Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Οι εμφύλιοι πόλεμοι ήταν ενδημικό φαινόμενο στην αρχαία Ελλάδα, σε όλες τις ιστορικές της φάσεις. Πριν ο βασιλικός οίκος των Μυκηνών κυριαρχήσει στην Ελλάδα χρειάστηκε να δώσει σκληρούς αγώνες κατά των άλλων αχαϊκών βασιλείων, της Πελοποννήσου αρχικά, και της υπόλοιπης Ελλάδας αργότερα. Οι μύθοι του Ηρακλή, εθνικού ήρωα των Μυκηναίων, γεννημένο στη Θήβα και προπάτορα των Δωριέων (των Ηρακλειδών), είναι σε αυτό το σημείο διαφωτιστικοί.
Έχοντας εκτελέσει μια απίστευτη πορεία, οι Μύριοι, κατάφεραν να φτάσουν στην ελληνική πόλη της Τραπεζούντας, στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Εκεί οι κάτοικοι τους ζήτησαν τη βοήθειά τους, ώστε να επικρατήσουν έναντι των αντιπάλων τους. Βασικός εχθρός ήταν οι Δρίλες, ένα ακόμα βαρβαρικό φύλο, που κατοικούσε στην περιοχή μεταξύ Κερασούντας και Τραπεζούντας.
Εναντίον των Δριλών οι Έλληνες ανέλαβαν μεγάλης κλίμακας επιχείρηση. Με επικεφαλής τον Ξενοφώντα συγκεντρώθηκαν 5.000 περίπου στρατιώτες και με Τραπεζούντιους οδηγούς, επέδραμαν στη χώρα των Δριλών. Οι Δρίλες εθεωρούντο οι καλύτεροι πολεμιστές της περιοχής. Οι Έλληνες επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά και κυρίευσαν πολλές θέσεις και οχυρά των Δριλών.
Οι τελευταίοι τότε συγκεντρώθηκαν στην πρωτεύουσά τους, μια περιτειχισμένη κώμη, κτισμένη σε μία άκρως απόκρημνη τοποθεσία, προστατευμένη από μία βαθιά χαράδρα. Η εκπόρθηση της πόλης αυτής παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες. Οι άνδρες θα έπρεπε να διασχίσουν την χαράδρα και να επιτεθούν από τη μόνη προσβάσιμη πλευρά κατά του ισχυρά επανδρωμένου τείχους της πόλης.
Οι Έλληνες πελταστές, αποτελώντας τον προπομπό του κυρίως σώματος, κινούνταν ένα χιλιόμετρο περίπου μπροστά από τους οπλίτες. Όταν έφτασαν στη χαράδρα τη διέσχισαν και βρέθηκαν μπροστά στις εχθρικές οχυρώσεις. Τους πελταστές ακολούθησε και τμήμα οπλιτών, ώστε τελικά ενώπιον των τειχών της πόλης βρέθηκαν περίπου 2.000 Έλληνες στρατιώτες.
Οι εχθροί ωστόσο αντιμετώπισαν εύκολα την ελληνική έφοδο, γιατί και περισσότεροι ήσαν και οχυρωμένοι πίσω από ξύλινα τείχη και τάφρους. Οι 2.000 Έλληνες βρέθηκαν τώρα σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, απειλούμενοι με πλήρη αφανισμό. Οι εχθροί τους πίεζαν και ήταν βέβαιο πως αν δοκίμαζαν να υποχωρήσουν μέσω της δύσβατης χαράδρας θα πάθαιναν μεγάλη καταστροφή. Τότε οι αποκλεισμένοι έστειλαν μήνυμα στον Ξενοφώντα ζητώντας την συνδρομή του. Μόλις έλαβε το μήνυμα, ο Ξενοφών, κινήθηκε αμέσως προς τα εκεί.
Όταν έφτασε στο απέναντι από την εχθρική κώμη χείλος της χαράδρας παρέταξε τους άνδρες του και με τους αξιωματικούς του πραγματοποίησε αναγνώριση του εδάφους. Το ερώτημα που του γεννήθηκε ήταν αν θα ήτο σκόπιμο να επιχειρήσει να διευκολύνει την υποχώρηση των σκληρά πιεζόμενων 2.000 ή να επιχειρήσει γενική επίθεση κατά του εχθρικής οχυρής πόλης.
Τελικά έκρινε ότι ήταν ευκολότερο να κυριεύσει την πόλη, παρά να επιχειρήσει να επαναφέρει πίσω τους αποκλεισμένους. Σωστά έκρινε ότι η επιχείρηση επαναφοράς θα στοίχιζε πολύ σε ελληνικό αίμα. Ο ίδιος πέρασε πρώτος τη χαράδρα, για να διαμορφώσει ακόμα πληρέστερη εικόνα της κατάστασης και ταυτόχρονα διέταξε τους λοχαγούς να περάσουν απέναντι τους άνδρες τους. Μόλις πέρασε απέναντι, ο Ξενοφών, αναδιοργάνωσε τους 2.000 αποκλεισμένους και θέτοντας υπό την άμεση διοίκησή του το ελαφρύ πεζικό προετοίμασε τη διενέργεια της γενικής εφόδου, όταν θα είχε περάσει απέναντι ολόκληρος ο στρατός του.
Σε λίγο το ελληνικό στράτευμα βρισκόταν παραταγμένο απέναντι από τις εχθρικές οχυρώσεις, σε απόσταση βολής τόξου από αυτές. Οι Έλληνες πελταστές είχαν διαταχθεί από τον Ξενοφώντα να πυκνώσουν τους ζυγούς τους και να βρίσκονται σε ετοιμότητα με τα δάχτυλα στις θηλιές των ακοντίων τους. Επίσης οι τοξότες είχαν έτοιμα τα βέλη τους, τοποθετημένα στις χορδές των τόξων τους. Οι Έλληνες παρατάχθηκαν σε μηνοειδή σχηματισμό, ακολουθώντας την γραμμή των τειχών. Αμέσως δε μόλις η σάλπιγγα ήχησε, οι άνδρες έψαλαν τον παιάνα, και με αλαλαγμούς προς τιμήν του Ενυαλίου Άρεως, όρμησαν με πίστη κατά των εχθρών.
Οι πελταστές και οι ψιλοί άνοιξαν τη μάχη βάλλοντας κατά των εχθρών. Σκοπός τους ήταν να αναγκάσουν τους αμυνόμενους στα τείχη Δρίλες να καλυφθούν, έτσι ώστε να πλησιάσουν ανενόχλητοι στις οχυρώσεις οι Έλληνες οπλίτες, μερικοί εκ των οποίων είχαν εφοδιαστεί και με αναμμένες δάδες. Ενώπιον της συνδυασμένης εφόδου των Ελλήνων οι βάρβαροι άρχισαν να λυγίζουν.
Διεξήχθη τότε σφοδρή τειχομαχία. Οι Δρίλες έριχναν λίθους από τις επάλξεις, ενώ εκατοντάδες ακόντια και βέλη σκότιζαν τον ουρανό. Μόλις όμως κάποιος Δρίλας πρόβαλε στην έπαλξη για να πλήξει ένα Έλληνα, αμέσως δεχόταν τα αλάνθαστα βέλη των Κρητών τοξοτών και έπεφτε νεκρός.
Έτσι με την υποστήριξη πυρός που παρείχαν οι ψιλοί, οι Έλληνες οπλίτες κατόρθωσαν να σκαρφαλώσουν στο εχθρικό τείχος και να εισέλθουν στην πόλη. Οι πρώτοι που εισήλθαν ήταν ο Αγασίας ο Στυμφάλιος και ο Φιλόξενος ο Παλληνεύς. Και οι δύο άφησαν κάτω τις ασπίδες και τα δόρατά τους και σκαρφαλώνοντας ως πραγματικοί αίλουροι, ανέβηκαν στο τείχος.
Ήταν τόσο αποτελεσματική η υποστήριξη πυρός που παρείχαν οι Έλληνες ψιλοί, ώστε αν και άοπλοι, οι δύο άνδρες δεν προσεβλήθησαν καν από τους εχθρούς. Το σχέδιο του Ξενοφώντα είχε και πάλι αποδειχθεί εξαίρετο. Ο ερασιτέχνης Αθηναίος στρατηγός είχε μεταβληθεί σε έναν καταπληκτικό γνώστη της τακτικής.
Στο μεταξύ οι εχθροί είχαν εγκαταλείψει εντελώς τη γραμμή των τειχών και είχαν καταφύγει στην οχυρή ακρόπολη, στα ενδότερα της πόλης. Πίσω τους έτρεχαν οι Έλληνες πελταστές. Ο Ξενοφών είχε σταθεί στην ορθάνοιχτη πια πύλη και εμπόδιζε τους άνδρες του να εισέρχονται, φοβούμενος τον συνωστισμό στο στενό εκείνο σημείο. Είχε άλλωστε παρατηρήσει ότι στους γύρω λόφους είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται και άλλοι εχθροί και για το λόγο αυτό ήθελε να κρατήσει δίπλα του εφεδρικά τμήματα.
Σε κάποια στιγμή όμως ακούστηκαν κραυγές από το εσωτερικό της πόλης και οι Έλληνες που είχαν εισέλθει έτρεχαν τώρα να εξέλθουν ασύντακτα. Οι εχθροί, με ορμητήριο την ακρόπολή τους, είχαν αντεπιτεθεί στους Έλληνες και τους έσπρωχναν εκτός της πόλης. Τότε ο Ξενοφών διέταξε τους άνδρες που ευρίσκοντο εκτός της πόλης να εισέλθουν και αυτοί.
Και έτσι όλοι μαζί καταδίωξαν και πάλι τους εχθρούς και τους ανάγκασαν να ξανακλειστούν στη ακρόπολή τους. Τότε ο Ξενοφών σκέφτηκε να κυριεύσει και την εχθρική ακρόπολη, γιατί αλλιώς ο στρατός κινδύνευε να βρεθεί μεταξύ δύο πυρών, των εγκλεισμένων στην ακρόπολη εχθρών και των άλλων που είχαν πάρει θέσεις στους γύρω λόφους.
