Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
῾Ο ῞Αγιος ᾿Απόστολος καί Εὐαγγελιστής Μάρκος, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν καί ᾿Ιωάννης, ἦταν ᾿Ιουδαῖος ῾Ελληνιστής καί μητέρα του ὀνομαζόταν Μαρία. Καταγόταν ἀπό εὔπορη οἰκογένεια καί κατά τή συνήθεια τῆς ἐποχῆς νά παίρνουν οἱ ᾿Ιουδαῖοι καί ἕνα δεύτερο ὄνομα ἑλληνικό ἤ ρωμαϊκό, ὀνομάστηκε καί Μάρκος. ῾Η οἰκογένειά του διέθετε τό προφανῶς εὐρύχωρο σπίτι της στήν ῾Ιερουσαλήμ γιά τίς συνάξεις τῶν Χριστιανῶν. ῾Ορισμένοι παλαιότεροι ἐρευνητές δέχονται ὅτι στό σπίτι αὐτό ἔλαβε χώρα τό τελευταῖο δεῖπνο τοῦ ᾿Ιησοῦ μέ τούς Μαθητές Του καί ὅτι ὁ ἄνθρωπος, «ὁ κεράμιον ὕδατος βαστάζων»126, ὁ ὁποῖος θά ἔδειχνε στούς δύο Μαθητές πού ἔστειλε ὁ ᾿Ιησοῦς γιά τήν προετοιμασία τοῦ δείπνου τό «ἀνώγαιον μέγα ἐστρωμένον ἕτοιμον»127, ἦταν ὁ ᾿Ιωάννης Μάρκος.
Ἐπειδή σοι τὰς μὲν ἐκ τῶν λογισμῶν στροφὰς καὶ πλοκὰς ἱκανῶς διεσείσαμεν τῇ δυνάμει τοῦ πνεύματος, τὰς δὲ παρὰ τῶν θείων γραφῶν ἐνστάσεις τε καὶ ἀντιθέσεις, αἷς οἱ τοῦ γράμματος ἱερόσυλοι καὶ τὸν νοῦν τῶν γεγραμμένων κλέπτοντες τοὺς πολλοὺς σφετερίζονται, καὶ τὴν ὁδὸν τῆς ἀληθείας ταράσσουσι,
Η γενοκτονία των Αρμενίων και η υποκρισία των Τούρκων… 109 χρόνια από την επέτειο… 24 Απριλίου 1915!
Λέγεται πως ο ίδιος ο Χίτλερ κάποτε ισχυρίστηκε ότι ο κόσμος θα ξεχνούσε την γενοκτονία των Εβραίων γιατί “Ποιός θυμάται τη γενοκτονία των Αρμενίων;” Ο άνθρωπος που αιματοκύλησε την Ευρώπη είχε για μια ακόμη φορά άδικο. Η ιστορία τον διέψευσε. Οι Εβραίοι δεν ξέχασαν την γενοκτονία και φυσικά δεν την ξέχασε ο Αρμενικός λαός. Οι Αρμένιοι είτε ζουν στο Ερεβάν, είτε ζουν στο Ηράκλειο, την Γαλλία ή την Αμερική θεωρούν την 24η-25η Απριλίου του 1915 ως την αρχής μίας θλιβερής επετείου. Τότε που οι Νεότουρκοι στην Πόλη μάζεψαν τους πρώτους Αρμένιους και τους κατέσφαξαν. Ήταν η αρχή ενός μαζικού προγκρόμ που για τα επόμενα χρόνια στοίχισε τη ζωή σε 1,5-2 εκατομμύρια ψυχές. Ήταν μια προσπάθεια ξεκληρίσματος των Αρμενίων που για τους Τούρκους ήταν ακόμη ένα κόκκινο πανί, όπως ήταν οι Έλληνες του Πόντου, οι Κούρδοι.
Οι συστηματικές και επιμελώς προετοιμασμένες σφαγές και εκτοπίσεις των Αρμενίων από την τουρκική κυβέρνηση μεταξύ του 1915 και του 1923 με σκοπό την εξόντωση της αρμενικής φυλής, συνθέτουν την Γενοκτονία των Αρμενίων.
Εκ των πραγμάτων η λέξη «Γενοκτονία» στις μέρες μας συνειρμικά επικεντρώνει τη σκέψη μας στα δύο τραγικά γεγονότα του αιώνα μας, τη Γενοκτονία των Αρμενίων το 1915 από τους Νεότουρκους και τη Γενοκτονία των Εβραίων και των σλαβικών λαών το 1940-44 από τους Γερμανούς. Στον αιώνα μας διαπράχθηκαν εγκλήματα Γενοκτονίας εις βάρος και άλλων λαών, που συνειδητά η Τουρκία προσπάθησε και προσπαθεί να υποβαθμίσει. Μέχρι και σήμερα η Τουρκία δεν θέλει να ακούσει τίποτα περί Γενοκτονίας. Η οποία επιμένει ότι η σφαγή των εκατοντάδων χιλιάδων Αρμενίων δεν ήταν τίποτα άλλο από το αποτέλεσμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου! Πόλεμος λοιπόν το ολοκαύτωμα του αρμενικού λαού, πόλεμος ο αφανισμός της κουρδικής εθνότητας ,η διχοτόμηση της Κύπρου, αλλά και του ελληνισμού του Πόντου; Η μόνη αλήθεια στα λεγόμενα των Τούρκων είναι ότι ο όρος «γενοκτονία» όταν συνέβησαν τα περιστατικά του 1915 και εντεύθεν δεν υπήρχε στη διεθνή διπλωματία. Η γενοκτονία ως όρος εισήχθη μετά την δίκη της Νυρεμβέργης το 1945, όταν δικάστηκαν οι ναζί.
Το μεγάλο έγκλημα…
Η γενοκτονία των Αρμενίων υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα του αιώνα. Πρόκειται για την πρώτη συστηματική διαδικασία εθνοκάθαρσης που εφάρμοσε η Τουρκία, η χώρα που βαρύνεται ίσως με τα μεγαλύτερα εγκλήματα εθνικού ξεκαθαρίσματος. Την ίδια εγκληματική τακτική εφάρμοσε σε βάρος των Ποντίων και των άλλων Ελλήνων της Μικράς Ασίας, των Κούρδων και των Ελλήνων της Κύπρου. Οι Τούρκοι αντιμετώπισαν την επιθυμία των Αρμενίων για ελευθερία, δημοκρατία και ανθρώπινα δικαιώματα με μια πρωτοφανή αγριότητα. Ο διωγμός και σφαγές των Αρμενίων για μια εικοσαετία, από το 1896 μέχρι το 1916, δημιούργησε το αρμενικό ολοκαύτωμα και κατέστησε την Τουρκία διαχρονικά υπόλογο ενώπιον της διεθνούς κοινωνίας και της παγκόσμιας ιστορίας. Η Τουρκική διπλωματία έχει επικεντρώσει την προσπάθεια της στον εξωραϊσμό της Τουρκικής ιστορίας και στην απάλειψη ή την άμβλυνση των εντυπώσεων από τη γενοκτονία των Αρμενίων και τα άλλα διεθνή εγκλήματα της Τουρκίας.
Κατά τη διάρκεια του A΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι Νεότουρκοι, φοβούμενοι ότι και οι Αρμένιοι όπως και οι άλλοι λαοί στα Βαλκάνια θα επιδιώξουν ν΄ αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους, αποφάσισαν να εξορίσουν τον αρμενικό πληθυσμό από τα ρωσο-τουρκικά σύνορα.
Στην πραγματικότητα, ολόκληρος ο αρμενικός πληθυσμός της Ανατολίας ως τα σύνορα της Συρίας, εξορίστηκε το 1915-1916. Σύμφωνα με διάφορες πηγές, ο συνολικός αριθμός των Αρμενίων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ανερχόταν σε 1,5 με 2 εκατομμύρια ψυχές. Μετά την εξόντωση των προυχόντων στην Κωνσταντινούπολη και την ομαδική εξόντωση των αρμενίων στρατιωτών είχαν στρατευτεί στον οθωμανικό στρατό, οι διωγμοί οδήγησαν σε μεγάλης κλίμακας σφαγές. Η γενοκτονία αυτή οδήγησε στο θάνατο το σαράντα με πενήντα τοις εκατό του αρμενικού πληθυσμού.
Η γενοκτονία του 1915 ξερρίζωσε τους Αρμενίους από τη Μικρά Ασία και κυρίως από τις έξι επαρχίες όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι περισσότεροι. Μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης (1923) μόνο μερικές δεκάδες χιλιάδες Αρμενίων είχαν απομείνει στην Τουρκία, συγκεντρωμένοι κυρίως στην Κωνσταντινούπολη. Είναι φανερό πως η κατάσταση των περισσότερων Αρμενίων στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν δραματική. Πολλοί ζούσαν σε πρόχειρα παραπλήγματα λίγο πιο έξω απ’ το Χαλέπι, τη Δαμασκό, τη Βηρυτό, την Αθήνα (σημειωτέον ότι η Ελλάδα δέχτηκε επίσης το 1,2 εκατομμύριο Ελλήνων που απελάθησαν από τη Μικρά Ασία κι ανταλλάχθηκαν με 650.000 μουσουλμάνους που απελάθηκαν στην Τουρκία), τη Φιλιππούπολη, τη Σόφια και την Κύπρο. Παρά ταύτα, με τον καιρό, όχι μόνο ενσωματώθηκαν στον πληθυσμό των χωρών αυτών, αλλά και διακρίθηκαν και διέπρεψαν
Για όσους Αρμενίους κατέφυγαν σε ήδη ανεπτυγμένες χώρες οι συνθήκες ήταν επισφαλείς, όπως είναι πάντα για όλους όσους καταφεύγουν σε μια χώρα τη γλώσσα της οποίας δε γνωρίζουν και δε διαθέτουν κεφάλαια, παρά μόνο τα δυο τους χέρια.
Ο αριθμός των θυμάτων καθώς και ο τρόπος εκτέλεσής τους έμεινε μοναδικός στη σύγχρονη ιστορία, κάνοντας έτσι την 24η Απριλίου του έτους 1915 διεθνώς γνωστή ως ημέρα της πρώτης γενοκτονίας του 20ού αιώνα, η οποία διαπράχθηκε από την Τουρκία και είχε 1.500.000 και πλέον θύματα, Αρμένιους όλων των ηλικιών, ενώ περίπου μισό εκατομμύριο άστεγοι διέφυγαν στα εδάφη που σήμερα αποτελούν τη Δημοκρατία της Αρμενίας, σε περιοχές της Μέσης Ανατολής, της Ευρώπης και της Αμερικής.
Η Τουρκία, εντούτοις, παρά τα συντριπτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν την Γενοκτονία των Αρμενίων, επιμένει στην αδιάλλακτη θέση της πλήρους άρνησης της ιστορικής αλήθειας. Και κάθε φορά που μία χώρα έρχεται είτε επίσημα είτε ανεπίσημα να αναγνωρίσει την Γενοκτονία η Τουρκία αντιδρά και απειλεί θεούς και δαίμονες.
ΠΗΓΕΣ:
* ΠΑΤΡΙΣ
* Ιστοσελίδα για την γενοκτονία των Αρμενίων, http://www.theforgotten.org/noflash.html
* Ιστορία των Αρμενίων
* Διαρκές δικαστήριο των λαών, Το έγκλημα της σιωπής. Η γενοκτονία των Αρμενίων,
* Διεθνής Αμνηστία, Έκθεση του1992.
* Εταιρεία για τα δικαιώματα των μειονοτήτων, Μειονότητες στην Ελλάδα.
* Helsinki Watch
* Κεντρική επιτροπή για την υπεράσπιση του αρμενικού ζητήματος, Ιστορική περίληψη πάνω στο αρμενικό ζήτημα και Η αρμενική γενοκτονία.
* Cretalive.gr
Πηγή: Cretalive
Καταστροφική πολεμική επιχείρηση των Ελλήνων κατά των Οθωμανών, σε μια δύσκολη περίοδο του Αγώνα της Ανεξαρτησίας.
...τρεις Έλληνες, όταν έπιασαν τον Διάκο και τον έφεραν στην Λαμία, τον έκλεισαν σ' ένα παλιό κι εγκαταλειμμένο χάνι, εκεί που σήμερα έχει οικοδομηθεί το Λαογραφικό Μουσείο Λαμίας στην οδό Καλύβα-Μπακογιάννη.Αυτοί οι τρεις είχαν περάσει πίσω -δυτικά- στο χάνι και από δύο μισοχαλασμένα παραθυράκια είχαν παρακολουθήσει όλη την νύχτα όλα όσα έγιναν μέσα στο χάνι...
Μετά την σύλληψη του Διάκου στα ποριά Δαμάστας, τον έφεραν με συνοδεία ποινών και τραυματισμένο στην Λαμία, οδηγώντας από την νότια της είσοδο που περνούσε δίπλα από το Γολγοθά (όπως έλεγαν το ξεκομμένο Λόφο όπου σήμερα είναι το κτίριο του Ορφανοτροφείου Αρρένων) και από την οδό Σατωβριάνδου (σήμερα) και συνέχεια τον έφτασαν και τον έκλεισαν μέσα στο παλιό χάνι, όπου σήμερα -πάλι καλά!- έχει ανεγερθεί το Λαογραφικό Μουσείο.Τον έβαλαν μέσα και τον έδεσαν με σκοινιά σ' ένα παχνί, το οποίο ήταν και ο πρώτος τόπος του μαρτυρίου του!
Εκτός από δύο-τρεις Τούρκους που έμειναν μέσα να τον επιτηρούν, οι άλλοι -όχι όλοι- έμειναν απ' έξω, ανατολικά σε κάτι δέντρα που ήταν εκεί, περιμένοντας από περιέργεια ίσως, να ιδούν τι θα γινόταν. Όταν τον έδεσαν κι έφυγαν, ο Διάκος άρχισε να πονάει από τα τραύματα που είχε, καταπονημένος κι από την ταλαιπωρία.
|
Ο Ομέρ Βρυώνης |
Είχε περάσει αρκετή ώρα, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα δύο άντρες, που από τις φορεσιές τους έδειχναν ότι ήταν μπέηδες. Τον έναν, τον ήξερε από πριν, ήταν ο Ομέρ Βρυώνης, τον άλλον όχι. Απ' ό,τι όμως είχαν ακούσει, υπολόγισαν ότι ήταν ο σκληρός Χαλήλ Μπέης. Αυτός μόνος προχώρησε κι άρχισε να κάνει έλεγχο αν είχαν δέσει καλά τον Διάκο. Τόσο πολύ φάνηκε ότι κι ακόμα δεμένον, τον φοβόταν!
Είχε νυχτώσει πια και οι τρεις που είχαν φτάσει εκεί κρυφά άρχισαν καθαρά να βλέπουν τι γίνεται...
Όταν ο Χαλήλ Μπέης σιγουρεύτηκε -το είδαν καθαρά αυτό- ότι δεν υπήρχε φόβος διαφυγής, άρχισε να φωνάζει και να απειλεί. Σε μια στιγμή τον είδαν να χτυπάει στο πρόσωπο τον Διάκο.Τον διακόπτει όμως ο άλλος, ο Βρυώνης, που πλησιάζει τον Διάκο και τον βλέπουν κάτι να του λέει. Δεν ακούνε όμως. Απ' ότι βλέπουν όμως, καταλαβαίνουν ότι κάτι τον ρωτάει, γιατί βλέπουν το Διάκο να κουνάει αρνητικά το κεφάλι του.Και ενώ τον βλέπουν να συνεχίζει ήρεμα, σε μια στιγμή εξαγριώνεται, φωνάζει και χειρονομεί!Ατάραχος ο Διάκος τον αντιμετωπίζει και κάτι που του λέει, βλέπουν τον Βρυώνη οργισμένο να αποχωρεί, αφήνοντας πια το θύμα στον δήμιό του.
Απ' τις αναλαμπές των δαυλών, ξεχωρίζουν την αγριότητα του Χαλήλ. Τον βλέπουν να τραβάει πιο πέρα τον επικεφαλής της Φρουράς -έτσι τουλάχιστον δείχνει- και με νευρικές και απειλητικές κινήσεις, κάτι του λέει, κι εκείνον να υποκλίνεται κουνώντας το κεφάλι του. Και με μια τελευταία περιφρονητική ματιά που ρίχνει στον Διάκο, τον βλέπουν να φεύγει, δείχνοντας ικανοποιημένος.
Ο Διάκος -και οι άλλοι τρεις απ' έξω- μέσα στο μισοσκόταδο βλέπουν δύο Τούρκους να ανάβουν φωτιά σε μιαν άκρη. Πάνω της φέρνουν και βάζουν μια σιδηροστιά κι ένα μεγάλο χάλκινο κακάβι. Βλέπει μετά να ρίχνουν μέσα λάδι που είχαν σ' ένα γκιούμι.
Στην συνέχεια, μαζί με τον επικεφαλής, πλησιάζουν τον Διάκο. Τον ανασηκώνουν, δεμένο καθώς είναι, τον βάζουν να καθίσει πάνω σ' ένα παλιό ξύλινο σκαμνί που βρέθηκε εκεί, του σηκώνουν τα πόδια, δεμένα καθώς είναι, και του τα δένουν έτσι που να κρέμονται.
Τι θέλουν να κάνουν αναλογίζονται με περιέργεια και αγωνία, οι τρεις που παρακολουθούν, χωρίς να τολμήσουν και να ρωτήσουν. Βλέπουν όμως τους άλλους να περιπαίζουν τον Διάκο. Φαίνεται κάτι να λένε και ο Διάκος να κουνάει επίμονα κι αρνητικά το κεφάλι του. Τι του λένε όμως δεν καταλαβαίνουν. Οπότε, κάθε φορά που ρωτάνε και αρνείται τους βλέπουν να κρατάνε στα χέρια τους μυτερά καρφιά και να τα μπήγουν σιγά πρώτα, πιο δυνατά στην συνέχεια στις πατούσες των ποδιών του Διάκου, ο οποίος κάθε φορά αναταράζεται από τον πόνο!
Η μυρωδιά του Λαδιού που καίγεται μέσα στο κακάβι, φτάνει έντονα στην μύτη και των τριών απ' έξω και υποπτεύονται τα χειρότερα...
Οι βασανιστές του, όπως έχουν γυμνώσει τα πόδια του, παίρνουν απ' το κακάβι καυτό λάδι και αρχίζουν σιγά και βασανιστικά να το ρίχνουν στα πόδια του! Τινάζεται κάθε φορά ο Διάκος, τόσο δυνατά λες και θα κόψει τις τριχιές όταν το λάδι πέφτει πάνω στα πόδια του.
Αφού είδαν να μην αντιδρά έντονα, αφήνουν τα πόδια και παίρνουν και του σκίζουν το γιλέκο και την πουκαμίσα που φοράει, απογυμνώνοντας το πάνω μέρος του σώματος του με τα χέρια. Κι αρχίζουν τότε να του ρίχνουν καυτό λάδι με αργές κινήσεις, στα χέρια, στο στήθος και στην πλάτη του. Βουβά οδύρεται ο Διάκος, χωρίς να βγάλει μιλιά από το στόμα του. Κι όσο δεν μιλάει, τόσο αγριεύουν περισσότερο οι βασανιστές του. Και δείχνουν τόσο οργισμένοι, που αν ήταν τρόπος να τον θανατώσουν. Φαίνεται όμως πως έχουν εντολή μόνο να τον βασανίσουν χωρίς και να πεθάνει. Γι' αυτό συνεχίζουν...
Το σώμα του Διάκου αρχίζει φαίνεται να νεκρώνεται. Όμως το πνεύμα όπως δείχνει, μένει καθάριο, ανέγγιχτο, σταθερό, συνεχίζοντος τις αρνήσεις και εξοργίζοντας περισσότερο τους Βασανιστές του!Αλλά αυτή η κατάσταση τους κάνει να βρίσκουν νέους τρόπους βασανισμών. Οι κινήσεις που κάνουν, δείχνοντας διάφορα σημεία του σώματος του, κάνουν τους τρεις που παρακολουθούν να ανατριχιάζουν. Και βλέπουν τους βασανιστές να παίρνουν στα χέρια τους τα καρφιά που είχαν και έσπαζαν τις φούσκες που δημιουργούνταν στο δέρμα απ' το καυτό λάδι, να αρχίζουν να κάνουν το ίδιο και στο σώμα και στα χέρια από ψηλά.
Αποκαμωμένοι όμως και οι ίδιοι οι Βασανιστές, που δεν άλλαξαν βάρδια όλη την νύχτα, βλέπουν ότι δεν πετυχαίνουν τίποτα. Και μιας και το λάδι τελείωσε, μιας και έφτασε πια και το ξημέρωμα, σταματούν.
Τον Διάκο τον κρατάνε πια όρθιο οι τριχιές που τον έχουν δεμένο.Τότε και οι τρεις παρατηρητές απ' έξω, για να μη γίνουν αντιληπτοί, έφυγαν με προφυλάξεις, κατευθυνόμενοι προς το βορεινό μέρος του ρέματος, όπου είχαν αρχίσει να έρχονται δειλά και οι πρώτοι περίεργοι.
Κι όταν πια ο ήλιος έχει ανέβη ψηλά, λύνουν το Διάκο και σέρνοντας τον τον βγάζουν έξω, χωρίς όμως να δείχνει ότι καταλαβαίνει...Όσοι είχαν την ευκαιρία να τον δουν το απόγευμα που τον είχαν φέρει, τώρα βλέποντάς τον, δεν τον αναγνωρίζουν, χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς είχε συμβεί. Το μόνο που βλέπουν είναι τα κακοποιημένα ρούχα του.
Σέρνοντας τον προς τα βόρεια, τον περνάνε πέρα από το ρέμα που έκοβε την πλατεία Λαού στα δυο καταμεσίς και τραβώντας ανατολικότερα έφτανε στηνΔημοτική Αγορά, από εκεί στο κατάστημα Πολιτικού και μετά κατεβαίνοντας προς τα νότια, απλωνόταν κατά μήκος της οδού Θερμοπυλών.
Όταν τον πέρασαν στο ρέμα, στάθηκαν περίπου ανατολικά της σημερινής διπλής βρύσης, γιατί ανατολικότερα ετοίμαζαν το στήσιμο της... ψησταριάς!
Κόσμος πολύς είχε συγκεντρωθεί γύρω εκεί με την άδεια του Χαλήλ Μπέη βέβαια, γιατί άφησε τον κόσμο να δει τι θα έκαναν στον Διάκο, ώστε να φοβηθεί και να μην επιχειρήσει κανένας άλλος να πράξει το ίδιο, πράγμα που πέτυχε. Κανένας Λαμιώτης δεν φάνηκε να συμμετείχε στην επανάσταση!
Μέσα στο πλήθος που παρακολουθεί με αγωνία, ξεχωρίζει μια κάπως ηλικιωμένη γυναίκα. Είναι η δόλια μάνα του Διάκου, που είχε μάθει την σύλληψη του γιου της και ολονυχτίς πεζοπορώντας είχε φτάσει στην Λαμία, όπου δεν περίμενε να δει το σπλάγχνο της έτσι!
Για μια στιγμή βουβαίνονται όλοι. Βλέπουν να φτάνει εκεί ο δήμιος, ονόματι Αλεξίου, κρατώντας ένα σουβλί! Και αμέσως καταλαβαίνουν τι πρόκειται να γίνει...!Αυτός, τρέμει από τον φόβο του, γιατί έχει αυστηρή εντολή να μην του πεθάνει ο Διάκος όταν θα τον σουβλίζει!Και αρχίζει το τελευταίο πια μαρτύριο...
