αναπνέω ακόμη, κάνε υπομονή και μείνε μαζί μου... Πρόσεξε, του είπε, γιατί εγώ φρόντισα να μη σου λείψει τίποτε, να είσαι απερίσπαστος από βιοτικές ανάγκες και αμέριμνος από όλα τα αναγκαία για να μπορέσεις (εσύ) να συνεχίσεις το ιερό έργο σου. Και να ξέρεις, του πρόσθεσε, κανείς δεν σε αγαπά πιο πολύ από μένα τη μητέρα που σε γέννησε... Αν όχι τίποτε άλλο, τουλάχιστον γι᾿ αυτό μείνε όσο ακόμη ζω κοντά μου.. .».
Ασφαλώς τα λόγια της μητέρας νίκησαν την σκέψη και θέληση του υιού της Ιωάννη και υπερίσχυσε η αγάπη του για εκείνην. Κατόπιν τούτου ο Ιωάννης ανέβαλε –δεν ματαίωσε– τον σκοπό του μένοντας κοντά της και ζώντας ως υπάκουος υιός στο σπίτι μαζί με τη μητέρα του, στην Αντιόχεια.
Τότε ανεχώρησε στα ιερά ησυχαστήρια - ασκητήρια, που δεν ήταν πολύ μακριά έξω από την Αντιόχεια και τα οποία «ώσπερ λαμπτήρες εισίν αφ᾿ υψηλού τοις πόρρωθεν επιβαίνουσι φαίνοντες, επί λιμένος καθήμενοι και προς γαλήνην την αυτών άπαντας έλκοντας, ουκ εώντες εν σκότω διάγειν τους εκεί βλέποντας». Τότε ο Χρυσόστομος και μετά από παρότρυνση φίλων του αναφερόμενος στον μοναχικόν βίον, έγραψε τις θαυμάσιες πραγματείες περί ασκητισμού, στις οποίες ετόνιζε ότι σκοπός του είναι η τελείωση του ανθρώπου στην κατά Θεόν ζωή, η οποία δεν ήταν εύκολον και δυνατόν να επιτευχθεί μέσα στη γεμάτη από πειρασμούς και φαυλότητα κοινωνία. Σχετικά λέγει· «Θα ευχόμουν η κοινωνία να ήταν καλή για να μη χρειάζεται να τρέχουν στις ερήμους όσοι ζουν μέσα σ᾿ αυτή· και ούτε οι ασκητές που ζουν στις ερημίες να έρχονται για να ζήσουν σ᾿ αυτή».
Πρόθεσή του δεν ήταν να προτρέψει τους ανθρώπους να αποσυρθούν σωματικά από τον κόσμο, εγκαταλείποντας τις πόλεις τους, αλλά να αναμορφώσει τη ζωή της κοινωνίας, των πόλεων και των χωριών, σύμφωνα με τις αρχές του Ευαγγελίου· γι᾿ αυτό, άλλωστε, και έγινε ποιμήν, διδάσκαλος και ιεροκήρυκας.
Γιατί πράγματι μέσα στην κοινωνία δεν κατόρθωσαν οι διακηρύσσοντες την κοινωνική αλλαγή με τα υλικοτεχνικά μέσα, την πρόοδο της επιστήμης και της τεχνικής, να φέρουν την ευημερία των ανθρώπων και την κοινωνική δικαιοσύνη. Αντίθετα, κοινή είναι η διαπίστωση ότι κάθε ημέρα αυξάνει η αδικία, η εκμετάλλευση και η διαφθορά, ο εκφυλισμός και η πολυτέλεια με τις ποικίλες απολαύσεις, οι συνεχείς ανταγωνισμοί, τα μίση και οι πόλεμοι. Κατά συνέπεια κανείς απ᾿ αυτούς δεν θεωρεί ότι οι θλίψεις, οι στερήσεις και ο πόνος της καθημερινής ζωής έχουν ευεργετικά αποτελέσματα για την ανάπτυξη ισχυρής βουλήσεως και ακεραίου χαρακτήρα. Μόνο με κόπους πολλούς, στερήσεις και επίμονες ασκήσεις μπορεί ο πιστός να γίνει κύριος των αδυναμιών του σώματός του και όχι με την εύκολη, και γεμάτη ανέσεων και απολαύσεων ζωή, λέγει ο Χρυσόστομος.
Άλλωστε, ο Χρυσόστομος δεν θεωρούσε την άσκηση ως αυτοσκοπό και ούτε απέβλεπε με αυτήν αποκλειστικά στην ατομική τελείωση. Αντίθετα, θεωρούσε την άσκηση ως ευκαιρία κατάλληλη για την αναμόρφωση της κοινωνίας και της σωτηρίας των ανθρώπων, σε συνδυασμό με την λοιπή πνευματική ζωή.
Η ασκητική ζωή, βεβαίως, έδιδε την ευκαιρία στον Χρυσόστομο για πιο άνετη επικοινωνία με τον Θεό δια της προσευχής. Ο Χρυσόστομος ήταν άνθρωπος της προσευχής και της μονώσεως· ζούσε συνεχώς προσευχόμενος. Η προσευχή είναι ρίζα συγχρόνως και τροφή της πνευματικής ζωής και αν στερήσεις, έλεγε, τον εαυτό σου της προσευχής είναι ωσάν να βγάζεις το ψάρι από το νερό και περιμένεις να ζήσει· «ώσπερ γαρ εκείνω ζωή το ύδωρ, ούτω σοι προσευχή». Είναι αδύνατον να ζει κανείς χωρίς την προσευχή· «αμήχανον άνευ προσευχής αρετή συζήν και μετά ταύτης πορεύεσθαι τον βίον». Η πείρα και η μαρτυρία των προσευχομένων δείχνει ότι δεν υπάρχει στον κόσμο ισχυρότερο πράγμα από την προσευχή· «ουκ έστιν ουδέν ευχής δυνατώτερον, ουδ᾿ ίσον». Αυτή κάνει τους ανθρώπους «ναούς του Χριστού»· αυτή είναι το ύψιστον αγαθόν· «παντός αγαθού κεφάλαιον και σωτηρίας και ζωής αιωνίου πρόξενος». Γι᾿ αυτό και συνιστούσε στους άλλους συνεχώς να προσεύχονται· «καν εν βαλανείω ης, εύχου, καν εν οδώ καν επί κλίνης, όπου εάν ης εύχο υ». Γιατί έτσι θα αισθάνονται τους εαυτούς τους ευτυχείς και μακαρίους «επί τη του Θεού λατρεία».
Παράλληλα με τη συνεχή προσευχή η άσκηση έδιδε στον Χρυσόστομο την κατάλληλη ευκαιρία και για συνεχή μελέτη της Αγίας Γραφής, η οποία κρατεί την ψυχή σε διαρκή επικοινωνία με τον Θεό. Μάλιστα ο Χρυσόστομος θεωρούσε ως αιτία όλων των κακών στην κοινωνία και καθημερινή ζωή των ανθρώπων «το μη ειδέναι τας Γραφάς». Η μελέτη της Αγίας Γραφής ήταν το καταφύγιόν του σε όλες τις δοκιμασίες της πολυτάραχης ζωής του και σ᾿ αυτήν και μόνον εύρισκε γαλήνη και ανακούφιση.
Συνιστούσε στους πιστούς την ανάγνωση της Αγίας Γραφής ακόμη και αν πολλές φορές δεν είναι απόλυτα κατανοητό το αληθινό νόημά της. Με την συνεχή ανάγνωση των Αγίων Γραφών ο Χρυσόστομος απέκτησε τέτοια οικειότητα με το περιεχόμενό τους και τόσο βαθειά τις κατανόησε, ώστε, κατά κοινή ομολογία, να γίνει ο επιδεξιότερος και ικανότερος ερμηνευτής τους, αφού συνέγραψε τα πολυαριθμότερα, περίπου 700 Ομιλίες, και ασύγκριτα σε κάλλος και δύναμη ερμηνευτικά υπομνήματα καθώς και άλλα έργα του.
Ο Χρυσόστομος έζησε επί εξαετία και πλέον ως ασκητής και αναχωρητής στα Μοναστήρια και ασκητήρια με συνεχή προσευχή και μελέτη της Αγίας Γραφής και προ πάντων με στερήσεις και σκληραγωγία κοντά σε διασήμους για την εποχή του ασκητές.
