Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Το 1254 ο μεγάλος αυτοκράτορας Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης πέθανε, αφήνοντας την Αυτοκρατορία της Νίκαιας πανίσχυρη. Ο Ιωάννης είχε κατορθώσει όχι μόνο να αποκρούσει τις εναντίον του επιθέσεις των Λατίνων, αλλά και να απελευθερώσει πολλά εδάφη στη Θράκη και τη Μακεδονία.
Το πρωί της 13ης Απριλίου 1204 η Κωνσταντινούπολη βρισκόταν υπό τη φραγκική κυριαρχία. Ως τις 15 Απριλίου η Πόλη είχε καταστραφεί ολοσχερώς. Τίποτα δεν είχε απομείνει από την παλαιά ομορφιά και την αίγλη της. Τρεις μέρες αργότερα όμως οι αχρείοι αυτοί γιόρτασαν την Κυριακή των Βαΐων, ευχαριστώντας τον Θεό για τη μεγάλη νίκη που τους χάρισε!
Η κατάκτηση της Κρήτης από τους Σαρακηνούς (827-828) - Οι προσπάθειες των Βυζαντινών για ανάκτησή της - Η εκστρατεία του Νικηφόρου Φωκά και η εξόντωση των Σαρακηνών Από τα πανάρχαια χρόνια, η στρατηγική θέση της Κρήτης στη Μεσόγειο, την έκανε μήλο της έριδος για πολλούς λαούς, πολιτισμένους και βάρβαρους. Όλοι αυτοί όμως, δεν μπόρεσαν να επιφέρουν καμία αλλοίωση στην εθνική, γλωσσική, ηθική και θρησκευτική συνείδηση ούτε και στον εθνολογικό και φυλετικό της χαρακτήρα.
Μετά την καταστροφή των Βανδάλων από τον Βελισάριο, η νέα επαρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στη σημερινή Λιβύη, Τυνησία και Αλγερία, δεν ησύχασε.
Οι Μαυριτανοί απόγονοι των αρχαίων Νουμίδων, επαναστάτησαν κατά της αυτοκρατορίας. Με τον Βελισάριο και το άνθος του Βυζαντινού Στρατού στην Ιταλία, η διοίκηση της ταραγμένης επαρχίας ανατέθηκε στον στρατηγό Σολόμωνα, ο οποίος έμελλε να γράψει νέες σελίδες δόξας, αλλά και να αφήσει την τελευταία του πνοή εκεί, ηρωικά μαχόμενος.
Ο Ιουστινιανός ανέθεσε στον Σολόμωνα τόσο την στρατιωτική, όσο και τη πολιτική διοίκηση της επαρχίας, στα τέλη της άνοιξης του 534 μ.Χ. δίνοντάς του τον τίτλο του Magister Militum Africae, αλλά και του Praetorian Prefect Africae (στρατιωτικός διοικητής Αφρικής και πολιτικός διοικητής Αφρικής).
\Διοικητής Αφρικής
Το 534 μ.Χ. οι Μαυριτανοί είχαν εξεγερθεί και είχαν συγκεντρώσει πολύ μεγάλες δυνάμεις. O Σολόμων αντίθετα είχε στη διάθεσή του μερικούς Βουκελάριους (επίλεκτοι ιππείς) που του εμπιστεύτηκε ο Βελισάριος, στην Καρχηδόνα.
Στις λοιπές επαρχίες είχαν εγκατασταθεί βυζαντινές φρουρές, οι οποίες όμως, μετά το ξέσπασμα της εξέγερσης είχαν απομονωθεί και πάλευαν μόνο για την επιβίωσή τους. Κέντρο της εξέγερσης ήταν η επαρχία του Βυζακίου, η οποία ταυτίζεται με την σημερινή νότια Τυνησία.
Στην περιοχή αυτή στάθμευαν βυζαντινές δυνάμεις υπό τον στρατηγό Ρουφίνο. Οι δυνάμεις αυτές όμως, περί τους 500 μόλις άνδρες, συντρίφθηκαν από τους Μαυριτανούς και ο Ρουφίνος αιχμαλωτίστηκε, και σύντομα αποκεφαλίστηκε.
Η εξέλιξη αυτή κατάστησε φανερό στον Σολόμωνα ότι απαιτούντο ισχυρές δυνάμεις για να αντιμετωπιστεί η εξέγερση, στην οποία πλέον μετείχαν οι μεγαλύτεροι πολέμαρχοι των Μαυριτανών, ο Κουτζίνας, ο Εσδιλάσα, ο Ιουρφούρθης και ο Μεδισινίσσας.
Ο τελευταίος ήταν που αποκεφάλισε και τον Ρουφίνο και μάλιστα πήρε το κεφάλι του ως τρόπαιο. Ο Σολόμων αποφάσισε να ενεργήσει άμεσα. Κατ’ αρχήν έστειλε μήνυμα στον Ιουστινιανό ζητώντας του ενισχύσεις. Παράλληλα προσπάθησε να έρθει σε συνεννόηση με τους εξεγερμένους, ώστε να λήξει ειρηνικά το όλο θέμα.
Ενώπιον της αδιαλλαξίας των Μαυριτανών όμως ο Σολόμων αποφάσισε να τους αποστείλει μια επιστολή. Ουσιαστικά προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο, περιμένοντας την αποστολή ενισχύσεων, οι οποίες αναμενόταν στις αρχές της άνοιξης του 535 μ.Χ.
Οι Μαυριτανοί απάντησαν με θράσος στην επιστολή του Σολόμωνα και του ανακοίνωσαν πως είναι αποφασισμένοι να πολεμήσουν. Στο μεταξύ οι αναμενόμενες ενισχύσεις έφτασαν και ο Σολόμων είχε στη διάθεσή του περί τους 18.000 άνδρες. Η δύναμη αυτή ήταν πολύ μικρή για να αντιμετωπίσει τις πολλές χιλιάδες των Μαυριτανών.
Παρόλα αυτά ο Σολόμων βάδισε με τον στρατό του εναντίον των αντιπάλων. Η μικρή βυζαντινή στρατιά κινήθηκε νοτιοδυτικά της Καρχηδόνας και συνάντησε τους εχθρούς στη θέση Μάμμες, στα όρια των επαρχιών Βυζακίου – Νουμιδίας.
Αντίπαλες δυνάμεις
Οι Μαυριτανοί ηγέτες είχαν ενώσει τις δυνάμεις τους και διέθεταν συντριπτική αριθμητική υπεροχή έναντι των Βυζαντινών. Παρόλα αυτά, μη διαθέτοντες βαρύ ιππικό, οι Μαυριτανοί αποφάσισαν να εφαρμόσουν ένα στρατήγημα με τον οποίο, παλαιότερα, είχαν συντρίψει τους Βανδάλους.
Οι Μαυριτανοί έταξαν το πεζικό τους στην πεδιάδα των Μαμμών, στα όρια μιας σειράς λόφων. Στους λόφους έταξαν το ιππικό τους, με σκοπό, όταν οι Βυζαντινοί εμπλακούν με το πεζικό, το μαυριτανικό ιππικό να τους επιτεθεί στα πλευρά, επιχειρώντας να τους κυκλώσει.
Όσον αφορά το πεζικό τους, αυτό τάχθηκε κυκλικά, ανάμεσα σε μια σειρά 12 ζυγών καμηλών, τις οποίες είχαν υποχρεώσει να γονατίσουν. Τα μη συνηθισμένα στη θέα, στις φωνές και στη μυρωδιά των καμηλών άλογα των Βυζαντινών, θα πανικοβάλλονταν, όπως είχαν πάθει και τα άλογα των Βανδάλων.
Οι Μαυριτανοί πεζοί τάχθηκαν ανάμεσα και πίσω από τις καμήλες, έτοιμοι να πλήξουν με μια βροχή ακοντίων τους προελαύνοντες Βυζαντινούς. Οι Μαυριτανοί πεζοί ήταν εξοπλισμένοι με ακόντια, σπαθί και ασπίδα.
Ορισμένοι έφεραν τόξο και σφενδόνη. Πολεμούσαν «πελταστικώς», δηλαδή σε χαλαρή τάξη, πλήττοντας τον αντίπαλο με τα ακόντιά τους και υποχωρώντας όταν δέχονταν πίεση. Μόνο όταν ο αντίπαλος, καταπονημένος από τη βροχή των ακοντίων και των λοιπόν βλημάτων, άρχιζε να δείχνει σημάδια αταξίας και διάλυσης εφορμούσαν εναντίον του.
Το ιππικό τους επίσης ήταν ελαφρύ. Η προτιμώμενη τακτική των Μαυριτανών ιππέων ήταν να πλησιάζουν τον εχθρό, να τον πλήττουν με ακόντια και να υποχωρούν, χωρίς να εμπλέκονται σε μάχη μαζί του. Κάθε ιππέας ριχνόταν στη μάχη με μερικά ακόντια, σπάθη και μικρή ασπίδα. Κράνη και θώρακες φορούσαν μόνο οι ευγενείς και οι σωματοφύλακές τους και αυτοί όχι πάντα.
Για τη σύνθεση της στρατιάς του Σολόμωνα δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες. Ωστόσο γνωρίζουμε ότι ο πυρήνας της στρατιάς ήταν μια ομάδα επίλεκτων Βουκελάριων ιππέων της φρουράς του Βελισάριου.
Σίγουρα θα διέθετε και αρκετούς Καβαλάριους, τον κλασικό τύπο ιππέα του Βυζαντινού Στρατού της εποχής, δηλαδή, και προφανώς έναν αριθμό Σκουτάτων βαρέων πεζών και αριθμό ελαφρών πεζών, τοξοτών, ακοντιστών και σφενδονητών και ίσως ορισμένα τμήματα Ούννων και Γερμανών μισθοφόρων.
Οι Βουκελάριοι έφεραν μακριά λόγχη, μακριά σπάθη, αλλά και τόξο. Άρχιζαν τη μάχη τοξεύοντας τον αντίπαλο και μόλις αυτός άρχιζε να χάνει την συνοχή του εφορμούσαν εναντίον του με τη λόγχη και την σπάθη. Οι Καβαλάριοι έφεραν τόξο και σπάθη, αλλά όχι – ακόμα – λόγχη.
Η τακτική τους ήταν παρόμοια με αυτή των Βουκελάριων, αλλά μπορούσαν να πολεμήσουν ακόμα και σε διάταξη ακροβολισμού.
Οι Σκουτάτοι ήταν το βαρύ πεζικό του Βυζαντινού Στρατού. Την ονομασία τους την όφειλαν στο «σκούτουμ», την οβάλ σχήματος ασπίδα που έφεραν, απόγονο της αρχαίας ασπίδας τύπου θυρεού. Ήταν οπλισμένοι με ένα ελαφρύ δόρυ, το οποίο χρησιμοποιείτο και ως ακόντιο και με μια μακριά σπάθη.
Πολεμούσαν σε πυκνή τάξη. Εναντίον του αντιπάλου πεζικού εκτόξευαν τα ελαφρά τους δόρατα, πριν την επαφή και στη συνέχεια εφορμούσαν εναντίον τους με τις σπάθες, όπως οι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι. Εναντίον αντιπάλου ιππικού πύκνωναν τις τάξεις τους και πρότασσαν τα δόρατά τους, σχηματίζοντας ένα φράγμα δοράτων και ασπίδων, όπως οι αρχαίοι Έλληνες οπλίτες.
Οι Σκουτάτοι διέθεταν και άλλα μικρότερα ακοντίδια, τα λεγόμενα «ριπτάρια». Σε περίπτωση ανάγκης το πεζικό σχημάτιζε το λεγόμενο «Φούλκον», έναν εξαιρετικά πυκνό σχηματισμό, που επέτρεπε ολόπλευρη άμυνα, όπως τα κλειστά ναπολεόντεια τετράγωνα.
