
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Από την εποχή του χαλίφη Ομάρ και των πρώτων μεγάλων κατακτήσεων για την πίστη, η ισλαμική παράδοση έχει καθορίσει το είδος της μεταχείρισης που πρέπει να επιφυλάσσεται στους κατακτημένους λαούς. Εάν μια πόλη ή περιοχή παραδίνεται στον κατακτητή με τη θέλησή της δεν πρέπει να λεηλατείται, αν και ίσως χρειαστεί να καταβάλει μια αποζημίωση. Οι Χριστιανοί και οι Εβραίοι κάτοικοί της μπορούν να διατηρήσουν τους τόπους λατρείας τους, υποκείμενοι σε συγκεκριμένους κανονισμούς σχετικά με τα ίδια τα κτίρια. Ακόμη και αν η συνθηκολόγηση οφείλεται σε αναπότρεπτη ανάγκη, επειδή η άμυνα δεν μπορεί να αντέξει άλλο, ο κανόνας εξακολουθεί να θεωρείται ότι ισχύει, αν και ο κατακτητής τώρα μπορεί να επιμείνει σε σκληρότερους όρους, επιβάλλοντας βαρύτερα πρόστιμα και απαιτώντας την τιμωρία των πιο αμετανόητων εχθρών του.
Όταν όμως μια πόλη καταληφθεί εξ εφόδου, οι κάτοικοι της δεν έχουν δικαιώματα. Στο στρατό των κατακτητών δίνεται το δικαίωμα τριών ημερών απεριόριστης λαφυραγωγίας, και οι πρώην τόποι λατρείας, μαζί με κάθε άλλο κτίριο, καθίστανται περιουσία του κατακτητή ηγέτη, που μπορεί να τα διαθέσει όπως θέλει.
Ο σουλτάνος Μωάμεθ είχε υποσχεθεί στους στρατιώτες του τις τρεις ημέρες της λαφυραγωγίας στις οποίες είχαν δικαίωμα. Εκείνοι ξεχύθηκαν μέσα στην πόλη. Μετά τη διάσπαση των τειχών από τα πρώτα στρατεύματά του επέμεινε σε μια συγκεκριμένη πειθαρχία. Τα συντάγματα βάδιζαν μέσα το ένα μετά το άλλο, με τη μουσική να παίζει και τις σημαίες να κυματίζουν. Μόλις όμως βρίσκονταν μέσα στην πόλη, όλοι συμμετείχαν στο άγριο κυνήγι της λείας. Στην αρχή δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι η άμυνα είχε τελειώσει. Έσφαζαν όποιον συναντούσαν στους δρόμους, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, αδιάκριτα.Το αίμα έτρεχε σε ποτάμια στους κατηφορικούς δρόμους από τα υψώματα της Πέτρας προς τον Κεράτιο. Αλλά σύντομα η δίψα για αίμα κατευνάστηκε. Οι στρατιώτες αντιλήφθηκαν ότι οι αιχμάλωτοι και τα πολύτιμα αντικείμενα θα τους προσπόριζαν μεγαλύτερο κέρδος.
Από τους στρατιώτες που πέρασαν μέσα από το φράχτη ή από την Κερκόπορτα πολλοί στράφηκαν να λεηλατήσουν το αυτοκρατορικό παλάτι στις Βλαχέρνες. Κατέβαλαν τη βενετική φρουρά του και άρχισαν να αρπάζουν όλους τους θησαυρούς του, καίγοντας βιβλία και εικόνες μόλις αποσπούσαν τα καλύμματα και τα πλαίσια με τα κοσμήματα, και σπάζοντας τα ψηφιδωτά και τα μάρμαρα στους τοίχους. Άλλοι κατευθύνθηκαν στις μικρές αλλά υπέροχες εκκλησίες κοντά στα τείχη, τον Άγιο Γεώργιο κοντά στη Χαρίσια πύλη, τον Άγιο Ιωάννη στην Πέτρα και τη χαριτωμένη εκκλησία της μονής του Σωτήρα στη Χώρα, για να τις απογυμνώσουν από τα άφθονα καλύμματά τους, τα άμφια και ότι άλλο ήταν δυνατό να αφαιρεθεί από αυτές.
Στη Χώρα άφησαν απείραχτα τα ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες αλλά κατέστρεψαν την εικόνα της Θεομήτορος, της Οδηγήτριας, της ιερότερης εικόνας σε όλο το Βυζάντιο, την οποία, όπως έλεγαν οι άνθρωποι, είχε ζωγραφίσει ο ίδιος ο Άγιος Λουκάς.Την είχαν μεταφέρει εκεί από την εκκλησία της πλάι στο παλάτι στην αρχή της πολιορκίας, ώστε η ευεργετική της παρουσία να είναι διαθέσιμη για να εμπνέει τους αμυνόμενους επάνω στα τείχη.Την έβγαλαν από τη βάση της και την έσπασαν σε τέσσερα κομμάτια.Έπειτα άλλοι από τους στρατιώτες έσπευσαν να μπουν στα κοντινά σπίτια, άλλοι προς τις αγορές και τα μεγάλα κτίρια στην ανατολική απόληξη της πόλης. Οι ναύτες από τα πλοία στον Κεράτιο είχαν ήδη εισέλθει από την Πλατεία πύλη και άδειαζαν τις αποθήκες κατά μήκος των τειχών.Σύντομα μερικοί από αυτούς συνάντησαν μια συγκινητική λιτανεία γυναικών που πήγαιναν προς την εκκλησία της Αγίας Θεοδοσίας, για να προσευχηθούν για την προστασία της αυτή την ημέρα, της γιορτής της. Οι γυναίκες περικυκλώθηκαν και μοιράστηκαν από τους άνδρες που τις συνέλαβαν, οι οποίοι στη συνέχεια προχώρησαν για να λεηλατήσουν την ανθοστόλιστη εκκλησία και να πιάσουν τους πιστούς εκεί.
Άλλοι ανέβηκαν στο λόφο για να συνενωθούν με τους στρατιώτες από τα χερσαία τείχη στην απογύμνωση της τριπλής εκκλησίας του Παντοκράτορα και των μοναστικών κτισμάτων που ήταν προσαρτημένα σ' αυτό, όπως και της γειτονικής εκκλησίας του Παντεπόπτη. Άλλοι, που είχαν μπει από την Ωραία Πύλη, σταμάτησαν για να λεηλατήσουν τη συνοικία της αγοράς προτού ανεβούν στο λόφο προς τον Ιππόδρομο και την ακρόπολη. Στο μεταξύ οι ναύτες από τα πλοία στην Προποντίδα είχαν ανοίξει δρόμο μέσα από το παλιό Ιερό Παλάτιο. Οι διάδρομοί του ήταν εγκαταλελειμένοι και μισοερειπωμένοι, αλλά εξακολουθούσαν να υπάρχουν λαμπρές εκκλησίες εκεί, όπως η Νέα Βασιλική την οποία είχε κτίσει ο Βασίλειος Α' περίπου πέντε αιώνες νωρίτερα. Λεηλατήθηκαν όλες εντελώς. Έπειτα οι ναύτες και από τους δύο στόλους και τα πρώτα στίφη στρατιωτών από τα χερσαία τείχη συνέκλιναν στη μεγαλύτερη εκκλησία του Βυζαντίου, τη μητρόπολη της Αγίας Σοφίας.
Η εκκλησία εξακολουθούσε να είναι γεμάτη με κόσμο. Η Θεία Λειτουργία είχε τελειώσει και έψαλλαν τη λειτουργία του Όρθρου. Με τους θορύβους της φασαρίας απέξω οι τεράστιες μπρούντζινες πόρτες του κτιρίου έκλεισαν. Μέσα το εκκλησίασμα προσευχόταν για το θαύμα που μόνο αυτό μπορούσε να τους σώσει. Προσεύχονταν μάταια. Δεν πέρασε πολλή ώρα προτού γκρεμιστούν οι πόρτες από τα σφυροκοπήματα. Οι πιστοί είχαν παγιδευτεί. Μερικοί από τους γέρους και τους ανήμπορους σκοτώθηκαν επιτόπου, αλλά οι περισσότεροι δέθηκαν ή αλυσοδέθηκαν μαζί. Τα πέπλα και τα μαντήλια των γυναικών σκίστηκαν για να χρησιμοποιηθούν ως σχοινιά. Πολλές από τις ωραιότερες κοπέλες και νέους και πολλοί από τους πιο πλούσια ντυμένους ευγενείς σχεδόν κατασπαράχθηκαν καθώς οι δεσμώτες τους τσακώνονταν γι' αυτούς. Σύντομα μια μακριά πομπή από αταίριαστες μικροομάδες ανδρών και γυναικών δεμένων σφιχτά μεταξύ τους συρόταν προς τους καταυλισμούς των στρατιωτών, για να γίνουν εκεί για μία ακόμη φορά αντικείμενα φιλονικιών. Οι ιερείς συνέχισαν να ψάλλουν στο Ιερό μέχρις ότου συνελήφθησαν και εκείνοι. Αλλά την τελευταία στιγμή, έτσι πίστευαν οι πιστοί, μερικοί από αυτούς άρπαξαν τα πιο ιερά σκεύη και κινήθηκαν προς το νότιο τοίχο του Ιερού. Εκείνος άνοιξε γι' αυτούς και έκλεισε πίσω τους, και εκεί θα παραμείνουν μέχρις ότου το ιερό κτίριο ξαναγίνει πάλι εκκλησία.
Η λεηλασία συνεχίστηκε όλη την ημέρα. Ανδρικά και γυναικεία μοναστήρια παραβιάστηκαν και οι κάτοικοι τους συνελήφθησαν. Μερικές από τις νεώτερες καλόγριες προτίμησαν το μαρτύριο από την ατίμωση και ρίχτηκαν σε πηγάδια, αλλά οι μοναχοί και οι πιο ηλικιωμένες καλόγριες συμμορφώθηκαν τώρα με την παλιά παράδοση παθητικότητας της Ορθόδοξης Εκκλησίας και δεν προέβαλαν αντίσταση. Τα ιδιωτικά σπίτια λεηλατήθηκαν συστηματικά. Κάθε ομάδα λεηλασίας άφηνε στην είσοδο μια μικρή σημαία για να δείχνει πότε ένα σπίτι είχε εκκενωθεί εντελώς. Οι ένοικοι μεταφέρονταν μαζί με τα υπάρχοντά τους.Όποιος κατέρρεε από αδυναμία σφαζόταν, μαζί με έναν αριθμό παιδιών που θεωρήθηκε ότι δεν είχαν αξία. Γενικά όμως τώρα δεν θυσίαζαν τις ζωές των αιχμαλώτων. Υπήρχαν ακόμη σπουδαίες βιβλιοθήκες στην πόλη, μερικές κοσμικές και πολύ περισσότερες σε μοναστήρια. Τα περισσότερα βιβλία κάηκαν, υπήρξαν όμως Τούρκοι αρκετά οξυδερκείς για να αντιληφθούν ότι αποτελούσαν αντικείμενα με εμπορική αξία και διέσωσαν έναν αριθμό ο οποίος αργότερα πουλήθηκε για λίγα νομίσματα σε όποιον ενδιαφερόταν.
Στις εκκλησίες γίνονταν σκηνές αίσχους. Πολλοί εσταυρωμένοι με πολύτιμες πέτρες μεταφέρθηκαν με τουρκικά σαρίκια να τους περιβάλλουν έκλυτα. Πολλά κτίρια έπαθαν ανεπανόρθωτες ζημιές. Το βράδυ δεν υπήρχαν πολλά για να λεηλατηθούν και κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε όταν ο σουλτάνος κήρυξε ότι η λεηλασία έπρεπε πια να σταματήσει. Οι στρατιώτες είχαν πολλά για να τους κρατούν απασχολημένους για τις επόμενες δύο ημέρες, με το να μοιράζονται τη λεία και να μετρούν τους αιχμαλώτους. Κυκλοφορούσε η φήμη ότι υπήρχαν περίπου πενήντα χιλιάδες από αυτούς, από τους οποίους μόνο πεντακόσιοι ήταν στρατιώτες. Ο υπόλοιπος χριστιανικός στρατός είχε χαθεί, με εξαίρεση τους λίγους άνδρες που είχαν ξεφύγει δια θαλάσσης. Οι νεκροί, συμπεριλαμβανομένων των αμάχων θυμάτων της σφαγής, λέγεται ότι έφθαναν τους τέσσερις χιλιάδες.
Ο ίδιος ο σουλτάνος μπήκε στην πόλη αργά το απόγευμα. Συνοδευόμενος από τους εκλεκτότερους γενίτσαρους της φρουράς του και ακολουθούμενος από τους υπουργούς του προχώρησε αργά μέσα από τους δρόμους προς την εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Μπροστά από τις πόρτες της αφίππευσε και έσκυψε να πάρει μια χούφτα χώμα το οποίο έχυσε επάνω από το σαρίκι του ως πράξη ταπεινοφροσύνης προς το Θεό του. Μπήκε στην εκκλησία και έμεινε για μια στιγμή σιωπηλός. Έπειτα, καθώς προχωρούσε προς το Ιερό, παρατήρησε έναν Τούρκο στρατιώτη που προσπαθούσε να σπάσει ένα κομμάτι από το μαρμάρινο δάπεδο. Γύρισε σ' αυτόν θυμωμένα και του είπε ότι στην άδεια για λεηλασία δεν συμπεριλαμβανόταν η καταστροφή των κτιρίων. Αυτά τα κρατούσε για τον εαυτό του. Υπήρχαν ακόμη μερικοί Έλληνες που κρύβονταν σε γωνίες και τους οποίους οι Τούρκοι δεν είχαν ακόμη δέσει για να τους πάρουν. Διέταξε να τους αφήσουν να πάνε στα σπίτια τους με την ησυχία τους. Έπειτα βγήκαν μερικοί ιερείς από τα μυστικά περάσματα πίσω από το Ιερό και ζήτησαν το έλεός του. Κι αυτούς τους απομάκρυνε υπό προστασία. Επέμεινε όμως ότι η εκκλησία θα έπρεπε να μετατραπεί αμέσως σε τζαμί. Ένας από τους ουλεμάδες του ανέβηκε στον άμβωνα και προσκύνησε το νικηφόρο Θεό του.
Φεύγοντας από τη μητρόπολη ο σουλτάνος πήγε στην απέναντι πλευρά της πλατείας, στο παλιό Ιερό Παλάτιο. Καθώς περνούσε από τους μισοερειπωμένους διαδρόμους και τις αίθουσές του λέγεται ότι μουρμούρισε τα λόγια ενός Πέρση ποιητή: «Η αράχνη υφαίνει τις κουρτίνες στο παλάτι των Καισάρων, η κουκουβάγια κρώζει στις περιπόλους, στους πύργους του Αφρασιάμπ». Με την περιοδεία του σουλτάνου μέσα από την πόλη η τάξη αποκαταστάθηκε. Ο στρατός του είχε κορεσθεί από λάφυρα και η στρατονομία του μερίμνησε ώστε οι άνδρες να επιστρέψουν στους καταυλισμούς τους. Ο ίδιος επέστρεψε στο στρατόπεδό του μέσα από έρημους δρόμους.
Την επομένη διέταξε να παρουσιαστούν ενώπιόν του όλα τα λάφυρα και από αυτά διάλεξε το ποσοστό που εδικαιούτο ως αρχηγός. Μερίμνησε να δοθεί επίσης ένα δίκαιο μερίδιο στους στρατιώτες του τα καθήκοντα των οποίων δεν τους είχαν επιτρέψει να λάβουν μέρος στη λεηλασία. Για τον εαυτό του κράτησε όλα τα αιχμάλωτα μέλη των μεγάλων οικογενειών του Βυζαντίου και όσους από τους υψηλόβαθμους αξιωματούχους είχαν διαφύγει από τη σφαγή. Απελευθέρωσε αμέσως τις περισσότερες από τις ευγενείς αρχόντισσες, παρέχοντας σε πολλές από αυτές χρήματα ώστε να μπορέσουν να απελευθερώσουν τις οικογένειές τους. Αλλά κράτησε τους πιο όμορφους από τους νεαρούς γιους και τις κόρες τους για το σεράι του. Σε πολλούς άλλους νέους δόθηκε ελευθερία και αξιώματα στο στρατό του, υπό τον όρο ότι θα αποκήρυσσαν τη θρησκεία τους. Μερικοί από αυτούς αποστάτησαν, αλλά το μεγαλύτερο μέρος προτίμησε να δεχθεί την ποινή για την πίστη στο Χριστό.
Μεταξύ των Ελλήνων αιχμαλώτων ανακάλυψε το Λουκά Νοταρά, το Μέγα Δούκα, καθώς και περίπου εννέα άλλους υπουργούς του αυτοκράτορα. Τους απελευθέρωσε ο ίδιος από τους δεσμώτες τους και τους δέχθηκε ευγενικά, απελευθερώνοντας το Μέγα Δούκα και δύο ή τρεις άλλους. Πολλοί όμως από τους άλλους αξιωματούχους του Κωνσταντίνου, μεταξύ των οποίων και ο Φραντζής, δεν αναγνωρίστηκαν και παρέμειναν στην αιχμαλωσία. Στους Ιταλούς αιχμαλώτους δεν επιδείχθηκε παρόμοιος οίκτος. Ο Μινόττο, ο Βενετός βάιλος, θανατώθηκε μαζί με έναν από τους γιους του και επτά από τους κυριότερους συμπατριώτες του. Μεταξύ τους ήταν ο Καταρίνο Κονταρίνι, ο οποίος είχε ήδη εξαγοραστεί από τα στρατεύματα του Ζαγανός πασά, αλλά ο οποίος συνελήφθη και πάλι και ζητήθηκαν άλλες επτά χιλιάδες χρυσά νομίσματα για την απελευθέρωσή του. Αυτό ήταν ένα ποσό το οποίο δεν μπορούσε να πληρώσει κανείς από τους φίλους του. Ο Καταλανός πρόξενος, ο Περέ Χούλια, επίσης εκτελέστηκε, μαζί με πέντε ή έξι συμπατριώτες του. Ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος είχε αιχμαλωτιστεί, αλλά δεν αναγνωρίστηκε και σύντομα εξαγοράστηκε από εμπόρους του Πέραν οι οποίοι είχαν σπεύσει στο τουρκικό στρατόπεδο για να σώσουν Γενοβέζους συμπατριώτες τους. Ο καρδινάλιος Ισίδωρος ήταν ακόμη πιο τυχερός. Είχε πετάξει τα εκκλησιαστικά του άμφια, δίνοντάς τα σε ένα ζητιάνο και φορώντας αντί γι' αυτά τα ράκη του ζητιάνου. Ο ζητιάνος συνελήφθη και θανατώθηκε, και το κεφάλι του επιδεικνυόταν ως το κεφάλι του καρδιναλίου, ενώ ο Ισίδωρος πουλήθηκε για ένα μηδαμινό ποσό σε έναν έμπορο του Πέραν που τον είχε αναγνωρίσει. Ο Τούρκος πρίγκιπας Ορχάν είχε επίσης προσπαθήσει να διαφύγει μεταμφιεσμένος. Είχε δανειστεί το ράσο ενός Έλληνα μοναχού, ελπίζοντας ότι η τέλεια γνώση του των Ελληνικών θα τον γλίτωνε από υποψίες. Αλλά αιχμαλωτίστηκε, προδόθηκε από ένα συγκρατούμενό του και αποκεφαλίστηκε επιτόπου. Η γενοβέζικη γαλέρα στην οποία είχε μεταφερθεί ο τραυματισμένος Τζουστινιάνι ήταν μία από εκείνες που κατόρθωσαν να διαφύγουν από τον Κεράτιο. Ο Τζουστινιάνι αποβιβάστηκε στη Χίο και πέθανε εκεί μία ή δύο ημέρες αργότερα. Για τους οπαδούς του παρέμεινε ήρωας, αλλά οι Έλληνες και οι Βενετοί, όσο και αν είχαν θαυμάσει πολύ την ενεργητικότητα, τη γενναιότητα και την ηγεσία του σε όλη τη διάρκεια της πολιορκίας, θεώρησαν ότι στο τέλος είχε φανεί λιποτάκτης. Θα έπρεπε να είχε το θάρρος να αντιμετωπίσει τον πόνο και το θάνατο παρά να διακινδυνεύσει την ολοκληρωτική κατάρρευση της άμυνας με τη φυγή του. Πολλοί, ακόμη και μεταξύ των Γενοβέζων, αισθάνονταν ντροπή γι' αυτόν. Ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος τον κατηγόρησε σφοδρά για τον άκαιρο τρόμο του.
Η τύχη των Ελλήνων αιχμαλώτων ποίκιλε. Μετά από τρεις ημέρες, όταν η επίσημη περίοδος της λεηλασίας είχε τελειώσει, ο σουλτάνος εξέδωσε μία προκήρυξη που έλεγε ότι όσοι Έλληνες είχαν ξεφύγει από την αιχμαλωσία ή είχαν εξαγοραστεί μπορούσαν να πάνε στα σπίτια τους, όπου η ζωή και η περιουσία τους θα παρέμεναν πλέον ανενόχλητα. Αλλά δεν υπήρχαν πολλοί από αυτούς, ούτε πολλά από τα σπίτια τους ήταν κατοικήσιμα. Λέγεται ότι ο ίδιος ο Μωάμεθ έστειλε τετρακόσια Ελληνόπουλα ως δώρα σε καθέναν από τους τρεις κυριότερους μωαμεθανούς δυνάστες της εποχής, το σουλτάνο της Αιγύπτου, το βασιλιά της Τυνησίας και το βασιλιά της Γρανάδας.
Πολλές ελληνικές οικογένειες δεν επρόκειτο να ξαναενωθούν. Ο Ματθαίος Καμαριώτης, στο θρήνο του για την πόλη, αφηγείται την απεγνωσμένη έρευνα που έκαναν αυτός και οι φίλοι του για να βρουν τους συγγενείς τους. Ο ίδιος έχασε γιους και αδελφούς. Για μερικούς έμαθε αργότερα ότι είχαν σκοτωθεί. Άλλοι απλά εξαφανίστηκαν, ενώ ένοιωσε τη ντροπή της ανακάλυψης ότι ο ανιψιός του είχε επιζήσει αποκηρύσσοντας την πίστη του.Η καλοσύνη που είχε δείξει ο Μωάμεθ στους επιζώντες υπουργούς του αυτοκράτορα είχε μικρή διάρκεια. Είχε αναφέρει ότι θα έκανε το Λουκά Νοταρά κυβερνήτη της κατακτημένης πόλης. Εάν αυτή ήταν η πραγματική του πρόθεση, σύντομα άλλαξε γνώμη. Η γενναιοδωρία του πάντοτε ελαττωνόταν από καχυποψία, και κάποιοι σύμβουλοι τον προειδοποίησαν να μην εμπιστεύεται το Μέγα Δούκα. Έθεσε λοιπόν την πίστη του σε δοκιμασία. Πέντε ημέρες μετά την άλωση της πόλης παρέθεσε ένα συμπόσιο.Στη διάρκειά του, όταν είχε βαρύνει για τα καλά από το κρασί, κάποιος του ψιθύρισε ότι ο δεκατετράχρονος γιος του Νοταρά ήταν ένα παιδί με εξαιρετική ομορφιά. Αμέσως ο σουλτάνος έστειλε έναν ευνούχο στο σπίτι του Μέγα Δούκα απαιτώντας το παιδί να του σταλεί για την ευχαρίστησή του. Ο Νοταράς, του οποίου οι δύο μεγαλύτεροι γιοι είχαν σκοτωθεί μαχόμενοι, αρνήθηκε να θυσιάσει το παιδί σε μια τέτοια τύχη.Στη συνέχεια στάλθηκε η αστυνομία να φέρει το Νοταρά με το γιο του και το νεαρό γαμπρό του, το γιο του Μεγάλου Δομέστιχου Ανδρόνικου Καντακουζηνού, ενώπιον του σουλτάνου. Όταν ο Νοταράς εξακολούθησε να αψηφά το σουλτάνο, δόθηκαν διαταγές να αποκεφαλιστούν επιτόπου ο ίδιος και τα δύο αγόρια. Ο Νοταράς ζήτησε απλά να εκτελεστούν πριν από εκείνον, μήπως το θέαμα του θανάτου του τα έκανε να λιποψυχήσουν. Όταν χάθηκαν και τα δύο, ξεσκέπασε το λαιμό του στο δήμιο. Την επομένη συνελήφθησαν άλλοι εννέα Έλληνες ευγενείς και στάλθηκαν στο ικρίωμα. Αργότερα λέγεται ότι ο σουλτάνος μετάνιωσε για τους θανάτους τους και ότι τιμώρησε τους συμβούλους που είχαν εγείρει τις υποψίες του. Είναι όμως πιθανό ότι η μετάνοιά του ήταν επίτηδες καθυστερημένη. Είχε αποφασίσει να εξοντώσει τους κυριότερους κοσμικούς αξιωματούχους της παλαιάς αυτοκρατορίας . Οι γυναίκες τους περιέπεσαν και πάλι στην αιχμαλωσία και αποτέλεσαν τμήμα της μακράς πομπής των αιχμαλώτων που συνόδευσε την Αυλή κατά την επιστροφή της στην Αδριανούπολη. Η χήρα του Νοταρά πέθανε καθ' οδόν στο χωριό Μεσσήνη. Ήταν από αυτοκρατορική γενιά και η σπουδαιότερη δέσποινα στο Βυζάντιο μετά το θάνατο της βασιλομήτορος, ενώ απολάμβανε βαθύτατου σεβασμού ακόμη και από τους αντιπάλους του άνδρα της για την αξιοπρέπεια και τη φιλανθρωπία της. Μία από τις κόρες της, η Άννα, είχε ήδη διαφύγει στην Ιταλία με μερικούς από τους θησαυρούς της οικογένειας.
Ο Φραντζής, του οποίου το μίσος για το Μέγα Δούκα δεν είχε κατευναστεί ούτε από τις αμοιβαίες δυστυχίες τους και ο οποίος παρέθεσε μια πικρόχολη, σκληρή και αναληθή περιγραφή του θανάτου του, χρειάστηκε να υποστεί ο ίδιος μια παρόμοια τραγωδία. Ήταν σκλάβος επί δεκαοκτώ μήνες στο υπηρετικό προσωπικό του επικεφαλής των αλόγων του σουλτάνου, προτού κατορθώσει να απελευθερώσει τον εαυτό του και τη γυναίκα του. Τα δύο παιδιά του όμως, και τα δύο βαφτισμένα από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, κλείστηκαν στο σεράι του σουλτάνου. Το κορίτσι, η Θάμαρ, πέθανε εκεί σε παιδική ηλικία, ενώ το αγόρι θανατώθηκε από το σουλτάνο επειδή αρνήθηκε να υποκύψει στις ακόλαστες επιθυμίες του.
Ο Κωνσταντίνος γεννήθηκε το 1403. Ήταν ο τέταρτος γιος του αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου (1391 -1425) και αδελφός του αυτοκράτορα Ιωάννη Η’ Παλαιολόγου (1425- 1449), Μητέρα του ήταν η Ελένη Δραγάτση γι’ αυτό και ονομάζεται και Δραγάτσης. Έζησε λίγο στην Ταυρική και μετά ήρθε στην Πελοπόννησο, στο Μιστρά, όπου μαζί με τον αδελφό του Θεόδωρο ανέκτησαν όλες τις φραγκοκρατούμενες περιοχές.
Στο Δεσποτάτο του Μυστρά, που δέσποζε τότε σ’ ολόκληρη την Πελοπόννησο, και ουσιαστικά είχε εξελιχθεί σ’ ένα δεύτερο Βυζάντιο, πιο σφριγηλό όμως και ακμαίο σπα το πρώτο; είχαν εγκατασταθεί και οι τρεις γιοι του Ανδρονίκου: Θεόδωρος, Κωνσταντίνος και Θωμάς, Επειδή μεταξύ των αδελφών ανεφύησαν διάφορες, αποφασίστηκε ν’ ανατεθεί η διοίκηση του Δεσποτάτου στους Θεόδωρο και Θωμά και ο Κωνσταντίνος να μεταβεί στην Πόλη, για να συμπαρασταθεί στον αυτοκράτορα αδελφό του Ιωάννη, που τότε αντιμετώπιζε άμεσα την τουρκική απειλή. Τον αντικατέστησε μάλιστα στο θρόνο, όταν ο Ιωάννης, επικεφαλής μεγάλης πρεσβείας, μετέβη στην Ιταλία και έλαβε μέρος στην περιβόητη σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (27 Νοεμβ.-1 Φεβρ. 1440). Μόλις ο Ιωάννης έφθασε στην Κωνσταντινούπολη, ο Κων/νος επέστρεψε στην Πελοπόννησο. Αναγκάσθηκε άλλη μια φορά να ξαναπάει στην Πόλη, για να στηρίξει τον αδελφό του που αντιμετώπιζε το στασιαστικό κίνημα του Δημητρίου Παλαιολόγου, το οποίο υποστήριζαν οι Τούρκοι. Είναι ενδεικτικό ότι η σήψη είχε προχωρήσει τόσο βαθειά, ώστε τα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας έβαζαν σαν επιδιαιτητή των διαφορών τους τον Τούρκο σουλτάνο. Έτσι οι άξεστοι Τούρκοι, χωρίς να έχουν γνώση των μυστικών της διπλωματίας, εφάρμοζαν χάρη σ’ εξωμότες Έλληνες εις βάρος των Ελλήνων την τεχνική του «διαίρει και βασίλευε», Χωρίς να έχουν γνώσεις στρατιωτικής τακτικής, οργάνωσαν μεγάλους τακτικούς στρατούς χάρη σε εξωμότες Έλληνες στρατιωτικούς, όπως ο Εβρενός, που τ’ όνομά του είναι αραβική γραφή της λέξης Ουρανός. Έτσι ο Ελληνισμός αυτοκαταλύθηκε.
Κι έμειναν μόνο μερικοί Ιππότες της Αυταπαρνήσεως ν’ αγωνίζονται έως την τελευταία πνοή τους για την τιμή και την περηφάνεια του Γένους. Ανάμεσα σ’ αυτούς, πρώτος στους πρώτους, και ο Κωνσταντίνος.
Aπό το 1443 έως το 1449, ο Κων/νος ως δεσπότης του Μιστρά, κάνει το Δεσποτάτο δεσπόζουσα δύναμη της Βαλκανικής κι εφαρμόζει μια πολιτική, που νεώτερη έκφρασή της είναι η βαλκανική πολιτική των ετών 1912-1913. Συναισθάνεται ότι μόνοι τους οι Έλληνες, καθώς μάλιστα είναι διεσπασμένοι, δεν θα κατορθώσουν ν’ αναχαιτίσουν τους γεμάτους πολεμική ορμή Τούρκους. Πρέπει οι Βαλκάνιοι να συνενωθούν και να συνασπισθούν. Ν ‘ αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό που ήδη τους έχει επιβληθεί και να συναντηθούν σ’ ένα ενιαίο μέτωπο.
Προϋπόθεση όμως μιας τέτοιας πολιτικής ήταν η ασφάλεια της Πελοποννήσου. Ο Κων/νος θέλησε να κάνει την Πελοπόννησο, που ήταν έδρα και βάση των εξορμήσεών του, νησίδα ασφαλείας. Ξανάχτισε το τείχος του Ισθμού, που είχε καταστραφεί με τις επιδρομές του φοβερού Τούρκου στρατηγού Τουραχάν κατά τα έτη 1422 και 1432. Το τείχος κτίσθηκε σε χρόνο ρεκόρ, μέσα σε διάστημα 30 ημερών! Θέλοντας μη θέλοντας όλοι οι άρχοντες της Πελοποννήσου συνέδραμαν στην ανέγερση του τείχους. Και ήταν ένα τείχος φτιαγμένο με την τελευταία λέξη της τεχνοδομής: με λίθους αλλά και ξύλα φερμένα ειδικά από τη Βενετία. Γράφει ο Λάκων ιστορικός Παν. Δούκας στο μνημειώδες έργο του «Η Σπάρτη διά μέσου των αιώνων» τα ακόλουθα: «Και δικαίως ο Κωνσταντίνος την ανάκτησιν του Ισθμού εθεώρησε αναγκαιότατης ουχί μόνον χάριν της αμύνης από νέων επιδρομών των Τούρκων, αλλά και χάριν της ανυψώσεως του καταπεπτωκότος φρονήματος των Πελοποννησίων, οίτινες θα είχαν ούτω το συναίσθημα της βεβαίας ασφαλείας» (σ. 533).
Δεν είναι αληθές ότι οι Έλληνες τότε δεν είχαν δυνάμεις. Δεν είχαν ψυχή. Είχαν χάσει το ηθικό τους, την πίστη στον εαυτό τους. Ζητούσαν τη σωτηρία από άλλους, όχι από τους ἰδιους. Ιστορικά είναι ερμηνεύσιμο αυτό. Για τελευταία φορά που οι Έλληνες αισθάνθηκαν ασφαλείς ήταν λίγο πριν το μοιραίο 1204. Έκτοτε ο ελληνικός κόσμος τεμαχίσθηκε σε ελληνικά και φραγκικά κρατίδια. Κι αν η Βασιλεύουσα ανακτήθηκε το 1261, η Αυτοκρατορία ανέζησε σαν σκιά του παλαιού εαυτού της. Επί δύο αιώνες εσύρετο, δεν εζούσε, γιατί δεν μεγαλουργούσε. Κανένα στρατιωτικό ή πολιτικό τρόπαιο δεν σημείωσε στη διάρκεια των διακοσίων χρόνων του ιστορικού επιλόγου της. Έτσι ο λαός, χωρίς ψυχή, χωρίς εσωτερικό δυναμισμό, είχε πέσει σε κατάσταση μοιρολατρίας. Μόνο τα θρησκευτικά πάθη ήταν σε έξαρση. Πάθη που δεν γεννούσαν πατριωτικό ενθουσιασμό, αλλά διχασμό. Οι Έλληνες περισσότερο μισούσαν οι μισοί τους άλλους μισούς παρά τους Τούρκους ή τους Δυτικούς. Έτσι «δειλοί, μοιραίοι, άβουλοι αντάμα, προσμένανε ίσως κάποιο θαύμα», θα μπορούσαμε να πούμε παραλλάσσοντας το στίχο του Βάρναλη. Για την Πόλη ουσιαστικά ισχύει ο καταδικαστικός στίχος που έγραψε στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου» ο Παλαμάς: «Και περίμενε τον Τούρκο να την πάρει».
Όμως ο Κωνσταντίνος ήταν παλληκάρι. Δεν περίμενε παθητικά τη σωτηρία από τη Θεία Χάρη. Η Θεία Χάρη είναι αρωγός, όταν οι άνθρωποι αξιοποιούν και εξαντλούν το δικό τους δυναμικό. Ο Κων/νος, επωφελούμενος από τους περισπασμούς του Σουλτάνου Μουράτ κατά του ηγεμόνα της Καραμανίας στην Ανατολή και κατά των Ούγγρων και του Σκεντέρμπεη στη Βαλκανική, θέλησε να προχωρήσει πέρα από τον Ισθμό και να απελευθερώσει από τον τουρκικό ζυγό όλη την ηπειρωτική Ελλάδα. Να γιατί ο Κων/νος θεωρείται ο πρώτος των Ελλήνων. Με αυτόν άρχισε η απελευθερωτική πολιτική του Ελληνισμού. Προς εφαρμογή του σχεδίου του ορμά στη Βοιωτία, απελευθερώνει τη Θήβα φθάνει μέχρι τη Λιβαδιά, το Λιδωρίκι και το Ζητούνι (Λαμία). Ο Κωνσταντίνος είναι ο πρώτος που κατενόησε και αξιοποίησε τη δύναμη των Βλάχων της Πίνδου. Οι Βλάχοι, οι αμφισβητούμενης ελληνικάτητος, από επιτήδειους πράκτορες, Βλάχοι, συνέπραξαν με τον Κων/νο, για να διώξουν από τη Θεσσαλία τους Τούρκους. Ο Κων/νος δεν είχε μεγάλες τακτικές μονάδες στρατού. Γι αυτό χρησιμοποίησε μικρά καταδρομικά σώματα. Είναι, μετά τον αρχαίο στρατηγό Ιφικράτη, ο πρώτος που χρησιμοποίησε σώματα επιλέκτων «κομάντος». Αυτό δημιούργησε παράδοση στην περιοχή της Πίνδου. Από τα καταδρομικά σώματα του Κων/νου βγήκαν τα αρματολικά και κλέφτικα σώματα της Τουρκοκρατίας, αυτά που ο Μακρυγιάννης ονόμασε εύστοχα «Μαγιά της Λευτεριάς».
Η απελευθερωτική κίνηση του Κων/νου επεξετάθηκε μέχρι Ηπείρου. Σκοπός του ήταν να συνενωθεί με τις δυνάμεις του θρυλικού Γ. Καστριώτη (Σκεντέρμπεη). Παράλληλα απέσπασε από το φραγκικό δουκάτο των Αθηνών τη Λιβαδιά και την Θήβα και υποχρέωσε τον δούκα Νέριο Β’ Ατζαγιόλι να γίνει φόρου υποτελής στο Δεσποτάτο του Μιστρά.
Η δράση του Κωνσταντίνου εθορύβησε τον Μουράτ, ο οποίος από την Αδριανούπολη, τότε πρωτεύουσα των Τούρκων, έσπευσε με στρατό 60.000 ανδρών κατά του Κων/νου, που είχε οχυρωθεί στον Ισθμό. Τη δύναμη του Κων/νου αποτελούσαν Έλληνες και Αλβανοί. Αλλ’ οι τελευταίοι στις 10 Φεβρουαρίου 1447 εγκατέλειψαν τον Κων/νο. Ίσως εκάμφθησαν από τον σφοδρό κανονιοβολισμό κατά του τείχους του Ισθμού, ίσως να δελεάσθηκαν από τις υποσχέσεις ή τις παροχές του σουλτάνου. Ο Κων/νος, μετά την προδοσία των Αλβανών, αναγκάσθηκε να υποχωρήσει στα ενδότερα της Πελοποννήσου. Κατά την υποχώρηση υπέστη μεγάλες απώλειες. Τριακόσιοι στρατιώτες του κυκλώθηκαν στο όρος Οξύ. πάνω από τις Κεγχρεές, και σφάχτηκαν από τους Τούρκους. Αλλοι εξακόσιοι, που πιάστηκαν αιχμάλωτοι, θυσιάστηκαν για να τιμηθεί η σκιά του πατέρα του Μουράτ.
Ο Μουράτ, μετά την υποχώρηση του Κων/νου, χώρισε το στρατό του σε τέσσερα τμήματα με σκοπό την πλήρη καθυπόταξη της Πελοποννήσου. Τότε είχαμε και την ηρωική αντίσταση της Πάτρας. Όμως ξαφνικά σταμάτησε την επιδρομική δράση. Ο Σκεντέρμπεης πίσω από την πλάτη του Σουλτάνου, κινούσε τις δυνάμεις του απειλητικά. Υπήρχε κίνδυνος να εγκλωβίσει τον Μουράτ στην Πελοπόννησο και να τον αφανίσει. Έτσι ο σουλτάνος υποχρεώθηκε να υποχωρήσει, αφού πήρε μαζί του χιλιάδες αιχμαλώτους και αφού ανάγκασε τους Παλαιολόγους ν’ αναγνωρίσουν την επικυριαρχία του.
