
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
"Γιατί να θυμίζουμε συνεχώς πως είμαστε ξένοι στην Πόλη; "
(από την έγκριτη τουρκική εφημερίδα SABAH) 05.06.09
Με ένα εντυπωσιακά ειλικρινές άρθρο, που δημοσιεύεται στην έγκυρη εφημερίδα SABAH, από τον Engin Ardiç, γνωστό συγγραφέα και δημοσιογράφο στην Τουρκία, στηλιτεύεται ο τουρκικός τρόπος εορτασμού της πτώσης της Κωνσταντινούπολης.Στο εν λόγω άρθρο ο συγγραφέας παρουσιάζει μία σειρά από αλήθειες για τις οποίες το Κεμαλικό καθεστώς εδώ και δεκαετίες προσπαθεί να καταπνίξει.
Αξίζει να παρατεθεί το πλήρες κείμενο το οποίο το πρωτότυπο μπορείτε να βρείτε στην συγκεκριμένη διεύθυνση: http://www.sabah.com.tr/Yazarlar/ardic/2009/05/29/hatirlatmayin_sunu_kefereye
«Μην το θυμίζετε αυτό στους μη μουσουλμάνους!
ΑΝ οργανωνόταν στην Αθήνα συνέδριο με θέμα «Θα πάρουμε πίσω στην Πόλη»…
ΑΝ έφτιαχναν μακέτα με τα τείχη της πόλης και τους στρατιώτες με τις πανοπλίες τους να επιτίθενται στην Πόλη…
ΑΝ ένας τύπος ντυμένος όπως ο περίφημος Έλληνας νικηφόρος και σχεδόν μυθικός Διγενής Ακρίτας έπιανε τον δικό μας Ulubatlι Hasan και τον γκρέμιζε κάτω…
ΑΝ ξαφνικά έμπαινε στην πόλη κάποιος ντυμένος Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος πάνω σε ένα λευκό άλογο και δίπλα του άλλος ως Λουκάς Νοταράς, ως Γεώργιος Φραντζής κι έμπαιναν ως αντιπρόσωποι της πόλης…
ΑΝ έφτιαχναν μια χάρτινη Αγία Σοφία που δεν είχε μιναρέδες αλλά σταυρό…
ΑΝ έκαιγαν λιβάνι και έλεγαν ύμνους, θα σας άρεσε; Δεν θα μας άρεσε, θα ξεσηκώναμε τον κόσμο, μέχρι που θα καλούσαμε πίσω τον πρέσβη μας. Τότε γιατί το κάνετε εσείς αυτό;Πέρασαν 556 χρόνια και γιορτάζετε (την άλωση) σαν να ήταν χθες;Γιατί κάθε χρόνο τέτοια εποχή διακηρύσσετε σε όλο τον κόσμο: «αυτά τα μέρη δεν ήταν δικά μας, ήρθαμε εκ των υστέρων και τα πήραμε με τη βία».Για ποιο λόγο άραγε φέρνετε στη μνήμη μια υπόθεση 6 αιώνων;
Μήπως στο υποσυνείδητό σας υπάρχει ο φόβος ότι η Πόλη κάποια μέρα θα δοθεί πίσω;Μην φοβάστε, δεν υπάρχει αυτό που λένε μερικοί ηλίθιοι της Εργκενεκόν περί όρων του 1919.
Μη φοβάστε, τα 9 εκατομμύρια Ελλήνων δεν μπορούν να πάρουν την πόλη των 12 εκατομμυρίων και αν ακόμα την πάρουν δεν μπορούν να την κατοικήσουν.
Αυτό το όνειρο το βλέπουν μια χούφτα βλάκες μόνο.
Κι οι δικοί μας που γιορτάζουν την Άλωση είναι μια χούφτα φανατικοί μόνο που η φωνή τους ακούγεται δύσκολα.
Ρε σεις, αν μας πούνε ότι λεηλατούσαμε την Πόλη τρεις μέρες και τρεις νύχτες συνεχώς τι θα απαντήσουμε; Θα υπερασπιστούμε τον εαυτό μας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ή θα αφήσουμε το θέμα στους ιστορικούς; Αντί να περηφανευόμαστε με τις πόλεις που κατακτήσαμε, ας περηφανευτούμε με αυτές που ιδρύσαμε, αν υπάρχουν. Αλλά δεν υπάρχουν.
Όλη η Ανατολή είναι περιοχή κατακτημένη.Ακόμα και το όνομα της Ανατολίας δεν είναι αυτό που πιστεύουν (ana=μανα, dolu=γεμάτη) αλλά προέχεται από την ελληνική λέξη η Ανατολή. Ακόμα και η ονομασία της Ισταμπούλ δεν είναι όπως μας λέει ο Ebliya Celebi «εκεί όπου υπερτερεί το Ισλάμ» τραβώντας τη λέξη από τα μαλλιά, αλλά προέρχεται από το «εις την Πόλιν».Εντάξει λοιπόν, αποκτήσαμε μόνιμη εγκατάσταση, τέλος η νομαδική ζωή και γι’ αυτό ο λαός αγοράζει πέντε πέντε τα διαμερίσματα. Κανείς δεν μπορεί να μας κουνήσει, ηρεμήστε πια…Οι χωριάτες μας ας αρκεστούν στο να δολοφονούν την Κωνσταντινούπολη χωρίς πολλές φανφάρες…».
Πηγή: DefenceNet
VatopaidiFriend: Μη ξεχνάτε πως ό,τι διαβάσατε είναι γραμμένο από έγκριτο Τούρκο δημοσιογράφο…. Οι δικοί μας δημοσιογράφοι άραγε τολμούν να τα γράψουν αυτά;
ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ '21 ΗΤΑΝ ΟΙ ΣΥΝΕΧΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ. ΤΟ ΛΕΓΟΜΕΝΟ "ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΚΡΑΤΟΣ" ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΕ. |
To τραγούδι του Δασκαλογιάννη Ο Μπέης απού τη Βλαχιά κι ο Μπέης ’πού τη Μάνη κρυφοκουβέντες είχασι με το Δασκαλογιάννη, οπού ’τονε ξεχωριστός σε πλούτη κι αξιοσύνη, με την καρδιά ντου ήθελε την Κρήτη Ρωμιοσύνη Λαϊκη ποίηση της Κρήτης |
Ας δούμε ορισμένα κείμενα, τα οποία θα φωτίσουν, πιστεύουμε, πλήρως, την έρευνά μας, για το ενιαίο της Ρωμηοσύνης. Για την συνέχιση της, μέχρι την επανάσταση των Ρωμηών το '21 αλλα και μετά. Επίσης θα δούμε, πως το όνομα "Βυζάντινή Αυτοκρατορία" , επεκράτησε, ενώ ήταν ένα ψευδοκατασκεύασμα των δυτικών.
-Νομική Διάταξις της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, ή Οργανισμός του Αρείου Πάγου, Γερουσίας της Ανατ. Ελλάδος, 4/11/1821: "Οι κοινωνικοί νόμοι των αειμνήστων χριστιανών αυτοκρατόρων της Ελλάδος μόνοι ισχύουσι κατά το παρόν εις την Ανατολικήν Χέρσον Ελλάδαν"
-Προσωρινό πολίτευμα της Ελλάδος 1/1/1822, όπου μεταξύ άλλων λέει: "Άχρι της κοινοποιήσεως των ειρημένων κωδίκων, αι πολιτικαί και εγκληματικαι διαδικασίαι βάσιν έχουσι τους Νόμους των αειμνήστων Χριστιανών ημών αυτοκρατόρων".
-Νόμος της Επιδαύρου, Β Εθνική Συνέλευση, εν Άστρει 1823, επαναλαμβάνονται τα παραπάνω και στις 1/4/1823 από τα Πρακτικά διαβάζουμε: "Διορίζεται επιτροπή για να εκθέση τα κυριώτερα των εγκληματικών εκ του προχείρου, ερανιζομένη από τους νόμους των ημετέρων αειμνήστων Βυζαντινών Αυτοκρατόρων".
-Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος, Τροιζήνα, 1827 :"Έως ότου δημοσιευθώσι Κώδικες οι Βυζαντινοί Νόμοι (..) και οι παρά της Ελληνικής Πολιτείας δημοσιευόμενοι νόμοι έχουν ισχύν".
[Πηγή: "Περίγραμμα ιστορίας του μεταβυζαντινού δικαίου" του Δημήτριου Γκιώνη, 1966, σ. 290, σ.291, σ.293, σ.304]
O Clifton R. Fox Καθηγητής Ιστορίας στο Tomball College, USA επισημαίνει:
«Οι άνθρωποι που ζούσαν στη "Βυζαντινή Αυτοκρατορία" ποτέ δεν ήξεραν ούτε και χρησιμοποίησαν τη λέξη "Βυζαντινός". Αυτοί ήξεραν για τον εαυτό τους ότι είναι Ρωμαίοι, τίποτα παραπάνω και απολύτως τίποτα λιγότερο. Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη του Τίβερη στη Νέα Ρώμη του Βοσπόρου, τη μετέπειτα Κωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο 1ος μετέφερε την πραγματική ταυτότητα της Ρώμης σε καινούργια τοποθεσία. Πολύ πριν τον Κωνσταντίνο τον 1ο, η ιδέα της "Ρώμης" είχε αρχίσει να διαχωρίζεται από την Αιώνια Πόλη του Τίβερη. Έτσι που το Ρωμαίος σήμαινε τον Ρωμαίο πολίτη, όπου κι αν ζούσε. Πριν την Αυτοκρατορική περίοδο (89 π.Χ.), το Ρωμαϊκό Δίκαιο χορήγησε δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους κατοίκους της Ιταλίας. (σ.σ. και άρα και στους υπόλοιπους Έλληνες της Μ. Ελλάδος/ Ν. Ιταλίας) Κατόπιν, το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη προσφερόταν σε όλο και μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων παντού στην Αυτοκρατορία. Το 212, ο αυτοκράτορας Καρακάλας διακήρυξε ότι όλοι οι ελεύθεροι πολίτες της Αυτοκρατορίας μπορούσαν να γίνουν Ρωμαίοι πολίτες, δίνοντας τους τη δυνατότητα να αυτοαποκαλούνται Ρωμαίοι, και όχι απλά υποτελείς των ρωμαίων. Σε μερικές δεκαετίες οι άνθρωποι αναφερόμενοι στην Αυτοκρατορία άρχισαν να χρησιμοποιούν σπανιότερα (το Λατινικό) "Imperium Romanorum" (Κράτος των ρωμαίων) και συχνότερα το "Ρωμανία" (Χώρα των ρωμαίων).» [http://wwwtc.nhmccd.cc.tx.us/people/crf01/romaion/ , «Celator», Τόμος 10, Αριθμός 3: Μάρτιος 1996 , επίσης δείτε και την μετάφραση ,στα Ελληνικά, του ξενόγλωσσου άρθρου στο: www.romanity.org ].
Ο Lorenz Gyomorey , λέει:
«Στην ονομασία της ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ διαψεύστηκε και διαψεύδεται κάθε δυτική προσπάθεια να επικαλείται μια νεφελώδη «ελληνορωμαϊκή» κληρονομιά σαν υψηλή αποστολή της Δύσης. Η ύπαρξη της ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ αποκαλύπτει την «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους» ως φάρσα και αποδείχνει ότι η Αναγέννηση τίποτα άλλο δεν αναγέννησε παρά ένα φάντασμα, που ούτε καν υπήρχε. Έτσι, η ύπαρξη της Ρωμιοσύνης βεβαιώνει ότι κάθε επίκληση της αρχαίας Ελλάδας, της αρχαίας Ρώμης, της Αυτοκρατορίας, του πολιτισμού, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η ιδεολογική συγκάλυψης κατακτητικών, αποικιοκρατικών δυναστικών προσπαθειών» [Lorenz Gyomorey , Η δύση της Δύσης, εκδ. Παπαζήση]
Ο ιστορικός Otto Mazal γράφει:
«οι ρίζες της αρνητικής τοποθέτησης των Δυτικών, που ήθελαν να βλέπουν τη βυζαντινή περίοδο μόνο ως μια διαρκή πορεία κατάπτωσης μετά την ένδοξη εποχή της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας, βρίσκονται στους χρονογράφους του Μεσαίωνα, για τους οποίους οι δυτικοί αυτοκράτορες ήταν οι νόμιμοι συνεχιστές του Imperium Romanum, ενώ το κατά την αντίληψη της Δύσης αιρετικό ανατολικό κράτος, είχε χάσει ως «βασίλειο των Γραικών» (Regnum Graecorum) την οικουμενικότητά του και είχε αποκλεισθεί από τη σκηνή της ιστορίας. Για πρώτη φορά η Βυζαντινολογία του παρόντος δείχνει και πάλι με σαφήνεια την μεγάλη κοσμοϊστορική σημασία του Βυζαντίου (σ.σ διαβαζε: Ρωμανίας) και δίνει ώθηση για μια αναθεώρηση». Byzanz und das Abendland, Wien 1981, s. 8,11]
Διαβάζουμε:
«Ο όρος «βυζάντιο» είναι νεολογισμός. Τον χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ο Ιερώνυμος Wolf (1516-80) στα 1562...» και (οι πολίτες της Ρωμανίας) «....Μόνο Ρωμαίους ονόμαζαν τους εαυτούς τους, η αυτοκρατορία τους ήταν «Ρωμαϊκή» και η πρωτεύουσά τους η Νέα Ρώμη…» [Ιωάννης Καραγιαννόπουλος , ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΚΡΑΤΟΣ, Τέταρτη έκδοση – ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΝΙΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, σελ 51 ]
Στην Εγκυκλοπαίδεια Παπυρος – λαρούς - Britannica, διαβάζουμε:
«Η ονομασία της αυτοκρατορίας συνδέεται κατά τη βυζαντινή περίοδο μόνο με την πρωτεύουσά της, που είχε ιδρυθεί στον χώρο της μικρής πόλης Βυζάντιο. Η αυτοκρατορία ονομαζόταν Ρωμαϊκή, οι πολίτες της Ρωμαίοι και ο αυτοκράτορας ήταν imperator Romanorum. Η σύνδεση της ονομασίας Βυζάντιο με την αυτοκρατορία έγινε στους νεώτερους χρόνους, με την έκδοση από τον Ιερώνυμο Wolf έργων των Βυζαντινών ιστορικών (Corpus Byzantinae Historiae 1562), και καθιερώθηκε γενικά, αδιάφορα από τις μερικότερες κατά καιρούς επιλογές (Ελληνική Αυτοκρατορία ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος). (...) Μερική επίσης ήταν η χρήση της ονομασίας Γραικού σ' όλη τη διάρκεια της ζωής της αυτοκρατορίας, παρά το γεγονός ότι από τον 9ο αιώνα στις λατινικές πηγές κυρίως του φραγκικού κράτους γίνεται συστηματική χρήση της για ολόκληρη την αυτοκρατορία, με σκοπό την εξουδετέρωση της ονομασίας Ρωμαίου και Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία για το Βυζάντιο και την αποκλειστική οικειοποίησή τους για το φραγκικό κράτος. Η συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και η νομιμότητα της συνέχειας αυτής συνδεόταν άρρηκτα με τις ονομασίες που θεμελίωναν τη νόμιμη χρήση του τίτλου αυτοκράτωρ Ρωμαίων (imperator Romanorum) και εξασφάλιζαν τη μοναδικότητα και την αποκλειστικότητα της νόμιμης αυτοκρατορίας στην Οικουμένη.» [Εγκυκλ. Britannica, «Βυζάντιο»]
Jacques Le Goff, διευθυντής σπουδών στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales , πρώην πρόεδρός της:
«Στην προοπτική της ενωμένης Ευρώπης, η δυτική ιστοριογραφία και η δυτική κοινή γνώμη οφείλουν 1) να αναγνωρίσουν στην Ελλάδα το βυζαντινό παρελθόν της, 2) να επανεντάξουν το Βυζάντιο (σ.σ διαβαζε: Ρωμανία) στην γενική ιστορία, στο Μεσαίωνα ως σύνολο και στη μακρά διάρκειά του. Τέλος 3) οφείλουμε να παραχωρήσουμε στο Βυζάντιο (σ.σ διάβαζε: Ρωμανία) τη δική του θέση. Βυζάντιο, πρωτότυπος κρίκος δημιουργίας και εκπολιτισμού, του ελληνισμού και της ευρωπαϊκής ιστορίας» [Πηγή: Βυζάντιο και Ευρώπη, Συμπόσιο, Παρίσι, Maison de l' Europe, εκδ. ελληνικά Γράμματα.]
Επίσης:
«Στο 16ο Διεθνές Βυζαντινολογικό Συνέδριο της Βιένης, ο ίδιος ο πρόεδρος της Αυστριακής Δημοκρατίας, Rudolf Kirschlger κατά την επίσημη έναρξη των εργασιών του συνεδρίου, συνεχάρη τον καθηγητή Hunger, πρόεδρο της Αυστριακής Ακαδημίας των Επιστημών, της Διεθνούς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, της Οργανωτικής Επιτροπής του Συνεδρίου και ιδρυτή και οργανωτή της Βυζαντινολογικής Σχολής της Βιέννης, διότι, όπως είπε, απέδειξε ότι ο όρος «βυζαντινισμός» δεν έχει καμμία σχέση με την βυζαντινή πραγματικότητα, αλλά προήλθε από ελλιπή κατανόηση του Βυζαντίου (σ.σ. διάβαζε: Ρωμανίας) εκ μέρους των ιστοριογράφων της Αναγέννησης. Επανειλημμένα τονίστηκε από τον καθηγητή Hunger ότι δεν πρέπει να γίνεται πλέον διάκριση μεταξύ «Byzantinistik» και «Neogrzistik», μεταξύ δηλαδή βυζαντινολογίας και νεοελληνικής φιλολογίας, διότι Βυζάντιο (σ.σ διαβαζε: Ρωμανία) και Νέος Ελληνισμός αποτελούν ενότητα. » ["Επομένοι τοις θειοις πατράσι, αρχές και κριτήρια της πατερικής “θεολογίας”, εκδ. Βρυέννιος, θεσ/κη 1997]
Λέει ο Κολοκοτρώνης στον Στρατηγό Hamilton:
«Εμείς, καπετάν Άμιλτον, δεν εκάμαμε ποτέ συμβιβασμό με τους Τούρκους. Άλλους έκοψαν, άλλους σκλάβωσαν με το σπαθί και άλλοι, καθώς εμείς, ζήσαμε ελεύθεροι από γενεά σε γενεά. Ο βασιλιάς μας» (ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος) «εσκοτώθη, δεν έκαμε καμμιά συνθήκη με τους Τούρκους. Η φρουρά του είχε παντοτεινό πόλεμο με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήσαν ανυπόταχτα. Η φρουρά του είναι οι κλέφτες και τα φρούρια η Μάνη, το Σούλι και τα βουνά.» [Θ. Κολοκοτρώνη, «απομνημονεύματα», εκδ. Αφών Τολίδη]
Λέει ο Ευ. Π. Παπανούτσος:
«(…) Πραγματικά έχει δημιουργηθεί και πλατιά διαδοθεί (και έξω από την Ελλάδα και ανάμεσα μας) ο ιστορικά ανεδαφικός και για τη εθνική μας παιδεία επικίνδυνος μύθος, ότι σ' ολόκληρη τη βυζαντινή περίοδο, ιδίως όμως από τον καιρό που η βυζαντινή αυτοκρατορία αρχίζει οικονομικά και πολιτικά να αποσυντίθεται, καθώς και στους μαύρους για το δύστυχο έθνος μας αιώνες της δουλείας, ο Ελληνισμός χάνει την πνευματική του δημιουργικότητα, πέφτει σιγά-σιγά στην αμάθεια και στη βαρβαρότητα και τίποτα πια αξιόλογο, στην περιοχή της Επιστήμης και της Φιλοσοφίας, δεν παράγει, που να μπορεί να σταθεί κοντά στα εκπληκτικά προϊόντα των χρόνων του αρχαίου κλέους. Γι' αυτό και όταν ανασταίνεται πάλι από τη στάχτη του με την ηρωική πράξη του Εικοσιένα, πνευματικοί και πολιτικοί ηγέτες στρέφονται προς τους κλασικούς αιώνες της ελληνικής αρχαιότητας και εκεί αναζητούν τις βάσεις για να στηρίξουν την παιδεία της ελευθερωμένη· Οι «Αρχαίοι» και οι «Ξένοι», οι Ευρωπαίοι που τους τέσσερις - πέντε τελευταίους αιώνες θαυματούργησαν και δοξάστηκαν στις πνευματικές κατακτήσεις, γίνονται οι δάσκαλοι μας.
Το άμεσο εθνικό παρελθόν στην πνευματική μας ιστορία διαγράφεται με μια φοβερή για τις συνέπειες της μονοκοντυλιά. Αφήνοντας την αρχαία Ελλάδα διασκελίζομε βιαστικά και με συγκατάβαση δέκα αιώνες βυζαντινής ιστορίας και, αποστρέφοντας το πρόσωπο με συναίσθημα πικρίας από τους χρόνους της Φραγκοκρατίας και της Τουρκοκρατίας, προσπαθούμε να ξαναβρούμε τον μετά το Εικοσιένα ελεύθερο εαυτό μας μέσα από την ιταλική, την αγγλική, τη γαλλική Επιστήμη και Φιλοσοφία των τετρακοσίων τελευταίων ετών. Να ξανακολλήσομε στην Ευρώπη γίνεται η έγνοια μας και αγωνιζόμαστε να ανακουφίσομε τον πληγωμένο εθνικό μας εγωισμό με την προσπάθεια ν' αποδείξομε, ότι οι προχωρημένοι στον πολιτισμό Ευρωπαίοι οφείλουν τα φώτα τους στους αρχαίους μας προγόνους.
Πώς δημιουργήθηκε, και ιδίως πώς διαθόθηκε και έπιασε αυτός ο μύθος· πώς η ελεύθερη μετά την εθνική αποκατάσταση πατρίδα έπεσε σ' αυτή τη θανάσιμη πλάνη και έκανε την ασύγγνωστη αδικία να σκίσει με τα ίδια της τα χέρια τόσες εκατοντάδες λαμπρών σελίδων, με αποτέλεσμα να ακρωτηριάσει την πνευματική της ιστορία — αυτό είναι θέμα χωριστό που η ανάπτυξη του δεν έχει θέση μέσα στο πλαίσιο αυτής εδώ της μελέτης. Ένα πάντως είναι βέβαιο: ότι το κακό έγινε, ότι η πλάνη εξακολουθεί σε πολλούς να υπάρχει. Από τη μόρφωση μας απουσιάζει σχεδόν ολόκληρος ο βυζαντινός, ο μεσαιωνικός κόσμος με την ελληνική γραμματεία του και -το χειρότερο ακόμη- απουσιάζει και ο νέος Ελληνισμός, από το 13ο αιώνα και εδώ. Έχομε ανοίξει μια μεγάλη πληγή απάνω στο εθνικό σώμα της πνευματικής μας ιστορίας· τη σταματούμε στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. Από κει και πέρα ακρωτηριασμός, απότομη, χάσμα μέγα έως το 1821. Τότε μόνο νομίζομε, ότι αρχίζει πάλι να κελαηδάει η βουβαμένη επί τόσους αιώνες πηγή με τους πρώτους ψάλτες της Ελευθερίας... Οι συνέπειες αυτής της πλάνης είναι πολλές.
Πρώτα-πρώτα αφαιρέσαμε από την παιδεία του Έθνους το στοιχείο που μπορεί να γίνει ο καλύτερος άξονας της και που δικαιολογημένα πρέπει να είναι το καμάρι μας: την ιδέα της ακατάλυτης διάρκειας, της αδιάσπαστης συνέχειας που παρουσιάζει αυτός εδώ ο μικρός και βασανισμένος λαός στη μακρά και γεμάτη από ωραίες σελίδες πνευματική του ιστορία. Και αλήθεια αναμφισβήτητη και χρέος μας εθνικό από τα πρώτα είναι να τονίζομε στις γενεές που έρχονται, για να πάρουν τη θέση τους μέσα στον εθνικό στίβο, ότι ποτέ δεν έπαψε αυτή η φυλή να υπάρχει και να εκδηλώνεται πνευματικά με πρόσωπα και έργα αξιόλογα. Ότι σε όλες τις φάσεις του ιστορικού βίου της τραγούδησε, ερεύνησε και στοχάστηκε, έγραψε και φιλοσόφησε, ζωγράφισε, έπλασε και έχτισε, δηλαδή έζησε και πνευματικά καταξίωσε τη ζωή της, όπως ζουν και πνευματικά καταξιώνουν τη ζωή τους οι λαοί που έχουν και δημιουργούν παράδοση. Μπορεί, σε όλα τα στάδια της μακραίωνης ιστορίας της, τα πνευματικά κατορθώματα της να μη βρίσκονται πάντα στην ίδια γραμμή· άλλοτε να λάμπουν περισσότερο, και άλλοτε λιγότερο.
Όμως από ολόκληρο το ιστορικό της παρελθόν, και από το μακρινό και από το πρόσφατο, η παιδεία μας έχει ν' αντλήσει θησαυρούς και μορφωτικά αγαθά περιωπής, για να εκτελέσει το έργο της. (…) Η δεύτερη συνέπεια της πλάνης είναι ότι, ενώ οι επιστήμονες και γενικά οι μορφωμένοι μας από την ευρωπαϊκή ιστορία των πέντε τελευταίων αιώνων γνωρίζουν πολλούς από τους σημαντικούς, αλλά και πολλούς ή και περισσότερους ασήμαντους Ιταλούς και Γάλλους, Άγγλους και Γερμανούς καλλιτέχνες, λογίους, φιλοσόφους και γενικά πνευματικούς ανθρώπους, αγνοούν πολλούς ασήμαντους, αλλά και περισσότερους σημαντικούς, δικούς μας. Δεν κηρύττω τον πνευματικό σωβινισμό. (…) Πρέπει, και καλά πράττομε, ν' αναζητούμε και να παίρνομε το καλύτερο οπουδήποτε μας προσφέρεται. Γιατί όμως, πριν απευθυνθούμε στους ξένους, ή τουλάχιστον παράλληλα μ' αυτούς, να μη γνωρίσομε και να συμβουλευτούμε τους δικούς μας λογίους και σοφούς - όχι φυσικά τους ασήμαντους, επειδή και μόνο είναι Έλληνες και γράφουν ελληνικά, αλλά τους πολύ σημαντικούς, που βρίσκονται ψυχικά και γλωσσικά κοντά μας και μπορούν να γίνουν λαμπροί δάσκαλοι μας σε πλήθος πράγματα;
Με ποια δικαιολογία θα εξακολουθούμε να μελετούμε ή να μεταφράζομε και να εκδίδομε άπειρα ξένα βιβλία (λογοτεχνικά, επιστημονικά, φιλοσοφικά) τρίτης και τέταρτης γραμμής, να καμαρώνομε μάλιστα που ξέρομε τα ονόματα των συγγραφέων και το περιεχόμενο τους, ενώ αδιαφορούμε για συγγραφείς και έργα πρώτης ποιότητας των τελευταίων αιώνων της πνευματικής ιστορίας του έθνους μας, που αξίζουν και πρέπει να γίνουν βάση της παιδείας μας; Η ξενηλασία στην περιοχή του πνεύματος είναι πάντοτε απόδειξη κουφότητας και μικρόνοιας αλλά και η παραμέληση των εθνικών θησαυρών, από άγνοια ή κακήν εκτίμηση της αξίας τους και από υπερτίμηση των ξένων, είναι ίδιο των λαών που δεν σέβονται ή έπαψαν να πιστεύουν στον εαυτό τους.
[ Του Ευ. Π. Παπανούτσου, απόσπασμα από την Εισαγωγή του έργου του, Νεοελληνική Φιλοσοφία, Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, σελ. 7-9, Πηγή: Άρδην, τ. 54, Ιούνιος – Ιούλιος 2004, σ. 38-39.]
Γράφει ο Μακεδόνας Ίων Δραγούμης
«Σκοπός εκείνων που έφτειασαν το νέο κράτος ήταν (..) να ξαναπιάσει ο Ρωμηός τη διοίκηση του κράτους του που είχε πρωτεύουσα την Πόλη και να ξανακαθίσει Έλληνας βασιλιάς στο θρόνο των Παλαιολόγων. Μα οι περιστάσες, η σχετική αδυναμία των αρχηγών και οι μεγάλοι της γής έτσι το θέλησαν και αντί να γίνει, σύμφωνα με τη θέληση του λαού το κράτος της μεγάλης ιδέας, έγινε ένα μικρό ελληνικό κράτος στο μέρος που είχε ανθίσει η αρχαία Ελλάδα. Το ελληνικό όνειρο ίσως να περιορίστηκε προπάντων από την ευρωπαϊκή αντίληψη την ξεπαρμένη τότε από μια νεογέννητη φωτοβολή του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Μόνο οι Ρώσοι, με το να μην έχουν κλασσική μόρφωση, ένοιωθαν σωστά ποιο ήταν αλήθεια το ελληνικό όραμα, και αυτοί δε είχαν λόγους να το σπρώξουν να γίνει πράμα, απεναντίας το έτρεμαν. Και οι Τούρκοι όμως, που δεν τους εσκότιζαν το μυαλό οι πιο αρχαίες ιστορίες, κι αυτοί ήξεραν καλά το τί εγύρευε το ξυπνημένο πια έθνος των Ρωμαίων, γιατί το θυμόντουσαν και οι ίδιοι - δεν είχαν περάσει και πολλά χρόνια - πως από αυτό το έθνος, το βασιλικό, επήραν την Πόλη, και αυτό το ίδιο θα θελήσει μια μέρα πάλι να τους την ξαναπάρει.» «...Και όπως ο φιλελληνισμός και η αρχαιομανία των Ευρωπαίων και η όμοια αρχαιομανία των γραμματισμένων ρωμηών έπλαθαν την αντίληψη μιας μικρής Ελλάδας στενεύοντας τα σύνορα της φυλής και ταιριάζοντάς τα με τα σύνορα της αρχαίας, ενώ ο λαός είχε ζωντανή μέσα του σα πόθο εθνικό πάντα τη βυζαντινή παράδοση της αυτοκρατορίας, έτσι και στα άλλα, ενώ ο λαός κρατούσε τη δημοτική παράδοση, οι γραμματισμένοι με τη βοήθεια των αρχαιόμαθων φιλελλήνων οραματίζονταν με τον αρχαίον Ελληνισμό στενεύοντας τη ζωή του έθνους. Και οι φιλέλληνες και οι γραμματισμένοι Έλληνες επρόβαιναν με το μυαλό τους καττά κάποιαν αφαίρεση.
