Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
21 Νοεμβρίου 2024

agios iwannhs o batatzhs 01

ΤΟΥ ΑΟΙΔΙΜΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΚΥΡΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΔΟΥΚΑ
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΤΕ ΠΑΠΑΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΝ

Σύμφωνα με τον μεγάλο ιστορικό μας Απ. Βακαλόπουλο, ο Νέος Ελληνισμός απλώνει τις ρίζες του στην αυτοκρατορία τα Νίκαιας, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, το 1204. Με την παρακάτω επιστολή ο αυτοκράτορας Ιωάννης Γ’ Δούκας Βατάτζης (1222-1254) απαντά σε προηγηθείσα του πάπα Γρηγορίου Θ’ (1227-1241). Η επιστολή μπορεί να εκληφθεί ως το μανιφέστο του Νέου Ελληνισμού, που διακηρύσσει παγκοσμίως τον ασίγαστο πόθο του για την απελευθέρωση του σκλαβωμένου εθνικού κέντρου και τον αγώνα των Ελλήνων για την διατήρηση της πολιτικής και πολιτιστικής κληρονομιάς τους, αρχαίας και μεσαιωνικής. Ταυτόχρονα, δείχνει ποια είναι η πρέπουσα απάντηση από πλευράς Ελληνισμού στις προσπάθειες προσέγγισης και στις αξιώσεις του παπισμού.

 

Το κείμενο δημοσιεύθηκε το πρώτον υπό του Ι. Σακελλίωνος, Ανέκδοτος επιστολή του αυτοκράτορος Ιωάννου Δούκα Βατάτση προς τον πάπα Γρηγόριον, Αθήναιον τ. 1 (1872), 372-378. Περιλαμβάνεται στο Α. Βακαλόπουλος, Πηγές της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού, Θεσ/νίκη 1965, 50-52.

*****

Ἰωάννης ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ πιστός βασιλεύς καί αὐτοκράτωρ Ῥωμαίων ὁ Δούκας τῷ ἁγιωτάτῳ πάπα τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης Γρηγορίῳ σωτηρίας καί εὐχῶν αἴτησιν.

Οι απεσταλμένοι της μακαριότητάς σου, όταν αφίχθηκαν προς την βασιλεία μου, παρέδωσαν σε αυτή γράμμα, για το οποίο αυτοί διατείνονταν ότι είναι της αγιότητός σου και ισχυρίζονταν ότι έχει σταλεί στην βασιλεία μου˙ η βασιλεία μου, όμως, βλέποντας με αποστροφή την ατοπία των γεγραμμένων, δεν το πολυπιστεύει ότι είναι δικό σου το γράμμα, αλλά κάποιου συντρόφου της εσχάτης ανοησίας, που έχει την ψυχή γεμάτη αλαζονεία και αυθάδεια. Πως θα μπορούσε να νομισθεί διαφορετικός, αυτός που θέλησε με γράμματα να φερθεί προς την βασιλεία μου με αυτό τον τρόπο, σαν να επρόκειτο για κανέναν των ανωνύμων και άδοξων, ή να πω καλύτερα των αγνώστων και αφανών, αυτός που δεν μπορεί να διδαχθεί το πρέπον, ούτε από την πείρα των πραγμάτων, ούτε από το μέγεθος της εξουσίας; Αντίθετα, η αγιότητά σου έχει στολισθεί με φρόνηση και διάκριση διαφορετική από των πολλών. Γι’ αυτό και με δυσκολία το είχε η βασιλεία μου να πιστεύει ότι είναι δικό σου το γράμμα, πολύ δε περισσότερο ότι γράφτηκε αυτό για να σταλεί στην βασιλεία μου.

Αυτό το γράμμα τόνιζε, ότι στο δικό μας γένος των Ελλήνων βασιλεύει η σοφία, και, ωσάν να πρόκειται για πηγή, από αυτήν παντού ανέβλυσαν σταγόνες˙ και είναι το σωστό για μας, που λάμπουμε από τέτοια διάκριση, να μην αγνοούμε την αρχαιότητα του θρόνου σου˙ σαν να πρόκειται για την απόδειξη κάποιου μεγάλου θεωρήματος που χρειάζεται μεγάλη σοφία για να το καταλάβει κανείς. Αν και ποιος από μας έχει ανάγκη της σοφίας, για να καταλάβει ποιος είσαι και τι είδους είναι ο θρόνος σου; Διότι αν ήταν και αυτός τοποθετημένος επάνω στα σύννεφα ή βρίσκονταν κάπου στα ψηλά, θα μας ήταν ίσως απαραίτητη κάποια μετεωρολογική γνώση, για ν’ αναγνωρίσουμε την φύση και σύστασή του, μαζί με τις θύελλες και τους κεραυνούς και όλα τα υπόλοιπα, όσα από την φύση τους φτιάχτηκαν για να βρίσκονται στα υψηλά˙ επειδή όμως είναι στηριγμένος στη γη, και δεν διαφέρει σε τίποτα από τους άλλους θρόνους, που φτιάχτηκαν ν’ αντέχουν αρχιερείς, πως λοιπόν να μην είναι πρόσφορη σε όλους; Ότι, βέβαια, από το δικό μας γένος άνθησε η γνώση και το αγαθό αυτής και διαδόθηκε στους άλλους, όσους φροντίζουν με επιμέλεια για την απόκτηση και την άσκησή της, αυτό σωστά ειπώθηκε. Εκείνο όμως πως αγνοήθηκε, ή και αν δεν αγνοήθηκε, πως παρασιωπήθηκε, το ότι μαζί με την σοφία που βασιλεύει σε μας, κληροδοτήθηκε στο δικό μας γένος η κοσμική αυτή βασιλεία από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, ο οποίος φρόντισε να προσθέσει στην εξουσία το σεμνό και το τίμιο, δια της ανταποκρίσεως στην του Χριστού κλήση; Διότι ποιος απ’ όλους αγνοεί ότι η κληρονομιά της διαδοχής του μεταβιβάστηκε στο δικό μας γένος και εμείς είμαστε οι κληρονόμοι και διάδοχοί του;

Έπειτα, εσύ ζητάς από μας να μην αγνοήσουμε τον δικό σου θρόνο και τα προνόμιά του˙ πως εμείς δεν θα ανταπαιτήσουμε από σένα να μην παραβλέψεις και ν’ αναγνωρίσεις το δικό μας δικαίωμα στην εξουσία και το κράτος της Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο έλαβε την αρχή από των χρόνων του Μεγάλου Κωνσταντίνου, και αφού πέρασε από πολλούς άρχοντες μετά από εκείνον του δικού μας γένους, και παρατάθηκε για μια ολόκληρη χιλιετία, έφθασε μέχρι εμάς; Για παράδειγμα οι ιδρυτές της δυναστείας μου, αυτοί από το γένος των Δουκών και των Κομνηνών, για μην αναφέρω και τους άλλους, οι οποίοι κατάγονται από γένη ελληνικά˙ αυτοί λοιπόν της δικιάς μου γενιάς, κατείχαν την αρχή της Κωνσταντινουπόλεως επί εκατοντάδες ετών˙ τους οποίους δηλαδή και η εκκλησία της Ρώμης και οι ιεραρχικώς προϊστάμενοί της τούς αναγόρευαν αυτοκράτορες Ρωμαίων. Πως λοιπόν σου φαινόμαστε ότι από πουθενά δεν έχουμε την αρχή και τη βασιλεία, ενώ ο Ιωάννης της Πρετούνας [1] χειροτονήθηκε από σένα βασιλεύς; από πού το πρέπον στη βασιλεία του ευσεβούς και μεγάλου Κωνσταντίνου; ποιανού το επ’ αυτής δικαίωμα παρά αυτού που ήδη επικρατεί σ’ αυτή; Γιατί ούτε και η δική σου τίμια κεφαλή δεν επαινεί κάπου την άδικη γνώμη και την πλεονεκτική χείρα, και δεν τοποθετεί στη μοίρα του δικαίου την ληστρική και μιαιφόνο διάθεση, από την οποία διεφθάρησαν εξαρχής οι Λατίνοι και εκστράτευσαν εναντίον μας με ωμότητα τόση, όση δεν επέδειξαν ούτε οι Ισμαηλίτες στα μέρη της Συρίας και τη Φοινίκης˙ τους οποίους ο Θεός των εκδικήσεων τιμώρησε αξίως της ασεβείας τους. Εμείς δε, αν και αναγκαστήκαμε βίαια να μετακινηθούμε, κατέχουμε αμετακίνητα και αμετάπτωτα το δικαίωμα στην αρχή και το κράτος, με τη χάρη του Θεού˙ διότι αυτός που βασιλεύει, έθνους και λαού και πλήθους λέγεται ότι άρχει και εξουσιάζει και όχι λίθων και ξύλων, αυτών που συνιστούν τα τείχη και τους πύργους.

