
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ο ρυθμός της καθημερινότητας κατακτιέται δυστυχώς από μία γκρίζα μουντίλα. Οι άνθρωποι χάνουν την πνευματική τους σπιρτάδα και ξεθωριασμένοι κινούνται μέσα στις επιθυμίες και τα πάθη τους.
Ζωή και θάνατος διαδέχονται τα ερωτήματα περί θανάτου και ζωής. Όλοι αγωνιούν αλλά συγχρόνως μένουν και αναίσθητοι μπροστά στην αιωνιότητα. Οι ψυχές ρυμουλκούν το παρελθόν των λαθών χωρίς να θέλουν να το απολέσουν, λες και έχουν μία εξάρτηση απ’ αυτό.
Είναι φοβερό να βλέπει κανείς ανθρώπους οι οποίοι ζουν το «τώρα» χωρίς να θέλουν να ξεφύγουν από το παρελθόν τους. Είναι λυπηρό να συναντάς ανθρώπους οι οποίοι φέρουν τα στίγματα της αμαρτίας πάνω τους χωρίς να νιώθουν την ανάγκη για κάθαρση.
Η κοινωνία της ηδονής δυστυχώς δεν αφήνει περιθώρια για μετάνοια, δεν αφήνει να ξεφύγει κάποιος υπόδικος της αμαρτίας. Τους θέλει όλους δικούς της. Θέλει όλοι να ζούνε χωρίς να σκέφτονται ότι υπάρχει και άλλος τρόπος ζωής.
Η κοινωνία του «εγώ» μας μετατρέπει σίγα σιγά σε ανδρείκελά της. Όλα μεταβάλλονται προς το αφύσικο, αν και προβάλλονται φυσιολογικά.
Ακόμα και μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας υπάρχει μεγάλη αλλοίωση.
Υπάρχει συνεχώς μία μιζέρια, κατάκριση, επιδειξιμανία, ρηχότητα. Άνθρωποι οι οποίοι στο όνομα του Χριστού διδάσκουν και κηρύττουν προκαλούν ταραχή, σύγχυση, λογισμούς, διαβολή, προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο να κρατηθούν στο προσκήνιο, αντί να μεταδίδουν ειρήνη, πραότητα, μετάνοια και συγχωρετικότητα.
Υπάρχουν ακόμα και οι χριστιανοί που συμμετέχουν στην μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας χωρίς όμως συναίσθηση. Δηλαδή συμμετέχουν από συνήθεια, λόγο «παράδοσης» χωρίς να συναισθάνονται τι κάνουν και που συμμετέχουν.
Βεβαίως υπάρχουν και άνθρωποι που όντως ζουν εν Χριστώ και μαρτυρούν με την παρουσία τους την Αλήθεια. Άνθρωποι που ίσως δεν τους υπολογίζουμε. Ταπεινοί χριστιανοί που ζούνε μέσα στην υπακοή, στην ταπείνωση και στην αγάπη. Αυτοί είναι οι γνήσιοι εκφραστές της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος μέσα στον κόσμο, κι ας μην κατέχουν κάποια θεσμική θέση μέσα στην Εκκλησία, κι ας περιφρονούνται από τους οφικιάλιους, κι ας θεωρούνται μωροί και «μικροί».
Είναι αλήθεια ότι ιδιαιτέρως οι ρασοφόροι πέφτουν στον μεγάλο πειρασμό της έπαρσης και της «πνευματικής διαστροφής» όμως συγχρόνως πάλι από την τάξη των μοναχών και κληρικών αναδύονται μεγάλα γνήσια πνευματικά αναστήματα.
Κλήρος και λαός πολλές φορές ζει μέσα στην Εκκλησία σε μία υποβόσκουσα πνευματική νωθρότητα η οποία έχει ως αποτέλεσμα της ολέθρια αποξένωση από την γνησιότητα της Πίστεως και την δυναμική του « κατ’εικόνα και καθ’ομοίωση».
Ο κόσμος της φθοράς και της πτώσης δυστυχώς φαίνεται ισχυρός όσο ποτέ. Όπου όμως το κακό φάνηκε στο αληθινά τρομακτικό του μέγεθος, εκεί η Χάρις του Θεού το υπερκάλυψε. «Ού δε επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις» (Ρωμ. 5,20).
Η Αλήθεια διώκεται από εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς.
Τους εξωτερικούς εχθρούς της Εκκλησίας εύκολα κάποιος μπορεί να τους εντοπίσει, όμως οι εσωτερικοί είναι πιο επικίνδυνοι διότι φορούν το προσωπείο της ευλάβεια, της ευσέβειας και του ζήλου.
Δυστυχώς πολύ εύκολα κάνουμε διαχωρισμούς μεταξύ των ανθρώπων, μεταξύ ηθικών και ανήθικων, μεταξύ καλών και κακών με βάση κάποιους δικούς μας ηθικούς κανόνες. Όμως αυτός ο διαχωρισμός είναι επιφανειακός, πρόχειρος και επιπόλαιος. Με βάση το πνεύμα των Πατέρων οι άνθρωποι διακρίνονται σε πνευματικά ασθενείς, σε θεραπευομένους και σε θεραπευμένους.
Με αυτό το σκεπτικό λοιπόν θα πρέπει να αντιμετωπίζουμε τους άλλους, σαν αδελφούς που βρίσκονται σε ασθένεια, σε στάδιο θεραπείας και όχι σαν εχθρούς που πρέπει να ελέγξουμε, να συντρίψουμε και να αφανίσουμε.
Το θέμα είναι κατά πόσο εμείς, οι χριστιανοί του σήμερα έχουμε συναίσθηση της ιδιότητάς μας αλλά και των δυνατοτήτων που μας χαρίζονται δια μέσου του μυστηριακού τρόπου της Εκκλησίας του Χριστού.
Ο χριστιανός του σήμερα καλείται να δώσει την μαρτυρία της Αγάπης. Καλείται να αγαπήσει τον πλησίον του με την προοπτική της δικής του θεραπείας και της θεραπείας του άλλου.
Η Εκκλησία σαν μάνα αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους που προστρέχουν σ’ αυτήν. Δεν έχουμε λοιπόν δικαίωμα εμείς «οι άνθρωποι της Εκκλησίας» να τους αποκλείουμε, διότι ομοιάζουμε με εκείνους τους Φαρισαίους τους οποίους έλεγξε ο Κύριος λέγοντας: «Ουαί υμίν, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, ότι κλείετε την βασιλείαν των ουρανών έμπροσθεν των ανθρώπων· υμείς γαρ ουκ εισέρχεσθε, ουδέ τους εισερχομένους αφίετε εισελθείν» (Ματθ. 23,14).
Είναι χρέος όλων μας να δείξουμε την πόρτα της μετάνοιας σε όλους τους συνανθρώπους μας που με αγωνία αναζητούν λύτρωση από το σκοτάδι της οδύνης που συνοδεύει την πνευματική κατάπτωση.
Η Εκκλησία είναι νοσοκομείο μέσα στο οποίο καλούμαστε να θεραπευτούμε και συγχρόνως να στηρίξουμε τους αδελφούς μας που ίσως πάσχουν από βαρύτερες ασθένειες. «Ὀφείλομεν δὲ ἡμεῖς οἱ δυνατοὶ τὰ ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων βαστάζειν»(Ρωμ.15,1).
Ο χριστιανός είναι ο ταπεινός άνθρωπος. Ο άνθρωπος που τρέχει να βοηθήσει τον άλλον όχι γιατί νομίζει ότι είναι κάποιος ικανός και άξιος, αλλά διότι αγαπά.
Πάντοτε η Εκκλησία διαμέσου των Αγίων της μας καλεί να ξεπεράσουμε τις μικρότητες της καθημερινότητας, τις κατακρίσεις, τον εγωισμό και να αγγίξουμε τις ηλιαχτίδες της συγχώρεσης, της χαράς, της ειρήνης και της αγάπης.
Όλα όσα κάνουμε σ’ αυτόν τον κόσμο έχουν αντίκτυπο αιώνιο. Είναι λάθος να επενδύουμε στο μέλλον μας για να αρχίσουμε την εσωτερική μας μεταμόρφωση και την προσφορά μας στην μεταμόρφωση του κόσμου. Το μέλλον μας δεν υπάρχει για να επενδύουμε σ’ αυτό. Το «τώρα» μας υπάρχει και διαμορφώνει το αιώνιό μας.
Είμαστε τελικά αυτό που θα γίνουμε. Το τι θα γίνουμε όμως είναι αυτό το "τώρα" που επιλέγουμε.
Αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος
Πηγή: http://agiosdimitrioskouvaras.blogspot.gr/2014/07/blog-post_8.html
1. Αναμφιβόλως, ο άνθρωπος είναι μετά τον Θεόν η περισσότερον μυστηριώδης και αινιγματική ύπαρξις εις όλους τους κόσμους τους γνωστούς εις την ανθρωπίνην σκέψιν. Εις τα απύθμενα και απέραντα βάθη της ανθρωπίνης υπάρξεως ζουν και στροβιλίζουν ασυμβίβαστοι αντιθέσεις: η ζωή και ο θάνατος, το αγαθόν και το καλόν, ο Θεός και ο διάβολος, και ό,τι υπάρχει εντός των και γύρω των. Δι’ όλων των θρησκειών του, των φιλοσοφιών, των επιστημών, των πνευματικών και υλικών πολιτισμών του, το ανθρώπινον γένος προσεπάθει να λύση εις την ουσίαν εν μόνον πρόβλημα, παμπεριεκτικόν πρόβλημα: το πρόβλημα του ανθρώπου.
Και από όλους τους πόνους και τα μαρτύριά του εσφυρηλάτησε δια τον εαυτόν του μίαν υπερτάτην θεότητα, την οποίαν ελάτρευσεν ως υψίστην αξίαν και το ύψιστον κριτήριον των πάντων. Η υπερτάτη αυτή θεότης είναι: «μέτρον πάντων άνθρωπος», δηλαδή ο άνθρωπος είναι το μέτρον όλων των όντων και πραγμάτων.
Αλλά με τον τρόπον αυτόν η αυτού θεία μεγαλειότης, ο άνθρωπος, δεν έλυσε το πρόβλημα του ανθρώπου. Διότι μετρών δι’ εαυτού τον εαυτόν του δεν κατενόησε ούτε εαυτόν ούτε τον κόσμον γύρω του (πρβλ. 2 Κορ. 10, 12).
Εις την πραγματικότητα εματαιοπόνει: κατώπτριζε κάτοπτρον εν κατόπτρω. Και τα πάντα συνωψίσθησαν εις την συγκλονιστικήν κραυγήν και την ανατριχιαστικήν εξομολόγησιν: «ουδέν εμαυτώ σύνοιδα» (Α’ Κορ. 4, 4). Τίποτε δεν γνωρίζω δια του εαυτού μου: δεν γνωρίζω ούτε τί είναι ο άνθρωπος, ούτε τί είναι ο Θεός, ούτε τί είναι ο θάνατος, ούτε τί είναι η ζωή.
Επί πλέον, με όλον το είναι μου αισθάνομαι ότι είμαι δούλος του θανάτου, δούλος του κακού, και δια της αμαρτίας δούλος του διαβόλου.
Καρπός όλης της δραστηριότητος του ανθρώπου ήτο να υφανθή εξ ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους εν σώμα: «το σώμα του θανάτου». Και κάθε άνθρωπος κατέστη σύσσωμος αυτού του σώματος του θανάτου. Και τί κρύπτεται μέσα εις αυτό το σώμα του θανάτου; — Δυσωδία, σήψις, σκώληκες... «Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος! τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;» (Ρωμ. 7, 24).
Ουδείς, ουδείς πλην του Θεανθρώπου. Διότι ο Θεάνθρωπος Χριστός, νικήσας τον θάνατον δια της αναστάσεως, κατέλυσε «το σώμα του θανάτου» ως οντολογικήν πραγματικότητα (πρβλ. Αποκ. 20, 14. 10), ελύτρωσε το ανθρώπινον γένος εκ του θανάτου, του εχάρισε την αιωνίαν Ζωήν, την αιωνίαν Αλήθειαν, την αιωνίαν Αγάπην, την αιωνίαν Δικαιοσύνην, την αιωνίαν Χαράν και όλα τα άλλα αιώνια Θεία Αγαθά, τα οποία μόνον ο Θεός της Αγάπης και της Φιλανθρωπίας δύναται να χαρίση.
Και ούτως έλυσεν όλον το πρόβλημα του ανθρώπου, ολόκληρον το παμπρόβλημα του ανθρώπου. Πράγματι, αφ’ ότου ο Θεός έγινεν άνθρωπος, εφανερώθη ως Θεάνθρωπος και δια του σώματός Του — της Εκκλησίας — παρέμεινεν ως Θεάνθρωπος εις τον επίγειον κόσμον, έγινεν Αυτός άπαξ δια παντός η υψίστη παναξία και το υπέρτατον κριτήριον του ανθρωπίνου γένους, Αυτός ο Μόνος Αληθινός Θεός και ο Μόνος Αληθινός Άνθρωπος, ο Μόνος Τέλειος Θεός και ο Μόνος Τέλειος Άνθρωπος.
Ως τοιούτος, Αυτός είναι η μόνη υψίστη παναξία και το μόνον έσχατον κριτήριον αυτού του ανθρώπου εις την ψυχοσωματικήν του οντότητα και την θεανθρωπίνην του δυνατότητα, και παντός ό,τι είναι ανθρώπινον και του ανθρώπου. Μόνον εν τω Θεανθρώπω είδεν ο άνθρωπος δια πρώτην φοράν τον εαυτόν του τέλειον και αιώνιον.
Και εγνώρισε τον εαυτόν του εις όλας τας διαστάσεις του. Εντεύθεν η νέα αξιολογική και γνωσιολογική καθολική αρχή του ανθρωπίνου γένους: «μέτρον πάντων ο Θεάνθρωπος». Αλλά το «μέτρον πάντων άνθρωπος» εξακολουθεί να βασιλεύη και να κυριαρχή, ως επί το πλείστον ferro ignique, εις τον ειδωλολατρικόν και πολυθεϊστικόν εξωχριστιανικόν κόσμον. Δια τούτο ο θεοσοφώτατος γνώστης του ανθρώπου και του Θεανθρώπου, ο Απόστολος Παύλος, συνοψίζει όλας τας φιλοσοφίας του ανθρωπίνου γένους εις δύο: εις την φιλοσοφίαν κατ’ άνθρωπον και εις την φιλοσοφίαν κατά Θεάνθρωπον (Κολ. 2, 8).
2. Μόνον ο Θεάνθρωπος είναι τέλειος και τετελειωμένος άνθρωπος. Αλλά ταυτοχρόνως: και τέλειος Θεός και τέλειος Άνθρωπος. Εδώ η Υπόστασις του Θεού Λόγου είναι ο σπουδαιότερος παράγων. Τούτο ωμολόγησαν σαφώς και ηρμήνευσαν θεοπνεύστως οι άγιοι θεοφόροι Πατέρες της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου εν Χαλκηδόνι.
Εν τω Θεανθρώπω Χριστώ ο άνθρωπος έφθασεν εις όλας τας τελειότητάς του: δια του Θεού ετελειοποίησε και ωλοκλήρωσε την ψυχήν του και την συνείδησίν του, την βούλησίν του και τον νουν του, την καρδίαν του και το σώμα του. με μιαν λέξιν, ολόκληρον τον εαυτόν του. Και έγινε το σπουδαιότερον και το πλέον αξιαγάπητον θαύμα: ο Θεάνθρωπος άφησε τον Εαυτόν Του εις τον γήινον κόσμον μας και εις όλους τους κόσμους, ως Εκκλησίαν, ως σώμα Του, δια να δυνηθή κάθε άνθρωπος να καταστή «σύσσωμος» του σώματος του Θεανθρώπου και ούτω να φθάση εις όλας τας τελειότητάς του (πρβλ. Εφ. 3, 6).
Μόνον εν τω Θεανθρώπω και δια του Θεανθρώπου ημπορεί κάθε ανθρωπίνη ύπαρξις να γίνη αληθινός άνθρωπος, τέλειος άνθρωπος, πλήρης άνθρωπος. Μόνον με τον Θεάνθρωπον εν τη Εκκλησία και δια της Εκκλησίας «συν πάσι τοις αγίοις» δύναται να φθάση «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ. 3,18. 4, 11-16).
Εν τω Θεανθρώπω Χριστώ «κατοικεί παν το πλήρωμα της Θεότητος σωματικώς», δια να ημπορή να πληρωθή καθείς από ημάς εν τη Εκκλησία και δια της Εκκλησίας με το πλήρωμα αυτό της Θεότητος (Κολ. 2, 9-10). Και τούτο είναι δυνατόν να επιτύχη έκαστος εξ ημών μόνον «συν πάσι τοις αγίοις», δια των αγίων μυστηρίων και των αγίων αρετών, προηγουμένης της αγίας πίστεως και της αγίας αγάπης (Εφ• 3, 17-20).
Άνευ του Θεανθρώπου ο άνθρωπος είναι πράγματι άνευ κεφαλής και επί πλέον άνευ του εαυτού του, άνευ του αιωνίου εαυτού του, άνευ του αθανάτου, του θεοειδούς εαυτού του. Εκτός του Θεανθρώπου δεν υπάρχει άνθρωπος, αλλά πάντοτε υπάνθρωπος ή ημιάνθρωπος ή μη άνθρωπος.
Εδώ πρέπει να προστεθή και η εξής αλήθεια: άνευ του Θεανθρώπου ο άνθρωπος είναι πάντοτε δούλος του θανάτου, δούλος της αμαρτίας, δούλος του διαβόλου.
Μόνον δια του Θεανθρώπου φθάνει ο άνθρωπος εις τον υπό του Θεού τεθέντα προορισμόν του: γίνεται «Θεός κατά χάριν» και ούτω φθάνει εις την τελείαν πληρότητα της υπάρξεώς του και της προσωπικότητός του. Φθάνει εις την θείαν του αιωνιότητα δια της Θεανθρωπότητος. Ζων εν τω θεανθρωπίνω σώματι της Εκκλησίας «συν πάσι τοις αγίοις» ο άνθρωπος θεανθρωποποιείται βαθμηδόν δια των αγίων μυστηρίων και των αγίων αρετών.
Και τον γεμίζει η χαρά εκείνου του αγίου μηνύματος και της ουρανίου εντολής του αγίου Βασιλείου του Μεγάλου: «Θεού τε κτίσμα τυγχάνων και Θεός είναι κεκελευσμένος».1 Δημιουργηθείς ως δυνάμει θεάνθρωπος, ο άνθρωπος προσπαθεί μέσα εις το θεανθρώπινον σώμα της Εκκλησίας να ομοιώση τον νουν του προς τον Θεόν, να τον μεταμορφώση εις Θεό-νουν («ημείς νουν Χριστού έχομεν» - Α’ Κορ. 2, 16). προσπαθεί να ομοιώση ακόμη την συνείδησίν του προς τον Θεόν, να την μεταμορφώση εις Θεο-συνείδησιν. την θέλησίν του να την ομοιώση προς τον Θεόν, να την μεταμορφώση εις Θεο-θέλησιν. να ομοιώση και το σώμα του προς το σώμα του Θεανθρώπου, να το μεταμορφώση εις Θεό-σωμα («το σώμα τω Κυρίω, και ο Κύριος τω σώματι» - Α’ Κορ. 6, 13). Θεανθρωποποιούμενος δια της Εκκλησίας και εν τη Εκκλησία, ο άνθρωπος επαναφέρει τον εαυτόν του εις το προπτωτικόν θεοειδές,2 συμπληρών αυτό υπερεκπερισσού με το θείον κάλλος της εξαισίας χριστοειδείας (Γαλ. 4, 19. 3, 27. Ρωμ. 8, 29).
Άνευ του Θεανθρώπου και εκτός του Θεανθρώπου ο άνθρωπος πάντοτε διατρέχει τον κίνδυνον να καταστή διαβολοειδής, διότι η αμαρτία είναι ταυτοχρόνως και δύναμις και εικών του διαβόλου. και δουλεύων εκτός του Θεανθρώπου εις την αμαρτίαν ο άνθρωπος εκουσίως καταντά διαβολοειδής, γίνεται οικείος του διαβόλου: «Ο ποιών την αμαρτίαν εκ του διαβόλου εστί» (1 Ιωάνν. 3, 8).
Δεν πρέπει να μας διαφεύγη ότι ο κύριος σκοπός του διαβόλου είναι να στερήση τον άνθρωπον του θεοειδούς, να τον απο-θεανθρωποποιήση, να τον α-θεώση και ούτω να τον μεταβάλη εις ένα ον όμοιον προς τον εαυτόν του.
Ο ουμανιστικός ανθρωποκεντρισμός είναι κατ’ ουσίαν διαβολοκεντρισμός, διότι και οι δύο θέλουν ένα πράγμα: να ανήκουν μόνον εις τον εαυτόν των, να είναι μόνον εις τον εαυτόν των, δια τον εαυτόν των. Τοιουτοτρόπως όμως εις την πραγματικότητα μεταφέρουν εαυτούς εις το βασίλειον του «δευτέρου θανάτου», όπου ουκ έστι Θεός ούτε τι του Θεού (Αποκ. 21, 8. 20, 14).
Ό,τι ελέχθη μέχρις εδώ δεν είναι άλλο τι παρά ο ευαγγελικός, ο αποστολικός, ο αγιοπατερικός, ο ορθόδοξος θεανθρωπισμός (θεοουμανισμός, θεοχομινισμός).
3. Όλοι οι ευρωπαϊκοί ανθρωπισμοί, από του πλέον πρωτογόνου μέχρι του πλέον λεπτού, από του φετιχιστικού μέχρι του παπικού, βασίζονται επί της πίστεως εις τον άνθρωπον, όπως είναι αυτός μέσα εις την δεδομένην ψυχοφυσικήν του εμπειρικήν κατάστασιν και ιστορικότητα. Πράγματι, όλη η ουσία του κάθε ουμανισμού είναι ο άνθρωπος = homo. Συνοψιζόμενος εις την οντολογίαν του κάθε ουμανισμός δεν είναι άλλο τι παρά χομινισμός (homo - hominis).
Ο άνθρωπος είναι η ανωτάτη αξία, η παναξία. ο άνθρωπος είναι το ύψιστον κριτήριον, το παγκριτήριον: «μέτρον πάντων άνθρωπος». Αυτό είναι, in nuce, κάθε ουμανισμός, κάθε χομινισμός. Εντεύθεν όλοι οι ουμανισμοί, όλοι οι χομινισμοί, εν τελευταία αναλύσει, είναι ειδωλολατρικής, πολυθεϊστικής προελεύσεως.
Όλοι οι ευρωπαϊκοί ουμανισμοί, από τους προ της Αναγεννήσεως, της Αναγεννήσεως και περαιτέρω, οι προτεσταντικοί, φιλοσοφικοί, θρησκευτικοί, κοινωνικοί, επιστημονικοί, πολιτιστικοί και πολιτικοί, επεδίωκον εν γνώσει ή εν αγνοία και αδιακόπως επιδιώκουν, ένα πράγμα: να αντικαταστήσουν την πίστιν εις τον Θεάνθρωπον με την πίστιν εις τον άνθρωπον, να αντικαταστήσουν το Ευαγγέλιον του Θεανθρώπου με το ευαγγέλιον κατ’ άνθρωπον, την φιλοσοφίαν κατά Θεάνθρωπον με την φιλοσοφίαν κατ’ άνθρωπον, την κουλτούραν κατά Θεάνθρωπον με την κουλτούραν κατ’ άνθρωπον. με μίαν λέξιν, να αντικαταστήσουν την ζωήν κατά Θεάνθρωπον με την ζωήν κατ’ άνθρωπον.
Και ταύτα συνέβαινον επί αιώνας, έως ότου τον παρελθόντα αιώνα, το 1870, εις την Α’ Σύνοδον του Βατικανού, όλα αυτά συνεκεφαλαιώθησαν εις το δόγμα του αλαθήτου του πάπα. Έκτοτε το δόγμα αυτό απέβη το κεντρικόν δόγμα του παπισμού.
Δια τούτο επί των ημερών μας εις την Β’ Σύνοδον του Βατικανού τόσον επιμόνως και επιδεξίως συνεζητήθη και υπεστηρίχθη το απαραβίαστον και το αναλλοίωτον αυτού του δόγματος. Το δόγμα τούτο έχει κοσμοϊστορικήν σημασίαν δι’ όλην την τύχην της Ευρώπης, μάλιστα δε δια τους αποκαλυπτικούς καιρούς της, εις τους οποίους έχει ήδη εισέλθει.
Δια του δόγματος αυτού όλοι οι ευρωπαϊκοί ανθρωπισμοί απέκτησαν το ιδεώδες και το είδωλόν των: ο άνθρωπος ανεκηρύχθη υπερτάτη θεότης, πανθεότης. Το ευρωπαϊκόν ουμανιστικόν πάνθεον απέκτησε τον Δία του.
Η ειλικρίνεια είναι η γλώσσα της Αληθείας: το δόγμα περί του αλαθήτου του πάπα του 20ού αιώνος, δεν είναι άλλο παρά η αναγέννησις της ειδωλολατρίας και του πολυθεϊσμού. Αναγέννησις της ειδωλολατρικής αξιολογίας και κριτηριολογίας.
Horribile dictu, αλλά και αυτό πρέπει να λεχθή: δια του δόγματος περί του αλαθήτου του πάπα ανήχθη εις δόγμα ο ειδωλολατρικός ουμανισμός, κατά πρώτον λόγον ο ελληνικός. Ανήχθη εις δόγμα η παναξία, ανήχθη εις δόγμα το παγκριτήριον της ελληνικής κουλτούρας, του ελληνικού πολιτισμού, της ποιήσεως, της φιλοσοφίας, της τέχνης, της πολιτικής, της επιστήμης: «μέτρον πάντων άνθρωπος». Και όλα αυτά τί είναι; — Αναγωγή εις δόγμα της ειδωλολατρίας.
Κατ’ αυτόν τον τρόπον, έφθασε να γίνη δόγμα η αυτάρκεια του ευρωπαίου ανθρώπου, την οποίαν επί αιώνας ενοστάλγουν όλοι οι ευρωπαϊκοί ουμανισμοί.
Το δόγμα περί του αλαθήτου του πάπα είναι η νιτσεϊκή κατάφασις — «Ja – Sagung» — εις ολόκληρον την δημιουργίαν του ευρωπαίου ουμανιστικού ανθρώπου. «Ja-Sagung» εις την κουλτούραν και εις τον πολιτισμόν του, που και τα δύο είναι και ως προς τους σκοπούς και ως προς τας μεθόδους μάλλον ειδωλολατρικά και πολυθεϊστικά.
Ευαγγέλιον και εντολή του Θεανθρώπου είναι: «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα (τα άλλα) προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. 6, 33). —Και τί δεν διεκήρυξεν ως σκοπόν της ανθρωπίνης υπάρξεως και ως μέθοδον της εργασίας του ανθρώπου η ευρωπαϊκή ουμανιστική κουλτούρα και ο πολιτισμός της!
Ο Θεάνθρωπος, ο Μόνος Σωτήρ του ανθρώπου από την αμαρτίαν, τον θάνατον και τον διάβολον. ο Μόνος που ανακαινίζει και αθανατίζει και ανιστά και ανυψοί και αιωνίζει και θεοποιεί και θεανθρωποποιεί τον άνθρωπον εις όλους τους κόσμους, ρητώς και σαφώς ορίζει ως ύψιστον σκοπόν της υπάρξεως και της ζωής του ανθρώπου το να γίνη ο άνθρωπος τέλειος ως ο Θεός (Ματθ. 5, 48). Ενώ ο άνθρωπος του ευρωπαϊκού ουμανισμού και τί δεν έχει θέσει και δεν έχει καθιερώσει αντί αυτού ως σκοπόν της ανθρωπίνης υπάρξεως!
Είναι ακαταμάχητος η ευαγγελική αλήθεια ότι «ο κόσμος όλος εν τω πονηρώ κείται», και μετά το έργον του Θεανθρώπου επί της γης (1 Ιωάνν. 5, 19-21). Και όχι μόνον αυτό, αλλά κατά τον άγιον Απόστολον Παύλον, ο διάβολος είναι «ο θεός του αιώνος τούτου» (2 Κορ. 4, 4). Μεταξύ ενός τοιούτου κόσμου, ο οποίος εκουσίως «εν τω πονηρώ κείται», και του ανθρώπου που ακολουθεί τον Θεάνθρωπον Χριστόν δεν υπάρχει συμβιβασμός.
Εκείνος που ακολουθεί τον Θεάνθρωπον δεν δύναται εις βάρος της Ευαγγελικής Αληθείας να κάμνη συμβιβασμούς με τον ουμανιστικόν άνθρωπον, που όλα αυτά τα δικαιολογεί και ανάγει εις δόγμα. Εδώ πάντοτε πρόκειται περί αποφασιστικού και κρισιμωτάτου διλήμματος και εκλογής: ή ο Θεάνθρωπος ή ο άνθρωπος.
Διότι ο ουμανιστικός άνθρωπος δι’ όλων των ενεργειών του εμφανίζεται και φέρεται ως δρων με αυτάρκειαν, ως υπερτάτη αξία και ανώτατον κριτήριον. Εδώ δεν υπάρχει θέσις δια τον Θεάνθρωπον. Δι’ αυτό εις το ουμανιστικόν βασίλειον την θέσιν του Θεανθρώπου την κατέχει ο Vicarius Christi, ο δε Θεάνθρωπος έχει εξορισθή εις τον ουρανόν. Τούτο αποτελεί ασφαλώς ιδιόμορφον αποσάρκωσιν του Θεανθρώπου Χριστού. Δεν είναι έτσι;
Δια του δόγματος περί του αλαθήτου, σφετερισθείς υπέρ εαυτού, δηλαδή υπέρ του ανθρώπου, όλην την εξουσίαν και όλα τα δικαιώματα, που ανήκουν μόνον εις τον Θεάνθρωπον Κύριον, ο πάπας αυτοανεκηρύχθη εις την πραγματικότητα Εκκλησία εν τη Παπική εκκλησία, και έγινεν εν αυτή τα πάντα εν πάσι. Ιδιόμορφος παντοκράτωρ.
Δια τούτο το δόγμα περί του αλαθήτου του πάπα απέβη το κεντρικόν δόγμα (svedogmat) του παπισμού. Και ο πάπας δεν δύναται να το αποκηρύξη με κανένα τρόπον, έως ότου θα είναι πάπας του ουμανιστικού παπισμού.
4. Εις την ιστορίαν του ανθρωπίνου γένους υπάρχουν τρεις κυρίως πτώσεις: του Αδάμ, του Ιούδα, του πάπα. Η ουσία της πτώσεως εις την αμαρτίαν είναι πάντοτε η ιδία: το να θέλη κάνεις να γίνη καλός δια του εαυτού του. το να θέλη κάνεις να γίνη τέλειος δια του εαυτού του. Το να θέλη κανείς να γίνη θεός δια του εαυτού του.
