Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
21 Νοεμβρίου 2024

meister der predigtsammlung des heiligen johannes chrysostomus 01


Τα διδακτικά βιβλία λένε ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν μια θεοκρατική απολυταρχία ενώνοντας εκκλησία και κράτος κάτω από έναν παντοδύναμο αυτοκράτορα, ο οποίος θεωρούταν από τους Βυζαντινούς ο αντιβασιλέας και ο εφημέριος του Θεού. Δεν βγάζει νόημα αυτό, λέει ο Αντώνης Καλδέλλης, καθηγητής κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο του Οχάιο. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν η συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ακόμη και της Ρωμαϊκής Πολιτείας (Republic). Η πολιτική της ιδεολογία ήταν θεμελιωδώς κοσμική και στηριζόταν στην αρχαία Ρωμαϊκή ρεπουμπλικανική πεποίθηση ότι η κυβέρνηση υπάρχει για να εξυπηρετεί το κοινό καλό. Οι άνθρωποί της δεν είχαν πλέον έννομο ρόλο στην εκλογή των ηγετών ή των νομοθετών, αλλά συχνά έπαιζαν έξω-νομικό ρόλο στην εκλογή ή καθαίρεση Αυτοκρατόρων, των οποίων η νομιμότητα εξαρτιότανε από την δημοτικότητά του, κι όχι στην απαίτηση μιας Θείας ή συνταγματικής ορθότητας. Ως εκ τούτου, οι Αυτοκράτορες κυβερνούσαν με ρεαλισμό κι όχι με φανατισμό, συχνά απογοητεύοντας την εκκλησία και ευχαριστώντας τους ανθρώπους.
 
Αυτό είναι κάτι καινούριο για τους Ορθόδοξους Χριστιανούς, οι οποίοι κουβαλούσαν την κατηγορία της Βυζαντινής θεοκρατίας περισσότερο από τους Δυτικούς Χριστιανούς, οι οποίοι κουβαλούσαν τις κατηγορίες των Σταυροφοριών και της Ιεράς εξετάσεως. Αλλά η «Βυζαντινή Πολιτεία» του Κύριου Καλδέλλη παρέχει χρήσιμες κριτικές στην μοντέρνα Δυτική πολιτική σκέψη, καθώς και δυσοίωνες, μέσω της ιδέας του για τον προοδευτικό δημοκρατικό τρόπο σκέψεως και που αυτός θα μας οδηγήσει.
 
Το βιβλίο του είναι μια ειλικρινώς ρεβιζιονιστική επίθεση στον τομέα των Βυζαντινών σπουδών, οι οποίες έχουν διαιωνίσει τις πανάρχαιες Δυτικές προκαταλήψεις σε αντίθεση με την ιστορική καταγραφή. Ο Καθηγητής Καλδέλλης στοχεύει κυρίως σε ακαδημαϊκούς της δεκαετίας του 1930 και των μιμητών τους, αλλά οι ρίζες της προκαταλήψεως πάνε πιο πίσω με την αντί-Ορθόδοξη προπαγάνδα στον Μεσαίωνα. Οι Ορθόδοξοι Βυζαντινοί αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την υπεροχή του Πάπα της Ρώμης επί όλων των πραγμάτων (ιερών και κοσμικών), και επέτρεψαν στον Αυτοκράτορά τους να έχει πολλή περισσότερη εξουσία πάνω στην εκκλησία απ’ ότι οι Παπικοί υποστηρικτές μπορούσαν να ανεχτούν. Αργότερα, κατά την διάρκεια του Διαφωτισμού, όταν η Δύση κινήθηκε με στόχο να αποκλείσει την Εκκλησία από την πολιτική, πιστευόταν ότι οι Βυζαντινοί είχαν καθυστερήσει, και θεωρούνταν το χαρακτηριστικό παράδειγμα του «Καισαροπαπισμού», λόγω της εσφαλμένης πεποιθήσεως ότι ο Βυζαντινός Αυτοκράτωρ κυβερνούσε ως Βασιλέας και Πάπας μαζί, χωρίς διαχωρισμό μεταξύ Εκκλησίας και κράτους.
 
Όσο η Δυτική πολιτική σκέψη εξελισσόταν, περισσότερα σφάλματα βρισκόντουσαν στο Βυζαντινό μοντέλο. Από την Αυτοκρατορία έλειπε ένα γραπτό Σύνταγμα με την απαρίθμηση των δικαιωμάτων, ο διαχωρισμός των εξουσιών, οι δημοκρατικές διαδικασίες, ή όποια άλλα ρητά όρια στην εξουσία του Αυτοκράτορος, ο οποίος φαίνεται να κυβερνάει ελέω Θεού ως απόλυτος μονάρχης. Μέχρι τότε, η αυτοκρατορία είχε παύσει να υπάρχει, οπότε οι Δυτικοί χωρίς την γνώση της Ελληνικής ή την πρόσβαση στα σχετικά έγγραφα δεν είχαν τρόπο να ελέγξουν την ιστορική πραγματικότητα ενάντια στις υποτιμητικές απόψεις του Edward Gibbon και άλλων, από τους οποίους οι Βυζαντινοί χρησιμοποιήθηκαν ως σημείο εκκινήσεως για την Φιλελεύθερη (Whig) ιστορική σχολή -ο αρχέγονος εφιάλτης του προληπτικού δεσποτισμού, εκ του οποίου ο Δυτικός κόσμος ξύπνησε και προέκυψε. Κάποιοι λόγιοι του 20ου αιώνα έχουν κάνει ορισμένες διορθώσεις στην συμβατική αφήγηση, αρνούμενοι την κατηγορία του «Καισαροπαπισμού» και γιορτάζοντας την Βυζαντινή τέχνη και πολιτισμό, αλλά κανείς δεν έχει πάει τόσο μακριά όσο ο Καθηγητής Καλδέλλης στην επιβεβαίωση της κοσμικής βάσεως της Βυζαντινής πολιτικής ή και στην επίδειξη της τυφλώσεως των Δυτικών ιστορικών, που κατανοούν την πολιτική μόνο σύμφωνα με τον τρόπο σκέψεως του Διαφωτισμού.
 
Διαβάζοντας Ρωμαϊκή ιστορία, αλλά όχι σωστά, οι πρώιμοι σύγχρονοι Δυτικοί στοχαστές χώρισαν τα πολιτεύματα σε δύο βασικές κατηγορίες: μοναρχίες και δημοκρατίες, ορίζοντας την τελευταία ως αυτοδιοικούμενο πολίτευμα χωρίς μονάρχη και αντιλαμβανόμενοι το πρώτο ως απόλυτο ή συνταγματικό. Όπως εξηγεί ο καθηγητής Καλδέλλης, οι Αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι έβλεπαν τα πράγματα διαφορετικά. Οι δύο βασικές τους κατηγορίες ήταν τα Βασίλεια και οι Κοινοπολιτείες (κοινότητες). Ένα Βασίλειο, από την εμπειρία τους, ήταν στην κατοχή του Βασιλέως ο οποίος μπορούσε να κυβερνήσει για την δική του ικανοποίηση. Μια Κοινοπολιτεία (κοινότητα) –Res Publica στα Λατινικά, Πολιτεία στα Ελληνικά- ήταν μια ανεξάρτητη πολιτεία η οποία κυβερνούταν ποικιλοτρόπως αλλά διοικούταν για το κοινό καλό. Οι Κοινοπολιτείες μπορούσαν να είναι μοναρχικές, αριστοκρατικές ή δημοκρατικές. Ο ίδιος ο Κικέρων το έλεγε αυτό, ενώ ακόμη θρηνούσε για την εξασθένηση της συγκλητικής εξουσίας.
 
Η συμβατική ιστορία, ότι η Ρωμαϊκή Πολιτεία τελείωσε όταν ο Οκταβιανός Αύγουστος έγινε Αυτοκράτορας είναι απλώς λάθος, λέει ο κύριος Καλδέλλης. Η Πολιτεία έζησε, έστω σε μια νέα φάση, στην Αυτοκρατορία, στην θέση της παλιότερης Υπατείας. Οι ιστορικοί καλούν την συνέχεια της Πολιτείας, τρίτη φάση της Δεσποτείας –κατά την οποία οι στρατιωτικοί αυτοκράτορες, κυβερνούσαν από στρατιωτική αναγκαιότητα αξιώνοντας να ονομαστούν για πρώτη φορά στην Ρωμαϊκή ιστορία ως Δεσπότες ή Κύριοι. Η τέταρτη, τέλος, και μεγαλύτερη φάση, ήταν η Βυζαντινή -που διαρκεί από τον 5ο έως τον 15ο αιώνα-, κατά την διάρκεια της οποίας οι αυτοκράτορες κυβέρνησαν ως πολίτες από την πόλη η οποία επισήμως ονομαζόταν Νέα Ρώμη, αλλά συνήθως την έλεγαν Κωνσταντινούπολη (Κωνσταντίνου η πόλη) και ιδρύθηκε αρχικά ως Βυζάντιο (Byzantium στα Λατινικά).
 
Όλοι μαζί, οι άνθρωποι της Αυτοκρατορίας αυτοαποκαλούνταν Ρωμαίοι. (Ο όρος Βυζαντινοί είναι νεότερη Δυτική εφεύρεση.) Και σε όλο το μήκος αυτοί οι Ρωμαίοι αναγνώριζαν την Αυτοκρατορία τους ως Πολιτεία, καθώς σε αντίθεση με τις άλλες Αυτοκρατορίες η δική τους δεσμευόταν για το κοινό καλό. Από την αρχή μέχρι το τέλος, οι «Βυζαντινοί»-Ρωμαίοι Αυτοκράτορες όφειλαν να δικαιολογούν τις πράξεις τους, κάνοντας επίκληση, όχι ελέω Θεού ή μέσω επίκλησης του Θείου νόμου, αλλά στο κοινό καλό. Και ο αδιαφιλονίκητος κριτής του κοινού καλού ήταν η Πολιτεία, η οποία περιλάμβανε τους πάντες –την αριστοκρατία, την διοίκηση, τον στρατό, τον κλήρο, και τις διάφορες κοινωνικές τάξεις των ανθρώπων: εμπόρους, βιοτέχνες, αγρότες κ.λπ.
 
Ο κάθε ένας από αυτούς μπορούσε να αμφισβητήσει το δικαίωμα του Αυτοκράτορα να κυβερνάει επί τη βάση της αποτυχίας του να εξυπηρετήσει το κοινό καλό. Οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες ζούσαν, επομένως, με τον φόβο των ανθρώπων και έκαναν τα πάντα για να κρατάνε τους πολίτες χαρούμενους, παρουσιάζοντας τους εαυτούς τους ως δημοσίους υπαλλήλους οι οποίοι εργάζονταν ακούραστα για κοινό συμφέρον.
 
Οι άνθρωποι δεν ζούσαν τόσο με τον φόβο των Αυτοκρατόρων, όμως. Ήταν συχνά ασεβείς και χωρίς πίστη στο πρόσωπό τους. Λεκτικά προσβάλλαν τον Αυτοκράτορα δημοσίως, ακόμη και εν παρουσία του, και αγνοώντας τους νέους νόμους που δεν τους άρεσαν. «Η Βυζαντινή ιστορία αφθονεί σε περιπτώσεις ανδρών και γυναικών που αρνήθηκαν να υπακούσουν στις εντολές του Αυτοκράτορα, τις περισσότερες φορές για θρησκευτικούς λόγους», γράφει ο Κος Καλδέλλης. Με μια μόνο εξαίρεση, οι λαϊκές εξεγέρσεις πετυχαίναν εξαναγκάζοντας Αυτοκράτορες να κάνουν παραχωρήσεις αλλιώς θα καθαιρούνταν. Η μόνη εξαίρεση στην χιλιόχρονη ιστορία της Αυτοκρατορίας ήταν η Στάση του Νίκα το 532 μ.Χ., όταν ο Ιουστινιανός ο Μέγας, μετά από παρότρυνση της Αυτοκράτειρας Θεοδώρας, έστειλε στρατιώτες οι οποίοι κατέσφαξαν και δολοφόνησαν τον κόσμο που είχε μαζευτεί στον Ιππόδρομο για να αναγορεύσει καινούριο Αυτοκράτορα. (Υπήρχαν προηγούμενες περιπτώσεις τέτοιας κτηνωδίας, αλλά σταμάτησαν μετά την Δεσποτεία του 3ου και του 4ου αιώνα.) 
 
Δυσκολότερο για τους μοντέρνους Δυτικούς είναι να εκτιμήσουν την σχέση/διαφορά μεταξύ των Αυτοκρατορικών Αρχών και των νόμων της Αυτοκρατορίας. Οι Ρωμαίοι όλων των ηλικιών ήταν υπερήφανοι για τον σεβασμό τους στον νόμο, ο οποίος συνδεόταν στενά με την πίστη τους στο κοινό καλό, και ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά της Ρωμαιοσύνης/Ρωμηοσύνης (ότι πίστευαν περισσότερο από άλλα έθνη). Οι Αυτοκράτορες τους, επίσης, ήταν υποχρεωμένοι να σέβονται τους νόμους, όμως δεν υπήρχε νόμος που δεν μπορούσε να αλλάξει. Στα Δυτικά μάτια, αυτό έκανε τον αυτοκράτορα, όχι απλά δικτάτορα οπού ο λόγος του ήταν νόμος, αλλά έναν χωρίς όρια δικτάτορα –έναν απόλυτο μονάρχη.
 
Αυτή η κοινή Δυτική οπτική βασίζεται λιγότερο στο «Βυζάντιο» και περισσότερο στην «Νέα Απολυταρχία» της πρώιμης μοντέρνας Δύσεως, η οποία αναπτύχθηκε νωρίς από Δυτικούς πρίγκιπες οι οποίοι αξίωναν την «εθνική ανεξαρτησία» τους ενάντια στους ισχυρισμούς και τις απαιτήσεις του Πάπα. Με την Θρησκευτική Μεταρρύθμιση, αυτές οι ιδιόμορφες Δυτικές αξιώσεις για «εθνική ανεξαρτησία» έγιναν πιο επείγουσες και επιτακτικές, παράγοντας Καθολικές και Προτεσταντικές δικαιολογίες για την «ελέω Θεού Βασιλεία», σύμφωνα με τις οποίες ο Βασιλιάς, ως δεσπότης, δεν είναι υπόλογος παρά μόνον στον Θεό. Για τον Γάλλο Καθολικό Ζακ Μπενίν Μποσσυέ, ο βασιλέας ενσαρκώνει το κράτος: «Το κράτος είναι στο πρόσωπο του Πρίγκιπα», θα γράψει, ενώ ο Βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος ΙΔ᾽ θα πει: «το κράτος είμαι εγώ».
 
Ενάντια στην «Νέα Απολυταρχία» ήρθαν ανταπαιτήσεις για υποβολή του Βασιλέως σε άλλους ηγεμόνες: το κοινό δίκαιο, φυσικό δίκαιο, Συντάγματα γραπτά ή άγραφα, η βούληση των ανθρώπων. Η συνεχής θρησκευτική και πολιτική διαμάχη οδήγησε τους Δυτικούς προς αντίθετους πόλους του πολιτικού ιδεαλισμού, φέρνοντας τον Μοναρχικό ιδεαλισμό του Θείου δικαίου ενάντια στην αντί-μοναρχική Πολιτεία που την συνέλαβαν με διάφορες μορφές. Τα επιχειρήματα υπέρ της τελευταίας σήμερα μας είναι πιο οικεία. Οι Εθνοπατέρες μας επωφελήθηκαν από όλα αυτά, χωρίς να λαμβάνουν υπόψιν τους τη συνοχή και χωρίς να έχει πραγματικά λυθεί το πρακτικό ή θεωρητικό πρόβλημα της περιορισμένης κυριαρχίας. Γιατί εάν οι άνθρωποι είναι πραγματικά κυρίαρχοι, τί είναι αυτό που θα μας προστατεύσει από την δημοκρατική απολυταρχία , αφού οι άνθρωποι αποφασίζουν τί νόμους θα κάνουν, τί δικαιώματα θα σεβαστούν, και ακόμη πώς να διαβάσουν-ερμηνεύσουν το Σύνταγμα; Ποιος είναι αυτός που θα πει στους ανθρώπους ότι κάνουν λάθος, και ποιος θα τους σταματήσει όταν αυτοί δεν ακούνε;
 
Οι Βυζαντινοί ποτέ δεν μπήκαν στον κόπο να κάνουν τέτοιου είδους ερωτήσεις γιατί ποτέ δεν χρειάστηκε. Η ανησυχία τους δεν ήταν η πηγή της κυβερνήσεως -κυριαρχίας-, αλλά, λέει ο Κος Καλδέλλης, ο σκοπός της κυβερνήσεως. Συνεπώς δεν ήταν απολυταρχικός ο Αυτοκράτωρ. Τον ήξεραν, ήταν ένας κοινός θνητός και ένας αμαρτωλός που λογοδοτούσε τόσο στον Θεό όσο και στην Πολιτεία. Δεν πίστευαν στην Θεία εξουσία («εξουσία ελέω Θεού»).
 
Πίστευαν ότι ο Θεός χειροτονούσε κυβερνώντες ως «εκδικητές για να εκτελέσουν την οργή εναντίον αυτών που πράττουν το κακό» (Ρωμ. 13:4), αλλά πίστευαν, επίσης, ότι ο Θεός συχνά καθαιρούσε κυβερνήτες για τους δικούς Του λόγους. Είχαν μπει στον πειρασμό πολλοί άνθρωποι να πιστέψουν στο βασιλικό αίμα, αλλά αυτό δεν τους εμπόδιζε να διώξουν ανίκανους Αυτοκράτορες που ήταν «γεννημένοι στα πορφυρά». Και αν οποιοσδήποτε Αυτοκράτορας δήλωνε ότι «το κράτος είμαι εγώ», όλοι θα τον θεωρούσαν τρελό κι ανόητο. 
 
Χωρίς μοναρχικές ιδέες, οι Βυζαντινοί ποτέ δεν χρειάστηκαν κάποιο αντί-μοναρχικό ιδανικό. Ποτέ δεν είχαν απολυταρχικά φυσικά δικαιώματα ή Ρωμαϊκούς νόμους ή ακόμη και απολυταρχικούς Ρωμαίους. Επίσης, ήταν απλά θνητοί και αμαρτωλοί, και αυτό που είχε μεγαλύτερη σημασία ήταν το καλό της Πολιτείας, όχι η βούληση των ανθρώπων. Βέβαια η θέλησή τους δεν ήταν η μόνη βούληση που είχε σημασία: υπήρχε το θέλημα του Θεού που εξεταζόταν, και ο Θεός γινόταν αντιληπτός συχνά ως αυτός που θα δώσει στους ανθρώπους όχι αυτό που ήθελαν αλλά αυτό που χρειάζονταν. Ασχολούταν με τους ανθρώπους, όχι σύμφωνα με τις σταθερές αρχές της δικαιοσύνης, αλλά με τρόπους που θα ήταν οι καλύτεροι για την σωτηρία της ψυχής τους. Ο Βυζαντινός όρος για αυτό ήταν η «οικονομία» (ενν. το Μυστήριο της Θείας Οικονομίας), και εξακολουθεί να είναι σημαντική πτυχή της Ορθόδοξης Χριστιανικής ποιμαντικής θεολογίας.
 
Η Βυζαντινή προσέγγιση στην πολιτική ήταν παρομοίως «οικονομική». Ο υπέρτατος νόμος ήταν η ασφάλεια της Κοινοπολιτείας. Οτιδήποτε άλλο ήταν προς συζήτησιν. Η Θεία εγγύηση του Αυτοκράτορος ως «εκδικητή του κακού» ήταν κατανοητή στην λογική ότι θα μείωνε το κακό, δεν θα το εξάλειφε. Επιτράπηκαν προσαρμογές για «την ανθρωπότητα, την κοινή λογική και την δημόσια ωφέλεια» με τα λόγια του Ιουστινιανού, με την αντίληψη ότι ορισμένα κακά δεν είναι εύκολο να εξαλειφθούν. Οι Χριστιανοί Αυτοκράτορες ήταν, επομένως, απρόθυμοι να απαγορεύσουν ορισμένα δεινά που καταδικάζονταν από την Εκκλησία αλλά ήταν δημοφιλή στους ανθρώπους όπως η δουλεία, η πορνεία, η πορνογραφία, και οι μονομαχίες.
 