Περιείχε κι αυτό, τούτο το γράμμα˙ ότι δηλαδή οι κήρυκες της τιμιότητάς σου, περιτρέχοντες όλο τον κόσμο, ανακοίνωναν την σταυροφορία˙ και μαζεύτηκε μεγάλο πλήθος αριθμού ανδρών πολεμιστών και μάχιμων, σε διεκδίκηση της αγίας γης˙ από τους οποίους θ’ αφανιστεί το πλήθος των εχθρών και θα λάμψει το καλό της ειρήνης. Όταν ακούσαμε εμείς αυτά, πληρωθήκαμε θυμηδίας και γίναμε έμπλεοι καλών ελπίδων, σκεπτόμενοι, όπως ήταν φυσικό, ότι οι εκδικητές αυτοί των Αγίων Τόπων θ’ αρχίσουν την εκδίκηση από την δικιά μας πατρίδα και θα υποβάλουν τους κατακτητές της σε ένδικη τιμωρία, επειδή βεβήλωσαν αγίους οίκους, επειδή σύλησαν αγία σκεύη, επειδή επέδειξαν κάθε είδους ανοσιούργημα κατά Χριστιανών. Επειδή όπως ήρθε το γράμμα, καλούσε βασιλέα της Κωνσταντινουπόλεως τον Ιωάννη, και τον ονόμαζε υιό αγαπημένο της δικής σας τιμιότητας˙ ο οποίος προ πολλού κατέλυσε αυτό τον βίο, για σένα όμως είναι ζωντανός και ενεργητικός, και σε βοήθεια και συνεργασία αυτού έλεγε [το γράμμα] ότι εξοπλίζονται οι νέοι αυτοί σταυροφόροι˙ γι’ αυτό παραιτούμαστε από το να σκεφτούμε κάτι καλό γι’ αυτά τα κηρύγματα και τις προετοιμασίες, και γελάμε, αναλογιζόμενοι την ειρωνεία κατά των Αγίων Τόπων και τα παιχνίδια εις βάρος του Σταυρού˙ τα οποία εξαιτίας ιδιοτελών πλεονεξιών, επινοήθηκαν από τους περισσότερους και είναι εύσχημη πρόφαση και συγκάλυψη φίλαρχης και φιλάργυρης διάθεσης.

Επειδή ήθελε να μας νουθετήσει η τιμιότητά σου μέσω αυτού του γράμματος, και μας παραινούσε να μην παρενοχλούμε του φίλου σου Ιωάννη τη βασιλεία (αυτό είναι το ωφέλιμο και σωτήριο για την δική μου βασιλεία, [έλεγε]), θα ήθελε η δική μου βασιλεία να γνωρίζει η δική σου τιμιότητα, ότι δεν ξέρει η δική μου βασιλεία που είναι η επικράτεια και η εξουσία αυτού του Ιωάννη, σε ποιο μέρος της γης ή της θάλασσας, ούτε και επιθύμησε ποτέ κάτι από τα δικά του συμφέροντα. Αλλά αν ο λόγος γίνεται για την Κωνσταντινούπολη, ως του άμεσου ενδιαφέροντος εκείνου, και ημών ως αδίκως ιδιοποιουμένων αυτήν, εκείνο διαβεβαιώνουμε και δηλώνουμε στην αγιότητά σου και σε όλους τους Χριστιανούς, ότι ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΘΑ ΠΑΥΣΟΥΜΕ ΝΑ ΜΑΧΟΜΑΣΤΕ ΚΑΙ ΝΑ ΠΟΛΕΜΟΥΜΕ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΠΑΡΑΚΡΑΤΟΥΝ ΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ, ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ ΘΑ ΑΔΙΚΟΥΣΑΜΕ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΝΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΘΕΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΤΑΦΟΥΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΘΕΙΑ ΚΑΙ ΙΕΡΑ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΑ, ΑΝ ΔΕΝ ΑΓΩΝΙΖΟΜΑΣΤΕ ΜΕ ΟΛΗ ΜΑΣ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΓΙ’ ΑΥΤΑ. Αν κάποιος αγανακτεί μαζί μας επειδή πράττουμε αυτά και δυσχεραίνει και εξοπλίζεται εναντίον μας, έχουμε κι εμείς τα μέσα για ν’ αμυνθούμε από αυτόν˙ πρώτα τον Θεό της δικαιοσύνης, ο οποίος βοηθά όσους αδικούνται και αντιτάσσεται και είναι δυσμενής σε όσους αδικούν˙ έπειτα υπάρχουν και σε μας άρματα και ίπποι και πλήθος μάχιμων ανδρών και πολεμιστών, οι οποίοι πολλές φορές ανταγωνίστηκαν αυτούς τους σταυροφόρους και δεν βρέθηκαν δεύτεροι κανενός. Και συ, ως μιμητής του Χριστού και διάδοχος του κορυφαίου των αποστόλων, και γνώστης των θείων και των ανθρώπινων και των νομίμων θεσμών, θα πρέπει να μας επαινέσεις που ριψοκινδυνεύουμε και μαχόμαστε υπέρ της πατρίδος και της συγγενούς αυτής, ελευθερίας. Διότι πως θα μπορούσαμε να ανεχθούμε, βλέποντας έτσι περιυβρισμένη, να έχει χάσει ολότελα την πρώτη δόξα και να έχει καταντήσει άντρο φονιάδων και σπήλαιο ληστών;

Αλλά αυτά, αν θέλει ο Θεός, θα βρουν τέλος. Η βασιλεία μου επιθυμεί πολύ και ποθεί, να διατηρεί το απαιτούμενο σεβασμό για την εκκλησία της Ρώμης που είναι υπό σου, και να την τιμά ως θρόνο του κορυφαίου των αποστόλων, και με την αγιότητά σου να έχει σχέση και τάξη υιού και να πράττει όσα αποβλέπουν σε τιμή και περιποίηση αυτής, μόνο αν και η δική σου αγιότητα δεν θελήσει να αγνοήσει περαιτέρω το δίκαιο που ανήκει στη δική μου βασιλεία, ούτε ανεπίσημα έτσι και ιδιωτικά να κάνει επαφή μέσω γραμμάτων. Η μεν βασιλεία μου έφερε χωρίς λύπη την αμορφωσιά του γράμματος, για να ειρηνεύει με την αγιότητά σου και στους κομιστές συμπεριφέρθηκε με ήπιο τρόπο.

Μετάφραση κειμένου στα Νέα Ελληνικά: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

(η έμφαση δική μας)

1) Πρόκειται για τον Jean de Candia-Nevers, γιο του Erard II, κόμη de Brienne. Ο Jean de Brienne έγινε βασιλεύς της Ιερουσαλήμ το 1210, όταν παντρεύτηκε την Μαρία, κόρη του Κορράδου Μομφερατικού. Διατήρησε τον τίτλο μέχρι το 1225, οπότε και πέρασε στον Φρειδερίκο Β’ Βαρβαρόσσα, μέσω του γάμου του με την Ισαβέλλα (ή Γιολάντα εγγονή του Κορράδου). Το 1229 έλαβε πρόσκληση από τους Φράγκους της λατινοκρατούμενης Ελλάδος, ν’ αναλάβει τον θρόνο της Κωνσταντινούπολης, ως αντιβασιλέας (Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή §27). Αποδέχθηκε την πρόσκληση με την προϋπόθεση να παντρευτεί ο νόμιμος διάδοχος Βαλδουίνος Β, γιος του Πέτρου de Courtenay, την δεύτερη κόρη του Μαρία (από την τρίτη του σύζυγο, Berenguela της Λεόν). Πέθανε το 1237 terminus post quem για την επιστολή. Ο Ιωάννης Βατάτζης γνώριζε πολύ καλά ότι όταν ο Jean de Brienne ανέλαβε τον θρόνο της Κωνσταντινούπολης είχε χάσει τον τίτλο του βασιλιά, κάτι που τονίζει στην απάντησή του στον πάπα.

 

Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, Αβέρωφ

alwsh ths polhs apo toys fragkoys 01

800 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΥΣ
ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΤΟ 1204


Στο όνομα του Πάπα

Oχτακόσια χρόνια ακριβώς εφέτος (2004) από εκείνη την 13η Απριλίου του 1204, όταν οι Φράγκοι και Φλαμανδοί στην πλειονότητά τους, αλλά και Γερμανοί, Λομβαρδοί, Τοσκάνοι και φυσικά Βενετοί, που αποτελούσαν το σώμα της Δ΄ Σταυροφορίας, κατελάμβαναν και λεηλατούσαν την Κωνσταντινούπολη, στο όνομα του Πάπα Ιννοκεντίου Γ΄ και σε παρέκκλιση της πορείας προς τους Αγίους Τόπους, επωφελούμενοι από τις εσωτερικές διαμάχες και τις δυναστικές έριδες στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η Δ΄ Σταυροφορία υπήρξε καταλυτική για την μετέπειτα εξέλιξη της ιστορίας αλλά πέρα από τις πολιτικές συνέπειές της, που θα μετρούνται για αιώνες, οι πολιτιστικές εξακολουθούν να υφίστανται μέχρι και σήμερα, εδραιωμένες προ πολλού από το δίκαιο του κατακτητή. «Η Κωνσταντινούπολη άδειασε από κάθε πλούτο δημόσιο, ιδιωτικό και εκκλησιαστικό».

