Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
«Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοι δοῦναι, οὔτ’ ἐμόν ἐστιν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ· κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν».
(Ἀπόκριση Αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου ΙΑ΄ τοῦ Παλαιολόγου πρὸς Μωάμεθ Β΄ τὸν Πορθητή).
Οἱ κυριότεροι βυζαντινοὶ ἱστορικοὶ χρονογράφοι, οἱ ὁποῖοι κατέγραψαν καὶ διέσωσαν αὐθεντικὰ καὶ τεκμηριωμένα τὰ γεγονότα, πρίν, κατὰ καὶ μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶναι ὁ Δούκας, ὁ Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, ὁ Γεώργιος Φραντζὴς καὶ ὁ Μιχαὴλ Κριτόβουλος. Μὲ γνώμονα τὴν ἱστορικὴ γραφὴ τῶν παραπάνω χρονογράφων συντίθεται τὸ «Χρονικόν τῆς ἁλώσεως» μέχρι τὴν 29η Μαΐου τοῦ 1453, ἡμέρα ποὺ σφράγισε ἐπὶ αἰῶνες τὴν πορεία τοῦ εὐσεβοῦς Γένους μας.
Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1448 ἐκοιμήθη ὁ βυζαντινὸς αὐτοκράτωρ Ἰωάννης Ἡ΄ Παλαιολόγος καὶ διάδοχος αὐτοῦ ὁρίσθηκε ὁ ἀδελφός του Κωνσταντῖνος ΙΑ΄ ὁ Παλαιολόγος, ὁ ὁποῖος ἐστέφθη στὸ Δεσποτάτο τοῦ Μυστρὰ καὶ «ἐγένετο παρὰ πάντων δεκτὸς» στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, κατὰ τὸ ἔτος 1451, εἶχε πεθάνει ὁ Σουλτάνος τῶν ὀθωμανῶν Μουρὰτ Β΄ καὶ διάδοχός του ἀνεδείχθη στὴν Ἀνδριανούπολη ὁ υἱός του, Μωάμεθ Β΄ ὁ μετέπειτα πορθητὴς τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Ἀπὸ τὸν Μάρτιο μέχρι καὶ τὰ τέλη Αὐγούστου τοῦ 1452 οἰκοδομεῖται ὑπὸ τὴν ἀπόλυτη ἐπίβλεψη τοῦ Μωάμεθ τὸ νέο φρούριο τῶν ὀθωμανῶν στὸ πιὸ στενὸ καὶ...
δυσπλευτο σημεῖο τοῦ Βοσπόρου προκειμένου νὰ ἐλέγχεται ἀπολύτως ὑπὸ τοὺς ὀθωμανοὺς ἡ δίοδος τοῦ Βοσπόρου. Ταυτόχρονα οἱ ὀθωμανοὶ προβαίνουν σὲ σκληρὲς λεηλασίες στὸν εὐρύτερο χῶρο τοῦ νέου φρουρίου καὶ δημιουργοῦν τὰ πρῶτα σοβαρὰ πλήγματα στοὺς βυζαντινούς. Τότε ἀκριβῶς (Ἰούλιος τοῦ 1453) ὁ αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος ἀναγκάζεται νὰ σφραγίσει τὶς πύλες τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Τὴν ἴδια περίοδο ὁ Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ ἀγωνιᾶ καὶ ὑποφέρει βλέπει ὅτι οἱ Ρωμηοὶ εἶναι ἀποφασισμένοι νὰ ὑπερασπισθοῦν τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια τοῦ Γένους. Εἶναι δὲ χαρακτηριστικὴ τῶν τότε ἱστορικῶν, οἱ ὁποῖοι ἀναφέρουν ὅτι ὁ Μωάμεθ στὴν Ἀνδριανούπολη «οἶκοι διάγων οὐκ ἐδίδου ἀνάπαυσιν τοῖς βλεφάροις, ἀλλὰ καὶ ἐν νυκτὶ καὶ ἡμέρα τὴν πάσαν φροντίδαν τῆς πόλεως εἶχε, πῶς αὐτὴν καταλάβοι, πῶς κύριος αὐτῆς γένοιτο». Τότε συμβαίνει ἀναπάντεχα ἀκόμη ἕνα κακό. Κάποιος ἰκανότατος μηχανικὸς –πιθανότατα Οὖγγρος- μεταπηδᾶ ἀπὸ τοὺς βυζαντινοὺς στοὺς ὀθωμανοὺς ἔναντι ἀδρᾶς ἀμοιβῆς καὶ ἀναλαμβάνει νὰ κατασκευάσει ἕνα τεράστιο σὲ μέγεθος κανόνι, τοῦ ὁποίου ἡ ἀποτελεσματικότητα νὰ καταστρέφει τὰ τείχη τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀπεδείχθη ἐφιαλτικὴ ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή.
Ἀπὸ τὴν πλευρὰ τους οἱ βυζαντινοὶ μὲ τὴν ἀποστολὴ πρέσβεων ζητοῦν βοήθεια ἀπὸ τὴν Ἰταλία καὶ τὴν Οὐγγαρία, ἀλλὰ ὁ Ἰωάννης Οὐνυάδης γιὰ τὴν παροχὴ στρατιωτικῆς ἐνισχύσεως ὑπὲρ τῶν βυζαντινῶν ζητεῖ ὡς ἀντάλλαγμα τουλάχιστον τὴν πόλη τῆς Μεσημβρίας στὸν Εὔξεινο Πόντο.
Κατὰ τοὺς μῆνες Νοέμβριο-Δεκέμβριο τοῦ 1452 ἐνεργοποιοῦνται στοιχειωδῶς καὶ βαθμιαία ἡ Βενετία καὶ ἡ Γένοβα ὕστερα ἀπὸ σειρὰ σοβαρῶν ἐχθρικῶν ἐπιθέσεων τῶν ὀθωμανῶν ἐναντίον δικῶν τους ὑπηκόων. Ὑποβάλλουν αἰτήσεις γιὰ παρέμβαση τοῦ Πάπα Νικολάου Ε΄ πρὸς τοὺς Δυτικοὺς ἡγεμόνες καὶ τελικῶς ἀποφασίζουν τὴν στρατιωτικὴ ἐνίσχυση μόνον τῶν δικῶν τους ἐγκαταστάσεων στὸν Εὔξεινο Πόντο καὶ στὴ συνοικία Πέραν τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Καὶ ὅλα αὐτὰ πρὸς ὑπεράσπιση τῶν οἰκονομικῶν τους συμφερόντων καὶ ὄχι ἀπὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν σωτηρία τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1452 γίνονται στὴν Κωνσταντινούπολη δεκτοὶ ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο ὁ ἑλληνικῆς καταγωγῆς ἐξωμότης Ἐπίσκοπός τοῦ Κιέβου Ἰσίδωρος ὡς ἀπεσταλμένος τοῦ Πάπα καὶ ὁ Λεονάρδος Χίος, Λατίνος Ἐπίσκοπος Μυτιλήνης. Οἱ δύο αὐτοὶ παπικοὶ ἀπεσταλμένοι στὶς 12 Δεκεμβρίου 1452 μὲ συναίνεση καὶ παρουσία τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου κηρύσσεται στὴν Ἁγία Σοφία ἡ ἕνωση τῶν δύο Ἐκκλησιῶν προκαλώντας τὴν ἐντονότατη δημόσια ἀντίδραση τῆς μερίδος τῶν ὀρθοδόξων ἀνθενωτικῶν, οἱ ὁποῖοι γνώριζαν ὅτι τίποτε δὲν μποροῦσαν νὰ ἀναμένουν ὡς βοήθεια ἀπὸ τοὺς Λατίνους. Γράφεται μάλιστα ὅτι τὸ ἀνοσιούργημα τῆς ψευδοενώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν ἐθεωρήθη ἀπὸ τοὺς πνευματικοὺς ἀνθρώπους τῆς Πόλεως ὡς πράξη ἀσυγχώρητη ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος ἀπέστρεψε τὸ πρόσωπο αὐτοῦ ἀπὸ τοὺς βυζαντινοὺς καὶ ἡ Πόλη ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ἀλλοθρήσκων ὀθωμανῶν.
Στὰ τέλη Δεκεμβρίου τοῦ 1452 ἀποφασίζεται νὰ παραμείνουν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ νὰ συμμετάσχουν στὴν ἄμυνά της ὅσα πλοῖα εἶχαν ἐλλιμενισθεῖ γιὰ ἐμπορικοὺς λόγους, ἀλλὰ ἕνας ἀριθμὸς ἀπὸ αὐτὰ –κυρίως βενετικὰ- δὲν πειθαρχεῖ καὶ ἀποχωρεῖ φυγαδεύοντας καὶ ἑκατοντάδες ἐνόπλους ἄνδρες.
Στὰ τέλη Φεβρουαρίου μὲ ἀρχὲς Μαρτίου τοῦ 1453 οἱ ὀθωμανοὶ μεταφέρουν τὸ μεγάλο κανόνι ἀπὸ τὴν Ἀνδριανούπολη στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ συγκεντρώνουν σταδιακὰ τὰ στρατιωτικὰ σώματα τοῦ Μωάμεθ. Λαμβάνουν θέσεις ἀπέναντι ἀπὸ τὰ χερσαία τείχη τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ σταδιακὰ ἀποκλείουν τὴν Πόλη ἀπὸ ξηρᾶς.
Οἱ βυζαντινοὶ ἐνισχύουν μὲ κάθε μέσο τὰ τείχη, χερσαῖα καὶ θαλάσσια, καὶ στὶς 2 Ἀπριλίου κλείουν μὲ τὴν μεγάλη ἁλυσίδα τὴν εἴσοδο τοῦ Κερατίου κόλπου. Παρὰ τὴν κρισιμότητα τῶν στιγμῶν ἡ ἀντιπαράθεση ἑνωτικῶν καὶ ἀνθενωτικῶν εἶναι πάντοτε αἰσθητή. Γράφεται μάλιστα ὅτι ὁ Μέγας Δούκας Λουκᾶς Νοταρᾶς, ὅταν εἶδε τὸν ἀναρίθμητο στρατὸ τῶν ὀθωμανῶν, εἶπε: «κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέση τῆ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκων ἢ καλύπτραν Λατινικήν». (Εἶναι καλύτερο νὰ δεῖ κάποιος στὴ μέση τῆς Πόλεως νὰ βασιλεύει τουρκικὸ φρακιόλιο παρὰ παπικὴ τιάρα).
Ὁ αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος ὑπερασπίζει μάχιμες θέσεις καὶ κυρίως τὴν κεντρικὴ χερσαία Πύλη, τὴν γνωστὴ ὡς Πύλη τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ, ἐνῶ σῶμα ἐνόπλων κινεῖται σὲ διάφορα σημεῖα στὸ ἐσωτερικο τῆς Πόλεως. Τὸ σύνολο τῶν τότε κατοίκων τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀνέρχονταν στὶς 50.000 καὶ ἀπὸ αὐτούς, οἱ μὲν ἔνοπλοι βυζαντινοὶ ἦταν περίπου 7.000, ἐνῶ 2.000 ἦταν οἱ Βενετοὶ καὶ οἱ Γενουάτες. Στὸ πεδίο τῆς μάχης δηλαδὴ ἡ ἀναλογία ἦταν ἕνας Ρωμηὸς πρὸς εἴκοσι ὀθωμανούς.
Στὶς 5-7 Ἀπριλίου ἔχουμε τὴν ἔναρξη τῆς πολιορκίας τῆς Πόλεως καὶ στὶς 12 Ἀπριλίου ἀρχίζουν συνεχεῖς κανονιοβολισμοὶ τῶν χερσαίων τειχῶν, ἡμέρα καὶ νύκτα, ἀπὸ τοὺς ὀθωμανούς. Οἱ βυζαντινοὶ μὲ ἐπινοητικότητα προσπαθοῦν μὲ εἰδικὲς κατασκευὲς νὰ ἐξουδετερώσουν τὶς βολές, νὰ κλείσουν μὲ κάθε μέσο τὰ ρήγματα στὰ τείχη καὶ νὰ δημιουργήσουν νέα προκαλύμματα καὶ προμαχῶνες.
Στὶς 18 Ἀπριλίου, κατὰ τὰ ξημερώματα, γίνεται ἡ πρώτη ἐπίθεση τῶν ὀθωμανῶν στὰ τείχη, ἀλλὰ ἀπωθοῦνται ἐπιτυχῶς ἀπὸ τοὺς βυζαντινούς. Ἐξοργισμένος τότε ὁ Μωάμεθ ἀπὸ τὴν μεγάλη του ἀλαζονεία ὁρμᾶ στὴν θάλασσα καὶ τὴν ραβδίζει ὡς παρανοϊκός, ἐνῶ ἀντικαθιστᾶ καὶ τὸν ἀρχηγὸ τοῦ στόλου του. Στὶς 22 Ἀπριλίου ὁ Μωάμεθ τεχνάζεται ἕνα πρωτοφανὲς σόφισμα. Διατάζει τὴν μεταφορὰ διὰ ξηρᾶς τῶν πολεμικῶν πλοίων του μέσα στὸν κεράτιο κόλπο. Ἡ μεταφορὰ τῶν πολεμικῶν πλοίων γίνεται πανηγυρικὰ καὶ μὲ τυμπανοκρουσίες μέσω εἰδικὰ διαμορφωμένης διόδου στὴν περιοχὴ τοῦ Γαλατὰ ἀπὸ τὸ Διπλοκιόνιον ἕως ἀπέναντι στὸ Κοσμίδιον.
Στὶς 7 Μαΐου γίνεται ἀποτυχημένη ἐπίθεση κατὰ τῶν χερσαίων τειχῶν μὲ 30.000 ἄνδρες καὶ ἰσχυρὲς ἀπώλειες γιὰ τοὺς ὀθωμανούς. Στὶς 12 Μαΐου ὁ Μωάμεθ τυφλωμένος ἀπὸ τὸ πάθος νὰ κατακτήσει τὴν Κωνσταντινούπολη διατάζει μεγάλη ἐπίθεση μὲ δύναμη 50.000 ἀνδρῶν κατὰ τὰ μεσάνυχτα. Σὲ μάχη ἐπὶ τῶν τειχῶν κοντὰ στὰ ἀνάκτορα σημειώνονται μεγάλες ἀπώλειες καὶ γιὰ τὰ δύο μέρη. Ὁ αὐτοκράτωρ ἐκείνη τὴ νύκτα παρὰ τὶς πιέσεις καὶ τὶς προτροπὲς ἀπὸ τὸ στενὸ περιβάλλον του δὲν ἐδέχθη νὰ ἐγκαταλείψει τὴν Πόλη.
Ἄξιο ἰδιαίτερης μνείας εἶναι ὅτι κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ὀνομαστικῆς ἑορτῆς τοῦ Κωνσταντίνου (21 Μαΐου) ἡ πρόταση τοῦ Μωάμεθ πρὸς τὸν αὐτοκράτορα νὰ παραδώσει τὴν Πόλη μὲ ἀντάλλαγμα τὴν περιουσία τοῦ ἰδίου, τῆς οἰκογένειας καὶ τῶν ἀρχόντων του. Τότε ὁ γενναῖος καὶ μαρτυρικὸς Ρωμηὸς αὐτοκράτορας ἀποκρίνεται στὸ Μωάμεθ: «Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοι δοῦναι, οὔτ’ ἐμόν ἐστιν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ· κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν».
Μεταξὺ 25ης καὶ 26ης Μαΐου συμβαίνουν διάφορα ἐντυπωσιακὰ δυσοίωνα, ὅπως ἡ πτώση τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος τῆς Θεοτόκου κατὰ τὴν λιτάνευσή της καὶ «τοῦτο παρὰ δόξαν γεγονὸς φρίκην τε πολλὴν καὶ ἀγωνίαν μεγίστην καὶ φόβον πάσιν ἀνέβαλεν». Παράλληλα, ἰσχυρὴ καταιγίδα μὲ ἀστραπὲς καὶ χαλάζι ἀναστατώνει τοὺς βυζαντινούς, ἐνῶ τὴν ἑπομένη «νέφος βαθὺ τὴν πόλιν πάσαν περιεκάλυψε ἀπὸ πρωίας βαθείας ἕως ἑσπέρας». Ὁρισμένοι μάλιστα ἱστορικοὶ χρονογράφοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἀναφέρουν ὅτι ἀπὸ τὴν πρώτη ἡμέρα τῆς πολιορκίας μέχρι καὶ τὴν 27η Μαΐου, τρεῖς δηλαδὴ ἡμέρες πρὸ τῆς ἁλώσεως, ὁλόκληρη τὴν Πόλη ἐκάλυπτε περιφερόμενη οὐράνια φωτεινὴ νεφέλη, ἡ ὁποία ὅταν ἐξαφανίστηκε προκάλεσε τὸν τρόμο τῶν Ρωμηῶν, ἐπειδὴ θεωρήθηκε ὅτι ἡ Θεοτόκος εἶχε πλέον ἀφήσει ἀπροστάτευτη τὴν Πόλη της στὰ χέρια τῶν ὀθωμανῶν.
Κατὰ τὶς δύο τελευταῖες ἡμέρες (26/27 Μαΐου) πρὸ τῆς ἁλώσεως ὁ ὀθωμανικὸς στρατὸς προετοιμαζόταν μὲ νηστεία καὶ προσευχή. Φωτοχυσίες καὶ θορυβώδεις νυκτερινοὶ ἑορτασμοὶ στὸ ὀθωμανικὸ στρατόπεδο ἔσπερναν τὸν πανικὸ στοὺς πολιορκουμένους Ρωμηούς. Τὴν παραμονὴ τῆς μεγάλης ἐπιθέσεως (28 Μαΐου) ὁ Μωάμεθ ἀνακοινώνει στὰ στρατεύματά του ὅτι τὴν ἑπομένη θὰ γίνει ἡ μεγάλη καὶ τελικὴ ἐπίθεση. Ἐπακολουθεῖ γενικὴ κινητοποίηση μὲ ὑποσχέσεις ἀνταμοιβῶν στοὺς στρατιῶτες, προσευχὲς καὶ ἠθικὴ ἐνίσχυση, ἐνεργοποίηση ποικίλων πολιορκητικῶν κατασκευῶν καὶ ἀλλεπάλληλοι κανονιοβολισμοί.
Κατὰ τὰ ξημερώματα τῆς 29ης Μαΐου, ἡμέρα τῆς μάρτυρος Ἁγίας Θεοδοσίας, ἀρχίζει ἡ ἐπίθεση τῶν ὀθωμανῶν μὲ κύριο στόχο τὴν πύλη τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ. Γίνονται ἀλλεπάλληλες προσπάθειες εἰσόδου διὰ μέσου τῶν τειχῶν, ἐνῶ ἐξακολουθοῦν οἱ κανονιοβολισμοί. Παρὰ τὴν σθεναρὴ ἀντίσταση τῶν πολιορκουμένων σχεδὸν ταυτόχρονα ἐπιτυγχάνεται ἡ διείσδυση τῶν ὀθωμανῶν γενιτσάρων ἀπὸ τὴν κερκόπορτα καὶ ἀπὸ τὴν πύλη τοῦ Χαρισίου. Ἡ κερκόπορτα ἦταν ὑπόγεια, κρυφή, παλαιὰ εἴσοδος, «παραπόρτιον», πλησίον τοῦ παλατίου ποὺ εἶχαν ἀνοίξει προσφάτως γιὰ τὶς δικές τους ἀνάγκες οἱ βυζαντινοί. Διαθρυλεῖται ὅτι τὴν πύλη τοῦ Ρωμανοῦ εἶχαν ἀνοίξει στοὺς ὀθωμανοὺς γενιτσάρους γιὰ νὰ εἰσέλθουν στὴν Πόλη ὁρισμένοι Ἑβραῖοι, οἱ ὁποῖοι συνεργάζονταν μαζί τους.
Ἐπικρατεῖ παντοῦ πανικὸς καὶ ὅλοι, κατακτητὲς καὶ μή, κατευθύνονται στὸ κέντρο τῆς Πόλης. Θρίαμβος, λεηλασία, ἀγριότητα καὶ βιαιοπραγίες γιὰ τοὺς κατακτητές. Σφαγή, αἰχμαλωσία καὶ κάθε εἴδους ἀτίμωση γιὰ τοὺς κατακτημένους. Τότε πεθαίνει μαχόμενος μέχρι τέλους ἐπὶ τῶν ἐπάλξεων καὶ ὁ αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε τὸ ἐπεισόδιο, τὸ ὁποῖο καταγράφει ὁ χρονογράφος Φραντζὴς καὶ ἀφορᾶ τὴν πίστη καὶ τὴν ταπεινότητα τοῦ αὐτοκράτορος. Ἡ διήγησή του ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἐρχόμενος ὁ αὐτοκράτορας στὸν πάνσεπτο ἱερὸ ναὸ τῆς Τοῦ Θεοῦ Σοφίας γιὰ τὴν τελευταία θεία Λειτουργία προσευχήθηκε κλαίγοντας καὶ γονυπετὴς μετέλαβε τὰ Ἄχραντα καὶ Θεία μυστήρια. Ἔπειτα μετέβη στὰ ἀνάκτορα, σταμάτησε γιὰ λίγο καὶ ζήτησε συγχώρεση ἀπὸ τοὺς πάντες. Ποιὸς νὰ διηγηθεῖ τὰ κλάματα καὶ τοὺς θρήνους στὸ παλάτι ἐκείνη τὴν ὥρα; Ἀκόμη καὶ ἂν ὑπῆρχε ἄνθρωπος καμωμένος ἀπὸ ξύλο ἢ πέτρα ἦταν ἀδύνατο νὰ μὴ θρηνήσει».
Οἱ χρονογράφοι ἀναφέρουν ἐπίσης ὅτι ὁ Κωνσταντῖνος βλέποντας τὴν ἅλωση τῆς Πόλεως εἶπε γοερὰ τὶς ἑξῆς φράσεις: «Δὲν ὑπάρχει κανεὶς χριστιανὸς νὰ πάρει τὸ κεφάλι μου; Χίλιες φορὲς νὰ πεθάνω παρὰ νὰ ζήσω καὶ νὰ δῶ τὴν ἅλωση τῆς Πόλης».
Τέτοιες ἦταν οἱ ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες σφαγές, καταστροφὲς καὶ ἱεροσυλίες, ὥστε ὁ χρονογράφος Φραντζὴς δὲν εἶναι ὑπερβολὴ ὅταν γράφει ὅτι: «σὲ ὁλόκληρη τὴν Κωνσταντινούπολη δὲν φαινόταν σπιθαμὴ χῶμα ἀπὸ τὶς σωροὺς τῶν νεκρῶν». Μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες ἔπαυσε ἡ λεηλασία καὶ ὁ Μωάμεθ Β΄ ὁ πορθητής, ἀφοῦ εἰσῆλθε ἔφιππος στὸν ἱερὸ ναὸ τῆς Τοῦ Θεοῦ Σοφίας γιὰ νὰ προσευχηθεῖ γιὰ τὴν νίκη του, μετέβαλε τὴν «Μεγάλη Ἐκκλησία», ὅπως λέγεται σὲ τέμενος.
Ἡ Πόλη ἑάλω καὶ ἦταν Μάϊος τοῦ 1453. Κατὰ μήνα Μάϊο εἶχαν γίνει τὰ ἐγκαίνια τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ πάλι κατὰ μήνα Μάϊο «ἐπάρθεν ἡ Ρωμανία». Κωνσταντῖνος ὁ Μέγας τὴν ἔχτισε καὶ ἐπὶ Κωνσταντίνου ἑάλω. Ἡ Κωνσταντινούπολη ἦταν καὶ παραμένει ἡ πόλη τῆς Θεοτόκου, ἡ πόλη τῶν θρύλων, τῶν δακρύων καὶ τῶν στεναγμῶν τοῦ εὐσεβοῦς Γένους μας. Τελικά, ἡ Πόλη τῶν πόλεων διαχρονικὰ ἀποτελεῖ τὴν «κιβωτὸ τῆς Ρωμηοσύνης καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας».
Τοῦ Ἰωάννου Ἐλ. Σιδηρᾶ, Θεολόγου – Ἐκκλησιαστικοῦ Ἱστορικοῦ – Νομικοῦ
Ο Φλάβιος Βαλέριος Κωνσταντίνος (Flavius Valerius Constantinus) ή Μέγας Κωνσταντίνος ή Άγιος και Ισαπόστολος Κωνσταντίνος υπήρξε Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 274 μ.Χ. έως τον θάνατό του το 337 μ.Χ.. Υπήρξε αυτοκράτορας της Δύσεως από το 312 μ.Χ. έως το 324 μ.Χ. και μονοκράτορας από το 324 μ.Χ. ως το 337 μ.Χ.[1] .
Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι μόνο αυτός ο χαρισματικός ηγέτης, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος και όχι κάποιος άλλος, καθιέρωσε αμετάκλητα τη χριστιανική διδασκαλία ως την επίσημη θρησκεία και αφιέρωσε όλη του την πολιτική δραστηριότητα υπέρ της επικρατήσεως του χριστιανισμού, τον οποίο ισχυροποίησε και ενδυνάμωσε. Η μεγάλη του βέβαια προσφορά – η οποία δέχεται και την σκληρότερη κριτική – ήταν να αντιληφθεί το μεγαλείο του Χριστιανισμού, για τον οποίο πίστεψε πως μπορεί να διαδραματίσει μέγιστο ρόλο στην ανθρώπινη ιστορία. Πράγματι το αποτέλεσμα τον δικαίωσε, γιατί ο Χριστιανισμός μαζί με τον Ελληνισμό, τον Ανθρωπισμό, την Αναγέννηση, τη Γαλλική Επανάσταση και τις άλλες κατακτήσεις του ανθρώπινου πνεύματος, δημιούργησαν τον σύγχρονο πολιτισμό του λεγόμενου Δυτικού κόσμου.
Ο Κωνσταντίνος ενώ ζούσε στην αυλή του Διοκλητιανού, γνώριζε όλα τα αίτια καθώς και την έκταση των άγριων διωγμών εναντίον των χριστιανών. Το τέλος αυτών των διωγμών άρχισε μόνο μετά το όραμα του Κωνσταντίνου πριν από τη μάχη της Μαλβίας γέφυρας το 312 μ.Χ., όταν είδε (Κωνσταντίνο) στον ουρανό σχηματισμένο το μονόγραμμα του Ιησού Χριστού, με την προτροπή: «εν τούτω νίκα» (στα λατινικά: hoc signo victor eris)[2].
Αρχές του έτους 313 μ.Χ. αρχίζει η εποχή του Χριστιανισμού με το περίφημο Διάταγμα των Μεδιολάνων (σημερινό Μιλάνο), με το οποίο δόθηκε στη χριστιανική θρησκεία απόλυτη ελευθερία και το οποίο δικαίως θεωρείται ως η Magna Charta της χαρακτηριστικής ομολογίας του Χριστιανισμού. Η ευνοϊκή και θετική στάση του Κωνσταντίνου απέναντι στο Χριστιανισμό, από πολλούς θεωρήθηκε ως καιροσκοπισμός και ως ένας πολιτικός ελιγμός για την ενότητα της αυτοκρατορίας του. Αυτό όμως δεν ευσταθεί για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Ήδη σπέρματα συμπάθειας του προς τον Χριστιανισμό υπήρχαν από το οικογενειακό του περιβάλλον. Όπως είναι γνωστό η μητέρα του Ελένη ήταν Χριστιανή. Αλλά και ο πατέρας του Κωνστάντιος Χλωρός αν και ειδωλολάτρης διάκειτο ευμενώς προς τους Χριστιανούς και όπως μας διασώζει και ο Ευσέβιος, όχι μόνο δεν τους κατεδίωκε αλλά συμβούλεψε τον Κωνσταντίνο, να πράξει και αυτός το ίδιο: « Ο βασιλεύς Κωνστάντιος, αφού πέρασε όλη του την ζωή πραότατα, φέρθηκε ευνοϊκά προς τους υπηκόους του και φιλικά προς τον θείο λόγο»[3]. Την ειλικρινή μεταστροφή του στο Χριστιανισμό δείχνει και το εξής γεγονός. Το 326 μ.Χ. μετέβη ο Κωνσταντίνος στη Ρώμη για να γιορτάσει τα Βικενάλια, τα εικοσάχρονα δηλ. της βασιλείας του. Όταν κλήθηκε από την Σύγκλητο να συμμετάσχει σε ειδωλολατρική γιορτή, με θυσίες στους θεούς, όχι μόνο αρνήθηκε αλλά και τις ειρωνεύτηκε, με αποτέλεσμα ο οργισμένος όχλος να λιθοβολήσει το άγαλμά του. Όπως μας μαρτυρεί ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, όταν το έμαθε ο Κωνσταντίνος, όχι μόνο δεν τιμώρησε τους ενόχους, αλλά χαριτολογώντας ρώτησε τους αυλικούς του, αν βλέπουν κάποια σημάδια στο πρόσωπό του και όταν έλαβε αρνητική απάντηση, άφησε ελεύθερους τους ενόχους[4].
Επιπλέον όσων έχουμε αναφέρει, δεν πρέπει να διαφεύγει την προσοχή μας και τούτο, ότι ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος στέλνει επιστολή στον βασιλιά των Περσών, Σαπώρ, στην οποία εκθειάζει το μεγαλείο της χριστιανικής πίστης[5] . Περιττό, βέβαια, θεωρούμε να αναφερθούμε στα γνωστά μέτρα που πήρε υπέρ του Χριστιανισμού και τα οποία προκάλεσαν τη μήνιν των Εθνικών (ειδωλολατρών), π.χ. ανέγερση Ναών, σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου, καθιέρωση Πάσχα και Κυριακής αργίας και τόσων άλλων που μπορεί να βρει ο αναγνώστης, στον «Βίον Κωνσταντίνου» του Ευσέβιου.
Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος προσπάθησε να αποκαταστήσει την ενότητα της Εκκλησίας, έπειτα από τέσσερα χρόνια διωγμών, όμως, άρχισε να δείχνει ανοχή στους σχισματικούς, γιατί αυτό που τον ενδιέφερε κυρίως ήταν η ειρήνη στους κόλπους της Εκκλησίας και η ομόνοια μεταξύ των θρησκευτικών λειτουργών.
Από όλα τα θρησκευτικά προβλήματα που αντιμετώπισε ο Κωνσταντίνος στην Ανατολή, το μεγαλύτερο ήταν η διαμάχη του Αλεξάνδρου, επισκόπου Αλεξανδρείας, με τον πρεσβύτερο Άρειο. Η διδασκαλία του Αρείου έως τον 7ο αιώνα είχε μεγάλη απήχηση και πέρα από τα σύνορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Άρειος αμφισβητούσε τη θεϊκή ιδιότητα του Ιησού, τον οποίο θεωρούσε κτίσμα του Θεού. Σε πολλές τοπικές συνόδους η διδασκαλία αυτή όπως και οι οπαδοί της είχαν καταδικαστεί και αναθεματιστεί, ωστόσο η επιρροή της αυξανόταν. Τον Φεβρουάριο του 325, ο Άρειος καταδικάστηκε ακόμα μία φορά στην Αντιόχεια, σε άλλη μια τοπική σύνοδο. Την ίδια χρονιά, λίγο αργότερα, ο Άρειος προσπάθησε να συναντήσει τον Κωνσταντίνο στη Νικομήδεια για να τον πείσει για το θεμιτό της διδασκαλίας του. Ο αυτοκράτορας, όμως, λόγω της δυσάρεστης πείρας του από το δονατιστικό σχίσμα της Βόρειας Αφρικής – για το οποίο αν και προηγείται χρονικά θα αναφερθούμε παρακάτω – εγκατέλειψε τα διπλωματικά μέσα και τα ημίμετρα και συγκάλεσε στη Νίκαια της Βιθυνίας την Α΄ Σύνοδο της Εκκλησίας. H Σύνοδος αυτή δεν συγκλήθηκε ως «οικουμενική». Ο όρος αυτός είναι μεταγενέστερος, έχει θεολογικό και κυρίως δογματικό περιεχόμενο. Μία σύνοδος χαρακτηρίζεται οικουμενική από κάποια επόμενη που αποδέχεται τις αποφάσεις της προηγούμενης ως δογματικό θέσφατο και κυρίως για να αποδείξει ότι δέχεται το κύρος της προηγούμενης. Έτσι κατά τη Σύνοδο του 381 στην Κωνσταντινούπολη η Σύνοδος της Νίκαιας του 325 χαρακτηρίστηκε «Α΄ Οικουμενική».
Σύμφωνα με τον Ευσέβιο, 250 επίσκοποι και αναρίθμητοι πρεσβύτεροι, διάκονοι και ακόλουθοι συνέρρευσαν στη Νίκαια προς το τέλος της άνοιξης του 325 από κάθε άκρη της χριστιανοσύνης: «Καί Πέρσης ἐπίσκοπος τῇ συνόδῳ παρῆν, οὐδέ Σκύθης ἀπελιμπάνετο τῆς χορείας»[6]. Παρόλο που ο αυτοκράτορας ήταν αβάπτιστος και τότε ήταν ακόμα κατηχούμενος, ο ίδιος κήρυξε την έναρξη της Συνόδου και προήδρευε στις συνεδριάσεις της[7]. Η έναρξη οργανώθηκε, έτσι ώστε να συντελέσει στην προβολή του αυτοκρατορικού αξιώματος με τονισμό της υπόστασης του ηγεμόνα ως pontifex maximus του ρωμαϊκού κράτους. Όταν μαζεύτηκαν όλοι και δόθηκε το σύνθημα, οι πύλες άνοιξαν και εμφανίστηκε ο Κωνσταντίνος «οἵα Θεοῦ ἄγγελος, λαμπράν μεν ὣσπερ φωτός μαρμαρυγαῖς ἐξαστραπῶν περιβολήν, ἀλουργίδος πυρωποῖς καταλαμπόμενος ἀκτῖσι, χρυσοῦ τε καί λίθων πολυτελῶν διαυγέσι φέγγεσι κοσμούμενος»[8].9 Με τον τρόπο αυτό ο Κωνσταντίνος αποκρυστάλλωσε την ιερατική εικόνα του ηγεμόνα για ολόκληρη τη Βυζαντινή εποχή,10 τονίζοντας τον καισαροπαπισμό του κρατικού συστήματος κατά το Μεσαίωνα στην Ανατολή. Υποβάλλοντας όμως στους επισκόπους την ιδέα για το μεγαλείο του αυτοκρατορικού αξιώματος, ο Κωνσταντίνος θέλησε να επιδείξει στο κοινό και τη χριστιανική ταπεινότητα, που τυπικά τη θεωρούσε απαραίτητο χαρακτηριστικό του ηγεμόνα. Έτσι αρνήθηκε το κάθισμα που του πρότειναν, περιμένοντας ευλαβικά να πάρουν θέση πρώτα οι ιερείς, ενώ κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων προσπαθούσε συνέχεια να δημιουργεί κλίμα εγκαρδιότητας, εκφράζοντας με σπασμένα ελληνικά τη γνώμη του πάνω σε κάθε θέμα, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ευσέβιου.11 Τον εναρκτήριο λόγο του εκφώνησε στα λατινικά και τόνισε το θέμα της ειρήνης και της ομόνοιας μέσα στην Εκκλησία. Μετά τον εναρκτήριο λόγο του Κωνσταντίνου, ο αυτοκράτορας πήρε και έκαψε γραπτά αιτήματα που του είχαν παραδώσει προηγουμένως οι επίσκοποι και τα οποία περιείχαν αλληλοκατηγορίες, λέγοντας: «Ο Χριστός απαιτεί από εκείνον που επιζητεί να λάβει συγχώρηση να συγχωρεί τον αδελφό του»[9].
Η Σύνοδος τελικά συνέταξε τα επτά πρώτα άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως[10]με τον κρίσιμο χαρακτηρισμό του Υιού ως «ομοουσίου» με τον Πατέρα, καθώς και 20 κανόνες που καθόριζαν θέματα θρησκευτικής προτεραιότητας και συμπεριφοράς. Επίσης ορίστηκε ο τρόπος υπολογισμού της ημέρας του εορτασμού του Πάσχα. Αποφασίστηκε επίσης, σχεδόν ομόφωνα, να εξοριστεί ο Άρειος από την Αίγυπτο[11] – ενώ στην εξορία και την ταπείνωση τον ακολούθησαν οι οπαδοί του Ευσέβιου Νικομήδειας και του Θεόγνιδος Νικαίας. Είναι σχεδόν αδύνατο να διαμορφωθεί ακριβής γνώμη για τον τρόπο με τον οποίο διεξήχθησαν οι συνεδριάσεις, επειδή τα πρακτικά αυτής της συνόδου δεν έχουν διασωθεί.[12] Το βέβαιο όμως είναι ότι ο Κωνσταντίνος με τον ενεργό και αποφασιστικό ρόλο του σε όλη τη διαδικασία θεμελίωσε την αρχή της ανάμειξης της κοσμικής εξουσίας στα εκκλησιαστικά.
Το 313 ο Μέγας Κωνσταντίνος εξέδωσε, όπως είδαμε, μαζί με τον συνάρχοντά του Λικίνιο το διάταγμα εκείνο που χάρισε την ειρήνη στην Εκκλησία. Μετά από το διάταγμα εκείνο ακολούθησαν και άλλα με τα οποία παραχωρήθηκαν διάφορα προνόμια στην Εκκλησία. Η συνεννόηση όμως των δύο αρχόντων δεν κράτησε για πολύ. Ο Λικίνιος άρχισε πάλι να υποστηρίζει την εθνική (ειδωλολατρική) θρησκεία. Έτσι ο πόλεμος μεταξύ των δύο αρχόντων (το 323) ήταν πόλεμος ανάμεσα σε δύο θρησκείες. Ο Χριστιανισμός νίκησε στο πρόσωπο του Μ. Κωνσταντίνου, ο οποίος από τότε πλέον αναδείχτηκε μονοκράτορας. Ο Κωνσταντίνος υποστήριξε τον Χριστιανισμό με όλη του την δύναμη, χωρίς όμως να εμποδίσει την εθνική θρησκεία. Μέχρι τον θάνατό του διατήρησε τον τίτλο του «μέγιστου ποντίφικα» της εθνικής θρησκείας, ενώ ταυτόχρονα ήταν κατηχούμενος στον Χριστιανισμό. Επάνω στα νομίσματά του ήταν αποτυπωμένες οι εικόνες του Χριστού και του ήλιου. Αλλά αυτά μονάχα ήταν τα κοινά σημεία που συνέδεαν ακόμη τον Κωνσταντίνο με την αρχαία πίστη, γιατί ήταν φανερό ότι είχε εγκαταλείψει όλα τα υπόλοιπα εθνικά θρησκευτικά έθιμα. Στις περισσότερες μεγαλουπόλεις της Ανατολής ανήγειρε χριστιανικούς ναούς. Επάνω στον πανάγιο τάφο οικοδόμησε το ναό της Αναστάσεως του Χριστού. Τότε, κατά την παράδοση, βρήκε η μητέρα του, η αγία Ελένη, τον τίμιο Σταυρό. Το 330 μετέφερε την έδρα του Ρωμαϊκού κράτους από την Ρώμη στο Βυζάντιο, το οποίο μετονόμασε Κωνσταντινούπολη και Νέα Ρώμη και κατέστησε πρωτεύουσα του χριστιανικού Ελληνισμού. Βαπτίστηκε Χριστιανός λίγο πριν τον θάνατό του που συνέβη στην Νικομήδεια στις 21 Μαΐου του 337.
Ο Κωνσταντίνος διείδε με το αλάθητο της διορατικότητας, στην πειθαρχική αρμονία την οποία διέθετε η χριστιανική θρησκεία ότι επρόκειτο για ένα ζωντανό οργανισμό, γεμάτο σφρίγος και έτοιμο να διαδραματίσει ένα παγκόσμιο θετικό για το σύνολο του κράτους σκοπό. Έβλεπε παράλληλα, ότι η χριστιανική Εκκλησία αποτελούσε τον εγγυητή μιας εσωτερικής γαλήνης και ασφάλειας και με δοσμένη από το Θεό ελπίδα και βεβαιότητα θα συντελούσε στη στερέωση μιας διαρκούς ειρήνης. Μπορεί, στην ενέργειά του να αναγνωρίσει επίσημα τη χριστιανική θρησκεία, να συντέλεσαν και λόγοι πολιτικής σκοπιμότητας. Όμως η ρίψη όλου του βάρους της αυτοκρατορικής του ιδιότητας υπέρ της θρησκείας αυτής, υπό τις συνθήκες που έχουν ήδη εκτεθεί, θα αποτελούσε έναν επικίνδυνο πειραματισμό, εάν δεν συνοδεύονταν από την προσωπική του πίστη, ότι αυτή είναι από Θεού δοσμένη θρησκεία.
Ο Χριστιανισμός, από τις πρώτες ώρες της επίσημης αναγνωρίσεώς του, έτυχε πολλαπλών προνομιών και άρχισε έτσι η επίσημη στερέωσή του με την κρατική συμπαράσταση, την ενεργητικότητα των επισκόπων, την πίστη των χριστιανών.
Ο όρος Καθολική Εκκλησία, αποτελούσε απ’ αρχής για τον Κωνσταντίνο έναν πολύ σπουδαίο ρόλο. Επιθυμούσε να είναι η Εκκλησία ενωμένη και αδιαίρετη, καθολική σε όλο του το κράτος. Την επιθυμία του και πρόθεσή του για το σκοπό αυτόν, εξέφρασε σε μία του επιστολή προς τον επίσκοπο Ελάφιο το 314 μ.Χ., στην οποία γράφει τα εξής παρακάτω: «Μόνο τότε θα είμαι ευτυχής και απόλυτα βέβαιος, ότι θα τύχω της ευτυχίας και της θεραπείας του παντοδύναμου Θεού, εάν διαπιστώσω ότι όλοι υπό την προκαθορισθείσα μορφή της καθολικής Εκκλησίας του Παναγίου Θεού τον τιμούν εν αδελφική ειρήνη».
Η επιστολή του αυτή γράφτηκε επ’ ευκαιρία του γενόμενου σχίσματος στην Αφρικανική εκκλησία, εξαιτίας των Δονατιστών. Ο Κωνσταντίνος ανέθεσε σε εκκλησιαστικό δικαστήριο υπό την προεδρεία του επισκόπου Ρώμης Μιλτιάδη, ο οποίος συγκάλεσε σχετική επ’ αυτού Σύνοδο. Όταν οι Δονατιστές διαμαρτυρήθηκαν για την εκδοθείσα απόφαση, η οποία ήταν εναντίον τους, ο Κωνσταντίνος συγκάλεσε το 314 μια νέα Σύνοδο στην Άρλη και για την οποία και πάλι οι Δονατιστές διαμαρτυρήθηκαν. Τότε ο Κωνσταντίνος έγραψε και απέστειλε σ’ όλους του συνοδικούς επισκόπους μια επιστολή, στην οποία επισήμανε ότι οι αποφάσεις θα πρέπει να γίνονται αποδεκτές από τους ιερωμένους σαν να είναι παρών ο Κύριος. Με τον τρόπο αυτό ο Κωνσταντίνος ήθελε να καθιερώσει και στη πράξη το θεσμό των Συνόδων, στον οποίο προσέδωσε μια ιδιαίτερη αρμοδιότητα Κανονικού Δικαίου, παράλληλα όμως ανέθεσε στους διοικητικούς υπάλληλους του κράτους του την παρακολούθηση της πιστής εφαρμογής των Συνοδικών αποφάσεων. Στην προκειμένη περίπτωση των Δονατιστών σε μια επιστολή του προς τον αναπληρωτή επίσκοπο της Αφρικανικής Εκκλησίας Κέλσο έγραφε ότι θα μεταβεί ο ίδιος στην Αφρική με την απόφαση να διασκορπίσει και να εξαφανίσει τους ανυπότακτους, αποδεικνύοντας για ακόμη μια φορά πόσο μεγάλη σημασία έδινε στην ενότητα της εκκλησίας.
Σε ένδειξη της μεγαλοσύνης του και προκειμένου να επιτύχει την ενότητα στην εκκλησία της Αφρικής, ακύρωσε τις αποφάσεις του περί εξορίας πολλών Δονατιστών και τους επέτρεψε να επανέλθουν στις έδρες τους. Θα ήταν λάθος αν θεωρούσε κάποιος, ότι οι ενέργειές του αυτές αποτελούσαν μια παρέκκλιση της αρχής να αναμιγνύεται στην αυτονομία της εκκλησίας. Ο Κωνσταντίνος θεωρούσε ότι, η εκκλησία, με δεδομένη την παραχωρηθείσα ειρήνη και την απελευθέρωσή της σε μεγάλο βαθμό από την κρατική εξουσία, θα έπρεπε να αποδείξει έμπρακτα την αρμονική της συνεργασία με τις Διοικητικές Αρχές, ώστε Εκκλησία και κράτος να παγιώσουν τη γενική ειρήνη.
Παράλληλα η εκκλησία, απελευθερωμένη από τις διώξεις απολάμβανε σε πολύ μεγάλο βαθμό μια ελευθερία στην αυτοδιοίκησή της και ήταν πρόθυμη να αναγνωρίσει στον Κωνσταντίνο την ιδιαιτερότητα της χάρης του Θεού και προς το συμφέρον των πιστών της. Το χωρίς αντίρρηση αναγνωρισθέν από την εκκλησία στον Κωνσταντίνο δικαίωμα να συγκαλεί Συνόδους, βασιζόταν στην πεποίθηση της ηγεσίας της, ότι δια του ορθοδόξου αυτού τρόπου, η δική της πλειοψηφία αποφάσιζε και για θέματα καθαρά δογματικά για την ενότητα και την στερέωση της υπαρξής της. Δημιουργήθηκε έτσι, εκ των πραγμάτων, μια ανώτατη Εκκλησιαστική Αρχή, κυρίως μετά την εμφάνιση της Αρειανής αιρέσεως, η οποία διατηρήθηκε επί αιώνες και είχε αρμοδιότητα να αποφασίζει η ίδια η εκκλησία για την τύχη της. Στη λειτουργία αυτής της Αρχής, έγινε απ’ αρχής ολοφάνερο, ότι αδιάκοπη μέριμνα της Ανατολικής Εκκλησίας ήταν να καθορισθεί, σύμφωνα με τις Αγίες Γραφές, μια ενιαία μορφή πίστης, η οποία θα θωράκιζε όλη την εκκλησία από τις προσπάθειες των αιρετικών να τη διασπάσουν και να καταστήσουν τον αυτοκράτορα προμαχώνα και παλλάδιο στην υπεράσπιση της πίστης αυτής.
Κατ’ εφαρμογή αυτής της αρχής και σαν απότοκο της Συνόδου της Νίκαιας, συντάχθηκε το σύμβολο της Πίστεως και άλλοι Εκκλησιαστικοί Κανόνες, που υπογράφτηκαν τη 19η Ιουλίου του 325. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, με την ενέργεια αυτή και την προσωπική του συμμετοχή στη Σύνοδο, κατόρθωσε να φέρει την ενότητα στην Εκκλησία και στο κράτος του.
Άλλωστε και ο Χρήστος Γιανναράς στο βιβλίο του «Αλήθεια και ενότητα της Εκκλησίας», αναφέρει για τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, ως θεμελιωτή της ενότητας της Εκκλησίας, τα εξής παρακάτω: «Αν στα πρόσωπα των Αποστόλων είδε η Εκκλησία τους «θεμελίους» της θείας οικοδομής της «όντος ακρογωνιαίου αυτού του Χριστού – τους θεμελιωτές της φανέρωσης – Βασιλείας του Θεού πάνω στη γη – στο πρόσωπο του Μεγάλου Κωνσταντίνου είδε τον Ισαπόστολο, τον θεμελιωτή της ορατής καθολικότητας και οικουμενικότητας της Εκκλησίας».
[1] The Oxford History of the Biblical World, OxfordUniversity Press, 2001, σ. 424.
[2] Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστορία (Historia ecclesiastica).
[3] Ευσέβιος, «Εκκλ. Ιστ.»,βιβλίο 8, 13».
[4] Κυρ. Σιμόπουλος, «Βασανιστήρια και Εξουσία», σ. 276.
[5] N.H. Baynes, «Constantine the Great and the Christian Church», σ. 26.
[6] Ευσέβιος, Vita Constantini, βιβλ. 3, 7, 1.
[7] Βλάσιος Φειδάς, Εκκλ. Ιστορία, σ. 427.
[8] Ευσέβιος, Vita Constantini, βιβλ. 3, 10, 3-4.