♦  ♦  ♦
 
Ο Κος Καλδέλλης παραδέχεται ότι η Χριστιανική διδασκαλία υποστήριζε την Βυζαντινή Πολιτεία που στόχευε στο κοινό καλό, και ο ίδιος θεωρεί το Χριστιανικό Βυζάντιο πιο ρεπουμπλικανικό (κοινοτιστικό) από τις δύο προηγούμενές του φάσεις –του Υπατικού και του Δεσποτάτου. Αλλά στην προσπάθειά του να υποστηρίξει μια Βυζαντινή ιστορία αντίθετη στην συμβατική Θεοκρατική αντίληψη, ο ίδιος σφάλλει προς την αντίθετη κατεύθυνση προς μια ουσιαστικά κοσμική ανάγνωση. «Η Ρωμαϊκή Πολιτεία ήταν μόνο τυχαία Χριστιανική» γράφει, και το αποτέλεσμα ήταν μια θεμελιωδώς κοσμική μοναρχική Πολιτεία «μεταμφιεσμένη, για την ίδια και για τους άλλους, ως αυτοκρατορική Θεοκρατία». Οι Βυζαντινοί ήταν μπερδεμένοι, έμπαιναν σε αντικρουόμενους τρόπους σκέψεως και κινούνταν, ανάλογα με την κατάσταση, ανάμεσα στην κοσμική και την θρησκευτική σκέψη. Ο πραγματισμός τους και οι ρεπουμπλικάνοι ήταν και οι δύο προϊόντα της κοσμικής σκέψεως, σε αντίθεση με τον ιδεαλισμό και τον ιμπεριαλισμό του Χριστιανισμού.
 
Εδώ η εξάρτηση του Κύριου Καλδέλλη με τις σύγχρονες Δυτικές αντιλήψεις του Χριστιανισμού έρχονται σε επαφή με την ανάλυσή του. Γράφει, για παράδειγμα, ότι η κοσμική είναι μια θεμελιώδης κατηγορία της Χριστιανικής σκέψεως. Αυτό είναι αναμφισβήτητα πραγματικότητα του Δυτικού Χριστιανισμού, η οποία είναι επιρρεπής να διακρίνει κάθετα ανάμεσα σε κατηγορίες ιερού και βέβηλου, φυσικού και υπερφυσικού, κληρικών και λαϊκών, θρησκευόμενων και κοσμικών κληρικών, πνευματικού άρχοντος και παροδικού άρχοντος, η πόλη του Θεού και η πόλη του ανδρός. Αλλά προφανώς αυτή η αλήθεια δεν είναι της Ορθοδοξίας. Οι Ορθόδοξοι δεν έχουν ακριβές Θεολογικό ισοδύναμο του «κοσμικού» και πιστεύουν ότι οι Καθολικοί κάνουν πάρα πολλά από τις παραπάνω κατηγορίες.
 
Η χρήση του «κοσμικού» από τον Κύριο Καλδέλλη είναι ακόμη πιο μακριά από την Ορθόδοξη σκέψη. Φαίνεται να περιορίζει την Ορθόδοξη σκέψη στον στοχασμό σχετικά με την Ορθόδοξη θρησκεία, και σαν σε όλους τους άλλους στοχασμούς να μην είναι Χριστιανική και ως εκ τούτου «κοσμική». Έτσι, όταν αποδίδει μια Βυζαντινή πηγή την νίκη στην Θεϊκή παρέμβαση, σκέφτεται θρησκευτικά, ενώ όταν η ίδια πηγή αποδίδει την νίκη σε κάποιον ανώτερο στρατηγό σκέφτεται κοσμικά. Ο Κος Καλδέλλης, επομένως, δεν μπορεί να αντιληφθεί πώς οι Βυζαντινοί Χριστιανοί μπορούσαν να συμβιβάσουν την εναπόθεση ενός Αυτοκράτορος από τους ανθρώπους με την χειροτονία αυτού του Αυτοκράτορος από τον Θεό. Μπορεί μόνον να τους αντιληφθεί ως αντιφατικούς –και πιο σωστά, πιο κοσμικούς από Χριστιανούς.
 
Παραδόξως, ο Κύριος Καλδέλλης, θεωρεί τον Ζαν-Ζακ Ρουσσώ ως τον Δυτικό θεωρητικό που βρίσκεται πλησιέστερα στην Βυζαντινή παράδοση, επικαλούμενος αποσπάσματα από το Κοινωνικό συμβόλαιο που του ακούγεται κάπως Βυζαντινό. Ο Ρουσσώ ορίζει την Πολιτεία ως «οποιοδήποτε κράτος που κυβερνάται μέσω των νόμων, ανεξαρτήτως της μορφής της διοικήσεως». Αυτός εκχωρεί την κυριαρχία στον λαό και φτιάχνει κυβέρνηση. Και τονίζει την σημασία της ηθικής συναινέσεως και υποστηρίζει την ανάγκη για μια αστική θρησκεία. Όταν γράφει ότι οι σημαντικότεροι νόμοι δεν είναι αυτοί που είναι γραπτοί, αλλά αυτοί «που βρίσκονται στην καρδιά των πολιτών», ο Κύριος Καλδέλλης λέει, «ο Ρουσσώ αποκαλύπτεται ως κλασικός κι όχι ως σύγχρονος στοχαστής».
 
Αυτή μάλλον είναι μια επιφανειακή ανάγνωση του Ρουσσώ. Το Βυζάντιο ήταν μια αληθινή, ιστορική πραγματικότητα -συγκεκριμένοι άνθρωποι, με συγκεκριμένο παρελθόν, θρησκεία, και νομική, πολιτική και πολιτισμική παράδοση- ενώ η Πολιτεία του Ρουσσώ είναι μια ακόμη μοντέρνα Δυτική θεωρητική άποψη, βασισμένη πολύ στην μη-Ρωμαϊκή, μη-Χριστιανική και μη-Βυζαντινή αντίληψη της ανθρώπινης φύσεως και ιστορίας. Στην θεωρητική του Πολιτεία, όλα τα θέματα αξίας που καθορίζουν το κοινό καλό διευθετούνται μέσω της «γενικής βουλήσεως», η οποία δεν δεσμεύεται από καμία θρησκεία, παράδοση, θεσμό, Σύνταγμα, συμβόλαιο ή ακόμη και την πραγματικότητα. Οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να χτίσουν έναν νέο πολιτισμό όπως αυτοί τον θέλουν: απλά χρειάζονται έναν φωτισμένο νομοθέτη να τους δείξει το πώς. (Ο Ρουσσώ είδε τον εαυτό του σε αυτόν τον ρόλο και πραγματικά προσέφερε την βοήθειά του στην επανάσταση της νομοθεσίας στην Πολωνία και στην Κορσική.)
 
Αλλά αυτό που βλέπει ο Κύριος Καλδέλλης στον Ρουσσώ -η ιδέα ότι οι άνθρωποι που εκφράζουν την βούλησή τους στον Βυζαντινό τρόπο, εδραιώνουν την κυριαρχία τους πάνω από την κυβέρνηση εξωδικαστικά- είναι ο λόγος που ο Ρουσσώ εξακολουθεί να συναγωνίζεται τον Μαρξ ως ο σημαντικότερος προφήτης της προόδου, και ο λόγος που οι προοδευτικοί ακαδημαϊκοί μπορούν να πιστεύουν ότι μπορούν να εναγκαλιστούν τις αναδιατυπώσεις του Κύριου Καλδέλλη για το ότι οι Βυζαντινοί ήταν κοσμικοί δημοκράτες. Ο Κύριος Καλδέλλης δείχνει ότι η δημοκρατία μπορεί να εννοηθεί με διαφορετικό τρόπο σε διαφορετικούς ανθρώπους. Στην Αμερική, οι συντηρητικοί την εννοούν ως ομαλές εκλογές και αυστηρή τήρηση του γραπτού νόμου και των νομικών κατασκευών., αλλά για πολλούς προοδευτικούς Αμερικάνους σημαίνει δημόσιες διαδηλώσεις, πολιτική ανυπακοή και συντονισμένος εκφοβισμός. Η αριστερά την αντιλαμβάνεται ως την βούληση των ανθρώπων οι οποίοι αφού μόνοι τους αποφασίζουν για το κοινό καλό, τότε η υψωμένη γροθιά δείχνει μια καλύτερη εκτίμηση του καλού από το σήκωμα των χεριών, όταν το σύστημα αποτυγχάνει να τους ικανοποιήσει, και τότε κάποιοι άνθρωποι θα εξεγερθούν και κάποιοι άλλοι όχι.
 
*Ο Brian Patrick Mitchell είναι συγγραφέας του βιβλίου «Eight Ways to Run the Country» και αρχιδιάκονος της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αμερική.
 
Πηγή: (Μετάφραση: Νίκος Παππάς, Φοιτητής Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο), The American Conservative, Res Publical

zoe mosaic hagia sophia 01

 

Από το 1025, μετά τον θάνατο του Βασιλείου Β’ Βουλγαροκτόνου, η Αυτοκρατορία αντιμετώπισε μία περίοδο ανωμαλιών, συχνών αλλαγών και την έναρξι μιάς γενικής παρακμής. Η αυτοκράτειρα Ζωή επέτυχε να αναδείξη Αυτοκράτορες και τους τρεις της συζύγους, αλλά, το 1056, μετά το θάνατο της αδελφής της Ζωής, Θεοδώρας, η Μακεδονική Δυναστεία έπαψε να υφίσταται. Μία περίοδος ανωμαλιών άρχισε για κρατήση είκοσι πέντε χρόνια (1056 – 1081) και να τελειώση μόνον μετά την ανάρρησι στον θρόνο του Αλεξίου Κομνηνού, ιδρυτού της περίφημης Δυναστείας των Κομνηνών.

Η περίοδος αυτή, της οποίας το εξωτερικό χαρακτηριστικό ήτο η συχνή αλλαγή – ανικάνων – Αυτοκρατόρων, υπήρξε πολύ σημαντική για την ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δεδομένου ότι κατά την διάρκεια των είκοσι πέντε αυτών ετών ανεπτύχθησαν οι συνθήκες εκείνες που προεκάλεσαν αργότερα στην Δύσι την κίνησι των Σταυροφοριών.

Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής οι εξωτερικοί εχθροί της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήσκησαν πίεσιν απ’ όλες τις πλευρές: Οι Νορμανδοί εδρούσαν στην Δύσι, οι Πατσινάκοι στον Βορρά και οι Σελτζουκίδαι Τούρκοι στην Ανατολή, με αποτέλεσμα να μειωθή, τελικά, σοβαρά η έκτασι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Ένα άλλο σπουδαίο χαρακτηριστικό της εποχής αυτής υπήρξε ο αγών τον οποίον ανέλαβαν οι στρατιωτικοί παράγοντες και οι ευγενείς (κυρίως της Μικράς Ασίας) εναντίον της κεντρικής γραφειοκρατικής Κυβερνήσεως. Ο αγών αυτός, μεταξύ πρωτευούσης και επαρχιών ετελείωσε, ύστερα από μερικές διακυμάνσεις, με την νίκη του στρατού και των μεγαλο – γαιοκτημόνων, με την νίκη δηλαδή των επαρχιών εναντίον της πρωτευούσης. Αρχηγός της νικηφόρου πλευράς υπήρξε ο Αλέξιος Κομνηνός.

 

Όλοι οι αυτοκράτορες της περιόδου των ανωμαλιών του ενδεκάτου αιώνος υπήρξαν Ελληνικής καταγωγής.

Το 1056 η ηλικιωμένη Αυτοκράτειρα Θεοδώρα, ηναγκάσθη από τους αυλικούς της να εκλέξη ως διάδοχό της τον ηλικιωμένο πατρίκιο Μιχαήλ Στρατιωτικό ο οποίος μετά τον θάνατο της Θεοδώρας, εβασίλευσε έναν περίπου χρόνο (1056 – 1057). Εναντίον του εκδηλώθηκε μία αντίδρασι, κάτω από την καθοδήγησι τους στρατού της Μικράς Ασίας, ο οποίος ανεκήρυξε Αυτοκράτορα τον στρατηγό του Ισαάκιο Κομνηνό, μέλος μιάς μεγάλης οικογενείας μεγαλο – γαιοκτημόνων, που είχαν γίνει γνωστοί χάρι στους αγώνες τους με τους Τούρκους. Αυτή υπήρξε – κατά την εποχή των ανωμαλιών – η πρώτη νίκη του στρατιωτικού κόμματος εναντίον της Κεντρικής Κυβερνήσεως. Ο Μιχαήλ Στρατιωτικός υπεχρεώθη να περάση την υπόλοιπή του ζωή ως ιδιώτης.

Η νίκη όμως του στρατιωτικού κόμματος δεν εκράτησε πολύ. Ο Ισαάκιος Κομνηνός εβασίλευσε μόνον από το 1057 μέχρι το 1059, οπότε εγκατέλειψε τον θρόνο και έγινε μοναχός. Οι λόγοι της παραιτήσεώς του από τον θρόνο δεν έχουν ακόμη ξεκαθαρισθή. Πιθανόν ο Ισαάκιος Κομνηνός να έπεσε θύμα καλοσχεδιασμένης συνωμοσίας εκ μέρους εκείνων που δεν ήταν ικανοποιημένη με την δραστήρια και ανεξάρτητη διοίκησή του. Είναι γνωστό ότι θέλοντας να αυξήση τα εισοδήματα του Κράτους, ο Κομνηνός δεν εδίστασε να βάλη χέρι στα κτήματα που είχαν αποκτήσει παρανόμως τόσον η Εκκλησία όσον και οι πλούσιοι καθώς και να ελαττώση τους μισθούς των ανωτέρων υπαλλήλων του Κράτους. Είναι πιθανόν ότι ο περίφημος λόγιος και πολιτικός Μιχαήλ Ψελλός ανεμίχθη, κατά κάποιον τρόπο, εις την εναντίον του Ισαακίου Κομνηνού συνωμοσία.

Ο Ισαάκιος αντικατεστάθη από τον Κωνσταντίνον Ι΄ Δούκαν (1059 – 1067), ο οποίος, διαθέτοντας το ταλέντο ενός καλού οικονομολόγου και την διάθεσι να υπερασπίζεται το δίκαιο, αφιέρωσε όλη του την προσοχή στις πολιτικές υποθέσεις του Κράτους. Ο στρατός και οι σχετικές μ’ αυτόν υποθέσεις τον απασχολούσαν πολύ λίγο. Η βασιλεία του μπορεί να χαρακτηρισθή σαν μία αντίδρασι της πολιτικής διοικήσεως προς τον στρατιωτικόν παράγοντα, που είχε θριαμβεύσει την εποχή του Ισαάκιου Κομνηνού, ή σαν μία αντιδρασι της πρωτευούσης κατά των επαρχιών. Η περίοδος αυτή υπήρξεν η ατυχής «εποχή της επικρατήσεως των γραφειοκρατών, των ρητόρων και των λογίων» (σ.1).

Οι απειλητικές όμως ενέργειες των Πατσινάκων και των Ούζων από τον Βορρά καθώς και των Σελτζουκιδών Τούρκων από την Ανατολή δεν εδικαίωσαν την αντιστρατιωτική του Κωνστναντίνου. Η Αυτοκρατορία είχε απόλυτη ανάγκη από έναν Αυτοκράτορα που θα ωργάνωνε καλά την στρατιωτικήν άμυνα του Κράτους. Ακόμη και ο αντιμιλιταριστής λόγιος του ενδεκάτου αιώνος Μιχαήλ Ψελλός έγραφε ότι «ο στρατός αποτελεί την σπονδυλική στήλη του Ρωμαϊκού Κράτους» (σ.2).

Όταν απέθανε ο Κωνσταντίνος το 1067, ο αυτοκρατορικός θρόνος ήλθε για λίγους μήνες στα χέρια της συζύγου του Ευδοκίας Μακρεμβολίτισσας. Το στρατιωτικό κόμμα την υπεχρέωσε να παντρευθή τον εκ Καππαδοκίας ικανό στρατηγό Ρωμανό Διογένη, ο οποίος έγινε Αυτοκράτωρ ως Ρωμανός Δ΄Διογένης για να βασιλεύση από το 1067 μέχρι το 1071.

Η ανάρρησί του στον θρόνο αποτελεί την δεύτερη νίκη του στρατιωτικού κόμματος. Η τετραετής όμως βασιλεία αυτού του στρατιώτου – Αυτοκράτορος ετελείωσε πολύ τραγικά με την σύλληψι και αιχμαλωσία του από τον Τούρκο Σουλτάνο. Μεγάλη ταραχή επεκράτησε στην πρωτεύουσα όταν έφτασε εκεί το νέο της αιχμαλωσίας του Αυτοκράτορος και, ύστερα από κάποιο δισταγμό, ανεκηρύχθη Αυτοκράτωρ ο υιός της Ευδοκίας – από τον γάμο ης με τον πρώτο της άνδρα Κωνσταντίνο Δούκα – και μαθητής του Μιχαήλ Ψελλού, Μιχαήλ Ζ΄Δούκας, Παραπινάκιος (σ.3).

Η Ευδοκία έγινε μοναχή και ο Ρωμανός, όταν εγύρισε από την αιχμαλωσία, παρά την υπόσχεσι που είχε πάρει ότι δεν εκινδύνευε από τίποτε, τυφλώθηκε βάρβαρα και απέθανε λίγο μετά την τύφλωσί του.

Ο Μιχαήλ Ζ΄ Δούκας (1071 – 1078) είχε μεγάλη κλίσι προς την μάθησι, τις επιστημονικές συζητήσεις και τη συγγραφή ποιημάτων, αλλά δεν είχε καμιά διάθεσι ν’ ασχοληθή με στρατιωτικά ζητήματα. Αποκατέστησε την γραφειοκρατία του πατέρα του Κωνσταντίνου Δούκα, η οποία δεν αντεπεκρίνετο προς την εξωτερική κατάστασι της Αυτοκρατορίας. Οι νέες επιτυχίες των Τούρκων και των Πατσινάκων απαιτούσαν, επιτακτικά, την διοίκησι της Αυτοκρατορίας από ένα στρατιώτη Αυτοκράτορα με ισχυρό στρατό, που θα μπορούσε να σώση την Αυτοκρατορία από την καταστροφή.

Από αυτή την πλευρά, ο καλάλληλος άνθρωπος, που θα εξεπλήρωνε τις ανάγκες του λαού (σ.4) υπήρξε ο Νικηφόρος Βοτανειάτης, στρατηγός ενός θέματος της Μικράς Ασίας, ο οποίος ανεκηρύχθη Αυτοκράτωρ, υποχρεώνοντας τον Παραπινάκιο να αποσυρθή σ’ ένα μοναστήρι. Κατόπιν, ο Νικηφόρος εισήλθε στην πρωτεύουσα, όπου εστέφθη, από τον Πατριάρχη, Αυτοκράτωρ (1078 – 1081). Λόγω όμως της ηλικίας του και της φυσικής του αδυναμίας δεν μπορούσε ν’ αντιμετωπίση ούτε τις εξωτερικές ούτε τις εσωτερικές δυσκολίες. Συγχρόνως η αριστοκρατία των μεγαλο – κτηματιών των επαρχιών δεν ανεγνώριζε τα αυτοκρατορικά δικαιώματα του Νικηφόρου. Πολλοί δε διεκδικηταί των δικαιωμάτων αυτών παρουσιάσθηκαν σε διάφορα μέρη της Αυτοκρατορίας.

Ένας απ’ αυτούς, ο Αλέξιος ο Κομνηνός, ανηψίος του Αυτοκράτορος Ισαάκιου Κομνηνού, ο οποίος ήταν συγγενής της οικογενείας Δούκα, έδειξε μεγάλη ικανότητα εκμεταλλευόμενος την κατάστασι, για να επιτύχη τον σκοπό του, την άνοδο δηλαδή στον θρόνο.

Ο Βοτανειάτης είχε αποσυρθή σ’ ένα μοναστήρι, όπου αργότερα έγινε μοναχός, ενώ, το 1081, ο Αλέξιος Κομνηνός εστέφθη Αυτοκράτωρ, τερματίζοντας την περίοδο των ανωμαλιών. Η ανάρρησι στον θρόνο αυτού του πρώτου άρχοντος της Δυναστείας των Κομνηνών, τον ενδέκατο αιώνα, αποτελεί μία ακόμη νίκη του στρατιωτικού κόμματος και των μεγαλο – κτηματιών των επαρχιών.