Το βυζαντινό ελαφρύ πεζικό πολεμούσε αποκλειστικά σε διάταξη ακροβολισμού. Σε πολλές περιπτώσεις όμως τμήματα ελαφρών πεζών διατίθεντο ως οργανικές υπομονάδες στα τάγματα των Σκουτάτων, για να τους παράσχουν υποστήριξη «πυρός».
Από τα παραπάνω καθίσταται φανερό πως ο Βυζαντινός Στρατός υπερείχε συντριπτικά σε «βάρος», οργάνωση και οπλισμό των αντιπάλων του, αλλά όχι σε αριθμό.
Κρίση στην πεδιάδα
Φτάνοντας στην πεδιάδα της Μάμμης, ο Σολόμων διέταξε την κατασκευή οχυρού στρατοπέδου για να αποφευχθεί εχθρική αιφνιδιαστική επίθεση. Παρόλα αυτά έβλεπε πως το ηθικό των ανδρών του δεν ήταν όσο υψηλό θα έπρεπε, καθώς υπήρχε το πρόσφατο προηγούμενο του αφανισμού των δυνάμεων του Ρουφίνου.
Ο Σολόμων, ως έμπειρος στρατηγός που ήταν αποφάσισε, πριν πολεμήσει , να εμψυχώσει τους άνδρες του. Για τον λόγο αυτό τους συγκέντρωσε και τους μίλησε. «Βλέπετε πως ο εξοπλισμός σας είναι καλύτερος αυτού των αντιπάλων και πέραν αυτού έχετε ανδρεία ψυχής και πείρα πολέμου και σωματική δύναμη ανώτερη.
Οι Μαυριτανοί τίποτα από αυτά δεν διαθέτουν, παρά μόνο μεγάλο αριθμό. Όμως είναι εύκολο σε λίγους, μα καλά οπλισμένους άνδρες να νικήσουν ένα συρφετό χωρίς συνοχή. Ο γενναίος στρατιώτης εμπιστεύεται τις δυνάμεις του, ο δειλός το πλήθος…», είπε, μεταξύ άλλων, ο Σολόμων. Οι άνδρες του ξέσπασαν σε επευφημίες και αμέσως σχημάτισαν τις γραμμές τους.
Ο Σολόμων, αν και υστερούσε αριθμητικά τουλάχιστον 3:1, είχε αποφασίσει να επιτεθεί, αντί να περιμένει τον αντίπαλο να κινηθεί. Η στρατιά του με υποδειγματική τάξη εξήλθε του οχυρού στρατοπέδου, στο οποίο όμως αφέθηκε η αναγκαία, φρουρά, για την περίπτωση ατυχήματος, και αναπτύχθηκε για μάχη, έναντι των Μαυριτανών.
Ο Σολόμων εκμεταλλεύτηκε την παθητική διάταξη των αντιπάλων και κίνησε την στρατιά του λοξώς δεξιά, ώστε το δεξιό του πλευρό να υπερκερά τον εχθρικό κύκλο, αλλά και να καλύπτεται από το ανεπτυγμένο στους κοντινούς λόφους εχθρικό ιππικό.
Ήταν ένας παρακινδυνευμένος ελιγμός, καθώς το βυζαντινό αριστερό πλευρό αφήνονταν ακάλυπτο και υποκείμενο σε υπερκερωτική κίνηση. Όμως ο ελιγμός βασιζόταν στην ψυχρή λογική και πάνω από όλα στη γνώση του αντιπάλου.
Το μαυριτανικό ιππικό, το μόνο ικανό να εκτελέσει τον υπερκερωτικό ελιγμό, ήταν ταγμένο απέναντι από το βυζαντινό δεξιό και λόγω των υπαρχόντων ορέων, δεν μπορούσε να ελιχθεί επί εσωτερικών γραμμών και να μετακινηθεί τασσόμενο έναντι του βυζαντινού αριστερού.
Οι Μαυριτανοί θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να χρησιμοποιήσουν το πολυάριθμο πεζικό τους. Τότε όμως ο αμυντικός κύκλος που είχαν δημιουργήσει θα έσπαζε και αν το βυζαντινό ιππικό, που αποτελούσε την πλαγιοφυλακή στο βυζαντινό αριστερό εφορμούσε, θα τους σάρωνε, στην πεδιάδα.
Η καλύτερη λύση για τους Μαυριτανούς θα ήταν η προσπάθεια υπερκέρασης του βυζαντινού αριστερού πλευρού με τμήματα πεζικού μεταφερόμενα επί καμηλών. Με τον τρόπο αυτό και πιο γρήγορα θα κινούντο, αλλά και τον κίνδυνο από το βυζαντινό ιππικό θα εξουδετέρωναν.
Παρόλα αυτά φαίνεται πως η προηγούμενη νίκη τους έναντι του μικρού τμήματος του Ρουφίνου είχε σε τέτοιο βαθμό εξυψώσει το ηθικό των ηγετών των Μαυριτανών, που επηρέασε τις αποφάσεις τους. Αυτό άλλωστε φαίνεται και από τον λόγο που εκφώνησαν προς τους άνδρες τους, πριν τη μάχη.
Στο μεταξύ η βυζαντινή στρατιά άρχισε να βαδίζει εναντίον τους με απόλυτη ησυχία και τάξη. Το μόνο που ακούγονταν ήταν τα παραγγέλματα των αξιωματικών. Όταν όμως το βυζαντινό ιππικό του αριστερού πλευρού πλησίασε τον κύκλο των καμηλών τα άλογα τρομοκρατήθηκαν από τις καμήλες και αρνήθηκαν να προχωρήσουν.
Έτσι προκλήθηκε σύγχυση την οποία οι Μαυριτανοί έσπευσαν να εκμεταλλευτούν, εξαπολύοντας αντεπίθεση. Ο Σολόμων είδε τα συμβαίνοντα και αμέσως βρήκε τη λύση. Διέταξε τους ιππείς του να κατέβουν από τα άλογα και να πεζομαχήσουν.
Τα άλογα, προφανώς, αποσύρθηκαν πίσω από τους άνδρες, υπό τον έλεγχο των ιπποκόμων. Ο Σολόμων αφίππευσε και τέθηκε ο ίδιος επικεφαλής 500 Βουκελαρίων που είχε υπό τον άμεσο έλεγχό του. Με τη δύναμη αυτή κινήθηκε πεζός εναντίον του εχθρικού αριστερού πλευρού, με τους Βουκελάριους να μάχονται καλυμμένοι από τις μικρές τους ασπίδες, χρησιμοποιώντας τις λόγχες τους ως δόρατα.
Σε λίγο η μικρή αυτή δύναμη πλησίασε τον κύκλο των καμηλών. Τότε ο Σολόμων διέταξε τους άνδρες του να επιτεθούν σφάζοντας τις καμήλες. Οι Βουκελάριοι έσφαξαν 200 περίπου καμήλες, ανοίγοντας διάδρομο ανάμεσα στην εχθρική παράταξη και φτάνοντας στο κέντρο του κύκλου, όπου οι Μαυριτανοί είχαν συγκεντρωμένες τις οικογένειές τους.
Οι άμαχοι τρομοκρατήθηκαν και επιχείρησαν να ξεφύγουν αποδιοργανώνοντας πλήρως το μαυριτανικό πεζικό, δίνοντας την ευκαιρία στους υπόλοιπους Βυζαντινούς ιππείς να ανέβουν και πάλι στα άλογά τους και να ορμήσουν κατά του ατάκτως φεύγοντα εχθρού.
Τα γυναικόπαιδα των Μαυριτανών αιχμαλωτίστηκαν, ενώ από το πεζικό τους 10.000 άνδρες σκοτώθηκαν, στη φάση της καταδίωξης, χωρίς το ιππικό τους να επιχειρήσει να τους καλύψει. Η συντριβή των Μαυριτανών ήταν απόλυτη, όσο και ο θρίαμβος του Σολόμωνα.
Ψάλλοντας ύμνους, η στρατιά του νικητή στρατηγού επέστρεψε στην Καρχηδόνα με τους αιχμαλώτους, τα λάφυρα και όλες τις υπόλοιπες, πλην των 200, καμήλες, καθώς δεν μπορούσε να παραμείνει στην εχθρική ενδοχώρα, με εκτεθειμένες τις γραμμές ανεφοδιασμού της.
Πηγή: slpress.gr
Η Περσική Αυτοκρατορία των Σασσανιδών, αποτελούσε τον πλέον πείσμωνα εχθρό του Βυζαντίου ήδη από την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου. Οι πόλεμοι Βυζαντινών και Περσών αποτελούσαν ενδημικό φαινόμενο. Ακόμα και όταν επισήμως τα δύο κράτη δεν βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση, τα συνοριακά επεισόδια ήταν συνεχή.
Όταν όμως ο Ιουστινιανός διαδέχθηκε το 527 μ.Χ. στον θρόνο τον θείο του Ιουστίνο, οι Πέρσες θεώρησαν τη στιγμή κατάλληλη για να αρχίσουν ξανά τον πόλεμο. Αιτία ήταν η επιθυμία τους να προσαρτήσουν την περιοχή της Λαζικής στη χώρα τους. Η Λαζική εκτείνεται στα εδάφη της σημερινής βόρειας Τουρκίας – Αρμενίας, μεταξύ των ανατολικών ακτών του Ευξείνου Πόντου και της Κασπίας Θάλασσας.
Οι Πέρσες άρχισαν επιδρομές και λεηλασίες των παραμεθωρίων βυζαντινών εδαφών. Οι Βυζαντινοί απάντησαν με μια μεγάλη και ιδιαίτερα επιτυχή επιδρομή στην Περσαρμενία.
Τα προ της μάχης
Σε αυτό το κλίμα ο Ιουστινιανός ανέθεσε στον Βελισάριο την ευθύνη κατασκευής ενός συνοριακού οχυρού στην Μεσοποταμία, μερικά χιλιόμετρα ανατολικά της πόλης Δάρας, της ανατολικότερης πόλης της Αυτοκρατορίας.
Το Δάρας βρισκόταν σε απόσταση 200 χλμ. περίπου από την δυτική όχθη του ποταμού Τίγρη, ενώ η πιο κοντινή του αυτοκρατορική πόλη ήταν η Άμιδα, η οποία βρίσκονταν σε απόσταση 160 χλμ. περίπου ΒΔ.
Στη θέση Μίνδουος, 3 χλμ. ανατολικά του Δάρας και 2 χλμ. από τα σύνορα, αποφάσισε ο Ιουστινιανός να κατασκευάσει το φρούριο, το οποίο θα αποτελούσε την ασπίδα της πόλης, την πρώτη γραμμή άμυνας της από τους Πέρσες. Ο Βελισάριος είχε φροντίσει να συγκεντρώσει όλα τα απαραίτητα για την οικοδόμηση του οχυρού υλικά.
Έτσι όταν έλαβε την εντολή του Ιουστινιανού, οι εργασίες άρχισαν αμέσως και προχώρησαν με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Οι Πέρσες αντέδρασαν και ζήτησαν από τον Βελισάριο να σταματήσει τις εργασίες, αφού βάσει συνθήκης δεν επιτρεπόταν ούτε στους Βυζαντινούς, ούτε στους Πέρσες να κτίζουν νέα οχυρά στα σύνορα.
Ο Ιουστινιανός, στον οποίο ο Βελισάριος μετέφερε τις περσικές διαμαρτυρίες, διέταξε την συνέχιση των εργασιών. Απέστειλε μάλιστα στην περιοχή μια μικρή στρατιά, υπό τους στρατηγούς Βούζη και Κούτση για να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες. Οι άπειροι στρατηγοί, οι οποίοι ανέλαβαν τη διοίκηση από τον Βελισάριο, αποφάσισαν να δώσουν μάχη με τους Πέρσες.