Στο διάστημα αυτό ο Μιστράς είχε εξελιχθεί στο μεγαλύτερο πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο της Αυτοκρατορίας: Εκκλησίες με εκπάγλου καλλονής αγιογραφίες και ψηφιδογραφίες, ανάκτορα, μέγαρα πολυτελή, κάστρα φαινομενικώς απόρθητα. Ο Μιστράς ζούσε ένα ελληνικό όραμα. Να αναβιώσει το αρχαίο ελληνικό μεγαλείο. Εμψυχωτής της προσπάθειας αυτής ο ιδιόρρυθμος αλλά μεγάλος φιλόσοφος Γεμιστός ή Πληθών και ο μαθητής του Βησσαρίων. Ο τελευταίος είχε μείνει στη Δύση. Είχε πολύ αγαπήσει τη Λακωνία και τη θεωρούσε σαν μήτρα για τη γέννηση ενός νέου θαυμαστού Ελληνικού κόσμου. Συνέταξε ένα περισπούδαστο υπόμνημα και το έστειλε στον Κων/νο. Το υπόμνημα Βησσαρίωνα περιέχει ένα πλήρες πρόγραμμα πολιτικό, οικονομικό, στρατιωτικό. Λόγου χάρη, δημιουργία τακτικού επαγγελματικού στρατού, περιστολή της πολυτέλειας, οχύρωση του Ισθμού, ανάπτυξη της βιομηχανίας και της μεταξουργίας, αποστολή νέων στην Ιταλία για να μορφωθούν κ.λπ. Στην ίδια περίοδο ζούσε κοντά στον Κων/νο και ο Γ. Σφραντζής, ο γνωστός ιστορικός της Αλώσεως.
Ενώ ο Κων/νος συνέχιζε το ανορθωτικό έργο του στην Πελοπόννησο, έφθασε η είδηση ότι απέθανε ο Αυτοκράτορας αδελφός του, Ιωάννης Η’, στις 31 Οκτωβρίου 1448. Δημιουργήθηκε κενό εξουσίας, γιατί ο Ιωάννης ήταν άτεκνος. Ο Σουλτάνος Μουράτ, μια και ο Κων/νος ήταν φόρου υποτελής σ’ αυτόν, δεν είχε καμμία αντίρρηση για την ανάρρησή του. Έτσι πρεσβεία από την Κωνσταντινούπολη ήρθε στην Πελοπόννησο και προσέφερε στον Κων/νο τον αυτοκρατορικό θρόνο. Ο Κων/νος, ο τελευταίος βυζαντινός αυτοκράτορας, είναι ο πρώτος βασιλιάς που εστέφθη επί του μητροπολιτικού ελληνικού εδάφους, και μάλιστα επί λακωνικού εδάφους. Να ένας ακόμη λόγος που κάνει τον Κων/νο πρώτο Έλληνα βασιλιά. Η στέψη έγινε στις 6 Ιανουαρίου 1449 στον Άγιο Δημήτριο, τον μητροπολιτικό ναό του Μιστρά. Και αμέσως έφυγε για την Πόλη συνοδευόμενος από τον πιστό του Γεώργιο Σφραντζή.
Στην Πόλη έγινε δεκτός με θερμή υποδοχή. Ο θρύλος των κατορθωμάτων του είχε φθάσει μέχρι εκεί. Αμέσως άρχισε αθορύβως την οργάνωση για την άμυνα. Υποσχέσεις από τη Δύση για βοήθεια πολλές. Ανταπόκριση περιορισμένη. Ο Κων/νος αντιλήφθηκε ότι πρέπει να στηριχθεί σε δικές του δυνάμεις. Αλλά η δύναμη της πόλης ήταν περιορισμένη. Και οι άνθρωποι ήταν αφοσιωμένοι στα πολεμικά έργα. Ο Κων/νος παρέκαμψε όλα τα εμπόδια. Στην Πόλη άρχισε να πνέει ένας άνεμος παλληκαριάς. Η Πόλη ξαναζούσε. Όλα αυτά μέχρις ότου στο σουλτανικό θρόνο ανήλθε ο Μωάμεθ Β’. Ο Κων/νος κατάλαβε πως ήρθε η στιγμή της αλήθειας. Αγνόησε το θλιβερό παρόν, αδιαφόρησε για τον εαυτό του και ατένισε προς το ένδοξο παρελθόν. Έπρεπε να σταθεί αντάξιος των πιο ένδοξων προκατόχων του. Αυτό που είχε, αυτό που ήταν δεν ήταν δικά του, ανήκαν στο Γένος. Και το γένος απαιτούσε, θυσία, όχι παράδοση. Ο Κων/νος εν πολέμησε για να νικήσει, πολέμησε για να μην ηττηθεί η αξιοπρέπεια και η τιμή της Πόλης. Ο Αυτοκράτωρ πεθαίνει αλλά δεν παραδίδεται. Και αυτή η στάση ήταν εγγραφή ελευθερίας. Το Γένος δεν θα το έσωζε μία νίκη, θα το έσωζε μια θυσία. Ο Κων/νος και τα παλληκάρια του με το αίμα τους ξέπλυναν όλες τις προηγούμενες ντροπές της αυτοκρατορίας. Η Πόλη πέφτοντας στρατιωτικά, ανυψώθηκε ηθικά. Δεν θα σταθώ σε λεπτομέρειες της πολιορκίας, που άλλωστε είναι γνωστές. Στη διάρκεια της πολιορκίας ο Κων/νος στάθηκε άγρυπνος , ακαταπόνητος, ακατάβλητος. Ενέπνεε με τα λόγια και το παράδειγμα του. Υπερασπίστηκε με πάθος την πόλη, που ήταν όπως ο έλεγε ο ίδιος, «η ελπίς και η χαρά παντών των Ελλήνων». Ο Κων/νος είχε πέρα για πέρα Ελληνική συνείδηση. Είχε επίγνωση της ιστορικής αποστολής του. Με την τελευταία ομιλία του, το απόγευμα της 28ης Μαίου, την παραμονή της αλώσεως με εναν εμπνευσμένο Λογο προς τους στρατιώτες και αξιωματικούς του, καθόρισε με λακωνική επιγραμματικότητα την αποστολή αυτή, που έκτοτε έγινε ιερά παρακαταθήκη του Γένους:
«Παρακαλώ ημάς, ινα στήτε γενναίος. Καλώς ουν οϊδατε. αδελφοί, ότι δια τέσσερά τινα οφείλεται κοινώς έσμιέν πάντες, ϊνα προτιμησωμεν άποθανειν μάλλον ή ζην. πρώτον μεν υπέρ τής πίστεως ημών και εϋσεβειας, δεύτερον δέ ΰπέρ πατρίδος, τρίτον δέ υπέρ του βασιλέως, ώς χριστού κυρίου, και τέταρτον ύπέρ συγγενών και φίλων. Άλλως… πατρίδα περίφημον τοιαύτην υστερούμεθα και τήν έλευθερίαν ημών, βασιλείαν την ποτέ μεν περιφανή, vυv δε τεταπεινωμένην καί έξουθενωμένην άπωλεσαμεν» (Λεονάρδου Επ. παρ. 37).
Και έρχεται η ώρα της τελικής αναμετρήσεως. Ο Κων/νος αποχαιρετά στο παλάτι τους φίλους και συγγενείς και πάει να πάρει θέση ως πολεμιστής πάνω στις επάλξεις. Γράφει ο Σφραντζής που ήταν αυτόπτης: «Εν τήδε τή ώρα τις διηγησεται τους τότε κλαυθμούς καί θρήνους τους εν τω παλατίω: Ei και από ξύλου άνθρωπος n έκ πέτρας ην, ούκ ήδύνατο μή θρηνήσαι». Έχουν και οι ήρωες τις ανθρώπινες στιγμές τους. Η μάχη πάνω στα τείχη άρχισε. Ο Κων/νος, όπως ο Διάκος, πολεμούσε με σπασμένο σπαθί. Γύρω του πολεμούσαν εκλεκτοί και αφοσιωμένοι. Ένας από αυτούς, ο Θεόφιλος Παλαιολόγος, βλέποντας τον αυτοκράτορα κυκλωμένο, όρμησε ανάμεσα στους Τούρκους κραυγάζοντας: «Θέλω θανείν μάλλον ή ζην». Και σκοτώθηκε. Όπως σκοτώθηκαν όλοι οι γενναίοι, «μή ανεχόμενοι επιδείν σφίσι τήν πατρίδα δεδουλωμένην», όπως λέει ο Σφραντζής. Ο Κων/νος κάποια στιγμή ένοιωσε ότι ήταν μόνος, ότι πολεμούσε μόνος. Οι γενναίοι είχαν πέσει. Οι άλλοι τον είχαν εγκαταλείψει. Και τότε με παράπονο ανέκραξε: «Ουκ έστι τις των Χριστιανών του λαβείν την κεφαλήν μου απ’ εμού;». Ίσως η επίκληση αυτή του Κων/νου να δημιούργησε την κλεφταρματολική παράδοση να παίρνουν τα παλληκάρια την κεφαλή του καπετάνιου, για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων.
Ένας Τούρκος τον κτύπησε κατά πρόσωπο και άλλος από τα νώτα. Ο Κων/νος έπεσε από το άλογο και ξεψύχησε ανάμεσα στους σκοτωμένους στρατιώτες του. Αργότερα, λένε, το πτώμα του αναγνωρίστηκε από τα πορφυρά σανδάλια. Το κεφάλι του κόπηκε και στήθηκε πάνω σε πορφυρά στήλη στην Πλατεία Αυγουσταίου. Μέχρι το 1930 στην αυλή ενός ταπεινού τουρκικού σπιτιού μπορούσε ο επισκέπτης να δει μια μαρμάρινη πλάκα, που κατά μία παράδοση σκέπαζε το σεμνό σκήνωμα του Αυτοκράτορα. Ο Αλέξανδρος Πασπάτης, που μας έδωσε το 1890 την καλύτερη περιγραφή της άλωσης και που γνώριζε όσο κανείς την τοπογραφία της Κωνσταντινούπολης γράφει: «Εν τω στενώ τούτω περιβάλω, μάνδρα την σήμερον προβάτων, ρυπαρά και κακόσμω, κατέπεσεν άκλαυστος και αμνημόνευτος ο βασιλεύς Παλαιολόγος υπό πάντων εγκαταλελειμμένος και μέχρι τέλους ανδρείως αγωνιζόμενος προς μυρίους στρατούς και ηγεμόνα οξύνουν και μεγαλουργόν» (σ. 156).
Η πόλη έπεσε αλλά η Κολώνα μένει…
Το πτώμα του Παλαιολόγου, γράφει ο Πασπάτης, ουδέποτε βρέθηκε. Αλλά κι αυτό που βρέθηκε, σκυλευμένο από τους Τούρκους, δεν θεωρήθηκε βασιλικό σκήνωμα. Ο λαός έθαψε το βασιλιά στην ψυχή του. Και τον ανέστησε. Έτσι αναστήθηκε και το Γένος. Ο Κων/νος έγινε το πτηνό Φοίνικας, που αναγεννάται από την τέφρα του. Η αναγέννηση του Κων/νου μέσα στη λαϊκή ψυχή δίνει σε κάθε κρίσιμη στιγμή νέα πνοή στο Γένος. Γιατί, όπως λέει ο Σφραντζής, ο Κων/νος «εκομίσατο τον του μαρτυρίου στέφανον μή θελήσας προδούναι τους ανόμοις τά βασίλεια, μήτε θελήσας τον κίνδυνον διαφυγείν, δυνατού όντος». Αυτό ήταν μια κατ’ εξοχήν ελληνική στάση. Γι’ αυτό ο λαός θεώρησε τον Κων/νο όχι Ρωμαίο βασιλιά, όπως απαιτούσε η αυτοκρατορική παράδοση, αλλ’ Έλληνα. Ένα ποντιακό τραγούδι τον ονομάζει Έλληνα. Λέει: «Την Πόλιν όντας όριζεν ο Έλλεν Κωνσταντίνος». Ο Έλλεν, δηλαδή, ο Έλλην, ο Έλληνας. Κι ακόμη ο λαός ποτέ δεν πίστεψε στο θάνατο του. «Πεθαίνει ο άνεμος;», έλεγαν οι Μεξικανοί αγρότες για τον Αιμιλιανό Ζαπάτα. Όταν ένας άνθρωπος γίνεται με τη θυσία του ιδέα και σύμβολο, ασφαλώς δεν πεθαίνει. Ο άγνωστος στιχουργός του «Θρήνου της Πόλης» εκφράζει παραστατικά το λαϊκό αίσθημα: «Ω Κωνσταντίνε βασιλεύ, Δραγάζη το πινόμιν ειπέ μοι, πού ευρίσκεσαι· εχάθης; εκρυβήθης; ή ζης ή καί απέθανες επάνω στο σπαθί σου;» Ο Κων/νος πέθανε επάνω στο σπαθί του. Γι’ αυτό ζη και θα ζη, όσο το έθνος θα τον αναζητεί και θα λέει, «ειπέ μοι, πού ευρίσκεσαι;»
Η πτώση της Κωνσταντινουπόλεως την 29η Μαΐου του 1453 ήταν το αποκορύφωμα της φθίνουσας δόξας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, του λεγομένου Βυζαντίου. Γύρω από τα αίτια της πτώσης αυτής εγράφησαν πολλά, τα οποία παρουσιάζουν την κατάσταση στην οποία βρισκόταν τότε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία-Βυζάντιο, αφού είχε χαθή όλη η Μικρά Ασία, η Ανατολική Θράκη και είχε μείνει μόνον η Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της. Οι κατά καιρούς εχθροί είχαν προξενήσει μεγάλη ζημία, με αποκορύφωμα και τελειωτικό κτύπημα την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους, κατά την Δ Σταυροφορία την 13η Απριλίου του έτους 1204. Η μετά από λίγα χρόνια (1261) ανακατάληψή της και ελευθέρωσή της δεν προσέφερε ουσιαστικά πράγματα, διότι ήδη η Πόλη είχε καταστραφή και λεηλατηθή ολοσχερώς.
Πέρα από τα πολιτικά και κοινωνικά αίτια που συνετέλεσαν στην πτώση της Κωνσταντινουπόλεως πρέπει να σημειωθούν ιδιαιτέρως τα πνευματικά αίτια στα οποία συνήθως δεν δίνουμε μεγάλη σημασία.
Άλλωστε κατά την ορθόδοξη θεολογία ο Θεός διευθύνει τον κόσμο με τις άκτιστες ενεργειές Του, και η προσωπική Του επέμβαση εκδηλώνεται με την ευδοκία Του, την μακροθυμία Του, την παραχώρηση των ποικίλων πειρασμών κλπ. Σε αυτά τα πνευματικά αίτια αναφέρεται ο μοναχός Ιωσήφ Βρυέννιος, διδάσκαλος του γένους και ομολογητής της πίστεως, που έζησε στις τελευταίες στιγμές της ζωής της Βασιλεύουσας και άκουγε τον ρόγχο του θανάτου της.
Ο Ιωσήφ Βρυέννιος, διδάσκαλος του αγίου Μάρκου του Ευγενικού, σύμφωνα με μελέτη του αειμνήστου Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικολάου Τωμαδάκη, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη περί το 1350 μ.Χ., εκάρη μοναχός στην Μονή Στουδίου, υπήρξε ασκητής με πατερικό φρόνημα, ανεδείχθηκε μεγάλος λόγιος και διδάσκαλος του γένους, τον οποίον συμβουλεύονταν οι Αυτοκράτορες και οι Πατριάρχες, και αποστελλόταν από τον Αυτοκράτορα σε διάφορες κρίσιμες αποστολές, όπως την Κύπρο και την Κρήτη, ομιλούσε κατά τις επίσημες ημέρες στο Παλάτι, συμμετείχε στις προετοιμασίες για την συζήτηση των Ορθοδόξων με τους Λατίνους, για την «ένωση των Εκκλησιών» και κοιμήθηκε περί το 1431, περίπου είκοσι δύο (22) χρόνια πριν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Όπως γράφει ο Αρχιμ. Ειρηναίος Δεληδήμος, στην εισαγωγή των έργων του που εξεδόθησαν από τον εκδοτικό οίκο Βασιλείου Ρηγόπουλου, «ο Ιωσήφ Βρυέννιος κατά τα έτη 1401-1431 ανεγνωρίζετο ως ο κορυφαίος λόγιος εν Κωνσταντινουπόλει».
Ο Ιωσήφ Βρυέννιος την Μ. Παρασκευή (14 Απριλίου) του έτους 1419, τριανταπέντε περίπου χρόνια πριν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, εξεφώνησε ένα λόγο στο Παλάτι «επί παρουσία βασιλέων, και των εν τέλει, και συνελεύσει των εξαιρέτων του γένους ημών, και της βασιλίδος ταύτης των πόλεων», όπως χαρακτηριστικά γράφεται στην επικεφαλίδα.
Όπως λέγει σε άλλα κείμενά του, στην Κωνσταντινούπολη την εποχή εκείνη ζούσαν περίπου 70.000 κάτοικοι και μάλιστα ο ίδιος έκανε έκκληση στους Κωνσταντινουπολίτας, χωρίς να υπάρχη ανταπόκριση, να συντελέσουν στην ανοικοδόμηση των τειχών της, εν όψει του μεγάλου κινδύνου. Όμως οι κάτοικοι, ιδιαιτέρως οι πλούσιοι, ασχολούμενοι με την αύξηση των ατομικών τους εσόδων, αδιαφορούσαν, με αποτέλεσμα η πόλη να ομοιάζη, όπως λέγει, με «σεσαθρωμένον» πλοίον που ήταν έτοιμο να βυθισθή.
Στον λόγο του αυτόν που αναφερόμαστε, ο διακεκριμένος αυτός λόγιος μοναχός, ομιλώντας μπροστά στους επισήμους άρχοντες της Κωνσταντινουπόλεως, εξέθεσε ανάγλυφα και παραστατικά τα πνευματικά αίτια της επερχομένης πτώσεως της Βασιλευούσης. Και είναι σημαντική αυτή η μαρτυρία γιατί προέρχεται από έναν λόγιο μοναχό και ασκητή, με ήθος, παιδεία και πατερικό φρόνημα, τον οποίον σέβονταν οι πάντες την εποχή εκείνη και ο οποίος έζησε στα χρόνια εκείνα που οι κάτοικοι έβλεπαν τον επερχόμενο όλεθρο.
Το περιεχόμενο του λόγου αυτού αναλύεται στην επικεφαλίδα: «δια το πωλείσθαι καθ' εκάστην το του Χριστού σώμα και αίμα παρά των ούτω λεγομένων πνευματικών, και αγοράζεσθαι παρ' ημών, οίμοι! το ημέτερον γένος αφανισμώ παραδίδοται και Ισμαηλίταις περιπίπτει». Δηλαδή, το γένος αφανίζεται και πέφτει στους Ισμαηλίτες - Μωαμεθανούς, διότι πωλείται το σώμα και το αίμα του Χριστού από τους λεγομένους πνευματικούς και αγοράζεται από τους Χριστιανούς.
Στην αρχή του λόγου του ο Ιωσήφ Βρυέννιος εκφράζει την οδύνη του, αφού το γένος περιστοιχίζεται από δεινά, τα οποία, όπως λέγει, «δάκνει μου την καρδίαν, συγχεί τον νουν και οδυνά την ψυχήν». Κάνει λόγο για την «ολόσωμον πληγήν» και την «νόσον καθολικήν». Το γένος έχει περιπέσει σε ποικίλα πάθη και αμαρτίες. Όλοι οι Χριστιανοί έγιναν «υπερήφανοι, αλαζόνες, φιλάργυροι, φίλαυτοι, αχάριστοι, απειθείς, λιποτάκται, ανόσιοι, αμετανόητοι, αδιάλλακτοι». Έγιναν οι άρχοντες κοινωνοί ανόμων, οι υπεύθυνοι άρπαγες, οι κριτές δωρολήπτες, οι μεσίτες ψευδείς, οι νεώτεροι ακόλαστοι, οι γηράσαντες μεθυσμένοι, οι αστοί εμπαίκτες, οι χωρικοί άλαλοι, «και οι πάντες αχρείοι». Συγχρόνως με την γενική κατάπτωση των ανθρώπων χάθηκε «ευλαβής από της γης, εξέλιπε στοχαστής, ουχ εύρηται φρόνιμος». Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον επέπεσαν εκ δυσμών και εξ ανατολών διάφοροι εχθροί και λυμαίνονται την αυτοκρατορία.
Στην συνέχεια αναφέρεται στο μεγαλύτερο αμάρτημα που έγινε στην ιστορία, δηλαδή την προδοσία του Ιούδα, η οποία συνίσταται στο «πωληθήναι τιμής και αγορασθήναι τον Κύριον», δηλαδή ο Ιούδας επώλησε τον Κύριο, τον Οποίον αγόρασαν οι Εβραίοι. Αυτό το ανοσιούργημα, όπως λέγει, γίνεται στις ημέρες μας, αφού οι πολλοί από τους λεγομένους πνευματικούς πωλούν τον Κύριο και «αγοράζει δε πας ο έχων αργύριον και βουλόμενος». Προφανώς πρόκειται για το ότι οι λεγόμενοι πνευματικοί χορηγούσαν άφεση αμαρτιών με την λήψη χρημάτων. Αλλά και πολλοί από τους ιερείς ασελγούν εν επιγνώσει, αφού και αυτοί διακατέχονται από αυτά τα πάθη και προσέρχονται να λειτουργούν στην σεβασμία Τράπεζα αναιδώς. Αναφέρεται διεξοδικώς στην κατάπτωση της Εκκλησίας, αφού οι ποιμένες έχουν απομακρυνθή από την διδασκαλία και τα όρια που είχαν θέσει οι Πατέρες. Αλλά και οι μοναχοί έχουν χάσει τον προορισμό τους και ασχολούνται με άλλα ζητήματα, αφού υπάρχουν μοναχοί «και τρία και πέντε, και επτά έχοντες αδελφάτα εκ διαφόρων αυτοίς αφεθέντα προσώπων».
Ο όρος «αδελφάτο» σημαίνει «επιτροπεία διευθύνουσα αγαθοεργόν κατάστημα» (Δημητράκου) που ανήκει στους Δήμους. Με γενική έννοια αδελφάτο είναι «σύλλογος, σωματείο με ιδιαίτερα στενούς δεσμούς μεταξύ των μελών του» η ακόμη «επιτροπή με διαχειριστικά καθήκοντα σε φιλανθρωπικά ιδρύματα, ναούς, νοσοκομεία» (Μπαμπινιώτης). Στην περίπτωση αυτή με τον όρο αδελφάτα μάλλον εννοούνται μερίδια της Μονής που παραλαμβάνουν και κατέχουν και οι εκτός της Μονής ζώντες μοναχοί που τα εκμεταλλεύονται, οπότε ένας τέτοιος μοναχός μάλλον πρέπει να καλήται «ληστής» και η ενέργεια αυτή «τόκος εστι, και τόκου χείρον, ιεροκαπηλία λεγόμενον», διότι κρατεί τα αδελφάτα των πτωχευόντων μοναστηρίων ενέχυρα για τόκο. Πρόκειται για αλλοίωση του μοναχισμού, ο οποίος έχασε την ησυχαστική παράδοση και μεταβλήθηκε σε υλική εκμετάλλευση των μοναστηριών.
Και αφού κάνει μεγάλη ανάλυση αυτής της καταστάσεως που παρατηρείται στους άρχοντες και τον λαό, τους Κληρικούς και τους μοναχούς, τους αστούς και τους χωρικούς, καταλήγει στον υπέροχο αυτόν και σημαντικό του λόγο σε μια ανακεφαλαίωση, στην οποία δίνει τις κατάλληλες συμβουλές για να αποφύγουν το κακό, το οποίο βλέπει καθαρά να έρχεται.
Λέγει ότι βλέποντας πριν σαράντα χρόνια να ερημώνωνται οι πόλεις, να αφανίζωνται οι χώρες, να καίγωνται οι Εκκλησίες, να βεβηλώνωνται τα άγια και να δίδωνται τα ιερά σκεύη στα σκυλιά και «παν το ημέτερον γένος, δουλεία παραδιδόμενον και μαχαίρα», προσευχόταν στον Θεό να του αποκαλύψη για το που οφείλεται αυτή η εγκατάλειψη του λαού και «η τοσαύτη του Θεού αγανάκτησις καθ ?μ?ν». Και μετά από πολλές προσευχές βρήκε ποιό είναι το αίτιο και θέλει να το αποκαλύψη, την ημέρα αυτή, ενώπιον των Βασιλέων και των αρχόντων και όλου του λαού, γιατί φοβάται, μήπως τιμωρηθή αν σιωπήση. Και η αιτία της οργής του Θεού και της δικαίας Του αγανακτήσεως κατά των Ρωμαίων είναι «το πωλείσθαι καθ' εκάστην το του Χριστού σώμα και αίμα, παρά των λεγομένων πνευματικών και αγοράζεσθαι προς υμών των χριστιανών».
Διαμαρτύρεται για το γεγονός αυτό και επικαλείται ως μάρτυρες τον χορό των αγίων και των αγγέλων. Ζητά από τους άρχοντες τον Κλήρο και τον λαό να μετανοήσουν και να επιστρέψουν στον Θεό για να γίνη «η του γένους ανάκλησις» και να είναι μαζί τους ο Θεός, γιατί διαφορετικά θα πάθουν χειρότερα από εκείνα που έπαθεν η παλαιά Ιερουσαλήμ, που κυριεύθηκε από τους εχθρούς. Σαφώς εδώ αναφέρεται στην πτώση της Κωνσταντινουπόλεως, της νέας Ιερουσαλήμ. Ζητά από τους κατοίκους να μετανοήσουν, γιατί αν δεν γίνη αυτό, η καταστροφή θα είναι τόσο μεγάλη που όλα τα έθνη και οι μέλλουσες γενεές θα λένε σε παρόμοιες περιπτώσεις: «μη πάθοιμεν α οι Ρωμαίοι πεπόνθασιν». Εδώ πρέπει να παρατηρηθή ότι παραμονές της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως και της Αυτοκρατορίας οι κάτοικοί της δεν λέγονταν Βυζαντινοί -που ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε αργότερα από τους Φράγκους- αλλά Ρωμαίοι.
Δεν αρκείται, όμως, ο Ιωσήφ Βρυέννιος σε γενικές προτροπές για μετάνοια, αλλά την συγκεκριμενοποιεί και με αυτόν τον τρόπο αναλύει στην πραγματικότητα τι θα πη να πωλούν το σώμα και το αίμα του Χριστού, δηλαδή αναφέρεται στην ανάξια μετάληψη του σώματος και του αίματος του Χριστού, την τέλεση διαφόρων αμαρτιών από Κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς, τις οποίες δεν εξομολογούνται και την προδοσία της πίστεως. Με αυτούς τους τρόπους γίνεται ασέβεια στο Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία. Δίνει τέσσερεις συμβουλές και κατευθύνσεις μετανοίας.
Η πρώτη είναι οι πνευματικοί να μη λαμβάνουν χρήματα από τους εξομολογουμένους. Η δεύτερη συμβουλή είναι να μη κρατούν οι Ιερείς ενέχυρα για τόκους, να μη λαμβάνη κάποιος μοναχός η μονάστρια τόκους, ούτε οι εκτός της Μονής να κρατούν αδελφάτα πάνω από δύο ο καθένας και μετά παρέλευση δέκα χρόνων, και να μη κοινωνή κανείς των αχράντων μυστηρίων από εκείνους που είναι τελώνες και άδικοι, αν δεν αποκαταστήση και επιστρέψη το αδίκημα. Η τρίτη συμβουλή είναι να μη κοινωνή κανείς από του σώματος και του αίματος του Χριστού, «της αμαρτίας έτι ενεργουμένης» -αν δεν έχη μετανοήσει και δεν ελευθερώθηκε από την αμαρτία- εκτός και εάν μετά την εξομολόγηση είναι βαριά ασθενής προς θάνατον. Και η τέταρτη συμβουλή είναι «μηδείς ιερέων τοις δυσσεβούσιν ιερεύσι συλλειτουργή (εννοεί τους λατίνους και λατινόφρονας) μηδέ τις των κοσμικών αυτούς εκδική».
Και επειδή μερικοί ισχυρίζονταν ότι πριν αποθάνη κανείς θα έπρεπε να κοινωνήση χωρίς τις αναγκαίες προϋποθέσεις, ο Ιωσήφ Βρυέννιος λέγει ότι κανένας δεν πήγε στην Κόλαση, επειδή δεν πρόλαβε να κοινωνήση των Αχράντων Μυστηρίων, την τελευταία στιγμή -εννοείται αφού ζούσε σε μετάνοια μέσα στην Εκκλησία- αλλά μύριοι κολάσθηκαν «δια το αναξίως μεταλαβείν». Γι' αυτό συνιστά στους Χριστιανούς να εξομολογούνται και να τηρούν τον χρόνο αποχής από την θεία Κοινωνία που θα επιβληθή από τον πνευματικό για την θεραπεία κάθε αμαρτήματος. Επίσης, μετά βεβαιότητος λέγει: «κρείσσων γαρ η αποχή τούτου μετ' ευλαβείας και φόβου, ήπερ η μετάληψις μετά τόλμης και αναξιότητος, πίστευσον».
Είναι σημαντικός αυτός ο λόγος του μεγάλου διδασκάλου του γένους μας πριν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως που δείχνει ποιά είναι τα πνευματικά αίτια της πτώσεως της Βασιλευούσης των πόλεων και ποιά πρέπει να είναι η αληθινή ζωή των Κληρικών και Χριστιανών που θέλουν να είναι και να λέγωνται ορθόδοξοι Χριστιανοί.
Τα διάφορα δεινά έχουν κυρίως και προ παντός πνευματικά αίτια, έστω κι αν δεν θέλουμε να τα εντοπίζουμε. Δεν πρέπει να παραμένουμε μόνον σε πολιτικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες, αλλά θα πρέπη να βλέπουμε και την πνευματική διάσταση του θέματος, αφού ο Θεός διευθύνει την ιστορία. Άλλωστε η χιλιόχρονη Ρωμαϊκή - Βυζαντινή Αυτοκρατορία διατηρήθηκε τόσα χρόνια, γιατί βίωνε την ορθόδοξη πίστη, αφού το πρότυπό της, κατά βάση, ήταν ο αγιασμός και η συμμετοχή στην δόξα του Θεού.
Επίσης, από τον προφητικό και πατερικό αυτόν λόγο του Ιωσήφ Βρυεννίου φαίνεται ότι πρέπει να μάθουμε «πως δει εν οίκω Θεού αναστρέφεσθαι ήτις εστιν εκκλησία Θεού ζώντος, στύλος και έδραιωμα της αληθείας» (Α' Τιμ. γ , 15). Αυτό αναφέρεται στον κατάλληλο τρόπο προσελεύσεως στα άγια Μυστήρια, στην προσπάθεια να τηρούμε τις εντολές του Χριστού στην καθημερινή μας ζωή, και στον αγώνα να διατηρούμε ανόθευτη την ορθόδοξη πίστη.
Αυτοί οι λόγοι του Ιωσήφ Βρυεννίου αναφέρονται και σε μας, αφού τόσο στην εθνική, όσο και στην οικογενειακή και προσωπική μας ζωή, πρέπει να στηριζόμαστε σε πνευματικά θεμέλια. Τα χωρία «μακάριος ο λαός ου εστι βοηθός Κύριος ο Θεός αυτού» και «μακάριοι πάντες οι φοβούμενοι τον Κύριον» έχουν πνευματική εφαρμογή και συνιστούν τον λεγόμενο πνευματικό νόμο. Εάν ζούμε απρεπώς, τότε ο Θεός προς παιδαγωγία και από αγάπη επιτρέπει διάφορα δεινά για να μετανοήσουμε.
Ο προφητικός λόγος του διδασκάλου του γένους μας Ιωσήφ Βρυεννίου είναι επίκαιρος.
Πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
«Στίς 29 Μαΐου 1453, ἕνας πολιτισμός σαρώθηκε ἀμετάκλητα. Εἶχε ἀφήσει μία ἔνδοξη κληρονομιά στά Γράμματα καί στήν Τέχνη. Εἶχε βγάλει χῶρες ὁλόκληρες ἀπό τή βαρβαρότητα καί εἶχε δώσει σέ ἄλλες τήν ἐκλέπτυνση τῶν ἠθῶν. Γιά 11 αἰῶνες ἡ Κωνσταντινούπολις ἦταν τό κέντρο ἑνός κόσμου φωτός», ἀποφαίνεται ἐπιγραμματικά ὁ κορυφαῖος ἄγγλος βυζαντινολόγος Στῆβεν Ράνσιμαν.
Μέ τήν εὐκαιρία τῆς μνήμης τῆς ἁλώσεως ἀξίζει νά θυμηθοῦμε μέ ἁδρές πινελιές τί ὄντως προσέφερε τό Βυζάντιο στόν παγκόσμιο πολιτισμό.
Καταρχήν ἡ Ρωμανία -τό 1562 ἐφευρέθηκε ὁ ὅρος Βυζάντιο ἀπό τόν Ἰερεμία Βόλφ- διέσωσε τήν ἑλληνική γλῶσσα καί τήν πολιτιστική κληρονομιά. Χρησιμοποιώντας τήν Ἑλληνική ἔδωσε στόν κόσμο ἕνα πλῆρες καί ἀκριβές ὄργανο ἐπικοινωνίας, κατάλληλο νά ἐκφράσει καί τίς πιό λεπτές ἰδέες. Ἡ Πόλη ὑπῆρξε ὁ ἱερός φύλακας τοῦ παλαιοῦ θησαυροῦ, τό μεγάλο κέντρο τῆς ἐκπολιτιστικῆς δημιουργίας, πού ἐμψύχωσε τήν κληρονομιά τῆς ἀρχαιότητας μέ τή νέα πνοή τοῦ χριστιανισμοῦ καί ἔδωσε νέα ὤθηση, καθώς ἀποτέλεσε δυναμογόνο κοίτασμα γιά τόν πολιτισμό.
Ὁ μητροπολίτης Καισαρείας Ἀρέθας φρόντισε νά ἀντιγραφοῦν ὀρθά καί νά διασωθοῦν πολλά ἔργα τῶν ἀρχαίων ἑλλήνων συγγραφέων. Τό παράδειγμά του βρῆκε πολλούς μιμητές. Στά περισσότερα μοναστήρια τοῦ Βυζαντίου ὑπῆρχαν ἐπιτελεῖα καλλιγράφων μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι συνεχῶς ἀντέγραφαν ἀρχαῖα συγγράμματα σέ παπύρους καί περγαμηνές. Μέ αὐτόν τόν τρόπο δέν χάθηκε ὁ πνευματικός θησαυρός τῶν ἀρχαίων προγόνων. Τό 75% περίπου τῶν γνωστῶν σήμερα ἀρχαίων ἑλλήνων συγγραφέων μᾶς ἔγινε γνωστό μέσῳ βυζαντινῶν χειρογράφων.
Ἀλλά ἡ Ρωμανία δέν ἦταν ἁπλός θεματοφύλακας· ἦταν διαμορφωτής καί δημιουργός. Ποιητές καί ἱστορικοί, φιλόσοφοι καί ρήτορες στή Βασιλεύουσα, «τόν προμαχώνα τοῦ πολιτισμοῦ», βρῆκαν ἄσυλο. Ἡ Θεολογία, ἡ Φιλοσοφία, τό Δίκαιο, ἡ Ποίηση, ἡ Ὑμνογραφία καί ἄλλες ἐπιστῆμες γνώρισαν καταπληκτική ἄνθηση. Ρωμανός ὁ Μελωδός, Ἰωάννης Δαμασκηνός, Κοσμᾶς Μαϊουμᾶ, Ἰωσήφ ὁ ὑμνογράφος, Ἀνδρέας Κρήτης, Παῦλος Σιλεντιάριος, Μιχαήλ Ἰταλικός καί ἄλλοι ἀκόμη μέ τήν ἄνωθεν φώτιση χάρισαν στή βυζαντινή ποίηση ἀπαράμιλλους στίχους. Γιά τή μεγαλόπνοη τέχνη γενικά αὐτῆς τῆς περιόδου ὁ Στῆβεν Ράνσιμαν δήλωνε μέ θαυμασμό: «Κάποιοι ὑποστηρίζουν ὅτι τό Βυζάντιο δέν εἶχε τέχνη... Η βυζαντινή τέχνη ἦταν ἀπό τίς μεγαλύτερες σχολές τέχνης παγκοσμίως.
Κανένας ἀρχαῖος Ἕλληνας δέ θά μποροῦσε νά χτίσει τήν Ἁγία Σοφία, αὐτό ἀπαιτοῦσε πολύ βαθιά τεχνική γνώση. Κάποιοι, ξέρετε, ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ βυζαντινή τέχνη εἶναι στατική. Δέν ἦταν καθόλου στατική, ἀλλά ἦταν μία σχολή τέχνης ἀπό τίς σημαντικότερες στόν κόσμο, πού ὅσο περνᾶ ὁ καιρός ἐκτιμᾶται ὅλο καί περισσότερο, κι ὅσοι ἕλληνες διανοούμενοι σᾶς λένε ὅτι τό Βυζάντιο δέ δημιούργησε τίποτε, εἶναι τυφλοί».
Ἀναπτύχθηκαν ἐπίσης μεγάλα μοναστικά κέντρα, ἐμφανίσθηκαν μεγάλες μορφές ἁγίων Πατέρων. Τό Βυζάντιο ὑπῆρξε ὁ κυριότερος ἐκπολιτιστικός παράγων τῆς ἀνθρωπότητας. Οἱ ἱεραπόστολοι μέ ἀπίστευτο ἡρωισμό καί αὐταπάρνηση ἐξορμοῦσαν ἀπό τίς ἐρήμους τῆς Σιβηρίας μέχρι τίς ἐσχατιές τῆς Αἰθιοπίας καί ἐξημέρωναν τούς λαούς μέ τό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀπό τήν Ἰρλανδία μέχρι τήν Κίνα ἐντοπίζουμε ἐπιδράσεις τῆς βυζαντινῆς τέχνης. Καί εἶναι γνωστό ὅτι τό Βυζάντιο δημιούργησε τή γλῶσσα καί τή φιλολογία τῶν σλαβικῶν λαῶν.
Ἐπίσης κατά τή βυζαντινή περίοδο τά μαθηματικά, ἡ ἀστρονομία, ἡ ἰατρική, ἡ βοτανολογία, ἡ ζωολογία παρουσιάζουν ἰδιαίτερη ἄνθηση. Ὁ φιλόσοφος Λέων, ὁ Γεώργιος Παχυμέρης, ὁ Θεόδωρος Μετοχίτης, ὁ Νικηφόρος Γρηγορᾶς προσέφεραν ἀνεκτίμητες ὑπηρεσίες στίς φυσικομαθηματικές ἐπιστῆμες. Ὁ Ὀρειβάσιος τελειοποίησε τήν ἱπποκρατική ἰατρική. Ὁ Ἀέτιος ὁ Ἀμιδηνός, ὁ Ἀλέξανδρος ἀπό τίς Τράλλεις, ὁ Θεόφιλος ὁ πρωτοσπαθάριος συνέβαλαν τά μέγιστα στόν τομέα τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης. Ἡ χειρουργική πρακτική ἔφτασε σέ μεγάλο βαθμό αὐτοτέλειας, ἐνῶ μέ ἐντυπωσιακό τρόπο οἱ γιατροί καταγίνονταν μέ θέματα παθολογίας καί θεραπευτικῆς.
