«…Ἡ περιστερὰ ἡ ἀμόλυντος… ἐν σκηνώματι ἁγίῳ κατοικεῖν ᾑρετίσατο» (ᾠδὴ γ΄, β΄ καν. Εἰσοδ., δ΄ τροπ.)

Ένα ανησυχητικό ερώτημα που τίθεται τον τελευταίο καιρό όλο και πιο επιτακτικά είναι «που το πάει ο Erdoğan». Ο Πρόεδρος της Τουρκίας θεωρείται σε όλο τον κόσμο απρόβλεπτος και επικίνδυνος. Στην Ελλάδα υπάρχουν κυβερνητικοί και άλλοι κύκλοι που προσπαθούν να φανούν καθησυχαστικοί δίνοντας τη βολική εξήγηση «ότι ο Recep Tayyip Erdoğan ό,τι κάνει και ό,τι λέει είναι για εσωτερική κατανάλωση.
Ο γνωστός αναλυτής - συγγραφέας κ. Χρήστος Μηνάγιας, ο οποίος παρακολουθεί σε επαγγελματικό επίπεδο την Τουρκία για πολλά χρόνια και συνεπώς γνωρίζει όσο λίγοι τη γειτονική χώρα αποδέχτηκε την πρόταση του liberal.gr να απαντήσει στις ερωτήσεις που έχουμε στην Ελλάδα και στην Κύπρο προκειμένου να διαφανεί που «το πάει» ο Erdoğan και ο δύστροπος και επιθετικός μας γείτονας, η Τουρκία. Τον ευχαριστούμε από καρδιάς.
Πιστεύετε ότι συνιστά στρατηγική επιλογή της Τουρκίας η ρητορική Erdoğan το τελευταίο δίμηνο; Επίσης, αυτός ο... «Εθνικός Όρκος», για τον οποίο πάλι καθυστερημένα ενημερώθηκαν οι Νεοέλληνες, πόσο σημαντικός είναι για την Τουρκία είτε αυτή είναι κεμαλική, είτε νεοοθωμανική-ερντογανική;
Η ρητορική του Erdoğan το τελευταίο δίμηνο συνιστά στρατηγική επιλογή της Τουρκίας του Erdoğan, η οποία αφενός είναι διαχρονική, αφετέρου αποκαλύπτει εμφανώς, για ακόμη μια φορά, ότι ο τρόπος σκέψης των Τούρκων εστιάζεται σε τρεις παράγοντες: στη θρησκεία (Ισλάμ), στον εθνικισμό και στην Ιστορία. Συνήθως στην Τουρκία, ο ισλαμισμός συμβαδίζει με τον εθνικισμό, με αποτέλεσμα αυτό να επιδρά σημαντικά στη διαμόρφωση του συστήματος αξιών της τουρκικής κοινωνίας. Και βεβαίως, όταν μιλάμε για Ισλάμ, αναφερόμαστε στη θεμελιώδη βάση της τουρκικής κοινωνίας, αφού η ισλαμική ταυτότητα έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας, ενώ η αναφορά μας στον τουρκικό εθνικισμό έχει να κάνει με την αποκλειστική προσήλωση στο έθνος προκειμένου να εξασφαλιστεί η ακεραιότητα και η εθνική ανεξαρτησία της χώρας. Μάλιστα, άλλοτε ο εθνικισμός είχε πρωταγωνιστικό ρόλο επικουρούμενος από τον ισλαμισμό, άλλοτε πρωταγωνιστούσε ο ισλαμισμός με τη στήριξη του εθνικισμού και σε μερικές περιόδους ενεργούσαν και οι δύο ισότιμα. Συνεπώς, την παρούσα περίοδο, ο Tayyip Erdoğan, χρησιμοποιώντας τον παράγοντα «Ιστορία» (βλ. Εθνικό Όρκο και «τα σύνορα της καρδιάς μας»), επιδιώκει την άμεση και ισότιμη ενεργοποίηση των ισλαμικών και εθνικιστικών αντανακλαστικών του πολιτικού συστήματος, του κρατικού μηχανισμού και της τουρκικής κοινωνίας, προκειμένου να διαφυλαχθούν τα εθνικά συμφέροντα και να υλοποιηθούν οι εθνικοί στόχοι της χώρας.
Ωστόσο, τα γεγονότα τείνουν να βεβαιώσουν ότι, ενώ είναι εμφανείς οι στρατηγικές και οι πολιτικές που εφαρμόζουν οι «πρωταγωνιστές» στη συριακή και ιρακινή κρίση, ο Erdoğan και το επιτελείο του είτε δεν αντιλαμβάνονται, είτε δεν θέλουν να αντιληφθούν τις ισορροπίες δυνάμεων που διαμορφώνονται στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον της Μέσης Ανατολής. Μάλιστα, η νέα ερντογανική - ισλαμοφασιστική θεώρηση βάσει της οποίας «κάθε χώρα που δεν αποκόπτει τις απειλές της πέραν των συνόρων της και δεν δημιουργεί αμυντικά προπύργια στο εξωτερικό θα αντιμετωπίσει το διαμελισμό της στο μέλλον», όχι μόνο δεν ενεργεί αποτρεπτικά έναντι των εν δυνάμει απειλών της, αλλά προκαλεί ανησυχία σε περιφερειακό επίπεδο και πιθανόν να μην της ανατεθεί ρόλος στη διαμόρφωση της Νέας Συρίας και του Ιράκ μετά το πέρας των εχθροπραξιών. Συνεπώς, ο τελικός αντικειμενικός σκοπός του Erdoğan, που εστιάζεται στη φράση «και στο πεδίο των επιχειρήσεων και στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων», τείνει να μετατραπεί σε «και εκτός του πεδίου των επιχειρήσεων και εκτός του τραπεζιού των διαπραγματεύσεων». Αν σε όλα αυτά συνυπολογίσουμε το έλλειμμα δημοκρατίας, την αποδόμηση του κράτους δικαίου, την καταπάτηση των ατομικών ελευθεριών, τη συνεχώς επιδεινούμενη κατάσταση της τουρκικής οικονομίας και την εκτιμώμενη αύξηση της στρατιάς ανέργων εντός του 2017, τότε το αλαζονικό «αφήγημα» του Erdoğan για μια Νέα Τουρκία πιθανόν να μετατραπεί σε μια κρίση παρόμοια με αυτή της 15ης Ιουλίου 2016 με διαφορετικά χαρακτηριστικά, αλλά με πιο οδυνηρές συνέπειες.
Σε ό,τι έχει να κάνει με τον «Εθνικό Όρκο (Misak-ı Milli)», αυτός είναι το ίδιο σημαντικός τόσο για τους κεμαλιστές, όσο για τους ερντογανικούς, αφού θεωρείται ως ο Καταστατικός Χάρτης της Τουρκίας και αποτελεί αντικείμενο εκπαίδευσης στα σχολεία και σχολές όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης. Πέραν τούτου, η ονομασία Misak-ı Milli έχει δοθεί σε δεκάδες σχολεία (στην Άγκυρα, στη Σμύρνη, στο Kocaeli, στο Mardin, στο Akhisar κλπ), καθώς επίσης στο Κέντρο Χειρισμού Κρίσεων της τουρκικής πρωθυπουργίας. Ωστόσο, η λάθος και αντικεμαλική προσέγγιση του θέματος αυτού από τον Erdoğan ενόχλησε έντονα τους κεμαλιστές και άνοιξε εναντίον του ένα μέτωπο αντίδρασης και αμφισβήτησης της πολιτικής που εφαρμόζει, αφού η τουρκική κοινωνία δίδει μεγάλη σημασία τόσο στα σύμβολα (όπως ο Mustafa Kemal Atatürk), όσο και στη συνέχιση του δυτικού τρόπου ζωής, διατηρώντας παράλληλα τις πολιτικές, πολιτιστικές και ιστορικές παραδόσεις.
Πόσο ισχυρός είναι σήμερα ο Πρόεδρος της Τουρκίας, Erdoğan, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό (μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα);
Είναι πλέον εμφανές ότι ο Erdoğan δεν είναι τόσο ισχυρός όσο νόμιζε και βρίσκεται ενώπιον πολύ σοβαρών κινδύνων τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό. Αναφορικά με το εσωτερικό, καθίσταται σαφές ότι ο Τούρκος Πρόεδρος δεν έχει αξιολογήσει τα βαθύτερα αίτια που οδήγησαν τη χώρα του στην κρίση της 15ης Ιουλίου και επικέντρωσε τη στρατηγική του σε ένα κυνήγι μαγισσών, όπου περισσότεροι από δύο εκατομμύρια Τούρκοι πολίτες υπέστησαν άμεσες ή έμμεσες κυρώσεις λόγω του πραξικοπήματος. Εν προκειμένω, θα λέγαμε ότι διεξάγεται στην Τουρκία ένα αντιπραξικόπημα και τίθενται οι βάσεις μιας πολιτικής δικτατορίας από το κυβερνόν κόμμα ΑΚΡ με τη συνέργια του εθνικιστικού κόμματος ΜΗΡ και με καταλυτική ημερομηνία την αλλαγή του πολιτεύματος σε μια μορφή προεδρικής δημοκρατίας εντός του 2017.
Σε ό,τι έχει να κάνει με το εξωτερικό, το βασικό πρόβλημα της Τουρκίας έχει ως σημείο αναφοράς τις φαντασιώσεις του Erdoğan αναφορικά με τις σχέσεις της χώρας του με τη Ρωσία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ειδικότερα, ο Τούρκος Πρόεδρος θεωρεί ότι με τη Ρωσία είναι φίλοι και ότι από κοινού θα επιλύσουν το πρόβλημα της Συρίας, χωρίς να αντιλαμβάνεται ή να μην θέλει να αντιληφθεί ότι η συνεργασία της Άγκυρας με τη Μόσχα προσομοιάζει με γεωπολιτικό ταγκό (ένα βήμα μπρος και δύο βήματα πίσω). Επίσης, με την ίδια διαδικασία σκέψης, η Ρωσία βλέπει την Τουρκία: πρώτον, ως μέσο διαμελισμού του ΝΑΤΟ. Δεύτερον, ως μια χώρα που θα εξυπηρετεί τα ρωσικά οικονομικά συμφέροντα. Και τρίτον, ως μια χώρα που θα αναγνωρίσει τη ρωσική ηγεμονία στη Μέση Ανατολή. Από την άλλη πλευρά, οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις αντιμετωπίζουν δύο κύρια προβλήματα: ένα χρόνιο και ένα οξύ. Το χρόνιο πρόβλημα αφορά στο Κουρδικό (Κούρδοι Τουρκίας, Συρίας και Ιράκ) και ειδικότερα στο πρόβλημα του ΡΚΚ. Και το οξύ πρόβλημα έχει σχέση με τον Fethullah Gülen και τις τουρκικές υποψίες για πιθανή εμπλοκή των Αμερικανών στο πραξικόπημα. Άλλωστε, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι η δημιουργία προβλήματος εμπιστοσύνης στις σχέσεις της Άγκυρας με την Ουάσιγκτον ενδέχεται να μετατραπεί σε μια πολιτική κρίση, η οποία θα επηρεάσει σημαντικά τις εσωτερικές πολιτικές ισορροπίες της Τουρκίας. Με δεδομένο λοιπόν ότι στις σχέσεις δύο κρατών δεν υπάρχουν μονοδιάστατες επιλογές, κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί ότι δεν είναι γνωστό σε πόσες σοβαρές υποχωρήσεις και συμβιβασμούς προτίθεται να προβεί ο Πρόεδρος Erdoğan σε περίπτωση που οι Αμερικανοί αποφασίσουν να του παραδώσουν «εμμέσως» τον Gülen (σ.σ. ας θυμηθούμε τις εξελίξεις που προηγήθηκαν πριν την παράδοση του Öcalan στους Τούρκους). Άλλωστε, μια ενδεχόμενη «παράδοση» του Gülen δεν σημαίνει απαραίτητα και την κατάρρευση του μηχανισμού του, ο οποίος στηρίζεται σε πολύ σοβαρά θεμέλια και λειτουργεί σαν ένα μικρό κράτος.
Επιπρόσθετα, οι ακόλουθες ανησυχίες της Τουρκάλας δημοσιογράφου Asli Aydıntaşbaş για τη νέα πολιτική ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών αναφορικά με τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις θα ήταν σκόπιμο να τύχουν ιδιαίτερης προσοχής από την ελληνική πλευρά: «Δεν γνωρίζουμε ακριβώς ποια θα είναι η εξωτερική πολιτική που θα εφαρμόσει ο Trump. Η νίκη του Trump δεν αποτελεί μια καλή είδηση για την Τουρκία. Μια Αμερική που δεν θα δίδει σημασία στο εάν υπάρχει δημοκρατία στην Τουρκία για εμάς θα είναι καταστροφή. Κατά την άποψη σας, η Τουρκία θα μπορεί να αισθάνεται άνετα χωρίς την ασπίδα του ΝΑΤΟ, όταν στη γεωγραφική περιοχή της ευρίσκεται το Ιράν, η Συρία και η Ρωσία; Η Ivanka, κόρη του Trump, επέλεξε ως θρησκεία τον Εβραϊσμό και ο σύζυγος της είναι εβραίος επιχειρηματίας με δραστηριότητες στο Ισραήλ. Κατά την άποψη μου, αυτό δεν είναι επιλήψιμο. Η ποικιλία των θρησκειών στις οικογένειες είναι καλό. Ωστόσο, τα οράματα των Παλαιστινίων να δημιουργήσουν κράτος σήμερα φαίνονται να είναι ακόμη πιο μακριά. Η αύξηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας δολαρίου - τουρκικής λίρας πόσο θα μας επηρεάσει εμάς; (σ.σ. μια μεταβολή της ισοτιμίας του εθνικού νομίσματος της Τουρκίας έναντι των ξένων νομισμάτων αποτελεί μια ωρολογιακή βόμβα για την τουρκική οικονομία λόγω του συναλλαγματικού κινδύνου που εγκυμονεί).».
Συνεπώς, κρίνοντας από την έως τώρα τυχοδιωκτική, αλαζονική και αφερέγγυα στάση του Erdoğan, εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι ο Τούρκος Πρόεδρος ούτε συμπεριφέρεται στρατηγικά και ούτε σκέφτεται μακροπρόθεσμα. Και φυσικά όταν θα το κάνει αυτό, ίσως να είναι πολύ αργά όχι μόνο για την Τουρκία, αλλά ίσως και για μερικές γειτονικές της χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας.
Οι συλλήψεις της ηγεσίας και βουλευτών του κουρδικού κόμματος HDP δημιουργούν όπως είδαμε και με τις μαχητικές διαδηλώσεις των Κούρδων στο Ντιγιαρμπακίρ, στην Άγκυρα και σε άλλες πόλεις της Τουρκίας νέα πολιτικά δεδομένα και μια εκρηκτική κατάσταση. Πιστεύετε ότι αυτή η έκρυθμη κατάσταση θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια μορφή εμφυλίου πολέμου;
Το καθεστώς Erdoğan, προκείμενου να διατηρήσει την ισχύ του στην εσωτερική πολιτική σκηνή της χώρας και να διαφυλάξει τα στρατηγικά του συμφέροντα, χρησιμοποιεί αυταρχικά στερεότυπα του παρελθόντος με αποτέλεσμα να διευρύνεται η αστάθεια και το χάος στη χώρα. Ωστόσο, κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί ότι το νέο «δόγμα πολέμου» που άρχισε να υλοποιείται στους κουρδικούς νομούς της νοτιοανατολικής Τουρκίας, μετά τον Ιούλιο του 2015, δεν αποφασίσθηκε μόνο από τον Erdoğan και το κυβερνόν κόμμα ΑΚΡ. Συγκεκριμένα, πρόκειται για ένα δόγμα που αποφασίσθηκε από το τουρκικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας (ΣΕΑ) και τέθηκε σε εφαρμογή με τη σύμφωνη γνώμη όλων των συστημικών κομμάτων, όπως το ΑΚΡ, το ρεπουμπλικανικό κόμμα CHP και το εθνικιστικό κόμμα ΜΗΡ. Επίσης το δόγμα αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τις προσωπικές φιλοδοξίες του Erdoğan προκειμένου να αλλάξει το πολίτευμα της χώρας σε προεδρική δημοκρατία, αλλά θεωρείται ως ένας ολοκληρωτικός εκκαθαριστικός πόλεμος όλων των στρατηγικών κέντρων ισχύος της Τουρκίας (ισλαμιστές-εθνικιστές-στρατιωτικοί) εναντίον των Κούρδων σε πρώτη φάση και, στη συνέχεια, εναντίον των υπολοίπων μειονοτικών, προοδευτικών και δημοκρατικών δυνάμεων της χώρας.
Περαιτέρω θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι εάν το κουρδικό πρόβλημα δεν επιλυθεί στη βάση δημοκρατικών διαδικασιών, συνυπολογίζοντας ταυτόχρονα τον συνεχώς αυξανόμενο ρόλο των Κούρδων σε περιφερειακό επίπεδο, τότε ο κύριος χαμένος θα είναι η κεντρική εξουσία της χώρας. Και φυσικά όταν αναφερόμαστε στην κεντρική εξουσία της Τουρκίας, δεν εννοούμε μόνο τον Tayyip Erdoğan, ο οποίος ήδη θεωρείται ως ένας αφερέγγυος σε πολιτικό επίπεδο ηγέτης, αλλά τα τουρκικά κέντρα αποφάσεων που διαμορφώνουν τη στρατηγική και ασκούν την εξουσία στη χώρα. Επίσης, εάν η Άγκυρα δεν τροποποιήσει την υφιστάμενη πολιτική της για τους Κούρδους σύμφωνα με την επιθυμία των Μεγάλων Δυνάμεων, τότε δεν θα πρέπει να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο περαιτέρω κλιμάκωσης των ασύμμετρων απειλών σε όλη την τουρκική επικράτεια. Άλλωστε, το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου κατέδειξε με τον πιο εμφανή τρόπο τις παθογένειες της Τουρκίας και αποκάλυψε ένα μέρος των πολυδιάστατων «βαθέων» μηχανισμών της.
Μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος και τα πλήγματα που υπέστησαν οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις, εκτιμάται ότι διατηρούν ακόμη και σήμερα τη δυνατότητα να προχωρήσουν σε μια στρατιωτική ενέργεια σε βάρος της χώρας μας;
Είναι προφανές ότι η ανώτατη στρατιωτική ηγεσία των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων επέδειξε αδυναμία διοίκησης, δεδομένου ότι δεν αντιλήφθηκε έγκαιρα την έκτακτη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, με αποτέλεσμα να τεθεί υπό ομηρία ακόμη και από τους ίδιους τους υπασπιστές της. Αυτό, και οι εξελίξεις που ακολούθησαν, είχε ως συνέπεια η αλυσίδα διοίκησης, η πειθαρχία και οι επιχειρησιακές δυνατότητες των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων να υποστούν ένα σοβαρότατο πλήγμα, το οποίο δεν θα μπορέσει να αποκατασταθεί μόνο με αποσπασματικές παρεμβάσεις, αλλά με μια νέα δομή και φιλοσοφία που απαιτεί μεγάλο χρονικό διάστημα (τουλάχιστον 3 χρόνια). Φυσικά, η εκτίμηση αυτή έχει να κάνει με τη δυνατότητα των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων να εφαρμόσουν, στο σύνολο του, το Δόγμα της Εθνικής Στρατιωτικής Στρατηγικής τους (Μilli Askeri Stratejik Κonsepti (MASK)) και συγκεκριμένα το δόγμα των 2,5 πολέμων. Σημειωτέον ότι, για τους Τούρκους, τα θέατρα επιχειρήσεων των δύο πολέμων εστιάζονται το πρώτο στη Συρία και το δεύτερο στην Ελλάδα, ενώ το αντίστοιχο δόγμα του μισού πολέμου αφορά στο κουρδικό απελευθερωτικό κίνημα ΡΚΚ/KCK και στη τρομοκρατία. Επιπλέον, βάσει του δόγματος των στρατιωτικών επιχειρήσεων των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, αντί της κατάληψης και διατήρησης μιας εδαφικής περιοχής, προβλέπεται η φθορά, η καταστροφή και η πάταξη των αντιπάλων δυνάμεων, προσβάλλοντας τα κέντρα διοικήσεως - ελέγχου, καθώς επίσης τις εγκαταστάσεις και περιοχές στρατηγικού, οικονομικού και στρατιωτικού ενδιαφέροντος.
Πέραν των παραπάνω, κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί ότι ο στρατηγικός αντικειμενικός σκοπός της Τουρκίας είναι η παραίτηση της ελληνικής πλευράς από τα κυριαρχικά της δικαιώματα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, ενώ για την επίτευξη των στόχων τους οι Τούρκοι εστιάζουν τη στρατηγική τους στα εξής: α. Να υπάρξει ευνοϊκή για την Τουρκία επίλυση του κουρδικού προβλήματος, β. Να επιλυθούν τα εσωτερικά προβλήματα και να εμπεδωθεί η ασφάλεια στο εσωτερικό της Τουρκίας, γ. Να μην υπάρχει οικονομική κρίση στην Τουρκία, δ. Να βελτιωθεί το επίπεδο κατανόησης από τη διεθνή κοινότητα των ιδιαιτεροτήτων που παρουσιάζει η Τουρκία, ε. Να μην επιλυθεί το κυπριακό πρόβλημα πριν την εξεύρεση λύσης στο θέμα της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών, στ. Να συνεχισθεί η εμμονή στο «casus belli» προκειμένου αυτό να χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα νομιμοποιήσεως μιας ενδεχόμενης τουρκικής επιθετικής ενέργειας, ζ. Να εξασφαλισθεί είτε η σύμφωνη γνώμη, είτε ο συμβιβασμός της διεθνούς κοινότητας, στην οποία θα δοθεί η εντύπωση του νομίμου των τουρκικών διεκδικήσεων στην περιοχή και η. Να ανατραπεί η ισορροπία δυνάμεων μεταξύ Ελλάδος - Τουρκίας και να δημιουργηθούν φοβικά σύνδρομα στην ελληνική πλευρά. Σημειωτέον ότι η καθυστέρηση επίλυσης των ελληνοτουρκικών προβλημάτων είναι προς όφελος της Τουρκίας, δεδομένου ότι, προϊόντος του χρόνου, οι συντελεστές της συνολικής τουρκικής ισχύος έναντι της Ελλάδος αυξάνονται με σταθερούς πλέον ρυθμούς, οι οποίοι τείνουν να γίνουν μη αναστρέψιμοι.
Αναφορικά, δε, με τη δυνατότητα των Τούρκων να προχωρήσουν σε μια στρατιωτική ενέργεια σε βάρος της χώρας μας κρίνεται σκόπιμο να αναφερθώ σε μερικά ενδεικτικά αποφθέγματα του Κινέζου θεωρητικού της στρατηγικής Σουν Τζου, τον οποίο οι Τούρκοι επιτελείς αναφέρουν σχεδόν πάντα στις μελέτες που συντάσσουν και τα οποία θα πρέπει να μας προβληματίσουν ιδιαίτερα:
- Η μεγαλύτερη τέχνη στον πόλεμο είναι να υποτάξεις τον εχθρό χωρίς μάχη.
- Στρατηγική με τακτικούς ελιγμούς είναι ο πιο σίγουρος δρόμος για τη νίκη. Τακτικοί ελιγμοί χωρίς στρατηγική, είναι ο θόρυβος πριν την ήττα.
- Θα νικήσει αυτός που ξέρει πότε να πολεμήσει και πότε να μην πολεμήσει.
- Όλος ο πόλεμος βασίζεται στην παραπλάνηση.
- Οι αρχές της στρατηγικής είναι να ξέρεις το πεδίο της μάχης, να ξέρεις τις δυνάμεις του αντιπάλου σου και να κάνεις κάτι που ο αντίπαλος σου δεν περιμένει.
- Να φαίνεσαι αδύναμος όταν είσαι δυνατός και δυνατός όταν είσαι αδύναμος.
- Η επιβίωση εξαρτάται από τις δικές μας ενέργειες, ενώ η ευκαιρία για θρίαμβο εξαρτάται από τις ενέργειες των άλλων.
Τέλος, αν κρίνουμε από τις έως τώρα συμπεριφορές της Τουρκίας στη Συρία (σ.σ. αναφερόμαστε στην επιχείρηση «Fırat Kalkanı/Ασπίδα του Ευφράτη», η οποία θα ήταν σκόπιμο να τύχει ιδιαίτερης ανάλυσης από τις στρατιωτικές σχολές, αφού σε σύντομο χρονικό διάστημα, με ελάχιστες δυνάμεις, με ελάχιστες απώλειες και την κατάλληλη εκπαίδευση - χρησιμοποίηση αντικαθεστωτικών - μισθοφορικών δυνάμεων επετεύχθη η δημιουργία μιας ζώνης ασφαλείας 1.350 τετραγωνικών χιλιομέτρων εντός του συριακού εδάφους αποκτώντας τον πλήρη έλεγχο 170 κατοικημένων τόπων κατά μήκος των τουρκο-συριακών συνόρων), δεν θα πρέπει να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο οι Τούρκοι να εφαρμόσουν την τακτική της επιβολής τετελεσμένων, η οποία δυστυχώς δεν μας είναι άγνωστη, εκμεταλλευόμενοι ένα τυχαίο ή προσχεδιασμένο «θερμό επεισόδιο».
Πώς βλέπει η Τουρκία και ο Erdoğan το Κυπριακό και θα συναινούσε ποτέ σε λύση που δεν θα εξασφάλιζε 100% τα «στρατηγικά συμφέροντα» της Τουρκίας στη Μεγαλόνησο;
Τα γεωπολιτικά πεδία δράσης της Άγκυρας εστιάζονται σε τρεις χώρους: στον εγγύς ηπειρωτικό χώρο, στον εγγύς χερσαίο χώρο και στον εγγύς θαλάσσιο χώρο. Σε ό,τι έχει να κάνει με τον εγγύς θαλάσσιο χώρο, η Τουρκία επαναξιολόγησε τις στρατηγικές της επιδιώξεις, θέτοντας ως βασική προϋπόθεση ότι οι θαλάσσιες λεκάνες και οι θαλάσσιοι διάδρομοι που την περιβάλλουν συνδέονται μεταξύ τους λόγω του ανταγωνισμού που υπάρχει μεταξύ των διαφόρων συνασπισμών.
Αναλυτικότερα, τα Στενά αποτελούν ένα από τα πιο σημαντικά γεωπολιτικά πλεονεκτήματα της Τουρκίας και τα προβάλλει μέσω μιας σταθερής στρατηγικής και μιας καλά προετοιμασμένης διπλωματίας, με σκοπό να προσδώσει σε αυτά τη μέγιστη και μακροπρόθεσμη στρατηγική σημασία τους. Από την άλλη πλευρά, το Αιγαίο και η Κύπρος αποτελούν δύο πολύ σημαντικούς παράγοντες που επηρεάζουν διαχρονικά τον εγγύς θαλάσσιο χώρο της Τουρκίας. Επισημαίνεται ότι η Τουρκία αισθάνεται απομονωμένη από το Αιγαίο και περικυκλωμένη στον νότο από την Κυπριακή Δημοκρατία, δεδομένου ότι οι πύλες εξόδου της προς τον κόσμο είναι σημαντικά περιορισμένες. Σύμφωνα με την τουρκική εξωτερική πολιτική, το παραπάνω θαλάσσιο πέρασμα έχει μια καθοριστική θέση σε όλες τις γεωπολιτικές, γεωστρατηγικές, γεωοικονομικές και γεωπολιτιστικές αλληλεπιδράσεις της Βαλκανικής Χερσονήσου, της Χερσονήσου της Ανατολίας και της Μέσης Ανατολής, ενώ η ύπαρξη των νησιών, νησίδων και βραχονησίδων της προσδίδει μια πολυσύνθετη δομή. Κατόπιν τούτου, η Τουρκία δεν τα θεωρεί ως δευτερεύοντα προβλήματα που εντάσσονται μόνο στην επικράτεια του Αιγαίου. Αντιθέτως, τα έχει εντάξει στα γενικά πλαίσια της ευρύτερης περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου, που εκτείνεται από την Αδριατική Θάλασσα στον κόλπο της Αλεξανδρέττας (İskenderun) και στη διώρυγα του Σουέζ. Συγχρόνως, οι Τούρκοι έχουν σχεδιάσει και υλοποιούν μια ενεργητική πολιτική για κάθε σημείο εξόδου τους στο Αιγαίο και δεν θα πρέπει να αναμένεται καμία υπαναχώρηση από τουρκικής πλευράς. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι θέλουν να αποφύγουν τυχόν λανθασμένες ενέργειες που θα επηρεάσουν τις μακροπρόθεσμες πολιτικές τους για τις ευαίσθητες αυτές περιοχές.
Αναφορικά με την Κύπρο, αυτή έχει ιδιαίτερη αξία για την Τουρκία ως ένα σημείο κλειδί μιας γενικής θαλάσσιας στρατηγικής, σχετιζόμενης με τον εγγύς θαλάσσιο χώρο, ο οποίος οριοθετείται από τη γραμμή Κασπία - Μαύρη Θάλασσα - Στενά - Αιγαίο - Ανατολική Μεσόγειος - Σουέζ - Περσικός Κόλπος. Άλλωστε, η ακόλουθη άποψη του Ahmet Davutoğlu είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική: «Δεν είναι δυνατόν μια χώρα που εγκαταλείπει την Κύπρο να έχει ενεργό παρουσία στις παγκόσμιες και περιφερειακές πολιτικές. Δεν είναι δυνατόν να συμμετέχει στις παγκόσμιες πολιτικές, διότι αυτό το μικρό νησί βρίσκεται σε μια θέση που θα επηρεάσει άμεσα τις στρατηγικές διασυνδέσεις μεταξύ Ασίας - Αφρικής, Ευρώπης - Αφρικής και Ευρώπης - Ασίας. Η κεντρική θέση της Κύπρου θα αποτελέσει στο μέλλον μια από τις βασικές παραμέτρους του παγκόσμιου ανταγωνισμού, διότι τα πετρέλαια της Μοσούλης και της Σαουδικής Αραβίας θα μεταφερθούν μέσω ενεργειακών γραμμών στην Ανατολική Μεσόγειο.».
Στο ίδιο πλαίσιο, η τουρκική πολιτική για την Κύπρο βασίζεται στα πλαίσια μιας στρατηγικής που είναι σύμφωνη με τα νέα στρατηγικά της δεδομένα. Η εν λόγω στρατηγική κατά βάση στηρίζεται σε δύο κύριους άξονες: ο πρώτος άξονας αφορά στον ανθρώπινο παράγοντα και στην εξασφάλιση της ασφάλειας των Τουρκοκυπρίων, ως αποτέλεσμα των ιστορικών ευθυνών της Τουρκίας. Και ο δεύτερος άξονας αφορά στη στρατηγική σημασία της νήσου λόγω της γεωγραφικής της θέσης. Ο Davutoğlu αποδέχεται ότι ο άξονας αυτός από μόνος του έχει ζωτική σημασία άσχετα από τα ανθρώπινα στοιχεία της νήσου και τονίζει ότι ακόμη και αν δεν υπήρχε εκεί, έστω, και ένας Τούρκος μουσουλμάνος, η Τουρκία ήταν υποχρεωμένη να θέσει ένα κυπριακό ζήτημα. Υποστηρίζει μάλιστα με έμφαση ότι καμία χώρα δεν μπορεί να παραβλέψει ένα τέτοιο νησί που βρίσκεται στην καρδιά της ζωτικής της περιοχής και ότι η Τουρκία είναι υποχρεωμένη να ενδιαφέρεται στρατηγικά για την Κύπρο εξαιρουμένου του ανθρώπινου στοιχείου.
Κατόπιν των παραπάνω, διαπιστώνεται ότι η Τουρκία εφαρμόζει μια εξειδικευμένη διπλωματική επιθετική θαλάσσια στρατηγική και όχι μια αμυντική κυπριακή πολιτική, προσανατολισμένη στη διαφύλαξη του status quo μετά την εισβολή του 1974. Άλλωστε, αν κρίνουμε από τις έως τώρα συμπεριφορές της Τουρκίας, καθίσταται σαφές ότι για το Θέατρο Επιχειρήσεων του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου - Κύπρος, αφενός υπάρχει πλήρης και διαχρονική ταύτιση απόψεων σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, αφετέρου η μια συμπληρώνει την άλλη.
Με την ίδια διαδικασία σκέψης, τα τελευταία χρόνια η Τουρκία, στα πλαίσια μιας στρατηγικής ελεγχόμενης έντασης και σταδιακής δημιουργίας τετελεσμένων, κλιμακώνει βαθμιαία την παραβατική συμπεριφορά της, εφαρμόζοντας παράλληλα μια πιο ύπουλη τακτική, αφενός χρησιμοποιώντας πλοία επιστημονικών ερευνών στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, αφετέρου δημοσιοποιώντας χάρτες όπου απεικονίζονται οι θαλάσσιες περιοχές που τα πλοία αυτά θα πραγματοποιήσουν σχετικές έρευνες.
Όλα αυτά οφείλονται στην επιδίωξη της Άγκυρας ώστε: α. να αλλάξει το εδαφικό status quo που προβλέπεται από τις διεθνείς συνθήκες, με κεντρικό άξονα το νομικό καθεστώς στο θαλάσσιο και εναέριο χώρο και β. η ελληνική πλευρά να παραιτηθεί από τα κυριαρχικά δικαιώματα της στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, αναφορικά με την υφαλοκρηπίδα και την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη.
Χρονολογικά, η έναρξη της ελληνοτουρκικής διαφοράς σχετικά με την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών αρχίζει στις 01/11/1973 (13 ημέρες πριν την εξέγερση του Πολυτεχνείου) και στη συνέχεια στις 18/07/1974 (δύο ημέρες πριν την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο) όταν η τουρκική κυβέρνηση εξουσιοδότησε την ΤΡΑΟ (Τουρκική Ανώνυμη Εταιρεία Πετρελαίου) να πραγματοποιήσει έρευνες πετρελαίου στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Ειδικότερα, οι χάρτες που ακολουθούν είχαν επισυναφθεί στα Φύλλα 14699/01-11-1973 (ένας χάρτης) και 14949/18-07-1974 (δύο χάρτες) της Τουρκικής Εφημερίδας της Κυβερνήσεως και απεικονίζουν τις εν λόγω περιοχές ερευνών, οι οποίες ευρίσκονται εκτός των τουρκικών χωρικών υδάτων και, σύμφωνα με τους Τούρκους, εντός της «τουρκικής υφαλοκρηπίδας» στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Σημειωτέον ότι ο πρώτος χάρτης του 1973 (βλ. Χάρτη 1) όχι μόνο περιελάμβανε 27 περιοχές ερευνών στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ της Σαμοθράκης, της Λήμνου, του Αγ. Ευστρατίου, της Σκύρου, των Ψαρών, της Χίου, της Λέσβου, της Τενέδου και της Ίμβρου, αλλά παρουσίαζε ως κοινά σύνορα της Τουρκίας με την Ελλάδα μια γραμμή η οποία διερχόταν από το χερσαίο έδαφος της Σαμοθράκης και της Λήμνου.