[9] Charles Matson Odahl, Constantine and the Christian Empire, 2004, Routledge, σ. 196. Επίσης, ο ιστορικός Foakes-Jackson αναφέρει: «Οι επίσκοποι άρχισαν να παρουσιάζουν τα πολυάριθμα αιτήματά τους στον Αυτοκράτορα αναφέροντας τις πικρίες τού ενός προς τον άλλον· αλλά ο Κωνσταντίνος τα συγκέντρωσε όλα μαζί και τα έκαψε στις φλόγες, έτσι ώστε ο κόσμος να μην γνωρίσει ότι χριστιανοί επίσκοποι είχαν διαφορές μεταξύ τους». (F.J. Foakes-Jackson, A History of the Christian Church: From the Earliest Times to A.D. 461, Cosimo Classics, 1891/2005, σ. 306). Ο Σωζόμενος αναφέρει: «Οἷα δὲ φιλεῖ γίνεσθαι, πολλοὶ τῶν ἱερέων, ὡς ὑπὲρ ἰδίων πραγμάτων ἀγωνίσασθαι συνελθόντες, καιρὸν ἔχειν ἐνόμισαν τῆς τῶν λυπούντων διορθώσεως· καὶ περὶ ὧν ἕκαστος τὸν ἄλλον ἐμέμφετο, βιβλίον ἐπιδοὺς βασιλεῖ τὰ εἰς αὐτὸν ἡμαρτημένα προσήγγελλεν. Επεὶ δὲ ἐφ΄ ἑκάστης εὐχερῶς τοῦτο συνέβαινε, προσέταξεν ὁ βασιλεὺς εἰς ῥητὴν ἡμέραν ἕκαστον περὶ ὧν ἐνεκάλει δῆλον ποιεῖν. Αφικομένης δὲ τῆς προθεσμίας τὰ ἐπιδοθέντα βιβλία δεξάμενος αὗται μέν, ἔφη· «Αἱ κατηγορίαι καιρὸν οἰκεῖον ἔχουσι τὴν ἡμέραν τῆς μεγάλης κρίσεως, δικαστὴν δὲ τὸν μέλλοντα πᾶσι τότε κρίνειν· ἐμοὶ δὲ οὐ θεμιτὸν ἀνθρώπῳ ὄντι τοιαύτην εἰς ἑαυτὸν ἕλκειν ἀκρόασιν, ἱερέων κατηγορούντων καὶ κατηγορουμένων, οὓς ἥκιστα χρὴ τοιούτους ἑαυτοὺς παρέχειν, ὡς παρ΄ ἑτέρου κρίνεσθαι. ἄγε οὖν μιμησάμενοι τὴν θείαν φιλανθρωπίαν ἐν τῇ πρὸς ἀλλήλους συγγνώμῃ ἀπαλειφθέντων τῶν κατηγορουμένων σπεισώμεθα καὶ τὰ περὶ τῆς πίστεως σπουδάσωμεν, οὗ ἕνεκεν δεῦρο συνεληλύθαμεν». Ταῦτα εἰπὼν ὁ βασιλεὺς τὴν ἑκάστου γραφὴν ἀργεῖν καὶ τὰ βιβλία καυθῆναι προσέταξε». (Σωζόμενος, Εκκλησιαστική Ιστορία 1.17.3-5) Βλέπε επίσης The Papacy and the Civil Power υπό Richard Wigginton Thompson, σ. 306.
[10] Η ονομασία είναι μεταγενέστερη.
[11] Μόνο δύο επίσκοποι ψήφισαν κατά. Βλ. Χριστοφιλοπούλου, Αι., Βυζαντινή ιστορία Α΄ (Θεσσαλονίκη 1992), σ. 137.
[12] Η έκδοση του Revillont στα κόπτικα των πρακτικών της Α΄ Συνόδου θεωρείται πλαστή από τη σύγχρονη έρευνα. Για τα πρακτικά των οικουμενικών συνόδων βλ. Mansi, J.D., Sacrorum conciliorum, nova et amplissima I (Florentiae 1759, επανεκτύπωση 1960-1961)· Schwartz, E., Acta conciliorum oecumenicorum (ACO), τόμ. I-IV 2 (Berolini et Lipsiae 1913-1940), κ.α.
Του Κυριάκου Παππακυριάκου, καθηγητή - Θεολόγου
Ο νομός Σερρών υπήρξε το προπύργιο άμυνας και το κέντρο εξορμήσεων των Βυζαντινών αυτοκρατόρων κατά των Σλάβων. Οι Σέρρες υπήρξαν η πιο οχυρωμένη πόλη της περιοχής λόγω της στρατηγικής και γεωγραφικής της θέσης.
Τα βυζαντινά της τείχηάρχιζαν από την Ακρόπολη, περνούσαν από το λόφο Μηχανικού, κατέβαιναν πίσω από το κτίριο του Ι.Κ.Α. και νότια δίπλα από τη σημερινή οδό Αντίστασης, συνεχίζονταν μέχρι το παλαιό Νοσοκομείο. Από εκεί άλλαζαν κατεύθυνση προς το παλιό κτίριο του Ορφέα και πίσω από τον ιερό ναό του Προδρόμου σκαρφάλωναν στην Ακρόπολη, στον ιερό ναό του Αγίου Νικολάου.
Υπήρχε και δεύτερο τείχος στις απότομες παρυφές της νότιας και δυτικής πλευράς της Ακρόπολης, όπου σώζονται ακόμη οι πύργοι. Και τρίτο τείχος, πεντάγωνο, υπήρχε πάνω στην κορυφή της Ακρόπολης.
Αν καταλαμβάνoνταν το πρώτο εξωτερικό τείχος , αμυνόταν η πόλη από το δεύτερο στις παριφές του λόφου της Ακροπόλεως και σε δύσκολες στιγμές κατέφευγαν στο τρίτο, πάνω στη κορυφλη του λόφου . Ήταν συγχρονισμένο για την εποχή του τείχος , με πολλούς πύργους, με μεγάλες δεξαμενές, με κινητές ξύλινες γέφυρες για να απομονώνουν τον εχθρό σε περίπτωση οπισθοχώρησης.
Μέρη των τειχών σώζονται διάσπαρτα σε κατάσταση ερειπίων. Βρέθηκαν στη θεμελίωση των πολυκατοικιών της οδού Εθν. Αντίστασης μεγάλες εκτάσεις τειχών θεμελιωμένων σε πασσάλους, επειδή το υπέδαφος ήταν μαλακό.
Το τείχος είχε από δύοπύλεςκαι παραπόρτια στις τρεις πλευρές, εκτός από τη βόρεια. Οι δύο πύλες στη δυτική πλευρά ανακαλύφθηκαν πίσω από το Ι.Κ.Α. Από τους πύργους του σώθηκαν ένας κοντά στο ναό του Τιμίου Προδρόμου και ένας στην Ακρόπολη, ο πύργος του Ορέστη. Αυτός από μια επιγραφή του δισάγνωστηέγινε σημείο αντιλεγόμενο στους αρχαιολόγους.
Αξιόλογα Βυζαντινά τείχη και πύργοι σώζονται και σε άλλα μέρη του νομού Σερρών, όπως στο γρανιτένιο λόφο του Σιδηροκάστρου,στο λόφο της Αγίας Μαρίνας, στη Δάφνητης Νιγρίτας, έξω από την Ευκαρπία,και σε διάφορα άλλα μέρη που δεν επιτρέπει ο χώρος να τα αναφέρουμε.
Αξιόλογοι ναοί του νομού Σερρών:
1) Η παλαιά Μητρόπολη των Αγίων Θεοδώρωνείναι ξακουστός αυτός ναός για το αρχιτεκτονικό του κάλλος, όπως περιγράφει ο Σερραίος Παδιάσιμος στο έργο του «Έκφρασις περί του ιερού των Σερρών» τον 14ο αιώνα. Περιλαμβάνεται μεταξύ των βυζαντινών μνημείων της Ελλάδος. Λέγεται ότι κτίστηκε το 1224 μ. Χ,. αλλά ο Αναστάσιος Ορλάνδος, που τον αναστήλωσε, αποφάνθηκε ότι προϋπήρχε παλαιοχριστιανικός ναός και στα θεμέλια αυτού κτίστηκε ο ναός που αναφέρει ο Παδιάσιμος. Αυτός ο ναός δέχτηκε πάρα πολλές καταστροφές, ανακαινίσεις, μετατροπές και προσθήκες μέχρι που κάηκε εξ ολοκλήρου στις 28-6-1913 από τους Βουλγάρους. Έμεινε ερείπιο και αναστηλώθηκε το 1935 στη μορφή που είναι σήμερα. Το 1992 επισκευάστηκε από την Ιερά Μητρόπολη Σερρών και Νιγρίτης και χρησιμοποιείται ως προσκυνηματικός ναός. Υπάγεται στην Αρχαιολογική Υπηρεσία
2) Ο Ιερός ναός Αγίου Νικολάου της Ακρόπολης, έργο του 12ου αιώνα. Είναι διώροφος. Το υπόγειο χρησιμοποιούνταν ως κοιμητήριο για την ταφή των στρατιωτών της φρουράς και το ισόγειο για τον εκκλησιασμό τους. Πολλοί συγγραφείς κατά καιρούς έγραψαν γι’ αυτό το ναό. Αναστηλώθηκε από μια ομάδα Χριστιανών το 1937 πάνω στα ερείπια που ήταν κατεστραμμένος από τον 17ο αιώνα. Δεν ζήτησαν τη γνώμη της αρχαιολογικής υπηρεσίας και του άλλαξαν το αρχικό του αρχιτεκτονικό σχέδιο.
3) Ιερός ναός του Αγίου Γεωργίου του Κρυονερίτου. Βρίσκεται ανατολικά των Σερρών και αποτελείται από δύο ναούς προς τιμήν του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Δημητρίου. Μνημονεύεται σε χρυσόβουλα του αυτοκράτορα του Ανδρονίκου του πρεσβύτερου το 1298 μ.Χ. Το 1344 δωρήθηκε από τη μοναχή Υπομονή Σακελαρίου στην Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου, όπου και υπάγεται σήμερα. Προϋπήρχε ο ναός του Αγίου Δημητρίου πριν από τον 13ο αιώνα και ξανακτίστηκε το 1340 μ.Χ.
4) Ιερός ναός του Αγίου Νικολάου του Χωρίου Ελαιώνα, έργον του 14ου αιώνα με μεταγενέστερες προσθήκες. Κινδύνευσε να καταρρεύσει, υποστυλώθηκε και συντηρήθηκε από τη βυζαντινή αρχαιολογική υπηρεσία Καβάλας. Ανακηρύχθηκε διατηρητέα μνημείο.
5) Στις Σέρρες υπήρχαν πολλοί βυζαντινοί ναοί, αλλά κάηκαν το 1913 και δεν ξανακτίστηκαν. Κτίστηκαν προσκυνητάρια στο χώρο που υπήρχαν, π.χ. Παναγία των Βλαχερνών, Αγία Βαρβάρα, Άγιος Βλάσιος, Αγία Επίσκεψη, Άγιος Αθανάσιος, Δώδεκα Απόστολοι, Αγία Ελεούσα, Άγιοι Αθανάσιος και Κύριλλος, οι Τρεις Παίδες, το Ταξιαρχούδι. Μερικοί από τους πυρπολυθέντες ναούς ξανακτίστηκαν πρόχειρα, χωρίς να διατηρήσουν το βυζαντινό σχήμα τους και ρυθμό, π.χ. Παναγία Λιόκαλη, Αγία Παρασκευή, Άγιος Συμεών, Αγία Κυριακή, Αγία Φωτεινή, Μεγάλοι Ταξιάρχες πριν από την ανέγερση του σημερινού ναού, Άγιος Παντελεήμονας.
6) Σώθηκαν μερικοί ναοί στις ακραίες συνοικίες της πόλεως Σερρών του 18ου και του 19ου αιώνα, όπως π.χ. των Αγίων Αναργύρων του 1817 και του Τιμίου Προδρόμου το 1819, ο οποίος ανήκει στην Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου και ανακαινίζεται με δωρεές ευσεβών και δαπάνες της Ιεράς Μονής. Επίσης ο Ιερός ναός του Ιωάννου του Θεολόγου κτίστηκε το 1835 σε ανάμνηση της διάσωσης των κατοίκων των Σερρών από την προγραμματισμένη σφαγή από τους Τούρκους στις 8 Μαΐου 1821, την ημέρα της εορτής του Αγίου.
Στη θέση του ιερού ναού του Αγίου Αντωνίου υπήρχε ο ναός της Αγίας Μαρίνας και απέναντι υπήρχε βυζαντινός ναός του Αγίου Βασιλείου.
7) Στην επαρχία σώζονται ναοί του 18ου και 19ου αιώνα, π.χ. στο Αηδονοχώρι ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που χρονολογείται το 1763, με ωραιότατο ξυλόγλυπτο τέμπλο του 1773. Ο ναός των Αγίων Αναργύρων στο Χιονοχώρι, ο οποίος υπήρχε σαν σκήτη από την εποχή του κτίτορος της Ιεράς Μονής του Τιμίου Προδρόμου. Ο ιερός ναός του Αγίου Δημητρίου στην Άνω Βροντού με το καλλιτεχνικότατο ξυλόγλυπτο τέμπλο του. Οι ιεροί ναοί του Αγίου Νικολάου και του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης στον Αχινό, που άλλοτε ήταν μετόχια των Ιερών Μονών Κουτλουμουσίου και Βατοπεδίου του Αγίου Όρους καθώς και της Εικοσιφοινίσης. Ναοί των αρχών του 19ου αιώνα είναι και της Αγίας Παρασκευής στο Άγιο Πνεύμα (1805) και του Αγίου Αθανασίου στον Εμμανουήλ Παπά.
8) Η Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου
Το αξιολογότερο βυζαντινό μνημείο του νομού μας είναι η ιερά Μονή του Τίμιου Προδρόμου. Είναι εφάμιλλη με τα μοναστήρια του Αγίου Όρους. Είναι διεθνώς γνωστή, διότι σ’ αυτή έμεινε και πέθανε ο πρώτος μετά την άλωση της Κων/πολης Οικουμενικός Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος. Το φυσικό περιβάλλον της, η μακραίωνη πνευματική της δράση και η μεγάλη της ιστορία απέσπασε την εκτίμηση των βυζαντινών αυτοκρατόρων και όλων των κατακτητών, πλην των Βουλγάρων, οι οποίοι το 1918 τη λεηλάτησαν και της αφαίρεσαν κειμήλια ανεκτίμητης αξίας, αυτοκρατορικά χρυσόβουλα, κώδικες, χειρόγραφα Ευαγγέλια και τριακόσια πενήντα πέντε χειρόγραφα σε μεμβράνη και χαρτί καθώς και πολλά αναντικατάστατα συγγράμματα. Νομίζω ότι πρέπει οι ελληνικές κρατικές υπηρεσίες να ενεργήσουν για την επιστροφή τους. Παρ’ όλες τις καταστροφές η Μονή διατηρεί τη μεγαλοπρέπειά της με το θαυμάσιο καθολικό ναό και τα πολλά παρεκκλήσια της. Με την αξιόλογη εικονογραφία της και τα παμπάλαια κελιά της που υψώνονται μέσα στην καταπληκτική εκείνη χαράδρα ανάμεσα στην άγρια φύση.
Η ανδρική αυτή Σταυροπηγιακή Μονή κινδύνεψε να ερημώσει και έγινε σε γυναικεία το 1987, παρότι άλλοτε ήταν άβατη για τις γυναίκες. Επανήλθε στη παλαιά του αίγλη και φήμη. Η γυναικεία αδελφότητα έδειξε μεγάλη δραστηριότητα ως προς την αναδιοργάνωση και την αναστύλωση της Μονής με την καθοδήγηση της ηγουμένης Φεβρωνίας –Μοναχής .
ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ
Στις αρχαιότητες του νομού πρέπει να συμπεριλάβουμε και τα αξιολογότερα μνημεία της Τουρκοκρατίας, το Μπεζεστένι και τα μουσουλμανικά τεμένη (τζαμιά).
Το Μπεζεστένι, όπου στεγάζεται το Αρχαιολογικό Μουσείο, κτίστηκε στα τέλη του 15ου ή αρχές του 16ου αιώνα. Είναι διαστάσεων 31Χ20 μέτρα και μοναδικό στο είδος του στα Βαλκάνια. Έχει άριστη αρχιτεκτονική γραμμή εσωτερικά και εξωτερικά΄, με τα τεθλασμένα τόξα του, με τους δύο μεγάλους πεσσούς, με τους έξι τρούλλους, με τις διάφορες ανάγλυφες παραστάσεις ανθεμίων και με την εναλλαγή των κεραμιδιών και των κροκάλων.
Το Σιντζιρλί Τζαμί. Βρίσκεται στον οδό Ανατολικής Θράκης, Σερρών, είναι αξιόλογο οικοδόμημα με βυζαντινή τεχνοτροπία. Δίνει την εντύπωση χριστιανικού ναού με τα τρία κλίτη του και με άμβωνα παρόμοιο με αυτόν που υπήρχε άλλοτε στην Παλιά Μητρόπολη Σερρών. Το μνημείο αυτό, αν συντηρηθεί, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Το Τζαμί του Αχμέτ Πασά ή της Αγίας Σοφίας.Βρίσκεται ανατολικά της πόλη των Σερρών. Πρόκειται για μεγάλο τζαμί, ξακουστό στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ο Τούρκος περιηγητής Εβλιά Τσελεμπί το εγκωμιάζει ως το καλύτερο της Ρούμελης και της Περσίας. Είναι πραγματικά μεγάλο έργο αρχιτεκτονικής τέχνης που άσκοπα δεν το ονόμασαν Τζαμί της Αγίας Σοφίας. Όσοι αρχιτέκτονες το μελέτησαν, το θαύμασαν για την ακουστική του και πρότειναν να γίνει αίθουσα μουσικής. Έχει ανάγκη άμεση συντήρησης, διότι σε λίγα χρόνια θα καταρρεύσει. .
Κάνε κλικ εδώ
Πηγή: http://www.360tr.com/34_istanbul/ayasofya/english/
Για να αποφύγουμε τη σύγχυση την οποία προκαλεί η έλλειψη ορισμού της θεοκρατίας στους περισσότερους συγγραφείς, προτείνουμε τέσσερα κριτήρια με τα όποια μπορεί να ελεγχθεί η ύπαρξη και ο βαθμός θεοκρατίας σε ένα κράτος:
1) Ταύτιση πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας στο ίδιο πρόσωπο.
2) Επιβολή θρησκευτικών κανόνων στο σύνολο της νομοθεσίας.
3) Άσκηση της δημόσιας διοίκησης από θρησκευτικούς λειτουργούς.
4) Έλεγχος της εκπαίδευσης από τη θρησκευτική ιεραρχία.
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, το «Βυζάντιο» δεν ικανοποιεί ούτε ένα απ' αυτά τα τέσσερα κριτήρια ενός θεοκρατικού κράτους. Ας τα δούμε με τη σειρά.
1) Το ότι ο «Πάπας» και ο «Καίσαρας» ήταν διαφορετικά πρόσωπα είναι φυσικά γνωστό. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος είχε απόλυτη εξουσία πάνω σε όλες τις λειτουργίες της δημόσιας ζωής. Με άλλα λόγια, κανένας Χομεϊνί δεν κυβέρνησε ποτέ από τον Πατριαρχικό θρόνο πάνω σε όλο το κράτος. Επιπλέον κανένας επίσκοπος δεν ηγήθηκε ποτέ οποιουδήποτε στρατιωτικού τάγματος σε πολεμικές συγκρούσεις, όπως ήταν ο κανόνας στη Δύση.
2) Στο χώρο του Δικαίου, το «Βυζάντιο» συνέχισε τη μεγάλη Ρωμαϊκή παράδοση. Βασικός άξονας της νομοθεσίας σε όλη τη μακραίωνη ιστορία του παρέμεινε το Ρωμαϊκό Δίκαιο, όπως το είχε κωδικοποιήσει ο Ιουστιανός. Σ' αυτό προστέθηκαν κατά καιρούς τροποποιήσεις τις όποιες επέβαλαν οι νέες κοινωνικές συνθήκες και η επίδραση του Χριστιανισμού. Έτσι η τελική σύνθεση ήταν μία πολύ πιο ανθρωπιστική εκδοχή του αρχαίου Ρωμαϊκού Δικαίου. Όλα αυτά πάντως άνηκαν στην κοσμική (μη εκκλησιαστική) σφαίρα του κράτους. Οι νομικές σχολές και τα δικαστήρια δεν είχαν σχέση με την Εκκλησία, και οπωσδήποτε οι δικαστές δεν ήταν επίσκοποι, όπως συνέβαινε την ίδια εποχή στη Δύση. (Οι επίσκοποι μπορούσαν να είναι δικαστές σε ορισμένες περιπτώσεις, αν το ζητούσε ο κατηγορούμενος, αλλά αυτό αποτελούσε μια ανθρωπιστική παραχώρηση πού δεν αλλάζει την ουσία της κατά βάση κοσμικής δικαιοσύνης).
3) Η αδιατάρακτη πολιτιστική συνέχεια του «Βυζαντίου» είχε ως αποτέλεσμα να υπάρχει πάντοτε μια μορφωμένη γραφειοκρατία πού χειριζόταν τις κρατικές υποθέσεις. Αντίθετα, στη Δύση, όπως θα δούμε πιο αναλυτικά στο επόμενο κεφάλαιο, από τον 6ο αιώνα εμφανίζεται ένα τεράστιο κενό στην Παιδεία. Χαρακτηριστικό αποτέλεσμα της παρακμής των γραμμάτων στη Δύση είναι ότι δεν υπάρχουν πια μορφωμένοι μη εκκλησιαστικοί άνδρες για να επανδρώσουν τις στοιχειώδεις διοικητικές ανάγκες των νέων βαρβαρικών κρατών. Έτσι, από τον 7ο αιώνα, η Δυτική Ευρώπη βασίζεται αποκλειστικά πλέον σε κληρικούς για τις διπλωματικές, διοικητικές και εκπαιδευτικές λειτουργίες της.
Ήδη στην αυλή του Καρλομάγνου (τέλη 8ου αιώνα) όλοι σχεδόν οι γνωστοί λόγιοι, με εξαίρεση τον Einhard, είναι κληρικοί (Αλκουίνος, Παύλος Διάκονος, Πέτρος Διάκονος, Paulinus, κ.λπ.). Πρόκειται για μια εξέλιξη με κολοσσιαίες συνέπειες στη δυτική Ιστορία. Όχι μόνον επειδή διατηρήθηκε επί 1.000 χρόνια και σφράγισε το χαρακτήρα της Δύσης, αλλά και επειδή προκάλεσε τελικά ένα άγριο άντικληρικαλιστικό πνεύμα το όποιο ξέσπασε στα χρόνια του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης. Αυτή ή αντίδραση έχει διαμορφώσει τη σημερινή στάση του δυτικοευρωπαίου απέναντι στο Χριστιανισμό. Ο δυτικοευρωπαίος θα ήταν πολύ διαφορετικός άνθρωπος, αν δεν κουβαλούσε μέσα του αιώνες καταπίεσης από τη μονοπωλιακή θέση της Λατινικής Εκκλησίας στη δημόσια ζωή. Όλα αυτά είναι, βέβαια, εντελώς άγνωστα στους Ρωμηούς, αφού ο κοσμικός χαρακτήρας της ρωμαϊκής διοίκησης αποτέλεσε βασικό χαρακτηριστικό του «Βυζαντίου» σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξης του. Γι' αυτό, άλλωστε, και άντικληρικαλιστικά μηνύματα δεν είχαν ποτέ επιτυχία στο χώρο μας[1].
4) Σε ό,τι άφορα την εκπαίδευση μπορούμε να διακρίνουμε τρεις τύπους σχολείων στο «Βυζάντιο»: τα δημόσια, τα ιδιωτικά και τα μοναστηριακά. Στα τελευταία επιτρεπόταν να φοιτούν μόνον παιδιά πού είχαν αφιερωθεί στο μοναχισμό. Μάλιστα, ή Οικουμενική Σύνοδος της Χαλκηδόνας (το 451) απαγόρευσε ρητά τη φοίτηση λαϊκών σ' αυτά τα σχολεία, και, απ' ό,τι φαίνεται, αυτός ο κανόνας εφαρμοζόταν χωρίς εξαίρεση[2]. Η πλειοψηφία λοιπόν των προγόνων μας της Ρωμανίας μορφωνόταν σε κοσμικά σχολεία σε αντίθεση με το τι συνέβαινε στη Δύση την ίδια εποχή. Όπως είναι γνωστό, στη Δύση, για πολλούς αιώνες, η πλήρης κατάρρευση του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού είχε ως συνέπεια την ανάδειξη της Εκκλησίας σε αποκλειστικό φορέα της Εκπαίδευσης. Η μόνη μόρφωση πού μπορούσε να πάρει κανείς ήταν αύτη την οποία παρείχαν τα μοναστήρια.