Έκρινε όμως πως η άλωση της ακρόπολης ήταν αδύνατη, με τα μέσα που διέθεταν και υπό τις συνθήκες που επικρατούσαν. Η θέση των Ελλήνων επιδεινώθηκε μάλιστα καθώς έπεφτε το σκοτάδι. Ο Ξενοφών όμως βρήκε τη λύση. Διέταξε τους άνδρες του να συγκεντρώσουν σωρούς ξύλων στην πύλη της πόλης. Όταν οι άνδρες του, οι οποίοι ευρίσκοντο εντός της πόλης αποχώρησαν καταδιωκόμενοι από τους Δρίλες, τέθηκε πυρ στους σωρούς των ξύλων και έτσι δημιουργήθηκε ένα φράγμα φωτιάς μεταξύ των αποχωρούντων Ελλήνων και των Δριλών.
Παράλληλα πυρπολήθηκαν και μερικά ξύλινα σπίτια της πόλης, έτσι ώστε οι βάρβαροι να απασχοληθούν με την κατάσβεση της πυρκαγιάς και να πάψουν να ενοχλούν τους Έλληνες. Με το πρώτο φως της επομένης το ελληνικό στράτευμα αποχώρησε ανενόχλητο, την ώρα που οι Δρίλες προσπαθούσαν μάταια να θέσουν υπό έλεγχο την φωτιά που έκαψε τελικά την πόλη τους, εκτός από την ακρόπολη.
Για τους υποχωρούντες Έλληνες όμως υπήρχε πάντα ο κίνδυνος και των εκτός της πόλης Δριλών που παραμόνευαν στα δασωμένα μονοπάτια. Για να αντιμετωπίσει και αυτή την απειλή, ο Ξενοφών, εγκατέστησε ενέδρα σε ένα σημείο όπου οι εχθροί σίγουρα θα έβλεπαν τους ενεδρεύοντας Έλληνες. Σκοπός του ήταν να τρομάξει τους εχθρούς. Και το πέτυχε.
Την ώρα που η στρατιά υποχωρούσε ανενόχλητη, οι Δρίλες, πιστεύοντας ότι οι ενεδρεύοντες Έλληνες ήταν το δόλωμα, το οποίο αν έπλητταν θα έπεφταν σε παγίδα, δεν έπραξαν το παραμικρό. Μόνο όταν είδαν τον όγκο του ελληνικού στρατεύματος να αποχωρεί κατάλαβαν το λάθος τους και επιτέθηκαν στο μικρό απόσπασμα.
Δεν επέτυχαν όμως παρά να τραυματίσουν ελαφρά έναν μόνο στρατιώτη. Με τον τρόπο αυτό και με το στρατήγημα του Ξενοφώντος το στράτευμα αποχώρησε με αμελητέες απώλειες, όλες προερχόμενες από τη μάχη γύρω και μέσα στην πόλη των Δριλών. Έτσι και οι Δρίλες, το πολεμικότερο έθνος της περιοχής, γνώρισαν την ισχύ των Ελλήνων.
Πηγή: defence-point.gr
Οι Γαλάτες είχαν επιτεθεί στην Ελλάδα, σπέρνοντας τον τρόμο και τον θάνατο. Παρόλα αυτά αποκρούστηκαν τελικά και υποχρεώθηκαν να καταφύγουν στη Μικρά Ασία. Περνώντας τον Ελλήσποντο οι βάρβαροι Γαλάτες άρχισαν να λεηλατούν τα πάντα στο πέρασμά τους.
Το βασίλειο των Σελευκιδών ήταν ένα από κράτη που δημιουργήθηκαν μετά το πέρας των πολέμων των Διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Για ένα διάστημα υπήρξε το μεγαλύτερο σε έκταση και ισχυρότερο ελληνιστικό βασίλειο, ελέγχοντας τα περισσότερα από τα εδάφη που κατέκτησε ο μέγας στρατηλάτης.
Το βασίλειο των Σελευκιδών ήταν ένα από κράτη που δημιουργήθηκαν μετά το πέρας των πολέμων των Διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Για ένα διάστημα υπήρξε το μεγαλύτερο σε έκταση και ισχυρότερο ελληνιστικό βασίλειο, ελέγχοντας τα περισσότερα από τα εδάφη που κατέκτησε ο μέγας στρατηλάτης.
Σταδιακά όμως το βασίλειο συρρικνώθηκε, εδαφικά, συνεπεία εσωτερικών και εξωτερικών συγκρούσεων. Τον τελευταίο αιώνα της ζωής του, το Σελευκιδικό κράτος σε τίποτα δεν θύμιζε την πάλαι ποτέ μεγάλη αυτοκρατορία, έχοντας απομείνει μια περιφερειακή δύναμη που ήλεγχε τις σημερινές περιοχής της Συρίας, της Ιορδανίας και της Παλαιστίνης.
Η γέννηση ενός βασιλείου
Το Σελευκιδικό κράτος γεννήθηκε, ανεπίσημα, το 312 π.Χ. μετά το πέρας της πρώτης φάσης των πολέμων των Διαδόχων του Αλεξάνδρου. Ο ιδρυτής του Σέλευκος ήταν ένας από τους στρατηγούς του Αλεξάνδρου, διοικητής Τάξης σαρισσοφόρων.
Αρχικά τάχθηκε στο πλευρό του Περδίκκα και έλαβε ως ανταμοιβή την σατραπεία της Βαβυλώνας. Αργότερα όμως τάχθηκε κατά του Περδίκκα. Συμμάχησε με τον Πτολεμαίο κατά του Αντιγόνου του Μονόφθαλμου.
Το 312 π.Χ. όταν συμφωνήθηκε ανακωχή, πολέμησε κατά εντοπίων ηγεμόνων και έφτασε μέχρι τα σύνορα της Ινδίας. Το 306 π.Χ. ο Σέλευκος ανακήρυξε εαυτόν βασιλιά, ιδρύοντας και επίσημα το κράτος των Σελευκιδών. Ύστερα από άκαρπες συγκρούσεις δύο ετών συνομολόγησε συνθήκη ειρήνης με τους Ινδούς, με αντάλλαγμα 500 πολεμικούς ελέφαντες.
Το 301 π.Χ. μετείχε στην περίφημη μάχη της Ιψού όπου ο στρατός του Αντιγόνου συντρίφθηκε και ο ίδιος ο βετεράνος στρατηγός σκοτώθηκε. Η μάχη κερδήθηκε από τους πολεμικούς ελέφαντες του Σέλευκου. Το 281 π.Χ. σύντριψε και τον παλαιό του συμπολεμιστή Λυσίμαχο, στη μάχη στο Κούρου πεδίο, αλλά δολοφονήθηκε, μετά τη νίκη του, από τον Πτολεμαίο Κεραυνό της Μακεδονίας.
Εδραίωση
Τον διαδέχθηκε ο καθόλα άξιος γιος του Αντίοχος Α’ ο επονομασθείς Σωτήρ. Αυτός κατάφερε να αντιμετωπίσει τα διάφορα στασιαστικά κινήματα που ξέσπασαν, μετά τον θάνατο του πατέρα του και το 275 π.Χ. πέτυχε περιφανή νίκη κατά των Γαλατών που είχαν εισβάλει στη Μικρά Ασία. Το ίδιο έτος ήρθε σε σύγκρουση με τους Πτολεμαίους της Αιγύπτου, ξεκινώντας μια σειρά συγκρούσεων που έμειναν γνωστές ως Συριακοί Πόλεμοι.
Ο Αντίοχος πέθανε το 262 π.Χ. μετά την ήττα του από τους Περγαμηνούς. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Αντίοχος Β’, ο θεός. Αυτός ενεπλάκη στον Β’ Συριακό Πόλεμο με τους Πτολεμαίους, με αποτέλεσμα, λόγω της αγκίστρωσής του εκεί, να επαναστατήσουν οι ανατολικές επαρχίες.
Τότε χάθηκε η Βακτριανή, ο σατράπης της οποίας Διόδοτος, ανεξαρτητοποιήθηκε. Επαναστάσεις ξέσπασαν επίσης στις περσικές χώρες, με αποτέλεσμα, ελάχιστα χρόνια μετά τον θάνατο του Αντιόχου, να ιδρυθεί το Παρθικό κράτος. Το 246 π.Χ. που πέθανε τον διαδέχτηκε ο γιος του Σέλευκος Β’ Καλλίνικος, ο Πώγων.
Αυτός προκάλεσε τον Γ’ Συριακό Πόλεμο και κατάφερε, προσωρινά, να ανακτήσει ορισμένες από τις ανατολικές επαρχίες του κράτους. Παράλληλα όμως επαναστάτησε εναντίον το αδελφός του Αντίοχος Ιέραξ, με τη βοήθεια και του βασιλιά Αττάλου της Περγάμου.
Ο Σέλευκος ηττήθηκε στη μάχη της Άγκυρας, το 235 π.Χ. Αποτέλεσμα της ήττας ήταν η διάσπαση του κράτους, με τον Αντίοχο Ιέρακα να κρατά τα μικρασιατικά εδάφη του κράτους. Ο Σέλευκος υποχρεώθηκε παράλληλα να αναγνωρίσει το Παρθικό κράτος. Πέθανε το 225 π.Χ. Τον διαδέχτηκε ο μεγαλύτερος γιος του Σέλευκος Γ’ Κεραυνός, ο οποίος όμως δολοφονήθηκε το 223 π.Χ.
Απόγειο και παρακμή
Έτσι στον θρόνο ανέβηκε ο Αντίοχος Γ’, ο Μέγας. Ο Αντίοχος κατάφερε να ανακτήσει τις ανατολικές επαρχίες. Ενεπλάκη στον Δ’ Συριακό Πόλεμο, αλλά, το χειρότερο, ενεπλάκη σε πόλεμο με τη Ρώμη, στον οποίο ηττήθηκε κατά κράτος. Μετά την ήττα αυτή και τον ολοκληρωτική καταστροφή του στρατού στη μάχη της Μαγνησίας, της Μικράς Ασίας, το 190 π.Χ. οι Πάρθοι ανέκτησαν και πάλι τις ανατολικές περιοχές που ο Αντίοχος είχε καταλάβει.