Αλλά τοιουτοτρόπως ο άνθρωπος ασυναισθήτως εξισούται με τον διάβολον. Διότι και αυτός ήθελε να γίνη Θεός δια του εαυτού του, να αντικαταστήση τον Θεόν με τον εαυτόν του. Και εις την υψηλοφροσύνην του αυτήν δια μιας έγινε διάβολος, τελείως κεχωρισμένος από τον Θεόν και όλος εναντίον του Θεού.
Η ουσία της αμαρτίας, λοιπόν, πάσης αμαρτίας συνίσταται εις αυτήν την αλαζονικήν αυταπάτην. Αυτή είναι η ουσία και αυτού του διαβόλου, του Σατανά. Αυτό δεν είναι άλλο τι παρά το να θέλη κανείς να μένη εις την φύσιν του, το να μη θέλη εντός του τίποτε, εκτός του εαυτού του.
Ο διάβολος ευρίσκεται όλος εις αυτό: εις το να μη θέλη καθόλου τον Θεόν μέσα του, εις το να θέλη να είναι πάντοτε μόνος, πάντοτε να ανήκη εις μόνον τον εαυτόν του, πάντοτε όλος εις τον εαυτόν του, όλος δια τον εαυτόν του, πάντοτε ερμητικώς κλειστός έναντι του Θεού και παντός ό,τι ανήκει εις τον Θεόν. Και τί είναι αυτό;
Ο εγωισμός και η φιλαυτία ενηγκαλισμένα εις όλην την αιωνιότητα, δηλαδή η κόλασις. Τοιούτος είναι κατ’ ουσίαν και ο ουμανιστικός άνθρωπος: όλος μένει εις τον εαυτόν του, με τον εαυτόν του, δια τον εαυτόν του. πάντοτε πεισμόνως κλειστός έναντι του Θεού.
Εις αυτό έγκειται ο κάθε ουμανισμός, ο κάθε χομινισμός. Κορύφωμα του διαβολοποιημένου ουμανισμού είναι το να θέλη κανείς να γίνη καλός δια του κακού, να γίνη θεός δια του διαβόλου. Εντεύθεν και η υπόσχεσις του διαβόλου προς τους προπάτοράς μας μέσα εις τον Παράδεισον, ότι δηλαδή με την βοήθειάν του «έσονται ως θεοί» (Γεν. 3, 5).
Ο άνθρωπος εδημιουργήθη από τον φιλάνθρωπον Θεόν ως δυνάμει θεάνθρωπος, δια να οικοδομήση εκουσίως δια του Θεού τον εαυτόν του εις θεάνθρωπον επί τη βάσει της θεοειδείας της φύσεώς του. Αλλ’ ο άνθρωπος με την ελευθέραν εκλογήν του επεζήτησε την αναμαρτησίαν δια της αμαρτίας, τον Θεόν δια του διαβόλου.
Και ασφαλώς ακολουθών την οδόν αυτήν θα εγίνετο ιδιότυπος διάβολος, εάν ο Θεός κατά την άμετρον φιλανθρωπίαν Του και κατά «το μέγα έλεός» Του δεν επενέβαινε. Γενόμενος άνθρωπος, δηλαδή Θεάνθρωπος, ωδήγησεν ούτω τον άν¬θρωπον προς τον Θεάνθρωπον. τον εισήγαγε δια της Εκκλησίας, του σώματός Του, εις τον άθλον της θεανθρωποποιήσεως δια των αγίων μυστηρίων και των αγίων αρετών.
Και τοιουτοτρόπως έδωσεν εις τον άνθρωπον την δυνατότητα να φθάση «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ. 4, 11). Να επιτύχη δηλαδή τον θείον προορισμόν του, να γίνη εκουσίως Θεάνθρωπος κατά χάριν.
Η πτώσις του πάπα έγκειται εις το να θέλη να αντικαταστήση τον Θεάνθρωπον με τον άνθρωπον.
5. Ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι «το μόνον καινόν υπό τον ήλιον».3 Αλλά και ο άνθρωπος είναι μόνον εν τω Θεανθρώπω καινός («καινή κτίσις»), πάντοτε καινός, αιωνίως καινός: Εις όλα τα θεανθρώπινα βιώματά του εις την οδόν της σωτηρίας, του αγιασμού, της μεταμορφώσεως, της θεώσεως, της θεανθρωποποιήσεως.
Εις αυτόν τον γήινον κόσμον όλα γηράσκουν και όλα αποθνήσκουν. Μόνον ο άνθρωπος ο ενσωματωθείς εις τον Θεάνθρωπον και θεανθρωποποιηθείς, ο γενόμενος «σύσσωμος» του Χριστού, ο υπό του Θεανθρώπου ενσωματωθείς εις την Εκκλησίαν και εκκλησιοποιηθείς, δεν γηράσκει και δεν αποθνήσκει, διότι έγινε ζων, οργανικόν μέλος του αγίου και αιωνίου Θεανθρωπίνου σώματος του Χριστού — της Εκκλησίας, εις την οποίαν το ανθρώπινον πρόσωπον αναπτύσσεται και συνεχώς «αύξει την αύξησιν του Θεού» (Κολ. 3, 19) — «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ. 4, 13).
Αυτό δε σημαίνει ότι αυξάνει και αναπτύσσεται απείρως και απεριορίστως, κατά τας θεοειδείς διαστάσεις του θείου απείρου, τας οποίας ο Τρισήλιος Κύριος έδωκεν εις την ανθρωπίνην ύπαρξιν, όταν εδημιούργησε τον άνθρωπον θεοειδή.
Ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι ο κατ’ εξοχήν καινός και ο κατ’ εξοχήν εις και μοναδικός, ώστε εις την πραγματικότητα η «Αλήθεια» δι’ Αυτού εγένετο (Ιωάνν. 1, 17) και δι’ Αυτού έμεινεν εις τον ανθρώπινον κόσμον μας.
Προ Αυτού και άνευ Αυτού — νυν και αεί — η Αλήθεια είναι ως να μη υπάρχη. Και όντως δεν υπάρχει, διότι μόνον η Θεανθρωπίνη Υπόστασις είναι η Αλήθεια: «Εγώ ειμι η Αλήθεια» (Ιωάνν. 14, 6). Δια τον άνθρωπον δεν υπάρχει αλήθεια άνευ του Θεανθρώπου. Διότι δεν υπάρχει άνθρωπος άνευ του Θεανθρώπου.
Τα πάντα είναι καινά εν τω Θεανθρώπω και δια του Θεανθρώπου. Αυτός ο Ίδιος, εν πρώτοις. ακολούθως δε και η σωτηρία και η διδασκαλία περί της σωτηρίας και ο τρόπος της σωτηρίας. Είναι μοναδικά καινόν δια το αν¬θρώπινον γένος το μήνυμα του Θεανθρώπου: να διαχωρίζωμεν την αμαρτίαν από τον αμαρτωλόν. να μισώμεν μεν την αμαρτίαν, να αγαπώμεν δε τον αμαρτωλόν. να φονεύωμεν την αμαρτίαν, αλλά να σώζωμεν τον αμαρτωλόν. να μη εξισώνωμεν τον αμαρτωλόν με την αμαρτίαν. να μη φονεύωμεν τον αμαρτωλόν λόγω της αμαρτίας, αλλά να τον σώζωμεν από την αμαρτίαν.
Συγκλονιστικόν παράδειγμα τούτου είναι η επί μοιχεία κατειλημμένη γυνή. Ο πανοικτίρμων Σωτήρ διεχώρισε την αμαρ¬τίαν της γυναικός από την θεοειδή ύπαρξίν της, κατέκρινε την αμαρτίαν και ηλέησε την αμαρτωλόν: «Ουδέ εγώ σε κατακρίνω. πορεύου και μηκέτι αμάρτανε» (Ιωάνν. 4, 11). Αυτή είναι η εις «δόγμα» αναχθείσα μέθοδος της Ορθοδοξίας εις το έργον της σωτηρίας του αμαρτωλού από την αμαρτίαν. αγιοπαραδοσιακή μέθοδος, θεοσόφως ανεπτυγμένη και θεσπισμένη εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν υπό των Αγίων Πατέρων.
Και θεοπνεύστως διατυπωμένη υπό του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου: «Το γαρ καλόν ου καλόν, όταν ου καλώς γένηται».4
Υπό το πρίσμα αυτής της ευαγγελικής και ιεράς ορθοδόξου παραδόσεως είναι αντιευαγγελική και αντίχριστος φρικαλεότης το να φονεύεται ο αμαρτωλός λόγω της αμαρτίας. Εν προκειμένω καμμία ιερά εξέτασις δεν δύναται να ανακηρυχθή ως ιερά. Εν τελευταία αναλύσει, όλοι οι ουμανισμοί φονεύουν τον αμαρτωλόν λόγω της αμαρτίας, εξοντώνουν τον άνθρωπον μαζί με την αμαρ¬τίαν. Διότι δεν θέλουν τον Θεάνθρωπον, ο Οποίος είναι η μόνη σωτηρία του ανθρώπου και από την αμαρτίαν, και από τον θάνατον, και από τον διάβολον.
Εκείνος που δεν είναι υπέρ του Θεανθρώπου είναι ως εκ τούτου κατά του ανθρώπου. και είναι ως εκ τούτου δολοφόνος του ανθρώπου. και ακόμη είναι ως εκ τούτου και αυτόχειρ. Διότι αφήνει τον άνθρωπον εις την πλήρη εξουσίαν της αμαρτίας, του θανάτου και του διαβόλου, εκ των οποίων μόνον ο Θεάνθρωπος δύναται να τον σώση και κανείς άλλος υπό τον ουρανόν.
Μεταχειριζόμενος κατ’ αυτόν τον τρόπον τον αμαρτωλόν, ο ουμανιστικός άνθρωπος αναποφεύκτως αυτοκτονεί: φονεύει την ιδίαν την ψυχήν του, παραδίδει τον εαυτόν του εις την κόλασιν, εις αιωνίαν συναναστροφήν με τον διάβολον, αυτόν τον έκπαλαι «ανθρωποκτόνον» (Ιωάνν. 8, 44).
6. Τί είναι εκείνο το οποίον ο Θεάνθρωπος δίδει εις τον άνθρωπον και το οποίον κανείς άλλος δεν ημπορεί να του δώση; Είναι η νίκη κατά του θανάτου, της αμαρτίας και του διαβόλου, η Αιωνία Ζωή, η Αιωνία Αλήθεια, η Αιωνία Δικαιοσύνη, το Αιώνιον Αγαθόν, η Αιωνία Αγάπη, η Αιωνία Χαρά: όλον το πλήρωμα της Θεότητος και των θείων τελειοτήτων.
Ή όπως ο Απόστολος λέγει: ο Θεάνθρωπος δίδει εις τους ανθρώπους «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, όσα ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν Αυτόν» (1 Κορ. 2,9).
Πράγματι, μόνον Αυτός, ο θαυμαστός Θεάνθρωπος είναι το «εν ου έστι χρεία» (πρβλ. Λουκ. 10, 42) δια τον άνθρωπον, εις όλους τους κόσμους του και εις κάθε ζωήν του. Δια τούτο μόνον ο Θεάνθρωπος δικαιούται να ζητή από τους ανθρώπους εκείνο το οποίον κανείς άλλος δεν ετόλμησε να ζητήση. Δηλαδή, να Τον αγαπά κάθε άνθρωπος περισσότερον από τους γονείς, από τους αδελφούς, τας αδελφάς, τα τέκνα, τους φίλους, την γην, τους αγγέλους, από οποιονδήποτε και ο,τιδήποτε εις όλους τους ορατούς και αοράτους κόσμους (Ματθ. 10, 37-39. Λουκ. 14, 26. Ρωμ. 8, 31-39).
7. Η Β’ Σύνοδος του Βατικανού αποτελεί αναγέννησιν όλων των ευρωπαϊκών ουμανισμών, αναγέννησιν πτωμάτων. Διότι αφ’ ότου ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι παρών εις τον γήινον κόσμον, ο κάθε ουμανισμός είναι πτώμα. Τα δε πράγματα έχουν ούτω, διότι η Σύνοδος ενέμεινεν επιμόνως εις το δόγμα περί του αλαθήτου του πάπα = του ανθρώπου.
Θεωρούμενοι από την σκοπιάν του αεί ζώντος Θεανθρώπου, του ιστορικού Κυρίου Ιησού, όλοι οι ουμανισμοί κατά το μάλλον ή ήττον ομοιάζουν με εγκληματικάς ουτοπίας, διότι εν ονόματι του ανθρώπου φονεύουν κατά διαφόρους τρόπους και εξοντώνουν τον άνθρωπον ως ψυχοφυσικήν οντότητα.
Όλοι οι ουμανισμοί επιτελούν ένα αλογίστως τραγικόν έργον: διυλίζουν τον κώνωπα και καταπίνουν την κάμηλον. Δια δε του δόγματος περί του αλαθήτου του πάπα το έργον αυτό έχει αναχθή εις δόγμα. Όλα αυτά όμως είναι φρικτά, φρικτότατα.
Διατί; Διότι το ίδιον το δόγμα περί του αλαθήτου του ανθρώπου δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η ανατριχιαστική κηδεία του κάθε ουμανισμού. από του βατικανού, του αναχθέντος εις δόγμα, μέχρι του σατανικού ουμανισμού του Σαρτρ.
Εις το ουμανιστικόν πάνθεον της Ευρώπης όλοι οι θεοί είναι νεκροί, με επί κεφαλής τον ευρωπαϊκόν Δία. Νεκροί, έως ότου εις την μαραμένην καρδίαν των ανατείλη η μέχρι τελείας αυταπαρνήσεως μετάνοια, με τας αστραπάς και τας οδύνας της του Γολγοθά, με τους αναστασίμους σεισμούς και τας μεταμορφώσεις της, με τας καρποφόρους της θύελλας και αναλήψεις.
Και τότε; Τότε θα είναι ατελείωτοι αι δοξολογίαι των προς τον αεί ζωοποιόν και θαυματουργόν Θεάνθρω¬πον, τον όντως μόνον Φιλάνθρωπον εις όλους τους κόσμους.
8. Τί είναι ο πυρήν του δόγματος περί του αλαθήτου του πάπα = του ανθρώπου; Η αποθεανθρωποποίησις του ανθρώπου. Αυτό επιδιώκουν όλοι οι ουμανισμοί, ακόμη και οι θρησκευτικοί.
Όλοι επαναφέρουν τον άνθρωπον εις την ειδωλολατρίαν, εις την πολυθεΐαν, εις τον διπλούν θάνατον, τον πνευματικόν και τον φυσικόν. Απομακρυνόμενος από τον Θεάνθρωπον, ο κάθε ουμανισμός βαθμηδόν μετατρέπεται εις μηδενισμόν.
Αυτό δεικνύει η σύγχρονος χρεωκοπία όλων των ουμανισμών, με επί κεφαλής τον παπισμόν, έμμεσον ή άμεσον, εκούσιον ή ακούσιον πατέρα όλων των ευρωπαϊκών ουμανισμών. Η δε χρεωκοπία, η καταστρεπτική χρεωκοπία του παπισμού, έγκειται εις το δόγμα περί του αλαθήτου του πάπα. Και είναι ακριβώς το δόγμα αυτό το κορύφωμα του μηδενισμού.
Δια του δόγματος αυτού ο άνθρωπος της Ευρώπης κατά δογματικώς αποφασιστικόν τρόπον, εκήρυξε το δόγμα της αυταρκείας του ευρωπαίου ανθρώπου και ούτω τελικώς εφανέρωσεν ότι δεν του χρειάζεται ο Θεάνθρωπος και εις την γην δεν υπάρχει θέσις δια τον Θεάνθρωπον.
Ο τοποτηρητής του Χριστού — Vicamus Christi — τον αντικαθιστά πλήρως. Εις την πραγματικότητα από αυτό το δόγμα ζη, το ακολουθεί και επιμόνως το ομολογεί, ο κάθε ευρωπαϊκός ουμανισμός.
Όλοι οι ουμανισμοί του ευρωπαίου ανθρώπου κατ’ ουσίαν δεν είναι άλλο τι ή αδιάκοπος επανάστασις κατά του Θεανθρώπου Χριστού.
Καθ’ όλους τους δυνατούς τρόπους συντελείται Umwertung aller Werie (η ανατροπή όλων των αξιών). ο Θεάνθρωπος παντού αντικαθίσταται υπό του ανθρώπου. εις όλους τους ευρωπαϊκούς θρόνους ενθρονίζεται ο άνθρωπος του ευρωπαϊκού ουμανισμού.
Εντεύθεν και δεν υπάρχει ένας vicarius Christi, αλλά αναρίθμητοι, μόνον με διαφορετικάς στολάς. Διότι, εν τελευταία αναλύσει, δια του δόγματος περί του αλαθήτου του πάπα, ανεκηρύχθη αλάθητος ο άνθρωπος γενικώς.
Εξ ου και οι αναρίθμητοι πάπαι καθ’ όλην την Ευρώπην, και του Βατικανού και του προτεσταντισμού. Μεταξύ αυτών δεν υπάρχει ουσιώδης διαφορά, διότι ο παπισμός είναι ο πρώτος προτεσταντισμός, κατά τους λόγους του οραματιστού της αληθείας Χομιάκωφ.
9. Το αλάθητον είναι φυσικόν θεανθρώπινον ιδίωμα και φυσική θεανθρωπίνη λειτουργία της Εκκλησίας ως Θεανθρωπίνου Σώματος του Χριστού, του οποίου αιωνία Κεφαλή είναι η Αλήθεια, η Παναλήθεια, η Δευτέρα Υπόστασις της Υπεραγίας Τριάδος, ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς Χριστός. Δια του δόγματος περί του αλαθήτου του πάπα εις την πραγματικότητα ο πάπας ανεκηρύ¬χθη εις Εκκλησίαν και ο πάπας - άνθρωπος, κατέλαβε την θέσιν του Θεανθρώπου.
Αυτός είναι ο τελικός θρίαμβος του ουμανισμού, αλλά συγχρόνως και «ο δεύτερος θάνατος» (Αποκ. 20, 14. 21, 8) του παπισμού, μέσω δε αυτού και μετ’ αυτού και του κάθε ουμανισμού. Όμως, κατά την Αληθινήν Εκκλησίαν του Χριστού, η οποία από της εμφανίσεως του Θεανθρώπου Χριστού υπάρχει εις τον επίγειον κόσμον μας ως θεανθρώπινον σώμα, το δόγμα περί του αλαθήτου του πάπα είναι όχι μόνον αίρεσις, αλλά παναίρεσις.
Διότι καμμία αίρεσις δεν εξηγέρθη τόσον ριζοσπαστικώς και τόσον ολοκληρωτικώς κατά του Θεανθρώπου Χριστού και της Εκκλησίας Του, ως έπραξε τούτο ο παπισμός δια του δόγματος περί του αλαθήτου του πάπα-ανθρώπου. Δεν υπάρχει αμφιβολία. το δόγμα αυτό είναι η αίρεσις των αιρέσεων, μία άνευ προηγουμένου ανταρσία κατά του Θεανθρώπου Χριστού.
Το δόγμα αυτό είναι φευ! η πλέον φρικτή εξορία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού από την γην. νέα προδοσία του Χριστού. νέα σταύρωσις του Κυρίου, μόνον ουχί επί του ξυλίνου, άλλ’ επί του χρυσού σταυρού του παπικού ουμανισμού. Και ταύτα πάντα είναι κόλασις, κόλασις δια το άθλιον γήινον ον, που λέγεται άνθρωπος.
10. Υπάρχει διέξοδος από τας αναριθμήτους αυτάς ουμανιστικάς κολάσεις; Υπάρχει ανάστασις εξ αυτών των αναριθμήτων ευρωπαϊκών τάφων; Υπάρχει φάρμακον δι’ αυτάς τας αναριθμήτους θανατηφόρους νόσους; — Υπάρχει, βεβαίως υπάρχει: η μετάνοια. Αυτή είναι το αιώνιον μήνυμα του Ευαγγελίου του Θεανθρώπου: «Μετάνοια εις επίγνωσιν αληθείας» (2 Τιμ. 2,25). Άλλως δεν δύναται κανείς να πιστεύη εις το πανσωστικόν Ευαγγέλιον του Θεανθρώπου: «Μετανοείτε και πιστεύετε εν τω Ευαγγελίω (Μαρκ. 1, 15).
Η μετάνοια ενώπιον του Θεανθρώπου είναι το μόνον φάρμακον κατά της αμαρτίας. το μοναδικόν φάρμακον δια πάσαν αμαρτίαν, ακόμη και δια την παναμαρτίαν. Αναμφιβόλως δε, η μετάνοια είναι το φάρμακον και δι’ αυτήν την «παναμαρτίαν» του παπισμού, την περιεχομένην εις το αλαζονικόν δόγμα περί του αλαθήτου του πάπα, αλλά και δια κάθε αμαρτίαν του κάθε ουμανισμού ιδιαιτέρως και όλων των ουμανισμών μαζί.
Ναι, ναι, ναι: από την προσφιλή του παναμαρτίαν του «αλαθήτου» ο ευρωπαίος «αλάθητος» άνθρωπος, ο ευρωπαίος ουμανιστικός άνθρωπος, δύναται να σωθή μόνον δια της ολοκαρδίου και τα πάντα μεταμορφούσης μετανοίας ενώπιον του θαυμαστού και πανευσπλάγχνου και παναγάθου Κυρίου Ιησού Χριστού, του Θεανθρώπου, του μόνου όντως Σωτήρος του ανθρωπίνου γένους από κάθε αμαρτίαν, από κάθε κακόν, από κάθε κόλασιν, από κάθε διάβολον, από κάθε ουμανιστικόν ορθολογισμόν, και γενικώς από όλας τας αμαρτίας, τας οποίας η ανθρωπίνη φαντασία δύναται να επινοήση.
Δια τους λόγους αυτούς όλοι οι άγιοι, θεοφόροι και θεόφρονες Πατέρες και των επτά αγίων Οικουμενικών Συνόδων, ανάγουν όλα τα εν τη Εκκλησία του Χριστού προβλήματα εις το πρόβλημα του Προσώπου του Θεανθρώπου Χριστού, ως εις την μεγαλυτέραν και την μόνην, την πολυτιμοτάτην αξίαν δια παν ανθρώπινον ον, είτε ευρίσκεται τούτο επί της γης είτε εις άλλον τινά εκ των κόσμων του Θεού. Το χριστολογικόν πρόβλημα είναι το παμπεριεκτικόν πρόβλημά των.
Ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι δι’ αυτούς η μοναδική παναξία της Εκκλησίας του Χριστού εις όλους τους κόσμους.
Αδιάκοπον και αιώνιον σύνθημα των είναι: Τα πάντα δώσε δια τον Χριστόν, τον Χριστόν μη δώσης δια τίποτε! Και γύρω από το άγιον σύνθημά των, ηχεί το ασίγητον χαρμόσυνον μήνυμά των: όχι ανθρωπισμός, αλλά θεανθρωπισμός! Όχι άνθρωπος, αλλά Θεάνθρωπος! Ο Χριστός προ πάντων και υπεράνω πάντων.
11. Πώς αισθάνεται ο ορθόδοξος ενώπιον του Προσώπου του Θεανθρώπου Χριστού; Όλος παναμαρτωλός: αυτό είναι το αίσθημά του, η στάσις του, ο τρόπος του, ο νους του, ο λόγος του, η συνείδησίς του, η εξομολόγησίς του, αυτός ο ίδιος, ολόκληρος.
Αυτό το αίσθημα της προσωπικής παναμαρτωλότητος ενώπιον του Γλυκυτάτου Κυρίου είναι η ψυχή της ψυχής του και η καρδία της καρδίας του. Ρίψατε εν βλέμμα εις τας ευχάς μετανοίας, τας ωδάς, τα τροπάρια, τα στιχηρά, της Δευτέρας και της Τρίτης έστω, εις την Παρακλητικήν και αμέσως θα διαπιστώσετε ότι το αίσθημα αυτό αποτελεί ιερόν χρέος και προσευχητικήν πραγματικότητα παντός ορθοδόξου χριστιανού ανεξαιρέτως.
Εις αυτό προπορεύονται και μας οδηγούν πάντοτε οι αθάνατοι παιδαγωγοί μας, οι άγιοι Πατέρες. Ας ενθυμηθώμεν τουλάχιστον δύο από αυτούς: τον άγιον Δαμασκηνόν και τον άγιον Συμεών τον Νέον Θεολόγον.
Η αγιότης των είναι αναμφιβόλως χερουβική. η προσευχή των ασφαλώς σεραφική. εν τούτοις, οι ίδιοι έχουν μίαν πλήρη αίσθησιν και επίγνωσιν της προσωπικής των παναμαρτωλότητος και συγχρόνως μίαν βαθυτάτην διάθεσιν μετανοίας. Αυτή είναι η βιωματική αντινομία της ορθοδόξου, ευαγγελικής, αποστολικής πίστεώς μας και της ταπεινοφροσύνης μας εν τη πίστει αυτή.
Ο «αλάθητος» άνθρωπος, και απέναντί του ο «πανα¬μαρτωλός» άνθρωπος. η ταπεινοφροσύνη από το ένα μέρος και η υψηλοφροσύνη από το άλλο. Η απαράμιλλος αηδών του Ευαγγελίου του Θεανθρώπου, ο άγιος Χρυσόστομος ευαγγελίζεται: «Θεμέλιός εστι της καθ’ ημάς φιλοσοφίας η ταπεινοφροσύνη»5.
Η ταπεινοφροσύνη είναι το θεμέλιον της φιλοσοφίας μας περί της ζωής και του κόσμου, περί του χρόνου και της αιωνιότητος, περί του Θεανθρώπου και της Εκκλησίας. Ενώ θεμέλιον παντός ουμανισμού, ακόμη και εκείνου του αναχθέντος εις δόγμα, είναι η υψηλοφροσύνη, η πίστις εις τον λόγον του ανθρώπου, εις τον νουν και την λογικήν του.
Η υψηλοφροσύνη είναι η ανίατος νόσος του νου του διαβόλου. Εντός της ευρίσκονται και εξ αυτής πηγάζουν όλα τα λοιπά διαβολικά κακά. Ενώ η ταπεινοφροσύνη μας διδάσκει να αναθέτωμεν την ελπίδα μας και να έχωμεν απόλυτον εμπιστοσύνην εις τον άγιον, καθολικόν, θεανθρώπινον νουν της Εκκλησίας, τον «νουν Χριστού». «Ημείς νουν Χριστού έχομεν» (1 Κορ. 2, 16).
Ημείς εν τω θεανθρωπίνω σώματι του Χριστού, τη Ορθοδόξω Εκκλησία, εις την οποίαν ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι το παν: και η κεφαλή και το σώμα και η ζωή και η αλήθεια και η αγάπη και η δικαιοσύνη και ο χρόνος και η αιωνιότης. αλλά και ημείς δια της πίστεως εις Αυτόν και της εν Αυτώ ζωής (Εφ. 4,11-21).
Διότι «τα πάντα δι’ Αυτού και εις Αυτόν έκτισται. και Αυτός εστι προ πάντων και τα πάντα εν Αυτώ συνέστηκε. και Αυτός εστιν η κεφαλή του σώματος της Εκκλησίας, ίνα γένηται εν πάσιν Αυτός πρωτεύων» (Κολ. 1, 16-18). Αυτός, ο Θεάνθρωπος, και όχι ένας άνθρωπος, οποιοσδήποτε και αν είναι.
1. Παρά Γρηγορίω Θεολόγω, PG 36, 506.
2. Βλ. Νεκρώσιμον Ακολουθίαν: «...εις το καθ’ ομοίωσιν επανάγαγε».
3. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδ. Ορθ. πίστεως 3, 1. PG 94, 984.
4. Συμεών του Ν. Θεολόγου, Λόγος 18 και 68 (έκδ. Ζαγοραίου, Σμύρνη 1886, σ. 105 και 364).
5. Ιωάννου Χρυσοστόμου, PG 51, 312.
(“Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ”, ΑΡΧΙΜ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΒΕΛΙΓΡΑΔΙΟΥ, ΕΚΔΟΣΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1974)
Πηγή: http://anavaseis.blogspot.gr/2011/06/blog-post_880.html
Πέρασαν πενήντα χρόνια ἀπό τότε πού ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ ἀοίδιμος π. Γερβάσιος Παρασκευόπουλος, ἔγειρε τό ἁγιασμένο καί λευκασμένο ἀπό τούς ἱερούς ἀγῶνες ὑπέρ τῆς εὐσεβείας κεφάλι του καί ἄφησε τήν ψυχή του νά φτερουγίσῃ στήν ἀγκαλιά τοῦ Οὐρανίου Πατρός.
Πλῆθος λαοῦ τότε τόν προέπεμψε στήν αἰωνιότητα μέ δάκρυα στά μάτια, γιατί ἔφευγε ὁ πνευματικός τους πατέρας, ὁ ὁποῖος τούς ἐδίδαξε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, τούς ἐστήριξε στόν πόνο τους, χάρηκε στήν χαρά τους καί ἐφώτισε ὡς ἀστήρ φαεινός τήν πορεία τῆς ζωῆς τους.
Γεννημένος τό 1877 στήν Γρανίτσα, σημερινή Νυμφασία τῆς Γορτυνίας, στά ἅγια χώματα τῆς ἡρωοτόκου καί ἁγιοτόκου Ἀρκαδίας, καί ἔχοντας φάει τοῦ πόνου καί τῆς ὀρφάνιας τό ψωμί, ἔφτασε μέ κόπους καί ὀδύνες πολλές στήν πόλη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, τήν ὁποία τότε ἐποίμαινε ὁ πολύς Ἱερόθεος (Μητρόπουλος), ἄλλος ἀστήρ φωτεινός, ἐξ Ἀρκαδίας ἐπίσης ἕλκων τήν καταγωγή καί ἐκ πλησιοχώρου κώμης μέ ἐκείνη πού εἶδε τό φῶς τῆς ζωῆς ὁ μακάριος π. Γερβάσιος.
Στήν Πάτρα γεύθηκε τήν ἀγάπη καί τήν πατρική στοργή, ἔζησε τήν φλόγα καί τόν θερμουργο ζῆλο τοῦ θαυμαστοῦ καί διαπρύσιου Ἱεράρχου Ἱεροθέου, ὁ ὁποῖος ἠγωνίσθη μέ πάθος ἐναντίον τῶν αἱρέσεων καί τῆς μασσωνίας, καί ἔφυγε ἀπό τήν ζωή πικραμένος μέν, ἀσυμβίβαστος δέ ὡς πρός τά ἱερά πιστεύματα καί τήν Ἑλληνορθόδοξη παράδοση, πού διεφύλαξε ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ.
Ἔτσι λοιπόν, ὁ π. Γερβάσιος, εἰσῆλθε μέ ζῆλον Ἠλιού στόν ἱερόν Ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου, ὡς μοναχός καί σέ λίγο ὡς Διάκονος καί Πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Ἐσφαγμένου Ἀρνίου.
Ἔλαμψε ὁ ἀοίδιμος καί ἀκτινοβόλησε ἀληθῶς, ὡς «λύχνος ἐπί τήν λυχνίαν τῆς τοῦ Κυρίου φωτοφόρου καθέδρας, ἐξαστράπτων φωτισμόν καί δογμάτων καί πράξεων», κατά τόν Ἅγιο Ἰσίδωρο τόν Πηλουσιώτη.