Δένοντας τον Διάκο ανάσκελα σε ένα σαμάρι, με τα πόδια του ανοιχτά, αρχίζει προσεκτικά ο δήμιος ναχώνειτην πολύ καλολεπτισμένη άκρη του σουβλιού,
ξεκινώνταςαπ' την βουβωνική χώρα και προχωρώντας προς τα επάνω, περνώντας το σουβλί κάτω οπό το δέρμα, μέχρι που το έβγαλε πάνω στην πλάτη του, λίγο κάτω απ' το δεξιό του το αυτί!
Από κάποιες μικροκινήσεις που κάνει ο Διάκος κάθε φορά που σπρώχνει το σουβλί προς τα επάνω ο δήμιος, δείχνει ότι ακόμα είναι ζωντανός!
Μόλις τελειώνει ο γύφτος, ορμούν Τούρκοι και με σκοινιά δένουν το σώμα γύρω στο σουβλί για να μη σπάσει το δέρμα και ακουμπάνε όρθιο σχεδόν το σουβλί με το Διάκο σ' ένα δέντρο!Στην συνέχεια, σπεύδουν να "συγυρίσουν" την φωτιά που έχουν ανάψει. Και τότε γίνεται κάτι που ξαφνιάζει τους πάντες!
Ένας Τούρκος καβάλα στο ψαρί του άλογο στέκεται μπροστά στον σουβλισμένο, βγάζει την διμούτσουνη όρθια κουμπούρα του και την στρέφει στον Διάκο. Δύο κουμπουριές ακούγονται που βρίσκουν κατάστηθα τον Διάκο. Και ο Τούρκος κεντρίζοντας το άλογο του, χάνεται στην ανηφόρα μέσα στα στενάκια που περιβάλλουν τα χαμηλά σπιτάκια.
Ο Χαλήλ Μπέης βλέπει αυτό, αφρίζει απ' τον θυμό του και δίνει εντολή να βάλουν το Διάκο έτσι, πάνω στην φωτιά και να τον γυρίσουν λίγο!
Ο κόσμος που παρακολουθεί αυτήν την κτηνωδία μένει άφωνος! Στην συνέχεια ο Χαλήλ οργισμένος και ανικανοποίητος, δίνει εντολή να πάρουν έτσι με το σουβλί το νεκρό το Διάκο και να πάνε να τον πετάξουν στην άκρη του ρέματος, ανατολικά από το χάνι που τον είχαν, εκεί όπου πέταγαν τις κοπριές των αλόγων που είχαν στους στάβλους, τους οποίους διατηρούσαν από την βόρεια πλευρά της Νομαρχίας μέχρι το πέτρινο γυμνάσιο.
Εκεί λοιπόν, βορειοανατολικά της σκάλας που κατεβαίνει σήμερα από την οδό Λυκούργου στην πρώην ψαραγορά, άφησαν τον νεκρό ξεσκέπαστο, άταφο, σχεδόν τρείς ημέρες φρουρούμενο. Οι φρουροί αποχώρησαν την τρίτη ημέρα αφού άρχισε να μυρίζει, οπότε βρήκαν ευκαιρία κάποιοι Χριστιανοί οι οποίοι περίμεναν και είχαν προετοιμάσει έναν λάκκο εκεί ακριβώς που σήμερα είναι ο τάφος του, πήγαν, του έβγαλαν το σουβλί, τον καθάρισαν λίγο και πήγαν και τον έθαψαν, χωρίς να βάλουν πάνω του ούτε έναν σταυρό από φόβο...!
Αργότερα, περί το 1860, ο συνταγματάρχης Ρούβαλης που είχε έρθει από την Καλαμάτα με μετάθεση στην Λαμία και είχε πληροφορηθεί που περίπου είχαν θάψει τον Διάκο, έκανε έρευνες να τον βρει.
Κάποιοι στρατιώτες άρχισαν να ανοίγουν μικρούς λάκκους ανατολικά του, ψάχνοντας τον τάφο του Διάκου. Σε ένα σημείο βρήκαν έναν σωρό σκελετού ανθρώπινου σώματος και αφού δεν είχαν βρεθεί άλλα γύρω, κατέληξαν ότι ήταν του Διάκου. Τα συγκέντρωσαν, τα καθάρισαν και τα έβαλαν σε ένα κουτί ξύλινο και τα έθαψαν πάλι στο ίδιο σημείο, τοποθετώντας πάνω μερικές πέτρες και έναν σταυρό με το όνομα του.
Στις αρχές του 1900 η Λαμία τίμησε τον Διάκο όπως έπρεπε! Αφού ανακαίνισε τον πρόχειρο τάφο του στο σημείο που είναι ακόμα, έστησε τον υπέρλαμπρο ανδριάντα του στην πλατεία Διάκου, με αποκαλυπτήρια επίσημα, παρουσία και του Βασιλέως Γεωργίου Α' και της Βασιλικής οικογένειας, υπουργών, στρατιωτικών και άλλων επισήμων, στις 23 Απριλίου 1903.
Ο Αθανάσιος Διάκος ήταν ένας από τους Έλληνες πρωταγωνιστές ήρωες- οπλαρχηγούς του πρώτου έτους της Επανάστασης του 1821 που έδρασε στην Στερεά Ελλάδα. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αθανάσιος Μασσαβέτας. Μυήθηκε στηνΦιλική Εταιρεία το 1818 και το 1820 έγινε αρματολός στηνΛιβαδειά. Τον Απρίλιο του 1821-σε συνεργασία με άλλους οπλαρχηγούς- κατέλαβε το φρούριο της Λιβαδειάς και χρησιμοποιώντας το σαν ορμητήριο, έδωσε πολλές νικηφόρες μάχες. Κατέλαβε τηνγέφυρα της Αλαμάνας και στις 22 Απριλίου 1821 έδωσε μάχη με τα στρατεύματα του Ομέρ Βρυώνη. Στην μάχη αυτή συνελήφθη και αφού μεταφέρθηκε στηνΛαμία δολοφονήθηκε με ανασκολοπισμό ("σούβλισμα") από τους Τούρκους και κάηκε στις 24 Απριλίου 1821.
Ο Ελληνικός Στρατός του απένειμε τιμητικά τον βαθμό του Στρατηγού.
Πηγή: eleysis-ellinwn.gr , Περί Πάτρης
Ο βίος της Οσίας Ελισάβετ της θαυματουργού
1. Άλλες γυναίκες απέκτησαν δύναμη και άλλες πλούτη, είπε ο σοφώτατος Σολομών προφητικά μιλώντας ότι όχι μόνον άνδρες μα και γυναίκες σε διάφορες εποχές έλαμψαν με την ομορφιά διαφόρων αρετών. Έγιναν κοινωνοί χαρισμάτων του θείου Πνεύματος κι έκαναν με τρόπο απίστευτο τέρατα και σημεία θαυμαστά σ' ολόκληρη την οικουμένη. Γιατί χίλιες μύριες γυναίκες στην εποχή του νόμου και αργότερα στα χρόνια της χάρης η Γραφή εμφανίζει να μεταβάλλουν την ασθένεια του γένους σε γενναίο φρόνημα. Αυτές με εγκράτεια και σκληρή άσκηση κατατρόπωσαν γενναία και με τη δύναμη του Υψίστου, αυτόν, που στα παλιά ξεγέλασε την προμήτορα Εύα κι είναι του ανθρώπινου γένους εχθρός και αντίπαλος, κι έτσι κέρδισαν λαμπρά της νίκης τρόπαια.
2. Μια απ' αυτές είναι και η σεβάσμια και ξακουστή για τα θαύματά της Ελισάβετ. Αυτή πατρίδα της είχε τη μεγαλούπολη Ηράκλεια της Θράκης. Οι γονείς της ήταν ξακουστοί και ονομαστοί από αρχοντική γενιά, φημισμένοι για τα πλούτη τους και περίφημοι για την αρετή τους. Του πατέρα της τ' όνομα ήταν Ευνομιανός και είχε για δεύτερη φορά γίνει ύπατος. Η μητέρα της ονομαζόταν Ευφημία. Αυτοί, όπως του καθενός το όνομα δηλώνει, ζούσαν με αγάπη και αφοσίωση στον Θεό κι αδιάκοπα δίδασκαν τον νόμο του Κυρίου. Γι' αυτό σ' όλους ήταν γνωστοί κι όλοι τούς τιμούσαν. Κατοικούσαν κοντά στην πόλη που ανέφερα, στον τόπο που από παλιά ονομαζόταν Θρακοκρήνη και τώρα Αβυδηνοί. Ζούσαν με ευσέβεια και άψογο τρόπο ζωής έχοντας πρότυπο τον Ιώβ και με πάθος ποθώντας να μιμηθούν τη φιλοξενία του Αβραάμ, απλόχερα βοηθούσαν όλους, όσοι είχαν ανάγκες υλικές. Γι' αυτό, όπως εκείνος, αποκτούν «εξ επαγγελίας» καρπό αντάξιο της ψυχικής τους ομορφιάς και αγαθοεργίας. Και το πως απόκτησαν αυτό το παιδί, θα το φανερώσει πεντακάθαρα ή διήγηση που θα ακολουθήσει.
Είχαν περάσει δεκάξι χρόνια από τότε πού παντρεύτηκαν κι ήταν ακόμη άτεκνοι. Στερημένοι από παιδί, όπως ήταν φυσικό, πικραίνονταν και λυπούνταν κι αδιάκοπα παρακαλούσαν τον καρδιογνώστη Θεό να τους διαλύσει τη λύπη της ατεκνίας και να τους χαρίσει παιδί, διάδοχο του γένους τους και κληρονόμο του πλούτου τους. Ο Κύριος, που ικανοποιεί το θέλημα των πιστών του, άκουσε με ευμένεια τη δέησή τους και δεν παρέβλεψε την προσευχή τους, που η εκπλήρωσή της έμελλε να τον ευαρεστήσει.
3. Υπήρχε λοιπόν στον τόπο κάποιο παλιό έθιμο να συγκεντρώνονται στη μνήμη της καλλίνικης μάρτυρος Γλυκερίας, όσοι γύρω κατοικούσαν, και να γιορτάζουν μαζί με όσους ζούσαν μέσα στην πόλη μια ολόκληρη εβδομάδα. Η μνήμη της Γλυκερίας τελείται στις δεκατρείς Μαΐου. Τότε ήρθαν μαζί με άλλους και οι εξαίρετοι γονείς της οσίας. Έκαναν λιτανείες και ολονύκτιες δοξολογίες. Επισκέπτονταν τους αγίους ναούς της πόλης που σ' αυτούς φυλάγονται τα τίμια λείψανα των σαράντα αγίων γυναικών, του διακόνου Αμμώς και πολλών άλλων αγίων. Γι' αυτούς τους αγίους και την πανέμορφη και λαμπρή οικοδόμηση του ναών μας αφηγείται λεπτομερέστερα ο βίος του μεγάλου ανάμεσα στους ιεράρχες Παρθενίου[2]. Αυτούς τούς αγίους τούς τιμούσαν όπως τους έπρεπε, τους επαινούσαν παραθέτοντας κοινή τράπεζα και γέμιζε η ψυχή τους ευφροσύνη. Λιτάνευαν τότε την πολυσέβαστη κάρα της μάρτυρος που αποκεφαλίστηκε για την αγάπη του Χριστού. Αυτήν την κάρα της αγίας, ο πατέρας της οσίας Ευνομιανός, καθώς τελούνταν η θεία μυσταγωγία από τον τότε αρχιερέα της πόλης Λέοντα στον ιερό ναό της Θεομήτορος με τ' όνομα Θησαυρός, την αντίκρυσε μια να χαμογελάει κι άλλοτε πάλι να λυπάται. Αυτό το λογάριασε σαν φανερό σημάδι της πίστης του στη μάρτυρα και γέμισε η ψυχή του με χαρά και λύπη μαζί.
Η σύναξη τέλειωσε αφού ο κόσμος είχε κάνει μεγάλης διάρκειας προσευχή στον χώρο του Καταχειλά, έτσι ονομαζόταν εκεί ο ναός της Παναγίας. Τότε, κατά τις δώδεκα η ώρα, αφού και πάλι συνάχτηκαν στον λαμπρό ναό της μάρτυρος Γλυκερίας, τέλεσαν τον εσπερινό κι όλοι από κει έφυγαν, ενώ μόνος ο Ευνομιανός μαζί με τη γυναίκα του την Ευφημία έμεινε σ' εκείνο τον τόπο. Εκεί ικέτευε την αθληφόρο με θέρμη περισσή, να λύσει τα δεσμά της στείρωσής τους και παρ' ελπίδα να τους χαρίσει παιδί. Τράβηξε η προσευχή τους ως τα μεσάνυχτα και τότε έγειραν χάμω και τους πήρε για λίγο ο ύπνος. Ύστερα ξύπνησαν και, ω του θαύματος και των φρικτών του Θεού μυστηρίων, παρουσιάζεται στον άνδρα σε όνειρο η γλυκύτατη, όπως τ' όνομά της δήλωνε, μάρτυρα Γλυκερία και του λέγει:
› Γιατί μου δημιουργείς κόπους, άνθρωπέ μου, και μου ζητάς αυτό που μόνο ο Θεός μπορεί να σου το δώσει; Όμως, αν στ' αλήθεια δίνεις τον λόγο σου πως θ' αποκτήσετε καρδιά και πνεύμα ταπεινό και πως ποτέ δεν θα καυχιέστε σε βάρος των άλλων, ευχή κάνω να σου δώσει με τις πρεσβείες μου ο μεγαλόδωρος Κύριος το γρηγορώτερο ένα κορίτσι. Αυτό θα το ονομάσεις Ελισάβετ, γιατί θ' αναδειχθεί όμοια στην ψυχή με τη μητέρα του Ιωάννη του προδρόμου και βαπτιστή.
Αυτός με όρκο συμφώνησε ότι θα κάνει αυτά πού ζήτησε α αγία. Τότε εκείνη τον σφράγισε με το σημείο του σταυρού κι έφυγε από κοντά του. Ο άνδρας όταν ξύπνησε, διηγόταν το όραμα στη γυναίκα, ενώ και εκείνη έλεγε ότι είδε παρόμοιο. Το ίδιο και ο θεοφιλέστατος αρχιεπίσκοπος προικισμένος με διορατικό χάρισμα, όπως ακριβώς ή μάρτυς του Χριστού, έτσι κι εκείνος νουθετούσε τους δυο τους με συμβουλές. Ύστερα από τη γιορτή, αφού τους φιλοξένησε τρεις μέρες, τους ευλόγησε και ειρηνικά τούς ξεπροβόδισε για το σπίτι τους.
4. Η γυναίκα αμέσως συνέλαβε και αφού συμπληρώθηκαν οι εννέα μήνες, σύμφωνα με την αληθινή προφητεία της μάρτυρος, γέννησε κορίτσι. Όταν πέρασαν σαράντα μέρες, ο Ευνομιανός πήρε το παιδί με τη μητέρα και το έφερε στην πόλη. Έφθασε στον ναό της σεβαστής μάρτυρος, πλησίασε στη σεπτή της εικόνα πού ήταν τοποθετημένη στα δεξιά, πρόσπεσε με το πρόσωπο στη γη και την ευχαριστούσε μ' όλη του την καρδιά με δάκρυα συγκερασμένα με χαρά. Έπειτα έστησε το βλέμμα του στην εικόνα κι όταν, όπως της έπρεπε, εκδήλωσε την ευγνωμοσύνη του, είδε κάποιο παράξενο κι εξαίσιο μαζί θέαμα. Η απεικόνισή της δηλαδή άστραψε πιότερο από τον ήλιο, κίνησε τα χείλη ήρεμα και είπε:
› Καιρός να ξεπληρώσεις, Ευνομιανέ, τις συμφωνίες σου με τον Θεό.
Γέμισε ή ψυχή του από φόβο και τρόμο κι έμεινε να βλέπει το θέαμα αποσβολωμένος. Έπειτα πήγαν στον σεβαστό αρχιεπίσκοπο, τον χαιρέτησαν, όπως τους ήταν συνήθεια, με σεβασμό και τον θερμοπαρακάλεσαν να κάνει χριστιανό το παιδί τους. Εκείνος αφού τους δέχθηκε, το βάφτισε και τούδωσε το όνομα Ελισάβετ, όπως προείπε η μάρτυς. Πρόσθεσε πολλές ευχές γι' αυτούς κι ύστερα γύρισε στο παιδί και είπε:
› Παιδί μου, ας με σπλαγχνιστεί με τη δική σου μεσιτεία ο Θεός κι ας μου χαρίσει συγχώρεση για τις αμαρτίες μου.
Έπειτα απ' αυτά γύρισαν στο σπίτι τους με πλημμυρισμένη την ψυχή από χαρά. Το κορίτσι μεγάλωνε και πρόκοβε σε χάρη Θεού. Όταν πια έγινε τριών χρόνων, ο πατέρας της άρχισε να της μαθαίνει τα ιερά γράμματα. Σ' αυτά τόσο πολύ φάνηκε επιδέξια και ικανή, που τους βίους των άγίων και μόνο που τους άκουγε, μπορούσε να τους διηγείται. Μόλις συμπλήρωνε τα δώδεκα χρόνια, η μητέρα της έφυγε από την πρόσκαιρη ζωή. Ο πατέρας της ήθελε να την παντρέψει, αυτή όμως ούτε να το ακούσει δεν άντεχε. Ποθούσε πιο πολύ να νυμφευθεί τον αθάνατο νυμφίο Χριστό.
Κύλησαν από τον θάνατο της μητέρας τρία χρόνια κι ο Ευνομιανός, ο πατέρας της, έφυγε απ' αύτή τη ζωή χαρούμενος προς τον Κύριο. Η μακαρία Ελισάβετ απόμεινε ορφανή. Όμως αμέσως δόθηκε με απόλυτη εμπιστοσύνη στον Θεό, τον πατέρα των ορφανών. Λαχτάρησε τον μοναχικό και ακτήμονα βίο. Γι' αυτό το χρυσάφι και το ασήμι, που γι' αυτήν είχαν αποθησαυρίσει οι γονείς της, και την άλλη της περιουσία, πού ήταν αξιόλογη, μοίρασε στους φτωχούς και με τα χέρια των φτωχών την κατέθεσε στον Θεό. Στους δούλους πάλι και στις δούλες της χάρισε την ελευθερία τους.
5. Αναχώρησε στη βασιλίδα των πόλεων, την Κωνσταντινούπολη, χωρίς πια να κοιτάξει πίσω. Έφθασε στο ιερό μοναστήρι του μεγαλομάρτυρα Γεωργίου, που έχει τ' όνομα «Μικρός Λόφος», όπου ηγουμένη ήταν κάποια θεία της από τον πατέρα της. Εκεί απαρνήθηκε τον κόσμο, φόρεσε το αγγελικό σχήμα και ολόψυχα δόθηκε στους ασκητικούς αγώνες.
Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα πέτυχε κάθε είδος αρετής και γέμισε με όλα τα χαρίσματα του Πνεύματος. Με μακροχρόνιες νηστείες δουλαγωγούσε τό σώμα της και το τυραννούσε, όπως ο μέγας Μωυσής κι ο Θεσβίτης Ηλίας. Έμενε δίχως να φάει πολλές φορές σαράντα ολόκληρες μέρες, ενώ ποτέ δεν έβαζε στο στόμα της λάδι, αλλά τρεφόταν μόνο με τον ζωντανό και επουράνιο άρτο. Κι όσο συνεχώς στολιζόταν με την ταπείνωση που εξυψώνει, και με τα μάτια της καρδιάς ατένιζε νοερά τη θεϊκή ομορφιά, τόσο δεν ήθελε ούτε και στο ελάχιστο να υψώσει τα μάτια της προς τον ουρανό, ώστε περισσότερο από τρισήμιση χρόνια είχε στραμμένο το βλέμμα της στη γη, χωρίς ούτε μια φορά να το σηκώσει προς τον ουρανό. Την ακτημοσύνη τη θεωρούσε σαν τον μεγαλύτερο πλούτο και γι' αυτό την αγαπούσε εξαιρετικά. Είχε πάντοτε ένα μόνο χιτώνα φορώντας στολή αφθαρσίας, που με την απάθειά της είχε γι' αυτήν υφανθεί απ' τον Θεό. Κι όπως η ψυχή της καιγόταν από τον θεϊκό έρωτα, δεχόταν με ευκολία την παγωνιά του χειμώνα κι είχε γυμνά τα πόδια της από υποδήματα, έτσι ωραία καθώς πορευόταν προς το βραβείο της ουράνιας πρόσκλησης. Το σώμα της ποτέ δεν δέχτηκε να το πλύνει με θερμό νερό. Το διατηρούσε όμως καθαρό λούζοντάς το κάθε μέρα, όπως το λέει ο ψαλμωδός, με τις αστείρευτες πηγές των δακρύων της[3]. Και καθαρίζοντάς το από κάθε βρωμιά, καλλιεργούσε την ψυχή της έτσι, που νάχει όψη θεϊκή.
6. Συμπληρώθηκαν από τότε που μόνασε δυο χρόνια, κι η ηγουμένη της μονής, αδελφή του πατέρα της, έφυγε από την παρούσα ζωή, αφού όρισε διάδοχό της την οσία. Αυτήν, ο μέγας Γεννάδιος[4], που ήταν πατριάρχης, σύμφωνα με το έθιμο την όρισε και τοποθέτησε ηγουμένη της μονής. Και τέτοια αναδείχτηκε στα κατά Θεόν έργα και στα προτερήματα και σε τόσο μεγάλο ύψος υπεροχής αρετής και τελειότητας έφθασε, ώστε με τη μεγάλη δύναμη που απέκτησε να κάνει πολλά θαύματα, να θεραπεύει αγιάτρευτες αρρώστιες, να διώχνει δαίμονες με του Χριστού την επίκληση, ν' αξιωθεί θεϊκή έλλαμψη και ουράνια αποκάλυψη κι ακόμα να προβλέπει και να προλέγει τα μέλλοντα. Μ' αυτό το χάρισμα πρόβλεψε με θεϊκή αποκάλυψη και τη μεγάλη πυρκαϊά[5], που από θεόσταλτη οργή άναψε στην πόλη και την προείπε στον ευσεβή Λέοντα, βασιλιά τότε των Ρωμαίων.
Τα ίδια και με όμοιο τρόπο προφήτεψε και στον στυλίτη Δανιήλ, που μόναζε στον Άναπλο. Κι αν οι προσευχές αυτών των δύο δεν έφθαναν στον Θεό, ολόκληρη σχεδόν η πόλη θα γινόταν στάχτη. Γι' αυτό από τότε μεγάλη εμπιστοσύνη είχε ο ευσεβής εκείνος βασιλιάς στην οσία και την τιμούσε, όπως της άξιζε. Θέλοντας μάλιστα να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του, της χάρισε για το μοναστήρι της, που ήταν μικρό και φτωχό, ένα από τα βασιλικά κτήματα στην τοποθεσία Έβδομο, που είχε το όνομα του αγίου Βαβύλα. Σ' αυτόν τον τόπο ήταν χαλάσματα από αρκετά παλιά κτίσματα κι ανάμεσά τους από πολύ καιρό φώλιαζε μεγάλο φίδι. Αυτό προξενούσε βλάβη σε πολλούς απ' τούς διαβάτες κι έκανε τον τόπο να είναι για τον καθένα άβατος. Γι' αυτό ολόκληρη η πόλη κατεχόταν από λύπη και αμηχανία, χωρίς να μπορεί ν' απαλλαγεί από τη συμφορά. Αυτό το έμαθε η αγία από κάποιους πού κατοικούσαν εκεί και εμπνευσμένη από θεϊκό ζήλο παίρνει το όπλο του τιμίου Σταυρού και φθάνει στον τόπο. Υψώνει το βλέμμα της στον ουρανό, επικαλείται τη βοήθεια του Θεού, καλεί το θηρίο και το κάνει άθελά του να βγει απ' τη φωλιά. Το σφραγίζει με το σημείο του Σταυρού, γεμίζει με σάλιο το στόμα της, φτύνει το κεφάλι, το καταπατάει με τα πόδια της και το σκοτώνει λέγοντας:
› Θα πατήσω πάνω στα δηλητηριώδη φίδια, την ασπίδα και τον βασιλίσκο, και θα καταπατήσω το λεοντάρι και τον δράκοντα περιζωσμένη από τη δύναμη του τιμίου Σταυρού.
