
Η λεξη πολιτική παράγεται ἀπὸ τὸ «πόλις», τὸ αὐστηρὸ προγονικὸ μας ἰδανικό. Ἀπὸ τὸ «πόλις» παράγεται καὶ ὁ πολιτισμὸς. Ἄρα, πολιτικὴ καὶ πολιτισμὸς εἶναι ἔννοιες ὁμόρριζες. Σήμερα ὅμως οὔτε τὸ ἕνα οὔτε τὸ ἄλλο παράγονται στὴν Ἑλλάδα. Ὁ λόγος εἶναι ἁπλὸς: δὲν κάνουμε πολιτικὴ, κάνουμε κομματισμό. Καὶ ἀφοῦ δὲν κάνουμε πολιτική, δὲν κάνουμε οὔτε πολιτισμό. Πρέπει κάποτε νὰ κατανοηθεῖ ὅτι ἡ δημοκρατία εἶναι πολίτευμα αἰσθητικό, πολίτευμα τοῦ γούστου καὶ ὄχι τοῦ «γουστάρω». Πολίτευμα τοῦ «πρέπει» καὶ ὄχι τοῦ «κάνω ὅ,τι θέλω». Τὸ «πρέπει» δὲν εἶναι δεσμός εἶναι σύν-δεσμός. Ὅπως παραλύει ἡ γλῶσσα χωρίς συνδέσμους, ὅμοια παραλύει καὶ ἡ δημοκρατία χωρὶς τὰ ἀναγκαῖα «πρέπει». Ἡ θάλασσα στὴν ὁποία πρέπει νὰ κολυμπᾶ ὁ δημοκρατικὸς πολίτης δὲν πρέπει νὰ εἶναι βρόμικη καὶ θολὴ, γιατὶ μοιραῖα κι αὐτὸς θὰ λερωθεῖ. Ἡ βρομιὰ τοῦ νεροῦ εὐνοεῖ τὴν ἀνάδειξη εὐτελῶν. Μιὰ λαϊκὴ παροιμία τὸ ἐκφράζει πολύ παραστατικὰ: «Ἐφύρασεν ἡ θάλασσα κι ἐπλεῦσαν κι οἱ κα(β)οῦροι». Δηλαδή, λερώθηκε ἡ θάλασσα καὶ ἐπιπλεῦσαν ἀκόμη καὶ τὰ καβούρια. Μιὰ ματιὰ στὴν πρωτεύουσα – ἀκόμη καὶ στὰ πιὸ ἱερὰ της σημεῖα– προκαλεῖ πλέον ἀπέχθεια.
Ἡ Ἀθήνα ἐδῶ καὶ καιρὸ –ἰδίως τὸν τελευταῖο καιρὸ–ἔχει γίνει μιὰ πόλη-σκιάχτρο, γεμάτη ἀπὸ ξενοίκιαστα σπίτια καὶ μαγαζιὰ, ποὺ εἶναι τώρα κατάλληλα γιὰ λέσχη ἀρσενικῶν γάτων. Κι ὅμως ἡ Ἀθήνα, ἡ «ζαφειρόπετρα στῆς γῆς τὸ δαχτυλίδι», ὅπως τὴν εἶπε ὁ Παλαμᾶς, ἔπρεπε νὰ παραμένει χαρᾶς ἰδέα, παγκόσμιιο κόσμημα ὀμορφιᾶς γιατὶ ἦταν ἡ μήτρα τῆς πολιτικῆς καὶ τοῦ πολιτισμοῦ. Ὅποιος εὐαίσθητος κυκλοφορεῖ στοὺς δρόμους της αἰσθάνεται πνιγμό. Νιώθει ὅτι ἀναπνέει ἕνα νευροπαραλυτικό ἀέριο. Προσωπικὰ μοῦ προκαλεῖ ρίγος αὐτὴ ἡ κρύα ρουτίνα τῆς κακομοιριᾶς. Κι ὅλα αὐτὰ δὲν ὀφείλονται στὴν Κρίση. Τῆς οἰκονομικῆς κρίσης προϋπῆρχε ἡ κρίση τῆς ἠθικῆς. Δὲν μοῦ ἀρέσει νὰ ἠθικολογῶ, ἀλλὰ πρέπει νὰ τὸ πῶ: Δὲν οἰκοδομήσαμε δημοκρατία τῆς ἀρετῆς. Καὶ ἡ Ἑλλἀδα ἔγινε ξαφνικὰ μιὰ σκλαβωμένη νεράιδα. Κάποτε ὑπῆρχαν κάποιοι ποὺ τὴν εἶχαν βαθιὰ ἀγαπήσει καὶ θυσιαστικὰ ὑπηρετήσει. Ἀλλὰ τὸ κάποτε εἶναι πολύ διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ τώρα. Σήμερα τὸ κοινωνικὸ μας στίγμα δὲν τὸ καθορίζουν οἱ πολιτισμένοι ἄνθρωποι, τὸ καθορίζουν οἱ ἀπατεῶνες. Ἀλλ’ ὅλοι οἱ ἀπατεῶνες τῆς γῆς δὲν εἶναι τίποτα μπρὸς στὸν ἀπατεῶνα ποὺ ἐξαπατᾶ τὸν ἑαυτὸ του, ἔχει γράψει ὁ Ντίκενς στὶς «Μεγάλες Προσδοκίες». Κι ἐμεῖς ξεκινήσαμε μὲ μεγάλες προσδοκίες ποὺ ὅμως κατέληξαν σὲ μεγάλες προδοσίες. Ἤξερα δεκάδες ὁμηλίκους ἤ κατὰ τι νεώτερούς μου ποὺ ξεκίνησαν ἀπὸ τὴ «Νεολαία Λαμπράκη» καὶ κατέληξαν στὸ συγκρότημα Λαμπράκη! Θυμᾶμαι ἕναν πάνσοφο συμφοιτητὴ μου ποὺ κρατοῦσε σφικτὰ τὸ κεφάλι του σὰν νὰ φοβόταν μήπως ἐκραγεῖ ἀπὸ τὸ φορτίο τῶν γνώσεων ποὺ εἶχε μέσα. Οἱ ἰδέες ἔρχονταν στὸ μυαλό του, ὅπως ἔρχονται τὰ πουλιὰ στὸ δέντρο τῆς αὐλῆς μου. Κι ὅμως ἔγινε «παρακεντἐς» ἑνὸς φθηνοῦ πολιτικοῦ. Δὲν ἔδωσε στὴν πολιτικὴ καὶ στὸν πολιτισμὸ τίποτε. Στὸν ἑαυτὸ του μιὰ πανεπιστιμιακὴ θέση. Κι ὅταν κάποτε τὸν ἐπέπληξα, μοῦ ἀποκρίθηκε ὠμὰ: «Πολιτικὴ εἶναι ἡ ἔκφραση συγκεκριμένων καὶ συγκροτημένων συμφερόντων»! Κι ἐγὼ ἀφελῶς πἰστευα στὸ Ἀριστοτελικὸ ὅτι «πολιτικὴ ἐστι ἐπιστήμη τὰ καλὰ καὶ τὰ δίκαια σκοπουμένη». Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸ πίστευα καὶ αὐτὸ δίδασκα καὶ διδάσκω κάποιος ρεαλιστὴς μοῦ εἶπε συμπονετικά: «Εἶσαι βαθιά νυχτωμένος». Ὁ ἄνθρωπος κάπνιζε κουβανέζικα ποῦρα Κοχίμπα σὰν νεόπλουτος... Ἀριστερὸς!
Ὅσοι παρακολουθοῦν τὰ κοινωνικὰ δρώμενα ὄχι γιὰ νὰ ἐπωφεληθοῦν ἀπὸ τὶς ἐξελίξεις διαπιστώνουν μὲ θλίψη ὅτι ὁ ὑπόκοσμος γίνεται... ἀφρόκοσμος. Ὅσο κι ἄν φαίνεται περίεργο, ὁ εὐτελισμὸς τῶν πραγμάτων ἄρχισε ἀπὸ τὸν εὐτελισμό τῶν λέξεων. Ἤ καὶ τὸ ἀντίστροφο: ὁ εὐτελισμὸς τῶν πραγμάτων ἔφερε καὶ τὸν εὐτελισμό τῶν λέξεων. Οἱ λέξεις εἶναι σὰν τὸν πηλό. Και ἄν τὶς πλάσει κάποιος καλὰ δημιουργεῖ ἀγάλματα. Ἡ λέξη ἄγαλμα παράγεται ἀπὸ τὸ ἀγάλλομαι ποὺ σημαίνει χαίρομαι, ἀπολαμβάνω, θαυμάζω. Άντίθετα οἱ Λατίνοι αὐτὸ ποὺ ἐμεῖς ὀνομάζουμε ἄγαλμα τὸ ἔλεγαν statua ποὺ σημαίνει κάτι ποὺ στέκεται. Στέκεται ὅμως κι ἕνα σκαμνί. Αὐτὸ δὲν τὸ κάνει ἄγαλμα. Τοῦτο δείχνει τὴ διαφορὰ ποὺ ὑπῆρχε ἀνάμεσα στὸν ἑλληνικὸ καὶ τὸν ρωμαϊκὸ πολιτισμό. Καὶ ἡ διαφορὰ αὐτὴ γεννοῦσε ἀνάλογη διαφορὰ καὶ στὴν πολιτικὴ. Ἡ Ρώμη ὅσο κι ἄν ὑπερτέρησε στρατιωτικὰ, δὲν μπόρεσε νὰ δώσει πολιτικὸ πολιτισμό. Αὐτὸ ἦταν προνόμιο μόνο τῶν Ἑλλήνων. Τοῦτο τὸ προνόμιο ἀτυχῶς κάνουμε πᾶν τὸ δυνατὸν νὰ τὸ ἀποβάλουμε ἐμεῖς.
Πηγή: Σαράντος Καργάκος, Ακτίνες

Αποσάθρωση. Αυτή είναι η λέξη που μου έρχεται στο μυαλό, όταν σκέφτομαι την συνεχιζόμενη κατάπτωση των ηθικών και εθνικών αξιών του οικοδομήματος που λέγεται Ελλάδα και ελληνικό έθνος. Το πολιτικό σύστημα, που εκπροσωπούσε και όφειλε να υπερασπιστεί τις ιερές έννοιες Πατρίδα, Έθνος, Ελληνισμός, Έλληνας, Ορθοδοξία, Σημαία, πάνω στις οποίες είναι χτισμένο το οικοδόμημα Ελλάδα, με την αδυναμία του να διαχειριστεί την οικονομική κρίση και να προασπίσει τα συμφέροντα της κοινωνίας και των πολιτών, άνοιξε την πόρτα του παραλογισμού.
Έτσι, περιθωριακά στοιχεία που είχαν εχθρική στάση στις παραπάνω έννοιες και γενικώς σε αυτό που η συντριπτική πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας αποκαλεί εθνικά ιδεώδη, επικράτησαν, ανέλαβαν την εξουσία και προσπαθούν να γίνουν σύστημα.
Με την ανάληψη της εξουσίας από τα στοιχεία αυτά, άρχισε συστηματικά η κατεδάφιση όλων αυτών των αξιών από τη λειτουργία του κράτους και από το δημόσιο λόγο –αν και η παρουσία του Πάνου Καμμένου έπαιξε έναν ανασχετικό ρόλο στην αντεθνική και ανθελληνική λαίλαπα των διαφόρων συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ. Φυσικά, πέραν του προηγούμενου πολιτικού συστήματος, που άφησε ανυπεράσπιστη μαζί με την πατρίδα και τα εθνικά ιδεώδη, το έργο των εθνοαποδομητών και των πατριδοκτόνων διευκόλυναν οι πατριδοκάπηλοι.
Όλοι εκείνοι δηλαδή, που χρησιμοποιούσαν κατά κόρον τους όρους που σχετίζονται με τα εθνικά ιδεώδη, για να εξυπηρετήσουν ιδιοτελείς και αλλότριους σκοπούς.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, φτάσαμε στα τέλη του 2016 να βλέπουμε τον προηγούμενο υπουργό Δικαιοσύνης κ. Νίκο Παρασκευόπουλο, να δηλώνει σε συνέντευξή του στη Βραδυνή της Κυριακής ότι πρέπει να αποποινικοποιηθεί το κάψιμο της ελληνικής σημαίας, σημειώνοντας ότι η πράξη αυτή πρέπει να αποδοκιμάζεται πολιτικά, κοινωνικά και ηθικά, κάτι που κατά την άποψή του, είναι και πιο αποτελεσματικός τρόπος!
Και για να δούμε σε ποια κατάσταση έχει φθάσει η αποσάθρωση και η εθνική κατάπτωση, για να το εμπεδώσουμε, δυο μέρες μετά, πηγαίνοντας να «διορθώσει» την κατάσταση, ο αναπληρωτής υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης κ. Γιάννης Τσιρώνης, από τη συχνότητα του ραδιοφωνικού σταθμό North 98, δήλωνε: «Ο κ. Παρασκευόπουλος ως βουλευτής πλέον και ως άριστος γνώστης της νομικής επιστήμης, έχει δίκιο θεωρητικά ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει μια διαφορά και μην λαϊκίζουμε ανάμεσα στη σημαία που είναι το σύμβολο που είναι οι σημαίες των δημοσίων κτηρίων, στις σημαίες που όλοι μας όσοι υπηρετήσαμε σε μάχιμες μονάδες και υπερασπιστήκαμε την πατρίδα μας όταν σηκώναμε αυτή τη σημαία ως σύμβολο. H σημαία που αγοράζει ένας ιδιώτης από τον Κοκκώνη, και την έχει ο ίδιος, αυτή η σημαία που δεν είναι δημόσια σημαία, δεν μπορούμε να λέμε ότι κάθε σημαία είναι σύμβολο γιατί εκθέτουμε το σύμβολο με αυτόν τον τρόπο, είναι μια νομική διαφορά. Άλλο πράγμα η σημαία που είναι αναρτημένη σε έναν ιστό δημόσιο και άλλο πράγμα η σημαία που αγοράζω από τον Κοκκώνη.»
Αν και στη συνέχεια ο κ. Υπουργός είπε ότι είναι αντίθετος, το δρόμο για το κάψιμο και τη βεβήλωση του εθνικού μας συμβόλου που άνοιξε ο κ. Παρασκευόπουλος, απλά τον… ασφαλτόστρωσε με πίσσα!
Για να γίνει αντιληπτό σε ποιων χέρια βρίσκεται η τύχη της Πατρίδας μας και των ιερών μας συμβόλων, αρκεί να αναφέρουμε τούτο.
Ο Γιάννης Αντετονκούμπο, αυτό το Ελληνόπουλο που σήκωσε ψηλά την ελληνική σημαία, μαζί με τον αδελφό του, στις σάλες του ΝΒΑ, όταν ένας Έλληνας ομογενής του ζήτησε να υπογράψει πάνω σε ελληνική σημαία αγορασμένη από κάποιον… Κοκκώνη κύριε Υπουργέ της ελληνικής κυβέρνησης, αρνήθηκε να υπογράψει από σεβασμό στο εθνικό μας σύμβολο! Αυτή η κατάσταση και αυτή η αντίθεση, από τη μια μας προβληματίζει και από την άλλη μας διδάσκει. Κάποιοι δάσκαλοι και οι γονείς του θα δίδαξαν στον Γιάννη Αντετονκούμπο, ότι πρέπει να σεβόμαστε το εθνικό μας σύμβολο.
Την Παιδεία μας, που κάποτε ήταν εθνική, την αποεθνικοποίησαν μια σειρά από υπουργούς, με τελευταίο τον κ. Φίλη.
Το τελευταίο κάστρο για την υπεράσπιση των εθνικών μας ιδεωδών, είναι το σπίτι και η οικογένεια. Να μην αφήσουμε να κατεδαφίσουν και αυτό το κάστρο.
Πηγή: Pontos-News

Εἶµαι Κινέζα, γεννήθηκα στὴν Ταϊβάν καὶ τὸ χριστιανικό µου ὄνοµα εἶναι Πελαγία. Ἤµουν προτεστάντισσα καὶ χρειάστηκαν πέντε χρόνια γιὰ νὰ γίνω Ὀρθόδοξη. Μοῦ ἀρέσει νὰ διαβάζω τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἔχω ὅλες τὶς ἐκδόσεις της στὰ κινεζικά. Ἔχω ἐπισκεφθεῖ τὴν Ἑλλάδα καὶ διαπίστωσα ὅτι εἶναι µιὰ πολὺ ξεχωριστὴ χώρα. Ταξιδεύοντας στὴν πατρίδα σας, πρὶν φθάσω ἀκόµα, µέσα στὸ ἀεροπλάνο διαπίστωσα πόσο διαφορετικοὶ εἶναι οἱ Ἕλληνες, πόσο ξένοιαστα µιλοῦσαν, πῶς γελοῦσαν καὶ πῶς χειροκροτοῦσαν τὸν πιλότο κατὰ τὴν προσγείωση, πράγµα ἀπίστευτο γιὰ µᾶς τοὺς Ἀσιάτες ποὺ εἴµαστε συντηρητικοὶ καὶ δὲν ἐκδηλώνουµε τὰ συναισθήµατά µας. Τώρα πιὰ ξέρω ὅτι ἡ ἐλευθερία ἔχει µέσα της λίγο πάθος καὶ λίγο λίγη ἔνταση φωνῆς. Στὴν Ἑλλάδα ἐπισκέφθηκα πολλὲς ἐκκλησίες, συµµετεῖχα στὴ Θεία Λειτουργία καὶ ὅταν κοινωνοῦσα τὰ Ἄχραντα Μυστήρια ἔκλαιγα, παρόλο ποὺ δὲν καταλάβαινα τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, γιατί ἡ Ὀρθόδοξη πίστη εἶναι ἴδια.
Θὰ ἤθελα νὰ ἤµουν Ἑλληνίδα, νὰ εἶχα γεννηθεῖ Ὀρθόδοξη, νὰ µεταλάβαινα τὴ Θεία Κοινωνία καὶ νὰ φιλοῦσα τὶς Ἅγιες Εἰκόνες ἀπὸ τὰ βρεφικά µου χρόνια µέχρι τὸν θάνατό µου. Κλαίω γιὰ µένα καὶ γιὰ τοὺς συµπατριῶτες µου, γιατί ἀντὶ τῆς Θείας Κοινωνίας τρῶµε καὶ πίνουµε τὰ φαγητὰ τῶν εἰδώλων.
Θὰ ἤθελα νὰ ἤµουν Ἑλληνίδα, γιὰ νὰ γεµίζουν τὰ αὐτιά µου ἀπὸ Ἅγιους Ὕµνους. Κλαίω γιὰ µένα καὶ γιὰ τοὺς συµπατριῶτες µου, ποὺ τὰ αὐτιὰ µας εἶναι γεµάτα µὲ ἤχους ἀπὸ τὶς σοῦτρες καὶ τὰ οὐρλιαχτὰ τῶν εἰδώλων.
Θὰ ἤθελα νὰ ἤµουν Ἑλληνίδα, γιὰ νὰ ὀσφραίνοµαι τὴ γλυκιὰ εὐωδία τοῦ λιβανιοῦ. Κλαίω γιὰ µένα καὶ γιὰ τοὺς συµπατριῶτες µου, ποὺ ἡ ὄσφρησή µας εἶναι γεµάτη ἀπὸ καπνοὺς ἀπὸ τὶς θυσίες στὰ εἴδωλα.
Θὰ ἤθελα νὰ ἤµουν Ἑλληνίδα, ὥστε τὰ χέρια µου νὰ ἀγγίζουν τὶς εἰκόνες, τὰ Ἅγια Λείψανα καὶ νὰ ἀγκαλιάζουν τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Κλαίω γιὰ µένα καὶ γιὰ τοὺς συµπατριῶτες µου, ποὺ τὰ χέρια µας ἀγγίζουνε εἴδωλα, εἰδωλόθυτα καὶ ἀγκαλιάζουν τὸ τίποτα.
