Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Η ονομασία «Ιερός Λόχος» συνδέεται με την Ελλάδα. Διάσημη ήταν η ομώνυμη μονάδα των επίλεκτων Θηβαίων ή αργότερα των ανδρών του Αλ. Υψηλάντη. Ωστόσο «Ιερούς Λόχους» παρέτασσαν και άλλα κράτη με πρώτο αυτό της Καρχηδόνας.Ο καρχηδονιακός «Ιερός Λόχος» συγκροτήθηκε τον 4ο αιώνα π.Χ. προφανώς υπό την επιρροή του ομώνυμου θηβαϊκού τα κατορθώματα του οποίου έναντι των αήττητων, έως τότε, Σπαρτιατών διαδόθηκαν σε όλο τον αρχαίο κόσμο.
Η εκστρατεία του βασιλιά της Ηπείρου Πύρρου στην Σικελία, μεσούσης της εκστρατείας του στην Ιταλία, αποτελεί μια από τις πλέον άγνωστες πτυχές του εγχειρήματος. Στόχος του ήταν να σώσει τις ελληνικές πόλεις από τους Καρχηδόνιους και τους Μαμερτίνους συμμάχους τους. Οι τελευταίοι ήταν πρώην μισθοφόροι που είχαν εγκατασταθεί στην Σικελία και είχαν συγκροτήσει ένα είδος κράτους.
Στα τέλη Μαΐου του 278 π.Χ. ο Πύρρος απέπλευσε από τις ιταλικές ακτές μαζί με 8.000 άνδρες του και τους πολεμικούς του ελέφαντες. Παρά την επιτήρηση των σικελικών ακτών από τον ισχυρό καρχηδονιακό στόλο ο Πύρρος κατόρθωσε να αποβιβάσει τη μικρή του δύναμη στον λιμένα του Ταυρομενίου, στην είσοδο του Σικελικού πορθμού.
Εκεί τον υποδέχθηκε ο τύραννος της Πόλης Τυνδαρίων, ο οποίος και του διέθεσε τις μικρές δυνάμεις που διέθετε. Έτσι ενισχυμένος ο Πύρρος κινήθηκε για την Κατάνη. Στο μεταξύ η είδηση της άφιξης του Πύρρου στην Σικελία προκάλεσε ενθουσιασμό στους Έλληνες και τρόμο στους Καρχηδονίους και στους Μαμερτίνους. Μόλις μάλιστα ο Πύρρος κινήθηκε προς τις Συρακούσες οι Καρχηδόνιοι έντρομοι ήραν την πολιορκία της πόλης – αν και διέθεταν 50.000 άνδρες και 120 πολεμικά πλοία.
Ο Πύρρος εισήλθε νικητής στις Συρακούσες χωρίς να έχει χρειαστεί να πολεμήσει. Με το κύρος του κατόρθωσε να συνενώσει τις αντιμαχόμενες μερίδες της πόλης και να τους στρέψει στον κοινό αγώνα κατά των βαρβάρων. Ευγνώμονες οι Συρακούσιοι διέθεσαν στον Πύρρο 10.000 στρατιώτες τους και 140 πολεμικά πλοία. Σε λίγο άρχισαν να καταφθάνουν στην πόλη και άλλοι ηγεμόνες πόλεων φέρνοντας και στρατιωτικές ενισχύσεις. Ένας από αυτούς ο τύραννος της πόλης των Λεοντείων Ηρακλείδης έθεσε εαυτόν και 4.500 πεζούς και ιππείς στη διάθεση του Πύρρου, ο οποίος ανακηρύχθηκε επίσης «Σικελίας Ηγεμών και Βασιλεύς».
Την επόμενη άνοιξη, έχοντας συγκεντρώσει 25.000 περίπου στρατιώτες και στόλο 200 πολεμικών, ο Πύρρος συνέχισε την εκστρατεία του στο εσωτερικό της νήσου. Με ταχεία προέλαση αιφνιδίασε τους Καρχηδονίους και κατέλαβε, χωρίς μάχη, τις πόλεις Έννα και Ακράγαντα. Ο στρατός του Ακράγαντος – 8.000 πεζοί και 800 ιππείς – ενώθηκαν μαζί του. Συνεχίζοντας την θριαμβευτική του πορεία έγινε κύριος των πόλεων Ηράκλειας, Σελινούντος, Άλαισας και Έγεστας. Οι Καρχηδόνιοι αποφάσισαν να προβάλουν αντίσταση στην ισχυρότατα οχυρωμένη πόλη Έρυκα. Σύντομα όμως είχαν σαρωθεί από την κεραυνοβόλο επίθεση των ανδρών του Πύρρου, τους οποίους καθοδηγούσε ο ίδιος.
Πρώτος αυτός ανέβηκε στο εχθρικό τείχος και εισήλθε στην πόλη. Η σαρωτική πορεία του Πύρρου είχε κατατρομάξει τους πολεμίους. Οι Καρχηδόνιοι, κύριοι πριν λίγους μήνες της νήσου, είχαν τώρα περιοριστεί στην κατοχή μόνο του Λιλυβαίου, του απόρθητου οχυρού στο νοτιοδυτικό άκρο της Σικελίας. Απέναντι όμως στις ισχυρές οχυρώσεις του Λιλυβαίου ο Πύρρος απέτυχε. Το οχυρό παρέμεινε απόρθητο, αποτελώντας προγεφύρωμα των Καρχηδονίων στη Σικελία.
Στο μεταξύ ο Πύρρος επετέθη και κατά των Μαμερτίνων ληστών, τους οποίους επίσης κατανίκησε και περιόρισε στα τείχη της Μεσσήνης. Ωστόσο ο Πύρρος δεν είχε παραιτηθεί από τον σκοπό της εκδιώξεως των Καρχηδονίων από την Σικελία. Συνέλαβε μάλιστα το παράτολμο σχέδιο μεταφοράς του πολέμου στην Αφρική. Στο σχέδιο του αυτό όμως αντιμετώπισε την αντίδραση των Ελλήνων της Σικελίας. Σημειώθηκαν μάλιστα ακόμα και αδελφοκτόνες συγκρούσεις. Αηδιασμένος από τη συμπεριφορά των Ελλήνων ο Πύρρος αποφάσισε να εγκαταλείψει ο νησί και να επιστρέψει στην Ιταλία, όπου οι σύμμαχοι του Ταραντίνοι και Σαυνίτες δέχονταν ασφυκτική πίεση από τους Ρωμαίους.
Κατά των πλου όμως προς την Ιταλία ο στόλος του δέχθηκε την επίθεση του καρχηδονικού και υπέστη πραγματική συντριβή. Τα λείψανα του στόλου αποβίβασαν τα λείψανα του στρατού στην Ιταλία. Και εκεί όμως νέα δυσάρεστη έκπληξη ανέμενε τον Πύρρο. Περισσότεροι από 10.000 Μαμερτίνοι είχαν επίσης περάσει στην Ιταλία και είχαν στήσει ενέδρα στον καταπονημένο στρατό του Πύρρου, θέλοντας να τον εκδικηθούν για τα πλήγματα που τους είχε καταφέρει. Με αιφνιδιαστικές επιθέσεις οι Μαμερτίνοι καταπονούσαν τους Έλληνες.
Σε μία από αυτές μάλιστα κατόρθωσαν να σκοτώσουν αρκετούς άνδρες και δύο ελέφαντες. Όταν ο Πύρρος έσπευσε να διασώσει τους άνδρες του, του επιτέθηκε ένας γιγαντόσωμος Μαμερτίνος. Ο Ιταλός κατόρθωσε να πλήξη τον Πύρρο στο κράνος με το ξίφος του. Το κράνος διαλύθηκε και ο Πύρρος πληγώθηκε. Τρόμος κατέλαβε τους άνδρες του που αντίκριζαν τον βασιλιά τους με το πρόσωπο του γεμάτο αίμα. Αμέσως τον αποτράβηξαν από τη μάχη και του έπλυναν την πληγή. Οι Μαμερτίνοι στο μεταξύ είχαν ενθουσιαστεί. Πιστεύοντας πως ο Πύρρος ήταν νεκρός.
Ο γιγαντόσωμος Μαμερτίνος βγήκε τότε μπροστά από τους ζυγούς και με θράσος φώναζε στον Πύρρο: «Αν ζεις και δεν φοβάσαι έλα». Μόλις άκουσε τα λόγια αυτά ο Πύρρος, αυτόματα θαρρείς, θεραπεύτηκε. Με το αίμα να κυλά στο πρόσωπο του, με μόνο το σπαθί του σφιχτά κρατημένο στο χέρι, ο Πύρρος, όρμησε εμπρός. Τρέχοντας επέπεσε με μανία κατά του σαστισμένου αντιπάλου του και του κατάφερε τέτοιο πλήγμα με το σπαθί του το τεράστιο σώμα του κόπηκε σχεδόν στα δύο.
Κατέρρευσε ο βάρβαρος γίγαντας και το άψυχο κουφάρι του σωριάστηκε στο έδαφος με πάταγο. Το κτύπημα του Πύρρου ήταν τόσο ισχυρό που ούτε η ισχυρή του πανοπλία δεν στάθηκε ικανή να αντέξει. Ύστερα από το επεισόδιο αυτό οι Μαμερτίνοι δεν τόλμησαν να ξαναενοχλήσουν την ελληνική στρατιά. Τελικά μετά από πολλούς κόπους η στρατιά έφτασε στον Τάραντα. Τρία σχεδόν έτη είχαν περάσει από την αναχώρηση του για τη Σικελία.
Πηγή: history-point.gr
Το στενό των Θερμοπυλών αποτελούσε ανέκαθεν την κύρια αμυντική τοποθεσία στον άξονα εισβολής Βορρά- Νότου στην Ελλάδα. Στην περιοχή έχουν λάβει χώρα δεκάδες μάχες, αρχικά μεταξύ Θεσσαλών και Φωκέων, αργότερα μεταξύ Ελλήνων και Περσών, Ρωμαίων και Ελλήνων, Ελλήνων και Τούρκων, Αυστραλών και Γερμανών, το 1941. Στο στενό αυτό λοιπόν οι Έλληνες επέλεξαν να σταματήσουν την περσική κάθοδο.
Η τοποθεσία προσφερόταν καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη, ειδικά εκείνη την εποχή, που το μικρότερο, από τα τρία στενά της τοποθεσίας, χωρούσε μόλις ένα άρμα, είχε δηλαδή πλάτος μικρότερο των 4 μέτρων ! Το όλο μήκος της στενωπού έφτανε τα 7 χλμ. Το πρώτο στενό βρισκόταν 2 χλμ. νοτιοανατολικά της σημερινής γέφυρας της Αλαμάνας. Το δεύτερο στενό 1χλμ. ανατολικά των σημερινών λουτρών και το τρίτο στην περιοχή των Αλπινών.
Στο δεύτερο στενό οι Φωκείς είχαν κτίσει, από τον 6ο αιώνα π.Χ. ένα τείχος, για να προστατεύονται από τις επιδρομές των Θεσσαλών. Το τείχος αυτό, γνωστό ως Φωκικό Τείχος, αποτέλεσε κατά τη μάχη των Θερμοπυλών, το σημείο στηρίγματος των δυνάμεων του Λεωνίδα. Το τείχος αυτό ανακαλύφθηκε τυχαία το 1897, όταν άνδρες του Μηχανικού εκτελούσαν οχυρωματικές εργασίες στην περιοχή. Τότε ανακαλύφθηκαν και οι τάφοι των νεκρών ανδρών του Λεωνίδα.
Άμυνα στα στενά
Μετά τη λήψη της απόφασης για άμυνα στα στενά των Θερμοπυλών συγκροτήθηκε μια μικτή ελληνική δύναμη, που είχε ως αποστολή των κατάληψη της οχυρής θέσης και την συγκράτηση εκεί των Περσών, για όσο το δυνατόν περισσότερο, μέχρι να επιστρατευθούν οι στρατοί και των άλλων ελληνικών πόλεων.
Η δύναμη λοιπόν που θα έπαιρνε θέση στις Θερμοπύλες δεν ήταν παρά μια προκαλυπτική δύναμη. Για τον λόγο αυτό δε χρειαζόταν να είναι και ιδιαιτέρως ισχυρή. Επικεφαλής της τάχθηκε ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Λεωνίδας.
Η δύναμη που διοικούσε περιλάμβανε 300 Σπαρτιάτες της βασιλικής φρουράς, δηλαδή την αφρόκρεμα του σπαρτιατικού στρατού, 500 Τεγεάτες, 500 Μαντινείς, 1.120 άλλους Αρκάδες, 80 Μυκηναίους, 200 Φλιάσιους, 400 Κορίνθιους, 700 Θεσπιείς, 400 Θηβαίους, 1.000 Οπούντιους Λοκρούς και 1.000 Φωκείς, συνολικά 6.200 οπλίτες.
Πιθανότατα, στη δύναμη αυτή θα πρέπει να προστεθούν και 1.000 τουλάχιστον ελαφρά οπλισμένοι ψιλοί – υπηρέτες, και ακόλουθοι των οπλιτών. Οι λιγοστοί Έλληνες έλαβαν θέσεις στο Φωκικό Τείχος, αφού πρώτα το επισκεύασαν. Απέναντί τους άρχισε σταδιακά να συγκεντρώνεται η τρομακτικά τεράστια στρατιά του Ξέρξη.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει χαρακτηριστικά ότι στην πεδιάδα της Τραχίνας, στην σημερινή Λαμία, συγκεντρώθηκαν 3.000.000 άνδρες του Ξέρξη. Ενώπιον του πλήθους των εχθρών οι Έλληνες σκέφτηκαν αρχικά να αποχωρήσουν.
Οι Λοκροί και οι Φωκείς όμως ικέτευσαν τους συμπατριώτες τους να μην τους εγκαταλείψουν. Φαίνεται πάντως πως την τελική απόφαση έλαβε ο ίδιος ο Λεωνίδας, συντασσόμενος με την προτροπή των Φωκέων και των Λοκρών, εξηγώντας προφανώς την αναγκαιότητα της παραμονής τους στα στενά των Θερμοπυλών.
Αμέσως μετά ο Σπαρτιάτης βασιλιάς ανέπτυξε το τμήμα του στο Φωκικό Τείχος, στέλνοντας μόνο τους 1.000 Φωκείς οπλίτες να φρουρούν την Ανοπαία οδό, ένα ημιορεινό μονοπάτι, το οποίο περνούσε από το όρος Καλλίδρομο και παρέκαμπτε, από δυτικά, τη στενωπό των Θερμοπυλών.
Οι Έλληνες, όταν έλαβαν θέσεις στα στενά, γνώριζαν ότι η τοποθεσία τους μπορούσε να υπερφαλαγγιστεί, υπολόγιζαν όμως στην άγνοια της τοπογραφίας της περιοχής, από τους Πέρσες και στο ορεινό τους εδάφους.
Από τη θάλασσα η υπερφαλάγγιση της τοποθεσίας δεν ήταν δυνατή, εφόσον ο ελληνικός συμμαχικός στόλος είχε λάβει θέσεις στο Αρτεμίσιο της Εύβοιας, αποκλείοντας τον Μαλλιακό κόλπο για τα περσικά σκάφη.
Ο Λεωνίδας, με τους 5.000 περίπου οπλίτες που διέθετε κατέλαβε το δεύτερο στενό και περίμενε την εχθρική επίθεση. Σκόπευε να πολεμήσει έξυπνα, εκμεταλλευόμενος στο έπακρο τα πλεονεκτήματα που του παρείχε το έδαφος, χρησιμοποιώντας κάθε φορά λίγους άνδρες στη μάχη και εναλλάσσοντάς τους τακτικά, ώστε να υπάρχει πάντα ένα ξεκούραστο, εφεδρικό τμήμα, έτοιμο να επέμβει, μόλις χρειαστεί. Αφού δόθηκαν οι απαραίτητες διαταγές οι Έλληνες άφησαν φρουρά στο τείχος και αναπαύθηκαν.
Περιμένοντας τους Έλληνες να λογικευτούν…
Ο Ξέρξης, την ίδια ώρα, έστειλε έναν ιππέα ανιχνευτή για να κατοπτεύσει τους Έλληνες. Ο Πέρσης ιππέας πλησίασε ανενόχλητος τις ελληνικές θέσεις. Εκείνη την ώρα έτυχε να εκτελούν καθήκοντα φρουράς οι Σπαρτιάτες. Ο ιππέας πλησίασε και άλλο. Έκπληκτος είδε τους Σπαρτιάτες να μην ασχολούνται καθόλου μαζί του. Άλλοι ακόνιζαν τα όπλα τους, άλλοι γυάλιζαν τις ασπίδες τους και άλλοι λούζονταν και χτένιζαν τα μαλλιά τους.
Ο Πέρσης, μη πιστεύοντας στα μάτια του, αποχώρησε σε λίγο και ανέφερε τα όσα είδε στον Ξέρξη. Όταν ο Ξέρξης άκουσε την αναφορά παραξενεύτηκε. Θεώρησε γελοιότητες όσα έκαναν οι Σπαρτιάτες και ζήτησε να παρουσιαστεί ενώπιόν του ο εξόριστος βασιλιάς της Σπάρτης, ο Δημάρατος, που τον συνόδευε.
Πράγματι ο Δημάρατος εμφανίστηκε, άκουσε τον Ξέρξη να του μεταφέρει τα όσα είδε ο ανιχνευτής και είπε: «Σου είχα μιλήσει για τους άνδρες αυτούς, αλλά εσύ τότε γελούσες. Τώρα άκουσέ με και πάλι. Οι άνδρες αυτοί έχουν έρθει εδώ για να πολεμήσουν για την κατοχή του περάσματος και για αυτό ακριβώς προετοιμάζονται. Είναι δε έθιμο να καλλωπίζονται όταν πρόκειται να πολεμήσουν μέχρι το θάνατο».
Ο Ξέρξης, στο άκουσμα των λόγων αυτών, εξέφρασε και πάλι τις αμφιβολίες του για το πως ήταν δυνατόν τόσο λίγοι άνδρες να του αντισταθούν. Ο Δημάρατος τον κοίταξε κατάματα και του είπε: «Βασιλιά, θεώρησέ με ψεύτη, αν όσα σου είπα δε βγουν αληθινά». Ο Ξέρξης και πάλι δεν πείστηκε και αποφάσισε να περιμένει λίγο, δίνοντας χρόνο στους Έλληνες να λογικευτούν.