Αντίθετα, στο «Βυζάντιο» ή εκπαίδευση ήταν κυρίως προσκολλημένη στην κλασική παράδοση. Υποχρεωτικό ανάγνωσμα, μαζί με την Αγία Γραφή, ήταν ο Όμηρος, τον όποιον όλοι οι μαθητές μάθαιναν απέξω και τον εξηγούσαν λέξη προς λέξη[3]. Ό Ψελλός καυχιέται ότι από πολύ μικρός ήξερε ολόκληρη την Ιλιάδα απέξω[4]. Ή Άννα Κομνηνή αναφέρει εξηνταέξι φορές στίχους του Όμηρου στην «Αλεξιάδα» της, συχνά μάλιστα χωρίς να αισθάνεται την ανάγκη να προσθέσει τη διευκρίνηση «το ομηρικόν εκείνο...»[5]. Για να αντιληφθούμε το πολιτιστικό χάσμα πού χώριζε Ρωμαίους και Δυτικούς, αρκεί να θυμίσουμε ότι η Δύση πρωτογνώρισε τον Όμηρο μόλις τον 14ο αιώνα, όταν υστέρα από παραγγελία του Πετράρχη και του Βοκκάκιου, ένας Ρωμηός της Ν. Ιταλίας, ο Πιλάτος, μετέφρασε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια στα λατινικά[6].
Ο κοσμικός χαρακτήρας της εκπαίδευσης καθ' όλη τη χιλιόχρονη ιστορία της αυτοκρατορίας τονίζεται και από το γεγονός ότι το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης ήταν ένα κρατικό ίδρυμα πού δε βρισκόταν ποτέ υπό τον έλεγχο της Εκκλησίας. Σύμφωνα με την ιδρυτική πράξη του (επί Θεοδοσίου Β', το 425),οι καθηγητές πληρώνονταν από το κράτος και μάλιστα απαλλάσσονταν από τους φόρους[7]. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο πρόγραμμα του Πανεπιστημίου δεν υπήρχε καν το μάθημα της Θεολογίας(!), αφού σκοπός της κρατικής εκπαίδευσης ήταν η μόρφωση κρατικών στελεχών και αξιωματούχων[8]
Όπως αναφέραμε και στην αρχή αυτής της ενότητας, το ζήτημα της θεοκρατίας στο «Βυζάντιο» είναι τεράστιο και δεν μπορεί να εξαντληθεί εδώ. Από τα λίγα πού εκτέθηκαν παραπάνω, ωστόσο, πρέπει να έγινε φανερό ότι ή μορφή της Χριστιανικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν αρκετά διαφορετική από αυτήν την οποία μας παρουσιάζουν διάφορες λαϊκιστικές απλοϊκές απόψεις. Με κίνδυνο να γίνουμε κουραστικοί θα ξαναπούμε ότι, δυστυχώς, πέφτουμε συχνά στο λάθος να ταυτίζουμε το σκοταδιστικό θεοκρατικό δυτικό μεσαίωνα με την αντίστοιχη εποχή του «Βυζαντίου».
Όπως είδαμε, όμως, οι διαφορές ήταν τεράστιες και πολύ ουσιαστικές. Η αμορφωσιά, η ανελευθερία, η θρησκευτική καταπίεση πού έφτασε ως την Ιερή Εξέταση, οι στρατοκράτες επίσκοποι πού οδηγούσαν τάγματα μοναχών σε μάχες, όλα αυτά είναι άγνωστα στον τόπο μας και στον πολιτισμό μας. Έτσι εξηγείται, κατά ένα μέρος, και η πεισματική αντίσταση των Ρωμηών στις προσπάθειες εκδυτικισμού τους την οποία παρατηρούμε από το 1204 μέχρι σήμερα.
Υπάρχουν και άλλες όψεις του πολιτιστικού χάσματος ανάμεσα σε Ρωμηούς και Δυτικούς προς εξέταση κατά το μεσαίωνα, εποχή η οποία συχνά αποκαλείται «σκοτεινή» για όλη την Ευρώπη. Όπως θα διαπιστώσουμε, αν με τον όρο «Ευρώπη» εννοούμε μόνο τη δυτική, τότε ο χαρακτηρισμός «σκοτεινή» είναι απόλυτα σωστός. Αν όμως περιλαμβάνουμε και τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, το «Βυζάντιο», τότε πέφτουμε οι ίδιοι θύματα του σκοταδιστικού πολιτιστικού ιμπεριαλισμού της Δύσης.
Υποσημειώσεις
1 Είναι αξιοπρόσεκτο ότι τα δύο μοναδικά αντικληρικαλιστικά ρεύματα πού εμφανίστηκαν στην Ελλάδα είναι απλές «μεταφράσεις» δυτικών ρευμάτων, χωρίς καμιά επαφή με την ελληνική πραγματικότητα. Το ένα είναι ο φιλελεύθερος διαφωτισμός όπως εκφράστηκε, για παράδειγμα, από τον ανώνυμο συγγραφέα της «Ελληνικής Νομαρχίας» και το άλλο ο μαρξισμός. Ο πρώτος είναι τόσο ξεκομμένος από την ελληνική πραγματικότητα ώστε να μιλάει για «τάγματα» ιερέων και αρχιμανδριτών, θεσμό άγνωστο στον τόπο μας (αλλά πολύ διαδεδομένο στη Δύση...). Ο κορυφαίος ερευνητής (και ενθουσιώδης υπέρμαχος) του νεοελληνικού Διαφωτισμού, ο Κ. Θ. Δημαράς, δέχεται ότι «πρέπει να μην αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να πρόκειται για συγγραφέα στερημένο από ελληνική σχολική εκπαίδευση» (βλ. Κ. Θ. Δημαράς, 1977,σ. 48). Από την άλλη, ο μαρξισμός, με τα δύσκαμπτα ιδεολογικά σχήματα πού βασίζονταν αποκλειστικά στη δυτική εμπειρία, προσπάθησε να ξεπεράσει τις συνεχείς «δυσκολίες» πού συναντούσε στην ερμηνεία της ελληνικής κοινωνίας καταφεύγοντας στην «ιδεολογική σύγχυση της ελληνικής άρχουσας τάξης» ή στην «εσφαλμένη συνειδητοποίηση της εργατικής τάξης». Θα χρειαζόταν ασφαλώς μια πληρέστερη μελέτη σχετικά με την παντελή άγνοια της ελληνικής Ιδιαιτερότητας από αυτά τα δυο ρεύματα.
2 Βλ. Buckler,σ. 309.
3 οπ. παρ., σ. 295.
4 Βλ.Ράνσιμαν (1979),σ. 250.
5 οπ. παρ., σ. 250.
6 Βλ. Γιαννακόπουλος (1966),σ. 54.
7 Βλ. Buckler (1986),σ. 310.
8 Βλ. Lemerle (1983), σ. 89-90.
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ
Πηγή: Ελληνορθόδοξη παράδοση: ρίζωμα και προοπτική
Πηγή: http://www.egolpion.com/
Οι δυστυχείς Ρωμαίοι, αφού άκουσαν τα λόγια του αυτοκράτορα, έσφιξαν την καρδιά τους, αγκαλιάστηκαν και έκλαιγαν όλοι μαζί. Κανένας δεν έφερνε πια στη μνήμη του τα αγαπημένα του παι διά, τη γυναίκα και την περιουσία του, αλλά ήθε λαν όλοι να πεθάνουν για τη σωτηρία της πατρίδας τους. Ύστερα γύρισαν στις θέσεις τους για να φυλάξουν τα τείχη της πόλης. Ο αυτοκράτορας πήγε αμέσως στον ιερό ναό της Αγίας Σοφίας, προσευχήθηκε με δάκρυα στα μάτια και κοινώνη σε των αχράντων μυστηρίων. Το ίδιο έκαναν και πολλοί άλλοι εκείνη τη νύχτα. Έπειτα γύρισε στα ανάκτορα και ζήτησε συγνώμη από όλους. Ποιος μπορεί να περιγράψει αυτήν τη στιγμή τους θρή νους και τους οδυρμούς που ακούστηκαν τότε στο παλάτι; Κανένας άνθρωπος δε θα μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος, ακόμα κι αν ήταν από ξύλο ή από πέτρα.
Ύστερα ανεβήκαμε στα άλογά μας, βγήκαμε από τα ανάκτορα και κάναμε επιθεώρηση στα τεί χη για να ενθαρρύνουμε τους φρουρούς που κρα τούσαν άγρυπνοι τις θέσεις τους. Εκείνη τη νύχτα όλοι βρίσκονταν στα τείχη και τους πύργους, ενώ είχαμε κλείσει προσεκτικά όλες τις πύλες ώστε να μην μπορεί να μπει ή να βγει κανένας. Όταν φτά σαμε στην Καλιγαρία, την ώρα που λαλούσαν για πρώτη φορά τα κοκόρια, ξεπεζέψαμε και ανεβή καμε στον πύργο. Από εκεί ακούγαμε φωνές και δυνατό θόρυβο έξω από την πόλη. Οι φύλακες μας είπαν ότι αυτό γινόταν όλη τη νύχτα επειδή οι εχθροί έσερναν τις πολεμικές μηχανές τους κο ντά στην τάφρο, προετοιμαζόμενοι για την επίθε ση. Επίσης τα μεγάλα εχθρικά πλοία άρχισαν να κινούνται, προσπαθώντας να φέρουν στην ακτή τις γέφυρες που είχαν κατασκευάσει.
Οι Τούρκοι άρχισαν με μεγάλη σφοδρότητα και ορμή την επί θεση τη στιγμή που λαλούσαν τα κοκόρια για δεύ τερη φορά, χωρίς να δώσουν κανένα σύνθημα, όπως είχαν χάνει και τις προηγούμενες φορές. Ο σουλτάνος διέταξε να επιτεθούν πρώτοι οι λιγότε ρο έμπειροι, μερικοί ηλικιωμένοι και αρκετοί νέοι, ώστε να μας κουράσουν, και στη συνέχεια να ρι χτούν εναντίον μας οι πιο έμπειροι και γενναίοι με μεγαλύτερη τόλμη και δύναμη. Έτσι λοιπόν ο πό λεμος άναψε σαν καμίνι. Οι δικοί μας αντιστέκο νταν με πείσμα, χτυπούσαν άγρια τους εχθρούς και τους γκρέμιζαν κάτω από τα τείχη, καταστρέ φοντας συγχρόνως και πολλές από τις πολιορκη τικές τους μηχανές. Οι νεκροί ήταν πολλοί και από τις δυο πλευρές, ιδίως όμως από το εχθρικό στρα τόπεδο. Μόλις άρχισαν να σβήνουν τα άστρα του ουρανού καθώς προχωρούσε το φως της μέρας κι εμφανίστηκε στην ανατολή η ροδοδάχτυλη αυγή, όλο το πλήθος του εχθρού παρατάχθηκε σε μια σειρά που έφτανε από τη μια μέχρι την άλλη άκρη της πόλης.
Ακούστηκαν τότε τα τύμπανα, οι σάλ πιγγες και τα υπόλοιπα πολεμικά όργανα με φω νές και αλαλαγμούς, ενώ τα κανόνια άρχισαν να ρίχνουν όλα μαζί. Τότε όλοι οι Τούρκοι όρμησαν από ξηρά και από θάλασσα στα τείχη και άρχισαν τη συμπλοκή μαζί μας. Οι πιο θαρραλέοι έστησαν σκάλες, ανέβηκαν πάνω σ' αυτές και έριχναν αδιά κοπα τα βέλη τους εναντίον των δικών μας. Η φρικτή και αμφίρροπη μάχη κράτησε δύο ώρες και φαινόταν ότι οι χριστιανοί θα έπαιρναν πάλι τη νίκη. Τα πλοία που μετέφεραν τις σκάλες και τις κινητές γέφυρες αποκρούστηκαν από τα παρα θαλάσσια τείχη και αναγκάστηκαν να γυρίσουν πίσω άπρακτα. Οι πολεμικές μηχανές, που έρι χναν πέτρες από τα τείχη της πόλης, σκότωσαν πολλούς αγαρηνούς. Αλλά και εκείνοι που ήταν στην ξηρά έπαθαν τα ίδια και χειρότερα. Ήταν πολύ παράδοξο θέαμα να βλέπει κανείς τον ήλιο και τον ουρανό σκεπασμένους από ένα σύννεφο σκόνης και καπνού. Οι δικοί μας έκαιγαν τις ε χθρικές πολεμικές μηχανές με το «υγρό πυρ», γκρέμιζαν τις σκάλες με όσους βρίσκονταν πάνω τους και σκότωναν αυτούς που επιχειρούσαν να ανεβούν στα τείχη με μεγάλες πέτρες, ακόντια, πυροβόλα και τόξα. Όπου έβλεπαν συγκεντρωμέ νους Τούρκους, τους χτυπούσαν με μεγάλα τηλε βόλα, σκοτώνοντας και πληγώνοντας πολλούς. Οι εχθροί απηύδησαν τόσο πολύ από τη σθεναρή α ντίσταση που συναντούσαν ώστε θέλησαν να κά νουν λίγο πίσω για να ξεκουραστούν, αλλά οι τσαούσηδες και οι ραβδούχοι της τουρκικής Αυ λής τους χτυπούσαν με σιδερένια ραβδιά και βούνευρα για να μην υποχωρήσουν. Ποιος μπο ρεί να περιγράψει τις κραυγές και τα βογκητά των τραυματιών και στα δύο στρατόπεδα; Ο θόρυβος και οι φωνές τους έφταναν μέχρι τον ουρανό. Με ρικοί από τους δικούς μας, που έβλεπαν τους ε χθρούς να υποφέρουν, τους φώναζαν: «Τι κάνετε συνεχώς επιθέσεις, αφού δεν μπορείτε να μας νι κήσετε;» Εκείνοι τότε, προσπαθώντας να δείξουν τη γενναιότητα τους, ανέβαιναν πάλι στις σκάλες. Οι πιο τολμηροί σκαρφάλωναν στους ώμους των άλλων και οι επόμενοι τους μιμούνταν, για να μπορέσουν να φτάσουν στην κορυφή του τείχους.
Οι σκληρότερες μάχες έγιναν στις πύλες, όπου οι αντίπαλοι συγκρούονταν με τα σπαθιά στα χέρια και οι νεκροί ήταν αμέτρητοι. Όταν η παράταξη μας άρχισε να υποχωρεί, τότε πετάχτηκαν μπρο στά ο Θεόφιλος Παλαιολόγος και οΔημήτριος Καντακουζηνός, δύο γενναίοι άντρες που έτρε ψαν τους αγαρηνούς σε φυγή, τους γκρέμισαν κά τω από τα τείχη και τους σκόρπισαν. Συγχρόνως έτρεξαν σε βοήθεια κι άλλοι δικοί μας, ενώ ο αυ τοκράτορας που βρέθηκε εκεί έφιππος τους ενε θάρρυνε και τους παρακινούσε να πολεμάνε με σθένος, λέγοντας: «Συμπολεμιστές και αδέρφια μου, σας παρακαλώ στο όνομα του Θεού να κρα τάτε τη θέση σας με γενναιότητα. Βλέπω ότι το πλήθος των εχθρών άρχισε να κουράζεται και να διασκορπίζεται. Δε μας χτυπούν πλέον με τάξη και σύστημα. Ελπίζω στο Θεό ότι η νίκη είναι δική μας. Να νιώθετε λοιπόν χαρά επειδή το στε φάνι της νίκης θα είναι δικό μας τόσο στη γη όσο και στον ουρανό. Ο Θεός βρίσκεται στο πλευρό μας και προκαλεί δειλία στους άπιστους».
Τη στιγμή που μιλούσε ο αυτοκράτορας, ο Ιω άννης Ιουστινιάνης πληγώθηκε από βέλος στο πά νω μέρος του δεξιού του ποδιού. Αυτός ο τόσο έμπειρος πολεμιστής, στον πόλεμο, βλέποντας το αίμα να τρέχει από το σώμα του, έγινε κίτρινος από φόβο. Έχασε αμέσως το θάρρος του, σταμά τησε να αγωνίζεται και έτρεξε να βρει γιατρό σιω πηλός, χωρίς να σκέφτεται την ανδρεία και την καρτερικότητα που είχε δείξει μέχρι τότε. Δεν εί πε όμως τίποτα στους συντρόφους του ούτε άφησε κανέναν αντικαταστάτη, για να μην προκληθεί σύγχυση που θα μπορούσε να αποβεί μοιραία. Οι στρατιώτες του τον αναζήτησαν με το βλέμμα και, μαθαίνοντας ότι είχε φύγει, καταλήφθηκαν από ταραχή και φόβο. Ευτυχώς, ο αυτοκράτορας που βρέθηκε εκεί κατά τύχη, τους είδε ταραγμένους και φοβισμένους σαν τα κυνηγημένα πρόβατα και θέλησε να μάθει την αιτία. Όταν λοιπόν είδε το στρατηγό του Ιουστινιάνη να φεύγει, τον πλη σίασε και του είπε: «Γιατί το έκανες αυτό, αδερφέ μου; Γύρνα πίσω στη θέση σου. Η πληγή είναι ασήμαντη και η παρουσία σου απαραίτητη. Η πόλη στηρίζεται σε σένα για να σωθεί». Του είπε και άλλα πολλά, αλλά εκείνος δεν έδωσε απάντηση. Αντίθετα, έφυγε και πήγε στο Πέραν, όπου πέθα νεντροπιασμένος από λύπη για την περιφρόνηση των άλλων.
Οι Τούρκοι όμως είδαν την ταραχή των δικών μας και πήραν θάρρος. Ο Σογάν πασάς κέντρισε με κατάλληλα λόγια τη φιλοτιμία των γενιτσάρων και των άλλων στρατιωτών, ενώ ένας γιγαντόσωμος γενίτσαρος (που λεγότανΧασάν και καταγόταν από το Λουπάδι της Κυζίκου) έβα λε με το αριστερό χέρι την ασπίδα πάνω από το κεφάλι του, τράβηξε με το δεξί το σπαθί, ανέβηκε στο σημείο του τείχους όπου είχαν αρχίσει να υ ποχωρούν οι δικοί μας και ρίχτηκε πάνω τους. Τον Χασάν ακολούθησαν περίπου άλλοι 30 Τούρ κοι που θέλησαν να φανούν εξίσου γενναίοι. Όσοι από τους δικούς μας είχαν απομείνει εκεί έριξαν τεράστιες πέτρες και βέλη εναντίον τους, γκρεμί ζοντας τους 18 κάτω από τα τείχη, αλλά ο Χασάν κατάφερε να ανεβεί και να τρέψει σε φυγή τους χριστιανούς. Μετά την επιτυχία του, πολλοί άλλοι Τούρκοι βρήκαν την ευκαιρία να τον ακολουθή σουν και να σκαρφαλώσουν στα τείχη, αφού οι ελάχιστοι δικοί μας δεν κατάφεραν να τους εμπο δίσουν. Πολέμησαν όμως με θάρρος και σκότωσαν πολλούς. Κατά τη διάρκεια της συμπλοκής ο Χα σάν χτυπήθηκε από πέτρα και έπεσε κάτω. Μόλις τον είδαν οι δικοί μας πήραν θάρρος και τον λιθοβολούσαν από όλες τις πλευρές. Εκείνος σηκώ θηκε στα γόνατα και συνέχισε να πολεμά, αλλά το δεξί του χέρι δέχτηκε αμέτρητα τραύματα από βέλη και έπεσε παράλυτο. Στη σύγκρουση αυτή σκοτώθηκαν και πληγώθηκαν πολλοί Τούρκοι, οι οποίοι μεταφέρθηκαν πίσω στο στρατόπεδο. Το πλήθος όμως εκείνων που είχαν ανεβεί στα τείχη διασκόρπισε τους δικούς μας, που εγκατέλειψαν το εξωτερικό και έτρεξαν μέσα στην πόλη με τόση βία ώστε ο ένας πατούσε τον άλλο. Καθώς συνέ βαιναν αυτά, ακούστηκαν φωνές από μέσα, από έξω και από το μέρος του λιμανιού: «Έπεσε το φρούριο. Στους πύργους στήθηκαν σημαίες και λάβαρα». Οι φωνές αυτές έτρεψαν σε φυγή τους δικούς μας, ενώ έδωσαν καινούριο θάρρος στους εχθρούς που άρχισαν να ανεβαίνουν στα τείχη άφοβα και με αλαλαγμούς χαράς.
Όταν ο δυστυχισμένος αυτοκράτορας και δε σπότης μου είδε αυτό το θέαμα, παρακαλούσε το Θεό με δάκρυα στα μάτια και παρακινούσε τους στρατιώτες να φανούν γενναίοι. Δυστυχώς, όμως, δεν υπήρχε πλέον καμιά ελπίδα βοήθειας ή συ μπαράστασης. Τότε τσίγκλησε το άλογό του, έφτα σε στο σημείο από όπου οι εχθροί έμπαιναν στην πόλη και ρίχτηκε πάνω τους όπως ο Σαμψών κατά των αλλοφύλων. Στην πρώτη του επίθεση τους γκρέμισε όλους κάτω από τα τείχη, πράγμα που φάνηκε σαν θαύμα σε όσους το είδαν. Μουγκρί ζοντας σαν λιοντάρι και κρατώντας το σπαθί στο δεξί του χέρι, έσφαξε τόσους πολλούς Τούρκους ώστε το αίμα έτρεχε σαν ποτάμι από τα χέρια και τα πόδια του.
Ο Φραγκίσκος Τολέντο, τον οποίο αναφέραμε παραπάνω, φάνηκε ανώτερος ακόμα και από τον Αχιλλέα. Πολεμώντας στα δεξιά του αυτοκράτορα, κομμάτιαζε τους εχθρούς με δόντια και με νύχια. Το ίδιο έκανε και ο Θεόφιλος Πα λαιολόγος. Βλέποντας τον αυτοκράτορα να αγω νίζεται για να σώσει την πόλη που κινδύνευε, φώ ναξε κλαίγοντας: «Καλύτερα να πεθάνω παρά να ζήσω». Ύστερα όρμησε κραυγάζοντας πάνω στους εχθρούς και σκότωσε ή έτρεψε σε φυγή όσους βρέ θηκαν μπροστά του. Ο Ιωάννης Δαλμάτης, που βρέθηκε κι αυτός στο ίδιο μέρος, πολεμούσε με ηρωισμό σαν γενναίος στρατιώτης που ήταν. Ό σοι βρέθηκαν στο πεδίο της μάχης θαύμασαν την τόλμη και την ανδρεία των εξαιρετικών εκείνων ανδρών. Οι επιθέσεις επαναλήφθηκαν δύο και τρεις φορές, μέχρι που κατάφεραν να τρέψουν τους απίστους σε φυγή, να σκοτώσουν πολλούς και να γκρεμίσουν άλλους κάτω από τα τείχη. Οι στρατιώτες μας πολέμησαν με μεγάλη γενναιότητα και στο τέλος έπεσαν νεκροί, αφού προηγουμένως είχαν προξενήσει τεράστιες απώλειες στους ε χθρούς. Πολλοί άλλοι σκοτώθηκαν επίσης κοντά στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, όπου οι εχθροί είχαν στήσει τη μεγάλη ελέπολη και το φοβερό κανόνι, με τα οποία γκρέμισαν τα τείχη και κατάφεραν να πρωτομπούν στην πόλη. Τη στιγμή εκεί νη εγώ δε βρισκόμουν κοντά στον αυτοκράτορα και δεσπότη μου, επειδή είχα πάει να επιθεωρήσω ένα άλλο σημείο της πόλης, σύμφωνα με τη διατα γή του.
Όταν μπήκαν οι εχθροί στην Πόλη, έδιωξαν τους χριστιανούς που είχαν απομείνει στα τείχη με τηλεβόλα, βέλη, ακόντια και πέτρες. Έτσι έγι ναν κύριοι ολόκληρης της Κωνσταντινούπολης, εκτός των πύργων του Βασιλείου, του Λέοντος και του Αλεξίου, τους οποίους κρατούσαν οι ναύ τες από την Κρήτη που πολέμησαν από τις 6 μέχρι τις 8 το απόγευμα και σκότωσαν πολλούς Τούρ κους. Βλέποντας το πλήθος των εχθρών που είχαν κυριεύσει την πόλη, δεν ήθελαν να παραδοθούν αλλά έλεγαν ότι προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να ζήσουν. Κάποιος Τούρκος ειδοποίησε τότε το σουλτάνο για την ηρωική άμυνά τους κι εκείνος συμφώνησε να τους επιτρέψει να φύγουν με το πλοίο και όλα τα πράγματα που είχαν μαζί τους. Παρά τις υποσχέσεις του όμως, ο σουλτάνος με πολύ κόπο κατάφερε να τους πείσει να αφήσουν τους πύργους και να φύγουν. Δύο αδέρφια, οι Ιταλοί Παύλος καιΤρωίλος, πολέμησαν με γεν ναιότητα μαζί με αρκετούς άλλους στη θέση που είχαν αναλάβει. Κατά τη διάρκεια του αγώνα τους σκοτώθηκαν πολλοί κι από τις δυο πλευρές. Σε μια στιγμή ο Παύλος είδε τους εχθρούς μέσα στην πόλη και είπε στον αδερφό του: «Χάθηκαν τα πά ντα. Κρύψου ήλιε και θρήνησε γη. Η Πόλη έπεσε. Ανώφελο πια να πολεμάμε. Ας κοιτάξουμε τουλά χιστον να σωθούμε εμείς οι ίδιοι».