Ο Βελισάριος εκείνες τις μέρες ήταν ασθενής και έτσι δεν έλαβε μέρος στην καταστροφική μάχη του Μίνδουου, στην οποία ο Βυζαντινός Στρατός καταστράφηκε και το ημιτελές οχυρό κατελήφθη από τους Πέρσες και κατεδαφίστηκε.
Ο Βελισάριος μεταφέρθηκε από τους άνδρες του με φορείο στο Δάρας, γλιτώνοντας την αιχμαλωσία. Στο μεταξύ ο Ιουστινιανός, πληροφορούμενος την καταστροφή στο Μίνδουο, αποφάσισε να κηρύξει πόλεμο στους Πέρσες. Αρχιστράτηγο της Ανατολής ανακήρυξε τον Βελισάριο
Ο νέος αρχιστράτηγος της Ανατολής, παρά το νεαρό της ηλικίας του – ήταν μόλις 23 ετών – επέδειξε σύνεση που αντάξια ενός ώριμου και έμπειρου άνδρα. Παρά τις συνεχείς περσικές προκλήσεις δεν βιάστηκε καθόλου και προετοίμασε με μεγάλη προσοχή την απάντηση του. Πρώτα από όλα συγκέντρωσε στο Δάρας, την προκεχωρημένη βάση του, αξιόλογες δυνάμεις, μεταξύ των οποίων και τους επίλεκτους βουκελάριους ιππείς του.
Στην συνέχεια αφοσιώθηκε στην εκπαίδευση των δυνάμεων του. Οι άνδρες του έπρεπε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τον ισχυρότερο στρατό του τότε γνωστού κόσμου, τον περσικό. Επί δύο σχεδόν έτη ο Βελισάριος εργάστηκε ακούραστα συγκεντρώνοντας και εκπαιδεύοντας στρατεύματα, επιθεωρώντας και ενισχύοντας τις απομακρυσμένες φρουρές και ανασυγκροτώντας γενικότερα τη βυζαντινή στρατιωτική μηχανή.
Στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τη μάχη του Μίνδουου (528 μ.Χ.) έως τη μάχη του Δάρας (530 μ.Χ.) ο Ιουστινιανός είχε επιχειρήσει από την πλευρά του να έρθει σε συνεννόηση με τους Πέρσες. Οι προσπάθειες του όμως απέβησαν άκαρπες.
Αντίπαλες δυνάμεις και τάφρος
Στο μεταξύ ο Βελισάριος είχε κατορθώσει να συγκεντρώσει στο Δάρας μια ανομοιογενή στρατιά 25.000 ανδρών. Σε αυτή ήσαν εντεταγμένοι, πέραν των Βυζαντινών στρατιωτών, και πολλοί φοιδεράτοι (βάρβαροι σύμμαχοι), κυρίως Ερούλοι Γερμανοί και Ούννοι. Ξαφνικά ο Βελισάριος ειδοποιήθηκε ότι μια μεγάλη περσική στρατιά είχε εισβάλει στα αυτοκρατορικά εδάφη με στόχο την κατάληψη του Δάρας.
Ο Βελισάριος δεν έχασε χρόνο και ετοιμάστηκε να δώσει μάχη έξω από την πόλη, με σκοπό να καταστρέψει την εχθρική στρατιά. Πολλοί αξιωματικοί του τον κατέκριναν για την απόφαση του αυτή, αφού, όπως έλεγαν θα ήταν καλύτερα να αναμένουν τους πολυπληθείς εχθρούς εντός της ασφάλειας των τειχών.
Ο Βελισάριος όμως δεν επιθυμούσε σε καμία περίπτωση να περιοριστεί σε παθητική άμυνα, παραδίδοντας αμαχητί στον εχθρό την πρωτοβουλία των κινήσεων.
Αυτός ήταν ο λόγος που τον οδήγησε στην ριψοκίνδυνη απόφαση να δεχθεί μάχη με υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις σε αναπεπταμένο πεδίο. Παρόλα αυτά θα έπραττε ότι ήταν δυνατό για να υπερνικήσει το αριθμητικό πλεονέκτημα του εχθρού. Διέταξε λοιπόν τους άνδρες του να σκάψουν μια τάφρο, καθ’ όλο το μήκος του μετώπου, το οποίο επρόκειτο να καταλάβουν. Η τάφρος όμως σκάφτηκε σε σχήμα αναεστραμένου Π με προεκτάσεις στα άκρα της.
Οι προεκτάσεις στα δύο σκέλη του Π σκάφτηκαν σε αρκετή απόσταση από το κέντρο της τάφρου, έτσι ώστε όταν ο στρατός του ελάμβανε τις θέσεις μάχης του επί της τάφρου, τα δύο άκρα του (κέρατα) θα βρίσκονταν επίσης πιο μπροστά σε σχέση με το κέντρο.
Ανάμεσα στην τάφρο αφέθηκαν πολλοί στενοί διάδρομοι, μέσω των οποίων θα μπορούσαν να επικοινωνούν οι βυζαντινές μονάδες μεταξύ τους ή και να οπισθοχωρούν όταν θα απαιτείτο. Από την άλλη οι διάδρομοι λειτουργούσαν και ως σημεία υποχρεωτικής διέλευσης των εχθρών.
Τελικά την επομένη και ενώ η τάφρος ήταν έτοιμη φάνηκε στο βάθος η ισχυρή περσική στρατιά, υπό τον μιρράνη Περόζη. Οι Πέρσες διέθεταν περισσότερους από 40.000 άνδρες. Το κύριο όπλο τους ήταν το εξαίρετο βαρύ ιππικό τους.
Οι κλιβανοφόροι ιππείς τους, οι οποίοι αποτελούσαν τον όγκο του ιππικού, έφεραν βαρύ αλυσιδωτό θώρακα, που τους κάλυπτε από το κεφάλι ως τους μηρούς. Ήταν επίσης εξοπλισμένοι με τόξο, λόγχη, σπάθη και μικρή ασπίδα. Αυτοί αποτελούσαν το αντίστοιχο των βουκελαρίων του Βυζαντινού Στρατού.
Οι Πέρσες όμως διέθεταν και έναν ακόμα βαρύτερο τύπο ιππικού, τους κατάφρακτους. Αυτοί έφεραν επίσης αλυσιδωτό θώρακα, έως τους αστραγάλους, ίππευαν πλήρως θωρακισμένα άλογα και ήσαν εξοπλισμένοι με λόγχη και σπάθη.
Η βαριά τους θωράκιση τους καθιστούσε άτρωτους σχεδόν στα βέλη, εκτός και αν αυτά βάλλονταν από εξαιρετικά μικρή απόσταση. Αντίθετα με το εκλεκτό του ιππικό, ο Πέρσης στρατηγός, δεν θα έπρεπε να αισθάνεται και ιδιαιτέρως υπερήφανος για το πολυπληθές πεζικό του.
Οι πεζοί του ήσαν κυρίως αθωράκιστοι δορυφόροι, εξοπλισμένοι με μεγάλη ξύλινη ασπίδα, δόρυ και εγχειρίδιο ή κοντό σπαθί. Δεν διέθεταν ούτε την εκπαίδευση, ούτε τον οπλισμό, ούτε την πειθαρχία για να αντιπαραταχθούν στο βυζαντινό πεζικό. Λίγοι Πέρσες πεζοί ήταν ψιλοί ακοντιστές και τοξότες.
Προέλαση και ανάπτυξη
Ο Πέρσης στρατηγός αρχικά σταμάτησε την προέλασή του στη θέση Αμμώδιος, σε απόσταση 4 χλμ. περίπου από το Δάρας. Από εκεί έστειλε αγγελιαφόρο στον Βελισάριο, ζητώντας του να του ετοιμάσει το λουτρό του στο Δάρας. Τόσο βέβαιος ήταν για τη νίκη του. Κατόπιν ο Περόζης κίνησε τη στρατιά του προς το Δάρας και σταμάτησε σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μέτρων από τα άκρα της τάφρου.
Στο μεταξύ ο Βελισάριος έσπευσε να τάξει και αυτός τους άνδρες του σε θέσεις μάχης. Στην αριστερή προέκταση της τάφρου έταξε το θρακικό αυτοκρατορικό ιππικό υπό τον Βούζη. Αριστερά τους και πίσω από έναν μικρό λοφίσκο έταξε, ως ενέδρα 300 Ερούλους ιππείς, υπό τον Φάρα. Αυτοί, αναλόγως της εξέλιξης της μάχης θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν είτε για την ενίσχυση του θρακικού ιππικού, είτε ως δύναμη υπερκέρασης του περσικού δεξιού.
Πίσω και δεξιά από το αριστερό κέρας ιππικού τάχθηκαν, εκτός της τάφρου, 600 Ούννοι ιππείς υπό τον Αϊγάν. Αποστολή τους ήταν να καλύψουν το δεξιό πλευρό του θρακικού ιππικού, περικυκλώνοντας τους Πέρσες κλιβανοφόρους, αν προχωρούσαν περισσότερο από όσο θα έπρεπε.
Οι Ούννοι όμως λειτουργούσαν και ως κινητός σύνδεσμος του αριστερού κέρατος με το πεζικό, που κατέλαβε το κέντρο της παράταξης, αρκετά πιο πίσω. Οι Βυζαντινοί πεζοί τάχθηκαν πίσω από την τάφρο σε φάλαγγα βάθους 8 ζυγών.
Στο δεξιό της φάλαγγας του πεζικού τάχθηκε άλλο ένα απόσπασμα 600 Ούννων, υπό τους Ασκάν και Σίμμα, με αντίστοιχη αποστολή, όπως και το σώμα του Αϊγάν. Το δεξιό κέρας σχημάτισαν αυτοκρατορικά τάγματα καβαλαρίων, υπό τους Ιωάννη, Κύριλλο και Μάρκελο. Τη γενική εφεδρεία της στρατιάς αποτέλεσε το σώμα των βουκελαρίων του Βελισαρίου, το οποίο έλαβε θέσεις πίσω από το πεζικό.
Οι Πέρσες τάχθηκαν συμβατικά, σε δύο γραμμές μάχης, με το ιππικό στις πτέρυγες και το πεζικό στο κέντρο. Στο δεξιό τους τάχθηκαν κλιβανοφόροι ιππείς, υπό τον Πιτυάξη και στο αριστερό τάχθηκαν οι κατάφρακτοι ιππείς τους, ενισχυμένοι και από κλιβανοφόρους, υπό τον έμπειρο, μονόφθαλμο στρατηγό τους Βαρεσμανά. Ο Περόζης στάθηκε στο κέντρο, μαζί με τους σωματοφύλακες του, πίσω από την πρώτη γραμμή του πεζικού.
Από την παράταξη του Περσικού Στρατού μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι πρόθεση του Πέρση στρατηγού ήταν να ανατρέψει το βυζαντινό δεξιό κέρας και κατόπιν να κινηθεί και να υπερκεράσει το βυζαντινό κέντρο.
Το σχέδιο αυτό φαίνεται εκ πρώτης όψεως λογικό. Δεν ελάμβανε υπόψη του όμως το σημαντικό κώλυμα της τάφρου και το γεγονός ότι τα νώτα του Βυζαντινού Στρατού ήταν έτσι και αλλιώς καλυμμένα από τα τείχη της πόλης του Δάρας, σε ελάχιστη απόσταση από τα οποία είχε ταχθεί.
Ο Βελισάριος, βέβαιος ότι ο Περόζης, θα επιχειρούσε να εκμεταλλευτεί την αριθμητική υπεροχή του στρατού του με ελιγμό υπερκέρασης, έταξε με τον τρόπο που ανεφέρθη τον στρατό του, εξουδετερώνοντας εξ αρχής τα σχέδια του αντιπάλου. Η μόνη λύση που απέμενε στον Περόζη ήταν να προικοδοτήσει το αριστερό, επιθετικό του κέρας, με συντριπτικά ανώτερες των βυζαντινών δυνάμεις, τηρώντας αμυντική στάση στο υπόλοιπο μέτωπο. Ευτυχώς για τον Βελισάριο, ο Περόζης απεδείχθη τόσο ισχυρογνώμων όσο και ο πρόγονος του Ξέρξης μερικούς αιώνες πριν.