Πέρασαν τρεις μέρες. Ο Ξέρξης, θεωρώντας ότι ήδη είχε αφήσει πολύ χρόνο στους Έλληνες φρουρούς των στενών, αποφάσισε να συντρίψει τη «γελοία» αντίστασή τους. Διέταξε μάλιστα τους άνδρες του να συλλάβουν ζωντανούς τους άνδρες του Λεωνίδα!
Αποφάσισε μάλιστα να αναθέσει την τιμή της πρώτης επίθεσης στους Μήδους και ειδικότερα στους απογόνους των πεσόντων στον Μαραθώνα. Οι Μήδοι, μαζί με τους Πέρσες ήταν οι πλέον επίλεκτοι πολεμιστές της αυτοκρατορίας. Ο χρόνος θα έδειχνε το εάν θα μπορούσαν να συγκριθούν με τους Έλληνες οπλίτες.
Τρομερός θόρυβος κάλυψε ολόκληρη την πεδιάδα της Τραχίνας. Σάλπιγγες, τύμπανα, ιαχές, συντάρασσαν την ατμόσφαιρα. Οι Μήδοι ετοιμάζονταν. Λάμβαναν θέσεις για την επίθεση, υπό τις επευφημίες ολόκληρου του στρατού. Οι Έλληνες, χωρίς φωνές, ατάραχοι, απάντησαν συνασπιζόμενοι μπροστά από το τείχος.
Σύμφωνα με την παράδοση ο Ξέρξης είχε στείλει αγγελιαφόρο να ζητήσει από τους Έλληνες την παράδοση των όπλων τους, λέγοντας ότι μόνο από τα βέλη που θα ριχτούν εναντίον τους θα σκοτεινιάσει το φως του ήλιου. Ο Σπαρτιάτης Διηνέκης απάντησε τότε: «Καλά νέα μας φέρνεις ξένε, γιατί θα πολεμήσουμε στη σκιά». Την τελική απάντηση όμως έδωσε ο ίδιος ο Λεωνίδας λέγοντας το περίφημο «Μολών Λαβέ».
Ύστερα από αυτό οι Μήδοι επιτέθηκαν. Αν και ήταν πολλές χιλιάδες, μόνο λίγες εκατοντάδες πέρασαν από το πρώτο στενό και πλησίασαν το δεύτερο. Οι Έλληνες τους περίμεναν με προτεταμένα τα δόρατα, με τις ασπίδες να εφάπτονται, με τα κράνη και τις κνημίδες να αστράφτουν στο λαμπερό φως του καλοκαιρινού ήλιου. Ένα χάλκινο τείχος ορθωνόταν ενώπιον των Μήδων. Οι Μήδοι προχώρησαν λίγο. Κατόπιν σταμάτησαν και άρχισαν να ρίχνουν βέλη μανιασμένα.
Σφαγή βαρβάρων
Ο ουρανός πραγματικά σκεπάστηκε, σύμφωνα με την «προφητεία» του Πέρση αγγελιαφόρου. Οι Έλληνες όμως δε λύγισαν. Υπέμειναν με θάρρος το μηδικό «μπαράζ». Αμέσως μετά εφόρμησαν. Οι Μήδοι ακολούθησαν και σε λίγες στιγμές είχαν εμπλακεί σε μάχη σώμα με σώμα με τους Έλληνες.
Οι τελευταίοι, με αργό, ρυθμικό βήμα προσέγγισαν. Ύψωσαν τα δόρατα σε υψηλή λαβή και σαν ένας άνθρωπος ρίχτηκαν με τις ασπίδες τους πάνω στους απέναντί τους Μήδους, από τους οποίους μόνο οι άνδρες του πρώτου ζυγού έφεραν μεγάλες ποδήρεις ασπίδες.
Με αυτές σχημάτιζαν ένα φράγμα, πίσω από το οποίο οι άνδρες των λοιπών ζυγών έβαλαν με τα τόξα τους. Οι Έλληνες, με την τεχνική του ωθισμού, διέσπασαν το εχθρικό φράγμα των ασπίδων και άρχισαν να θερίζουν τους άτυχους Μήδους.
Τα κοντά δόρατα και οι ακινάκες (μικρά σπαθιά) των Μήδων ελάχιστη εντύπωση προκαλούσαν στους θωρακισμένους Έλληνες οπλίτες, τα δόρατα των οποίων σκόρπιζαν το θάνατο. Οι Μήδοι πολέμησαν γενναία, απεγνωσμένα γενναία. Τίποτα όμως δεν κατάφεραν. Σιγά – σιγά ένας μακάβριος σωρός από μηδικά κουφάρια άρχισε να σχηματίζεται, σε όλη την έκταση μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου στενού.
Οι Έλληνες, απωθώντας συνεχώς τους αντιπάλους τους, πατώντας πάνω σε κομματιασμένες ανθρώπινες σάρκες, σε ακρωτηριασμένους Μήδους που σπαρταρούσαν, τους πέταξαν έξω από τη στενωπό. Υπό την πίεση της μάζας όμως οι Μήδοι δε σταμάτησαν τον αγώνα. Όσοι ήταν μπροστά δε μπορούσαν να υποχωρήσουν, πιεζόμενοι από τους χιλιάδες που βρίσκονταν πίσω τους.
Πίσω δε από όλους βρισκόταν αξιωματικοί με μαστίγια που κτυπούσαν κάθε ταλαίπωρο που προσπαθούσε να ξεφύγει από το σφαγείο αυτό. Ακόμα και υπό τις συνθήκες αυτές όμως οι Μήδοι τελικά τσακίστηκαν. Χιλιάδες έπεσαν από τα ελληνικά όπλα και χιλιάδες ποδοπατήθηκαν. Όσοι επέζησαν τράπηκαν τελικά σε φυγή.
Ο Ξέρξης φυσικά θορυβήθηκε, αλλά διέταξε τους Κίσσιους και τους Σάκες να επιτεθούν εναντίον των Ελλήνων. Οι Έλληνες, μετά την εξόντωση των Μήδων είχαν υποχωρήσει και πάλι στις αρχικές τους θέσεις, αφήνοντας και τα νέα κύματα των ορδών του Ξέρξη να παγιδευτούν στο στενό. Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε. Και οι Κίσσιοι με τους Σάκες αφανίστηκαν με τον ίδιο τρόπο, στρώνοντας με τα νεκρά κορμιά τους την ελληνική γη.
Αυτή τη φορά ο Ξέρξης πετάχτηκε από το θρόνο του. Άφριζε μανιασμένος και ακατανόητες λέξεις έβγαιναν από το στόμα του. Φώναξε κοντά του τον Υδάρνη, τον διοικητή της προσωπικής του φρουράς, των 10.000 Αθανάτων, των καλύτερων πολεμιστών ολόκληρης της αυτοκρατορίας του.
Αυτή τη φορά θα νικούσε. Ήταν βέβαιος. Ο Υδάρνης παρέταξε τους άνδρες του και επιτέθηκε με τον ίδιο τρόπο, όπως και τα προηγούμενα περσικά σώματα. Οι Έλληνες του απάντησαν επίσης με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Οι Αθάνατοι, οι καλύτεροι πολεμιστές της Περσικής Αυτοκρατορίας, φάνηκαν πολύ λίγοι απέναντι στους Έλληνες και ειδικά απέναντι στους Σπαρτιάτες Ομοίους, τους καλύτερους πολεμιστές του Αρχαίου Κόσμου.
Οι επίλεκτοι άνδρες των δύο στρατών συγκρούονταν για πρώτη φορά. Οι Σπαρτιάτες πραγματοποίησαν άθλους. Ωθούσαν, χτυπούσαν με τα δόρατα , σκότωναν, πατούσαν πάνω από τους νεκρούς και συνέχιζαν. Οι Αθάνατοι, με φανατισμό άντεχαν. Προσπαθούσαν να απαντήσουν. Έπεφταν όμως πάνω στο ορειχάλκινο τείχος των ασπίδων. Τσακίζονταν, καταπατούνταν.
Ο Ξέρξης έζησε την υπέρτατη ντροπή. Είδε τους φρουρούς του να κομματιάζονται. Τρόμαξε, φοβήθηκε, έβραζε από οργή. Τελικά με σκυμμένο κεφάλι διέταξε την υποχώρηση όσων Αθανάτων είχαν επιζήσει. Έτσι τελείωσε η πρώτη μέρα της μάχης, της τιτανομαχίας των Θερμοπυλών.
Πίσω στα στενά ο Λεωνίδας, αφού εγκατέστησε τη συνήθη φρουρά, άφησε να αναπαυτούν οι κατάκοποι, αλλά νικητές άνδρες του. Το ηθικό των ανδρών του δεν ήταν απλώς υψηλό. Οι στιγμές ήταν μεγαλειώδεις και οι Έλληνες το γνώριζαν. Μόνο ο Ακαρνάνας μάντης , ο Μεγιστίας, σύμφωνα με τη διήγηση του Ηροδότου, ο οποίος μαζί με τον γιο του συνόδευαν εθελοντικά το ελληνικό τμήμα, ήταν σκεπτικός.
Ο Λεωνίδας τον ρώτησε τι είχε και ο μάντης απάντησε ότι στις θυσίες που είχε τελέσει είχε δει μονάχα θάνατο. Ο Λεωνίδας, με απόλυτη ψυχραιμία δεν είπε τίποτα. Τον παρακάλεσε μόνο να μην αναφέρει σε κανέναν άλλον το γεγονός.
Την επομένη, 19η Αυγούστου, ο Ξέρξης διέταξε τους άνδρες του να εξαπολύσουν νέα επίθεση κατά των υπερασπιστών του περάσματος. Υπολόγιζε ότι οι λίγοι Έλληνες θα είχαν αποκάμει από την ολοήμερη μάχη της προηγούμενης ημέρας και πως εύκολα πια θα υπέκυπταν.
Ο Λεωνίδας όμως είχε διαφορετική άποψη. Εναλλάσσοντας συνεχώς τα διάφορα τμήματα, αντιμετώπισε με απόλυτη επιτυχία τις συνεχείς περσικές επιθέσεις. Οι Πέρσες, όπως και την προηγουμένη, σφαγιάστηκαν κατά χιλιάδες.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Ξέρξης 3 φορές αναπήδησε από τον θρόνο του, ενώπιον του μεγέθους της καταστροφής. Οι Έλληνες πάντως, από κάποια στιγμή και έπειτα, αρνήθηκαν να εναλλάσσουν τους ζυγούς τους και όλοι μαζί ρίχτηκαν με φονική ορμή στους εχθρούς, “αποδιδόμενοι σε άμιλλα ανδρείας”, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης. Έτσι έληξε και η δεύτερη μέρα της μάχης των Θερμοπυλών.
Προδοσία
Τον Ξέρξη ανέλαβε να βγάλει όμως από το αιματηρό αδιέξοδο, στο οποίο είχε παγιδευτεί, δυστυχώς ένας Έλληνας, ο Τραχίνιος Εφιάλτης. Αυτός, με αντάλλαγμα το περσικό χρυσάφι, υπέδειξε στους εχθρούς την Ανοπαία οδό, την ύπαρξη της οποίας έως τότε αγνοούσαν. Αμέσως ο Ξέρξης διέταξε τον Υδάρνη να βαδίσει με 20.000 άνδρες μέσα στη νύκτα, ώστε το επόμενο πρωί να βρίσκεται στα νώτα των Ελλήνων υπερασπιστών του στενού.
Έτσι και έγινε. Αλλά και ο Λεωνίδας ενημερώθηκε για την προδοσία από έναν Έλληνα αυτόμολο, τον Τυρραστιάδα, από την Αιολική Κύμη, «άνδρας φιλόκαλος τε και τον τρόπον αγαθός», κατά τον Διόδωρο.
Ο Τυρραστιάδας εξήγησε στο Λεωνίδα ότι μέχρι το επόμενο πρωί θα είχαν περικυκλωθεί. Αμέσως, ο ηλικιωμένος βασιλιάς της Σπάρτης συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο, εξηγώντας στους επικεφαλής των τμημάτων την κατάσταση. Αφού άκουσε όλες τις γνώμες, ο Λεωνίδας έλαβε την απόφασή του.
Ο ίδιος με τους 300 Σπαρτιάτες θα έμενε στο στενό. Οι υπόλοιποι σύμμαχοι θα αποχωρούσαν. Η απόφαση του Λεωνίδα ήταν απόλυτα λογική και πρακτική. Δεν είχε επίσης σε τίποτε να κάνει με τους σπαρτιατικούς νόμους, οι οποίοι, φυσικά, δεν απαγόρευαν την υποχώρηση, όταν δεν υπήρχε περίπτωση επιτυχίας.
Ο Λεωνίδας θα έμενε για να καλύψει την υποχώρηση των συμμάχων, εφόσον σε διαφορετική περίπτωση, με το πρώτο φως της ημέρας, το περσικό ιππικό θα προλάβαινε στην ανοικτή πεδιάδα τους Έλληνες που υποχωρούσαν και θα τους κατάκοβε. Αυτός είναι ο λόγος που ο Λεωνίδας αποφάσισε να παραμείνει και να θυσιαστεί, ως πραγματικός ηγέτης, με τους άνδρες του.
Με κοινή τους απόφαση, στο πλάι των Σπαρτιατών, αποφάσισαν να πεθάνουν και οι 700 Θεσπιείς, έχοντας επικεφαλής τον Διθύραμβο. Ο Λεωνίδας κράτησε, με τη βία, μαζί του και τους 400 Θηβαίους.
Όλοι οι υπόλοιποι πολεμιστές άρχισαν να αποχωρούν από τις πρώτες βραδινές ώρες, ύστερα από έναν συγκινητικό αποχαιρετισμό με τους μελλοθάνατους συμπολεμιστές τους. Επίσης, δίπλα στον Σπαρτιάτη βασιλιά παρέμεινε εθελοντικά ο μάντης Μεγιστίας, αφού έστειλε πίσω τον γιο του.
Το ίδιο βράδυ, όπως αναφέρει ο Διόδωρος, ένα επίλεκτο απόσπασμα Ελλήνων, επιτέθηκε κρυφά στο περσικό στρατόπεδο, με σκοπό να σκοτώσει τον Ξέρξη. Το επεισόδιο αυτό δεν αναφέρεται πουθενά από τον πολύ κοντινότερο στα γεγονότα Ηρόδοτο, και γενικά η ιστορικότητά του αμφισβητείται. Σύμφωνα με την διήγηση του Διόδωρου πάντως, το εγχείρημα έγινε, αλλά απέτυχε, με τον Ξέρξη να γλιτώνει την τελευταία στιγμή.
Επί θανάτου έξοδος… μάχη μέχρι τελευταίας ρανίδος
Καθώς η νύκτα προχωρούσε οι δυνάμεις του Υδάρνη βάδιζαν, με οδηγό τον Εφιάλτη, στο μονοπάτι. Βαδίζοντας έφτασαν στις θέσεις των Φωκέων φρουρών του μονοπατιού. Οι τελευταίοι, βρέθηκαν ξαφνικά ενώπιον χιλιάδων εχθρών και αποτραβήχτηκαν λίγο ψηλότερα στο βουνό, όπου και έλαβαν θέσεις, έτοιμοι για τον μέχρις εσχάτων αγώνα.
Οι Πέρσες όμως τους αγνόησαν και ο όγκος τους συνέχισε να βαδίζει κατά μήκος του μονοπατιού. Γύρω στις 07.00 το πρωί της 20ης Αυγούστου ο Ξέρξης είχε επίσης ετοιμάσει τους άνδρες του για κατά μέτωπο επίθεση. Ο Λεωνίδας και οι άνδρες του ήταν, όμως, ήδη έτοιμοι.
Με απίστευτη ορμή οι 1.000 Έλληνες επιτέθηκαν, ψάλλοντας τον παιάνα, κατά των εκατοντάδων χιλιάδων εχθρών, στο χώρο μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου στενού. Ήταν η «επί θανάτου έξοδος» που αναφέρει ο Ηρόδοτος.
Κάνοντας θραύση στους εχθρούς, οι Έλληνες κατόπιν υποχώρησαν μέσα στο στενό. Εκεί δέχτηκαν την περσική επίθεση, την οποία απέκρουσαν και καταδίωξαν μάλιστα τους εχθρούς και πάλι έξωθεν του στενού. Οι μελλοθάνατοι ήρωες πολεμούσαν με παραφροσύνη.
Τα δόρατα έσπασαν, τα σπαθιά σύρθηκαν από τα θηκάρια και σκόρπιζαν τον θάνατο. Τέσσερις φορές οι ζωντανοί νεκροί έστρεψαν τα περσικά ανθρώπινα κύματα σε φυγή. Μέσα στο χαλασμό ο μέγας της Σπάρτης βασιλιάς, ο Λεωνίδας, έπεσε. Οι Πέρσες προσπάθησαν να αρπάξουν το σώμα του. Οι άνδρες του όμως κατάφεραν και τράβηξαν τον νεκρό βασιλιά πίσω, αφού τσάκισαν την εχθρική απόπειρα, σκοτώνοντας και δύο αδελφούς του Ξέρξη.
Τότε όμως ήταν που φάνηκε ο Υδάρνης με το τμήμα του. Αμέσως όσοι Έλληνες ζούσαν ακόμα υποχώρησαν βιαστικά και πήραν θέσεις σε έναν μικρό λοφίσκο, πίσω από το Φωκικό Τείχος. Εκεί θα έδιναν την τελευταία τους μάχη, την τελευταία τους πνοή. Το γνώριζαν, αλλά δε δείλιασαν.
Με τα σπασμένα τους δόρατα, τις κατατρυπημένες τους ασπίδες, τα σπαθιά, με το καυτό αίμα των εχθρών ακόμα επάνω τους, με το δικό τους αίμα να τρέχει άφθονο από τις δεκάδες πληγές που ο καθένας τους έφερε στο σώμα, οι Έλληνες των Θερμοπυλών, τάχθηκαν για την τελική άμυνα. Οι Θηβαίοι μόνο έσπευσαν να παραδοθούν.
Οι Πέρσες, εκατοντάδες χλστιάδες από αυτούς, κύκλωσαν τους ήρωες. Εκείνοι τους κοιτούσαν με βλέμμα αγέρωχο. Τι είχαν να φοβηθούν. Ακόμα και το θάνατο είχαν νικήσει. Μια βροχή από βέλη και όλα τελείωσαν. Οι βάρβαροι δεν τόλμησαν καν να τους αποτελειώσουν με τα όπλα.