Ήταν πολύ φυσικό το γεγονός ότι, κατά την διάρκεια μιάς περιόδου συχνών αλλαγών Αυτοκρατόρων και αδιακόπων φανερών ή κρυφών αγώνων για τον θρόνο, η εξωτερική πολιτική της Αυτοκρατορίας υπέφερε πολύ, προκαλώντας την πτώσι του Βυζαντίου από την ανώτερη θέσι που κατείχε στον Μεσαιωνικό κόσμο. Η παρακμή αυτή προωθήθηκε από τις περίπλοκες και επικίνδυνες συνθήκες που δημιουργήθηκαν από την επιτυχή δράσι των κυρίων εχθρών της Αυτοκρατορίας: Των Σελτζουκιδών Τούρκων στην Ανατολή, των Πατσινάκων και των Ούζων στον Βορρά, και των Νορμανδών στην Δύσι.

 

Σημειώσεις/Παραπομπές

1. Gelzer “Abriss der byzantinischen Kaisergeschichte” 1006.
2. Κ. Σάθα, «Bibliotheca gracea medii aevi» IV, 58.
3. Το επώνυμο Παραπινάκιος προήλθε από το γεγονός ότι κατά την διάρκεια της κακής συγκομιδής που συνέβη την εποχή της βασιλείας του Μιχαήλ Δούκα, ο μόδιος (σ.Π/Β: Βυζαντινή μονάδα μετρήσεως όγκου) του σίτου επωλείτο «παρά εν πινάκιον» (λιγώτερο, δηλαδή, κατά ένα τέταρτο).
4. Skabalanovich «Το Βυζαντινό Κράτος και η Εκκλησία κατά τον ενδέκατο αιώνα», 115 (Ρωσσικά).

 

Πηγή: (Α. Α. Vasiliev, «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324 – 1453», μετάφρασι Δημοσθένους Σαβράμη, εκδόσεις Μπεργκαδή 1954, σελ. 435 – 438), Αβέρωφ

skylitzes basil II vs Georgians cropped 01


Η επανάσταση του Νικηφόρου Φωκά και του Νικηφόρου Ξιφία, ηοποία έλαβε χώρα μεταξύ 1021 και 1022, διατάραξε την ισορροπία του Βυζαντίου στην Ανατολή κατά την τελευταία πενταετία της βασιλείας του Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου (976-1025) και αποτελεί ένα παράδειγμα εσωτερικής ρήξης που δεν μπορεί να μελετηθεί χωρίς να ληφθούν υπ’ όψιν οι φιλοδοξίες και τα κίνητρα των γειτόνων της αυτοκρατορίας (σ.1).

Οι πληροφορίες των βυζαντινών πηγών για το θέμα αυτό είναι εξαιρετικά φειδωλές. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ο Μιχαήλ Ψελλός, ένας από τους σπουδαιότερους χρονογράφους και λογίους της εποχής, δεν αναφέρεται καθόλου στην επανάσταση (σ.2). Ωστόσο, όλες οι υπάρχουσες πηγές που αναφέρονται σε αυτή (ελληνικές, αραβικές, γεωργιανές και αρμενικές), ισχυρίζονται πως η επανάσταση ήταν εξαιρετικά σοβαρή όχι μόνο επειδή ενεπλάκη μεγάλος αριθμός επαναστατών αλλά, προπαντός, επειδή, σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, είχε άμεση σχέση με εξωτερικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένου του γεωργιανού ηγεμόνα Γεωργίου Α΄ (1014-1027) (σ.3).

Η επανάσταση τoυ Νικηφόρου Φωκά και του Νικηφόρου Ξιφία είναι η τρίτη και τελευταία σοβαρή εξέγερση που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης βασιλείας του Βασιλείου Β΄. Οι πρώτες δύο, αυτές του Βάρδα Σκληρού (976-979) και του Βάρδα Φωκά (987-989) παραλίγο να του στοιχίσουν τον θρόνο. Ο Βασίλειος Β΄ έχοντας τη σπάνια ικανότητα να στηρίζει και να εφαρμόζει τις αρχές του (σ.4), ουσιαστικά εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι δεν υπήρχε ομόνοια ανάμεσα στις μεγάλες αριστοκρατικές οικογένειες της αυτοκρατορίας (εν προκειμένω ανάμεσα στους Σκληρούς και τους Φωκάδες (σ.5)). Αν και αναδείχθηκε νικητής σε όλες τις εσωτερικές διαμάχες, ο Βασίλειος δεν προχώρησε στην οριστική εξόντωση των οικογενειών αυτών (σ.6).

Η επανάσταση ξέσπασε ξαφνικά και χωρίς να υπάρχουν προηγουμένως ενδείξεις, ωστόσο τα προβλήματα στο ανατολικό σύνορο της αυτοκρατορίας είχαν αρχίσει να εντείνονται από το 1015. Για τον λόγο αυτόν ο Βασίλειος Β΄ το 1018, μόλις εξασφάλισε τη νίκη του εναντίον των Βουλγάρων, αντί να πραγματοποιήσει τη σχεδιαζόμενη εκστρατεία στη Σικελία, μετέφερε το στρατό από τα Βαλκάνια στα ανατολικά της αυτοκρατορίας (σ.7). Λίγους μήνες πριν, δηλαδή στις αρχές του 1021, η αυτοκρατορία είχε πολλά ανοιχτά μέτωπα, κυρίως στο ανατολικό της σύνορο:

  • προσάρτηση του νότιου αρμενικού βασιλείου του Βασπουρακάν (μεταξύ του 1015-1021),
  • επέκταση των συνόρων προς το βόρειο αρμενικό βασίλειο του Ανίου που ολοκληρώθηκε το 1042
  • και εκστρατεία του Βασιλείου Β΄ εναντίον του γεωργιανού ηγεμόνα Γεωργίου Α΄ (1014-1027).

Σύμφωνα με τον ιστορικό Ιωάννη Σκυλίτζη, ο Βασίλειος Β΄ μετά την τελική νίκη του εναντίον των Βουλγάρων, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και ανακαίνισε τον αγωγό του Ουαλεντιανού (σ.8). Αυτή την περίοδο ο Γεώργιος Α΄, αναφερόμενος ως άρχοντας της Αβασγίας, παραβίαζε τα σύνορα των Ρωμαίων (τὰ ὅμορα κατατρέχοντος (σ.9)).

Ο Βασίλειος Β΄ με όλο τον στρατό του εξεστράτευσε εναντίον του (ἔξεισι κατ’ αὐτοῦ ὁ βασιλεὺς πανστρατί). Ο Νικηφόρος Ξιφίας και ο Νικηφόρος, γιός του Βάρδα Φωκά, που έφεραν αμφότεροι τον τίτλο του πατρικίου, ήταν απόντες (σ.10).

Ο Ιωάννης Σκυλίτζης ισχυρίζεται πως η επανάστασή τους προκλήθηκε από το γεγονός ότι ο Βασίλειος δεν τους συμπεριέλαβε στην εκστρατεία. Σύμφωνα με τον Yahya της Αντιόχειας όμως, ο Φωκάς και ο Ξιφίας εκμεταλλεύτηκαν το γεγονός ότι ο Βασίλειος είχε εμπλακεί στη μάχη εναντίον της Γεωργίας και στασίασαν (σ.11).

Με τον άραβα χρονογράφο συμφωνεί και ο Ιωάννης Ζωναράς: (μετά την τελική καθυπόταξη της Βουλγαρίας) κατὰ Ἀβασγίας ἐκστρατεύει ὁ βασιλεύς, τοῦ ταύτης κρατοῦντος παρασπονδήσαντος. Ἐκεῖ δὲ τούτου γεγονότος, ὄπισθεν ἀποστατοῦσιν ὅ τε Ξιφίας καὶ Νικηφόρος ὁ υἱὸς Βάρδα τοῦ Φωκᾶ οἱ πατρίκιοι (σ.12).

Τελείως διαφορετική είναι η πληροφορία του αρμενίου χρονογράφου του 11ου αι. Aristakes του Lastivertsi, σύμφωνα με τον οποίο διάφοροι που είχαν αποπεμφθεί από την υπηρεσία και για τον λόγο αυτόν ήταν δυσαρεστημένοι με τον Βασίλειο Β΄, προετοίμασαν επανάσταση με σκοπό να ανεβάσουν στον θρόνο της αυτοκρατορίας επιθυμητό σε αυτούς πρόσωπο. Αυτοί οι άνθρωποι επικοινώνησαν με τον γιό του Φωκά ονόματι Tsavriz (σ.13), τον οποίο είχαν απομακρύνει από τον στρατό λόγω της δράσης του πατέρα του. Αρχικά ο γιός του Φωκά αρνήθηκε να συνεργαστεί, αλλά στο τέλος συμφώνησε (σ.14).

Δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία ότι οι αιτίες της επανάστασης ήταν πολύ βαθύτερες από μια απλή δυσαρέσκεια των στρατηγών εναντίον του αυτοκράτορα. Είναι πιθανόν ότι ήταν αποτέλεσμα μιας γενικής εσωτερικής κρίσης που άφηνε περιθώριο στον κάθε επίδοξο σφετεριστή να διεκδικήσει τον θρόνο. Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι είχε τις ρίζες της στην αβεβαιότητα για το ποιος θα διαδεχόταν τον Βασίλειο Β΄, ο οποίος, όταν ξέσπασε η επανάσταση, ήταν περίπου 66 ετών και ο αδελφός του Κωνσταντίνος 63• οι ανιψιές του ήταν ανύπαντρες στα 40 τους, και έτσι δεν υπήρχε προφανής διάδοχος. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ήταν αναμενόμενο ότι ο δρόμος ήταν ανοιχτός για τον επίδοξο σφετεριστή (σ.15).

Η επανάσταση του Φωκά και του Ξιφία ξέσπασε όταν ο βυζαντινο γεωργιανός πόλεμος ήταν σε εξέλιξη, αν και οι εχθροπραξίες είχαν ανασταλεί προσωρινά (σ.16). Σε αυτό το διάστημα ο Βασίλειος Β΄ είχε εγκατασταθεί στην Τραπεζούντα ενώ ο Γεώργιος Α΄ βρισκόταν στην ενδοχώρα της Γεωργίας, και οι δύο ηγεμόνες αντάλλαξαν πρεσβείες προκειμένου να επιτευχθεί η ειρήνη (σ.17).

Οι γεωργιανές πηγές δεν μας πληροφορούν για τους όρους που έθετε η κάθε πλευρά. Η αυτοκρατορία, έχοντας εμφανές προβάδισμα, θα είχε λογικά περισσότερες απαιτήσεις, ενώ η θέση των Γεωργιανών ήταν εξαιρετικά δύσκολη και αδιέξοδη. Σύμφωνα με τον Yahya της Αντιόχειας, ο Γεώργιος Α΄ έστειλε πρεσβεία στον Βασίλειο Β΄ στην Τραπεζούντα, ζητώντας συγγνώμη και υποσχόμενος να παραχωρήσει την κτήση του Δαυίδ Γ΄ κουροπαλάτη με όλα τα κάστρα (σ.18), να παραδώσει τον γιο του, Bagrat ως όμηρο και να είναι στο εξής πιστός και αφοσιωμένος στον αυτοκράτορα. Ο Βασίλειος Β΄ δέχτηκε τους όρους και έστειλε αντιπροσώπους για να λάβουν τους όρκους του γεωργιανού βασιλέα, των αριστοκρατών και του προκαθημένου της γεωργιανής Εκκλησίας ότι δεν θα αθετούσαν την υπόσχεσή τους (σ.19).

Οι διαπραγματεύσεις του 1022 στην Τραπεζούντα διεκόπησαν με την επανάσταση των Φωκά και Ξιφία. Τον Νικηφόρο Φωκά βοηθούσαν δύο παράγοντες: το ένδοξο παρελθόν του και η καταγωγή του από την οικογένεια του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά (σ.20). Παρά ταύτα, εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ανακηρύχθηκε Αυτοκράτορας όχι ο Νικηφόρος Φωκάς αλλά ο Νικηφόρος Ξιφίας, ο οποίος δεν είχε αριστοκρατική καταγωγή (σ.21). Ο ένδοξος στρατηγός του Βασιλείου Β΄ στον πόλεμο εναντίον της Βουλγαρίας είχε λάβει μετά την κατάκτησή της το αξίωμα του στρατηγού του θέματος των Ανατολικών (σ.22).

Ο Νικηφόρος Ξιφίας διακρίθηκε για πρώτη φορά το έτος 1000. Είχε τιμηθεί με τον τίτλο του πρωτοσπαθαρίου και μαζί με τον πατρίκιο Θεοδωροκάνο εστάλη από τον Βασίλειο Β΄ ως αρχηγός του στρατού εναντίον των βουλγαρικών κάστρων (σ.23). Αργότερα τοποθετήθηκε στρατηγός Φιλιππουπόλεως (σ.24) και στη συνέχεια του απονεμήθηκε ο υψηλός τίτλος του πατρικίου (σ.25), σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία στο μέτωπο της Σερβίας (σ.26).

Ο Νικηφόρος Ξιφίας πιθανώς ήταν γιός του Αλεξίου Ξιφία, του κατεπάνω της Ιταλίας το 1006, ο οποίος πέθανε στο Μπάρι γύρω στο 1008 (σ.27). Οι δύο στασιαστές, διακεκριμένοι στρατηγοί, βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στους πληθυσμούς της Καππαδοκίας, όπου ο οίκος των Φωκάδων ήταν γνωστός, είχε κτήματα και πολλές διασυνδέσεις με τους εγχώριους γαιοκτήμονες. Οι επαναστάτες επέλεξαν τον κατάλληλο χρόνο και χώρο για να κηρύξουν την επανάσταση (σ.28). Ήταν η περίοδος που θα μπορούσαν να ελπίζουν στην ενεργή υποστήριξη του γεωργιανού και των αρμενίων ηγεμόνων.

Η είδηση για την ανταρσία έφτασε στον Βασίλειο Β΄ ενώ ετοιμαζόταν να διευθετήσει τις τελευταίες λεπτομέρειες της συμφωνίας με τον Γεώργιο Α΄. Το γεγονός αυτό τον προβλημάτισε σοβαρά (σ.29). Από την άλλη, οι Γεωργιανοί ενθαρρύνθηκαν και αποφάσισαν να μη δεχθούν τους όρους της συμφωνίας που χωρίς αμφιβολία ήταν βαρείς. Δεδομένου ότι στην επανάσταση του Ξιφία συμμετείχαν και οι Γεωργιανοί μπορούμε να υποθέσουμε πως η γεωργιανή ηγεσία ήταν καλά ενημερωμένη για τις εσωτερικές συγκρούσεις στο Βυζάντιο.

Σε αυτό το συμπέρασμα συνηγορεί και ο Σκυλίτζης: δεδοικυῖαν, μή πως ἐν μέσῳ Ἀβασγῶν τε καὶ τῶν ἀποστατῶν συνειλημμένοι (διεδέδοτο γὰρ καὶ λόγος, ὡς οἱ περὶ τὸν Ξιφίαν διεκηρυκεύσαντο περὶ τούτου πρὸς τὸν ἄρχοντα Ἀβασγίας ἀνήκεστόν τι πάθωσιν (σ.30)).

Αυτή η πληροφορία του Σκυλίτζη και άλλες μαρτυρίες (σ.31), μας επιτρέπουν να υποθέσουμε πως ο Γεώργιος Α΄ διατηρούσε επαφές με τους Γεωργιανούς που ζούσαν στο Βυζάντιο και συμμετείχαν ή υποστήριξαν με οποιονδήποτε τρόπο την επανάσταση (σ.32). Εξάλλου, ήταν λογικό ο Γεώργιος Α΄ να στηρίξει τους στασιαστές βλέποντας την χώρα του κατεστραμμένη από τον Βασίλειο Β΄ (σ.33).

Η συμμετοχή των γεωργιανών ευγενών (σ.34) στην επανάσταση προφανώς ανησύχησε τον Βασίλειο Β΄, όπως άλλωστε μαρτυρούν και τα δύο γεωργιανά χρονικά. Η γεωργιανή ηγεσία ήλπιζε ότι η επανάσταση θα ανέτρεπε την εξουσία του. Στην πραγματικότητα όμως ούτε η συνεργασία με τον φατιμίδη χαλίφη al-Hakim (σ.35) ούτε η επανάσταση του Φωκά και του Ξιφία είχαν κάποιο θετικό αποτέλεσμα για τους Γεωργιανούς (σ.36). Η μόνη εμφανής συνέπεια ήταν οι ελπίδες που έδωσε το γεγονός στη γεωργιανή πλευρά (σ.37). Αυτό ανέβαλε την ειρήνευση μεταξύ των δύο δυνάμεων και έδωσε ώθηση στη νέα φάση των ένοπλων συγκρούσεων. Η εξέλιξη μόνο θετική δεν ήταν για τη γεωργιανή πλευρά.

Αξίζει να σημειωθεί πως ο Νικηφόρος Φωκάς πριν την επανάσταση είχε ορισμένες διασυνδέσεις με την αυλή της Γεωργίας. Σύμφωνα με τον Yahya, κατά την επανάσταση του 989 ο πατέρας του τον είχε στείλει στον ηγεμόνα του Ταώ (Tao), τον κουροπαλάτη Δαυίδ, για ζητήσει τη βοήθειά του. Ο Δαυίδ είχε στείλει χίλιους ιππείς και χίλιους πεζούς (σ.38). Ο Νικηφόρος Φωκάς στα γεωργιανά αναφέρεται με το όνομα/προσωνυμία «Tsarvez» και όχι ως Νικηφόρος. Στο ίδιο σημείο (δηλαδή μόνο στην αρχή) μνημονεύεται κάποιος με τον γεωργιανό τίτλο «spaspet» (αρχιστράτηγος) και εννοείται ο Ξιφίας (σ.39): «την εποχή εκείνη έλαβε χώρα η μεγάλη αποστασία στην Ελλάδα (σ.40), διότι ενώθηκαν ο αρχιστράτηγος του Βασιλείου και ο Tsarvez γιός του αποστάτη Φωκά και ο Ξιφίας (Xiphi) έγινε βασιλιάς» (στα γεωργιανά) (σ.41).

Με την ίδια προσωνυμία τον αναφέρει και ο Αρμένιος Aristakes. Η αρμενικής προέλευσης λέξη Tsarvez/Tsarviz σημαίνει άνθρωπος με στραβό αυχένα, δηλ. «βαρυτράχηλος», που ήταν το πιθανότερο η προσωνυμία του. Ο Yahya της Αντιόχειας επίσης τον αναφέρει ακριβώς με την ίδια προσωνυμία (σ.42).

Οι δύο στασιαστές κατάφεραν να προσεταιρισθούν τις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας (σ.43). Δεν γνωρίζουμε από καμία πηγή ποιες ακριβώς οικογένειες στήριξαν την επανάσταση. Όπως προαναφέραμε, η σοβαρότητα και η ιδιαιτερότητά της έγκειτο στο γεγονός ότι οι επαναστάτες ήλπιζαν στη σύναψη επαφών με τις ξένες δυνάμεις (σ.44).

Ο Βασίλειος Β΄ στάθηκε τυχερός (σ.45), διότι αυτή η ένωση των στασιαστών δεν ήταν σταθερή. Η αποτυχία της επανάστασης οφείλεται ίσως στο γεγονός ότι ο Ξιφίας φθόνησε τη δημοτικότητα του Φωκά (σ.46) και σύμφωνα με τα γεωργιανά χρονικά, προέβη στη δολοφονία του Tsarvez (σ.47). Το λεγόμενο Χρονικό των Βαγρατιδών του Sumbat, γιού του Δαυίδ, αναφέρει απλώς ότι ο Ξιφίας απομακρύνθηκε από τον Tsarvez και έχασε τους οπαδούς του, χωρίς να κάνει λόγο για δολοφονία (σ.48). Ο ανώνυμος συγγραφέας του Matiane Kartlisa δεν κρύβει την εμπάθειά του για τον Ξιφία, ο οποίος παγιδεύτηκε στο κάστρο από τους Δαλασσηνούς (σ.49), συνελήφθη και παραδόθηκε στον Βασίλειο Β΄ (σ.50), ο οποίος τον εξόρισε. Στα δύο χρονικά δεν διευκρινίζεται ο τόπος εξορίας, αναφέρεται απλώς ότι εξορίστηκε «σε κάποιο νησί». Είναι εμφανές πως στο σημείο όπου γίνεται λόγος για την επανάσταση του Ξιφία το Matiane Kartlisa είναι πιο πλήρες και ακριβές από το Χρονικό του Sumbat, γιού του Δαυίδ.