Έτσι οι Τούρκοι έγιναν κύριοι της Κωνσταντι νούπολης την Τρίτη 29 Μαΐου 1453, στις δυόμισι το μεσημέρι. Άρπαζαν και αιχμαλώτιζαν όσους έβρισκαν μπροστά τους, έσφαζαν όσους επιχει ρούσαν να αντισταθούν και σε ορισμένα μέρη δε διακρινόταν η γη από τα πολλά πτώματα που ήταν πεσμένα κάτω. Το θέαμα ήταν φρικτό. Παντού ακούγονταν θρήνοι και παντού γίνονταναρπαγές γυναικών όλων των ηλικιών. Αρχόντισσες, νέες κοπέλες καικαλόγριες σέρνονταν από τα μαλλιά έξω από τις εκκλησίες όπου είχαν καταφύγει, ενώ έκλαιγαν και οδύρονταν. Ποιος μπορούσε να πε ριγράψει τα κλάματα και τις φωνές των παιδιών ή τη βεβήλωση των ιερών εκκλησιών;Το άγιο σώμα και αίμα του Χριστού χυνόταν στη γη. Οι Τούρκοι άρπαζαν τα ιερά σκεύη, τα έσπαζαν ή τα κρατού σαν για λογαριασμό τους. Το ίδιο έκαναν και με τα ιερά αναθήματα. Ποδοπατούσαν τις άγιες εικό νες, τους αφαιρούσαν το χρυσάφι, το ασήμι και τους πολύτιμους λίθους, και έφτιαχναν με αυτές κρεβάτια και τραπέζια. Άλλοι στόλιζαν τα άλογα τους με τα χρυσοΰφαντα μεταξωτά άμφια των ιε ρέων και άλλοι τα έκαναν τραπεζομάντιλα. Άρπαζαν τα πολύτιμα μαργαριτάρια από τα άγια κει μήλια,καταπατούσαν τα ιερά λείψανα των αγίων και, σαν πραγματικοί πρόδρομοι του διαβόλου, έκαναν αμέτρητα ανοσιουργήματα, που μόνο το θρήνο μπορούν να προκαλέσουν. Χριστέ, βασιλιά μου, οι αποφάσεις Σου ξεπερνάνε το μυαλό του ανθρώπου!
Μέσα στην απέραντη εκκλησία της Α γίας Σοφίας, τον επίγειο ουρανό, το θρόνο της δόξας του Θεού, το άρμα των Χερουβείμ, το θείο δημιούργημα, το αξιοθαύμαστο κατασκεύασμα, το στολίδι της γης, τον ωραιότερο από όλους τους ναούς, έβλεπε κανείς τους Τούρκους να τρώνε και να πίνουν στο Ιερό Βήμα και στην Αγία Τρά πεζα ή να ασελγούν πάνω σε γυναίκες, νέες κοπέλες και μικρά παιδιά. Ποιος μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος και να μη θρηνήσει για την άγια εκ κλησία μας; Όλοι πονούσαν από το κακό που έβλε παν. Στα σπίτια θρήνοι και κλάματα, στους δρό μους οδυρμοί, στις εκκλησίες αντρικές κραυγές πόνου, γυναικεία μοιρολόγια, βαρβαρότητες, φό νοι και βιασμοί. Οι ευγενείς ατιμάζονταν και οι πλούσιοι έχαναν τις περιουσίες τους. Σε όλες τις πλατείες και τις γωνιές της πόλης γίνονταν αμέ τρητα κακουργήματα. Κανένα μέρος ή καταφύγιο δε γλίτωσε από την έρευνα και τη βεβήλωση. Οι άπιστοι έσκαψαν κήπους και γκρέμισαν σπίτια για να βρουν χρήματα ή κρυμμένους θησαυρούς. Όσα βρήκαν, τα πήραν για να χορτάσουν την απληστία τους. Χριστέ, βασιλιά μου, γλίτωσε από τη θλίψη και τον πόνο όλες τις πόλεις και τις χώρες όπου κατοικούν χριστιανοί.
Την τρίτη μέρα μετά την άλωση ο σουλτάνος έδωσε εντολή να γίνουν γιορτές και πανηγύρια για τη μεγάλη νίκη, και διέταξε να βγουν έξω ελεύθερα και άφοβα όσοι ήταν κρυμμένοι σε διά φορα μέρη της Πόλης, μικροί και μεγάλοι. Διέταξε επίσης να γυρίσουν στα σπίτια τους όσοι είχαν φύγει εξαιτίας του πολέμου και να ζήσουν εκεί όπως πριν, σύμφωνα με το δίκαιο και τη θρησκεία τους. Ακόμα, έδωσε διαταγή να εκλέξουν πα τριάρχη σύμφωνα με τα έθιμα τους. αφού ο προη γούμενος πατριάρχης είχε πεθάνει. Οι αρχιερείς και οι ελάχιστοι άλλοι κληρικοί και λαϊκοί που έτυχε να βρίσκονται στην πόλη διάλεξαν για το αξίωμα αυτό το Γεώργιο Σχολάριο, που ήταν έ νας πολύ καλλιεργημένος πολίτης, τον οποίο χει ροτόνησαν πατριάρχη και τον ονόμασαν Γεννά διο.
Οι χριστιανοί αυτοκράτορες συνήθιζαν να χα ρίζουν στο νέο πατριάρχη μια χρυσή ράβδο στο λισμένη με πολύτιμους λίθους και μαργαριτάρια, καθώς και ένα άλογο με πολυτελή βασιλική σέλα και κάλυμμα από άσπρο και χρυσό ύφασμα. Ο πατριάρχης έβγαινε από τα ανάκτορα μαζί με όλα τα μέλη της συγκλήτου και πήγαινε στο πα τριαρχείο κάτω από τις επευφημίες του πλήθους.
Η χειροτονία του γινόταν από τους αρχιερείς, ό πως όριζε η Εκκλησία και ο νόμος. Ο μελλοντικός πατριάρχης έπαιρνε τη ράβδο από τα χέρια του αυτοκράτορα με τον τρόπο που αναφέρουμε στη συνέχεια.
Ο αυτοκράτορας καθόταν στο θρόνο, οι συγκλητικοί στέκονταν γύρω του ασκεπείς και ο μέγας πρωτοπαπάς του παλατιού άρχιζε την τε λετή με το «Ευλογητός ο Θεός». Ύστερα έλεγε μια σύντομη ευχή και ο μεγάλος δομέστικος έψελνε το «Όπου γαρ βασιλέως παρουσία». Ο λαμπαδάριος και η χορωδία συνέχιζαν με το «Νυν και αεί» και το «Ο βασιλεύς των ουρανών». Όταν τελείωνε και αυτό το τροπάριο, ο αυτοκράτορας σηκωνόταν κρατώντας τη ράβδο στο δεξί του χέρι. Ο υποψή φιος πατριάρχης πλησίαζε με το μητροπολίτηΚαισαρείας στα δεξιά του και το μητροπολίτη Ηράκλειας στα αριστερά, έκανε τρεις μετάνοιες μπροστά σε όλους και μετά πλησίαζε τον αυτοκρά τορα για να προσκυνήσει, όπως ήταν η συνήθεια. Ο αυτοκράτορας ύψωνε λίγο τη ράβδο και έλεγε: «Η Αγία Τριάς, η την εμήν βασιλείαν δωρησαμένη, προχειρίζεταί σε εις πατριάρχην Νέας Ρώ μης». Ο νέος πατριάρχης έπαιρνε την εκκλησια στική εξουσία από τον αυτοκράτορα, τον οποίο ευχαριστούσε, και οι δύο χορωδίες έψελναν τρεις φορές το «Εις πολλά έτη, δέσποτα». Με τον τρόπο αυτό τελείωνε η τελετή. Ύστερα, κρατώντας κηροπήγια με λαμπάδες, ο πατριάρχης κατέβαινε από το διβάμβουλο στο προαύλιο του παλατιού και ανέβαινε στο άλογο το οποίο περίμενε στολισμέ νο.
Θέλοντας λοιπόν και ο αχρείος σουλτάνος να κάνει, σαν βασιλιάς της Κωνσταντινούπολης, ό,τι έκαναν οι χριστιανοί αυτοκράτορες, προσκά λεσε τον πατριάρχη να καθίσει, να φάει και να συζητήσει μαζί του. Μόλις εκείνος έφτασε στο παλάτι του, τον δέχτηκε με μεγάλη τιμή, συζήτησε μαζί του πολλή ώρα και του έδωσε αμέτρητες υ ποσχέσεις. Όταν ήρθε η ώρα να φύγει, ο σουλτά νος έβγαλε μια πολύτιμη ποιμαντορική ράβδο και τον παρακάλεσε να τη δεχτεί σαν δώρο. Ύστερα, θέλοντας και μη, ο πατριάρχης κατέβηκε μαζί του στην αυλή, όπου τον ανέβασε σε ένα άλογο που περίμενε έτοιμο και έδωσε εντολή στους άρχοντες της Αυλής του να τον συνοδέψουν με όλες τις τιμές. Πραγματικά οι αυλικοί, άλλοι μπροστά και άλλοι πίσω από τον πατριάρχη, τον συνόδε ψαν μέχρι το σεπτό Αποστολείο, το οποίο είχε παραχωρήσει ο σουλτάνος για πατριαρχείο. Ο ά θλιος όμως κράτησε τον περίλαμπρο ναό της Α γίας Σοφίας, το υπέροχο κειμήλιο, τον επίγειο ου ρανό και θαύμα της ανθρωπότητας, για να τον χρησιμοποιήσει σαν τόπο του δικού του προσκυνήματος. Όπως είπαμε προηγουμένως, ο θαυματουργός ναός των Βλαχερνών είχε πυρποληθεί. Ο πατριάρχης όμως έμεινε λίγο καιρό στο Αποστολείο επειδή σ' εκείνα τα μέρη είχαν απο μείνει ελάχιστοι χριστιανοί και επιπλέον φοβόταν μήπως του συμβεί κανένα κακό μέσα στην ερημιά, αφού μια μέρα κάποιος αγαρηνός βρέθηκε σκοτω μένος στο προαύλιο της εκκλησίας. Γι' αυτούς τους λόγους ζήτησε το μοναστήρι της Παμμακάρι στου, το οποίο του δόθηκε για πατριαρχείο, δεδο μένου ότι εκεί ζούσαν αρκετοί χριστιανοί. Έδωσε λοιπόν εντολή να μεταφερθούν οι μοναχές στο μοναστήρι του Αγίου Προφήτη και Προδρόμου Ιωάννη που βρισκόταν στα ανάκτορα του Τρού λου, όπου είχε γίνει η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος στα χρόνια της βασιλείας του Ιουστινιανού Β' του Ρινοτμήτου. Εκείνη την εποχή ο Τρούλος ήταν ένα λαμπρό παλάτι στο βόρειο μέρος της Παμμακαρίστου.
Ο ασεβέστατος και εξολοθρευτής των χριστια νών σουλτάνος, πονηρός και πανούργος σαν αλε πού, δεν τα έκανε όλα αυτά από ευλάβεια ή από καλοσύνη, αλλά για να ακούσουν οι χριστιανοί τις υποσχέσεις του και να έρθουν να κατοικήσουν στην Κωνσταντινούπολη η οποία είχε ερημωθεί από το μακρόχρονο πόλεμο και προπάντων μετά την κατάληψη της από τους Τούρκους. Πραγματι κά, μερικοί χριστιανοί ξαναγύρισαν στην πόλη, ενώ μετά από λίγο έφερε και αρκετούς αποίκους (που ονομάζονται σεργούνηδες στα τουρκικά) από τον Καφά της Τραπεζούντας, τη Σινώπη και το Ασπρόκαστρο. Έδωσε επίσης στον πατριάρχη ο ρισμένα γραπτά διατάγματα με τη σουλτανική σφραγίδα και την υπογραφή του, ούτως ώστε κανένας να μην τον ενοχλεί ή να του φέρνει αντιρρή σεις. Με τα διατάγματα αυτά ο πατριάρχης θα έμενε για πάντα ανενόχλητος, αφορολόγητος και ασφαλισμένος από κάθε κίνδυνο, τόσο ο ίδιος όσο και οι διάδοχοί του, καθώς και οι υπόλοιποι ιερείς που βρίσκονταν κάτω από την εξουσία του.
Πηγή: (Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ ΚΑΙ Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΝΕΑ ΣΥΝΝΟΡΑ» - Α.Α.ΛΙΒΑΝΗ ΑΘΗΝΑ 1993), Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Η μοίρα της Βασιλίδος των πόλεων προ πολλού είχεν ήδη κριθή και μετ' αυτής η μοίρα της αυτοκρατορίας ολοκλήρου. Μακροί εξωτερικοί πόλεμοι και εξαντλητικαί εσωτερικαί έριδες είχον οδηγήσει το κράτος εις την παρακμήν και την κατάπτωσιν. Η από πολλού αρξαμένη εξασθένησις έβαινε συνεχώς εντεινόμενη, η δε άλλοτε κραταιά και υπερήφανος Πόλις, καθώς λέγει ό Ποιητής, καρτέραγε τον Τούρκο να την πάρη (2) .
Αι τελευταίαι στιγμαί είχον σημάνει. Οί πολιορκούμενοι, χριστιανοί διαθέτοντες ελαχίστας στρατιωτικάς δυνάμεις και περιωρισμένα πολεμικά μέσα, ηπατημένοι και εγκαταλελειμμένοι από συμμάχους, φίλους και ομοθρήσκους αφ' ενός και αφ' έτερου οι πολιορκούντες, φανατικοί και θρησκόληπτοι μουσουλμάνοι, τους οποίους η ελπίς ευχερούς αποκτήσεως αφθόνων και σημαντικών λαφύρων, καθίστα ιδιαιτέρως επιθετικούς, ίσταντο αντιμέτωποι. Απειλητικοί και εξηγριωμένοι οι τελευταίοι, αξιοπρεπείς και καρτερικώς ήρεμοι οι πρώτοι. «Ελεύθεροι πολιορκημένοι», αναμένοντες από στιγμής εις στιγμήν την τραγικήν λύσιν, διετήρουν ακόμη την αποφασιστικότητα εκείνην και την υπερηφάνειαν, την οποίαν παρείχεν η συνείδησις της μακράς ενδόξου παραδόσεως και της βαθείας ειλικρινούς πίστεως, ήτις εθέρμαινε τας καρδίας αυτών.
Αι θεαματικαί επιδείξεις του εχθρού δεν ελύγισαν το ηθικόν των και αι επανειλημμένα, τρομακτικαί επιθέσεις δεν εμείωσαν την ψυχικήν αντοχήν των.
Δεν έλειψαν βεβαίως μεμψιμοιρίαι, αδυναμίαι, αντιδράσεις. Υπήρχον οι «μηδίζοντες», παρασυρόμενοι από προσωπικά συμφέροντα ή και ιδεολογικάς πεποιθήσεις· υπήρχον οι θεωρούντες άσκοπον τον αγώνα και οι διακηρύττοντες ότι «κρειττότερόν ἐστιν ἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκων ἤ καλύπτραν λατινικήν» (3) υ πήρχον, τέλος, οι εθιζόμενοι εις «τό δρᾶμα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κράτους τῆς Ὀρθοδοξίας ὑπό τήν προστασίαν ἀλλοδόξου δυνάστου» (4). Τοιαύτα φαινόμενα όμως είναι συνήθη κατά τας στιγμάς των τραγικών καμπών της ιστορίας των λαών, οφειλόμενα ουχί σπανίως εις την πνευματικήν κόπωσιν ή την αναζήτησιν νέων μεγάλων λεωφόρων εθνικής πορείας.
Όμως οι πολλοί, το πλήθος των πιστών παρέμεινε προσκεκολλημένον στερρώς εις την εθνικήν ιδέαν, έτοιμον να αγωνισθή και να πέση ενδόξως εν τη ελπίδι, ότι το αίμα, με το όποιον θα έρραινε την τραγικήν γην, θα απετέλει τον καλύτερον σπόρον, ίνα βλάστηση βραδύτερον το νέον δένδρον της ελευθερίας. «Οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι μάχονται ἐπί τῶν ἠρειπωμένων ἐπάλξεων, ἔχουν συνείδησιν τῆς σημασίας καί τοῦ ἀγῶνος καί τῆς θυσίας των. Γνωρίζουν ὅτι τό Βυζάντιον θά πέσῃ, ἀλλ' ὅτι ἡ τελευταῖα του ὥρα δέν δύναται νά εἶναι παρά φωτεινή. Γνωρίζουν ὅτι ἡ εὐγενής καί ἄσκοπος θυσία των - εὐγενεστέρα ακριβώς, διότι εἶναι ἄσκοπος - ἀ ποτελεῖ χρέος ἀπαράβατον πρός τόν ὄγκον τοῦ παρελθόντος. Γνωρίζουν ὅτι, γράφοντες τήν ἡρωϊκήν τελευταίαν σελίδα, δημιουργούν τάς προϋποθέσεις καί τά σύμβολα τῆς ἀναγεννήσεως. Ἡ ἀνθρωπίνη ἱστορία εἶναι ἡ ἱστορία ὡρισμένων στιγμῶν. Ἀπό αὐτάς ἐξαρτᾶται πολλάκις ἡ μακρά πορεία τῶν αἰώνων. Καί ἡ ὑπέρτατη θυσία τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ ΙΑ' καί τῶν περί αὐτόν ἀγωνιστῶν κατηύθυνε πράγματι τῶν αἰώνων τάς τύχας» (5) .
Μεταξύ των τελευταίων υπερασπιστών της βυζαντινής ιδέας δεσπόζει άκαμπτος και ευγενής η μορφή του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου του ΙΑ' του Παλαιολόγου, όστις επέπρωτο, δια της απαραμίλλου αυταπαρνήσεως και του μαρτυρικού θανάτου του, να προσδώση εις την θνήσκουσαν μετ' αυτού αυτοκρατορίαν το φωτοστέφανον της τιμής και της δόξης. Καλύτερον παντός άλλου γνώστης της πραγματικής καταστάσεως του κράτους, των ολιγάριθμων στρατιωτικών δυνάμεων του, των εσωτερικών πολιτικών και θρησκευτικών αντιθέσεων του λαού του, της πλήρους εγκαταλείψεως υπό της Δύσεως, προχωρεί ακλόνητος και σταθερός εις την οδόν του μαρτυρίου. Τίποτε δεν ηδυνήθη να μεταβάλη τας πεποιθήσεις και τας αποφάσεις του.
Επανειλημμένως απεπειράθη ο Μωάμεθ να κάμψη την τόλμην του αυτοκράτορος, απειλών αυτόν ότι θα καταλάβη την πόλιν, ότι θα καταστρέψη εκ θεμελίων ταύτην, ότι θα λεηλατήση και θα αφανίση τα πάντα· εις ουδέν ίσχυσαν αι απειλαί του. Ουδέ εστέφθησαν υπό μεγαλυτέρας επιτυχίας δελεαστικαί προσφοραί, ίνα, αντί της ειρηνικής παραδόσεως της πρωτευούσης, σεβασθή το υπόλοιπον τμήμα της αυτοκρατορίας, επιτρέψη εις τον αυτοκράτορα και τους λοιπούς άρχοντας έντιμον αναχώρησιν με πλήρη διατήρησιν περιουσιών και άλλων αγαθών. Η απάντησις υπήρξε πάντοτε στερεοτύπως η αυτή.
Ακόμη κατά τας παραμονάς της μεγάλης επιθέσεως, την 22αν Μαΐου 1453, ο Πορθητής καταβάλλει υστάτην προσπάθειαν, όπως πείση τον αυτοκράτορα να παραδώση τήν Πόλιν. Η απάντησις - όπως την διέσωσεν ο ιστορικός της αλώσεως Δούκας-είναι, ως κατά το παρελθόν, σαφής και κατηγορηματική:
«Ἀπαρτίσας οὖν τά πάντα, ὡς αὐτῷ ἐδόκει καλώς, ἔπεμψεν ἔνδον λέγων τῷ βασιλεῖ: <Γίνωσκε τά τοῦ πολέμου ἤδη ἀπηρτίσθαι, καί καιρός ἐστίν ἀπό τοῦ νῦν πρᾶξαί τό ἐνθυμηθέν πρό πολλοῦ παρ' ἡμῖν νῦν, τήν δέ ἔκβασιν τοῦ σκοποῦ τῷ θεῷ ἀφίεμεν. Τί λέγεις; Βούλει καταλείπειν τήν πόλιν, καί ἀπελθεῖν ἔνθα καί βούλει μετά καί τῶν σῶν ἀρχόντων καί τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῖς, καταλιπών τόν δῆμον ἀζήμιον εἶναι καί παρ' ἡμῶν καί παρά σοῦ, ἤ ἀντιστῆναι, καί σύν τῇ ζωή καί τά ὑπάρχοντα ἀπολέσεις, σύ τε καί οἱ μετά σοῦ, ὁ δε δήμος αἰχμαλωτισθείς παρά τῶν Τούρκων διασπαρῶσιν ἐν πάσῃ τῇ γῇ>·Ὁ βασιλεύς δέ ἀπεκρίνατο σύν τῇ συγκλήτῳ: <Εἰ μέν βούλει, καθώς καί οἱ πατέρες σου ἔζησαν, εἰρηνικῶς σύν ἡμῖν συνζῆσαι καί σύ, τῷ θεῷ χάρις. Ἐκεῖνοι γάρ τούς ἐμούς γονεῖς ὡς πατέρας ἐλόγιζον καί οὕτως ἐτίμων, τήν δέ πόλιν ταύτην ώς πατρίδα. Καί γάρ ἐν καιρῷ περιστάσεως ἅπαντες ἐντός ταύτης εἰσιόντες ἐσώθησαν, καί οὐδεις ὁ ἀντισταίνων ἐμακροβίῳ. Ἔχε δέ καί τά παρ' ἡμῖν ἁρπαχθέντα ἀδίκως κάστρα καί γῆν ὡς δίκαια, καί ἀπόκοψον καί τούς φόρους τόσους ὅσους κατά τήν ἡμετέραν δύναμιν κατ' ἔτος τοῦ δοῦναί σοι, καί ἄπελθε ἐν εἰρήνῃ. Τί γάρ οἶδας εἰ θαρρών κερδᾶναι εὑρεθῇς κερδανθείς; Το δέ τήν πόλιν σοί δοῦναι οὔτ' ἐμόν ἐστί οὔτ' ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ· κοινή γάρ γνώμη πᾶντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καί οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν» (6).
Ο Κωνσταντίνος γνωρίζει τας συνεπείας της απαντήσεως του. Ο μέγας βεζίρης Χαλίλ πασάς, φίλος του αυτοκράτορος και των Ελλήνων, ειδοποιεί κρυφίως, ότι εσήμανεν η μεγάλη στιγμή. Η γενική επίθεσις κατά της Βασιλευούσης έχει αποφασισθή. Μετ' ολίγας ημέρας, μετ' ολίγας ώρας η Πόλις θα τεθή υπό σκληράν δοκιμασίαν.
