Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Εἰσήγηση τοῦ Σεβασμ. Μητροπολίτου Νέας Σμύρνης Συμεών στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΣΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ ΣΗΜΕΡΑ
Μακαριώτατε ἅγιε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, Μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς σεπτῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας μας,
Ἐπιτρέψατέ μου ἐν πρώτοις νά εὐχαριστήσω ὀφειλετικῶς τόν Μακαριώτατο Πρόεδρο καί τά σεπτά μέλη τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς 157ης περιόδου διότι ἀπέβλεψαν μέ εὐμένεια στό ταπεινό μου πρόσωπο καί ἀποφάσισαν νά μέ συμπεριλάβουν μεταξύ τῶν εἰσηγητῶν τῆς παρούσης τακτικῆς συνελεύσεως τῆς σεπτῆς Ἱεραρχίας μας, παρότι τό ἱερό Σῶμα ἐμπερικλείει στούς κόλπους του σεβασμίους Ἱεράρχες πού διαθέτουν εὐρεία κατάρτιση καί πολυχρόνια πείρα, ἄρα κατά πολύ καταλληλοτέρους ἀπό τήν ἐλαχιστότητά μου γιά νά εἰσηγοῦντο τό συγκεκριμένο θέμα ἐνώπιόν Σας. Γιά τόν λόγο αὐτό ἐπιθυμῶ νά Σᾶς παρακαλέσω μέ μακροθυμία καί ἐπιείκεια νά ἀκούσετε καί νά κρίνετε τό περιεχόμενο τῆς εἰσηγήσεώς μου.
Ὁμολογῶ ὅτι πολύ μέ βασάνισε ἡ συγκεκριμένη διατύπωση τοῦ θέματος —Ἡ συμβολή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν ἑνότητα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ σήμερα.
Ἐκκλησία καί ἑνότητα εἶναι δυό ἔννοιες, δυό πραγματικότητες καλύτερα, ἀξεχώριστες, σχεδόν ταυτόσημες. Ὑπενθυμίζω τόν χαρακτηριστικό λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου : «Τό τῆς Ἐκκλησίας ὄνομα οὐ χωρισμοῦ, ἀλλά ἑνώσεώς ἐστι καί συμφωνίας ὄνομα» (Εἰς Α’ Κορ. ὁμιλ. 1,1, PG 61,13. Πρβλ. Εἰς Γαλάτας ὁμιλ. 3, PG 61,646 : «Τό γάρ τῆς Ἐκκλησίας ὄνομα συμφωνίας ὄνομα καί ὁμονοίας ἐστίν»). Ἑπομένως ἡ ἑνότητα ἀποτελεῖ δομικό στοιχεῖο, στοιχεῖο ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καί κάθε ἄλλης Τοπικῆς Ἐκκλησίας.
«Ὁ ἑλληνικός λαός», πού ἀναφέρει ὁ τίτλος τῆς εἰσηγήσεως, δέν εἶναι ὁ λαός τῆς Ἐκκλησίας; Τά μέλη της καί ἐν ταυτῷ τό ποίμνιό της;
«Ἡ ἑνότητα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ» δέν εἶναι ἡ ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, τό ὁποῖο συναπαρτίζει ὁ λαός μέ τόν ἱερό κλῆρο;
Ἀλλά καί ἡ φράση «ἡ συμβολή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» πῶς θά ἔδει νά νοηθεῖ; Ἡ συμβολή τῆς Ἐκκλησίας ὡς καθολικοῦ σώματος ἤ ἡ συμβολή τῶν ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος;
Τέλος, ὁ χρονικός προσδιορισμός «σήμερα». Γιατί σήμερα; Ἡ ἑνότητα ὡς ἰδανικό καί ὡς κατάσταση ὑπάρξεως διαφοροποιεῖται ποιοτικά ἀπό ἐποχή σέ ἐποχή; Ἤ μήπως τό «σήμερα» τοῦ λαοῦ μας, τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, ἀπαιτεῖ γιά συγκεκριμένους λόγους ἀπό τήν Ἑλλαδική Ἐκκλησία νά συμβάλει ἰδιαιτέρως καί νά ὑπηρετήσει κατά προτεραιότητα τήν ἑνότητα «τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ»;
Συμμερίζομαι τήν ἄποψη ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δέν περιλαμβάνει στούς κόλπους της ὁλόκληρο τόν ἑλληνικό λαό. Ὅτι δέν μποροῦμε ὡς Ἐκκλησία καί ὡς Ἱεραρχία νά ἀπευθυνόμαστε πρός τόν ἑλληνικό λαό θεωρώντας τον ἐν τῷ συνόλῳ του μέλη τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας καί κατ᾽ ἐπέκτασιν ποίμνιό μας. Κατά πρῶτο λόγο διότι τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπό πλευρᾶς δικαιοδοσίας δέν συμπίπτουν μέ τά ὅρια τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους. Κατά δεύτερο λόγο διότι ἡ ἀντίληψη ὅτι ὁ ἑλληνικός λαός μᾶς ἀνήκει ὡς ἐκκλησιαστικό ποίμνιο δέν ἰσχύει. Καί ἄν ἀκόμη δεχτοῦμε ὅτι ἴσχυε κάποτε κάτι τέτοιο, σήμερα, στήν ἐποχή μας, ἔπαυσε πλέον νά ἰσχύει. Καί ἄν ἀκόμη ἡ συντριπτική πλειονότητα τῶν Ἑλλήνων ἔχει λάβει τό χριστιανικό βάπτισμα, τοῦτο δέν ἀποδεικνύει ἐν τοῖς πράγμασι ὅτι ὅλοι αὐτοί οἱ βαπτισμένοι συμπατριῶτες μας αἰσθάνονται, σκέπτονται καί λειτουργοῦν ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας.
Μέ ἀφετηρία αὐτή τήν παραδοχή θεώρησα ἀναγκαῖο νά προσεγγίσω τό θέμα σέ δύο ἐπίπεδα : Τό πρῶτο, ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σήμερα. Ὑπάρχει; Πῶς λειτουργεῖ; Ἀπειλεῖται ἤ τραυματίζεται καί ἀπό ποιές αἰτίες;
Τό δεύτερο· ἡ παρουσία, ὁ λόγος καί ἡ μαρτυρία ζωῆς τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας πῶς θά μποροῦσε νά συμβάλει στήν ἑνότητα τοῦ λαοῦ μας σήμερα, ἔστω κι ἄν πολλοί νεοέλληνες, ὅπως εἴπαμε, δέν ἀποτελοῦν μέλη της ἤ, παρόλο πού εἶναι βαπτισμένοι, ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν πίστη καί τή ζωή της.
Α΄.
1. Ἡ ἑνότητα καί ὁμοφροσύνη τοῦ ἐπισκοπικοῦ σώματος.
Ἡ ἑνότητα μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζεται μέσω τῆς ἀγάπης, τῆς ἑνότητας καί τῆς σύμπνοιας τῶν ἐπισκόπων πού συγκροτοῦν τή σύνοδο τῆς τοπικῆς αὐτῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἐπίσκοποι ἀποτελοῦν τούς ἐγγυητές καί τούς φύλακες τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας. Αὐτό ὅμως ἐπιτυγχάνεται ἄν οἱ ἴδιοι ἐμφοροῦνται ἀπό τό πνεῦμα ἑνότητας· ἄν ἔχουν τό αὐτό ἐν Χριστῷ φρόνημα —«τό ἕν φρονοῦντες» κατά τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου (Φιλ. 2,2). Ἄν καλλιεργοῦν καί ἐκφράζουν στίς συνοδικές διασκέψεις καί συζητήσεις, στήν ἐκφορά γνώμης, στή διατύπωση κρίσεων, στήν κατάθεση ἄποψης τό πνεῦμα ἑνότητας, σύμπνοιας καί καταλλαγῆς πού ἐκπορεύονται ἀπό τό θησαυροφυλάκιο τῆς μιᾶς πίστεως καί ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας καί ἀποσκοποῦν ἐν τέλει στήν οἰκοδομή της.
Ἀσφαλῶς ἑνότητα δέν σημαίνει ἀφωνία καί σιωπή. Οὔτε σκόπιμη ἀποδοχή καί ὑστερόβουλη συμφωνία μέ τή γνώμη τοῦ Πρώτου ἤ ἄλλων ἀδελφῶν συνεπισκόπων. Ἑνότητα καί ὁμοφροσύνη σημαίνει ποιότητα ἤθους καί λόγου ἐκκλησιαστικοῦ, στοιχεῖα τά ὁποῖα θά ἔδει νά διακρίνουν τή συμπεριφορά καί τόν λόγο ἡμῶν τῶν Ἱεραρχῶν. Ἀντιθέτως, συγκρούσεις, ὀξεῖες ἀντιπαραθέσεις, βαρεῖς χαρακτηρισμοί πλήττουν τήν μεταξύ μας ἑνότητα καί κατ᾽ ἐπέκτασιν τήν ἑνότητα καί τήν εἰρήνη ὁλόκληρης τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας μας.
2. Ἡ ἁρμονική συνύπαρξη καί οὐσιαστική συνεργασία ἐπισκοπάτου καί πρεσβυτερίου.
Ἡ οἰκοδομή τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ πνευματική προκοπή τῶν μελῶν της προϋποθέτει τήν ἑνότητα τῶν κατά τόπους ἐπισκόπων μέ τά Πρεσβυτέριά τους καί τήν ἀγαστή ἐν Χριστῷ συνεργασία τους. Ὅσο ὄμορφη εἶναι ἡ γνωστή εἰκόνα-παρομοίωση τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου γιά τήν ἑνότητα καί συνύπαρξη Ἐπισκόπου καί Πρεσβυτερίου (Ἐφεσ. 4, ΒΕΠΕΣ 2,265) τόσο, ὅπως τά πράγματα δείχνουν, δύσκολη εἶναι ἡ πραγμάτωσή της. Δυστυχῶς, γιά πολλούς καί διαφόρους λόγους —γνωστούς σέ ὅλους μας— ἡ διάκριση μεταξύ ἐπισκόπων καί πρεσβυτέρων στή διαδρομή τῶν αἰώνων ἔγινε χάσμα. Τό φαινόμενο «δεσποτισμός» ἔβλαψε τήν ἀναγκαία ἑνότητα καί ὅπου ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχει συνεχίζει νά προκαλεῖ ζημιά.
Οἱ καιροί μας καί οἱ σύγχρονες ἰδέες ἐπιβάλλουν σ᾽ ἐμᾶς τούς ἐπισκόπους κυρίως νά ἀποκαταστήσουμε τήν ἑνότητα καί τήν ἁρμονική συνεργασία μας μέ τούς «συμπρεσβυτέρους» (Α΄ Πέτρ. 5,1) καί συλλειτουργούς μας. Μέ αὐτό τόν τρόπο θά προοδεύει καί θά καρποφορεῖ τό ποιμαντικό μας ἔργο, ἀλλά καί θά προλάβουμε ἀντίθετα φαινόμενα—φατριασμούς, ἀπείθειες καί θρασεῖες συμπεριφορές πρεσβυτέρων—, τά ὁποῖα ἄρχισαν ἤδη νά κάνουν τήν ἐμφάνισή τους καί ὁσημέραι θά πολλαπλασιάζονται.
3. Ἡ ἐνεργοποίηση τῶν λαϊκῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας στήν καθόλου ἐκκλησιαστική ζωή.
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας δέν στηρίζεται μόνο στήν ἑνότητα καί σύμπνοια τῶν ἐπισκόπων μεταξύ τους ἤ στήν ἑνότητα καί ἁρμονική συνεργασία τους μέ τά Πρεσβυτέριά τους. Ἑδράζεται καί διασφαλίζεται καί μέ τήν ἐνεργό συμμετοχή στήν ὅλη ἐκκλησιαστική ζωή καί τῶν λαϊκῶν μελῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Τούς προσφωνοῦμε στίς ὁμιλίες ἤ στίς ἐγκυκλίους μας «ἀδελφούς» καί «πνευματικά τέκνα» μας. Διερωτῶμαι πολλές φορές πρώτιστα γιά τόν ἑαυτό μου : Ἄραγε ἡ προσφώνησή μας αὐτή ἔχει οὐσιαστικό ἀντίκρισμα ἤ ἀποτελεῖ μιά τυπική ἔκφραση πού δέν ἀγγίζει κανένα; Οὔτε ἐμᾶς πού τήν ἐκφέρουμε οὔτε καί τούς χριστιανούς μας πρός τούς ὁποίους τήν ἀπευθύνουμε;
Καί ὅμως! Οἱ λαϊκοί εἶναι μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Βαπτισμένοι στήν κολυμβήθρα τῆς Ἐκκλησίας, χρισμένοι μέ τή δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κληρονόμοι τῆς θείας Βασιλείας! Πολλοί ἀπό αὐτούς εἶναι προικισμένοι μέ ἕνα πλῆθος χαρισμάτων καί ἱκανοτήτων καί διαπρέπουν στόν ἐπιστημονικό ἤ ἐπαγγελματικό τους βίο. Ἑπομένως πολύτιμοι καί γιά τό ἔργο τῆς κοινῆς μητέρας ὅλων μας, τῆς Ἐκκλησίας, ἐάν ἐμεῖς οἱ ποιμένες θελήσουμε νά τούς ἀναζητήσουμε, νά τούς ἐμπιστευθοῦμε καί νά τούς ἐνεργοποιήσουμε γιά νά προσφέρουν στούς διαφόρους τομεῖς ἐκκλησιαστικῆς διακονίας.
Ζωντανή Ἐκκλησία μέ ἑνοποιό παρουσία, δυναμική μαρτυρία καί«καλά ἔργα» κατά τήν Παύλεια ἔκφραση (Τίτ. 3,8,14), χωρίς τήν ἐνεργό συμμετοχή καί πολύτιμη σύμπραξη καί τῶν λαϊκῶν μελῶν της, δέν εἶναι δυνατόν σήμερα νά ὑπάρξουν. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι κοινό μέλημα —ἀληθινό ἄθλημα— ὅλων μας, ἱερωμένων καί λαϊκῶν.
4. Ὁ ἐπανευαγγελισμός τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος.
Ἡ ἑνότητα τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας μας προϋποθέτει ἑνότητα περί τήν πίστη καί ὁμοήθεια περί τήν ἐν Χριστῷ ζωή. Ἄν ὅλοι μας, κληρικοί καί λαϊκοί, δέν ἐμφορούμαστε ἀπό τή μία πίστη τῆς Ἐκκλησίας· ἄν δέν συμμεριζόμαστε καί δέν ἀγωνιζόμαστε νά βιώσουμε ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τό μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς καί νά ἐνσαρκώσουμε τό εὐαγγελικό ἦθος, τότε ἀδυνατοῦμε νά οἰκοδομήσουμε καί νά διαφυλάξουμε καί τήν ἐκκλησιαστική ἑνότητα. Μόνο ἡ ταπεινή μαθητεία ὅλων μας στίς καθάριες πηγές τῆς ἐκκλησιαστικῆς πίστεως καί τῆς γνήσιας χριστιανικῆς ζωῆς, ὅπως τήν βίωσαν καί τήν ἀκτινοβόλησαν οἱ Ἅγιοι καί θεωμένοι ἀδελφοί μας, ἐξασφαλίζουν καί διαφυλάσσουν καί τήν ἑνότητα τῆς ὅλης Ἐκκλησίας. Ἀντιθέτως, πεποιθήσεις καί συμπεριφορές τοῦ τύπου «ἐγώ πιστεύω», «ἐγώ δέχομαι», «ἐγώ ἀκολουθῶ», γιά νά περιορισθῶ μόνο σ᾽ αὐτές, ἀποτελοῦν αἰτίες πού διασποῦν τήν ἑνότητα, εἰσάγουν τό χωριστικό πνεῦμα καί δημιουργοῦν κάστες.
Ὡς ἐκ τούτου γιά τήν οἰκοδόμηση καί τή διασφάλιση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας θά πρέπει νά ἀναληφθεῖ συστηματικός ἀγώνας ἐπανευαγγελισμοῦ καί τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ μας. Διδαχή, κήρυγμα, κατήχηση, ὁ λόγος ἐν γένει τῆς Ἐκκλησίας, προφορικός καί γραπτός, ἀνακαινισμένος καί σύγχρονος, θεολογικά ἔγκυρος καί ταυτόχρονα προσιτός στό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα, θά πρέπει νά λειτουργήσουν μέ τέτοιο τρόπο πού νά ἐμπνέουν καί νά ἐμπεδώνουν τήν ἐκκλησιαστική ἑνότητα.
5. Ἡ ὑπέρβαση τῶν χωριστικῶν τάσεων.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἀνέκαθεν διακρινόταν καί διακρίνεται καί σήμερα γιά τό φιλελεύθερο πνεῦμα καί τήν εὐκαμψία στίς ἐκκλησιαστικές δομές της. Πιστεύοντας στήν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία τῶν προσώπων-μελῶν της ποτέ δέν ἐπεδίωξε νά εἰσαγάγει στή ζωή τους σιδηρά πειθαρχία, ἀπόλυτη λειτουργική ὁμοιομορφία, μονοτροπία στήν ἐν Χριστῷ ζωή.
Ὀφείλουμε ὅμως νά σημειώσουμε ὅτι ὅπως καί παλαιότερα ἔτσι καί σήμερα —καί μάλιστα πολύ περισσότερο χάρις στά σύγχρονα μέσα ἐπικοινωνίας καί κοινωνικῆς δικτύωσης— χωριστικές τάσεις, ὁμαδοποιήσεις, παρεκκλησιαστικές δραστηριότητες, καταλυτική καί ἀνελέητη κριτική ἐκκλησιαστικῶν ποιμένων τραυματίζουν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ὑποσκάπτουν τό κύρος τῶν ποιμένων πού δέν υἱοθετοῦν τίς ἀπόψεις καί δέν ἐπιδοκιμάζουν τίς ἐπιλογές τους. Προκαλοῦν σύγχυση στούς πολλούς καί ἀκατατοπίστους, κλονίζοντας τήν ἐμπιστοσύνη τους πρός τούς ποιμένες τους.
Ἀσφαλῶς δέν μποροῦμε νά υἱοθετήσουμε ἀστυνομικές μεθόδους ἐλέγχου, οἱ ὁποῖες ἄλλωστε ὄχι μόνο δέν ἀποδίδουν, ἀλλά συχνά ὀξύνουν ἀκόμη περισσότερο τά πράγματα. Ὡστόσο, ὀφείλουμε νά ἐπαγρυπνοῦμε καί νά διαφωτίζουμε. Καί, φυσικά, σέ καμιά περίπτωση δέν εἶναι νοητό ἐμεῖς οἱ ἐπίσκοποι, οἱ θεματοφύλακες τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, νά ἐπιδοκιμάζουμε μέ ὁποιοδήποτε τρόπο ἤ καί νά συντασσόμαστε μέ αὐτοῦ τοῦ εἴδους κινήσεις καί δραστηριότητες. Ἡ μονοπώληση τῆς ὀρθοδοξίας, ἡ αὐτοανακήρυξη σέ γκουροῦ-γέροντες, ἡ δημιουργία ὁμάδων ὀπαδῶν —γιά νά μήν πῶ καί ὁμάδων κρούσεως!— πλήττουν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας μας καί οἱ καρποί ὅλων αὐτῶν τῶν φαινομένων μακροχρόνια θά εἶναι πολύ πικροί.
6. Ὁ ἐμπρηστικός δημοσιογραφικός λόγος ἐπί ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων.
Οἱ χωριστικές τάσεις στίς ὁποῖες ἀναφέρθηκα στήν προηγούμενη παράγραφο ἐκφράζονται καί διαχέονται μέσα στό ἐκκλησιαστικό σῶμα μέ λόγο δημοσιογραφικό —ἔντυπο ἤ ἠλεκτρονικό— ἐμπρηστικοῦ χαρακτήρα. Ἐν ὀνόματι τῆς προάσπισης τῆς Ὀρθοδοξίας ἤ τῆς ἠθικῆς καθαρότητας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου, πλεῖστοι ὅσοι αὐτοανακηρύσσονται σέ τιμητές Πατριαρχῶν, Ἀρχιεπισκόπων, Ἱεραρχῶν, Συνόδων ὁλοκλήρων, πιστεύοντας ἀφελῶς ὅτι σ᾽ αὐτούς ἀνέθεσε ὁ Θεός ὅ,τι τόν 4ο αἰώνα ἔπραξε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἤ τόν 15ο ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, ἀρχιεπίσκοπος Ἐφέσου.
Μέ φλάμπουρο τόν γνωστό λόγο τῆς Ἀπαντήσεως τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τοῦ 1848 πρός τόν Πάπα Πίο Θ’ («Ὁ ὑπερασπιστής τῆς θρησκείας ἐστίν αὐτό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτός ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τό θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον» Ἰωάννου Ν. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας τ.ΙΙ2, Graz 1968, σ.1000), ξιφουλκοῦν κατά πάντων. Ὄντας πρόβατα πού ὀφείλουν νά ἀκολουθοῦν καί νά ὑπακούουν (Ἰω. 10,4· Ἑβρ. 13,17. Πρβλ. Ἰγνατίου Ἀντιοχείας Φιλαδ. 2,1, ΒΕΠΕΣ 2,277. Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, Παιδαγωγός Ι,6, ΒΕΠΕΣ 7,97), ἐξεγείρονται κατά τῶν ποιμένων τους. Κατακρίνουν, καταδικάζουν, ἀφορίζουν, καθαιροῦν μέ τήν πεπλανημένη ἀντίληψη ὅτι ὄχι μόνο δικαιοῦνται νά τό κάνουν, ἀλλά καί μέ αἴσθημα ἱκανοποίησης ὅτι ἐκπληρώνουν καί τό καθῆκον τους!
Εἶναι φανερό ὅτι ἕνας τέτοιος λόγος ἀπό τή γραφίδα ὁποιουδήποτε κι ἄν προέρχεται, δέν ὑπηρετεῖ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά τήν πλήττει καίρια. Καί ἐπιπλέον, κλονίζει τήν ἐμπιστοσύνη τοῦ ποιμνίου καί κυρίως τῶν ἀστηρίκτων πρός τούς ἐκκλησιαστικούς ποιμένες του.
Β΄.
Μπορεῖ, ὅπως εἴπαμε, τά κανονικά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νά μήν ταυτίζονται μέ τά ἐδαφικά ὅρια τῆς ἑλληνικῆς Πολιτείας. Μπορεῖ ὅλοι οἱ νεοέλληνες νά μήν ἀποτελοῦν μέλη τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας μας. Μπορεῖ πολλοί συμπατριῶτες μας παρά τό βάπτισμα πού ἔλαβαν καί ὁρισμένοι ἀπ᾽ αὐτούς καί μιά πρώτη χριστιανική ἀγωγή, νά ἔχουν οὐσιαστικά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἤ καί νά στρέφονται ἐναντίον της· ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἐν τούτοις μέ τήν ἱστορία της, τή συμβολή της στή διάσωση τοῦ ἔθνους κατά τή μακρά δουλεία του ὑπό τόν τουρκικό ζυγό, τήν ἐνεργό συμμετοχή της στήν ἐθνική παλιγγενεσία, τήν παραμυθητική καί στηρικτική παρουσία της καί μετά τήν ἀπελευθέρωση σέ ὅλες τίς ἐθνικές μας δοκιμασίες, τό πλούσιο φιλανθρωπικό ἔργο πού ἀσκεῖ, κατέχει σημαίνουσα θέση μέσα στή νεοελληνική κοινωνία. Τό κύρος της παρά καί τά κατά καιρούς λάθη —μικρά καί μεγάλα— ποιμένων καί λαϊκῶν μελῶν της, ἐξακολουθεῖ νά εἶναι ὑψηλό. Καί ὁ λόγος της νά ἔχει ἀπήχηση ὄχι μόνο μεταξύ τῶν μελῶν της ἀλλά καί «πρός τούς ἔξω» (Κολ. 4,5· Α’ Θεσσ. 4,12).
Ἡ θέση καί ἡ παρουσία αὐτή τῆς Ἐκκλησίας μας στή σημερινή νεοελληνική κοινωνία προσδιορίζει καί τή διπλή ἀποστολή καί εὐθύνη πού ἔχει. Ἡ πρώτη, νά μεταδίδει τό μήνυμα τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας πρός ὅλους· νά ἑλκύει τούς πάντες εἰς Χριστόν καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν (πρβλ. Ἰω. 12,32). Ἡ δεύτερη, μέ τήν παρουσία της, τήν πνευματικότητα καί τά χαρίσματα τῶν μελῶν της —ἱερωμένων, μοναχῶν καί λαϊκῶν—, τόν λόγο της, τήν ποικίλη δράση της νά ἀναδεικνύεται καθημερινά στόν ὑπ᾽ ἀριθμόν ἕνα παράγοντα ἑνότητας ὁλοκλήρου τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ.
Ἐπιτρέψατέ μου στή συνέχεια νά ἐπισημάνω ὁρισμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῆς παρουσίας της, τά ὁποῖα καλλιεργώντας καί αὐξάνοντάς τα, συμβάλλουν στήν ἑνότητα τοῦ λαοῦ μας σήμερα.
1. Ὁ ἤπιος καί κατευναστικός λόγος της. Εἶναι γνωστά σέ ὅλους μας τά πάθη καί οἱ φυλετικές ἀδυναμίες τοῦ λαοῦ μας. Ἐκρηκτικό μεσογειακό ταμπεραμέντο. Παρορμητική συμπεριφορά. Ὀξύτατα πολιτικά πάθη.
Ποικίλοι φανατισμοί. Ἔντονες συναισθηματικές μεταπτώσεις, πρόσκαιροι καί ἄμετροι ἐνθουσιασμοί ἀφενός καί ταχεῖες ἀπογοητεύσεις καί πτώση τοῦ ἠθικοῦ ἀφετέρου.
Ὡς ἐκ τούτου ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ λόγος ἡμῶν τῶν ποιμένων θά ἔδει νά εἶναι κατά τόν Ἀπόστολο «ἅλατι ἠρτυμένος» (Κολ. 4,6). Ἤπιος, γλυκύς, σεμνός, κατευναστικός.
Ἐάν, ὅπως συνιστᾶ ὁ ἴδιος Ἀπόστολος, ὀφείλουμε «νά περιπατοῦμε ἐν σοφίᾳ πρός τούς ἔξω» (Κολ. 4,5), μέ σοφία καί σύνεση ὀφείλουμε καί νά ὁμιλοῦμε. Οἱ πολλοί δέν γνωρίζουν τή γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας. Οὔτε τή διδασκαλία καί τήν ὁρολογία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Οὔτε τή διδασκαλία τῶν Πατέρων μας ἤ τά ὅσα διαλαμβάνουν οἱ ἱεροί Κανόνες. Χρειάζεται, λοιπόν, προσοχή καί τέχνη στό πῶς θά διατυπώνουμε τίς ἐκκλησιατικές μας θέσεις.
Καί φυσικά προσέχουμε νά μήν προκαλοῦμε συγκρούσεις. Νά ἐξάπτουμε οἱασδήποτε μορφῆς πάθη καί φανατισμούς. Ὁ λόγος μας θά ἔδει νά εἶναι ἑνωτικός, νά καταπραΰνει τά πάθη, νά ἐκπέμπει τήν ἀγάπη, τήν καταλλαγή καί τήν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ.
2. Τόν ἑνοποιό ρόλο τῆς Ἐκκλησίας καί ἡμῶν τῶν ποιμένων της ὑπηρετοῦμε, ὅταν μέ τή στάση καί μέ τόν λόγο μας ἐξαίρουμε τά ὅσα μᾶς ἑνώνουν καί ὄχι τά ὅσα μᾶς διαφοροποιοῦν ἤ μᾶς χωρίζουν. Δυστυχῶς, ἐκκλησιαστικοί καί μή —οἱ τά πρῶτα φέροντες, διανοούμενοι, δημοσιογράφοι ἀλλά καί ἁπλοί ἄνθρωποι— συχνά παραβλέπουμε τά θεμελιώδη πού μᾶς ἑνώνουν, πού ἀσπάζονται λίγο-πολύ ὅλοι, ὑπερτονίζουμε τά δευτερεύοντα ἤ τριτεύοντα καί ἀντιπαρατιθέμεθα —πολλές φορές μάλιστα παθιασμένα— γιά ζητήματα πού συμβαίνει νά ἔχουμε διαφορετικές προσεγγίσεις. Τό φαινόμενο εἶναι ἄκρως βλαπτικό σέ ὅλα τά ἐπίπεδα ζωῆς. Ἡ ζημιά δέ εἶναι ἀκόμη μεγαλύτερη γιά τήν Ἐκκλησία, διότι ἔτσι ἐξάπτεται καί ὁ θρησκευτικός φανατισμός, ὁ ὁποῖος εἰσάγει τό μικρόβιο τῆς διαιρέσεως, τραυματίζει τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί ἀκυρώνει τόν ρόλο της ὡς πρωταρχικοῦ παράγοντος ἑνότητος ὁλοκλήρου τοῦ λαοῦ.
Δυστυχῶς, ἐλάχιστη ἀπήχηση ἔχει στούς πολλούς —ἀκόμη καί σέ μᾶς τούς ἐκκλησιαστικούς— ἡ προειδοποίηση τοῦ ἀποστόλου Παύλου :«Εἰ ἀλλήλους δάκνετε καί κατεσθίετε, βλέπετε μή ὑπ᾽ ἀλλήλων ἀναλωθῆτε» (Γαλ. 5,15).
3. Ἡ Ἐκκλησία μας μπορεῖ καί ὄχι μόνο μπορεῖ ἀλλά καί ὑποχρεοῦται νά συμβάλει στήν ἑνότητα τοῦ λαοῦ μας παραμένοντας —ἐμεῖς οἱ ποιμένες της κατά πρῶτο λόγο— μακριά ἀπό τίς πολιτικές-κομματικές ἀντιπαραθέσεις καί συγκρούσεις.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ κοινή μητέρα ὅλων. Κηρύσσει τήν ἀγάπη, τόν ἀμοιβαῖο σεβασμό, τήν ἀλληλοπεριχώρηση καί τίς εἰρηνικές σχέσεις μεταξύ μας. Δέν ζητεῖ νά δεῖ κομματικές ταυτότητες σέ ὅποιους δρασκελίζουν τό κατώφλι της ἤ προσέρχονται γιά νά ζητήσουν τή βοήθειά της. Δέν συντάσσεται μέ τό Α κόμμα καί δέν ἀντιπαρατίθεται μέ τό Β. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία χωράει τούς πάντες. Ἀρκεῖ νά τό θέλουν καί ἐλεύθερα νά τό ἐπιζητοῦν.
Οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας καί ἰδιαιτέρως οἱ ἐπίσκοποί της δέν εἴμαστε ἀ-πολιτικά ὄντα. Εἴμαστε πολίτες αὐτῆς τῆς χώρας μέ πλήρη δικαιώματα. Ἀγωνιοῦμε καί νοιαζόμαστε γιά τό μέλλον τοῦ τόπου μας καί γιά τίς νέες γενιές πού θά μᾶς διαδεχθοῦν. Ὅμως χρειάζεται πολλή προσοχή στόν δημόσιο λόγο καί στόν σχολιασμό-κριτική τῶν πολιτικῶν μας πραγμάτων καί τῶν κοινωνικῶν φαινομένων. Ἡ ἰδιότητά μας ὡς Ἱεραρχῶν καί ἐκκλησιαστικῶν ποιμένων βαραίνει. Ὁ λόγος μας πολύ εὔκολα παρεξηγεῖται.
Καί οἱ ὅποιες παρεμβάσεις μας συχνά προκαλοῦν ἀναταραχή καί κάποιοι βρίσκουν τήν εὐκαιρία νά στρέψουν τά βέλη τους ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι —ἀθέλητα προφανῶς— δέν συμβάλλουμε στήν ἑνότητα τοῦ λαοῦ, ἀλλά γινόμαστε ἀφορμή δημοσίων ἀντιπαραθέσεων καί διχογνωμιῶν.
Δέν θά πρέπει, ἐπίσης, νά ξεχνοῦμε ὅτι δέν βρισκόμαστε στόν 4ο αἰώνα· στήν ἐποχή τοῦ Βυζαντίου γενικότερα. Οἱ πολιτικοί μας ἄρχοντες δέν εἶναι (καί δέν θέλουν νά εἶναι) «ἐλέῳ Θεοῦ» ἤ «χριστοί Κυρίου». Ἡ πολιτική πραγματικότητα του σήμερα, οἱ διεθνεῖς σχέσεις, ἡ συμμετοχή τῆς χώρας σέ διεθνεῖς καί διευρωπαϊκούς θεσμούς ὑπαγορεύουν νομικές ρυθμίσεις πού δέν ἀπορρέουν, δυστυχῶς, ἀπό τήν εὐαγγελική διδασκαλία καί τήν ἐκκλησιαστική παράδοση. Ἐν τέλει, ἑκόντες ἄκοντες εἴμαστε ἀναγκασμένοι νά δεχθοῦμε ὅτι ἡ Πολιτεία ρυθμίζει τά ἀφορῶντα σέ ὅλους τούς πολίτες της καί ἡ Ἐκκλησία κανονίζει αὐτά πού ἀναφέρονται στή ζωή τῶν μελῶν της. Τό Εὐαγγέλιο δέν ἐπιβάλλεται μέ τήν κρατική βία. Καί ἡ μετοχή στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἀξία ὅταν εἶναι ἀπόφαση καί ἔκφραση προσωπικῆς καί ἐλεύθερης ἐπιλογῆς.
4. Διάκριση καί προσοχή ἀπαιτεῖται καί στήν ἀνάμιξή μας στά λεγόμενα ἐθνικά ζητήματα. Ἡ Ἐκκλησία μας δέν εἶναι —καί δέν μπορεῖ στήν ἐποχή μας νά εἶναι— ἐθναρχούσα Ἐκκλησία. Καί ὅπως γνωρίζετε, ὁ ἐθνοφυλετισμός εἶναι παντελῶς ἀσύμβατος καί ξένος πρός τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία. Ἄλλες ἐποχές καί συνθῆκες εὐνοοῦσαν ἤ καί ἐπέβαλλαν ἀκόμη ἐνεργό παρέμβαση τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ποιμένων της σέ ἐθνικά ζητήματα χωρίς νά διασαλεύεται ἡ ἑνότητα τοῦ λαοῦ. Φρονῶ ὅμως ὅτι σήμερα οἱ συνθῆκες καί τό κλίμα γενικότερα ἔχουν ἀλλάξει. Κατά τό πλεῖστον παρεμβάσεις μας αὐτοῦ τοῦ εἴδους παρεξηγοῦνται, διχάζουν τούς ἀνθρώπους καί δέν εἶναι λίγοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι στρέφονται κατά τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἱστορία μαρτυρεῖ ὅτι ὁσάκις ἡ Ἐκκλησία μας ταυτίστηκε, στρατεύθηκε καί συμπορεύθηκε ἀκρίτως μέ τά ρευστά καί ὄχι σπάνια φθαρμένα σχήματα τοῦ κόσμου τούτου ἐξῆλθε ζημιωμένη.
Εἶναι ἄλλο πράγμα ὁ ἁγνός καί ἄδολος πατριωτισμός, ἡ φιλοπατρία. Ὁ διαχωρισμός ὅμως ἀπό τόν ἐθνικισμό καί ἀκόμη χειρότερα ἀπό τήν ἐθνοκαπηλεία εἶναι πολύ δύσκολη ὑπόθεση. Καί γιά τόν λόγο αὐτό χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Ἐπιπλέον, εἶναι φανερό —καί τό διαπιστώνουμε καί στίς μέρες μας— ὅτι ὑπάρχουν δυνάμεις πολιτικές καί ἄλλες πού ἐπιδιώκουν νά ἐμπλέξουν τήν Ἐκκλησία καί τούς ἐπισκόπους της στίς κομματικές τους σκοπιμότητες, ἐκμεταλλευόμενοι τήν εὐαισθησία μας γιά τά ἐθνικά ζητήματα. Παρασυρόμενοι ὅμως ἀπό τά συνθήματα καί τή ρητορική τους, βρισκόμαστε ἀθέλητα ἀντιμέτωποι μέ τούς πολιτικούς ἀντιπάλους τους. Ἔτσι, ἀντί γιά τόν ἑνοποιό ρόλο πού ἔχουμε χρέος νά διαδραματίζουμε, ἐγκαλούμαστε ὅτι ἀσχολούμαστε μέ ζητήματα πού δέν γνωρίζουμε καλῶς καί εἶναι ξένα πρός τήν ἀποστολή μας καί ὅτι φανατίζουμε καί διαιροῦμε τόν λαό. Ἐπιπλέον, κάποιοι —ἡμέτεροι καί ξένοι— παίρνουν ἀφορμή γιά νά κατηγορήσουν τήν Ἐκκλησία μας γιά ἐπαρχιωτισμό· ὅτι ἡ οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλησίας ἐλάχιστα μᾶς ἀγγίζει, καθώς παραμένουμε περιχαρακωμένοι καί ἀπορροφημένοι ἀπό τά προβλήματα καί τίς ἀνάγκες τῆς δικῆς μας ἐθνικῆς Ἐκκλησίας καί μόνο.
5. Ἀπό αὐτήν ἀκόμη τήν ἀποστολική ἐποχή ἡ Ἐκκλησία θεώρησε ὅτι μέσα στήν ἀποστολή της στόν κόσμο εἶναι καί ἡ ἄσκηση τῆς φιλανθρωπίας, τά «καλά» καί «ὠφέλιμα τοῖς ἀνθρώποις» ἔργα κατά τόν Παύλειο ὁρισμό (Τίτ. 3,8), ἀσκούμενα ὄχι μόνο μεμονωμένα ἀπό τούς «πεπιστευκότας τῷ Θεῷ», ἀλλά συστηματικά καί ὀργανωμένα καί ἀπό τούς ἐκκλησιαστικούς ποιμένες μέ κέντρο τίς τοπικές τους Ἐκκλησίες. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία ἐξέφραζε ἐμπράκτως τό χρέος τῆς ἀγάπης πρός τούς ἐλαχίστους ἀδελφούς τοῦ Κυρίου (Ματθ. 25,40) καί ἀναλάμβανε πρωτοποριακά ἡ ἴδια ἕνα εὐρύ κοινωνικό καί φιλανθρωπικό ἔργο.
Ἡ ἄσκηση τοῦ ἔργου αὐτοῦ συνεχίζεται καί σήμερα. Καί ἡ ἑλλαδική Ἐκκλησία μας ἔχει νά ἐπιδείξει ἕνα ἀξιοζήλευτο φιλανθρωπικό ἔργο, τό ὁποῖο ἐκτείνεται σέ πολλά ἐπίπεδα. Ἀναφερόμαστε ἐδῶ σ᾽ αὐτό γιά νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι τό ἔργο τοῦτο, πέρα ἀπό τή θεμελιώδη ἐπιδίωξή του, τήν ποικίλη, δηλαδή, βοήθεια πρός τούς συνανθρώπους μας πού ὑποφέρουν, συμβάλλει καί στήν ἑνότητα τοῦ λαοῦ μας καί στήν αὔξηση τοῦ πνευματικοῦ κύρους τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ποιμένων της. Κατ᾽ ἐξοχήν δέ, ὅταν καί ἡ προσωπική ζωή καί παρουσία τῶν κληρικῶν πού πρωτοστατοῦν στά καλά ἔργα καί πρώτιστα ἡμῶν τῶν ἐπισκόπων διακρίνεται ἀπό τήν ὀλιγάρκεια, τή σεμνότητα καί τήν εὐαγγελική ἁπλότητα.