Μορφή προφητική, μετέφερε τό μήνυμα περί τοῦ ἑνός καί μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ, περί τῆς μιᾶς, ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὡς τοῦ μόνου σωτηρίου σώματος, ἐντός τοῦ ὁποίου σώζεται ὁ ἄνθρωπος.
Ἤλεγξε μέ πάθος ψυχῆς τήν ἁμαρτία καί τήν ἀποστασία ἀπό τόν Θεό, ὡς ἄλλος προφήτης Κυρίου, καί ἐπεβλήθη ὡς ἀπλανής ὁδηγός τῶν ἀνθρώπων μέ τήν βιβλική, ἁγιοπατερική, αὐστηρή μέν, ἀποπνέουσα ἀγάπη δέ πρός κάθε ἄνθρωπο, προσωπικότητά του.
Ὁ λόγος του καθαρός, σάν τό ξάστερο νερό πού ἤπιε γιά πρώτη φορά στά κακοτράχαλα βουνά τῆς Γορτυνίας· ἡ ζωή του σάν τόν ἥλιο λαμπρή, ἀκτινοβολοῦσα καί ἀστράπτουσα τῶν ἀρετῶν τάς λαμπηδόνας.
Βράχος ἀμετακίνητος στήν ἀποκεκαλυμμένη ἀπό τόν Θεό ἀλήθεια καί στήν διδασκαλία τῆς πίστεως, δέν διενοήθη ποτέ νά νοθεύσῃ τό ἀλάβαστρον τοῦ πολυτίμου πνευματικοῦ μύρου, τῆς ἱερᾶς δηλαδή Ὀρθοδόξου παραδόσεως, ἔχων πάντοτε στά ὦτα του, ἤ τί λέγω, στήν καρδιά του τούς λόγους τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου: «Καί ἐάν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὅ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλ. α’. 8).
Ὡς Λειτουργός τοῦ Ὑψίστου, εὑρίσκετο μετάρσιος μεταξύ οὐρανοῦ καί γῆς καί ζοῦσε τίς συγκλονιστικές ἐμπειρίες τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ. Ἡ Θεία Λειτουργία ἦτο ὄντως γιά αὐτόν θεία μυσταγωγία. Προσηλωμένος ἀπόλυτα στό Ἱερό Μυστήριο, πλήρης δέους καί ἱεροπρεπείας, σεμνός, μέ λιτή περιβολή, ἔδινε τήν ἐντύπωση οὐρανίου ὄντος καί ὡδηγοῦσε τίς ψυχές σέ πνευματικούς ἀναβαθμούς, σέ ἀληθῆ μεταρσίωση, κατά τίς μαρτυρίες πολλῶν Κληρικῶν καί Λαϊκῶν πού ἔζησαν αὐτές τίς θαυμαστές ἐμπειρίες κοντά του.
Ὡς πνευματικός ἦτο ἀκούραστος. Ὁ ζῆλος του ἀμείωτος. Ἡ ἀγάπη του παραδειγματική. Ἡ ὑπομονή του ἀξιοθαύμαστη. Οὔτε ἡ ἡλικία, οὔτε ἡ πολυετής διακονία ἔκαμψαν τόν ἱερό ἐνθουσιασμό του γιά τό σωτήριο μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως, μέσα ἀπό τό ὁποῖο χιλιάδες ἀνθρώπων ἀναγεννήθηκαν πνευματικά καί βρῆκαν τήν ὁδόν τῆς σωτηρίας διά τῆς συντριβῆς τῆς καρδίας καί τῆς εἰλικρινοῦς μετανοίας.
Ἀγάπησε ἰδιαιτέρως τά παιδιά καί εἶναι ὁ ἱδρυτής τῶν Κατηχητικῶν Σχολείων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. «Νά προσέχετε τά ἀρνία τοῦ Θεοῦ», ἔλεγε γιά τά παιδιά, τά ὁποῖα ἔτρεχαν κοντά του αἰσθανόμενα τήν ἁγνότητα τῆς καρδιᾶς του καί τήν ἁγιότητα τοῦ βίου του.
Διεκρίθη γιά τόν μαχητικό του ἐνθουσιασμό, ὅμοιο μέ ἐκεῖνον τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, ὁ ὁποῖος σταμάτησε ἀκόμη καί τόν ἥλιο προκειμένου νά κερδηθῇ ἡ μάχη (Ἰησ. Ναυ. 10. 12-14).
Ἦτο ἀσυμβίβαστος μπροστά στήν ἐπιτέλεση τοῦ καθήκοντος, σέ ὅποια θέση καί ἄν ὑπηρέτησε. Ἰδιαιτέρως αὐτό ἐφάνη ὅταν ὑπηρετοῦσε ὡς Πρωτοσύγκελλος τοῦ ἀοιδίμου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χρυσάνθου.
Ἀλλά καί σημειοφόρος ἀνεδείχθη, ἀφοῦ ὁ Κύριος θαυμαστῶς ἀπεκάλυψε τόν τύπον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐντός πεύκου, τό ὁποῖο ὁ Γέροντας εἶχε φυτεύσει στόν τόπο τῶν Κατασκηνώσεων.
Ἐνθυμοῦμαι χαρακτηριστικῶς τήν συζήτηση, τήν ὁποία εἶχα μετά τοῦ Γέροντός μου, ἀειμνήστου Μητροπολίτου Μαντινείας καί Κυνουρίας Θεοκλήτου, ὁ ὁποῖος μέ συμμαρτυρία τοῦ π. Γερβασίου εἰσῆλθε στόν Ἱερό Κλῆρο. Ἐπάνω στό γραφεῖο τοῦ μακαριστοῦ Θεοκλήτου εὑρίσκετο μονίμως ἡ φωτογραφία τοῦ Γέροντος, καθώς καί φωτογραφία εἰκονίζουσα τό ἐντός τοῦ δένδρου τύπωμα τοῦ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ. «Ἦτο ἡγιασμένος ἄνθρωπος», ἔλεγε γιά τόν π. Γερβάσιο ὁ χειροτονήσας με Ἀρχιερεύς, «εἶχε ἰσάγγελον πολιτείαν καί σέ προτρέπω πατρικῶς καί σέ παρακαλῶ νά τοῦ μοιάσῃς, βαδίζοντας στά ἴχνη του».
Πέρασαν τά χρόνια, ὁ Μητροπολίτης ἔφυγε γιά τόν οὐρανό, καί ὁ Κύριος μέ ἀπέστειλε στήν Πάτρα ὡς Ἀρχιερέα. Ἐκ τῶν πρώτων μελημάτων μου ἦτο νά τελέσω τρισάγιο ἐπί τοῦ τάφου τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Γερβασίου καί νά ἀσπασθῶ τήν πλάκα, κάτω ἀπό τήν ὁποία φυλάσσονται τά σεβάσμια καί ἡγιασμένα Λείψανα τοῦ θερμουργοῦ ἐργάτου τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου καί φωτοφόρου Λειτουργοῦ τοῦ Ὑψίστου.
Ἡ ἐπίσκεψη μέ πλῆθος εὐλαβῶν Πατρέων στήν γενέτειρά του Νυμφασία Γορτυνίας, ἡ τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας στόν Ἱερό Ναό τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ ἐπιμνημόσυνη δέηση στόν τόπο πού γεννήθηκε, ἦταν ἐμπειρίες πνευματικά συγκλονιστικές.
Πενήντα χρόνια πέρασαν ἀπό τότε πού ἔφυγε γιά τόν οὐρανό ὁ π. Γερβάσιος, στίς 30 Ἰουνίου τοῦ 1964, ἀνήμερα τῆς Συνάξεως τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ὅμως ἡ πνευματική του παρουσία στήν Πάτρα εἶναι συνεχής. Οὐδέποτε μᾶς ἐγκατέλειψε. Αἰσθανόμεθα τήν ἀνάσα του, τήν ἀγάπη του, τήν εὐλογία του, τίς πρεσβεῖες του.
Χρέος ἱερό καί καθῆκον ἅγιο πρός τόν πνευματικό πατέρα καί διδάσκαλο τῶν Πατρῶν, στόν ὁποῖο σύμπας ὁ ἱερός Κλῆρος καί ὁ εὐσεβής Λαός μας ὑποκλίνονται εὐλαβικά, μᾶς ὡδήγησε νά λάβωμε τήν ἀπόφαση γιά τήν ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν του Λειψάνων, δοξάζοντες τόν Θεό γιατί μᾶς χάρισε τόν π. Γερβάσιο καί τιμῶντες τήν μνήμη εὐγνωμόνως τοῦ μακαριστοῦ καί λαμπροῦ Ἱερωμένου.
Ὅμως καί ἡ ὑπόσχεση, κατόπιν μακρᾶς συζητήσεως, μέ τόν ἄλλο ἀδάμαντα τῶν Πατρῶν, μαθητή καί πνευματικό τέκνο τοῦ ἀοιδίμου π. Γερβασίου, τόν μακαριστό Μητροπολίτη Ὕδρας, Σπετσῶν καί Αἰγίνης Ἱερόθεο (Τσαντίλη), ὡδήγησε τήν καρδιά μας στήν ὡς ἄνω ἀπόφαση, ὥστε καί τήν ἁγία ψυχή ἐκείνου, κατά τήν ὑπόσχεσή μας καί τήν πνευματική μας δέσμευση, νά ἀναπαύσωμε.
Τήν Κυριακή 29 Ἰουνίου τό ἀπόγευμα, μετά τόν Ἑσπερινό πού θά τελεσθῇ στίς 5:30 στόν Ἱερό Ναό τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς στίς Κατασκηνώσεις στά Συχαινά, πού ὁ ἴδιος ὁ π. Γερβάσιος ἵδρυσε, θά προβοῦμε στήν ἀνακομιδῆ τῶν Λειψάνων του, ὥστε νά ἀσπασθοῦμε τήν ἡγιασμένη κάρα του καί μέ αὐτή νά εὐλογήσωμε τήν πόλη τῶν Πατρῶν, πού τόσο ἀγάπησε ὁ Γέροντας, ἀλλά καί τόν Λαό αύτῆς, ὑπέρ τοῦ ὁποίου μέχρι τελευταίας του πνοῆς ἠγωνίσθη, προκειμένου νά τόν προσαγάγῃ ὡς ποιμήν ἄριστος στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ.
Πηγή: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=3207
Ἕνας πολύπειρος γέροντας Ἀσκητὴς τοῦ Ἁγίου Ὄρους σ’ ὅσους τὸν ἐπισκέπτονταν στὸ κελλί του καὶ ζητοῦσαν κάποια συμβουλή του ἐπανελάμβανε: «Νὰ κοιτᾶτε ψηλά, νὰ κοιτᾶτε ψηλά!».
Τί σπουδαία πραγματικὰ συμβουλή! Αὐτὸ καὶ μόνο ἔλεγε ὁ γέροντας καὶ ὅμως ἔλεγε πολλά.
Καὶ κάποιος ἀείμνηστος τώρα δάσκαλος – πέθανε πολὺ νωρίς – μὰ τί δάσκαλος ἦταν αὐτός! Λὲς καὶ μάγευε τὰ παιδιὰ καὶ κρεμόντουσαν ἀπὸ τὰ χείλη του καὶ δένονταν μὲ τὴ ματιά του, τὰ μάθαινε νὰ τραγουδοῦν: «Σήκωσε ψηλὰ τὰ μάτια, στεῖλε πιὸ ψηλὰ τὸ νοῦ...».
Τί ἐννοοῦσαν ὁ γέροντας καὶ ὁ δάσκαλος προτρέποντας τοὺς μεγάλους καὶ τοὺς μικροὺς νὰ στρέφουν τὰ μάτια πρὸς τὰ ὕψη, πρὸς τὰ οὐράνια; Δὲν εἶναι καλὴ καὶ ἡ γῆ μὲ τὰ θαυμάσια τῆς Δημιουργίας; Ὁ Θεὸς δὲν «ἐποίησε πάντα τὰ ὡραῖα τῆς γῆς», ὅπως ψάλλει ὁ Δαβίδ (Ψαλ. ογ΄ [73] 17), γιὰ νὰ τὰ χαίρεται καὶ νὰ τὰ ἀπολαμβάνει ὁ ἄνθρωπος; Τὰ βουνά, τὰ ποτάμια, τὶς θάλασσες, τὰ δέντρα, τὰ λουλούδια τὰ πολύχρωμα; Ὅλα μιλοῦν γιὰ τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ, ὅλα μιλοῦν γιὰ τὴν ἀγάπη Του πρὸς τὸν ἄνθρωπο.
Ἀναμφιβόλως ὅλα αὐτὰ εἶναι σωστά. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης μάλιστα γράφει σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ καὶ σπουδαῖα βιβλία του ὅτι ἡ ὀμορφιὰ τῆς ὑλικῆς Δημιουργίας, τοῦ κόσμου, ποὺ δημιούργησε ὁ Θεός, εἶναι μιὰ ἀμυδρὴ εἰκόνα τῆς ὡραιότητας τοῦ οὐρανίου κόσμου, τοῦ Παραδείσου, ποὺ μᾶς περιμένει(*).
Ὅμως ἀφότου μπῆκε στὴ μέση ὁ Διάβολος καὶ παρέσυρε τοὺς ἀνθρώπους στὴν ἁμαρτία καὶ πλήθυναν οἱ ἁμαρτίες, ἀπὸ τότε καὶ ἡ ὀμορφιὰ τῆς Δημιουργίας μολύνθηκε. Μόνοι μας οἱ ἄνθρωποι μολύναμε τὸ περιβάλλον μας. Μὲ τὶς πλεονεξίες μας, μὲ τὶς ἀδικίες καὶ τοὺς πολέμους καταστρέψαμε τὸν ὄμορφο κόσμο ποὺ μᾶς εἶχε φτιάξει καὶ παραδώσει ὁ Θεός. Καὶ ὁ παμπόνηρος σατανᾶς κατάφερε νὰ πείσει πολλοὺς ὅτι ἡ Δημιουργία ἡ τόσο ὡραία δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ κανένα Δημιουργό. «Ἔδιωξαν» ἔτσι μὲ τὴν εἰσήγηση τοῦ Διαβόλου τὸν Οἰκοδεσπότη ἀπὸ τὸ σπίτι Του. Ἄφησαν τὶς κρυστάλλινες πηγὲς τοῦ θείου Νόμου καὶ τρέχουν στὶς θολὲς πηγὲς τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς, ποὺ ὑποδεικνύει ὁ εἰσηγητὴς τῆς ἁμαρτίας Διάβολος. Βυθίσθηκαν στὴ ζωὴ τῆς σαρκικότητας, τῆς ἀδικίας, τῆς ἐκμεταλλεύσεως τῶν ἀδυνάτων καὶ φτωχῶν, τοῦ πλουτισμοῦ μὲ ὁποιοδήποτε μέσο, ἀκόμη καὶ παράνομο καὶ ἀθέμιτο.
Τὸ ἀποτέλεσμα; Τὸ ζοῦμε καθημερινὰ καὶ κλαίει ἡ καρδιά μας. Πτωχεύουν τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο τὰ κράτη τῆς γῆς. Πεθαίνουν ἑκατομμύρια παιδιὰ κάθε χρόνο στὸν κόσμο ἀπὸ τὴν πείνα. Οἱ πόλεμοι εἶναι ἀσταμάτητοι, γιὰ νὰ πλουτίζουν οἱ πολεμικὲς βιομηχανίες. Οἱ ἀσθένειες ποὺ ὀφείλονται σὲ ἁμαρτίες αὐξάνονται ἁλματωδῶς. Ἡ κτηνώδης ἁμαρτία ξεδιάντροπη παρελαύνει μὲ αὐθάδεια στοὺς δρόμους. Οἱ ὑπόνομοι τῶν πόλεων γεμίζουν μὲ ἀνθρώπινα ἔμβρυα. Τί νὰ δεῖ κανεὶς σήμερα στὴ γῆ καὶ νὰ μὴν πονέσει; Ποῦ νὰ στρέψει τὸ βλέμμα του καὶ νὰ μὴ λυπηθεῖ; Ἀκόμη καὶ τὰ ὡραιότερα μέρη τῆς γῆς τὰ μολύνει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὶς ἁμαρτίες του.
Αὐτὰ ἀσφαλῶς εἶχαν ὑπ’ ὄψιν τους ὁ Ἀσκητὴς καὶ ὁ δάσκαλος, γι’ αὐτὸ συμβούλευαν νὰ ὑψώνουμε ψηλὰ τὰ μάτια. Ὄχι στὰ γήινα καὶ χαμηλά, στὰ κατώτερα καὶ μολυσμένα, γιατὶ ὅπου καὶ νὰ δεῖς σ’ αὐτά, κινδυνεύεις νὰ μολυνθεῖς· ἀλλὰ στὰ ψηλά, στὰ οὐράνια τὰ μάτια μας, διότι εἶναι καθαρά, ἀφοῦ ἐκεῖ κατοικεῖ ὁ Θεός, μὲ ὅλους τοὺς Ἁγίους καὶ ἐπικεφαλῆς τὴν Παναγία· ἐκεῖ ἡ χορεία τῶν Ἀγγέλων, ἐκεῖ ὁ Παράδεισος μᾶς περιμένει.
Κι ἂν κάποτε εἴμαστε πεσμένοι ψυχικά, ἂν κάποια ἀσθένεια, κάποια οἰκονομικὴ δυσχέρεια, κάποια οἰκογενειακὴ δυσκολία ἢ ἄλλη αἰτία ἔχουν ρίξει τὸ ἠθικό μας, τότε προπάντων νὰ μὴ λησμονοῦμε νὰ κοιτᾶμε ψηλά. Τότε μᾶς χρειάζεται ἐπειγόντως νὰ σηκώνουμε ψηλὰ τὰ μάτια. Ψηλά! Πρὸς Ἐκεῖνον ποὺ μᾶς ἀγαπᾶ καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς βγάλει ἀπὸ κάθε ἀδιέξοδο.
Λοιπόν, ψηλὰ τὰ μάτια καὶ ψηλότερα ἡ καρδιά!
(*) Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἀόρατος Πόλεμος, κεφ. κα΄.
Πηγή: http://osotir.org/keimena/2014-02-20-16-48-00/item/33386-n-koit-te-psila
Τό δωμάτιο τού Νοσοκομείου πού εκοιμήθη ο Άγιος Νεκτάριος
Τις τελευταίες ημέρες μετρά ατελείωτα και ψυχοφθόρα «πέρα δώθε» στους διαδρόμους του δεύτερου ορόφου του Αρεταίειου Νοσοκομείου επί της λεωφόρου Βασ. Σοφίας, στέκεται νυχθημερόν στο πλευρό του ασθενούς συζύγου της και αισιοδοξεί ότι σύντομα θα επιστρέψουν και πάλι μαζί στο σπίτι τους.
Γι’ αυτό ακριβώς προσεύχεται κάθε πρωί, κλεισμένη μόνη της στο δωμάτιο με τον αριθμό 2, όπου πριν από σχεδόν 94 χρόνια εκοιμήθη ο άγιος Νεκτάριος.
Ενας ιερός τόπος...
«Αυτή η γυναίκα είναι μία από τους δεκάδες πιστούς που προσέρχονται καθημερινά στο συγκεκριμένο δωμάτιο και ελπίζουν στη θεραπεία.
Ολα αυτά τα χρόνια ο χώρος όπου νοσηλεύτηκε και πέρασε τις τελευταίες ώρες της ζωής του ο άγιος Νεκτάριος διαφυλάχθηκε σαν τόπος ιερός και τον επισκέπτονται προσκυνητές από κάθε γωνιά της Ελλάδας» εξηγεί στην «Κυριακάτικη Δημοκρατία» ο αρχιμανδρίτης Φιλόθεος Θεοδωρόπουλος, αρχειοφύλαξ – συνοδικός γραμματέας της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο οποίος τα τελευταία οκτώ χρόνια είναι υπεύθυνος για τα λειτουργικά και ποιμαντικά θέματα του Αρεταίειου.
Είχε πάει και ο Χριστόδουλος...
Οπως αναφέρει μάλιστα ο πατέρας Φιλόθεος, το δωμάτιο υπ’ αριθμόν 2 επισκεπτόταν συχνά και ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος κατά τη διάρκεια της δίμηνης νοσηλείας του στο Αρεταίειο. «Ο μακαριστός Χριστόδουλος προσευχόταν για ώρα μπροστά από την κλίνη του Αγίου Νεκταρίου...
Τις ημέρες του χειρουργείου του θυμάμαι την προσέλευση του πλήθους στα κάγκελα του νοσοκομείου, που ζητούσε να πληροφορηθεί για την κατάσταση της υγείας του Αρχιεπισκόπου» λέει ο π. Φιλόθεος.
Στην είσοδο του δωματίου της προσευχής υπάρχει το προσκυνητάρι με τα τάματα των πιστών, ενώ στο εσωτερικό του βρίσκονται εικόνες αγίων, και βέβαια η κλίνη στην οποία εκοιμήθη ο Άγιος Νεκτάριος.
Το κρεβάτι βρισκόταν για πολλές δεκαετίες ξεχασμένο σε μια παλιά αποθήκη του νοσοκομείου και εντοπίστηκε μόλις πριν από έξι χρόνια.
«Κατά την επικοινωνία μου με τους ασθενείς και τους συγγενείς τους διαπιστώνω ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν άπιστοι άνθρωποι. Ακόμα και σε αυτούς που δείχνουν αδιάφοροι διακρίνει κανείς μια σπίθα ελπίδας προς τον Χριστό» τονίζει με έμφαση ο αρχιμανδρίτης και συνεχίζει:
«Εκείνοι που συνήθως επιδιώκουν τον διάλογο μαζί μου ή με τον εφημέριο του νοσοκομείου είναι οι ασθενείς που υποβάλλονται σε χημειοθεραπεία. Κατά κάποιον ανεξήγητο τρόπο ξεκλειδώνεται η ψυχή τους και ζητούν την παρηγοριά και τη στήριξή μας».
Ο Άγιος Νεκτάριος ήταν ένας από τους πιο λαοφιλείς ιεράρχες της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και θεωρείται, σύμφωνα με τις λαϊκές παραδόσεις, θαυματουργός.
Ενα από τα θαύματά του, μάλιστα, έγινε το βράδυ της κοιμήσεώς του, τα ξημερώματα της 9ης Νοεμβρίου 1920, όπως επισημαίνει ο π. Θεόφιλος. Σύμφωνα με συγγράμματα που αναφέρονται στον βίο του αγίου, σε διπλανό κρεβάτι του ίδιου δωματίου νοσηλευόταν μαζί του ένας ασθενής που είχε μείνει παράλυτος ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Μόλις διαπιστώθηκε ότι ο άγιος Νεκτάριος (κατά κόσμον Αναστάσιος Κεφαλάς) είχε αφήσει την τελευταία του πνοή το 1920, σε ηλικία 74 ετών, οι δύο καλόγριες που τον φρόντιζαν έβγαλαν τα εσώρουχα που φορούσε και τα ακούμπησαν στο διπλανό κρεβάτι. Μόλις ο παράλυτος ασθενής τα ακούμπησα, συνέβη το θαύμα, σηκώθηκε υγιής και άρχισε να βαδίζει!
Το σκήνωμα του αγίου Νεκταρίου μεταφέρθηκε στον Ιερό Ναό της Αγίας Τριάδος στον Πειραιά και από εκεί στον ναό Αγίας Τριάδας – Αγίου Νεκταρίου στην Αίγινα.
dimokratianews.gr
Μία ακόμη περίπτωση...
Του Πρωτ. Στέφανου Αναγνωστοπούλου
Πρίν από χρόνια, όταν ήμουν εφημέριος στον ιερό Ναό του Αγίου Βασιλείου Πειραιώς, μ' έκάλεσαν νά εξομολογήσω εκτάκτως, κατόπιν δικής του επιθυμίας, ένα νέο άνδρα, 42 ετών, του οποίου τό όνομα, ήτο Ξενοφών.
Όταν πήγα, ήταν σέ κακή κατάστασι. Ό καρκίνος μέ τίς ραγδαίες μεταστάσεις τόν είχε προσβάλλει καί στό κεφάλι. Οι μέρες του μετρημένες. Ήταν μόνος στον θάλαμο, τό διπλανό κρεββάτι ήταν άδειο, κι έτσι βρεθήκαμε μόνοι μας.
Καί μου είπε τά έξης, γιά τό πως πίστεψε, αφού υπήρξε, όπως τό τόνισε, "σκληρός άθεος" καί άπιστος.
«Ήλθα έδώ πρίν άπό 35 περίπου μέρες, σ΄αυτό τό δωμάτιο των δύο κλινών. Δίπλα μου ήταν ήδη κάποιος άλλος άρρωστος, μεγάλος στην ηλικία, 80 περίπου ετών.
Αυτός ό άρρωστος, πάτερ μου, παρά τους φοβερούς πόνους πού είχε στά κόκκαλα -εκεί τόν είχε προσβάλει ό καρκίνος- συνεχώς αναφωνούσε "Δόξα Σοι, ό Θεός! Δόξα Σοι, ό Θεός!..." Στή συνέχεια έλεγε καί πολλές άλλες προσευχές, πού εγώ ό άνεκκλησίαστος καί άθεος τίς άκουγα γιά πρώτη φορά.
Κι όμως, πολλές φορές μετά άπό τίς προσευχές του ηρεμούσε -κι έγώ δέν ξέρω μέ ποιόν τρόπο- καί τόν έπαιρνε γλυκύτατος ύπνος. "Υστερα άπό δυό-τρεις ώρες ξυπνούσε άπό τους αφόρητους πόνους, γιά νά ξαναρχίση καί πάλιν "το Χριστέ μου, Σ ευχαριστώ! Δόξα στό όνομα Σου!...Δόξα Σοι, ό Θεός!...Δόξα Σοι, ό Θεός!..."
Εγώ μούγκριζα άπό τους πόνους, κι αυτός ό συνασθενής μου, μέ τους αφόρητους πόνους, δοξολογούσε τόν Θεό. Εγώ βλαστημούσα τόν Χριστό καί τήν Παναγία, κι αυτός μακάριζε τόν Θεό, Τόν ευχαριστούσε γιά τόν καρκίνο πού του έδωσε καί τους πόνους πού είχε.
Τότε εγώ αγανακτούσα όχι μόνο άπό τους πόνους τους φρικτούς πού είχα, άλλα καί γιατί έβλεπα αυτόν, τόν συνασθενή μου, νά δοξολογή συνεχώς τόν Θεό. Αυτός έπαιρνε σχεδόν κάθε μέρα "τήν Θεία Μεταλαβιά" κι έγώ ό άθλιος ξερνούσα άπό αηδία.
- Σκάσε, επί τέλους. σκάσε επί τέλους νά λές συνεχώς "Δόξα Σοι, ό Θεός"! Δέν βλέπεις πώς Αυτός ό Θεός, πού έσύ Τόν δοξολογείς, Αυτός μας βασανίζει τόσο σκληρά; Θεός είναι αυτός; Δέν υπάρχει. Όχι! δέν υπάρχει...
Καί αυτός μέ γλυκύτητα απαντούσε:
"Υπάρχει, παιδί μου, υπάρχει καί είναι στοργικός Πατέρας, διότι με την αρρώστια καί τους πόνους μας καθαρίζει άπό τίς πολλές μας αμαρτίες. Όπως αν ασχολιόσουν μέ καμμιά σκληρή δουλειά, όπου τά ρούχα σου και τό σώμα σου θά βρωμούσαν κυριολεκτικώς, θά χρειαζόσουν μία σκληρή βούρτσα γιά νά καθαριστής καλά, κι έσύ καί τό σώμα σου καί τά ρούχα σου, κατά τόν ίδιο τρόπο καί ό Θεός χρησιμοποιεί τήν αρρώστια σάν ευεργετικό καθαρισμό της ψυχής, γιά νά τήν προετοιμάση γιά τή Βασιλεία των ουρανών.
Οι απαντήσεις του μ' εκνεύριζαν ακόμη περισσότερο καί βλαστημούσα θεούς καί δαίμονες. Δυστυχώς οι αντιδράσεις μου ήσαν αρνητικές, μέ τό νά φωνάζω: -Δέν υπάρχει Θεός.,.Δέν πιστεύω σέ τίποτα...Ούτε στον Θεό οϋτε ο αυτά τά «κολοκύθια» πού μου λές περί Βασιλείας του Θεού σου...Θυμάμαι τίς τελευταίες του λέξεις:
-- Περίμενε καί θά δής μέ τά μάτια σου πώς χωρίζεται ή ψυχή άπ' τό σώμα ενός χριστιανού πού πιστεύει. Είμαι αμαρτωλός, αλλά τό έλεος Του θά μέ σώση. Περίμενε, θά δής καί θά πιστέψεις!
Καί ή μέρα αυτή έφθασε. Από τό νοσοκομείο θέλησαν νά βάλουν ένα "παραβάν",όπως ήταν καθήκον τους, αλλά έγώ διαμαρτυρήθηκα.
Τους είπα "όχι, γιατί θέλω νά δω πώς αυτός ό γέρος θά πεθάνει !!!".
Τόν έβλεπα λοιπόν νά δοξολογή συνεχώς τόν Θεό. Πότε έλεγε κάποια "Χαίρε" γιά τήν Παναγία, πού αργότερα έμαθα ότι λέγονται "Χαιρετισμοί". Κατόπιν σιγοέψαλλε τό "Θεοτόκε Παρθένε", τό "Άπό των πολλών μου αμαρτιών...", τό "Άξιον έστι", κάνοντας συγχρόνως καί πολλές φορές τό σημείο του σταυρού.
Σήκωσε κάποια στιγμή τά χέρια του καί είπε:
"Καλώς τόν Άγγελο μου! Σ΄ ευχαριστώ, πού ήλθες μέ τόση λαμπρά συνοδεία νά παραλάβεις τήν ψυχή μου. Σ΄ ευχαριστώ!... Σ΄ ευχαριστώ!..."
Ανασηκώθηκε λίγο, ξανασήκωσε τά χέρια του ψηλά, έκαμε τό σημείο του σταυρού, σταύρωσε τά χεράκια του στό στήθος του καί έκοιμήθη!
Ξαφνικά τό δωμάτιο πλημμύρισε άπό φώς, λές καί μπήκαν μέσα δέκα ήλιοι καί περισσότεροι, τόσο πολύ φωτίστηκε τό δωμάτιο!
Ναί, έγώ ό άπιστος, ό άθεος, ό υλιστής, ό "ξιπασμένος", ομολογώ ότι όχι μόνον έλαμψε τό δωμάτιο άλλα καί μιά ωραιότατη μυρωδιά απλώθηκε σ'αύτό, ακόμη καί σέ ολόκληρο τόν διάδρομο, καί μάλιστα όσοι ήσαν ξυπνητοί καί μπορούσαν, έτρεχαν εδώ κι εκεί, γιά νά διαπιστώσουν άπό που ήρχετο ή παράξενη αυτή μυρωδιά.