Θὰ ἤθελα νὰ ἤµουν Ἑλληνίδα, νὰ ἀνάβω λαµπάδες στὸν Χριστὸ καὶ ὄχι ὅπως ἐδῶ ποὺ καῖµε χρήµατα γιὰ τὰ φαντάσµατα. Ἔψαχνα τὴν ἀλήθεια, χρησιµοποιώντας περισσότερες ἀπὸ 30 διαφορετικὲς ἐκδόσεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς, οἱ ὁποῖες δυστυχῶς ὅλες τους εἶναι γεµάτες λάθη (µεταφρασµένες ἀπὸ ἑτεροδόξους).
Θὰ ἤθελα νὰ ἤµουν Ἑλληνίδα, ὥστε νὰ µπορῶ νὰ διαβάζω τὴν Καινὴ Διαθήκη στὸ πρωτότυπο! Κλαίω γιὰ µένα καὶ γιὰ τοὺς συµπατριῶτες µου, γιατί ἔχουµε µάτια κι ὅµως εἴµαστε τυφλοί.
Θὰ ἤθελα νὰ ἤµουν Ἑλληνίδα, γιὰ νὰ µπορῶ νὰ βλέπω παντοῦ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Κλαίω γιὰ µένα καὶ γιὰ τοὺς συµπατριῶτες µου, γιατί βλέπουµε παντοῦ ναοὺς εἰδώλων. Ναί, εἶµαι Ὀρθόδοξη, ἀλλὰ ὡς Ταϊβανέζα, τὰ Ὀρθόδοξα βιώµατά µου εἶναι φτωχά. Κλαίω γιὰ µένα γιατί δὲν ἔχω τὴ δυνατότητα νὰ δείξω στοὺς συµπατριῶτες µου τὸ µεγαλεῖο τῆς πίστης µας… Οἱ ἄνθρωποι ἐδῶ θέλουν νὰ δοῦν σηµεῖα καὶ θαύµατα… Κλαίω γιὰ µένα καὶ γιὰ τοὺς συµπατριῶτες µου, γιατί δὲν ἔχουµε τὴ χάρη νὰ βλέπουµε καὶ νὰ ἀκοῦµε τόσα θαύµατα, τόσα ἅγια λόγια ποὺ ἔχετε δεῖ καὶ ἀκούσει 2000 χρόνια στὴν Ἑλλάδα καὶ ποὺ ἀκόµα βλέπετε… Ἡ Ταϊβάν δὲν εἶναι ὀρθόδοξη χώρα, οἱ γιορτές µας δὲν µοιάζουν καθόλου µὲ τὶς δικές σας. Λυπᾶµαι ποὺ στὴν Ἑλλάδα ἔχετε τόσο ὄµορφα βουνά, ποὺ τὰ καῖτε καὶ δὲν τὰ φροντίζετε, ἀλλὰ θαυµάζω ποὺ σχεδὸν κάθε βουνὸ ἔχει κι ἕνα µοναστήρι. Ἐµεῖς ἔχουµε τόσο ὄµορφα βουνά, ἀλλὰ γεµάτα ἀπὸ ναούς, µοναστήρια καὶ εἴδωλα βουδιστικά.
Θὰ ἤθελα νὰ ἤµουν Ἑλληνίδα ὥστε νὰ µπορῶ νὰ πάω νὰ προσευχηθῶ σὲ κάποιο µοναστήρι εὔκολα. Κλαίω γιὰ µένα καὶ τοὺς συµπατριῶτες µου. Πρώτη φορὰ πῆγα σὲ Μοναστήρι, στὴν Ἱερὰ Μονὴ Τιµίου Πρόδροµου, στὸ Πήλιο. Ταξίδεψα ἀπὸ τὴν Ταϊβάν στὴν Ἑλλάδα 16 ὧρες µὲ τὸ ἀεροπλάνο, µερικὲς ὧρες µὲ τὸ τραῖνο ὡς τὴ Λάρισα καὶ ἄλλη µία ὥρα, µὲ τὸ αὐτοκίνητο τῆς Μονῆς, ποὺ τὸ ὁδηγοῦσε µιὰ ἀδελφή… Εἶδα τὰ παλιὰ ἐρείπια τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, εἶδα τόσα ἀλλὰ µέρη στὴν Ἑλλάδα ἐγκαταλελειµµένα καὶ µάτωσε ἡ καρδιά µου. Στὴν Ταιβάν δὲν ἔχουµε τόσο ἀρχαῖα Ἅγια καὶ ὄµορφα µέρη, ἀλλὰ ἐσεῖς δὲν τὰ ἐκτιµᾶτε. Κλαίω ποὺ δὲν ἔχουµε ἐδῶ ὄµορφες εἰκόνες. Κλαίω γιατί νοιώθω τὸν Χριστὸ ἀδύναµο, γυµνό. Ἕλληνες, νοµίζετε ὅτι εἶστε φτωχοὶ µὲ τὴν κρίση ποὺ διέρχεστε ἀλλὰ δὲν ξέρετε πόσο πλούσιοι εἶστε. Ἡ Ταιβάν εἶναι χώρα µὲ µεγάλη ἀνάπτυξη ἀλλὰ βρίσκεται στὸ σκοτάδι τοῦ σατανᾶ καὶ ἡ πνευµατική µας ζωὴ εἶναι κενή. Στὴν Ἑλλάδα εἶδα πολλοὺς Ἕλληνες, ἰδίως τὶς Κυριακές, νὰ γλεντᾶνε νὰ πίνουν καὶ νὰ µὴν πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία. Ἐδῶ ὅµως στὴν Ταϊβάν οἱ συµπολίτες µου ἀλλὰ κυρίως οἱ νέοι, ἀκόµα καὶ νὰ ἤθελαν νὰ ἔρθουν στὴν ἐκκλησία µας εἶναι σχεδὸν ἀδύνατο, διότι ἡ µόνη Ὀρθόδοξη ἐκκλησία ποὺ ὑπάρχει εἶναι ἕνα δωµάτιο στὸν 4ο ὄροφο µιᾶς πολυκατοικίας στὴν ἄκρη τῆς Ταϊπέι καὶ πολλὲς φορὲς πολὺς κόσµος µένει ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία γιατί ὁ χῶρος εἶναι µικρός.
Ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφές µου στὴν Ἑλλάδα, παρόλο ποὺ εἶµαι πνευµατικὰ ἀνάπηρη, ἔχω ἀκόµα τὰ πόδια µου ζωντανὰ ὥστε νὰ γονατίσω µπροστά σας καὶ νὰ ζητιανέψω.
Θὰ παρακαλέσω νὰ µὲ θεωρήσετε σὰν τὸν φτωχὸ Λάζαρο, νὰ µᾶς θρέψετε µὲ τὰ ἀποµεινάρια τοῦ πνευµατικοῦ πλούτου ποὺ ἔχετε, νὰ µᾶς ρίξετε µερικὰ ψίχουλα ἀπὸ τὰ ἀποφάγια σας, ἀπὸ τὰ ἀφιερώµατα ποὺ χαρίζετε στὶς ἐκκλησίες σας, ἀπὸ τὰ πολλὰ ἐκκλησάκια ποὺ ἔχετε σὲ κάθε γωνιὰ τῆς πατρίδος σας. Τὸ Ὀρθόδοξο ποίµνιό µας ὅπως γνωρίζετε εἶναι µικρό, λιγότερο ἀπὸ ἑκατὸ ψυχές. Δὲν εἴµαστε πλούσιοι. Δὲν ἔχουµε τὴ δύναµη νὰ ἀγοράσουµε µιὰ καλὴ αἴθουσα µέσα στὴν πόλη γιὰ νὰ καλύψουµε τὶς λατρευτικὲς µας ἀνάγκες, τὶς κατηχήσεις, τὰ µαθήµατα ποὺ παραδίδει ὁ π. Ἰωνᾶς καὶ νὰ προσελκύσουµε τοὺς νέους, κυρίως ὅσους θέλουν νὰ µᾶς γνωρίσουν ἀπὸ κοντά. Αὐτοὺς ποὺ µέχρι τώρα πληροφοροῦνται γιὰ τὴν ὕπαρξη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὴν Ταϊβάν µέσῳ διαδικτύου. Δὲν σᾶς ζητῶ νὰ χτίσουµε Ἐκκλησία. Θὰ κόστιζε ἑκατοµµύρια. Βοηθῆστε µας µόνο νὰ ἀγοράσουµε ἕνα µεγαλύτερο χῶρο στὸ κέντρο τῆς πρωτεύουσας τὸν ὁποῖο θὰ µετατρέψουµε σὲ Ἐκκλησία γιὰ χάρη τοῦ ἔθνους µου, τῶν ἀδελφῶν µου, πού δὲν ἄκουσαν καὶ δὲν γνώρισαν ποτὲ τὸν Χριστό µας. Εἴµαστε 23.000.000 ἄνθρωποι! Κι ὅµως σᾶς ἔχουµε ἀνάγκη…
Ἀδέλφια µου, ἂν χρειαστεῖ νὰ δουλέψω γιὰ σᾶς, γιὰ νὰ ξεπληρώσω λιγάκι τὴν ἀγάπη σας, θὰ τὸ κάνω µὲ ὅλη µου τὴν καρδιὰ καὶ σὲ ὅλη µου τὴ ζωή.
Εὐχαριστῶ καὶ νὰ µὲ συγχωρεῖτε.
Πελαγία Υἳ
Πηγή: (Ἰεραποστολικὸς σύνδεσμος «ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς» ἰστολόγιο Ὀρθόδοξη Ἱεραποστολὴ.), Ενωμένη Ρωμηοσύνη

Πρίν δύο περίπου μῆνες (φ. 45, 18-11-16) γράφαμε πρωτοσέλιδα (“Καί ποῦ τό ξέρεις Γιωργάκη πώς εἶσαι ἀγόρι;”) γιά τήν πρόσκληση τοῦ Ἰνστιτούτου Ἐκπαιδευτικῆς Πολιτικῆς πού καλοῦσε κυβερνητικούς ΚΑΙ ΜΗ φορεῖς νά καταθέσουν ἐκπαιδευτικά προγράμματα καί ὑλικό, προκειμένου νά ἐνημερώσουν καί νά εὐαισθητοποιήσουν τούς γυμνασιόπαιδες τῆς χώρας. Σέ τί, ὅμως; Σέ ζητήματα διατροφῆς, ἐξαρτήσεων ἀλλά καί …ἔμφυλων ταυτοτήτων μέ θεματική γιά τό «βιολογικό καί κοινωνικό φῦλο»!!!
Ἔ, λοιπόν, γιά νά μήν ἀνησυχεῖτε πώς κάπου κόλλησε τό πρᾶγμα, σᾶς ἐνημερώνουμε ὅτι ὅλα προχωροῦν μέ …γερμανική εὐρρυθμία καί ἤδη ὁ ὑπουργός Παιδείας ἀπέστειλε ἐξαιρετικά ἐπείγουσα ἐνημέρωση στά Γυμνάσια τῆς χώρας (23-12-2016, Ἀρ. Πρωτ. Φ20.1/220482/Δ2) σχετικά μέ τό θέμα. Λέει λοιπόν πώς στό δεύτερο τετράμηνο τῆς τρέχουσας χρονιᾶς θά ὑλοποιηθεῖ στά Γυμνάσια τῆς χώρας Θεματική Ἑβδομάδα μέ τίτλο «Σῶμα καί Ταυτότητα» μέ ἑστίαση σέ τρεῖς βασικούς ἄξονες: α) διατροφή – ποιότητα ζωῆς β) πρόληψη ἐθισμοῦ κι ἐξαρτήσεων γ) οἱ ἔμφυλες ταυτότητες.
Ὁ 3ος αὐτός ἄξονας περιέχει ἐνδεικτικά θεματικές ὅπως “Βιολογικό καί Κοινωνικό Φῦλο”, “Ἀποδομώντας τά ἔμφυλα στερεότυπα” καί “ὁμοφοβία καί Τρανφοβία στήν κοινωνία καί στό σχολεῖο”!!! Διευκρινίζεται ἐπίσης στήν ὑπουργική ἐγκύκλιο πώς μέχρι τίς 3/2/2017 πρέπει ὅλα τά γυμνάσια νά δηλώσουν ποιάν ἑβδομάδα θά ἀφιερώσουν στά ἀνωτέρω καί πώς ἡ συμμετοχή ὅλων τῶν μαθητῶν καί τῶν διδασκόντων εἶναι ὑποχρεωτική.
Βέβαια μένει στόν Σύλλογο Διδασκόντων κάθε σχολικῆς μονάδας νά ἀποφασίσει ποιάν θεματική θά παρουσιάσει, ἄν θά προκρίνει γνώσεις ἤ σκύβαλα. Ἐκεῖ λοιπόν θά τεθεῖ τό ζήτημα τῆς προσωπικῆς εὐθύνης καί μαρτυρίας καθενός, ἐνώπιον τῆς νεοταξίτικης πρόκλησης. Ἄν δέν μποροῦν οἱ Ἕλληνες ἐκπαιδευτικοί νά ἀρνηθοῦν τήν μετατροπή τοῦ σχολείου σέ διαφθορεῖο, τότε τί λόγος ὑπάρχει νά συζητᾶμε ἀκόμη;
Πηγή: Αντιφωνητής, Αβέρωφ

Με το θέμα της φαντασίας, που είναι σπουδαιότατο για την μεταμόρφωση του ανθρώπου και την πορεία του προς την θέωση, έχω ασχοληθεί στα βιβλία μου, ιδιαιτέρως στο βιβλίο μου με τίτλο «Θεραπευτική αγωγή», καθώς επίσης και σε μερικές σελίδες στο άλλο βιβλίο μου «Ψυχική ασθένεια και υγεία». Δεν θέλω, βέβαια, να επανέλθω πάνω στο θέμα αυτό, γιατί πιστεύω ότι αναπτύχθηκε διεξοδικά, αλλά θέλω να υπογραμμίσω μερικά σημεία, τα οποία θεωρώ πολύ απαραίτητα για την κατανόηση των θέσεων του κεφαλαίου εκείνου περί φαντασίας.
1) Οι άγιοι Πατέρες που ασχολήθηκαν και έγραψαν για το θέμα αυτό δεν ξεκίνησαν από ψυχoλoγικές έρευνες, ούτε από την προσπάθεια απλώς να ερευνήσουν επιστημονικά τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Άλλωστε ξέρουμε από την διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας ότι οι άγιοι Πατέρες δεν ήταν επιστήμονες του γραφείου, αλλά Ποιμένες του λαού του Θεού. Και φυσικά είχαν την εμπειρία πως ενεργεί η Χάρη του Θεού μέσα στον άνθρωπο. Με άλλα λόγια οι άγιοι Πατέρες γνώρισαν πολύ καλά την ψυχή, όπως είναι μετά το συνταρακτικό γεγονός της πτώσεως, και στην συνέχεια γνώρισαν την ψυχή και όλον τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, όπως αναγεννάται με την Χάρη του Θεού. Έτσι έκαναν τις παρατηρήσεις τους πάνω στο θέμα της φαντασίας όχι κινούμενοι από ψυχολογικές, επιστημονικές έρευνες, αλλά από την εμπειρία που είχαν και με σκοπό, φυσικά, να καθοδηγήσουν τον λαό του Θεού. Και όταν οι άγιοι Πατέρες χρησιμοποίησαν την ορολογία των φιλοσόφων και επιστημόνων της εποχής εκείνης δεν ταυτίζονταν πέρα για πέρα με τις θεωρίες τους. Γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Καν τις των Πατέρων τα αυτά τοις έξω φθέγγηται, άλλ’ επί των ρημάτων μόνον επί δε των νοημάτων, πολύ το μεταξύ νουν γαρ ούτοι, κατά Παύλον, έχουσι Χριστού, εκείνοι δε, ει μη τι και χείρον, εξ ανθρωπίνης διανοίας φθέγγονται». Το χωρίο αυτό είναι αξιοπρόσεκτο. Δείχνει ότι, καίτοι μερικοί από τους Πατέρες χρησιμοποίησαν κοινή ορολογία με τους φιλοσόφους, εν τούτοις όμως υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ τους. Οι άγιοι Πατέρες έχουν νουν Χριστού πράγμα το οποίο σημαίνει ότι έχουν την Αποκάλυψη, ενώ οι φιλόσοφοι μιλούν από την διάνοια και τον δικό τους ανθρώπινο στοχασμό.
Το λέγω αυτό γιατί πρέπει να σημειωθή ότι δεν μπορούμε και σήμερα, μιλώντας για την φαντασία, να εννοούμε ό,τι εννοούν και οι σημερινοί ψυχίατροι που ασχολούνται με το θέμα αυτό. Υπάρχει ομολογουμένως μεγάλη διαφορά μεταξύ αυτών που έχουν την αγιοπνευματική εμπειρία και αυτών που ασχολούνται ανθρωποκεντρικά με το σοβαρό θέμα της φαντασίας. Κι αν καμμιά φορά χρησιμοποιούμε κοινή ορολογία εν τούτοις εννοούμε διαφορετικά πράγματα.
Θα ήθελα να υπενθυμίσω τι λέγει ο Αρχιμ. Σωφρόνιος για το θέμα αυτό. Αρχίζοντας να μελετά το θέμα της φαντασίας εισαγωγικά τονίζει και τα ακόλουθα: «Κι αυτό το κεφάλαιο της πνευματικής ζωής είναι εξαιρετικά λεπτό και πολύπλοκο και δεν πιστεύουμε πως θα ανταπεξέλθωμε ικανοποιητικά. Επειδή βασική τάση μας είναι να εκθέτουμε συγκεκριμένη πείρα, είμαστε υποχρεωμένοι να περιγράψουμε απλά σε γενικές γραμμές τη συνείδηση και τις παραστάσεις, που επικράτησαν σήμερα στους ασκητικούς κύκλους των πατέρων του Άθω και που συμμεριζόταν κι ο ίδιος ο Γέροντας. Αφήνομε κατά μέρος τις θεωρίες της σύγχρονης επιστημονικής ψυχολογίας. Δεν θα κάνουμε σύγκριση ούτε κριτική αυτών ή άλλων θεωριών. Σημειώνουμε μόνο πως σε πολλά δεν συμπίπτουν, γιατί οι δυο θεωρίες έχουν σαν βάση διαφορετικές κοσμολογικές και ανθρωπολογικές παραστάσεις».
Έτσι στην ανάπτυξη του θέματος της φαντασίας δεν προσπάθησα να κάνω σύγκριση μεταξύ της διδασκαλίας των αγίων Πατέρων και των συγχρόνων ψυχολόγων γύρω από το θέμα, αλλά να περιγράψω το πως μιλούν οι άγιοι Πατέρες για την φαντασία μέσα από την σύγχρονη πείρα που διασώζεται και διαφυλάσσεται μέσα στην Εκκλησία και βιώνεται από συγχρόνους μοναχούς που είναι εντεταγμένοι μέσα στην θεραπευτική αγωγή της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Και αυτό είναι απαραίτητο να λεχθή γιατί οι σύγχρονοι ψυχολόγοι αναφέρονται περισσότερο στην φαντασίωση, γιατί πιστεύουν ότι μόνον αυτή δημιουργεί ψυχoλογικές ανωμαλίες, ενώ οι άγιοι Πατέρες όταν μιλούν για την φαντασία επεκτείνονται και πέρα από αυτήν την ερμηνεία. Άλλωστε, όπως γνωρίζουμε, οι άγιοι Πατέρες δεν ενδιαφέρονται απλώς για μια ψυχολογική ισορροπία την οποία ενδεχομένως καταργεί η φαντασίωση, αλλά για την θέωση του ανθρώπου, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι για να φθάση εκεί ο άνθρωπος δεν απαλλάσσεται μόνον από την φαντασίωση, αλλά και από αυτήν την ίδια την ενέργεια του φαντάζεσθαι, έστω και σε καλά πράγματα. Γιατί στην διδασκαλία των αγίων Πατέρων βλέπουμε ότι ο νους για να φθάση στην θεωρία του Θεού απαλλάσσεται τελείως από κάθε εικόνα, έστω και καλή, ακόμη δε απαλλάσσεται και από αυτούς τους λογισμούς και τους συλλογισμούς, έστω κι αν είναι καλοί για την εξέλιξη του πολιτισμού και την προσαρμογή μας στον κοινωνικό χώρο.