Σύμφωνα με τον Σκυλίτζη, ο Βασίλειος Β΄ αναγνωρίζοντας και λαμβάνοντας υπ’ όψιν του τις υπηρεσίες του Ξιφία στο παρελθόν και ιδιαιτέρως στη Βουλγαρία (σ.51), δεν τον καταδίκασε σε θάνατο (σ.52), αλλά τον έστειλε στην Κωνσταντινούπολη, στον πρωτονοτάριο Ιωάννη, ο οποίος τον έκειρε μοναχό και τον εξόρισε στο νησί τοῦ Ἀντιγόνου (σ.53). Φαίνεται ότι ο Ξιφίας ζούσε ακόμη στα χρόνια του Ρωμανού Γ΄ Αργυρού (σ.54).

Παρ’ όλο που η επανάσταση του Ξιφία τελείωσε με την καταστολή των ανταρτών, ανάμεσα στους οποίους ήταν και αρκετοί Γεωργιανοί, ο συγγραφέας του Χρονικού των Βαγρατιδών θεωρεί τη νίκη του Βασιλείου Β΄ ως «χάρη του Θεού». Αυτό μπορεί να εξηγηθεί μέσα στο πλαίσιο της γενικής κοσμοθεωρίας του. Δεν επικροτεί καμία προσπάθεια ευγενών εναντίον της βασιλικής εξουσίας, έστω και αν αυτοί εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα της Γεωργίας (σ.55).

Στην επανάσταση του Νικηφόρου Φωκά και του Νικηφόρου Ξιφία συμμετείχε ο γεωργιανός ευγενής Φέρης, ο οποίος ίσως επιθυμούσε να απαλλάξει τη χώρα του από τη βυζαντινή επιρροή (σ.56). Ωστόσο, οι δικοί του προσωπικοί λόγοι που τον ώθησαν να στηρίξει τόσο ενεργά την επανάσταση, δεν είναι ξεκάθαροι. Ο Φέρης είναι ένα πρόσωπο γνωστό τόσο από τις γεωργιανές, όσο και από τις αρμενικές και βυζαντινές πηγές.

Ο αρμένιος χρονογράφος του 10ου αι. Asołik είναι ο πρώτος χρονογράφος που τον αναφέρει περιγράφοντας τα γεγονότα του 998. Ο Φέρης ή Φέρσης (Fersi, με το όνομα αυτό αναφέρεται ενίοτε στις αρμενικές και γεωργιανές πηγές) ηγείτο των έξι χιλιάδων εκλεκτών ιππέων που είχε στείλει ως στρατιωτική βοήθεια ο γεωργιανός ηγεμόνας του Klarjeti, Gurgen (994 – 1008), στον Δαυίδ Γ΄, κουροπαλάτη του Ταώ (σ.57). Οι Γεωργιανοί κέρδισαν τη μάχη. Λίγο αργότερα, μετά το 1001, αφού είχε πεθάνει ο Δαυίδ κουροπαλάτης, ο Βασίλειος Β΄ προσπάθησε να «απαλλάξει» την κτήση του Δαυίδ από αριστοκράτες που δεν θεωρούνταν άξιοι της εμπιστοσύνης του. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν οι αδελφοί Φέρης και Θευδάτος, γιοί του Jojik (σ.58).

Έτσι, ο Φέρης μαζί με τα αδέλφια του εκτοπίστηκε στο Βυζάντιο, όπου και παρέμεινε για κάποιο χρονικό διάστημα (σ.59). Ο αδελφός του Θευδάτος ή Θεβδάτος, αναφέρεται στη σημείωση ενός ελληνικού τετραευαγγελίου της Εκκλησίας του Χριστού. Το τετραευαγγέλιο (Oxford, Gr. 21) χρονολογείται στις αρχές του 11ου αιώνα (σ.60). Η σημείωση αφορά στον κάτοχο του ευαγγελίου: Ἀβραμίου τοῦ θεοφιλοῦς ἐκ προσώπου Θευδάτου πατρικίου. Η ταυτότητα του Αβραμίου δεν έχει διευκρινιστεί. Ο Φέρης και ο Θευδάτος είχαν ακόμη έναν αδελφό, τον Πακουριανό (σ.61). Λίγα γνωρίζουμε για την τύχη τους στην αυτοκρατορία. Περίπου το 1019 ο Φέρης επέστρεψε πάλι στη Γεωργία (σ.62(, αλλά αγνοούμε τι μεσολάβησε στη συνέχεια και κάτω από ποιες συνθήκες βρέθηκε πάλι στην αυτοκρατορία (σ.63). Ένα χειρόγραφο μαρτυρεί πως ο πατρίκιος Πακουριανός ήταν στρατηγός Σάμου και ο πατρίκιος Θευδάτος στρατηγός Οψικίου (σ.64). Το χειρόγραφο αυτό γράφτηκε στο θέμα Οψικίου, πιθανώς στην πρωτεύουσά του, τη Νίκαια (σ.65).

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι πληροφορίες των Θαυμάτων του αγίου Ευγενίου. Ο συγγραφέας των Θαυμάτων Ιωσήφ Λαζαρόπουλος, χωρίς να προσδιορίζει χρονικά την εκτόπιση του Θευδάτου, γράφει χαρακτηριστικά: Θευδάτον δέ τινα καλούμενον, ἄνδρα μέγιστον καὶ τοῦ πρώτου Δαυὶδ ἔγγονον, καὶ ἑτέρους λαβὼν πρὸς τὴν κυρίαν ἐπανῆκε τῶν πόλεων καὶ τὸν Δαυὶδ τοῦτον πατρίκιον τετίμηκε καὶ ἄρχειν τῆς Βουλγαρίας προσέταξεν (σ.66). Η ταυτότητα αυτού του Θευδάτου είναι γνωστή, μας είναι όμως τελείως άγνωστο ποιος είναι ο Δαυίδ που αναφέρεται από τον Λαζαρόπουλο.

Στα δύο εξεταζόμενα γεωργιανά χρονικά, ο ρόλος του Φέρη στην επανάσταση του Ξιφία δεν διευκρινίζεται. Πάντως, ήταν ο μόνος Γεωργιανός που αποκεφαλίστηκε το 1022 (σ.67). Στο Βυζάντιο κάθε πράξη κατά του αυτοκράτορα εθεωρείτο ως έργο των εχθρών του Θεού και της πίστης. Ο Θεός και ο αυτοκράτορας τους τιμωρούσαν όπως τους άξιζε (σ.68). Σύμφωνα με τα δύο γεωργιανά χρονικά, εκτός από αυτόν, αποκεφαλίστηκαν και αρκετοί άλλοι, οι οποίοι ήσαν Έλληνες (Βυζαντινοί) (σ.69). Είναι μία πληροφορία που δεν επιβεβαιώνεται από άλλες πηγές. Από τους στασιαστές μόνο ο Φέρης αποκεφαλίστηκε, ενώ η τιμωρία των υπολοίπων συνωμοτών ήταν η κά θειρξη και η κατάσχεση των περιουσιών τους (σ.70). Σύμφωνα με τον Σκυλίτζη, ο Φέρης ήταν από τους πρώτους που προσχώρησε στους επαναστάτες, και για τον λόγο αυτόν μόνο εκείνος καταδικάστηκε σε θάνατο (σ.71). Αυτή η εξήγηση δεν μας φαίνεται και πολύ πειστική δεδομένου ότι ο Ξιφίας, ο βασικός οργανωτής της ανταρσίας, τιμωρήθηκε σχετικά ήπια.

Όποιος και να ήταν ο ρόλος του γεωργιανού αριστοκράτη, η τιμωρία που του επιβλήθηκε ήταν βαριά σε σχέση με τους υπολοίπους. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί με δύο τρόπους: ή ο Φέρης είχε παραβατική συμπεριφορά και πριν την επανάσταση και με τη συμμετοχή του στη στάση υπερέβη τα όρια, ή ο Βασίλειος είχε οργιστεί τόσο πολύ με την ανυπακοή του γεωργιανού βασιλέα, ώστε το πλήρωσε ο Φέρης. Τείνουμε να πιστεύσουμε τη δεύτερη πιθανότητα (σ.72).

Σύμφωνα με τον Aristakes, ο προβληματισμένος Βασίλειος Β΄ έστειλε ιππείς από τον στρατό των ειδωλολατρών για να συλλάβουν τον αντάρτη Φέρη. Ο ίδιος παρέμεινε πάνω από ένα μήνα σε ένα μέρος κάπου στην άκρη της Βασιανής. Ο Φέρης και ο γαμπρός του Ανδρόνικος (σ.73), που ήταν επίσης ένας από τους συνωμότες, αποκεφαλίστηκαν σύμφωνα με τη διαταγή του βασιλέα. Οι στασιαστές Φέρης και Ανδρόνικος ήταν σύμμαχοι του βασιλέα Γεωργίου Α΄ και του είχαν υποσχεθεί να του παραχωρήσουν όλα τα εδάφη που παλαιά κρατούσε ο Δαυίδ, τα οποία είχαν περιέλθει σε αυτόν ως δωρεά για την αφοσίωσή του. Ο Δαυίδ ωστόσο είχε ορκιστεί ότι μετά το θάνατό του τα εδάφη θα μεταβιβάζονταν στην κυριαρχία του αυτοκράτορα Βασιλείου (σ.74).

Η σύζυγος του Φέρη μαζί με τους συνοδούς της εξορίστηκε στην Κωνσταντινούπολη (σ.75), όπου και παρέμειναν δώδεκα χρόνια (σ.76). Οι γιοί του (σύμφωνα με τον Σκυλίτζη, ανεψιοί του Θευδάτου (σ.77)) έδρασαν στη Βασιλεύουσα. Μετά από περίπου επτά χρόνια από την τιμωρία του πατέρα τους, κατηγορήθηκαν για συνωμοσία εναντίον του Ρωμανού Γ΄ και εξορίστηκαν μαζί με άλλους συνωμότες. Το 1034 η σύζυγος του Φέρη, η οποία είχε βιώσει πρώτα τη σκληρή τιμωρία του άνδρα της, και στη συνέχεια την εξορία των παιδιών της, επέστρεψε στην πατρίδα της, το Ταώ.

Για ποιον λόγο οι Γεωργιανοί συμμετείχαν τόσο ενεργά στις συνομωσίες εναντίον του βυζαντινού αυτοκράτορα πρώτα το 989 και μετά στο πρώτο μισό του 11ου αι., είναι ερώτημα δύσκολο να απαντηθεί. Έχει διατυπωθεί, ωστόσο, η άποψη ότι η πράξη τους αποσκοπούσε στο να απαλλάξουν τη Γεωργία από τη βυζαντινή πολιτική επιρροή (σ.78). Ήταν μέρος ενός γενικού σχεδίου που συσπείρωνε τη φεουδαρχική αριστοκρατία του Ταώ, τους επώνυμους κοσμικούς και εκκλησιαστικούς άρχοντες. Άλλωστε είναι εμφανές πως κανένας από αυτούς δεν είχε προσωπικά συμφέροντα και οφέλη.

Το 1022, μετά την καταστολή της επανάστασης των Φωκά και Ξιφία και αφού είχαν αποτύχει οι προσπάθειες για ειρηνική επίλυση του ζητήματος, ο Βασίλειος επιχείρησε νέα εκστρατεία εναντίον της Γεωργίας. Ο βυζαντινός στρατός αφίχθη στη Βασιανή. Ο αυτοκράτορας ήταν έτοιμος να συνάψει εκεχειρία, εάν του παρέδιδαν τα κάστρα και τις περιοχές που ζητούσε. Παρόλο που ο Βασίλειος είχε ξεπεράσει τις εσωτερικές διαφορές και οι Γεωργιανοί είχαν μείνει, ουσιαστικά, χωρίς σύμμαχο, φαίνεται ότι δεν έχαναν την ελπίδα για τη νίκη. Σύμφωνα με τον Σκυλίτζη, η αποφασιστική μάχη έγινε στις 11 Σεπτεμβρίου του 1022 (σ.79) κοντά στον ποταμό Φάσι (σ.80). Ο Γεώργιος Α΄ υπέστη συντριπτική ήττα και αναγκάστηκε να δεχθεί διαπραγματεύσεις. Ο νικητής Βασίλειος Β΄ διέσχισε την Αρμενία και προωθήθηκε στη βόρεια όχθη της Ματιανής λίμνης (σημερινή Ourmia).

Μετά τον Ηράκλειο κανένας Βυζαντινός αυτοκράτορας δεν είχε φτάσει σε αυτά τα προωθημένα σημεία (σ.81). Μπορούμε να υποθέσουμε πως ο πόλεμος Βυζαντίου -Γεωργίας έληξε οριστικά περίπου τον Νοέμβριο ή τον Δεκέμβριο του 1022. Οι δύο πλευρές συνήψαν εκεχειρία γύρω στις αρχές του 1023 (σ.82).

Εν κατακλείδι, πρέπει να τονίσουμε ότι η επανάσταση του Νικηφόρου Φωκά και του Νικηφόρου Ξιφία είναι πολύ ιδιαίτερη περίπτωση στο εσωτερικό μέτωπο κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης βασιλείας του Βασιλείου Β΄. Έχει πολύ λίγα κοινά με τις δύο προηγούμενες επαναστάσεις του Βάρδα Φωκά και του Βάρδα Σκληρού. Αν και είχαν περάσει δεκαετίες από την τελευταία μεγάλη και σοβαρή εσωτερική κρίση στην αυτοκρατορία (το 989), φαίνεται ότι η δυσαρέσκεια της αριστοκρατίας της Μικράς Ασίας δεν είχε μειωθεί, κάτι που δείχνει ότι ο κίνδυνος για την ανατροπή της Μακεδονικής δυναστείας ουσιαστικά δεν ξεπεράστηκε ποτέ.

Ο Βασίλειος Β΄ μπόρεσε να αντιμετωπίσει την απειλή χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, χωρίς να χρειαστεί αυτή τη φορά τη συνδρομή ξένων δυνάμεων. Η νίκη του οφείλεται σε μεγάλο βαθμό, αν όχι αποκλειστικά, στο γεγονός ότι ο συνασπισμός Φωκά – Ξιφία διαλύθηκε σχεδόν αμέσως. Δεν γνωρίζουμε και ούτε μπορούμε να υποθέσουμε την έκβαση της επανάστασης σε αντίθετη περίπτωση. Αν και η ανατροπή της εξουσίας του Βασιλείου Β΄ επιχειρήθηκε πολλές φορές, είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι θα είχε μεγάλες πιθανότητες να επιτευχθεί στο τέλος της βασιλείας του.

 

Σημειώσεις/Παραπομπές

1.C. Holmes, Basil II and the Governance of Empire (976-1025), Oxford – New York 2005, 32-33, 34. Αυτή η επανάσταση πρέπει να μας προβληματίσει προκειμένου να εξετάσουμε σε ποιο βαθμό είχε υποτάξει ο Βασίλειος τις μεγάλες οικογένειες της αυτοκρατορίας μετά το 989.

2.Η Holmes αποδίδει τη «σιωπή» του Ψελλού στις ανάγκες της λογοτεχνικής αρμονίας του κειμένου, μια αρμονία που απαιτούσε η όποια εσωτερική φιλονικία (ρήξη) να ακολουθείται από εξωτερική επιτυχία. Το πιο εμφανές χαρακτηριστικό του έργου του Μιχαήλ Ψελλού είναι το γεγονός ότι δεν υπάρχει καμία αναφορά στις σχέσεις της αυτοκρατορίας με τους γείτονες στα πρώτα δεκατρία χρόνια της βασιλείας του Βασιλείου Β΄ και καμία αναφορά στις εσωτερικές υποθέσεις της αυτοκρατορίας μετά το 989. Βλ. Holmes, Basil II, 35, 516. Είναι γεγονός ότι η βασιλεία του Βασιλείου Β΄ είναι κακώς καταγεγραμμένη από τους Βυζαντινούς ιστορικούς και χρονογράφους. Ορισμένοι μελετητές αποδίδουν το φαινόμενο στην έλλειψη ενδιαφέροντος του ίδιου του Βασιλείου να ακούει επαίνους για τον εαυτό του και στην έλλειψη επιθυμίας να ενθαρρύνει ή να χρηματοδοτεί αυλικούς ρήτορες. Βλ. P. Stephenson, The Legend of Basil the Bulgar-Slayer, Cambridge 2003, 67· M. Lauxtermann, Byzantine Poetry and the Paradox of Basil II’s Reign, στο: Byzantium in the Year 1000, εκδ. P. Magdalino [Peoples, Economies and Cultures, 400-1500, 45], Leiden-Boston 2003, 199-216. Ωστόσο αυτό φαίνεται εξαιρετικά αδύναμο επιχείρημα. Η παράλειψη κάποιου γεγονότος από τους συγγραφείς της εποχής μπορεί να οφείλεται στην κρίση του συγγραφέα που δεν το θεωρεί αξιοσημείωτο ή θεωρεί ότι το γεγονός δεν βοηθά στην ανάδειξη του πρωταγωνιστή αυτοκράτορα. Πάντως, το να υποθέσουμε ότι ο Ψελλός δεν είχε πληροφορίες για τη συγκεκριμένη επανάσταση είναι λιγότερο πιθανόν.

3. Βλ. Holmes, Basil II, 517. Οι στασιαστές, όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια της ανάλυσης, πιθανώς είχαν συνεννοήσεις με τον Γεώργιο Α΄. Η ίδια ερευνήτρια κάνει λόγο και για τη συνεννόησή τους με τον αιγύπτιο χαλίφη al-Hakim (996-1021), αγνοώντας ότι ο χαλίφης είχε πεθάνει μερικούς μήνες ενωρίτερα. Βλ. J.-Cl. Cheynet, Pouvoir et contestations à Byzance (963-1210) [Byzantina Sorbonensia 9], Paris 1990, 36-37• V. Rozen, Imperator Vasiliy Bolgoroboytsa. Izvlecheniya iz letopisi Yakhi Antiokhiyskogo, Αγία Πετρούπολη 1883, 62· P. A. Sanders, The Fatimid state, 969-1171, στο: Cambridge History of Egypt, τ. 1: Islamic Egypt, 640 – 1517, Cambridge 2008, 152. Με τον al-Hakim ο γεωργιανός ηγεμόνας είχε συνάψει συμμαχία πριν ξεσπάσει ο βυζαντινογεωργιανός πόλεμος (βλ. λεπτομέρειες παρακάτω).

4. P. Carelos, Bemerkungen zur Herrschaft Basileios’ II. Bulgaroktonos, BSl 53/1 (1992), 2.

5. Αυτός ήταν ο βασικός λόγος της νίκης του, αν και αυτή επετεύχθη με τη βοήθεια των ξένων δυνάμεων και στις δύο περιπτώσεις. Βλ. Carelos, Bemerkungen, 7.

6. Carelos, Bemerkungen, 2, 8. Αναλυτικά βλ. Cheynet, Pouvoir, 333-336.

7. Carelos, Bemerkungen, 2.

8. Ioannis Scylitzae Synopsis Historiarum, εκδ. I. Thurn [CFHB V], Berlin-New York 1973, 366.31-32.

9. Σκυλίτζης, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 366.32-34. Είναι προφανές ότι πρόκειται για το θέμα της Ιβηρίας που δημιουργήθηκε το 1001 μετά τον θάνατο του Δαυίδ Γ΄ κουροπαλάτη (966-1001) στα εδάφη της ηγεμονίας του Ταώ. Ωστόσο είναι άγνωστο από πού προκύπτει η πληροφορία που παραδίδει ο Carelos (Bemerkungen), 2, ότι ο Γεώργιος Α΄, εκτός από το Ταώ, κατέλαβε και την παραθαλάσσια πόλη Φασιανή (Φάσις;) και τα χαζαρικά λιμάνια.

10. Σκυλίτζης, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 366.35-36.

