Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ηλιακό κάτοπτρο του Αρχιμήδη σε δράση...
Ο Αρχιμήδης αποτελεί την προσωποποίηση ίσως του ελληνικού επιστημονικού δαιμονίου. Μέγας μαθηματικός, μηχανικός, γεωμέτρης και αστρονόμος, ο Αρχιμήδης ασχολήθηκε και με την πολεμική τέχνη, θέτοντας τις γνώσεις του στην υπηρεσία της πατρίδας του.
Γεννήθηκε το 287 π.Χ. στις Συρακούσες και πέθανε το 212 π.Χ. υπερασπιζόμενος την πόλη του από τους Ρωμαίους εισβολείς. Σύμφωνα με την παράδοση δολοφονήθηκε από ένα Ρωμαίο στρατιώτη, την ώρα που σχεδίαζε. Πρόλαβε μόνο να πει την περίφημη φράση «μη μου τους κύκλους τάραττε».
Το 213 π.Χ. κατά τη διάρκεια του Β’ Καρχηδονιακού Πολέμου, ο βασιλιάς των Συρακουσών Ιερώνυμος, συμμάχησε με τον Αννίβα, με σκοπό να απαλλάξει την Σικελία από την ρωμαϊκή κατοχή. Οι Ρωμαίοι όμως απέστειλαν ισχυρές δυνάμεις κατά της πόλης.
Ο Ρωμαίος στρατηγός Μάρκελλος διέθετε 60 βαριά πολεμικά σκάφη (πεντήρεις) και πολλά μικρότερα. Ο στρατός ξηράς, υπό τον Πούλχρο, αριθμούσε αρκετές χιλιάδες άνδρες.
Ενώπιον των ισχυρών αυτών δυνάμεων ο Ιερώνυμος δεν διέθετε παρά μικρές μόνο δυνάμεις. Αποφάσισε έτσι να περιοριστεί σε παθητική άμυνα εντός των τειχών. Ανέθεσε όμως την διεύθυνση της άμυνας στον Αρχιμήδη, αν και ο τελευταίος ήταν τότε 74 ετών.
Ο Αρχιμήδης καθοδηγεί τους Συρακούσιους στρατιώτες που αμύνονται των Ρωμαίων.
Ο Αρχιμήδης, παρά την ηλικία του ρίχθηκε με ζήλο στην δουλειά, πολεμώντας με τον δικό του τρόπο για την ελευθερία. Οι Ρωμαίοι στο μεταξύ απέκλεισαν την πόλη από στεριά και θάλασσα. Οι ανυποψίαστοι Ρωμαίοι επιχείρησαν να επιτεθούν ταυτοχρόνως.
Για την επίθεση κατά του θαλασσίου τείχους οι Ρωμαίοι είχαν γεμίσει τα πολεμικά τους πλοία με τοξότες και σφενδονήτες και είχαν προσδέσει μεταξύ τους οκτώ πλοία, σε τέσσερα ζεύγη, επί των οποίων τοποθέτησαν σαμβύκες, προστεγασμένες δηλαδή κλίμακες εφόδου.
Οι Ρωμαίοι είχαν κάθε λόγο να είναι αισιόδοξοι, εφόσον οι δυνάμεις υπερείχαν των αμυνομένων αριθμητικά και ποιοτικά. Όπως όμως αναφέρει ο Πολύβιος, υπολόγιζαν χωρίς «την Αρχιμήδους δύναμιν».
Όταν εδόθη το σύνθημα οι Ρωμαίοι, γεμάτοι αυτοπεποίθηση, όρμησαν κατά του τείχους. Την επίθεση κατά του θαλασσίου τείχους άνοιξαν τα κλιμακοφόρα πλοία τους, ακολουθούμενα από τα υπόλοιπα πολεμικά.
Οι γερανοί του Αρχιμήδη αρπάζουν τα ρωμαϊκά πλοία.
Ξαφνικά όμως στο τείχος φάνηκαν να ανοίγουν θυρίδες. Από αυτές άρχισαν να εκτοξεύονται εκατοντάδες βλήματα οξυβελών καταπελτών, τα οποία θέριζαν τους Ρωμαίους στρατιώτες και ναύτες.
Παρόλα αυτά οι πείσμωνες Ρωμαίοι συνέχισαν την προσέγγιση τους προς το τείχος. Τα κλιμακοφόρα πλοία τους έφτασαν κάποια στιγμή κοντά στο τείχος και επιχείρησαν να θέσουν επ’ αυτού τις κλίμακες. Τότε όμως εμφανίστηκαν επί των τειχών ειδικές μηχανές (γερανοί), επί των οποίων επικρέμονταν τεράστιοι λίθοι βάρους έως και 250 κιλών.
Απότομα οι μηχανές, με ένα σύστημα τροχαλιών, άφηναν τους λίθους να πέφτουν πάνω στα ρωμαϊκά πλοία, από το ύψος των τειχών, προσδίδοντάς τους επιπλέον κινητική ενέργεια. Όπως ήταν φυσικό οι τεράστιοι λίθοι συνέτριψαν τις κλίμακες, ακόμα και τα πλοία.
Αυτό όμως ήταν το λιγότερο, όπως με τρόμο διαπίστωσαν οι Ρωμαίοι. Όταν τα πολεμικά τους πλησίασαν στο τείχος, με σκοπό οι τοξότες και οι σφενδονήτες που είχαν επιβιβασθεί σε αυτά να εκκαθαρίσουν τις επάλξεις από υπερασπιστές, μια νέα έκπληξη, ακόμα μεγαλύτερη τους περίμενε.
Ο Αρχιμήδης στα τείχη ανάμεσα στις μηχανές του.
Άλλοι γερανοί έκαναν την εμφάνισή τους. Αντί λίθων όμως έφεραν στην άκρη τους μια σιδηρά αρπάγη. Έκπληκτοι οι Ρωμαίοι είδαν τις αρπάγες να κατεβαίνουν και να αρπάζουν τις πρώρες των πλοίων τους.
Κατόπιν άρχισαν να σηκώνουν τα πλοία τους στον αέρα! Στη συνέχεια τα άφηναν να πέσουν και είτε να συντριβούν, είτε να βυθιστούν! Μη αντέχοντας άλλο οι Ρωμαίοι αποτραβήχτηκαν μακριά από την ακτίνα ενεργείας των μηχανών του Αρχιμήδη.
Ή τουλάχιστον έτσι πίστευαν. Γιατί σύμφωνα με τον Λουκιανό, ο Αρχιμήδης είχε κατασκευάσει και ένα όπλο μεγάλου βεληνεκούς, τα ηλιακά κάτοπτρα. Με αυτά συγκέντρωνε τις ηλιακές ακτίνες επί των ξύλινων εχθρικών πλοίων, προκαλώντας τους πυρκαγιά. Η πληροφορία αυτή αμφισβητήθηκε έντονα από πολλούς ερευνητές, καθώς μόνο ο Λουκιανός την αναφέρει.
Το 1973 όμως ο καθηγητής Ι. Σακάς με την υποστήριξη του Πολεμικού Ναυτικού απέδειξε πειραματικά ότι ήταν δυνατό ο Αρχιμήδης, εάν όχι να κατεύκαυσε, τουλάχιστον να προκάλεσε ισχυρό ηθικό πλήγμα στον ρωμαϊκό στόλο. Στις 6 Νοεμβρίου 1973 ο Ι. Σακάς με την βοήθεια κατόπτρων κατόρθωσε να πυρπολήσει ξύλινες λέμβους.
Έχοντας παταγωδώς αποτύχει στη πρώτη του επίθεση, ο ρωμαϊκός στόλος επιχείρησε την επομένη μέρα να πλησιάσει στα ριζά του τείχους, υπολογίζοντας ότι εκεί δεν θα ήταν εύκολο να πληγεί από τις μηχανές του Αρχιμήδη. Νέες εκπλήξεις όμως τους περίμεναν.
Άλλοι γερανοί εμφανίστηκαν στα τείχη, κριοφόροι, εξοπλισμένοι με μεγάλες δοκούς, με σιδηρές αιχμές. Με ένα σύστημα τροχαλιών και γραναζιών οι δοκοί κινούντο ως πολιορκητικοί κριοί, συντρίβοντας τα ρωμαϊκά πλοία.
Ύστερα και από αυτό ο ρωμαϊκός στόλος αποσύρθηκε οριστικά, εκτός ακτίνας ενεργείας ακόμα και των κατόπτρων και δεν αποτόλμησε νέα έφοδο κατά της πόλης.
Ρωμαίος στρατιώτης σκοτώνει τον Αρχιμήδη.
Απέμενε η διά ξηράς έφοδος, η οποία όμως όταν εκδηλώθηκε είχε τη ίδια τύχη με την από θαλάσσης. Εκατοντάδες οξυβελείς καταπέλτες θέρισαν τις φάλαγγες εφόδου των Ρωμαίων, κομματιάζοντας ως χάρτινες, ακόμα και τις μεγάλες ασπίδες των λεγεωνάριων.
Σύμφωνα με τον Πολύβιο ο Αρχιμήδης είχε σχεδιάσει και αρπάγες ανδρών, οι οποίες άρπαζαν τους Ρωμαίους, τους σήκωνα ψηλά και τους άφηναν να πέσουν στο έδαφος. Ισχυροί λιθοβόλοι καταπέλτες επίσης συνέτριβαν τις πολιορκητικές μηχανές των Ρωμαίων.
Οι κριοφόρες χελώνες τους συντρίβονταν από γερανούς, οι οποίοι άφηναν υπερμεγέθεις λίθους να πέσουν επάνω τους. Μοιραία, έχοντας υποστεί φρικτές απώλειες, οι Ρωμαίοι αποσύρθηκαν και πολιόρκησαν εκ του μακρόθεν την πόλη, υπολογίζοντας να καταβάλουν τους αμυνομένους με την πείνα. Τελικώς κατέλαβαν την πόλη το 212 π.Χ. κατόπιν προδοσίας.
Πηγή: slpress.gr
Η πόλη της Κύμης στην Κάτω Ιταλία ιδρύθηκε στον κόλπο της Νάπολη, τον 8ο αιώνα π.Χ. από Έλληνες αποίκους από την Εύβοια. Μέσω της πόλης αυτής μεταφέρθηκε στην Ευρώπη το Χαλκιδικό αλφάβητο, το οποίο είναι ο πρόγονος του λατινικού αλφαβήτου.
Η πόλη άκμασε και επεκτάθηκε στην ιταλική ενδοχώρα. Το γεγονός αυτό ενόχλησε τους Ετρούσκους, οι οποίοι επιχείρησαν να την καταλάβουν, αλλά το 504 π.Χ. ηττήθηκαν κατά κράτος από τους Έλληνες.
Οι Ετρούσκοι όμως δεν παραιτήθηκαν από τα σχέδιά τους. Κατάλαβαν δε πως για να καταλάβουν την Κύμη όφειλαν πρώτα να συγκροτήσουν και ισχυρό στόλο. Τελικά το 474 π.Χ. έχοντας συγκροτήσει έναν εντυπωσιακό στόλο, αποφάσισαν πως είχε έρθει ο καιρός να εκδικηθούν τους Έλληνες για την προηγούμενη ήττα τους.
Οι Κυμαίοι έμαθαν με ανησυχία τις προετοιμασίες των αντιπάλων τους και κατάλαβαν ότι μόνοι τους δεν θα μπορούσαν να αντισταθούν, καθώς οι Ετρούσκοι είχαν προχωρήσει σε γενική κινητοποίηση των δυνάμεών τους. Έτσι ο άρχοντας της Κύμης Αριστόδημος ζήτησε τη βοήθεια της ισχυρότερης ελληνικής πόλης της Δύσης, των Συρακουσών.
Οι Ετρούσκοι πολιόρκησαν την Κύμη με ισχυρές δυνάμεις και ο στόλος τους την απέκλεισε από τη θάλασσα. Εκεί όμως που όλα έβαιναν καλώς για τους Ετρούσκους εμφανίστηκε ο Ιέρων των Συρακουσών, επικεφαλής του στόλου του.
Τα ετρουσκικά πλοία ανοίχτηκαν αμέσως στο πέλαγος για να τον αντιμετωπίσουν, βασιζόμενα στην τεράστια αριθμητική τους υπεροχή, όπως αναφέρουν οι αρχές πηγές, χωρίς όμως να αναφέρουν και ακριβώς τους αριθμούς των πλοίων της κάθε πλευράς.
Πηγή: defence-point.gr
Σε μια εποχή που η ιστορία μας γίνεται αντικείμενο του πόθου για κάποιους λαούς, καλό είναι να έχουμε όσο καλύτερη γνώση αυτής. Αυτό ισχύει ειδικά για τη Μακεδονία.
Η ιστορία των Μακεδόνων είναι μακρά, και έχει γίνει σήμερα από πολλούς βαλκανικούς λαούς ποθούμενη. Οι Βούλγαροι και οι Σλάβοι των Σκοπίων τη διεκδικούν κυρίως από τους Έλληνες.
Στο παρακάτω βίντεο γίνεται μια προσπάθεια να αναλυθεί η ιστορία του αρχαίου αυτού φύλου, και να αναδειχθεί το γιατί η Μακεδονία ανήκει αδιαμφισβήτητα στην Ελληνική ιστορία.
Συγκεκριμένα, αναλύεται το πως αναπτύχθηκε το βασίλειο από τον 7ο αιώνα π.Χ. μέχρι και τη βασιλεία του Φίλιππου του Β’ και την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στα βάθη της Ασίας.
Πηγή: cognoscoteam.gr, Ακτίνες
Ένα από τα μεγάλα θέματα της ιστορίας που απασχόλησε την ιστορική επιστήμη , ήταν ο χαρακτήρας και η ηθική του Μεγάλου Αλεξάνδρου . Από τους ιστορικούς θεωρεί ται ο τέλειος εκπρόσωπος του ελληνικού με γαλείου. Ο Αλέξανδρος γεννήθηκε το 356 π . Χ . Ήταν γιος του Φιλίππου που ήταν βασιλιάς της Μακεδονίας.
Εκείνη την εποχή ο πνευματικός κόσμος της Αθήνας έψαχνε να βρει έναν ικανό ηγέτη για να αντιμετωπίσει μια για πάντα τους Πέρσες. Ο ικανός ηγέτης βρέθηκε. Ήταν ο πατέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτός ήταν ο ικανός και ο στρατός του ο κατάλληλος. Λόγω του αιφνίδιου θανάτου του, την εκστρατεία την πραγματοποίησε ο γιος του. Ο μεγάλος αυτός Μακεδόνας αναγνωρίζεται καθολικά και θεωρείται από όλους τους ιστορικούς ως εκπολιτιστής των αρχαίων λαών της Ανατολής, που έφερε τα φώτα της επιστήμης και της προόδου ως τα πέρατα της Ασίας, ιδρύοντας στο πέρασμα του πόλεις και οικισμούς που αναδείχτηκαν στη διαδρομή των αιώνων πολιτιστικά κέντρα απεριορίστου ακτινοβολίας.
Ο Μέγας Αλέξανδρος, δεν ήταν μονάχα ο πιο μεγάλος Στρατηγός, αλλά και ο πιο έξυπνος και σοφός πολιτικός. Είχε δάσκαλο τον μεγάλο Έλληνα φιλόσοφο Αριστοτέλη. Ο τελευταίος έδωσε πολλά στον Μέγα Αλέξανδρο. Στην πραγματικότητα ο Αλέξανδρος είναι ένας άνθρωπος που οι συχνές του εμφανίσεις μπροστά στα δικαστήρια της ιστορίας δεν κατόρθωσαν να προκαλέσουν ομόφωνη απόφαση για λογαριασμό του. Εκείνο όμως που είναι πασίδηλο γεγονός για αυτόν που δίκαζε τον Αλέξανδρο είναι ότι άλλαξε την όψη του Ελληνικού και του Περσικού κόσμου, ότι την εποχή του θανάτου του είχε εξουσία μεγαλύτερη από κάθε άλλον άνθρωπο της αρχαιότητας και ότι κανείς άλλος άνθρωπος σ’ όλη την ιστορία εκτός από μερικούς ιδρυτές θρησκειών, δεν έγινε από τόσους δεκτός σαν υπερφυσικό πλάσμα.
Από τη στιγμή της γέννησης του θεωρήθηκε από τους ανθρώπους του περιβάλλοντος του σαν γιος του ελληνο-αιγυπτιακού θεού Άμμωνος- Διός.Πρέπει να υπήρχε στη φύση του ένα πολύ ισχυρό στοιχείο μυστικισμού και θρησκευτικής ευλάβειας. Άλλωστε αυτό είναι φανερό γιατί σε κάθε βήμα του βλέπουμε να θυσιάζει στους θεούς με αληθινή έξαρση.
Ο Αριστοτέλης στη διάπλαση του χαρακτήρα του Αλεξάνδρου
Ο Αριστοτέλης έκανε ό,τι μπορούσε για να ενθαρρύνει την αγάπη του νέου Αλέξανδρου για τον Όμηρο, γιατί η Ιλιάδα ήταν ένα είδος Βίβλου για τους Έλληνες. Ο Αλέξανδρος τη χαρακτήριζε ως απαραίτητο εγχειρίδιο του στρατιώτη κι έπαιρνε παντού όπου πήγαινε ένα αντίτυπο διορθωμένο και σχολιασμένο από τον Αριστοτέλη, βάζοντας το κάτω από το προσκέφαλο του τη νύχτα μαζί με το σπαθί του. Υποστηρίζεται πως ήξερε απ’ έξω το μεγαλύτερο μέρος της και το αναγκαίο συμπέρασμα είναι πως θα ταύτιζε ασφαλώς τον εαυτό του με το κεντρικό πρόσωπο της Ιλιάδας, τον Αχιλλέα, που η ζωή του είχε έντονη ομοιότητα με τη δική του, πράγμα που ο παιδαγωγός του Λυσίμαχος τον είχε κάνει να παρατηρήσει.
Η οικογένεια της μητέρας του καταγόταν από τον Αχιλλέα και δεν αποκλείεται η Ολυμπιάδα να επωφελήθηκε από το γεγονός αυτό για να ενθαρρύνει το ενδιαφέρον του παιδιού της για τον Ομηρικό ήρωα που το αίμα του κυλούσε στις δικές της φλέβες και όχι σ’ αυτές του Φιλίππου. Η εκπαιδευτική μέθοδος του Αριστοτέλη έτεινε στην ανάπτυξη του προσωπικού χαρακτήρα και στα δύο χρόνια που επακολούθησαν η προσωπικότητα του πρίγκιπα εξελίχθηκε γρήγορα, όπως θα έπρεπε κανείς να το περιμένει από ένα δραστήριο νέο.
Ο Αλέξανδρος έγινε πολύ καλός συνομιλητής και συνήθιζε να στέκεται όρθιος μιλώντας και συζητώντας τόση ώρα, ώστε όλος ο κόσμος κουραζόταν. Ήταν πάντα έτοιμος να τρέξει πίσω από μια καινούρια ιδέα. Ή τον θέρμαινε μια κρυφή φλόγα ενθουσιασμού ή ξεσπούσε σε μια έκρηξη ενεργητικότητας. Γενικά βέβαια, είχε τη φήμη ανθρώπου με αυτοκυριαρχία, την οποία είχε αποκτήσει από νωρίς. Αλλά όταν οι ικανότητες του αναπτύχθηκαν, χάρις στην ενθάρρυνση και την παρότρυνση του συστήματος που χρησιμοποίησε ο μεγάλος δάσκαλος για να κάνει πειθαρχημένους χαρακτήρες, η πρόοδος του σημειωνόταν με ξεσπάσματα και εκρήξεις ανταρσίας που συχνά όπως λέει ο Πλούταρχος:
«τις δημιουργούσε και ήταν απόλυτα ανίκανος να υποφέρει οποιοδήποτε καταναγκασμό».