«...Έβλεπε κανείς όχι μόνο τις ιερές εικόνες του Χριστού να θραύονται με αξίνες και να ρίχνονται στη φωτιά, αλλά και τα σεπτά και πανάγια σκεύη να αρπάζονται με θράσος από τους ναούς, να ρίχνονται στη φωτιά και να παρέχονται στα εχθρικά στρατεύματα ως απλούς άργυρος και χρυσός».

Αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων της λεηλασίας της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204 ο Νικήτας Χωνιάτης, ιστορικός της αλώσεως της Πόλης, περιγράφει με λεπτομέρεια τις δραματικές σκηνές της απογύμνωσης της Βασιλεύουσας από τους θησαυρούς της. Μιλάει για όσα χάθηκαν δια παντός, αλλά και για εκείνα που όδευσαν προς τη Δύση. Για τα χρυσά «βαρυτάλαντα» έπιπλα και τις αργυρές λυχνίες της Αγίας Σοφίας, που μετατράπηκαν σε άμορφη μάζα από τη φωτιά μαζί με την ολόχρυση και στολισμένη με πολύτιμες πέτρες Αγία Τράπεζα, που τεμαχίστηκε και διανεμήθηκε στους λαφυραγωγούς. Αλλά και για εκείνα -ιερά λείψανα και θρησκευτικοί θησαυροί, καθώς και έργα τέχνης- τα οποία μετά την διανομή της λείας έφθασαν στην Βενετία, στη Γαλλία, στη Γερμανία.

Στη συνέχεια, άρχισε η λεηλασία της πόλης. Το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο και ναύσταθμος τέθηκαν υπό φρούρηση, αλλά με εξαίρεση αυτά τα δύο, οι στρατιώτες και οι ναύτες είχαν το δικαίωμα να λαφυραγωγήσουν ότι ήθελαν χωρίς διάκριση. Ποτέ στην Ευρώπη δεν είχε πραγματοποιηθεί μια τόσο συστηματική και ανελέητη λεηλασία. Ποτέ ο στρατός ενός χριστιανικού κράτους δεν είχε λεηλατήσει μια πόλη με τόσο βάρβαρο τρόπο, όσο εκείνος με τον οποίο λεηλάτησαν την Πόλη· εκείνοι οι στρατιώτες του Χριστού, που είχαν ορκιστεί να παραμείνουν αγνοί, είχαν υποσχεθεί ενώπιον του Θεού να μη χύσουν χριστιανικό αίμα και έφεραν πάνω τους το έμβλημα του Πρίγκιπα της Ειρήνης. Περιγράφοντας τα εγκλήματα που διέπραξαν οι Σταυροφόροι, ο Χωνιάτης γράφει με οργή. «Πήρατε το σταυρό και ορκιστήκατε πάνω σ' αυτόν και στα ιερά ευαγγέλια, ότι θα περνούσατε από την επικράτεια των χριστιανών χωρίς να χύσετε αίμα και χωρίς να στραφείτε προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά. Μας είπατε ότι είχατε πάρει τα όπλα μόνο εναντίον των Σαρακηνών και θα πνίγατε μόνο εκείνους στο αίμα τους. Υποσχεθήκατε να παραμείνετε αγνοί ενόσω φέρατε το σταυρό, όπως άρμοζε σε στρατιώτες που υπηρετούν τη σημαία του Χριστού. Αντί να υπερασπιστείτε τον τάφο του, βιαιοπραγήσατε σε βάρος των πιστών που είναι μέλη του. Φερθήκατε στους χριστιανούς χειρότερα απ' ότι οι Άραβες φέρονται στους Λατίνους, γιατί οι τελευταίοι σέβονται τουλάχιστον τις γυναίκες».

Η λαγνεία των στρατιωτών δεν φείσθηκε ούτε των κοριτσιών ούτε των αφιερωμένων στο Θεό παρθένων. Η βία και η ακολασία ήταν παρούσες παντού. Οι κραυγές, οι θρήνοι και τα βογκητά των θυμάτων αντηχούσαν σε ολόκληρη την πόλη και παντού η λεηλασία ήταν απεριόριστη και η λαγνεία αχαλίνωτη. Αυτοί οι ευσεβείς ληστές, όπως τους αποκαλεί προσφυώς ο Γκούντερ, ενεργούσαν σαν να είχαν άδεια να διαπράξουν οποιοδήποτε έγκλημα. Κράδαιναν τα ξίφη τους και λεηλατούσαν κατοικίες κι εκκλησίες. Η θρησκεία των ηττημένων υφίστατο κάθε είδους προσβολή. Οι μοναχοί και οι ιερωμένοι υπέστησαν προσβλητική μεταχείριση. Οι Σταυροφόροι τοποθετούσαν τα άμφια των ιερέων στις ράχες των αλόγων τους. Οι εικόνες αποσπώνταν ανελέητα από τα πλαίσιά τους ή θρυμματίζονταν. Οι στρατιώτες βεβήλωσα το μέγιστο ναό της Χριστιανοσύνης. Μια πόρνη κάθισε στην πατριαρχική καθέδρα και χόρευε και τραγουδούσε ένα άσεμνο τραγούδι προς τέρψη των στρατιωτών. Η λεηλασία του ίδιου ναού το 1453 εκ μέρους του Μωάμεθ Β΄, δεν ήταν τόσο εκτεταμένη όσο εκείνη εκ μέρους των Σταυροφόρων του Πάπα το 1204. Αυτούς τους ευσεβείς ληστές -νέο Σταυροφόρους- τους γνωρίσαμε πρόσφατα στην Σερβία και τώρα στη μαρτυρική Κύπρο μας, σαν Σχέδιο Ανάν!..

 

Πηγή: (Ελληνοκαναδική Ορθόδοξη Ιεραποστολική Αδελφότητα «Ορθόδοξη Φωνή», «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ» 30-04-2004), π.Μελέτιος, Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

byzantium 1204


Ο ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΝΕΩΝ ΚΡΑΤΩΝ

Η Δ’ σταυροφορία που τέλειωσε με την κατάληψη και τη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης, οδήγησε στην αποσύνθεση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και το σχηματισμό (στα εδάφη της) ενός μεγάλου αριθμού κρατών, φράγκικων και ελληνικών, από τα οποία τα πρώτα οργανώθηκαν με βάση τον φεουδαρχισμό της Δ. Ευρώπης. Οι Φράγκοι δημιούργησαν τα εξής κράτη: τη Λατινική Αυτοκρατορία (ή Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης), το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης, το πριγκιπάτο της Αχαΐας στον Μορέα και το Δουκάτο των Αθηνών και των Θηβών στη Κεντρική Ελλάδα. Η κυριαρχία της Βενετίας εκτεινόταν στα νησιά του Βυζαντίου, του Αιγαίου και του Ιονίου Πελάγους, στην Κρήτη και σε μερικά παραλιακά ή μεσόγεια μέρη. Παράλληλα με τις λατινικές φεουδαλικές κτήσεις που δημιουργήθηκαν στην περιοχή της ανατολικής αυτοκρατορίας, που είχε αποσυντεθεί, ιδρύθηκαν και τρία ανεξάρτητα ελληνικά κέντρα: η Αυτοκρατορία της Νίκαιας και η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, στη Μικρά Ασία και το Δεσποτάτο της Ηπείρου, στη βόρεια Ελλάδα. Ο κόμης της Φλάνδρας Βαλδουίνος έγινε αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης και κύριος του μεγαλύτερου μέρους της Θράκης, ο Βονιφάτιος Μομφερατικός έγινε βασιλιάς της Θεσσαλονίκης, εξουσιάζοντας τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία, ο Γουλιέλμος Σαμπλίτ (Champlitte) και μετά από αυτόν ο Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος έγιναν πρίγκιπες του Μορέως [1] και ο Όθων de la Roche απέκτησε τον τίτλο του Δούκα ή (όπως τον ονόμαζαν οι Έλληνες) του «Μεγάλου Κυρίου» των Αθηνών και των Θηβών. Στα τρία ελληνικά κράτη βασίλεψαν οι εξής πρίγκιπες: ο Θεόδωρος Α’ Λάσκαρης στη Νίκαια, ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός στην Τραπεζούντα και ο Μιχαήλ Α’ Άγγελος στο Δεσποτάτο της Ηπείρου. [2]

Επιπλέον, τα δύο γειτονικά κράτη, η Β’ Βουλγαρική Αυτοκρατορία με τις ενέργειες των βασιλέων της Καλογιάννη και Ιωάννη Ασάν Β’ και το Σουλτανάτο του Ικονίου, στη Μικρά Ασία, έλαβαν ενεργό μέρος στην πολύπλοκη διεθνή ζωή που διαμορφώθηκε, μετά το 1204, πάνω στα ερείπια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Το γεγονός αυτό αφορά ιδιαίτερα τη Βουλγαρία.
Όλος ο 13ος αιώνας υπήρξε πλήρης από συνεχείς και ποικίλους διαπληκτισμούς και αγώνες αυτών των κρατών. Οι Έλληνες αγωνίζονταν κατά των Φράγκων, των Τούρκων και των Βουλγάρων, αλλά και κατά των Ελλήνων, δημιουργώντας νέες αιτίες διαφωνιών μέσα σε μια χώρα της οποίας η οργάνωση είχε ήδη διασπαστεί αρκετά. Οι Φράγκοι πάλι πολεμούσαν κατά των Βουλγάρων και όλες αυτές οι στρατιωτικές περιπλοκές οδηγούσαν στον σχηματισμό ποικίλων και, ως επί το πλείστον, πρόσκαιρων διεθνών συμμαχιών που εύκολα δημιουργούνταν και εύκολα διαλύονταν.

