Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Στὴ βυζαντινὴ παιδεία ἡ Ἐκκλησία κατεῖχε σημαντικὸ ρόλο. Τὰ πρῶτα γράμματα τὰ μικρὰ παιδιὰ τὰ μάθαιναν σὲ σχολεῖα ποὺ διατηροῦσε ἡ Ἐκκλησία (ἀνάγνωση, γραφή, γραμματική, ψαλμούς, μουσική, ἱερὰ ἱστορία). Μετὰ τὴ βασικὴ αὐτὴ ἐκπαίδευση ἀκολουθοῦσε ἡ γενικὴ ἐγκύκλιος παιδεία, ὅπου τὰ μεγαλύτερα παιδιὰ διδάσκονταν γραμματική, ρητορική, ποιητική, ἱστορία, φιλοσοφία καὶ μαθηματικά. Ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους συγγραφεῖς διδάσκονταν Ὅμηρο, Ἡσίοδο, Πίνδαρο, κείμενα τοῦ Δημοσθένους, τοῦ Λυσίου, βασικὲς φιλοσοφικὲς ἀρχὲς τοῦ Πλάτωνος καὶ τοῦ Ἀριστοτέλους, παράλληλα μὲ κείμενα ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ (Ψαλτήριο, Παροιμίαι Σολομῶντος κ.ἄ.) καὶ τοὺς Πατέρες.
Ὅσοι ἐπιθυμοῦσαν ἀνώτερες σπουδὲς μποροῦσαν νὰ φοιτήσουν σὲ πανεπιστημιακὰ ἱδρύματα ποὺ διατηροῦσαν τὸ κράτος καὶ ἡ Ἐκκλησία. Οἱ αὐτοκράτορες μερίμνησαν ἰδιαιτέρως γιὰ τὶς ἀνώτερες σπουδές. Ἤδη ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο εἶχε ἱδρυθεῖ καὶ λειτουργοῦσε στὴν Κων/πολη ἀνώτερο ἐκπαιδευτήριο, τὸ ὁποῖο ἐπὶ
Θεοδοσίου Β’ (425) ἀναδιοργανώθηκε καὶ ἔμελλε νὰ ἀποτελέσει κορυφαῖο ἐκπαιδευτικὸ ἵδρυμα πανεπιστημιακοῦ ἐπιπέδου, γνωστὸ ὡς Πανδιδακτήριον, μὲ συνεχῆ λειτουργία ὣς τὴν Ἅλωση τῆς Πόλεως. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι πρὶν ἀπὸ τὴν ἵδρυση τοῦ Πανδιδακτηρίου ὑπῆρχαν σὲ ἄλλες πόλεις τῆς Αὐτοκρατορίας ἀνώτερες σχολὲς φημισμένες, ὅπως οἱ σχολὲς Φιλοσοφίας καὶ Ρητορικῆς στὴν Ἀθῆνα, τὸ «Μουσεῖον» τῆς Ἀλεξάνδρειας, ἡ Νομικὴ Σχολὴ τῆς Βηρυττοῦ, ἡ Ἀντιόχεια, ὅπου δίδασκε ὁ μέγας διδάσκαλος τῆς ρητορικῆς Λιβάνιος. Διδασκόταν στὸ Πανδιδακτήριον ἑλληνικὴ καὶ λατινικὴ ρητορική, γραμματικὴ καὶ φιλολογία, ἡ νομικὴ ἐπιστήμη καὶ ἡ φιλοσοφία (στὰ πλαίσια τῆς ὁποίας ἐντασσόταν καὶ ἡ ἰατρική, οἱ ἰατροφιλόσοφοι). Ἡ νομοθεσία προέβλεπε κτηριακὴ ὑποδομή, κρατικὴ μισθοδοσία τῶν καθηγητῶν, τίτλους καὶ προνόμια κοινωνικά. Ἡ ἐπιλογὴ τῶν καθηγητῶν γινόταν μὲ αὐστηρὰ κριτήρια ἐπιστημονικῆς γνώσης καὶ ἤθους. Μεγάλες μορφὲς σπούδασαν καὶ ἐδίδαξαν ὡς καθηγητὲς τοῦ Πανδιδακτηρίου, ὅπως ὁ Μέγας Φώτιος, ὁ Λέων ὁ Φιλόσοφος καὶ Μαθηματικὸς (9ος αἰ), ὁ Μιχαὴλ Ψελλός, ὁ μετέπειτα Πατριάρχης Ἰω. Ξιφιλίνος (11ος αἰ), ὁ Εὐστάθιος, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (12ος αἰ), οἱ Γεώργιος ὁ Ἀκροπολίτης καὶ Θεόδωρος Μετοχίτης, ἀμφότεροι Μεγάγοι Λογοθέτες τοῦ κράτους, ὁ Γεώργιος Σχολάριος, γιὰ νὰ ἀναφέρουμε μερικὰ ἀπὸ τὰ πιὸ γνωστὰ ὀνόματα.
Ἡ μέριμνα τῶν αὐτοκρατόρων γιὰ τὴ διαρκῆ ἀναβάθμιση τοῦ Πανδιδακτηρίου, ποὺ μὲ τὴν ἀδιάκοπη λειτουργία του ἀπὸ τὸν 4ο ὣς τὸν 15ο αἰ. ἐλάμπρυνε τὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ Βυζαντίου, ὑπῆρξε συνεχής. Προστίθενται καὶ νέες ἕδρες. Τὸν 9ο αἰ. τὸ Πανδιδακτήριο μεταφέρεται στὸ ἀνάκτορο τῆς Μαγναύρας καὶ ὑπὸ τὴν ἐποπτεία τοῦ Λέοντος τοῦ Μαθηματικοῦ δίδεται νέα ὤθηση στὴ διδασκαλία τῶν μαθηματικῶν, τῆς γεωμετρίας, τῆς ἀστρονομίας. Τὸν 11ο αἰ. ἱδρύεται ἰδιαίτερη Νομικὴ Σχολὴ στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Μαγναύρας. Παράλληλα, μὲ τὴν παρότρυνση καὶ τὴν ἐνίσχυση τῶν αὐτοκρατόρων ἱδρύονται δημόσιες βιβλιοθῆκες στὶς μεγάλες πόλεις τῆς αὐτοκρατορίας.
Τὸ ἐπίπεδο τῆς μόρφωσης στὸ Βυζάντιο παρέμεινε πάντοτε ὑψηλό. Ἡ φήμη τοῦ Πανδιδακτηρίου ὡς ἀνωτέρου μορφωτικοῦ ἱδρύματος ξεπερνοῦσε τὰ ὅρια τῆς αὐτοκρατορίας. Στὴν ὕστερη περίοδο τοῦ Βυζαντίου πολλοὶ Δυτικοευρωπαίοι, κυρίως Ἰταλοί, ἔρχονται στὴν Κων/πολη γιὰ νὰ συμπληρώσουν τὶς σπουδές τους, ἐνῷ πολλοὶ λόγιοι τοῦ Βυζαντίου, καθηγητὲς καὶ δάσκαλοι πανεπιστημιακοί, καταφεύγουν στὴν Δύση καὶ διδάσκουν στὶς ἀκαδημῖες τῆς Ρώμης, τῆς Φλωρεντίας, τῆς Πάδοβας, τοῦ Παρισίου. Ἔτσι, λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν Ἅλωση, τὸ Πανδιδακτήριο καθίσταται γέφυρα γνώσεως καὶ ἀνθρωπιστικῆς παιδείας μεταξὺ Δύσεως καὶ Ἀνατολῆς.
Αὐτὴ ἡ γόνιμη σύζευξη ἑλληνισμοῦ καὶ χριστιανισμοῦ ὑπῆρξε μία εὐτυχὴς συνάντηση γιὰ τὸν πολιτισμὸ ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ διαμόρφωση μίας νέας ἑλληνικότητας τῶν Μέσων Χρόνων. Οἱ Μεγάλοι Καππαδόκες Πατέρες τοῦ 4ου αἰ. εἶχαν φοιτήσει στὶς περίφημες ἐθνικὲς σχολὲς τῶν Ἀθηνῶν καὶ τὰ ἔργα τους εἶναι γεμάτα ἀπὸ παραπομπὲς σὲ κλασσικοὺς συγγραφεῖς. Μάλιστα, ὁ Μέγας Βασίλειος ἔγραψε εἰδικὴ πραγματεία γιὰ τὴν ὠφέλεια τὴν προερχόμενη ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ γραμματεία («Πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο γραμμάτων», P.G. 31, 564-589).
Ἡ ἐκτίμηση τῆς παιδείας καὶ ἡ ἐνασχόληση μὲ αὐτὴν ἦταν φυσικὸ νὰ ὁδηγήσει σὲ μία τεράστια παραγωγὴ ἔργων θεολογικῶν, φιλοσοφικῶν, λογοτεχνικῶν, μὲ πηγὴ ἐμπνεύσεως τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ πρότυπο φιλολογικὸ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ γραμματεία. Μπροστὰ στὴν ἀνάγκη τῆς Ἐκκλησίας νὰ ὑπερασπισθεῖ τὴν ὀρθὴ πίστη ἀπὸ τὶς αἱρετικὲς κακοδοξίες καὶ τὶς κατηγορίες τῶν ἐθνικῶν, ἀναπτύχθηκε μία ἐκκλησιαστικὴ γραμματεία ποὺ κάλυπτε πολλοὺς τομεῖς: ἀπολογητική, ἀντιρρητική, ἀντιαιρετική, δογματική, ἑρμηνευτικὴ τῶν Ἁγίων Γραφῶν, ὁμιλητική, κηρυγματική, ρητορική, ὑμνολογία, ποιητική, ἁγιολογική, συναξαριακή, λόγοι ἐπίσημοι, ἐγκωμιαστικοί, πανηγυρικοί, ποιμαντικὲς ἐπιστολὲς κ.ἄ.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶχαν εὐρεῖα μόρφωση, θεολογικὴ καὶ φιλοσοφική, εὐρύτερα ἀνθρωπιστική, καὶ αὐτὸ φαίνεται τόσο ἀπὸ τὶς σπουδές τους ὅσο καὶ ἀπὸ τὰ γραφόμενά τους. Εἶναι γνωστὸν π.χ. ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος εἶχαν φοιτήσει στὴν Ἀθῆνα, καὶ εἶχαν διδάσκαλο τὸν φημισμένο ρήτορα καὶ φιλόσοφο Λιβάνιο, καὶ παράλληλα εἶχαν γνώσεις ἰατρικῆς, ἀστρονομίας, γεωμετρίας. Στὰ κείμενά τους ὑπάρχει πλῆθος παραπομπῶν σὲ ἀρχαίους συγγραφεῖς, ἡ δομή τους θυμίζει ρητορικὰ σχήματα τῶν ρητόρων τῆς ἀρχαιότητας (ὄχι τυχαίως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀπεκλήθη ὡς «ὁ χριστιανὸς Δημοσθένης»). Ὁ Μέγας Βασίλειος «Εἰς τὴν Ἑξαήμερον» περιέχει πολλὰ στοιχεῖα ποὺ φανερώνουν βαθειὰ ἐπιστημονικὴ γνώση τῆς κοσμολογίας καὶ τῆς ἀστρονομίας. Ὁ Συνέσιος, ἐπίσκοπος Πτολεμαΐδος τῆς Κυρήνης, βαθὺς γνώστης τῆς πλατωνικῆς φιλοσοφίας, τῆς ἀριθμητικῆς καὶ τῆς γεωμετρίας, διατηροῦσε ἐπαφὴ καὶ ἀντήλλασσε ἀπόψεις μὲ τὴν ἐθνικὴ Ὑπατία, τὴ μεγάλη μαθηματικὸ τῆς Ἀλεξάνδρειας.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνὸς ἔγραψε χιλιάδες στίχους σὲ ἄπταιστη ὁμηρικὴ γλῶσσα καὶ σὲ ὁμηρικὸ δακτυλικὸ ἑξάμετρο, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης στὰ ἔργα του φανερώνεται βαθὺς γνώστης τῆς φιλοσοφικῆς καὶ ἀνθρωπολογικῆς ὑποστάσεως τῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας στὰ δογματικὰ καὶ ἑρμηνευτικά του ὑπομνήματα χρησιμοποιεῖ πλῆθος παραπομπῶν σὲ Ἕλληνες συγγραφεῖς.
Μορφωμένοι καὶ λόγιοι ἱεράρχες μερίμνησαν ἰδιαιτέρως γιὰ τὴ διάσωση καὶ τὴ διάδοση τῆς ἑλληνικῆς παιδείας. Μποροῦμε νὰ ἀναφέρουμε τὸν πατριάρχη Μέγα Φώτιο, τὸν πανεπιστήμονα αὐτόν, τὸν βυζαντινὸν Ἀριστοτέλη, ὅπως τὸν ἀποκαλεῖ ὁ Krumbacher, ὁ ὀποῖος μὲ τὴ «Μυριόβιβλό» του διασώζει ἀποσπάσματα ἀπωλεσθέντων ἔργων κλασσικῶν συγγραφέων, ποὺ τὰ παρουσιάζει καὶ τὰ ἀξιολογεῖ φιλολογικά, καὶ μᾶς πληροφορεῖ γιὰ τὸν κάθε συγγραφέα.
Τὸ ἔργο τοῦ Φωτίου συνέχισε ὁ μαθητής του Ἀρέθας, ἐπίσκοπος Καισαρείας (9ος αἰ), ὁ ὁποῖος ὀργάνωσε εἰδικὸ ἐπιτελεῖο καὶ μὲ συνεργάτες του ἐπιδόθηκε στὴ συλλογὴ ἑλληνικῶν χειρογράφων, τὴν ἀντιγραφή τους καὶ παράλληλα τὸν ὑπομνηματισμὸ καὶ τὴν φιλολογικὴ κριτικὴ τῶν κειμένων. Κώδικες μὲ σχόλια τοῦ Ἀρέθα ἀναφερόμενα στὸ σύνολο σχεδὸν τῆς ἑλληνικῆς γραμματείας καὶ οἱ σημειώσεις του στὰ χειρόγραφα ἀποδεικνύουν τὴν εὐρεῖα κλασσικὴ παιδεία καὶ τὸ γνήσιο φιλολογικὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες συγγραφεῖς. Τὴν ἴδια ἐποχὴ (9ος αἰ) στὴν Μονὴ Στουδίου ὁ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ὀργανώνει εἰδικὸ ἐργαστήριο περισυλλογῆς καὶ ἀντιγραφῆς ἀρχαίων χειρογράφων (βιβλιοθήκη, scriptorium) καὶ τὸ ἴδιο συμβαίνει σὲ πολλὲς μονὲς (Πάτμου, Ἁγίου Ὄρους, Μετεώρων, Ἁγίας Αἰκατερίνης Σινᾶ, μονὲς ποὺ σήμερα κατέχουν τὶς μεγαλύτερες διασωθεῖσες συλλογὲς ἑλληνικῶν χειρογράφων).
Τὸν 12ο αἰ. δεσπόζει ἡ μορφὴ τοῦ ἁγίου Εὐσταθίου, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Κάτοχος σὲ βάθος τῆς κλασσικῆς παιδείας, συνεχίζει τὴ φιλολογικὴ παράδοση τῶν προκατόχων του λογίων ἱεραρχῶν. Τὰ σχόλιά του, τὰ προλεγόμενα καὶ οἱ παρεκβολές του στὰ ὁμηρικὰ ἔπη διατηροῦν τὴν ἐπιστημονική τους ἀξία ὣς τὶς μέρες μας καὶ μελετῶνται ἀπὸ τοὺς σύγχρονους φιλολόγους, ἐνῷ σημαντικὸ γιὰ φιλολογικὴ ἐπιστήμη εἶναι τὸ λεξικογραφικὸ ἔργο τοῦ Σουΐδα (10ος αἰ). Ἀλλὰ καὶ οἱ μεγάλες πόλεις διαθέτουν δημόσιες βιβλιοθῆκες. Ἡ μεγαλύτερη καὶ πλουσιότερη ἦταν αὐτὴ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἀξιόλογες ἀτομικὲς συλλογὲς χειρογράφων διέθεταν καὶ οἱ λόγιοι τῆς ἐποχῆς. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι πολλὰ ἑλληνικὰ χειρόγραφα καταστράφηκαν μὲ τὴν Ἅλωση τῆς Πόλεως ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους (1204).
Ἀλλὰ καὶ ἡ πλειοψηφία τῶν αὐτοκρατόρων τοῦ Βυζαντίου εἶχαν ἀξιόλογη παιδεία καὶ πολλοὶ ἐξ αὐτῶν συνέγραψαν δικά τους ἔργα.
Ὁ Θεόδωρος Β’ Λάσκαρις, αὐτοκράτωρ τῆς Νικαίας (1254-1258), συνέγραψε θεολογικὲς καὶ φιλοσοφικὲς μελέτες, ἐνῷ τὸ ἀριστούργημά του εἶναι ὁ Μέγας Παρακλητικὸς Κανὼν στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Ὁ Ἰωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνὸς (1341-1355) συμμετεῖχε ἐνεργὰ στὴν ἡσυχαστικὴ ἔριδα τῆς ἐποχῆς, στὶς θεολογικὲς συζητήσεις ποὺ ἐγίνοντο, ἐνῷ συνέγραψε πραγματεία ὑπὲρ τῶν ἡσυχαστικῶν ἀπόψεων καὶ κατὰ τῆς κακοδοξίας τοῦ Βαρλαάμ, λόγους ἀντιρρητικοὺς κατὰ Ἰουδαίων καὶ Μωαμεθανῶν, Βυζαντινὴ Ἱστορία σὲ 4 βιβλία. Ἐγκατέλειψε τὸν αὐτοκρατορικὸ μανδύα γιὰ νὰ ἐνδυθεῖ τὸ μοναχικὸ ράσο. Θεωρεῖται ὁ θεολογικότερος τῶν αὐτοκρατόρων. Ὁ Μανουὴλ Β’ Παλαιολόγος (1391-1425) συνέγραψε καὶ αὐτὸς θεολογικὲς πραγματεῖες (Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος) καὶ ἀντιρρητικοὺς κατὰ τοῦ μωαμεθανισμοῦ, καθὼς καὶ ὕμνους, τροπάρια, προσευχές. Βλέπουμε λοιπὸν ὅτι στὸ Βυζάντιο ἐπικρατεῖ τὸ πρότυπο τοῦ πεπαιδευμένου βασιλέως, τοῦ αὐτοκράτορος φιλοσόφου, τοῦ ἡγεμόνος ποὺ ἐκτὸς ἀπὸ τὰ διοικητικά του καθήκοντα ἔχει καὶ ἄλλα ἐνδιαφέροντα κοινωνικὰ καὶ ἀνθρωπιστικά. Δίπλα στοὺς αὐτοκράτορες στέκονται ἰσότιμα στὸ πλευρό τους ἀξιόλογες αὐτοκράτειρες μὲ ἀνάλογα πνευματικὰ ἐνδιαφέροντα. Ἀκόμη καὶ λίγα χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν Ἅλωση, ὑπάρχουν αὐτοκράτορες Παλαιολόγοι μὲ ἀνθρωπιστικὰ ἐνδιαφέροντα καὶ θεολογικὲς προσεγγίσεις διαλεγόμενοι μὲ τὴ δυτικὴ σκέψη καὶ τὸ Ἰσλάμ. Τὸ πρότυπο τοῦ ἡγεμόνος ἀνθρωπιστῆ, προστάτη τῶν τεχνῶν καὶ τῶν γραμμάτων, ποὺ θὰ ἐπικρατήσει στὴν Ἰταλικὴ Ἀναγέννηση μὲ τοὺς Μεδίκους, Σφόρτσα κ.ἄ., ἔχει προηγηθεῖ ἱστορικὰ κατὰ πολλοὺς αἰῶνες ἐνσαρκούμενο στοὺς βυζαντινοὺς Ρωμαίους αὐτοκράτορες καὶ μάλιστα σὲ δύσκολες ἱστορικὰ περιόδους.
Νὰ ὑπενθυμίζουμε ἁπλῶς συγκριτικὰ ὅτι στὴ Δύση ἡγεμόνες καὶ βασιλεῖς μεγάλων κρατῶν μετὰ δυσκολίας ἤξεραν πολλὲς φορὲς γραφὴ καὶ ἀνάγνωση. Ὅταν στὴν Ἀνατολὴ ὑπῆρχαν πεπαιδευμένοι λόγιοι αὐτοκράτορες, στὴ Δύση ἐπικρατοῦσε τὸ πυκνὸ σκοτάδι, κοινωνικὸ καὶ πνευματικό, τῶν μαύρων χρόνων τοῦ Μεσαίωνα. Στὴν ἕως τώρα παρουσίαση διαφόρων τομέων τῆς βυζαντινῆς κοινωνίας, διαπιστώσαμε ὅτι αὐτὴ διακρινόταν ἀπὸ ἀξιοζήλευτικη πνευματικὴ καὶ πολιτιστικὴ ζωτικότητα καὶ δημιουργικότητα σὲ ὁλόκληρο τὸ φάσμα της. Ἀκόμη καὶ στὴν ὕστερη φάση τῆς αὐτοκρατορίας, ποὺ ἐδαφικά, οἰκονομικὰ καὶ στρατιωτικὰ ἦταν ἐξασθενημένη, ἐμφάνιζε ἀξιόλογη πνευματικὴ ἰκμάδα, μία τελευταία Παλαιολόγεια ἀναγέννηση. Μὲ τὴν Ἅλωση τῆς Πόλεως (1453), ποὺ σηματοδότησε τὸν θάνατο τῆς Αὐτοκρατορίας, δὲν σήμανε ταυτόχρονα καὶ τὸ τέλος τοῦ πολιτισμοῦ της. Τὸ Πατριαρχεῖο Κων/πόλεως καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος ἀπετέλεσαν τὸ συνεκτικὸ σημεῖο ἀναφορᾶς τῶν ὑπόδουλων , ποὺ μὲ τὸ θρησκευτικό τους κῦρος καὶ τὴν πνευματική τους ἀκτινοβολία ἐξακολουθοῦν νὰ ἐπηρεάζουν τὸν ὀρθόδοξο κόσμο. Τὸ Βυζάντιο ἐξακολούθησε νὰ ὑπάρχει καὶ μετὰ τὴν Ἅλωση ὡς πολιτισμός, ὡς πίστη, ὡς τρόπος ζωῆς, ὥστε δικαίως ὁ Ρουμάνος ἱστορικὸς N. Iorga νὰ μιλάει γιὰ «τὸ Βυζάντιο μετὰ τὸ Βυζάντιο» ( Byzance apres Byzance).
Ἀλλὰ καὶ στὴ Δύση τὸ ὕστερο Βυζάντιο μετέδωσε τὴν τελευταία του πνευματικὴ ἀναλαμπή. Λόγιοι λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν Ἅλωση κατέφυγαν φυγάδες στὴ Δύση μεταφέροντας μαζί τους χειρόγραφα μὲ ἀρχαιοελληνικὰ κείμενα, ἀναζωπυρώνοντας τὸ ἐνδιαφέρον τῶν Δυτικῶν γιὰ τὴν μελέτη τῶν κλασσικῶν συγγραφέων τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητας στὴν σκέψη τοῦ Πλάτωνος καὶ τὴν ἐκμάθηση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Λόγιοι ὅπως οἱ Μανουὴλ Χρυσολωρᾶς, Πλήθων Γεμιστός, Βησσαρίων, Δήμ. Χαλκοκονδύλης, Ἰω. Ἀργυροπουλος, Ἰανὸς Λάσκαρις, δίδαξαν σὲ Πανεπιστήμια τῆς Ρώμης, τῆς Πάδοβας, τῆς Φλωρεντίας, τοῦ Παρισίου, τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ φιλοσοφία, συνέβαλαν στὴν ἵδρυση τῆς Πλατωνικῆς Ἀκαδημίας τῆς Φλωρεντίας, συμμετεῖχαν στὴ συγκέντρωση χειρογράφων, τὴν ἀντιγραφή τους καὶ τὴν μετάφραση σὲ ἄλλες γλῶσσες.
Ἔτσι λοιπὸν οἱ λόγιοι αὐτοὶ «φυγάδες», καθὼς σκορπίσθηκαν στὶς χῶρες τῆς Δύσεως, ἔγιναν οἱ φορεῖς τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος καὶ οἱ πρόδρομοι τοῦ κοσμοπολίτικου ἰδεώδους. «Στὴν εὐρωπαϊκὴ σύνθεση τὸ Βυζάντιο, πραγματικὴ «Πρωτο-Εὐρώπη», προσέφερε στὴ Δύση μὲ τὸν θάνατό του τὰ ἀνθρωπιστικὰ ἐκεῖνα στοιχεῖα ποὺ διαμόρφωσαν τὰ κύρια χαρακτηριστικὰ τοῦ νεότερου κόσμου (Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, τομ. Ι΄, σελ. 357), βοηθῶντας τὴ Δύση νὰ ἀνακαλύψει ξανὰ τὴν πολιτιστική της ταυτότητα στὴν κληρονομιὰ τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ ἀνθρωπισμοῦ καὶ νὰ προχωρήσει στὴν Ἀναγέννηση τῶν Γραμμάτων καὶ τῶν Τεχνῶν ἀφήνοντας πίσω της τὸν σκοτεινὸ Μεσαίωνα.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Ὁ Ἰπποκράτης μὲ βυζαντινὴ ἐνδυμασία. 14ος αἰ. Τὸ πρῶτο φύλλο ἰατρικοῦ κώδικα ποὺ ἀνῆκε στὸν Μεγάλο Δοῦκα Ἀπόκαυκο.
Ἡ βυζαντινὴ ἰατρικὴ ἀποτελεῖ τὴ σημαντικὴ γέφυρα γιὰ τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ ἰατρικὴ στὴ λαϊκὴ ἰατρικὴ μέχρι τὸν 18ο αἰῶνα. Ἡ ἰατρικὴ στὸ Βυζάντιο πέρασε ἀπὸ διάφορες φάσεις καὶ ἐξελίχθηκε σταδιακὰ ἀπὸ τέχνη σὲ ἐπιστήμη. Ὁ Ἀλέξανδρος Τραλλιανὸς τὸν 6ο αἰῶνα εἶναι ὁ πρῶτος βυζαντινὸς ἰατρὸς ποὺ ὀνομάζει τὸν ἰατρὸ «ἐπιστήμονα»: «(…) καὶ δεῖ πανταχόθεν βοηθεῖν τὸν ἐπιστήμονα καὶ φυσικοῖς χρώμενον ἐπιστημονικῷ λόγῳ καὶ μεθόδῳ τεχνικῇ».