Εκεί εσχεδίαζε τη δράση του ως αναμορφωτού των ψυχών, προετοίμαζε τον εαυτόν του για την μεγάλη του αποστολή στον κόσμο και ελάμβανε την απόφασή του για τους αγώνες της πνευματικής δράσεώς του στην κοινωνία. Και βεβαίως εγνώριζε καλά ότι κάθε πνευματική δράση στην κοινωνία θα αντιμετώπιζε οπωσδήποτε και την ανάλογη αντίδραση του κόσμου. Την δράση αυτή επεχείρησε με την ανάληψη του έργου που θέλησε να πραγματοποιήσει μέσα στην Εκκλησία και την κοινωνία με την χάρη και την ευλογία της.
Γι᾿ αυτό και όταν επέστρεψε στον κόσμο, στην Αντιόχεια, μετά την άσκησή του στην ερημία, χειροτονήθηκε διάκονος (381) από τον επίσκοπο της πόλεως Μελέτιον, τον οποίον και βοηθούσε στα ποιμαντορικά καθήκοντα. Ως απλός διάκονος ο Χρυσόστομος παρέμεινε για μία εξαετία και στο διάστημα αυτό επεδόθη στη συγγραφή αξιολόγων πραγματειών (όπως περί Παρθενίας κ.ά.) και στο διδακτικό έργο.
Το 386 χειροτονήθηκε ως πρεσβύτερος από τον διάδοχο του Μελετίου Φλαβιανό και ως πρεσβύτερος τότε, στην πρώτη ομιλία του από άμβωνος, εκφράζει το δέος του να προσεγγίσει την Αγία Τράπεζα και, όπως λέγει, του φαίνεται απίστευτον, μειρακίσκος αυτός να ομιλεί ενώπιον του εκκλησιάσματος. Όμως το εκκλησίασμα αυτό διεπίστωνε πόσον σπουδαίον και υπέροχον ρήτορα είχε έμπροσθέν του και με βαθειά ικανοποίηση έβλεπε τα μεγάλα δείγματα των εκπληκτικών ικανοτήτων του. Ίσως όμως και ο ίδιος ο Χρυσόστομος να συνειδητοποιούσε για πρώτη φορά το εξαιρετικό χάρισμα της ευγλωττίας με το οποίο η θεία Πρόνοια τον επροίκισε. Γιατί ήταν γεννημένος ρήτορας και από την αρχή κατεγοήτευε το ακροατήριό του με την ευφράδεια και τη δύναμη του λόγου του.
Έτσι από τότε και επί μία δωδεκαετία περίπου ως πρεσβύτερος στην Αντιόχεια και επί άλλα έξι ως Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως εκήρυττε συνεχώς· μερικές φορές δυο και τρεις φορές την ημέρα· «εβουλόμην, έλεγε, και εν νυκτί τούτο ποιείν και ως μυρία σχισθέντα παραγίνεσθαι υμίν και διαλέγεσθαι». Η ψυχή του ήταν κυριευμένη από το πάθος να κηρύττει τον λόγο του Θεού· προς τούτο περιήρχετο όλους τους ναούς της πόλεως.
Το κήρυγμά του διεκρίνετο για την αμεσότητα και την πειστικότητά του γι᾿ αυτό και ήταν το αποτελεσματικότερο μέσο να επιδράσει στα άτομα και στην κοινωνία. Από τα κηρύγματά του αυτά και τις εκφωνηθείσες ομιλίες του προέρχονται τα ογκώδη και πολυάριθμα ερμηνευτικά έργα του στα βιβλία της Αγίας Γραφής.
Ο Χρυσόστομος είχε την εσωτερική πεποίθηση ότι οι εκκλησιαστικοί ηγέτες είναι λειτουργοί και όργανα του Χριστού επί της γης. Ειδικότερα για την αποστολή του κληρικού θαυμάσια είναι τα όσα αναφέρει στο υπέροχο έργο του «Περί Ιερωσύνης».
Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως πρεσβύτερος στην Αντιόχεια συγκλονιστικά γεγονότα συνετάραξαν την πόλη. Εξεγέρθηκαν Αντιοχείς εναντίον του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Β´, εξ αιτίας της επιβολής σκληρών φόρων και προέβησαν σε βιοπραγίες εναντίον των αρχών. Μάλιστα έσπασαν τους ανδριάντας - αγάλματα του αυτοκράτορα και της οικογενείας του (του αδελφού του, της συζύγου του Φλακίλλης και των δύο τέκνων του). Η είδηση της καταστροφής τους έφθασε αμέσως στον αυτοκράτορα, ο οποίος αισθάνθηκε προσβεβλημένος και εξοργίσθηκε τόσο πολύ για την ανόσια πράξη, ώστε αποφάσισε να κατεδαφίσει τελείως την πόλη και να εξολοθρεύσει τους κατοίκους της. Έτσι άρχισαν τις συλλήψεις και φυλακίσεις. Οι Αντιοχείς πανικοβλήθηκαν και, έντρομοι και απελπισμένοι, πολλοί εγκατέλειψαν την πόλη και κατέφυγαν στα βουνά και στις ερημίες, όπου ατυχώς βρήκαν το θάνατο από την πείνα και τις κακουχίες και άλλοι κατέφυγαν στους ναούς (Η πόλη σχεδόν ερημώθηκε).
Τότε ήλθε η ώρα του Χρυσοστόμου, η ώρα της Εκκλησίας, η οποία έχει το μοναδικό προνόμιο, όταν στις δυσκολότερες στιγμές της Ιστορίας οι άλλοι –οι αρμόδιοι και υπεύθυνοι ή μη– σιωπούν ή καιροσκοπούν, αυτή, δια των εκπροσώπων της να διακηρύττει την αλήθεια και μόνο, να βρίσκεται κοντά στο λαό της, να τον παρηγορεί και να του δίνει ελπίδα.
Στην απελπιστική κατάσταση και απόγνωση των κατοίκων της Αντιοχείας εμφανίσθηκε ο Χρυσόστομος, ο οποίος εξεφώνησε τους περίφημους λόγους του «εις Ανδριάντας» καθ᾿ όλη την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής. Με αυτούς προσπάθησε, επωφελούμενος της ψυχικής καταστάσεως των κατοίκων, –και τελικά επέτυχε– να εμψυχώσει τους εναπομείναντας πανικόβλητους Αντιοχείς και να τους δώσει ελπίδα, αρχίζοντας τους λόγους του με τη φράση· «Τι είπω και τι λαλήσω; δακρύων ο παρών καιρός, ουχί ρημάτων, θρήνων ουχί λόγων, ευχής ου δημηγορίας. Τις ημίν εβάσκανεν, αγαπητοί; τις ημίν εφθόνησεν; πόθεν η τοσαύτη γέγονε μεταβολή; Ουδέν της πόλεως της ημετέρας σεμνύτερον ην, ουδέν γέγονε ελεεινότερον νυν... ουδέν της πόλεως της ημετέρας πρότερον μακαριώτερον ην, ουδέν ατερπέστερον γέγονε νυν.
Χωρίς πολέμου φυγή, χωρίς μάχης επανάστασις... Σιγή πανταχού φρίκης γέμουσα και ερημία· οι βουνοί λάβετε κοπετόν και τα όρη θρήνον... ου γαρ εστιν ο υβρισθείς ομότιμόν τινα έχων επί της γης· βασιλεύς γαρ εστι, κορυφή και κεφαλή των επί γης ανθρώπων απάντων. Δια τούτο δη προς τον άνω καταφεύγομεν βασιλέα· εκείνον καλέσωμεν εις βοήθειαν...». Με αυτά τα λόγια και με άλλα παρόμοια συνιστούσε την μετάνοια και επιστροφή των Αντιοχέων, οι οποίοι, πράγματι, μεταμελημένοι τώρα, δέχθηκαν το κήρυγμα της μετανοίας και μεταβλήθηκαν· «ο ακόλαστος σώφρων εγένετο, ο θρασύς επιεικέστερος, ο ράθυμος σπουδαίος, οι μηδέποτε εκκλησίαν ιδόντες, αλλ᾿ εις θεάτροις προσεδρεύοντες, εις εκκλησίαν διημερεύουσι νυν».