Κάποτε ο Αριστοτέλης έκανε το σφάλμα να ρωτήσει μερικούς από τους αριστοκρατικούς μαθητές του πώς θα μεταχειρίζονταν τον ίδιο, το γεροδάσκαλό τους, όταν θα διαδέχονταν τους γονείς τους. «Θα φροντίσω όλοι να σε σέβονται και να σε τιμούν» είπε ένας, «θα είσαι ο κυριότερος σύμβουλος μου» απάντησε ο άλλος. Όταν το ερώτημα τέθηκε και στον Αλέξανδρο, εκείνος απάντησε με θυμό: «Με ποιο δικαίωμα μου κάνεις τέτοιες ερωτήσεις; Πώς μπορώ να ξέρω τι μας επιφυλάσσει το μέλλον; Δεν έχεις παρά να περιμένεις και θα το δεις!!». Αυτή η απάντηση φαίνεται πως άρεσε στον Αριστοτέλη, «Καλά ειπωμένο», φώναξε, «Μια μέρα Αλέξανδρε θα γίνεις πραγματικά μεγάλος βασιλιάς».
Όταν ο Αλέξανδρος έφτασε στην εφηβική ηλικία κι άρχισε να βλέπει τρίχες στο πηγούνι του έβαζε να τις ξυρίζουν και όταν ήταν στα εικοσιδύο του, που θα έπρεπε σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους και κανόνες της ανδρικής μόδας να έχει μια ωραία και μυτερή γενειάδα, αρκετά πυκνή, εκείνος επέμενε να διατηρεί χάρις στο ξυράφι τη νεανική όψη που οι άλλοι νέοι προσπαθούσαν να κρύψουν με την περιποίηση των τριχών.
Η εκκεντρικότητα της συμπεριφοράς του σ’ αυτόν τον τομέα αγνοείται συνήθως από τους ιστορικούς, γιατί τελικά έπεισε τους φίλους του να ακολουθήσουν το παράδειγμα του κι έκανε ακόμα και τους στρατιώτες του να τον μιμηθούν, με το σοβαρό πρόσχημα πως η γενειάδα έδινε μια λαβή, απ’ όπου ο εχθρός μπορούσε να αρπάξει τον αντίπαλο του σε μια μάχη σώμα με σώμα. Ίσως όμως θα έπρεπε να σκεφτούμε και τούτο το γεγονός: Οι Αιγύπτιοι ξυρίζονταν πάντα. Τη φυσική γενειάδα τη θεωρούσαν κάτι βρώμικο, αλλά την τεχνητή που την έδεναν στο πηγούνι, την είχαν για σύμβολο βασιλικής και θεϊκής ιδιότητας. Ίσως αυτό να σκέφτηκε ο Αλέξανδρος και να συλλογίστηκε πως θα ήταν προσβλητική ανωμαλία να εμφανιστεί ένας γιος του Άμμωνα αξύριστος.
«Οι παλαίμαχοι του Φιλίππου θα γελούσαν βλέποντας έναν άνθρωπο της ηλικίας του χωρίς γένεια. Ο Αλέξανδρος όμως κατόρθωσε να κατακτήσει τις καρδιές τους με την πολεμική του ικανότητα και τόλμη, καθώς περιφρονούσε τον θάνατο.
Συγχρόνως, γοήτευε τους πιο καλλιεργημένους νεαρούς ευγενείς της ακολουθίας του με τα πνευματικά, φιλολογικά και καλλιτεχνικά του χαρίσματα. Αν και ήταν ελάχιστα κοσμικός, πολύ αγνός, πολύ εγκρατής, πολύ αποστασιοποιημένος απέναντι στις ταπεινότητες της ζωής ή τις ατιμίες της, ήταν ωστόσο καλός απέναντι στους συντρόφους και συναγωνιστές του. Λέγοντας πως θα του άρεσε να είναι Διογένης, ίσως δεν αστειευόταν και πολύ» (Μέγας Αλέξανδρος, ARTHUR WEIGALL Πέλλα, Μετάφραση: Σταύρου Καρπουρίδη, ΑΘΗΝΑ σελ. 177-178).
Ο Αλέξανδρος στην Τροία βλέπει τον εαυτό του καινούριο Αχιλλέα
Ο Αλέξανδρος πριν ξεκινήσει απ’ τη Μακεδονία για την Ανατολή οργάνωσε μια λαμπρή γιορτή στο Δίον, στη Νότια Μακεδονία, μια πόλη η οποία ήταν αφιερωμένη στον Δία. Έγιναν αγώνες, αθλητικές επιδείξεις και ιπποδρομίες. Έλαβαν
χώρα θρησκευτικές τελετές και πλούσιεςθυσίες προσφέρθηκαν στους θεούς.
Την τελευταία νύχτα, ο Αλέξανδρος δέχτηκε τους κυριότερους πολιτικούς πρέσβεις, στρατηγούς και αξιωματικούς σε γεύμα σε μια μεγάλη σκηνή που είχε μέσα εκατό κρεβάτια. Λίγο έπειτα απ’ αυτές τις γιορτές, κάτω απ’ τον καθαρό ήλιο ενός απριλιάτικου πρωινού, ο Αλέξανδρος αποχαιρέτησε τη μητέρα του Ολυμπιάδα και έφυγε για τον Ελλήσποντο, για να μην ξαναγυρίσει ποτέ.
Διέσχισε τον Έβρο, για να καταλήξει τη χερσόνησο της Καλλίπολης, στο λιμάνι της Σηστού, απ’ όπου η απέναντι ακτή των Δαρδανελλίων δεν απέχει πάνω από χίλια πεντακόσια μέτρα. Πριν μπει στο πλοίο, επισκέφτηκε κοντά στην ακτή ένα διάσημο τύμβο και ναό που είχε γύρω του μερικές φτελιές μαγικής προέλευσης κι έδειχνε τον τόπο όπου ήταν θαμμένος ο Πρωτεσίλαος. Αυτός ήταν ο πρώτος Έλληνας που πέθανε στον πόλεμο της Τροίας σκοτωμένος όπως έλεγαν απ’ τον Έκτορα, τη στιγμή που πηδούσε στη γη απ’ το πρώτο ελληνικό καράβι, επικεφαλής των Θεσσαλών στρατιωτών του. Ο Αλέξανδρος πρόσφερε θυσίες στη μνήμη αυτού του άτυχου πολεμιστή και παρακάλεσε τους θεούς να φανεί ο ίδιος τυχερός όταν θα πηδούσε απ’ το καράβι του στην τρωική ακτή.
Το μυαλό του ήταν γεμάτο απ’ την Ιλιάδα του Ομήρου και μπορούσε όπως προαναφέρθηκε να απαγγείλει απ’ έξω ένα μεγάλο μέρος της. Έβλεπε τον εαυτό του σαν καινούριο Αχιλλέα.
Όταν το καράβι πλεύρισε στην ακτή της Τροίας, ο Αλέξανδρος ορθώθηκε και έριξε ένα ακόντιο στις έρημες ακτές που απλώνονταν μπροστά του, σαν να ‘βλεπε το στρατό-φάντασμα του βασιλιά Πριάμου. Ήξερε τι έκαμε και ήθελε ν’ αποδείξει πως ήταν ο πραγματικός κι όχι μόνο ο ονομαστικός αρχηγός της εκστρατείας. Ο χαρακτήρας του δεν του επέτρεπε να δανείζεται από άλλον τίποτε, πολύ περισσότερο τη δόξα.
Έπειτα, έδωσε διαταγή στους άντρες του ν’ αποβιβαστούν και καθώς ήταν εξαιρετικά θεοσεβής, δεδομένου ότι δεν υπήρχε εχθρός, έκανε μια θρησκευτική τελετή και έδωσε εντολή να φτιάξουν οι στρατιώτες βωμούς στο Δία, την Αθηνά και τον Ηρακλή. Οι θεοί που επέλεξε ήταν εξαιρετικά προσεγμένοι και οι σύγχρονοι ιστορικοί πρέπει να τους λάβουν σοβαρά υπόψη.
Εδώ στην Τροία τα όνειρα του νεαρού Αλέξανδρου γίνονταν πραγματικότητα. Οργάνωσε «με απόλυτη σοβαρό τητα θεαματικές θυσίες στη σκιά του Πριάμου για να κατευνάσει το δικαιολογημένο θυμό που θα ένιωθε αυτός ο ατυχής μονάρχης, γιατί ο Νεοπτόλεμος -πρόγονος του Αλεξάνδρου- τον είχε σκοτώσει.
Η αναβίωση, με τέτοια λαμπρότητα, ενός θρυλικού παρελθόντος, ασφαλώς είχε στρατηγικούς λόγους, δηλαδή να
διαγείρει ως ένα σημείο τον πολεμικό ενθουσιασμό των στρατιωτών, θυμίζοντας τους πως ήταν Έλληνες. Ταυτόχρονα όμως θα ήθελε να δείξει ότι κάτω από την αρχηγία ενός απογόνου αυτών των Ελλήνων, η ιστορία θα προμήθευε σ’ ένα μελλοντικό Όμηρο το υλικό ενός ακόμα πιο συγκλονιστικού έπους.
Αφού επισκέφθηκε και τίμησε τον τάφο του Αίαντα, μίλησε στους αξιωματούχους της περιοχής για το σχέδιο του να ξαναχτίσει την Τροία και ν’ ανακουφίσει τους κατοίκους από τη φορολογία.
Ένας από τους κατοίκους του Ιλίου του πρόσφερε μια αρχαϊκή άρπα που άνηκε άλλοτε – όπως είπε στον Πάρη, τον γιο του Πριάμου. Ο Αλέξανδρος δε δέχτηκε το δώρο λέγοντας πως θα’ ταν ευχάριστο να είχε την άρπα του Αχιλλέα, του προγόνου του, παρά του Πάρη που ήταν άνθρωπος πολύ θηλυπρεπής και που η άρπα του δεν παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον για έναν στρατιώτη.
Η μεγαλοφυία και η προσωπικότητα του
Όταν το 336 π.Χ. ο Αλέξανδρος ανέβηκε στο θρόνο της Μακεδονίας, βρισκόταν στο εικοστό πρώτο έτος του και δώδεκα χρόνια αργότερα, όταν πέθανε σε μια ηλικία όπου οι περισσότεροι μεγάλοι άντρες βρίσκονται ακόμη στο κατώφλι της καριέρας τους, όχι μόνο είχε κατακτήσει τον αρχαίο κόσμο της εποχής του , αλλά τον είχε θέσει σε περιστροφή γύρω από έναν καινούριο άξονα (J.F.C. FULLER, Ιδιοφυής στρατηγική του Μεγάλου Αλεξάνδρου, μετάφ. Κ. Κολιόπουλος σελ. 102).
Η όλη μετέπειτα πορεία της ιστορίας, η πολιτική και η πολιτισμική ζωή των κατοπινών εποχών δεν μπορούν να κατανοηθούν ξεχωριστά από την καριέρα του Αλέξανδρου. Αιώνες μετά το θάνατο του ο Αππιανός ο Αλεξάνδρειος παρομοίωσε τη σύντομη βασιλεία του με τη «φωτεινή λάμψη της αστραπής». Μια λάμψη πραγματικά εκθαμβωτική. Ήταν ένας άνθρωπος εντελώς δέσμιος της μοίρας του και απολύτως αφοσιωμένος στο έργο του. Οι φυσικές απολαύσεις πλην του κυνηγιού, λίγο τον ενδιέφεραν.
Με την εξαίρεση της αγάπης προς τη μητέρα του και την τροφό του, ποτέ δε γοητεύτηκε από καμιά γυναίκα και παρότι νυμφεύθηκε δύο φορές και οι δύο γάμοι του ήταν πολιτικής και όχι ρομαντικής φύσης. «Ποτέ δεν είχε ερωμένη, ούτε ήταν ανίκανος, ούτε ομοφυλόφιλος όπως οι επικριτές του διέδωσαν για να τον δυσφημίσουν (FULLER σελ. 103). Στην αρχαιότητα κανείς δεν ισχυρίστηκε ότι η πολύ στενή του φιλία με τον Ηφαιστίωνα είχε σεξουαλικό χαρακτήρα. Και δεν μπορεί να υπάρχει σήμερα αμφιβολία γι’ αυτό το ζήτημα (ARTHUR WEIGALL, Μέγας Αλέξανδρος σελ. 207). Οι επικριτές του ηθελημένα νομίζω αφαιρούν την παράμετρο ότι ο Μέγας Αλέξανδρος είχε πρότυπο τον Αχιλλέα που ήταν ο προγονός του και είχε πιστό φίλο τον Πάτροκλο. Επίσης ηθελημένα αφαιρούν κι άλλη παράμε τρο. Ο Αριστοτέλης δεν δίδαξε στο νεαρό Αλέξανδρο το χριστιανικό «αγαπάτε αλλήλους», αλλά την αξία της φιλίας.
Οι επικριτές του λοιπόν, επαναλαμβάνω ηθελημένα, δεν επισημαίνουν την υποταγή των σωματικών ενστίκτων στο έργο του που τον ξεχώρισε από τους κοινούς ανθρώπους και τον το ποθέτησε στη μικρή εκείνη ομάδα των σπάνιων και ανώτερων ατόμων, των οποίων η σιδερένια θέληση, ο αυτοέλεγχος και η αφοσίωση στο έργο της ζωής τους μαγνητίζουν όλους όσους έρχο νται σε επαφή μαζί του. Ο Αλέξανδρος είχε μια ψυχή που τολμούσε, γι’ αυτό και σφραγίζει το τέλος μιας ιστορικής περιόδου και την απαρχή μιας άλλης.
Όλοι οι λαοί που «κατέκτησε» έβλεπαν ότι όχι μόνο ήταν βασιλιάς αλλά και θεός. «Η έμφυτη αίσθησή του για τη
βασιλεία, μια βασιλεία που βασιζόταν όχι στη δύναμη αλλά στην ευγένεια του παρουσιαστικού, στην ιπποτική συμπεριφορά και στο να ζει κανείς όπως έπρεπε να ζει ένας βασιλιάς, βάρυνε πάνω από κάθε πράξη της εκπληκτικής του καριέρας. «Θεωρούσε περισσότερο βασιλικό», γράφει ο Πλούταρχος, «να κατακτά τον εαυτό του παρά να κατακτά άλλους».
Ο Αλέξανδρος ήταν γεννημένος να γίνει βασιλιάς. Όταν κάποιοι φίλοι του που γνώριζαν ότι ήταν γρήγορος στα πόδια, τον παρότρυναν να τρέξει μαζί τους στους Ολυμπιακούς αγώνες -στους οποίους λάμβαναν μέρος μόνο Έλληνες- η απάντηση του ήταν ότι θα έτρεχε, μόνο αν συναγωνιζόταν με βασιλιάδες.
Από τις πολλές περιπτώσεις που διαφαίνεται η βασιλική του νοοτροπία και η ιπποτική του συμπεριφορά απέναντι στους εχθρούς του, οι παρακάτω είναι αξιοσημείωτες: Όταν μετά τη νίκη της Ισσού έμαθε ότι η Σισύγαμβις η μητέρα του Δαρείου, η γυναίκα και τα παιδιά του είχαν συλληφθεί και θρηνούσαν τον υποτιθέμενο θάνατο του, έστειλε τον Λεονάτο να τις πληροφορήσει ότι ο Δαρείος ήταν ακόμη ζωντανός και ότι αυτές «θα διατηρούσαν τη θέση και την ακολουθία που ταίριαζε στο βασιλικό τους αξίωμα, καθώς και τον τίτλο των βασιλισσών.
Όταν την επόμενη μέρα μαζί με τον Ηφαιστίωνα, τον πιο αγαπημένο του φίλο, ο Αλέξανδρος επισκέφθηκε τη Σισύγαμβι και αυτή, συγχέοντας τον Ηφαιστίωνα με τον βασιλιά τον προσκύνησε και ντράπηκε όταν ανακάλυψε το λάθος της, ο Αλέξανδρος, με σεβασμό και ευγένεια, την έκανε να το ξεπεράσει. Την πήρε από το χέρι και σηκώνοντας τη στα πόδια της, της είπε: «Δεν έκανες λάθος, μητέρα, γιατί κι αυτός ο άνδρας είναι Αλέξανδρος».
Αργότερα όταν βρήκε το πτώμα του δολοφονημένου Δαρείου, το έστειλε στην Περσέπολη «με διαταγές να ταφεί στο βασιλικό τάφο όπως είχαν ταφεί όλοι οι άλλοι Πέρσες βασιλιάδες». Έδειξε τον ίδιο σεβασμό για τη βασιλική εξουσία, όταν με το που επέστρεψε από την Ινδία ανακάλυψε ότι κατά τη διάρκεια της απουσίας του ο τύμβος του Κύρου, του ιδρυτή της περσικής αυτοκρατορίας, είχε συληθεί. Αμέσως διέταξε τον ιστορικό Αριστόβουλο να επιδιορθώσει τη ζημιά, να αντικαταστήσει τους κλεμμένους θησαυρούς με αντίγραφα, να φράξει την είσοδο του τύμβου και να θέσει τη βασιλική σφραγίδα πάνω σε σκυρόδεμα.
Κατά τον J.F.C. FULLER, από όλες του τις πράξεις η πλέον τυπική της βασιλικής του νοοτροπίας είναι η μεταχείριση που επιφύλαξε στον Πώρο τον οποίο ενίκησε στις όχθες του ποταμού Υδάσπη (Τζελούμ). Όταν ο Αλέξανδρος τον ρώτησε τι είδους μεταχείριση ήθελε, ο Πώρος απάντησε: «Μεταχειρίσου με, ω Αλέξανδρε, με βασιλικό τρόπο!»
Ο Αλέξανδρος ευχαριστημένος απάντησε: «Σε ό, τι με αφορά, ω Πώρε,τέτοια μεταχείριση θα έχεις, για σένα όμως, αυτό που ζητάς είναι αυτό που σε ευχαριστεί». Αλλά ο Πώρος είπε πως όλα αυτά περιλαμβάνονται σε αυτό. Ο Αλέξανδρος, ακόμη ευχαριστημένος από αυτή τη δήλωση, όχι μόνο του παραχώρησε την εξουσία στους Ινδούς του, αλλά πρόσθεσε κι άλλη μια χώρα.
Έτσι μεταχειρίστηκε το γενναίο άνδρα με βασιλικό τρόπο και εφεξής τον βρήκε πιστό σε όλα.
Η ηθική αρετή που τον διέκρινε κατά τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο από τους συνανθρώπους του ήταν η συμπόνια του προς τους άλλους. «Είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς, γράφει ο Tarn, πόσο παράδοξη είναι αυτή η ιδιότητα της συμπόνιας» . Η ευσπλαχνία του αντικατοπτρίζεται με τον καλύτερο τρόπο στη συμπεριφορά του απέναντι στις γυναίκες, οι οποίες σε όλες σχεδόν τις εποχές θεωρούνταν το νόμιμο λάφυρο του στρατιώτη. Όχι μόνο επέδειξε βασιλικό σεβασμό απέναντι στις αιχμάλωτες της οικογένειας του Δαρείου, αλλά απεχθάνονταν το βιασμό και τη βία που στην εποχή του ήταν οικουμενικά συμπαρομαρτούντα του πολέμου.