Ἡ ἐπισήμανση βέβαια αὐτὴ γίνεται προκειμένου ὁ συντάκτης νὰ δικαιολογήσει στὸ ἔργο του τὴν παράλληλη καταγραφὴ ἰατρικῶν συνταγῶν καὶ ἀντίστοιχων ἀλχημικῶν ἢ μαγικῶν συνταγῶν, στὰ πλαίσια πάντα τῆς λευκῆς ἀποτροπαϊκῆς μαγείας. Σταθμὸ στὴ διαμόρφωση τῆς ἰατρικῆς στὸ Βυζάντιο ὡς ἐπιστήμης ἀποτελεῖ κατὰ τὸν 9ο αἰῶνα ἡ στροφὴ τοῦ ἐνδιαφέροντος τῶν ἰατρῶν στὴ μελέτη τῆς ἀνατομίας τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Ἡ τάση αὐτὴ γιὰ μελέτη καὶ ἀναλυτικὴ περιγραφὴ τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, καθὼς καὶ οἱ διατροφικὲς ἀντιλήψεις ποὺ διαμορφώνονται μὲ βάση τὴν ἀνατομία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, σηματοδοτοῦν νέες μεθόδους στὴ συγγραφὴ τῶν ἰατρικῶν ἐγχειριδίων ἀπὸ τὸν 9ο αἰῶνα καὶ μετά. Ἡ συμβολὴ τοῦ Λέοντος τοῦ ἰατροσοφιστοῦ βασίζεται ἀρχικὰ στὴν ἐπεξεργασία τοῦ ἔργου τοῦ μοναχοῦ Μελετίου (9ος αἰ.), τοῦ ἐπονομαζόμενου ἐπίσης ἰατροσοφιστοῦ, καθὼς τὸ «Περὶ τῆς τοῦ ἀνθρώπου κατασκευῆς» κείμενο τοῦ Μελετίου ἀποτελεῖ τὴν πρώτη ἰατρικὴ ἀνατομικὴ πραγματεία. Ὡστόσο τὸ ἔργο τοῦ Μελετίου, ὅπως ἐπισημαίνει καὶ ὁ Hunger, δὲν ἔχει σαφῶς ἰατρικὸ χαρακτῆρα, ἀλλὰ περισσότερο «τελεολογικὸ προσανατολισμό». Ἔτσι ἡ συμβολή του στὴ διαμόρφωση τῶν ἰατρικῶν ἀντιλήψεων τῆς ἐποχῆς του εἶχε ἄμεση σχέση μὲ τὴν ἀξιοποίηση τῶν παρεχομένων στοιχείων ἀπὸ τὴν ἰατρικὴ ὀπτικὴ γωνία τοῦ Λέοντος ἰατροσοφιστοῦ. Τὸ ἔργο τοῦ Μελετίου χρησιμεύει ὡς βάση γιὰ τὴ συγγραφὴ τοῦ ἰατρικοῦ ἔργου τοῦ Λέοντος Κωνσταντινοπολίτου, τοῦ ἐπίσης ἐπωνομαζομένου ἰατροσοφιστοῦ, μὲ τίτλο «Σύνοψις εἰς τὴν φύσιν τοῦ ἀνθρώπου». Ὁ συγγραφέας, ἐφαρμόζοντας μία ὀρθολογιστικὴ μέθοδο, ἀξιοποιεῖ ὅλες τὶς ἰατρικὲς πληροφορίες ποὺ ἀναφέρει ὁ Μελέτιος, προσθέτει ἐπιλεκτικὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὴν Ἱπποκράτειο ἰατρικὴ καὶ συμπληρώνει μὲ πολλὰ νέα στοιχεῖα προερχόμενα ἀπὸ τὴν προσωπική του ἐμπειρία ὡς ἰατροῦ. Ὅπως δηλώνει στὸν ἐπίτιτλο τοῦ ἔργου του, ἐπιχειρεῖ νὰ προσδιορίσει καὶ νὰ περιγράψει τὶς ποικίλες ἐκφάνσεις τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, τὶς δυνάμεις ποὺ τὴν ἀπαρτίζουν καὶ τὴν ἐνεργοποιοῦν, τὶς ἡλικιακὲς φάσεις, τὶς φυσικὲς ἀνάγκες καὶ τὶς αἰτιάσεις τους, τὶς ἀνθρώπινες δραστηριότητες καὶ κλίσεις.
Τὸ κείμενο τοῦ Λέοντος ἀρχίζει μὲ μία ἐνδιαφέρουσα ἐτυμολογικὴ προσέγγιση τῶν βασικῶν στοιχείων τῆς ἀνθρώπινης ὀντότητας. Ἀναφέρω τὸ πρῶτο χαρακτηριστικὸ χωρίο: «Τί ἐστι ψυχή; οὐσία ἀσώματος, λογική, νοερὰ καὶ ἀθάνατος. τί ἐστιν ἄνθρωπος; ζῷον λογικόν, θνητόν, νοῦ καὶ ἐπιστήμης δεκτικόν». Ὁ συσχετισμὸς τῶν φυσικῶν συστατικῶν τοῦ ἀνθρωπίνου ὀργανισμοῦ μὲ τὴν ἡλικία τοῦ ἀτόμου, τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως καὶ τὶς κλιματικὲς συνθῆκες ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς πιὸ ἐνδιαφέρουσες θεωρίες στὸ ἔργο τοῦ Λέοντος, στὴν ὁποία βασίζονται οἱ διατροφικὲς ἀπόψεις, ποὺ διαμορφώνονται προϊόντος τοῦ χρόνου καὶ μετὰ τὸν 10ο αἰῶνα στὴ σκέψη τῶν βυζαντινῶν ἰατρῶν. Τὸ νέο στοιχεῖο στὸ ἔργο τοῦ Λέοντος εἶναι ἡ ἄμεση σύνδεση τῶν διατροφικῶν ἀναγκῶν τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴ φυσικὴ κατάσταση καὶ τὴν ἡλικία του, τὴν ἐποχὴ τοῦ ἔτους καὶ τὶς κλιματικὲς συνθῆκες. Ὁ συσχετισμὸς αὐτὸς μπορεῖ νὰ διατυπωθεῖ διαγραμματικὰ ὡς ἑξῆς:
Πῦρ-θέρος-θερμότητα-ξανθὴ χολή=Παιδικὴ ἡλικία,
Ἀὴρ-ἔαρ-ὑγρότητα-αἷμα=Ἐφηβεία/Νεανικὴ ἡλικία,
Ὕδωρ-χειμὼν-ψυχρότητα- φλέγμα=Ὥριμη ἡλικία,
Γῆ-φθινόπωρο-ξηρότητα-μέλαινα χολή=Γῆρας.
Πολὺ σημαντικὸ ἐπίσης ἔργο τοῦ Λέοντος εἶναι ἡ «Σύνοψις Ἰατρικῆς», ἡ ὁποία θεσμοθετεῖ νέα μέθοδο σύνταξης τῶν ἰατρικῶν ἐγχειριδίων καὶ συμβάλλει στὴν ἐξέλιξη τῶν ἀντιλήψεων περὶ ἀσθενειῶν καὶ θεραπειῶν στὸ Βυζάντιο ἀπὸ τὸν 9ο αἰῶνα καὶ ὕστερα. Ὁ Λέων στὸ ἔργο αὐτὸ κωδικοποιεῖ τὶς ἀσθένειες σὲ κατηγορίες, μὲ κριτήρια ἀφενὸς τὴν ἀνατομία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος καὶ ἀφετέρου τὴν ἡλικία, τὴν ἐποχὴ τοῦ ἔτους καὶ τὶς κλιματικὲς συνθῆκες κάτω ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἐκδηλώνεται κάθε νόσος. Στὴ «Σύνοψι Ἰατρικῆς» περιλαμβάνονται ἑκατὸν ὀγδόντα ἑνότητες ὀργανωμένες σὲ ἑπτὰ λόγους, ἐκ τῶν ὁποίων ἕκαστος ἀναφέρεται σὲ ἕνα τμῆμα τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Οἱ ἐπιμέρους ἑνότητες κάθε λόγου φέρουν ὡς τίτλους ὀνομασίες νοσημάτων ποὺ ἐμφανίζονται στὸ συγκεκριμένο τμῆμα τοῦ σώματος. Ὁ συγγραφέας περιγράφει τὰ συμπτώματα κάθε νοσήματος, τὶς αἰτιάσεις του καὶ συγχρόνως προτείνει θεραπεῖες γιὰ κάθε νόσημα μέσῳ διατροφῆς καὶ βοτάνων. Ὁ βυζαντινὸς ἰατρὸς βασίζεται περισσότερο στὴν πρόληψη καὶ λιγότερο στὴ θεραπεία τῶν νοσημάτων. Τὸ ἔργο τοῦ Λέοντος σηματοδοτεῖ, ὅπως ἀναφέρθηκε, μία νέα περίοδο γιὰ τὰ βυζαντινὰ ἰατρικὰ συγγράμματα καὶ ἀποτελεῖ τὴ βάση γιὰ τὴ διαμόρφωση δύο νέων μεθόδων συγγραφῆς ἰατρικῶν κειμένων. Ἡ πρώτη εἶναι αὐτὴ ποὺ ἐφαρμόζει ὁ ἴδιος ὁ Λέων στὴ «Σύνοψι Ἰατρικῆς», δηλαδὴ ἡ κατηγοριοποίηση καὶ περιγραφὴ τῶν νοσημάτων μὲ τὰ ἀναφερθέντα κριτήρια καὶ τὶς θεραπεῖες τους. Ἡ δεύτερη ἀναπτύσσεται ἀρχικὰ ἀπὸ τὸν Συμεῶνα Σήθ, τὸν 11ο αἰῶνα, καὶ διαμορφώνει τὰ ὀνομαζόμενα διατροφικὰ ἐγχειρίδια. Θεωρῶ ὅτι οἱ ἀντιλήψεις περὶ διατροφικῶν θεραπειῶν στὴν «Ἰατρικὴ Σύνοψι» τοῦ Λέοντος ὑπῆρξαν καθοριστικὲς γιὰ τὴ συγκρότηση τοῦ Συντάγματος «περὶ τροφῶν δυνάμεως» τοῦ Σήθ, καὶ αὐτὸ στὴ συνέχεια θὰ ἀποτελέσει πρότυπο γιὰ τὰ ἀλφαβητικὰ καὶ κατὰ μῆνα διατροφικὰ ἐγχειρίδια τοῦ Ἱερόφιλου καὶ ἄλλων ἰατρῶν ἀπὸ τὸν 11ο αἰῶνα καὶ ὕστερα.
Ἡ «Ἰατρικὴ Σύνοψις» τοῦ Λέοντος ἐνδεχομένως ἀπετέλεσε πρότυπο γιὰ τὸν Παῦλο Νικαίας, ὁ ὁποῖος πιθανότατα ζεῖ πρὸς τὰ τέλη τοῦ 9ου, ἀρχὲς 10ου αἰῶνα. Ὁ Παῦλος συντάσσει τὸ ὑπὸ τὸν ἐκτενέστατο τίτλο ἔργο: «Περὶ πολλῶν καὶ ποικίλων γενομένων νοσημάτων ἀναριθμήτων τε συμπτωμάτων περὶ τὰ ἀνθρώπινα σώματα, ποτὲ μὲν ἀπό διαφόρων ἀέρων, ποτὲ δὲ καὶ ἀπ’ αὐτῶν. τῆς φύσεως τῆς συνεχούσης τὸ ζῷον πανταχόθεν ἀναλυομένης, ἔτι δὲ καὶ διαίτης καὶ τῶν ποιοτήτων ὧν γε προσφερομένων». Ὁ Παῦλος συγκροτεῖ μία εὐρύτατη ἰατρικὴ ἐγκυκλοπαίδεια ποὺ περιλαμβάνει ἑκατὸν τριάντα τρία κεφάλαια, ἐκ τῶν ὁποίων ἕκαστον διαιρεῖται σὲ δύο ἑνότητες: ἡ πρώτη φέρει τὸν τίτλο τοῦ κεφαλαίου καὶ ἡ δεύτερη ἑνότητα φέρει τὸν ὑπότιτλο «Πῶς οὖν θεραπεύσῃς», ὅπου ὁ Παῦλος προσφέρει θεραπευτικὲς ὁδηγίες μέσῳ βοτάνων καὶ ζωικῶν προϊόντων.
Ὁ Παῦλος εἶναι ἀναλυτικότερος τοῦ Λέοντος στὴν περιγραφὴ τῶν νοσημάτων καὶ τῶν ὁδηγιῶν θεραπείας. Ὁμαδοποιεῖ κάποια νοσήματα, ὅπως γιὰ παράδειγμα τὶς ποικίλες μορφὲς ἀρθρίτιδας ἢ τὶς ἐντερικὲς παθήσεις σὲ ἕνα κεφάλαιο καὶ προτείνει κοινὲς θεραπεῖες. Ἡ μέθοδος αὐτὴ δηλώνει προφανῶς μία ἐξέλιξη τῶν ἀντιλήψεων γιὰ τὶς παθήσεις καὶ τὴν ἀντιμετώπισή τους. Ἀντίθετα μὲ τὸν Λέοντα ὁ Παῦλος ἐπικεντρώνεται στὴ θεραπεία τῶν ἀσθενειῶν καὶ δὲν ἀναφέρεται σὲ πρόληψη. Θεωρῶ ὅτι τὸ πιὸ σημαντικὸ στοιχεῖο στὸ ἔργο τοῦ Παύλου εἶναι ὁ μεγάλος ἀριθμὸς πρώτων ὑλῶν ἀπὸ φυτὰ καὶ ζῶα ποὺ περιλαμβάνονται στὰ προτεινόμενα φαρμακευτικὰ σκευάσματα. Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζουν ὁ πίνακας περιεχομένων ποὺ προτάσσεται τοῦ κειμένου καὶ τὸ «Προοίμιον» τοῦ Παύλου. Στὸν πίνακα περιεχομένων ἀναφέρονται οἱ τίτλοι τῶν 133 κεφαλαίων τοῦ ἔργου, οἱ ὁποῖοι ἀφοροῦν τὶς ὀνομασίες τῶν ἀσθενειῶν καὶ τὴν ἀνατομικὴ καταχώρησή τους μέσα στὸ κείμενο. Ἀποτελεῖ ἕνα εὔχρηστο εὑρετήριο γιὰ κάθε γνωστὸ κατὰ τὸν 9ο αἰῶνα νόσημα καὶ τὶς θεραπεῖες του. Στὸ Προοίμιον ὁ Παῦλος ἐμφανίζεται ὡς αὐτόβουλος συγγραφεύς, καθὼς δὲν ἀναφέρει, ὅπως ἄλλοι βυζαντινοὶ ἰατροί, ὅτι γράφει τὸ πόνημά του ὕστερα ἀπὸ παραγγελία κάποιου ἐνδιαφερομένου φίλου ἢ μαθητῆ του ἢ προκειμένου νὰ τὸ ἀφιερώσει στὸν αὐτοκράτορα ἢ σὲ κάποιον ἀξιωματοῦχο. Ἰδιαίτερη πρωτοτυπία τοῦ Παύλου ἀποτελεῖ ὁ ἐπιστημονικὸς προσανατολισμὸς τοῦ Προοιμίου, καθὼς παρουσιάζει ὡς βασικὰ αἴτια τῶν νοσημάτων τὴν ἀτμόσφαιρα καὶ τὶς ἀλλαγὲς τοῦ κλίματος ποὺ ἐπηρεάζουν τὶς ἀνθρώπινες κράσεις.
Παρ’ ὅλο ποὺ ὁ ἴδιος γράφει ἕνα σαφῶς ἐπιστημονικὸ γιὰ τὴν ἐποχή του κείμενο, ἀποκαλεῖ τὴν ἰατρικὴ τέχνη καὶ ὄχι ἐπιστήμη, ὅπως ὁ προγενέστερός του Ἀλέξανδρος Τραλλιανός. Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα, ὁ Ἀριστοτέλης περιλαμβάνει τὴν ἰατρικὴ μεταξὺ τῶν ἐπιστημῶν καὶ στὰ βυζαντινὰ λεξικὰ ὁ ὅρος ἀναφέρεται μὲ τὴν ἀριστοτελικὴ σημασία, ἐνῷ ὡς τέχνη προσδιορίζεται ὁ δόλος. Ἡ ἐπιλογὴ τοῦ Παύλου δικαιολογεῖται ἐνδεχομένως ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι στὴν ἀντίληψή του ὁ ὅρος τέχνη ἀποδίδει αὐτὸ ποὺ σήμερα ὀνομάζουμε τεχνογνωσία, δηλαδὴ σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν ἰατρική, τὴ γνώση καὶ χρήση τῶν φυσικῶν πρώτων ὑλῶν, φυτικῶν καὶ ζωικῶν, καὶ κυρίως τὴν παρασκευὴ φαρμάκων ἀπὸ αὐτὰ γιὰ τὶς διάφορες θεραπεῖες: «ὅθεν τὰ μέγιστα ἡ τέχνη τῆς ἰατρικῆς, διὰ τὸ τὴν ὕλην προϊσταμένην καὶ τὰς δυνάμεις τῶν βοηθημάτων ἀκριβῶς ἐπίστασθαι, οἷά τε τοῦ κάμνοντος ἤτοι παρόντων ἑτέρων ἰατρῶν, ἔχει τι ἀποκρίνασθαι τά τε δυνάμενα βοηθεῖν ἐπὶ τῶν καμνόντων».
Ὅλο τὸ κείμενο τοῦ Παύλου χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴ συστηματικὴ προσπάθεια ἐφαρμογῆς σωστῶν θεραπειῶν, καθὼς περιγράφει μὲ λεπτομέρειες τὰ συμπτώματα κάθε ἀσθενείας καὶ καταγράφει σὲ κάθε περίπτωση μία εὐρύτατη λίστα ἰαματικῶν πρώτων ὑλῶν, ποὺ μὲ τὴν κατάλληλη μείξη καὶ σύνθεση ἀποτελοῦν θεραπευτικὰ φάρμακα γιὰ κάθε νόσημα. Τὰ ἰατρικὰ συγγράμματα τοῦ Λέοντος καὶ τοῦ Παύλου φαίνεται ὅτι ἐπηρέασαν καθοριστικὰ τοὺς μεταγενέστερους ἰατροὺς στὸ Βυζάντιο. Ἡ ἀποπομπὴ κάθε στοιχείου λευκῆς- ἀποτροπαϊκῆς μαγείας ἢ ἀλχημείας εἶναι ἐμφανὴς στὰ ἔργα τους καὶ ἀκολουθεῖται ἀπὸ ὅλους σχεδὸν τοὺς σημαντικοὺς ἰατροὺς τῆς μέσης καὶ ὕστερης περιόδου, ὅπως τὸν Συμεῶνα Σήθ (11ος αἰ.), τὸν Νικόλαο Μυρεψό (12ος αἰ.) καὶ τὸν Ἰωάννη Ζαχαρία Ἀκτουάριο (14ος αἰ.). Ἐξαίρεση ἀποτελεῖ ὁ Θεοφάνης Νόννος (10ος αἰ.), ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ τελευταῖος βυζαντινὸς ἰατρὸς ποὺ στὸ ἔργο του, τὴν «Ἰατρικὴ Σύνοψι», περιλαμβάνει καὶ ὁδηγίες λευκῆς μαγείας, ὡστόσο οἱ ἰατρικές του συνταγὲς εἶναι σαφῶς ἐπηρεασμένες ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Παύλου Νικαίας, ἐνῷ στὴ διάταξη τῶν νοσημάτων ἀκολουθεῖ τὴ μέθοδο τοῦ Λέοντος.
Ὁ μεταγενέστερος βυζαντινὸς φαρμακοποιὸς Νικόλαος Μυρεψός, τοῦ ὁποίου τὸ περίφημο «Δυναμερὸν ἤτοι περὶ συνθέσεως φαρμάκων» παραμένει ἀνέκδοτο, χρησιμοποιεῖ ὡς βασικὴ πηγὴ τὰ συνταγολόγια τοῦ Παύλου γιὰ τὴ σύνταξη αὐτοῦ τοῦ ἀποκλειστικοῦ χαρακτῆρα φαρμακευτικοῦ ἐγχειριδίου. Τέλος, ἡ ἐπιστημονικὴ θεώρηση τῶν νοσημάτων, ἡ ἐπισήμανση τῆς σημασίας ποὺ ἔχει ἡ ψυχοσωματικὴ ἰσορροπία γιὰ τὴ βελτίωση τῆς ἀνθρώπινης ὑγείας καὶ ἡ ἐφαρμογὴ σωστῆς θεραπευτικῆς μεθόδου, στοιχεῖα ποὺ διατρέχουν τὰ ἔργα τοῦ Λέοντος καὶ τοῦ Παύλου, εἶναι ἐμφανέστατα στὰ ἰατρικὰ κείμενα τοῦ Ἰωάννη Ζαχαρία Ἀκτουαρίου κατὰ τὴν ὕστερη περίοδο. Ἡ συμβολὴ τοῦ Λέοντος καὶ τοῦ Παύλου στὴ διαμόρφωση τῶν ἀντιλήψεων περὶ ἀσθενειῶν καὶ θεραπειῶν ὑπῆρξε καθοριστικὴ στὸ Βυζάντιο. Ἀπὸ τὰ ἔργα αὐτά, γιὰ πρώτη φορὰ στὴ βυζαντινὴ περίοδο, ἀπουσιάζουν παντελῶς ὁδηγίες καὶ συνταγὲς λευκῆς μαγείας καὶ περιάπτων, γεγονὸς ποὺ σηματοδοτεῖ ἐπίσης μία σημαντικὴ ἐξέλιξη γιὰ τὴν ἰατρική, ὄχι μόνο στὸ Βυζάντιο ἀλλὰ γενικότερα στὸν Μεσαίωνα. Τὰ ἰατρικὰ βυζαντινὰ συγγράμματα μετὰ τὸν 9ο αἰῶνα ἀκολουθοῦν τὰ πρότυπα τοῦ Λέοντα καὶ τοῦ Παύλου. Εἶναι εὐσύνοπτα, περιεκτικὰ καὶ στὴν πλειονότητά τους ἀπαλλαγμένα ἀπὸ στοιχεῖα δεισιδαιμονιῶν.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Στον τεράστιο τω όντι πίνακα, τον οποίο συνθέτει η επί χίλια και τόσα χρόνια ζωή του Βυζαντινού Κράτους, το Ναυτικόν κατέχει ιδιαίτερα ξεχωριστή θέσι. Αποτελεί του αρμούς της Αυτοκρατορίας, υπηρετεί τη δόξα της και την ευημερία και αποτρέπει τον κίνδυνο. ‘Οταν το Ναυτικόν παραμελήται,ο Βυζαντινός κόσμος πάσχει κι η χώρα οδηγείται στην ταπείνωσι. Το λυκόφως του Ναυτικού προδικάζει το λυκόφως του Βυζαντίου και όταν εκείνο εκλείπει, σαν πραγματική δύναμις, ακολουθεί η κατάρρευσις της Αυτοκρατορίας.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι με τις μεγάλες νίκες των στρατηγών του Ιουστινιανού Α’ (527 — 565) εναντίον των Βανδάλων και των ‘Οστρογότθων της Ιταλίας, η Μεσόγειος ολόκληρη έγινε μιά Βυζαντινή θάλασσα. Μόνον ένα μέρος της Νοτίου Γαλλίας, κοντά στις εκβολές του Ροδανου, παρέμεινε στα χέρια των Φράγκων, οι οποίοι όμως δεν διέθεταν ναυτική δύναμι. Ο στόλος των Βανδάλων της Αφρικής, που ήλεγχε μέχρι τότε τη Δυτική Μεσόγειο, εξαφανίζεται. Οι Οστρογότθοι εγκαταλείπουν τη θάλασσα, μετά από μάταιη προσπάθεια να εγκατασταθούν στη Νότιο Ιταλία, τη Σικελία και την Σαρδηνία.
Επί πλέον κατορθώνει το Βυζάντιο να αποκαταστήση την ειρήνη στην Κριμαία και, απομακρύνοντας τους Ούννους και τους Γότθους, να αποκτήσει ανεμπόδιστο τον έλεγχο του Ευξείνου Πόντου (τον οποίο άλλωστε θα διατηρήσει, βασικά, καθ’ όλη τη διάρκεια της Αυτοκρατορίας του).
Έτσι κατά το τέλος του 6ου αιώνος μ.Χ. παρουσιάζεται η ακόλουθη εικόνα. Κλονίζεται το Βυζάντιο στα σύνορα του Δουνάβεως και στις Βαλκανικές του επαρχίες από τις εισβολές των βαρβάρων, υποχωρεί στην Ιταλία εμπρός στις νέες επιθέσεις των Οστρογότθων και είναι εξαντλημένο από τον ατελεύτητον αγώνα εναντίον των Περσών, στην Ανατολή. Παρ’ όλα αυτά όμως βρίσκεται επί κεφαλής μιας απέραντου θαλασσινής αυτοκρατορίας, η οποία απλώνεται από τα βάθη του Ευξείνου Πόντου μέχρι το Σουέζ και μέχρι το Γιβραλτάρ. Ο Αυτοκράτωρ της Κωνσταντινουπόλεως είναι κύριος όλων των θαλασσών μέχρι των Στηλών του Ηρακλέους, γράφει ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος (912—959), στο «Περί Θεμάτων» έργο του.
Γύρω από τις θάλασσες αυτές είναι εγκατεστημένοι οι λαοί της Αυτοκρατορίας. Η θάλασσα είναι εκείνη, που ενώνει τις βυζαντινές επαρχίες και αποτελεί τον μοναδικό δρόμο για την επικοινωνία της Πρωτευούσης με αυτές. Γιατί η παράκτια χώρα είναι σε πολλά σημεία στενή και στην ξηρά κυκλώνεται, ολόγυρα, από εχθρούς. Η θάλασσα λοιπόν είναι το κέντρο του Βυζαντινού κράτους καί όχι το σύνορο του, ένα όριο της απέραντου κυριαρχίας του.
Τούτο όμως μέχρις ότου εισέλθουν στην μεσογειακή σκηνή οι Άραβες, περί τα μέσα του 7ου αιώνος. Αλλά και τότε ακόμη, όταν οι χαλίφαι εδημιούργησαν ναυτική δύναμι στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Τύνιδα και πάλι οι Βυζαντινοί στόλοι υπεράσπισαν, σ’ ένα αδυσώπητον αγώνα, τις χώρες της αυτοκρατορίας και έσωσαν και αυτή η Βασιλεύουσα, το έτος 717. Αργότερα όμως το Ναυτικόν παρεμελήθη, και η Αυτοκρατορία το επλήρωσε ακριβά, τον 9ον αιώνα. Οι Μουσουλμάνοι πειραταί, κύριοι της Κρήτης από το 827 καί της Σικελίας καί ταξιδεύοντας ανενόχλητοι στην Αδριατική, ερήμωσαν καί «εξάφρισαν» επί ένα αιώνα τις ακτές του Αιγαίου και ουσιαστικά απόκοψαν την Πρωτεύουσα από την Βυζαντινή Δύσι.
Ο κίνδυνος, ο μέγας κίνδυνος ωδήγησε στην ανασυγκρότησι του Ναυτικού, που αρχίζει τον 9ον και συμπληρώνεται τον 10ον αιώνα, καί στην ανακατάληψι της Κρήτης. Βλέπομε έτσι το Βυζάντιο να είναι πάλι και μέχρι τις αρχές του 12ου αιώνος μια μεγάλη ναυτική δύναμις και να έχη τη θαλασσοκρατία της Μεσογείου.
– Μόνον εγώ, έλεγε ο Νικηφόρος Φωκάς τον 10ον αιώνα στον Πρεσβευτή του Γερμανού Βασιλέως, έχω τη ναυτική δύναμι.
– Ο στόλος, έγραφε επίσης ένας συγγραφεύς του 11ου αιώνος, ο στρατηγός Κεκαυμένος, αποτελεί τη δόξα της Ρωμανίας.