Έτσι απάλλαξε από την απειλή του φιδιού αυτούς που ζούσαν σ' εκείνη την πόλη. Απ' αυτό το γεγονός κι έπειτα γεμάτη από αισιοδοξία και σαν να πήρε κάποια σίγουρη πληροφορία ότι μπορεί με του Θεού τη δύναμη να νικήσει και τον νοητό, όπως και τον αισθητό δράκοντα, άρχισε με θάρρος να κάνει θαύματα.
7. Η φήμη γι' αυτήν διαδόθηκε σ' όλη την πόλη. Κάποιος απ' τους ευγενείς και πλούσιους, που είχε μοναχοκόρη που τυραννιόταν από συνεχή αιμορραγία, κι ενώ τα πιο πολλά από την περιουσία του τα είχε ξοδέψει σε γιατρούς, σε τίποτε δεν μπόρεσε να την ωφελήσει. η αρρώστια τύχαινε να είναι ισχυρότερη από την επιστήμη τους. Τέλος, απογοητευμένος για τη σωτηρία της απ' τούς γιατρούς, φέρνει την κόρη και τη ρίχνει στα πόδια της αγίας κράζοντας με δάκρυα:
› Σώσε μου το δυστυχισμένο μου κορίτσι, δούλη του Θεού. Στον Θεό και στα δικά σου χέρια και τις ευχές το εμπιστεύομαι, κι αν θέλεις, πάρε όλο μου το βίος.
Κι αυτή του είπε.
› Όσα στο σπιτικό σου ορίζεις, κράτα τα εσύ ο ίδιος σαν δικά σου, γιατί καθόλου δεν μου χρειάζονται. Εσύ όμως, αν αδίστακτα πιστεύεις και υπόσχεσαι ότι σύμφωνα με τις εντολές του Ευαγγελίου ως το τέλος της ζωής σου θα είσαι ταπεινός και θα ελεείς τους φτωχούς, η κόρη σου θα θεραπευθεί.
Όταν ο άνθρωπος συμφώνησε ότι οπωσδήποτε θα τα κάνει αυτά, εκείνη αφού άλειψε με άγιο έλαιο του μεγαλομάρτυρα Γεωργίου το κορίτσι κι ενώ παράλληλα προσευχήθηκε, το θεραπεύει και το στέλνει με τον πατέρα του στο σπίτι χαρούμενο και με καρδιά πλημμυρισμένη από ευγνωμοσύνη.
Αλλά και πολλές άλλες γυναίκες που πέθαιναν από την ίδια ασθένεια της αιμορραγίας έρχονταν σ' αυτήν με ολόψυχη πίστη και τις θεράπευε σταματώντας μ' ένα παρόμοιο τρόπο την αιμορραγία. Μαζί μ' αυτές και κάποιος άνδρας εκ γενετής τυφλός, όταν άκουσε για τα θαύματα της οσίας, έρχεται σ' αυτήν χειραγωγούμενος από άλλους.
› Σπλαχνίσου με, έλεγε, πιστή μαθήτρια του Θεού, και άνοιξέ μου τα μάτια για να δω το γλυκό φως και να δοξάσω με τη μεσιτεία σου τον Δημιουργό όλου του κόσμου.
Λυγίζει η οσία από φιλανθρωπία στους θρήνους του και χωρίς να βραδύνει υψώνει ικετευτικά τα χέρια της στον ουρανό, παίρνει λάδι του αγίου, αλείφει τα μάτια του τυφλού και σε επτά ημέρες τον κάνει να βλέπει καθαρώτατα, ενώ εκείνος μεγαλόφωνα δόξαζε τον Θεό.
8. Έτσι η αγία ακτινοβολώντας κι αστράφτοντας με τα παράδοξα θαύματά της, γέμιζε με φως αυτούς που με πίστη την πλησίαζαν. Κάποτε την ώρα που τελούνταν η θεία μυσταγωγία στον ναό, βλέπει να αστράφτει ένα απερίγραπτο φως και το πανάγιο Πνεύμα σαν ολόλευκο σενδόνι να κατεβαίνει μετά τον Χερουβικό ύμνο μέσα στο θυσιαστήριο και να καλύπτει τον ιερέα που στεκόταν μπροστά στην αγία Τράπεζα. Γέμισε τότε θάμβος κι έκπληξη. Όμως αυτό που είδε, δεν το είπε σε κανέναν μέχρι που έφθασε ο καιρός της εκδημίας της στον Θεό. Όσο πλησίαζε η ώρα της, ο πόθος της περίσσευε, όπως έλεγε, να δει την πατρίδα της. Ήρθε στην Ηράκλεια, προσκύνησε τους εκεί σεπτούς ναούς των αγίων και μπήκε στον ναό της Θεοτόκου, που είχε την προσωνυμία των Χαλκοπρατείων.
Ενώ προσευχόταν, παρουσιάζεται κάποια γυναίκα σαν νάταν από εκείνες τις ξακουστές κι αρχόντισσες της πόλης. Την αγκαλιάζει με αγάπη αληθινή, την ασπάζεται και της λέει:
› Καλώς ήρθες πολυαγαπημένη μητέρα.
Και η οσία της λέει.
› Ποια είμαι εγώ κυρία μου, η άσημη ξένη, που έτσι με τόση χαρά μ' αγκάλιασες και με φίλησες, εμένα που ποτέ δεν με έχεις δει;.
Εκείνη πάλι είπε:
› Πριν συλληφθείς στην κοιλιά της μητέρας σου, κατοικώντας εδώ σε γνωρίζω. Αν θέλεις, έλα στο σπίτι μου και θα πληροφορηθείς γι' αυτό.
Όταν ρώτησε η οσία:
› Πού είναι το σπίτι σου, κυρία μου;
› Στα δεξιά του ναού του αγίου ιερομάρτυρα Ρωμανού θα με δεις, είπε και με το λόγο αυτό έγινε άφαντη.
Τότε γεμάτη φόβο κι έκσταση η οσία έψαχνε παντού στον ναό ζητώντας νάβρει αυτήν που παρουσιάστηκε μπροστά της. Καθώς πουθενά δεν την έβλεπε, έφθασε βιαστικά στον πανέμορφο ναό του ιερομάρτυρα Ρωμανού. Εκεί προσευχήθηκε κι ενώ θαύμαζε την ομορφιά και τη μεγαλοπρέπεια του ναού, βρέθηκε στο δεξιό μέρος. Βγήκε από την πύλη και όταν είδε την εικόνα της αγίας και την αναγνώρισε, της φάνηκε ότι ήταν όραμα αυτό που είδε στον ναό της Θεοτόκου.
Αυτά σκεφτόταν και τότε κάποια φωνή ακούστηκε απ' την εικόνα και της έλεγε:
› Αυτή που τώρα βλέπεις κι' εκείνη που είδες πριν στον ναό, είμαι εγώ. Αλλά γρήγορα γύρισε πίσω στο μοναστήρι σου, γιατί σύντομα πρόκειται ν' αφήσεις τα γήινα και να ταξιδέψεις στην ουράνια πατρίδα.
Γέμισε φόβο και φρίκη η ψυχή της αγίας. Κι όταν έπεσε στον νάρθηκα του ναού και κοιμήθηκε, πάλι βλέπει τη μάρτυρα του Χριστού να της λέγει.
› Όπως καί πιο μπροστά σου είπα, πήγαινε στο μοναστήρι σου, γιατί ο καιρός της εκδημίας σου είναι κοντά. Είκοσι τέσσερες μέρες ακόμη και φεύγεις ειρηνικά προς τον Κύριο, ύστερα από την ετήσια γιορτή που τελείται στο μοναστήρι στη μνήμη του ενδόξου μεγαλομάρτυρα Γεωργίου.
9. Μόλις λοιπόν ξύπνησε η οσία, αφού εκτέλεσε τα πρέποντα για την αναχώρηση καθήκοντα κι ευχαρίστησε και προσκύνησε τη μάρτυρα, βγήκε από την πόλη. Μπήκε σε πλοίο και ξαναγύρισε στο μοναστήρι της την πρώτη Απριλίου. Από τότε δεν έπαυσε να συμβουλεύει την αδελφότητα και να παρακαλεί και να διδάσκει τονίζοντας όλα όσα συντελούν στη σωτηρία. Όταν οι ορισμένες μέρες για την εκδημία της συμπληρώθηκαν, τέλεσε μεγαλόπρεπα τη λαμπρή και παλλαϊκή γιορτή του αοιδίμου μάρτυρα Γεωργίου. Όταν μετάλαβε τα ζωοποιά κι άχραντα μυστήρια, αμέσως έλαμψε το πρόσωπό της όπως ο ήλιος, και πλημμυρισμένη από χαρά και αγαλλίαση ύψωσε τα χέρια της στον ουρανό και με ευφροσύνη φώναξε
› Τώρα, Κύριε, μπορείς ν' αφήσεις την δούλη σου να πεθάνει, σύμφωνα με τα λόγια της καλλινίκης σου μάρτυρος, γιατί τα μάτια μου είδαν το έργο της σωτηρίας.
Απ' τις δώδεκα το μεσημέρι βυθίστηκε σε υψηλό πυρετό, που κράτησε μέχρι την άλλη μέρα. Κατά τις εννέα το πρωί κοιμήθηκε ειρηνικά κι απόθεσε το πνεύμα της στα χέρια του Θεού στις 24 Απριλίου. Το τίμιο λείψανό της έσπευσαν όλοι απ' τα γύρω μοναστήρια και το κήδεψαν λαμπρά με ψαλμούς και ύμνους στον ναό του μάρτυρα Γεωργίου. Το λείψανο μέχρι σήμερα με του Θεού τη δύναμη και τη χάρη σώζεται ανέπαφο και ακέραιο κι αναγνωρίζεται σαν κοινό ιατρείο για όσους το πλησιάζουν με πίστη. Γιατί καθένας που με απλότητα και σωστή προαίρεση προσεγγίζει τη σεβάσμια σορό και επικαλείται το θεοδώρητο όνομά της, απ' οποιαδήποτε αρρώστια κι αν κατέχεται, αμέσως με τις πρεσβείες της απολαμβάνει την κατάλληλη από την αρρώστια θεραπεία.
10. Αλλά βέβαια αξίζει να θυμηθούμε και να διηγηθούμε σύντομα και τα θαύματα που έγιναν μετά τη μετάσταση της μακαρίας, για να ωφεληθούν όσοι τα ακούνε.
Κάποιος άνδρας που είχε παράλυτο το χέρι του, παράτησε κάθε ιατρική συμβουλή σαν ανώφελη και έτρεξε στον τάφο της οσίας έχοντας πάρει θάρρος μόνο από την πίστη του σ' αυτήν. Μ' αυτήν την πίστη σε μικρό χρονικό διάστημα βρήκε θαυματουργική θεραπεία. Είχε δηλαδή συμβεί σ' αυτόν, σύμφωνα με τον λόγο του Ευαγγελίου, όπως πίστεψε, και αποκαταστάθηκε υγιές το παράλυτο χέρι του όπως ήταν και το άλλο, αφού χρίστηκε με αγιασμένο λάδι.
Κάποιος άλλος τυφλός πλησίασε τη σορό της οσίας με την ίδια προθυμία και πίστη, και αφού αλείφθηκε με όμοιο τρόπο με το άγιο λάδι, έφυγε βλέποντας ολοκάθαρα και μεγαλύνοντας τη θαυματουργή δύναμη και χάρη της οσίας.
Άλλος, που είχε ακάθαρτο πνεύμα κι άγρια παιδευόταν απ' αυτό, πρόσπεσε στην άγια λάρνακα της οσίας κι αμέσως ελευθερώθηκε από τον ολέθριο δαίμονα. Γύρισε στο σπίτι του ήρεμος διηγούμενος σ' όλους τα μεγαλεία του Θεού.
Τέτοια ήταν τα θαύματα της οσίας θαυματουργού Ελισάβετ και άλλα πολύ πιο πολλά άπ' αυτά και πιο αξιοθαύμαστα. Αυτά δεν καταγράφηκαν στο παρόν βιβλίο, για να μην γίνει κουραστικό, άλλά έχουν γραφεί σε άλλο μέρος.
11. Τέτοιος ο βίος της οσίας, τόσα πολλά τα έργα και τα χαρίσματα, που μ' αυτά ο Κύριος των πάντων τη δόξασε αξίως και όσο ζούσε και όταν έφυγε από αυτή τη ζωή. Με τις πρεσβείες της και όλοι εμείς, όσοι ποθούμε ν' απολαμβάνουμε την προστασία της και τη βοήθειά της, μακάρι να κρατηθούμε πάντοτε ανώτεροι από τα σωματικά και τα ψυχικά πάθη κι έτσι να διαφύγουμε τα σκάνδαλα των αοράτων και ορατών εχθρών χωρίς βλάβη. Και αφού διανύσουμε ειρηνικά τον παρόντα βίο, να ζήσουμε μαζί της την εκεί μακαριότητα εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, πού σ' αυτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, τώρα και πάντοτε και σ' όλους τούς αιώνες των αιώνων. Αμήν[6].
Σημειώσεις - Παραπομπές:
[1] Ο βίος της Οσίας Ελισάβετ της θαυματουργού είναι από το βιβλίο ΜΗΤΕΡΙΚΟΝ, τ. Β' του καθηγητού Δημητρίου Γ. Τσάμη καί εκδόσεως της Αδελφότητος «Η ΑΓΙΑ ΜΑΚΡΙΝΑ», Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 356-377.
Ευχαριστούμε την Αδελφότητα για την άδεια ανατυπώσεως του θαυμαστού βίου της οσίας Ελισάβετ προς δόξαν Θεού, τιμήν της Οσίας και ψυχικήν ωφέλειαν των ορθοδόξων χριστιανών.
[2.] Πρόκειται για τον επίσκοπο Λαμψάκου που η μνήμη του εορτάζεται στις 7 Φεβρουαρίου.
[3] Τα δάκρυα αυτά δεν νοούνται με τη μεταφορική τους σημασία, αλλά στην κυριολεξία. Στα πρώτα στάδια της πνευματικής προόδου αναφαίνονται τα δάκρυα της μετανοίας και, όταν ο πιστός φθάσει στις υψηλότερες βαθμίδες της πνευματικής ζωής, τα χαροποιά δάκρυα της κατανύξεως. Βλ. σχετικά Δημ. Τσάμη, Αγιολογία, σ. 86 έ., 91, 104 κ.α.
[4] Πρόκειται για τον Γεννάδιο Α', πατρ. Κων/πόλεως (458-471). Η μνήμη του εορτάζεται στις 20 Νοεμβρίου.
[5] Πρόκειται για την φοβερή πυρκαϊά του 465, επί βασιλείας Λέοντος του μεγάλου.
[6] Η μνήμη της όσίας Ελισάβετ εορτάζεται στις 24 Απριλίου (βλ. Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως, στ. 625-627).
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Μητρικῶν ἐκ λαγόνων Χριστὸν ἠγάπησας, ὥσπερ βλαστὸς Ἐλισάβετ δικαιοσύνης τερπνός, καὶ τοὶς ἴχνεσιν αὐτοῦ ἀκολουθήσασα, τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, γεωργεῖς τᾶς ἀπαρχᾶς, ἀμέμπτω σου πολιτεία, θαυματουργοῦσα θεόφρον, πρὸς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοί Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα· λαβοῦσα γάρ τόν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μέν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διό καί μετά Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Ἐλισάβετ τό πνεῦμά σου.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς παρθενίας τέμενος, καὶ ἀρετῶν θησαύρισμα, τὴν τῶν θαυμάτων βλυσταίνεις χρηστότητα, ὥσπερ πηγὴ ἀκένωτος, καὶ ψυχῶν καὶ σωμάτων, Ἐλισάβετ καθαίρεις τὰ ἀρρωστήματα, τῶν εὐλαβῶς ψαλλόντων, τῷ Κτίσαντι· Ἀλληλούϊα.
Κάθισμα Ἦχος πλ. γ’. Θείας πίστεως.
Πόνους ἤνεγκας, τῆς ἐγκρατείας, χάριν εἴληφας, τῆς ἀπαθείας, καὶ ἰαμάτων Ἐλισάβετ θεόπνευστε, τοῦ θεραπεύειν παντοῖα νοσήματα, καὶ ἀπελαύνειν δαιμόνων ἐνέργειαν· Ἀξιάγαστε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Μεγαλυνάριον
Ὡς ἐπαγγελίας δῶρον σεμνόν, τῶν ἐπηγγελμένων, κατηξίωσαι ἀγαθῶν, βίῳ καταλλήλῳ, Ὁσία Ἐλισάβετ, ὧν καὶ ἡμᾶς λιταῖς σου, Μῆτερ ἀξίωσον.
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, Ορθόδοξος Συναξαριστής
π. Λουκᾶς Γρηγοριάτης: Ἡ ζωή καί τό ἔργο τοῦ μακαριστοῦ γέροντός μας, πατρός Γεωργίου Καψάνη
Ιστορικών υψηλών... συνέχεια για χαλκό - Υψηλές τιμές και υποεπενδύσεις συντρίβουν το αφήγημα της πράσινης ανάκαμψης
Γαζῆς Δελβινακιώτης, χιλίαρχος, ἀκολουθήσας τὸν στρατάρχην τῆς Ρούμελης εἰς πάσας αὐτοῦ τὰς ἐκστρατείας, ὁ ἰδιαίτερος γραμματεὺς τοῦ Αἰνιὰν καὶ ὁ Περραιβὸς εἶναι οἱ πρῶτοι γράψαντες περὶ Καραϊσκάκη. Οἱ μετ’ αὐτοὺς δέν προσέθηκαν ἢ ὕμνους, οὐδὲν ὅμως τὸ οὐσιαστικὸν διὰ τὴν βιογραφίαν του. Ἐκ τῶν ἐγγράφων δέ, τὰ ὁποῖα ἔλαβεν ἢ ἔστειλεν, ὀλίγα ἐδημοσιεύθησαν, ἀφορῶντα κυρίως εἰς τὴν ἐκστρατείαν Ἀττικῆς. Καὶ οἱ πρῶτοι αὐτοῦ βιογράφοι σχετικῶς ὀλίγα ἔγραψαν, τὸ ὁποῖον συμβαίνει καὶ δι’ ὅλους τοὺς ἄνδρας τοῦ Ἱεροῦ Ἀγῶνος. Ὀλίγοι ἄνδρες ἐν τούτοις τῆς Ἐπαναστάσεως ὑπῆρξαν, διὰ τοὺς ὁποίους νὰ μὴ γραφοῦν καὶ δύο καὶ τρία τὸ ὀλιγώτερον φυλλάδια, λόγοι ἢ βιογραφίαι, τὰ ὁποῖα δυστυχῶς δὲν ἐκπροσωποῦν καμμίαν ἔρευναν. Συνήθως δὲν εἶναι ἢ πάταγος λέξεων.
Λησμονοῦν νὰ ἀναφέρουν αὐτὸ τὸ ἔτος τῆς γεννήσεως τῶν ἡρώων των, πολὺ ὀλιγώτερον τὰς πράξεις των. Διθύραμβοι ἄνευ οὐσίας. Πολλάκις δὲ καὶ μυθεύματα. Ὁ Καραϊσκάκης ἀφοῦ ζῶν ὑπέφερε τὰ πάνδεινα ἀπὸ τὴν φιλαρχίαν καὶ κακίαν τοῦ Μαυροκορδάτου, ἐπέπρωτο καὶ τεθνεὼς νὰ παρασταθῇ ὡς δημιούργημα τῶν πολιτικῶν, οἵτινες τὸν ἀνεκάλυψαν δῆθεν, ὡς νὰ μὴ εἶχε προτέραν ἱστορίαν, τὸν προήγαγον, καὶ τοῦ ἔδωκαν μάλιστα σύμβουλὰς νὰ παύσῃ νὰ εἶναι πλέον…. διάβολος!
Ὁ Καραϊσκάκης, διακεκριμμένος ἁρματωλός, ὑπῆρξεν εἷς τῶν καλλιτέρων καὶ πατριωτικωτέρων ὁπλαρχηγῶν ἀπ’ αὐτῶν τῶν πρώτων ἡμερῶν τοῦ ἀγῶνος. Εὑρεθεὶς ἐγγύτατα τοῦ κέντρου τῶν ὀθωμανικῶν δυνάμεων, δηλαδὴ τοῦ στρατοπέδου τοῦ Χουρσίτ, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχε ἀνατεθῇ ἡ κατάπνιξις τοῦ κινήματος τοῦ Ἀλῆ-πασσᾶ καὶ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, ἐπρομάχησεν αὐτῆς μετὰ ζήλου καὶ καρτερίας, καὶ εἶνε συκοφαντία τὸ λεχθὲν περὶ αὐτοῦ, ὅτι τὰ πρῶτα του κινήματα δὲν ἀπέβλεπον ἢ εἰς τὴν κατάκτησιν ἑνὸς ἁρματωλικίου μόνον.
Τὰ περὶ τῶν ἁρματωλικίων ἀνήκουν εἰς παλαιοτέραν ἐποχήν. Καὶ ἔπρεπε νὰ ἐπιδιώξῃ ἕν ἀρματωλήκι, διὰ νὰ ἔχῃ στρατιώτας καὶ σημασίαν. Δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ γίνη ἄλλως τότε• ὅταν ἐξερράγη ὁ ἀγών, ἀμέσως ἐτάχθη εἰς τὴν πρώτην γραμμήν, καὶ ἀπ’ ἀρχῆς ἠννόει ὁ ὀξύτατος πολὺ καλά, δὴ ἐπρόκειτο περὶ τῆς ἀποκαταστάσεως τοῦ Γένους, ὄχι δὲ περὶ κατακτήσεως καπετανάτων.
Τὸ καπετανάτον τοῦ ἐχρειάζετο ὡς μέσον, ὄχι ὡς σκοπός. Ὁ τελικὸς σκοπὸς ἦτο ἡ ἀπελευθέρωσις τοῦ Ἔθνους. Εὐθέως κατέκτησε μίαν ἀπὸ τὰς πρώτας θέσεις, παρὰ πάντων ἀναγνωριζόμενος, τὸ ὁποῖον χρεωστεῖ κυρίως εἰς τὴν φρόνησίν του καὶ τὴν πολεμικὴν δεξιότητα. Ὅλοι οἱ καπεταναῖοι τῆς Στερεᾶς ἔβλεπαν ἀπ’ ἀρχῆς ἐν αὐτῷ τὸν μεγάλον ἀρχηγόν. Ἀλλὰ εἶχε νὰ παλαίσῃ ὄχι μόνον κατὰ τῶν Τούρκων, ἀλλὰ καὶ κατὰ ραδιουργίας τῶν πολιτικῶν, οἵτινες καὶ ὡς προδότην ἀκόμη παρέστησαν αὐτόν, τὸν εἰσήγαγον εἰς δίκην, καὶ ἐκ παντὸς τρόπου προσεπάθησαν νὰ τὸν καταστρέψωσιν, ἀλλὰ τέλος ἐνίκησεν, ἐπιδείξας ψυχραιμίαν καὶ ὑπομονήν, καὶ δὲν τὴν ἔπαθεν ὡς ὁ Ὀδυσσεύς.