Αναφορικά με το δεύτερο και τρίτο χάρτη του 1974 (βλ. Χάρτες 2 και 3), αυτοί περιελάμβαναν επιπρόσθετα τμήματα βορείως, δυτικότερα και ανατολικότερα των προαναφερθέντων περιοχών ερευνών, καθώς επίσης δύο ευρείες περιοχές νοτιότερα. Μάλιστα, η πρώτη ευρίσκεται μεταξύ των νησιών Τήνος, Μύκονος, Δονούσα, Λεβίθα, Αστυπάλαια, Σύρνα, Χάλκη, Τήλος, Νίσυρος, Κως, Κάλυμνος, Λέρος, Πάτμος και Ικαρία, ενώ η δεύτερη ευρίσκεται νοτιοανατολικά της Ρόδου και νοτιοδυτικά του Καστελλόριζου.


Συνακόλουθα δε, η τουρκική προκλητικότητα δεν περιορίζεται μόνο στο Αιγαίο, αλλά κλιμακώνεται σταδιακά και βάσει ενός στρατηγικού σχεδιασμού, κοινά αποδεκτού από την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας, στην Ανατολική Μεσόγειο. Συγκεκριμένα, αναφερόμαστε στις περιοχές ερευνών και εκμετάλλευσης εκτός των τουρκικών χωρικών υδάτων, όπου η ΤΡΑΟ (Τουρκική Ανώνυμη Εταιρεία Πετρελαίου) εξουσιοδοτήθηκε να διεξάγει έρευνες πετρελαίου βάσει υπουργικών αποφάσεων που δημοσιεύθηκαν στην Τουρκική Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το 2007, το 2011 και το 2012. Οι περιοχές αυτές φαίνονται στον Χάρτη 4 του τουρκικού Υπουργείου Ενέργειας και Φυσικών Πόρων, αποτυπώνοντας παράλληλα και ένα μέρος των θέσεων της Άγκυρας για την ενδεχόμενη οριοθέτηση της «τουρκικής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης» στην περιοχή αυτή.

Μάλιστα, ο χάρτης του Υπουργείου Ενέργειας και Φυσικών Πόρων της Τουρκίας αποκτά ιδιαίτερη σημασία μετά το έγγραφο που κατέθεσε η Άγκυρα στον ΟΗΕ στις 02/05/2016, δηλώνοντας ότι η Τουρκία έχει δικαιώματα σε όλη τη θαλάσσια περιοχή δυτικά του μεσημβρινού 32ο 16΄ 18΄΄ Α. Επισημαίνεται ότι του τουρκικού εγγράφου στον ΟΗΕ είχε προηγηθεί η δημοσιοποίηση της Στρατηγικής των Ναυτικών Δυνάμεων της Τουρκίας, όπου στη σελίδα 14 παρατίθετο ο Χάρτης 5, ο οποίος αφορά στις ίδιες περιοχές ερευνών. Συνεπώς, η Άγκυρα, με το έγγραφο της στον ΟΗΕ, επισήμανε επίσημα για ακόμη μια φορά το ανατολικό όριο, ενώ με τον χάρτη των τουρκικών ναυτικών δυνάμεων επισήμανε το δυτικό όριο των διεκδικήσεων της στην περιοχή, το οποίο μελλοντικά θα προωθηθεί ακόμη δυτικότερα νοτίως της Κρήτης.

Εν τω μεταξύ, αυτό που εγείρει τους πιο έντονους προβληματισμούς στην ελληνική πλευρά είναι ότι η Τουρκία αποσκοπεί στην αποτροπή της Ελλάδος και της Κύπρου να δημιουργήσουν τετελεσμένα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, αφενός στρατιωτικοποιώντας τα θέματα που έχουν σχέση με τους ενεργειακούς πόρους, με τη δημιουργία γκρίζων ζωνών, αφετέρου δημιουργώντας μέσω της προπαγάνδας το αίσθημα της ανασφάλειας σε ξένους επενδυτές και εταιρείες που δεν συντάσσονται με τις θέσεις της. Εν προκειμένω αναφερόμαστε στη δέσμευση περιοχών του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου (άλλοτε παράνομα και άλλοτε όχι) για διεξαγωγή ασκήσεων και εκτέλεση πυρών, οι οποίες, μετά το 2007, από την περιοχή του Αιγαίου επεκτάθηκαν σταδιακά στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου (βλ. Χάρτη 6).

Φυσικά, η αξιοσημείωτη αυτή αλλαγή έχει τρεις στόχους: πρώτον, να περιθωριοποιήσει το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδος - Κύπρου και να καταδείξει ότι αυτό είναι ανενεργό και ανεφάρμοστο. Δεύτερον, να αμφισβητήσει τα κυριαρχικά δικαιώματα της ελληνικής πλευράς στην Ανατολική Μεσόγειο. Και τρίτον, να επισημάνει ότι οι χάρτες που επισυνάπτονται στην Τουρκική Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 01/11/1973 και στις 18/07/1974 βρίσκονται σε ισχύ και αποτελούν τη βάση των τουρκικών διεκδικήσεων στην περιοχή του Αιγαίου.
Τέλος, αυτό που προκύπτει από μια συνεξέταση όλης της κατάστασης που σας περιέγραψα είναι ότι μια νέα διαδικασία επίλυσης του κυπριακού προβλήματος την παρούσα χρονική περίοδο, όπου η Τουρκία πιέζεται ασφυκτικά από τις διαστάσεις που έχει λάβει το κουρδικό πρόβλημα (Κούρδοι Τουρκίας, Συρίας και Ιράκ), εγκυμονεί κινδύνους να πιεσθεί η Ελλάδα και η Κύπρος να τηρήσουν «ελαστική στάση» σε ό,τι έχει να κάνει με τις τουρκικές αξιώσεις και διεκδικήσεις. Άλλωστε, η τουρκική εμμονή και επιμονή θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη διότι μια, ταυτοχρόνως, δυσμενής για την Τουρκία επίλυση του κουρδικού και κυπριακού προβλήματος πιθανόν να στοιχίσει τον πολιτικό και ίσως το φυσικό βίο του Tayyip Erdoğan.
Πηγή: Liberal

1) Πώς αξιολογείτε, σε γενικές γραμμές, τα αποτελέσματα της ‘Πανορθόδοξης Συνόδου’; Ανταποκρίνονται στις προσδοκίες σας;
Δυστυχώς, η αποτυχία αυτής της Συνόδου προκαθορίστηκε από την αντι-συνοδική, ανορθόδοξη μεθοδολογία, η οποία ακολουθήθηκε πριν από τη Σύνοδο και εφαρμόστηκε στη διάρκειά της. Δεν ακολουθήθηκε ούτε εκφράστηκε η Οδός και η Αλήθεια του Κυρίου μας και των Οικουμενικών Συνόδων (ιδίως σε ο,τι αφορά την εκκλησιολογία).
Παραδείγματος χάριν, παρακολουθήσαμε τις αναθεωρήσεις της τελευταίας στιγμής στο προβληματικό κείμενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον υπόλοιπο κόσμο» και την απόκρυψη των προτεινόμενων κειμένων - όχι μόνον από τους πιστούς, αλλά και από τις Τοπικές Συνόδους - και τη μη κοινοποίησή τους, παρά μόνον αφότου ανακοινώθηκαν οι ημερομηνίες διεξαγωγής της Συνόδου, προετοιμάζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο το έδαφος για την τελική αποχώρηση αρκετών Τοπικών Εκκλησιών. Επιπλέον, περιφρονήθηκε τόσο η ανάγκη εγκρίσεως της «Συνόδου της Κρήτης» από τις Τοπικές Συνόδους, όσο και περιφρόνηση των αντιρρήσεων των Εκκλησιών της Γεωργίας και της Αντιοχείας.
Αλλά το ερώτημα είναι: έπρεπε η Σύναξη στην Κρήτη να ονομαστεί «Σύνοδος», όταν μόνον δέκα επίσκοποι (οι Προκαθήμενοι) είχαν δικαίωμα ψήφου επί των Κειμένων, ενώ επίσης μόνον το ¼ όλων των επισκόπων είχε προσκληθεί και τέσσερις από τις 14 συνολικά Τοπικές Εκκλησίες, οι οποίες εκπροσωπούν περισσότερο από το ήμισυ όλων των Ορθοδόξων, δεν ήταν παρούσες;
Μία Ορθόδοξη Σύνοδος προϋποθέτει τη συμμετοχή (και το δικαίωμα ψήφου) όλων των Ορθοδόξων επισκόπων. Η σύναξη στην Κρήτη θα έπρεπε μάλλον να αναφέρεται ως μία ακόμη σύναξη Προκαθημένων… απλώς, αυτή τη φορά, προσελθόντων μετά της συνοδείας τους. Συνεπώς, ως τέτοια, οι αποφάσεις της ουδεμία δεσμευτική ισχύ έχουν για την Εκκλησία, ανά την οικουμένη. Μολαταύτα, στον βαθμό που ορισμένοι Ορθόδοξοι επίσκοποι υιοθέτησαν τις αποφάσεις της συνάξεως αυτής, απαιτείται μία απάντηση συλλήβδην απ’ το Σώμα της Εκκλησίας, ως προς την Ορθόδοξη ή μή στάση τους.
2) Τι πιστεύετε για τα Κείμενα της Συνόδου αυτής; Θεωρείτε ότι δίνουν επαρκή απάντηση στις προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου; Παρακαλώ να μας δώσετε συγκεκριμένα παραδείγματα.
Δεδομένου ότι, η μεγαλύτερη πρόκληση για την ενότητα της Εκκλησίας σήμερα είναι ο εκκλησιολογικός σχετικισμός, η «Κρητική Σύνοδος» υπήρξε μια θλιβερή αποτυχία. Τα Κείμενά της δεν θυμίζουν Πατερικά κείμενα, αλλά μάλλον κείμενα που παρήχθησαν στο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών». Δεν μας εκπλήσσει επομένως το γεγονός ότι, οι ιεράρχες στην Κρήτη αγνόησαν τον «ελέφαντα στο δωμάτιο», όπως λέει η παροιμία, έκαναν δηλαδή πως δεν είδαν το ορατό μεγάλο πρόβλημα: την προώθηση της νέας «οικουμενικής εκκλησιολογίας» και τα συμπαρομαρτούντα – την αντικανονική προσευχή με εκπροσώπους, συνοδικώς καταδικασμένων, αιρετικών ομολογιών.
Το Κείμενο, περί Σχέσεων της Εκκλησίας με τους ετεροδόξους, συνιστά απόκλιση από την Ιερά Παράδοση και προώθηση του συγκρητιστικού οικουμενισμού. Αυτό είναι πρόδηλο από το γεγονός, ότι αναγνωρίζει την ιστορική ονομασία, συνεπώς και την ύπαρξη «ετεροδόξων εκκλησιών» (έννοια αυτοαναιρούμενη!), καθώς επίσης υιοθετεί ανορθόδοξα κείμενα, που εξεδόθησαν στο πλαίσιο του διαλόγου με τους Παπικούς (λ.χ. στο Μπάλαμαντ) και στο λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» (λ.χ. Πουσάν και Πόρτο Αλέγκρε).
Η τραγική απόκλιση από την Ιερά Παράδοση είναι επίσης εμφανής στο εγκεκριμένο από τη Σύναξη Κείμενο, που αφορά τον Γάμο – Κείμενο το οποίο ανατρέπει ευθέως τον 72ο Κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου. Το εν λόγω Κείμενο, καθόσον επιτρέπει τους μικτούς γάμους με ετεροδόξους (θέση εντελώς ανυπόστατη, από θεολογική άποψη), ανεπαίσθητα αλλά ξεκάθαρα προϋποθέτει τη «βαπτισματική θεολογία» και την εκκλησιολογία των «ατελών εκκλησιών» εκτός της Μίας Εκκλησίας.
3) Πώς αξιολογείτε τον ρόλο της Τοπικής Εκκλησίας σας τόσο στην προπαρασκευαστική διαδικασία της Συνόδου, όσο και κατά τη διάρκειά της: ήταν εποικοδομητικός; Ποια ήταν η συγκεκριμένη συμβολή του; εάν υπάρχουν παραδείγματα, παρακαλώ να μας τα αναφέρετε.
Η ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι αξιέπαινη στο ότι, έστω και ‘στο παρά πέντε’ λειτούργησαν οι συνοδικές διαδικασίες και προτάθηκαν διορθώσεις στα προσυνοδικά κείμενα, οι οποίες έγιναν ομοφώνως δεκτές. Όμως, δυστυχώς, οι συνοδικές αυτές αποφάσεις παραμερίστηκαν στην Κρήτη, από τον Αρχιεπίσκοπο και από μία ολιγαρχία Ιεραρχών, όταν αυτοί, παραβλέποντας την σαφή εντολή της Ιεραρχίας, δέχθηκαν να αναγραφεί ο όρος «εκκλησίες» για τις ομολογίες των ετεροδόξων. Στο τέλος, οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν εκπροσώπησαν την Εκκλησία αλλά τον εαυτό τους. Απομένει να δούμε ποια θα είναι η συνοδική απάντηση στο «πραξικόπημα» αυτό του αρχιεπισκόπου, κατά την σύγκληση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας, τον Οκτώβριο...
4) Τις τελευταίες ημέρες πριν από τη Σύνοδο, η άρνηση τεσσάρων εκκλησιών να συμμετάσχουν σ’ αυτήν έθεσε εν αμφιβόλω την ίδια τη δυνατότητα συγκλήσεως της – παρ’ όλα αυτά η Σύνοδος έγινε. Εσείς, προσωπικά, πιστεύετε ότι ήταν τελικά Πανορθόδοξη και γιατί;
Εκτός κι αν οι λέξεις έχουν χάσει πια το νόημά τους, και «Πανορθόδοξη» σημαίνει αντιπροσωπευτικότητα μικρότερη του 25% επί του συνόλου των επισκόπων και λιγότερο από το ήμισυ επί του συνόλου των Ορθοδόξων που εκπροσωπήθηκαν – όχι, η Σύνοδος της Κρήτης δεν ήταν Πανορθόδοξη! Δεδομένων των καινοτόμων και διαιρετικών αποφάσεων που ελήφθησαν στην Κρήτη, το ερώτημα που χρειάζεται τώρα να θέσουμε στον εαυτό μας είναι, όχι αν ήταν «Πανορθόδοξη», αλλά αν ήταν Ορθόδοξη!
5) Πώς εκτιμάτε το στάτους της Πανορθοδόξου συνεργασίας, μετά από τη Σύνοδο; Ορισμένοι κάνουν λόγο για κρίση συνοδικότητας. Συμφωνείτε με αυτόν τον χαρακτηρισμό; Εαν ναι, πώς μπορούμε να βγούμε από την κρίση;
Υπάρχει σαφέστατα μία κρίση συνοδικότητος στην Εκκλησία, αλλά αυτή δεν ξεκίνησε στην Κρήτη, ούτε περιορίζεται στο Πανορθόδοξο επίπεδο. Η κρίση υπάρχει στο επισκοπικό και στο τοπικό επίπεδο, όπου οι επίσκοποι ηγούνται του κλήρου και όπου οι αρχιεπίσκοποι και πατριάρχες ηγούνται της Τοπικής Εκκλησίας ως δεσπότες, βασιλείς στο βασίλειό τους. Η ειρωνεία είναι πώς, παρότι οι Ορθόδοξοι εκπρόσωποι υπογραμμίζουν την ανάγκη το Βατικανό να βασίζει τις σχέσεις μεταξύ Προκαθημένου και Τοπικής Εκκλησίας, στον 34ο Αποστολικό Κανόνα, οι ίδιοι οι Προκαθήμενοι τον παραβιάζουν συστηματικά και οι ιερές Σύνοδοι το αποδέχονται αυτό. Γιατί δεν υπάρχουν επιπτώσεις όταν ένας Προκαθήμενος ενεργεί μονομερώς, χωρίς να ενημερώνει την ιεραρχία, πόσω μάλλον δε να λαμβάνει την έγκρισή της; Στη Σύνοδο της Κρήτης είδαμε την πρωτοφανή, αντισυνοδική πρακτική, να περιορίζεται η ψήφος μόνο στους 14 προκαθημένους των Τοπικών Εκκλησιών. Τι άλλο είναι αυτό, παρά μια νέα μορφή παπικισμού, κατά την οποία οι προκαθήμενοι λειτουργούν όχι ως «πρώτοι μεταξύ ίσων», αλλά ως «πρώτοι χωρίς ίσους». Αυτό έγινε ολοφάνερο στην περίπτωση της τοποθέτησης της Σερβικής Εκκλησίας στο ζήτημα του Κειμένου «περί Σχέσεων», όπου, μολονότι η πλειοψηφία των επισκόπων της δεν ψήφισαν το τελικό Κείμενο, ο Σέρβος Πατριάρχης τους αγνόησε και ψήφισε υπέρ του Κειμένου.
Τέτοιες τάσεις παπικισμού υπάρχουν σε όλες τις Τοπικές Εκκλησίες και, ώσπου να διορθωθούν τέτοιες ακρότητες, δεν πρέπει να προσδοκούμε κάποια πρόοδο στην Συνοδικότητα, σε πανορθόδοξο επίπεδο.
6) Πώς μπορούμε να διαμορφώσουμε σήμερα την Πανορθόδοξη Συνεργασία; Τι είδους ερωτήματα μπορούν και πρέπει μαζί να απαντηθούν;
Η Πανορθόδοξη Συνεργασία θα ανθίσει όταν ξεπεραστεί η βαθύτερη αιτία των διαιρέσεων. Η πιο σοβαρή απ’ όλες τις κρίσεις μαστίζει σήμερα την Εκκλησία: μία κρίση δογματικής συνείδησης, οξείας διαίρεσης αναφορικά με το δόγμα της Εκκλησίας. Τέτοιοι διχασμοί συνήθως ανακύπτουν όταν έχει παραμεληθεί η «βασιλική οδός» των Πατέρων της Εκκλησίας. Όταν, για παράδειγμα, μία ιεραρχία αναγνωρίζει αυτά καθ’ εαυτά τα «μυστήρια» ετεροδόξων ομολογιών, έχει εγκαταλείψει τη «βασιλική οδό» των Πατέρων, σύμφωνα με την οποία η ενότητα εν Χριστώ προϋποθέτει την ενότητα των μυστηρίων στο Ένα Μυστήριο της Εκκλησίας. Η αναγνώριση των μυστηρίων στους ετεροδόξους, αποτελεί αναγνώριση της Εκκλησίας σε αυτά και επομένως σημαίνει αναγνώριση της διαίρεσής της. Αλλά: «διαιρείται ο Χριστός;»
Κατά συνέπεια, η γενεσιουργός αιτία της διαίρεσης και του ελλείμματος συνοδικότητας (καθολικότητας, πληρότητας) είναι μια απόκλιση από την ομοφωνία των Πατέρων και υιοθέτηση μιας φονταμενταλιστικής-οικουμενιστικής, κοσμικής ιδεολογίας. Οι Ορθόδοξοι χρειάζεται να αντιμετωπίσουν αυτή τη στρέβλωση, με το να ζουν και να εκφράζουν την Πατερική πληρότητα, διότι μόνον τότε, όχι απλώς τα συμπτώματα θα αντιμετωπιστούν ( διχογνωμίες για τη δικαιοδοσία αρμοδιότητας, ανόητοι ζηλωτισμοί κ.ά.), αλλά επίσης και η ρίζα του διχασμού (μια αιρετική θεώρηση για την Εκκλησία) μπορεί να θεραπευθεί.
Θα πρέπει να γίνει σαφές, επομένως, ότι το ανορθόδοξο φρόνημα και η ανορθόδοξη μεθοδολογία που δημιούργησαν το «φιάσκο της Κρήτης», δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με ημίμετρα. Αν το ακάθαρτο πνεύμα, το οποίο προξένησε διαίρεση στην Κρήτη «αντιμετωπιστεί» με «κανακέματα», χάριν μιάς επιφανειακής ενότητος και μιάς εξωτερικής ειρήνης και δεν εκδιωχθεί με καθαρή ομολογία Πίστεως, τότε μπορούμε απλώς να περιμένουμε σε μερικά χρόνια το επόμενο φιάσκο, τύπου Κρήτης, δηλαδή ακόμη μεγαλύτερη αιμορραγία στο Σώμα του Χριστού, την απώλεια «των μικρών τούτων» για τους οποίους Εκείνος σταυρώθηκε!.
[μετ. Χαρά Λιαναντωνάκη, για το orthodoxethos.com]
Πηγή: Ακτίνες