Ο αυτοκράτωρ συγκεντρώνει πάσας αυτού τας ελπίδας εις τον Θεόν. Δια να ενισχύση το φρόνημα των πιστών και τονώση την ψυχικήν αντίστασιν των πολεμιστών διατάσσει να οργανωθούν κοιναί προσευχαί και δημόσιαι λιτανείαι. Την Δευτέραν, 28ην Μαΐου, παραμονήν της αλώσεως, πλήθη γερόντων και νέων, ανδρών και γυναικών, έχοντα επί κεφαλής τους αρχιερείς των, περιοδεύουν την πόλιν, ψάλλοντα θρησκευτικά τροπάρια και ανακράζοντα εκ βάθους καρδίας τό «Κύριε ἐλέησον» (7). Ο αυτοκράτωρ γνωρίζει την απήχησιν τοιούτων εκδηλώσεων. Η οργάνωσις προσευχών και λιτανειών απετέλει, κατά την εποχήν εκείνην, κοινήν συνήθειαν εις το Βυζάντιον, είναι δε γνωστόν, ότι πολλάκις, και δη και εις στιγμάς κινδύνων ή άλλων αντίξοων περιστάσεων, οι πιστοί περιέφερον εις διαφόρους πόλεις-προηγουμένων των Ιερέων- τα άγια λείψανα και τας αγίας εικόνας, ψάλλοντες ταυτοχρόνως συγκινητικούς ύμνους και προσευχάς. Τούτο εγένετο και κατά τας τελευταίας τραγικάς ώρας της αυτοκρατορίας. Οι κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως έφεραν έως εις τα τείχη τας αγίας εικόνας και την σεπτήν Οδηγήτριαν, την τοσάκις θαυματουργήσασαν και εξ ασφαλούς καταστροφής σώσασαν την Πόλιν.«Μετά κλαυθμοῦ - γράφει ο Σφραντζής-ἀ λλήλους ἀνεθαρρύνοντο ἵνα ἀνδρείως ἀντισταθῶσι τοῖς ἐναντίοις ἐπί τῇ ὥρα τῆς συμπλοκῆς» (8) , ο δε Λεονάρδος ο Χίος προσθέτει, ότι: «Πλήρεις θαυμασμοῦ ἐπι τῷ θρησκευτικῷ ζήλῳ τῶν πολεμίων, ἱκετεύομεν τόν Θεόν διά θερμῶν δακρύων, περιφέροντες ἐν λιτανείᾳ ἀνά τήν πόλιν καί κατά μήκος τοῦ τείχους τάς ἁγίας εἰκόνας, ἅς συνώδευεν ἄπειρον πλῆθος ἀνδρῶν καί γυναικῶν γνμνοπόδων. Ἱκετεύομεν αὐτόν μετ' ἀγωνίας νά μή ἐπιτρέψῃ τήν καταστροφήν τῶν τέκνων αὐτοῦ, νά εὐδοκήσῃ, ὅπως ἐκτείνῃ τήν θείαν δεξιάν χάριν τῶν ἐκλεκτῶν αὐτοῦ ἐν τῇ φρικτή ἐκείνῃ πάλει καί ἀποδείξῃ οὕτως, ὅτι ἦτο ὁ μόνος ἀληθῆς θεός, ὁ δυνάμενος ν' ἀγωνισθῇ χάριν τῶν ἑαυτοῦ καί ὅτι δέν ὑπάρχει ἄλλος πλήν αὐτοῦ. Διό ἀναθέτοντες εἰς αὐτόν ἁπάσας ἡμῶν τάς ἐλπίδας καί κατά τοῦτον τόν τρόπον μεγάλως ἐνισχυόμενοι ἀνεμένομεν μετά πεποιθήσεως τήν ἡμέραν τήν ὡρισμένην χάριν τοῦ τελικοῦ ἀγῶνος» (9). Ως πα ρατηρεί ο Πέαρς: «Θα ήτο σφάλμα μέγα να νομίση τις, ότι, επειδή αι λιτανείαι και η πίστις προς τα άγια λείψανα ξενίζουν εις τον νεώτερον τρόπον του σκέπτεσθαι, δεν ενεπνέοντο αι εκδηλώσεις αύται υπό πραγματικού χριστιανικού αισθήματος ή ότι ήσαν άσκοποι. Ενεθάρρυνον τους μαχητάς να δεικνύωνται θαρραλεώτεροι και ενέπνεον ελπίδας εις τους αόπλους, ότι ο Θεός ήτο μετ' αυτών. Κατά την λιτανείαν ταύτην ο κλήρος όλος μετά κατανύξεως ικέτευε τον Παντοδύναμον ό πως μη επιτρέψη την καταστροφήν της κληρονομίας του, όπως βοηθήσω τον πιστόν λαόν προς σωτηρίαν του και όπως απόδειξη ούτος, ότι Αυτός είναι ο μόνος Θεός, ο υπερασπίζων τους Χριστιανούς κατά των Μουσουλμάνων. Ούτως αφού ανέθεσαν εις Αυτόν όλας τας ελπίδας των, ανέμενον μετά θάρρους την κρίσιμον στιγμήν» (10) .
Εις τοιαύτην ψυχολογικήν κατάστασιν, ο Κωνσταντίνος διησθάνθη ότι και ο προσωπικός λόγος αυτού θα συνετέλει μεγάλως εις την τόνωσιν των αμυνομένων. Η ανάγκη ύστατης επικοινωνίας ήτο ζωηρά και εις τον βασιλέα και εις τους υπηκόους· η ανάγκη ψυχικής επαφής ήτο εξ ίσου απαραίτητος εις τον αρχηγόν και τους πολεμιστάς του. Την εσπέραν της ιδίας ημέρας, μας πληροφορεί ο Σφραντζής (11) , ο αυτοκράτωρ συνήγαγεν όλους τους άρχοντας και αρχηγούς του στρατού, Έλληνας και ξένους, ως και τους αγωνιστάς και τον υπόλοιπον λαόν, και προς αυτούς απηύθυνε την τελευταίαν δημηγορίαν του, καλών εις τον υπέρ πάντων ύστατον αγώνα.
Τί ακριβώς είπεν ο άγιος εκείνος ανήρ δεν γνωρίζομεν, ούτε και είναι δυνατόν να μάθωμεν ποτέ. Οι εις τον Κωνσταντίνον τον Παλαιολόγον αποδιδόμενοι λόγοι οφείλονται εις ιστορικούς, οίτινες αναμφιβόλως διετύπωσαν τούτους εκ των υστέρων και ως ηδυνήθησαν να συγκρατήσουν καλύτερον αυτούς. Σοβαροί και καλώς πληροφορημένοι περί των κατά την άλωσιν ιστορικοί ουδέν σχετικόν αναφέρουν, αλλά και άλλαι πηγαί αποσιωπούν τελείως το γεγονός. Ο ιστορικός της οθωμανικής αυτοκρατορίας Χάμμερ παρατηρεί, ότι αμφότεροι οι αρχηγοί των δύο παρατάξεων πρέπει να ωμίλησαν κατά τας προηγηθείσας της επιθέσεως στιγμάς, φρονεί όμως ότι οι ιστορικοί ήλλοίωσαν εν μέρει την πραγματικότητα. «Δύοντος ηλίου -γράφει - της 28 του μηνός, ημέρα Δευτέρα, άπαν το τουρκικόν στρατόπεδον ην έτοιμον προς έφοδον, η δε κραυγή λάιλαχ ιλλαλλάχ εκ του στρατοπέδου τούτου και το Κύριε ελέησον εκ της πόλεως ανεμιγνύοντο μετά της κλαγγής των όπλων και του ήχου των σαλπίγγων, ως ο πάταγος των κυμάτων θαλάσσης λίαν τραχυνομένης. Ό τε σουλτάνος και ο αυτοκράτωρ ηγόρευσαν προς τους στρατηγούς αυτών, ουχί όμως δια μακρών, ω ς α ναφέρουσιν οι Βυζαντινοί» (12).
Η γνώμη του Χάμμερ είναι πολύ πιθανή. Εις στιγμάς τόσον κρίσιμους, καθ' ας ο αυτοκράτωρ είχε πολλά να προετοιμάση, οι δε αρχηγοί ήσαν υποχρεωμένοι να λάβουν εσπευσμένως τα τελευταία αναγκαία δια την άμυναν μέτρα, ούτε χρόνος αλλ' ούτε και διάθεσις υπήρχε δια μακρούς λόγους. Ο αυτοκράτωρ θα περιωρίσθη κυρίως να υπόδειξη το χρέος έναντι της ιστορίας δια την μέχρις υστάτων θυσίαν και την ανάγκην ομονοίας και στενής συνεργασίας. «Η σκηνή - γράφει ο Σλουμβερζέ-υ πήρξεν εξαιρέτως επιβλητική εν τοιαύταις ούτω φρικτώς τραγικαίς περιστάσεσιν. ’παντες οι γενναίοι εκείνοι οι ήδη βέβαιοι περί τον θανάτον, έτοιμοι να θυσιάσωσι την ζωήν αυτών υπέρ του ευγενέστατου των αγώνων, ηκροώντο ευλαβώς των φλογερών λόγων του πολυφιλήτου αυτών ηγέτου, όστις έμελλε να συμμερισθή την φρικώδη αυτών τύχην. Περιεσώθησαν δ' εις ημάς δύο διατυπώσεις του λόγου του αύτοκράτορος, μία μεν μακρότατη παρά τω Φραντζή, τω θεράποντι και φίλῳ του ατυχούς εκείνου ηγεμόνος, άλλη δε πολύ βραχυτέρα παρά τω Λατίνῳ αρχιεπισκόπῳ Μυτιλήνης Λεονάρδῳ. Οι άνδρες ούτοι παρέστησαν βεβαίως αμφότεροι εις την συνέλευσιν εκείνην. Δυνάμεθα δε να θεωρήσωμεν την σχεδόν ταυτόσημον νπ' αυτών περίληψιν του αυτοκρατορικού λόγου ως ειλικρινή, καίτοι εις τα νεώτερα ημών πνεύματα φαίνεται ως ομιλία καλογηρική πολύ μάλλον ή ως λόγος βασιλέως και στρατιωτικού αρχηγού. Αλλά πρέπει να έχομεν νπ' όψιν τόν τε τόπον και τον χρόνον» (13) .
Εκτενέστερος άλλα και πολιτικώτερος εις τήν διατύπωσιν του αυτοκρατορικού λόγου είναι ο πιστός σύμβουλος και συμπολεμιστής του Κωνσταντίνου ιστορικός της αλώσεως Γεώργιος Σφραντζής, του οποίου η οικογένεια υπηρετεί ήδη από μακρού εις την αυλήν των Παλαιολόγων. Ούτος ως έξης παραδίδει τους λόγους του κυρίου του:
«Ὁμοίως δε καί ὁ βασιλεύς τῇ αὐτῇ ὀδυνηρά ἑσπέρα τῆς Δευτέρας συνάξας πάντας τούς ἐν τέλει ἄρχοντας καί ἀρχόμενους, δημάρχους καί ἑκατοντάρχους καί ἑτέρους προκρίτους στρατιώτας ταῦτα ἔφη: <Ὑμεῖς μέν, εὐγενέστατοι ἄρχοντες και έκλαμποότατοι δήμαρχοι και στρατηγοί και γενναιότατοι συστρατιῶται καί πᾶς ὁ πιστός καί τίμιος λαός, καλῶς οἴδατε ὅτι ἔφθασεν ἡ ὥρα καί ὁ ἐχθρός τῆς πίστεωςἡμῶν βούλεται ἵνα μετά πάσης τέχνης καί μηχανῆς ἱσχνροτέρως στενοχωρήσῃ ἡμᾶς, καί πόλεμον σφοδρόν μετά συμπλοκῆς μεγάλης καί σνρρήξεως ἐκ τῆς χέρσου καί θαλάσσης δώσι ἡμῖν μετά πάσης δυνάμεως, ἵνα, εἰ δυνατόν, ὡς ὄφις τόν ἰόν ἐκχύσῃ καί ὡς λέων ἀνήμερος καταπίει ἡμᾶς. [Βιάζεται] διά τοῦτο λέγω καί παρακαλῶ ὑμᾶς ἵνα στῆτε ἀνδρείως καί μετά γ ενναίας ψυχῆς, ὡς πάντοτε ἕως τοῦ νῦν ἐποιήσατε, κατά τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως ἡμῶν. Παραδίδωμι δέ ὑμῖν τήν ἐκλαμπροτάτην καί περίφημον ταύτην πόλιν καί πατρίδα ἡμῶν καί βασιλεύουσαν τῶν πόλεων. Καλώς οὖν οἴδατε, ἀδελφοί, ὅτι διά τέσσαρα τίνα ὀφειλέται, κοινῶς ἐσμέν πάντες ἵνα προτιμήσωμεν ἀποθανεῖν μᾶλλον ἤ ζῆν, πρῶτον μέν ὑπέρ τῆς πίστεως ἡμῶν καί εὐσέβειας, δεύτερον δέ ὑπέρ τῆς πατρίδος, τρίτον δε ὑπέρ τοῦ βασιλέως ὡς χριστοῦ κυρίου, καί τέταρτον ὑπέρ συγγενών καί φίλων. Λοιπόν, ἀδελφοί, ἐάν χρεῶσταί ἐσμεν ὑπέρ ἑνός ἐκ τῶν τεσσάρων ἀγωνίζεσθαι ἕως θανάτου, πολλῷ μᾶλλον ὑπέρ πάντων τούτων ἡμεῖς, ὥς βλέπετε προφανῶς, καί ἐκ πάντων μέλλομεν ζημιωθῆναι. Ἐάν διά τά ἐμά πλημμελήματα παραχώρησῃ ὁ θεός τήν νίκην τοῖς ἀσεβέσιν, ὑπέρ τῆς πίστεως ἡμῶν τῆς ἁγίας, ἥν Χριστός ἐν τῷ οἰκείῳ αἵματι ἡμῖν ἐδωρήσατο, κινδυνεύομεν ὅ ἐστί κεφάλαιον πάντων. Καί ἐάν τόν κόσμον ὅλον κερδήσῃ τις καί τήν ψυχήν ζημιωθῇ, τί τό ὄφελος; Δεύτερον πατρίδα περίφημον τοιούτως ὑστερούμεθα καί τήν ἐλενθερίαν ἡμῶν. Τρίτον βασιλείαν τήν ποτέ μεν περιφανῇ νῦν δε τεταπεινωμένην και ὠνειδισμένην καί ἐξουθενημένην ἀπωλέσαμεν, καί ὑπό τόν τύραννον καί ἀσεβοῦς ἄρχεται. Τέταρτον δε καί φιλτάτων τέκνων καί συμβίων καί συγγενῶν ὑστερούμεθα. Αὐτός δε ὁ ἀλιτήριος ὁ ἀμηρᾶς πεντήκοντα καί ἑπτά ἡμέρας ἄγει σήμερον ἀφ' οὗ ἡμᾶς ἐλθών ἀπέκλεισεν καί μετά πάσης μηχανῆς καί ἱσχύος καθ' ἡμέραν τε καί νύκτα οὐκ ἐπαύσατο πολιορκῶν ἡμᾶς· καί χάριτι τοῦ παντεπόπτου Χριστοῦ κυρίου ἡμῶν ἐκ τῶν τειχῶν μετά αἰσχύνης ἄχρι τοῦ νῦν πολλάκις κακῶς ἀπεπέμφθη. Τά νῦν δε πάλιν, ἀδελφοί, μή δειλιάσητε, ἐάν καί τεῖχος μερόθεν ὀλίγον ἐκ τῶν κρότων καί τῶν πτωμάτων τῶν ἑλεπόλεων ἔπεσε, διότι, ὡς ὑμεῖς θεωρεῖτε, κατά τό δυνατόν ἐδιωρθώσαμεν πάλιν αυτό. Ἡμεῖς πᾶσαν τήν ἐλπίδα εἰς τήν ἄμαχον δόξαν τοῦ θεοῦ ἀνεθέμεθα, οὖτοι ἐν ἅρμασι καί οὖτοι ἐν ἵπποις καί δυνάμει καί πλήθει, ἡμεῖς δε ἐν ὀνόματι κυρίου τοῦ θεοῦ καί σωτῆρος ἡμῶν πεποίθαμεν, δεύτερον δε καί ἐν ταῖς ἡμετέραις χερσί καί ρωμαλεότητι, ἥν ἐδωρήσατο ἡμῖν ἡ θεία δύναμις. Γνωρίζω δε ὅτι αὕτη ἡ μυριαρίθμητος ἀγέλη τῶν ἀσεβῶν, καθῶς ἡ αὐτῶν συνήθεια, ἐλεύσονται καθ' ἡμῶν μετά βαναύσου καί ἐπηρμένης ὀφρύος καί θάρσονς πολλοῦ καί βίας, ἵνα διά τήν ὀλιγότητα ἡμῶν θλίψωσι καί ἐκ τοῦ κόπου στενοχωρήσωσι, καί μετά φωνῶν μεγάλων καί ἀλαλαγμῶν ἀναρίθμητων, ἵνα ἡμᾶς φοβήσωσι. Τάς τοιαύτας αὐτῶν φλυαρίας καλώς οἴδατε, καί οὐ χρή λέγειν περί τούτων. Καί ὥρᾳ ὀλίγοι ταῦτα ποιήσωσι, καί ἀναρίθμητους πέτρας καί ἑτερα βέλη καί ἑλεβολίσκους ὡσεί ἄμμον θαλασσῶν ἄνωθεν ἡμῶν πτήσουσι· δι' ὧν ἐλπίζω γάρ, οὐ βλάψωσι, διότι ὑμᾶς θεωρῶ καί λίαν ἀγάλλομαι καίτοιαύταις ἐλπίσι τόν λογισμόν τρέφομαι, ὅτι εἰ καί ὀλίγοι πάνυ ἐσμέν, ἀλλά πάντες ἐπιδέξιοι καί ἐπιτήδειοι ρωμαλέοι τε καί ἱσχυροί καί μεγαλήτορες καί καλῶς προπαρασκευασμένοι ὑπάρχετε. Ταῖς ἀσπίσιν ὑμών καλῶς τήν κεφαλήν σκέπεσθε ἐπι τῇ συμπλοκῇ καί συρρήξει. Ἡ δεξιά ὑμῶν ἡ τήν ρομφαίαν ἔχουσα μακρά ἔστω πάντοτε. Αἱ περικεφαλαίαι ὑμῶν καί οἱ θώρακες καί οἱ σιδηροῖ ἱματισμοί λίαν εἰσίν ικανοί ἅμα καί τοῖς λοιποῖς ὅπλοις, καί ἐν τῇ συμπλοκῇ ἔσονται πάνυ ὠφέλιμα· ἅ οἱ ἐνάντιοι οὐ χρῶνται, ἀλλ' οὔτε κέκτηνται. Καί ὑμεῖς ἔσωθεν τῶν τειχῶν ὑπάρχετε σκεπόμενοι, οἱ δέ ἀσκεπεῖς μετά κόπου ἄρχονται. Διό, ὦ συστρατιῶται, γίνεσθε ἔτοιμοι καί στερεοί καί μεγαλόψυχοι διά τούς οἰκτιρμούς τοῦ θεοῦ. Μιμηθῆτε τούς ποτέ τῶν Καρχηδονίων ὀλίγους ἐλέφαντας, πῶς τοσοῦτον πλῆθος ἵππων 'Ρωμαίων τῇ φωνῇ καί θέα ἔδιωξαν καί ἐάν ζῶον ἄλογον ἐδίωξε, πόσον μᾶλλον ἡμεῖς οἱ τῶν ζώων καί ἀλόγων ὑπάρχοντες κύριοι, καί οἱ καθ' ἡμῶν ἐρχόμενοι ἵνα παράταξιν μεθ' ἡμῶν ποιήσωσιν, ὡς ζῶα ἄλογα, καί χείρονές εἰσιν. Αἱ πέλται ὑμῶν καί ρομφαῖαι καί τά τόξα καί ἀκόντια πρός αὐτούς πεμπέτωσαν παρ' ὑμῶν. Καί οὕτως λογίσθητε ὡς ἐπί ἀγρίων χοίρων πληθύν κυνήγιον, ἵνα γνώσωσιν οἱ ἀσεβεῖς ὅτι οὐ μετά ἀλόγων ζώων, ὡς αὐτοί, παράταξιν ἔχουσιν, ἀλλά μετά κυρίων καί αὐθέντων αὐτῶν καί ἀπογόνων Ἑλλήνων καί 'Ρωμαίων. Οἴδατε καλῶς ὅτι ὁ δυσσεβῆς αὐτός ὁ ἁ μηρᾶς καί ἐχθρός τῆς ἁγίας ἡμῶν πίστεως χωρίς εὐλόγου αἰτίας τινός τήν ἀγάπην ἥν εἴχομεν ἔλυσεν, καί τούς ὅρκους αὑτοῦ τούς πολλούς ἠθέτησεν ἀντ' οὐδενός λογιζόμενος, καί ἐλθών αἰφνιδίως φρούριον ἐποίησεν ἐπί τό στενόν τοῦ Ἀσωμάτου, ἵνα καθ' ἑκάστην ἡμέραν δύνηται βλάπτειν ἡμᾶς. Τούς ἀγρούς ἡμῶν καί κήπους καί παραδείσους καί οἴκους ἤδη πυριαλώτονς ἐποίησε· τούς ἀδελφούς ἡμῶν τούς Χριστιανούς, ὅσονς εὗρεν, ἐθανάτωσε καί ἠχμαλώτευσε τήν φιλίαν ἡμῶν ἔλυσε. Τούς δε τοῦ Γαλατᾶ ἐφιλίωσε, καί αὐτοί χαίρονται, μή εἰδότες καί αὐτοί οι ταλαίπωροι τόν τοῦ γεωργοῦ παιδός μῦθον, τοῦ ἑψήνοντος τούς κοχλίας καί εἰπόντος ὦ ἀνόητα ζῶα καί τά ἐξῆς. Ἐλθών οὖν, ἀδελφοί, ἡμᾶς ἀπέκλεισε, καί καθ' ἑκάστην τό ἀχανές αὐτοῦ στόμα χάσκων, πῶς εὕρῃ καιρόν ἐπιτήδειον ἵνα καταπίῃ ἡμᾶς καί τήν πόλιν ταύτην, ἥν ἀνήγειρεν ὁ τρισμακαριστός καί μέγας βασιλεύς Κωνσταντῖνος ἐκεῖνος, καί τῇ πανάγνῳ τε καί ὑπεράγνῳ δεσποίνι ἡμῶν θεοτόκῳ καί ἀειπαρθένῳ Μαρίᾳ ἀφιέρωσεν καί ἐχαρίσατο τοῦ κυρίαν εἶναι καί βοηθόν καί σκέπην τῇ ἡμετέρᾳ πατρίδι καί καταφυγών τῶν Χριστιανῶν, ἐλπίδα καί χαράν πάντων τῶν Ἑλλήνων, τό καύχημα πάσι τοῖς οὖσιν ὑπό τήν τοῦ ἡλίου ἀνατολήν. Καί οὖτος ὁ ἀ σεβέστατος τήν ποτέ περιφανῆ καί ὀμφακίζουσαν ὡς ρόδον τοῦ ἀγροῦ βούλεται ποιῆσαι ὑπ' αὐτόν. Ἡ ἐδούλωσε σχεδόν, δύναμαι εἰπεῖν, πάσαν τήν ὑφ' ἥλιον, καί ὑπέταξεν ὑπό τούς πόδας αὐτῆς Πόντον καί Ἀρμενίαν, Περσίαν καί Παμφλαγονίαν, Ἀμαζόνας καί Καππαδοκίαν, Γαλατίαν καί Μηδίαν, Κολχούς καί Ἴβηρας, Βοσφοριανούς καί Ἀλβανούς, Συρίαν καί Κιλικίαν καί Μεσοποταμίαν, Φοινίκην καί Παλαιστίνην, Ἀραβίαν τε καί Ἰουδαίαν, Βακτριανούς καί Σκύθας, Μακεδονίαν καί Θετταλίαν, Ἑλλάδα, Βοιωτίαν, Λοκρούς καί Αἰτωλούς, Ἀκαρνανίαν, Ἀχαΐαν καί Πελοπόννησος, Ἤπειρον καί τό Ἰλλνρικόν, Λυχνίτας κατά τό Ἀνδριατικόν, Ἰταλίαν, Τ ου σκίνους, Κελτούς καί Κελτογαλάτας, Ἰβηρίαν τε καί ἕως τῶν Γαδείρων, Λιβύαν καί Μαυριτανίαν καί Μαυρουσίαν, Αἰθιοπίαν, Βελέδας, Σκούδην, Νουμιδίαν καί Ἀφρικήν καί Αἴγυπτον, αὐτός τά νῦν βούλεται δουλῶσαι, καί τήν κνριεύουσαν τῶν πόλεων ζυγῷ ὑποβαλεῖν καί δουλείᾳ, καί τάς ἁγίας ἐκκλησίας ἡμῶν, ἔνθα ἐπροσκυνεῖτο ἡ ἁγία τριάς καί ἐδοξολογεῖτο τό πανάγιον, καί ὅπου οἱ ἄγγελοι ἠκούοντο ὑμνεῖν τό θεῖον καί τήν ἔνσαρκον τοῦ θεοῦ λόγου οἰκονομίαν, βούλεται ποιῆσαι προσκύνημα τῆς αὑτοῦ βλασφημίας καί τοῦ φληναφοῦ αὐτοῦ ψευδοπροφήτου Μωάμεθ, καί κατοικητήριον ἀλόγων καί καμήλων. Λοιπόν, ἀδελφοί καί συστρατιῶται, κατά νοῦν ἐνθυμήθητε ἵνα τό μνημόσυνον ὑμῶν καί ἡ μνήμη καί ἡ φήμη καί ἡ ἐλευθερία αἰωνίως γενήσηται>.