Ἀναπτύχθηκε ἐπίσης ὑψηλή κοινωνική πρόνοια καί φιλανθρωπία γιά πρώτη φορά μέ ὀργανωμένη μορφή. Μέ τή στοργική φροντίδα τῆς Ἐκκλησίας ἱδρύθηκαν νοσοκομεῖα μέ ἀποκορύφωμα τό περίφημο ἵδρυμα τοῦ αὐτοκράτορα Ἰωάννη Β΄ Κομνηνοῦ στό συγκρότημα τῆς μονῆς Παντοκράτορος. Διέθετε συνολικά 50 κρεβάτια, κλινικές εἰδικοτήτων, ὅπως χειρουργική, ὀφθαλμολογική, γυναικολογική, ἐξωτερικά ἰατρεῖα καί φαρμακεῖο.
Σέ κάθε μικρό ἤ μεγάλο βυζαντινό μοναστήρι ἔβρισκαν καταφύγιο καί περίθαλψη οἱ ταξιδιῶτες, οἱ πτωχοί καί οἱ ἄρρωστοι. Σέ ὅλες τίς πόλεις τοῦ βυζαντινοῦ κράτους ὑπῆρχαν νοσοκομεῖα, πού φρόντιζαν γιά τήν ἀνακούφιση καί τή θεραπεία τῶν ἀσθενῶν, ἀνεξάρτητα ἀπό ἐπάγγελμα, ἐθνότητα ἤ φύλο. Ἱδρύματα γιά πτωχούς γέρους, λεπρούς, τυφλούς, ὀρφανά, χῆρες, πρόσφυγες, ναυαγούς καί ὁδοιπόρους ὑπῆρχαν σέ ὅλα τά σημεῖα τῆς αὐτοκρατορίας, στίς πόλεις, στήν ὕπαιθρο καί κυρίως μέσα στά μοναστήρια. Κάθε πόλη τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας εἶχε ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες τοῦ πληθυσμοῦ τά ἀπαραίτητα εὐαγῆ ἱδρύματα καί τούς γιατρούς της.
Ἀκόμη καί σέ δύσκολες ἱστορικές συνθῆκες, ὅπως μετά τήν ἅλωση ἀπό τούς Φράγκους τό 1204, ἐνῶ ἡ αὐτοκρατορία ἔφθινε καί κατέρρεε πολιτικά, οἰκονομικά καί στρατιωτικά, παρουσιάσθηκε ἕνας ἀξιοσημείωτος πνευματικός δυναμισμός μέ θαυμαστές ἀναλαμπές σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις τοῦ πολιτισμοῦ, γνωστός ὡς «Παλαιολόγεια Ἀναγέννηση».
Χαρακτηριστικότερη καί δυναμικότερη παρουσία ὑπῆρξε ὁ Ἡσυχασμός τοῦ ΙΔ' αἰώνα μέ κύριο ἐκπρόσωπό του τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ.
Ἄς σταθοῦμε καί σέ μία ἄλλη παράμετρο: Πόσοι στήν Εὐρώπη ἀναγνωρίζουν ὅτι ἡ Ρωμανία λειτούργησε ὡς ἀσπίδα καί ὀχυρό γιά τούς ἐξ ἀνατολῶν ἐπίβουλους, ὥστε νά μπορεῖ ἡ Δύση νά ἐφησυχάζει, νά ὀργανώνεται, νά ἐκπολιτίζεται; Οὗννοι (5ος αἰώνας), Σλάβοι (6ος), Πέρσες, Ἄβαροι, Ἄραβες (7ος), Κουμάνοι, Πετσενέγοι, Σελτζοῦκοι (8ος-10ος), Ὀθωμανοί (15ος) δοκίμασαν νά πλήξουν τή δύναμή της καί νά μεταβάλουν -«εἰς μάτην»- τά σύνορα τῆς Εὐρώπης!
Τό Βυζάντιο ἀναμφισβήτητα εὐεργέτησε πολλαπλῶς καί πολυτρόπως τήν ἀνθρωπότητα. Εἶναι τόσο πολλά τά ἐπιτεύγματα καί τά εὐεργετήματά του, ὥστε νά καταντᾶ ἄδικο σύγχρονοι Γραικύλοι νά λησμονοῦν ὅτι τοῦ χρωστοῦμε εὐγνωμοσύνη καί νά ἐπιδιώκουν ἀπευθείας διασύνδεση μέ τήν ἀρχαία Ἑλλάδα, ὑποτιμώντας τή φωτεινή τροχιά του.
Πηγή: Ακτίνες
Μαθαίνοντας πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ ὅτι πλησίον τῆς Ἁγίας Σοφίας ἀνακαλύφθηκε ἕνα ἁγίασμα στὸν ὑπόγειο χῶρο ἑνὸς καταστήματος θελήσαμε δοθείσης τῆς εὐκαιρίας μαζὶ μὲ γνώριμο μοναχὸ νὰ ἐξερευνήσουμε τὸν χῶρο. Βεβαίως νομίζαμε ὅτι θὰ εἴχαμε νὰ παρακάμψουμε πολλὰ προβλήματα στὴν προσπάθειά μας αὐτή, ἀλλὰ ἡ πραγματικότητα ἀπεδείχθη τελείως διαφορετική. Ἀφοῦ βρεθήκαμε στὴν ὁδὸ Mimar Mehmet Aga εἰσήλθαμε ἐντός του καταστήματος πώλησης χαλιῶν Sedir. Ἐκεῖ ἀφοῦ συστηθήκαμε στὸν ὑπάλληλο καὶ τοῦ εἴπαμε τὸν σκοπὸ τῆς ἐπισκέψεώς μας αὐτὸς ἀφήνοντας τὴν ἐργασία του, ἀφοῦ μᾶς εἶπε νὰ περιμένουμε, χάθηκε κάπου στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ καταστήματος. Μετὰ ἀπὸ λίγο ἐμφανίστηκε μία ὑπάλληλος ἡ ὁποία ἀνοίγοντας μία πόρτα εἰσῆλθε ἀπὸ τὸ ἀκριβῶς διπλανὸ τουριστικὸ γραφεῖο τὸ ὁποῖο συστεγάζεται στὸ ἴδιο κτήριο μὲ τὸ κατάστημα χαλιῶν.
Ἡ ὑπάλληλος, νεότατη στὴν ἡλικία, ἀνήκουσα σὲ μία νέα γενιὰ Τούρκων οἱ ὁποῖοι θέλουν νὰ γνωρίσουν καὶ δὲν φοβοῦνται τὸ παρελθόν τους ὑπῆρξε μία ἄριστη ξεναγὸς σὲ ἕναν χῶρο τὸν ὁποῖον δὲν μπορούσαμε νὰ φανταστοῦμε ὅτι θὰ μᾶς ἀποκάλυπτε τόσα πολλά. Ἀκολουθῶντας την κατήλθαμε στοὺς ὑπόγειους χώρους τοῦ οἰκήματος, τουλάχιστον στὰ τέσσερα μέτρα κάτω ἀπὸ τὸ σημερινὸ ἐπίπεδο τῆς γῆς τῆς Κωνσταντινούπολης. Μὲ τὸ γύρισμα ἑνὸς διακόπτη ἡ ξεναγός μας φώτισε τὸν χῶρο ἀνοίγοντας ἀρκετοὺς προβολεῖς· ἄλλους μικρότερους καὶ ἄλλους μεγαλύτερους. Ἀκριβῶς μπροστὰ στὰ πόδια μας ξεδιπλώθηκε ἕνα ἀπὸ τὰ κομμάτια τοῦ παρελθόντος τῆς Βασιλεύουσας. Ἕνα ἐκπληκτικὸ δάπεδο ἀποτελούμενο ἀπὸ χιλιάδες ψηφῖδες καὶ ὑπέροχα διακοσμητικὰ μοτίβα προερχόμενα ἀπὸ τὸν φυτικὸ κόσμο τοποθετημένα χρονολογικὰ μεταξὺ τοῦ 5ου καὶ 6ου αἰ. μ.Χ.
Ἦταν δεδομένο ὅτι βρισκόμασταν στὸν αὔλειο χῶρο ἢ στὴν εἴσοδο κάποιας οἰκίας ἢ ναοῦ τῆς ἐποχῆς. Ἡ ἔκπληξή μας συνεχίστηκε, ὅταν στὴν ἐρώτησή μας γιὰ τὸ ποῦ βρίσκεται τὸ ἁγίασμα, ἡ συνοδός μας, μᾶς ἔκανε νόημα νὰ τὴν ἀκολουθήσουμε. Ἔτσι κατεβαίνοντας ἕναν ἀκόμα ὄροφο στὰ ἔγκατα τῆς βυζαντινῆς Κωνσταντινούπολης, τουλάχιστον ὀκτὼ μὲ δέκα μέτρα κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς, βρεθήκαμε σὲ ἕναν μεγάλο πλινθόκτιστο ἁψιδωτὸ χῶρο στὴν ἀριστερὴ πλευρὰ τοῦ ὁποίου βρισκόταν τὸ ἁγίασμα μὲ τὴν σὲ ὄχι σὲ τόσο καλὴ κατάσταση εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγητρίας. Πρὸς ἀκόμα μεγαλύτερη ἔκπληξή μας, χάρη στὸν πατέρα ποὺ μὲ συνόδευε, διότι ἐγὼ δὲν τόλμησα νὰ κάνω τὴ δοκιμὴ, διαπιστώσαμε ὅτι τὸ νερὸ τοῦ ἁγιάσματος ἦταν ἀπολύτως καθαρὸ πρὸς πόση. Ὁ ναὸς στὸν ὁποῖο βρισκόμασταν ἦταν ἡ ἱερὰ μονὴ τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγήτριας. Κτήτορας ὑπῆρξε ἡ βασίλισσα Πουλχερία (399-453), κόρη τοῦ αὐτοκράτορος Ἀρκαδίου. Σκοπὸς τῆς κατασκευῆς ἦταν ἡ στέγαση μιᾶς ἀπὸ τὶς εἰκόνες τῆς Θεοτόκου ποὺ ἁγιογράφησε ὁ Ἀπ. Λουκᾶς καὶ ἡ ὁποία μόλις εἶχε ἔρθει ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα.
Ὁ ναὸς αὐτὸς ἐπρόκειτο νὰ μετατραπεῖ στὸ καθολικό τῆς ἱερᾶς μονῆς τῶν Ὁδηγῶν, ἡ ὁποία ἔδωσε καὶ τὸ ὄνομά της σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους ἁγιογραφικοὺς τύπους τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου μέχρι καὶ σήμερα, αὐτὸν τῆς Ὁδηγητρίας. Ὅταν ὁ ὑμνωδὸς ἀναφέρει «τῶν μὴ προσκυνούντων τὴν εἰκόνα σου τὴν σεπτὴν τὴν ἱστορηθεῖσαν ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου Λουκᾶ ἱερωτάτου τὴν Ὁδηγήτριαν» αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν εἰκόνα ἐννοεῖ. Τὰ θεμέλια καὶ οἱ ὑπόγειοι χῶροι τοῦ ναοῦ ἔχουν διασωθεῖ στὰ ὑπόγεια καταστημάτων στοὺς παρακείμενους δρόμους. Λόγῳ αὐτοῦ τοῦ γεγονότος εἶναι δυνατὴ ἡ ἀποκατάσταση τοῦ ἀρχιτεκτονικοῦ τύπου τοῦ ναοῦ. Ἐπρόκειτο γιὰ ἕναν ναὸ σταυροειδῆ μὲ τροῦλλο μὲ μῆκος περίπου 25 μ. καὶ πλάτος 20 μ. Σὲ παραπλήσιο χῶρο τοῦ ἁγιάσματος ἐκεῖ ποὺ κάποτε βρίσκονταν τὸ ἐπίπεδο τῆς γῆς ὑπῆρχε καὶ κοιμητήριο τῆς μονῆς. Ἐδῶ βρέθηκαν σπαράγματα ἀπὸ νωπογραφία ποὺ ἀπεικόνιζε τὸν ἅγ. Ἰωάννη τὸν Θεολόγο, ἕνας μεταλλικὸς σταυρὸς μὲ ἐγχάρακτο Χριστὸ μὲ τὴν ἐπιγραφὴ ΙC.ΧC. ΝΙΚΑ στὴ μία του πλευρὰ ἐνῷ στὴν ἄλλη ὑπάρχει ἐγχάρακτη ἡ Παναγία μὲ τὴν ἐπιγραφὴ ΜΗΡΘV καθὼς καὶ ἕνα ὑάλινο βραχιόλι. Ἡ νεαρὴ Τουρκάλα ξεναγός μας, ἀφοῦ μᾶς ρώτησε κάποια πράγματα περὶ τῆς πίστεώς μας, τὰ ὁποῖα σπάνια πλέον στὴν πατρίδα μας οἱ Ἕλληνες ρωτοῦν ἀλλὰ καὶ μᾶς ἐξέπληξε μὲ τὶς γνώσεις της πάνω σὲ πολιτισμικὰ στοχεῖα τῆς Ὀρθοδοξίας, μᾶς ἀποχαιρέτησε δηλώνοντάς μας ὅτι εἴμαστε εὐπρόσδεκτοι σὲ μελλοντική μας ἐπίσκεψη.
Ὅσον ἀφορᾶ τὸ ἄρθρο θὰ πρέπει νὰ κάνουμε τὴν ἀπαραίτητη διευκρίνιση, ὅτι παρόλο ποὺ τὰ γενικὰ ἀρχαιολογικὰ στοιχεῖα εἶναι ὡς ἔχουν, εἶναι δυνατὸν στὸ μέλλον οἱ ἑρμηνεῖες νὰ ἀλλάξουν. Αὐτὸ διότι πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπ’ ὄψιν ὅτι:
1. Τὰ περισσότερα στοιχεῖα ποὺ ἔχουμε δὲν προέρχονται ἀπὸ ἐκτεταμένες ἀνασκαφές.
2. Οἱ ἐργασίες τῶν ἐπιστημόνων εἶναι γιὰ εὐνόητους πολεοδομικοὺς λόγους ἰδιαίτερα δύσκολες.
3. Ὁ χῶρος συντηρήθηκε ἀπὸ τὸν ἰδιοκτήτη τοῦ κτηρίου καὶ ὄχι ἀπὸ ἐπίσημο φορέα.
1. Walking Thru Byzantium, Byzantium 1200, Tayfun Oner
2.Iustinianus doneminde Istanbul’da yapilar, Arkeoloji ve Sanat Yayinlari
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
α. Το χρονικό του Άγγλου σταυροφόρου Ριχάρδου
Το Χρονικό του Ριχάρδου (ITINERARIUM PEREGRINORUM RICARDI) αποτελείται από έξι συνολικά βιβλία και διασώζεται σε εννιά χειρόγραφα. Ο Γερμανός καθηγητής HANS MAYER έχει εκφράσει την άποψη ότι το αρχικό χρονικό του Ριχάρδου είχε γραφτεί από έναν άγνωστο Άγγλο στρατιωτικό ιερέα ο οποίος συμμετείχε στην Γ' Σταυροφορία. Ο Ριχάρδος διαβεβαιώνει πως συμμετείχε στη Σταυροφορία και ότι πολλά από τα γεγονότα που περιγράφει τα έχει βιώσει ο ίδιος. Σχετικά με την τελετή του Μεγάλου Σαββάτου του 1192, ο Άγγλος χρονογράφος αναφέρει τα εξής:
«Την παραμονή του Πάσχα, ο Σαλαντίν, συνοδευόμενος από την ακολουθία του, μετέβη στον σεβάσμιο Τάφο του Κυρίου στην Ιερουσαλήμ. Εκεί πήγε με σκοπό να ανακαλύψει την αλήθεια σχετικά με την ουράνια φωτιά η οποία κατ’ εξακολούθηση κατέρχεται διά της θεϊκής δυνάμεως κάθε χρόνο εκείνη την ημέρα και ανάβει μια κανδήλα. Για κάποιο χρονικό διάστημα ο Σαλαντίν και άλλοιΤούρκοι παρακολουθούσαν προσεκτικά την ευλάβεια πολλών αλυσοδεμένων χριστιανών αιχμαλώτων, καθώς εκλιπαρούσαν για το έλεος του Θεού με δάκρυα. Ξαφνικά, μπροστά στα μάτια τους, η θεϊκή φωτιά κατήλθε και άναψε την κανδήλα. Αμέσως άρχισε να καίει απαστράπτουσα. Όταν όλοι οι παριστάμενοι το είδαν αυτό, συγκινήθηκαν πολύ.
Ὁ βυζαντινὸς πολιτισμὸς καὶ ἡ βυζαντινὴ κοινωνία δὲν ἔχει μέχρι σήμερα μελετηθεῖ ἀρκετὰ οὔτε σὲ βάθος ἀλλὰ οὔτε καὶ σὲ ἔκταση. Καὶ βασικὰ δὲν ἔχει ἀντιμετωπισθεῖ μὲ τὴν προσήκουσα εὐρύτητα σκέψεως. Τὸ Βυζάντιο εἶναι ἕνα εἰδικὸ πολιτισμικὸ φαινόμενο, ἕνας ἰδιαίτερος πολιτισμὸς ποὺ πέρασε μέσα ἀπὸ διάφορα στάδια. Εἶναι μία συνεκτικὴ ὁλότητα καὶ ἀποτελεῖ ἕνα σύνολο ἀνόμοιων πραγμάτων, ὅπως γίνεται προσπάθεια ἐνίοτε νὰ παρουσιασθεῖ ἢ ὅπως παρατηρεῖται σὲ ἄλλους πολιτισμούς. Δὲν ἀποτελεῖ μεῖγμα ἀρχαίων ἑλληνικῶν καὶ ἀνατολικῶν παραδόσεων, ἀλλὰ εἶναι ἡ συνεχὴς ἀνέλιξη καὶ σύνθεση τῆς κλασσικῆς σοφίας καὶ τῶν χριστιανικῶν ἀξιῶν. Ἡ ὁποιαδήποτε μελέτη τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ θὰ πρέπει νὰ ξεκινήσει ἀπὸ τὴν αὐτοσυνειδησία τῶν Βυζαντινῶν γιὰ τὸ αὐτοκρατορικὸ ἰδεῶδες, ὅπως αὐτὸ προτείνεται ἀπὸ τοὺς πολῖτες καὶ τοὺς ἄρχοντες τῆς αὐτοκρατορίας.
Ὡστόσο, ἡ μελέτη τοῦ βυζαντινοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς καθημερινῆς ζωῆς του παρουσιάζει ὄχι λιγότερο ἐνδιαφέρον. Ἐπίσης, ἡ στάση τῆς βυζαντινῆς κοινωνίας ἀπέναντι στὸν ὑπερφυσικὸ κόσμο, στὴν οἰκουμένη, στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις, στὴν ἠθικὴ καὶ στὶς αἰσθητικὲς ἀξίες συνιστοῦν ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον μελέτης καὶ ἀξιολογήσεως. Ὅμως, ἐδῶ θὰ παραθέσουμε συνοπτικὰ τὶς ἀναγκαῖες ἀρετὲς ποὺ θὰ πρέπει νὰ χαρακτηρίζουν τὸν καλὸ καὶ ἐπιτυχημένο βυζαντινὸ αὐτοκράτορα. Ἡ ἄποψη τῶν Βυζαντινῶν γιὰ τὸ αὐτοκρατορικὸ ἰδεῶδες ἔχει προφανῶς βάση στὴν Πλατωνικὴ καὶ Ἀριστοτελικὴ ἠθική. Ἡ κλασσικὴ ἄποψη τῶν ἀναγκαίων ἀρετῶν γιὰ ἕναν κυβερνήτη περιλαμβάνει τέσσερις βασικὲς ἰδιότητες, οἱ ὁποῖες ὀφείλουν νὰ κοσμοῦν τὸν ἰδεώδη ἡγεμόνα. Οἱ ἀρετὲς αὐτὲς εἶναι: ἡ ἀνδρεία, ἡ δικαιοσύνη, ἡ σωφροσύνη καὶ φρόνηση. Πάνω σὲ αὐτὲς τὶς ἰδιότητες στήθηκε τὸ βυζαντινὸ αὐτοκρατορικὸ ἰδεῶδες. Ὅπως προκύπτει ἀπὸ διάφορα ἔργα βυζαντινῆς ρητορικῆς αὐτὸ συνίσταται ἀπὸ τὶς ἀκόλουθες ἰδιότητες:
• Ἡ αὐτοκρατορικὴ ἐξουσία προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καί, συνεπῶς, ὁ ἡγεμόνας ὀφείλει νὰ κυβερνᾶ μὲ φόβο Θεοῦ.
• Ὁ αὐτοκράτορας ὀφείλει νὰ φροντίζει καὶ νὰ ὑπερασπίζεται τοὺς ὑπηκόους του. Δὲν πρέπει ποτὲ νὰ ριψοκινδυνεύει τὴ ζωὴ τῶν ὑπηκόων του γιὰ προσωπικὸ πολιτικὸ ὄφελος.
• Πρέπει νὰ εἶναι δίκαιος καὶ νὰ διασφαλίζει τὴν ἀπονομὴ τῆς δικαιοσύνης.
• Πρέπει νὰ εἶναι γενναιόδωρος, ἀλλὰ καὶ φιλάνθρωπος – νὰ ἔχει δηλαδὴ κοινωνικὴ εὐαισθησία.
• Πρέπει νὰ εἶναι σώφρων καὶ εὐφυής.
• Οὐσιαστικά, ὁ ἡγέτης θὰ πρέπει νὰ ἔχει σωφροσύνη καὶ εὐφυΐα, καὶ νὰ διακρίνεται γιὰ τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν εἰλικρίνειά του ἀπέναντι στοὺς ὑπηκόους του.
• Συγκρίνοντας τὸ πρότυπο τοῦ αὐτοκρατορικοῦ ἰδεώδους μὲ διάφορους βυζαντινοὺς αὐτοκράτορες καὶ πάντοτε σύμφωνα μὲ τὰ γραφόμενα καὶ ἐπικαλούμενα τῶν βυζαντινῶν λογίων κρίνονται θετικὰ ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς, ὁ Μιχαὴλ Δ΄, ὁ Βασίλειος Β΄ ὁ Βουλγαροκτόνος, ὁ Ρωμανὸς Δ΄ Διογένης, ὁ Νικηφόρος Βοτανειάτης καὶ ἀρκετοὶ ἄλλοι. Ἀντίθετα, ἀρνητικὰ κρίνονται ὁ Μιχαὴλ Ε΄, ὁ Κωνσταντῖνος Θ’, ὁ Κωνσταντῖνος Γ΄ Δούκας, ὁ Μιχαὴλ Ζ΄ καὶ ὁ Ἰσαὰκ Α΄ Κομνηνός. Ὁ τελευταῖος μάλιστα ἐπικρίνεται ἰδιαίτερα γιὰ τὴ δημοσιονομικὴ πολιτική του. Ἦταν, δηλαδή, ἀδηφάγος στὴν εἴσπραξη φόρων. Χαρακτηρίζεται ὡς ἄδικος. Οἱ δημεύσεις του, τόσο ἰδιωτικῆς ὅσο καὶ μοναστηριακῆς περιουσίας, ἦταν κατὰ τὸ πλεῖστον παράνομες. Ὁ Ἰσαὰκ περιγράφεται συνήθως ὡς πλεονέκτης καὶ ὡς ἀνελέητος κυνηγὸς φόρων.
• Γενικά, μπορεῖ νὰ καταγραφεῖ ὅτι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς αὐτοκράτορες ποὺ περιγράφονται ἀρνητικὰ ὡς πρὸς τὸ ἰδεῶδες αὐτοκρατορικὸ πρότυπο, χαρακτηρίζονται ἀπὸ ἐπιπολαιότητα, ἀνοησία, τυφλὲς τυραννικὲς πράξεις καὶ ἀδιαφορία πρὸς τὸν λαό.
• Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι ὁρισμένοι ἀπὸ τοὺς ἀρνητικὰ κρινόμενους αὐτοκράτορες ἄρχισαν τὴν σταδιοδρομία τους ὡς ἐνάρετοι καὶ χρηστοί, ἀλλὰ μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου τὰ προτερήματά τους ἐκφαυλιζόντουσαν. Ἡ ἔλλειψη πνευματικῆς καὶ ψυχικῆς ἀνδρείας, δικαιοσύνης, σωφροσύνης καὶ εὐφυΐας καὶ προπάντων ἡ ἔλλειψη ἐνδιαφέροντος γιὰ τὴν ἀσφάλεια καὶ τὸ κύρος τοῦ κράτους καὶ τοῦ λαοῦ, ἐθεωροῦντο ὡς ἄκρως ἀρνητικὰ στοιχεῖα πρᾶγμα ποὺ καὶ σήμερα εἶναι ἀπολύτως ἀποδεκτό.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Χάρτης Ρωμανίας
Στὶς 29 Μαΐου 1453 ἔκλεισε μὲ τρόπο τραγικὸ τὸ πιὸ θεμελιῶδες κεφάλαιο τῆς Ἱστορίας μας. Μία ἐκπληκτικὴ περίοδος 11 αἰώνων, κατὰ τὴν ὁποία ὁ παρηκμασμένος Ἑλληνισμὸς τῆς Ὕστερης Ἀρχαιότητας ἀπέκτησε νέα πνοή, ἀναδιαμορφώθηκε, ἀναβαπτίστηκε μέσα στὴν ὀρθόδοξη καινὴ κτίση, ἀναβαπτίζοντας ταυτόχρονα καὶ ὠθῶντας σὲ πρωτόγνωρα ὕψη καὶ τὴ σοφία τῶν προγόνων του. Ὅλα αὐτὰ μέσα σὲ μία Αὐτοκρατορία, ποὺ ξεκίνησε τὸν 4ο αἰ. ὡς ἁπλῆ συνέχεια τῆς Ρώμης καὶ 4 αἰῶνες ἀργότερα ἦταν πιὰ ἕνα κράτος ἐξολοκλήρου ἑλληνικό. Ὁ λόγος γιὰ τὴν ἀποκαλούμενη «Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία» (ὅρος ποὺ δὲν ἔχει φυσικὰ καμμία σχέση μὲ τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα, ἀλλὰ ἀποτελεῖ γερμανικῆς ἐπινόησης ὑποτιμητικὸ νεολογισμὸ τοῦ 17ου αἰ.). Οἱ κάτοικοί της βεβαίως ποτὲ δὲν ὀνόμασαν τοὺς ἑαυτούς τους Βυζαντινούς. Μέχρι τὸ τέλος αὐτοαποκαλοῦνταν Ρωμαῖοι καὶ τελικὰ ἐπὶ τὸ λαϊκότερον Ρωμηοὶ ἐνῷ τὸ κράτος τοὺς τὸ ἀποκαλοῦσαν Βασιλεία τῶν Ρωμαίων ἢ Ρωμανία.
Ἀπὸ τὴ Ρώμη στὴ Ρωμηοσύνη
Αὐτὸ λοιπὸν τὸ κράτος δὲν εἶναι τυπικὰ παρὰ ἡ συνέχεια τοῦ ρωμαϊκοῦ. Ἡ ἐπιλογὴ ὡστόσο τοῦ Μ. Κωνσταντίνου νὰ χτίσει μία νέα πρωτεύουσα, ἐγκαταλείποντας τὴ Ρώμη, ἰσοδυναμεῖ μὲ κάτι πολὺ σπουδαιότερο ἀπὸ μία ἁπλὴ ἀλλαγὴ ἕδρας. Ἡ ἐγκατάλειψη τῆς πανάρχαιης πόλης, τῆς τόσο βαθιᾶ συνδεδεμένης μὲ τὴν εἰδωλολατρία καὶ τόσο ἀνεπανόρθωτα βυθισμένης στὴ διαφθορά, δείχνει τὴν ἀπόφαση τοῦ σπουδαίου αὐτοκράτορα νὰ ξεκινήσει πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸν κύκλο ζωῆς τῆς αὐτοκρατορίας. Καὶ ἡ ἐπιλογὴ ἑνὸς γεωγραφικοῦ χώρου, ὅπου κυριαρχοῦσαν ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς καὶ ἡ χριστιανικὴ πίστη, δείχνει βεβαίως καὶ τὶς δυνάμεις στὶς ὁποῖες σκόπευε νὰ βασιστεῖ.
Παρότι λοιπὸν τίποτε ἰδιαίτερο δὲν δείχνει ἀρχικὰ νὰ ἀλλάζει καὶ τὸ κράτος παραμένει ἐπίσημα λατινικό, ἤδη ἀπὸ μόνη της ἡ ἀλλαγὴ τῆς πρωτεύουσας δρομολογεῖ τὴ διαδικασία τοῦ ἐξελληνισμοῦ του. Στοὺς ἑπόμενους αἰῶνες αὐτὸ γίνεται ὅλο καὶ πιὸ σαφές, σὲ μία περίοδο πάντως γεμάτη μεγάλες περιπέτειες, ποὺ συχνὰ ἀπειλοῦν τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξή του. Παρὰ τὶς ἐξωτερικὲς ὅμως δοκιμασίες ποὺ γνωρίζει ἀπὸ ἰσχυροὺς ἐχθρούς, ὅπως οἱ Οὗννοι, οἱ Ἄβαροι, οἱ Πέρσες, οἱ Ἄραβες, οἱ Βούλγαροι, καὶ ἀκόμη παρὰ τὶς ἐσωτερικὲς δοκιμασίες ποὺ τὴ συγκλονίζουν, μὲ ἀποκορύφωμα τὴν Εἰκονομαχία, ἡ Αὐτοκρατορία ἐπιβιώνει, ἀνθίσταται καὶ μὲ μία συνεχῆ ἀνοδικὴ πορεία φτάνει τὸν 10ο αἰ. στὸ ἀπόγειο τῆς ἀκμῆς της. Στὰ χρόνια τοῦ κορυφαίου της αὐτοκράτορα, τοῦ Βασιλείου Β’, εἶναι ἡ ἰσχυρότερη αὐτοκρατορία πάνω στὴ Γῆ, ἀλλὰ καὶ ἡ πιὸ προηγμένη πολιτιστικά, μὲ μία ἐκπληκτικὴ ἄνθηση τῶν ἐπιστημῶν, τῶν τεχνῶν καὶ τῶν γραμμάτων.
Χάρτης Ρωμανίας
Σύντομα ὅμως ἀρχίζει ἡ παρακμή. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Βασιλείου τὸ 1025, ἀνεβαίνει στὸν θρόνο μία σειρὰ ἀνίκανων αὐτοκρατόρων, ποὺ δὲν ἀντιλαμβάνονται τὸν κίνδυνο ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση νέων ἐχθρῶν, ὅπως οἱ Τοῦρκοι. Κυρίως ὅμως δὲν ἐνδιαφέρονται νὰ περιορίσουν τοὺς μεγάλους γαιοκτήμονες ποὺ ἀπορροφοῦν ἔτσι τὴ μικρὴ γεωκτησία. Ἡ ἐξαφάνιση τῶν ἐλεύθερων ἀγροτῶν, ποὺ ἦταν ἡ βάση τοῦ στρατοῦ, ἔχει ὡς βαρύτατη συνέπεια τὴν ἀμυντικὴ ἐξασθένηση τῆς Αὐτοκρατορίας, ἀλλὰ ἐπιφέρει πλῆγμα καὶ στὴν οἰκονομία, ποὺ κατὰ κύριο λόγο ἦταν ἀγροτική. Μετὰ ἀπὸ μία τελευταία ἀναλαμπὴ ὑπὸ τὴ Δυναστεία τῶν Κομνηνῶν, ἡ κρίση εἶναι πιὰ ἔκδηλη καὶ ἐπισφραγίζεται μὲ τὴν Ἅλωση τῆς Πόλης ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους τὸ 1204. Ἕνα συντριπτικὸ πλῆγμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο δὲν θὰ ἀνακάμψει ποτὲ ἡ φρικωδῶς λεηλατημένη πρωτεύουσα, ἀλλὰ κι ὁλόκληρη ἡ Αὐτοκρατορία.
Οἱ Σταυροφόροι στὴ συνέχεια τὴ διαμελίζουν, ἐνῷ ὁ Ἑλληνισμὸς διασώζεται στὰ τρία ἑλληνικὰ κράτη τῆς Ἠπείρου, τῆς Τραπεζούντας καὶ τῆς Νίκαιας, ποὺ ἀποτελεῖ καὶ τὴν αὐθεντικὴ διάδοχη κατάσταση τῆς Ρωμανίας, καθὼς ἐκεῖ καταφεύγουν αὐτοκράτορας καὶ πατριάρχης. Τὸ 1261 βέβαια ἡ Νίκαια κατορθώνει νὰ ἀνακαταλάβει τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ παλιὰ αἴγλη ὅμως ἔχει πιὰ ὁριστικὰ χαθεῖ. Αὐτὴ ἡ τελευταία περίοδος, ὣς τὸ 1453, εἶναι ἐποχὴ τεράστιας κρίσης.
Τὸ κράτος τῆς Νίκαιας μὲ τὴ σχετικὰ μικρή του ἔκταση εἶχε κατορθώσει νὰ ἀναπτυχθεῖ. Ἡ μεταφορὰ ὅμως πλέον τοῦ κέντρου βάρους καὶ πάλι στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἡ ἀνακατάληψη τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου, ἐπιφόρτισε ξανὰ τὸ κράτος μὲ τὸν παλαιό του κοσμοκρατορικὸ ρόλο, στὸν ὁποῖο ὅμως δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ ἀνταποκριθῆ. Ἔτσι ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 13ου αἰ. ἡ παρακμὴ εἶναι πλέον ραγδαία. Αὐτὸ συμπίπτει μὲ τὴν ἄνοδο τῶν Ὀθωμανῶν, ποὺ ἔσπευσαν βεβαίως νὰ ἐκμεταλλευτοῦν αὐτὴ τὴν παρακμή. Οἱ Ὀθωμανοὶ ἦταν μία τουρκικὴ ὀρδή, ποὺ γύρω στὸ 1300, ἵδρυσε ἕνα νέο ἰσχυρὸ κράτος, μὲ πρωτεύουσα τὴν Προῦσα. Ἀφοῦ κατέλαβαν τὰ τελευταῖα βυζαντινὰ ἐδάφη στὴ Μ.Ἀσία, μετὰ τὸ 1350 πέρασαν στὴν Εὐρώπη καὶ σύντομα ὁλόκληρη σχεδὸν ἡ παλαιὰ Αὐτοκρατορία βρισκόταν πλέον στὰ χέρια τους. Στὴν κυριαρχία τοῦ ἄλλοτε πανίσχυρου κράτους ἀπέμενε πιὰ μόνο ὁ Μοριᾶς καὶ ἡ ἴδια ἡ Βασιλεύουσα, ποὺ ὅμως ἦταν ἐδαφικὰ κυκλωμένη ἀπὸ τὰ τουρκικὰ στίφη καὶ ἡ πτώση της ἦταν πλέον θέμα χρόνου. Τὸ τέλος ἦρθε, ὅταν στὸν θρόνο τοῦ σουλτανάτου ἀνέβηκε ὁ Μωάμεθ Β’.
Ὁ στρατὸς του ἀποτελοῦνταν ἀπὸ 200.000 στρατιῶτες, ἀπὸ ἀναρίθμητα ἀκόμη στίφη ἀτάκτων, ἀλλὰ κι ἀπὸ ἕνα ὀργανωμένο πυροβολικό. Ἡ Κωνσταντινούπολη ἀντίθετα, δὲν ἦταν πλέον παρὰ μία ἄθλια σκιὰ τοῦ παρελθόντος της. Ἡ ἄλλοτε μυθικὴ πόλη, ποὺ στὴν ἀκμη της εἶχε πληθυσμὸ μεγαλύτερο τῶν 500.000 (ἀριθμὸ τεράστιο γιὰ τὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς), δὲν εἶχε συνέλθει ποτὲ ἀπὸ τὸ μανιασμένο πέρασμα τῶν Σταυροφόρων. Γεμάτη ἐρείπια καὶ τεράστιες ἐκτάσεις ἀκατοίκητες, τὸ 1453 κατοικοῦνταν ἀπὸ μόλις 50.000 ψυχές. Κι ἀνάμεσά τους μόνο οἱ 5.000 ἦταν στρατιῶτες. Τὰ μεγέθη λοιπὸν ἦταν ἐντελῶς ἄνισα. Καὶ οὔτε καὶ τὰ περίφημα τείχη της μποροῦσαν πιὰ νὰ τὴ σώσουν, γιατί ἦταν παλιὰ καὶ ἀνίκανα νὰ ἀντισταθοῦν γιὰ πολὺ στὰ τεράστια βλήματα τῶν τουρκικῶν κανονιῶν. Ἐπιπλέον, εἶχαν μῆκος πάνω ἀπὸ 22 χλμ καὶ ἦταν φανερὸ πὼς σὲ μία πολυμέτωπη τουρκικὴ ἐπίθεση, οἱ ἐλάχιστοι μάχιμοι ἄνδρες δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ τὰ ὑπερασπιστοῦν.
Θανάτῳ θάνατον πατήσαντες…
Δὲν θὰ ἀναφερθῶ ἐδῶ στὰ γεγονότα τῆς πολιορκίας (καθὼς λίγο-πολὺ εἶναι γνωστά), ἀλλὰ μόνο σὲ δύο ἐπιμέρους περιστατικά, ἀποτίοντας φόρο τιμῆς στὴ μεγάλη τραγική μας ἐπέτειο. Τὸ πρῶτο ἔλαβε χώρα τὴν 21η Μαΐου. Εἶχαν ἤδη κυλήσει 50 μέρες πολιορκίας καὶ ὅλα ἦταν δυσοίωνα, καθὼς μὲς στὴν πόλη ἦταν πλέον αἰσθητὴ ἡ ἔλλειψη τροφίμων, ἐνῷ οἱ πολεμιστὲς εἶχαν κουραστεῖ ἀπὸ τὶς ἐχθρικὲς ἐπιθέσεις. Τότε ὁ σουλτάνος ἔστειλε πρέσβη, ζητῶντας τὴν παράδοση τῆς πόλης μὲ τὴν ὑπόσχεση νὰ ἐπιτρέψει στὸν Αὐτοκράτορα καὶ σὲ ὅσους τὸ ἐπιθυμοῦσαν, νὰ φύγουν μὲ τὰ ὑπάρχοντά τους. Ἡ ἀπάντηση ὅμως τοῦ Κωνσταντίνου ἦταν συγκλονιστικὰ μεγαλειώδης.