Ἀξιέπαινο, λοιπόν, τό φιλανθρωπικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας μας, τό ὁποῖο ἐνισχύθηκε καί κατέστη πολύ πιό ἀποτελεσματικό, ἀλλά καί προβλήθηκε κατά τά τελευταῖα χρόνια τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως πού ἔπληξε τήν πατρίδα μας.
Ὅμως θά ἔδει ὅλοι μας νά ἀναστοχαστοῦμε θεολογικότερα ἐν σχέσει μέ τίς δραστηριότητες πού ἀναπτύσσουμε στόν φιλανθρωπικό τομέα.
Μήπως αὐτές οἱ φιλανθρωπικές δραστηριότητες ἀπορροφοῦν ἐμᾶς τούς ποιμένες ὑπέρμετρα μέ ἀποτέλεσμα νά παραμελοῦμε τό κύριο ἔργο μας, πού εἶναι ἡ λατρεία, ἡ διδαχή, ἡ κατήχηση, μέ ἕνα λόγο τό ποιμαντικό καί πνευματικό μας ἔργο; Μήπως θά πρέπει νά μᾶς προβληματίσει ὁ λόγος τῶν ἁγίων Ἀποστόλων πρός τούς χριστιανούς τῆς πρώτης Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων : «Οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τόν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις» (Πράξ. 6,2);
Ἀκόμη ὀφείλουμε νά ἀναρωτηθοῦμε μήπως καί οἱ ἄνθρωποι διαμορφώνουν μία στρεβλή ἀντίληψη γιά τήν Ἐκκλησία. Παραθεωροῦν πλήρως τήν κύρια ἀποστολή της, τήν ἐσχατολογική προοπτική τῆς παρουσίας της στόν κόσμο, καί τελικά τήν βλέπουν σάν ἕνα φιλανθρωπικό σωματεῖο καί τίποτε περισσότερο.
* * *
Μακαριώτατε ἅγιε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι Συνοδικοί Σύνεδροι,
Ἔχοντας ἐπίγνωση τῶν περιορισμένων δυνατοτήτων μου ἐκ προοιμίου παρεκάλεσα νά ἔχω τήν ἐπιείκειά Σας. Τό ἴδιο παρακαλῶ καί τώρα, καθώς τελείωσα τήν παράθεση τῶν ἀπόψεών μου ἐπί τοῦ θέματος πού μοῦ ἀνατέθηκε νά εἰσηγηθῶ ἐνώπιόν Σας.
Τά ὅσα Σᾶς ἐξέθεσα μέ ἁπλότητα καί συντομία συνιστοῦν τόν προσωπικό μου προβληματισμό, ὀρθό ἴσως σέ κάποια σημεῖα, ἐσφαλμένο ἐνδεχομένως σέ ἄλλα.
Ἡ συζήτηση πού θά ἀκολουθήσει καί ἡ δική Σας πολύτιμη συνεισφορά θά ὁδηγήσει ἀσφαλῶς τό ἱερό Σῶμα μας σέ ὀρθότερες διαπιστώσεις, χρήσιμα συμπεράσματα καί τίς ἀναγκαῖες ἀποφάσεις.
Σᾶς εὐχαριστῶ!
Πηγή: Ακτίνες
Μετά φόβου Θεοῦ ἀλλά καί μέ θερμή παράκληση πρός τόν Θεό νά μέ φωτίσει νά ἐκφράσω σωστά τό πιό σημαντικό βίωμά μου· τή μεταστροφή μου στήν Ὀρθοδοξία.
Ὁ παπποῦς μου, Ἰταλός στήν καταγωγή, ἀπό τήν Σικελία καί ἀρχιτέκτονας στό ἐπάγγελμα βρέθηκε στήν Κωνσταντινούπολη. Στά τέλη τοῦ 19ου αἰώνα ὁ Σουλτάνος τόν ἔστειλε στή Θεσσαλονίκη γιά νά κτίσει δημόσια κτήρια. Στή Θεσσαλονίκη, ἡ ὁποία ἀνῆκε τότε στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία, ἔζησε ἕως τό τέλος τῆς ζωῆς του. Ἕνα ἀπό τά ὀκτώ παιδιά του ἦταν ὁ πατέρας μου. Κι ἐγώ γεννήθηκα στή Θεσσαλονίκη, ὅπου σπούδασα καί δημιούργησα οἰκογένεια. Ἀπό παιδί προσπαθοῦσα νά ἀνταποκρίνομαι στά θρησκευτικά μου καθήκοντα.
Καθώς φοιτοῦσα στό γαλλικό σχολεῖο Δελασάλ, ἡ κατήχηση ἦταν ἀπαραίτητη, διότι τήν ἐπιμέλεια τοῦ σχολείου τήν εἶχαν μοναχοί καθολικοί. Κάποια ἡμέρα κατέφθασε ἕνας καθολικός ἱερέας καί ἔκανε συζήτηση μέ ἔφηβους καθολικούς. Κάλεσαν κι ἐμένα. Κατά τή συζήτηση μέ ρώτησε ἄν θέλω νά γίνω ἱερέας. Ἀπάντησα ἀρνητικά. Παρόλο πού μέ συγκίνησε ἡ πρόταση, ἀρνήθηκα.
Σπούδασα ἰατρική στό Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης καί νυμφεύτηκα Ἑλληνίδα ὀρθόδοξη. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι δέν εἴχαμε προστριβές ἐξαιτίας τῆς διαφορετικότητάς μας στό δόγμα.
Μετά τόν γάμο βρεθήκαμε στήν Ἑλβετία, ὅπου ἄνοιξα ἱατρεῖο. Ἐκεῖ ἀποκτήσαμε δύο κόρες οἱ ὁποῖες βαπτίστηκαν καθολικές. Συνολικά ζήσαμε στήν Ἑλβετία ἕνδεκα χρόνια.
Ἀποτέλεσμα τῆς διαμονῆς μας στήν Ἑλβετία ἦταν νά χαλαρώσουμε κάπως στά θρησκευτικά μας καθήκοντα. Ὁ φιλεύσπλαχνος Θεός ὅμως μᾶς λυπήθηκε, μᾶς κάλεσε κοντά Του, καί μᾶς ὑπενθύμισε ὅτι δίχως ἀγώνα θά μείνουμε ἐκτός νυμφῶνος. Ἀλλά πῶς μᾶς κάλεσε, ἄς μέ φωτίσει ὁ Πανάγαθος, νά σᾶς τό μεταφέρω σωστά στή συνέχεια.
Ἔπειτα ἀπό ἕνδεκα χρόνια ξενιτειᾶς ἐπιστρέψαμε στήν πατρίδα. Κατοικία καί ἰατρεῖο στή Θεσσαλονίκη. Παρόλο πού ὅλα πήγαιναν πολύ καλά, μετά ἀπό τέσσερα χρόνια ἀποφασίσαμε νά ἐγκατασταθοῦμε στά Ν. Μουδανιά Χαλκιδικῆς. Αὐτό ἔγινε, διότι μᾶς συνέβη κάτι ἐντελῶς ξαφνικό καί ἀνεξήγητο. Καί σήμερα ἀκόμη ἀποροῦμε. Προσωπικά ὅμως ἀναρωτιέμαι, ἄν δέν γινόταν ὅλα αὐτά, πῶς θά γνώριζα τήν Ὀρθοδοξία. Τό σχέδιο ὅμως τοῦ Θεοῦ προχωροῦσε καί μᾶς ἔδειχνε τόν δρόμο πού ἔπρεπε ν᾿ ἀκολουθήσουμε.
Ἐκεῖνο τόν καιρό ἡ παρουσία τῆς Παναγίας ἄρχισε νά γίνεται πιό αἰσθητή στό σπίτι μας μέ τό ἑξῆς περιστατικό: Ὁ Θεός πῆρε τή γιαγιά τῆς συζύγου μου καί στό σπίτι μας ἦλθε ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας Ὁδηγήτριας. Τήν εἰκόνα ὁ παππούς της τή βρῆκε μέ θαῦμα, θαμμένη στή γῆ. Ἡ σύζυγος μεγάλωσε μέ τήν παρουσία αὐτῆς τῆς εἰκόνας καί ἔζησε κάποια θαύματά της καί ἐν συνεχείᾳ αἰσθανθήκαμε καί οἰκογενειακῶς τή χάρη Της. Ἡ Παναγία Ὁδηγήτρια μέ τή χάρη Της καί τήν πρεσβεία Της μέ βοήθησε νά βάλω τέλος στήν ἀναζήτησή μου, ἄν δηλαδή θά παραμείνω καθολικός ἤ θά μεταστραφῶ στήν Ὀρθοδοξία. Πῶς ἔγινε αὐτό, θά τό δοῦμε πιό κάτω.
Οἱ κόρες μου φοιτοῦσαν στά μέσα τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου. Γιά ἐκκλησιασμό τίς πήγαινα, ὅσο ἦταν δυνατόν, στήν καθολική ἐκκλησία στή Θεσσαλονίκη. Γιά δέ τήν ἐξομολόγηση ἐρχόταν καθολικός ἱερέας γιά τούς καθολικούς τῆς γύρω περιοχῆς καί ἡ ἐξομολόγηση γινόταν στό ἰατρεῖο.
Ἐπειδή μέ τή σύζυγο ἀπό παιδιά παρακολουθήσαμε κατηχητικό σχολεῖο, ἀποφασίσαμε νά στείλουμε καί τίς κόρες μας. Δέχτηκα νά πᾶνε στά Μουδανιά, ἐάν τίς δέχονταν ὡς καθολικές πού ἦταν. Δέν εἶχε ὅμως τότε γιά παιδιά. Μία κυρία ὅμως εἶπε στή σύζυγο: «Ἄν θέλετε νά ἀκούσετε λόγο Θεοῦ, κάθε Σάββατο στό Μοναστήρι τοῦ Τιμίου Προδρόμου στή Μεταμόρφωση Χαλκιδικῆς ὁμιλεῖ ὁ Γέροντας π. Γρηγόριος.
Ἦταν καλοκαίρι καί πήγαμε οἰκογενειακῶς. Ὅλα πρωτόγνωρα γιά μᾶς. Πολύς κόσμος στό προαύλιο, ὅπου θά γινόταν ἡ ὁμιλία, Μέ πολλή προσοχή, ἴσως καί μέ περιέργεια παρακολουθήσαμε τήν ὁμιλία. Πιστεύουμε ὅτι ὅσα ἀκούσαμε ἐκείνη τήν ἡμέρα δέν ἦταν τυχαῖα, ἀλλά θέλημα Θεοῦ. Πιστέψαμε ὅτι αὐτή ἡ ὁμιλία ἔγινε εἰδικά γιά μᾶς. Ὁ Θεός μᾶς καθοδήγησε σ᾿ αὐτή τήν ὁμιλία γιά νά προβληματιστῶ καί ν᾿ ἀρχίσω τήν ἀναζήτηση καί μάλιστα μέ ἔντονο ἐνδιαφέρον.
Ὁ σεβαστός Γέροντας ἀναφέρθηκε στό Ἅγιον Ὄρος καί στήν ἱστορία του. Ἦταν συγκλονιστικό γιά μένα καί τή σύζυγό μου. Οἱ κόρες δέν πολυκαταλάβαιναν λόγῳ τῆς ἡλικίας τους. Τό συγκλονιστικό ἦταν ἡ περιγραφή τῆς εἰσβολῆς τῶν Λατίνων Καθολικῶν στό Ἅγιον Ὄρος ἐπί Βέκκου (Πατριάρχου) καί τῆς ἄσχημης συμπεριφορᾶς τους ἀπέναντι στά Μοναστήρια καί τούς μοναχούς οἱ ὁποῖοι δέν δέχονταν νά συνλειτουργήσουν μαζί τους. Μέ κατέπληξε ὁ Γέροντας, γιατί μιλοῦσε μέ ἠρεμία καί μέ πόνο ψυχῆς. Ἐπίσης ἀναφέρθηκε καί σέ κάποιες διαφορές μας πού δέν ἐπιτρέπουν τή συλλειτουργία καί τήν συμπροσευχή, διαφορές πού ἐπῆλθαν μετά τό Σχίσμα, ἀφοῦ οἱ Καθολικοί κατήργησαν ἤ ἀλλοίωσαν κάποιες παραδόσεις τῆς Χριστιανικῆς πίστεως. Ἐδῶ κάνω μία ἐπισήμανση σχετικά μέ τήν καθολικισμό. Ὅταν ἤμουν μικρό παιδί καί ἐμεῖς οἱ καθολικοί νηστεύαμε. Ἀλλά κάποια στιγμή, δέν ἐνθυμοῦμαι χρονολογία, μέ τήν εὐλογία τοῦ Πάπα ἡ νηστεία καταργήθηκε. Ἐπίσης, ὅταν θέλαμε νά κοινωνήσουμε, πηγαίναμε στή Θεία Λειτουργία νηστικοί. Ἀλλά καί αὐτό καταργήθηκε. Ἐπανέρχομαι ὅμως στήν ὁμιλία. Ἡ σύζυγός μου, ὅπως μοῦ ἐξήγησε μετά, τά ἀντιμετώπισε ὅλα ὡς ἑξῆς: Ὅταν ἄκουσε τά τῶν καθολικῶν σκέφτηκε ἐμένα καί μέ κοίταξε γιά νά δεῖ τήν ἀντίδρασή μου . Μέ εἶδε νά ἀκούω μέ ἐνδιαφέρον. Ἔκανε ὅμως τόν λογισμό ὅτι δέν θά τούς πήγαινα ξανά ἐκεῖ. Μόλις μπήκαμε στό αὐτοκίνητο γιά τήν ἐπιστροφή περίμενε νά ἀκούσει τήν ἀντίδρασή μου. Ἐγώ ὅμως τῆς εἶπα πώς ὅτι ἔχουμε τόσες διαφορές. Πρέπει νά συζητήσω μέ κάποιον εἰδικό καί νά μοῦ πεῖ ἀκόμη τί πρέπει νά διαβάσω γιά νά πληροφορηθῶ τά πάντα. Καί αὐτό ἔπραξα. Συζήτησα μέ Γέροντες καί προμηθεύτηκα τά σχετικά βιβλία. Γιά τόν λόγο αὐτό ἐπισκεφτήκαμε ὀρθόδοξα μοναστήρια.
Ὅταν μάθαινα κάποια ἀλήθεια σχετική μέ τίς διαφορές μας, ἡ ὁποία δέν ἄφηνε περιθώριο ἀμφισβήτησης ,αἰσθανόμουν λύπη, ἀλλά καί ἱκανοποίηση. Ἡ χριστιανική πίστη ξανοιγόταν μπροστά μου, ὅπως ὁ Χριστός μᾶς τή δίδαξε καί ὅπως οἱ Πατέρες μᾶς τήν παρέδωσαν.
Ἀλλά ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε καί μία τελευταία εὐκαιρία νά βιώσω κι ἄλλες καταστάσεις σχετικές μέ τό θέμα γιά νά βγάλω καί μόνος μου συμπεράσματα, ἀλλά καί νά ἀντιδράσω δικαιολογημένα.
Ἡ ἑπόμενη κίνησή μας ἦταν ἡ ἑξῆς: Ἐγκατασταθήκαμε στή Γαλλία μετά ἀπό τά τέσσερα χρόνια πού ἤμασταν στά Μουδανιά. Θά ἐκφραστῶ κάπως ἐπιγραμματικά, διότι πολλές καταστάσεις εἶναι προσωπικές.
Στή Γαλλία παραμονές μεγάλης ἑορτῆς πῆγα μέ τίς κόρες γιά ἐξομολόγηση στήν καθολική ἐκκλησία. Ἀντικρίσαμε ἀρκετά ἄτομα στό κέντρο τῆς Ἐκκλησίας καί τόν ἱερέα μπροστά τους. Τόν πλησίασα καί τοῦ εἶπα ὅτι θέλουμε νά ἐξομολογηθοῦμε. Μᾶς ὑπέδειξε νά καθήσουμε κοντά στούς ἄλλους. Μά τοῦ εἶπα, ἐάν ὅλοι αὐτοί εἶναι γιά ἐξομολόγηση θά ἀργήσουμε πολύ. Ὄχι μοῦ λέει. Θά τελειώσουμε ἀμέσως καί μᾶς ἐξήγησε. Θά καθήσετε καί ὅλοι σας θά λέτε τίς ἁμαρτίες σας ἀπό μέσα σας κι ἐγώ θά διαβάσω τήν συγχωρητική εὐχή. Ἔμεινα ἄφωνος. Ἐγώ στήν Ἑλλάδα ἤξερα ἄλλα. Κάθε ἕνας μόνος του μέ τόν ἱερέα. Δηλαδή ἀναρωτήθηκα σέ κάθε χώρα ἔχουν τό δικαίωμα νά κάνουν ὅποιες ἀλλαγές θέλουν; Μετά ρώτησα ἀπό περιέργεια καί μοῦ εἶπαν ὅτι σέ ἄλλη ἐκκλησία διαφορετικά γίνεται.
Γιά τή Θεία Κοινωνία πήγαμε στήν Ἑλβετία, στήν πόλη πού κατοικούσαμε κάποτε. Ἦταν πολύ κοντά στά σύνορα μέ τή Γαλλία καί μέ τήν εὐκαιρία θά βλέπαμε καί γνωστούς. Εἶχε ἀρκετό κόσμο, διότι ἦταν μεγάλη ἑορτή. Γι᾿ αὐτόν τόν λόγο κατά τή στιγμή τῆς Θείας Κοινωνίας σχηματίστηκαν τρεῖς σειρές. Γρήγορα ὅμως ἔνιωσα μεγάλη ἀπογοήτευση. Ὁ ἱερέας κοινωνοῦσε στή μεσαία σειρά, στήν ἀριστερή σειρά τούς πιστούς κοινωνοῦσε ἕνας λαϊκός, καί στή δεξιά σειρά κοινωνοῦσε τούς πιστούς μία λαϊκή. Ἐπιδίωξα νά κοινωνήσουμε ἀπό τόν ἱερέα, ἀλλά ἡ ψυχολογική μου κατάσταση δέν ἦταν ἐντάξει. Συγχρόνως διαπίστωσα ὅτι ὁ λαϊκός πού κοινωνοῦσε τούς πιστούς ἦταν συνάδελφος ἰατρός ἀπό παλιά. Γνωριζόμασταν καί οἰκογενειακῶς. Ἐάν ἤμουνα στή δική του σειρά, θά μέ κοινωνοῦσε ὁ συνάδελφος καί φίλος μου.
Μεγάλη ἀπογοήτευση καί μεγάλος προβληματισμός, ἀλλά ἕως ἐκείνην τή στιγμή δέν εἶχα λάβει κάποια ἀπόφαση. Τήν ἀπογοήτευση αὐτή ἀκολούθησε ἡ ἀπογοήτευση ἀπό τήν ἐργασία. Προέκυψε μεγάλη οἰκονομική καταστροφή. Ἔφτασα σέ σημεῖο νά βλέπω ὡς μόνη λύση νά πουλήσω τό σπίτι στήν Ἑλλάδα καί νά μείνω πλέον δίχως δική μου στέγη. Ἡ ἐλπίδα νά ἀποφύγω αὐτή τήν ὀδυνηρή λύση ἦταν ἕνα κτῆμα πού εἶχα, ἀλλά δυστυχῶς δέν γινόταν τίποτε ἐφόσον καί οἱ κτηματομεσίτες τό ἀπέκλεισαν ὅτι θά γίνει κάτι, ἐφόσον δέν ὑπῆρχε ζήτηση. Κάθε ἡμέρα πού περνοῦσε ἦταν εἰς βάρος μας.
Ἀλλά εὐτυχῶς καί τόν Θεό δέν τόν ξέχασα. Ζήτησα τή βοήθειά Του μέ μεσίτρια τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Προσευχήθηκα ἐκ μέσης καρδίας μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας Ὁδηγήτριας καί συγχρόνως ἔκανα ἕνα τάμα. Τό θαῦμα ἔγινε καί τό τάμα ἐκπληρώθηκε, ὅπως θά δοῦμε παρακάτω.
Τό πρόβλημά μας τό γνώριζε ἕνας φίλος μας στήν Ἑλλάδα, στήν περιοχή Ν. Μουδανιῶν. Τόν εἶχα παρακαλέσει ἐάν ἐνδιαφερθεῖ κάποιος γιά τό κτῆμα νά μᾶς τηλεφωνήσει.
Εἶχαν περάσει μόλις λίγες ἡμέρες ἀπό τό τάμα πού ἔκανα, χτύπησε τό τηλέφωνο τό ὁποῖο σήκωσε ἡ σύζυγος· ἦταν ὁ φίλος μας πού ἀνέφερα πιό πάνω. Μετά τόν χαιρετισμό κατ᾿ εὐθεῖαν τῆς εἶπε: Ἄκουσε, ἔγινε ἕνα θαῦμα καί τῆς ἐξήγησε ἀμέσως. Ἐνῶ εἶμαι πολύ συνεπής στό ὡράριο τῆς ἐργασίας μου, δέν ξέρω πῶς μοῦ ἦλθε προχθές καί ἐγκατέλειψα τήν ἐργασία σχεδόν μισή ὥρα πιό νωρίς. Κάποιος ὅμως μέ ἀναζήτησε τήν τελευταία στιγμή καί, ἐπειδή ἦταν σχετικά ἐπεῖγον, μέ ἀναζήτησε καί στό σπίτι. Ἐνῷ συζητούσαμε τήν ὑπόθεσή του, αὐτός κάθε τόσο ἔλεγε: Τί ὡραία πού εἶστε ἐδῶ στήν ἐξοχή καί ἡ γυναίκα μου ἐπιθυμεῖ ἕνα σπίτι στήν ἐξοχή. Τότε τοῦ εἶπα γιά τό κτῆμα σας. Ἔδειξε ἐνθουσιασμό καί ἐπιθυμία νά τό δεῖ ἐκείνη τή στιγμή. Τόν πῆγα, τό εἶδε, τοῦ ἄρεσε καί μετά ἀπό συγκατάθεση τῆς γυναίκας του εἶπε ἐντάξει. Ὅλα ἐξελίχθηκαν καί ὅλα τακτοποιήθηκαν ταχύτατα. Τελικά σ᾿ αὐτό τό κτῆμα εἴκοσι χρόνια ἕως τώρα δέν χτίστηκε κανένα σπίτι!
Ὅταν ἐπιστρέψαμε γιά δεύτερη φορά στήν πατρίδα οἱ φίλοι μας καί οἱ πελάτες μου μᾶς δέχτηκαν μέ χαρά καί ὅλα πῆγαν πολύ καλά.
Μέ τήν πρώτη εὐκαιρία ἐπισκεφτήκαμε τό μοναστήρι τοῦ Τιμίου Προδρόμου· ἤμουνα μόνος μέ τή σύζυγο. Στήν ἐπιστροφή, ἐνῷ ὁδηγοῦσα, τῆς εἶπα ὅτι ἀποφάσισα νά βαπτιστῶ Ὀρθόδοξος. Τῆς ἐξήγησα ὅτι ἔταξα στήν Παναγία ὅτι μόλις ὅλα τακτοποιηθοῦν θά βαπτιστῶ. Οἱ κόρες μου δέχτηκαν ἐπίσης νά βαπτιστοῦν. Ἦταν ἤδη ἔφηβες καί εἶχαν ἐμπεδώσει πολλά γιά τήν Ὀρθοδοξία παρακολουθώντας τούς προβληματισμούς μου ἀλλά καί τίς διαπιστώσεις μου.
Γιά λίγους μῆνες κατηχηθήκαμε καί μετά ἔγινε ἡ βάπτισή μας στήν Ἱερά Μονή Ἁγίου Ἀρσενίου στό Βατοπέδι Χαλκιδικῆς. Ἡ βάπτισή μας ἔγινε ἀπό τούς σεβαστούς Πατέρες π. Γρηγόριο καί π. Θεόκλητο, πού τόσο μᾶς βοήθησαν καί μᾶς βοηθοῦνε στήν πορεία μας. Ἀνάδοχος, γνωστή καί φίλη τῆς οἰκογενείας ἀπό τήν ὁποία καί τόν σύζυγό της ἀκούγαμε συχνά λόγια ὠφέλιμα γιά τήν περίπτωσή μας.
Κατά τή διάρκεια τοῦ μυστηρίου ζήσαμε καί οἱ τρεῖς μας ἀξέχαστες στιγμές καί συναισθήματα. Δέν εἶναι εὔκολο νά εἰπωθοῦν δημοσίως. Ἐκεῖνο πού μπορῶ νά πῶ μόνο εἶναι, ὅτι ὅλα μαρτυροῦσαν τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ.
Δοξάζω τόν Θεό πού ἀκόμη μοῦ ὑπέδειξε τόν δρόμο τῆς ἱερωσύνης, ἀφοῦ, μέ τήν βάπτισή μου, ὁ φιλεύσπλαχνος Θεός μέ ἀπάλλαξε ἀπό τίς πολλές ἁμαρτίες τοῦ παρελθόντος. Βέβαια εἶχε προηγηθεῖ τῆς βαπτίσεως καί ἡ ἐξομολόγηση. Ὅταν πληροφορήθηκα ὅτι μπορῶ νά γίνω ἱερέας καί μοῦ ἔγινε ἡ πρόταση, εἶπα τό ναί μέ χαρά, ἀλλά καί μέ φόβο κατά πόσο θά φανῶ ἀντάξιος στήν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἤμουν νέος, εἶπα τό ὄχι στήν ἴδια πρόταση τῶν καθολικῶν. Δέν θά πάψω νά εὐχαριστῶ τόν Θεό πού μέ φώτισε τότε ν᾿ ἀρνηθῶ, ἀλλά δέν θά πάψω κυρίως νά τόν εὐχαριστῶ πού μοῦ ἀποκάλυψε ποῦ βρίσκεται ἡ ἀλήθεια.
Μέ ἀγάπη Χριστοῦ κι εὐχαριστίες πρός ὅλους
π. Κωνσταντῖνος
Πηγή: (ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’, Γ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΟΥΛ.-ΣΕΠΤ. 2010), Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Και τέλος, θα γίνει μονάχα στην περίπτωση εκείνη, που το Νέο Κρυφό Σχολειό περάσει μέσα στις Ενορίες μας και το αγκαλιάσουν με ζήλο οι παραδοσιακοί μας παπάδες και οι Ελληνορθόδοξοι επίσκοποί μας.
Πηγή: Ακτίνες
Νομικά παντελώς ανεφάρμοστη η επιδιωκόμενη μετατροπή του μαθήματος των Θρησκευτικών σε πολυθρησκευτικό – θρησκειολογικό τονίζει σε συγχαρητήρια επιστολή του προς το ΔΣ της ΠΕΘ, ο Επίτιμος Πρόεδρος Εφετών κ. Απόστολος Φ. Βλάχος.
Χαλάνδρι 1 Αυγούστου 2015
Προς
Το Διοικητικό Συμβούλιο
της Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων
Αξιότιμοι Κύριοι,
Με πολλή προσοχή και εξαιρετικά έντονο ενδιαφέρον, ανέγνωσα το περιεχόμενο της από 4/5/2015 Ανταπαντήσεως της ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΕΝΩΣΕΩΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ (ΠΕΘ) προς το από 23/3/2015 Πρακτικό του ΔΣ του ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ (ΙΕΠ).
Με επιχειρηματολογία Θεολογικώς, Εκκλησιαστικώς, Παιδαγωγικώς, Νομικώς και Εγκληματολογικώς αρτία και σαφώς θεμελιωμένη, εις την Ανταπάντηση αυτή, αντιμετωπίζονται και ανατρέπονται ριζιδόν, ως πλήρως αβάσιμοι οι περιεχόμενοι, στο προαναφερόμενο Πρακτικό, ισχυρισμοί του ΙΕΠ περί «συγχρόνου ανάγκης» μετατροπής του, ως έχει μέχρι σήμερον και δη από του έτους 1836 και έκτοτε συνεχώς και αδιαλείπτως διδασκομένου Ομολογιακού Ορθοδόξου Χριστιανικού μαθήματος των Θρησκευτικών σε πολυθρησκευτικό - θρησκειολογικό τοιούτο.
Μετατροπής, που αντίκειται, ως αναλυτικώς βασίμως και πλήρως εκτίθεται στην Ανταπάντηση αυτή στην Ορθόδοξη Χριστιανική Διδασκαλία και Πίστη, στις αρχές της Παιδαγωγικής και Εγκληματολογίας, ως και στην Ελληνική Νομοθεσία και τη σταθερή επί του θέματος τούτου Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Προσέτι δε και στην ιστορική όντως και επί του ιδίου θέματος αποφανθείσα ομοφώνως 115/2012 Ακυρωτική και αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Χανίων (πρβλ. και αποφ. 1/2015 του Τριμελούς Συμβουλίου του ιδίου Δικαστηρίου).
Κατόπιν όλων αυτών, η επιχειρούμενη μετατροπή αποβαίνει νομικώς παντελώς ανεφάρμοστη.
Στο σημεία αυτό πρέπει να αναφερθή ότι με την παραπάνω Ανταπάντηση της η ΠΕΘ θέτει ευθέως, ορθώς, επαινετώς και ευθαρσώς και το εξαιρετικά σοβαρό θέμα της ανάγκης εγκαίρου ενημερώσεως και συμμετοχής αυτής και των υπολοίπων κλάδων Εκπαιδευτικών, σε διαδικασίες, που αφορούν άμεσα στην οργάνωση και λειτουργία των Σπουδών, ως Προγράμματα Σπουδών, Σχολικά Βιβλία, Επιμορφώσεις Εκπαιδευτικών κ.ο.κ. (βλ. σχετ. και στο από 3/2/2015 προηγηθέν κείμενο της ΠΕΘ προς το ΙΕΠ με τον τίτλο: «Ανάσχεση της εφαρμογής του Προγράμματος Σπουδών του μαθήματος των Θρησκευτικών» (και ΕΔΩ)).
Είναι δε αξιοσημείωτο ότι η ΠΕΘ με την Ανταπάντηση της, εκφράζει τόσο τη βούληση, όσο και την αποφασιστικότητα της, να αγωνισθή σθεναρά για την επιβαλλόμενη μεταβολή της κρατούσης από ετών, σταθερώς και εξακολουθητικώς, καταστάσεως της, κατ' αποκλεισμόν αυτής και χωρίς προηγούμενη ενημέρωση της, λήψεως και εκτελέσεως αποφάσεων σχετικών με τα Προγράμματα Σπουδών κ.α.
Εν όψει όλων αυτών, αξίζουν θερμότατα συγχαρητήρια στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΠΕΘ για τις παραπάνω θέσεις και προθέσεις του αναφορικά με την αντιμετώπιση όλων των προαναφερομένων εξαιρετικά σοβαρών ζητημάτων Παιδείας.
Με τη θερμή ευχή και τη βάσιμη ελπίδα ευδοκιμήσεως όλων των υπέρ της Ελληνορθόδοξου Παιδείας αγώνων της ΠΕΘ.
Διατελώ με τιμή
Απόστολος Φ. Βλάχος
Επίτιμος Πρόεδρος Εφετών
«ΔΟΣ ΜΟΙ ΤΟΥΤΟΝ ΤΟΝ ΞΕΝΟΝ»: ΟΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΣΤΡΑΤΗ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΣΒΟ ΠΟΥ ΜΟΙΡΑΣΕ ΑΝΘΡΩΠΙΑ ΣΕ ΠΙΚΡΕΣ ΗΜΕΡΕΣ
«Και θέλω να σας πω ότι σ’ αυτή τη γη που είμαστε και ζούμε ήρθαμε για να είμαστε χρήσιμοι». (παπα Στρατής)
Πριν από λίγες ημέρες έφυγε από τη ζωή ο γνωστός σε όλους μας παπα Στρατής. Ο παπα Στρατής ήταν ιερέας στον Άγιο Γεώργιο Καλλονής Λέσβου και έχασε τη μάχη από τον καρκίνο σε ηλικία 57 ετών. Ήταν τόσο μεγάλη η προσφορά του, που απασχόλησε την Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους πρόσφυγες, χαρακτηρίζοντας τον «ο καλός Σαμαρείτης» και τους New York Times που έκαναν ανάλυση τη δράση του.
Ο άνθρωπος παπα Στρατής αφιέρωσε από το 2007 το χρόνο του στη σωτηρία των προσφύγων (βοήθησε περίπου 10.000 ανθρώπους) και μεταναστών, αλλά και στην οικονομική ανακούφιση των κατοίκων της Λέσβου που ως γνωστόν αυτή την εποχή βίωναν και βιώνουν τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Ο ίδιος αφοσιώθηκε μαζί με τους κατοίκους της Λέσβου στην σωτηρία των προσφύγων από τα κύματα της θάλασσας, τους περιέθαλπαν, τους έδιναν φαγητό, ρούχα φροντίζοντας για το μέρος διαμονής και παρείχαν ψυχολογική στήριξη. Αξίζει να σημειώσουμε ότι έπασχε από χρόνια αναπνευστική ασθένεια και ο ίδιος ήταν μόνιμα συνδεδεμένος με σωληνάκι που του χορηγούσε οξυγόνο κατευθείαν στους πνεύμονες.
Λέει λοιπόν ο ίδιος για την «ΑΓΚΑΛΙΑ» που συστήθηκε ως Μ.Κ.Ο. τα εξής: «Η ‘’ΑΓΚΑΛΙΑ’’ ξεκίνησε να περιθάλπει ανθρώπους που έρχονται από τα απέναντι παράλια από το 2007 ανεπίσημα και επίσημα από το 2009». Και αναφερόμενος στην έμπνευση του τίτλου «ΑΓΚΑΛΙΑ», σημειώνει χαρακτηριστικά: «Οραματιστήκαμε την ‘’ΑΓΚΑΛΙΑ’’ από τον Σταυρό του Χριστού, τον Εσταυρωμένου που έχει ανοιχτά τα χέρια και αγκαλιάζει τον κόσμο όλο».
Ο παπα Στρατής ως άνθρωπος του Θεού, έδρασε έχοντας στο νου του τους λόγους του Θεανθρώπου «οὐκ ἦλθον διακονηθῆναι ἀλλὰ διακονῆσαι». Δεν είχε διακρίσεις στη διακονία των ανθρώπων, εφαρμόζοντας πιστά όσα αναφέρει ο Χριστός στην ευαγγελική περικοπή της Κρίσεως. Με αφοσίωση και χαρά έγινε δέκτης των θείων λόγων της περικοπής, σύμφωνα με τους οποίους ο Χριστός δίδαξε: «πείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με». Και φυσικά όλα αυτά είναι σμιλευμένα στη βάση της θεανθρωποκεντρικής διδασκαλίας, την αγάπη, αφού σύμφωνα με την ιωάννειο ρήση «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί».
Όπως ο Χριστός κήρυξε σε όλους τους ανθρώπους, θεράπευσε κάθε άνθρωπο ανεξάρτητα από τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία και την κοινωνική – οικονομική τάξη, μίλησε με την πόρνη, τον ληστή, τον τελώνη, τον άλλον, τον ξένο, έτσι και ο παπα Στρατής «λεντίω ζωννυμένος», χωρίς να υπολογίζει καθόλου τη διαφορετικότητα του άλλου, έσκυψε με αυταπάρνηση και αγάπη πάνω στον ανθρώπινο πόνο. Γι’ αυτό το θέμα ο ίδιος έχει δηλώσει: «Εμείς δεν βλέπουμε ούτε φυλή, ούτε πατρίδα, ούτε θρησκεία, ούτε τίποτα, βλέπουμε μπροστά μας ανθρώπους. Εξάλλου και ο Θεός τους ανθρώπους έπλασε, όλοι έχουμε την ίδια πείνα, όλοι αγαπάμε, όλοι ερωτευόμαστε.
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να κάνουμε μία σημαντική επισήμανση. Ναι μεν στο ζήτημα που διαπραγματευόμαστε, η ανθρωπιά είναι το κύριο συστατικό του, όμως ποια ανθρωπιά; Υπάρχει ο άνθρωπος του Διαφωτισμού, ο «υπεράνθρωπος» του Νίτσε και ο άνθρωπος του Αποστόλου Παύλου. Εκ πρώτης όψεως και οι τρεις διδασκαλίες έχουν ως κέντρο τον άνθρωπο, αλλά με μία καίρια και ανατρεπτική διαφορά ανάμεσα στον δυτικό ανθρωπισμό και στον ανθρωπισμό της ορθόδοξης Ανατολής.
Ο άνθρωπος του Διαφωτισμού είναι ένας άνθρωπος που ναι μεν αποκτά δικαιώματα, και τις αρχές της ισονομία και ισοπολιτείας, εντούτοις ο άνθρωπος αυτός δεν αναγνωρίζει τις αρετές αυτές ως προερχόμενες από το θείο θέλημα, αδιαφορώντας για τον Θεό. Ο «υπεράνθρωπος» του Νίτσε είναι ένα δημιούργημα που μπροστά στην αδύναμη φύση του ανθρώπου, επιχειρεί να θεώσει τον άνθρωπο (εξ ου και η «μεταξίωση των αξιών» για την οποία έκανε λόγο ο Νίτσε), χωρίς όμως να βιώσει τον Θεό σ’ αυτή τη θέωση (δηλ. κατά το «ίνα ημείς θεοποιηθώμεν» του Μ. Αθανασίου). Ο άνθρωπος του Διαφωτισμού, αλλά και αυτός του Νίτσε δεν βλέπουν τον άνθρωπο στον Χριστό, τον Θεό στον άνθρωπο, όπως η θεολογία της ορθόδοξης Ανατολής.
Ο άνθρωπος του Αποστόλου Παύλου, είναι ένα δημιούργημα του Θεού που η ανθρώπινη του φύση αμαυρώθηκε, αλλά δεν χάθηκε, προσπαθώντας ο άνθρωπος με τη θεία χάρη να γίνει κοινωνός των του Χριστού μυστηρίων. Και το σημαντικότερο. Ο άνθρωπος του θείου Παύλου, είναι ο κάθε άνθρωπος, ο ίδιος, απέναντι στον Τριαδικό Θεό, κι ας είναι ένας διαφορετικός από εμάς, αυτός άλλος, ο ξένος. Αυτός ο ξένος δεν είναι ένας εχθρός, ούτε ένας αλλόθρησκος που πρέπει να εξαφανιστεί για τον Απόστολο των Εθνών. Αυτός ο ξένος είναι μία άριστη και άγια ευκαιρία για να υπάρξουμε μαζί συνοδοιπόροι και σύντροφοι στο δρόμο της ζωής που έχει ως δημιουργό της και Πατέρα όλων τον Θεό. Αυτή η «μετανάστευση της αγάπης» όπως αναφέρει και ο Πανεπιστημιακός Καθηγητής κ. Χ. Σταμούλης σε βιβλίο του, είναι η αγάπη του Θεού προς όλους τους ανθρώπους όλης της γης.