Ὁ Καραϊσκάκης εἶναι πράγματι ὁ καθεαυτὸ αὐτοποίητος ἀνήρ, ἔργον τῶν ἰδίων χειρῶν. Εἶναι ἀληθές, ὅτι ὑπῆρξε γέννημα καλογραίας ἥτις ἡμάρτησε διὰ νὰ δωρήσῃ εἰς τὴν Ἑλλάδα τὸν ἄριστον τῶν στρατιωτικῶν αὐτῆς ἀνδρῶν. Πατὴρ του ὑπῆρξεν ὁ ὀνομαστὸς ἁρματωλὸς Ἴσκος ὁ καὶ Καραΐσκος, διὰ τὸν ὅποιον ἡ ἐξόχου καλλονῆς γυνὴ αὕτη ἠσθάνθη σφοδρὸν ἔρωτα, καὶ ἐξ αὐτοῦ συνέλαβε καὶ ἔτεκε τὸν ἥρωα Γεώργιον, τὸ Καραϊσκάκη, ὡς τὸ ἀπεκάλει μετά τινος ὑπερηφάνειας, τὸ παιδάκι δηλαδὴ τοῦ Καραΐσκου.
Ἡ καλογραία αὕτη εἶχε γεννηθῇ καὶ ἀναπτυχθῇ εἰς Σκουλικαριὰν τῆς ἐπαρχίας Ἄρτης, ἐκαλεῖτο δὲ Ζωὴ Δεμισκῆ, καὶ ἀνῆκεν εἰς προέχουσαν οἰκογένειαν, πρώτη ἐξαδέλφη οὖσα τοῦ διασήμου ὁπλαρχηγοῦ Γώγου Μπακόλα. Ἐλθοῦσα εἰς γάμου κοινωνίαν πρὸς τὸν ἐκ Φαναρίου τῆς ἐπαρχίας Ἀγράφων πρόκριτον Γιαννάκην Μαυροματιώτην, ἐχήρευσε νεωτάτη, περιέπεσεν εἰς μελαγχολίαν, καὶ γυνὴ οὖσα τῶν ἄκρων ἠσπάσθη τὸ μοναχικὸν σχῆμα. Μετὰ ἔτους ὅμως παρέλευσιν συνήντησε καὶ ἠράσθη τὸν ἐκ Βάλτου Καραΐσκον, καὶ τέλος ἔτεκε τὸν Καραϊσκάκην εἰς τὸ οὐ μακράν τοῦ Φαναρίου χωρίον Μαυρομάτι κατὰ τὸ 1782.
Φοβουμένη τὴν τιμωρίαν καὶ ἰδίως τὴν ἀφαίρεσιν τοῦ νεογνοῦ, καταφεύγει εἰς ἕν σπήλαιον παρὰ τὸ Μουζάκι, καὶ μετὰ δίμηνον σχεδὸν ἐν αὐτῷ διαμονήν, ὑποστᾶσα τὰ πάνδεινα διαβαίνει εἰς τὴν πατρίδα της Σκουλικαριάν, ὅπου εὗρε τινά, φαίνεται, προστασίαν, καθ’ ἃ λέγεται καὶ παρὰ τοῦ Καραΐσκου αὐτοῦ, ὅστις τὴν ἐπροφύλαξε ἀπὸ πάσης καταδιώξεως, καὶ κατώρθωσεν οὕτως νὰ θρέψη αὕτη καὶ ἀναπτύξῃ τὸ βρέφος, τὸ ὁποῖον ἠγάπα περιπαθῶς. Τὸ ἀνέθρεψεν ἐπιμελῶς, ἦτο δὲ τὸ παιδίον ζωηρόν, εὐφυὲς καὶ ὡραῖον.
Ἡ Ζωὴ δὲν ἒζη πλέον ἢ δι’ αὐτό, καὶ ὅταν τὸ εἶδε πλέον περικαλλῆ καὶ ἔξυπνον ἔφηβον, τῆς ἦλθεν ἡ ἰδέα νὰ μεταβῇ εἰς Ἰωάννινα, ὅπως τὸ ἀναπτύξῃ καὶ φροντίσῃ περὶ τοῦ μέλλοντός του, ἰδίως δὲ φοβουμένη τὸ ἀτίθασσον αὐτοῦ, καὶ διὰ νὰ μὴ φύγῃ πρὸς τὴν κλεφτουριάν, πρὸς ἥν εἰλκύετο. Ἀλλὰ καὶ ἐν Ἰωαννίνοις ὁ νεανίσκος δὲν ὡμίλει ἢ περὶ Κλεφτῶν καὶ Ἁρματωλῶν. Ἐσοφίθη λοιπὸν νὰ τὸν φέρῃ ἡ ἰδία πρὸς τὸν Ἀλῇ-πασᾶ, τὸ ὁποῖον καὶ ἤρκεσε νὰ τῆς προσπορίση τὴν εὔνοιαν τοῦ φοβεροῦ Σατράπου.
Ὁ Ἀλῆς κατεθέλχθη ἐκ τοῦ γενναίου παραστήματος τοῦ πολεμικοῦ νεανίσκου, τὸν ἐπήνεσε διὰ τὸ ἀρειμάνιον αὐτοῦ φρόνημα, καὶ τὸν κατέταξε παρευθὺς εἰς τὸ στράτευμά του. Ἀλλὰ δὲν συνεβιβάζετο πολὺ πρὸς τοὺς Ὀθωμανούς, καὶ πολλὰ προυκάλεσεν ἐπεισόδια, ἕνεκα ἐρίδων καὶ συμπλοκῶν πρὸς αὐτούς. Ὀργισθεὶς τέλος κατ’ αὐτοῦ ὁ Βεζὺρ Ἀλῆ Πασᾶς τὸν ἐφυλάκισεν εἰς Τεπελένιον. Ὁ Καραϊσκάκης, δραπετεύσας ἐκ τῆς εἰρκτῆς, ἀπῆλθεν εἰς Ἄγραφα, καὶ κατετάχθη εἰς τὸ ἁρματωλῆκι τοῦ Κατσαντώνη, ταχέως διακριθεὶς καὶ προαχθεὶς. Γνωστὸν εἶναι τὸ τραγικὸν τέλος τοῦ περίφημου ἁρματωλοῦ Κατσαντώνη.
Μετὰ τὸν θάνατον αὐτοῦ καὶ τοῦ ἀδελφοῦ του οἱ τετρακόσιοι αὐτῶν στρατιῶται ἔμειναν ὑπὸ τὴν ἀρχηγίαν τοῦ Τσόγκα, τοῦ Πάγκαλου, τοῦ Φραγκίστα καὶ τοῦ Καραϊσκάκη. Ὁ Ἀλῆ πασᾶς ἀπέστειλεν κατ’αὐτῶν ἰσχυρὸν σῶμα ὑπὸ τὸν ἀνδρεῖον Ἀλβανόν Μουχουρδάρ Πότζι. Οὐδὲν ὅμως ἠδυνήθη οὗτος νὰ κατορθώσῃ κατ’ αὐτῶν, εἰ καὶ ἔμενεν ἕν ὁλόκληρον ἔτος ἐν Ἀγράφοις. Τέλος ὁ δριμὺς χειμών, αἱ στερήσεις καὶ ἡ ἔλλειψις πυρομαχικῶν ἠνάγκασαν τοὺς ἁρματωλοὺς νὰ καταφύγωσιν εἰς τὴν Ἀγγλοκρατουμένην Λευκάδα. Ὁ πασᾶς ὅμως, ἔχων φιλικὰς σχέσεις μετὰ τῶν Ἄγγλων, τοὺς ἐστέρησε καὶ τοῦ καταφυγίου τούτου.
Ἐξωσθέντες ὑπὸ τῶν Ἄγγλων, ἠναγκάσθησαν νὰ συνθηκολογήσωσι πρὸς τὸν Ἀλῆν, ὅστις γινώσκων τὴν ἀξίαν των, τὸν μὲν Τζόγκαν διώρισε καπετάνιον τῆς ἐπαρχίας Βονίτσης, πάντας δὲ τοὺς λοιποὺς διώρισε Τζοχανταραίους, ἤτοι σωματοφύλακάς του, σῶμα εἰς τὸ ὁποῖον ὑπηρέτουν ἤδη ὁ Διάκος, ὁ Ὁδυσσεύς, ὁ Βάγιας, ὁ Μποῦσγος καὶ ἄλλοι Ἕλληνες. Ὁ Ἀλῆς, στρατεύσας διαταγῇ τοῦ Σουλτάνου κατὰ τοῦ ἀποστάτου πασᾶ τοῦ Βιδινίου Πασβὰν Ὀγλοῦ, τοῦ φίλου τοῦ Ρήγα, συμπεριέλαβε καὶ τοὺς Ἕλληνας στρατιωτικούς του.
Ὁ Καραϊσκάκης, φθάσας εἰς Δούναβιν, ἔφυγε πρὸς τὸν Πασβὰν Ὀγλοῦ, καὶ συνεπολέμησε μετ’ αὐτοῦ ἐπὶ τρεῖς μῆνας ἐν Βιδινίῳ. Τὸν Καραϊσκάκην οὐ μόνον συνεχώρησε διὰ τὰ πρὸ τῆς φυλακίσεώς του συμβάντα καὶ διὰ τὴν δραπέτευσίν του καὶ τὰ ἄλλα του παραπτώματα, ἀλλὰ καὶ ἐνύμφευσε μετὰ τῆς περικαλλοῦς Γκόλφως, κόρης προστατευομένης οἰκογενείας του ἐκ Βάλτου, ἐπικαλουμένην ψαριανοπούλαν, δι’ ὅν γάμον καὶ τὸ τρίστιχον: «Νέος νέος ἐπαντρεύτηκα, ὡραίαν γυναῖκα πῆρα κλπ.».
Ὀλίγον μετὰ τὸν γάμον του χρόνον ἐξερράγη καὶ ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασις, καὶ ὁ Καραϊσκάκης, συγκροτήσας ἐξ ἐπιλέκτων σῶμα, διέβη εἰς Ἄγραφα καὶ ἐμάχετο κατὰ τῶν Τούρκων. Κατὰ τὸν γνωρίσαντα καὶ ὑπηρετήσαντα ὑπ’ αὐτὸν Χριστόφορον Περραιβόν,—δεν ἀντιτίθενται καὶ εἰς ὅσα περὶ αὐτοῦ λέγει ὁ Ἔϊδεκ—ὁ Καραϊσκάκης ἦτο μετρίου ἀναστήματος, μελαψὸς καὶ ἰσχνός. Ἡ ἰσχνότης του ἐπετάθη ἐκ τῆς φυματιώσεως, ὑφ’ ἧς βραδύτερον προσεβλήθη. Εἶχε τὸ πρόσωπον ὠοειδές, εὐρυμέτωπος καὶ δασὺς τὰς ὀφρεῖς, ὀφθαλμοὺς εἶχε μελανοὺς καὶ λάμποντας, ρῖνα λεπτὴν καὶ εὐθεῖαν, μύστακα μέλανα, ὡς καὶ κόμην, ἥν ἔφερε μακράν, ὡς οἱ ἁρματωλοὶ συνήθως, ὀδόντας μικρούς, αἱ ὁδονταλγίαι του ὅμως ἦσαν συχναὶ καὶ ἀφόρητοι, ἕν ἀπὸ τὰ βάσανα τοῦ Καραϊσκάκη.
Διὰ τὰς πνευματικὰς του ἰδιότητας εἶνε περιττὸν νὰ εἴπω ὅτι εἶχε μεγάλην διανοητικὴν ὀξύτητα, παρατηρητικόν, καὶ ἤξευρε πολλὰ πράγματα, εἶχε δὲ καὶ ἐκτάκτως ἰσχυρὰν μνήμην, δραστηριώτατος, προσθέτει ἀκόμη ὁ Περραιβός, καὶ ἀκούραστος εἰς τοὺς ἀγῶνας. Μολονότι δὲ ἦτο ἀδύνατος διεκρίνετο ἐπὶ ἀντοχῇ. Ἦτο λίαν προσηνὴς πρὸς πάντας, καὶ ἤκουε μετὰ προσοχῆς. Ἦτο δὲ θαυμάσιος εἰς τὰ χαριτολογήματά του, ἠρέσκετο εἰς τὰς ἀστειότητας, καὶ ἦτo ἐνίοτε βωμολόχος ἄχρις ὑπερβολῆς. Ὅταν περιέπιπτεν εἰς λάθη ἢ κακὴν ἐκτίμησιν τῶν πραγμάτων, τὰ ἀνεγνώριζε προθύμως, καὶ δὲν ἐσυστέλλετο νὰ ζητῇ ἐσθ’ ὅτὲ καὶ συγχώρησιν.
Ἂν καὶ ἀγράμματος, εἶχε πολλὴν φυσικὴν εὐγλωττίαν, καὶ ὁμιλῶν δὲν ἔκαμνε πολλὰ σφάλματα. Ἔφερε πάντοτε σχεδὸν κατέρυθρον δουλαμᾶν χρυσοκέντητον καὶ ὡραῖα ὅπλα, τὰ ὁποῖα δύναταί τις νὰ ἴδῃ ἐν τῷ Μουσείῳ τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας.
Γνωστὰ ὅσα ἔπαθεν ἀπὸ τὸν Μαυροκορδάτον, εἰς ὅν δὲν ὑπετάσσετο, ὡς καὶ οἱ Γεώργιος Βαρνακιώτης καὶ Γῶγος Μπακόλας. Τὸν ἐσυκοφάντησεν ὡς φιλότουρκον, τὸν εἰσήγαγεν εἰς δίκην, καὶ τὸν κατεδίκασε, συγκεντρώσας τὰς ψήφους εἰκοσάδος ὁπλαρχηγῶν. Στρατολογήσας τότε ἰδίᾳ.δαπάνῃ ἑξακοσίους ἄνδρας, εἰσῆλθεν εἰς τὴν Θεσσαλίαν.
Ἐπειδὴ δὲ οὕτω εὑρέθη εἰς τὴν τουρκοκρατημένην Θεσσαλικὴν ζώνην, ὁ Γιαννάκης Ράγκος καὶ ὁ Ν. Στουρνάρης, συμφωνήσαντες μετὰ τῶν Ὀθωμανῶν, ἐκινήθησαν κατ’ αὐτοῦ, εἰσῆλθε τότε εἰς τὴν ἐλευθέραν Στερεὰν ὅπου οἱ ὁπλαρχηγοί, δυσηρεστημένοι τὰ μέγιστα διὰ τὴν κατ’ αὐτοῦ διαβολήν, ὑπέγραψαν ἱκετήριον ὑπὲρ αὐτοῦ ἀναφοράν, καὶ τὴν παρουσίασαν εἰς τὴν Κυβέρνησιν, ἥτις τὸν ἐδέχθη λίαν εὐνοϊκῶς, ἐπαινέσασα συγχρόνως τὰ ἀνδρεῖα του κατορθώματα. Τότε ἐτάχθησαν ὑπ’ αὐτὸν οἱ ὁπλαρχηγοὶ Δράκος, Δαγκλῆς, Ζέρβας, Περραιβός, Κοντογιάννης, Σκαλτσοδῆμος, Σαφάκας καὶ ἀνέλαβε ὁ Καραϊσκάκης τὴν ἐπιτήρησιν τῶν κινημάτων τοῦ Δερβὲν πασᾶ, τοῦ Γιουσοὺφ πασᾶ Περκόφτσαλη καὶ τοῦ Ἀμπὶζ πασᾶ Δίβρα, στρατοπεδευόντων μεταξὺ Ὑπάτης καὶ Λιανοκλαδίου, προτιθεμένων δὲ νὰ εἰσβάλωσι διὰ τῶν Θερμοπυλῶν πρὸς τὰ ἐνταῦθα. Ἔκτοτε ἀρχίζει ἡ κυρίως ἐν τῷ ἀγώνι δρᾶσις τοῦ Καραϊσκάκη.
Τρία δὲ εἶναι τὰ στάδια τῆς πολεμικῆς ταύτης δράσεως τοῦ Καραϊσκάκη κατὰ τὸν ὑπὲρ ἀνεξαρτησίας ἀγῶνα, ἀφ’ ἧς ἰδίως προήχθη εἰς ἀρχιστράτηγον. Ἡ ὑπὲρ τῆς λύσεως τῆς πολιορκίας τοῦ Μεσολογγίου προσπάθεια αὐτοῦ, ἢ εἰς τὴν Ἀνατολικὴν Ἑλλάδα στρατεία του καὶ Ἡ ἐν τῇ Ἀττικῇ στρατεία.
Ἐνεργῶν κατὰ τῶν πολιορκητῶν τοῦ Μεσολογγίου τὸν Σεπτέμβριον τοῦ 1825, προσβάλλει νικηφόρως ἐν Κραβάροις• ἁρπάζει τριακοσίας πεντήκοντα καμήλους, καὶ καταλαμβάνει τὸ κάστρον. Τὸν Νοέμβριον μεταξὺ Λάσπης καὶ Ἐρεβίω Δερβὲν καταστρέφει τὸν Δελήμπασι τοῦ Κιουταχῆ. Τὴν 25 Μαΐου 1820 κατορθώνει νὰ ἐγκαταστήσῃ τὸ στρατόπεδον αὐτοῦ ἐγγὺς τοῦ Μεσολογγίου, καὶ ρίπτει ἐνισχύσεις ἐντὸς αὐτοῦ. Τὸ ζήτημα τῆς ὑγείας του τὸν παρεκώλυσε, καὶ δὶς μετέβη εἰς τὴν Ἑπτάνησον πρὸς τοὺς ἰατρούς.
Ὑποχωρεῖ εἶτα βραδέως εἰς Κράββαρα πρὸ τοῦ Κιουταχῆ, τοῦ ὁποίου ἀπορρίπτει πάσας τὰς προτάσεις.
Μετὰ τὴν πτῶσιν τοῦ Μεσολογγίου ὅλοι οἱ ὁπλαρχηγοὶ τῆς Στερεᾶς ζητοῦν τὸν Καραϊσκάκην ὡς Γενικὸν Ἀρχηγόν, τὸν ὑποδεικνύουν δὲ καὶ ὁ Κολοκοτρώνης καὶ ὁ Νικήτας. ἡ Κυβέρνησις τὸν διορίζει καὶ ἔρχεται εἰς Ἐλευσῖνα.
Ἀλλὰ μετ’ ὀλίγον, καὶ ἐνῷ εἶχε κατορθώσει νὰ ἐμπεδώσῃ τὴν πειθαρχίαν ἐν τῷ Ἑλληνικῷ στρατοπὲδῳ καὶ πρώτην φορὰν νὰ ὀργανώσῃ ἀρκούντως μέγα τοιοῦτον, καταλαμβάνεται ὑπὸ δεινῆς οἰκογενειακῆς συμφορᾶς, ἀποθανούσης τῆς προσφιλοῦς αὐτοῦ συζύγου Γκόλφως καὶ τὰ ὀρφανά του εὑρίσκονται μόνα ἐπὶ τῆς νησίδος Καλάμου παρὰ τὴν Κεφαλληνίαν, ὅπου τὰ εἶχε τοποθετήσει μετ’ αὐτῆς, σώσας ἐκ τῶν πολιορκουμένων Ἰωαννίνων, εἰς τὰ ὁποῖα εἶχεν εἰσδύσει καὶ ἁρπάσει τὴν Γκόλφω καὶ τὰ τέκνα ἀπὸ τὸ μέσον τῶν Τούρκων.
Ἐπειδὴ εἶχε διαδοθῆ τότε, ὅτι θὰ ἐγκατελίμπανε τὴν ἀρχηγίαν, ὑποβάλλει πρὸς τὴν Διοίκησιν τὴν ἑξῆς ἀναφοράν, δημοσιευθεῖσαν καὶ ἐν τῇ ἐπισήμῳ Ἐφημερίδι
«Κάθε πολίτης χρεωστεῖ νὰ θεωρῇ ὡς δεύτερα τὰ ἴδια σχετικῶς πρὸς τὰ κοινὰ τοῦ Ἔθνους.
Προτιμῶ καὶ αὐτῆς τῆς οἰκίας μου τὴν παντελῆ καταστροφήν, διὰ νὰ μὴ παραιτήσω εἰς αὐτὰς τὰς κρισίμους περιστάσεις τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ τόπου μου, ὑπὲρ τοῦ ὁποίου θέλω θυσιάσει τὸ ὀλίγον αἷμα μου ».
Ἐτήρησε τὸν λόγον του. Ἡ νέα στρατεία του ἤρχισεν ἐκ Κουντούρων. Διαβαίνει τὴν Κάζαν ἀσθενὴς καὶ ἐπὶ φορείου. Ἀλλὰ τὴν 27 Ὀκτωβρίου ἱππεύει, καὶ συνάπτει λαμπρὰν ἱππομαχίαν, κυκλούμενος ἀπὸ τὸ ἄνθος τῶν ἐφίππων ἀξιωματικῶν του Καλλέργη, Νικηταρᾶ, Πανουριᾶ, Ρούκη, Σουλτάνη καὶ ὀλίγων ἱππέων, φονεύει διὰ τῆς σπάθης ἕνα ἱππέα Δελῆν ἰδίᾳ χειρί, καὶ οἱ Τοῦρκοι φεύγουν εἰς Θήβας. Εἶναι ἡ σπάθη αὐτή, τὴν ὁποίαν ὁ Καποδίστριας ἔστειλε διὰ τοῦ ὑπασπιστοῦ του Καλλέργη εἰς τὸν στρατάρχην Μαιζὼν ὅτε ἀπέπλεεν οὗτος ἐκ Νεοκάστρου ἐπὶ τῆς φρεγάτας «Διδοῦς».
Αἱ περὶ τὴν Ράχοβαν καὶ τὸ Δίστομον μάχαι, δι’ ὧν ἀνεκτήθη ἡ Στερεὰ ἐπανηγυρίσθησαν πανταχοῦ τῆς Ἑλλάδος, καὶ ὁ Σπυρίδων Τρικούπης ἐξεφώνει τὸν πανηγυρικόν, ἐν τῷ ὁποίῳ, παραβάλλων τὸν Ἑλληνικὸν στρατὸν πρὸς βαρεῖαν πυγμήν, ἐπιλέγει: «Ἀλλὰ τὸ στιβαρὸ τοῦτο χέρι ἔπρεπε νὰ τὸ διευθύνῃ ἐπιχειρηματικὸς καὶ ἐμπειροπόλεμος ἄνθρωπος. Τοιοῦτος παρουσιάσθη ὁ ἀρχηγὸς Καραϊσκάκης».
Ὁ Καραϊσκάκης ἀνεδείχθη ὁ καλλίτερος χειριστὴς τῶν ἁρματωλικῶν σωμάτων. Ἤξευρε τί ἔπρεπε νὰ ζητήσῃ καὶ τί ἠδύνατο νὰ κατορθώσῃ διὰ τῶν Ἑλλήνων μαχητῶν, οἵτινες εἰς ἀντίρροπον εἶχον ἄκραν πρὸς αὐτὸν ἐμπιστοσύνην καὶ ἀφοσίωσιν: «Καραϊσκάκη μ’ ἀρχηγὲ καὶ πρῶτε Καπετάνιε». Κατὰ τὴν τρίτην περίοδον τῆς ἀρχηγίας του εἶχε τὴν ἀτυχίαν νὰ συνεργασθῇ μετὰ στρατηγῶν, εὐρωπαϊκῆς τακτικῆς οἵτινες οὐδὲν ἠννόουν ἐκ τῆς ἁρματωλικῆς τέχνης. Ὁσάκις τὸν ἤκουσαν, τὰ πράγματα προέκοψαν• τὸ ἐναντίον, ὅτε ἠθέλησαν «νὰ κάμουν τοῦ κεφαλιοῦ των.»