Η νέα Ελλάδα ήταν κατευθεία συνέχεια της αρχαίας, τα ενδιάμεσα δυο χιλιάδες χρόνια με τους δύο ελληνικούς πολιτισμούς τους ήταν σβησμένα. Αλεξαντρινά κράτη και προ πάντων βυζαντινό δεν είχαν υπάρξει. Όλα είχαν φτωχήνει τόσο μέσα στη ψυχή των μορφωμένων του έθνους, που δε εστοχάστηκαν ότι μπορούσαν να στραφούν αλλού παρά στην Ευρώπη για να γυρέψουν πρότυπα και για τους νόμους του κράτους και για τη διοίκηση και για την πνευματική ζωή(...) Ο ξενοφερμένος βασιλιάς με οργανωτές χοντρούς Βαυαρέζους αντίγραψαν νόμους φράγκικους και συντάγματα ισωπεδωτικά (...) ο γερμανομαθημένος αρχιτέκτονας μετάφερνε μαζί του από τη Γερμανία δείγματα σπιτιών, ο γαλλομαθημένος ράφτης μόδες, ο φραγκοπασαλειμμένος νομικός νόμους και ο διαβασμένος ποιητής στίχους ρωμαντικούς. Και ό,τι έφτανε ίσα από την Ευρώπη εφάνταζε και λαμποκοπούσε, ό,τι εντόπιο ήταν περιφρονημένο. Στην Ευρώπη φώλιασε ο πολιτισμός και η επιστήμη, εκεί λοιπόν φυτρώνει και κάθε τελειότητα. Όποιος δε πήγε στο Παρίσι δεν είναι άνθρωπος(...) Ο νομοθέτης φραγκοφερμένος και αυτός ή τουλάχιστο φραγκομαθημένος ετσάκισε με νόμους τα φυσικά του Ρωμηού, την κοινοτική ζωή, αντί να τη μελετήσει και να την καλλιτερέψει και απάνω της να θεμελιώσει τον κρατικό μηχανισμό, την κατασύντριψε, γιατί στη Βαυαρία δεν υπάρχουν κοινότητες (...) Το μόνο που θέλησαν να κρατήσουν ελληνικό, και αυτό όμως όχι νεοελληνικό, ήταν οι τύποι, η φάτσα, η εξωτερική μορφή, και βάφτισαν με αρχαιόπρεπα ονόματα τους θεσμούς και τις διάφορες θέσεις και αξιώματα.
Φτάνει να λέγονταν κάτι "δήμος" και ήταν αμέσως ελληνικό, "σύνταγμα" και ήταν καλό, "βουλευτής" και ήταν γνήσιο. Έτσι και τους ανθρώπους από πρωτητερινά χρόνια άρχισαν και τους βάφτιζαν Περικήδες, Θεμιστοκλήδες, Σωκράτηδες, Δημοσθένηδες, νομίζοντας πως θα τους έφτειαναν έτσι γνήσιους απόγονους των αρχαίων που τους σπούδαζαν ωστόσο στην Ευρώπη για να τους τελειοποιήσουν. Και αρμένιζε η Ελλάδα όλη κατάισα κατά κάποιον αρχαιόμορφο και ξενότροπο μαϊμουδισμό, που έκαμε το ελληνικό μυαλό να παραδέρνει σε μια λιμνοθάλασσα από ιδέες παλιές και νέες.» ["Eλληνικός πολιτισμός", του I. Δραγούμη, εκδ. Φιλόμυθος σ. 52]
Το 1901 εκδόθηκε το έργο "Ιστορία της Ρωμιοσύνης" του Α. Εφταλιώτη. Την εποχή εκείνη, ακόμα , τα ονόματα Ρωμηός και Ρωμηοσύνη συγκινούσαν περισσότερο από σήμερα τους Ρωμηούς. Τούτο διότι τα ονόματα Έλληνας και Ελληνισμός δεν είχαν ακόμη επικρατήσει στην συνείδηση του απλού λαού. Αμέσως, όμως, ο Γεώργιος Σωτηριάδης έγραψε κριτική κατά της "Ιστορίας της Ρωμηοσύνης" όπου κατέκρινε την χρήση των ονομάτων Ρωμηός και Ρωμιοσύνη. Την υπεράσπιση του Αργ. Εφταλιώτη, ανέλαβε ο ομοϊδεάτης του, Κωστης Παλαμάς.
Λέει ,ο μεγάλος Κωστής Παλαμάς, για το έργο του Εφταλιώτη:
«(…)Ανάλογη, λογική, ακολουθούμε και στο μεταχείρισμα των όρων Ρωμιός και Ρωμιοσύνη. Η μόνη διαφορά είναι πώς και τα δύο τούτα λόγια, επειδή δε μας έρχουνται, ίσα ολόϊσα, από την εποχή του Περικλή, παραμερίστηκαν αγάλια, αγάλια, από την επίσημη γλώσσα, καθώς κι' όλα τα λόγια τα δυσκολομέτρητα της ζωής και της αλήθειας. Έλληνες, για να ρίχνουμε στάχτη στα μάτια του κόσμου, πραγματικά, Ρωμιοί. Το όνομα [Ρωμηός] κάθε άλλο είναι παρά ντροπή. Αν δεν το περιζώνει αγριλιάς στεφάνι από την Ολυμπία, το ανυψώνει στέμμα ακάνθινο μαρτυρικό και θυμάρι μοσκοβολά και μπαρούτη. Δείχνει ίσα ίσα τη ζωή και την πραγματικότητα της λέξης το ότι αυτή μας ήρθε πρόχειρα στην ειλικρινή μας και στην πιο φωτεινή μας ψυχική κατάσταση - στη συνείδηση του ξεπεσμού μας - για να διαλαλήσουμε τον ξεπεσμόν αυτό, πιο πολύ από το γιορτιάτικο και από το δυσκίνητο τ' όνομα Έλλην, ακόμη και από το όνομα Έλληνας, που είναι κάπως πιο δυσκολορρίζωτο από το Ρωμιός, και κρατούσε ως τα χτές ακόμη την αρχαία ειδωλολατρική σημασία
(...) Δεν απορεί κανείς, πώς ο Εφταλιώτης έγραψε Ρωμιός και όχι "Έλληνας", έγραψε Ρωμιοσύνη και όχι "Ελληνισμός". Απορεί πώς ο κ. Σωτηριάδης, με όλα τα δώρα της επιστήμης και της ευφυΐας που τον ξεχωρίζουν ανάμεσα σε πολλούς, έκρινε ότι πρέπει να κατακρίνει το συγγραφέα για το μεταχείρισμα των σωστών και των καλόηχων και των ωραίων όρων (...) τάχα λησμόνησε (ο κ. Σωτηριάδης) πώς είναι ο άξιος μεταφραστής της "Ιστορίας της Βυζαντινής Λογοτεχνίας" του Κρουμπάχερ, και λησμόνησε πόσο καθαρά μας εξηγεί ο σοφός ιστορικός τη σημασία του κατηγορημένου Ρωμιού, σε λίγα λόγια ουσιαστικά, αμέσως από τα πρώτα φύλλα του έργου του; "Το όνομα τούτο (δηλαδή Ρωμαίος) διετηρήθη, γράφει ο Κρουμπάχερ, δια των φρικτών χρόνων της Τουρκοκρατίας μέχρι σήμερον, ως η πραγματική και μάλιστα διαδεδομένη επίκλησις του γραικικού λαού, απέναντι της οποίας η μεν σποραδικώς απαντώσα Γραικοί μικράν ιστορικήν σημασίαν έχει, η δε δια της Κυβερνήσεως και σχολείου τεχνικώς εισαχθείσα Έλληνες, ουδεμίαν”
(...)Βαπτιστικός του κλασσικού Ρωμαίου της Ρώμης, από τον καιρό του Ιουστινιανού ως τον καιρό του Ρήγα του Βελεστινλή, ο ίδιος έμεινε, ξεχωρισμένος, ο ίδιος πάντα, μέσα από το δανεικό του όνομα, που τόκαμε δικό του, ο Ρωμαίος της Πόλης, ο Ρωμιός ο ραγιάς, ο Ρωμηός ο αδούλωτος, ο Ρωμιός ο Έλλην... Και αφού η Ιστορία του κ. Εφταλιώτη δεν είναι για τον Έλληνα του Περικλή, μήτε για τον Έλληνα του μεγάλου Αλεξάνδρου, ο ευσυνείδητος ιστοριοπλέχτης δεν μπορούσε παρά για τον Ρωμιό και για την Ρωμιοσύνη να μιλήση, που δεν είναι και τα δύο παρά τα νέα ονόματα του Έλληνος και του Ελληνισμού. Το θέλησε η ιστορική ακριβολογία». [Κ. Παλαμάς, «Ρωμιός και Ρωμιοσύνη», Απαντα, τ. ΣΤ’ , Ιδρυμα Κωστή Παλαμά, Μπίρης, Αθήνα]
Σε όσους θελήσουν να αμφισβητήσουν την αγάπη του Κ.Π. προς την αρχαία Ελλάδα, απλώς θα υπενθυμίσουμε πως δικός του είναι ο ύμνος των Ολυμπιακών αγώνων. Αλλα ο Παλαμάς, δεν ήταν αρχαιόπληκτος, και γνώριζε πως και το «Ελληνας» και το «Ρωμαίος / Ρωμηός» είναι δικά μας, ήξερε πως οι φράγκοι / δυτικοί, ήθελαν να χρησιμοποιούμε το Ελληνας , και ΟΧΙ το Ρωμηός, απο συμφέρον και όχι απο αγάπη. Για να ξεχάσουμε ΠΛΗΡΩΣ την Ρώμη μας.
Το ενδιαφέρον είναι ότι οι δυτικοευρωπαίοι γνώριζαν την Ελληνικότητα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και δε δίσταζαν να το αναφέρουν, όταν δεν κατευθύνονταν από σκοπιμότητες. Το 1713, σε μια εποχή δηλαδή για την οποία τα (φραγκοθρεμμένα) σχολικά μας βιβλία διδάσκουν ότι εδώ και 1200 χρόνια οι Ρωμαίοι έχουν πάψει να υπάρχουν, ο τυπογράφος της πρώτης έκδοσης του "Ερωτόκριτου" (που ήταν Βενετός) λέει πως αυτό το βιβλίο το τυπώνει "παρακινημένος από την διάπυρον αγάπην και ευλάβειαν οπού παιδιόθεν έχω προς το ένδοξον γένος των Ρωμαίων". Ο ίδιος λέει πως είναι "Ιταλικός και της γλώσσης ολότελα ανήξευρος", αλλά παρά ταύτα προσπάθησε να τυπώσει βιβλία "τα οποία ως τώρα και από άλλους Ρωμαίους και Ιταλικούς τυπογράφους ετυπώθησαν, αλλά και τα ασυνήθιστα και χρησιμότερα, οπού υπό τινά Ρωμαίον δεν έγιναν". Υπάρχει μία παράκληση προς τους "άρχοντες Ρωμαίους" (στον πρόλογο) να προσφέρουν χειρόγραφα που μπορεί να υπάρχουν ,στον εκδότη, ώστε αργότερα , να τυπώσει μια βελτιωμένη έκδοση.
Παρατηρούμε την αντιπαράθεση των όρων «Ρωμαίος» και «Ιταλικός» (=Ιταλός). Μοιάζει να μην έχουν καμία σχέση. Ο ίδιος το παραδέχεται. Θα πρέπει να προβληματίσει όλους τους Έλληνες που πιστεύουν πως κληρονόμοι των Ρωμαίων είναι οι Ιταλοί και όχι οι Έλληνες. Σε γνωστό «μεγάλο» κανάλι, πρόσφατα, σε κάποιο Ρεπορτάζ στην Ιταλία στο δελτίο ειδήσεων χρησιμοποιήθηκε ο όρος «Νέο-Ρωμαίοι», για να περιγράψει τους Ιταλούς. Είναι ενδεικτικό της αμάθειας μας, για την ίδια μας την ιστορία. Τους χαρίζουμε ότι δεν τους ανήκει.
Υπάρχουν πλήθος λεξικά, από την Τουρκοκρατία και μετά, με τίτλο "Ιταλικά - Ρωμαϊκά", "Γαλλικά-Ρωμαϊκά", κλπ. Το 1791 οι Δ. Φιλιππίδης και Γρ. Κωνσταντάς που συνέγραψαν τη "Γεωγραφία Νεωτερική" μας υποδεικνύουν πώς "η Ρωμέϊκη γλώσσα η αλόγως και αμαθέστατα καταφρονουμένη από μερικούς, έχει μεγάλη συγγένεια με την Ελληνική, και είναι μια θυγατέρα της οπού σχεδόν την ομοιάζει επειδή όλες σχεδόν αι λέξεις είναι από την Ελληνική". Ρωμαίική , εννοεί την ονομαζόμενη σήμερα «Νεοελληνική» / Δημοτική. «Ελληνική» , εννοεί την Αρχαία Ελληνική. [Δανιήλ Φιλιππίδης – Γρηγόριος Κωνσταντάς, «Γεωγραφία Νεωτερική», επιμ. Αικ. Κουμαριανού, Ερμής, Αθήνα, 1988, σ. 87] Μάλιστα, υπήρχαν και λεξικά, όπως το "Λεξικόπουλο" του Simon Portius (Παρίσι, 1635), που είναι «Ρωμαϊκό - ελληνικό – Λατινικό» (!!) [ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ '21
ΗΤΑΝ ΟΙ ΣΥΝΕΧΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ.
ΤΟ ΛΕΓΟΜΕΝΟ "ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΚΡΑΤΟΣ"
ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΕ.
To τραγοYδι του ΔασκαλογιAννη
Ο Μπέης απού τη Βλαχιά κι ο Μπέης ’πού τη Μάνη
κρυφοκουβέντες είχασι με το Δασκαλογιάννη,
οπού ’τονε ξεχωριστός σε πλούτη κι αξιοσύνη,
με την καρδιά ντου ήθελε την Κρήτη Ρωμιοσύνη
ΛαϊκΗ ποΙηση της ΚρΗτης
Ας δούμε ορισμένα κείμενα, τα οποία θα φωτίσουν, πιστεύουμε, πλήρως, την έρευνά μας, για το ενιαίο της Ρωμηοσύνης. Για την συνέχιση της, μέχρι την επανάσταση των Ρωμηών το '21 αλλα και μετά. Επίσης θα δούμε, πως το όνομα "Βυζάντινή Αυτοκρατορία" , επεκράτησε, ενώ ήταν ένα ψευδοκατασκεύασμα των δυτικών.
-Νομική Διάταξις της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, ή Οργανισμός του Αρείου Πάγου, Γερουσίας της Ανατ. Ελλάδος, 4/11/1821: "Οι κοινωνικοί νόμοι των αειμνήστων χριστιανών αυτοκρατόρων της Ελλάδος μόνοι ισχύουσι κατά το παρόν εις την Ανατολικήν Χέρσον Ελλάδαν"
-Προσωρινό πολίτευμα της Ελλάδος 1/1/1822, όπου μεταξύ άλλων λέει: "Άχρι της κοινοποιήσεως των ειρημένων κωδίκων, αι πολιτικαί και εγκληματικαι διαδικασίαι βάσιν έχουσι τους Νόμους των αειμνήστων Χριστιανών ημών αυτοκρατόρων".
-Νόμος της Επιδαύρου, Β Εθνική Συνέλευση, εν Άστρει 1823, επαναλαμβάνονται τα παραπάνω και στις 1/4/1823 από τα Πρακτικά διαβάζουμε: "Διορίζεται επιτροπή για να εκθέση τα κυριώτερα των εγκληματικών εκ του προχείρου, ερανιζομένη από τους νόμους των ημετέρων αειμνήστων Βυζαντινών Αυτοκρατόρων".
-Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος, Τροιζήνα, 1827 :"Έως ότου δημοσιευθώσι Κώδικες οι Βυζαντινοί Νόμοι (..) και οι παρά της Ελληνικής Πολιτείας δημοσιευόμενοι νόμοι έχουν ισχύν".
[Πηγή: "Περίγραμμα ιστορίας του μεταβυζαντινού δικαίου" του Δημήτριου Γκιώνη, 1966, σ. 290, σ.291, σ.293, σ.304]
O Clifton R. Fox Καθηγητής Ιστορίας στο Tomball College, USA επισημαίνει:
«Οι άνθρωποι που ζούσαν στη "Βυζαντινή Αυτοκρατορία" ποτέ δεν ήξεραν ούτε και χρησιμοποίησαν τη λέξη "Βυζαντινός". Αυτοί ήξεραν για τον εαυτό τους ότι είναι Ρωμαίοι, τίποτα παραπάνω και απολύτως τίποτα λιγότερο. Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη του Τίβερη στη Νέα Ρώμη του Βοσπόρου, τη μετέπειτα Κωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο 1ος μετέφερε την πραγματική ταυτότητα της Ρώμης σε καινούργια τοποθεσία. Πολύ πριν τον Κωνσταντίνο τον 1ο, η ιδέα της "Ρώμης" είχε αρχίσει να διαχωρίζεται από την Αιώνια Πόλη του Τίβερη. Έτσι που το Ρωμαίος σήμαινε τον Ρωμαίο πολίτη, όπου κι αν ζούσε. Πριν την Αυτοκρατορική περίοδο (89 π.Χ.), το Ρωμαϊκό Δίκαιο χορήγησε δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους κατοίκους της Ιταλίας. (σ.σ. και άρα και στους υπόλοιπους Έλληνες της Μ. Ελλάδος/ Ν. Ιταλίας) Κατόπιν, το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη προσφερόταν σε όλο και μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων παντού στην Αυτοκρατορία. Το 212, ο αυτοκράτορας Καρακάλας διακήρυξε ότι όλοι οι ελεύθεροι πολίτες της Αυτοκρατορίας μπορούσαν να γίνουν Ρωμαίοι πολίτες, δίνοντας τους τη δυνατότητα να αυτοαποκαλούνται Ρωμαίοι, και όχι απλά υποτελείς των ρωμαίων. Σε μερικές δεκαετίες οι άνθρωποι αναφερόμενοι στην Αυτοκρατορία άρχισαν να χρησιμοποιούν σπανιότερα (το Λατινικό) "Imperium Romanorum" (Κράτος των ρωμαίων) και συχνότερα το "Ρωμανία" (Χώρα των ρωμαίων).» [http://wwwtc.nhmccd.cc.tx.us/people/crf01/romaion/ , «Celator», Τόμος 10, Αριθμός 3: Μάρτιος 1996 , επίσης δείτε και την μετάφραση ,στα Ελληνικά, του ξενόγλωσσου άρθρου στο: www.romanity.org ].
Ο Lorenz Gyomorey , λέει:
«Στην ονομασία της ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ διαψεύστηκε και διαψεύδεται κάθε δυτική προσπάθεια να επικαλείται μια νεφελώδη «ελληνορωμαϊκή» κληρονομιά σαν υψηλή αποστολή της Δύσης. Η ύπαρξη της ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ αποκαλύπτει την «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους» ως φάρσα και αποδείχνει ότι η Αναγέννηση τίποτα άλλο δεν αναγέννησε παρά ένα φάντασμα, που ούτε καν υπήρχε. Έτσι, η ύπαρξη της Ρωμιοσύνης βεβαιώνει ότι κάθε επίκληση της αρχαίας Ελλάδας, της αρχαίας Ρώμης, της Αυτοκρατορίας, του πολιτισμού, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η ιδεολογική συγκάλυψης κατακτητικών, αποικιοκρατικών δυναστικών προσπαθειών» [Lorenz Gyomorey , Η δύση της Δύσης, εκδ. Παπαζήση]
Ο ιστορικός Otto Mazal γράφει:
«οι ρίζες της αρνητικής τοποθέτησης των Δυτικών, που ήθελαν να βλέπουν τη βυζαντινή περίοδο μόνο ως μια διαρκή πορεία κατάπτωσης μετά την ένδοξη εποχή της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας, βρίσκονται στους χρονογράφους του Μεσαίωνα, για τους οποίους οι δυτικοί αυτοκράτορες ήταν οι νόμιμοι συνεχιστές του Imperium Romanum, ενώ το κατά την αντίληψη της Δύσης αιρετικό ανατολικό κράτος, είχε χάσει ως «βασίλειο των Γραικών» (Regnum Graecorum) την οικουμενικότητά του και είχε αποκλεισθεί από τη σκηνή της ιστορίας. Για πρώτη φορά η Βυζαντινολογία του παρόντος δείχνει και πάλι με σαφήνεια την μεγάλη κοσμοϊστορική σημασία του Βυζαντίου (σ.σ διαβαζε: Ρωμανίας) και δίνει ώθηση για μια αναθεώρηση».
[Byzanz und das Abendland, Wien 1981, s. 8,11]
Διαβάζουμε:
«Ο όρος «βυζάντιο» είναι νεολογισμός. Τον χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ο Ιερώνυμος Wolf (1516-80) στα 1562...» και (οι πολίτες της Ρωμανίας) «....Μόνο Ρωμαίους ονόμαζαν τους εαυτούς τους, η αυτοκρατορία τους ήταν «Ρωμαϊκή» και η πρωτεύουσά τους η Νέα Ρώμη…» [Ιωάννης Καραγιαννόπουλος , ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΚΡΑΤΟΣ, Τέταρτη έκδοση – ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΝΙΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, σελ 51 ]
Στην Εγκυκλοπαίδεια Παπυρος – λαρούς - Britannica, διαβάζουμε:
«Η ονομασία της αυτοκρατορίας συνδέεται κατά τη βυζαντινή περίοδο μόνο με την πρωτεύουσά της, που είχε ιδρυθεί στον χώρο της μικρής πόλης Βυζάντιο. Η αυτοκρατορία ονομαζόταν Ρωμαϊκή, οι πολίτες της Ρωμαίοι και ο αυτοκράτορας ήταν imperator Romanorum. Η σύνδεση της ονομασίας Βυζάντιο με την αυτοκρατορία έγινε στους νεώτερους χρόνους, με την έκδοση από τον Ιερώνυμο Wolf έργων των Βυζαντινών ιστορικών (Corpus Byzantinae Historiae 1562), και καθιερώθηκε γενικά, αδιάφορα από τις μερικότερες κατά καιρούς επιλογές (Ελληνική Αυτοκρατορία ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος). (...) Μερική επίσης ήταν η χρήση της ονομασίας Γραικού σ' όλη τη διάρκεια της ζωής της αυτοκρατορίας, παρά το γεγονός ότι από τον 9ο αιώνα στις λατινικές πηγές κυρίως του φραγκικού κράτους γίνεται συστηματική χρήση της για ολόκληρη την αυτοκρατορία, με σκοπό την εξουδετέρωση της ονομασίας Ρωμαίου και Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία για το Βυζάντιο και την αποκλειστική οικειοποίησή τους για το φραγκικό κράτος. Η συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και η νομιμότητα της συνέχειας αυτής συνδεόταν άρρηκτα με τις ονομασίες που θεμελίωναν τη νόμιμη χρήση του τίτλου αυτοκράτωρ Ρωμαίων (imperator Romanorum) και εξασφάλιζαν τη μοναδικότητα και την αποκλειστικότητα της νόμιμης αυτοκρατορίας στην Οικουμένη.» [Εγκυκλ. Britannica, «Βυζάντιο»]
Jacques Le Goff, διευθυντής σπουδών στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales , πρώην πρόεδρός της:
«Στην προοπτική της ενωμένης Ευρώπης, η δυτική ιστοριογραφία και η δυτική κοινή γνώμη οφείλουν 1) να αναγνωρίσουν στην Ελλάδα το βυζαντινό παρελθόν της, 2) να επανεντάξουν το Βυζάντιο (σ.σ διαβαζε: Ρωμανία) στην γενική ιστορία, στο Μεσαίωνα ως σύνολο και στη μακρά διάρκειά του. Τέλος 3) οφείλουμε να παραχωρήσουμε στο Βυζάντιο (σ.σ διάβαζε: Ρωμανία) τη δική του θέση. Βυζάντιο, πρωτότυπος κρίκος δημιουργίας και εκπολιτισμού, του ελληνισμού και της ευρωπαϊκής ιστορίας» [Πηγή: Βυζάντιο και Ευρώπη, Συμπόσιο, Παρίσι, Maison de l' Europe, εκδ. ελληνικά Γράμματα.]
Επίσης:
«Στο 16ο Διεθνές Βυζαντινολογικό Συνέδριο της Βιένης, ο ίδιος ο πρόεδρος της Αυστριακής Δημοκρατίας, Rudolf Kirschlger κατά την επίσημη έναρξη των εργασιών του συνεδρίου, συνεχάρη τον καθηγητή Hunger, πρόεδρο της Αυστριακής Ακαδημίας των Επιστημών, της Διεθνούς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, της Οργανωτικής Επιτροπής του Συνεδρίου και ιδρυτή και οργανωτή της Βυζαντινολογικής Σχολής της Βιέννης, διότι, όπως είπε, απέδειξε ότι ο όρος «βυζαντινισμός» δεν έχει καμμία σχέση με την βυζαντινή πραγματικότητα, αλλά προήλθε από ελλιπή κατανόηση του Βυζαντίου (σ.σ. διάβαζε: Ρωμανίας) εκ μέρους των ιστοριογράφων της Αναγέννησης. Επανειλημμένα τονίστηκε από τον καθηγητή Hunger ότι δεν πρέπει να γίνεται πλέον διάκριση μεταξύ «Byzantinistik» και «Neogrzistik», μεταξύ δηλαδή βυζαντινολογίας και νεοελληνικής φιλολογίας, διότι Βυζάντιο (σ.σ διαβαζε: Ρωμανία) και Νέος Ελληνισμός αποτελούν ενότητα. » ["Επομένοι τοις θειοις πατράσι, αρχές και κριτήρια της πατερικής “θεολογίας”, εκδ. Βρυέννιος, θεσ/κη 1997]
Λέει ο Κολοκοτρώνης στον Στρατηγό Hamilton:
«Εμείς, καπετάν Άμιλτον, δεν εκάμαμε ποτέ συμβιβασμό με τους Τούρκους. Άλλους έκοψαν, άλλους σκλάβωσαν με το σπαθί και άλλοι, καθώς εμείς, ζήσαμε ελεύθεροι από γενεά σε γενεά. Ο βασιλιάς μας» (ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος) «εσκοτώθη, δεν έκαμε καμμιά συνθήκη με τους Τούρκους. Η φρουρά του είχε παντοτεινό πόλεμο με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήσαν ανυπόταχτα. Η φρουρά του είναι οι κλέφτες και τα φρούρια η Μάνη, το Σούλι και τα βουνά.»