11. Rozen, Imperator Vasiliy, 63. Η εκδοχή του Yahya σαφώς και είναι πιο αληθοφανής. Η περιγραφή της επανάστασης αυτής, καθώς επίσης και η ανάλυση των αιτίων της είναι πιο πλήρης στο έργο του Yahya απ’ ό,τι του Σκυλίτζη. Βλ. F. Uspenskij, Istoriya Vizantiiskoy Imperii τ. 3, Moskva-Leningrad 1948, 133. Κατά πάσα πιθανότητα οι πληροφορίες του χριστιανού άραβα χρονογράφου προέρχονται από κάποιο τοπικό χρονικό της Αντιόχειας. Bλ. σχετικά Carelos, Bemerkungen, 13. Η νεότερη γαλλική σχολιασμένη μετάφραση του Yahya της Αντιόχειας (Histoire de Yahya ibn-Said d’Antioche, εκδ. I. Kratchkovsky – A. Vasiliev. γαλλική σχολ. μετ. F. Micheau – G. Troupeau, Turnhout 1997) δεν είναι προσβάσιμη σε εμένα.

12. Ioannis Zonarae Epitomae Historiarum, M. Pinderi (εκδ.), T. Büttner-Woβst (επιμ.), Bonnae 1897, 567.10-15. Από την αναφορά αυτή είναι εμφανές πως η απουσία του Βασιλείου Β΄ και η εμπλοκή του με τον γεωργιανό βασιλέα ενεθάρρυναν τους στασιαστές να κηρύξουν την επανάσταση.

13. Βλ. παρακάτω τις λεπτομέρειες για την προσωνυμία αυτή.

14. K. N. Yuzbashyan (εκδ.), Povestvovanie Vardapeta Aristakesa Lastivertsi, Μόσχα 1968, 64 (στο εξής: Yuzbashyan, Povestvovanie). Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι δεν αναφέρεται ονομαστικά ποιοι ήταν αυτοί οι αριστοκράτες που είχαν δυσαρεστηθεί με τον Βασίλειο Β΄ και είχαν προβεί σε όλες αυτές τις ενέργειες. Επίσης, σύμφωνα με τον χρονογράφο, ο Νικηφόρος Φωκάς και όχι ο Νικηφόρος Ξιφίας ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας και μάλιστα παρά τη θέλησή του. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Aristakes είχε στη διάθεσή του κάποια άγνωστη πηγή, πιθανώς προφορική, συμπέρασμα που ενισχύεται από το ύφος της διήγησης στο συγκεκριμένο σημείο.

15. Holmes, Basil II, 519.

16. Ο βυζαντινογεωργιανός πόλεμος ξεκίνησε περίπου την άνοιξη του 1021 και έληξε το 1022. Προήλθε από τη σύγχυση που προέκυψε μετά την ανάμειξη του γεωργιανού ηγεμόνα Δαυίδ Γ΄ κουροπαλάτη στην επανάσταση του Βάρδα Φωκά εναντίον του Βασιλείου Β΄ το 989. Τις λεπτομέρειες για το θέμα αυτό και τις συνέπειες που είχε στις περαιτέρω σχέσεις Βυζαντίου-Γεωργίας, βλ. E. Tchkoidze, Μία πτυχή των πολιτικών σχέσεων Βυζαντίου-Γεωργίας το 10ο αιώνα: Βάρδας Φωκάς και Δαυίδ Κουροπαλάτης, Βυζαντιακά 28 (2009), 217-238.

17. Ο Βασίλειος Β΄ αντιμετώπισε με πόλεμο το πρόβλημα της Βουλγαρίας, αλλά σε άλλα μέτωπα προτίμησε, όσο του επέτρεπαν οι συνθήκες, τα διπλωματικά μέσα. Βλ. Holmes, Basil II, 516. Γενικώς, η διπλωματική επίλυση των συγκρούσεων ήταν μια από τις προτεραιότητες της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Βλ. Ε. Χρυσός , Ο πόλεμος έσχατη λύση, στο: Βυζάντιο. Κράτος και κοινωνία, Μνήμη Νίκου Οικονομίδη, Α. Αβραμέα – Α. Λαΐου – Ε. Χρυσός (επιμ.) [ΙΒΕ/ΕΙΕ Ερευνητική Βιβλιοθήκη τ. 3], Αθήνα 2003, 543-563.

18. Tchkoidze, Μία πτυχή των πολιτικών σχέσεων, 228.

19. Rozen, Imperator Vasiliy, 63.

20.. Holmes, Basil II, 519.

21. Αυτή η πληροφορία προέρχεται από τα δύο γεωργιανά χρονικά (βλ. λεπτομέρειες παρακάτω) και τον άραβα χρονογράφο.

22. Σκυλίτζης, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 366-7. Βλ. R. Guilland, Patrices du règne de Basile II, JÖB 20 (1971), 91 (= Ο Ιδιοσ, Titres et Fonctions de l’ Empire Byzantin, London 1976, αρ. XII)· Cheynet, Pouvoir, 213.

23.Σκυλίτζης, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 343.85-86.

24.Σκυλίτζης, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 345.38-39, 348.21.

25.Σκυλίτζης, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 352.24.

26.Σκυλίτζης, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 364.68.

27. Guilland, Patrices, 98• Cheynet, Pouvoir, 308.

28. Uspenskij, Istoriya, 133. Ας μην ξεχνάμε πως ο οίκος των Φωκάδων καταγόταν από την Καππαδοκία, που σημαίνει πως θα μπορούσαν πολύ άνετα να συγκεντρώσουν μεγάλο στρατό. Βλ. Carelos, Bemerkungen, 3.

29. Αυτή η πληροφορία των γεωργιανών χρονικών επιβεβαιώνεται από τον Σκυλίτζη, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 366.38-39: οὗπερ ἀγγελθέντος τῷ βασιλεῖ ταραχὴ κατεῖχε τὴν παρεμβολὴν καὶ ἀγωνία.

30. Σκυλίτζης, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 366.40-43.

31. Ο Αρμένιος Ματθαίος επίσκοπος Εδέσσης υποστηρίζει πως οι στασιαστές είχαν συμμάχους τον Γεώργιο Α΄ και τους γιους του αρμενίου ηγεμόνα Gagik Α΄ (989-1020). Βλ. Κ. N. Yuzbashian, Skilitsa o zakhvate Aniyskogo tsarstva, VV 40 (1979), 79.

32. V. Kopaliani, Sakartvelosa da Bizantiis politikuri urtiertoba 970-1070 tslebshi (Πολιτικές σχέσεις ανάμεσα στη Γεωργία και το Βυζάντιο το 970-1070), Τιφλίδα 1969, 111-112 .

33. J.-Cl. Cheynet, Basil II and Asia Minor, στο: Byzantium in the year 1000, 101.

34. Αν και στις πηγές εκτός από τον Φέρη δεν αναφέρεται κανένας άλλος γεωργιανός συνωμότης, είναι πρόδηλο πως υπήρχαν και άλλοι υποστηρικτές της επανάστασης μεταξύ των Γεωργιανών που ζούσαν στο Βυζάντιο. O J. H. Forsyth (The Byzantine-Arab Chronicle (938-1034) of Yahyā B. Sa‘īd Al-Antākī, Ph.D. Dissertation, University of Michigan 1977, 566), υποστηρίζει πως η συμμετοχή των Γεωργιανών και των Αρμενίων δεν έπαιξε τόσο σημαντικό ρόλο. Μπορεί ο αριθμός των Γεωργιανών και των Αρμενίων που συμμετείχαν όντως να μην ήταν μεγάλος. Αυτοί οι λίγοι, εντούτοις, φαίνεται πως ήταν τα κεντρικά πρόσωπα. Αυτό προκύπτει έμμεσα από το γεγονός ότι μετά την καταστολή της επανάστασης το πρώτο θύμα που τιμωρήθηκε με αποκεφαλισμό ήταν ο Γεωργιανός Φέρης.

35. Για τη συνεργασία αυτή μας πληροφορεί μόνο ο Yahya της Αντιόχειας ο οποίος αναφέρει χαρακτηριστικά ότι ο Βασίλειος Β΄ μόλις είχε απαλλαγεί από το πρόβλημα με τους Βούλγαρους όταν ο Γεώργιος Α΄ «άρχισε να αλληλογραφεί με τον al-Hakim προτείνοντάς του να ενωθούν και να πολεμήσουν τον βασιλιά (= Βασίλειο Β΄), δηλαδή ο καθένας τους θα πραγματοποιούσε την επίθεση εναντίον του από τη δική του πλευρά». Ο φατιμίδης χαλίφης εξαφανίστηκε (πήγε στο βουνό για προσευχή και δεν ξαναγύρισε ποτέ) πριν ξεσπάσει οποιαδήποτε ένοπλη σύγκρουση. Βλ. Rozen, Imperator Vasiliy, 61. Είναι μία πληροφορία άκρως σημαντική, καθώς πρόκειται για τη μοναδική περίπτωση που γεωργιανός ηγέτης προσπάθησε να συνάψει στρατιωτική συμμαχία με μουσουλμάνο ηγέτη εναντίον του βυζαντινού αυτοκράτορα. Η πράξη αυτή του Γεωργίου Α΄ αποδεικνύει το θάρρος αλλά και την εχθρότητα που έτρεφε ενάντια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Όλα δείχνουν ότι ο Γεώργιος Α΄ δεν είχε καμία βοήθεια από την αιγυπτιακή πλευρά. Βλ. Carelos, Bemerkungen, 2.

36. Η Μ. Lortkipanidze, Sumbat Davitis-dze, Istoriya i povestvovanie o Bagratidakh, Τιφλίδα 1979, 58 πιστεύει πως η επανάσταση ενίσχυσε τη θέση των Γεωργιανών. Το αντίθετο φρονεί ο N. Adontz, ότι δηλαδή οι συνέπειες της επανάστασης ουσιαστικά δυσχέραναν την κατάσταση ακόμη περισσότερο. Βλ. N. Adontz, Notes Arméno – Byzantines, στο: N. Adontz, Études Armeno-Byzantines, Lisbonne 1965, 171.

37. Να σημειωθεί πως, αν και από τις πηγές δεν επιβεβαιώνεται, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πλέον ότι η γεωργιανή πλευρά υποστηρίχθηκε και από το αρμενικό βασίλειο του Βασπουρακάν. Βλ. Kopaliani, Sakartvelosa, 104-105. Ας μην λησμονούμε ότι ο τελευταίος ηγεμόνας του, ο Senekerim Artsruni (1003-1021) ήταν ο πεθερός του Γεωργίου Α΄. Βλ. Kartlis Tskhovreba. Κριτική έκδοση των κειμένων με βάση όλα τα βασικά χειρόγραφα του S. Kaukhchishvili, τ. 1, Τιφλίδα 1955, 299.4. Nέα έκδοση του έργου με αγγλική μετάφραση, υπό την αιγίδα της Ακαδημίας των Επιστημών της Γεωργίας, είναι τώρα διαθέσιμη και στο διαδίκτυο: Kartlis Tskhovreba. A History of Georgia [Georgian National Academy of Sciences – Commission for the Study of Georgian Historical Sources], Tbilisi 2014). Για την προσάρτηση του αρμενικού βασιλείου στο Βυζάντιο το 1021, βλ. W. Seibt, Die Eingliederung von Vaspurakan in das byzantinische Reich (etwa Anfang 1019 bsw. Anfang 1022), Handes Amsorya 92 (1978), 49-66, κυρίως 58-60.

38. Rozen, Imperator Vasiliy, 61. Βλ. επίσης Tchkoidze, Μία πτυχή των πολιτικών σχέσεων, 223-225. Στην επανάσταση του 989 η υποστήριξη του γεωργιανού ηγεμόνα προς τον Βάρδα Φωκά δεν ήταν τυχαία. Το ότι οι γεωργιανοί άρχοντες είχαν στενές σχέσεις με τους Φωκάδες βλ. Cheynet, Basil II, 98-99. Πρόκειται λοιπόν για παραδοσιακούς συμμάχους.

39. E. Taqaishvili (εκδ), Zhizn i izvestiya o Bagratidakh, Τιφλίδα 1900, 164.

40. Όχι μόνο στις συγκεκριμένες γεωργιανές πηγές, αλλά γενικότερα στα μεσαιωνικά γεωργιανά κείμενα, οι όροι Ελλάδα και Έλληνας χρησιμοποιούνται για την απόδοση των όρων Βυζάντιο και Βυζαντινός αντίστοιχα. Βλ. E. Tchkoidze, Ένας Γεωργιανός προσκυνητής στον βυζαντινό κόσμο του 9ου αιώνα: ο Άγιος Ιλαρίων ο Γεωργιανός, Αθήνα 2011, 38-39.

41. Sumbat Davitis-dze, Tskhorebai da utskebai Bagratonianta, εκδ. G. Arakhamia, Τιφλίδα 1990, 55.8-10 (Βίος και πολιτεία των Βαγρατιδών • στο εξής: Sumbat Davitis-dze).

42. Rozen, Imperator Vasiliy, 61 και 63. Βλ. N. Adontz – H. Grégoire, Nicéphore au col roide, Byzantion 8 (1933), 203-212, κυρίως 211. Το γεγονός ότι ο Νικηφόρος δεν αναφέρεται στα βυζαντινά χρονικά με την προσωνυμία αυτή πρόσεξε ο Carelos, Bemerkungen, 7 σημ. 28, ο οποίος δίνει πολύ διαφορετική διάσταση στο ζήτημα αυτό και διατυπώνει την υπόθεση ότι ίσως πρόκειται για λάθος απόδοση του ονόματος Φωκάς στα αρμενικά.

43. Σύμφωνα με τον Σκυλίτζη, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 366.37-38, πρόκειται για τις περιοχές της Καππαδοκίας, της Ροδανδού και τα περίχωρά τους. Στο ανώνυμο γεωργιανό χρονικό του 11ου αι. Matiane Kartlisa δεν διευκρινίζεται για ποιες ακριβώς περιοχές πρόκειται, ενώ ο Sumbat γιος του Δαυίδ, χρονογράφος του πρώτου μισού του 11ου αι. κάνει λόγο για τις «χώρες όλης της Ανατολής». Βλ. Sumbat Davitis-dze, 55.11.

44. Cheynet, Basil II, 65.

45. Ο Αρμένιος Aristakes, διηγούμενος την αποτυχία της επανάστασης των Φωκά-Ξιφία αναφέρει με έκπληξη: «είδα με τα μάτια μου ότι όποιος προσπάθησε να του αντισταθεί [πρόκειται για τον Βασίλειο Β΄], όλοι πέθαναν με επαίσχυντο θάνατο». Βλ. Yuzbashyan, Povestvovanie, 64. Η φήμη για τον «καλότυχο» Βασίλειο Β΄ πρέπει να ήταν πλατιά διαδεδομένη την εποχή εκείνη και εκτός Βυζαντίου.

46. Rozen, Imperator Vasiliy, 64• Adontz, Notes arméno-byzantines, 165• Uspenskij, Istoriya, 133. Φαίνεται ότι οι δύο πρωτεργάτες της επανάστασης δεν μπόρεσαν να συνεννοηθούν για τις λεπτομέρειες της περαιτέρω δράσης τους.

47. Για τις λεπτομέρειες για τη δολοφονία, βλ. Σκυλίτζης, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 366.43-367.49. Μετά τη δολοφονία του Φωκά η ένωση των στασιαστών διαλύθηκε αμέσως. Σύμφωνα με τον Yahya, ο Ξιφίας φυλάκισε τον Νικηφόρο Φωκά μετά από μία ψευδή πρόσκληση στις 15 Αυγούστου του 1022 και δολοφονήθηκε την ίδια μέρα. Αυτό προκάλεσε αναταραχή και διχόνοια στους επαναστάτες και ήταν φυσικό να ηττηθούν. Βλ. Rozen, Imperator Vasiliy, 63-64• Carelos, Bemerkungen, 5.

48. Στο γεωργιανό κείμενο Matiane Kartlisa δεν αναφέρεται ποιοι ακριβώς απομακρύνθηκαν μετά τη δολοφονία του Νικηφόρου, αλλά μάλλον πρόκειται για τους οπαδούς του Νικηφόρου του Φωκά.

49. Στο πρωτότυπο γεωργιανό κείμενο το επίθετο απαντά ως «οι Δαλασανοί», βλ. Kartlis Tskhovreba, 298. Στο κείμενο του Sumbat δεν έχουμε κάποια πληροφορία σχετικά με την ταυτότητα αυτών που παγίδευσαν τον Ξιφία, τον οποίο φαίνεται ότι συνέλαβε ο γιός του Δαμιανού Δαλασσηνού, Θεοφύλακτος. Για τις λεπτομέρειες, βλ. Σκυλίτζης, Σύνοψις Ἱστοριῶν, σ. 367.51-53. Ο Δαμιανός Δαλασσηνός υπήρξε κατεπάνω Αντιοχείας στα χρόνια 995-998. Βλ. επίσης Cheynet, Pouvoir, 226, 308.

50. Ο Σκυλίτζης ισχυρίζεται πως ο Θεοφύλακτος Δαλασσηνός παρέδωσε τον συλληφθέντα Νικηφόρο Ξιφία στον Ιωάννη τον Πρωτονοτάριο. Πιστεύουμε πως η πληροφορία του γεωργιανού κειμένου Matiane Kartlisa, ότι τον παρέδωσε στον Βασίλειο, είναι πιο λογική και αληθοφανής. Ο Ζωναράς δεν διευκρινίζει σε ποιον ακριβώς παραδόθηκε ο Ξιφίας. Βλ. Ζωναράς, Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν, 567.15-18: ταχέως ἡ τούτων ἐσβέσθη ἀποστασία, τοῦ μὲν Ξιφία τὸν Φωκᾶν ἀνελόντος, αὐτοῦ δὲ συλληφθέντος, καὶ δεσμίου ἀπαχθέντος εἰς τὴν τῶν πόλεων βασιλεύουσαν.

51. Rozen, Imperator Vasiliy, 66.

52. Ίσως τον βοήθησε η χειρονομία του. Σύμφωνα με τον Yahya της Αντιοχείας, ο Ξιφίας όταν αντιλήφθηκε ότι η επανάσταση απέτυχε, για να εξιλεωθεί για το σφάλμα του, έστειλε στον Βασίλειο Β΄ το κομμένο κεφάλι του Νικηφόρου Φωκά. Από την πλευρά του ο Βασίλειος Β΄ το «δώρο» αυτό το έστειλε στον Γεώργιο Α΄, προφανώς για να τον τρομοκρατήσει. Βλ. Rozen, Imperator Vasiliy, 65.

53. Ο Σκυλίτζης αναφέρει αυτό το νησί και σε άλλο σημείο ως τόπο εξορίας: Βλ. Σκυλίτζης, Σύνοψις Ἱστοριῶν, σ. 213.54-55: (ο Ρωμανός Α΄ Λακαπηνός) ἐξορίζει τὸν μάγιστρον Στέφανον εἰς τὴν Ἀντιγόνου νῆσον… καὶ μοναχὸν ἀποκείρει.

54. Σκυλίτζης, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 367.53-54. Πρβ. Σκυλίτζης, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 376.74-76, όπου ο χρονογράφος αναφέρει πως ο Ξιφίας ντύθηκε το μοναχικό σχήμα εθελουσίως στη μονή Στουδίου: (ο Ρωμανός Γ΄ Αργυρός ανακάλεσε) δὲ καὶ τῆς χρονίας ὑπερορίας Νικηφόρον τὸν Ξιφίαν, ὃς ἐθελοντὴς ἐν τῇ μονῇ τῶν Στουδίου τὸ τῶν μοναχῶν ἠμφιέσατο σχῆμα. Φαίνεται πως πάλι ενσωματώνει πληροφορίες προερχόμενες από διαφορετική πηγή και έτσι υποπίπτει σε ορισμένες ανακρίβειες.

55. Lortkipanidze, Sumbat Davitis-dze, 58. Γενικότερα, για το πολιτικό υπόβαθρο του συγκεκριμένου κειμένου και τις ιδεολογικές παραμέτρους βλ. St. H. Rapp Jr., Sumbat Davitis-dze and the Vocabulary of Political Authority in the Era of Georgian Unification, Journal of the American Oriental Society 120/4 (2000), 570-576.