Σε μια περίπτωση, όταν έμαθε ότι δύο Μακεδόνες της διοίκησης του Παρμενίωνα είχαν διαφθείρει τις συζύγους ορισμένων μισθοφόρων, έγραψε στον Παρμενίωνα διατάσσοντάς τον: «Στην περίπτωση που οι άνδρες καταδικαστούν, να τους τιμωρήσει και να τους θανατώσει σαν άγρια θηρία που γεννήθηκαν για την καταστροφή των ανθρώπων». Σε μια άλλη περίπτωση, όταν ο Ατροπάτης, αντιβασιλιάς της Μηδίας, του έστειλε ως δώρο εκατό κοπέλες, εξοπλισμένες ως ιππείς, ο Αλέξανδρος τις έδιωξε από το στρατό, έτσι ώστε να μην αποπειραθούν να τις βιάσουν οι Μακεδόνες ή οι βάρβαροι. Κατά την υποτιθέμενη λεηλασία της Περσέπολης διέταξε «τους άνδρες να σε βαστούν τα πρόσωπα των γυναικών και να μην πειράξουν τα στολίδια τους.
Ο Αρριανός -εύστοχα πιστεύω- έχει να πει γι’ αυτόν ως άνδρα και ως στρατιώτη: «Ήταν πολύ όμορφος στο παρουσιαστικό και αφιερωμένος στην άσκηση, πολύ ενεργητικός στο πνεύμα, πολύ ηρωικός στο θάρρος, πολύ σταθερός στην τιμή, αγαπούσε πολύ τον κίνδυνο και τηρούσε αυστηρά τα καθήκοντα του προς τους θεούς.
Ως προς τις απολαύσεις του σώματος είχε πλήρη αυτοέλεγχο και γι’ αυτές του πνεύματος ο έπαινος ήταν η μόνη για την οποία ήταν ακόρεστος.
Είχε εκπληκτική οξυδέρκεια στο να αναγνωρίζει τι έπρεπε να γίνει, όταν άλλοι εξακολουθούσαν να βρίσκονται σε αβεβαιότητα και διέβλεπε με μεγάλη επιτυχία από την παρατήρηση των γεγονότων το τι ήταν πιθανό να συμβεί.
Ήταν πιστός στις συμφωνίες και στους διακανονισμούς που είχε συνάψει καθώς και φειδωλός στη δαπάνη χρημάτων για την ικανοποίηση των δικών του απολαύσεων, ξόδευε όμως αφείδωλα χάρη των συντρόφων του».
Ο Πλούταρχος μας παρέχει την παρακάτω περιγραφή της καθημερινής του ζωής, όταν δεν βρισκόταν σε εκστρατεία: Τις μέρες της ανάπαυσης αφού σηκωνόταν και προσέφερε θυσίες στους θεούς, αμέσως καθόταν και έτρωγε περνώντας την ημέρα του με το κυνήγι, το γράψιμο, τις δίκες, την τακτοποίηση πολεμικών υποθέσεων και το διάβασμα. Αν είχε πορεία όχι επείγουσα, μάθαινε βαδίζοντας είτε τοξοβολία είτε να ανεβαίνει και να κατεβαίνει σε άρμα που βρισκόταν σε κίνηση».
Συμπεράσματα
Στην πραγματικότητα, η διαγωγή και ο χαρακτήρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου υπαγορευόταν από τρεις διαφορετικές κατηγορίες γεγονότων, που η καθεμιά τους αντιστοιχούσε σε ορισμένες φυσικές του κλίσεις.
Πρώτα απ’ όλα ήταν, προς μεγάλη του ευχαρίστηση, ο απλός στρατιώτης της τραχιάς Μακεδονίας, ο αρχηγός της μάνας των ριψοκίνδυνων εταίρων, γεμάτος πολεμικά τραύματα, ηλιοψημένος από τους καιρούς, ένας άνθρωπος που δούλευε σκληρά κι έπινε πολύ, προσιτός σε όλους, δημοκράτης, πραγματικά καλός για τους φίλους και άγριος για τους εχθρούς του.
Έπειτα ήταν ηγεμόνας της Ασίας, βασιλιάς της Βαβυλώνας, Φαραώ της Αιγύπτου, γιος του Άμμωνα Δία και θρήσκος. Τέλος ήταν ο Αρχιστράτηγος των Ελλήνων, ένας Έλληνας καλλιεργημένος, μορφωμένος, ηρωικός με ομηρικό τρόπο, εραστής του κάθε πράγματος που αντιπροσώπευε την Αθήνα, πνεύμα ευρύ, λογικό και διπλωματικό.
Ο Μέγας Αλέξανδρος δεν περιορίστηκε στο να υποτάξει μόνο τους αρχαίους λαούς που κυρίεψε τις χώρεςτους και να γίνει κατακτητής και τύραννος, αλλά εξόρμησε στην Ανατολή για να τιμωρήσει τους μεγάλους εχθρούς του Ελληνισμού, τους Πέρσες, απελευθερώνοντας συγχρόνως τους λαούς από τους διάφορους τυράννους που τους κυβερνούσαν και τους καταδυνάστευαν. Τους έμαθε ένα νέο τρόπο ζωής με σεβασμό στα δικαιώματα του κάθε πολίτη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Πηγή: ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ (pdf), (Αντιγραφή Μέλια για το ιστολόγιο) Αβέρωφ
Τὸ κάτωθι ἀπόσπασμα περιέχεται στὸ νέο βιβλίο τῆς Ἑνωμένης Ρωμηοσύνης “Ὁ Ὅσιος Πορφύριος (Μαρτυρίες – Διηγήσεις – Νουθεσίες)” τῆς ἐκδοτικῆς σειρᾶς “Ὀρθόδοξο βίωμα”. Ἡ πρώτη παρουσίαση τοῦ βιβλίου πραγματοποιήθηκε τὴν Κυριακὴ 22 Ἰανουαρίου στὴν Ι.Μ. Παντοκράτορος Νταοῦ Πεντέλης.
«Μιά μέρα πού πήγαμε, μᾶς ἔλεγε ὁ Γέροντας ὅτι μέ τό χάρισμα πού εἶχε ἀπό μικρός, διέκρινε ἀπό πολύ μακριά νερά, ἅγια Λείψανα, ἀρχαίους Ναούς, ἀρχαίους τάφους. Ἀκόμα καί γιά τόν τάφο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, μᾶς ἔλεγε ὅτι δέν εἶναι οὔτε στήν Αἴγυπτο οὔτε ἐκεῖ πού τόν ψάχνουν, ἀλλά εἶναι ἐδῶ στήν Ἑλλάδα κοντά στό ἀρχαῖο Δίον καί συγκεκριμένα στήν Κατερίνη στήν “Κονταριώτισσα”, δίπλα σ᾽ ἕνα παλιό ἐκκλησάκι τῆς Παναγίας».
Για να βρείτε την σχετική ανάρτηση με το επίμαχο απόσπασμα όπως αυτό δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην ιστοσελίδα της Ενωμένης Ρωμηοσύνης.
Δημιουργία – Επεξεργασία βίντεο: ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΕΝ ΟΨΕΙ
Ευχαριστώ θερμά την ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ για την παραχώρηση της άδειας προβολής του βίντεο μέσα από το κανάλι
ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΕΝ ΟΨΕΙ
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Εἶναι λογικὸ νὰ ἔθαψαν τιμητικὰ τὸν Μέγα Ἀλέξανδρο στὸ χῶμα ἐκεῖνο ποὺ κάρπιζε τὰ κοντάρια τῆς Μακεδονικῆς Φάλαγγας ( βλ. ΣΑΡΙΣΑ). Δὲν τὸ λέμε ἐμεῖς τὸ λένε τὰ ἱστορικὰ τοπωνύμια καὶ ἕνας ΑΓΙΟΣ τῆς Ἐκκλησίας μας. Πῶς λοιπὸν τὸ ἴδιο το τοπωνύμιο ὑποστηρίζει ἀπὸ μόνο του τὸν θεόπνευστο λόγο τοῦ ΑΓΙΟΥ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ. Ἐμεῖς ἐνισχύουμε τὸ ἐπιχείρημα αὐτὸ μέσα ἀπὸ τὶς πηγὲς. Πᾶμε λοιπὸν ἀδελφοὶ γιατί ὅταν θὰ βρεθεῖ ὁ Μεγάλος τῆς Ἱστορίας θὰ σειστεῖ τὸ ἔδαφος τοῦ πλανήτη μας. Ποῦ καὶ πῶς φτιαχνόταν τὸ κοντάρι τῆς ΣΑΡΙΣΑΣ;
«Η σάρισα ἦταν ἀρχαῖο ὅπλο, ἕνα δόρυ μεγάλου μήκους, τὸ βασικὸ ἐπιθετικὸ ὅπλο τῆς μακεδονικῆς φάλαγγας. Ἡ σάρισα ἦταν κατασκευασμένη ἀπὸ σκληρὸ ξύλο κρανιᾶς, δέντρο ποὺ ἀφθονεῖ στὰ βουνὰ τῆς δυτικῆς Μακεδονίας (τῆς Ἄνω Μακεδονίας των ἀρχαίων). Ἡ κρανιὰ φτάνει σὲ μεγάλο ὕψος μὲ....
εὐθὺ κορμό, παρέχοντας ἔτσι δόρατα μὲ μεγάλο μῆκος, σχετικὰ ἐλαφρά, μὲ σκληρότητα καὶ ἀντοχή.
Χαρακτηριστικό τῆς σάρισας, τὸ ὁποῖο κυρίως διαφοροποιοῦσε τὴ μακεδονικὴ ἀπὸ τὶς ὀπλιτικὲς φάλαγγες, ἦταν τὸ μῆκος της. Ἀρχικὰ περίπου 5,5 μέτρα, ἔφτασε τὸν 2ο π.Χ. αἰώνα τὰ 6,50 μέτρα. Εἶχε σιδερένια αἰχμὴ καὶ σαυρωτήρα στὸ ἀντίθετο ἄκρο, ὡς ἀντίβαρο καὶ γιὰ νὰ καρφώνεται στὸ ἔδαφος. Ὁ φαλαγγίτης τὴ χειριζόταν μὲ τὰ δύο χέρια.
Ἡ λέξη εἶναι ἄγνωστης ἐτυμολογίας καὶ προφανῶς ἀποτελεῖ κατάλοιπο ἰδιωματισμοῦ τῆς μακεδονικῆς διαλέκτου, ἢ λεξιδάνειο ἀπὸ τοὺς γειτονικοὺς λαούς. Σάρισες ὀνομάζονταν τὰ μακεδονικὰ δόρατα καὶ πρὸ τοῦ Φιλίππου, αὐτὸς ὅμως εἶναι ποὺ ἐπινόησε τὴν αὔξηση τοῦ μήκους τους καὶ ὡς ἐκ τούτου δημιούργησε τὴ μακεδονικὴ φάλαγγα.» (wikipedia)
ΠΟΙΑ συγκεκριμένη γῆ κάρπιζε καὶ προμήθευε μὲ ΚΟΝΤΑΡΙΑ τὶς Σάρισες καὶ ἐξόπλιζε ἔτσι τὶς μακεδονικὲς φάλαγγες νικηφόρα;
«Ὁ Βυζαντινὸς Ναὸς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, στὴν Κονταριώτισσα, Πιερίας, ἔργο βυζαντινοῦ ρυθμοῦ ποὺ χρονολογεῖται ἀπὸ τὸν 11ο αἰώνα, ἀποτελεῖ σημαντικὸ ἀξιοθέατό τῆς περιοχῆς κοντὰ στὸ ΔΙΟΝ στὶς ὑπώρειες τῶν Πιερίων καὶ τοῦ Ὀλύμπου. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰώνα ὁ ἐπίσκοπος Κίτρους Παρθένιος Βαρδάκας ἔγραψε ἕνα βιβλίο, τὸ ὁποῖο περιεῖχε διάφορες πληροφορίες γιὰ τὶς κυριότερες πόλεις καὶ χωριὰ τοῦ νομοῦ Πιερίας. Ἀνάμεσα στὶς ἄλλες πληροφορίες ποὺ ἔγραψε γιὰ τὴν Κονταριώτισσα ἦταν καὶ οἱ ἑξῆς:
Τὸ ὄνομα Κονταργιώτισσα ἔλαβε τὸ χωρίον ἐκ τοῦ προρρηθέντος βυζαντινοῦ ἐξωκκλησίου τῆς Παναγίας, ἥτις ὠνομάζετο Κονταργιώτισσα Παναγία, ἐκ τοῦ ὅτι κὰθ΄ ἠμᾶς ἐξήγοντο κοντοὶ καὶ κοντάρια ἐκ τοῦ περὶ αὐτὴν δάσους.
Μετάφραση:
Τὸ ὄνομα Κονταργιώτισσα πῆρε τὸ χωριὸ ἀπὸ τὸ βυζαντινὸ ἐξωκλήσι τῆς Παναγίας, ποὺ προαναφέραμε, τὸ ὁποῖο ὀνομαζόταν Παναγία Κονταργιώτισσα, γιατί ἀπὸ τὸ δάσος ποὺ ὑπῆρχε γύρω ἀπὸ τὸ ναὸ κατασκευάζονταν ξύλινα κοντάρια» (kontariotissa)
Τί μᾶς ἐπεσήμανε Ο ΑΓΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ γιὰ τὸν τάφο τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου;
«Μιὰ μέρα ποῦ πήγαμε, μᾶς ἔλεγε ὁ Γέροντας ὅτι μὲ τὸ χάρισμα ποῦ εἶχε ἀπὸ μικρός, διέκρινε ἀπὸ πολὺ μακριὰ νερά, ἅγια Λείψανα, ἀρχαίους Ναούς, ἀρχαίους τάφους. Ἀκόμα καὶ γιὰ τὸν τάφο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, μᾶς ἔλεγε ὅτι δὲν εἶναι οὔτε στὴν Αἴγυπτο οὔτε ἐκεῖ ποῦ τὸν ψάχνουν, ἀλλὰ εἶναι ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα κοντὰ στὸ ἀρχαῖο Δίον καὶ συγκεκριμένα στὴν Κατερίνη στὴν “Κονταριώτισσα”, δίπλα σ? ἕνα παλιὸ ἐκκλησάκι τῆς Παναγίας»
Τὸ κάτωθι ἀπόσπασμα περιέχεται στὸ νέο βιβλίο τῆς Ἑνωμένης Ρωμηοσύνης “Ὁ Ὅσιος Πορφύριος (Μαρτυρίες – Διηγήσεις – Νουθεσίες)” τῆς ἐκδοτικῆς σειρᾶς “Ὀρθόδοξο βίωμα” (enromiosini)
Πῶς λοιπὸν τὸ ἴδιο το τοπωνύμιο ὑποστηρίζει ἀπὸ μόνο του τὸν θεόπνευστο λόγο τοῦ ΑΓΙΟΥ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ. Σὲ αὐτὴ τὴν ΓΗ τῆς ΠΑΝΑΓΙΑΣ τῆς Κονταριώτισσας ἡ ἀνθρωπότητα θὰ ἔρθει γιὰ νὰ προσκυνήσει τὴν Ἑλληνικὴ ἱστορία . Φαίνεται ὅτι τὸ σκήνωμα τοῦ Μ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ δὲν κάηκε ἀλλὰ ταριχεύθηκε μὲ ὅτι πιὸ τέλειο διέθετε ἡ τεχνική των Αἰγυπτίων (βλ. ἐμποτισμὸς σὲ μέλι) καὶ μεταφέρθηκε στὴν Μακεδονία κρυφὰ . Φαίνεται ὅτι μεταφέρθηκε ΚΑΙ διασώθηκε τὸ σκήνωμα γιὰ νὰ ὑπηρετήσει τὶς μέρες μας ποὺ εἶναι καὶ αὐτὲς θὰ καταστοῦν ἱστορικές. Ἡ ἀνεύρεση τοῦ τάφου καὶ τοῦ σκηνώματος τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου θὰ ἑνώσει δυὸ σημαντικὲς περιόδους γιὰ τὸν Ἑλληνισμό.
Ἡ πρώτη ἱστορικὴ περίοδος γράφτηκε στὴν Παγκόσμια ἱστορία μὲ χρυσὰ γράμματα μὲ τὸ ἐκπολιτιστικὸ ἔργο τοῦ μεγάλου ἐπίγειου βασιλιὰ ποὺ κατέστησε τὴν Ἑλληνικὴ Γλώσσα στρατηγικὸ ἐργαλεῖο καὶ διὰ αὐτῆς διαδόθηκε τὸ μήνυμα τοῦ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ στὸ τότε γνωστὸ κόσμο
Ἡ δεύτερη ἱστορικὴ περίοδος ἑτοιμάζεται ΘΕΙΑ ΒΟΥΛΗ νὰ γράψει ἱστορία μὲ τὴν ἀνάδειξη τοῦ Ἑλληνοχριστιανικοῦ Πολιτισμοῦ ὡς μοναδικοῦ θεραπευτικοῦ μέσου στὴν ἴαση τῆς φλεγμένουσας ἀπὸ πάθη ἀνθρωπότητας.
Μὲ πίστη καὶ ἐλπίδα
Δρ. Κωνσταντῖνος Βαρδάκας
Ὅταν ξυπνήσει ἥ τῆς Μακεδονίας ΓΗ θὰ τοὺς κυνηγήσει μὲ τὰ ΚΟΝΤΑΡΙΑ της!
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Οἱ ἀρχαῖοι Ρωμαῖοι ἦσαν πολὺ ὑπερήφανοι γιὰ τὴν πολεμική τους ἀνδρεία καὶ τὰ στρατιωτικά τους κατορθώματα. Ἐν σχέσει πρὸς τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες, στοὺς ὁποίους ἦσαν πρόθυμοι νὰ τοὺς ἀναγνωρίσουν τὴν πολιτιστικὴ καὶ πνευματικὴ ὑπεροχή, ἐν τούτοις ὁ ρωμαϊκὸς πατριωτισμὸς καὶ τὸ ἐθνικό τους αἴσθημα θεωροῦσε ὅτι στὸν στρατιωτικὸ τομέα οἱ Ρωμαῖοι ἦσαν ἀνώτεροι τῶν Ἑλλήνων, καὶ ἀπόδειξη αὐτοῦ ἀποτελοῦσαν οἱ ρωμαϊκὲς κατακτήσεις, ἡ τεράστια αὐτοκρατορία τους ποὺ εἶχε ὑποτάξει ὅλα τὰ ἑλληνιστικὰ βασίλεια. Ἐξαίρεση σὲ αὐτὴν τὴν αἴσθηση στρατιωτικῆς ὑπεροχῆς τῶν Ρωμαίων ἀποτελοῦσε ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος, στοῦ ὁποίου τὴ στρατιωτικὴ ἰδιοφυΐα καὶ ἀνδρεία οἱ Ρωμαῖοι ὑποκλίνονταν. Μάλιστα, ὁ μέγας Μακεδὼν στρατηλάτης καὶ κοσμοκράτωρ ἀποτελοῦσε γιὰ κάθε Ρωμαῖο στρατιωτικὸ τὸ ἀξεπέραστο πρότυπο ποὺ ὅλοι ἐπιθυμοῦσαν νὰ μιμηθοῦν καὶ ἤλπιζαν νὰ τὸ ξεπεράσουν. Ἂς δοῦμε μερικὰ παραδείγματα αὐτοῦ τοῦ φαινομένου ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ τὸ ἀποκαλέσουμε imitatio Alexandri («μίμησις Ἀλεξάνδρου»).