Η απόφαση του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα να απομακρύνει τον Νίκο Φίλη από την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας στόχευε εμφανώς στην εκτόνωση της έντασης που είχε δημιουργηθεί με την Εκκλησία κυρίως με αφορμή το μάθημα των Θρησκευτικών.
Ο νέος Υπουργός Παιδείας Κώστας Γαβρόγλου έσπευσε αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του να δηλώσει για το μάθημα των Θρησκευτικών ότι σκοπεύει να συνεχίσει με βάση τα συμφωνηθέντα στο Μέγαρο Μαξίμου. Η δήλωση επιδέχεται πολλών ερμηνειών καθώς μετά τη συνάντηση στο Μαξίμου ο Αρχιεπίσκοπος δήλωσε ότι τα Θρησκευτικά θα διδάσκονται με βάση τα παλιά βιβλία, ο δε Νίκος Φίλης ότι συνεχίζεται η εφαρμογή των νέων Προγραμμάτων Σπουδών! Απαιτείται λοιπόν το συντομότερο αποσαφήνιση των θέσεων της Πολιτείας και της Εκκλησίας για τα Θρησκευτικά.
Για να διασωθεί ο χριστιανικός χαρακτήρας του μαθήματος των Θρησκευτικών απαιτούνται τρεις συγκεκριμένες πράξεις από την πλευρά του Υπουργείου Παιδείας. Έκδοση εγκυκλίου με την οποία θα αναστέλλεται η εφαρμογή των νέων Προγραμμάτων Σπουδών, εντολή εκτύπωσης των μέχρι σήμερα διδασκομένων βιβλίων Θρησκευτικών και για το επόμενο σχολικό έτος και έναρξη διαλόγου με αντικείμενο τον εμπλουτισμό των βιβλίων αυτών με χωριστά κεφάλαια θρησκειολογικού περιεχομένου επί τη βάσει της πρότασης του Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου που είχε εγκριθεί από το σώμα της Ιεραρχίας. Εάν η Εκκλησία δεν απαιτήσει την άμεση υλοποίηση των τριών παραπάνω πράξεων θα αφήσει το Υπουργείο Παιδείας και το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής ανενόχλητα να προχωρήσουν στην ολοκλήρωση του σχεδίου αλλαγής του μαθήματος των Θρησκευτικών με την εκτύπωση και αποστολή στα σχολεία νέων βιβλίων Θρησκευτικών που βασίζονται στα νέα Προγράμματα Σπουδών και τα οποία ήδη ετοιμάζονται με ταχείς ρυθμούς.
Η Ιεραρχία που συνέρχεται στο τέλος του μηνός Νοεμβρίου δεν πρέπει να αφήσει το θέμα στα χέρια μιας ακόμη επιτροπής διαλόγου. Δεν είναι καιρός για διαλόγους και θεωρητικές συζητήσεις. Η Διοικούσα Εκκλησία πρέπει να αντιληφθεί ότι για τα στελέχη του Υπουργείου Παιδείας ένας τέτοιος διάλογος είναι χρήσιμος μόνο και μόνο για να κατευνάσει τις αντιδράσεις και να δώσει πολύτιμο χρόνο στους ίδιους για την ολοκλήρωση του έργου μετάλλαξης των Θρησκευτικών που έχουν σχεδιάσει εδώ και χρόνια. Το ΙΕΠ έχει ήδη δρομολογήσει την επιμόρφωση Θεολόγων και Δασκάλων στα νέα Προγράμματα Σπουδών, με υπεύθυνο του έργου τον Σύμβουλο Σταύρο Γιαγκάζογλου που πρωτοστάτησε όλα τα τελευταία χρόνια στο έργο της αλλαγής του περιεχομένου του θρησκευτικού μαθήματος. Ο ίδιος με το επιτελείο του στο ΙΕΠ προχωρά και στην τελευταία πράξη του έργου του, τη συγγραφή των νέων βιβλίων, τα οποία, αν δεν υπάρξει αντίθετη υπουργική απόφαση, θα σταλούν στις αρχές της άνοιξης για εκτύπωση ώστε να είναι έτοιμα μαζί με τα σχολικά εγχειρίδια των άλλων μαθημάτων για το επόμενο σχολικό έτος.
Τα χρονικά πλαίσια για παρεμβάσεις που θα διασώσουν το χριστιανικό μάθημα των Θρησκευτικών είναι ασφυκτικά. Οι θεολόγοι στην πλειονότητά τους αντιστέκονται αρνούμενοι να εφαρμόσουν στην πράξη τα νέα προγράμματα σπουδών. Η Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων ήδη προσέφυγε στο ΣτΕ ζητώντας αναστολή της εφαρμογής των νέων Προγραμμάτων Σπουδών. Όλοι εναγωνίως αναμένουν την δυναμική εκ νέου παρέμβαση της Ιεραρχίας προς τη νέα ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας με τρόπο σαφή και αίτημα τη λήψη συγκεκριμένων πρωτοβουλιών από τον νέο Υπουργό Παιδείας. Αν δεν υπάρξει ανάκληση των αποφάσεων του Νίκου Φίλη για τα Θρησκευτικά, κανένα όφελος δεν θα προκύψει από την απλή αλλαγή προσώπων στο τιμόνι του Υπουργείου Παιδείας.
Πηγή: (Ορθόδοξος Τύπος, 18.11.2016), Θρησκευτικά

Αυτοί που ανήκουν πραγματικά (όχι φαινομενικά) στο Σώμα του Χριστού, στην Ορθόδοξη Εκκλησία, κληρικοί και λαϊκοί, είναι διαφορετικοί ως προσωπικότητες, ως χαρακτήρες. Κι εδώ υπάρχει ο αυθεντικός, όχι ο υποκριτικός, σεβασμός στη διαφορετικότητα. Ταυτόχρονα, όμως, είναι εναρμονισμένοι κι ενωμένοι μέσα στην ενέργεια του Υιού και Λόγου του Θεού.
Στην προσευχή Του ο Κύριος ζήτησε για τα πρώτα μέλη της Εκκλησίας Του να είναι «ένα σώμα και μια ψυχή»: «Ίνα ώσιν έν».
Αλλά δεν το ζήτησε μόνο για εκείνους, αλλά και για όλους εμάς που πιστέψαμε σε Αυτόν ακούγοντας το λόγο των Αποστόλων Του («των πιστευσόντων διά του λόγου αυτών εις εμέ») και των διαδόχων τους.
Αυτή η ένωση εξασφαλίζει την ενότητα, την ομοψυχία και την ειρήνη, και όλους τους υπέροχους καρπούς αυτής της κατάστασης μέσα στον κόσμο. Αν είμαστε, λοιπόν, όλοι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί γνήσια μέλη του σώματος του Χριστού, τότε είμαστε σε «κοινωνία» που ως κατάσταση είναι μια ανώτερη μορφή επικοινωνίας και αρμονικής συμβίωσης.
Αφιλοκερδείς, ανιδιοτελείς και ενωμένοι με μια αγάπη που δεν «ζητεί τα εαυτής» πορευόμαστε όλοι μαζί, «αλλήλων τα βάρη βαστάζοντες», προς μια γνήσια «προκοπή βίου και πίστεως και συνέσεως πνευματικής».
Αρκούν οι σκληρές δοκιμασίες της ζωής, τα προβλήματα, οι αρρώστιες, η φτώχεια, οι μέριμνες, οι πειρασμοί, οι εχθροί (εσωτερικοί και εξωτερικοί). Αρκεί ο μισόκαλος εξαποδώ και τα όργανά του που δεν σταματούν λεπτό να εργάζονται για να μας καταστρέψουν. Ας μη δημιουργούμε κι άλλα προβλήματα από μόνοι μας.
Μόνο με τη γνήσια ενότητα μπορούμε να βγούμε από τις δύσκολες καταστάσεις που έχουμε μπει, και να αντιμετωπίσουμε τους εχθρούς που μας σφίγγουν στη μέγγενη κάθε μέρα και περισσότερο.
Μόνο έτσι μπορούμε να πετύχουμε τους ευγενικούς μας σκοπούς – προσωπικούς, ομαδικούς και εθνικούς. Με ενότητα και ομοψυχία.
Αυτού του είδους η ενότητα δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με τα ανθρώπινα μέσα. Εθελοτυφλούμε πεισματικά και αγνοούμε συνεχώς τα μαθήματα που μας διδάσκει η ιστορία και η ζωή. Σε κάθε ευρεία ανθρώπινη συλλογική προσπάθεια εμφιλοχωρούν ιδιοτέλειες, φθόνοι και έριδες. Κι έτσι, είτε καταστρέφεται είτε αποκτά τα χαρακτηριστικά του ολοκληρωτισμού και καταλήγει στη σιχαμερή εκμετάλλευση των ανθρώπων, ήπια ή ακόμα και απροκάλυπτα βάναυση.
Έχουμε στα χέρια μας, ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί, τη μοναδική συνταγή για την επίτευξη μιας γνήσιας, ευλογημένης και άρτιας ενότητας και ομοψυχίας. Και αυτό κάνει ακόμα περισσότερο τραγικό το γεγονός ότι δεν την εκμεταλλευόμαστε. Αυτό συμβαίνει το περισσότερο γιατί παραμένουμε ανώριμοι πνευματικά και δεν πακτώνουμε μόνιμα κι αταλάντευτα μέσα στην καρδιά και το νου μας τον υπερβατικό και μεταφυσικό χαρακτήρα της Εκκλησίας μας.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι καμιά λέσχη, ούτε κοινωνική οργάνωση, ούτε σύλλογος. Δεν είναι ένα κοινωνικό πλαίσιο για να μας κάνει να νιώθουμε πως κάπου ανήκουμε κι εμείς, όταν οι άλλου είδους συλλογικότητες δεν μας γεμίζουν.
Δεν είναι ένας τόπος γνωριμιών για να προωθήσουμε τα προσωπικά κι επαγγελματικά μας συμφέροντα, κρύβοντας κάτω από το μανδύα του ηθικού πλεονεκτήματος του χώρου βαθιά κρυμμένες –κι από τον ίδιο μας τον εαυτό– τις κοσμικές επιδιώξεις μας.
Δεν είναι, ούτε καν, ένας χώρος όπου μπορούμε να ψευτοθερμάνουμε την καρδιά μας και να ικανοποιήσουμε επιφανειακά την έμφυτη ανάγκη μας για ακούσματα πνευματικά και απόκοσμα – κι έτσι να ικανοποιούμε την καλά κρυμμένη αυταρέσκειά μας, ότι δήθεν εμείς είμαστε άνθρωποι πνευματικοί κι έχουμε ένα πλεονέκτημα έναντι των άλλων, «των καημένων» που δεν είναι, όπως λένε, «της Εκκλησίας».
Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού. Είμαστε σε αυτήν, όσοι έχουμε βαπτιστεί, για να συναντήσουμε προσωπικά ο καθένας μας τον Χριστό και να τον βάλουμε μέσα στην καρδιά μας. Έτσι, πηγαίνοντας ο καθένας μας στον Χριστό, θα συναντηθούμε και με όλους τους άλλους που πήραν την ίδια πορεία.
Το κέντρο της συνάντησης είναι ο Χριστός. Μόνο εκεί θα μπορέσουμε αληθινά να πούμε πως «είμαστε εις το εμείς κι όχι εις το εγώ» που λέει κι ο Μακρυγιάννης.
Μόνο με τον Χριστό στην καρδιά και τη Θεία Χάρη μπορεί να επιτευχθεί το ανθρωπίνως αδύνατο. Να συμβιβαστούν τα ανθρωπίνως ασυμβίβαστα. Ομοψυχία και ενότητα και κοινή πορεία προς ευγενικούς στόχους, ταυτόχρονα με τον απόλυτο σεβασμό της προσωπικότητας και της ελευθερίας κάθε μονάδας.
«Χωρίς Εμένα τίποτε δεν μπορείτε να κάνετε», λέει ο Κύριος. Έτσι είναι. Δεν μπορεί το «εγώ» να ανεχτεί τις διαφορετικότητες και τους άπειρους βαθμούς ελευθερίας του «εμείς», παρά μόνο μέσα σε συνθήκες αγιοπνευματικού φωτισμού. Δεν μπορεί να αντιληφθεί ο ανθρώπινος νους τη Βασιλική Οδό, το «άριστον μέτρον» και τα λεπτά όρια μεταξύ της διαφορετικότητας και της –Εν Χριστώ– ταυτότητας.
Αυτού του είδους η αντίληψη, που είναι το κλειδί και η χρυσή συνταγή της ενότητας, ξεπερνά τις δυνατότητες του ανθρώπινου νου. Επιτυγχάνεται μόνο με εκείνο το χάρισμα του Αγίου Πνεύματος που ονομάζεται «διάκριση».
Αν η γνήσια ταπείνωση είναι η γενεσιουργός αρετή (δηλαδή οδηγεί και σε όλες τις άλλες), η διάκριση είναι η θεμέλια ουσία μέσα στην οποία συγκρατιούνται και κινούνται αρμονικά όλες οι άλλες αρετές μαζί κι εκδηλώνονται όπως κι όταν πρέπει.
Θέλουμε ως Έλληνες κι Ορθόδοξοι Χριστιανοί ενότητα, ομοψυχία κι επιτυχίες; Αυτά που σας έγραψα σήμερα είναι η συνταγή. Το έψαξα το πράμα πολύ, κι άλλη από αυτήν δεν βρίσκω...
Πηγή: Pontos-News

«Διάλυση της συνοχής της ελληνικής κοινωνίας, με την αποχριστιανοποίηση, την αλλαγή πίστεως και συνείδησης… Διάλυση της πολιτισμικής μας βάσης, της ταυτότητάς μας, είναι ο στόχος της διδασκαλίας της νέας ύλης του μαθήματος των Θρησκευτικών στην εκπαίδευση», υποστήριξαν πανεπιστημιακοί καθηγητές της χώρας μας και θεολόγοι μέλη της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων, χθες σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στη Λάρισα, με θέμα τα νέα προγράμματα σπουδών στο μάθημα των Θρησκευτικών.
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΟΙ ΣΕ ΕΚΔΗΛΩΣΗ: ΔΙΑΛΥΟΥΝ ΚΑΙ ΑΠΟΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΙΟΥΝ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
* «Αρνούμαστε να διδάξουμε τη νέα ύλη των Θρησκευτικών» ανέφερε ο πρόεδρος του παραρτήματος Λάρισας της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων κ. Δημ. Οικονόμου
«Διάλυση της συνοχής της ελληνικής κοινωνίας, με την αποχριστιανοποίηση, την αλλαγή πίστεως και συνείδησης…
Διάλυση της πολιτισμικής μας βάσης, της ταυτότητάς μας, είναι ο στόχος της διδασκαλίας της νέας ύλης του μαθήματος των Θρησκευτικών στην εκπαίδευση», υποστήριξαν πανεπιστημιακοί καθηγητές της χώρας μας και θεολόγοι μέλη της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων, χθες σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στη Λάρισα, με θέμα τα νέα προγράμματα σπουδών στο μάθημα των Θρησκευτικών.
Ως «εργαλείο αποδόμησης της ορθοδόξου πίστεως» χαρακτηρίστηκε η νέα ύλη του μαθήματος, με την εκκλησία να βρίσκεται στο πλευρό τους, καθώς ο π. Νικηφόρος ως εκπρόσωπος της Ιεράς Μητρόπολης Λάρισας, στην ίδια εκδήλωση έκανε αναφορά «στον διάβολο» και στους «πειρασμούς της ύλης, που καταστρέφουν τις πνευματικές μας βάσεις: Οικογένεια, θρησκεία, πατρίδα», δίνοντας το στίγμα ενός αγώνα που θα συνεχιστεί ενάντια σε ότι επιβάλλει το υπουργείο Παιδείας και αφορά την ορθόδοξη πίστη.
Οι θεολόγοι χθες, έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου και δια στόματος του προέδρου του παραρτήματος Λάρισας, της Πανελλήνιας Ένωσής τους, κ. Δημήτρη Οικονόμου, διαμήνυσαν: «Αρνούμαστε να διδάξουμε τη νέα ύλη των Θρησκευτικών. Να έχουμε το θάρρος και την τόλμη να αγωνιστούμε… Αντιστεκόμαστε και θα συνεχίσουμε να διδάσκουμε τον Χριστό στα παιδιά μας».
Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα της Χριστιανικής Εστίας «Απόστολος Παύλος», από την Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων, το Παράρτημα Λαρίσης της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων, το Εργαστήριο Παιδαγωγικής – Χριστιανικής Παιδαγωγικής του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, υπό την αιγίδα της Ιεράς Μητρόπολης Λαρίσης και Τυρνάβου.
«ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΒΑΘΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ»
Οι ομιλητές αναφέρθηκαν στις αλλαγές και στις επιπτώσεις που θα φέρουν στην κοινωνία, με όλους τους να συγκλίνουν στο ότι: «η νέα ύλη του μαθήματος δημιουργεί σύγχυση στους μαθητές και ωθεί στη διάλυση της ορθόδοξης πίστεως, που αποτελεί βασικό στοιχείο συνοχής της ελληνική κοινωνίας».
Αναλυτικότερα ο κ. Ιωάννης Φύκαρης, επίκουρος καθηγητής Διδακτικής Μεθοδολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, αναφερόμενος στη δομική προσέγγιση του νέου αναλυτικού προγράμματος του μαθήματος των Θρησκευτικών στο ελληνικό σχολείο, κατέθεσε κοινωνικο-διδακτικούς προβληματισμούς και ερωτήματα, τονίζοντας μεταξύ άλλων: «Υπάρχει σοβαρός κίνδυνος… Η θρησκεία έχει βασικό ρόλο στην ύπαρξη κοινωνικής συνοχής. Αν διαλυθεί, θα ακολουθήσει η διάλυση της ελληνικής κοινωνικής συνοχής.
Το πρόβλημα είναι βαθιά κοινωνικό! Με τη νέα ύλη επιχειρείται η αποχριστιανοποίηση, η αλλαγή πίστεως και συνείδησης».
Καταθέτοντας επιχειρήματα για το πώς θα έρθει η διάλυση, ο κ. Φύκαρης, υποστήριξε: «Η ζωή στην Ελλάδα είναι οργανωμένη πάνω στο ορθόδοξο εορτολόγιο. Η καθημερινότητά της κινείται βάση αυτών των παραδόσεων και στην εκπαίδευση, όπως οι γιορτές των Χριστουγέννων, του Πάσχα, των Τριών Ιεραρχών κ.ά. Η επόμενη κίνηση του υπουργείου Παιδείας, στο όνομα της πολυθρησκείας ποια θα είναι; Να καταργήσει τις αργίες, καθώς δεν θα βρίσκει νόημα σε αυτές;».
Κατέληξε δε, στο ότι: «Δεν γνωρίζουμε ακόμη ποια ανάγκη ώθησε στην αλλαγή της ύλης του μαθήματος των Θρησκευτικών, διότι δεν πείθει το επιχείρημα της ύπαρξης μεταναστών στη χώρα μας…».
Αντίστοιχα ο κ. Ηρακλής Ρεράκης, καθηγητής Παιδαγωγικής της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τόνισε: «πρόκειται για εσκεμμένα προγράμματα σπουδών αποπροσανατολισμού από την ορθόδοξη πίστη, με σκοπό το θρησκευτικό μηδενισμό.
Οι παιδαγωγικές επιπτώσεις θα είναι τραγικές. Αλλάζει το πολιτισμικό στοιχείο της χώρας μας. Αλλάζουν οι δομές του και οι βάσεις του. Καταργούν τις βάσεις της ορθόδοξης παράδοσης, αλλάζουν τη δομή του πολιτισμού μας…
Τα παιδιά πρέπει να διαπαιδαγωγούνται βάση του πολιτισμικού στοιχείου της χώρας τους. Αν όχι χάνουν την ταυτότητά τους».
Ακολούθησε ομιλία του κ. Κωνσταντίνου Σπαλιώρα, Δρ. Θεολογίας, πρόεδρο της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων, διευθυντή Γυμνασίου - Λυκειακές Τάξεις Νέου Μοναστηρίου Φθιώτιδας, με θέμα τα «νέα προγράμματα σπουδών στο ΜτΘ. Από την Ορθόδοξη αγωγή στην πολυθρησκειακή σύγχυση».
Να σημειωθεί ότι στην εκδήλωση χαιρετισμό απηύθυνε και η σχολική σύμβουλος Θεολόγων της περιφέρειας Λάρισας –Μαγνησίας κ. Φωτεινή Σταλίκα.
Πηγή: (Ελευθερία ,13/11/2016), Ακτίνες