Πάντα ταύτα εγίνοντο μέχρις ότου το Βυζάντιο έκρινε, για την κακή του τύχη, προσφορώτερο ν’ ανάθεση σε άλλους (Πιζάνους, Γενοβέζους και Ενετούς) τη φροντίδα για τις κατά θάλασσαν επιχειρήσεις. Το αποτέλεσμα ήταν οδυνηρό: κατάληψι της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους, το 1204 και -μετά από μερικές αναλαμπές- οριστική συντριβή της Αυτοκρατορίας…
Από τον 4ον αιώνα
Ποια ήταν η αυγή του Ναυτικού του Βυζαντίου; Στο παλιό ρωμαϊκό κράτος, ήδη από τις αρχές του 4ου μ.Χ. αιώνος, τα βαρβαρικά στοιχεία εδέσποζαν στο στρατό των Ρωμαίων οι οποίοι, «εντελώς εκλελυμένοι» όπως ήσαν, είχαν εγκαταλείψει κάθε στρατιωτικό έργο. Η κατάστασις στο Ναυτικό των Ρωμαίων δεν ήταν καλύτερη. Και ο ιδρυτής του νέου κράτους, Κωνσταντίνος ο Μέγας, εζήτησε φεύγοντας να λυτρωθή από την ατμόσφαιρα της παρακμής, πούυ επεσκίαζε τη Ρώμη, και να αναβαπτίση το κράτος του με νέα και ρωμαλέα στοιχεία. Εζήτησε όμως πέραν από αυτό, γράφει ο Γάλλος συγγραφεύς Louis Bréhier «ανεζήτησε εις την Κωνσταντινούπολι τη θάλασσα».
Και άλλος συγγραφεύς, Ρουμάνος αυτός, ό Nicolae Iorga συμπληρώνει με την παρατήρησι ότι «η καινούρια αυτοκρατορία δεν ήτο μιά άλλη μορφή του ηπειρωτικού ρωμαϊκού κράτους, αλλά μιά καινούργια θαλασσοκρατία, μιά κυριαρχία της θαλάσσης». Για την θαλασσοκρατία όμως αυτή εχρειάζοντο καράβια και ένα από τα μεγάλα έργα του νέου κράτους εστάθη η δημιουργία Ναυτικού.
Αλλά πότε εδημιουργήθη το Ναυτικόν αυτό του Βυζαντίου; Τούτο, όπως και τόσα άλλα σημεία πού έχουν σχέσι με το Ναυτικόν, δεν είναι με ακρίβεια γνωστό. Ωρισμένοι συγγραφείς τοποθετούν την απαρχή του Βυζαντινού Ναυτικού στη βασιλεία του Λέοντος Α’, του Θρακός, περί το έτος 457.
Ο Λέων Α’, ο Θράξ εδημιούργησε πολεμικό στόλο για να αποκρούση τις επιθέσεις των βαρβάρων στην Αφρική. Την εποχή του Ιουστινιανού όμως δεν υπήρχαν ακόμη, τα απαραίτητα πλοία, για να μεταφέρουν από τη Δαλματία στην Ιταλία 10-12 χιλ. άνδρες. Τα πλοία που χρησιμοποιούσαν στις πολεμικές επιχειρήσεις, την εποχή του Ιουστινιανού, δεν ήσαν κρατικά αλλά ιδιωτικά και τα επέτασσαν ανάλογα με τις ανάγκες τους, γεγονός πού είχε σαν αποτέλεσμα την απροθυμία των αξιωματικών και των πληρωμάτων.
Το καινούριο πάντως Ναυτικό έχει την έδρα του στην Κωνσταντινούπολι και τελεί υπό ενιαία διοίκησι, τη διοίκησι «του Στόλου των Καραβησιάνων». Ο αρχηγός του λέγεται «Στρατηγός των Καραβησιάνων», για να μετονομασθή αργότερα σε Δρουγγάριον (που σημαίνει χιλίαρχος). Το Ναυτικό αυτό, που διοικείται από τη Βασιλεύουσα και κατανέμεται σε διαφόρους στόλους, θα προστατεύη το εμπόριο και τα παράλια της Αυτοκρατορίας και θα επιχειρή τις υπερπόντιες εκστρατείες, «τας υπερορίους στρατείας», κατά την έκφρασιν των Βυζαντινών, ανάλογα με τις εκάστοτε παρουσιαζόμενες ανάγκες, θα κυριαρχή στη Μεσόγειο.
Αναδιοργάνωσις
Αργότερα, στο πρώτο ήμισυ του 8ου αιώνος γίνεται αναδιοργάνωσις του Ναυτικού από τον Λέοντα Γ’, τον Ίσαυρο. Με την αναδιοργάνωσι αυτή καταργείται η ενιαία διοίκησις του στόλου δηλ. η «Διοίκησις των Καραβησιάνων» και δημιουργούνται περισσότερες διοικήσεις της Ναυτικής δυνάμεως, που είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους και εδρεύουν, εκτός από την Κωνσταντινούπολη, στις περιοχές οι οποίες απειλούνται από τους Άραβες. Ο γενικός αρχηγός του Ναυτικού, ο αρχιναύαρχος όπως θα ελέγαμε σήμερα, έφερε το τίτλο «Δρουγγάριος» και κατόπιν «Δρουγγάριος των Πλωΐμων» (αργότερα, κατά τον llον αιώνα, ωνομάζετο και «Μέγας Δούξ» παράλληλα προς τον τίτλο του «Δρουγγαρίου των Πλωΐμων»). Ο Δρουγγάριος των Πλωΐμων ήταν από τους ανωτάτους αξιωματούχους της Αυτοκρατορίας και στην κρατική Ιεραρχία ερχόταν μετά τους Δομεστίχους δηλ. τους Αρχηγούς του στρατού.
Όταν έγινε Ο Μέγας Δομέστιχος δηλ. Ο Αρχηγός ολοκλήρου του Στρατού («κεφαλή άπαντος του φοσσάτου») ο Μέγας Δούξ δηλ. ο Αρχηγός του Στρατού θαλάσσης (του Ναυτικού) ερχόταν αμέσως μετά από αυτόν. Ο Δρουγγάριος των Πλωΐμων είχε υπό τας διαταγάς του ένα ή και περισσοτέρους «Δρουγγαρίους» (αρχηγούς στόλου) που αργότερα (αρχές του 14ου αιώνος ωνομάσθησαν με το αραβικής προελεύσεως όνομα «αμιράληδες» (αμιράλης = ναύαρχος). Επιτελείο ανάλογο προς τό επιτελείο του Δομεστίχου (και αργότερα του μεγάλου Δομεστίχου) είχε και ο Δρουγγάριος των Πλωΐμων, (μόλον που ο όρος επιτελείον ήταν άγνωστος στο Βυζάντιο).
Υπηρετούσαν σ’ αυτό ο Πρωτοσπαθάριος (είδος επιτελάρχου ή αρχιεπιστολέως), ο Σακελλάριος δηλαδή ο Γενικός Ταμίας του Ναυτικού, ο Χαρτουλάριος (αρχιγραμματεύς), ο Πραίτωρ (δικαστής), ο ιατρός, ο ιερεύς κ.ά. Υπήρχε δε στην Κωνσταντινούπολι ναυτικό δικαστήριο (ναυτοδικείο, θα ελέγαμε σήμερα) , που ο Πρόεδρός του έφερε τον τίτλο του «Πρωτοσπαθαρίου της Φιάλης».
Το δικαστήριο αυτό εδίκαζε κυρίως τα παραπτώματα των πληρωμάτων, που υπηρετούσαν στους βασιλικούς δρόμωνες δηλ. στα πολεμικά καράβια του κεντρικου, του αυτοκρατορικού στόλου. Γιατί κάτω από τον Αρχηγό του Ναυτικοί (τον Δρουγγάριον των Πλωΐμων) υπήρχαν, μετά τη μεταρύθμισι του Λέοντος Γ’ (717-741), τρεις τελείως ξεχωριστοί στόλοι η ορθότερα, κατηγορίες στόλων, του οποίους σε αδρές γραμμές θα σκιαγραφήσουμε.
Οι στόλοι αυτοί είναι:
Π ρ ώ τ ο ν:
Ο κεντρικός ή αυτοκρατορικός στόλος, το Βασιλικόν Πλώϊμον, το μητροπολιτικόν ναυτικόν, όπως θα ελέγαμε σήμερα, χρησιμοποιώντας την ορολογία των τελευταίων αιώνων. Αποτελείται από βαριά πλοία, του δρόμωνες, οπλίζεται, επανδρώνεται και συντηρείται από την Κωνσταντινούπολι και επιφορτίζεται βασικά με μακρυνές αποστολές. Τον καιρό της ειρήνης σταθμεύει στην πρωτεύουσα ή τα στρατηγικά σημεία του θαλασσινού μετώπου της Αυτοκρατορίας, πού ελέγχουν τους διεθνείς θαλάσσιους δρόμους. Τα πληρώματα του στρατολογούνται στην Πρωτεύουσα και τα περίχωρα της ανάμεσα στους επαγγελματίες ναυτικούς αλλά και σ’ ολόκληρη την αυτοκρατορία, ακόμη δε και ανάμεσα στους ξένους, οι οποίοι προσφέρουν, επί πληρωμή βέβαια, τις υπηρεσίες του στο Βυζάντιο. Καθώς όμως δεν επαρκεί ο στόλος αυτός να υπερασπίση τα απέραντα παράλια των χωρών της Αυτοκρατορίας βοηθείται από το «Θεματικόν Πλώϊμον» δηλ. τους περιφερειακούς στόλους πού χωρίζονται σε επαρχιακούς και τους (καθαρά) θεματικούς.
Δ ε ύ τ ε ρ ο ν:
Ο επαρχιακός στόλος. Αποτελείται βασικά από ελαφρές πολεμικές μονάδες (τις γαλέες ή μονήρια και τα χελάνδια ή του μικρούς δρόμωνες). Oι μοίρες του σταθμεύουν στην επαρχία, στην οποία ανήκει, υπάγεται διοικητικά στις αρχές της επαρχίας αυτής (ή του θέματος) δηλ. στο στρατηγό του θέματος, οπλίζεται και συντηρείται από την κεντρική εξουσία δηλ. το Θησαυροφυλάκιο της Πρωτευούσης και επανδρώνεται με ναυτικούς, που στρατολογούνται επί τόπου άλλα και σέ διάφορα σημεία της Αυτοκρατορίας, άσχετα συχνά προς την περιοχή, στην οποία ανήκουν και την οποία προστατεύουν. Επιφορτισμένος με την φρούρησι των ακτών της επαρχίας του είναι βασικά ένας αμυντικός σχηματισμός. Όταν όμως το απαιτήσουν οι ανάγκες, μετακινείται και σ’ άλλες περιοχές. Έχει επί κεφαλής του τον «Τουρμάρχη του Πλωΐμου» (δηλ. τον διοικητή μοίρας) και εφόσον δρα στην επαρχία του υπάγεται στον στρατηγό, διοικητή της Επαρχίας, όταν όμως μετέχη σε γενικώτερες επιχειρήσεις υπάγεται στον Αρχηγό του Ναυτικού (τον Δρουγγάριον των Πλωΐμων). Ο Τουρμάρχης, διορίζεται από τον Αυτοκράτορα και έχει συνήθψς στη δύναμί του 3-4 ελαφρά πλοία, σπανίως δε περισσότερα.
Τ ρ ί τ ο ν:
Ο θεματικός στόλος. Συγκροτείται μόνο στα ναυτικά θέματα δηλ. στα θέματα (ή περιφέρειες) εκείνα, στα οποία λόγω της γεωγραφικής των θέσεως ή της εκτάσεως των παραλίων δικαιολογείται να υπάρχη ισχυρός στόλος. Αποτελείται από πλοία όλων των ειδών (δρόμωνες και ελαφρά πλοία), από τα οποία οι δρόμωνες είναι εφοδιασμένα με ύγρόν πυρ, όπως τα καράβια του αυτοκρατορικού στόλου.
Eξοπλίζεται και συντηρείται στις Επαρχίες-Θέματα, από τις οποίες και εξαρτάται. Διαθέτει βάσεις, ναυπηγεία και ναυστάθμους. Επανδρώνεται με ναυτικούς, που στρατολογούνται στην επαρχία, όπου σταθμεύει. Αποστολήν έχει να προστατεύη την περιοχή, που τον συγκροτεί και τον συντηρεί και να προσβάλλη στην ακτίνα δράσεως του τους εχθρικούς στόλου και τις βάσεις. Είναι με άλλους λόγους ένας ολοκληρωμένος τοπικός στόλος, ανεξάρτητος από κάθε πλευρά από τον στόλο της Κωνσταντινουπόλεως. Ο θεματικός στόλος υπάγεται στον διοικητή της περιοχής ή του θέματος, ο οποίος επειδή το θέμα είναι ναυτικό δεν είναι στρατιωτικός αλλά ναυτικός και φέρει τον τίτλο του Δρουγγαρίου δηλ. του ναύρχου.
Γενικά οι περιφερειακοί στόλοι (επαρχιακοί και θεματικοί) παράλληλα με την αποστολή, που έχουν στην περιοχή τους, χρησιμεύσουν και σαν εφεδρεία του αυτοκρατορικού στόλου (ή βασιλικού πλωΐμου) και γι’ αυτό μετακινούνται ανάλογα με τις γενικώτερες ανάγκες της Αυτοκρατορίας. Οι στόλοι υποδιαιρούντο σε μοίρες, κάθε δε μοίρα αποτελείτο από 3-5 δρόμωνες και είχε διοικητή τον «κόμη». Ο «πολεμικός άρχων» κάθε πλοίου ωνομαζόταν Κεντυρίων, από το λατινικό CENTURIO δηλ. εκατόνταρχος, διότι ο δρόμων -το καθ’ αυτό πολεμικό καράβι των Βυζαντινών- είχε βασικώς εκατό κουπιά, με ισάριθμους κωπηλάτες. Ο Κεντύρων και αργότερα «Κυβερνήτης», τους τελευταίους δε αιώνες της Αυτοκρατορίας «Κατ’ επάνω» και κατ’ αναγραμματισμό «Καπετάνιος» ή «Καπιτάνιος», είχε το φλάμουλο δηλ. τη μακρόστενη σημαία, που αποτελούσε και το σήμα της διοικήσεως του (αντίστοιχο προς τον σημερινό επιστείοντα των πολεμικών μας πλοίων).
Φυσικά κάθε πολεμικό πλοίο είχε την εσωτερική του οργάνωσι, στην οποία η θέσις του καθενός ήταν καθωρισμένη. Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι σε κάθε πολεμικό καράβι υπηρετούσαν οι στρατιώτες πολεμισταί (που ελέγοντο καβαλλαρικοί) και οι κωπηλάτες. Οι τελευταίοι αυτοί λέγονται ελάται, ερέται ή κωπηλατούντες και διατάσσονται σε δύο σειρές ή «ελασίες»: την «ανω ελασίαν» (που είναι στο κατάστρωμα) και την «κάτω ελασίαν» (που είναι κάτω από το κατάστρωμα). Στην επάνω «ελασία» τοποθετούνται οι πιο τολμηροί και έμπειροι, που είναι «κατάφρακτοι» δηλ. βαρύτερα ώπλισμένοι (φέρουν τόξα, σαγίττες, δηλ. βέλη και σκουτάρια δηλ. ασπίδες) και όταν πλησιάζουν το εχθρικό πλοίο, αφήνουν τα κουπιά και παίρνουν μέρος στή μάχη, μαζί με του καβαλλαρικούς. Οι λιγώτερο τολμηροί τοποθετούνται στην κάτω ελασία.
Ειδικότητες
Ο αριθμός των κωπηλατών και πολεμιστών εποίκιλλε ανάλογα με το μέγεθος του πλοίου, υπολογίζεται όμως ότι στους «μείζονες» δρόμωνες υπηρετούσαν 230 «πλώϊμοι» (ναυτικοί, κωπηλάτες και πολεμισταί) και 70 καβαλλαρικοί (ειδικοί πολεμισταί). Τα ελαφρότερα πλοία είχαν 130-160 «πλωΐμους». Υπάρχουν βεβαίως και «ειδικότητες» εις το πλοίον. Είναι «δ’ επί των αυχένων» δηλ. ο πηδαλιούχος (αυχένες ήσαν τα δύο κουπιά, δεξιά και αριστερά από το ποδόστημα της πρύμης, τα οποία μέχρι τον 12ον αιώνα -που εφαρμόσθη το πηδάλιο με τη σημερινή του μορφή- εχρησίμευαν για τη διεύθυνσι του πλοίου: ο «αρμενιστής», αυτός που χειριζόταν τα άρμενα δηλ. τα ιστία, ο «βιγλεοφόρος» ή βιγλάτορας (παρατηρητής, οπτήρας), που εβίγλιζε, σκαρφαλωμένος στην κεραία ή το «ξυλόκαστρο» (θωράκιο ή κόφα), αν φαινόταν κάπου εχθρικό καράβι και εξακρίβωνε τον καιρό και τους άνεμους και γενικά κατώπτευε τον γύρω ορίζοντα.
Ο «κελευστής» (αντίστοιχος προς τον αρχαίο τριηράρχη) που εσυντόνιζε το ρυθμό της κωπηλασίας, με τον αυλό ή με επιφωνήματα (έέέ, ώπ!). Για να συμπληρώσωμε δε τον πίνακα θα πρέπει να προσθέσουμε τον «πρωτοκάραβο», που στεκόταν κατά το ταξίδι στη μέση του καραβιού και ενθάρρυνε του ερέτας και τους παρακινούσε. Τελευταίος προς την κορυφή μέσα στο πλοίο έρχεται ο εκατόνταρχος (Κεντυρίων) ή Κυβερνήτης. Η θέσις του είναι στην πρύμη, από όπου εποπτεύει το πλήρωμα, το καράβι, τη γύρω θάλασσα και τους άνεμους.
Από το ναυτικό αποκλείονταν εκείνοι, που είχαν τιμωρηθή με βαριές ποινές ή είχαν υποδικία για σοβαρά παραπτώματα. Με τον καιρό όμως και ανάλογα με την αυτοκρατορική πολιτική και τις ανάγκες των περιστάσεων εμπήκαν πολλοί ξένοι στο Ναυτικό του Βυζαντίου και έφθασε ημέρα — από τις σκοτεινές βεβαίως — κατά την οποία το Βυζάντιο εξεμίσθωνε ολόκληρους στόλους ξένων, για την άμυνα των θαλασσινών του συνόρων και την προστασία της Αυτοκρατορίας. Τα πληρώματα ελάβαιναν μισθό, που τον έλεγαν «χρυσική ρόγα». «Του στόλου την νενομισμένην ρόγαν λαβόντες», λένε οι πηγές. Αυτονόητον είναι ότι μισθόν ελάβαιναν οι οπωσδήποτε στρατολογούμενοι ξένοι υπήκοοι. Εξαίρεσι πρέπει να δεχθούμε για τους «αυτερέτας» δηλ., τους ερέτας, που εσυντηρούντο με δικά τους μέσα.
Ο τρόπος της μισθοδοσίας σημειώνει σημαντική εξέλιξι με την εμφάνισι του θεσμού, που λέγεται «στρατιωτική πρόνοια». Τούτο γίνεται κατά τους τελευταίους αιώνες. Όταν οι μακροχρόνιες και πολύριθμες εκστρατείες των Κομνηνών προκαλέσουν, με τις βαριές δαπάνες τους, απίσχνασι του κρατικού θησαυροφυλακίου, θα καταφύγουν στη φορολογική πρόσοδο του εδάφους.
Οι ευνοούμενοι του Παλατιού και αξιωματούχοι στην αρχή, τα μόνιμα στελέχη του στρατού και του ναυτικού αργότερα, αλλά και οι στρατιώτες θα παίρνουν αντί μισθού την πρόσοδο μιας περιοχής, μικρής ή μεγάλης εκτάσεως, που ήταν ανάλογη με την εύνοια ή τον βαθμό του στρατιωτικού. Ο θεσμός αυτός ωνομάσθη «στρατιωτική πρόνοια», ο δικαιούχος «προνοητής» και οι περιοχές ή τα κτήματα που είχαν αυτή τη δουλεία, «στρατιωτόπια». Τα στρατιωτόπια είχαν ειδικό νομικό καθεστώς, όπως λ.χ. ότι μετεβιβάζοντο εν ζωη ή εκληρονομούντο, μετά θάνατον, με το βάρος της στρατιωτικής προνοίας.
Αν θελήσουμε να μιλήσουμε για τα βυζαντινά πλοία θα βρούμε πολλές δυσκολίες. Με το ίδιο όνομα βλέπομε στις διάφορες πηγές πλοία, που δεν ανήκουν στον ίδιο τύπο και το αντίθετο. Πιθανόν τούτο να οφείλεται στο ότι πολλοί απ’ όσους έγραψαν για τα βυζαντινά καράβια δεν ήσαν ειδήμονες. Το «ως φασίν οι ειδότες» είναι μιά φράσις, την οποία συναντούμε συχνά στά βυζαντινά κείμενα. Το πλοίον λέγεται από τους βυζαντινούς ναυς, πλοίον, ολκάς — όταν χρησιμοποιούν την Αρχαΐζουσα — και καράβι, πλώϊμο, κάτεργο ή ξύλο. Υπάρχουν και οι οροί αγράριον, σανδάλιον, άρκλιον και γρίπος, αυτά όμως τα καράβια ανήκουν στον «εμπορευματικό» ‘η αλιευτικό στόλο και σπάνια χρησιμοποιούνται σαν βοηθητικά των πολεμικών.
Δρόμων και Χελάνδιον
Τα πολεμικά όμως που κυριαρχούν στο πολεμικό Ναυτίκόν του Βυζαντίου είναι ο δρόμων και κατά δεύτερον λόγο το χελάνδιον. Το όνομα δρόμων σημαίνει το ταχύ πλοίο, το πλοίο δρομεύς και φαίνεται να έχη αρχαϊκή την προέλευσι, αφού οι Αρχαίοι ωνόμαζαν δρόμωνες τα ταχύπλοα εμπορικά καράβια, Αναφέρονται δε πλοία με αυτό το όνομα στην ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.). Υποστηρίζεται όμως και άλλη άποψις, ότι δηλ. ο όρος δρόμων ήταν καθαρά βυζαντινή λέξις.Ο όρος χελάνδιο προέρχεται από το χέλυς (έγχελυς) και δηλώνει το πλοίο, που έχει μακρύ σχήμα.
Το κύριο χαρακτηριστικό του δρόμωνος και του χελανδίου, που και τα δύο ήσαν πολεμικά πλοία, είναι η ταχύτης. Είναι μακρυά κωπήλατα πλοία, τα οποία ξεχωρίζουν από τα καράβια του εμπορικού ναυτικού, που ήσαν στρογγυλά και εκινούντο με ιστίο.
Στον δρόμωνα όπως και στο χελάνδιο υπήρχε «σίφων υγρού πυρός» και «ξυλόκαστρον», είναι και τα δύο καθαρώς πολεμικά πλοία και μόνο κατά το μέγεθος διαφέρουν — το χελάνδιον είναι μικρότερο. Ο δρόμων είχε μάκρος 36 — 55 μέτρα, πλάτος 5 — 6 μ. και βύθισμα, γύρω στο 1 — 1,5 μ. Οι διαστάσεις όμως αυτές είναι ενδεικτικές, άφού υπήρχαν — τουλάχιστον κατά τον 10ον αιώνα — τρεις τύποι δρομώνων: οι μείζονες ή μεγάλοι, οι μεσαίοι δρόμωνες και οι ελάσσονες (γαλέαι και μονήρια».
Ο μεσαίος μα και συνήθης τύπος είχε 50 κουπιά σε κάθε πλευρά, κατανεμημένα σε δυο καθ’ ύψος σειρές (ελασίες), από 25 κουπιά η κάθε μιά. Οι 50 κωπηλάτες της επάνω σειράς (της άνω ελασίας) δεν κωπηλατούσαν κατά τις συμπλοκές, αλλά εμάχοντο. Από τους εκατόν δε κωπηλάτες ο κυβερνήτης του πλοίου ωνομάσθη και εκατόνταρχος. Οι «μείζονες» δρόμωνες είχαν το λιγώτερο 200 κωπηλάτες, τον ίδιο όμως αριθμό κουπιών — δύο κωπηλάτες στο ίδιο κουπί. Οι ελάσσονες, «δρομικώτατοι, ταχινοί και ελαφροί», ήσαν δρόμωνες με μιά μόνο σειρά κουπιών σε κάθε πλευρά, γι’ αυτό ελέγοντο και μονήρια.
Ναυπηγεία από την Τραπεζούντα και την Πόλη ώς την Κρήτη και την Καρχηδόνα
Κατασκεύαζαν τον δρόμωνα από ξύλο κυπαρισσιού ή πεύκου με τη συνήθη τεχνική της εποχής, μόνο πως ήταν στερεώτερος από τα κοινά πλοία. Ήταν «κατάφρακτο» δηλ. είχε πλήρες κατάστρωμα από πλώρα και πρύμη, με το θάλαμο του κυβερνήτη στην Πρύμη (τον «κράββατο»). Βασικό και ιδιάζον στους δρόμωνες ήταν «ο κατά πρώραν έμπροσθεν χαλκού ημφιεσμένος σωλήν, δι’ ου το εσκευασμένον πυρ κατά των εναντίον ακοντίσαι», δηλ. ο σίφων, σωλήνας με τον οποίο εξακόντιζαν το υγρόν πυρ. Εξ άλλου η πρώρη πρέπει να ήταν γερή και να καταλήγη σε έμβολο, που το χρησιμοποιούσαν κατά την εφόρμησι και εμβολή.
Το ιστίο δεν λείπει τελείως από τον δρόμωνα, αφού αναφέρεται στα «ναυμαχικά», ότι υπάρχει ιστοδόκη και ένας ιστός. Παίζει όμως δευτερεύοντα ρόλο στους χειρισμούς και την κίνησι του πλοίου, κατά δε τη μάχη χρησιμοποιούνται μόνον τα κουπιά. Με τη σημειωθείσα εξέλιξι απέκτησαν οι δρόμωνες δύο ιστούς, η ιστιοφορία όμως εξακολουθεί να παίζη τον ίδιο δευτερεύοντα ρόλο. Κι ας μη ξεχάσουμε το θυράκιο (η κόφα), που κατασκεύαζαν στο πάνω μέρος του ιστού και τό ‘ντυναν γύρω με σανίδι — γι’ αυτό λεγόταν και «ξυλόκαστρον». Εκεί στεκόταν ο «βιγλεοφόρος» (βιγλάτορας) και από εκεί, όταν επλησίαζαν τον εχθρό, έρριχναν ιοβόλα ερπετά, πέτρες, κομμάτια από μέταλλο, καθώς και πήλινες χύτρες με υγρόν πυρ.
Αβέβαιο είναι επίσης το έδαφος για τον ερευνητή, που θα ήθελε να ασχοληθή με τις ναυτικές κατασκευές του Βυζαντίου. Οι πληροφορίες που μας παρέχουν οι πηγές είναι πενιχρές και διεσπαρμένες, τα δε τεχνικά ζητήματα, φαίνεται, πως ολίγο απασχόλησαν τους ιστορικούς και τους γραμματισμένους στο Βυζάντιο. Τα «Τακτικά» του Λέοντος» Σοφού (886 — 912) περιγράφουν τους δρόμωνες και τα «Ναυμαχικά» ασχολούνται με την ναυτική στρατηγική και παρεμπίπτοντος δίνουν πληροφορίες για τις ναυτικές κατασκευές και περιορίζονται γενικά σε μιά στοιχειώδη περιγραφή του πλοίου.