Έτσι ταγμένοι οι δύο στρατοί έστεκαν ο ένας απέναντι στον άλλο, χωρίς κανείς να επιτίθεται. Οι Πέρσες περίμεναν ότι ο Βελισάριος θα διέλυε την παράταξη για να γευματίσουν οι άνδρες του. Ο Βελισάριος όμως μοίρασε τρόφιμα στους άνδρες του και όλοι έφαγαν στις θέσεις που κατείχαν. Ξαφνικά, αργά το απόγευμα το περσικό δεξιό κέρας επιτέθηκε στους Θράκες καβαλάριους του Βούζη και τους ανάγκασε να οπισθοχωρήσουν λίγα μέτρα. Αυτοί όμως αντεπετέθησαν και υποχρέωσαν τους Πέρσες να υποχωρήσουν, αφήνοντας πίσω τους επτά νεκρούς.
Μονομαχίες
Τότε εμφανίστηκε ενώπιον των δύο στρατών ένας Πέρσης ιππέας, ο οποίος προκάλεσε, στα ελληνικά, όποιον Βυζαντινό τολμούσε να μονομαχήσει μαζί του. Κανείς δεν εμφανίστηκε, όχι γιατί δεν τολμούσε, όπως αναφέρει ο Προκόπιος, αλλά γιατί είχε δοθεί ρητή διαταγή να μην διασπασθεί η παράταξη για κανένα λόγο. Ο Πέρσης όμως άρχισε, πάντα στα ελληνικά, να κοροϊδεύει τους Βυζαντινούς, φωνάζοντας τους ότι ήσαν δειλοί.
Τότε εμφανίστηκε ένας υπηρέτης, παλαιός γνώριμος, ο Ανδρέας, ο οποίος παρακάλεσε τους στρατηγούς να του επιτρέψουν να μονομαχήσει αυτός με τον Πέρση. Ακόμα και αν σκοτώνονταν, τους είπε, δεν θα δημιουργείτο πρόβλημα, αφού δεν ήταν στρατιώτης και όλοι το γνώριζαν αυτό. Η άδεια του εδόθη και ο Ανδρέας, ο παλαιός υπηρέτης του Βελισάριου, εξοπλίσθηκε, ίππευσε σε ένα άλογο και όρμησε κατά του Πέρση ευγενή, με τα πολυστόλιστα όπλα.
Ο Πέρσης όρμησε και αυτός καταπάνω στον αντίπαλό του. ο Ανδρέας όμως απεδείχθη ταχύτερος και με ένα επιδέξιο κτύπημα με τη λόγχη έριξε τον Πέρση κάτω από το άλογο. Ο θώρακας του Πέρση άντεξε στο πλήγμα. Κατά την πτώση όμως ο Πέρσης έπεσε με το κεφάλι και ζαλίστηκε. Πριν προλάβει να συνέλθει, ο Ανδρέας αφίππευσε δίπλα του και τον αποκεφάλισε!
Μια ουρανομήκης κραυγή ακούστηκε από όλον τον Βυζαντινό Στρατό, μια ζητωκραυγή για τον ήρωα, ο οποίος ανενόχλητος, υπό τα βλέμματα των κατάπληκτων Περσών, φόρτωσε το νεκρό σώμα του αντιπάλου του στο άλογο του Πέρση, φόρτωσε επάνω και τα πολυτελή του όπλα και κινήθηκε αμέριμνα προς την βυζαντινή παράταξη.
Οι Πέρσες, πάντως, συγκλονίστηκαν από το αποτέλεσμα της μονομαχίας και ο Περόζης αποφάσισε να στείλει επειγόντως αγγελιαφόρο στην γειτονική περσική πόλη της Νίσιβη, για να ζητήσει την αποστολή ακόμα 10.000 ανδρών για τη μάχη που θα δίνονταν την επομένη. Την ίδια ώρα ένας άλλος Πέρσης ευγενής ιππέας, όχι νεαρός αλλά άνδρας ώριμος και άξιος στα πολεμικά, όπως έδειχναν οι κινήσεις του, βγήκε και πάλι από τις περσικές γραμμές για να προκαλέσει σε μονομαχία τον ίδιο τον Βελισάριο.
Ο Βελισάριος φυσικά αγνόησε την πρόκληση. Ο Πέρσης πάντως εξακολούθησε να προκαλεί για λίγη ώρα και όταν κανείς δεν φαινόταν να απαντά στην πρόκληση κίνησε και πάλι για τις γραμμές του. Ξαφνικά όμως εμφανίστηκε και πάλι ένας ιππέας να περνά μέσα από τις ατάραχες γραμμές του Βυζαντινού Στρατού και να καλπάζει εναντίον του θρασύτατου εχθρού.
Ο ιππέας ήταν και πάλι ο Ανδρέας. Αμέσως ο Πέρσης στράφηκε κατά του Ανδρέα προτάσσοντας τη λόγχη του. Οι δύο ιππείς χύθηκαν ο ένας καταπάνω του άλλου. Οι λόγχες τους έσπασαν καθώς προσέκρουσαν με δύναμη πάνω στους ισχυρούς τους θώρακες. Τα άλογα τους όμως έπεσαν επίσης το ένα πάνω στο άλλο και οι δύο αντίπαλοι βρέθηκαν ξαπλωμένοι άνω στο χώμα. Μια κραυγή αγωνίας αντήχησε και από τα δύο στρατεύματα.
Οι δύο άνδρες, τραυματισμένοι και οι δύο κατέβαλαν την ύστατη ικμάδα της δύναμης τους για να σηκωθούν και πάλι όρθιοι και να αρπάξουν τα όπλα τους. Και πάλι ο Ανδρέας απεδείχθη ταχύτερος. Την ώρα που ο Πέρσης επιχειρούσε να σηκωθεί δέχθηκε μια γροθιά στο πρόσωπο και ξαναέπεσε στο έδαφος.
Πριν προλάβει να συνέλθει από το κτύπημα ο Ανδρέας, τον άρπαξε από το πόδι και τον ξαναέριξε στο έδαφος με κρότο και με το ίδιο μαχαίρι τον σκότωσε. Αυτή τη φορά οι ζητωκραυγές ακούστηκαν πολύ εντονότερες, αφού ακόμα και οι κάτοικοι του Δάρας είχαν ανέβει στα τείχη και παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα την μονομαχία ανάμεσα στον υπηρέτη και στον Πέρση αξιωματικό.
Ο Ανδρέας μετέφερε και πάλι τον νεκρό Πέρση στις βυζαντινές γραμμές, την ώρα που οι στρατιώτες έψαλλαν τον νικητήριο παιάνα. Ύστερα από αυτό οι Πέρσες αποσύρθηκαν κατηφείς για να διανυκτερεύσουν. Οι Βυζαντινοί αποσύρθηκαν επίσης τραγουδώντας εντός των τειχών της πόλης για να περάσουν με ασφάλεια τη νύκτα.
Η μάχη αρχίζει
Την άλλη μέρα αφίχθησαν οι 10.000 άνδρες που ανέμενε ο Περόζης από τη Νίσιβη και οι Πέρσες ετοιμάστηκαν εκ νέου για μάχη. Ο Βελισάριος μίλησε και εμψύχωσε τους άνδρες του. Οι λόγοι του στρατηγού έγιναν δεκτοί με επευφημίες από τους στρατιώτες, οι οποίοι με την ιαχή «Κύριε Ελέησον», έσπευσαν να καταλάβουν τις προκαθορισμένες θέσεις τους.
Στο μεταξύ οι Πέρσες είχαν αρχίσει να κινούνται εναντίον τους. Ο Περόζης είχε και πάλι τάξει τον στρατό του σε δύο γραμμές μάχης, χωρίς να επιχειρήσει καν να εκμεταλλευτεί τη αριθμητική υπεροχή του στρατού του. Οι Πέρσες κινήθηκαν κατά των Βυζαντινών. Σταμάτησαν όμως σε απόσταση 300 περίπου μέτρων και περίμεναν. Οι Βυζαντινοί στρατιώτες, ακολουθώντας πιστά τις διαταγές του Βελισάριου δεν κινήθηκαν. Περίμεναν παραταγμένοι σε άψογους σχηματισμούς, χωρίς ούτε ψίθυρος να ακούγεται από τα χείλη τους. Οι δύο στρατοί παρέμειναν έτσι για δύο περίπου ώρες.
Μετά το μεσημέρι όμως ο Περόζης έδωσε το σύνθημα και οι Πέρσες επιτέθηκαν. Την επίθεση άνοιξε το περσικό δεξιό υπό τον Πιτυάξη. Αρχικά οι πολυάριθμοι Πέρσες πίεσαν τους Θράκες του Βούζη και τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν, αν και ορισμένοι μελετητές θεωρούν την υποχώρηση του Βούζη στρατήγημα. Και προφανώς η άποψη τους είναι σωστή, αφού βάσει της αφήγησης του Προκοπίου, οι Πέρσες αφέθηκαν να διασχίσουν ένα μόνο στενό διάδρομο επί της τάφρου και να αναπτυχθούν πέραν αυτής.
Σε περίπτωση οποιασδήποτε άσχημης για αυτούς εξέλιξης δεν θα μπορούσαν να υποχωρήσουν, παγιδευμένοι μεταξύ των Βυζαντινών και της τάφρου. Οι Πέρσες πιστεύοντας πως οι Θράκες υποχωρούσαν άρχισαν ασύντακτα να τους καταδιώκουν. Ξαφνικά όμως δέχθηκαν στο ακάλυπτο δεξιό τους πλευρό την επίθεση των Ερούλων του Φάρα και στο ακάλυπτο αριστερό τους την έφοδο των Ούννων του Αïγάν.
Συντριβή
Το περσικό κέντρο εμποδιζόμενο από την τάφρο δεν μπορούσε να ενισχύσει το σχεδόν περικυκλωμένο δεξιό κέρας της στρατιάς. Μοιραία λοιπόν οι Πέρσες κλιβανοφόροι του Πυτυάξη σφαγιάστηκαν. Περισσότεροι από 3.000 σκοτώθηκαν ανάμεσα στους διαδρόμους της τάφρου και τα πτώματα τους σχεδόν την γέμισαν. Όσοι επέζησαν τράπηκαν σε φυγή, την οποία σταμάτησαν μόνο όταν έφτασαν στη δεύτερη γραμμή μάχης τους.
Οι άνδρες του Βελισάριου, σύμφωνα με τις διαταγές που είχαν δεν τους καταδίωξαν. Βλέποντας ο Περόζης τη συντριβή του δεξιού του αποφάσισε να επικεντρώσει την προσπάθεια του στην διάσπαση του βυζαντινού δεξιού. Γι’ αυτό διέταξε τους επίλεκτους «Αθανάτους» κατάφρακτους να επιτεθούν κατά των βυζαντινών καβαλαρίων.
Ο Βελισάριος όμως είχε προβλέψει την κίνηση του αντιπάλου του και είχε διατάξει το σώμα των Ούννων του Αϊγάν να σπεύσει και αυτό στο δεξιό κέρας και να ενωθεί με το τμήμα Ούννων του Ασκάν και Σίμμα. Παράλληλα και οι βουκελάριοι του τάχθηκαν πίσω από την παράταξη των καβαλαρίων του δεξιού κέρατος, ως εφεδρεία.
Ο Βελισάριος σκόπευε να εφαρμόσει τον ίδιο ελιγμό που εφάρμοσε και στο αριστερό του κέρας. Μόνο που εδώ, αντί των Ερούλων, την πλαγιοκόπηση του εχθρού θα αναλάμβαναν οι βουκελάριοι και το σύνολο των 1.200 Ούννων ιππέων του.