«Οὔτε σὲ μένα, οὔτε σὲ ἄλλον ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς Πόλης, δὲν ἀνήκει τὸ δικαίωμα νὰ σοῦ τὴ δώσουμε. Κοινή μας ἀπόφαση εἶναι μὲ τὴ θέλησή μας νὰ πεθάνουμε ὅλοι καὶ νὰ μὴ λογαριάσουμε τὴ ζωή μας»: «Κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν». Ποιά εἶναι ἄραγε αὐτὴ ἡ δύναμη ποὺ ὠθεῖ τὸν καταδικασμένο αὐτοκράτορα νὰ ἐπιλέξει συνειδητὰ τὴ θυσία, ἐνῷ τοῦ δίνεται ἡ εὐκαιρία νὰ σώσει τὴ ζωὴ καὶ τὴν περιουσία του; Νομίζω ὅτι πολὺ ἁπλᾶ, ἐκείνη τὴ δραματικὴ στιγμὴ ὁ Παλαιολόγος κουβαλάει στὶς πλάτες τοῦ 25 ὁλόκληρους αἰῶνες. Κουβαλάει στὶς πλάτες του ἕναν ὁλόκληρο λαὸ ποὺ ποτὲ του δὲν ἀνέχτηκε νὰ ζήσει σκλαβωμένος, τὸν ἴδιο λαὸ ποὺ κάποτε δὲν ἔδωσε γῆ καὶ ὕδωρ στοὺς Πέρσες, τὸν ἴδιο λαὸ ποὺ πολλοὺς αἰῶνες μετὰ κραύγασε: «Ἐλευθερία ἢ Θάνατος».
Δὲν εἶναι τελικὰ ἡ ἴδια ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε ὁ Λεωνίδας στὸν Ξέρξη, οἱ Σουλιώτισσες στὸ Ζάλογγο, ὁ Παπαφλέσσας στὸ Μανιάκι, ὁ μητροπολίτης Χρυσόστομος στὴ Σμύρνη, ὁ Γρηγόρης Αὐξεντίου στοὺς Ἄγγλους ἢ ἀκόμη καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χρύσανθος στοὺς Γερμανοὺς κατακτητές; Εἶναι αὐτὸ ἀκριβῶς. Ἡ ἴδια γελοία καὶ ἀνισόρροπη ἀπόφαση, γιὰ τὰ δεδομένα ἑνὸς σημερινοῦ ὀρθολογιστῆ, ποὺ θὰ ἀδυνατοῦσε φυσικὰ νὰ καταλάβει ὅτι εἶναι φορὲς ποὺ τελικὰ μπορεῖς νὰ ζήσεις, μονάχα πεθαίνοντας. Νὰ ζήσεις, θανάτῳ θάνατον πατήσας. Ἡ ἴδια παλαβὴ ἀπόφαση ἑνὸς (διὰ τὸν Χριστὸν καὶ διὰ τὸ Ἔθνος) σαλοῦ, ποὺ καὶ τίποτε ἄλλο νὰ μὴ γνωρίζαμε ἀπὸ τὴ Βυζαντινὴ Ἱστορία, θὰ ἦταν ἀπὸ μόνη της ἀρκετὴ γιὰ νὰ τεκμηριώσει πὼς αὐτὸς ὁ λαὸς τοῦ Λεωνίδα, τοῦ Ἀλέξανδρου, τοῦ Μακρυγιάννη καὶ τοῦ Πλαστήρα, ὁ ἴδιος οὐσιαστικὰ λαὸς ἦταν ἐκεῖ καὶ τὸ 1453. Ὁ ἴδιος καὶ ὄχι ἄλλος.
Μία κοινωνία μὲ φόβο Θεοῦ…
Τὸ δεύτερο σημεῖο ποὺ θὰ σταθῶ εἶναι ὁ ἐπίλογος τῆς ὁμιλίας ποὺ ἔβγαλε ὁ Παλαιολόγος, στὶς 28 Μαΐου, μέσα στὴν Ἁγία Σοφία. Ἀφοῦ προέτρεψε τὸν λαὸ νὰ ἀντισταθεῖ μὲ αὐταπάρνηση, προσέθεσε: «Ἐὰν εἰλικρινὰ τὸ πράξετε, ἐλπίζω ὅτι, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ θὰ ἀποφύγουμε τὴ δίκαιη τιμωρία Του, ποὺ κρέμεται ἀπὸ πάνω μας». Πρόκειται γιὰ μία φράση ποὺ κατὰ κάποιον τρόπο δείχνει νὰ συνοψίζεῖ ὅλη τὴν προγενέστερη ἱστορία τῆς βυζαντινῆς κοινωνίας. Μίας κοινωνίας, ποὺ παρὰ τὰ ἐλαττώματά της, εἶχε ἕνα κεντρικὸ χαρακτηριστικό, ποὺ τὸ κληροδότησε καὶ στὸν μετέπειτα Ἑλληνισμὸ τῆς Τουρκοκρατίας καὶ αὐτὸ ἦταν ποὺ θὰ τὸν κρατοῦσε ζωντανὸ μέσα στὸ σκοτάδι τῆς σκλαβιᾶς. Ἦταν μία κοινωνία θεοφοβούμενη, ποὺ εἶχε μέσα της κάτι πολὺ σπουδαῖο: τὴν ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητάς της. Ὁ βυζαντινὸς πολίτης, εἴτε ἦταν φωτισμένος ἄνθρωπος, εἴτε ἁπλὸς ἄνθρωπος τοῦ λαοῦ μ’ ὅλες τὶς προλήψεις του, εἴτε ἀκόμη καὶ κάποιος ποὺ εἶχε διαπράξει ἐγκλήματα, εἶχε στὶς περισσότερες τῶν περιπτώσεων ἕνα μεγάλο δῶρο: εἶχε ἔλεγχο συνειδήσεως.
Καὶ αὐτὸς ὁ ἔλεγχος ἦταν ποὺ τὸν ὠθοῦσε νὰ γίνεται καλύτερος-ἢ τουλάχιστον νὰ μὴ γίνεται χειρότερος. Νὰ φτάνει σὲ ὕψη πνευματικὰ ἢ νὰ μετανοεῖ καὶ νὰ ἀγωνίζεται ἢ ἔστω νὰ μὴ γίνεται ἕνα ὂν ἀπολύτως ἀποκτηνωμένο. Καὶ προσωπικὰ εἶμαι βέβαιος ὅτι, ὅσα ἐγκλήματα κι ἂν διεπράχθησαν σ’ αὐτὸ τὸ τόσο παρεξηγημένο «Βυζάντιο», ἡ κοινωνία του ἀπεῖχε ἔτη φωτὸς ἀπὸ τὴ σημερινὴ ἀπόλυτη ἀποκτήνωση, ἀπὸ τὸν ἀπολύτως ζοφερὸ μεσαίωνα τοῦ 20οῦ καὶ 21ου αἰώνα.
Ἀπὸ μία κοινωνία ποὺ ὑποτίθεται πὼς ἔγινε ἀνθρωποκεντρικὴ καὶ ἐν ὀνόματι τῆς ἀνθρώπινης ἀξίας, διέπραξε τοὺς πιὸ φριχτοὺς πολέμους καὶ τὶς πιὸ ἀποτρόπαιες γενοκτονίες. Ἀπὸ μία κοινωνία ποὺ ὑποτίθεται πὼς ἀποθέωσε τὴν πρόοδο καὶ τὴ λογικὴ καὶ πρὶν ἀλέκτωρ λαλήσει, παραδόθηκε ἑκουσίως στὶς σέχτες, τοὺς ἀστρολόγους καὶ τοὺς ἀποκρυφιστές. Ἀπὸ μία κοινωνία ὑλιστικῶν ὀνειρώξεων, ποὺ καθαίρεσε τὸν Θεὸ ὡς σκοταδιστικὴ πλάνη καὶ στὴ θέση του κατασκεύασε ἀναρίθμητα χρυσὰ μοσχάρια, ποὺ τὰ προσκυνάει εὐλαβικὰ λέγοντας: «Αὐτοὶ εἶναι οἱ θεοί σου ποὺ σὲ ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο»!
Στὸ παρεξηγημένο Βυζάντιο δὲν ὑπάρχει φυσικὰ τίποτε ἀπὸ αὐτά. Ἐκεῖ, ὅπως προαναφέρθηκε, ὑπάρχει μία κοινωνία μὲ τὶς πολλὲς βεβαίως ἀδυναμίες της, ποὺ ὅμως ἀγωνίζεται, ἔχει ἐπίγνωση τῆς ἀνεπάρκειας καὶ τῆς ἁμαρτωλότητάς της. Μὲ λίγα λόγια, ἔχει ταπείνωση. Κι αὐτὴ ἡ ταπείνωση εἶναι ἐξαιρετικὰ ὁρατὴ κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες, ὅποτε ἡ σταδιακὴ κατάρρευση τοῦ κράτους διογκώνει τὴν αἴσθηση ὅτι τὸ τέλος ἔρχεται-καὶ ἔρχεται ἐξαιτίας τοῦ πλήθους τῶν ἁμαρτιῶν. Μέχρι καὶ τὸ βλέμμα τοῦ Χριστοῦ ἀλλάζει στὶς τοιχογραφίες τῆς Ὕστερης Παλαιολόγειας Περιόδου, γίνεται θλιμμένο καὶ αὐστηρό. Πολὺ πρὶν ἔρθει τὸ τέλος, τὸ Γένος ἔχει πιὰ οὐσιαστικὰ συμφιλιωθεῖ μαζί του.
Ξέρει πὼς κάποια στιγμὴ θὰ ἔρθει, ὡς θεία ὀργὴ καὶ ὡς θεία δοκιμασία. Ἡ ἴδια ὅμως αἴσθηση ἔχει ταυτόχρονα μέσα της ἐγγενῶς συνυφασμένη καὶ τὴν ἐλπίδα. Μετὰ τὸν Σταυρὸ ὑπάρχει πάντα ἡ Ἀνάσταση. Ὅταν περάσει ἡ δοκιμασία, θὰ βγεῖ πάλι ὁ ἥλιος. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ Γένος μετὰ τὸ 1453 δὲν πρόκειται ν’ ἀπελπιστεῖ ποτέ. Πρὶν καλὰ-καλὰ πέσει ἡ Βασιλεύουσα, αὐτὸ ἤδη πλέον πιστεύει στὴν Ἀνάσταση. Καὶ εἶναι ἤδη πλέον ἕτοιμο νὰ πράξει τὸ ἀπολύτως συγκλονιστικό: νὰ ἀναχθεῖ πέρα ἀκόμη κι ἀπὸ τὴ σφαίρα τῆς δέησης, πέρα ἀκόμη κι ἀπὸ τὸ «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς». Εἶναι ἕτοιμο νὰ παρηγορήσει τὸ ἴδιο τὴν Παναγιά, νὰ τῆς ζητήσει νὰ μὴν κλαίει, γιατί «πάλι μὲ χρόνους, μὲ καιρούς, πάλι δικά μας θἆναι».
Ἔχει ἄραγε κάτι νὰ μᾶς διδάξει τὸ μεγαλεῖο αὐτοῦ του λαοῦ, ποὺ σὲ λίγο ἡ περιουσία, ἡ τιμὴ καὶ ἡ ἴδια ἡ ζωή του, δὲν θὰ ἀνῆκε πιὰ στὸν ἴδιο, ἀλλὰ στὶς παρανοϊκὲς διαθέσεις ἑνὸς ἀλλόθρησκου καὶ βάρβαρου κατακτητῆ; Ἔχει ἄραγε νὰ διδάξει κάτι, σὲ μᾶς τοὺς σημερινοὺς ἐπιγόνους του, ποὺ φτάσαμε στὸ νὰ κα- ταγράφουμε ρεκὸρ στὶς αὐτοκτονίες, λόγῳ τῆς οἰκονομικῆς κρίσης, καὶ νὰ παραδινόμαστε ἀμαχητὶ στὸν πανικὸ καὶ τὴν κατάθλιψη; Ἂς ξαναγυρίσουμε ὅμως καὶ πάλι σ’ ἐκείνη τὴν ἀποφράδα Τρίτη. Τὰ χαράματα τῆς 29ης Μαΐου, γύρω στὶς δύο τὸ πρωί, ἐκδηλώθηκε ἡ γενικὴ τουρκικὴ ἐπίθεση, ἀπὸ τρεις πλευρὲς συγχρόνως. Οἱ ὑπερασπιστὲς τῆς Πόλης πολέμησαν γιὰ μία ἀκόμη φορὰ ἡρωικά, δὲν μπόρεσαν ὅμως νὰ ἀντέξουν ἄλλο. Κι ἔτσι γράφτηκε ὁ τραγικός, ἀλλὰ καὶ μεγαλειώδης ἐπίλογος: ἐπὶ δύο ὁλόκληρους μῆνες, ἐλάχιστοι ἄνθρωποι ἀμύνθηκαν ἡρωικὰ ἀπέναντι στὶς λυσσαλέες ἐπιθέσεις ἑκατοντάδων χιλιάδων ἐχθρῶν. Καὶ τελικὰ ἔπεσαν ὅλοι τους, μέχρις ἑνός. Ἔπεσαν, γνωρίζοντας κατὰ βάθος ὅτι θὰ πέσουν.
Γι’ αὐτὸ τιμοῦμε τὴ σεπτή τους μνήμη καὶ τὴν ἀνάμνηση τῆς θυσίας τους. «Τιμὴ σ’ ἐκείνους ποὺ στὴν ζωή τους ὅρισαν καὶ φυλάγουν Θερμοπύλες» ἔγραψε κάποτε ὁ μέγας Καβάφης. «Καὶ περισσότερη τιμὴ τοὺς πρέπει, ὅταν προβλέπουν πὼς οἱ Μῆδοι ἐπὶ τέλους θὰ διαβοῦνε». Καὶ φυσικὰ οἱ Μῆδοι πράγματι διαβήκανε. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Κωνσταντίνου, οἱ Τοῦρκοι ὅρμησαν μέσα στὴν πόλη, ἀρχίζοντας σφαγὲς καὶ λεηλασίες, ποὺ κράτησαν 3 μερόνυχτα. Ὁ ἄμαχος πληθυσμὸς κατασφάχτηκε, οἱ ἐκκλησίες λαφυραγωγήθηκαν καὶ βεβηλώθηκαν, οἱ ἰδιωτικὲς περιουσίες ἔγιναν ἀντικείμενο ἁρπαγῆς.
Ἔτσι, ἡ Βασιλίδα τῶν Πόλεων, τὸ κλέος καὶ τὸ καύχημα τῶν Ρωμαίων, λεηλατήθηκε μανιασμένα καὶ ἐρημώθηκε ὁλοσχερῶς. Καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Αὐτοκρατορία τους, ἡ Ρωμανία, ἔπεσε καὶ ἔπαψε πιὰ νὰ ὑπάρχει. Στὴ θέση της ἱδρύθηκε ἡ Ὀθωμανική, ποὺ λίγο ἀργότερα ὑπέταξε καὶ τὶς ὑπόλοιπες περιοχὲς ποὺ εἶχαν μείνει ἐλεύθερες, τὴν Πελοπόννησο καὶ τὸ 1461 τὸ ἔσχατο ἑλληνικὸ προπύργιο, τὴν Αὐτοκρατορία τῆς Τραπεζούντας. Ἡ πτώση τοῦ ἑλληνισμοῦ στὴ χειρότερη σκλαβιὰ τῆς Ἱστορίας του ἦταν πλέον ὁλοκληρωτική. Καὶ βέβαια ἀποτελεῖ ἐξίσου θλιβερὴ διαπίστωση ὅτι αὐτὴ ἡ σκλαβιὰ κόβει τὰ φτερὰ τοῦ ἑλληνισμοῦ πάνω στὴ νέα του μεγάλη ἄνθηση. Γιατί εἶναι ἐντυπωσιακὸ τὸ ὅτι ὅσο ἡ Ρωμανία πολιτικὰ καταρρέει μετὰ τὸν 12ο αἰ., αὐτὴ ἡ κατάρρευση δὲν ἐπεκτείνεται καὶ στὸν πνευματικὸ τομέα, ὅπου ἀντίθετα σημειώνεται μεγάλη ἀκμὴ καθ’ ὅλη τὴ λεγόμενη Παλαιολόγεια περίοδο. Γιατί μιλᾶμε γιὰ ἕναν ἑλληνισμό, ποὺ παρέμενε πάντα ζωντανὸς καὶ μποροῦσε πνευματικὰ νὰ μεγαλουργεῖ, παρὰ τὰ πολιτικὰ καὶ οἰκονομικὰ προβλήματα τοῦ κράτους. Ἄλλη μία ἀπόδειξη λοιπὸν τοῦ πόσο καταστροφικὴ ὑπῆρξε ἡ τουρκικὴ κατάκτηση, ποὺ ἀνέκοψε βίαια ὅλη αὐτὴν τὴν ἀναγεννητική του πορεία καὶ τὸν ἔριξε γιὰ πολλοὺς αἰῶνες στὸ πιὸ βάρβαρο καὶ βαθὺ σκοτάδι.
Ρωμανία καὶ Ἑλληνικότητα
Μετὰ ἀπ’ ὅλες αὐτὲς πάντως τὶς ἱστορικὲς ἀναφορές, ἄς μου ἐπιτραπεῖ νὰ καταθέσω καὶ κάποιες ἀκόμη σκέψεις μου. Καὶ τοῦτο κυρίως, ἐπειδὴ πολλὲς ἀνέφερα τὴ λέξη «ἑλληνισμὸς» καὶ μίλησα καὶ γιὰ τὸ Βυζάντιο ὡς ἑλληνικὴ αὐτοκρατορία. Γιὰ νὰ μὴν ὑπάρξουν ὡστόσο παρανοήσεις, ἂς διευκρινίσουμε πλέον καὶ τί ἀκριβῶς ἐννοοῦμε ὅταν λέμε «ἑλληνική». Γιατί πρόκειται ἀσφαλῶς γιὰ μία ἑλληνικότητα, ποὺ γιὰ νὰ τὴν κατανοήσουμε, θὰ πρέπει νὰ ὑπερβοῦμε τὰ σύγχρονα ὀμφαλοσκοπικὰ ἐθνοφυλετικὰ σχήματα καὶ νὰ ἐπαναπροσεγγίσουμε τὸν ἑλληνισμὸ μέσα ἀπὸ τὴν ἔννοια τῆς οἰκουμενικότητας. Τὸ Βυζάντιο ἦταν ἑλληνικὸ κράτος ὑπὸ μία ἔννοια ἀκόμη καὶ ἐξαρχῆς, γιατὶ ἁπλωνόταν σ’ ἕναν χῶρο ποὺ ἦταν ἐν πολλοῖς ἑνοποιημένος ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν διαδόχων τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, χάρη στοὺς συνεκτικοὺς κρίκους τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ. Καὶ αὐτὴ ἡ ἐνοποίηση βέβαια δὲν ὀφειλόταν σὲ κάποιο ἄνωθεν σχέδιο (ὅπως συμβαίνει λ.χ. σήμερα μὲ τὴν Παγκοσμιοποίηση καὶ τὴ νεοταξίτικη ἀπόπειρα διάλυσης τῶν ἐθνικῶν, θρησκευτικῶν καὶ ἄλλων ἰδιαιτεροτήτων τῶν λαῶν τῆς Γῆς), ἀλλὰ ἀποτελοῦσε μία πηγαία ἐξέλιξη, ἐξαιτίας τῆς πολιτισμικῆς ὑπεροχῆς τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου.
Κάτι ἀνάλογο ὅμως συνέβη καὶ ἀργότερα, καθὼς ἡ Ρωμανία δὲν εἶχε ποτέ της σχέδιο ἀφομοίωσης τῶν ξένων πληθυσμῶν ποὺ ζοῦσαν στὰ ἐδάφη της. Βλέπουμε ὡστόσο καὶ τότε μία ἐμφανῆ διαδικασία ὁμογενοποίησης, εἰδικὰ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ ἀραβικὴ κατάκτηση ἀποκόπτει ὁριστικὰ τὰ ἐδάφη τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Μ. Ἀνατολῆς, ὅπου ζοῦσαν πληθυσμοὶ ἀποξενωμένοι ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα, ὄχι μόνο πολιτικά, ἀλλὰ καὶ θρησκευτικά, καθὼς εἶχαν ἀσπαστεῖ κυρίως τὸν Μονοφυσιτισμό. Λίγο πρὶν εἶχε μάλιστα λάβει χώρα κι ἄλλη μία σημαντικὴ ἐξέλιξη: ἡ ἀπώλεια ὁλόκληρου σχεδὸν τοῦ δυτικοῦ τμήμα τος τοῦ κράτους, καθὼς μία πανσπερμία γερμανικῶν φύλων (Φράγκοι, Γότθοι, Σάξονες, Ἄγγλοι, κ.λπ.) τὸ κατέκλυσε σταδιακά, ἱδρύοντας νέα κράτη στὰ ἐδάφη του. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δὲν ἀνάγκασε μόνο τὴν Αὐτοκρατορία νὰ ἀρκεστεῖ στὸ ἀνατολικὸ τμῆμα, ὁδηγῶντας στὴ γέννηση τοῦ νέου ἑλληνοχριστιανικοῦ imperium. Ταυτόχρονα, ἐπέτεινε τὴν ἀποξένωση μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσης, δύο κόσμων ποὺ λόγῳ πολιτισμικῆς διαφορᾶς βρισκόταν ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα σὲ ἀπόκλιση καὶ τοὺς ὁποίους ἡ ἐξάπλωση τοῦ Χριστιανισμοῦ ὄχι μόνο δὲν μπόρεσε νὰ ἑνοποιήσει, ἀλλὰ ἔκανε τὴ μεταξύ τους ἀπόσταση ἀκόμη πιὸ ἀγεφύρωτη, γιατί ἁπλούστατα ἡ (ἀρχικῶς λατινικὰ ἁπλοϊκὴ καὶ ἀκολούθως γερμανικὰ ἐκβαβαρισμένη) Δύση σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ βαθειὰ μυστικὴ ἐμπειρία τῆς Ἀνατολῆς ποτὲ δὲν μπόρεσε νὰ φτάσει μακρύτερα ἀπὸ μία κοντόφθαλμη, ὀρθολογιστικὴ καὶ μέσῳ ἁπλοϊκῶν δικανικῶν προσεγγίσεων ἀπόπειρα κατανόησης τοῦ θείου.
Ἡ θεμελιώδης αὐτὴ διαφοροποίηση, ποὺ τυγχάνει καὶ ἡ κύρια γενεσιουργὸς αἰτία ὅλων τῶν μετέπειτα δυτικῶν δογματικῶν παρεκκλίσεων, διευρύνεται μετὰ τὸν 6ο αἰ. καὶ σταδιακὰ μετατρέπεται σὲ χάσμα. Στὸ τέλος αὐτοῦ τοῦ δρόμου ἔρχεται τὸ Σχίσμα τῶν Ἐκκλησιῶν (τὸ 1054) νὰ ἐπιστεγάσει τυπικὰ ἁπλῶς μία μακραίωνη διαφοροποιητικὴ πορεία, ἡ ὁποία ὅμως τὸν 11ο αἰ. ἦταν πλέον μὴ ἀναστρέψιμη. Αὐτὴ εἶναι καὶ μία σύντομη ἔστω ἀπάντηση στοὺς συγκρητιστές, ποὺ ὑπὸ τὸ κράτος τῆς ψευδὸἀγαπολογίας ἰσχυρίζονται ὅτι λίγες διαφορὲς ἔχουμε ἀπὸ τοὺς παπικοὺς καὶ ὅτι τὸ Σχίσμα ὀφειλόταν σὲ πολιτικὰ κυρίως αἴτια καὶ ἄρα εἶναι εὔκολα ἐπανορθώσιμο. Τὰ παραπάνω δείχνουν τὸ γιατί μέσα στὴν αὐτοκρατορία τῆς Ρωμανίας δημιουργοῦνται σταδιακὰ προϋποθέσεις ἰδιαίτερης ἐσωτερικῆς συνοχῆς. Ἡ ἀπώλεια ὅλων τῶν δυτικῶν καὶ τῶν νοτιοανατολικῶν ἐδαφῶν της καὶ ἡ συρρίκνωση τῆς Αὐτοκρατορίας στὴ Μικρασία καὶ τὰ Βαλκάνια, περιοχές, ποὺ κατοικοῦνταν ἀπὸ πληθυσμοὺς ἑλληνικοὺς ἢ πλήρως ἐξελληνισμένους, δημιουργοῦν μετὰ τὸν 7ο αἰ. ἕνα κράτος μικρότερο ἐδαφικά, ἀλλὰ πιὸ συμπαγὲς ἐθνολογικά, γλωσσικὰ καὶ θρησκευτικά. Ἕνα κράτος μέσα στὸ ὁποῖο δὲν ὑπάρχει πλέον ἄλλη πραγματικότητα, πλὴν τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς ὀρθόδοξης πίστης.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἀκόμη καὶ ἡ Εἰκονομαχία ποὺ διήρκεσε ὅλον τὸν 8ο αἰ., παρὰ τὴν ἔντασή της, δὲν εἶχε ἰδιαίτερα λαϊκὰ ἐρείσματα. Οὕτως ἢ ἄλλως ὅμως, γιὰ τὸ κράτος αὐτὸ ἡ Εἰκονομαχία ἦταν ἡ τελευταία μεγάλη αἵρεση ποὺ τὸ ταλαιπώρησε. Τὸ τέλος τῆς σηματοδοτεῖ τὴν ἔναρξη πλέον μιᾶς γαλήνιας περιόδου ἀδιατάρακτης θρησκευτικῆς ἑνότητας καὶ ταυτόχρονα μιᾶς μεγάλης πνευματικῆς ἀκμῆς. Παράλληλα ὅμως, σηματοδοτεῖ καὶ τὴν ἔναρξη τῆς τελικῆς φάσης στὴ μακραίωνη ἐκείνη διεργασία ποὺ ἀναγέννησε πλήρως τὸν ἀρχαῖο Ἑλληνισμὸ μέσα στὴν οἰκουμενικὴ διάσταση τῆς Ρωμηοσύνης.
Ἱστορικὴ διαχρονία καὶ ρωμέηκη αὐτοσυνειδησία
Καὶ ἡ Ρωμηοσύνη εἶναι βεβαίως ἑλληνική, ἀλλὰ ὄχι μὲ βάση τὰ σημερινὰ ἐθνοφυλετικὰ κριτήρια. Θὰ πρέπει νὰ καταλάβουμε ἄλλωστε ὅτι τὸν καιρὸ ποὺ διαμορφώνεται, τέτοιες διακρίσεις δὲν εἶχαν νόημα καὶ γι’ αὐτὸ ἀποτελεῖ τεράστιο σφάλμα ἡ μεταφορὰ σύγχρονων στερεοτύπων σὲ μία κοινωνία, ποὺ πολὺ ἁπλᾶ βίωνε τὴν Ἱστορία ὡς μία ἑνιαία χριστιανικὴ πραγματικότητα, ἄρα μία πραγματικότητα ὄχι πολυεθνική, ἀλλὰ ὑπερεθνική, μέσα στὴν ὁποία «πάντες ἕν ἐσμὲν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Ἦταν λοιπὸν ἡ Ρωμανία κράτος ἑλληνικό, ἀλλὰ ὄχι μὲ τὴν ἐθνοφυλετικὴ σημασία τοῦ ὅρου. Ἦταν τὸ πολιτικὸ πλαίσιο, μέσα στὸ ὁποῖο ἔζησε ὁ διευρυμένος ἑλληνισμὸς τῆς ὀρθόδοξης οἰκουμενικῆς Ρωμηοσύνης. Τῆς ἴδιας Ρωμηοσύνης, ποὺ ἐπέζησε γιὰ αἰῶνες καὶ μετὰ τὴν πτώση τοῦ κράτους, ποὺ συνέχισε νὰ μεγαλουργεῖ στὴ Μικρασία, τὰ Βαλκάνια καὶ τὴ Ρωσία, ποὺ κατέρρευσε στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰ. μέσα στὸ αἷμα καὶ τοὺς καπνοὺς τῆς Ρωμυλίας, τῆς Ἰωνίας καὶ τοῦ Πόντου, καὶ ποὺ φυσικὰ καμμία σχέση δὲν ἔχει μὲ τὴ σημερινὴ θλιβερή, κοντόφθαλμη μοναξιὰ τῆς ἄθλιας, παρακμιακῆς καὶ τραγικὰ συρρικνωμένης νεοελλαδικῆς μας πραγματικότητας. Ὅλα αὐτὰ βεβαίως δὲν σημαίνουν ὅτι στὴ διευρυμένη αὐτὴ πραγματικότητα ἔσβησε ὁ ἑλληνισμὸς καὶ χάθηκε φυλετικά, κληροδοτῶντας μόνο τὴ γλωσσικὴ καὶ πολιτιστική του κληρονομιὰ στὶς ἑπόμενες γενιές.
Αὐτὰ τὰ λένε οἱ ἑλληνοφοβικοὶ ἀποδομητὲς τῆς Ἱστορίας, αὐτὸς ὁ ἑσμὸς ποὺ ἐδῶ καὶ χρόνια βρίσκεται στὰ πράγματα, κυριαρχεῖ στὰ πανεπιστήμια καὶ στὰ ΜΜΕ, ἐλέγχει τὸ ἴδιο τὸ Ὑπουργεῖο (ἀντεθνικῆς πλέον) Παιδείας, γράφει σχολικὰ βιβλία, ἀναπαράγεται καὶ παράγει ὁλοένα καὶ περισσότερους ἰδεολογικοὺς γενίτσαρους. Σὲ πεῖσμα ὅμως ὅλων αὐτῶν τῶν γραικύλων, ἡ μόνη ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ ἑλληνισμὸς ἔχει μία ἀδιατάρακτη ἱστορικὴ συνέχεια χιλιάδων χρόνων, ποὺ δὲν εἶναι μόνο πολιτιστική, ἀλλὰ εἶναι ἀσφαλῶς καὶ ἐθνοφυλετική. Σὲ καμμία περίπτωση δὲν παρατηρεῖται κάποια τομὴ στὴ συνέχεια αὐτή. Καὶ ὅσοι ἰσχυρίζονται κάτι τέτοιο, ἀναπαράγουν ἁπλῶς ὑποβολιμαῖα ἀποκυήματα ψευδοϊστορικὴς φαντασίας, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀντέξουν στὴν παραμικρὴ ἐπιστημονικὴ κριτική. Ἐπὶ τῆς οὐσίας λοιπὸν δὲν σημαίνει τίποτε τὸ ὅτι οἱ μεσαιωνικοὶ πληθυσμοὶ τῆς Ἑλλάδας καὶ τῆς Μικρασίας δὲν ἔχουν ἐθνικὴ συνείδηση ποὺ νὰ προτάσσει ὡς κριτήριο τὸ ὅμαιμον, τὴν κοινὴ φυλετικὴ καταγωγή, ἀλλὰ ἡ αὐτοσυνειδησία τους βασίζεται κυρίως στὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ εἶναι ἡ συλλογικὴ συνείδηση αὐτῶν ποὺ νιώθουν τοὺς ἑαυτούς τους ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ συνάμα ὡς πολῖτες τῆς μόνης αὐτοκρατορίας πάνω στὴ Γῆ. Ὅπως κι ἂν αὐτοπροσδιορίζεται, ἐπὶ τῆς οὐσίας ὡστόσο εἶναι πάντα ὁ ἴδιος λαός. Ὁ ἴδιος λαὸς στὴν ἐξέλιξή του, ἡ ἴδια γλῶσσα στὴν ἐξέλιξή της, ὁ ἴδιος πολιτισμὸς στὴν ἀδιατάρακτή του συνέχεια.
Ἡ Ρωμανία εἶναι γιὰ μᾶς σήμερα ὁ κεντρικὸς κρίκος αὐτῆς τῆς συνέχειας, γιατί εἶναι ὁ τόπος καὶ ὁ χρόνος ποὺ ὁ ἑλληνισμὸς συναντᾶ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ μετασχηματίζεται σὲ καινὴ κτίση, μεταβάλλεται ἀπὸ σύναξη πολιτῶν σὲ μυστικὴ σύναξη γύρω ἀπὸ τὸ Ἅγιο Ποτήριο. Αὐτὸς ὁ μετασχηματισμὸς εἶναι ἡ τελείωση τοῦ ἑλληνισμοῦ, ἡ ὁλοκλήρωση καὶ ἡ τελειοποίησή του. Καὶ αὐτὸς ἀσφαλῶς εἶναι τελικὰ καὶ ὁ λόγος ποὺ τὸ Βυζάντιο, ἡ Ρωμανία, εἶναι μὲν ἑλληνικὴ Ἱστορία, ταυτόχρονα ὡστόσο εἶναι καὶ μία περίοδος διεύρυνσης ἢ καὶ ὑπέρβασης τῆς ἑλληνικῆς Ἱστορίας. Εἶναι μία γέφυρα ἀπὸ τὴν ὁποία πέρασε ὁ ἀρχαῖος Ἑλληνισμὸς προχωρῶντας πρὸς τὸ μέλλον, ἱστορικὰ καὶ ἐσχατολογικά, μία κολυμβήθρα μέσα στὴν ὁποία βαπτίστηκε καὶ ἀναγεννήθηκε. Τὸ γράφει πολὺ εὔστοχα στὴν «Πονεμένη Ρωμηοσύνη» του ὁ μεγάλος Φώτης Κόντογλου: «Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζούσανε στὸ Βυζάντιο, μ’ ὅλο ποὺ πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς βαστούσανε ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ αἷμα κι εἴχανε τὴν ἑλληνικὴ παιδεία, ἤτανε ὅμως ὁλότελα ἄλλοι, «ἄνθρωποι καινοί», «λαλοῦντες γλώσσαις καιναῖς». Καὶ συνεχίζει πιὸ κάτω: «Ἐνῷ ἡ ἀρχαία τέχνη ἤτανε βασισμένη ἀπάνω στὸ μέτρο καὶ στὶς ἀναλογίες, ἡ τέχνη τῶν Βυζαντινῶν ζητοῦσε νὰ βρεῖ ἔκφραση γιὰ πράγματα ποὺ δὲν χωροῦνε στὸ ἀνθρώπινο μέτρο. Λοιπὸν τὸ Βυζάντιο εἶναι ὁ καιρὸς καὶ ὁ τόπος ποὺ ζούσανε οἱ ἄνθρωποι μὲ τὸν πόθο τῆς αἰωνιότητας.
Γι’ αὐτὸ ἔχει αὐτὴ τὴ μυστηριώδη ἰδιορρυθμία, ποὺ δὲν τὴ θέλουνε οἱ ἄνθρωποι ποὺ οἱ πόθοι τους δὲν βγαίνουνε ἔξω ἀπὸ τὸν ὀρθὸ λόγο καὶ ποὺ εἶναι κολλημένοι στὴν κοινοτοπία τῶν ὑλικῶν συγκινήσεων».
Ὀρθόδοξη πίστη: ἡ πεμπτουσία τοῦ «Βυζαντίου»
Καὶ ἐπειδὴ ἡ βυζαντινὴ κοινωνία ζοῦσε πράγματι μὲ τὸν πόθο τῆς αἰωνιότητας, ἦταν διαποτισμένη ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία σὲ ὅλες της τὶς ἐκφάνσεις. Ἡ καθημερινότητα τοῦ ἀνθρώπου, οἱ σχέσεις ποὺ συνάπτει μὲ τοὺς γύρω του, ἀλλὰ καὶ ὅλες του οἱ ἀστικὲς ἢ ἀγροτικές, ἐπαγγελματικὲς δραστηριότητες, διαπνέονται ἀπὸ τὴν πίστη στὸν Θεὸ καὶ ἡ διεκπεραίωσή τους εἶναι συνυφασμένη μὲ τὴν ἐπίκληση τῆς θείας βοήθειας. Δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ γράφονται τόσες ἐκκλησιαστικὲς εὐχὲς γιὰ κάθε δραστηριότητα, ἀκόμη καὶ γιὰ τὶς φαινομενικὰ πιὸ ἀσήμαντες. Αὐτὸ ὀφείλεται σὲ αἴτημα τῶν ἴδιων τῶν πιστῶν, ποὺ ζητοῦν τὴ θεία χάρη γιὰ ὅλες τὶς πράξεις τους. Δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ τώρα καθιερώνεται ἡ τιμὴ πρὸς τοὺς ἁγίους, τόσο ὡς ἀτομικοὺς προστάτες, ὅσο καὶ ὡς πολιούχους πόλεων ἢ προστάτες συντεχνιῶν καὶ ἐπαγγελμάτων. Ὀφείλεται καὶ αὐτὸ στὴ βαθειὰ πίστη τοῦ λαοῦ, ποὺ νιώθει τὴν ἀνάγκη νὰ περιχαρακώσει μὲ τὴν ἄνωθεν προστασία κάθε κοινωνικὴ ἢ βιοποριστική του δράση. Δὲν εἶναι ἐπίσης τυχαῖο ὅτι τὰ θέματα τῆς πίστης, ἀκόμη καὶ τὰ βαθύτερα δογματικά, ἀπασχολοῦσαν ἔντονα ἀκόμη καὶ τοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ καὶ γίνονταν καθημερινὰ ἀντικείμενο συζητήσεων, πρᾶγμα βέβαια ποὺ πολλὲς φορὲς ὁδηγοῦσε καὶ σὲ ἔξαψη τῶν παθῶν ἢ ἀκόμη καὶ σὲ ὀπαδικοὺ τύπου ἀντιπαραθέσεις, ποὺ κι αὐτὲς ὅμως, παρὰ τὶς ὑπερβολές τους, πάλι δείχνουν πόσο ζωντανὸ καὶ βιωματικὰ ἀληθινὸ ἦταν τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν πίστη. Δὲν εἶναι ἀκόμη τυχαῖο ποὺ ἀκόμα καὶ μέσα στὸ Παλάτι, σὲ ἕνα χῶρο δηλαδὴ ἐκ τῶν πραγμάτων διεφθαρμένο, ὅπως ὅλα τὰ κέντρα πολιτικῆς ἐξουσίας σὲ ὅλες τὶς ἐποχές, πάμπολλες φορὲς συναντοῦμε ἐντυπωσιακὰ φαινόμενα βαθειᾶς πνευματικότητας μὲ Αὐγοῦστες, ἀλλὰ καὶ αὐτοκράτορες ποὺ ζοῦσαν ἀσκητικὰ καὶ κατόρθωσαν νὰ φτάσουν σὲ μεγάλα πνευματικὰ ὕψη.
Καὶ φυσικὰ δὲν εἶναι, τέλος, τυχαῖο ποὺ πολὺ περισσότερο σὲ καιρὸ κρίσης, κινδύνων, ἀσθενειῶν, προστρέχουν οἱ πιστοὶ στὸν Θεὸ ἢ τὴν Παναγία καὶ τοὺς Ἁγίους γιὰ μεσιτεία. Καὶ ἀκόμη καὶ γιὰ τὶς πολεμικὲς συγκρούσεις προσεύχεται ἡ Ἐκκλησία καὶ αἰτεῖται «νίκας τοῖς βασιλεῦσι κατὰ βαρβάρων», ὄχι ἐπειδὴ βεβαίως καθαγιάζεται ὁ πόλεμος, ποὺ πάντα κατονομάζεται ὡς διαστροφικὸ καὶ μεταπτωτικὸ φαινόμενο, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔστω κατ’ οἰκονομίαν αἰτιολογεῖται ὁ ἀμυντικὸς πόλεμος καὶ ἀναγνωρίζεται ἡ ἀναγκαιότητα νὰ διατηρηθεῖ ἀλώβητο τὸ «πολίτευμα τοῦ Κυρίου», δηλαδὴ ἡ χριστιανικὴ αὐτοκρατορία, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ ἀπαραίτητο προστατευτικὸ κέλυφος γιὰ τὴν ἀσφάλεια τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀπρόσκοπτη ἐπιτέλεση τοῦ ἔργου τῆς σωτηρίας. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι μόνιμη ἡ προσευχὴ πρὸς τὸν Θεὸ νὰ εἰρηνεύσει«ἐν πολέμοις τὸ πολίτευμα», γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Παναγία κατονομάζεται ὡς ὑπέρμαχος στρατηγός, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Κωνσταντινούπολη ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρη ἡ Αὐτοκρατορία ἀφιερώνονται σ’ Ἐκείνην, τὴν ἔχουν «πρεσβείαν θερμὴν καὶ τεῖχος ἀπροσμάχητον».