Έτσι λοιπόν, ο Απόστολος Παύλος κάνοντας λόγο για την απουσία διάκρισης ανάμεσα στους ανθρώπους, γράφει στην προς Γαλάτας Επιστολή τα εξής «αναρχικά»: «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, εἰ δὲ ὑμεῖς Χριστοῦ, ἄρα τοῦ Ἀβραὰμ σπέρμα ἐστὲ καὶ κατ’ ἐπαγγελίαν κληρονόμοι». Συνδέοντας τους λόγους του Αποστόλου Παύλου με εκείνους του παπα Στρατή, ο τελευταίος μας λέει πως «για εμάς είναι άνθρωποι που έχουν ανάγκη και όταν θα δεις έναν άνθρωπο που ξεβράζει η θάλασσα ένα πρωί στην παραλία της Λέσβου και ένα παιδί και μια μάνα να κλαίει, δεν θα ανοίξεις ποτέ το στόμα σου να ρωτήσεις άμα είναι χριστιανοί και να τους ταΐσεις … κάποια θρησκεία είχαν, κάποιον Θεό πίστευαν, κάποια ελπίδα είχαν για την άλλη ζωή».
Ο παπα Στρατής είδε στον άλλον αυτό που αναφέρεται στον τίτλο του άρθρου. Είδε τον «ξένον». Κι εδώ έχουμε μία οντολογική αναφορά του εαυτού μου στον άλλον. Δεν δίνω απλά κάτι στον ξένο, τον οικειώνομαι και τον προσλαμβάνω, στις δικές μου διαφορετικές αντιλήψεις και γενικά ιδιοσυγκρασία. Η φράση «δος μοι τούτον τον ξένον» που προέρχεται από αυτό το υπέροχο ποιητικό δοξαστικό του Μ. Σαββάτου, είναι τελείως διαφορετική από τη φράση «δος τω ξένω». Ο παπα Στρατής αυτό έπραξε με πίστη και δόσιμο ολοκληρωτικό. Έδωσε τον εαυτόν του, όπως και οι κάτοικοι – εθελοντές του όμορφου νησιού της Μυτιλήνης, στους πρόσφυγες της Συρίας και τους μετανάστες, οι οποίοι εγκατέλειψαν τη χώρα τους, τους δικούς τους, τα σπίτια τους, το χώμα τους, χωρίς τη δική τους θέληση, αλλά «ως κυνηγημένοι από σφαίρες από τον πόλεμο», σύμφωνα με τον άνθρωπο του Θεού παπα Στρατή.
Αυτή η θυσιαστική προσφορά του παπα Στρατή είναι ένα εγχείρημα που ξεκίνησε από έναν άνθρωπο. Τον άνθρωπο ιερέα και διάκονο του Υψίστου, ο οποίος συνέλαβε την ιδέα και φυσικά σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε από μόνος του να την πραγματώσει. Η φιλανθρωπία είναι ίδιον γνώρισμα του ορθόδοξου ανθρωπισμού και είναι ξένη προς κάθε είδους αποκλεισμού, διαχωρισμού και μακριά από αφοριστικές και καθεστηκυίες αντιλήψεις, εγκολπώνει τον όλο άνθρωπο στην αρχοντική της φύση. Δεν αφορά έναν άνθρωπο, αλλά όλους τους ανθρώπους, όλες τις κοινωνίες. Η ενεργοποίηση των ανθρώπων μέσα από το αισθητήριο της διακονίας προς τον άλλον, αφορά κάθε φυλή και κάθε έθνος. Είναι δε τελείως ξένη προς κάθε εθνικό, φυλετικό και θρησκευτικό διαχωρισμό και δεν συμβαδίζει ως ύψιστο λειτούργημα προς τον συνάνθρωπο, με εθνικιστικούς παροξυσμούς και μισαλλοδοξίες.
«Η Ελλάδα δεν χάθηκε από τους ξένους, αλλά από τους Έλληνες. Το λέω και το φωνάζω. Χάσαμε τα ήθη, τα έθιμα, τις παραδόσεις μας. Κάναμε σπίτια πολυτελή, αλλά πήγαμε μακριά τις αγκαλιές μας. Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο απέναντι μας είναι άνθρωπος. Είναι πλάσμα Θεού, έχει πλαστεί από τον ίδιο τον Θεό. Για να αγαπήσουμε τον Θεό, πρέπει πρώτα να αγαπήσουμε τους ανθρώπους. Δεν με ενδιαφέρει εμένα η θρησκεία. Με ενδιαφέρει ο άνθρωπος. Να είναι άνθρωπος που αγαπάει τον κόσμο.» (παπα Στρατής).
Πηνελόπη Σάρρου – Πτυχιούχος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας, Φοιτήτρια Παιδαγωγικού Δημοτικής Εκπαίδευσης Α.Π.Θ.
Ηρακλής Φίλιος – Πτυχιούχος Τμήματος Βαλκανικών Σπουδών Φλώρινας, Φοιτητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.
Πηγή: Πεμπτουσία
Από τη συγκεκριμένη διαδικασία αναμένεται να εξαιρεθούν συνταξιούχοι άνω των 75 ετών και όσοι ζουν σε απομακρυσμένες περιοχές, όπου η χρήση του πλαστικού χρήματος είναι περιορισμένη.
Απλές σκέψεις πόνου και αγωνίας …
Σήμερα η Εκκλησία μας εορτάζει τη μνήμη τής Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Κάθε εορτή Οικουμενικής Συνόδου είναι αφορμή για ουσιαστική εμβάθυνση στα θέματα πίστεως, διότι οι Σύνοδοι συγκαλούνταν κυρίως και πρωτίστως για την αντιμετώπιση ζητημάτων που αφορούσαν στην Ορθόδοξη πίστη μας.
Με αφορμή λοιπόν αυτή την εορτή τής Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου ας προσπαθήσουμε να εξετάσουμε τι είναι Σύνοδος και μάλιστα Οικουμενική; Ποια η θέση της στην Εκκλησία μας; Όλες οι σύνοδοι είναι αλάθητοι ή μπορεί και να σφάλλουν σε θέματα πίστεως; Ασφαλώς τα ζητήματα αυτά είναι ιδιαιτέρως σοβαρά και ευαίσθητα, αν, μάλιστα, τα προσεγγίσουμε σε σχέση με τις σημερινές εκκλησιαστικές εξελίξεις σε πανορθόδοξο επίπεδο, και δεν είναι δυνατό να εξαντληθούν στα πολύ περιορισμένα πλαίσια ενός σημειώματος. Ας προσπαθήσουμε όμως με τις πρεσβείες των Αγίων Πατέρων να τα θίξουμε ακροθιγώς, αφού άλλωστε η Ζ΄ Οικουμενική μάς δίνει πολλές αφορμές και απαντήσεις.
«Ἐκκλησία συστήματος καί συνόδου ἐστίν ὂνομα», σημειώνει επιγραμματικά ο Ι. Χρυσόστομος. Σύμφωνα με τη διατύπωση αυτή, η έννοια της Συνόδου δεν περιορίζεται στο όργανο διοικήσεως της Εκκλησίας, αλλά εκτείνεται σε κάτι πολύ βαθύτερο . είναι ο τρόπος υπάρξεως της Εκκλησίας.
Για το λόγο αυτό, ακόμα και στην πρώτη Εκκλησία, παρά την προσωπική παρουσία τής μοναδικής αυθεντίας των Αποστόλων, η Εκκλησία συνήλθε σε Αποστολική Σύνοδο για να αντιμετωπίσει τα σοβαρότατα προβλήματα που εμφανίστηκαν στη ζωή της. Και αυτή η πρώτη Σύνοδος με την περίφημη διατύπωσή της «ἒδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν», αποτέλεσε την απαρχή του συνοδικού θεσμού στη ζωή της Εκκλησίας.
Οι Σύνοδοι διακρίνονται σε τοπικές και Οικουμενικές. Τοπικές χαρακτηρίζονται οι Σύνοδοι οι οποίες εκφράζουν μία τοπική Εκκλησία (π.χ. Πατριαρχείο ή Αυτοκέφαλη Εκκλησία), ή περισσότερες της μίας τοπικές Εκκλησίες και των οποίων οι αποφάσεις έχουν εφαρμογή μόνο στα όρια των Εκκλησιών που συμμετέχουν, ενώ Οικουμενικές χαρακτηρίζονται οι Σύνοδοι στις οποίες συμμετείχε και εκφράστηκε ολόκληρη η Εκκλησία του Χριστού.
Η Οικουμενική Σύνοδος αποτελεί την κατ’ εξοχήν αλάνθαστη έκφραση της Εκκλησίας. Για το λόγο αυτό οι αποφάσεις της, δογματικές και κανονικές, δηλ. σε θέματα πίστεως και εκκλησιαστικής τάξεως, έχουν υποχρεωτική εφαρμογή σε όλη την Εκκλησία, σε όλους τους πιστούς. Όποιος, ανεξάρτητα από τη θέση του στην εκκλησιαστική ιεραρχία, περιφρονεί και δεν αναγνωρίζει απόφαση Οικουμενικής Συνόδου δεν μπορεί να είναι μέλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας και υφίσταται τις κανονικές και πνευματικές κυρώσεις που έχουν ορίσει οι Πατέρες.
Στην ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας έχουν αναγνωριστεί Επτά Σύνοδοι ως Οικουμενικές, ενώ άλλες δύο που συνήλθαν στην Κωνσταντινούπολη, οι επί Μ. Φωτίου (879-880) και επί Αγ. Γρηγορίου Παλαμά (1351) αναγνωρίζονται μεν από την εκκλησιαστική συνείδηση ως Η΄ και Θ΄ Οικουμενικές, εκκρεμεί όμως η τυπική αναγνώρισή τους.
ΝΙΚΑΙΑ - 787 μ.Χ.
Η εορταζομένη σήμερα Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Στ΄ και τη μητέρα του Ειρήνη την Αθηναία το 787 στη Νίκαια της Βιθυνίας (απέναντι από την Κωνσταντινούπολη). Στη Σύνοδο συμμετείχαν αντιπρόσωποι από όλες τις τοπικές Εκκλησίες που εκπροσωπούσαν ολόκληρη την Εκκλησία του Χριστού. Ο αριθμός των Πατέρων της Συνόδου ήταν 350 εκ των οποίων 130 ήσαν αρχιμανδρίτες, ηγούμενοι και μοναχοί, οι οποίοι συμμετείχαν ενεργά στη Σύνοδο. Κεντρικό ρόλο στη Σύνοδο είχε ο πρόεδρός της Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Άγ. Ταράσιος.
Η Σύνοδος στη δογματική της απόφαση, στον «Όρο», καθόρισε ότι οι χριστιανοί λατρεύουμε αποκλειστικά και μόνο τον Τριαδικό Θεό, ενώ αποδίδουμε σχετική τιμητική προσκύνηση στους Αγίους "ὡς αὐτοῦ γνησίους θεράποντας καί φίλους". Η σχετική τιμητική προσκύνηση των Αγίων αποδίδεται με την ανέγερση ναών, με ακολουθίες και ύμνους και με την ιστόρηση εικόνων. Η Σύνοδος δογμάτισε ότι η τιμή προς τις εικόνες "ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει καί ὁ προσκυνῶν τήν εἰκόνα προσκυνεῖ ἐν αὐτῇ τοῦ ἐγγραφομένου τήν ὑπόστασιν". Ιδιαίτερη αναφορά κάνει η Σύνοδος στην απεικόνιση, στην ιστόρηση του προσώπου του Κυρίου Ιησού Χριστού δογματίζοντας ότι αφού ο Κύριος έλαβε σάρκα γενόμενος πραγματικός άνθρωπος είναι όχι μόνο δυνατή αλλά και επιβεβλημένη η εικονογράφησή του, με την οποία η Εκκλησία ομολογεί και κηρύττει την ενανθρώπιση του Θεού Λόγου.
Παράλληλα με τον καθορισμό της πίστεως, η Σύνοδος αυτή, όπως και κάθε Σύνοδος, καταδίκασε τις αιρέσεις και αναθεμάτισε ονομαστικά τους εκφραστές τους, μεταξύ των οποίων και τους εικονομάχους Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Αναστάσιο, Κωνσταντίνο και Νικήτα «ὡς νέῳ Ἀρείῳ, Νεστορίῳ καί Διοσκόρῳ».
ΙΕΡΕΙΑ - 754 μ.Χ.
Ή Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος ήρθε ως απάντηση της Αλήθειας του Χριστού σε μια άλλη Σύνοδο που είχε συγκληθεί 33 χρόνια νωρίτερα στα Παλάτια της Ιερείας, περιοχή στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου. Η Σύνοδος εκείνη συνεκλήθη από τον εικονομάχο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε΄ και συμμετείχαν περί τους 350 επισκόπους. Με τις αποφάσεις της καταδικάστηκε ως ειδωλολατρία η προσκύνηση των εικόνων και αναθεματίστηκαν οι υπερασπιστές τους, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Άγ. Γερμανός και ο μεγάλος θεολόγος των εικόνων Αγ. Ιωάννης Δαμασκηνός! Ας προσέξουμε αυτό το σημείο: Η Σύνοδος της Ιερείας συνεκλήθη ως Οικουμενική και όμως στην εκκλησιαστική συνείδηση έχει καταγραφεί ως ψευδοσύνοδος, «ψευδοσύλλογος», ληστρική, δηλ. σύνοδος ληστών! Η Ζ΄ Οικουμενική την χαρακτηρίζει «Καϊαφαϊκόν συνέδριον» και την αναθεματίζει με τη χαρακτηριστική φράση «τῷ φρυαξαμένῳ συνεδρίῳ κατά τῶν σεπτῶν εἰκόνων, ἀνάθεμα»!
Παρόμοιες περίπτωση ψευδοσυνόδων-ληστρικών συνόδων που συνεκλήθησαν ως οικουμενικές και πληρούσαν τις εξωτερικές τυπικές προϋποθέσεις οικουμενικότητας ήταν η σύνοδος της Εφέσου (449) με την παρουσία εκπροσώπων από όλες τις τοπικές Εκκλησίες υπό την προεδρία του Αλεξανδρείας Διοσκόρου, καθώς και της Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439), η οποία και αυτή συνεκλήθη και είχε τις εξωτερικές προϋποθέσεις για να ανακηρυχθεί ως Οικουμενική, αλλά εξελίχθηκε σε ψευδοσύνοδο.
Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται είναι: ποιο είναι το ιδιάζον στοιχείο που χαρακτηρίζει μια σύνοδο ως Οικουμενική και τι τη διαφοροποιεί από τις ψευδοσυνόδους; Σε αυτό το ερώτημα απάντησε η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος δια στόματος του Ιωάννου, του διακόνου της Αγ. Σοφίας, στην λέξη προς λέξη αναίρεση του όρου της ληστρικής εν Ιερεία συνόδου που διασώζεται στα πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου:
Για την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο τα κριτήρια αψευδούς Οικουμενικότητας είναι δυο, και δεν εξαντλούνται στα τυπικά της συγκλήσεως (ποιος συγκαλεί, πόσοι και ποιοι συμμετέχουν κοκ):
1. Η αποδοχή των αποφάσεων από την εκκλησιαστική συνείδηση, από το Σώμα του Χριστού, από ολόκληρη την Εκκλησία. Αν τις αποφάσεις μιας Συνόδου δεν τις αποδεχθεί το πλήρωμα της Εκκλησίας, η Σύνοδος αυτή δεν μπορεί να αναγνωριστεί ως Οικουμενική, και
2. Η απόλυτη συμφωνία των αποφάσεων με την προγενέστερη πατερική, συνοδική και εκκλησιαστική παράδοση. Ο Άγ. Μάξιμος Ομολογητής είναι απολύτως σαφής : «Ἐκείνας οἶδεν ἁγίας καί ἐγκρίτους συνόδους ὁ εὐσεβής τῆς Ἐκκλησίας κανών, ἃς ὀρθότης δογμάτων ἒκρινε». Μια Σύνοδος που δεν ακολουθεί την έως τότε εκκλησιαστική παράδοση όπως αυτή έχει εκφραστεί από τους Πατέρες της Εκκλησίας και τις Συνόδους, αλλά την περιφρονεί και προσπαθεί να την ανατρέψει, είναι ψευδοσύνοδος, ανεξάρτητα αν σ’ αυτή συμμετέχει μεγάλος αριθμός επισκόπων που εκπροσωπούν όλα τα πατριαρχεία και τις τοπικές εκκλησίες!
Αντιθέτως, μια Σύνοδος που συγκαλείται ως τοπική, από μια και μόνο τοπική Εκκλησία, με μικρό αριθμό επισκόπων, αν στις αποφάσεις της ακολουθεί την εκκλησιαστική παράδοση και εκφράζει την πίστη της Εκκλησίας τότε πληροί τις προϋποθέσεις της οικουμενικότητας και αναγνωρίζεται ως Οικουμενική (βλ. Β΄ Οικουμενική, 381 μ.Χ.).
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ - 2016 μ.Χ.
Ας έλθουμε όμως και στο σήμερα. Ως γνωστόν, έχει προγραμματιστεί η σύγκληση της «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας», της Πανορθοδόξου Συνόδου, την Πεντηκοστή του 2016 στην Κωνσταντινούπολη.
Κατ’ αρχήν ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί δεν μπορούμε παρά να χαρούμε και να δοξάζουμε τον Θεό, όταν η Χάρις Του επιτρέπει τέτοια σημαντικά γεγονότα στη ζωή της Εκκλησίας μας. Παράλληλα όμως, ως μέλη του Σώματος του Χριστού έχουμε υποχρέωση και ευθύνη, ο καθένας μας ανάλογα με τη θέση και τις δυνατότητες που έχει, να ενδιαφερόμαστε και να μην αδιαφορούμε για τα σοβαρά και κρίσιμα αυτά θέματα. Μάλιστα αυτές τις μέρες που συνεδριάζει στη Γενεύη η Ε΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη, η τελευταία και πλέον καθοριστική πριν από τη Σύνοδο, οφείλουμε όλοι μας να ευχηθούμε και να προσευχηθούμε ο Θεός να φωτίζει τα μέλη της, ώστε οι αποφάσεις τους να είναι πραγματικά εν Αγίω Πνεύματι.
Σύμφωνα, όμως, με όσα είπαμε παραπάνω δεν μπορούμε να αποφανθούμε εκ των προτέρων για τη μέλλουσα Σύνοδο, αν για την εκκλησιαστική συνείδηση αναδειχθεί πράγματι σε Ιερή Σύνοδο ή - Θεός φυλάξοι – σε μία ακόμη ψευδοσύνοδο. Ασφαλώς ευχόμαστε και προσευχόμαστε οι αποφάσεις της Πανορθοδόξου Συνόδου να αρχίζουν με το «ἒδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν», και να είναι πράγματι θεοφώτιστες.
Βέβαια, κατά καιρούς έχουν εκφραστεί πολλές επιφυλάξεις, τόσο από ακαδημαϊκούς θεολόγους, όσο και από πρόσωπα τα οποία η εκκλησιαστική συνείδηση αναγνωρίζει ως θεοφόρα και χαρισματούχα, για τη σκοπιμότητα, τη διαδικασία και κυρίως τα αποτελέσματα αυτής της Συνόδου. Ασφαλώς δεν είναι της παρούσης η αναλυτική αναφορά στα θέματα αυτά. Επισημαίνουμε όμως με φόβο Θεού και τη δέουσα επιφύλαξη μόνο τρία ζητήματα:
1. Σημαντικό μειονέκτημα, θα τολμούσα να πω σοβαρότατο εκκλησιολογικό έλλειμμα, της διαδικασίας προετοιμασίας και, συνεπώς, της ιδίας της Πανορθοδόξου Συνόδου είναι ο αποκλεισμός του λαού του Θεού από όλες τις διαδικασίες και η πλημμελής, έως ανύπαρκτη, ενημέρωσή του. Οι Ορθόδοξοι Πατριάρχες συνοδικώς και πανορθοδόξως το 1848 έδωσαν μαθήματα ορθοδόξου εκκλησιολογίας και απεφάνθησαν ότι «παρ’ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησαν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοιειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ»!
Όμως, αντίθετα με την ορθόδοξη εκκλησιολογία, η Πανορθόδοξη Σύνοδος, δυστυχώς, προετοιμάζεται επί εννιά δεκαετίες, από το 1920, ερήμην του λαού του Θεού. Και όταν λέμε «λαός του Θεού» εννοούμε ολόκληρο το Σώμα της Εκκλησίας, τους λαϊκούς, τις μοναστικές αδελφότητες, το Άγιο Όρος, τους κληρικούς (από διακόνους έως Επισκόπους), τους θεολόγους, τις Θεολογικές Σχολές και όλες τις πνευματικές δυνάμεις της Εκκλησίας μας. Θα έπρεπε να είχε σημάνει πνευματικός συναγερμός (θεολογικών συζητήσεων, πνευματικών ζυμώσεων και κυρίως προσευχής) στο πλήρωμα της Εκκλησίας για τέτοιας εμβελείας εκκλησιαστικό γεγονός! Δυστυχώς όμως τίποτα τέτοιο δεν συνέβη! Οι αρμόδιοι θέλησαν και, εν πολλοίς το πέτυχαν, να κρατήσουν τον πιστό λαό εντελώς μακριά, χωρίς να έχει την παραμικρή συμμετοχή, ούτε καν τη στοιχειώδη ενημέρωση για τις διεργασίες αυτές. Και δυστυχώς, όχι μόνο οι λαϊκοί, αλλά αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, ακόμα και οι περισσότεροι Επίσκοποι και Σύνοδοι των Τοπικών Εκκλησιών κρατήθηκαν εντελώς μακριά από την προετοιμασία ενός τέτοιου σημαντικού γεγονότος. Τη διεκπεραίωση αυτής της μοναδικής διαδικασίας ανέλαβε μία μικρή ομάδα προσώπων, που είχαν βέβαια μια συνοδική τυπική εξουσιοδότηση-νομιμοποίηση, αλλά ουσιαστικά για το έργο αυτό ήσαν αποκομμένοι, από το λοιπό πλήρωμα της Εκκλησίας. Απλώς, κάπου-κάπου, ανακοινώνονται ειλημμένες αποφάσεις και τετελεσμένα γεγονότα. Να υπενθυμίσουμε την έμπονη καταγγελία διακεκριμένου Επισκόπου της Εκκλησίας μας ότι τα κείμενα των προσυνοδικών διασκέψεων «είναι άγνωστα στους περισσότερους Αρχιερείς και σε μένα, και παραμένουν σε κάποιες Επιτροπές και Γραφεία, και δεν γνωρίζουμε το περιεχόμενό τους» [1]! Είναι προφανής η σοβαρότητα της αναφοράς αυτής, που καταδεικνύει το σοβαρότατο εκκλησιολογικό έλλειμμα της διαδικασίας αυτής και συνεπώς και της ιδίας της Συνόδου...
2. Επίσης, σημαντικές επιφυλάξεις έχουν τεθεί από πολλούς για τη θεματολογία της Συνόδου. Σε τέτοιες μεγάλες Συνόδους προτεραιότητα στη θεματολογία πρέπει να έχουν τα ζητήματα πίστεως και να ακολουθούν τα ζητήματα εκκλησιαστικής τάξεως. Λέει πολύ χαρακτηριστικά ο Μ. Αθανάσιος : «Χρή γαρ πρῶτον πᾶσαν περί τῆς πίστεως διαφωνίαν ἐκκόπτεσθαι καί τότε περί τῶν πραγμάτων ἒρευναν ποιεῖσθαι». Δυστυχώς όμως από την έως τώρα προετοιμασία της Συνόδου απουσιάζουν εντελώς θέματα οριοθετήσεως της Ορθοδόξου πίστεως έναντι των ποικίλων αιρετικών και πλανεμένων αντιλήψεων και πρακτικών: Τα καινοφανή παπικά δόγματα πρωτείου και αλαθήτου της Α΄ Βατικανής (1870), η νέα εκκλησιολογία της Β΄ Βατικανής (1965), οι προτεσταντικές πλάνες, ο υλισμός, ο αθεϊσμός, η θεοσοφία, ο συγκρητισμός κ.α. δεν φαίνεται να απασχολούν τη Σύνοδο, ωσάν να μην έχουν καμμία επίδραση στη ζωή της Εκκλησίας μας και των μελών της. Αντίθετα, στην προετοιμασία της Συνόδου πλεονάζουν θέματα εκκλησιαστικής τάξεως και ζωής, ορισμένα από τα οποία είναι ήσσονος σημασίας ή έχουν ήδη λυθεί από την παράδοσή μας, για τα οποία όμως, ως μη όφειλε, έχουν αναλωθεί πολλές ώρες συζητήσεων και διορθόδοξης συνεργασίας. Θα είναι τουλάχιστον λυπηρό να επαληθευθεί για την επί 90 χρόνια προετοιμαζομένη Πανορθόδοξο Σύνοδο η θυμόσοφος αρχαία ρήση «ώδινεν όρος και έτεκεν μυν», διότι τότε η «οδύνη» αυτή μπορεί να εξελιχθεί σε όνειδος για την Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Μη γένοιτο…
Το σοβαρό αυτό κενό στη θεματολογία της Πανορθοδόξου Συνόδου μπορεί να το καλύψει εν πολλοίς η ομόφωνη συνοδική πρόταση του Πατριαρχείου της Σερβίας που ζητά την ένταξη στα θέματα της Συνόδου της τυπικής αναγνωρίσεως των Η΄ και Θ΄ Οικουμενικών Συνόδων, διότι οι Σύνοδοι αυτές έχουν λάβει σοβαρότατες θεολογικές και δογματικές αποφάσεις. Τυχόν ρητή και άμεση απόρριψη του αιτήματος αυτού ή έμμεση απόρριψή του με την παραπομπή σε "συνοδικές" καλένδες του μέλλοντος (απωτέρου ή μάλλον απωτάτου) θα κλονίσει τη θεολογική αξιοπιστία και Ορθοδοξία της Πανορθοδόξου Συνόδου! Αν επιβεβαιωθούν οι φόβοι αυτοί και δεν συζητηθεί το θέμα αυτό τώρα, με προφανή σκοπό να μη δυσαρεστήσουμε το Βατικανό (!), η Πανορθόδοξη Σύνοδος από Σύνοδος της Ορθοδοξίας κινδυνεύει να καταντήσει θεραπαινίδα του Βατικανού! Θα είναι φρικτά τρομερό στα κείμενα της Πανορθοδόξου Συνόδου να γίνει αναφορά στο ΠΣΕ (Παγκόσμιο Συμβούλιο "Εκκλησιών") - νομιμοποιώντας το ουσιαστικά - και να μην υπάρξει αναγνώριση των Η΄ και Θ΄ Οικουμενικών Συνόδων... Ο Θεός να μην επιτρέψει κάτι τέτοιο!
3. Υπάρχει η πρόταση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο για την παρουσία στην Πανορθόδοξη Σύνοδο ως “παρατηρητών” παπικών, προτεσταντών, αντιχαλκηδονίων μονοφυσιτών, δηλ. καταδικασμένων αιρετικών από την εκκλησιαστική συνείδηση, από Πατέρες και Οικουμενικές Συνόδους! Ουδέποτε στη δισχιλιόχρονη ζωή της Εκκλησίας, στις τοπικές ή σε Οικουμενικές Συνόδους, υπήρχαν “παρατηρητές”. Μόνο στις δύο παπικές συνόδους του Βατικανού εμφανίστηκε το καθεστώς των “παρατηρητών”! Η Πανορθόδοξη όμως Σύνοδος δεν μπορεί να έχει ως πρότυπο τις παπικές πρακτικές, μεθόδους και μεθοδεύσεις. Επίσης, η Πανορθόδοξη Σύνοδος αποτελεί, πρέπει να αποτελεί, την ύψιστη φανέρωση και έκφραση της ίδιας της Εκκλησίας, του Σώματος του Χριστού και δεν μπορεί να εκπέσει σε συνέδριο ανταλλαγής απόψεων, ούτε σε μια απλή πανηγυρική εκδήλωση-συνάντηση με κριτήρια και στοχεύσεις "εκ του κόσμου τούτου"...
Στην ιστορία της Εκκλησίας οι αιρετικοί καλούνταν και παρίσταντο στις Συνόδους όχι ως "παρατηρητές", αλλά για να απολογηθούν ή να εκφράσουν την μετάνοιά τους, και αν επέμεναν στην πλάνη και στην αίρεση καθαιρούνταν, αναθεματίζονταν και αμέσως εκδιώκονταν της Συνόδου και δεν συμμετείχαν στη συνέχεια των εργασιών της. Η παρουσία στην Πανορθόδοξο Σύνοδο ως "παρατηρητών" εκπροσώπων αιρετικών Κοινοτήτων και Ομολογιών που έχουν καταδικαστεί από την πατερική συνείδηση και τις Οικουμενικές Συνόδους νομιμοποιεί την πλάνη και την αίρεση και συνεπώς ακυρώνει την ίδια τη Σύνοδο: Σύνοδος η οποία δε διαστέλλει «αναμέσον βεβήλου και αγίου» (Όρος της Ζ΄ Οικουμενικής), την Ορθοδοξία από την αίρεση, την αλήθεια του Χριστού από τη δαιμονική πλάνη νομιμοποιώντας εκκλησιαστικά την αίρεση δεν μπορεί να είναι πραγματικά Ορθόδοξη, αλλά κινδυνεύει να εκπέσει σε ψευδοσύνοδο και ληστρική. Επί πλέον δε, η παρουσία ως "παρατηρητών" εκπροσώπων αιρέσεων θα έχει σοβαρότατες, καταστροφικές ποιμαντικές προεκτάσεις: 1. θα προκαλέσει σύγχυση στους πιστούς μας εισάγοντας στη συνείδησή τους τη θεοσοφική προσέγγιση "μαζί και διαφορετικά" (δηλ. δεν έχει καμία σημασία το περιεχόμενο της πίστης) και 2. αντί να συντελέσει στην ενότητα της Εκκλησίας μας θα την κλονίσει δίνοντας σοβαρότατα επιχειρήματα για τη δημιουργία ή την εδραίωση σχισμάτων! Ας ευχηθούμε και προσευχηθούμε να μην οδηγηθούμε σε ένα τέτοιο οδυνηρό σημείο, και επιβεβαιωθούν οι χειρότεροι των φόβων ...
Θα ήθελα να τελειώσω τις σύντομες αυτές σκέψεις πόνου και αγωνίας με σχετική αναφορά του Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου, στην οποία είναι εμφανέστατη η αγωνία του για την κατάληξη της Πανορθοδόξου Συνόδου. Γράφει ο Σεβασμιώτατος: «Τό θέμα δέν εἶναι νά συγκληθῆ ἁπλῶς ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, [προσθέτω εγώ: για να ικανοποιηθεί η ρηχή υστεροφημία κάποιων ότι επί ημερών τους συγκροτήθηκε τέτοια Σύνοδος, ή για να επιτευχθούν εθνοφυλετικές στοχοθεσίες κάποιων άλλων] ἀλλά νά παραμείνη στήν ἱστορία ὡς ὄντως Ἁγία καί Μεγάλη καί νά εἶναι διάδοχη τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τῆς Συνόδου τοῦ 879-80 (Η΄ Οἰκουμενική, ἡ ὁποία ἀναγνώρισε τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο), τῆς Συνόδου τοῦ 1351 (Θ΄ Οἰκουμενική) καί τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου τοῦ 1848, στίς ὁποῖες πρέπει νά ἀναφερθῆ, ὅπως γίνεται σέ τέτοιες μεγάλες Συνόδους, γιά νά μήν παρουσιασθῆ ὡς ἀποκεκομμένη ἀπό τίς προηγούμενες Συνόδους, ἀλλ' ὡς συνέχειά τους. Ἄν δέν γίνη ἀναφορά στίς προηγούμενες Οἰκουμενικές καί Μεγάλες Συνόδους ἤ ἄν ἀναφερθοῦν μόνον οἱ ἑπτά (7) Οἰκουμενικές Σύνοδοι καί παραλειφθοῦν οἱ ἑπόμενες, τότε θά ὑπάρξη σοβαρό θεολογικό καί ἐκκλησιολογικό πρόβλημα. Αὐτή εἶναι ἡ πραγματική πρόκληση ὄχι ἁπλῶς τῆς ἱστορίας, ἀλλά τῆς πραγματικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱερᾶς ἱστορίας, ἡ ὁποία προσδιορίζεται ἀπό μιά θεολογική, ἐκκλησιολογική καί κανονική προοπτική»[2].
Πάτρα, 11 Οκτωβρίου 2015
Εορτή των Πατέρων της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου
π. Αναστάσιος Κ. Γκοτσόπουλος
Εφημέριος Ι. Ν. Αγ. Νικολάου Πατρών
Σε αναλόγου δυσκολίας, απογοήτευσης και θλίψης περιόδου για την πατρίδα μας, ο λαός μας προσδοκούσε στους διανοούμενους, στην πνευματική του ηγεσία. Περίμενε να του ανοίξουν, συν Θεώ, το δρόμο, για να διεκδικήσει, να αγωνιστεί και να νικήσει. Το έπραξαν μεταξύ των άλλων ο Σικελιανός και ο Καζαντζάκης όταν δολοφονούνταν οι Έλληνες το 1921 στην Αμάσεια του Πόντου, το φώναξε με την ιδιαίτερη φωνή και πένα του ο Κωστής Παλαμάς το 1940 δίνοντας το έναυσμα της αντίστασης που χαρακτηρίζει εδώ και αιώνες τους Έλληνες και τις Ελληνίδες, το ίδιο έκανε τρεις δεκαετίες σχεδόν αργότερα ο Γιώργος Σεφέρης.
Τότε που δεν σιώπησε για να γίνει αρεστός, τότε που “δεν μίλησε χωρίς να λέει τίποτα”, τότε που δεν επανέλαβε πληκτικά τις περιορισμένες λέξεις που χρησιμοποιούνται στον πολιτικό και τον πνευματικό λόγο. Αντιθέτως, γνωρίζοντας το βάρος της πνευματικής του παρουσίας, ξέροντας ότι ο λαός περιμένει από αυτόν και τον κάθε αληθινό διανούμενο να μιλήσει, έπραξε αυτό που του υπαγόρευε η συνείδησή του, το καθήκον του και το χρέος του έναντι της πατρίδας, του τόπου, όπως έγραφε. Και βεβαίως δεν σκέφτηκε το τι θα απωλέσει σε προσωπικό επίπεδο, ούτε εάν θα πάψει να είναι αρεστός, λέγοντας ανάμεσα στα άλλα:
«….μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας……” . Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι’ αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά. …..η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος».
Και καταληκτικά, ο Σεφέρης όπως ο κάθε πραγματικός διανοούμενος (οφείλει να) λέει και πράττει τα παρακάτω σημείωνε τα εξής:
« Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό, και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι Εθνική επιταγή».
Σε αντίθεση με τα παραπάνω παραδείγματα όπου οι διανοούμενοι δεν σιώπησαν αλλά μπήκαν μπροστά στον αγώνα των Ελλήνων και των Ελληνίδων, με την πένα, το λόγο και την πράξη τους, διαπιστώνουμε με μεγάλη λύπη, τη σημερινή σιωπή των διανοουμένων. Μοιραίοι και άβουλοι, που έγραφε ο συμπατριώτης μου ο Βάρναλης, που αφού δεν ντράπηκαν για τα ψέμματα που είπαν, ντράπηκαν για λογαριασμό τους τα ψέμματα, όπως σημειώνει ο Μενέλεος Λουντέμης.
Η πνευματική χρεοκοπία προϋπήρξε και συμβαδίζει πλέον και με την οικονομική. Βασικοί υπεύθυνοι, μαζί με τους ενόχους του πολιτικού προσωπικού, για τα “ ελώδη στεκάμενα νερά”, είναι οι διανοούμενοι και η σιωπή τους….
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Τέλος, μετά την γεμάτη νοήματα και πολύ όμορφη ομιλία της κας Αυγουστίνου, η οποία πραγματικά καθήλωσε το ακροατήριο, ακολούθησαν ερωτήσεις και απορίες των γονέων που συμμετείχαν στη συνάντηση.
Πηγή: Ακτίνες
Από τα μέσα του 19ου αιώνα συμπαγείς βουλγαρικές μάζες, συνέρρεαν στη Μακεδονία και Θράκη, για να δουλέψουν με φτηνό μεροκάματο στα τουρκικά και εβραϊκά τσιφλίκια. Ήταν επόμενο λοιπόν οι αλλεπάλληλες και μακροχρόνιες ελληνοσλαβικές επιμιξίες να συντελέσουν στη γλωσσική και πληθυσμιακή αλλοίωση του ελληνικού στοιχείου της Μακεδονίας.
Έτσι η σύνθεση του πληθυσμού της Λιγκοβάνης μετά την εγκατάσταση και των σλάβων σ’ αυτή, αποτελούνταν από Έλληνες, Βούλγαρους και Τούρκους
Όλοι αυτοί, συμβίωναν μάλλον ειρηνικά ως το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, οπότε προβλήθηκαν δυναμικά οι εθνικές διεκδικήσεις των Βουλγάρων. Ως αντίδραση στη βουλγαρική διείσδυση οργανώθηκε η ελληνική αντίσταση, αρχικά γύρω από την κοινότητα, στη συνέχεια γύρω από την εκκλησία και το σχολείο και αργότερα με τον σχηματισμό αντάρτικων ομάδων.
Οι διαμάχες είχαν στην αρχή θρησκευτικό, χαρακτήρα στη συνέχεια όμως έλαβαν και εθνικό χαρακτήρα, με την προσπάθεια της βουλγαρικής προπαγάνδας να καλλιεργήσει μαζί με την θρησκευτική και εθνική συνείδηση στο σλαβικό στοιχείο που κατοικούσε στην Λιγκοβάνη.
Ως κύριο όπλο διέθετε η Βουλγαρική προπαγάνδα την ομοιότητα του σλαβοφανούς μακεδονικού ιδιώματος με την Βουλγαρική γλώσσα[1].
Από το 1870, όταν δημιουργήθηκε η Βουλγαρική Εξαρχία, όλη η δραστηριότητα της Βουλγαρικής προπαγάνδας στην Μακεδονία διενεργούνταν κυρίως στα ομιλούντα το σλαβόφωνο ιδίωμα διαμερίσματα. Είχε σκοπό την απόσχιση των διαμερισμάτων αυτών από το Πατριαρχείο και την ενίσχυση της Εξαρχίας με τη δημιουργία νέων σχισματικών εξαρχικών μητροπόλεων.
Ο Γ. Μόδης αφηγείται διάφορα απίστευτα περιστατικά, τα οποία μεταφέρω, όπως συνέβησαν στη Λιγκοβάνη αυτή την περίοδο και αποτελούν ζωντανό δείγμα του λυσσαλέου αλληλοσπαραγμού που είχε ξεσπάσει σ’ όλα τα σλαβόφωνα χωριά όπου ο βουλγαρισμός είχε παρασύρει ένα μέρος των κατοίκων.
Η Λιγκοβάνη είχε αποκτήσει βουλγαρική κοινότητα και είχε χωριστεί σε δύο εχθρικά στρατόπεδα απ’ το 1872. Ιδρυτής της Βουλγαρικής κοινότητας Λιγκοβάνης σύμφωνα με την κατάθεση του Ηλία Γεωργιάδη στο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ του 1910 ήταν ο Παπαπέτρος.[2]
«…..Αυτός ο Παππαπέτρος είνε ο ιδρύσας και εν Λυγκοβάνι την σχισματικήν κοινότητα. …….»