Ἀφίνομεν τὴν ἀνισορροπίαν τοῦ ἀρειοτόλμου λόρδου Κόχραν, ὅστις τὰ ἴδια εἶχε κάμει καὶ ἐν Χιλῇ ὅπου ὑπηρέτησεν ὀλίγον πρότερον. Ἐκεῖ ὅμως προσέκρουσε πρὸς τὸν Μπλάγκο Ἐγκαλάδα καὶ ὁ Κόχραν θυμωθεὶς παρητήθη καὶ ἀπῆλθε τῆς Χιλῆς. Δυστυχῶς τὸν ἐπέβαλεν ἡμῖν ὁ ἐν Λονδίνῳ δανειστὴς Ρικάρδο, ὅστις δὲν ἔδιδε τὰ χρήματα ἄνευ τοῦ Κόχραν.
Ὁ Τσώρτς ὡς φαίνεται ἀπὸ τὰ ἐν τῷ Βρεττανικῷ Μουσείῳ ἔγγραφά του, συνετάσσετο τῷ Καραϊσκάκη ἀλλὰ ἐφοβεῖτο καὶ αὐτὸς τὸν Κόχραν, ὅπως τὸν ἐφοβοῦντο ὅλοι• ὁ λαὸς ἐφώναζεν «ἂν φύγῃ ὁ Κόχραν θὰ σᾶς σκοτώσωμε». Ἤθελε δ’ οὗτος τὴν ἄμεσον καὶ κατὰ μέτωπον ἐπίθεσιν κατὰ τοῦ Ρεσὶτ Κιουταχῆ. «Ἐκ τῶν κεράτων τὸν ταῦρον» ἐφώναζεν ἑλληνιστὶ εἰς τὰ συμβούλια, τὰ ὁποῖα συνεκροτοῦντο ἐπὶ τῆς φρεγάτας «Ἑλλάδος».
Ὁ Καραϊσκάκης ἠρώτησε κάποτε μὲ τὸ συνηθισμένο χαμόγελο:
«Ποιὸν λέει ταῦρον ὁ Ναύαρχος ; τὸν Μπγᾶ; (Μπούας καὶ Μπγᾶς ὁ ἄγριος ταῦρος ἐν Ἀγράφοις καὶ ἐν τῇ Δυτικῇ Ἑλλάδι) καὶ ὅταν τοῦ ἀπήντησαν ὅτι αὐτὸν ἐννοεῖ. «Αἴ λοιπόν, εἶπε, δὲν ἔχει δίκαιον• διότι τὸν Μπγὰ γιὰ νὰ τὸν κάμουν ζάφτι δὲν τὸν πιάνουν ἀπὸ τὰ κέρατα γιατί τρυπάει καὶ σὲ πετάει κεῖ ‘πάνω, ἀλλὰ ἀπὸ τ’ ἀχαμνά, μὲ τὸ συμπάθειο, καὶ πέφτει ἀμέσως κάτω».
Ἡ Ἑλλὰς εἶχε τὴν ἀτυχίαν νὰ τὸν χάσῃ εἰς μίαν ἀπὸ τὰς κρισιμωτέρας στιγμὰς τῆς Ἐπαναστάσεως. Ὁ Γαζῆς Δελβενακιώτης, ὁ Περραιβὸς καὶ ὁ Νικόλαος Σπηλιάδης παρέχουσιν ἡμῖν ἐν πλάτει καὶ μὲ ὅλας τὰς λεπτομερείας τὰ κατὰ τὸν τραυματισμὸν καὶ τὸν θάνατον τοῦ στρατηγοῦ.
Ὁ Καραϊσκάκης, μάτην κοπιάσας νὰ μεταστρέψη τὰς γνώμας τοῦ πείσμονος Κόχραν, ἐξῆλθεν περίλυπος τῆς φρεγάτας καὶ ἀνεκοίνωσε πρὸς τοὺς ὑπαρχηγούς του τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ Συμβουλίου. Πάντες περιέπεσαν εἰς μελαγχολίαν, κακὰ προαισθανόμενοι. Οὐχ ἦττον ἐπειδὴ εἶχε σημάνει ἡ ὥρα τοῦ γεύματος, διελύθησαν, καὶ τὴν ἐπαύριον 22 Ἀπριλίου 1827 συνῆλθον πάλιν περὶ τὴν σκηνὴν τοῦ Ἀρχηγοῦ. Ἦτο ἡ παραμονὴ τοῦ ἁγίου Γεωργίου, καὶ ὁ Καραϊσκάκης διέταξε χάριν τῆς ἑορτῆς του νὰ φέρουν πολλὰ ἀρνιά. «Διὰ τὰ παλληκάρια τὰ ἔφερα, εἶπεν, νὰ τὰ φάγουν αὔριον τοῦ ἁγίου Γεωργίου».
Οἱ καπεταναῖοι τότε ὅλοι παρεκάλεσαν ν’ ἀναβληθῆ χάριν τῆς ἑορτῆς του πᾶσα σύσκεψις περὶ τοῦ πολέμου καὶ τῶν προβλημάτων αὐτοῦ καὶ καθίσαντες συνομίλοῦν οἰκείως, μεθ’ ὅ ἤρχισαν ἀποσυρόμενοι εἰς τὰ ἴδια. Συνωμίλει, ἀκόμη μετὰ τῶν τελευταίων ὁ Ἀρχηγός, ὅτε ἠκούσθη ἐξαίφνης πυροβολισμὸς εἰς τὰ κατὰ τὴν Μουνυχίαν καὶ παρὰ τὴν ὁδὸν Πειραιῶς καὶ Φαλήρου κείμενα ὀχυρώματα, συγχρόνως δὲ παρετηρήθη καὶ κίνησις πολλῶν στρατιωτῶν, σπευδόντων νὰ σώσωσι τινας Κρῆτας καὶ Ὑδραίους, ἀπερισκέπτως καὶ ἄνευ διαταγῆς πλησιάσαντας Τουρκικὸν ὀχύρωμα, τραυματισθέντας καὶ κινδυνεύοντας νὰ πέσωσιν εἰς χείρας τῶν Τούρκων.
Ἐκ τούτου ὅμως ἔκ τε τῶν Ἑλληνικῶν καὶ Τουρκικῶν ὀχυρωμάτων ἐξώρμησαν πολλοί, καὶ ἡ μικρὰ συμπλοκὴ ἠπείλει νὰ γενικευθῇ εἰς μάχην, μάχην ἀδιοίκητον. Ὁ ἀρχηγός, καίτοι εἶχε καταληφθῆ πάλιν ὑπὸ τοῦ πυρετοῦ, φοβούμενος τὰς συνεπείας τῆς συμπλοκῆς, ἵππευσε καὶ ἔσπευσε μετὰ τινων ἀξιωματικῶν καὶ τῆς ἐφίππου σωματοφυλακῆς του, καὶ ἀνῆλθε ὕψωμά τι, διὰ νὰ ἀντιληφθῆ σαφῶς περὶ τῆς θέσεως τῶν πραγμάτων καὶ διατάξῃ τὸν στρατὸν εἰς κατάλληλα σημεῖα, διότι ἐκ τοῦ ἐλαιῶνος προσέτρεχεν ἤδη πολυάριθμον τουρκικὸν πεζικὸν καὶ ἱππικόν.
Προστρέχουν ἐν τούτοις καὶ ὁ Νικηταρᾶς, μετὰ μέρους τοῦ σώματός του, ὅστις πληγώνεται εἰς τὴν σιαγόνα, ὡς ἐπληγώθησαν καὶ ὁ Ἀγαλόπουλος. ὁ Λεχουρίτης, ὁ Μπαϊρακτάρης, ὁ ὑπασπιστὴς τοῦ στρατηγοῦ Χατζῆ Μιχάλη Κακλαμάνος, τοῦ ὁποίου τραυματισθέντος ἀπεκόπη κατόπιν ὁ βραχίων, ὡς καὶ τοῦ Ἀγγέλου Βιτικώμ. Ἐπληγώθησαν καὶ 30 στρατιῶται. Τοῦρκος ἱππεὺς ἐν τῷ μεταξὺ διακρίνας τὸν Καραϊσκάκην πεζεύει καὶ εὐστόχως πυροβολεῖ.
Ἡ σφαῖρα εὗρε τὸν Καραϊσκάκην εἰς τὸ ὑπογάστριον. Ἀφορμὴν εἰς τὸ φοβερὸν αὐτὸ δυστύχημα ἔδωκε κατὰ Σπηλιάδην τὸ ἑξῆς περιστατικόν. Τὴν 22 Ἀπριλίου δύο στρατιῶται Κρῆτες, περιφερόμενοι ἔξω Ἑλληνικοῦ κατὰ τὸ νέον Φάληρον (ὅπου νῦν τὸ θέατρον) ὀχυροῦ περιβόλου καὶ ἰδόντες Τοῦρκον φρουρὸν ἔξω τοῦ κατέναντι καὶ εἰς ἀπόστασιν τουρκικοῦ χαρακώματος, ἠθέλησαν νὰ δοκιμάσωσι κατ’ αὐτοῦ τὰ μακρά των, ὡς τὰ ἔφερον οἱ Κρῆτες, τουφέκια.
Ὁ ἕτερος λοιπὸν αὐτῶν τουφεκίζει, καὶ τὸ βλῆμα πίπτει παρὰ τὸν Τοῦρκον ὅστις ἀντιτουφεκίζει καὶ ἐξάπτεται συμπλοκή. Ἐξ ὅλων τῶν ἑλληνικῶν σωμάτων, Ὑδραῖοι, Σουλιῶται καὶ ἄλλοι προσέτρεξαν καὶ τὸ πρᾶγμα ἐξετράπη εἰς ἀληθῆ μάχην ἄνευ τινὸς διευθύνοντος. Ἐπειδὴ δὲ οἱ Τοῦρκοι, πιεζόμενοι, ἤρχισαν νὰ ἐξέρχωνται τοῦ χαρακώματος, στρατιώτης τις ἐκ τῶν ἡμετέρων ἐφώναξε «βγαίνουν οἱ Τοῦρκοι», ἀντὶ νὰ εἴπη φεύγουν, ὅπερ παρεξηγήσαντες τινὲς ἤρχισαν νὰ ὑποχωροῦν. Τότε ὁ Καραϊσκάκης περιτρέχων ἐπειρᾶτο νὰ ἐμποδίσῃ τοὺς φεύγοντας καὶ νὰ τακτοποιήσῃ τὴν μάχην, διότι οἱ Τοῦρκοι, ἀκούσαντες τὸν αὐτὸν πυροβολισμὸν καὶ νομίσαντες ὅτι ἐπρόκειτο περὶ ἐπιθέσεως, ἤρχισαν ν’ ἀποστέλλουν στρατὸν ἐκ τοῦ ἐλαιῶνος, καὶ ἐπηκολούθησεν ὁ θανατηφόρος τραυματισμός του.
Ὀπισθοδρομήσας πρὸς τοὺς συμπολεμιστὰς καὶ προαισθανόμενος τὸν θάνατον ἠθέλησε νὰ συναχθῶσιν οἱ στρατηγοί, ὅπως ἀφήσῃ τὰς τελευταίας του συμβουλὰς.
Τοὺς ἀπεχαιρέτησε διὰ τῶν ἑξῆς λέξεων:
«Ἀδελφοὶ καὶ συστρατιῶται, ἀποθνήσκω εὐχαριστημένος, διότι ἐπλήρωσα τὰ πρὸς τὴν πατρίδα χρέη μου, ὅσον αἱ φυσικαί μου δυνάμεις τὸ ἐσυγχώρησαν. Ἀγαπᾶτε τὴν πατρίδα. Ὁ θάνατός μου δὲν πρέπει νὰ σᾶς δειλιάσῃ. Μὴ φοβῆσθε τοὺς Τούρκους. Σᾶς τρέμουν ὅταν μάλιστα μανθάνουν τὴν ὁμόνοιάν σας.
Μὴ λυπῆσθε. Ἡ τιμὴ καὶ τὸ καύχημα τῶν παλληκαριῶν εἶνε νὰ τοὺς κράζουν σφαγάρια καὶ ὄχι ψοφίμια.» (Νὰ πίπτουν δηλαδὴ ἐν τῇ μάχῃ καὶ νὰ μὴ ἀποθνήσκουν εἰς τὸ κρεββάτι).
Ταῦτα καὶ ἄλλα τινὰ εἰπὼν κατὰ τὸν Περαιβόν, διὰ σβεννυμένης φωνῆς εἰσῆλθεν εἰς τὴν λέμβον καὶ ἐπέβη εἶτα τῆς ἡμιολίας τοῦ Τσούρτς «Σπαρτιάτης» ὅπου ἐξητάσθη ὑπὸ τοῦ χειρούργου τὸ τραῦμα ὅστις διέταξε νὰ τὸν μεταφέρουν ἀμέσως εἰς Σαλαμῖνα, ἀλλὰ περὶ τὰ μέσα τῆς νυκτὸς ἐξέπνευσε καὶ τὸ σῶμα του ἀπεβιβάσθη εἰς Ἀμπελάκια, εὐθὺς δὲ καὶ μετεφέρθη εἰς Κούλουρην Σαλαμῖνος τῇ συνοδείᾳ τῶν παρατυχόντων ἀνωτέρων κληρικῶν καὶ τῶν ἐν τῷ νοσοκομείῳ ἐλαφρῶς τραυματιῶν, οἵτινες δράξαντες τὰ ὅπλα, συνώδευσαν τὸ λείψανον μέχρι τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ὅπου καὶ ἐτάφη κατὰ τελευταίαν θέλησίν του.
Μετὰ τὴν ἔλευσιν τοῦ Ὄθωνος ἐκρίθη νὰ ταφῇ ἐν ᾧ τόπῳ ἐτραυματίσθη θανατηφόρως ἐν κοινῷ μνημείῳ μετὰ τῶν συμμαχητῶν του• οὕτως ἡμέραν τινα τοῦ ἔαρος τοῦ 1835 μετὰ τὴν ὁριστικὴν ἐγκατάστασιν τῆς καθέδρας τοῦ Κράτους ἐν Ἀθήναις, ἐπιμελείᾳ τῆς ἀντιβασιλείας, ἐκκλησιαστικὴ καὶ ναυτικὴ πομπὴ ἐξεκίνησεν ἐκ Σαλαμῖνος πλέουσα πρὸς τὸν Πειραιᾶ. Ἐκ Σαλαμῖνος συνώδευον τὰ λείψανα ὁ Ἐπίσκοπος Αἰγίνης, αἱ θυγατέρες τοῦ στρατηγοῦ καὶ οἱ συνταγματάρχαι, καθ’ ὅν βαθμὸν ἔφερον τότε, Κριεζώτης, Νικηταρᾶς, Βάσσος, Μαυροβουνιώτης, Μακρυγιάννης, Χατζηπέτρος, Καλλέργης, Σπυρομήλιος καὶ ὁ ταγματάρχης τοῦ ἐλαφροῦ πεζικοῦ Γεώργιος Βάγιας.
Ἡ κάλπη ἐκαλύπτετο ὑπὸ μελανοῦ μεταξωτοῦ. Ὑπὸ τοὺς κρότους τῶν πυροβόλων ἀπεβιβάσθησαν εἰς Πειραιᾶ καὶ συνοδίᾳ ἀποσπασμάτων τῶν παλαιῶν χιλιαρχιῶν καὶ τοῦ νεωτέρου τακτικοῦ στρατοῦ τῆς Ἑλλάδος ἐπορεύθησαν πρὸς τὸ Νέον Φάληρον μὲ τὰ λείψανα φερόμενα ἐπὶ «πενθισκεποῦς πεδινοῦ πυροβόλου» . Παρὰ τὸ ἐν Ν. Φαλήρῳ ἀνεγερθὲν μνημεῖον ὁ Βασιλεὺς Ὄθων καὶ οἱ Ἀντιβασειλεῖς Ἀρμενσμπέργ, Κόβελλ, Ἔϋδεκ, ὁ γράψας περὶ Καραϊσκάκη συμμαχητής του, πάντες φέροντες πένθιμον ταινίαν. Συγχρόνως ἄλλη πένθιμος ἐξ Ἀθηνῶν πομπὴ μετέφερε ἐπὶ τῶν κυλλιβάντων τῶν πυροβόλων τὰ λείψανα τῶν λοιπῶν ὑπερμάχων τῶν Ἀθηνῶν, τὰ ὁποῖα ἕως τότε ἦσαν τεθαμμένα εἰς τὸν περίβολον τῆς Ἁγίας Εἰρήνης, καὶ συνήντα τὴν πρώτην πρὸ τοῦ μνημείου.
Μετὰ σύντομον δέησιν οἱ ἀξιωματικοὶ Νικηταρᾶς, Βάσσος, Κριεζώτης, Χατζηπέτρος καὶ λοιποί τοῦ Καραϊσκάκη συναγωνισταὶ κατέθεσαν τὰ λείψανα εἰς τὸν τάφον, ἐνῶ τὸ πυροβολικὸν ἔρριπτε «τεσσαράκοντα πέντε βολὰς ὅσοι ἦσαν οἱ χρόνοι τῆς ἡλικίας τοῦ Καραϊσκάκη», κατὰ τὸ ὑπὸ τοῦ συναδέλφου Ἀριστοτέλους Κουρτίδου ἀνευρεθὲν καὶ κατατεθὲν εἰς τὸ Μουσεῖον τῆς «Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας», μοναδικὸν περισωζόμενον πρόγραμμα τῆς μετακομιδῆς.
Τότε ὁ βασιλεὺς Ὄθων, στὰς πρὸ τοῦ μνημείου, ἐξέβαλε τὸν ἴδιον Μεγαλόσταυρον καὶ ἀφοῦ τὸν ἔθεσε πρῶτον ἐπὶ τῶν λειψάνων τοῦ Καραϊσκάκη, τὸν παρέδωκεν εἰς τὴν πρεσβυτέραν τῶν θυγατέρων του, εἰς δὲ τὴν νεωτέραν χρυσόβουλλον ἐνδιαλαμβάνον περὶ δωρεᾶς εἰς αὐτάς.
Νομίζω νῦν ὅτι εἰς τοὺς Ρουμελιώτας ἀπόκειται νὰ φροντίσουν ὅπως ἐν Φαλὴρῳ καὶ εἰς θέσιν περίοπτον καὶ συχναζομένην, ἀνεγερθῆ μέγας χάλκινος ἔφιππος ἄνδριάς τοῦ μεγάλου Ἕλληνος πολεμιστοῦ, ὅστις ἔσωσε καὶ ἐδόξασε τὴν Ρούμελην.
Πηγή: Myriobiblos, Αβέρωφ
Μία από τις πρώτες μάχες του Εθνικού Ξεσηκωμού, που δόθηκε στην ξύλινη γέφυρα της Αλαμάνας (Σπερχειού), πλησίον των Θερμοπυλών, στις 23 Απριλίου 1821 και συνδέθηκε με την ηρωική προσπάθεια του Αθανασίου Διάκου να αναχαιτίσει τις Οθωμανικές ορδές του Κιοσέ Μεχμέτ και του Ομέρ Βρυώνη.
Στις αρχές Απριλίου του 1821 η Ανατολική Ρούμελη (Στερεά Ελλάδα) βρισκόταν σε επαναστατικό αναβρασμό, όπως και η Δυτική Ρούμελη και ο Μοριάς (Πελοπόννησος). Ο Αθανάσιος Διάκος, που πρωτοστάστησε στην κήρυξη της επαναστάσεως στην περιοχή αυτή της Ελλάδος, είχε καταλάβει την Λιβαδειά, την Θήβα και την Αταλάντη, όχι όμως και το διοικητικό κέντρο της περιοχής, το Ζητούνι (σημερινή Λαμία), καθώς ο τοπικός οπλαρχηγός Μήτσος Κοντογιάννης θεωρούσε πρόωρη την έκρηξη της Επαναστάσεωςκαι δεν συμμετείχε στον Αγώνα.
Τα κακά μαντάτα δεν άργησαν να φθάσουν στον διοικητή της Πελοποννήσου (Μόρα-Βαλεσί) Χουρσίτ Πασά, ο οποίος βρισκόταν στην Ήπειρο, επικεφαλής στρατευμάτων για να τιμωρήσει τον Αλή Πασά, που έδειχνε τάσεις αυτονομίας από τον Σουλτάνο. Ο Χουρσίτ διέταξε τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ Μεχμέτ να καταστείλουν την Επανάσταση στη Ρούμελη και στη συνέχεια να προχωρήσουν από δύο κατευθύνσεις προς την Πελοπόννησο, για την άρση της πολιορκίας της Τριπολιτσάς.
Στις 17 Απριλίου οι δυο πασάδες με 8.000 άνδρες στρατοπεδεύουν στο Λιανοκλάδι, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Λαμία. Ο κίνδυνος είναι μεγάλος για τους επαναστατημένους Έλληνες. Οι τοπικοί οπλαρχηγοί συσκέπτονται στο χωριό Καμποτάδες (20 Απριλίου 1821) και αποφασίζουν και υπερασπιστούν όλες τις διαβάσεις του Σπερχειού ποταμού (Αλαμάνας), διαμοιράζοντας τους 1500 άνδρες που διαθέτουν, ώστε να αποκόψουν την πρόσβαση των Τούρκων προς τα Σάλωνα (Άμφισσα) και την Λιβαδειά.
Το εναλλακτικό σχέδιο του Γιάννη Δυοβουνιώτη για την από κοινού αντιμετώπιση των Τούρκων στον Γοργοπόταμο απορρίπτεται. Έτσι, ο Πανουργιάς Πανουργιάς με 600 άνδρες οχυρώνεται στα υψώματα της Χαλκωμάτας, ο Δυοβουνιώτης καταλαμβάνει τη χαράδρα του Γοργοποτάμου με 400 άνδρες και ο Διάκος με 500 άνδρες θα αντιμετώπιζε τον εχθρό στην ξύλινη γέφυρα της Αλαμάνας (Σπερχειού), πλησίον των Θερμοπυλών.
Το πρωί της 23ης Απριλίου οι Τούρκοι επιτίθενται ταυτόχρονα και στα τρία σώματα των επαναστατών. Ο Πανουργιάς και ο Δυοβουνιώτης υποχρεώνονται να υποχωρήσουν, προ των υπέρτερων δυνάμεων του Ομέρ Βρυώνη, με συνέπεια ο κύριος όγκος των Οθωμανών υπό τον Κιοσέ Μεχμέτ να επιπέσει επί του Διάκου στην Αλαμάνα. Ο Διάκος αρνείται να φύγει και να σωθεί, όπως τον προέτρεψαν οι συμπολεμιστές του και ως άλλος Λεωνίδας με μόνο 48 άνδρες μένει και πολεμά μέχρις εσχάτων. Κατά την διάρκεια της μάχης το σπαθί του σπάει κι ένα εχθρικό βόλι τον τραυματίζει στον δεξιό ώμο, στο οποίο κρατούσε το πιστόλι. Πέντε Τουρκαλβανοί ορμούν στο χαράκωμά του και τον συλλαμβάνουν αιχμάλωτο.