Πέθανε το 187 π.Χ. αφήνοντας το κράτος στα όρια της κατάρρευσης. Από το σημείο αυτό και μετά ξεκινά η μακρά περίοδος παρακμής του Σελευκιδικού Βασιλείου που διήρκεσε για περίπου 120 έτη, μέχρι την οριστική υποταγή στη Ρώμη. Τον διαδέχθηκε ο γιός του Σέλευκος Δ’ Φιλοπάτωρ, ο οποίος και ξεκίνησε, ουσιαστικά, την σύγκρουση με τους Ιουδαίους, όταν αποπειράθηκε να αρπάξει τους θησαυρούς του Ναού του Σολομώντα.
Ο Σέλευκος Δ’ δολοφονήθηκε το 175 π.Χ. Η δολοφονία του, παρά τις όποιες εξάρσεις υπήρξαν κατόπιν, σηματοδότησε την αρχή του τέλους της αυτοκρατορίας η οποία διατηρήθηκε μόλις 100 χρόνια ακόμα, μετά τον θάνατό του.
Τον δολοφονημένο διαδέχθηκε ο Αδερφός του Αντίοχος Δ’ ο Επιφανής, ο οποίος ξεκίνησε νέο πόλεμο με την Αίγυπτο των Πτολεμαίων – Έκτος Συριακός Πόλεμος – φτάνοντας, νικητής, μέχρι την Αλεξάνδρεια. Ωστόσο με επέμβαση των Ρωμαίων υποχρεώθηκε να υποχωρήσει, ταπεινωμένος.
Πόλεμοι με Μακκαβαίους
Ο Αντίοχος επιχείρησε τότε να επιβάλει τις θελήσεις του στους Ιουδαίους, απαγορεύοντας την ιουδαϊκή λατρεία, το 167 π.Χ. Εισέβαλε επίσης στην Ιερουσαλήμ και βεβήλωσε τον Ναό του Σολόμωντα, προκαλώντας την εξέγερση των Μακκαβαίων. H πρώτη μάχη δόθηκε το 167 π.Χ. στο ρέμα Χαραμία, όπου 600 Ιουδαίοι ενέδρευσαν και κατέστρεψαν μια δύναμη 2.000 Σελευκιδών.
Ακολούθησε η μάχη του Μπείτ Χορόν. Ήταν μια μικρής κλίμακας σύγκρουση, μεταξύ 1.000 Ιουδαίων, υπό τον Ιούδα Μακκαβαίο και 4.000 άνδρες του Σελευκιδικού Στρατού. Οι Σελευκίδες έπεσαν σε ενέδρα και ηττήθηκαν. Ακολούθησε η μάχη στους Εμμαούς, όπου 3.000 Ιουδαίοι, πέτυχαν συντριπτική νίκη έναντι 5.000 Σελευκιδών, υπό τους Γοργία και Νικάνορα.
Οι μάχες του Μπετ Ζουρ και του Μπετ Ζακάρια ήταν σημαντικότερες, σαφώς. Στην πρώτη, το 164 π.Χ., 10.000 Ιουδαίοι συγκρούστηκαν με μια δύναμη 25.000 Σελευκιδών, υπό τον στρατηγό Λυσία. Ο Λυσίας διέθετε και 22 ελέφαντες και αδιευκρίνιστο αριθμό αρμάτων. Ωστόσο ηττήθηκε κατά κράτος, προφανώς λόγω κακής επιλογής εδάφους.
Στη δεύτερη, το 162 π.Χ. ο στρατηγός Λυσίας και πάλι, διαθέτοντας 50.000 πεζούς, 5.000 ιππείς και 30 ελέφαντες, νίκησε μια δύναμη 20.000 Μακκαβαίων. Αυτή τη φορά οι Σελευκίδες νίκησαν και κινήθηκαν κατά της Ιερουσαλήμ, αλλά λόγω της απειλής εμφυλίου πολέμου ο Λυσίας και ο στρατός του ανακλήθηκαν.
Το 160 π.Χ. δόθηκε η μάχη της Ελάσα. Μια στρατιά 20.000 πεζών και 2.000 Σελευκιδών ιππέων, υπό τον Βακχίδη, επιτέθηκε στις δυνάμεις του Ιούδα Μακκαβαίου. Οι περισσότεροι άνδρες του Ιούδα τράπηκαν σε φυγή ενώπιον της αριθμητικής υπεροχής των αντιπάλων. Ο ίδιος όμως με 800 άνδρες έμεινε, πολέμησε και μοιραία σκοτώθηκε, μαζί με τους περισσότερους από τους συμπολεμιστές του.
Ο Αντίοχος Δ’ πέθανε το 164 π.Χ. αφήνοντας το κράτος σε εμπόλεμη κατάσταση με τους Μακκαβαίους και τους Πάρθους. Ο βασιλιάς εκστράτευσε ο ίδιος κατά των Πάρθων, αλλά πέθανε βαδίζοντας προς την Ανατολή. Ο θάνατος του Αντιόχου Δ’ προκάλεσε εμφύλιες συγκρούσεις.
Προσωρινή αναλαμπή
Ο γιος και διάδοχός του Αντίοχος Ε’ Ευπάτωρ, ανατράπηκε από τον εξάδελφό του Δημήτριο Α’ Σωτήρα. Το 161 π.Χ. ο Δημήτριος προσπάθησε και κατάφερε να επιβάλει την σελευκιδική επικυριαρχία στην Ιουδαία. Το 150 π.Χ. όμως και αυτός ανατράπηκε από τον Αλέξανδρο Βάλα, τον οποίον υποστήριζαν οι Πτολεμαίοι.
Επί της βασιλείας του δόθηκε η μάχη της Αζώτου (148 π.Χ.) με τους Ιουδαίους, υπό τον Ιωνάθαν, να πολεμούν, ως σύμμαχοι του Αλεξάνδρου Βάλα, κατά των δυνάμεων του διεκδικητή του θρόνου Δημητρίου. Αν και στη μάχη αυτή οι φίλα προσκείμενες στον Βάλα δυνάμεις νίκησαν, τελικά ο Δημήτριος νίκησε και, το 145 π.Χ. ανέβηκε στον θρόνο ως Δημήτριος Β’ ο Νικάτωρ.
Ωστόσο ο Δημήτριος ουδέποτε κατάφερε να ελέγξει το βασίλειό του καθώς οι υποστηρικτές του Βάλα συσπειρώθηκαν γύρω από τον διεκδικητή του θρόνου Αντίοχο Στ’ και κατόπιν του Διοδότου Τρύφωνος. Το κράτος κόπηκε στα δύο, αυτή την περίοδο, με τους σφετεριστές να ελέγχουν την πρωτεύουσα Αντιόχεια. Το 143 π.Χ. η Ιουδαία ανεξαρτητοποιήθηκε επισήμως και οι Πάρθοι προχώρησαν ακόμα περισσότερο προς Δυσμάς.
Ο Δημήτριος που προσπάθησε να τους αναχαιτίσει ηττήθηκε και αιχμαλωτίσθηκε. Τον Δημήτριο διαδέχθηκε ο αδερφός του Αντίοχος Ζ’ Σιδέτης, ο οποίος αποδείχθηκε ο τελευταίος μεγάλος βασιλιάς, κατορθώνοντας να αντιμετωπίσει τους αντιπάλους του κράτους, συμμαχώντας με τους Μακκαβαίους. Το 133 π.Χ. εκστράτευσε κατά των Πάρθων, έχοντας μαζί του το σύνολο των στρατιωτικών δυνάμεων του κράτους, έχοντας μαζί του και ιουδαϊκά τμήματα, υπό τον Ιωάννη Υρκανό.
Αρχικά η εκστρατεία εξελίχθηκε ιδιαίτερα ευνοϊκά. Η Μεσοποταμία, η Βαβυλωνία και η Μηδία κερδήθηκαν και πάλι. Στη Σελεύκεια επί του Τίγρη ποταμού πέτυχε περιφανή νίκη κατά των Πάρθων, σκοτώντας, σε προσωπική μονομαχία και τον στρατηγό τους. Τον χειμώνα του 130-129 π.Χ. ο Πάρθος βασιλιάς Φραάτης Β’ αντεπιτέθηκε.
Το τέλος
Έχοντας στείλει τα στρατεύματά του να διαχειμάσουν, ο Αντίοχος πιάστηκε εξαπίνης και προσπάθησε να αντιμετωπίσει τον Παρθικό Στρατό με μικρό μόνο μέρος των δυνάμεών του, αυτών που είχε, δηλαδή, στην άμεση διάθεσή του.
Στη μάχη του ακολούθησε σκοτώθηκε, πολεμώντας πάντως ηρωικά, το 129 π.Χ. Ο αντίπαλός του Φράτης τίμησε τον νεκρό βασιλιά στέλνοντας την σωρό του πίσω στην Αντιόχεια να ταφεί με τις πρέπουσες τιμές.
Μετά τον θάνατο του Αντιόχου Ζ’ όλες οι ανατολικές επαρχίες χάθηκαν, οριστικά. Οι Ιουδαίοι αποτίναξαν την σελευκιδική επικυριαρχία και ξέσπασαν νέες εμφύλιες συγκρούσεις. Την ίδια ώρα οι Αρμένιοι άρχισαν να πλησιάζουν από τον Βορρά. Έτσι, μέχρι τα τέλη του 2ου και τις αρχές του 1ου αιώνα π.Χ. η Σελευκιδική Αυτοκρατορία είχε περιοριστεί στην Αντιόχεια και μερικές ακόμα συριακές πόλεις.