Γι’ αυτό δεν μπορούμε να μιλούμε την ίδια γλώσσα με τους ψυχιάτρους. Κι αν κάποτε συμπίπτουμε σε μερικές εκφράσεις πρέπει να παρατηρηθή ότι υπάρχει χαώδης διαφορά στο νόημα κάθε όρου. Πιστεύω δε ότι είναι μεγάλη ασέβεια να προσπαθούμε να ερμηνεύουμε πατερικά κείμενα μέσα από την σύγχρονη ψυχολογική ερμηνεία, καθώς επίσης είναι μεγάλη αδικία να θεωρούμε τα ψυχολογικά ως πνευματικά. Όταν μιλούμε για πνευματικά, εννοούμε κυρίως την επενέργεια του Παναγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά του ανθρώπου. Ο πνευματικός άνθρωπος είναι αυτός στον οποίο κατοικεί το Πανάγιο Πνεύμα, δηλαδή αυτός που είναι ναός του Αγίου Πνεύματος. Βέβαια, η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά του ανθρώπου έχει συνέπειες και στον ψυχολογικό τομέα (στις ανθρώπινες εκδηλώσεις), όπως επίσης και η απουσία του Παναγίου Πνεύματος από την καρδιά του ανθρώπου έχει τρομακτικές επιπτώσεις στην όλη προσωπικότητα τού ανθρώπου, στις λεγάμενες ψυχολογικές εκδηλώσεις του, αλλά δεν μπορούν να ταυτισθούν τα ψυχολογικά με τα πνευματικά.
Στην Ορθόδοξη Παράδοση λέμε πως δεν υπάρχει τίποτε όμοιο μεταξύ κτιστού και άκτιστου. Είναι μια από τις βασικές διδασκαλίες της Εκκλησίας. Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν υπάρχει καμμιά ομοιότητα μεταξύ των ψυχολογικών (κτιστών) και των πνευματικών (άκτιστων). Μιλώντας για πνευματικά δεν εννοώ αυτό που ο κόσμος ονομάζει, δηλαδή τις εκδηλώσεις και ενέργειες του μυαλού, αλλά την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά του ανθρώπου.
Ο Απόστολος Παύλος γράφει κάτι που νομίζω ισχύει κυρίως στην περίπτωση που μελετάμε. Γράφει στην επιστολή προς Κορινθίους: «Ψυχικός δε άνθρωπος ου δέχεται τα του πνεύματος του Θεού μωρία γαρ αυτώ έστι, και ου δύναται γνώναι, ότι πνευματικώς ανακρίνεται, ο δε πνευματικός ανακρίνει μεν πάντα, αυτός δε υπ’ ουδενός ανακρίνεται» (Α' Κορ. β', 14-15). Ψυχικός άνθρωπος είναι ο εστερημένος των ενεργειών του Παναγίου Πνεύματος και πνευματικός άνθρωπος είναι αυτός που δέχεται τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος, αυτός που είναι ναός του Αγίου Πνεύματος και αυτό φανερώνεται με την νοερά αδιάλειπτη προσευχή. Ο ίδιος Απόστολος μιλώντας για την υιοθεσία παρουσιάζει τα γνωρίσματα που δείχνουν ότι είμαστε αληθινά τέκνα Θεού. Γράφει: «ελάβετε Πνεύμα υιοθεσίας, εν ω κράζομεν αββά ο πατήρ, αυτό το Πνεύμα συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού» (Ρωμ. η', 15-16). Αυτό σημαίνει ότι το Άγιον Πνεύμα ενεργεί μέσα στην ψυχή μας και αυτή η ενέργεια εκδηλώνεται με την νοερά προσευχή («κράζομεν αββά ο πατήρ») και αυτό φανερώνει ότι είμαστε τέκνα Θεού. Το ότι αυτή είναι η ερμηνεία τού αποστολικού αυτού χωρίου φαίνεται από έναν επόμενο στίχο της ίδιας επιστολής στον οποίο λέγει: «το γαρ τι προσευξόμεθα καθό δει ουκ οίδαμεν, άλλ’ αυτό το Πνεύμα υπερεντυγχάνει υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις» (Ρωμ. π', 26). Έτσι, λοιπόν, ο πνευματικός άνθρωπος, αυτός που έχει το Άγιον Πνεύμα και στον οποίο ενεργεί η νοερά αδιάλειπτη προσευχή, και που φανερώνει ότι είναι τέκνον Θεού, αυτός δεν ανακρίνεται από κανέναν άνθρωπο, δηλαδή δεν μπορεί κανείς άνθρωπος του κόσμου να τον εξετάση, να τον ερευνήση, αντίθετα μάλιστα αυτός ερευνά όλους τους ανθρώπους.
Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, ερμηνεύοντας αυτόν τον αποστολικό λόγο, γράφει: «ο τοιούτος (δηλαδή ο άγιος, ο πνευματικός άνθρωπος) πάντας ανθρώπους ανακρίνει κατά το γεγραμμένον, γινώσκει έκαστον πόθεν λαλεί και πού έστηκε και εν ποίοις μέτροις εστίν. Αυτόν δε ουδείς ανθρώπων των εχόντων το πνεύμα του κόσμου γινώσκειν και ανακρίνειν δύναται, ει μη μόνον ο το όμοιον έχων επουράνιον της Θεότητος Πνεύμα γινώσκει τον όμοιον». Κανείς ψυχολόγος που κάνει το έργο του ανθρωποκεντρικά δεν μπορεί να εξετάση τον άγιο άνθρωπο γιατί ο άγιος κινείται πέρα από το δικό του ανθρωποκεντρικό ενδιαφέρον. Αυτό το γράφω γιατί δεν μπορούμε με ψυχoλογικά κριτήρια να ερμηνεύουμε και να διαβάζουμε τα έργα των Θεουμένων. Και είναι μεγάλη αδικία όταν προσπαθούμε με κριτήρια ψυχολογικά και μάλιστα της σημερινής ανθρωποκεντρικής ψυχολογίας να εξετάσουμε και να ερμηνεύσουμε την διδασκαλία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και πάλι υπογραμμίζω ότι γράφοντας για την φαντασία και γενικά για το μεγάλο θέμα της Ορθοδόξου Ψυχοθεραπείας δεν έκανα καμμιά σύγκριση και σύγχυση της θεόπνευστου διδασκαλίας των αγίων Πατέρων με τα πορίσματα της συγχρόνου ανθρωποκεντρικής ψυχολογίας.
Άλλωστε, αν η σημερινή ψυχολογία ερευνήση τις θεωρίες που έχουν οι άγιοι θα τους παρουσιάση ψυχασθενείς, ως πάσχοντας από φαντασία. Και όμως είναι δεδομένο ότι όταν οι άγιοι φθάνουν στην θεωρία του Θεού, των αγγέλων και άλλων αγίων, αυτό γίνεται γιατί προηγήθηκε κάθαρση της καρδιάς, και ο νους απηλλάγη από κάθε είδους φαντασία και από κάθε είδους εικόνα. Έβλεπαν δια της θεώσεως «ξένον θέαμα, ξένον άκουσμα», χωρίς να υπάρχη η ενέργεια τού φαντάζεσθαι.
2) Μιλώντας άκόμη για την φαντασία πρέπει να δούμε δυο βασικά χωρία των αγίων Πατέρων. Το ένα είναι τού Αγίου Ιωάννου τού Δαμασκηνού και το άλλο του Αγίου Μαξίμου τού Ομολογητού.
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός σε ένα πολύ ευσύνοπτο χωρίο κάνει διάκριση μεταξύ φανταστικού, φανταστού, φαντασίας και φαντάσματος. Γράφει χαρακτηριστικά: «Φανταστικόν έστι δύναμις της άλογου ψυχής δια των αισθητηρίων ενεργούσα, ήτις λέγεται αίσθησις. Φανταστόν δε και αισθητόν το τη φαντασία και τη αισθήσει υποπίπτον ως όρασις μεν αυτή η οπτική δύναμις, ορατόν δε το υποπί πτον τη οράσει, λίθος τυχόν ή τι των τοιούτων. Φαντασία δε έστι πάθος της άλογου ψυχής υπό φανταστού τίνος γινόμενον, φάντασμα δε πάθος διάκενον εν τοις αλόγοις της ψυχής απ’ ουδενός φανταστού γινόμενον. Όργανον δε του φανταστικού η εμπρόσθιος κοιλία του εγκεφάλου».
Στο χωρίο αυτό φαίνεται ότι το φανταστικό είναι η δύναμη της άλογου ψυχής που ενεργεί δια των αισθητηρίων, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι το φανταστικό ενεργεί όταν ενεργούν τα αισθητήρια όργανα. Φανταστό δε είναι αυτό που υποπίπτει στην φαντασία και την αίσθηση, πράγμα το οποίο λέγεται και αισθητό. Φαντασία είναι το πάθος της άλογου ψυχής που ενεργείται από κάποιο φανταστό. Και φάντασμα είναι εκείνο που δεν προξενείται από κανένα φανταστό. Ώστε, λοιπόν, υπάρχει το όργανο που λέγεται φανταστικό, που είναι δύναμη της άλογου ψυχής, το φανταστό, που υποπίπτει στο φανταστικό, η φαντασία που συνδέεται με τις αισθήσεις και το φάντασμα που δημιουργείται στο φανταστικό χωρίς να υπάρχη συμμετοχή των αισθητηρίων οργάνων.
Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής γράφει για το θέμα της φαντασίας: «Ούτε τη σαρκί κατ’ αρχάς συνεκτίσθη η ήδονή και η οδύνη· ούτε τη ψυχή η λήθη και η άγνοια· ούτε τω νω το τυπούσθαι και μετατυπούσθαι τοις είδεσι των γεγονότων τούτων γαρ η παράβασις εξήρε την γένεσιν. Ο τοίνυν της σαρκός εξελών την ηδονήν και την οδύνην, την πρακτικήν αρετήν κατώρθωσεν, ο δε της ψυχής εξαφανίσας την λήθην και την άγνοιαν, την φυσικήν διήνυσεν ευπρεπώς θεωρίαν ο δε τον νουν, των πολλών απολύσας τύπων, την θεολογικήν εκτήσατο μυσταγωγίαν».
Για να μπορέσουμε να δούμε καθαρά το χωρίο αυτό του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού πρέπει να το εντάξουμε μέσα στην όλη θεολογία του, κατά την οποία υπάρχουν τρία στάδια της πνευματικής ζωής, ήτοι η πρακτική φιλοσοφία, η φυσική θεωρία και η μυστική θεολογία. Όταν ό άνθρωπος απαλλάσσεται από την ηδονή και την οδύνη, τότε βιώνει την πρακτική φιλοσοφία, όταν απαλλάσσεται από την λήθη και την άγνοια, τότε βιώνει την φυσική θεωρία, δηλαδή την αδιάλειπτη νοερά προσευχή, και όταν ο νους του απαλλάσσεται και ελευθερώνεται από τις εικόνες και τις φαντασίες, τότε οδηγείται προς την θεωρία που συνδέεται αναπόσπαστα με την θεολογία. Και όπως η ηδονή και η οδύνη, και όπως η λήθη και η άγνοια, έτσι και η φαντασία είναι μεταπτωτικά φαινόμενα και, επομένως, για να φθάση ο άνθρωπος στην θέωση πρέπει να απαλλαγή και να ελευθερωθή από αυτά. Με αυτό το πρίσμα και ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος λέγει ότι «και όσα ομοιώματά τινα νομίζει ο νους υπέρ αυτών ποιείσθαι, φαντασία λέγεται και ουκ αλήθεια... Η αιτία της φαντασίας των εικόνων η ασθένεια, και ούχ η καθαρότης εστί τού νοός».
Μελετώντας τα χωρία αυτά των αγίων Πατέρων, αλλά και άλλα συναφή χωρία μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι, καίτοι υπάρχει το φανταστικό ως ενέργεια της άλογου ψυχής, εν τούτοις το φαντάζεσθαι, και μάλιστα εμπαθώς είναι καρπός της πτώσεως του ανθρώπου και είναι αυτό που μολύνει τον νου. Ο νους στην φυσική του κατάσταση είναι απηλλαγμένος από τις φαντασίες. Και γι’ αυτό, όπως θα δούμε στην συνέχεια, ο άνθρωπος ο οποίος μετά από μεγάλη κάθαρση φθάνει στον φωτισμό τού νου και στην θεωρία, απαλλάσσεται τελείως από το φαντάζεσθαι και με αυτήν την έννοια λέμε ότι ο άνθρωπος πρέπει να απαλλαγή από τις φαντασίες και να καθαρίση τελείως τον νου του. Και έτσι πια καταλαβαίνουμε ότι οι Πατέρες μιλούν για την απαλλαγή από την φαντασία, αφού το φανταστικό, που είναι ενέργεια της άλογου ψυχής, αδρανοποιείται στην καθαρή θεωρία.
_____________
* Νυν Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου
Πηγή: (ΤΟ ΒΙΛΙΟ «ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ» Τόμος Α΄ - Α΄ Έκδοση 1989,σσ. 354-362 - Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου), Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι περιωρισμένος κατ’ οὐδένα τρόπον. Γι’ αὐτὸ τονίζουν οἱ Πατέρες ὅτι ὁ Θεὸς Πατὴρ εἶναι πανταχοῦ παρὼν κατ’ ἐνέργειαν. Λόγω τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τοῦ Λόγου μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύσι στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐπίσης πανταχοῦ παρὼν καὶ ὁ Χριστὸς ὡς Λόγος κατ’ ἐνέργειαν, εἶναι ὅμως ἀπών ὁ Χριστὸς ὡς Λόγος, κατ’ οὐσίαν. Ἡ ἀνθρώπινη φύσις τοῦ Χριστοῦ ὅμως εἶναι πανταχοῦ παροῦσα κατ’ οὐσίαν.
Ὁ Θεός, δηλαδὴ ἡ Ἁγία Τριὰς εἶναι ἀπών κατ’ οὐσίαν στὸν κόσμο. Διότι ὁ Θεὸς δὲν ἔχει κατ’ οὐσίαν σχέσεις μὲ τὸν κόσμο, ἐπειδὴ οἱ σχέσεις τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν κόσμον εἶναι μόνο κατὰ βούλησιν καὶ κατ’ ἐνέργειαν. Κατ’ οὐσίαν σχέσεις μὲ τὸν κόσμον ἔχει μόνον ἡ ἀνθρώπινη φύσις τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι πανταχοῦ παροῦσα. Ὄχι ἡ Θεία φύσις τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτὲς οἱ διαφοροποιήσεις λοιπὸν συνιστοῦν τὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία περὶ τῆς οὐσίας καὶ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι πάρα πολὺ ἁπλή. Τὸ θεμέλιο αὐτῆς τῆς διδασκαλίας εἶναι αὐτὴ αὕτη ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως. Καμμία φιλοσοφία δὲν ὑπεισέρχεται ἐδῶ. Οἱ διακρίσεις αὐτές, ποὺ κάνουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ, διότι γνωρίζουν ἐξ ἰδίας ἐμπειρίας ὅτι στὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως ὁ θεούμενος εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸν Θεὸν κατ’ ἐνέργειαν.
Ἡ ὑποστατικὴ ἕνωσις ὅμως τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Θεὸν Λόγον δὲν εἶναι αὐτῆς τῆς φύσεως. Δὲν εἶναι ἑνωμένος ὁ Χριστὸς μὲ τὸν Λόγον κατ’ ἐνέργειαν ἢ ἁπλῶς κατὰ τὴν βούλησιν τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ εἶναι ἑνωμένος ὁ Χριστὸς (ἡ ἀνθρωπίνη Του φύσις) μὲ τὸν Λόγο κατὰ φύσιν.
Πηγή: (Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Πατερικὴ Θεολογία», τοῦ πατρὸς Ἰωάννου Σ. Ῥωμανίδου (†)), Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό

Κάποτε, περί το 1968, οι Γάλλοι φοιτητές του πανεπιστημίου της Ναντέρ έγραψαν στους τοίχους το ακόλουθο σύνθημα: «Μπορεί να υπάρχει επανάσταση μόνο εκεί όπου υπάρχει συνείδηση. Η επανάσταση πρέπει να γίνει πρώτα στους ανθρώπους κι έπειτα στα πράγματα». Άραγε, η σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, κατά πόσο ευνοεί μια τέτοια επαναστατική διαδικασία; Η πάντα ευπαθής σε πολιτικούς κραδασμούς χώρα μας, κατά πόσο μπορεί ν’ ανεχθεί μια επανάσταση, που θ’ αποσκοπεί στην εσωτερική αναμόρφωση του Έλληνα;
Το να ζητάς από το σημερινό Έλληνα να επαναστατήσει, είναι σαν να ζητάς από ένα φανατικό οπαδό του Χομεΐνί να αλλαξοπιστήσει. Ο Έλληνας θα έδινε ακόμη και τη ζωή του, για να μην ταράξει κανείς τη ζωή του! Αυτό το πάντοτε ταραγμένο και το πιο επαναστημένο πλάσμα της Ιστορίας, βρήκε, επιτέλους, την πλήρωση της πολιτικής του αποστολής σε μια κατάσταση πολιτικής νιρβάνα. Δεν αντέχει σε μια πολιτική χημεία, στην οποία θα έπαιζε ρόλο καταλύτη η συνείδηση.
Γι’ αυτό σήμερα —και πάντα— στην Ελλάδα, επανάσταση μπορεί να σημαίνει το να λες πράγματα περίεργα, που δεν είναι καθόλου αρεστά, με αποτέλεσμα να κινδυνεύεις να μείνεις χωρίς δουλειά. Για παράδειγμα: η αλήθεια, έλεγε ο Μαρξ, είναι επαναστατική, αλλ’ αυτό δε σημαίνει πως κάθε πράξη που βαφτίζεται επαναστατική, είναι και πράξη αληθινά επαναστατική. Επίσης, οι εκλογικές επιτυχίες δεν μπορούν να γίνονται «άλλοθι» για πολιτικές ασυδοσίες. Κι ακόμη, ότι η ηθική πρέπει να είναι γνώμονας της πολιτικής κι όχι η πολιτική να καθορίζει τα όρια της ηθικής.
Κάποτε ο Κάφκα είχε πει: η πολιτική υπάρχει στα πάντα αλλά δεν είναι το παν. Συνεπώς, δεν μπορούμε να θυσιάσουμε το παν για μια πολιτική που «κάνει το παν» για να εξαχρειώσει και να εξαγριώσει ένα λαό, να τον διχάσει εσωτερικά, να τον διασπάσει ψυχικά, να διαστρέψει τη συνείδηση και την ηθική του βούληση.
Αυτά τα δυσάρεστα λέγονται γιατί έχουν περάσει πολλά χρόνια από το 1948, χρονιά που ο Όργουελ έγραψε το «περίφημο «1984». Ο Μεγάλος Αδελφός ενηλικιώθηκε. Τα ηλεκτρονικά συστήματα ελέγχου τελειοποιούνται. Τα χρονικά περιθώρια στενεύουν. Ένας τεχνοκρατικός ολοκληρωτισμός μας περιμένει στον ορίζοντα της…… ήττας μας. Και φυσικά, όπως όλοι οι ολοκληρωτισμοί, δεν ανέχεται την ολοκλήρωση του ανθρώπου. Στη θέση της λογικής βάζει την υπολογιστική και στη θέση της συνείδησης μια μικρή μπαταρία. Χρειάζεται, λοιπόν, να περάσουμε σε μια νέα φάση επαναστατικής διαδικασίας, που θ’ αποσκοπεί, σύμφωνα με το σύνθημα των Γάλλων φοιτητών, στο ξύπνημα της συνείδησης. Το να γίνει κάτι τέτοιο στο άμεσο μέλλον, δεν το βλέπουμε ορατό. Αλλ’ αυτό δεν είναι λόγος να μην το επιχειρήσουμε.
Λένε πολλές φορές για τον έναν ή τον άλλο ματαιόσκοπο επαναστάτη ότι δεν έχει βρει τον εαυτό του! Όμως, ο εαυτός μας δεν είναι κάτι που βρίσκουμε είναι κάτι που το δημιουργούμε. Είναι η επίμονη καλλιέργεια της συνείδησης.