Νεώριον και εξάρτυσις
Βασικοί όροι τους οποίους συναντούμε είναι οι όροι «νεώριον» και «εξάρτυσις», ο τελευταίος βυζαντινής προελεύσεως. Χρησιμοποιούνται και οι δύο καθ’ όλην τη διάρκεια του βυζαντινού βίου και σημαίνουν αντιστοίχως τους ναύσταθμους (ή αγκυροβόλια) και τα ναυπηγεία.
Ο όρος νεώριον είναι ταυτόσημος με τον αρχαίο νεώσοικος και σημαίνει τις ναυτικές εγκαταστάσεις ή οικήματα κοντά στη θάλασσα, που χρησιμεύουν για τη στέγασι των πλοίων. Σημαίνει επίσης τον ναύσταθμο, όπου τα πλοία επισκευάζονται και εξοπλίζονται. Σημαίνει τέλος τον τεχνητό λιμένα — κατ’ αντίθεσι προς τα ορμητήρια ή τους φυσικούς λιμένας, που δεν έχουν τεχνικές εγκαταστάσεις. Αντίθετα προς το νεώριο (δηλ. το αγκυροβόλιο πλοίων) ο όρος «εξάρτυσις» γίνεται από το εξαρτύω (εξοπλίζω) και είναι καθαρά τεχνικός ορός: δηλώνει όλες εκείνες τις ενέργειες που χρειάζονται για τον εξοπλισμό ενός καραβιού και κατ’ επέκτασι το μέρος όπου γίνονται οι εργασίες αυτές. Νεώρια (δηλ. ναύσταθμοι) και εξαρτύσεις (δηλ. ναυπηγεία) ήσαν και τα δύο εγκακατεστημένα σε προφυλαγμένα και υπήνεμα μέρη, τα οποία είχαν τον χώρο να δέχονται ώρισμένο αριθμό πλοίων.
Ήσαν τοποθεσίες που διέθεταν επί πλέον το ανθρώπινο υλικό και τα μέσα (ξυλεία κυρίως), τα απαιτούμενα δηλ. για την κατασκευή και συντήρησι των πλοίων. Υπάρχουν και οι «κατεργοκτίπτες» (οι ναυπηγοί), που είναι υπεύθυνοι για την κτίσι των κάτεργων (δηλ. των πλοίων), η δε εργασία τους λέγεται «κατεργοκτισία» ή «καραβοποιΐα». Εκτός από τους ναυπηγούς, που υπηρετούσαν στους ναύσταθμους και τα ναυπηγεία, υπηρετούσε σε κάθε μεγάλη πολεμική μονάδα τουλάχιστον ένας κατεργοκτίστης, για τις μικρές επισκευές και τη συντήρησι. του πλοίου.
Μελετώντας τους ναύσταθμους και τα ναυπηγεία του Βυζαντίου είναι δύσκολο να διαχωρίσουμε τα ναυπηγεία τα εργαζόμενα για τους πολεμικούς στόλους, από εκείνα τα οποία εργάζοντο για το εμπορικό ναυτικό, δηλ. για την κατασκευή των «εμπορευματικών» και αλιευτικών πλοίων. Μολονότι σ’ ωρισμένες μεγάλες ναυτικές βάσεις της Αυτοκρατορίας, όπως λ.χ. της Κων)λεως, της Ρόδου, της Σμύρνης, της Κύπρου, της Ατταλείας κλπ., τα ναυπηγεία που εργάζονται για πολεμικά πλοία είναι χωρισμένα από τα άλλα, τα εργαζόμενα για τα εμπορικά, είναι βέβαιο ότι οι «επαρχιακοί» στόλοι και κυρίως οι ελαφρές τους μονάδες (γαλέες ή μονήρια) κατασκευάζοντο από ναυπηγεία και τεχνίτες, που ναυπηγούσαν παράλληλα και εμπορικά πλοία.
Τό βέβαιο είναι ότι το Βυζάντιο ουδέποτε αντιμετώπισε πρόβλημα ναυτικών κατασκευών, γιατί διέθετε άφθονα τα απαιτούμενα μέσα σε υλικό και τεχνίτες — που συχνά ήταν καλόγεροι — και τα κατάλληλα μέρη. Πραγματικά, συναντούμε καθ’ όλο σχεδόν το μήκος των βυζαντινών ακτών, μικρά ή μεγάλα ναυπηγεία που αποκαλούνται και «νεώρια» και δεν είναι υπερβολικό να πούμε ότι κάθε λιμάνι ή ναυτική σκάλα διέθετε, αν όχι άρτιο ναυπηγείο, τουλάχιστον τις απαραίτητες ναυτικές εγκαταστάσεις για τις επισκευές, την εξαρτία, ακόμη δε και την κατασκευή καραβιών, μικρού ή μέσου εκτοπίσματος.
Είναι δύσκολο αν οχι αδύνατο να αναφέρη κανείς και να περιγράψη όλους τους ταρσανάδες του Βυζαντινού κράτους. Βασικά,, βέβαια, ήσαν στην Κων)λι, στη Τραπεζούντα και στη Χερσώνα, στη Ραβέννα της Ιταλίας, τη Καρχηδόνα (στην Αφρική), την Αλεξάνδρεια, τη Σελεύκεια, την Τύρο, τα μεγάλα νησιά της Μεσογείου, όπως η Σικελία, η Κρήτη και η Κύπρος. με την εγκατάστασι όμως των Αράβων στις ακτές της Μεσογείου η Τύρος, η Σελεύκεια, η Αλεξάνδρεια, η Καρχηδών περνούν στον έλεγχο τους, ενώ απειλούνται από το δεύτερο ήμισυ του 7ου αιώνος, οι βάσεις της Κύπρου, της Κρήτης και της Σικελίας. Κατά την περίοδο της ακμής του Βυζαντινού Ναυτικού, δηλ. από τον 9ο μέχρι και τον 12ο αιώνα εργάζονται, εκτός φυσικά από τα ναυπηγεία της Κων/εως και εκείνα που βρίσκονται στην Αττάλεια, τη Ρόδο, Λήμνο, Σάμο, Σμύρνη, Κρήτη, Άβυδο, Λάμψακο, Σαμψούντα, Τραπεζούντα. Θεσσαλονίκη, Εύβοια, Δυρράχιο, Ραγούζα και Παλέρμο.
Η τεχνική της κατασκευής των πλοίων, οι ναυτικές του ιδιότητες και τα σχετικά έθιμα που επικρατούσαν, αποτελούν ιδιαίτερο σημαντικό κεφάλαιο, που ο χώρος δεν μας επιτρέπει να το περιλάβουμε εδώ — έστω και συνοπτικά.
Προς το λυκόφως
Και τώρα ας έλθωμε στο λυκόφως του Βυζαντινού Ναυτικού.
Η τύχη του Ναυτικού, ακολουθεί την παλίρροια της αυτοκρατορικής πολιτικής και οι αμυντικές ανάγκες της Αυτοκρατορίας, προσδιορίζουν, κατά ένα μέτρο, την εξέλιξί του. Και όταν έρθη η περίοδος του λυκόφωτος, το χρονικό της παρακμής του θά μας διδάξη περισσότερα από ό,τι ημπορεί να μας εδίδαξαν τα κλέη του. Όπως εσημείωσα παραπάνω, η ισχύς του Βυζαντινού Ναυτικού διετηρήθη μέχρις ότου το Βυζάντιο έκρινε προσφορώτερο ν’ αναθέση σε άλλους τη φροντίδα για την άμυνα του. Και ένα από τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής ήταν η κατάληψις της Κων) λεως από του Λατίνους.
Τον καιρό της Αυτοκρατορίας της Νικαίας και μετά την αποκατάστασι του Βυζαντίου (1261) συνεκροτήθησαν κατά καιρούς πολεμικοί στόλοι, αλλά το ναυτικό είχε περάσει σε δευτερεύουσα θέσι. Είναι δε ο Ανδρόνικος Β’ (1282 – 1328) ο Αυτοκράτωρ εκείνος, που έδωσε τη χαριστική βολή κατά εκείνου, το οποίον άλλοτε απετέλεσε τη δόξα της Ρωμανίας. Μόλον που δεν ήταν τελείως αδικαιολόγητος σ’ αυτό ο Ανδρόνικος, επεκρίθη με αυστηρότητα από τους συγχρόνους του. Και δικαίως. Και είναι μελαγχολικές οι εκφράσεις των συγγραφέων της εποχής εκείνης για το γεγονός αυτό, το οποίον μαζί με άλλους παράγοντες, προεδίκασε το οριστικό τέλος του Βυζαντίου.
—Τα πλοία εγκατελείφθησαν στην τύχη των, γράφει ο Γεώργιος Παχυμέρης (1240 — 1310) και ο χρόνος συνεπλήρωσε την καταστροφή των.
Άλλος δε συγγραφεύς, ο Νικηφόρος Γρηγοράς (1295 — 1360), σημειώνει:
—Αφημέναι αι Τριήρεις κεναί εις τόν Κεράτιον Κόλπον, σκορπισμέναι εδώ και εκεί, συνετρίβησαν και εθραύσθησαν ή εξώκειλαν εις τον βυθόν της θαλάσσης. Εκτός από μερικάς, πολύ ολίγας, αι οποίαι εξηκολούθουν να συντηρούνται και παρέμειναν εν υπηρεσία — με την ελπίδα, φυσικά, ενός καλυτέρου μέλλοντος…
Και αλλού:
—Η εγκατάλειψις του στόλου υπήρξεν η απαρχή κάθε είδους δεινών… και οι Έλληνες έβλεπαν κάθε ημέραν να προσθέτη νέας εις τας συμφοράς της προτεραίας… Ώσπου ήλθε η πιο μεγάλη συμφορά, η άλωσις, κατά την οποία 13 μόνον καράβια, ευρίσκοντο πίσω από την αλυσίδα του Κερατίου Κόλπου, αντί για τα 300 και πλέον που διέθεταν εκεί τον καιρόν της ακμής
Πηγή: Βυζαντινών Ιστορικά, Αβέρωφ
O στρατός των Kομνηνών ήταν πολύ διαφορετικός από το θεματικό στρατό όπου βάσιζε την ισχύ του το βυζαντινό κράτος έως και την εποχή του τελευταίου Mακεδόνα αυτοκράτορα (Bασίλειος B’). Στα χρόνια που ακολούθησαν τον Βασίλειο, το θεματικό σύστημα συνολικά παρήκμασε και ήδη από την εποχή που ο Pωμανός προσπαθούσε να εξουδετερώσει τον τουρκικό κίνδυνο, οι πλέον αξιόμαχες μονάδες του στρατού ήταν μισθοφορικές ή «συμμαχικές».
Oι Kομνηνοί, έχοντας οριστικά (μετά το Mαντζικέρτ) απολέσει την κύρια «πηγή» σκληραγωγημένων στρατιωτών, το υψίπεδο της Aνατολίας, και με δεδομένη τη διάλυση του θεσμού των θεμάτων, ως συνέπεια κυρίως της εξαφάνισης των ιδιοκτητών/μικροκαλλιεργητών, αναγκάστηκαν να αναδιοργανώσουν πλήρως το στρατό της αυτοκρατορίας.
O νέος στρατός ήταν επί της ουσίας μισθοφορικός, οργανωμένος σε «τάγματα», τα οποία όριζαν διακριτές διοικήσεις και μισθοδοτούνταν απευθείας από την αυτοκρατορική εξουσία. Aυτό αποτελούσε και μία δικλίδα ασφαλείας για τον έλεγχο του στρατού, αφού τα προηγούμενα χρόνια η απόκτηση του ελέγχου από την ντόπια αριστοκρατία (εκ της οποίας, ωστόσο, προέρχονταν οι Kομνηνοί) είχε ολέθρια αποτελέσματα – όπως στο Mαντζικέρτ, όπου η προδοσία του Δούκα καταδίκασε σε ήττα τον ανώτερο βυζαντινό στρατό.
Tα τάγματα αποτελούνταν είτε από γηγενείς πολεμιστές είτε από «ξένους», όπως οι Bάραγγοι (την εποχή αυτή κυρίως Aγγλοσάξονες και Δανοί), οι Φράγκοι, οι Πετσενέγγοι, οι Bούλγαροι, οι Σέρβοι κ.ά.
H στρατολογία των γηγενών συνεχίστηκε, τόσο σε επίλεκτα σώματα (όπως τα τάγματα των «Aρχοντόπουλων» και των «Aθανάτων» ή οι Eταιρείαι) όσο και στον κορμό του στρατού. Ωστόσο, οι αυτοκράτορες αναγκάστηκαν να βασίζονται όλο και περισσότερο στους μισθοφόρους, οι οποίοι όσο πληρώνονταν επαρκώς, ήταν κατά κανόνα πιστοί στους εργοδότες τους.
Περισσότερα για το στρατό της Kομνήνειας περιόδου, στο άρθρο για τον Θεματικό Στρατό, που θα βρείτε στο παρόν τεύχος της «Π.Π.I».
Πηγή: Παγκόσμια Πολεμική Ιστορία, Αβέρωφ
Με καταγωγή τις Σκανδιναβικές χώρες, κυρίως τη Σουηδία, τη Νορβηγία, και αργότερα την Ισλανδία και την Αγγλία, οι άνδρες της Βαράγγιας Φρουράς, του επίλεκτου σώματος του βυζαντινού αυτοκρατορικού στρατού κατά τον 10ο, τον 11ο και τον 12ο αιώνα, διαδραμάτισαν έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Η λέξη Βαράγγοι ετυμολογείται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι είναι απλώς μια βυζαντινή παραλλαγή της λέξης «Φράκγοι», αλλά το πιθανότερο είναι ότι προέρχεται από τις αρχαίες νορδικές λέξεις «var», δηλαδή ορκίζομαι , και gengi, δηλαδή σύντροφοι, δύο λέξεις που θα μπορούσαμε να αποδώσουμε μαζί με την ελληνική λέξη αδελφοποιητοί. Ως ιδρυτές της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, αλλά και ως αφοσιωμένοι μισθοφόροι των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, έμειναν στην ιστορία για τη γενναιότητά τους, το πολεμικό τους φρόνημα, αλλά και τη βαρβαρική τους συμπεριφορά.
Αν και οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι οι Βαράγγοι κατάγονταν αρχικά από τις Σκανδιναβικές χώρες, και κυρίως την περιοχή της Σουηδίας γύρω από τη λίμνη Μέλερ, υπάρχουν και αρκετοί μελετητές, κυρίως Ρώσοι, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι αυτοί ήταν κυρίως σλαβικής καταγωγής. Σε κάθε περίπτωση, η πρώτη αναφορά στους Βαράγγους ή Βάριαγκς, όπως ονομάζονταν στα σλαβικά, προέρχεται από το λεγόμενο Αρχικό Ρωσικό Χρονικό, ένα χειρόγραφο με την ιστορία των Ρώσων ή Ρως του Κιέβου από το 850 ως το 1110, γραμμένο από κάποιον μοναχό Νέστορα περί το 1113:
«Οι Λίακ [Πολωνοί], οι Πρώσοι και οι Τσουντ [πρόγονοι των Φινλανδών και των Εσθονών] ζουν γύρω από την Βαράγγια Θάλασσα [Βαλτική]. Οι Βαράγγοι κατοικούν επίσης στις ακτές της ίδιας θάλασσας, και επεκτείνονται ανατολικά μέχρι το μερδικό του Σημ [εννοεί το γιο του Νώε, ο οποίος κληρονόμησε σύμφωνα με την παράδοση την Ασία]. Γιατί κι αυτοί ζουν στα δυτικά, πλάι σε αυτή την θάλασσα, μέχρι τις χώρες των Άγγλων και των Γάλλων. Κι αυτό, επειδή και τα ακόλουθα έθνη αποτελούν μέρος της φυλής του Ιάφεθ [του γιου του Νώε που κληρονόμησε την Ευρώπη]: Οι Βαράγγοι, οι Σουηδοί, οι Νορμανδοί, οι Γκοτλάνδιοι, οι Ρώσοι, οι Άγγλοι, οι Ισπανοί, οι Ιταλοί, οι Ρωμαίοι, οι Γερμανοί, οι Γάλλοι, οι Βενετοί, οι Γενοβέζοι και άλλοι».
Το ίδιο χρονικό αναφέρει ότι αν και οι λαοί της σημερινής Ουκρανίας πλήρωναν φόρο υποτελείας στους Βαράγγους, τελικά κατάφεραν να τους εκδιώξουν και να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους. Σύντομα όμως, το 6370 από κτίσεως κόσμου (δηλαδή το 862 μ.Χ.), οι έριδες μεταξύ των τοπικών φυλών ήταν τόσο μεγάλες ώστε αποφάσισαν να καλέσουν και πάλι τους ισχυρούς Βαράγγους για να τους κυβερνήσουν:
«Πέρασαν λοιπόν τη θάλασσα, και πήγαν να βρουν τους Βαράγγους Ρως. Αυτούς τους συγκεκριμένους Βαράγγους τους ονόμαζαν Ρως (Ρώσους) όπως κάποιοι άλλοι ονομάζονται Σουηδοί, και άλλοι Νορμανδοί, Άγγλοι και Γκοτλάνδιοι…
Ύστερα είπαν στους Ρως: ‘Η χώρα μας είναι μεγάλη και πλούσια, αλλά δεν υπάρχει τάξη εκεί. Ελάτε να την κυβερνήσετε και να βασιλέψετε’. Επέλεξαν τρεις αδελφούς με τις οικογένειές τους και αυτοί πήραν μαζί τους όλους του Ρως και μετανάστευσαν. Ο μεγαλύτερος σε ηλικία, ο Ρούρικ, εγκαταστάθηκε στο Νόβγκοροντ, ο δεύτερος, ο Σίνεους, στο Μπελουζέρο, και ο τρίτος , ο Τρουβόρ, στο Ίζμπορσκς. Εξαιτίας αυτών των Βαράγγων, η περιοχή του Νόβγκοροντ έγινε γνωστή ως χώρα των Ρως (Ρώσων)».
Ωστόσο, οι ιστορικές και οι αρχαιολογικές έρευνες αποδεικνύουν ότι η εξάπλωση των Βαράγγων στη Ουκρανία ήταν σταδιακή, και είχε ξεκινήσει ήδη από τον 8ο αιώνα.
Με τους Βυζαντινούς, οι Βαράγγοι δημιούργησαν ιδιαίτερες εμπορικές σχέσεις, τουλάχιστον κατά τις περιόδους που δεν έκαναν επιδρομές εναντίον τους. Σύμφωνα με το Βασικό Χρονικό, ο κάθε έμπορος μπορούσε να παραμείνει και να τρέφεται στην Κωνσταντινούπολη επί έξι μήνες, με τον όρο να διαμένει αποκλειστικά στη συνοικία του Αγίου Μάμαντος και να αποφεύγει τη βία. Τα εμπορεύματά τους ήταν κυρίως γουναρικά, μέλι και δούλοι. Τα ονόματα που αναφέρονται παραπέμπουν σαφώς στη σκανδιναβική καταγωγή τους: Κάρλι, Βέρμουντρ, Γκόντι, Ανγκαντίρ, Φάστι.
Οι Βαράγγοι έρχονται στο Βυζάντιο
Ως μισθοφόροι οι Βαράγγοι δεν υπηρέτησαν για πρώτη φορά στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ήδη, από τον 9ο αιώνα υπηρετούσαν τους πλούσιους πρίγκιπες των Ρως ως σωματοφυλακή. Πολλοί έφθαναν στο Κίεβο σε μικρούς οργανωμένους στρατούς, με δικό τους οπλισμό και πλοία , έχοντας ως διοικητές μέλη της σκανδιναβικής αριστοκρατίας που είχαν εξοριστεί για πολιτικούς λόγους, ή δευτερότοκους και τριτότοκους γιους αριστοκρατών που αναζητούσαν την τύχη τους. Στο Βυζάντιο αναφέρονται για πρώτη φορά ως μισθοφόροι το 902, όταν 700 περίπου από αυτούς υπηρέτησαν στην εκστρατεία των Βυζαντινών εναντίον του Εμιράτου της Κρήτης. Ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος πήρε μαζί του 629 Βαράγγους στη δική του προσπάθεια ανακατάληψης της Κρήτης, ενώ 415 από αυτούς πολέμησαν στην Ιταλική Εκστρατεία των Βυζαντινών το 936.
Ωστόσο, η στενή σχέση της βυζαντινής αυτοκρατορικής αυλής με τους Βαράγγους ξεκίνησε επί της εποχής του Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου, κατά το τελευταίο τέταρτο του 10ου αιώνα. Ο αυτοκράτορας αντιμετώπιζε τότε σημαντικές απειλές, όχι μόνο από τους Βούλγαρους στον Βορρά, αλλά και από τον ισχυρότατο γαιοκτήμονα της Μικράς Ασίας, Βάρδα Φωκά, ο οποίος, με τη στρατιωτική δύναμη που διέθετε, αλλά και τη συγγένειά του με την προηγούμενη δυναστεία, είχε αποκτήσει τόση δύναμη ώστε στις 14 Σεπτεμβρίου του 987 να ανακηρυχθεί ο ίδιος αυτοκράτωρ, και να απειλεί ακόμη και την ίδια την πρωτεύουσα.
Τότε ακριβώς ο Βασίλειος αναζήτησε και βρήκε σύμμαχο στο πρόσωπο του πρίγκηπα Βλαδίμηρου του Κιέβου (958 -1014), ο οποίος αρχικά ονομαζόταν Βάλνταμαρ Σβάιναλντσον, και ήταν πιστός της αρχαίας παγανιστικής θρησκείας. Ο Βλαδίμηρος δέχθηκε να προσφέρει βοήθεια στον Βασίλειο με τον όρο ότι ο αυτοκράτορας θα του έδινε ως σύζυγο την αδελφή του, πριγκίπισσα Άννα. Μετά το κλείσιμο της συμφωνίας ο ηγεμόνας του Κιέβου έστειλε στον αυτοκράτορα μια «ντρούζινα», δηλαδή ένα σώμα Βαράγγων πολεμιστών που αριθμούσε περί τους 6000 άντρες. Η εικοσιπεντάχρονη τότε Άννα όμως θεωρούσε αδιανόητο μια πορφυρογέννητη πριγκίπισσα να παντρευτεί έναν «βάρβαρο ειδωλολάτρη», και αρνήθηκε, ωθώντας τον Βασίλειο να αθετήσει τη συμφωνία. Ο Βλαδίμηρος πολιόρκησε τη βυζαντινή πόλη της Χερσώνος (κτισμένη πάνω στην αρχαία ελληνική αποικία Χερσόνησο της Κριμαίας) και την κατέλαβε, εξαναγκάζοντας τον Βασίλειο να τηρήσει τελικά την υπόσχεσή του, με τους όρους ότι ο Βλαδίμηρος θα εκκένωνε την πόλη και θα βαφτιζόταν Χριστιανός.
Τελικά, ο Βλαδίμηρος βαφτίστηκε και στη συνέχεια παντρεύτηκε την Άννα την Πορφυρογέννητη το 989.
Η «ντρούζινα» των 6000 Βαράγγων πολεμιστών που έστειλε ο Βλαδίμηρος ως βοήθεια στον κουνιάδο του βοήθησε κατά πολύ στο να καταφέρει ο Βασίλειος να καταπνίξει τη στάση του Φωκά κοντά στη Χρυσόπολη (απέναντι από την Κωνσταντινούπολη, από την πλευρά της Μικράς Ασίας), και στις 13 Απριλίου της ίδιας χρονιάς στη μάχη της Αβύδου, όπου, όταν ο Φωκάς πέθανε από συγκοπή στο πεδίο της μάχης, κυριολεκτικά σφαγίασαν τους πανικόβλητους άνδρες του.
Ο Βασίλειος, ο οποίος, ειδικά μετά την ανταρσία των ισχυρών γαιοκτημόνων της Ανατολίας δεν είχε καμία εμπιστοσύνη στον στρατό του, κράτησε κοντά του τους Βαράγγους που πολέμησαν στη Χρυσόπολη, δημιουργώντας έτσι τον πυρήνα της μετέπειτα Βαράγγιας Φρουράς ή Τάγματος των Βαράγγων.
Οι πολεμικές περιπέτειες του τάγματος των Βαράγγων
Το 1001 μ.Χ. ο Βασίλειος πήγε στη Γεωργία (ή Ιβηρία όπως ήταν τότε γνωστή στους Βυζαντινούς), μετά το θάνατο του βασιλιά Δαβίδ, διεκδικώντας περιοχές που ο Δαβίδ είχε υποσχεθεί να παραχωρήσει στην αυτοκρατορία. Ένας καβγάς ανάμεσα σε έναν Γεωργιανό και έναν Βαράγγο σχετικά με μια μπάλα σανού, κατέληξε σε μια μεγάλη μάχη, στην οποία έλαβαν μέρος χιλιάδες Βαράγγοι, και κατά την οποία σκοτώθηκαν πολλοί Γεωργιανοί, ανάμεσά τους και ο μέγας πρίγκιπας της Γεωργίας Πατρίαρχος.
Το 1017 οι επίλεκτοι Βαράγγοι χρησιμοποιήθηκαν και πάλι από τον Βασίλειο, αυτή τη φορά στην Ιταλία, όπου οι Λομβαρδοί, με ηγέτη τους τον Μέλους του Μπάρι, προσπαθούσαν να εκδιώξουν τους Βυζαντινούς. Ο κατεπάνω της Ιταλίας Βασίλειος Βοϊωάννης, με την αποφασιστική βοήθεια του τάγματος των Βαράγγων, διέλυσε τις δυνάμεις των Λομβαρδών και των Νορμανδών στο Οφάντο, κοντά στο σημείο όπου ο Αννίβας είχε συντρίψει τους Ρωμαίους το 216 π.Χ., κατά την περίφημη μάχη των Καννών. Ο Επίσκοπος Λέων της Όστιας, στο έργο του Chronica Monasterii Casinensis (Χρονικά των Μονών του Μοντεκασίνο) γράφει:
«Όταν ο Αυτοκράτορας έμαθε πως γενναίοι ιππότες είχαν εισβάλει στη χώρα του, έστειλε εναντίον τους τους καλύτερους στρατιώτες του. Στις τρεις πρώτες μάχες νίκησαν οι Νορμανδοί, αλλά όταν χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν τους Βαράγγους, νικήθηκαν και καταστράφηκαν εντελώς…».
Οι Βαράγγοι διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην εκστρατεία του Βασίλειου εναντίον του Βούλγαρου βασιλιά Σαμουήλ, και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι το 1018, μετά την κατάληψη της Αχρίδας, ο Βασίλειος μοίρασε τους αιχμαλώτους σε τρία ίσα μέρη, ένα για τον εαυτό του, ένα για τον βυζαντινό στρατό και ένα τρίτο αποκλειστικά και μόνο για τους Βαράγγους.
Το 1020 ο Βασίλειος έστειλε εκ νέου στρατό στη Γεωργία όπου ο νέος κυβερνήτης της Κεόρκι (Γεώργιος) αμφισβητούσε την εξουσία του αυτοκράτορα. Στην τελική μάχη που διεξήχθη στις 11 Σεπτεμβρίου του 1022, στην Άγκφα, κοντά στο σημερινό Ερζερούμ, ο Κεόρκι επιχείρησε να αιφνιδιάσει τους Βυζαντινούς, οι Βαράγγοι όμως αντιλήφθηκαν τον εχθρό, επιτέθηκαν πριν από τον υπόλοιπο στρατό, και έτρεψαν τους Γεωργιανούς σε φυγή. Λέγεται ότι ο Βασίλειος τους πλήρωσε ένα χρυσό νόμισμα για κάθε κεφάλι στρατιώτη που έφεραν πίσω, στοιβάζοντας τα κομμένα κεφάλια κατά μήκος του δρόμου.