Ο επίλογος της μάχης, που στοίχισε την ζωή σε 200 Έλληνες και 500 Οθωμανούς, γράφτηκε την επομένη ημέρα. Ο Διάκος μεταφέρθηκε στην Λαμία σιδηροδέσμιος, με ανοιχτές και αιμάσσουσες τις πληγές του και τιμωρήθηκε παραδειγματικά δια ανασκολοπισμού. Ο μαρτυρικός θάνατος του Διάκου ατσάλωσε τους επαναστάτες, παρά την ήττα και την καταστροφή στην Αλαμάνα. Οι δύο πασάδες, παρά την νίκη τους επί του πεδίου της μάχης, δεν πέτυχαν τους αντικειμενικούς τους στόχους. Η καθυστέρηση στην Αλαμάνα έδωσε τον απαραίτητο χρόνο στον Οδυσσέα Ανδρούτσο να οργανώσει την αντίσταση στο χάνι της Γραβιάς και να εκδικηθεί την θυσία του Διάκου και των συμπολεμιστών του.
Πηγή: Περί Πάτρης
Στις 23 Απριλίου 1941 υπογραφόταν στην Θεσσαλονίκη από τον αντιστράτηγο Τσολάκογλου, τον Γερμανό στρατάρχη Γιόλντ και τον Ιταλό στρατηγό Φερέρο το 3ο πρωτόκολλο ανακωχής, υπό τον τίτλο Σύμβασις Συνθηκολογήσεως.
Το άρθρο 4 προέβλεπε τα ακόλουθα:
"Τα όπλα, άπαν το πολεμικόν υλικόν και τα αποθέματα της στρατιάς ταύτης, συμπεριλαμβανομένου και του αεροπορικού υλικού, ως και αι επίγειοι εγκαταστάσεις της αεροπορίας είναι λεία πολέμου".
Στο δε άρθρο 5 διαβάζουμε μεταξύ άλλων:
"Η Ανωτάτη Διοίκησις των Ελληνικών στρατευμάτων θα φροντίση, με παν μέσον, όπως παύση πάσα καταστροφή ή εκμηδένισις πολεμικού υλικού και προμηθειών...".
Την ίδια μοιραία ημέρα ο ταγματάρχης του πυροβολικού Κωνσταντίνος Βερσής τίναζε τα μυαλά του στον αέρα, για να μην παραδώσει τα πυροβόλα του στον Γερμανό εισβολέα. Η φήμη για το συνταρακτικό αυτό γεγονός κυκλοφόρησε με ταχύτητα αστραπής ανάμεσα στον διαλυόμενο Ελληνικό στρατό και γέννησε ιερό δέος στις ψυχές των χθεσινών νικητών.
Ο Υποστράτηγος Ι. Α. Βερνάδος περιγράφει...
"Το V Σύνταγμα Πυροβολικού παρέδωσε τα πυροβόλα και τον οπλισμό του εις το χωρίον Σταυράκι. Η ταχύπτερος φήμη έφερε μέχρις ημών την νύκτα της επομένης, ότι ο ταγματάρχης πυροβολικού Βερσής Κωνσταντίνος, διοικητής μοίρας πυροβολικού, ετίμησε, κατά τρόπον μεγαλειώδη, το υπερήφανον όπλον του. Όταν, δηλαδή, έλαβε την διαταγή να παραδώση τα πυροβόλα του, συνεκέντρωσεν τους άνδρας της μοίρας του με μέτωπον προς νότον, προς την αιώνιαν Ελλάδα. Διέταξε και πάντες έψαλαν τον Εθνικό μας Ύμνον, και κατόπιν, αφού ησπάσθη τα πυροβόλα του, έδωσε διαταγήν και τα συνέτριψαν με δυναμίτιδα. Κι ενώ ακόμη το έδαφος εσείετο από τας εκρήξεις, ο Βερσής, στηρίξας το περίστροφόν του εις τον δεξιόν του κρόταφον, ηυτοκτόνησε".
Η περιγραφή αυτή του Βερνάρδου θεωρείται έγκυρη γιατί στηρίζεται στην επίσημη ιστορία του στρατού (Δ.Ι.Σ. Φ.641). Αλλά και όσοι άλλοι ασχολήθηκαν με το θέμα, παραπέμπουν στην ίδια πηγή.
Στην "Ιστορία του Ελληνικού Έθνους" διαβάζουμε:
"Την ίδια μέρα, ο αγώνας της Ελλάδος σημαδεύτηκε από την πράξη ενός μαχητή στο μέτωπο, που συμβόλιζε το δράμα της χώρας μας και του λαού της. Στη σχετική με τη δράση του Α' Σώματος Στρατού έκθεση αναγράφεται: Ο ταγματάρχης του Πυροβολικού Βερσής, διαταχθείς υπό των Γερμανών να παραδώση τα πυροβόλα της μοίρας του, αφού συνεκέντρωσε ταύτα και τους απέδωκε τιμάς, ηυτοκτόνησε, ενώ η μοίρα του έψαλλε τον Εθνκόν Ύμνον".
Αξιοπρόσεκτη είναι επ' αυτού η άποψη του Μανόλη Ανδρόνικου, ο οποίος, με βάση ην ίδια πηγή (Δ.Ι.Σ. Φ. 641), αναφέρεται στο συμβάν και σημειώνει:
"Δεν νομίζω, πως ο ταγματάρχης Βερσής ήταν ήρωας, όπως δεν ήταν ήρωες ούτε ο Λευτέρης Αναστασιάδης, που έχασε τα πόδια του στην Αλβανία και τη ζωή του ύστερα στην Αθήνα, ούτε ο Ηλίας ο Καπέσης κι ο Σωκράτης ο Διορινός που στήθηκαν μπροστά στο γερμανικό απόσπασμα... Κάποτε στη ζυγαριά δεν βαραίνουν μήτε η ζωή μήτε ο θάνατος, όσο βαραίνει κάτι άλλο, αυτό που λέμε ανθρωπιά, αξιοπρέπεια, χρέος, τιμή, λευτεριά".
Αν οΒερσήςδεν υπήρξε ήρωας με τη θυσία του -όπως πίστευε ο Ανδρόνικος- στάθηκεήρωας με τη δράση του στους πολέμους όπου έλαβε μέρος: Τον Μικρασιατικό και τον Ελληνοϊταλικό.
Κατά τον Μικρασιατικό πόλεμο , βροχή πέφτουν οι προτάσεις των ανωτέρων του για την απονομή αριστείων και εύφημου μνείας στον Βερσή. Ενδεικτικώς αναφέρουμε τις ακόλουθες:
1) "Ημερησία Διαταγή 7ης Πυροβολαρχίας 3ης Μεραρχίας Γ.Σ.Π.Π. 1 Μαρτίου 1922. Ανθυπολοχαγόν Βερσήν Κωνταντίνον προτείνω, ίνα τω απονεμηθή το Χρυσούν Αριοτείον Ανδρείας, διότι κατά το εγχείρημα της 1ης Μαρτίου επί του λόφου Κατραλή, παρά τα πυρά του εχθρικού πυροβολικού και το γεγονός ότι διά πρώτην φοράν εβαπτίζετο εις το πυρ, επέδειξεν ζηλευτήν ευψυχίαν, ωραίον θάρρος, απόλυτον αφοσίωσιν προς το καθήκον και περιφρόνησιν προς τον κίνδυνον. Π. Μοσχοβίτης".
2) "Ημερησία Διαταγή Μεραρχίας 6 Μαρτίου 1922. Ποιούμαι εύφημον μνείαν του ανθυπολοχαγού Κ. Βερσή, διότι κατά την υπό του τμήματος πεζικού γενομένην επιδρομήν την 4ην ώραν της 1ης Μαρτίου προς υφαρπαγήν του έναντι του λόφου Κατραλή εχθρικού φυλακίου, κατέβαλεν ζηλευτήν προσπάθειαν διά την πλήρη επιτυχίαν της ενεργηθείσης επιδρομής, αιχμαλωτισθείσης απάσης της δυνάμεως του εχθρικού φυλακίου υπό του ανθυπολοχαγού Βερσή Κωνσταντίνου".
Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο , ταγματάρχης πλέον ο Βερσής, συνεχίζει να δείχνει, στο πεδίο της μάχης, τα σπάνια επαγγελματικά και ψυχικά του χαρίσματα, όπως αποδεικνύεται από την ακόλουθη ημερησία διαταγή:
"Α' Σύνταγμα Πεδινού Πυροβολικού. Ημερησία Διαταγή Αξιωματικών Συντάγματος της 25ης Απριλίου 1941. Τον ταγματάρχην Βερσήν Κωνσταντίνον προτείνω δια την προαγωγήν εις ανώτερον βαθμόν διότι, διοικητής της 1ης Μοίρας τυγχάνων,
α) Κατά την κλιμάκωσιν των πυροβολαρχιών του από του 17ου χιλιομέτρου βορείως Αργυροκάστρου, ήτοι επί των θέσεων Παλαιοκάστρας - Αργυροκάστρου - Βλαχοκοράντζι, από 16 έως 20 Απριλίου 1941, επεδείξατο εξαιρετικήν ψυχραιμίαν, θάρρος και αυτοθυσίαν, συντελέσας διά των πυρών της Μοίρας του να επιφέρη μεγάλας απωλείας εις τον εχθρόν και να επιβραδύνη αυτόν, ώστε η απαγκίστρωσις των Συνταγμάτων της 8ης Μεραρχίας να γίνη κανονικώς και άνευ απωλειών.
β) Διότι, τάξας την Μοίραν του εις λίαν προωθημένην θέσιν εις περιοχήν Κακαβιάς, με εντολήν αντιαρματικήν και αμέσου υποστηρίξεως δι' αντίστασιν μέχρις εσχάτων, επεδείξατο ψυχραιμίαν αξιοθαύμαστον, αυτοθυσίαν και ηρωισμόν, συντελέσας διά των πυρών της Μοίρας του εις επιβράδυνσιν του προελαύνοντος εχθρού και ανακατάληψιν απολεσθέντος σημείου στηρίξεως, παρά το ζωηρότατον και συνεχές πυρ της εχθρικής αεροπορίας, πυροβολικών και αυτομάτων όπλων, διακινδυνεύσας πολλάκις. Ούτος, μη ανεχθείς παράδοσιν εις τον εχθρόν των πυροβόλων του, ηυτοκτόνησεν την 23ην Απριλίου παρά το 7ον χιλιόμετρον νοτίως Ιωαννίνων, εις ύψος Πεδινής -Ραψίστας. Ο Διοικητής του Συντάγματος Δ. Ραζής, αντισυνταγματάρχης Πυροβολικού".
Ο Βερσής υπήρξε πρωταγωνιστής στη θρυλική μάχη του Καλπακίου, που έσωσε την τιμή των Ελληνικών όπλων, χάρη στην ηγεσία της 8ης μεραρχίας, δηλ. τον στρατηγό Χαράλαμπο Κατσιμήτρο και τον αρχηγό πυροβολικού Π. Μαυρογιάννη.
Σχετικά με την τελευταία πράξη της ζωής του Βερσή, υποστηρίχθηκε η άποψη, ότι ο ηρωικός ταγματάρχης, προκειμένου να περάσει στην αθανασία, είχε από πολλού σχεδιάσει την αυτοκτονία του και δεν ήταν μια απόφαση της στιγμής. Η άποψη αυτή καταρρίπτεται από επιστολή προς την οικογένεια του, που έγραψε ο Βερσής στις 15 Απριλίου 1941, ήτοι οκτώ ημέρες πριν θυσιαστεί:
"15 Απριλίου 1941.
Αγαπητοί,
με το σημερινό μου γράμμα σας επιστρέφω και την φωτογραφία της "Νίκης" της 22 Μαρτίου, που μου είχατε στείλει μαζί με άλλες εφημερίδες. Κρατήστε την γιατί με ενδιαφέρει ως ανάμνησις. Βρισκόμουν κι εγώ κάπου.
Οι Ούνοι του Βορρά, σπουδαίοι μιμηταί του Μουσολίνι... Σαν δεν ντράπηκαν να μας επιτεθούν κατά τέτοιο τρόπο, μετά τόσον καιρόν (μια λέξη δυσανάγνωστη).
Έχουμε καλοκαιρινές μέρες. Προχθές χιόνισε ψηλά και 2 - 3 μέρες βρέχει, αλλά τώρα πάλι καλοκαίρι. Ο Δρίνος, γείτονας μας, μας προσφέρει το θέαμα του σε βραδιές με φεγγάρι και με δένδρα που έχει στις όχθες του. Και λέει κανείς, γιατί δυο τρελοί να χαλάνε την ομορφιά της φύσεως χωρίς κανένα λόγο, παρά για να ικανοποιήσουν την βουλιμία τους...
Ο Σωτηράκης τι κάνει; Ήταν πολύ ωραίο το γράμμα του. Να φροντίζετε να μη κόβει την όρεξη του με πολλά γλυκά σε ακατάλληλες ώρες. Να τρώει μόνο σε ώρες που πρέπει και αφού φάγει όλο του το φαγητό πρώτα. Να μάθει να τρώει από όλα τα φαγητά, όπως όλοι εδώ οι στρατιώται, για να γίνει και αυτός ένας καλός στρατιωτάκος όταν μεγαλώσει. Ίσως να με συναντήσει ως στρατιώτης στο μέτωπο, καθώς πάμε, καμμιά φορά. Εις όλους τους δικούς μας χαιρετίσματα.
Φιλιά, Κώστας".
Από την ανάγνωση της επιστολής γίνεται αμέσως φανερό, πως δεν ευσταθεί η θεωρία, ότι ο Βερσής είχε προσχεδιάσει τη θεαματική έξοδο του από τη ζωή:
α) Κρατήστε τη φωτογραφία -γράφει- γιατί με ενδιαφέρει ως ανάμνησις.
β) Ίσως να με συναντήσει ως στρατιώτης στο μέτωπο καμιά φορά - κι εννοεί τον γιο του Σωτηράκη.
γ) Η τρυφερότητα με την οποία μιλάει για τον Σωτηράκη, φανερώνει έναν πατέρα που ενδιαφέρεται ζωηρά για την υγεία και το μέλλον του παιδιού του.
Αλλά αυτός ο σκληροτράχηλος στρατιώτης δεν είναι μόνο ένας τρυφερός πατέρας, έχει και μια ποιητική ψυχή, που συγκινείται από την ομορφιά της φύσης και πονάει βαθιά για την καταστροφή της. Ο Δρίνος, σε μια φεγγαρόλουστη βραδιά, τον συγκλονίζει, καθώς κυλάει τα νερά του ανάμεσα σε κατάφυτες όχθες, σε καιρό πολέμου!..
Η πολιτεία τίμησε τον ηρωικό πολεμιστή Κωνσταντίνο Βερσή με προτομές, στρατόπεδα, ηρώα και δρόμους. Τον ευαίσθητο Άνθρωπο Κωνσταντίνο Βερσή, τον ποιητή του Δρίνου, ποιος θα βρεθεί να τον τιμήσει;
Πηγή: Περί Πάτρης
Ἐπίσκοπος Σαλώνων, ἡγετικὴ μορφὴ τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821 στὴν Ἀνατολικὴ Στερεὰ Ἑλλάδα καὶ ὁ πρῶτος ἱεράρχης ποὺ «ἔπεσε» κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Ἀγώνα.
Ὁ Ἠσαΐας γεννήθηκε τὸ 1778 στὴ Δεσφίνα Παρνασσίδας. Ἔφερε τὸ κοσμικὸ ὄνομα Ἠλίας καὶ σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν ἔγινε δόκιμος μοναχὸς στὴ Μονή Τιμίου Προδρόμου τῆς περιοχῆς. Ἀργότερα χειροτονήθηκε διάκονος στὴ Μονὴ Ὁσίου Λουκᾶ καὶ ὀνομάστηκε Ἠσαΐας. Τὸ 1814 μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη κατόπιν προσκλήσεως τοῦ Πατριάρχη Κύριλλου ΣΤ’ καὶ κατὰ τὴν ἐκεῖ παραμονὴ του μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία. Τὸ 1818 χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος...
Σαλώνων (σημερινῆς Ἀμφισσας) ἀπὸ το Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’, μὲ τὸ ὁποῖο διατηροῦσε ἀλληλογραφία σὲ συνθηματικὴ γλώσσα.
Ὡς ἱεράρχης στὰ Σάλωνα ἐργάστηκε ἐντατικὰ καὶ συστηματικὰ γιὰ τὴν προετοιμασία τοῦ Ἀγώνα. Τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1821 ξαναπῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ συζητήσει μὲ τὸν πατριάρχη καὶ μὲ ἄλλους Ἕλληνες σχετικὰ μὲ τὸν Ἀγώνα καὶ ἐπανῆλθε στὴν ἕδρα του στὰ μέσα Μαρτίου.
Ἀμέσως κάλεσε στὴ Μονὴ τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ τὸν παλιό του γνώριμο Αθανασιο Διάκο, ὁπλαρχηγοὺς καὶ τοὺς προκρίτους τῆς Λειβαδιᾶς Ἰωάννη Λογοθέτη, Ἰωάννη Φίλωνα καὶ Λάμπρο Νάκο καὶ γιὰ νὰ τοὺς ἀνακοινώσει τὴν ἐπικείμενη ἔναρξη τῆς Ἐπανάστασης. Στὴ συνέχεια πῆγε στὰ Σάλωνα καὶ ἐνημέρωσε τοὺς ὁπλαρχηγοὺς ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ.
Στίς 27 Μαρτίου με τὸν ἐπίσκοπο Ταλαντίου Νεόφυτο χοροστάτησαν σὲ δοξολογία στὴ Μονὴ τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ καὶ κήρυξαν τὴν Ἐπανάσταση. Λίγες ἡμέρες ἀργότερα, την 1η Ἀπριλίου, ὁρίστηκε μέλος ἐπαναστατικῆς διοικητικῆς ἐπιτροπῆς τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδας ποὺ συγκροτήθηκε στὴ Λιβαδειὰ καὶ ἐντάχθηκε στὸ σῶμα τοῦ Πανουργιὰ ὡς ἁπλὸς στρατιώτης.
Κατὰ τὴν κάθοδο τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη στὴν Ἀνατολικὴ Στερεά, σὲ σύσκεψη στὴ Χαλκωμάτα (20 Ἀπριλίου 1821) ἀνάμεσα στοὺς Ἀθανάσιο Διάκο, Πανουργιὰ καὶ Δυοβουνιώτη, ἀποφασίστηκε νὰ πολεμήσει ὁ Πανουργιᾶς στὰ χωριὰ Χαλκωμάτα καὶ Μουσταφάμπεη, ὁ Διάκος στὴν Ἀλαμάνα καὶ ὁ Δυοβουνιώτης στὸν Γοργοπόταμο. Ἡ σφοδρὴ ἐπίθεση τῶν Τούρκων ἐναντίον τῆς Χαλκωμάτας στίς 23 Ἀπριλίου 1821 διέλυσε τὸ σῶμα τοῦ Πανουργιὰ καὶ στή σκληρὴ ἐκείνη μάχη ο Ἠσαΐας ἔπεσε νεκρός, ὅπως καὶ ὁ ἀδελφός του παπα-Γιάννης.
Σχετικὰ:
Ὁ Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης στὸ ποίημά του «Ἀθανάσιος Διάκος» ἀναφέρεται στὸν Ἠσαΐα καὶ τὸν ἀδελφό του («Ἆσμα Τρίτον: Εἰκοστὴ τρίτη Ἀπριλίου») μὲ τοὺς παρακάτω στίχους:
Στ’ ἀγέρι κρεμασμένα,
ὡσὰν καντήλια τ’ οὐρανοῦ, ἀποβραδὶς δύο φῶτα
ἐφάνηκαν στὴ σκοτεινιά… Κανεὶς δὲν τὰ ’χε ἀνάψει…
Κι ἕνας ποὺ ἐπέρασε ἀπεκεί, καλόγερος, διαβάτης,
κι εἶδε τὸ θάμα κι ἔδραμε, στὴ λάμψη δύο κεφάλια
ηὖρε ποὺ πλαγίαζαν γλυκά… τὸ ’να τοῦ Παπαγιάννη
καὶ τ’ ἄλλο τοῦ Δεσπότη του. Γονατιστὸς ἐμπρός τους
ἒμειν’ ὁ γέρος κι ἔκλαψε… Τοὺς ἔριξε τρισάγιο,
τὰ φίλησε στὸ μέτωπο καὶ μὲ τὸ δοκανίκι
ἔσκαψε λάκκο κι ἔθαψε τ’ ἀχώριστα τ’ ἀδέρφια.
Βλογάει τὸ χῶμα τρεῖς φορές… Ἔκαμε τὸ σταυρό του
καὶ χάνεται στὴν ἐρημιά… Ἐσβήστηκαν τὰ φῶτα.
Πηγή: Σαν σήμερα, Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ, 12 Απριλίου (C-Fam) Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε από το Συμβούλιο της Ευρώπης, να κηρύξει την άμβλωση ως θεμελιώδες δικαίωμα μέσα από ένα ψήφισμα που εγκρίθηκε σήμερα στις Βρυξέλλες.
Yπ’ αριθμόν 181 πολεμικό ανακοινωθέν:
«Η ραγδαία και απρόβλεπτος διάσπασις του Γιουγκοσλαυικού Μετώπου, η ταχεία προέλασις γερμανικών δυνάμεων εις το υψίπεδον Μοναστηρίου και η ως εκ τούτου πλήρης αποκοπή ημών από του Γιουγκοσλαυικού Στρατού και η απειλή των νώτων των προς την Αλβανίαν Στρατευμάτων μας, ανέτρεψεν εξ ολοκλήρου την διάταξιν των ημετέρων δυνάμεων και μας υπεχρέωσεν εις ευρείαν και εσπευσμένην σύπτυξιν.
Εκπομπή με τον π. Αρσένιο Βλιαγκόφτη της Κυριακής 21 Απριλίου 2024.
Μάχη του Σέλτσου και η τελευταία θυσία των Σουλιωτών το 1804, που έπεσαν στον γκρεμό δίπλα από την Ιερά Μονή Σέλτσου στην Κοιλάδα του Αχελώου είναι ένα δεύτερο Ζάλογγο, τραγικότερο και υπέρτερο ίσως, σχετικά άγνωστο στο ευρύ κοινό. Από τους 1400 περίπου Σουλιώτες που κατέφθασαν στην Ιερά Μονή που υπήρχε στο Σέλτσο διασώθηκαν μόνο 65.
Φέτος συμπληρώνονται 220 χρόνια από τo ζοφερό και ανείπωτο εκείνο διήμερο της 22-23ης Απριλίου του 1804 όταν συντελέστηκε το Ολοκαύτωμα των 1400 περίπου Σουλιωτών και Ραδοβιζινών στο Σέλτσο της Βρεστενίτσας - σημερινές Πηγές Άρτας, ιστορική έδρα του Δήμου Γ. Καραισκάκη. Μέχρι τότε άντεξαν τη σκληρή τετράμηνη πολιορκία του Αλή Πασά πού ξεκίνησε στις αρχές του 1804, λίγες μέρες μόνο αφ’ ότου εγκατέλειψαν τις πατρογονικές τους εστίες στο Σούλι.
Για να τιμηθεί η ημέρα της ανείπωτης αυτής θυσίας η Αδελφότητα Πηγιωτών Άρτας και ο Σύλλογος γυναικών Δήμου Γ. Καραϊσκάκη «Η Λένω Μπότσαρη» με τη συνδρομή και του δήμου Γ. Καραϊσκάκη πραγματοποίησαν μια λιτή εκδήλωση την Κυριακή 24 Απριλίου 2016 στον ιερό χώρο της Μονής.