H απάντηση κλήρου και λαού στο δίλημμα που έθεσε ο Αρχιεπίσκοπος προς την Ιεραρχία για τα Θρησκευτικά: «Τι θέλετε; Πόλεμο και αίμα;»
Η εφημερίδα «Το Βήμα» σε άρθρο της δημοσιογράφου Μαρίας Αντωνιάδου, με τίτλο «Ιερώνυμος προς μητροπολίτες: «Τι θέλετε; Πόλεμο και αίμα;» (9/10/2016), ανέφερε κάτι το οποίο δεν έχει διαψευστεί μέχρι σήμερα, ότι ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, έθεσε, στα μέλη της Ιεραρχίας της Εκκλησίας τα οποία διαφώνησαν ανοιχτά με τη συμφωνία που επιτεύχθηκε με τον πρωθυπουργό κ. Αλέξη Τσίπρα για το μάθημα των Θρησκευτικών, το αμείλικτο ερώτημα «Τι θέλετε; Πόλεμο και αίμα;».
Σύμφωνα με το δημοσίευμα αυτό «ο κ. Ιερώνυμος επέμεινε στην επιλογή του, να μη συνεχιστεί στην παρούσα φάση η σύγκρουση με την κυβέρνηση, καθώς μπροστά του έχει την αναθεώρηση του Συντάγματος και, σύμφωνα με πληροφορίες, υπάρχει η δέσμευση ότι δεν θα πειραχθεί το άρθρο 3, ούτε και η παράγραφος 3, του άρθρου 13 του Συντάγματος.»
Με όσα αναφέρει το παραπάνω δημοσίευμα, αφήνει τον αναγνώστη να υπονοήσει ότι ο Αρχιεπίσκοπος στην ουσία «πούλησε» την υπόθεση της Ορθόδοξης Χριστιανικής Αγωγής στα σχολεία της πατρίδας μας, «ανταλλάσοντάς την» με τη διατήρηση του σημερινού Συνταγματικού status quo των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας σε μια πιθανή μελλοντική αναθεώρηση του Συντάγματος.
Ορίστηκαν μάλιστα, από τον Αρχιεπίσκοπο, όπως αναφέρει και πάλι το δημοσίευμα και τρείς Ιεράρχες, ο Σεβασμιώτατος Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, «γνωστός σε όλα τα χριστιανικά φόρα, καθώς μετέχει στον διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς, και συμμετείχε και στην επιτροπή που προετοίμασε την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που συγκλήθηκε τον περασμένο Ιούνιο στην Κρήτη», ο Σεβασμιώτατος Ύδρας κ. Εφραίμ, ο οποίος «στα νεανικά του χρόνια υπήρξε αριστερός και ως φοιτητής της Θεολογικής Σχολής ήταν στα γεγονότα της Νομικής κατά τη διάρκεια της δικτατορίας» και ο Σεβασμιώτατος Μεσογαίας κ. Νικόλαος, «προερχόμενος από τη Μονή Σίμωνος Πέτρας και από τις εκκλησιαστικές οργανώσεις», οι οποίοι [εκπροσωπούν διαφορετικές τάσεις μέσα στην Ιεραρχία: ο κ. Νικόλαος βρίσκεται κοντά στους λεγόμενους «παραδοσιακούς» ή «συντηρητικούς», ο κ. Χρυσόστομος σε εκείνο το τμήμα της Ιεραρχίας που χαρακτηρίζεται πιο «φιλελεύθερο» η ανοιχτό και ο κ. Εφραίμ σε αυτούς που ισορροπούν αλλά εκφράζουν ξεκάθαρα τη γνώμη τους] και οι οποίοι ανέλαβαν να διεξαγάγουν τον «διάλογο» με την Πολιτεία με αφορμή το μάθημα των Θρησκευτικών και προφανώς να φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα που ήδη έχει προσυμφωνηθεί.
Αν ισχύουν οι παραπάνω αναφορές του προαναφερόμενου δημοσιεύματος τότε εύκολα ο οποιοσδήποτε μπορεί να καταλήξει στο εύλογο συμπέρασμα ότι και η Επιτροπή των καθηγητών που όρισαν οι τρείς Ιεράρχες για να μελετήσει το θέμα του μαθήματος των Θρησκευτικών και να εισηγηθεί προς τούτο στην Ιεραρχία, θα έχει ως στόχο : α) να παρουσιαστεί ως αμερόληπτη, καθώς τα πολυμελή δοτά μέλη της, δεν θα «ανήκουν», εμφανώς τουλάχιστον, σε καμία από τις δύο δήθεν αντιμαχόμενες θεολογικές ομάδες την ΠΕΘ και τον «ΚΑΙΡΟ» και β) να καταλήξει στα προσδοκώμενα και ήδη προσυμφωνημένα αποτελέσματα και γι΄ αυτό προφανώς η σύνθεση της συμπερασματικής απόφασης της Επιτροπής θα βασιστεί επάνω στη γνωστή μέθοδο λήψης των αποφάσεων, σύμφωνα με την οποία «η των πλειόνων ψήφος κρατείτω».
Κατόπιν όλων αυτών, εύκολα και όμορφα, ανατρέπεται η απόφασης της Ιεραρχίας που έλεγε «συζητάμε μόνο με βάση το παλιό πρόγραμμα διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών» και τα «απαράδεκτα και επικίνδυνα Προγράμματα Σπουδών για το μάθημα των Θρησκευτικών», μετατρέπονται σε μια καλή βάση συζητήσεως και με μερικές διορθώσεις και βελτιώσεις «πλασάρονται», «βαπτιζόμενα» ως ορθόδοξα, προς «κατανάλωση» στα σχολεία, στους Θεολόγους, στα παιδιά και στο υπόλοιπο χριστεπώνυμο πλήρωμα, καθώς μάλιστα, είναι μαθημένος ο λαός να δέχεται αδιαμαρτύρητα το «σανό» που ο καθένας του προσφέρει.
Όμως «τα όμορφα χωριά, όμορφα καίγονται»!
Ως Γενικός Γραμματέας της Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων θέλω να πιστεύω ότι τα πραγματικά δεδομένα δεν είναι αυτά που παρουσιάζονται στο παραπάνω άρθρο της προαναφερόμενης εφημερίδας αλλά και σε κάθε περίπτωση οφείλω στεντορεία τη φωνή να διατρανώσω προς κάθε κατεύθυνση την ομόφωνη απόφαση της Ενώσεώς μας, να αγωνιστεί έως τέλους, έχοντας χρέος προς τον Χριστό στον οποίο πιστεύουν τα μέλης της και προς αυτό που κλήθηκε να υπηρετήσει, δηλαδή τη διατήρηση της Ορθόδοξης Χριστιανικής Αγωγής στα σχολεία της πατρίδας μας.
Ως εκ τούτων, στο ερώτημα «Τι θέλετε; Πόλεμο και αίμα;», όσον αφορά στο μάθημα των Θρησκευτικών, είναι σοφό να συνειδητοποιήσουν όλοι ότι:
1) Το θέμα έχει πάρει πλέον τεράστιες διαστάσεις στην ελληνική κοινωνία και όλοι βρίσκονται με το χέρι στην σκανδάλη.
2) Ότι έχει ήδη κατατεθεί προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας, από εκπροσώπους γονέων και της ΠΕΘ, κατά του πρόσφατα δημοσιευμένου νόμου της Πολιτείας που επιβάλλει την εφαρμογή των επαίσχυντων αλλαγών στο μάθημα των Θρησκευτικών.
3) Ότι ο λαός του Θεού έχει σκανδαλισθεί για την αργοπορία της Διοικούσας Εκκλησίας να αντιδράσει εγκαίρως και πριν να υπάρξει η θεσμοθέτηση της εφαρμογής με ΦΕΚ των νέων «ακατάλληλων και επικίνδυνων» Προγραμμάτων, διότι γνώριζε τα πάντα για αυτές τις αλλαγές και λεπτομερώς από το 2012, με επίσημο 27σέλιδο υπόμνημα (03-07-2012) ειδικού για το μάθημα των Θρησκευτικών Πανεπιστημιακού Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ.
4) Ότι η Σύνοδος της Ιεραρχίας είναι ανάγκη να συνεχίσει, στην ίδια γραμμή, να ορθοτομεί τον λόγο της αληθείας, διότι ο πιεσμένος για τόσα άλλα λαός μας, τον τελευταίο καιρό, δείχνει να εκφράζει πρωτοφανή απογοήτευση και αποδοκιμασία για εκείνους που τον διοικούν πολιτικά, εξαιτίας του γεγονότος ότι άλλα λένε και υπόσχονται και άλλα πράττουν. Η πνευματική διοίκησή του, που αποτελείται από τα μέλη της Ιεραρχίας, δεν πρέπει -και αυτή- να απογοητεύσει ή να σκανδαλίσει, κατά τον ίδιο τρόπο, τον ελληνικό λαό, διότι είναι βέβαιο ότι οι Ιεράρχες μας έχουν ήδη αφρουγκαστεί και έχουν πάρει μηνύματα και, επομένως, γνωρίζουν πολύ καλά ότι ο λαός υιοθέτησε όλες τις αποφάσεις τις Ιεραρχίας (Μάρτιος και Οκτώβριος 2016), αλλά αναμένει ανήσυχος να δει και την πιστή και ακέραιη εφαρμογή τους.
5) Είναι φρόνιμο για ορισμένους να συνειδητοποιήσουν ότι δεν είναι καιρός για μεθοδεύσεις και διπλωματικές συναλλαγές και ενέργειες, διότι το κινδυνευόμενον, το μάθημα των Θρησκευτικών, αφορά σε ένα από τα λίγα, αλλά ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΑ και ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ του λαού μας, που δεν είναι άλλο από την πίστη και την ταυτότητα, ό, τι έχει μείνει - ακόμη μέχρι τώρα- ακέραιο στην ψυχή του.
6) Μέσα σε αυτό το εκρηκτικό κλίμα, επομένως, οι Αρχιερείς είναι σοφό και άγιο να αναλάβουν τις πνευματικές τους ευθύνες και να ενεργήσουν, μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης για ένα θέμα που φαίνεται σαφέστατα ότι ενδιαφέρει άμεσα τον ορθόδοξο λαό, ο οποίος, μάλιστα, έχει δείξει ήδη προς όλες τις κατευθύνσεις ότι υποχωρήσεις και συμβιβασμοί δεν χωράνε ούτε πρόκειται να τις δεχθεί.
7) Στο ερώτημα λοιπόν, του Αρχιεπισκόπου, «Τι θέλετε; Πόλεμο και αίμα;» οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες μας χρειάζεται να δώσουν ιστορική και ορθόδοξη εκκλησιαστική απάντηση, που να εκφράζει τον πιστό λαό των τοπικών τους Μητροπόλεων και η απάντηση αυτή είναι μόνον μία και μοναδική, εκείνη που έδινε διαχρονικά η Εκκλησία μας σε θέματα πίστεως, δηλαδή, «Κρείττων γάρ ἐπαινετός πόλεμος, εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ» (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγ. Β´, PG 35, 488C) καθώς, «Ἔστι σχισθῆναι καλῶς. Ἔστι γὰρ καὶ κακὴ ὁμόνοια, ἔστι καὶ καλή διαφωνία» (Ιερού Χρυσοστόμου, PG59, 314).
Σύμφωνα με τα παραπάνω, το θέμα της ορθόδοξης διδασκαλίας των παιδιών μας στα σχολεία δεν είναι μόνον θέμα συνέπειας έναντι του Συντάγματος, των νόμων και της ισχύουσας νομολογίας, αλλά, προπαντός, θέμα οντολογικό που αφορά στη φυσιογνωμία και στην ιδιοπροσωπία αυτού του λαού και στην πνευματικής του διατήρηση και συνέχεια. Και σ’ αυτό το υπαρξιακό θέμα του λαού, σύσσωμη η πνευματική του ηγεσία οφείλει και αναμένουμε να συνεχίσει να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης του, υλοποιώντας με συνέπεια τις ήδη ληφθείσες αποφάσεις της και βρισκόμενη αταλάντευτα δίπλα του και όχι απέναντί του.
Πηγή: (Από την εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος», 18-11-2016), Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