Το 83 π.Χ. εισέβαλε στα υπολείμματα του κράτους ο Αρμένιος βασιλιάς Τιγράνης, ο οποίος και κατέλυσε το Σελευκιδικό Βασίλειο. Ωστόσο μετά την ήττα του Τιγράνη από τους Ρωμαίους μια σκιά του προηγούμενου κράτους ανασυστάθηκε υπό τον Αντίοχο ΙΓ’. Σύντομα ξέσπασε νέος εμφύλιος πόλεμος μεταξύ αυτού και του διεκδικητή Φιλίππου Β’. Τελικά ο Πομπήιος, το 63 π.Χ. κατέλυσε οριστικά το Σελευκιδικό κράτος.
Πηγή: slpress.gr
Από την αρχή της εμφάνισής του ο οπλίτης δεν ήταν παρά ένας πολίτης, ο οποίος μετατρεπόταν σε στρατιώτη για τις ανάγκες μιας εκστρατείας, μετά το πέρας της οποίας, ακόμα και εν καιρό πολέμου, επέστρεφε για ένα τουλάχιστον χρονικό διάστημα στο σπίτι του και στις ασχολίες του.
Αργότερα όμως φάνηκε ότι για λόγους κοινωνικούς, αλλά και στρατιωτικούς, οι πόλεις έπρεπε να εκπαιδεύσουν στρατιωτικά τους πολίτες – οπλίτες τους καθιστώντας τους ημιμόνιμους επαγγελματίες στρατιώτες.
Πέραν της πόλεως στρατόπεδο, της Σπάρτης, οι λοιπές πόλεις κράτη της Ελλάδας θέσπισαν ένα σύστημα στρατιωτικής θητείας, σύμφωνα με το οποίο οι άνδρες υπηρετούσαν για ένα διάστημα στον στρατό της πόλης και κατόπιν εντάσσονταν στην εφεδρεία, έως τα 60 τους χρόνια.
Γνωρίζουμε ότι οι Αθηναίοι υπηρετούσαν δύο χρόνια στον στρατό. Στο διάστημα αυτό αναλάμβαναν τη φρούρηση συνοριακών οχυρών ή συμμετείχαν σε επιχειρήσεις του στόλου ως πεζοναύτες.
Μετά το πέρας της στρατιωτικής τους θητείας, οι έφεδροι φρόντιζαν να διατηρούν εαυτούς σε άριστη φυσική κατάσταση, γυμναζόμενοι στα δημόσια γυμνάσια. Κάθε τόσο βέβαια και η πόλη φρόντιζε να τους καλεί υπό τα όπλα, ώστε να διατηρούν την επαφή τους με τα στρατιωτικά έργα, ακριβώς ότι δεν συμβαίνει σήμερα δηλαδή.
Ο έφηβος οπλίτης άρχιζε την εκπαίδευση του με σύντονες πορείες κατά τις οποίες έφερε το σύνολο του οπλισμού του. με τον τρόπο αυτό αποκτούσε την απαραίτητη αντοχή και σωματική ρώμη. Στη συνέχεια εξασκείτο στη χρήση των όπλων του. Πολλοί, οι πλουσιότεροι συνήθως, εκπαιδεύονταν πριν την κατάταξή τους στον στρατό από επαγγελματίες οπλομάχους.
Έχοντας αποκτήσει σχετική άνεση στη χρήση του οπλισμού του, οι νέοι οπλίτες εκπαιδεύονταν κατά στίχο και κατόπιν κατά λόχο, μαζί με παλαιότερους και εμπειρότερους μαχητές. Οι οπλίτες μάθαιναν να εκτελούν αρχικά τα εξής παραγγέλματα: επί δόρυ κλίναι (κλίνατ’ επί δεξιά), επ’ ασπίδι κλίναι (κλίνατ’ επ΄ αριστερά), επί δόρυ ή επ’ ασπίδι μεταβάλου (σχηματισμός μετώπου επί δεξιά ή επ’ αριστερά), παράστηθι τα όπλα (παραπόδα), αναλάβατε δόρυ ή ασπίδι , καθές τα δόρατα (πρόταξη δοράτων σε χαμηλή λαβή), δόρυ ανασχέσθαι (πρόταξη δοράτων σε υψηλή λαβή), διάστηθι (αραιώσατε), στοίχει (στοιχηθείτε), πρόαγε (βάδην εμπρός) κ.α.
Η μεταβολή εκτελείτο με τρεις τρόπους, το λακωνικό, τον μακεδονικό και τον κρητικό. Βάση του λακωνικού ο τελευταίος ζυγός της φάλαγγας ανέστρεφε μέτωπο και όλοι οι άλλοι έσπευδαν και τάσσονταν μπροστά του, έτσι ώστε ο πρώτος ζυγός της αρχικής παράταξης να βρίσκεται και πάλι πρώτος μετά τη μεταβολή.
Στον μακεδονικό οι άνδρες έστρεφαν ανά ζυγό και σχημάτιζαν μέτωπο προς τα πίσω, με το παλαιό πρώτο ζυγό να ηγείται και πάλι. Στον παρεμφερή κρητικό ο επικεφαλής του στίχου κινείτο προς τα πίσω, παράλληλα με τον ουραγό που κινείτο προς τα εμπρός. Και πάλι ο πρώτος ζυγός πριν τη μεταβολή εμφανιζόταν και πάλι πρώτος επί του νέου μετώπου.
Κατά την πορεία ο οπλίτης κρατούσε το δόρυ επ’ ώμου – στον δεξιό ώμο – και αναρτούσε την ασπίδα στην πλάτη, εκτός και αν βάδιζε πλησίον εχθρικών δυνάμεων, οπότε κρατούσε την ασπίδα κανονικά και ήταν έτοιμος, με το ανάλογο παράγγελμα να μεταπέσει από τον σχηματισμό πορείας σε σχηματισμό μάχης, σε οποιαδήποτε πλευρά και αν εμφανιζόταν η απειλή.
Τυπικό παράδειγμα της ευελιξίας της φάλαγγας και της άριστης εκπαίδευσης των οπλιτών αποτελεί η κάθοδος των Μυρίων, μέσω της Περσικής Αυτοκρατορίας. Κατά τις συνεχείς πορείες και μάχες τους, οι Μύριοι εφάρμοσαν με ακρίβεια πληθώρα ελιγμών, εξουδετερώνοντας με την πειθαρχία τους την συντριπτική υπεροχή του εχθρού, τόσο σε πλήθος, όσο και σε ιππικό και εκηβολιστές πεζούς.
Πάντως σύντομα έγινε αντιληπτό ότι πέραν των εκπαιδευμένων εφέδρων πολιτών κάθε πόλη χρειαζόταν και ένα σώμα μονίμων, επαγγελματιών στρατιωτών, το οποίο όμως θα λειτουργούσε συμπληρωματικά και όχι ανταλλακτικά του στρατού των στρατευσίμων.
Έτσι συγκροτήθηκαν επίλεκτα τμήματα, οι άνδρες των οποίων εξοπλιζόταν, μισθοδοτούνταν και διατρεφόταν με έξοδα της πόλης. Τέτοια τμήματα ήταν οι Αργείοι 1.000 επίλεκτοι, οι Αρκάδες επίλεκτοι (Επάρητοι), οι Φλοιάσιοι επίλεκτοι και οι Ήλειοι ομόλογοί τους και πάνω από όλους οι 300 Θηβαίοι Ιερολοχίτες.
Ο Ιερός Λόχος των Θηβών αποτελείτο από 150 ζεύγη μαχητών, διδασκάλων και μαθητών. Οι άνδρες του γυμνάζονταν καθημερινά στη χρήση των όπλων και κατά συνέπεια είχαν μετατραπεί σε πραγματικές πολεμικές μηχανές.
Ο Ιερός Λόχος διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στις μάχες του Επαμεινώνδα και του Πελοπίδα. Οι άνδρες του έπεσαν μέχρις ενός στη μάχη της Χαιρώνειας, κερδίζοντας τον θαυμασμό και αυτών των νικητών τους. Οι άλλες ελληνικές πόλεις δεν ανέπτυξαν ίδιες επίλεκτες δυνάμεις. Οι πλέον οικονομικά εύρωστες κατέφυγαν στη στρατολόγηση μισθοφόρων από άλλες πόλεις.
Πηγή: slpress.gr
Οι Έλληνες στρατιώτες του σώματος των Μυρίων, έχοντας ξεφύγει, όπως πίστευαν από την εχθρική καταδίωξη, μετά την σφαγή των αξιωματικών τους, αντίκριζαν με αισιοδοξία το μέλλον. Είχαν στρατοπεδεύσει σε έναν τόπο όπου υπήρχε αφθονία τροφίμων. Εξάλλου άξιζαν λίγη ανάπαυση, καθώς είχαν περάσει τις τελευταίες επτά ημέρες βαδίζοντας σε κακοτράχαλα βουνά, πολεμώντας εναντίον πολύ σκληρών αντιπάλων, των Καρδούχων, φτάνοντας στα όρια της Αρμενίας.
Η μάχη στα Κούναξα της Βαβυλώνας το 401 π.Χ. αποτελεί μια από τις πλέον κοσμοϊστορικές συγκρούσεις της παγκοσμίου ιστορίας. Παραλλήλως όμως αποτελεί και μια από τις μεγαλύτερες νίκες των αρχαίων Ελλήνων, έναντι των Περσών.
Ο Κύρος ο Νεότερος, έχοντας αποφασίσει να διεκδικήσει τον περσικό θρόνο από τον αδερφό του Αρταξέρξη συγκέντρωσε ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, με τις οποίες σκόπευε να κινηθεί εναντίον του. Ανάμεσα στους 100.000 άνδρες του Κύρου, που αναφέρει ο Ξενοφών, ξεχώριζαν οι 13.000 Έλληνες μισθοφόροι του, οι αποκαλούμενοι χάριν συντομίας «Μύριοι». Οι Μύριοι ήταν ένα εκλεκτό στρατιωτικό σώμα, αποτελούμενο από λίαν εμπειροπόλεμους άνδρες, βετεράνους του καταστροφικού Πελοποννησιακού Πολέμου.