"Ετσι, πάτερ μου, πίστεψα, γι' αυτό καί φώναξα γιά Εξομολόγο ύστερα άπό τρεις ημέρες. Τήν άλλη μέρα όμως, τά βαλα μέ τους δικούς μου, την μάνα μου καί τον πατέρα μου, ύστερα με τά δύο μεγαλύτερα αδέλφια μου, μέ τη γυναίκα μου, μέ τους συγγενείς καί τους φίλους, καί τους φώναζα καί τους έλεγα:
- Γιατί δέν μου μιλήσατε ποτέ γιά τόν Θεό, τήν Παναγία καί τους Αγίους; Γιατί δέν μέ οδηγήσατε ποτέ στην 'Εκκλησία; Γιατί δέν μου είπατε ότι υπάρχει Θεός καί υπάρχει καί θάνατος καί κάποτε αυτη ή ψυχή θά χωρισθή από τό σώμα γιά νά δώση τόν λόγο της; Γιατί μέ σπρώξατε μέ τήν συμπεριφορά σας στην αθεΐα καί στον μαρξισμό; Εσείς μέ μάθατε νά βλαστημώ, νά κλέβω, νά απατώ, νά θυμώνω, νά πεισμώνω, νά λέω χιλιάδες ψέματα, νά αδικώ, νά πορνεύω...
Εσείς μέ μάθατε νά είμαι πονηρός, καχύποπτος, ζηλιάρης, λαίμαργος, φιλάργυρος καί κακός. Γιατί δέν μου διδάξατε τήν αρετή; Γιατί δέν μού διδάξατε τήν αγάπη; Γιατί δέν μου μιλήσατε ποτέ γιά τόν Χριστό; Γιατί;... Από αυτή τή στιγμή μέχρι πού νά πεθάνω, θά μου μιλάτε μόνο γιά τόν Θεό, τόν Χριστό, τήν Παναγία, τους 'Αγγέλους, τους 'Αγίους. Γιά τίποτε άλλο.
Ηρχοντο οι δικοί μου, οι συγγενείς, φίλοι, γνωστοί, καί τους ρωτούσα τόν καθένα χωριστά ή όλους μαζί:
-"Εχετε νά μου πείτε κάτι σημαντικό γιά τόν Θεό; διότι Αυτόν θά συναντήσω! Λέγετε..... Εάν δέν ξέρετε, νά μάθετε. Οί μέρες περνάνε κι εγώ θά φύγω. Καί σ' ένα - δυό επισκέπτες: - Άν δέν ξέρης ή αν δέν πιστεύης, νά φύγης!...
Τώρα πιστεύω μέ όλη μου τήν καρδιά, καί θέλω νά εξομολογηθώ όλες τίςαμαρτίες μου άπό μικρό παιδί...»
Ήτο σταθερός καί αμείλικτος μέ τό παλαιό εαυτό του ό Ξενοφών. Καί τό έλεος του Θεού ήταν μεγάλο, πολύ μεγάλο! Εξομολογήθηκε μέ ειλικρίνεια, κοινώνησε δυό-τρεις φορές καί υστέρα άπό πάλη μερικών ημερών μέ τόν καρκίνο, έφυγε εν πλήρη μετάνοια, μέ ζέουσα τήν πίστι, ειρηνικά, όσιακά, δοξολογώντας κι' αυτός τόν Θεό.
Από το βιβλίο του Πρωτοπρεσβυτέρου πατρός Στεφάνου Κ. Αναγνωστόπουλου: «ΓΝΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ»
Πηγή: http://www.kivotoshelp.gr/index.php/eidhseis/524-agnosta-thaymata-sta-ellinika-nosokomeia
[Β᾽ πρός Τιμόθεον ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, κεφάλαιο 2, στίχος 3] Στόν πρῶτο στίχο ἀκούσαμε τίς λέξεις «σύ οὖν, τέκνον μου ἐνδυναμοῦ ἐν τῇ χάριτι τῇ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Ὅπως ἔχετε καταλάβει στήν ἑρμηνευτική μας προσέγγιση ἡ ἔμφαση σέ μᾶς δίνεται στίς λέξεις, γιατί οἱ λέξεις οἰκοδομοῦν τό νόημα· δέν μπορῶ νά ἀναλύσω τό νόημα, ἄν δέν ξέρω τίς λέξεις· ἀπ᾽ τίς λέξεις, ἀναλύοντας αὐτές, θά ἀναδυθεῖ τό νόημα τῆς περικοπῆς, τό ὁποῖο ἀναλύουμε. Τώρα ἐδῶ λέει «σύ οὖν τέκνον μου», ἐσύ, λοιπόν, παιδί μου, λέει. Bέβαια κατά τά μέτρα τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί τῆς χριστιανικῆς ποιμαντικῆς ζωῆς αὐτό τό τέκνον εἶναι κατανοητό· βέβαια σέ δεδομένα προχριστιανικά αὐτό δέν εἶναι πολύ εὔκολο νά γίνει κατανοητό. Ἀκόμη καί οἱ δάσκαλοι, οἱ φιλοσοφικές σχολές κ.λπ. πού χαν μαθητές δέν φαίνονται νά ἀποκαλοῦν τούς μαθητές τους τέκνον μου· θά ἦταν μαθηταί μου. Οἱ λέξεις δέν εἶναι συνήθεις, ἀλλά αὐτή ἡ λέξη ἀναδύεται μέσα ἀπό τήν ἔννοια τῆς πνευματικῆς πατρότητας, ἡ ὁποία ἀναδεικνύεται στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας μας καί βλέπετε τέκνον μου τόν λέει ἐνῶ δέν εἶναι φυσικό του τέκνο, δέν εἶχε τέκνα, δέν ἦταν παντρεμένος, ἀλλά ἐπειδή μέσα ἀπό τήν πνευματική ζωή, τό ξέρετε ὅλοι αὐτό, ἀλλά νά σταθῶ λίγο στήν ἀνάλυση, κάποιος ζώντας πνευματικά γεννιέται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Γεννιέται, βρίσκει τόν ἑαυτό του καί πάλι, καθαρίζει τόν ἑαυτό του καί θεωρεῖται ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἔχει λειτουργήσει σέ αὐτό τό ἔργο τῆς βαθιᾶς, βαθιᾶς ἀναγεννήσεως τοῦ ἀνθρώπου, προσέξτε ἀναγέννηση [σημαίνει] εἶναι βαπτισμένος μέν ἀλλά δέν τό εἶχε χρησιμοποιήσει· σοῦ ἔδωσε ἕνα δῶρο καί δέν τό χρησιμοποίησες καί ἔρχεται ἡ ὥρα πού τώρα [θά] τό χρησιμοποιήσεις. Προσέξτε τόν ὅρο καί τό τονίζω καί τό διαφοροποιῶ ἀπό ὁποιαδήποτε ἔννοια ἀναγεννήσεως, ἡ ὁποία ἀναδύεται στό χῶρο τῆς προτεσταντικῆς θεολογίας καί στό χῶρο μερικῶν ὁμάδων πεντηκοστιανῶν κ.λπ., πού μιλᾶνε γιά μιά ἀναγέννηση ἄλλου τύπου ὅμως. Προσέξτε ἐμεῖς γεννόμεθα μέσα στήν κολυμβήθρα, αὐτή εἶναι ἡ μήτρα μας καί ἐκεῖ μᾶς δίνεται τό μεγάλο δῶρο τοῦ νά ζήσουμε χριστιανικά καί νά λειτουργήσουμε τό ἔργο τοῦ προσωπικοῦ ἁγιασμοῦ μας ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι· ἐκεῖ εἶναι ἄλλο πράγμα, ἐκεῖ σοῦ λέει τώρα γεννιέσαι, τώρα πού γνώρισες τό Χριστό· ἤσουνα βαπτισμένος, ἀλλά τώρα πού Τόν γνώρισες, μέ τήν πίστη μόνο, γεννιέσαι· ἐδῶ εἶναι ἡ διαφοροποίηση γι᾽ αὐτό σοῦ λένε ἔλα νά γεννηθεῖς. Ἄλλο πράγμα τό ἕνα καί ἄλλο τ᾽ ἄλλο· ἄλλο νά ἔχεις ἕνα θησαυρό καί νά μήν τόν χρησιμοποιεῖς καί ἄλλο νά λένε πού τόν εἶχες ἀλλά ἦταν ἄκυρος ἀφοῦ δέν τόν χρησιμοποιοῦσες καί τώρα θά βρίσκεις μιά καινούργια γέννηση. Εἶναι λεπτές διαφοροποιήσεις οἱ ὁποῖες δημιουργοῦν τρομερές αἱρέσεις.
Ἔτσι λοιπόν, ἡ ἔννοια τῆς πνευματικῆς πατρότητας ἀνήκει, προσέξτε, στήν Ἐκκλησία· ἡ Ἐκκλησία κάνει ὅλους τούς ἀνθρώπους πού βαπτίζει καί οἱ ὁποῖοι εἶναι κοντά Της, τούς κάνει τέκνα Της γιατί ἀκριβῶς γεννιόνται μές στήν Ἐκκλησία· γεννήθηκαν στήν κολυμβήθρα καί συνεχίζουν αὐτή τή γέννηση ἄν λειτουργήσουν τά δεδομένα τῆς Ἐκκλησίας μας, ἄρα ἡ ἔννοια τέκνον ἁρμόζει σέ ὅλους τούς πιστούς πού εἶναι κοντά στήν Ἐκκλησία.
Ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι πού λειτουργοῦν αὐτή τή γέννηση εἶναι οἱ πνευματικοί, πού εἶναι ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι δέν εἶναι ἔργο προσωπικό τους, λειτουργοῦν τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἐπίσκοποι, οἱ πρεσβύτεροι, οἱ πάντες μές στήν Ἐκκλησία λειτουργοῦν τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας· εἶναι διάκονοι τῆς Ἐκκλησίας, δέν εἶναι κάτι δικό τους, κάτι προσωπικό τους, ἄρα ἡ ἐπίκληση τέκνον μου εἶναι γιατί μετέχει στήν Ἐκκλησία καί μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία ἀποκτοῦμε μιά προσωπική σχέση, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία δίνει αὐτή τή χάρη καί στήν Ἐκκλησία μέσα ὅλα γίνονται καί προσωπικά ταυτόχρονα ἀλλά τό τέκνον μου δέν εἶναι κάτι ἰδιοτελές ἐγώ καί ἐσύ· ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ μέσα ζεῖς καί ἐγώ, ἐπειδή εἶμαι διάκονος τῆς Ἐκκλησίας καί ὑπηρέτης τῆς Ἐκκλησίας, σέ λέω τέκνον μου.
Βλέπεις, λές ὁ ἀσθενής μου· ὁ γιατρός θά πεῖ ὁ ἀσθενής μου. Ἀσθενής του εἶναι ἀλλά δέν εἶναι δική του ἰατρική, ἔχει μιά ἰατρική, ἡ ὁποία τοῦ δίνει ὁδηγίες πῶς νά κάνει καλά τόν ἀσθενή· εἶναι ἀσθενής του, βέβαια, εἶναι προσωπική ἡ σχέση, αὐτός καί ἐκεῖνος, ἀλλά δέν τόν γιάτρεψε ἁπλῶς ὁ ἴδιος, τόν γιάτρεψε ἡ ἐπιστήμη τῆς ἰατρικῆς καί αὐτός ὁ γιατρός, ἄν ἦταν σωστός γιατρός, ἤξερε καλά τήν ἐπιστήμη τῆς ἰατρικῆς καί γιάτρεψε κάποιον. Μπορεῖ νά μήν ἔκανε καμιά ἀνακάλυψη ἰατρική, ἁπλῶς ἤξερε καλά τήν ἰατρική· ἄρα προσέξτε διαφοροποιεῖστε αὐτή τήν ἔννοια τοῦ γενικοῦ καί τοῦ προσωπικοῦ καί στήν Ἐκκλησία μέσα ποτέ δέν παύει νά ὑπάρχει τό προσωπικό, [κάποια στιγμή ὁ Ἀπόστολος Παῦλος], λέει τό εὐαγγέλιόν μου· δέν εἶναι δικό του τό εὐαγγέλιο, ἀλλά αὐτός τό ζεῖ προσωπικά καί αὐτό μεταδίδει. Λέει τό εὐαγγέλιόν μου!
Ἄρα κρατῆστε στήν Ἐκκλησία μέσα, πού ἡ Ἐκκλησία κάνει τά πάντα, ἀλλά δέν καταλύεται τό προσωπικό μέγεθος, δηλαδή εἴμαστε ἄνθρωποι κι ἔχουμε πρόσωπο καί γνωριζόμαστε, ἀλλά αὐτό δέν λειτουργεῖ δεσμούς οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀνεξάρτητοι ἀπό τήν Ἐκκλησία δηλαδή· ἄν ἦταν οἱ δεσμοί ἀνεξάρτητοι ἀπό τήν Ἐκκλησία, αὐτός θά ἦταν ἕνας καθαρός γκουρουδισμός, εἶναι τοῦ γκουρού, εἶναι αὐτή ἡ ἔννοια, δέν ἔχει κάποια ἰδεολογία πίσω του. Μπορεῖ νά ἔχει μιά γενική θρησκεία, ἀλλά ἀσκεῖ δικά του γεγονότα καί κάνει τούς ἀνθρώπους αὐτό πού θέλει ἐκεῖνος, τό δικό του σύστημα, γι᾽ αὐτό καί τόν ἀκολουθοῦν πιστά. Δέν εἶναι τό τί λέει ἕνα δόγμα, [ἀλλά] τό τί λέει αὐτός.
Στήν Ἐκκλησία ὑπάρχουν ἡ ἀλήθεια καί τά δόγματα καί δέν μπορεῖ κανένας πνευματικός νά τά καταλύσει αὐτά τά μεγέθη, ἀλλά ὑπάρχει ἡ θεολογία, ὑπάρχει Ἐκκλησία· ἄρα στήν Ἐκκλησία μέσα δέν μποροῦν νά δεχτοῦν γκουρού, γιατί κανείς δέν μπορεῖ νά πεῖ μιά δική του μεθοδολογία, ἐνῶ στό χῶρο τοῦ γκουρουδισμοῦ, ἐπειδή εἶναι πολυποίκιλες οἱ ματιές πού κάνει ὁ καθένας σέ αὐτά τά θέματα, ὁ κάθε γκουρού ἔχει ἕνα δικό του κοίταγμα· ἄρα πρέπει ὁ κάθε μαθητής του νά ἀκολουθεῖ τό δικό του κοίταγμα, ἄρα πρέπει σέ αὐτόν νά ὑπακούει καί [μάλιστα] τυφλά νά ὑπακούει. Στήν Ἐκκλησία δέν ὑπακοῦμε τυφλά. Ἐμεῖς ὑπακοῦμε στήν Ἐκκλησία καί ὄντας μέσα στήν Ἐκκλησία, γιά νά βοηθηθοῦμε νά ἀκολουθήσουμε τό δρόμο μας, κάποιος πνευματικός μᾶς βοηθᾶ νά καταλάβουμε τό εὐαγγέλιο καί πῶς ζοῦμε χριστιανικά, ἀλλά δέν ἀκολουθοῦμε τόν πνευματικό, οὔτε τίς διδαχές του. Ἀκολουθοῦμε τή διδαχή τῆς Ἐκκλησίας, γι᾽ αὐτό κανένας πνευματικός δέν μπορεῖ νά ἔχει δικές του διδαχές, δέν εἶναι δυνατό αὐτό· λειτουργεῖ σέ αὐτό πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Δέν μπορεῖ λοιπόν στήν Ἐκκλησία μέσα νά λειτουργηθοῦν οἱ γκουρουδισμοί· γι᾽ αὐτό στήν Ἐκκλησία μέσα, ἐφόσον καί ἄν ὅλοι οἱ πνευματικοί τῆς Ἐκκλησίας ἀκολουθοῦν τήν ἴδια θεολογία, δέν ὑπάρχει διαφοροποίηση. Δέν ὑπάρχει διαφοροποίηση, εἶναι τό ἴδιο πράγμα· καί γι᾽ αὐτό μεταδίδει τήν ἴδια ἀλήθεια. [Ἄρα εἶναι λάθος] ὅταν ἀκούμε μερικές φορές πού [λένε ὅτι] ἕνας πνευματικός [γι᾽ αὐτό τό θέμα] ἔχει ἄλλη ἄποψη. Μπορεῖ νά ὑπάρχουν διάφορες ἀπόψεις, ξέρω γώ, γιά μιά παιδαγωγία ἀλλά γιά χοντρά πράγματα, πράγματα τά ὁποῖα ἀπαγορεύονται ἀπό τήν Ἐκκλησία, [δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει διαφοροτική ἄποψη]. Γιά παράδειγμα δέν μπορεῖ ἕνας πνευματικός νά πεῖ σέ κάποιον, σοῦ ἐπιτρέπω νά κλέψεις γιατί πεινᾶς· δέν τό ἐπιτρέπει ἡ Ἐκκλησία, μέσα ἀπό τούς κανόνες, μέσα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή δέν μπορεῖ νά πεῖ «ἐγώ κάνω συγκατάβαση νά κλέψεις» καί [νά κάνει τήν] δική του παιδαγωγία. Τόν ὁδηγεῖ [ἔτσι] στήν ἁμαρτία, δέν μπορεῖ νά πεῖ τίποτε δικό του, πρέπει νά ἀκολουθήσει τήν Ἐκκλησία. Ἄλλο ἡ ἐφαρμογή ἤ ἡ συγκατάβαση ἡ ἐλαφρά ἤ πιό σκληρότερη ἐφαρμογή, πού εἶναι ἕνα ποίκιλμα, ὅπως γίνεται στήν παιδαγωγία, ἕνα παιδί πού εἶναι πολύ ἄτακτο ἀλλιῶς τοῦ φέρεσαι, ἕνα παιδί πού δέν εἶναι ἄτακτο ἀλλιῶς τοῦ φέρεσαι· ἀλλά ἡ προοπτική εἶναι μία νά κάνεις παιδαγωγία στό παιδί. Κρατῆστε αὐτό τό μέγεθος γιά νά μή νομίζει κανείς πού μέσα στήν Ἐκκλησία ὑπάρχουν ἀνεξάρτητες νησίδες γκουρού πνευματικῶν πού ἀκολουθοῦν τή δική τους μεθοδολογία.
Εἶναι Ἐκκλησία καί ὁ δικός σας ἔλεγχος, ἐπειδή μέσα στήν Ἐκκλησία δέν χάνετε τήν προσωπικότητά σας, δέν εἶστε δηλαδή μαθητές ἑνός γκουρού, ἔχετε προσωπικότητα καί συνεχῶς αὐτά τά ὁποῖα ἀκοῦτε, ὅσο μπορεῖτε τά μελετᾶτε στό νοῦ σας, ἄν ἁρμόζουν μέ τό εὐαγγέλιο· ἄν σοῦ πεῖ λοιπόν πήγαινε νά κλέψεις, ξέρεις ὅτι εἶναι ἐκτός εὐαγγελίου. Ἐκεῖ δέν κάνεις ὑπακοή, ὅποια αἰτία καί νά σοῦ πεῖ δέν κάνεις καμία ὑπακοή, γιατί σέ ὁδηγεῖ στήν ἁμαρτία. Ἡ ὑπακοή εἶναι ἄνευ ἁμαρτίας καί αἱρέσεως, ἄρα αὐτή ἡ διπλή ἰδιότητα τοῦ ἄνευ ἁμαρτίας καί αἱρέσεως ὁδηγεῖ στήν πλήρη ἐλευθερία τοῦ προσώπου, πού μπορεῖ νά ἐλέγχει τουλάχιστον ἄνευ ἁμαρτίας καί αἱρέσεως αὐτά τά ὁποῖα ἀκούει ἀπ᾽ τόν πνευματικό του· ἄρα μέ αὐτά τά ἁπλά πού σᾶς λέγω καταλύεται, καταργεῖται δηλαδή ἡ ἔννοια τῆς ἰδιωτικότητας τῆς προσωπικῆς σχέσης καί εἶναι ἔννοια ἐκκλησιαστική αὐτή ἡ σχέση, ἀποκτᾶ κάλλος μές στήν Ἐκκλησία. Χωρίς νά εἶναι στήν Ἐκκλησία ὁ πνευματικός καί ὁ ἐξομολογούμενος δέν ἔχει κανένα νόημα. Τότε πραγματικά εἴμαστε γκουρού καί ἕνας ὁ ὁποῖος εἶναι ἀποκομμένος ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἄς ἦταν παλιά πνευματικός, ἄν ἔχει ἀποκοπεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἄν ἔχει ἀποσκιρτήσει, ἄν ἔχει φύγει, ξέρω γώ, ἄν ἔχει καθαιρεθεῖ, δέν ἔχει τή δυνατότητα νά ἔχει πνευματικά παιδιά, ὑπό τήν ἔννοια ὅτι ἐπειδή ἐξέπεσε βαθύτατα δέν μπορεῖ νά καθοδηγήσει. Μπορεῖ νά παραμένει ὅποιος εἶναι μέσα στήν Ἐκκλησία, ἀλλά δέν μπορεῖ νά ἐξομολογήσει· βλέπετε εἶναι ἕνα θέμα ἐκκλησιολογικό, γι᾽ αὐτό πολλές φορές μερικοί μέ ρωτᾶνε «μπορῶ νά πάω σέ ἄλλον πνευματικό», φυσικά ἄν δέν εἶναι αἱρετικός καί ἄν δέν διδάσκει ἁμαρτίες γιατί ὄχι δέν ὑπάρχει θέμα· δηλαδή ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία.
Προσέξτε κάτι ἄλλο, δέν ὑπάρχουν ἔκτακτοι πνευματικοί χαρισματοῦχοι. Ὅλοι οἱ πνευματικοί, ἐφόσον ἔχουν τήν ἄδεια τῆς ἐξομολογήσεως καί τό μυστήριο τῆς ἱεροσύνης, εἶναι χαρισματοῦχοι. Ὅλοι ἔχουν χαρίσματα μέσα στήν Ἐκκλησία καί τό χάρισμα τῆς ἱεροσύνης, ἄρα ὅλοι εἶναι χαρισματοῦχοι. Ὑπάρχει μιά ἰδιοτροπία στό λαό νά ψάχνει τόν πιό χαρισματοῦχο· δέν εἶναι αὐτή ἱστορία, ἐφόσον ἔχει τό χάρισμα τοῦ ἐξομολογεῖν καί συγχωρεῖν σημαίνει ὅτι τό μυστήριο τῆς δικῆς μας μετανοίας θά λειτουργηθεῖ μέσα ἀπό τά χέρια αὐτοῦ τοῦ πνευματικοῦ, πού δέν τόν κρίνουμε ἐμεῖς σάν χαρισματοῦχο. Δέν ξέρω ποιό λόγο ἔχετε νά μήν τόν κρίνετε σάν χαρισματοῦχο, ἀλλά τό μυστήριο τῆς δικῆς μας μετανοίας, ἐφόσον ἔχει εὐλογία ἀπό τήν Ἐκκλησία θά λειτουργηθεῖ καί τό μυστήριο, ἄν ἀφορᾶ τήν ἐξομολόγηση, εἶναι μυστήριο τό ὁποῖο εἶναι μετανοίας. Τί σχέση ἔχει; Ἄμεση σχέση· ἕνας ἱερέας πού εἶναι καλός ἤ κακός στά μάτια σας ἤ στά μάτια μας, ἄν κάνει βάπτισμα, τό ἴδιο βάπτισμα κάνει. Ἄλλο ἄν κάνει τό βάπτισμα μέ αἱρετικό τρόπο, ἄν δέν κάνει [γιά παράδειγμα] τριττή κατάδυση, ἤ [κάνει] ἄλλα [δικά του] πράγματα, ἄλλο πράγμα [αὐτό] καί ἄλλο τό ὅτι ὅποιος καί νά ναι ὁ πνευματικός [ἱερέας], [αὐτός] εἶναι στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ καί ἐπειδή ἔχει τήν ἄδεια ἀπό τήν Ἐκκλησία, λειτουργεῖ τό χάρισμα. Δέν διαφοροποιεῖται λοιπόν. [Συνεπώς εἶναι λάθος ἡ ἔκφραση]: θά πάω νά κάνει τό βάπτισμά μου ἕνας ἱερέας πνευματικός. Τί σημαίνει ἱερέας πνευματικός; Ἡ φράση εἶναι κολασμένη. Ὑπάρχει ἱερέας πού δέν εἶναι πνευματικός ἤ χριστιανός πού δέν εἶναι πνευματικός, πού δέν ἔχει τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Ἡ Ἐκκλησία, ἄν δεῖ τέτοιο πράγμα, ἄν δεῖ ὅτι καταστρέφει τούς ἀνθρώπους θά τόν καθαιρέσει ἤ [ἁπλά] δέν θά τοῦ δώσει ἄδεια νά ἐξομολογεῖ καί νά τελεῖ τά μυστήρια.
Προσέξτε αὐτό τό λεπτεπίλεπτο σημεῖο, γιατί ἄν δέν τό καταλάβουμε δημιουργοῦνται τάσεις γκουρουδισμοῦ μές στήν Ἐκκλησία καί εἶναι πάρα πολλές αὐτές οἱ ἐπικίνδυνες οἱ τάσεις καί προσέξτε, τό ξαναλέω, ἡ μετάνοια εἶναι δική μας. Πόσο βάθος μετανοίας ἔχουμε, ἔτσι θά συγχωρηθοῦμε καί δέν εἶναι τό θέμα ποιός πνευματικός μᾶς ἐξομολογεῖ· ἄλλο μιά πνευματική συμβουλή ἤ ὄχι, ἀλλά τό κέντρο εἶναι ἡ δική μας μετάνοια. Χωρίς νά ἔχουμε ἐμεῖς μετάνοια καί ὁ καλύτερος, ὁ πιό ἅγιος πνευματικός κατά τά μέτρα τοῦ Θεοῦ, δέν τά ξέρω, νά μᾶς ἐξομολογήσει, δέν ἀλλάζει τίποτε, ἄν ἐμεῖς δέν μετανιώσουμε, δέν ἀλλάζει τίποτε.
Κρατῆστε αὐτά τά μεγέθη γιατί πολύ τό φοβᾶμαι, ἐπειδή οἱ χριστιανοί λίγο ἔχουμε γιά κάποιες ἔτσι σχέσεις καί πολύ τό προσωπικό, τό ἔχουμε πάρα πολύ ἔντονο τό προσωπικό, νά ὑπάρχει προσωπική σχέση, εἶμαι ἐγώ καί ἐσύ, βλέπετε λέει τό εὐαγγέλιό μου ἀλλά τό εὐαγγέλιο εἶναι τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἰατρική εἶναι τοῦ Χριστοῦ, ἡ μεθοδολογία εἶναι Χριστοῦ, ἡ θεραπευτική εἶναι τοῦ Χριστοῦ καί ἐμεῖς ἐφαρμόζουμε αὐτό τό εὐαγγέλιο καί αὐτή τή μεθοδολογία, αὐτή τήν πρακτική, γι᾽ αὐτό δέν μπορεῖ κανένας νά πεῖ μιά καινούργια πρακτική πέρα ἀπό αὐτό πού λέει ἡ Ἐκκλησία. Παρακαλῶ κρατῆστε το γιατί δημιουργοῦνται παρενέργειες στήν Ἐκκλησία μέσα, οἱ ὁποῖες βαθύτατα μέ στεναχωροῦν καί ἡ σχέση παραμένει προσωπική, ἀλλά δέν μπορεῖ νά γίνει γκουρουδική ἡ σχέση. Σᾶς παρακαλῶ γι᾽ αὐτό στήν προσωπική σας ζωή ἔχετε καί ἐλευθερία γιά πράγματα τά ὁποῖα δέν εἶναι ἁμαρτία· ἔχετε ἐλευθερία νά κινηθεῖτε ἀπό δῶ ἤ ἀπό κεῖ, ἡ καθοδήγηση ἔρχεται στό δρόμο πού μπορεῖ νά δημιουργήσει ἁμαρτία, νά ξέρουμε τί θά κάνουμε, μήν πέσουμε σέ παγίδα τοῦ διαβόλου καί ἁμαρτήσουμε, ἀλλά ἡ καθοδήγηση δέν εἶναι σέ καθημερινά πράγματα· ἔχουμε καί μιά δυνατότητα δηλαδή νά σκεφτόμασθε μερικά πράγματα· ἄλλο ἡ συγκατάβαση ἡ ὁποία εἶναι ὅταν ξεπερνᾶμε ἕναν κανόνα, κάνουμε [τότε] συγκατάβαση καί ἄλλο κάτι ἄλλο. Κοιτάξτε τώρα, βλέπετε τό θέμα τῆς νηστείας, παράδειγμα εἶναι αὐτό, πολύ ἁπλό δηλαδή καί δέν εἶναι καίριο, τό φέρνω σάν παράδειγμα ἐπειδή εἶναι ἐπίκαιρο. Ἡ Ἐκκλησία λέει αὐτή εἶναι ἡ νηστεία, τέρμα. Ἄν πρόκειται νά τήν κάνεις δέν χρειάζεται νά ρωτήσεις τίποτα. Μέ ρωτᾶνε «νά κάνω νηστεία;»· μά αὐτό ἐννοεῖται, αὐτό λέει τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, ἐγώ θά σοῦ πῶ ἄν θά κάνεις νηστεία ἤ ὄχι; Ἄλλο ἄν γιά κάποιους λόγους ὑγείας κ.λπ. ἤ ἄλλους λόγους δέν μποροῦμε, τότε ναί, καθοδηγούμασθε πῶς θά τό κάνουμε. Διαφοροποιεῖστε το, δέν χρειάζεται νά ρωτᾶτε κάτι περιττό, ἀφοῦ τό λέει ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐρώτημα νά νηστέψω ἤ ὄχι; Δέν χρειάζεται καθόλου. Ἄν ὅμως ποῦμε, νά νηστέψουμε παραπάνω ἀπό αὐτό πού λέει ἡ Ἐκκλησία, πρέπει νά πάρουμε ἄδεια. Ἡ ὑπέρβαση ἤ ἡ μείωση ἑνός κανόνος χρειάζεται κάποια ἄδεια, γιατί μπορεῖ νά εἶναι προσωπική καί ἐγωιστική μας ἰδιοτροπία· ἀλλά ἐκεῖνο πού λέει ἡ Ἐκκλησία τό λέει ἡ Ἐκκλησία, τό ξέρουμε, διαβάζοντας ἔχουμε αὐτή τήν ἐλευθερία.