Παράλληλα ο Χρυσόστομος επενέβη στις Αρχές και με το προσωπικό του κύρος και τους πειστικούς του λόγους επέτυχε να σταματήσουν οι διώξεις και οι φυλακίσεις των πολιτών και να μην πραγματοποιηθούν οι θανατικές καταδίκες των συλληφθέντων. Ενώ ο επίσκοπος Φλαβιανός, παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες (που οφείλονταν στις καιρικές συνθήκες λόγω του χειμώνος, τα προβλήματα της υγείας του λόγω γήρατος και των οικείων του, η αδελφή του ήταν ετοιμοθάνατη, καθώς και των εορτών του Πάσχα, που επέβαλαν να βρίσκεται κοντά στο ποίμνιό του) μετέβη στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί με την πραότητα που τον διέκρινε και με επίμονες προσπάθειες κατόρθωσε να εξευμενίσει τον Αυτοκράτορα και το διάβημά του να επιτύχει. Και ο Χρυσόστομος έλεγε· «Ο Βασιλεύς είναι φιλάνθρωπος, ο Επίσκοπος επιβλητικός, αλλά προ πάντων ο Θεός φιλεύσπλαγχνος».
Η ευχάριστη είδηση έφθασε γρήγορα στους Αντιοχείς και στο άκουσμά της ο λαός πανηγύριζε με απερίγραπτη χαρά ώστε ο Χρυσόστομος σε σχετική ομιλία του να λέγει· «Ευλογητός ο Θεός, ο την ιεράν ταύτην εορτήν μετά χαράς και ευφροσύνης πολλής καταξιώσας ημάς επιτελέσαι σήμερον και την κεφαλήν αποδούς τω σώματι και τον ποιμένα τοις προβάτοις...». Έτσι ετελείωσε η μεγάλη εκείνη δοκιμασία των Αντιοχέων κατά την οποία ο Χρυσόστομος κατάφερε στις δύσκολες εκείνες στιγμές όχι μόνο να τους παρηγορήσει, να ζωντανέψει την πίστη τους στο Χριστό αλλά και να τους αναμορφώσει σε αληθινούς χριστιανούς.
Η δράση του έσωσε την πόλη από βέβαιη καταστροφή· και όπως έλεγε πολύ εύστοχα· «αρκεί εις άνθρωπος ζήλω πεπυρωμένος ολόκληρον διορθώσασθαι δήμον». Φαίνεται όμως ότι η μεταστροφή μερικών δεν ήταν μόνιμη αλλά προσωρινή, και κράτησε τόσο όσο διαρκούσε ο κίνδυνος για την πόλη και τους κατοίκους της, γιατί ο Χρυσόστομος στη συνέχεια εκφράζει την βαθειά του λύπη θεωρώντας ότι μάταια και άσκοπα ήταν τα κηρύγματά του. Ήθελε, αν ήταν δυνατόν, όλοι να γίνουν άγιοι, εκλεκτοί του Θεού στον κόσμο.
Για τον Χρυσόστομο η σωτηρία της ψυχής των χριστιανών ήταν το πολυτιμότερο πράγμα και έδειξε το μεγαλείο της ανδρειωμένης ψυχής του για τους κατοίκους της Αντιοχείας και σε άλλες δύσκολες ανθρώπινες στιγμές. Τέτοιες ήταν συχνά εχθρικές επιδρομές, προβλήματα πείνας (να σημειωθεί ότι η Εκκλησία της Αντιοχείας τότε έτρεφε περισσότερους από 3.000 αναξιοπαθούντες, χήρες, ορφανά, ασθενείς, φυλακισμένους, ηλικιωμένους, ξένους κ.λπ.), αλλά και σεισμών που προκάλεσαν με τις πολλές καταστροφές μεγάλη δυστυχία και απόγνωση στους κατοίκους. Και στις περιπτώσεις αυτές ο Χρυσόστομος βρέθηκε –όπως άρμοζε σε Ιεράρχη, πνευματικό ποιμένα– και πάλι κοντά στο λαό· του παραστάθηκε και του πρόσφερε παρηγορία και ελπίδα. Σε κάποια σχετική ομιλία του λέγει· «είδατε Θεού δύναμη, είδατε Θεού φιλανθρωπία; Με τη δύναμή του έσεισε την οικουμένη και με την φιλανθρωπία του πάλι την εστερέωσε... Μα ενώ ο σεισμός πέρασε, ο φόβος μένει. Και ενώ εκείνος ο σάλος έφυγε, η ευλάβεια ας μη φύγει. Κάναμε λιτανείες τρεις ημέρες. Μα ας μη σταματήσουμε τη σπουδή για προσευχή. Γι᾿ αυτό έγινε ο σεισμός. Για τη ραθυμία μας. Εραθυμήσατε και ήλθε ο σεισμός...».
Ο ιερός πατήρ αντιμετώπισε με την ίδια επιτυχία και τους εχθρούς της πίστεως, τους Ιουδαίους και τους αιρετικούς, διαφωτίζοντας το ποίμνιο για το οποίο έτρεφε απεριόριστη και έμπρακτη αγάπη.
Η φήμη του φλογερού αυτού πρεσβυτέρου, του Ιωάννου, είχε γίνει γνωστή όχι μόνο στην περιοχή της Αντιόχειας αλλά και σ᾿ όλα τα μέρη της Ανατολής και Δύσεως, παντού, σ᾿ όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας. Έτσι έφθασε και στην πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη και όταν απέθανε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νεκτάριος, ο λαός, αναγνωρίζοντας τις πασίγνωστες ικανότητες και το αδαμάντινον ήθος του, απέβλεψε προς αυτόν «τον επιστήμονα της ιερωσύνης», όπως λέγει ο βιογράφος του. Αλλ᾿ επειδή εγνώριζαν ότι ο Χρυσόστομος δεν θα εδέχετο να ανέλθει στον κενό πατριαρχικό θρόνο και θα απεποιείτο το αξίωμα αυτό, χρησιμοποιήθηκε ένα τέχνασμα με το οποίο πείσθηκε ο Χρυσόστομος να οδηγηθεί έξω της πόλεως, απ᾿ όπου απήχθηκε, χωρίς ούτε ο ίδιος ούτε ο λαός να γνωρίζει πού θα οδηγείτο.
2. Άνοδος του Χρυσοστόμου στον πατριαρχικόν θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως
Συγκεκριμένα, ο Έπαρχος (Διοικητής) της πόλεως Αστέριος παραπλανών τον Χρυσόστομο, τον παρακάλεσε να επισκεφθούν τους τάφους των μαρτύρων έξω από την πόλη και εκεί τον περίμεναν στρατιώτες, οι οποίοι παρά τη θέλησή του τον επιβίβασαν στην άμαξα και τον φυγάδευσαν οδηγώντας τον στην πρωτεύουσα παρά την αντίδρασή του (398). Χειροτονείται από τον Αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας Θεόφιλο –που βρισκόταν τις ημέρες εκείνες στην πρωτεύουσα– και αναγορεύεται Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως «ψηφίσματι κοινώ κλήρου τε και λαού».
Ο Χρυσόστομος παρ´ ότι δεν ήταν ακόμη ψυχικά προετοιμασμένος για ένα τέτοιο υπούργημα, όμως θεώρησε ότι η απροσδόκητη αυτή εξέλιξη των γεγονότων ήταν κατά θεία βούληση γι´ αυτό και αφοσιώθηκε στα νέα του ποιμαντικά καθήκοντα με αποστολικό ζήλο και υποτάχθηκε υπακούοντας στην απαίτηση των αρχόντων και στη φωνή του λαού, που τη θεώρησε θέλημα του Θεού.
Η θέση του ως Πατριάρχη διαφέρει βασικά από εκείνην του πρεσβυτέρου· τώρα αισθάνεται ότι έχει εξουσία αλλά και αποστολή να αγωνισθεί με όλες τις δυνάμεις του και τα μέσα που του δίδει το αξίωμά του τόσο για την κάθαρση των εκκλησιαστικών πραγμάτων όσο και για την αναμόρφωση της κοινωνίας.
Η προσωπική του ζωή όμως δεν άλλαξε· ζούσε ζωή απλή και λιτή με συνεχή προσευχή και μελέτη των Αγίων Γραφών· ζούσε και στη νέα του θέση και πάλι μόνος. Και επειδή ακολουθούσε αυστηρή δίαιτα και απέφευγε τις κοινωνικές σχέσεις, δεν δεχόταν επισκέψεις και ούτε προσκλήσεις σε γεύματα, δόθηκε η εντύπωση ότι ήταν ακοινώνητο άτομο. Η εξωτερική εμφάνισή του δεν ήταν επιβλητική· ήταν βραχύσωμος, λεπτός και αδύνατος, ρυτιδωμένος, σκυθρωπός και μελαγχολικός.