Πάντα μια επανάσταση θα οδηγείται σε αδιέξοδα, εάν προηγουμένως δε γίνει επανάσταση μέσα στον άνθρωπο. Πρέπει, δηλαδή, η επανάσταση να ξεκινάει πρώτα από μια ριζική αναμόρφωση της συνείδησης και μετά να εξωτερικεύεται στα πράγματα. Η Επανάσταση του 1821 πέτυχε, γιατί υπήρχε συνείδηση κατάλληλα διαμορφωμένη. Η Ελλάδα, πρώτα αποτίναξε το ζυγό τετρακοσίων χρόνων από τη συνείδηση της κι έπειτα από το έδαφος της. Η επανάσταση, δηλαδή, δεν ξεκίνησε το 1821, αλλά πολύ πιο πριν, στις συνειδήσεις των Ελλήνων. Δεν μπορεί κανείς να διεκδικεί ελευθερία, αν δεν έχει συνειδητοποιήσει την ανάγκη της ελευθερίας.
Σήμερα, λειτουργεί, άραγε, η ελληνική συνείδηση και το «δαιμόνιο της φυλής», για να ξεκινήσουμε μια νέα επαναστατική διαδικασία, ώστε να επιλυθούν προβλήματα πιο ανώδυνα από την τουρκική σκλαβιά αλλ’ όχι για το λόγο αυτό λιγότερο αγκαθερά; Ας ξεκινήσουμε από έναν τομέα, που πολίτες και πολιτικοί —κακώς κατά τη γνώμη μας- του έχουν δώσει προτεραιότητα. Πρόκειται για την ανάπτυξη της οικονομίας. Εμείς πιστεύουμε ότι χωρίς ανάπτυξη της συνείδησης δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη ούτε και στην οικονομία. Κι ακόμη πιστεύουμε πως η ανάπτυξη της συνείδησης είναι πιο παραγωγική από οποιοδήποτε επενδυτικό πρόγραμμα. Όμως, αντί να καλλιεργούμε συνείδηση ευθύνης, καταρτίζουμε προγράμματα οικονομικής ανάπτυξης ή προσπαθούμε να τονώσουμε τον «οικονομικό πατριωτι¬σμό» μας με διαφημιστικές ενέσεις του τύπου «ο επιμένων ελληΝΙΚΑ». Δυστυχώς, το έμβλημα αυτό, με το οποίο θελήσαμε ν’ αντικαταστήσουμε το «εν τούτω νίκα», δεν απέδωσε, απλώς συνέβαλε στην αφισορρύπανση. Ο Έλληνας όχι μόνο δεν επιμένει ελληνικά αλλά συνεχώς φροντίζει για την ανθοφορία της ξένης οικονομίας.
Ασφαλώς, μια επανάσταση στην οικονομία είναι μάταιη, γιατί ο Έλληνας δεν έχει συνείδηση του προβλή¬ματος. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι το σλόγκαν που αναφέραμε παραπάνω πέρασε στη δικαιοδοσία των γελοιογράφων. Το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού πληθυσμού δεν έχει συνείδηση του οικονομικού προβλήματος. Έχει μια επιδερμική γνώση, που δεν αρκεί να ενεργοποιήσει τη συνείδηση του. Γι’ αυτό, λοιπόν, μια επαναστατική διαδικασία δεν μπορεί να ξεκινήσει από άτομα που ενδιαφέρονται να έχουν «ήσυχη» τη συνείδηση τους. Βέβαια, αν λάβουμε υπόψη ότι οι Έλληνες είναι οι κατ’ εξοχήν οπαδοί του «ωχαδερφισμού» και της αρχής «ας κάνουν την αρχή πρώτα οι άλλοι», καταλαβαίνουμε πως κάθε προσδοκία επανάστασης στον τομέα της οικονομίας είναι ανεκπλήρωτο όνειρο.
Αλληλένδετο πρόβλημα με την οικονομία, αλλά που προεκτείνεται ευρύτερα στις ανθρώπινες σχέσεις, είναι το σχετικό με την εργασία και πιο συγκεκριμένα μ’ αυτό που ονομάζουμε επαγγελματική συνείδηση. Ο Έλληνας ποτέ δεν κατάλαβε πως το επάγγελμα του είναι εκπλήρωση χρέους προς το σύνολο. Πιστεύει πως είναι μια απλή σχέση εργαζόμενου-εργοδότη (εργοδότης μπορεί να είναι και το κράτος). Πιστεύει πως συνιστά επαναστατική διαδικασία η ένταση των σχέσεων, που συχνά εκδηλώνεται —κυρίως στον τομέα του δημοσίου— με την απεργία.
Ασφαλώς, η απεργία είναι απαραίτητο όπλο του εργαζομένου για την υπεράσπιση και διαφύλαξη των δικαιωμάτων του. Άλλωστε το δικαίωμα του «συνδικαλίζεσθαι» και, φυσικά, του «απεργείν» είναι κατοχυρωμένα από το Σύνταγμα. Στην Ελλάδα, όμως, εκτός του ότι ο συνδικαλισμός δε διδάσκεται, δε γίνεται καμιά προσπάθεια για την ανάπτυξη της λεγόμενης συνδικαλιστικής συνείδησης. Ο συνδικαλισμός δεν έχει μόνο διεκδικητικό αλλά και διαπαιδαγωγητικό χαρακτήρα. Αφήνοντας αδιαπαιδαγώγητο τον εργαζόμενο, του στερούμε τη δυνατότητα ν’ αναπτύξει εργατική συνείδηση και να διεκδικεί αμοιβή ανάλογη με την προσφορά του.
Στην Ελλάδα έχουμε πάντα πολλές απεργίες, που αβασάνιστα εγγράφονται στις επαναστατικές διεργασίες. Όμως, όλες αυτές οι δήθεν εργατικές κινητοποιήσεις, μπορεί να προκαλούν αναστατώσεις στην οικονομία, στη συγκοινωνία, στα νοσοκομεία, στην παιδεία κ.λπ., αλλά είναι καταδικασμένες —έστω κι αν ικανοποιηθούν κάποια οικονομικά αιτήματα-, διότι δεν έχουν το υπόβαθρο τους στη συνείδηση του επαγγελματικού χρέους. Πολλοί εργαζόμενοι,, αδιαφορώντας για τις συνέπειες, απεργούν σε περιόδους αιχμής, προκειμένου να επιτύχουν το σκοπό τους. Όμως, έτσι δε λύνουν το πρόβλημα, απλώς το μεταθέτουν σε άλλους, ώστε συνεχώς ν’ ανακυκλώνεται. Συνεπώς, η επαναστατική διεργασία, αφού δεν μπορεί να ξεκινήσει από μια διευρυμένη συνείδηση πολιτικής ευθύνης, είναι αδύνατο να καρποφορήσει. Όταν, όμως, η επανάσταση κυοφορείται στη συνείδηση των εργαζομένων, τότε και μ’ ένα απλό οικονομικό αίτημα μπορεί να έχουμε επαναστατικές αλλαγές, που ν’ αλλάξουν ριζικά όχι μόνο τις οικονομικές αλλά και τις πολιτικές δομές.
Εξάλλου, η ελληνική πραγματικότητα καθώς δημιουργεί ανυπόστατες επαναστατικές διαδικασίες, αποπροσανατολίζει το ενδιαφέρον του κόσμου από τα σοβαρότερα προβλήματα. Ποια επανασταστική διαδικασία ξεκίνησε —αν εξαιρέσουμε τα πολιτικά «ξόρκια»— για την αντιμετώπιση του νέφους, που κινδυνεύει να μας πνίξει; Η Ελλάδα που υποδέχεται σαν εθνοσωτήρα δυο φορές το χρόνο κάποιον διάσημο ή άσημο ποδοσφαιριστή, ποια «μεγαλειώδη» συγκέντρωση γνώρισε σ’ ένδειξη διαμαρτυρίας για τη μόλυνση του περιβάλλοντος; Αυτό είναι φυσικό, διότι η μόλυνση είναι βέβαια κοινό πρόβλημα αλλά δεν αφορά σε κάποιον περισσότερο, ώστε να διαμαρτυρηθεί έντονα. Αυτό είναι ένα γενικό χαρακτηριστικό της ελληνικής νοοτροπίας: ο Έλληνας φροντίζει για τον εαυτό του• όχι για την Ελλάδα. Για ποιο λόγο να επαναστατήσει «χωρίς αιτία»;
Από την άλλη, τα ελάχιστα δάση που μας έχουν απομείνει πυρπολούνται, αλλά καμιά κομματική νεολαία δεν κάνει τον κόπο «να πάρει τα βουνά», όχι να κάνει «αντάρτικο», αλλά για να αγωνισθεί για την πρόληψη και κατάσβεση των πυρκαϊών. Ή, μήπως, η διάσωση των δασών δε συνιστά επαναστατική πράξη; Μαζί με τα δάση αφανίζονται, λεηλατούνται, βεβηλώνονται, καταρρέουν ή κατεδαφίζονται όλα τα μνημεία του παρελθόντος. Λαός και πολιτική ηγεσία υπνώττουν. Κανείς δεν ενδιαφέρεται για τη συντήρηση τους. Κάποτε οι κάτοικοι της Φλωρεντίας, που φημίζονται για τους κοινωνικο-πολιτικούς αγώνες και για την αγάπη προς την πόλη τους, είχαν «ρίξει» το σύνθημα: «Συντήρηση σημαίνει επανάσταση». Στην εκλεπτυσμένη συνείδηση τους η συντήρηση της παλιάς τους πόλης ήταν μια επαναστατική πράξη. Εμείς θεωρούμε επαναστατική ενέργεια την εισβολή της μπουλντόζας και επαναστατικό εμβατήριο τον ήχο του κομπρεσέρ.
Θα ήταν επίσης χρήσιμο να συγκρίνουμε την «επαναστατική» δραστηριότητα των Ελλήνων στα πολιτικά και σε κάποια άλλα προβλήματα. Λέγοντας πολιτικά προβλήματα, εννοούμε πρωτίστως προβλήματα ήθους και κάποια άλλα σοβαρά, που ο Νεοέλληνας είναι ακόμη ανώριμος, λόγω ατελούς πολιτικής παιδείας, ν’ αντιμετωπίσει. Οι φαιδρές διαμάχες και οι συγκεντρώσεις που δημιουργούν οι πολιτικοί οξύνουν τα προβλήματα, ιδίως το συγκοινωνιακό. Συνήθως στις προεκλογικές περιόδους ξοδεύονται τεράστια ποσά, για να δημιουργηθούν οι γνωστές «λαοθάλασσες», που κάνουν την πολιτική μας να μοιάζει με θάλασσα. Με την προβολή της δύναμης του και το φανατισμό των ψηφοφόρων κάθε κόμμα δημιουργεί και τη δική του «επανάσταση», που είναι απλώς αναστάτωση. Αν όμως ο πολιτικός λόγος έβρισκε τρόπο ν’ αγγίξει και ν’ αφυπνίσει τη συνείδηση του πολίτη, δε θα υπήρχε τέτοιο φαινόμενο και δε θα παρουσίαζαν τις πολιτικές μας συγκεντρώσεις οι ξένες τηλεοράσεις σαν εθνογραφικό αξιοπερίεργο. Θα δείχναμε τη δύναμη μας με την ψήφο μας.
Ένα ελπιδοφόρο μήνυμα θα ήταν, οι «μεγαλειώδεις» αυτές συγκεντρώσεις να γίνονταν γι’ άλλους σκοπούς, όπως παραδείγματος χάριν για τη μόλυνση του περιβάλ-λοντος, που αναφέραμε, ή για την απαράδεκτα χαμηλή στάθμη της παιδείας ή των υπηρεσιών κοινωνικής ωφελείας. Το έργο των πολιτικών, επίσης, θα ήταν αξιολογότερο, εάν φανάτιζαν τα πλήθη τους, με τον τρόπο που εκείνοι ξέρουν, για δενδροφύτευση ή απλώς για τη διατήρηση και την προστασία του πρασίνου. Καμιά φορά η επανάσταση, για να κρατηθεί, αναγκάζεται να κόψει κεφάλια. Αλλά καμιά επανάσταση δεν έκοψε ή έκαψε δέντρα. Εκτός πια κι αν θεωρούμε επαναστατικό μας πρότυπο τον Ιμπραήμ, που επί τρία χρόνια δεν άφησε δέντρο στο Μοριά. Ο σημερινός Έλληνας βέβαια αγαπάει το πράσινο κι είναι έτοιμος να επαναστατήσει γι’ αυτό, εάν βέβαια το πράσινο γίνει χρώμα κάποιου ισχυρού χαρτονομίσματος.
Το φαινόμενο της «ασυνείδητης επανάστασης» ή της «επανάστασης χωρίς αιτία» παρατηρείται πολύ έντονο στις τάξεις των νέων όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σ’ όλο τον κόσμο. Οι νέοι είναι κατ’ εξοχήν αντιδραστικά στοιχεία, διατυπώνουν πάντα έναν αντιρρητικό λόγο απέναντι σ’ οποιοδήποτε πολίτευμα, κοινωνικό σύστημα ή θεσμό. Η τάση ν’ αμφισβητούν τα πάντα δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για φασαρία, που εύκολα βαφτίζεται επανάσταση ή ανταρσία. Είναι γεγονός όμως ότι οι εκρήξεις των σημερινών νέων τις περισσότερες φορές δεν έχουν κανένα στόχο• είναι αυτοσκοπός. Αντίδραση για την αντίδραση και άλλα παρόμοια ηχηρά. Εφόσον, όμως, και σ’ αυτή την περίπτωση δε λειτουργεί η συνείδηση, για να καθοδηγεί τη νεανική εκρηκτικότητα, κάθε εξέγερση είναι καταδικασμένη να εκφυλιστεί.
Τα συνήθη γεγονότα των Εξαρχείων είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ο θόρυβος, που προκαλεί συχνά μια χούφτα «αναρχικών», κατάφερε να προσελκύσει εκατοντάδες «θερμόαιμους» νεαρούς, με διάφορες ιδιότητες, όπως «πανκ», «χούλιγκαν», έτοιμους για «επανάσταση», πρόθυμους να φτύσουν αλλ’ όχι να χτίσουν. Το ότι τα μικροεπεισόδια αυτά με επίκεντρο πάντα το ταλαίπωρο Χημείο θυμίζουν τρικυμία σε μελανοδοχείο, φαίνεται από το γεγονός ότι εξατμίζονται σε λίγα εικοσιτετράωρα μόνα τους, αν δεν υπάρξει «μετωπική» σύγκρουση με την αστυνομία, που με την παρουσία της προσφέρει ένα στόχο-σκοπό.
Δε χρειάζεται, όμως, ν’ αναζητήσουμε αυτή την «ασυνείδητη επανάσταση» μόνο σε πολύ ακραίες περιπτώσεις, όπου μπορούν να παίρνουν μορφή τρομοκρατικών ενεργειών μπορούμε να τη βρούμε σ’ ένα περιβάλλον πιο οικείο και καθημερινό: το σχολείο. Οι «αποχές» και οι «καταλήψεις» είναι τα κύρια «επαναστατικά όπλα» των μαθητών. Βέβαια, το να απέχει ο μαθητικός κόσμος από τα μαθήματα, δεν είναι πάντα κατακριτέο, εάν τα αιτήματα αφορούν, για παράδειγμα, την πνευματική τους κατάρτιση ή τη σωματική τους ακεραιότητα. Τις περισσότερες φορές, όμως, τα αιτήματα δείχνουν ότι η συνείδηση τους δεν έχει καλλιεργηθεί αρκετά, ώστε να επιτρέπει την προβολή αιτημάτων (πέρα από εκείνα που προωθούνται μέσω των κομμάτων), που ν’ αποτελούν όντως μια επαναστατική σύλληψη του εκπαιδευτικού ζητήματος. Το ν’ απέχεις από τα μαθήματα, διότι αναβλήθηκε μια εκδρομή, οπωσδήποτε δεν είναι επαναστατική πράξη. Τα Ελληνόπουλα, δυστυχώς, δεν έχουν αρθρώσει ακόμη επαναστατικό λόγο, γιατί δεν έχουν καλλιεργήσει επαναστατική σκέψη.
Οι πιο φαιδρές όμως περιπτώσεις «επαναστάσεων» στην πατρίδα μας, είναι αυτές που συμβαίνουν στον πολιτικό κόσμο, που δυστυχώς εκπροσωπεί την Ελλάδα στο διεθνή χώρο. Η Βουλή, που θα έπρεπε να είναι από τους πιο σεβαστούς και τιμημένους χώρους, θυμίζει θίασο ποικιλιών (variete). Είναι γεγονός ότι οι συνεδριάσεις της προσελκύουν πολλούς θεατές (τα θεωρεία είναι σχεδόν πάντα γεμάτα, ενώ τα έδρανα των βουλευτών είναι σχεδόν πάντα άδεια), που παρακολουθούν όχι το περιεχόμενο της συζήτησης αλλά τον τρόπο διεξαγωγής της. Κάθε κόμμα δίνει το δικό του «επαναστατικό» στίγμα κι όλα μαζί συνθέτουν στις συνήθεις συνεδριάσεις μια ατμόσφαιρα νεκροτομείου, ενώ στις «εκρηκτικές» συνεδριάσεις δημιουργούν μιαν «επαναστατική» ατμόσφαιρα, που θυμίζει αίθουσα κακουργοδικείου κι όχι αίθουσα πολιτικών ομιλιών. Δεν είναι καθόλου τιμητικό να χρειάζεται το καμπανάκι, που χρησιμοποιούν στα δι¬καστήρια, για να επιβληθεί η τάξη στους «πατέρες του έθνους»!
Είναι χαρακτηριστικό πως σχεδόν πάντα προσωποποιούνται τα προβλήματα, που συζητούνται στη Βουλή. Η ανάπτυξη ενός θέματος συνοδεύεται σχεδόν πάντα από προσωπικές επιθέσεις βουλευτών, που καταλήγουν σε ύβρεις, οι οποίες κηλιδώνουν το πολιτικό ήθος και το πολιτικό λεξιλόγιο της χώρας μας. Συχνά μέσα στον υποθετικά ιερό χώρο της Βουλής η πολιτική αναμέτρηση έχει μετατραπεί σε σωματική. Οι λεγόμενοι «πατέρες του έθνους» δε σκέπτονται ότι μεγαλώνουμε παιδιά, εκπαιδεύουμε παιδιά και συνεπώς δεν μπορούμε να τους εμπνεύσουμε σεβασμό προς την πολιτική, όταν οι πολιτικοί δε σέβονται το λειτούργημα τους. Ποια συνείδηση πολιτικής να δημιουργήσουμε στη νέα γενιά, όταν οι «πρώτοι των πολιτών» δίνουν τέτοια παραδείγματα; Ο πολιτικός μας κόσμος, που τον εξετάζουμε σαν σύνολο κι όχι μεμονωμένα, επιχειρεί να δημιουργήσει «επαναστατική» ατμόσφαιρα γύρω από τις θέσεις και τις αποφάσεις ενός κόμματος ή κυβέρνησης, χωρίς προηγουμένως να επιχειρήσει την ίδια επαναστατική διαδικασία να την περάσει στη συνείδηση του λαού. Θέλουμε ένα λαό υπναλέο και πειναλέο. Αυτό είναι και θα μείνει το στίγμα της πολιτικής μας.
Η ορθή πολιτική πράξη επιτελείται από λαό σωστά ενημερωμένο κι όχι αποβλακωμένο ή παθιασμένο. Όμως, οι Έλληνες πολιτικά χωρίζονται, παρά την αφθονία κομμάτων, σε δύο κατηγορίες, σε ημετερόφρονες και αλλόφρονες. Οι πρώτοι, οι «δικοί» μας, είναι το σαράκι που τρώει την αξιοκρατία: οι άξιοι ανέντακτοι παραμερίζονται για χάρη των ανάξιων ενταγμένων. Οι άλλοι είναι οι φανατικοί. Ο φανατικός είναι καλός αγωνιστής, αλλά κακός οπαδός. Ένας τρελός, που κανείς δεν μπορεί να τον αναγνωρίσει μέσα στον κόσμο των τυφλών, όπως είναι η παθιασμένη μάζα. Κοντά σ’ αυτό πρέπει να προστεθεί κι ένα είδος κομματικού ρατσισμού, που παίρνει έκταση στον καιρό μας. Η Ελλάδα γίνεται κομματικό φέουδο, λες και την έφτιαξε ένα κόμμα, το δικό μας.