Προσέξτε, κρατῆστε ἕνα ἁπλό σχῆμα πού θά σᾶς πῶ τώρα, εἶναι πολύ ἁπλό τό σχῆμα, ἀλλά θά τό καταλάβετε καί μάλιστα τό κάνω σέ μιά συγκριτική διαφοροποιήσεως τῆς ὀρθοδόξου καί μοναδικῆς Ἐκκλησίας μέ τά μορφώματα τά χριστιανικά τοῦ Βατικανοῦ ἤ τοῦ προτεσταντισμοῦ· ἐμεῖς, κοιτάξτε, ἔχουμε μέσα στήν Ἐκκλησία προσωπική σχέση καί ἔχουμε καί ἕναν πνευματικό, πού σημαίνει κάνουμε ὑπακοή στήν Ἐκκλησία καί διά τοῦ πνευματικοῦ, ἀλλά ταυτόχρονα ἔχουμε μιά ἐλευθερία σκέψεως καί μποροῦμε νά ποῦμε ἐγώ θά νηστέψω, δέν χρειάζεται νά πάρουμε ἄδεια ἀπό τόν πνευματικό ἀφοῦ θά νηστέψουμε· ἄρα ὑπάρχει ἡ ἄμεση σχέση μέ τόν Θεό καί ἡ ἄμεση σχέση μέ τήν Ἐκκλησία. Εἶναι διττό δηλαδή τό σχῆμα, ἡ ἄμεση σχέση μέ τόν Θεό, μέ τήν Ἐκκλησία καί ἄμεση σχέση διά τοῦ πνευματικοῦ καί τά δύο ὑπάρχουν.
Στό χῶρο τῆς βατικανίου σκέψεως ὑπάρχει μόνο τό ἕνα, εἶναι μόνο διά τοῦ πνευματικοῦ, κάθετα. Καταρχήν, δέν ὑπάρχει ἄμεση σχέση μέ τήν Ἐκκλησία καί ἐκεῖ μάλιστα τό θέμα εἶναι πάρα πολύ κορυφαῖο καί κολασμένο, γιατί ἡ σχέση πιά τοῦ κάθε πιστοῦ μέ τήν Ἐκκλησία εἶναι σχέση τοῦ πιστοῦ μέ τόν Πάπα. Εἶναι πολύ πιό ἀκραῖο ἐκεῖ πέρα τό ἔγκλημα, ἄρα καταργεῖται αὐτό τό διπολικό σχῆμα, δηλαδή ἐγώ καί ὁ Χριστός, ἐγώ κι ἡ Ἐκκλησία· γιά νά λειτουργήσει ἡ ἐλευθερία, μά αὐτή εἶναι ἡ ἐλευθερία. Στό χῶρο λοιπόν τῆς βατικανίου σκέψεως καταργεῖται αὐτή ἡ ἔννοια, γίνεται μονομερής καί μάλιστα οὔτε κἄν ὁ πνευματικός μας πού ἔχουμε, ἀλλά μέσα, διά τοῦ Πάπα σωζόμαστε, μονομερής σχέση. Στήν ἄλλη μεριά τοῦ προτεσταντισμοῦ, ὑπάρχει πάλι μονομέρεια ἀπ᾽ τή ἄλλη μεριά· ἐγώ καί ὁ Θεός μόνο, τίποτε ἄλλο· γι᾽ αὐτό καί δέν ὑπάρχει πνευματικός. Καταλάβετε αὐτές τίς ἁπλές διαφοροποιήσεις.
Στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κρατοῦμε αὐτό τό σύστημα τῆς βαθιᾶς σκέψεως. Ἐγώ μές στήν Ἐκκλησία εἶμαι, μές στήν Ἐκκλησία πάντοτε κάνω αὐτό πού λέει ἡ Ἐκκλησία καί ἐφαρμόζω γιά τή σωτηρία μου αὐτά πού λέει ὁ πνευματικός μου, γιά νά μήν ἁμαρτάνω καί ταυτόχρονα, ὅμως, διατηρῶ τήν προσωπική μου ἐλευθερία νά διαβάζω καί τό εὐαγγέλιο, νά μπορῶ νά τό μελετῶ καί νά λέω τώρα ἔχει νηστεία, θά νηστέψω, δέν χρειάζεται νά ποῦμε μπορῶ νά μήν κλέβω, μά τόσο αὐτονόητο εἶναι· διάβασε τί λέει ἡ Ἐκκλησία μας, μπορῶ νά μήν μοιχεύω; Ἔ, ἀφοῦ τό λέει δέν χρειάζεται, τόσο αὐτονόητο εἶναι.
Πιστεύω νά κρατᾶτε αὐτό τό ἁπλό σχῆμα πού δημιουργεῖ τρομερές παρενέργειες καί ἐφόσον δηλαδή τόσο βαθιά ὑπάρχει αὐτή ἡ διαστροφή καί ἡ αἵρεση μόνο στά δύο σχήματα πού εἶπα, ξέρω γώ, βατικάνιο σχῆμα ἤ προτεσταντικό, πόσω μᾶλλον σέ δεκάδες ἄλλα σχήματα πού δημιουργοῦν παρενέργειες· καί ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει αὐτό τό μοναδικό κάλλος, εἶναι ἡ ἐλευθερία τοῦ προσώπου τό ὁποῖο καταξιώνεται ὅτι ἀκούγοντας τό εὐαγγέλιο μπορεῖς νά ἀλλάξεις. Βλέπετε ακόμη καί στήν ἀλλαγή μας, στή μετάνοιά μας, γιά πρώτη φορά πού μετανοοῦμε καί δέν ἔχουμε πνευματικό, μᾶς καλεῖ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ δηλαδή· δέν παίρνουμε ἄδεια νά πᾶμε σέ πνευματικό, ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ μᾶς καλεῖ ἀμέσως καί πᾶμε μετά νά συγχωρεθοῦμε καί νά μποῦμε στήν ὑπακοή τῆς Ἐκκλησίας, δέν χρειάζεται κάτι ἄλλο. Καταλάβετε τό σχῆμα, λοιπόν, γιά νά ὁλοκληρώσω τή φράση τό τέκνον μου.
Ἄρα μές στήν Ἐκκλησία ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἐπειδή γεννιόνται μές στήν Ἐκκλησία καί συνεχίζουν αὐτή τήν ἀναγέννηση, συνεχίζουν δέν εἶναι πρωτογενής μές στήν Ἐκκλησία, τούς λέει τέκνον μου καί αὐτή ἡ λέξη ξεπερνᾶ ἀκόμη καί τή λέξη τέκνον μου τῆς πατρικῆς καί μητρικῆς ἰδιότητας· δέν καταργεῖται αὐτή ἡ λέξη, ἀλίμονο ἀλλά ἀποκτᾶ ἕνα μεγαλύτερο κάλλος, γίνεται μιά πολύ βαθιά πνευματική πατρότης, γιατί πολύ σωστά οἱ γονεῖς διασώζουν καί διατηροῦν τή ζωή μας νά εἴμαστε καλοί ἄνθρωποι, νά σπουδάσουμε, νά μεγαλώσουμε καί μακάρι νά ἔχουν καί ἔννοιες βαθιές πνευματικές, ἀλλά ὑπάρχει καί μιά βαθύτερη πατρότητα πού εἶναι ἡ πατρότητα ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, πού εἶναι μές στήν Ἐκκλησία, γιατί ὅλοι εἴμαστε παιδιά τοῦ Θεοῦ, ὑπακούοντας σέ ἕναν πνευματικό πού ἔχουμε καί μέ αὐτόν προσωπική σχέση.
Κρατῆστε αὐτό τό σχῆμα γιά νά ὁλοκληρώσω ὅσο μπορῶ αὐτό τό πολύ μεγάλο θέμα τοῦ τέκνον μου πού λέει ἐδῶ.
Ἐρώτηση: Εἴπατε ὅτι στήν ἐξομολόγηση δέν μετράει ποιόν πνευματικό θά βρεῖτε, ἀλλά αὐτό πού μετράει εἶναι ἡ μετάνοια. Γιατί τότε πολλοί ἅγιοι γεροντάδες λένε ὅτι πρέπει νά ψάχνουμε νά βρίσκουμε προσευχόμενους πνευματικούς, ὥστε τήν ὥρα ἐκείνη τοῦ μυστηρίου νά συμβάλλει ἡ εὐχή τοῦ πνευματικοῦ στή δική μας μετάνοια;
Ἀπάντηση: Τό μπλέξατε, εἶναι τελείως μπλεγμένη ἡ σκέψη σας, τελείως μπλεγμένη σκέψη. Ἡ ἐξομολόγηση εἶναι μυστήριο μετανοίας· ἐμεῖς μιλᾶμε, [καί] κανονικά ὁ πνευματικός σωπαίνει, ἀκούει· καί λέμε τίς ἁμαρτίες μας καί δηλώνουμε τή βαθιά μετάνοιά μας, τήν καρδιακή μετάνοιά μας, τό συγκλονισμό μας, ἀκόμη καί μέ δάκρυα καί ἄν μετανιώσουμε μᾶς συγχωρεῖ ὁ Θεός· καί μετά ὑπάρχει το ἄλλο στάδιο, [αὐτό] τῆς πνευματικῆς καθοδηγήσεως. Ἄλλο πράγμα εἶναι αὐτό. Ὁ πνευματικός θά ἀκούσει καί θά μᾶς διαβάσει μιά εὐχή ἐφόσον μετανόησαμε καί [ἐκεῖ] ὁλοκληρώθηκε τό μυστήριο. Ἐκεῖ ἔληξε τό μυστήριο· καί τό ἄλλο εἶναι μιά πορεία πνευματικῆς καθοδηγήσεως, πού δέν εἶναι θέμα μιᾶς στιγμῆς, [ἀλλά θέμα] μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς. Ἡ Ἐκκλησία ὁλόκληρη [μέ ὅ,τι κάνει] καθοδηγεῖ βλέπετε. Γι᾽ αὐτό οἱ πιστοί, βλέπουν κάτι καί ρωτοῦν· τί γίνεται ἐδῶ; [Μαθαίνουν] γιά τά προσκυνήματα, γιά τίς γιορτές· μπορεῖ τά πάντα νά μᾶς τά μάθει [σέ μία] στιγμή ὁ πνευματικός, ὅλα στή ζωή μας; Ἐνῶ ἡ ἐξομολόγηση εἶναι μυστήριο μετανοίας. Γι᾽ αὐτό προσέξτε ὅταν προσέρχονται κάποιοι γιά ἐξομολόγηση τούς ρωτάω: θές νά ἐξομολογηθεῖς ἤ νά κουβεντιάσουμε; [Αυτό] μετράει. Μερικοί δέν ξέρουν γιατί ἦρθαν· ἄν μοῦ ποῦν [ἦλθαν] γιά ἐξομολόγηση πρέπει νά μιλήσουν αὐτοί, νά μή μιλάω ἐγώ καί πρέπει νά μιλήσουν καί νά ποῦν τίς ἁμαρτίες τους καί τήν βαθιά μετάνοιά τους. Αὐτή εἶναι ἡ ἐξομολόγηση. Εἶναι ἄλλη, παράλληλη ἱστορία, αὐτή τῆς πνευματικῆς καθοδηγήσεως, μήν τά μπλέκετε τά πράγματα.
Ἄρα ἐφόσον, λοιπόν, ἡ δική μας μετάνοια μετράει, ὁ ἱερέας δέν θά διαβάσει μιά καλύτερη εὐχή καί ὁ χειρότερος ἱερέας νά [εἶναι], ἄν ὑπάρχει τέτοιο πράγμα, τήν ἴδια εὐχή διαβάζει, δέν ἀλλάζει τίποτα ἐδῶ. Προσέξτε, ἄν μπῶ σέ ἕνα κατάστημα μέ φαγητά που ἔχει κι ἕνα γκαρσόνι. Τό γκαρσόνι πῶς θά εἶναι, ἄν εἶναι ἔτσι, ἄν εἶναι κακομούτσουνο, ἄν εἶναι καλό ἤ ἁμαρτωλό γκαρσόνι, τό μενού παραμένει ἴδιο καί τό ἴδιο φαγητό θά δώσει, ἔτσι δέν εἶναι; Ἄλλο πράγμα λοιπόν [ἡ ἐξομολόγηση καί ἄλλο] ἡ πνευματική καθοδήγηση. Ἄλλο [πράγμα δηλαδή] εἶναι τό γκαρσόνι, [πού δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τό φαγητό] καί ἄλλο νά πᾶς στό σέφ γιά νά μάθεις τή συνταγή· ἄλλο πράγμα εἶναι αὐτό, ἔτσι; Διαφοροποιεῖστε τα καί μήν τά μπλέκετε. Ἄρα νά ἔχετε μετάνοια, [διότι ἠ ἐξομολόγηση] εἶναι ἡ ἱστορία, τῆς μετανοίας.
Ειδάλλως καταφεύγουμε νά ψάχνουμε νά ἐξομολογηθοῦμε στόν καλύτερο πνευματικό. Ποῦ θά τόν βροῦμε, καί πῶς θά τόν κρίνουμε; Μποροῦμε νά κρίνουμε ποιός εἶναι ὁ καλύτερος πνευματικός μέ τά μάτια μας; Ξέρουμε τί ἔχει στήν καρδιά του, ποῦ τόν ξέρουμε; Ἐπειδή ἔτσι [νομίζουμε] καί τόν κρίνουμε; Καί ἄν μᾶς πλανάει, ἄν [μᾶς] κάνει [καλό] μάρκετινγκ, ἄν αὐτοδιαφημίζεται; Ποῦ τό ξέρουμε πού εἶναι καλός πνευματικός, ποῦ τόν γνωρίζουμε; Ἴσα-ἴσα ἄν εἶναι καί χαρισματοῦχος ἄνθρωπος, κρύβεται κιόλας· καί πολλοί ἅγιοι καταλήγουν νά μιλοῦν καί νά λένε: ἔ, γιατί ἦρθες ἐδῶ πέρα, τί ἦρθες νά κάνεις ἐδῶ; Καί [μετά ὅσοι πῆγαν νά τούς δοῦν] λένε: ἄ, ἐγώ πῆγα νά τοῦ μιλήσω καί μοῦ εἶπε τί ἦρθες νά κάνεις; [Βλέπετε] αὐτοί οἱ ἄνθρωποι δέν αὐτοδιαφημίζονται· σᾶς παρακαλῶ ἐδῶ ἔχουμε ἄλλα μεγέθη. Νά ἔχετε καθαρό μυαλό καί νά ἔχετε μετάνοια. Ἄν στήν πορεία [ὁ πνευματικός] σᾶς λέει πράγματα τά ὁποῖα εἶναι ἐκτός παραδόσεώς μας, νά πεῖτε ἐδῶ εἶναι λάθος αὐτός, [διαφορετικά] πῶς τόν κρίνετε τόν πνευματικό;
Πόσες φορές [μέ] παίρνουν τηλέφωνο -αὐτά τά ὁποῖα μέ τρελαίνουν- καί μοῦ λένε, πάτερ νά ἐξομολογηθῶ· λέω, βεβαίως· μοῦ λένε, ἔχετε χάρισμα; Λέω, εἶμαι ἱερέας, ἔχω τή χάρη τῆς ἱεροσύνης· μοῦ λένε, ὄχι αὐτό. Λέω, τί ἄλλο θέλετε; Μοῦ λένε, εἶστε διορατικός; Μά τί μοῦ λέτε; Διορατικός; [Τώρα ἐσεῖς] θά ἔρθετε νά ἐξομολογηθεῖτε ἤ θά ἔρθετε νά σᾶς πῶ ἐγώ τίς ἁμαρτίες σας κι ἐσεῖς νά πεῖτε ὤ, μοῦ τά εἶπε ὅλα!; Ὄχι δέν εἶμαι τίποτε [ἀπ᾽ ὅλα] αὐτά! Εἶμαι μόνο πνευματικός, ὅπως μ᾽ ἔκανε ὁ Χριστός καί τίποτε ἄλλο! Τί θά πεῖ διορατικός δηλαδή; [Θέλουμε] νά μᾶς πεῖτε κάτι βαθύτερο· τί βαθύτερο νά σᾶς πῶ; Νά ἔχετε βαθιά μετάνοια. Πόσες φορές ἀπ᾽ τό τηλέφωνο, πάτερ βγάζετε δαιμόνια; Λέω, δέν ξέρω, ἄν ἐγώ ἐξομολογῶ κάποιον καί μετανιώσει καί φύγουν τά δαιμόνια, δέν ξέρω, ἐγώ δέν εἶμαι δαιμονολόγος, δέν θά ἀσχοληθῶ ἐγώ μέ τά δαιμόνια.
Πόσα τέτοια ἐρωτήματα συνεχῶς! Τίποτε, εἶμαι ἕνας ἁπλός πνευματικός· [πού] ἐξομολογῶ, [κι ἐσεῖς παρακαλώ] ἐλάτε μετανιωμένοι. Τί τόν θέλετε τόν διορατικό κ.λπ.; Καί ποῦ θά βρεῖ ὅλη ἡ Ἑλλάδα τούς καίριους, [διορατικούς πνευματικούς]; [Πιστεύετε ὅτι] ὅλοι θά βροῦν καί θά καταλάβουν τόν ἅγιο Πορφύριο; ῎Ε, πιστέψτε με, τόσα χρόνια κάθισα μαζί του, δέν κατάλαβα τίποτε πού ἦταν Ἅγιος, τόσο πολύ τό ἔκρυβε ὁ ἄνθρωπος. Ἰδέα δέν εἶχα πάρει, καί δέν εἶχα πάρει ἰδέα εὐτυχῶς, [γιατί] θά τό εἶχα βάλει στά πόδια! Γιατί ἄν συναντοῦσα ἕναν πού μοῦ ἔλεγε ὅτι εἶναι ἅγιος, θά τό ἔβαζα στά πόδια. Θά φοβόμουν νά ἔχω ἕναν ἅγιο πνευματικό, τόν μπελά μου νά βρῶ; Κι [ἐπειδή νόμιζα πώς δέν ἦταν], ἀκριβῶς γι᾽ αὐτό πῆγα. Ἕνα ἁπλό γεροντάκι μοῦ εἶπαν ὅτι εἶναι. Εἶχα πνευματικό πού εἶχε ἀρρωστήσει [καί δέν μποροῦσε πιά νά ἐξομολογεῖ], καί μοῦ λένε πώς ὑπάρχει ἕνα ἁπλό γεροντάκι· λέω ποῦ; Στήν Πεντέλη· τούς λέω, χαμένος; Χαμένος. Λέω, γνωστός; Ἄγνωστος μοῦ λένε· καί ἔτσι πῆγα, στήν Πεντέλη. Ἕνα ἄγνωστο γεροντάκι πού δέν πῆρα εἴδηση τίποτα, καθήμενος ὀχτώ-ἐννέα χρόνια μαζί του, δέν πῆρα [εἴδηση] τίποτε· στό τέλος κάτι μυρίστηκα· ἄν καταλάβαινα πού εἶναι διάσημος κ.λπ. θά τό εἶχα βάλει στά πόδια, πιστέψτε με. Αὐτή ἦταν ἡ δική μου εμπειρία, σᾶς τό λέω ἔτσι πολύ ἁπλά. Τελικά, ὁ ἄνθρωπος ἦταν Ἅγιος καί τώρα ἀπεδείχθη, ἀλλά τό κρυβε! Αὐτό δέν εἶναι τό ὡραῖο, ἔ;
Ἐν Πειραεῖ 28-6-2014
πρωτοπρεσβ. π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Ν. Καλλιπόλεως Πειραιῶς
Ἑορτάζει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τήν Κυριακή Γ΄ τοῦ Ματθαίου, τήν μνήμη τῶν ἁγίων ἐνδόξων Νεομαρτύρων. Τί εἶναι, ὅμως, νεομάρτυς; Ποιός θεωρεῖται νεομάρτυς;
Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, ὡς Νεομάρτυρες χαρακτηρίζονται ὅσοι μαρτύρησαν γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ μετά ἀπό τό 1453 μ.Χ., δηλ. μετά τήν ἄλωση τῆς Κων/λεως, ἀπό τούς Μωαμεθανούς Τούρκους, ἐπειδή ἀρνήθηκαν νά ἀσπασθοῦν τόν Ἰσλαμισμό, Μωαμεθανισμό, Μουσουλμανισμό. Οἱ Νεομάρτυρες ὀνομάσθηκαν ἔτσι, γιά νά διακρίνονται ἀπό τούς παλαιούς μάρτυρες τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων ἤ καί ἀργότερα τῆς εἰκονομαχίας. Ὁ ἅγιος Νικόδημος στό προοίμιο τοῦ ἔργου του «Νέον Μαρτυρολόγιον», ὅπου ὑπάρχουν συγκεντρωμένοι οἱ περισσότεροι βίοι τῶν Νεομαρτύρων, κάνει τήν ἑξῆς πολύ σημαντική ἐρώτηση : «Γιά ποιά αἴτια εὐδόκησε ὁ Θεός νά ἐμφανιστοῦν αὐτοί οἱ νέοι Μάρτυρες στούς τωρινούς καιρούς»; Τήν ἀπάντηση, βεβαίως, μᾶς τήν δίνει μέ ὀξύνοια ὁ ἴδιος, ἀπαριθμώντας πέντε αἴτια.
α) Γιά νά εἶναι ἀνακαινισμός ὅλης τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως.
β) Γιά νά μένουν ἀναπολόγητοι τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως οἱ ἀλλόπιστοι.
γ) Γιά νά εἶναι δόξα μέν καί καύχημα τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔλεγχος δέ καί καταισχύνη τῶν ἑτεροδόξων.
δ) Γιά νά εἶναι παράδειγμα ὑπομονῆς σέ ὅλους τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, πού τυραννοῦνται κάτω ἀπό τόν βαρύ ζυγό τῆς αἰχμαλωσίας, καί
ε) Γιά νά εἶναι θάρρος καί παρακίνηση στό νά μιμηθοῦν διά τοῦ ἔργου τό μαρτυρικό τους τέλος, τόσο οἱ Χριστιανοί, πού ἀναγκάζονται κατά περίσταση νά μαρτυρήσουν, ὅσο καί ὅσοι ἔφθασαν νά ἀρνηθοῦν νωρίτερα τήν Ὀρθόδοξη πίστη.
Ἀπό τά παραπάνω πέντε σημεῖα, θά ἀναφέρουμε τήν ἑρμηνεία καί τήν ἀνάλυση, πού κάνει ὁ ἅγιος Νικόδημος στό δεύτερο καί στό τρίτο σημεῖο.
Οἱ ἅγιοι Νεομάρτυρες κάνουν ἀναπολογήτους τούς ἀλλοπίστους τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως
Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Νικόδημο, οἱ νέοι αὐτοί Μάρτυρες κάνουν ἀναπολόγητους τούς ἀλλοπίστους τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, διότι καθώς τό λίγο προζύμι, πού σμίγεται μέ τό πολύ ἀλεύρι, μεταδίδει τήν δική του δύναμη σ’αὐτό καί γίνεται ὁλόκληρο ζύμη, ἔτσι οἰκονόμησε ὁ Θεός νά εἶναι σμιγμένοι οἱ λίγοι πιστοί μέ τούς πολλούς ἀλλοπίστους, γιά νά μεταδώσουν σ’αὐτούς τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί νά τούς φέρουν στήν ἐπίγνωση τῆς ἀληθείας. Ἔτσι μᾶς τό βεβαιώνει ὁ θεῖος Χρυσόστομος : «διά τοῦτο καί ἀνέμιξεν (ὁ Θεός δηλαδή) τῶ πλήθει τούς αὐτῶ πιστεύοντας, ἵνα μεταδῶμεν ἀλλήλοις τῆς ἡμετέρας συνέσεως»[1]. Αὐτό δέ μάλιστα καί ἐξαιρέτως οἰκονόμησε νά γίνει μέ τούς νεοφανεῖς αὐτούς Μάρτυρες, διότι αὐτοί σχεδόν ὅλοι γεννήθηκαν καί ἀνατράφηκαν ἀνάμεσα στά πλήθη τῶν ἀλλοπίστων καί τέλος ἐνώπιον τῶν δικῶν τους ἡγεμόνων καί κριτῶν, μέ μεγάλη ἀνδρεία κήρυξαν τήν πίστη τῶν Χριστιανῶν ὅτι εἶναι ἀπλανής καί ἀληθινή καί τόν Ἰησοῦ Χριστό μέ λαμπρή φωνή ὁμολόγησαν υἱό τοῦ Θεοῦ καί Θεό ἀληθινό καί «σοφίαν καί λόγον τοῦ Θεοῦ, δι’ οὖ τά πάντα ἐγένετο»[2]. Τήν ὁμολογία τους αὐτή τήν βεβαίωσαν, ὄχι μόνο μέ τήν χύση τοῦ ἴδιου αἵματός τους, ἀλλά πολλῶ μᾶλλον μέ τά διάφορα θαύματα, τά ὁποῖα ἐνήργησε δι’αὐτῶν ὁ Θεός, τόσο στόν καιρό τοῦ μαρτυρίου τους, ὅσο καί μετά τήν τελείωση τοῦ μαρτυρίου τους.
Πολλοί ἀπό τούς Μάρτυρες αὐτούς, εὐσπλαγχνιζόμενοι τήν ἀπώλεια τῶν ἀλλοπίστων, πῆγαν ἐπί τούτου στό μαρτύριο καί κήρυξαν σ’αὐτούς τήν ἀλήθεια, διδάσκοντάς τους ν’ ἀφήσουν τό σκότος, στό ὁποῖο βρίσκονται, καί νά προστρέξουν στό φῶς τῆς θεοσεβείας καί πίστεως τοῦ Χριστοῦ, γιά νά μήν κατακριθοῦν στό ἄσβεστο πῦρ τῆς κολάσεως.
Ἀλλά αὐτοί οἱ ἄθλιοι, ἐπειδή ἦταν τυφλωμένοι ἀπό τόν ἄρχοντα τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου καί ἀπό τά πάθη, δέν μπόρεσαν ν’ἀνοίξουν τούς νοερούς ὀφθαλμούς καί νά δοῦν τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς πίστεως τῶν Χριστιανῶν, καθώς λέει ὁ Ἀπ. Παῦλος : «ὁ Θεός τοῦ αἰῶνος τούτου ἐτύφλωσε τά νοήματα τῶν ἀπίστων, εἰς τό μή αύγάσαι αὐτοῖς τόν φωτισμόν τοῦ Εὐαγγελίου τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ»[3]. Γι’αὐτό καί θά μείνουν ἀναπολόγητοι τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως, διότι παρ’ὅλο πού καί τό κήρυγμα ἄκουσαν αὐτῶν τῶν νέων Μαρτύρων καί τά τόσα καί τόσα φοβερά μαρτύρια καί θαυμάσια τοῦ Θεοῦ, πού ἔγιναν δι’αὐτῶν, εἶδαν, ἐντούτοις ὅμως δέν πίστεψαν, ἀλλά πάλι ἔμειναν στό σκοτάδι. «Ἀπετύφλωσε γάρ αὐτούς ἡ κακία αὐτῶν, καί οὐκ ἔγνωσαν μυστήρια Θεοῦ»[4].
Οἱ μέν νέοι αὐτοί Μάρτυρες θά κατηγορήσουν καί θά κατακρίνουν τότε τούς ἀλλοπίστους, καθώς καί ὁ προφήτης Μωυσῆς θά κατηγορήσει τότε τούς Ἑβραίους, «ἔστιν ὁ κατηγορῶν ὑμῶν Μωυσῆς»[5], καί οἱ δώδεκα Ἀπόστολοι θά κατακρίνουν τίς δώδεκα φυλές τοῦ Ἰσραήλ[6], ὁ δέ Θεός θά δικαιωθεῖ μέ τά λόγια Του, κατά τόν προφητάνακτα Δαβίδ, καί θά νικήσει κατά τήν κρίση μέσω αὐτῶν τῶν Μαρτύρων, καθώς ἔχει γραφεῖ στό Εὐαγγέλιο «ὅτι ἐδικαιώθη ἡ σοφία ἀπό τῶν τέκνων αὐτῆς»[7]. Καί κατά κάποιο τρόπο πρόκειται νά πεῖ σ’αὐτούς ἐκεῖνα τά εὐαγγελικά λόγια : «εἰ μή ἐλάλησα ὑμῖν διά τῶν Μαρτύρων μου τούτων, ἁμαρτίαν οὐκ εἴχετε, νῦν δέ πρόφασιν οὐκ ἔχετε περί τῆς ἁμαρτίας ὑμῶν»[8].
Οἱ ἅγιοι Νεομάρτυρες εἶναι δόξα μέν καί καύχημα τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔλεγχος δέ καί καταισχύνη τῶν ἑτεροδόξων
Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Νικόδημο, ἐπειδή κοντά στά ἄλλα δύσφημα, πού ξέρασαν οἱ ἀντίπαλοι κατά τῆς Ἐκκλησίας, πρόσθεσαν ἀκόμη κι αὐτό, ὀνειδίζοντας, ἰδιαιτέρως οἱ αἱρετικοί Λατίνοι, οἱ παπικοί, ὅτι, μετά τό σχίσμα του 1054 μ.Χ., ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν ἀπέκτησε νέο Ἅγιο ἤ Μάρτυρα, καθιστάνοντάς την ἔτσι στείρα ἁγίων καί μαρτύρων. Ἄς αἰσχυνθοῦν, ὅμως, μέ αἰσχύνη αἰώνια καί ἄς ντραποῦν, βλέποντας τώρα διά τοῦ βιβλίου «Νέον Μαρτυρολόγιον» τήν Ἀνατολική Ἐκκλησία νά εὐθήνεται καί νά εἶναι γεμάτη ὄχι ἀπό ἕνα ἤ δύο ἤ τρεῖς νέους Μάρτυρες, ἀλλά ἀπό πλῆθος νέων Μαρτύρων, οἱ ὁποῖοι δέν εἶναι κατώτεροι ἀπό τούς παλαιούς Μάρτυρες, οὔτε κατά τήν παρρησία πρός τούς τυράννους, οὔτε κατά τήν ὁμολογία τῆς πίστεως, οὔτε κατά τά μαρτύρια, οὔτε κατά τά σημεῖα καί θαύματα, ἀλλά καθ'ολ'αὐτά συνερίζονται μέ ἐκείνους.
Ἐκεῖνοι (οἱ παλαιοί μάρτυρες) μαρτύρησαν γιά τήν πίστη τῆς Ἁγίας Τριάδος; Κι αὐτοί ὁμοίως. Ἐκεῖνοι ἔχυσαν τό αἷμα τους γιά τό ὄνομα καί τήν Θεότητα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ; Κι αὐτοί ὁμοίως. Κατά τόν ἅγιο Νικόδημο, ὅμως, αὐτοί (οἱ νέοι μάρτυρες) ἔχουν κάτι περισσότερο ἀπό ἐκείνους (τούς παλαιούς). Καθ'ὅτι ἐκεῖνοι μέν ἀγωνίσθηκαν κατά τῆς πολυθεΐας καί εἰδωλολατρείας, ἡ ὁποία εἶναι μία προφανής ἀσέβεια, πού δύσκολα μπορεῖ νά ἀπατήσει ἕνα λογικό νοῦ, αὐτοί ὅμως ἀγωνίσθηκαν κατά τῆς μονοπροσώπου μονοθεΐας τῶν ἀλλοπίστων, ἡ ὁποία εἶναι μία κεκρυμμένη ἀσέβεια, πού εὔκολα μπορεῖ νά ἀπατήσει τόν νοῦ.