[Θ. Κολοκοτρώνη, «απομνημονεύματα», εκδ. Αφών Τολίδη]
Λέει ο Ευ. Π. Παπανούτσος:
«(…) Πραγματικά έχει δημιουργηθεί και πλατιά διαδοθεί (και έξω από την Ελλάδα και ανάμεσα μας) ο ιστορικά ανεδαφικός και για τη εθνική μας παιδεία επικίνδυνος μύθος, ότι σ' ολόκληρη τη βυζαντινή περίοδο, ιδίως όμως από τον καιρό που η βυζαντινή αυτοκρατορία αρχίζει οικονομικά και πολιτικά να αποσυντίθεται, καθώς και στους μαύρους για το δύστυχο έθνος μας αιώνες της δουλείας, ο Ελληνισμός χάνει την πνευματική του δημιουργικότητα, πέφτει σιγά-σιγά στην αμάθεια και στη βαρβαρότητα και τίποτα πια αξιόλογο, στην περιοχή της Επιστήμης και της Φιλοσοφίας, δεν παράγει, που να μπορεί να σταθεί κοντά στα εκπληκτικά προϊόντα των χρόνων του αρχαίου κλέους. Γι' αυτό και όταν ανασταίνεται πάλι από τη στάχτη του με την ηρωική πράξη του Εικοσιένα, πνευματικοί και πολιτικοί ηγέτες στρέφονται προς τους κλασικούς αιώνες της ελληνικής αρχαιότητας και εκεί αναζητούν τις βάσεις για να στηρίξουν την παιδεία της ελευθερωμένη· Οι «Αρχαίοι» και οι «Ξένοι», οι Ευρωπαίοι που τους τέσσερις - πέντε τελευταίους αιώνες θαυματούργησαν και δοξάστηκαν στις πνευματικές κατακτήσεις, γίνονται οι δάσκαλοι μας. Το άμεσο εθνικό παρελθόν στην πνευματική μας ιστορία διαγράφεται με μια φοβερή για τις συνέπειες της μονοκοντυλιά. Αφήνοντας την αρχαία Ελλάδα διασκελίζομε βιαστικά και με συγκατάβαση δέκα αιώνες βυζαντινής ιστορίας και, αποστρέφοντας το πρόσωπο με συναίσθημα πικρίας από τους χρόνους της Φραγκοκρατίας και της Τουρκοκρατίας, προσπαθούμε να ξαναβρούμε τον μετά το Εικοσιένα ελεύθερο εαυτό μας μέσα από την ιταλική, την αγγλική, τη γαλλική Επιστήμη και Φιλοσοφία των τετρακοσίων τελευταίων ετών. Να ξανακολλήσομε στην Ευρώπη γίνεται η έγνοια μας και αγωνιζόμαστε να ανακουφίσομε τον πληγωμένο εθνικό μας εγωισμό με την προσπάθεια ν' αποδείξομε, ότι οι προχωρημένοι στον πολιτισμό Ευρωπαίοι οφείλουν τα φώτα τους στους αρχαίους μας προγόνους. Πώς δημιουργήθηκε, και ιδίως πώς διαθόθηκε και έπιασε αυτός ο μύθος· πώς η ελεύθερη μετά την εθνική αποκατάσταση πατρίδα έπεσε σ' αυτή τη θανάσιμη πλάνη και έκανε την ασύγγνωστη αδικία να σκίσει με τα ίδια της τα χέρια τόσες εκατοντάδες λαμπρών σελίδων, με αποτέλεσμα να ακρωτηριάσει την πνευματική της ιστορία — αυτό είναι θέμα χωριστό που η ανάπτυξη του δεν έχει θέση μέσα στο πλαίσιο αυτής εδώ της μελέτης. Ένα πάντως είναι βέβαιο: ότι το κακό έγινε, ότι η πλάνη εξακολουθεί σε πολλούς να υπάρχει. Από τη μόρφωση μας απουσιάζει σχεδόν ολόκληρος ο βυζαντινός, ο μεσαιωνικός κόσμος με την ελληνική γραμματεία του και -το χειρότερο ακόμη- απουσιάζει και ο νέος Ελληνισμός, από το 13ο αιώνα και εδώ. Έχομε ανοίξει μια μεγάλη πληγή απάνω στο εθνικό σώμα της πνευματικής μας ιστορίας· τη σταματούμε στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. Από κει και πέρα ακρωτηριασμός, απότομη, χάσμα μέγα έως το 1821. Τότε μόνο νομίζομε, ότι αρχίζει πάλι να κελαηδάει η βουβαμένη επί τόσους αιώνες πηγή με τους πρώτους ψάλτες της Ελευθερίας... Οι συνέπειες αυτής της πλάνης είναι πολλές. Πρώτα-πρώτα αφαιρέσαμε από την παιδεία του Έθνους το στοιχείο που μπορεί να γίνει ο καλύτερος άξονας της και που δικαιολογημένα πρέπει να είναι το καμάρι μας: την ιδέα της ακατάλυτης διάρκειας, της αδιάσπαστης συνέχειας που παρουσιάζει αυτός εδώ ο μικρός και βασανισμένος λαός στη μακρά και γεμάτη από ωραίες σελίδες πνευματική του ιστορία. Και αλήθεια αναμφισβήτητη και χρέος μας εθνικό από τα πρώτα είναι να τονίζομε στις γενεές που έρχονται, για να πάρουν τη θέση τους μέσα στον εθνικό στίβο, ότι ποτέ δεν έπαψε αυτή η φυλή να υπάρχει και να εκδηλώνεται πνευματικά με πρόσωπα και έργα αξιόλογα. Ότι σε όλες τις φάσεις του ιστορικού βίου της τραγούδησε, ερεύνησε και στοχάστηκε, έγραψε και φιλοσόφησε, ζωγράφισε, έπλασε και έχτισε, δηλαδή έζησε και πνευματικά καταξίωσε τη ζωή της, όπως ζουν και πνευματικά καταξιώνουν τη ζωή τους οι λαοί που έχουν και δημιουργούν παράδοση. Μπορεί, σε όλα τα στάδια της μακραίωνης ιστορίας της, τα πνευματικά κατορθώματα της να μη βρίσκονται πάντα στην ίδια γραμμή· άλλοτε να λάμπουν περισσότερο, και άλλοτε λιγότερο. Όμως από ολόκληρο το ιστορικό της παρελθόν, και από το μακρινό και από το πρόσφατο, η παιδεία μας έχει ν' αντλήσει θησαυρούς και μορφωτικά αγαθά περιωπής, για να εκτελέσει το έργο της. (…) Η δεύτερη συνέπεια της πλάνης είναι ότι, ενώ οι επιστήμονες και γενικά οι μορφωμένοι μας από την ευρωπαϊκή ιστορία των πέντε τελευταίων αιώνων γνωρίζουν πολλούς από τους σημαντικούς, αλλά και πολλούς ή και περισσότερους ασήμαντους Ιταλούς και Γάλλους, Άγγλους και Γερμανούς καλλιτέχνες, λογίους, φιλοσόφους και γενικά πνευματικούς ανθρώπους, αγνοούν πολλούς ασήμαντους, αλλά και περισσότερους σημαντικούς, δικούς μας. Δεν κηρύττω τον πνευματικό σωβινισμό. (…) Πρέπει, και καλά πράττομε, ν' αναζητούμε και να παίρνομε το καλύτερο οπουδήποτε μας προσφέρεται. Γιατί όμως, πριν απευθυνθούμε στους ξένους, ή τουλάχιστον παράλληλα μ' αυτούς, να μη γνωρίσομε και να συμβουλευτούμε τους δικούς μας λογίους και σοφούς - όχι φυσικά τους ασήμαντους, επειδή και μόνο είναι Έλληνες και γράφουν ελληνικά, αλλά τους πολύ σημαντικούς, που βρίσκονται ψυχικά και γλωσσικά κοντά μας και μπορούν να γίνουν λαμπροί δάσκαλοι μας σε πλήθος πράγματα; Με ποια δικαιολογία θα εξακολουθούμε να μελετούμε ή να μεταφράζομε και να εκδίδομε άπειρα ξένα βιβλία (λογοτεχνικά, επιστημονικά, φιλοσοφικά) τρίτης και τέταρτης γραμμής, να καμαρώνομε μάλιστα που ξέρομε τα ονόματα των συγγραφέων και το περιεχόμενο τους, ενώ αδιαφορούμε για συγγραφείς και έργα πρώτης ποιότητας των τελευταίων αιώνων της πνευματικής ιστορίας του έθνους μας, που αξίζουν και πρέπει να γίνουν βάση της παιδείας μας; Η ξενηλασία στην περιοχή του πνεύματος είναι πάντοτε απόδειξη κουφότητας και μικρόνοιας αλλά και η παραμέληση των εθνικών θησαυρών, από άγνοια ή κακήν εκτίμηση της αξίας τους και από υπερτίμηση των ξένων, είναι ίδιο των λαών που δεν σέβονται ή έπαψαν να πιστεύουν στον εαυτό τους.
[ Του Ευ. Π. Παπανούτσου, απόσπασμα από την Εισαγωγή του έργου του, Νεοελληνική Φιλοσοφία, Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, σελ. 7-9, Πηγή: Άρδην, τ. 54, Ιούνιος – Ιούλιος 2004, σ. 38-39.]
Γράφει ο Μακεδόνας Ίων Δραγούμης
«Σκοπός εκείνων που έφτειασαν το νέο κράτος ήταν (..) να ξαναπιάσει ο Ρωμηός τη διοίκηση του κράτους του που είχε πρωτεύουσα την Πόλη και να ξανακαθίσει Έλληνας βασιλιάς στο θρόνο των Παλαιολόγων. Μα οι περιστάσες, η σχετική αδυναμία των αρχηγών και οι μεγάλοι της γής έτσι το θέλησαν και αντί να γίνει, σύμφωνα με τη θέληση του λαού το κράτος της μεγάλης ιδέας, έγινε ένα μικρό ελληνικό κράτος στο μέρος που είχε ανθίσει η αρχαία Ελλάδα. Το ελληνικό όνειρο ίσως να περιορίστηκε προπάντων από την ευρωπαϊκή αντίληψη την ξεπαρμένη τότε από μια νεογέννητη φωτοβολή του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Μόνο οι Ρώσοι, με το να μην έχουν κλασσική μόρφωση, ένοιωθαν σωστά ποιο ήταν αλήθεια το ελληνικό όραμα, και αυτοί δε είχαν λόγους να το σπρώξουν να γίνει πράμα, απεναντίας το έτρεμαν. Και οι Τούρκοι όμως, που δεν τους εσκότιζαν το μυαλό οι πιο αρχαίες ιστορίες, κι αυτοί ήξεραν καλά το τί εγύρευε το ξυπνημένο πια έθνος των Ρωμαίων, γιατί το θυμόντουσαν και οι ίδιοι - δεν είχαν περάσει και πολλά χρόνια - πως από αυτό το έθνος, το βασιλικό, επήραν την Πόλη, και αυτό το ίδιο θα θελήσει μια μέρα πάλι να τους την ξαναπάρει.» «...Και όπως ο φιλελληνισμός και η αρχαιομανία των Ευρωπαίων και η όμοια αρχαιομανία των γραμματισμένων ρωμηών έπλαθαν την αντίληψη μιας μικρής Ελλάδας στενεύοντας τα σύνορα της φυλής και ταιριάζοντάς τα με τα σύνορα της αρχαίας, ενώ ο λαός είχε ζωντανή μέσα του σα πόθο εθνικό πάντα τη βυζαντινή παράδοση της αυτοκρατορίας, έτσι και στα άλλα, ενώ ο λαός κρατούσε τη δημοτική παράδοση, οι γραμματισμένοι με τη βοήθεια των αρχαιόμαθων φιλελλήνων οραματίζονταν με τον αρχαίον Ελληνισμό στενεύοντας τη ζωή του έθνους. Και οι φιλέλληνες και οι γραμματισμένοι Έλληνες επρόβαιναν με το μυαλό τους καττά κάποιαν αφαίρεση. Η νέα Ελλάδα ήταν κατευθεία συνέχεια της αρχαίας, τα ενδιάμεσα δυο χιλιάδες χρόνια με τους δύο ελληνικούς πολιτισμούς τους ήταν σβησμένα. Αλεξαντρινά κράτη και προ πάντων βυζαντινό δεν είχαν υπάρξει. Όλα είχαν φτωχήνει τόσο μέσα στη ψυχή των μορφωμένων του έθνους, που δε εστοχάστηκαν ότι μπορούσαν να στραφούν αλλού παρά στην Ευρώπη για να γυρέψουν πρότυπα και για τους νόμους του κράτους και για τη διοίκηση και για την πνευματική ζωή(...) Ο ξενοφερμένος βασιλιάς με οργανωτές χοντρούς Βαυαρέζους αντίγραψαν νόμους φράγκικους και συντάγματα ισωπεδωτικά (...) ο γερμανομαθημένος αρχιτέκτονας μετάφερνε μαζί του από τη Γερμανία δείγματα σπιτιών, ο γαλλομαθημένος ράφτης μόδες, ο φραγκοπασαλειμμένος νομικός νόμους και ο διαβασμένος ποιητής στίχους ρωμαντικούς. Και ό,τι έφτανε ίσα από την Ευρώπη εφάνταζε και λαμποκοπούσε, ό,τι εντόπιο ήταν περιφρονημένο. Στην Ευρώπη φώλιασε ο πολιτισμός και η επιστήμη, εκεί λοιπόν φυτρώνει και κάθε τελειότητα. Όποιος δε πήγε στο Παρίσι δεν είναι άνθρωπος(...) Ο νομοθέτης φραγκοφερμένος και αυτός ή τουλάχιστο φραγκομαθημένος ετσάκισε με νόμους τα φυσικά του Ρωμηού, την κοινοτική ζωή, αντί να τη μελετήσει και να την καλλιτερέψει και απάνω της να θεμελιώσει τον κρατικό μηχανισμό, την κατασύντριψε, γιατί στη Βαυαρία δεν υπάρχουν κοινότητες (...) Το μόνο που θέλησαν να κρατήσουν ελληνικό, και αυτό όμως όχι νεοελληνικό, ήταν οι τύποι, η φάτσα, η εξωτερική μορφή, και βάφτισαν με αρχαιόπρεπα ονόματα τους θεσμούς και τις διάφορες θέσεις και αξιώματα. Φτάνει να λέγονταν κάτι "δήμος" και ήταν αμέσως ελληνικό, "σύνταγμα" και ήταν καλό, "βουλευτής" και ήταν γνήσιο. Έτσι και τους ανθρώπους από πρωτητερινά χρόνια άρχισαν και τους βάφτιζαν Περικήδες, Θεμιστοκλήδες, Σωκράτηδες, Δημοσθένηδες, νομίζοντας πως θα τους έφτειαναν έτσι γνήσιους απόγονους των αρχαίων που τους σπούδαζαν ωστόσο στην Ευρώπη για να τους τελειοποιήσουν. Και αρμένιζε η Ελλάδα όλη κατάισα κατά κάποιον αρχαιόμορφο και ξενότροπο μαϊμουδισμό, που έκαμε το ελληνικό μυαλό να παραδέρνει σε μια λιμνοθάλασσα από ιδέες παλιές και νέες.» ["Eλληνικός πολιτισμός", του I. Δραγούμη, εκδ. Φιλόμυθος σ. 52]
Το 1901 εκδόθηκε το έργο "Ιστορία της Ρωμιοσύνης" του Α. Εφταλιώτη. Την εποχή εκείνη, ακόμα , τα ονόματα Ρωμηός και Ρωμηοσύνη συγκινούσαν περισσότερο από σήμερα τους Ρωμηούς. Τούτο διότι τα ονόματα Έλληνας και Ελληνισμός δεν είχαν ακόμη επικρατήσει στην συνείδηση του απλού λαού. Αμέσως, όμως, ο Γεώργιος Σωτηριάδης έγραψε κριτική κατά της "Ιστορίας της Ρωμηοσύνης" όπου κατέκρινε την χρήση των ονομάτων Ρωμηός και Ρωμιοσύνη. Την υπεράσπιση του Αργ. Εφταλιώτη, ανέλαβε ο ομοϊδεάτης του, Κωστης Παλαμάς.
Λέει ,ο μεγάλος Κωστής Παλαμάς, για το έργο του Εφταλιώτη:
«(…)Ανάλογη, λογική, ακολουθούμε και στο μεταχείρισμα των όρων Ρωμιός και Ρωμιοσύνη. Η μόνη διαφορά είναι πώς και τα δύο τούτα λόγια, επειδή δε μας έρχουνται, ίσα ολόϊσα, από την εποχή του Περικλή, παραμερίστηκαν αγάλια, αγάλια, από την επίσημη γλώσσα, καθώς κι' όλα τα λόγια τα δυσκολομέτρητα της ζωής και της αλήθειας. Έλληνες, για να ρίχνουμε στάχτη στα μάτια του κόσμου, πραγματικά, Ρωμιοί. Το όνομα [Ρωμηός] κάθε άλλο είναι παρά ντροπή. Αν δεν το περιζώνει αγριλιάς στεφάνι από την Ολυμπία, το ανυψώνει στέμμα ακάνθινο μαρτυρικό και θυμάρι μοσκοβολά και μπαρούτη. Δείχνει ίσα ίσα τη ζωή και την πραγματικότητα της λέξης το ότι αυτή μας ήρθε πρόχειρα στην ειλικρινή μας και στην πιο φωτεινή μας ψυχική κατάσταση - στη συνείδηση του ξεπεσμού μας - για να διαλαλήσουμε τον ξεπεσμόν αυτό, πιο πολύ από το γιορτιάτικο και από το δυσκίνητο τ' όνομα Έλλην, ακόμη και από το όνομα Έλληνας, που είναι κάπως πιο δυσκολορρίζωτο από το Ρωμιός, και κρατούσε ως τα χτές ακόμη την αρχαία ειδωλολατρική σημασία
(...) Δεν απορεί κανείς, πώς ο Εφταλιώτης έγραψε Ρωμιός και όχι "Έλληνας", έγραψε Ρωμιοσύνη και όχι "Ελληνισμός". Απορεί πώς ο κ. Σωτηριάδης, με όλα τα δώρα της επιστήμης και της ευφυΐας που τον ξεχωρίζουν ανάμεσα σε πολλούς, έκρινε ότι πρέπει να κατακρίνει το συγγραφέα για το μεταχείρισμα των σωστών και των καλόηχων και των ωραίων όρων (...) τάχα λησμόνησε (ο κ. Σωτηριάδης) πώς είναι ο άξιος μεταφραστής της "Ιστορίας της Βυζαντινής Λογοτεχνίας" του Κρουμπάχερ, και λησμόνησε πόσο καθαρά μας εξηγεί ο σοφός ιστορικός τη σημασία του κατηγορημένου Ρωμιού, σε λίγα λόγια ουσιαστικά, αμέσως από τα πρώτα φύλλα του έργου του; "Το όνομα τούτο (δηλαδή Ρωμαίος) διετηρήθη, γράφει ο Κρουμπάχερ, δια των φρικτών χρόνων της Τουρκοκρατίας μέχρι σήμερον, ως η πραγματική και μάλιστα διαδεδομένη επίκλησις του γραικικού λαού, απέναντι της οποίας η μεν σποραδικώς απαντώσα Γραικοί μικράν ιστορικήν σημασίαν έχει, η δε δια της Κυβερνήσεως και σχολείου τεχνικώς εισαχθείσα Έλληνες, ουδεμίαν”
(...)Βαπτιστικός του κλασσικού Ρωμαίου της Ρώμης, από τον καιρό του Ιουστινιανού ως τον καιρό του Ρήγα του Βελεστινλή, ο ίδιος έμεινε, ξεχωρισμένος, ο ίδιος πάντα, μέσα από το δανεικό του όνομα, που τόκαμε δικό του, ο Ρωμαίος της Πόλης, ο Ρωμιός ο ραγιάς, ο Ρωμηός ο αδούλωτος, ο Ρωμιός ο Έλλην... Και αφού η Ιστορία του κ. Εφταλιώτη δεν είναι για τον Έλληνα του Περικλή, μήτε για τον Έλληνα του μεγάλου Αλεξάνδρου, ο ευσυνείδητος ιστοριοπλέχτης δεν μπορούσε παρά για τον Ρωμιό και για την Ρωμιοσύνη να μιλήση, που δεν είναι και τα δύο παρά τα νέα ονόματα του Έλληνος και του Ελληνισμού. Το θέλησε η ιστορική ακριβολογία». [Κ. Παλαμάς, «Ρωμιός και Ρωμιοσύνη», Απαντα, τ. ΣΤ’ , Ιδρυμα Κωστή Παλαμά, Μπίρης, Αθήνα]
Σε όσους θελήσουν να αμφισβητήσουν την αγάπη του Κ.Π. προς την αρχαία Ελλάδα, απλώς θα υπενθυμίσουμε πως δικός του είναι ο ύμνος των Ολυμπιακών αγώνων. Αλλα ο Παλαμάς, δεν ήταν αρχαιόπληκτος, και γνώριζε πως και το «Ελληνας» και το «Ρωμαίος / Ρωμηός» είναι δικά μας, ήξερε πως οι φράγκοι / δυτικοί, ήθελαν να χρησιμοποιούμε το Ελληνας , και ΟΧΙ το Ρωμηός, απο συμφέρον και όχι απο αγάπη. Για να ξεχάσουμε ΠΛΗΡΩΣ την Ρώμη μας.
Το ενδιαφέρον είναι ότι οι δυτικοευρωπαίοι γνώριζαν την Ελληνικότητα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και δε δίσταζαν να το αναφέρουν, όταν δεν κατευθύνονταν από σκοπιμότητες. Το 1713, σε μια εποχή δηλαδή για την οποία τα (φραγκοθρεμμένα) σχολικά μας βιβλία διδάσκουν ότι εδώ και 1200 χρόνια οι Ρωμαίοι έχουν πάψει να υπάρχουν, ο τυπογράφος της πρώτης έκδοσης του "Ερωτόκριτου" (που ήταν Βενετός) λέει πως αυτό το βιβλίο το τυπώνει "παρακινημένος από την διάπυρον αγάπην και ευλάβειαν οπού παιδιόθεν έχω προς το ένδοξον γένος των Ρωμαίων". Ο ίδιος λέει πως είναι "Ιταλικός και της γλώσσης ολότελα ανήξευρος", αλλά παρά ταύτα προσπάθησε να τυπώσει βιβλία "τα οποία ως τώρα και από άλλους Ρωμαίους και Ιταλικούς τυπογράφους ετυπώθησαν, αλλά και τα ασυνήθιστα και χρησιμότερα, οπού υπό τινά Ρωμαίον δεν έγιναν". Υπάρχει μία παράκληση προς τους "άρχοντες Ρωμαίους" (στον πρόλογο) να προσφέρουν χειρόγραφα που μπορεί να υπάρχουν ,στον εκδότη, ώστε αργότερα , να τυπώσει μια βελτιωμένη έκδοση. Παρατηρούμε την αντιπαράθεση των όρων «Ρωμαίος» και «Ιταλικός» (=Ιταλός). Μοιάζει να μην έχουν καμία σχέση. Ο ίδιος το παραδέχεται. Θα πρέπει να προβληματίσει όλους τους Έλληνες που πιστεύουν πως κληρονόμοι των Ρωμαίων είναι οι Ιταλοί και όχι οι Έλληνες. Σε γνωστό «μεγάλο» κανάλι, πρόσφατα, σε κάποιο Ρεπορτάζ στην Ιταλία στο δελτίο ειδήσεων χρησιμοποιήθηκε ο όρος «Νέο-Ρωμαίοι», για να περιγράψει τους Ιταλούς. Είναι ενδεικτικό της αμάθειας μας, για την ίδια μας την ιστορία. Τους χαρίζουμε ότι δεν τους ανήκει.
Υπάρχουν πλήθος λεξικά, από την Τουρκοκρατία και μετά, με τίτλο "Ιταλικά - Ρωμαϊκά", "Γαλλικά-Ρωμαϊκά", κλπ. Το 1791 οι Δ. Φιλιππίδης και Γρ. Κωνσταντάς που συνέγραψαν τη "Γεωγραφία Νεωτερική" μας υποδεικνύουν πώς "η Ρωμέϊκη γλώσσα η αλόγως και αμαθέστατα καταφρονουμένη από μερικούς, έχει μεγάλη συγγένεια με την Ελληνική, και είναι μια θυγατέρα της οπού σχεδόν την ομοιάζει επειδή όλες σχεδόν αι λέξεις είναι από την Ελληνική". Ρωμαίική , εννοεί την ονομαζόμενη σήμερα «Νεοελληνική» / Δημοτική. «Ελληνική» , εννοεί την Αρχαία Ελληνική. [Δανιήλ Φιλιππίδης – Γρηγόριος Κωνσταντάς, «Γεωγραφία Νεωτερική», επιμ. Αικ. Κουμαριανού, Ερμής, Αθήνα, 1988, σ. 87] Μάλιστα, υπήρχαν και λεξικά, όπως το "Λεξικόπουλο" του Simon Portius (Παρίσι, 1635), που είναι «Ρωμαϊκό - ελληνικό – Λατινικό» (!!) [http://babel.mml.ox.ac.uk/neograeca/gsplr1636/gsplr1636book.htm].
Στο λεξικό του Portius, η λατινική λέξη «fabula», για παράδειγμα, μεταφράζεται στην ελληνική γλώσσα ως «μύθος» και στη ρωμαϊκή ως «παραμύθι».Εκείνη την εποχή θεωρούσαν αυτονόητο πως τα Λατινικά δεν ήταν η γλώσσα των ρωμαίων. Τέτοια λεξικά , υπάρχουν και σύγχρονα, όπως π.χ. το Emilie Missir , «Dictionnaire Francais-Romeique» , Libraire Klincksieck, Paris, 1952. Ονομάζεται «Ρωμαίικο» επειδή κάνει χρήση μόνο της δημοτικής γλώσσας. Τα παραπάνω παραδείγματα ελπίζουμε λύνουν κάθε απορία και δυσπιστία του αναγνώστη.
].
Στο λεξικό του Portius, η λατινική λέξη «fabula», για παράδειγμα, μεταφράζεται στην ελληνική γλώσσα ως «μύθος» και στη ρωμαϊκή ως «παραμύθι». Εκείνη την εποχή θεωρούσαν αυτονόητο πως τα Λατινικά δεν ήταν η γλώσσα των ρωμαίων. Τέτοια λεξικά , υπάρχουν και σύγχρονα, όπως π.χ. το Emilie Missir , «Dictionnaire Francais-Romeique» , Libraire Klincksieck, Paris, 1952. Ονομάζεται «Ρωμαίικο» επειδή κάνει χρήση μόνο της δημοτικής γλώσσας. Τα παραπάνω παραδείγματα ελπίζουμε λύνουν κάθε απορία και δυσπιστία του αναγνώστη.
www.romanity.oodegr.com
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ:
Η ελληνικότητα του αρχαίου κράτους της Ρώμης και της Μακεδονίας:Ποιοί και γιατί πλαστογράφησαν την ιστορία μας;
Του Θωμα Φ. Δριτσα
www.ierosolymitissa.org
Τι δεν σας μαθαίνουν τα σχολικά βιβλία; Ποιοι «Έλληνες» του ‘21 έλεγαν πως η Μακεδονία δεν είναι Ελληνική; Πως η Δύση μας έπεισε πως το Ρωμαϊκό κράτος δεν ήταν Ελληνικό. Πως ο δυτικός εθνικισμός μεταφέρθηκε στην Ελλάδα και την διέβρωσε;
Πρόλογος του Δρος Φιλοσοφίας και Θεολογίας πρωτοπρ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Κοσμήτορα της Θεολογικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
![]()
Κι απ’ τη Χρυσή την Πύλη σαν αρχάγγελος,
Τρανός αφέντης, ρήγας, αυτοκράτορας, Εμπήκε μεσ’ ‘ς την Πόλι, ‘ς την Αγιά Σοφιά˙ Και χύνεται ο ήλιος της κορώνας του, Κι’ ανθίζ’ η Ρωμιοσύνη, σαν τα λούλουδα, Και χάνεται ο Φράγκος σαν την καταχνιά (Κ. Παλαμά)
![]() Αφιερώνω αυτή την μελέτη στον αείμνηστο πατέρα μου Φίλιππο, που με έμαθε τι σημαίνει Ρωμηός. Επίσης στην μάνα μου Ζωή, στους πνευματικούς γονείς μου, στα αδέλφια μου, στους αντιπάλους και φίλους μου που ακόμα με ανέχονται. |
Πηγή Φώτο: Le civilta, Vol. II Roma – Bisanzio – Gli Arabi, Vallardi Edizioni Periodiche, Milano 1963, σελ. 345
Πολλά έχουν ακουστεί τα τελευταία χρόνια για την επικράτηση του Χριστιανισμού. Μεγάλα ψεύδη, πως δήθεν, ο Χριστιανισμός επεκράτησε με σφαγές και εξανδραποδισμούς και όχι με την αξία του. Πως, δήθεν, διέλυσε οτιδήποτε ελληνικό και υπονόμευσε την επιστήμη και τον πολιτισμό. Πολλοί, έχουν επηρεαστεί από αυτά τα ψευδή, με συνέπεια είτε να απομακρυνθούν από την πίστη είτε πιστέψουν πως η πίστη μας διαδόθηκε με μέσα δόλια και ποταπά. Εδώ θα αποδείξουμε, πως όχι μόνο αυτά δεν στέκουν, αλλά πως παρά τις ψευδολογίες που διαδίδονται, οι Χριστιανοί σεβάστηκαν τον αρχαίο πολιτισμό, και διατήρησαν την πνοή και την δύναμη του. Στην πραγματικότητα, αν δεν υπήρχαν οι Χριστιανοί και ο πολιτισμός τους, σήμερα θα είχε επιβιώσει μόνο ένα πολύ μικρό κομμάτι του αρχαίου πολιτισμού.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος κατηγορείται ότι απαγόρευσε τη λατρεία και έκλεισε ναούς. Οι μόνοι ναοί που έκλεισε ήταν της Αφροδίτης στην Ηλιούπολη, για συγκεκριμένους λόγους . Εξάλλου, ο Μέγας Κωνσταντίνος επέτρεψε την ίδρυση εθνικών ναών [Ζώσιμος, 2,31 - Aurel. Victor, Caesares, 40 - Orelli, Iscriptiones latinae, III, αρ. 55880] Αλήθεια είναι ότι μόνο το ιερό της Αφροδίτης στην Άφακα του Λιβάνου κατεδάφισε ο Μέγας Κωνσταντίνος [Ευσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, Γ’, 55], διότι εκεί εκπορνεύονταν όχι μόνο γυναίκες αλλά και άνδρες γύννιδες (τραβεστί) [Οι τελευταίοι Εθνικοί, Pierre Chuvin, Harvard University Press / μετάφραση Ο. Χειμωνίδου, ελλ. εκδ. Θύραθεν (σ. 47)]. Στην Ηλιούπολη της Φοινίκης, όπου φαίνεται πως υπήρχαν μόνο γυναίκες ιερόδουλοι της Αφροδίτης, ο Κωνσταντίνος περιορίστηκε στο να συστήσει στον πληθυσμό μεγαλύτερη εγκράτεια και να χτίσει μια εκκλησία. Στην Αίγυπτο ο αυτοκράτορας απλώς απαγόρευσε τον ευνουχισμό των ιερέων του... θεού Νείλου, όμως επέτρεψε τις τελετές και εορτές που εξασφάλιζαν τις πλημμύρες του ιερού ποταμού [Ευσέβιος, Δ’, 25. Λιβάνιος, Υπέρ των Ιερών, Λ’, 35. Γρηγόριος Θεολόγος PG 35, 705] Στην πραγματικότητα , πολύ πιο εκτενέστερο διωγμό κατά της μαγείας, διεξήγαγε ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΗΣ αυτοκράτορας Ο παγανιστής αυτοκράτωρ Αύγουστος είχε συγκεντρώσει και κάψει πάνω από 2.000 μαντικά και προφητικά βιβλία [Σουητώνιος, Div. August., 31.]