Η μάχη των Θερμοπυλών είχε λήξει. Οι βάρβαροι πέρασαν τελικά. Οι υπερασπιστές, έπεσαν όλοι, έχοντας σκοτώσει τουλάχιστον 20.000 από τους άνδρες του Ξέρξη. Ο ξεπεσμένος εκείνος βασιλιάς, για να μειώσει τις εντυπώσεις και τον τρόμο που είχε καταβάλει το στρατό του, διέταξε να γδυθούν οι νεκροί και παρουσίασε τους χιλιάδες δικούς του νεκρούς για Έλληνες και τους λίγους Έλληνες νεκρούς για Πέρσες.
Οι νεκροί ήρωες ενταφιάστηκαν εκεί που έπεσαν. Ο Ηρόδοτος αναφέρει επίσης ότι ο Ξέρξης διέταξε την αποκοπή του κεφαλιού του Λεωνίδα, το οποίο κάρφωσε σε ένα κοντάρι. Μετά την οριστική εκδίωξη των Περσών οι ευγνώμονες Έλληνες ανέγειραν προς τιμήν τους μνημεία.
Στο κενοτάφιο των Σπαρτιατών αναγράφηκε το περίφημο επίγραμμα του Σιμωνίδη: «Ο ξείν αγγέλειν Λακεδαιμονίοις, ότι τήδε κείμεθα, τοίς κοίνων ρήμασι πειθόμενοι», δηλαδή «Ξένε, ανήγγειλε στους Λακεδαιμόνιους, ότι εδώ είμαστε θαμμένοι, πιστοί στον κοινό μας Νόμο».
Ένα άλλο μνημείο δημιουργήθηκε για τον μάντη Μεγιστία. Το επίγραμμα στον τάφο του αναφέρει: «Το μνήμα αυτό κλείνει μέσα του τον Μεγιστία που τον σκότωσαν οι Μήδοι όταν πέρασαν το Σπερχειό. Αυτός, ως μάντης, γνώριζε τι θα συμβεί. Δεν εγκατέλειψε όμως της Σπάρτης τον ηγέτη».
Ο Ηρόδοτος αναφέρει επίσης, ότι ο Σπαρτιάτης Εύρυτος, αν και είχε τυφλωθεί, ζήτησε από τον υπηρέτη του να τον οδηγήσει στη μάχη. Εκεί προσπάθησε να πολεμήσει, δια της ακοής και φυσικά σκοτώθηκε αμέσως. Δύο ακόμα Σπαρτιάτες επέζησαν της μάχης.
Ο πρώτος, ο Αριστόδημος, δεν βρισκόταν στο πεδίο της μάχης, για άγνωστο λόγο. Επέστρεψε στη Σπάρτη, όπου αντιμετώπισε τη γενική περιφρόνηση. Εξιλεώθηκε μαχόμενος ηρωικά και πέφτοντας στη μάχη των Πλαταιών.
Ο δεύτερος, ο Παντίτης, αυτοκτόνησε από ντροπή. Και οι δύο πάντως δεν έλαβαν μέρος στην τελική φάση της μάχης, για λόγους πέραν της θέλησής τους. Σε ό,τι αφορά τον προδότη Εφιάλτη, οι Έλληνες τον επικήρυξαν με ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Τελικά τον σκότωσαν συντοπίτες του, για να ξεπλύνουν την ντροπή που αντιπροσώπευε για την πόλη τους.
Πηγή: defence-point.gr
Η Αχαϊκή Συμπολιτεία εξελίχθηκε σε μεγάλη δύναμη στην Ελλάδα από τον 3ο αιώνα π.Χ. Ο στρατός της, υπό καλή διοίκηση, αποδείχθηκε σχετικά επαρκής στις ενδοελληνικές συγκρούσεις, αλλά δεν κατόρθωσε να αντισταθεί στην πανίσχυρη ρωμαϊκή πολεμική μηχανή.
Ο στρατός της Αχαϊκής Συμπολιτείας αποτελείτο αρχικά από τμήματα οπλιτών, συμβατικού ιππικού, πελταστών και ψιλών. Περί το 275 π.Χ. όμως ο στρατός αναδιοργανώθηκε σε νέες βάσεις. Οι Αχαιοί πολίτες παρέδωσαν τις οπλιτικές τους εξαρτήσεις και επανεξοπλίστηκαν ως θυρεοφόροι, με ασπίδα τύπου θυρεού, μακρύ δόρυ, ακόντια και σπαθί. Οι επίλεκτοι έφεραν και θώρακες (Θωρακίτες).
Το ιππικό, ελαφρύ και βαρύ, εξοπλίστηκε με ακόντια και ασπίδα. Έτσι συγκροτημένος ο στρατός της Συμπολιτείας, υπό τον Άρατο, υπέστη σειρά ηττών από τον Κλεομένη της Σπάρτης. Το 207 π.Χ. στρατηγός της Συμπολιτείας ανέλαβε ο Φιλοποίμην. Αυτός αναδιοργάνωσε εκ νέου τον στρατό επανεξοπλίζοντας τον όγκο του πεζικού με σάρισσες.
Το βαρύ ιππικό επίσης εγκατέλειψε τις ασπίδες και τα ακόντια και εφοδιάστηκε με μακριά λόγχη (ξυστόν), αλλάζοντας ταυτοχρόνως και τον ρόλο του, από ιππικό μάχης σε ιππικό κρούσης. Το ελαφρύ ιππικό ήταν ταραντινικού τύπου, ασπιδοφόροι ιππακοντιστές. Έτσι συγκροτημένος ο στρατός της συμπολιτείας πολέμησε κατά των Σπαρτιατών τυράννων Μαχανίδα και Νάβη και κατά των Ρωμαίων.
H πορεία προς το τέλος
Το 148 π.Χ. ο στρατός των Αχαιών διαλύθηκε από τους Ρωμαίους στα Σκάρφια της Φθιώτιδας και ο διοικητής του Κριτόλαος έπεσε στη μάχη. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τη μάχη αυτή, ούτε για τις δυνάμεις που συμμετείχαν, ούτε για την εξέλιξή της.
Μετά τον θάνατο του Κριτόλαου στα Σκάρφεια, τη διοίκηση ανέλαβε ο Δίαιος από τη Μεγαλόπολη. Ο Δίαιος, ενώπιον της καταστροφής, προχώρησε στη λήψη εκτάκτων μέτρων. Κατ’ αρχήν χρειάζονταν έναν νέο στρατό για να αντικαταστήσει αυτόν που καταστράφηκε στα Σκάρφεια.
Οι περιορισμένες δημογραφικές δυνατότητες της Συμπολιτείας όμως δεν επέτρεπαν παρά περιορισμένη στρατολόγηση. Έτσι αποφάσισε να διατάξει την απελευθέρωση 12.000 δούλων, τους οποίους εξόπλισε ως σαρισσοφόρους και τους εκπαίδευσε πρόχειρα, όσο ο διαθέσιμος χρόνος επέτρεπε.
Παράλληλα συγκέντρωσε άλλους 2.000 ελαφρύτερα οπλισμένους στρατιώτες και 500 μόλις ιππείς. Ο στρατό αυτός συγκεντρώθηκε στην Κόρινθο. Εκεί δόθηκε και η τελική μάχη. Ο Ρωμαίος ύπατος Μόμμιος διέθετε στρατό 23.000 πεζών και 3.500 ιππέων, έναντι των 14.500 ανδρών που ο Δίαιος είχε καταφέρει να συγκεντρώσει.
Λευκόπτρα, ο ηρωικός θάνατος ενός κράτους
Η ώρα της κρίσης ήρθε τελικά το καλοκαίρι του 146 π.Χ. στη Λευκόπετρα, έξω από την αρχαία Κόρινθο. Εκεί ο Δίαιος έταξε τον στρατό του καλύπτοντας το αριστερό του στα τείχη της πόλης, με τη φάλαγγα των σαρισσοφόρων στο κέντρο και τους λίγους ιππείς του στο δεξιό του πλευρό.
Ο Μόμμιος έταξε και αυτός τις δυνάμεις του συμβατικά, με τις λεγεώνες στο κέντρο και τους ιππείς του στο αριστερό του πλευρό, έναντι των λιγοστών Ελλήνων ιππέων. Οι δύο στρατοί παρέμειναν παραταγμένοι έτσι ολόκληρη τη μέρα χωρίς να συγκρούονται.
Όταν νύχτωσε οι Ρωμαίοι αποσύρθηκαν για να αναπαυτούν. Τότε ο Δίαιος εξαπέλυσε μια άκρως επιτυχημένη νυκτερινή καταδρομή κατά του ρωμαϊκού στρατοπέδου, σκοτώνοντας αρκετούς εχθρούς και παίρνοντας τις ασπίδες τους. Ήταν οι τελευταίες ασπίδες εχθρών που έπεφταν στα χέρια ενός αρχαίου Έλληνα στρατηγού, επί ελληνικού εδάφους.
Οι Ρωμαίοι πανικοβλήθηκαν αλλά σύντομα συνήλθαν και απέκρουσαν τους εισβολείς. Την επομένη ο Μόμμιος, οργισμένος, αποφάσισε να πολεμήσει τον «θρασύ» Έλληνα στρατηγό. Οι δύο στρατοί βρέθηκαν και πάλι αντιμέτωποι. Οι Ρωμαίοι επιτέθηκαν με το πεζικό τους. 23.000 λεγεωνάριοι βρέθηκαν απέναντι σε 12.000 φαλαγγίτες. Τότε συνάφθηκε μάχη πεισματώδης.
Οι Ρωμαίοι εξαπέλυσαν τα βαριά τους ακόντια (pila) προκαλώντας απώλειες στους Έλληνες σαρισσοφόρους, το μεγάλο βάθος του σχηματισμού των οποίων όμως δεν επέτρεψε την διάσπαση του σχηματισμού τους. Κάθε απόπειρα των Ρωμαίων να διασπάσουν τη φάλαγγα αντιμετωπίστηκε με επιτυχία και κάθε φορά δεκάδες κουφάρια Ρωμαίων απέμεναν πάνω στις αιχμές των ελληνικών σαρισών, κατατρυπημένα.
Όσο η φάλαγγα είχε τα πλευρά της καλυμμένα ήταν αδύνατο να διασπαστεί από τους λεγεωνάριους. Το Μόμμιος είχε φρενιάσει. Διέτασσε νέες επιθέσεις που είχαν όμως πάντα το ίδιο αποτέλεσμα. Ο Δίαιος από την πλευρά του είχε κάθε λόγο να είναι ευχαριστημένος, κρατώντας τον πολλαπλάσιο εχθρό και προξενώντας του απώλειες.
Τότε ο Μόμμιος αποφάσισε να ρίξει στη μάχη το ιππικό του. Αν και υστερούσαν σε αναλογία 7:1 οι Έλληνες ιππείς αγωνίστηκαν ηρωικά και κατάφεραν αρχικά όχι μόνο να αποκρούσουν, αλλά και να υποχρεώσουν σε υποχώρηση τους Ρωμαίους ιππείς.
Σύντομα όμως βάρυνε η αριθμητική υπεροχή του εχθρού. Ο ένας μετά τον άλλον οι Έλληνες ιππείς έπεφταν, μέχρι που οι ελάχιστοι που είχαν απομείνει ζωντανοί τράπηκαν σε φυγή. Το πλευρό της φάλαγγας έμεινε τώρα ακάλυπτο και ο Μόμμιος διέταξε τις λεγεώνες να αγκιστρώσουν κατά μέτωπο τη φάλαγγα και το ιππικό του να την πλαγιοκοπήσει.
Ήταν το τέλος. Ο ελληνικός στρατός διαλύθηκε. Οι άνδρες πολέμησαν μέχρις ενός και έπεσαν ηρωικά στις θέσεις τους. Ο Στρατός της Αχαϊκής Συμπολιτείας δεν υπήρχε πια. Η Ελλάδα είχε καταληφθεί.
Πηγή: slpress.gr
Όπως σε όλα τα ελληνιστικά κράτη ο ελληνογενής πληθυσμός αποτελούσε μια μικρή μειοψηφία. Ωστόσο είχε αντιστρόφως ανάλογη του πληθυσμιακού του μεγέθους επιρροή στα πολιτικά και στα στρατιωτικά πράγματα.
Ο Σελευκιδικός Στρατός υπήρξε, ίσως, ο πλέον επηρεασμένος, από την ανατολική στρατιωτική παράδοση ελληνιστικός στρατός. Στις τάξεις του υπηρέτησαν χιλιάδες Ανατολίτες πεζοί και ιππείς, με τον παραδοσιακό εξοπλισμό και τις οικείς τακτικές τους.
Ο πυρήνας του στρατού ήταν η φάλαγγα των σαρισσοφόρων και το βαρύ, ελληνικό, ιππικό. Παράλληλα οι Σελευκίδες παράτασσαν, μέχρι την εποχή του Αντιόχου Γ’, μεγάλους αριθμούς πολεμικών ελεφάντων, ενώ υιοθέτησαν και τα δρεπανηφόρα άρματα των Περσών.
Η φάλαγγα και το βαρύ ιππικό επανδρωνόταν από Έλληνες, στρατιωτικούς αποίκους, που οι βασιλείς εγκαθιστούσαν σε συγκεκριμένες πόλεις, είτε υπάρχουσες, είτε νεοϊδρυθείσες, από τους ίδιους, με σκοπό να αποτελέσουν ερείσματα της βασιλικής εξουσίας. Ο ιδρυτής του βασιλείου, ο Σέλευκος Α’, αρχικά διέθετε μικρό αριθμό Ελλήνων πεζών.
Πολεμικοί ελέφαντες εφορμούν κατά φάλαγγας σαρισσοφόρων.
Στη μάχη της Ιψού παράταξε 20.000 πεζούς, εκ των οποίων όμως ελάχιστοι ήταν Έλληνες. Οι περισσότεροι ήταν Ασιάτες ελαφροί πεζοί. Στην ίδια μάχη παρέταξε 12.000 ιππείς, εκ των οποίων είναι ζήτημα αν το 1/3 ήταν Έλληνες.
Οι Σελευκίδες βασιλείς ίδρυσαν στρατιωτικές αποικίες στη Λυδία, τη Φρυγία, τη βόρεια Συρία, όπου ίδρυσαν και την πρωτεύουσά τους, την Αντιόχεια, στον άνω ρου του ποταμού Ευφράτη, με σημαντικότερη την πόλη Δούρα Ευρωπός, και στη Μηδία. Οι Έλληνες άποικοι, έναντι παροχής στρατιωτικής υπηρεσίας προς το κράτος ελάμβαναν κλήρους γης.
Οι κληρούχοι αυτοί ονομάζονταν Κάτοικοι. Ο θεσμός της Κατοίκων επεκτάθηκε, αργότερα και σε μη Έλληνες υπόχρεους στρατιωτικής υπηρεσίας, Ιρανούς, Εβραίους, Μυσούς και άλλους Ανατολίτες. Στην Περσίδα εγκαταστάθηκαν Θράκες, αλλά και Εβραίοι, ενώ Πέρσες και Υρκανοί εγκαταστάθηκαν στη Λυδία.
Υπήρχαν δύο μονάδες ιππικού της φρουράς, οι Εταίροι, ή Βασιλική Ίλη και το Άγημα. Στην πρώτη υπηρετούσαν αποκλειστικά Έλληνες, ενώ στη δεύτερη και Κατοίκους, ιρανικής, κυρίως, καταγωγής. Κάθε μονάδα είχε δύναμη 1.000 ανδρών. Μετά την απώλεια των ιρανικών εδαφών από τους Πάρθους και το Άγημα επανδρώθηκε από Έλληνες.
Το επίλεκτο πεζικό ήταν το σώμα των Αργυράσπιδων. Οι άνδρες ονομάστηκαν έτσι από τις επαργυρωμένες ασπίδες που έφεραν. Το σώμα είναι δύναμη 10.000 και είλκυε την καταγωγή του από τους Υπασπιστές του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Αργότερα, με την αυτή ονομασία, ο Αλέξανδρος συγκρότησε ένα σώμα βετεράνων σαρισσοφόρων, οι οποίοι και διαδραμάτισαν σημαντικότατο ρόλο στους πολέμους των Διαδόχων. Οι Αργυράσπιδες των Σελευκιδών, μέχρι την εποχή του Αντιόχου Γ’, συγκροτούντο από τμήματα από όλους τους υπηκόους του κράτους. Στην περίφημη παρέλαση της Δάφνης, όμως, το 165 π.Χ. οι Αργυράσπιδες καταγράφονται ως Έλληνες, προφανώς, συνεπεία της εδαφικής συρρίκνωσης του κράτους.
Σύγκρουση αφρικανικού ελέφαντα των Πτολεμαίων με ινδικό των Σελευκιδών.
Μια μονάδα των Αργυρασπιδών, πιθανώς μια Τάξη από τις πέντε που υπήρχαν, ονομάζονταν Υπασπιστές και αποτελούσαν τη πεζή βασιλική φρουρά του Σελευκίδη μονάρχη. Μετά το 190 π.Χ. ένα μέρος των Αργυρασπιδών εκπαιδεύτηκε στον ρωμαϊκό τόπο του μάχεσθαι και εξοπλίστηκε ανάλογα.
Οι Αργυράσπιδες και το ιππικό της φρουράς συγκροτούσαν τον εν ενεργεία στρατό. Οι μονάδες των Κατοίκων επιστρατεύονταν όταν υπήρχε ανάγκη. Κατ’ έτος, πάντως, υφίσταντο στρατιωτική εκπαίδευση και αναλάμβαναν, εκ περιδρομής, καθήκοντα φρουράς. Πέραν των πεζών Κατοίκων υπήρχαν και τμήματα ιππικού. Οι ιππείς Κάτοικοι ήταν κυρίως ιρανικής ή συριακής καταγωγής.
Στη μάχη της Μαγνησίας 6.000 Κάτοικοι ιππείς έλαβαν μέρος. Οι σαρισσοφόροι Κάτοικοι, στο απόγειο της ισχύος τους, αριθμούσαν 20.000 άνδρες. Στη μάχη της Μαγνησίας πολέμησαν 16.000 σαρισσοφόροι Κάτοικοι. Οι Θράκες Κάτοικοι ήταν σαφώς λιγότεροι. Στη μάχη της Ραφίας, το 217 π.Χ. αναφέρετε η παρουσία 1.000 μόλις Θρακών. Στην παρέλαση της Δάφνης, το 165 π.Χ. αριθμούσαν 3.000 άνδρες.