O Ερντογάν μπροστά σε πίνακες του Μωάμεθ του Πορθητή - Για όσους θεώρησαν ότι το χθεσινό μας άρθρο ήταν εκτός πραγματικότητας
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει την εξουσία από το 2002, όταν το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) αναδείχθηκε νικητής των βουλευτικών εκλογών. Έκτοτε, αρχικά ως πρωθυπουργός και σήμερα ως πρόεδρος, η δημοφιλία του έχει αυξηθεί με λίγες αναταράξεις κατά τη διαδρομή, την οποία χειρίσθηκε με ικανότητα. Τώρα, στην επαύριο του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου, ο Ερντογάν δείχνει πιο δημοφιλής από ποτέ. Μια νέα έρευνα από την εταιρεία δημοσκοπήσεων Genar δηλώνει, ότι περισσότερο από το 60% του εκλογικού σώματος στηρίζει τον Ερνογάν. Η λαϊκή υποστήριξη για τους ηγετικούς χειρισμούς του εναντίον της απόπειρας πραξικοπήματος υπολογίζεται φαινομενικά στο 88%.
Η ίδια έρευνα της Genar αποκάλυψε άλλο ένα αξιοπρόσεκτο στατιστικό στοιχείο: οι πιθανές ψήφοι υπέρ του Ερντογάν σε προεδρική εκλογή αυξάνονται στο 70% του εκλογικού σώματος, όταν περιλαμβάνεται η βάση του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (MHP). Επί του παρόντος υπάρχει μεγάλη συμπάθεια στον Ερντογάν από τους ψηφοφόρους του MHP, οι οποίοι προφανώς μπορεί να επιλέξουν αυτόν στην επόμενη προεδρική εκστρατεία. Σύμφωνα με μία άλλη πρόσφατη δημοσκόπηση, η στήριξη στο ΑΚΡ βρίσκεται στο 55%, ενώ το MHP έχει 12%. Η υποστήριξη στο βασικό αντιπολιτευτικό, κοσμικό Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (CHP) είναι σταθερή στο περίπου σύνηθες 25%, ενώ το φιλοκουρδικό Κόμμα Δημοκρατίας των Λαών (HDP) έχει πέσει στο 7%.
Τέτοια ευρεία υποστήριξη στον Ερντογάν σημαίνει ότι η βάση στήριξής του δεν περιορίζεται στους Ισλαμιστές, όπως μερικές φορές υποθέτουν τα Δυτικά ΜΜΕ. Ποικίλες έρευνες, περιλαμβανομένης και μιας δημοσκόπησης του 2013 από το Pew Research Center, έδειξαν ότι οι Ισλαμιστές – εκείνοι που είναι υπέρ ενός κράτους βασισμένου στη Σαρία – αποτελούν λίγο περισσότερο του 10% του πληθυσμού της Τουρκίας. Είναι ασφαλές να υποθέσουμε, ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους Ισλαμιστές θα ψήφιζαν σήμερα το ΑΚΡ του Ερντογάν, ελπίζοντας ότι μακροπρόθεσμα το κόμμα θα κάνει περισσότερα για τον σκοπό τους. Ύστερα, υπάρχει τουλάχιστον ένα 35% του εκλογικού σώματος, πάνω κάτω, που κατά συνήθεια ψηφίζει ΑΚΡ. Είναι τυπικά Ανατολίτες Σουννίτες συντηρητικοί – που είναι πιστοί αλλά επίσης πραγματιστές – οι οποίοι αγαπούν τις θρησκευτικές αναφορές του Ερντογάν μαζί με τις κοινωνικές υπηρεσίες, τους αυτοκινητοδρόμους, τα εμπορικά πολυκαταστήματα που τους παρέχονται ευγενή χορηγία του ΑΚΡ.
Η βάση του MHP, του τρίτου μεγαλύτερου κόμματος της Τουρκίας πίσω από το ΑΚΡ και το CHP, επίσης περιλαμβάνει Ανατολίτες Σουννίτες συντηρητικούς. Η μόνη διαφορά μεταξύ της βάσης του ΑΚΡ και του MHP είναι ότι το τελευταίο είναι πιο επίμονο στον εθνικό Τουρκικό εθνικισμό. Έχει επιδείξει έντονη εχθρότητα έναντι του «Κουρδικού αποσχισμού», αληθινού ή αντιληπτού, και ήταν πάντοτε πολεμοχαρές έναντι του ένοπλου Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (ΡΚΚ), το οποίο η Τουρκία και οι ΗΠΑ ορίζουν ως τρομοκρατική οργάνωση.
Γι' αυτό οι σχέσεις μεταξύ του ΑΚΡ και του MHP έγιναν τεταμένες όταν ο Ερντογάν επιζητούσε να βρει ειρηνική επίλυση στο Κουρδικό ζήτημα μέσω διαπραγματεύσεων με το ΡΚΚ, από το θέρος του 2009 έως το θέρος του 2015, παρά την αναζωπύρωση της σύγκρουσης το 2011. Ο Devlet Bahceli, ο σκληρός ηγέτης του MHP, επανειλημμένα καταδίκασε το ΑΚΡ για «υψηλή προδοσία» επειδή διαπραγματευόταν με τους τρομοκράτες, αντί να τους εξολοθρεύει. Σε ανταπόδοση, ο Ερντογάν χτύπησε το MHP επί τη βάσει «ρατσισμού, παράνοιας».
Όταν η διαδικασία ειρήνευσης τερματίσθηκε, τον Ιούλιο του 2015, το χάσμα μεταξύ των δύο κομμάτων ταχέως εξατμίσθηκε. Επιπλέον, ο Bahceli αντιμετώπισε μια εσωκομματική πρόκληση, εναντίον της οποίας απάντησε συμμαχώντας με τον Ερντογάν. Σήμερα, ο Bahceli είναι τόσο κοντά στον Ερντογάν που ο Πρωθυπουργός Binali Yildirim αισθάνθηκε τη σιγουριά να ανακοινώσει, ότι ένα νέο Σύνταγμα, βασισμένο στο προτιμώμενο από τον Ερντογάν «προεδρικό σύστημα», σύντομα θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα με τη βοήθεια του MHP.
Ως αποτέλεσμα, μοιάζει δίκαιο να πούμε ότι ολόκληρη η τουρκική «δεξιά» - ένα φάσμα από Ισλαμιστές, συντηρητικούς και Τούρκους εθνικιστές που περιλαμβάνει περισσότερο από το 60% του εκλογικού σώματος – είναι ενωμένη πίσω από τον Ερντογάν. Ένας τέτοιος μεγάλος συνασπισμός είχε πάρει μορφή μόνο μια φορά στο παρελθόν, στα 1970 όταν τα τρία κόμματα που εκπροσωπούσαν αυτές τις τρεις τάσεις – το Ισλαμιστικό Κόμμα Εθνικής Σωτηρίας, το κεντροδεξιό Κόμμα Δικαιοσύνης και το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης - ένωσαν τις δυνάμεις τους σε δύο περιπτώσεις για να σχηματίσουν ένα «Εθνικό Μέτωπο».
Τότε, τα τρία κόμματα ανεξάρτητα συνέχισαν να ακολουθούν τους ηγέτες τους. Τώρα, ο Ερντογάν είναι ο ηγέτης ολόκληρης της δεξιάς πτέρυγας, δημιουργώντας αυτό που κάποιοι αποκαλούν το τρίτο Εθνικό Μέτωπο.
Φυσικά, υπάρχουν διαφορές μεταξύ του 1970 και του σήμερα. Στο παρελθόν, ο κομμουνισμός ήταν ο βασικός εχθρός του Εθνικού Μετώπου, ενώ σήμερα, είναι ένα ευρύτερο φάσμα εχθρών, περιλαμβανομένων των Γκιουλενιστών, αριστεριστών, φιλελεύθερων, του ΡΚΚ και των θυγατρικών του στην περιοχή, και των Δυτικών Δυνάμεων που υποτίθεται χρησιμοποιούν όλες αυτές τις οργανώσεις σαν «πιόνια» για να κάνουν αδύναμη ή ακόμη και να καταστρέψουν την Τουρκία. Εσχάτως, κάποιες φιλοερντογανικές αυθεντίες όρισαν ακόμη και την «παγκοσμιοποίηση» ως εχθρό, τοποθετώντας τον Ερντογάν και τον σκοπό του στο ίδιο στρατόπεδο με των Ρώσσο Πρόεδρο Vladimir Putin, τους οπαδούς του Brexit και τον εκλεγέντα Πρόεδρο των ΗΠΑ Donald Trump, του οποίου η εκλογική νίκη ενθουσίασε όλα τα φιλοερντογανικά ΜΜΕ.
Υπάρχει, επίσης, άλλο ένα στοιχείο στο νέο μεγάλο εθνικό μέτωπο του Ερντογάν που παραδοσιακά δεν ήταν κοντά στους ισλαμιστές ή συντηρητικούς της χώρας: το Κόμμα της Μητέρας Πατρίδας, αγόμενο από τον Dogu Perincek, τον άνθρωπο που έχτισε την πολιτική του καριέρα σαν φάρος του Μαοϊσμού στην Τουρκία. Μετά την πτώση του κομμουνισμού, ο Perincek έκανε στροφή σε έναν συνδυασμό κεμαλισμού και «αντιιμπεριαλισμού». Ήταν, κατ' ουσίαν, ένας διακεκριμένος αντίπαλος του ΑΚΡ κατά την πρώτη δεκαετία του κόμματος, αλλά μετά άρχισε να προσεγγίζει τον Ερντογάν επί τη βάσει της αντίθεσης στους Γκιουλενιστές και των υποτιθέμενων Δυτικών Δυνάμεων που βρίσκονται από πίσω. Οι ψήφοι του Κόμματος της Μητέρας Πατρίδας είναι ελάχιστες, αλλά ο Perincek εξακολουθεί να υπηρετεί αποτελεσματικά το νέο μεγάλο εθνικό μέτωπο μέσω της αναιδούς εφημερίδας Aydinlik, των ανθρώπων του στη γραφειοκρατία (σ.μ. στη Διοίκηση) και των ξένων συνδέσμων του, όπως ο «φίλος» του Alexander Dugin, ένας έμπιστος του Putin που ήταν προσφάτως φιλοξενούμενος από το ΑΚΡ στο Τουρκικό Κοινοβούλιο.
Πόσο θα διαρκέσει αυτό τι μεγάλο εθνικό μέτωπο; Είναι αδύνατο να πούμε με βεβαιότητα, αλλά μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι ανθεκτικότερο από τις προηγούμενες συμμαχίες του Ερντογάν – δηλαδή, αυτές με την Ευρωπαϊκή Ένωση, τους Γκιουλενιστές, τους φιλελεύθερους και τους Κούρδους. Αυτές οι παλιές συμμαχίες επέφεραν περιορισμούς στην εξουσία του Ερντογάν, αλλά το μεγάλο εθνικό μέτωπο είναι σχεδόν απολύτως υπό τις διαταγές του. Επιπροσθέτως, η πιθανή του ψήφος είναι τεράστια και θα μπορούσε πιθανώς να κρατήσει τον Ερντογάν στην εξουσία με ασφάλεια για χρόνια, αν όχι δεκαετίες.
Για εκείνους τους Τούρκους πολίτες που θεωρούν τον εαυτό τους εκτός του μεγάλου εθνικού μετώπου – τους φιλο-CHP κοσμικούς, τους Αλεβίτες, τους αριστεριστές, τους φιλελεύθερους και τους Κούρδους εθνικιστές – αυτά είναι, φυσικά, κακά νέα. Γι' αυτούς, σημαίνει ότι ζουν σε μια χώρα στην οποία πάντοτε θα βρίσκονται στην αντιπολίτευση, και δεδομένης της αμβλείας πλειοψηφίας του ΑΚΡ, θα αισθάνονται πάντα περιθωριοποιημένοι. Ως αποτέλεσμα, κάποιοι πιο πλούσιοι και μορφωμένοι από αυτούς σκέφτονται να μεταναστεύσουν για τα καλά, το οποίο θα μπορούσε να είναι ένα κολοσσιαίο «brain drain», και άλλοι απλώς παραμένουν χωρίς ελπίδα, ένα αίσθημα που μακροπρόθεσμα μπορεί να οδηγήσει σε ριζοσπαστικοποίηση.
Έτσι, παρ' ό,τι το μεγάλο εθνικό μέτωπο ενδέχεται να διατηρήσει τον Ερντογάν στην εξουσία, δεν θα προσφέρει στην Τουρκία την ειρήνη, τη διαφορετικότητα και τη δημιουργία που χρειάζεται για να προοδεύσει. Εάν ο Ερντογάν είναι πραγματικά η πολιτική ιδιοφυία που οι οπαδοί του πιστεύουν, σύντομα θα αναγνωρίσει αυτόν τον γρίφο και θα βρει τρόπους να πλησιάσει τη δυσαρεστημένη μειοψηφία.
Πηγή: Ινφογνώμων Πολιτικά

Άγιος Γρηγόριος Νεοκαισάρειας, μικρογραφία από το Μηνολόγιο του αυτοκράτορα Βασιλείου του Β΄
Στη Νεοκαισάρεια του Πόντου, το σημερινό Νικσάρ (γνωστή στην αρχαιότητα ως Καβηρία, Διάσπολις και Σεβαστή) γεννήθηκε ο Άγιος Γρηγόριος, πιθανότατα το 213 μ.Χ. Προερχόταν από επιφανή οικογένεια παγανιστών και ο ίδιος ονομαζόταν αρχικά Θεόδωρος. Ο γαμπρός του ήταν Ρωμαίος κυβερνήτης της Παλαιστίνης.
Ο Άγιος Γρηγόριος θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους κήρυκες του Ευαγγελίου στην περιοχή του Πόντου κατά τον 3ο αιώνα.
Από μικρός σπούδασε ρητορική, δίκαιο και λατινικά ενώ απώτερος στόχος του ήταν να ασχοληθεί με τη νομική επιστήμη. Γι’ αυτό και αποφάσισε να φοιτήσει στην περίφημη νομική σχολή της Βηρυτού. Εγκατέλειψε όμως την ιδέα όταν γνώρισε τον Ωριγένη, τον περίφημο ερμηνευτή των Γραφών, και αποφάσισε να μεταστραφεί στον χριστιανισμό και να γίνει μαθητής του στην Κατηχητική Σχολή της Αλεξάνδρειας. Τότε αποφάσισε να αλλάξει και το όνομά του σε Γρηγόριος, καθώς το «Θεόδωρος» δεν θεωρούνταν αποκλειστικά χριστιανικό όνομα.
Σε ηλικία μόλις 27 ετών χειροτονήθηκε (πρώτος) επίσκοπος Νεοκαισάρειας από τον επίσκοπο Αμάσειας Φαιδίμο. Το ιεραποστολικό και ποιμαντικό έργο υπήρξε πολύ πλούσιο. Λέγεται για τον Γρηγόριο, ίσως και με κάποια δόση υπερβολής που πάντως αντικατοπτρίζει μια ιστορική αλήθεια, πως όταν χειροτονήθηκε επίσκοπος Νεοκαισάρειας στην πόλη υπήρχαν μονάχα 17 χριστιανοί, ενώ μόλις πέθανε είχαν απομείνει μόλις 17 ειδωλολάτρες!
Στον Γρηγόριο αποδίδεται η καθιέρωση εορτασμών προς τιμήν των μαρτύρων, οι διδασκαλίες σχετικά με τους Αγίους και η τήρηση των εορτών τους.

Ο βιογράφος του, ο Άγιος Γρηγόριος ο Επίσκοπος Νύσσης, αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου, περιγράφει την ιεραποστολική του δραστηριότητα λέγοντας πως σε όλες τις εκκλησίες είχε φτάσει ο θρησκευτικός ζήλος του Γρηγορίου, ο οποίος καθιέρωνε εορτές προς τιμή αυτών που είχαν αγωνιστεί για την πίστη και προσπαθούσε ν΄ αναδείξει την καινούργια ζωή για όλους τους ανθρώπους της εποχής του με τη διδασκαλία και τη συστηματική κατήχηση. Ο Άγιος Γρηγόριος πέτυχε να αντικαταστήσει σταδιακά τις παλιές ειδωλολατρικές τελετές με χριστιανικές, θεσμοθετώντας εορτές προς τιμή των χριστιανών μαρτύρων που είχαν θανατωθεί στους διωγμούς του Δεκίου (250-251).
Χαρακτηριστικό, επίσης, της ιεραποστολικής του δράσης ήταν πως χειροτονούσε ιερείς οι οποίοι παρέμεναν ως ποιμένες στις νέες εκκλησίες που αυτός ίδρυε.
Χάρη στους θρύλους, που από νωρίς καλλιεργήθηκαν γύρω από το Γρηγόριο και τα θαύματά του, ονομάστηκε θαυματουργός.
Ήταν μάλιστα ο πρώτος Άγιος της Εκκλησίας που ονομάστηκε θαυματουργός. Θεωρείται προστάτης των ανθρώπων από σεισμούς και πλημμύρες.
Στην Αγια-Σοφιά της Κωνσταντινούπολης υπάρχει μια στήλη του Αγίου Γρηγορίου. Η καλυμμένη με χαλκό οπή πάνω σ΄αυτήν πιστεύεται ότι έχει θαυματουργικές δυνάμεις για όσους βάλουν το δάχτυλο τους και κάνουν μια πλήρη δεξιόστροφη κίνηση.

Η στήλη του Αγίου Γρηγορίου στην Αγια-Σοφιά στην Κωνσταντινούπολη
Τα έργα του Αγίου Γρηγορίου έχουν δυστυχώς διασωθεί σε ιδιαίτερα αποσπασματική κατάσταση. Ονομαστός πάντως παραμένει ο αποχαιρετιστήριος λόγος του Εις Ωριγένην Προσφωνητικός μετά το πέρας των σπουδών του, όπου εξυμνείται η διδακτική δεινότητα του Ωριγένη. Άλλα έργα του που σώζονται είναι Προς Τατιανόν Περί Ψυχής Λόγος Κεφαλαιώδης, Λόγοι Εις τον Ευαγγελισμόν της Παναγίας Θεοτόκου και Αεί Παρθένου της Μαρίας, Λόγος εις τους Αγίους Πάντας, Ομιλία Εις τον Εκκλησιαστήν, όπως επίσης και αποσπάσματα από σχολιολόγια στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου, στον Ιερεμία και στον Ιώβ.
Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του στις 17 Νοεμβρίου.
Πηγή: Pontos-News