56. Guilland, Patrices, 97.

57. N. Emin (εκδ), Vseobshaya istoriya Stepanosa Taronskogo Asokhika po prizvaniyu, Μόσχα 1861, 194.

58. Ο άρχοντας των αρχόντων Jojik μαζί με τον Τορνίκιο ήταν ο στρατηγός στη μάχη εναντίον του Σκληρού το 979, βλ. Vseobshaya istoriya Asokhika, 135. Σύμφωνα με τον Σκυλίτζη, Σύνοψις Ἱστοριῶν, σ. 356.26, Τζοτζίκιος (Jojik) λεγόταν και ο γιός του Θεβδάτου. Αναφερόμενος στα γεγονότα του 1016 τον μνημονεύει με τον τίτλο του στρατηγοῦντος ἐν Δοροστόλῳ. Ο Jojik μνημονεύεται και σε ένα γεωργιανό χειρόγραφο, σε μια σύντομη προσευχή. Βλ. Actes d’Iviron I. Des origines au milieu du xie siècle, εκδ. J. Lefort, N. Oikonomidès, Denise Papachryssanthou, Hélène Métrévéli [Archives de l’Athos XIV], Paris 1985, 19.

59. Βλ τη λεπτομερή περιγραφή του τετραευαγγελίου στην I. Hutter, Scriptoria in Bithynia, στο: Constantinople and its Hinterland. Papers from the Twenty-seventh Spring Symposium of Byzantine Studies, C. Mango and G. Dagron (εκδ.) with the assistance of G. Greatrex, Oxford 1995, 384.

60. 59. A. Ρ. Kazhdan, Armyane v sostave gospodstvuyuschego klassa Vizantiyskoy imperii v 11-13 vv., Ερεβάν 1975, 59.

61. Hutter, Scriptoria, 384. Υπενθυμίζουμε πως και οι τρεις είχαν συνοδεύσει τον Βασίλειο Β΄ όταν αναχώρησε το 1001 από τη Γεωργία. Από ορισμένους μελετητές αμφισβητείται το γεγονός ότι αυτός ο Πακουριανός είναι ο τρίτος γιός του Jojik, ο οποίος σύμφωνα με τη γνώμη τους είχε μόνο δύο γιούς, τον Θευδάτο και τον Φέρση. Βλ. Actes d’Iviron, I, 19.

62. Giorgi Mtsire, Tskhoreba giorgi mtatsmidelisa, στο: Dzveli kartuli agiografiuli literaturis dzeglebi, τ. 2, I. Abuladze (επιμ.), (1967), 117.16-27 (Βίος του Γεωργίου Αγιορείτου στο: Μνημεία της αρχαίας γεωργιανής αγιολογίας).

63. Σύμφωνα με τον Forsyth, The Byzantine-Arab Chronicle, 566, αυτή την περίοδο ο Φέρης ήταν διοικητής του φρουρίου του Khaltoyrich και κατείχε σημαντική θέση στη βυζαντινή στρατιωτική ηγεσία.

64. Ο 11ος αιώνας είναι μία περίοδος κατά την οποία ο αριθμός των Γεωργιανών στο Βυζάντιο και, ειδικά, στον βυζαντινό στρατό, αυξήθηκε κατακόρυφα. Βλ. A. P. Kazhdan – G. G. Litavrin, Ocherki istorii Vizantii I Yuzhnikh Slavyan, Μόσχα 1958, 58. Εκτός από τους Γεωργιανούς, αυτή την περίοδο και οι Αλανοί διέπρεπαν στον βυζαντινό στρατό. Βλ. A. Kazhdan – G. Constable, People and Power in Byzantium. Αn Introduction to Modern Byzantine Studies, Washington, D. C. 1982, 154.

65. Hutter, Scriptoria, 384.

66. N. Panagiotakes, Fragments of a Lost Eleventh Century Byzantine Historical Work?, στο: Φιλέλλην. Studies in Honour of Robert Browning, C. N. Constantinides – N. Panagiotakes – E. Jeffreys – A. Angelou (επιμ.), Venice 1996, 356. Το κείμενο του Ιωσήφ Λαζαρόπουλου εκδόθηκε από τον J. Ο. Rosenqvist, Τhe Hagiographical Dossier of St Eugenios of Trebizond in Codex Athous Dionysiou 154. A Critical Edition with Introduction, Translation, Commentary and Indexes [Studia Byzantina Upsaliensia 5], Upsala 1996, 258.236-240.

67. Αυτή η τιμωρία σαφώς και ήταν η έκφραση της οργής του Βασιλείου προς τους Γεωργιανούς, βλ. Cheynet, Basil II, 101.

68. Κ. Μπουρδάρα, Καθοσίωσις και τυραννίς κατά τους μέσους βυζαντινούς χρόνους. Μακεδονική Δυναστεία (867-1056), Αθήνα-Κομοτηνή, 1981, 134.

69. Σύμφωνα με το Matiane Kartlisa: «ο Βασίλειος Β΄ μαζί τους [με τους στασιαστές] αποκεφάλισε πολλούς με ξίφος εκ των οποίων ήταν και ο Φέρης γιος του Jojik που καταγόταν από το Tao, και οι υπόλοιποι ήταν Έλληνες». Βλ. Kartlis Tskhovreba, 287.5-8. Ο Sumbat, γιός του Δαυίδ, λέγει χαρακτηριστικά: «ο Βασίλειος Β΄ αποκεφάλισε πολλούς οπαδούς τους [των στασιαστών] εκ των οποίων ήταν και ο Φέρης γιος του Jojik». Βλ. Sumbat Davitis-dze, 55.17-18. Είναι αξιοσημείωτο ότι σύμφωνα με τα κείμενα των μαρτυριών, η πιο συνηθισμένη ποινή που επιβαλλόταν στους χριστιανούς ήταν ο αποκεφαλισμός με ξίφος, δηλαδή η ἀπότμησις τῆς κεφαλῆς ξίφει. Βλ. Κ. Μπουρδάρα, Το δίκαιο στα αγιολογικά κεί μενα [Forschungen zur byzantinischen Rechtsgeschichte, Athener Reihe 2], Αθήνα 1987, 84.

70. Μπουρδάρα, Καθοσίωσις, 102. Στο Βυζάντιο κατά τον 10ο-11ο αι. οι περιουσίες μεγάλων εγκληματιών (επαναστατών, καταδικασμένων για φόνο κτλ) δημεύονταν εξ ολοκλήρου. Βλ. επίσης G. G. Litavrin, Vizantiiskoe obschestvo I gosudarstvo v 10-11 vv., Μόσχα 1977, 199. Για τις τιμωρίες των υπολοίπων βλ. Σκυλίτζης, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 367.64-70. Οι ποινές για το έγκλημα καθοσίωσης που προϋπέθετε δόλο, ήταν ποικίλες: κεφαλική, σωματικός σωφρονισμός, εξορία και χρηματική ποινή, καθώς επίσης τύφλωση και πιο σπάνια, θανάτωση. Πάντως, η τύφλωση εθεωρείτο πιο ήπια ποινή από τη θανάτωση. Βλ. Μπουρδάρα, Καθοσίωσις, 147, 159 και 165. Προκύπτει λοιπόν ότι στον Φέρη επιβλήθηκε η βαρύτερη ποινή.

71. Σκυλίτζης, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 367.65-67.

72. Με άλλα λόγια, ο Φέρης τιμωρήθηκε για παραδειγματισμό. Δεν αποκλείεται ωστόσο να συνέτρεχαν και οι δύο λόγοι.

73. Η ταυτότητα αυτού του Ανδρονίκου μάς είναι άγνωστη. Αν και από τις πηγές δεν αντλούμε καμία πληροφορία για την ύπαρξη είτε θυγατέρας είτε αδελφής του
Φέρη, μάλλον πρόκειται για τον άνδρα της αδελφής του. Ο Ανδρόνικος ήταν προφανώς βυζαντινός αξιωματούχος.

74. Yuzbashyan, Povestvovanie, 65-66.

75. Mtsire, Tskhoreba, 118.3.

76. Mtsire, Tskhoreba, 118.4. Αυτή η πληροφορία είναι αποκλειστική και εξαιρετικής σημασίας. Αναδεικνύεται μία άλλη μορφή τιμωρίας που δεν είναι γνωστή από άλλες πηγές. Ο Φέρης όχι μόνο αποκεφαλίστηκε, αλλά εκτοπίστηκαν όλη η οικογένεια και οι άνθρωποί του στη Βασιλεύουσα για δώδεκα ολόκληρα χρόνια. Κανένας γεωργιανός όμηρος δεν παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Δεν ξέρουμε καν αν πρόκειται για ομηρία ή ήταν εξορία και κάτω από ποιες συνθήκες ζούσαν στη βυζαντινή πρωτεύουσα.

77. Δεν γνωρίζουμε γιατί ο Σκυλίτζης τους αναφέρει ως ανεψιούς του Θευδάτου και όχι ως γιούς του Φέρη. Ο Θευδάτος μάλλον ήταν πιο γνωστός στην αυτοκρατορία εκείνη την περίοδο. Βλ. E. Metreveli, Narkvevebi athonis kulturul-saganmanatleblo keris istoriidan (Δοκίμια για την ιστορία της πολιτιστικής και εκπαιδευτικής εστίας στον Άθωνα), Τιφλίδα 1996, 194.

78. Metreveli, Narkvevebi athonis kulturul-saganmanatleblo keris istoriidan, 104.

79. Σκυλίτζης, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 367.57-59.

80. H. Grégoire, The Amorians and Macedonians, 842-925, στο: Cambridge Medieval History τ. IV.I, Cambridge 1966, 189.

81. Δ. Ζακυθηνοσ, Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, Αθήνα 1969, 323.

82. I. Javakhishvili, Tkhzulebani τ. 2, Τιφλίδα 1983, 136 (Έργα).

 

* Το παρόν άρθρο εκπονήθηκε στο πλαίσιο της ερευνητικής εργασίας με τίτλο «Ο Βασίλειος Β΄ (976-1025) στη μεσαιωνική γεωργιανή γραμματεία», η οποία υποστηρίχθηκε από την Πράξη «Ακαδημία Πλάτωνος: Ανάπτυξη της γνώσης και καινοτόμων ιδεών». Η Πράξη υλοποιείται από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, την ΑΜΚΕ Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Κοινωφελούς Ιδρύματος «Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης» και το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού μέσω του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση» και συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο) και Εθνικούς Πόρους. Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τα ανωτέρω Ιδρύματα και το Πρόγραμμα για την ευκαιρία αυτή και τη στήριξη του έργου μου κατά την παραμονή μου στην Αθήνα (Οκτ. 2012 – Σεπτ. 2013), καθώς επίσης τον επιβλέποντα καθηγητή Βυζαντινής Φιλολογίας, τον κ. Αθανάσιο Μαρκόπουλο (Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών), για την άριστη συνεργασία. Ευχαριστώ επίσης την κ. Βασιλική Τσαμακδά, καθηγήτρια Χριστιανικής Αρχαιολογίας και Βυζαντινής Τέχνης του Πανεπιστημίου Mainz, για την αποστολή των απαραίτητων άρθρων.

Για τη συγγραφέα: Η Eka Tchkoidze σπούδασε Γεωργιανή και Νεοελληνική Φιλολογία στο Κρατικό Πανεπιστήμιο I. Javakhishvili της Τιφλίδας. Συνέχισε τις σπουδές της στο Διατμηματικό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Μεσαιωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων από όπου έλαβε το μεταπτυχιακό της δίπλωμα ειδίκευσης το 2001 και το διδακτορικό της δίπλωμα το 2006. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της στην Ελλάδα υπήρξε υπότροφος του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών (Ι.Κ.Υ.) και του Κοινωφελούς Ιδρύματος «Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης». Το ακαδημαϊκό έτος 2007-2008 εργάστηκε ως μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Πρόγραμμα Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Princeton (ΗΠΑ). Από το 2008 κατέχει τη θέση της Επίκουρης Καθηγήτριας στο Ilia State University της Τιφλίδας και την παρούσα στιγμή είναι ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Γενεαλογίας του Μοντερνισμού στο ίδιο Πανεπιστήμιο.

 

Πηγή: Βυζαντινά Σύμμεικτα, Αβέρωφ

megas kwnstantinos 02

 

[ΧLΙ] [1] Ὦ Πόλις, Πόλις, πόλεων πασῶν κεφαλή· ὦ Πόλις, Πόλις, κέντρον τῶν τεσσάρων τοῦ κόσμου μερῶν· ὦ Πόλις, Πόλις, χριστιανῶν καύχημα καί βαρβάρων ἀφανισμός· ὦ Πόλις, Πόλις, ἄλλη παράδεισος φυτευθεῖσα πρός δυσμάς, ἔχουσα ἔνδον φυτά παντοῖα βρίθοντα καρπούς πνευματικούς.

[2] Ποῦ σου τό κάλλος παράδεισε· Ποῦ σου ἡ τῶν χαρίτων τοῦ πνεύματος εὐεργετική ρώσις ψυχῆς τέ καί σώματος; Ποῦ τά τῶν ἀποστόλων τοῦ Κυρίου μου σώματα τά πρό πολλοῦ φυτευθέντα ἐν τῷ ἀειθαλεῖ παραδείσω, ἔχοντα ἐν μέσῳ τούτων τό πορφυροῦν ἱμάτιον, τήν λόγχην, τόν σπόγγον, τόν κάλαμον, ἅτινα ἀσπάζοντες ἐφανταζόμεθα τόν ἐν σταυρῷ ὑψωθέντα ὁρᾶν· ποῦ τά τῶν ὅσιων λείψανα; Ποῦ τά τῶν μαρτύρων; ποῦ τά τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου καί τῶν λοιπῶν βασιλέων πτώματα; αἱ ἀγυιαί, τά περίαυλα, αἱ τρίοδοι, οἱ ἀγροί, οἱ τῶν ἀμπέλων περιφραγμοί, τά πάντα πλήρη, μεστά λειψάνων ἁγίων, σωμάτων εὐγενῶν, σωμάτων ἀγενῶν, ἀσκητῶν, ἀσκητριῶν. Ὦ τῆς ζημίας «Ἔθεντο, Κύριε, τά θνησιμαῖα τῶν δούλων σου βρώματα τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ, τάς σάρκας τῶν ὁσίων σου τοῖς θηρίοις τῆς γῆς κύκλῳ τῆς Νέας Σιῶν καί οὐκ ἦν ὁ θάπτων».

[3] Ὦ ναέ, ὦ ἐπίγειε οὐρανέ, ὦ οὐράνιον θυσιαστήριον, ὦ θεῖα καί ἱερά τεμένη, ὦ κάλλος ἐκκλησιῶν, ὦ βίβλοι ἱεραί καί Θεοῦ λόγια, ὦ νόμοι παλαιοί τέ καί νέοι, ὦ πλάκαι γραφεῖσαι Θεοῦ δακτύλῳ , ὦ εὐαγγέλια λαληθέντα Θεοῦ στόματι, ὦ θεολογίαι σαρκοφόρων ἀγγέλων, ὦ διδασκαλίαι πνευματοφόρων ἀνθρώπων, ὦ παιδαγωγίαι ἡμιθέων ἡρώων, ὦ πολιτεία, ὦ δῆμος, ὦ στρατός ὑπέρ μέτρον τό πρίν, νῦν δ’ ἀφανισθεῖς ὡς ποντιζομένη ναῦς ἐν τῷ πλεῖν, ὦ οἰκίαι καί παντοδαπά παλάτια καί ἱερά τείχη, σήμερον συγκαλῶ πάντα καί ὡς ἔμψυχα συνθρηνῶ, τόν Ἱερεμίαν ἔχων ἔξαρχον τῆς ἐλεεινῆς τραγωδίας.

[4] «Πῶς ἔκαθισεν μόνη ἡ πόλις ἡ πεπληθυμένη λαῶν; Ἐγεννήθη ὡς χήρα ἡ πεπληθυμένη ἐν ἔθνεσιν, ἄρχουσα ἐν χώραις ἐγεννήθη εἰς φόρον. Κλαίουσα ἔκλαυσεν ἐν νυκτί καί τά δάκρυα αὐτῆς ἐπί τῶν σιαγόνων αὐτῆς καί οὔχ ὑπάρχει ὁ παρακαλῶν αὐτήν ἀπό πάντων τῶν ἀγαπώντων αὐτήν. Πάντες οἱ φιλοῦντες αὐτήν ἠθέτησαν ἐν αὐτῇ, ἐγένοντο αὐτῇ εἰς ἐχθρούς. Μετῳκίσθη ἡ Ἀσία ἀπό ταπεινώσεως αὐτῆς καί ἀπό πλήθους δουλείας αὐτῆς. Ἐκάθισεν ἐν ἔθνεσιν, οὔχ εὖρεν ἀνάπαυσιν. Πάντες οἱ καταδιώκοντες αὐτήν κατέλαβον αὐτήν ἀνά μέσον τῶν θλιβόντων. Ὁδοί πόλεως πενθοῦσιν παρά τό μή εἶναι ἐρχόμενους εἰς ἑορτήν. Πᾶσαι αἱ πύλαι αὐτῆς ἠφανισμέναι. Οἱ ἱερεῖς αὐτῆς ἀναστενάζουσιν, αἱ παρθένοι αὐτῆς ἀγόμεναι καί αὐτή πικραινομένη ἐν ἑαυτῇ. Ἐγένοντο οἱ θλίβοντες αὐτήν εἰς κεφαλήν καί οἱ ἐχθροί αὐτῆς εὐθηνοῦσιν, ὅτι Κύριος ἐταπείνωσεν αὐτήν ἐπί τό πλῆθος τῶν ἀσεβειῶν αὐτῆς. Τά νήπια αὐτῆς ἐπορεύθη ἐν αἰχμαλωσίᾳ κατά πρόσωπον θλίβοντος. Καί ἐξῆλθεν ἐκ θυγατρός Σιῶν πᾶσα ἡ εὐπρέπεια αὐτῆς. Ἐγένοντο οἱ ἄρχοντες αὐτῆς ὡς κριοί οὔχ εὑρίσκοντες νομήν καί ἐπορεύοντο ἐν οὐκ ἱσχύϊ κατά πρόσωπον διώκοντος. Ἰδόντες οἱ ἐχθροί αὐτῆς ἐγέλασαν ἐπί μετοικεσίᾳ αὐτῆς. Ἁμαρτίαν ἥμαρτεν Ἱερουσαλήμ διά τοῦτο εἰς σάλον ἐγένετο.

[5] Χεῖρα αὐτοῦ ἐξεπέτασεν ὁ θλίβων ἐπί πάντα τά ἐπιθυμήματα αὐτῆς, εἶδε γάρ ἔθνη εἰσελθόντα εἰς τό ἁγίασμα αὐτῆς, ἅ ἐνετείλω μή εἰσελθεῖν εἰς τήν ἐκκλησίαν σου. Πᾶς ὁ λαός αὐτῆς καταστενάζοντες, ζητοῦντες ἄρτον. Ἔδωκαν τά ἐπιθυμήματα αὐτῆς ἐν βρώσει, τοῦ ἐπιστρέψαι ψυχήν. Ἴδε, Κύριε, καί ἐπίβλεψον πάντες οἱ παραπορευόμενοι ὁδόν ἐπιβλέψατε καί ἴδετε εἰ ἐστίν ἄλγος κατά τό ἄλγος μου, δ’ ἐπεφύλλισέν μοί. Ἐξ ὕψους αὐτοῦ ἐξαπέστειλε πῦρ ἐν τοῖς ὀστέοις μου καί κατήγαγεν αὐτό ἐπ’ ἐμέ. Διεπέτασε δίκτυον τοῖς ποσί μου· ἀπέστρεψεν μέ εἰς τά ὀπίσω, ἔδωκέν με ἠφανισμένην, ὅλην τήν ἡμέραν ὀδυνωμένην.

[6] Ἐξῆρε πάντας τούς ἰσχυρούς μου ὁ Κύριος ἐκ μέσου μου· ἐκάλεσεν ἐπ’ ἐμέ καιρόν τοῦ συντρῖψαι ἐκλεκτούς μου. Ληνόν ἐπάτησε Κύριος παρθένω θυγατρί Ἰούδα. Ἐπί τούτοις ἐγώ κλαίω. Ἐγένοντο οἱ υἱοί μου ἠφανισμένοι, ὅτι ἐκραταιώθη ὁ ἐχθρός.

[7] Δίκαιός ἐστι Κύριος, ὅτι τό στόμα αὐτοῦ παρεπίκρανα. Ἀκούσατε δή, πάντες λαοί, καί ἴδετε τό ἄλγος μου· αἵ παρθένοι μου καί οἱ νεανίσκοι μου ἐπορεύθησαν ἐν αἰχμαλωσίᾳ μου. Ἐκάλεσα τούς ἔραστάς μου, αὔτοι δέ παρελογίσαντό με· οἱ ἱερεῖς μου καί οἱ πρεσβύτεροί μου ἐν τῇ πόλει ἐξέλιπον.