Ἡ βυζαντινὴ κοινωνία λοιπὸν εἶχε αὐτὴ τὴ βαθειὰ πίστη καὶ στήριζε πάντα τὶς ἐλπίδες της στὸν Θεό. Αὐτὸ ἦταν, νομίζω, τελικὰ τὸ κεντρικό της χαρακτηριστικό, ποὺ τὴν κρατοῦσε ζωντανὴ μέσα στὶς δοκιμασίες. Τὸ ἀνέφερα καὶ πρίν, ἀλλὰ θὰ τὸ ἐπαναλάβω: εἶναι μία κοινωνία θεοφοβούμενη, ποὺ πάντα ἔχει ταπείνωση, σ’ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς καὶ τῆς τέχνης, ἀκόμη κι ὅταν τὸ κράτος βρίσκεται πολιτικὰ στὴ μεγάλη του ἀκμή. Ἡ Ρωμηοσύνη δὲν εἶναι ἀλαζονικὸς πολιτισμός. Εἶναι πολιτισμὸς μέγας, «ἄνω θρώσκων», ἀλλὰ βαθειὰ πνευματικὸς καὶ συνεπῶς ταπεινόφρων. Ἂς δοῦμε τὶς βυζαντινὲς ἐκκλησιὲς σὲ σύγκριση μὲ τὴν ἔπαρση τῶν γοτθικῶν καθεδρικῶν, ἂς δοῦμε τὴ μέτρια χρήση τῆς ὑλικῆς τεχνολογίας, παρὰ τὶς ὑπάρχουσες δυνατότητες, σὲ σύγκριση μὲ τὴν ὑστερικὴ ἀποθέωση τῆς ἐπιστήμης μετὰ τὸν 16ο αἰ. στὴ Δύση.
Ἂς δοῦμε καὶ τοὺς καλόγερους στὰ μοναστήρια νὰ ἀντιγράφουν τὰ ἀρχαῖα κείμενα γιὰ νὰ τὰ σώσουν ἀπὸ τὴ λήθη. Κι ὄχι φυσικὰ ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ ἐπιχειρήσουν νὰ γράψουν δικά τους. Ἡ μανία ὅμως γιὰ πρωτοτυπία εἶναι ἔπαρση κι ἐγωκεντρισμός. Ὁ δικός μας πολιτισμὸς ἀντίθετα ἀναπαράγει τὰ ἤδη κεκτημένα του, γιατί ἁπλούστατα ἔχει ταπείνωση καὶ πιστεύει πὼς τὰ σπουδαῖα ἔχουν πλέον ἤδη εἰπωθεῖ ἀπὸ τοὺς προγενέστερους. Καὶ ἐπειδὴ φυσικὰ ποτὲ στὴν πραγματικότητα δὲν πρόκειται γιὰ στείρα ἀναπαραγωγή, πάντα ὑπεισέρχονται νέα στοιχεῖα καὶ ἔτσι ὁ ρωμέικος πολιτισμὸς προχωρᾶ σὲ νέες πολιτισμικὲς συνθέσεις.
Καὶ αὐτὲς βέβαια πολὺ συχνὰ ἔχουν καὶ μεγάλη δόση πρωτοτυπίας, μὲ τὴ διαφορὰ ὅμως πὼς οἱ δημιουργοί τους δὲν τὶς αἰσθάνονται ὡς τέτοιες καὶ δὲν ὑπερηφανεύονται, νομίζοντας ὅτι κάνουν κάτι σημαντικό. Χαρακτηριστικὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ γράφει στὸ προοίμιο τοῦ ἔργου του ὁ χρονογράφος τοῦ 9ου αἰ. Θεοφάνης ὁ Ὀμολογητής: «Εἰ τις ἐν τούτῳ τῷ πονήματι ἡμῶν ὀνησιφόρον τι εὕροι, τὴν πρέπουσαν τῷ Θεῷ εὐχαριστίαν ἀποδώση καὶ ἡμῖν τοῖς ἀμαθέσι καὶ ἁμαρτωλοῖς διὰ τὸν Κύριον ὑπερεύξηται. Καὶ εἴ τι ἐλλεῖπον εὕροι, τῇ ἀμαθείᾳ ἡμῶν τοῦτο λογίσηται καὶ τῇ ἀργίᾳ τοῦ χαμερποῦς νοὸς ἡμῶν καὶ συγγνώσεται ἡμῖν διὰ τὸν Κύριον». (Δηλαδή, ἂν κανεὶς βρεῖ σ’ αὐτὸ τὸ ἔργο κάτι χρήσιμο, τὸν Θεὸ νὰ εὐχαριστήσει καὶ γιὰ μένα τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ἀμαθῆ νὰ κάνει προσευχὴ στὸν Κύριο. Νὰ μὴν τὸ ἀποδώσει λοιπὸν σ’ ἐμένα. Σ’ ἐμένα ἀντίθετα νὰ ἀποδώσει ὁποιοδήποτε μειονέκτημα βρεῖ καὶ νὰ μὲ συγχωρέσει στ’ ὄνομα τοῦ Κυρίου). Βλέπουμε συνεπῶς πῶς συμπεριφέρεται ὁ πνευματικὸς δημιουργὸς τῆς ὀρθόδοξης Ρωμηοσύνης. Δημιουργεῖ τὸ ἔργο του γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι τὴ δική του καὶ στὸν Θεὸ ἀποδίδει τὴν ὅποια συγγρφικὴ ἢ μουσικὴ ἢ εἰκαστικὴ ἢ ἄλλη δημιουργική του ἔμπνευση. Αὐτὸ λοιπὸν εἶναι, νομίζω, στὸ βάθος ἡ Ρωμηοσύνη. Εἶναι ἕνας μεγαλειώδης πολιτισμός, ποὺ περιπατεῖ ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων, ὅμως τὸν κουβαλοῦν στὶς πλάτες τοὺς ταπεινόφρονες ἄνθρωποι.
Ἐπίλογος: τὸ αἷμα καὶ ἡ ἀντίσταση…
Ἐνῷ ὅμως ἡ Ρωμηοσύνη εἶναι ταπεινή, δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν ἄλλη πολιτισμὸς παθητικότητας καὶ μοιρολατρίας, ἀλλὰ ἀντιστασιακὸς καὶ ἀνυπότακτος, ποὺ πολεμᾶ μανιασμένα ὅταν τίθενται σὲ κίνδυνο οἱ ὑπέρτατες ἀξίες του. «Ὅταν ἀπειλοῦν τὴν πατρίδα μου, τὴ θρησκεία μου, θὰ φωνάξω κι ἄς μου κάνουν ὅ, τι θέλουν» ἔλεγε ὁ Μακρυγιάννης. Ποιός δὲν θυμᾶται ἀλήθεια τὴν ἀντίσταση κλήρου καὶ λαοῦ στὸν εἰκονομαχικὸ διωγμὸ τοῦ 8ου αἰ, τὴν ἀνένδοτη ἀντίστασή του ἀργότερα στοὺς Φράγκους κατακτητὲς καὶ κυρίως βέβαια ὅσα συνέβησαν στὸ σκοτάδι τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς, μὲ τὸ αἷμα τῶν νεομαρτύρων, τὸ Κρυφὸ Σχολειό, τὸ ἀδούλωτο πνεῦμα τῆς κλεφτουριᾶς, τὶς πάμπολλες ἐπαναστάσεις ποὺ ἔγιναν καὶ πνίγηκαν στὸ αἷμα ἀπὸ τὸν 16ο ὥς καὶ τὸν 18ο αἰ; Ἀντίσταση, αἷμα καὶ πόνος λοιπὸν εἶναι ποὺ γαλουχοῦν τὸν νεότερο Ἑλληνισμὸ τῆς Ρωμηοσύνης, μαζὶ βέβαια μὲ τὴν ὀρθόδοξη πίστη, ποὺ εἶναι πάντα ἡ βασικὴ σταθερά. Ἀντίσταση, ὑλικὴ καὶ πνευματική, μέσα ἀπὸ τὴν πλήρη ἄρνηση τῆς ὑποτέλειας καὶ τῆς ἐθελοδουλίας. Τὴν ἄρνηση τῆς πτώσης στὴν αἵρεση ἢ στὸν ἐξισλαμισμό, ποὺ ἦταν ἀκριβῶς τὸ ἴδιο, ἦταν γιὰ τὸν Ρωμηὸ ἀπώλεια τῆς ὀρθόδοξης ταυτότητας, δηλ. θάνατος πνευματικός. Νὰ λοιπὸν γιατί τὰ νεοταξίτικα ὄργανα παλεύουν νὰ μᾶς κάνουν νὰ τὰ ξεχάσουμε ὅλα αὐτά.
Γιατί ἡ ἀπώλεια τῆς ἱστορικῆς μνήμης παραγράφει μοιραῖα καὶ ὅλη αὐτὴ τὴν κυρίαρχη ἀντιστασιακὴ διάσταση τῆς ταυτότητάς μας. Καὶ ἔτσι καθιστᾶ τελικὰ φυσιολογικὴ τὴ διαιώνισή μας ὡς ὑπνωτισμένων σκλάβων, ὡς ἄχρωμης καὶ συνεπῶς ἀκίνδυνης μάζας μέσα στὸν προωθούμενο παγκοσμιοποιημένο νεοταξίτικο χυλό. Ποῦ βαδίζουμε ὅμως ἄραγε αὐτὴ τὴ στιγμή; «Τὸ 1453» γράφει ὁ Κόντογλου, «μόλο ποὺ κόπηκε τὸ μεγάλο ἐκεῖνο δέντρο τῆς Ρωμιοσύνης, ἡ φύτρα σώθηκε καὶ πέταξε νέους βλαστούς». Τί ἔχει ὅμως ἀπομείνει πλέον σήμερα ἀπὸ αὐτούς; Ζοῦμε σὲ καιροὺς βαθειᾶς κρίσης, πολιτικῆς καὶ κυρίως βέβαια πνευματικῆς. Ζοῦμε στοὺς κατοχικοὺς καιροὺς τῶν μνημονίων, τῶν πλεγματικῶν γραικύλων, τῆς κατάρρευσης κάθε ἀξίας. Ζοῦμε καὶ στοὺς καιροὺς τοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ καὶ τῆς νεοεποχίτικης λαίλαπας, ὅπου ὅλα ἔχουν ἀμβλυνθεῖ στὸν βωμὸ τῶν ὑπόγειων σχεδίων τοῦ διεθνοῦς Σιωνισμοῦ, ὅπου ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι συμπροσεύχονται μὲ καρδινάλιους, ἰμάμηδες καὶ μάγους, ὅπου κάθε μέρα γίνεται κι ἕνα νέο βῆμα γιὰ τὴν προώθηση τῆς Πανθρησκείας, ποὺ ἀνοίγει τὸν δρόμο γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς Παγκόσμιας Δικτατορίας, καὶ ὅπου ὅσοι ἀγωνίζονται γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, ἐξουθενώνονται ὡς φανατικοὶ σκοταδιστές.
Ζοῦμε μὲ ἄλλα λόγια σὲ μία ἐποχή, ποὺ καὶ ἡ πατρίδα καταρρέει καὶ ἡ πίστη μας κινδυνεύει νὰ χαθεῖ. Τὸ ἐρώτημα λοιπὸν εἶναι πολὺ ἁπλό: κατὰ πόσον εἴμαστε πιὰ σὲ θέση ὅλοι μας νὰ ἀντιδράσουμε σὲ ὅλα αὐτά; Κατὰ πόσον μποροῦμε νὰ κοιτάξουμε πίσω στὴν Ἱστορία μας καὶ νὰ ξαναβροῦμε τὸ χαμένο ἱστορικό μας αὐτεπίγνωτον; Νὰ ξαναβροῦμε τὸν Μέγα Ἀθανάσιο καὶ τὸν Ἰωάννη Δαμασκηνό, τὸν Ἰωάννη Βατάτζη καὶ τὸν Γρηγόριο Παλαμᾶ, τὸν Μακρυγιάννη καὶ τὸν Καραϊσκάκη; Νὰ ξαναβροῦμε μὲ ἄλλα λόγια τὴν αὐθεντικὴ καὶ πάλαι ποτὲ ἀντιστασιακὴ ταυτότητά μας; Αὐτὸ εἶναι τὸ κρίσιμο ἐρώτημα, ποὺ ὡς λαὸς πρέπει πιὰ νὰ τὸ ἀπαντήσουμε πολὺ γρήγορα. Γιατί ἀπὸ τὴν ἀπάντησή του, ἐξαρτᾶται κυριολεκτικὰ ὁλόκληρο τὸ μέλλον μας.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Στὶς 29 Μαΐου 1453 ἔκλεισε μὲ τρόπο τραγικὸ τὸ πιὸ θεμελιῶδες κεφάλαιο τῆς Ἱστορίας μας. Μία ἐκπληκτικὴ περίοδος 11 αἰώνων, κατὰ τὴν ὁποία ὁ παρηκμασμένος Ἑλληνισμὸς τῆς Ὕστερης Ἀρχαιότητας ἀπέκτησε νέα πνοή, ἀναδιαμορφώθηκε, ἀναβαπτίστηκε μέσα στὴν ὀρθόδοξη καινὴ κτίση, ἀναβαπτίζοντας ταυτόχρονα καὶ ὠθῶντας σὲ πρωτόγνωρα ὕψη καὶ τὴ σοφία τῶν προγόνων του. Ὅλα αὐτὰ μέσα σὲ μία Αὐτοκρατορία, ποὺ ξεκίνησε τὸν 4ο αἰ. ὡς ἁπλῆ συνέχεια τῆς Ρώμης καὶ 4 αἰῶνες ἀργότερα ἦταν πιὰ ἕνα κράτος ἐξολοκλήρου ἑλληνικό. Ὁ λόγος γιὰ τὴν ἀποκαλούμενη «Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία» (ὅρος ποὺ δὲν ἔχει φυσικὰ καμμία σχέση μὲ τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα, ἀλλὰ ἀποτελεῖ γερμανικῆς ἐπινόησης ὑποτιμητικὸ νεολογισμὸ τοῦ 17ου αἰ.). Οἱ κάτοικοί της βεβαίως ποτὲ δὲν ὀνόμασαν τοὺς ἑαυτούς τους Βυζαντινούς. Μέχρι τὸ τέλος αὐτοαποκαλοῦνταν Ρωμαῖοι καὶ τελικὰ ἐπὶ τὸ λαϊκότερον Ρωμηοὶ ἐνῷ τὸ κράτος τοὺς τὸ ἀποκαλοῦσαν Βασιλεία τῶν Ρωμαίων ἢ Ρωμανία.
Ἀπὸ τὴ Ρώμη στὴ Ρωμηοσύνη
Αὐτὸ λοιπὸν τὸ κράτος δὲν εἶναι τυπικὰ παρὰ ἡ συνέχεια τοῦ ρωμαϊκοῦ. Ἡ ἐπιλογὴ ὡστόσο τοῦ Μ. Κωνσταντίνου νὰ χτίσει μία νέα πρωτεύουσα, ἐγκαταλείποντας τὴ Ρώμη, ἰσοδυναμεῖ μὲ κάτι πολὺ σπουδαιότερο ἀπὸ μία ἁπλὴ ἀλλαγὴ ἕδρας. Ἡ ἐγκατάλειψη τῆς πανάρχαιης πόλης, τῆς τόσο βαθιᾶ συνδεδεμένης μὲ τὴν εἰδωλολατρία καὶ τόσο ἀνεπανόρθωτα βυθισμένης στὴ διαφθορά, δείχνει τὴν ἀπόφαση τοῦ σπουδαίου αὐτοκράτορα νὰ ξεκινήσει πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸν κύκλο ζωῆς τῆς αὐτοκρατορίας. Καὶ ἡ ἐπιλογὴ ἑνὸς γεωγραφικοῦ χώρου, ὅπου κυριαρχοῦσαν ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς καὶ ἡ χριστιανικὴ πίστη, δείχνει βεβαίως καὶ τὶς δυνάμεις στὶς ὁποῖες σκόπευε νὰ βασιστεῖ.
Παρότι λοιπὸν τίποτε ἰδιαίτερο δὲν δείχνει ἀρχικὰ νὰ ἀλλάζει καὶ τὸ κράτος παραμένει ἐπίσημα λατινικό, ἤδη ἀπὸ μόνη της ἡ ἀλλαγὴ τῆς πρωτεύουσας δρομολογεῖ τὴ διαδικασία τοῦ ἐξελληνισμοῦ του. Στοὺς ἑπόμενους αἰῶνες αὐτὸ γίνεται ὅλο καὶ πιὸ σαφές, σὲ μία περίοδο πάντως γεμάτη μεγάλες περιπέτειες, ποὺ συχνὰ ἀπειλοῦν τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξή του. Παρὰ τὶς ἐξωτερικὲς ὅμως δοκιμασίες ποὺ γνωρίζει ἀπὸ ἰσχυροὺς ἐχθρούς, ὅπως οἱ Οὗννοι, οἱ Ἄβαροι, οἱ Πέρσες, οἱ Ἄραβες, οἱ Βούλγαροι, καὶ ἀκόμη παρὰ τὶς ἐσωτερικὲς δοκιμασίες ποὺ τὴ συγκλονίζουν, μὲ ἀποκορύφωμα τὴν Εἰκονομαχία, ἡ Αὐτοκρατορία ἐπιβιώνει, ἀνθίσταται καὶ μὲ μία συνεχῆ ἀνοδικὴ πορεία φτάνει τὸν 10ο αἰ. στὸ ἀπόγειο τῆς ἀκμῆς της. Στὰ χρόνια τοῦ κορυφαίου της αὐτοκράτορα, τοῦ Βασιλείου Β’, εἶναι ἡ ἰσχυρότερη αὐτοκρατορία πάνω στὴ Γῆ, ἀλλὰ καὶ ἡ πιὸ προηγμένη πολιτιστικά, μὲ μία ἐκπληκτικὴ ἄνθηση τῶν ἐπιστημῶν, τῶν τεχνῶν καὶ τῶν γραμμάτων.
Σύντομα ὅμως ἀρχίζει ἡ παρακμή. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Βασιλείου τὸ 1025, ἀνεβαίνει στὸν θρόνο μία σειρὰ ἀνίκανων αὐτοκρατόρων, ποὺ δὲν ἀντιλαμβάνονται τὸν κίνδυνο ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση νέων ἐχθρῶν, ὅπως οἱ Τοῦρκοι. Κυρίως ὅμως δὲν ἐνδιαφέρονται νὰ περιορίσουν τοὺς μεγάλους γαιοκτήμονες ποὺ ἀπορροφοῦν ἔτσι τὴ μικρὴ γεωκτησία. Ἡ ἐξαφάνιση τῶν ἐλεύθερων ἀγροτῶν, ποὺ ἦταν ἡ βάση τοῦ στρατοῦ, ἔχει ὡς βαρύτατη συνέπεια τὴν ἀμυντικὴ ἐξασθένηση τῆς Αὐτοκρατορίας, ἀλλὰ ἐπιφέρει πλῆγμα καὶ στὴν οἰκονομία, ποὺ κατὰ κύριο λόγο ἦταν ἀγροτική. Μετὰ ἀπὸ μία τελευταία ἀναλαμπὴ ὑπὸ τὴ Δυναστεία τῶν Κομνηνῶν, ἡ κρίση εἶναι πιὰ ἔκδηλη καὶ ἐπισφραγίζεται μὲ τὴν Ἅλωση τῆς Πόλης ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους τὸ 1204. Ἕνα συντριπτικὸ πλῆγμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο δὲν θὰ ἀνακάμψει ποτὲ ἡ φρικωδῶς λεηλατημένη πρωτεύουσα, ἀλλὰ κι ὁλόκληρη ἡ Αὐτοκρατορία.
Οἱ Σταυροφόροι στὴ συνέχεια τὴ διαμελίζουν, ἐνῷ ὁ Ἑλληνισμὸς διασώζεται στὰ τρία ἑλληνικὰ κράτη τῆς Ἠπείρου, τῆς Τραπεζούντας καὶ τῆς Νίκαιας, ποὺ ἀποτελεῖ καὶ τὴν αὐθεντικὴ διάδοχη κατάσταση τῆς Ρωμανίας, καθὼς ἐκεῖ καταφεύγουν αὐτοκράτορας καὶ πατριάρχης. Τὸ 1261 βέβαια ἡ Νίκαια κατορθώνει νὰ ἀνακαταλάβει τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ παλιὰ αἴγλη ὅμως ἔχει πιὰ ὁριστικὰ χαθεῖ. Αὐτὴ ἡ τελευταία περίοδος, ὣς τὸ 1453, εἶναι ἐποχὴ τεράστιας κρίσης.
Τὸ κράτος τῆς Νίκαιας μὲ τὴ σχετικὰ μικρή του ἔκταση εἶχε κατορθώσει νὰ ἀναπτυχθεῖ. Ἡ μεταφορὰ ὅμως πλέον τοῦ κέντρου βάρους καὶ πάλι στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἡ ἀνακατάληψη τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου, ἐπιφόρτισε ξανὰ τὸ κράτος μὲ τὸν παλαιό του κοσμοκρατορικὸ ρόλο, στὸν ὁποῖο ὅμως δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ ἀνταποκριθῆ. Ἔτσι ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 13ου αἰ. ἡ παρακμὴ εἶναι πλέον ραγδαία. Αὐτὸ συμπίπτει μὲ τὴν ἄνοδο τῶν Ὀθωμανῶν, ποὺ ἔσπευσαν βεβαίως νὰ ἐκμεταλλευτοῦν αὐτὴ τὴν παρακμή. Οἱ Ὀθωμανοὶ ἦταν μία τουρκικὴ ὀρδή, ποὺ γύρω στὸ 1300, ἵδρυσε ἕνα νέο ἰσχυρὸ κράτος, μὲ πρωτεύουσα τὴν Προῦσα. Ἀφοῦ κατέλαβαν τὰ τελευταῖα βυζαντινὰ ἐδάφη στὴ Μ.Ἀσία, μετὰ τὸ 1350 πέρασαν στὴν Εὐρώπη καὶ σύντομα ὁλόκληρη σχεδὸν ἡ παλαιὰ Αὐτοκρατορία βρισκόταν πλέον στὰ χέρια τους. Στὴν κυριαρχία τοῦ ἄλλοτε πανίσχυρου κράτους ἀπέμενε πιὰ μόνο ὁ Μοριᾶς καὶ ἡ ἴδια ἡ Βασιλεύουσα, ποὺ ὅμως ἦταν ἐδαφικὰ κυκλωμένη ἀπὸ τὰ τουρκικὰ στίφη καὶ ἡ πτώση της ἦταν πλέον θέμα χρόνου. Τὸ τέλος ἦρθε, ὅταν στὸν θρόνο τοῦ σουλτανάτου ἀνέβηκε ὁ Μωάμεθ Β’.
Ὁ στρατὸς του ἀποτελοῦνταν ἀπὸ 200.000 στρατιῶτες, ἀπὸ ἀναρίθμητα ἀκόμη στίφη ἀτάκτων, ἀλλὰ κι ἀπὸ ἕνα ὀργανωμένο πυροβολικό. Ἡ Κωνσταντινούπολη ἀντίθετα, δὲν ἦταν πλέον παρὰ μία ἄθλια σκιὰ τοῦ παρελθόντος της. Ἡ ἄλλοτε μυθικὴ πόλη, ποὺ στὴν ἀκμη της εἶχε πληθυσμὸ μεγαλύτερο τῶν 500.000 (ἀριθμὸ τεράστιο γιὰ τὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς), δὲν εἶχε συνέλθει ποτὲ ἀπὸ τὸ μανιασμένο πέρασμα τῶν Σταυροφόρων. Γεμάτη ἐρείπια καὶ τεράστιες ἐκτάσεις ἀκατοίκητες, τὸ 1453 κατοικοῦνταν ἀπὸ μόλις 50.000 ψυχές. Κι ἀνάμεσά τους μόνο οἱ 5.000 ἦταν στρατιῶτες. Τὰ μεγέθη λοιπὸν ἦταν ἐντελῶς ἄνισα. Καὶ οὔτε καὶ τὰ περίφημα τείχη της μποροῦσαν πιὰ νὰ τὴ σώσουν, γιατί ἦταν παλιὰ καὶ ἀνίκανα νὰ ἀντισταθοῦν γιὰ πολὺ στὰ τεράστια βλήματα τῶν τουρκικῶν κανονιῶν. Ἐπιπλέον, εἶχαν μῆκος πάνω ἀπὸ 22 χλμ καὶ ἦταν φανερὸ πὼς σὲ μία πολυμέτωπη τουρκικὴ ἐπίθεση, οἱ ἐλάχιστοι μάχιμοι ἄνδρες δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ τὰ ὑπερασπιστοῦν.
Θανάτῳ θάνατον πατήσαντες…
Δὲν θὰ ἀναφερθῶ ἐδῶ στὰ γεγονότα τῆς πολιορκίας (καθὼς λίγο-πολὺ εἶναι γνωστά), ἀλλὰ μόνο σὲ δύο ἐπιμέρους περιστατικά, ἀποτίοντας φόρο τιμῆς στὴ μεγάλη τραγική μας ἐπέτειο. Τὸ πρῶτο ἔλαβε χώρα τὴν 21η Μαΐου. Εἶχαν ἤδη κυλήσει 50 μέρες πολιορκίας καὶ ὅλα ἦταν δυσοίωνα, καθὼς μὲς στὴν πόλη ἦταν πλέον αἰσθητὴ ἡ ἔλλειψη τροφίμων, ἐνῷ οἱ πολεμιστὲς εἶχαν κουραστεῖ ἀπὸ τὶς ἐχθρικὲς ἐπιθέσεις. Τότε ὁ σουλτάνος ἔστειλε πρέσβη, ζητῶντας τὴν παράδοση τῆς πόλης μὲ τὴν ὑπόσχεση νὰ ἐπιτρέψει στὸν Αὐτοκράτορα καὶ σὲ ὅσους τὸ ἐπιθυμοῦσαν, νὰ φύγουν μὲ τὰ ὑπάρχοντά τους. Ἡ ἀπάντηση ὅμως τοῦ Κωνσταντίνου ἦταν συγκλονιστικὰ μεγαλειώδης.
«Οὔτε σὲ μένα, οὔτε σὲ ἄλλον ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς Πόλης, δὲν ἀνήκει τὸ δικαίωμα νὰ σοῦ τὴ δώσουμε. Κοινή μας ἀπόφαση εἶναι μὲ τὴ θέλησή μας νὰ πεθάνουμε ὅλοι καὶ νὰ μὴ λογαριάσουμε τὴ ζωή μας»: «Κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν». Ποιά εἶναι ἄραγε αὐτὴ ἡ δύναμη ποὺ ὠθεῖ τὸν καταδικασμένο αὐτοκράτορα νὰ ἐπιλέξει συνειδητὰ τὴ θυσία, ἐνῷ τοῦ δίνεται ἡ εὐκαιρία νὰ σώσει τὴ ζωὴ καὶ τὴν περιουσία του; Νομίζω ὅτι πολὺ ἁπλᾶ, ἐκείνη τὴ δραματικὴ στιγμὴ ὁ Παλαιολόγος κουβαλάει στὶς πλάτες τοῦ 25 ὁλόκληρους αἰῶνες. Κουβαλάει στὶς πλάτες του ἕναν ὁλόκληρο λαὸ ποὺ ποτὲ του δὲν ἀνέχτηκε νὰ ζήσει σκλαβωμένος, τὸν ἴδιο λαὸ ποὺ κάποτε δὲν ἔδωσε γῆ καὶ ὕδωρ στοὺς Πέρσες, τὸν ἴδιο λαὸ ποὺ πολλοὺς αἰῶνες μετὰ κραύγασε: «Ἐλευθερία ἢ Θάνατος».
Δὲν εἶναι τελικὰ ἡ ἴδια ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε ὁ Λεωνίδας στὸν Ξέρξη, οἱ Σουλιώτισσες στὸ Ζάλογγο, ὁ Παπαφλέσσας στὸ Μανιάκι, ὁ μητροπολίτης Χρυσόστομος στὴ Σμύρνη, ὁ Γρηγόρης Αὐξεντίου στοὺς Ἄγγλους ἢ ἀκόμη καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χρύσανθος στοὺς Γερμανοὺς κατακτητές; Εἶναι αὐτὸ ἀκριβῶς. Ἡ ἴδια γελοία καὶ ἀνισόρροπη ἀπόφαση, γιὰ τὰ δεδομένα ἑνὸς σημερινοῦ ὀρθολογιστῆ, ποὺ θὰ ἀδυνατοῦσε φυσικὰ νὰ καταλάβει ὅτι εἶναι φορὲς ποὺ τελικὰ μπορεῖς νὰ ζήσεις, μονάχα πεθαίνοντας. Νὰ ζήσεις, θανάτῳ θάνατον πατήσας. Ἡ ἴδια παλαβὴ ἀπόφαση ἑνὸς (διὰ τὸν Χριστὸν καὶ διὰ τὸ Ἔθνος) σαλοῦ, ποὺ καὶ τίποτε ἄλλο νὰ μὴ γνωρίζαμε ἀπὸ τὴ Βυζαντινὴ Ἱστορία, θὰ ἦταν ἀπὸ μόνη της ἀρκετὴ γιὰ νὰ τεκμηριώσει πὼς αὐτὸς ὁ λαὸς τοῦ Λεωνίδα, τοῦ Ἀλέξανδρου, τοῦ Μακρυγιάννη καὶ τοῦ Πλαστήρα, ὁ ἴδιος οὐσιαστικὰ λαὸς ἦταν ἐκεῖ καὶ τὸ 1453. Ὁ ἴδιος καὶ ὄχι ἄλλος.
Μία κοινωνία μὲ φόβο Θεοῦ…
Τὸ δεύτερο σημεῖο ποὺ θὰ σταθῶ εἶναι ὁ ἐπίλογος τῆς ὁμιλίας ποὺ ἔβγαλε ὁ Παλαιολόγος, στὶς 28 Μαΐου, μέσα στὴν Ἁγία Σοφία. Ἀφοῦ προέτρεψε τὸν λαὸ νὰ ἀντισταθεῖ μὲ αὐταπάρνηση, προσέθεσε: «Ἐὰν εἰλικρινὰ τὸ πράξετε, ἐλπίζω ὅτι, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ θὰ ἀποφύγουμε τὴ δίκαιη τιμωρία Του, ποὺ κρέμεται ἀπὸ πάνω μας». Πρόκειται γιὰ μία φράση ποὺ κατὰ κάποιον τρόπο δείχνει νὰ συνοψίζεῖ ὅλη τὴν προγενέστερη ἱστορία τῆς βυζαντινῆς κοινωνίας. Μίας κοινωνίας, ποὺ παρὰ τὰ ἐλαττώματά της, εἶχε ἕνα κεντρικὸ χαρακτηριστικό, ποὺ τὸ κληροδότησε καὶ στὸν μετέπειτα Ἑλληνισμὸ τῆς Τουρκοκρατίας καὶ αὐτὸ ἦταν ποὺ θὰ τὸν κρατοῦσε ζωντανὸ μέσα στὸ σκοτάδι τῆς σκλαβιᾶς. Ἦταν μία κοινωνία θεοφοβούμενη, ποὺ εἶχε μέσα της κάτι πολὺ σπουδαῖο: τὴν ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητάς της. Ὁ βυζαντινὸς πολίτης, εἴτε ἦταν φωτισμένος ἄνθρωπος, εἴτε ἁπλὸς ἄνθρωπος τοῦ λαοῦ μ’ ὅλες τὶς προλήψεις του, εἴτε ἀκόμη καὶ κάποιος ποὺ εἶχε διαπράξει ἐγκλήματα, εἶχε στὶς περισσότερες τῶν περιπτώσεων ἕνα μεγάλο δῶρο: εἶχε ἔλεγχο συνειδήσεως.
Καὶ αὐτὸς ὁ ἔλεγχος ἦταν ποὺ τὸν ὠθοῦσε νὰ γίνεται καλύτερος-ἢ τουλάχιστον νὰ μὴ γίνεται χειρότερος. Νὰ φτάνει σὲ ὕψη πνευματικὰ ἢ νὰ μετανοεῖ καὶ νὰ ἀγωνίζεται ἢ ἔστω νὰ μὴ γίνεται ἕνα ὂν ἀπολύτως ἀποκτηνωμένο. Καὶ προσωπικὰ εἶμαι βέβαιος ὅτι, ὅσα ἐγκλήματα κι ἂν διεπράχθησαν σ’ αὐτὸ τὸ τόσο παρεξηγημένο «Βυζάντιο», ἡ κοινωνία του ἀπεῖχε ἔτη φωτὸς ἀπὸ τὴ σημερινὴ ἀπόλυτη ἀποκτήνωση, ἀπὸ τὸν ἀπολύτως ζοφερὸ μεσαίωνα τοῦ 20οῦ καὶ 21ου αἰώνα.
Ἀπὸ μία κοινωνία ποὺ ὑποτίθεται πὼς ἔγινε ἀνθρωποκεντρικὴ καὶ ἐν ὀνόματι τῆς ἀνθρώπινης ἀξίας, διέπραξε τοὺς πιὸ φριχτοὺς πολέμους καὶ τὶς πιὸ ἀποτρόπαιες γενοκτονίες. Ἀπὸ μία κοινωνία ποὺ ὑποτίθεται πὼς ἀποθέωσε τὴν πρόοδο καὶ τὴ λογικὴ καὶ πρὶν ἀλέκτωρ λαλήσει, παραδόθηκε ἑκουσίως στὶς σέχτες, τοὺς ἀστρολόγους καὶ τοὺς ἀποκρυφιστές. Ἀπὸ μία κοινωνία ὑλιστικῶν ὀνειρώξεων, ποὺ καθαίρεσε τὸν Θεὸ ὡς σκοταδιστικὴ πλάνη καὶ στὴ θέση του κατασκεύασε ἀναρίθμητα χρυσὰ μοσχάρια, ποὺ τὰ προσκυνάει εὐλαβικὰ λέγοντας: «Αὐτοὶ εἶναι οἱ θεοί σου ποὺ σὲ ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο»!
Στὸ παρεξηγημένο Βυζάντιο δὲν ὑπάρχει φυσικὰ τίποτε ἀπὸ αὐτά. Ἐκεῖ, ὅπως προαναφέρθηκε, ὑπάρχει μία κοινωνία μὲ τὶς πολλὲς βεβαίως ἀδυναμίες της, ποὺ ὅμως ἀγωνίζεται, ἔχει ἐπίγνωση τῆς ἀνεπάρκειας καὶ τῆς ἁμαρτωλότητάς της. Μὲ λίγα λόγια, ἔχει ταπείνωση. Κι αὐτὴ ἡ ταπείνωση εἶναι ἐξαιρετικὰ ὁρατὴ κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες, ὅποτε ἡ σταδιακὴ κατάρρευση τοῦ κράτους διογκώνει τὴν αἴσθηση ὅτι τὸ τέλος ἔρχεται-καὶ ἔρχεται ἐξαιτίας τοῦ πλήθους τῶν ἁμαρτιῶν. Μέχρι καὶ τὸ βλέμμα τοῦ Χριστοῦ ἀλλάζει στὶς τοιχογραφίες τῆς Ὕστερης Παλαιολόγειας Περιόδου, γίνεται θλιμμένο καὶ αὐστηρό. Πολὺ πρὶν ἔρθει τὸ τέλος, τὸ Γένος ἔχει πιὰ οὐσιαστικὰ συμφιλιωθεῖ μαζί του.
Ξέρει πὼς κάποια στιγμὴ θὰ ἔρθει, ὡς θεία ὀργὴ καὶ ὡς θεία δοκιμασία. Ἡ ἴδια ὅμως αἴσθηση ἔχει ταυτόχρονα μέσα της ἐγγενῶς συνυφασμένη καὶ τὴν ἐλπίδα. Μετὰ τὸν Σταυρὸ ὑπάρχει πάντα ἡ Ἀνάσταση. Ὅταν περάσει ἡ δοκιμασία, θὰ βγεῖ πάλι ὁ ἥλιος. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ Γένος μετὰ τὸ 1453 δὲν πρόκειται ν’ ἀπελπιστεῖ ποτέ. Πρὶν καλὰ-καλὰ πέσει ἡ Βασιλεύουσα, αὐτὸ ἤδη πλέον πιστεύει στὴν Ἀνάσταση. Καὶ εἶναι ἤδη πλέον ἕτοιμο νὰ πράξει τὸ ἀπολύτως συγκλονιστικό: νὰ ἀναχθεῖ πέρα ἀκόμη κι ἀπὸ τὴ σφαίρα τῆς δέησης, πέρα ἀκόμη κι ἀπὸ τὸ «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς». Εἶναι ἕτοιμο νὰ παρηγορήσει τὸ ἴδιο τὴν Παναγιά, νὰ τῆς ζητήσει νὰ μὴν κλαίει, γιατί «πάλι μὲ χρόνους, μὲ καιρούς, πάλι δικά μας θἆναι».
Ἔχει ἄραγε κάτι νὰ μᾶς διδάξει τὸ μεγαλεῖο αὐτοῦ του λαοῦ, ποὺ σὲ λίγο ἡ περιουσία, ἡ τιμὴ καὶ ἡ ἴδια ἡ ζωή του, δὲν θὰ ἀνῆκε πιὰ στὸν ἴδιο, ἀλλὰ στὶς παρανοϊκὲς διαθέσεις ἑνὸς ἀλλόθρησκου καὶ βάρβαρου κατακτητῆ; Ἔχει ἄραγε νὰ διδάξει κάτι, σὲ μᾶς τοὺς σημερινοὺς ἐπιγόνους του, ποὺ φτάσαμε στὸ νὰ κα- ταγράφουμε ρεκὸρ στὶς αὐτοκτονίες, λόγῳ τῆς οἰκονομικῆς κρίσης, καὶ νὰ παραδινόμαστε ἀμαχητὶ στὸν πανικὸ καὶ τὴν κατάθλιψη; Ἂς ξαναγυρίσουμε ὅμως καὶ πάλι σ’ ἐκείνη τὴν ἀποφράδα Τρίτη. Τὰ χαράματα τῆς 29ης Μαΐου, γύρω στὶς δύο τὸ πρωί, ἐκδηλώθηκε ἡ γενικὴ τουρκικὴ ἐπίθεση, ἀπὸ τρεις πλευρὲς συγχρόνως. Οἱ ὑπερασπιστὲς τῆς Πόλης πολέμησαν γιὰ μία ἀκόμη φορὰ ἡρωικά, δὲν μπόρεσαν ὅμως νὰ ἀντέξουν ἄλλο. Κι ἔτσι γράφτηκε ὁ τραγικός, ἀλλὰ καὶ μεγαλειώδης ἐπίλογος: ἐπὶ δύο ὁλόκληρους μῆνες, ἐλάχιστοι ἄνθρωποι ἀμύνθηκαν ἡρωικὰ ἀπέναντι στὶς λυσσαλέες ἐπιθέσεις ἑκατοντάδων χιλιάδων ἐχθρῶν. Καὶ τελικὰ ἔπεσαν ὅλοι τους, μέχρις ἑνός. Ἔπεσαν, γνωρίζοντας κατὰ βάθος ὅτι θὰ πέσουν.