Το 1034 ο δεκαεννιάχρονος Νορβηγός πρίγκιπας Χάραλντ Ζίγκουρντσον εισήλθε στην υπηρεσία του Βυζαντινού αυτοκράτορα φέρνοντας μαζί του 500 πολεμιστές. Σύμφωνα με τον Σνόρι Στούρλουσον, ο Χάραλντ «υπηρέτησε στις γαλέρες μαζί με το στρατό που μπήκε στην Ελληνική Θάλασσα[Μεσόγειο]». Όσο καιρό υπηρετούσε στη Βαράγγια Φρουρά πολέμησε με Άραβες, Βούλγαρους και Πετσενέγκους, και έλαβε μέρος στη Σικελική Εκστρατεία, που διήρκεσε από το 1038 ως το 1041, υπό τις διαταγές του μεγάλου στρατηγού Γεώργιου Μανιάκη.
Στο Στρατηγικόν του Βυζαντινού στρατηγού Κεκαυμένου, γραμμένο περί το 1075, ο Χάραλντ περιγράφεται ως «γιος του βασιλιά της Βαραγγίας», και αναφέρεται ότι έδειξε τόση γενναιότητα στις εκστρατείες των Βυζαντινών κατά της Σικελίας και της Βουλγαρίας ώστε ο αυτοκράτορας του έδωσε πρώτα το αξίωμα του μαγγλαβίτη, δηλαδή μέλους ενός επίλεκτου σώματος της σωματοφυλακής του, και στη συνέχεια εκείνο του σπαθαροκανδιδάτου, δηλαδή ανώτερου αξιωματικού της αυτοκρατορικής φρουράς, ίσως κάτι ανάλογο του συνταγματάρχη.
Είναι πιθανόν να φυλακίστηκε κατόπιν διαταγής του Μιχαήλ Ε΄ ή της αυτοκράτειρας Ζωής, ίσως για κακοδιαχείριση, αλλά ελευθερώθηκε όταν ανέβηκε στο θρόνο ο νέος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ΄ ο Μονομάχος, οπότε και έφυγε για την πατρίδα του. Ο Χάραλντ, ο επονομαζόμενος Χαρντράντα (ο Σκληρός), έμελλε αργότερα να γίνει βασιλιάς της Νορβηγίας και να εισβάλει στην ίδια την Αγγλία, όπου και τελικά σκοτώθηκε στην περίφημη μάχη της Γέφυρας του Στάνφορντ, το 1066.
Οι Βαράγγοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην ήττα του πρώην διοικητού τους Γεωργίου Μανιάκη, όταν εκείνος στασίασε και αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας το 1042, μετά την ιδιαίτερη σκληρή στάση του Κωνσταντίνου Θ΄ εναντίον του. Η σύγκρουση των δύο στρατών έλαβε χώρα κοντά στην Αμφίπολη της Μακεδονίας, και ο στρατός του αυτοκράτορα κέρδισε τη μάχη όταν ο Μανιάκης σκοτώθηκε πολεμώντας. Στην πορεία θριάμβου μέσα στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης Βαράγγοι προηγούνταν του νικητή στρατηγού ευνούχου Στέφανου Περγαμηνού, ενώ άλλοι Βαράγγοι ακολουθούσαν πίσω από το κομμένο κεφάλι του Μανιάκη. Την ίδια χρονιά όμως οι Βαράγγοι ήταν εκείνοι που, σε μια σπάνια περίπτωση απειθαρχίας προς τον αυτοκράτορα, βοήθησαν στην ανατροπή του Μιχαήλ Ε΄ του Καλαφάτη, τον οποίο, σύμφωνα με τον θρύλο, τύφλωσε ο ίδιος ο Χάραλντ Χαρντράντα.
Το 1054 ο Αρμένιος ιστορικός Αριστάκης του Λαστιβέρ περιγράφει μία από τις πρώτες συγκρούσεις Βαράγγων και Σελτζούκων Τούρκων στη Μικρά Ασία:
«Ποιος μπορεί να περιγράψει την καταστροφή που έπεσε πάνω στις περιοχές του Ντερζάν και του Εκεγκεάκ, και σε ό,τι υπήρχε ανάμεσά τους; Ας το κρίνετε από τα κείμενά μου… [Οι Σελτζούκοι] …άρπαξαν λάφυρα και σκλάβους, και μετά έστριψαν και έφτασαν μέχρι την τοιχισμένη πόλη που ονομαζόταν Μπαμπέρντ. Εκεί συνάντησαν μια ταξιαρχία Ρωμαίων στρατιωτών που ονομάζονταν Βρανγκς, και οι οποίοι, αδιαφορώντας για κάθε κίνδυνο, πολέμησαν μαζί τους. Με τη βοήθεια του Θεού, η ρωμαϊκή ταξιαρχία νίκησε τον εχθρό, σκότωσε το διοικητή τους και πολλούς από τους άνδρες του, έτρεψε τους υπόλοιπους σε φυγή, και πήρε πίσω όλα τα λάφυρα και τους αιχμαλώτους».
Οι Βαράγγοι πολέμησαν και κοντά στον αυτοκράτορα Ρωμανό Διογένη, στην προσπάθειά του να σταματήσει την προέλαση των Τούρκων στη Μικρά Ασία. Αν και δεν αναφέρεται ρητά στα βυζαντινά χρονικά, είναι σίγουρο ότι αυτοί αποτελούσαν την προσωπική φρουρά του αυτοκράτορα και στη μοιραία μάχη του Ματζικέρτ το 1071, όταν ο Ρωμανός αντιμετώπισε τον Αρπ Ασλάν και νικήθηκε κατά κράτος ύστερα και από την προδοσία του Ανδρόνικου Δούκα. Πιστοί ως την τελευταία τους πνοή στον αυτοκράτορα, όλοι οι Βαράγγοι έπεσαν πολεμώντας γύρω από τον Διογένη ο οποίος τελικά συνελήφθη από τους Τούρκους. Ήδη, μετά τη μάχη του Χάστινγκς, το 1066, πολλοί Αγγλοσάξονες, δυσαρεστημένοι ή κυνηγημένοι από τους Νορμανδούς κατακτητές της Αγγλίας, κατέφυγαν ως μισθοφόροι στην Κωνσταντινούπολη, και έτσι ως τις αρχές του 12ου αιώνα και την εποχή του Αλέξιου Κομνηνού αποτελούσαν τον κύριο όγκο των νεοσύλλεκτων Βαράγγων. Η Άννα η Κομνηνή αποκαλεί τους Βαράγγους της εποχής της «τους εκ Θούλης [μια χώρα που για τους Βυζαντινούς της εποχής εκείνης πιθανώς ταυτιζόταν με τη Βρετανία] πελεκυφόρους βαρβάρους».
Οι Βαράγγοι είναι σίγουρο ότι πολέμησαν εναντίον των Σταυροφόρων κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, αλλά στη συνέχεια οι αναφορές σε αυτούς αραιώνουν. Είναι πιθανόν κατά τη διάρκεια του 13ου αιώνα να αφομοιώθηκαν εντελώς από τους Βυζαντινούς. Μία από τις τελευταίες αναφορές σε αυτούς γίνεται από το Γεώργιο Κωδινό ή Ψευδο –Κωδινό, έναν μυστηριώδη κουροπαλάτη [αυλικό] της αυτοκρατορικής αυλής που μάλλον έζησε προς το τέλος του 15ου αιώνα. Στο έργο του Τακτικόν περί των οφφικίων του Παλατίου Κωνσταντινουπόλεως και των οφφικίων της Μεγάλης Εκκλησίας, οι Βαράγγοι εμφανίζονται ως μία μάλλον τελετουργική φρουρά χωρίς στρατιωτικά καθήκοντα. «…Στέκονται κοντά στις στήλες της Συγκλήτου, κρατώντας τους πελέκεις στα χέρια τους, και όταν ο Αυτοκράτωρ εμφανίζεται, τους σηκώνουν και τους φέρνουν στον ώμο».
Βυζαντινά επώνυμα του 15ου αιώνα, όπως Βαράγγος, Βαραγγόπουλος, Βαραγκάτης και Βαράγγης, δείχνουν ότι ως τότε οι απόγονοι των Βαράγγων είχαν εξελληνισθεί και αναμειχθεί απόλυτα με το ελληνικό στοιχείο.
Οπλισμός των Βαράγγων
Σύμφωνα με τον Άραβα Χαρούν ιμπν Γιάχια, ο οποίος βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη τον 9ο αιώνα, η καθημερινή στολή των Βαράγγων αποτελείτο από γαλάζιες μεταξωτές τουνίκες, κόκκινους μανδύες, και χρυσοποίκιλτους πελέκεις με πολύ μακριά λαβή που οι Βαράγγοι χειρίζονταν και με τα δύο χέρια (Ο Μιχαήλ Ψελλός τους αποκαλεί «οι τους πελέκεις από του δεξιού χεριού σείοντες ώμου»).
Είναι προφανές, και από την πολεμική παράδοση των Σκανδιναβών και των Αγγλοσαξόνων από τους οποίους προέρχονταν οι περισσότεροι, ότι οι Βαράγγοι πολεμούσαν πεζοί, χρησιμοποιώντας κυρίως αγχέμαχα όπλα, όπως δόρατα, ξίφη και τσεκούρια, καθώς και ξύλινη ασπίδα ενισχυμένη με μεταλλικό ομφαλό. Αν και τόσο η θωράκιση όσο και ο οπλισμός τους δεν αναφέρονται ρητά στα βυζαντινά χρονικά, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι ως επίλεκτο σώμα και σωματοφυλακή του ίδιου του αυτοκράτορα θα έπρεπε να έφεραν βαριά θωράκιση, με κράνος και μακρύ αλυσιδωτό θώρακα που θα τους προστάτευε από τα χτυπήματα του εχθρού και τα βέλη. Η Άννα Κομνηνή στην Αλεξιάδα αναφέρει ότι στη μάχη του Δυρραχίου, το 1081, οι Βαράγγοι κουράστηκαν έπειτα από τη γρήγορη μετακίνησή τους στο πεδίο της μάχης από «από τους άχθους των όπλων» και ως γνωστόν στην έννοια των «όπλων» οι Έλληνες συμπεριλάμβαναν και τον αμυντικό οπλισμό. Τα όπλα των Βαράγγων, και ιδίως τα ξίφη και τα τσεκούρια τους, ήταν γι’ αυτούς κάτι σχεδόν έλλογο, και πολύ συχνά τους έδιναν ονόματα. Από την ισλανδική Σάγκα του Γκρέτιρ του Δυνατού μαθαίνουμε ότι πριν από κάθε εκστρατεία γινόταν επίσημη επιθεώρηση των όπλων της Βαράγγιας Φρουράς:
«… Οι Βαράγγοι διατάχθηκαν να ξεκινήσουν για την υπεράσπιση της πατρίδας. Συνήθειο και νόμος ήταν πριν ξεκινήσουν να παρουσιάζουν για επιθεώρηση τα όπλα τους, και έτσι κι έγινε και σε αυτή την περίπτωση. Την ορισμένη ημέρα της επιθεώρησης, οι Βαράγγοι, και όλοι όσοι θα τους ακολουθούσαν, έπρεπε να εμφανιστούν και να δείξουν τα όπλα τους. Ο Θόρμπιορν ήταν ο πρώτος, και έδειξε το ξίφος του, το Γκρέτισνοτ…» .
Η ζωή των Βαράγγων έξω από το πεδίο της μάχης
Οι Βαράγγοι διαδραμάτισαν επί τρεις αιώνες έναν πολύ σημαντικό ρόλο στα τεκταινόμενα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Λόγω της αλλοδαπής τους προέλευσης, σπάνια ενεπλάκησαν στις δολοπλοκίες τοπικών αρχόντων και ήταν τυφλά πιστοί στον αυτοκράτορα και μόνον. Η Άννα Κομνηνή είναι ξεκάθαρη πάνω σε αυτό το ζήτημα:
«… την προς αυτόν πίστην ακράδαντον διατηρούσι, και ουδέ ψιλόν πάντως ανέξονται περί προδοσίας λόγον».
Η αμοιβή τους ήταν πολύ καλή, 10 με 15 χρυσά νομίσματα τον μήνα, συν επιπλέον δώρα κάθε Πάσχα, στην άνοδο του κάθε νέου αυτοκράτορα στον θρόνο, καθώς και σημαντικό μερίδιο από τα λάφυρα στις πολεμικές εκστρατείες. Αυτό προκαλούσε τον φθόνο των υπόλοιπων στρατιωτικών μονάδων αλλά και των αυλικών του παλατιού. Ο Ψελλός τους θεωρούσε παράσιτα και κηφήνες «οίους ειώθασι παρατρέφειν οι βασιλείς» , αλλά είναι φανερό ότι απέδειξαν την αξία τους για την Αυτοκρατορία σε πολλές μάχες. Αγαπούσαν υπερβολικά το κρασί, και ήταν συχνά μεθυσμένοι, κυρίως όταν δεν είχαν υπηρεσία. Κάποιες ισλανδικές σάγκες της εποχής τους αποκαλούν «κρασοσακούλες του αυτοκράτορα».
Αν και ένας σημαντικός αριθμός τους κατοικούσε μέσα στο παλάτι, οι αριθμοί που δίδονται από ιστορικές πηγές της εποχής είναι υπερβολικά μεγάλοι για να δεχθούμε ότι όλοι στρατωνίζονταν εκεί. Είναι πολύ πιθανόν οι περισσότεροι να ζούσαν στη συνοικία του Αγίου Μάμαντα, όπως και οι πρώτοι έμποροι Ρως που είχαν φθάσει τον 9ο αιώνα. Αν και αρκετοί από τους πρώτους Βαράγγους ήταν σίγουρα πιστοί των αρχαίων Θεών, οι περισσότεροι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο είχαν ασπασθεί τον Χριστιανισμό.
Από τον 11ο αιώνα είχαν και τη δική τους εκκλησία, την Παναγία την Βαραγγιώτισσα, κοντά στην Αγία Σοφία. Ο Ισλανδός χρονικογράφος Σνόρι Στούρλουσον αναφέρει ότι η εκκλησία ήταν επίσης αφιερωμένη στον Άγιο Όλαφ (τον βασιλιά της Νορβηγίας που στις αρχές του 11ου αιώνα εκχριστιάνισε βίαια το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της) και μάλιστα ότι πάνω από την Αγία Τράπεζα υπήρχε το ξίφος του αγίου-βασιλιά.
Όσοι Βαράγγοι ζούσαν στο ανάκτορο κατείχαν διαμερίσματα στους πάνω ορόφους, τους οποίους, όπως φαίνεται από τη Σάγκα του Χάραλντ, τους κέρδισαν στον κλήρο που έβαλαν με τους Έλληνες ομοίους τους:
«Οι Έλληνες και οι Βαράγγοι διαφώνησαν για τα δωμάτια και αποφάσισαν να λύσουν τη διαφωνία με κλήρο. Έτσι ο Χάραλντ και οι Βαράγγοι πήραν τα πάνω δωμάτια, και από εκείνη την εποχή έγινε κανόνας στα πάνω δωμάτια να κατοικούν Βόρειοι».
Πολλοί Βαράγγοι επέστρεψαν στις πατρίδες τους πλούσιοι. Το ισλανδικό Έπος του Λαξτάιλα μιλάει για έναν από αυτούς, τον Μπόλι Μπόλασον:
«Ο Μπόλι κατέβηκε από το πλοίο με τους έντεκα συντρόφους του. Όλοι οι σύντροφοί του φορούσαν άλικα ρούχα και ίππευαν πάνω σε ασημοστολισμένες σέλλες. Ήταν εντυπωσιακοί, μα ο Μπόλι τους ξεπερνούσε όλους. Φορούσε ρούχα από χρυσοκέντητο μετάξι που του είχε χαρίσει ο Έλληνας Αυτοκράτορας, κι από πάνω έναν άλικο μανδύα. Στη ζώνη του είχε το σπαθί που ονόμαζαν «Ποδοκόφτη», του οποίου η λαβή ήταν δεμένη με χρυσάφι. Φορούσε χρυσοστόλιστο κράνος στο κεφάλι, και είχε στο πλευρό του μια κόκκινη ασπίδα με έναν χρυσό καβαλάρη. Στο χέρι του κρατούσε μια λόγχη, όπως συνηθίζεται στις ξένες χώρες. Όπου κι αν γύρευαν κατάλυμα για τη νύχτα, οι γυναίκες δεν έδιναν προσοχή σε τίποτε άλλο εκτός από τον Μπόλι και τους συντρόφους του…» .
Ασφαλώς δεν γύρισαν όλοι οι Βαράγγοι πίσω στις πατρίδες τους. Οι περισσότεροι σκοτώθηκαν σε κάποιο πεδίο μάχης. Πολλές ρουνικές επιγραφές που έχουν βρεθεί στη Σουηδία είχαν στηθεί στη μνήμη των Βαράγγων που δεν επέστρεψαν ποτέ. Οι περισσότερες από αυτές αναφέρονται στο Βυζάντιο ως «Χώρα των Ελλήνων» (Grikkland) και στους Βυζαντινούς ως Έλληνες (Grikkjar). Οι Βαράγγοι έζησαν μια περιπετειώδη ζωή, μακριά από την πατρίδα τους, σε μια εποχή που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έβλεπαν στη ζωή τους τίποτα περισσότερο από το χωριό στο οποίο είχαν γεννηθεί. Οι περισσότεροι πέθαναν υπερασπιζόμενοι την τιμή των όπλων και τον όρκο τους προς τον αυτοκράτορα, πολεμώντας για μια ξένη πατρίδα –την πατρίδα που οι ιστορικοί αποκαλούν Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ή Βυζάντιο, που οι ίδιοι οι Βαράγγοι όμως αποκαλούσαν Ελλάδα.
Θωμάς Μαστακούρης, συγγραφέας και μεταφραστής.
«Ιστορία εικονογραφημένη», τεύχος 527, Μάιος 2012
Πηγή: Βυζαντινών Ιστορικά, Αβέρωφ
Αν ο πεζός στρατός ελέχθη ότι απετέλει την κεφαλήν και τα νεύρα του Βυζαντινού κράτους, το ναυτικόν υπήρξε «η δόξα της Ρωμανίας». Πολεμούμενον το Βυζαντινόν κράτος από πολλών σημείων είχε ανάγκην να μεταφέρει ταχέως και ασφαλώς τα στρατεύματά του, συγχρόνως δε να προστατεύη τα παράλιά του από εχθρικών και πειρατικών επιδρομών και να εξασφαλίζη τας θαλάσσιας εμπορικάς οδούς, τούτο δ’ εγίνετο δια του στόλου.
Εφ’ όσον ο Βυζαντινός στόλος ήτο ισχυρός, όλα τα παράλια ήσαν ασφαλή, η πειρατεία είχε παταχθή, το εμπόριον δεν συνήντα δυσκολίας και οι Δυτικοί δεν εζήτουν και δεν απέκτων προνόμια, τα οποία εδόθησαν εις βάρος της Βυζαντινής οικονομίας.
Την αξίαν του στόλου των καλώς εγνώριζον οι Βυζαντινοί. Ο Νικηφόρος Φωκάς καυχόμενος έλεγε προς τον πρεσβευτήν του Γερμανού αυτοκράτορος: «εγώ είμαι ο κύριος της θαλάσσης».
Αληθές είναι ότι οι Βυζαντινοί παλαιότερον, την Ρωμαϊκήν ακολουθούντες παράδοσιν, σημαντικότερον εθεώρουν το πεζικόν, όταν όμως ήλθον εις σύγκρουσιν με τους Άραβας, τότε απέδωκαν την δέουσαν σημασίαν εις το ναυτικόν.
Όταν ομιλούμεν περί Βυζαντινού στόλου, πρέπει να τον διακρίνομεν εις τον εμπορευματικόν τα εμπορικά πλοία. όπως λέγομεν σήμερον, και τα οποία ως στρογγύλα χαρακτηρίζονται, δια το σχήμα, και τα βασιλικά πλώιμα, το πολεμικόν τουτέστι στόλον, παρά τον οποίον υπήρχε και ο επαρχιακός πολεμικός στόλος, το θεματικόν πλώιμον.
Η συγκρότησις αξιομάχου πολεμικού στόλου εις το Βυζάντιον δεν ανάγεται εις τους πρώτους αιώνας της αυτοκρατορίας. Η πρώτη αρχή δημιουργίας αυτού συμπίπτει κατά τα μέσα του πέμπτου μετά Χριστόν αιώνος, όταν ο Αυτοκράτωρ Λέων ο Θράξ εζήτησε ν’ απαλλαγή των ενοχλήσεων των Βανδήλων εις την Αφρικήν. Επί Ιουστινιανού ακόμη δεν υπήρχον τα αναγκαία πλοία δια να μεταβιβάσουν από της Δαλματίας εις την Ιταλίαν δέκα έως δώδεκα χιλιάδας άνδρας. Την ατέλειαν τότε του στόλου δεικνύει ότι ο Βελισσάριος, ίνα τα πλοία του μετέχοντος της εκστρατείας στόλου γνωρίζουν ποίαν πορείαν έπρεπε ν΄ ακολουθούν, διέταξε ν’ αποβλέπουν εις τρία προπλέοντα μεγάλα πλοία, των οποίων επέβαινεν αυτός μετά του επιτελείου του και τα οποία είχον, προς τον σκοπόν τούτον, βάψει κόκκινα τα ιστία των, να παρατηρούν δε κατά την νύκτα τα φανάρια, τα οποία ήναπτον εις την πρύμνην των τα τρία εκείνα καράβια.
Τα εις πολεμικάς επιχειρήσεις κατά την εποχήν του Ιουστινιανού χρησιμοποιούμενα πλοία δεν ήσαν κρατικά, αλλ’ ιδιωτικά πακτωνόμενα κατά τας ανάγκας, πράγμα το οποίον είχεν ως αποτέλεσμα την κατά τας ναυμαχίας απροθυμίαν αξιωματικών και πληρωμάτων.
Στόλος πολεμικός αξιόλογος συγκροτείται επί Βασιλείου Α’ του Μακεδόνος κατά τον δεύτερον ήμισυ του ενάτου αιώνος, συντελούσης προς ανάπτυξιν αυτού και της υπό των Αράβων κατοχής της Κρήτης.
Το βασιλικόν πολεμικόν πλοίον κατά τους Βυζαντινούς χρόνους ήτο ο δρόμων, το εύδρομων θα ελέγομεν σήμερον, η μετέπειτα fregata. Δρομώνων υπήρχον τότε διάφορα μεγέθη με δύο ή τρεις σειράς κωπών, τα διτσέρια και τριτσέρια λεγόμενα. Υπήρχον και δρόμωνες με μίαν μόνον σειρά κωπών, αι γαλέαι λεγόμεναι, οι οποίοι όμως δεν ελάμβανον μέρος εις τας ναυμαχίας. Προς τούτοις υπήρχον και ιδιαίτεροι τύποι πλοίων οι πάμφυλοι, μικρότεροι των δρομώνων, αλλά στερεώτεροι με εκατόν είκοσι έως εκατόν τεσσαράκοντας ερέτας.
Οι δρόμωνες, αναλόγως του μεγέθους των, είχον δύο ή τρεις ιστούς, ύψος ουχί μέγα και μήκος το οποίον εππίκοιλεν από τριάκοντα εξ μέχρι πεντήκοντα και πέντε μέτρων με πλάτος το πολύ πέντε έως έξ μέτρων.
Το πλήρωμα, αναλόγως του μεγέθους του δρόμωνος, ήτο εκατόν, διακοσίων ή το πολύ τριακοσίων ανδρών, εις τους οποίους δέον να προσθέσωμεν και τους ωπλισμένους στρατιώτας, οίτινες εχρησιμοποιούντο κατά τας από του συστάδην συμπλοκάς.
Εκ των ερετών του πολεμικού πλοίου, οι οποίοι έπρεπε να είναι και καλοί κολυμβηταί, οι μεν εύτολμοι, οπλισμένοι όντες, ετοποθετούντο εις την άνω ελασίαν, οι δε ολιγότερον εύτολμοι εις την κάτω. Ας προσθέσωμεν ότι τα πολεμικά πλοία έφερον κατά την πρύμνην εκατέρωθεν υψηλούς φανούς και δύο πλατείας κώπας, τους αυχένας λεγομένους, οίτινες, χειριζόμενοι υπό του «επί των αυχένων», ως δυκνείουσιν αι εικόνες, εχρησίμευον ως πηδάλιον μέχρι της κατά τον ΙΒ αιώνα χρησιμοποιήσεως του σημερινού πηδαλίου.
Επειδή δε τα πολεμικά πλοία, τα οποία ήσαν πάντοτε με διπλά πολεμικά όργανα εφωδιασμένα είχον ανάγκην ανεφοδιασμού και μεταγωγικών πλοίων, δια τούτο τον πολεμικόν στόλον συνόδευον και πλοία ιππαγωγά και σκευοφόρα.
Η καθέλκυσις ενός πολεμικού πλοίου εγίνετο απαγγελομένης υπό κληρικών ειδικής ευχής δια της οποίας, πλην άλλων, παρεκαλείτο το Θείον να συμπλεύση μετά των μελλόντων να επιβιώσι του πλοίου του αποστελλομένου κατά των πορθούντων την χώραν παρέχων πράους τους ανέμους και ακύμαντον την θάλασσαν.
Προκείμένου περί των αξιωματικών και υπαξιωματικών του Βυζαντινού πολεμικού πλοίου λέγομεν ότι ο ανώτατος διοικητής του στόλου ελέγετο στρατηγός των καραβησανών έχων υπό τας διαταγάς του δύο υποναυάρχους δρουγγαρίους των πλωϊμων καλουμένους. Κατά τους μεταγενεστέρους αιώνας οι ναύαρχοι ελέγοντο αμιράλιοι, κατά δε τους τελευταίους ο αρχηγός του στόλου μέγας δουξ.
Προς τούτοις, ως είπον, εις το πλοίον υπήρχεν ο επί των αυχένων, ο πηδαλιούχος δηλαδή, ο βιγλεοφόρος, ο παρατηρών από τας κεραίας, αν φαίνονται εχθρικά πλοία και εξακριβώνων τους ανέμους, ο κελευστής, ο δι’ επιφωνημάτων κανονίζων τον ρυθμόν και την κίνησιν των κωπών, ο των αρχαίων τριηραύλης, ο πρωτοκάραβος ο ιστάμενος εις το μέσον του πλοίου και προτρέπων τους ερέτας και ο κένταρχος, ο κυβερνήτης του πλοίου, του οποίου ο θάλαμος, κράββατος καλούμενος, ήτο κατά την πρύμνην όπου ετοποθετείτο και το εικονοστάσιον του πλοίου με τας εικόνας των προστατών των ναυτικών αγίων, παλαιότερον του αγίου Φωκά και έπειτα του αγίου Νικολάου.
Η ευλάβεια των αξιωματικών και πληρωμάτων εξεδηλούτο δια της τοποθετήσεως σταυρού επί της κορυφής των ιστίων και αγίων εικόνων εις διάφορα μέρη των ιστών και κεραίων.