Θα ήταν περιττό να τονίσει κάποιος, την οργανική θέση του γάμου και της απορρέουσας, από αυτόν, οικογένειας, μέσα στο σώμα της κοινωνίας και του πολιτισμού, και ειδικότερα, να τονίσει ότι οι ανωτέρω δύο θεσμοί, αποτελούν το θεμέλιο μιας κοινωνίας και του πολιτισμού της.
Και είναι περιττό, γιατί είναι αυτονόητο. Δεν έχουμε άλλωστε, παρά να φανταστούμε μια κοινωνία και έναν πολιτισμό, να ξεριζώνουν από το σώμα τους, τις αξίες του γάμου και της οικογένειας, για να καταλάβουμε ότι αυτό θα ισοδυναμούσε με αυτοκτονία.
Παρά ταύτα, οι πιο πάνω θεσμοί, τα τελευταία χρόνια βάλλονται. Το δυστύχημα, όμως, είναι ότι ο γάμος και η οικογένεια, ως θεσμοί, δεν βάλλονται από τους εχθρούς του πολιτισμού, δηλαδή από τις δυνάμεις του σκότους, αλλά, εν ονόματι, δήθεν, του πολιτισμού. Και γίνεται προσπάθεια, εν ονόματι, δήθεν, του πολιτισμού και της «προόδου», να ξεπερασθεί ο θεσμός του γάμου, όχι μόνο ως θρησκευτικός θεσμός, με θεία προέλευση και αποστολή, αλλ’ αλλά ακόμη και ως πολιτιστικός θεσμός.
Συνιστά, δυστυχώς και αναμφιβόλως, τούτο, εκφυλιστικό φαινόμενο, που όμως, τελικώς και ευτυχώς, είναι αδύνατο να οδηγήσει στην κατάλυση αξιών και θεσμών, όπως ο γάμος και η οικογένεια. Γιατί, αν καταλυθούν οι αξίες αυτές, θα καταλυθεί συγχρόνως και η αξία που λέγεται άνθρωπος και η κοινωνία των ανθρώπων θα μεταβληθεί σε ζούγκλα.
Βεβαίως, οι βάλλοντες κατά των θεσμών του γάμου και της οικογένειας, δεν πρόκειται να παραιτηθούν της προσπάθειάς τους, καθ’ όσον θεωρούν ότι οι ως άνω θεσμοί είναι παρωχημένοι και αντιμάχονται την «πρόοδο».
Παραβλέπουν, όμως, ότι η διάκριση μεταξύ προόδου και συντήρησης, δεν μπορεί να έχει ως βάση το χρόνο. Ό,τι δηλαδή είναι παλαιό συνιστά συντήρηση και ό,τι είναι νέο αποτελεί πρόοδο.
Προοδευτικός είναι εκείνος, που αποδέχεται όσα ανυψώνουν τον άνθρωπο ως αξία, είτε αυτά έχουν τις ρίζες τους στο παρελθόν, ακόμη και στα βάθη της αιωνιότητας, είτε άρχισαν να κρατούν στο παρόν. Συνεπώς, ούτε όλα όσα ανάγονται στο παρελθόν, αποτελούν συντήρηση, ούτε όσα εμφανίζονται στο παρόν, αποτελούν πρόοδο.
Είναι, εξάλλου, αυτόδηλο, ότι οι θεσμοί του γάμου και της οικογένειας ανυψώνουν και καταξιώνουν τον άνθρωπο, ως αξία.
Το ερώτημα, βεβαίως, το οποίο τίθεται στη συνέχεια, είναι τι είναι γάμος και τι είναι οικογένεια, που αποτελούν το θεμέλιο μιας κοινωνίας και του πολιτισμού της.
Κατά την ελληνική νομολογία και επιστήμη (το Σύνταγμα και ο Αστικός Κώδικας δεν προσδιορίζουν την έννοια του γάμου αλλά και της οικογένειας) ως γάμος νοείται η νομική ένωση και συμβίωση ζευγαριού, δηλαδή η σύσταση οικογένειας μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας, επί χιλιετίες δε, ο ορισμός αυτός του γάμου, παραμένει, κατά τα βασικά στοιχεία, αναλλοίωτος.
Η σύζευξη άνδρα και γυναίκας, δηλαδή προσώπων διαφορετικού φύλου, αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση (εκ των ων ουκ άνευ) για την τέλεση εγκύρου γάμου. Αυτό το γάμο ευλόγησε ο Ιησούς Χριστός στην Κανά της Γαλιλαίας, σ’ αυτό το γάμο αναφέρεται ο Απόστολος των Εθνών, Παύλος, στην προς Εφεσίους επιστολή του, αυτός ο γάμος κράτησε επί αιώνες σ’ όλες τις πολιτισμένες αλλά ακόμη και μη πολιτισμένες κοινωνίες, προ και μετά τη γέννηση του Ιησού Χριστού, αυτό το γάμο εννοεί ο μέγιστος των φιλοσόφων, Αριστοτέλης, όταν λέγει ότι ο γάμος είναι «σύνοδος ανδρός και γυναικός επί τέκνων γενέσει και βίου κοινωνίαν», αυτόν το γάμο εννοεί ο ιερός Μοδεστίνος, όταν, ορίζοντάς τον, έλεγε ότι «είναι ανδρός και γυναικός συνάφεια και συγκλήρωση του βίου παντός, θείου τε και ανθρωπίνου δικαίου κοινωνία», ανάλογος δε, ήταν και ο ορισμός των Εισηγήσεων του Ιουστινιανού, δηλαδή του διδακτικού εγχειριδίου προς χρήση των φοιτητών της Νομικής Σχολής της Κωνσταντινουπόλεως, γι’ αυτόν το γάμο γίνεται αναφορά σε όλα τα λεξικά και σε όλες τις εγκυκλοπαίδειες, και τέλος αυτόν το γάμο, αφ’ ενός θέτει υπό την προστασία του Κράτους το Σύνταγμά μας και αφ’ ετέρου ρυθμίζει ο Αστικός Κώδικας.
Το ότι η διαφορετικότητα του φύλου αποτελεί βασική προϋπόθεση τελέσεως γάμου, προκύπτει με σαφήνεια, τόσο και από το άρθρο 12 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), όσο και από το άρθρο 23 παρ. 2 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του Ο.Η.Ε., που κυρώθηκε από τη Βουλή το 1997.
Με την πρώτη διάταξη ορίζεται: «Άμα τη συμπληρώσει ηλικίας γάμου, o ανήρ και η γυνή έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται εις γάμov και ιδρύωσιv oικoγέvειαv συμφώνως προς τους διέποντας το δικαίωμα τούτο, εθνικούς νόμους », και με τη δεύτερη (άρθρο 23 παρ. 2 του Διεθνούς Συμφώνου), ορίζεται ότι: «Αναγνωρίζεται το δικαίωμα ανδρών και γυναικών σε ηλικία γάμου να παντρεύονται και να δημιουργούν οικογένεια».
Γάμος μεταξύ προσώπων του αυτού φύλου είναι, κατά την ελληνική έννομη τάξη, τη νομολογία και την επιστήμη, ανυπόστατος.
Έτσι έκρινε, αρχικά το Πρωτοδικείο και στη συνέχεια και το Εφετείο Ρόδου, το 2011, σχετικά με τους γάμους ομοφυλοφίλων, που είχαν τελεσθεί ενώπιον του δημάρχου Τήλου, μετά την άσκηση αγωγής υπό του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ρόδου.
Και αισθάνομαι εδώ, την ανάγκη να υπενθυμίσω τις ανοίκειες επιθέσεις που είχα δεχθεί το 2008, για τις παρεμβάσεις μου, προκειμένου να εφαρμοσθούν το Σύνταγμα και οι νόμοι, στο ζήτημα της τελέσεως «γάμων» μεταξύ ομοφύλων προσώπων, υπό του τότε δημάρχου Τήλου, από πολιτικούς, μεταξύ των οποίων, δυστυχώς, και ο αρχηγός της τότε αξιωματικής αντιπολιτεύσεως, δημοσιογράφους και άλλους, πολλοί από τους οποίους έκαναν λόγο για «σκοταδισμό» και Μεσαίωνα. Και αγνοούσαν, εκουσίως η ακουσίως, όλοι οι υποστηρικτές του τότε δημάρχου Τήλου, ότι τα ατομικά δικαιώματα ασκούνται όπως το Σύνταγμα και οι νόμοι ορίζουν και ότι ούτε το Σύνταγμα ούτε κάποιος νόμος και ιδίως ο Αστικός Κώδικας, επέτρεπε και προέβλεπε τη δυνατότητα τελέσεως γάμου μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου.
Κλείνοντας τα αφορώντα στο γάμο, θα πω ότι η ιστορία έχει να αναφέρει μια μόνο περίπτωση τελέσεως γάμου μεταξύ ομοφύλων προσώπων. Αυτή είναι του παράφρονα αυτοκράτορα της Ρώμης, Νέρωνα, ο οποίος, αφού προηγουμένως είχε οδηγήσει στο θάνατο, διαδοχικά, δύο συζύγους του, τέλεσε δύο τέτοιου είδους γάμους. Στον ένα, είχε την ιδιότητα «της συζύγου», φορώντας νυφικό, με άνδρα κάποιον με το όνομα Πυθαγόρας και στον άλλο «του συζύγου» με «γυναίκα» κάποιον που έφερε το όνομα Σπόρος και τον ονόμασε Σαβίνα, ο οποίος έφερε βαρύτιμο νυφικό πέπλο και όλα τα κοσμήματα των προηγηθεισών αυτοκρατορικών συζύγων. Μάλιστα, ο δεύτερος αυτός γάμος, τελέσθηκε στην Ελλάδα, ερωτηθείς δε, ένας φιλόσοφος, από τον Νέρωνα, εάν του άρεσε αυτό το «συνοικέσιο», απάντησε με ειρωνεία «Έπραξες λαμπρά, ω Καίσαρ, που σύνηψες αυτόν το γάμο. Μακάρι και ο πατέρας σου να είχε τον ίδιο ζήλο και να ελάμβανε ως σύζυγον μια τέτοια νύφη», εννοών ότι, εάν είχε γίνει αυτό, δεν θα είχε γεννηθεί ο Νέρων, και η πολιτεία θα είχε γλυτώσει από τα τόσο μεγάλα δεινά.
Ως οικογένεια, εξ άλλου, νοείται ομάδα ανθρώπων, που συνδέονται μεταξύ τους με δεσμούς γάμου, αίματος ή υιοθεσίας, αποτελούμενη από τον πατέρα, τη μητέρα και τα παιδιά, και ζώσα, συνήθως, υπό την αυτή στέγη.
Η οικογένεια αποτελεί τη ζύμη, από την οποία ζυμώνεται ολόκληρο το κοινωνικό φύραμα των οργανωμένων σε κράτη, λαών.
Μέσα στην οικογένεια γεννώνται, αναπτύσσονται, σφυρηλατούνται και δοκιμάζονται τα υψηλά αισθήματα, της στοργής και της αφοσίωσης, της αυτοθυσίας και της αυταπάρνησης, της αγάπης και της αλληλεγγύης, χωρίς τα οποία δεν προάγεται ο κοινωνικός βίος των ανθρώπων. Χωρίς αυτά τα «οικογενειακά» αισθήματα, ο άνθρωπος θα εξακολουθούσε να είναι ανοργάνωτος σε κοινωνικό βίο, και συνεπώς, δεν θα μπορούσε να γίνεται λόγος για οργανωμένη Πολιτεία. Θα μπορούσε, λοιπόν, να υποστηριχθεί ότι η οικογένεια είναι το λίκνο της ανθρωπότητας. Για θεμέλιο της κοινωνίας, κάνει άλλωστε λόγο, στο άρθρο 23 παρ. 1 και το ρηθέν Διεθνές Σύμφωνο του ΟΗΕ, για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα.
Από τα αναφερθέντα, μέχρι τώρα, προκύπτει ότι ο γάμος και η οικογένεια, αποτελούν τη βάση της κοινωνικής οργάνωσης των ανθρώπων και γι’ αυτό, δεν θα αποβάλλουν ποτέ την κοινωνική τους σπουδαιότητα και αποστολή. Θα εξακολουθούν να παραμένουν ανά τους αιώνες, τα κύτταρα του κοινωνικού πυρήνα, χωρίς να μπορεί να τα αντικαταστήσει κάποιο υποκατάστατό τους.
Όλες οι πιο πάνω διαπιστώσεις έχουν γενική και καθολική ισχύ και καταλαμβάνουν τον κοινωνικό βίο όλων ανεξαιρέτως των ανθρώπων. Ειδικότερα, όμως, όσον αφορά στην ελληνική κοινωνία, ο γάμος και η οικογένεια έχουν ιδιαίτερη σημασία. Χάρη στην οικογένεια διασώθηκε το υπόδουλο στους Οθωμανούς, Γένος μας. Η οικογένεια ανέθρεψε τις γενιές των σκλαβωμένων Ελλήνων, με τον εθνικό γάλα της πίστεως στην Ορθοδοξία, στις παραδόσεις του Γένους, στην ιστορία του και στη γλώσσα του.
Η οικογένεια είναι η μήτρα της ελληνικής φυλής
Όπως, όμως, ανέφερα και στην αρχή, οι θεσμοί του γάμου και της οικογένειας, όπως άλλωστε και άλλες, αιώνιες αξίες του Γένους μας, δέχονται σφοδρή επίθεση, τα τελευταία, κυρίως, 20 – 25 χρόνια, εν ονόματι, δήθεν της «προόδου».
Αιτία της σφοδρής αυτής επίθεσης κατά των ρηθέντων θεσμών, είναι ο ρόλος τους μέσα στην κοινωνία, στο Κράτος και στο Έθνος μας, ένας ρόλος ο οποίος είναι εμπόδιο στα ισοπεδωτικά σχέδια των οργάνων της παγκοσμιοποίησης και του διεθνισμού.
Σε επιβεβαίωση των ανωτέρω, δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε τα λόγια του Κίσινγκερ, για το πως μπορεί να καταστεί δυνατός ο αφανισμός των Ελλήνων. Ο Κίσινγκερ είχε πει, και αυτό είχε δημοσιευθεί και δεν έχει διαψευσθεί, ότι μπορούμε να αφανίσουμε τους Έλληνες, εάν τους πλήξουμε στη θρησκεία, στην ιστορία, στους θεσμούς, στις παραδόσεις, στη γλώσσα και στην εθνική συνείδηση.
Παρά, όμως, τις σφοδρές επιθέσεις είτε ευθέως είτε με τη μορφή λοιδορίας, οι θεσμοί του γάμου και της οικογένειας άντεξαν και αντέχουν στο χρόνο και εξακολουθούν να παίζουν σωστά το ρόλο τους, ως θεμελίου συντήρησης και προαγωγής του Έθνους.
Τούτο επιβεβαιώνεται και από τη συμπεριφορά των Ελλήνων, κατά την οικονομική κρίση που διέρχεται τα τελευταία χρόνια η πατρίδα μας. Η οικογένεια ενεργοποιήθηκε και πάλι, ως δύναμη οικονομικής στήριξης, όχι μόνο των μελών της, αλλά και όλων των πενομένων Ελλήνων. Οι γονείς, οι παππούδες, οι γιαγιάδες για τους οποίους η οικογένεια υπήρξε βίωμα, στηρίζουν τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους, είτε με το καθημερινό «χαρτζιλίκι» είτε, εφ’ όσον υπάρχει δυνατότητα, με ακόμη μεγαλύτερη βοήθεια.
Προσωπικά πιστεύω, θα ήταν καλύτερο, πέραν από την παρεχόμενη κατά τα ως άνω, βοήθεια, να τα ωθούμε και να τα προτρέπουμε σε απασχόληση, όπου βεβαίως, τούτο είναι δυνατόν, για να αποφεύγεται ο εθισμός στην τεμπελιά και τη ραστώνη. Θα πρέπει να τα προτρέπουμε να ακολουθούν και βοηθούν τους γονείς τους στα επαγγέλματά τους και στις διάφορες εργασίες τους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι γεωργικές εργασίες, προς τις οποίες αρχίζουν ήδη να στρέφονται ακόμη και πτυχιούχοι Πανεπιστημίων. Η εργασία καταξιώνει τον άνθρωπο. Με την περισσότερη εργασία και μόνο θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε την κρίση και θα επιβεβαιωθεί το γραφέν υπό του Σαράντου Καργάκου, ότι «θα είμαι αισιόδοξος για την πρόοδο και πάλι της πατρίδας μου, όταν δω ότι τα χέρια των νέων αρχίζουν και ροζιάζουν».
Απομένει, πλέον, μετά απ’ αυτά που εκθέσαμε για το γάμο και την οικογένεια, να απαντήσουμε εάν οι πιο πάνω θεσμοί προστατεύονται από το Σύνταγμά μας, ενδεχομένως δε, και από Διεθνή Σύμφωνα, και σε καταφατική περίπτωση, σε ποια έκταση προστατεύονται.
Πριν όμως, προχωρήσω στην απάντηση του πιο πάνω ερωτήματος, και προκειμένου να γίνουν ευχερέστερα αντιληπτά, όσα θα λεχθούν στη συνέχεια, θεωρώ χρήσιμο να σας πω τα ακόλουθα.
Είναι γνωστό ότι, σκοπός και αποστολή του Δικαίου αλλά και της εννόμου τάξεως, είναι η διατήρηση της αρμονίας των εν κοινωνία βιούντων ατόμων. Τούτο επιτυγχάνεται με τους κανόνες που θεσπίζει κάθε Πολιτεία.
Στην πατρίδα μας, οι κανόνες αυτοί περιέχονται σε Υπουργικές αποφάσεις, σε Προεδρικά Διατάγματα, σε απλούς τυπικούς Νόμους που ψηφίζει η Βουλή, σε Νόμους που ψηφίζει επίσης η Βουλή και έχουν αυξημένη τυπική δύναμη – ισχύ. Το τελευταίο συμβαίνει όταν με το Νόμο της Βουλής, κυρώνονταν διεθνή Σύμφωνα. Και τέλος, περιέχονται στο Νόμο των νόμων, δηλαδή στο Σύνταγμά μας, το οποίο πρέπει να είναι για όλους, Αρχές και πολίτες, ό,τι είναι το Ευαγγέλιο για τον κάθε Χριστιανό. Αυτός είναι ο λόγος που πρέπει να το σεβόμαστε και να το τηρούμε με θρησκευτική ευλάβεια.
Προς τις διατάξεις του Συντάγματος πρέπει να συμφωνούν οι διατάξεις όλων των νόμων που ψηφίζει η Βουλή, τα Προεδρικά Διατάγματα και οι Υπουργικές αποφάσεις. Εάν δεν συμφωνούν, είναι ανίσχυρες ως αντισυνταγματικές, στοιχείο το οποίο, βεβαίως, κρίνεται, τελικώς από τα Δικαστήρια, μετά από προσφυγές των πολιτών.
Εξ άλλου, προς τις διατάξεις των νόμων που έχουν αυξημένη τυπική δύναμη, πρέπει να συμφωνούν τόσο οι απλοί τυπικοί νόμοι, όσο και τα Προεδρικά Διατάγματα και οι Υπουργικές αποφάσεις. Εάν δεν συμφωνούν, είναι ανίσχυρα, στοιχείο το οποίο, βεβαίως, κρίνεται τελικώς από τα Δικαστήρια.
Όμως, μια και έγινε αναφορά στο Σύνταγμά μας, θεωρώ αναγκαίο να αναφερθώ παρεμπιπτόντως και δι’ ολίγων, στο ζήτημα που ανέκυψε αυτές τις ημέρες, μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, ζήτημα το οποίο άπτεται και του θέματος το οποίο αναπτύσσω.
Δεν γνωρίζω αν έχει γίνει αντιληπτό το μέγεθος του προβλήματος και οι συνέπειές του, από όλους τους υγιώς σκεπτόμενους Έλληνες.
Δεν είναι μόνο το μάθημα των θρησκευτικών, του οποίου επιδιώκεται η αντικατάσταση με τη θρησκειολογία.
Είναι η αφετηρία αυτής της αποφάσεως. Και η αφετηρία είναι ότι τα σχολεία μας θα πρέπει να είναι ουδετερόθρησκα, σύμφωνα με τις διαθέσεις και σκέψεις πολλών εκ των κυβερνώντων και άλλων.
Εάν γίνει αυτό, θα έχει ως συνέπεια όχι μόνο την κατάργηση των θρησκευτικών, αλλά και την κατάργηση της προσευχής και την αποκαθήλωση των εικόνων.