Γι’ αὐτὸ τιμοῦμε τὴ σεπτή τους μνήμη καὶ τὴν ἀνάμνηση τῆς θυσίας τους. «Τιμὴ σ’ ἐκείνους ποὺ στὴν ζωή τους ὅρισαν καὶ φυλάγουν Θερμοπύλες» ἔγραψε κάποτε ὁ μέγας Καβάφης. «Καὶ περισσότερη τιμὴ τοὺς πρέπει, ὅταν προβλέπουν πὼς οἱ Μῆδοι ἐπὶ τέλους θὰ διαβοῦνε». Καὶ φυσικὰ οἱ Μῆδοι πράγματι διαβήκανε. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Κωνσταντίνου, οἱ Τοῦρκοι ὅρμησαν μέσα στὴν πόλη, ἀρχίζοντας σφαγὲς καὶ λεηλασίες, ποὺ κράτησαν 3 μερόνυχτα. Ὁ ἄμαχος πληθυσμὸς κατασφάχτηκε, οἱ ἐκκλησίες λαφυραγωγήθηκαν καὶ βεβηλώθηκαν, οἱ ἰδιωτικὲς περιουσίες ἔγιναν ἀντικείμενο ἁρπαγῆς.
Ἔτσι, ἡ Βασιλίδα τῶν Πόλεων, τὸ κλέος καὶ τὸ καύχημα τῶν Ρωμαίων, λεηλατήθηκε μανιασμένα καὶ ἐρημώθηκε ὁλοσχερῶς. Καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Αὐτοκρατορία τους, ἡ Ρωμανία, ἔπεσε καὶ ἔπαψε πιὰ νὰ ὑπάρχει. Στὴ θέση της ἱδρύθηκε ἡ Ὀθωμανική, ποὺ λίγο ἀργότερα ὑπέταξε καὶ τὶς ὑπόλοιπες περιοχὲς ποὺ εἶχαν μείνει ἐλεύθερες, τὴν Πελοπόννησο καὶ τὸ 1461 τὸ ἔσχατο ἑλληνικὸ προπύργιο, τὴν Αὐτοκρατορία τῆς Τραπεζούντας. Ἡ πτώση τοῦ ἑλληνισμοῦ στὴ χειρότερη σκλαβιὰ τῆς Ἱστορίας του ἦταν πλέον ὁλοκληρωτική. Καὶ βέβαια ἀποτελεῖ ἐξίσου θλιβερὴ διαπίστωση ὅτι αὐτὴ ἡ σκλαβιὰ κόβει τὰ φτερὰ τοῦ ἑλληνισμοῦ πάνω στὴ νέα του μεγάλη ἄνθηση. Γιατί εἶναι ἐντυπωσιακὸ τὸ ὅτι ὅσο ἡ Ρωμανία πολιτικὰ καταρρέει μετὰ τὸν 12ο αἰ., αὐτὴ ἡ κατάρρευση δὲν ἐπεκτείνεται καὶ στὸν πνευματικὸ τομέα, ὅπου ἀντίθετα σημειώνεται μεγάλη ἀκμὴ καθ’ ὅλη τὴ λεγόμενη Παλαιολόγεια περίοδο. Γιατί μιλᾶμε γιὰ ἕναν ἑλληνισμό, ποὺ παρέμενε πάντα ζωντανὸς καὶ μποροῦσε πνευματικὰ νὰ μεγαλουργεῖ, παρὰ τὰ πολιτικὰ καὶ οἰκονομικὰ προβλήματα τοῦ κράτους. Ἄλλη μία ἀπόδειξη λοιπὸν τοῦ πόσο καταστροφικὴ ὑπῆρξε ἡ τουρκικὴ κατάκτηση, ποὺ ἀνέκοψε βίαια ὅλη αὐτὴν τὴν ἀναγεννητική του πορεία καὶ τὸν ἔριξε γιὰ πολλοὺς αἰῶνες στὸ πιὸ βάρβαρο καὶ βαθὺ σκοτάδι.
Ρωμανία καὶ Ἑλληνικότητα
Μετὰ ἀπ’ ὅλες αὐτὲς πάντως τὶς ἱστορικὲς ἀναφορές, ἄς μου ἐπιτραπεῖ νὰ καταθέσω καὶ κάποιες ἀκόμη σκέψεις μου. Καὶ τοῦτο κυρίως, ἐπειδὴ πολλὲς ἀνέφερα τὴ λέξη «ἑλληνισμὸς» καὶ μίλησα καὶ γιὰ τὸ Βυζάντιο ὡς ἑλληνικὴ αὐτοκρατορία. Γιὰ νὰ μὴν ὑπάρξουν ὡστόσο παρανοήσεις, ἂς διευκρινίσουμε πλέον καὶ τί ἀκριβῶς ἐννοοῦμε ὅταν λέμε «ἑλληνική». Γιατί πρόκειται ἀσφαλῶς γιὰ μία ἑλληνικότητα, ποὺ γιὰ νὰ τὴν κατανοήσουμε, θὰ πρέπει νὰ ὑπερβοῦμε τὰ σύγχρονα ὀμφαλοσκοπικὰ ἐθνοφυλετικὰ σχήματα καὶ νὰ ἐπαναπροσεγγίσουμε τὸν ἑλληνισμὸ μέσα ἀπὸ τὴν ἔννοια τῆς οἰκουμενικότητας. Τὸ Βυζάντιο ἦταν ἑλληνικὸ κράτος ὑπὸ μία ἔννοια ἀκόμη καὶ ἐξαρχῆς, γιατὶ ἁπλωνόταν σ’ ἕναν χῶρο ποὺ ἦταν ἐν πολλοῖς ἑνοποιημένος ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν διαδόχων τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, χάρη στοὺς συνεκτικοὺς κρίκους τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ. Καὶ αὐτὴ ἡ ἐνοποίηση βέβαια δὲν ὀφειλόταν σὲ κάποιο ἄνωθεν σχέδιο (ὅπως συμβαίνει λ.χ. σήμερα μὲ τὴν Παγκοσμιοποίηση καὶ τὴ νεοταξίτικη ἀπόπειρα διάλυσης τῶν ἐθνικῶν, θρησκευτικῶν καὶ ἄλλων ἰδιαιτεροτήτων τῶν λαῶν τῆς Γῆς), ἀλλὰ ἀποτελοῦσε μία πηγαία ἐξέλιξη, ἐξαιτίας τῆς πολιτισμικῆς ὑπεροχῆς τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου.
Κάτι ἀνάλογο ὅμως συνέβη καὶ ἀργότερα, καθὼς ἡ Ρωμανία δὲν εἶχε ποτέ της σχέδιο ἀφομοίωσης τῶν ξένων πληθυσμῶν ποὺ ζοῦσαν στὰ ἐδάφη της. Βλέπουμε ὡστόσο καὶ τότε μία ἐμφανῆ διαδικασία ὁμογενοποίησης, εἰδικὰ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ ἀραβικὴ κατάκτηση ἀποκόπτει ὁριστικὰ τὰ ἐδάφη τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Μ. Ἀνατολῆς, ὅπου ζοῦσαν πληθυσμοὶ ἀποξενωμένοι ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα, ὄχι μόνο πολιτικά, ἀλλὰ καὶ θρησκευτικά, καθὼς εἶχαν ἀσπαστεῖ κυρίως τὸν Μονοφυσιτισμό. Λίγο πρὶν εἶχε μάλιστα λάβει χώρα κι ἄλλη μία σημαντικὴ ἐξέλιξη: ἡ ἀπώλεια ὁλόκληρου σχεδὸν τοῦ δυτικοῦ τμήμα τος τοῦ κράτους, καθὼς μία πανσπερμία γερμανικῶν φύλων (Φράγκοι, Γότθοι, Σάξονες, Ἄγγλοι, κ.λπ.) τὸ κατέκλυσε σταδιακά, ἱδρύοντας νέα κράτη στὰ ἐδάφη του. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δὲν ἀνάγκασε μόνο τὴν Αὐτοκρατορία νὰ ἀρκεστεῖ στὸ ἀνατολικὸ τμῆμα, ὁδηγῶντας στὴ γέννηση τοῦ νέου ἑλληνοχριστιανικοῦ imperium. Ταυτόχρονα, ἐπέτεινε τὴν ἀποξένωση μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσης, δύο κόσμων ποὺ λόγῳ πολιτισμικῆς διαφορᾶς βρισκόταν ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα σὲ ἀπόκλιση καὶ τοὺς ὁποίους ἡ ἐξάπλωση τοῦ Χριστιανισμοῦ ὄχι μόνο δὲν μπόρεσε νὰ ἑνοποιήσει, ἀλλὰ ἔκανε τὴ μεταξύ τους ἀπόσταση ἀκόμη πιὸ ἀγεφύρωτη, γιατί ἁπλούστατα ἡ (ἀρχικῶς λατινικὰ ἁπλοϊκὴ καὶ ἀκολούθως γερμανικὰ ἐκβαβαρισμένη) Δύση σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ βαθειὰ μυστικὴ ἐμπειρία τῆς Ἀνατολῆς ποτὲ δὲν μπόρεσε νὰ φτάσει μακρύτερα ἀπὸ μία κοντόφθαλμη, ὀρθολογιστικὴ καὶ μέσῳ ἁπλοϊκῶν δικανικῶν προσεγγίσεων ἀπόπειρα κατανόησης τοῦ θείου.
Ἡ θεμελιώδης αὐτὴ διαφοροποίηση, ποὺ τυγχάνει καὶ ἡ κύρια γενεσιουργὸς αἰτία ὅλων τῶν μετέπειτα δυτικῶν δογματικῶν παρεκκλίσεων, διευρύνεται μετὰ τὸν 6ο αἰ. καὶ σταδιακὰ μετατρέπεται σὲ χάσμα. Στὸ τέλος αὐτοῦ τοῦ δρόμου ἔρχεται τὸ Σχίσμα τῶν Ἐκκλησιῶν (τὸ 1054) νὰ ἐπιστεγάσει τυπικὰ ἁπλῶς μία μακραίωνη διαφοροποιητικὴ πορεία, ἡ ὁποία ὅμως τὸν 11ο αἰ. ἦταν πλέον μὴ ἀναστρέψιμη. Αὐτὴ εἶναι καὶ μία σύντομη ἔστω ἀπάντηση στοὺς συγκρητιστές, ποὺ ὑπὸ τὸ κράτος τῆς ψευδὸἀγαπολογίας ἰσχυρίζονται ὅτι λίγες διαφορὲς ἔχουμε ἀπὸ τοὺς παπικοὺς καὶ ὅτι τὸ Σχίσμα ὀφειλόταν σὲ πολιτικὰ κυρίως αἴτια καὶ ἄρα εἶναι εὔκολα ἐπανορθώσιμο. Τὰ παραπάνω δείχνουν τὸ γιατί μέσα στὴν αὐτοκρατορία τῆς Ρωμανίας δημιουργοῦνται σταδιακὰ προϋποθέσεις ἰδιαίτερης ἐσωτερικῆς συνοχῆς. Ἡ ἀπώλεια ὅλων τῶν δυτικῶν καὶ τῶν νοτιοανατολικῶν ἐδαφῶν της καὶ ἡ συρρίκνωση τῆς Αὐτοκρατορίας στὴ Μικρασία καὶ τὰ Βαλκάνια, περιοχές, ποὺ κατοικοῦνταν ἀπὸ πληθυσμοὺς ἑλληνικοὺς ἢ πλήρως ἐξελληνισμένους, δημιουργοῦν μετὰ τὸν 7ο αἰ. ἕνα κράτος μικρότερο ἐδαφικά, ἀλλὰ πιὸ συμπαγὲς ἐθνολογικά, γλωσσικὰ καὶ θρησκευτικά. Ἕνα κράτος μέσα στὸ ὁποῖο δὲν ὑπάρχει πλέον ἄλλη πραγματικότητα, πλὴν τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς ὀρθόδοξης πίστης.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἀκόμη καὶ ἡ Εἰκονομαχία ποὺ διήρκεσε ὅλον τὸν 8ο αἰ., παρὰ τὴν ἔντασή της, δὲν εἶχε ἰδιαίτερα λαϊκὰ ἐρείσματα. Οὕτως ἢ ἄλλως ὅμως, γιὰ τὸ κράτος αὐτὸ ἡ Εἰκονομαχία ἦταν ἡ τελευταία μεγάλη αἵρεση ποὺ τὸ ταλαιπώρησε. Τὸ τέλος τῆς σηματοδοτεῖ τὴν ἔναρξη πλέον μιᾶς γαλήνιας περιόδου ἀδιατάρακτης θρησκευτικῆς ἑνότητας καὶ ταυτόχρονα μιᾶς μεγάλης πνευματικῆς ἀκμῆς. Παράλληλα ὅμως, σηματοδοτεῖ καὶ τὴν ἔναρξη τῆς τελικῆς φάσης στὴ μακραίωνη ἐκείνη διεργασία ποὺ ἀναγέννησε πλήρως τὸν ἀρχαῖο Ἑλληνισμὸ μέσα στὴν οἰκουμενικὴ διάσταση τῆς Ρωμηοσύνης.
Ἱστορικὴ διαχρονία καὶ ρωμέηκη αὐτοσυνειδησία
Καὶ ἡ Ρωμηοσύνη εἶναι βεβαίως ἑλληνική, ἀλλὰ ὄχι μὲ βάση τὰ σημερινὰ ἐθνοφυλετικὰ κριτήρια. Θὰ πρέπει νὰ καταλάβουμε ἄλλωστε ὅτι τὸν καιρὸ ποὺ διαμορφώνεται, τέτοιες διακρίσεις δὲν εἶχαν νόημα καὶ γι’ αὐτὸ ἀποτελεῖ τεράστιο σφάλμα ἡ μεταφορὰ σύγχρονων στερεοτύπων σὲ μία κοινωνία, ποὺ πολὺ ἁπλᾶ βίωνε τὴν Ἱστορία ὡς μία ἑνιαία χριστιανικὴ πραγματικότητα, ἄρα μία πραγματικότητα ὄχι πολυεθνική, ἀλλὰ ὑπερεθνική, μέσα στὴν ὁποία «πάντες ἕν ἐσμὲν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Ἦταν λοιπὸν ἡ Ρωμανία κράτος ἑλληνικό, ἀλλὰ ὄχι μὲ τὴν ἐθνοφυλετικὴ σημασία τοῦ ὅρου. Ἦταν τὸ πολιτικὸ πλαίσιο, μέσα στὸ ὁποῖο ἔζησε ὁ διευρυμένος ἑλληνισμὸς τῆς ὀρθόδοξης οἰκουμενικῆς Ρωμηοσύνης. Τῆς ἴδιας Ρωμηοσύνης, ποὺ ἐπέζησε γιὰ αἰῶνες καὶ μετὰ τὴν πτώση τοῦ κράτους, ποὺ συνέχισε νὰ μεγαλουργεῖ στὴ Μικρασία, τὰ Βαλκάνια καὶ τὴ Ρωσία, ποὺ κατέρρευσε στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰ. μέσα στὸ αἷμα καὶ τοὺς καπνοὺς τῆς Ρωμυλίας, τῆς Ἰωνίας καὶ τοῦ Πόντου, καὶ ποὺ φυσικὰ καμμία σχέση δὲν ἔχει μὲ τὴ σημερινὴ θλιβερή, κοντόφθαλμη μοναξιὰ τῆς ἄθλιας, παρακμιακῆς καὶ τραγικὰ συρρικνωμένης νεοελλαδικῆς μας πραγματικότητας. Ὅλα αὐτὰ βεβαίως δὲν σημαίνουν ὅτι στὴ διευρυμένη αὐτὴ πραγματικότητα ἔσβησε ὁ ἑλληνισμὸς καὶ χάθηκε φυλετικά, κληροδοτῶντας μόνο τὴ γλωσσικὴ καὶ πολιτιστική του κληρονομιὰ στὶς ἑπόμενες γενιές.
Αὐτὰ τὰ λένε οἱ ἑλληνοφοβικοὶ ἀποδομητὲς τῆς Ἱστορίας, αὐτὸς ὁ ἑσμὸς ποὺ ἐδῶ καὶ χρόνια βρίσκεται στὰ πράγματα, κυριαρχεῖ στὰ πανεπιστήμια καὶ στὰ ΜΜΕ, ἐλέγχει τὸ ἴδιο τὸ Ὑπουργεῖο (ἀντεθνικῆς πλέον) Παιδείας, γράφει σχολικὰ βιβλία, ἀναπαράγεται καὶ παράγει ὁλοένα καὶ περισσότερους ἰδεολογικοὺς γενίτσαρους. Σὲ πεῖσμα ὅμως ὅλων αὐτῶν τῶν γραικύλων, ἡ μόνη ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ ἑλληνισμὸς ἔχει μία ἀδιατάρακτη ἱστορικὴ συνέχεια χιλιάδων χρόνων, ποὺ δὲν εἶναι μόνο πολιτιστική, ἀλλὰ εἶναι ἀσφαλῶς καὶ ἐθνοφυλετική. Σὲ καμμία περίπτωση δὲν παρατηρεῖται κάποια τομὴ στὴ συνέχεια αὐτή. Καὶ ὅσοι ἰσχυρίζονται κάτι τέτοιο, ἀναπαράγουν ἁπλῶς ὑποβολιμαῖα ἀποκυήματα ψευδοϊστορικὴς φαντασίας, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀντέξουν στὴν παραμικρὴ ἐπιστημονικὴ κριτική. Ἐπὶ τῆς οὐσίας λοιπὸν δὲν σημαίνει τίποτε τὸ ὅτι οἱ μεσαιωνικοὶ πληθυσμοὶ τῆς Ἑλλάδας καὶ τῆς Μικρασίας δὲν ἔχουν ἐθνικὴ συνείδηση ποὺ νὰ προτάσσει ὡς κριτήριο τὸ ὅμαιμον, τὴν κοινὴ φυλετικὴ καταγωγή, ἀλλὰ ἡ αὐτοσυνειδησία τους βασίζεται κυρίως στὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ εἶναι ἡ συλλογικὴ συνείδηση αὐτῶν ποὺ νιώθουν τοὺς ἑαυτούς τους ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ συνάμα ὡς πολῖτες τῆς μόνης αὐτοκρατορίας πάνω στὴ Γῆ. Ὅπως κι ἂν αὐτοπροσδιορίζεται, ἐπὶ τῆς οὐσίας ὡστόσο εἶναι πάντα ὁ ἴδιος λαός. Ὁ ἴδιος λαὸς στὴν ἐξέλιξή του, ἡ ἴδια γλῶσσα στὴν ἐξέλιξή της, ὁ ἴδιος πολιτισμὸς στὴν ἀδιατάρακτή του συνέχεια.
Ἡ Ρωμανία εἶναι γιὰ μᾶς σήμερα ὁ κεντρικὸς κρίκος αὐτῆς τῆς συνέχειας, γιατί εἶναι ὁ τόπος καὶ ὁ χρόνος ποὺ ὁ ἑλληνισμὸς συναντᾶ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ μετασχηματίζεται σὲ καινὴ κτίση, μεταβάλλεται ἀπὸ σύναξη πολιτῶν σὲ μυστικὴ σύναξη γύρω ἀπὸ τὸ Ἅγιο Ποτήριο. Αὐτὸς ὁ μετασχηματισμὸς εἶναι ἡ τελείωση τοῦ ἑλληνισμοῦ, ἡ ὁλοκλήρωση καὶ ἡ τελειοποίησή του. Καὶ αὐτὸς ἀσφαλῶς εἶναι τελικὰ καὶ ὁ λόγος ποὺ τὸ Βυζάντιο, ἡ Ρωμανία, εἶναι μὲν ἑλληνικὴ Ἱστορία, ταυτόχρονα ὡστόσο εἶναι καὶ μία περίοδος διεύρυνσης ἢ καὶ ὑπέρβασης τῆς ἑλληνικῆς Ἱστορίας. Εἶναι μία γέφυρα ἀπὸ τὴν ὁποία πέρασε ὁ ἀρχαῖος Ἑλληνισμὸς προχωρῶντας πρὸς τὸ μέλλον, ἱστορικὰ καὶ ἐσχατολογικά, μία κολυμβήθρα μέσα στὴν ὁποία βαπτίστηκε καὶ ἀναγεννήθηκε. Τὸ γράφει πολὺ εὔστοχα στὴν «Πονεμένη Ρωμηοσύνη» του ὁ μεγάλος Φώτης Κόντογλου: «Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζούσανε στὸ Βυζάντιο, μ’ ὅλο ποὺ πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς βαστούσανε ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ αἷμα κι εἴχανε τὴν ἑλληνικὴ παιδεία, ἤτανε ὅμως ὁλότελα ἄλλοι, «ἄνθρωποι καινοί», «λαλοῦντες γλώσσαις καιναῖς». Καὶ συνεχίζει πιὸ κάτω: «Ἐνῷ ἡ ἀρχαία τέχνη ἤτανε βασισμένη ἀπάνω στὸ μέτρο καὶ στὶς ἀναλογίες, ἡ τέχνη τῶν Βυζαντινῶν ζητοῦσε νὰ βρεῖ ἔκφραση γιὰ πράγματα ποὺ δὲν χωροῦνε στὸ ἀνθρώπινο μέτρο. Λοιπὸν τὸ Βυζάντιο εἶναι ὁ καιρὸς καὶ ὁ τόπος ποὺ ζούσανε οἱ ἄνθρωποι μὲ τὸν πόθο τῆς αἰωνιότητας.
Γι’ αὐτὸ ἔχει αὐτὴ τὴ μυστηριώδη ἰδιορρυθμία, ποὺ δὲν τὴ θέλουνε οἱ ἄνθρωποι ποὺ οἱ πόθοι τους δὲν βγαίνουνε ἔξω ἀπὸ τὸν ὀρθὸ λόγο καὶ ποὺ εἶναι κολλημένοι στὴν κοινοτοπία τῶν ὑλικῶν συγκινήσεων».
Ὀρθόδοξη πίστη: ἡ πεμπτουσία τοῦ «Βυζαντίου»
Καὶ ἐπειδὴ ἡ βυζαντινὴ κοινωνία ζοῦσε πράγματι μὲ τὸν πόθο τῆς αἰωνιότητας, ἦταν διαποτισμένη ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία σὲ ὅλες της τὶς ἐκφάνσεις. Ἡ καθημερινότητα τοῦ ἀνθρώπου, οἱ σχέσεις ποὺ συνάπτει μὲ τοὺς γύρω του, ἀλλὰ καὶ ὅλες του οἱ ἀστικὲς ἢ ἀγροτικές, ἐπαγγελματικὲς δραστηριότητες, διαπνέονται ἀπὸ τὴν πίστη στὸν Θεὸ καὶ ἡ διεκπεραίωσή τους εἶναι συνυφασμένη μὲ τὴν ἐπίκληση τῆς θείας βοήθειας. Δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ γράφονται τόσες ἐκκλησιαστικὲς εὐχὲς γιὰ κάθε δραστηριότητα, ἀκόμη καὶ γιὰ τὶς φαινομενικὰ πιὸ ἀσήμαντες. Αὐτὸ ὀφείλεται σὲ αἴτημα τῶν ἴδιων τῶν πιστῶν, ποὺ ζητοῦν τὴ θεία χάρη γιὰ ὅλες τὶς πράξεις τους. Δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ τώρα καθιερώνεται ἡ τιμὴ πρὸς τοὺς ἁγίους, τόσο ὡς ἀτομικοὺς προστάτες, ὅσο καὶ ὡς πολιούχους πόλεων ἢ προστάτες συντεχνιῶν καὶ ἐπαγγελμάτων. Ὀφείλεται καὶ αὐτὸ στὴ βαθειὰ πίστη τοῦ λαοῦ, ποὺ νιώθει τὴν ἀνάγκη νὰ περιχαρακώσει μὲ τὴν ἄνωθεν προστασία κάθε κοινωνικὴ ἢ βιοποριστική του δράση. Δὲν εἶναι ἐπίσης τυχαῖο ὅτι τὰ θέματα τῆς πίστης, ἀκόμη καὶ τὰ βαθύτερα δογματικά, ἀπασχολοῦσαν ἔντονα ἀκόμη καὶ τοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ καὶ γίνονταν καθημερινὰ ἀντικείμενο συζητήσεων, πρᾶγμα βέβαια ποὺ πολλὲς φορὲς ὁδηγοῦσε καὶ σὲ ἔξαψη τῶν παθῶν ἢ ἀκόμη καὶ σὲ ὀπαδικοὺ τύπου ἀντιπαραθέσεις, ποὺ κι αὐτὲς ὅμως, παρὰ τὶς ὑπερβολές τους, πάλι δείχνουν πόσο ζωντανὸ καὶ βιωματικὰ ἀληθινὸ ἦταν τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν πίστη. Δὲν εἶναι ἀκόμη τυχαῖο ποὺ ἀκόμα καὶ μέσα στὸ Παλάτι, σὲ ἕνα χῶρο δηλαδὴ ἐκ τῶν πραγμάτων διεφθαρμένο, ὅπως ὅλα τὰ κέντρα πολιτικῆς ἐξουσίας σὲ ὅλες τὶς ἐποχές, πάμπολλες φορὲς συναντοῦμε ἐντυπωσιακὰ φαινόμενα βαθειᾶς πνευματικότητας μὲ Αὐγοῦστες, ἀλλὰ καὶ αὐτοκράτορες ποὺ ζοῦσαν ἀσκητικὰ καὶ κατόρθωσαν νὰ φτάσουν σὲ μεγάλα πνευματικὰ ὕψη.
Καὶ φυσικὰ δὲν εἶναι, τέλος, τυχαῖο ποὺ πολὺ περισσότερο σὲ καιρὸ κρίσης, κινδύνων, ἀσθενειῶν, προστρέχουν οἱ πιστοὶ στὸν Θεὸ ἢ τὴν Παναγία καὶ τοὺς Ἁγίους γιὰ μεσιτεία. Καὶ ἀκόμη καὶ γιὰ τὶς πολεμικὲς συγκρούσεις προσεύχεται ἡ Ἐκκλησία καὶ αἰτεῖται «νίκας τοῖς βασιλεῦσι κατὰ βαρβάρων», ὄχι ἐπειδὴ βεβαίως καθαγιάζεται ὁ πόλεμος, ποὺ πάντα κατονομάζεται ὡς διαστροφικὸ καὶ μεταπτωτικὸ φαινόμενο, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔστω κατ’ οἰκονομίαν αἰτιολογεῖται ὁ ἀμυντικὸς πόλεμος καὶ ἀναγνωρίζεται ἡ ἀναγκαιότητα νὰ διατηρηθεῖ ἀλώβητο τὸ «πολίτευμα τοῦ Κυρίου», δηλαδὴ ἡ χριστιανικὴ αὐτοκρατορία, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ ἀπαραίτητο προστατευτικὸ κέλυφος γιὰ τὴν ἀσφάλεια τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀπρόσκοπτη ἐπιτέλεση τοῦ ἔργου τῆς σωτηρίας. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι μόνιμη ἡ προσευχὴ πρὸς τὸν Θεὸ νὰ εἰρηνεύσει«ἐν πολέμοις τὸ πολίτευμα», γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Παναγία κατονομάζεται ὡς ὑπέρμαχος στρατηγός, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Κωνσταντινούπολη ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρη ἡ Αὐτοκρατορία ἀφιερώνονται σ’ Ἐκείνην, τὴν ἔχουν «πρεσβείαν θερμὴν καὶ τεῖχος ἀπροσμάχητον».
Ἡ βυζαντινὴ κοινωνία λοιπὸν εἶχε αὐτὴ τὴ βαθειὰ πίστη καὶ στήριζε πάντα τὶς ἐλπίδες της στὸν Θεό. Αὐτὸ ἦταν, νομίζω, τελικὰ τὸ κεντρικό της χαρακτηριστικό, ποὺ τὴν κρατοῦσε ζωντανὴ μέσα στὶς δοκιμασίες. Τὸ ἀνέφερα καὶ πρίν, ἀλλὰ θὰ τὸ ἐπαναλάβω: εἶναι μία κοινωνία θεοφοβούμενη, ποὺ πάντα ἔχει ταπείνωση, σ’ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς καὶ τῆς τέχνης, ἀκόμη κι ὅταν τὸ κράτος βρίσκεται πολιτικὰ στὴ μεγάλη του ἀκμή. Ἡ Ρωμηοσύνη δὲν εἶναι ἀλαζονικὸς πολιτισμός. Εἶναι πολιτισμὸς μέγας, «ἄνω θρώσκων», ἀλλὰ βαθειὰ πνευματικὸς καὶ συνεπῶς ταπεινόφρων. Ἂς δοῦμε τὶς βυζαντινὲς ἐκκλησιὲς σὲ σύγκριση μὲ τὴν ἔπαρση τῶν γοτθικῶν καθεδρικῶν, ἂς δοῦμε τὴ μέτρια χρήση τῆς ὑλικῆς τεχνολογίας, παρὰ τὶς ὑπάρχουσες δυνατότητες, σὲ σύγκριση μὲ τὴν ὑστερικὴ ἀποθέωση τῆς ἐπιστήμης μετὰ τὸν 16ο αἰ. στὴ Δύση.
Ἂς δοῦμε καὶ τοὺς καλόγερους στὰ μοναστήρια νὰ ἀντιγράφουν τὰ ἀρχαῖα κείμενα γιὰ νὰ τὰ σώσουν ἀπὸ τὴ λήθη. Κι ὄχι φυσικὰ ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ ἐπιχειρήσουν νὰ γράψουν δικά τους. Ἡ μανία ὅμως γιὰ πρωτοτυπία εἶναι ἔπαρση κι ἐγωκεντρισμός. Ὁ δικός μας πολιτισμὸς ἀντίθετα ἀναπαράγει τὰ ἤδη κεκτημένα του, γιατί ἁπλούστατα ἔχει ταπείνωση καὶ πιστεύει πὼς τὰ σπουδαῖα ἔχουν πλέον ἤδη εἰπωθεῖ ἀπὸ τοὺς προγενέστερους. Καὶ ἐπειδὴ φυσικὰ ποτὲ στὴν πραγματικότητα δὲν πρόκειται γιὰ στείρα ἀναπαραγωγή, πάντα ὑπεισέρχονται νέα στοιχεῖα καὶ ἔτσι ὁ ρωμέικος πολιτισμὸς προχωρᾶ σὲ νέες πολιτισμικὲς συνθέσεις.
Καὶ αὐτὲς βέβαια πολὺ συχνὰ ἔχουν καὶ μεγάλη δόση πρωτοτυπίας, μὲ τὴ διαφορὰ ὅμως πὼς οἱ δημιουργοί τους δὲν τὶς αἰσθάνονται ὡς τέτοιες καὶ δὲν ὑπερηφανεύονται, νομίζοντας ὅτι κάνουν κάτι σημαντικό. Χαρακτηριστικὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ γράφει στὸ προοίμιο τοῦ ἔργου του ὁ χρονογράφος τοῦ 9ου αἰ. Θεοφάνης ὁ Ὀμολογητής: «Εἰ τις ἐν τούτῳ τῷ πονήματι ἡμῶν ὀνησιφόρον τι εὕροι, τὴν πρέπουσαν τῷ Θεῷ εὐχαριστίαν ἀποδώση καὶ ἡμῖν τοῖς ἀμαθέσι καὶ ἁμαρτωλοῖς διὰ τὸν Κύριον ὑπερεύξηται. Καὶ εἴ τι ἐλλεῖπον εὕροι, τῇ ἀμαθείᾳ ἡμῶν τοῦτο λογίσηται καὶ τῇ ἀργίᾳ τοῦ χαμερποῦς νοὸς ἡμῶν καὶ συγγνώσεται ἡμῖν διὰ τὸν Κύριον». (Δηλαδή, ἂν κανεὶς βρεῖ σ’ αὐτὸ τὸ ἔργο κάτι χρήσιμο, τὸν Θεὸ νὰ εὐχαριστήσει καὶ γιὰ μένα τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ἀμαθῆ νὰ κάνει προσευχὴ στὸν Κύριο. Νὰ μὴν τὸ ἀποδώσει λοιπὸν σ’ ἐμένα. Σ’ ἐμένα ἀντίθετα νὰ ἀποδώσει ὁποιοδήποτε μειονέκτημα βρεῖ καὶ νὰ μὲ συγχωρέσει στ’ ὄνομα τοῦ Κυρίου). Βλέπουμε συνεπῶς πῶς συμπεριφέρεται ὁ πνευματικὸς δημιουργὸς τῆς ὀρθόδοξης Ρωμηοσύνης. Δημιουργεῖ τὸ ἔργο του γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι τὴ δική του καὶ στὸν Θεὸ ἀποδίδει τὴν ὅποια συγγρφικὴ ἢ μουσικὴ ἢ εἰκαστικὴ ἢ ἄλλη δημιουργική του ἔμπνευση. Αὐτὸ λοιπὸν εἶναι, νομίζω, στὸ βάθος ἡ Ρωμηοσύνη. Εἶναι ἕνας μεγαλειώδης πολιτισμός, ποὺ περιπατεῖ ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων, ὅμως τὸν κουβαλοῦν στὶς πλάτες τοὺς ταπεινόφρονες ἄνθρωποι.
Ἐπίλογος: τὸ αἷμα καὶ ἡ ἀντίσταση…
Ἐνῷ ὅμως ἡ Ρωμηοσύνη εἶναι ταπεινή, δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν ἄλλη πολιτισμὸς παθητικότητας καὶ μοιρολατρίας, ἀλλὰ ἀντιστασιακὸς καὶ ἀνυπότακτος, ποὺ πολεμᾶ μανιασμένα ὅταν τίθενται σὲ κίνδυνο οἱ ὑπέρτατες ἀξίες του. «Ὅταν ἀπειλοῦν τὴν πατρίδα μου, τὴ θρησκεία μου, θὰ φωνάξω κι ἄς μου κάνουν ὅ, τι θέλουν» ἔλεγε ὁ Μακρυγιάννης. Ποιός δὲν θυμᾶται ἀλήθεια τὴν ἀντίσταση κλήρου καὶ λαοῦ στὸν εἰκονομαχικὸ διωγμὸ τοῦ 8ου αἰ, τὴν ἀνένδοτη ἀντίστασή του ἀργότερα στοὺς Φράγκους κατακτητὲς καὶ κυρίως βέβαια ὅσα συνέβησαν στὸ σκοτάδι τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς, μὲ τὸ αἷμα τῶν νεομαρτύρων, τὸ Κρυφὸ Σχολειό, τὸ ἀδούλωτο πνεῦμα τῆς κλεφτουριᾶς, τὶς πάμπολλες ἐπαναστάσεις ποὺ ἔγιναν καὶ πνίγηκαν στὸ αἷμα ἀπὸ τὸν 16ο ὥς καὶ τὸν 18ο αἰ; Ἀντίσταση, αἷμα καὶ πόνος λοιπὸν εἶναι ποὺ γαλουχοῦν τὸν νεότερο Ἑλληνισμὸ τῆς Ρωμηοσύνης, μαζὶ βέβαια μὲ τὴν ὀρθόδοξη πίστη, ποὺ εἶναι πάντα ἡ βασικὴ σταθερά. Ἀντίσταση, ὑλικὴ καὶ πνευματική, μέσα ἀπὸ τὴν πλήρη ἄρνηση τῆς ὑποτέλειας καὶ τῆς ἐθελοδουλίας. Τὴν ἄρνηση τῆς πτώσης στὴν αἵρεση ἢ στὸν ἐξισλαμισμό, ποὺ ἦταν ἀκριβῶς τὸ ἴδιο, ἦταν γιὰ τὸν Ρωμηὸ ἀπώλεια τῆς ὀρθόδοξης ταυτότητας, δηλ. θάνατος πνευματικός. Νὰ λοιπὸν γιατί τὰ νεοταξίτικα ὄργανα παλεύουν νὰ μᾶς κάνουν νὰ τὰ ξεχάσουμε ὅλα αὐτά.
Γιατί ἡ ἀπώλεια τῆς ἱστορικῆς μνήμης παραγράφει μοιραῖα καὶ ὅλη αὐτὴ τὴν κυρίαρχη ἀντιστασιακὴ διάσταση τῆς ταυτότητάς μας. Καὶ ἔτσι καθιστᾶ τελικὰ φυσιολογικὴ τὴ διαιώνισή μας ὡς ὑπνωτισμένων σκλάβων, ὡς ἄχρωμης καὶ συνεπῶς ἀκίνδυνης μάζας μέσα στὸν προωθούμενο παγκοσμιοποιημένο νεοταξίτικο χυλό. Ποῦ βαδίζουμε ὅμως ἄραγε αὐτὴ τὴ στιγμή; «Τὸ 1453» γράφει ὁ Κόντογλου, «μόλο ποὺ κόπηκε τὸ μεγάλο ἐκεῖνο δέντρο τῆς Ρωμιοσύνης, ἡ φύτρα σώθηκε καὶ πέταξε νέους βλαστούς». Τί ἔχει ὅμως ἀπομείνει πλέον σήμερα ἀπὸ αὐτούς; Ζοῦμε σὲ καιροὺς βαθειᾶς κρίσης, πολιτικῆς καὶ κυρίως βέβαια πνευματικῆς. Ζοῦμε στοὺς κατοχικοὺς καιροὺς τῶν μνημονίων, τῶν πλεγματικῶν γραικύλων, τῆς κατάρρευσης κάθε ἀξίας. Ζοῦμε καὶ στοὺς καιροὺς τοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ καὶ τῆς νεοεποχίτικης λαίλαπας, ὅπου ὅλα ἔχουν ἀμβλυνθεῖ στὸν βωμὸ τῶν ὑπόγειων σχεδίων τοῦ διεθνοῦς Σιωνισμοῦ, ὅπου ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι συμπροσεύχονται μὲ καρδινάλιους, ἰμάμηδες καὶ μάγους, ὅπου κάθε μέρα γίνεται κι ἕνα νέο βῆμα γιὰ τὴν προώθηση τῆς Πανθρησκείας, ποὺ ἀνοίγει τὸν δρόμο γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς Παγκόσμιας Δικτατορίας, καὶ ὅπου ὅσοι ἀγωνίζονται γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, ἐξουθενώνονται ὡς φανατικοὶ σκοταδιστές.