Μετά την καταστροφή του 1204 το πρόβλημα του πού θα ετίθετο το πολιτικό, οικονομικό, εθνικό, θρησκευτικό και πολιτιστικό κέντρο, καθώς και πού θα δημιουργείτο και θα ενισχυόταν η ιδέα της ενότητας και της τάξης, ήταν εξαιρετικά σημαντικό. Τα φεουδαλικά κράτη που ιδρύθηκαν στην Ανατολή, με βάση δυτικά πρότυπα και η γενική κατάσταση, που σαν κύρια χαρακτηριστικά της παρουσίαζε την εξυπηρέτηση των ατομικών συμφερόντων και την αναρχία, οδήγησε σε μεγαλύτερη ανωμαλία, με δεδομένο μάλιστα ότι τα νέα κράτη δεν μπορούσαν καν να κατευθύνουν κατάλληλα εκείνο που κληρονόμησαν μετά την Δ’ Σταυροφορία. Όπως γράφει ένας ιστορικός, όλες αυτές οι ενέργειες της Δύσης στην Ανατολή δεν απέδωσαν δημιουργικά αλλά καταστρεπτικά και συνεπώς οι Δυτικοί καταστράφηκαν μόνοι τους, ενώ η Ανατολή έμεινε κύρια της Ανατολής. [3]

ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΛΑΣΚΑΡΙΔΕΣ

Στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας σχηματίστηκε και ενισχύθηκε η ιδέα της ελληνικής εθνικής ενότητας και της ανασυγκρότησης του Βυζαντινού κράτους. Από αυτήν την αυτοκρατορία προήλθε ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, ο οποίος το 1261 κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη αποκαθιστώντας, αν και σε μικρότερη από την παλιά της έκταση, τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Για ένα διάστημα μπορούσε να γίνει πιστευτό ότι η υπόθεση της αποκατάστασης της αυτοκρατορίας ήταν δυνατόν να αναληφθεί από ένα άλλο ελληνικό κέντρο, το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Για πολλούς όμως λόγους, οι δεσπότες της Ηπείρου αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μπροστά στην αυξανόμενη σπουδαιότητα της Νίκαιας και να αφήσουν τον ηγετικό ρόλο στα χέρια της χριστιανικής Ανατολής. Το τρίτο ελληνικό κέντρο, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, βρισκόταν πολύ μακριά και δεν μπορούσε να παίξει ηγετικό ρόλο στην υπόθεση της ενότητας των Ελλήνων. Η ιστορία της Τραπεζούντας, συνεπώς, αποτελεί θέμα ξεχωριστού ενδιαφέροντος με μια δική της πολιτική, πολιτιστική και οικονομική εξέλιξη και αξίζει να μελετηθεί και να ερευνηθεί ιδιαίτερα.

Ιδρυτής της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας («μιας εξόριστης αυτοκρατορίας») υπήρξε ο Θεόδωρος Λάσκαρης, 30 ετών περίπου, συγγενής του οίκου των Αγγέλων, μέσω της συζύγου του Άννας, κόρης του αυτοκράτορα Αλέξιου Γ’, και του οίκου των Κομνηνών μέσω του Αλέξιου Γ’. Η καταγωγή της οικογένειας και το όνομα της πόλης όπου γεννήθηκε ο Θεόδωρος δεν είναι γνωστά. Υπό τον Αλέξιο Γ’ ηγείτο του στρατού και πολέμησε δραστήρια κατά των Σταυροφόρων. [4] Πολύ πιθανόν θεωρείτο από τον κλήρο της Κωνσταντινούπολης ως πιθανός αυτοκράτορας του Βυζαντίου. Τη στιγμή όμως που καταλαμβανόταν η πρωτεύουσα, διέφυγε στη Μικρά Ασία, όπου κατέφυγαν και πολλοί εκπρόσωποι των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών του Βυζαντίου, μερικά εκλεκτά μέλη της εκκλησίας, καθώς και άλλοι πρόσφυγες που δεν ήθελαν να υποταχθούν στον ξένο κατακτητή. Ο τελευταίος Έλληνας Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης Ιωάννης Καματηρός εγκατέλειψε την πρωτεύουσα, πήγε στη Βουλγαρία και αρνήθηκε να αποδεχθεί την πρόσκληση του Θεόδωρου να πάει στη Νίκαια. Ο Μητροπολίτης της Αθήνας Μιχαήλ Ακομινάτος, που είχε αποσυρθεί πριν από την εισβολή των Λατίνων, έγραψε ένα γράμμα με το οποίο συνιστούσε στον Θεόδωρο Λάσκαρη κάποιον από την Εύβοια. Στο γράμμα αυτό ο Μιχαήλ αναφέρει ότι ο άνθρωπος τον οποίο συνιστά διέφυγε κρυφά στη Νίκαια, προτιμώντας τη ζωή ενός εξόριστου, στο παλάτι ενός ελληνικού κράτους, από την παραμονή στη χώρα του, κάτω από την πίεση των ξένων. Στο ίδιο γράμμα ο Μιχαήλ τονίζει το γεγονός ότι, αν ο άνθρωπος αυτός βρει καταφύγιο στη Νίκαια, το γεγονός αυτό θα κάνει μεγάλη εντύπωση σ’ όλο τον πληθυσμό της Ελλάδας που θα έβλεπε τον Θεόδωρο σαν τον μοναδικό ελευθερωτή, έναν ελευθερωτή, δηλαδή, όλως της Ρωμανίας. [5]

Μετά τον θάνατο του Θεόδωρου Λάσκαρη, που βασίλεψε από το 1204 μέχρι το 1222, ανέβηκε στο θρόνο ο σύζυγος της κόρης του Ειρήνης, Ιωάννης Γ’ Δούκας Βατάτζης (1222-1254), [6] που είναι ο πιο ικανός και δραστήριος αυτοκράτορας της Νίκαιας. Μετά τον θάνατό του, ο θρόνος ήρθε στην εξουσία πρώτον του γιου του Θεόδωρου Β’ (1254-1258) και, μετά, του εγγονού του Ιωάννη Δ’ (1258-1261) που ήταν ανήλικος στη διάρκεια της βασιλείας του. Ο τελευταίος εκθρονίστηκε από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο, που αποκατέστησε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Η κατάσταση του νέου κράτους στη Βιθυνία ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη: στην Ανατολή απειλείτο από τον ισχυρό Σουλτάνο του Ικονίου, που κατείχε όλο το εσωτερικό της Μ. Ασίας, έχοντας στην εξουσία του κι ένα τμήμα των ακτών της Μεσογείου, στο Νότο, και ένα τμήμα της Μαύρης Θάλασσας στο Βορρά. Στη Δύση, το κράτος της Νίκαιας πιεζόταν από τη Λατινική αυτοκρατορία, που είχε θέσει σαν έναν από τους κύριους σκοπούς της την καταστροφή του νέου κράτους της Νίκαιας. Το έργο του Θεόδωρου Λάσκαρη, που βασίλεψε τα 4 πρώτα χρόνια με τον τίτλο του δεσπότη και όχι του αυτοκράτορα, ήταν δύσκολο και πολύπλοκο. Στο εσωτερικό της χώρας επικρατούσε αναρχία. Σε διάφορα μέρη του κράτους παρουσιάστηκαν ανεξάρτητοι άρχοντες και η πόλη της Νίκαιας έκλεισε τις πύλες της στον Θεόδωρο.

Στο μεταξύ, οι Λατίνοι ιππότες, που είχαν εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη, αποφάσισαν, την ίδια χρονιά (1204), να κατακτήσουν τη Μ. Ασία και οι στρατιωτικές τους ενέργειες υπήρξαν πολύ επιτυχείς. Το κάθε τι φαινόταν να έχει χαθεί για τους Έλληνες της Μ. Ασίας. Όπως λέει ο Βιλεαρδουίνος, «ο λαός της χώρας πήρε το μέρος των Φράγκων και άρχισε να τους πληρώνει φόρους». [7] Την κρίσιμη αυτή στιγμή, για το νέο κράτος, έγινε γνωστή η απροσδόκητη αγγελία ότι ο Λατίνος αυτοκράτορας, Βαλδουίνος, συνελήφθηκε αιχμάλωτος από τους Βούλγαρους.