Η Ελλάδα, παρ’ όλο που υπήρξε η μητέρα της πολιτικής επιστήμης, ποτέ δε δίδαξε σωστή πολιτική συμπεριφορά στα παιδιά της. Έτσι η πολιτική κατήχηση περιορίζεται σε δυο παροιμίες, που μας άφησαν οι Τούρκοι: « Όποιος βλέπει, δεν τρώει- όποιος αρπάζει τρώει» – «Ο έξυπνος το ασημένιο κουτάλι δεν το χώνει στο στόμα του αλλά στην τσέπη του». Με τέτοια αντίληψη πολιτικής, που συμβαδίζει παράλληλα με τη λαϊκή αρχή του «άρπαξε να φας και κλέψε να ‘χεις», είναι φυσικό να μην περιμένουμε τίποτα επαναστατικό στον πολιτικό μας χώρο, εκτός κι αν θεωρούμε επαναστατική πράξη την πλιατσικολογία* των δημόσιων ταμείων. Είναι, λοιπόν, ανώφελο να ψάχνουμε για λύση; Ίσως επανάσταση συνιστά και το να ελπίζεις και παράλληλα ν’ αγωνίζεσαι. Για το κοντινό μέλλον, οπωσδήποτε μια επαναστατική μεταβολή στο πολιτικό status δε φαίνεται ορατή, γιατί αυτοί που θα κρατήσουν τα ηνία κάθε πολιτικής δραστηριότητας, έχουν διαμορφώσει τη συνείδηση τους στο περιβάλλον που περιγράψαμε. Πρέπει λοιπόν, η ελπίδα μας να μετατεθεί κάπως μακρύτερα, σ’ ένα μακροπρόθεσμο επαναστατικό κίνημα, αν μας επιτρεπόταν η πρόβλεψη του σχηματισμού του.
* Από τη λέξη «πλιάτσικο» που σημαίνει λεία. Η λέξη προέρχεται από την αλβανική plasecke.
Όμως από τα παραπάνω φάνηκε πως η συνείδηση παίζει λειτουργικό ρόλο σε κάθε επαναστατική διαδικασία. Συνεπώς, οι λύσεις περνάνε μέσα από τη σωστή δια-μόρφωση της συνείδησης. Κι εδώ βρίσκεται η μεγάλη επαναστατική πολιτική της παιδείας. Το σχολείο είναι η θερμοκοιτίδα ενός επαναστατικού αύριο. Δεν αρκεί ένας στεγνός εφοδιασμός γνώσεων, που σήμερα το παιδί μπορεί να πάρει μέσα σε λίγο χρόνο με μια εντατική «κατ’ οίκον» διδασκαλία ή με τα σύγχρονα μέσα ηλεκτρονικής μάθησης. Αν είναι απλώς να γεμίσουμε το κεφάλι των παιδιών με κάποιες γνώσεις, το σχολείο δε χρειάζεται. Υπάρχουν γι’ αυτό άλλα πιο αποτελεσματικά μέσα. Αν, λοιπόν, πρέπει να έχει λόγο ύπαρξης και στο μέλλον, πρέπει, επιτέλους, να κατανοηθεί πως η αποστολή του είναι να δώσει το νέο άνθρωπο. Αν δεν έλθει ο νέος άνθρωπος, δε θα έλθει ο καινούργιος κόσμος. Και καινούργιος κόσμος δε σημαίνει καινούργιος μηχανικός εξοπλισμός, αλλά μια νέα συνείδηση, που θα δονείται από τον ανθρώπινο πόνο, που θα είναι άγρυπνος φύλακας των ανθρώπινων συμφερόντων, και που δεν θα κάμπτεται μπρος στη δύναμη των ύποπτων συμφερόντων.
Πρέπει, όμως, το σχολείο να μείνει απερίσπαστο στην παιδευτική του αποστολή. Κι ο εκπαιδευτικός ν’ αφήνει την πολιτική του «ταυτότητα» έξω από το προαύλιο του σχολείου. Γιατί καλή πολιτική μέσα στο σχολείο σημαίνει όχι το να προπαγανδίζει κάποιες πολιτικές θέσεις. Πολιτική του εκπαιδευτικού είναι το μάθημα του. Κι όσο πιο καλό μάθημα κάνει, τόσο πιο καλή πολιτική κάνει. Αν δεν υπάρξει η προϋπόθεση αυτή, η επαναστατική αλλαγή θα μοιάζει με χίμαιρα. Όμως, πάντα θα υπάρχουν οι επιτήδειοι, που ξέρουν καλά πώς να στιλβώνουν τη σκοτεινή και πολιτική μας ζωή.
(27 Φεβρουαρίου 1986)
(Στο ΣΤΡΑΤΗ ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ, που επιμένει Τηνιακά)
Πηγή: (Από το βιβλίο του Σαράντου Ι. Καργάκου: «Προβληματισμοί – ένας διάλογος με τους νέους.» Τόμος Ε΄ GUTENBERG – ΑΘΗΝΑ 1997), Ορθόδοξη Πορεία, Ακτίνες

Βάσει τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος (ἄρθρα 16 καί 13) καί τῶν ἀποφάσεων 3356/1995 καί 2176/1998 τοῦ Συμβουλίου Ἐπικρατείας ἡ Πολιτεία ἔχει ὑποχρέωση νά παρέχει θρησκευτική ἀγωγή στά Ἑλληνόπουλα, σεβόμενη τήν ἀρχή τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς τους συνείδησης. Γιά τόν λόγο αὐτό τό Ὑπουργεῖο Παιδείας διορίζει, μετά ἀπό πρόταση τῶν τριῶν μουφτειῶν τῆς Θράκης, 300 «ἱεροδιδασκάλους», γιά νά διδάξουν τό Κοράνιο στούς ἕλληνες μουσουλμάνους μαθητές. Παρόμοιες εὐαισθησίες ἔχει ἐκδηλώσει πρός τούς ἕλληνες ἑβραίους καί ρωμαιοκαθολικούς μαθητές (πρβλ. ΦΕΚ 83/115-2016, τ. Α΄).
Δέν διαπιστώνεται, ὡστόσο, ἡ ἴδια πρόθεση τῆς Πολιτείας γιά τούς ὀρθόδοξους ἕλληνες μαθητές, καθώς ἐπιχειρήθηκε ὄχι μόνον ἡ μετάλλαξη τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν σέ θρησκειολογικό, ἀλλά ἐπιπλέον, ὅπως ἀποδείχθηκε ἀπό συνέδρια καί μελέτες, τό νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν γιά τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ἀποτελεῖ πιστή ἐφαρμογή καί ἀντιγραφή τοῦ προγράμματος «Παγκοσμίου Δικτύου Θρησκειῶν γιά Παιδιά» (GNRC) τῆς νεοβουδιστικῆς ὀργάνωσης Arigatou.
Μέ τό νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν γιά τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, τό παιδί βγαίνει ἔξω ἀπό τήν πίστη καί τήν Ἐκκλησία καί στέκεται μέ οὐδετερότητα, σάν νά μήν εἶναι βαπτισμένο στόν Χριστό• ἔχει ἀπέναντί του καί σέ ἴσες ἀποστάσεις τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία ἐλλιπῆ, τίς χριστιανικές ὁμολογίες καί τίς διάφορες θρησκεῖες. Αὐτή ἡ θρησκευτική ποικιλία τοῦ προσφέρεται μεθοδευμένα ἀπό τήν ἡλικία τῶν 8-9 ἐτῶν, τό κατευθύνει σταδιακά μέ τόν ἀναστοχασμό, τόν προβληματισμό, τήν ἀμφισβήτηση τῶν πάντων στήν ἀπόρριψη τῶν ὅσων πίστευε καί στήν υἱοθέτηση στοιχείων ἀπό ὅλες τίς θρησκεῖες, τίς ὁποῖες διδάσκεται ἰσότιμα καί χωρίς νά τίς ἀξιολογήσει. Ἀσφαλῶς, μέ τέτοιο μαθησιακό ὁρίζοντα ὁδηγοῦνται ἀναπότρεπτα οἱ μαθητές στόν ἀποπροσανατολισμό, τή σύγχυση, τήν ἀποδοχή ἑνός θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ καί κατ’ ἐπέκταση στήν ἀποδόμηση τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας. Νά τό ἔργο τῆς Arigatou: ἡ δημιουργία διαθρησκειακῆς συνείδησης, κατά τήν ὁποία ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι ἴδιες καί ἰσάξιες.
Γιά τήν ταυτότητα, ὅμως, καί τούς σκοπούς τῆς Arigatou πρόσφατη ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου γνωστοποιεῖ ὅτι προέρχεται ἀπό τήν ὀργάνωση Μyochikai καί ἀνήκει στά νέα θρησκευτικά κινήματα βουδιστικῆς προελεύσεως, τά ὁποῖα ἀναπτύχθηκαν στήν Ἰαπωνία τόν 20ό αἰώνα. Ἡ ἱδρύτριά της Μiyamoto Μitsu διατέλεσε ἡγετικό στέλεχος ἄλλης βουδιστικῆς θρησκευτικῆς ὁμάδας, τῆς Reiyukai, καί ἀποχώρησε ἀπό ἐκεῖ τό 1950, μετά ἀπό σκάνδαλο φοροδιαφυγῆς καί ἄλλες κατηγορίες. Τό Ἵδρυμα Arigatou ἱδρύθηκε ἀπό τόν Takejasu Μiyamoto τό 1990 ὡς θυγατρικός ὀργανισμός του, μέ σκοπό νά ἐνισχύει τίς διαθρησκειακές δραστηριότητες, ἰδιαιτέρως μεταξύ τῶν παιδιῶν. Τό 2000 τό Ἵδρυμα Arigatou σέ συνεργασία μέ τήν ἰαπωνική ἐπιτροπή τῆς UNICEF καί τήν ὀργάνωση «Παγκόσμια Συνδιάσκεψη γιά τή θρησκεία καί τήν εἰρήνη τῆς Ἰαπωνίας», ἵδρυσαν τό «Παγκόσμιο Δίκτυο Θρησκειῶν γιά τά παιδιά» (GNCR), μέ σκοπό νά ἐνθαρρύνουν τή διαθρησκειακή ἐργασία καί βοήθεια τῶν παιδιῶν. Στό πλαίσιο αὐτό δημιουργήθηκε τό ἐκπαιδευτικό πρόγραμμα LTLT (Learning To Live Together – Αn Intercultural and Interfaith Programme for Ethics Education), μέ θεματολογία ἔντονου θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ καί προμετωπίδα τήν «πνευματικότητα». Ἐπιπλέον, μαρτυρεῖται στά κείμενά τους ἀπόπειρα διαφήμισης καί διάδοσης ἐξωχριστιανικῶν πρακτικῶν καί δοξασιῶν, ὅπως ὁ διαλογισμός στά σχολεῖα. Ὁμολογοῦν, ἀκόμη, ὅτι συνεργάζονται μέ ΜΚΟ καί διεθνεῖς ὀργανισμούς στά πλαίσια διαθρησκειακῶν καί πολιτιστικῶν πρωτοβουλιῶν, οἱ ὁποῖες ἀξιοποιοῦνται ἀπό τήν ὀργάνωση καταλλήλως γιά τήν ἐπικοινωνιακή προβολή της.
Στήν ἴδια συχνότητα, τό 2004, ὁ Takejasu Μiyamoto ἵδρυσε τό «Συμβούλιο Διαθρησκειακῆς Ἠθικῆς Ἐκπαίδευσης γιά Παιδιά» (Interfaith Council on Ethics Education for Children). Τό Συμβούλιο αὐτό καθιέρωσε τό 2008, σέ ἐτήσια βάση, τήν «Παγκόσμια Ἡμέρα Προσευχῆς καί Δράσης γιά τά παιδιά», κατά τήν ὁποία διοργανώνονται γιά τά παιδιά ἀπό κοινοῦ θρησκευτικές συναντήσεις καί συμπροσευχές διαφόρων θρησκευτικῶν κλάδων. Προτείνουν, μάλιστα, ἕνα κοινό κείμενο προσευχῆς μέ ἐξαιρετικά νεφελῶδες καί προβληματικό περιεχόμενο. Ἔτσι, στίς 19-11-2015 πραγματοποιήθηκε τέτοια διαθρησκειακή συνάντηση στό Santo Do- mingo μέ τή συμμετοχή χριστιανῶν, ἰουδαίων, ἰνδουϊστῶν, βουδιστῶν, καθώς καί ὀπαδῶν παραχριστιανικῶν καί νεοεποχίτικων ὁμάδων.
Ἐπίσης, τό Ἵδρυμα Arigatou συνεργάζεται καί μέ ἄλλες ὁμάδες βουδιστικῶν ἀρχῶν, οἱ ὁποῖες ἀσκοῦν, σύμφωνα μέ δηλώσεις τους, λατρεία πρός «τή φύση, τόν Βούδα, πού βρίσκεται σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους καί τά πράγματα». Ἀκόμη ὑπεισέρχεται καί σέ ἐκπαιδευτικά προγράμματα καί δράσεις, ἐνῶ παράλληλα ἐπιδιώκει τή συνεργασία καί μέ ἐκκλησιαστικούς φορεῖς, στούς ὁποίους προτείνει δράσεις συνεργασίας καί ἐκδηλώσεις γιά θέματα εὐρύτερου ἐνδιαφέροντος, ὅπως ἡ εἰρήνη, ἡ ἐκπαίδευση, ἡ καταπολέμηση τῶν διακρίσεων κ.ἄ.
Ἀποτελεῖ ὄντως τραγική εἰρωνεία νά θέλει ἡ Arigatou νά διδάξει τήν Ἐκκλησία πῶς νά εἶναι πιό φιλική μέ τά παιδιά! Φθάσαμε στό σημεῖο βουδιστές, ἰνδουϊστές καί πνευματιστές-μάγοι νά συμβουλεύουν τόν χριστιανικό κόσμο πῶς νά συμπεριφέρεται, μέ σκοπό νά κερδίσει τήν προτίμηση τῶν παιδιῶν καί τῶν νέων! Φαίνεται καθαρά πῶς ἡ ὀργάνωση Arigatou ἐπιδιώκει νά διεισδύσει καί νά ἀλλοιώσει τήν πίστη ὅλων τῶν θρησκειακῶν χώρων -καί τήν ἑλληνική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία-, προκειμένου νά ἐκπληρωθοῦν τά ὁράματα καί οἱ σκοποί της. Βέβαια, αὐτά δέν τά πραγματοποιεῖ μόνη της. Ἀνιχνεύει παντοῦ συνεργάτες, μοιράζει ἀξιώματα καί ἁρμοδιότητες, ὑποσχόμενη «ἕνα καλύτερο αὔριο γιά τά παιδιά». Ἔτσι ἐντόπισε συνεργάτες καί στήν Ἑλλάδα.
Μέ ποιά λογική ἔχουν τό δικαίωμα ξένα κέντρα καί ὀργανώσεις μέ ἰδέες ἀντίθετες πρός τήν παράδοσή μας νά σχεδιάζουν καί νά ποδηγετοῦν τή διαπαιδαγώγηση τῶν παιδιῶν μας καί νά μετατρέπουν τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία σέ μία πολυθρησκειακή-συγκρητιστική διδασκαλία, μέ στόχο τήν τελική ἐπικράτηση καί ἐπιβολή τῆς πανθρησκείας τῆς Νέας Ἐποχῆς;
Ξεκάθαρα ὅμως καί ἀπερίφραστα ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τονίζει ὅτι τό Ἵδρυμα Arigatou εἶναι σαφῶς ἀσυμβίβαστο πρός τήν ὀρθόδοξη πίστη καί ἐπισημαίνει στήν ἀνακοίνωσή της (27-10-2016): «Συνιστᾶται ἡ προσοχή τῶν ἐκλεκτῶν λειτουργῶν τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν εἰς τήν Μέσην Ἐκπαίδευσιν, μέ τό ὑψηλόν αἴσθημα εὐθύνης τό ὁποῖον διακρίνει αὐτούς, ὅπως ἀποφεύγουν συνεργασίας μετά κινήσεων καί σωματείων, τά ὁποῖα σχετίζονται μέ πρακτικάς θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ».
Πηγή: Ακτίνες

Τεράστιες οι ευθύνες της Γερμανικής Καγκελαρίας
Καθ'όλη τη διάρκεια της λεγόμενης Αραβικής Άνοιξης, όλοι οι έγκυροι και αξιόπιστοι οργανισμοί,κρατικοί και μη, παγκοσμίως προειδοποιούσαν για τους σοβαρότατους κινδύνους που εκπορεύονταν από τους Τζιχαντιστές μαχητές που εξορμούσαν από την Ευρώπη προς τα πεδία μαχών της Μέσης Ανατολής και εν συνεχεία επέστρεφαν πίσω.
Παρόλα αυτά και παρά τις πολύνεκρες επιθέσεις που τελικά συνέβησαν , η Γερμανική καγκελαρία και η Άνγκελα Μέρκελ προσωπικά, πήρε την απόφαση να υποδεχθεί άνευ όρων, ελέγχου και στοιχειώδους προεργασίας πάνω από 1 εκ. μεταναστών & προσφύγων το 2015-2016. Εάν σε αυτό τον αριθμό προστεθούν και τουλάχιστον άλλο 1 εκ.που προσήλθε στη Γερμανία μεταξύ 2012-2016 και από την Ιταλία και άλλες διόδους, τότε ο συνολικός αριθμός ξεπερνά το 3% του πληθυσμού της Γερμανίας.
Υπολογίζεται ότι το 50% όσων μετέβησαν στη Γερμανία χρησιμοποίησαν πλαστά ονόματα/προσωπικά στοιχεία και μαζί τους εισήλθε άγνωστος αριθμός εξτρεμιστών, ριζοσπαστικοποιημένων αλλά ακόμα και τρομοκρατών. Επιπλέον από όλο αυτό το σημαντικό πληθυσμό ήδη έχει συμβεί εσωτερική διασπορά εντός της ζώνης του Σένγκεν, δηλαδή μετά από μικρή διαμονή σε Γερμανικό έδαφος είχαμε μετακίνηση αρκετών χιλιάδων σε γειτονικές Ευρωπαικές χώρες.
Ως αποτέλεσμα η διακυβέρνηση Μέρκελ διέσπειρε το πρόβλημα σε ολόκληρη την Ευρώπη, προκαλώντας δις Ευρώ σε οικονομικό κόστος, αύξηση του εξτρεμισμού και της τρομοκρατίας,αλλά και της εγκληματικότητας, δίχως εν τέλει να προσποριστεί το Βερολίνο και οποιοδήποτε γεωπολιτικό όφελος.
Επιπλέον μέσα στην ίδια τη Γερμανία, η πολιτική αυτή συντελεί στην σμίκρυνση της εκλογικής βάσης του κυβερνώντος κόμματος CDU, της ταχύτατης απομάκρυνσης από αυτού του αδερφού κόμματος της Βαυαρία CSU, της ανόδου του AFD σε συνδυασμό με δεκάδες άλλες κινήσεις πολιτών που αντιμάχονται τη κυβέρνηση. Επιπλέον οι κινήσεις της Μέρκελ συντέλεσαν τα μέγιστα τόσο στην άνοδο του ρεύματος που οδήγησε στο Μπρεξιτ, όσο και στη γιγάντωση των λεγόμενων αντιευρωπαικών δυνάμεων στη Γαλλία, Ιταλία, Πολωνία, Τσεχία και άλλου.
Όλες οι υπηρεσίες ασφαλείας στην ΕΕ αναμένουν συνεχείς αλλά και μαζικές επιθέσεις το επόμενο διάστημα. Πλέον η κατάσταση τείνει να ξεφύγει από τον έλεγχο γιατί οι ύποπτοι είναι πλέον τόσοι πολλοί που αδυνατούν οι αρχές να τους ελέγξουν-μια φυσική 24ωρη παρακολούθηση ατόμου μπορεί να απασχολήσει έως και 30 στελέχη ασφαλείας, ενώ η ζώνη του Σένγκεν δημιουργεί ένα πολύ μεγάλο γεωγραφικό πλάτος ανεμπόδιστων μετακινήσεων. Επιπλέον δεν είναι μόνο η τρομοκρατία που απασχολεί τις αρχές αλλά και μια πλειάδα άλλων θεμάτων και με την υπάρχουσα δυνατότητα των αρχών δεν υπάρχει το περιθώριο κινήσεων για την αποτροπή που θα έπρεπε.