Ζοῦμε μὲ ἄλλα λόγια σὲ μία ἐποχή, ποὺ καὶ ἡ πατρίδα καταρρέει καὶ ἡ πίστη μας κινδυνεύει νὰ χαθεῖ. Τὸ ἐρώτημα λοιπὸν εἶναι πολὺ ἁπλό: κατὰ πόσον εἴμαστε πιὰ σὲ θέση ὅλοι μας νὰ ἀντιδράσουμε σὲ ὅλα αὐτά; Κατὰ πόσον μποροῦμε νὰ κοιτάξουμε πίσω στὴν Ἱστορία μας καὶ νὰ ξαναβροῦμε τὸ χαμένο ἱστορικό μας αὐτεπίγνωτον; Νὰ ξαναβροῦμε τὸν Μέγα Ἀθανάσιο καὶ τὸν Ἰωάννη Δαμασκηνό, τὸν Ἰωάννη Βατάτζη καὶ τὸν Γρηγόριο Παλαμᾶ, τὸν Μακρυγιάννη καὶ τὸν Καραϊσκάκη; Νὰ ξαναβροῦμε μὲ ἄλλα λόγια τὴν αὐθεντικὴ καὶ πάλαι ποτὲ ἀντιστασιακὴ ταυτότητά μας; Αὐτὸ εἶναι τὸ κρίσιμο ἐρώτημα, ποὺ ὡς λαὸς πρέπει πιὰ νὰ τὸ ἀπαντήσουμε πολὺ γρήγορα. Γιατί ἀπὸ τὴν ἀπάντησή του, ἐξαρτᾶται κυριολεκτικὰ ὁλόκληρο τὸ μέλλον μας.
Τὸ Βυζαντινὸ Κράτος διέθετε ἕνα ἄρτια ὀργανωμένο σύστημα διοικήσεως. Ὁ αὐτοκράτορας συντόνιζε, μὲ τὶς διάφορες κρατικὲς ὑπηρεσίες, τὸν τεράστιο κρατικὸ μηχανισμὸ καὶ διοικοῦσε τὴν ἀπέραντη αὐτοκρατορία. Στὴν Κωνσταντινούπολη ἕδρευε ὁ αὐτοκράτορας, ἡ Σύγκλητος, οἱ Δῆμοι, ἡ ἀνακτορικὴ φρουρά, ἡ κεντρικὴ διοίκηση, τὸ συμβούλιο τοῦ στέμματος, ἡ αὐτοκρατορικὴ γραμματεία, ἡ ἀνακτορικὴ ὑπηρεσία, οἱ κεντρικὲς οἰκονομικὲς ὑπηρεσίες τὸ Βυζάντιο διέθετε καὶ κτηματολόγιο, ὁ ἔπαρχος τῆς πόλεως, ὁ ὁποῖος διοικοῦσε τὴ Βασιλεύουσα καὶ κατεῖχε πολὺ ὑψηλὴ θέση στὴν κρατικὴ ἱεραρχία. Ἐδῶ ἐπιλέγονταν τὰ πρόσωπα τὰ ὁποῖα ἡγοῦνταν τῆς περιφερειακῆς διοικήσεως.
Τὸ ἀχανὲς κράτος πετύχαινε τοὺς στόχους του χάρη σὲ μιὰ ἄριστα συγκροτημένη καὶ αὐστηρὰ δομημένη ὑπαλληλικὴ ἱεραρχία, τόσο στὸ κέντρο, ὅσο καὶ στὴν περιφέρεια. Οἱ ὑπάλληλοι τοῦ Βυζαντίου ἐνσάρκωναν ὅλο τὸ κῦρος τοῦ κράτους καὶ ἦταν ὑπεύθυνοι ἀπέναντί του. Καὶ οἱ πλέον ἄσημοι Βυζαντινοὶ μποροῦσαν νὰ καταλάβουν ὑψηλὲς θέσεις. Μόνη προϋπόθεση ἦταν ἡ κατοχὴ γνώσεων, κυρίως ἐγκυκλοπαιδικῶν, ρητορικῆς καὶ φιλοσοφίας. Εἰδικότερες καὶ βαθύτερες τεχνικὲς γνώσεις ἔπρεπε νὰ ἔχουν μόνον οἱ γιατροί, οἱ νομικοί, οἱ δάσκαλοι, οἱ καθηγητὲς καὶ οἱ κατώτεροι ὑπάλληλοι. Οἱ ἀνώτατοι ὑπάλληλοι ἔπρεπε νὰ ἔχουν μιὰ γερὴ γενικὴ μόρφωση. Γι’ αὐτὸ ἀνάμεσά τους βρίσκουμε καὶ πολλοὺς γνωστοὺς ἱστορικούς. Καί, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ch. Diehl, πέρα ἀπὸ τὴ διοίκηση οἱ ὑπάλληλοι τοῦ κράτους ἐνεργοῦσαν χάρη στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ ὡς παράγοντας πολιτιστικῆς ἀναπτύξεως καὶ ἑνότητος τοῦ κράτους. Θὰ μᾶς ἀπασχολήσει ἀκολούθως ἐν συντομίᾳ μόνον ὁ τομέας τῆς περιφερειακῆς διοίκησης τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους. Ὁ Μ. Κωνσταντῖνος (324-337) ὁ πρῶτος Βυζαντινὸς αὐτοκράτωρ συμπλήρωσε καὶ τελειοποίησε τὸ μεταρρυθμιστικὸ ἔργο τοῦ Διοκλητιανοῦ στὴ διοίκηση. Διήρεσε τὸ κράτος σὲ ἑκατὸν εἴκοσι ἐπαρχίες, οἱ ὁποῖες ὑπήχθησαν σὲ δεκατέσσερις διοικήσεις.
Οἱ δεκατέσσερις αὐτὲς διοικήσεις ἐντάχθηκαν σὲ τέσσερις μεγάλες διοικητικὲς περιφέρειες, τὶς ἐπαρχότητες ἢ ὑπαρχίες (praefecturae praetorio), οἱ ὁποῖες ἦταν:
α. Ἡ ἐπαρχότητα τῆς Γαλατίας, ποὺ περιελάμβανε τὶς διοικήσεις τῆς Βρετανίας, Γαλατίας, Ἱσπανίας καὶ ΒΔ Ἀφρικῆς.
β. Ἡ ἐπαρχότητα Ἰλλυρικοῦ, Ἰταλίας καὶ Ἀφρικῆς, ποὺ περιελάμβανε τὴν Ἀφρική, Ἰταλία καὶ τὸ ΒΔ τμῆμα τοῦ Ἰλλυρικοῦ, δηλαδὴ Δαλματία καὶ Νορικόν.
γ. Ἡ ἐπαρχότητα τοῦ Ἰλλυρικοῦ, ποὺ περιελάμβανε τὴ Δακία καὶ τὴ Μακεδονία· σ’ αὐτὴν περιεχόταν καὶ ὅλος ὁ ἑλλαδικὸς χῶρος ὣς τὴν Κρήτη. Ἡ ἐπαρχία Ἀχαΐας ἐτάχθη ὑπὸ ἀνθύπατο καὶ ὑπήχθη ἀπ’ εὐθείας στὸν αὐτοκράτορα.
δ. Ἡ ἀχανὴς ἐπαρχότητα τῆς Ἀνατολῆς περιελάμβανε τὴ Θράκη (ἀνατολικῶς τοῦ Νέστου), τὶς ἀσιατικὲς ἐπαρχίες τοῦ κράτους, τὴ Συρία καὶ τὴν Παλαιστίνη. Σύμφωνα μὲ ὁρισμένους ἐρευνητὲς περιελάμβανε καὶ τὴ διοίκηση Αἰγύπτου.
Ἐ π ι κ ε φ α λ ῆ ς κάθε ἐπαρχότητας ἦταν ὁ ἔπαρχος ἢ ὕπαρχος πραιτωρίων (praefectus praetorio). Ἀσκοῦσε στὴν ἐπαρχότητά του μόνο τὴν πολιτικὴ διοίκηση. Ἐπικεφαλῆς κάθε διοικήσεως τοποθετήθηκε ὁ βικάριος, ἐνῷ ἐπικεφαλῆς κάθε ἐπαρχίας ἕνας κυβερνήτης ποὺ ἀναφέρεται στὶς πηγὲς μὲ διάφορα ὀνόματα (corrector, rector, consulator, iudex ἢ praesides). Ὁ ὕπαρχος πραιτωρίων ἦταν ὁ πανίσχυρος ἐκπρόσωπος τοῦ αὐτοκράτορα καὶ ἑξαρτιόταν ἀπ’ εὐθείας ἀπὸ αὐτόν. Ὁ ὕπαρχος Ἰλλυρικοῦ, Ἰταλίας καὶ Ἀφρικῆς ἕδρευε στὴ Ρώμη καὶ ὁ τῆς Ἀνατολῆς στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ τελευταῖος ὕπαρχος πραιτωρίων τῆς Ἀνατολῆς μνημονεύεται στὶς πηγὲς τὸ 680. Καθὼς περνοῦμε στὴ μεσοβυζαντινὴ ἐποχὴ ἀρχίζει νὰ ἐμφανίζεται ὁ θεσμὸς τῶν θεμάτων.
Λόγῳ τῶν μεγάλων ἐξωτερικῶν ἀπειλῶν, ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰουστινιανοῦ (518-565) ἡ κρατικὴ διοίκηση στρατικοποιεῖται. Ἡ λεγόμενη θεματικὴ ὀργάνωση ἔχει ὡς χαρακτηριστικὸ τὴ συνένωση τῆς πολιτικῆς καὶ τῆς στρατιωτικῆς ἐξουσίας στὰ χέρια ἑνὸς προσώπου, τοῦ στρατηγοῦ. Αὐτό, βέβαια, δὲν δημιουργοῦσε κινδύνους, διότι, ἐκτὸς τοῦ ὅτι ὁ στρατηγὸς λογοδοτοῦσε στὸν αὐτοκράτορα, οἱ ἄμεσοι ὑφιστάμενοί του, τρεῖς ἀνώτατοι ὑπάλληλοι, ὁ πολιτικὸς διοικητής, ὁ θεματικὸς δικαστὴς καὶ ὁ στρατολόγος, ἀναφέρονταν γιὰ τὶς ὑποθέσεις τοῦ θέματος ἀπ’ εὐθείας στὸν αὐτοκράτορα. Παρὰ ταῦτα, στὴν περιοχὴ εὐθύνης κάθε θέματος ὁ στρατηγὸς – διοικητὴς συγκέντρωνε στὰ χέρια του ὅλες τὶς ἐξουσίες. Ὁ ὅρος θέμα μὲ τὴ σημασία μιᾶς μεγάλης στρατιωτικῆς μονάδας μαρτυρεῖται ἤδη ἀπὸ τὸν Θεοφάνη γιὰ τὸ ἔτος 610/611, κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορος Ἡρακλείου (610-641). Ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 6ου αἰῶνα τὰ βυζαντινὰ στρατεύματα προέρχονταν ἀπὸ ἐπιστρατευόμενους ντόπιους.
Οἱ μεγάλες μονάδες (θέματα) ἔπαιρναν, ἀρχικὰ τουλάχιστον, τὸ ὄνομά τους ἀπὸ τὴν περιφέρεια ἀπὸ τὴν ὁποία καταγόταν τὸ κύριο μέρος τῶν στρατιωτῶν ποὺ τὶς ἀποτελοῦσαν, π.χ. θέμα τῶν Ἀρμενιακῶν, θέμα τῶν Ἀνατολικῶν, ἢ ἀπὸ τὴν κατηγορία τῶν στρατιωτῶν ποὺ ἀπετέλεσαν τὸν ἀρχικό τους πυρῆνα, ὅπως π.χ. τὸ θέμα τοῦ Ὀψικίου (ἀπὸ τὸ λατινικὸ obsequium=ἀκολουθία), τὸ ὁποῖο ἀποτελοῦνταν ἀπὸ στρατιῶτες ποὺ ἐν μέρει ἀνῆκαν στὴ φρουρὰ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἀργότερα τοὺς δόθηκαν ὀνόματα γεωγραφικά. Καθ’ ὅλην τὴ διάρκεια τοῦ 7ου αἰῶνα τὰ θέματα – μεγάλες στρατιωτικὲς μονάδες βρίσκονται σὲ διαρκῆ κίνηση, γιὰ νὰ ἀποκρούσουν τοὺς Πέρσες καὶ ἔπειτα τοὺς Ἄραβες. Τὸ τελευταῖο τέταρτο τοῦ 7ου αἰῶνα ἀποτελεῖ σταθμὸ στὴν ἐξέλιξη τῆς θεματικῆς διοίκησης. Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ οἱ Βυζαντινοὶ ἀποκρούουν μπροστὰ στὴν Κωνσταντινούπολη τὴν πρώτη μεγάλη ἀραβικὴ ἐπίθεση (674-678) καὶ ἀπωθοῦν τοὺς Ἄραβες πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Μ. Ἀσίας.
Τὰ θέματα τότε ἀναλαμβάνουν στατικὴ πιὰ ἀποστολή, νὰ ὑπερασπίζονται δηλαδὴ περιοχὲς ποὺ περικλείονταν στὸν τομέα εὐθύνης τοῦ καθενός. Σιγὰ-σιγὰ τὸ ὄνομα τῶν θεμάτων (=μεγάλων στρατιωτικῶν μονάδων) μεταφέρεται ἀπὸ τὴ στρατιωτικὴ μονάδα στὴν περιφέρεια τῆς ὁποίας τὴν προάσπιση ἔχει ἡ μονάδα αὐτὴ ἀναλάβει. Ἔτσι, τὸ Βυζαντινὸ Κράτος διαιρέθηκε σὲ στρατιωτικὲς διοικήσεις ἀνεξάρτητες τὴ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη, ποὺ διέφεραν ὅμως στὴν ἔκταση καὶ στὴ στρατιωτικὴ δύναμη τῶν στρατευμάτων τους. Οἱ ἐξελίξεις αὐτὲς εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τὸ κράτος ἀπὸ τὸ τελευταῖο τέταρτο τοῦ 8ου αἰῶνα (ἐποχὴ τοῦ Κωνσταντίνου Ε΄ (740-775) νὰ ἐμφανίζεται διηρημένο σὲ μόνιμες στρατιωτικὲς διοικήσεις – θέματα, ποὺ εἶναι συγχρόνως στρατιωτικὰ καὶ διοικητικὰ – πολιτικὰ μορφώματα ὑπὸ τὴν ἑνιαία διοίκηση τοῦ στρατηγοῦ, ὁ ὁποῖος, ὅπως προελέχθη, ἦταν ἀπ’ εὐθείας ὑπεύθυνος ἀπέναντι στὸν αὐτοκράτορα. Ὁ στρατηγὸς διοριζόταν, συνήθως, γιὰ τρία ἢ τέσσερα χρόνια καὶ ὑπέκειτο, ὅπως εἴδαμε, σὲ περιορισμοὺς ποὺ ἀποσκοποῦσαν στὸ νὰ τοῦ ἀπαγορεύσουν νὰ ἐκμεταλλευθεῖ τὴ θέση του γιὰ προσωπικὰ ὀφέλη.
Μὲ τὴν ἐδαφικὴ ἐπέκταση τοῦ 10ου αἰῶνα τὸ διοικητικὸ καὶ στρατιωτικὸ σύστημα τῶν θεμάτων ὑφίσταται ἀλλαγές. Μεγάλα θέματα διαιροῦνται σὲ μικρότερα, ἡ θεματικὴ διοίκηση εἰσάγεται σὲ νέες περιοχὲς καὶ μικρότερες στρατιωτικὲς περιφέρειες ἀναπτύσσονται προοδευτικὰ σὲ θέματα. Κατὰ τὴν ὑστεροβυζαντινὴ ἐποχὴ τὸ φαινόμενο τοῦ κατακερματισμοῦ τῶν θεμάτων λαμβάνει μεγάλη ἔκταση. Στὴν πρὸ τῶν Κομνηνῶν ἐποχὴ πολιτικοὶ ὑπάλληλοι τοῦ θέματος, οἱ ὁποῖοι διατηροῦσαν κάπως χαλαρὴ ἐξάρτηση ἀπὸ τὸν στρατηγό, ἀναλαμβάνουν τὴν πολιτικὴ διοίκηση τοῦ θέματος, ἐνῷ ἡ δικαιοδοσία τῶν στρατηγῶν περιορίζεται στὶς στρατιωτικὲς ὑποθέσεις. Ἔτσι ἐπιταχύνεται ἡ παρακμὴ τοῦ θεματικοῦ θεσμοῦ. Παράλληλα γίνονται συνενώσεις θεμάτων ὑπὸ ἕνα πολιτικὸ διοικητή. Καὶ τὸ σημαντικότερο: στρατὸς θεματικός, ντόπιος, δὲν ὑπῆρχε πιά. Τὸν ἀντικατέστησε ὁ μόνιμος στρατὸς τῶν ταγμάτων μέσα στὰ θέματα. Ὁ ὅρος «θέμα» δήλωνε πλέον εἴτε τὴ γεωγραφικὴ περιφέρεια, εἴτε μιὰ δικαστικὴ – οἰκονομικὴ ἑνότητα, εἴτε μιὰ φορολογικὴ ἑνότητα. Ἡ μεταρρύθμιση τῶν Κομνηνῶν οἱ ὁποῖοι ἐπεξέτειναν ἐδαφικὰ τὸ Βυζάντιο ἀπέβλεπε στὴν ἐπαναφορὰ τῆς παλαιότερης γενικῆς ἀρχῆς τῆς διοικήσεως τῶν θεμάτων ποὺ χαρακτηριζόταν ἀπὸ τὴ συγκέντρωση τῆς πολιτικῆς καὶ στρατιωτικῆς ἐξουσίας στὸ ἴδιο πρόσωπο, ποὺ ἔχει τὸ ἀξίωμα τοῦ «δοῦκα». Κατὰ τοὺς χρόνους τῶν ἐμφυλίων πολέμων (1321-1351) μεταβάλλεται ἐκ νέου ἡ διοικητικὴ ὄψη τοῦ Βυζαντίου. Δημιουργοῦνται μικρὲς ἡγεμονίες στὴν Πελοπόννησο, στὴ Θεσσαλονίκη, τὴ Ροδόπη, τὴν Ἀδριανούπολη. Οἱ δύο τελευταῖες πρὸς τὸ τέλος τῶν ἐμφυλίων πολέμων καταλύονται. Τὸν Μάρτιο τοῦ 1354 οἱ Τοῦρκοι κατέλαβαν τὴν Καλλίπολη. Ἡ Μικρὰ Ἀσία εἶχε χαθεῖ πιὰ ὁριστικά.
Τὸ 1363 κατέλαβαν τὸ Διδυμότειχο καὶ λίγο ἀργότερα ἴσως τὸ 1368-1369 τὴν Ἀδριανούπολη. Οἱ τουρκικὲς κατακτήσεις περιόρισαν πλέον τὸ Βυζαντινὸ Κράτος στὴν περιοχὴ γύρω ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ στὸ δεσποτᾶτο τοῦ Μυστρᾶ. Παρὰ τὶς τεράστιες ἐδαφικὲς ἀπώλειες, τοὺς μαζικοὺς ἐξανδραποδισμούς, τοὺς βίαιους καὶ ἀνελέητους ἐξισλαμισμοὺς καὶ τὴν καταστροφὴ τῆς περιφερειακῆς διοικητικῆς μηχανῆς, ἡ αὐτοκρατορία ἐπέζησε γιὰ ἄλλα ἑκατὸ σχεδὸν χρόνια ἀκόμη. Αὐτὸ ὀφείλεται στὴν ἀνθεκτικότητα τῆς διοικητικῆς παράδοσης, στὰ ἄπαρτα τείχη τῆς Βασιλεύουσας, στὴν πανίσχυρη «αὐτοκρατορικὴ ἰδέα» πρωταρχικὸ στοιχεῖο τῆς πολιτικῆς θεωρίας τοῦ Βυζαντίου – ποὺ ἄντεξε ὣς τὴν Ἅλωση. Ὀφείλεται πρωτίστως στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη καὶ στὶς ἔσχατες αὐτὲς ὧρες οἱ Βυζαντινοὶ δὲν ἔχασαν τὴν ἐλπίδα ὅτι ἡ Θεία Πρόνοια μὲ ἕνα θαῦμα θὰ ἔστρεφε τὰ πράγματα «εἰς δόξαν καὶ ἀνέγερσιν Ρωμαίων». Στὶς 29 Μαΐου τοῦ 1453 ἡ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία καταλύθηκε. «Ἡ Πόλις ἑάλω»! Ὅμως, δὲν χάθηκε. Παραμένει ὁλοζώντανη στὴ μνήμη τοῦ Γένους. Ἀναμένει τὴ δίκαιη ἐτυμηγορία τῆς Ἱστορίας. Τὸ γλυκὸ ὅραμα τῆς ψυχῆς μας, ἡ Πόλη τῶν ὀνείρων μᾶς ζεῖ βαθειὰ στὶς καρδιές μας.
Ch. Diehl – G. Marcais, Le monde oriental de 395 a 1081, Paris 1936.
Μ. Γρηγορίου – Ἰωαννίδου, Παρακμὴ καὶ πτώση τοῦ θεματικοῦ θεσμοῦ, Θεσσαλονίκη 1985.
Ἰ. Καραγιαννόπουλος, Τὸ Βυζαντινὸ Κράτος, Θεσσαλονίκη 1996.
Ἰ. Καραγιαννόπουλος, «Περὶ τὰ βυζαντινὰ θέματα», Ἑλληνικὰ 18 (1964) 196-200.
Ἰ. Καραγιαννόπουλος, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους, τ. Α΄ Θεσσαλονίκη 1988 (ἀνατ. Β΄), τ. Β΄ Θεσσαλονίκη 19935, τ. Γ΄ Θεσσαλονίκη 1990.
J. Karayannopulos, Die Entstehung der byzantinischen Themenordnung (Byzantinisches Archiv 10), Munchen 1959. Χρ. Κυριαζόπουλος, Ἡ Θράκη κατὰ τοὺς 10ο – 12ο αἰῶνες, Θεσσαλονίκη 2000.
St. Runciman, Byzantine Civilization, New York
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Ο Νικηφόρος Φωκάς ήταν μέλος μιας εκ των ισχυροτέρων οικογενειών της Καππαδοκίας και υιός του Στρατηγού Βάρδα Φωκά. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τις αδιαμφισβήτητες ικανότητες του , τον βοήθησε να έχει μια ταχεία αναρρίχηση στα στρατιωτικά αξιώματα με αποκορύφωμα την προαγωγή του στη θέση του Δομέστικου των σχολών της Ανατολής , δηλαδή περίπου σαν στρατηγός των ανατολικών θεμάτων. Επί αυτοκρατορίας του Ρωμανού του Β’ (959-963) αναλαμβάνει την ανακατάληψη της Κρήτης , που βρισκόταν κάτω από την διοίκηση των Σαρακηνών. Οι Σαρακηνοί ήταν μουσουλμάνοι κουρσάροι που λυμαίνονταν την Μεσόγειο προβαίνοντας σε πολλές επιθέσεις και λεηλασίες. Το 827 εκμεταλλευόμενοι ένα εμφύλιο πόλεμο, θα καταλάβουν την Μεγαλόνησο , δημιουργώντας από τότε πολυποίκιλα προβλήματα στην Αυτοκρατορία. Αρκετοί αυτοκράτορες θα επιχειρήσουν να ανακαταλάβουν το νησί χωρίς όμως επιτυχία. Αυτή τη φορά όμως οι συνθήκες ήταν ιδανικές.
Ο Φωκάς ήταν ικανότατος στρατιωτικός , η αυτοκρατορία σε φάση ανόδου , ενώ ο στρατός ισχυρός και καλά οργανωμένος. Η μεγάλη στρατιά θα αποβιβαστεί τον Ιούλιο του 960 και πρώτη της ενέργεια ήταν ο αποκλεισμός του νησιού, ώστε να δυσχερανθεί η έξωθεν ενίσχυση των Σαρακηνών. Στη συνέχεια θα επιχειρηθεί η εκπόρθηση των πόλεων της νήσου, με έμφαση στην κατάληψη της Πρωτεύουσας Χάνδακα (Ηράκλειο). Προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος θα χρησιμοποιηθούν και σκληρές μέθοδοι . Σε μια περίπτωση μάλιστα θα χρησιμοποιηθούν κομμένα κεφάλια αντιπάλων ως οβίδες στους καταπέλτες , εναντίον των υπερασπιστών της πόλης. Η άλωση της θα επιτευχθεί τελικά την ερχόμενη άνοιξη , συνδυαζόμενη όμως με ανηλεή σφαγή των κατοίκων της. Η επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη θα συνδυασθεί με μια εντυπωσιακή παρέλαση επίδειξης λαφύρων. Η επιτυχία αυτή ενίσχυσε το γόητρο του , αλλά και τις αντιπάθειες προς το άτομο του. Έτσι στέλνεται στα ανατολικά σαν αρχιστράτηγος μακριά από το κέντρο. Όμως θα εκμεταλλευθεί και τη νέα θέση ανακαταλαμβάνοντας μέρος της Κιλικίας αλλά και της Συρίας. Μάλιστα θα καταφέρει να εκπορθήσει και να λεηλατήσει την σημαντικότερη πόλη της βόρειας Συρίας , το Χαλέπι. Την ίδια στιγμή ο νεαρός αυτοκράτορας , ξόδευε τις ώρες του σε γλέντια και κραιπάλες χωρίς να ασχολείται με τα θέματα του κράτους.
Ο Ζωναράς γράφει ότι λόγω της συμπεριφοράς αυτής αν και ενήλικα τον χαρακτήριζαν παιδαρέλι. Επίσης φαινόταν να παραμελεί την σύζυγο του Θεοφανώ , ( το πραγματικό της όνομα ήταν Αναστασώ) γεγονός που φαινόταν να την δυσαρεστεί έντονα. Η ανεπάρκεια του αυτοκράτορα φουντώνει τις διεργασίες . Οι ίντριγκες είναι πλέον σε ημερήσια διάταξη και οι διάφοροι παλατιανοί που ανέκαθεν έπαιζαν ένα σημαντικό ρόλο στα τεκταινόμενα διχάζονται. Τελικά την άνοιξη του 963 ο Ρωμανός ο Β’ βρίσκεται νεκρός. Οι φήμες για τα αίτια του θανάτου του αρκετές , με μερικούς να θεωρούν πιθανή την εμπλοκή και της γυναίκας του… Ο Ζωναράς αναφέρει ότι πέθανε `` η φαρμάκω δηλητηρίω κατά τινάς η φιληδονίαις και μίξεσιν εαυτόν κατατείνας και ταύτας δαπανήσας την ισχύν του σαρκίου``. Ύστερα από συσκέψεις που διενεργήθηκαν ανάμεσα σε Πατριάρχη , Σύγκλητο και ανώτερους παλατιανούς αποφασίζεται να αναγορευθούν αυτοκράτορες τα δύο ανήλικα αγόρια του Ρωμανού και μετέπειτα αυτοκράτορες Βασίλειος (958-1025), και Κων/νος (960-1028 ) , με την Θεοφανώ να διορίζεται επίτροπος αυτών , μέχρι την ενηλικίωση τους. Γινόταν βέβαια φανερό ότι με τον τρόπο αυτό το κράτος θα έμενε ουσιαστικά ακυβέρνητο , έτσι θα έπρεπε να βρεθεί κάποιος ικανός αλλά και αρεστός που θα έπαιρνε τα ηνία.
Το παρασκήνιο έντονο , μάλιστα ένας ευνούχος ονόματι Βρίγγας , που είχε το σημαντικό αξίωμα του παρακοιμώμενου , διάκειται εχθρικά προς τον Νικηφόρο Φωκά , το όνομα του οποίου συζητιόταν έντονα. Ο Φωκάς παρουσιάζεται στη Σύγκλητο , όπου με την βοήθεια ενός ισχυρού συγκλητικού του Βασίλειου θα πετύχει να γίνει επίτροπος των παιδιών αλλά και αυτοκράτορας στρατηγός της Ανατολής. Παράλληλα καταφέρνει να στηριχθεί και από τον Πατριάρχη Πολύευκτο (956-970) , αφού πρώτα δεσμεύεται με όρκους ότι δεν θα πειράξει τα παιδιά του Ρωμανού. Θεωρώντας ότι τα πράγματα έχουν ξεκαθαρίσει αναχωρεί εκ νέου για την Συρία . Το γεγονός προσπαθεί να εκμεταλλευθεί ο Βρίγγας που στέλνει επιστολή στον Ιωάννη Τσιμισκή, στην οποία του πρότεινε να γίνει ο ίδιος αυτοκράτορας. Όμως ο Τσιμισκής (το όνομα του οποίου σύμφωνα με τον Λέων τον Διάκονο , σημαίνει στα Αρμενικά κοντούλης) θα προτιμήσει τελικά να παραμείνει κοντά στο νέο ισχυρό άνδρα της χώρας , αναφέροντας του τα τεκταινόμενα. Ο Φωκάς επιστρέφει ξανά στην Κωνσταντινούπολη , θα νυμφευθεί την Θεοφανώ και με την βοήθεια του στρατού, θα ανακηρυχθεί αυτοκράτορας. Σύμφωνα με τους Ζωναρά και Σκυλίτζη, ο Φωκάς βοηθήθηκε από τον Βασίλειο , που είχε φροντίσει να διασπείρει ανθρώπους του στην πόλη με εντολή να επευφημούν τον Φωκά και ταυτόχρονα να καταφέρονται εναντίον του Βρίγγα. Ενώ έστειλε και τριήρεις να περάσουν τον Φωκά στην Κων/λη , όταν εκείνος είχε φτάσει στις απέναντι ακτές .
Ο νέος αυτοκράτορας θα ανταμείψει όσους τον βοήθησαν με τον Τσιμισκή να παίρνει την θέση που έως τότε κατείχε ο ίδιος , τον Βασίλειο να τίθεται επικεφαλής της Συγκλήτου και τον αδερφό του Βάρδα να διορίζεται ως υπαρχηγός του, αντίθετα οι αντίπαλοι του με πρώτο τον Βρίγγα εξορίζονταν…
Οι στρατιωτικές και διπλωματικές ενέργειες του Νικηφόρου Φωκά
Την Άνοιξη του 964 , ο Φωκάς ξεκινά για νέες στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον των Αράβων στη Συρία. Στην εκστρατεία αυτή θα καταλάβει τα Άδανα την Ανάζαρβο και την Μοψουεστία οι κάτοικοι της οποίας θα σταλούν σε απομακρυσμένες περιοχές του κράτους, ενώ την επόμενη χρονιά θα καταλάβει και την Ταρσό, όταν οι κάτοικοι της θα αποφασίσουν τελικά να παραδοθούν. Βάση των συμφωνηθέντων όσοι κάτοικοι επιθυμούσαν , μπορούσαν να αποχωρήσουν , χωρίς όμως τα πράγματα τους , ενώ η πόλη αφέθηκε να λεηλατηθεί , απαγορεύτηκε όμως στους στρατιώτες να πειράξουν όσους κατοίκους είχαν μείνει σε αυτή. Αραβικά χρονικά αναφέρουν ότι όσοι πείραξαν γυναίκες μαστιγώθηκαν και κόπηκαν τα χέρια και οι μύτες τους. (Στρατιωτική εγκυκλοπαίδεια, Νικηφόρος Φωκάς Σελ.57). Την ίδια στιγμή μοίρα του στόλου ανακαταλάμβανε από τους Άραβες και την Κύπρο. Την επόμενη χρονιά ο Φωκάς θα εκστρατεύσει ξανά με βασικό στόχο την λεηλασία περιοχών στον Ευφράτη και την Συρία , ώστε και το ηθικό των κατοίκων να κάμψει αλλά και να εμποδίσει την ανασύνταξη του μουσουλμανικού στρατού.
Κατά την επιστροφή του στην Πρωτεύουσα προέβη πάλι σε εντυπωσιακές παρελάσεις εκθέτοντας τα πλούσια λάφυρα , ενώ διοργάνωσε και ιπποδρομιακούς αγώνες προς τέρψη του κοινού κατά τα παλαιά Ρωμαϊκά πρότυπα. Ο Φωκάς έδινε θρησκευτικό τόνο στις πολεμικές εκστρατείες και για το λόγο αυτό έδινε προτεραιότητα στην εκδίωξη των Μουσουλμάνων από τα Ιεροσόλυμα και τις γύρω περιοχές που θεωρούνταν ιερές για τους Χριστιανούς. Έτσι θα εκστρατεύσει ξανά το 968 με βασικό στόχο την ανακατάληψη της Ιερουσαλήμ. Στην εκστρατεία αυτή θα καταφέρει να καταλάβει το Φθινόπωρο του 969 την Αντιόχεια .Ενώ για δεύτερη φορά θα λεηλατήσει το Χαλέπι , αναγκάζοντας τον εμίρη του να γίνει φόρου υποτελής στην αυτοκρατορία. Ήταν φανερό ότι η επόμενη εκστρατεία του Φωκά θα στόχευε στην Ιερουσαλήμ όμως δεν θα προλάβει να τον επιχειρήσει… Ένας ακόμη βασικός του στόχος ήταν η επαναφορά του χριστιανισμού στις περιοχές που καταλάμβανε.
Τοιουτοτρόπως μέσα στα πλαίσια του προσηλυτισμού διατήρησε ή επινόησε μέτρα που θα έκαναν πραγματικότητα την επιθυμία του αυτή…. Έτσι όσοι μουσουλμάνοι το επιθυμούσαν θα μπορούσαν να παραμείνουν σε ρωμαϊκά εδάφη χωρίς να αλλαξοπιστήσουν οι ίδιοι , υπό τον όρο όμως ότι θα βάφτιζαν τα παιδιά τους… Επίσης διατήρησε το μέτρο, βάση του οποίου, όσες οικογένειες δέχονταν ως γαμπρό τους Άραβα αιχμάλωτο που ασπαζόταν τον χριστιανισμό απαλλάσσονταν από κάποια είδη φόρου. Από τον Σύριο Πατριάρχη θα ζητήσει την συνδρομή του για την εποίκηση περιοχών γύρω από την Μελιτηνή την Ταρσό κλπ. από Σύριους Χριστιανούς (Μονοφυσίτες) . Η συγκεκριμένη ενέργεια , ήταν επιβεβλημένη , διότι οι περιοχές αυτές ήταν εξαιρετικά αραιοκατοικημένες. Όταν ένοιωσε ισχυρός αποφάσισε να μην καταβάλλει πλέον στους Βούλγαρους ένα καθιερωμένο ετήσιο φόρο ή πλούσια δώρα . Σύμφωνα με τον Λέων τον διάκονο ,οι φόροι δίνονταν από το 927, σε μια προσπάθεια να ησυχάσει η αυτοκρατορία από τις επιδρομές τους που ήταν συχνές και δημιουργούσαν προβλήματα στις γειτνιάζουσες Βαλκανικές περιοχές. Σύμφωνα όμως με τους Κεδρηνό και Ζωναρά οι εισφορές σταμάτησαν επειδή οι Βούλγαροι αθετώντας τα συμφωνηθέντα , δεν εμπόδιζαν τις επιδρομές των Ούγγρων που λεηλατούσαν αρκετές περιοχές της αυτοκρατορίας. Η απόφαση αυτή , εξαγριώνει τους Βούλγαρους που ξεκινούν επιθέσεις σε αυτοκρατορικά εδάφη. Ο Φωκάς αντεπιτίθεται , χωρίς όμως να δώσει το αποφασιστικό χτύπημα. Έτσι στρέφεται στην διπλωματία και στη βοήθεια των Ρώσων .
Την προσέγγιση αναλαμβάνει ο Καλοκύρης (διοικητής της Χερσώνας) , όπου μαζί με 15 κεντηνάρια (108.000 χρυσά νομίσματα σύμφωνα με ειδικούς) προσπαθεί να δελεάσει τον Ρώσο ηγεμόνα Σβιατοσλαύο ώστε να επιτεθεί εκείνος εναντίον των Βουλγάρων. Ο Σβιατοσλαύος δέχεται και πράγματι καταφέρνει να καταστείλει το Βουλγαρικό κίνημα. Η επιτυχία αυτή αύξησε την αυτοπεποίθηση του , έτσι αποφασίζει όχι μόνο να κρατήσει τις περιοχές που είχε καταλάβει αλλά και να επιτεθεί σε εδάφη της αυτοκρατορίας. Είναι πιθανό την απόφαση του αυτή να ενίσχυσε ο ίδιος ο Καλοκύρης , είτε λόγω δικών του φιλοδοξιών , είτε ενεργώντας ως απεσταλμένος ομάδας εχθρικής προς τον Φωκά . Ο Φωκάς τότε , συμμαχεί με τους Βουλγάρους για από κοινού επίθεση εναντίον των Ρώσων. Όμως εξελίξεις θα υπάρχουν και στην διαμάχη ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή στην Ευρώπη , για το ποιος δικαιούται να ονομάζεται Ρωμαίος Αυτοκράτορας. Το 962 Ο Όθωνας Α’ (962-973) στέφεται από τον Πάπα, Αυτοκράτορας της `` Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους ``.
Η συνεργασία του Πάπα με τους Φράγκους και στη συνέχεια με τους Γερμανούς , είχε ξεκινήσει από τον 8ο αιώνα , αλλά μετά τον θάνατο του Καρλομάγνου θα ατονήσει. Όμως ο Όθων φαίνεται ισχυρός και φιλόδοξος και οι δύο θεσμοί ανασυγκολλούνται. Βασικός άμεσος στόχος φαίνεται να είναι η απόσπαση των ιταλικών κτήσεων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και η προσάρτηση τους , είτε στο Παπικό κράτος , είτε σε αυτό του Όθωνα. Ήδη όμως η αυτοκρατορία αντιμετώπιζε προβλήματα και από τον Χαλίφη της Τυνησίας που αποφάσισε το 963 να καταλάβει και τα τελευταία ρωμαϊκά κατάλοιπα στη Σικελία. Ο Φωκάς θα στείλει ενισχύσεις χωρίς ωστόσο να καταφέρει να αποτρέψει την έξωση του από την Σικελία. Όμως τα κοινά συμφέροντα θα τον οδηγήσουν τελικά σε συμμαχία με τον Χαλίφη. Ο Φωκάς είχε ως διακαή επιθυμία την ανακατάληψη των Ιεροσολύμων και των λοιπών περιοχών έως τον Ευφράτη που τότε ελεγχόντουσαν από τους Ιχσιδίδες Τούρκους που είχαν έδρα τη Φουστάτ (παλαιό Κάιρο) στην Αίγυπτο. Όμως την Αίγυπτο εποφθαλμιούσε (θα την καταλάβει το 969) και ο Φατιμίδης χαλίφης της Τυνησίας Μουίζης . Έτσι μεταξύ των δύο πλευρών πρέπει να επήλθε ένα είδος συμφωνίας για την αντιμετώπιση των κοινών εχθρών που ήταν οι Ιχσιδίδες Τούρκοι και ο Γερμανός αυτοκράτορας Όθων που ερχόμενος από τη βόρεια Ιταλία (που μόλις είχε καταλάβει) απειλούσε τόσο τις ρωμαϊκές επαρχίες της Απουλίας και της Καλαβρίας αλλά και τις μουσουλμανικές της Σικελίας. Ο Όθων αφού καθαίρεσε τον Πάπα της Ρώμης (τοποθετώντας νέο , φίλα προσκείμενο σε αυτόν) επιτέθηκε ανεπιτυχώς όμως στις Ρωμαϊκές κτήσεις της νότιας Ιταλίας. Για αυτό αποφασίζει να στείλει στην Κωνσταντινούπολη τον επίσκοπο της Κρεμόνας Λιουτπράνδο ένα έξυπνο αλλά και φιλόδοξο άνθρωπο που είχε μεταπηδήσει από την αυλή των Λογγοβάρδων , σε αυτή των Γερμανών . (Στρατιωτική εγκυκλοπαίδεια , Νικηφόρος Φωκάς Σελ.77).