Γράφει χαρακτηριστικά ο Γερμανός ιστορικός F. Gregorovius:
«από τους βανδαλισμούς αυτούς [που έγιναν βάσει των διατάξεων του Θεοδοσίου] η αρχαία Ελλάδα έπαθε ελάχιστα, συγκριτικά με όλες τις άλλες χώρες της Αυτοκρατορίας. Κυρίως η Αθήνα έμεινε απαλλαγμένη από καταστροφές. Κανένα από τα εν Αθήναις μεγάλα κι ονομαστά ιερά δεν γκρεμίστηκε. (...) Ο Χριστιανισμός ανεδείχθη ίσως ευλαβέστερος προς τα μνημεία της αρχαίας τέχνης στην Αθήνα απ’ ότι σε οποιαδήποτε άλλη πόλη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Εξαιρουμένων ορισμένων καταστροφών καλλιτεχνημάτων και ιερών προς τα οποία είχε μετά ιδιάζουσας εμμονής συμφυή η παγανιστική πίστη, η νικώσα θρησκεία φαίνεται να έλαβε κατοχήν των Αθηνών ειρηνικά. (...) Η καταστροφή του ναού του Ολυμπίου Διός δεν δύναται να αποδοθεί εις τον βανδαλισμό βυζαντινού ανθύπατου ή εις τον ευσεβή ζήλο κάποιου επισκόπου. (...) Πολλοί ναοί κατέπεσαν υπό σεισμών και μάλιστα σε μεταγενέστερα χρόνια. Ο ναός του Διός εν Ολυμπία κατέπεσε τον 6ο αιώνα, ο ονομαστός εν Κυζίκω μετά τον 11ο αιώνα υπερμεσούντα.» [Ιστορία των Αθηνών», F. Gregorovius, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, τ. 1, σ. 97, 128, 133]
Όσο για τον Αλάριχο, στον οποίο αποδίδουν την καταστροφή ιερών, ο Gregorovius αναφέρει τα εξής:
«Ουδείς ιστορικός μαρτυρεί ότι ο βασιλεύς των βαρβάρων (ο Αλάριχος) εξηκόντισε τον πυρσό του εμπρησμού εις το ιερό της Δήμητρος. (...) Υπερβάλλουσι όμως δεινώς όσοι ανάγουν στον Αλάριχο την εξολόθρευση των εθνικών θεών της Ελλάδας κι όσοι θεωρούν ότι οι Γότθοι (του Αλάριχου ) προέβησαν εξεπίτηδες σε σκόπιμη καταστροφή των ναών και ιερών.» [τ. 1, σ. 101, 103]
Ο Μέγας Κωνσταντίνος έλεγε στους υπηκόους του «πηγαίνετε στους βωμούς και στα δημόσια ιερά και τελέστε τις τελετές κατά τις συνήθειές σας» [Θεοδ. Κώδ. IX, 16, 1 και 2, νόμοι του 319 και 320 μ.Χ.]. Για τα όσα λέει ο Λιβάνιος σχετικά με τους νόμους του Κωνστάντιου ο Παπαρηγόπουλος σχολιάζει:
« Αλλά ότι ο Λιβάνιος λέει υπερβολές και ότι ούτε εκείνοι οι ρητοί νόμοι (του Κωνστάντιου) εκτελέστηκαν, συμπεραίνεται από τη συνεχή επανάληψή τους και από πολλές άλλες αναμφισβήτητες μαρτυρίες και γεγονότα. Επίσης ο εθνικός Σύμμαχος βεβαιώνει ότι ο ίδιος ο Κωνστάντιος, που το 353 εξέδωσε το νόμο 4, όταν επισκέφθηκε τη Ρώμη μετά από 4 χρόνια (357), διατήρησε ευλαβικά τα προνόμια των Εστιάδων και γενικά επέτρεψε ο ίδιος την λατρεία.» [Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Κ. Παπαρηγόπουλου, 1885, επανέκδ. εκδ. Κάκτος, 1992 (8,3) ]
Αλλά όχι μόνο ο Παπαρηγόπουλος:
«Η πολιτική που χάραξε ο Αυτοκράτορας Κωνστάντιος με τους αντιπαγανιστικούς νόμους του τού 356-7 έμελλε να μείνει νεκρό γράμμα ώς τον Θεοδόσιο» [ Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε. τ. Ζ', σ. 54]
Τι λέει ο Gibbon, από την «Ιστορία της παρακμής και πτώσης της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας»:
«..Υπάρχει σοβαρός λόγος να πιστεύουμε ότι το επίσημο έδικτο [σημ. :των Αυτοκρατόρων Κωνστάντιου και Κώνστα κατά των Εθνικών] είτε εγράφη δίχως να δημοσιευθεί, είτε εδημοσιεύθη δίχως να εκτελεστεί. Η μαρτυρία των γεγονότων και τα μνημεία που ακόμη είναι σε ύπαρξη, αποδεικνύουν την δημόσια εξάσκηση της παγανιστικής λατρείας καθ’ όλη τη βασιλεία των γιών του Κωνσταντίνου. Στην Ανατολή καθώς και στη Δύση, στις πόλεις καθώς και στην επαρχία, μεγάλος αριθμός ναών παρέμεινε σεβαστός, ή τουλάχιστον διασώθηκαν? και το ευσεβές πλήθος ακόμα απολάμβανε την πολυτέλεια των θυσιών, των τελετών και των πομπών, με την άδεια ή την συγκατάθεση της δημόσιας αρχής. Τέσσερα περίπου χρόνια μετά την υποτιθέμενη ημερομηνία του φοβερού έδικτού του, ο Κωνστάντιος επεσκέφθη τα τεμένη της Ρώμης και η εντιμότητα της συμπεριφοράς του συνιστάται απο έναν παγανιστή ρήτορα ως ένα παράδειγμα άξιο μίμησης από τους επόμενους ηγεμόνες. «Ο αυτοκράτωρ», λέει ο Σύμμαχος, «επέτρεψε να μείνουν άθικτα τα προνόμια των Εστιάδων. Εγγυήθηκε τη καθορισμένη παροχή για να παράσχει τα έξοδα των δημόσιων τελετών και θυσιών. Και παρ’ όλο που ασπάζεται μια άλλη θρησκεία, ποτέ δε σκέφτηκε να στερήσει την αυτοκρατορία από την ιερή λατρεία της αρχαιότητας».[ The decline and fall of the Roman Empire, E. Gibbon, Collier Books, N.Y., N.Y. (Vol. 1, p.399) ]
Ο Σύμμαχος [επιστολή, Migne, 18, 391] επαινεί τον Κωνστάντιο ότι επικύρωσε τα προνόμια των Εστιάδων, απένειμε ιερατικά αξιώματα σε εξέχοντες Ρωμαίους και έδωσε επιχορηγήσεις σε εθνικούς ναούς και αγώνες. Ο Κωνστάντιος μερίμνησε και για την εκλογή εθνικού πρωθιερέως της Αφρικής με ειδικό νόμο του [C. Th., XII, 1, 46], το έτος 358. Έτος διωγμών, κατά τους Νεοπαγανιστές. Όλα αυτά, σe συνδυασμό με το γεγονός πως το ποσοστό των Χριστιανών στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν 56,5 % το έτος 350 μ.Χ. [Πηγή: The Rise of Christianity, Princeton 1996], μας δείχνει πως ο Χριστιανισμός ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΕ ΜΕ ΤΗΝ ΑΞΙΑ ΤΟΥ!
Ενδιαφέρον είναι ότι ο Ονώριος και ο Θεοδόσιος Β’ (γιοί του Θεοδόσιου Α’) επενέβησαν για να προστατεύσουν τους νομοταγείς Εθνικούς από κακοποιήσεις από μέρους των φανατικών χριστιανών και απαίτησαν σύμφωνα με νόμο να καταβάλλεται διπλάσια αποζημίωση για κλοπή περιουσιών. [“Ιστορία του Ελληνικού Έθνους”, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε. τ. Ζ', σ.345]
Θεοδοσιανός Κώδικας XVI.10.24 (8 Ιουνίου 423 μ.Χ.) Αυτοκράτορες Γρατιανός, Βαλεντινιανός και Θεοδόσιος προς Ασκληπιόδοτο, 'Επαρχο Πραιτορίου:
«(...) Ιδιαιτέρως διατάσσουμε τους πραγματικούς χριστιανούς και αυτούς που ισχυρίζονται ότι είναι, να μην κάνουν κατάχρηση της εξουσίας που τους δίνει η Εκκλησία και τολμήσουν να απλώνουν βίαιο χέρι επάνω στους εβραίους και εθνικούς που ζουν ήσυχα και δεν επιχειρούν ενάντιο στην τάξη και στους νόμους Μας. Γιατί αν τέτοιοι χριστιανοί φερθούν βίαια εναντίον φιλήσυχων ανθρώπων που ζουν με ασφάλεια, ή λεηλατήσουν τα αγαθά των, θα υποχρεωθούν να αντικαταστήσουν εις διπλούν, τριπλούν ή και ακόμη τετραπλούν αυτά που έκλεψαν. Επίσης, οι διοικητές των επαρχιών, το προσωπικό τους και οι κάτοικοι των επαρχιών αυτών ας ενημερωθούν ότι δεν θα επιτρέψουν να διαπραχθεί ένα τέτοιο έγκλημα. Αλλιώς, θα τιμωρηθούν κι αυτοί με τον ίδιο τρόπο μ’ αυτούς που διέπραξαν το έγκλημα.»
Θεοδοσιανός Κώδικας, XVI.10.8, Αυτοκράτορες Γρατιανός, Βαλεντινιανός και Θεοδόσιος προς Παλλάδιο, Δούκα της Οσροηνής (30 Νοεμβρίου 382 μ.Χ.):
«Με την έγκριση του δημοσίου συμβουλίου διατάσσουμε ότι οι ναοί όπου προηγουμένως σύχναζαν τα πλήθη, και που βρίσκονται ακόμα σε δημόσια χρήση, θα παραμείνουν ανοικτοί. Έτσι θα μπορούν τα πλήθη γηγενών και επισκεπτών να βλέπουν το ναό. Η αξία των αγαλμάτων, που βρίσκονται μέσα στους ναούς, θα υπολογίζεται με βάση την αισθητική τους και όχι τον ιερό τους χαρακτήρα.(..)»
Θεοδοσιανός Κώδικας, XVI.10.15, Αυτοκράτορες Αρκάδιος και Ονώριος προς Μακρόβιο, Βικάριο της Ισπανίας, και Προκλιανόν, Βικάριο των Πέντε Επαρχιών (29 Ιανουαρίου 399 μ.Χ.):
«(..) επιθυμούμε και να διατηρηθούν τα διακοσμητικά στοιχεία των δημοσίων κτιρίων. Αν κάποιος επιχειρήσει να καταστρέψει αυτά τα έργα, δεν θα βασίζεται σε καμία εξουσία.»
Θεοδοσιανός Κώδικας XVI.10.18, Αυτοκράτορες Αρκάδιος και Ονώριος προς Απολλόδωρο, Ανθύπατο Αφρικής (20 Αυγούστου 399 μ.Χ.):
"Αν κάποιος επιχειρήσει να καταστρέψει ναούς, οι οποίοι είναι κενοί από παράνομα αντικείμενα, δεν θα έχει την αυτοκρατορική υποστήριξη. Διατάσσουμε ότι η κατάσταση των κτιρίων θα πρέπει να παραμείνει αλώβητη.(..)"
Ιουστινιανός Κώδικας I.11.3, Αυτοκράτορες Αρκάδιος και Ονώριος προς Μακρόβιο και Βικάριο Προκλιανό (399 μ.Χ.) :
«Όπως απαγορεύθηκαν οι θυσίες, έτσι θέλουμε να διατηρήσουμε το διάκοσμο των δημοσίων έργων. Όποιος επιχειρήσει να καταστρέψει αυτά τα έργα, δεν βασίζεται σε καμία εξουσία. Αν τυχόν εμφανίσει κάποια αυτοκρατορική απάντηση ή νόμο για να υπερασπίσει τον εαυτόν του, τα έγγραφα αυτά θα αποσπασθούν απ’ τα χέρια του και να παραπεμφθούν στη Σοφία Μας."
Μελετώντας τα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας βλέπουμε ότι αυτοί συνέχεια τονίζουν ρητώς την σύνδεση της αρετής και συνεπώς της Χριστιανικής πίστης με την ελεύθερη θέληση, οπότε αποκλείεται το ενδεχόμενο οι διάφοροι βανδαλισμοί και διώξεις Εθνικών να έγιναν με προτροπή ή ηθική αυτουργία δική τους. «Δεν είναι αρετή αυτό που γίνεται με τη βία» γράφει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός [PG 94, 924Α , Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, Β’ 12]. «Ο Θεός δεν αγαπά αυτό που γίνεται αναγκαστικά, αλλά αυτό που κατορθώνεται με την αρετή. Η δε αρετή επιτυγχάνεται με την ελεύθερη προαίρεση», γράφει ο Μέγας Βασίλειος [PG 31, 345B, Ότι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός, 7]. «Η σωτηρία των ανθρώπων δεν οικοδομείται με τη βία και την επιβολή, αλλά με την πειθώ και την προσήνεια», γράφει ένας άλλος Άγιος, ο Ισίδωρος Πηλουσιώτης [PG 78, 573B, Επιστολαί Β’, ρκθ’ Παύλω περί Ιούδα του προδότου]. Ενώ ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει ότι είναι ύβρις προς το Θεό να του ζητάμε πράγματα εναντίον των εχθρών μας [PG 51, 363, Περί του μη δημοσιεύειν τα αμαρτήματα των αδελφών, μηδέ κατεύχεσθαι των εχθρών, 11].
“Corrigi eos volumus, non necari, nec disciplinam circa eos negligi volumus, nec suppliciis quibus digni sunt exerceri”(ιερού Αυγουστίνου, Επιστολή c, κεφ. 1) Δηλαδή: «Θέλουμε τη διόρθωσή τους (δηλ των αιρετικών), όχι τη θανάτωσή τους. Θέλουμε το θρίαμβο της (εκκλησιαστικής) πειθαρχίας, όχι τις θανατικές ποινές τις οποίες αξίζουν». Ο άγιος Μαρτίνος ο Θαυματουργός, επίσκοπος Τουρ της Γαλλίας, μεσολάβησε στον αυτοκράτορα Μάγνο Μάξιμο υπέρ του ισπανού αιρετικού Πρισκιλλιανού. Πήγε στους Τρεβηρους, όπου είπε στο Μάξιμο ότι η εκτέλεση του Πρισκιλλιανού θα ήταν καταπάτηση των θείων νόμων και τον πίεσε να υποσχεθεί ότι δεν θα χύσει το αίμα του αιρετικού. [Σουλπικίου Σεβήρου Sacra Historia II 50 και Dialogi III, col.217]
Το 1994 δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ελληνικά» (τ. 44, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 31-50), μελέτη της κ. Πολύμνιας Αθανασιάδη, καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με τον τίτλο: «Το λυκόφως των Θεών στην Ανατολική Μεσόγειο: Στοιχεία ανάλυσης για τρεις επί μέρους περιοχές». Η κ. Αθανασιάδη, επέλεξε εκεί τρεις περιοχές της αυτοκρατορίας με διαφορετική γεωγραφική φυσιογνωμία, ιστορικό υπόβαθρο και δημογραφική σύνθεση, εξασφαλίζοντας έτσι μεγαλύτερη αξιοπιστία στην έρευνά της. Οι περιοχές αυτές είναι η Ελλάδα, η Κωνσταντινούπολη και η Συρία – Παλαιστίνη. Έτσι αντιμετωπίζει εύκολα τις «γενικεύσεις του Λιβανίου» όσο και τον «υπερβολικά μεγάλο αριθμό φιλολογικών μαρτυριών» σε Χριστιανούς και εθνικούς συγγραφείς για την καταστροφή των ναών, που καταντά όπως λέει: «ύποπτος»! Γράφει: «Στην προσπάθειά τους να ηρωοποιήσουν επισκόπους και αυτοκράτορες, σε μια περίοδο, κατά την οποία ο θρησκευτικός φανατισμός θεωρείτο αρετή, συχνά οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς απέδιδαν σ’ αυτούς ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ ΝΑΩΝ ή στην καλύτερη περίπτωση, μεγαλοποιούσαν τα ηροστράτεια ανδραγαθήματά τους».
Η ίδια η συγγραφέας αναφέρει ότι «Σε τόπους όπως η Αθήνα ή οι Δελφοί, ο κανόνας είναι ότι τα μεταγενέστερα στρώματα έχουν καταστραφεί από τους ίδιους τους αρχαιολόγους στην προσπάθειά τους να φτάσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα στο κλασικό υπόστρωμα» των ανασκαφών. Τις παρατηρούμενες καταστροφές αποδίδουν οι αρχαιολόγοι στους σεισμούς, τις βαρβαρικές επιδρομές (4ο – 6ο αιώνα) και την εγκατάλειψη. Τα αρχαία μνημεία των Αθηνών και των Δελφών έμειναν απείραχτα από τους Χριστιανούς.».
Ο Βαλεντιανός Α’ (364-375 μ.Χ.) διακηρύσσει ότι «...οι νόμοι που εξέδωσα κατά την αρχή της βασιλείας μου, που επιτρέπουν στον καθένα να ακολουθεί την θρησκεία στην οποία ανήκει» [Θεοδ. Κώδ., IX, 16, 9 του έτους 371 μ.Χ.]. Ο Βαλεντιανός περιορίστηκε στο να απαγορεύσει, επί ποινή θανάτου, τις νυχτερινές τελετές [Θεοδ. Κώδ., X, 1, 8 και IX, 16, 9 της 9ης Σεπτεμβρίου 364]. Επίσης απαγορεύει να αναλαμβάνει Χριστιανός την ευθύνη ενός παγανιστικού ναού. Όμως αυτά τα μέτρα, όπως τονίζει ο G. Fowden, περιόριζαν επίσης τη δικαιοδοσία των επισκόπων σε ζητήματα δημόσιας τάξης [“Οι τελευταίοι Εθνικοί”, Pierre Chuvin, Harvard University Press / μετάφραση Ο. Χειμωνίδου, ελλ. εκδ. Θύραθεν,(σ. 66)].
Με άλλα λόγια, απέτρεπαν τις αυθαιρεσίες των Χριστιανών επισκόπων. Στις 29 Μαΐου 371 μ.Χ. οι δύο αυτοκράτορες Βαλεντιανός και Βάλης ενέκριναν την πρακτική της δημόσιας προφητείας στη ρωμαϊκή Σύγκλητο, καθώς και «όλα τα θρησκευτικά έθιμα που επέτρεπαν οι πρόγονοι» (omnis concessa a maioribus religio) [Οι τελευταίοι Εθνικοί, Pierre Chuvin, Harvard University Press / μετάφραση Ο. Χειμωνίδου, ελλ. εκδ. Θύραθεν (σ. 70)]. «Δεν καταδικάζουμε [την προφητεία], αλλά απαγορεύουμε τη χρήση της για επιβλαβείς σκοπούς», διατάζουν [Θεοδ. Κώδ., IX, 16, 9].
Λέει ο Θεοδώρητος Κύρου, :
«Ωστόσο, ο Βάλεντας [364-378 μ.Χ.] επέτρεψε σε όλους να λατρεύουν και να τιμούν καθ’ οποιονδήποτε τρόπο ήθελαν ό,τι ήθελαν. Μόνο κατά των υπερασπιστών των Αποστολικών εντολών επέμεινε σε πόλεμο. (σσ: Δηλαδή κυνήγησε τους Ορθόδοξους!) Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Βάλεντα το πυρ των ναών ήταν αναμμένο, οι σπονδές και οι θυσίες προσφέρονταν στα είδωλα, δημόσιες εορτές γίνονταν στις πλατείες, και οι λάτρεις των διονυσιακών οργίων τριγυρνούσανε φορώντας δέρματα αιγών, σε βακχικό παραλήρημα, και γενικά συμπεριφερόμενοι με τέτοιο τρόπο, ώστε να δείχνουν την κακοήθεια του αφέντη τους.» [Εκκλησιαστική Ιστορία, Ε', 20]
Ο Βάλεντας ως γνωστόν δίωξε Ορθόδοξους και κυρίως τους μοναχούς. Η καταγωγή (από επαρχία) και η κοινωνική προέλευση (χωρικοί και στρατιώτες) του Βάλεντα δείχνουν τους «λόγους» που δίωξε την παραδοσιακή αριστοκρατία. Υπήρχε αντίθεση μεταξύ στρατιωτικής και παραδοσιακής αριστοκρατίας, όταν από τον 3ο αιώνα και μετά άρχισαν να ανέρχονται στην ιεραρχία άτομα μη αριστοκρατικής καταγωγής, κι αυτή ακριβώς την αντίθεση εκφράζουν οι διωγμοί του Βάλεντα, και όχι την αντίθεση εθνισμού-χριστιανισμού, μια και όπως είπαμε ο Βάλεντας εδίωκε και χριστιανούς. «Ο Γρατιανός (...) αποδοκίμαζε τις διώξεις λόγω των διαφορετικών θρησκευτικών πίστεων και επανέφερε όλους όσοι είχαν εξοριστεί λόγω της θρησκείας τους. Επίσης εξέδωσε ένα νόμο με τον οποίο θέσπισε ότι ο καθένας μπορούσε ελεύθερα να εξασκεί τα θρησκευτικά του καθήκοντα και επιτρεπόταν να κάνει θρησκευτικές συναθροίσεις.» [Σωζόμενος, Εκκλησιαστική Ιστορία, Ζ’, 1.] «Αλλά ο Αυτοκράτορας [σ.σ.. ο Γρατιανός: 375-383 μ.Χ.] εφείσθη των αγαλμάτων των θεών που ο λαός σεβόταν 424 ναοί ή ναΐδρια ακόμη υπήρχαν, για να ικανοποιούν την αφοσίωση του λαού» [The decline and fall of the Roman Empire, E. Gibbon, Collier Books, N.Y., N.Y, (Vol. II, p. 73)]
Οι ίδιοι οι Εθνικοί είχαν ανακηρύξει θεό τους τον Θεοδόσιο στα 393 -αφού (όπως λένε ορισμένοι) είχε δήθεν αρχίσει τους διωγμούς - λέγοντας σε εορταστική συνεδρίαση της Σύγκλητου: "Deum dedit Hispania quem videmus" = Η Ισπανία μας χάρισε το Θεό που βλέπουμε! [Ο Μύθος των μεγάλων της ιστορίας, Κ. Σιμόπουλου ]. Όπως λέει κι ο ιστορικός της εποχής Σωζόμενος «μέσα στους νόμους ο Θεοδόσιος περιέγραφε τιμωρίες που δεν εφαρμοζόταν. Φρόντιζε όχι να τιμωρεί αλλά να προκαλεί το φόβο της τιμωρίας» (Σωζόμενος, Εκκλησιαστική Ιστορία, Ζ’, 12)
Ο Πλούταρχος αναφέροντας την παρακμή των αρχαίων μαντείων, γράφει μεταξύ άλλων παραδειγμάτων πανάρχαιων μαντείων που σίγησαν στην εποχή του, ότι το ίδιο το δελφικό μαντείο, άλλοτε είχε δύο «προφήτιδες» και μια τρίτη εφεδρική, ενώ στην εποχή του (1ος –2ος μ.Χ. αι.) μία ήταν αρκετή [Περί των εκλελοιπότων χρηστηρίων, 8]. Ο Παυσανίας (2ος μ.Χ. αι.) αναφέρει πλήθος εγκαταλλελειμένων ναών της αρχαιοελληνικής θρησκείας στην ελληνική ύπαιθρο. Μόνο στην Αρκαδία, στο κέντρο της Αρχαίας Κλασσικής Ελλάδας, ο Παυσανίας (Αρκαδικά) αναφέρει πλήθος ναών ερειπωμένων, δίχως στέγη, και εγκατελειμένων: της Αφροδίτης (9,6), της Αθηνάς (14,4), της Αφροδίτης (12,6), του Απόλλωνα (15,4), του Ερμή (17,1), της Αφροδίτης (24,6), των Δώδεκα θεών (25,3), της Ήρας (26,2), της Δήμητρας (29,5), του Ερμή (32,1), του Ερμή (30,6), των Μουσών ( 32,2), του Άρη (32,3), της Αρτέμιδος (35,5), της Αθηνάς (36,7), της Αφροδίτης (41,10), της «Μητρός των θεών» (44,1), της Αρτέμιδος (53,11) και του πυθίου Απόλλωνα (54,5).
Αναρωτάται κανείς πού είχε πάει η θεοσέβεια προς τους παλιούς θεούς, και δεν αναστυλώνονταν τόσοι μεγάλοι ναοί, μεγάλων θεών από τους Έλληνες. Μήπως επειδή δεν τους ένοιαζε πια και τόσο το Δωδεκάθεο; Πολλοί παγανιστικοί ναοί ερήμωσαν επειδή απλούστατα εγκαταλείφθησαν από τους πρώην πιστούς τους, κι όχι επειδή κατεστράφησαν από τους Χριστιανούς. Το παράδειγμα της Αντιοχείας, που αναφέρει ο ίδιος ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, οι Αντιοχείς να αδιαφορήσουν παντελώς για την εορτή του πολιούχου τους Απόλλωνα, ασφαλώς και δεν ήταν μεμονωμένη περίπτωση. Το ποσοστό των Χριστιανών στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το 350 μ.Χ. ήταν ,όπως είπαμε, 56,5% [Rodney Stark, «The Rise of Christianity» (Princeton, 1996)], δηλαδή ήδη, στο σύνολο της αυτοκρατορίας οι Χριστιανοί ήταν πλειοψηφία.
Αν λοιπόν ήταν στο σύνολο της Αυτοκρατορίας πλειοψηφία χριστιανική, τότε στο ανατολικό ελληνικό τμήμα της ( το οποίο αφενός είχε αποδεδειγμένα πάντοτε περισσότερους Χριστιανούς απ’ ότι το δυτικό, και αφετέρου είχε αρχίσει να εκχριστιανίζεται πολύ πιο νωρίς απ’ ότι το δυτικό λατινικό τμήμα) είναι προφανές ότι οι Χριστιανοί όχι απλώς ήταν πλειοψηφία αλλά και μεγαλύτερη του 56%!!
Το σπάσιμο των ειδώλων καταδικάστηκε από τη σύνοδο της Ελβίρα (306 μ.Χ.), η οποία, στον 60ο κανόνα της αποφάσισε ότι κάθε Χριστιανός που θα καταδικαζόταν σε θάνατο από τους Ρωμαίους επειδή έσπασε αγάλματα, δεν θα καταγραφόταν ως μάρτυρας.
Η σύνοδος της Καρθαγένης (419 μ.Χ.) επιφόρτισε τους επισκόπους με την καταστροφή χριστιανικών ναϊδρίων που είχαν ανεγερθεί αυθαίρετα από δεισιδαίμονες Χριστιανούς (κανόνας πγ΄). Ότι οι καταστροφές των παγανιστικών αρχαιοτήτων ήταν αυθαίρετες προσωπικές πράξεις Χριστιανών κι όχι συλλογικές ή επίσημες ενέργειες της Εκκλησίας βασισμένες σε εκκλησιαστικά κείμενα αποδεικνύεται από την πλήρη απουσία εκκλησιαστικών κανόνων (νόμων) οι οποίοι να υπαγορεύουν ή να προστάζουν / προτρέπουν τους Χριστιανούς να καταστρέφουν παγανιστικά μνημεία. Εσφαλμένες ενέργειες και παρεκτροπές κάποιων επισκόπων ή μοναχών ασφαλώς και δεν σημαίνουν ότι αποτελούσαν πολιτική της Εκκλησίας.
Ουδέποτε η Εκκλησία (δηλαδή τα επίσημα συλλογικά όργανά της) επιφόρτισε επισκόπους με την καταστροφή παγανιστικών ιερών. Ο άγιος Αυγουστίνος το 399 αποτρέπει τους Χριστιανούς της Καρθαγένης από την εισβολή στις ιδιοκτησίες των εθνικών προκειμένου να καταστρέψουν τα είδωλά τους. Είναι προτιμότερο, έγραφε, να ξερριζώσουμε τα είδωλα από τις καρδιές τους και να προσευχόμαστε γι’ αυτούς, αντί να αποπνέουμε μένος εναντίον τους (Αυγουστίνος, Sermo LXII, 17 και 18, PL 38, 423A ).