Η οργάνωση του Σελευκιδικού Στρατού βασιζόταν στα μακεδονικά πρότυπα του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου. Η φάλαγγα των σαρισσοφόρων ήταν οργανωμένη σε Τάξεις, έκαστη των δύο χιλιαρχιών. Βασική υπομονάδα ήταν ο λόχος των 16 ανδρών, που ισοδυναμεί με έναν στοίχο της φάλαγγας. Τέσσερις λόχοι συγκροτούσαν μια τετραρχία και δύο τετραρχίες μια εκατονταρχία ή ταξιαρχία ή σημαία, όπως ονομάστηκε αργότερα.
Κάθε χιλιαρχία παρέτασσε δύο πεντακοσιαρχίες, έκαστη με δύο συντάγματα των 256 ανδρών. Συνολικά κάθε Τάξη παρέτασσε 2.048 άνδρες. Δύο τάξεις συγκροτούσαν ένα Μέρος ή Μεραρχία. Δύο Μεραρχίες συγκροτούσαν μια Φαλαγγαρχία. Παρόμοια ήταν και οργάνωση του μέσου και ελαφρού πεζικού, αλλά και του ιππικού.
Το ελαφρύ πεζικό ήταν οργανωμένο σε λόχους των οκτώ ανδρών. Τέσσερις λόχοι συγκροτούσαν μια Σύσταση, 32 ανδρών. Δύο συστάσεις συγκροτούσαν μια Πεντηκονταρχία και τέσσερις Πεντηκονταρχίες μια Ψιλαρχία, ή σύνταγμα ψιλών.
Το ιππικό ήταν οργανωμένο σε Ουλαμούς των 64 ανδρών. Δύο ουλαμοί συγκροτούσαν μια Επιλαρχία των 128 ανδρών. Δύο επιλαρχίες συγκροτούσαν μια Ίλη των 256 ανδρών και δύο ίλες συγκροτούσαν μια Ιππαρχία των 512 ανδρών. Δύο ιππαρχίες συγκροτούσαν μια Επιππαρχία των 1.024 ανδρών και δύο επιππαρχίες ένα Τέλος ή Τάξη ιππικού με 2.048 άνδρες.
Τα βασιλικά στρατεύματα και οι Κάτοικοι αποτελούσαν τον στρατό εκστρατείας, μαζί με μισθοφόρους που προσλαμβάνονταν, κατά περίσταση. Οι Σελευκίδες όμως είχαν συγκροτήσει ένα είδος πολιτοφυλακής, θα λέγαμε με σημερινούς όρους, που άκουγε στο όνομα Πολιτικοί. Φαίνεται πως μονάδες του τύπου συστάθηκαν μετά την ήττα του Αντιόχου Γ’ από τους Ρωμαίους, αποτελώντας ένα φτηνό υποκατάστατο των έμπειρων πολεμιστών που χάθηκαν στον πόλεμο αυτό.
Στην παρέλαση της Δάφνης εμφανίστηκαν 3.000 ιππείς Πολιτικοί. Βάσει των πηγών και οι κάτοικοι της Αντιόχειας είχαν οπλιστεί, κατά τον 2ο αιώνα π.Χ. και είχαν υποχρέωση να φρουρούν τα τείχη της πόλης. Κάτι παρόμοιο, πιθανότατα, συνέβαινε και στις άλλες πόλεις του βασιλείου.
Κατάφρακτος ιππέας θωρακισμένος από κορυφής μέχρις ονύχων, όπως και το άλογό του.
Ο Αντίοχος Ζ’ τους χρησιμοποίησε, το 129 π.Χ. κατά των Πάρθων, με καταστροφικά αποτελέσματα. Επίσης πολέμησαν κατά των Μακκαβαίων, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Φαίνεται πως στην περίοδο αυτή έφεραν τυπικό οπλισμό θυρεοφόρου πελταστή.
Πέραν των δυνάμεων αυτών στον Σελευκιδικό Στρατό εντάσσονταν και μισθοφόροι, αλλά και τμήματα άτακτων πολεμιστών υπηκόων ή μη του βασιλείου, σε μισθοφορική βάση, ή με παραχώρηση άλλων ανταλλαγμάτων. Οι πλέον ονομαστοί μισθοφόροι ήταν οι Κρήτες τοξότες. Επίσης χιλιάδες μισθοφόροι, εξοπλισμένοι ως θυρεοφόροι, πολέμησαν στις τάξεις του Σελευκιδικού Στρατού.
Αρκετοί μισθοφόροι εγκαταστάθηκαν στο βασίλειο και εξελίχθηκαν σε Κατοίκους. Τυπικό παράδειγμα αποτελούν οι 1.000 «Νεοκρήτες», απόγονοι Κρητών μισθοφόρων, που πολέμησαν στη Ραφία. Οι μισθοφόροι θυρεοφόροι επίσης ήταν κυρίως Έλληνες που αναζητούσαν καλύτερη τύχη μακριά από τη ρημαγμένη και πτωχευμένη, και τότε, μητρόπολη, αλλά και Κίλικες, ακόμα και Ιταλιώτες.
Μετά τη γαλατική εισβολή στη Μικρά Ασία, το 279 π.Χ. Γαλάτες μισθοφόροι υπηρέτησαν σε όλους τους ελληνιστικούς στρατούς. Ο Αντίοχος Γ’ διέθετε 3.000 Γαλάτες πεζούς και 2.500 ιππείς. Στην παρέλαση της Δάφνης εμφανίστηκαν 5.000 Γαλάτες μισθοφόροι, κυρίως πεζοί.
Επίσης υπάρχουν στοιχεία για την παρουσία Αράβων ελαφρών πεζών, αλλά και Κούρδων «καρδάκων» ακοντιστών, όπως και Αγριάνων, Περσών και άλλων ακοντιστών, ψιλών τοξοτών και σφενδονητών. Αναφέρονται ακόμα Δάχες, Καρμάνιοι, Κίσιοι, Καυδούσιοι, Κάρες, Τράλιοι, Πάμφυλοι και Λύκιοι, Ελυμαίοι, Μύσιοι και Κύρτιοι μισθοφόροι, κυρίως ελαφροί πεζοί, αλλά και ιππείς και καμηλοβάτες και τέλος Ταραντίνοι ελαφροί ιππείς.
Οι τελευταίοι, πάντως, δεν ήταν απαραίτητα Ιταλιώτες, αφού ο όρος Ταραντίνος αναφέρεται σε τύπο ιππικού.
Γαλάτες πολεμιστές.
Ο Σελευκιδικός Στρατός παρέτασσε τον μεγαλύτερο αριθμό πολεμικών ελεφάντων. Στη μάχη της Ιψού ο Σέλευκος διέθετε 400. Ο Αντίοχος ο Α’ συνέτριψε τους Γαλάτες, το 275 π.Χ. στην περίφημη μάχη των Ελεφάντων, με 50 πολεμικούς ελέφαντες. Ο Αντίοχος Γ’ έφτασε να διαθέτει 102 ελέφαντες, το 217 π.Χ. τους οποίους αύξησε σε 150 μετά την εκστρατεία του στη Ανατολή.
Μετά την πτώση των ανατολικών επαρχιών στους Πάρθους όμως η οδός προμήθειας ελεφάντων από την Ινδία διεκόπη. Έτσι οι ύστεροι Σελευκίδες διέθεταν λίγους αφρικανικούς ελέφαντες, στις τελευταίες δεκαετίες της παρακμής.
Ο ιστορικός Ασκληπιόδοτος αναφέρει πως οι υπονομάδες μονάδες ελεφάντων περιλάμβαναν 2-64 ζώα έκαστη. Παρόμοια οργάνωση είχαν και οι μονάδες δρεπανηφόρων αρμάτων.
Κάθε μονάδα διέθετε πέραν των οδηγών και των ανδρών που πολεμούσαν από ειδικό κουβούκλιο, αναρτημένο στη ράχη του ζώου, και έναν αριθμό ψιλών, οι οποίοι είχαν ως αποστολή να καλύπτουν τους ελέφαντες από τους αντιπάλους ψιλούς, οι οποίοι αποτελούσαν και τη Νέμεση των εν λόγω κτηνών, στα πεδία μάχης του αρχαίου κόσμου.
Στη Μαγνησία υπήρχαν δύο μονάδες ελεφάντων, έκαστη με 16 ζώα. Άλλοι 22 ελέφαντες παρατάχθηκαν όμως, στην ίδια μάχη, σε ζεύγη. Ο αριθμός των ψιλών που συνόδευαν κάθε ελέφαντα δεν ήταν σταθερός. Στη μάχη της Ραφία κάθε θηρίο συνοδευόταν από 40 ψιλούς. Άλλοι τέσσερις άνδρες, ένας οδηγός και τρεις πολεμιστές, αποτελούσαν το «πλήρωμα» του κάθε ζώου.
Πηγή: slpress.gr
Υπήρξαν εποχές που οι στρατιώτες απετέλεσαν το κύριο εξαγώγιμο «προϊόν» της Ελλάδας. Χιλιάδες Έλληνες προσέφεραν, από τους πρώιμους μυκηναϊκούς ήδη χρόνους, τις στρατιωτικές υπηρεσίες τους σε ξένους βασιλείς και αξιωματούχους.
Το συγκεκριμένο φαινόμενο δεν έχει παράλληλο σε κανέναν άλλο λαό και έχει άμεση σχέση με την εκτίμηση που έτρεφαν οι ξένοι «εργοδότες» στην πολεμική αρετή των Ελλήνων.
Έλληνες στρατολογήθηκαν από τους Αιγυπτίους ήδη από τους μινωικούς και πρώιμους μυκηναϊκούς χρόνους. Αρκετά χρόνια αργότερα, επί της Σαϊτικής δυναστείας (7ος – 6ος αιώνας π.Χ.) Έλληνες κατετάγησαν κατά χιλιάδες στον αιγυπτιακό στρατό.
Ο Ηροδότος αναφέρει ότι οι Φαραώ Ψαμμήτιχος και Άμασις, προ της περσικής απειλής, είχε εντάξει στον στρατό του περί τους 30.000 Έλληνες μισθοφόρους.
Οι μισθοφόροι αυτοί όμως δεν πρόλαβαν να παράσχουν τις υπηρεσίες τους, αφού ο αιγυπτιακός στρατός εξεγέρθηκε εναντίον τους και τους σκότωσε ή τους έδιωξε.
Κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. ο θεσμός της μισθοφορίας περνούσε κάμψη. Μόνο μετά την έκρηξη του Πελοποννησιακού πολέμου και έπειτα οι ελληνικές πόλεις άρχισαν να προσλαμβάνουν μισθοφόρους, κυρίως Θράκες πελταστές.
Ωστόσο η καταστροφή που άφησε πίσω του ο μεγάλος εκείνος εμφύλιος πόλεμος, σε συνδυασμό με την πενία και την οικονομική δυσπραγία, οδήγησε χιλιάδες Έλληνες, βετεράνους του πολέμου, να καταταγούν ως μισθοφόροι σε ξένους στρατούς.
Οι περισσότεροι εντάχθηκαν στον περσικό στρατό ή στην υπηρεσία διαφόρων αντιμαχομένων Περσών σατραπών. Το πλέον διάσημο ελληνικό μισθοφορικό σώμα της εποχής ήταν φυσικά αυτό των Μυρίων.
Οι 13.000 αυτοί Έλληνες, όχι μόνο πολέμησαν και νίκησαν τον στρατό του Αρταξέρξη στα Κούναξα της Βαβυλώνας, πολεμώντας υπέρ του διεκδικητή του θρόνου Κύρου του νεωτέρου, αλλά κατόρθωσαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα, βαδίζοντας μέσα από την καρδιά της Περσικής Αυτοκρατορίας, κατανικώντας όποιον εχθρό βρήκαν μπροστά τους.
Κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα π.Χ. οι Πέρσες ενέταξαν στις δυνάμεις τους χιλιάδες Έλληνες οπλίτες μισθοφόρους, εφόσον οι ίδιοι δεν διέθεταν σοβαρό βαρύ πεζικό. Οι μισθοφόροι αυτοί πολέμησαν και εναντίον του Αλεξάνδρου, στον Γρανικό (20.000), στην Ισσό (30.000) και στα Γαυγάμηλα (4.000).
Άξιος μνείας είναι και ο Έλληνας από τη Ρόδο μισθοφόρος στρατηγός του Δαρείου Γ’ Μέμνων. Αν ο Μέμνων αφηνόταν να αντιμετωπίσει τον Αλέξανδρο η ιστορία ίσως να ήταν σήμερα διαφορετική. Ευτυχώς για τον μεγάλο στρατηλάτη ο Μέμνων πέθανε (μάλλον δηλητηριάστηκε από τους Πέρσες) μετά τη μάχη του Γρανικού. Στην Ισσό επίσης οι μισθοφόροι των Περσών πολέμησαν ηρωικά και παραλίγο να δώσουν τη νίκης στους Πέρσες.
Πέραν των Περσών Έλληνες μισθοφόρους χρησιμοποίησαν και όλα, μα όλα τα κράτη τους αρχαίου κόσμου, ελληνικά και μη. Ακόμα και οι Καρχηδόνιοι μίσθωσαν Έλληνες στους πολέμους τους κατά των Ρωμαίων. Στη μάχη του ποταμού Μπαγραδά, ο καρχηδονιακός στρατός, υπό τον Σπαρτιάτη στρατηγό Ξάνθιππο, διέλυσε τον ρωμαϊκό στρατό του υπάτου Γάιου Δουίλιου Νέπος.
Περισσότεροι από 14.000 Ρωμαίοι σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν στη μάχη αυτή. Ακόμα και στη μάχη της Ζάμα, ο μεγάλος Αννίβας διέθετε πολλούς Αχαιούς και Μακεδόνες μισθοφόρους. Μισθοφόρους όμως χρησιμοποίησαν και όλα τα ελληνιστικά βασίλεια, ακόμα και το βασίλειο των Ασμονέων Ιουδαίων και του Ηρώδη.
Ο πλέον διαδεδομένος τύπος μισθοφόρου της ελληνιστικής περιόδου ήταν ο θυρεοφόρος και θωρακίτης πελταστής, ο Ταραντίνος ελαφρός ιππέας και ο Κρήτας και Ρόδιος ακροβολιστής, τοξότης και σφενδονήτης αντίστοιχα. Ο Ιούλιος Καίσαρ χρησιμοποίησε μεγάλο αριθμός Ελλήνων, κυρίως Κρητών τοξοτών.
Πηγή: slpress.gr
«Το γεγονός ότι το έργο αυτό του Επειού (του κατασκευαστή του Δούρειο Ίππου) ήταν ένα μηχάνημα για τη διάλυση του τείχους το ξέρει όποιος δεν θεωρεί εντελώς ανόητους τους Φρύγες» (Αττικά, Ι 23.80). Με τη φράση αυτή ο Παυσανίας περιγράφει τον Δούρειο Ίππο, την πρώτη μηχανή για τη διάλυση του τείχους που χρησιμοποιήθηκε από ελληνικό στρατό.
Οι «Φρύγες» (οι Τρώες) δεν ήταν ανόητοι να γκρεμίσουν μόνοι τους τα τείχη τους για να φέρουν εντός της πολής τους ένα ξύλινο άλογο. Αντίθετα το «ξύλινο άλογο» ήταν που γκρέμισε τα τείχη τους και επέτρεψε στους Αχαιούς να εισέλθουν στην πόλη. Τι ήταν όμως αυτό το ξύλινο άλογο, ο Δούρειος Ίππος;
Σύμφωνα με τον μύθο, οι Αχαιοί απογοητευμένοι από τη μακρά πολιορκία της Τροίας, αποφάσισαν να δοκιμάσουν την τύχη τους, με ένα τέχνασμα. Ο Φωκεύς μηχανικός Επειός, κατασκεύασε ένα κούφιο ξύλινο άλογο , εντός του οποίου κρύφτηκαν μερικοί Αχαιοί πολεμιστές.
Όταν οι Τρώες έφεραν τον Ίππο εντός των τειχών οι έγκλειστοι Αχαιοί βγήκαν κρυφά, άνοιξαν τις πύλες και έτσι εισήλθε στην πόλη και ο υπόλοιπος μυκηναϊκός στρατός και την κυρίευσε. Αυτά αναφέρει ο μύθος. Τι κρύβεται όμως πίσω από αυτό το ρομαντικό παραμύθι;
Μια πρώιμη Ελέπολις;
Τα κείμενα του επικού κύκλου κάνουν εκτενείς αναφορές στο έργο του Επειού. Σύμφωνα με τις περιγραφές επρόκειτο για μια κατασκευή τεραστίων, για τα μέτρα της εποχής, διαστάσεων, εντός της οποίας ή για το χειρισμό της οποίας απαιτούντο 3.000 άνδρες (Μικρή Ιλιάς).
Οι μεταγενέστεροι συγγραφείς θεώρησαν τον αριθμό αυτό υπερβολικό και τον κατέβασαν στους 100, 50ή και 12 μόλις άνδρες. Σε παραστάσεις εξάλλου- η παλαιότερη των οποίων ανάγεται στους γεωμετρικούς χρόνους- ο Δούρειος Ίππος αποδίδεται φυσιοκρατικά ως ξύλινο άλογο, έμφορτο πολεμιστών.
Στο σημείο όμως αυτό θα ήταν σκόπιμο να αναφερθεί ρητά ότι οι πολιορκητικές μηχανές ήταν γνωστές ήδη από τον 18ο αιώνα π.Χ. Σε αιγυπτιακούς τάφους, της περιόδου του Παλαιού και Μέσου βασιλείου, υπάρχουν παραστάσεις πολιορκητικών μηχανών (τροχοφόρες κλίμακες, πολιορκητικοί κριοί κ.α.).
Παρόμοιες μηχανές διέθεταν και οι Χετταίοι. Πρέπει λοιπόν να θεωρείται απίθανο το γεγονός οι Έλληνες, οι οποίοι τόσο στενές σχέσεις είχαν αναπτύξει, τόσο με τους Αιγυπτίους –με τους οποίους άλλωστε συμπολέμησαν κατά των Υκσώς, αυτή ακριβώς την περίοδο(16ος αιώνας π.Χ.)- όσο και με τους Χετταίους, να μη γνώριζαν την ύπαρξη απλών έστω πολιορκητικών μηχανών.
Όσον αφορά τον αριθμό των 3.000 ανδρών στους οποίους αναφέρεται η Μικρή Ιλιάς, αν και εν πρώτης φαίνεται όντως υπερβολικός, ταυτίζεται όμως με τον αριθμό των ανδρών που απαιτούντο για τον χειρισμό μιας τυπικής Ελέπολις των ελληνιστικών χρόνων. Και η Μικρή Ιλιάς γράφτηκε 300 έτη νωρίτερα από την ελληνιστική περίοδο!