Στην πλούσια και άνετη ζωή του προκατόχου του επέβαλε αυστηρές οικονομίες στις δαπάνες για να εξοικονομηθούν χρήματα προκειμένου να διατεθούν για Νοσοκομεία και άλλους κοινωφελείς σκοπούς. Έτσι άρχισε να πωλεί πολυτελή έπιπλα και άλλα αντικείμενα, που δεν εχρειάζοντο για τον ίδιο.
Η αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων έδειξε τα ιδιαίτερα χαρίσματα του Χρυσοστόμου και φανέρωσε την αγωνιστικότητα και δύναμη της ψυχής του. Δεν δίστασε να έλθει αντιμέτωπος με τα πελώρια και δυσεπίλυτα κοινωνικά προβλήματα. Από τη μια η μεγάλη φτώχεια, η δυστυχία και η εξαθλίωση των πολλών και από την άλλη η πολυτέλεια, η χλιδή και η σπατάλη των ολίγων βάθυναν ανάμεσα στους ανθρώπους την αδικία και μεγάλωναν την κοινωνική ανισότητα.
Ο Χρυσόστομος θεώρησε χρέος του αλλά και ιερό καθήκον να αγωνισθεί κατ´ αρχήν για την εξυγίανση των εκκλησιαστικών πραγμάτων που βρίσκονταν σε μεγάλη κατάπτωση και διαφθορά.
Έτσι με βαθειά πίστη και μεγάλη συναίσθηση της πνευματικής ευθύνης της θέσεώς του, με σύνεση και αγάπη προς τον κλήρο και την αποστολή του στην κοινωνία, αποφάσισε να λάβει μέτρα εναντίον: α) των «βαλαντιοσκόπων», εναντίον δηλαδή των κληρικών εκείνων που πλούτιζαν από την ιερωσύνη, β) εναντίον των «κολάκων και παρασίτων», εκείνων δηλαδή που έκαναν αναξιοπρεπή ζωή, ζώντας κοσμική ζωή, γ) εναντίον των «κοιλιοδούλων», που ζούσαν αργή ζωή και δ) εναντίον εκείνων που ζούσαν με «συνεισάκτους». Ακόμη έλαβε μέτρα για την ηθική κάθαρση των ταγμάτων των χηρών και των διακονισσών.
Ζητούσε την καθαρότητα του βίου και ήταν αμείλικτος για τους αναξίους ιερείς, διακόνους και μοναχούς· και τους αδιορθώτους απέβαλε παντελώς από τις τάξεις του κλήρου.
Δεν δίστασε, στη γενικότερη πολιτική της ηθικής καθάρσεως, να απολύσει 13 επισκόπους ως σιμωνιακούς και αναξίους και στη θέση τους να τοποθετήσει ικανούς και ευσεβείς. «Εάν ο κλήρος, το άλας της γης, παρουσίαζε έκλυτο βίο, πως θα ζητούσε από το ποίμνιο να ζει άγιον και κατά Χριστόν βίον», έλεγε.
Με τα μέτρα που έλαβε εξύψωσε το κύρος του κλήρου και αποκατέστησε το γόητρο της Εκκλησίας μέσα στην κοινωνία.
Όπως ο ίδιος έλεγε, δεν αποστρεφόταν τους ελεγχομένους, αλλά μισούσε τις κακές πράξεις· «ταύτα λέγομεν ουχ ίνα πλήξωμεν, αλλ´ ίνα διορθωσώμεθα, ου τους ανθρώπους μισούντες, αλλά την πονηρίαν αποστρεφόμενοι».
Ο έλεγχος στους παρεκτρεπομένους γινόταν χωρίς οργή και αλαζονεία, αλλά με αγάπη και ενδιαφέρον για την πνευματική κάθαρση. Στις ενέργειές του διαπνεόταν από βαθειά συναίσθηση της πνευματικής ευθύνης απέναντι του ποιμνίου.
Γι´ αυτό και δεν δίστασε να επιδείξει την ίδια αυστηρότητα και για το φαύλο και διεφθαρμένο βίο των αρχόντων, των πλουσίων και των ισχυρών, χωρίς να δέχεται κανέναν συμβιβασμό, η να υπηρετεί κάποια πολιτικότητα και σκοπιμότητα. Με παρρησία και θάρρος αλλά και λεπτότητα αντιμετώπισε και τους πολιτικούς άνδρες της ανωτάτης κρατικής βαθμίδος, της εξουσίας γενικότερα, ακόμη και το ίδιο το παλάτι.
Το καθήκον του ως ποιμενάρχου τον ωθούσε στην επιτέλεση του έργου της αναμορφώσεως της κοινωνίας, ελέγχοντας, άλλοτε με αυστηρότητα και άλλοτε με αγάπη. Έτσι δεν άργησε να συγκρουσθεί και με την ίδια την αυτοκράτειρα Ευδοξία για τις αδικίες που διέπραττε, τη φιλοχρηματία και τις σπατάλες που έκανε. Στηλίτευσε τη μεγάλη πολυτέλεια, τις ασυλλόγιστες δαπάνες και τις διασκεδάσεις της Αυλής, αλλά και του ευρύτερου χώρου της ανωτέρας κοινωνίας, όπου έβλεπε την επιδειξιομανία «την κονίασιν των παρειών και τα ημιαγμένα χείλη (βαμμένα), τας μυραλοιφάς (αρώματα), το χρυσοφορείν και μαργαριτοφορείν, την περίεργον αμφίεσιν και υπόδεσιν...» και όλες εκείνες τις ποικίλες επινοήσεις της ανθρωπίνης ματαιοδοξίας.
Την ίδια παρρησία και τόλμη έδειξε και για τον πανίσχυρο αυλικό, και πρωθυπουργό Ευτρόπιο, στον οποίο έκανε αυστηρές παρατηρήσεις για τη φαυλότητα και την απληστία του, να πωλεί δημόσιες θέσεις, να δημεύει περιουσίες και επιπλέον να θέλει την κατάργηση του δικαιώματος του ασύλου των Ιερών Ναών. Και όμως, όταν εξέπεσε του αξιώματός του και ζήτησε ταπεινωμένος άσυλο στην Εκκλησία, ο Χρυσόστομος τον προστάτευσε με σθένος και τότε εξεφώνησε τους περίφημους λόγους του «Εις Ευτρόπιον».
Ο λαός επεδοκίμαζε τις ενέργειες αυτές του Χρυσοστόμου, του Ποιμενάρχου του, τον οποίον κυριολεκτικά ελάτρευε. Γιατί έβλεπε ότι τα μέτρα που είχε λάβει είχαν ως αποτέλεσμα να αρχίσει σιγά σιγά να επιβάλλεται μια πειθαρχία σε πολλούς κοινωνικούς τομείς και να περιορίζονται οι κοινωνικές αδικίες που διαπράττονταν προηγουμένως.
Όμως, όπως είναι γνωστόν, όπου υπάρχει δράση, υπάρχει και αντίδραση. Έτσι το ασυμβίβαστο του χαρακτήρος του Χρυσοστόμου και το ανυποχώρητο ενώπιον των οργανωμένων συμφερόντων, αλλά και το γεγονός ότι δεν θέλησε και δεν επεδίωξε την φιλία ή την εύνοια κανενός κοσμικού άρχοντα, όλα αυτά, είχαν ως αποτέλεσμα –όπως αναμενόταν άλλωστε– να προκληθεί εντονότατη και ισχυρή αντίδραση των θιγομένων από τους λόγους και τα έργα του Χρυσοστόμου. Στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας ο Χρυσόστομος δεν ηδυνήθη να χρησιμοποιήσει και να αξιοποιήσει όλες τις ικανότητές του και τα μοναδικά προσόντα του, γιατί δεν έδειχνε ελαστικότητα και προσαρμοστικότητα προς τους πολιτικούς άρχοντες. Και όπως λέγει ο Παλλάδιος «προκαταλαμβάνει φθόνος τας διανοίας των μισθωτών ποιμένων» και μια πρωτοφανής και κακοήθης πολεμική εξυφαίνεται εναντίον του Χρυσοστόμου, με πρωταγωνιστή τον «λιθομανή και χρυσολάτρη» Θεόφιλο Αλεξανδρείας.