Από τότε, 40 χρόνια συνέχεια δεν πέρασε ούτε μια μέρα χωρίς καυγάδες, συμπλοκές, φόνους, εξαφανίσεις, συκοφαντίες, ραδιουργίες !!! Παλιοί συγγενικοί δεσμοί και φιλίες πήγαν περίπατο. Μάλωναν, αλληλοβρίζονταν, αλληλοκατηγορούνταν για λογαριασμό δύο διαφορετικών εθνών στην ίδια διάλεκτο….
Ο εφημέριος του χωριού Παπαγεώργης, αγράμματος και ανεμάνθρωπος, λιποτάκτησε ξαφνικά και πήγε με τους Βουλγάρους για 10 μετζήτια (λιγότερα από 2 λίρες), που του έδωσαν οι Βούλγαροι. Τον έστειλαν και σε κάποιο φροντιστήριο να μάθει και τα βουλγαρικά γράμματα. Φωτίστηκε όμως εκεί τόσο δυνατά, που έχασε το δικό του φως! Γύρισε στο χωριό θεότυφλος και περιφρονημένος, αφού ήταν άχρηστος πια και στους Βουλγάρους…. Οι χωριανοί που είδαν στο φοβερό πάθημά του τη θεία δίκη, τον υποδέχτηκαν με γιουχαϊσμούς. Σε λίγες μέρες πέθανε. Ο μουχτάρης, (πρόεδρος) του χωριού Συμεών Χαριζάνης έγραψε στον τάφο του: «Εδώ σαπίζει ο Ιούδας Παπαγεώρης που πρόδωσε για δέκα μετζήτια».
Ο Συμεών Χαριζάνης, δεν κράτησε πολύ καιρό τη μουχτάρικη σφραγίδα και την εξουσία. Μια μέρα που καθόταν έξω από ένα καφενεδάκι, πέρασε ο αστυνομικός σταθμάρχης μαζί με τον Βούλγαρο μουχτάρη. Οι Τούρκοι είχαν γενικά μη στάξει και μη βρέξει τους Βουλγάρους. Ο Τούρκος αστυνόμος κάθισε κοντά του παρασέρνοντας και τον προστατευόμενό του Βούλγαρο. Ο Χαριζάνης αναγκάστηκε να τους κεράσει. Φιλοτιμήθηκε και ο Βούλγαρος συνάδελφος του και κέρασε και αυτός. Για να τον περιποιηθεί μάλιστα καλύτερα πήγε στον πάγκο να ετοιμάσει καλό μεζέ και ούζο. Γύρισε με ένα πιάτο μεζέδες και μεγάλα ποτήρια ούζο και έβαλε το ένα μπροστά στον Χαριζάνη, που πέθανε σε λίγες ώρες με φρικτούς πόνους στην κοιλιά!... Στους συγγενείς του φαρμακωμένου που έκλαιγαν και διαμαρτύρονταν, ο λαμπρός αστυν. Σταθμάρχης είπε σταυρώνοντας τα χέρια: «Είναι δουλειά του Αλλάχ. Τι μπορώ να κάνω εγώ; …!»
Με την αποσκίρτηση και το θάνατο του Παπαγεώργη οι Λιγκοβανιώτες έμειναν χωρίς εφημέριο, ενώ οι Βούλγαροι είχαν φέρει το μορφωμένο Παπαγιοβάν που ήξερε και καλά Ελληνικά και Γαλλικά. Αναγκάζονταν να κάνουν τις κηδείες χωρίς ιερωμένο! Δεν μπορούσαν να φέρουν ξένο παπά, γιατί οι Βούλγαροι οργανωμένοι τον ξυλοφόρτωναν… Τους καταπατούσε τα οικόπεδα… Ο Νικόλαος Δημητρίου και Δαυίδ Άγγελος που έφεραν παπά απ’ άλλο χωριό για να βαφτίσει τα μωρά τους, είδαν να κόβεται στη μέση το «μυστήριο». Οι Βούλγαροι κακοποίησαν και έδιωξαν τον παπά. Η αστυνομία έμεινε ουδέτερη, έτοιμη να βοηθήσει τους ταραχοποιούς.
Ωστόσο ο αρχιτσέλιγκας και προύχοντας Βασίλης Βαγγέλης ενθουσιασμένος, γιατί ο Θεός τούδωσε δύο δίδυμα αγοράκια, κάλεσε τον Παπαβαγγέλη από την Μπέροβα να τα βαφτίσει. Ήταν πλούσιος «τσιορμπατζής» είχε βοηθήσει και ευεργετήσει πολλούς. Ποιος θα τολμούσε να χαλάσει τα βαφτίσια του! Έβαλε και τέσσερα σφαχτά στη σούβλα. Πραγματικά κανένας δεν ενόχλησε τον Παπαβαγγέλη. Άρχισε η ιεροτελεστία με απόλυτη τάξη. Πήραν θάρρος και ήρθαν στην εκκλησία και οι φοβισμένοι και διστακτικοί. Μα ξάφνου εισόρμησε στην εκκλησία μια μεγάλη παρέα ρεμπεσκέδες οπλισμένοι με χοντρά ξύλα και μεθυσμένοι από κρασί και φανατισμό και άρχισαν τις κραυγές. Βρε τραγόπαπα, βρε τραγογένη, βρε μασκαρά τι γυρεύεις στο χωριό μας και το μαγαρίζεις;!
Ο Βασίλης τους είπε: «βρε παιδιά. Σας παρακαλώ. Εγώ τον έφερα. Να βαφτίσει τα παιδιά μου, ελάτε κάτσετε, έχω και σφαχτά στη σούβλα και μπόλικα πιοτά.» Εκείνοι εξακολουθούσαν το υβρεολόγιο του παπά. Ο τσέλιγκας ξαναφώναξε ονομαστικά «Κώστα, Στογιάννη, Στέφο, Πάνο, που είχε ευεργετήσει, Ντροπή!
Σας παρακαλώ αφήστε μας ήσυχους.» Τον άφησαν αληθινά αυτόν ήσυχο, μα πλήρωσαν τα γένια του παπά !…
Αναγκάστηκε τότε να σηκώσει κι αυτός την γκλίτσα του. Και μαλλιά κουβάρια έγιναν στην εκκλησία. Άντρες, γυναίκες ρίχτηκαν στους ιεροσύλους με μπαστούνια, γροθιές και νύχια. Ο Παπαβαγγέλης ξέφυγε χωρίς παπούτσια με τ’ άμφια ξεσχισμένα και τα γένια αραιωμένα… Σαν τους πέταξαν έξω από την εκκλησία κακήν κακώς με τα ξεροκέφαλά τους σπασμένα και γύρισαν να ιδούν τα δύο μωρά, τα βρήκαν νεκρά. Είχαν πνιγεί στην κολυμπήθρα….[3]
Η τουρκική αστυνομία έμεινε πάλι θεατής.
Ο Δήμος Μπάλιος ύστερα από το πάθημα του αρχιτσέλιγγα πήγε να βαφτίσει το μωρό του στη Μπέροβα. Ήταν η συνήθεια του χωριού να βαφτίζουν το νεογέννητα την πρώτη κιόλας εβδομάδα. Καβαλίκεψε το άλογο, πήρε το μωρό στην αγκαλιά και ξεκίνησε. Στο δρόμο μερικοί χωριανοί του, Βούλγαροι, που είχαν βγεί τάχα για κυνήγι, θέλησαν να τον σταματήσουν.
- Για πού, ώρα καλή, Δήμο:
- Στη Μπέροβα, στους συμπεθέρους.
- Δε μας δίνεις τη ταμπακέρα σου να στρίψουμε κανένα τσιγάρο: Ξεχάσαμε να πάρουμε καπνό μαζί μας.
- Δεν πήρα κι εγώ μαζί μου.
- Μα στάσου. Τι κάνεις έτσι;
- Βιάζομαι.
- Κάτι θα σου πούμε για τη Μπέροβα.
Και χίμηξαν ν’ αρπάξουν το άλογο από τα χαλινάρια. Ο Δήμος το σπιρούνιασε και ξέφυγε. Άρχισαν τότε τις τουφεκιές. Το ξανασπιρούνιασε και τόβαλε στα τέσσαρα σφίγγοντας το μωρό στην αγκαλιά. Ήταν γερό το άλογο και αυτός περίφημος καβαλάρης. Μα όταν έφτασε στην Μπέροβα το μωρό απ΄ το σφίξιμο και το τράνταγμα είχε ξεψυχήσει!..
Έστειλαν μια επιτροπή απ’ τον Αναστάσιο Βαμπερτζή και Λάζαρο Λίμο στο Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και έπειτα Πατριάρχη Ιωακείμ. Του διεκτραγώδησαν τούρκικα, γιατί δεν ήξεραν αρκετά ελληνικά, τη φοβερή κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στο χωριό. Ο Ιωακείμ ήρθε αμέσως στη Λιγκοβάνη. Ιερούργησε και χειροτόνησε εφημέριο τον καλό και φτωχό Χριστόφορο. Στην έξοδο όμως απ’ την εκκλησία το κακό ξέσπασε πάλι. Πολλά κεφάλια γέμισαν αίματα και ο ίδιος ο Μητροπολίτης δεν καλοπέρασε.
Γύρισε αμέσως αγανακτισμένος στη Θεσσαλονίκη κι έστειλε τηλεγράφημα στο Πατριαρχείο και εντονότατο «τσακίρι» στον Βαλή για την ανήκουστη ασυδοσία των κακοποιών της Λιγκοβάνης.
Το αποτέλεσμα ήταν να διατάξουν οι Τούρκοι να λειτουργούν στην εκκλησία τη μια εβδομάδα οι «ρούμ» (Έλληνες) και την άλλη οι «Μπουλγκάρ»…
Οι Βούλγαροι όμως με την πλάτη πάντοτε των Τούρκων δεν πολυσεβάστηκαν την Τουρκική διαταγή. Πήγαιναν και έπιαναν νύχτα την εκκλησία και όταν δεν ήταν η δική τους σειρά.
Την 25η Μαρτίου 1883 είχαν καταλάβει την εκκλησία απ’ τα μεσάνυκτα από χριστιανική υπερευλάβεια. Όταν ξημέρωσε ο καλός Θεός και πήγαν οι δικοί μας να εκκλησιαστούν, βρήκαν βουλγαρική λειτουργία! Πλησιάζει οΧρήστος Μόσχος τον Βούλγαρο ψάλτη και του λέει να σταματήσουν, γιατί ήταν Ελληνική η σειρά και η γιορτή του Ευαγγελισμού «ανήκε θεόθεν στους Γραικούς». Οι Βούλγαροι όμως εξηκολούθησαν τον χαβά τους …. Βρέθηκαν στο τέλος έξω απ’ την εκκλησία με πολλά αδιόρθωτα κεφάλια σπασμένα. Έμεινε όμως μέσα νεκρός ο Χρήστος Μόσχος! Τον έβαλαν σε μια άκρη και άρχισαν εξαρχής την Ελληνική λειτουργία…
Την «Ανάσταση» (Μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου) της ίδιας χρονιάς, ήταν πάλι η σειρά των δικών μας. Ιερουργούσε ο παπά Χριστόφορος. Τη στιγμή του έβγαινε στην Ωραία Πύλη με τα τρίκερα και το Άγιο Φως του ζήτησαν οι Βούλγαροι να τραβηχτεί και να φέρει το Άγιο Φως ο δικός τους παπάς, που ήξερε πολλά γράμματα και ήταν περισσότερο φωτισμένος και, επειδή αρνήθηκε, του ξερίζωσαν πολλά μαλλιά μαζί με το δέρμα!... Μαγκούρες, μανουάλια, γροθιές μπήκαν πάλι σε ενέργεια και η εκκλησία του Θεού της αγάπης γέμισε αίματα.
Ασχολήθηκαν τότε οι Βούλγαροι με τον Παπαχριστόφορο. Τούκλεψαν όλα τα ιερά άμφια. Επειδή ήταν πολύ φτωχός για να ξαναφτιάξει καινούργια και ήξερε ότι και εάν έφτιαχνε θα του τα ξανάκλεβαν, έκανε το ζωνάρι του «πετραχήλι» και το ράσο «φελόνι», αφού του έραψε από μέσα ένα σταυρό… Έτσι δεν είχε κανένα κίνδυνο να του τα κλέψουν[4]».
Τέτοιες τραγωδίες η Λιγκοβάνη πολλές έχει να επιδείξει.
Ενώ η αρχική εμφάνιση της Βουλγαρικής προπαγάνδας μόνο κωμική μπορεί να χαρακτηριστεί, σε λίγο άρχισε να διαδίδεται και να αποκτά έδαφος, κυρίως στη Ζάροβα (Νικόπολη), η οποία είχε εκβουλγαριστεί εξ ολοκλήρου.
Οι Λιγκοβανιώτες μετά τα πιο πάνω τραγικά γεγονότα προέβηκαν σε αντίποινα. Ο Μήτρος Τάντσουφ πήγε να δουλέψει στο Όρλιακο και εξαφανίστηκε. Ο Λάζαρος Μπίκουφ πήγε στο παζάρι της Νιγρίτας και δεν γύρισε.
Οι τούρκικες αρχές πάντα μεροληπτούσαν υπέρ των Βουλγάρων. Η μεροληπτική υπέρ των Βουλγάρων στάση των τουρκικών αρχών επέδρασε καταλυτικά στον ελληνικό πληθυσμό της Λιγκοβάνης και άρχισαν να φαίνονται σημάδια εκβουλγαρισμού. Μάταια οι αδελφοί Κων/νος και Σωτήριος Χαριζάνης, Κιουτσούκ Άγγελος και Αμπάκοςπροσπάθησαν να ενθαρρύνουν το ελληνικό στοιχείο. Οι Βούλγαροι τοποθέτησαν απέναντί τους τον Παπαηλία, ιερέα, γνώστη της ελληνικής, τουρκικής και γαλλικής γλώσσας με τα πρωτοπαλήκαρά του, Κόλε, Ζάχωφ, Μπίκωφ,Καραδαλίφ κ.α..
Το ελληνικό στοιχείο για να προλάβει τα χειρότερα κάλεσε τον (Ιωάννη Στόγιου) Κινέ από τις Σέρρες, για να ανοίξει ως δάσκαλος το δημοτικό σχολείο που και αυτό ήταν κλειστό για τους ίδιους λόγους με την εκκλησία. Το ηθικό αναπτερώθηκε και πάλι, το σχολείο ξανάνοιξε και η δράση του Σ. Κινέ ήταν πολύ μεγάλη. Οι Βούλγαροι άρχισαν να τον καταδιώκουν και με δόλο τον κατηγόρησαν στην Τουρκική εξουσία η οποία τον παρέπεμψε σε δίκη παρωδία στην οποία όμως αθωώθηκε, αλλά μετά από λίγο καιρό οι Βούλγαροι τον σκότωσαν με απάνθρωπο τρόπο.
Ο Κινές ήταν ένα ορφανό παιδί της Λιγκοβάνης. Σε κάποιον διερχόμενο έμπορο από τις Σέρρες έκανε εντύπωση η εξυπνάδα του και τον πήρε στις Σέρρες. Εκεί ο Κινές εργαζόταν και φοιτούσε στο σχολείο. Όταν αποφοίτησε, διορίστηκε δάσκαλος μέσα στις Σέρρες. Δεν ξέχασε όμως το χωριό του, που στο μεταξύ το βουλγαρικό κομιτάτο προσπαθούσε να το εκβουλγαρίσει.
Έρχεται πίσω στο χωριό. Με τη χρήση του όπλου πήρε πίσω την εκκλησία, άνοιξε το σχολείο, ανήγειρε νέο διδακτήριο και ενθάρρυνε τους συγχωριανούς του. Κήρυξε τον πόλεμο κατά κάθε βουλγαρικού και κατόρθωσε να αναπτερώσει το ηθικό τους. Οι Βούλγαροι αναταράχθηκαν και οι φοβισμένοι Έλληνες αναθάρρησαν. Τα όσα είχαν κατορθώσει οι Βούλγαροι σε μια εικοσαετία με τις αλογάριαστες λίρες τους, με τη χατζάρα, τα περίστροφα, τους δυναμίτες, ο Κινές τα διασκόρπισε!
Άρχισαν λοιπόν να τον διαβάλλουν στον Τούρκο αστυνόμο, ότι κηρύττει την επανάσταση και δεν υπακούει στους τούρκικους νόμους. Οι Βούλγαροι Μήτρος Ίντζουφ, Νικόλα Καμπάκουφ και Μήτρη Τουσίνουφ καταγγέλουν στον Τούρκο αστυνόμο ότι ο Κινές καταφέρεται υβριστικά για το πρόσωπο του σουλτάνου. Ο αστυνόμος τον συλλαμβάνει και τον στέλνει σιδηροδέσμιο στις Σέρρες προκειμένου να δικαστεί. Με την επέμβαση όμως των ομογενών και του μητροπολίτη Σερρών απαλλάσσεται των κατηγοριών. Ξαναδιορίζεται με την επέμβαση του μητροπολίτη στο χωριό Σεκάφτσα του Στρυμώνα.
Το 1897 οι Βούλγαροι αποφασίζουν την με κάθε μέσο εξόντωση του νεαρού δασκάλου. Επειδή όμως δεν τολμούσαν να τον αντιμετωπίσουν παλικαρίσια, κατέφυγαν στο δόλο. Έτσι παρουσιάστηκε στο σπίτι του κάποιοςΘόδωρος, παλιός φίλος του από τις Σέρρες. Χωρίς να ξέρει ο Κινές ότι είχε εξαγοραστεί στο μεταξύ από τους Βουλγάρους, με το πρόσχημα ότι τον έστειλε ο μητροπολίτης Σερρών να τον πάρει στις Σέρρες για κάποια σπουδαία υπόθεση. Πείστηκε ο Κινές και ξεκίνησαν μαζί για τις Σέρρες.
Εἶναι ἀλήθεια πώς εἶναι κάπως ἀταίριαστο νά κάνει κανείς τόν δάσκαλο σέ δασκάλους καί μάλιστα σέ δασκάλους μέ πείρα πολυετή καί εὐδόκιμο. Συγχωρέστε μου τήν «ἀπρέπεια» καί δέν σᾶς κρύβω πώς νιώθω κάπως ἀμήχανα. Τούς δισταγμούς μου, ὅμως, καί τήν ἀμηχανία μου μετριάζει ἡ πρόθεση καί ἡ διάθεση μου ὄχι νά σᾶς κάνω τόν δάσκαλο, ἀλλά νά συμπροβληματιστῶ καί νά μοιραστῶ μαζί σας σκέψεις καί ἀνησυχίες, ἔγνοιες καί ἀγωνίες γιά τό σημερινό σχολεῖο καί τήν προοπτική του, ξεκινώντας ἀπό ἕνα μάθημα ἀπομειωμένο, εἶναι ἀλήθεια, στό σημερινό σχολεῖο, ἀλλά καί στίς συνειδήσεις πολλῶν δασκάλων. Τό συμπέρασμά μου αὐτό δέν τό συνάγω στατιστικά, ἀλλά ἀπό τήν γενικότερη ὅσμωση τόσων χρόνων στό ἑλληνικό σχολεῖο.
Κι ὅμως στό μάθημα αὐτό μᾶς δίνεται ἡ μοναδική εὐκαιρία νά μιλήσουμε μέ τούς μαθητές μας γιά τό νόημα τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Γιά τή χαρά καί τή λύπη. Γιά τό νόημα τοῦ ἀνθρώπινου πόνου. Γιά τά μικρά καί τά μεγάλα τοῦ ἀνθρώπινου βίου. Μᾶς δίνεται ἡ δυνατότητα νά ἀφουγκραστοῦμε τήν ἀγωνία, τά ὄνειρα, τίς ἐλπίδες, τούς πόθους, τίς ἐπιδιώξεις, τίς κραυγές, τόν θυμό τους.
Πῶς, ὅμως, καί γιατί ἄραγε ἐξέπεσε στίς συνειδήσεις πολλῶν Ἑλλήνων δασκάλων τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν;
Ἔχει σχέση ἄραγε ἡ ἔκπτωση τοῦ μαθήματος μέ τήν γενικότερη κάμψη τῆς θρησκευτικότητας;
Ἔχει σχέση μέ τό γεγονός ὅτι ὁ λόγος τῆς πίστεως καί ὁ λόγος τῆς ζωῆς δέν συμπορεύονται;
Ἔχει σχέση μέ τό γεγονός ὅτι ἡ πίστη ἔχει ὑποχωρήσει ἔναντι τοῦ λογικοῦ;
Ἔχει σχέση μέ τό γεγονός ὅτι ἡ ἐκπαίδευση σήμερα, σχεδόν μονοσήμαντα, ἐπιδιώκει νά ἐφοδιάσει τούς μαθητές μέ δεξιότητες, πού θά τούς καταστήσουν προοπτικά στελέχη καί γρανάζια τῆς βιομηχανίας, τῆς διοίκησης καί τῆς γραφειοκρατικῆς δομῆς τῶν σύγχρονων κοινωνιῶν, καί δέν ἀποσκοπεῖ στή μόρφωση ὑψηλοφρόνων πολιτῶν-προσώπων, πού μέ τό ἦθος καί τό πνεῦμα τῆς εὐθύνης θά τρέπουν τήν ἀνθρώπινη κοινότητα ἀπό ἑταιρεία ἀνάγκης καί συμφέροντος σέ κοινωνία πνεύματος;
Προκύπτει ἀκόμα τό ἐρώτημα : Πῶς στήν παράδοση αἰώνων ἑνός λαοῦ, πού βλάστησε ἀπό τά σπλάχνα του τόν Ἀκάθιστο Ὕμνο καί τά δημοτικά τραγούδια, πού ἔπλασε τήν Ἁγιά-Σοφιά καί τίς αἰγαιοπελαγίτικες ἐκκλησιές, πού γιά αἰῶνες ὁλόκληρους εἶχε ὡς ἀνθρωπολογικό, παιδευτικό πρότυπο τόν θεωμένο ἄνθρωπο, τόν ἅγιο, τελικά ἐπικράτησε σήμερα τό παιδευτικό πρότυπο τοῦ homo economicus, ὁ ὁποῖος, δίνοντας προτεραιότητα στόν οἰκονομισμό καί στήν χρησιμοθηρία, πνίγεται σέ χιλιαστικά ὁράματα εὐημερίας καί μιᾶς ἐνδοκοσμικῆς ἐσχατολογίας; Συνιστᾶ ἄραγε αὐτό τό γεγονός πρόοδο ἤ παρακμή;
Εἶναι, ὅμως, ἐνδιαφέρον νά παρακολουθήσουμε μέ συντομία μέσα ἀπό ποιές ἱστορικές διαδρομές, συναντήσεις φιλοσοφικῶν ρευμάτων καί διαλεκτικές συναρτήσεις φτάνουμε στή σημερινή ἐκπαίδευση καί παιδεία γενικότερα.
Πρίν ὅμως ἀπ' αὐτό, καλό θά ἦταν νά ὁρίσουμε καί τί εἶναι παιδεία. Παιδεία, λοιπόν, εἶναι ὅλες ἐκεῖνες οἱ συγκλίνουσες γνώσεων, ἀντιλήψεων καί διαισθήσεων, πού τελικό σκοπό καί στόχο ἔχουν τή διαμόρφωση ἀκέραιων καί ὁλοκληρωμένων ἀτόμων. Ἀτόμων μέ προσωπικότητα, αὐτοπεποίθηση, μέ ἐπιμονή σέ κάποιο σκοπό. Ἡ παιδεία διδάσκεται ἔμμεσα σέ ὅλα τά στάδια μάθησης στήν ἐκπαίδευση μέσα ἀπό διδαχές καί ἀναφορές σέ πρότυπα βίου περασμένων ἀνθρώπων, πού ἀγωνίστηκαν γιά ἰδανικά, πραγμάτωσαν ἔργα στοχασμοῦ ἤ Τέχνης σπουδαία καί διαχρονικά, διακρίθηκαν στήν ἐπιστήμη, θυσιάστηκαν γιά τήν πίστη τους, γιά τήν ἀγάπη τους, δόθηκαν στήν ἀνθρωπότητα, ξεπέρασαν τόν χοϊκό ἑαυτό τους. Διδάσκεται ἀκόμα καί μέ παραδείγματα καί ἀναφορές σέ ἀρνητικά πρότυπα, πρότυπα πρός ἀποφυγήν. Τελικά, ἡ παιδεία εἶναι μίμηση. Γι' αὐτό χρειάζεται ὑποδείγματα καί παραδείγματα. Δέν συντελεῖται μέ θεωρητικές ἔννοιες. Γι' αὐτό οἱ ἀρχαῖοι πλάθουν τούς μύθους τους. Γι' αὐτό ὁ Χριστός μιλάει μέ παραβολές. Ἔτσι τελικά δημιουργοῦνται σέ κάθε ἐποχή τά ἀνθρωπολογικά πρότυπα.
Ἀνθρωπολογικό πρότυπο τῆς ἀρχαιότητας, καί κάθε μετέπειτα Οὑμανισμοῦ (αὐτό μέ ἐπιφύλαξη), εἶναι ὁ «καλός κ' ἀγαθός» ἄνθρωπος, ἐνῶ στήν ἑλληνορθόδοξη παιδεία καί παράδοση ἀνθρωπολογικό ἰδεῶδες εἶναι ὁ πεπληρωμένος Θείας Χάριτος ἄνθρωπος, ὁ ἅγιος ἤ ὁ «κατά χάριν» θεάνθρωπος. Αὐτό προσανατολίζει τόν ἄνθρωπο ὄχι νά θέτει σάν στόχο τῆς ζωῆς του ἁπλά τήν ἠθική καλυτέρευσή του, ἀλλά τήν κατά χάριν θέωσή του. «...Ἡ θέωση δέν εἶναι ἰδεαλιστικός πόθος, ἀλλά πραγματικότητα...»[1] . Ἐπιβεβαίωση τοῦ γεγονότος τῆς θεώσεως ἀποτελοῦν οἱ ἅγιοι καί αὐτό δηλώνεται εἴτε μέ τή ζωή καί τά θαύματά τους ὅσο ζοῦν εἴτε καί μετά τόν θάνατό τους μέ τήν ἀφθαρσία τῶν λειψάνων τους καί ἄλλα θεοσημεία, δηλωτικά τῆς ἁγιότητάς τους. Ἡ προτεραιότητα δίνεται στήν καρδιά, ἡ ὁποία θεωρεῖται τό ὀντολογικό κέντρο τῆς ὑπάρξεως, καί ἡ κάθαρσή της ἀπό τά πάθη εἶναι ἡ ἀφετηρία τοῦ ἀγώνα γιά τή θέωση, ἀλλά καί γιά τή θεμελίωση σχέσης ἀνιδιοτέλειας μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Τό πνεῦμα αὐτό τῆς ἀνιδιοτέλειας ἐκφράζεται καί στήν ἑλληνική παροιμία : «Κάμε τό καλό καί ρίξ' το στό γυαλό», πού εἶναι οὐσιαστικά νεώτερη ἀπόδοση τοῦ Εὐαγγελικοῦ λόγου : «Μακάριον ἐστί διδόναι μᾶλλον ἤ λαμβάνειν» (Πράξ. 20, 25). Αὐτό τό πνεῦμα τῆς ἀνιδιοτέλειας εἶναι ἡ πνευματική μήτρα, πού γέννησε, ὡς ἑκούσια αὐτοθυσία γιά τούς ἄλλους, τίς Θερμοπύλες, τήν Ἀλαμάνα, τό Μανιάκι, τό Κούγκι, τό Ζάλογγο, τό Ἀρκάδι.
Δέν εἶναι τυχαῖο πώς στήν Ἀνατολική Αὐτοκρατορία τῶν Ρωμαίων, τό Βυζάντιο, σ' αὐτό τό κρατικό μόρφωμα, στό ὁποῖο ὁ Ἑλληνισμός συνεχίζει τήν ἱστορική του παρουσία, μπολιασμένος ἀπό τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, αὐθεντίες δέν εἶναι οὔτε οἱ αὐτοκράτορες οὔτε οἱ μορφωμένοι οὔτε οἱ πλούσιοι οὔτε κἄν οἱ πατριάρχες, ἀλλά οἱ μεγάλοι Γέροντες, οἱ πνευματικοί Πατέρες.
Αὐτή ἡ παράδοση συνεχίζεται καί στά χρόνια τῆς ξένης κυριαρχίας Φράγκων καί Ὀθωμανῶν. Ἐξακολουθεῖ στήν παιδεία νά δίνεται τό βάρος πρώτιστα στήν πνευματικότητα κι ὄχι στή σχολική σοφία. Ἀκμή θεωρεῖται ὄχι ἡ μόρφωση σοφῶν, χωρίς νά παραθεωρεῖται κι αὐτή, ἀλλά ἡ ἀνάδειξη ἁγίων. Ἡ περίπτωση τῶν Νεομαρτύρων, πού εἶναι συνεχιστές τῆς παράδοσης τῶν παλαιῶν μαρτύρων καί τῶν ὁποίων τόν ἀριθμό ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀνεβάζει σέ 6.000 κατά τή διάρκεια τῆς δουλείας, πιστοποιεῖ αὐτή τήν ἀλήθεια.
Γράφει χαρακτηριστικά ὁ Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις στά 1638, τότε πού οἱ Ὀρθόδοξοι λαοί τῆς Ἀνατολῆς στέναζαν κάτω ἀπό τήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία :
«... Ἄς εἶχε βασιλεύσει ὁ Τοῦρκος εἰς τήν Φραγκίαν δέκα χρόνους, χριστιανούς ἐκεῖ δέν εὕρισκες˙ καί εἰς τήν Ἑλλάδα τώρα τριακόσιους χρόνους εὑρίσκεται καί κακοπαθοῦσιν οἱ ἄνθρωποι καί βασανίζονται, διά νά στέκουν εἰς τήν πίστιν τους, καί λάμπει ἡ πίστις τοῦ Χριστοῦ καί τό μυστήριον τῆς εὐσεβείας, καί ἐσεῖς μοῦ λέγετε ὅτι δέν ἔχομεν σοφίαν; Τήν σοφίαν σου δέν ἐθέλω ἐμπρός εἰς τόν σταυρόν τοῦ Χριστοῦ˙ κάλλιον ἦτο νά ἔχη τινάς καί τά δύο, δέν τό ἀρνοῦμαι, πλήν ἀπό τά δύο τόν σταυρόν τοῦ Χριστοῦ προτιμῶ».
Αὐτή εἶναι ἡ μαρτυρική φωνή ἑνός κόσμου, ὁ ὁποῖος ἀνήκει στήν ἱστορική μας συνέχεια, συνιστᾶ τήν προηγούμενη ὕπαρξή μας καί, γιά νά τόν ἀφουγκραστοῦμε, νά τόν κατανοήσουμε καί νά τόν ἑρμηνεύσουμε, χρειάζεται νά ἀποδεσμευτοῦμε ἀπό τά σημερινά κριτήρια καί τίς ἰδεολογικές προϋποθέσεις καί νοοτροπίες, οἱ ὁποῖες ἀνήκουν σ' ἕναν κόσμο, πού προέκυψε ἀπό τίς εὐρωπαϊκές ἀνακατατάξεις, μετά τή γαλλική ἐπανάσταση (1789) καί ὅλο τόν 19° καί 20° αἰῶνα.
Ἡ Εὐρώπη, στήν ὁποία ζοῦμε καί κινούμαστε σήμερα, προῆλθε ἀπό τήν διαλεκτική τεσσάρων κυρίως ἰδεολογικοφιλοσοφικῶν συστημάτων , πού διαμορφώθηκαν στόν δυτικό μεσαίωνα :
1. Τοῦ σχολαστικισμοῦ, ὁ ὁποῖος συνέτεινε στήν ἐκφιλοσόφηση καί ἐκκοσμίκευση τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τόν μετέτρεψε τελικά σέ σύστημα ἐπιστημονικό.
2. Τοῦ νομιναλισμοῦ, ὁ ὁποῖος κοινωνικά ἐκφράζεται κυρίως ὡς ἀτομικισμός (ὠφελιμισμός) καί ἀποτελεῖ τό DNA τῆς εὐρωπαϊκῆς ἀτομικῆς καί συλλογικῆς συνείδησης.
3. Τοῦ οὑμανισμοῦ τῆς Ἀναγέννησης,καί
4. Τοῦ διαφωτισμοῦ, ὁ ὁποῖος αὐτοθεοποίησε τόν ἄνθρωπο, ἀπολυτοποιώντας τή διάνοια καί τή λογική, ὡς ἀπόλυτο κριτήριο τῶν ἀνθρωπίνων. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ πράξη τοῦ Ροβιεσπέρου : μιά κοινή γυναίκα γυμνή στήν Ἁγία Τράπεζα τῆς Παναγίας τῶν Παρισίων, πού λατρεύτηκε ὡς Θεά Λογική (Raison). Ἔτσι, ὁ χριστιανισμός μεταποιεῖται σέ φιλοσοφικό σύστημα καί ἡ ἀκμή τοῦ πνεύματος ἐπεκράτησε νά μετριέται μόνο μέ τήν πρόοδο τῶν ἐπιστημῶν, μέ τήν αὔξηση δηλαδή τῆς γνώσης τοῦ κτιστοῦ καί ὄχι (καί) τοῦ Ἀκτίστου.
Ἔτσι, σιγά-σιγά ὁ Θεός γίνεται τό πρόβλημα τῆς Εὐρώπης. Καί ἀφοῦ περιπλέκεται στίς συμπληγάδες δικανικῶν καί φιλοσοφικῶν σχημάτων, τελικά χάνεται. Φτάνουμε ἔτσι στόν 20° αἰώνα , ὅπου ὁ Jean-Paul Sartre καταλήγει εὔκολα στό : «ὁ Θεός εἶναι νεκρός , ἄρα, ὁ ἀθεϊσμός εἶναι ἀνθρωπισμός»[2] .
Ἡ ἀπώλεια, ὅμως, τοῦ Θεοῦ συμπαρέσυρε καί τήν ἀπώλεια τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος αὐτοϋποδουλώθηκε ἀρχικά στήν τεχνολογία του, ὅπως διεκτραγωδεῖται ἀπό τόν Charly Chaplin στήν ταινία «Μοντέρνοι καιροί» ὡς «ἀνθρωπάκος τοῦ ἐργοστασίου» καί σήμερα αὐτοϋποδουλώνεται στήν θέα τῆς ἐπιστήμης.
Στά 1840 ὁ Μακρυγιάννης, ἀπογοητευμένος ἀπό τούς Εὐρωπαίους θά πεῖ : « Αὐτείνοι ( οἱ Εὐρωπαῖοι) εἶναι ἄνθρωποι χωρίς ἠθική καί πίστη, καί κρίμα στά φῶτα τους, ὅτι ὁ ἄνθρωπος κάνει τά φῶτα καί ὄχι τά φῶτα τόν ἄνθρωπο»!
Ὁ δρόμος τῆς Εὐρώπης, ἀφοῦ πέρασε ἀπό τήν φραγκική φεουδαρχία, τήν ἐπιβολή τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς ἐπίσημης κρατικῆς ἰδεολογίας, τήν Ἱερά ἐξέταση, τούς Σταυροφόρους, τόν Ναπολέοντα, τόν Χίτλερ, τόν Στάλιν καί τόν ψυχρό πόλεμο, προσάραξε στόν «ἀνθρωπισμό» τῆς Pax Americana, τοῦ NATO καί τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης. Εἶναι τό ἐπακόλουθο μιᾶς παιδείας, πού ὑποτίμησε καί ἐγκατέλειψε τό ἀνθρωπολογικό πρότυπο τοῦ θεωμένου ἀνθρώπου, τοῦ κατά χάριν «θεανθρώπου» τῆς ἑλληνορθόδοξης Ἀνατολῆς καί τῆς προκαρλομάγνειας Εὐρώπης καί ἔδωσε ἀπόλυτη προτεραιότητα στόν κατ' ἐπίφαση «ὀρθό λόγο», πού παρουσιάζει τήν σχιζοφρένεια νά διανοεῖται βαθυστόχαστα, νά δημιουργεῖ ἀπαράμιλλα ἔργα στή ζωγραφική, στήν ποίηση καί γενικά στήν Τέχνη, ἀλλά ταυτόχρονα νά ὑποβιβάζει τόν ἄνθρωπο σέ κτῆνος καί νά ἐξοντώνει φρικτά ἀθώους μέ ἀπίστευτη ἀγριότητα, ὅπως ἔκαναν οἱ στρατιωτικοί- καλλιτέχνες τοῦ Χίτλερ, ἀλλά καί ὅπως σήμερα συμβαίνει στίς διάφορες «ἀνθρωπιστικές» ἐπεμβάσεις τῆς πολιτισμένης Δύσης.
Ἡ συνάντηση-σύγκρουση Ἀνατολῆς-Δύσης, ὡς διαπάλη δύο κόσμων, καθένας ἀπό τούς ὁποίους εἶχε διαμορφώσει δικό του ἀνθρωπολογικό καί παιδευτικό πρότυπο καί ἰδεῶδες, θά συμβεῖ καί θά διαρκέσει σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς τουρκοκρατίας καί ἐνετοκρατίας καί θά κορυφωθεῖ μετά τό 1821.
Ἀποτέλεσμα τῆς συνάντησης αὐτῆς τῶν δύο κόσμων στό χῶρο τῆς καθ' ἡμᾶς Ἀνατολῆς θά εἶναι ἡ ἀναβίωση σέ μιά νέα μορφή τοῦ μακραίωνος ἐθνικοῦ διχασμοῦ ἑνωτικῶν-ἀνθενωτικῶν. Ἀπό τή μιά οἱ θαυμαστές τοῦ εὐρωπαϊκοῦ διαφωτισμοῦ, οἱ ὁποῖοι μιλοῦν μέ ὑπερηφάνεια γιά τήν «φωτισμένη Εὐρώπη» καί προσπαθοῦν τά «φῶτα» της νά μεταλαμπαδεύσουν στό γένος. Ἀπό τήν ἄλλη οἱ ἐκπρόσωποι τῆς ρωμαίικης παράδοσης (μέ προεξάρχοντες τούς Κολλυβάδες Πατέρες), αὐτοί πού δέν μαγεύτηκαν ἀπό τά «φῶτα» τῆς Εὐρώπης καί δημιούργησαν ἕναν ἑλληνότροπο Διαφωτισμό. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέχτηκαν ὅτι ἀποτελοῦσε πρόοδο στό χῶρο τῆς ἐπιστήμης, τῆς φιλοσοφίας καί τῆς κοινωνίας, χωρίς ὅμως νά ἀπορρίψουν καί νά ὑποτιμήσουν τή δική τους ρωμαίικη παράδοση, μέσα στήν ὁποία ζυμώθηκε τό γένος. Προσπάθησαν οὐσιαστικά νά ἐφαρμόσουν αὐτό, πού προχριστιανικά ἔλεγε ὁ Πλάτων : « ὅ,τι περ’ ἄν Ἕλληνες Βαρβάρων παραλάβωσι, κάλλιον τοῦτο εἰς τέλος ἀπεργάζονται»[3] . Ἀπό τότε τό μόνιμο πρόβλημα τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ θά ἔγκειται στήν πνευματική ὑποδούλωσή του στή Δύση ἤ στήν ἀπόρριψή της ἤ στή δημιουργική ἀφομοίωσή της.