Πλήθος κόσμου προσήλθε για να προσκυνήσει στο Μοναστήρι της Κοιμήσεως, αλλά και να αποδώσει ελάχιστο φόρο τιμής στους Σουλιώτες που μαρτύρησαν.
Μετά την τέλεση Θείας Λειτουργίας και επιμνημόσυνης δέησης, έγινε ρίψη στεφάνων στο όπισθεν της μονής φοβερό βάραθρο της Γκούρας τον «Πέτακα» όπου έπεσαν τα 250 και πλέον γυναικόπαιδα των Σουλιωτών.
Η ιστορία της Μονής Σέλτσου:
Όταν με την συνθήκη της 12ης Δεκεμβρίου του 1803, το Σούλι παραδόθηκε στον Αλή Πασά, οι Σουλιώτες άρχισαν να εγκαταλείπουν τον τόπο τους, για να μην παραδοθούν στους Τούρκους. Με αρχηγούς τον Κίτσο και Νότη Μπότσαρη, 1.148 Σουλιώτες τα Χριστούγεννα του 1803 έφτασαν στην Μονή του Σέλτσου, όπου λόγω της τοποθεσίας αποτελούσε ένα φυσικό οχυρό. Είκοσι ημέρες αργότερα στις 12 Γενάρη του 1804, άρχισε η στενή πολιορκία τους από 8000 στρατιώτες του Αλή Πασά. Με σοβαρές απώλειες στο εχθρικό στράτευμα, οι Σουλιώτες κατάφεραν να τους αποκρούσουν.
Όλο το χειμώνα έμειναν αποκλεισμένοι στο Σέλτσο, με λιγοστά τρόφιμα και πολεμοφόδια που τους προμήθευαν κρυφά, οι κάτοικοι των γύρω περιοχών του Λιάσκοβου και της Βρεστένιτσας.
Στις 20 Απριλίου, έπειτα από τετράμηνη πολιορκία, οι Τούρκοι αφού εξουδετέρωσαν την αντίσταση στα φυλάκια μπήκαν στο Μοναστήρι. Άλλοι σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν, ενώ 250 γυναικόπαιδα για να μην πέσουν στα χεριά των εχθρών έστησαν ένα νέο μεγαλύτερο Ζάλογγο. Ο Νότης Μπότσαρης αιχμαλωτίστηκε τραυματισμένος, ενώ ο Κίτσος μαζί με τον 13χρονο Μάρκο και 10 σουλιώτες γλίτωσαν της σφαγής μέσα σε μια σπηλιά.
Σύμφωνα με την ιστορική έρευνα το κτηριακό συγκρότημα της Μονής αρχικά κτίστηκε τον 10ο αιώνα και καταστράφηκε από μεγάλο σεισμό στις αρχές του 15ου, για να ανεγερθεί εκ νέου το 1697.
Σήμερα σώζεται το καθολικό της Μονής που είναι λιθόκτιστο, Αθωνικού τύπου και τριγύρω βρίσκονται ερείπια από τα κελιά. Το εσωτερικό του ναού έχει εξαιρετικές αγιογραφίες και τοιχογραφίες, ενώ αποτελεί το μοναδικό ενυπόγραφο έργο του ιερέα Νικόλαου από την Άρτα . Εντυπωσιακό είναι και ξυλόγλυπτο τέμπλο με το χρυσό επίχρισμα, τις σημαντικές εικόνες , το φυτικό και ζωικό διάκοσμο σε φόντο κυανέρυθρο.
Ο Γάλλος ιστορικός Πουκεβίλ αναφέρει:
« Η ΦΑΛΑΓΞ [1148] ΤΩΝ ΑΡΧΗΓΩΝ ΚΙΤΣΟΥ ΚΑΙ ΝΟΤΗ ΜΠΟΤΣΑΡΗ -ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΖΩ- ΒΑΔΙΖΕΙ ΠΡΟΣ ΣΕΛΤΣΟ. ΑΠΙΣΤΙΑΝ ΑΛΗ ΤΡΙΜΗΝΟΝ ΑΝΙΣΟΝ ΑΓΩΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΔΟΣΙΑΝ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ Η ΘΥΣΙΑ. ΟΙ ΣΟΥΛΙΩΤΑΙ ΧΩΡΙΣ ΕΦΟΔΙΑ ΑΣΙΤΟΙ ΚΥΚΛΩΜΕΝΟΙ ΘΕΛΟΥΝ ΕΞΟΔΟΝ Η ΘΑΝΑΤΟΝ ΗΡΩΟΣ.
ΞΙΦΗΡΕΙΣ 300 ΑΚΑΛΥΠΤΟΙ ΣΑΡΩΝΟΥΝ ΤΟ ΠΑΝ ΠΛΗΝ ΓΕΦΥΡΑΣ ΚΟΡΑΚΟΥ. Ο ΝΟΤΗΣ ΠΙΠΤΕΙ ΜΕ 5 ΠΛΗΓΑΣ ΣΧΕΔΟΝ ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΝΔΡΕΣ ΦΟΝΕΥΟΝΤΑΙ. ΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΑΧΟΜΕΝΑΙ ΦΩΝΑΖΟΥΝ ΘΑΝΑΤΟΣ.
ΥΠΕΡΔΙΑΚΟΣΙΟΙ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΑ ΠΗΔΟΥΝ ΚΑΙ ΠΝΙΓΟΝΤΑΙ ΣΤΟΝ ΑΧΕΛΩΟ.ΧΑΛΑΣΜΟΣ ΜΟΝΟ 10 ΚΑΙ Ο ΚΙΤΣΟΣ ΣΩΖΟΝΤΑΙ»
[ΠΟΥΚΕΒΙΛ 1824 Τ. Ι. ΣΕΛ. 207-212]
Η ιερά Μονή Σέλτσου όπως και η Μονή Μεγαλόχαρης περιλαμβάνονται στο έργο που ολοκλήρωσε η Περιφέρεια Ηπείρου "Δράσεις προβολής των αρχαιολογικών, ιστορικών και βυζαντινών μνημείων της Περιφέρειας Ηπείρου".
Παρακολουθείστε το σχετικό βίντεο που πραγματοποίησε η εταιρεία Comitech για την Περιφέρεια Ηπείρου.
Πηγή: Ινφογνώμων Πολιτικά
Από την νύχτα της 6ης Απριλίου 1941, ο πόλεμος είχε περάσει σε νέα φάση. Το Ναυτικό μας αντιμετώπισε έναν εχθρό με συντριπτική υπεροχή ισχύος και υποχρεώθηκε να δέχεται πλήγματα, χωρίς να διαθέτει κατάλληλα μέσα άμυνας. Καταδικάστηκε σε παθητική στάση, είχε βαριές απώλειες αλλά είχε την ευκαιρία να επιδείξει και πράξεις ηρωισμού.
Ο πρώτος σφοδρός βομβαρδισμός του Πειραιά από την Γερμανική αεροπορία την νύχτα της 6ης προς την 7η Απριλίου, έδειξε την ανεπάρκεια της αντιαεροπορικής μας άμυνας. Τα αντιαεροπορικά μας πυροβολεία στη περιοχή του Ναυστάθμου και της Ελευσίνας, που είχαν αποδειχθεί ικανά να αποκρούσουν τις άτονες επιθέσεις των Ιταλικών αεροπλάνων, αν και ενισχύθηκαν με μια Αγγλική α/α πυροβολαρχία στο ορμητήριο της Ελευσίνας, με το α/α πυροβολείο του θ/κ «ΑΒΕΡΩΦ» και με λιγοστά Αγγλικά καταδιωκτικά, ήταν τελείως ανεπαρκή για ν’ αποκρούσουν την ασύγκριτα μεγαλύτερη Γερμανική αεροπορία.
Τα αντιτορπιλικά μας είχαν ανεπαρκή α/α οπλισμό και δεν διέθεταν , όπως τα Αγγλικά, πολύκανα α/α πολυβόλα, τα μόνα αποτελεσματικά κατά των αεροσκαφών καθέτου εφορμήσεως. Ακόμη πιο σοβαρή ήταν η έλλειψη α/α πυρομαχικών, λόγω της οποίας τα αντιτορπιλικά διατάχθηκαν να βάλλουν κατά των εχθρικών αεροπλάνων μόνον εφόσον τα ίδια απειλούνταν.
Οι συχνές αεροπορικές επιθέσεις καθιστούσαν επισφαλή την παραμονή των πλοίων στα αγκυροβόλια του Ναυστάθμου, της Ελευσίνας και των Μεγάρων. Από τη νύχτα της 13ης Απριλίου τα αντιτορπιλικά διατάχτηκαν να διασκορπίζονται κατά ζεύγη στον Σαρωνικό. Το αντιτορπιλικό «ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ», στο οποίο επέβαινε ο Πλοίαρχος Μεζεβίρης ως Ανώτερος Διοικητής αντιτορπιλικών, πλήττεται από αεροσκάφος καθέτου εφορμήσεως και πληγωμένο οδηγείται στο Ναύσταθμο για δεξαμενισμό. Το α/τ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ» μετά από λίγες ημέρες περιήλθε στους Γερμανούς, επισκευάστηκε και εκτελούσε αποστολές στην υπηρεσία του εχθρού!
Μετά την προσωρινή αχρήστευση του α/τ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ» ο Πλοίαρχος Μεζεβίρης ύψωσε στις 18 Απριλίου το σήμα του στο α/τ «ΑΕΤΟΣ» και στη συνέχεια, το πρωί της Δευτέρας του Πάσχα, 21 Απριλίου, στο α/τ «ΥΔΡΑ».
Καθ’ όλη τη διάρκεια της 21ης Απριλίου 1941, λόγω των ασταμάτητων αεροπορικών συναγερμών, το α/τ «ΥΔΡΑ» και τ’ άλλα αντιτορπιλικά βρίσκονταν συνεχώς εν πλω στον Σαρωνικό, προσπαθώντας να κρυφθούν στις νησίδες που βρίσκονται δυτικά της Αίγινας. Μόνο όταν υπήρχε ανάγκη να συμπληρώσουν τα καύσιμά τους, παρέμεναν την νύχτα στη Σκάλα Μεγάρων. Από τις πρώτες πρωινές ώρες της 22ας Απριλίου, η δράση της εχθρικής αεροπορίας ήταν πιο έντονη παρά ποτέ. Μετά την αναχώρηση για τη Σούδα του μεγαλύτερου τμήματος του Στόλου, στη περιοχή παρέμεναν τέσσερα μεγάλα αντιτορπιλικά, η «ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ» – στην οποία επέβαινε ο Αρχηγός του Στόλου-, η «ΥΔΡΑ», ο «ΠΑΝΘΗΡ» και ο «ΙΕΡΑΞ», που έπλεαν συνεχώς προσπαθώντας να κρυφθούν πίσω από βραχονησίδες.
Η «ΥΔΡΑ» είχε διαταχθεί να βρίσκεται στις Φλέβες στις 19.00 της ημέρας αυτής, όπου θα συναντιόταν με το εμπορικό «ΜΑΡΙΜΕΣΚ» με φορτίο πυρομαχικών και με το υποβρύχιο «ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ» προκειμένου να τα συνοδεύσει στη Σούδα. Από τη Σούδα η «ΥΔΡΑ» θ’ αναχωρούσε για την Αλεξάνδρεια.
Από νωρίς τ’ απόγευμα η «ΥΔΡΑ» βρισκόταν κοντά στις ακτές της Πελοποννήσου στη περιοχή του Ισθμού της Κορίνθου, όταν ειδοποιήθηκε από τη «ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ» ότι ήταν πιθανή η εμφάνιση της εχθρικής αεροπορίας. Ήταν επιβεβλημένη η αλλαγή θέσης για ακόμα μια φορά.
Ο Γρηγόριος Μεζεβίρης εξιστορεί:
» Από το πρωί είχαμε αλλάξει θέση πολλές φορές, αλλά πουθενά δεν καταφέρναμε να μείνουμε αθέατοι. Ρώτησα τότε τον Κυβερνήτη της ΥΔΡΑΣ, Αντιπλοίαρχο Θ. Πεζόπουλο, αν είχε καμιά έμπνευση, μέχρι να έρθει η ώρα να πλεύσουμε προς το στίγμα συναντήσεως που είχε ορισθεί. Αυτός, με το φλέγμα που τον διέκρινε, μου απάντησε «κύριε Διοικητά, ότι είναι πεπρωμένο να συμβεί θα συμβεί, προτείνω να πλεύσουμε με μικρή ταχύτητα προς τις Φλέβες». Δέχτηκα τη γνώμη του, καθώς δεν εύρισκα άλλη λύση.
Γύρω στις 17.30, ενώ πλέαμε βόρεια της Αίγινας δίπλα στη νησίδα Λαγόσα, εμφανίστηκε εχθρικό αναγνωριστικό αεροπλάνο. Προκειμένου να το παραπλανήσουμε διέταξα να λάβουμε πορεία προς τα Μέθανα. Όταν εξαφανίστηκε, ξαναπήραμε την αρχική μας πορεία. Μετά από είκοσι περίπου λεπτά, εμφανίστηκε προς τον βορρά μεγάλος αριθμός αεροσκαφών, εβδομήντα περίπου, που κατευθύνονταν νότια σε πορεία διασταύρωσης με το πλοίο μας σε απόσταση λίγων μιλίων. Όταν έφθασαν στο ύψος της ΥΔΡΑΣ, περίπου 35 από αυτά αποχωρίστηκαν από τα υπόλοιπα και
κατευθύνθηκαν προς αυτήν.
Βρισκόμενος στην πάνω γέφυρα διέταξα ανάπτυξη της μέγιστης ταχύτητας και πλεύση με ελιγμούς και στη συνέχεια έναρξη πυρός κατά του πρώτου σμήνους που βρέθηκε σε απόσταση βολής. Τα αεροπλάνα επιτίθονταν με κάθετη εφόρμηση, έβαλαν με βόμβες από μικρό ύψος και συγχρόνως πολυβολούσαν στοχεύοντας ιδίως την γέφυρα. Τη στιγμή εκείνη ανέβηκε από την κάτω γέφυρα ο Κυβερνήτης του πλοίου, κατά την συνήθειά του ασκεπής, και κατέλαβε τη θέση του δίπλα στο πρωραίο παραπέτασμα της γέφυρας. Σχεδόν αμέσως τον είδα να γλιστράει και να κάθεται στο δάπεδο. Τα μάτια του ήταν κλειστά, ένα ελαφρύ μειδίαμα διακρίνονταν στα χείλη του και σε όλο το πρόσωπό του ήταν διάχυτη η γαλήνη του ανθρώπου που μέχρι τη τελευταία στιγμή εκπλήρωσε το καθήκον του. Δεν μου απέμενε αμφιβολία ότι ο Αντιπλοίαρχος Θ. Πεζόπουλος, ο γενναίος αυτός στρατιώτης και πολύτιμος σύντροφος είχε, πρώτος, πληρώσει τον φόρο αίματος πάνω στο πλοίο του. Μια σφαίρα πολυβόλου τον είχε πλήξει καίρια στο κεφάλι.
Οι βόμβες έπεφταν βροχή γύρω από το πλοίο και πίδακες νερού το σκέπαζαν, μέχρι την πάνω γέφυρα. Οι ομοχειρίες των δυο α/α πολυβόλων σχεδόν αμέσως βγήκαν εκτός μάχης, ενώ το τρίτο έπαθε εμπλοκή. Μέσα σε λίγα λεπτά από την αρχή της επίθεσης, μόνο τα ελαφρά φορητά πολυβόλα Χότσκις στην κάτω γέφυρα ήταν ακόμα σε θέση να βάλλουν. Οι μηχανές του πλοίου ανέπτυξαν αρχικά ταχύτητα 30 μιλίων, μετά από λίγο όμως η μια μηχανή κράτησε και στη συνέχεια και η άλλη. Το πλοίο, άοπλο και ακινητοποιημένο, παρέμεινε στη διάθεση του εχθρού. Καταδιωκτικά αεροπλάνα δεν εμφανίζονταν από πουθενά, αν και ο ασύρματος της Αθήνας μας είχε πληροφορήσει λίγο πριν την επίθεση ότι δυο καταδιωκτικά αεροπλάνα πετούσαν πάνω από
την Αθήνα!
Καμιά βόμβα δεν έπεσε πάνω στο σκάφος, πολλές όμως έπεσαν πολύ κοντά και προκάλεσαν πολλά ρήγματα στα ύφαλα. Το πλοίο έβαζε νερά από παντού και το βύθισμα μεγάλωνε ταχύτατα, ιδίως στη πρύμνη. Πολλά ελάσματα του καταστρώματος είχαν πάρει κυματοειδή μορφή. Το κατάστρωμα, τα δάπεδα των πυροβόλων και των γεφυρών είχαν στρωθεί με νεκρούς και βαριά τραυματισμένους που είχαν πληγεί από τους πολυβολισμούς και ιδιαίτερα από τα θραύσματα των βομβών που έπεφταν κοντά στο πλοίο. Ο ύπαρχος, Πλωτάρχης Βλαχάβας, είχε φρικτά ακρωτηριαστεί και ανάλογη ήταν η τύχη του Υποπλοίαρχου Αρλιώτη και του Ιατρού Μανιαρέζη. Ο ίδιος είχα τραυματιστεί από θραύσματα. Τα αεροσκάφη, όταν πείστηκαν ότι το πλοίο βυθιζόταν, σταμάτησαν τις επιθέσεις και για κάποιο διάστημα πετούσαν πάνω από το πλοίο.
Όταν διαπίστωσα ότι καμιά ελπίδα διάσωσης του πλοίου υπήρχε, διέταξα τον αρχιεπιστολέα μου Υποπλοίαρχο Νεόφυτο, τον αρχαιότερο από τους επιζώντες, να γίνει εγκατάλειψη του πλοίου. Οι λέμβοι είχαν καταστραφεί, εκτός από μια μικρή που χρησιμοποιήθηκε για να επιβιβασθούν οι ακρωτηριασμένοι. Οι υπόλοιποι κολυμπήσαμε μερικές εκατοντάδες μέτρα, μέχρι τη νησίδα Λαγόσα. Οι αξιωματικοί του πλοίου επιστάτησαν ώστε οι βαριά τραυματισμένοι να φορέσουν τα σωσίβια και να πέσουν στη θάλασσα. Η διάβαση του καταστρώματος ήταν δύσκολη καθώς σε κάθε βήμα διασκελίζαμε ακρωτηριασμένα πτώματα. Μερικοί άνδρες παράμεναν στη πρύμνη, παρόλο ότι το κατάστρωμα βρισκόταν ελάχιστα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, γιατί ίσως δεν είχαν αντιληφθεί τη διαταγή που είχε δοθεί και δίσταζαν να εγκαταλείψουν το πλοίο. Τους διέταξα να πέσουν στη θάλασσα και στη συνέχεια κατέβηκα από τη δεξιά κλίμακα που το πιο πάνω σκαλί της είχε φθάσει στη επιφάνεια της θάλασσας. Πριν από μόλις τριάντα ώρες είχα ανέβει την ίδια κλίμακα για ν’ αναλάβω τη διοίκηση στην νέα αρχηγίδα μου.
Λίγα λεπτά αφού και ο τελευταίος από τους επιζώντες είχε εγκαταλείψει το πλοίο, η πρύμνη του βυθίστηκε, πήρε κατακόρυφο κλίση και εξαφανίστηκε κάτω από το νερό, παρασύροντας στον υγρό τάφο του και τους ηρωικούς νεκρούς. Από την αρχή της επίθεσης μέχρι τη βύθιση είχαν περάσει μόνο 14 λεπτά της ώρας. Τη στιγμή που τα νερά κάλυπταν το σκάφος μια φωνή ακούστηκε από τη θάλασσα που επαναλήφθηκε από δεκάδες στόματα, «ΖΗΤΩ Η ΥΔΡΑ».
Όπως ανέφερε ο Ναυτικός Διοικητής Μήλου, ένας Γερμανός αεροπόρος από εκείνους που έλαβαν μέρος στην επίθεση του είπε κατά τη κατάληψη της νήσου, ότι του είχε κάνει εντύπωση η ηρωική στάση του πληρώματος της ΥΔΡΑΣ που κουνούσαν τα καπέλα τους και ζητωκραύγαζαν τη στιγμή που το πλοίο βομβαρδιζόταν και βυθίζονταν.
Παραμείναμε στη μικρή βραχώδη νήσο Λαγόσα περίπου μια ώρα περιμένοντας την αποστολή βοήθειας. Κατά το διάστημα αυτό μου δόθηκε η ευκαιρία να αντιληφθώ ακόμα καλύτερα τα ψυχικά προσόντα των ανδρών. Κατά την διάρκεια της επιθέσεως είχα ήδη εκτιμήσει την εξαιρετική τους διαγωγή και την απόλυτη ψυχραιμία τους. Γύρω μου, βρίσκονταν κατάκοιτοι πολλοί βαριά τραυματισμένοι και που και που ακούγονταν κραυγές πόνου που ήταν δύσκολο να συγκρατηθούν. Από κανενός όμως τα χείλη δεν ξέφυγε η ελάχιστη φωνή παραπόνου. Εκείνοι που διατηρούσαν τις αισθήσεις τους, ζητούσαν με αγωνία πληροφορίες για τον Κυβερνήτη τους, που κυριολεκτικά λάτρευαν και αποκαλούσαν «ο Θοδωράκης μας» . Ένας ναύτης με κομμένο το πόδι που ήταν ξαπλωμένος κοντά μου συνεχώς με ρωτούσε «πώς αισθάνεσαι, κύριε Διοικητά»;
Την καταβύθιση της ΥΔΡΑΣ παρακολούθησαν πολλοί από την Αθήνα, την Σαλαμίνα και την Αίγινα και πολλά πλωτά μέσα έφθασαν για να περισυλλέξουν τους ναυαγούς. Οι τραυματίες μεταφέρθηκαν στα νοσοκομεία της Αίγινας και της Αθήνας.Την ίδια νύχτα απέπλευσαν για τη Σούδα το α/τ «ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ», μεταφέροντας μέλη της Κυβερνήσεως, το α/τ «ΙΕΡΑΞ» και το α/τ «ΠΑΝΘΗΡ». Το υ/β «ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ» δεν συνάντησε το α/τ «ΥΔΡΑ» στις Φλέβες και συνέχισε τον πλου του, όπως και το «ΜΑΡΙΜΕΣΚ» που έφθασε αίσια στη Σούδα. Αυτά ήταν και τα τελευταία πολεμικά πλοία που εγκατέλειψαν τα νερά του Σαρωνικού για να συνεχίσουν τον αγώνα και έξω από τα σύνορα της Ελλάδος.
Από το νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», όπου νοσηλευόμουνα, άκουσα μέσα στην ηρεμία της νύχτας της 26ης Απριλίου 1941 την διέλευση των μηχανοκίνητων φαλαγγών του εχθρού. Το πρωί της επομένης ημέρας η σημαία του κατακτητή κυμάτιζε στον ιερό βράχο της Ακρόπολης.»
Το δραματικό τέλος της «ΥΔΡΑΣ» : Απέθαναν ζητωκραυγάζοντας για την Ελλάδα
Κατάλογος των απωλεσθέντων κατά την βύθιση του α/τ ΥΔΡΑ
Πηγή: ( ΝΑΥΑΡΧΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΜΕΖΕΒΙΡΗΣ Β.Ν. ADMIRAL GREGORY MEZEVIRIS Royal Hellenic Navy 1891- 1978), Αβέρωφ
Η Κύπρος βρίσκεται «σε σοβαρή κρίση» και «σε σημείο καμπής» μετά το ρεκόρ αφίξεων παράνομων μεταναστών και «εκλιπαρεί για βοήθεια» την ΕΕ.