Το σώμα συγκροτείτο από 11.500 οπλίτες, 1.000 πελταστές, 500 ψιλούς και ελάχιστους ιππείς. Οι άνδρες προέρχονταν από κάθε γωνιά της Ελλάδος. Οι οπλίτες ήσαν κυρίως Πελοποννήσιοι και Βοιωτοί, οι δε πελταστές Θράκες. Οι ψιλοί ήσαν Κρήτες, οπλισμένοι με τόξο, μικρή ασπίδα και εγχειρίδιο. Οι οπλίτες πολεμούσαν στον κλασικό σχηματισμό της φάλαγγας. Ο ηγέτης του σώματος των Μυρίων ήταν ο Σπαρτιάτης Κλέαρχος, ο οποίος είχε προσαρμόσει τις τακτικές τους στα σπαρτιατικά πολεμικά δόγματα.
Προς την συνάντηση με τη μοίρα
Η στρατιά του Κύρου αφού διέσχισε τη Μικρά Ασία κινήθηκε προς την Βαβυλώνα. Η στρατιά διέσχισε τα αρδευτικά κανάλια του Ευφράτη και μια βαθιά τάφρο που είχε κατασκευάσει ο στρατός του Αρταξέρξη και συνέχισε την προέλασή της. Καθώς η στρατιά βάδιζε, έβλεπαν παντού ίχνη από άνδρες και ίππους στο χώμα, σημάδι πως ο βασιλικός στρατός υποχωρούσε ενώπιόν τους.
Έτσι βάδισαν επί τρεις ημέρες, όταν ξαφνικά ένας από τους ανιχνευτές ιππείς του Κύρου έφτασε καλπάζοντας και φωνάζοντας ότι ο βασιλικός στρατός ερχόταν καταπάνω τους. Ήταν πρωί της 3ης Σεπτεμβρίου του 401 π.Χ. Αμέσως μόλις δόθηκε το σύνθημα η στρατιά μετέπεσε από σχηματισμό πορείας σε σχηματισμό μάχης. Οι άνδρες οπλίστηκαν και άρχισαν να λαμβάνουν τις προκαθορισμένες τους θέσεις.
Οι Έλληνες τάχθηκαν στο δεξιό κέρας, καλυπτόμενοι από την κοίτη του Ευφράτη. Στο άκρο δεξιό τάχθηκαν οι Έλληνες πελταστές και 1.000 Παφλαγόνες ιππείς. Δίπλα τους τάχθηκε η φάλαγγα, με τον Κλέαρχο να διοικεί την δεξιά πτέρυγα, τον Πρόξενο το κέντρο και τον Μένωνα την αριστερή πτέρυγά της.
Το κέντρο και το αριστερό κέρας της στρατιάς του Κύρου σχηματίστηκε από περσικά τμήματα και τμήματα υποτελών. Στο κέντρο τάχθηκε και ο ίδιος ο Κύρος επικεφαλής 600 επίλεκτων ιππέων της σωματοφυλακής του. Όλοι οι ιππείς της σωματοφυλακής έφεραν θώρακες, κράνη και παραμερίδια (ειδικές θωρακίσεις που προστάτευαν τα πόδια του πολεμιστή και εφαρμόζονταν στη σέλα).
Ο Κύρος μόνο αρνήθηκε να φορέσει κράνος για να είναι εύκολα αναγνωρίσιμος από τους άνδρες του. Από τη διάταξη και μόνο των δυνάμεών του γίνεται φανερό και το σχέδιο μάχης του Κύρου. Προφανώς ο Πέρσης πρίγκηπας υπολόγιζε ότι οι Έλληνες θα επικρατήσουν έναντι του εχθρικού αριστερού.
Κατόπιν θα μπορούσαν να πλαγιοκοπήσουν το εχθρικό κέντρο, εκεί όπου θα πολεμούσε και ο αδερφός του Αρταξέρξης, και με παράλληλη πίεση από τους δικούς του άνδρες και ιδίως από την επίλεκτη σωματοφυλακή του να το διασπάσουν. Ο Κύρος για να στεφθεί νικητής δεν αρκούσε να τρέψει σε φυγή τον αντίπαλο στρατό. Έπρεπε να σκοτώσει και τον αδερφό του.
Η πρώτη ελληνική έφοδος
Αφού παρατάχθηκαν με τον τρόπο αυτό οι άνδρες του Κύρου ανέμεναν την άφιξη του εχθρού. Πράγματι γύρω στο απόγευμα εμφανίστηκε από τα νότια η τεράστια στρατιά του Αρταξέρξη. «Φάνηκε ένα λευκό σύννεφο σκόνης, το οποίο μετά από ώρα έγινε μαύρο επί της πεδιάδας και σε μεγάλη έκταση«, γράφει ο Ξενοφών, εντυπωσιασμένος από το θέαμα της προσέγγισης του τεράστιου στρατού.
Στο άκρο αριστερό, το οποίο διοικούσε ο Τισσαφέρνης, τάχθηκαν βαριά οπλισμένοι ιππείς που όλοι τους έφεραν λευκούς ελληνικούς λινοθώρακες. Δίπλα τους τάχθηκαν γεροφόροι (γέρας=είδος ασπίδας) Πέρσες και δίπλα σε αυτούς Αιγύπτιοι δορυφόροι, οπλισμένοι με μεγάλες ποδήρεις ασπίδες και δόρατα όπως τα ελληνικά.
Κατόπιν είχαν ταχθεί άλλοι ιππείς και τοξότες. Οι στρατιώτες κάθε έθνους πολεμούσαν σε δικούς τους σχηματισμούς και μπορούσες να δεις, σύμφωνα με την περιγραφή του αυτόπτη μάρτυρα Ξενοφώντα, τους τετράπλευρους σχηματισμούς τους. Μπροστά απ’ όλο το μέτωπο ήταν ταγμένα τα δρεπανηφόρα άρματα.
Ενώπιον του εχθρικού μετώπου, το οποίο υπερείχε συντριπτικά σε μήκος του δικού του, ο Κύρος άλλαξε γνώμη και διέταξε τον Κλέαρχο να κινηθεί κλιμακωτά και να προσβάλει το εχθρικό κέντρο. Ο Κλέαρχος όμως, έμπειρος στρατηγός ως ήταν, δε θεωρούσε σωστή ενέργεια να κινηθεί προς το κέντρο και να αφήσει τη σιγουριά που του εξασφάλιζε η κοίτη του Ευφράτη.
Αν τυχόν ξεμάκρυνε από τον ποταμό υπήρχε ο κίνδυνος να διασπαστεί η αναγκαστικώς αραιωμένη του παράταξη και να περικυκλωθεί ολόκληρη η φάλαγγα από το ιππικό του Τισσαφέρνη. Για το λόγο αυτό ο Κλέαρχος απάντησε στον Κύρο να μην ανησυχεί και πως ο ίδιος γνώριζε πώς πρέπει να πολεμήσει.
Τελικά τα ασιατικά τμήματα του Κύρου άρχισαν να βαδίζουν προς συνάντηση του εχθρού. Οι Έλληνες όμως δεν είχαν ακόμα αρχίσει να κινούνται. Ο Κλέαρχος μόλις είχε δώσει το σύνθημα «Ζεύς σωτήρ και νίκη», το οποίο πέρασε από στόμα σε στόμα και από τον τελευταίο άνδρα. Μόλις ξαναήρθε η σειρά του Κλεάρχου να αναφωνήσει το σύνθημα, δόθηκε η διαταγή και οι Έλληνες άρχισαν να βαδίζουν.
Η απόσταση που χώριζε τα δύο στρατεύματα δεν ήταν μεγαλύτερη των 600-800 μέτρων. Οι Έλληνες βάδιζαν με ταχύ βήμα και έψαλαν τον παιάνα. Μόλις πλησίασαν περισσότερο άρχισαν να αλαλάζουν και να κτυπούν τα δόρατα επί των ασπίδων τους, παράγοντας έναν δαιμονικό θόρυβο.
Ενώπιον του θεάματος τούτου και πριν οι Έλληνες πλησιάσουν σε απόσταση του ωφέλιμου βεληνεκούς των τόξων (150-200 μέτρα) οι απέναντί τους βάρβαροι έστρεψαν τα νώτα και τράπηκαν σε φυγή! Ακόμα και οι ηνίοχοι των δρεπανηφόρων αρμάτων τα εγκατέλειψαν και ακολούθησαν τους φεύγοντες συναδέλφους τους.
Τα δε δρεπανηφόρα άρματα, με τους ίππους τρομοκρατημένους άρχισαν να τρέχουν και να κατακόπτουν το περσικό πεζικό. Μερικά από αυτά στράφηκαν ανεξέλεγκτα και κατά των Ελλήνων. Αυτοί όμως άνοιγαν τους ζυγούς τους και τα άφηναν να περνούν ακίνδυνα ανάμεσά τους. Με τον τρόπο αυτό οι Έλληνες διέλυσαν την απέναντί τους εχθρική παράταξη με μοναδική απώλεια έναν τραυματία από βέλος!
Ο θάνατος του Κύρου
Την ώρα όμως που οι Έλληνες κατατρόπωναν κυριολεκτικά τους απέναντί τους εχθρούς, στο άλλο άκρο τα πράγματα δεν φαίνεται πως εξελίχθηκαν το ίδιο ευνοϊκά για τον Κύρο. Το αριστερό του Κύρου κάμφθηκε από την εχθρική υπεροχή και ο Κύρος φοβούμενος μην κατακοπεί το ελληνικό στράτευμα, πληττόμενο εκ των νώτων επέλασε με τους 600 επίλεκτους ιππείς του κατά των 6.000 ιππέων του Αρταξέρξη και τους διέσπασε.