Και στραφείς πρός τούς Ἑνετούς ἐν τοῖς δεξιοῖς μέρεσιν ἱσταμένους ἔφη: <Ἑνετοί εὐγενεῖς, ἀδελφοί ἠγαπημένοι ἐν Χριστῷ τῷ θεῷ, ἄνδρες ἱσχυροί καί στρατιῶται δυνατοί καί ἐν πολέμοις δοκιμώτατοι. Οἱ διά τῶν ἐστιλβωμένων ὑμῶν ρομφαίων καί χάριτος πολλάκις πλῆθος τῶν Ἀγαρηνῶν ἐθανατώσατε, καί τό αἷμα αὐτῶν ποταμειδῶς ἐκ τῶν χειρῶν ὑμῶν ἔρρευσε, τῇ σήμερον παρακαλῶ ὑμᾶς ἵνα τήν πάλιν ταύτην τήν εὑρισκομένην ἐπί τοσαύτῃ συμφορᾷ τοῦ πολέμου ὁλοψύχως καί ἐκ μέσου ψυχῆς γένητε ὑπερασπισταί. Οἴδατε γάρ καλῶς, καί δευτέραν πατρίδα καί μητέρα αὐτήν ἀενάως εἴχετε·διό καί ἐκ δευτέρου πάλιν λέγω καί παρακαλῶ ἵνα ἐν αὐτῇ ὥρα ὡς φιλόπιστοί τε καί ὁμόπιστοι καί ἀδελφοί ποιήσητε>. Εἶτα στραφείς ἐν τοῖς ἀριστεροῖς μέρεσι λέγει τοῖς Λιγουρίταις: <Ὦ Λιγουρῖται, ἐντιμότατοι ἀδελφοί, ἄνδρες πολεμισταί καί μεγαλοκάρδιοι καί φημιστοί, καλῶς οἴδατε καί γινώσκετε ὅτι ἡ δυστυχής αὕτη πόλις πάντοτε οὐκ ἐμοί μόνον ὑπῆρχεν, ἀλλά καί ὑμῖν διά πολλά τινα αἴτια. Ὑμεῖς μέν πολλάκις μετά προθυμίας αὐτή ἐβοηθήσατε, καί συνδρομή ὑμετέρα ἐλυτρώσατε ἀπό τῶν Ἀγαρηνῶν τῶν αὐτής ἐναντίων. Τά νῦν πάλιν ὁ καιρός ἐστιν ἐπιτήδειος ἵνα δείξητε εἰς βοήθειαν αὐτῆς τήν Χριστῷ ἀγάπην καί ἀνδρίαν καί γενναιότητα ὑμῶν>. Καί πληθυντικῶς στραφείς πρός πάντας εἶπεν: <Οὐκ ἔχω καιρόν εἰπεῖν ὑμῖν πλείονα. Μόνον τό τεταπεινωμένον ἡμέτερον σκῆπτρον εἰς τάς ὑμῶν χείρας ἀνατίθημι, ἵνα αὐτό μετ' ἐννοίας φυλάξητε. Παρακαλῶ δε καί τοῦτο καί δέομαι τῆς ὑμετέρας ἀγάπης, ἵνα τήν πρέπουσαν τιμήν καί ὑποταγήν δώσητε τοῖς ὑμετέροις στρατηγοῖς καί δημάρχοις καί ἑκατοντάρχοις, ἕκαστος κατά τήν τάξιν αὐτοῦ καί τάγμα καί ὑπηρεσίαν. Γνωρίσατε δη τοῦτο. Καί ἐάν ἐκ καρδίας φυλάξητε τά ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν, ἐλπίζω εἰς θεόν ὡς λυτρωθείημεν ἡμεῖς τῆς ἐνεστώσης αὐτοῦ δικαίας ἀπειλῆς. Δεύτερον δε καί ὁ στέφανος ὁ ἀδαμάντινος ἐν οὐρανοῖς ἐναπόκειται ὑμῖν, καί μνήμη αἰώνιος καί ἄξιος ἐν τῷ κόσμῳ ἔσεται>. Καί ταῦτα εἰπών καί τήν δημηγορίαν τελέσας καί μετά δακρύων καί στεναγμῶν τόν θεόν εὐχαριστήσας, οἱ πάντες ὡς ἐξ ἑνός στόματος ἀπεκρίναντο μετά κλαυθμόν λέγοντες <ἀποθάνωμεν ὑπέρ τῆς Χριστοῦ πίστεως καί τῆς πατρίδος ἡμῶν>. Ἀκούσας δε ὁ βασιλεύς καί πλεῖστα εὐχαριστήσας καί πλείστας δωρεῶν ἐπαγγελίας αὐτοῖς ἀπηγγείλατο. Εἶτα πάλιν λέγει: <Λοιπόν, ἀδελφοί καί συστρατιῶται, ἕτοιμοι ἔστε τῷ πρωΐ. Χάριτι καί ἀρετῇ τῇ παρά τοῦ θεοῦ ὑμῖν δωρηθείσῃ, καί συνεργούσης τῆς ἁγίας τριάδος, ἐν ᾗ τήν ἐλπίδα πᾶσαν ἀνεθέμεθα, ποιήσωμεν τούς ἐναντίους μετά αἰσχύνης ἐκ τῶν ἐντεῦθεν κακῶς ἀναχωρήσωσιν» (14).
Η δευτέρα διατύπωσις της δημηγορίας του Κωνσταντίνου του ΙΑ' του Παλαιολόγου οφείλεται εις τον Λεονάρδον τον Χίον, καθολικόν αρχιεπίσκοπον της Μυτιλήνης, όστις εις την μακράν προς τον πάπαν, υπό ημερομηνίαν 15ης Αυγούστου 1453, έκθεσίν του εις λατινικήν γλώσσαν, εν τη οποία περιγράφει τα αφορώντα εις την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως, αναφέρει λεπτομερώς τα κατά την τελευταίαν νύκτα της ψυχορραγούσης πρωτευούσης (15). Ο Λεονάρδος έγραψε την έκθεσίν του ολίγον μετά την άλωσιν, πρέπει δε να σκεφθώμεν ότι οι λόγοι του αυτοκράτορος παρέμενον ακόμη ζωηροί εις την μνήμην του. Η διατύπωσις του Λεονάρδου, πολύ βραχυτέρα της του Σφραντζή και ολιγώτερον εκείνης υπερήφανος και συγκινητική, έχει ως εξής:
«Itaque nostram spem totam in Deo ponentes, constitum certaminis diem confortati vigorosius exspectabamus: propter quod ascitis senatu, baronibus, belli capitaneis et commilitonibus ab imperatore universis, sermo talis habitus est: .
Itamque finito sermone omnis Christianorum coetus constantem se animum habere spopondit. Repetit imperator : (16).
Εις τας μέχρι τούδε γνωστάς δύο αυτάς διατυπώσεις της δημηγορίας, προστίθεται τώρα και τρίτη, περιεχόμενη εν τω Χρονικώ περί των Τούρκων σουλτάνων, γραφέντι εις δημώδη γλώσσαν παρ' αγνώστου Χρονογράφου, και σωζόμενη εν τω υπ' αριθ. 111 Βαρβερινώ ελληνικώ κώδικι της Βατικανής βιβλιοθήκης (17). Το Χρονικόν τούτο ακολουθεί κατά κανόνα διαφόρους πηγάς, και ειδικώτερον, δια μεν την υπόλοιπον αφήγησιν των γεγονόνων την Ιστορίαν του Χαλκοκονδύλη (εννοείται μέχρι του πέρατος αύτης), δια δε την περιγραφήν της αλώσεως την έκθεσιν του Λεονάρδου του Χίου. Ούτω και η περιγραφή της όλης προετοιμασίας κατά τηήν παραμονήν της αλώσεως, ως και η δημηγορία του Παλαιολόγου ακολουθούν πιστώς, εις τίνα δε σημεία αποτελούν απλήν μετάφρασιν της εκθέσεως του Λεονάρδου, εξαιρουμένων ολίγων χωρίων, εις τα οποία ο Χρονογράφος είναι συντομώτερος του προτύπου του. Κατά τον Βαρβερινόν κώδικα, το κείμενον της δημηγορίας έχει ως εξής:
«Τότε ἔκραξε ὁ βασιλεύς ὅλους τούς ἄρχοντες καί τούς καπετανέους καί ὅλους τούς ἄνδρες τοῦ πολέμου καί τούς ἐπίλοιπους τῆς χώρας καί εἶπε τούς λόγους ετούτους, λέγοντας: <Θεωρῶ, ἀδελφοί μου ἄρχοντες καί καπετάνοι καί ἐσεῖς ὁ ἐπίλοιπος λαός, ὁπού καρτεροῦμε τήν ἡμέραν τοῦ πολέμου, ἐσεῖς ὁπού πάντα ἐπολεμᾶτε τούς ἐχθρούς τῶν χριστιανῶν ἀνδρειωμένα, σᾶς ἔναι παραδομένη ἡ πατρίδα σας ἡ εὐγενική, ὁπού ὁ φθονερός Τοῦρκος ὁ σουλτάν Μεχεμέτης, ὁπού ἔχει σήμερα πενήντα δύο ἡμέρες ὁπού μᾶς πολεμᾶ μέρα καί νύκτα. Καί τό περισσότερο, ὁπού εἶναι τά τειχία μας χαλασμένα καί ἐρρίχνασι λιθάρια καί πλῆθος σαΐττες ἁπάνω σας καί ἐσεῖς, μέ τήν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, τίς ἐμποδίζετε καί τούς ἐρρίχνετε κάτω. Λοιπόν ἐλπίζω εἰς τόν Θεό καί εἰς τά χέρια σας τά ἀ νδρειωμένα μέ τά ἅρματά σας, ὅτι ἐκεῖνο τό πλῆθος τῶν Τουρκῶν, τῶν ἀγρίων καί βαρβάρων, ὁπού τρέχουνε μέ μεγάλες φωνές καί ἀπετοῦσι ἀμέτρητες σαΐττες, οἱ ὁποῖες δέν σᾶς βλάβουνε ποςῶς, διατί ἔχετε ἅρματα σιδερά καί καλά σκουτάρια. Καί διά τοῦτο μή δειλιάσετε, ἀδελφοί μου, ἀπό τους ἐχθρούς · καί κάμει χρεία νά εἶστε θαρσεῖς καί ἀνδρείοι, διατί αὐτοί οἱ ἐχθροί εἶναι ζῶα, καί ἕνας ἄνθρωπος διώχνει πολλά ζῶα. Ὄντως νά τούς ἀποδιώχνετε ὡσάν ζῶα, διατί καί ὁ αὐτός ὁ σουλτάνος ἔκαμε ὡσάν ζῷ ὁπού ἔναι, ὁπού εἴχαμε ἀγάπη μέ ὅρκον καί ἄφησε τόν ὅρκον του καί ἄφησε τήν ἀγάπη καί ἔκαμε ἀμάχη ἄδικη. Καί ἔδραμε ἀπό τήν Ἀνδριανούπολι καί ἔκαμε ὡσάν τό ζῷ καί ἦρθε εἰς τά χωρία μας καί ἐκατάσφαξε τούς χωριάτες μας, ὁπού ἐκατοικούσανε ὄξω εἰς τόν καιρό ὁπού ἐθερίζανε, καί ἐσκλάβωσε πολλούς. Καί τώρα πολεμᾷ τήν Πόλι, ὁπού τήν ἔκτισε ὁ μέγας Κωνσταντῖνος καί ἤτονε τέντα καί σκεπός τῆς πατρώας καί βοήθεια τῶν χριστιανῶν καί δύναμι τῶν Ρωμαίων καί τώρα βούλεται νά χαλάσῃ τήν βασιλεία μας καί νά τζαλοπατήσῃ καί τήν ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, νά τήνε κάμῃ στάβλος τῶν ἀλόγων του. Ὦ ἄρχοντες, ὦ καπετάνοι ἀδελφοί μου, ὦ παιδία παλληκάρια τοῦ Χριστοῦ, πασκίσετε καί πολεμήσετε νά κληρονομήσετε τήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καί ἐσεῖς, ὦ ἀδελφοί Γενουβήσοι ἀνδρειωμένοι, ὁπού ἐνικήσετε πολλούς πολέμονς καί εἶστε πάντα σας βοηθοί εἰς τήν βασιλείαν τῆς Πόλης, τῆς μητέρας σας, εἰσέ πολλούς πολέμους τῶν Τούρκων καί τούς ἐνικᾶτε. Ὦ Βενετζάνοι ἀδελφοί, δείξετε τήν ἀνδρεία σας μέ τά σπαθιά σας, ὁπού πολλές βολές ἐχύσετε τό αἷμας τῶν Τούρκων ὁπού θυμοῦμαι ὁ Λουρδάνος, τζιντιλόμος Βενετζάνος, ὁπού ἤτονε καπετάνιος τζενεράλες εἰς τήν ἁρμάδα σας, καί ἐπολέμησε μέ τά κάτεργα τῶν ἐχθρῶν καί τά ἐκαταχάλασε. Λοιπόν καί ἐ σεῖς ὁ πού εὑρέθητε ἐδῶ, ζωστῆτε τά σπαθιά σας εἰσέ τοῦτον τόν τιμημένον πόλεμον διά νά τιμηθῆτε ἐκ Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Καί ἐσεῖς, ὁ ἐπίλοιπος λαός ὁπού μέλλει νά πολεμήσετε, νά ὑποτάσσεστε τούς καπετανέους σας καί τούς μεγαλύτερους. Καί βάλετε καλά εἰς τό νοῦ σας ὅτι ἐτούτη ἡ μέρα ἔναι ὁπού μέλλει νά τιμηθῆτε, διατί, ἄν ἐσεῖς χάσετε μία στάλα αἷμας, θέλετε λάβει τό στέφανο τοῦ μαρτυρίου ὁπού εἶναι ἀτελεύτητον>.
Καί ἔσωοε καί ἐτελείωσε ὁ βασιλεύ τήν ὁμιλίαν του. Ἀκόμη εἶπε καί τοῦτο: <Ἐτοιμαστῆτε τήν αὔριον, ὁπού ἔναι ἡ ἡμερα τοῦ πολέμου» (18) .
Δια των υπερήφανων λόγων, τους οποίους ο τελευταίος Παλαιολόγος απηύθυνε κατά τας κρίσιμους εκείνας στιγμάς, αίτινες προηγήθησαν της αλώσεως, ηθέλησε τους μεν συμπολεμιστάς του να τονώση, εις δε τους επιγόνους να αφήση πολύτιμον υποθήκην θρησκευτικής και εθνικής πίστεως και αξιοπρέπειας.
Εν πρώτοις ο αυτοκράτωρ επεσήμανε τον επικρεμάμενον επί της πόλεως κίνδυνον, τονίσας ότι ο εχθρός, καραδοκών από μακρού, ετοιμάζεται να καταφέρη υπούλως κατά της βασιλευούσης τα τελευταία πλήγματα. Δια τούτο αυτοί πρέπει να αντισταθούν μέχρις εσχάτως, ως δε κατά το παρελθόν, να έχουν ευψυχίαν και θάρρος. Ο Σφραντζής μάλιστα αναφέρει ότι ο ομιλητής υπέμνησε κατ' εξοχήν τέσσαρα ιδεώδη, δια τα οποία πρέπει να είναι πρόθυμοι να θυσιασθούν, ήτοι την θρησκείαν, την πατρίδα, τον βασιλέα και τέλος τους συγγενείς και φίλους, υπογραμμίσας την αξίαν και την σημασίαν ενός εκάστου εξ αυτών.
Εν συνεχεία ο αυτοκράτωρ ανέφερεν ότι κατά το παρελθόν ο εχθρός επανειλειμμένως επέδραμε κατά της πόλεως με ισχυράς δυνάμεις και άφθονα υλικά μέσα, αλλ' ουδέν επέτυχε χάρις εις την θείαν επέμβασιν και την τόλμην των αμυνομένων. Υπενθύμισεν εις τους ακροατάς του, ότι είναι απόγονοι μεγάλων ηρώων της αρχαίας Ελλάδος και της Ρώμης και, καλών αυτούς να φανούν αντάξιοι εκείνων, παρέσχε πρακτικάς οδηγίας ως προς τα μέσα και τον τρόπον της αμύνης (19). Και το τμήμα τούτο απαντά μόνον παρά τω Σφραντζή, ενώ ουδέν αναγράφουν σχετικώς ο Λεονάρδος ο Χίος καί ο πιστώς ακολουθών τούτον άγνωστος Χρονογράφος του Βαρβερινού κωδικός. Ο αυτοκράτωρ συνεχίζων, ίνα τονώση το φρόνημα των πολεμιστών, λέγει ότι δεν πρέπει να πτοηθούν από τα ισχυρά και εντυπωσιακά μέσα του εχθρού, διότι ουχί αυτά, αλλ' η ευψυχία των αγωνιζομένων φέρει την νίκην και προσθέτει ότι οι επιδρομείς αποτελούν αγέλην ζώων, την οποίαν ολίγοι γενναίοι αρκούν ίνα τρέψουν εις φυγήν.
Κακίζει επίσης τον εχθρόν, όστις άνευ αφορμής, παραβαίνων όρκους και συνθήκας, επετέθη αιφνιδίως και, αφού επέτυχε να γίνη κύριος πολλών χωρών και να επεκτείνη την κυριαρχίαν του εις πολλάς επαρχίας, ζητεί να καταλάβη και την πρωτεύουσαν, ίνα μεταβάλη ταύτην μεν εις στάβλον των ίππων του, τας δε εκκλησίας εις τεμένη του Προφήτου. Ο Σφραντζής απαριθμεί ονομαστί τας κατακτήσεις του σουλτάνου, ενώ ο Λεονάρδος και ο Χρονογράφος παραλείπουν το τμήμα τούτο.
Μετά τους Έλληνας, ο αυτοκράτωρ προσεφώνησε τους ξένους, Ενετούς και Γενουάτας, υπενθυμίζων δε τους παλαιοτέρους αγώνας και τας νίκας των, προσεκάλεσεν αυτούς να πολεμήσουν και πάλιν υπέρ της πίστεως. Ο Σφραντζής προτάσσει τους λόγους προς τους Ενετούς και επιτάσσει τους προς τους Γενουάτας, ενώ ο Λεονάρδος και ο Χρονογράφος αντιστρέφουν την σειράν.
Τελευτών ο αυτοκράτωρ, είπεν ότι, αν οι αγωνισταί συμμορφωθούν προς τους λόγους του και αγωνισθούν σθεναρώς, τους αναμένει η αΐδιος δόξα και η αιωνία μνήμη.
Αι δύο διατυπώσεις της δημηγορίας, αίτινες εγράφησαν κατ' έννοιαν, φυσικά βραδύτερον ως διετήρησεν αυτάς η μνήμη των δύο ιστορικών, είναι συγγενείς και περιέχουν τας αυτάς βασικάς ιδέας, εις τίνα δε σημεία συμπίπτουν και εις την έκφρασιν. Είναι βέβαιον ότι πρώτος ο Λεονάρδος διετύπωσε την δημηγορίαν, ταύτην δε είχεν υπ' όψιν του ο Σφραντζής κατά την αναγραφήν του ιδικού του κειμένου. Μετέβαλε σημεία τίνα και προσέθεσεν ολίγα χωρία, είτε ενθυμούμενος ταύτα ακριβέστερον του Λεονάρδου είτε και συμπληρών εξ ιδίας πρωτοβουλίας τους λόγους του κυρίου του. Οπωσδήποτε αμφότεροι συμφωνούν εις την κρίσιν, ότι η δημηγορία του αυτοκράτορος υπήρξεν εξόχως ενδιαφέρουσα και επιβλητική κατά τας κρίσιμους εκείνας στιγμάς, καθ' ας διεκυβεύετο η μοίρα της αυτοκρατορίας.
Το φυσικόν περιβάλλον καθίστα περισσότερον επιβλητικούς τους λόγους του αυτοκράτορος. Η εσπέρα της 28ης Μαΐου, καθά αναφέρει το Σλαβονικόν Χρονικόν, ήτο σκοτεινή και νεφελώδης, ενώ η επερχόμενη καταθλιπτική νυξ ευρίσκετο εν πλήρει αρμονία προς την ψυχικήν κατάστασιν των πολιορκουμένων. Η φωνή του μάρτυρος αρχηγού, σοβαρά και συγκεκινημένη, εύρεν απήχησιν ως βάλσαμος παρηγοριάς εις τας τραγικώς δοκιμαζομένας ψυχάς των πολεμιστών. Εις τας καρδίας των ηρώων εκείνων, οίτινες, τονωθέντες από την προσευχήν και τας λιτανείας, είχον λάβει πλέον την απόφασιν να ζήσουν ελεύθεροι ή να θυσιασθούν υπέρ της πίστεως και της πατρίδος, οι λόγοι του τελευταίου αυτοκράτορος προεκάλεσαν βαθυτάτην συγκίνησιν. Την απογοήτευσιν διεδέχετο η αποφασιστικότης, τον φόβον η έλπίς. «Ἀκούσαντες δε οἱ δυστυχεῖς 'Ρωμαῖοι-γράφει ο Σφραντζής- καρδίαν ὡς λέοντες ἐποίησαν, καί ἀλλήλοις συγχωρηθέντες ἤτουν εἰς τῷ ἑτέρω καταλλαγῆναι, καί μετά κλαυθμοῦ ἐνηγκαλίζοντο, μήτε φιλτάτων τέκνων μνημονεύοντες οὔτε γυναικών ἤ πλούτου φροντίζοντες, εἰ μή μόνον τοῦ ἀποθανεῖν ἵνα τήν πατρίδα φυλάξωσι. Καί ἕκαστος ἐν τῷ διατεταγμένῳ τόπῳ ἐπανέστρεψε, καί ἀσφαλῶς ἐποίουν ἐν τοῖς τείχεσι τήν φυλακήν» (20).
Ο αυτοκράτωρ μετέβη εις τον ναόν της Αγίας Σοφίας, ίνα μεταλάβη της θείας κοινωνίας και αναπέμψη τας τελευταίας αυτού ικεσίας προς τον Θεόν. Και αφού έζήτησε παρά πάντων συγγνώμην και εχαιρέτισε τους πιστούς συνεργάτας, απήρχετο την οδόν του μαρτυρίου την άγουσαν προς τον Γολγοθάν, την τιμήν και την δόξαν (21).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Περιγραφήν και πληροφορίας περί του Βαρβερινού ελληνικού κώδικος 111 της Βατικανής Βιβλιοθήκης βλ. εν Γ. Θ. Ζώρα, Χρονικον περί των Τούρκων σουλτάνων (κατά τον Βαρβερινόν ελληνικόν κώδικα 111), Σπουδαστήριον Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήναι 1957, σελ. 9-23.
2. Κ. Παλαμά, Ο Δωδεκάλογος τοΰ Γύφτου.
3. Σφραντζής, σελ. 325, Δ ούκας, σελ. 264.
4. Δ. Ζακυθηνού, Η άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως και η τουρκοκρατία, Αθήναι 1954, σελ. 28-29.
5. Δ. Ζακυθηνού, Η άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως και η τουρκοκρατία, ενθ. αν., σελ. 6-7.
6. Δούκας, εκδ. Βόννης, σελ. 279-280. Παρά Ν. Β. Τωμαδάκη, Δούκα-Κριτοβούλου-Σφραντζή-Χαλκοκονδύλη, Περί αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, ’θηναι 1953, σελ. 60.
7. Σφραντζής, σελ. 271. Παρά Ν. Β. Τωμαδάκη, ενθ. αν., σελ. 187.
8. Σφραντζής, σελ. 271. Παρά Ν. Β. Τωμαδάκη, ενθ' άν., σελ. 187.
9. Leonardi Chiensis , Historia Cpolitanae urbis a Mahumete II captae per modum epistolae die 15 Augusti anno 1453 ad Nicolaum V. Rom. Pont. Αι
παραπομπαί κατωτέρω γίνονται εις την έκδοσιν Μ igne , Ρ G , τομ. 159, στήλ. 923-944. Βλ. στήλ. 938. Η μετάφρασις κατά Γ. Σλουμβερζέ, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και η πολιορκία και η άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων τω 1453 κατά μετάφρασιν υπό Σπ. Λάμπρου, εν Αθήναις 1914, σελ. 307-308.
10. Πέαρς. Η άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως. Ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος και ο σουλτάνος Μωάμεθ Β', εκδ. Συμεωνίδου, εν Λευκωσία Κύπρου 1912, σελ. 110.