Να τι γράφει ο Αγ. Αυγουστίνος:
17. «Πολλοί Εθνικοί έχουν τα είδωλα στα κτήματά τους. Πρέπει να πάμε εκεί και να τα καταστρέψουμε; Όχι, διότι οι πρώτες μας προσπάθειες είναι να σπάσουμε τα είδωλα στις καρδιές τους. Όταν οι ίδιοι μεταστραφούν σε Χριστιανούς, είτε μάς προσκαλούν να τα σπάσουμε είτε μας προσδοκούν. Προς το παρόν πρέπει να προσευχόμαστε γι’ αυτούς, όχι να είμαστε θυμωμένοι μαζί τους.» 18. «Οι Εθνικοί νομίζουν ότι ψάχνουμε για είδωλα παντού κι ότι τα καταστρέφουμε σε όλα τα μέρη στα οποία τα ανακαλύπτουμε. Πώς κι έτσι; Δεν υπάρχουν μέρη μπροστά στα μάτια μας, στα οποία βρίσκονται είδωλα; Ή δεν ξέρουμε ότι υπάρχουν; Ωστόσο δεν τα καταστρέφουμε, διότι ο Θεός δεν τα έχει δώσει υπό την εξουσία μας. Πότε ο Θεός θα τα δώσει υπό την εξουσία μας; Όταν οι ιδιοκτήτες των ειδώλων γίνουν Χριστιανοί. (.....) Κηρύττουμε κατά των ειδώλων, τα βγάζουμε από τις καρδιές των ανθρώπων. Είμαστε διώκτες των ειδώλων το ομολογούμε δημοσίως. Είμαστε λοιπόν και διατηρητές των ειδώλων; Εγώ δεν τα αγγίζω, αν δεν έχω την εξουσία. Δεν τα αγγίζω, όταν ο κύριος της ιδιοκτησίας παραπονείται γι’ αυτό.»
Ο Αγ. Χρυσόστομος θεωρεί καύχημα των Χριστιανών ότι πολλά εθνικά βιβλία τα έσωσαν από τον αφανισμό οι ίδιοι (PG 50, 537B): «Κι αν έτυχε κάποιο να έχει διασωθεί, αυτό μπορεί κανείς να το βρει στα χέρια των Χριστιανών». Και προσθέτει: «Οι Χριστιανοί δεν είναι σωστό να καταστρέφουν την πλάνη με τον εξαναγκασμό και τη βία, αλλά να απεργάζονται τη σωτηρία των ανθρώπων με την πειθώ, το λόγο και την ηπιότητα». [Ιωάννη Χρυσόστομου, Λόγοι εις τον μακάριον Βαβύλαν, PG 50, 537 C].
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στον «Κατά Ιουλιανού» λόγο του, ο οποίος γράφτηκε αμέσως μετά τον θάνατο του Ιουλιανού, την αποτυχία του διωγμού των Χριστιανών από τους Παγανιστές και την οριστική επικράτηση του Χριστιανισμού γράφει:
«Ας μη χρησιμοποιήσουμε την ευκαιρία με απληστία, ας μην απολαύσουμε με ηδονή την εξουσία, ας μη γίνουμε πικροί σε εκεινους που μας αδίκησαν, ας μη κάνουμε αυτά τα οποία καταδικάσαμε. Αλλά αφού απολαύσαμε την μεταβολή, όσο για να αποφύγουμε τα δεινά, ας μισησουμε ό,τι έχει σχέση με αντεκδίκηση. (....) Ας μη θελήσουμε λοιπόν να αναμετρηθούμε στην οργή, (....) Ας γίνουμε κατά τούτο ανώτεροι και υψηλότεροι από εκείνους που μας αδίκησαν. Ας δείξουμε τι διδάσκουν σε εκείνους μεν οι δαίμονες, με τι εκπαιδεύει εμάς ο Χριστός ο οποίος, αν και υπερείχε εκείνων τα οποία έπαθε ενίκησε τελικώς με εκείνα που μπορούσε να κάνει και δεν έκανε(....) Ας αυξήσουμε το μυστήριο με αγαθότητα. [Γρηγορίου Νανζιανζηνού, Κατά Ιουλιανού λόγος στηλιτευτικός Β’, 36]
![]() |
Περίπου το 250 μΧ κατά την διάρκεια των σύντομων, αλλά μανιωδών, διωγμών του Αυτοκράτορα Δέκιου, πρόσωπα που ήταν ύποπτα για Χριστιανισμό ήταν υποχρεωμένα να απαλλάξουν φανερά τους εαυτούς τους θυσιάζοντας στους παλιούς θεούς και μετά να λάβουν ένα πιστοποιητικό για να προστατεύουν τον εαυτό τους από περαιτέρω νομικές κατηγορίες. Αυτό το παράδειγμα προέρχεται από ένα πάπυρό που βρέθηκε στον Οξύρυγχο. (Φώτο από τον πάπυρο. Ακολουθεί η απόδοση του κειμένου) Προς τους εντεταλμένους υπαλλήλους της θυσίας στο χωριό του νησιού του Αλέξανδρου.Από τον Aurelius Diogenes, τον γιο του Satabus, του χωριού του νησιού του Αλεξάνδρου, ηλικίας 72 ετών με ουλή στο δεξί του φρύδι. Έχω ήδη θυσιάσει τακτικά στους θεούς και τώρα κατά την παρουσία σας και σύμφωνα με το διάταγμα έκανα θυσία και έχυσα το ποτό της προσφοράς και γεύτηκα από την θυσία και αιτούμαι να πιστοποιήσετε το ίδιο. Έρρωσθε. --Δόθηκε απο εμένα , τον Aurelius Diogenes --Πιστοποιώ ότι τον είδα να θυσιάζει (υπογραφή σβησμένη) Έγινε τον πρώτο χρόνο του αυτοκράτορα Καίσαρος Gaius Messius Quintus Trajanus Decius Pius Felix Augustus δεύτερη μέρα του μήνα Epith (26 Ιουνίου, 250 μΧ) |
[Πηγή: William Stearns Davis, ed. «Readings in Ancient History: Illustrative Extracts from the Sources», 2 Vols. (Boston: Allyn and Bacon, 1912-1913), Vol. II: Rome and the West, p. 289. Scanned by: J. S. Arkenberg, Dept. of History, Cal. State Fullerton]
Απορρίφθηκε η Ελλ. Παιδεία;;
"Πρώτον, αν και η ελληνική παιδεία δεν κρίθηκε ποτέ, ούτε από τον Χριστό ούτε από τους Αποστόλους του θεόπνευστη, οπωσδήποτε δεν απορρίφθηκε από αυτούς ως βλαβερή. Δεύτερον, πολλοί από τους έλληνες φιλοσόφους δεν απέχουν πολύ από τη γνώση του αληθούς Θεού" Σωκράτης ο Βυζάντιος, 5ος αι.
Λέει ο Μ. Βασίλειος:"Αν υπάρχει κάποια ομοιότητα μεταξύ των ειδωλολατρικών κειμένων και των χριστιανικών, θα μας ήταν χρήσιμη η γνώση και των δύο. Και στην αντίθετη περίπτωση όμως, η παράλληλη και συγκριτική μελέτη και γνώση της διαφοράς τους δεν είναι ασφαλώς μικρή ωφέλεια για την αναγνώριση με βεβαιότητα της καλύτερης και ανώτερης απ' τις δυό" ["Προς τους νέους, για την επωφελή μελέτη των ελληνικών κειμένων."]
«Νομίζω ότι όλοι όσοι είναι μυαλωμένοι ομολογούν ότι η παιδεία είναι το πρώτιστο αγαθό μας. Και δεν εννοώ μόνο την ευγενέστερη δική μας παιδεία, δηλαδή τη Χριστιανική, αλλά και την Εθνική, την οποία πολλοί από τους Χριστιανούς, κακώς γνωρίζοντες τα πράγματα, απορρίπτουν ως επίβουλη και εσφαλμένη και απομακρύνουσα από το Θεό. Δεν πρέπει να μην τιμάμε την παιδεία, όπως νομίζουν μερικοί, τους οποίους πρέπει να θεωρούμε σκαιούς και απαίδευτους». Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, Επιτάφιος εις Μ. Βασίλειον κ., 11 [Migne Ε. Π. 36, 508]
«Προσήκει μη καμείν πανταχόθεν ανιχνεύοντας την αλήθειαν» [Περί της Εξαημέρου, PG 44, 27A]
Λέει ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος:
«Ει γαρ και μη καθώς προσήκε περί αναστάσεως φιλοσοφούσιν άπαντες [οι αρχαίοι φιλόσοφοι], αλλ’ όμως περί της κρίσεως και της κολάσεως και των εκεί δικαστηρίων άπαντες συμφωνούσιν, ότι έσται τις των ενταύθα γινομένων αντίδοσις εκεί» [Εις Λάζαρον, 4,4, PG 48, 104]
Άγιος Κλήμης ο Αλεξανδρεύς:
«Ήν μεν ούν προ της του Κυρίου παρουσίας εις δικαιοσύνην Έλλησιν αναγκαία φιλοσοφία, νυνί δε χρησίμη προς θεοσέβειαν γίνεται προπαιδεία τις ούσα τοις την πίστην δι’ αποδείξεων καρπουμένοις» [ Στρωματείς Α’, 5]
Παρά την πνευματική επιρροή της Εκκλησίας οι ανθρωποθυσίες συνεχίζονταν ,για μεγάλο διάστημα, σε διάφορα μέρη της Αυτοκρατορίας. Για αυτό μας πληροφορεί και ο Θεόφραστος, όπως προκύπτει από το χωρίον του Πορφυρίου, Νεοπλατωνικού φιλοσόφου από την Τύρο, του 3ου αιώνα μ.Χ. στο έργο του «Περί Αποχής εμψύχων»
«Αφ' ου μέχρι του νυν ουκ εν Αρκαδία μόνον τοις Λυκαίοις, ούδ' εν Καρχηδόνι τω Κρονω, κοινή πάντες ανθρωποθυτούσι, αλλά κατά περίοδον της του νομιμου χάριν μνήμης εμφύλιον αεί αίμα φαίνουσιν προς τους βωμούς, καίπερ τοις παρ' αυτοίς οσίας εξειγούσης των Ιερών, τοις περιρραντηρίοις κηρύγματι, ει τις αίματος ανθρωπείου μεταίτιος» [Θεόφραστος στον Πορφύριο, Περί αποχής εμψύχων 2, 27]
Λόγω της ειδωλολατρικής δεισιδαιμονίας, ακόμα και ΝΗΠΙΑ θανατώνονταν για ιεροσυλία. Ένα παιδάκι, γράφει ο Αιλιανός, κατηγορήθηκε ως ιερόσυλος, επειδή παίζοντας, μάζεψε από το χώμα ένα πέταλο, που έπεσε από το χρυσό στεφάνι της Άρτεμης. Οι δικαστές άπλωσαν μπροστά στο νήπιο, διάφορα παιχνίδια, αστράγαλους και άλλα, τοποθέτησαν ανάμεσα στα αντικείμενα το χρυσό πέταλο και περίμεναν να δουν τι θα πρωτοαγγίξει. Ξανάπιασε το χρυσό πέταλο. Φανερό πως ήταν ιερόσυλος. Έπρεπε να εφαρμοστεί ο δελφικός νόμος που προέβλεπε θάνατο στους ιερόσυλους. Και το παιδάκι θανατώθηκε:
«και δια ταύτα απέκτειναν αυτόν ως θεοσύλην, ου δόντες συγγνώμην τη ηλικία, αλλά τιμωρησάμενοι δια την πράξιν» [Αιλιανός, «Ποικιλη Ιστορία» V,16 ].
Η βρεφοκτονία ήταν τόσο διαδεδομένη στην αρχαία Ελλάδα, που ο Πολύβιος (205-118 π.Χ.) αποδίδει την ελάττωση του πληθυσμού της Ελλάδας σε αυτήν [Ιστορία 6]. Ο Κικέρων (106-43 π.Χ.) αποδέχεται την βρεφοκτονία, τουλάχιστον για τα ανάπηρα βρέφη, παραθέτοντας την Δωδεκάδελτο του νόμου των Ρωμαίων Εθνικών [De Legibus 3.8]. Ακόμα και ο στωικός φιλόσοφος Σένεκας (4 π.Χ.-65 μ.Χ.) έλεγε: «πετάμε όσα παιδιά γεννιούνται αδύναμα» [De Ira 1.15]. Από την άλλη πλευρά, υπό την επιρροή του χριστιανισμού οι Αυτοκράτορες Μέγας Κωνσταντίνος, Βαλεντιανός Α΄, Γρατιανός, Ωνώριος, Μέγας Ιουστινιανός νομοθέτησαν την ΠΟΙΝΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ στους γονείς που εξέθεταν τα μωρά τους.
![]() |
Οι βασανισμοί, λόγω ειδωλολατρικής δεισιδαιμονίας, δεν ήταν σπάνιοι: "Μετά τη Στύμφαλο είναι η Αλέα, που και αυτή μετέχει στην αργολική ομοσπονδία. Εδώ υπάρχουν τα ιερά της Εφεσίας Αρτέμιδος, της Αλέας Αθηνάς και του Διονύσου, με άγαλμα του θεού. Κάθε χρόνο τελούν προς τιμήν του τα Σκιέρεια, όπου, σύμφωνα με χρησμό του μαντείου των Δελφών, μαστιγώνονται οι γυναίκες, όπως και οι έφηβοι των Σπαρτιατών στη γιορτή της Ορθίας" [Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις Η 23, 1] |
Σύμφωνα με τον αρχαίο γεωγράφο Στράβωνα (8.6.20), στην αρχαία Κόρινθο υπηρετούσαν ως ιερές πόρνες 1.000 ιέρειες και δούλες του εκεί ναού της Αφροδίτης. Στους Κομάνους της Καππαδοκίας, στο ιερό της Ενυούς οι ιερόδουλοι άνδρες και γυναίκες έφτασαν το αριθμό των 6.000 [Στράβωνας 535C], ενώ ο ιερέας του ναού, που ανήκε στο βασιλικό γένος, ήταν 2ος μετά τον βασιλιά κατά τις προσόδους και τις προσφορές. Οι ιερόδουλοι στην Τύρο ήσαν τόσοι πολλοί ώστε πολλές φορές ο αρχιερέας με την βοήθειά τους ελάμβανε και το βασιλικό αξίωμα. Ο δε Ηρόδοτος αναφέρει «Τον γαρ δη Λυδών δήμου οι θυγατέρες πορνεύονται πάσαι». Συμωνα με την «Θεογονία»: «Έτσι ο Δίας έβαλε, ανάμεσα στους άντρες, για το κακό τους, τις γυναίκες, συντρόφισσες συφοράς κι αντί για καλό τούς πόρισε κακό.» [Ησίοδος, «Θεογονία», στ. 600-603]
Άλλο ένα ψεύδος που πολλοί από εμάς θεωρούμε ως αλήθεια είναι πως ΔΗΘΕΝ μόνο οι Ρωμαίοι (και όχι οι υπόλοιποι Έλληνες) τελούσαν τους αιματηρούς αγώνες των μονομάχων. Στην πραγματικότητα, πολλοί Έλληνες είχαν υιοθετήσει τους βάρβαρους αυτούς αγώνες. Ο φιλόσοφος Δίων ο Προυσαεύς (40-120 μ.Χ. ) μυκτηρίζει τους Αθηναίους που ανέχονται να ρέει ανθρώπινο αίμα κάτω από την Ακρόπολη και αποκαλεί τους Κορίνθιους «γλαδιατορομανείς» [Λόγοι 31,121]
Ρωμαϊκή αρένα ανακαλύφθηκε στο κέντρο της Πάτρας, Όπως μαρτυρούν οι σχετικές επιγραφές που εντοπίστηκαν και επιβεβαιώνουν την ταυτότητα του χώρου, εκεί φιλοξενήθηκαν τα «Καισάρεια», αθλητικές εκδηλώσεις προς τιμήν του Καίσαρα.
[περ. «Focus», http://www.focusmag.gr/articles/view-article.rx?oid=11579]
Ο αντιτεχνολογικός δεισιδαιμονικός φανατισμός της αρχαίας θρησκείας φαίνεται σε πολλές περιπτώσεις, στην πράξη και όχι απλά σε μυθολογικά κείμενα. Το Μαντείο των Δελφών απαγόρευσε τη διάνοιξη ισθμού στους Κνιδίους. Οι Κνίδιοι πολιορκούνταν από κάποιον εχθρό και ήθελαν να μετατρέψουν τον ισθμό σε διώρυγα, κάνοντας έτσι την πόλη τους τεχνητό νησί. Ο χρησμός των Δελφών προς τους Κνίδιους έλεγε: «Το χτίσιμο παράτα το, το σκάψιμο άστο, γιατί αν ήθελε ο Δίας νησί, θα το είχε φτιάξει» [Ηρόδοτος, 1, 174]. Οι Κνίδιοι δεν προχώρησαν στην εκσκαφή της διώρυγας, έχασαν τον πόλεμο και υποδουλώθηκαν στους Πέρσες. Ο Αναξαγόρας εξορίστηκε από τους Αθηναίους του Χρυσού Αιώνα, όταν είπε πως ο Ήλιος δεν είναι θεός αλλά μια πύρινη σφαίρα στον ουρανό. O περίφημος αστρονόμος Αρίσταρχος ο Σάμιος, πρώτος επιστήμονας που υποστήριξε ότι η γη δεν είναι το κέντρο του κόσμου, αλλά περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο, μηνύθηκε από τον στωικό Κλεάνθη για ασέβεια προς τους “θεούς” με την κατηγορία: «ως κινών την του κόσμου εστίαν (=Γη) και ταράσσων την των Ολυμπίων (“θεών”) ηρεμίαν» [Πλούταρχου, Περί του προσώπου της σελήνης, 6, 923Α].
Ακόμα και ο Πλάτωνας ήταν ένοχος για σκοταδιστικές πρακτικές, αφού συγκέντρωσε τα βιβλία του Δημόκριτου και θέλησε να τα κάψει. «Μα ο Αμύλκας και ο Κλεινίας, δύο Πυθαγόρειοι, το εμπόδιζαν, λέγοντάς του ότι δεν έχει τίποτα να ωφεληθεί επειδή πολλοί τώρα πια έχουν στα χέρια τους βιβλία του Δημόκριτου» [Διογένης Λαέρτιος, IX, 40]. Επίσης , διαβάζουμε: «Στην αρχή του Λαμιακού πολέμου, βρήκαν την ευκαιρία οι θρησκόληπτοι Αθηναίοι, που δε χώνευαν τον Αριστοτέλη για τις επιστημονικές του έρευνες, να τον κατηγορήσουν για άθεο. Έτσι, ο Αριστοτέλης, για να μην αναγκαστεί να πιεί το κώνειο, αναγκάστηκε να φύγει από την Αττική» [Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας, εκδ. Μπουκουμάνη, σ. 340]
Αντιθέτως ο Β. Τατάκης παρατηρεί: «Οι μεταφυσικές βάσεις του Χριστιανισμού διαμόρφωσαν ένα σύμπαν τέτοιο που ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις του ορθολογισμού» [Β.Ν. Τατάκη, Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, εκδ. Εταιρίας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1977, σ. 53]. Για παράδειγμα: «Ο Θεός», λέει ο Ψελλός, «είναι φυσικά η αιτία του σεισμού, όπως και κάθε πράγματος, αλλά η προσεχής [δηλ. η άμεση αιτία] του σεισμού είναι η φύση» [Β.Ν. Τατάκη, Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, σ. 187]. Να σημειωθεί πως στην Ρωμανία οι μορφωμένοι πίστευαν στη σφαιρικότητα της γης. Ο Μέγας Βασίλειος (4ος αι.), ο Γεώργιος Πισίδης (6ος –7ος αι.), ο Συμεών Σηθής (11ος αι.), ο Θεοφύλακτος Αχρίδος από την Εύβοια (11ος –12ος αι.) κ.ά. πίστευαν ότι η γη είναι σφαιρική κι όχι επίπεδη.
Μπορούμε να καταλάβουμε , λοιπόν, πως ο Χριστιανισμός έγινε δεκτός, όχι απλά ως μία νέα Θρησκεία, αλλά ως απελευθερωτής, ψυχοθεραπευτήριο απo τον παραλογισμό και τις προλήψεις των Θρησκειών, που οδηγούσαν στην δυστυχία και την εξαθλίωση τους πολίτες της αυτοκρατορίας. Γι’ αυτό και έγινε τελικά ΒΑΣΙΚΟ συστατικό της Ρωμανίας, αφού βοήθησε στην ανανέωση της και στην στερέωση της Οικουμενικής της ιδεολογίας, σώζοντας την από ηθικοκοινωνική και πολιτισμική παρακμή. Η Εκκλησία ήταν ο συνεκτικός ιστός του κράτους της Ρωμανίας, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπήρχαν και παρεκτροπές και φαινόμενα νοσηρά στην αυτοκρατορία. Δεν επιθυμούμε να «εξιδανικεύσουμε» την κατάσταση. Γεγονός είναι όμως πως η ποιότητα ζωής των πολιτών με την επικράτηση του Χριστιανισμού, βελτιώθηκε αλματωδώς.
ΠΡΟΕΛΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΛΟΥ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΣΗΜΑΙΑΣ
ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ!!! ΟΣΟΙ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΤΟΥΡΚΙΚΙΑ Ή ΕΧΟΥΝ ΕΠΑΦΕΣ ΜΕ ΤΟΥΡΚΟΥΣ, ΑΣ ΤΟΥΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΟΥΝ!
ΝΑ ΤΟΥΝ ΓΝΩΡΙΣΟΥΝ ΕΠΙΣΗΣ, ΟΤΙ ΕΝΩ ΜΑΣ ΑΠΟΚΑΛΛΟΥΝ ΓΙΟΥΝΑΝΗΔΕΣ (ΙΩΝΕΣ), ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΝΑ ΚΑΤΕΧΟΥΝ ΤΗΝ ΙΩΝΙΑ !!!!!
ΠΩΣ ΕΓΙΝΕ Η ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ?
Αν δεν ξέρετε ορίστε η απάντηση
Είναι γνωστό ότι η Τούρκικη σημαία, και το αντίστοιχο "εθνικό σύμβολο" των Τούρκων, προέρχεται από ένα σύμβολο του Βυζαντίου, όχι της αυτοκρατορίας, αλλά της αρχαιοελληνικής πόλης που υπήρχε στην θέση της Κωνσταντινούπολης....
Αυτό το σήμα είναι πανάρχαιο και απαντάται ως λατρευτικό σύμβολο της θεάς Εκάβης. Έγινε σύμβολο της πόλης του Βυζαντίου όταν ο Φίλιππος, πατέρας του Μεγαλέξανδρου, προσπάθησε να καταλάβει αυτή την πόλη, και μια νύχτα με συννεφιά, έστειλε πολεμιστές (σαν καταδρομική επιχείρηση) να περάσουν τα τείχη, για να αλώσουν την πόλη. Και ξαφνικά, εμφανίστηκε το φεγγάρι, οι εισβολείς έγιναν αντιληπτοί, και αποκρούστηκε η επίθεση.... Από τότε, και επειδή θεωρήθηκε ως θεϊκή βοήθεια προς την πόλη, έγινε σύμβολο της πόλης του Βυζαντίου. Από εκεί έμεινε ως σύμβολο παραδοσιακά και στην Κωνσταντινούπολη, το βρήκε και ο Μωχάμεντ ο πορθητής (και οι επόμενοί του), και όπως χρησιμοποίησε τα πάντα που βρήκε από την Αυτοκρατορία, για να δώσει αυτοκρατορική χρειά στην πλιατσικολογική Οθωμανική κατάκτηση, έγινε ένα σύμβολο της Οθωμανικής κυριαρχίας, και επεκτάθηκε ως μουσουλμανικό σύμβολο....
Η συγκεκριμένη φωτογραφία είναι από ένα κέρμα των Βυζαντίων, και αν θα προσέξετε, το γράφει.... ΒΥΖΑΝΤΙΩΝ....
Αν ξέραμε την ιστορία μας, τουλάχιστον δεν θα ανεχόμασταν τα σημερινά ξεφτιλίκια..... Θα είχαμε τις απαιτούμενες απαντήσεις για τις χαζομάρες που μας σερβίρουν καθημερινά......
Ποια σχέση έχει το Λουξεμβούργο, η Ευρωπαική Πρωτεύουσα 2007 με την Κωνσταντινούπολη, την Βασιλεύουσα του 330
Αντίβαρο, Ιούνιος 2007 - Ειρήνη Γρυπάρη
Φέτος οι εκδηλώσεις της Ευρωπαϊκής Πρωτεύουσας του 2007 διοργανώνονται από το κράτος του Λουξεμβούργου, την γύρω περιοχή της Ρηνανίας/Παλατινάτου, και την γερμανική πόλη Τρίερ, και είναι αφιερωμένες στον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Μεγάλο. Η Τρίερ (Treveris), η „Augusta Treverorum“ (πόλη του Αυγούστου στην χώρα των Treverer - κελτική φυλή), ήταν από το 312 η πόλη του Κωνσταντίνου. Από την Τρίερ το 307 εξόρμησε ο Κωνσταντίνος και υπέταξε την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ως ηγεμών επέβαλλε την μετάβαση από την Αρχαιότητα των Εθνικών στον Μεσαίωνα των Χριστιανών.
Σήμερα, 1700 χρόνια αργότερα, η πόλη της Τρίερ σε συνεργασία με 160 μουσεία του κόσμου – βεβαίως και του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών - και των μουσείων του Λούβρου, του Βατικανού, του Καπιτωλίου της Ρώμης και του Βρεταννικού Μουσείου του Λονδίνου, αναφέρεται στον Κωνσταντίνο, ως ευρωπαϊκή μορφή με σημασία για το ευρωπαϊκό παρόν.
Το συνοδευτικό πρόγραμμα και η όλη παρουσίαση είναι υψιλότατου επιπέδου.
Ιδιαίτερο κατόρθωμα η ανακαίνιση της κεφαλής του κολοσσιαίου αγάλματος του Κωνσταντίνου που στήθηκε το 312 στην Βασιλική του Μαξεντίου στο Forum Romanum της Ρώμης. Πρόκειται για ένα από τα κολοσσιαία αγάλματα της ‘Υστερης Αρχαιότητας, ανάλογο του Κολοσσού της Ρόδου, του αγάλματος του Νέρωνα στο Κολοσσαίο της Ρώμης, και του χρυσελεφάντινου αγάλματος του Δία της Αρχαίας Ολυμπίας. Η κεφαλή του αγάλματος που έχει 12 μέτρα ύψος, ανακαινίστηκε με βάση τις διαστάσεις των σωζομένων τμημάτων της κεφαλής και του αριστερού πέλματος με την βοήθεια Laser και ψηφιακής τεχνολογίας.
Με σκοπό την προετοιμασία του Ευρωπαϊκού έτους 2007, έλαβε χώρα το 2005 στο Πανεπιστήμιο της Τρίερ ένα διεθνές επιστημονικό συνέδριο με θέμα την ιστορική και πολιτισμική σημασία του Κωνσταντίνου και της εποχής του για την σημερινή Ευρώπη. Το αποτέλεσμα ήταν πολλαπλές απόψεις, τις οποίες αναφέρουμε μόνο σε σχέση με το θέμα, γιατί ο Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας από την Ρώμη στο Βυζάντιο, πρώην αποικία των Μεγάρων περί το 658 π.Χ., και αργότερα από το 479 π.Χ. υπό σπαρτιατική αρχή.
Ποιοί ήταν οι λόγοι της ιδρύσεως μιάς ευρωπαϊκής πρωτεύουσας το 330 στην Ανατολή;
Στις 11 Μαίου του 330 εορτάστηκαν τα εγκαίνια της Νέας Ρώμης. Η λαμπρότητα της τελετής και το ότι η επέτειος της εορτάζετο ετησίως στις 11 Μαϊου, είναι γνωστά από ιστορικές πηγές του 8ου αιώνα. Το μεγαλειώδες έργο άρχισε το 326 υπό την επίβλεψη του ίδιου του Αυτοκράτορα. Η απόφαση για την θέση του Βυζαντίου ελήφθη το 325 κατά την διάρκεια της Συνόδου της Νικαίας και την επομένη της νίκης της Χρυσοπόλεως της Βιθυνίας, όπως αποδεικνύουν αναμνηστικά νομίσματα. Η ίδρυση μιάς νέας πρωτεύουσας βασίζετο σε μια παλαιότερη ιδέα. Ήδη ο Πλωτίνος εμπνέετο από την ιδέα της ιδρύσεως μιας πόλης των φιλοσόφων. Σύμφωνα με τον Σωζόμενο, ο Κωνσταντίνος είχε επιλέξει κατ΄αρχάς την περιοχή της Τροίας. Αλλά και η πόλις Σέρδικα στο Δούναβη, η σημερινή Σόφια, περιήλθε περί το 317 στην στενότερη επιλογή του, όπως αποδεικνύει το απόφθευγμα του: „ Η Σέρδικα είναι η Ρώμη μου“.
Ο μύθος της ιδρύσεως της Κωνσταντινουπόλεως, γνωστός στην Δύση από την διήγηση του μοναχού Gunther de Pairis „Historia Consmopolitana“(1220), αναφέρεται στο ενύπνιο του Κωνσταντίνου. Μια γηραιά γυναίκα με πορφυρό ένδυμα μεταβάλεται σε μια ωραία νέα. Την ερμηνεία του ενυπνίου την έδωσε στον Κωνσταντίνο ο Πάπας Σίλβεστρος :Η γηραιά γυναίκα είναι το Βυζάντιο, η νεαρά είναι η Κωνσταντινούπολη.
Οράματα και όνειρα ήταν συχνά στοιχεία της θρησκείας, της πολιτικής και της ιστοριογραφίας. Για την βιογραφία του Κωνσταντίνου είναι ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος γιατί είναι ένα κράμα ειδωλατρικών και χριστανικών, λογικών και παράλογων, ψυχολογικών και προπαγανδιστικών στοιχείων. Αυτό το τελευταίο, γιατί ο ίδιος ο Κωνσταντίνος έκανε προπαγανδιστικά λόγο για το ενύπνιο του.
Το χριστιανικό αστικό κέντρο, η Κωνσταντινούπολη, αντί της εθνικής μητροπόλεως, της Ρώμης, ήταν από θρησκευτικοπολιτικής απόψεως έργο πρωτοποριακό και μεταρρυθμιστικό. Το πολεοδομικό κατόρθωμα είναι και από σημερινής απόψεως πρωτοποριακό.