«Ζωόμορφες» μηχανές
Τροχοφόρες πολιορκητικές μηχανές (τις οποίες κάποιοι ευφάνταστοι ταυτίζουν με τανκς) χρησιμοποίησαν κατά κόρο, από τον 10ο αιώνα π.Χ. τουλάχιστον, οι Ασσύριοι. Επειδή όμως στην ιστορία τίποτα δεν οφείλεται σε παρθενογένεση, είναι πολύ πιθανό η τεχνογνωσία των Ασσυρίων να προερχόταν από γειτονικούς πολιτισμούς.
Δεν είναι εξάλλου τυχαίο το γεγονός ότι οι πολιορκητικές μηχανές των Ασσυρίων ήταν πολλές φορές ζωόμορφες και σχεδόν πάντα έφεραν ονόματα ζώων (π.χ.ρινόκερος).
Βάση των παραπάνω μπορεί να εξαχθεί, με σχετική ασφάλεια, το συμπέρασμα ότι ο Δούρειος Ίππος ήταν ένας τροχοφόρος στεγασμένος και επενδεδυμένος με δέρματα ζώων, ώστε να μην αναφλέγεται, κριός, για την κίνηση και τη χρήση του οποίου απαιτείτο μεγάλος αριθμός ανδρών. Το μόνο πρόβλημα των Αχαιών θα ήταν να «πείσουν» τους Τρώες να «επιτρέψουν» την προσέγγιση της μηχανής στα τείχη τους.
Αυτό ακριβώς φοβόταν και οι τελευταίοι και για αυτό αντέταξαν λυσσώδη ενεργητική άμυνα, καθυστερώντας, όσο μπορούσαν, το πλησίασμα του εχθρού στα τείχη τους. Από τη στιγμή που οι Αχαιοί θα ήταν σε θέση να πλησιάσουν τα τείχη και να θέσουν σε ενέργεια τη μηχανή, το αποτέλεσμα της πολιορκίας ήταν βέβαιο.
Εξάλλου η πολιορκία της Τροίας κράτησε, απ’ ότι φαίνεται, λίγους μόνο μήνες. Όσο χρειάστηκε δηλαδή για να αναγκάσουν οι Αχαιοί τους αντιπάλους τους να περιοριστούν στα τείχη. Ο Όμηρος περιγράφει τα γεγονότα 51 μόνο ημερών της πολιορκίας.
Πηγή: slpress.gr
Το 274 π.Χ. ο Πύρρος βρισκόταν ακόμα στην Ιταλία. Η κατατριβή του στρατού όμως στις μάχες με τους Ρωμαίους τον έπεισαν πως η μόνη λύση ήταν η επιστροφή του στην Ελλάδα, όπου νέες ευκαιρίες παρουσιάζονταν για τον φιλόδοξο χαρακτήρα του. Στόχος του ήταν η κατάληψη του μακεδονικού θρόνου.
Ο Πύρρος, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, σχεδίαζε να θέσει υπό τον έλεγχό του την πλούσια Μακεδονία. Για αυτό στράφηκε άμεσα κατά του βασιλιά της Μακεδονίας Αντιγόνου Γονατά, γιου του παλιού συμπολεμιστή, αλλά και αντιπάλου του, Δημητρίου του Πολιορκητή.
Ο Πύρρος εισέβαλε στη Μακεδονία, έχοντας στρατολογήσει και Γαλάτες μισθοφόρους και προέλασε χωρίς να συναντήσει σοβαρή αντίσταση καθώς οι Μακεδόνες τον δέχονταν ως νόμιμο βασιλιά.
Ο Πύρρος προέλασε ταχύτατα και κατέλαβε τη μια πόλη μετά την άλλη. Μόνο η πόλη των Αιγών αντιστάθηκε και όταν τελικά παραδόθηκε, για τιμωρία, ο Πύρρος ανέθεσε τη φρούρησή της σε 2.000 Γαλάτες μισθοφόρους του. Αυτοί όμως σύλησαν τους τάφους των Μακεδόνων βασιλέων που βρισκόταν εκεί, αλλάζοντας τον κλίμα έναντι του Πύρρου, όταν αυτός αρνήθηκε να τους τιμωρήσει.
Πελοπόννησος
Ο Αντίγονος, με νέες δυνάμεις που συγκέντρωσε, κινήθηκε και πάλι κατά του Πύρρου, αλλά και πάλι ηττήθηκε από τον γιο του Ηπειρώτη βασιλιά Πτολεμαίο. Ο ηττημένος Αντίγονος αποτραβήχθηκε στην ανατολική Μακεδονία, ο δε Πύρρος, όπως πάντα, δεν έσπευσε να ολοκληρώσει και να εξασφαλίσει τη νίκη του.
Η λογική επέβαλε στον Πύρρο να ολοκληρώσει την ενσωμάτωση της Μακεδονίας στο κράτος του, νικώντας και εκδιώκοντας οριστικά τον αντίπαλό του από εκεί και μετά να στραφεί προς τη νότια Ελλάδα. Δυστυχώς στο πρόσωπο του μεγάλου Ηπειρώτη βασιλιά η πολεμική αξία δεν συνδυαζόταν από πολιτικό όραμα και έμπνευση, αντίθετα με τον μεγάλο του εξάδελφο Αλέξανδρο.
Σημαντικό ρόλο στην απόφασή του φαίνεται πως έπαιξε και η πρόσκληση του εξόριστου βασιλιά της Σπάρτης Κλεώνυμου, ο οποίος ήλπιζε στη βοήθεια του Πύρρου για την ανάκτηση του θρόνου από τον άλλο βασιλιά, τον Αρέα, ανεψιό του Κλεωνύμου. Ο Κλεώνυμος μάλιστα, έχοντας οπαδούς στην Σπάρτη, υποσχέθηκε στον Πύρρο εσωτερική επανάσταση στην πόλη, παρουσιάζοντας την κατάληψή της ως εύκολη υπόθεση.
Πεπεισμένος από τον Κλεώνυμο, ο Πύρρος αποφάσισε την εισβολή στην Πελοπόννησο, σε μια κίνηση χωρίς κανένα πολιτικό νόημα, καθώς η Σπάρτη δεν είχε καλές σχέσεις με τον αντίπαλό του Αντίγονο και άρα η εναντίον της επίθεση δεν εξυπηρετούσε κανέναν στρατηγικό σκοπό. Ίσα-ίσα το μόνο αποτέλεσμα που θα είχε θα ήταν να ενώσει δύο εχθρούς εναντίον του.
Έτσι με 25.000 πεζούς (28.000 κατά τον Πλούταρχο), 2.000 ιππείς και 24 πολεμικούς ελέφαντες εισέβαλε, την άνοιξη του 272 π.Χ. στη Πελοπόννησο. Η είδηση της εισβολής των Ηπειρωτών στην Πελοπόννησο προκάλεσε γενικευμένο ενθουσιασμό καθώς πολλοί πίστεψαν τις εξαγγελίες του Πύρρου ότι ερχόταν ως ελευθερωτής για να απελευθερώσει τις πόλεις της Πελοποννήσου από την «τυραννία του Αντιγόνου».
Πόλεμος με την Σπάρτη
Οι Αχαιοί, οι Ήλιοι, μια ισχυρή μερίδα στο Άργος, αλλά και οι Αθηναίοι, δήλωσαν την στήριξή τους στον Πύρρο, ενώ η Μεγαλόπολη άνοιξε τις πύλες της στον Ηπειρώτη στρατηλάτη.
Οι Σπαρτιάτες δεν εναντιώθηκαν, αρχικά, στην προέλαση του Πύρρου καθώς ήταν αντίπαλοι του Αντιγόνου και είδαν μάλλον θετικά την εξασθένιση του Μακεδόνα βασιλιά. Πείσθηκαν επίσης και από τις εξαγγελίες του Πύρρου.
Αποφάσισαν παράλληλα να αποστείλουν πρεσβεία στον Πύρρο. Πριν η αντιπροσωπεία τους όμως μεταβεί εκεί τμήμα του στρατού του Πύρρου παραβίασε τα σπαρτιατικά σύνορα. Η σπαρτιατική αντιπροσωπεία, με επικεφαλής τον Δερκυλίδα, παρόλα αυτά πήγε στη Μεγαλόπολη και συναντήθηκε με τον Πύρρο.
Ο Δερκυλίδας παραπονέθηκε για την παραβίαση των συνόρων, θεωρώντας πως συνέβη με πρωτοβουλία κάποιου θερμόαιμου αξιωματικού του Πύρρου. Έκπληκτος όμως άκουσε τον Πύρρο να του δηλώνει ότι ευρίσκοντο σε εμπόλεμη κατάσταση.
Ύστερα από αυτό οι πρέσβεις επέστρεψαν βιαστικά στην Σπάρτη και μετέδωσαν τη δυσάρεστη είδηση. Οι πολίτες βρέθηκαν σε απόγνωση. Ποτέ άλλοτε η Σπάρτη δεν είχε βρεθεί τόσο απροετοίμαστη για πόλεμο και δεν είχε υποστεί τέτοιον αιφνιδιασμό, έχοντας τον εχθρό σε απόσταση μόλις μερικών ημερών πορείας από αυτή.
Ο ίδιος ο βασιλιάς της, ο Αρεύς, έλειπε με τους καλύτερους στρατιώτες του στην Κρήτη, όπου είχε μεταβεί να πολεμήσει υπέρ της Γόρτυνος.
Προετοιμασίες
Εκείνη την εποχή η πάλαι ποτέ πανίσχυρη σπαρτιατική πολεμική μηχανή ήταν μακρινή ανάμνηση και μόνο. Η Σπάρτη είχε ελάχιστους πολίτες, με τους περισσότερους άλλους να έχουν χάσει τα πολιτικά τους δικαιώματα και κατά συνέπεια τη δυνατότητα να υπηρετούν στον στρατό.
Δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες για τον αριθμό των αξιόμαχων ανδρών που η πόλη μπορούσε να κινητοποιήσει, αλλά δύσκολα θα ήταν περισσότεροι από 1.500-2.000, σύμφωνα με τις πηγές. Στον αριθμό αυτό θα μπορούσαν να προστεθούν μερικές ακόμα χιλιάδες πρόχειρα και ελαφρά οπλισμένων ανδρών.
Ωστόσο οι δυνάμεις αυτές ήταν αδύνατο να σταματήσουν τις μακεδονικές φάλαγγες, το ιππικό και κυρίως τους πολεμικούς ελέφαντες του Πύρρου, σε ανοικτό πεδίο.
Μοναδική ελπίδα των Σπαρτιατών ήταν να αμυνθούν στην πόλη τους. η Σπάρτη όμως, παράδοση παλιά, δεν είχε τείχη. Κατά συνέπεια οι Σπαρτιάτες θα όφειλαν να αμυνθούν δημιουργώντας πρόχειρα οχυρώματα με κάθε διαθέσιμο υλικό, ελπίζοντας στην επιστροφή του Αρέως, στον οποίο στάλθηκε επείγον μήνυμα, στην πιθανή άφιξη ενισχύσεων από τους Πτολεμαίους της Αιγύπτου, στην τύχη και πάνω από όλα στη γενναιότητά τους.
Και οι Σπαρτιάτες αποδείχθηκαν άξιοι των προγόνων τους καθόλα. Οι Σπαρτιάτες, υπό την ηγεσία της Γερουσίας που συνεδρίασε τις κρίσιμες εκείνες ώρες, ρίχθηκαν στον αγώνα για ενίσχυση της άμυνας της πόλης τους.
Αποφασίστηκε τότε η μεταφορά των γυναικών και των παιδιών στην Κρήτη όχι μόνο για να προστατευθούν, αλλά και για να διευκολυνθεί η άμυνα και να εξοικονομηθούν τρόφιμα. Τελικά όμως η απόφαση αυτή δεν έγινε δυνατό να υλοποιηθεί.
Παράλληλα αποφασίστηκε η άμεση οχύρωση της πόλης, όσο το δυνατόν καλύτερα. Οι Σπαρτιάτες, εργαζόμενοι εντατικά, ανέσκαψαν ευρεία τάφρο παράλληλη με το στρατόπεδο, τον λεγόμενο «χάρακα» του Πύρρου, μήκους 250 μ. περίπου. Επίσης κατασκευάστηκαν φράγματα από πασσάλους και όπου ήταν κτιστά οχυρώματα με λίθους και πλίνθους.
Η δε τάφρος ενισχύθηκε με άμαξες που τοποθετήθηκαν στα δύο άκρα της, κυρίως. Το έδαφος ανασκάφτηκε και οι τροχοί των αμαξών θάφτηκαν στο έδαφος ώστε να μην μπορούν να μετακινηθούν. Οι Σπαρτιάτες σωστά υπολόγιζαν ότι οι άμαξες αυτές θα αποτελούσαν ισχυρό έρεισμα και εμπόδιο για τους επίφοβους πολεμικούς ελέφαντες του Πύρρου.
Οι αποφάσεις της Γερουσίας έγιναν σύντομα γνωστές στην πόλη και αμέσως υπήρξαν αντιδράσεις. Η Αρχιδάμεια, η αδερφή του βασιλιά, ήταν η πρώτη που αντέδρασε στην απόφαση απομάκρυνσης των γυναικόπαιδων και με ένα σπαθί στο χέρι εμφανίστηκε στη Γερουσία και ρώτησε πως οι γερουσιαστές ζητούν από τις γυναίκες της Σπάρτης να ζήσουν όταν η πατρίδα τους δεν θα υπάρχει;
Η θέση των γυναικών ήταν στο πλευρό των ανδρών, των αμυντόρων της πόλης και κοινή έπρεπε να είναι η τύχη όλων των πολιτών και τα πτώματα των γυναικών πρέπει να βρίσκονται πλάι στα πτώματα των ανδρών τους.
«Καλόν ταις Λακαίνες μετά των ανδρών αποθανείν…», είπε. Συγκινημένη η Γερουσία άλλαξε την απόφασή της και διέταξε όχι μόνο να μείνουν τα γυναικόπαιδα στην πόλη, αλλά και να συνεισφέρουν στην άμυνά της.
Αμέσως οι γυναίκες ρίχθηκαν στον αγώνα για την οχύρωση. Αυτές έσκαψαν την τάφρο, λέγοντας στους άνδρες να αναπαυθούν διότι την επομένη ημέρα θα πολεμούσαν σκληρά και έπρεπε να εξοικονομήσουν δυνάμεις.
Γυναίκες κάθε ηλικίας, φορώντας μόνο ένα ημάτιο, μαζί με τα παιδιά τους και τους γεροντότερους που δεν μπορούσαν να κρατήσουν όπλα, άρχισαν την εκτέλεση του ζωτικής σημασίας για την πόλη έργου, το οποίο έπρεπε να είναι έτοιμο την επομένη το πρωί. Κατά τον Φύλαρχο η τάφρος είχε πλάτος περί τα 4,5 μ. και βάθος 3 μ.
Την άλλη μέρα, με το πρώτο φως, η τάφρος ήταν έτοιμη και οι άνδρες που έσπευσαν να λάβουν θέσεις κατά μήκος της, πήραν, κατά την παράδοση της Σπάρτης, τα όπλα τους από τις γυναίκες και τις μητέρες τους που τους τα παρέδωσαν λέγοντάς τους πως οφείλουν να την υπερασπιστούν με τη ζωή τους ή να πεθάνουν ως άξια τέκνα της Σπάρτης.
Τα γεγονότα αυτά περιγράφει ο ιστορικός Φύλαρχος, το έργο του οποίου «Ιστορίαι» αποτέλεσε βασική πηγή και για τον Πλούταρχο.
Αίμα στην εύφορη κοιλάδα
Καθώς ανέτειλε ο ήλιος φωτίζοντας την πανάρχαια πόλη και όλη την εύφορη κοιλάδα του Ευρώτα, οι δύο αντίπαλοι ήταν έτοιμοι. Οι Σπαρτιάτες είχαν λάβει θέσεις πίσω από την τάφρο και τα πρόχειρά οχυρώματά τους ενώ ο Πύρρος είχε διατάξει τον στρατό του να αναπτυχθεί για μάχη μπροστά από το στρατόπεδό του.
Ο Πύρρος με έκπληξη και οργή αντίκρισε την τάφρο. Τράβηξε το σπαθί του από τη θήκη και κινήθηκε ο ίδιος προς αυτή. Δοκίμασε να περάσει. Το μόλις ανασκαφέν όμως, μαλακό, χώμα, σχεδόν υποχώρησε και ο βασιλιάς παραλίγο να πέσει εντός της. Έτσι αποτραβήχτηκε.
Ο γιος του Πτολεμαίος όμως, τέθηκε επικεφαλής 2.000 Γαλατών μισθοφόρων και επίλεκτων Χαόνων πολεμιστών επιτέθηκε. Ο ίδιος και οι άνδρες του εφόρμησαν προς την τάφρο, κατέβηκαν εντός της και προσπάθησαν να τραβήξουν τις άμαξες που είχαν οι Σπαρτιάτες πακτώσει επ’ αυτής, εν είδει επάλξεων. Οι Γαλάτες τραβούσαν με μανία τις άμαξες, πιθανόν να χρησιμοποιούσαν και σχοινιά.
Η κατάσταση ήταν κρίσιμη για του Σπαρτιάτες. Την έσωσε όμως ο Ακρότατος, ο γιος του βασιλιά Αρέα, ο οποίος με 300 επίλεκτους πολεμιστές, πιθανόν τους «ιππείς» της βασιλικής φρουράς, πέρασε από ένα άνοιγμα και βρέθηκε πίσω από τους Γαλάτες του Πτολεμαίου.
Πριν προλάβει να αντιδράσει ο Πτολεμαίος, ο Ακρότατος και οι άνδρες του σκόρπισαν τον θάνατο στους αδύνατο να κινηθούν, στριμωγμένοι εντός της τάφρου, Γαλάτες.
Ενώ συνέβαιναν αυτά ο Πύρρος είχε επίσης δοκιμάσει να διαβεί την τάφρο σε άλλο σημείο, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, με τους άνδρες του να υφίστανται απώλειες από τα βλήματα των Σπαρτιατών.
Η κρίσιμη σύγκρουση
Η γενναία αντίσταση των Σπαρτιατών υποχρέωσε τον Πύρρο σε αναδίπλωση. Στη μάχη διακρίθηκε και ο Σπαρτιάτης Φύλλιος, ο οποίος πολέμησε ηρωικά, αν και τραυματισμένος σοβαρά. Όταν ένιωσε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν, ο Φύλλιος αποσύρθηκε διακριτικά από τη γραμμή της μάχης για να ξεψυχήσει στην πόλη του και να μην κινδυνεύσει το σώμα του να πέσει στα χέρια των εχθρών.