[8] Ἀκούσατε δή, ὅτι στενάζω ἐγώ.

[9] Ἐγένετο Κύριος ὡς ἐχθρός καί ἐξέσπασεν ὡς ἄμπελον τό σκήνωμα αὐτοῦ, διέφθειρεν ἑορτήν αὐτοῦ. Ἐπιλαθέσθαι ἐποίησε Κύριος ἐν τῇ πόλει ἑορτῆς καί σαββάτου καί παρώξυνεν ἐν ἐμβριμήματι ὀργῆς αὐτοῦ βασιλέα καί ἱερέα. Ἀπώσατο Κύριος θυσιαστήριον αὐτοῦ, ἀπετίναξεν ἁγίασμα αὐτοῦ, συνέτριψεν ἐν χειρί αὐτοῦ τεῖχος βαρέων αὐτῆς. Φωνήν πολέμου ἔδωκαν ἐν οἴκῳ Κυρίου ὡς ψαλμόν Λευιτῶν ἐν ἡμέρᾳ ἑορτῆς.

[10] Ἴδε, Κύριε, καί ἐπίβλεψον, τίνι ἐπεφύλλισας οὕτως. Ἐφονεύθησαν νήπια θηλάζοντα μασθούς. Εἰ ἀποκτενοῦσιν ἐν ἁγιάσματι Κυρίου ἱερέα καί προφήτην; Ἐκοιμήθησαν εἰς γῆν ἐξόδων παιδάριον καί πρεσβύτης· παρθένοι μου καί νεανίσκοι μου ἐπορεύθησαν εἰς αἰχμαλωσίαν.

[11] Συνετέλεσε Κύριος θυμόν αὐτοῦ, ἐξέχεεν θυμόν ὀργῆς αὐτοῦ καί ἀνῆψεν πῦρ ἐν τῇ πόλει καί κατέφαγε τά θεμέλια αὐτῆς.

[12] Μνήσθητι, Κύριε, τί ἐγένετο ἡμῖν. Ἐπίβλεψον καί ἴδε τόν ὀνειδισμόν ἡμῶν. Ἡ κληρονομιά ἡμῶν μετεστράφη ἀλλοτρίοις, οἱ οἶκοι ἡμῶν ξένοις. Ὀρφανοί ἐγενήθημεν ὡς μή ἔχοντες πατέρα, μητέρες ἡμῶν ὡς χῆραι.

[13] Ἐδιώχθημεν, ἐκοπιάσαμεν, οὐκ ἀνεπαυσάμεθα.

[14] Οἱ πατέρες ἡμῶν ἥμαρτον καί οὔχ ὑπάρχουσιν καί ἡμεῖς τά ἀνομήματα αὐτῶν ὑπέσχομεν. Δοῦλοι ἐκυρίευσαν ἡμῶν· λυτρούμενος οὐκ ἐστίν ἐκ τῆς χειρός αὐτῶν.

[15] Τό δέρμα ἡμῶν ὡς κλίβανος ἐπαλαιώθη, συνεσπάσθη ἀπό προσώπου καταιγίδος λιμοῦ.

[16] Ἐκλεκτοί ἐν μύλοις ἤλεσαν καί νεανίσκοι ἐπί ξύλοις ἀνεσκολοπίσθησαν. Πρεσβύται ἀπό πόλης κατέπεσον καί ἐκλεκτοί ἀπό ψαλμῶν αὐτῶν κατέπαυσαν. Κατελύθη χαρά καρδίας ἡμῶν, ἐξεστράφη εἰς πένθος ὁ χορός ἡμῶν, ἔπεσεν ὁ στέφανος τῆς κεφαλῆς ἡμῶν· Οὐαί ἡμῖν, ὅτι ἡμάρτομεν. Περί τούτου ἐγενήθη ὀδυνηρά ἡ καρδία ἡμῶν περί τούτου ἐσκότασαν οἱ ὀφθαλμοί ἠμῶν. Ἐπί τῇ Νέα Σιών, ὅτι ἠφανίσθη, ἀλώπεκες διῆλθον ἐν αὐτῇ. Σύ δέ Κύριε, εἰς τόν αἰώνα κατοικεῖς, ὁ θρόνος σου εἰς γενεάν καί γενεάν. Ἵνα τί εἰς νεῖκος ἐπιλήσῃ ἡμῶν, καταλείψης ἡμᾶς εἰς μακρότητα ἡμερῶν; Ἐπίστρεψον ἡμᾶς, Κύριε, πρός σέ καί ἐπιστραφησόμεθα· καί ἀνακαινισθῆ ἡμέρα ἡμῶν καθώς ἔμπροσθεν ὅτι ἀπωθούμενος ἀπώσω ἡμᾶς, ὠργίσθης ἐφ’ ἡμᾶς ἕως σφόδρα».

[17] Οὖτοι οἱ θρῆνοι καί οἱ κοπετοί τοῦ Ἱερεμίου, οὗς ἐκόψατο ἐν τῇ ἁλώσει τῆς παλαιᾶς Ἱερουσαλήμ, οἴομαι δέ καί περί τῆς νέας καλῶς τό πνεῦμα τῷ προφήτῃ ὑπέδειξεν.

[18] Ποία τοίνυν γλῶσσα ἐξισχύσει τοῦ εἰπεῖν καί λαλῆσαι τήν γενομένην ἐν τῇ Πόλει συμφοράν καί τήν δεινήν αἰχμαλωσίαν καί τήν πικράν μετοικίαν, ἥν ὑπέστη οὐκ ἀπό Ἱερουσαλήμ εἰς Βαβυλώνα ἤ εἰς Ἀσσυρίους, ἀλλ’ ἀπό Κωνσταντινουπόλεως εἰς Συρίαν, εἰς Αἴγυπτον, εἰς Ἀρμενίαν, εἰς Πέρσας, εἰς Ἀραβίαν, εἰς Ἀφρικήν, εἰς Ἰταλίαν, σποράδην, ἐν τῇ Ἀσίᾳ τῇ Μικρᾴ καί ἐν ταῖς λοιπαῖς ἐπαρχίαις. Καί ταῦτα πῶς; Ἐν τῇ Παφλαγονίᾳ ὁ ἀνήρ καί ἐν Αἰγύπτῳ ἡ γυνή καί τά τέκνα ἐν ἄλλοις τόποις σποράδην ἀλλοιούμενα ἀπό γλώττης εἰς γλώτταν καί ἀπ’ εὐσεβείας εἰς ἀσέβειαν καί ἀπό θείων Γραφῶν εἰς ἀλλόκοτα γράμματα.

[19] Φρῖξον, ἥλιε· καί σύ γῆ, στέναξον εἰς τήν παντελῆ ἐγκατάλειψιν τήν γενομένην ἐν τῇ ἡμετέρᾳ γενεᾷ παρά τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ διά τάς ἁμαρτίας ἡμῶν. Οὐκ ἔσμεν ἄξιοι ἀτενίσαι τό ὄμμα εἰς οὐρανόν, εἰ μή μόνον κάτω νενευκότες καί εἰς γῆν τά πρόσωπα θέντες κράξωμεν «Δίκαιος εἰ, Κύριε, καί δικαία ἡ κρίσις σου· ἡμάρτομεν, ἠνομήσαμεν, ἠδικήσαμεν παρά πάντα τά ἔθνη. Καί πάντα ἅ ἐπήγαγες ἡμῖν, ἐν ἀληθινῇ καί δικαία κρίσει ἐπήγαγες. Πλήν φεῖσαι ἡμῶν, Κύριε, δεόμεθα».

 

Πηγή: Αποστολική Διακονία, Αβέρωφ

byzantio hgetes 01


Ασχολούμενος κανείς με την πολιτική και τον πολιτικό πολιτισμό μίας χώρας, είναι αναγκαίο να εξετάσει ενδελεχώς την ιστορία της. Βιώματα του παρελθόντος, πόλεμοι, καθεστώτα, κρίσεις, φιλοσοφικά και καλλιτεχνικά ρεύματα, θρησκείες και οικονομικές δομές, ακόμη και εάν χάνονται σε βάθος αιώνων, η επιρροή τους συχνά αντικατοπτρίζεται στις νοοτροπίες και την πρακτική του σήμερα. Αναλύοντας το φαινόμενο της ανόδου και συμπεριφοράς της μετασοβιετικής Ρωσίας, το βασικό σημείο αναφοράς για το τρέχον καθεστώς είναι ο μεγάλος παππούς της Ανατολικής Ευρώπης: η Βυζαντινή αυτοκρατορία.

Η Ρωσία οφείλει ουσιαστικά ολόκληρο τον πολιτισμό της, την ύπαρξη της την ίδια, στην αλληλεπίδραση με την αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης. Πρώτα από όλα οι Βυζαντινοί εκχριστιάνισαν τους Ρώσους, σημαδεύοντας ανεξίτηλα τον εθνικό και κοινωνικό τους χαρακτήρα. Τους μετέδωσαν την εκκλησιαστική τέχνη και αρχιτεκτονική, την οποία οι Ρώσοι επεξεργάστηκαν δημιουργώντας τη δική τους καλλιτεχνική παράδοση. Τους έδωσαν αλφάβητο για να μπορέσουν να θέσουν γραπτά την ως τότε προφορική τους γλώσσα και σε αυτήν να διδάσκονται την Αγία Γραφή, θεμελιώνοντας έτσι τη σλαβική φιλολογία. Ως μαθητές των Βυζαντινών και μέλη της «Βυζαντινής Κοινοπολιτείας», βάσισαν στην εμπειρία και παράδοση της Κωνσταντινούπολης την πολιτική τους οργάνωση.

Όταν η Βασιλεύουσα κατελήφθη από τους Οθωμανούς Τούρκους, η Μοσχοβία κήρυξε εαυτόν Τρίτη Ρώμη και οικοδόμησε το ιδεολογικό αφήγημα του καθεστώτος της πάνω στην κληρονομιά της (πάλαι ποτέ κραταιάς, πλέον δούλης) Χριστιανικής Ανατολής. Η Ρωσική αυτοκρατορία χρησιμοποίησε κατά κόρον βυζαντινούς συμβολισμούς και εθιμοτυπίες, με πιο αναγνωρίσιμους την ονομασία του αυτοκράτορος ως καίσαρος (τσάρος) και την υιοθέτηση του δικεφάλου αετού ως δυναστικού και κρατικού εμβλήματος.

Με την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και την επικράτηση των Μπολσεβίκων στον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε, αυτή η βυζαντινοπρεπής συνέχεια μοιάζει να κόβεται. Πάνω στα ερείπια της Ρωσικής αυτοκρατορίας και το αίμα της σφαγιασθείσας τσαρικής οικογένειας οικοδομήθηκε το πρώτο μαρξιστικό κράτος, η Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών. Η Ορθοδοξία και η θρησκεία γενικότερα τέθηκε υπό σκληρή καταπίεση ως στήριγμα του παλαιού καθεστώτος και ανορθολογικό, οπισθοδρομικό κατάλοιπο αταίριαστο με τον νέο κόσμο που οραματίζονταν οι κομουνιστές. Η εθνική συνείδηση των Ρώσων παραγκωνίστηκε χάριν του προλεταριακού διεθνισμού, ενώ το πολιτικό σύστημα άλλαξε ολοκληρωτικά. Οι βυζαντινές σπουδές σταμάτησαν και ύστερα απαγορεύτηκαν, οι δε βυζαντινολόγοι κατεδιώχθησαν.

Φάνηκε όμως ότι όσο κι αν προσπάθησαν οι κομουνιστές να κόψουν τους δεσμούς με το παρελθόν, αυτό δε γινόταν. Όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ο Ιωσήφ Στάλιν ήρε τους διωγμούς κατά της Εκκλησίας και την έστειλε στο μέτωπο να δώσει κουράγιο στους στρατιώτες. Οι ήρωες και άγιοι της παλιάς Ρωσίας αξιοποιήθηκαν ως προπαγανδιστικά πρότυπα πατριωτισμού, αφού η επίκληση του κομουνισμού δεν έφτανε για να χαλυβδώσει το φρόνημα του έθνους. Και το εντυπωσιακότερο, το 1943, μεσούντος του πολέμου, η βυζαντινολογία αποκαταστάθηκε με προσωπική εντολή Στάλιν. Γιατί; Πολύ απλά διότι η σωστή θέαση της Ρωσίας, η κατανόηση του πολιτισμού της, η ερμηνεία της νοοτροπίας και συμπεριφοράς του λαού της και της δράσης του πολιτικού συστήματος είναι αδύνατη χωρίς γνώση του βυζαντινού πολιτισμού και της αλληλεπίδρασης του με το ρωσικό.

Μετά το 1990 η νέα Ρωσική Ομοσπονδία στράφηκε ξανά στο παρελθόν για να ορίσει την εθνική της συνείδηση και να συνθέσει την πολιτική της προσωπικότητα, τόσο προς το εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό ακροατήριο. Υπό την ηγεσία του Βλαντίμιρ Πούτιν, η Ρωσία ανέκαμψε από τη μετασοβιετική αθλιότητα και επέστρεψε στην παγκόσμιο σκηνή ως υπολογίσιμη δύναμη με αξιώσεις οικουμενικού σεβασμού και πρωτείου στο άμεσο γεωπολιτικό της περιβάλλον. Η επαναφορά αυτοκρατορικών και βυζαντινών παραδόσεων, είτε πρόκειται για τελετουργίες, είτε για συμβολισμούς, είτε για ρητορική, είναι εντυπωσιακή. Όμως ο βυζαντινισμός δεν σταματά εκεί. Η όλη ρωσική πολιτική φέρει πάνω της τα σημάδια του Βυζαντίου και αυτό είναι ένας από τους λόγους που μοιάζει τόσο παράξενη ή και απωθητική για τους Δυτικούς. Θα αναφερθούν τρία παραδείγματα: ο χαρακτήρας του πολιτικού συστήματος, η αυτοκρατορική αντίληψη και η σχέση κράτους και θρησκείας.

Το ρωσικό πολιτικό σύστημα δεν έχει αναπτυχθεί στο βαθμό αυτού των δυτικών δημοκρατιών, που έχουν τελειοποιήσει τον απρόσωπο γραφειοκρατικό μηχανισμό (κατά Webber η ανώτερη μορφή εξουσίας). Στηρίζεται πολύ στο χάρισμα του ισχυρού ηγέτη, την «ενός ανδρός αρχή» που χαράσσει πολιτική. Και καθώς η ρωσική δημοκρατία είναι πολύ νεαρή (λιγότερο από 30 ετών, εν συγκρίσει με τους αιώνες δημοκρατικής παράδοσης της Μεγάλης Βρετανίας, της Ελβετίας ή των ΗΠΑ) στις πολιτικές ζυμώσεις δεν παίζει τόσο μεγάλο ρόλο η κοινωνία των πολιτών (κινήματα, ομάδες πίεσης, λόμπυ) και οι ανοικτές διαδικασίες αλλά το παρασκήνιο και η εύνοια του ηγέτη. Αυτές οι ιδιότητες θυμίζουν ξεκάθαρα το Βυζάντιο, που είχε μεν μία τεράστια και λειτουργική γραφειοκρατία, αλλά ήταν ταυτόχρονα εξαιρετικά συγκεντρωτικό, με τα πάντα να εξαρτώνται απευθείας από το θρόνο του αυτοκράτορος, ενώ οι μηχανορραφίες της αυλής να επηρεάζουν καίρια την κρατική πολιτική. Αυτό βέβαια έχει πολλά μειονεκτήματα (διαφθορά, αστάθεια, ανασφαλής εναλλαγή εξουσιαστών), ιδίως στο σύγχρονο κόσμο, αλλά ταυτόχορνα κάνει το ρωσικό πολιτικό σύστημα δυσανάγνωστο μέσα στην ετερότητα του εν σχέσει με τη Δύση, και απρόβλεπτο λόγω του ότι τόσα πολλά εξαρτώνται απευθείας από το Κρεμλίνο και τον πρόεδρο προσωπικά.

Δεύτερον η βυζαντινή κληρονομιά έχει διαποτίσει βαθιά την οντολογική αντίληψη της Ρωσίας για τον εαυτό της. Στο σύγχρονο δυτικό κόσμο έχει επικρατήσει το αφήγημα του φιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης, της άμβλυνσης της κρατικής ισχύος, των ανοικτών συνόρων, του πολυπολιτισμού, του «παγκοσμίου χωριού», της οικονομικής και κοινωνικής αλληλεπίδρασης που θα φέρει την ενοποίηση κ.α. Η Ρωσία αντίθετα μοιάζει να κινείται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Φυσικά και μετέχει της παγκοσμίου κοινότητος, εμπορεύεται με το εξωτερικό, μετέχει σε διεθνείς οργανισμούς κτλ, όμως ζηλότυπα διαφυλάσσει την κρατική εξουσία και καταστέλλει κάθε προσπάθεια εξωτερικών παραγόντων (π.χ. ΜΚΟ) να ασκήσουν την οιαδήποτε πολιτική επιρροή εντός της. Η Ρωσία δεν βλέπει το διεθνές σύστημα ως το «παγκόσμιο χωριό» όπου ανήκουν όλοι, αλλά ως την ηγεμονική σφαίρα των ΗΠΑ και της Δύσης, που μέσω της ένταξης της σε αυτήν επιθυμούν τη χειραγώγηση και την «εξημέρωση» της.

Αντίθετα, η Ρωσία αναπτύσσει το δικό της κοσμοσύστημα, πολιτικές αντιλήψεις δηλαδή πλήρως αυτόνομες και ενίοτε αντίθετες με αυτές της Δύσης. Απέναντι στο διεθνισμό παρουσιάζει μία αντίληψη αυτοκρατορική, ενός οργανισμού-συστήματος ο οποίος δε ζητά ενσωμάτωση αλλά αντιπροτείνει μία δική του αντίληψη από τον κόσμο, στον οποίο αξιώνει αξιοσέβαστη θέση. Η στάση αυτή θυμίζει τη «Βυζαντινή Κοινοπολιτεία». Απέναντι στο Ισλαμικό Χαλιφάτο και την Λατινική Δύση, το Βυζάντιο συνέχισε να θεωρεί εαυτόν κέντρο του κόσμου και αρνήθηκε πεισματικά να υπονομεύσει τον πολιτισμό και την πολιτική του αυτοδιάθεση για να τεθεί υπό οποιαδήποτε ξένη δομή (γερμανορωμαϊκό αυτοκρατορικό σύστημα, Καθολική Εκκλησία κ.α.). Αντίθετα η αυτοκρατορική ιδεολογία επέτασσε διαρκή εξάπλωση, αν όχι εδαφικά (εδώ η Ρωσία και το Βυζάντιο έχουν ένα ακόμη κοινό ,το σύνδρομο επανάκτησης απολεσθέντων) τουλάχιστον με όρους έμμεσης ισχύος.

Τέλος, όπως το Βυζάντιο αξιοποίησε τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό ως υπ’ αριθμόν ένα εργαλείο ήπιας ισχύος και προβολής πολιτισμού και ηθικής νομιμοποίησης ανά την Ανατολή, έτσι και η Ρωσία έχει εναγκαλιστεί με το πολυτιμότερο ίσως βυζαντινό της κληροδότημα και το αξιοποιεί ποικιλοτρόπως. Επί Ψυχρού Πολέμου η ΕΣΣΔ ήταν ο πρύτανης της εκκοσμίκευσης και ο Δυτικός κόσμος ο προστάτης του χριστιανικού πολιτισμού. Σήμερα οι όροι έχουν εν πολλοίς αντιστραφεί, με την Δύση να βρίσκεται σε φάση προχωρημένης αποχριστιανοποίησης (κυρίως η Ευρώπη, λιγότερο οι ΗΠΑ) και να απομακρύνει την ηθική της αντίληψη από τις ιουδαιοχριστιανικές βάσεις, και τη Ρωσία να αυτοπροβάλλεται ως ο νέος φύλακας της Χριστιανοσύνης απέναντι στην ισλαμική τρομοκρατία και την άθεη μετανεωτερικότητα. Μετά το 1990 η Ρωσία, όπως και οι περισσότερες πρώην σοσιαλιστικές χώρες, πέρασε μία διαδικασία έντονης αποεκκοσμίκευσης (desecularisation). Η Ορθοδοξία αναγεννήθηκε εντυπωσιακά και αυτό ενθαρρύνθηκε από το κράτος, που την είδε θετικά ως πυλώνα εθνικής ενότητος, εγγυητή της κοινωνικής συνοχής και φορέα ηθικής ανασυγκρότησης μετά το χάος που άφησε πίσω της η σοβιετική κατάρρευση.