Γι'αὐτό ἄν καί αὐτοί οἱ Μάρτυρες εἶναι νέοι κατά τούς χρόνους, ὅμως κατά τά μαρτύρια εἶναι παλαιοί. Ἄν καί εἶναι ἔσχατοι κατά τήν διαδοχή τοῦ γένους, ὅμως κατά τούς στεφάνους εἶναι πρῶτοι. Γιατί ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Κύριος τοῦ νοητοῦ ἀμπελῶνος τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, κάλεσε ἐργάτες στόν ἀμπελώνα του, κατά τήν παραβολή τοῦ Εὐαγγελίου[9], καί τούς παλαιούς καί τούς νέους αὐτούς Μάρτυρες, καί ἀφοῦ ἄρχισε ἀπό τούς πρώτους ἕως τούς ἐσχάτους, τούς ἔκανε ἴσους, μέ τό νά δώσει σέ ὅλους τό ἕνα καί τό ἴσο δηνάριο, τό ὁποῖο εἶναι ὁ στέφανος τοῦ Μαρτυρίου καί ἡ ἀπόλαυση τῆς Οὐρανίου Βασιλείας.
Ὥστε ἀπό τήν εὐλογία ἐκείνη, πού ἔδωσε ὁ Θεός στόν παλαιό Ἰσραήλ, τό νά φᾶνε παλαιά καί νέα γεννήματα «καί φάγεσθε παλαιά... καί παλαιά ἐκ προσώπου νέων ἐξοίσετε»[10], καί τήν εὐλογία ἐκείνη, πού ὑπόσχεται νά δώσει σ'αὐτόν, πού Τόν φοβᾶται καί Τόν σέβεται, τό νά δεῖ υἱούς καί ἐγγόνια «καί ἴδοις υἱούς τῶν υἱῶν σου»[11], αὐτῆς (τῆς εὐλογίας) πνευματικώτερα ἀπολαμβάνει τώρα ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἀνατολική Ἐκκλησία˙ γιατί ἐντρυφᾶ καί τρέφεται νοητῶς, ὄχι μόνο μέ τά γεννήματα τῶν παλαιῶν της Μαρτύρων, ἀλλά καί μέ τά καινούρια τῶν νέων της ἀθλητῶν. Καί βλέπει νά ἔχουν γεννηθεῖ ἀπό αὐτήν πνευματικῶς, καί τούς πρώτους της υἱούς, τούς παλαιούς Μάρτυρες, καί τούς υἱούς τῶν υἱῶν της, δηλ. τούς διαδόχους τους νέους της ἀθλητές, τῶν ὁποίων τά ἱερά λείψανα περιχαρῶς ἀγκαλιάζει καί τά ἅγια αἵματά τους νυμφικῶς στολίζεται, καυχᾶται σ'αὐτά, καλλωπίζεται καί δοξάζεται. Καί χαίρεται καί γιά τούς δύο μαζί υἱούς της, ὡς καλή καί φιλόπαις μητέρα, μέ χαρά δεδοξασμένη καί ἀνεκλάλητη, φωνάζοντας ἀσματικῶς πρός τόν νυμφίον της Χριστό˙ «ἀκρόδρυα νέα πρός παλαιά, ἀδελφιδέ μου ἐτήρησα»[12].
Ἡ χαρά της μάλιστα αὐξάνεται, ἐπειδή βλέπει ὅτι ὅσο ὁ καιρός προβαίνει, τόσο αὐξάνουν σέ πληθυσμό καί αὐτοί οἱ νέοι υἱοί της. Καί ἐδῶ βεβαιώνεται, πώς αὐτή, πού κατηγοροῦνταν ὡς στείρα καί ἔρημη, ἔτεκε ἀληθῶς τώρα ἑπτά, ὅπως ἡ ἁγία Ἄννα, καί τά τέκνα της ἔγιναν πολλά, δηλ. οἱ νέοι Ἅγιοι καί Μάρτυρες˙ «στείρα ἔτεκεν ἑπτά καί ἡ πολλή ἐν τέκνοις ἠσθένησε»[13] καί «πολλά τά τέκνα τῆς ἐρήμου μᾶλλον, ἤ τῆς ἐχούσης τόν ἄνδρα»[14].
«Μά γιατί λέω μόνο ὅτι ἔτεκε»; ἀναρωτιέται ὁ ἅγιος Νικόδημος. Αὐτή καί μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος θά τίκτει τέτοιους νέους υἱούς καί μάρτυρες καί ἡ γενεά αὐτή τῶν νέων ἁγίων της, βεβαιότατα δέν θά ἐκλείψει ποτέ ἀπ'αὐτήν. «Ἀμήν λέγω ὑμῖν, οὐ μή παρέλθη ἡ γενεά αὕτη, ἕως ἄν πάντα ταῦτα γένηται»[15]. Καί τό αἴτιο εἶναι προφανές. Γιατί, ἄν ὁ Νυμφίος τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας Χριστός ζεῖ καί βρίσκεται πάντοτε μέ τήν νύμφη του, ἑνωμένος πνευματικῶς, καθώς τό ὑποσχέθηκε˙ «ἰδού ἐγώ μεθ'ὑμῶν εἰμί πάσας τάς ἡμέρας, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος»[16], ἄν ὁ νυμφαγωγός της, τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, μένει μ'αὐτήν στόν αἰώνα˙ «καί ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μείνει μεθ'ὑμῶν εἰς τόν αἰῶνα»[17], ποιός ἔπειτα ἀμφιβάλλει ὅτι ἀκολούθως πρόκειται νά γεννιοῦνται σ'αὐτήν καί τέτοια τέκνα πνευματικῶς ἕως τοῦ αἰῶνος;
Καί, λοιπόν, ἄν ἴσως οἱ νέοι αὐτοί μάρτυρες εἶναι ὁμολογουμένως καί ἀληθῶς ἅγιοι καί εὐηρέστησαν τόν Θεό καί δοξάσθηκαν ἀπ'αὐτόν μέ τά θαύματα τῆς θείας Χάριτος καί μάλιστα μέ τήν ἐπιφάνεια τοῦ Θείου φωτός, τότε αὐτοί εἶναι τέκνα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, κατέχοντας τά δόγματά της. Τώρα ἄς ἔλθουν καί τά μικρά παιδάκια νά βγάλουν τό συμπέρασμα καί νά ποῦν ὅτι, καθώς αὐτοί εἶναι ἅγιοι καί εὐάρεστοι στόν Θεό, ἔτσι καί ἡ Ἀνατολική Ἐκκλησία, πού τούς γέννησε πνευματικῶς, εἶναι ἑπομένως Ἁγία καί εὐάρεστη στόν Θεό καί ταμιοῦχος τῆς θείας Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Συνεπομένως δέ καί τά δόγματά της εἶναι ὀρθόδοξα καί εὐσεβέστατα. Γιατί, ὅποιοι εἶναι οἱ υἱοί, τέτοια εἶναι καί ἡ μητέρα. Καί ὅποιος εἶναι ὁ καρπός, τέτοιο εἶναι καί τό δένδρο. Καί ὅποια εἶναι τά αἰτιατά, τέτοια εἶναι καί τά αἴτια.
Ἄς ἱκετεύσουμε, λοιπόν, σήμερα, τούς ἁγίους ἐνδόξους νεομάρτυρες νά μεσιτεύουν ὁλοψύχως πρός τόν ἅγιο Θεό, γιά νά γίνει ἵλεως στίς ἁμαρτίες μας καί νά παύσει τήν καθ'ἡμῶν δικαία Του ἀγανάκτηση, παρορῶν ὡς πολυέλεος τά πταίσματά μας, μέ τά ὁποία ἔργῳ, λόγω καί διανοία κάθε μέρα τόν παραπικραίνουμε. Ἐνθυμεῖστε Του, ὦ Νεομάρτυρες, τά μαρτύρια, πού λάβατε γιά τό ὄνομά Του, καί ἔτσι ἐξιλεῶστε τόν θυμό Του, ἐπειδή ἀληθῶς λιγοστέψαμε καί κακοπαθήσαμε σφόδρα καί μικρύναμε ἀπό ὅλα τά ἔθνη, κάτω ἀπό τήν πολυχρόνια σκλαβιά. Καί στήν μέν παροῦσα ζωή ἐλευθερῶστε μας ἀπό κάθε κακό ψυχικό καί σωματικό, ἐνδυναμώνοντάς μας νά φυλάξουμε στερεά καί ὅλα ὅσα ἐκ μέρους σας μᾶς διδάξατε. Στήν δέ μέλλουσα ζωή ἀξιῶστε μας τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ τῷ Κυρίω ἡμῶν, ὦ ἡ δόξα καί τό κράτος σύν τῷ Πατρί καί τῷ Ἁγίω Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
[1] Ὁμιλία ιστ΄ εἰς τό κατά Ματθαῖον
[2] Ἰω. 1, 2.
[3] Β΄ Κορ. 4, 4.
[4] Σοφ. Σολ. 2, 21-22.
[5] Ἰω. 5, 45.
[6] Ματθ. 19, 28.
[7] Ματθ. 11, 19.
[8] Ἰω. 15, 22.
[9] Μτθ. 20, 1.
[10] Λευϊτ. 26, 10.
[11] Ψαλμ. 128, 6.
[12] Ἄσμα 7, 14.
[13] Α΄ Βασ. 2,5.
[14] Ἡσ. 54,1.
[15] Ματθ. 24,34.
[16] Ματθ. 28,20.
[17] Ἰω. 14,16.
1.-. Τί τέλος πάντων εἶναι ὁ ἄνθρωπος καί πόση εἶναι ἡ εὐγένεια τῆς δικῆς μας φύσης καί πόσο ἱκανό στήν ἀρετή εἶναι αὐτό τό ὄν, μᾶς τό ἔδειξε περισσότερο ἀπ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους ὁ Παῦλος. Καί τώρα σηκώνεται, ἀπό ἐκεῖ πού ἔχει φθάσει, καί μέ καθαρή φωνή πρός ὅλους ἐκείνους πού κατηγοροῦν τή φύση μας ἀπολογεῖται γιά χάρη τοῦ Κυρίου, προτρέπει γιά ἀρετή, κλείνει τά ἀναίσχυντα στόματα τῶν βλάσφημων καί ἀποδεικνύει ὅτι δέν εἶναι μεγάλη ἡ διαφορά ἀνάμεσα στούς ἀγγέλους καί στούς ἀνθρώπους, ἄν θέλουμε νά προσέχουμε τόν ἑαυτό μας. Γιατί χωρίς νά ἔχει ἄλλη φύση, οὔτε νά ἔχει λάβει ἄλλη ψυχή, οὔτε νά κατοίκησε σ᾿ ἄλλο κόσμο, ἀλλά ἄν καί ἀνατράφηκε στήν ἴδια γῆ καί τόπο καί μέ τούς ἴδιους νόμους καί συνήθειες, ξεπέρασε ὅλους τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν ἀπό τότε πού ἔγιναν οἱ ἄνθρωποι. Ποῦ εἶναι λοιπόν ἐκεῖνοι πού λέγουν, ὅτι εἶναι δύσκολο πράγμα ἡ ἀρετή καί εὔκολο ἡ κακία; Γιατί ὁ Παῦλος τούς ἀντικρούει λέγοντας· «Οἱ θλίψεις μας πού γρήγορα περνοῦν, προετοιμάζουν σ᾿ ἐμᾶς σέ ὑπερβολικά μεγάλο βαθμό αἰώνιο βάρος δόξας» (Β´ Κορ. 4, 17). Ἐάν ὅμως τέτοιες θλίψεις περνοῦν εὔκολα, πολύ περισσότερο οἱ φυσικές ἡδονές. Καί δέν εἶναι μόνο αὐτό τό θαυμαστό του, ὅτι δηλαδή ἀπό πολλή προθυμία δέν αἰσθανόταν τούς κόπους του γιά τήν ἀρετή, ἀλλ᾿ ὅτι ἀσκοῦσε αὐτήν χωρίς ἀμοιβή.
Ἐμεῖς βέβαια δέν ὑπομένουμε κόπους γι᾿ αὐτήν ἄν καί ὑπάρχουν ἀμοιβές. Ἐκεῖνος ὅμως καί χωρίς τά ἔπαθλα τήν ἐπιζητοῦσε καί τήν ἀγαποῦσε, καί ἐκεῖνα πού θεωροῦνταν ὅτι εἶναι ἐμπόδιά της τά ξεπερνοῦσε μέ κάθε εὐκολία. Καί δέν ἐπικαλέσθηκε οὔτε τήν ἀδυναμία τοῦ σώματος, οὔτε τήν τυραννίδα τῆς φύσης, οὔτε τίποτε ἄλλο. Ἄν καί εἶχε ἀναλάβει μεγαλύτερη φροντίδα ἀπό τούς στρατηγούς καί ὅλους τούς βασιλεῖς τῆς γῆς, ἀλλ᾿ ὅμως κάθε ἡμέρα ἦταν ἀκμαῖος, καί ἐνῶ οἱ κίνδυνοί του ἐπαυξάνονταν, διέθετε νεανική προθυμία. Γιά νά δείξει αὐτό ἀκριβῶς ἔλεγε, «Ξεχνώντας τά ὅσα ἔγιναν στό παρελθόν καί φροντίζοντας γιά ἐκεῖνα πού εἶναι μπροστά μου» (Φιλιπ. 3, 14). Καί ἐνῶ περίμενε τό θάνατο, καλοῦσε σέ συμμετοχή τῆς ἡδονῆς αὐτῆς λέγοντας, «Χαίρετε καί νά χαίρεστε μαζί μου» (Φιλιπ. 2, 18). Καί ἐνῶ τόν ἀπειλοῦσαν κίνδυνοι καί προσβολές καί κάθε ἀτιμία, πάλι σκιρτοῦσε· καί ὅταν ἔγραφε τήν ἐπιστολή στούς Κορινθίους ἔλεγε, «Γι᾿ αὐτό καί εὐφραίνομαι σέ ἀσθένειες, σέ προσβολές, σέ διωγμούς» (Β´ Κορ. 12, 10). Καί τά ὀνόμασε αὐτά ὅπλα τῆς δικαιοσύνης, ἀποδεικνύοντας ὅτι καί ἀπό αὐτά εἶχε πολύ μεγάλες ὠφέλειες καί ἀπό παντοῦ ἦταν ἀκατάβλητος στούς ἐχθρούς του. Καί ἐνῶ παντοῦ τόν βασάνιζαν, τόν περιφρονοῦσαν, τόν κακολογοῦσαν, σάν νά βάδιζε σέ θριάμβους καί νά ἔστησε σταθερά τρόπαια σ᾿ ὅλα τά σημεῖα τῆς γῆς, ἔτσι ὑπερηφανευόταν καί εὐχαριστοῦσε τό Θεό λέγοντας· «Ἡ εὐχαριστία ἀνήκει στό Θεό ὁ ὁποῖος πάντοτε μᾶς ὁδηγεῖ σέ θρίαμβο» (Β´ Κορ. 2, 14).
2.-. Καί τήν κακοποίηση καί τήν προσβολή γιά τό κήρυγμα ἐπιζητοῦσε περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο ἐμεῖς τήν τιμή, καί τό θάνατο ἀπ᾿ ὅσο ἐμεῖς τή ζωή, καί τή φτώχεια ἀπ᾿ ὅσο ἐμεῖς τόν πλοῦτο, καί τούς κόπους περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο ἄλλοι τίς ἀνέσεις, καί ὄχι ἁπλά περισσότερο, ἀλλά πολύ περισσότερο, καί τή λύπη περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο ἄλλοι τή χαρά, καί τό νά εὔχεται γιά τούς ἐχθρούς περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο τό νά τούς καταριοῦνται οἱ ἄλλοι. Καί ἀνάτρεψε τήν τάξη τῶν πραγμάτων, ἤ καλύτερα ἐμεῖς τήν ἀνατρέψαμε, ἐκεῖνος ὅμως, ὅπως τή νομοθέτησε ὁ Θεός, ἔτσι τή φύλασσε. Γιατί ὅλα αὐτά ἦταν σύμφωνα μέ τή φύση, ἐκεῖνα ὅμως ἀντίθετα. Ποιά εἶναι ἡ ἀπόδειξη; Τό ὅτι ὁ Παῦλος, ἄν καί ἦταν ἄνθρωπος, ἀκολουθοῦσε περισσότερο αὐτά παρά ἐκεῖνα. Ἕνα μόνο πράγμα ἦταν φοβερό γι᾿ αὐτόν καί ἀπόφευγε, τό νά ἀντιμάχεται τό Θεό, καί τίποτε ἄλλο. Ὅπως βέβαια τίποτε ἄλλο δέν τοῦ ἦταν ποθητό, ὅσο τό νά ἀρέσει στό Θεό. Καί δέ λέγω τίποτε ἀπό τά παρόντα, ἀλλά οὔτε καί ἀπό τά μέλλοντα. Καί μή μοῦ πεῖς τίς πόλεις καί τά ἔθνη καί τούς βασιλεῖς καί τά στρατόπεδα καί τά χρήματα καί τίς σατραπεῖες καί τίς δυναστεῖες, γιατί οὔτε ἱστό ἀράχνης τά θεωροῦσε αὐτά. Ἀλλά σκέψου αὐτά πού ὑπάρχουν στούς οὐρανούς καί τότε θά καταλάβεις τή σφοδρή ἀγάπη πού εἶχε γιά τό Χριστό. Γιατί ὁ Παῦλος γι᾿ αὐτήν τήν ἀγάπη δέ θαύμασε οὔτε τήν ἀξία τῶν ἀγγέλων, οὔτε τῶν ἀρχαγγέλων, οὔτε τίποτε ἄλλο παρόμοιο.
Εἶχε μέσα του πιό μεγάλο ἀπ᾿ ὅλα, τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί μαζί μέ τοῦτο θεωροῦσε τόν ἑαυτό του τόν πιό εὐτυχισμένο ἀπ᾿ ὅλους. Καί χωρίς αὐτό, δέν ἐπιθυμοῦσε νά γίνει ἕνας ἀπό τίς κυριότητες, οὔτε ἀπό τίς ἀρχές καί ἐξουσίες (ὀνομασίες ἀγγελικῶν ταγμάτων), ἀλλά μαζί μέ τήν ἀγάπη αὐτήν ἤθελε περισσότερο νά εἶναι ἀνάμεσα στούς τελευταίους καί τούς κολασμένους, παρά χωρίς αὐτήν ἀνάμεσα στούς πρώτους καί τιμημένους. Γιατί κόλαση γι᾿ αὐτόν ἦταν μία, τό νά χάσει τήν ἀγάπη αὐτήν. Αὐτό ἦταν γιά τόν Παῦλο γέεννα, αὐτό τιμωρία, αὐτό ἄπειρα κακά· ὅπως ἀκριβῶς καί ἀπόλαυση, τό νά πετύχει τήν ἀγάπη. Αὐτό ἦταν ἡ ζωή του, αὐτό ὁ κόσμος του, αὐτό ὁ ἄγγελός του, αὐτό τά παρόντα, αὐτό τά μέλλοντα, αὐτό βασιλεία, αὐτό ὑπόσχεση, αὐτό τά ἄπειρα ἀγαθά. Καί κάθε ἄλλο πού δέν ὁδηγοῦσε ἐδῶ, δέν τό θεωροῦσε οὔτε δυσάρεστο, οὔτε εὐχάριστο. Ἔτσι ὅμως περιφρονοῦσε ὅλα τά ὁρατά, ὅπως τό σάπιο χόρτο. Καί οἱ τύραννοι καί οἱ πόλεις πού ἄφριζαν ἀπό θυμό τοῦ φαίνονταν ὅτι εἶναι κουνούπια, ἐνῶ ὁ θάνατος καί οἱ τιμωρίες καί τά πάρα πολλά βασανιστήρια τοῦ φαίνονταν παιδικά παιχνίδια. Ἀλλά βέβαια τά ὑπόφερε γιά τό Χριστό.
3.-. Γιατί τότε τά δεχότανε μέ χαρά αὐτά καί στά δεσμά του ἔτσι ὑπερηφανευόταν, ὅπως δέ θά ὑπερηφανευόταν ὁ Νέρων ὅταν εἶχε στό κεφάλι του τό βασιλικό διάδημα. Καί ἔμεινε στή φυλακή, σάν νά ἦταν ὁ οὐρανός, καί δεχόταν τά κτυπήματα καί τίς μαστιγώσεις πιό εὐχάριστα άπό ἐκείνους πού ἁρπάζουν τά βραβεῖα. Καί τούς πόνους ἀγαποῦσε ὄχι λιγότερο ἀπό τά ἔπαθλα, θεωρώντας τούς πόνους ὅτι εἶναι ἔπαθλο. Γι᾿ αὐτό καί τούς ὀνόμαζε χάρη. Πρόσεχε ὅμως. Ἔπαθλο ἦταν, τό νά πεθάνει καί νά εἶναι μαζί μέ τό Χριστό, τό νά παραμείνει ὅμως στή ζωή, ἦταν αὐτός ὁ ἀγώνας. Ἀλλ᾿ ὅμως αὐτό προτιμᾶ περισσότερο ἀπό ἐκεῖνο καί λέγει ὅτι τοῦ εἶναι ἀναγκαιότερο. Τό νά ἀποχωρισθεῖ ἀπό τό Χριστό, ἦταν ἀγώνας καί κόπος, ἤ καλύτερα περισσότερο ἀπό ἀγώνα καί κόπο· τό νά παραμένει μαζί του, ἦταν ἔπαθλο. Αὐτό ὅμως προτιμᾶ περισσότερο ἀπό ἐκεῖνο γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλά θά μποροῦσε ἴσως νά πεῖ κανείς, ὅτι ὅλα αὐτά τοῦ ἦταν εὐχάριστα γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό λοιπόν λέγω καί ἐγώ, ὅτι δηλαδή ἐκεῖνα πού γιά μᾶς εἶναι αἰτία λύπης, αὐτά προκαλοῦσαν σ᾿ ἐκεῖνον μεγάλη εὐχαρίστηση. Καί γιατί λέγω τούς κινδύνους καί τίς ἄλλες ταλαιπωρίες; Ἀφοῦ πραγματικά ἦταν σέ διαρκή λύπη· γι᾿ αὐτό καί ἔλεγε· «Ποιός ἀσθενεῖ καί δέν ἀσθενῶ καί ἐγώ μαζί του; ποιός σκανδαλίζεται καί δέν δοκιμάζομαι καί ἐγώ; » (Β´ Κορ. 11, 19). Ἀλλ᾿ ὅμως καί τή λύπη θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς ὅτι εἶχε σάν εὐχαρίστηση. Γιατί πολλοί καί ὅταν χάσουν τά παιδιά τους καί τούς ἐπιτρέπεται νά θρηνοῦν, παρηγοροῦνται· ὅταν ὅμως ἐμποδίζονται, στενοχωροῦνται. Ἔτσι λοιπόν καί ὁ Παῦλος, κλαίοντας νύκτα καί ἡμέρα, παρηγοροῦνταν. Γιατί κανένας δέν πένθησε ἔτσι τά δικά του κακά, ὅπως ἐκεῖνος τά ξένα. Πῶς λοιπόν θεωρεῖς ὅτι συμπεριφέρεται, ἀφοῦ οἱ Ἰουδαῖοι δέ σώζονται, γιά νά σωθοῦν αὐτοί, ὅταν εὔχεται νά ἐκπέσει αὐτός ἀπό τήν οὐράνια δόξα; Ἑπομένως εἶναι φανερό ὅτι τό νά μή σωθοῦν αὐτοί ἦταν πολύ χειρότερο γι᾿ αὐτόν. Γιατί ἄν δέν ἦταν χειρότερο, δέν θά εὐχόταν ἐκεῖνο (Βλ. Ρωμ. 9, 3), ἀφοῦ τό προτίμησε σάν ἐλαφρότερο καί πού ἔχει μεγαλύτερη παρηγοριά. Καί ὄχι ἁπλῶς ἤθελε, ἀλλά φώναζε λέγοντας, «Ὅτι ὑπάρχει μέσα μου λύπη καί ἀδιάκοπος πόνος στήν καρδιά μου» ( Ρωμ. 9, 2).
Αὐτό λοιπόν πού ὑπόφερε καθημερινά, σχεδόν, γιά ὅλους τούς κατοίκους τῆς οἰκουμένης, καί γιά ὅλους μαζί, καί γιά τά ἔθνη, καί γιά τίς πόλεις καί γιά τόν καθένα χωριστά, μέ ποιόν θά μπορέσει νά τόν συγκρίνει κανείς; μέ ποιό σίδηρο; μέ ποιό διαμάντι; Τί θά μποροῦσε νά ἀποκαλέσει κανείς τήν ψυχήν ἐκείνη; χρυσή ἤ ἀδαμάντινη; γιατί ἦταν σκληρότερη ἀπό κάθε διαμάντι καί πολυτιμότερη ἀπό τό χρυσάφι καί τίς πολύτιμες πέτρες. Θά ξεπεράσει λοιπόν τήν ἀντοχή τοῦ διαμαντιοῦ καί τήν ἀξία τοῦ χρυσοῦ. Μέ ποιό λοιπόν στοιχεῖο θά μποροῦσε νά τήν συγκρίνει κανείς; Μέ κανένα ἀπό αὐτά πού ὑπάρχουν. Ἄν ὅμως ὁ Χριστός μποροῦσε νά γίνει διαμάντι καί τό διαμάντι χρυσός, τότε κάπως θά μπορέσει νά τή συγκρίνει μέ τήν εἰκόνα τους.
4.-. Ἀλλά γιατί νά τήν συγκρίνω μέ διαμάντι καί χρυσό; Σύγκρινε ὅλο τόν κόσμο, καί τότε θά δεῖς ὅτι ἡ ψυχή τοῦ Παύλου ἔχει περισσότερη ἀξία. Γιατί ἀφοῦ γι᾿ αὐτούς πού διακρίθηκαν φορώντας γιά ροῦχα δέρματα ζώων καί ζώντας σέ σπήλαια καί σέ τρύπες τῆς γῆς λέγει ὁ Παῦλος τοῦτο (Βλ. Ἑβρ. 11, 38), πολύ περισσότερο θά μπορούσαμε ἐμεῖς νά τό ποῦμε γι᾿ αὐτόν, ἐπειδή πραγματικά ἦταν πιό ἄξιος ἀπ᾿ ὅλους. Ἐάν λοιπόν ὁ κόσμος δέν ἦταν ἰσάξιος τοῦ Παύλου, ποιός ἦταν ἰσάξιός του; μήπως ὁ οὐρανός; Ἀλλά καί αὐτό εἶναι μικρό. Γιατί ἀφοῦ αὐτός ἀπό τόν οὐρανό καί τά εὑρισκόμενα στούς οὐρανούς προτίμησε τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου, πολύ περισσότερο ὁ Κύριος πού εἶναι τόσο ἀγαθότερος ἀπ᾿ αὐτόν, ὅσο ἡ ἀγαθότητα ἀπό τήν πονηρία, θά τόν προτιμήσει αὐτόν ἀπό ἄπειρους οὐρανούς. Γιατί δέν μᾶς ἀγαπᾶ μέ ὅμοιο τρόπο, πού ἐμεῖς τόν ἀγαποῦμε, ἀλλά τόσο περισσότερο, ὅσο οὔτε μέ λόγια δέν εἶναι δυνατό νά τό παραστήσουμε.
Πρόσεχε λοιπόν γιά πόσα τόν θεώρησε ἄξιο καί πρίν ἀπό τή μέλλουσα ἀνάσταση. Στόν Παράδεισο τόν ἅρπαξε, στόν τρίτο οὐρανό τόν ἀνέβασε, τοῦ φανέρωσε τέτοια ἀπόρρητα, τά ὁποῖα δέν ἐπιτρέπεται σέ κανένα ἄνθρωπο νά πεῖ. Καί πολύ σωστά. Γιατί ἐνῶ βάδιζε στή γῆ, σάν νά περιπολοῦσε μαζί μέ τούς ἀγγέλους, ἔτσι ἔκαμε τά πάντα, καί ἐνῶ εἶχε θνητό σῶμα, παρουσίαζε τήν καθαρότητα τῶν ἀγγέλων, καί ἐνῶ ὑπέκειτο σέ τόσες ἀνάγκες, προσπαθοῦσε νά μή φανεῖ καθόλου κατώτερος ἀπό τίς οὐράνιες δυνάμεις. Γιατί πραγματικά σάν ἀσώματος περιφρονοῦσε τούς πόνους καί τούς κινδύνους, καί σάν νά κέρδισε ἤδη τόν οὐρανό, περιφρονοῦσε τά γήινα, καί σάν νά συναναστρεφόταν μαζί μ᾿ αὐτές τίς ἀσώματες δυνάμεις ἔτσι ἦταν σέ διαρκή ἐγρήγορση.
Βέβαια πολλές φορές ἄγγελοι ἀνέλαβαν νά προστατεύουν διάφορα ἔθνη. Ἀλλά κανένας ἀπό αὐτούς τό ἔθνος, πού τοῦ παραδόθηκε, δέν τό φρόντισε ἔτσι, ὅπως ὁ Παῦλος ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη. Καί μή μοῦ πεῖς ὅτι ὁ Παῦλος δέν ἦταν αὐτός πού τά ἔκαμνε, καθόσον καί ἐγώ τό ὁμολογῶ. Γιατί καί ἄν δέν ἦταν αὐτός πού τά ἐκτελοῦσε αὐτά, ἀλλά οὔτε ἦταν τόσο ἀνάξιος τῶν ἐπαίνων γι᾿ αὐτά, ἀφοῦ ἑτοίμασε τόν ἑαυτό του τόσο ἄξιο αὐτῆς τῆς μεγάλης χάρης. Ὁ Μιχαήλ ἀνάλαβε τό ἔθνος τῶν Ἰουδαίων (Βλ. Δαν. 12, 1 καί 10, 13.21), ὁ Παῦλος ὅμως τή γῆ καί τή θάλασσα καί τό κατοικούμενο μέρος καί τό ἀκατοίκητο. Καί αὐτά δέν τά λέγω μέ σκοπό νά προσβάλλω τούς ἀγγέλους, μακριά ἀπό μιά τέτοια σκέψη, ἀλλά γιά νά ἀποδείξω ὅτι εἶναι δυνατό, ἐνῶ εἶναι κανείς ἄνθρωπος, νά εἶναι μαζί μ᾿ ἐκείνους καί νά στέκεται κοντά τους. Καί γιά ποιό λόγο δέν ἀνέλαβαν αὐτά οἱ ἄγγελοι; Γιά νά μήν ἔχεις καμία δικαιολογία ὅταν εἶσαι ἀδιάφορος, οὔτε νά καταφεύγεις στή διαφορά τῆς φύσης ὅταν παραμένεις ἄπρακτος. Ἄλλωστε καί τό θαῦμα γινόταν μεγαλύτερο. Πῶς λοιπόν δέν εἶναι θαυμαστό καί παράξενο, ὁ λόγος πού ἔβγαινε ἀπό ἀνθρώπινη γλώσσα νά διώχνει τό θάνατο, νά συγχωρεῖ ἁμαρτίες, νά διορθώνει τήν ἀνάπηρη φύση καί νά κάνει οὐρανό τή γῆ;
5.-. Γι᾿ αὐτό ἐκπλήσσομαι μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτά θαυμάζω τήν προθυμία τοῦ Παύλου, ἐπειδή δέχτηκε τόση χάρη, ἐπειδή ἔκαμε τέτοιον τόν ἑαυτό του. Καί σᾶς παρακαλῶ νά μή θαυμάζετε μόνο, ἀλλά καί νά μιμεῖσθε τό παράδειγμα αὐτό τῆς ἀρετῆς, γιατί ἔτσι θά μπορέσουμε νά λάβουμε τά ἴδια μ᾿ ἐκεῖνον στεφάνια. Ἐάν ὅμως ἀπορεῖς ἀκούοντας ὅτι, ἄν κατορθώσεις τά ἴδια, θά πετύχεις τά ἴδια μέ τόν Παῦλο, ἄκουσε αὐτόν νά λέγει τά ἑξῆς· «Ἔχω ἀγωνισθεῖ τόν καλό ἀγώνα, ἔχω φθάσει στό τέλος τοῦ δρόμου, ἔχω διαφυλάξει τήν πίστη. Λοιπόν μοῦ ἐπιφυλάσσεται τό στεφάνι τῆς δικαιοσύνης, πού θά μοῦ δώσει σάν ἀνταμοιβή ὁ Κύριος, ὁ δίκαιος κριτής, κατά τήν ἡμέρα ἐκείνη· καί ὄχι μόνο σ᾿ ἐμένα, ἀλλά καί σ᾿ ὅλους πού ἔχουν ἀγαπήσει τήν ἐμφάνισή του» (Β´ Τιμ. 4, 7-8).