Ἡ δυνατότητα τῆς δημιουργικῆς πρόσληψης δυτικῶν πολιτισμικῶν στοιχείων καί ὁμαλῆς ἐνσωμάτωσής τους στήν ἑλληνική πραγματικότητα, δέχεται καίριο πλῆγμα ἀμέσως μετά τή δημιουργία τοῦ πρώτου ἑλληνικοῦ ἐθνικοῦ κράτους. Ἡ θεωρία τῆς «μετακένωσης», κύριος ἐκπρόσωπος τῆς ὁποίας θεωρεῖται ὁ Ἀδαμάντιος Κοραής, συμβάλλει τά μέγιστα στήν κατεύθυνση αὐτή. Σύμφωνα μέ τή θεωρία αὐτή, ἡ Δύση πῆρε ἀπό τήν Ἑλλάδα τόν πολιτισμό καί τώρα οὐσιαστικά τόν ἐπαναφέρει στήν κοιτίδα του. Ἡ ἀντίληψη αὐτή θά ὑποβοηθήσει στήν μεταφορά αὐτούσιων καί δύσπεπτων δεδομένων τῆς δυτικῆς κοινωνίας στήν ἑλληνική πραγματικότητα καί θά δημιουργήσει γρήγορα μιά δουλική πρόσδεση στό ἅρμα τῆς Δύσεως. Ἔτσι, τήν καποδιστριακή ὁμολογία ὅτι ἡ «χριστιανική θρησκεία (ὀρθοδοξία) συντήρησεν εἰς τούς Ἕλληνας καί γλώσσαν καί πατρίδα καί ἀρχαίας ἔνδοξους ἀναμνήσεις καί ἐξαναχάρισεν εἰς αὐτούς τήν πολιτικήν ὕπαρξιν, τῆς ὁποίας εἶναι στύλος καί ἐδραίωμα»[4], διαδέχεται ὑπό τήν ἐπίδραση ξένων μισσιοναρίων (ἱεραποστόλων) καί Ἑλλήνων διαφωτιστῶν, πνεῦμα ἀθεϊστικό, ἀντιχριστιανικό καί ἀντικληρικαλιστικό. Εἰσάγεται ὁ θρησκευτικός ἀδιαφορισμός καί ὁ προτεσταντικός εὐσεβισμός.
Μετά τόν θάνατο τοῦ πρώτου Κυβερνήτη, πού σημειωτέον εἶχε συνείδηση ἑλληνική-ρωμαίικη, καί τήν ἔλευση τῆς βαυαρικῆς Ἀντιβασιλείας καί τοῦ Ὄθωνα, τήν ὀργάνωση τῆς κοινωνικῆς καί ἐθνικῆς ζωῆς δέν τήν ἀνέλαβαν πρωταρχικά οἱ Ἕλληνες, ἀλλά καί ὅσοι ἀπό τούς Ἕλληνες τοποθετήθηκαν σέ δεσπόζουσες θέσεις τοῦ κράτους δέν ἦταν ἀπό ἐκείνους, πού εἶχαν ἀφομοιώσει τήν ἑλληνική παράδοση, ἀλλά οἱ ἀγνοοῦντες καί οἱ ἀπορρίπτοντες αὐτήν φανατικά. Ἀποτέλεσμα, ὅλοι οἱ «θεσμοί» νά περιέλθουν στήν κυριαρχία τοῦ κράτους καί νά διαμορφωθοῦν καί νά ἐπιβληθοῦν δυτικότροπα : ἡ οἰκονομία, ἡ παιδεία, ὁ στρατός, ἡ διοίκηση, ἡ οἰκογένεια, ἡ δημοσιονομία, τό φορολογικό σύστημα, ἡ νομοθεσία. Τό κράτος γίνεται ἀπόλυτα γραφειοκρατικό καί συγκεντρωτικό. Ἀργότερα ἕνας ἀπό τούς ἐγκυρότερους ἐκτιμητές τῆς ἑλληνικῆς παράδοσης, ὁ Ἴων Δραγούμης (1878-1920), θά κατηγορήσει τό μετεπαναστατικό ἑλληνικό κράτος, ἐπειδή κατάργησε τήν τοπική αὐτοδιοίκηση, τίς κοινότητες, πού εἶναι ὁ «τύπος» τοῦ ἑλληνικοῦ τρόπου ὕπαρξης.
Κάτω ἀπό αὐτές τίς προϋποθέσεις συντελεῖται καί ἡ ἔκπτωση τῆς Ἐκκλησίας σέ θεσμό. Ἦταν κάτι τό ἀναπόφευκτο. Οἱ Βαυαροί, ἀφοῦ δέν θά μποροῦσαν νά πετύχουν σέ καμιά περίπτωση τήν κατάργησή της, πέτυχαν τόν ἀπόλυτο ἔλεγχο πάνω της, τήν ἀποδυνάμωσαν καί λίγο-πολύ τήν ἐξουδετέρωσαν, μεταβάλλοντάς την σέ ἀκίνδυνο «θεσμό». Ἡ Ὀρθοδοξία ἀπό περιέχουσα σύνολη τήν κοινωνική πραγματικότητα, καταντᾶ κρατική θρησκευτική ὑπηρεσία. Μετά δέ καί την ἀνακήρυξη τοῦ Ἑλλαδικοῦ Αὐτοκέφαλου, τή βίαιη, δηλαδή, καί ἀντικανονική ἀπόσχιση τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἀκολουθοῦν πράξεις ἀπίστευτης ἀγριότητας καί ἐχθρότητας ἔναντι τῆς ἱστορίας τῆς Ἀνατολικῆς Αὐτοκρατορίας τῶν Ρωμαίων καί τῆς παραδόσεως τοῦ γένους : καταστροφή ἑκατοντάδων βυζαντινῶν Ἐκκλησιῶν, διάλυση μοναστηριῶν (πάνω ἀπό 500 ἀπό τό σύνολο τῶν 600, πού ὑπῆρχαν τότε), διώξεις μοναχῶν καί ἀγωνιστῶν κληρικῶν, ἔξαρση τῆς προτεσταντικῆς προπαγάνδας, ἀποεκκλησιοποίηση τῆς Παιδείας, εἶναι ὁρισμένα ἀπό τά ἔργα καί τίς ἡμέρες τῆς Βαυαροκρατίας. Ἔτσι, ἔγινε δυνατή ἡ ἀπρόσκοπτη ἐπιβολή τῆς ἐξουσίας τοῦ κράτους σέ ὅλο τό φάσμα τῆς ἐθνικῆς ζωῆς, ὅταν μάλιστα ὁ παπικός βασιλέας κηρύχτηκε "κυρίαρχης" τῆς Ἐκκλησίας, ἔστω κι ἄν αὐτό ἴσχυε γιά τό "διοικητικόν μέρος". Κι ὅλα αὐτά γίνονται, ὄχι γιατί οἱ Βαυαροί καί ὅσοι ἔρχονται μαζί τους εἶναι ἄνθρωποι κακοί. Προέρχονται ἁπλά ἀπό κοινωνίες καί πολιτεῖες ἐντελῶς διαφορετικές. Μέ διαφορετικά βιώματα καί ἐμπειρίες, τίς ὁποῖες δέν βίωσε ὁ ἑλληνισμός στή δική του παράδοση. Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ διάλογος τοῦ Μακρυγιάννη μέ τόν Γάλλο Μαλέρμπ :
Τοῦ λέει ὁ Εὐρωπαῖος Μαλέρμπ : «Ἕνα θά σας βλάψει ἐσᾶς, τό κεφάλαιον τῆς θρησκείας, ὅπου εἶναι αὐτήνη ἡ ἰδέα σ' ἐσᾶς πολύ τυπωμένη».
Ἀπαντάει ὁ Μακρυγιάννης, ἄνθρωπος μέ βαθιά ριζωμένη μέσα του τήν ἑλληνορθόδοξη παράδοση : «Πρᾶγμα τζιβαϊρικόν, πολυτίμητο, ὁποῦ τό βαστήξαμεν εἰς τήν τυραννία τοῦ Τούρκου, δέν τό δίνομεν τώρα, οὔτε τό καταφρονοῦμεν οἱ Ἕλληνες... Καί τί ἔχεις ἐσύ διά μένα τί δοξάζω ἐγώ; ... Καί ὄχι τοῦ λόγου σου νά μοῦ τό εἰπεῖς δέν σ' ἀκούγω, ἀλλά κι ὁ Θεός ὁ δικός σου νά μοῦ τό εἰπεῖ, δέν σαλεύει τό μάτι μου»...
Μετά ἀπ' ὅλα αὐτά, πολύ διαγραμματικά καί σύντομα, μποροῦμε νά περιγράψουμε τή διαμόρφωση τοῦ ἐθνικοῦ μας βίου στίς βασικές του διαστάσεις :
Α) Στήν πολιτική ζωή, ἐκφραστές τοῦ πολιτικοῦ βίου ἔγιναν τά κόμματα, τά ὁποία ἀπό τήν ἀρχή γίνονται ὄργανα καί ἐκφραστές τῆς ξένης ἐπιρροῆς. Γαλλικό κόμμα, Ἀγγλικό καί Ρούσικο. Τό μόνο ἑλληνικό, πού τούς ἔμεινε, ἦταν ἡ ἀρχομανία τῶν ἡγεσιῶν τους.
Ὁ πολιτικός βίος περιῆλθε στά χέρια κατά κανόνα δυτικιζόντων πολιτικῶν, πού διερωτᾶται κανείς ποιᾶς παραδόσεως φορεῖς ἦταν. Πολλοί ἀπ' αὐτούς ἑτοιμάζονταν γιά τήν ἀποστολή τους ἀπό ξένες δυνάμεις, ὅπως ἀναφέρει ὁ Κοσμᾶς Φλαμιάτος.
Ἀπό τήν ἀρχή στόν κομματικό-πολιτικό βίο ἐπικρατοῦν ἡ ἀπεριόριστη κομματική συναλλαγή, τό ρουσφέτι, οἱ τυφλοί φανατισμοί, ἡ φαυλότητα, οἱ ἐκλογικές νοθεῖες.
Γράφει ὁ Μακρυγιάννης γιά τήν περίοδο αὐτή : «Ἄν μᾶς ἔλεγε κανένας αὐτήνη τήν λευτεριά ὁποῦ θά γευόμαστε, θά περικαλούσαμε τόν Θεό νά μᾶς ἀφήσει εἰς τούς Τούρκους ἄλλα τόσα χρόνια, ὅσο νά γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τί θά εἰπῆ πατρίδα, τί θά εἰπῆ θρησκεία, τί θά εἰπῆ φιλοτιμία, ἀρετή καί τιμιότη. Αὐτά λείπουν ἀπ' ὅλους ἐμᾶς, στρατιωτικούς καί πολιτικούς. Τίς πρόσοδες τῆς πατρίδας τίς κλέβομεν, ἀπό ὑποστατικά δέν τῆς ἀφήσαμε τίποτας, σέ 'πηρεσίαν νά μποῦμεν, ἕνα βάζομεν εἰς τό ταμεῖον, δέκα κλέβομεν. …Τέτοιοι μπαίνουν εἰς τά πράματα καί τέτοιους συντρόφους βάνουν. Δύσκολο εἶναι ὁ τίμιος ἄνθρωπος νά κάνει τά χρέη του πατριωτικῶς. Οἱ ἀγωνισταί οἱ περισσότεροι καί οἱ χῆρες κι ὀρφανά δυστυχοῦν. Πολυτέλεια καί φαντασία - γεμίσαμεν πλῆθος πιανοφόρτια καί κιθάρες. Οἱ δανεισταί μας ζητοῦν τά χρήματά τους, λεπτό δέν τούς δίνομεν ἀπό αὐτά - κάνουν ἐπέβασιν εἰς τά πράματά μας. Καί ποτές δέν βρίσκομεν ἴσιον δρόμον. Πῶς θά σωθοῦμεν ἐμεῖς μ' αὐτά καί θά σκηματιστοῦμεν εἰς τήν κοινωνία τοῦ κόσμου ὡς ἄνθρωποι; Ὁ Θεός ἄς κάμει τό ἔλεός του νά μᾶς γλυτώσει ἀπό τόν μεγάλον γκρεμνόν, ὁποῦ τρέχομεν νά τζακιστοῦμεν»[5] .
Β) Στόν χῶρο τῆς λαϊκῆς θρησκευτικότητας καί εὐσέβειας παρατηρεῖται ἀργή, ἀλλά σταθερή ἀπομάκρυνση ἀπό τίς παραδοσιακές γραμμές. Ἡ θρησκευτικότητα, πού καλλιεργεῖται, εἶναι ἀπογυμνωμένη ἀπό τό παραδοσιακό ἀνθρωπολογικό πρότυπο τοῦ ἁγίου. Εἶναι ἁπλά ἀγωγή ἠθικῆς καλυτέρευσης. Ἐξυπηρετεῖ κυρίως κοινωνικούς στόχους : τή δημιουργία χρηστῶν καί εὐπειθῶν πολιτῶν, καλῶν ὑπηκόων, ἠθικῶν προσωπικοτήτων μέ ἀντικειμενικό κοινωνικό ἐκτόπισμα. «...δέν εἶναι ἐκκλησιαστική, οὔτε λειτουργική, δέν ἀναδεικνύει θεωμένους ἀνθρώπους, ἀλλά "καθώς πρέπει" μικροαστούς χριστιανούς... »[6] .
Εἰσάγονται, ὑπό τήν ἐπίδραση τοῦ προτεσταντικοῦ εὐσεβισμοῦ, οἱ λεγόμενες Χριστοήθειες, πού προσδιόριζαν τό ἦθος τῆς νέας κοινωνίας, δηλαδή τίς «σχέσεις ἀνάμεσα στά ἄτομα καί ἀνάμεσα στά φύλα»[7] . Εἶναι «ὁδηγοί καλῆς συμπεριφοράς» τοῦ πολίτη, «πῶς θά καθήσει, πῶς θά φάει, πῶς θά μιλήσει...»[8]. Τίς συνέπειες αὐτῆς τῆς εἰσβολῆς ἐπισημαίνει ὁ Κ. Δημαράς, γράφοντας : «Ὅλα δείχνουν ὅτι μιά βαθιά ἀλλοίωση ἔχει ἐπέλθει στή συγκρότηση τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας»[9]. Ἀπό τόν αὐθορμητισμό τῆς καρδιᾶς καί τό ρωμαίικο ἦθος, περνοῦσε ἔτσι τό γένος στήν τυποποιημένη συμπεριφορά τῶν καλῶν τρόπων καί τοῦ ἠθικισμοῦ.
Γ) Στόν κοινωνικό βίο, τό ἔθνος μαθαίνει μετά τό 1821 νά ταυτίζει τή Φραγκιά μέ τή σωτηρία του καί τόν ἐκπολιτισμό του. Ἐθίζεται νά θεωρεῖ σάν ἀπόδειξη πολιτιστικῆς προόδου καί εὐημερίας τό πέρασμα ἀπό τή λαϊκή χειροτεχνία στά βιομηχανοποιημένα προϊόντα, ἀπό τά ἀριστουργήματα τῆς λαϊκῆς ἀρχιτεκτονικῆς στά τερατουργήματα τῆς σύγχρονης πολεοδομίας καί ἀπό τήν βυζαντινή εἰκόνα στήν αἰσθαντικότητα τῆς Ἀναγέννησης. Ταυτόχρονα ὑποτιμᾶ τήν παράδοσή του, τήν ὁποία, καί ὅταν ἐξυμνεῖ, τήν ἀντιμετωπίζει σάν εἶδος φολκλορικό καί ὄχι σάν ἔκφραση ἑνός τρόπου ζωῆς, πού διασώζει τήν αὐθεντικότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου.
Ἡ ἐπαφή μέ τόν δυτικό τρόπο σκέψης καί ζωῆς παίρνει τεράστιες διαστάσεις κατά τήν πρώτη εἰκοσαετία μετά τήν ἀπελευθέρωση, κυρίως μέσα στά σχολεῖα, τῶν προτεσταντῶν μισσιοναρίων (ἱεραποστόλων), πού ἱδρύονται στόν ἑλληνικό χῶρο. Σ' αὐτά ἄλλωστε σπούδαζαν οἱ ἡγέτες τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας τοῦ ΙΘ' αἰώνα. Ἄνθρωποι δυτικοσπουδαγμένοι, μέ ἐλάχιστη ἕως καθόλου σχέση μέ τήν παράδοση καί τούς καημούς τῆς χώρας τους, θά ἀναλάβουν τούς ἐκπαιδευτικούς προγραμματισμούς καί τήν ἡγεσία τῆς Ἑλλάδας. Στά 1882 ὁ Βλ. Γαβριηλίδης σημειώνει πώς οἱ παιδαγωγοί μας ἀντλοῦσαν τή σοφία τους «εἰς τά θυλάκια τῶν Γερμανῶν καθηγητῶν τους»[10] . Ἀπό τόν ΙΘ' αἰώνα ἀρχίζει ἄλλωστε ἡ κατάρτιση καί προετοιμασία τῶν ἡγετῶν τῆς χώρας στά ἐκπαιδευτικά ἱδρύματα τοῦ ἐξωτερικοῦ, κάτι πού συνεχίζεται αἰσίως ἕως καί σήμερα.
Οὐσιαστικά στό ἐλεύθερο ἑλληνικό κράτος, ἡ διαμόρφωση τῆς παιδείας στάθηκε ἐμπόδιο στήν ὁμαλή συνέχεια τῆς ἐθνικῆς μας πορείας. Ναρκώθηκε ἡ ἐθνική καί θρησκευτική μας ἰδιαιτερότητα καί στριμωχτήκαμε στανικά στήν τροχιά τῆς Δύσης, νοθεύοντας ἀδιάκοπα τό βαθύτερο εἶναι μας.
Καί σήμερα; Καί τώρα;
Ὑπάρχει ἄραγε δυνατότητα ἀνατάξεως τοῦ ἐθνικοῦ ὀργανισμοῦ ἤ ὅλα χάθηκαν καί πρέπει νά ὑποταχθοῦμε ἀμαχητί;
Θεωρῶ πώς σήμερα, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη φορά, ἐπιβάλλεται νά ξαναβροῦμε αὐτά, πού χάσαμε. Γιατί, αὐτά, πού χάσαμε, συνιστοῦν πανανθρώπινη διαχρονική παναλήθεια. Εἶναι ἀπαραίτητο νά ἀναζητήσουμε, νά βροῦμε τήν χαμένη ἐθνική καί θρησκευτική μας ἰδιαιτερότητα, οὐσιαστικά, δηλαδή, τήν χαμένη μας πατρίδα, «...ὄχι ὡς σωβινιστική ἐχθρότητα, ἀλλ' ὡς λυτρωτικό ἀντίβαρο στόν οἰκουμενιστικό ὁδοστρωτήρα (πολιτικά καί πνευματικά), πού ἰσοπεδώνει τό φρόνημα καί ἐκθεμελιώνει τά σύνορα τῶν ψυχῶν καί τῶν συνειδήσεών μας»[11] .
Τότε καί μόνον τότε μποροῦμε νά γίνουμε ἀληθινά οἰκουμενικοί ἄνθρωποι, χωρίς ἄρρωστους ἐθνικισμούς καί καπηλεῖες. Γιατί, οὐσιαστικά, ὁ ἄνθρωπος, πού δέν ἀγαπάει τήν πατρίδα του, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἕνας «οἰκουμενικός τυχοδιώκτης καί πλάνης στήν ἔρημο τοῦ ἀτομισμοῦ του»[12] . Τό ἴδιο ἐννοεῖ καί ὁ Ντοστογιέφσκι, ὅταν λέει πώς μόνο ὅταν αἰσθανθεῖ κανείς βαθιά τό πνευματικό στοιχεῖο τοῦ λαοῦ του, τότε καί μόνον τότε παύει νά εἶναι ξενόφοβος.
Τό 1984 σ' ἕνα βιβλίο, πού ἐξέδωσε ἡ Ἱερά Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, μέ τίτλο «Τό Ἅγιον Ὄρος καί ἡ παιδεία τοῦ γένους μας», μεταξύ ἄλλων γράφονται κι αὐτά :
«...Μᾶς πῆραν μωρά ἀπό τόν μαστό τῆς μάνας μας, τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Μᾶς ἔμαθαν ἄλλα. Μᾶς ἔδωσαν νά πιοῦμε γάλα κονσέρβας. Μᾶς ἔκοψαν ἀπό τίς ρίζες. Μᾶς χώρισαν ἀπό τήν παράδοση. Μᾶς ἀπομάκρυναν ἀπό τό σπίτι μας. Μᾶς ἔκαμαν ἀλλοδαπούς στόν τόπο μας. Βάλθηκαν νά μᾶς ξεμάθουν τή μητρική μας γλώσσα, τή γλώσσα τῆς Ὀρθοδοξίας, τή μητρική γλώσσα τοῦ ἀνθρώπου.
Ποιοί; Ὅσοι θέλησαν διά τῆς βίας νά μᾶς σώσουν. ...Μαζί μ' αὐτούς, ὅλοι ὅσοι θεωρήσαμε τά φῶτα τους φῶτα, τόν πολιτισμό τους πρόοδο. Καί ἔτσι στά τυφλά, χωρίς διάκριση πνευματική πήραμε τό κάθε τί ἀπ' αὐτούς σάν ἀνώτερο, καλύτερο, πολιτισμένο (σέ τέχνη, δίκαιο, διοργάνωση ζωῆς, ἀρχιτεκτονική, μουσική...).
Ἄν αὐτοί, πού προηγήθηκαν ἡμῶν, καί ἔζησαν καί τάφηκαν σέ τοῦτα τά χώματα, αὐτοσχεδίαζαν, κάνοντας τό κέφι τους, τότε θά μπορούσαμε καί μεῖς νά συνεχίσουμε αὐτοσχεδιάζοντας.
Ἄν, ὅμως, ἔζησαν διαφορετικά. Ἄν ἀποφάσισαν νά πεθάνουν καί ἔτσι ἔζησαν. Ἄν ὁ τρόπος τῆς ζωῆς τους ἦταν ἀπόφαση θανάτου. Ἄν ὅλη τους ἡ δημιουργία, τό ἦθος, ὁ λόγος, τά ἔργα, ἡ μορφή, ἡ χειρονομία, τό ὁρατό καί τό ἀόρατο ἐξ αὐτῶν εἶναι γεννημένο ἐκ τοῦ θανάτου, ἀπό τή θυσία ὅλων, γιά νά γεννηθεῖ κάτι καλύτερο, ἄλλης φύσεως, ἄλλης ὑφῆς γιά τούς ἄλλους, γιά μᾶς ὅλους. ...
Ἄν δέν εἶχαν ἀγωνιστεῖ, κλάψει, ὑπομείνει, προσευχηθεῖ, θυσιαστεῖ τόσοι ἄγνωστοι στά βουνά, στά νησιά καί στίς πόλεις. Ἄν δέν εἶχαν στά τραγούδια, στή ζωή καί στά ἤθη τους αὐτή τήν ἀνθρωπιά, πού σέ σφάζει.
Ἄν δέν ἦταν γενάρχες τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ ἕνας ἅγιος Κοσμᾶς καί ἕνας Μακρυγιάννης. Ἄν δέν ὑπῆρχαν ὅλα αὐτά στό αἷμα μας, τότε θά μπορούσαμε νά κάνουμε ὅ,τι μᾶς κατέβη.
Τώρα δέν εἶναι ἔτσι. Τώρα βρισκόμαστε ἐν τόπῳ καί χρόνῳ ἁγίῳ. Δέν μποροῦμε νά εἴμαστε ἐπιπόλαιοι. Δέν ἀνήκουμε στόν ἑαυτό μας. Ἀνήκουμε σ' αὐτούς, πού μᾶς γέννησαν, καί σ' ὅλο τόν κόσμο. Εἴμαστε χρεωμένοι μέ πνευματική κληρονομιά. Δέν μᾶς σώζει καμμιά δικαιολογία...».
Ὁ φαινομενικός ἀντιδυτικισμός, πού ἐκπέμπει, ἐνδεχομένως, ἡ ὁμιλία μου, δέν σημαίνει σέ καμιά περίπτωση ἀποστροφή, ἄρνηση ἤ ἀπόρριψη τῆς Εὐρώπης, οὔτε καμιά ἀντίληψη ἐσωστρέφειας καί στείρας προγονοπληξίας. Πεποίθησή μου εἶναι πώς καί ἀναγκαία καί ἀπαραίτητη εἶναι ἡ συνάντηση λαῶν καί πολιτισμῶν καί ἡ διασταύρωσή τους. Τό μεγάλο, ὅμως, ζητούμενο εἶναι τό πῶς θά γίνει αὐτό. Κάτω ἀπό ποιές προϋποθέσεις. Ποιά δυνατότητα κριτικῆς ἐπιλογῆς καί ἐπιλεκτικότητας ἔχουμε, πού σημαίνει πόσο ξέρουμε καί πόσο ζοῦμε τίς πνευματικές καί πολιτισμικές μας ὑποθῆκες. Τελικά αὐτό σημαίνει πόση ἀξιοπρέπεια καί αὐτοσεβασμό διαθέτουμε.
Ὁ ποιητής μας, Γιώργος Σεφέρης, στή βράβευσή του μέ τό Βραβεῖο Νόμπελ τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1964, στή Στοκχόλμη ἔλεγε :
«Ἀνήκω σέ μιά χώρα μικρή. Ἕνα πέτρινο ἀκρωτήρι στή Μεσόγειο, πού δέν ἔχει ἄλλο ἀγαθό, παρά τόν ἀγώνα τοῦ λαοῦ του, τή θάλασσα καί τό φῶς τοῦ ἥλιου. Εἶναι μικρός ὁ τόπος μας, ἀλλά ἡ παράδοσή του εἶναι τεράστια καί τό πράγμα, πού τή χαρακτηρίζει, εἶναι ὅτι μᾶς παραδόθηκε χωρίς διακοπή....»[13] .
Καί σέ ἄλλη ὁμιλία του θά πεῖ :
« …τό πράγμα, πού μέ βοήθησε περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο, δέν ἦταν οἱ ἀφηρημένοι στοχασμοί ἑνός διανοούμενου, ἀλλά ἡ πίστη καί ἡ προσήλωσή μου σ' ἕναν κόσμο ζωντανῶν καί περασμένων ἀνθρώπων. Στά ἔργα τους, στίς φωνές τους, στό ρυθμό τους, στή δροσιά τους. Αὐτός ὁ κόσμος, ὅλος μαζί, μοῦ ἔδωσε τό συναίσθημα πώς δέν εἶμαι μιά ἀδέσποτη μονάδα, ἕνα ἄχερο στ' ἀλώνι. Μοῦ ἔδωσε τή δύναμη νά κρατηθῶ ἀνάμεσα στούς χαλασμούς, πού ἦταν τῆς μοίρας μου νά ἰδῶ. Κι ἀκόμη, μ' ἔκανε νά νιώσω, ὅταν ξαναείδα τό χῶμα, πού μέ γέννησε, πώς ὁ ἄνθρωπος ἔχει ρίζες, κι ὅταν τίς κόψουν, πονεῖ, βιολογικά, ὅπως ὅταν τόν ἀκρωτηριάζουν»[14].
Ὅλα ὅσα σᾶς ἀνέφερα μέχρι τώρα καί σᾶς κούρασα, μέ ὁδηγοῦν στή πεποίθηση πώς τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, μέσα στό κλίμα πού περιέγραψα, ξεπερνᾶ κατά πολύ τή δεοντολογία ἑνός μαθήματος, πού ἔχει σκοπό τήν ἁπλή μετάδοση στούς μαθητές καί τίς μαθήτριές μας δογματικῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεώς μας καί ἀναδεικνύεται σημαντικός παράγοντας ἀντίστασης, αὐτογνωσίας καί αὐθυπέρβασης τόσο σέ ἀτομικό ὅσο καί σέ συλλογικό, ἐθνικό ἐπίπεδο.
Γιά νά λειτουργήσει πρός αὐτή τήν κατεύθυνση τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, θά πρέπει ὁπωσδήποτε νά συντονιστεῖ μέ τήν πνευματική του ἰδιορρυθμία. Συγκεκριμένα :
Ὁ κόσμος τῶν Θρησκευτικῶν εἶναι προπαντός κόσμος πίστεως. Δέν παραθεωρεῖ οὔτε ὑποτιμάει τόν κόσμο τῆς γνώσης, ἀλλά βαδίζει πρίν καί μετά ἀπό αὐτόν. Ἔτσι, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δέν προβάλλεται ὡς μιά πρόταση, πού μπορεῖ ὁ μαθητής νά τήν ἀπορρίψει ἤ νά τήν ἀποδεχτεῖ λογικά, διότι μέ τόν τρόπο αὐτό θά ἔχανε τόν μυστηριακό καί λυτρωτικό του χαρακτήρα, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τήν πλέον ἀναγκαία προϋπόθεση γιά τήν ἀνάπτυξη ἑνός γνήσιου καί αὐθεντικοῦ βιώματος.
Τό μάθημα δέν ἀποβλέπει νά ἀκονίσει πρώιμα τή λογική τοῦ μικροῦ μαθητῆ, ἀλλά, ἀναπτύσσοντας τό θρησκευτικό του συναίσθημα, νά τοῦ ἐμφυσήσει τό ὅραμα ἑνός κόσμου ἀνώτερου καί ἀντίθετου ἀπό τόν κόσμο τοῦ ἐγωισμοῦ, τοῦ συμφέροντος καί τῆς ἀτομοκρατίας. Ἔτσι, ἡ θρησκεία δέν κινδυνεύει νά ἐκπέσει σέ ἰδεολογία, σέ σύστημα, σέ ἀτομική ἄποψη. Ἐάν συμβεῖ αὐτό, τότε γίνεται ἀπάνθρωπη.
Ἐάν ὁ ἄξονας τοῦ μαθήματος μετακινηθεῖ ἀπό τόν χῶρο τῆς πίστεως στόν χῶρο τῆς λογικῆς, εὔκολα τό μάθημα μετατρέπεται σέ μάθημα κοινωνιολογίας, ἡ πίστη μετατρέπεται σέ μιά κοσμοαντίληψη περί κοινωνικῆς δικαιοσύνης, ἡ ὁποία ὅμως μπορεῖ νά προέλθει ὄχι ἀπό τήν ἐσωτερική ἀναγέννηση καί μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ἀλλά ἀπό τήν ἀλλαγή τῶν ἐξωτερικῶν ὑλικῶν συνθηκῶν. Μέ τόν τρόπο αὐτό, ἐξοβελίζεται ἡ προσωπική εὐθύνη καί βρίσκει ὡραῖο ἄλλοθι καί καταφύγιο ἡ ὑποκριτική συμπόνια γιά τήν ὑφιστάμενη κοινωνική ἀδικία, πού ἱστορικά καί νομοτελειακά πάντα θά ὑπάρχει. Στήν περίπτωση αὐτή, τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ἀχρηστεύεται καί ἡ πίστη καταντᾶ παραπλανητική ἰδεολογία. Ὁ κόσμος, ὅμως, δέν χρειάζεται ἀκόμη μιά ἰδεολογία. Ἡ ἰδεολογία διαιρεῖ, ἡ πίστη ἀντίθετα ἑνώνει τά διεστώτα καί, μέ τόν ἠθικό δυναμισμό τῆς αὐθυπέρβασης καί τῆς ἄρνησης τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ, ὁδηγεῖ τόν μαθητή σέ αὐθεντική πνευματική ὡρίμανση.
Καί πνευματική ὡρίμανση δέν σημαίνει ὑπερτροφία τῆς λογικῆς καί τῆς κριτικῆς ἱκανότητας, ἀλλά ἀνάπτυξη ἑνός ὑγιοῦς, ἀνιδιοτελοῦς αἰσθήματος εὐθύνης ἔναντι τοῦ ἑαυτοῦ μου καί ἔναντι ὅλων τῶν συνανθρώπων μου.
Δεύτερη προϋπόθεση εἶναι τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν νά καταυγάζεται ἀπό τό παιδαγωγικό πρότυπο, τό ἀνθρωπολογικό πρότυπο τοῦ θεωμένου ἀνθρώπου, τοῦ ἁγίου. Ἅγιος δέν εἶναι ἕνας ἄνθρωπος μέ φοβερές καί τρομερές ὑπερφυσικές δυνάμεις. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος, πού ἀγωνίστηκε, μετανόησε, ἔκοψε τό θέλημά του καί, γενικά, ἔζησε καί βίωσε μέχρι τά κατάβαθα τῆς ὕπαρξής του τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Ἐμεῖς στό μάθημα δέν πρέπει νά δίνουμε τό βάρος στά θαύματα τῶν ἁγίων (χωρίς νά τά ἀποκλείουμε φυσικά), ἀλλά στό δρόμο πρός τήν ἁγιότητα. Ἡ ἀκατάσχετη θαυματολογία μπορεῖ νά δημιουργήσει στρεβλώσεις στήν πνευματική ζωή τῶν μαθητῶν μας.
Ὁ βιογράφος τοῦ Γέροντος Παϊσίου ἀναφέρει χαρακτηριστικά :
«....Σκοπός μας δέν ἦταν νά παρουσιάσουμε "ἕναν κατάλογο θαυμάτων". Διότι, εἶναι φυσικό σέ κάποιον, πού φθάνει στήν "ἀκρώρεια" τῶν ἀρετῶν καί ἀποκτᾶ τή θεία χάρι, νά ἐνεργοῦν τά χαρίσματα καί νά κάνη θαύματα. Ἀλλά τό ζητούμενον εἶναι πῶς θά φθάσει ὡς ἐκεῖ, ποιό δρόμο θά ὁδεύσει καί μέ ποιόν τρόπο θά ἀγωνισθεῖ ἐναντίον τῶν παθῶν καί τῶν πειρασμῶν. Πιό πολύ ἀπό τά θαύματά του μας ἔχουν συγκινήσει ἡ μεγάλη του αὐταπάρνηση, οἱ φιλότιμοι ἀγῶνες γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἡ μοναχική ἀκρίβεια καί ἡ λεπτή του αἴσθηση γιά τήν πνευματική ζωή, ἡ σπάνια διάκρισή του, ἡ θυσιαστική του ἀγάπη γιά τόν κάθε ἄνθρωπο καί τό πατερικό του φρόνημα, πού ἀνέπαυε»[15].
Τό παράδειγμα τῆς ζωῆς τῶν ἁγίων εἶναι αὐτό, πού συγκινεῖ τόν μαθητή, τόν φιλοτιμεῖ. Δέν τόν καλουπώνει, τόν ἐμπνέει. Γλυκαίνει τήν ὕπαρξη του, τόν ἐλευθερώνει.
Χωρίς νά καταφεύγουμε σέ ἠθικολογίες καί συνταγές καλῆς συμπεριφορᾶς, ἀφήνουμε τό παιδί νά ἐμπνευστεῖ καί νά ἐκφραστεῖ ἐλεύθερα καί ἀβίαστα, ἀκολουθώντας τήν περιπέτεια τόσων ἁγίων, ἀνδρῶν καί γυναικῶν.
Ἐπιμένουμε ἰδιαίτερα στήν ἀνιδιοτέλεια, τήν ἀγάπη καί τή θυσιαστική προσφορά τῶν ἁγίων.
Στό νησί τῆς Πάρου, κατά τή διάρκεια τῆς γερμανικῆς κατοχῆς, μετά ἀπό μιά δολιοφθορά τῶν Ἑλλήνων ἐναντίον τῶν Γερμανῶν, ὁ Γερμανός διοικητής μάζεψε κι ἀποφάσισε νά ἐκτελέσει, ὡς ἀντίποινα, ἑκατόν πενήντα νέους τοῦ νησιοῦ. Ἡ ἀπόφαση ἦταν τελεσίδικη καί παρ' ὅλες τίς παρακλήσεις δημάρχων, ἐπισκόπων καί ἄλλων ἐπιφανῶν τοῦ νησιοῦ, ὁ Γερμανός διοικητής παρέμεινε ἀμετάπιστος.
Ὁ Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος, ἡγούμενος ἑνός μοναστηριοῦ στήν Πάρο, κάλεσε τόν Γερμανό Διοικητή καί τήν ἀκολουθία του στό μοναστήρι του νά τούς φιλοξενήσει. Τούς παρέθεσε πλούσια τράπεζα, ζήτησε τά ὀνόματα τῶν οἰκείων τους καί τέλεσε τήν παράκληση τῆς Παναγίας ὑπέρ ὑγείας τῶν προσώπων αὐτῶν. Ὁ Γερμανός διοικητής ἀλλοιώθηκε μετά τό τέλος τῆς ἀκολουθίας καί παρακάλεσε τόν πατέρα Φιλόθεο νά τοῦ ζητήσει ὁποιαδήποτε χάρη, ἐκτός ἀπό τό νά μή γίνει ἡ ἐκτέλεση τῶν ἑκατόν πενήντα νέων. Ὁ πατήρ Φιλόθεος τότε τοῦ εἶπε : «Πρίν σᾶς ζητήσω ὁ,τιδήποτε, θέλω νά μοῦ δώσετε τό λόγο τῆς στρατιωτικῆς σας τιμῆς ὅτι θά κάνετε αὐτό, πού θά σᾶς πῶ». «Ἔχετε τό λόγο τῆς στρατιωτικῆς μου τιμῆς», ἀπάντησε ὁ Γερμανός. Τοῦ εἶπε τότε ὁ πατήρ Φιλόθεος : «Θέλω νά βάλετε κι ἐμένα ἀνάμεσα στούς ἑκατόν πενήντα καί νά ἐκτελέσετε ἐμένα πρῶτο». Μετά ἀπό αὐτό ὁ Γερμανός ἀναγκάστηκε νά ὑπογράψει τήν ἀπόλυση καί τῶν ἑκατόν πενήντα Παριανῶν[16] .
Ποιά ἠθικολογία καί ποιά θεωρία μπορεῖ νά ἔχει καλύτερα ἀποτελέσματα ἀπό τή διήγηση ἑνός τέτοιου παραδείγματος;
Τή ζωή τοῦ παιδιοῦ δέν τήν ἐμπνέει μιά στείρα πολυμάθεια, ἀπόψεις, πληροφορίες, κρίσεις, ἀλλά τό ζωντανό παράδειγμα αὐτῶν, πού νίκησαν τόν θάνατο, μέ τόν ἡρωισμό τῆς θυσιαστικῆς προσφορᾶς καί τῆς ἀγάπης. Ἔτσι, ὁ μαθητής μας θά ἀγαπήσει τή ζωή, θά ἀποκτήσει κράση δυνατή. Δέν θά λυγίσει στήν πρώτη δυσκολία καί ἀναποδιά.
Ὅταν τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ἐμφορεῖται ἀπ' ὅλα τά παραπάνω δέν εἶναι δυνατόν νά πληγώσει κανέναν ἑτερόδοξο μαθητή μας, ὁ ὁποῖος θέλει καί ἐπιθυμεῖ νά παραμείνει καί νά παρακολουθήσει τό μάθημα. Πῶς θά μποροῦσε ἄλλωστε νά συμβεῖ αὐτό, ὅταν τό κυρίαρχο πρόσωπο τοῦ μαθήματος, ὁ Χριστός, εἶναι ἡ προσωποποίηση τῆς ἀγάπης πρός κάθε ἄνθρωπο, ἀδιακρίτως χρώματος, φυλῆς, φύλου, σωματικοῦ καί ψυχικοῦ ἐλαττώματος;
Αὐτό τό ἀναφέρω, ἐπειδή ὁρισμένοι πιστεύουν πώς, ἀφοῦ στίς τάξεις μας ὑπάρχουν καί παιδιά ἄλλων δοξασιῶν, ἴσως θά ἔπρεπε νά διδάσκουμε Θρησκευτικά «μέσου ὅρου», δηλαδή Θρησκευτικά χωρίς ταυτότητα, κάτι λίγο ἀπ' ὅλα. Κάτι τέτοιο θά ἀλλοίωνε ἀπολύτως τό νόημα τοῦ μαθήματος. Ἔτσι, τό μάθημα θά μετατρέπονταν ἀπό μονοπάτι ἀναζήτησης τῆς ἀλήθειας σέ μονοπάτι σχετικοποίησης τῆς ἀλήθειας.