Οι Πέρσες, όπως και πριν, έπεσαν και πάλι στην ίδια παγίδα. Οι καβαλάριοι του Ιωάννη και του Γερμανού υποχώρησαν, οι Πέρσες τους καταδίωξαν και έξαφνα βρέθηκαν περικυλωμένοι, δεξιά από τους Βουκελαρίους και αριστερά από τους Ούννους! Ακολούθησε άγρια σφαγή των ανίκανων να ελιχθούν επίλεκτων Περσών ιππέων.
Τα βέλη των Ούννων σφύριζαν με θανατηφόρα ακρίβεια, θερίζοντας τους Πέρσες. Περισσότεροι από 5.000 επίλεκτοι Πέρσες ιππείς έπεσαν στο σημείο εκείνο. Ο Βελισάριος, όταν είδε το ιππικό του να αφανίζει το περσικό ιππικό, διέταξε και το πεζικό του και επιτεθεί.
Το περσικό πεζικό, βλέποντας και τα δύο κέρατα διαλυμένα δεν στάθηκε να πολεμήσει, αλλά επιχείρησε να αποχωρήσει, με σχετική τάξη αρχικά, πανικόβλητο σε λίγο. Το βυζαντινό πεζικό όμως πρόλαβε τους Πέρσες, οι οποίοι στη βιασύνη τους είχαν πετάξει τις ασπίδες και τα όπλα τους, και τους κατέσφαξε. Πολλοί για να γλιτώσουν τον θάνατο παραδόθηκαν.
Στο πλαίσιο της επιθυμίας του Ιουστινιανού για ανάκτηση των κατεχομένων από τους βαρβάρους αυτοκρατορικών εδαφών, τα βυζαντινά στρατεύματα εισέβαλαν, το 535 μ.Χ. στην Ιταλία. Στόχος τους ήταν η κατάλυση του βασιλείου των Οστρογότθων που κατείχαν τη χώρα. Το λάθος του Ιουστινιανού ήταν ότι, αρχικά τουλάχιστον, δεν απέστειλε σοβαρές δυνάμεις στην Ιταλία.
Το 535 μ.Χ. ο Βελισάριος , επικεφαλής 7.500 μόλις ανδρών, αποβιβάστηκε στη Σικελία. Παράλληλα μία άλλη βυζαντινή δύναμη-4.000 άνδρες – υπό τον στρατηγό Μούνδο, κινήθηκε από τη Δαλματία προς τα ιταλικά σύνορα. Η μικρή όμως αυτή δύναμη ηττήθηκε από τους Οστρογότθους. Στον Νότο όμως ο Βελισάριος είχε ανακτήσει ολόκληρη τη Σικελία, όπου είχε γίνει δεκτός ως ελευθερωτής, από τους κατοίκους και είχε μάλιστα περάσει με τον στρατό στη νότια Ιταλία.
Οι Οστρογότθοι όμως αντέδρασαν. Πρώτα δολοφόνησαν τον βασιλιά τους Θευδάτο, ο οποίος αποδείχθηκε ανίκανος να αντιμετωπίσει τον Βελισάριο και εξέλεξαν στη θέση του βασιλιά τον Ουιτίγη, έναν γενναίο πολεμιστή και έμπειρο διπλωμάτη.
Στο μεταξύ ο Βελισάριος είχε φτάσει έξω από την Νεάπολη (Νάπολι) την οποία και πολιόρκησε. Οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν με το μέρος του. Η γοτθική φρουρά της πόλης προέβαλε αντίσταση επί 20 περίπου μέρες. Τελικά οι Βυζαντινοί εισήλθαν στη πόλη, μέσω των αγωγών του υδραγωγείου και την κατέλαβαν.
Μετά την επιτυχία αυτή ο Βελισάριος κινήθηκε με ταχύτητα κατά της Ρώμης την οποία και κατέλαβε, με τη βοήθεια κατοίκων της. Ακολούθησε η παράδοση στον Βυζαντινό Στρατό όλων σχεδόν των πόλεων της κεντρικής Ιταλίας. Οι κάτοικοι παντού υποδέχονταν τους άνδρες του ως ελευθερωτές από τον βαρβαρικό ζυγό. Ο Ουιτίγης πάντως, από τη Ραβέννα στην οποία είχε καταφύγει, είχε κηρύξει πανστρατιά των Οστρογότθων. Ο Προκόπιος αναφέρει ότι είχαν συγκεντρωθεί 150.000 μάχιμοι Οστρογότθοι. Ο αριθμός αυτός είναι, προφανώς, υπερβολικά εξογκωμένος.
Νεώτεροι μελετητές υποστηρίζουν ότι ο Οστρογοτθικός Στρατός δεν μπορούσε να ξεπερνά τους 30.000 άνδρες. Η αλήθεια μάλλον θα πρέπει να βρίσκετε κάπου στη μέση. Ακόμα όμως και αν ο Ουιτίγης είχε στη διάθεση του 30.000 μόνο άνδρες υπερείχε του Βελισαρίου σε αναλογία 6 προς 1. Ο Βελισάριος είχε ήδη οργανώσει την άμυνα της «Αιώνιας Πόλης» και αποφάσισε να περιμένει τους Γότθους εκεί, καθώς οι δυνάμεις του δεν ήταν επαρκείς για να επιχειρήσει κατά παράταξη μάχη.
Ένα πρωινό ο στρατηγός, συνοδευόμενος από 1.000 Βουκελάριους, εξήλθε των τειχών της Ρώμης για να κατοπτεύσει τον χώρο και τις κινήσεις του εχθρού. Αμέσως επιτέθηκαν εναντίον τους πολυάριθμα γοτθικά αποσπάσματα. Οι Γότθοι μαχητές αναγνώρισαν τον στρατηγό από το περήφανο άτι που ίππευε και προσπάθησαν να το πλήξουν με μαζικές βολές ακοντίων. Δεν κατόρθωσαν όμως να τον βλάψουν και σα να μην έφτανε αυτό οι Βουκελάριοι τους επιτέθηκαν και τους έτρεψαν σε φυγή.
Τότε εισήλθε στη μάχη και μια μονάδα γοτθικού πεζικού, η οποία όμως τράπηκε με τη σειρά της σε φυγή από τους αποφασισμένους Βουκελάριους. Οι εχθροί όμως ήταν πολλοί και ο Βελισάριος με τους άνδρες του κατέφυγαν σε παρακείμενο λόφο, αδυνατώντας να εισέλθουν εντός της πόλης. Χρειάστηκε και νέα επίθεση των ηρωικών Βουκελάριων για να διασπαστεί ο εχθρικός κλοιός και να κατορθωθεί η είσοδος του αποσπάσματος στην πόλη.
Μετά το επεισόδιο αυτό οι Γότθοι άρχισαν τακτική πολιορκία της Ρώμης. Δύο φορές ο Βελισάριος προσπάθησε με τις μικρές δυνάμεις που διέθετε να αντιπαραταχθεί στους Γότθους. Την πρώτη ηττήθηκε. Την δεύτερη νίκησε και κατόρθωσε να αποστείλει αποσπάσματα του στρατού του στα νώτα των εχθρών, αποκόπτοντας τις γραμμές των συγκοινωνιών τους. Μπροστά στις εξελίξεις αυτές ο Ουιτίγης διέλυσε την πολιορκία και οπισθοχώρησε βόρεια, την ώρα που ο Βελισάριος κατέκοπτε την οπισθοφυλακή του.
Η πρωτοβουλία των κινήσεων είχε πλέον περιέλθει στους Βυζαντινούς. Μάταια ο Ουιτίγης προσπάθησε να κυριεύσει την πόλη Αρμίνιο. Η βυζαντινή φρουρά πυρπόλησε τις πολεμικές του μηχανές και τον εξανάγκασε σε νέα υποχώρηση στην πρωτεύουσα του Ραβέννα.
Εκεί πολιορκήθηκε και τελικά παραδόθηκε, ύστερα από την πυρπόληση των αποθηκών τροφίμων της πόλης. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Ουιτίγης είχε προσπαθήσει να δελεάσει τον μεγάλο του αντίπαλο, προσφέροντας του την μισή Ιταλία και το στέμμα της Δυτικής Αυτοκρατορίας. Ο Βελισάριος όμως δεν πρόδωσε τον Ιουστινιανό.
Πηγή: defence-point.gr
Ο Βυζαντινός Στρατός αντιμετώπιζε σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξης του το πρόβλημα της ανάγκης αντιμετώπισης εντελώς διαφορετικών μεταξύ τους αντιπάλων στρατών, οι οποίοι πολεμούσαν με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Κάθε αντίπαλο έθνος ακολουθούσε το δικό του πολεμικό έθος στο οποίο έπρεπε να προσαρμόζονται κάθε φορά οι Βυζαντινοί.
Οι Βυζαντινοί εξόπλισαν με τόξα το σύνολο των ιππέων τους μετατρέποντας το ιππικό σε ταχυκίνητη εξέδρα εκτόξευσης «πυρός». Αυτά ήταν τα περίφημα τάγματα των Καβαλαριών. Οι άνδρες που υπηρετούσαν στα τάγματα αυτά ήταν υπήκοοι της αυτοκρατορίας κυρίως ελληνικής, γερμανικής, λατινικής ή αρμενικής καταγωγής.
Ήταν οπλισμένοι με σύνθετο, ισχυρό τόξο, μακριά σπάθη και μικρή στρογγυλή ασπίδα. Έφεραν σιδηρά κράνη και αλυσιδωτούς θώρακες, περικνημίδες και περιχειρίδες από μέταλλο ή ξύλο ή από κέρας ζώου. Ήταν άριστα εκπαιδευμένοι στη χρήση του κύριου επιθετικού τους όπλου, του τόξου, το οποίο χρησιμοποιούσαν με άνεση καλπάζοντας με τη μέγιστη ταχύτητα.
Χάρη στην μεγάλη διατρητική ικανότητα του συνθέτου τόξου, οι Βυζαντινοί ιππείς ήταν ικανοί να εξουδετερώνουν βαρύτερα θωρακισμένους και εξοπλισμένους αντιπάλους, οι οποίοι όμως υστερούσαν από πλευράς ταχύτητας και ευελιξίας.
Ο Αγαθίας ο Σχολαστικός πάντως αναφέρει ότι οι απλοί Καβαλάριοι έφεραν επίσης λόγχη, όπως και οι Βουκελάριοι. Μετά το 550 μ.Χ. συγκροτήθηκαν και ανεξάρτητα τμήματα ελαφρού ιππικού από υπηκόους της αυτοκρατορίας. Τα τμήματα αυτά, των ανιχνευτών, περιελάμβαναν στις τάξεις τους επίλεκτους Καβαλάριους, οι οποίοι αποσπούντο από τα τάγματα τους.
Βασική μονάδα μάχης του Βυζαντινού Στρατού- ως τον 13ο αιώνα- ήταν το νούμερο, ή αριθμός, ή βάνδον, ή τάγμα. Η ονομασία νούμερο προερχόταν από τη ομόηχη λατινική λέξη, η μετάφραση της οποίας στα ελληνικά ήταν φυσικά αριθμός. Βάνδον ήταν το λάβαρο, η σημαία του τάγματος και κατ’ επέκταση το ίδιο το τάγμα. Ο όρος τάγμα, πάντως, καθιερώθηκε οριστικά στα τέλη του 6ου αιώνα μ.Χ. και αντικατέστησε όλους τους παραπάνω λατινογενείς όρους.
Οι Καβαλάριοι ήταν οργανωμένο σε τάγματα. Το κάθε τάγμα υποδιαιρείτο σε τρείς εκατονταρχίες (κενταρχίες), η καθεμιά των οποίων διοικείτο από έναν κένταρχο ή κεντάρχη. Ο αρχαιότερος κένταρχος ονομαζόταν ιλάρχης ή ίλαρχος και εκτελούσε χρέη υποδιοικητή και υπασπιστή του τάγματος.