Το Κρεμλίνο και το Πατριαρχείο Μόσχας συνεργάζονται αρμονικά και στην εξωτερική πολιτική, αφού η Ορθοδοξία αποτελεί κοινό και συνδετικό στοιχείο της Ρωσίας με πολλούς από τους λαούς του εγγύς εξωτερικού της. Η γενικότερη εργαλειοποίηση της Ορθοδοξίας θέτει ερωτήματα σχετικά με το αν μακροπρόθεσμα η κατάσταση αυτή θα τη βλάψει (όξυνση εκκλησιαστικού ανταγωνισμού Μόσχας-Φαναρίου, ιδεολογική και όχι βιωματική αντίληψη της θρησκείας κτλ) αλλά αυτό είναι θέμα άλλης ανάλυσης. Η Ρωσία πάντως έχει ιστορικό απολύτου κρατικού ελέγχου επί της Εκκλησίας, με την επιβολή ενός δυτικοτρόπου καισαροπαπισμού από τους τσάρους και κατάργηση του Πατριαρχείου (το επανέφεραν οι Σοβιετικοί), αντίθετα με τη βυζαντινή παράδοση της συναλληλίας των δύο οργανισμών.

Το βυζαντινογενές παρελθόν τη Ρωσίας θα την ακολουθεί πάντοτε, δίνοντας της δυνάμεις και ιδέες για το μέλλον, αλλά και αποτελώντας ίσως τροχοπέδη ή ανεπαρκές αναλυτικό εργαλείο για άλλους τομείς. Αυτή η ιδιαιτερότητα θα εξακολουθήσει να δίνει στο Κρεμλίνο τη δύναμη να ξαφνιάζει και να προκαλεί σύγχυση στη Δύση και να διαχειρίζεται με το δικό του τρόπο τις ανάγκες και προβλήματα της χώρας. Εάν η Δύση θέλει να ανακαλύψει τη Ρωσία, με σκοπό είτε την κατανόηση του εχθρού είτε το άνοιγμα οδών προσέγγισης και συμφιλίωσης, πρέπει να μάθει βυζαντινή ιστορία και να αναζητήσει τις βυζαντινές αξίες που σφυρηλάτησαν το Μεγάλο Ρους. Και ποιος ξέρει, ίσως φωτίσει πτυχές του δικού της εαυτού, που ούτε η ίδια φαντάζεται πλέον.

 

Πηγή: Αβέρωφ

vyzantio 01


Η συμβατική θεώρηση της διπλωματίας είναι αυτή που την θέλει ως διαπραγμάτευση και συμβιβασμό που οδηγεί στην τακτοποίηση των διαφορών. Ωστόσο, η ιστορία συχνά ανατρέπει αυτή την άποψη. Η διεξαγωγή των διεθνών σχέσεων είναι επίσης  πάλη ανάμεσα στα εθνικά συμφέροντα και η διπλωματία μπορεί ν’ αποδειχθεί αποτελεσματικότατο όπλο. Σε μια διασκευή της ρήσης του Κλαούσεβιτς θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι διεθνείς σχέσεις είναι πόλεμος που διεξάγεται με άλλα μέσα.

Κανένα κράτος δεν προσέφερε περισσότερα στην πρόοδο της ενάσκησης της εξωτερικής πολιτικής περισσότερο από την Βυζαντινή αυτοκρατορία /Ρωμανία. Για πάνω από 1100 χρόνια επέζησε και εξαπλώθηκε μέσω δεξιότεχνων χειρισμών των αντιπάλων της κατά την άσκηση περίπλοκης διπλωματίας. Εκατοντάδες χρόνια πριν τον Μακιαβέλι, ο ιστορικός Ιωάννης Κίνναμος έγραψε: «Εφόσον πολλά και διαφορετικά μέσα οδηγούν στην επίτευξη ενός σκοπού, η νίκη είναι θέμα του ενδιαφέροντος που δείχνει κάποιος για να την πετύχει». Η εξέταση της τακτικής της βυζαντινής διπλωματίας θα μπορούσε να βοηθήσει τους σημερινούς διπλωμάτες να κατανοήσουν τα κίνητρα των συνομιλητών τους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Το Βυζαντιο/Ρωμανία ήταν η συνέχεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.  Ο Μέγας Κωνσταντίνος μετέφερε   την πρωτεύουσα του Κράτους στις ακτές του Βοσπόρου το 330, μετονομάζοντας το Βυζάντιο σε Κωνσταντινούπολη. Στρατηγικά η Πόλη βρίσκονταν στο σταυροδρόμι Ανατολής-Δύσης καθώς και στο θαλάσσιο άξονα Μαύρης θάλασσας-Μεσογείου. Η συνεχείς επιδρομές των βαρβάρων είχαν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της αυτοκρατορικής εξουσίας στη Δύση και την συνέχισή της από μόνο τον Ρωμαίο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης.    

Συν τω χρόνω πολλαπλά βαρβαρικά κύματα επέπεσαν στο σώμα της αυτοκρατορίας,  Ούνοι, Γοτθοι, Πέρσες, Σλάβοι, Άραβες, Βούλγαροι, Νορμανδοί κ.α. Όλοι αποπειράθηκαν να καταστρέψουν την αυτοκρατορία, αλλά όλοι αντιμετωπίστηκαν. Με μια στρατιωτική δύναμη που ποτέ δεν ξεπέρασε τους 140,000 άνδρες, οι Βυζαντινοί χρησιμοποίησαν με ενεργό τρόπο την εξωτερική πολιτική, η οποία τους επέτρεψε να διατηρήσουν την επιρροή τους στην Κεντρική Ευρώπη, την Ιταλία και την Δυτική Ευρώπη, και να υπερασπίσουν την ρωμαίικη κληρονομιά για τις επόμενες γενεές. Την βυζαντινή διπλωματία αντέγραψαν αργότερα  οι επίγονες ανερχόμενες δυνάμεις της Βενετικής Δημοκρατίας και την Οθωμανικής και Ρωσικής αυτοκρατορίας.

Ο Αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης δεν διατηρούσε μόνιμο διπλωματικό σώμα σε καμιά ξένη χώρα. Έστελνε έμπιστους ευγενείς ή κληρικούς στις διπλωματικές αποστολές του. Για πρακτικούς λόγους οι πρέσβεις αυτοί ήταν εξοικειωμένοι με τις χώρες τις οποίες επισκέπτονταν, είτε μέσω προηγούμενων ταξιδιών τους, είτε λόγω εθνικού υπόβαθρου. Παρόλα αυτά προηγούνταν εις βάθος ενημέρωση πριν την αποστολή τους. Όχι μόνο προετοίμαζαν και την παραμικρή λεπτομέρεια για την επίτευξη του σκοπού τους, αλλά ενημερώνονταν και για τις πρόσφατες εξελίξεις στην αυλή του ηγεμόνα που θα επισκέπτονταν. Συνεχείς επαφές διατηρούνταν με την Κωνσταντινούπολη και οι αποστολές μπορούσαν να διαρκέσουν και ένα χρόνο. Πρώτοι αυτοί εισήγαγαν την τακτική της αποστολής διπλωματικών αναφορών στην κυβέρνησή τους.

Αυτό που διακρίνει το Βυζάντιο/Ρωμανία από άλλα κράτη της εποχής του είναι η ενεργή ανάμειξή του στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων κρατών. Σήμερα θεωρούμε δεδομένο την ύπαρξη κρατικών υπηρεσιών για την συλλογή και την επεξεργασία πληροφοριών, την καλλιέργεια  υποστήριξης σε ξένους κύκλους και ίσως την πρόκληση επανάστασης. Η ύπαρξη όμως, ενός τόσο εκλεπτυσμένου και καλοστημένου μηχανισμού τον Στ’ αι. είναι αξιοσημείωτη.

Ως βοήθεια στην αντιμετώπιση άλλων εθνών, οι Βυζαντινοί είχαν στήσει έναν οργανισμό που συνέλεγε πληροφορίες από κάθε δυνατή πηγή και κρατούσε αρχεία για το ποιος είχε επιρροή, ποιος ύποπτος δωροδοκίας, ποιες ήταν οι ιστορικές ρίζες ενός λαού, τι χρειαζόταν για να εντυπωσιαστούν, κ.τ.λ. Σε πολλές περιπτώσεις η πληροφορία που έφθανε στο «λογοθέσιο», ήταν η πρώτη γραπτή μαρτυρία γι’ αυτούς τους λαούς, καθώς οι ίδιοι οι βάρβαροι σπάνια να κρατούσαν γραπτά μνημεία για τους εαυτούς τους. Εξοπλισμένος με αυτή τη γνώση ο αυτοκράτορας και οι διπλωμάτες του κατανοούσαν πλήρως τις δυνατότητες των συμμάχων τους και τις αδυναμίες των εχθρών τους.

Οι βυζαντινοί εφάρμοζαν  πλήθος τακτικών, είτε εμφανώς είτε συγκεκαλυμμένα, για να πετύχουν τις επιδιώξεις τους μέσω διπλωματικών οδών αντί ισχύος.  Μια τέτοια τακτική ήταν οι τελετές. Για έναν φύλαρχο κάποιας νομαδικής φυλής από τις στέπες της Ασίας, οι εκπρόσωποι του αυτοκράτορα με τα μυθικά δώρα και τις προσκλήσεις στην φανταχτερή αυλή της Κωνσταντινούπολης, η πολυτελής συνοδεία στην μοναδική Πόλη του κόσμου με μισό εκατομμύριο κατοίκους και έκταση μεγαλύτερη από όση καταλάμβανε όλη η φυλή, η θέα των θεοφρούρητων τειχών, των κατάφρακτων ιπποτών, των εξωτικών αγαθών, τα πολύβοα παζάρια, οι πανάρχαιοι επιβλητικοί ναοί και η εκστατική μυσταγωγία, ήταν παράγοντες με καταλυτική επίδραση.

Τα τεράστια πολυτελή παλάτια, η εθιμοτυπία της αυλής, οι καλοκουρδισμένοι αυλικοί, η αίθουσα του θρόνου με τα επιβλητικά λιοντάρια, τα χρυσά δέντρα, τα τιτιβίσματα των μηχανικών πουλιών, του αυτοκράτορα που ανεβοκατεβαίνει στον ουρανό με τον θρόνο του, τα πλούσια δώρα και οι υποσχέσεις για ακόμη περισσότερα, δεν άφηναν περιθώρια για διλήμματα και αναποφασιστικότητες. Ο φύλαρχος ήταν τώρα πια σύμμαχος και ο γενναιόδωρος αυτοκράτορας του επέτρεπε να κρατήσει όλη τη λεία από την λεηλασία. Από τη στιγμή αυτή οι εχθροί του αυτοκράτορα έτρεμαν, νικημένοι τις περισσότερες φορές από την διπλωματία του παρά από τις λόγχες του.

Μια άλλη τακτική ήταν η δωροδοκία. Το βυζαντινό νόμισμα ήταν το δολλάριο του Μεσαίωνα και εξασφάλιζε επιρροή. Τα κωνσταντινάτα ξοδεύονταν απλόχερα και πολλές φορές ένα πουγκί χρυσάφι απέτρεψε την στρατολόγηση ενός κατά πολύ ακριβότερου στρατού. Κανείς βάρβαρος δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί στην λάμψη του βυζαντινού χρυσού. Τον 11ο αι. ο Σελτζούκος σουλτάνος έστειλε έναν διπλωμάτη να διαπραγματευθεί τον καθορισμό των συνόρων με την αυτοκρατορία. Ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός έκλεισε μυστική συμφωνία με τον απεσταλμένο του σουλτάνου κατοχυρώνοντας το φρούριο της Σινώπης. Μέχρι να καταλάβει ο σουλτάνος τι είχε γίνει, οι αυτοκρατορικοί είχαν καταλάβει το φρούριο.

Περίπου 200 χρόνια αργότερα ο επίφοβος εχθρός της αυτοκρατορίας ήταν ο Κάρολος ο Ανδεγαυός, που έλεγχε την Σικελία και μέρος της ιταλικής ενδοχώρας. Ο Κάρολος φιλοδοξούσε να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη και να γίνει ο ίδιος αυτοκράτορας. Ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος με υποσχέσεις περί ενώσεως των Εκκλησιών χρησιμοποιούσε τον πάπα Νικόλαο τον Γ’, ο οποίος απαγόρευε στον Κάρολο να κάνει την οποιαδήποτε κίνηση. Όταν και ο πάπας απηύδησε από την κωλυσιεργία και επέτρεψε στον Κάρολο να επιτεθεί, η βυζαντινή  διπλωματία υποκίνησε επανάσταση στη Σικελία (Σικελικός Εσπερινός) και έτσι η αυτοκρατορία σώθηκε για άλλη μια φορά από τις αρπακτικές διαθέσεις των Δυτικών.

Άλλη μια τακτική ήταν η διατήρηση μιας ισορροπίας στις σχέσεις με τους βάρβαρους λαούς. Αν οι Βούλγαροι προκαλούσαν προβλήματα, στρατολογούνταν οι Ρώσοι. Αν οι Ρώσοι ξεπερνούσαν τα όρια, καλούνταν οι Πατζινάκες. Οι Κομάνοι και οι Ούζοι ήταν εφεδρείες για ώρα ανάγκης. Οι βυζαντινοί πάντα είχαν σε ετοιμότητα κάποιον σύμμαχο να συνδράμει, όταν κάποιος άλλος μετατρέπονταν σε εχθρό.

Ο αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης, διατηρούσε σχέσεις με τον οποιοδήποτε υποψήφιο διεκδικητή ενός ξένου θρόνου. Έτσι αν για παράδειγμα κάποιος Σελτζούκος σουλτάνος εκδήλωνε πρόθεση να επιτεθεί, τότε το πιο πιθανό ήταν ότι θα αντιμετώπιζε την εξέγερση κάποιου νεώτερου αδελφού του, δυναμικού διεκδικητή του σουλτανάτου. Με το βυζαντινό χρυσό στις τσέπες του θα ανατάρασσε την τουρκική επικράτεια αρκετά, ώστε να εξασφαλίσει έναν ήσυχο ύπνο στην Κωνσταντινούπολη.

Σε περιπτώσεις που το μέλλον της αυτοκρατορίας διακυβεύονταν, αρκούσε ένα καλοστημένο τέχνασμα, η επιτυχία του οποίου εξασφάλιζε την σωτηρία των στρατιωτών και την εξοικονόμηση πόρων. Έτσι ο Ηράκλειος κάποια στιγμή υπέκλεψε ένα μήνυμα από τον Πέρση Σάχη Χοσρόη, στο οποίο διατάσσονταν η εκτέλεση του στρατηγού του  Σαρβαραζά. Ο Ηράκλειος προσέθεσε και τα ονόματα 400 ακόμη αξιωματούχων της περσικής αυλής και αναδρομολόγησε το μήνυμα στον Σαρβαραζά. Το στρατήγημα ήταν ευφυέστατο. Ο στρατηγός και οι αξιωματούχοι εξεγέρθηκαν κατά του Χοσρόη, τον ανέτρεψαν κι έκλεισαν ειρήνη με τον Ηράκλειο.

Σε ένα άλλο επεισόδιο, ο εχθρικός βενετικός στόλος διαχείμαζε στην Χίο, απειλώντας την βυζαντινή επικράτεια. Οι Βενετοί έστειλαν πρέσβεις στην Κωνσταντινούπολη για διαπραγματεύσεις. Ο Μανουήλ Α’ Κομνηνός αρνήθηκε να τους συναντήσει. Οι πρέσβεις επέστρεψαν στην Χίο μαζί με έναν Βυζαντινό υπάλληλο, που πρότεινε την διενέργεια νέας αποστολής.  Ο Βενετός Δόγης, διοικητής του στόλου, συμφώνησε. Μετά την αναχώρηση της δεύτερης αποστολής ξέσπασε λοιμική νόσος στο στρατόπεδο των Βενετών. Παραπάνω από 1000 στρατιώτες και ναύτες πέθαναν μέσα σε λίγες μέρες.

Οι φήμες έλεγαν ότι ο Βυζαντινός απεσταλμένος είχε δηλητηριάσει το νερό. Οι Βενετοί έστειλαν και τρίτη αποστολή στην αυτοκρατορική αυλή. Αλλά ο Μανουήλ Κομνηνός ήταν ενήμερος για τις εξελίξεις και ήξερε ότι τώρα πια δεν χρειαζόταν να κάνει υποχωρήσεις. Έτσι μάκραινε τις διαπραγματεύσεις τόσο ώστε ο Δόγης αναγκάσθηκε να υποχωρήσει για να γλιτώσει την ανταρσία των πληρωμάτων του. Κατά τον απόπλου του βενετικού στόλου μια αυτοκρατορική ναυτική δύναμη επιτέθηκε απροειδοποίητα και αποδεκάτισε τους Βενετούς. Αμέσως μετά ο Μανουήλ έστειλε μήνυμα στον Δόγη που απλά προσέθετε προσβολή στην ήττα του : «Ο λαός σου έχει να επιδείξει μέχρι τώρα μόνο βλακεία»   

Όχι μόνο ο Ελληνισμός αλλά και όλος ο ευρωπαϊκός πολιτισμός χρωστάει ευγνωμοσύνη στις διπλωματικές ικανότητες των Βυζαντινών. Αν οι τελευταίοι δεν ήταν τόσο επιδέξιοι στους χειρισμούς τους ολόκληρη η ευρωπαϊκή ιστορία θα ήταν πολύ διαφορετική. Το χριστιανικό αυτό ανάχωμα απέτρεπε την εισβολή του Ισλάμ στην Ευρώπη  από τον Ζ’ ως τον ΙΕ’ αι. Όταν πια ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β’ κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη, οι λαοί της Ανατολικής Ευρώπης είχαν ανδρωθεί αρκετά, μέσω της επαφής τους με τον βυζαντινό πολιτισμό, ώστε να αντισταθούν στην περαιτέρω εξάπλωση. Αν αυτό συνέβαινε νωρίτερα, όταν οι λαοί αυτοί βρίσκονταν ακόμη σε βάρβαρη κατάσταση, το μέλλον της  Ευρώπης θα ήταν αμφίβολο. Η συμβολή της βυζαντινής διπλωματίας είναι αναντίρρητη. Υπήρξε ένα επιτυχημένο, χαμηλού κόστους, χαμηλού ρίσκου, ευέλικτο και αποτελεσματικό όπλο.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Ιωάννης Κίνναμος, Ιστοριών Βιβλία Ζ’, Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae 13, Βόννη 1836.
2. Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία,  Β2 867-1081, Βάνιας 19972.
3. Ιωαν. Καραγιαννόπουλος, Το Βυζαντινό Κράτος, Βάνιας 20014.
4. Στήβεν Ράνσιμαν, Βυζαντινός Πολιτισμός, Γαλαξίας-Ερμείας 1992.
5. Michael Angold, Η Βυζαντινή αυτοκρατορία από το 1025-1204, Παπαδήμας 20083.
6. Donald M. Nicol, Οι τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου 1261-1453, Παπαδήμας 20054.
7. A. Vasiliev, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τ.Α’- Β’ , Μπεγαρδής χ.χ.

 

Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

Δεν ξεχνώ

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ [1986 - 2016]: 30 Χρόνια από τήν ψήφιση…

Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017

Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...

ΕΛΛΗΝΕΣ και ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ μποϊκοτάρετε τα προϊόντα εταιρειών που αφαιρούν…

Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017

Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...

Σύμφωνο Διαστροφικής Συμβίωσης

TIDEON 21-12-2015

Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...

ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: Δεν θα γίνω ευκολόπιστο θύμα!

Tideon 14-12-2015

Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...

Η καταιγίδα των αντιδράσεων για το «αντιρατσιστικό»

TIDEON 27-08-2014

  Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...

Δεν θα γίνω «δωρητής» οργάνων χωρίς να το θέλω! …

tideon.org 02-05-2013

  Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές...

Tideon 31-12-2012

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...

Όχι, δεν θα φύγω

Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012

Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...

ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων…

tideon 07-11-2011

  ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ...;

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011

   Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου;    Για να...

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου…

ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...