Οι νικητές ιππείς του όμως άρχισαν να καταδιώκουν τους φεύγοντες εχθρούς και μόνο λίγοι, οι «ομοτράπεζοι» του έμειναν δίπλα στον Κύρο. Έξαφνα ο Κύρος αντελήφθη την παρουσία του αδερφού του. «Ιδού, τον βλέπω», είπε στους άνδρες του και όρμησε καταπάνω στον Αρταξέρξη. Κατόρθωσε μάλιστα να τον τραυματίσει στο στέρνο τρυπώντας του ακόμα και τον θώρακα. Την ίδια όμως στιγμή ο Κύρος δέχθηκε ένα ακόντιο κάτω από το μάτι. Με τον αρχηγό τους βαριά πληγωμένο, οι λιγοστοί άνδρες του Κύρου προσπάθησαν να τον καλύψουν.
Σε μια άγρια και συγκεχυμένη όμως συμπλοκή που ακολούθησε έπεσαν όλοι, μαζί με τον ηγέτη τους. Οι μεν νικητές έκοψαν το κεφάλι και το δεξί χέρι του Κύρου, οι δε στρατιώτες του νεκρού τράπηκαν σε φυγή και οι άνδρες του Αρταξέρξη κατέλαβαν το στρατόπεδο της στρατιάς του Κύρου. Οι επιζώντες βάρβαροι στρατιώτες του Κύρου, με επικεφαλής τον Αριαίο, κινήθηκαν προς τα πίσω και σταμάτησαν σε απόσταση 25 χλμ. από το πεδίο της μάχης.
Στο μεταξύ εντός του στρατοπέδου ξέσπασε μεγάλη μάχη μεταξύ των Ελλήνων φρουρών του στρατοπέδου και των ανδρών του Αρταξέρξη. Οι τελευταίοι αιχμαλώτισαν μάλιστα τη μία από τις δύο Ελληνίδες παλλακίδες του Κύρου. Η δεύτερη κατόρθωσε να ξεφύγει και γυμνή κατέφυγε στους Έλληνες φρουρούς και διεσώθη. Οι Έλληνες φρουροί άντεξαν για κάποια ώρα την εχθρική πίεση.
Καθώς όμως όλο και περισσότεροι βάρβαροι έρχονταν εναντίον τους στράφηκαν προς το κύριο σώμα των Ελλήνων του Κλεάρχου. Στο μεταξύ ο Αρταξέρξης είχε πληροφορηθεί από τον Τισσαφέρνη ότι οι Έλληνες είχαν διαλύσει τις απέναντί τους δυνάμεις και διέταξε την αναδιοργάνωση των δυνάμεών του, ώστε να επιτεθούν εκ νέου στους ως τότε νικητές Έλληνες.
Η δεύτερη ελληνική έφοδος
Ο Κλέαρχος, όμως, έστρεψε την φάλαγγα και ανέμενε την νέα εχθρική επίθεση. Την ίδια ώρα οι Έλληνες πελταστές, υπό τον Επισθένη από την Αμφίπολη, κατόρθωσαν να προκαλέσουν τεράστιες απώλειες στο επίλεκτο ελαφρύ ιππικό, χρησιμοποιώντας μια άκρως έξυπνη τακτική. Δεχόμενοι την έφοδο του εχθρικού ιππικού οι Έλληνες πελταστές είτε άνοιξαν τους ζυγούς τους, είτε έπεσαν πρηνείς στο έδαφος. Μόλις οι Πέρσες ιππείς περνούσαν οι Έλληνες άρχιζαν να τους κτυπούν από πολύ κοντά με ακόντια, ακόμα και με σπαθιά! Με τον τρόπο αυτό κανείς πελταστής δεν έπαθε το παραμικρό και οι ιππείς τράπηκαν σε φυγή.
Τελικά ο Τισσαφέρνης και οι άνδρες του σταμάτησαν τη φυγή όταν συνάντησαν τα λοιπά βασιλικά στρατεύματα. Έτσι, τώρα, όλοι μαζί κινήθηκαν κατά των Ελλήνων. Τώρα οι Έλληνες θα έδιναν τον υπέρ πάντων αγώνα, μόνοι τους 13.000 άνδρες, κατά των μυριάδων του Αρταξέρξη.
Ο εμπειροπόλεμος Κλέαρχος, στην κρίσιμη αυτή στιγμή, έδειξε όλη του την αξία. Διέταξε τους άνδρες του να λάβουν θέσεις όσο το δυνατό πλησιέστερα στον ποταμό, ώστε να έχουν καλυμμένα τα νώτα τους και να είναι σε θέση με απλή κλίση να καλύψει και τις πτέρυγες. Αντίθετα οι Πέρσες τάχθηκαν παραδοσιακά, όπως και πριν και άρχισαν να βαδίζουν κατά των ακατάβλητων Ελλήνων.
Οι Έλληνες, όμως, δεν τους περίμεναν. Έψαλαν τον παιάνα και εφόρμησαν κατά των εχθρών. Αυτή τη φορά οι βάρβαροι τράπηκαν σε φυγή ακόμα ενωρίτερα, καταδιωκόμενοι από τους Έλληνες. Ακόμα και το εχθρικό ιππικό, το επίλεκτο περσικό ιππικό, ετράπη επίσης σε φυγή και δεν στάθηκε να αντιμετωπίσει την έφοδο των Ελλήνων πεζών!
Οι νικητές Έλληνες στρατοπέδευσαν για τη νύκτα στους πρόποδες ενός γηλόφου, στην κορυφή του οποίου εγκατέστησαν προφυλακές. Λίγο πριν βραδιάσει ο Λύκιος ο Συρακούσιος, ο οποίος εστάλη από τον Κλέαρχο για αναγνώριση, επέστρεψε χαρούμενος και ανέφερε ότι «φεύγουσιν ανά κράτος»! Μια από τις μεγαλύτερες νίκες των αρχαίων Ελλήνων, η πλέον παρεξηγημένη, είχε μόλις επιτευχθεί.
Πηγή: slpress.gr
Όταν το 431 π.Χ. ξέσπασε ο Πελοποννησιάκος Πόλεμος, κανείς από τους εμπολέμους δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα εμπλεκόταν στην μεγαλύτερη σε διάρκεια και πλέον άγρια εμφύλια διαμάχη.
Η αγριότητα του νέου εμφυλίου πολέμου, θα ξεπερνούσε πράγματι σε αγριότητα κάθε προηγούμενο. Για πρώτη φορά στην ως τότε ιστορία τους, οι Έλληνες θα αλληλοσφάζονταν με τέτοιο φανατισμό.
Οι πρώτες επιχειρήσεις
Τον Ιούνιο του ίδιου έτους ο βασιλιάς της Σπάρτης Αρχίδαμος εισέβαλε, επικεφαλής ισχυρού πελοποννησιακού στρατού, στην Αττική.
Αφού κατέλαβε το συνοριακό οχυρό της Οινόης, λεηλάτησε επί έναν μήνα την ύπαιθρο χώρα, μεταξύ Πάρνηθας και Πεντέλης και επέστρεψε κατόπιν στην Πελοπόννησο. Στην επίθεση αυτή, οι Αθηναίοι απάντησαν με επιδρομή αντιποίνων στη Λακωνική.
Ισχυρότατη μοίρα του αθηναϊκού στόλου – 100 πλοία και οι ανάλογοι επιβάτες – κατευθύνθηκε προς την Πελοπόννησο και λεηλάτησε τα παράλια της. Άλλη μοίρα κατευθύνθηκε βόρεια και επιτέθηκε στους συμμάχους των Σπαρτιατών Λοκρούς.
Στα τέλη δε του καλοκαιριού οι Αθηναίοι επιτέθηκαν και κατέλαβαν την Αίγινα, ενώ τον Σεπτέμβριο επιτέθηκαν στη Μεγαρίδα και την ερήμωσαν.
Η ίδια κατάσταση επαναλήφθηκε και στο δεύτερο έτος του πολέμου, το σημαντικότερο γεγονός του οποίου ήταν η πρόκληση του λοιμού στην Αθήνα, από τον οποίο έχασαν τη ζωή τους 5.000 μάχιμοι άνδρες και πολλοί περισσότεροι άμαχοι.
Το τρίτο έτος του πολέμου οι Αθηναίοι επιτέθηκαν στην Ποτίδαια και οι αντίπαλοι τους επιτέθηκαν στις Πλαταιές, ενώ μετέφεραν τον πόλεμο και στη δυτική Ελλάδα, με συμμάχους τους Αμβρακιώτες. Οι Αθηναίοι όμως χάρη στην ναυτική υπεροχή τους νίκησαν δύο φορές τον πελοποννησιακό στόλο σε ναυμαχίες στον Κορινθιακό.
Αν και νικητές όμως, ως τότε, οι Αθηναίοι, υπέστησαν το έτος αυτό (429 π.Χ.) την καταλυτική απώλεια που μάλλον τους στοίχισε και την απώλεια του πολέμου, την απώλεια του Περικλή.
Ο άριστος των ηγετών της, εκείνη την περίοδο, υπέκυψε στην επιδημική ασθένεια, αφήνοντας δυσαναπλήρωτο κενό. Μετά τον θάνατο του και ως την υπογραφή της ειρήνης του Νικία (421 π.Χ.), την πόλη κυβέρνησε μια σειρά ανθρωπαρίων, με σημαντικότερο εκπρόσωπο τον Κλέωνα.
Ο Κλέων αποτελούσε τυπικό δείγμα δημαγωγού της εποχής. Η μεγάλη επιτυχία της κατάληψης της Πύλου και της Σφακτηρίας, το 425 π.Χ. και η αιχμαλωσία 291 Σπαρτιατών διαφημίστηκε από τον ίδιο ως έργο δικό του, ενώ στην πραγματικότητα υπήρξε έργο του άξιου στρατηγού Δημοσθένη.
Ο δημαγωγός σκοτώθηκε στη μάχη της Αμφίπολης. Στην ίδια πάντως μάχη σκοτώθηκε και ο γενναίος Σπαρτιάτης αντίπαλος του Βρασίδας.