Ο διοικητής του τάγματος ιππικού έφερε επίσης τον τίτλο του κόμητος. Θεωρητικά η κάθε κενταρχία ιππικού περιελάμβανε στις τάξεις της 100 άνδρες, ανεβάζοντας έτσι την αριθμητική δύναμη του τάγματος σε 300 μάχιμους άνδρες. Συνήθως όμως οι κενταρχίες δεν διέθεταν περισσότερους από 80 άνδρες. Υπήρχαν όμως και υπεράριθμα τάγματα με περισσότερους από 400 στρατιώτες. Τα τάγματα με δύναμη κάτω των 200 μαχίμων ανδρών ονομαζόταν «απόμοιρα» τάγματα.
Ο συνολικός αριθμός των ανδρών ενός τάγματος όμως μπορούσε να ξεπεράσει και τον αριθμό των 400 ανδρών, περιλαμβανομένων και των βοηθητικών. Κάθε τάγμα διέθετε έναν ιερέα, έναν γιατρό με τους βοηθούς νοσοκόμους και τραυματιοφορείς του, αριθμό οπλοτεχνιτών, ιπποκόμους των ανδρών, βουκινάτορες (σαλπιγκτές), κήρυκες, αξιωματικούς στρατοπεδίας, ανιχνευτές και υποζύγια. Οι ιπποκόμοι πολλές φορές συμμετείχαν μάλιστα στις επιχειρήσεις και πολεμούσαν ως ελαφρύ πεζικό, υποστηρίζοντας τους Καβαλάριους.
Αρχικά οι Καβαλάριοι ήταν εξοπλισμένοι αποκλειστικά με τόξο και σπάθη. Από το 550 μ.Χ. όμως και μετά, φαίνεται πως μέρος τους εξοπλίστηκε και με μακριά λόγχη. Πριν τον επανεξοπλισμό τους αυτό ,οι Καβαλάριοι πολεμούσαν σε βάθος ως και 8 ζυγών. Πολλές φορές όμως μέρος του τάγματος-συνήθως η μία κεντραχία- «έσπαγε» τους ζυγούς και πολεμούσε σε διάταξη ακροβολισμού, μπροστά από το μέτωπο του τάγματος.
Οι λοιποί άνδρες του τάγματος παρέμεναν συντεταγμένοι, έτοιμοι να σπεύσουν σε βοήθεια, ή να εκμεταλλευτούν την επιτυχία των προπομπών. Ακόμα και συντεταγμένοι πάντως οι ιππείς έπρεπε να διατηρούν τέτοια απόσταση μεταξύ τους ώστε να είναι δυνατή η πλήρης περιστροφή των ίππων τους και η άμεση εκτέλεση μεταβολής μετώπου. Ο σχηματισμός πάντως που ελάμβανε το τάγμα είχε να κάνει και με τους αντιπάλους που αντιμετώπιζε.
Κατά των Βανδάλων, για παράδειγμα, οι οποίοι ήταν βαριά οπλισμένοι και ορμητικοί, αλλά δεν διέθεταν εκηβόλα όπλα, η ασφαλέστερη λύση για τους Βυζαντινούς Καβαλάριους ήταν να διασπούν τους ζυγούς τους και να πολεμούν ακροβολισμένοι, αποφεύγοντας τις εφόδους του εχθρού και θερίζοντας τον με βέλη.
Εναντίον των Περσών όμως, οι οποίοι διέθεταν επίσης τόξα, η καλύτερη τακτική ήταν η εξαπόλυση μαζικών βολών, τις οποίες μόνο ένα συντεταγμένο τμήμα ήταν σε θέση να εξαπολύσει. Αργότερα με την εισαγωγή της λόγχης στο οπλοστάσιο των καβαλαριών, το βάθος των σχηματισμών μεταβλήθηκε.
Ο ίδιος ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος αναφέρει ότι οι πέραν των 4 πρώτων ζυγοί στην παράταξη ενός τάγματος ιππικού δεν συνεισφέρουν το παραμικρό στην πολεμική ισχύ του τάγματος. Προτείνει όμως σχηματισμούς βάθους ως και 10 ζυγών για τα μη εμπειροπόλεμα τάγματα, ώστε το μεγάλο βάθος να εξασφαλίζει σταθερότητα στον σχηματισμό. Για επίλεκτα τμήματα αναφέρει ως ιδανικό βάθος τάξης αυτό των 5 ζυγών.
Στην πραγματικότητα τα επίλεκτα τάγματα τάσσονταν συνήθως σε βάθος 4 ζυγών και τα κοινά τάγματα σε βάθος 7 ή 8 ζυγών. Από αυτούς οι δύο πρώτοι και ο τελευταίος ζυγός επανδρώνονταν από στρατιώτες οπλισμένους με λόγχη και τόξο και οι υπόλοιποι από τοξοφόρους ιππείς.
Αναλόγως του οπλισμού τους οι ιππείς διακρίνονταν σε «Κούρσορες» (προκλάστες) και «Δηφένσορες» (έκδικοι). Οι πρώτοι ήταν όλοι εξοπλισμένοι με τόξο και ήταν επιφορτισμένοι με την πρόκληση απωλειών στον εχθρό, στη φάση της προσπέλασης και στη φάση της καταδίωξης του.
Λειτουργούσαν επίσης ως πλαγιοφύλακες και ως σύνδεσμοι ανάμεσα στα κενά μεταξύ των τμημάτων. Άλλα τμήματα «Κουρσόρων» τάσσονταν αριστερά και δεξιά, σε κάποια απόσταση από την κύρια παράταξη, για να εμποδίσουν εχθρική υπερκέραση ή να υπερκεράσουν οι ίδιοι τον αντίπαλο, αντίστοιχα.
Ανάλογα με την αποστολή τους οι άνδρες αυτοί ονομάζονταν «υπερκεραστές»-όταν τάσσονταν στο άκρο δεξιό του στρατού και «πλαγιοφύλακες»- όταν τάσσονταν στο άκρο αριστερό. Υπήρχαν επίσης ειδικά τμήματα «ενεδρευτών» και «προσκόπων» ανιχνευτών. Οι «Δηφένσορες» έφεραν ως πρωταρχικό όπλο την λόγχη. Αποστολή τους ήταν να πολεμούν συντεταγμένοι και να υποστηρίζουν όταν χρειαζόταν τους «Κούρσορες».
Πηγή: defence-point.gr
Μετά την άλωση της Πόλης από τους δυτικούς, το 1204, και τη σύσταση του κράτους της Νίκαιας, ο Βυζαντινός Στρατός άλλαξε σε μεγάλο βαθμό. Αναγνωρίζοντας την αδυναμία του βυζαντινού ιππικού να αντιπαραταχθεί στους Λατίνους ιππότες, οι ηγέτες της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας συγκρότησαν μονάδες, μισθοφόρων ιπποτών, τα λεγόμενα «Λατινικά» αλλάγια.
Το δε σώμα που συγκροτούσαν ονομάστηκε «Λατινικόν». Λατίνους μισθοφόρους είχαν χρησιμοποιήσει και οι Κομνηνοί, παλαιότερα, αλλά όχι στην έκταση και στην σημασία που το έπραξαν οι διάδοχοί τους. Παράλληλα, πάντως, υπήρχαν και τα αλλάγια των γηγενών «Στρατιωτών».
Την περίοδο αυτή ο Βυζαντινός Στρατός άλλαξε την οργάνωσή του. Έτσι τα παλαιά τάγματα καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν από τα αλλάγια, μονάδες που πιστεύεται πως είχαν δύναμη 500, περίπου ανδρών. Τα αλλάγια αναφέρονται, για πρώτη φορά, στα «Τακτικά» του Λέοντος Στ’ του Σοφού, παράλληλα με τα τάγματα, δηλώνοντας αποκλειστικά μονάδες ιππικού, ίσως του μισθοφορικού.
Ο όρος αλλάγιον προέρχεται από τον λατινικό ala, που με την σειρά του, πιθανότατα προέρχεται από τον ελληνικό ίλη. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή ο όρος προέρχεται από τη λέξη αλλαγή, καθώς τα τμήματα αυτά εναλλάσσονταν στην υπηρεσία. Τα ρωμαϊκά alae είχαν παρατακτέα δύναμη 480-720 ιππέων. Στην εποχή του Αυγούστου συγκροτήθηκαν και alae βοηθητικού πεζικού.
Στον Υστεροβυζαντινό Στρατό η σύνθεση των αλλαγίων δεν είναι με ακρίβεια γνωστή. Οι περισσότερες πηγές επιτρέπουν, πάντως, να υποθέσουμε πως είχαν θεωρητική παρατακτέα δύναμη 200-500 ανδρών. Στο Χρονικό του Μορέως, πάντως, ο στρατηγός Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, εμφανίζεται, το 1260, να διαθέτει 18 αλλάγια, με συνολική δύναμη 6.000 ανδρών, δυνάμεως, έκαστο 330 περίπου ανδρών.
Κάθε αλλάγιον διοικείτο από τον αλλαγάτορα, έναν αξιωματικό αντίστοιχο του κόμη ή ταγματάρχη. Τα ρωμαϊκά alae συγκροτούνταν από 16 τούρμες (ουλαμούς) των 30 ανδρών. Ωστόσο στον Βυζαντινό Στρατό η τούρμα ήταν μονάδα επιπέδου συγκροτήματος. Τα αλλάγια συγκροτούνταν από προνοιάριους.
Άλλες μονάδες, οι λεγόμενοι «καστρινοί», αναλάμβαναν την φρούρηση πόλεων και φρουρίων, έναντι ορισμένων απολαβών από το κράτος, σε γη, χρήμα, ή φορολογική ατέλεια. Οι βυζαντινές πηγές αναφέρουν τα αλλάγια με διάφορους επιμέρους προσδιορισμούς, ως «βασιλικά αλλάγια», «μεγάλα αλλάγια», «αυθεντικά αλλάγια», αλλά και τάγματα.
Ο Γεώργιος Παχυμέρης αναφέρει αλλάγια από διάφορες περιοχές της Αυτοκρατορίας, αλλά και αλλάγια Λατίνων και Κουμάνων μισθοφόρων. Ο ίδιος πάντως ταυτίζει τα αλλάγια με τα τάγματα. Προφανώς τα μεγάλα αλλάγια αποτελούσαν συγκροτήματα επιπέδου συντάγματος ή σχηματισμούς επιπέδου ταξιαρχίας, με σημερινούς όρους, στους οποίους εντάσσονταν τα αυθεντικά αλλάγια ή τάγματα. Ο όρος βασιλικά αλλάγια είναι προφανές ότι δηλώνει μονάδες της αυτοκρατορικής φρουράς.
Ο όρος Στρατιώτης, στον Βυζαντινό Στρατό, σήμαινε τον έφιππο, αποκλειστικά, πολεμιστή. Οι πεζοί ονομάζονταν αναλόγως των όπλων που έφεραν. Οι καλύτεροι Στρατιώτες της εποχής έφεραν αλυσιδωτό ή δερμάτινο ή εφαπλωματώδη θώρακα, κράνος, ασπίδα, σπάθη και μακριά λόγχη. Οι λιγότερο καλά οπλισμένοι δεν έφεραν θώρακα. Ονομάζονταν και «Προνοιάριοι» γιατί ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες τους λάμβαναν εκτάσεις γης, ή χρηματική αμοιβή ή φορολογική ατέλεια, τις λεγόμενες πρόνοιες ή οικονομίες.
Από τη στιγμή που ο Μιχαήλ ανέβηκε στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια να ανασυγκροτήσει τον Βυζαντινό Στρατό. Έτσι το «Λατινικόν», σταδιακά καταργήθηκε. Πολλοί από τους άνδρες του είχαν ήδη εξελληνιστεί και παρέμειναν στον αναδιοργανωμένο στρατό στα αλλάγια των «Καβαλαριών», τα οποία όμως εκπαιδεύτηκαν να πολεμούν, όπως οι Δυτικοί ιππότες, να εκτελούν δηλαδή ταχείες επελάσεις με τη λόγχη.