Τρίτη προϋπόθεση εἶναι τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν νά καταφεύγει σέ κάθε εὐκαιρία στά νάματα τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσης τοῦ λαοῦ μας. Ὄχι στήν παράδοση ὡς φολκλόρ, ἀλλά σέ ἐκεῖνο τό διαχρονικό πλέγμα τῶν καταστάσεων, τῶν περιπετειῶν, τῶν ψυχισμῶν καί τῶν πνευματικῶν κορυφώσεων , πού κατάφερε μέσα στό διάβα τῶν αἰώνων νά «...μετουσιώσει σέ θεσμούς, σέ ἔκφραση καί σέ πρακτικές τό πνεῦμα, πού ἀπό τή φύση του εἶναι ἀγαθοποιό»[17] . Ἡ παράδοση δέν εἶναι κάτι στατικό, ἀλλά μήτρα ἀναπαραγωγῆς καί ὕπερος ἀναδημιουργίας.
«Τήν ἑλληνική παράδοση - ὅπως καί τήν γαλλική», θά μᾶς πεῖ ὁ Σεφέρης, «δέν πρέπει νά τή φαντάζεται κανείς σάν τό ξόδι ἑνός ἔνδοξου φέρετρου - ἀλλά σάν μιά ὀντότητα παροῦσα καί συγκαιρινή, πού προχώρησε μαζί μέ τούς πατέρες μας καί προχωρεῖ τώρα μαζί μας. Εἶναι μιά πορεία. Μιά μακρόσυρτη πομπή, πού ἐνταφιάζει εὐλαβικά τούς νεκρούς της, ἐμπλουτίζεται ὅμως διαρκῶς μέ νέους συνοδίτες»[18] .
Καί παρακάτω συνεχίζει : «...Ὅποιος δέν μπόρεσε νά νιώσει αὐτόν τόν ρυθμό τῆς ἀδιάσπαστης ζωῆς, πού γεννήθηκε μιά μέρα ἀνάμεσα σ' αὐτή τή θάλασσα καί σ' αὐτούς τούς λόφους, γιά νά κυλήσει, μέσα ἀπό μιά πνευματική καί σωματική ἀλληλουχία, μέχρι τίς μέρες μας˙ Ὅποιος δέν μπόρεσε νά τόν συλλάβει, στό σύνολό του, σάν κάτι τό τωρινό, δέν θά μπορέσει ποτέ νά ἀντιληφθεῖ τί σημαίνει Ἑλλάδα.
Καί ρωτᾶ : "Εἴσαστε πράγματι κατευθείαν ἀπόγονοι τοῦ Λεωνίδα καί τοῦ Θεμιστοκλῆ;".
- Ὄχι, εἴμαστε ἀπόγονοι μοναχά τῆς μάνας μας, πού μᾶς μίλησε ἑλληνικά, πού προσευχήθηκε ἑλληνικά καί πού ἔνιωσε τήν ψυχή της σέ ἀνάταση, τή Μεγάλη Παρασκευή, μπροστά στό ξόδι τοῦ νεκροῦ Θεοῦ...»[19] .
Μετά ἀπ' ὅλα αὐτά, τίθεται τό ἐρώτημα :
Τά βιβλία τῶν Θρησκευτικῶν ἀνταποκρίνονται ἄραγε στίς προϋποθέσεις, πού μόλις προανέφερα;
Νομίζω πώς αὐτονόητα ΟΧΙ. Καί ὁπωσδήποτε θά ἦταν εὐχῆς ἔργον νά εἴχαμε καλύτερα βιβλία. Ὅμως, ὁ ἀποφασιστικότερος παράγοντας γιά τήν ἐπιτυχία τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, ὅπως, ἴσως, καί γιά κάθε ἄλλο μάθημα, ἀναδεικνύεται ὁ δάσκαλος.
Τά βιβλία τά χρησιμοποιοῦμε ὡς διδακτικές ἀφορμές, ὄχι σάν μιά εὐκαιρία γιά παθητικό καί νυσταλέο ἀναμάσημα κεφαλαίων καί ὑλικό γιά ἐκμάθηση δι' ἀποστηθίσεως.
Τό ἔργο μας δέν εἶναι εὔκολο. Τά περισσότερα ἀπό τά σημερινά παιδιά «...εἶναι τυπικά προϊόντα τῶν διαμερισμάτων, ἀσθενικοί καί ἀπομονωμένοι βλαστοί διαλυμένων ἤ ὑπό διάλυσιν οἰκογενειῶν, θρεμμένοι ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων μέ τήν ψυχοφθόρα ἰδεολογία τῶν ἀτομικῶν συμφερόντων καί δικαιωμάτων, πρᾶγμα πού σημαίνει πώς, γιά νά καρποφορήσει ἡ διδασκαλία μας, θά πρέπει νά τήν μεταπλάθουμε ἀδιάκοπα σέ μικρή κοινωνία πνεύματος»[20] , προσφέροντας ἀγαπητικά, θυσιαστικά τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας.
«Ἡ ἀγάπη πρός τούς μαθητές μας ὡς πρόσωπα ἀνάβει τόν σπινθήρα τῆς ἀγάπης καί στίς καρδιές τῶν μαθητῶν. Πολλά παιδιά σήμερα δέν ἀγαποῦν, γιατί δέν ἔχουν ἀγαπηθεῖ. Ὁ μαθητής διαισθάνεται ἐάν ὁ δάσκαλός του τόν ἀγαπᾶ καί τόν δέχεται ὡς πρόσωπο ἤ τόν ξεπερνᾶ καί στέκεται ἀδιάφορος, ψυχρός ἤ καί ἐχθρικός σ' αὐτόν»[21] .
Στό μάθημα θά πρέπει νά ἐπιτρέπουμε καί νά εὐνοοῦμε τόν διάλογο, νά δημιουργοῦμε κλίμα ἐλευθερίας, ὥστε τά παιδιά νά μποροῦν νά δέχονται, νά κρίνουν, νά ἀμφισβητοῦν ἀκόμα καί νά ἀπορρίπτουν αὐτά, πού ἐμεῖς μέ περισσή βεβαιότητα τούς λέμε.
Κι ἀφοῦ τά κάνουμε ὅλα αὐτά, νά μήν εἴμαστε βέβαιοι ὅτι πετύχαμε. Ἡ αὐτάρκεια αὐτή μαζί μέ τήν ἔπαρση τῆς βεβαιότητας ὁδηγεῖ, συνήθως, στήν πνευματική καί παιδαγωγική μας ἀποτυχία.
Ἐμεῖς ἔχουμε καθῆκον νά δείξουμε στά παιδιά τήν κατεύθυνση. Νά τούς δώσουμε ἐφόδια, νά τούς προειδοποιήσουμε γιά τίς παγίδες τῆς ζωῆς. Ὅμως, δέν ἔχουμε τό δικαίωμα νά στραγγαλίσουμε τή μοναδικότητα τῆς προσωπικῆς τους συνάντησης μέ τόν Θεό.
Ἄς μήν λησμονοῦμε ὅτι «τό πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ» καί ὅτι ἡ σχέση κάθε ἀνθρώπου μέ τόν Θεό ἔχει τά δικά της μοναδικά καί ἀνεπανάληπτα χαρακτηριστικά.
Τήν ἀξία αὐτοῦ τοῦ μοναδικοῦ βιώματος, πού ταυτόχρονα ἐλευθερώνει καί τόν διδάσκοντα ἀπό ἀδιέξοδα πιετιστικά ἄγχη, σκιαγραφεῖ μέ πολύ ὡραῖο τρόπο μιά ἰδιαίτερα ἀξιοπρόσεκτη λαϊκή διήγηση :
«Ἡ Παναγιά μέ τό Βρέφος στήν ἀγκαλιά Της, ἀποφάσισε νά κατέβει στή γῆ καί νά ἐπισκεφτεῖ ἕνα μοναστήρι. Ὑπερήφανοι ὅλοι οἱ ἱερεῖς στάθηκαν στή σειρά καί ὁ καθένας παρουσιάζονταν μπροστά στήν Παναγία, γιά νά τῆς ἀποδώσει τιμές. Ὁ ἕνας ἀπήγγειλε ὡραία ποιήματα, ὁ ἄλλος ἔδειξε τίς μικρογραφίες του γιά τή Βίβλο, ἕνας τρίτος ἀπαρίθμησε τά ὀνόματα ὅλων τῶν ἁγίων. Καί οὕτω καθεξῆς, ὁ κάθε μοναχός μέ τή σειρά του τίμησε τήν Παναγία καί τό Βρέφος.
Στήν τελευταία θέση τῆς σειρᾶς στεκόταν ἕνας ἱερέας, ὁ πιό ταπεινός τοῦ μοναστηριοῦ, ὁ ὁποῖος δέν εἶχε μάθει ποτέ τά σοφά κείμενα τῆς ἐποχῆς. Οἱ γονεῖς του ἦταν ἁπλοί ἄνθρωποι, πού δούλευαν σ' ἕνα παλιό τσίρκο τῆς γειτονιᾶς, καί τό μόνο, πού τοῦ εἶχαν μάθει, ἦταν νά πετάει μπάλες στόν ἀέρα καί νά κάνει μερικές ταχυδακτυλουργίες.
Ὅταν ἦρθε ἡ σειρά του, οἱ ἄλλοι ἔσπευσαν νά τελειώσουν μέ τήν ἀπόδοση τιμῶν, γιατί ὁ τέως ταχυδακτυλουργός δέν εἶχε τίποτε τό πιό σημαντικό νά πεῖ καί ἐνδεχομένως νά ὑποβάθμιζε τήν εἰκόνα τοῦ μοναστηριοῦ. Στό μεταξύ, στά βάθη τῆς καρδιᾶς του αἰσθανόταν κι ἐκεῖνος ἀπέραντη ἀνάγκη νά προσφέρει κάτι στόν Χριστό καί στήν Παναγία.
Ντροπαλός, αἰσθανόμενος τό βλέμμα ἀποδοκιμασίας τῶν ἀδερφῶν, ἔβγαλε μερικά πορτοκάλια ἀπό τήν τσέπη του καί βάλθηκε νά τῆς τά πετᾶ στόν ἀέρα, κάνοντας μερικές φιγοῦρες, τό μόνο πού ἤξερε.
Μόνο τότε χαμογέλασε τό Βρέφος κι ἄρχισε νά χτυπᾶ παλαμάκια στήν ἀγκαλιά τῆς Παναγίας. Καί πρός αὐτόν τόν ἱερέα ἅπλωσε ἡ Παναγία τά χέρια Της καί τόν ἄφησε νά κρατήσει τό Βρέφος λίγη ὥρα»[22] .
Αὐτή εἶναι ἡ παραδοξότητα τῆς λυτρωτικῆς ἐλευθερίας τῆς σχέσης τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο. Καμιά μηχανιστική ἀντίληψη. Πολύ ὀρθά ἔχει λεχθεῖ πώς : «...Ἡ ὀρθοδοξία δέν εἶναι σύστημα ἀξιῶν, πού ἐπινοεῖ ὁ ἄνθρωπος. Εἶναι θάνατος ὅλων τῶν ἀξιῶν, γιά νά ἡμπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ζεῖ ὄχι "ἀξίες", ἀλλά πλήρωμα ζωῆς, πού πηγάζει ἀπό τήν ἐν ἐλευθερίᾳ προσωπική κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό»[23] .
Μποροῦμε αὐτό νά μεταδώσουμε στούς μαθητές καί τίς μαθήτριες μας;
«....εἴμαστε ἕνας λαός μέ παλικαρίσια ψυχή, πού κράτησε τά βαθιά κοιτάσματα τῆς μνήμης του σέ καιρούς ἀκμῆς καί σέ αἰῶνες διωγμῶν καί ἄδειων λόγων. Τώρα πού ὁ τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει νά θέλει νά μᾶς κάνει τροφίμους ἑνός οἰκουμενικοῦ πανδοχείου, θά τήν ἀπαρνηθοῦμε ἄραγε αὐτή τή μνήμη; Θά τό παραδεχτοῦμε τάχα νά γίνουμε ἀπόκληροι;... »[24] .
Ὁ ὑπομνηματικός αὐτός λόγος τοῦ νομπελίστα ποιητῆ μας, θεωροῦμε πώς ἐξακολουθεῖ νά εἶναι ἀπολύτως ἐπίκαιρος.
[1] Ἀρχμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ἱ. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἀγ. Ὄρους, Ὀρθοδοξία καί Οὑμανισμός, σελ. 17, ἐκδόσεις Ἱερᾶς Κοινοβιακῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους.
[2] Paul Evdokimov, «Ἡ σιωπή τοῦ Θεοῦ», στό Ἡ αγωνία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου τοῦ Ἠλία Μαστρογιαννόπουλου, σελ. 35.
[3] Ἐπινομίς 987 Χ.
[4] Ἰωάννου Καποδίστρια, Ἐπιστολαί διπλωματικοί καί ἰδιωτικαί...μεταφρασθεῖσαι ἐκ τοῦ γαλλικοῦ παρά Μ. Γ. Σχινᾶ, τόμ. 1ος, Ἀθήνησι 1841, σελ. 335.
[5] ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ, τόμος Β', ἐκδόσεις Γιοβάνη, σελ. 206-207.
[6] Ἀρχμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ἱ. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἀγ. Ὄρους, Ὀρθοδοξία καί Οὑμανισμός, ἐκδόσεις Ἱερᾶς Κοινοβιακῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, σελ. 19.
[7] Στό ἴδιο, σελ. 34.
[8] Στό ἴδιο, σελ. 38.
[9] Στό ἴδιο, σελ. 39.
[10] Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους (ἐκδ. Ἐκδοτικῆς Ἀθηνῶν), τόμ. ΙΓ', Ἀθήνα 1977, σελ. 465.
[11] Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ, Ὀφειλή Ἀγάπης, Ἡ διάσταση Ἑνωτικῶν - Ἀνθενωτικῶν καί οἱ συνέπειές της διά τό γένος, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, σελ. 19.
[12] Στό ἴδιο, σελ. 18.
[13] Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές, Β΄ τόμος, «Ὁμιλία στή Στοκχόλμη», σελ. 159.
[14] Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές, Β΄ τόμος, «Ἡ γλώσσα στήν ποίηση μας»», σελ. 176.
[15] Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἀγιορείτου, Ἱερομόναχου Ἰσαάκ, Ἅγιον Ὄρος, σελ. 23-24.
[16] Γεροντικόν τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος, Κλείτου Ἰωαννίδη, «Γιά τόν Γέροντα Ἰουστῖνο Πόποβιτς», σελ. 154, ἐκδόσεις ‘Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος’.
[17] Χάρη Λαμπίδη, ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΕΣ, ἐκδόσεις «Ἀντίφωνον», σελ. 293.
[18] Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές, Γ' τόμος, «Δύο πτυχές τῆς πνευματικῆς ἐπικοινωνίας Γαλλίας καί Ἑλλάδας», ἐκδόσεις Ἴκαρος, σελ. 332.
[19] Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές, Γ' τόμος, «Γιά τούς ταξιδιῶτες τοῦ "SEA-ADVENTURE"», ἐκδόσεις Ἴκαρος, σελ. 316.
[20] Στέλιου Ράμφου, Παιδεία ἑλληνική, Θεοῦ γράμματα σπουδάματα, ἐκδόσεις Κέδρος, σελ. 64.
[21] Ἀρχμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ἱ. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἀγ. Ὄρους, Ὀρθοδοξία καί Οὑμανισμός, ἐκδόσεις Ἱερᾶς Κοινοβιακῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, σελ. 15.
[22] Paulo Coehlo, Ὁ Ἀλχημιστής, σελ. 13-14.
[23] Ἀρχμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ἱ.. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἀγ. Ὄρους, Ὀρθοδοξία καί Οὑμανισμός, ἐκδόσεις Ἱερᾶς Κοινοβιακῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, σελ. 35.
[24] Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές, Β΄ τόμος, «Ἡ Γλώσσα στήν ποίηση μας», σελ. 178.
Συνάντηση αντιπροσωπείας της ΠΕΘ με το ΔΣ της ΟΛΜΕ
Την Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2015, αντιπροσωπεία της ΠΕΘ αποτελούμενη από τον Δρ Θεολογίας κ. Κωνσταντίνο Σπαλιώρα, Πρόεδρο του ΔΣ της ΠΕΘ, τον Αναπλ. Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του ΕΚΠΑ, κ. Θωμά Ιωαννίδη, Αντιπρόεδρο του ΔΣ της ΠΕΘ, τον κ. Παναγιώτη Τσαγκάρη, ΜΑ Θεολογίας, Γενικό Γραμματέα του ΔΣ της ΠΕΘ, τον Δρ Θεολογίας κ. Δημήτριο Βογιατζή, μέλος της Επιτροπής Παιδείας της ΠΕΘ και τη Δρ Θεολογίας κ. Ιωάννα Κομνηνού, μέλος της Επιτροπής Παιδείας της ΠΕΘ, συναντήθηκε, με το ΔΣ της ΟΛΜΕ την ώρα που συνεδρίαζε για το θέμα που δημιουργήθηκε από τις ανακοινώσεις της ΟΛΜΕ κατά την 25η Σεπτεμβρίου 2015 για το ζήτημα των απαλλαγών από το μάθημα των Θρησκευτικών.
Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, εκφράστηκε η έντονη δυσαρέσκεια της ΠΕΘ για αποφάσεις που λαμβάνονται χωρίς καμία συνεργασία και επικοινωνία με τους άμεσα ενδιαφερόμενους κλάδους των εκπαιδευτικών, θέτοντας ευθέως θέμα υπέρβασης του θεσμικού ρόλου μελών του ΔΣ της ΟΛΜΕ. Ιδιαίτερα τονίστηκε από τους εκπροσώπους της ΠΕΘ ότι η παραπάνω στάση του ΔΣ καλλιεργεί την πιθανότητα διατάραξης των αρμονικών σχέσεων οι οποίες είναι ανάγκη να υπάρχουν μεταξύ της ΟΛΜΕ και των κλάδων των εκπαιδευτικών για την επίλυση των μεγάλων και σημαντικών προβλημάτων της εκπαίδευσης.
Κατά τη συνάντηση διευκρινίστηκε ότι η ως άνω επίμαχη απόφαση ελήφθη με ισχνή πλειοψηφία και ότι δεν εξέφραζε όλα τα μέλη του ΔΣ της ΟΛΜΕ. Μάλιστα, από μία συνδικαλιστική παράταξη, εγχειρίστηκε στην αντιπροσωπεία της ΠΕΘ και σχετική ανακοίνωσή της, όπου με ξεκάθαρο τρόπο εκφραζόταν η ριζική αντίθεση με την απόφαση μελών του ΔΣ της ΟΛΜΕ για τις απαλλαγές, διότι με αυτήν ζητείται, στην ουσία, από την Αναπλ. Υπουργό Παιδείας να παρανομήσει σε βάρος του κλάδου των Θεολόγων αλλά και των μαθητών εφόσον με απλή δήλωσή τους αποχωρούν από υποχρεωτικό μάθημα.
Αίτημα της ΠΕΘ προς το ΔΣ της ΟΛΜΕ υπήρξε η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και της συνεργασίας για όλα τα ζητήματα που αφορούν στον κλάδο των Θεολόγων και των εκπαιδευτικών γενικότερα.
Ο Πρωθυπουργός ήταν πρόσφατα στην Νέα Υόρκη, στην έδρα του ΟΗΕ και έκανε την παρθενική του ομιλία από το βήμα που μίλησαν τα τελευταία 70 χρόνια μερικές από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του πλανήτη Γη. Στην ίδια αίθουσα, πριν 33 χρόνια, την Παρασκευή 30 Απριλίου 1982, έγινε η ιστορική ψηφοφορία για την Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας που δημιούργησε τους νέου κανόνες της παγκόσμιας κοινωνίας για το 71% της Γης που είναι οι θάλασσες και οι ωκεανοί.
Εκείνη την ημέρα μόνο 4 κράτη ψήφισαν κατά της νέας Σύμβασης και δυο από αυτά τα κράτη ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Τουρκία. Δυστυχώς, το επιτελείο του νεαρού πρωθυπουργού δεν είχε την εμπειρία να του υποδείξει ότι έπρεπε να αναφερθεί σε αυτή την σπουδαία Σύμβαση (UNCLOS) που είναι τόσο σημαντική για τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας και της Κύπρου.
Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας του με των ΥΠΕΞ των ΗΠΑ, ο κ. Κέρι τον πίεσε για το Κυπριακό και το θέμα της ονομασίας των Σκοπίων. Ο κ. Τσίπρας δεν του ανέφερε καθόλου το θέμα της ΑΟΖ και δεν ζήτησε την υποστήριξη των ΗΠΑ για την τριεθνή οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών στην Ανατολική Μεσόγειο ανάμεσα στην Ελλάδα, στην Κύπρο και την Αίγυπτο. Αντίθετα ο Αμερικανός ΥΠΕΞ συζήτησε το θέμα αγωγών και μεταφοράς φυσικού αερίου μέσω LNG και έμμεσα έδειξε ότι η Αμερική δεν θέλει την δημιουργία του αγωγού East Med και ο Πρωθυπουργός δεν πήρε χαμπάρι τι ακριβώς έγινε και συμφώνησε με τον κ. Κέρι στις προτάσεις του.
Ο κ. Τσίπρας θα μπορούσε να αναφέρει στον κ. Κέρι την δήλωση που έιχε κάνει στην Ουάσιγκτον στις 23 Ιανουαρίου 2013 όταν είπε:
«Στα πλαίσια του Διεθνούς Δικαίου η Ελλάδα δεν πρόκειται και δεν πρέπει να διαπραγματευθεί με κανέναν το δικαίωμά της στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη και μάλιστα πιστεύουμε ότι αυτό το δικαίωμα, το αναφαίρετο δικαίωμα, πρέπει να υποστηριχθεί και από την πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής».
Βέβαια δεν σκέφτηκε να μιλήσει για το θέμα της ΑΟΖ ούτε με τον Πρόεδρο της Κίνας και να του ζητήσει την συμβουλή του μια και είναι παγκοσμίως γνωστές οι προσπάθειες της Κίνας για να αποκτήσει όσον τον δυνατόν μεγαλύτερη ΑΟΖ στην περιοχή της.
Η Τραγωδία της οριοθέτησης με την Ιταλία
Η Ελλάδα έχει αποφασίσει να οριοθετήσει την ΑΟΖ της με αυτή της Ιταλίας από την περίοδο που στο ΥΠΕΞ ήταν ο Ευάγγελος Βενιζέλος αλλά, τελικά ήρθε η ώρα να πραγματοποιηθεί τώρα και πολύ σύντομα πρόκειται να ανακοινωθεί. Η οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Ιταλία είναι, θεωρητικά, η ευκολότερη γιατί ήδη, από το 1977, υπάρχει οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας μεταξύ των δυο κρατών και η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ πάντα συμπίπτει. Η οριοθέτηση αυτή έγινε από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή στις 24 Μαΐου 1977 και ετέθη σε ισχύ μετά την επικύρωσή της από τα δυο κοινοβούλια στις 12 Νοεμβρίου 1980. Είναι σημαντικό ότι η μέθοδος οριοθέτησης ήταν αυτή της «μέσης γραμμής» και έχει μήκος 268 ναυτικά μίλια και το βάθος κυμαίνεται από 800 μέχρι 4.000 μέτρα. Υπάρχουν, επίσης, τρία σημεία απόκλισης από τη μέση γραμμή. Στα δυο από αυτά, η Ιταλία έχει μεγαλύτερη έκταση από ότι η Ελλάδα και σε ένα σημείο η Ελλάδα έχει μεγαλύτερη έκταση από την Ιταλία.
Πρόσφατα ο Υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς ανέφερε ότι, εάν δεν είχαν μεσολαβήσει οι εκλογές, η συμφωνία οριοθέτησης των δύο κρατών θα είχε ήδη υπογραφεί. Βέβαια, για να γίνει αυτό ο κ. Κοτζιάς γνωρίζει ότι πρέπει πρώτα να υπάρξει η πολυπόθητη ανακήρυξη της ΑΟΖ της Ελλάδας. Το Δίκαιο της Θάλασσας ξεκάθαρα αναφέρει ότι πρώτα έρχεται η ανακήρυξη και μετά η οριοθέτηση.
Πολύ φοβούμαι, όμως, ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έχει κάτι άλλο στο μυαλό της. Δηλαδή δεν επιθυμεί να ανακηρύξει την ελληνική ΑΟΖ σε ολόκληρη την επικράτειά της αλλά να δημιουργήσει μια τμηματική ανακήρυξη της ΑΟΖ μόνο για το Ιόνιο! Εάν συμβεί αυτό θα είναι εθνικά επιζήμιο και απαράδεκτο, για να μην μπω κάτι πιο βαρύ. Το μόνο κράτος στον πλανήτη Γη που έχει κάνει τμηματική ανακήρυξη ΑΟΖ είναι η Τουρκία και αυτό ήταν ένα μεγάλο λάθος της που θα μπορούσε η Ελλάδα να αξιοποιήσει σε περίπτωση που η διαφορά τους έφτανε σε ένα από τα δυο Διεθνή Δικαστήρια που θα ασχολείτο με αυτή την υπόθεση. Εάν όμως η Ελλάδα κάνει μια τμηματική ανακήρυξη, χάνει αμέσως αυτό το πλεονέκτημα.
Εδώ πρέπει να αναφερθούμε στα γεγονότα που έλαβαν μέρος πριν σχεδόν 30 χρόνια για να καταλάβουμε για το τι είδος τραγωδίας μιλάμε. Το 1986, η τότε Σοβιετική Ένωση ήθελε να οριοθετήσει την ΑΟΖ της στη Μαύρη Θάλασσα και ζήτησε από τα τότε γειτονικά της κράτη, την Ρουμανία, την Βουλγαρία και την Τουρκία να ανακηρύξουν ΑΟΖ για να μπορέσουν μετά να τις οριοθετήσουν στη Μαύρη Θάλασσα, πράγμα που έγινε. Εκείνο, όμως, που ελάχιστοι γνωρίζουν είναι ότι και η Τουρκία έκανε μια ιδιότυπη μονομερή ανακήρυξη ΑΟΖ μόνο στη Μαύρη Θάλασσα, φοβούμενη να προβεί σε ανακήρυξη ολόκληρης της ΑΟΖ της. Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα διπλωματικά λάθη της Τουρκίας διότι, επιπλέον, οριοθέτησε την ΑΟΖ με βάση την μέθοδο της «μέσης γραμμής» που τόσο αντιπαθεί. Η Τουρκία, για πάνω από 30 χρόνια, επιμένει ότι η ελληνοτουρκική διαφορά στο Αιγαίο δεν μπορεί να βασιστεί στην μέθοδο της μέσης γραμμής διότι το Αιγαίο αποτελεί «ειδικές περιστάσεις» μια και είναι μια ημίκλειστη θάλασσα και ξέχασε ότι η Μαύρη Θάλασσα είναι πιο κλειστή από το Αιγαίο θάλασσα. Αποκάλεσα την ανακήρυξη ΑΟΖ της Τουρκίας ιδιότυπη διότι αποτελεί μια παγκόσμια πρωτοτυπία. Κανένα κράτος στον κόσμο δεν έχει προβεί σε μια τμηματική ανακήρυξη ΑΟΖ κάτι που δεν προβλέπεται και από την Συνθήκη του Δίκαιου της Θάλασσας.
FRONTEX: Μια άλλη επικίνδυνη κατάσταση
Αυτή τη στιγμή εμφανίστηκε και ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα στο Αιγαίο Πέλαγος που έχει σχέση με την FRONTEX που είναι ο ευρωπαϊκός οργανισμός για τη διαχείριση της επιχειρησιακής συνεργασίας στα εξωτερικά σύνορα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που συστάθηκε το 2004. Το τεράστιο προσφυγικό πρόβλημα στο Αιγαίο Πέλαγος έχει αρχίσει να κινητοποιεί την Ευρωπαϊκή Ένωση και έτσι, για πρώτη φορά, μιλά για την διαφύλαξη των εξωτερικών συνόρων της.
Η απειρία σε θέματα εξωτερικής πολιτικής είναι πλέον προφανής, για την κυβέρνηση των Αθηνών, μια και δεν κατάλαβε ότι η πρωτοβουλία της ΕΕ να έρθει σε επαφή με την κυβέρνηση της Τουρκίας για ένα σχέδιο δράσης για να ανακοπεί το κύμα των μεταναστών που κατευθύνονται προς την Ευρώπη που αποτελεί ένα θανάσιμο κίνδυνο για τα εθνικά μας συμφέροντα.
Ο κίνδυνος προέρχεται από το γεγονός ότι η FRONTEX επιζητά την συνεργασία της Ελλάδας με την Τουρκία στο θέμα της Έρευνας και Διάσωσης στο Αιγαίο Πέλαγος και αυτό σημαίνει ότι η Τουρκία θα συμμετάσχει σε τέτοιες επιχειρήσεις όπου θα πραγματοποιεί έρευνες μέσα στα χωρικά ύδατα της Ελλάδας, στην υφαλοκρηπίδα της και την μελλοντική της ΑΟΖ. Η Ελλάδα πολλά χρόνια πριν είχε δώσει ένα χάρτη στο IMO (International Maritime Organization) που έδειχνε ξεκάθαρα το χώρο που ανήκει στην Ελλάδα για Έρευνα και Διάσωση που κάλυπτε το FIR Αθηνών και ο χάρτης αυτός είναι παρόμοιος με τον χάρτη που δείχνει την ΑΟΖ της Ελλάδας. Βέβαια, ένα τέτοιο χάρτη παρέδωσε και η Τουρκία στον διεθνή οργανισμό αλλά αυτός ο χάρτης δείχνει ότι στην Τουρκία ανήκει το μισό Αιγαίο όπως πάντα κάνει και σε άλλες περιπτώσεις.
Η Τουρκία δεν είναι κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης επομένως δεν μπορεί η FRONTEX να συνομιλεί με την Τουρκία για θέματα που άπτονται των θαλάσσιων συνόρων της και να θέλει να την φέρει στο τραπέζι λες και είναι πλήρες μέλος της ΕΕ. Η FRONTEX θέλει η Τουρκία να συμμετέχει σε κοινές περιπολίες με την ελληνική ακτοφυλακή στο ανατολικό τμήμα του Αιγαίου. Η Ελλάδα θα αυτοκτονήσει εάν αποδεχτεί την συνδιοίκηση στο Αιγαίο μια και θα αρχίσει μια πλήρη αμφισβήτηση του ελληνικού θαλάσσιου χώρου και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων στο Αιγαίο Πέλαγος. Η κυβέρνηση πρέπει, άμεσα, να αντιδράσει διαφορετικά η Τουρκία, μακροπρόθεσμα θα δημιουργήσει ένα πολύ κακό προηγούμενο όταν θα έρθει η ώρα να συζητήσει μαζί μας την οριοθέτηση της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο.
Μας έχουν περικυκλώσει οι υδρογονάνθρακες στην Ανατολική Μεσόγειο και εμείς χαζεύουμε τους Κύπριους, τους Αιγύπτιους και τους Ισραηλινούς που τους μαζεύουν. Εάν οι κυβερνήσεις του Κώστα Σημίτη και του Κώστα Καραμανλή δεν αντιπαθούσαν την έννοια της ΑΟΖ και την είχαν ανακηρύξει στην αρχή του 21ου αιώνα, ίσως η Ελλάδα θα απέφευγε την οικονομική τραγωδία των τελευταίων 5 ετών. Οι υδρογονάνθρακες που βρίσκονται στα βάθη των θαλασσών μας είναι η πιο σημαντική επένδυση της Ελλάδας που θα οδηγήσει σε μια πραγματική ανάπτυξη. Μπορεί οι αριθμοί του Φώσκολου να φαίνονται αστρονομικοί αλλά δεν θα μάθουμε ποτέ την αλήθεια, εάν δεν αρχίσουμε την εξερεύνηση για τις πιθανές μεγάλες ποσότητες που κρύβουν ιδιαίτερα οι περιοχές στα νότια της Κρήτης.
Πηγή: Mignatiou.com
Στὶς αἱρέσεις καὶ τοὺς αἱρετικοὺς στρέφει τὴν προσοχή µας τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσµα τῆς προσεχοῦς Κυριακῆς (Τίτ. 3, 8-15). Πολλὲς ἑρµηνεῖες ἔχει λάβει ὁ Ὅρος «αἱρετικὸς» ἀπὸ τοὺς ἑρµηνευτές, καὶ µάλιστα τοὺς νεωτέρους, στὸ χῶρο τῆς Κ. ∆ιαθήκης.
Ὑπάρχει ὅµως καὶ ἡ συγκεκριµένη σηµασία, ποὺ ἔλαβε ὁ Ὅρος στὴ γλώσσα τῶν Ἁγίων Πατέρων, στὴ γλώσσα τῆς Ὀρθοδοξίας. Γιὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας µας «αἱρετικὸς» σηµαίνει: διαστρεβλωτὴς τῆς πίστεως, τῆς ἀποκεκαλυµµένης Ἀληθείας, τοῦ θεόθεν δεδοµένου τρόπου σωτηρίας. Αἵρεση δέ, εἶναι ἀλλοτριωµένη ἐκδοχὴ τοῦ Προσώπου τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ποὺ δὲν µπορεῖ νὰ ὁδηγήσει στὴ σωτηρία, στὴ θέωση, τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ λυτρώσει ἀπὸ τὸ κακὸ τὸν κόσµο. Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς ἐν Χαλκηδόνι ∆´ Οἰκουµενικῆς Συνόδου (451), ποὺ τιµᾶ τὴν προσεχῆ Κυριακὴ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία σ᾽ ὅλο τὸν κόσµο, αὐτὴ τὴ σηµασία τοῦ ὅρου ἐπιβάλλουν νὰ κρατήσουµε καὶ µεῖς στὶς παρακάτω σκέψεις.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες, γνήσιοι θεολόγοι
Γιὰ νὰ κατανοήσουµε τὴν τραγικότητα, µέσα στὴν ὁποία ζοῦν καὶ κινοῦνται οἱ αἱρετικοί, πρέπει νὰ δοῦµε τὸ διαµετρικὰ ἀντίθετό τους µέγεθος, δηλαδὴ τοὺς ἁγίους Πατέρες, στὸ κύριο ἔργο τους, τὴν θεολογία. Βέβαια ὁ ἐγκλωβισµένος στὰ κοινωνιολογικὰ σχήµατα τῶν καιρῶν µας θὰ σπεύσει ἐδῶ νὰ διαµαρτυρηθεῖ, µὴ µπορώντας νὰ ἐννοήσει, ὅτι ὅλο τὸ ἔργο τῶν Πατέρων, σὲ κάθε ἐποχή, εἶναι θεολογία. Γιατί ἑνωµένοι µὲ τὸ Θεὸ ἀντιµετωπίζουν οἱ Πατέρες ὄχι µόνο τὰ προβλήµατα τῆς πίστεως, ἀλλὰ καὶ ὅλης τῆς ζωῆς. Θεὸ – Ἀλήθεια προσφέρουν, ἀντιµετωπίζοντας κρίσεις δογµατικές, ἀλλὰ Θεὸ – Ἀλήθεια προσφέρουν ποιµαίνοντας τὰ πνευµατικά τους τέκνα καὶ ὁδηγώντας τα στὸ πλαίσιο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ποὺ εἶναι ἡ ἁγιοπνευµατικὴ κοινωνία.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες θεολογοῦν πάντα µὲ τὸν φωτισµὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος. Γίνονται πρῶτα δοχεῖα καὶ Ναοὶ τοῦ Πνεύµατος, µὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν πνευµατικό τους ἀγώνα, καὶ καταξιώνονται νὰ γίνουν Πνευµατοκίνητοι, Θεοκίνητα στόµατα τοῦ Λόγου καὶ χεῖρες τοῦ Πνεύµατος. Ἡ θεολογία τους εἶναι, ἔτσι, ἔκφραση τῶν µυστικῶν ἐµπειριῶν τους. Ἐκφράζουν αὐτό, ποὺ τὸ Πνεῦµα ἀποκαλύπτει µέσα τους, σκορπίζουν γύρω τὸ φῶς Του. Λέγουν αὐτό, ποὺ βλέπουν, στὴ φωτισµένη καὶ θεοφόρο καρδιά τους. ∆ὲν εἶναι, λοιπόν, οἱ στοχαστὲς καὶ φιλόσοφοι τοῦ κόσµου, οἱ διανοητὲς – ὅπως λέµε. Ὁ στοχασµός µας δὲν µπορεῖ ποτὲ νὰ γίνει Θεολογία. Μένει φιλοσοφία, µεταφυσική, ἀναζήτηση ἀνθρώπινη.
Ἡ Θεολογία τῶν Πατέρων εἶναι τὸ ἀποτέλεσµα τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος µέσα τους. Αὐτὸ ὁµολογεῖ ἕνας ἀπὸ τοὺς λίγους, ποὺ δίκαια πῆραν τὸ ὄνοµα τοῦ Θεολόγου τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «∆ὲν εἶναι τοῦ καθενός, νὰ φιλοσοφεῖ γύρω ἀπὸ τὸ Θεό. ∆ὲν εἶναι τοῦ καθενός. Αὐτὸ τὸ πρᾶγµα δὲν εἶναι τόσο φθηνὸ καὶ ταπεινό… ∆ὲν εἶναι τοῦ καθενός, παρὰ µόνο τῶν δοκιµασµένων καὶ ὅσων ἔχουν προχωρήσει στὴ θεωρία (δηλαδὴ στὴ θέα τοῦ Θεοῦ) καὶ ποὺ προηγουµένως ἔχουν καθαρισθεῖ καὶ στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶµα, ἢ τουλάχιστον καθαρίζονται τώρα». Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔχουν κάθε δικαίωµα νὰ λέγουν: «ἔδοξε τῷ Πνεύµατι τῷ Ἁγίῳ καὶ ἡµῖν» χωρὶς τὸν παραµικρὸ κίνδυνο νὰ κατηγορηθοῦν γιὰ ἔπαρση.
Ὅπως ἐντελῶς φυσικὰ καὶ ἀπροσποίητα διεκήρυξαν οἱ Ἁγιορεῖτες Ἡσυχαστὲς στὸν Τόµο τοῦ 1341: «Ταῦτα ὑπὸ τῶν Γραφῶν ἐδιδάχθηµεν, ταῦτα παρὰ τῶν ἡµετέρων Πατέρων παρελάβοµεν, ταῦτα διὰ τῆς µικρᾶς ἐγνώκαµεν πείρας…». Ἡ ταπεινοφροσύνη τους φαίνεται στὸ «µικρᾶς»· εἶναι ὅµως ἀναγκασµένοι νὰ µιλήσουν καὶ γιὰ τὴν δική τους θεοπτικὴ ἐµπειρία.