Βλέπεις πῶς ὅλους τούς καλεῖ στήν ἴδια κοινωνία; Ἐπειδή λοιπόν ὑπάρχουν τά ἴδια γιά ὅλους, ἄς φροντίσουμε ὅλοι νά γίνουμε ἄξιοι τῶν ἀγαθῶν τά ὁποῖα μᾶς ἔχει ὑποσχεθεῖ. Καί ἄς μή δοῦμε μόνο τό μέγεθος καί τήν ἔκταση τῶν κατορθωμάτων, ἀλλά καί τό πάθος τῆς προθυμίας, μέ τήν ὁποία ἀπέσπασε τόση χάρη, καί τή συγγένεια τῆς φύσης, γιατί εἶχε ὅλα αὐτά τά κοινά μ᾿ ἐμᾶς. Καί ἔτσι καί τά ὑπερβολικά δύσκολα θά μᾶς φανοῦν εὔκολα καί ἐλαφρά, καί ἀφοῦ κοπιάσουμε στό σύντομο αὐτό χρόνο, θά φορέσουμε τό ἄφθαρτο καί ἀθάνατο ἐκεῖνο στεφάνι, μέ τή χάρη καί τή φιλανθρωπία τoῦ Kυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ δύναμη τώρα καί πάντοτε, καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πρωτότυπο κείμενο
Ἐγκώμιον εἰς τὸν ἅγιον ἀπόστολον Παῦλον λόγος β
2.1 Τί ποτέ ἐστιν ἄνθρωπος͵ καὶ ὅση τῆς φύσεως τῆς ἡμετέρας ἡ εὐγένεια͵ καὶ ὅσης ἐστὶ δεκτικὸν ἀρετῆς τουτὶ τὸ ζῶον͵ ἔδειξε μάλιστα πάντων ἀνθρώπων Παῦλος· καὶ νῦν ἕστηκεν͵ ἐξ οὗ γέγονε͵ λαμπρᾷ τῇ φωνῇ πρὸς ἅπαντας τοὺς ἐγκαλοῦντας ἡμῶν τῇ κατασκευῇ ἀπολογούμενος ὑπὲρ τοῦ Δεσπότου͵ καὶ προτρέπων ἐπ΄ ἀρετῇ͵ καὶ τὰ ἀναίσχυντα τῶν βλασφήμων ἐμφράττων στόματα͵ καὶ δεικνὺς ὅτι ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων οὐ πολὺ τὸ μέσον͵ ἐὰν ἐθέλωμεν προσέχειν ἑαυτοῖς. Οὐ γὰρ ἄλλην φύσιν λαχών͵ οὐδὲ ἑτέρας κοινωνήσας ψυχῆς͵ οὐδὲ ἄλλον οἰκήσας κόσμον͵ ἀλλ΄ ἐν τῇ αὐτῇ γῇ καὶ χώρᾳ καὶ νόμοις καὶ ἔθεσι τραφείς͵ πάντας ἀνθρώπους ὑπερηκόντισε τοὺς ἐξ οὗ γεγόνασιν ἄνθρωποι γενομένους. Ποῦ τοίνυν οἱ λέγοντες ὅτι δύσκολον ἡ ἀρετή͵ καὶ εὔκολον ἡ κακία; Οὗτος γὰρ ἀντιφθέγγεται τούτοις͵ λέγων· Τὸ παραυτίκα ἐλαφρὸν τῆς θλίψεως καθ΄ ὑπερβολὴν εἰς ὑπερβολὴν αἰώνιον βάρος δόξης κατεργάζεται. Εἰ δὲ αἱ τοιαῦται θλίψεις ἐλαφραί͵ πολλῷ μᾶλλον αἱ οἴκοθεν ἡδοναί.
2.2 Καὶ οὐ τοῦτο μόνον ἐστὶν αὐτοῦ τὸ θαυμαστόν͵ ὅτι περιουσίᾳ τῆς προθυμίας οὐδὲ ᾐσθάνετο τῶν πόνων τῶν ὑπὲρ τῆς ἀρετῆς͵ ἀλλ΄ ὅτι οὐδὲ ἐπὶ μισθῷ ταύτην μετῄει. Ἡμεῖς μὲν γὰρ οὐδὲ μισθῶν προκειμένων ἀνεχόμεθα τῶν ὑπὲρ αὐτῆς ἱδρώτων· ἐκεῖνος δὲ καὶ χωρὶς τῶν ἐπάθλων αὐτὴν ἠσπάζετο καὶ ἐφίλει͵ καὶ τὰ δοκοῦντα αὐτῆς εἶναι κωλύματα μετὰ πάσης ὑπερήλατο τῆς εὐκολίας· καὶ οὔτε σώματος ἀσθένειαν͵ οὐ πραγμάτων περίστασιν͵ οὐ φύσεως τυραννίδα͵ οὐκ ἄλλο οὐδὲν ᾐτιάσατο. Καίτοι καὶ στρα τηγῶν καὶ βασιλέων ἁπάντων τῶν ὄντων ἐπὶ γῆς μείζονα φροντίδα ἐγχειρισθείς͵ ἀλλ΄ ὅμως καθ΄ ἑκάστην ἤκμαζε τὴν ἡμέραν. Καὶ τῶν κινδύνων ἐπιτεινομένων αὐτῷ͵ νεαρὰν ἐκέκτητο τὴν προθυμίαν͵ καὶ τοῦτο δηλῶν ἔλεγε· Τῶν μὲν ὀπίσω ἐπιλανθανόμενος͵ τοῖς δὲ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινό μενος· καὶ θανάτου προσδοκωμένου͵ εἰς κοινωνίαν τῆς ἡδονῆς ταύτης ἐκάλει λέγων· Χαίρετε καὶ συγχαίρετέ μοι· καὶ κινδύνων ἐπικειμένων καὶ ὕβρεων͵ καὶ ἀτιμίας ἁπάσης͵ ἐσκίρτα πάλιν͵ καὶ Κορινθίοις ἐπιστέλλων ἔλεγε· Διὸ καὶ εὐδοκῶ ἐν ἀσθενείαις͵ ἐν ὕβρεσιν͵ ἐν διωγμοῖς·
2.3 Καὶ ὅπλα δὲ αὐτὰ δικαιοσύνης ἐκάλεσε͵ δεικνὺς ὅτι καὶ ἐντεῦθεν τὰ μέγιστα ἐκαρποῦτο͵ καὶ τοῖς ἐχθροῖς πάντοθεν ἀχείρωτος ἦν· καὶ πανταχοῦ μαστιζόμενος͵ ὑβρι ζόμενος͵ λοιδορούμενος͵ ὥσπερ ἐν θριάμβοις ἐμπομπεύων͵ καὶ τὰ τρόπαια συνεχῆ πανταχοῦ γῆς ἱστάς͵ οὕτως ἐκαλ λωπίζετο͵ καὶ χάριν ὡμολόγει τῷ Θεῷ λέγων· Χάρις δὲ τῷ Θεῷ τῷ πάντοτε θριαμβεύοντι ἡμᾶς. Καὶ τὴν ἀσχη μοσύνην καὶ τὴν ὕβριν τὴν διὰ τὸ κήρυγμα μᾶλλον͵ ἢ ἡμεῖς τὴν τιμὴν ἐδίωκε͵ καὶ τὸν θάνατον͵ ἢ ἡμεῖς τὴν ζωήν͵ καὶ τὴν πενίαν͵ ἢ τὸν πλοῦτον ἡμεῖς͵ καὶ τοὺς πόνους μᾶλλον͵ ἢ τὰς ἀνέσεις ἕτεροι͵ καὶ οὐχ ἁπλῶς μᾶλλον͵ ἀλλὰ πολλῷ μᾶλλον͵ καὶ τὸ λυπεῖσθαι πλέον͵ ἢ μᾶλλον͵ ἀλλὰ πολλῷ μᾶλλον͵ καὶ τὸ λυπεῖσθαι πλέον͵ ἢ τὸ χαίρειν ἕτεροι͵ τὸ ὑπερεύχεσθαι τῶν ἐχθρῶν μᾶλλον͵ ἢ τὸ κατεύχεσθαι ἕτεροι. Καὶ ἀντέστρεψε τῶν πραγμάτων τὴν τάξιν͵ μᾶλλον δὲ ἡμεῖς ἀντεστρέψαμεν͵ ἐκεῖνος δέ͵ ὥσπερ ὁ Θεὸς ἐνομοθέτησεν͵ οὕτως αὐτὴν ἐφύλαττε. Ταῦτα μὲν γὰρ κατὰ φύσιν ἅπαντα͵ ἐκεῖνα δὲ τοὐναντίον. Τίς τούτων ἀπόδειξις; Παῦλος͵ ἄνθρωπος ὤν͵ καὶ τούτοις ἐπιτρέχων μᾶλλον ἢ ἐκείνοις.
2.4 Ἓν τούτῳ φοβερὸν ἦν μόνον καὶ φευκτόν͵ τὸ προσ κροῦσαι Θεῷ͵ ἕτερον δὲ οὐδέν· ὥσπερ οὖν οὐδὲ ποθεινὸν ἄλλο τι͵ ὡς τὸ ἀρέσαι Θεῷ· καὶ οὐ λέγω τῶν παρόντων οὐδέν͵ ἀλλ΄ οὐδὲ τῶν μελλόντων. Μὴ γάρ μοι πόλεις εἴπῃς καὶ ἔθνη καὶ βασιλεῖς καὶ στρατόπεδα καὶ ὅπλα καὶ χρήματα καὶ σατραπείας καὶ δυναστείας· οὐδὲ γὰρ ἀράχνην ταῦτα εἶναι ἐνόμισεν· ἀλλ΄ αὐτὰ τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τίθει͵ καὶ τότε αὐτοῦ ὄψει τὸν σφοδρὸν ἔρωτα τὸν πρὸς τὸν Χριστόν. Οὗτος γὰρ πρὸς ἐκεῖνο τὸ φίλτρον͵ οὐκ ἀγγέλων ἀξίαν ἐθαύμασεν͵ οὐκ ἀρχαγγέλων͵ οὐκ ἄλλο τοιοῦτον οὐδέν. Τὸ γὰρ ἁπάντων μεῖζον εἶχεν ἐν ἑαυτῷ͵ τὸν τοῦ Χριστοῦ ἔρωτα· μετὰ τούτου πάντων ἑαυτὸν μακαριώτερον εἶναι ἐνόμισε. Καὶ τούτου χωρίς͵ οὐδὲ τῶν κυριοτήτων καὶ τῶν ἀρχῶν καὶ τῶν ἐξουσιῶν γενέσθαι ηὔχετο͵ ἀλλὰ μετὰ τῆς ἀγάπης ταύτης ἐν ἐσχάτοις εἶναι ἐβούλετο μᾶλλον καὶ τῶν κολαζομένων͵ ἢ ταύτης χωρίς͵ τῶν ἄκρων καὶ τῶν τιμωμένων.
2.5 Κόλασις γὰρ ἐκείνῳ μία͵ τὸ τῆς ἀγάπης ταύτης ἀπο τυχεῖν. Τοῦτο αὐτῷ γέεννα͵ τοῦτο τιμωρία͵ τοῦτο μυρία κακά͵ ὥσπερ καὶ ἀπόλαυσις͵ τὸ ταύτης ἐπιτυχεῖν· τοῦτο ζωή͵ τοῦτο κόσμος͵ τοῦτο ἄγγελος͵ τοῦτο παρόντα͵ τοῦτο μέλλοντα͵ τοῦτο βασιλεία͵ τοῦτο ἐπαγγελία͵ τοῦτο τὰ μυρία ἀγαθά. Ἕτερον δὲ οὐδὲν τῶν μὴ φερόντων ἐνταῦθα͵ οὔτε λυπηρόν͵ οὔτε ἡδὺ εἶναι ἐνόμιζεν· ἀλλ΄ οὕτω κατεφρόνει τῶν ὁρωμένων πάντων͵ ὡς τῆς κατασηπο μένης βοτάνης. Τύραννοι δὲ αὐτῷ͵ καὶ δῆμοι θυμοῦ πνέοντες͵ κώνωπες εἶναι ἐδόκουν· θάνατος δὲ αὐτῷ καὶ πνέοντες͵ κώνωπες εἶναι ἐδόκουν· θάνατος δὲ αὐτῷ καὶ τιμωρίαι καὶ μυρίαι κολάσεις͵ παίδων ἀθύρματα· πλὴν εἴ ποτε διὰ τὸν Χριστὸν ὑπέμενε. Τότε γὰρ καὶ ταῦτα ἠσπά ζετο͵ καὶ εἰς τὴν ἅλυσιν οὕτως ἐκαλλωπίζετο͵ ὡς οὐδὲ τὸ διάδημα Νέρων ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἔχων· καὶ τὸ δεσμω τήριον δὲ ᾤκει͵ ὡς αὐτὸν τὸν οὐρανόν͵ καὶ τραύματα καὶ μάστιγας ἐδέχετο ἥδιον τούτων τῶν τὰ βραβεῖα ἁρπαζόν των· καὶ τοὺς πόνους ἐφίλει τῶν ἐπάθλων οὐχ ἧττον͵ ἔπαθλον τοὺς πόνους εἶναι νομίζων· διὰ τοῦτο καὶ χάριν αὐτοὺς ἐκάλει.
2.6 Σκόπει δέ. Ἔπαθλον ἦν͵ τὸ ἀναλῦσαι καὶ σὺν Χριστῷ εἶναι͵ τὸ δὲ ἐπιμεῖναι τῇ σαρκί͵ ὁ ἀγὼν οὗτος· ἀλλ΄ ὅμως τοῦτο μᾶλλον αἱρεῖται ἐκείνου͵ καὶ ἀναγκαιό τερον αὐτῷ εἶναί φησι· τὸ ἀνάθεμα ἀπὸ Χριστοῦ γενέσθαι͵ ἀγὼν ἦν καὶ πόνος͵ μᾶλλον δὲ καὶ ὑπὲρ ἀγῶνα καὶ πόνον· τὸ εἶναι μετ΄ αὐτοῦ͵ ἔπαθλον. Ἀλλὰ τοῦτο μᾶλλον αἱρεῖται ἐκείνου διὰ τὸν Χριστόν. Ἀλλ΄ ἴσως εἴποι τις ἂν ὅτι πάντα ταῦτα διὰ τὸν Χριστὸν ἡδέα αὐτῷ ἦν. Τοῦτο γὰρ καὶ ἐγώ φημι͵ ὅτι ἅπερ ἀθυμίας ἡμῖν αἴτια͵ ταῦτα ἐκείνῳ μεγάλην ἔτικτεν ἡδονήν. Καὶ τί λέγω κινδύνους καὶ τὰς ἄλλας ταλαιπωρίας; Καὶ γὰρ ἐν ἀθυμίᾳ διηνεκεῖ ἦν· διὸ καὶ ἔλεγε· Τίς ἀσθενεῖ͵ καὶ οὐκ ἀσθενῶ; τίς σκανδαλίζεται͵ καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι; Πλὴν εἰ καὶ τὴν ἀθυμίαν ἡδονὴν ἔχειν εἴποι τις ἄν. Πολλοὶ γὰρ καὶ τῶν τέκνα ἀποβαλόντων͵ συγχωρούμενοι μὲν θρηνεῖν͵ παραμυθίαν λαμβάνουσι· κωλυόμενοι δέ͵ ἀλγοῦσι· καθάπερ οὖν καὶ ὁ Παῦλος͵ νυκτὸς καὶ ἡμέρας δακρύων͵ παραμυθίαν ἐλάμβανεν· οὐδεὶς γὰρ οὕτω τὰ οἰκεῖα ἐπέν θησε κακά͵ ὡς τὰ ἀλλότρια ἐκεῖνος. Πῶς γὰρ οἴει δια κεῖσθαι αὐτὸν Ἰουδαίων οὐ σωζομένων͵ ἵνα σωθῶσιν͵ εὐχόμενον ἐκπεσεῖν τῆς ἄνωθεν δόξης; Ὅθεν δῆλον ὅτι τὸ μὴ σώζεσθαι αὐτοὺς πολλῷ χαλεπώτερον ἦν. Εἰ γὰρ μὴ χαλεπώτερον͵ οὐκ ἂν ηὔξατο ἐκεῖνο· ὡς γὰρ κουφό τερον εἵλετο͵ καὶ μᾶλλον ἔχον παραμυθίαν· καὶ οὐχ ἁπλῶς ἐβούλετο͵ ἀλλὰ καὶ ἐβόα λέγων· Ὅτι λύπη μοί ἐστι͵ καὶ ὀδύνη τῇ καρδίᾳ μου.
2.7 Τὸν οὖν καθ΄ ἑκάστην͵ ὡς εἰπεῖν͵ ὑπὲρ τῶν τὴν οἰκουμένην οἰκούντων ἀλγοῦντα͵ καὶ ὑπὲρ ἁπάντων κοινῇ͵ καὶ ἐθνῶν͵ καὶ πόλεων͵ καὶ ὑπὲρ ἑνὸς ἑκάστου͵ τίνι ἄν τις δυνηθείη παραβαλεῖν; ποίῳ σιδήρῳ; ποίῳ ἀδάμαντι; Τί ἄν τις ἐκείνην καλέσειε τὴν ψυχήν; χρυσῆν͵ ἢ ἀδα μαντίνην; καὶ γὰρ ἀδάμαντος ἦν παντὸς στερροτέρα͵ καὶ χρυσοῦ καὶ λίθων τιμίων τιμιωτέρα· κἀκείνης μὲν οὖν τῆς ὕλης τὴν εὐτονίαν παρελάσει͵ ταύτης δὲ τὴν πολυτέλειαν. Τίνι ἂν οὖν τις αὐτὴν παραβάλοι; Τῶν μὲν οὐσῶν οὐδε μιᾷ. Εἰ δὲ χρυσὸς ἀδάμας γένοιτο͵ καὶ ἀδάμας χρυσός͵ τότε ὁπωσοῦν αὐτῶν τεύξεται τῆς εἰκόνος. Ἀλλὰ τί μοι δεῖ παραβάλλειν ἀδάμαντι καὶ χρυσῷ; Τὸν κόσμον ἀντίθες ἅπαντα͵ καὶ τότε ὄψει καθέλκουσαν τοῦ Παύλου τὴν ψυχήν. Εἰ γὰρ περὶ τῶν ἐν μηλωταῖς καὶ σπηλαίοις καὶ ἐν μικρῷ μέρει τῆς οἰκουμένης διαπρεψάντων τοῦτό φησιν ἐκεῖνος͵ πολλῷ μᾶλλον περὶ αὐτοῦ ἂν εἴποιμεν ἡμεῖς͵ ὡς ὅτι πάντων ἀντάξιος ἦν. Εἰ τοίνυν ὁ κόσμος αὐτοῦ οὐκ ἄξιος͵ τίς ἄξιος; τάχα ὁ οὐρανός; Ἀλλὰ καὶ τοῦτο σμικρόν. Εἰ γὰρ αὐτὸς οὐρανοῦ μετὰ τῶν ἐν τοῖς οὐρανοῖς προετίμησε τοῦ Δεσπότου τὴν ἀγάπην͵ πολλῷ μᾶλλον ὁ Δεσπότης ὁ τοσοῦτον αὐτοῦ ἀγαθώτερος͵ ὅσον πονηρίας ἀγαθότης͵ μυρίων αὐτὸν οὐρανῶν προτιμήσει. Οὐ γὰρ ὁμοίως ἡμᾶς φιλεῖ͵ καθάπερ ἡμεῖς αὐτόν͵ ἀλλὰ τοσούτῳ πλέον͵ ὅσον οὐδὲ λόγῳ παραστῆσαι ἔνι.
2.8 Σκόπει γοῦν ἡλίκων αὐτὸν καὶ πρὸ τῆς μελλούσης ἠξίωσεν ἀναστάσεως. Εἰς παράδεισον ἥρπασεν͵ εἰς τρίτον ἀνήγαγεν οὐρανόν͵ ἀπορρήτων ἐποίησε κοινωνὸν τοιούτων͵ ἃ μηδενὶ τῶν τὴν ἀνθρωπίνην λαχόντων φύσιν θέμις εἰπεῖν. Καὶ μάλα εἰκότως· καὶ γὰρ ἐν γῇ βαδίζων͵ ὡς μετὰ ἀγγέλων περιπολῶν͵ οὕτως ἔπραττεν ἅπαντα· καὶ σώματι θνητῷ συνδεδεμένος͵ τὴν ἐκείνων καθαρότητα ἐπε δείκνυτο͵ καὶ ἀνάγκαις τοσαύταις ὑποκείμενος͵ ἐφιλονείκει τῶν ἄνω δυνάμεων μηδὲν ἔλαττον φανῆναι. Καὶ γὰρ ὡς πτηνὸς τὴν οἰκουμένην διέδραμε͵ καὶ ὡς ἀσώματος πόνων ὑπερεώρα καὶ κινδύνων͵ καὶ ὡς τὸν οὐρανὸν ἤδη λαχὼν͵ κατεφρόνει τῶν ἐπὶ γῆς͵ καὶ ὡς μετ΄ αὐτῶν ἀναστρεφό μενος τῶν ἀσωμάτων δυνάμεων͵ οὕτω διηνεκῶς ἐγρη γορὼς ἦν. Καίτοι γε ἄγγελοι πολλάκις ἐνεχειρίσθησαν ἔθνη διάφορα· ἀλλ΄ οὐδὲ εἷς αὐτῶν τὸ ἔθνος͵ ὃ ἐνεπιστεύ θη͵ οὕτως ᾠκονόμησεν͵ ὡς Παῦλος τὴν οἰκουμένην ἅπασαν. Καὶ μή μοι λέγε ὅτι Παῦλος οὐκ ἦν ὁ ταῦτα οἰκονομῶν· καὶ γὰρ καὶ αὐτὸς ὁμολογῶ. Εἰ γὰρ καὶ μὴ αὐτὸς ἦν ὁ ταῦτα ἀνύων͵ ἀλλ΄ οὐδὲ οὕτως ἐκτὸς ἦν τῶν ἐπὶ τούτοις ἐπαίνων͵ ἐπειδὴ ἑαυτὸν οὕτω κατεσκεύασεν ἄξιον τῆς τοσαύτης χάριτος. Ὁ Μιχαὴλ τὸ τῶν Ἰουδαίων ἔθνος ἐνεχειρίσθη. Παῦλος δὲ γῆν καὶ θάλατταν͵ καὶ τὴν οἰκουμένην͵ καὶ τὴν ἀοίκητον.
2.9 Καὶ ταῦτα οὐκ ἀγγέλους ὑβρίζων λέγω͵ μὴ γένοιτο͵ ἀλλὰ δεικνὺς ὅτι δυνατὸν ἄνθρωπον ὄντα μετ΄ ἐκείνων εἶναι͵ καὶ ἐγγὺς αὐτῶν ἑστάναι. Καὶ τίνος ἕνεκεν οὐκ ἄγγελοι ταῦτα ἐνεχειρίσθησαν; Ἵνα μηδεμίαν ἀπολογίαν ἔχῃς ῥᾳθυμῶν͵ μηδὲ εἰς τὴν διαφορὰν τῆς φύσεως κατα φεύγῃς καθεύδων· ἄλλως δὲ καὶ τὸ θαῦμα μεῖζον ἐγίνετο. Πῶς γὰρ οὐ θαυμαστὸν καὶ παράδοξον͵ ἀπὸ γλώττης πηλίνης ἐκπηδῶντα λόγον͵ θάνατον φυγαδεύειν͵ ἁμαρτή ματα λύειν͵ πεπηρωμένην διορθοῦν φύσιν͵ καὶ τὴν γῆν ἐργάζεσθαι οὐρανόν; Διὰ τοῦτο ἐκπλήττομαι τοῦ Θεοῦ τὴν δύναμιν͵ διὰ ταῦτα θαυμάζω τοῦ Παύλου τὴν προθυ μίαν͵ ὅτι τοσαύτην ὑπεδέξατο χάριν͵ ὅτι τοιοῦτον παρε σκεύασεν ἑαυτόν.
2.10 Καὶ ὑμᾶς παρακαλῶ μὴ θαυμάζειν μόνον͵ ἀλλὰ καὶ μιμεῖσθαι τὸ ἀρχέτυπον τοῦτο τῆς ἀρετῆς· οὕτω γὰρ δυνησόμεθα τῶν αὐτῶν στεφάνων κοινωνῆσαι ἐκείνῳ. Εἰ δὲ θαυμάζεις ἀκούων ὅτι͵ τὰ αὐτὰ κατορθώσας͵ τῶν αὐτῶν ἐπιτεύξῃ͵ ἄκουσον αὐτοῦ ταῦτα λέγοντος· Τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγώνισμαι͵ τὸν δρόμον τετέλεκα͵ τὴν πίστιν τετήρηκα· λοιπὸν ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος͵ ὃν ἀποδώσει μοι Κύριος ὁ δίκαιος κριτὴς ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ· οὐ μόνον δὲ ἐμοί͵ ἀλλὰ καὶ πᾶσι τοῖς ἠγαπηκόσι τὴν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ. Ὁρᾷς πῶς πάντας εἰς τὴν αὐτὴν κοινωνίαν καλεῖ; Ἐπεὶ οὖν ἅπασι πρόκειται τὰ αὐτά͵ πάντες σπουδά σωμεν ἄξιοι γενέσθαι τῶν ἐπηγγελμένων ἀγαθῶν· καὶ μὴ μόνον τὸ μέγεθος καὶ τὸν ὄγκον τῶν κατορθωμάτων ἴδωμεν͵ ἀλλὰ καὶ τὸν τόνον τῆς προθυμίας͵ δι΄ ἧς τοσαύτην ἐπεσπάσατο χάριν͵ καὶ τὸ τῆς φύσεως συγγενές· τῶν γὰρ αὐτῶν ἡμῖν ἐκοινώνησεν ἁπάντων. Καὶ οὕτω καὶ τὰ σφόδρα δυσκατόρθωτα͵ ῥᾴδια ἡμῖν φανεῖται καὶ κοῦφα͵ καὶ τὸν βραχὺν τοῦτον καμόντες χρόνον͵ τὸν ἀγήρω καὶ ἀθάνατον ἐκεῖνον στέφανον φοροῦντες διατελέσομεν͵ χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ͵ ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
(Patrologia Graeca J.P.Migne τόμος 50)
Έφυγε στις 4 Ιουνίου από ανάμεσά μας και κηδεύτηκε την επόμενη στην Ιερά Μονή Παντοκράτορος Αγ. Όρους ο μοναχός Νικόδημος Μπιλάλης, μια καθαρή και γνήσια ελληνορθόδοξη ψυχή, που αφιέρωσε τον εαυτό της στην υπηρεσία των πολύτεκνων οικογενειών. Θεολόγος και φιλόλογος ο π. Νικόδημος συνέγραψε πολλά θεολογικά συγγράμματα, μερικά από τα οποία χρησιμοποιήθηκαν και ως σχολικά εγχειρίδια στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Συμμετείχε σε θεολογικά και δημογραφικά συνέδρια με εισηγήσεις που εντυπωσίαζαν το πυκνό ακροατήριο. Συγκαταλέγεται στους πιο λόγιους μοναχούς του Αγ. Όρους. Πέθανε λίγες μόνο ημέρες μετά τον επίσης λόγιο μοναχό Μωυσή, γνωστό στο πανελλήνιο από σειρά βιβλίων και άρθρων που κατά καιρούς δημοσίευε. Πέθανε μάλιστα κατά τον ίδιο τρόπο με τον από Τραπεζούντος ορμώμενο Άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη, τον θεμελιωτή του μοναχισμού στο Άγιο Όρος, τη βιογραφία του οποίου συνέγραψε.
Αγνός άνθρωπος ο π. Νικόδημος διατηρούσε ακμαίες τις σωματικές του δυνάμεις και παρά τα 85 του χρόνια αποτόλμησε να ανέβει με μια σκάλα στη στέγη του κελιού του στην Καψάλα του Αγίου Όρους. Έπεσε όμως στο κενό και άφησε την τελευταία του πνοή, όπως ακριβώς και ο απ’ αυτόν βιογραφηθείς Άγιος.
Πολλά οφείλει η Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά και η Ελλάδα στον π. Νικόδημο. Γόνος ο ίδιος υπερπολύτεκνης οικογένειας και γνώστης εξ ιδίας εμπειρίας των πλεονεκτημάτων και των αρετών που καλλιεργούνται με τον πλέον φυσιολογικό τρόπο μέσα στις πολύτεκνες οικογένειες έκανε σκοπό της ζωής του την προβολή της ελληνορθόδοξης πολύτεκνης οικογένειας. Δεν τον εμπόδισε το μοναχικό σχήμα που περιβλήθηκε να ασχοληθεί πολύ σοβαρά με την πολύτεκνη οικογένεια. Ζήτησε ευλογία από τον γέροντα Παΐσιο, και εκείνος όχι μόνο του την έδωσε, αλλά και τον ενθάρρυνε να ασχοληθεί με τους ευλογημένους πολύτεκνους της πατρίδας μας. Επί 36 χρόνια εξέδιδε το περιοδικό «ελληνορθόδοξη πολύτεκνη οικογένεια», το οποίο μοιραζόταν από τα παγκάρια των ναών. Τα τεύχη του μέχρι την κοίμησή του ανήλθαν σε 141. Έφτασε να κυκλοφορεί μέχρι 500.000 αντίτυπα. Κολοσσιαία είναι η προσφορά του περιοδικού. Από την επιταγή ταχυπληρωμής, που ως ένθετο κυκλοφορούσε σε κάθε περιοδικό, συγκεντρώνονταν σεβαστά ποσά με τα οποία ενισχύθηκαν χιλιάδες πολυμελείς οικογένειες, που αντιμετώπιζαν οξύ οικονομικό πρόβλημα. Ορισμένες ήσαν αντιμέτωπες με τον κίνδυνο πλειστηριασμού του σπιτιού τους από αδυναμία εξόφλησης δανείου ή έξωσης από αδυναμία καταβολής του ενοικίου. Στις περιπτώσεις αυτές πυροσβεστικά επενέβαινε ο π. Νικόδημος και αποφεύγονταν τα δυσάρεστα να βρεθούν στο δρόμο υπερπολύτεκνες οικογένειες. Υπήρχαν οικογένειες που ενισχύονταν μονίμως και άλλες που ενισχύονταν εκτάκτως. Το πιο συγκινητικό είναι ότι μεταξύ των δωρητών συγκαταλέγονταν και οικογένειες πολυτέκνων, που τα οικονομικά τους ήσαν πενιχρά. Διαβάζει κανείς συγκινητικά γράμματα στις σελίδες του περιοδικού, αλλά βλέπει και υπέροχες οικογενειακές φωτογραφίες με όλα τα μέλη τους, παππούδες, γονείς, εγγόνια, δισέγγονα, χάρμα οφθαλμών.