Από το 1196 βρισκόταν στον βουλγαρικό θρόνο ο Καλογιάννης, ο οποίος, την εποχή των Αγγέλων υπήρξε τρομερός εχθρός του Βυζαντίου. Το Λατινικό κράτος που ιδρύθηκε στη Βαλκανική χερσόνησο, περιέπλεξε πολύ την κατάσταση. Ήταν φανερό ότι οι Σταυροφόροι και οι Βούλγαροι θα διεκδικούσαν την κυριαρχία στη Βαλκανική χερσόνησο. Οι μεταξύ τους σχέσεις οξύνθηκαν από την πρώτη στιγμή, επειδή οι Σταυροφόροι αντέδρασαν πολύ προσβλητικά στις φιλικές προτάσεις του Καλογιάννη, δίνοντάς του να καταλάβει ότι δεν μπορούσε να θεωρεί τον Λατίνο αυτοκράτορα ως ίσον του και ότι έπρεπε να τον βλέπει όπως ένας δούλος τον κύριό του. Επιπλέον, οι Λατίνοι απειλούσαν τον Καλογιάννη ότι αν δεν έδειχνε τον σεβασμό που έπρεπε, οι Σταυροφόροι θα καταλάμβαναν τη Βουλγαρία με τη βία, επαναφέροντάς την στην παλιά κατάσταση της υποτέλειας. [8]

Προκαλώντας με τον τρόπο αυτόν τον θυμό του αυτοκράτορα της Βουλγαρίας, οι Λατίνοι ερέθιζαν συγχρόνως τον ελληνικό πληθυσμό της Θράκης και της Μακεδονίας, προσβάλλοντας τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και συνήθειες των Ελλήνων. Οι μυστικές σχέσεις των Ελλήνων με τον βασιλιά Καλογιάννη προετοίμαζαν στη Βαλκανική χερσόνησο μια επανάσταση προς όφελος των Βουλγάρων. [9] Είναι δυνατόν να υποτεθεί ότι ο πρώην Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης, Ιωάννης Καματηρός, που όπως είναι γνωστό, έζησε στη Βουλγαρία, έπαιξε σπουδαίο ρόλο στον σχηματισμό της Βυζαντινο-βουλγαρικής συμμαχίας του 1204-1205. [10]

Η συμμαχία αυτή. Όπως λέει ο Θ. Ουσπένσκι, «έδωσε τέλος στους δισταγμούς του Καλογιάννη, σταθεροποιώντας το σχέδιο της μελλοντικής του δράσης. Κύρια αιτία των ενεργειών του Καλογιάννη εναντίον των Σταυροφόρων υπήρξε η διάθεσή του να εμφανιστεί ως προστάτης της Ορθοδοξίας και του Ελληνο-βουλγαρικού πληθυσμού, εναντίον της κυριαρχίας των Καθολικών Λατίνων, και στη συνέχεια να αναλάβει τον αγώνα της αναζωογόνησης στο Βυζάντιο της εξασθενημένης αυτοκρατορικής δύναμης». [11] Ο τσάρος της Βουλγαρίας απέβλεπε στο στέμμα του βασιλιά του Βυζαντίου.

Η Ελληνο-βουλγαρική επανάσταση, που ξέσπασε στη Βαλκανική χερσόνησο, εξανάγκασε τους Σταυροφόρους να ανακαλέσουν στην Ευρώπη τα στρατεύματα που είχαν σταλεί στη Μ. Ασία για να πολεμήσουν κατά του Θεόδωρου Λάσκαρη. Στη μάχη της Αδριανούπολης, στις 15 Απριλίου του 1205, ο Καλογιάννης, με την υποστήριξη του ιππικού των Κομάνων, έδωσε ένα αποφασιστικό χτύπημα στους Σταυροφόρους. Στη μάχη αυτή καταστράφηκε το άνθος του δυτικού ιπποτισμού, ενώ ο ίδιος ο αυτοκράτορας Βαλδουίνος αιχμαλωτίστηκε από τους Βουλγάρους. Η τύχη του αιχμάλωτου αυτοκράτορα δεν είναι γνωστή. Είναι πολύ πιθανόν, ότι μετά από διαταγή του Βούλγαρου βασιλιά, ο Βαλδουίνος να δολοφονήθηκε με κάποιον τρόπο. [12] Λόγω έλλειψης ειδήσεων για το τέλος του Βαλδουίνου. Ο αδελφός του Ερρίκος εξελέγη αντιβασιλέας της Λατινικής αυτοκρατορίας για το διάστημα της απουσίας του Βαλδουίνου.

Πριν από 800 χρόνια περίπου, το 378, ένας άλλος Ρωμαίος αυτοκράτορας, ο Ουάλης, είχε σκοτωθεί κοντά στην Αδριανούπολη, στη διάρκεια του αγώνα του με τους Γότθους.

Ο δόγης Ερρίκος Δάνδολος, που πήρε μέρος στη μάχη, πέθανε λίγο μετά από την καταστροφή αυτή και θάφτηκε στην Αγία Σοφία. Όπως αναφέρει μια πολύ διαδεδομένη παράδοση, το σώμα του έμεινε εκεί μέχρι την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, οπότε ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β’ διέταξε την καταστροφή του σώματος του Βενετού ήρωα. [13]

Η ήττα της Αδριανούπολης έφερε τους Σταυροφόρους σε απελπιστική κατάσταση, επειδή αποτέλεσε για τη Λατινική αυτοκρατορία ένα χτύπημα που υπέσκαψε, από την αρχή ακόμα της πολιτικής της ύπαρξης, όλο το μέλλον της. «Η κυριαρχία των Φράγκων επί της Ρωμανίας έληξε αυτή την τρομερή μέρα», [14] λέει ο Gelzer, και είναι αλήθεια ότι «η τύχη της Λατινικής αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης, για ένα χρονικό διάστημα, βρισκόταν αποκλειστικά στα χέρια του Βούλγαρου βασιλιά». [15]

Η μάχη της Αδριανούπολης υπήρξε εξαιρετικά σημαντική τόσο για το Βασίλειο των Βουλγάρων όσο και για την Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Οι Έλληνες της Μακεδονίας και της Θράκης, μη διαθέτοντας Εθνικό Κέντρο στην Ευρώπη και μη προβλέποντας σημαντική εξέλιξη της Νίκαιας, θεώρησαν σκόπιμο να έρθουν σε συνεννόηση με τους Βούλγαρους με κοινό σκοπό την επίθεση κατά των Λατίνων. Έτσι ο Καλογιάννης αποκτούσε την πιο ωραία ευκαιρία για την εκπλήρωση των φιλόδοξων σχεδίων του, δηλαδή την ίδρυση στη Βαλκανική χερσόνησο ενός μεγάλου Ελληνο-σλαβικού κράτους, με κέντρο του την Κωνσταντινούπολη. Αλλά, όπως λέει ο V.G. Vasilievsky, οι Σλάβοι άρχοντες δεν μπορούσαν να παίξουν παγκόσμιο ηγετικό ρόλο. «Η φιλοδοξία του Καλογιάννη να δημιουργήσει ένα Ελληνο-βουλγαρικό βασίλειο στη Βαλκανική χερσόνησο με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, παρέμεινε στον κόσμο των ονείρων». [16]

Στο μεταξύ, η αφύσικη Ελληνο-βουλγαρική φιλική επαφή, που οδήγησε στη νίκη της Αδριανούπολης, διασπάστηκε γρήγορα επειδή οι Έλληνες πατριώτες των Βαλκανίων είδαν στο πρόσωπο του αυτοκράτορα της Νίκαιας έναν πιθανό ελευθερωτή από τους Λατίνους κατακτητές, καθώς κι ένα συνήγορο των εθνικών προσδοκιών και ελπίδων. Στη Βαλκανική χερσόνησο παρουσιάστηκαν έκδηλες αντι-βουλγαρικές τάσεις, εναντίον των οποίων ο βασιλιάς Καλογιάννης εκδικείτο τα κακά που είχε κάνει στους Βούλγαρους ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β’. Ενώ ο τελευταίος είχε ονομαστεί Βουλγαροκτόνος, ο Καλογιάννης περήφανα ονόμαζε τον εαυτό του Ρωμαιοκτόνο. Οι Έλληνες των ονόμαζαν Σκυλογιάννη, [17] και ένας Λατίνος αυτοκράτορας τον αποκαλεί, σε επιστολή του, «μεγάλο καταστροφέα της Ελλάδας» (magnus populator Graeciae). [18]

Όπως λέει ένας Βούλγαρος ιστορικός, στην περίπτωση αυτή εκδηλώθηκε «η καθαρά βουλγαρική εθνική τάση, που οδηγούσε την ιμπεριαλιστική τακτική του βασιλιά Καλογιάννη εναντίον των Ελλήνων. Εναντίον δηλαδή των άσπονδων εχθρών της εθνικής ανεξαρτησίας της Βουλγαρίας, που διατηρούσαν αυτά τα αισθήματα ακόμα και τη στιγμή της συμμαχίας με τις ελληνικές πόλεις της Θράκης, εναντίον της Λατινικής αυτοκρατορίας». [19]

Η αιματηρή εκστρατεία του Ιωάννη στη Θράκη και τη Μακεδονία, είχε μοιραίο γι’ αυτόν τέλος. Στην πολιορκία της Θεσσαλονίκης (1207) πέθανε από βίαιο θάνατο. Ένας ελληνικός θρύλος, καθώς αναφέρεται στα θαύματα του μάρτυρα Αγίου Δημητρίου, που υπάρχουν σε ελληνική και σλαβική μετάφραση, καθώς και στα Παλαιά Ρωσικά Χρονικά, μιλάει για τον Ιωάννη, τον οποίον χαρακτηρίζει εχθρό της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που τον έπληξε ο προστάτης Άγιος της πόλης. Έτσι, ο βασιλιάς της Βουλγαρίας δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί τις τόσο ευνοϊκές ευκαιρίες που του παρουσιάστηκαν μετά τη νίκη της Αδριανούπολης.