Οι Καβαλάριοι, το πλέον επίλεκτο σώμα του ιππικού, ήταν ολιγάριθμοι. Αποτελούσαν μόλις το 1/5 της συνολικής δύναμης του ιππικού και μάλλον αποτελούσαν τμήμα των βασιλικών αλλαγίων. Το λοιπό βαρύ ιππικό αποτελούταν από τα αλλάγια των προνοιάριων Στρατιωτών. Οι Στρατιώτες έφεραν, όπως και οι Καβαλάριοι, λόγχη, σπάθη, ασπίδα και κεφαλοθραύστη. Ενώ όμως οι Καβαλάριοι έφεραν στο σύνολό τους αλυσιδωτό θώρακα, οι Στρατιώτες έφεραν συνήθως κατώτερη θωράκιση –κοντό αλυσιδωτό ή δερμάτινο θώρακα. Επίσης, οι Στρατιώτες υστερούσαν σε εκπαίδευση, καθώς δεν ήταν μονίμως υπό τα όπλα, αλλά καλούντο να υπηρετήσουν όταν παρίστατο ανάγκη.
Προνοιάροι Στρατιώτες ήταν και οι ακρίτες της εποχής του Μιχαήλ Η’, οι οποίοι φρουρούσαν τα ανατολικά σύνορα του κράτους, μέχρι την στιγμή που ο Μιχαήλ τους επέβαλε βαριά φορολογία, αντί της ατέλειας που απολάμβαναν έως τότε. Η κίνησή του αυτή έμελλε να έχει μοιραίες συνέπειες, καθώς η φύλαξη των συνόρων παραμελήθηκε, αν δεν εγκαταλείφθηκε εντελώς, ενώ πολλοί πέρασαν στην υπηρεσία των Τούρκων, ειδικά από τις αρχές του 14ου αιώνα και έπειτα.
Ένα μεγάλο πρόβλημα για τον Βυζαντινό Στρατό της εποχής, ήταν η ανυπαρξία ελαφρού ιππικού στις τάξεις του. Το πρόβλημα αυτό επιτάθηκε από την στιγμή που ο βασικός αντίπαλος, οι Τούρκοι, διέθεταν πλήθος Ακινζήδων ελαφρών ιπποτοξοτών.
Η κατάσταση αντιμετωπίστηκε, στην περίοδο της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, με τη μίσθωση μεγάλου αριθμού Ούγγρων και Κουμάνων, αλλά και Τούρκων ιπποτοξοτών, οι οποίοι συγκροτούσαν το λεγόμενο «Σκυθικόν» σώμα, το οποίο είχε πρωτοσυγκροτηθεί επί Κομνηνών, από Πετσενέγκους μισθοφόρους. Οι Ούγγροι και οι Κουμάνοι εγκαταστάθηκαν από τον αυτοκράτορα Ιωάννης Γ’ Βατάτζη στην άνω κοιλάδα του Αξιού (Βαρδάρης) και για αυτό ονομάστηκαν Βαρδαριώτες.
Οι Βαρδαριώτες, αν και ξένοι, σταδιακά εξελληνίστηκαν και θεωρούνταν, από κάποια στιγμή και μετά, υπήκοοι της Αυτοκρατορίας και όχι μισθοφόροι, συγκροτώντας ακόμα και μια μονάδα της αυτοκρατορικής φρουράς. Επίσης, υπήρχε και το σώμα των «Τουρκόπουλων», οι οποίοι ήταν εκχριστιανισμένοι Σελτζούκοι, κυρίως, Τούρκοι και Τουρκομάνοι που πολεμούσαν με τον παραδοσιακό τους τρόπο, ως ελαφροί ιπποτοξότες. Τα σώματα αυτά όμως, διαλύθηκαν, από τον Ανδρόνικο Β’.
Το πεζικό διακρίνονταν σε βαρύ και ελαφρύ. Το βαρύ πεζικό αποτελούσαν μονάδες «Κονταράτων», ενώ ως ελαφροί πεζοί χαρακτηρίζονταν οι τοξότες και οι ψιλοί. Το πεζικό αποτελούσε την αχίλλειο πτέρνα των ύστερων βυζαντινών στρατών. Χρησιμοποιούνταν κυρίως για τη φρούρηση πόλεων και κάστρων και η εκπαίδευσή του είχε παραμεληθεί.
Οι Κονταράτοι ήταν οι απόγονοι των παλαιών «Σκουτάτων», δηλαδή των δορυφόρων. Έφεραν μακρύ δόρυ, σπαθί και μακριά, δυτικού τύπου, αμυγδαλόσχημη ασπίδα. Οι πρώτοι ζυγοί έφεραν και αλυσιδωτό ή δερμάτινο θώρακα. Παρατάσσονταν σε βάθος τεσσάρων συνήθως ζυγών. Δεν διέθεταν οργανικά τμήματα τοξοτών, όπως στο παρελθόν, για την άμεση υποστήριξή τους.
Οι τοξότες διακρίνονταν σε δύο υποκατηγορίες. Η πρώτη αφορούσε καλά εξοπλισμένα και οργανωμένα σώματα τοξοτών που μάχονταν συγκροτημένα εξαπολύοντας «ομοβροντίες» βελών, ταγμένα σε πυκνό σχηματισμό. Οι τοξότες αυτοί έφεραν επίσης ελαφρά θωράκιση, κράνος, ασπίδα και σπαθί και μπορούσαν να πολεμήσουν και εκ του συστάδην.
Ήταν όμως λίγοι. Αντίθετα, ο όγκος των τοξοτών αποτελείτο από άνδρες αθωράκιστους, που πέραν του τόξου έφεραν και ένα σπαθί ή ένα εγχειρίδιο. Από τα τέλη του 13ου αιώνα οι ελαφροί αυτοί τοξότες δεν ήταν καν στρατιώτες, αλλά πολίτες – πάροικοι, που βάσει φεουδαρχικών ή άλλων υποχρεώσεων προς το κράτος, στρατεύονταν όταν υπήρχε ανάγκη, για διάστημα λίγων, το πολύ, μηνών. Οι άνδρες αυτοί πολεμούσαν κατά βάση σε χαλαρή τάξη, ως ψιλοί ακροβολιστές και δεν ήταν φυσικά σε θέση να αντιμετωπίσουν έφοδο βαρύτερων τμημάτων, πολύ δε περισσότερο επέλαση ιππικού.
Σε ορισμένες περιπτώσεις στρατεύθηκαν και αγρότες οπλισμένοι μόνο με αγροτικά εργαλεία. Κατά κανόνα τα τμήματα αυτά τρέπονταν σε φυγή επί τη εμφανίσει του εχθρού. Τον 14ο αιώνα αρκετοί τοξότες εφοδιάστηκαν με βαλλίστρες, αντί του παραδοσιακού, σύνθετου τόξου. Ωστόσο η χρήση της βαλλίστρας απαιτούσε καλή εκπαίδευση και η χρήση της, κατά συνέπεια, από τους πολιτοφύλακες – πάροικους τοξότες ήταν περιορισμένοι. Τοξότες ήταν και οι περισσότεροι Κρήτες στρατιώτες που υπηρετούσαν, τους χρόνους αυτούς, στον Αυτοκρατορικό Στρατό. Οι βαλλιστροφόροι αποτελούσαν ξεχωριστό σώμα και διοικούντο από τον Στρατοπεδάρχη των Τζαγραδόρων (οι Βυζαντινοί ονόμαζαν την βαλλίστρα τζάγρα).
Υπήρχαν και τμήματα ελαφρού πεζικού, τα οποία ήταν ικανά να πολεμήσουν και εκ του συστάδην, περίπου όπως οι αρχαίοι πελταστές. Τα τμήματα προέρχονταν κυρίως από την Πελοπόννησο και συγκεκριμένα από τη Λακωνική Μάνη. Ήταν οι λεγόμενο Τσάκωνες, οι οποίοι υπηρετούσαν και ως πεζοναύτες στον αυτοκρατορικό στόλο. Αργότερα συγκροτήθηκε και μια μονάδα της αυτοκρατορικής φρουράς από Τσάκωνες και μια άλλη από «Γιανιτσάρους», η σύνθεση, ή οργάνωση και ο φερόμενος από τους άνδρες της οπλισμός είναι άγνωστα. Πιθανότατα πρέπει να ταυτιστούν με τους Μουρτάτες. Οι Τσάκωνες και οι λεγόμενοι «Γαζμούλοι» (απόγονοι ερωτικών συνευρέσεων Ελλήνων και Λατίνων) έφεραν ασπίδες, ακόντια και δόρατα. Οι καλύτερα οπλισμένοι διέθεταν και θώρακα. Και οι μονάδες των Τσακώνων και των Γαζμούλων διαλύθηκαν από τον Ανδρόνικο Β’, με εξαίρεση τις μονάδες της φρουράς.
Η αυτοκρατορική φρουρά αποτελείτο από τα δύο αλλάγια των Παραμονών, ένα ιππικού και ένα ιππικού, από ένα τμήμα Τσακώνων, διοικούμενο από Στρατοπεδάρχη, ένα αλλάγιο ιππικού Βαρδαριωτών, τους Κατελάνους, Καταλανούς δηλαδή, που έμειναν πιστοί στην Αυτοκρατορία και τη Βαράγγια φρουρά, η οποία όμως, μέχρι τα μέσα του 14ου αιώνα, φρουρούσε τον εκάστοτε αυτοκράτορα, αλλά δεν εκστράτευε έξω από την Κωνσταντινούπολη, πιθανόν λόγο και του μικρού αριθμού ανδρών που πλέον διέθετε. Αργότερα συγκροτήθηκε και μια μονάδα των Μουρτάτων τοξότων, ίσως εκχριστιανισμένων Τούρκων ή άλλων επίλεκτων τοξότων, τους οποίους διοικούσε ο Στρατοπεδάρχης των Μουρτάτων. Ορισμένοι ιστορικοί ταυτίζουν τους Μουρτάτρους με τους Βαρδαριώτες ή τους Γιανιτσάρους.
Ο Νικηφόρος Γρηγοράς αναφέρει πως ο αυτοκράτορας Ιωάννης Στ’ Καντακουζηνός είχε ως προσωπική φρουρά ένα αλλάγιο με 500 Καταλανούς στρατιώτες, με αλλαγάτορα τον Χουάν Πελάτρα. Τα εκτός των Παραμονών αλλάγια της φρουράς συγκροτούσαν τις λεγόμενες Εταιρείες. Ο όρος ήταν παλαιός και δήλωνε τα μισθοφορικά τμήματα της αυτοκρατορικής φρουράς. Διοικητής τους ήταν ο μέγας εταιριάρχης, ή εταιρίαρχος, με δεύτερος την ιεραρχία τον εταιρίαρχο. Ο διοικητής της φρουράς των Παραμονών έφερε τον τίτλο του πρωταλλαγάτορα.
Τα διάφορα μισθοφορικά τμήματα, Καταλανών, Τούρκων, Σέρβων, Βούλγαρων, Βλάχων, Λατίνων ή Αλανών μισθοφόρων, αποτελούσαν, στις περισσότερες των περιπτώσεων, τον όγκο των αυτοκρατορικών στρατευμάτων. Άλλοι αξιωματούχοι της εποχής, με μη ξεκάθαρους ρόλους ήταν ο Μέγας Άρχων, ο Άρχων του Αλλαγίου, ο Μέγας Τσαούσιος και ο Ακόλουθος. Ο πρώτος φαίνεται πως δεν είχε στρατιωτικό ρόλο, αντίθετα με τον δεύτερο που, μάλλον, διοικούσε τους άνδρες της βασιλικής σωματοφυλακής. Ο Μέγας Τσαούσιος επίσης, κατά πάσα πιθανότητα είχε εθιμοτυπικό ρόλο, ενώ ο Ακόλουθος ήταν ο επικεφαλής της Βαράγγιας φρουράς.