Η ασταθής ειρήνη
Η υπογραφή της Νικείου ειρήνης (421 π.Χ.) δεν ξεκαθάρισε το τοπίο στα ελληνικά πολιτικά πράγματα. Επρόκειτο ουσιαστικά για μια μεγάλης διάρκειας ανακωχής, που υπεγράφη με σκοπό να προσφέρει την απαραίτητη ανάπαυλα στους αντιμαχόμενους , για να συνεχίσουν αργότερα τον πόλεμο. Ύστερα από συγκρούσεις 10 ετών κανένα άλλωστε στρατόπεδο δεν είχε υποστεί ανεπανόρθωτη ήττα.
Οι Πελοποννήσιοι και οι Βοιωτοί σύμμαχοι των Σπαρτιατών , από την πλευρά τους, δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένοι με τη σύναψη της. Ο πρωταρχικός τους σκοπός, η εξουδετέρωση της Αθήνας δεν είχε επιτευχθεί.
Οι Κορίνθιοι μάλιστα, μεγάλοι ανταγωνιστές, στον εμπορικό στίβο των Αθηναίων, δεν δίστασαν να συστήσουν ένα νέο δικό τους πλέγμα συμμαχιών, στο οποίο εντάχθηκαν και οι φανατικοί εχθροί των Σπαρτιατών Αργείοι.
Η κίνηση αυτή των Κορινθίων, πραγματοποιήθηκε ως μέτρο πίεσης προς τη Σπάρτη, για να καταστρατηγήσει τη Νικιείο ειρήνη. Όπως ήταν φυσικό η σύσταση της Κορινθιακής Συμμαχίας, θορύβησε τους Σπαρτιάτες, που απάντησαν με χωριστή συμφωνία με τους Βοιωτούς.
Οι Αθηναίοι από την πλευρά τους, με πρωτοβουλία του ανερχόμενου αστέρα της πολιτικής τους σκηνής, Αλκιβιάδη, σύναψαν συμμαχία με τους Αργείους, τους Ηλείους και τους Μαντινείς, συμμαχία που εξ ορισμού, στρεφόταν κατά της Σπάρτης.
Συνέπεια της συμφωνίας αυτής ήταν οι Κορίνθιοι να επιστρέψουν στο σπαρτιατικό άρμα. Όλα λοιπόν ήταν έτοιμα για την επανέναρξη του πολέμου, αρκούσε μόνο η σπίθα που θα άναβε τη φωτιά του.
Είναι μάλλον παράλογο να χρεώσουμε την επανέναρξη των συγκρούσεων στη φιλοδοξία ενός κα μόνο ανδρός, του Αλκιβιάδη. Άσχετα με τις φιλοδοξίες και τις επιθυμίες του, το γεγονός ήταν ότι βρέθηκε πρόσφορο έδαφος για την καλλιέργεια τους.
Το καλοκαίρι του 419 π.Χ. οι σύμμαχοι των Αθηναίων Αργείοι, εκστράτευσαν κατά της Επιδαύρου. Οι Σπαρτιάτες δεν μπορούσαν να μείνουν ασυγκίνητοι σε αυτή την απειλή. Ενίσχυσαν τη φρουρά της πόλης με 300 άνδρες τους, προσπαθώντας όμως να μη διαταράξουν, όσο ήταν δυνατό, τις σχέσεις τους με την Αθήνα.
Και οι σώφρονες όμως Αθηναίοι προσπάθησαν να αποφύγουν την εκ νέου έκρηξη γενικευμένου πολέμου. Ως πρώτο μέτρο αφαίρεσαν τη στρατηγεία από τον φιλοπόλεμο Αλκιβιάδη και ανέθεσαν την εξουσία στους στρατηγούς Νικία, Λάχητα και Νικόστρατο.
Οι Σπαρτιάτες όμως δεν μπορούσαν με κανένα τρόπο να επιτρέψουν τη συγκρότηση ισχυρού εναντίον τους συνασπισμού, εντός της Πελοποννήσου.
Πόλεμος στην Πελοπόννησο
Με αφορμή την επίθεση των Αργείων κατά της Επιδαύρου, συγκέντρωσαν τις δυνάμεις της Πελοποννησιακής Συμμαχίας και εκστράτευσαν κατά των Αργείων, Ηλείων και Μαντινείων αντιπάλων τους. Με επικεφαλής τον βασιλιά της Σπάρτης Άγι συγκροτήθηκε ένας πανίσχυρος στρατός.
Περιελάμβανε περίπου 4.200 Λακεδαιμόνιους, 5.000 Βοιωτούς, 2.000 Κορινθίους και 1.500 Αρκάδες οπλίτες. Μαζί της ενώθηκαν και οι δυνάμεις των πόλεων Φλειούντος, Μεγάρων, Επιδαύρου, Σικυώνας και Πελλήνης.
Συνολικά συγκεντρώθηκαν 20.000 οπλίτες και τουλάχιστον άλλοι τόσοι ψιλοί και λίγοι ιππείς. Από την άλλη πλευρά οι Αργείοι και οι σύμμαχοι τους κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν 16.000 οπλίτες και ανάλογο αριθμό ψιλών.
Καθώς οι δύο στρατιές ελίσσονταν για να καταλάβουν πλεονεκτικό έδαφος, η πελοποννησιακή στρατιά κατόρθωσε να κυκλώσει την αντίπαλη. Ο Άγις θα μπορούσε τότε να επιτύχει συντριπτική νίκη.
Δεν το επεδίωξε όμως, προσπαθώντας να αποφύγει την οριστική ρήξη. Προχώρησε μάλιστα και στη σύναψη τετράμηνης ανακωχής με τους Αργείους. Οι τελευταίοι πάντως, με τις προτροπές του Αλκιβιάδη, πρεσβευτή της Αθήνας τότε, αποφάσισαν να συνεχίσουν τον πόλεμο κατά της Σπάρτης.
Όταν μάλιστα αφίχθησαν στο Άργος αθηναϊκές επικουρίες (1.000πεζοί και 300 ιππείς), οι Αργείοι πείσθηκαν να καταγγείλουν την ανακωχή και ετοιμάστηκαν να επιτεθούν στους εχθρούς.
Πρώτος στόχος των Αργείων και των συμμάχων τους ήταν η μικρή πόλη του Αρκαδικού Ορχομενού. Η πολίχνη σύντομα καταλήφθηκε και οι σύμμαχοι, ύστερα από την επιτυχία αυτή κατευθύνθηκαν προς την πιστή σύμμαχο των Σπαρτιατών Τεγέα. Οι Ήλειοι όμως διαφώνησαν με το συγκεκριμένο σχέδιο επιχειρήσεων και αποχώρησαν από τον συνασπισμό των Αργείων.
Στο μεταξύ οι Σπαρτιάτες είχαν κινητοποιήσει τις δυνάμεις τους και μαζί με τους Τεγεάτες συμμάχους τους κινήθηκαν κατά των πολεμίων. Οι Αργείοι και οι σύμμαχοι τους είχαν λάβει θέσεις στις πλαγιές του Αλησίου όρους, ιππαστί της οδού που ένωνε τον αρκαδικό Ορχομενό με την πόλη τους. Η θέση ήταν φύση οχυρή και οι Σπαρτιάτες δεν τόλμησαν καν να επιτεθούν, στους εκεί ταγμένους εχθρούς τους.
Σε μια προσπάθεια να παρασύρει τους αντιπάλους του να πολεμήσουν στην πεδιάδα της Μαντινείας, ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Άγις, διέταξε τους άνδρες του να αλλάξουν τη ροή του ποταμού Όφεως, ώστε να πλημμυρίσουν οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις των Μαντινείων.
Ήλπιζε ότι με τον τρόπο αυτό, οι Μαντινείς που θα έβλεπαν τις περιουσίες τους να καταστρέφονται, θα πίεζαν τους Αργείους συμμάχους τους να κατέλθουν στην πεδιάδα και να πολεμήσουν.
Η καταλυτική μάχη
Την επομένη οι Αργείοι και οι σύμμαχοι τους κατέβηκαν στην πεδιάδα. Ο στρατός τους αριθμούσε περί τους 7.500 άνδρες. Από αυτούς περίπου 3.000 ήταν Μαντινείς, Αρκάδες, Κλεοναίοι και Ορνεάτες, 3.000 ήταν Αργείοι και 1.300 Αθηναίοι.
Απέναντι τους τάχθηκαν περίπου 8.000 Σπαρτιάτες και σύμμαχοι τους. Αντιμέτωπες οι δύο στρατιές , άρχισαν να κινούνται μια κατά της άλλης . σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, οι Αργείοι και οι σύμμαχοι τους κινήθηκαν με ταχύτητα κατά των εχθρών, αντίθετα με τους Λακεδαιμονίους ,οι οποίοι βάδισαν με κανονικό ρυθμό.
Τελικά οι δύο αντίπαλες στρατιές ήρθαν σε επαφή και οι Λακεδαιμόνιοι νίκησαν κατά κράτος τους αντιπάλους τους στο δεξιό και στο κέντρο του μετώπου τους και ηττήθηκαν στο αριστερό.
Η μάχη είχε όμως ήδη κερδηθεί αφού οι Αργείοι στρατιώτες, με εξαίρεση τους 1.000 επίλεκτους, είχαν τραπεί σε φυγή και στο άκρο αριστερό οι Αθηναίοι μόλις κατόρθωσαν να διασωθούν από πλήρη εξόντωση, με τη συνδρομή του ιππικού τους. Οι απώλειες των ηττημένων ξεπέρασαν τους 1.100 άνδρες.
Από αυτούς οι 700 ήταν Αργείοι, Ορνεάτες και Κλεωναίοι, οι 200 Μαντινείς και οι άλλοι 200 Αθηναίοι, μεταξύ των τελευταίων και οι δύο τους στρατηγοί Λάχης και Νικόστρατος. Οι νικητές απώλεσαν 300 άνδρες.
Η ήττα των συμμάχων στη Μαντινεία είχε καταλυτικές συνέπειες για τα ελληνικά πολιτικά πράγματα. Πρώτα από όλα έθεσε τέρμα στο ζήτημα ηγεμονίας στην Πελοπόννησο. Δεύτερη και σημαντικότερη συνέπεια ήταν η έμμεση, έστω, ταπείνωση της Αθήνας.