Μία σειρά νόμων συνετέλεσαν στην αύξηση του πληθυσμού της Πόλης:
Το Ius italicum - απαλλακτικό δiκαιο για τους κατοίκους από τον φόρο ακινήτου περιουσίας.
Γαι τους αριστοκράτες, παραχώρηση γαιών στην Μικρά Ασία, εφόσον θα κατοικούσαν στην Πόλη.
Για τον λαό δωρεάν ψωμί από κρατικούς φούρνους, εφόσον θα κατοικούσαν στην Πόλη.
Απαλλαγή των χριστιανών κατοίκων από τους φόρους munera (περιουσιακός φόρος) και lustralis collatio (φόρος μεγάλης περιουσίας).
Χωροταξικοί νόμοι για τις κυκλοφοριακές αρτηρίες, τις ιδιωτικές οικοδομές και την διαμόρφωση των δημοσίων χώρων.
Ο Ευσέβιος Καισαρείας(265 - 339) στο έργο του „Βίος Κωνσταντίνου του Βασιλέως“ τονίζει ότι η „Νέα Ρώμη“ ήταν χριστιανική πρωτεύουσα προς δόξαν Θεού. Στην παράδοση του Ευσέβιου, ο Θεοδοσιανός Κώδικας σε ένα νόμο του αναφέρει ότι ο Κωνσταντινος, θελήματος Θεού (deo iubente XII 5,7), ίδρυσε την Κωνσταντινούπολη. Αυτό το θεωρεί ο εθνικός ιστορικός Ζώσιμος του 5ου αιώνα εξιδανίκευση του Κωνσταντίνου στους πανηγυρικούς του Ευσέβιου. Και οι αρχαιολογικές ανασκαφές και οι αναφορές του Ζώσιμου επιβεβαιώνουν ότι παράλληλα συνυπήρχαν στην νέα πόλη, παγανιστικά μνημεία και ιερά ως απόδειξη της λατρείας της Αθηνάς, της Αρτέμιδος, της Αφροδίτης και κυρίως του Ηλίου, όπως το άγαλμα του ίδιου του Κωνσταντίνου ως „»’Ηλιος/Απόλλωνας“ στο Forum της Κωνσταντινουπόλεως.
Κατά τον Ζώσιμο η ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως ήταν πράξη εξαϋλωτική και λύτρωση μετά από τα αιματηρά εγκλήματα του Κωνσταντίνου κατά του Λικίνιου, της συζύγου του Φαύστας και του γιού του Κρίσπου.
Γνωστά είναι τα πολιτισμικά κριτήρια που υπαγόρευσαν την ίδρυση της νέας πόλης.Το γεγονός δηλαδή ότι εγειτόνευε με της ελληνιστικές πόλεις Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Πέργαμο, τα κυρίως πνευματικά κέντρα της εποχής με ακαδημίες και βιβλιοθήκες.
Από γεωπολιτικής απόψεως η τοπογραφική θέση του Βυζαντίου είχε αμυντική και ενωτική σημασία για το κράτος. Εξασφάλιζε την κυριαρχία στην Ανατολή , από την οποία η απειλή για την αυτοκρατορία στο παρελθόν ήταν πιο έντονη απ ότι από την Δύση. Συγχρόνως η Κωνσταντινούπολη εξασφάλιζε την ενώτητα του κράτους και τα δυναστικά δικαίωματα των απογόνων του Κωνσταντίνου στον αυτοκρατορικό θρόνο.
Η πολιτικοϊστορική ερμηνεία της ιδρύσεως της Κωνσταντινουπόλεως ακολουθεί στην Δύση λίγο πολύ μία γραμμή, αυτή του Ουμανισμού μέχρι και τον Γαλλικό Διαφωτισμό. Αρχίζει από τον 15ον και 16ον αιώνα και αποκορυφώνεται στον 18ον αιώνα.
Κατά την εποχή της διαμάχης μεταξύ Ουγενόττων και Καθολικών στην Γαλλία του 17ου αιώνα, η ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως κατανοείται πολιτικοθρησκευτικά ανάλογα με την πολιτικοθρησκευτική παρούσα κατάσταση. Ο Ουγενόττος Francois de la Nou εκθειάζει το 1630 τον Κωνσταντίνο. O Καθολικός Bénigne Bossuet (1627 1704) παραδέχεται τον Ευσέβιο, αλλά θεωρεί την ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως υπεύθυνη για την πτώση της Δύσης. Τα επιχειρήματα σφετερίζονται τον Κωνσταντίνο πολιτικοθρησκευτικά, ανάλογα με τα εκάστοτε καθολικά ή ουγενοττικά συμφέροντα. Ton 18ο αιώνα ο Montesquieu και ο Voltaire τελικά καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ή Κωνσταντινούπολη κατέστρεψε την Ρώμη. Ως σύντομη αναφορά στο θέμα, το έργο του Montesquieu „Considérations sur les causes de la grandeur des Romains et de leur decadence” και το έργο „Dictionaire philosophique” του Voltaire: Η ίδρυση της Νέας Ρώμης ήταν γέννημα της φιλοδοξίας του Κωνσταντίνου και είχε ως συνέπεια τον αποδεκατισμό του πληθυσμού της Ιταλίας, την καταστροφή των οικονομικών θεμελίων της Δύσεως και την διάλυση του κρατικού οργανισμού της Αυτοκρατορίας.
Ο Voltaire σε ηλικία 83 ετών το 1771 γράφει την τραγωδία „Ειρήνη“ που αναφέρεται στο Βυζάντιο των Κομνηνών και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η μεταφορά της αυτοκρατορίας από την Δύση στην Ανατολή είναι η αιτία της συμφοράς του κόσμου... „pour le malheur du monde“.
Μία άλλη γραμμή επιχειρημάτων είναι αυτή του άγγλου Edward Gibbon (1737-1794) στο έργο του „History of the decline and fall of the Roman Empire“, και του γερμανού Jacob Burckhardt. (1818 – 1897) στο έργο του „ Die Zeit Constantins des Großen“. Ο Gibbon έχει μια διαφοροποιημένη άποψη για τον Κωνσταντίνο, διότι κατ’αυτόν η άνοδος της Κωνσταντινουπόλεως δεν είναι αυτομάτως υπεύθυνη για τήν πτώση της Ρώμης. Και για τον Burckhardt ο Κωνσταντίνος ήταν μέγας, διότι σε μια μεταβατική εποχή ανεγνώρισε ότι η ισχύς του κράτους έγκειται στην ένωση θρησκείας και κράτους. Αυτό βεβαίως χωρίς να σημαίνει ότι και για το πολιτικό μέλλον, αυτή η πολιτικοθρησκευτική λύση θα μπορούσε να ισχύει. Η ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως δεν ήταν μόνο πολεοδομικό έργο, αλλά νομοθετικό έργο. ‘Ηταν δηλαδή η ολοκλήρωση του νομοθετικού έργου του Κωνσταντίνου.
Είναι ασύλληπτο, όχι το ότι ο Κωνσταντίνος ίδρυσε την Πόλη, αλλά το ότι διανοήθηκε να μεταφέρει την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας από την Ρώμη στο Βυζάντιο. Οι επιστημονικές έρευνες αποδεικνύουν ότι κατ’ αρχάς η Κωνσταντινούπολη ιδρύθηκε μόνο ως αστικό κέντρο. Πρωτεύουσα έγινε αργότερα. Η ίδρυσή της ανήκει στην παράδοση των αστικών ιδρύσεων του παρελθόντος. ’Ετσι π.χ. περί το 293 μ.Χ. οι Καίσαρες Γαλέριος και Κωνστάντιος Χλωρός διέμεναν στην Θεσσαλονίκη και στην Τριέρ, χωρίς αυτό να σημαίνει, ότι αυτά τα αστικά κέντρα διεκδικούσαν το τίτλο „Πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας“.
Την εποχή του Κωνσταντίνου, η Πόλη ήταν μόνο αστικό κέντρο. Η ονομασία „Νέα Ρώμη“ της εδόθηκε μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου. Και „Κωνσταντινούπολη“ εν αντιθέσει προς τις ιδρύσεις των Τετραρχών προηγουμένως, εσήμαινε πόλη του Κωνσταντίνου και κυριαρχία του ενός και μόνου αυτοκράτορα. Παρ’ όλα αυτά, κατά τους αιώνες της ‘Υστερης Αρχαιότητας, η Ρώμη παρέμεινε „Caput mundi“ δηλαδή „Κεφαλή του κόσμου“.
Πρατηρούμε ότι το πνευματικό κλίμα της Ενωμένης Ευρώπης συνειδητοποιεί την αξία του παρελθόντος για την ταυτότητα του μέλλοντος της Ενώσεως. Είναι αισθητό, ότι αυτή η απασχόληση με το παρελθόν, φέρνει στην επιφάνεια κενά στην αντίληψη ακριβώς αυτού του παρελθόντος.
‘Ετσι γίνεται εμφανής η ανάγκη να ενσωματωθεί στην μνήμη του ευρύτερου ευρωπαϊκού κοινού η βυζαντινή παράδοση, ως κεφάλαιο του κοινού παρελθόντος. Και βεβαίως πρόκειται για την κοινή συνείδηση και το ευρύτερο κοινό, και όχι για τις σχολές Βυζαντινολογίας στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Το θέμα της Ευρωπαϊκής Πρωτεύουσας 2007 είναι ένα βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση.
Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός είναι ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα και χριστιανική θρησκεία. Την αντίθεση αυτή μεταξύ Αρχαιότητας και Χριστιανισμού, την υπερέβη ο Imperator Caesar Flavius Constantinus.
Ο Κωνσταντίνος είναι κατά την γνώμη του μεγάλου προτεστάντη θεολόγου Johann Erst Gerhard(1582 - 1637), η „Σφιγξ“ στο κατώφλι της βυζαντινής ιστορίας. Eίναι δηλαδή φρουρός στην αρχή των βυζαντινών αιώνων. Και το Βυζάντιο με τις αντιφάσεις του, ως Χριστιανική Αυτοκρατορία και εξέλιξη του Imperium Romanum, είναι κατά τον βυζαντινολόγο Ralph-Johannes Lilie πολύ πιο μοντέρνο από όλα τα άλλα χριστιανικά κράτη του Μεσαίωνα.
![]() |
ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ ΠΟΛΙΝ ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ
Σημαινει ο Θεός , σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια. Σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά το Μέγα Μοναστήρι που ‘χε τρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυο καμπάνες, κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος. Σιμά να βγούνε τα Άγια κι ο Βασιλεύς του κόσμου, φωνή τους ήρθε εξ’ ουρανού Αγγέλων απ’ το στόμα: «Αφήτ’ αυτή τη ψαλμουδιά να χαμηλώσουν τα Άγια, και στείλτε λόγο στη Φραγκιά να ’ρθουν τρία καράβια. Να πάρουν το Χρυσό Σταυρό και τΆγιο το Ευαγγέλιο και την Αγία Τράπεζα να μην την Αμολύνουν.» Σαν τα ’κουσε η Δέσποινα δακρύζουν οι εικόνες. Σώπασε Κυρά Δέσποινα και μην πολυδακρύζεις. Πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα’ναι.. |
Λέων ο Μαθηματικός ο μεγαλύτερος επιστήμονας του Βυζαντίου (Δημήτριος Ντούρτας)
Ο μεγάλος Βυζαντινός λόγιος και «πρύτανης» του Πανδιδακτηρίου της Κωνσταντινουπόλεως Λέων, ήταν γνωστός στην εποχή του ως Λέων ο φιλόσοφος ή μαθηματικός. Γεννήθηκε κάπου στη Θεσσαλία, γύρω στο 790 μ.Χ. Τη στοιχειώδη εκπαίδευση την έλαβε στην Άνδρο, όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Κατόπιν, σπούδασε γραμματική στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και φιλοσοφία. Η μεγάλη του αγάπη όμως ήταν οι θετικές επιστήμες. Γι’ αυτό ξαναγύρισε στην Άνδρο και, υπό την καθοδήγηση κάποιου σοφού δασκάλου – μοναχού, άρχισε την αναζήτηση σπάνιων χειρογράφων μαθηματικών και αστρονομίας.
Ένας χρονογράφος της εποχής αναφέρει τα εξής για τη δίψα του Λέοντος για γνώση: «Ενώ τον θαύμαζαν πολλοί για τη σοφία του και τον τρόπο κατά τον οποίο έφθασε στο ύψιστο σημείο όλων των επιστημών, λέγεται ότι είπε (ο Λέων) σε κάποιο φίλο του, πως τη γραμματική και την ποιητική την έμαθε όταν έμενε στην Κωνσταντινούπολη, τη δε ρητορική και τη (φυσική) φιλοσοφία και τη γνώση των αριθμών, την απέκτησε όταν ήρθε στην Άνδρο. Διότι εκεί, αφού συνάντησε κάποιον σοφό άνθρωπο και διδάχθηκε απ’ αυτόν κάποιες θεμελιώδεις γνώσεις, επειδή η ποσότητα της γνώσης που βρήκε δεν τον ικανοποίησε, άρχισε να τριγυρίζει στα μοναστήρια και ερευνούσε τα βιβλία που υπήρχαν και προσπαθούσε να τα αποκτήσει. Ανέβαινε κατόπιν στις κορυφές των βουνών και, με μεγάλη προσοχή, αφού εμβάθυνε στη μελέτη των βιβλίων, ανυψωνόταν κατ’ αυτόν τον τρόπο στο ύψος της γνώσης. Όταν χόρτασε πλέον να μαθαίνει, επέστρεψε στη Βασιλεύουσα και άρχισε να σπέρνει τα σπέρματα των επιστημών στη σκέψη όσων επιθυμούσαν». Από το παραπάνω απόσπασμα συμπεραίνεται αβίαστα, πέρα από τη μεγάλη μόρφωση του Λέοντος και το ότι πολλές μονές, ακόμη και απομακρυσμένων από την πρωτεύουσα περιοχών, φύλασσαν σπάνια επιστημονικά συγγράμματα στις βιβλιοθήκες τους και γίνονταν πόλοι έλξης και σημεία συνάντησης διαφόρων μορφωμένων Ελλήνων, κληρικών και λαϊκών.
Μετά την επιστροφή του στην Πόλη το 835, ο λέων εργάστηκε ως ιδιωτικός δάσκαλος, «μαϊστωρ» των θετικών επιστημών. Ζούσε μία πολύ ταπεινή και φτωχική ζωή μέχρι τη γνωριμία του με τον τότε εικονομάχο αυτοκράτορα Θεόφιλο (829 – 843 μ.Χ.). Ο Λέων, αν και φημισμένος στους κύκλους των λογίων της πρωτεύουσας, έγινε διάσημος χάρη σε τυχαίο περιστατικό. Ένας μαθητής του που ακολούθησε στρατιωτική σταδιοδρομία, σε συμπλοκή με Άραβες στρατιώτες, αιχμαλωτίστηκε και οδηγήθηκε στις φυλακές της Βαγδάτης, της τότε περίφημης πρωτεύουσας του πανίσχυρου Χαλιφάτου των Αββασιδών. Εκεί κατόρθωσε να γίνει δεκτός από τον φιλομαθή χαλίφη Αλ – Μαμούν (ανιψιό του γνωστού χαλίφη Χαρούν - αλ – Ρασίντ, πρωταγωνιστή στη συλλογή παραμυθιών «Χίλιες και μία νύχτες»). Ο χαλίφης εντυπωσιάστηκε από τις μαθηματικές γνώσεις του νεαρού Έλληνα που αποστόμωσε τους Άραβες μαθηματικούς. Αφού ελευθέρωσε αμέσως το νεαρό στρατιώτη και τον έκανε καθηγητή στο πανεπιστήμιο των ανακτόρων της Βαγδάτης, ζήτησε πληροφορίες για το επιστημονικό επίπεδο των Βυζαντινών. Ο Έλληνας, αφού τον διαβεβαίωσε ότι στη Ρωμανία υπήρχαν χιλιάδες νέοι που ασχολούνταν με τις επιστήμες (ενδεικτικό του γεγονότος ότι η γνώση στο Βυζάντιο ήταν προσιτή σε έναν αρκετά μεγάλο αριθμό λαϊκών που το επιθυμούσαν άσχετα από την κοινωνική τους θέση ή την οικονομική τους κατάσταση, πράγμα αδιανόητο ακόμα στη Δύση), του μίλησε για το Λέοντα. Τότε ο Αλ – Μαμούν εντυπωσιασμένος, στέλνει με το νεαρό μαθηματικό μία επιστολή στο Λέοντα θέτοντάς του διάφορα μαθηματικά προβλήματα. Ο Λέων τα επιλύει χωρίς δυσκολία. Κατενθουσιασμένος τότε ο χαλίφης στέλνει δύο ακόμα επιστολές, μία στο Λέοντα ζητώντας του να έρθει να διδάξει στη Βαγδάτη και μία στο Θεόφιλο ζητώντας του να επιτρέψει να έρθει ο σοφός δάσκαλος στο Χαλιφάτο, τάζοντας 2.000 λίτρες χρυσού και αιώνια ειρήνη! Και καταλήγει με τα εξής : «Αν γίνει αυτό (δηλαδή η αποστολή του Λέοντα στη Βαγδάτη), όλο το γένος των Σαρακηνών θα υποκλιθεί μπροστά σου και πλούτου θα αξιωθείς τόσου, όσον δεν είδαν μάτια ανθρώπου!». Ο Θεόφιλος, όμως, αρνήθηκε.
Από τότε ξεκινά για το Λέοντα μία λαμπρή σταδιοδρομία. Ο Θεόφιλος τον χρηματοδοτεί και του παραχωρεί το ναό των Αγίων Σαράντα μαρτύρων για να διδάσκει. Οι διαλέξεις του παραδίδονταν δωρεάν. Το 840 μ.Χ., κατόπιν ταχείας, αντικανονικής ανάβασης στις βαθμίδες της ιεροσύνης, ο Λέων χειροτονείται μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Γρήγορα, όμως, καθαιρείται, ως εικονομάχος επίσκοπος από τη θρόνο του το 843 μετά την οριστική αναστήλωση των εικόνων και επιστρέφει στην Βασιλεύουσα. Εκεί, με την αμέριστη συμπαράσταση της αυτοκράτειρας αγίας Θεοδώρας (η οποία ήταν που τον καθαίρεσε από τον επισκοπικό θρόνο της Θεσσαλονίκης), του γιου της αυτοκράτορα Μιχαήλ ΄Γ (του Μέθυσου) και του Καίσαρα (πρωθυπουργού) Βάρδα, ανασυγκροτεί το «Πανδιδακτήριον» της Μαγναύρας και το 855 μ.Χ. αναγορεύεται σε «Ύπατο των φιλοσόφων», δηλαδή σε ένα είδος πρύτανη. Στο νέο κρατικό «παιδευτήριον της σοφίας» συρρέουν χιλιάδες φοιτητές δωρεάν και παρακολουθούν τα μαθήματα που παραδίδει ο Λέων (μαθηματικά – άλγεβρα και γεωμετρία – αστρονομία και μουσική), η «τετρακτίς» των Βυζαντινών και εν συνεχεία το “quadrivium” των Δυτικών). Μαθητές του ήταν μεγάλα ονόματα της «Μακεδονικής Αναγέννησης» (867 – 1081), όπως ο Μέγας Φώτιος. Ο Αρέθας Πατρών, οι Κύριλλος και Μεθόδιος, ο αστρονόμος Θεοδήγιος που τον διαδέχθηκε στην «πρυτανεία» κ.α.).
Το έργο του Λέοντος ως μαθηματικού – αστρονόμου αλλά και μηχανικού ήταν πολυτιμότατο. Πρώτος παγκοσμίως εισήγαγε τα γράμματα αντί των αριθμών τόσο στη θεωρητική αριθμητική όσο και στην άλγεβρα (π.χ. στις εξισώσεις) και όχι οι Άραβες (οι οποίοι εισήγαγαν ως αριθμητικά σημεία τους ινδικούς αριθμούς που χρησιμοποιούμε μέχρι σήμερα). Διέσωσε όλα τα συγγράμματα μεγάλων Ελλήνων επιστημόνων όπως του Απολλωνίου, του Περγαίου, του Θεωνά του Αλεξανδρέως, του μεγάλου Ευκλείδη – με ερμηνευτικά σχόλια του ιδίου, χρησιμοποιημένα κατόπιν κατά κόρον στη Δύση – του Αρχιμήδη και του Πτολεμαίου και φρόντισε για τη μεταφορά πολλών εξ αυτών των έργων στην αυλή του χαλίφη. Επίσης, συνέταξε αστρονομικούς πίνακες και διόρθωσε ένα λάθος του αστρονόμου Πορφυρίου σχετικά με την κίνηση των πλανητών. Δυστυχώς από το μεγάλο συγγραφικό του έργο δεν σώζεται τίποτα, με την εξαίρεση των σχολίων του Ευκλείδη, λόγω του χρόνου και, κυρίως, του θρησκευτικού φανατισμού κάποιων εικονολατρών, που μετά τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας και την επικράτηση της λατρείας των εικόνων, «εξαφάνισαν» τα έργα του εικονομάχου επιστήμονα, μετά το θάνατό του.
Πιο γνωστός ,όμως, κατέστη για την τελειοποίηση του αρχαίου συστήματος τηλεπικοινωνίας, του οπτικού τηλέγραφου. Ως γνωστόν φρυκτωρικούς πύργους χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι από την αρχαιότητα για να προειδοποιούν για επικείμενες επιδρομές. Οι «αλυσίδες», όμως, των φρυκτωριών είχαν μήκος μόνο μερικών δεκάδων χιλιομέτρων. Ο Λέων δημιούργησε μία αλυσίδα μόλις επτά φρυκτωρικών πύργων – σταθμών, μήκους περίπου δύο χιλιάδων χιλιομέτρων (!) από την Κωνσταντινούπολη ως την Ταρσό της Κιλικίας, τους οποίους και έκτισε στις ψηλότερες κορυφές των οροσειρών που μεσολαβούσαν μεταξύ των δύο πόλεων, ώστε η φωτιά τους να είναι ορατή από εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά. Το σύστημα μετέδιδε όχι ένα αλλά δώδεκα διαφορετικά μηνύματα (όπως επιδρομή, νίκη ή ήττα, υποχώρηση του εχθρού, πυρκαγιά, σεισμό ή πλημμύρα κ.α.). αυτό ήταν δυνατό χάρη σε δύο τέλεια συγχρονισμένα μηχανικά ρολόγια (τα πρώτα μηχανικά ρολόγια στην ιστορία!) τοποθετημένα στα δύο άκρα της φρυκτωρικής αλυσίδας, που λειτουργούσαν με βάση μία διαίρεση της ημέρας σε σταθερές ώρες με αντίστοιχα συμφωνημένα 12 μηνύματα. Με το παραπάνω σύστημα, το αυτοκρατορικό επιτελείο στην Κωνσταντινούπολη μπορούσε να πληροφορηθεί για το τι συνέβαινε στο καίριας σημασίας ανατολικό μεθοριακό μέτωπο από μία έως το πολύ έντεκα ώρες! Αυτή η ταχύτητα μετάδοσης μηνυμάτων σε μεγάλες αποστάσεις ξεπεράστηκε μόλις το 19ο αιώνα με την ανακάλυψη του τηλέγραφου! Δυστυχώς, το σύστημα λειτούργησε για πολύ λίγο γιατί, όταν οι Άραβες κατέλαβαν την Ταρσό μερικές δεκαετίες αργότερα, κατέστρεψαν και το μηχανικό ρολόι της πόλης.
Τέλος, ο Λέων, βαθύς γνώστης της αλεξανδρινής τεχνολογίας, δημιούργησε διάφορα «αυτόματα» μεταλλικά αντικείμενα για τα βυζαντινά ανάκτορα, αξιοποιώντας την υδροστατική και αεροστατική πίεση. Έτσι, κατασκεύασε και τοποθέτησε στην αίθουσα του θρόνου, στον «Χρυσοτρίκλινο» (ανάκτορο του 6ου αι.), έναν επιχρυσωμένο πλάτανο που στα κλαδιά του κουνούσαν τα φτερά τους και κελαηδούσαν χρυσά πουλιά, ενώ στην κορυφή του ένας αυτόματος χρυσός άγγελος έπαιζε σάλπιγγα. Κάτω το δένδρο ολόχρυσοι αυτόματοι οινοχόοι κερνούσαν κρασί τους καλεσμένους του αυτοκράτορα! Στη μαρμάρινη βάση του θρόνου, ορειχάλκινα επιχρυσωμένα λιοντάρια, όποτε κάποιος πλησίαζε το θρόνο, σηκώνονταν όρθια, άνοιγαν το στόμα και βρυχιόνταν! Παρόμοια μηχανήματα είχε κατασκευάσει ο Ήρων ο Αλεξανδρεύς για τους Πτολεμαίους, ενώ άλλα αυτόματα προϋπήρχαν στα βυζαντινά ανάκτορα και στην αυλή του Άραβα χαλίφη για τον εντυπωσιασμό των ξένων.
Το πιο εντυπωσιακό επίτευγμα του Λέοντος στον τομέα του αυτοματισμού υπήρξε κατά το «Περί βασιλείου τάξεως», έργο του Κωνσταντίνου ΄Ζ Πορφυρογέννητου (912 – 949) το «μηχανικόν σάρωθρον», δηλαδή μια μηχανική χελώνη που καθάριζε τους δρόμους της Βασιλεύουσας, ίσως χρήσιμη και για τους σύγχρονους οδοκαθαριστές! Όλα αυτά τα εντυπωσιακά μηχανήματα, σύμφωνα με τις πηγές αχρηστεύτηκαν από τους ίδιους τους Βυζαντινούς σε εποχές οικονομικής δυσπραγίας, οπότε είτε τα έλιωναν για να κόψουν χρυσά και χάλκινα νομίσματα, είτε επειδή δεν μπορούσαν να τα συντηρήσουν, τα πετούσαν.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
· Ε. Λ. Μπουρδάκου : «Αρχαία ρομπότ», β΄ έκδοση, εκδόσεις «Ελεύθερη Σκέψις», Αθήνα, 2002.
· P. Lemerle : «Ο πρώτος βυζαντινός Ουμανισμός», εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 1981.
· Β. Σπανδάτου κ.λ.π. : «Οι θετικοί επιστήμονες της Βυζαντινής Εποχής», εκδ. «Αίθρα», Αθήνα, 1996.
* Ο Δημήτριος Ντούρτας είναι Δικηγόρος Αθηνών και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στον Τομέα Ιστορίας, Φιλοσοφίας, Κοινωνιολογίας και Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Συγγραφέας του άρθρου: Δημήτριος Ντούρτας
Απονομή δικαιοσύνης στα βυζαντινά διοικητικά πλαίσια
"Quod principi placuit legis habet vigorem"
«όπερ αρέσει τω βασιλεί νόμος εστίν»
"Princeps legibus solutus est"
«ο βασιλεύς τοις νόμοις ουχ υπόκειται»
Η απονομή δικαιοσύνης στο Βυζάντιο στηρίχθηκε στο ρωμαϊκό δίκαιο και δέχθηκε την επιρροή της ελληνιστικής φιλοσοφίας και του χριστιανισμού. Στη παρούσα έρευνα θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε τη δικαιοσύνη στα πλαίσια της κυρίαρχης ιδεολογίας που συνδέεται άμεσα με τον αυτοκράτορα, ως αποκλειστικό νομοθέτη και ερμηνευτή των νόμων, την κωδικοποίηση του δικαίου, ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα των βυζαντινών αυτοκρατόρων, τα συνήθη εγκλήματα και τις ποινές που επιβάλλονταν. Τέλος, θα ανιχνεύσουμε την παρέμβαση της Εκκλησίας στην κοσμική δικαιοσύνη, μέσω των επισκόπων της, για υποθέσεις, κυρίως, του οικογενειακού δικαίου, που οδήγησε τελικά στον πλήρη έλεγχο αυτής.
Γιώτα Μαδούρα, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο
Ο Αυτοκράτορας και οι νόμοι
όπερ αρέσει τω βασιλεί νόμος εστίν
«Κυριαρχία χωρίς ιδεολογία είναι σχεδόν αδιανόητη»[1]. Οι μονάρχες, όλων των εποχών, προσπαθώντας να στηρίξουν την απόλυτη εξουσία τους τοποθετούν τον εαυτό τους έξω από τα πλαίσια της συνταγματικής πραγματικότητας ενδύοντάς τον με γνωρίσματα και χαρίσματα ξεχωριστά. Η ελληνιστική πολιτική φιλοσοφία, ο χριστιανισμός και η ιδέα του θείου ανδρός διαμόρφωσαν την κυρίαρχη ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τρία συμπλέγματα ιδεών οριοθετούν αυτή την ιδεολογία: οι αρετές και η χαρισματική προσωπικότητα του ηγεμόνα, η μεταφυσική κάλυψη της απόλυτης μοναρχίας (θείος άνδρας) και η αξίωση του αυτοκράτορα να ενσαρκώνει τον νόμο και να είναι υπεράνω αυτού[2]. Το αίσθημα της δικαιοσύνης που χαρακτηρίζει τον ηγεμόνα συμβάλλει στην παγίωση της αντίληψης ότι είναι ανώτερος και ξεχωριστός και ενσαρκώνει τον νόμο γιατί τον κουβαλά μέσα του. Η αξίωση του αυτοκράτορα να ασκεί απόλυτη εξουσία και να μην δεσμεύεται από κανένα θεσμό θεωρείται επακόλουθο της θείας εύνοιας[3].