Έτσι η μάχη συνεχίστηκε όλη την ημέρα χωρίς αποτέλεσμα για τον Πύρρο, ο οποίος, με την έλευση της νύκτας, διέταξε την παύση των επιχειρήσεων.
Ο Ηπειρώτης βασιλιάς ήταν απογοητευμένος, καθώς ο στρατός του είχε υποστεί σοβαρές απώλειες, χωρίς κανένα αντίκρισμα. Ο Πρόξενος αναφέρει ένα ενδιαφέρον σχετικό ανέκδοτο. Ο Πύρρος, σύμφωνα με τη διήγηση του Προξένου, το βράδυ εκείνο, μετά τη μάχη, είδε σε όνειρο την Σπάρτη να καίγεται από κεραυνούς.
Ο ίδιος ερμήνευσε ευνοϊκά το όνειρο, λέγοντας πως η πόλη θα πέσει. Ένας από τους εταίρους του όμως, ο Λυσίμαχος, ερμήνευσε αρνητικά το όνειρο. Ο Πύρρος τότε απάντησε: «Εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί Πύρρου».
Με το πρώτο φως της επομένης ο Πύρρος είχε παρατάξει τον στρατό του έτοιμοι για τη νέα επίθεση. Ο Ηπειρώτης στρατηλάτης αμέσως μετά διέταξε την έφοδο. Η μάχη εξαρχής ήταν άγρια. Οι Ηπειρώτες μάχονταν με ηρωισμό βλέποντας τον βασιλιά τους να προμαχεί.
Οι Σπαρτιάτες από την πλευρά τους αμύνονταν με απίστευτο φανατισμό, με τις γυναίκες τους να βρίσκονται στο πλευρό τους, περιθάλποντας τραυματίες και φέρνοντας τρόφιμα, νερό, βέλη, λίθους και ακόντια στους πολεμιστές.
Σφαγή
Ο Πύρρος βλέποντας πως τα στρατεύματά του δεν μπορούσαν να διασχίσουν την τάφρο, διάταξε την πλήρωσή της με χώμα και κάθε είδους υλικό, ακόμα και με πτώματα ανδρών.
Παρά την αντίδραση των Σπαρτιατών η τάφρος άρχισε να γεμίζει σε συγκεκριμένα σημεία της. Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκε ένας διάδρομος μέσω του οποίου μπορούσαν τα στρατεύματα του Πύρρου να περάσουν.
Οι Σπαρτιάτες συγκέντρωσαν τις εφεδρείες τους στο σημείου του διαδρόμου, αλλά και ο Πύρρος στο σημείο αυτό έριξε στη μάχη τις καλύτερες μονάδες του, τιθέμενος ο ίδιος επικεφαλής, έφιππος, με το σπαθί στο χέρι.
Φαίνεται πως η θυελλώδης έφοδος του Πύρρου ανέτρεψε την σπαρτιατική αντίσταση και εισήλθε στην πόλη. Η πτώση της πόλης ήταν θέμα στιγμών. Ένα βέλος όμως τραυμάτισε θανάσιμα το άλογο του Πύρρου, το οποίο έριξε κάτω τον αναβάτη του.
Ο Πύρρος έπεσε με δύναμη στο έδαφος. Οι άνδρες του, βλέποντας τον βασιλιά τους στο έδαφος, πανικοβλήθηκαν. Πολλοί αξιωματικοί έσπευσαν στο σημείο για να δουν αν ζει. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να προκληθεί σύγχυση την οποία, φυσικά, εκμεταλλεύτηκαν, στο έπακρο, οι Σπαρτιάτες.
Με μια απεγνωσμένη αντεπίθεση οι ακαταπόνητοι Λάκωνες κατέκοψαν πολλούς από τους στρατιώτες του «Αετού», υποχρεώνοντας τους άλλους να τραπούν σε φυγή, πέραν της τάφρου.
Αποτυχία γενική
Ο Πύρρος, μόλις συνήλθε, διέταξε υποχώρηση καθώς οι δυνάμεις του είχαν ιδιαιτέρως φθαρεί. Όμως και οι απώλειες των Σπαρτιατών ήταν σοβαρές. Ίσως με μια νέα γενική επίθεση ο Πύρρος να κατάφερνε να καταλάβει την πόλη. Δεν το αποτόλμησε όμως και αποφάσισε να πολιορκήσει την πόλη, λεηλατώντας παράλληλα τη Λακωνική.
Ωστόσο η μοίρα είχε ήδη αποφασίσει. Ο Αντίγονος, τον οποίο ο Πύρρος είχε αφήσει ανενόχλητο στη Μακεδονία, αντέδρασε στα σχέδια του αντιπάλου του διατάσσοντας τις φρουρές του στις ελληνικές πόλεις να σπεύσουν να ενισχύσουν τους παλαιούς του αντιπάλους Σπαρτιάτες.
Αμέσως κινήθηκε προς την Σπάρτη ο φρούραρχος του Αντιγόνου στην Κόρινθο, ο Φωκαεύς Αμεινίας. Την ίδια ώρα ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Αρεύς επέστρεψε από την Κρήτη και μάλιστα με 2.000 στρατιώτες.
Ο Πλούταρχος αναφέρει πως ο Αρεύς επέστρεψε με 2.000 στρατιώτες, ενώ σε άλλο σημείο της διήγησής του αναφέρει ότι ο Αρεύς έφερε μαζί του και 1.000 Κρήτες τοξότες. Δεν είναι γνωστό αν οι 1.000 Κρήτες ήρθαν επιπλέον των 2.000 Σπαρτιατών ή στον αριθμό των 2.000 περιλαμβάνονται Σπαρτιάτες και Κρήτες μαζί. Σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν πιθανότερο η συνολική δύναμη που έφερε μαζί του Αρέα να αριθμούσε 3.000 άνδρες.
Σε κάθε περίπτωση η άφιξη του Αρέα και των ανδρών του ενίσχυσε σημαντικά την άμυνα και εξύψωσε το ηθικό των Σπαρτιατών, ενώ αντίθετα καταρράκωσε αυτό των ανδρών του Πύρρου. Ο Πύρρος τότε διέπραξε το δεύτερο μεγάλο σφάλμα.
Αντί να τηρήσει την απόφασή του να πολιορκήσει την Σπάρτη, διέταξε νέες εφόδους κατά των ενισχυμένων Σπαρτιατών, τιθέμενος ο ίδιος επικεφαλής σε πλείστες περιπτώσεις, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί. Η κίνησή του αύτη οδήγησε σε νέες άσκοπες απώλειες και σε περιορισμό της μαχητικότητας του στρατού, αλλά και του ιδίου, λόγω των τραυμάτων.
Για μια ακόμα φορά φάνηκε ότι ο Πύρρος ήταν μεν γενναίος στρατιώτης, αλλά όχι στρατηγιστής. Μετά τις νέες αποτυχίες επανήλθε στο προηγούμενο σχέδιό του περί πολιορκίας της Σπάρτης, αποφασισμένος να διαχειμάσει εκεί και να επαναλάβει την επίθεση την επόμενη άνοιξη του 271 π.Χ.
Παράλληλα ελαφρά αποσπάσματα του στρατού λεηλάτησαν τη Λακωνική, ενώ δημιουργήθηκε και οχυρό στρατόπεδο στην οδό μεταξύ Σπάρτης και Καρυών (άλλες πηγές αναφέρουν πως δημιουργήθηκε κοντά στην Τεγέα).
Πηγή: slpress.gr
Ο Πύρρος πέρασε στην Ιταλία και ανέλαβε τον αγώνα κατά των Ρωμαίων προς υπεράσπιση των ελληνικών πόλεων της Μεγάλης Ελλάδος. Έχοντας ήδη νικήσει τους Ρωμαίους στη μάχη της Ηράκλειας, την άνοιξη του 279 π.Χ. ήταν έτοιμος να κινηθεί και πάλι εναντίον τους.
Ο Διονύσιος Αλικαρνασσεύς αναφέρει ότι η στρατιά που οδηγούσε ο Πύρρος αριθμούσε περί τους 78.000 άνδρες. Από αυτούς οι 16.000 ήταν Ηπειρώτες, 8.000 περίπου ήταν Ταραντίνοι (Έλληνες της αποικίας του Τάραντα) «Λευκάσπιδες» φαλαγγίτες και οι υπόλοιποι ήταν Σαυνίτες και Λευκανοί (Ιταλικοί λαοί).
Ο αριθμός αυτός αναφέρετε μάλλον στον συνολικό αριθμό των ενόπλων δυνάμεων της αντιρωμαϊκής συμμαχίας και όχι στον αριθμό ανδρών που οδήγησε προσωπικά ο Πύρρος κατά των Ρωμαίων. Αναμφισβήτητα ο Έλληνας βασιλεύς είχε εμπιστοσύνη στην πολεμική αρετή αποκλειστικά των Ελλήνων.
Ο Ηπειρώτης βασιλέας Πύρρος.
Ιδιαίτερα μετά την ιδίοις όμμασι εξακρίβωση των πολεμικών δυνατοτήτων των αντιπάλων του, θα ήταν παρακινδυνευμένο να στηριχτεί στους Ιταλιώτε και Ιταλούςς συμμάχους τους. Αντίθετα μπορούσε να έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στους εμπειροπόλεμους Ηπειρώτες του και στους εκπαιδευμένους από τους αξιωματικούς του Ταραντίνους «Λευκάσπιδες».
Αυτοί οι 25.000 το πολύ άνδρες θα αποτελούσαν και πάλι τον σκληρό πυρήνα της ένοπλης δυνάμεως της συμμαχίας και αυτοί ήταν που θα αντιμετώπιζαν τους σκληροτράχηλους Ρωμαίους.
Οι τελευταίοι από την πλευρά τους, είχαν κινητοποιήσει πλήρως τις στρατιωτικές δυνάμεις της πόλεως και των συμμάχων τους. αντίθετα με τον Πύρρο οι Ρωμαίοι μπορούσαν να υπολογίζουν σε 80.000 περίπου αξιόμαχους στρατιώτες.
Οι πρώτες κινήσεις
Ο Πύρρος είχε αποφασίσει αυτή τη φορά να ξεκαθαρίσει πρώτα την Απουλία και κατόπι να κινηθεί ανατολικά προς την Πευκετία. Η εκεί παρουσία του θα προκαλούσε, όπως πίστευε, την εξέγερση των κατοίκων της κατά των Ρωμαίων επικυρίαρχών τους.
Βάσει του σχεδιασμού του τα πλευρά της στρατιάς του Πύρρου θα ήταν αυτή τη φορά καλυμμένα και δεν θα μπορούσαν να υπερκερασθούν από τις ρωμαϊκές στρατιές. Αμέσως το σχέδιο του Πύρρου τέθηκε σε εφαρμογή.
Ο Έλληνας στρατηλάτης κυρίευσε όλη την Απουλία και τις πόλεις της είτε με μάχη, είτε με συνθήκη. Ύστερα από σύντομη πορεία η ελληνική στρατιά, με την οποία είχαν ενωθεί και ιταλιωτικά τμήματα, έφθασε κοντά στην πόλη του Άσκλου. Η πόλη ήταν κτισμένη σε έναν μικρό λόφο βορείως του ποταμού Αυφιδίου.
Η ρωμαϊκή στρατιά, τέσσερις λεγεώνες – 40.000 άνδρες – υπό τους Πόπλιο Σουλπίκιο Σαβέριο και Πόπλιο Δέκιο Μους, στη Ρώμη, είχε στρατοπεδεύσει στην βόρεια όχθη του ποταμού. Τότε, σύμφωνα με τη διήγηση του Πλουτάρχου, έφτασε στον Γάιο Φαβρίκιο μια επιστολή του ιατρού του Πύρρου, ο οποίος υποσχόταν να δηλητηριάσει τον βασιλέα, έναντι αδράς αμοιβής.
Ο Ρωμαίος ύπατος Φαβρίκιος, ο οποίος διακρινόταν για το ήθος του, εξεγέρθηκε ενώπιον αυτής της αχρειότητας. Συνέγραψε μάλιστα επιστολή προς τον Πύρρο με την οποία του φανέρωνε τη συνωμοσία. Ο Πύρρος πραγματικά αποκάλυψε τη συνωμοσία και θανάτωσε τον ιατρό. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης μάλιστα προς τον Ρωμαίο ύπατο απελευθέρωσε τους αιχμαλώτους που κρατούσε.
Οι περήφανοι Ρωμαίοι όμως δεν δέχθηκαν να ευεργετηθούν από τον αντίπαλο χωρίς αντάλλαγμα και αποφάσισαν να απελευθερώσουν και αυτοί τους Ταραντινούς και Σαυνίτες αιχμαλώτους που κρατούσαν. Το συγκεκριμένο επεισόδιο κυκλοφόρησε σε διάφορες παραλλαγές. Σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς το περιστατικό έλαβε χώρα μετά τη μάχη του Άσκλου.
Ήταν ήδη Ιούλιος όταν οι δύο στρατοί βρέθηκαν αντιμέτωποι στη Άσκλο. Τους χώριζε ο μικρός ποταμός. Για αρκετές ημέρες οι δύο αντίπαλοι στρατοί παρέμεναν θεατές ο ένας του άλλου. Οι Ρωμαίοι φρουρούσαν την κατεχόμενη από αυτούς όχθη, απαγορεύοντας στην ελληνική στρατιά να διασχίσει τον ποταμό.
Πριν τη μάχη
Το έδαφος εξάλλου τους ευνοούσε καθώς από τις θέσεις τους και τις κινήσεις του Πύρρου ήταν σε θέση να ελέγχουν, αλλά και να αντεπιτεθούν εναντίον του μπορούσαν. Ο Ρωμαϊκός Στρατός είχε επίσης ενισχυθεί με 300 ειδικής κατασκευής άμαξες, εξοπλισμένες με μακρές λόγχες, δρέπανα και φλογοφόρες συσκευές, με τις οποίες θα αντιμετώπιζαν τους 19 πολεμικούς ελέφαντες του Πύρρου.
Αυτή τη φορά όλα τα πλεονεκτήματα ανήκαν στους Ρωμαίους. Υπερείχαν αριθμητικά, κατείχαν ευνοϊκό για αυτούς έδαφος, τι ηθικό τους ήταν υψηλό και είχαν προετοιμαστεί καταλλήλως για να αντιμετωπίσουν τους ελέφαντες.
Στο ελληνικό στρατόπεδο, σε αντιδιαστολή, επικρατούσε δυσθυμία. Οι έμπειροι άνδρες του Πύρρου διέβλεπαν τις δυσκολίες της εξαπολύσεως επιθέσεως κατά της ισχυρής ρωμαϊκής τοποθεσίας.
Εξάλλου οι Έλληνες ήταν πάντα λιγότεροι. Υπήρχε όμως και ένας άλλος, ψυχολογικός παράγων, που επέδρασε αρνητικά στο ηθικό του Ελληνικού Στρατού. Ήταν η παρουσία στο ρωμαϊκό στρατόπεδο του Πόπλιου Δέκιου Μους.
Ρωμαϊκό βαρύ ακόντιο pilum. Λόγω κατασκευής, με αντίβαρο και μακρά, εύκαμπτη αιχμή, το όπλο αυτό εκτοξεύονταν από τους λεγεωνάριους λίγο πριν την επαφή με τον αντίπαλο, προκαλώντας απώλειες και αταξία, αλλά και εξουδετερώνοντας τις ασπίδες των εχθρών. Η αιχμή που λύγιζε μετά τη διάτρηση δεν μπορούσε εύκολα να αφαιρεθεί, καθιστώντας άχρηστη την αντίπαλη ασπίδα.
Δύο πρόγονοι του υπάτου, οι οποίοι έφεραν και το ίδιο με αυτόν όνομα, είχαν θυσιάσει στο παρελθόν τις ζωές τους, χάρη στη θυσία των όποιων όμως ο Ρωμαϊκός Στρατός είχε θριαμβεύσει.
Κυκλοφορούσε λοιπόν η φήμη – προφητεία ότι και ο τρίτος Πόπλιος Δέκιος Μους θα θυσιάζονταν, ως άλλος Κυναίγειρος, και θα χάριζε και πάλι τη νίκη στους Ρωμαίους. Ο Πύρρος αντιμετώπισε την κατάσταση με τη συνήθη ενεργητικότητα του. Συνάθροισε τους στρατιώτες του και τους μίλησε. Τους είπε ότι ήταν ανόητο να φοβούνται τέτοιους θρύλους και προφητείες.
Τους θύμισε την αρχαία τους ανδρεία και τους δικούς τους προγόνους, τους κατά πολύ αξιολογότερους από αυτούς του Ρωμαίου. Αυτοί άλλωστε κατάγονταν από τον θεόμορφο Αχιλλέα. Ποιος λοιπόν Ρωμαίος ύπατος θα μπορούσε να τους αντισταθεί;
Οι αντίπαλες δυνάμεις
Αφού παρέμεινε για αρκετές ημέρες απέναντι στους Ρωμαίους, κατά τη διάρκεια των οποίων ενισχύθηκε με συμμαχικά τμήματα, ο Πύρρος έταξε τον στρατό για μάχη. το γεγονός ότι θα έπρεπε πρώτα να διασχίσει τον ποταμό για να μπορέσει να εμπλέξει τις κύριες ρωμαϊκές δυνάμεις, ανάγκασε τον Πύρρο να μεταβάλει την τακτική του.
Αντί του συμπαγούς σχηματισμού που χρησιμοποίησε στη μάχη του ποταμού Σίριδος (Ηράκλειας) αποφάσισε να τοποθετήσει ελαφρά τμήματα μεταξύ των Τάξεων της φάλαγγας. Με τον τρόπο αυτό τα ελαφρά τμήματα θα υποστήριζαν με τα βλήματα τους τη φάλαγγα και η φάλαγγα θα υποστήριζε τα ελαφρά τμήματα με το βάρος και την ορμή της.
Σύγχρονοι αναβιωτές με όπλα και εξοπλισμό Ρωμαίων λεγεωνάριων της περιόδου της Δημοκρατίας, όπως αυτοί που αντιμετώπισαν τον Πύρρο. Φέρουν ασπίδα τύπου θυρεού και κράνος Μοντεφορτίνο.