Χαρακτηριστικὰ ὁ Σουητώνιος ἀναφέρει ὅτι, ὅταν ὁ Ἰούλιος Καίσαρας εὑρισκόμενος στὰ Γάδειρα τῆς Ἱσπανίας (σημερινὸ Cadiz), εἶδε σὲ κάποιον ναὸ ἕνα ἄγαλμα τοῦ Ἀλεξάνδρου, ξέσπασε σὲ δάκρυα ἀναλογιζόμενος ὅτι ὁ ἴδιος δὲν εἶχε κατορθώσει ἀκόμη τίποτε σπουδαῖο, ὅταν ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος στὴν ἴδια ἡλικία εἶχε κατακτήσει τὸν κόσμο (Suetonius, Jul. 7). Ἀργότερα, ὁ Ἰούλιος Καίσαρας καὶ ἐν συνεχείᾳ ὁ Ὀκταβιανὸς Αὔγουστος εἰσήγαγαν τὴ λατρεία τῆς Εἰρήνης (PAX) καὶ ἔστηναν βωμοὺς στὴ Θεὰ τῆς Εἰρήνης (Ara Pacis), προσπαθοῦσαν ἐνσυνειδήτως νὰ μιμηθοῦν τὸν Μέγα Ἀλέξανδρο ὡς παγκόσμιο εἰρηνοποιὸ καὶ εἰσηγητὴ μίας παγκοσμίου αὐτοκρατορικῆς εἰρήνης, ὅπως ἦταν ἡ Pax Romana. Ὁ Μᾶρκος Ἀντώνιος ὀνόμασε τὸν γιὸ ποὺ ἀπέκτησε μὲ τὴν Κλεοπάτρα Ἀλέξανδρο Ἥλιο, γιὰ νὰ δηλώσει ὅτι ὁ γιός του θὰ γίνει ὁ κυρίαρχος τῆς Ἑλληνιστικῆς Ἀνατολῆς καὶ τοῦ κόσμου ὅλου (Πλουτάρχου, Ἀντώνιος 22). Ἐπίσης, ὁ Πλούταρχος γράφει ὅτι, ὅταν ὁ Ἀντώνιος κάλυψε τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Βρούτου μὲ τὸν μανδύα του, θέλησε νὰ μιμηθεῖ τὸν Ἀλέξανδρο ποὺ κάλυψε ἀπὸ σεβασμὸ τὴ σορὸ τοῦ Δαρείου (Πλουτάρχου, Βροῦτος 53). Ὁ Πομπήϊος ἐκολακεύετο νὰ θεωρεῖ ἑαυτὸν ὅτι ὁμοίαζε στὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση μὲ τὸν μεγάλο στρατηλάτη μία ὁμοιότητα ποὺ μόνον ὁ ἴδιος ἔβλεπε καὶ ὄχι οἱ ἄλλοι (Πλουτάρχου, Πομπήϊος 2) καὶ μάλιστα φρόντιζε νὰ χτενίζει τὴν κόμη του ὅπως ἀπεικονίζετο ἡ κόμμωση τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου στὰ πορτρέτα καὶ τὶς προτομὲς τοῦ μεγάλου Μακεδόνα.
Ἡ μεγάλη ρωμαϊκὴ οἰκογένεια τῶν Σκιπιώνων διέδιδε ὡς πατρογονική της παράδοση ὅτι τὴν μητέρα τοῦ Σκιπίωνος Ἀφρικανοῦ εἶχε ἐπισκεφθεῖ λίγο πρὶν ἀπὸ τὴ γέννησή του, ἕνα φίδι ὡς θεϊκὸ σημάδι, ὅπως ἀκριβῶς εἶχε συμβεῖ καὶ μὲ τὴν Ὀλυμπιάδα, τὴ μητέρα τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου (τὸ ἀναφέρει ὁ Λίβιος στὴν Ἱστορία του 26.19.7). Ἐπίσης, ὁ Ὀκταβιανὸς Αὔγουστος χρησιμοποίησε ὡς ἐπίσημη σφραγῖδα του μία ἀπεικόνιση τῆς μορφῆς τοῦ Ἀλεξάνδρου (Σουητώνιος, Βίος Αὐγούστου 50). Ἀκόμη, εὑρισκόμενος στὴν Αἴγυπτο, προσκύνησε τὴ σαρκοφάγο τοῦ Ἀλεξάνδρου, καὶ κατέθεσε σὲ αὐτὴν χρυσὸ στέφανο καὶ ἄνθη (Σουητώνιος, Βίος Αὐγούστου 18). Αὐτὸς δὲ ὁ Καλιγούλας ζήτησε νὰ τοῦ φέρουν τὸν θώρακα τοῦ μεγάλου στρατηλάτου ἀπὸ τὸν τάφο του στὴν Αἴγυπτο, γιὰ νὰ τὸν φορέσει (Σουητώνιος, Βίος Καλιγούλα 52).
Ἀλλὰ καὶ οἱ μετέπειτα Ρωμαῖοι αὐτοκράτορες ἀρέσκοντο νὰ τοὺς συγκρίνουν μὲ τὸν Μέγα Ἀλέξανδρο (βλ. Νέρων, Τραϊανός, Ἀντωνῖνος) καὶ ἐμιμοῦντο τὴν ἐλαφρὰ κλίση τῆς κεφαλῆς, τὴν τόσο χαρακτηριστικὴ στάση τοῦ στρατηλάτου, τὴν ἀνεστραμμένη πρὸς τὰ πίσω κόμμωση τοῦ Ἀλεξάνδρου, καὶ συχνὰ ἀπεικονίζοντο σὲ προτομές, ἀγάλματα καὶ νομίσματα μὲ χαρακτηριστικά τῆς μορφῆς τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου.
Πηγή: Ἑνωμένη Ρωμηοσύνη
Περί το 325 π.Χ, κατά την διάρκεια της εκστρατείας στην Ινδία και συγκεκριμένα στην πολιορκία εναντίον των Μαλλών και Οξυδαρκών, όταν τα τμήματα υπό τον Αλέξανδρο και τον Περδίκκα αντίστοιχα, ετοιμάζονταν να προσβάλουν τα τείχη, ο μάντης Δημοφών είπε στον Αλέξανδρο να εγκαταλείψει την πολιορκία, διότι οι οιωνοί προέβλεπαν σοβαρό τραυματισμό του. Είναι βέβαιον ότι ο Αλέξανδρος είχε σοβαρούς λόγους να είναι οργισμένος με τους μάντεις της ακολουθίας του, οι οποίοι αντί να τον βοηθούν να χειραγωγεί τη στρατιά, του έφερναν εμπόδια. Όταν τον προκαλούσαν οι Σκύθες στον Ιαξάρτη, ο Αρίστανδρος αρνήθηκε να παρερμηνεύσει τους δυσμενείς οιωνούς και όταν οι Μακεδόνες αρνήθηκαν να προχωρήσουν πέρα από τον Ύφασι, οι μάντεις και πάλι αρνήθηκαν να παρερμηνεύσουν τους δυσμενείς οιωνούς. Έτσι ο Αλέξανδρος επέπληξε ευθέως τον Δημοφώντα, διότι η μαντεία του υπονόμευε την μαχητικότητα των Μακεδόνων και προχώρησε στην πολιορκία.
Οι Ινδικές πόλεις δεν είχαν τις οχυρώσεις των Μεσογειακών ή Μεσοποτάμιων πόλεων, στην εκπόρθηση των οποίων οι Μακεδόνες είχαν αποκτήσει μεγάλη εμπειρία και τα συνήθως χωμάτινα Ινδικά τείχη δεν άντεχαν τις εφόδους. Έτσι η πόλη των Μαλλών έπεσε κι αυτή εύκολα, όμως η μεγάλη εμπειρία των Μακεδόνων και η σχετικά ασθενής οχύρωση της πόλης μετέτρεψαν την αυτοπεποίθησή τους σε υπεροψία, που τους οδήγησε σε μία σειρά από παιδαριώδη σφάλματα. Ίσως πάλι τα σφάλματα να προκλήθηκαν από ψυχική κόπωση και απροθυμία των Μακεδόνων για άλλους κινδύνους. Οι περισσότεροι δεν πήραν μαζί τους πολιορκητικές κλίμακες και ενώ το τμήμα του Αλεξάνδρου παραβίασε μία μικρή πύλη και μπήκε εύκολα στην πόλη, το τμήμα του Περδίκκα καθυστέρησε πολύ να ανέβει στα τείχη. Το αποτέλεσμα ήταν να αποσυντονιστούν τα δύο τμήματα και να εκνευριστεί ο Αλέξανδρος.
Οι Ινδοί είχαν υποχωρήσει στην ακρόπολη αποφασισμένοι να την υπερασπιστούν, ο Περδίκκας αγωνιζόταν να καταλάβει τα τείχη και οι κλίμακες δεν είχαν έλθει ακόμη. Όταν εμφανίστηκαν οι πρώτοι Μακεδόνες, που έφερναν κλίμακες, ο Αλέξανδρος εκνευρισμένος από τα λάθη, που είχαν κάνει, άρπαξε μία και άρχισε να ανεβαίνει στα τείχη της ακρόπολης καλυπτόμενος κάτω από την ασπίδα του. Τον ακολουθούσαν ο υπασπιστής Πευκέστας με την ιερή ασπίδα από το ναό της Ιλιάδας Αθηνάς και ο σωματοφύλακας Λεοννάτος, ενώ ο διμοιρίτης Αβρέας ανέβαινε από άλλη κλίμακα. Φυσικά, ούτε σ’ αυτό το σημαντικό περιστατικό μπορούσαν να είναι απόλυτα σύμφωνοι όλοι οι αρχαίοι συγγραφείς και μόνο για τον Πευκέστα συμφωνούν. Κάποιοι μάλιστα είχαν γράψει ότι μαζί με τον Αλέξανδρο ήταν ο Πευκέστας και ο Πτολεμαίος του Λάγου. Ωστόσο ο ίδιος ο Πτολεμαίος έγραψε ότι δεν βρισκόταν καν σ’ εκείνη την πόλη, αλλά ήταν επικεφαλής άλλης δύναμης και πολεμούσε εναντίον άλλων Ινδών. Κάποιοι άλλοι αρχαίοι συγγραφείς, προφανώς έκριναν ασθενή τη μνήμη του Πτολεμαίου και αποφάσισαν ότι εκείνος, που ήταν σωματοφύλακας και όχι ο απλός υπασπιστής Πευκέστας, έσωσε τον Αλέξανδρο και γι’ αυτό του απένειμαν τον τίτλο του Σωτήρος. Ο Πλούταρχος αναφέρει τον Πευκέστα και κάποιον Λιμναίο. Οι Διόδωρος, Κούρτιος και Ιουστίνος λένε ότι ο Πευκέστας ανέβηκε αργότερα, μαζί με τους άλλους υπασπιστές, και ότι μέχρι τότε ο Αλέξανδρος πολεμούσε μόνος του.
Μόλις ο Αλέξανδρος πάτησε τα τείχη, απώθησε τους Μαλλούς από εκείνο το σημείο, άλλους χτυπώντας τους με την ασπίδα του και άλλους σκοτώνοντάς τους με το ξίφος του. Γνωρίζουμε, ότι ο Αλέξανδρος έφερε κοπίδα, άρα εδώ είτε έχουμε ανακρίβεια των αρχαίων ιστορικών, είτε ο Αλέξανδρος πράγματι χρησιμοποίησε το δευτερεύον αγχέμαχο όπλο των πεζών, επειδή κι εκείνος μαχόταν πεζός. Οι υπασπιστές βλέποντας το βασιλέα τους μόνο επάνω στα τείχη, ανάμεσα στους εχθρούς, τρομοκρατήθηκαν και ολοκλήρωσαν την αλληλουχία των λαθών. Από τη βιασύνη τους, ανέβηκαν πολλοί μαζί στις κλίμακες, που έσπασαν από το βάρος, αποκόπτοντας μόνους ανάμεσα στους Ινδούς τον Αλέξανδρο, τον Πευκέστα, τον Λεοννάτο και τον Αβρέα. Δεν είχαν άλλη επιλογή ο μεν Αλέξανδρος από το να επιδιώξει τον ηρωικό θάνατο, που αρμόζει σε ένα δοξασμένο βασιλιά, οι δε άλλοι τρεις από το να σκοτωθούν προστατεύοντας τον βασιλιά τους.
Από τη λαμπρότητα των όπλων και την μεγάλη του τόλμη, οι Μαλλοί κατάλαβαν ποιόν είχαν μπροστά τους και δίστασαν να του επιτεθούν. Επειδή από τους γύρω πύργους έβαλλαν εναντίον του, ο Αλέξανδρος από τις επάλξεις πήδηξε στο εσωτερικό της ακρόπολης και, για να προστατέψει τα νώτα του, ακούμπησε την πλάτη στο τείχος. Ο αρχηγός των Ινδών του επιτέθηκε, ο Αλέξανδρος τον σκότωσε και οι άλλοι παρέμειναν στις θέσεις τους. Ο Αλέξανδρος τους πετούσε πέτρες και χτυπούσε με το ξίφος του όποιον πλησίαζε περισσότερο. Οι Ινδοί δεν τόλμησαν να πλησιάσουν περισσότερο, αλλά τον περικύκλωσαν και του έριχναν ό,τι εύρισκαν. Μόλις έφτασαν δίπλα του και οι άλλοι τρεις Μακεδόνες, ο Αβρέας χτυπήθηκε από βέλος στο πρόσωπο και σκοτώθηκε, ενώ ένα άλλο βέλος χτύπησε τον Αλέξανδρο στο στήθος. Διαπέρασε τον λινοθώρακα και καρφώθηκε στα πλευρά πάνω από τον αριστερό μαστό. Παρά τον σοβαρό τραυματισμό του συνέχισε να μάχεται για λίγο, αλλά μετά λιποθύμησε από την αιμορραγία. Ο Πευκέστας με την ιερή ασπίδα και ο Λεοννάτος στάθηκαν από πάνω του, για να τον προστατέψουν από τις βολές. Με εξαίρεση τον Αρριανό, που δίνει την παραπάνω περιγραφή, οι υπόλοιποι αρχαίοι ιστορικοί προβάλλουν υπερβολικά την μαχητική ικανότητα του βαριά τραυματισμένου Αλεξάνδρου και πριν χάσει τις αισθήσεις του τον θέλουν να σκοτώνει τον Ινδό, που τόλμησε να τον τραυματίσει. Μάλιστα, ο Ιουστίνος θέλει τον Αλέξανδρο «να κατακόπτει ή να απωθεί ολομόναχος πολλές χιλιάδες» εχθρών.
Στο μεταξύ οι υπασπιστές που κατάφεραν να καταστρέψουν τις κλίμακες και να καθηλωθούν έξω από τα τείχη, αναζητούσαν τρόπους να αναρριχηθούν. Έμπηγαν πασσάλους στο χωμάτινο τείχος και σκαρφάλωναν με δυσκολία. Ανεβαίνοντας στο τείχος είδαν τον Αλέξανδρο λιπόθυμο και έτρεξαν να βοηθήσουν τον Πευκέστα και τον Λεοννάτο, που αντιστέκονταν σθεναρά. Κάποιοι απ’ αυτούς έσπασαν τον μοχλό, που ασφάλιζε την πύλη του μεταπυργίου και οι υπόλοιποι, έξω από τα τείχη, χτυπούσαν με ορμή τους ώμους τους πάνω της, ώσπου την παραβίασαν και εισέβαλαν στην ακρόπολη. Αναστατωμένοι από τα λάθη τους και έξαλλοι από τον τραυματισμό του βασιλιά τους, ο οποίος δεν ήξεραν αν ζούσε ή όχι, οι Μακεδόνες έσφαξαν όλους τους Μαλλούς, ακόμη και τα γυναικόπαιδα.
Οι εταίροι χρησιμοποιώντας την ασπίδα του Αλεξάνδρου ως φορείο, τον μετέφεραν στο στρατόπεδο σε πολύ άσχημη κατάσταση. Σύμφωνα με τον Πτολεμαίο, από την πληγή εκτός από αίμα έβγαινε και αέρας, κάτι που σημαίνει ότι το βέλος είχε τρυπήσει και τους πνεύμονες. Το βέλος των Μαλλών είχε σφηνωθεί στα οστά του θώρακα, στο ύψος του μαστού, μπροστά από την καρδιά και δεν έβγαινε. Έτσι δεν μπορούσαν να του αφαιρέσουν τον λινοθώρακα και φοβόντουσαν μήπως οι κραδασμοί απ’ το πριόνισμα του στελέχους σπάσουν τα πλευρά και προκληθεί εσωτερική αιμορραγία. Τελικά τους παρότρυνε ο ίδιος να το πριονίσουν. Με μεγάλη δυσκολία και κόπο πριόνισαν το ξύλινο βέλος, για να μπορέσουν να του βγάλουν το λινοθώρακα, και μετά προσπάθησαν να βγάλουν την ακίδα. Η πληγή είχε μήκος 4 δακτύλους (περίπου 7,4 εκ) και πλάτος 3 (περίπου 5,5 εκ). Μόλις έβγαλαν την ακίδα, προκλήθηκε μεγάλη αιμορραγία και ο Αλέξανδρος ξανάχασε τις αισθήσεις του. Αυτός που αφαίρεσε το βέλος, ήταν ο ιατρός Κριτόδημος από την Κω και του γένους των Ασκληπιαδών.
Σύμφωνα όμως με τον Πλούταρχο και άλλους μη σωζόμενους ιστορικούς δεν υπήρχε γιατρός εκεί κοντά και ο Αλέξανδρος διέταξε τον Περδίκκα να σκίσει την πληγή με το ξίφος του και να βγάλει το βέλος. Ωστόσο γνωρίζουμε ότι η στρατιά του Αλεξάνδρου διέθετε όχι μόνο γιατρούς, αλλά ολόκληρη υγειονομική υπηρεσία. Δεν πρέπει να παρασυρθούμε από την ταχεία προέλαση του εταιρικού ιππικού και να συμπεράνουμε ότι επρόκειτο για μία καταδρομική επιχείρηση, στην οποία ασφαλώς δεν έχουν θέση οι γιατροί. Κατά την προέλαση εναντίον των Μαλλών, τα τμήματα της στρατιάς παραδίδεται ότι ενεπλάκησαν κατά σειρά, όπως ακριβώς είναι αναμενόμενο από τη σχετική ταχύτητα κίνησής τους: ιππείς – ψιλοί – οπλίτες – μηχανές.
Οι μηχανές μεταφέρονταν αποσυναρμολογημένες με σκευοφόρα και εφόσον ούτως ή άλλως υπήρχαν σκευοφόρα και μάλιστα με πολύ βαρύ φορτίο, ήταν απόλυτα λογικό να προστεθούν μερικά ακόμη για τους γιατρούς και το φαρμακευτικό υλικό. Επιπλέον, αν δεν υπήρχαν γιατροί και σκευοφόρα του Υγειονομικού Σώματος, θα ήταν αδύνατη η περίθαλψη και διακομιδή των τραυματιών, που είναι εκ των ων ουκ άνευ σε τακτικές επιχειρήσεις τακτικών στρατιωτικών τμημάτων. Τέλος, το σοβαρότατο τραύμα του Αλεξάνδρου, οι ευθύνες και οι συνέπειες από τυχόν μοιραία κατάληξη, δεν επέτρεπαν την αντιμετώπιση της κατάστασης επί τόπου, αλλά επέβαλλαν τη μεταφορά του στο στρατόπεδο, το οποίο άλλωστε ήταν μπροστά από τα τείχη. Το μόνο λογικό λοιπόν είναι να δεχθούμε ότι η εγχείρηση και η αντιμετώπιση της αιμορραγίας έγιναν από γιατρό και όχι από στρατιωτικό.