Μετά το θάνατο του Ιωάννη, λέει ο Nikov, «εξαφανίστηκε από το ιστορικό προσκήνιο ένας από τους μεγαλύτερους διπλωμάτες που παρουσίασε ποτέ η ιστορία». [20]
Αφετέρου, όμως, η μάχη της Αδριανούπολης, που κατέστρεψε τη δύναμη της κυριαρχίας των Φράγκων στην Κωνσταντινούπολη, έσωσε την Αυτοκρατορία της Νίκαιας από την καταστροφή, δίνοντας ελπίδες για μια νέα ζωή. Ο Θεόδωρος Λάσκαρης, αφού διέφυγε τον κίνδυνο του δυτικού γείτονα, άρχισε με δραστηριότητα την οργάνωση του κράτους του. Πρώτα απ’ όλα, μόλις ο Θεόδωρος πέτυχε τη σταθερή του εγκατάσταση στη Νίκαια, προέκυψε το ζήτημα της ανακήρυξής του σε αυτοκράτορα. Επειδή ο Έλληνας Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης (που μετά την εισβολή των Φράγκων κατέφυγε στη Βουλγαρία) αρνήθηκε να έρθει στη Νίκαια, εξελέγη εκεί νέος Πατριάρχης, το 1208, ο Μιχαήλ Αιτωρειανός, που την ίδια χρονιά έστεψε τον Θεόδωρο αυτοκράτορα. [21]

Το γεγονός αυτό του 1208 είχε πολύ σπουδαίες συνέπειες για τη μεταγενέστερη ιστορία του κράτους της Νίκαιας, η οποία έγινε το κέντρο της αυτοκρατορίας και της Εκκλησίας. Συγχρόνως με τη Λατινική αυτοκρατορία αναπτυσσόταν και μια δεύτερη αυτοκρατορία, η οποία σιγά-σιγά απέκτησε μια μάλλον εκτεταμένη περιοχή στη Μ. Ασία, συγκεντρώνοντας λίγο-λίγο την προσοχή και τις ελπίδες των Ελλήνων της Ευρώπης. Στη συνθήκη που υπογράφηκε το 1220 μεταξύ του Θεόδωρου Λάσκαρη και του αντιπρόσωπου (στην Κωνσταντινούπολη) των Βενετών, ο Θεόδωρος εμφανίζεται με τον επίσημο τίτλο «Theodorus, in Christo Deo fidelis Imperator et moderator Romeorum et semper augustus, Comnenus Lascarus». [22]

Ο σχηματισμός μιας νέας αυτοκρατορίας προκάλεσε τη δυσμένεια της Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης. Οι δυο αυτοκρατορίες, που είχαν δημιουργηθεί πάνω στα ερείπια μιας Βυζαντινής αυτοκρατορίας, δεν μπορούσαν να ζουν μαζί ειρηνικά και φιλικά.

Η Νίκαια, η οποία βρισκόταν 40 περίπου αγγλικά ναυτικά μίλια μακριά από την Κωνσταντινούπολη, έγινε πρωτεύουσα της νέας αυτοκρατορίας. Η τοποθέτησή της στη διασταύρωση 5 ή 6 δρόμων της έδωσε ειδική πολιτική σημασία. Η Νίκαια είναι γνωστή στη Βυζαντινή ιστορία ως τόπος όπου διεξήχθηκαν οι δυο Οικουμενικές Σύνοδοι και οι κάτοικοί της ήταν περήφανοι για τα ισχυρά της τείχη, τους πύργους και τις πύλες που κατασκευάστηκαν κατά τον Μεσαίωνα και που έχουν μέχρι σήμερα διασωθεί. Λίγο πριν από την Α’ Σταυροφορία, η Νίκαια υπέκυψε στους Σελτζουκίδες Τούρκους και οι Σταυροφόροι που επανέκτησαν την πόλη, υποχρεώθηκαν με μεγάλη δυσαρέσκεια να την επιστρέψουν στον Αλέξιο Κομνηνό. Επιβλητικά ανάκτορα και πολλές εκκλησίες και μοναστήρια, από τα οποία δεν διασώθηκαν ούτε ίχνη, κοσμούσαν τη Μεσαιωνική Νίκαια. [23]

Μιλώντας για τη Νίκαια και αναφερόμενος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο, ένας Άραβας ταξιδιώτης του 12ου αιώνα, ο al-Herewy, γράφει ότι στην «εκκλησία αυτής της πόλης μπορεί να δει κανείς την εικόνα του Μεσσία και τα πρόσωπα των Πατέρων, που κάθονται στους θρόνους τους. Η εκκλησία αυτή αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερου σεβασμού». [24] Οι ιστορικοί του Βυζαντίου και της Δύσης (του 13ου αιώνα) τονίζουν τη μεγάλη έκταση και τον πλούτο της Νίκαιας. [25] Ένας συγγραφέας του 13ου, ο Νικηφόρος Βλεμμύδης, τονίζει σ’ ένα του ποίημα ότι η Νίκαια είναι «μια πόλη με φαρδείς δρόμους γεμάτους από ανθρώπους, καλά οχυρωμένη, περήφανη για το περιεχόμενό της, το πιο εξαιρετικό αντικείμενο της αυτοκρατορικής συμπάθειας». [26]

Τελικά, στη φιλολογία του 13ου και 14ου αιώνα διασώζονται δύο πανηγυρικοί της Νίκαιας. Ο συγγραφέας του ενός από αυτούς, ο αυτοκράτορας Θεόδωρος Β’ Λάσκαρης, απευθυνόμενος στη Νίκαια λέει ότι η πόλη αυτή ξεπέρασε όλες τις πόλεις. [27] Ο δεύτερος πανηγυρικός γράφηκε από έναν πολύ γνωστό πολιτικό του 14ου αιώνα, έναν διπλωμάτη, πολιτικό, θεολόγο, αστρονόμο, ποιητή και καλλιτέχνη, τον Θεόδωρο Μετοχίτη, [28] του οποίου το όνομα συνδέεται με τα περίφημα μωσαϊκά της μονής της χώρας, που είναι τώρα γνωστή ως Καχριέ τζαμί, τα οποία διατηρούνται μέχρι σήμερα.

Στα μνημεία του Μεσαίωνα, που βρίσκονταν στη σημερινή πόλη Isnik (διεστραμμένη ονομασία της Νίκαιας) πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μπορούσε κανείς να παρατηρήσει, εκτός από τα τείχη της πόλης, τη σεμνή μικρή εκκλησία της Ανάληψης, που χρονολογούμενη από τον 9ο αιώνα, είχε εξαιρετικά και πολύ σπουδαία, για τη μελέτη της βυζαντινής τέχνης, μωσαϊκά. [29]

Στη διάρκεια, όμως, του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου βομβαρδίστηκε η Νίκαια και κανένα σπίτι δεν έμεινε ανέπαφο. Η εκκλησία της Ανάληψης χτυπήθηκε ιδιαίτερα. Στη διάρκεια του βομβαρδισμού μόνο η δυτική αυλή της, κάτω από τον τρούλο, καθώς και το νότιο τμήμα του Νάρθηκα, διασώθηκαν. Η άλλη περίφημη εκκλησία της Νίκαιας, ο καθεδρικός ναός της Αγίας Σοφίας βρίσκεται επίσης σε αξιοθρήνητη κατάσταση. [30]