Ο σχηματισμός αυτός προφανώς υιοθετήθηκε για την πρώτη φάση της επιχειρήσεως, δηλαδή για τη διάβαση του ποταμού. Μετά τη διάβαση του Αυφιδίου, το πιθανότερο θα ήταν να ανασυγκροτηθεί η ελληνική παράταξη και η φάλαγγα να ανασχηματισθεί σε συμπαγή σχηματισμό. Η μακεδονική φάλαγγα, σε ομαλό έδαφος και με καλυμμένα τα πλευρά ήταν αδύνατο να ηττηθεί από τη λεγεώνα.
Αυτό ο Πύρρος το γνώριζε καλά και οι Ρωμαίοι το είχαν επίσης διαπιστώσει. Σύμφωνα με την περιγραφή του Διονυσίου Αλικαρνασσέως η στρατιά του Πύρρου αναπτύχθηκε ως εξής: το άκρο δεξιό κατέλαβαν τμήματα ιππικού Βρετίων, Σαυνιτών, Ταραντίνων (ελαφρύ ιππικό) και επίλεκτων Θεσσαλών.
Δίπλα τους ετάχθησαν οι Ηπειρώτες σαρισσοφόροι. Αριστερά των Ηπειρωτών ετάχθησαν τμήματα μιθοφόρων του Τάραντος, οι επίλεκτοι Αμβρακιώτες και οι Ταραντίνοι «Λευκάσπιδες» φαλαγγίτες. Στο κέντρο ετάχθησαν οι Θεσπρωτοί και οι Χάονες φαλαγγίτες και οι Αιτωλοί, Ακαρνάνες και Αθαμάνες ελαφρά οπλισμένοι πεζοί.
Στο αριστερό κέρας ετάχθησαν οι Σαυνίτες πεζοί και το άκρο αριστερρό συγκρότησαν τμήματα ιππικού Αμβρακιωτών, Ταραντίνων και Λευκανών. Την εφεδρεία της στρατιάς αποτέλεσαν οι 2.000 επίλεκτοι ιππείς του Αγήματος και το τμήμα των ελεφάντων.
Απέναντι στη διάταξη αυτή των δυνάμεων του Πύρρου οι Ρωμαίοι ετάχθησαν ως εξής: Απέναντι στο πεζικό του Πύρρου ετάχθησαν οι τέσσερις λεγεώνες, με τμήματα Λατίνων συμμάχων ανάμεσα τους. Στα δύο κέρατα ετάχθη το ιππικό. Πίσω από την πρώτη γραμμή μάχης ετάχθησαν ως εφεδρεία οι ελαφρά οπλισμένοι πεζοί και τα ειδικά άρματα.
Το στρατήγημα του Πύρρου και το πέρασμα του ποταμού
Η μάχη άρχισε με αψιμαχίες στις όχθες του ποταμού και συνεχίστηκε έτσι όλη την ημέρα. Όλες οι απόπειρες των Ελλήνων και των συμμάχων τους να διασχίσουν τον ποταμό απέτυχαν χάρη στην πείσμωνα αντίσταση των Ρωμαίων, αλλά και στην ακαταλληλότητα του εδάφους.
Μόλις έπεσε η νύκτα οι Ρωμαίοι απέσυραν τον όγκο του στρατού τους στο γειτονικό οχυρό στρατόπεδο που είχαν κατασκευάσει, αφήνοντας προκαλυπτικές μόνο δυνάμεις να φρουρούν τις όχθες του ποταμού.
Οι Ρωμαίοι ύπατοι υπολόγιζαν ότι ύστερα από τον ολοήμερο αγώνα φθοράς που είχε προηγηθεί και οι Έλληνες θα αποσύρονταν στο στρατόπεδο τους. Υπολόγιζαν όμως χωρίς τον Πύρρο.
Με καλυμμένα τα πλευρά η μακεδονική φάλαγγα ήταν ακατάβλητη από οποιονδήποτε άλλο σχηματισμό σε ομαλό έδαφος.
Ο εμπειρότατος τα πολεμικά βασιλέας δεν ήταν δυνατό να αφήσει ανεκμετάλλευτη μια τέτοια ευκαιρία. Αμέσως μετά την απόσυρση των Ρωμαίων έστειλε τα ελαφρά του τμήματα κατά των αντιστοίχων εχθρικών που φρουρούσαν τις διαβάσεις και τις κατέλαβε.
Κατόπιν διέσχισε με όλο του τον στρατό τον ποταμό και έλαβε θέσεις ενόψει της επαναλήψεως της μάχης την επομένη. Το επόμενο πρωινό ήταν λιγότερο ευχάριστο για τους Ρωμαίους υπάτους που είχαν απολέσει το ένα τους μεγάλο πλεονέκτημα, αυτό της κατοχής ευνοϊκού εδάφους.
Τώρα θα έπρεπε να πολεμήσουν σε αναπτεταμένο πεδίο και να αντιμετωπίσουν το επίλεκτο ελληνικό ιππικό και τη φάλαγγα.
Η ημέρα της κρίσεως
Με το πρώτο φως της ημέρας οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι ήσαν έτοιμοι να επαναλάβουν τη μάχη. Αυτή τη φορά ο Πύρρος έταξε τη φάλαγγα του σε βαθείς και συμπαγείς σχηματισμούς και επιτέθηκε. Ακολούθησε λυσσαλέα πάλη.
Οι ελληνικές φάλαγγες πίεσαν ασφυκτικά τους Ρωμαίους λεγεωνάριους. Και πάλι τα οπλιτικά δόρατα, τα pila (βαριά ακόντια των Ρωμαίων) και τα σπαθιά, αποδείχθηκαν κατώτερα της τρομερής σάρισσας.
Οι Ρωμαίοι πολέμησαν γενναία. Και πάλι όμως αντίκριζαν με τρόμο τις ασπίδες τους να διαπερνιούνται ως χάρτινες από τις ελληνικές σάρισσες. Οι λεγεωνάριοι προσπαθούσαν να κόψουν με τα σπαθιά τους τις αιχμές των σαρισσών.
Η σε μεγάλο βάθος διάταξη της φάλαγγας όμως δεν τους επέτρεπε, αφού μόλις ένας Ρωμαίος άρπαζε με τα χέρια του μια σάρισσα άλλες τέσσερις καρφώνονταν επάνω του.
Στο μεταξύ ο Πύρρος έριξε στη μάχη και τους ελέφαντες κατά του αντιπάλου ιππικού. Ο Ζωναράς αναφέρει ότι ο Πύρρος οδήγησε τους ελέφαντες του στην αντίθετη πτέρυγα από όπου οι Ρωμαίοι είχαν τάξει τα ειδικά άρματα. Ο Διονύσιος αντίθετα αναφέρει ότι οι ελέφαντες συνεπλάκησαν με τα ρωμαϊκά άρματα, τα οποία μάλιστα κατόρθωσαν να τους κρατήσουν για λίγο.
Αναπαράσταση με μινιατούρες μακεδονικής φάλαγγας σε βαθύ σχηματισμό.
Ο Πύρρος όμως είχε διαθέσει στο τμήματα των ελεφάντων μεγάλο αριθμό ψιλών. Οι Έλληνες ψιλοί κατόρθωσαν εξουδετερώσουν τα ρωμαϊκά άρματα και να διανοίξουν τον δρόμο για τους ελέφαντες. Ήταν η κρίσιμη φάση της μάχης. Το ρωμαϊκό μέτωπο έσπασε και οι Ρωμαίοι οπισθοχώρησαν και κλείστηκαν στο στρατόπεδο τους. Ο Πύρρος ήταν και πάλι νικητής.
Οι απώλειες
Οι απώλειες όμως ήταν βαριές. Ο Ιερώνυμος αναφέρει ότι 3.505 άνδρες του Πύρρου έπεσαν στη μάχη έναντι 6.000 Ρωμαίων. Ο Διονύσιος ωστόσο διαφωνεί τόσο όσον αφορά τις απώλειες, όσο και όσον αφορά τη διεξαγωγή της μάχης καθ’ αυτής.
Ο Αλικαρνασσεύς ιστορικός καταθέτει την άποψη ότι η μάχη κράτησε μία μόνο μέρα και οι Ρωμαίοι δεν ηττήθηκαν, αλλά απλώς αποσύρθηκαν στο τέλος της ημέρας. Αναφέρει επίσης ότι κατά τη διάρκεια της μάχης ο Πύρρος πληγώθηκε και οι Σαυνίτες σύμμαχοι του (οι Απούλιοι κατά τον Ζωναρά) λεηλάτησαν το στρατόπεδο του. Ο Διονύσιος, τέλος, αναφέρει ότι οι απώλειες τόσο των Ρωμαίων, όσο και του Πύρρου, έφτασαν τις 15.000 στρατιώτες για κάθε πλευρά.
Άλλοι ιστορικοί, όπως ο Ζωναράς, ο Ευτρόπιος ή ο Ορόσιος, αναφέρουν με τη σειρά τους ότι νικητές ήταν οι Ρωμαίοι λανθάνοντας προφανώς την μάχη του Άσκλου με αυτή του Βενεβέντου. Άλλοι πάλι, όπως ο Τίτος Λίβιος ή ο Πολύβιος, διατείνονται ότι η μάχη έληξε άκριτη.
Η νεώτερη ωστόσο έρευνα αποδέχεται την άποψη του Ιερωνύμου ως την επικρατέστερη γιατί στηρίζεται στα «Βασιλικά Υπομνήματα», τα βασιλικά δηλαδή αρχεία του Πύρρου, τα οποία δυστυχώς δεν διασώθηκαν.Υπολογίζει μάλιστα τις απώλειες των Ρωμαίων σε 8.000 άνδρες, καταρρίπτοντας τον περί «Πύρρειας νίκης» μύθο.
Η σε τακτικό πάντως πεδίο και μόνο ήττα των Ρωμαίων δεν μπορούσε να έχει σοβαρή επίδραση σε στρατηγικό επίπεδο. Το γεγονός αυτό αντελήφθη και ο Πύρρος.
Για αυτό όταν κάποιος έσπευσε να τον συγχαρεί για την νίκη του ο Πύρρος ξεστόμισε την περίφημη φράση «αν κερδίσουμε άλλη μια τέτοια μάχη με τους Ρωμαίους θα αφανιστούμε πλήρως». Η μάχη του Άσκλου απετέλεσε τον ορισμό της φράσεως «Πύρρειος Νίκη».
Πηγή: slpress.gr
Η πολεμική μηχανή που τα έβαλε στις Θερμοπύλες με χιλιάδες Πέρσες και πέρασε στην αιωνιότητα.
Γιατί έμειναν οι Σπαρτιάτες στις Θερμοπύλες γνωρίζοντας το ανώφελο της αυτοθυσίας τους;
Αυτό είναι το ερώτημα που πλανάται πάνω από τη θρυλική μάχη του Αυγούστου του 480 π.Χ. εδώ και αιώνες. Ιστορικοί και σχολές σκέψης έχουν αποπειραθεί διάφορες, περισσότερο ή λιγότερο πειστικές, απαντήσεις, όποια κι αν είναι όμως η πολιτική και στρατιωτική ετυμηγορία δεν μειώνει σε τίποτα την αξία της στάσης του Λεωνίδα και τη θυσία τόσο του ίδιου όσο και των αντρών του.
Με όποιον τρόπο και για όποιον -κρυφό ή φανερό- λόγο κι αν το έκανε, δεν παύει να έπραξε ένα χρέος το οποίο θα μπορούσε να είχε αποφύγει. Ήταν αυτή η ξεκάθαρη επιλογή του που μετράει, αυτή η ηρωική απόφαση που πήρε και έκανε την ελληνική ιστορία να μη χρειάζεται ωραιοποιήσεις και στρογγυλοποιήσεις για να αποδειχθεί πόσο μεγάλη είναι.
«Εκείνων που σκοτώθηκαν στις Θερμοπύλες ένδοξη η τύχη, ωραίος ο θάνατός τους, κι ο τάφος τους βωμός· ανάμνηση τους πρέπει και όχι γόοι κι εγκώμιο είναι γι᾽ αυτούς το μοιρολόι. Τέτοιος εντάφιος στολισμός ποτέ τη λάμψη δε θα χάσει απ᾽ τον καιρό τον παντοδαμαστή κι ούτε σκουριά ποτέ θα τον σκεπάσει. Στο μνήμα των αντρείων ετούτο το ιερό η δόξα της Ελλάδας έχει θρονιαστεί το μαρτυρά κι ο βασιλιάς της Σπάρτης ο Λεωνίδας, που αφήνει στολίδι πίσω του αρετής τρανό κι ένα όνομα που αμάραντο θα μείνει», μας λέει ο Σιμωνίδης ο Κείος για τον πολεμικό άθλο που παρά την ήττα, σφραγίστηκε στις συνειδήσεις της οικουμένης ως θρίαμβος της θέλησης και ορόσημο ανδρείας και πατριωτισμού.
«Ποιος από τους μεταγενέστερους», αναρωτιέται ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, «δεν θα ζηλέψει την παλικαριά αυτών των ανθρώπων, οι οποίοι, καθώς βρέθηκαν στην αρπάγη μιας συντριπτικά υπέρτερης καταστάσεως, σωματικά υπέκυψαν, έμειναν όμως αήττητοι στην ψυχή. Γι’ αυτό, μόνο αυτοί από όλη την ιστορία αναφέρονται».
Ήττα μεν, αλλά νίκη ηθική, που έδωσε την ψυχή και το κουράγιο στους Έλληνες να συντρίψουν τους Πέρσες στη Σαλαμίνα και τις Πλαταιές και να διώξουν τη θανάσιμη απειλή από τα εδάφη τους. Γι’ αυτό και ο ιστορικός αντίκτυπος των Θερμοπυλών κατανοήθηκε και τραγουδήθηκε τόσο ήδη από την εποχή του, καθώς η σημασία του ήταν βαρύνουσα για το μέλλον του κοινού των Ελλήνων.
Στους τάφους των νεκρών πολεμιστών χαράχτηκαν εξάλλου τρία επιγράμματα του λυρικού ποιητή Σιμωνίδη του Κείου, ο οποίος ύμνησε και αλλού τη στάση των Λακεδαιμονίων σε κείνη τη μάχη: «Το μαύρο σύννεφο του θανάτου τους βρήκε, όμως αυτοί δεν θα πεθάνουν, αν και νεκροί, αφού η δόξα της αρετής τους επάνω θα τους ανεβάζει από τα δώματα του Άδη».
Οι Θερμοπύλες έγιναν σημείο αναφοράς για τον αρχαιοελληνικό κόσμο, αφού λίγο μετά τη μάχη ανεγέρθηκε ένας πέτρινος λέων, ως υπόμνηση στο όνομα του νεκρού σπαρτιάτη βασιλιά. Όταν τα λείψανα του Λεωνίδα μεταφέρθηκαν στη Σπάρτη το 440 π.Χ., η ιδιαίτερα τιμητική ταφή του χαρακτηρίστηκε υπερβολική από τον Ηρόδοτο!
Ο άριστος ωστόσο της σπαρτιατικής πολιτείας είχε επαναβεβαιώσει τον ρόλο της Λακεδαιμόνας ως υπερασπιστή της ανεξαρτησίας των Ελλήνων, πριν αναλάβει η Αθήνα ηγετικό ρόλο στον αντιπερσικό αγώνα. Το παράδειγμα των Θερμοπυλών ήταν εξάλλου τόσο επιβλητικό στη σημασία του ώστε χρησίμευε ως κάλεσμα για ηρωισμό ακόμα και στους αθηναίους ρήτορες. Ο Λυσίας υπενθύμιζε συνεχώς τη γενναία στάση της Σπάρτης κατά τη διάρκεια των Περσικών Πολέμων και ο Λυκούργος μιλούσε για τις Θερμοπύλες ως υπόδειγμα ηρωικής αρετής, καλώντας τους Αθηναίους να αντιταχθούν με τον ίδιο τρόπο στη μακεδονική επέκταση προς τα νότια.
Ακόμα και ο Μέγας Αλέξανδρος συνέβαλε στη διαιώνιση της ανάμνησης των Θερμοπυλών, αφού ύστερα από τη νίκη του εναντίον των Περσών στον Γρανικό Ποταμό, έδωσε εντολή να σταλούν στην Αθήνα 300 περσικές πανοπλίες ως λάφυρα (σημειώνοντας πάντως στη γνωστή επιγραφή: «Αλέξανδρος, ο γιος του Φιλίππου, και οι λοιποί Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων»).
Η κατάσταση στον ελλαδικό χώρο ήταν πια ολότελα διαφορετική από το 480 π.Χ., όταν οι Σπαρτιάτες ήταν οι αναγνωρισμένοι ηγέτες των Ελλήνων στην προσπάθεια αναχαίτισης του Ξέρξη. Παρά τις μομφές, οι Σπαρτιάτες δεν ξέχασαν ποτέ τον ήρωά τους και τον άθλο του στις Θερμοπύλες, γι’ αυτό και στα ελληνιστικά χρόνια ανέγειραν ένα ηρώο στην πόλη τους, το Λεωνίδειο, και καθιέρωσαν ετήσιες γιορτές προς τιμήν του («Λεωνίδαια»).
Η θυσία του βασιλιά Λεωνίδα Α’ και των 300 πολεμιστών του έγινε σύμβολο διαχρονικό της πατριωτικής αυτοθυσίας, της άδολης αγάπης για τον τόπο που είναι συνυφασμένη με την ίδια τη ζωή. «Ω ξειν, αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι», είπε ο Σιμωνίδης και χαράχτηκε στο μνημείο που στήθηκε στις Θερμοπύλες σφραγίζοντας τη μεγαλύτερη σε συμβολική μάχη της ελληνικής αρχαιότητας…
Πρώτα χρόνια
Ο Λεωνίδας Α’ της Σπάρτης γεννιέται περί το 540 π.Χ. ως ένας από τους τέσσερις γιους του Αναξανδρίδα (από τον πρώτο του γάμο). Η καταγωγή του μάλιστα από τη δυναστεία των Αγιαδών λεγόταν πως κρατούσε από τον Ηρακλή τον ίδιο.
Ο νεαρός υπήρξε ένας από τους ελάχιστους Σπαρτιάτες του βασιλικού οίκου που εκπαιδεύτηκε ως επαγγελματίας στρατιωτικός. Σε αντίθεση με τους βασιλείς πριν και μετά από αυτόν, ο Λεωνίδας ολοκλήρωσε το πλήρες πρόγραμμα στρατιωτικής κατάρτισης που επιβαλλόταν στους πολίτες της Σπάρτης από την παιδική ηλικία έως και την ενήλικη ζωή και κατόπιν εφ’ όρου ζωής ως έφεδροι.