Ο βαρύς τραυματισμός του Αλεξάνδρου κατά την άλωση της ειρωνικά ανώνυμης πόλης των Μαλλών μετετράπη σε φήμη ότι σκοτώθηκε και – όπως συμβαίνει πάντοτε σε τέτοιες περιπτώσεις – μεταδόθηκε αστραπιαία σε όλη την στρατιά, μέχρι το κεντρικό στρατόπεδο στη συμβολή του Υδραώτη με τον Ακεσίνη, αλλά και στα μετόπισθεν. Τρόμος κατέλαβε τους Μακεδόνες και πολλά ερωτηματικά τους βασάνιζαν. Ποιός από τους πολλούς καταξιωμένους στρατηγούς θα τον αντικαθιστούσε; Πόσο ομαλή θα ήταν η διαδοχή; Τι θα γινόταν με τους υποταγμένους λαούς, που ευκαιρία περίμεναν να επαναστατήσουν; Τι θα γινόταν με τους βαρβάρους της στρατιάς, κάποιοι από τους οποίους ήταν ήδη ύποπτοι λιποταξίας; Η στρατιά βρισκόταν στην πιο άγνωστη περιοχή της Ασίας, οι λαοί εκεί ήταν οι πιο γενναίοι και πιο αξιόμαχοι και η απόσταση, που μεσολαβούσε ως τις ασφαλείς περιοχές, ήταν τεράστια. Ο θάνατος του Αλεξάνδρου εκείνη τη στιγμή ταυτιζόταν με τον δικό τους αφανισμό.
Όπως ήταν επόμενο, την βεβαιότητα για τον θάνατο του Αλεξάνδρου, που είχε δημιουργήσει η φημολογία της εβδομάδας από την ημέρα του τραυματισμού, δεν μπορούσε να την διαλύσει ούτε η ανακοίνωση ότι ζει, ούτε η επιστολή του ότι επέστρεφε στο κεντρικό στρατόπεδο. Οι περισσότεροι πίστευαν ότι την είχαν πλαστογραφήσει οι σωματοφύλακες και οι στρατηγοί, για να ηρεμήσουν τα πνεύματα. Όταν το πλοίο, που τον μετέφερε, πλησίασε στο στρατόπεδο, ο Αλέξανδρος διέταξε να αφαιρέσουν τη σκηνή από την πρύμνη, ώστε να τον δει όλο το στρατόπεδο πάνω στο φορείο. Όμως η απελπισία, που είχε καταλάβει τους Μακεδόνες ήταν τέτοια, ώστε πίστεψαν ότι τον έβλεπαν νεκρό. Κάποια στιγμή εκείνος σήκωσε το χέρι του και χαιρέτισε τη στρατιά, που επιτέλους πείστηκε ότι ήταν ζωντανός. Τότε όλοι αναβόησαν ανακουφισμένοι και κάποιοι έκλαιγαν από τη χαρά τους. Επειδή η ψυχολογία της στρατιάς είχε κλονιστεί σοβαρά, όταν το πλοίο σταμάτησε στην όχθη, ο Αλέξανδρος δεν δέχθηκε να ανεβεί σε φορείο, αλλά πήγε έφιππος ως τη σκηνή του, όπου αφίππευσε και περπάτησε, για να πεισθούν όλοι ότι δεν είχε πάθει κάποια ανεπανόρθωτη βλάβη. Από το πλοίο ως τη σκηνή του η στρατιά τον επευφημούσε, τον χειροκροτούσε και τον έραινε με ταινίες και λουλούδια. Υπήρξαν όμως και οι δύσπιστοι, που χρειάστηκε να τον αγγίξουν ή να τον δουν από πολύ κοντά, για να πεισθούν τελείως. Κάποιοι απ’ τους εταίρους βρήκαν την ευκαιρία και του καταλόγισαν ότι διακινδυνεύει στη μάχη όχι ως στρατηγός αλλά ως στρατιώτης. Είχαν απόλυτο δίκιο κι ο ίδιος ασφαλώς το γνώριζε, αλλά η παρορμητική του φύση αυτό ακριβώς υπαγόρευε.
Η αντίδραση των Μακεδόνων στον τραυματισμό του Αλεξάνδρου δείχνει τη βαθιά εκτίμησή τους προς το πρόσωπό του. Μία εκτίμηση, που δεν είχε κλονισθεί ούτε από τη δολοφονία του Παρμενίωνα, ούτε από το φόνο του Κλείτου, ούτε από τη σύλληψη του Καλλισθένη, ούτε από τις βαρβαρικές συνήθειες που είχε υιοθετήσει, ούτε από την προσκύνηση που απαιτούσε. Όσο κι αν τους εξόργιζε, όσα κι αν του καταμαρτυρούσαν, ο Αλέξανδρος παρέμενε ο βασιλιάς που τους οδήγησε στη δόξα, ο στρατηγός που εμπιστεύονταν να τους οδηγήσει με ασφάλεια έξω από τις επικίνδυνες βαρβαρικές χώρες.
Στο μεταξύ η φήμη ότι ο Αλέξανδρος είχε σκοτωθεί έφτασε πολύ μακρυά. Οι Έλληνες, τους οποίους είχε εποικίσει στη Βακτρία και τη Σογδιανή παρά τη θέλησή τους, δεν μπορούσαν να αντέξουν την ζωή ανάμεσα στους βαρβάρους και θεώρησαν ότι με το θάνατό του, άνοιγε ο δρόμος της επιστροφής τους. Όπως είχε προειδοποιήσει ο Κοίνος, συγκεντρώθηκαν περί τους 3.000, όλοι εμπειροπόλεμοι και αποφασισμένοι να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Ξεκίνησαν μία μακρά, δύσκολη και κοπιαστική πορεία και μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου ο Περδίκκας επρόκειτο να στείλει εναντίον τους τον Πείθωνα.
Πάντως στις χώρες της Ινδίας η φήμη του θανάτου διαψεύστηκε γρήγορα. Όσοι Μαλλοί δεν είχαν υποταχθεί ακόμη, αποκαρδιωμένοι από τις αποτυχίες και τις συμφορές των προηγουμένων και φοβούμενοι το μένος των Μακεδόνων μετά τον τραυματισμό του Αλεξάνδρου, έστειλαν πρέσβεις και παραδόθηκαν. Το ίδιο έκαναν και οι σύμμαχοί τους, οι Οξυδράκες, που έστειλαν μία πολυπληθέστατη πρεσβεία, αποτελούμενη από τους διοικητές των πόλεων, τους νομάρχες και άλλους 150 επιφανείς πολίτες. Αυτοί, θέλοντας να διατηρήσουν στοιχειωδώς τα προσχήματα, του είπαν ότι περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο ήθελαν την ελευθερία τους, αλλά, αφού ο Αλέξανδρος είχε θεϊκή καταγωγή, δέχονταν να του δώσουν ομήρους, να υπαχθούν στη σατραπεία του Φιλίππου και να πληρώνουν τους φόρους, που θα τους όριζε.
————————
Ο προηγούμενος τραυματισμός ήταν ο σοβαρότερος που υπέστη ο Μέγας Αλέξανδρος, πλην όμως υπήρξαν και άλλοι οι οποίοι ήσαν λιγότερο σοβαροί και προκλήθηκαν στο πεδίο της μάχης…..αγαπημένη τοποθεσία του στρατηλάτη:
– 335 π.Χ. Χτύπημα στο κεφάλι από πέτρα, ενώ μαχόταν κατά των Ιλλυριών.
– 335 π.Χ. Χτύπημα στο λαιμό από σιδερένιο ρόπαλο, ενώ πολεμούσε τους Ιλλυριούς.
– 334 π.Χ. τραύμα στο κεφάλι από ξίφος στην μάχη του Γρανικού
– 333 π.Χ. τραύμα στο μηρό από σπαθί» στην μάχη της Ισσού.
– 332 π.Χ. τραύμα στον αστράγαλο από βέλος» κατά την πολιορκία της Γάζας.
– ……………Εξάρθρωση ώμου κατόπιν πτώσης από το άλογό του.
– 329 π.Χ. τραυματισμός στην κνήμη από βέλος κατά την πολιορκία της Μαρακάνδας (αρχαία ονομασία της Σαμαρκάνδης).
– 327 π.Χ. τραυματισμός από βέλος Ασπασιανού (Ασπασιανή= πόλη στα σύνορα της Ινδίας).
– ……………τραυματισμός στον μηρό.
– 326 π.Χ. τραυματισμός στο στήθος από βέλος που εκτόξευσαν Μαλλοί.
– 325 π.Χ. χτύπημα στο λαιμό, πολεμώντας κατά των Μαλλών.
Ο Μέγας Αλέξανδρος ακολουθώντας το αρχαιοελληνικό πρότυπο διοίκησης πολεμούσε πάντα στην πρώτη γραμμή, διοικώντας δια του παραδείγματος. Οι στρατιώτες του ουδέποτε αισθάνθηκαν μόνοι, αλλά αντιθέτως εμπνέονταν από τον μέγα στρατηλάτη, επιδιώκοντας να φανούν αντάξιοι της εμπιστοσύνης του.
Πονούντων και κινδυνευόντων τα καλά και μεγάλα έργα.……Μέγας Αλέξανδρος
Πηγές
Αρριανός ΣΤ.11.
Πλούταρχος Αλέξανδρος 63.8-12.
Περί της Αλεξάνδρου τύχης, ή αρετής 345.4.
Διόδωρος ΙΖ.98.2-99.6.
Κούρτιος 9.4.27-29.
Ιουστίνος 12.9.5-13.
Πηγή: Χείλων
Η μετάφραση του άρθρου μου για τις διαχρονικές ελληνο-αλβανικές σχέσεις, δημοσιευμένο στο πολύ γνωστό ένθετο "Milosao" στην αλβανική εφημερίδα "Gazeta Shqiptare", την προηγούμενη Κυριακή. Μια απάντηση που προηγήθηκε στην εθνικιστική ρητορική του Αλβανού Πρωθυπουργού.
Μπορείτε να μάθετε και αλήθειες τις οποίες έχουμε όλοι ανάγκη!
«Ορισμοί: Η μακραίωνη ιστορία των σχέσεων ανάμεσα σε Έλληνες και Αλβανούς εμφανίζει ένα πολύσημο και πολυσθενές από τα πιο απλά στη δομή τους, αλλά πολυδιάστατο ως προς το περιεχόμενο της πραγματικότητας στην οποία βρίσκονται. Το ελάχιστο που μπορούμε να πούμε, είναι ότι οι σχέσεις αυτές σε ιστορικό πλαίσιο, δεν έχουν χαρακτήρα αλληλο-εξαίρεσης. Και αν ακόμα δεν ακολουθούν ένα υπόστρωμα ομοιογενοποίησης, όπως στην περίπτωση των Αρβανιτών, έχουν στη βάση τους τη συνεργασία, την κατανόηση, την ανοχή, ως ουσιώδη μορφή της σταθερής πολύ-πολιτισμικότητας, ακόμα και σε περίοδο πολέμου. Πολιτικές διαστρωματώσεις που εξυπηρετούν εθνικές ή εφήμερες ανάγκες και γεωπολιτικά συμφέροντα, προσπαθούν, είτε να εμφανιστούν ως η ουσία, είτε να εξαλείψουν την πραγματικότητα αυτή στις διμερείς σχέσεις, είτε να τις μετατρέψουν μονομερώς σε σχέσεις αντιπαλότητας. Στην πραγματικότητα όμως, ανεξάρτητα από το βάρος που έχουν οι πολιτικές διαστρωματώσεις, η πραγματικότητα στις σχέσεις αυτές παραμένει αναλλοίωτη.
Αντικειμενικότητα ανησυχιών του καθηγητή Μουζαφέρ Κορκούτι
Τελευταία, ο Πρόεδρος της Ακαδημίας Επιστημών της Αλβανίας, καθηγητής Μουζαφέρ Κορκούτι – Muzafer Korkuti, εξέφρασε δημοσίως την ανησυχία του για μια μαζική ανακύκλωση των ρομαντικών ιδεών του 19ου αιώνα σχετικά με την άμεση καταγωγή των Αλβανών από τους Πελασγούς, θέση την οποία επιδιώκουν να την προβάλουν είτε προσβάλλοντας (σ.σ: Με την έννοια πλήττοντας), μέχρι και την άρνηση, τον ελληνικό πολιτισμό, είτε προσπαθώντας ερασιτεχνικά να τον ιδιοποιηθούν. Ο καθηγητής Κορκούτι, αφού επισημαίνει ότι ανάμεσα σε Πελασγούς και εμφάνισης των Ιλλυριών μεσολαβεί τουλάχιστον μία χιλιετηρίδα και ότι θα πρέπει να απλώνουμε τα πόδια μας όσο έχουμε το πάπλωμα, υπογραμμίζει με μεγάλη ανησυχία ότι «δεν μπορεί να προστατευτεί η αρχαιότητα της αλβανικής γλώσσας και του αλβανικού λαού με ερασιτεχνισμό και από εθνικιστικές θέσεις».
Στην πραγματικότητα, είναι η τρίτη φορά που ανακυκλώνονται οι θέσεις αυτές, τη φορά αυτή όμως, με μεγαλύτερη καταχρηστική ένταση.
Η ΄΄ενοχή΄΄ των Αλβανών ρομαντικών στοχαστών του 19ου αιώνα
Εκείνοι που διατύπωσαν αυτή τη θέση, είναι οι στοχαστές του αλβανικού ρομαντισμού του 19ου αιώνα. Η θέση διατυπώθηκε απ΄ αυτούς για να ικανοποιήσουν το βασικό αίτημα της ιδεολογίας της εποχής για την διαμόρφωση του έθνους. Η αναφορά σε μια λαμπρή εθνο-γέννηση για τον αλβανικό λαό, βρέθηκε στην προσπάθεια ιδιοποίησης της δόξας του πολιτισμού της Δωδώνης και της αντίστοιχης ελληνικής μυθολογίας. Η μεταφορά αυτής της αφετηρίας από τους Ιλλυριούς στους Πελασγούς, έγινε διότι η μυθολογική ομίχλη σχετικά με τους Πελασγούς διασφάλιζε την απαιτούμενη λάμψη για μια φωτεινή εθνο-γέννηση.
Πρώτον, η εφεύρεση αυτή χαρακτηρίστηκε ως ομαλή, εφόσον οι αρχές της αλβανικής εθνικής ιδεολογίας, ήταν μια υιοθέτηση των αρχών της νέας ελληνικής εθνικής ιδεολογίας. Δεύτερον, εκείνη την εποχή, όπως παρατηρεί η Γαλλίδα βαλκανολόγος N. Clayer, η αλβανοσύνη καλλιεργούνταν μέσα από τον ελληνισμό. Τρίτον, οι Αλβανοί κάτω από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ζούσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, σε χώρους με την πιο πλούσια και πιο δραστήρια κληρονομιά του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, όπως ήταν ο πολιτισμός της Δωδώνης. Τέταρτον, οι περισσότεροι από τους ιδεολόγους της Αλβανικής Εθνικής Αναγέννησης φοίτησαν στα Ιωάννινα, είχαν ελληνική και όχι μόνο κουλτούρα.
Από την άλλη, η ιδιοποίηση αυτή δεν προκάλεσε την έχθρα της ελληνικής πλευράς, διότι αυτή είναι η οικουμενική αποστολή του ελληνικού πολιτισμού, να δείξει την υπεροχή του επιδεικνύοντας αδιαφορία για τους φορείς αυτής της ιδιοποίησης, οποίοι και αν είναι αυτοί. Αντίθετα, η αναμέτρηση με το μεγαλείο των αξιών αυτού του πολιτισμού, με σκοπό την ιδιοποίησή τους, προκάλεσε και έφερε στο φως το γνωστό κόμπλεξ της κατωτερότητας, το οποίο, τόσο για τη δημιουργία της απατηλής εγωκεντρικής πεποίθησης του πραγματικού δημιουργού και φορέα, όσο και για τον αφανισμό, στην αντίθετη περίπτωση, των αξιών αυτού του πολιτισμού, απαιτεί μεγάλη ενέργεια, και επιπλέον, καλλιεργεί έχθρα σε βάρος των αληθινών δημιουργών και κληρονόμων.
Η δεύτερη ανακύκλωση παρατηρήθηκε την περίοδο του κομμουνιστικού καθεστώτος. Με προσωπική πρωτοβουλία του δικτάτορα Χότζα, αφιερώθηκε προσοχή στο χειρισμό τέτοιων θεμάτων ως προς την επιστημονική τους πλευρά, αλλά ταυτόχρονα, πάλι με την δική του φροντίδα, τα θέματα αυτά, αποτελούσαν στην πράξη καθώς και στην λαϊκίστικη ιδεολογία που προσφέρονταν προς κατανάλωση, τις πιο δραστήριες θέσεις στην υπηρεσία της σύσφιγξης της εσωτερικής εθνικο-εθνικιστικής ενότητας, χρησιμοποιώντας ως τακτική την αντιπαράθεση με τους γείτονες και γαλουχώντας τους ανθρώπους με τις θεωρίες περί αρχαίας και υπερήφανης παράδοσης, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι γινόταν σύγχυση με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.
Στην ανησυχητική διαπίστωση του καθηγητή κ. Κορκούτι, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε άλλη μία πτυχή, και αυτή από τον 19ο αιώνα. Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, καλλιεργήθηκε στη Γερμανία η θεωρία των πολιτιστικών ινδο-γερμανικών κύκλων. Σκοπός ήταν να βρεθεί αποδεικτικό τεκμήριο της ανωτερότητας της γερμανικής φυλής, με άμεση προέλευση από την Αριανή φυλή και να διεκδικηθούν με τον τρόπο αυτό εδάφη, που βρίσκονταν εντός αυτών των κύκλων. Η θεωρία αυτή, η οποία μετά από έναν περίπου αιώνα, αποτέλεσε τη βάση της ναζιστικής ιδεολογίας, επεδίωκε να αρνηθεί την ελληνική ταυτότητα σε όσους κληρονόμησαν τον αρχαίο κόσμο, να αρνηθεί το δικαίωμα στους σύγχρονους Έλληνες να είναι απόγονοι και άμεσοι κληρονόμοι αυτού του πολιτισμού. Πρωτοστάτης αυτής της θεωρίας, την οποία απέρριψαν οι ίδιοι οι Γερμανοί φιλόσοφοι και άνθρωποι των γραμμάτων, ήταν ο ιστορικός Fallmerayer.
Τις ίδιες θέσεις χρησιμοποιούν σήμερα εκείνοι, τους οποίους ο καθηγητής κ. Κορκούτι αποκαλεί ερασιτέχνες, αλλά που αποδεικνύονται ωφέλιμοι στην καλλιέργεια ανθελληνικού κλίματος, κλίμα, το οποίο τώρα τελευταία, συμφέρει και στην αλβανική πολιτική. Οι θέσεις αυτές επιδιώκουν να ακυρώσουν την αρχαιότητα του ελληνικού έθνους, επιδιώκουν να αποκόψουν τη συνέχεια των σημερινών Ελλήνων και τη σχέση τους με την κληρονομιά του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, επιδιώκουν να προβάλουν τους Αλβανούς ως δημιουργούς και άμεσους κληρονόμους του πολιτισμού αυτού.
Ο Τσαμπέϊ και η κωδικοποίηση των σχέσεων ανάμεσα σε Αλβανούς και Έλληνες
Τον πρώτο πραγματικό προσδιορισμό των σχέσεων ανάμεσα σε Έλληνες και Αλβανούς, πιστεύω ότι μας τον έδωσε ο καθηγητής Εκρέμ Τσαμπέϊ (σ.σ: Γλωσσολόγος). Στην διαρκή γεωγραφική επαφή ανάμεσά τους, ο Τσαμπέϊ υποστηρίζει ότι ο Ελληνισμός διείσδυσε στην Αλβανία, πρώτα απ΄ όλα στον τομέα του πολιτισμού, ενώ από φυλετικής άποψης, συνεχίζει, πιο ισχυροί χορηγοί ήταν οι Αλβανοί. Ο Τσαμπέϊ κωδικοποιεί για τους Αλβανούς, άλλες δύο ιδιότητες, αντίθετες η μία προς την άλλη, τις οποίες έχουν επισημάνει και άλλοι, κυρίως αλλοδαποί μελετητές. Τον συντηρητικό χαρακτήρα ως συνέπεια της αυτό-απομόνωσης και μόνιμης εγκατάστασης σε ένα μέρος, και τον φυγόκεντρο χαρακτήρα τους.