Οι αντίπαλοί του, των οποίων έλεγχε τη φαυλότητα και καυτηρίαζε τις κακίες, όπως ήταν η φιλάργυρη, ματαιόδοξη και δεισιδαίμων αυτοκράτειρα Ευδοξία με τις κυρίες της αυλής, τη Μάρσα, Καστρικία και Ευγραφία, ο Ευτρόπιος, ο σπουδαιότερος και πανίσχυρος πολιτικός άρχων και πολλοί άλλοι άρχοντες και πλούσιοι που συνασπίσθηκαν και δημιούργησαν μία ισχυρότατη αντίδραση.
Σ´ αυτούς πρέπει να προστεθούν και οι διωχθέντες κληρικοί και επίσκοποι, των οποίων ο διεφθαρμένος βίος προκάλεσε τον έλεγχόν του και για τους οποίους έλεγε ότι «ουδένα δέδοικα ως των επισκόπων, πλην ολίγων».
Όλοι αυτοί μαζί συνεργάσθηκαν και συνωμότησαν για να εξοντώσουν τον Χρυσόστομον. Η αρχική εκτίμηση προς αυτόν και η κοινή αποδοχή μετεβλήθηκαν σε φοβερό μίσος εναντίον του και έτσι άρχισε «η περί τον θεσπέσιον Ιωάννην τραγωδία», όπως εύστοχα χαρακτηρίζει τις δοκιμασίες του Χρυσοστόμου, ο Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης.
Οι δυσαρεστημένοι επίσκοποι (Ακάκιος Βεροίας, Αντίοχος Πτολεμαΐδος, Σεβηριανός Γαβάλων και άλλοι) και μη, προσπάθησαν να υπονομεύσουν την ακεραιότητα του ήθους και τη φήμη του Χρυσοστόμου, διαδίδοντας σε βάρος του διάφορες φανταστικές επινοήσεις, όπως ότι ζούσε μόνος για να τρώει πολύ! Ότι δεν φιλοξενούσε και δεν συνέτρωγε με άλλους για να έχει της δικής του επιλογής πρόσωπα μαζί του και το χειρότερο ότι δήθεν δεχόταν κατ´ ιδίαν γυναίκες! Μη αναγνωρίζοντες ότι αυτός ζούσε ασκητική και εγκρατή ζωή από τα πρώτα χρόνια της ζωής του και ότι είχε νεκρώσει κάθε σαρκική επιθυμία. Ακόμη ότι δεν έκανε το σημείο του σταυρού και δεν προσευχόταν, αυτός που όλη η ζωή του ήταν μια συνεχής προσευχή.
Τέτοιες αστείες και παιδαριώδεις συκοφαντίες εξύφανε η παρασυναγωγή επισκόπων με επικεφαλής τον Θεόφιλο Αλεξανδρείας και στην Ψευδοσύνοδο παρά την Δρυν και το 403 κατεδίκασαν ερήμην τον Χρυσόστομο.
Ο Θεόφιλος ήταν δυσαρεστημένος με τον Χρυσόστομο γιατί στη θέση του ήθελε να εκλέξει τον ευνοούμενό του Ισίδωρο και ακόμη γιατί ο Χρυσόστομος δέχθηκε τους Μακρούς Αδελφούς, μοναχούς, τους οποίους αυτός κατεδίωξε για προσωπικούς λόγους.
Και ενώ ευρίσκετο τότε στην Κωνσταντινούπολη ως υπόδικος με την σημειωθείσα εν τω μεταξύ μεταβολή των διαθέσεων απέναντι του Χρυσοστόμου και γενικότερα των εκκλησιαστικών πραγμάτων, χρησιμοποιήθηκε από την Αυλή εναντίον του Χρυσοστόμου. Έτσι συγκροτήθηκε η περίφημη Ψευδοσύνοδος, η αποκλειθείσα αργότερα Ληστρική Σύνοδος παρά την Δρυν (403), η οποία με βάση τις προαναφερθείσες γελοίες και ψευδείς καταγγελίες σχημάτισε το κατηγορητήριο σε βάρος του Χρυσοστόμου. Ο Χρυσόστομος, προαισθανόμενος τα όσα επρόκειτο να συμβούν και βλέποντας να πλησιάζει το τέλος του αγώνος του, δεν έχανε το θάρρος του και μάλιστα συνιστούσε και στους φίλους του να διατηρήσουν την ψυχραιμία τους και την πίστη τους στον Χριστό και στην Εκκλησία.
3. Καταδίκη και εξορία του Χρυσοστόμου
Η Ψευδοσύνοδος, στην οποία τα άγρια ανθρώπινα πάθη και το αβυσσαλέο μίσος εναντίον ενός συνεπισκόπου τους καθ´ όλα αθώου, εθριάμβευσαν, – συχνά ο Θεός επιτρέπει να συκοφαντείται και να αδικείται ο δίκαιος– κατεδίκασε ερήμην τον Χρυσόστομον, τον καθήρεσε και αποφάσισε την εξορία του. Την απόφαση της Ψευδοσυνόδου αυτής επικύρωσε ο αυτοκράτορας.
Για να αποφευχθούν αιματοχυσίες και άλλες συνέπειες των οπαδών του Χρυσοστόμου οδηγήθηκε κρυφά και με στρατιωτική συνοδεία στη Βιθυνία (Πραίνετον). Ο λαός όμως, το πιστόν ποίμνιό του, πληροφορήθηκε τα διαδραματισθέντα και με διαδηλώσεις γύρω από τα ανάκτορα ζητούσε επιμόνως την ανάκληση του Χρυσοστόμου. Επηκολούθησαν συγκρούσεις με τραυματισμούς και φόνους. Τότε, κατά σύμπτωση, συνέβη ένας μεγάλος σεισμός στην Κωνσταντινούπολη, ο οποίος, εκτός των άλλων καταστροφών γενικότερα, προκάλεσε και στο υπνοδωμάτιο της αυτοκράτειρας κάποιες καταστροφές. Το γεγονός αυτό η δεισιδαίμων αυτοκράτειρα απέδωσε σε θεία οργή, συνδέοντάς το με την εξορία του Χρυσοστόμου, και συναισθανομένη ενδομύχως την ενοχή της για την σύμπραξή της, στην εξορία του Αγίου ανδρός, έντρομη ζήτησε επιμόνως από το σύζυγό της αυτοκράτορα Αρκάδιο την ανάκληση του Χρυσοστόμου, την οποία και έκανε δεκτή αμέσως ο σύζυγός της.
Ο Χρυσόστομος όμως ζητούσε να υπάρξει σχετική απόφαση Συνόδου για να επανέλθει, αλλά τέτοια Σύνοδος δεν προλάβαινε τότε να συγκληθεί γιατί οι επίσκοποι μόλις είχαν αναχωρήσει για τις επαρχίες τους μετά την Ψευδοσύνοδο παρά την Δρυν. Και έτσι ο Χρυσόστομος αναγκάσθηκε να συμμορφωθεί με την αυτοκρατορική απόφαση, χωρίς απόφαση Συνόδου και να επανέλθει στο θρόνο του.
Η επάνοδος του Χρυσοστόμου ήταν θριαμβευτική και ο λαός του επεφύλαξε λαμπρά υποδοχή· τότε εξεφώνησε εκ του προχείρου ομιλία –αριστούργημα ρητορικής τέχνης και κάλλους– για να τους ευχαριστήσει και στην οποία επαινεί και εγκωμιάζει το ποίμνιό του για τη στάση που τήρησε στην περιπέτεια της εξορίας του και την αφοσίωση που έδειξε στο πρόσωπό του. Σχετικά λέγει· «Τι ποιήσω, ίνα υμίν αξίως αποδώσω της αγάπης την αμοιβήν; Αγαπώ ετοίμως το αίμα μου εκχέειν υπέρ της υμετέρας σωτηρίας». Έτσι το δίκαιον ανεγνωρίσθη και επεκράτησε, αλλά δυστυχώς μόνον για λίγο. Η επιστροφή και η αποκατάσταση του Χρυσοστόμου στο θρόνο του ήταν μία εύθραυστη ανακωχή. Οι εχθροί του δεν ησύχασαν και τώρα οργανώθηκαν καλύτερα για να έχει επιτυχία η προσπάθειά τους.