Η θέση μου, όπως και η θέση πολλών άλλων, είναι ότι με όλα αυτά, εφ’ όσον γίνουν νόμος, παραβιάζεται βαναύσως το Σύνταγμά μας, το οποίο πρέπει να σεβόμαστε όλοι, άρχοντες και πολίτες, και πολύ περισσότερο οι φορείς της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας, αφού, πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους, ορκίζονται ότι θα τηρούν το Σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους.
Τούτο δε, οφείλουν να πράττουν, ανεξάρτητα από τις οποίες ιδεολογικές, κοινωνικές ή πολιτικές του πεποιθήσεις.
Πού, όμως, στηρίζεται η πιο πάνω προσωπική μου θέση;
-
Στο προοίμιο του Συντάγματος, η αύρα του οποίου διαπερνά ολόκληρο το Σύνταγμα. Στο προοίμιο αναγράφεται ότι το Σύνταγμα ψηφίζεται στο όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος.
Το προοίμιο αυτό υπάρχει σε όλα τα Συντάγματα, από το πρώτο Επαναστατικό της Επιδαύρου μέχρι και το σημερινό.
Άλλωστε, ο απελευθερωτικός αγώνας του 1821 έγινε για του Χριστού την πίστη την αγία και για της πατρίδος την ελευθερία. Το πρώτο από τα δύο αυτά, διακηρύσσεται με το προοίμιο του Συντάγματος.
-
Ναι μεν, με το άρθρο 13 του Συντάγματος, ορίζεται ότι κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη στον Ελλαδικό χώρο και ως εκ τούτου, καθιερώνεται μ’ αυτό η ανεξιθρησκεία, στοιχείο που επιβεβαιώνει ότι το Σύνταγμά μας είναι δημοκρατικό, όμως, στο άρθρο 3 του Συντάγματος, αναγράφεται ότι επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, και
-
Στο άρθρο 16 του Συντάγματος, που αφορά στην παιδεία, και ειδικότερα στην παράγραφο 2, αναγράφεται ότι η παιδεία έχει ως σκοπό, μεταξύ των άλλων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων.
Οι διατάξεις που ανέφερα, καθιστούν πρόδηλο ότι εάν οι σκέψεις περί ουδετερόθρησκου σχολείου και περί αντικαταστάσεως των θρησκευτικών με τη θρησκειολογία, υλοποιηθούν και γίνουν νόμος, αυτός θα είναι αντίθετος προς τις πιο πάνω επιταγές του Συντάγματος.
Και τούτο διότι, με τις ρυθμίσεις αυτές:
-
Θα παύσει η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης του Χριστού Εκκλησίας, να είναι η επικρατούσα, αφού θα είναι ισοδύναμη με τις άλλες.
-
Δεν θα είναι δυνατή και δεν θα επιτυγχάνεται η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων, που επιτάσσει το Σύνταγμα, με το άρθρο 16, και άρα θα υπάρχει βάναυση παραβίασή του.
Ολίγο είναι ανάγκη να επισημάνω, ότι το Σύνταγμά μας, με βάση τα ανωτέρω, δεν είναι θεοκρατικό, όπως υποστηρίζουν κάποιοι. Απλώς έχει θρησκευτικό χαρακτήρα, ο οποίος έχει αφετηρία και θεμέλιο, την Επανάσταση του Γένους το 1821.
Εν όψει των ανωτέρω, θα πρέπει να ευχαριστήσουμε τον Μακαριώτατο, που τιμά με την παρουσία του τη σημερινή εκδήλωση της Εστίας Μητέρας, και όλη την Ιεραρχία, για τη σθεναρή αλλά και σώφρονα στάση που τήρησαν στο ως άνω ζήτημα, και υποχρέωσαν την Πολιτεία, τουλάχιστον προς το παρόν, να υποχωρήσει.
Είναι όμως ώρα, να επιστρέψουμε στο ερώτημά μας, περί του εάν το Σύνταγμά μας προστατεύει το γάμο και την οικογένεια.
Για τους θεσμούς του γάμου και της οικογένειας, αλλ’ ακόμη και για τη μητρότητα και την παιδική ηλικία, το Σύνταγμά μας κάνει λόγο στο άρθρο 21 παρ. 1.
Ειδικότερα, στην ως άνω διάταξη αναφέρονται επί λέξει τα ακόλουθα: «Η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους». Από τη διατύπωση και το περιεχόμενο της διατάξεως αυτής, προκύπτει, χωρίς αμφιβολία, ότι μ’ αυτή, δεν αναγνωρίζεται απλώς ένα δικαίωμα και δη το δικαίωμα συνάψεως γάμου, για την εγκυρότητα του οποίου, όπως είπαμε, απαιτείται άνδρας και γυναίκα και περαιτέρω, το δικαίωμα ιδρύσεως οικογένειας, αλλά τα δικαιώματα αυτά, τα οποία θεωρεί δεδομένα, τα θέτει υπό την προστασία του Κράτους.
Και γιατί τα θέτει υπό την προστασία του Κράτους;
Γιατί, όπως αιτιολογεί η ίδια η διάταξη «αποτελούν θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους». Τούτο το αναφέρει ρητώς για την οικογένεια, είναι όμως προφανές και αυτονόητο ότι ισχύει και για το γάμο, από τον οποίο γεννάται η οικογένεια.
Για να γίνει αντιληπτή η ένταση και η διαφορά της διατυπώσεως, σε σχέση προς άλλα δικαιώματα, θεωρώ χρήσιμο να μνημονεύσω, ενδεικτικά, άλλες διατάξεις του Συντάγματος, οι οποίες αναφέρονται σε άλλα ατομικά δικαιώματα. Έτσι, με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 ορίζεται απλώς ότι «καθένας έχει το δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του». Με τη διάταξη του άρθρου 5Α, ορίζεται ότι «Καθένας έχει δικαίωμα στην πληροφόρηση». Με τη διάταξη του άρθρου 10, ορίζεται ότι «Καθένας ή πολλοί μαζί έχουν το δικαίωμα να αναφέρονται εγγράφως στις Αρχές».
Με τη διάταξη του άρθρου 11, ορίζεται ότι «Οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα».
Ίδια περίπου, είναι η διατύπωση και των λοιπών διατάξεων, που αναφέρονται στην προστασία και άλλων ατομικών δικαιωμάτων .
Αυτά που ανέφερα, θεωρώ ότι καθιστούν έκδηλη τη διαφορά της βουλήσεως του Συνταγματικού νομοθέτη, ως προς την έκταση και τον τρόπο προστασίας της οικογένειας και του γάμου. Εξ άλλου, η θεσμική αυτή προστασία του άρθρου 21 του Συντάγματος, έχει και θετικό και αρνητικό περιεχόμενο. Το πρώτο σημαίνει ότι ο κοινός νομοθέτης οφείλει να θεσπίζει τις ρυθμίσεις εκείνες, που είναι κατάλληλες και αναγκαίες για τη διαφύλαξη του γάμου και της οικογένειας. Το δεύτερο σημαίνει ότι δεν είναι επιτρεπτή από το Συνταγματικό νομοθέτη η αναγνώριση – θέσπιση με απλό νόμο, οποιασδήποτε άλλης μορφής συμβιώσεως, κυρίως, όμως, και προεχόντως, συμβιώσεως που δεν μπορεί να είναι θεμέλιο συντήρησης και προαγωγής του Έθνους.
Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι με το άρθρο 21 του Συντάγματος, έχουν τεθεί υπό την προστασία του Κράτους, η οικογένεια, ως θεμέλιο συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, ο γάμος μεταξύ ετεροφύλων προσώπων, από τον οποίο γεννάται η οικογένεια, η μητρότητα και η παιδική ηλικία, ο Συνταγματικός νομοθέτης δεν επιτρέπει στον κοινό νομοθέτη να θεσπίσει διατάξεις, οι οποίες να ρυθμίζουν μορφές συμβιώσεως, που δεν οδηγούν στη συντήρηση και προαγωγή του Έθνους, αλλά και στην αέναη ύπαρξη της κοινωνίας, τέτοιες δε, συμβιώσεις, των οποίων τη ρύθμιση με απλό νομό απαγορεύει ο Συνταγματικός νομοθέτης, δηλαδή το Σύνταγμα, είναι οι συμβιώσεις μεταξύ ομοφύλων προσώπων.
Εάν ήθελε γίνει δεκτό το αντίθετο, θα ματαιωνόταν η προβλεπομένη από το άρθρο 21 του Συντάγματος, προστασία του Κράτους για την οικογένεια, το γάμο, τη μητρότητα και την παιδική ηλικία, και θα αναιρείτο ο σκοπός της προστασίας αυτής, που είναι, όπως είπαμε, η συντήρηση και προαγωγή του Έθνους.
Άλλωστε, η έννοια της οικογένειας, όπως εξέθεσα πιο πάνω, απαιτεί ως προϋπόθεση, σύμφωνα με την ελληνική έννομη τάξη, την ύπαρξη παιδιού ή παιδιών, πράγμα που είναι apriori, δηλαδή από την αρχή ανέφικτο για τα ομόφυλα ζευγάρια.
Πέραν τούτων, και εν όψει του ότι, όπως είπα, το άρθρο 21 του Συντάγματος έχει το αναφερθέν, σε άλλη θέση, θετικό περιεχόμενο, είναι προφανές ότι, με τη θέσπιση διατάξεως, από τον κοινό νομοθέτη, που προβλέπει και ρυθμίζει τη συμβίωση ομόφυλων ζευγαριών υπό οποιαδήποτε μορφή (γάμος ή απλό σύμφωνο συμβίωσης), όχι μόνον δεν ενισχύονται ο γάμος και η οικογένεια, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα, αλλ’ αντιθέτως, ευτελίζονται.
Είναι εξάλλου προφανές, ότι αυτό επιδιώκουν τα ομόφυλα άτομα και οι υποστηρικτές τους.
Εκτός, όμως, από το άρθρο 21 του Συντάγματός μας, υπάρχει και η διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ και κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 2462/1997.
Το Διεθνές αυτό Σύμφωνο έχει αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των λοιπών απλών ελληνικών νόμων που ψηφίζει η Βουλή. Με την ως άνω διάταξη του Διεθνούς συμφώνου, ορίζονται τα εξής: «Η οικογένεια είναι φυσικό και θεμελιώδες στοιχείο της κοινωνίας, τα μέλη της δε απολαύουν την προστασία της κοινωνίας και του Κράτους ».
Όπως είναι προφανές, η διάταξη αυτή έχει ευρύτερο περιεχόμενο από τη διάταξη του άρθρου 21 του Συντάγματός μας, η οποία θέτει την οικογένεια υπό την προστασία του Κράτους, ως θεμελίου συντήρησης και προαγωγής του Έθνους.
Με τη διάταξη του Συμφώνου του ΟΗΕ, η οικογένεια δεν απολαμβάνει της προστασίας μόνον του Κράτους, αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας, και τούτο γιατί είναι το φυσικό και θεμελιώδες στοιχείο της κοινωνίας.
Η διευρυμένη αυτή προστασία της οικογένειας, από το ως άνω, Διεθνές Σύμφωνο, είναι εύλογη, αφού το κείμενό του έχει ως αποδέκτη όλα τα κράτη του ΟΗΕ, ενώ, εξ άλλου, αιτιολογεί την προστασία αυτή, διότι θεωρεί ότι η, εκ του γάμου, μεταξύ ετεροφύλων προσώπων, δημιουργουμένη οικογένεια, αποτελεί το φυσικό (άρα κάθε τι άλλο είναι μη φυσικό) και θεμελιώδες στοιχείο της κοινωνίας, που σημαίνει με άλλα λόγια, ότι αποτελεί το θεμέλιο και τον πυρήνα των οργανωμένων κοινωνιών, αφού οδηγεί στην αέναη ύπαρξή τους.
Αυτά σημαίνουν ότι διάταξη απλού νόμου, που θα προέβλεπε μορφές συμβίωσης, άλλες, εκτός από τις αναφερόμενες στη διάταξη αυτή του Διεθνούς Συμφώνου (γάμος μεταξύ των ετεροφύλων και η εξ αυτού, γεννώμενη οικογένεια) θα ήταν ανίσχυρη, ως ερχόμενη σε αντίθεση προς την έχουσα αυξημένη τυπική ισχύ, ως άνω, διάταξη του Διεθνούς Συμφώνου του ΟΗΕ.
Όλα τα ανωτέρω σημαίνουν, περαιτέρω, ότι διάταξη νόμου που θα ψήφιζε η Βουλή των ελλήνων, με την οποία θα εθεσμοθετείτο η συμβίωση ομοφύλων προσώπων, είτε κατόπιν τελέσεως «γάμου» είτε κατόπιν συνάψεως «συμφώνου συμβιώσεως» θα ήταν ανίσχυρη, αφ’ ενός ως αντισυνταγματική, αφού θα ερχόταν σε αντίθεση με το άρθρο 21 του Συντάγματος, και αφ’ ετέρου, ως ερχομένη σε αντίθεση με το άρθρο 23 του Συμφώνου που ψηφίσθηκε από τον ΟΗΕ.
Και όλα αυτά, εν τέλει, σημαίνουν ότι ο ψηφισθείς, προσφάτως, από το Βουλή, νόμος 4356/2015, που προβλέπει τη δυνατότητα συνάψεως συμφώνου συμβίωσης και μεταξύ ομοφύλων προσώπων είναι ανίσχυρος, αφ’ ενός ως αντισυνταγματικός, αφού έρχεται σε αντίθεση προς το άρθρο 21 του Συντάγματος και αφ’ ετέρου, διότι έρχεται σε αντίθεση προς το άρθρο 23 του ως άνω Διεθνούς Συμφώνου που ψηφίσθηκε από τον ΟΗΕ.
Και λοιπόν, τα ομόφυλα άτομα απαγορεύεται και δεν μπορούν να συμβιώνουν στην Ελλάδα;
Η απάντηση είναι ότι, και έχουν τη δυνατότητα και μπορούν να συμβιώνουν, αρκεί να μην διαπράττουν αδικήματα και να μην προσβάλουν με απρέπειες και ασχήμιες τη δημόσια αιδώ. Ουδείς τους το απαγορεύει.
Η δυνατότητα, όμως, αυτή, απορρέει όχι από τις διατάξεις που ανέφερα πριν, δηλαδή το άρθρο 21 του Συντάγματος και το άρθρο 23 του Συμφώνου του ΟΗΕ, που αφορούν στο γάμο και την οικογένεια, αλλά από άλλες διατάξεις, και δη το άρθρο 9 του Συντάγματος, το άρθρο 17 του Διεθνούς Συμφώνου του ΟΗΕ και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνουν την προστασία της εν γένει ιδιωτικής σφαίρας ή άλλως, ιδιωτικότητας του ατόμου, έκφανση του οποίου αποτελεί και ο γενετήσιος προσανατολισμός, ή άλλως, η γενετήσια ζωή. Με άλλα λόγια, η δυνατότητα συμβίωσης ατόμων του ιδίου φύλου είναι απόρροια του ατομικού δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή, που είναι άσχετο με το δικαίωμα συνάψεως γάμου και ιδρύσεως οικογένειας. Άλλωστε, ο άνθρωπος, ως αξία, θα πρέπει να απολαμβάνει σεβασμού, έστω και με τις όποιες ιδιαιτερότητές του, ενώ, κάθε πρόσωπο δικαιούται σεβασμού στην ιδιωτική του ζωή, λόγοι για τους οποίους η συμβίωση ατόμων του ιδίου φύλου είναι δυνατή.
Αυτό όμως, είναι εντελώς διαφορετικό ζήτημα, από το ζήτημα της αξιώσεως των ομοφύλων ζευγαριών να αναχθεί τούτο σε δικαίωμα, από το οποίο γεννώνται μάλιστα, άλλα δικαιώματα, όπως πχ τα οικογενειακά και τα κληρονομικά δικαιώματα, αλλ’ ακόμη και τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, των οποίων η θέσπιση κατατείνει στη διασφάλιση λειτουργίας και προστασίας του γάμου και της οικογένειας, υπό την εκτεθείσα, στην αρχή, μορφή. Τούτο σημαίνει ότι τα ομόφυλα ζευγάρια, δεν δικαιούνται και δεν νομιμοποιούνται να αξιώνουν να θεσμοθετηθεί ή άλλως να τους αναγνωρισθεί με νόμο, δικαίωμα συμβιώσεως, αντίστοιχο με εκείνο των ετεροφύλων ζευγαριών, υπό οποιοδήποτε μορφή, δηλαδή γάμου ή συμφώνου συμβίωσης, αφού αυτό θα προσκρούει στα άρθρα 21 του Συντάγματος και 23 του Διεθνούς Συμφώνου του ΟΗΕ για τα Ατομικά και Πολιτικά δικαιώματα, αλλά και στο άρθρο 10 της ΕΣΔΑ.
Εξ άλλου, από τις ίδιες, ως άνω διατάξεις, δεν γεννάται δικαίωμα και πολύ περισσότερο υποχρέωση του ελληνικού κράτους να θεσμοθετήσει ή άλλως, να ρυθμίσει με νόμο, συμβιώσεις ατόμων του ιδίου φύλου, υπό οποιαδήποτε μορφή.
Από όλα όσα εξέθεσα μέχρι τώρα, προκύπτει ότι οι θεσμοί του θρησκευτικού κυρίως γάμου και της οικογένειας, παρά τη σφοδρή πολεμική που δέχονται, κυρίως τα τελευταία 20-25 χρόνια, από διάφορα κέντρα, εξακολουθούν να επιζούν και να λειτουργούν, όπως μας διδάσκει η καθημερινή πρακτική της ελληνικής πραγματικότητας, έστω και αν οι τελούμενοι γάμοι και οι δημιουργούμενες οικογένειες δεν έχουν την έκταση παλαιοτέρων δεκαετιών, λόγω, κυρίως, κατά την άποψή μου, της απροθυμίας των νέων μας, αγοριών και κοριτσιών, για την οποία και εμείς έχουμε ευθύνη, να υποβληθούν σε θυσίες και αυτοπεριορισμούς, τα οποία απαιτούνται για τη σύναψη γάμου και τη δημιουργία οικογένειας, που ως αντιστάθμισμά τους έχουν, όμως, και πολύ μεγάλες χαρές.
Και θα εξακολουθούν να επιζούν γιατί αποτελούν τη μήτρα του ελληνικού Γένους, αφού χάρις σ’ αυτούς, διατηρήθηκε και επέζησε ανά τους αιώνες και κυρίως στους αιώνες του τουρκικού ζυγού, και χάρις σ’ αυτούς, μαζί με τη χριστιανική πίστη, μπόρεσε να αποτινάξει με την Επανάσταση του 1821 τον τουρκικό ζυγό και να έλθει το γλυκοχάραμα της ελευθερίας, για το μαρτυρικό Ελληνικό Έθνος.
Και θα εξακολουθούν επίσης να επιζούν, σε πείσμα όλων των πολεμίων, γιατί αποτελούν αξίες και θεσμούς ακατάλυτους ανά τους αιώνες, γιατί ο γάμος, κυρίως ο θρησκευτικός και η οικογένεια, είναι βαθιά ριζωμένα στις καρδιές των Ελλήνων, και γιατί αποτελούν και θα αποτελούν το φυτώριο όλων των μεγάλων αξιών του Έθνους και της πατρίδος μας, και συνεπώς, το θεμέλιο συντηρήσεως και προαγωγής του Έθνους μας.
Πηγή: Ομιλία Γεωργίου Σανιδά, Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου ε.τ, στην Εστία Μητέρας, την 16.10.2016 στη Λιβαδειά