Στο κείμενο των Πανδεκτών και αργότερα στα Βασιλικά (βλ. σ. 6) δηλώνεται για πρώτη φορά ότι ο αυτοκράτορας είναι ο αποκλειστικός νομοθέτης του κράτους και συγχρόνως ότι εξαιρείται των νόμων, με συνέπεια την εδραίωση της απολυταρχίας. Στο πρωτότυπο λατινικό κείμενο αναφέρεται: quod principi placuit legis habet vigorem = όπερ αρέσει τω βασιλεί νόμος εστίν. Αυτό, βέβαια δεν μεταφράζεται «ότι επιθυμεί ο ηγεμών» ή «ότι αρέσει στον βασιλέα», αλλά «ότι εντέλλεται ή αποφασίζει ή ορίζει ή επιτάσσει ο ηγεμών έχει ισχύ νόμου»[4]. Ο αυτοκράτορας είναι δικαστής, νομοθέτης και ερμηνευτής του νόμου. Οι νόμοι δεν τον δεσμεύουν, γιατί έχει το δικαίωμα να τους καταργήσει, να τους τροποποιήσει ή να συντάξει καινούριους. Στους Πανδέκτες, επίσης, καταγράφεται: princeps legibus solutus est = ο βασιλεύς τοις νόμοις ουχ υπόκειται, και στο Στρατηγικό του Κεκαυμένου[5] αναφέρεται: «Κάποιοι λένε ότι ο αυτοκράτορας δεν υπόκειται στον νόμο, αλλά είναι νόμος ο ίδιος … [όμως] ο αυτοκράτορας καθώς είναι άνθρωπος, υπόκειται στους ευσεβείς νόμους»[6]. Πρόκειται, λοιπόν, για μια αρχή καθολικά αναγνωρισμένη που μοιάζει, όμως, να μεταχειρίστηκαν οι αυτοκράτορες με σύνεση και αυτοσυγκράτηση. Οι αρχές του χριστιανισμού και το κοινό αίσθημα του δικαίου αποτελούν ηθικούς φραγμούς στην απόλυτη εξουσία του αυτοκράτορα, ο οποίος οφείλει να προσεγγίζει τους νόμους με πνεύμα φιλάνθρωπο και επιεικές. «Το κύρος του δικαίου, αποτελεί προϋπόθεση για το κύρος της αυτοκρατορικής εξουσίας»[7].
Η συμμόρφωση του αυτοκράτορα με τους νόμους δεν σημαίνει άρνηση της απόλυτης εξουσίας του. Είναι πρέπον να διακηρύσσει ότι υπόκειται στους νόμους και θαυμάσια προβολή της αυτοκρατορικής πολιτικής, αλλά το πράττει εκ του ασφαλούς. Το δημόσιο δίκαιο τον τοποθετεί στην κορυφή της εξουσίας και έχει τη δυνατότητα να τροποποιήσει και να θεσπίσει νέους νόμους ή να ερμηνεύσει τους ήδη υπάρχοντες κατά το δοκούν, γιατί είναι ο μόνος που έχει την εξουσία να το κάνει[8]. «Έχει επιλεγεί από το Θεό να κυβερνά ως έμψυχος νόμος»[9].
Ο κοινός πολίτης δεν έχει το δικαίωμα να επιλέξει αν θα υπακούσει στους νόμους ή όχι. Η συνειδητή ή ακούσια παράβαση των αυτοκρατορικών εντολών ή νόμων ισοδυναμεί με ιεροσυλία. Ας μην ξεχνάμε, ότι, όλα όσα ήταν συνδεδεμένα με τον αυτοκράτορα είχαν τον μανδύα του θρησκευτικού κύρους: το παλάτι, η αυλή, η διοίκηση, η νομισματοκοπεία και οι νόμοι του (ιερόν παλάτιον, ιερόν κουβούκλειον, ιερόν κονσιστώριο, θεία οφφίκια, θείοι θησαυροί κ.ο.κ.). Αυτή όμως η ιδεολογία «υποχρεώνει τον αυτοκράτορα , αν θέλει να την κάνει αποδεκτή, να συμβιβάζεται αδιάκοπα με την κοινωνία που τον περιβάλλει»10.
Corpus juris civilis
Ήδη από τον 4ο αι., ούτε οι δικαστές ούτε οι συνήγοροι ήταν σε θέση να γνωρίζουν με βεβαιότητα ποιοι νόμοι ίσχυαν ή πως έπρεπε να εφαρμόζονται. Ο Ιουστινιανός αποφάσισε να εξαλείψει κάθε αμφιβολία, συγκροτώντας ένα corpus (σώμα) υλικού, το οποίο θα διατύπωνε με κάθε σαφήνεια τους κανόνες του δικαίου που θα έπρεπε να εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση. Έτσι το ρωμαϊκό δίκαιο κωδικοποιήθηκε στο corpus juris civilis[11] (Σώμα, πλήρης συλλογή, του Αστικού Δικαίου)[12]. Το τεράστιο αυτό έργο χωρίστηκε σε τέσσερα μέρη: τον Κώδικα (Codex Iustianius)[13], τους Πανδέκτες (Digesta)[14], τις Εισηγήσεις (Instituta)[15] και τις Νεαρές (Novellae)[16]. Στις τελευταίες γίνεται προσπάθεια προσαρμογής του δικαίου στις χριστιανικές αρχές με τα πολυάριθμα χωρία που αναφέρονται ειδικά στην χριστιανική Εκκλησία, αλλά και τους νόμους που απέβλεπαν στην προστασία των γυναικών, των αδυνάτων και των φτωχών[17]. Το Corpus Iuris Civilis καταργείται οριστικά και αντικαθίσταται από τα Βασιλικά[18] τον 12 αι., κυρίως, λόγω της αδυναμίας των νομικών, που δεν γνώριζαν πια λατινικά, να το χρησιμοποιήσουν.
Σημαντικό βήμα στην εξέλιξη του δικαίου αποτελεί η έκδοση της Εκλογής των Νόμων[19], που περιγράφεται ως ο πρώτος χριστιανικός κώδικας νόμων[20]. Η αντικατάσταση της θανατικής ποινής με τον ακρωτηριασμό, για τα ποινικά αδικήματα, ωστόσο, συνιστά οπισθοδρόμηση ως προς την ιουστινιάνεια νομοθεσία η οποία προέβλεπε, αντίστοιχα, χρηματικές ποινές. Διακρίνουμε, σ’ αυτή τη στροφή, την επίδραση της Ανατολής και του είδους των ποινών που ήταν εκεί συνηθισμένες[21]. Αξιοσημείωτη είναι, επίσης, η έκδοση της συλλογής νόμων γνωστής ως Μικρά Σύνοψις[22], μέρη της οποίας διαπνέονται από πνεύμα φιλανθρωπίας και φιλελευθερισμού: η αρχή του ρωμαϊκού δικαίου «εν τοις αμφιβόλοις το φιλάνθρωπον επικρατεί», οι δηλώσεις «η ελευθερία πράγμα εστίν αδιατίμητον» και, «πλέον παντός πράγματος θάλπομεν την ελευθερίαν» και η ρήση του Ευαγγελίου «μην κρίνετε κατ’ όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνετε» (Ιωάννης Ζ΄, 24). Σε αυτή την τελευταία βυζαντινή περίοδο το νομοθετικό έργο επικεντρώνεται σε θέματα, όπως η απονομή δικαιοσύνης ή οργάνωση δικαστηρίων[23].
Η δικαιοσύνη στα διοικητικά πλαίσια: oι λειτουργοί του δικαίου
Όπως ήδη αναφέραμε, ο αυτοκράτορας, είναι ο αποκλειστικός νομοθέτης και ερμηνευτής των νόμων, αλλά ως κύριος ρυθμιστής των πάντων είναι και ο μοναδικός αρμόδιος για την απονομή δικαίου. Διορίζει τους δικαστές αλλά δικάζει και ο ίδιος. Οι αποφάσεις των δικαστηρίων εφεσιβάλλονται στον αυτοκράτορα και μπορούν να επικυρωθούν, τροποποιηθούν αλλά και να ακυρωθούν. Έτσι ο αυτοκράτορας και δικάζει αυτοπροσώπως υποθέσεις σε πρώτη εκδίκαση (εγκλήματα εσχάτης προδοσίας και ανώτατων αξιωματούχων) και δέχεται εφέσεις εναντίον αποφάσεων άλλων δικαστηρίων. Εκδικάζει στο consistorium principis, μέλη του οποίου είναι ανώτατοι αξιωματούχοι του κράτους[24].
Οι δικαστές απονέμουν δικαιοσύνη αποκλειστικά και μόνο γιατί ο αυτοκράτορας δεν μπορεί να παραβρίσκεται σε όλες τις περιπτώσεις και σε όλη την επικράτεια. Δικάζουν, όμως, έπειτα από ρητή εντολή και εξουσιοδότησή του και απονέμουν δίκαιο εξ ονόματός του και σύμφωνα με τους νόμους του[25]. Οι τακτικοί δικαστές (judices ordinarii) έχουν την γενική δικαιοδοσία (βοηθούμενοι από νομομαθείς συνεργάτες) και ο καθορισμός τους έχει ως βάση την υποδιαίρεση του κράτους σε επαρχίες, διοικήσεις και υπαρχίες[26]. Ανώτατος δικαστικός λειτουργός του κράτους (και ένα είδος υπουργού της δικαιοσύνης συγχρόνως) ήταν ο κοιαίστωρ του ιερού παλατίου (quaestor sacri palatii). Είχε δικαιοδοσία σε θέματα οικογενειακού δικαίου και συνέτασσε τις αυτοκρατορικές απαντήσεις σε κάθε είδους προσφυγή προς τον αυτοκράτορα. Δικαστική αρμοδιότητα για δίκες αστικού και ποινικού περιεχομένου στην πρωτεύουσα και στην γύρω περιοχή είχε ο έπαρχος της πόλεως (praefectus urbi), που δίκαζε πρωτοβάθμια και εκτελούσε τις επιβαλλόμενες ποινές και του οποίου οι αποφάσεις μπορούσαν να προσβληθούν μόνο ενώπιον του αυτοκράτορα[27]. Στην πρωτοβυζαντινή Κωνσταντινούπολη μνημονεύονται ακόμη οι curators regeonum, αστυνομικοί δηλαδή επιτηρητές των συνοικιών της Κωνσταντινούπολης, με μικρή δικαστική αρμοδιότητα και ο ερευνάς (quaesitor), αξίωμα που ίδρυσε ο Ιουστινιανός (539), με αποστολή την παρακολούθηση των υποθέσεων των επαρχιωτών που έρχονταν στην πρωτεύουσα[28].
Οι διοικητές των επαρχιών (ηγεμόνες, άρχοντες), των διοικήσεων (βικάριοι) και των υπαρχιών (ύπαρχοι) διορίζονταν από τον αυτοκράτορα για ένα χρόνο με δυνατότητα παράτασης της θητείας τους, ως τακτικοί δικαστές. Ως κατώτεροι δικαστές στις πόλεις κάθε επαρχίας χρησίμευαν οι άρχοντες της πόλεως (αστικές μικροδιαφορές) και οι έκδικοι (φορολογικά), που με το πέρασμα του χρόνου απέκτησαν και δικαστικές αρμοδιότητες. Λόγω του όγκου των υποθέσεων οι άρχοντες των επαρχιών αλλά και της πρωτεύουσας, ανέθεταν την εκδίκασή τους σε εντεταλμένους δικηγόρους (pedanei = κατώτεροι δικαστές)[29]. Αρμόδιοι για την εκδίκαση των εφέσεων ήταν είτε ο βικάριος (που σταδιακά καταργήθηκε) είτε ο ύπαρχος. Οι αποφάσεις των βικαρίων ήταν εφέσιμες προς το αυτοκρατορικό δικαστήριο, όχι όμως και οι αποφάσεις του υπάρχου γιατί θεωρούνταν ισοδύναμες με του αυτοκράτορα[30].
Οι δικαστές, όπως και όλοι οι δικαστικοί υπάλληλοι μισθοδοτούνταν από το κράτος, αλλά τα κύρια έσοδά τους προέρχονταν από τα έξοδα της δίκης, που πλήρωναν οι διάδικοι και δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητα. Αντίθετα οι χαμαιδικασταί (judices pedanei), δικηγόροι - συνήγοροι, κατά κανόνα, δεν είχαν υπαλληλική ιδιότητα. Ενίοτε, λόγω του φόρτου των δικαστηρίων, οι διοικητές των επαρχιών τους διαβίβαζαν ορισμένες υποθέσεις για εκδίκαση[31]. Εφέσεις στις αποφάσεις τους δίκαζαν οι θεματικοί κριτές. Οι συνήγοροι που ονομάζονταν αβοκάτοι (και στην Κύπρο επί Φραγκοκρατίας αβανπαρλιέρηδες ‘avan parleurs’ και φαρμπαλιέροι) έπρεπε να είναι τουλάχιστον 17 χρονών και χριστιανοί. Συχνά παράπονα εναντίον τους εξέφραζαν οι δικαστές για την πολυλογία τους και οι κατηγορούμενοι για την υψηλή αμοιβή τους - τα σπόρτουλα - , το ανώτατο όριο των οποίων ρυθμίστηκε τελικά με νόμο[32]. Οι τακτικοί δικαστές συνήθως δεν είχαν ειδικές νομικές γνώσεις. Το κενό κάλυπταν οι πάρεδροι (adsessores), που είχαν συμβουλευτική ψήφο και ενίοτε αναπλήρωναν τον δικαστή σε διαδικαστικά θέματα. Επί Ζήνωνος (474-475, 476-491), έγινε κάποια προσπάθεια να χρησιμοποιηθούν νομικοί στην απονομή της δικαιοσύνης (ορίζονταν με παραπομπή συνήγοροι για εκδίκαση υποθέσεων) που δεν απέδωσε γι αυτό και ο Ιουστινιανός (539) κατάρτισε ένα σώμα από 12 δικαστές (4 ανώτατους λειτουργούς και οκτώ δικηγόρους) και έναν πάρεδρο και τους έθεσε στη διάθεση όλων των δικαστηρίων της χώρας, στα οποία δίκαζαν ο καθένας ιδιαίτερα και όχι σαν συλλογικό σώμα[33].
Οι αλλαγές που παρατηρούνται ήδη από τον 6ο αι., είχαν αντίκτυπο και στον τομέα της απονομής δικαιοσύνης. Ο αυτοκράτορας αποτελεί πάντα το κέντρο της δικαιοσύνης. Παρατηρείται μεγάλη ανάπτυξη των δικαστηρίων που αντικατοπτρίζει τις αυξημένες ανάγκες (κοινωνικές, οικονομικές) αυτής της περιόδου που αποσκοπεί στην βελτίωση και την απονομής του δικαίου και ισχύει και μέχρι την κατάλυση του Βυζαντίου. Το δικαστήριό του μετονομάζεται σε αυτοκρατορικό και βασιλικό κριτήριον ή βήμα, και προεδρεύεται, όταν απουσιάζει ο αυτοκράτορας, από τον έπαρχο ή το δρουγγάριο της βίγλης. Τέσσερα είναι τα κύρια δικαστήρια της πρωτεύουσας: του δρουγγαρίου της βίγλης, του επάρχου, του κοιαίστωρος και του επί των κρίσεων[34]. Κατ’ εξοχήν δικαστής της πρωτεύουσας αναδεικνύεται, κατά την μεσοβυζαντινή περίοδο, ο έπαρχος της πόλεως (διάδοχος του επάρχου του πραιτωρίου), η δικαστική αρμοδιότητα του οποίου θα περιοριστεί με τη σειρά της τους επόμενους αιώνες[35]. Ο δρουγγάριος της βίγλης αντικαθιστά τον αυτοκράτορα στην προεδρία του βασιλικού κριτηρίου και προάγεται σε μέγα δρουγγάριο[36]. Στην Κωνσταντινούπολη έδρευε και ο κοιαίστωρ[37], οι αποφάσεις του οποίου μπορούσαν να προσβληθούν μόνο στο αυτοκρατορικό δικαστήριο. Υπήρχαν επίσης και πολλοί κριταί (οι οποίοι διορίζονταν και στην επαρχία για περιορισμένο χρόνο) και διακρίνονταν σε δύο κατηγορίες: οι κριταί του βήλου (αυτοκρατορικό δικαστήριο) και οι κριταί του ιπποδρόμου (δικαστήριο σκεπαστού ιπποδρόμου)[38]. Το δικαστήριο του επάρχου περιορίζεται σε υποθέσεις των συντεχνιών εξαιτίας, ίσως, της αύξησης των εμπορικών δραστηριοτήτων. Τον 11ο και 12ο αι., παρατηρούνται συνεχείς αναβολές δικών[39] αλλά και δυστοκία στην εκτέλεση του έργου των δικαστών. Έτσι ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός δημιουργεί τέσσερα νέα δικαστήρια για να επιταχύνει τη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης: το δικαστήριο του μεγάλου δρουγγαρίου της βίγλης, το δικαστήριο του προκαθημένου (ποινικό εφετείο), το δικαστήριο του πρωτασκρήτου (γραμματεία του αυτοκρατορικού ‘βήματος’) και τέλος το δικαστήριο του δικαιοδότου (πολιτικό εφετείο)[40]. Το 1296 ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος[41] θα αναδιοργανώσει τα δικαστήρια της Βασιλεύουσας ιδρύοντας 12μελές ανώτατο δικαστήριο από κληρικούς (σημαντικός νεωτερισμός) και λαϊκούς της συγκλητικής τάξης και το 1329 ο εγγονός του Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος προχωρεί στον σχηματισμό ενός ανώτατου δικαστικού οργάνου που το αποτελούσαν οι τέσσερις καθολικοί κριταί των Ρωμαίων[42]. Γύρω στα μέσα του 14ου αι., λόγω των αυξημένων αναγκών, εμφανίστηκε και ο θεσμός των τοπικών καθολικών κριτών[43]. Την δικαστική αρμοδιότητα στα κάστρα και τις μικρές περιφέρειες είχαν οι κεφαλικεύοντες βοηθούμενοι από κατάλληλα πρόσωπα που ασκούσαν χρέη κριτών.
Στα πλαίσια του κράτους δικαίου
Μην κρίνετε κατ’ όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε
Όπως ήδη αναφέραμε ο αυτοκράτορας θεωρείται ο εκλεκτός του Θεού και οι αρετές του απορρέουν από την προσπάθεια μίμησις Θεού. Εξ ορισμού, λοιπόν, έπρεπε να είναι, δίκαιος, φιλάνθρωπος, γενναιόδωρος, αγνός, φιλαλήθης, ευσεβής και πρώτιστα να διαπνέεται από ευνομία. Επομένως, η θέσπιση νόμων δεσμευόταν από την αρχή της δικαιοσύνης, καθώς, και από πνεύμα επιείκειας και φιλανθρωπίας. Οφείλει, όμως, να φροντίζει και για τη σωστή και δίκαιη εφαρμογή αυτών των νόμων[44]. Στην πρώτη περίοδο της αυτοκρατορίας «οι αυτοκράτορες είχαν τη διπλή φροντίδα να ασκείται η δικαιοσύνη τακτικά και εκ μέρους ικανών και ακέραιων δικαστών»[45]. Σε όλες τις περιόδους της βυζαντινής αυτοκρατορίας καταγράφονται προσπάθειες για τη δίκαιη απονομή δικαιοσύνης, είτε με τους ανάλογους νόμους, είτε με μεταρρυθμίσεις στη διοίκηση, αλλά κυρίως με την δυνατότητα που είχε ο κάθε πολίτης - ανεξάρτητα από κοινωνική ή οικονομική κατάσταση - να προσφύγει στον ίδιο τον αυτοκράτορα[46]. Οι αποφάσεις όλων των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων της επικράτειας ήταν εφέσιμες και μόνο η απόφαση του αυτοκράτορα ήταν μη αναστρέψιμη. Επίσης, αν οι διάδικοι θεωρούσαν ότι οι δικαστές θα μεροληπτήσουν εναντίον τους ή ανησυχούσαν για τον ισχυρό αντίπαλό τους, μπορούσαν πριν τη δίκη να ζητήσουν από τον αυτοκράτορα να επιληφθεί της υπόθεσής τους.
Οι εφέσεις υποβάλλονταν στο αυτοκρατορικό δικαστήριο με αναφορά ή υπόμνηση (relatio) των ενδιαφερομένων, με έκκληση (apellatio) ή με δέηση (supplicatio). Εκεί «μπορούσαν να επικυρωθούν, να τροποποιηθούν αλλά και να ακυρωθούν»[47] από τον αυτοκράτορα. Οι πολίτες παρέδιδαν την έγγραφη δέησιν ή το υπομνηστικόν σε έναν από τους δύο ιππείς που συνόδευαν τον αυτοκράτορα στις εξόδους του, ακριβώς για να συλλέγουν αυτά τα έγγραφα. Τα έγγραφα παράπονα κατέληγαν στον επί των δεήσεων ο οποίος τα μελετούσε και τα προωθούσε στον αυτοκράτορα ή απαντούσε απευθείας. «Με τον τρόπο αυτό εξασφαλιζόταν ένας ανεξάρτητος έλεγχος στις πράξεις της διοικήσεως και της τακτικής δικαιοσύνης»[48]. O Λέοντας Γ΄ (726), στην Εκλογή Νόμων, δίνει εντολή στους λειτουργούς της δικαιοσύνης να αποβάλλουν κάθε ανθρώπινο πάθος και να εκδίδουν δίκαιες αποφάσεις και για διασφαλίσει την ακεραιότητά τους, τους επιδοτεί με επαρκείς μισθούς, ώστε να τους προφυλάξει από δωροδοκίες και άλλους πειρασμούς. Τέλος παραπέμπει στη ρήση του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου: μην κρίνετε κατ΄όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε[49]. Ο Κωνσταντίνος Θ΄ ο Μονομάχος εγκαινίασε το 1047 την επίσημη διδασκαλία του δικαίου από τον νομοφύλακα, ο οποίος έλεγχε την νομιμότητα των αποφάσεων των δικαστηρίων, είτε είχε υποβληθεί έφεση είτε όχι, έλεγχος που προστάτευε κυρίως τους πένητες, για τους οποίους μια μετακίνηση στην πρωτεύουσα ήταν συχνά αδύνατη[50].
Οι συχνές αναδιοργανώσεις του δικαστικού συστήματος, πέρα από τις κοινωνικές εξελίξεις, δηλώνουν και τη δυστοκία στην άσκηση δίκαιης απονομής του δικαίου. Σ΄ αυτό συνηγορούν και οι νόμοι που συχνά εκδίδονταν με παραινέσεις προς τους λειτουργούς. Όπως, ήδη, αναφέρθηκε, ακόμη και φυσικές καταστροφές ή πολεμικές ήττες, αποδίδονταν στην διαφθορά των δικαστών. Ιδιαίτερα στην υστεροβυζαντινή περίοδο «η αστική δικαιοσύνη βρισκόταν σε πλήρη παρακμή, εφόσον οι κριτές δεν στέκονταν στο ύψος του έργου τους και γενικά πωλούσαν τη δικαιοσύνη. Οι δικηγόροι άπληστοι, αφήνονταν να αγοραστούν, έτοιμοι να προδώσουν τους πελάτες τους»[51]. Στα νέα δικαστήρια που ίδρυσαν οι Παλαιολόγοι, σε μια προσπάθεια αναδιάρθρωσης του συστήματος, «οι δικαστές κρίθηκαν ένοχοι κατάχρησης, αφού δέχονταν δώρα χωρίς ντροπή και από τα δύο μέρη»[52].
Έγκλημα και τιμωρία
Εγκλήματα
Με δεδομένη την έκταση της αυτοκρατορίας, την πολυφυλετικότητα, την πολυπολιτισμικότητα, τις κοινωνικές ανισότητες και τις εκτεταμένες εμπορικές συναλλαγές, δεν θα ήταν παρακινδυνευμένο να υποθέσουμε ότι η εγκληματικότητα, σε όλες τις μορφές της, ανθούσε. Σ’ αυτό συνηγορεί και η θέσπιση πάμπολλων νόμων που κατέγραφαν τα εγκλήματα και τις επιβαλλόμενες ποινές. Ιδιαίτερα τη νύχτα οι βυζαντινές πόλεις δεν ήταν ασφαλείς, λόγω της ανεπαρκούς αστυνόμευσης, του ελλιπή φωτισμού, αλλά και του πλήθους των κλεφτών, επαιτών και δολοφόνων. Η μεγαλύτερη, ίσως, κατηγορία εγκληματιών, που την συναντάμε στις πόλεις, την ύπαιθρο και το στρατό, είναι αυτή των κλεφτών. «Θα πρέπει να συμπεράνουμε, ότι μιας και είναι δεδομένος ο πολύ μεγάλος αριθμός των φτωχών στο Βυζάντιο, ο αριθμός των κλεφτών θα πρέπει να είναι εξίσου μεγάλος»[53]. Η μεγάλη αυτή «κοινότητα» αποτελείτο από πολλές συντεχνίες. Χοντρικά διαιρούνταν σε κλέπτας, γενικά, και νυχτοκλέπτας[54], αυτοί, δηλαδή, που έκλεβαν τη νύχτα και τιμωρούνταν αυστηρότερα. Έκλεβαν τα πάντα: χρήματα, ρούχα (που για να μην τα γνωρίσουν τα φορούσαν ανάποδα), οικιακά σκεύη, κοσμήματα, αλλά και κότες, αιγοπρόβατα, αγελάδες, άλογα και μουλάρια (μερικοί τα χρωμάτιζαν για να αποφύγουν τη σύλληψη), όπλα από τα στρατόπεδα, δεμάτια σταχυών και σταφύλια[55]. Δίπλα τους ανθούσαν οι κλεπταποδόχοι (που επίσης τιμωρούνταν αυστηρά από το νόμο). Οι ιδιώτες χρησιμοποιούσαν σκυλιά-φύλακες για να προστατευτούν και το κράτος προσπαθούσε να μειώσει την εγκληματικότητα με επαρκή φωτισμό των δρόμων, αλλά και με περιπολίες στρατιωτικών σωμάτων (εξέρκετον, κέρκετον ή βίγλα)[56], τα οποία συλλάμβαναν και μαστίγωναν όσους δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν την παρουσία τους[57]. Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο επιφορτισμένος με τη νυχτερινή ασφάλεια ήταν ο praefectus vigilum (ο λαμπρότατος της αγρυπνίας άρχων), τον οποίο αντικατέστησε ο νυκτέπαρχος, που επί Ιουστινιανού ονομάστηκε πραίτορας των δήμων. Προσλάμβανε στην υπηρεσία του «ληστογνώμονας τε και βενιφικαλίους και βαλαντιονόμους»[58], οι δε πολιτικοί και στρατιωτικοί άρχοντες «ληστοδιώκτας ή βωκολύτας ή τριβούνους»[59]. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στις πηγές για τους εμπρηστές από πρόθεση - κλέφτες συνήθως - που απειλούσαν με καταστροφή ολόκληρες συνοικίες και οι οποίοι, μέσα στη σύγχυση, προσπαθούσαν να αρπάξουν όσα περισσότερα μπορούσαν από τα φλεγόμενα νοικοκυριά.
Πλήθος εγκλημάτων καταγράφεται στις πηγές εκτός από την κλοπή, τη ληστεία και τον εμπρησμό. Ανθρωποκτονία, παραχάραξη, στάση, νοθεία, καταπάτηση, συκοφαντία, απαγωγή, μοιχεία, πορνεία, ομοφυλοφιλία, ιεροσυλία, αιμομιξία, ασέλγεια, φαρμακεία (δηλητηριασμός), μαγεία, λιποταξία, κτηνοβασία, αποπλάνηση, ψευδορκία, βασκανία κ.α. Ακόμη θεωρούνταν εγκληματίες οι οπαδοί αιρέσεων όπως ο Μανιχαϊσμός και ο Μοντανισμός. Για όλα αυτά τα εγκλήματα υπήρχαν και οι ανάλογες, κατά περίπτωση, ποινές.
Οι ποινές
«Χωρίς αμφιβολία πρωταρχικός σκοπός της ποινής ήταν η αποκατάσταση της διαταραγμένης έννομης τάξης»[60]. Η ποινή επιβάλλεται για να σωφρονίσει, αλλά και να παραδειγματίσει. Ενδεικτική της ποινικής φιλοσοφίας ήταν η ρήση του επισκόπου Καισαρείας Βασιλείου: «τιμωρούμε αυτούς… για να γίνουν οι ίδιοι από εδώ και πέρα καλύτεροι ή για να είναι σε άλλους παραδείγματα για αυτοσυγκράτηση». Δεν είναι σίγουρο, όμως, ότι αυτό το πνεύμα επιβολής των ποινών είχε και τα αναμενόμενα αποτελέσματα, γιατί δεν παρατηρούμε με το πέρασμα των χρόνων μείωση της εγκληματικότητας, το αντίθετο μάλλον. Θα έπρεπε μάλλον να συνδέσουμε αυτή την επίδραση - στο ποινικό δίκαιο-, στα πρώτα χρόνια της αυτοκρατορίας, με τον χριστιανισμό και την ιδέα της φιλανθρωπίας που επικρατούσε τότε. Αργότερα «ο σκοπός της ποινής περιλαμβάνει την κάθαρση, την βελτίωση και τον εκφοβισμό»[61]. Τα παιδιά, χωρίς να είναι προσδιορισμένη ακριβής ηλικία, συνήθως απαλλάσσονταν από ποινές.