Σ ένα άλλο επίπεδο η διακυβέρνηση Μέρκελ,ενώ είχε την ευκαιρία, δεδομένης και της εκλογής Τράμπ στις ΗΠΑ, να εκκινήσει τις διαδικασίες εξομάλυνσης των σχέσεων ΕΕ-Ρωσίας, προτίμησε να εντείνει της κυρώσεις όσο και να τις διατηρήσει και για το 2017, σπρώχνοντας την ΕΕ στο περιθώριο των παγκοσμίων εξελίξεων ενόψει της προσέγγισης ΗΠΑ-Ρωσίας, όσο και να απομακρύνει παντελώς το ρόλο της ΕΕ από τα τεκταινόμενα στη Μέση Ανατολή σε συνδυασμό με τη πλήρη αποτυχία "ελέγχου" του Ερντογκάν και της Τουρκίας.
Η δε αποτυχία στην Ιταλία και η πτώση του πρωθυπουργού Ρέντζι είναι δια χειρός Μέρκελ, δείχνοντας μεσοπρόθεσμα το δρόμο εξόδου από την Ευροζώνη για την Ιταλία-και άλλα κράτη-ταυτοχρόνως με μια πολιτική που δεν είναι μόνο λιτότητας, αλλά και φρικώδους γραφειοκρατίας και ρυθμίσεων που υποβαθμίζει το σύνολο της ΕΕ στο διεθνές στερέωμα και της ίδιας της Γερμανίας.
Μέχρι το 2020 σε όρους ΑΕΠ αγοραστικής δύναμης η Γερμανία θα είναι κάτω από τη Ρωσία, Βραζιλία, Ινδονησία και βεβαίως υπό των ΗΠΑ, Κίνα, Ιαπωνία και Ινδία, εν τέλει στην 8ή θέση διεθνώς ενώ πέριξ το 2025 θα την ξεπεράσει το Μεξικό και θα είναι πολύ κοντά στη Νότια Κορέα και τη Τουρκία. Το 2030 οι προβλέψεις του ΔΝΤ τη δείχνουν να έχει ξεπεραστεί και από το Ιράν και να κυμαίνεται στα ίδια επίπεδα με τη Ταυλάνδη.
Τα ανωτέρω σενάρια-ceteris paribus- δεν λαμβάνουν υπόψη μια τυχόν απρογραμμάτιστη διάλυση της Ευρωζώνης και τυχόν άλλα δραματικά σενάρια. Σε όρους βιομηχανικής παραγωγής, που υποτίθεται ότι είναι το δυνατό πλαίσιο της Γερμανικής οικονομίας, δεν κατέχει πάνω από το 25% της συνολικής δραστηριότητας της ΕΕ και είναι μόλις το 18% της βιομηχανικής παραγωγής της Κίνας και το 23% της Αμερικανικής. Η δε αγροτική παραγωγή της Γερμανίας είναι το 25% της Ρωσικής, το 13% της Αμερικανικής και το 40% της Γαλλικής. Ακόμα και στο τομέα των υπηρεσιών η Γερμανία είναι το 1/7 των ΗΠΑ και το 1/4 της Κίνας.
Σε γενικές γραμμές η υποτιθέμενη ηγετική θέση της Γερμανίας υπό τη διακυβέρνηση της Μέρκελ βασίζεται σε δύο σκέλη. Έλεγχος των κρατών-μελών της ΕΕ μέσω της συνεχιζόμενης "κρίσης χρέους" της Ευρωζώνης, με απαρχή την Ελλάδα το 2009 και έλεγχος ζωτικών τμημάτων της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών μέσω συγκεκριμένων προσώπων και των δικτύων επιρροής αυτών.
Ορισμένα από αυτά τα ονόματα είναι:
Κλάους Ρέγκλινγκ του ΕΣΜ, Μάρτιν Σελμάγερ επικεφαλής του γραφείου του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Johannes Laitenberger της διεύθυνσης ανταγωνισμού, Matthias Ruete της διεύθυνσης μετανάστευσης και εσωτερικών υποθέσεων, Walter Radermacher της στατιστικής υπηρεσίας, κ.α. Σε γενικές γραμμές και σύμφωνα με έρευνα του ινστιτούτου Μπρέγκελ , περίπου το 20% των σημαντικών θέσεων στις Βρυξέλλες πληρώνονται από Γερμανούς, αλλά σε ποιοτικό επίπεδο είναι παραπάνω αυτή η μέτρηση σε συνδυασμό με μια ευρύτατη δικτύωση που φτάνει σε εθνικά κοινοβούλια και στις τοπικές αυτοδιοικήσεις.
Παρόλα αυτά οι δύο ανωτέρω πτυχές έχουν ημερομηνία λήξης και μάλιστα σύντομα. Η διαχείριση της κρίσης χρέους απλούστατα καταστρέφει χρόνο με το χρόνος τις οικονομίες όλων των κρατών οδηγώντας ταχύτερα στη διάλυση της Ευρωζώνης αλλά και της Ε.Ε. ενώ η προσπάθεια ελέγχου της Κομισιόν μετά και την έξοδο της Βρετανίας, θα επιφέρει σύγκρουση με τη Γαλλία η οποία αλλάζει πολιτική σελίδα σε μερικούς μήνες και θα επιδιώξει κάθετη αναβάθμιση του ρόλου της.
Σε γενικές γραμμές το υπάρχον μοντέλο βαίνει προς το τέλος του και η εκκίνηση των διαδικασιών από τη διακυβέρνηση Τραμπ τους επόμενους μήνες θα προετοιμάσει το έδαφος για την αποσύνθεση της ΕΕ όπως την γνωρίζουμε έως σήμερα.
Η ταύτιση της Μέρκελ με την απερχόμενη πολιτική τάξη των Δημοκρατικών (βλ. οικογένεια Κλίντον, Κατάρ, Σόρος, Ανατολικόευρωπαικό λόμπυ των ΗΠΑ, κ.α.) ήταν τραγικό λάθος τόσο για την ίδια όσο και για την μακροημέρευση του πλαισίου που είχε δομηθεί τη τελευταία δεκαετία.
Μόνη ελπίδα για την συγκρότηση μια μακροπρόθεσμης σταθερότητας στην Ευρωπαική Ήπειρο είναι η προγραμματισμένη διάλυση και ανασύνταξη της Ευρωζώνης με ένα σκληρό πυρήνα Βόρειο-κεντρικό Ευρωπαικό και με τα λοιπά κράτη σε εθνικά νομίσματα σε συνδυασμό με μαζική απορρύθμιση των κανονισμών,νόμων και διατάξεων σε όλα τα επίπεδα, μείωση τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά του κράτους σε όλες τις πτυχές της δημόσιας ζωής σε όλα τα κράτη, σοβαρότατα κίνητρα για την καθιέρωση της πρωτοκαθεδρίας του ιδιωτικού τομέα σε όλες τις εκφάνσεις της δημόσιας ζωής αλλά και επενδύσεις σε σημαντική κλίμακα. Διαφορετικά η κατάρρευση θα θυμίζει το Ανατολικό Μπλοκ των αρχών της δεκαετίας του '90.
Πηγή: Radical Islam Monitor in Southeast Europe

Με την ευκαιρία της 30ης επετείου της ετήσιας Παγκόσμιας Ημέρας Προσευχής για την Ειρήνη, που διοργανώθηκε στην Ασσίζη (18-20 Σεπτεμβρίου 2016), ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος εξέδωσε ανακοίνωση στα ιταλικά στην «Avvenire», εφημερίδα των Ρωμαιοκαθολικών επισκόπων της Ιταλίας, με τίτλο, «Ίνα πάντες εν ώσιν ‘ut unum sint’».
Το φετινό θέμα ήταν: «Δίψα για την ειρήνη: Θρησκείες και Πολιτισμοί σε διάλογο». Πριν φτάσουμε στο μήνυμα του Πατριάρχη και τα σχόλιά μου, θα ήθελα να προσφέρω μερικές εισαγωγικές παρατηρήσεις.
Κατά την πρώτη Παγκόσμια Ημέρα Προσευχής για την Ειρήνη το 1986, 160 θρησκευτικοί ηγέτες συγκεντρώθηκαν, αντιπροσωπεύοντες 32 χριστιανικές ομάδες και 11 μη χριστιανικές θρησκείες, «διερχόμενοι την ημέρα όλοι μαζί με νηστεία και προσευχή στον Θεό η Θεούς τους». Ο Πάπας Βενέδικτος το 2011 δεν επέτρεψε μία κοινή προσευχή, επειδή δεν ήθελε να δώσει την εντύπωση «ότι οι θεολογικές διαφορές έχουν αμβλυνθεί η ότι δεν είναι σημαντικές». Ωστόσο, κατέληξε τη δική του τοποθέτηση λέγοντας: «στο όνομα του Θεού, ας φέρει κάθε θρησκεία επάνω στη γη δικαιοσύνη και συγχώρεση και ζωή, την αγάπη!» – μία εξολοκλήρου συγκρητιστική προσευχή, θα ήθελα να προσθέσω. Πως θα μπορούσε η προσευχή να απουσιάσει από ένα γεγονός που λαμβάνει χώρα ακριβώς με σκοπό την προσευχή για την ειρήνη; Η φετινή εκδήλωση συγκέντρωσε πάνω από 450 θρησκευτικούς ηγέτες διαφορετικών πίστεων.
Ακολουθούν αποσπάσματα της δήλωσης του Πατριάρχη και στη συνέχεια τα σχόλιά μου:
«Παρήλθαν 30 χρόνια από τότε που ο Πάπας Ιωάννης Παύλος ΙΙ ξεκίνησε τα όσα συμβαίνουν στην Ασσίζη, εκδηλώσεις περισυλλογής και αποφάσεων για τις θρησκείες που εργάζονται και πορεύονται μαζί προς την παγκόσμια ειρήνη…».
Ο αιρετικός Πάπας παρείχε την έναρξη, για να ενώσει όλες τις θρησκείες υπ’ αυτόν, και ο Πατριάρχης μας προθύμως και αφελώς έτρεξε οπίσω του. Η πρωτοβουλία αυτή ακούγεται ευγενής και αθώα, αλλά αποτελεί μία μεγάλη απάτη. Κατ’ αρχάς, ο Πατριάρχης δεν την αποκαλεί σύμφωνα με αυτό που είναι. Δεν έχει συγκληθεί για «να εργάζονται και να πορεύονται μαζί προς την παγκόσμια ειρήνη», αλλά είναι μία «ημέρα προσευχής για την ειρήνη». Υπάρχει ένα πρόβλημα ακριβώς σε αυτό, διότι Ορθόδοξοι χριστιανοί ωθούνται σε συμπροσευχή με μη Ορθοδόξους, ιδιαίτερα με μη χριστιανούς! Εκτός αυτού, δεν νομίζω ότι η αποστολή της Εκκλησίας είναι «να εργάζεται και να πορεύεται μαζί (με τις θρησκείες του κόσμου) προς την παγκόσμια ειρήνη». Ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος είπε, «ο λέγων εν αυτώ μένειν οφείλει, καθώς εκείνος περιεπάτησε, και αυτός ούτω περιπατείν» (Α Ἰωάννου 2,6). Ο Κύριος δεν εργάστηκε και οι ακόλουθοί του οι Άγιοι δεν «εργάστηκαν και πορεύτηκαν μαζί» με τις θρησκείες του κόσμου. Ο Κύριος είπε: «εάν εμοί διακονή τις, εμοί ακολουθείτω» (Κατά Ιωάννην 12,26) Ποιόν ακολουθεί ο Πατριάρχης;
Ποιόν άραγε υπηρετεί;
Κατά δεύτερον, θέλω να προβληματιστούμε σχετικά με το θέμα της φετινής χρονιάς, «Θρησκείες και Πολιτισμοί σε Διάλογο». Ποιός είναι ο σκοπός αυτού του «διαλόγου»; Δεν είναι τόσο πολύ για την ειρήνη, αλλά «για να πορευθούμε μαζί» με τις θρησκείες του κόσμου, ενωμένοι υπό τον Πάπα, έτσι ώστε «να γίνει ένα ποίμνιο και ένας ποιμένας» – όχι ο Κύριος, αλλά ο Πάπας! Καμία αποδοχή του ίδιου Ποιμένα, του Κυρίου μας και Σωτήρα Ιησού Χριστού δεν είναι απαραίτητη. Ο καθένας είναι ελεύθερος να πιστεύει ο,τι θέλει. Ο Πάπας Φραγκίσκος εργάζεται μανιωδώς, για να ενώσει όλες τις θρησκείες υπ’ αυτόν και να δημιουργήσει τη Μία Παγκόσμια Θρησκεία και τη Νέα Παγκόσμια Τάξη.
«… Φέτος, κατά την 25η επέτειο της ταπεινής διακονίας μας στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, είμαστε ευτυχείς που είμαστε σε θέση να είμαστε μαζί με τους αδελφούς μας και τις αδελφές μας των άλλων δογμάτων και των κοινοτήτων της χριστιανικής πίστης, …».
«Ιδού δη τι καλόν η τι τερπνόν, αλλ’ η το κατοικείν αδελφούς επί το αυτό» (Ψαλμ. 132,1). Πράγματι, ο Πατριάρχης μας θα πρέπει να είναι χαρούμενος να είναι μαζί με τους αδελφούς του, όπως λέει ο ψαλμωδός. Το πρόβλημα είναι ότι αυτοί δεν ήταν αδελφοί του. Οι Χριστιανοί πάντα αποκαλούν «αδελφούς» αυτούς με τους οποίους μοιράζονται την ίδια πίστη. Ο Απόστολος Παύλος εξήγησε στους Κορινθίους ότι, όταν τους παρότρυνε «μη συναναμίγνυσθαι εάν τις (αν και ανήθικος ευρίσκεται ανάμεσά σας ως) αδελφός ονομαζόμενος», δεν εννοούσε τους «έξω» (Α Κορ. 5,9.11.12) «Αδελφοί και αδελφές» είναι ισοδύναμο με το να είναι όλοι παιδιά του Θεού, την έννοια του οποίου πραγματευθήκαμε σε άλλο άρθρο. Αποκαλούμε «αδελφούς» μόνο εκείνους που είναι ενωμένοι μαζί μας στην πίστη, αφού έχουν γίνει παιδιά του Θεού μέσω της πίστης στον Ιησού Χριστό και του βαπτίσματος (Γαλ. 3,26-27). Αντ’ αυτού, ο Πατριάρχης μας διώκει τους αληθινούς Ορθοδόξους, αγαλλόμενος στην συντροφιά των μη Ορθοδόξων Χριστιανών.
Αλλά υπάρχουν και χειρότερα εκτός αυτών. Ο Πατριάρχης γνωρίζει ότι σε αυτή τη συγκεκριμένη συγκέντρωση δεν είναι μόνο μεταξύ «αδελφών» του των διαφόρων χριστιανικών δογμάτων, αλλά επίσης μεταξύ «αδελφών» άλλων θρησκειών. Ας επαναλάβουμε πάλι: αυτή η συγκέντρωση γίνεται με σκοπό τον διάλογο της Βαβυλώνας των Θρησκειών και των Πολιτισμών του κόσμου. Έτσι, τίθεται το ερώτημα: πως ο Πατριάρχης μας συμβιβάζει αυτές τις προσπάθειες με τα λόγια του Αποστόλου: «Μη γίνεσθε ετεροζυγούντες απίστοις· τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος; τις δε συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαλ; η τις μερίς πιστώ μετά απίστου; τις δε συγκατάθεσις ναώ Θεού μετά ειδώλων;» (Β Κορ. 6,14-16) Θα ήθελα πολύ να έχω μία απάντηση από τον Πατριάρχη μας.
«… Καθοδηγούμενοι από τον αγαπημένο μας Πάπα Φραγκίσκο, …».
«Δικός μας»; «Αγαπητός»; Δεν πηγαίνουν αυτές οι εκφράσεις οικειότητας λίγο μακριά; «Πάπας»; Έτσι τώρα αναγνωρίζουμε επίσημα τον “σφετεριστή» (σύμφωνα με τον Μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ) της έδρας του Απ. Πέτρου ως το νόμιμο Πάπα; «Καθοδηγούμενοι»; Μήπως έχουμε ήδη αποδεχθει τον Πάπα ως το πρώτο (Primus), και να τον ακολουθούμε ως οδηγό μας (ποιμένα); Όντως τους αγαπάμε όλους, όπως ο Κύριός μας εντέλλει, και προσευχόμαστε ο καθένας να έρθει σε γνώση της αλήθειας, και έτσι να σωθεί. Αλλά δεν θα πρέπει να παράσχουμε στους ετερόδοξους (αιρετικούς και σχισματικούς Χριστιανούς) φρούδες ελπίδες ότι το να είσαι σε αίρεση και σχίσμα (όπως είναι), και με το να ευρίσκονται αποκομμένοι από το Σώμα του Χριστού (όπως είναι) δεν έχει σημασία. Αν αποτύχουμε να τους ευαγγελίσουμε τότε αποτυγχάνουμε στην αποστολή μας.
«… Σε μία συνάντηση και σε μία κοινή δέσμευση –παραθέτοντας την Ορθόδοξη Θεία Λειτουργία- «υπέρ της άνωθεν ειρήνης» και «υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου». Αρμόζει ιδιαιτέρως ότι αυτή η διεθνής εκδήλωση φιλοξενείται από την επισκοπή της Ασσίζης, την οικογένεια των Φραγκισκανών και τους αγαπητούς μας φίλους της κοινότητας του Αγίου Αιγιδίου…».
Οι ακόλουθες λέξεις γραμμένες από τον όσιο Γέροντα Άγιο Παΐσιο τον Αγιορείτη για τον Πατριάρχη Αθηναγόρα ισχύουν επίσης και σε αυτή την περίπτωση:
«Τα γραπτά μου δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία έκφραση του βαθέως πόνου μου για τη γραμμή και, δυστυχώς, την κοσμική αγάπη του πατέρα μας κ. Αθηναγόρα. Όπως φαίνεται, αγάπησε μία άλλη γυναίκα, που είναι σύγχρονη, που ονομάζεται Παπική «Εκκλησία», επειδή η Ορθόδοξη Μητέρα μας δεν τον εντυπωσιάζει, γιατί είναι πολύ σεμνή… Με μία τέτοια σχεδόν κοσμική αγάπη ο Πατριάρχης μας φθάνει στη Ρώμη. Και ενώ ο ίδιος θα έπρεπε να δείξει την αγάπη πρώτα σε μας τα παιδιά του και προς την Μητέρα Εκκλησία μας, δυστυχώς, έστειλε την αγάπη του πολύ μακριά. Το αποτέλεσμα ήταν να παρηγορήσει όλα τα κοσμικά παιδιά του που αγαπούν τον κόσμο και έχουν αυτή την κοσμική αγάπη, αλλά να σκανδαλίσει όλους εμάς, τα παιδιά της Ορθοδοξίας, μικρούς και μεγάλους, που έχουν φόβο Θεού».
Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος είναι ένας πιστός ακόλουθος του προκατόχου του, του Πατριάρχη Αθηναγόρα, ο οποίος είναι τρελά ερωτευμένος με «την μεγάλη πόρνη» (Αποκάλυψη 17,1), κολυμπώντας μαζί της στη λάσπη.
«… Έχουμε πρόσφατα γίνει μάρτυρες αυτής της βαθιάς επιθυμίας να θεραπευτεί η ανθρώπινη κοινότητά μας και να προστατευτεί ο πλανήτης μας, όταν ο κόσμος θρήνησε την απώλεια της ζωής και της ομορφιάς στο σεισμό που έπληξε την κεντρική Ιταλία. Αναγνωρίζουμε, λοιπόν, ότι η ειρήνη είναι κάτι το οποίο λαχταρούμε με μεγάλο πάθος και μεγάλο πόνο…».