Βλέποντας ο π. Νικόδημος τις τεράστιες διαστάσεις που έλαβαν οι εκτρώσεις στην Ελλάδα (τριπλάσιες εκτρώσεις από γεννήσεις) έδωσε πραγματικό αγώνα ενημέρωσης για την αποφυγή της σύγχρονης αυτής μάστιγας. Πολλοί είναι εκείνοι που επηρεάστηκαν από την αρθρογραφία του και έφεραν στον κόσμο όσα παιδιά τους έδωσε ο Θεός, άλλοι απέφυγαν εκτρώσεις που προγραμμάτιζαν, άλλοι διόρθωσαν με τη μετάνοιά τους και τη γέννηση και άλλων παιδιών ύστερα από κάποια έκτρωση και άλλοι έγιναν συνεργάτες στην προστασία του αγέννητου παιδιού. Αλλά και η προβολή εθνικών θεμάτων και ηρωικών γεγονότων δεν διέφευγαν της προσοχής του π. Νικοδήμου.
Όλα αυτά αποτελούν τεράστια προσφορά στην Εκκλησία και στο γένος των Ελλήνων, για την οποία αξίζει κάθε δίκαιος έπαινος στον μεταστάντα. Ο θάνατός του αφήνει δυσαναπλήρωτο κενό. Οι πολυποίκιλα ενισχυόμενες πολύτεκνες οικογένειες είναι φυσικό να νοιώθουν απορφανισμένες. Είθε ο Κύριος να στείλει αντάξιο αντικαταστάτη του και να κατατάξει τον ίδιο μετά των εκλεκτών του.
«Γιά τήν Ἐκκλησιά ἡ καμπάνα, ἡ «καμπάνα». Τί ὡραῖα πού σημαίνει, πού «σημαίνει». Ντίν ντάν, «ντίν ντάν»…»
ΕΙΝΑΙ μερικές φορές πού ὅταν δέν ἔχουμε κατανοήσει το βαθύτερο νόημα προσώπων, καταστάσεων, ἀντικειμένων καί λέξεων, εὔκολα, ἀζύγιστα, ἐπιπόλαια καί ἐπιδερμικά τά πολεμοῦμε. Και πρωτίστως μιλῶ γιά τόν ἑαυτό μου.
Γιʼαὐτό καί ταπεινά καταθέτω τά ἑξῆς, γιά τά ὁποῖα ἄν ἔχω λάθος διορθῶστε με. Καί γιά νά γίνουμε σαφέστεροι τό θέμα εἶναι περί καμπανῶν.
Ἄς δοῦμε πρῶτα σύντομα την ἱστορική τους προέλευση καί σημασία, ἀντλώντας στοιχεῖα α) ἀπό τήν «Ἀργολική ἀρχειακή βιβλιοθήκη ἱστορίας καί πολιτισμοῦ», και συγκεκριμένα ἀπό τό ἄρθρο μέ τίτλο ¨Καμπαναριά¨τοῦ πρωτοπρ. Γεωργίου Σελλῆ καί β) ἀπό τόν ἱστότοπο «Συν-οδοιπορία» καί συγκεκριμένα τό ἄρθρο μέ τίτλο ¨Τό σήμαντρο-Σύμβολο μοναχισμοῦ¨.
Πῶς καθιέρωσαν τὰ σήμαντρα
Ἀρχικά εἴχαμε τό σήμαντρο. Τὸ κάλεσμα μὲ σήμαντρα εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα. Γιὰ τὴν πρόσκληση τοῦ λαοῦ σὲ τελετὲς καὶ συναθροίσεις χρησιμοποιοῦνταν μεγάλα τεμάχια μετάλλου, κρεμασμένα σὲ σχοινιὰ ποὺ τὰ ἔκρουαν μὲ μεταλλικὲς ἢ ξύλινες ράβδους. Ἡ χρήση ἐπίσης μικρῶν κωδώνων ἀναφέρεται καὶ στὴ λατρεία τῶν ἀρχαίων λαῶν: Σύρων, Αἰγυπτίων, Ρωμαίων κ.ἄ.
Στὸ βιβλίο τῆς Ἐξόδου ἀναφέρεται ἡ ὕπαρξη χρυσῶν κωδωνίσκων στὶς ἀρχιερατικὲς στολές. Ἀντιθέτως, γιὰ τὸ κάλεσμα τῶν Ἰσραηλιτῶν στὶς θρησκευτικὲς συγκεντρώσεις χρησιμοποιοῦνταν σάλπιγγες, μὲ τὶς ὁποῖες οἱ ἱερεῖς γνωστοποιοῦσαν στὸ λαὸ τὶς νουμηνίες καὶ τὰ Ἰωβηλαῖα. Εἶχε θεσπιστεῖ ἡ Ἑορτὴ τῶν Σαλπίγγων τὴν πρώτη τοῦ ἑβδόμου μηνός.
Εἶναι ἄγνωστο πότε ἔγινε ἡ χρήση κωδώνων στὴ χριστιανικὴ λατρεία γιὰ πρώτη φορά. Κατὰ τὴν περίοδο τῶν διωγμῶν οἱ πιστοὶ καλοῦνταν εἴτε μὲ ἐνημέρωση στὴν ἀπόλυση τῆς προηγούμενης σύναξης εἴτε μὲ τοὺς «Θεοδρόμους» ἢ «Λαοσυνάκτες», οἱ ὁποῖοι, μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους εἰδοποιοῦσαν ἀπὸ πόρτα σὲ πόρτα γιὰ τὸν τόπο καὶ τὸ χρόνο τῆς ἑπομένης. Κατὰ τὴν Τουρκοκρατία, τὴν εἰδοποίηση ἀνελάμβανε ὁ λεγόμενος ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες «κράκτης», ἀπὸ δὲ τοὺς Τούρκους «τσεχενδεμὶν νταβετσί» (δηλ. κλητήρας τοῦ Ἅδη).
Μετὰ τοὺς διωγμοὺς εἰσήχθησαν στοὺς ναοὺς καὶ στὰ μοναστήρια τὰ λεγόμενα «ἁγιοσίδερα», δηλ. σιδερένια ἢ ξύλινα σήμαντρα, ποὺ ὑπάρχουν μέχρι σήμερα.
Τί συμβολίζει ἡ κροῦσις τῶν σημάντρων
Ἀρχικῶς ἡ κρούση τοῦ σημάντρου εἶναι συμβολική. Τό μέν μικρό σήμαντρο πού χρησιμοποιεῖται στόν Ὄρθρο συμβολίζει ὅσα διδάσκει ἡ Παλαιά Διαθήκη, ἐνῶ τό μεγάλο σήμαντρο τονίζει τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ κρούση τοῦ σιδηροῦ σημάντρου θυμίζει τή σάλπιγγα τοῦ ἀγγέλου, τήν ὁποία θά ἀκούσουν μέ ἀγαλλίαση οἱ ἐκλεκτοί κατά τήν ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου. Παράλληλα, ἡ κρούση τοῦ ξυλίνου σημάντρου ἤ ταλάντου θυμίζει τήν κρούση τοῦ ξύλου ἀπό τό Νῶε πρίν ἀπό τόν κατακλυσμό καί ἔτσι κατά τίς ἱερές Ἀκολουθίες στά μοναστήρια, τό σήμαντρο συμβολίζει τόν ἐρχομό τῶν πιστῶν ἐντός τῆς Νέας Κιβωτοῦ πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νά σωθοῦν ἀπό τόν κατακλυσμό τῆς ἁμαρτίας.
Ἡ καμπάνα, βεβαίως καί κυριάρχησε στίς πολυπληθεῖς πλέον πόλεις ὡς τό δυνατότερο σέ ἐμβέλεια μέσο κλήσεως κυρίως τῶν πιστῶν στοὺς ἱεροὺς ναούς. Τὸ σήμαντρο ἐπανῆλθε στοὺς ἐνοριακοὺς ναοὺς κατὰ τὰ χρόνια τῆς τουρκοκρατίας, κυρίως λόγω τῆς ἀνάγκης τῶν πιστῶν νὰ συγκεντρώνονται καὶ νὰ ἐκκλησιάζονται κρυφά, χωρὶς κωδωνοκρουσίες.
Γνωρίζοντας μάλιστα ὅτι πολλὰ μοναστήρια λειτούργησαν καὶ ὡς «κρυφὰ σχολειά» τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, γίνεται σαφὲς ὅτι ἡ κρούση τοῦ σημάντρου ἐξυπηρετοῦσε καὶ ἐκπαιδευτικοὺς σκοπούς, χωρὶς νὰ γίνονται ἀντιληπτοὶ οἱ συμμετέχοντες ἀπὸ τοὺς Τούρκους κατακτητές.
Σήμερα, τὰ ξύλινα καὶ τὰ σιδηρά σήμαντρα παραμένουν ἐν χρήσει μαζὶ μὲ τοὺς κώδωνες μόνο στὶς ἱερὲς μονές, ἐνῶ καθένα ἀπὸ αὐτὰ κρούεται σὲ ὁρισμένο χρόνο ποὺ ὁρίζει ἡ τάξη τοῦ μοναστηριοῦ.
Μπορεῖ μάλιστα νὰ εἰπωθεῖ ὅτι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο κρούεται τὸ σήμαντρο σὲ κάθε μονὴ ὑποδηλώνει καὶ τὸν ἰδιαίτερο χαρακτήρα αὐτῆς, τόν χαρμόσυνο ἤ πένθιμο, εἴτε πρόκειται γιὰ ἀνδρικὸ εἴτε γιὰ γυναικεῖο μοναστήρι.
Πάντως εἶναι γεγονός τό εὖρος τῶν συναισθημάτων πού προκαλεῖ ὁ ἦχος τῆς καμπάνας καὶ τῶν σημάντρων ποὺ κοσμοῦν τὶς ἐκκλησίες καὶ τὰ μοναστήρια τῆς πατρίδας μας: ἀπὸ τὸ κάλεσμα στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες καὶ τὴν ἐπισήμανση τῶν ἱερῶν στιγμῶν τῆς λατρείας ἕως τὴν εἰδοποίηση γιὰ χαρμόσυνα ἢ δυσάρεστα γεγονότα.
Οἱ μεγάλες καμπάνες γιὰ τὴν πρόσκληση τοῦ λαοῦ στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες ἐμφανίζονται ἀρχικὰ στὴ Δυτικὴ Ἐκκλησία. Ἔχουν πάρει τὴν ὀνομασία τους ἀπὸ τὴν Καμπανία, περιοχὴ τῆς Ἰταλίας, στὴν ὁποία πρωτοκατασκευάστηκαν. Συμβολίζουν τὶς σάλπιγγες τῶν ἀγγέλων, πού ἀφυπνίζουν γιὰ ἐγρήγορση.
Στὴν Ἀνατολὴ κάποιος Βυζαντινὸς χρονογράφος ἀναφέρει ὅτι τὸν Θ΄ αἰ. ὁ δούκας τῆς Ἑνετίας Οὖρσος χάρισε στὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ δώδεκα μεγάλες καμπάνες, τὶς ὁποῖες κρέμασε σὲ ἰδιαίτερο πύργο στὴν αὐλὴ τῆς Ἁγίας Σοφίας. Πρώτη φορά τὶς ἔβλεπαν οἱ Βυζαντινοί, ὅμως τοὺς ἄρεσαν τόσο, ὥστε γενικεύτηκε ἡ χρήση τους.
Οἱ Τοῦρκοι ἀπαγόρευσαν τὴ χρήση τους κατὰ τὴ δουλεία, μὲ ἐξαίρεση τὸ Ἅγιον Ὄρος, τὰ Ἰωάννινα καὶ μερικὰ νησιά, γιὰ νὰ μὴ ταράσσεται ὁ ὕπνος τῶν νεκρῶν Μουσουλμάνων, γιατί «ὁ κώδων εἶναι τὸ μυστικὸν ὄργανον τοῦ διαβόλου». Ἀντίθετα, ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανὸς γράφει: «τὸ σήμαντρο αἰνίττεται (ὑμνεῖ καί δοξάζει) τάς τῶν ἀγγέλων σάλπιγγας· διεγείρει δὲ καὶ τοὺς ἀγωνιστάς πρὸς τὸν τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν πόλεμον».
Οἱ πιὸ παλιὲς γνωστὲς καμπάνες συναντῶνται τὸν ὄγδοο αἰώνα. Ἡ κατασκευὴ τους εἶναι χονδροειδὴς καὶ ἀποτελεῖται ἀπὸ μεταλλικὲς πλάκες, συναρμολογημένες μὲ σφυρηλατημένα καρφιά, ὅπως οἱ κατοπινοὶ λέβητες. Ἀργότερα ἐπικράτησε ἡ κατασκευή τους ἀπὸ χυτὸ ὀρείχαλκο ἄριστης ποιότητας. Ἡ χρήση χρυσοῦ ἢ ἀσημιοῦ γιὰ καλύτερη ἠχητικὴ ἀπόδοση ἐλέγχεται. Τὸ καμπαναριὸ εἶναι ἡ θέση ἀπὸ ὅπου ἀντηχεῖ ἡ καμπάνα μὲ τὴ γλυκιὰ φωνή της.
Ἕνα τρανό παράδειγμα πρὸς μίμησιν
Ὅπως μαθαίνουμε α) ἀπό τον ἱστότοπο agiosnikolaoskozanis και συγκεκριμένα ἀπό τήν εἰδικότερη ἀναφορά περί τοῦ κωδωνωστασίου τοῦ ἐν λόγῳ Ναοῦ καί β) ἀπό το ἄρθρο τῆς Κατερίνας Μάτσου ὅπου ἀναφέρεται ἐπίσης στό καμ- παναριό τής Ἐκκλησίας, γιὰ τοὺς κατοίκους τῆς Κοζάνης ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Νικολάου δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ χωρὶς τὸ καμπαναριό.
Ἀξίζει, λοιπόν, μικρὸς λόγος νὰ γίνει καὶ γιὰ τὸ κτίσμα αὐτό. Μέχρι τὰ 1728 ὁ ναὸς δὲν εἶχε οὔτε καμ- πάνες οὔτε σήμαντρα. Ὁ δυνάστης θεωροῦσε πρόκληση καὶ ἀπαράδεκτη ἐνόχληση τὴν ὕπαρξή τους καὶ αὐστηρὰ ἀπαγόρευε τὴ χρήση τους.
Χρειάστηκαν καὶ πάλι παρεμβάσεις ἐπισήμων καὶ μεσιτεῖες διάφο- ρες γιὰ νὰ δοθεῖ στὰ 1728 στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου τὸ δικαίωμα νὰ ἔχει σήμαντρα σιδερένια καὶ ξύλινα, ὄχι ὅμως καὶ καμπάνες. Τὸ γεγονὸς χαιρετίστηκε ἀπὸ τοὺς Κοζανίτες μὲ πολλὴ χαρά, ἔκφραση δὲ τῆς χαρᾶς τους ἀποτελεῖ καὶ ἡ σημείωση στὴν πίσω πλευρὰ τοῦ σχετικοῦ φιρμανιοῦ ποὺ φυλάγεται στὴ δημοτικὴ βιβλιοθήκη· «Τό φερμάνι τοῦ Σουλτάνου Μεϊμὲτ ἀπό ὅπου ἔλεος τοῦ ἔκαμεν σεφέρι διά νά ἔχωμεν στην ἐκκλησίαν τοῦ Ἁγίου Νικολάου σήμαντρα σιδερένια καί ξύλινα». Πότε δόθηκε ἄδεια νὰ ἠχοῦν καὶ καμπάνες δὲν εἶναι γνωστό. Ὁπωσδήποτε αὐτὸ συνέβη πρὶν ἀπὸ τὰ 1855 ποὺ στήθηκε τὸ κωδωνοστάσι καὶ τοποθετήθηκαν σ᾿ αὐτὸ καὶ σήμαντρα καὶ καμπάνες.
Τὸ φιρμάνι τοῦ 1728 διὰ τὴν χρῆσιν σημάντρων
Μέ τὴν ἀνέγερση τοῦ κωδωνοστασίου οἱ Κοζανίτες «ἔβγαλαν τὸ ἄχτι τους». Καθὼς δὲν μποροῦσαν νὰ χτίσουν ψηλὲς καὶ ἐπιβλητικὲς ἐκκλησίες, ἔχτισαν ψηλὸ καὶ ἐπιβλητικὸ καμπαναριό. Δὲν τοὺς ἐνδιέφερε ἡ ἐξωτερική του ἐμφάνιση καὶ ἡ λεπτὴ τέχνη, ὅσο τοὺς ἐνδιέφερε ὁ ὄγκος καὶ προπαντὸς τὸ ὕψος του. Καὶ ἔγινε γιὰ τὴν ἐποχὴ του πραγματικὰ ψηλὸ -ἔφτανε στὰ εἴκοσι ἕξι μέτρα, μὲ ἕξι ὀρόφους καὶ τροῦλο. Καὶ κατασκευάστηκε τετράγωνο καὶ ἀπὸ πελεκητὴ πέτρα, ἔργο τοῦ κάλφα Ἀνδρέα ἀπὸ τὴ Σέλιτσα (σημ. Ἐράτυρα Βοΐου). Ἡ δαπάνη, 62.152 γρόσια καὶ 37 παράδες, καλύφτηκε ἀπὸ τὸ εἰδικὸ ταμεῖο ποὺ προοριζόταν γιὰ τὴ βελτίωση τῆς λειτουργίας τῆς σχολῆς. Μὲ δωρεὰ δὲ τοῦ Ἠλία Κουτσιμάνη στὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ τοποθετήθηκε ὡρολόγι, χρήσιμο πολὺ γιὰ τὴν ἐποχή του.
Τέλος, στὰ 1939 μὲ δωρεὰ τοῦ Κωνσταντίνου Μαμάτσιου προστέθηκε ὁ ἕβδομος ὄροφος καὶ τοποθετήθηκε σύγχρονο ὡρολόγι μὲ δεῖκτες καὶ στὶς τέσσερις πλευρὲς καὶ στὰ 1954 ἐπανεγκαταστάθηκε ὁ τροῦλος, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ἡ ἐντοιχισμένη ἀναμνηστικὴ πλάκα.
Τὸ κωδωνοστάσι δὲν ἔχει ἰδιαίτερη ἀρχιτεκτονικὴ ἀξία οὔτε στὴ συνολική του μορφὴ οὔτε σὲ λεπτομέρειες, μέ ἐξαίρεση δυὸ γλυπτὲς παραστάσεις στοὺς τρίτο καὶ τέταρτο ὀρόφους τῆς ἀνατολικῆς πλευρᾶς. Εἶναι ὅμως μεγάλη ἡ ἱστορική του σημασία καὶ ἡ συναισθηματική του ἀξία. Καθὼς οἱ Κοζανίτες «ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων» περιβάλλονταν ἀπὸ πολλὰ ἀμιγῆ τουρκοχώρια, μὲ τὴν καμπάνα τὴ μεγάλη τοῦ Ἅι-Νικόλα διατράνωναν τὰ χριστιανικὰ καὶ ἐθνικὰ τους αἰσθήματα κι ἔστελναν μηνύματα ὑπομονῆς καὶ ἐλπίδων ἀλλὰ καὶ μηνύματα ὑπεροχῆς τῆς διδασκαλίας τοῦ «Ναζωραίου» ἀπέναντι στὰ μουσουλμανικὰ κηρύγματα τῶν χοτζάδων τῆς περιοχῆς.
Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ οἱ Τοῦρκοι τῶν γειτονικῶν χωριῶν ζήτησαν νʼ ἀπαγορευθεῖ ἡ χρήση τῆς μεγάλης καμπάνας. Ἀλλὰ οἱ Κοζανίτες κατάφεραν νὰ διατηρήσουν τὸ δικαίωμα νὰ τὴ χρησιμοποιοῦν καὶ μὲ τὸ γλυκό της τὸν ἦχο καὶ τοὺς συμβολισμούς του νὰ γιορτάζουν ὅλα τὰ μεγάλα ἐθνικὰ γεγονότα καὶ νὰ καταστεῖ ἔτσι τὸ καμπαναριὸ φορέας τῶν παραδόσεων τῆς πόλης καὶ τὸ «ἐμφανὲς σύμβολόν» της.
Σχόλιο τοῦ συντάκτη: Ἐκεῖ πρέπει νά φθάσουμε;…νά αἰσθανόμαστε καί σήμερα, μέσα στό σπίτι μαςκιόλας, ὅτι κρατᾶμε Θερμοπῦλες; ἔ καί μή χειρότερα…Ἀκόμη καί σήμερα στήν Ἰορδανία καί στά Ἱεροσόλυμα, παρά τήν παρουσία μουσουλμανικοῦ καί ἑβραϊκοῦ πληθυσμοῦ, ἠχοῦν διάτρανα καί ἀνεμπόδιστα οἱ καμπάνες τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Εἴχαμε τὴν Τρόϊκα, τώρα ἔχομεν καὶ τὸν Μουφτή
Ἐν κατακλεῖδι, καί ἀπό μία ἄλλη σκοπιά, οἱ ἐπαναλαμβανόμενοι ἦχοι γίνονται μιά βιολογική συνήθεια για τόν ἀνθρώπινο ὀργανισμό. Μετά ἀπό μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή δέν ἀκούει ὁ ἄνθρωπος τούς τακτικούς καθιερωμένους ἤχους τοῦ γύρωθεν περιβάλλοντός του ὅταν π. χ. μένει μόνιμα σε κάποια περιοχή. Οἱ κάτοικοι δηλ. πού διαβιοῦν κοντά σέ ἀεροδρόμια ἤ σέ κομβικά σημεῖα σιδηροδρομικῶν ραγῶν, μετά ἀπό ἕνα χρονικό διάστημα δέν ἐνοχλοῦνται στούς ἐκκωφαντικούς ἤχους τῶν ἀεροπλάνων καί τῶν τραίνων ἀντιστοίχως, κατά τό συχνότατο πέρα- σμά τους, καθ᾿ ὅτι ὁ ἀνθρώπινος ὀργανισμός ἔχει προσαρμοσθεῖ στό ἄκουσμά τους. Πῶς ἐξηγεῖται λοιπόν νά ἐνοχλοῦν κάποιους μόνο οἱ καμπάνες;
Εὔλογες βεβαίως εἶναι καί οἱ ὑποψίες περί μουσουλμανικοῦ δακτύλου, ὅπως ἐνημερωνόμαστε ἀπό ἄλλα σάϊτ. Πραγματικά ὅμως ἀναρωτιέται κανείς, γιατί τώρα να ἐνοχληθοῦν κάποιοι καί νά βγεῖ σχετικό ἐγκύκλιο σημείωμα; Μέχρι τώρα ἀπό τότε πού ὑπάρχουν καμπάνες, δέν ἠνοχλεῖτο κανείς!! Οὔτε μωρά οὔτε γέροι οὔτε ὑγιεῖς οὔτε ἀσθενεῖς. Τώρα τάχα ὅλοι ταυτό- χρονα διαμαρτυρήθηκαν; Δεν εἴμαστε τόσο ἀφελεῖς. Εἴχαμε την Τρόϊκα, τώρα καί τόν Μουφτή;
Δέν εἶναι ὑπερβολικά παράδοξο γιά τό ἕνα λεπτό καί ἄν, πού χτυπᾶ ἡ καμπάνα τρεῖς φορές τήν Κυριακή, καί σέ κάποιες γιορτές τοῦ Χριστοῦ μας, τῆς Παναγίας μας και τῶν ἁγίων μας μέσα στήν ἑβδομάδα, νά ἔχουν ἐνοχληθεῖ οἱ πάσχοντες ἀπό ὑπερευαισθησία ὠτίων;
Ὑπερβολικό!
Προσκαλεῖ τοὺς πιστοὺς καὶ τοὺς ἀπίστους εἰς τὸν Παράδεισον
Ἡ καμπάνα ἔχει δυναμικό ρόλο στή λατρευτική μας παράδοση. Προσκαλεῖ τούς πιστούς καί τους ἀπίστους στόν Παράδεισο.Ὅπως ὁ Νῶε τότε προσκαλοῦσε τούς πάντες στήν Κιβωτό γιά νά σωθοῦν. Ὑπάρχει δηλαδή θεολογική σημασία στήν καμπάνα.Τό νά γίνεται ἠπιότερη καί συντομότερη κρούση τῶν καμπανῶν στήν ἤδη ἤπια και σύντομη κρούση τους, σημαίνει κατάργηση τοῦ χτυπήματος.
Ἡ Ἐκκλησία μας ὡς Σῶμα Χριστοῦ καί μάλιστα μέσα στό λίκνο τῆς ὀρθοδοξίας, τήν Ἑλλάδα, θα πρέπει νά συνεχίσει νά χτυπᾶ ὄχι ὅπως πάντα ἀλλά καί ἀκόμη δυνατότερα καί περισσότερο τίς καμπάνες της, στίς δύσκολες ἡμέρες τῆς πολύπλευρης ἐξαθλιωτικῆς καί θανατηφόρου κρίσεως. Νά βοήσουν καί νά κραυγάσουν στόν Θεό ὡς σεμνή παράκληση γιά τό ἔλεός Του. Εἶναι ἡ μόνη μας ἐλπίδα! Δεν ἐννοοῦμε βεβαίως νά σημαίνουν εὐκαίρως ἀκαίρως, γιά νά σπᾶνε τά νεῦρα τῶν γύρωθεν κατοίκων, ἀλλά στίς προβλεπόμενες διατεταγμένες στιγμές. Ἄν σιγήσουν οἱ καμπάνες, θά κράξουν οἱ λίθοι. Με τίς καμπάνες ἐκφράζει ἡ Ἐκκλησία διάτρανα τό πανηγῦρι της, ἔτσι ὁμολογεῖ τήν πίστη της. Σέ ὅποιον ἀρέσει. Ἄς πᾶνε ἀλλοῦ σέ ἄλλες γειτονιές ἤ χῶρες ὅσοι ἐνοχλοῦνται καί προτιμοῦν νά ἀκοῦν ἄλλους ἤχους καί κραυγές μουφτήδων, χεβιμεταλλάδων, δαιμονι- σμένων ἤ δαιμονίων. Ἔχουν το ἐλεύθερο ἐπιλογῆς. Ἄς μή μᾶς ἐπιβάλλουν ὅμως τίς δικές τους προτιμήσεις. Ἡ ἱστορία ἔχει δείξει πώς ἡ στέρηση τῆς ἐλευθερίας ὁδηγεῖ πάντοτε σέ ἀπρόσμενες καταστάσεις…
Ταπεινά φρονοῦμε πώς ἡ βασική αἰτία πού ἐνοχλοῦνται κάποιοι ἀπό τίς καμπάνες, εἶναι τό ὅτι δέν ἀγαποῦν ὅσο θά ᾿πρεπε τόν ἴδιο τον Χριστό καί τό Εὐαγγέλιό Του και ὄχι ὁ ἀνυπόφορος ἦχος. Ἀκόμη και στίς ἠλεκτρικές καμπάνες ὑπάρχουν συνδυασμοί πλήκτρων πού παράγουν γλυκεῖς εὐχάριστους ἤχους.
Ἐπιτέλους: Ἂς ποῦμε τώρα καὶ ἕνα ὄχι Ἄς ἀναλογισθοῦμε τί λόγο θάδώσουμε ἐπί τοῦ φοβεροῦ βήματος ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ; Μήπως καί αὐτό τό Βῆμα νά τό ἐξαφανίσουμε, ἐπειδή ἐνδεχομένως μᾶς κατηγορήσουν γιά ρατσισμό; Μήπως ἐν τέλει κάποιους, ὅλα τους ἐνοχλοῦν;
Μά ἐπιτέλους ἄς ποῦμε καί ἕνα «ΟΧΙ» τώρα μάλιστα πού καί στον τόπο μας ἔχουν λυσσάξει α) γιά να φτιάξουν τζαμιά, β) νά καταργήσουν τήν εὐλογημένη γιά πολλούς λόγους ἀργία τῆς Κυριακῆς, ὡς Ἡμέρας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς θεσμοθετημένης ἀπό Μεγάλου Κωνσταντίνου και διατηρουμένης ἕως σήμερα, ἀλλά καί πού σφάζουν πλέον στή Συρία συστηματικά καί ἀνελέητα Χρι- στιανούς. Τυχαῖος αὐτός ὁ ἰσλαμικός συνδυασμός; Γιατί ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ἔρχεται ἄσχημος καιρός, ὅταν ἀπό μακριά βλέπουμε τά μαῦρα σύννεφα, καί λαμβάνουμε τά μέτρα μας, ἐνῶ τώρα προφασιζόμαστε πώς ἡ κοινωνία μας ἔχει γίνει πλέον πολυπολιτισμική, ἄρα πρέπει νά ὑποταγοῦμε στά ἄλλης μορφῆς μαῦρα σύννεφα;
Οἱ καμπάνες τούς πειράζουν;
Και ἄν ἡ ἀπάντηση εἶναι «Ναί, οἱ καμπάνες», γιατί νά μή ὀργανωθεῖ μια ἄλλου εἴδους καμπάνια κατηχήσεως, πού νά ἑρμηνεύει ὄχι μόνο το βαθύτερο νόημα τῆς ὑπάρξεώς τους, ἀλλά καί τή μοναδική ἀληθινή πίστη τῶν Χριστιανῶν σέ σύγκριση μέ αὐτήν τήν ψεύτικη, αἱμοδιψῆ καί δαιμονιώδη τοῦ Ἰσλάμ. Θα προτείναμε στούς ἀναγνῶστες να μελετήσουν τούς σχετικούς ἐν προκειμένῳ καταπληκτικούς διαλόγους τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ πρός τούς Χιόνες.
Oρθόδοξος Τύπος,13/09/ 2013
Πηγή: http://tokandylaki.blogspot.gr/2014/06/blog-post_7761.html
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...