Εννοείτε δ’ ότι οι αξιωματικοί έπρεπε να έχουν μετ’ επιστήμης πείραν των ναυτικών, να γνωρίζουν τους ανέμους, τα ρεύματα και τα άστρα, να είναι δ’ επαρκώς ησκημένοι μετέχοντες γυμνασίων. Κατά τα γυμνάσια αυτά εγίνοντο ασκήσεις ελιγμών πλοίων και αντιμετωπίσεως ομάδος εχθρικών πλοίων, εδιδάσκοντο δε αξιωματικοί και άνδρες πως έπρεπε να γίνεται κανονικώς μία απόβασις ή εις εμβολισμός ως και πως ευκόλως να αναγνωρίζονται τα διδόμενα σήματα.
Επικειμένου απόπλου του στόλου προς ναυμαχίαν, αφ’ ου εγίνοντο προηγουμένως δεήσεις και ηγιάζοντο αι σημαίαι, ο Βασιλεύς, αν επρόκειτο περί του εν τη βασιλευούση ναυλοχούντος στόλου, επεσκέπτετο τους μέλλοντας ν’ αποπλεύσουν και διάνεμε φιλοδωρήματα προς τους αξιωματικούς και τους ναύτας. Τότε ο ναύαρχος ελάμβανεν ενσφραγίστους διαταγάς, τας οποίας ώφειλε ν’ αποσφραγίσει εις το πέλαγος.
Ο προς συνάντησιν του εχθρού αποπλέων στόλος έπρεπε να λαμβάνη όλα τα μέτρα τα οποία θα τον προεφύλασσον από αιφνιδίας επιθέσεως. Προς τούτο εις εξ μιλίων απόστασιν από του κυρίου τμήματος προέπλεον εξ ταχύπλοα μονήρη πλοία, γαλέαι, εις αρκετήν απ’ αλλήλων απόστασιν. Τούτων τα δύο πρώτα μετέδιδον τας συγκεντρομένας πληροφορίας εις τα δύο επόμενα, τα οποία με την σειράν των τας ανακοίνουν εις τα δύο επόμενα και ταύτα εις την ανωτάτην ναυτικήν αρχήν.
Τα προς συνάντησιν του εχθρού διευθυνόμενα πλοία έπλεον εις κανονικήν απ’ αλλήλων απόστασιν, ίνα μη συγκρούωνται, προπλεόντων των βαρυτέρων πλοίων με επικεφαλής τον δρόμωνα του ναυάρχου, όστις υπερείχε κατά το μέγεθος, ήτο ταχύτατος και είχεν εκλεκτούς ναύτας.
Ελαφρύς Δρόμων. Οι μελέτες βασίστηκαν στα σχέδια του Βρετανού καθηγητή John Morrison. Κατασκευή: Δημήτρης Μάρας. ΦΩΤΟ: ΜΗΛΙΩΝΗΣ ΣΤΟΥΝΤΙΟ
Προ της ενάρξεως της ναυμαχίας εγίνετο επί του δρόμωνος του στολάρχου πολεμικόν συμβούλιον, όλοι δ’ οι αρχηγοί των μονάδων ήσαν υποχρεωμένοι ν’ αποβλέπουν εις τα από της ναυαρχίδος εκπεμπόμενα σήματα, τα οποία έπρεπεν ούτοι πολύ να προσέχουν, ίνα μη γίνωνται παρεξηγήσεις.
Εγίνοντο δε τα σήματα ή με σημαίας ή με παννία λευκά, κόκκινα ή πράσινα ή και με αναλαμπάς σπάθης.
Επίσης προ της ναυμαχίας ανεγιγνώσκοντο επιτίμια κατ’ εκείνων οίτινες δεν ήθελον εκπληρώσει το καθήκον των, ο δε ναύαρχος απηύθυνε προς τους αξιωματικούς και τους άνδρας διάγγελμα εκφαυλίζων τους αντιπάλους, επαινών τα ιδία και τονίζων ότι ο πόλεμος είναι υπέρ της πίστεως και του βασιλέως, υπέρ βωμών και εστιών και υπέρ σωτηρίας των γυναικών και των τέκνων των.
Η συμπλοκή προς τα εχθρικά πλοία ήρχιζεν από αποστάσεως διακοσίων έως τριακοσίων μέτρων. Όταν τα πλοία πολύ επλησίαζον, τότε εγίνοντο εμβολισμοί και εισπήδησις μετ’ αλαλαγμών των πληρωμάτων και των στρατιωτών εις το εχθρικόν πλοίον. Συγχρόνως από τα ξυλόκαστρα, τους πυργίσκους εις ύψος ανδρός, οίτινες ευρίσκοντο επί των ιστών των ημετέρων πλοίων, ερρίπτοντο υπό ησκημένων ανδρών βαρείς λίθοι ή τεμάχια μολύβδου, ίνα ούτω καταθραύωνται τα καταστρώματα των εχθρικών πλοίων, προς δε και άσβεστος, ίνα ο δια της εμβροχής καπνός ταράσση τους εχθρούς και εντός χυτρών όφεις, οι οποίοι, θραυομένων των πηλίνων δοχείων, διασκορπιζόμενοι ενέβαλλον εις ταραχήν και αναστάτωσιν τους αντιπάλους. Εν τω μεταξύ οι της κάτω ελασίας ερέται με τα λογχοδρέπανά των προσεπάθουν να τρυπήσουν τα πλευρά του εχθρικού πλοίου ή να κόψουν τας πόδας των εχθρικών ερετών.
Από του τέλους του εβδόμου αιώνος εννοείεται ότι εγίνετο και χρήσις του υγρού πυρός, το οποίον εξεσφενδονίζετο από αποστάσεως διακοσίων ή τριακοσίων μέτρων δια σωλήνων, τους οποίους εχειρίζοντο οι λεγόμενοι σιφωνάτορες. Κατά την ναυμαχίαν προς τούτοις εχρησιμοποιούντο και χειροσίφωνες, αι σημεριναί περίπου χειροβομβίδες, και είδος πολυβόλων, τα οποία εις μικρά χρονικά διαστήματα εξετόξευον μικρά βέλη τας καλουμένας, δια την σμικρότητά των, μυίας.
Όταν η ναυμαχία δεν εγίνετο παρά ξηράν, εις τρόπος ναυμαχίας ήτο ο λεγομένος πελαγολιμήν· ο Βυζαντινός δήλαδή στόλος παρετάσσετο εις σχήμα ημικυκλίου εν τω κέντρω του οποίου ετοποθετείτο ο δρόμων του ναυάρχου, ίνα ευκόλως εκατέρωθεν μεταβιβάζωνται αι διαταγαί.
Ο ναύαρχος, δια να κερδίση την νίκην, έπρεπε ού μόνον να γνωρίζη τον αριθμό των πλοίων του αντιπάλου στόλου, αλλά και δια κατασκόπων να πληροφορήται ό,τι αφορά εις αυτόν, να συνάπτη δε τη ναυμαχίαν όταν είχεν υπεροχήν απέναντι του εχθρού ή ήτο απόλυτος ανάγκη να προστατεύση το απειλούμενον Ρωμαϊκό έδαφος. Προς τούτοις συνιστάτο να ναυμαχή παρά εχθρικήν ξηράν, ώστε, ως λέγουν τα κείμενα, να καταξηλώνονται οι ναύται του εχθρού, εγκαταλείποντες δήλα δή τα πλοία των, ν’ αποβιβάζωνται εις την ξηράν και να τρέπωνται εις φυγήν. Έπρεπεν ακόμη, κατά τας περιστάσεις, να προσποιήται ότι υποχωρεί, αίφνης όμως να επιστρέφη και να επιτίθεται ή, συλλαμβάνων εχθρικά πλοία, να εμβιβάζη εις αυτά ιδικά του πληρώματα και τοιουτοτρόπως να πλησιάζη ως φίλος, δήθεν, τους αντιπάλους και να καταλαμβάνει τα πλοία των.
Μετά την ναυμαχίαν ο ναύαρχος εμοίραζε τα λάφυρα εις τους άνδρας του, απένεμεν επαίνους και τιμάς εις τους αριστεύσαντας, παρέθετε δε πλούσια γεύματα εις τους μετασχόντας της ναυμαχίας.
Πλειστάκις κατά την ακμήν της ναυτικής δυνάμεως της αυτοκρατορίας η νίκη έστεψε τους Βυζαντινούς στόλους, όσον όμως κατερχόμεθα προς τα κάτω και το μοιραίον τέλος επλησίαζεν, η δύναμις και αξία του στόλου εξησθένιζε. Και έλαβε μεν πρόνοιαν Μιχαήλ Η’, ο Παλαιολόγος περί του στόλου κατασκευάσας εκατόν πεντήκοντα μεγάλα πλοία, Ανδρόνικος όμως ο Β’ ο Παλαιολόγος φρονών ότι η δια των στόλον δαπάνη επιτρίβη το δημόσιον ταμείον, περιέκοψε τα δι’ αυτόν κονδύλια, τούθ’ όπερ, ως λέγει ο χρονογράφος, «εγένετο δυστυχημάτων αρχή και θεμέλιος άσειστος».
Κατά τους τελευταίους χρόνους της αυτοκρατορίας τα ολίγα πολεμικά πλοία δεν ήσαν ετοιμοπόλεμα, εξωπλίζοντο δε οσάκις παρουσιάζετο ανάγκη. Κατά την άλωσιν της βασιλίδος των πόλεων όπισθεν της αλύσεως του Κερατίου κόλπου υπήρχαν υπήρχον δέκα και τρία μόνον πολεμικά πλοία απέναντι τριακοσίων πολεμικών καραβίων τα οποία διέθετε το κράτος κατά τον ένατον αιώνα.
Πηγή: (Δημοσιεύτηκε στη «Ναυτική Επιθεώρηση»,έτος Λ Ε’, τόμος LX, τεύχος 247, σελ. 305, Νοε-Δεκ 1954. Αναδημοσίευση στο Περί Αλός με την έγκριση της «Ναυτικής Επιθεωρήσεως»), Περί Αλός, Αβέρωφ
Ὁρόσημο στὴν ἱστορία τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας ἀλλὰ καὶ γεγονὸς κοσμοϊστορικῆς σημασίας ὑπῆρξε ἡ ἀπόφαση τοῦ Μ. Κωνσταντίνου τὸ 324 νὰ ἱδρύσει μία νέα πρωτεύουσα ἀντὶ τῆς γερασμένης καὶ εἰδωλολατρικῆς Ρώμης. Ἡ προτίμηση γιὰ τὴ νέα πρωτεύουσα δόθηκε στὸ Βυζάντιο μὲ τὴν προνομιοῦχο γεωγραφικὴ θέση. Κτισμένη σὲ μία φυσικὰ ὀχυρὴ θέση, στὸ σταυροδρόμι δύο ἠπείρων, ἐκεῖ ὅπου σμίγει ἡ Εὐρώπη μὲ τὴν Ἀσία, στὸ πέρασμα τῶν μεγάλων χερσαίων καὶ θαλασσίων ὁδῶν, ἡ ἀρχαία ἀποικία τῶν Μεγαρέων ἀπὸ τὸ 660 π.Χ. γνώρισε μία ἐμπορικὴ ἄνθηση καὶ διαδραμάτισε σημαντικὸ πολιτικὸ ρόλο στὰ ρωμαϊκὰ χρόνια. Ἡ ἰδέα γιὰ τὴν ἵδρυση τῆς Νέας Ρώμης, ὅπως λέγει ὁ Κωνσταντῖνος σὲ νόμο του, τοῦ ὑποβλήθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Στὶς 8 Νοεμβρίου τοῦ 324 πραγματοποιήθηκε ὁ «πολισμός», δηλ. ἡ πανάρχαια ρωμαϊκὴ τελετὴ τῆς ἱδρύσεως, καὶ στὶς 11 Μαΐου τοῦ 330 ἔγιναν τὰ ἐγκαίνια τῆς πόλης.
Ἡ Νέα Ρώμη κληρονόμησε τὶς δύο ἰδιότητες τῆς παλαιᾶς, τὴν aeternitas καὶ τὴν renovatio, τὴν αἰωνιότητα καὶ τὴν ἀνανέωση. Οἱ δύο αὐτὲς ἰδιότητες θὰ περάσουν ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα στὴν ἴδια τὴν αὐτοκρατορία, θὰ ἀποκτήσουν μυστικιστικὴ σημασία καὶ θὰ συνδεθοῦν μὲ τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξή της ὡς τὸ τέλος. Ἡ πόλη τοῦ Κωνσταντίνου κοσμήθηκε μὲ μεγαλόπρεπα οἰκοδομήματα, ἔργα τέχνης ἀπὸ τὰ μεγάλα κέντρα τοῦ ἑλληνισμοῦ μεταφέρθηκαν στὶς ἀκτὲς τοῦ Βοσπόρου. Σὲ λίγα χρόνια ἡ Κωνσταντινούπολη θὰ ξεπεράσει σὲ μέγεθος καὶ εὐδαιμονία κάθε ἄλλη πόλη, θὰ γίνει τὸ κέντρο τῆς οἰκουμένης, ὁ «ὀμφαλὸς τῆς γῆς».
Ἡ μεταφορὰ τῆς πρωτεύουσας τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας στὴν Ἀνατολὴ σήμαινε ἀλλαγὴ τοῦ πολιτικοῦ της προσανατολισμοῦ ἀλλὰ καὶ τοῦ τρόπου σκέψης καὶ ζωῆς. Ἡ ἵδρυση τῆς Κωνσταντινούπολης συμβολίζει τὴν ἀρχὴ μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς, τὸ συνταίριασμα τῆς ρωμαϊκῆς πολιτικῆς ἰδεολογίας μὲ τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμό, διαποτισμένα ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ χριστιανισμοῦ. Στὰ χρόνια τοῦ Κωνσταντίνου ἀναγνωρίζεται ὁ χριστιανισμὸς ὡς ἰσότιμη θρησκεία μὲ τὶς ἄλλες, ἐνῷ στὰ τέλη τοῦ 4ου αἰ. ἀπὸ τὸν Θεοδόσιο τὸν Μέγα ὡς ἡ ἐπίσημη θρησκεία τοῦ κράτους. Μὲ τὸν καιρὸ ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα θὰ ἐκτοπίσει τὴν λατινικὴ ἀπὸ τὸν κρατικὸ μηχανισμό. Τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰουστινιανοῦ τὸν 6ο αἰ. οἱ νόμοι συντάσσονται στὴν ἑλληνικὴ καὶ τὸν 7ο αἰ. ἡ ἑλληνικὴ ἔχει ἐπικρατήσει ὡς ἡ κατεξοχὴν ἐπίσημη γλῶσσα τοῦ κράτους. Στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ παιδεία στηρίχθηκε ἡ πνευματικὴ δημιουργία τοῦ Βυζαντίου. Αὐτὴ ἔδωσε τὰ ἐκφραστικὰ μέσα, γιὰ νὰ ἀποδώσει ἡ χριστιανικὴ διδασκαλία τὰ δικά της νοήματα καὶ τὶς δικές της ἀλήθειες.
Ἡ ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς στὶς 29 Μαΐου τοῦ 1453 σημαδεύει τὸ τέλος τῆς αὐτοκρατορίας. Τὰ πολιτιστικὰ ὅμως ἐπιτεύγματα ἐπέζησαν καὶ τοὺς μετέπειτα αἰῶνες, ὄχι μόνο στὰ ἐδάφη τῆς πρώην αὐτοκρατορίας ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλους λαοὺς ποὺ εἶχαν δεχθεῖ βαθιὰ τὴν ἐπίδραση τοῦ Βυζαντίου.
Στὴν ὑπερχιλιόχρονη ἱστορική του διαδρομή, ἀπὸ τὸν 4ο ὣς τὸν 15ο αἰ., τὸ Βυζάντιο εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει ποικιλώνυμους ἐχθροὺς τόσο στὴν Ἀνατολὴ ὅσο καὶ στὰ εὐρωπαϊκὰ ἐδάφη. Οἱ μετακινήσεις λαῶν στὴν Κεντρικὴ Ἀσία καὶ τὸν Καύκασο ἀναγκάζουν ἄλλους λαοὺς νὰ μετακινηθοῦν πρὸς τὰ δυτικά. Τὸν 3ο καὶ 4ο αἰ. γοτθικὰ καὶ οὐννικὰ φύλα περνοῦν ἐπανειλημμένα τὸ βόρειο σύνορό της αὐτοκρατορίας, τὸν Δούναβη, λεηλατοῦν καὶ καταστρέφουν τὴν ὕπαιθρο χώρα. Ἡ περίοδος ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 6ου καὶ τὸν 7ο αἰ. χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴ μόνιμη ἐγκατάσταση ξένων φύλων, κυρίως σλαβικῶν, στὴ Βαλκανικὴ καὶ τὴν ἵδρυση κρατικῶν μορφωμάτων ποὺ ἀποξενώνουν σιγὰ σιγὰ τὴ Βαλκανικὴ ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη Εὐρώπη. Τὸν 7ο αἰ. οἱ Σλάβοι ἀρχίζουν νὰ ἐγκαθίστανται στὰ βυζαντινὰ ἐδάφη. Πρόκειται γιὰ ἐγκατεσπαρμένους ἀγροτικοὺς οἰκισμοὺς σὲ περιοχὲς δύσβατες, κοντὰ σὲ κοιλάδες ποταμῶν καὶ ἕλη ποὺ ὀνομάζονται στὶς πηγὲς Σκλαβηνίαι. Σταδιακὰ οἱ σλαβικοὶ πληθυσμοὶ ἀποδυναμώνονται καὶ μὲ διάφορα μέτρα, στρατιωτικά, διοικητικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ ἐνσωματώνονται στὴ βυζαντινὴ κοινωνία ἐξελληνίζονται καὶ ἀφομοιώνονται. Διαφορετικὴ ὅμως ἦταν ἡ τύχη τῶν σλαβικῶν φύλων ποὺ εἶχαν ἐγκατασταθεῖ μεταξὺ Δούναβη καὶ Αἵμου. Στὰ τέλη τοῦ 7ου αἰ. περνᾶ τὸν Δούναβη ἕνας λαὸς τουρκικός, οἱ Βούλγαροι, ὑποτάσσουν τοὺς Σλάβους, τοὺς χρησιμοποιοῦν ὡς «συμμάχους» καὶ ἐπιχειροῦν ἐπιδρομὲς στὰ βυζαντινὰ ἐδάφη. Τὸ 681 τοὺς ἀναγνωρίζεται ἡ μόνιμη ἐγκατάσταση στὴ ΒΑ Θράκη μεταξὺ Δούναβη, Αἵμου καὶ Εὔξεινου Πόντου. Ἀπὸ τότε οἱ Βούλγαροι θὰ ἀποβοῦν ὁ πιὸ ἐπικίνδυνος ἐχθρός της αὐτοκρατορίας στὴ χερσόνησο τοῦ Αἵμου. Μὲ τὸν καιρὸ οἱ Βούλγαροι θὰ καμφθοῦν ἀπὸ τὸν καταθλιπτικὸ ὄγκο τῶν Σλάβων. Ἡ συγχώνευση γίνεται βαθμιαῖα. Στὸ νέο κράτος οἱ Βούλγαροι ἔδωσαν τὸ κρατικὸ πλαίσιο, τὴν κρατικὴ ὀργάνωση καὶ οἱ Σλάβοι τὴ λαϊκὴ βάση καὶ τὴ γλῶσσα. Ἔτσι προέκυψε τὸ σλαβικὸ βουλγαρικὸ κράτος καὶ ἔθνος. Στὰ χρόνια τοῦ Ἡρακλείου (610- 641) χρονολογεῖται ἡ κάθοδος καὶ ἄλλων σλαβικῶν φύλων, τῶν Σλοβένων, Κροατῶν καὶ Σέρβων, καὶ ἡ ἐγκατάστασή τους στὴ ΒΔ Βαλκανική. Σταθμὸς στὴν πνευματικὴ ἀνάπτυξη καὶ γενικότερη ἐξέλιξη τῶν Σλάβων ὑπῆρξε ὁ ἐκχριστιανισμός τους καὶ ἡ δημιουργία τοῦ σλαβικοῦ ἀλφαβήτου τὸν 9ο αἰ. Τὸ 862/3 ὁ ἡγεμόνας Μ. Θεοδόσιος Βασίλειος ὁ Β΄ 77 τῶν Σλάβων τῆς Μοραβίας Ραστισλάβος ζήτησε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου Μιχαὴλ Γ’ τὴν ἀποστολὴ Ἑλλήνων κληρικῶν, ποὺ νὰ διδάξουν τὸν χριστιανισμὸ στὴ γλῶσσα τοῦ λαοῦ του.
Τὸ ἱεραποστολικὸ αὐτὸ ἔργο ἀνέλαβαν οἱ δύο Ἕλληνες ἀδελφοὶ Κωνσταντῖνος, γνωστὸς μὲ τὸ μοναχικὸ ὄνομα Κύριλλος ποὺ τὸ πῆρε λίγο πρὶν πεθάνει στὴ Ρώμη, καὶ ὁ Μεθόδιος. Γεννημένοι στὴ Θεσσαλονίκη, γιοὶ ἀνώτερου στρατιωτικοῦ ἀξιωματούχου, μὲ ἐξαίρετη ἑλληνικὴ παιδεία συνέχισαν τὶς σπουδές τους στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ εἶχαν ἀναλάβει διπλωματικὴ ἀποστολὴ στοὺς Ἄραβες καὶ ἱεραποστολικὸ ἔργο στοὺς Χαζάρους, ὅπου ὑπῆρχε ὀργανωμένη ἰουδαϊκὴ καὶ μουσουλμανικὴ κοινότητα. Τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο τοῦ Βυζαντίου, ἐμπνευστὴς τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε ὁ Πατριάρχης Φώτιος-ὁ μεγαλύτερος λόγιος του 9ου αἰ.- προέβλεπε τὴ διδασκαλία τοῦ χριστιανισμοῦ στὴ γλῶσσα τῶν νεοφωτίστων καὶ ὄχι στὴ λατινική, ὅπως συνήθιζε ὁ δυτικὸς κλῆρος.
Ἡ μεγαλύτερη ὅμως προσφορὰ τοῦ Κωνσταντίνου ἦταν ἡ ἐφεύρεση τοῦ σλαβικοῦ ἀλφαβήτου. Ὣς τότε οἱ Σλάβοι δὲν εἶχαν γραφή. Οἱ δύο ἀδελφοὶ μετέφρασαν τὴ Βίβλο καὶ ἄλλα λειτουργικὰ βιβλία στὴ σλαβική. Ἡ δημιουργία τοῦ σλαβικοῦ ἀλφαβήτου εἶχε ὡς συνέπεια τὴ διαμόρφωση τῆς πρώτης φιλολογικῆς σλαβικῆς γλώσσας, τῆς παλαιοσλαβικῆς, καὶ ἔθεσε τὶς βάσεις γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς σλαβικῆς φιλολογίας. Δικαιολογημένα λοιπὸν οἱ δύο ἀδελφοὶ ἀποκαλοῦνται «ἀπόστολοι τῶν Σλάβων», καὶ ὄχι, ὅπως λένε πολλοί, διαστρεβλώνοντας τὴν ἀλήθεια «Σλάβοι ἀπόστολοι». Τὸ 864 ὁ ἡγεμόνας τῶν Βουλγάρων Βόρις γιὰ πολιτικοὺς κυρίως λόγους βαπτίζεται καὶ παίρνει τὸ ὄνομα τοῦ ἀναδόχου του αὐτοκράτορα Μιχαήλ. Ἀπὸ τότε στὸ πρωτόκολλο τῆς βυζαντινῆς αὐλῆς ὁ ἡγεμόνας τῶν Βουλγάρων ἀποκαλεῖται «πνευματικὸν τέκνον» τοῦ αὐτοκράτορα. Ὁ ἐκχριστιανισμὸς τῶν Βουλγάρων προχώρησε ταχύτατα χάρη στὴ δραστηριότητα τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίλλου καὶ τοῦ Μεθοδίου, ποὺ διωγμένοι ἀπὸ τὴ Μοραβία ἔγιναν δεκτοὶ ἀπὸ τὸν Βόρι, δίδαξαν τὸ σλαβικὸ ἀλφάβητο καὶ συνέβαλαν στὸν ἐκσλαβισμὸ τῶν Βουλγάρων. Ὣς τότε, στὰ ἐπίσημα κείμενα τοῦ βουλγαρικοῦ κράτους καὶ σὲ ἐπιγραφὲς λίθινες ποὺ ἐξιστοροῦσαν τὰ κατορθώματα τῶν ἡγεμόνων τους χρησιμοποιοῦνταν ἡ ἑλληνική. Οἱ Σέρβοι ἐκχριστιανίστηκαν γύρω στὸ 867-874 στὰ χρόνια του Βασιλείου Α’, καὶ στὴν Κροατικὴ Παννονία ἑδραιώθηκε ὁ χριστιανισμὸς τὴν ἴδια ἐποχή, ὅταν τὴν ἐπισκέφθηκε καὶ ἐργάστηκε ἐκεῖ ὁ Μεθόδιος. Οἱ χριστιανικὲς βίβλοι ποὺ διέδωσε τὸ Βυζάντιο στοὺς διάφορους αὐτοὺς λαούς, διαδόθηκαν μεταφρασμένες στὴ γλῶσσα τους καὶ ἀποτέλεσαν τὶς ἀπαρχὲς τῆς ἐθνικῆς τους λογοτεχνίας. Δημιουργήθηκε ἔτσι ἕνα ἑνιαῖο ὑπόβαθρο τοῦ πολιτισμοῦ τῶν βαλκανικῶν λαῶν κατὰ τὸν Μεσαίωνα, ὅπως παρατήρησε ὁ μεγάλος βυζαντινολόγος F. Dolger.
Ἡ ἐπίδραση τοῦ Βυζαντίου εἶναι ἐμφανὴς στὴν πολιτικὴ ἰδεολογία. Βούλγαροι καὶ Σέρβοι ἡγεμόνες ἀποδύονται σὲ αἱματηροὺς πολέμους γιὰ τὴν κατάκτηση ἐδαφῶν καὶ τῆς ἴδιας τῆς ἕδρας τῆς αὐτοκρατορίας, αὐτοτιτλοφοροῦνται αὐτοκράτορες. Ἡ αὐλικὴ ἐθιμοτυπία, οἱ τίτλοι, ἡ γραμματεία στὴ Βουλγαρία καὶ τὴ Σερβία μιμοῦνται τὰ βυζαντινὰ πρότυπα. Ἡ διοίκηση εἶναι ὀργανωμένη ὅπως ἡ βυζαντινὴ, καὶ ἡ ὁρολογία ἔχει παραληφθεῖ ἀπὸ τὸ Βυζάντιο. Ἰδιαίτερα εἶναι φανερὴ ἡ ἐπίδραση στὸν τομέα τοῦ δικαίου. Ἡ «Ἐκλογὴ» τῶν Ἰσαύρων μεταφράστηκε πιστὰ ἀπὸ τοὺς Βουλγάρους, ἐνῷ τὸ νομοθετικὸ ἔργο τοῦ Σέρβου Στέφανου Δουσὰν τὸν 14ο αἰ. ἔχει δεχτεῖ ἐπιδράσεις ἀπὸ τὸ βυζαντινὸ Δίκαιο σὲ ὁρισμένους τομεῖς.