Αφορμή δόθηκε από μία ομιλία πάλιν του Χρυσοστόμου στην οποία παρεπονέθη στην Αυτοκράτειρα για τους θορύβους που προκαλούσαν οι εορταστικές εκδηλώσεις, (οι αγώνες και οι χοροί) που γίνονταν για να τιμήσουν την αυτοκράτειρα Ευδοξία, της οποίας ο αργυρός Ανδριάντας στήθηκε κοντά στον Ιερόν Ναόν της Αγίας Σοφίας, απέναντι από το μέγαρο της Συγκλήτου, στην κεντρική αγορά και οι οποίες παρεμπόδισαν την κανονική τέλεση της λατρείας και τις ακολουθίες. Στο λόγο του ο Χρυσόστομος έλεγξε αυστηρά εκείνους που συμμετείχαν στις εορταστικές εκδηλώσεις και φαίνεται ότι υπήρξε μάλλον σκληρός στις εκφράσεις του και με βαρείς υπαινιγμούς σε βάρος της Ευδοξίας. Ο ιστορικός Σωκράτης γράφων σχετικά αναφέρει την αρχή μιας ομιλίας του που αποδίδεται, όχι χωρίς αντιρρήσεις, στον Χρυστόστομο· «πάλιν Ηρωδιάς μαίνεται, πάλιν ταράσσεται, πάλιν ορχείται, πάλιν την κεφαλήν Ιωάννου ζητεί λαβείν επί πίνακι».
Η Ευδοξία και η Αυλή γενικότερα ενοχλήθηκε και οργισμένη με τα λόγια του Χρυσοστόμου ζήτησε από τον σύζυγό της Αρκάδιο να λάβει μέτρα εναντίον του. Πράγματι ο αδύναμος Αρκάδιος συνεκάλεσε νέα τοπική Σύνοδο το 404, η οποία κατεδίκασε και πάλιν τον Χρυσόστομο με την κατηγορία «ως αναλαβόντα τον θρόνον αυτού ουχί δι´ αποφάσεως μείζονος Συνόδου, αλλά δια διαταγής βασιλικής» μόνον και τον εξόρισε στην Κουκουσό της Αρμενίας. Βεβαίως, ο Χρυσόστομος κατέβαλε προσπάθειες και προέβη σε ενέργειες να αποδείξει το δίκαιό του και ότι η καταδίκη και η εξορία ήταν αποτέλεσμα προσωπικής εμπαθείας των αντιπάλων του επισκόπων, του Θεοφίλου και των ανθρώπων της Αυλής και όχι συνέπεια κανονικών παραβάσεων. Όμως οι ενέργειές του αυτές δεν έφεραν αποτέλεσμα και στις 10 Ιουνίου του 404 οδηγήθηκε στην εξορία.
Ο Χρυσόστομος οδηγείται βιαίως στον τόπο της εξορίας του στις 10 Ιουνίου 404. Η πορεία του μέχρι εκεί ήταν όχι μόνο περιπετειώδης αλλά κυριολεκτικά μαρτυρική, γεμάτη από κακουχίες και δεινοπαθήματα. Οδοιπορεί με συνοδεία σκληροτράχηλων στρατιωτών, άρρωστος με πυρετό και εξουθενωμένος σε δρόμους κακοτράχαλους, τόπους δύσβατους και ορεινούς, άλλοτε με βαρυχειμωνιά και άλλοτε με αφόρητο καύσωνα επάνω στην άγρια φύση της ορεινής Αρμενίας. Ωστόσο και πάλιν έδειξε υπομονή και καρτερικότητα στις κακουχίες του και παράλληλα είχε το κουράγιο να δείχνει ότι δεν τον επηρέαζαν τα δυσάρεστα προσωπικά γεγονότα· από τον τόπο της εξορίας του έγραψε πάμπολλες επιστολές από τις οποίες σώζονται περίπου 242. Σ᾿ αυτές γράφει προς τους φίλους του τις περιπέτειες του ταξιδίου της εξορίας του και βρίσκει την ευκαιρία να προβάλλει την ηθική αξία των παθημάτων, προτρέποντας όλους στην κατά Χριστόν ζωήν. Όσοι επικοινωνούσαν μαζί του και του έδειχναν τη συμπάθειά τους αποτελούσαν την μόνη παρηγορία και παραμυθία του· σχετικά έλεγε· «Εύδηλον ότι τούτο πολλήν φέρει την παραμυθίαν, το κοινωνούς έχειν της αθυμίας την οικουμένην άπασαν».
Αλλά η επικοινωνία που αναπτύχθηκε με τους φίλους του και η αλληλογραφία μαζί τους ενόχλησε τους εχθρούς του οι οποίοι και αντέδρασαν σκληρά με το να ενεργήσουν και να επιτύχουν την απομάκρυνση και εξορία του σε ακόμη πιο απομεμακρυσμένη περιοχή, στην ερειπωμένη Πιτυούντα, στους πρόποδες του Καυκάσου, κοντά στα παράλια του Πόντου.
Έτσι αρχίζει μία νέα, χειρότερη από την προηγούμενη και ακόμη δυσκολότερη, πορεία του Χρυσοστόμου, μέσα από τραχειές και επικίνδυνες διαβάσεις. Μετά από τρεις μήνες πορεία, εξουθενωμένος πια, φθάνει στα Κόμανα του Πόντου, αλλά οι σωματικές δυνάμεις του, λόγω της εξαντλήσεώς του από τον πυρετό, τον εγκαταλείπουν πλέον τελείως. Υποβασταζόμενος, οδηγείται στον Ιερό Ναό της πολίχνης, τον ’γιο Βασιλίσκο, όπου, φορώντας ολόλευκη ιερατική στολή, που του έδωσε ο ιερέας του ναού, και κάνοντας το σημείο του σταυρού, εκοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων για τελευταία φορά, λέγοντας τη συνηθισμένη φράση του: «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν» και αμέσως έγειρε το σώμα του στα χέρια του ιερέως και άφησε την τελευταία του πνοή, στις 14 Σεπτεμβρίου του 407.
Πέθανε εξόριστος και καθηρημένος, στα 60 περίπου χρόνια του από τα οποία τα 6-7 έζησε ως ασκητής, τα 6 ως διάκονος, τα 12 ως Πρεσβύτερος, τα 9 και 7 μήνες ως Αρχιεπίσκοπος και τα 3 και 3 μήνες σε εξορία.
Η έκπτωση του Χρυσοστόμου από τον Πατριαρχικό θρόνο προκάλεσε σχίσμα μέσα στην Εκκλησία των οπαδών του «Ιωαννιτών» αποκαλουμένων, οι οποίοι δεν ανεγνώριζαν τον διάδοχόν του –παρά τις επίμονες συστάσεις του να υπακούσουν στους νέους εκκλησιαστικούς άρχοντες και να διαφυλάξουν την ενότητα της Εκκλησίας– καθώς και μεταξύ της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και των Εκκλησιών της Ρώμης, της Αντιοχείας και της Αλεξανδρείας. Το σχίσμα αυτό μεταξύ των Εκκλησιών αποκαταστάθηκε αφού οι Εκκλησίες δέχθηκαν να εγγράψουν στα δίπτυχά τους το όνομα του Ιωάννη της Αντιοχείας το 413, της Κωνσταντινουπόλεως επί Αττικοῦ το 417 και της Αλεξανδρείας το 419. Χαρακτηριστική της εμπαθείας εναντίον του Χρυστοστόμου είναι η φράση του Κυρίλλου «εάν περιλάβετε τον Ιωάννην μεταξύ των επισκόπων διατί δεν περιλαμβάνετε και τον Ιούδα μεταξύ των Αποστόλων»;
Το σχίσμα των «Ιωαννιτών» αποκαταστάθηκε με την ανακομιδήν των λειψάνων του Χρυστοστόμου στην Κωνσταντινούπολη επί Πρόκλου το 438.