Ο Κύριος είπε, «Ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν· ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν, εγώ δίδωμι υμίν»(Κατά Ιωάννην 14,27) Το αίτημά μας κατά τις ακολουθίες μας (αναφέρθηκε παραπάνω από τον Πατριάρχη) είναι να λάβουμε «την άνωθεν ειρήνη». Η ειρήνη είναι μία εγγύηση που μας δίνεται από τον Χριστό, η οποία πηγάζει από την πίστη και την ελπίδα μας σ’ Αυτόν και στις υποσχέσεις Του. «η ειρήνη του Θεού βραβευέτω εν ταις καρδίαις υμών, εις ην και εκλήθητε εν ενί σώματι» (Κολ 3,15). Ωστόσο, η ειρήνη την οποία ο Πατριάρχης επιδιώκει διακαώς είναι μία κοσμική ειρήνη. Αντί να στρέψει τους οφθαλμούς του στον ουρανό, για να αναζητήσει «την άνωθεν ειρήνη», τους κρατάει στη γη, και μαζί με «τις θρησκείες που εργάζονται και πορεύονται μαζί προς την παγκόσμια ειρήνη», προσπαθεί να επιτύχει γήινη ειρήνη με ανθρώπινα μέσα, στρέφων τα νώτα του προς τον «άρχοντα της ειρήνης» (Ησ. 9,6).
«… Πολλοί από εσάς σίγουρα γνωρίζουν πως τα τελευταία 50 χρόνια έχουν αναληφθεί κάποια αξιοσημείωτα βήματα προς την κατεύθυνση της συμφιλίωσης μεταξύ της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και των Ορθοδόξων Εκκλησιών…».
Αυτή είναι η πρώτη από τις όχι λιγότερες από τέσσερις φορές που χρησιμοποιείται η λέξη «συμφιλίωση» σε αυτή την σύντομη δήλωση. Δυστυχώς, τα μέτρα που έχουν ληφθεί προς την κατεύθυνση της συμφιλίωσης είναι σε λάθος κατεύθυνση. Ξέρετε τι εννοεί ο Πατριάρχης μας, όταν λέει συμφιλίωση; Την εννοεί ως «ενότητα εν τη ποικιλία». Υπάρχει μόνο μία οδός για τη συμφιλίωση: οι Ρωμαιοκαθολικοί και όλοι οι ετερόδοξοι να επανενταχθούν στην Ορθόδοξη (αληθινή) Εκκλησία. Ο Πατριάρχης μας δεν έχει κάνει ούτε ένα βήμα, για να τους ενθαρρύνει να κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση. Αντιθέτως, λέει στους Ρωμαιοκαθολικούς «αδελφούς» του, ότι είναι μία χαρά εκεί που είναι, με τον τρόπο που είναι, και ότι οι δογματικές διαφορές είναι «παρανοήσεις».
«… Οφείλουμε την αρχή στους πάπες Ιωάννη XXIII και Παύλο VI, καθώς και στους προκατόχους μας, Οικουμενικούς Πατριάρχες Αθηναγόρα και Δημήτριο. Το όραμά τους υπενθυμίζει σε όλους μας την επείγουσα παραίνεση του Κυρίου στους μαθητές του στο Όρος των Ελαιών, «Ίνα πάντες εν ώσιν» (ut unum sint) …».
Διόρθωση, Παναγιώτατε: Δεν είναι μία «επείγουσα παραίνεση» του Κυρίου, αλλά ένθερμο αίτημα προς τον Πατέρα Του. Παρακαλώ, ξαναδιαβάστε τα λόγια του: » εγώ περί αυτών (των Μαθητών) ερωτώ· ου περί του κόσμου ερωτώ αλλά περί ων δέδωκάς μοι… τήρησον αυτούς εν τω ονόματί σου… ίνα ώσιν εν καθώς ημείς»(Ιωάννης 17,9.11). Ο Κύριος Ιησούς Χριστός προσεύχεται για τους μαθητές Του, ώστε να «παραμείνουν ενωμένοι» (καθηγητής Π. Τρεμπέλας), ώστε να διατηρήσουν την ενότητα που ήδη έχουν – όχι να προσπαθήσουν να επιτύχουν μία ενότητα που δεν έχουν. Η ενότητα για την οποία προσευχήθηκε είναι ενότητα της πίστεως και της αγάπης. Ο Απόστολος Παύλος λέει, «Ειρήνη τοις αδελφοίς και αγάπη μετά πίστεως από Θεού πατρός και Κυρίου Ιησού Χριστού» (Εφεσ. 6,23).
«…Ωστόσο, υπάρχει και μία άλλη συμφιλίωση, η ενότητα δράσης, η οποία αφορά στα δεινά που βλέπουμε γύρω μας στον κόσμο…».
Εδώ έγκειται η μεγάλη αποστασία, εδώ πρόκειται για μία ριζική αναχώρηση από την Παράδοση της Εκκλησίας. Ο Πατριάρχης έξυπνα επινόησε ένα άλλο είδος συμφιλίωσης. Μία συμφιλίωση που δεν βασίζεται στην πίστη, αλλά στη δράση. Δυστυχώς, αυτή η άλλη ενότητα είναι ένα ανθρώπινο κατασκεύασμα, το οποίο όσο ευγενές και αν είναι δεν αποτελεί την κύρια αποστολή της Εκκλησίας, αλλά μία απόκλιση και μία αναχώρηση από την ενότητα και τη συμφιλίωση που ο Χριστός ήρθε να μας φέρει: » τα δε πάντα εκ του Θεού του καταλλάξαντος ημάς εαυτώ δια Ιησού Χριστού και δόντος ημίν την διακονίαν της καταλλαγής, ως ότι Θεός ην εν Χριστώ κόσμον καταλλάσσων εαυτώ… και θέμενος εν ημίν τον λόγον της καταλλαγής. Υπέρ Χριστού ουν πρεσβεύομεν…»(Β Κορ. 5,18-20). Αυτή θα πρέπει να είναι η κορυφαία μας προτεραιότητα, και ιδιαίτερα η κορυφαία προτεραιότητα της Α.Θ.Π.. Αυτή η «άλλη συμφιλίωση», η «ενότητα δράσης» που επιδιώκει, αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για τους πιστούς, επειδή παρακάμπτει την αλήθεια (που είναι ο Χριστός), ενεργώντας σε καθαρά ανθρώπινο επίπεδο. Θα πρέπει ο ίδιος να εξετάσει τον εαυτό του, αν ασκεί πιστά αυτό το υπούργημα, αυτή τη διακονία – αν αυτός είναι ένας αληθινός πρεσβευτής για τον Κύριο η προδότης Του.
«… Πράγματι, η αρχή στην οποία βασίζεται η ανοικτότητα και ο διάλογος είναι ότι όλα τα ανθρώπινα όντα, στο τέλος, αντιμετωπίζουν τις ίδιες προκλήσεις. Ο διάλογος αυτός σύρει τους ανθρώπους από διαφορετικές θρησκείες και πολιτισμούς έξω από την απομόνωση, προετοιμάζοντάς τους για τη συνύπαρξη και τη σχέση αμοιβαίου σεβασμού…».
Έτσι, η «Μεγάλη Αποστολή» («πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν» (Κατά Ματθαίον 28,19-20)) περιθωριοποιείται και αντικαταθίσταται από την «αρχή», «όλα τα ανθρώπινα όντα αντιμετωπίζουν τις ίδιες προκλήσεις». Το «κάνετε μαθητές» αντικαθίσταται από τη φράση «αμοιβαίος σεβασμός». «Στο τέλος» οι θρησκείες δεν έχουν καμία ουσιαστική διαφορά – συμπεριλαμβάνεται και η Ορθόδοξη Εκκλησία. Η αληθινή Εκκλησία που ίδρυσε ο Κύριος αντικαθίσταται από την πίστη σε μία «νέα ανθρωπότητα», σε μία Νέα Παγκόσμια Τάξη, που προωθείται από τον καθοδηγητή του Πατριάρχη, τον Πάπα Φραγκίσκο (31η Ιουλίου 2016, ομιλία στην Παγκόσμια Ημέρα Νεολαίας). Και για τους δύο, η μία θρησκεία είναι το ίδιο με την άλλη. Το να παραμείνει κανείς σταθερός στην πίστη ο Πατριάρχης το αποκαλεί «απομόνωση». Είναι φοβερό να θυσιάσουμε την πίστη μας στον Χριστό τον αληθινό Θεό μας στον κοσμικό βωμό της ψευδό-θρησκείας του Οικουμενισμού και συγκρητισμού.
«… Αυτός είναι ο λόγος που η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, δήλωσε στο τελικό μήνυμά της: «Ένας νηφάλιος διαθρησκευτικός διάλογος συμβάλλει στην προώθηση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, της ειρήνης και της συμφιλίωσης». Και η εγκύκλιος της Συνόδου ήταν ακόμη πιο συγκεκριμένη: «Καλούμε συνεπώς όλους… ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους, να εργαστούν για τη συμφιλίωση και το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πρώτα απ όλα για την προστασία του θείου δώρου της ζωής. Ο πόλεμος και η αιματοχυσία πρέπει να σταματήσουν, και πρέπει να επικρατήσει η δικαιοσύνη, έτσι ώστε η ειρήνη να μπορεί να αποκατασταθεί…».
Ειρήνη και ειρήνη και ειρήνη, ξανά και ξανά. Αλλά τι είναι η ειρήνη; Είναι το ίδιο με την αλήθεια: ο Χριστός, «ο Κύριος της ειρήνης» (Β Θεσ 3,16.). Ο Κύριος μίλησε ξεκάθαρα: “ταύτα λελάληκα υμίν ίνα εν εμοί ειρήνην έχητε» (Κατά Ιωάννην 16,33) Ναι σ’ ‘Αυτον και σε κανένα και σε τίποτα άλλο. «Ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν· ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν, εγώ δίδωμι υμίν»(Κατά Ιωάννην 14,27) Με κάθε ειλικρίνεια, τίνος την ειρήνη επιδιώκει ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, του Χριστού η του κόσμου; Ας επισημάνουμε την νηφάλια αλήθεια, ότι ο Πατριάρχης και η ψευδό-σύνοδός του αποδέχθηκε άλλες «ετερόδοξες εκκλησίες», ως αν ο Κύριος έχει ιδρύσει άλλες εκκλησίες, εκτός από τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική, Ορθόδοξη Εκκλησία. Αλλά αυτό είναι μόνο το πρώτο βήμα. Το δεύτερο βήμα είναι η προώθηση και επίτευξη της ειρήνης και της συμφιλίωσης μεταξύ όλων των ανθρώπων «ανεξάρτητα από θρησκευτικές πεποιθήσεις».
«…Αυτή είναι επίσης η εμπειρία μας με τον Πάπα Φραγκίσκο στο νησί της Λέσβου ακριβώς πριν από πέντε μήνες, στις 16 Απριλίου 2016. Εκείνο το γεγονός ήταν μία συγκεκριμένη απάντηση των Εκκλησιών της Δύσης και της Ανατολής…».
Δεν υπάρχουν «Εκκλησίες της Δύσης και της Ανατολής». Δεν συμφωνούμε με την αιρετική θεωρία «περί δύο πνευμόνων», που χαρακτηρίζεται από τον καθηγητή Δ. Τσελεγγίδη «βλάσφημη». Η κοινή δήλωση της Λέσβου έγραφε ότι ο στόχος των συμμετεχόντων είναι «να εκπληρώσουν την αποστολή διακονίας των εκκλησιών [σημειώστε το πληθυντικό] προς τον κόσμο». Το κύριο έργο της Εκκλησίας δεν είναι η κοινωνική πρόνοια. Ας μη μετριάζουμε την αποστολή της, που είναι η μεταμόρφωση της ανθρωπότητας και ολόκληρου του κόσμου.
«… σε μία τραγική κρίση του κόσμου μας. Ταυτόχρονα, ήταν μία ισχυρή επιβεβαίωση του τρόπου με τον οποίο οι οικουμενικές σχέσεις μπορούν να προωθήσουν την ειρήνη και τα ανθρώπινα δικαιώματα σε μία εποχή που ο κόσμος αποστρέφει το βλέμμα του από τον εξτρεμισμό και από τους κατατρεγμένους η αποφασίζει για τη μοίρα τους με αμιγώς οικονομικά η εθνικά συμφέροντα. Η δύναμη του διαλόγου και της οικουμενικής δράσης είναι να ξεκινήσουμε να πάμε πέρα από τους εαυτούς μας και οτιδήποτε είναι δικό μας, πέρα από την κοινότητά μας, και τις εκκλησίες μας…».
Δεν είμαστε αντίθετοι στο διάλογο, σκοπός του οποίου είναι να διακηρύξει την αλήθεια σε αυτούς που είναι πρόθυμοι να την ακούσουν. Αλλά σε αυτό το είδος του διαλόγου αντιτίθενται, ακόμα και το καταδικάζουν (!), οι οικουμενιστές. Αντ’ αυτού, ο διάλογος που προωθούν είναι «να προχωρήσουμε πέρα από τους εαυτούς μας και οτιδήποτε είναι δικό μας», που σημαίνει να σταματήσουν να πιστεύουν ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Εκκλησία, η μία και μόνη Εκκλησία που ιδρύθηκε από τον Κύριο. Κάτι τέτοιο είναι αυτό που αποκαλούν «απομόνωση», ακόμα και εξτρεμισμό.
«…Να μάθουμε να μιλούμε τη γλώσσα της φροντίδας και της συμπόνιας. Και πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην αλληλεγγύη και την διακονία».
Είναι ακριβώς σε αυτό το σημείο, όπου ο Πατριάρχης μας αναμιγνύει τις προτεραιότητές του και αναχωρεί από την Αποστολική Αποστολή του να είναι μάρτυρας του Κυρίου «έως εσχάτου της γης» (Πράξεις 1,8). Ο Κύριος ανέθεσε στους Αποστόλους Του να κάνουν μαθητές από όλα τα έθνη, διδάσκοντάς τους να τηρούν όλα όσα τους διέταξε (βλέπε Κατά Ματθαίον 28,19-20). Κάνει ο Πατριάρχης μας μαθητές από όλους τους θρησκευτικούς ηγέτες, οι οποίοι ήταν παρόντες στην Ασσίζη;
Όπως είπαμε σε άλλο άρθρο, ο Πατριάρχης μας δεν πιστεύει καν στο να κάνει μαθητές από τα έθνη, όπως εκφράζεται στη δήλωσή του: «Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν επιδιώκει να πείσει τους άλλους για συγκεκριμένες αντιλήψεις της αλήθειας η της Αποκάλυψης, ούτε επιδιώκει να τους μεταστρέψει σε ένα συγκεκριμένο τρόπο σκέψης». Αυτή δεν είναι η μαρτύρια που ο Κύριος αναμένει.
Τόσο ο Πατριάρχης μας όσο και οι ομοϊδεάτες του οικουμενιστές πρέπει να αναλάβουν σοβαρά την Μεγάλη Αποστολή και να κάνουν δικό τους τον αφορισμό του Απ. Παύλου, «ουαί δε μοι εστιν εάν μη ευαγγελίζωμαι» (Α Κορ. 9,16).
Πηγή: Ορθόδοξος Τύπος, Ακτίνες

Οἱ Ἀρχαῖοι Μακεδόνες, ὅπως παραδέχονται σοβαροὶ καὶ ἀντικειμενικοὶ ἱστορικοὶ ἐρευνητές, ἦταν μία ἀπὸ τὶς ἀρχαιότερες ἑλληνικὲς φυλές, μὲ ἰδιαίτερη γλωσσική, διαλεκτολογικὴ συγγένεια πρὸς τοὺς Αἰολεῖς καὶ Δωριεῖς. Ὁ μεγάλος ἐπικὸς ποιητὴς Ἡσίοδος, ἀναζητώντας τὶς ρίζες τῶν πρωτοελληνικῶν φύλων, θεωρεῖ τοὺς Μάγνητα καὶ Μακεδόνα ὡς ἀδελφούς, υἱοὺς τοῦ Δία καὶ τῆς Θυΐας (θυγατέρας τοῦ Ἕλληνα καὶ ἐγγονῆς τοῦ Δευκαλίωνα) καὶ τὰ ἀντίστοιχα φῦλα ποὺ προέκυψαν, τοὺς Μάγνητες καὶ τοὺς Μακεδόνες, ὡς στενὰ συγγενικά. Ἡ ὀνομασία τους ἔχει τὴν κοινὴ ρίζα μακποὺ ἔχει σχέση μὲ τὸ μῆκος ἢ τὸ ὕψος. Ἑπομένως, Μάγνητες καὶ Μακεδόνες ἢ Μακεδνοὶ ἦσαν οἱ ὑψηλόσωμοι ἢ οἱ ὀρεσίβιοι. Ἀρχικὴ κοιτίδα τῶν Πρωτο-Ελλήνων ἦταν περιοχὲς τῆς Ἠπείρου καὶ τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας, ἀπ’ ὅπου μετακινήθηκαν σταδιακὰ πρὸς τὴ σημερινὴ Κεντρικὴ καὶ Βόρεια Μακεδονία, ἀλλοῦ ἀπωθώντας καὶ ἀλλοῦ ἀφομοιώνοντας τὶς ἐγκαταστημένες ἐκεῖ φυλὲς τῶν Θρακοϊλλυριῶν.
Τοιχογραφία ἀπὸ τὸν μακεδονικὸ τάφο τοῦ Λύσωνος καὶ τοῦ Καλλικλέους, 250 π.Χ., Λευκάδια Νάουσσας
Οἱ Ἀρχαῖοι Μακεδόνες, ὅπως παραδέχονται σοβαροὶ καὶ ἀντικειμενικοὶ ἱστορικοὶ ἐρευνητές, ἦταν μία ἀπὸ τὶς ἀρχαιότερες ἑλληνικὲς φυλές, μὲ ἰδιαίτερη γλωσσική, διαλεκτολογικὴ συγγένεια πρὸς τοὺς Αἰολεῖς καὶ Δωριεῖς. Ὁ μεγάλος ἐπικὸς ποιητὴς Ἡσίοδος, ἀναζητώντας τὶς ρίζες τῶν πρωτοελληνικῶν φύλων, θεωρεῖ τοὺς Μάγνητα καὶ Μακεδόνα ὡς ἀδελφούς, υἱοὺς τοῦ Δία καὶ τῆς Θυΐας (θυγατέρας τοῦ Ἕλληνα καὶ ἐγγονῆς τοῦ Δευκαλίωνα) καὶ τὰ ἀντίστοιχα φῦλα ποὺ προέκυψαν, τοὺς Μάγνητες καὶ τοὺς Μακεδόνες, ὡς στενὰ συγγενικά. Ἡ ὀνομασία τους ἔχει τὴν κοινὴ ρίζα μακποὺ ἔχει σχέση μὲ τὸ μῆκος ἢ τὸ ὕψος. Ἑπομένως, Μάγνητες καὶ Μακεδόνες ἢ Μακεδνοὶ ἦσαν οἱ ὑψηλόσωμοι ἢ οἱ ὀρεσίβιοι. Ἀρχικὴ κοιτίδα τῶν Πρωτο-Ελλήνων ἦταν περιοχὲς τῆς Ἠπείρου καὶ τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας, ἀπ’ ὅπου μετακινήθηκαν σταδιακὰ πρὸς τὴ σημερινὴ Κεντρικὴ καὶ Βόρεια Μακεδονία, ἀλλοῦ ἀπωθώντας καὶ ἀλλοῦ ἀφομοιώνοντας τὶς ἐγκαταστημένες ἐκεῖ φυλὲς τῶν Θρακοϊλλυριῶν.