Ελληνισμός
Ο πολιτιστικός ΄΄χορηγός ή δωρητής΄΄ προς τους Αλβανούς, ο Ελληνισμός, δεν άλλαξε για καμία στιγμή τον χαρακτήρα του ως εκπολιτιστικού ΄΄κατακτητή΄΄, που επί το πλείστον, απορρέει από την πολιτιστική πραγματικότητα της Δωδώνης. Αποτελεί μια συνέχεια της αυτοκρατορίας του Μέγα Αλέξανδρου, της τύχης της Ρώμης που επαναλήφθηκε σε πολιτιστική και πολιτική μορφή στο Βυζάντιο. Είναι γνωστό επίσης, ότι λίγο πριν ξεσπάσει η Ελληνική Επανάσταση, μία από τις τρεις εκδοχές επικράτησης επί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήταν η πολιτιστική της υποταγή (για να κληρονομηθεί ολόκληρη). Ως τέτοιος, ο Ελληνισμός, με τις εκπολιτιστικές του ιδιότητες, δεν γνωρίζει σύνορα, δεν τον χρειάζονται γεωγραφικοί χώροι για να αναπτύξει τη δράση του, δεν υποτάσσεται σε κρατικές πολιτικές και στην υπεροχή που έχει η αποστολή του, στέκει αδιάφορος έναντι κάθε αντίδρασης, επιρροής είτε άλλης τοποθέτησης. Απ΄ αυτή την οπτική γωνία, κάθε φορά που το κράτος και η πολιτική θέλησαν να τον πειθαρχήσουν στα δικά τους μέτρα, απέτυχαν, ενώ ο ελληνισμός υπέστη ζημιές στον οικουμενικό του χαρακτήρα. Σ΄ αυτό το πλαίσιο, ο Αρβανίτης Ιωάννης Κωλέτης, ένας από τους πολιτικούς του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, προσπάθησε να εμβολιάσει στην Μεγάλη του Ιδέα (που τόσο αναθεματίζουν στην Αλβανία), τον οικουμενικό ελληνισμό με τον κρατικό ελληνισμό, αλλά δεν το κατόρθωσε. Σήμερα, όταν ο ελληνικός κρατικός ελληνισμός διέρχεται κρίση, η πολιτική, σε γεωπολιτικό πλαίσιο, επιδιώκει να φιμώσει το ελληνικό κράτος για δύο βασικά στοιχεία του Οικουμενικού Ελληνισμού - για τον μνημειακό τάφο της Αμφίπολης και για τη Δωδώνη. Το πρώτο έχει σχέση με την ταυτότητα του τάφου του Μέγα Αλέξανδρου, η αποκάλυψη του οποίου θα οδηγούσε σε κατάρρευση όλες τις επενδύσεις που έχουν γίνει για να στήσουν στα πόδια του, πάνω σε έναν ψευδή μύθο, το κράτος της ΠΓΔΜ. Το δεύτερο έχει σχέση με τη Δωδώνη. Εάν ανοίξει αυτό το κεφάλαιο, είναι βέβαιο ότι θα ανατραπούν οι μέχρι τώρα θεωρίες για τη Θεογονία, την Κοσμογονία, τον ινδο-ευρωπαϊσμό κ.α. (Εδώ δεν γίνεται καθόλου λόγος για τις αλβανικές διεκδικήσεις).
Υποχώρηση του ελληνισμού, απέναντι στην αλβανική φυγόκεντρη δύναμη και η ιδέα των αδελφών λαών.
Τα χαρακτηριστικά των Αλβανών, σύμφωνα με τον Τσαμπέϊ, εμφανίζονταν και αναπτύσσονταν κυρίως κάτω από την επίδρασή αυτή του ελληνισμού, ο οποίος από τη δική του πλευρά, δεχόταν επιρροή κάτω από το φυγόκεντρο βάρος των Αλβανών (γνωστοί μέχρι τον 18ο αιώνα ως Άρμπερ). Εντός του οικουμενικού του χαρακτήρα, ο ελληνισμός εγκατέλειπε χώρο και εδάφη.
Έτσι για παράδειγμα, η γραμμή Jireeek, στη μελέτη που έγινε για λογαριασμό του πανεπιστημίου της Βιέννης στα τέλη του 19ου αιώνα, τοποθετεί τα βόρεια σύνορα της ελληνικής επιρροής στη σημερινή αλβανική επικράτεια μέχρι τον 4ο αιώνα, κάπου κατά μήκους του άξονα που συνδέει τη Λέζα με την Ντίμπρα. Πρόκειται για έναν χώρο όπου ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, μέσω του Βουθρωτού, της Φοινίκης, της Απολλωνίας, της Δρυϊνουπόλεως, του Δυρραχίου, της Αμάντιας, του Ορίκου, της Μέλανης κ.α. αναπτύσσονταν ομοιογενώς όπως και στις άλλες περιοχές της Ελλάδος.
Ο Suflai, τον οποίο πλήρωνε ο βασιλιάς Ζώγκου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τον 14ο αιώνα, το βόρειο σύνορο της ελληνικής επιρροής εκπροσωπούσε ο Σκουμπίν (Γενούσσος) ποταμός. Ο Τσαμπέϊ μας λέει επίσης ότι στην γκέγκιγκη διάλεκτο της αλβανικής (σ.σ: Ομιλείται στη Βόρεια Αλβανία), υπάρχουν δανεισμοί από την αρχαία ελληνική.
Οι σχέσεις αυτές ήταν τόσο χειροπιαστές, που το 1907, ο Ισμαήλ Κεμάλ (σ.σ: Ο οποίος το 1912 διακήρυξε την ανεξαρτησία της Αλβανίας), παρουσία του Έλληνα Π/Θ Θεοτόκη, υπέγραψε δήλωσε γραμμένη από τον ίδιο στην ελληνική, όπου τόνιζε ότι τα νότια σύνορα ενδεχόμενου αλβανικού κράτους θα ξεκινούσαν σε κάποιο σημείο δυτικά της πόλης Μοναστήρι και θα κατέληγαν στα Ακροκεραύνια όρη, βόρεια της Χειμάρρας.
Από την άλλη, ήταν εμφανές το αντίθετο φαινόμενο, η μετατροπή σε Έλληνες όλων των Άρμπερ που διείσδυαν σε χώρους γύρω από ισχυρούς πόλους του ελληνισμού. Πρόκειται για τους Αρβανίτες που κατέβηκαν στην Ελλάδα, ιδίως κατά τις σταυροφορίες καθώς και με τη βοήθεια των Ελλήνων Δεσποτών της μεταγενέστερης εποχής του Βυζαντίου. Για να κατανοήσουμε την ευρεία έκταση εξελληνισμού των Αρβανιτών εκείνης ή και της μετέπειτα περιόδου, θα αναφέρουμε ένα γνωστό παράδειγμα από την Ελληνική Επανάσταση. Στην πολιορκία της Ακρόπολης, όπου στο πλευρό των δυνάμεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πολέμησαν και επτά χιλ. Αλβανοί, οι πολιορκητές κατέστρεφαν τα γλυπτά της Ακρόπολης για να αφαιρέσουν το μολύβι και να φτιάξουν βόλια εναντίον των υπερασπιστών της. Οι Έλληνες πολιορκημένοι, όπου ανάμεσά τους διακρίνονταν οι Αρβανίτες, έκαναν στους πολιορκητές το ακόλουθο αίτημα και προσφορά: ΄΄ Μην καταστρέφετε τα αγάλματα. Σαν δίνουμε εμείς μολύβι για τα όπλα σας να τα χρησιμοποιήσετε εναντίον μας! ΄΄
Αυτή η διαχρονική και αιώνια πραγματικότητα, εκφραζόμενη σε σημερινούς πολιτισμικούς όρους, χαρακτηρίζεται από ειρηνικές εξελίξεις, μέχρι του σημείου, που δικαιολογημένα θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για αδελφούς λαούς.
Νέες πραγματικότητες από την ακραία άνοδο της φυγόκεντρης αλβανικής ισχύος
Ο χαρακτήρας αυτών των σχέσεων δεν θα αλλάξει ούτε την περίοδο που ακολούθησε, η οποία χαρακτηρίζεται από την ακραία φυγή των Αλβανών προς τα εδάφη του ελληνισμού, συνοδευόμενη με αιτήματα για πολιτικό ρόλο και μονομερή ηγεμονία, με την υποστήριξη όμως των στρατιωτικών δυνάμεων της εποχής.
Η περίοδος αυτή ξεκινά όταν οι φυλές των Σπάταϊ, των Λιόσαϊ, των Ζενεμπίσαϊ και άλλων (στις φλέβες των οποίων έρρεε και ελληνικό αίμα, λόγω των προηγούμενων μικτών γάμων), υπό τη σημαία του Στεφάν Ντουσάν, διείσδυσαν στρατιωτικά στην Ήπειρο και τη Βόρεια Ελλάδα.
Αυτή ήταν η νέα αρχή, διότι, σύμφωνα με τον Τσαμπέϊ, «οι Οθωμανοί έφεραν στο απόγειο και ολοκλήρωσαν την μεταναστευτική ορμή των Αλβανών, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στον διασκορπισμό τους, όχι όμως σε απόλυτο βαθμό». Στην περίοδο που ακολούθησε, η ιστορία και η δημογραφία της Ηπείρου θα μετατρεπόταν σε μόνιμο αντικείμενο των διεισδύσεων και του εποικισμού των Αλβανών, όπως γράφει ο J.C. Hobhouse. Ενώ ο Eduard Evert, ο πρώτος Αμερικανός που επισκέφθηκε την Αυλή του Αλή Πασά το 1819, θα έγραφε ότι το πρόσωπο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Θεσσαλία και την Ήπειρου, θα μπορούσε να το δει κανείς στους Αλβανούς. Ο Αλή πασάς με τους γιους του διατηρούσε στις περιοχές αυτές 40 χιλ. Αλβανούς στρατιώτες, από τις βόρειες κυρίως περιοχές της Αλβανίας. Η ίδια η Οθωμανική Αυτοκρατορία έκανε επίμονες προσπάθειες ώστε μέσω των Αλβανών και των πληθυσμών που έφερε από την Ανατολία, όχι απλώς να αλλάξει τους δημογραφικούς συσχετισμούς, αλλά κατά πρώτο λόγο να κατέστρεφε, και εκεί όπου δεν μπορούσε, να ιδιοποιηθεί τις αξίες του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, όπως είναι ο διαχρονικός πολιτισμός της Δωδώνης.
Στο μεταξύ ο Τσαμπέϊ υποστηρίζει, όπως και ολόκληρη η αλβανική ιστοριογραφία, ότι οι Οθωμανοί ήταν η ασπίδα των Αλβανών εναντίον των βλέψεων των Ελλήνων και Σέρβων Ορθοδόξων. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για λανθασμένη ερμηνεία που γίνεται στην ιστορία, και γίνεται για να καλυφθεί η αλήθεια, η οποία λέει ότι οι Αλβανοί τέθηκαν υπό την υπηρεσία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ότι ενσωματώθηκαν σε μεγάλο βαθμό σ΄ αυτήν και ότι υπήρξε ταύτιση κοινών συμφερόντων τους στη Βαλκανική. Οθωμανική Αυτοκρατορία στα Βαλκάνια, παραδέχεται ο συγγραφέας Ισμάηλ Κανταρέ, ήταν οι Αλβανοί και οι Βόσνιοι. Το ίδιο αποδέχονται οι Εκρέμ Τσαμπέϊ, Εκρέμ μπεης Βλόρα, η Nathalie Clayer, σημερινοί ιστορικοί και Τούρκοι επίσημοι εκείνης της εποχής.
Ταύτιση συμφερόντων με την Υψηλή Πύλη και το κόμπλεξ της ενοχής
Σ΄ αυτό το πλαίσιο, η αλβανική γλώσσα έγινε η γλώσσα της πρακτικής ασκήσεως της στρατιωτικής, της οικονομικής και της διοικητικής εξουσίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα κατεχόμενα απ΄ αυτή την Αυτοκρατορία ελληνικά εδάφη. (Τόσο έντονη ήταν αυτή η εξουσία, που πολλοί χριστιανοί, στις συνθήκες που η έννοια ΄΄έθνος΄΄ ήταν ασήμαντη σε σύγκριση με τη θρησκεία και στις συνθήκες ενός πολύ-πολιτισμικού περιβάλλοντος, αποδέχθηκαν να υιοθετήσουν την αλβανική γλώσσα για να σώσουν την πίστη τους). ΄΄Οι αλβανόφωνοι κάτοικοι στην Ήπειρο ήταν παλαιότερα ελληνόφωνες και υιοθέτησαν την ομιλούμενη αλβανική μόνο όταν, κάτω από τις πιέσεις που ασκούσε η Τουρκία, άλλαξαν την πίστη τους΄΄, γράφει ο Hammond. Η αλλαγή της θρησκείας και η αντιπαράθεση με τους ομογενείς στο όνομα της Αυτοκρατορίας, αλλά για προσωπικά συμφέροντα, προκάλεσαν το γνωστό κόμπλεξ της ενοχής, το οποίο, με το δικό του τρόπο τροφοδοτούσε το κόμπλεξ της κατωτερότητας, φαινόμενα τα οποία με τόσο ρεαλιστικό τρόπο τα περιγράφει ο Κανταρέ σε ορισμένα από τα τελευταία έργα του, όπως «Η διαφωνία» και «Η ταπείνωση στα Βαλκάνια».
Η ευρύτερη ενοποίηση των συμφερόντων των Αλβανών με τα συμφέροντα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, φάνηκε ιδιαίτερα την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Σημαντικό βάρος των στρατιωτικών επιχειρήσεων εναντίον της Ελληνικής Επανάστασης, αντιμετώπισαν δυνάμεις αποτελούμενες από Αλβανούς, οι οποίοι συχνά πολεμούσαν εναντίον των αδελφών τους του ίδιου αίματος, που είχαν ταχθεί στο πλευρό του ελληνικού λαού. Εδώ δεν πρόκειται μόνο για τους Αρβανίτες, οι οποίοι ήταν το μαχητικό συστατικό της ελληνικής εθνικής συνείδησης, αλλά για πολλούς άλλους Αλβανούς, χριστιανούς ή και μουσουλμάνους, οι οποίοι την ελευθερία που έφερνε η Ελληνική Επανάσταση, τη θεωρούσαν και δική τους ελευθερία.
Χειροπιαστή ιστορική απόδειξη των όσων αναφέραμε, αποτελεί το γεγονός ότι Αλβανοί, όπως ο Αμπενίν πασάς Ντίνο, ήταν εκπρόσωποι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις διαπραγματεύσεις της Πρέβεζας το 1879 για την οριοθέτηση των συνόρων του νέου ελληνικού κράτους στην Ήπειρο, με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Πιο πολύ αυτό εμφανίστηκε όταν πλησίασε το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα ευρωπαϊκά εδάφη. Τα πλεονεκτήματα της στα εδάφη αυτά, στην Ελλάδα συγκεκριμένα, η Αυτοκρατορία προσπάθησε να τα διατηρήσει, παρουσιάζοντάς τα ως συμφέροντα των Αλβανών, και αυτό τη στιγμή που τους Αλβανούς, με το εθνικό τους όνομα, η Αυτοκρατορία τους αναφέρει σε επίσημα ντοκουμέντα για πρώτη φορά μόνο το 1888.
Η πραγματικότητα αυτή, έτσι όπως διαμορφώθηκε, έφερε για τους Αλβανούς, την αλλαγή κατεύθυνσης της αντιπαράθεσής τους με τρίτους, για έναν καλύτερο εθνικό αυτό-προσδιορισμό για τον εαυτό τους. Την αντιπαράθεση με τους τρίτους, με ΄΄εκείνους΄΄, δηλαδή με τους Οθωμανούς κατακτητές, την οποία είχαν επιλέξει όλοι οι υπόλοιποι λαοί των Βαλκανίων, οι Αλβανοί την αντικατέστησαν με την αντιπαράθεση με τους γείτονες, στην προκειμένη περίπτωση, με τους Έλληνες. Από τότε και μέχρι σήμερα, η φόρμουλα αυτή η οποία εκφράζεται ως ανθελληνισμός, χρησιμοποιείται σε κάθε περίπτωση όταν η αλβανική πολιτική στο εσωτερικό της χώρας, επιδιώκει να ενισχύει την εθνική ενότητα, να ξεπεράσει κάποια εσωτερική κρίση ή να κερδίσει κάποιες εκλογές.
Μόνη σταθερά, η ειρήνη, η συνεργασία, η κατανόηση….
Μολαταύτα, η πραγματικότητα αυτή ποτέ δεν αποδυνάμωσε τις πολύ στενές σχέσεις ανάμεσα σε Αλβανούς και Έλληνες. Η μοναδική σταθερά που προσδιόριζε την ειρήνη, την συναδέλφωση, τη συνεργασία, ήταν η φυσιολογική ανάγκη (καλλιεργημένη ανά τους αιώνες) να στηρίξουν την πολιτιστική ακεραιότητα, την πρόοδο και την ευημερία, στον ελληνισμό ως οικουμενική αξία.
Ακραία περίπτωση θα λέγαμε, αποτελούσε ο Αλή πασάς των Ιωαννίνων. Όλος ο στρατός του αποτελούνταν από Αλβανούς, όλη η δημόσια διοίκηση όμως αποτελούνταν από Έλληνες. Ο ίδιος γνώριζε την αλβανική και την ελληνική, όχι όμως την τουρκική, και υιοθέτησε ως επίσημη γλώσσα την ελληνική. Ανεξάρτητα από τις συνεχείς αιματοχυσίες σε βάρος των Ελλήνων, στήριξε την πολιτιστική, εκπαιδευτική, θρησκευτική ανάπτυξη των Ελλήνων, διότι ήταν πεπεισμένος ότι μόνο με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε να διασφαλίσει την εξουσία και την κυριαρχία του.
Επίσης εάν θα παρατηρήσουμε, οι ιδεολόγοι και η ιδεολογία της αλβανοσύνης, σύμφωνα με την Nathalie Clayer, ξεκίνησαν από την ελληνική πραγματικότητα, από ανθρώπους που θεωρούσαν την Ελλάδα μητέρα τους, είτε τουλάχιστον από ανθρώπους που δεν μπορούσαν να διανοηθούν την πολιτιστική τους ανάπτυξη έξω από το ελληνικό πλαίσιο. Και απ΄ αυτούς δεν μπορούμε να εξαιρέσουμε τους Θύμη Μίτκο, Ναούμ Βεκίλχαρτζι, Γιάννη Βρέτο, Κωνσταντίνο Χριστοφορίδη, την Ουρανία Ρούμπο, χωρίς να παραλείψουμε ασφαλώς τους Αργυροκαστρίτη και Μέξι. Η πρώτη ε/φ για το αλβανικό ζήτημα κυκλοφόρησε στην ελληνική γλώσσα στη Λαμία το 1860. Στην ελληνική έγραψε ο Ναϊμ Φράσερι το 1866 ο ποίημα «Ο αληθινός πόθος των Σκιπετάρηδων», το οποίο θα αποτελέσει, όχι μόνο το πολιτικό μανιφέστο για την αλβανική εθνική αναγέννηση αλλά και όλη την αλβανική εθνική ιδεολογία μέχρι τις μέρες μας. Σύμφωνα με την Nathalie Clayer, «μετά τον πόλεμο της Κριμαίας, ήταν η ώθηση που έδωσε ο Ελληνισμός και εντός της Ελλάδος και εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εκείνη που θα ενδυνάμωνε το ρεύμα στήριξης προς την αλβανική ταυτότητα, τόσο μέσω της ένωσης, όσο και μέσω της αντίδρασης».