Η μεταφορά των λειψάνων (εορτάζεται στις 27 Ιανουαρίου) από τα Κόμανα συνοδεύθηκε με μία επιστολή –διαταγή– του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β´, υιού του Αρκαδίου και της Ευδοξίας, η οποία έγραφε· «Τω Οικουμενικώ Πατριάρχη Διδασκάλω και Πνευματικώ Πατρί Ιωάννη τω Χρυσοστόμω Θεοδόσιος Βασιλεύς. Νεκρόν ομοίως τοις άλλοις το σώμα το σον είναι νομίσαντες, Πάτερ τίμιε, μετακομίσαι αυτό απλώς προς ημάς και αγαγείν ηβουλήθημεν· δια τούτο και του ποθουμένου δικαίως διημάρτομεν· αλλά συ γε, Πάτερ τιμιώτατε, σύγγνωθι ημίν μετακαλουμένους, ο την μετάνοιαν πάσιν διδάξας· και παισί φιλοπάτορσιν επίδος ημίν σαυτόν και τους ποθούντας σε δια της σης παρουσίας εύφρανον».
Παλλαϊκή υπήρξε η υποδοχή των λειψάνων του· σύσσωμος λαός, κλήρος και μοναχοί με επικεφαλής τον αυτοκράτορα, τους αυλικούς, τη σύγκλητο και όλους τους επισήμους άρχοντες, υποδέχθηκαν και προσκύνησαν με σεβασμό τα λείψανά του, τα οποία συνόδευσαν μέχρι τον ιερό Ναό των Αγίων Αποστόλων. Ήταν πρωτοφανείς οι εκδηλώσεις τιμής, αγάπης και βαθυτάτου σεβασμού από τις μυριάδες του λαού για τον αδικημένο ιεράρχη, στον οποίο είχε ετοιμασθεί μεγαλοπρεπής τάφος, αντάξιος του μεγαλείου του.
Το φέρετρό του ασπάσθηκε ο ίδιος ο Αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β´, ο οποίος μάλιστα έβγαλε την πορφύρα του το εκάλυψε και, βαθύτατα συγκινημένος και γονατιστός, του ζήτησε συγνώμη για την αδικία που διέπραξαν σε βάρος του οι γονείς του Αρκάδιος και Ευδοξία· και τον παρεκάλεσε να τους συγχωρήσει και να λησμονήσει την αδικία που του έκαναν.
Η μνήμη του εορτάζεται την 13η Νοεμβρίου και την 30η Ιανουαρίου μαζί με τους δύο άλλους μεγάλους Ιεράρχες, Βασίλειον τον Μέγαν και Γρηγόριον τον Θεολόγον.
Και όπως ορθά έχει παρατηρηθεί, οι εορτές των Αγίων αποσκοπούν να γνωρίσουν οι πιστοί τους εορταζομένους Αγίους, τον βίον και τα κατορθώματά τους και να τους μιμηθούν στη δική τους ζωή.
Κατά τον Ιωάννη Χρυσόστομο «εορτή εστίν αγαθών έργων επίδειξις, ψυχής ευλάβεια, πολιτείας ακρίβεια». Τέτοια ήταν η επίγεια ζωή Ιωάννου του Χρυσοστόμου και παρόμοια οφείλει να είναι του κάθε πιστού.
4. Χαρακτηρισμός της προσωπικότητος και του έργου του Χρυσοστόμου
Ο Χρυσόστομος παρέχει πράγματι το λαμπρότερο παράδειγμα ηγέτη και Ιεράρχη, ο οποίος ως «ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων». Τήρησε πιστά και απαρέγκλιτα τη διδασκαλία του ποιμαντικού έργου και ποτέ δεν διεχώρισε το διδακτικό-θεωρητικό από το πρακτικό έργο του. Προς τούτο χρησιμοποίησε τον άμβωνα και αναδείχθηκε φάρος τηλαυγής. Η πνευματική αναγεννητική προσπάθειά του επεκτάθηκε προς όλα τα κοινωνικά στρώματα και δεν άφησε κανένα σημείο και καμία πτυχή της κοινωνικής ζωής με την οποία να μην καταπιάστηκε και την οποία να μην αντιμετώπισε.
Στην προσπάθειά του αυτή για την αναμόρφωση της κοινωνίας άρχισε από τα παιδιά, συνιστώντας στους γονείς πώς θα ανατρέφουν τα τέκνα τους. Χαρακτηριστικά αναφέρει· «βοσκημάτων οι παίδες ατιμότεροι και όνων και ίππων μάλλον επιμελούμεθα ή παίδων».
Ο Νικόδημος ο Αγιορείτης, σε έναν εγκωμιαστικό λόγο του στον Ιωάννην τον Χρυσόστομο, διερωτάται πώς να ονομάσωμεν τον Ιωάννη. Να τον ονομάσωμεν Ιεράρχην και διδάσκαλον της Εκκλησίας; Και βέβαια, απαντά, αφού η θέση του είναι υπεράνω όλων των Ιεραρχών και διδασκάλων της Εκκλησίας. Προς τούτο επικαλείται την οπτασίαν την οποίαν είδε ο Αδελφειός, επίσκοπος Αραβισσού, σύμφωνα με τις διηγήσεις του Γεωργίου Αλεξανδρείας και του Ανωνύμου. Κατ᾿ αυτές ο Αδελφειός θέλοντας να μάθει ποια δόξα αξιώθηκε να λάβει ο θείος Χρυσόστομος στους ουρανούς από το Θεό, περιήλθε σε κατάσταση εκστάσεως στον παράδεισο και αφού είδε σε ένα ολόλαμπρο και ωραιότατο τόπο όλους τους πατέρες και διδασκάλους της Εκκλησίας, έφυγε περίλυπος, γιατί δεν είδε εκεί που περίμενε να ιδεί τον Χρυσόστομο. Τότε τον ερώτησε ο οδηγός του για ποια αιτία είναι λυπημένος και όταν εκείνος έμαθε το λόγο αποκρίθηκε· «Ιωάννην τον της μετανοίας λέγεις; άνθρωπος, εν σώματι ων, εκείνον ιδείν ου δύναται! Εκεί γαρ παρίσταται όπου ο θρόνος ο δεσποτικός». Αλλά και ο γιος Μάρκος ο Ασκητής, λέγει ο Ανώνυμος, είδε την ίδια οπτασία και άκουσε τα ίδια λόγια για τον Χρυσόστομο.
Ο Άγιος Νικόδημος ομολογεί και αποδέχεται τελικά ότι ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος είναι πολυώνυμος, δεδομένου ότι ο κάθε χαρακτηρισμός του ανταποκρίνεται απόλυτα και επιτυχημένα στις αρετές που τον κοσμούσαν. Έτσι δέχεται ότι μπορούμε να ονομάσωμεν τον Χρυσόστομον·
α) Άγγελον, αφού έζησε αληθινά μια ζωή ισάγγελον και ασκητικήν, με χαμευνία, συνεχείς ασκήσεις, προσευχές και αγρυπνίες και αφού όλη του η πολιτεία υπήρξε ομολουμένως αγγελική.
β) Απόστολον, αφού με την αποστολική διδασκαλία του έφερε ως ισαπόστολος τη χριστιανική πίστη σε ειδωλολατρικούς λαούς τους οποίους κυριολεκτικά εσαγήνευσε. Το ιεραποστολικό έργο του εκχριστιανισμού έφθασε επί των ημερών του στα πέρατα της Οικουμένης· διαδόθηκε στην Κιλικία, Φοινίκη, Αραβία, Περσία, Αιθιοπία, Βιθυνία, Πόντο, Ίβηρες, Σκύθες, Γότθους κ.λπ. ’λλωστε είχε συνεργασία και συναναστροφή με τους αποστόλους Πέτρο, Ιωάννη, Ανδρέα, Στάχυν κ.ά.
γ) Προφήτην, αφού πολλές φορές προφήτευσε και για διάφορα πράγματα.
δ) Μάρτυρα, αφού μαρτύρια υπέστη κατά την πορεία της εξορίας του τόσον από τους συνοδούς στρατιώτες, όσον και από την φθονερή επίθεση επισκόπων, όπως του Καισαρείας Φαρέτριου και άλλων. Παρά ταύτα για όλα αυτά τα μαρτύρια ο ιερός πατήρ έλεγε· «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν· ου γαρ παύσομαι τούτο επιλέγων αεί επί πάσιν μοι τοις συμβαίνουσιν».
ε) Θαυματουργόν, αφού στο λείψανό του δόθηκε πλούσιο το χάρισμα των θαυμάτων, ώστε όλοι να τον ονομάζουν, κατά τον Ανώνυμον, «Ιωάννην τον Θαυματουργόν».