Ο Λιουτπράνδος ήρθε στην Κωνσταντινούπολη με κύριο σκοπό την επίτευξη συνοικεσίου, μεταξύ της Πορφυρογέννητης κόρης της Θεοφανούς και του υιού του Όθωνα, απαιτώντας παράλληλα ως προίκα τις Ιταλικές κτήσεις που έως τότε ανήκαν στη Κωνσταντινούπολη. Οι απαιτήσεις του Λιουτπράνδου , ο τρόπος με τον οποίο τις ζήτησε αλλά και η επίθεση που είχε πραγματοποιήσει ο Κύριος του στην Ιταλία θα έχουν ως αποτέλεσμα την παταγώδη αποτυχία των διαπραγματεύσεων. Ο Φωκάς θα απαντήσει ότι το να δοθεί πορφυρογέννητη κόρη ως σύζυγος θα ήταν ανήκουστο για τα ρωμαϊκά ήθη και μεγάλη τιμή για όποιον την έκανε σύζυγο του … Συνεπώς αν κάποιος θα έπρεπε να δώσει προίκα αυτός ήταν ο Όθων που θα έπρεπε να αποχωρήσει από τη Ραβέννα και την Ρώμη… Παράλληλα η αντιμετώπιση της γερμανικής αντιπροσωπείας θα είναι απαξιωτική. Μάλιστα σύμφωνα με τον Λέοντα τον Διάκονο , ο Πατριάρχης θα ανακοινώσει το 968 , την δημιουργία 5 επισκοπών σε Ιταλικά εδάφη που θα υπάγονται στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι η γερμανική αντιπροσωπεία θα επιστρέψει άπρακτη , ενώ θα μείνουν στην ιστορία οι υποτιμητικοί χαρακτηρισμοί με τους οποίους ο Λιουτπράνδος θα αναφέρεται στα απομνημονεύματα του , τόσο για τον Φωκά , όσο και για τους Γραικούς στο σύνολο τους.
Τα πολιτικά και οικονομικά μέτρα του Νικιφόρου Φωκά
Από τον 7ο αιώνα το κράτος εφαρμόζει την πολιτική παραχώρησης κτημάτων σε μια οικογένεια με την βασική υποχρέωση ένα μέλος της να προσφέρει τις στρατιωτικές του υπηρεσίες όταν παρίσταται ανάγκη. Το σύστημα αυτό θα βοηθήσει την ύπαρξη μικρών αγροτικών κοινοτήτων που θα θεωρούνται αυτόνομες διοικητικές και φορολογικές μονάδες έχοντας οικονομικές υποχρεώσεις μόνο προς το κράτος . Τα κτήματα αυτά μεταβιβάζονταν ως κληρονομιά στους απογόνους του κατόχου όπως και η υποχρέωση στράτευσης . Με τον τρόπο αυτό το κράτος όχι μόνο ενίσχυσε την στρατιωτική του άμυνα , αλλά μεταβίβασε και ένα μέρος των στρατιωτικών του δαπανών στους ίδιους τους ακτήμονες στρατιώτες. Επίσης για την καλύτερη αντιμετώπιση των προβλημάτων το κράτος θα διαιρεθεί σε περιοχές γνωστές ως θέματα. Επικεφαλής του θέματος διοριζόταν ένας στρατιωτικός διοικητής που ήταν υπεύθυνος για όλα τα ζητήματα εκτός από την συλλογή των φόρων που παρέμεινε υπό την επίβλεψη της Κωνσταντινούπολης… Είναι αυτονόητο ότι οι επικεφαλής των θεμάτων είχαν μεγάλη δύναμη , για αυτό οι ``δυνατοί`` αποσκοπούσαν στο να τοποθετούνται άνθρωποι τους στις θέσεις αυτές. Έτσι σταδιακά μια νέα τάξη, αποτελούμενη από στρατιωτικούς γαιοκτήμονες αρχίζει να διαμορφώνεται. Τον 10ο αιώνα το πρόβλημα εμφανίζεται διογκωμένο , αφού η επέκταση της αυτοκρατορίας και η ηρεμία που επικρατούσε στην ενδοχώρα , επέφερε πληθυσμιακή αύξηση και οικονομική άνθηση , μεγάλο μέρος της οποίας καρπώνονταν οι δυνατοί γαιοκτήμονες. Το γεγονός ανησυχεί την κεντρική εξουσία αφού ήταν υπαρκτός ο κίνδυνος απορρόφησης της μικρής ιδιοκτησίας που ήταν το στήριγμα του κράτους και των θησαυροφυλακίων του.
Όμως βασικό πρόβλημα για την κεντρική εξουσία ήταν και η επακόλουθη πολιτική ισχύ που αποκτούσαν οι μεγάλοι γαιοκτήμονες. Για το λόγο αυτό ορισμένοι αυτοκράτορες θα πάρουν μέτρα αποσκοπώντας να εμποδίσουν την απορρόφηση των μικρών ακτημόνων. Για παράδειγμα αν κάποιος αγρότης δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις οικονομικές υποχρεώσεις του τότε άλλα μέλη της κοινότητας μπορούσαν να τον βοηθήσουν. Επίσης αν υπήρχαν εγκαταλελειμμένες γεωργικές εκτάσεις όποιος από την αγροτική κοινότητα αναλάμβανε την πληρωμή φόρων αποκτούσε και το δικαίωμα εκμετάλλευσης τους. Στην πράξη βέβαια υπήρχαν και άλλα προβλήματα για το κράτος. Οι λειτουργοί του που έπρεπε να εφαρμόζουν τη νομοθεσία ή να συλλέγουν τους φόρους σε αρκετές περιπτώσεις αυθαιρετούσαν ή εξαγοράζονταν… Η δυσκαμψία και οι κρατικοί δασμοί μαζί με την ιδεολογική αντιπάθεια των ισχυρών για την ενασχόληση με το εμπόριο και τη βιοτεχνία έσπρωχνε τους ισχυρούς στο να αγοράζουν γη , η απόκτηση της οποίας έδινε μεγάλο κύρος και δύναμη. Αλλά και η βαριά κρατική φορολογία ανάγκαζε σε αρκετές περιπτώσεις τους αγρότες να προτιμούν την προστασία των δυνατών από το κράτος… Ο Νικηφόρος Φωκάς ήταν γόνος ισχυρής οικογένειας με τεράστιες εκτάσεις στην κατοχή της. Έτσι πολλοί θεωρούν αυτονόητο το γεγονός ότι θα υποστήριζε τα συμφέροντα της παράταξης από την οποία προερχόταν. Άλλωστε και τα μέτρα που πήρε ενίσχυσαν τελικά αυτή την εκδοχή. Όμως στην πραγματικότητα ο Φωκάς δεν ήταν ένας κλασικός εκπρόσωπος της τάξης αυτής. Προτιμούσε τον λιτό και ασκητικό βίο, ενώ ήταν ζηλωτής του αναχωρητισμού. Εκείνο που πρωτίστως τον ενδιέφερε ήταν η επικράτηση του Χριστιανισμού αλλά και η εφαρμογή των βασικών θέσεων της θρησκείας στη πράξη. Παράλληλα αποσκοπούσε στην εξεύρεση πόρων ώστε να χρηματοδοτηθούν τα μεγαλεπήβολα σχέδια του και να συντηρηθεί η τεράστια στρατιά που ήταν απαραίτητη για την υλοποίηση των στόχων του. (ειδικοί θεωρούν ότι το 30% των συνολικών εσόδων του κράτους πήγαινε στο στρατό). Την εποχή εκείνη είτε λόγω της φορολογίας είτε ορισμένων μέτρων προηγούμενων αυτοκρατόρων αλλά και των διαφόρων αυθαιρεσιών , υπήρχαν αρκετά χέρσα κτήματα με αποτέλεσμα το κράτος να στερείται σημαντικών εσόδων.
Έτσι πιθανός βασικός λόγος των μετέπειτα νόμων του ήταν η αξιοποίηση των εγκαταλελειμμένων εκτάσεων και η επακόλουθη αύξηση των κρατικών εσόδων. Πάντως ο πρώτος στόχος του ήταν να εμφυσήσει ένα είδος πατριωτισμού. Μέσα στο πλαίσιο αυτό θα προσπαθήσει να περάσει νόμο βάση του οποίου ο στρατιώτης που σκοτώνεται για την πατρίδα , θα έπρεπε να θεωρείται και μάρτυρας της πίστης. Όμως η επιθυμία του αυτή θα ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων στους κόλπους της εκκλησίας αναγκάζοντας τον να προβεί σε ανάκληση του σχετικού νόμου. Ο Φωκάς θα αυξήσει την απαλλοτριώσιμη αξία των στρατιωτικών κτημάτων από 4 σε 12 λίτρες χρυσού , ώστε να μπορεί να συντηρηθεί το σώμα των κατάφρακτων στρατιωτών. Όμως έτσι οι μικροί ακτήμονες δυσκολευόντουσαν πλέον να αγοράσουν ή να συντηρήσουν κτήματα, γεγονός που ευνοούσε τους ισχυρούς. Ενώ με την Νεαρά του 967 θα επιβληθεί η αρχή της ισοτιμίας , βάση της οποίας αφαιρείτο το προνόμιο των συγγενών των αδύνατων ή άλλων μελών της κοινότητας να εκμεταλλεύονται πρώτοι εγκαταλειμμένες εκτάσεις , γεγονός που ευνόησε τους ισχυρούς που είχαν διαπραγματευτικό πλεονέκτημα… Μάλιστα ο νόμος αυτός είχε ισχύ και για τις νεοκατακτημένες περιοχές … Ο Φωκάς χαρακτήριζε την νομοθεσία που έως τότε υποστήριζε τους αδύνατους ως ``ετερορρεπή `` θεωρώντας ότι θέλει την βασιλεία: `` ως σπεύδουσα την ίσην νομοθεσίαν προς άπαντας διαμένειν τε και φυλάττεσθαι ``. Πάντως οι δυνατοί που ήδη ήταν ενισχυμένοι , φαίνεται ότι τελικά εκμεταλλεύτηκαν την νομοθεσία Φωκά , γεγονός που θα διαπιστώσουν ιδίοις όμμασι οι επόμενοι αυτοκράτορες. Χαρακτηριστικά ο Τσιμισκής διασχίζοντας την Μικρά Ασία θα αναφωνήσει : `` Δεινόν ω παρόντες , ει τα δημόσια καταναλίσκονται χρήματα και τα Ρωμαϊκά ταλαιπωρούνται στρατεύματα και οι Βασιλείς υπερορίους αναδέχονται κόπους τα δε εκ τοιούτων προσκτώμενα μόχθων και κόπων ενός ευνούχου γίνονται κτήμα ``.
Αλλά και ο Βασίλειος o Β’ θα πει : `` Όθεν και η Βασιλεία ημών κατά τόπον διερχομένη και το πράγμα εγκλήσει των πενήτων διαγνούσα τα τούτου οικήματα πολυτελή όντα κατέστρεψεν έως εδάφους και τοις πένησι τα εαυτών αποδέδωσκεν , εκείνω δε κατέλιπεν όπερ εξ αρχής είχε δημόσιον και των χωριτών ένα πάλι εποίησε ``. (Αρχείο Βυζαντινού δικαίου , Τόμος Α` Σελ.ΧΧΧΙΙΙ , Χρήστου Τορναρίτου). Όμως ο Φωκάς θα προσπαθήσει να περιορίσει και τις υπερβολές των μοναστηριών. `` Άρτι δε βλέπων την περί τα μοναστήρια και τα ιερά ταύτα σεμνεία περιφανή νόσον (νόσον γαρ εγώ την απληστίαν καλώ ) ουκ είδα τίνα δη του κακού θεραπείαν επινοήσω ή πως κολάσω την αμετρίαν ``. (Σπ. Ζαμπέλιου `` Βυζαντιναί μελέται `` Σελ. 156). Έτσι όποιος ήθελε να ασπασθεί τον μοναχικό βίο , μπορούσε να πάει σε όποιο μοναστήρι ήθελε , αλλά απαγορευόταν να παραχωρεί και την περιουσία του σε αυτό , εκτός από χρήματα. Απαγόρευσε τις προσφορές ή δωρεές (χωραφιών ,σπιτιών ή και περιοχών ολόκληρων) σε εκκλησίες ή άλλα ευαγή ιδρύματα τα οποία ελεγχόντουσαν από εκείνη, πάλι εκτός της χρηματικής δωρεάς. Με νόμο το 964 θέσπισε περιορισμούς στην ίδρυση νέων μοναστηριών ή άλλων ιδρυμάτων. Παράλληλα περιόρισε και τις κρατικές χορηγίες τόσο σε εκκλησίες και ευαγείς οίκους , όσο και στους Συγκλητικούς . Ανέλαβε την ανώτατη εποπτεία διοίκησης εκκλησιαστικών πραγμάτων , με σκοπό , τον έλεγχο αυθαιρεσιών. Για παράδειγμα κανένας επίσκοπος δεν θα αναλάμβανε την νέα του θέση χωρίς την έγκριση του αυτοκράτορα.
Επίσης σε περιπτώσεις χηρείας των επισκοπών φρόντισε να στέλνεται κρατικός επίτροπος που ασκούσε προσωρινή εποπτεία δίνοντας το περίσσευμα στο κράτος. Αιτία του μέτρου αυτού ήταν ότι τα άτομα που αναλάμβαναν την προσωρινή διαχείριση της επισκοπής , αργούσαν να αντικαταστήσουν τον θανόντα επίσκοπο πιθανότατα για κερδοσκοπικούς λόγους. Σύμφωνα με τους Ζωναρά και Κεδρηνό θα προβεί και σε νόθευση του νομίσματος , κόβοντας νέα χρυσά νομίσματα με μειωμένη περιεκτικότητα σε χρυσό, τα τεταρτηρά με τα οποία πλήρωνε τις υποχρεώσεις του. Όμως την ίδια στιγμή υποχρέωνε τους υπηκόους του να πληρώνουν τις δικές τους υποχρεώσεις στο κράτος με το παλιό νόμισμα. Όμως άλλοι μελετητές εκφράζουν αμφιβολίες, αναφέροντας ότι μελέτες νομισμάτων της περιόδου δεν φανερώνουν κιβδηλεία , απλώς τα νέα νομίσματα ήταν λίγο ελαφρύτερα. Πάντως χωρίς αμφιβολία ένα μεγάλο μέρος από τα χρήματα που συγκεντρώνονταν, πήγαινε για την κάλυψη στρατιωτικών αναγκών. Παράλληλα θα βελτιώσει το στράτευμα και σε επίπεδο τάξης , πειθαρχίας και εκπαίδευσης. Επί των ημερών του θα υπάρξει συνδυασμένη χρήση ιππικού και πεζικού , με το πεζικό να αφήνει ελεγχόμενα κενά για την καλύτερη κίνηση του ιππικού. Επίσης εξέδωσε στρατιωτικές μελέτες και εγχειρίδια στα οποία υπήρχε ενημέρωση για τους εχθρικούς στρατούς καθώς και τρόποι επίθεσης ή άμυνας ενώ θα οργανωθούν καλύτερα τα εφεδρικά σώματα και το στήσιμο των στρατοπέδων. Όμως επί των ημερών του ξεκινά η τάση αλλαγής επάνδρωσης του στρατού από τον στρατό των ακτημόνων στα επαγγελματικά σώματα στρατιωτών ή μισθοφόρων . Αξίζει να επισημανθεί , μία ακόμη ενέργεια του Φωκά ενδεικτική της βαθιάς του πίστης . Με την πολυποίκιλη βοήθεια του , ο πνευματικός του δάσκαλος , Αθανάσιος Αθωνίτης θα μεταβεί το 963 στην Αθωνική χερσόνησο όπου και θα κτίσει το πρώτο μοναστήρι, την μονή Μεγίστης Λαύρας.
Στην Αθωνική χερσόνησο από τον 5ο αιώνα γίνεται αναφορά για άτομα που ζούσαν ερημικά. Σταδιακά υπήρξε αύξηση του αριθμού τους και ήδη από το 885 , αναφέρεται και συμμετοχή μοναχών της περιοχής σε εκκλησιαστικές συνόδους. Όμως το κτίσιμο της πρώτης μονής το 963 αλλά και η εισαγωγή του τυπικού (κανόνες διαβίωσης των μοναχών στα μοναστήρια) από τον Αθωνίτη , έβαλε τις βάσεις για την μετατροπή της χερσονήσου από περιοχή σκορπισμένων μοναχών σε κοινότητες μέσω της ίδρυσης μονών , με εντυπωσιακή αύξηση σε αριθμό μονών αλλά και σε περιουσιακά στοιχεία τους επόμενους αιώνες. Εκτός βέβαια της τελευταίας , όλες οι υπόλοιπες ενέργειες του Φωκά , είχαν προκαλέσει μεγάλη δυσαρέσκεια σε πολλούς. Το κλίμα χειροτέρευε λόγω και πιθανών καταχρήσεων ατόμων του περιβάλλοντος του. Ο Λέων Διάκονος αναφέρει ως ένα από τους καταχραστές , τον αδερφό του Λέων Φωκά. Οι πιθανές καταχρήσεις σε συνδυασμό με την βαριά φορολογία έκαναν και τον λαό να δυσανασχετεί. Την αυξανόμενη δυσαρέσκεια παραδέχεται και ο Ζωναράς που την αποδίδει σε κακή συμπεριφορά και καταχρήσεις του στρατού σε βάρος πολιτών. Επίσης κατηγορεί τον Φωκά επειδή επί των ημερών του σταμάτησε η επίβλεψη των αγορανόμων στα τρόφιμα , ενώ την ίδια στιγμή αυξάνονταν οι αυθαιρεσίες των εμπόρων και η αισχροκέρδεια , ιδίως με το σιτάρι που ήταν το πλέον σημαντικό προϊόν για τους κατοίκους. Πάντως ανεξάρτητα του αν και πόσο ευσταθούσαν οι κατηγορίες αυτές , η δημοσιονομική πολιτική του προκαλούσε μεγάλες αντιδράσεις με τους αντιπάλους του να καραδοκούν. Βέβαια έπρεπε να είναι προσεκτικοί , λόγω των ικανοτήτων του Φωκά αλλά και εξαιτίας της αφοσίωσης του στρατού προς εκείνον. Έτσι ξεκίνησαν μια συστηματική συκοφάντηση του , αλλά και μια υποχθόνια σχεδίαση του τρόπου εξόντωσης του.
Οι πραγματικές επιδιώξεις του Νικιφόρου Φωκά
Στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κάθε αυτοκράτορας , είχε τις φιλοδοξίες του , η υλοποίηση των οποίων εξαρτιότανε τόσο από τον χαρακτήρα και τις ικανότητες του , όσο και από τις γενικότερες πολιτικές συνθήκες της εποχής του. Υπήρχε όμως μια διαχρονική ιδεολογία , η οποία είχε σχέση με την ίδια την δημιουργία της αυτοκρατορίας , άρα και με το σκοπό της ύπαρξης της. Σύμφωνα με αυτή , η αναβαπτισμένη (από τον Μέγα Κωνσταντίνο) Αυτοκρατορία εξουσιοδοτήθηκε από τον Θεό ως θεματοφύλακας των χριστιανικών αξιών . Έτσι αποστολή του κράτους ήταν αφενός μεν η προστασία των απανταχού πιστών και του δόγματος της πίστης και αφετέρου η εξάπλωση και παγκόσμια ιδεολογική κυριαρχία του χριστιανισμού. Σε αυτό το κράτος θα έπρεπε να υπάρχει ιεραρχία , στην κορυφή της οποίας θα βρισκόταν ο εντεταλμένος του Θεού αυτοκράτορας που θα έπρεπε παράλληλα να μεριμνεί για την ειρήνη και την ύπαρξη ενός κράτους δικαίου. Το δόγμα αυτό συνοψιζόταν στο ο Θεός κυβερνά στον Ουρανό και ο Αυτοκράτορας στη Γη. Είναι αυτονόητο ότι δεν μπορούσαν να υπάρχουν άλλες χριστιανικές αυτοκρατορίες επί της γης. Στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία τα άλλα ομόθρησκα κράτη τα θεωρούσαν ως κατώτερους συγγενείς ή και πνευματικά τέκνα τους. Έχει ενδιαφέρον να δούμε ότι η άρνηση του Φωκά (όπως αναφέρει ο Λέων ο διάκονος) , να πληρώσει φόρο στους Βουλγάρους βασίζεται σε αυτό το σκεπτικό , δηλαδή πως είναι δυνατόν το κράτος μας που είναι ευλογημένο από το Θεό να πληρώνει φόρο σε κάποιον άλλον ; `` ότι βούλοιτο τοις Μυσοίς ή των φόρων , ην των Ρωμαίων αιτούσιν , είσπραξις ; οικέτην άρα με γεγεννηκώς λέληθας , και ο των Ρωμαίων σεβάσμιος βασιλεύς έθνει πανεστάτω και μιαρώ φόρους τελών υποκείσομαι ; ``.
Η ουσιαστική απεξάρτηση του Πάπα της Ρώμης τον 8ο αιώνα ανέτρεψε μερικώς την ιδεολογία αυτή. Ο Πάπας μπορούσε πλέον να διορίζει ο ίδιος επισκόπους αλλά και να δίνει (με το αζημίωτο) όποιο τίτλο ήθελε στους Βασιλείς που χειροτονούσε. Το πλήγμα αυτό θεωρείτο σημαντικό αφού αμφισβητούσε την οικουμενικότητα του κράτους. Την εποχή αυτή η αυτοκρατορία βρίσκεται σε φάση επίθεσης στην αλλόθρησκη ανατολή , αλλά ξαναβρίσκεται αντιμέτωπη με μια νέα έξαρση της επιθετικότητας από την ομόθρησκη δύση. Ο Νικηφόρος Φωκάς είναι ένας δραστήριος και ικανός στρατιωτικός , γόνος οικονομικά ισχυρής οικογένειας που παράλληλα πιστεύει έντονα και πραγματικά . Τα δύο αυτά εκρηκτικά συστατικά βρίσκουν διέξοδο με την ανάδειξη του ως αυτοκράτορα , αφού μπορεί πλέον να εφαρμόσει αυτά που η ψυχή του επιθυμούσε από μικρός. Τα σχέδια του είναι μεγαλεπήβολα και συμβατά με την διαχρονική πολιτική της αυτοκρατορίας . Έτσι στην επιθυμία του για εδαφική επέκταση δίνει καθαρά θρησκευτικό χαρακτήρα. Στην εκστρατεία του στην Κρήτη, θα προπορεύεται το τρόπαιο του Σταυρού. Ενώ έδινε μεγάλη σημασία στην τήρηση των θρησκευτικών τελετουργιών και στην θρησκευτική προσήλωση των στρατιωτών του. Έτσι επέβαλλε την προσευχή σε καθημερινή βάση , φρόντιζε να τηρούνται οι νηστείες και οι εξομολογήσεις ιδιαίτερα πριν τις πολεμικές επιχειρήσεις , να τελούνται με όλη την δυνατή μεγαλοπρέπεια οι μεγάλες χριστιανικές εορτές κλπ. (Περιοδικό στρατιωτική ιστορία τεύχος Νο 49 , Σελ. 83-86).
Επίσης αποκαλυπτική είναι μία παράγραφος του Λέων του Διάκονου (Ιστορία , Σελ. 234-235) που αναφερόμενος στη δολοφονία του Φωκά θα σχολιάσει ότι αν αυτή δεν γινότανε , ο αυτοκράτορας θα έφτανε τα σύνορα της επικράτειας από εκεί που ανατέλλει ο ήλιος (Ινδία) , έως εκεί που δύει (υπονοώντας την δυτική Ευρώπη). `` Ει γαρ μη τη τούτου αναιρέσει , εις το έμπαλιν η τύχη τούτοις απέτρεχεν , ουδέν ενέδει , επιβιούντος εκείνου , μη τα όρια πήξασθαι της σφων επικρατείας προς ανίσχοντα ήλιον κατά την Ινδικήν , και αύθις επί δυόμενον προς αυτά της οικουμένης τα τέρματα ``. Αλλά η επιθυμία του Φωκά φανερώνεται και σε επιστολή του προς τον Χαλίφη της Βαγδάτης , όπου αφού λοιδορεί τις στρατιωτικές ικανότητες του στρατού του , του προτείνει να επιστρέψει στην Αραβική χερσόνησο όπου και ανήκει , αφήνοντας στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αυτά που της ανήκουν. Στην επιστολή κάνει λόγο και για κατάκτηση της δύσης που φαίνεται δύσκολη και σύνθετη , αλλά και σημαντική λόγω του φόβου απώλειας του αποκλειστικού δικαιώματος χρήσης του όρου της οικουμενικότητας. Πάντως ο Φωκάς αποφασίζει να επιτεθεί πρώτα στην Ανατολή, αφού το Χαλιφάτο αντιμετώπιζε προβλήματα διάσπασης και ήταν αποδυναμωμένο .
Πρώτος προς δυσμάς στόχος η αύξηση της επιρροής της αυτοκρατορίας στην Ιταλική χερσόνησο . Για το λόγο αυτό έχει αποδυθεί σε μια διπλωματική προσπάθεια να φέρει τους διάφορους ηγεμόνες της περιοχής με το μέρος του , περιορίζοντας την επιρροή του Πάπα και του Γερμανού αυτοκράτορα. Ο Φωκάς θέλει την επιστροφή της Ρώμης και της Ραβέννας στην αυτοκρατορία , για αυτό και θα εξοργισθεί , όταν θα πληροφορηθεί την επίθεση του Γερμανού αυτοκράτορα σε εδάφη της αυτοκρατορίας στην Ιταλική χερσόνησο. Είναι πιθανό , ότι επιθυμούσε να `` επισκεφθεί `` την Ιταλία , ειδικά αφού θα είχε εκπληρώσει σε πρώτη φάση τους στόχους του στην Ανατολή, αλλά και επειδή μια πρώτη απόπειρα που είχε γίνει στη Σικελία είχε αποτύχει. Ίσως για τον λόγο αυτό να μην επιθυμούσε να σπαταλήσει στρατό και χρόνο στη Βουλγαρία , σε μια ήσσονος σημασίας περίπτωση για αυτόν , προκειμένου να κρατήσει δυνάμεις για ένα σημαντικότερο στόχο. Βέβαια τα σχέδια αυτά απαιτούσαν τεράστιες ποσότητες χρημάτων και ικανό επαγγελματικό στρατό . Για αυτό και τα μέτρα του δεν πρέπει να αποσκοπούσαν στην ενδυνάμωση ή αποδυνάμωση κάποιας τάξης αλλά στην ενίσχυση του στρατού και κυρίως στην εξεύρεση πόρων. Το γεγονός ενισχύεται και από την διαχρονική ύπαρξη λέξεων , όπως δημοσιακοί πάροικοι ή και δημοσιάριοι , που υποδηλώνει τους αγρότες που ανήκαν στο κράτος (ή τους οποίους μπορούσε να φορολογεί).
Αλλά και σύμφωνα με την νοοτροπία της εποχής , η ύπαρξη γεμάτου θησαυροφυλακίου θεωρείται ως στοιχείο ακμής … Η συγκεκριμένη πολιτική θα ενισχυθεί και από την πεποίθηση του , ότι οι εκπρόσωποι του Θεού πρέπει πρώτοι αυτοί να δίνουν το καλό παράδειγμα. Την άποψη του αυτή την τεκμηριώνει και με Νεαρά που εξέδωσε το 964 στην οποία ανέλυε γιατί προβαίνει σε ενέργειες που εκ πρώτης όψεως φαίνονταν εχθρικές προς τους εκπροσώπους του Θεού. `` Ο Θεός υπέδειξε πολυειδώς ότι ο πλούτος δεν είναι ο ασφαλέστερος τρόπος του να επιτύχωμεν την της ψυχής υμών σωτηρίαν. Και όμως εις τα μοναστήρια και εις τους άλλους ευαγείς οίκους επικρατεί περιφανής ή της απληστίας νόσος , την οποίαν βλέπων δεν ηξεύρω τη αληθεία τίνα του κακού να επινοήσω θεραπείαν ή πώς να κολάσω την αμετρίαν . Εις τίνας άραγε των πατέρων πειθόμενοι , ή πόθεν άλλοθεν λαβόντες τας αφορμάς προήχθησαν εις τοιαύτην περιττότητα ; Αδιακόπως σπουδάζοντες πώς να προσαποκτήσωσιν πλέθρα μύρια και λαμπράς οικοδομάς και αγέλας βοών , ίππων και καμήλων , άλλων δε κτηνών αναρίθμητα πλήθη , κατατείνουσι παρά ταύτα όλην της ψυχής την μέριμναν , ώστε κατ’ ουδέν διαφέρει του κοσμικού βίου ο δια των πολλών φροντίδων φλεγμαινόμενος τοιούτος μοναχικός βίος ``. (Στυλιανός Μιχόπουλος `` Βυζάντιο – Αυτοκράτορες - Κλήρος και Ελληνισμός `` Σελ.462). Πάντως τα σχέδια του θα μείνουν ημιτελή , λόγω της δολοφονίας του, ενώ ο Τσιμισκής θα επιλύσει τις διαφορές με την Δύση μέσω διπλωματικής οδού , πρώτο μέτρο της οποίας θα είναι ο γάμος της πριγκίπισσας Θεοφανούς με τον Γερμανό Όθωνα Β’(967-983).
Το σκοτεινό παρασκήνιο και η δολοφονία του Νικιφόρου Φωκά
![]() |
Ιωάννης Τσιμισκής |
Όσο ο Φωκάς προχωρούσε τα μέτρα του , τόσο η αντιπολίτευση οργάνωνε την ανατροπή του περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή. Παράλληλα προέβαιναν σε συστηματική συκοφάντηση του, με τον Ζωναρά, αλλά και τον Λέων τον Διάκονο να αναφέρουν και συγκεκριμένο περιστατικό στο οποίο ο Αυτοκράτορας θα αποδοκιμαστεί φανερά από τον κόσμο. Παράλληλα πλήθαιναν και τα `` θεϊκά σημάδια `` που αναφερόντουσαν στον θάνατο του… Ένα από αυτά του δόθηκε με σημείωμα από κάποιο μοναχό τον Νοέμβριο του 969 , δίνοντας του ένα μήνα ζωή , κάτι που επιβεβαιώθηκε πλήρως , αφού το σημείωμα ανέφερε ότι μετά τον Σεπτέμβριο , θα έχει μόνο άλλους τρεις μήνες ζωή. `` Εμοί τω σκώληκι , παρά της Πρόνοιας απεκαλύφθη , βασιλεύ , μεταστήναι σε των τήδε τω μετά τον παρελθόντα Σεπτέμβριο τρίτω μηνί ``. (Στυλιανός Μιχόπουλος `` Βυζάντιο – Αυτοκράτορες - Κλήρος και Ελληνισμός `` Σελ.464). Ήταν φανερό ότι τα συνωμοτικά σχέδια είχαν τεθεί σε εφαρμογή. Όμως παρότι ήταν πολλοί εκείνοι που ήξεραν ή συμμετείχαν , εντούτοις προτίμησαν (και υπό το φόβο αποτυχίας) να παραμείνουν στο παρασκήνιο, αφήνοντας την πρωτοβουλία των κινήσεων στην νεαρή σύζυγο του Φωκά εκμεταλλευόμενοι τον άστατο χαρακτήρα της… Η Θεοφανώ είτε για λόγους συμφέροντος , είτε λόγω ερωτικής έλξης πίεζε τον σύζυγο της να φέρει τον Τσιμισκή (που είχε εκπέσει του αξιώματος του και διάκειτο πλέον εχθρικά προς τον αυτοκράτορα) στην Πρωτεύουσα και τελικά ο αυτοκράτορας θα της κάνει το χατίρι…
Το βράδυ της 10ης Δεκεμβρίου του 969 , ο Φωκάς που βρισκόταν μόνος στο δωμάτιο του θα δεχτεί την επίσκεψη της γυναίκας του. Η επίσκεψη αυτή είχε ως σκοπό να κατασκοπεύσει τα μέτρα φρούρησης , και μόλις είδε ότι αυτά ήταν ανύπαρκτα έφυγε … Λίγο αργότερα μια ομάδα αντρών με μεγάλη ορμή μπήκε βίαια στο δωμάτιο του και με πρωτοφανή βιαιότητα άρχισε να τον χτυπά αλύπητα. Ο Τσιμισκής θα δώσει με σπαθιά το τελειωτικό χτύπημα, ενώ δεν θα διστάσει να κόψει το κεφάλι του Φωκά επιδεικνύοντας το στην ανακτορική φρουρά που είχε καταφτάσει , λέγοντας της με αυτό τον τρόπο ότι αυτός πλέον είναι ο νέος αυτοκράτορας…. Η φρουρά που άλλωστε αποτελούνταν από μισθοφόρους και αφού το κακό είχε ήδη γίνει αποδέχτηκε το γεγονός και επέστρεψε στην βάση της… Ο νέος αυτοκράτορας θα προβεί σε άμεσες αντικαταστάσεις των συνεργατών του Φωκά, ώστε να αποτραπεί κάθε πιθανότητα εξέγερσης. Έτσι απέμενε η τελετή στέψης του , την οποία όμως ο Πολύευκτος δεν πραγματοποιούσε αν δεν ικανοποιούντο τρεις όροι… Αυτοί ήταν η άμεση ανάκληση των νόμων Φωκά για τον κλήρο , η εκδίωξη της Θεοφανούς, αλλά και να ανακαλύψει !!! ποιοι ήταν αυτοί που διέπραξαν το αποτρόπαιο έγκλημα …
Ο όρος που ικανοποίησε άμεσα ο Τσιμισκής ήταν η εκδίωξη της Θεοφανούς , που εξορίστηκε. Αν και για το θέμα αυτό έχουν λεχθεί πολλά, εντούτοις είναι γεγονός ότι ο έξυπνος τρόπος που χειρίστηκαν το θέμα οι άλλοι , δεν του άφηνε και πολλά περιθώρια να πράξει διαφορετικά. Στη συνέχεια προέβη στην ανάκληση όλων των νόμων Φωκά, προχωρώντας με δική του πρωτοβουλία ακόμη περισσότερο , αφού θα μοιράσει μεγάλο μέρος της περιουσίας του σε κοινωφελείς οργανισμούς , θα παράσχει ατέλεια φόρου στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Αρμενία , ενώ θα μοιράσει και μέρος του κρατικού θησαυροφυλακίου σε αρκετό κόσμο…. Θεωρητικά το ακανθώδες πρόβλημα ήταν ο τρίτος όρος , που αναφερόταν στην τιμωρία των ενόχων , αλλά και γι΄αυτό βρέθηκε τελικά λύση … αφού ο Τσιμισκής θα κατηγορήσει ως υπεύθυνους δύο συνεργάτες του , τους Λέοντα Βαλάντη και Θεόδωρο (Ή Γυφτοθόδωρο για τον Ζωναρά , τους οποίους και εξόρισε. Τα άτομα αυτά συνετέλεσαν βέβαια στην δολοφονία Φωκά , αλλά δεν ήταν οι μόνοι ούτε και οι αρχηγοί της … Οι διπλωματικές ισορροπίες είχαν βρεθεί και ο Πατριάρχης προχώρησε στη στέψη του νέου αυτοκράτορα ανήμερα των Χριστουγέννων του 969. Η πολιτική και ο χαρακτήρας καθιστούσαν τον Νικηφόρο Φωκά αντιδημοφιλή, όμως ο Λέων Διάκονος που εξιστορεί την ιστορία του , είναι κατηγορηματικός, ότι αν η ζηλόφθονη τύχη δεν τον απήγαγε από την ζωή , θα προσέφερε στεφάνια δόξας στην ηγεμονία των Ρωμαίων τέτοια που δεν είχαν γνωρίσει ποτέ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1) Λέων Διάκονος Ιστορία , Ιερέας – Ιστορικός του 10ου αιώνα .
2) Ιωάννης Ζωναράς , Επιτομή Ιστοριών, Κρατικός αξιωματούχος του 12ου αιώνα.
3) Σπυρίδων Ζαμπέλιος `` Βυζαντιναί μελέται `` Αθήνα 1857 , εκδόσεις Καραβία.
4) Ακμή και παρακμή του Βυζαντίου (Γιάννη Κορδάτου). Εκδόσεις Μπουκουμάνη .
5) Ιστορία του ελληνικού έθνους (Κων/νος Παπαρρηγόπουλος , ιστορικός του 19ου αιώνα).
6) Ιστορία του Βυζαντινού κράτους , τόμος Β’ (Κωνσταντίνου Ι Αμάντου).
7) Περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία Τεύχος 49 2009 `` Μονογραφία του Νικηφόρου Φωκά `` επιμελητής Γιάννης Χρονόπουλος Ιστορικός Κοινωνιολόγος.
8) Στρατιωτική εγκυκλοπαίδεια 1937 (τόμος Νικηφόρος Φωκάς) κατά διασκευή Συνταγματάρχου Ν. Μαγγιώρου , κατά Gustavue Schlumberger.
9) Στυλιανού Μιχόπουλου `` Βυζάντιο – Αυτοκράτορες – Κλήρος και Ελληνισμός `` Εκδόσεις Νέα Θέσις (Αθήνα 2000).
10) Οικονομική ανάπτυξη στο Βυζάντιο (900-1200) , Alan Harvey , Εκδόσεις ΜΙΕΤ.
11) Ελευθεροτυπία Ε’ Ιστορικά τεύχος Νο 144 , Ο Βυζαντινός άνθρωπος.
12) Ελευθεροτυπία Ε’ Ιστορικά τεύχος Νο 201 , Βυζαντινή διπλωματία.
13) Αρχείο Βυζαντινού δικαίου (Χρήστου Τορναρίτου ,Αθήνα 1931).
Πηγή: Θέματα Ελληνικής Ιστορίας
Ο Νικηφόρος Φωκάς ήταν μέλος μιας εκ των ισχυροτέρων οικογενειών της Καππαδοκίας και υιός του Στρατηγού Βάρδα Φωκά. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τις αδιαμφισβήτητες ικανότητες του , τον βοήθησε να έχει μια ταχεία αναρρίχηση στα στρατιωτικά αξιώματα με αποκορύφωμα την προαγωγή του στη θέση του Δομέστικου των σχολών της Ανατολής , δηλαδή περίπου σαν στρατηγός των ανατολικών θεμάτων. Επί αυτοκρατορίας του Ρωμανού του Β’ (959-963) αναλαμβάνει την ανακατάληψη της Κρήτης , που βρισκόταν κάτω από την διοίκηση των Σαρακηνών. Οι Σαρακηνοί ήταν μουσουλμάνοι κουρσάροι που λυμαίνονταν την Μεσόγειο προβαίνοντας σε πολλές επιθέσεις και λεηλασίες. Το 827 εκμεταλλευόμενοι ένα εμφύλιο πόλεμο, θα καταλάβουν την Μεγαλόνησο , δημιουργώντας από τότε πολυποίκιλα προβλήματα στην Αυτοκρατορία. Αρκετοί αυτοκράτορες θα επιχειρήσουν να ανακαταλάβουν το νησί χωρίς όμως επιτυχία. Αυτή τη φορά όμως οι συνθήκες ήταν ιδανικές .
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...