Ελληνο-αλβανική Συνομοσπονδία, αιώνια προσπάθεια που την εμπόδισαν οι Μεγάλες Δυνάμεις
Από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, η οποία σήμανε την αρχή του τέλους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Έλληνες και Αλβανοί σκέφθηκαν να ιδρύσουν κοινή ομοσπονδία, ανεξάρτητη από την Τουρκία. Πρωτεργάτης αυτής της ιδέας ήταν ένας από τους ηγέτες της Ελληνικής Επανάστασης, ο Κολοκοτρώνης, ο οποίος πρότεινε και τα σύμβολα στη σημαία, τα οποία θα ήταν σταυρός από τη μία πλευρά και ημισέληνος από την άλλη! Το 1829, περίπου 56 μπέηδες από τη Λαμπουριά επικεφαλής στρατού 4 χιλ. ανδρών, ζήτησαν από τον Καποδίστρια να πολεμήσουν κάτω από την ελληνική σημαία, για ένωση με την Ελλάδα!
Αποκορύφωμα της ιδέας αυτής αποτελεί η περίπτωση των Ζενέλ Γκιολέκα και Ράπο Χεκάλι . Το 1847 ο Γκιολέκα, εξ ονόματος των εκπροσώπων των περιοχών κάτω του Γενούσου ποταμού, έστειλε επιστολή στο βασιλιά Όθωνα και την ελληνική κυβέρνηση, με την οποία ζητούσε να τους αναγνωριστεί η ελληνική ταυτότητα.
Για την επίτευξη του ίδιου στόχου, το 1887 η κυβέρνηση των Αθηνών ήρθε σε άμεσες συνομιλίες με τους Αλβανούς στην Ήπειρο, που εκπροσωπούνταν από τον Αμπντύλ Φράσερι.
Προσπάθειες για την υλοποίηση αυτής της ιδέας έγιναν και δύο χρόνια μετά τον ελληνο-τουρκικό πόλεμο του 1897, στον οποίο οι Αλβανοί έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη νίκη της Τουρκίας επί της Ελλάδος. Επικεφαλής του κινήματος αυτού ήταν μεγάλα ονόματα, όπως οι Κονίτσα, Φαν Νόλι, Ισμαήλ Κεμάλι κ.α.
*Άρθρο του πρώην βουλευτή της ΟΜΟΝΟΙΑΣ και νυν καθηγητή της Νεοελληνικής στο Πανεπιστήμιο Αργυροκάστρου, Παναγιώτη Μπάρκα, το οποίο δημοσιεύτηκε στο ένθετο MILOSAO της κυριακάτικης εφημερίδας Γκαζέττα Σκιπτάρε.
Πηγή: balkanweb, Πελασγός Κορυτσάς
Α’ Γαλατική εκστρατεία
Με τον Πύρρο στην Ιταλία και τον ραδιούργο Πτολεμαίο Κεραυνό στον Μακεδονικό θρόνο, η Ελλάδα φάνταζε εύκολος στόχος για τους αιμοδιψείς Κέλτες [τότε βρίσκονταν στη Βόρειο Βαλκανική, περίπου στα εδάφη της σημερινής Κροατίας]. Οι Γαλάτες είχαν χωριστεί σε τρεις ομάδες: ο Κερέθριος ήταν ο ηγέτης ενάντια στους Θράκες, οι εισβολείς στην Παιονία είχαν ως καθοδηγητές τον Βρέννο και τον Ακιχώριο, ενώ ο Βέλγιος (ή Βόλγιος) επιτέθηκε στους Μακεδόνες και στους Ιλλυριούς και αντιμετώπισε τον Πτολεμαίο Κεραυνό. Ο Μονούνιος των Δαρδάνων, μαθαίνοντας ότι οι Κέλτες πλησίαζαν, έστειλε πρεσβευτές στον Πτολεμαίο Κεραυνό, προσφέροντάς του συνθηκολόγηση και υποστήριξη ενάντια στον εχθρό με 20.000 άνδρες. Ο Κεραυνός αρνήθηκε λέγοντας: «Η Μακεδονία θα ήταν χαμένη αν ο λαός που υπέταξε ολόκληρη την Ανατολή χρειαζόταν υποστήριξη από τους Δαρδάνους για να προστατεύσει τον τόπο του…».
Οι Κέλτες του Βελγίου είχαν ήδη κατακλύσει την Ιλλυρία και πλησίαζαν στα δάση κοντά στα δυτικά σύνορα της Μακεδονίας. Προσέφεραν στον Πτολεμαίο διατήρηση της βασιλείας του έναντι βαριάς φορολογίας. Εκείνος τους περιγέλασε αποκρινόμενος:
«…αυτή η πρότασή σας καταδεικνύει τον τρόμο που έχετε για τα Μακεδονικά όπλα. Ειρήνη θα κάνουμε μόνο αν ρίξετε τα όπλα σας στη γη και μου παραδώσετε τους αρχηγούς σας ως ομήρους…»
Η αλαζονεία του Κεραυνού έμελε να είναι η καταδίκη του. Προκάλεσε τους Γαλάτες σε μια βιαστική ανοιχτή μάχη, πιστεύοντας ότι ήταν άτρωτος. Δε συμβουλεύτηκε καν τους στρατηγούς του, οι οποίοι εις μάτην τον προέτρεπαν να περιμένει να συγκεντρώσει περισσότερο στρατό για να αντιμετωπίσει τους εισβολείς. Η σύγκρουση ήταν λυσσαλέα. Οι Κέλτες, πολεμώντας μανιασμένα, δεν άργησαν να συναντήσουν τον Μακεδόνα βασιλιά στη μάχη, ο οποίος, απερίσκεπτος καθώς ήταν, όρμησε προς το μέρος τους, επιβαίνοντας σε ελέφαντα. Οι γραμμές των Μακεδόνων, που υστερούσαν αριθμητικά, διασπάστηκαν και ο ελέφαντας του Κεραυνού σωριάστηκε πληγωμένος στο έδαφος, με τον Πτολεμαίο να τραυματίζεται βαριά. Οι Κέλτες τον έπιασαν ζωντανό, τον αποκεφάλισαν και κάρφωσαν το κεφάλι του σε δόρυ, περιφέροντάς το ως σημάδι νίκης και μέσο εκφοβισμού των αντιπάλων τους.
Μετά τη συντριβή του Μακεδονικού στρατού, οι Γαλάτες ξεχύθηκαν στην απροστάτευτη γη της Μακεδονίας. Λεηλάτησαν την ύπαιθρο με τρομερή μανία αλλά δεν κατόρθωσαν να κάνουν το ίδιο με τις οχυρωμένες πόλεις, καθώς δεν ήξεραν πώς να τις εκπορθήσουν. Στην ύπαιθρο όμως έσπειραν τον τρόμο και τον πανικό καίγοντας και σφάζοντας ό,τι και όποιον έβρισκαν στο διάβα τους. Μετά το θάνατο του Πτολεμαίου Κεραυνού ανέβηκε στο Μακεδονικό θρόνο ο αδερφός του Μελέαγρος. Η βασιλεία του κράτησε μόλις δύο μήνες διότι οι Μακεδόνες που είχαν βιώσει τα δεινά που είχε φέρει στον τόπο τους ο φιλόδοξος Κεραυνός δεν ήθελαν κάποιον συγγενή του στο θρόνο. Στη θέση αυτού στέφθηκε βασιλιάς ο Αντίπατρος, ανιψιός του Κάσσανδρου, αλλά ούτε αυτός όμως κατάφερε να εξαλείψει τη Γαλατική απειλή. Ένας ευγενής με το όνομα Σωσθένης τον ανάγκασε να παραιτηθεί, συγκέντρωσε στρατό και άρχισε να μάχεται ενάντια στον εισβολέα, καταφέρνοντας να εκδιώξει τελικά τους Κέλτες απ’ τη Μακεδονία. Επειδή η φύση της πρώτης Κελτικής εκστρατείας το 279 π.Χ. ήταν κυρίως αναζήτηση λαφύρων παρά οργανωμένη προσπάθεια αποικισμού, οι Κέλτες, με κορεσμένη την δίψα τους για λάφυρα, δεν βρήκαν το σθένος να συνεχίσουν την εκστρατεία τους κι επέστρεψαν στην πατρίδα τους.
Β’ Γαλατική εκστρατεία
Υπήρχε ωστόσο μεταξύ αυτών κάποιος του οποίου η δίψα για αίμα και πλούτη ήταν ακόρεστη. Ο Γαλάτης αρχηγός Βρέννος, μιλώντας δημόσια αλλά και κατ’ ιδίαν με Γαλάτες αξιωματούχους, πίεζε για ακόμα μια εκστρατεία ενάντια στην Ελλάδα. Φθονούσε τα κέρδη του Βελγίου από την προηγούμενη εκστρατεία στη Μακεδονία και ήθελε και αυτός ανάλογα πλούτη για τον εαυτό του. Σε μια συνέλευση μάλιστα έφερε ενώπιον όλων κάποιους μικρόσωμους, κεκαρμένους και φτωχοντυμένους Έλληνες αιχμαλώτους και τους έβαλε δίπλα δίπλα με τους ψηλότερους των φρουρών του. Είπε ότι οι Ελληνικές πόλεις κράτη στην ασύλητη ακόμη νότια περιοχή της Ελλάδας ήταν ανίσχυρες εκείνον τον καιρό, διέθεταν ωστόσο αρκετά πλούτη και ναούς γεμάτους με ασήμι και χρυσό. Έδειχνε τους αιχμαλώτους και υποστήριζε ότι το μόνο που είχαν να κάνουν για να περιέλθει στην κατοχή τους ο ελληνικός πλούτος ήταν να επιτεθούν σε αυτά τα αδύναμα ανθρωπάκια.
Για την εκστρατεία αυτή οι Γαλάτες συγκέντρωσαν μεγάλο αριθμό πεζών, τους οποίους ορισμένες πηγές υπολογίζουν περισσότερους από 200.000, χωρίς να περιλαμβάνουν τους μη μάχιμους (ηλικιωμένους, γυναίκες και παιδιά) που ακολουθούσαν. Οι Κελτικές ορδές ξεκίνησαν στις αρχές της άνοιξης του 278 π.Χ. . Από το Γαλατικό στρατό 20.000 άνδρες κατευθύνθηκαν προς τη χώρα των Δαρδάνων υπό τις διαταγές του Λεοννόριου και του Λουτάριου. Οι υπόλοιποι συνέχισαν νότια προς τη Μακεδονία. Ο Σωσθένης τήρησε αμυντική στάση, κατάφερε να συγκρατήσει τη βαρβαρική ορμή και τους απώθησε προξενώντας τους σημαντικές απώλειες. Η αντίσταση των Μακεδόνων οδήγησε τους Γαλάτες ακόμα πιο νότια, στη Θεσσαλική γη. Οι Έλληνες, στο άκουσμα της είδησης πως οι βάρβαροι πλησιάζουν, αποφάσισαν να δράσουν. Ο Ελληνικός στρατός γνώριζε καλά τι θα αντιμετωπίσει. Ο Παυσανίας αναφέρει σχετικά :«Το Ελληνικό γενναίο πνεύμα χάθηκε μέσα σε λίγες στιγμές ωστόσο η δύναμη του φόβου ανάγκασε τους Έλληνες να συνειδητοποιήσουν ότι έπρεπε να πολεμήσουν. Γνώριζαν ότι αυτή η πάλη δεν γινόταν για την ελευθερία τους, όπως τότε που αντιμετώπισαν τους Πέρσες. Δεν έφτανε πλέον να προσφέρουν γη και ύδωρ. Τα γεγονότα που συνέβησαν στη Μακεδονία, στη Θράκη και στην Παιονία ήταν ακόμα νωπά στη μνήμη τους, ενώ νέες αιματοχυσίες λάμβαναν πλέον χώρα και στη Θεσσαλία. Κάθε άνδρας ως ξεχωριστή μονάδα και κάθε πόλη συνολικά συνειδητοποιούσαν ότι οι Έλληνες έπρεπε είτε να αντεπεξέλθουν στις περιστάσεις, είτε να αφανιστούν».
Ως καλύτερο σημείο οχύρωσης επιλέχτηκε για ακόμα μια φορά το στενό πέρασμα των Θερμοπυλών. Το σημείο αυτό αποτελούσε μια στενή πύλη η οποία κατά την αρχαιότητα βρισκόταν μεταξύ του όρους Οίτη και της θάλασσας και ήταν το βασικό πέρασμα προς τη νότια Ελλάδα. Στο σημείο αυτό οι Σπαρτιάτες προσπάθησαν να συγκρατήσουν τις Περσικές ορδές το 480 π.Χ. και οι Αθηναίοι αναχαίτισαν επιτυχώς τους Μακεδόνες 128 χρόνια αργότερα. Το 279 π.Χ. οι Βοιωτοί έστειλαν 10.000 οπλίτες και 500 ιππείς με επικεφαλής τους Κηφισόδοτο, Θεαρίδα, Διογένη και Λύσσανδρο. Από τους Φωκείς εστάλησαν 3.000 πεζικάριοι και 500 ιππείς. Περίπου 13.000 η συνολική δύναμη των Ελλήνων της σημερινής νότιας Ελλάδας. Μαζί με αυτούς ήταν και 500 μισθοφόροι από τη Μακεδονία και άλλοι τόσοι στρατιώτες από το βασίλειο των Σελευκιδών μαζί με πολλές αθηναϊκές τριήρεις. Οι μοναδικοί που δεν έστειλαν στρατό ήταν οι Πελοποννήσιοι. Η απουσία πλοίων στον κελτικό στρατό τους εφησύχαζε μια και δεν υπήρχε άλλος τρόπος να περάσουν τη θάλασσα του Κορινθιακού παρά μόνον από το στενό του Ισθμού. Αποφάσισαν λοιπόν να οχυρωθούν πίσω από τα τείχη του Ισθμού και να τους περιμένουν.
Η πρώτη Ελληνική εκστρατεία αναχαίτισης – Αποτυχία στον Σπερχειό ποταμό
Όταν οι Έλληνες συγκέντρωσαν όλες τους τις δυνάμεις, πληροφορήθηκαν ότι οι Γαλάτες είχαν ήδη προσεγγίσει την Μαγνησία και την Φθιώτιδα. Αποφάσισαν να στείλουν ένα απόσπασμα αποτελούμενο από όλο το ιππικό καθώς και 1.000 ελαφρά οπλισμένους άντρες στο Σπερχειό, προσπαθώντας να μην επιτρέψουν στους Γαλάτες να διασχίσουν τον ποταμό. Με την άφιξή τους, οι Ελληνικές δυνάμεις κατέστρεψαν τις γέφυρες του ποταμού και έλαβαν θέσεις μάχης στις όχθες του.
Αλλά ο Βρέννος, αν και βάρβαρος, δεν ήταν απολίτιστος ούτε είχε άγνοια των πολεμικών τακτικών. Την ίδια νύχτα έστειλε στρατιωτικό απόσπασμα στο Σπερχειό, μακριά από τις κατεστραμμένες γέφυρες, σε σημεία όπου μπορούσαν να περάσουν τον ποταμό. Ο Βρέννος επέλεξε δεινούς κολυμβητές και ψηλούς στρατιώτες γι’ αυτή την αποστολή. Άλλωστε, οι Κέλτες ήταν κατά πολύ ψηλότεροι από τους υπόλοιπους λαούς της Ευρώπης, κάτι που είχαν διαπιστώσει και οι Ρωμαίοι πριν από τους Έλληνες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αρκετοί Γαλάτες διέσχισαν κολυμπώντας τον ποταμό τη νύχτα χρησιμοποιώντας τις ασπίδες τους ως σχεδίες, ενώ οι ψηλότεροι εξ αυτών σχεδόν διέσχισαν τα νερά περπατώντας στον πυθμένα με το κεφάλι τους να προβάλλει έξω από το νερό. Οι Έλληνες που βρίσκονταν στο Σπερχειό, όταν πληροφορήθηκαν ότι το βράδυ οι βάρβαροι είχαν διασχίσει τον ποταμό, εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και επέστρεψαν στις γραμμές της κύριας στρατιάς, φοβούμενοι το ενδεχόμενο της περικύκλωσης. Ο Βρέννος ανάγκασε τους κατοίκους που βρίσκονταν γύρω από το Μαλιακό κόλπο να ξαναχτίσουν τις γέφυρες πάνωαπό το Σπερχειό. Εκείνοι, φοβούμενοι τις συνέπειες της άρνησής τους, υπάκουσαν.
Ο Βρέννος διέσχισε με το στρατό του τις γέφυρες και κατευθύνθηκε προς την Ηράκλεια. Οι Γαλάτες λεηλατούσαν τα πάντα στο διάβα τους σφαγιάζοντας όσους συναντούσαν στα περίχωρα, χωρίς να επιτίθενται στην πόλη. Η Ηράκλεια προστατευόταν από τους Αιτωλούς, οι οποίοι πριν ένα έτος είχαν αναγκάσει τους κατοίκους της να συμμετάσχουν στην Αιτωλική Συμπολιτεία. Οι Αιτωλοί θεωρούσαν ότι η πόλη τούς ανήκε, εξίσου με τους Ηρακλειδείς. Ο Βρέννος δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την πόλη της Ηράκλειας. Κύριος στόχος του ήταν να υπερκεράσει τις δυνάμεις που προστάτευαν τα στενά των Θερμοπυλών και να εισβάλλει στη Νότια Ελλάδα.
Μάχη των Θερμοπυλών
Ορισμένοι Έλληνες λιποτάκτες είχαν ενημερώσει τον Βρέννο για τις δυνάμεις που θα αντιμετώπιζε στις Θερμοπύλες. Παρά την ύπαρξη της Ελληνικής στρατιάς, προέλασε από την Ηράκλεια και ξεκίνησε την επίθεση την αυγή της επόμενης μέρας. Δεν είχε μαζί του Έλληνα μάντη και δεν προέβη σε μυστηριακές θυσίες………αν όντως οι Κέλτες πίστευαν σε τέτοιου είδους δοξασίες. Οι Έλληνες αντιτάχθηκαν σιωπηρά και με τάξη. Όταν προσέγγισαν τους Γαλάτες, το ιππικό απομακρύνθηκε ελάχιστα από τον κύριο κορμό, ενώ οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες έμειναν πιο πίσω εκτοξεύοντας ακόντια, βέλη και πέτρες.
Το ιππικό και των δύο παρατάξεων δεν έπαιξε σοβαρό ρόλο επειδή το έδαφος στο πέρασμα δεν ήταν μόνο στενό αλλά και ολισθηρό λόγω του βραχώδους εδάφους και των χειμάρρων που κυλούσαν ανάμεσα στα βράχια. Οι Γαλάτες ήταν ελαφρύτερα οπλισμένοι από τους Έλληνες: πολλοί από αυτούς πολεμούσαν γυμνοί από τη μέση και πάνω και ως μοναδικό αμυντικό όπλο είχαν τις ασπίδες τους, οι οποίες ήταν κατώτερες τεχνολογικά από τις ελληνικές και τους παρείχαν ελάχιστη προστασία. Με τρομερό πάθος και πολεμική ορμή, την ώρα της μάχης μετατρέπονταν σε ανίκητες πολεμικές μηχανές. Χτυπημένοι από τσεκούρι ή ξίφος, συνέχιζαν να πολεμούν ώσπου να πέσουν νεκροί. Τρυπημένοι από ακόντια ή βέλη συνέχιζαν να μάχονται με το σθένος τους αναλλοίωτο όσο υπήρχε μέσα τους ζωή. Ορισμένοι έβγαζαν τα καρφωμένα στο σώμα τους ακόντια και τα εκσφενδόνιζαν πίσω στους αντιπάλους τους ή τα χρησιμοποιούσαν για μάχη σώμα με σώμα.