Ένα ενδιαφέρον κείμενο που έχει σωθεί, δείχνει κάπως τις σχετικές με την αυτοκρατορική εξουσία απόψεις του Θεόδωρου Λάσκαρη. Το κείμενο αυτό ονομάζεται Σελέντιον ή Σιλέντιον (Silentium), όπως ονομάζονταν την εποχή του Βυζαντίου οι δημόσιοι αυτοκρατορικοί λόγοι, τους οποίους εκφωνούσαν οι αυτοκράτορες, στα ανάκτορα, μπροστά στους ευγενείς της αυτοκρατορίας, στις αρχές της Τεσσαρακοστής. Το Σιλέντιον θεωρείτο σαν η ομιλία του Θεόδωρου Λάσκαρη με την ευκαιρία της ενθρόνισής του, που έγινε το 1208, αμέσως μετά τη στέψη του. [31]

Η ομιλία του Θεόδωρου γράφτηκε από τον σύγχρονό του, γνωστό ιστορικό Νικήτα Χωνιάτη, ο οποίος μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, βρήκε ασφαλές καταφύγιο στη Νίκαια. Η ομιλία αυτή, γραμμένη σε ύφος ρητορικό, δείχνει ότι ο Θεόδωρος, σαν βυζαντινός βασιλιάς, θεωρούσε ότι η εξουσία του προερχόταν από τον Θεό. «Η αυτοκρατορική μου μεγαλειότητα έχει τοποθετηθεί άνωθεν ως πατέρας όλου του Ρωμαϊκού κράτους. Το θέλημα του Θεού μου έδωσε την εξουσία…». Ο Θεός παραχώρησε στον Θεόδωρο, σαν αμοιβή του ζήλου του «το χρίσμα και τη δύναμη του Δαβίδ». Η ενότητα της αυτοκρατορίας σήμαινε επίσης την ενότητα της Εκκλησίας. «Θα υπάρξει ένα ποίμνιο και ένας ποιμένας», τόνιζε ο Θεόδωρος στο τέλος του Σιλεντίου. [32]

Είναι αλήθεια ότι η ομιλία αυτή δεν γράφτηκε από τον ίδιο τον αυτοκράτορα, παρουσιάζει, όμως, τη γνώμη που επικρατούσε ανάμεσα στους εκλεκτούς και καλά μορφωμένους ανθρώπους της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, μια γνώμη που διέθετε σταθερή βάση, αφού έγινε στη Νίκαια «Ρωμαίος βασιλιάς» ο Θεόδωρος Λάσκαρης, έχοντας πλήρη τη συναίσθηση ότι αποτελούσε συνέχεια της γραμμής των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου.

Η ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΤΩΝ ΛΑΣΚΑΡΙΔΩΝ

Μετά την ήττα των Λατίνων στην Αδριανούπολη, η κατάσταση του Θεόδωρου έγινε για ένα διάστημα λίγο καλύτερη. Παρόλα αυτά, όμως, ο αδελφός και διάδοχος του Βαλδουίνου Ερρίκος (ικανός και δραστήριος ηγέτης) μετά τη στέψη του στην Αγία Σοφία, ανέλαβε κάπως από τις αποτυχίες που υπέστη το κράτος από τους Βούλγαρους και άρχισε τις εχθρικές του ενέργειες κατά του Θεόδωρου, με σκοπό την προσάρτηση των κτήσεων της Νίκαιας στη Λατινική αυτοκρατορία. Ο αυτοκράτορας της Νίκαιας δεν μπορούσε με τη δύναμη των όπλων να πετύχει στον αγώνα του με τους Λατίνους, αλλά ο κίνδυνος των Βουλγάρων, τον οποίον αντιμετώπιζε ο Ερρίκος και οι Σελτζουκίδες που απειλούσαν τον Θεόδωρο, ανάγκασε και τους δύο να συνάψουν συμφωνία με βάση την οποία ο Θεόδωρος αναγκάστηκε να καταστρέψει αρκετά οχυρά. [33]

ΟΙ ΣΕΛΤΖΟΥΚΙΔΕΣ ΤΟΥΡΚΟΙ

Ο πόλεμος του Θεόδωρου Α’ με τον Σελτζούκο Σουλτάνο, στον οποίον ανήκε το μεγαλύτερο μέρος της Μ. Ασίας, είχε μεγάλη σημασία για τη νέα Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Η εμφάνιση ενός νέου κράτους της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας ήταν φυσικά πολύ δυσάρεστη για το τουρκικό Σουλτανάτο του Ικονίου, επειδή εμπόδιζε τους Τούρκους στην περαιτέρω προώθησή τους προς τις ακτές του Αιγαίου Πελάγους. Στην κύρια αυτή αιτία της έντασης των σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών πρέπει να προστεθεί το γεγονός ότι ο πεθερός του Θεόδωρου Λάσκαρη. Αλέξιος Γ’ Άγγελος, κατέφυγε στον Σουλτάνο ζητώντας του βοήθεια για να επανακτήσει τον χαμένο του θρόνο.

Επωφελούμενος της ευκαιρίας της άφιξης του Αλεξίου ο Σουλτάνος έστειλε στον Θεόδωρο απειλητικό μήνυμα απαιτώντας τον θρόνο και εκδηλώνοντας έτσι τον πραγματικό του σκοπό να κατακτήσει όλη τη Μ. Ασία, Οι εχθροπραξίες άρχισαν και έλαβαν κυρίως χώρα στην Αντιόχειας, στον ποταμό Μαίανδρο. Η κύρια δύναμη του Θεόδωρου συνίστατο από τους 800 επίλεκτους Δυτικούς μισθοφόρους του, οι οποίοι στον αγώνα τους με τους Τούρκους έδειξαν μεγάλο ηρωισμό προκαλώντας στον εχθρό τρομερές απώλειες. Σχεδόν όλοι τους έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Με το προσωπικό του όμως θάρρος και την αντίληψή του ο Θεόδωρος Λάσκαρης έγινε και πάλι κύριος της κατάστασης και στην επόμενη συμπλοκή ο Σουλτάνος σκοτώθηκε πιθανώς από τον ίδιο τον Θεόδωρο.

Όπως λέει μια σύγχρονη πηγή, ο Σουλτάνος «έπεσε σαν από ένα πύργο», από τη φοράδα, δηλαδή, πάνω στην οποία βρισκόταν. [34] Στην ίδια μάχη συνελήφθηκε αιχμάλωτος ο πρώην αυτοκράτορας Αλέξιος Γ’, που είχε ζητήσει καταφύγιο στους Τούρκους και ο οποίος, αφού έγινε μοναχός, πέθανε σ’ ένα μοναστήρι της Νίκαιας.

Ο πόλεμος αυτός δεν φαίνεται να είχε σαν αποτέλεσμα εδαφικές μεταβολές. [35] Η ηθική όμως σημασία της νίκης του Έλληνα χριστιανού αυτοκράτορα της Νίκαιας επί των Μουσουλμάνων υπήρξε πολύ μεγάλη: έδωσε κύρος στον νέο αυτοκράτορα, ανανέωσε τις παλιές παραδόσεις των αγώνων εναντίον του Ισλάμ και γέμισε χαρά και θάρρος τις καρδιές των Ελλήνων, όχι μόνον της Μ. Ασίας, αλλά και της Ευρώπης, οι οποίοι για πρώτη φορά είδαν στη Νίκαια ένα πιθανό κέντρο της μελλοντικής τους ενότητας. Ο Νικήτας Χωνιάτης έγραψε εξυμνώντας τη νίκη του Θεόδωρου ένα μακρύ και στομφώδη πανηγυρικό. [36] Ο αδελφός του Νικήτα Μιχαήλ Ακομινάτος (πρώην μητροπολίτης Αθηνών) έστειλε στον Θεόδωρο, από το νησί όπου περνούσε τις τελευταίες μέρες της ζωής του, ένα συγχαρητήριο γράμμα με το οποίο εξέφραζε την ευχή του όπως ο Θεόδωρος αξιωθεί να αποκαταστήσει τον θρόνο του Μ. Κωνσταντίνου στη θέση που ο Κύριός μας είχε ανέκαθεν εκλέξει, [37] δηλαδή στην Κωνσταντινούπολη.

Η ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Δεν ευχαριστήθηκαν όμως μόνον οι Έλληνες με τη νίκη του Θεόδωρου. Ο Λατίνος αυτοκράτορας Ερρίκος ευχαριστήθηκε κι αυτός (έστω κι αν φαίνεται με μια πρώτη ματιά το γεγονός αυτό παράδοξο) επειδή οι γενναίοι δυτικοί μισθοφόροι του Θεόδωρου, τους οποίους φοβόταν ο Λατίνος αυτοκράτορας, είχαν σκοτωθεί σχεδόν όλοι στη διάρκεια του αγώνα εναντίον των Τούρκων με αποτέλεσμα, κατά τη γνώμη του Ερρίκου, την εξασθένηση του αυτοκράτορα της Νίκαιας. Ένας ιστορικός της εποχής αυτής λέει ότι ο Ερρίκος δήλωσε ότι «ο Λάσκαρης δεν νίκησε, αλλά νικήθηκε». [38]

Ο Ερρίκος βέβαια δεν είχε δίκαιο επειδή λίγο μετά τον πόλεμο ο Θεόδωρος είχε και πάλι στη διάθεσή του αρκετούς Φράγκους και καλά οπλισμένους Έλληνες. [39]

Η εναντίον των Τούρκων νίκη έδωσε στον Θεόδωρο τη δυνατότητα να κτυπήσει τον Ερρίκο. Την εποχή αυτή ο Θεόδωρος έθεσε σαν ειδικό σκοπό την επίθεση εναντίον της Κωνσταντινούπολης με την υποστήριξη του ήδη αξιόλογου στόλου του.