Ήταν λοιπόν έμπειρος πολεμικά και εξοικειωμένος με τους σχηματισμούς, τις τακτικές μάχης και τον οπλισμό όπως ακριβώς και οι στρατιώτες του. Ήξερε πώς ήταν ο πόλεμος και τι σκέφτονταν οι άντρες του, όντας ταυτοχρόνως στρατιώτης και διοικητής, κάτι που του έδινε ένα σημαντικό πλεονέκτημα εδώ.
Από την ιστορία της Σπάρτης στην ύστερη αρχαϊκή περίοδο και τις σημαντικές στρατιωτικές εκστρατείες της συνάγουμε ότι ο Λεωνίδας πρέπει να πήρε μέρος σε τουλάχιστον είκοσι εκστρατείες, αποκομίζοντας πολύτιμη εμπειρία στο πεδίο της μάχης. Μεγάλωσε εξάλλου με το άκουσμα της σπαρτιατικής πανωλεθρίας στην προσπάθειά της να εκθρονίσει τον τύραννο της Σάμου, Πολυκράτη, που τόσο κηλίδωσε το ηθικό των περήφανων Λακεδαιμονίων.
Κάποια χρόνια αργότερα άλλωστε ο ετεροθαλής αδελφός του και βασιλιάς από το 519-489 π.Χ., Κλεομένης Α’, επιδόθηκε σε μια αποτυχημένη εκστρατεία κατά της Αθήνας και μέτρησε άλλη μια ήττα, αυτή τη φορά από το θεσσαλικό ιππικό. Ο νεαρός Λεωνίδας εμφανίζεται να παίρνει μέρος στην εκστρατεία αυτή ως απλός στρατιώτης ή κατώτερος βαθμοφόρος.
Ο Κλεομένης ανέλαβε όχι λιγότερο από τρεις ακόμα εκστρατείες εναντίον της Αθήνας στα χρόνια που ακολούθησαν, αν και ο Λεωνίδας δεν φαίνεται να παίρνει μέρος στις μικρής έκτασης επιχειρήσεις (ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι πραγματοποιήθηκαν με μικρές δυνάμεις εθελοντών).
Η Πελοποννησιακή Συμμαχία, στην οποία είχε δώσει σάρκα και οστά ο Κλεομένης, του την έφερε όμως στην τέταρτη εισβολή του στην Αττική. Ο Λεωνίδας ήταν σίγουρα παρών στην εκστρατεία και ανάλογα με την ακριβή ημερομηνία γέννησής του, θα μπορούσε να ήταν ήδη κατώτερος αξιωματικός. Ήταν βέβαια ετεροθαλής αδελφός του Κλεομένη και δελφίνος του θρόνου, πρέπει να γνώριζε λοιπόν από πρώτο χέρι τις διπλωματικές περιπέτειες της Σπάρτης στην Πελοποννησιακή Συμμαχία.
Η πρώτη πραγματικά μεγάλη στρατιωτική εκστρατεία του Λεωνίδα ήταν ο πόλεμος κατά του Άργους, που κορυφώθηκε με τη δραματική νίκη των Σπαρτιατών στη Σήπεια. Στην εν λόγω εκστρατεία συμμετείχε το σύνολο του ενεργού σπαρτιατικού στρατού, οπότε η συμμετοχή του Λεωνίδα θεωρείται σίγουρη. Ο Κλεομένης συνέτριψε τον υπολογίσιμο αντίπαλο, δικάστηκε ωστόσο για προδοσία μετά το πέρας του πολέμου, μιας και δεν κατέλαβε το ανυπεράσπιστο Άργος μετά τη συντριβή του στρατού του.
Ο Λεωνίδας, που μπορεί να είχε παντρευτεί μέχρι τότε μια γυναίκα, αν και δεν είμαστε σίγουροι, νυμφεύεται περί το 490 π.Χ. τη Γοργώ, την πανέξυπνη κόρη του Κλεομένη, ανεβαίνοντας κάποια σκαλιά στην υπόθεση της διαδοχής. Ο Κλεομένης αθωώθηκε μεν από την κατηγορία της δωροδοκίας, εξορίστηκε όμως και πέθανε τελικά σε φυλακή της Σπάρτης. Αλλά και ο άλλος αδελφός του Δωριεύς σκοτώθηκε στη Σικελία οδηγώντας μια ομάδα μισθοφόρων, αφήνοντας αυτόν, τον τριτότοκο Λεωνίδα, βασιλιά της Σπάρτης το 488 π.Χ.!
Η επόμενη σημαντική στιγμή στη ζωή του Λεωνίδα ήταν η Μάχη του Μαραθώνα. Ο Λεωνίδας οδήγησε τους 2.000 Σπαρτιάτες του σε μια δραματική πορεία καλύπτοντας την απόσταση από τη Σπάρτη στην Αθήνα σε λιγότερο από τρεις ημέρες προκειμένου να φτάσει έγκαιρα στον Μαραθώνα, αν και όπως ξέρουμε κατέφτασε μία μέρα μετά την αποφασιστική νίκη Αθηναίων και Πλαταιών. Κατά τις πηγές, επιθεώρησε το πεδίο της μάχης πλάι στους αθηναίους διοικητές, αποκομίζοντας πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με τους Πέρσες, τα όπλα, τις πανοπλίες και την τακτική τους.
Κυρίως όμως διαπίστωσε ότι οι έλληνες οπλίτες μπορούν να αντιπαρατεθούν στο περσικό πεζικό και ιππικό και να προκαλέσουν σημαντικές απώλειες…
Η Μάχη των Θερμοπυλών
Η κύρια πηγή των ελληνο-περσικών πολέμων είναι ο «πατέρας της Ιστορίας» Ηρόδοτος, ο οποίος αμφισβητήθηκε ήδη από την αρχαιότητα, αν και σήμερα οι ιστορικοί τον θεωρούν εν πολλοίς αξιόπιστο, εκτός ίσως από τους αριθμούς που παραθέτει. Αξιόπιστη πηγή θεωρείται επίσης το ενδέκατο βιβλίο της «Ιστορικής Βιβλιοθήκης» του Διόδωρου του Σικελιώτη (1ος αι. π.Χ.).
Στο έβδομο βιβλίο του «Ηροδότου Ιστορία» λοιπόν, ο μεγάλος ιστορικός μάς λέει: «Αυτή λοιπόν ήταν η θέση του Ξέρξη και του στρατού του στην Τραχινία της Μηλίδας, ενώ οι Έλληνες είχαν καταλάβει τα στενά που είναι γνωστά στους ντόπιους ως Πύλες, αυτά που οι υπόλοιποι Έλληνες ονομάζουν Θερμοπύλες».
Ο Λεωνίδας ήταν πια ένας από τους δύο βασιλείς (κατά το σύστημα της δυαδικής βασιλείας που ίσχυε στη Σπάρτη), πλάι στον Λεωτυχίδη Β’, και ζήτησε να πάει αυτός να προϋπαντήσει τους Πέρσες στις Πύλες, υπακούοντας στον χρησμό του Μαντείου των Δελφών κατά το ξεκίνημα του πολέμου που ήθελε ότι «Η πόλη της Σπάρτης θα σβηστεί από τον χάρτη ή θα θρηνήσει τον βασιλιά της».
Παρατάσσει 300 Σπαρτιάτες, 700 Θεσπιείς και μερικούς χιλιάδες ακόμα, με σκοπό να δώσει χρόνο στον υπόλοιπο ελληνικό στρατό να οργανωθεί. Καλεί μάλιστα κοντά του μόνο όσους σπαρτιάτες πολεμιστές είχαν αγόρια, για να μη χαθεί η γενιά τους. Ο ίδιος μπορεί να πάρει μέρος μιας και μέχρι τότε έχει αποκτήσει με τη Γοργώ τον γιο του Πλείσταρχο, γεγονός που τον καθιστούσε ισότιμο με τους τριακοσίους.
Η Μάχη των Θερμοπυλών (480 π.Χ.) διαδέχθηκε αυτή του Μαραθώνα και προηγήθηκε της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας και της τελευταίας νικηφόρας σύγκρουσης στις Πλαταιές. Ο Ηρόδοτος αριθμεί τον στρατό του Λεωνίδα σε 6.000 άντρες, εκ των οποίων «τριακόσιους πεζούς με βαρύ οπλισμό από τη Σπάρτη». Ο Διόδωρος τους υπολογίζει σε 7.200.
Διαφωνία υπάρχει και για τους αντιπάλους: πάνω από πέντε εκατομμύρια αναφέρει ο Ηρόδοτος, ενώ γύρω στο ένα εκατομμύριο συν 1.200 επανδρωμένα πλοία τούς περιορίζει ο Διόδωρος. Ο Ηρόδοτος μας λέει πάντως πως: «τα τμήματα των διάφορων ‘‘ελληνικών εθνών’’ διοικούνταν το καθένα από δικούς του αξιωματικούς, αλλά γενικός διοικητής του στρατού ήταν ο Σπαρτιάτης Λεωνίδας, που απέλαυε και του θαυμασμού όλων. Οι τριακόσιοι άνδρες που οδήγησε στις Θερμοπύλες διαλέχτηκαν από τον ίδιο κι είχαν όλοι γιους».
Ο Ηρόδοτος μας λέει ότι ο Λεωνίδας ήταν ο προπομπός της ελληνικής δύναμης, περιμένοντας τις ενισχύσεις. Κάτι που φωτίζει εντελώς διαφορετικά αυτό το πολυθρύλητο «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι»: «Ο Λεωνίδας κι οι τριακόσιοι άνδρες του ξεκίνησαν από τη Σπάρτη πριν το κύριο σώμα του στρατού, για να ενθαρρύνουν με την εμφάνισή τους τους άλλους συμμάχους να πολεμήσουν και να τους εμποδίσουν να αυτομολήσουν στον εχθρό, πράγμα που ήταν ικανοί να κάνουν αν έβλεπαν ότι οι Σπαρτιάτες δίσταζαν. Είχαν σκοπό, όταν θα τελείωναν τα Κάρνεια (αυτή η γιορτή εμπόδιζε τους Σπαρτιάτες να πάνε στο πεδίο της μάχης), να αφήσουν μια φρουρά ασφαλείας στην πόλη και να ξεκινήσουν με όλο το διαθέσιμο στρατό τους. Τα άλλα συμμαχικά κράτη αποφάσισαν να ενεργήσουν με τον ίδιο τρόπο, αφού την ίδια ακριβώς εποχή έτυχε να γίνονται οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Κανείς τους δεν περίμενε ότι η μάχη των Θερμοπυλών θα κρινόταν τόσο γρήγορα. Κι αυτός ήταν ο λόγος που έστειλαν μόνο μια εμπροσθοφυλακή».
Στην προκαταρκτική απαίτηση του Ξέρξη να παραδώσει τα όπλα, ο Λεωνίδας απάντησε το περιβόητο «μολών λαβέ» και γέννησε μια μακρά ελληνική παράδοση αυταπάρνησης και αυτοθυσίας. Ο Πλούταρχος το χαρακτήρισε ως την ενδοξότερη στην ιστορία απάντηση ηγέτη.
Μερίδα ιστορικών αποδίδει την απόφαση του Λεωνίδα να παρατάξει μόνο τους 300 Σπαρτιάτες στα στενά στην εμπειρία που αποκόμισε στον Μαραθώνα, που είχε φτάσει πολύ αργά και το έφερε βαρέως. Τώρα ήταν αποφασισμένος να «μην έλθει πολύ αργά για δεύτερη φορά», κι έτσι δεν αποκλείεται να μην ήταν αποστολή αυτοκτονίας. Ο Λεωνίδας δεν είχε εξάλλου κανέναν λόγο να πιστεύει ότι η στρατιωτική δύναμη που είχε μετακινηθεί βόρεια δεν ήταν αρκετή για να κρατήσει το πέρασμα μέχρι η Σπάρτη και οι άλλες πόλεις να ενισχύσουν τις δυνάμεις του, μόλις έληγαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες.
Όπως είπαμε άλλωστε, δεν είχε μαζί του μόνο 300 άνδρες, αλλά περισσότερους από 6.000 στρατιώτες, στρατεύματα περίοικων δηλαδή, συμμάχους από την Πελοποννησιακή Συμμαχία, καθώς και Θεσπιείς, Φωκείς και Θηβαίους. Τους οποίους ανέπτυξε στρατηγικά στα στενότατα εκείνη την εποχή περάσματα των Θερμοπυλών.
Από την άλλη, είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι ο Λεωνίδας γνώριζε από το Μαντείο των Δελφών ότι η δική του μοίρα είχε σφραγιστεί. Ήξερε πως θα πεθάνει, αλλά δεν υπήρχε κανένα σημάδι ότι ο θάνατός του θα έρθει σύντομα ή ότι θα ήταν μάταιος. Το μαντείο είχε υποσχεθεί να σώσει τη Σπάρτη αν ένας από τους βασιλιάδες της χανόταν στη μάχη.
Σήμερα έχει αμφισβητηθεί ακόμα και η ικανότητά του στη στρατηγική, λόγω κυρίως της παράλειψής του να τοποθετήσει Σπαρτιάτες στο ορεινό μονοπάτι που κατέληγε στα στενά. Απέτυχε δηλαδή να εκτιμήσει με ακρίβεια τον κίνδυνο στα πλευρά του στρατού του, τοποθετώντας τους Φωκείς στην κρίσιμη διαδρομή. Η άποψη αυτή δεν λαμβάνει βέβαια υπόψη της ότι ο Λεωνίδας δεν είχε την πολυτέλεια να διασπάσει την ήδη πολύ μικρή δύναμη των Σπαρτιατών του.
Η ίδια η έκβαση εξάλλου της μάχης κατά τις δύο πρώτες μέρες τον δικαιώνει απόλυτα: εξουδετέρωσε πλήρως την αριθμητική υπεροχή των Περσών και επέτρεψε σε ένα συγκριτικά μικρό αριθμό υπερασπιστών να συγκρατήσουν τη συντριπτική δύναμη του στρατού του Ξέρξη! Ακόμα και το περιβόητο ελίτ περσικό τάγμα των Αθανάτων σταμάτησε ο Λακεδαιμόνιος, παρασύροντάς τους σε παγίδα. Παρά το γεγονός ότι ο Ηρόδοτος δεν αναφέρεται στις ελληνικές απώλειες των δύο πρώτων ημερών, μπορούμε να υποθέσουμε ότι δεν ήταν μεγάλες.
Εξίσου μεγάλο ήταν το κατόρθωμά του να συνενώσει τον ελληνικό συνασπισμό και να τον κάνει να συνεργαστεί άψογα κάτω από τις διαταγές του. Ο Ηρόδοτος μας λέει ότι οι σύμμαχοι πολέμησαν με βάρδιες, ώστε τα στρατεύματα κάθε πόλης-κράτους να έχουν χρόνο να ξεκουραστούν και να φροντίσουν τους τραυματίες πριν ξαναριχτούν στη μάχη.
Εξίσου εντυπωσιακή ήταν και η αντίδραση του όταν έμαθε όχι μόνο ότι οι Πέρσες είχαν περικυκλώσει τη θέση του, αλλά και ότι οι Φωκείς είχαν οπισθοχωρήσει.
Παρά το απρόσμενο του πλήγματος και την τραγική κατάσταση στην οποία βρέθηκε την τρίτη και τελευταία μέρα της μάχης, όχι μόνο δεν πανικοβλήθηκε αλλά πήρε μια ορθολογική απόφαση: έστειλε το μεγαλύτερο μέρος της δύναμής του έξω από το πέρασμα, ώστε να ζήσουν και να πολεμήσουν άλλη μια μέρα, διατηρώντας στις Θερμοπύλες μόνο όσους θεωρούσε απαραίτητους για να καθυστερήσει τους Πέρσες και να διαφύγει ο υπόλοιπος ελληνικός στρατός: 300 Σπαρτιάτες και 700 Θεσπιείς.
Ήταν η αγέρωχη στάση του στην τρίτη και εφιαλτική αυτή μέρα που έμοιζε πράγματι αποστολή αυτοκτονίας: περικυκλωμένος, προδομένος και σε κατάσταση απελπιστική, συνέχισε να πολεμά σαν Έλληνας προκαλώντας τρομακτικές απώλειες στον εχθρό και διατηρώντας ταυτόχρονα το ηθικό των αντρών του ακμαίο. Την ίδια ώρα, αυτοθυσία ήταν και εκ μέρους των στρατιωτών του, οι οποίοι με τον θάνατό τους απέδειξαν την υπέρτατη αφοσίωση τόσο στον ηγέτη όσο και την πατρίδα. Πλάι τους πέθαναν βέβαια και οι 700 Θεσπιείς του Δημόφιλου, που αρνήθηκαν επίσης να εγκαταλείψουν τον Λεωνίδα, αν και γι’ αυτούς η συλλογική μνήμη δεν έχει επιφυλάξει αντίστοιχες τιμές.
Λένε ότι δεν πέθανε ο Λεωνίδας και οι 300 του στις Θερμοπύλες, αλλά το ηθικό των Περσών ήταν αυτό που χάθηκε οριστικά στο κακοτράχαλο αυτό πέρασμα. Τι θα γινόταν αν δεν τους πρόδιδε ο Εφιάλτης και δεν τους περικύκλωναν τελικά οι 10.000 Αθάνατοι του Υδάρνη, κανείς δεν μπορεί να πει, η μάχη δεν θα ήταν πάντως τόσο σύντομη, ανατρέποντας το σχέδιο του Λεωνίδα και των υπόλοιπων Ελλήνων.
Όσο για τον Ξέρξη, συνειδητοποίησε ότι είχε πολλούς άντρες στα χέρια του, αλλά ελάχιστους πολεμιστές. Γι’ αυτό ίσως και μετά τη μάχη διέταξε τους στρατιώτες του να βρουν το νεκρό σώμα του Λεωνίδα και να το αποκεφαλίσουν, πράγμα αρκούντως ασυνήθιστο για τους Πέρσες, που τιμούσαν συνήθως τον εχθρό.
Κάπου σαράντα χρόνια αργότερα, τα λείψανα του λακεδαιμόνιου ήρωα επέστρεψαν στη Σπάρτη για να τιμηθούν όπως τους έπρεπε. Κανείς από τους συγχρόνους και τους επιγόνους του δεν ξέχασε το λιοντάρι της Σπάρτης που πολέμησε με λύσσα στις Θερμοπύλες, σε αυτή την τριήμερη μάχη-σύμβολο για την παγκόσμια ιστορία…
Πηγή: newsbeast.gr
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...