Στο μεταξύ, οι Αθηναίοι που βρίσκονταν στις τριήρεις, αγκυροβολημένοι στη λάσπη που εκτεινόταν μέχρι τη θάλασσα, με δυσκολία και κίνδυνο έφεραν τα πλοία τους όσο το δυνατόν πιο κοντά στην ακτή, εξαπολύοντας βέλη ή οτιδήποτε άλλο μπορούσε να ριφθεί ενάντια στους Γαλάτες. Οι τελευταίοι ευρισκόμενοι σε πλήρη σύγχυση και μέσα σε πολύ περιορισμένο χώρο, προκάλεσαν κάποιες απώλειες στους Έλληνες αλλά οι ίδιοι υπέστησαν ακόμα μεγαλύτερες. Αυτή η εξέλιξη ανάγκασε τους αρχηγούς τους να τους αποσύρουν πίσω στο Γαλατικό στρατόπεδο. Υποχωρώντας άτακτα και υπό πλήρη σύγχυση, αρκετοί από αυτούς ποδοπατήθηκαν από τους συντρόφους τους ενώ κάποιοι έπεσαν σε βάλτους και βούλιαξαν κάτω από τη λάσπη. Οι απώλειές τους κατά την υποχώρηση ήταν εξίσου μεγάλες με αυτές που υπέστησαν στη μάχη.
Αφού οι Κέλτες είχαν πλέον λεηλατήσει στο διάβα τους σπίτια και ναούς, παραδίνοντας το Κάλλιο στις φλόγες, επέστρεψαν από τον ίδιο φυσικό αυχένα με σκοπό να συναντήσουν τον υπόλοιπο Γαλατικό στρατό. Καθ’ οδόν συνάντησαν τους Πατρινούς, οι οποίοι ήταν οι μόνοι μεταξύ των Αχαιών που είχαν απαντήσει στο πολεμικό κάλεσμα των Αιτωλών. Εκπαιδευμένοι ως οπλίτες, διενήργησαν μια κατά μέτωπον επίθεση ενάντια στους Γαλάτες αλλά υπέστησαν εκτενείς απώλειες απέναντι σε έναν σαφώς πολυπληθέστερο στρατό. Στη σημερινή θέση Κοκκάλια (τοποθεσία που οφείλει την ονομασία της στα πολλά διασκορπισμένα και θρυμματισμένα οστά που απαντώνται εκεί μέχρι και σήμερα, ανεξίτηλα σημάδια μιας τρομακτικής μάχης), οι 8.000 Αιτωλοί, άνδρες και γυναίκες, συνέχιζαν να καταδιώκουν τους βαρβάρους και να τους επιτίθενται. Πολλά από τα βέλη που τους έριχναν έβρισκαν στόχο επειδή οι Γαλάτες δεν είχαν ισχυρή αμυντική θωράκιση. Οι Αιτωλοί οπισθοχωρούσαν όταν οι Γαλάτες τους επιτίθεντο και επέστρεφαν δριμύτεροι όταν οι τελευταίοι γύριζαν τα νώτα τους. Οι Καλλιείς οι οποίοι είχαν υποστεί τη μεγαλύτερη καταστροφή, επεδείκνυαν τη μεγαλύτερη οργή. Κατάφεραν να εκδικηθούν το θάνατο των συντρόφων τους προκαλώντας μεγάλες απώλειες στο Γαλατικό απόσπασμα. Από τους 40.800 λιγότεροι από τους μισούς επέστρεψαν στις Θερμοπύλες.
Ηρακλειώτες και Αινιάνες – πρόθυμοι «πληροφοριοδότες»
Εν τω μεταξύ, οι αποδυναμωμένοι Έλληνες που βρίσκονταν στις Θερμοπύλες επρόκειτο να υπερκερασθούν από τις στρατιές του Βρέννου σε μια τραγική επανάληψη της ιστορίας. Όπως στην πρώτη μάχη των Θερμοπυλών, έτσι και τώρα ο Βρέννος ακολούθησε τις υποδείξεις των Ηρακλειωτών και των Αινιανών ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο που είχαν ακολουθήσει οι Πέρσες (την Ανοπαία Ατραπό). Το έκαναν αυτό όχι διότι δεν ήταν πιστοί στον Ελληνικό αγώνα αλλά επειδή ήθελαν να φύγουν οι Κέλτες το γρηγορότερο δυνατόν από τη γη τους πριν την ερημώσουν. Ο Βρέννος, αφήνοντας διοικητή του κύριου σώματος της στρατιάς τον Ακιχώριο, κατευθύνθηκε με 40.000 άνδρες προς το πέρασμα. Κατέστησε σαφές στον αντικαταστάτη του ότι δεν έπρεπε να επιτεθεί στους Έλληνες προτού ολοκληρωθεί η κίνηση της περικύκλωσης. Εκείνη την ημέρα η ομίχλη ήταν πυκνή και είχε απλωθεί μέχρι τις παρυφές της Οίτης, εμποδίζοντας την ορατότητα των Φωκέων που φυλούσαν το πέρασμα. Οι Γαλάτες τους αιφνιδίασαν, ωστόσο οι Φωκείς αντιστάθηκαν γενναία. Τελικά όμως αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν από το πέρασμα. Κατόρθωσαν εντούτοις να ειδοποιήσουν τους συντρόφους τους και να τους αναφέρουν την επικείμενη περικύκλωση προτού αυτή λάβει χώρα.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι Αθηναίοι κατάφεραν να αποσύρουν έγκαιρα τις τριήρεις και τα στρατεύματά τους. Το ίδιο έπραξαν και οι υπόλοιπες Ελληνικές δυνάμεις, με εκάστης ο στρατός να επιστρέφει στην πατρίδα του. Σε αυτή τη μάχη δεν υπήρξε κάτι ανάλογο με τους 300 Σπαρτιάτες και τους 700 Θεσπιείς. Ίσως για αυτό το λόγο να είναι λιγότερο γνωστή. Το πέρασμα ήταν πλέον ανοιχτό, με ολόκληρη τη Νότια Ελλάδα να είναι απροστάτευτη στην Κελτική επέλαση.
Επιδρομή στους Δελφούς
Ο Βρέννος και ο Ακιχώριος είχαν πλέον να επιλέξουν την επόμενη κίνηση………να βαδίσουν εναντίον των Αθηνών. Ο Βρέννος, χλευάζοντας τους αθάνατους θεούς των Ελλήνων είπε ειρωνικά ότι «εκείνοι που έχουν τα πλούτη θα πρέπει να φερθούν γενναιόδωρα στους θνητούς.». Χωρίς να σπαταλήσει χρόνο, διέταξε τον Ακιχώριο να εγκαταστήσει ένα μέρος του στρατού στην Ηράκλεια για να κρατά απασχολημένους τους Αιτωλούς και στη συνέχεια, με τον υπόλοιπο στρατό, να ακολουθήσει πορεία με κατεύθυνση στους Δελφούς. Ο ίδιος αναχώρησε από τις Θερμοπύλες διασχίζοντας τα στενά του Παρνασσού με σκοπό να συλήσει το θησαυροφυλάκιο που βρισκόταν στον ιερό ναό του θεού Απόλλωνα.
Τρομοκρατημένοι οι κάτοικοι των Δελφών, αναζήτησαν καταφύγιο στο Μαντείο. Σε υπεράσπιση του Μαντείου προσέτρεξαν οι Φωκιείς από την Άμφισσα και περίπου 1200 Αιτωλείς. Η κύρια στρατιά των Αιτωλών στράφηκε ενάντια στον Ακιχώριο, ο οποίος είχε εν τω μεταξύ ξεκινήσει από την Ηράκλεια για να συναντήσει το Βρέννο (έχοντας ολοκληρώσει την αποστολή που ο Βρέννος τού ανέθεσε). Στην ουσία οι Αιτωλοί αναλώθηκαν σε συνεχή ανταρτοπόλεμο παρενοχλώντας την οπισθοφυλακή της Γαλατικής παράταξης η οποία μετέφερε τα λάφυρα από τις προηγούμενες λεηλασίες. Αυτή η δολιοφθορά ανάγκασε τους Γαλάτες να κινούνται με αργό ρυθμό. Ο Βρέννος αφίχθη στους Δελφούς όπου είχε πλέον να αντιμετωπίσει τους Έλληνες που είχαν καταφτάσει να υπερασπιστούν το ιερό. Προσπάθησε να εγείρει το ηθικό των στρατιωτών του δείχνοντάς τους στον ορίζοντα το μαντείο και λέγοντάς τους ότι τα αγάλματα και τα άρματα με τα τέσσερα άλογα, ευδιάκριτα από εκείνο το σημείο, ήταν κατασκευασμένα από καθαρό χρυσάφι και θα αποδεικνύονταν ακόμα πιο μεγάλα σε αξία όταν ζυγίζονταν.
Οι Δελφιείς από την άλλη πλευρά είχαν ως μοναδική πηγή θάρρους την πίστη ότι ο θεός Απόλλωνας ήταν στο πλευρό τους παρά τις δικές τους ικανότητες και δυνάμεις. Κατάφεραν ωστόσο να αποκρούσουν την επίθεση των αναρριχώμενων στους βράχους Γαλατών εκσφενδονίζοντας πέτρες και ακόντια από την κορυφή του λόφου. Σύμφωνα με την ποιητική περιγραφή του Παυσανία, οι Γαλάτες, εκτός από τους Έλληνες, είχαν να αντιμετωπίσουν και τα στοιχεία της φύσης, σεισμούς, κεραυνούς και αστραπές, σημάδια θεόσταλτα από το θεό Απόλλωνα. Πέραν της «θεϊκής παρέμβασης» φαίνεται πιθανό να επικρατούσε στην περιοχή σφοδρή καταιγίδα, με αποτέλεσμα αρκετοί από τους Γαλάτες να σκοτωθούν από τις συνεχείς κατολισθήσεις βράχων.
Ωστόσο, πολλές ήσαν οι απώλειες και για τους Έλληνες. Κατά τη διάρκεια της νύχτας η κατάσταση για τους Γαλάτες δεν ήταν καλύτερη. Αφόρητο ψύχος κάλυψε την περιοχή ενώ βράχοι έπεφταν συνέχεια από τον Παρνασσό και καταπλάκωναν πολλούς από τους στρατιώτες του Βρέννου, οι οποίοι ήταν μαζεμένοι σε ομάδες για να προστατευθούν από ενδεχόμενες αιφνιδιαστικές νυχτερινές επιθέσεις των Ελλήνων. Μόλις ο ήλιος πρόβαλε πάνω από τους Δελφούς, οι Έλληνες επιτέθηκαν κατά μέτωπο με εξαίρεση τους Φωκιείς, οι οποίοι, γνωρίζοντας καλά το μέρος, επέλεξαν να κατέβουν στις δύσβατες πλαγιές του Παρνασσού και να χτυπήσουν τους Κέλτες στα μετόπισθεν εξαπολύοντας βέλη και ακόντια. Στην αρχή της μάχης οι Γαλάτες αντιστάθηκαν γενναία, ειδικότερα η φρουρά του Βρέννου. Ωστόσο, μόλις τραυματίστηκε ο αρχηγός τους, αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν, καθώς οι Έλληνες επετίθεντο από όλες τις μεριές. Κατά την οπισθοχώρησή τους αυτή σκότωσαν όσους από τους συντρόφους τους ήταν τραυματισμένοι, ή βαριά άρρωστοι από τις κακουχίες και δεν μπορούσαν να τους ακολουθήσουν.
Αποτυχία Γαλατικής εκστρατείας
Με τον ερχομό της επόμενης νύχτας, οι Γαλάτες κατελήφθησαν από συναισθήματα σύγχυσης και φόβου. Πολλοί από αυτούς στράφηκαν ενάντια στους συντρόφους τους και άρχισαν να αλληλοεξοντώνονται. Οι Φωκιείς ήταν οι πρώτοι που ανέφεραν στους υπόλοιπους Έλληνες τον ακατάσχετο πανικό που είχε κυριεύσει τον εχθρό. Αυτή η εξέλιξη όπλισε με περισσότερο θάρρος και αποφασιστικότητα τους κατοίκους των γύρω περιοχών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι Γαλάτες, εκτός από το ανελέητο κυνηγητό από τους Έλληνες, είχαν πλέον να αντιμετωπίσουν και την πείνα, καθώς κάθε προσπάθεια συγκέντρωσης βρώσιμων υλών από τη γύρω περιοχή βαφόταν με αίμα. Περίπου 6.000 Κέλτες χάθηκαν στη μάχη και άλλους 10.000 να ακολουθούν στον πανικό που ακολούθησε. Σε αυτούς προσετέθησαν ακόμα τόσοι, ως θύματα της πείνας και του κρύου. Οι απόψεις για την τύχη του Βρέννου διίστανται: ο Παυσανίας ισχυρίζεται ότι αυτοκτόνησε αφού πρώτα κατανάλωσε «άκρατον οίνον». Ο Ιουστίνος παρουσιάζει ως μέσο της αυτοκτονίας ένα μαχαίρι ενώ ο Διόδωρος αναφέρει ότι πρώτα μέθυσε και στη συνέχεια χρησιμοποίησε ένα σπαθί. Το πλέον πιθανό είναι ότι ο Βρέννος, λόγω των εκτεταμένων τραυμάτων που έφερε, αυτοκτόνησε με το σπαθί του σύμφωνα με το κελτικό έθιμο που απαιτούσε οι βαριά τραυματισμένοι άντρες να αφαιρούν τη ζωή τους αλλά και τη ζωή των άμεσων συγγενικών τους προσώπων.
Πιθανότατα οι Γαλάτες πίστευαν ότι ο αργός θάνατος ήταν εξαιρετικά ατιμωτικός, ή ότι δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να πέσουν ζωντανοί στα χέρια του εχθρού. Οι Αθηναίοι, μαθαίνοντας τα γεγονότα, ένωσαν τις δυνάμεις τους με τους Βοιωτούς και ξεκίνησαν να καταδιώκουν από κοινού τους Γαλάτες σκοτώνοντας αυτούς που καθυστερούσαν κι έμεναν πίσω. Οι Γαλάτες κατόρθωσαν να αποσυρθούν από τους Δελφούς και να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τον Ακιχώριο, ο οποίος στο μεταξύ είχε αναχωρήσει από την Ηράκλεια για να καλύψει την υποχώρηση των συντρόφων του. Έχοντας πλέον αυτόν ως αρχηγό, μετά από υπόδειξη και επιθυμία του αποθανόντος Βρέννου, κατευθύνθηκαν προς το γαλατικό στρατόπεδο. Καθ’ οδόν, και νιώθοντας καυτή την ανάσα των Αιτωλών στην πλάτη τους, συνάντησαν κοντά στο Σπερχειό τους Θεσσαλούς και τους Μαλιείς, οι οποίοι είχαν σταθεί εκεί αποφασισμένοι να ανταποδώσουν τα δεινά που τους προξένησαν οι επίδοξοι κατακτητές. Οι περισσότεροι Έλληνες ιστορικοί της εποχής καταμαρτυρούν ότι ουδείς Γαλάτης επέζησε της σφαγής στον Σπερχειό ποταμό.
Ωστόσο, σύμφωνα με κάποιες άλλες μαρτυρίες, Γαλατικό απόσπασμα που είχε επιτεθεί στους Δελφούς, οι Τεκτόσαγες, κατάφεραν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, ενώ και άλλοι, υπό τις διαταγές των Κομοντόριου και Βαθάναττου, κατευθύνθηκαν προς το Βορρά έχοντας μαζί τους αρκετά από τα λάφυρα που είχαν συγκεντρώσει. Μέσω διαρκών επιθέσεων από αυτούς που είχαν δεινοπαθήσει κατά την κάθοδό τους, έφτασαν στη χώρα των Δαρδανών κι εκεί χωρίστηκαν: ο μεν Βαθάναττος στράφηκε προς την Ιλλυρία και εγκαταστάθηκε στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Σάβου και Δούναβη, ενώ ο στρατός του Κομοντόριου νίκησε τους Τριβαλλούς και τους Γέτες και εγκαταστάθηκε στην Τύλη, στις δύο πλευρές του Αίμου, κοντά στη σημερινή Βουλγαρική πόλη Στάρα Ζάγορα. Οι Γαλάτες υπό τις διαταγές του Λουτάριου και του Λεοννόριου πέρασαν στον Ελλήσποντο και, αφού υποσχέθηκαν πίστη και φιλία στο Νικομήδη, βασιλιά της Βιθυνίας, εγκαταστάθηκαν στην Ανατολία, σε μια περιοχή που έλαβε το όνομά τους (Γαλατία).
Σημασία της Ελληνικής νίκης
Οι Γαλάτες εισβάλλοντας στην Ελλάδα είχαν σκοπό όχι απλώς να τη λεηλατήσουν αλλά και να την αποικίσουν. Πήραν μαζί τους τις γυναίκες και τα παιδιά τους με σκοπό να βρουν νέες εστίες και να εγκατασταθούν μόνιμα σε αυτές. Σε αυτήν την άποψη συνηγορεί το ότι μετά τη δεύτερη εισβολή, οι επιζήσαντες δημιούργησαν κελτικό βασίλειο στην Τύλη, ενώ άλλοι εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία και παρέμειναν εκεί για αρκετούς αιώνες ως μια αυτοτελής εθνική ομάδα.
Είναι αξιομνημόνευτη η αποφασιστικότητα που επέδειξαν μέσα στην απελπισία τους οι Έλληνες. Αξιοσημείωτο είναι ότι αγωνιζόμενοι να επιζήσουν, αφάνισαν δεκάδες χιλιάδες Γαλάτες παρότι συνολικά δεν είχαν συγκεντρώσει περισσότερους από 30.000 μαχητές. Το κατόρθωμα αυτό γίνεται ακόμα μεγαλύτερο αν αναλογιστεί κανείς ότι ο σωματότυπος και η αριθμητική υπεροχή του εχθρού, σε συνδυασμό με την έλλειψη των μεγάλων ηγετών στον Ελλαδικό χώρο – δεδομένης της απουσίας των Πύρρου και του Αντίγονου Γονατά – καθιστούσε αναμενόμενη την Κελτική επικράτηση.
Ωστόσο, σε μια εποχή φθοράς των παλαιών αξιών, εμφύλιων σπαραγμών και με την λάμψη του Ελληνικού πολιτισμού να σβήνει, το Ελληνικό πνεύμα, με πρωταγωνιστές τους Αιτωλούς, απέδειξε για ακόμα μια φορά την αξία του ενάντια σε έναν ισχυρό και αλώβητο λαό που δέσποζε σε ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη και ο οποίος στις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα είχαν κατακτήσει τη μετέπειτα κοσμοκράτειρα Ρώμη.
Οι Έλληνες, σε μια εποχή παρακμής, τέλεσαν έναν άθλο μεγαλύτερο ίσως εκείνου της αναχαίτισης των Περσικών ορδών μερικούς αιώνες πριν, όταν η Ελλάδα ήκμαζε σε όλους τους τομείς. Είναι πράγματι θλιβερό που μια τόσο σημαντική στιγμή στην Ελληνική ιστορία δεν έχει την προβολή που της αρμόζει.
Πηγή: (Άρθρο του Γεωργίου Τσόρβα: «Oι Γαλάτες στην Ελλάδα – Εισβολή των βαρβάρων»), Χείλων
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...