Ἡ γλῶσσα ποὺ μιλοῦσαν παρουσιάζει ὅλα τὰ βασικὰ γνωρίσματα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς καὶ δὲν ἔχει καμμία σημασιολογικὴ σχέση ἢ φθογγολογικὴ συγγένεια μὲ τὶς γλῶσσες τῶν Θρακῶν καὶ Ἰλλυριῶν τῆς περιοχῆς. Ὑπὲρ τῆς ἑλληνικότητας τῶν Μακεδόνων καὶ τῆς γλωσσικῆς διαλέκτου ποὺ χρησιμοποιοῦσαν, συνηγοροῦν ὅλα τὰ ἀξιόπιστα στοιχεῖα τῆς ἐποχῆς: οἱ πανάρχαιες παραδόσεις τῆς καταγωγῆς τους, ἡ συμπεριφορὰ τῶν Μακεδόνων βασιλέων, οἱ ἀναφορὲς τῶν ἀρχαίων ἱστορικῶν, Ἡρόδοτου, Θουκυδίδη, Στράβωνα, Πολύβιου, Πλούταρχου, τοῦ Ἑλλάνικου ποὺ ἔζησε στὴ μακεδονικὴ αὐλὴ στὰ τέλη τοῦ 5ου π.Χ. αἰ., τοῦ Διόδωρου Σικελιώτη, τοῦ Στέφανου Βυζάντιου, ἀλλὰ καὶ ἡ μαρτυρία τῶν Περσῶν ποὺ ὑπέταξαν τὴ Μακεδονία. Στὰ ἐρείπια τῆς ἀρχαίας Περσέπολης, στοὺς τάφους τῶν βασιλέων Δαρείου καὶ Ἀρταξέρξη, ὑπάρχει ἐκτενὴς ἐπιγραφή, ὅπου καταγράφονται καὶ κατονοµάζονται οἱ εἴκοσι ὀκτὼ ὑποτελεῖς λαοὶ τῆς περσικῆς αὐτοκρατορίας.
Τὰ κείµενα εἶναι γραµµένα στὴν ἀρχαία περσικὴ γλῶσσα, µὲ σφηνοειδῆ γραφή. Μεταξὺ αὐτῶν κατονομάζονται καὶ οἱ Yauna (Ἴωνες), δηλαδὴ οἱ Ἕλληνες τῶν πόλεων τῆς Μ.Ἀσίας καθὼς καὶ οἱ Yauna Takabara, δηλαδὴ Ἕλληνες μὲ πλατιὰ καλύμματα κεφαλῆς, χαρακτηριστικὸ τῶν Μακεδόνων, ὅπως ἀπεικονίζονται συχνὰ σὲ ἀρχαῖες παραστάσεις μὲ πλατύγυρα καλύμματα, τὶς «καυσίες». Ἡ μακεδονικὴ αὐτοσυνειδησία, ὡς ἑλληνικῆς φυλῆς, ὡς ἀναπόσπαστου μέλους τῆς ἑλληνικῆς ὁλότητας, ἐκφράζεται ἀπὸ τὴν περίοδο τῶν περσικῶν πολέμων. Ὁ βασιλιᾶς Ἀλέξανδρος ὁ Α΄, ὁ γνωστὸς ὡς Φιλέλλην, ἔγινε δεκτὸς στοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνες ὡς γνήσιος Ἕλληνας. Ὅταν ὑποτάχτηκε ἡ Μακεδονία στὸν Ξέρξη, ὑποχρεώθηκε νὰ ἀκολουθήσει τὸν Μαρδόνιο στὴ Νότια Ἑλλάδα. Ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Πλούταρχος, λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν αἰφνιδιαστικὴ ἐπίθεση τοῦ Μαρδονίου ἐναντίον τῶν ἑλληνικῶν δυνάμεων στὶς Πλαταιές (479 π.Χ.), ὁ Ἀλέξανδρος, ἀναλαμβάνοντας τὸν «μέγιστον τῶν κινδύνων», προειδοποίησε νύχτα τὸν στρατηγὸ τῶν Ἑλλήνων γιὰ τὸν ἐπικείμενο αἰφνιδιασμό, βεβαιώνοντας: «Αὐτὸς τε γὰρ Ἕλλην γένος εἰμὶ τὠρχαῖον καὶ ἀντ’ ἐλευθέρης δεδουλωμένην οὐκ ἄν ἐθέλοιμι ὁρᾶν τὴν Ἑλλάδα…». Ὁ ἐγγονός του, ὁ Ἀρχέλαος, μεταξὺ τῶν ὀργανωτικῶν μεταρρυθμίσεων γιὰ τὸ κράτος τῆς Μακεδονίας, θεώρησε ὡς ἰσχυρὸ καὶ ἀδιάσειστο θεμέλιο τῆς ἰσχύος καὶ τῆς ἀκμῆς του τὴ διανοητικὴ ἀνάπτυξη καὶ ἠθικὴ μόρφωση τοῦ λαοῦ. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ μετεκάλεσε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, τὴ Θήβα καὶ ἄλλα κέντρα τῆς Νοτίου Ἑλλάδος ἐπιφανεῖς ἐκπροσώπους τοῦ πνεύματος, τῆς τέχνης, τῆς μουσικῆς καὶ τοῦ θεάτρου, ὅπως τὸν Εὐριπίδη, τοῦ ὁποίου οἱ τραγωδίες «Βάκχες» καὶ «Ἀρχέλαος» παρουσιάσθηκαν σὲ θέατρα τῆς Μακεδονίας, τὸν Πίνδαρο, τὸν Ἀγάθωνα, τὸν ἐποποιὸ Χοιρίλο, τὸν περιώνυμο κιθαρωδὸ Τιμόθεο, τὸν Μελανιππίδη τὸν λυρικό, τὸν μέγα ζωγράφο Ζεῦξι, οἱ ὁποῖοι καὶ τὰ Ἀνάκτορα καὶ τὴν πόλη κόσμησαν, ἀλλὰ κυρίως ἀνέδειξαν τὴν Πέλλα ὡς μία ἀπὸ τὶς ἐπιφανέστερες πόλεις τῆς εποχῆς της, ἰσάξια τοῦ πνευματικοῦ μεγέθους τῶν Ἀθηνῶν.
Ἡ παιδεία τῶν νέων στὴ Μακεδονία βασιζόταν σὲ ἑλληνικὰ πρότυπα. Ὁ Ἀλέξανδρος ἦταν ἀφοσιωμένος στὶς Μοῦσες. Ἀγαπημένο ἔργο του ἦταν ἡ Ἰλιάδα ἀλλὰ καὶ ἡ ποίηση τοῦ Πινδάρου καὶ ἄλλων μεγάλων τραγικῶν. Στὰ 342 π.Χ., δεκατετράχρονο παλληκάρι, μετέβαινε στὴ Μίεζα, στὸ Ἱερὸ τῶν Νυμφῶν, κοντὰ στὴ σημερινὴ Νάουσα, ὅπου παρακολουθοῦσε, παράλληλα μὲ τὴ στρατιωτικὴ ἐκπαίδευση, μαθήματα διαλεκτικῆς, ρητορικῆς, γεωμετρίας, ἀστρονομίας, μουσικῆς καὶ φυσικὰ φιλοσοφίας ἀπὸ τὸν περίφημο Σταγειρίτη φιλόσοφο Ἀριστοτέλη, μαθητὴ τοῦ Πλάτωνα. Ὁ θρησκευτικὸς βίος, οἱ τελετὲς καὶ οἱ λατρεῖες τῶν Μακεδόνων εἶχαν δεχτεῖ ἐπιρροὲς ἀπὸ τὶς ἀποικίες τῆς περιοχῆς (Πύδνας, Μεθώνης, Ποτίδαιας κ.ἄ.), ἀλλὰ καὶ ἀπὸ λαοὺς ποὺ εἶχαν ὑποτάξει, Φρύγες, Παίονες, Θρᾶκες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους υἱοθέτησαν λατρευτικὲς ἐκδηλώσεις, ὅπως τὰ Ὀρφικά, τὰ Διονυσιακὰ ἢ τὰ Καβείρια μυστήρια. Λάτρευαν τοὺς θεοὺς τῶν Ἑλλήνων, μὲ ἐλάχιστες προσθῆκες τοπικῶν θεοτήτων.
Οἱ πολιτικοί τους θεσµοί, τὰ ἤθη καὶ ἔθιµά τους δὲν ἦταν ξένα πρὸς ἐκεῖνα τῶν Ἑλλήνων. Τὰ ὀνόµατα τῶν Μακεδόνων, τὸ ἡµερολόγιό τους καὶ τὰ περισσότερα τοπωνύµια ἔχουν ἑλληνικὴ ρίζα καὶ τύπο. Ὡς κράτος καὶ χώρα Ἑλλήνων ὁμογλώσσων καὶ ὁμοθρήσκων, ἐπισκέπτονται τὴ Μακεδονία κατὰ καιροὺς ἀντιπρόσωποι καὶ πρόξενοι Ἱερῶν καὶ πόλεων τοῦ Νότου, ὅπως τοῦ Ἱεροῦ τῶν Δελφῶν, τοῦ Ἱεροῦ τῆς Ἐπιδαύρου, τοῦ Ἄργους κ.ἄ. Ἡ συμμετοχὴ τῶν Μακεδόνων σὲ Ἀμφικτυονίες καὶ Κοινὰ τῶν Ἑλλήνων, ἡ συχνὴ ἐπικοινωνία μὲ τὶς πόλεις-κράτη τοῦ Νότου, γιὰ ἐμπορικές, πολιτιστικὲς ἢ διπλωματικὲς συναλλαγές, εἶχαν ἀμβλύνει αἰσθητὰ τὶς γλωσσικὲς διαφορές. Ἡ ἱστορικὴ ἔρευνα δὲν ἔχει ἀποκαλύψει τὴν ἀνάπτυξη ἐπιχώριας μορφῆς γραπτῆς λογοτεχνίας στὴν Μακεδονία. Λόγῳ τῆς προφορικῆς, κυρίως, χρήσεως τῆς τοπικῆς διαλέκτου καὶ τῆς ἐπικράτησης τῆς Ἀττικῆς, ὡς ἐπίσημης γλώσσας τοῦ μακεδονικοῦ κράτους, τὰ ἀρχαιότερα μακεδονικὰ γραπτὰ μνημεῖα παρέχουν συνήθως ὀνόματα. Τὰ κυριότερα ἰδιόμορφα χαρακτηριστικὰ τῆς μακεδονικῆς διαλέκτου, συγκριτικὰ μὲ τὴν ἑλληνικὴ τοῦ Νότου, ἦταν ἡ χρήση μέσων χειλικῶν, οὐρανικῶν καὶ ὀδοντικῶν συμφώνων ἀντὶ τῶν δασέων, ἤτοι τοῦ β, γ καὶ δ ἀντὶ τοῦ φ, χ καὶ θ.
Ὅπως καὶ στὴν ἀρχαία ἑλληνική, ἐφαρμόζεται κι ἐδῶ ἡ τροπὴ τῶν ἰνδοευρωπαϊκῶν συμφώνων s σὲ δασεῖα καὶ τοῦ m σὲ ν, ἡ ἀποσιώπηση τοῦ τελικοῦ υ καὶ ὅλων τῶν τελικῶν συμφώνων ἐκτὸς τῶν: ν, ρ, ξ και ς, φαινόμενα ποὺ δὲν τὰ συναντοῦμε σὲ ἰλλυρικὲς ἢ θρακικὲς διαλέκτους. Ἀπὸ τότε ποὺ ἐμφανίζονται ἐκτενέστερα μακεδονικὰ κείμενα, αὐτὰ εἶναι διατυπωμένα στὴν ἀττικὴ διάλεκτο. Ἡ μορφὴ τῶν κειμένων αὐτῶν εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ ἐπιχειρήματα ὅσων ἀρνοῦνται τὴν ἑλληνικότητα τῶν Μακεδόνων, ὑποστηρίζοντας ὅτι οἱ Μακεδόνες ἦταν ἀλλόγλωσσοι ποὺ ἐξελληνίστηκαν. Διατυπώνουν τὴν ἄποψη ὅτι οἱ ἑλληνικὲς ἐπιγραφὲς ποὺ βρέθηκαν στὴν Βεργίνα ἢ στὴν Πέλλα ἀνήκουν σὲ μέλη τῆς βασιλικῆς αὐλῆς καὶ τῆς ἀνώτερης τάξης, ὅπου καθομιλουμένη ἦταν ἡ ἀττικὴ διάλεκτος. Νεότερες ὅμως ἔρευνες ἀπὸ τὴν Πέλλα ἀποκάλυψαν ἐπιτύμβιες ἐπιγραφὲς φτωχικῶν τάφων, ὅπως τοῦ ἔφηβου Ξάνθου, υἱοῦ τοῦ Δημητρίου καὶ τῆς Ἀμαδίκας, ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 5ου π.Χ. αἰῶνα ἢ τοῦ μολύβδινου κατάδεσμου, μὲ εὐχὲς καὶ κατάρες πίστης καὶ ἀφοσίωσης γάμου τῆς Θετίμας πρὸς τὸν Διονυσοφῶντα, τῶν μέσων τοῦ 4ου π.Χ. αἰῶνα.
Οἱ γλωσσικὲς διατυπώσεις, οἱ ρηματικοὶ τύποι, οἱ καταλήξεις τῶν θηλυκῶν κυρίως ὀνομάτων, ὅπως Ἀμαδίκα, Θετίμα, Εὐρυδίκα, Ἡγίσκα κ.ἄ., ἀνήκουν στὴ μακεδονική-ελληνικὴ διάλεκτο ποὺ ὁμιλεῖτο καὶ ἀπὸ τὰ λαϊκὰ στρώματα τῶν Μακεδόνων, τουλάχιστον ἀπὸ τὸν 5ο π.Χ. αἰῶνα. Γλῶσσα καὶ συνείδηση προσδιορίζουν τὴν ἐθνικὴ ταυτότητα ἑνὸς τόπου. Ἡ προέλευση καὶ ἡ ὑφὴ τῆς γλώσσας τῶν Ἀρχαίων Μακεδόνων ἀποτέλεσε «τὴν αἰχμὴ τοῦ δόρατος» μὲ τὴν ὁποία, οἱ σύγχρονοι παραχαράκτες καὶ βιαστὲς τῆς ἱστορίας, ἀπὸ τὰ Σκόπια, ἐπιχειροῦν νὰ πλήξουν τὴν ἑλληνικότητα τῆς Μακεδονίας, διακηρύσσοντας:
-Ὅτι οἱ Ἀρχαῖοι Μακεδόνες δὲν ἦταν Ἕλληνες, ἀλλὰ φῦλα συγγενικὰ μὲ τοὺς Θρᾶκες καὶ τοὺς Ἰλλυριούς.
-Ὅτι οἱ Σλάβοι ποὺ κατέβηκαν στὴν περιοχὴ τὸν 6ο και 7ο μ.Χ. αἰῶνα ἑνώθηκαν μὲ τὰ φῦλα τῶν Μακεδόνων, Θρακῶν καὶ Ἰλλυριῶν καὶ ἀπὸ τὴν πρόσμιξη προῆλθαν οἱ Σλάβοι-Μακεδόνες ποὺ σήμερα ἀποτελοῦν τὴν «μακεδονικὴ ἐθνότητα».
-Ὅτι ἡ γλῶσσα ποὺ ὁμιλεῖτο στὴν περιοχὴ ἦταν μεῖγμα θρακοϊλλυρικῆς. Ἀπὸ τὸν ἐπηρεασμό της μὲ τὴ σλαβική, προέκυψε τὸ ὁμιλούμενο ἰδίωμα τῶν Σκοπίων, ἡ «μακεδονικὴ γλῶσσα». Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀξίζει νὰ παραθέσουμε τὶς ἐξακριβωμένες διαπιστώσεις του Κ. Τσιούλκα: «Ἡ σλαβοφανὴς μακεδονικὴ εἶναι ἡ παλαιὰ μακεδονικὴ γλῶσσα, ἀδελφὴ τῆς ἑλληνικῆς. Φέρει ἐλάχιστα στίγματα βαρβαρικῶν ἐπιδρομῶν, δὲν μᾶς ἔχει κληροδοτήσει προϊόντα φιλολογικά, σίγουρα ὅμως δὲν εἶναι οὔτε σλαβονικὴ οὔτε βουλγαρική. Στὸν γλωσσικό της πλοῦτο ἐντοπίζουμε περὶ τὶς 1.260 ὁμηρικὲς λέξεις, ἐνῷ στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα διασώζονται μόλις 650». Αὐτὸ ποὺ μονίμως καὶ συστηματικὰ ἀγνοοῦν οἱ ἀνιστόρητοι καὶ πλαστογράφοι γείτονές μας, οἱ ὁποῖοι τὰ τελευταῖα ἑβδομήντα χρόνια ἀγωνιωδῶς ἐπιχειροῦν νὰ στοιχειοθετήσουν ἀνύπαρκτη ἐθνότητα καὶ τεχνητὴ γλῶσσα, εἶναι ὅτι οἱ πρόγονοί τους Σλάβοι εἰσέβαλαν στὰ Βαλκάνια τὸν 6ο μ.Χ. αἰῶνα καὶ ἄρχισαν νὰ ἐκπολιτίζονται μόλις τὸν 10ο αἰῶνα ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες-Μακεδόνες, Θεσσαλονικεῖς ἀδελφοὺς Κύριλλο καὶ Μεθόδιο, ἐνῷ τὰ ἀρχαιολογικὰ εὑρήματα τοῦ Δίου, τῆς Βεργίνας, τῆς Πέλλας, τῶν Φιλίππων, ἀλλὰ καὶ τῆς Ἡράκλειας καὶ τῶν Στόβων, ἔχουν ἀφετηρία τὸν 6ο π.Χ. αἰῶνα. Ἀναδεικνύουν ἕναν ἐκπληκτικὸ πολιτιστικὸ πλοῦτο καὶ ἕναν μοναδικὸ πνευματικὸ πολιτισμό, μὲ ἀνεπανάληπτα ἀριστουργήματα τέχνης ποὺ ἐπιβεβαιώνουν κατηγορηματικὰ καὶ μὲ ἀδιάψευστα στοιχεῖα τὴν πανάρχαια καὶ ἀλληλένδετη σχέση Ἑλληνισμοῦ καὶ Μακεδονίας.
ΠΗΓΕΣ ΣΧΕΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Καλοστύπης Ἰωάννης: «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, ἤτοι Μελέτη Οἰκονομολογική, Γεωγραφική, Ἱστορικὴ καὶ Ἐθνολογική» Ἀθῆναι 1886. Ἀνδριώτης Νικ.: «Τὸ ὁμόσπονδο κράτος τῶν Σκοπίων καὶ ἡ γλῶσσα του», Θεσ/νίκη 1960.
N. G. L. Hammond: «Φίλιππος ὁ Μακεδών», ἐπιμέλεια-μετάφραση: Πάνος Θεοδωρίδης ἔκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία 1997
N.G. L. Hammond: «Μέγας Ἀλέξανδρος, Ἕνας ἰδιοφυής», ἐπιμέλεια-μετάφραση: Πάνος Θεοδωρίδης, ἔκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία 1997.
Μπαμπινιώτης Γεώργιος: «Ἡ γλῶσσα τῆς Μακεδονίας», ἔκδ. ΟΛΚΟΣ, 1992
Μάρτης Νικόλαος: «Ἡ πλαστογράφηση τῆς ἱστορίας τῆς Μακεδονίας», 1983.
Χατζιδάκης Γεώργιος: «Περὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῶν Ἀρχαίων Μακεδόνων», 1896.
Σακελλαρίου Μιχαήλ: «Ἡ ἐθνικότητα τῶν Μακεδόνων», Ἀθήνα 1982.
Καλλέρης Ἰωάννης: «Τὸ ζήτημα τῆς καταγωγῆς τῶν Μακεδόνων» «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 4000 χρόνια ἑλληνικῆς ἱστορίας καὶ πολιτισμοῦ» ἔκδ. ΕΚΔΟΤΙΚΗΣ Α.Ε., Ἀθήνα 1992.
«Ἡ Αρχαία Μακεδονία κατὰ τὸν Στράβωνα», ἔκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία, 1993.
Τσιούλκας Κων/τῖνος: «Συμβολαί εἰς τὴν διγλωσσίαν τῶν Μακεδόνων», 1907.
«Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους» ἔκδ. ΕΚΔΟΤΙΚΗΣ Α.Ε., Ἀθήνα 1970, τ. Β΄
Εὐαγγελίδης Δημήτριος: «Μακεδονικά», Ἔδεσσα 2011.
Εὐαγγελίδης Δημήτριος: «Ἀρχαία Μακεδονία», Ἀθήνα 2012.
Εὐαγγελίδης Δημ.-Σάκης Τότλης: «Μακεδονία, χθὲς καὶ σήμερα», 2008.
Otto Abel (μετ. Μ. Δήμιτσα): «Ἱστορία τῆς Μακεδονίας», Ἀθήνα 1860.
Πηγή: Ἑνωμένη Ρωμηοσύνη