Οι ποινές διακρίνονταν σε κεφαλικές (έσχατες τιμωρίες για τους Βυζαντινούς) και μη. Στις πρώτες συμπεριλαμβάνονταν ο θάνατος (αποκεφαλισμός, λιθοβολισμός, πνίξιμο ή κάψιμο), η εξορία, ο μεταλλισμός (εξορία σε μεταλλεία) και η δουλεία, ενώ αργότερα προστέθηκαν η τύφλωση και ο ακρωτηριασμός. Στις δεύτερες περιλαμβάνονταν το χρηματικό πρόστιμο ή η σωματική τιμωρία[62]. Παρά το γεγονός ότι στην ιουστινιάνεια νομοθεσία έγιναν προσπάθειες περιορισμού της θανατικής ποινής, αυτή εξακολούθησε να ισχύει καθ’ όλη τη διάρκεια της βυζαντινής ιστορίας. « Η σταύρωση, η ρίψη στη θάλασσα ή σε ποταμό μέσα σε σάκο με φίδια και άλλα ζώα, η θηριομαχία, ο διαμελισμός από άλογα, το γδάρσιμο με σιδερένιους όνυχες, ο ενταφιασμός (εν ζωή)»[63] ήταν μερικές από τις μεθόδους που επιβάλλονταν συχνά. Οι Ίσαυροι (8ος αι.) προχώρησαν σε ποινική μεταρρύθμιση (η οποία έγινε αποδεκτή και από τη δυναστεία των Μακεδόνων) για τον καθορισμό του ύψους της ποινής για κάθε μεμονωμένη πράξη[64]. Η Εκλογή προέβλεπε την ποινή του θανάτου για μεγάλο αριθμό εγκλημάτων: αιμομιξία, ασέλγεια (ομοφυλοφιλία), δηλητηριασμό, μαγεία, ανθρωποκτονία κ.ά.
Παρά το γεγονός ότι ο Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος στην Εκλογή καυχάται ότι αναθεώρησε τους προγενέστερους νόμους «εις το φιλανθρωπότερον», εισήγαγε πολλές ποινές ακρωτηριασμού (ως υποκατάστατα της θανατικής ποινής) , που δεν απαντώνται στο ρωμαϊκό δίκαιο[65] και, μάλλον, οφείλουν την προέλευσή τους σε ανατολικές επιδράσεις. «Η αποκοπή της γλώσσας για ψευδορκία, η τύφλωση για κλοπή πραγμάτων αφιερωμένων στη λατρεία, η αποκοπή του ενός χεριού για παραχάραξη και μερικές άλλες μορφές ‘διακεκριμένης’ κλοπής, τη ρινότμηση για αποπλάνηση μοναχής… μοιχεία ή αιμομιξία και αποκοπή του γεννητικού μορίου για κτηνοβασία»[66]. Οι ερμηνείες που δίνονται για την επιβολή ακρωτηριασμών ποικίλουν: ανταποδοτική αφαίρεση του μέλους με το οποίο διαπράχθηκε το αδίκημα, μέτρο ειδικής πρόληψης για την μείωση της επικινδυνότητας του δράστη, οφθαλμοφανής στιγματισμός για συνεχή τιμωρία του ενόχου και παραδειγματισμό των υπολοίπων. Ίσως ίσχυαν όλα τα ανωτέρω, το σημαντικό, όμως, είναι ότι γινόταν εκτεταμένη χρήση των ποινών ακρωτηριασμού μέσα και έξω από τα δικαστήρια και «έξω από τα προβλεπόμενα από τους νόμους πλαίσια»[67].
Η ποινή του σωματικού κολασμού εφαρμοζόταν ως κύρια τιμωρία ή ως συμπληρωματική άλλων ποινών. Ήταν ο ροπαλισμός (fuctis) για τους ελεύθερους και το μαστίγωμα (fragelum) για τους δούλους[68]. Το κούρεμα επιβαλλόταν ως συμπληρωματικό του σωματικού κολασμού και θεωρείτο ιδιαίτερα ταπεινωτικό. Συχνά συναντάμε την ποινή της εξορίας, κατάλοιπο του ρωμαϊκού δικαίου[69], με παρεπόμενες ποινές, αυτές του σωματικού κολασμού και του κουρέματος. Διακρινόταν σε πρόσκαιρη και μόνιμη εξορία και στον περιορισμό (ο περιοριζόμενος έχανε την περιουσία του και τα πολιτικά του δικαιώματα, αλλά δεν στερείτο της ελευθερίας του και του δικαιώματος να συναλλάσσεται οικονομικά)[70]. Στις κεφαλικές ποινές περιλαμβάνονταν τα καταναγκαστικά δημόσια έργα και ο μεταλλισμός, η δια παντός εξορία σε μεταλλεία ο οποίος είχε δύο διαβαθμίσεις: α) εις μέταλλον και β) εις έργον μεταλλείου και επιβαλλόταν σε ελεύθερους και δούλους, ακόμη και σε γυναίκες. Ιδιαίτερα αυστηρές ποινές μιας και οι ένοχοι μετατρέπονταν σε δούλους, στιγματίζονταν (στην αρχή στο πρόσωπο και αργότερα στα χέρια ή στα πόδια), αλυσοδένονταν και με τη συνοδεία των μαστιγίων των μεταλλαρχών δούλευαν όλη μέρα σε σκοτεινές σήραγγες[71]. Η ποινή της δήμευσης (εισκομίζεσθαι) αφορούσε την αφαίρεση ολόκληρης της περιουσίας του ενόχου ή τα συγκεκριμένα είδη που συνδέονταν με την κολάσιμη πράξη και περιορίζεται, κατά την ύστερη περίοδο, στους υψηλόβαθμους κρατικούς αξιωματούχους.
Στερητικές ποινές της ελευθερίας, ουσιαστικά, δεν υπήρχαν στο Βυζάντιο. Ο εγκλεισμός ήταν υπαρκτός, αλλά δεν χρησιμοποιείτο ως τιμωρία. Τα οικήματα στα οποία περιορίζονταν οι παραβάτες ονομάζονταν: φυλακαί, δεσμωτήρια, δεσμά, δεσμοφυλακεία και ειρκταί. Διακρίνονταν σε δημόσιες (όπου φυλακίζονταν οι καταδικασθέντες από τα δικαστήρια και τους άρχοντες) και σε ιδιωτικές (όπου ιδιώτες φυλάκιζαν όσους θεωρούσαν ένοχους για πράξεις εναντίον τους) και οι οποίες απαγορεύονταν από τους νόμους και επέσυραν αυστηρές ποινές στους παραβάτες. Εκτός από αυτές αναφέρονται και οι σακέλλαι ή αφορίστριαι για παραβάτες κληρικούς και μοναχούς. Τέλος σαν γυναικείες φυλακές χρησιμοποιούντο τα μοναστήρια. Στις ενδότερες και εξώτερες φυλακές περιορίζονταν οι ένοχοι μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσής τους και οι τιμωρημένοι μέχρι την εφαρμογή της ποινής τους. Κοινό τους γνώρισμα το βαθύ σκοτάδι και οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης[72] με συνέπεια τη μεγάλη θνησιμότητα των φυλακισμένων[73].
Στην μακραίωνη βυζαντινή ιστορία πάμπολλες ήταν οι φορές που το σωφρονιστικό σύστημα χρησιμοποιήθηκε για πολιτικούς και θρησκευτικούς σκοπούς. Για λόγους προνοίας η εξορία χρησιμοποιείτο για την αποδυνάμωση ατόμων θεωρούμενων επικίνδυνων λόγω της πολιτικής ή θρησκευτικής δραστηριότητάς τους. Αναφέρεται συχνά η απομάκρυνση υψηλά ιστάμενων προσώπων, διαδόχων επίδοξων διαδόχων αλλά και πατριαρχών, ανώτερων κληρικών ή κρατικών λειτουργών[74], όπως και ακρωτηριασμοί αυτών[75]. Οφείλουμε, τέλος, να επισημάνουμε τον ταξικό χαρακτήρα επιβολής των ποινών. Για το ίδιο έγκλημα ή αδίκημα οι τιμωρίες ήταν διαφορετικές για τους ευτελείς (humiliores) και διαφορετικές για του έντιμους (honestiores). Παρότι στην Εκλογή γίνεται προσπάθεια κατάργησης των ταξικών ανισοτήτων, τέτοιες διακρίσεις διατηρήθηκαν μέχρι το τέλος της αυτοκρατορίας[76].
Ο ρόλος της Εκκλησίας
Οι επίσκοποι στα πλαίσια του ρόλου τους, ως καθοδηγητές και προστάτες του ποιμνίου της περιοχής τους, καλούνται από πολύ νωρίς να διευθετούν τα μικροπροβλήματα και τις διαφορές τους, για να περάσουν αργότερα (με απόφαση του Μεγάλου Κωνσταντίνου) στην εκδίκαση υποθέσεων του ιδιωτικού δικαίου (οικογενειακό και κληρονομικό δίκαιο)[77]. Στα πλαίσια, λοιπόν, της audientia episcopalis (επισκοπικής ακροάσεως), θεσμού με καθαρά διαιτητικό χαρακτήρα στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορικής του εξέλιξης, επιλύονταν ιδιωτικές διαφορές και μάλιστα ο λαός τους εμπιστευόταν περισσότερο από τους πολιτικούς άρχοντες. Επί Ιουστινιανού (6ος αι.), διευρύνεται ο πολιτικός ρόλος των επισκόπων και καθιερώνεται μια, κατά κάποιο τρόπο, εποπτεία τους για την αμεροληπτική εκδίκαση των υποθέσεων στα άλλα δικαστήρια[78]. Ο Αλέξιος Α΄ (1081-1118) διευρύνει την ανάμιξη της εκκλησίας στην κοσμική δικαιοσύνη προσδιορίζοντας το πατριαρχικό δικαστήριο ως ανώτατο δικαιοδοτικό όργανο του οικογενειακού δικαίου. Έτσι όταν το 1329 καθιερώθηκε ο θεσμός των καθολικών κριτών των Ρωμαίων, υπήρχε και το ανώτατο δικαστήριο της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης που εκδίκαζε υποθέσεις κληρικών αλλά και λαϊκών (ακόμη και υποθέσεις τοκογλυφίας, ερμηνείας συμβολαίων κ.α.)[79].
Από την έλλειψη σχετικής νομοθεσίας συνάγεται ότι ουδέποτε οι αυτοκράτορες ενοχλήθηκαν από την εθιμική αυτή επέκταση της δικαιοδοσίας των εκκλησιαστικών δικαστηρίων (η οποία μεταβαλλόταν όσο παράκμαζε το κράτος και η κοσμική δικαιοσύνη). Επί πλέον η αποσυμφόρηση που δημιουργούσαν στα κοσμικά δικαστήρια ήταν ευνοϊκά αποδεκτή. Οι ποινές που επέβαλαν τα εκκλησιαστικά δικαστήρια (αφορισμός, αποχή από τη μετάληψη, επιτιμία κ.ά) λειτουργούσαν περισσότερο ανασταλτικά από τις ποινές των κοσμικών, με δεδομένη τη θρησκευτικότητα και ευλάβεια του βυζαντινού ανθρώπου[80]. Η εμπέδωση της εκκλησιαστικής δικαστικής αρμοδιότητας επέτρεψε ώστε η εκκλησία να βρεθεί προετοιμασμένη για τον εθναρχικό ρόλο της, μετά την κατάλυση του Βυζαντίου.
Η απονομή της δικαιοσύνης στα διοικητικά πλαίσια του Βυζαντίου συναρτάται όχι μόνο από τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της κάθε περιόδου, αλλά και από την κυρίαρχη πολιτειακή ιδεολογία , που φέρνει στην κορυφή της εξουσίας τον αυτοκράτορα και τον αποδέχεται ως έμψυχον νόμον. Μέσω της θείας εύνοιας ενσαρκώνει το νόμο και μόνο αυτός έχει δικαίωμα να τον καταρτίσει, τροποποιήσει και ερμηνεύσει. Παρότι εξαιρείται των νόμων και δεν δεσμεύεται από αυτούς υπόκειται σ’ αυτούς και οφείλει κατά μίμησιν θεού να είναι φιλάνθρωπος και δίκαιος, ενισχύοντας έτσι το κύρος της εξουσίας του. Ακόμη και σήμερα η κωδικοποίηση του ρωμαϊκού δικαίου, στην οποία προχώρησαν μια σειρά αυτοκρατόρων με κορυφαίο τον Ιουστινιανό, θεωρείται μεγαλειώδες επίτευγμα. Με μία σειρά νόμων, αποφάσεων και διατάξεων επηρεασμένων από την ελληνιστική φιλοσοφία, τον χριστιανισμό και την Ανατολή, γίνεται προσπάθεια να περιληφθούν όλα τα σύγχρονα αδικήματα και να ορισθούν οι ανάλογες, κατά περίπτωση, ποινές. Οι ποινές, πολλές από τις οποίες θεωρούνται αρκετά σκληρές (θανατική, ακρωτηριασμός), επιβάλλονται αρχικά για να συνετίσουν και να παραδειγματίσουν ενόχους και μη και στη συνέχεια με σκοπό την κάθαρση, τη βελτίωση και τον εκφοβισμό. Η στέρηση της ελευθερίας δεν υφίσταται ως ποινή και οι φυλακές χρησιμοποιούνται για την κράτηση των ενόχων πριν τη δίκη τους ή μέχρι την εκτέλεση της ποινής τους. Η απονομή δικαίου χρησιμοποιείται σε αρκετές περιπτώσεις για να εξυπηρετήσει πολιτικούς ή θρησκευτικούς σκοπούς και διακρίνεται για τις «ταξικές» διακρίσεις της. Η Εκκλησία συμμετέχει στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης (το οποίο σε όλες τις περιόδους χαρακτηρίζεται από ανεπάρκεια των λειτουργών του), ως υποκατάστατο ή συμπλήρωμα των λαϊκών δικαστηρίων, προετοιμαζόμενη έτσι για την αποκλειστική διαχείριση του δικαίου, των υπόδουλων Ελλήνων, στα χρόνια της Οθωμανικής κατάκτησης.
Βιβλιογραφία
Ανάστος Μ. «Πνευματικός βίος και πολιτισμός», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Τόμ. Ζ΄ και Η’ Αθήνα: 1978.
------------- «Δίκαιο», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Τόμ. Θ΄. Αθήνα: 1978.
Beck, H.G., Η Βυζαντινή χιλιετία, μτφρ. Δ. Κούρτοβικ (Αθήνα 1990)
Ευθυμιάδης Σ. «Ο βυζαντινός θρησκευτικός βίος», στο Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα Ι: Από την αρχαιότητα έως και τα μεταβυζαντινά χρόνια. Τόμ. ΙΙ. Πάτρα: 2001.
Gerar, W., Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο. Στον αιώνα των Κομνηνών, μτφρ. Κ. Παναγιώτου (Αθήνα 1970)
Gillou, A. Ο Βυζαντινός Πολιτισμός, μτφρ. P. Odorito, Σ. Τσοχανταρίδου (Αθήνα 19982) Καραγιαννόπουλος Γ. Το Βυζαντινό κράτος. Αθήνα: 1993.
Κεκαυμένος. Στρατηγικόν,μτφρ. Τσαγκαράκης Δ. Αθήνα: 1993.
Κουκουλές Φ. Βυζαντινών βίος και πολιτισμός. Τόμ. Γ΄. Αθήνα 1957.
----------------. Βυζαντινών βίος και πολιτισμός. Τόμ. ΣΤ΄. Αθήνα 1957.
Οικονομίδης Ν. «Πολιτεία – Οικονομία – Κοινωνία. Το νέος κράτος της Μέσης Βυζαντινής περιόδου», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Τόμ. Η΄. Αθήνα: 1978.
Πέννα Β. «Βυζαντινοί θεσμοί», στο Ελληνική Ιστορία. Βυζάντιο και Ελληνισμός. Τόμ. Β΄. Πάτρα: 1999.
------------ «Ο δημόσιος, οικονομικός και κοινωνικός βίος των Βυζαντινών», στο Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα Ι: Από την αρχαιότητα έως και τα μεταβυζαντινά χρόνια. Τόμ. ΙΙ. Πάτρα: 2001.
Τρωϊανός Σ. (επιμ.). Έγκλημα και τιμωρία στο Βυζάντιο. Αθήνα 20012.
Χριστοφιλοπούλου Α. «Πολιτεία – Κοινωνία – Οικονομία κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο (324-610)», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Τόμ. Ζ΄. Αθήνα: 1978.
Παραπομπές-σημειώσεις
[1] H.G. Beck, Η Βυζαντινή χιλιετία, μτφρ. Δ. Κούρτοβικ (Αθήνα 1990): 106.
[2] Στο ίδιο: 108-109.
[3] Στο ίδιο: 109.
[4]. Μ. Ανάστος, «Πνευματικός βίος και πολιτισμός», στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ζ’ (Αθήνα 1978): 317.
[5] Συμβουλευτικό εγχειρίδιο πατέρα προς τα παιδιά του με νουθεσίες και προς τον αυτοκράτορα. Γραμμένο ανάμεσα στα 1075 – 1078, χωρίς να είναι ιστορική πηγή, αποτελεί ένα γνήσιο πορτρέτο της βυζαντινής κοινωνίας.
[6] Κεκαυμένος, Στρατηγικόν, μτφρ. Δ. Τσαγκαράκης (Αθήνα 1993): 262.
[7] Γ. Καραγιαννόπουλος, Το Βυζαντινό κράτος, (Αθήνα 1983): 26.
[8] Ανάστος: 320.
[9] Στο ίδιο: 321.
[10] Beck: 109.
[11] Η κωδικοποιημένη αυτή εκδοχή του ρωμαϊκού δικαίου παραμένει η βάση των νομικών συστημάτων της Ελλάδας, του μεγαλύτερου μέρους της Ηπειρωτικής Ευρώπης, της Σκωτίας, τμημάτων της Αφρικής, της Λατινικής Αμερικής, της καναδικής επαρχίας του Quebec και της πολιτείας της Λουϊζιάνας των Η.Π.Α. (Ανάστος: 324)
[12] Ανάστος: 324, 325.
[13] Αναδιατύπωση, σύντμηση και ανάπτυξη των ρωμαϊκών νόμων, ώστε να προσαρμοστούν στο πνεύμα της εποχής. Περιελάμβανε νόμους διατάγματα, αντιγραφές, αποφάσεις κ.α, που είχαν εκδώσει οι αυτοκράτορες. (Στο ίδιο: 325)
[14] Συλλογή ανθολογημένων αποσπασμάτων από έργα νομικών. Διαφέρει από τον Κώδικα ο οποίος περιελάμβανε αποκλειστικά αυτοκρατορικές διατάξεις. Λειτούργησε ως εγκυκλοπαίδεια της ρωμαϊκής νομολογίας και αποτελείτο από 20 τόμους και 20.000 περίπου σελίδες. (Στο ίδιο: 326)
[15] Εγχειρίδιο που συνόψιζε τους κυριότερους θεσμούς της αυτοκρατορίας, αλλά είχε και καθαυτό ισχύ νόμου. Αποτελούσε βασικό εγχειρίδιο των σπουδαστών των σχολών νομικής (Στο ίδιο: 326)
[16] Αυτό το όνομα έλαβε η νομοθεσία που εκδόθηκε μετά τη δημοσίευση του Κώδικα. Οι Νεαρές (Νέες Διατάξεις) γράφτηκαν στην ελληνική, σε αντίθεση με τα τρία προηγούμενα που είχαν γραφτεί στη λατινική, καταδεικνύοντας έτσι το βαθμό εξελληνισμού της βυζαντινής αυτοκρατορίας κατά τον 6ο αι. (Στο ίδιο: 327)
[17] Στο ίδιο: 327.
[18] Νομοθετικό έργο των Μακεδόνων που αντικατέστησε την Εκλογή και επανέφερε την ιουστινιάνεια νομοθεσία, επεξεργασμένη γλωσσικά και νοηματικά, και εισήγαγε την έννοια των δύο εξουσιών: ο αυτοκράτορας θα είναι υπεύθυνος για την ασφάλεια του κράτους και ο Πατριάρχης για την περιφρούρηση της ορθοδοξίας. (Β. Πέννα, «Βυζαντινοί θεσμοί», στο: Ελληνική ιστορία. Βυζάντιο και Ελληνισμός, τ. Β΄ (Πάτρα 1999): 56)
[19] Εκδόθηκε πιθανόν το 741 από τον εικονομάχο αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄.
[20] Κυρίως γιατί αναφέρεται στον πρόλογο, ότι γίνεται προσπάθεια να διαμορφωθούν οι υπάρχοντες νόμοι προς το φιλανθρωπότερον και γιατί παρατίθενται πολλά χωρία από την Παλαιά Διαθήκη. (Στο ίδιο: 55).
[21] Στο ίδιο: 55.
[22] Εκδόθηκε στην επικράτεια της αυτοκρατορίας της Νίκαιας επί βασιλείας του Ιωάννη Γ΄Βατάτζη (1222-1254).
[23] Πέννα: 58.
[24] Καραγιαννόπουλος: 104.
[25] Στο ίδιο: 104.
[26] Β. Πέννα, «Ο δημόσιος, οικονομικός και κοινωνικός βίος των βυζαντινών», στο Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα Ι: Από την αρχαιότητα έως και τα μεταβυζαντινά χρόνια, τ. ΙΙ (Πάτρα 2001):94.
[27] Α. Χριστοφιλοπούλου, «Πολιτεία-Κοινωνία-Οικονομία κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο (324-610), στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ζ΄ (Αθήνα 1978): 269.
[28] Καραγιαννόπουλος: 105.
[29] Στο ίδιο: 105.
[30] Χριστοφιλοπούλου: 269.
[31] Στο ίδιο: 269.
[32] Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, τ. ΣΤ΄ (Αθήνα 1957): 50.
[33] Χριστοφιλοπούλου: 270.
[34] Ν. Οικονομίδης, «Πολιτεία-Οικονομία-Κοινωνία. Το νέο κράτος της Μέσης Βυζαντινής περιόδου», στο υποσ. 27 , τ. Η΄ (Αθήνα 1978): 162.
[35] Καραγιαννόπουλος: 106.
[36] Η αρμοδιότητά του , κατά τον 12ο αι., περιορίζεται σε ζητήματα συντεχνιών και άλλα και αργότερα χάνει κάθε αρμοδιότητα και πέφτει στην αφάνεια. (Στο ίδιο: 106)
[37] Μαζί με τους συνεργάτες του αντιγραφείς, σκρίβας κ.α. ασχολούνταν γενικότερα με θέματα οικογενειακού δικαίου, είχε ειδική δικαιοδοσία σε θέματα πλαστογραφίας και γνησιότητας εγγράφων, επέβλεπε τις δραστηριότητες των επαρχιωτών που έρχονταν στην πρωτεύουσα και ήταν ένας από τους κύριους συντάκτες των νόμων. (Οικονομίδης: 162).
[38]. Στα δικαστήρια αυτά υπηρετούν , από τον 10 αι., διάφοροι υπάλληλοι του δικαστικού: ο μυστικός (που από έμπιστος σύμβουλος του αυτοκράτορα κατέληξε να γίνει δικαστής), οι μυθογράφοι, ο ύπατος, ο κένσωρ, ο θεσμοφύλαξ και από τον 11ο αι., οι μυστολέκτες και οι θεσμογράφοι. (Στο ίδιο: 164).
[39] Τα βυζαντινά δικαστήρια αργούσαν τις Κυριακές και τις άπρακτες ημέρες που τελικά πολλαπλασιάστηκαν τόσο πολύ, που ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός εξέδωσε Νεαρά, με την οποία ορίσθηκαν ακριβώς οι μέρες αργίας και ημιαργίας και πολλές άπρακται ημέρες (όπως οι σχετικές με τον αυτοκράτορα) ορίσθηκαν ως έμπρακτες. (Πέννα: 94).
[40] Ανάστος, «Δίκαιο», στο υποσ. 27, τ. Θ΄: 344.
[41] Τη χρονιά εκείνη μεγάλος σεισμός έπληξε την πρωτεύουσα προκαλώντας σοβαρές ζημιές. Ο ευσεβής αυτοκράτορας ερμήνευσε το γεγονός σαν εκδήλωση της θείας οργής για την αδικία που επικρατούσε στην αυτοκρατορία και ιδιαίτερα για τη διαφθορά των δικαστών. Λίγα χρόνια αργότερα ο εγγονός του Ανδρόνικος Γ’ Παλαιολόγος θα δώσει την ίδια ερμηνεία για τις στρατιωτικές συμφορές της αυτοκρατορίας. (Στο ίδιο: 345).
[42] Είχαν αρμοδιότητα σε όλα τα κάστρα και τις περιοχές της αυτοκρατορίας. Αρχικά δίκαζαν όλοι μαζί και εξέδιδαν τις αποφάσεις τους από κοινού. Λόγω των αυξημένων αναγκών, όμως, δόθηκε στον καθένα το δικαίωμα να εκδικάζει μόνος του, αλλά η απόφαση εκδιδόταν το όνομα και των τεσσάρων. (Καραγιαννόπουλος: 107).
[43] Αναφέρονται καθολικοί κριταί Θεσσαλλονίκης, Λήμνου, Μορέως, Τραπεζούντος.
[44] Πέννα, υποσ. 26: 45-52.
[45] A. Gillou, Ο Βυζαντινός Πολιτισμός, μτφρ. P. Odorito, Σ. Τσοχανταρίδου (Αθήνα 19982): 176.
[46] Αυτή η απόφαση δημοσιεύθηκε σε μία Νεαρά του Λέοντα ΣΤ΄ του Σοφού (842-867) και θα παραμείνει σε ισχύ μέχρι το τέλος της αυτοκρατορίας. (Στο ίδιο: 175).
[47] Πέννα.: 94.
[48] Οικονομίδης: 163.
[49] Ανάστος: 216.
[50] Οικονομίδης: 164.
[51]. Gillou: 181.
[52] Στο ίδιο: 181, 182.
[53] W. Gerar, Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο. Στον αιώνα των Κομνηνών, μτφρ. Κ. Παναγιώτου (Αθήνα 1970): 163.
[54] Ονομάζονταν, ακόμη, περσικάριοι, βαρτόβαροι αλλά και σκωπτικά «παιδιά του αρχιερέως». (Κουκουλές: 210).
[55] Στο ίδιο: 210-212.
[56] Οι νυχτοφρουροί είχαν άμεσου σχέση με τους Ρωμαίους vigiles που απέτρεπαν τις κλοπές αλλά φρόντιζαν και για την κατάσβεση των πυρκαγιών. (Στο ίδιο: 214).
[57] Στο ίδιο: 212-214.
[58] Στο ίδιο: 216.
[59] Στο ίδιο: 216.
[60] Πέννα: 98.
[61] Κουκουλές: 63.
[62] Τρωϊανός (επιμ.), Έγκλημα και τιμωρία στο Βυζάντιο (Αθήνα 20012): 27,28.
[63] Στο ίδιο: 29,30.
[64] Αν και στο βιβλίο Έγκλημα και τιμωρία στο Βυζάντιο (βλ. παραπ.:62: 32) διατυπώνεται η άποψη ότι αυτές οι ποινές δεν αποτελούν νεωτερισμό μιας και απαντώνται συχνά στα χρόνια του Ιουστινιανού.
[65] Ανάστος: 217.
[66] Τρωϊανός: 33-35.
[67] Στο ίδιο: 36.
[68] Εμφανιζόταν με δύο μορφές: ως relegatio (ελαφρά με συνέπεια την αναγκαστική παραμονή του ενόχου σε συγκεκριμένο τόπο) και ως deportatio (βαριά που περιελάμβανε δήμευση της περιουσίας του και απώλεια της ιδιότητας του πολίτη). (Στο ίδιο: 39).
[69] Κουκουλές: 57, 58.
[70] Η ζωή τους ήταν τόσο σκληρή που οι ¶γιοι Απόστολοι προτρέπουν τους φιλεύσπλαχνους χριστιανούς να τους επισκέπτονται και να τους στέλνουν χρήματα για τη διατροφή τους ή τους μισθούς των φυλάκων τους. (Στο ίδιο: 66-68).
[71] Πέννα: 98.
[72] Στον αιώνα των Κομνηνών εμφανίζεται η τάση εξανθρωπισμού των φυλακών. Επιτρέπονται οι καθημερινοί περίπατοι στο φως της ημέρας, επιθεωρητές (ένα είδος κοινωνικών λειτουργών) επισκέπτονται τις φυλακές κάθε Κυριακή και ελέγχουν την σίτιση των κρατουμένων και ακόμα επιτρεπόταν η προσωρινή απόλυση του κρατουμένου όταν η δίκη αργούσε πολύ και δεν κατηγορείτο για φόνο. ( Gerar: 167).
[73] Στο ίδιο: 224-232.
[74] Τα Πριγκιποννήσια έγιναν έτσι γνωστά γιατί χρησιμοποιούντο ως σωφρονιστήριο για εκθρονισμένους αυτοκράτορες ή πρίγκιπες. (Guillou: 184).
[75] Για παράδειγμα ο ακρωτηριασμός του Μαξίμου του Ομολογητή και δύο μαθητών του (662), η ρινότμηση του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Β΄ (695) ή η τύφλωση του Κωνσταντίνου ΣΤ΄ από την μητέρα του Ειρήνη (797), γιατί ήθελε να κυβερνήσει μόνη της. (Ανάστος: 217).
[76] Τρωϊανός: 39.
[77] Σ. Ευθυμιάδης, «Ο βυζαντινός θρησκευτικός βίος», στο υποσ. 26: 243, 244.
[78] Χριστοφιλοπούλου: 270, 271.
[79] Ανάστος: 345.
[80] Στο ίδιο: 345.
© Γιώτα Μαδούρα 2006
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...