Ἡ πολιτιστικὴ ἑνότητα τῶν βαλκανικῶν λαῶν καὶ ἡ ἐπίδραση τοῦ Βυζαντίου εἶναι πιὸ ἔκδηλη στὸν τομέα τῆς φιλολογικῆς παραγωγῆς. Ἡ σλαβικὴ μεσαιωνικὴ φιλολογία ἀποτελεῖται σχεδὸν ἀπὸ μεταφράσεις καὶ ἐπεξεργασίες βυζαντινῶν ἔργων. Μεταφράσεις ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ ἀλλὰ καὶ προσωπικὲς ἐπεξεργασίες βυζαντινῶν ἔργων ἀπὸ τοὺς Βουλγάρους διασκευαστὲς εἶναι τὰ δημιουργήματα τῆς τελευταίας ἄνθησης τῆς βουλγαρικῆς φιλολογίας τὸ δεύτερο μισό τοῦ 14ου αἰ. ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Τερνόβου Εὐθύμιο καὶ τῆς σχολῆς του. Διὰ μέσου αὐτῶν ἔγιναν γνωστὰ καὶ στοὺς ἄλλους σλαβικοὺς λαοὺς καὶ κυρίως στοὺς Ρώσους τὰ ἀντίστοιχα βυζαντινὰ ἔργα. Μυθιστορήματα καὶ ἄλλα λαϊκὰ ἀναγνώσματα, βίοι ἁγίων, βροντολόγια, ὀνειροκρίτες, σεισμολόγια κ.ἄ. εἶχαν εὐρεία διάδοση.
Ὁ μεγαλύτερος παράγοντας τῆς βυζαντινῆς ἀκτινοβολίας ὑπῆρξε ὁ μοναχισμός. Βαθιὰ ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸν βυζαντινό, ὁ σλαβικὸς μοναχισμὸς εἶναι γεμᾶτος μυστικισμό. Στὸ τέλος τοῦ 12ου αἰ. μονάζει στὴ μονὴ Βατοπεδίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὁ γιὸς τοῦ Σέρβου ἡγεμόνα Σάββας καὶ λίγο ἀργότερα καὶ ὁ πατέρας του Στέφανος Νεμάνια μονάζει μὲ τὸ ὄνομα Συμεών. Ἱδρύουν τὸ σερβικὸ μοναστήρι τοῦ Χιλανδαρίου. Ἰδιαίτερα ἔντονη εἶναι ἡ βυζαντινὴ ἐπίδραση στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀρχιτεκτονικὴ καὶ τὴ ζωγραφική, τὴν ὁποία ἀσκοῦν κυρίως ἐπιφανεῖς Ἔλληνες ζωγράφοι.
Τέλη τοῦ 13ου καὶ τὸν 14ο αἰ. παράλληλα μὲ τὴν Κωνσταντινούπολη ἡ Θεσσαλονίκη ἀποτελεῖ ἕνα δυναμικὸ καλλιτεχνικὸ κέντρο, μὲ τέσσερα ἢ πέντε τουλάχιστον σύγχρονα ἐργαστήρια μὲ ἐπώνυμους καλλιτέχνες. Ἡ ἀκτινοβολία τῆς τέχνης ἐκδηλώνεται τόσο μὲ τὴν μετακίνηση τῶν καλλιτεχνῶν ὅσο καὶ μὲ τὴ μεταφορὰ κινητῶν ἔργων στὶς ἀκμαιότερες χῶρες ποὺ γειτόνευαν μὲ τὸ Βυζάντιο. Ὡστόσο, παρόλο ποὺ τὰ πνευματικὰ δημιουργήματα τῶν σλαβικῶν λαῶν ἔχουν τὶς ρίζες τοὺς ἄμεσες ἢ ἔμμεσες στὸ Βυζάντιο, οἱ βαλκανικοὶ λαοὶ δημιούργησαν καὶ πρωτοτύπησαν στὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ. Τὸ Βυζάντιο λοιπὸν ἔχει ἰδιαίτερη σημασία τόσο γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες, καθὼς διέσωσε τοὺς πνευματικοὺς καὶ καλλιτεχνικοὺς θησαυροὺς τῆς ἀρχαιότητας καὶ κάτω ἀπὸ τὴ ζωογόνο δύναμη τοῦ χριστιανισμοῦ ἀνέπτυξε νέα πολιτιστικὰ ἐπιτεύγματα, ὅσο καὶ γιὰ τοὺς λαοὺς τῆς Νοτιανατολικῆς Εὐρώπης καὶ τὴ Ρωσία, ποὺ μὲ τὸν ἐκχριστιανισμὸ καὶ τὴ δημιουργία τοῦ σλαβικοῦ ἀλφαβήτου τοὺς εἰσήγαγε στὴ χορεία τῶν πολιτισμένων λαῶν καὶ ἄσκησε βαθιὰ ἐπίδραση σὲ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τοῦ βίου τους. Ὑπῆρξε τὸ πρότυπο γιὰ τὴν κρατικὴ καὶ ἐκκλησιαστική τους ὀργάνωση, τοὺς ἔδωσε τὰ μέσα ἔκφρασης. Ἡ βυζαντινὴ κληρονομία μαζὶ μὲ τὶς πρωτότυπες δημιουργίες τῶν λαῶν αὐτῶν συνέβαλε στὴν ἑνότητα καὶ τὴν ἰδιομορφία τους ποὺ τοὺς ξεχωρίζει ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη Εὐρώπη.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Όταν γίνεται αναφορά στις σχέσεις του Οθωμανικού Εμιράτου και της Ρωμανίας κατά τον14ο και 15ο αιώνα, συνήθως μνημονεύεται ότι το Ισλάμ ήταν ένας πολιτικός παρά ένας θρησκευτικός εχθρός1, αν και μεταξύ αυτών των δύο εννοιών η διαφορά είναι δυσδιάκριτη.Αρκεί η υπενθύμιση ότι ο καινούριος εκλεκτός λαός, ο ρωμαϊκός λαός, ανήκει σε μια οικουμενική αυτοκρατορία υπό έναν οικουμενικό αυτοκράτορα και διαφέρει όχι μόνο από τους Τούρκους, αλλά και από τους Λατίνους, λόγω της χριστιανικής ορθοδοξίας και της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς.
Η ενίσχυση της διπλής αυτής ταυτότητας ήταν συνέπεια δύο θεμελιωδών γεγονότων, του Σχίσματος του 1054 και της πτώσης της Κωνσταντινούπολης στους λατίνους μετά την Δ΄ Σταυροφορία, και έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά την τελευταία περίοδο. Η αβεβαιότητα του μέλλοντος έκανε πολλούς βυζαντινούς διανοούμενους να στραφούν στην ελληνική αρχαιότητα, να ανακηρυχτούν συνεχιστές της και ταυτόχρονα να απαιτήσουν να διαδραματίσει η Πόλη το ρόλο της «Νέας Ρώμης», σε αντιπαράθεση προς την «Παλιά Αιώνια Πόλη», αντίφαση που αποτελεί τη βάση του νεοελληνικού εθνικισμού και της ιδέας της ανάκτησης της Κωνσταντινούπολης2.
Η προσέγγιση, από πλευράς χριστιανών, των απόψεων του Ισλάμ δεν ευσταθεί ως πραγματικότητα. Δεν είναι η πρώτη φορά που θίγεται το θέμα της συγκεκριμένης θρησκείας που παρουσιάζει στο έργο του ο Μανουήλ Β´ Παλαιολόγος (1391-1425). Πριν από μια δεκαετία και πλέον, ο καθηγητής Αθανάσιος Αγγέλου επικεντρώθηκε στην ιδέα του κοινού δικαιώματος στον Παράδεισο χριστιανών και μουσουλμάνων3. Παρ’ όλα αυτά, το θέμα δεν έχει εξαντληθεί και υπάρχει η δυνατότητα διαφόρων προσεγγίσεών του.
Η παρούσα ανακοίνωση επικεντρώνεται σε δύο χρονολογίες, οι οποίες θεωρούνται κλειδιά στις σχέσεις Ρωμανίας και τούρκων, και στην ιδέα που επικρατούσε μεταξύ των Ρωμαίων-Βυζαντινών για τους Τούρκους κατά τον χειμώνα του 1391-1392 και το φθινόπωρο του 1396. Η πρώτη χρονολογία συμπίπτει με την συμμετοχή του Μανουήλ Β´ Παλαιολόγου στην εκστρατεία που πραγματοποίησε ο Βαγιαζήτ Α΄ ο Κεραυνός (1389-1403) στην Μικρά Ασία ως ανταμοιβή για την «ουδετερότητα» του εμίρη κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος του Ιωάννη Ζ΄ εναντίον του παππού του Ιωάννη Ε΄ (1341-1391) και του θείου του Μανουήλ Β΄4, και η δεύτερη συμπίπτει με την ήττα που υπέστησαν οι σταυρόφοροι του Σιγισμόνδο της Ουγγαρίας στην Νικόπολη, στις 25 Σεπτεμβρίου 1396. Έχει επιλεγεί αυτή η περίοδος δεδομένης της κατάστασης υποτέλειας της Ρωμανίας σε σχέση με το οθωμανικό εμιράτο, που σημάδεψε την πολιτική γραμμή των ρωμαίων αυτοκρατόρων.
Οι πηγές στις οποίες αναζητήθηκαν στοιχεία για την τεκμηρίωση της επιλεγείσας οπτικής γωνίας κατατάσσονται σε δύο μεγάλα σύνολα. Το πρώτο είναι, φυσικά, εκείνο που περιέχει τα έργα του αυτοκράτορα, ειδικότερα, τους 26 Διάλογους με έναν Πέρση5, που γράφτηκαν κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 1391-1392, σε αττικίζουσα γλώσσα, γεγονός που επιβεβαιώνει τον ελληνίζοντα χαρακτήρα της ρωμαϊκής κουλτούρας, με την συχνότατη χρήση αρχαϊσμών. Οι συγκεκριμένοι Διάλογοι αποτελούν ένα ακόμη δείγμα της έντονης πολεμικής κατά του Ισλάμ, η οποία ξεκίνησε στα τέλη του 7ου και αρχές του 8ου αιώνα, και της οποίας, όπως καταφαίνεται στο έργο του, από τους πρώτους υποστηρικτές ήταν ο Ιωάννης Δαμασκηνός6.
Οι περιστάσεις που σχετίζονται με την συγγραφή των έργων των δύο προσωπικοτήτων, αν και με διαφορά αιώνων, είναι παρόμοιες. Είναι οι περίοδοι που η ορθόδοξη χριστιανική κοινότητα απειλείται από τις δυνάμεις του Ισλάμ, δηλαδή, των αράβων τον 7ο και 8ο αιώνα, και των τούρκων τον 14ο και 15ο αιώνα. Ωστόσο, η διαχείριση των διαφορών μεταξύ του Ισλάμ και του Χριστιανισμού ποικίλουν από τη μία εποχή στην άλλη, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Η προσέγγιση που επιχειρούμε, βασίζεται στην ερμηνεία κυρίως των ιδεών που παρουσιάζονται στους διάλογους σχετικά με την αιτία των νικών των τούρκων και με τον Ιερό Πόλεμο και το ισλαμικό ήθος.
Οι Διάλογοι δεν κατανοούνται χωρίς τις Επιστολές7 που ο Μανουήλ Παλαιολόγος απηύθυνε σε πολλές προσωπικότητες της αυτοκρατίας. Οι πιο σημαντικές επιστολές ίσως είναι εκείνες που έγραψε στον δάσκαλό του Δημήτριο Κυδώνη († 1397), o οποίος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην εισαγωγή της δυτικής παδείας στην Κωνσταντινούπολη με τη μετάφραση του έργου Summa Teologica του Θωμά Ακινάτη. Επίσης ήταν ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους των υπερασπιστών της ένωσης των Εκκλησιών, που προσηλυτίστηκε στον Καθολικισμό μετά την εξορία του στην Ιταλία. Η επιρροή του στην ανανέωση της αντι-ισλαμικής πολεμικής οφείλεται στη μετάφραση στα ελληνικά του Improbatio Alcorani του Riccoldo de Monte Croce8. Οι Επιστολές μας φέρνουν αντιμέτωπους με την προσωπικότητα, με τις δοκιμασίες των καιρών που βίωσε και με την προσπάθεια να αντιμετωπίσει τον Μανουήλ Β´. Για τον λόγο αυτό θεωρούνται ως μία από τις πλέον αξιόπιστες πηγές, όχι μόνο για τη γνώση της πολιτικής ατμόσφαιρας της Ρωμανίας, αλλά και για την ψυχολογία της προσωπικότητας που μας απασχολεί.
Το δεύτερο σύνολο πηγών αποτελείται από τα χρονικά. Δεν πρόκειται για καινοτομία, αν αναφερθεί ότι μετά την Ιστορία του Ιωάννη Καντακουζηνού (1347-1354), που περιλαμβάνει μέχρι και το πρώτο μισό του 14ου αιώνα, υπάρχει έλλειψη αξιόπιστων πηγών που αναφέρονται στα γεγονότα του τελευταίου αιώνα της Ρωμανίας9. Πρέπει να βασιστούμε στις πληροφορίες που παρέχονται από συγγραφείς που έγραψαν το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα, όταν η Πόλη είχε πέσει ήδη στα χέρια των τούρκων. Οι σημαντικότεροι ιστορικοί αυτής της περιόδου είναι τρεις: ο Δούκας, ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης και ο Γεώργιος Σφραντζής, στους οποίους θα πρέπει να προστεθεί ο Ανώνυμος, ο οποίος τον 17ο αιώνα συνέγραψε την Historia Imperatorum Turcorum που συμπεριλαμβάνεται στο CodexBarberini 111. Η περίοδος από το 1355/1356, όταν ο Ιωάννης ΣΤ´ Καντακουζηνός αφοσιώθηκε στo μοναστικό βίο, και το 1425, έτος του θανάτου του Μανουήλ Β´, είναι από τις πλέον σκοτεινές, και πιθανές γνώσεις αυτής της περιόδου βασίζονται σε μεταγενέστερες μαρτυρίες, που σε πολλές περιπτώσεις προκαλούν σύγχυση. Για το λόγο αυτό, η πιστότερη πηγή των γεγονότων των πρώτων χρόνων της βασιλείας του Μανουήλ Β´ είναι η Ιστορία 10 του Δούκα, η οποία συμβάλλει επίσης στην καλύτερη κατανόηση των Διαλόγων και τωνΕπιστολών. Σημαντική είναι η συνεισφορά του Codex Barberini 111 ο οποίος περιλαμβάνει επεξεργασμένη την Ιστορία του Λαόνικου Χαλκοκονδύλη11, ενώ το αποδιδόμενο στον Γεώργιο Σφραντζή Χρονικό, πιθανότατα πρόκειται για επεξεργασμένη απόδοσή του από τον Μακάριο Μελισσηνό κατά τον 16ο αιώνα, με συνέπεια για την συγκεκριμένη περίοδο το Βραχύ Χρονικό να θεωρείται σημαντικότερη και πλέον αξιόπιστη πηγή σε σχέση με το Χρονικό 12.
Ένα από τα σημεία στα οποία βασίζεται η πολεμική κατά του ισλάμ, είναι εκείνη που το παρουσιάζει ως θρησκεία που επεκτείνεται μέσω της βιαιότητας13. Υπό αυτήν την έννοια είναι σημαντικό να εξεταστεί η Οθωμανική επέκταση, ως ένας ιερός πόλεμος, το Τζιχάντ, που πραγματοποιήθηκε από τους ghuzât, (ενικ. ghâzî), δηλαδή, εκείνους που πολεμούν εναντίον αιρετικών και απίστων, τίτλο που κατείχαν οι πρώτοι εμίρηδες, οι οποίοι θεωρούσαν εαυτούς ως όργανα του Θεού και του Προφήτη του για την εξάπλωση της αληθινής πίστης14. Ο Μανουήλ Παλαιολόγος δεν μπορεί να κατηγορηθεί ότι έγραψε υποκινουμένος από τα στερεότυπα που επικρατούσαν περί του μουσουλμανικού φανατισμού. Όπως αναφέρθηκε πριν, ο αυτοκράτορας υποχρεώθηκε να πολεμήσει με τον Βαγιαζήτ κατά την διάρκεια της εκστρατείας του στην Μικρά Ασία εναντίον των σκυθών –μη τουρκικά φύλα15– και υπήρξε μάρτυρας της σκληρότητας και βαναυσότητας του Οθωμανικού στρατού, γεγονός που περιγράφει σε μια επιστολή του προς τον Κυδώνη τον χειμώνα του 1391. Δεν υπάρχει έλεος για κανέναν και όλα είναι δικαιολογημένα από τις θρησκευτικές αρχές της μαυλάνας16. Είναι η εκδίκησή τους για τα δεινά που υπέφεραν οι τούρκοι μουσουλμάνοι στα χέρια των χριστιανών17. Ο δε Δούκας περιγράφει τον οθωμανό εμίρη ως έναν τύπο βαθιά αντιχριστιανό: «[…] και φανατικό οπαδό του Μωάμεθ, του οποίου τις εντολές ακολουθούσε μέχρι του σημείου να ξενυχτά μηχανορραφώντας εναντίον του πνευματικού ποιμνίου του Χριστού»18.
Η συμμετοχή του Μανουήλ Β΄ στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του τούρκου εμίρη έγινε αιτία να αμφισβητηθεί παρά να θεωρηθεί προστάτης της Ορθοδοξίας, γεγονός που αποδεικνύεται και από τη στάση του πρίγκιπα Βασιλείου Α΄ της Μόσχας (1389-1425) προς την αυτοκρατορική εξουσία. Δεδομένου επίσης ότι η απάντηση στην «επίθεση» του μοσχοβίτη δόθηκε από τον Πατριάρχη Αντώνιο και όχι από τον αυτοκράτορα, αποδεικνύει καθαρά την αναγνώριση και το κύρος που απολάμβανε μόνον ο εκκλησιαστικός θεσμός. Εν ολίγοις, ήταν το Πατριαρχείο που έσωσε –προς στιγμήν– την αυτοκρατορία από την κατάρρευση19.
Το πέρασμα των στρατευμάτων του Βαγιαζήτ από τη Μικρά Ασία περιγράφεται, στην ίδια επιστολή, ως ένα είδος ταξιδιού στην «καρδιά του σκότους», που ως μοναδικό στόχο είχε την καλλιέργεια τρόμου στους αντιπάλους και στους πιθανούς συμμάχους, και την αποτροπή από κάθε προσπάθεια προδοσίας20. Στον Διάλογο γίνεται αναφορά στην δυνατότητα επιλογής ενός εκ των τριών όρων που έδινε ο ισλαμικός στρατός στους κατακτημένους λαούς: τον προσηλυτισμό στο Ισλάμ, την αποδοχή του dhimma ή την εξολόθρευση. Το τελευταίο ο Μανουήλ το θεωρεί παράλογο, δεδομένου ότι ο Θεός των χριστιανών δεν ευχαριστείται με το αίμα21. Η βαναυσότητα του Θεού των ισλαμιστών που απαιτεί το αίμα ως φόρο τιμής, είναι αντίθετη προς την καλοσύνη του Θεού των χριστιανών. Ένας τρόπος να αναγνωρισθεί η ανωτερότητα του Χριστιανισμού απέναντι στο Ισλάμ είναι η σύγκριση του πολιτισμού της Ρωμανίας με την βαρβαρότητα των οθωμανών. Η βαρβαρότητα των τούρκων είναι παρούσα και στην αχαλίνωτη λαγνεία τους που φτάνει μέχρι την ομοφυλοφιλία και την ζωοφιλία, αλλά και στις παρά φύσιν σχέσεις με γυναίκες. Εκτός της βαναυσότητας της φύσης τους οι χρονικογράφοι τους αποδίδουν και λίγη ευαισθησία, όχι όμως εξαιρούμενη από το στίγμα του «ρατσισμού» –αν θα μπορούσε να λεχθεί αυτό–, την οποία εκφράζουν με το θαυμασμό τους προς την ομορφιά των ελληνίδων και ιταλίδων, η οποία δεν συγκρινόταν με αυτήν των γυναικών της Τουρκίας, τις οποίες και απεχθάνονταν22.
Η ιδέα του Μανουήλ περί της θεότητας δεν είναι εκείνη ενός εκδικητικού, αλλά ενός φιλάνθρωπου Θεού, που αγαπάει την ανθρωπότητα και την παραδειγματίζει με την διδασκαλία των Ευαγγελίων και με την επανάληψη της συγγνώμης μέχρι 70 φορές επί 723, όπως γράφει ο Ματθαίος24. Είναι μια ιδέα που απέχει από αυτήν του μεσαίωνα και προσεγγίζει την έννοια «Θεός», με τον ίδιο τρόπο που την προσέγγισαν μεταγενέστερες προσωπικότητες, όπως ο Έρασμος του Ρότερνταμ, αλλά και το ανθρωπιστικό ρεύμα της εποχής του, που τόσα οφείλει στους ρωμαίους της Ανατολής.. Ωστόσο, η ιδέα του εκδικητικού Θεού, χαρακτηριστική στην Παλαιά Διαθήκη, ήταν αυτή που πίστεψε η πλειοψηφία του πληθυσμού. Για πολλούς, η κατάσταση που βίωναν προήλθε εξ αιτίας των αμαρτιών των ρωμαίων, ειδικότερα της δυναστείας των Παλαιολόγων, όπως τονίζει ο Δούκας25. Από την άλλη, οι τούρκοι δεν ήταν άμοιροι αυτής της ιδέας, όπως αναφέρει ο ρωμαίος ιστορικός και αποδείχτηκε από την ήττα του Βαγιαζήτ από τον Ταμερλάνο στην μάχη της Άγκυρας το 140226.
Η ήττα των σταυροφόρων στην Νικόπολη προκαλεί την αλλαγή της συμπεριφοράς του Μανουήλ Β´27, που καταφαίνεται στην ερώτηση που απευθύνει στον δάσκαλο του σε μία από τις επιστολές του, όταν ο τελευταίος βρίσκεται ήδη στην Ιταλία, τον Οκτώβριο του 1396: «Είναι αυτό έργο της κακής τύχης ή του Θεού, ο οποίος τα ορίζει όλα για το καλύτερο;»28. Η έναρξη της σταυροφορίας ήταν ανακούφιση για τους ρωμαίους, μια στιγμή ελπίδας που όμως έληξε με καταστροφή. Η αποστολή στρατού από τον Σιγισμόνδο της Ουγγαρίας θεωρήθηκε ως η αρχή της διάσωσης «των χριστιανών από τη δουλεία» και από τη διαρκή πολιορκία των «ασεβών» εναντίον της «κληρονομιάς» των δίκαιων και πιστών ρωμαίων29. Αυτή την γραμμή της ιερής αυτοκρατορίας ακολουθεί ο Μανουήλ όταν εκφράζεται μέσω του δεύτερου ψαλμού του Δαβίδ30. Η απατηλή δόξα του οθωμανικού εμιράτου έπρεπε να καταστραφεί από το σιδηρούν ραβδί που ο Πατέρας θα παρέδιδε στον Υιό για την τιμωρία των βλασφήμων. Ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα είναι η αναφορά του Μανουήλ Β´ στους τούρκους, ο οποίος με την χρήση καθαρά θρησκευτικών όρων προσπαθεί να καταδείξει την ταυτότητα του αντιπάλου μέσω της πίστης του, που είναι αντίθετη προς εκείνην των ρωμαίων, και να τονίσει τον ιερό χαρακτήρα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Επομένως, είναι αδιανόητος ο διαχωρισμός του πολιτικού και θρησκευτικού χαρακτήρα της αντιπαλότητας μεταξύ της Ρωμανίας και των οθωμανών.
Όμως, εκείνο που εντυπωσιάζει περισσότερο τους Ρωμαίους είναι η ταχύτατη εδαφική εξάπλωση των τούρκων, αναμφίβολο θείο σημάδι. Και είναι πολύ σημαντικό το ότι ο Μανουήλ λαμβάνει υπ’ όψιν του το ότι οι τούρκοι είναι απλοί άνθρωποι και, κατά συνέπεια, είναι υποχρεωμένοι να αντικρούσουν την τρέλα, στην οποία έχουν περιπέσει εξ αιτίας της λανθασμένης διδασκαλίας του Μωάμεθ, τον οποίον ονομάζει «στρατηγό και μαθητή του Σατανά»31. Εν τούτοις, αν και μπορεί να φανεί περίεργο, ούτε σε αυτή την επιστολή ούτε στους Διάλογους χρησιμοποιεί την ζωή του Προφήτη, ως βάση των επιθέσεών του κατά της ισλαμικής πίστης, αλλά περιορίζεται να δηλώσει ότι ο Μωάμεθ έκανε κακή αντιγραφή του Ιουδαϊσμού και του Χριστιανισμού32.
Είναι πολλοί αυτοί που, προ της επέλασης των τουρκικών στρατευμάτων, παραδίδονται και δεν προστατεύουν την θρησκεία τους από τις επιθέσεις που υφίσταται33. Ο Μανουήλ επικαλείται την (αντί)δραση, επειδή είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο ο Θεός τους βοηθάει εναντίον των βαρβάρων, οι οποίοι ακολουθούν έναν Προφήτη με προσωπείο της αλήθειας, πίσω από την οποία κρύβεται το ψέμα. Τον 14ο αιώνα στο πρόσωπο του Μωάμεθ βλέπουν ακόμη τον Αντίχριστο, τον οποίον πρέπει να πολεμήσουν, επειδή δεν υπάρχει κανείς ο οποίος προστατεύει με λογικό τρόπο το Ισλάμ.
Η συμπεριφορά των χριστιανών ηγεμόνων, τόσο των ρωμαίων όσο και αυτών των υπόλοιπων βαλκανικών χωρών, κατά την περίοδο αυτή είναι υποτακτική απέναντι στον Βαγιαζήτ. Ίσως ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα είναι η στάση τους στη μάχη του Κόσοβο (15 Ιουνίου 1389), κατά τη διάρκεια της οποίας ο τούρκος με τη βοήθειά τους, δεδομένου ότι ήταν υποτελείς του, κατέστρεψε τη Βοσνία, την Αλβανία και την Ήπειρο. Οι μόνοι οι οποίοι δεν συμμετείχαν στην εν λόγω εκστρατεία ήταν ο Μανουήλ και ο ανηψιός του Ιωάννης, γιος του Ανδρόνικου34.
Χαρακτηριστική είναι επίσης η περίπτωση που καταγράφεται από δύο χρονικογράφους, τον Χαλκοκονδύλη και τον ανώνυμο «συνεχιστή» του του 17ου αιώνα. Παραλείποντας τις ιδιαίτερες λεπτομέρειες που δίνονται κι από τους δύο, ο ουσιαστικός πυρήνας είναι μία ευγενής χήρα, η οποία διοικεί μια περιοχή, ερωτεύεται έναν κληρικό, αλλά όταν εμφανίζονται οι τούρκοι, δεν διστάζει να προχωρήσει σε γάμο η ίδια με τον εμίρη και η κόρη της με έναν ευγενή35. Δεν υπάρχει κάποιο είδος τιμωρίας για τους γάμους που συνάπτουν οι χριστιανοί ηγεμόνες, οι οποίοι, μάλιστα, δεν έχουν κώλυμα να παραδώσουν τις κόρες ή τις αδελφές τους στους τούρκους διοικούντες. Από τις πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι αυτή του βούλγαρου ηγεμόνα Ιβάν Σισμάν (1371-1393), ο οποίος έδωσε μία από τις κόρες του στον εμίρη Μουράτ Α΄36, αλλά και αυτή του Ιωάννη Καντακουζηνού η κόρη του οποίου συνήψε γάμο με τον Ορχάν. Συμπεραίνεται σαφέστατα ότι χριστιανοί ηγεμόνες μέσω των γαμήλιων συμμαχιών προσπαθούσαν να διασώσουν τη δική τους εξουσία.