11. Σφραντζής, σελ. 271. Παρά Ν. Β. Τωμαδάκη, ενθ. αν., σελ. 187.
12. Ι. Χάμμερ, Ιστορία της οθωμανικής αυτοκρατορίας, εξελληνισθείσα υπό Κ. Κροκίδα, Αθήνησι 1870, τόμ. Β'. σελ. 236.
13. Γ. Σλουμβερζέ, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος-κλπ., £νθ' άν., σελ. 308.
14. Σφραντζής, σελ. 271-279. Παρά Ν. Β. Τωμαδάκη, ενθ. αν., σελ. 187-190.
15. Leonardi Chiensis, Historia Cpolitanae urbis a Mahumete II captae per modum epistolae die 15 Augusti anno 1453 ad Nicolaum V Rom. Pont., ενθ. αν. Βλ. Ι. Παπαδοπούλου, Η περί της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως Ιστορία Λεονάρδου του Χίου, Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, τόμ. 15, 1939, σελ. 85-95.
16. Migne, ΡG, 159, στήλ. 938 a -939 d.
17. Γ. Θ. Ζώρα, Χρονικόν περί των Τούρκων σουλτάνων (κατά τον Βαρβερινόν ελληνικόν κώδικα 111), ενθ. αν., Εισαγωγή, σελ. 9-23.
18. Γ. Θ. Ζώρα, Χρονικόν περί των Τούρκων σουλτάνων (κατά τον Βαρβερινόν έλληνικόν κώδικα 111), ενθ. αν., σελ. 88-89.
19. Παύλου Καλλιγά, Μελέται βυζαντινής ιστορίας από της πρώτης μέχρι της τελευταίας αλώσεως 1205-1453, Εν Αθήναις 1894, σελ. 716. «Ο λόγος του Φραντζή, και αυτός βεβαίως κατ' έννοιαν συντεθείς μετά χρόνον, έχει τούτο ίδιον, ότι εκτίθησι τον τρόπον της αμύνης».
20. Σφραντζής, σελ. 279. Παρά Ν. Β. Τωμαδάκη, ενθ. αν., σελ. 190.
21. Βλ. και Γ. Θ. Ζώρα, Η άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως (κατά τον Βαρβερινόν ελληνικόν κώδικα 111), Ελληνική Δημιουργία, 1 Ιουνίου 19 50, σελ. 851-862., Του αυτού, Αι τελευταίαι στιγμαί του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου (κατά τον Βαρβερινόν έλληνικόν κώδικα 111), Ελληνική Δημιουργία, 1 Αυγούστου 1951, σελ. 202-204. Του αυτού, Αι προ και μετά την άλωσιν διαμορφωθείσαι ιδεολογικαί και πολιτικαί κατευθύνσεις, Αθήναι 1953, Του αυτού, Πόνοι καί ελπίδες των υποδούλων, Ελληνική Δημιουργία, 25 Μαρτίου-20 Απριλίου 1949, σελ. 415-419, 472-476 και 619-621.
ΠΗΓΗ:Γεωργίου Θ. Ζώρα, Ευχαριστήριον, Τιμητικός Τόμος Αμίλκα Σ. Αλιβιζάτου, Αθήναι 1958, σελ. 102-117
Σαν πατήθηκε πειά η πόρτα του Ρωμανού και σκοτώθηκε ο βασιλιάς, οι Τούρκοι γιουργιάρανε μέσα στην Πόλη σαν τ' αγριεμένο ξεροπόταμο που κατεβαίνει στενεμένο ανάμεσα στ' αψηλά βράχια, ύστερ' από νεροποντή.
Δε μπαίνανε εκατό-εκατό, μηδέ διακόσιοι, μα χιλιάδα απάνω στη χιλιάδα. Τέτοια ήτανε η μανία τους μη δεν προφτάξουνε να κουρσέψουνε, που απ' το στρίμωγμα λαβωνόντανε συναμεταξύ τους και πολλοί σκάσανε ποδοπατημένοι απ' τους δικούς τους. Και σα μπαίνανε μέσα στο κάστρο, σκορπίζανε άλλος εδώ, άλλος εκεί, κοπάδια-κοπάδια, σφάζοντας όποιον βρίσκανε μπροστά τους, είτε γυναίκα, είτε παιδί, είτε άντρα.
Το μεγάλο μακελειό βάσταξε απ' την ανατολή του ηλίου ίσαμε το μεσημέρι. Πολλοί χριστιανοί κρυφτήκανε μέσα σε λαγούμια και σε σπηλιές κ' ύστερα τους βρήκανε και τους σκλαβώσανε.
Φτάνοντας οι Τούρκοι στην πλατεία, ανεβήκανε στον πύργο και κατεβάσανε τη βυζαντινή σημαία και τη σημαία τ' άγιου Μάρκου και ισάρανε στον τόπο τους το σαντάρδο του σουλτάνου. Τα κάστρα από τη μιαν άκρη ίσαμε την άλλη πέσανε στα χέρια του Τούρκου. Μονάχα οι Κρητικοί, που βρισκόντανε μέσα στους πύργους του Λέοντα και του Βασιλείου, βαστήξανε τον πόλεμο ίσαμε το μεσημέρι. Ο σουλτάν Μεμέτης σαν τάκουσε θαύμασε την παλληκαριά τους και τους άφησε να φύγουνε στην πατρίδα τους, παίρνοντας μαζί τους ό,τι είχανε απάνω τους.
Όπως είπα πρωτύτερα, πολύς κόσμος έτρεξε στη θάλασσα να γλυτώση, μα έπεσε μαζεμένος στα καράβια και πολλά βουλιάξανε και πνιγήκανε πολύς λαός. Οι πορτιέρηδες, βλέποντας τον κόσμο που ωρμούσε από τις πόρτες, θυμηθήκανε ένα παλιό ρητό πώλεγε πως η πόλη θα ξαναπαιρνότανε απ' τα χέρια των Τούρκων αν γυρίζανε πίσω οι Χριστιανοί, κλειδώσανε τις πόρτες και ρίξανε τα κλειδιά έξω απ' το κάστρο. Τότε δα φούντωσε η σφαγή, που δε μπορεί να τη χωρέση το μυαλό του άνθρωπου. Όσοι γλυτώσανε χάσανε τα φρένα τους και τρέχανε να κλειστούνε στην Άγια-Σοφιά. Κείνη την ώρα ήτανε πώχαν' η μάννα το παιδί και το παιδί τη μάννα. Θεέ μεγαλοδύναμε, απάνω σ' αυτούς τους συμφοριασμένους έπεσε όλη η οργή σου! Μερμήγκια αμέτρητη πλημμύρισε την εκκλησιά, απάνω, κάτω, στο νάρθηκα, στ' άγιο βήμα, σε κάθε μεριά. Σφαλίξανε τις πόρτες και παρακαλούσανε με μεγάλες φωνές το Θεό να τους λυπηθή. Οι κουμπέδες κ' οι θεόρατες καμάρες αντιβουίζανε και ρίχνανε πιο πολλή τρομάρα στις καρδιές των κοριτσιών• τα μικρά παιδάκια ξεψυχούσανε απ' το φόβο τους. Σε λίγο φτάξανε οι Τούρκοι και πιάσανε να βαράνε με τους μπαλτάδες τις πόρτες. Το κοπάδι, που ήτανε μαντρισμένο μέσα βέλαζε λυπητερά σε κάθε τσεκουριά.
Ποια γλώσσα μπορεί να πη τι γίνηκε σαν μπήκανε μέσα οι Τούρκοι, βαστώντας στα χέρια τους άλλοι ματωμένα μαχαίρια μια οργυιά μάκρος, άλλοι πελέκια ακονισμένα, άλλοι κοντάρια, π' αστράφτανε οι σουβλερές μύτες τους. Η εκκλησιά πιτσιλίστηκε απ' τα αίματα σε δυό μπόγια ύψος, πώλεγες πως ήτανε χασάπικο. Όσοι απομείνανε ζωντανοί είχανε τρελλαθή. Οι Τούρκοι δένανε τους άντρες με σκοινιά, τις γυναίκες με τις ζώνες τους. Έβλεπες αφεντάδες δεμένους πιστάγκωνα μαζί με τους υπηρέτες, κυράδες με τις δούλες, παπάδες με γρηές, δεσποτάδες, παλληκάρια βουτημένα στο αίμα. Ο ένας μπροστά στον άλλον βιάζανε τις γυναίκες, ανάμεσα σε κουφάρια και σε λαβωμένους που μουγκρίζανε. Άλλοι πάλι από κείνα τ' αγρίμια ξεγυμνώνανε την εκκλησιά. Μέσα σε μια ώρα απομείνανε μονάχα οι τοίχοι. Δεν αφήσανε μηδέ καντήλι, μηδέ δισκοπότηρο, μηδέ βαγγέλιο, μηδέ εικόνα, μηδέ ρούχα, τίποτα! Πως περνά η ακρίδα από 'να καταπράσινο περιβόλι κ' ύστερα, σαν κάνη φτερά, αφήνει χώμα μοναχό, έτσι απόμεινε κ' η Άγια-Σοφιά ξεγυμνωμένη.
Το μαχαίρι κ' η φωτιά βάσταξε τρία μερόνυχτα, όπως είχε ταμένο στους στρατιώτες του ο σουλτάνος. Η απέραντη Κωνσταντινούπολη αντιλαλούσε μέρα νύχτα. Τι αίμα και τι δάκρυα χυθήκανε! Χιλιάδες καρδιές χτυπούσανε, τέτοια συμφορά δε μπορεί να τη συλλογισθή άνθρωπος. Άλλοι σφαζόντανε πριν πάνε στα σπίτια τους, άλλοι καταφέρνανε να φτάξουνε στα δικά τους μα δε βρίσκανε τα παιδιά τους και τις γυναίκες τους. Αντρόγυνα χωριζόντουσαν, ο ένας Τούρκος έσερνε τον άντρα κι' ο άλλος τη γυναίκα. Τα παιδιά τα ξεκολλούσανε απ' το λαιμό της μάννας, τα κορίτσια τα σέρνανε απ' τα μαλλιά μέσα στο δρόμο. Πεινασμένα σκυλιά πίνανε το αίμα π' άχνιζε μέσα στα χαντάκια. Πειό πολλά ήτανε τα κομμένα κεφάλια, που κειτόντανε στο χώμα, παρά οι πέτρες της γης. Φρόνιμες νοικοκυράδες, που δεν τις είχε δη ο ήλιος, ατιμαζόντανε γυμνές μέσα στις πλατείες. Παπάδες περπατούσανε βιαστικά, φορτωμένοι με βαρειά σεντούκια, που τους τάχανε φορτωμένα οι ζεμπέκηδες και τους δέρνανε σαν γαϊδούρια και τους τραβούσανε με το καπίστρι πούχανε περασμένο στο λαιμό τους. «Και ην ιδείν ορμαθούς εξερχόμενους απείρους ώσπερ αγέλας».
Στα καράβια δεν είχε απομείνει μηδέ ένας Τούρκος, γιατί ριχτήκανε στο πλιάτσικο. Με μεγάλη μανία γυρεύανε να βρούνε τα γυναικεία μοναστήρια, τα πατούσανε και κουβαλούσανε τις καλογρηές μέσα στα καράβια κ' εκεί ο διάβολος πειά μπορεί να πη το τι γίνηκε. Πολλές γυναίκες, για να ξεφύγουνε την ατιμία, πέσανε και πνιγήκανε στη θάλασσα και στα πηγάδια.
Οι Τούρκοι είχανε τούτη τη συνήθεια, άμα μπαίνανε μέσα σ' ένα σπίτι για να κουρσέψουνε, στήνανε μια σημαία απάνω στα κεραμίδια. Οι άλλοι Τούρκοι, βλέποντας τούτη τη σημαία, δε μπαίνανε ποτέ μέσα, μα τραβούσανε πάρα πέρα, ναβρούνε άλλο σπίτι λεύτερο. Ίσαμε διακόσες χιλιάδες τέτοια κουρέλια σαλεύανε απάνω στην Πόλη, γιατί οι Τούρκοι βάζανε πολλές παντιέρες στο ίδιο σπίτι για να κάνουνε πανηγύρι.
Όλη τη μέρα σφάζανε. Τόσο μουσκεμένη ήτανε η γης, πώλεγες πως έβρεξε αίμα, κι' όπου έβρισκε χαντάκι το αίμα έτρεχε σα νάτανε βροχονέρι. Τα κουφάρια τα ρίχνανε στο μπουγάζι του Βοσπόρου, και το ρέμα τα κατρακυλούσε σα νάτανε πεπόνια, Χριστιανοί-Τούρκοι ανακατεμένοι.
Ο σουλτάνος δε μπήκε μέσα στην Πόλη με το στρατό, παρά απόμεινε στο στρατόπεδο. Κατά το μεσημέρι οι πασάδες του πήγανε τα κλειδιά, σημάδι πως ήτανε πειά δική του η Κωνσταντινούπολη. Τότε καβαλλίκεψε και μπήκε με τη συνοδεία του μέσα στο κάστρο και τράβηξε ίσια στην Αγιά-Σοφιά. Δε μπήκε μέσα στην εκκλησιά με τάλογο, παρά ξεπέζεψε και μπαίνοντας μέσα θαύμασε πολλήν ώρα και περιεργάσθηκε το χτίριο. Ύστερα φώναξε έναν χότζα και τούπε ν' ανεβή απάνω στον άμβωνα και να φωνάξη την προσευχή τους «Αλλάχου εκπέρ, Αλλάχου εκπέρ, Μουχαμετούλ ρεσούλ Ουλλάχ.» Σαν τελείωσε ο χότζας, ανέβηκε ο ίδιος στην Άγια Τράπεζα και το ξανάπε.
Την ώρα πώβγαινε έξω, είδε έναν Τούρκο που τσάκιζε τα μάρμαρα. Ο Μεμέτης τον βάρεσε με το καμουτσί λέγοντας του: «Κιοπέκ, σας άφησα το θησαυρό και τους ανθρώπους, μα τα χτίρια είνε δικά μου!»
Από κει τράβηξε με τους πασάδες και ρώτηξε για το βασιλιά της Πόλης, ζη ή πέθανε. Και σαν τούπανε πως σκοτώθηκε, πρόσταξε και πλύνανε πολλά κεφάλια στο μέρος που χάθηκε, για να τον γνωρίσουνε, μα δε μπορέσανε μέσα σε τέτοιο πλήθος. Σε λίγο όμως βρέθηκε το κορμί του και το γνωρίσανε απ' τα κόκκινα ποδήματά του με τους κεντημένους αητούς. Κόψανε το κεφάλι και το βάλανε σε μια πλατεία κοντά στ' άγαλμα του Γιουστινιανού και κει στάθηκε ίσαμε το βράδυ. Ύστερα το μπαλσαμώσανε και τώστειλε ο σουλτάνος στην ανατολή από χώρα σε χώρα, για να δη ο κόσμος τη νίκη του. Το σώμα το πήρανε οι Χριστιανοί και το θάψανε.
Τα πλιάτσικα κ' οι σκλάβοι, άλλα στοιβαχθήκανε στις τέντες, άλλα φορτωθήκανε στα καράβια και τραβήξανε να τα πουλήσουνε, όπως έστερξε ο σουλτάνος. Κάθε Τούρκος ήτανε φορτωμένος. Τι μαλάματα, τι ασήμια, τι χαλκώματα, τι ρούχα μεταξωτά, τι βιβλία! Καράβια ολάκερα γεμίσανε καλόγερους και καλογρηές. Έβλεπες ζεϊμπέκια ψειριασμένα νάνε ντυμένα με ρούχα δεσποτικά, άλλοι φοράγανε χρυσά πετραχήλια, άλλοι κορώνες και καλυμμαύχια στο κεφάλι. Σκυλιά δεμένα με ζώνες κεντημένες, επιγονάτια και φελόνια για σαγή στ' άλογα. Μέσα στους ασημένιους δίσκους βάζανε ντομάτες και κρέατα, πίνανε κρασί μέσα στα δισκοπότηρα. Φορτώσανε στις καρότσες βιβλία, που δεν είχανε μετρημό και τα σκορπίσανε σ' ανατολή και δύση. Για ένα γρόσι πουλιόντανε ο Αριστοτέλης, ο Πλάτωνας κ' οι άλλοι ξακουσμένοι σοφοί της αρχαιότητας, γραμμένοι σε πετσί, με χρυσοκοντυλιές και με χρυσά δεσίματα. Τα εικονίσματα τα σκίζανε με το τσεκούρι και βράζανε κρέας μέσα στα καζάνια.
Τη δεύτερη μέρα, δηλαδή στις 30 Μαγιού, ξαναμπήκε στην Πόλη ο σουλτάνος, με πολλή παράταξη, κι' αφού τριγύρισε σε διάφορα μέρη, πήγε και στο παλάτι. Και βλέποντας το έρημο είπε έναν στίχο κάποιου Πέρση ποιητή για την ματαιότητα του κόσμου.
Ήτανε πειά πεθαμένη και θαμμένη η ξακουσμένη Κωνσταντινούπολη, η Θεοσκέπαστη, η Νέα Σιών, η Εφτάλοφη, το καμάρι της Ανατολής, πώβρισκε άνθρωπος και του πουλιού τα γάλα. Πούχε το κάστρο με τους τρακόσους πύργους, τα παζάρια, τα αρτοπρατεία, τα χαλκοπρατεία, τα αργυροπωλεία, τα βλατοπωλεία, τα κηροπωλεία, τα λουτρά, τα συντριβάνια, τις βρύσες, τις δεκαεννιά στέρνες, τα Ιπποδρόμια, τα παλάτια, τις τρακόσες εκκλησιές και τα διακόσια μοναστήρια, τ' αμέτρητα τ' αγάλματα κι' ό,τι μπορεί να βάλη ο νους τ' ανθρώπου. «Τη δεύτερη δε από της ημέρας εκείνης, εισελθών ο Μεχμέτης, περιόδευσε την πόλιν και ην η πάσα άοικος, ούτε άνθρωπος, ούτε κτήνος, ούτε όρνεον κραυγάζον ή λαλούν εντός.»
Κοντά στο παλάτι ετοιμάσανε ένα μεγάλο τραπέζι για το σουλτάνο, κι' αφού έφαγε, ήπιε πολύ κρασί και μέθυσε. Τότε πρόσταξε να του πάνε το ναύαρχο Νοταρά με τα παιδιά του και να τους αποκεφαλίσουνε. Πρώτα σφάξανε τα παιδιά μπροστά στο συμφοριασμένον τον πατέρα, πώλεγε ολοένα «δίκαιος ει, Κύριε!», κ' ύστερα τον ίδιον. Δεν περάσανε λίγες μέρες και πρόσταξε να κόψουνε και το Χαλίλ πασά, που τον υπωπτευότανε πως είχε προδώσει τα μυστικά του στους γραικούς.
Το τέλος της Πόλης φαίνεται ακόμα πειό λυπητερό άμα συλλογισθή κανένας πως χαλάσθηκε το μήνα Μάη, τις μέρες που μοσκοβολούσανε οι πασκαλιές κ' οι τριανταφυλλιές. Ανήμερα που σκλαβώθηκε η Πόλη ήτανε της Αγίας Θεοδοσίας, που τη γιορτάζανε πάντα οι Πολίτες στις 29 Μαγιού με μεγάλη δόξα στην εκκλησιά της, που γίνηκε ύστερα τζαμί. Μ' όλη την αγωνία που περνούσανε, οι γυναίκες την είχανε στολισμένη, κατά τα συνηθισμένα, με στεφάνια και με περιπλοκάδες από τριαντάφυλλα. Την ώρα, που μπήκανε μέσα οι Τούρκοι, ψέλνανε ακόμα οι ψαλτάδες. Τους περάσανε όλους απ' το μαχαίρι, κι' από τότε βαστά η ονομασία «Γκιούλ Τζαμί», δηλαδή «Το Τζαμί με τα τριαντάφυλλα», και μ' αυτό τόνομα στέκει ως τα σήμερα. Μέσα σ' αυτή την εκκλησιά λένε πως υπάρχει κ' ένα μνημόρι, οπώχει απάνω στην πλάκα τούρκικα γράμματα, που λένε «Εδώ κείτεται ένας μαθητής του Χριστού» και πως αυτός είνε ο τάφος του βασιλιά Παλαιολόγου.
Τους Γενοβέζους του Γαλατά ο σουλτάνος δεν τους πείραξε, γιατί σταθήκανε φίλοι του στον πόλεμο, τους χάρισε μάλιστα και προνόμια. Το φιρμάνι που τους έδωσε αρχίξει με τούτα τα λόγια: «Εγώ ο μέγας αυθέντης και μέγας Αμηράς σουλτάνος ο Μεχμέτ Μπέης, ο υιός του μεγάλου αυθέντου Αμηρά Σουλτάνου του Μουράτ Μπέη. Ομνύω εις τον Θεόν του ουρανού και της γης και εις τον μέγαν ημών προφήτην Μωάμεθ, και εις τα επτά μουσάφια όπού έχομεν και ομολογούμεν, και εις τας ρκδ' (124) χιλιάδας προφήτας του Θεού και προς τας ψυχάς του πάππου μου και του πατρός μου, και προς εμαυτόν και προς τα παιδιά μου, και στο σπαθί οπού ξώννομαι...».
ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
ΤΟ ΠΑΡΣΙΜΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΚΡΙΤΑΣ
ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
Το Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος έζησε και διέπρεψε επί χίλια περίπου έτη μετά την άδοξη κατάρρευση του Δυτικού. Κάνοντας εδώ μια παρένθεση να τονίσω ότι αποτελεί ικανή και αναγκαία συνθήκη το στοιχείο της ενότητος σε ένα κράτος, πολλώι δε μάλλον όταν πρόκειται για μία πολυεθνική αυτοκρατορία. Αξίζει, λοιπόν, να μελετηθούν οι λόγοι αποσυνθέσεως και τελικής διαλύσεως της Δυτικής αυτοκρατορίας. Και τούτο διότι, τα συμπεράσματα που θα εξαχθούν ενισχύουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την άποψη περί ελληνικότητος του Βυζαντίου. Έχοντας κατά νου λοιπόν την παραπάνω αρχή, στην Ανατολικορωμαϊκή Αυτοκρατορία συναντάμε τους Έλληνες και τους πλήρως εξελληνισμένους, οι οποίοι αποτελούσαν τον συμπαγή, σταθερό και σκληρό πυρήνα της. Οι άλλοι λαοί (Αρμένιοι, Γεωργιανοί, Σύριοι, Αιγύπτιοι, Σλαύοι, Βούλγαροι, Ιταλιώτες, Αλβανοί) ανήκαν σε αυτήν μερικώς και ασταθώς. Δεν εταυτίζοντο με το Κράτος, το οποίο είτε δεν το θεωρούσαν δικό τους (Σύριοι, Αιγύπτιοι), είτε εποφθαλμιούσαν την ηγεσία του από τους Έλληνες (Βούλγαροι: Συμεών, Σαμουήλ) και την μετατροπή του σε μιας άλλης μορφής και φύσης αυτοκρατορία, με προεξάρχον έθνος τους ιδίους. Για όλους τους παραπάνω λόγους, άλλες φορές τάχθηκαν στο πλευρό της κεντρικής διοίκησης, ενώ κάποιες άλλες συνεργάζοντο με τους εχθρούς του κράτους. Το Βυζάντιο, ασφαλώς και δεν ήταν δικό τους. Ανήκε στους Έλληνες που του έδωσαν την γλώσσα, την παιδεία, τον πολιτισμό και την Ελληνορθοδοξία.
Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΑΤΑΤΖΗΣ ΚΑΙ Η ΕΘΝΙΚΗ ΜΑΣ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ
Μία ομάδα διανοητών και δημοσιογράφων επιχειρεί να μάς πείσει πόσο καλό πράγμα είναι η απώλεια της εθνικής μας κυριαρχίας. Συνιστούν να είμαστε ευγνώμονες στην τρόικα που θα φέρει ξένους επιτρόπους στα υπουργεία μας για να μας κάνουν σωστούς Ευρωπαίους και να μας φέρουν τα φώτα τους. Φαίνεται ότι τα παπαγαλάκια της εξάρτησης και της υποτέλειας δεν θέλησαν ποτέ να διαβάσουν την ελληνική Ιστορία ή αν την διάβασαν , δεν μπόρεσαν να την καταλάβουν. Διότι στις πάμπολλες σελίδες αυτής της Ιστορίας υπάρχουν παραδείγματα Ελλήνων ηγετών που βρέθηκαν μεν σε δυσχερή θέση, αλλά δεν απώλεσαν την αξιοπρέπειά τους και δεν λησμόνησαν τα ιστορικά δικαιώματα και τις ιστορικές υποχρεώσεις του Έθνους μας...
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...