Yπ’ αριθμόν 180 πολεμικό ανακοινωθέν:
«Η προς τα οπίσω προσαρμογή των γραμμών μας συνετελέσθη άνευ σοβαράς παρενοχλήσεως.
Η εχθρική αεροπορική δράσις συνεχίσθη έντονος, αλλ’ ο εχθρός υπέστη σημαντικάς απωλείας υπό της αεροπορίας και του αντιαεροπορικού πυροβολικού ».
Όσιος Θεόδωρος ο Συκεώτης: Το νόθο παιδί που έγινε Άγιος
Τα πρώτα χρόνια
Καταγόταν από το χωριό Συκεόν της Γαλατίας και έζησε στα χρόνια του Ιουστινιανού. Ήταν καρπός αμαρτωλής σχέσης, μεταξύ μιας νεαρής, πού ονομαζόταν Μαρία, και ενός βασιλικού ταχυδρόμου, ονόματι Κοσμά. Ό πατέρας του δε στάθηκε στο ύψος του ανδρικού χαρακτήρα, και γρήγορα εγκατέλειψε την παραπλανηθείσα άπ’ αυτόν νεαρή.
Ή Μαρία, όμως, στάθηκε κυρία του εαυτού της. Συναισθάνθηκε το σφάλμα της, και μετά την πρώτη πτώση δε συνέχισε να κατηφορίζει στην αμαρτία. Άλλα κράτησε στάση σωφροσύνης και αφοσιώθηκε με όλη της την ψυχή στην ανατροφή του παιδιού της. Έτσι, ό Θεόδωρος μεγάλωνε κάτω από τις μητρικές φροντίδες, άνατρεφόμενος εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου»1. Δηλαδή, με παιδαγωγία και νουθεσία, σύμφωνη με το θέλημα του Κυρίου.
Όταν έγινε έξι ετών, αποφάσισε η Μαρία να κάνει τον μικρό Θεόδωρο στρατιώτη του Βυζαντινού Κράτους. Την νύχτα όμως πριν την ημέρα, που ο Θεόδωρος θα ταξίδευε, φάνηκε στον ύπνο της μητέρας του ο Άγιος Γεώργιος και της είπε:
› Μαρία, ποια απόφαση έλαβες για το παιδί σου; Ο Βασιλεύς Χριστός, έχει σκοπό να τον χρησιμοποιήσει σε άλλα λαμπρότερα έργα.
Μετά το περιστατικό αυτό, ο μικρός Θεόδωρος έμεινε στη Συκεώνα. Όταν δε έγινε οχτώ χρόνων, η μητέρα του το παρέδωσε σε κάποιον δάσκαλο για εκπαίδευση. Στην εκπαίδευση ο Θεόδωρος έδειξε μεγάλη προθυμία και ευφυΐα. Ήταν πολύ θεοσεβής και ενάρετος, γι’ αυτό και όλοι τον αγαπούσαν.
Νήστευε και τακτικά και όταν γύριζε στο σπίτι από το σχολείο, πήγαινε με τον Στέφανο, έναν ευσεβή χωρικό, στις διάφορες εκκλησίες και προσηύχοντο. Επίσης τακτικά μεταλάμβανε των Αχράντων Μυστηρίων και τα βράδια έτρωγε μόνον σιτάρι βρεγμένο και νερό.
Μια νύχτα και ενώ ο Όσιος είχε γίνει δωδεκαετής, εμφανίσθηκε σε αυτόν ο Άγιος Μεγαλομάρτυρας Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος και αφού τον ξύπνησε του είπε:
› Σήκω, Θεόδωρε, έφθασε ο όρθρος, πάμε να προσευχηθούμε.
Ο Όσιος είχε τόση ευλάβεια προς τον Άγιο Γεώργιο, ώστε κάθε μεσημέρι φεύγοντας από το σχολείο ανέβαινε στο γειτονικό πετρώδες όρος, όπου ήταν ο τόπος του Μαρτυρίου του Αγίου Γεωργίου. Τον οδηγούσε ο ίδιος ο Άγιος με τη μορφή ενός παλικαριού. Εκεί ήταν και η Εκκλησία του Αγίου.
Ο Όσιος ακολούθησε τη μοναχική πολιτεία σε νεαρή ηλικία με την ευλογία του Επισκόπου Αναστασιοπόλεως Θεοδοσίου. Λίγο αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος. Αμέσως επισκέφθηκε τους Αγίους Τόπους και έλαβε το σχήμα του μοναχού στη μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου του Χουζιβά.
Εκεί στην εκκλησία ο Θεόδωρος διάβαζε όλη την ημέρα τις θείες Γραφές και προσηύχετο εις τον Θεόν. Επί μια ολόκληρη τετραετία, ακολούθησε ο Θεόδωρος την ζωή αυτή. Είχε λάβει την απόφαση να ακολουθήσει τα ίχνη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, να εγκαταλείψει τους δικούς του και να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στο Θεό.
Όταν έγινε δεκατεσσάρων ετών επήγε σε έναν Πνευματικό, ονόματι Γλυκέριο. Ο Πνευματικός κατάλαβε, ότι μπροστά του έχει έναν πολύ ενάρετο νέον και τον ρώτησε εάν θέλει αν γίνει μοναχός. Έτσι κι έγινε μοναχός και ανέβηκε στο βουνό, στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου. Δίπλα στην Αγία Τράπεζα άνοιξε μια κρύπτη και εκεί περνούσε τις ημέρες του μέσα σε προσευχή και νηστεία. Τις τροφές, που του έφερε η μητέρα του εκεί, δεν τις έτρωγε, αλλά έτρωγε μόνον λίγα λάχανα, που του προσέφερε καθημερινώς ένας διάκονος.
Νεότατος θαυματουργεί
Εις το ησυχαστήριο του εκείνο αφοσιώθηκε τελείως εις τον Θεό. Η χάρις του Θεού τον πλούτισε με την δύναμη της, ώστε μία ημέρα έβγαλε το πονηρό πνεύμα από μια γυναίκα. Επίσης,μια γυναίκα με το πεθαμένο παιδί της τον επεσκέφθη και του ζήτησε με δάκρυα να το αναστήσει. Ο μικρός Θεόδωρος προσευχήθηκε στο Θεό και ιδού το θαύμα έγινε! Ο Θεόδωρος, έπιασε το χέρι του παιδιού και αυτό ανασηκώθηκε αμέσως. Όλοι τότε δόξασαν τον Θεό για το θαύμα αυτό και τον παρακαλούσαν να τους συγχωρήσει για τις αμαρτίες τους. Ο Θεόδωρος ήταν τότε παιδί 18 χρονών.
Όταν έμαθε αυτά τα θαυμάσια γεγονότα ο Επίσκοπος Αναστασουπόλεως Θεοδόσιος, επεσκέφθη τον Θεόδωρο στην Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου. Τόσο πολύ, μάλιστα, θαύμασε την αφοσίωση του παιδιού εις τον Θεόν και την πίστη του εις τον Ιησούν Χριστόν, ώστε τον έκανε αναγνώστη. Την άλλη ημέρα τον έκανε διάκονο και την μεθεπομένη πρεσβύτερο. Εις ηλικία, μόνον, δεκαοκτώ ετών, ο Θεόδωρος έγινε ιερεύς του Θεού του Υψίστου.
Μετά την χειροτονία του, ο Θεόδωρος προσεπάθησε να τελειοποιηθή στην μελέτη και την έρμη νεία των Άγιων Γραφών. Επίσης πεθύμησε να επισκεφτεί τους Αγίους Τόπους. Πήγε εκεί και μετά κατέβηκε σε ένα Μοναστήρι κοντά στον Ιορδάνη ποταμό που ήταν αφιερωμένο στην Παναγία και ζήτησε από τον Αρχιμανδρίτη να τον κάνει μοναχό, διότι δεν είχε γίνει μέχρι τότε η κουρά του. Κατόπιν γύρισε και πάλι στην πατρίδα του και ανέβηκε και πάλι στον τόπο του μαρτυρίου του Αγίου Γεωργίου και αφοσιώθηκε ψυχή τε και σώματι στον Παντοδύναμο Θεό.
Η μητέρα του, έχοντας φρόνημα σαρκικό, εγκατέλειψε τον υιό της και αφού πήρε όσο μέρος της περιουσίας της αναλογούσε, νυμφεύθηκε τον Δαβίδ, άνδρα της αυτοκρατορικής φρουράς της Άγκυρας. Η αδελφή της μητέρας του, η Δεσποινία, η μητέρα της Ελπιδία και η αδελφή του Οσίου, η Βλάττα, δεν δέχονταν να αποχωρισθούν από αυτόν. Απεναντίας παρατηρούσαν με προσοχή την ενάρετη ζωή του και προσπαθούσαν να τον μιμηθούν όσο μπορούσαν, εξαγνίζοντας και αγιάζοντας τον εαυτό τους με σωφροσύνη και καθαρότητα βίου, με ελεημοσύνες και προσευχές.
Ο Όσιος Θεόδωρος ζούσε μέσα σε αυστηρό ασκητικό περιβάλλον. Δεν έπαιρνε τα φαγητά, που του έδιναν οι χωρικοί, αλλά διετηρείτο εις την ζωήν με λίγα χόρτα και όσπρια, που μάζευε στην πλαγιά του βουνού. Όλη δε την ημέρα ήταν μέσα σε μια σπηλιά και προσηύχετο προς τον Πανάγαθο Θεό να τον συγχωρήσει για τις αμαρτίες του και τα ελαττώματά του και να φωτίσει τους ανθρώπους να υπηρετούν το Άγιο θέλημά Του. Με την βοήθεια της χάριτος του Θεού, ο Θεοδόσιος ημέρωνε και τα άγρια θηρία ακόμη. Καθημερινώς μια φοβερή αρκούδα ερχόταν έξω από την σπηλιά του και έπαιρνε τροφή, από τα χέρια του Αγίου.
Ο Θεός τον σώζει από τους ληστές
Πλην όμως, ο φθονερός διάβολος, ο οποίος μισεί κάθε ενάρετο άνθρωπο, μηχανεύθηκε να εξαφανίσει τον Άγιο από προσώπου της γης. Έβαλε, λοιπόν, εις το μυαλό κάποιου σκοτεινού ανθρώπου, ονόματι Θεοδότου, την πονηρή σκέψη να σκοτώσει τον Όσιο Θεόδωρο. Ημέρα και νύχτα ο άθλιος Θεόδοτος βασάνιζε το μυαλό του, για να βρει τρόπο να φονεύσει τον Άγιο. Πλήρωσε λοιπόν μερικούς ληστές και τους διέταξε να ανεβούν στο βουνό και να εξολοθρεύσουν τον ευσεβή Μοναχό Θεόδωρο. Πράγματι! Οι πέντε ληστές επήγαν στο βουνό και έφθασαν έξω από την σπηλιά του Αγίου. Όμως η θεία Χάρις φρόντισε, ώστε το άξιο τέκνο του Θεού, ο Θεόδωρος, να σωθεί. Μόλις οι ληστές πλησίασαν στην σπηλιά, μια καυτερή φλόγα βγήκε μέσα από αυτή και έδιωξε μακρυά τους φοβερούς εκείνους ανθρώπους.
Εκείνη την στιγμή, ο Άγιος εκοιμάτο, αλλά ο Θεός ο οποίος είναι πανταχού και πάντοτε παρών, δεν τον άφησε να χαθεί. Μετά από αυτό, σηκώθηκε και ευχαρίστησε τον Πανάγαθο για την προστασία Του. Οι τρισάθλιοι όμως ληστές δεν άφησαν τον σκοπό τους. Έριξαν δηλητήριο στην τροφή και στο νερό του Αγίου. Αλλά και πάλι ο Χριστός προστάτευσε τον Θεόδωρο. Το δηλητήριο δεν είχε καμία δύναμη και έτσι οι πέντε ληστές δεν κατόρθωσαν τίποτε. Τότε ο άθεος και βρωμερός Θεόδοτος, έφρυξε από τον θυμό του. Κατασκεύασε μόνος του ένα φοβερό δηλητήριο, το οποίο το ανέμιξε με αίμα ψαριού. Αυτό το δηλητήριο το έστειλε με κάποιον έμπιστο δήθεν του Αγίου Θεοδώρου, για να το φάγει. Όμως η θεία Χάρις αγρυπνεί. Προτού το φάγει ο Θεόδωρος, το ευλόγησε και έτσι το φοβερό δηλητήριο δεν τον έβλαψε καθόλου. Μετά το νέο τούτο θαύμα, ο Θεόδοτος αντελήφθη, ότι ο αγώνας του ήταν μάταιος.
Ήλθε, λοιπόν, στον Όσιο Θεόδωρο και μετανοιωμένος του εξομολογήθηκε όλο το αμαρτωλό παρελθόν του. Τού είπε ότι θέλησε να τον φονεύσει, διότι έτσι τον διέταξε ο πονηρός διάβολος, αλλά ότι μετανοεί για τις πράξεις του αυτές και ζητεί συγχώρηση από τον Θεό και τον Άγιο. Πράγματι! Ο Άγιος τον συγχώρησε και του συνέστησε εις την υπόλοιπη ζωή του να είναι ευσεβής και πιστός Χριστιανός.
Κατόπιν ο Άγιος επέστρεψε εις το Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου. Εκεί εις το Μοναστήρι του ερχόταν κάθε ημέρα πλήθος ανθρώπων, οι οποίοι έπασχον από διάφορες ασθένειες. Όλους αυτούς ο Άγιος, με την θαυματουργό δύναμη του, τους θεράπευε και τους δίδασκε το θείο θέλημα. Πολλοί από αυτούς εγίνοντο Μοναχοί και έμεναν εις το Μοναστήρι τού Αγίου Γεωργίου.
Γίνεται Αρχιεπίσκοπος Αναστασιουπόλεως
Ήλθε όμως και η σειρά του Οσίου να ανεβεί εις τον Αρχιεπισκοπικό θρόνο. Ενώ κατεγίνετο με το κτίσιμο πολλών εκκλησιών, στις οποίες θα δοξολογείτο ο Δημιουργός, πέθανε ο Επίσκοπος Αναστασουπόλεως Τιμόθεος. Τότε, όλοι οι κληρικοί της περιοχής, με ένα στόμα, ζήτησαν από τον Αρχιεπίσκοπο της Αγκύρας Παύλο, να ανεβάσει στο θρόνο τον ενάρετο Θεόδωρο. Ο Αρχιεπίσκοπος χάρηκε πολύ, διότι θα ανέβαινε στο θρόνο της Αναστασουπόλεως ένας τέτοιος Άγιος κληρικός. Απεσταλμένοι του Αρχιεπισκόπου Παύλου ήλθαν στο Μοναστήρι και ζήτησαν τον Θεόδωρο. Τον βρήκαν μέσα στην σπηλιά του να προσεύχεται. Τού ζήτησαν να πάει στην Άγκυρα. Ο Όσιος όμως ούτε θέλησε να ακούσει τέτοιο πράγμα, διότι έλεγε ότι η κοσμική εξουσία θα τον αποσπούσε από την πνευματική του άσκηση και την συνεχή επικοινωνία του με το Θεό. Οι απεσταλμένοι απάντησαν, ότι ο λαός της περιοχής έχει ανάγκη ενός ευσεβούς ποιμένους, ο οποίος θα τον οδηγεί στην ενάρετη ζωή.
Μετά από πολλές προσπάθειες, εδέχθη ο Άγιος να αφήση το αγαπημένο του Μοναστήρι και να αναλάβει τις βαριές ευθύνες του Επισκόπου. Ανέλαβε, λοιπόν, την Επισκοπή της Αναστασουπόλεως ο Θεόδωρος. Πολλές αγαθοεργίες έκανε ως επίσης και πολλά θαύματα. Έγινε ο πνευματικός οδηγός και προστάτης των πτωχών και των αδυνάτων. Τότε επεθύμησε για τρίτη φορά να επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους.
Όταν έφθασε στα Ιεροσόλυμα, γύρισε όλα τα Μοναστήρια και όλους τους τόπους, όπου εγεννήθη και έζησε και δίδαξε ως άνθρωπος, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Τόσο δε ευχαριστήθηκε από την Μοναχική ζωή, ώστε δεν θέλησε να γυρίσει πίσω, αλλά παρέμεινε εις ένα Μοναστήρι, σαν Μοναχός. Τότε, μια νύχτα, παρουσιάσθηκε στον ύπνο του ο Άγιος Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος. Ο Άγιος προσέφερε στον Θεόδωρο, ένα μπαστούνι και του είπε:
› Σήκω αμέσως για να φύγουμε στην πατρίδα. Δεν σού επιτρέπεται να εγκαταλείψεις απροστάτευτο το ποίμνιο σου και να μένεις εδώ σαν Μοναχός. Υπάρχουν άνθρωποι αδύνατοι και φτωχοί, οι οποίοι ζητούν επίμονα την παρουσία σου στην Αναστασιόπολη.
Τότε ο Άγιος σηκώθηκε αμέσως και ξεκίνησε για την Πατρίδα του. Αλλά τα καθήκοντα της Επισκοπής, εφαίνοντο πολύ βαριά εις τον Άγιο Θεόδωρο. Ήταν πλέον ένδεκα χρόνια Επίσκοπος της Αναστασουπόλεως και επιθυμούσε πάρα πολύ να περάσει την υπόλοιπη ζωή του εις το Μοναστήρι σαν Μοναχός. Γι’ αυτό λοιπόν, κάλεσε μια ημέρα τους προκρίτους της πόλεως και όλους τους Κληρικούς και τους είπε:
› Αδελφοί μου, τα Επισκοπικά καθήκοντα είναι πλέον πολύ βαριά για μένα. Δεν μπορώ να φροντίσω για άλλο χρονικό διάστημα, για τα πνευματικά σας ζητήματα, σαν Επίσκοπος σας. Παρακαλώ, λοιπόν, να με απαλλάξετε των ευθυνών της Επισκοπής, για να αποσυρθώ εις ένα μοναστήρι ως Ασκητής.
Τότε οι κάτοικοι της Μητροπόλεως άρχισαν να κλαίνε και να παρακαλούν τον Θεόδωρο να μείνει. Όμως ο Άγιος είχε λάβει την αμετάκλητη πλέον απόφαση του. Τότε οι πρόκριτοι της πόλεως, πήγαν εις τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κυριακό και τον παρακάλεσαν να τους ορίσει άλλον Επίσκοπο. Αρχίζει τότε νέα περίοδος θαυμάτων, του Οσίου Θεοδώρου. Πλήθος από αρρώστους ερχόταν στο Μοναστήρι και με τις προσευχές του Αγίου ελάμβαναν την θεραπεία.
Καλείται στην Κωνσταντινούπολη
Την ίδια εποχή ο Όσιος έλαβε επιστολές και από τον βασιλέα Μαυρίκιο και τον Πατριάρχη Κυριακό, οι οποίοι τον προέτρεπαν να επισκεφθεί την Κωνσταντινούπολη και να τους ευλογήσει. Έτσι λοιπόν πήγε στη θεοφύλακτη πόλη, όπου κήρυξε το λόγο του Θεού και θεράπευσε πολλούς. Με τα θαύματα αυτά η φήμη του Αγίου εξαπλώθηκε εις όλο το Βυζαντινό Κράτος. Αυτό πολύ τον ενοχλούσε. Γι’ αυτό και έφυγε από την πόλη της Κωνσταντινουπόλεως και επέστρεψε στο Μοναστήρι του.
Ο Όσιος επέστρεψε, αλλά επισκέφθηκε για δεύτερη φορά την Κωνσταντινούπολη, το έτος 610 μ.Χ., επί Πατριάρχου Θωμά, στον θάνατο του οποίου βρέθηκε. Και αφού τιμήθηκε από τον Πατριάρχη Σέργιο επανήλθε στο μοναστήρι του, όπου συνέχισε το θεοφιλή βίο του.
Η κοίμηση του
Εν τω μεταξύ ο Άγιος Θεόδωρος είχε γυρίσει στο Μοναστήρι του στην Συκεώνα και συνέχιζε την ασκητική και γεμάτη από θαύματα ζωή του. Μίση ανδρογύνων διελύοντο και μίση μεταξύ των πολιτών διεσκορπίζοντο δια της ευλογίας του Αγίου. Πολλές φορές οι ποταμοί πλημμύριζαν και οι άνθρωποι έτρεχαν στον Άγιο για να τους βοηθήσει. Τότε αυτός, προσηύχετο θερμά εις τον Θεό και σταματούσαν το καταστροφικό έργο τους.
Καθημερινώς ο Άγιος, δίδασκε τους ανθρώπους το θείο θέλημα και τους παρακινούσε να ζουν σύμφωνα με την διδαχή του Ιησού Χριστού. Πάντοτε δε συμβούλευε τους βλασφήμους και τους παρακινούσε να γυρίσουν στον ορθό τρόπο της ζωής και να έχουν την γλώσσα τους καθαρή από τα λόγια του διαβόλου.
Πάντοτε δίδασκε την μεγάλη αρετή της αγάπης. Αυτή, έλεγε, είναι η βάση της θρησκείας μας και το μυστικό της προόδου των ανθρώπων. Διότι όλοι είμεθα παιδιά του ίδιου Θεού και συνεπώς αδέλφια μεταξύ μας.
Γι’ αυτό πρέπει να είμεθα φιλόξενοι, ελεήμονες και να θυσιαζώμεθα για τον πλησίον μας, σύμφωνα με το παράδειγμα του Κυρίου μας, ο οποίος θεμελίωσε τον Χριστιανισμό με την θεία εντολή: «αγαπάτε αλλήλους».
Αυτή ήταν η ζωή του Οσίου Θεοδώρου. Μια ζωή, αφιερωμένη στον Θεό. Κατά το τρίτο έτος της βασιλείας του Ηρακλείου, απέθανεν ο Όσιος, την 22α Απριλίου. Η εκκλησία μας, δια την αρετή του και τα θαυματά του, τον εκήρυξε Άγιον.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἐκ σπάργανων ἐπλήσθης τῆς θείας χάριτος, καὶ τῷ Θεῷ ἀνετέθης ὡς Σαμουὴλ ὁ κλεινός, τὴν ὑπέρτιμον στολὴν Πάτερ κληρούμενος· ὅθεν θαυμάτων αὐτουργός, καὶ Χριστοῦ μυσταγωγός, Θεόδωρε ἀνεδείχθης, θεοδωρήτως ἐκλάμπων, τὰς ψυχοτρόφους δωρεὰς τοῖς πιστοῖς.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοί Πάτερ ἀκριβῶς διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα· λαβών γάρ τόν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί πράττων ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μέν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διό καί μετά Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὅσιε Θεόδωρε τό πνεῦμά σου.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὡς πυρίνῳ ἅρματι, ταῖς ἀρεταῖς θεοφόρε, ἐπιβὰς ἀνέδραμες, εἰς οὐρανίους οἰκήσεις, ἄγγελος, μετὰ ἀνθρώπων συμβιοτεύων, ἄνθρωπος, σὺν τοῖς Ἀγγέλοις περιχορεύων· διὰ τοῦτο ἀνεδείχθης, θαυμάτων θεῖον δοχεῖον Θεόδωρε.
Μεγαλυνάριον
Δῶρον καθιέρωσας τῷ Θεῷ, Θεόδωρε Πάτερ, τὸν σὸν βίον τὸν ἱερόν· ὅθεν θεοσδότων, μετέσχες χαρισμάτων, καὶ δωρεὰν βλυσταίνεις, πᾶσι τὰς χάριτας.
Πηγή: Χώρα Του Αχωρήτου
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...