Οἱ Αἱρετικοί, οἱ ἀθεράπευτοι «θεραπευτές»
Ἡ αἵρεση δὲν εἶναι ἁπλὰ λογικὸ λάθος, οὔτε οἱ αἱρετικοὶ ἁπλῶς ἀστοχοῦν στὴν εὕρεση τῆς ἀλήθειας. Στὴν περίπτωσή τους συµβαίνει κάτι βαθύτερο καὶ οὐσιαστικότερο. Κατὰ τὸ γράµµα γνωρίζουν τὴν Γραφή, κατὰ τρόπο -πολλὲς φορὲς- ἐκπληκτικό. Τοὺς λείπει ὅµως κάτι οὐσιαστικὸ, καὶ ἡ ἔλλειψή του τοὺς διαφοροποιεῖ ριζικὰ ἀπὸ τοὺς Πατέρες. Τοὺς λείπει ἡ ἁγιοπνευµατικὴ ἐµπειρία τῶν Πατέρων. Ὁ ἐσωτερικὸς φωτισµὸς τοῦ Πνεύµατος. Γιατί δὲν ἔχουν περάσει τὴν θεραπεία τῆς Ἐκκλησίας. Μπορεῖ ἠθικὰ νὰ εἶναι (ἐξωτερικὰ) ἀνεπίληπτοι. ∆ὲν ἔχουν ὅµως µέσα τους τὸ Πνεῦµα. ∆ὲν βλέπουν, λοιπόν, ὅσα βλέπουν ἐν Πνεύµατι οἱ Πατέρες. Μπορεῖ διανοητικὰ νὰ εἶναι ἐκπληκτικὰ ἀνεπτυγµένοι. Εἶναι πράγµατι γεγονός, ὅτι ὅλοι οἱ µεγάλοι αἱρετικοὶ ἐντυπωσιάζουν µὲ τὴν πολυγνωσία καὶ «σοφία» τους! Ἀκόµη καὶ σήµερα… ∆ὲν ἔχουν ὅµως καθαρὴ τὴν καρδιά, οὔτε ἔχουν µεταβληθεῖ σὲ ναοὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος. Ἡ αἵρεση προϋποθέτει κακὴ ἢ ἀνύπαρκτη θεραπεία. Γι’ αὐτὸ γιὰ τοὺς αἱρετικοὺς ἡ Θεολογία εἶναι διανοητικὴ – ἐπιστηµονικὴ ὑπόθεση, λογικὸ καὶ συλλογιστικὸ παιχνίδι. Ἡ ἐµπειρία τῆς θεώσεως, ποὺ καταξιώνει τοὺς Πατέρες, εἶναι αὐτό, ποὺ τοὺς λείπει. Γι’ αὐτὸ ὁ αἱρετικὸς δὲν µπορεῖ νὰ διακρίνει στὸ κρίσιµο σηµεῖο τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὴν πλάνη. Γιατί δὲν βλέπει µέσα του τὴν ἀλήθεια, δὲν τὴν γνωρίζει στὴν καρδιά του. ∆ὲν ἔχει τὸ ὄχηµα τῆς «νοερᾶς προσευχῆς» καὶ γι’ αὐτὸ δὲν µπορεῖ νὰ φτάσει στὸν «δοξασµό», ποὺ εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τῆς «πάσης ἀληθείας» ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦµα.
Ἐδῶ ἀκριβῶς ἀποκαλύπτεται καὶ ἡ τραγικότητα ὅλων τῶν αἱρετικῶν, καὶ πρὸ πάντων τῶν αἱρεσιαρχῶν. Ἀφώτιστοι οἱ ἴδιοι, ζητοῦν νὰ φωτίσουν. Ἀθεράπευτοι οἱ ἴδιοι, ζητοῦν νὰ θεραπεύσουν. Ἄθεοι οἱ ἴδιοι (δηλαδὴ χωρὶς τὸν ἀληθινὸ Θεό), ζητοῦν νὰ θεολογήσουν. Θὰ µπορούσαµε νὰ παροµοιάσουµε τοὺς αἱρετικοὺς µὲ ψευτογιατροὺς καὶ τσαρλατάνους, ποὺ ἀπατοῦν. Ἀλλ’ εἶναι κάτι χειρότερο: εἶναι γιατροί, ποὺ προσφέρουν δολοφονικὴ θεραπεία, ποὺ σκοτώνει τὸν ἄνθρωπο αἰώνια. Εἶναι φαρµακοποιοί, ποὺ κυκλοφοροῦν φάρµακα δηλητηριασµένα – ἀλλοιωµένα, ποὺ εἶναι ἐπικίνδυνα γιὰ τὴν δηµόσια ὑγεία, καὶ ὄχι τὴν σωµατική, ἀλλὰ τὴν πνευµατικὴ καὶ αἰώνια.
Ἡ διαφορὰ στὰ πράγµατα
Ἀκολουθώντας τὴν πατερικὴ θεώρηση τῆς αἱρέσεως, µποροῦµε νὰ συνειδητοποιήσουµε τὴν φθοροποιὸ δύναµή της στὴν ἱερὴ ὑπόθεση τῆς σωτηρίας µας. Μέσα στὴν ἄµβλυνση τῶν πνευµατικῶν µας αἰσθητηρίων, πολὺ συχνὰ τοποθετοῦµε τὴ διαφορὰ Ὀρθοδοξίας καὶ αἱρέσεων σὲ ἐπίπεδο λεκτικῶν ἢ τυπικῶν παραλλαγῶν. Αὐτὸ ὁδηγεῖ στὴν ἐλαχιστοποίηση τῆς διαφορᾶς καὶ στὴν ἐντύπωση, ὅτι ἡ διαφωνία εἶναι γιὰ ἀσήµαντα πράγµατα, ποὺ µποροῦν εὔκολα µὲ κάποια καλὴ διάθεση καὶ φραστικὴ βελτίωση νὰ θεραπευθοῦν. Αὐτὸ γίνεται στὸν οἰκουµενι(στι)κὸ διάλογο. Καὶ τοῦτο συµβαίνει, γιατί συνήθως νοοῦµε τοὺς ἑαυτούς µας ὡς Ὀρθοδόξους καὶ παραβάλλουµε τοὺς ἑτεροδόξους πρὸς τοὺς ἑαυτούς µας. ∆ὲν εἶναι περίεργο, λοιπόν, ὅτι διακρίνουµε περισσότερες ὁµοιότητες ἀπὸ διαφορές! Ἂν δοῦµε ὅµως τὶς αἱρέσεις ἀπὸ πλευρᾶς πραγµατικότητος πατερικῆς καὶ ἀντιπαραθέσουµε στὴν ἑτεροδοξία τῆς ἐποχῆς µας τοὺς Ἁγίους µας Πατέρες, τότε θὰ διαπιστώσουµε, ὅτι πρόκειται γιὰ διαφορὰ πραγµάτων καὶ ὄχι λέξεων. Πρόκειται γιὰ διαφορὰ πρωταρχικὰ θεραπευτικῆς µεθόδου. Ἡ πνευµατικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας γεννᾶ Ἁγίους Πατέρες, ἐνῷ ἡ «πνευµατικότητα» τῶν αἱρέσεων σπείρει τὸν ὄλεθρο. Γι’ αὐτὸ οἱ Ἅγιοι Πατέρες θὰ µένουν πάντα τὰ «πάγχρυσα στόµατα τοῦ Λόγου», ποὺ θὰ καλοῦν ὄχι µόνο τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἑτεροδόξους, ἀλλὰ καὶ µᾶς τοὺς κατ’ ὄνοµα µόνο ὀρθοδόξους, στὴν γνήσια ἐν Χριστῷ θεραπεία, ποὺ ὁδηγεῖ στὸν δοξασµὸ καὶ τὴν ἀληθινὴ Θεολογία.
Πηγή: (Ορθόδοξος Τύπος, 17/7/2015), Θρησκευτικά, Αβέρωφ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ἀκτὴ Θεμιστοκλέους 190, 185 39 ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ, Τηλ. +30 210 4514833 (19), Fax +30 210 4518476 e-mail: impireos@hotmail.com
Πειραιεύς, 5ῃ Ὀκτωβρίου 2015
Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν
ΑΘΕΪΑ-ΤΙΜΗ-ΣΥΝΕΙΔΗΣΙΣ
Ἡ διαβεβαίωση καί πάλιν στήν τιμή καί τήν συνείδηση του, τοῦ κυρίου Πρωθυπουργοῦ κατά τήν ἀνάληψη τῶν καθηκόντων του καί ἡ μή ὁρκοδοσία του ἐνώπιον τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου εἶναι μία ἀπόλυτα συνεπής στάση στήν δεδηλωμένη ἀθεΐα του, πού δημοσίᾳ καί πρό τῆς ἐκλογικῆς διαδικασίας τοῦ Ἰανουαρίου εἶχε γνωστοποιηθεῖ. Ἄλλωστε καί ἡ διά συμφώνου συμβίωσης σύναψη δικαιοπρακτικῆς οἰκογενείας καί ἡ πολιτική ὀνοματοδοσία τῶν δύο τέκνων του, ὅπως ἡ γνωστή δημοσιογράφος κ. Λουλέ μέ κείμενα της παρουσίασε, μέ σύνθετα ὀνόματα ἐκ τῶν ὁποίων τό δεύτερο προέρχεται ἀπό τό εἰδωλολατρικό πάνθεον τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς θρησκείας (Φοῖβος-Ὀρφέας) ἀποτελοῦν πανηγυρικές διακηρύξεις τῆς σχάσεως τοῦ κυρίου Πρωθυπουργοῦ, ἀπό τήν πίστη τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, παρότι ἡ οἰκογένειά του χαρακτηρίζεται ἀπό πιστότητα καί εὐσέβεια. Τό ἴδιο συνέβη καί μέ τήν πλειονότητα τῶν μελῶν τοῦ ὑπουργικοῦ συμβουλίου καί τήν πλειονότητα τῶν βουλευτῶν τῶν κομμάτων ΣΥ.ΡΙΖ.Α., ΠΟΤΑΜΙ, Κ.Κ.Ε., κατά τήν ἔναρξη τής νέας περιόδου τοῦ Κοινοβουλίου καί ἔτσι ἄρχισε καί πάλι μία νέα περίοδος, τήν ὁποίαν βέβαια εἶχε πρωτοεγκαινιάσει ἡ Περιφερειάρχης Ἀττικῆς κ. Δούρου, «ἀπομάγευσης τῆς ζωῆς» ὅπως γνωστοί δημοσιογραφικοί κάλαμοι ἔγραψαν, πού ὅμως στήν οὐσία της εἶναι μία ἐποχή ἐντόνου ἀποϊεροποιήσεως τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου μέ ἀνάδειξη μόνον τοῦ «βοσκηματώδους βίου» ὡς μοναδικῆς ἀξίας ζωῆς. Δέν θά πρέπει ὅμως νά διαλανθάνῃ τῆς προσοχῆς μας ὅτι τά ἴδια προτάγματα τοῦ συγκυβερνῶντος κόμματος τοῦ ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ὅσον ἀφορᾶ στό θέμα τῶν σχέσεων συναλληλίας τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας μέ τήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία ἔχουν καί οἱ λεγόμενοι φιλελεύθεροι πού συνδέουν τόν εὐρωπαϊκό χαρακτῆρα τῆς χώρας μέ τήν ἀποκοπή της ἀπό τήν ἑλληνορθόδοξη παράδοση της, καί τήν ἑλληνορθόδοξη ταυτότητα της, ὅπως ἀποδεικνύουν οἱ θέσεις τοῦ κόμματος τοῦ κ. Σ. Θεοδωράκη.
Tό ἀδυσώπητο ἐρώτημα πού τίθεται σέ ὅλα αὐτά εἶναι ἐάν ἡ ἀποϊεροποίηση τῆς ζωῆς ποῦ ἔχει δοκιμασθεῖ καί σέ ἄλλες ἱστορικές περιόδους καί μάλιστα ἔχει διακηρυχθεῖ μέ ποταμούς αἵματος ἀθώων θυμάτων -μόνο στήν Σοβιετική Ἔνωση δολοφονήθηκαν κατά τούς διωγμούς τῆς πίστεως, τόν 20ο αἰῶνα 50.000 Ἐπίσκοποι, κληρικοί καί μοναχοί- καί πανηγυρικά ἔχει διαψευσθεῖ καί ὁ ἐγκλεισμός τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου στά ἐνδοκοσμικά ὅρια τῆς κτιστότητας καί τῆς χωματοποίησης τοῦ ἀνθρωπίνου εἶναι, εἶναι συμβατός μέ τίς ὑπερχρονικές καί μεταφυσικοῦ χαρακτῆρα ἔννοιες τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἰσότητος καί τῆς ἀλληλοπεριχώρησης τῶν ἀνθρωπίνων προσώπων πού ἀπαιτεῖ ἕνα κράτος δικαίου ἀλλά καί ἡ φιλοσοφοῦσα διάνοια;
Ἀσφαλῶς καί ὁ κ. Πρωθυπουργός καί τά μέλη τῆς Κυβερνήσεως καί τῶν κομμάτων πού ἀρνοῦνται τήν ἔνθεη καταγωγή τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καί εἶναι ὀπαδοί τῆς τυχαιότητας καί τῆς φυσικῆς ἐπιλογῆς, δέν δέχονται τήν πνευματική διάσταση τοῦ ἀνθρώπου καί πιστεύουν ὅτι δέν εἶναι τίποτα περισσότερο ἀπό μία τυχαία συνάρμοση κυττάρων, νεροῦ καί ἰχνοστοιχείων χωρίς τήν δυνατότητα οἱασδήτινος ἀναγωγῆς ἀπό τήν κτιστή πραγματικότητα πού φθείρεται, γηράζει καί πεθαίνει καθημερινά στήν ἄκτιστη ἑρμηνεία καί διάκριση τῶν πραγμάτων. Τούς διαψεύδει ὅμως μετ’ ἐπιτάσεως τό «συνειδέναι» τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου πού δέν μπορεῖ νά ἀποτελεῖ προϊόν κάποιων ἐκκρίσεων καί τό ἀγεφύρωτο χάσμα μεταξύ τοῦ ἀνθρώπου καί ὅλων τῶν ἐνοργάνων ὄντων, καθώς καί τό ἀγεφύρωτο χάσμα μεταξύ ἀνοργάνου καί ὀργανικῆς ὕλης. Ἡ θεώρηση τῶν ἀνωτέρω ἐθελοτυφλεῖ, πρό τοῦ γεγονότος ὅτι στόν φυσικό κόσμο ἐπικρατεῖ μία ἀπερινόητος σκοπιμότης ἡ ὁποία σελαγίζει ἀπό τά μεγαλειώδη συστήματα τῶν γαλαξιῶν ἕως τόν τελευταῖο μικροοργανισμό τοῦ μικροκόσμου «Ποίησιν δέ χειρῶν Αὐτοῦ ἀναγγέλλει τό στερέωμα».
Τήν ἴδια στιγμή ὅλοι οἱ παραπάνω φέρεται νά θέλουν νά ἀγνοήσουν ὅτι αὐτός ὁ τόπος εἶναι ποτισμένος μέ τό αἷμα τῶν νεομαρτύρων γιά νά μήν εἶναι σήμερα τό ὑπόλοιπον τῆς Εὐρωπαϊκῆς Τουρκίας καί γιά νά διασωθεῖ ἡ ἐθνική μας ἰδιοπροσωπεία ἀφοῦ ὅποιος ἐξισλαμίζετο ταυτόχρονα καί ἐκτουρκίζετο καί ἀκόμη αὐτός ὁ λαός κοινωνεῖ μέ τά θαύματα καί τούς ἁγίους πού στό πρόσωπό τους καταργοῦνται οἱ νόμοι τῆς φύσης καί εἶναι ἕνας τόπος πού εἶναι κατάσπαρτος ἀπό ἐκκλησιές, ἐρημοκλήσσια καί μοναστήρια, χαριτόβρυτα καί ἀδιαλώβητα σκηνώματα ἁγίων καί ἀναρίθμητα σεβάσματα πού δονοῦν καί συναρπάζουν τήν ἀνθρώπινη καρδιά.
Δέν ἔχουν συνεπῶς ἀντιληφθεῖ ὅτι ὁ ἀνθρωπος ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἕνα ὀντολογικό θεμέλιο πού νά ὑπερβαίνει τόν κτιστό κόσμο τῆς καθημερινῆς φθορᾶς καί του καθημερινοῦ θανάτου καί πού νά ἀπαντᾶ στά ἀδυσώπητα ὑπαρξιακά ἐρωτήματα καί αὐτό τό ὀντολογικό θεμέλιο, τό «ἱερό» δέν μπορεῖ νά ἀναζητηθεῖ στόν ἀσυνείδητο καί ἄλογο κόσμο τῶν κβαντικῶν πεδίων, ἤ στόν περιώνυμο ἐπιταχυντή ἀνδρονίων.
Ἔχει γίνει πολύς λόγος γιά τήν κανονική θέση τοῦ ὅρκου καί τό σπουδαιότερο ἀπό κεκηρυγμένους ἀγνωστικιστές οἱ ὁποῖοι δῆθεν ἐνδιαφέρονται διά τήν ἐφαρμογή τῶν Εὐαγγελικῶν Ἐντολῶν. Ὅλοι αὐτοί θέλουν νά ἀγνοοῦν ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ, ἔχει τό δεσμεῖν καί λύειν καί ὅτι ἡ ἀποδοχή τοῦ θρησκευτικοῦ ὅρκου στό σύγχρονο κόσμο λογίζεται σάν μία πανηγυρική διακήρυξη τῆς ἱερότητος τοῦ ἀνθρωπίνου βίου καί τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου πού χωρίς θεϊστική ἀναγωγή ἐγκλωβίζεται μέσα στήν ἐνδοκοσμικότητα ἑνός φθειρομένου χωροχρόνου ἐνῶ ἡ πολιτική ὁρκοδοσία ἐξισοῦται πρός τήν πανηγυρική διακήρυξι τῆς ἀθεΐας καί τοῦ ἀγνωστικισμοῦ, καί τῆς ἐνσυνειδήτου ἀρνήσεως τοῦ ἱεροῦ.
Θεωρεῖται ὡς πρόταγμα ἀλήθειας καί δικαιοσύνης ἡ ἀποϊεροποίηση τοῦ ἀνθρωπίνου βίου, ἀλλά δυστυχῶς γιά τούς ἐμφορουμένους ἀπό αὐτές τίς ἀπόψεις τά σύμβολά τους εἶναι σαθρά καί ἀποτυχημένα. Ἡ περιώνυμη Γαλλική Ἐπανάσταση πού γκρέμισε τήν ἀπολυταρχία τῶν Βουρβόνων καί ὁδήγησε χιλιάδες ἀνθρώπους στήν γκιλοτίνα μέ τελευταία θύματά της τούς πρωτεργάτες της Danton καί Robespierre, ὕψωσε τήν παρανοϊκή αὐτοκρατορία τοῦ Κορσικανοῦ Ναπολέοντα Βοναπάρτη πού αἱματοκύλισε μέ χιλιάδες θύματα τήν Εὐρώπη καί τήν Γαλλία, τελικά παλινόρθωσε τόν Οἶκο τῶν Βουρβόνων. Ἡ δέ Ὀκτωβριανή Ἐπανάσταση πού δολοφόνησε ἑκατομμύρια ἀνθρώπους καί πρώην συντρόφους ὅπως ὁ Τρότσκι καί οἱ ἐκτελεσθέντες «σύντροφοι», γιά «ὀπορτουνισμό» γέμισε τίς χώρες ὅπου ἐπικράτησε μέ στρατόπεδα συγκέντρωσης, ψυχιατρεῖα, τύμβους τῶν θυμάτων της, καθώς καί τήν διεθνῆ εἰδησεογραφία μέ τίς περιλάλητες δίκες τῆς Μόσχας τελικά κατέπεσε μετά πατάγου καθώς κρεμίστηκε, τό τεῖχος τοῦ Αἴσχους στό Ἀνατολικό Βερολίνο.
Ὁ «θρυλικός» Διαφωτισμός πού προβάλλεται ὡς ἐφαλτήριο τῶν νέων καιρῶν, τσακίστηκε ἐπάνω στά ἔργα του στά ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης καί στό τρομακτικό Ὁλοκαύτωμα πού παρασκεύασε ὁ «Ὑπεράνθρωπος» τοῦ Φρειδερίκου Νίτσε καί στίς ἑκατόμβες τῶν θυμάτων τῆς Σιβηρίας καί τοῦ «Μαύρου Κόρακα», τῆς δῆθεν ἀταξικῆς κοινωνίας τοῦ μαρξιστικοῦ - λενινιστικοῦ ἰδεολογήματος, μέ τίς «ντάτσες»καί τά μέγαρα τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ προλεταριάτου.
Ὁ ὅρκος προϋποθέτει τήν ἱερότητα τῆς Ἀρχῆς στήν ὁποία ὁρκίζεσαι, προϋποθέτει μία ὑπερβατική ἔννοια τήν ὁποία ἐπικαλεῖσαι ὡς μάρτυρα τῶν προθέσεων καί τῶν ἐνεργειῶν σου. Ὅλοι ὅσοι ἐκ τῶν ἐκλεγέντων προέβησαν σέ ὁρκοδοσία στήν τιμή καί τήν συνείδηση τους δέν πιστεύουν στήν ἱερότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καί στήν ὑπερβατικότητα τῆς ὑπάρξεώς τους διότι αὐτό προϋποθέτει πίστη στό Θεῖο, σέ μία ἐξωκόσμια ἄκτιστη Ἀρχή ἀπό τήν ὁποία πηγάζει ἡ κτιστή πραγματικότητα, ἡ συνείδηση τοῦ καλοῦ κἀγαθοῦ καί ἡ ὁποία ὑπέρκειται τῶν ἀντινομιῶν τοῦ κτιστοῦ κόσμου καί ἰδιαίτερα τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου.
Ἑπομένως ἡ ἀποϊεροποίηση τοῦ ὅρκου, εὐτέλισε καί γελοιοποίησε τήν συγκεκριμένη διαδικασία πέραν τῶν νομικῶν της προβλημάτων ἐν σχέσει μέ τό ἰσχῦον Σύνταγμα διότι οἱ ὁρκισθέντες δέν πιστεύουν ὅτι εἶναι εἰκόνες τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ, ὅτι ὑπάρχει Δημιουργός Θεός καί ὅτι ἔχουν ἀθάνατη ψυχή ἀπό τήν ὁποία πηγάζει τό συνειδέναι καί ἡ τιμή. Ὡς ὑλιστές καί ἀθεϊστές ἀποδίδουν τήν ὕπαρξη τοῦ κόσμου καί κατά συνέπεια τήν ὕπαρξή τους στήν τυχαιότητα, τήν ἐξέλιξη καί τήν φυσική ἐπιλογή καί δέχονται ὅτι ἡ ὕπαρξή τους ἀρχίζει ἀπό τό τίποτα, ἀπό τό μηδέν καί καταλήγει στό τίποτα καί τό μηδέν ἀφοῦ μέ τήν παύση τῆς καρδιοαναπνευστικῆς λειτουργίας τους ἐκμηδενίζονται καί ἀφανίζονται. Ἀποτελοῦν κατά τήν ἀντίληψή τους μία τυχαία συνάρμοση κυττάρων καί οἱ ὅλες λειτουργίες τους θεμελιώνονται σέ μία τυχαία μείξη ἐκκρίσεων ἀπό τυχαία σχηματισθέντα ὄργανα πού τυχαία κάποιο ἄλογο καί ἀσυνείδητο κβαντικό πεδίο δημιούργησε ἀπό τό μηδέν, μετά ἀπό κάποια τυχαία μεγάλη ἔκρηξη!!! Τό ἀδυσώπητο ἐρώτημα πού τίθεται εἶναι πῶς ἀπό αὐτή τήν τυχαιότητα, ἀπό αὐτό τό πρωτόζωο πού ἔγινε ἑρπετό καί μετά ἀνθρωποειδές καί μετά ἄνθρωπος ἐκπορεύεται ἠθική διάσταση καί κρίση, πού ὀνομάζεται τιμή καί συνείδηση καί πῶς ὑφίστανται μέσα στήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη οἱ λεγόμενες πνευματικές ἐκδηλώσεις, τό ἐνσυνείδητο πνεῦμα, τό ἐνσυνείδητο ἐγώ, ἡ συνειδητή ἀντίληψη τοῦ καλοῦ καί ἀγαθοῦ, τοῦ καθήκοντος, τοῦ δικαίου καί τοῦ ἀντιστρόφου τῶν ἐννοιῶν αὐτῶν, ἡ μεταβολή σέ ἰδέες ὅλων, τῶν ὑλικῶν ἐπιδράσεων, ἐντυπώσεων στό σῶμα μας, ἐσωτερικῶν καί ἐξωτερικῶν, ἡ δυνατότητα τῆς μή ἱκανοποιήσεως μέ τήν βούληση καί τή θελησή μας ὅλων τῶν ἐπιδράσεων στό σῶμα μας, ἡ συνειδητή καί δυναμική ἐπίδραση ἐπωφελῶς καί ἐπιβλαβῶς τῆς πνευματοβολίας μας στό σῶμα μας καί στά ἄλλα ὄντα καί ἀντικείμενα, ἡ εἰδική καί ὁμαδική ὑποβολή, ἡ ἐκούσια καί συνειδητή βασκανία, ἡ τηλεπάθεια, ὁ προφορικός καί ὁ ἐνδιάθετος λόγος, ἡ συνειδητή μνήμη, ἀνάπλαση καί ἀναγνώριση καί ἡ συνειδητή προσοχή, γνώση, ἐπιστήμη καί φαντασία, ἡ πνευματική ἱκανότητα, ἡ ἰδιοφυΐα καί μεγαλοφυΐα, ἀσχέτως τῶν διαστάσεων καί τοῦ βάρους τοῦ σώματος καί τοῦ ἐγκεφάλου, τά ὄνειρα καί ἰδίως τά προγνωστικά καί προφητικά ὁράματα.
Ἐκ τοῦ ἐναντίου (a contrario) φαινόμενα ψυχικά πού εἶναι ἀδύνατον νά ἔχουν ἀρχή τή μείξη ἐκκρίσεων κάποιων κυττάρων, διότι εἶναι ἄλλης ὑφῆς, ἀποδεικνύουν τήν ἀπόλυτη ἀστάθεια τῶν ἀρνουμένων τήν ὑπερβατική τους πνευματική διάσταση ὅπως ἡ μεταβίβαση σκέψεως, ἡ τηλενέργεια, ἡ τηλεκινησία, ὁ ὑπνωτισμός, ἡ νοομαντία, ἡ διαίσθηση, ἡ ἐνδοσκοπία, ἡ ραβδοσκοπία, ἡ αὐτόματος γραφή, ἡ ἐξωπλασία ἤ ἐκτόπλασμα, ἡ καταληψία, ἡ ἀκαΐα, ἡ αἰώρηση, ἡ διπλή ἤ πολλαπλή προσωπικότης, ἡ ἰδεοπληγία, ἡ ψευδαίσθηση, ἡ ἐγγαστριμυθία κ.ἄ. πού καταδεικνύουν τήν ὑποστατική ὀντότητα ἀρνητικοῦ πνευματικοῦ κόσμου.
«Ὁρκίστηκαν» οἱ ἀγαπητοί ἄρχοντες στόν ἑαυτό τους δηλ. στήν συνάρμοση τῶν κυττάρων τοῦ ὀργανισμοῦ τους πού ὅλως παραδόξως ἀπό αὐτές τίς μονάδες ὕλης ἀναβλύζουν ἡ τιμή καί ἡ συνείδηση δηλ. ἔννοιες πνευματικές πού προϋποθέτουν μεταφυσική ἀναγωγή δηλ. σχέση καί κοινωνία μέ ὑπερβατική Ἀρχή καί δέσμευση ἀπέναντί Της.
Τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἀπαρτίζεται ἀπό 62,81% ὀξυγόνο, 19,37% ἄνθρακα, 9,31% ὑδρογόνο, 5,14% ἄζωτο, 1,38% ἀσβέστιο, 0,64% θεῖο, 0,63% φώσφορο, 0,26% νάτριο, 0,22% κάλιο, 0,18% χλώριο, 0,04% μαγνήσιο, 0,005% σίδηρο, καί ἀπό ἄλλα 24 χημικά στοιχεῖα σέ ἐλάχιστες ποσότητες. Τό 60% κατά μέρο ὅρο εἶναι κοινό νερό. Ἑπομένως ἀπό αὐτά πηγάζει κατά τούς ὁρκισθέντες ἡ τιμή καί ἡ συνείδηση (;) καί σέ αὐτά ὁρκίζονται οἱ ἐκλεκτοί μας συμπολίτες ἀφοῦ πανηγυρικά ἀρνοῦνται μέ τήν πράξη τους τήν θεία ἀναγωγή τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καί τήν ἱερότητα τοῦ ἀνθρωπίνου βίου στήν σχέση του μέ τόν ὑπερβατικό Δημιουργό τῆς ζωῆς;
Διερωτᾶται κανείς βέβαια πῶς ἐχέφρονες ἄνθρωποι κατατρύχονται ἀπό τέτοιες ἰδεοληψίες ἀφοῦ ἐνώπιον τῆς ἀντιλήψεώς μας: Α. Τά ἀγεφύρωτα ὀργανικά χάσματα μεταξύ ὅλων τῶν ἐνοργάνων ὄντων, Β. Τό ἀγεφύρωτο χάσμα μεταξύ φυτικοῦ κόσμου καί τῶν ἐμψύχων ὄντων, Γ. Τό ἀγεφύρωτο χάσμα μεταξύ τοῦ ἀνθρώπου καί ὅλων τῶν ἐνοργάνων καί ἐμψύχων ὄντων, Δ. Ἡ ἀέναος κίνηση τῆς συμπαντικῆς ὕλης-μάζης, Ε. Οἱ φυσικοί νόμοι, ς. Τό ἀγεφύρωτο χάσμα μεταξύ ἀνοργάνου καί ὀργανικῆς ὕλης, Ζ. Ἡ ὀργανική διάπλαση καί ἡ ζωή τῶν ἐνοργάνων ὄντων, Η. Τό πεπερασμένο τοῦ ὑλικοῦ σύμπαντος καί Θ. Ἡ ἁρμονία τοῦ ὑλικοῦ σύμπαντος, ἡ ὑπερμαθηματική ἀκρίβεια καί ἡ τελονομία πού τό διέπουν ἀποδεικνύουν πληρέστατα ὅτι ὁ παρών κόσμος πού χειμάζεται ἕνεκεν τῆς σχάσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Δημιουργό του, ἀπό τήν σχετικότητα, τήν ἔλλειψι καί τό ὅριο εἶναι ἀδύνατον νά ἔχει δημιουργήσει τόν ἑαυτό του καί τό θεμέλιο τῆς ὕπαρξης του δέν βρίσκεται μέσα του καί κατά συνέπεια ἡ ὑπερβατική αὐτή Ἀρχή πού τόν δημούργησε καί τόν συνέχει εἶναι ὁ Πανάγιος καί Πανυπερτέλειος Θεός, κατ’εἰκόνα τοῦ ὁποίου ἔχει πλασθεῖ ἀπό ἄπειρη ἀγάπη ὁ ἄνθρωπος πού μόνος αὐτός ἀπό ὅλο τό Σύμπαν ἔχει ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ του, μπορεῖ νά ἀπαντήσει στό ἐρώτημα ποιός εἶσαι, ἔχει τό «συνειδέναι» καί τήν αὐτεξούσια ἐλευθερία βουλήσεως τῆς ὁποίας παράχρησι διαπράττουν οἱ ἀνωτέρω μέ τήν τραγική τους ἐπιλογή.
Οἱ τιμηθέντες μέ τήν ψῆφο τῶν συμπολιτῶν τους πού ὁρκίστηκαν στόν ἑαυτό τους θέλουν νά μᾶς πείσουν ὅτι τό πνεῦμα θυσίας πού ἀπαιτεῖ ἡ δημόσια λειτουργία, ὁ ἀλτρουϊσμός καί ἡ θυσιαστική προσφορά, τό δίκαιο, ἡ ἀλήθεια, ἡ ἀνιδιοτελής ἀγάπη μποροῦν νά πηγάσουν ἀπό τόν πεισιθάνατο ἐγκλεισμό τοῦ ἀνθρώπου στόν χωρόχρονο τῆς καθημερινότητας καί στόν ἀσφυκτικό κλειό τῆς ὕλης. Ἄν αὐτό δέν ἀποτελεῖ μεσαίωνα καί τήν ἐπανάληψη ἀσταθῶν ἀπόψεων τῆς ἀνθρώπινης μεταπτωτικῆς τραγωδίας τί ἄλλο εἶναι;
Νά γιατί ἡ ἀποτυχία τους δυστυχῶς προδιαγράφεται καί πάλιν βεβαία !!!
Ἀλλά ἰσχύει διαχρονικά καί διϊστορικά ὁ πατερικός λόγος «Κατά τήν καρδίαν ὑμῶν δώσω ὑμῖν ἄρχοντας» πού ἐπιβεβαιοῖ τήν θυμόσοφη ρῆσι «οἷοι οἱ ἀρχόμενοι καί οἱ ἄρχοντες».
Ὁ Πολωνός Νομπελίστας Τσέσλαβ Μίλοτς διερωτᾶται: «Ὅταν ἡ μεγάλη ἐπανεκπαιδευτική ἀποστολή θά ἔχει ὁλοκληρωθεῖ καί τό μισητό «μεταφυσικό ὄν» μέσα στόν ἄνθρωπο θά ἔχει τελικά συντριβεῖ, τί θά ἀπομένει; Εἶναι ἀμφίβολο ἄν οἱ κομματικές ἀπομιμήσεις τῆς χριστιανικῆς λειτουργίας, καί οἱ παρόμοιες μέ ἐκκλησιασμό ἱεροτελεστίες πού τελοῦνται μπροστά στούς ἡγέτες, θά προσφέρουν στούς ἀνθρώπους τέλεια ἱκανοποίηση».
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Οι Financial Times δημοσίευσαν ένα ανώνυμο άρθρο το οποίο κάνει έκκληση για την κατάργηση των μετρητών, προκειμένου να δοθεί στις κεντρικές τράπεζες και τις κυβερνήσεις περισσότερη εξουσία.
Με τίτλο «Η περίπτωση σχετικά με την συνταξιοδότηση άλλου ενός βάρβαρου λειψάνου», (The case for retiring another “barbarous relic”), το άρθρο επικρίνει το γεγονός ότι οι άνθρωποι αποθηκεύουν μετρητά σε αναμονή μιας άλλης οικονομικής κατάρρευσης, ένας παράγοντας, όπως λέει το άρθρο, ο οποίος προκαλεί «πολλή στρέβλωση στο οικονομικό σύστημα».
«Η ύπαρξη των μετρητών - ένας τίτλος στον κομιστή με μηδενικό επιτόκιο - περιορίζει την ικανότητα των κεντρικών τραπεζών να προωθήσουν μια ύφεση της οικονομίας. Η ανησυχία είναι ότι οι άνθρωποι θα αλλάξουν τις καταθέσεις τους σε μετρητά, αν η κεντρική τράπεζα κινήσει τα ποσοστά σε αρνητικό έδαφος», αναφέρει το άρθρο.
Διαμαρτυρόμενος ότι τα μετρητά δεν μπορούν να παρακολουθούνται και να εντοπίζονται, ο αρθρογράφος υποστηρίζει ότι η κατάργησή τους θα «κάνει τη ζωή ευκολότερη στην προσπάθεια που κάνει η κάθε κυβέρνηση να εξαλείψει την παραοικονομία».
Η κατάργηση των μετρητών θα δώσει επίσης στις κυβερνήσεις μεγαλύτερη εξουσία για την άρση των φόρων απευθείας από τους τραπεζικούς λογαριασμούς των ανθρώπων, υποστηρίζει ο αρθρογράφος, σημειώνοντας πως «ο φόρος προστιθέμενης αξίας, για παράδειγμα, θα μπορούσε να επιβληθεί αυτόματα - και να επιστρέφεται - σε πραγματικό χρόνο σχετικά με τις συναλλαγές μεταξύ τραπεζικών λογαριασμών».
Ο αρθρογράφος κάνει έκκληση επίσης για την «τιμωρία ανθρώπων που χρησιμοποιούν μετρητά», με το να αναγκαστούν να «πληρώνουν οι χρήστες για το προνόμιο της ανωνυμίας», ώστε να «εξακολουθούν να επηρεάζονται από τη νομισματική πολιτική».
Το άρθρο απηχεί ένα επιχείρημα που προέβαλε ο Kenneth Rogoff, ο εβραϊκής καταγωγής Αμερικάνος οικονομολόγος και πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ο οποίος ζήτησε τα υψηλής ονομαστικής αξίας χαρτονομίσματα όπως των 100 € και των 500 € να καταργηθούν.
Ας σημειωθεί ότι ο Rogoff (φωτο) παρευρέθηκε σε μια συνάντηση στο Λονδίνο νωρίτερα αυτό το χρόνο όπου συναντήθηκε με εκπροσώπους από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Federal Reserve), την ΕΚΤ, καθώς και συμμετέχοντες από τις ελβετικές και τις κεντρικές τράπεζες της Δανίας. Το ζήτημα της απαγόρευσης των μετρητών ήταν στην πρώτη γραμμή της ατζέντας.
Πέρυσι, ο Rogoff ζήτησε επίσης «την εξάλειψη του φυσικού νομίσματος» για να σταματήσει η "φοροδιαφυγής και η παράνομη δραστηριότητα", καθώς και το να προλαμβάνονται οι άνθρωποι από το να αποσύρουν χρήματα, όταν τα επιτόκια είναι κοντά στο μηδέν.
Η ατζέντα για την απαγόρευση των μετρητών συζητήθηκε επίσης στην φετινή συνεδρίαση της μυστικοπαθούς Λέσχης Bilderberg, στην οποία παραβρέθηκε ο Martin Wolf, ο εβραϊκής καταγωγής Βρετανός επικεφαλής σχολιαστής των Financial Times.
Ο πρώην οικονομολόγος της Τράπεζας της Αγγλίας Jim Leaviss έγραψε ένα άρθρο για την London Telegraph νωρίτερα αυτό το έτος στο οποίο έλεγε πως μια κοινωνία χωρίς μετρητά θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο εάν «αναγκάζονταν όλοι να ξοδέψουν μόνο με ηλεκτρονικά μέσα από ένα λογαριασμό που θα ανήκε σε μια κρατική τράπεζα», η οποία θα πρέπει να «παρακολουθείται ή ακόμα και ελέγχεται άμεσα από την κυβέρνηση».
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι τράπεζες αντιμετωπίζουν την απόσυρση των μετρητών σε ποσότητες τόσο χαμηλές όσο £ 5000 ως «ύποπτη δραστηριότητα», ενώ στη Γαλλία, στους πολίτες θα απαγορευτεί να πραγματοποιούν πληρωμές σε μετρητά πάνω από 1000 € από την Τρίτη και μετά. Η ανάκληση και η κατάθεση μετρητών ποσού 1.000 € θα υπόκειται επίσης σε έλεγχο ταυτότητας.
«Δεν υπάρχει πιο διαβόητη οικονομική πολιτική κατά της ελευθερίας που μπορεί να φανταστεί κανείς από το να απαγορευτούν τα μετρητά», γράφει ο Michael Krieger.