στ) Ελεήμονα, αφού για την χαρακτηριστική ευσπλαγχνία του και το πλούσιο έλεός του στους πτωχούς και ενδεείς ονομάσθηκε κατά τον Ανώνυμον, «Ιωάννης ο της ελεημοσύνης».
ζ) Κήρυκα της μετανοίας, αφού ο λόγος του είχε τη δύναμη να προσελκύσει κάθε αμαρτωλό που τον άκουσε σε μετάνοια γι᾿ αυτό και ονομάσθηκε ο «Ιωάννης ο της μετανοίας».
η) Ρήτορα, αφού η ρητορική δεινότητά του υπήρξε ανυπέρβλητη από όλους τους γνωστούς εκκλησιαστικούς και μη, ρήτορες της ιστορίας με τη γνωστή, χαρακτηριστική παρατήρηση του Λιβανίου γι᾿ αυτόν· «ει μη χριστιανοί εσύλησαν αυτόν», θα τον άφηνε διάδοχόν του.
θ) Τέλος, εξηγητήν των Γραφών, αφού η ερμηνευτική ικανότητά του υπερέβαινε και αυτού του Γρηγορίου του Θεολόγου στην ερμηνεία των Γραφών. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία ότι όταν ο Χρυσόστομος, ενθουσιώδης θαυμαστής του Παύλου, ερμήνευε τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος του έλεγε (ψιθύριζε στα αυτιά του) την ερμηνεία των νοημάτων τους. Γι᾿ αυτό και χαρακτηρίζεται ως το «στόμα του Χριστού και το στόμα του Παύλου».
Ο Χρυσόστομος λόγω της πολυσχιδούς δράσεώς του και του πολυμερούς έργου του έλαβε πληθώρα χαρακτηρισμών τόσον από τους συγχρόνους του όσον και από τους μεταγενεστέρους του.
Ως πνευματικός ηγέτης ο Χρυσόστομος υπήρξε, κατά κοινήν ομολογίαν, μοναδικός και ανεπανάληπτος· υπήρξε ο μέγιστος φωστήρ και ο μεγαλοφωνότατος διδάσκαλος της οικουμένης.
Έτσι, κατά την ΣΤ´ Οικουμενικήν σύνοδον είναι «ο της Εκκλησίας διδάσκαλος».
Κατά τον Ιννοκέντιον, πάπα Ρώμης, σύγχρονον του Χρυσοστόμου, είναι «ο μέγας της οικουμένης διδάσκαλος».
Κατά τον (ιστορικόν) Θεοδώρητον Κύρου είναι «το της Εκκλησίας στόμα και ο της ευσεβείας ανθρώπων οφθαλμός»· επίσης είναι «ο νέος Ιωάννης Βαπτιστής».
Κατά τον ιερόν Φώτιον είναι «ο τρισμακάριστος άνθρωπος».
Κατά τον Γεώργιον Αλεξανδρείας είναι «ο της οικουμένης απάσης διδάσκαλος και φωστήρ».
Κατά τον Συμεών Μεταφραστήν είναι «ο αληθής του Θεού άνθρωπος και γνήσιος της μετανοίας κήρυξ».
Κατά τον Λέοντα τον σοφόν είναι «ο της θείας ευσπλαγχνίας μιμητής και εγγυητής».
Κατά τον Θεοδόσιο τον μικρόν είναι «ο οικουμενικός διδάσκαλος».
Κατά τον Ισίδωρο Πηλουσιώτη είναι «ο των του Θεού απορρήτων σοφός και υποφήτης Ιωάννης, ο της εν Βυζαντίω Εκκλησίας και πάσης οφθαλμός».
Τέλος κατά τον Νικόδημον τον Αγιορείτην είναι «ο διδάσκαλος των διδασκάλων».
Ο Ιωάννης Χρυσόστομος ήταν, πανθομολογουμένως, ο μεγαλύτερος συγγραφέας και τα έργα του διακρίνονται για το πολύ σπουδαίον περιεχόμενό τους, την ανώτερη ποιότητά τους, το υψηλό ύφος και τη θαυμάσια έκφρασή τους. Επίσης διακρινόταν για την απλότητα, τη σαφήνεια και τη ρητορική δύναμη. Από τους σπουδαιότερους ρήτορες της ιστορίας είχε κατανοήσει τις ανάγκες της ψυχής των ανθρώπων και απευθυνόταν σ᾿ αυτές γι᾿ αυτό και τα κηρύγματά του είχαν τόση επικαιρότητα και επίδραση στο ποίμνιό του. Ο Χρυσόστομος υπήρξε πολυγραφότατος συγγραφέας και σε ποιότητα περιεχομένου και σε ποσότητα και σ᾿ αυτά είναι ασύγκριτος. Τα έργα του, που διατηρούνται σε περισσότερα από 2.000 περίπου χειρόγραφα, διακρίνονται σε Πραγματείες, Ομιλίες, Λόγους και Επιστολές.
Από τους σημαντικότερους πατέρες της Εκκλησίας ο Χρυσόστομος ανήκει στους μεγαλύτερους άνδρες της ανθρωπότητος. Με ανεπτυγμένη τη συνείδηση του χρέους του, ασυμβίβαστος και ανυποχώρητος για θέματα αρχών και καθήκοντος έμεινε στην ιστορία της ανθρωπότητος ως ο αλύγιστος αγωνιστής, ως ο Ιεράρχης του καθήκοντος και ο μάρτυρας της αληθείας.
Βασικές πηγές πληροφοριών για τη ζωή και τη δράση του Ιωάννου Χρυσοστόμου είναι τα ίδια τα συγγράμματά του· μάλιστα ιδιαίτερον ενδιαφέρον για τις πολύτιμες πληροφορίες ειδικά για την περίοδο της εξορίας του, έχουν οι επιστολές του που εγράφησαν κατά την τελευταία περίοδο της ζωής του.
Άλλες πηγές πληροφοριών είναι τα έργα συγχρόνων ή ολίγον μεταγενεστέρων ιστορικών, οι Βιογραφίες και οι Πανηγυρικοί λόγοι. Σπουδαιότερη απ᾿ αυτές είναι ο «Διάλογος περί βίου και πολιτείας του μακαρίου Ιωάννου, επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, του Χρυσοστόμου» (περίπου 407-408) του Παλλαδίου, φίλου και επισκόπου Ελενοπόλεως.
Μεγάλη αξία έχουν επίσης οι πληροφορίες που αναφέρουν οι ιστορικοί του Ε´ αιώνα, Σωκράτης (Εκκλησιαστική Ιστορία, 6, 2-23), Σωζομενός (Εκκλησιαστική Ιστορία, 8, 2-28), Θεοδώρητος Κύρου (Εκκλησιαστική Ιστορία, 5, 27-36), οι οποίοι έτρεφαν ιδιαίτερο θαυμασμό στο πρόσωπο και στο έργο του Χρυσοστόμου καθώς και ο ιερός Φώτιος (Μυριόβιβλος 273).
Ενδιαφέροντα είναι ακόμη το «Εγκώμιον Ιωάννου» (Ρ G 47, Χ L ΙΙΙ- L Ι), το οποίο συνετάγη και αποδίδεται εις τον Αρχιεπίσκοπον Αντιοχείας Μαρτύριον (471) και το σύντομον «Εγκώμιον» του Πρόκλου Κωνσταντινουπόλεως (Ρ G 65, 829-833), ο οποίος εφρόντισε την μετακομιδή του λειψάνου του Χρυσοστόμου στην Κωνσταντινούπολη, όπως και ο φερόμενος «βίος και πολιτεία και θαύματα του Ιωάννου του Χρυσοστόμου» με το όνομα του πατριάρχη Αλεξανδρείας Γεωργίου [Η. Savilii , Chrysostomi Opera Omnia 8 (1612) 157-265], και ο «Βίος και πολιτεία του εν Αγίοις πατρός ημών Ιωάννου, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, του Χρυσοστόμου» του Συμεών του Μεταφραστού (Ρ G 114, 1046-1209), και διάφορα άλλα.
Πάντως οι μεταγενέστερες βιογραφίες και τα Αγιολογικά Εγκώμια του Ιωάννου Χρυσοστόμου είναι οπωσδήποτε πηγές δευτερεύουσας σημασίας.
*Ο Χρίστος Θ. Κρικώνης, είναι καθηγητής της Εκκλησιαστικής Γραμματολογίας-Πατρολογίας και Ερμηνείας Πατερικών Κειμένων της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...