Τόσο η απειλή εκ Δύσεως, όσο και η προέλαση των τούρκων ενδυνάμωσαν τη λατρεία του λαού προς τα κειμήλια, γεγονός αισθητό από την αρχή της εξουσίας της δυναστείας των Παλαιολόγων37. Η στάση αυτή προβλημάτισε τον Μανουήλ Β΄, όπως φαίνεται στην επιστολή την οποία απέστειλε στον Καβάσιλα κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Θεσσαλονίκης (1383-1387), και στην οποία αναφέρει ότι δεν πρέπει να ελπίζουν να συμβούν καταπληκτικά γεγονότα, όπως αυτά που περιγράφονται στα βιβλία της Ιστορία 38. Ωστόσο, δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει αυτό που καλείται «διπλωματία των κειμηλίων», για να κερδίσει την στήριξη των δυτικών δυνάμεων, και σε μεγάλο βαθμό της Vera Cruz39. Ήταν ένας τρόπος να ενισχύσει τους κοινούς δεσμούς μεταξύ των χριστιανών απέναντι στην τουρκική απειλή, δεδομένου ότι τα κειμήλια θεωρούνταν όργανα που επιβεβαίωναν την επικοινωνία μεταξύ Θεού και ανθρώπων.
Ο Μανουήλ Β´ παρουσίασε ήδη στους Διάλογους του 1391-1392 τον ισλαμισμό ως μια πραγματιστική πίστη, συνυφασμένη με την ύλη, σε αντίθεση με την πνευματικότητα του Χριστιανισμού 40 . Σύμφωνα με την τριμερή διαίρεση της ανθρωπότητας που κάνει ο αυτοκράτορας, οι μουσουλμάνοι κατατάσσονται στην τρίτη κατηγορία, εκείνη των αμαρτωλών, στους οποίους δεν υπάρχει τίποτα καλό, αφού είναι αντίθετοι προς τις ανώτερες εντολές του Χριστιανισμού41 και κατά συνέπεια δεν θεωρούνται αληθινοί πιστοί. Μάλιστα, ο αυτοκράτορας καθιστά σαφείς τις ομοιότητες μεταξύ του Ισλάμ και του Ιουδαϊσμού, ενθυμίζοντας εντολές που ο Χριστός κατήργησε, όπως η ανταπόδοση ή Νόμος των αντιποίνων42. Παρουσιάζει το ισλάμ ως μία κανούρια θρησκεία που δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αντιγραφή μιας παλαιότερης, γεγονός που τον οδηγεί σε ένα ενδιαφέρον παιχνίδι ιδεών: αν η ισλαμική θρησκεία είναι παρόμοια με την ιουδαϊκή κι αν ο Μωάμεθ αναγνωρίζει την ανωτερότητα του Ευαγγελίου επί της Πεντατεύχου, τότε ο Χριστιανισμός είναι ανώτερος του Ισλάμ43.
Συνεπώς, το ισλάμ και οι τούρκοι, και η σύγκρουσή τους με την Ρωμανία είναι ταυτόχρονα πολιτική και θρησκευτική υπόθεση, σημαδεμένη από τα ιστορικά γεγονότα του τέλους του 14ου αιώνα, κατάσταση που θα άλλαζε ελαφρώς κατά τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου αιώνα. Αν και ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β΄ αναγνωρίζει ότι οι αντίπαλοι διαθέτουν μια σχετική παιδεία, πρόκειται για την αιώνια μάχη μεταξύ της βαρβαρότητας και του πολιτισμού, και τονίζοντας το χαρακτηριστικό του ρωμαϊκού λαού, ως εκλεκτός λαός του Θεού, δεν γίνεται προσπάθεια να μεταπεισθεί ο εχθρός, αλλά να επαναπροσδιοριστεί η στάση των ίδιων των ρωμαίων για την αντιμετώπιση των τούρκων που κάθε φορά γινόταν πιο περίπλοκη λόγω της απομόνωσης στην οποία βρισκόταν η Ρωμανία.
Βιβλιογραφία
Αθάνασιος Αγγέλου: «Ο Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος και το Ισλάμ». Στο: Λόγια και Δημώδης
Γραμματεία του Ελληνικού Μεσαίωνα, Αφιέρωμα στον Εύδοξο Θ. Τσολάκη. Πρακτικά Θ΄ Επιστημονικής Συνάντησης (11/13 Μαΐου 2000), Θεσσαλονίκη 2003: 211-222.
Ahrweiler, Hélène: L’idéologie politique de l’Empire byzantine, Paris 1975.
Bádenas de la Peña, Pedro: «La percepción del Islam en Bizancio durante el siglo XIV». Στο: Επιεικεια. Homenaje al profesor Jesús Lens Tuero, Granada 2000: 27-35.
Barker, John W.: Manuel II Palaelogus (1391-1425): A Study in Late Byzantine Statesmanship, New Brunswick-New Jersey 1969.
Χαλκοκονδύλης, Λαόνικος: Άποδείξεις Ἱστοριῶν, ed. Migne, Patrologia Graeca, vol. 159, cols. 13-556.
Cirac Estopañán, Sebastián: Bizancio y España. La Unión, Manuel II Paleólogo y sus recuerdos en España, Barcelona 1957.
Dennis G. T. (επιμ. και μετάφρ.): The Letters of Manuel II Palaeologus, Washington 1977.
Δούκας: Ιστορία. Μετάφρ. Francisco J. Ortolá Salas & Fernando Alconchel Pérez, Ducas, Historia turco-bizantina, Madrid 2006.
Khoury, Théodore: Manuel II Paléologue, Entretiens avec un Musulman. 7e Controverse.
Introduction, texte critique, traduction et notes par Th. Khoury, Paris 1966.
Margoliouth, D. S.: «Mawlawiyya», Encyclopedia of Islam, 2nd edition, vol. 6, Leiden-London, 1991: 883-888.
Martínez Carrasco, Carlos: «La visión del Islam en la obra de Juan Damasceno». Byzantion Nea-Hellas 34 (2015) (στον τύπο).
Mélikoff, I.: «Ghâzî», Encyclopedia of Islam, 2nd edition, vol. 2, Leiden-London 1991: 1043-1045.
Ostrogorsky, Georg: Historia del Estado bizantino, Madrid 1985.
Philippides, Marios (μετάφρ.): Byzantium, Europe and the Early Ottoman Sultans, 1373-1513.
An Anonymous Greek Chronicle of the Seventieth Century (Codex Barberinus Graecus 111), New York 1990.
Shepard, Jonathan: «Imperial Constantinople: Rehes, Palaiologan Emperors and the Resilience of the exemplar Centre». Στο: Jonathan Harris, Catherine Holmes and Eugenia Russel, Byzantines, Latins and Turks in the Eastern Mediterranean world after 1150, Oxford 2012: 61-92.
Trapp, Erich (επιμ.): Manuel II Palaiologus, Dialoge mit einem «Perser», Viena 1966.
Ο Carlos Martínez Carrasco είναι υπότροφος έρευνας του Εθνικού Προγράμματος “Formación del Profesorado Universitario (F.P.U.)” του Υπουργείου Παιδείας της Ισπανίας, ενταγμένος στο Τμήμα Μεσαιωνικής Ιστορίας και Επιστημών και Τεχνικών της Ιστοριογραφίας του Πανεπιστημίου της Γρανάδα, και υποψήφιος διδάκτορας του ίδιου τμήματος. Επίσης είναι συνεργάτης του Κέντρου Βυζαντινών, Νεοελληνικών και Κυπριακών Σπουδών της Γρανάδα.
Πηγή: Βυζαντινών Ιστορικά, Αβέρωφ
Το 681 το Βυζάντιο υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει την ύπαρξη Βουλγαρικού κράτους σε εδάφη της αυτοκρατορίας, υπό τον χαγάνο Ασπαρούχ. Η αναγνώριση του κράτους αυτού, που είχε δημιουργηθεί στο χώρο μεταξύ του Δούναβη και της οροσειράς του Αίμου με πρωτεύουσα την Πλίσκα συνεπαγόταν συμμαχικές δεσμεύσεις από την πλευρά των Βουλγάρων, οι οποίοι όμως δεν τις τήρησαν. Οι επανειλημμένες επιθέσεις των Βουλγάρων ηγεμόνων (κυρίως επί Κρούμμου) τον 8ο αιώνα παρενοχλούσαν τις βόρειες επαρχίες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας
Στις αρχές του 9ου αιώνα τόσο στο Βυζάντιο όσο και στη Βουλγαρία η εξουσία περιήλθε σε δύο ικανότατους ηγεμόνες, τον Νικηφόρο Ά(802-813) και τον Κρούμο(803-814).
Η πρώτη επίθεση του Κρούμου χρονολογείται το 808 και περιλάμβανε αιφνιδιαστική επίθεση στην περιοχή του Στρυμόνα. Οι βούλγαροι σκότωσαν το στρατηγό του βυζαντινού θέματος και λεηλάτησαν το στρατόπεδο και την περιοχή.
Οι στρατηγικοί στόχοι των Βούλγαρων ήταν η οργάνωση επιθέσεων σε βυζαντινά αστικά κέντρα της βαλκανικής. Προς την κατεύθυνση αυτή, την άνοιξη του 809 οι Βούλγαροι κατέλαβαν τη Σερδική (Σόφια). Η αντίδραση από την Κωνσταντινούπολη ήταν ανοργάνωτη και αποτυχημένη. Ο Νικηφόρος προσπάθησε να αποκρύψει την αποτυχία από το λαό διαδίδοντας την είδηση ότι <<γιόρτασε το Πάσχα στην αυλή του Βούλγαρου ηγεμόνα>>.
Την άνοιξη του 811 αποφάσισε να εκστρατεύσει κατά του Κρούμου μαζί με το γιο του Σταυράκιο. Άυξησε τους φόρους σε εκκλησίες και μοναστήρια και συγκέντρωσε χρήματα από καθυστερημένες εισφορές διακινδυνεύουντας την υπονόμευσή του με τις αντιπάθειες που θα δημιουργούσε.
Τον Ιούνιο του 811 όταν οι Βυζαντινοί έφτασαν στο οχυρό Μαρκέλλες, ο Κρούμος φαίνεται ότι, επειδή διαπίστωσε το μεγάλο όγκο του βυζαντινού στρατεύματος, ζήτησε ειρήνη. Από τον Θεοφάνη μαθαίνουμε ότι, όταν οι βυζαντινοί έφτασαν στο οχυρό Μαρκέλλες, ένα στρατηγικό σημείο και σταυροδρόμι οδών προς τα βόρεια, ο Κρούμος ζήτησε ειρήνη από τον αυτοκράτορα λέγοντας:<<νίκησες, πάρε ό,τι σού αρέσει και φύγε ειρηνικά από τη χώρα>>.
Οι Βούλγαροι δεν περίμεναν την βυζαντινή εκστρατεία. Η ολιγωρία όμως του Νικηφόρου τους έδωσε τη δυνατότητα να οργανωθούν και να κλείσουν κάποιες διαβάσεις προς το εσωτερικό. Ο Νικηφόρος αγνόησε τιες προτάσεις του Κρούμου και αποφάσισε να προσχωρήσει προς το εσωτερικό, παιρνώντας μέσα από δύσβατες περιοχές με κλεισούρες στα περάσματα του Αίμου που χώριζαν τη Θράκη από τη Βόρεια Βουλγαρία. Η αυτομόληση ενός συμβούλου του αυτοκράτορα, του Βυζάντιου, που έφυγε από το στρατόπεδο και πήγε στον Κρούμο παίρνοντας μαζί του χρυσάφι, θεωρήθηκε κακός οιωνός.
Ο βυζαντινός στρατός εύκολα κατέλαβε την Πλίσκα, την πρωτεύουσα του χαγανάτου με τους στρατιώτες να προχωρούν σε λεηλασίες και καταστροφές. Ο Κρούμος, μετά την απόρριψη της ειρήνης από το Νικηφόρο, κατέλαβε και έφραξε με ξύλινες οχυρώσεις όλες τις διόδους διαφυγής των Βυζαντινών, δηλαδή τις στενωπούς της Μοισίας. Οι βυζαντινοί εισήλθαν στην περιοχή ανυποψίαστοι.
Όταν στις 24 Ιουλίου οι στρατηγοί συνειδητοποίησαν τι είχε συμβεί, ήταν αργά για να αντιδράσουν. Υπήρξαν σκέψεις για άμεση επίθεση, ο Νικηφόρος όμως αρνήθηκε καθώς δεν υπήρχε δυνατότητα διαφυγής «ακόμα κι αν μπορούσαν να πετάξουν».
Τελικά μετά από μια καλά σχεδιασμένη επιχείρηση (25 Ιουλίου) οι Βούλγαροι τσάκισαν στην κυριολεξία τους εισβολείς. Εισήλθαν μάλιστα στη σκηνή του αυτοκράτορα και τον εξόντωσαν μαζί με τους επιτελείς του. Οι Βούλγαροι αποκόμισαν επίσης πολλά λάφυρα.
Ο Κρούμος κρέμασε σε έναν πάσαλο για αρκετές μέρες το κρανίο του Νικηφόρου και στη συνέχεια το περιέβαλε με άργυρο, κατασκευάζοντας ένα κύπελλο. Ο χρονογράφος Θεοφάνης, που είναι αρνητικός απέναντι στον Νικηφόρο, γράφει ότι για όσους έχασαν τη ζωή τους σε αυτήν την εκστρατεία, ο θάνατος του Νικηφόρου ήταν μια παρηγοριά.
Ο γιος του αυτοκράτορα Σταυράκιος, αφού τραυματίστηκε σοβαρά στη σπονδυλική στήλη, κατάφερε να φτάσει στην Αδριανούπολη, όπου αναγορεύτηκε νέος αυτοκράτορας. Όμως λόγω του σοβαρού τραυματισμού του, πολλοί αμφισβήτησαν την εκλογή του. Σε βαριά κατάσταση μεταφέρθηκε στην Κων/πολη, όπου το τέλος του ήταν θέμα ημερών.
Όλη η εκστρατεία του Νικηφόρου και η τραγική κατάληξή της περιγράφονται σε μια εξαιρετική πηγή, στο Ανώνυμο Χρονικό του 811.
« Το ένατο έτος της βασιλείας του Νικηφόρου, ο ίδιος ο αυτοκράτωρ εισήλθε στη Βουλγαρία θέλοντας να την καταστρέψει. Μαζί του είχε το γιο του Σταυράκιο, το γαμπρό του Μιχαήλ Ραγκαβή και όλους του αξιωματούχους και πατρικίους, το σύνολο του στρατού και τα παιδιά των αρχόντων που ήταν πάνω από 15 ετών, από τους οποίους σχημάτισε ένα ιδιαίτερο στρατιωτικό σώμα για το γιο του, τους «ικανότατους».
Όταν μπήκε στις κλεισούρες, και οι Βούλγαροι πληροφορήθηκαν το πλήθος του στρατού που είχε μαζί του, επειδή δήθεν δεν μπορούσαν να τον αντιμετωπίσουν, κατέφυγαν στα βουνά εγκαταλείποντας τα υπάρχοντά τους. Ο αυτοκράτωρ έστησε τη σκηνή του στην έδρα του ηγεμόνα Κρούμου και εξόντωσε 12000 βούλγαρους στρατιώτες που είχαν παραμείνει ως φρουρά. Επίσης σε μια δεύτερη μάχη νίκησε και εξολόθρευσε πενήντα χιλιάδες Βούλγαρους.
Αφού λοιπόν το ηθικό το ήταν πολύ υψηλό και θέλοντας να φανεί δίκαιος, μοίρασε στο στρατό του χρήματα. Ακόμη έδωσε στους στρατιώτες άφθονο κρασί που υπήρχε στις αποθήκες για να πιουν όσο θέλουν. Και αφού ήταν πλέον ο κύριος της βουλγαρικής αυλής, έλεγε χαρούμενος: «Να λοιπόν όλα αυτά που μου παρέδωσε ο Θεός, εδώ θέλω να κτίσω εδώ πόλη με το όνομά μου και να παραμείνω ονομαστός στις επόμενες γενιές».
Αφού λοιπόν έμεινε εκεί μερικές μέρες, έφυγε από την αυλή του Κρούμου καίγοντας όλα τα οικοδομήματα και το ξύλινο τείχος που τα περιέκλειε. Δίχως να λάβει τα απαραίτητα μέτρα, προχώρησε μέσα στη βουλγαρική επικράτεια θέλοντας να φτάσει στη Σερδική, καθώς νόμιζε ότι υπέταξε όλη τη Βουλγαρία. Η πορεία του κράτησε 16 μέρες και στην πορεία του ο αυτοκράτορας αποδείχτηκε αλαζονικός, αφού ούτε έβγαινε από τη σκηνή του, ούτε έδινε την οποιαδήποτε διαταγή σε κανέναν. Και αφού κάποιοι αντέδρασαν και έστειλαν το γιο του να του ζητήσει να βγει, όχι μόνο δεν το έκανε, αλλά τιμώρησε και το γιο του. Έτσι οι στρατιώτες βρήκαν την ευκαιρία να επιδοθούν σε λεηλασίες. Πυρπολούσαν τους αθέριστους αγρούς και έσφαζαν τα ζώα, ενώ μερικοί, καθώς έβλεπαν την όλη κατάσταση, άρχισαν να λιποτακτούν.
Οι Βούλγαροι είχαν δημιουργήσει ένα πολύ μεγάλο φράγμα από ξύλα που ήταν αδιαπέραστο.Βλέποντας από τα γύρω βουνά την κατάσταση που επικρατούσε στο βυζαντινό στρατόπεδο, μίσθωσαν Άβαρους και Σλάβους και έδωσαν όπλα ακόμα και σε γυναίκες.
Το Σάββατο 23 Ιουλίου, τη δέκατη πέμπτη μέρα επιτέθηκαν στους κοιμώμενους βυζαντινούς. Καθώς οι στρατιώτες είχαν κατασκηνώσει σε μακρινή απόσταση μεταξύ τους, δεν αντιλήφθηκαν ταυτόχρονα τι ακριβώς συνέβαινε. Οι βούλγαροι άρχισαν να εξοντώνουν το στρατό του αυτοκράτορα. Όλοι οι άλλοι τράπηκαν σε φυγή. Σε αυτό το μέρος υπάρχει ένας ποταμός, σχεδόν βάλτος, και δίχως διέξοδο. Και καθώς δεν έβρισκαν πέρασμα για να διαφύγουν, οι βυζαντινοί καταδιωκόμενοι έπεφταν στο ποτάμι. Επειδή μπήκαν στο τέλμα με τα άλογά τους και δεν μπορούσαν να βγουν, πατήθηκαν από αυτούς που ακολουθούσαν με αποτέλεσμα να γεμίσει το ποτάμι με ανθρώπους και άλογα. Οι βούλγαροι πατούσαν πλέον σε αυτή τη μάζα για να περάσουν απέναντι και να καταδιώξουν όσους νόμιζαν ότι είχαν σωθεί. Εκεί λοιπόν έχασαν τη ζωή τους όλοι οι πατρίκιοι και οι άρχοντες.
Όσοι είχαν διαφύγει από το ποτάμι, βρέθηκαν μπροστά στο ξύλινο φράγμα που είχαν δημιουργήσει οι βούλγαροι. Και καθώς δεν μπορούσαν να περάσουν να περάσουν με τα άλογά τους, τα άφηναν και προσπαθούσαν να σκαρφαλώσουν με τα χέρια και τα πόδια, όμως έπεφταν κάτω και διαμελίζονταν, αφού υπήρχε βαθιά τάφρος. Όσοι δε σκοτώνονταν από την πτώση, συνέχιζαν αδύναμοι την πορεία τους και πέθαιναν από την πείνα και τη δίψα. Σε ένα άλλο σημείο κάποιοι έβαλαν φωτιά στο φράχτη, ο οποίος κατέρρευσε μέσα στην τάφρο και όσοι προσπαθούσαν να διαφύγουν, έπεφταν σε αυτήν με τα άλογά τους και καίγονταν. Αυτή η συμφορά ήταν μεγαλύτερη από το ποτάμι.
Εκείνη τη μέρα έχασε τη ζωή του και ο βασιλιάς Νικηφόρος με φρικτό τρόπο. Τραυματίστηκε επίσης και ο γιος του Σταυράκιος στη σπονδυλική στήλη και πέθανε δυο μήνες αργότερα. Πολλοί από τους αιχμαλώτους εξαναγκάστηκαν να απαρνηθούν το χριστιανισμό και να γίνουν ειδωλολάτρες. Όσοι δεν το έκαναν θανατώθηκαν από τους Βούλγαρους. Έτσι ο αυτοκράτορας Νικηφόρος από αδράνεια και αλαζονεία έχασε τη ζωή του και μαζί της τη δύναμη της αυτοκρατορίας, έχοντας βασιλέψει οκτώ χρόνια και επτά μήνες».
Πηγή: Περιοδικό «Στρατιωτική Ιστορία», Βυζαντινών Ιστορικά, Αβέρωφ
Πορφυρή αίθουσα ονoμαζόταν η αίθουσα τοκετού των βυζαντινών ανακτόρων (επειδή είχε κτιστεί με πορφυρές πλάκες), και οι γεννηθέντες στην αίθουσα της Πορφύρας ονομάζονταν Πορφυρογέννητοι.
Το επίθετο Πορφυρογέννητος έλκει την καταγωγή του από την αίθουσα της Πορφύρας. Αυτή ήταν ένα ειδικά σχεδιασμένο δωμάτιο επενδυμένο με πορφυρίτη, τον πορφυρό πολύτιμο λίθο ή ντυμένο με πορφυρά μεταξωτά υφάσματα, που κατασκευάστηκε μέσα στο Μεγάλο Παλάτιο πριν το 750. Τη χρονιά εκείνη η Ειρήνη, σύζυγος του Κωνσταντίνου του Ε΄, γέννησε ένα αγόρι που πήρε το όνομα του παππού του, Λέοντα. Αργότερα του δόθηκε η προσωνυμία <<Πορφυρογέννητος>>. Ήταν το πρώτο αυτοκρατορικό παιδι που γεννήθηκε στην πορφυρή αίθουσα. Η κατασκευή του ήταν μια πρωτοβουλία του εικονομάχου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ε΄. Η αίθουσα της Πορφύρας έγινε το δωμάτιο τοκετού και το επίθετο <<Πορφυρογέννητος>> χαρακτήριζε όλα τα παιδιά που γεννιόνταν μέσα σε αυτό. Ήταν ένα τέχνημα που λειτούργησε ως μέσο διασφάλισης της κληρονομικής εξουσίας, χάρη στη δημιουργία ενός νέου αυτοκρατορικού τίτλου.
Η γέννηση του μικρού Λέοντα έγινε μετά από πολυετή αναμονή και ένα χρόνο μετά, ο Λέοντας, γρήγορα και βιαστικά, στέφτηκε συναυτοκράτορας. Με τις δυο αυτές κινήσεις, την κατασκευή του δωματίου της Πορφύρας και την γρήγορη στέψη του γιου του, ο Κων/νος ο Ε΄ ήθελε να δημιουργήσει τετελεσμένα και να διασφαλίσει την διαδοχή μέσω της συγγένειας, κάνοντας τον τίτλο του αυτοκράτορα κληρονομικό αξιωμα.
Το πολιτευμα στο Βυζάντιο ήταν αιρετή μοναρχία. Ο αυτοκράτορας δεν κληρονομουσε το αξίωμα από τον πατέρα του, αλλά έπρεπε να τηρεί ορισμένες απαραίτητες προϋποθέσεις: να είναι χριστιανός ορθόδοξος αλλά και αρτιμελής. Η εκλογή του γινόταν από το λαό, τη σύγκλητο, το στρατό και τους δήμους, οι επευφημίες των οποίων αποτελούσαν και το μοναδικό στοιχείο παρέμβασης του λαού στην αναγόρευσή του. Στα μέσα του 5ου αιώνα μαρτυρείται για πρώτη φορά η στέψη του αυτοκράτορα από τον Πατριάρχη. Η στέψη, αν και δεν αποτελούσε ουσιαστικό στοιχείο της αναγόρευσης, με το πέρασμα του χρόνου αποκτούσε ολοένα και μεγαλύτερη σημασία. Παράλληλα, ένα ακόμη χαρακτηριστικό συνόδευε την αναγόρευση του βυζαντινού αυτοκράτορα, η ύψωσή του πάνω στην ασπίδα, συνήθεια που κληροδοτήθηκε από τη ρωμαϊκή στρατιωτική παράδοση και είχε καθαρά συμβολικό χαρακτήρα, καθώς θύμιζε τη στρατιωτική προέλευση και την αποστολή του αυτοκράτορα.
Η αρχή της κληρονομικής βασιλείας είχε όμως αρχίσει να αντιμάχεται τον καθιερωμένο τρόπο εκλογής. Η γέννηση στην αίθουσα της Πορφύρας θα αποτελέσει ένα νέο στοιχείο για την εκλογή αυτοκράτορα, προσπαθώντας να παραμερίσει την εκλογη από τη Σύγκλητο, το στρατό και το λαό. Μπορούμε να πούμε ότι η αλλαγή αυτή σηματοδοτεί το πέρασμα από την αρχαιότητα στο μεσαίωνα. Από δω και περα, οι πορφυρογέννητοι θα είχαν δικαίωμα να ανεβούν στο θρόνο και να ενδυθούν την πορφύρα.
Ο Λέοντας τελικά, όταν ο Κωνσταντίνος ο Ε΄πέθανε, κατά τη διάρκεια εκστρατείας εναντίον των Βουλγάρων (775), έγινε αυτοκράτορας, ο πρώτος πορφυρογέννητος αυτοκράτορας.Φυσικά όλα αυτά, σε άλλες περιπτώσεις, δε θα εμποδίσουν τους ανταγωνιστές και σφετεριστές, που εποφθαλμιούσαν το θρόνο, να αντιδράσουν και να κάνουν τις κινήσεις τους για την κατάληψη του θρόνου.
Η «Πορφύρα»
Η «Πορφύρα», το δωμάτιο όπου γεννιόνταν τα παιδιά του εκάστοτε αυτοκράτορα, το περιγράφει η Άννα Κομνηνη ( Αλεξ. Ζ΄, II) : «Είναι δε η πορφύρα ένα δωμάτιο του παλατιού, από το δάπεδο ως το πάνω μέρος των τοίχων σχηματίζει ένα τέλειο τετράγωνο, ενώ η οροφή του έχει σχήμα πυραμίδας. Προς το μέρος της θάλασσας βλέπει στο λιμάνι, όπου είναι στημένοι οι πέτρινοι ταύροι και οι λέοντες. Το δάπεδο είναι όλο στρωμένο με μάρμαρο κι οι τοίχοι επίσης έχουν μαρμάρινη επένδυση. Και δεν είναι κοινό μάρμαρο ούτε καν από εκείνα τα πανάκριβα αλλά όχι και δυσεύρετα˙ είναι απ’ αυτά που οι βασιλείς προμηθεύονταν τον παλιό καιρό από τη Ρώμη. Για να μη τα πολυλογώ, η πέτρα αυτή είναι ολοπόρφυρη με κάποια λευκά στίγματα σπαρμένα σαν άμμος εδώ κι εκεί».
Πηγή: Βυζαντινών Ιστορικά, Αβέρωφ
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...