Πηγή: slpress.gr
Ο Αγαθοκλής, αποτελεί μια από τις πλέον αντυπωσιακές προσωπικότητες της αρχαίας ελληνικής ιστορίας. Γνήσιος τυχοδιώκτης, κατόρθωσε από μισθοφόρος οπλίτης του στρατού των Συρακουσίων, να αναδειχτεί σε αυτοκράτορα, ηγέτη της ισχυρότερης ελληνικής πόλης στην Ιταλία, των Συρακουσών.
Από το 312 π.Χ. οι Συρακούσες πολεμούσαν κατά της πανίσχυρης Καρχηδόνας. Μετά από μια σειρά ελιγμών ο Αγαθοκλής βρέθηκε πολιορκημένος στις Συρακούσες από πολύ ισχυρές δυνάμεις των αντιπάλων του.
To 310 π.Χ. αποκλεισμένος από παντού, χωρίς συμμάχους, αποφάσισε να δοκιμάσει το ακατόρθωτο. Αφού οι Καρχηδόνιοι απειλούσαν την πόλη του γιατί αυτός να μην απειλήσει τη δική τους.
Αμέσως μετά τη λήψη της παράτολμης αυτής απόφασης ο Αγαθοκλής άρχισε τις προετοιμασίες για την υλοποίηση της. Συγκέντρωσε 13.500 άνδρες και 60 πλοία και αφού άφησε τον αδερφό του Άντανδρο, επικεφαλής ισχυρής φρουράς, να υπερασπίζεται την πόλη αναχώρησε για την βορειοαφρικανική ακτή.
Εκμεταλευόμενος τη χαλάρωση του ναυτικού καρχηδονιακού αποκλεισμού, ο στόλος του εξήλθε του λιμένα των Συρακουσών και κατευθύνθηκε βόρεια, ώστε να παραπλανήσει τον εχθρό σχετικά με τις προθέσεις του. Τα καρχηδονιακά πλοία κατεδίωξαν τα ελληνικά γύρω από τις βόρειες και τις δυτικές ακτές της Σικελίας, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Επτά ημέρες αργότερα οι Έλληνες αντίκρυσαν την αφρικανική ακτή.
Τα καρχηδονιακά πλοία που καταδίωκαν τον ελληνικό στόλο τον πρόλαβαν τελικά πρίν αποβιβάσει το εκστρατευτικό σώμα. Στη σύγκρουση όμως που ακολούθησε ο ελληνικός στόλος επικράτησε και έτσι η αποβίβαση του στρατού έγινε κανονικά. Αμέσως μετά ο Αγαθοκλής προέβει σε μία ακόμα παράτολμη ενέργεια, πυρπόλησε τα πλοία του.
Στην κίνηση αυτή προχώρησε όχι μόνο για να ξεκαθαρίσει στους άνδρες του πως όφειλαν είτε να νικήσουν, είτε να πεθάνουν εκεί, αλλά και γιατί, αν δεν έκαιγε τα πλοία θα έπρεπε να διαθέσει μεγάλες δυνάμεις για τη φρούρηση τους. Κανείς όμως άνδρας δεν περίσευε, ήταν όλοι απαραίτητοι για την πρόκληση του αντιπερισπασμού.
Αμέσως μετά την απόβαση των δυνάμεων του στην Αφρική, ο Αγαθοκλής επιτέθηκε και λεηλάτησε όλη την καρχηδονιακή επικράτεια, εκτός της ισχυρά οχυρωμένης Καρχηδόνας. Οι πολίτες της τελευταίας είχαν μάλιστα σε τέτοιο βαθμό πανικοβληθεί από την εμφάνιση του ελληνικού στρατού στα εδάφη τους, που σκέπτονταν να έρθουν σε διαπραγματεύσεις με τον Αγαθοκλή.
Πίστευαν ότι για να έχει φτάσει εκεί ο ελληνικός στρατός, το εκστρατευτικό σώμα τους στη Σικελία θα είχε αφανιστεί. Καρχηδονιακά πλοία από τη Σικελία έφτασαν όμως στην πόλη και η αλήθεια μαθεύτηκε. Ο πανικός των Καρχηδονίων μετατράπει τότε σε οργή κατά του θρασύτατου Έλληνα, ο οποίος αποτόλμησε να αμφισβητήσει την παντοδυναμία τους.
Αμέσως συγκεντρώθηκε μία επιβλητική στρατιά 30.000 πεζών και ιππέων, ενισχυμένη με 2.000 τέθριππα βαριά πολεμικά άρματα, η οποία τάχθηκε υπό τις διαταγές των Βομίλκα και Άννωνα. Η στρατιά αυτή κινηθήκε κατά των ελληνικών δυνάμεων, οι οποίες την ανέμεναν στη στενή πεδιάδα του Τύνητα (αναπτύγματος μόλις 2,4 Km).
Οι Καρχηδόνιοι στρατηγοί έταξαν στην πρώτη γραμμή τα πολυάριθμα βαριά τους άρματα με τα οποία φιλοδοξούσαν να διασπάσουν την ελληνική φάλαγγα. Πλάι στα άρματα ετάχθει το επίλεκτο βαρύ καρχηδονιακό ιππικό-1.000 περίπου άνδρες. Πίσω από τους εφίππους τάχθηκε το πεζικό, με τον επίλεκτό τους «Ιερό Λόχο» στο άκρο δεξιό, υπό τον ίδιο των Άννωνα.
Απένατι στις δυνάμεις αυτές η ελληνκή στρατιά αναπτύχθηκε ως εξής: στο ακρό αριστερό, απέναντι στον «Ιερό Λόχο», τάχθηκε ο Αγαθοκλής με 1.000 επίλεκτους οπλίτες, στο κέντρο τάχθηκαν 6.000 Έλληνες, αλλά και Ιταλοί και Κέλτες μισθοφόροι, έχοντας στο δεξιό τους 3.500 Συρακούσους οπλίτες. Το άκρο δεξιό σχημάτισαν 2.000 μισθοφόροι.
Άλλοι 500 περίπου ψιλοί, ακοντιστές, τοξότες και σφενδονήτες, τάχθηκαν, σε διάταξη ακροβολισμού εμπρός από το μέτωπο της στρατιάς. Επειδή οι άνδρες του Αγαθοκλή δεν επαρκόυσαν για να καληφθεί πλήρως το μέτωπο, τοποθετήθηκαν ναύτες του στόλου, οπλισμένοι με ασπίδες και στυλεούς δοράτων, για να καλύψουν το κενό στην ελληνική παράταξη.
Οι Καρχηδόνιοι επιτέθηκαν πρώτοι. Τα άρματα τους επέλασαν ορμητικά κατά των Έλληνων, σηκώνοντας νέφη σκόνης. Τα πληρώματα τους εξέπεμπαν φρικτές πολεμικές κραυγές κραδαίνοντας απειλητικά τα ακόντια τους. Ωστόσο οι Έλληνες δεν πτοήθηκαν από το θέαμα. Με εκπληκτική ψυχραιμία ετοιμάστηκαν να αντιμετωπίσουν τα εχθρικά άρματα. Καθώς τα άρματα πλησίαζαν άρχισαν να δέχονται βροχή βλημάτων από τους Έλληνες ακροβολιστές.
Όσα από αυτά ξεπέρασαν με σχετική επιτυχία τον ελληνικό φραγμό εξουδετερώθηκαν από το ελληνικό και το μισθοφορικό βαρύ πεζικό. Πολλά άρματα με τα πληρώματα τους εξουδετερωμένα και τους ιππούς πληγωμένους, στράφηκαν προς τα πίσω και επέπεσαν στη φίλια παράταξη. Αυτό ακριβώς ανέμενε και ο Αγαθοκλής. Βλέποντας το εχθρικό πεζικό να αναμειγνύεται με τα άρματα και το ιππικό, διέταξε την στρατιά του να επιτεθεί.
Σε λίγα λεπτά η περίφανη βαρβαρική στρατιά είχε αφανιστεί. Μόνο ο «Ιερός Λόχος» αντιστάθηκε για λίγο, παρά τον θάνατο του αρχηγού του Άννωνα. Σύντομα όλα είχαν τελειώσει και μόνο τα σκονισμένα κουφάρια των αντιπάλων απέμεναν στο ματωμένο χώμα. Η νίκη των Ελλήνων ήταν συντριπτική. Την ίδια ώρα, στη Σικελία, ο Αμίλκας Γίσκωνας επιχειρούσε γενική επίθεση κατά των Συρακουσών με 125.000 άνδρες.
Σύμφωνα μάλιστα με τους μάντεις του, μετά την επίθεση ο Καρχηδόνιος στρατηγός θα δειπνούσε στις Συρακούσες. Οι Έλληνες ωστόσο έστησαν ενέδρα στην πολυάριθμη εχθρική στρατιά και την αφάνισαν σε μία νύκτα, στα υψώματα των Επιπολών. Ο Αμίλκας συνελήφθει αιχμάλωτος και σύμφωνα με τον χρησμό έλαβε το -τελευταίο – γεύμα του στις Συρακούσες! Ο πόλεμος με τους Καρχηδονίους συνεχίστηκε ως το 305 π.Χ. με διάφορες διακυμάνσεις.
Ο Αγαθοκλής δεν κατόρθωσε να διατηρήσει τις αφρικανικές του κατακτήσεις. Κατόρθωσε όμως να θέσει υπό την εξουσία του το μεγαλύτερο τμήμα της Σικελίας, περιορίζοντας τους Καρχηδόνιους στο δυτικό άκρο του νησιού και να καταστήσει την πόλη του την ισχυρότερη δύναμη της περιοχής. Όταν πέθανε, το 289 π.Χ. οι Συρακούσες διέθεταν στρατό 30.000 πεζών και 3.000 ιππέων και στόλο 200 πολεμικών.
Πηγή: slpress.gr
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...