«Φυσικά, αν ξαφνικά "τελειώσουν" τα μετρητά, θα υπάρξει αύξηση της ζήτησης για χρυσό και ασήμι, των οποίων στη συνέχεια θα απαιτηθεί η απαγόρευση. Στη συνέχεια, ο κύκλος της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής τυραννίας θα είναι πλήρης, και το να ξεφύγουμε από αυτή θα είναι σχεδόν αδύνατον».
Πηγή: Global Research, Κόκκινος Ουρανός
Τόσος χρόνος χρειάστηκε μέχρι να περάσει στην αιωνιότητα ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης, σύμφωνα με τις σημειώσεις του δήμιού του.
Ο 19χρονος ήρωας από την Τσάδα, ο γενναίος αυτός πατριώτης, σύμφωνα με τις σημειώσεις που κρατούσε ο διαβόητος δήμιος της βρετανικής αποικιοκρατίας, Harry Allen, κατά τη διάρκεια των απαγχονισμών των ηρώων της ΕΟΚΑ, ξεψύχησε ηρωικά 9 δευτερόλεπτα μετά από τη στιγμή που άνοιξε η ξύλινη καταπακτή της αγχόνης.
«Θ’ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα, τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί».
Αυτό είχε γράψει στο τελευταίο γράμμα του.
Η πιο πάνω φωτογραφία ανέβηκε πριν από μερικές ώρες στο διαδίκτυο με τη λεζάντα «Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης στις τελευταίες του στιγμές...». Παρά τις πολλές προσπάθειες, δεν καταφέραμε να εντοπίσουμε την αρχική πηγή για να διαπιστώσουμε κατά πόσο απεικονίζει τον ίδιο τον ήρωα μαζί με τον ιερέα των Κεντρικών Φυλακών ή αν πρόκειται για σκηνή από κάποια ταινία-ντοκιμαντέρ αφιερωμένη στη ζωή και τη θυσία του. Αν όντως είναι αυθεντική, τότε απεικονίζει τον Παλληκαρίδη ίσως καθώς εξομολογείται από τον ιερέα Παπάντωνη Ερωτοκρίτου, λίγο πριν τον απαγχονισμό του που, όπως έχει γραφτεί με χρυσά γράμματα στο βιβλίο της ιστορίας, εκτυλίχθηκε τα μεσάνυχτα της 13ης Μαρτίου 1957.
Πιο κάτω, τα όσα διαδραματίστηκαν εκείνο το βράδυ, έτσι όπως τα περιγράφει με μεστή γραφή ο ίδιος ο Παπάντωνης μέσα στο βιβλίο του με τίτλο «Πώς έζησα το δράμα των Απαγχονισθέντων»:
Ήτο τόση ή βία του, ώστε νά διάταξη τήν έκτέλεσίν του προ τού μεσονυκτίου, ένώ δλους τούς προηγουμένους τούς έξετέλεσαν κατά τάς πρώτας πρωϊνάς ώρας, διότι ήθελε νά προλάβη μή τυχόν και ήρχετο χάρις άπό τήν Βασίλισσαν, διότι δλοι αυτό έπεριμένα μεν. Λέγεται δτι εδόθη ή χάρις, ήτο δμως άργά, αν πράγματι εδόθη.
Τό απόγευμα τής 13ης Μαρτίου ό διοργανωτής τών εκτελέσεων κ. Λκκερ μέ ενημέρωσε περί τής εκτελέσεως τού Παλληκαρίδη και ότι έπρεπε ώς συνήθως νά παραμείνω στάς Φύλακας.
Έζήτησα νά μείνω στο σπίτι μου και νά μεταφερθώ εις τάς Φύλακας ολίγον προ τής εκτελέσεως και έδέχθησαν μέ τήν ύπόσχεσιν δτι πράγματι θά εύρισκόμην στο σπίτι, γιατί όπως αντελήφθην ένόμιζαν πώς θά τούς γελούσα.
Έκανονίσαμεν ή ώρα 10 μ.μ. νά ρθούν νά μέ πάρουν, δπως και έγινε.
Μόλις έφθασα στάς Φύλακας, ώδηγήθην πλησίον τού Παλληκαρίδη διά νά τού μεταδώσω τήν Θείαν Κοινωνίαν. Τον βρήκα απολύτως ήρεμον χωρίς την παραμικράν έκδήλωσιν ταραχής ή λιποψυχίας.
Τά λόγια του εις τήν συνομιλίαν μας ήσαν κοφτά και μετρημένα. Έκάθητο εις τό κρεββάτι του, πού έψαυε σχεδόν τό δάπεδον τοϋ κελλιού, και έγώ λίγον υψηλότερα σ' ένα σκαμνί.
Τον είχαν στο κελλί τοϋ Ανδρέα Δημητρίου, και στο άλλο τοϋ Καραολή είχαν τον Μάίμάρη, πού τον κατεδίκασαν γιά φόνο. Δύο είναι τά κελλιά τών μελλοθανάτων πλησίον τής άγχύνης, και γι' αυτό τούς δύο πρώτους τούς είχαν σ' αυτά τά κελλιά. πού είναι πολύ πληκτικά, όπως και τώρα τούς δύο αυτούς, μέ τήν διαφοράν ότι τώρα μύνον ό ένας μέ ενδιέφερε εθνικά.
Όταν συνελήφθη μέσα στο δάσος μέ ένα όπλο, πού δέν μπορούσε νά χρησιμοποιηθή. ήτο νύχτα, και οί σύντροφοι του έτρεξαν και έφυγαν, και δέν συνελήφθησαν. Αυτός όμως δέν έτρεξε να φύγη. και περίεργος γι' αυτό τοϋ υποβάλλω τήν έρώτησιν.
- Γιατί δέν έτρεξες νά φύγης και σύ όπως έκαμαν οί άλλοι;
Έσήκωσε τό πρόσωπον του και μέ είδε στά μάτια, γιατί ήτο σκυφτός, και μέ έλαφρόν μειδίαμα μού λέγει.
-Τούς επήρα γιά δειλούς, όταν τους ειδα νά τρέχουν.
Επικρατεί σιωπή. και πάλιν ερωτώ.
-Έχεις τίποτε νά μού πής, παιδί μου ;
- Μετανοιώνω γιά κείνο πού έκαμα και άν ζούσα δέν θά το ξανάκαμνα.
Δέν εννοούσε τό ότι έλαβε μέρος στον αγώνα άλλά άλλο πράγμα, τής ψυχής.
Τοϋ υπέδειξα, άν ήθελε νά αφήσει τον σταυρόν του νά τον έχωμεν ώς ένθύμιον, άλλά μοϋ λέγει: Όχι. πάτερ, θέλω νά τον πάρω μαζί μου.
Λυπήθηκα, πού δέν σκέφθηκα νά πάρω άλλον μαζί μου και να τον κρατούσα ώς ιερόν κειμήλιον. όπως έκαμα στους τρεις προηγουμένους. Μετά τήν εκτέλεση τον έφερε στο λαιμό του.
Τού συνέστησα νά έχη θάρρος μέχρι τέλους και νά μήν άφήση τήν εντύπωση στους Άγγλους δημίους ότι έδειλίασε.
- Έχω θάρρος, μού λέγει, και δέν θά δειλιάσω, εύχομαι δέ να είμαι ό τελευταίος. Τά τελευταία του λόγια ήσαν: Τούς χαιρετισμούς μου εις όλους, και εύχομαι σύντομα τήν έλευθερίαν τής Κύπρου.
Τού μετέδωσα τέλος τήν Θείαν Κοινωνίαν. και άφού τον έφίλησα τον άπεχαιρέτισα μέ τάς λέξεις, θάρρος, και νά μήν χάνης τάς ελπίδας σου.
Κάποια έλπίς διασώσεως του υπήρχε μέχρι τής τελευταίας στιγμής,ήτοι τής ενδέκατης και μισής, πού έξετελέσθη.
Ό Μαϊμάρης δταν μέ ειδε νά φεύγω άπό τό διπλανό κελλί, έφώναζε και έκλαιε και έτάρασσε τήν γαλήνη και τήν σιγήν τής νύχτας γύρω άπό τήν άγχόνην.
Έχουμε την εντύπωση πως η εν λόγω φωτογραφία δεν είναι ανάμεσα σε αυτές που τραβήχτηκαν από τον Allen και άρα δεν περιλαμβάνεται στο άλμπουμ με τις φωτογραφίες και τα άλλα αντικείμενα του διαβόητου εκτελεστή των Ελληνοκυπρίων ηρώων της ΕΟΚΑ, τα οποία παραδόθηκαν πριν από μερικές ώρες (Τρίτη 29/10) στον Πρόεδρο της Βουλής Γιαννάκη Ομήρου από αντιπροσωπεία αποδήμων της Μεγάλης Βρετανίας, σίγουρα όμως είναι πέρα για πέρα συγκλονιστική. Για την ιστορία να πούμε πως, ανάμεσα στα αντικείμενα του δήμιου, τα οποία δημοπρατήθηκαν πρόσφατα και κατέληξαν τελικά στα χέρια των αποδήμων για το ποσό των 1100 στερλινών, περιλαμβάνονται ένας κατάλογος με συγκλονιστικά στοιχεία των 9 απαγχονισθέντων της ΕΟΚΑ (όπως τα δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν μέχρι να ξεψυχήσουν), ένα ρόπαλο, προσωπικές φωτογραφίες, ένα παραδοσιακό νεροκόλοκο με σκαλισμένη την επιγραφή «Εσκαλίσθη εις τας Κεντρικάς Φυλακάς στις 12 Σεπτεμβρίου του 1958», ένα ρολόι Ωμέγα και δύο επάργυρα ποτήρια.
Πηγή: City Free Press
Αὐτὸ τὸ θέμα μᾶς προτρέπει νὰ διερευνήσουμε τὶς πράξεις, ἀλλὰ καὶ νὰ εἰσχωρήσουμε στὰ ἄδυτα τῆς ψυχῆς ἑνὸς ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἀκολούθησε ἑκούσια καὶ συνειδητὰ στὴ ζωή του τὴν ὁδὸ τῆς θυσίας καὶ τῆς αὐταπαρνήσεως, ἀρετὲς ἀπόλυτα συμβατὲς μὲ τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἰδέα τοῦ ἐθελοντισμοῦ. Αὐτὸ θὰ ἐπιχειρηθεῖ μέσα ἀπὸ ἕνα ἐνδεικτικὰ ἐπιλεγμένο πλαίσιο ὁρισμένων σταθμῶν τῆς ζωῆς του.
Ὁ Καποδίστριας γεννήθηκε στὴν Κέρκυρα τὸ 1776. Γονεῖς του ἦταν ὁ Κερκυραῖος Πολιτικὸς Ἀντώνιος-Μαρία καὶ ἡ Ἡπειρώτισσα (Κυπρία στὴν καταγωγή) Διαμαντίνα Γονέμη. Ὑπῆρξε τὸ ἕκτο παιδὶ αὐτῆς τῆς εὐσεβοῦς πολύτεκνης οἰκογένειας, δύο μάλιστα ἀπὸ τὶς ἀδερφές του ἔγιναν μοναχές. Ὁ λόγιος ἱερωμένος Ἀνδρέας Ἱδρωμένος πολὺ συνέβαλε στὴν ἐκκλησιαστική του παιδεία. Ἐπίσης τὸν βοήθησε καὶ ἡ φιλία ποὺ εἶχε μὲ τὸν Μητροπολίτη Ἄρτης καὶ μετέπειτα Οὐγγροβλαχίας Ἰγνάτιο, ἡ οἰκία τοῦ ὁποίου στὴ Ρωσία ἀπετέλεσε ἀργότερα ἕνα ἀπὸ τὰ πνευματικά του καταφύγια.
Ὁ Καποδίστριας ὑπῆρξε μία συγκροτημένη καὶ ὁλοκληρωμένη προσωπικότητα. Ἐβίωνε τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ ὅλες του οἱ ἐνέργειες διαπνέονταν ἀπὸ τὶς ἠθικὲς ἀρχὲς καὶ τὰ φιλάδελφα αἰσθήματά του. Θαυμάζουμε τὴν ἀκεραιότητα τοῦ χαρακτῆρα του καὶ μέσα ἀπὸ μία ἐπιστολὴ πρὸς τὸν πατέρα του. Ἔγραφε: «Εἶμαι εὐχαριστημένος… Ἀντιστάθηκα στὶς πιὸ μεγάλες καὶ γοητευτικὲς προτάσεις… Μοῦ προσφέρθηκαν περισσότερες ἀπὸ μία ὡραῖες ἀποκαταστάσεις. Τὶς ἀρνήθηκα χωρὶς δυσαρέσκειαν. Θὰ εἶχα γίνει κροῖσος στὰ πλούτη, ἀλλὰ στοὺς ἀντίποδες. Θὰ εἶχα προχωρήσει κατὰ χίλια βήματα στὴ σταδιοδρομία μου, ἀλλὰ ἔξω ἀπὸ τὶς ἀρχές μου, ἀπὸ τὴν ἀτμόσφαιρά μας. Δὲν τὸ θέλησα καὶ οὔτε θὰ τὸ θελήσω ποτέ… Ἐλπίζω στὴ θεϊκὴ προστασία». Σὲ ὅλες τὶς φάσεις τῆς ζωῆς του παρέμεινε πάντα σταθερὸς στὶς οἰκογενειακὲς ἀρχὲς καὶ στὴν ὀρθόδοξη πίστη του. Τὶς ἡμέρες τοῦ Πάσχα 1811 ἔγραψε στὸν πατέρα του: «Μεθαύριο, Μεγάλη Πέμπτη, θὰ ἐκπληρώσω τὰ χριστιανικά μου καθήκοντα. Θὰ κοινωνήσω…».
Στὴ συνέχεια ἀναφέρουμε μερικὲς ἀπὸ τὶς ἐνέργειες οἱ ὁποῖες ἐπιβεβαιώνουν τὶς ἀρετὲς τοῦ ἀνδρός: στὸ Συνέδριο τῆς Βιέννης τὸ 1815, ἐνῶ ὅλοι διασκέδαζαν, ἐκεῖνος ζοῦσε λιτὰ καὶ ὑπεύθυνα: «Οἱ Αὐτοκράτορες χορεύουν, οἱ Βασιλεῖς χορεύουν, ὁ Μέττερνιχ χορεύει, ὁ Καστελρέϊ χορεύει, ὅλος ὁ κόσμος χορεύει», γράφει ἐφημερίδα τῆς ἐποχῆς. Μόνον ὁ Καποδίστριας δὲν χόρευε. Σοβαρὸς καὶ μετρημένος ξενυχτοῦσε πάνω στὰ διπλωματικά του ἔγγραφα, σκεπτόμενος μὲ ποιόν τρόπο θὰ μποροῦσε νὰ βοηθήσει τὴ σκλαβωμένη πατρίδα του. Ἦταν τότε ποὺ προέτρεψε τὸν τσάρο Ἀλέξανδρο νὰ ἡγηθεῖ μιᾶς Συνομοσπονδίας ὀρθοδόξων κρατῶν, στὰ ὁποῖα θὰ συγκαταλεγόταν βέβαια καὶ ἡ ὑπόδουλη τότε Ἑλλάδα, μὲ σκοπὸ τὴν ἀποτίναξη τοῦ ὀθωμανικοῦ ζυγοῦ καὶ τὴν ὁμαλὴ ἐνσωμάτωσή της σὲ μία μεγάλη εὐρωπαϊκὴ οἰκογένεια «γύρω ἀπὸ μίαν κοινὴν Πατρίδα, τὴν Ἡνωμένην Εὐρώπην», ὅπως ἔγραψε. Αὐτὸ τὸ σχῆμα θὰ βασιζόταν πάνω στὶς χριστιανικὲς ἀρχὲς τῆς ἀλληλεγγύης καὶ τῆς ἰσότητας καὶ θὰ περιελάμβανε καὶ τὰ μικρότερα κράτη, μὲ τὴν κατάθεση ἑνὸς ὑπομνήματος γιὰ μία πανευρωπαϊκὴ συνεργασία καὶ ἑνότητα. Ἔτσι ὁ Καποδίστριας ἀναδεικνύεται ὡς ὁ πρῶτος ὁραματιστὴς μιᾶς ἑνωμένης χριστιανικῆς Εὐρώπης. Τὸ ὅραμα τῆς ἑνωμένης Εὐρώπης πραγματοποιήθηκε, δυστυχῶς ὅμως ἡ Εὐρώπη σήμερα τείνει νὰ ἀρνηθεῖ τὴ χριστιανικὴ καταγωγή της καὶ παρατηρεῖται μία μεγάλη ἀνισότητα ἀνάμεσα στὶς χῶρες τοῦ Βορρᾶ καὶ τοῦ Νότου της.
Ὁ Καποδίστριας μόχθησε ὡσαύτως γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀναβάθμιση τῆς νεολαίας. Πίστευε πὼς ἡ ἀνόρθωση τοῦ Γένους συνδεόταν ἄμεσα μὲ τὴ μόρφωση τῶν ἑλληνοπαίδων: «Χωρὶς πίστιν εἰς τὸν Θεόν, ἀγάπην εἰς τὴν Πατρίδα καὶ ἐκμάθησιν τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, τὰ ἑλληνόπουλα θὰ χαθοῦν στὶς ξένες χῶρες. Φροντίστε, λοιπόν, νὰ διατηρεῖτε ἄσβεστες στὶς ψυχὲς τῶν μαθητῶν σας αὐτὲς τὶς ὕψιστες ἀξίες», ἔγραφε τότε πρὸς τοὺς διδασκάλους τοῦ ἐξωτερικοῦ. Μὲ τὴ συνεργασία τοῦ λογίου ἀρχιμανδρίτη Ἀνθίμου Γαζῆ ἵδρυσε τὴ «Φιλόμουσον Ἑταιρείαν τῆς Βιέννης», μὲ σκοπὸ τὴ μόρφωση τῶν ἑλληνοπαίδων. Διέθεσε μάλιστα σημαντικὰ ποσὰ γι᾿ αὐτὸν τὸν σκοπό.
Τὸ 1817 ἐκκλησιαζόταν τακτικὰ τὶς Κυριακὲς στὴν ἑλληνικὴ ἐκκλησία τῆς Μόσχας, ὅπου: «Αἰσθανόταν ἰδιαιτέραν χαράν, ἐπειδὴ εἶχεν τὴν εὐκαιρίαν νὰ ἀκροᾶται καὶ νὰ ἐννοεῖ τὴν γλῶσσαν εἰς τὴν ὁποίαν δεόμεθα», δηλαδὴ τὴν ὡραιοτάτη καὶ συνεκτικὴ ἑλληνικὴ γλῶσσα, τὴν ὁποία ἐμεῖς σήμερα, δυστυχῶς, τόσο κακοποιοῦμε!
Ὁ ἔξοχος ἄνδρας ἔπραττε πάντα κατὰ συνείδησιν. Ὅταν διεπίστωσε τὴν ἀλλαγὴ πολιτικῆς τοῦ Τσάρου – ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ Μέττερνιχ – πάνω στὸ ἑλληνικὸ ζήτημα, τότε δὲν δίστασε νὰ ὑποβάλει εὐθαρσῶς τὴν παραίτησή του. Μάλιστα τοῦ ὑπενθύμισε τὰ λόγια του κατὰ τὴ στιγμὴ τῆς ἀναλήψεως τῶν ὑψηλῶν καθηκόντων του: «Μεγαλειότατε, ὁσάκις εὑρεθῶ πρὸ τοῦ τραγικοῦ διλήμματος νὰ ὑποστηρίξω τὰ συμφέροντα τῆς σκλαβωμένης Πατρίδος μου ἢ τὰ συμφέροντα τῆς ἀχανοῦς Αὐτοκρατορίας Σας, δὲν θὰ διστάσω οὔτε στιγμή: θὰ τεθῶ μὲ τὸ μέρος τῆς πατρίδος μου. Εἶμαι Ἕλλην καὶ θὰ μείνω Ἕλλην γιὰ πάντα».
Δὲν δίστασε νὰ θυσιάσει ἀκόμη καὶ τὸν ἁγνὸ ἔρωτά του πρὸς τὴν ἐκλεκτὴ ἑλληνίδα Ρωξάνδρα Στούρτζα, ὅταν ἀπεφάσισε νὰ κατέβει πρὸς ἐκεῖνο τὸ «ἀπέραντο ἐρείπιο», τὴν ἀγαπημένη του Ἑλλάδα, ὕστερα ἀπὸ τὴν πρόσκληση τῆς Γ΄ Ἐθνοσυνελεύσεως τῶν Ἑλλήνων, τὸ 1827.
Ἡ Εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς «Γλυκοφιλούσας», τοῦ Ἰωάννη Καποδίστρια Τὴν εἰκόνα αὐτὴ ὁ πλήρης πίστεως στὸν Θεό καὶ τὴν Παναγία Μητέρα του Κυβερνήτης, Ἰωάννης Καποδίστριας, εἶχε στὸ δωμάτιό του καί, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν ἰδιόχειρη ἐπιγραφὴ ποὺ σώζεται ὄπισθεν τῆς εἰκόνας, στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο ἀπευθυνόταν προσευχόμενος ὁ μαρτυρικὸς ἐθνικὸς ἡγέτης κατὰ τὶς ὧρες τῶν περιστάσεων καὶ κινδύνων, ποὺ συναντοῦσε στὴν προσπάθειά του νὰ συστήση καὶ νὰ συγκροτήση, σὺν Θεῷ, ἐκ θεμελίων, τὸ καινούργιο Ἑλληνικὸ Κράτος. Στὸ πίσω μέρος τῆς εἰκόνας ὑπάρχει ἰδιόχειρο ἱκετευτικὸ ἐπίγραμμα τοῦ Ἰωάννη Καποδίστρια: «Γλυκοφιλοῦσα Μαριάμ, τὸν Υἱόν σου αἴτησαι ὑπὲρ ἐμοῦ τοῦ δούλου σου Ἰωάννου, βραβεῦσαι, μετὰ σοφίας κυβερνᾶν τὸν ευσεβῆ λαόν σου καὶ βασιλείας με Αὐτοῦ τυχεῖν δι΄ ἔλεός Του. 1829»
«Ἀγωνιῶ νὰ προγνωρίσω τί θέλω ἀπογίνει καὶ ἂν μοῦ ἔχει ὁρισθεῖ νὰ σηκώσω τὸν οὐρανόθεν ἐπικαταβαίνοντα εἰς ἐμὲ σταυρὸν μὲ τὴν ψῆφον τῆς Συνελεύσεως τῆς Τροιζῆνος… Ἡ κάθοδός μου εἰς τὴν Ἑλλάδα σημαίνει ἄνοδον εἰς τὸν Γολγοθᾶν μου», ἔγραψε τότε πρὸς τὸν ἐκλεκτὸ φίλο του Ἑλβετὸ τραπεζίτη Ἰωάννη Ἐϋνάρδο. Ἀποτελεῖ μοναδικὴ ἴσως περίπτωση πολιτικοῦ ἀνδρός, ὁ ὁποῖος ξεκίνησε τὴ σταδιοδρομία του μὲ τὴν αἴσθηση πὼς δὲν τὸν περίμεναν δόξες, τιμὲς καὶ ὀφέλη, ἀλλὰ σταυρὸς καὶ μαρτύριο! Φαίνεται πὼς ὁ μεγάλος ἄνδρας ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε συνειδητὰ ἀποδεχθεῖ. Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο μάλιστα μιμήθηκε τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὅπως ἀπεδείχθη ἀπὸ τὴν μετέπειτα πορεία του.
Ἔχω τὴν τιμὴ καὶ τὴν εὐθύνη ὡς ἱερεὺς νὰ διακονῶ ἐδῶ καὶ 33 χρόνια στὸν Ἱερὸ Μητροπολιτικὸ Ναὸ Κοιμήσεως Θεοτόκου Αἰγίνης. Στὶς 12 Ἰανουαρίου 1828 στὸν προαύλιο χῶρο τῆς ἐκκλησίας ἔγινε ἡ πανηγυρικὴ ὑποδοχὴ τοῦ Κυβερνήτη ἀπὸ τὴν – ἑνωμένη πλέον – Βουλή, τὴν Ἀντικυβερνητικὴ Ἐπιτροπὴ καὶ ἕναν ἐνθουσιῶντα – πλὴν καταρημαγμένο – λαό. Μετὰ τὴ Δοξολογία, ἀπὸ τὸ πλατύσκαλο τοῦ ἐξώστη προσεφώνησε τὸν Κυβερνήτη ὁ Θεόφιλος Καΐρης. Ὅπως ὁ ἴδιος ἀπεκάλυψε ἀργότερα, ἡ καρδιά του ράγισε ἀντικρίζοντας τὴ δυστυχία καὶ τὶς ὄψεις τῶν σκελετωμένων παιδιῶν!
Μὲ τὴν ἐγκατάστασή του στὸ Κυβερνεῖο ἄρχισε ἀμέσως τὸ τιτάνιο ἔργο του, ἀπὸ τὸ χάος νὰ δημιουργήσει κράτος.
Ὁ Καποδίστριας ἔστειλε δικούς του ἀνθρώπους καὶ μὲ δικά του χρήματα ἐξαγόρασε σημαντικὸ ἀριθμὸ παιδιῶν ποὺ εἶχαν αἰχμαλωτισθεῖ καὶ μεταφερθεῖ ἀπὸ τὸν Ἰμπραὴμ στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ἂς ἀναφερθοῦμε ἐδῶ μόνο στὴν κοινωνικὴ μέριμνα τοῦ Κυβερνήτης, ἡ ὁποία ἐπεκτάθηκε μέχρι καὶ στὴν ἵδρυση Ὑγειονομείων καὶ λοιμοκαθαρτηρίων. Σ᾿ ἕνα τεράστιο κτήριο ἐκτάσεως 4.000 τ.μ., ποὺ ἔκτισε τὸ 1829 στὴν Αἴγινα μὲ τὸν πρωτοεμφανιζόμενο στὴν Ἑλλάδα ρυθμὸ τῆς ἁπλῆς δωρικῆς ἀρχιτεκτονικῆς, λειτούργησε οὐσιαστικὰ ἡ πρώτη Σχολὴ Τεχνικῆς καὶ Ἐπαγγελματικῆς Ἐκπαίδευσης στὴν Ἑλλάδα. Οἱ 500 τρόφιμοι τοῦ ὀρφανοτροφείου, ἀγόρια καὶ κορίτσια, εἶχαν τὴ δυνατότητα νὰ παρακολουθοῦν μαθήματα οἰκοδομικῆς, ξυλουργικῆς, τορνευτικῆς, σιδηρουργικῆς, ὡρολογοποιΐας, ραπτικῆς, ὑποδηματοποιΐας, βιβλιοδετικῆς καὶ τυπογραφίας. Οἱ ἀποφοιτῶντες ἔπαιρναν ἀπὸ τὸ Κράτος ἕνα μικρὸ χρηματικὸ κεφάλαιο γιὰ τὴν ἀγορὰ τῶν ὀργάνων τῆς τέχνης τους, δηλαδὴ ἐδῶ βλέπουμε τὴ λειτουργία τοῦ κράτους προνοίας. Παράλληλα, εὐνοήθηκαν ἡ καλλιέργεια πατάτας, σιταριοῦ καὶ ἡ ἐκτροφὴ μεταξοσκωλήκων. Χορηγήθηκαν καὶ καλλιεργητικὰ δάνεια στὶς κοινότητες γιὰ τὴν καλλιέργεια τῆς ἐλιᾶς καὶ τῆς σταφίδας. Ὁ Κυβερνήτης ζοῦσε πολὺ ἁπλά. «Ἐμένα μοῦ χρειάζονται 60 λεπτὰ γιὰ νὰ ζήσω», ἔλεγε. Καὶ ὁ Μακρυγιάννης: «Ὁ Κυβερνήτης ἔτρωγε ἐπὶ τέσσερις μέρες μία κότα».
Εἶχε φοβερὰ ἀδυνατίσει. Στὴν παράκληση τοῦ ἰατροῦ του ἡ ἀπάντηση ἦταν: «Τότε μονάχα θὰ βελτιώσω τὴν τροφήν μου, ὅταν θὰ εἶμαι βέβαιος ὅτι δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα ἑλληνόπουλο ποὺ νὰ πεινάει». Δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ τὸν ἀποκαλοῦν «κόμη». Πολὺ καλύτερα ἀποδεχόταν τὸ «μπάρμπα–Γιάννης» τοῦ λαοῦ. Ντυνόταν ἁπλά. Ὁ Νικόλαος Δραγούμης περιγράφει ἐκεῖνο τὸ χαριτωμένο περιστατικὸ ποὺ συνέβη στὴν πρώτη περιοδεία του στὴν Κορινθία, ὅταν τὸν παρεκάλεσε ὁ Κολοκοτρώνης νὰ ἀλλάξει στολή, ἐπειδὴ ὁ λαὸς ζητωκραύγαζε γιὰ Κυβερνήτη του τὸν προπορευόμενο ταχυδρομικὸ διανομέα Καρδαρᾶ «ἐνδεδυμένον βελούδινον χρυσοκέντητον σεγκούνιον». Ἡ στολή ὅμως ποὺ τελικὰ φόρεσε δὲν διέφερε ἀπὸ ἐκείνη τῶν δασονόμων τῆς ἐποχῆς τῆς Ἀντιβασιλείας ἐπὶ Ὄθωνος (κοινῶς τοῦ δραγάτη!). Ὡς ἄνθρωπος, βέβαια, ὁ Καποδίστριας δὲν ἀπέφυγε τὰ λάθη στὰ 55 χρόνια τῆς ζωῆς του. Τὰ ἁγνὰ κίνητρα, ὅμως, ὅπως καὶ οἱ ἀρετές του δίκαια μποροῦν νὰ τὸν χαρακτηρίσουν πρότυπο χριστιανοῦ ἡγέτη ἰδεατό, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι κάλλιστα μπορεῖ νὰ ἀποτελέσει πρότυπο γιὰ ἄλλους.
Στὴ «Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια» διαβάζουμε: «Κατὰ τὴν πρώτην δοξολογίαν θρόνος τοῦ Καποδίστρια ἦταν ἕνα ἁπλοῦν ξύλινο στασίδι. Αὐτὸ ἐχρησιμοποίει ὅταν τακτικῶς ἐκκλησιάζετο τὰς Κυριακὰς καὶ ἐορτάς». Πρόκειται γιὰ τὸν «θρονίσκον Δεσποτικὸν» κατὰ τὸν Κασομούλη, ποὺ κατεσκεύασε ἡ Ἀντικυβερνητικὴ Ἐπιτροπὴ γιὰ τὴν ἡμέρα τῆς ὑποδοχῆς του.
Ἱ. Ναὸς Ἁγίου Σπυρίδωνος Ναυπλίου
Μέχρι σήμερα αὐτὸ τὸ κάθισμα βρίσκεται στὴν Ἐκκλησία, ἀπέναντι ἀπὸ τὸ Δεσποτικό, μέσα στὴ «Μεγάλη Ἐκκλησία», κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ ἴδιου τοῦ Καποδίστρια μέσα σὲ κείμενό του, ὅπως στὰ χρόνια τὰ βυζαντινὰ ὁ θρόνος τοῦ Αὐτοκράτορα βρισκόταν ἀπέναντι ἀπὸ τοῦ Πατριάρχη.
Ὁ Καποδίστριας ἤθελε καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ καταδείξει τὴ συνέχεια αὐτῆς τῆς παράδοσης. Σκόπευε, μάλιστα, νὰ ἐφαρμόσει τὸ βυζαντινορωμαϊκὸ δίκαιο, τὸ ὁποῖο ἐξ ἄλλου δὲν ἔπαυσε νὰ ἰσχύει στὸν τόπο κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας μὲ τὴν «Ἑξάβιβλο» τοῦ Ἀρμενοπούλου. «Καθὼς ἀντικρύζει κανεὶς τὸ ἄδειο στασίδι τοῦ Καποδίστρια μέσα στὴ Μητρόπολη, εἶναι εὔλογο νὰ φαντάζεται καὶ νὰ διερωτᾶται: ποιά θὰ ἦταν ἡ μορφὴ τῆς πατρίδας μας σήμερα, ἂν δὲν εἶχε τόσο νωρὶς μεσολαβήσει τὸ τραγικὸ γεγονὸς τῆς δολοφονίας του;». Τὸ ἐρώτημα πάντως παραμένει: Σὲ ποιὲς ἀξίες ἄραγε βασίστηκαν οἱ σύγχρονοι πολιτικοί μας, ὥστε νὰ ὁδηγηθεῖ ἡ χώρα στὰ σημερινὰ ἀδιέξοδα; Ἔχω τὴ γνώμη πώς, ἂν δὲν βρεθοῦν ἄνθρωποι ποὺ νὰ διακατέχονται ἀπὸ τὰ ἴδια μὲ τὸν Καποδίστρια ἰδανικά, πολὺ δύσκολα θὰ προκύψει ἡ ἐπιθυμητὴ ἀπ᾿ ὅλους μας ἀνάκαμψη…
Ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ Steven Runciman: «Ἂν ὅλοι οἱ λαοὶ, γιὰ νὰ προοδεύσουν, πρέπει νὰ κοιτοῦν μπροστά, οἱ Ἕλληνες πρέπει νὰ στραφοῦν πίσω, στὶς ἀξίες καὶ στὶς παραδόσεις τους».
1. Ἐμ. Γιαννούλη, Ταξίδι στὴν Ἱστορία, Αἴγινα – «Μεγάλη Ἐκκλησία» – Καποδίστριας. Ἀρχὴ Νεοελληνικοῦ Κράτους, ἐκδ. Ἀθ. Σταμούλης, Ἀθήνα 2013, σελ. 156 καὶ ἑπόμενα.
2. Διονυσίου Α. Μαντζουλίνου, Ἰωάννης Καποδίστριας Α΄, ἐκδ. «Ἑστίας», Ἀθῆναι 1990, σελ. 41 καὶ ἑπόμενα.
3. ΦΕΚ τεῦχος 1ο , ἀρ. φύλλου 9/30 Ἰανουαρίου 2012, Προεδρικὸ Διάταγμα ὑπ᾿ ἀριθμ. 7 Προέδρου Δημοκρατίας Καρόλου Παπούλια.
4. Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια, ἄρθρο «Αἴγινα», Ἀρ. Καμπάνης, τ. 16, σελ. 766.
5. Ν. Κασομούλη, Στρατιωτικὰ Ἐνθυμήματα, τόμ. Β΄, σελ. 690. «Ἡ Ἀντικυβερνητικὴ Ἐπιτροπὴ ἔστησεν ἕνα θρονίσκον δεσποτικὸν, τὸν ὁποῖον ἐστόλισεν μὲ μυρσίνας καὶ δάφνας».
6. Ἐμ. Γιαννούλη, Ἡ «Μεγάλη Ἐκκλησία», ὁ Μητροπολιτικὸς Ναὸς στὴν Αἴγινα, ἔκδοση ἔτους 1996, σελ. 106 καὶ ἑπόμενα (ἐξαντλημένο).
7. Ὀπισθόφυλλο τοῦ ἰδίου βιβλίου, ὡς ἄνω.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Ο Υπουργός Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης κ. Παναγιώτης Κουρουμπλής επισκέφθηκε σήμερα τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο. Ο Μακαριώτατος κατά την ένθερμη υποδοχή που επεφύλαξε στον υπουργό, του ευχήθηκε καλή δύναμη για την ανάληψη των νέων του καθηκόντων. Στην συνάντηση συζητήθηκε και η Κάρτα του Πολίτη.
Ο κ. Κουρουμπλής ευχαρίστησε με τη σειρά του τον Αρχιεπίσκοπο για τη σημερινή τους συνάντηση δηλώνοντας χαρακτηριστικά ότι «κάθε φορά που συναντώ τον Μακαριώτατο είναι μια στιγμή που γεννά σκέψεις, δημιουργικούς προβληματισμούς, οράματα, ελπίδες, αγάπη και όρεξη για προσπάθεια».
Στη συνάντηση συζητήθηκαν οι τρόποι συνεργασίας του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης με την Εκκλησία, προκειμένου να επιλύονται προβλήματα και να τακτοποιούνται εκκρεμότητες.
Ο υπουργός επεσήμανε ότι θα προωθηθούν πολιτικές στήριξης και δημιουργίας νέων θεσμών στέγης ημιαυτόνομης διαβίωσης, αλλά και οικογενειακού περιβάλλοντος, για ανθρώπους με ιδιαιτερότητες οι οποίοι πιθανά να μην μπορούν να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους. Ζητήματα που ο ίδιος έχει δρομολογήσει από την θητεία του στο Υπουργείο Υγείας. Έθεσε, επίσης, καίριες πλευρές του προσφυγικού προβλήματος και επεσήμανε την σταθερή και διαχρονική στήριξη των σχετικών πρωτοβουλιών από την Εκκλησία, καθώς όπως υπογράμμισε, είναι σημαντικό που ο Μακαριώτατος επιμένει να συνδράμει στις προσπάθειες ανακούφισης του ανθρώπου και να δίνει την δέουσα σημασία στον συντονισμό όλων των θεσμικών φορέων της χώρας ώστε να υπάρχει γρήγορο και απτό αποτέλεσμα προς όφελος της κοινωνίας.
Επιπροσθέτως, ο υπουργός ενημέρωσε τον Αρχιεπίσκοπο για την πρόθεση υλοποίησης της κάρτας του πολίτη, στο πλαίσιο της απλοποίησης των υπηρεσιών του κράτους προς τους πολίτες και της αντιμετώπισης του χρόνιου προβλήματος της γραφειοκρατίας. Συγκεκριμένα συζητήθηκε η θέσπιση της Κάρτς του Πολίτη που ο Υπουργός ανάφερε εμφανώς αποφασισμένος για την δημιουργία παρά τις αντιθέσεις εκκλησιαστικών κύκλων. « Η Κάρτα του Πολίτη θα θεσπιστεί. Εαν αποτύχει το μέτρο θα είναι δική μου πολιτική ευθύνη και θα την επωμισθώ»
Ο κ. Ιερώνυμος, από την πλευρά του, αφού αναφέρθηκε στο γόνιμο χαρακτήρα των συζητήσεων που πάντα όπως τόνισε έχει με τον υπουργό, επεσήμανε ότι συνέπεσαν οι απόψεις τους σε ζητήματα τακτοποίησης ορισμένων εκκρεμοτήτων οι οποίες άπτονται του Υπουργείου Υγείας και στα οποία εμπλέκεται η Εκκλησία στο πλαίσιο της κοινωνικής της προσφοράς και στήριξης, όπου αυτή χρειάζεται.
Ο υπουργός, δεν παρέλειψε να επαναλάβει την δέσμευσή του απέναντι στον Μακαριώτατο, αναφορικά με την τοποθέτηση ενός αριθμού κληρικών που η κυβέρνηση έχει αποφασίσει, λόγω των κενών που προκάλεσαν οι περικοπές σε αυτές τις θέσεις, τα τελευταία χρόνια.
Η συνάντηση ολοκληρώθηκε μέσα σε πνεύμα σύμπνοιας και συμπόρευσης σε ζητήματα κοινωνικών αναγκών και ελλειμμάτων, με κοινό στόχο την καλυτέρευση των συνθηκών διαβίωσης των αδύναμων, κυρίως, πληθυσμιακών ομάδων.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...