Όταν ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ Ιωάννης Καντακουζηνού και Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου, το 1341, οι πηγές αναφέρουν ότι ο Καντακουζηνός, ως μέγας δομέστιχος (αρχιστράτηγος), διέθετε 16 αλλάγια. Αν τα αλλάγια αυτά ήταν πλήρους δυνάμεως, μπορούμε να υποθέσουμε ότι διέθετε συνολικά περί τους 8.000 άνδρες. Ένα έτος μετά όμως ο Καντακουζηνός εμφανίζεται να διαθέτει μόνο 2.000 άνδρες, ενώ με τη λήξη του εμφυλίου, κατά την είσοδό του στην Κωνσταντινούπολη, εμφανίζεται να διαθέτει μόλις 1.000 άνδρες.
Ακόμα και αν ο όγκος του στρατού του, κατά την έναρξη του εμφυλίου, αποτελείτο από μισθοφορικά τμήματα, η εξέλιξη του καταστρεπτικού εκείνου πολέμου, δείχνει την πλήρη κατάρρευση της όποιας στρατιωτικής ισχύος είχε απομείνει στην Αυτοκρατορία. Επί Μιχαήλ Η’ ο Βυζαντινός Στρατός μπορούσε να παρατάξει 20.000 άνδρες. Η κατάπτωση, μέσα σε λίγα χρόνια, ήταν εμφανής.
Πηγή: defence-point.gr
Το 996 μ.Χ. οι Βούλγαροι, υπό τον τσάρο Σαμουήλ, εκμεταλλευόμενοι την εμπλοκή του αυτοκράτορα Βασιλείου Βουλγαροκτόνου με τους Άραβες, πολιόρκησαν την Θεσσαλονίκη. Αδυνατώντας όμως να καταλάβουν την καλά οχυρωμένη πόλη κινήθηκαν νότια και έφτασαν, λεηλατώντας, ως τη Λάρισα, την οποία ισοπέδωσαν, κυριολεκτικά και μέχρι την Κόρινθο.
Η ένταση της βουλγαρικής επιδρομής υποχρέωσε τον αυτοκράτορα να διαθέσει δυνάμεις στην Ελλάδα, τις οποίες έταξε υπό τον στρατηγό Νικηφόρο Ουρανό. Καθώς οι Βούλγαροι κινούνταν πάλι προς Βορρά, φορτωμένοι λάφυρα και σέρνοντας μαζί τους χιλιάδες γυναίκες και παιδιά που είχαν αρπάξει, ο Ουρανός τους ακολουθούσε προσεκτικά, πλήττοντας, όταν αυτό ήταν δυνατό, τις οπισθοφυλακές τους.
Το παιχνίδι αυτό της γάτας με το ποντίκι εξακολούθησε μέχρι τις Θερμοπύλες. Εκεί ο Ουρανός πέρασε με τον στρατό του τον ποταμό και βρέθηκε μπροστά από τους Βούλγαρους, που λόγω λαφύρων και αιχμαλώτων, κινούνταν αργά. Οι Βούλγαροι στρατοπέδευσαν στη νότια όχθη, έχοντας μπροστά τους, τους Βυζαντινούς.
Λόγω των έντονων βροχοπτώσεων ο ποταμός ήταν αδιάβατος και έτσι οι Βούλγαροι τοποθέτησαν μικρές φρουρές κατά μήκος της ελεγχόμενης από αυτούς όχθης. Αδυνατώντας να κινηθούν, οι δύο στρατοί έμειναν αντιμέτωποι μερικές μέρες, δίνοντας μια αίσθηση ασφάλειας στους Βούλγαρους, οι οποίοι θεωρούσαν πως οι Βυζαντινοί δεν μπορούσαν να περάσουν τον ποταμό.
Ωστόσο οι περίφημοι Τραπέζιτοι ελαφροί ιππείς του Βυζαντινού στρατού, ανακάλυψαν έναν σημείο από όπου μπορούσε, με προσπάθεια, να περάσει ο στρατός. Αμέσως ο Ουρανός έσπευσε στο σημείο και αφού βεβαιώθηκε διέταξε να ετοιμαστεί το στράτευμα να περάσει μόλις νύχτωνε.
Έτσι και έγινε. Με απόλυτη τάξη οι Βυζαντινοί πέρασαν τον ποταμό τη νύχτα και πλησίασαν στο βουλγαρικό στρατόπεδο. Δεν επιτέθηκαν όμως, περιμένοντας την αυγή, από το φόβο μήπως σκοτώσουν, μέσα στο σκοτάδι και την σύγχυση και τους Έλληνες αιχμαλώτους των Βουλγάρων. Ξαφνικά, μόλις άρχισε να χαράζει οι Βυζαντινοί με την ιαχή «Κύριε Ελέησον», εφόρμησαν.
Οι αιφνιδιασμένοι Βούλγαροι δεν κατάφεραν να αντισταθούν, αλλά όσοι μπόρεσαν τράπηκαν σε φυγή, αφήνοντας πίσω τους λάφυρα και αιχμαλώτους. Περίπου 1.000 που προσπάθησαν να προβάλουν αντίσταση σκοτώθηκαν. Άλλοι 12.000 αιχμαλωτίστηκαν. Το σημαντικότερο όμως ήταν η απελευθέρωση των αιχμαλώτων, οι οποίοι με δάκρυα στα μάτια ευχαριστούσαν τους στρατιώτες που τους έσωσαν.
Ο Σαμουήλ και ο γιος του Ραντομίρ που τον ακολουθούσε σώθηκε. Αλλά η ήττα αυτή ήταν η αρχή του τέλους της Α’ Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας.
Πηγή: defence-point.gr
Στα τέλη του 6ου και στις αρχές του 7ου αι. μ.Χ. στον Δούναβη εμφανίστηκε μια νέα απειλή για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αυτή των Αβάρων. Οι Άβαροι ήταν ένα μογγολικό φύλο – οι Τούρκοι, προεξάρχοντος του Ερντογάν τους θεωρούν «αδερφούς» τους – οι οποίοι, υποτάσσοντας διάφορα σλαβικά, αλλά και γερμανικά φύλα, δημιούργησαν ένα εκτεταμένο κράτος στη βόρεια Βαλκανική.
Οι Άβαροι διέθεταν πολύ και καλό ιππικό. Το πεζικό τους αποτελείτο από υποτελείς Σλάβους και Γερμανούς. Από τον Δούναβη, οι Άβαροι άρχισαν να εκτελούν επιδρομές στις βυζαντινές επαρχίες, υποχρεώνοντας τον αυτοκράτορα Μαυρίκιο να στείλει τον στρατηγό Πρίσκο στην περιοχή για να τους αναχαιτίσει.
Ο Πρίσκος έφτασε στον Δούναβη και διέταξε αναγνωριστικά τμήματα του στρατού να περάσουν στη βόρεια όχθη του μεγάλου ποταμού, για να εξακριβώσουν τη δύναμη του εχθρού. Οι Άβαροι εντόπισαν τα βυζαντινά τμήματα και τους επιτέθηκαν, απειλώντας τα με αφανισμό. Ευτυχώς η σκληρά πιεζόμενη εμπροσθοφυλακή, κατάφερε να ενημερώσει τον Πρίσκο για τη δύσκολη θέση στην οποία είχε περιέλθει και έτσι ο Βυζαντινός στρατηγός, συγκεντρώνοντας κάθε διαθέσιμο πλωτό μέσο και κατασκευάζοντας σχεδίες, πέρασε με το σύνολο της δύναμής του τον ποταμό και έσπευσε να βοηθήσει την εμπροσθοφυλακή, όπως και έγινε. Οι Άβαροι υποχώρησαν.
Ο Πρίσκος κατόπιν χώρισε τη δύναμή του σε τρία μέρη, τα οποία έταξε σε σχηματισμό τετραγώνου, ώστε να μην μπορούν να απειληθούν από τους Άβαρους ιππείς και κινήθηκε εναντίον τους, στην εχθρική ενδοχώρα. Οι Άβαροι επιτέθηκαν στα βυζαντινά τετράγωνα, επί ώρες, αλλά υπέστησαν μεγάλη φθορά. Τελικά υποχρεώθηκαν να υποχωρήσουν αφήνοντας πίσω τους 4.000 νεκρούς, έναντι 300, περίπου, Βυζαντινών.
Ο Πρίσκος μετά τη νίκη του δεν βιάστηκε. Ξεκούρασε τον στρατό του, αλλά παράλληλα έστειλε ανιχνευτικά τμήματα σε όλη τη γύρω περιοχή συγκεντρώνοντας πληροφορίες για τον αντίπαλο και το έδαφος. Έτσι, επτά ημέρες μετά την πρώτη του νίκη, κίνησε και πάλι κατά των Αβάρων. Αυτή τη φορά έταξε τον στρατό του και πάλι σε τρία τμήματα, αλλά συμβατικά, επιδιώκοντας να προκαλέσει τους Αβάρους να του επιτεθούν. Έτσι και έγινε. Τότε όμως, όπως είχε εξαρχής σχεδιάσει, οι δυνάμεις του υποχώρησαν ελαφρά, έλαβαν μηνοειδείς σχηματισμούς και, κυριολεκτικά, περίσχεσαν τον εχθρό.
Σε ελάχιστα λεπτά, κυκλωμένοι κατά τα ¾, οι Άβαροι, σφαγιάστηκαν. Αφήνοντας πίσω τους 9.000 νεκρούς τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Ο Πρίσκος, ακολουθώντας την ίδια τακτική, ξεκούρασε και πάλι τον στρατό του και έξι ημέρες μετά τη δεύτερη νίκη του κίνησε και πάλι κατά των εχθρών. Οι ανιχνευτές του τον ενημέρωσαν ότι οι Άβαροι προσέγγιζαν εναντίον του από ένα σημείο, πίσω από το οποίο υπήρχε ένα έλος, στην περιοχή του Βιμινάκιου. Αν λοιπόν τους επιτίθεντο άμεσα, θα τους παγίδευε μεταξύ του στρατού του και του έλους.
Ο Πρίσκος δεν περίμενε τίποτε άλλο, αλλά, τασσόμενος ο ίδιος, προσωπικά, επικεφαλής, διέταξε τον στρατό να τρέξει! Οι Βυζαντινοί, πράγματι, κατάφεραν και έφτασαν πρώτοι σε έναν λόφο που δέσποζε της περιοχής, έχοντας μπροστά τους, τους έκπληκτους Αβάρους. Οι τελευταίοι, όπως- όπως, σχημάτισαν μια μονολιθική γραμμή μάχης, που εξουδετέρωνε πλήρως το συντριπτικό τους πλεονέκτημα σε αριθμό και ποιότητα ιππικού. Ο Πρίσκος επιτέθηκε αμέσως.
Με προτεταμένες τις λόγχες και τα λάβαρα να ανεμίζουν, το βυζαντινό ιππικό ρίχθηκε στην επίθεση, με απίστευτη ορμή, τσακίζοντας, με την πρώτη κρούση, την εχθρική παράταξη. Πανικόβλητοι οι Άβαροι άρχισαν να φεύγουν προς το έλος. Εκεί χιλιάδες βρήκαν άδοξο τέλος. Περισσότεροι από 15.000 Άβαροι χάθηκαν, μεταξύ των οποίων και τέσσερις από τους γιούς του χάνου τους, του Μπαγιάν.
Χωρίς να χάσει, πλέον, χρόνο, έχοντας αφανίσει την κύρια εχθρική δύναμη, ο Πρίσκος καταδίωξε τους ηττημένους εχθρούς επί 20 ημέρες συνεχώς, εξοντώνοντας 57.000 εχθρούς.
Πηγή: defence-point.gr
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...