Ένα πολύ ενδιαφέρον γράμμα που χαρακτηρίζεται από τον Gerland σαν «μανιφέστο» [40] και που γράφτηκε από τον Ερρίκο στην Πέργαμο, στις αρχές του 1212, στάλθηκε σε όλους τους φίλους του που θα μπορούσαν να λάβουν γνώση του περιεχομένου του (universis amicis suis ad quos tenor presentium pervenerit). Το γράμμα αυτό αναφέρει ότι ο Ερρίκος θεωρεί τον Θεόδωρο σαν έναν πολύ επικίνδυνο εχθρό και τονίζει ότι «ο πρώτος και μεγαλύτερος εχθρός είναι ο Λάσκαρης που κατέχει όλη την πέρα από το στενό του Αγίου Γεωργίου [41] χώρα… Ο Λάσκαρης συνέλεξε έναν πολύ μεγάλο αριθμό από τριήρεις με σκοπό να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη και συνεπώς η πόλη έρημη τρέμει… και πολλοί από τους ανθρώπους μας σχεδιάζουν να διαφύγουν διαμέσου της θάλασσας, και αρκετοί έφτασαν στον Λάσκαρη υποσχόμενοι να τον βοηθήσουν εναντίον μας… Όλοι οι Έλληνες άρχισαν να παραπονούνται εναντίον μας και υποσχέθηκαν στον Λάσκαρη να τον υποστηρίξουν σε περίπτωση που θα χτυπούσε την Κωνσταντινούπολη». Το γράμμα τελειώνει με μια έκκληση προς τους Λατίνους να βοηθήσουν τον Ερρίκο. «Για να πετύχουμε μια πλήρη νίκη», γράφει, «και για να είμαστε κυρίαρχοι της αυτοκρατορίας μας έχουμε ανάγκη από πολλούς Λατίνους, στους οποίους θα δώσουμε τη χώρα που διαθέτουμε και που έχουμε αποκτήσει. Για μας, όπως ξέρετε, δεν αρκεί το ότι αποκτήσαμε τη γη, αλλά πρέπει να βρεθούν αυτοί που θα την συγκρατήσουν». [42] Το γράμμα αυτό δείχνει καθαρά ότι ο Ερρίκος ήταν πολύ ανήσυχος, λόγω των εχθροπραξιών του Θεόδωρου Λάσκαρη, καθώς και ότι το πνεύμα των νέων του υπηκόων δεν ήταν σταθερό.

Παρ’ όλα αυτά, η πρώτη αυτή προσπάθεια της Νίκαιας να επανακτήσει την παλιά πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας δεν πέτυχε, επειδή η Αυτοκρατορία της Νίκαιας δεν ήταν ακόμα ούτε όσο έπρεπε ισχυρή ούτε προετοιμασμένη γι’ αυτό τον σκοπό. Η επιτυχία ανήκε στον Ερρίκο, ο οποίος κατόρθωσε να εισχωρήσει μάλλον βαθειά στο εσωτερικό της Μ. Ασίας.

Σ’ ένα γράμμα του, που χρονολογείται από το 1213, ο Ερρίκος δίνει μια σύντομη περιγραφή της νίκης του εναντίον των Ελλήνων, οι οποίοι «με τέτοια αυθάδεια και υβριστική διάθεση στράφηκαν κατά της Ρωμαϊκής Εκκλησίας θεωρώντας όλα της τα τέκνα, δηλαδή τους αφοσιωμένους Λατίνους, σαν σκυλιά». [43]

Η ειρήνη που έγινε μεταξύ των δύο αυτοκρατόρων καθόρισε ακριβώς τα σύνορα των δύο αυτοκρατοριών στη Μ. Ασία και το βορειοδυτικό τμήμα της χερσονήσου παρέμεινε στα χέρια της Λατινικής αυτοκρατορίας. Με άλλα λόγια, αν δεν λάβουμε υπόψη μερικές ασήμαντες προσαρτήσεις που έγιναν στη Λατινική αυτοκρατορία, παρατηρούμε ότι οι λατινικές κτήσεις της Μ. Ασίας, μετά από αυτήν την ειρήνη, διαφέρουν πολύ λίγο από τις κτήσεις που διέθετε η αυτοκρατορία αμέσως μετά τη διανομή του 1204. [44]

Το 1216 πέθανε ο ικανός και δραστήριος Ερρίκος, που τον θαύμαζαν και τον αγαπούσαν ακόμα και οι Έλληνες. Ένα βυζαντινό χρονικό, μάλιστα, του 14ου αιώνα αναφέρει ότι ο Ερρίκος υπήρξε «ένας πραγματικός Άρης». [45] Αλλά και οι ιστορικοί του 20ου αιώνα εκτιμούν πολύ την προσωπικότητά του και τη δράση του. Όπως λέει ο Gerland «ο Ερρίκος υπήρξε ο πραγματικός ιδρυτής της (Λατινικής) αυτοκρατορίας και οι αρχές του έθεσαν τις βάσεις πάνω στις οποίες αναπτύχθηκε η επικράτεια των Φράγκων». [46]

«Ο θάνατος του Ερρίκου», γράφει ο A. Gardner «υπήρξε ασφαλώς μια συμφορά για τους Λατίνους (πιθανόν όμως και για τους Έλληνες) εφόσον η δυναμική αλλά και συμβιβαστική του πολιτική μπορούσε να πετύχει (αν κάποια πολιτική μπορούσε να το κατορθώσει) τη γεφύρωση του χάσματος που υπήρχε ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση». [47] Με το θάνατο του Ερρίκου εξαφανίστηκε ο πιο επικίνδυνος εχθρός της Νίκαιας. Οι διάδοχοί του στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης δεν διακρίθηκαν ούτε για τις ικανότητές τους, ούτε για τη δραστηριότητά τους.

Το 1222 πέθανε ο ιδρυτής της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, Θεόδωρος Α’ Λάσκαρης, ο οποίος δημιούργησε ένα ελληνικό κέντρο στη Μ. Ασία, ένωσε το κράτος του και έλκυσε προς αυτό την προσοχή των Ελλήνων της Ευρώπης. Έθεσε δηλαδή τις βάσεις πάνω στις οποίες ο διάδοχός του θα μπορούσε να οικοδομήσει ένα μεγάλο οικοδόμημα. Στις εγκωμιαστικές επιστολές που έστειλε στον Θεόδωρο Λάσκαρη, ο Μιχαήλ Ακομινάτος γράφει: «Η πρωτεύουσα εκτοπισμένη από την πλημμύρα των βαρβάρων έξω από τα τείχη του Βυζαντίου στις ακτές της Μ. Ασίας, στη χειρότερή της μορφή έγινε δεκτή, καθοδηγήθηκε και διασώθηκε από εσένα… Εσύ θα πρέπει να ονομάζεσαι για πάντα ο ανακαινιστής και οικιστής της πόλης του Κωνσταντίνου… Αποβλέποντας μόνο σ’ εσένα και αποκαλώντας σε σωτήρα και ελευθερωτή του κόσμου, όσοι ναυάγησαν μέσα στον παγκόσμιο κατακλυσμό βρήκαν καταφύγιο στο κράτος σου σαν σ’ ένα ήρεμο λιμάνι… Δεν θεωρώ κανέναν από τους αυτοκράτορες που βασίλεψαν στην Κωνσταντινούπολη ίσον μ’ εσένα. Εκτός από τον μεγάλο Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο και τον (πιο παλαιό) ευγενή Ηράκλειο». [48]

ΙΩΑΝΝΗΣ Γ’ ΔΟΥΚΑΣ ΒΑΤΑΤΖΗΣ (1222-1254)

Μετά τον θάνατο του Θεόδωρου Α’ Λάσκαρη, ο Ιωάννης Γ’ Δούκας Βατάτζης, σύζυγος της κόρης του Θεόδωρου, Ειρήνης, ανέβηκε στον θρόνο και βασίλεψε από το 1222 μέχρι το 1254. [49] Αν και ο προκάτοχός του θεμελίωσε κάπως την ανάπτυξη του κράτους της Νίκαιας, παρ’ όλα αυτά η διεθνής της θέση ήταν τέτοια που να απαιτεί επειγόντως τη διοίκηση ενός αποφασιστικού και δραστήριου ανθρώπου. Ο άνθρωπος αυτός παρουσιάστηκε στο πρόσωπο του Ιωάννη Βατάτζη.

Την εποχή αυτή διεκδικούσαν την κυριαρχία στην Ανατολή 4 κράτη: η Αυτοκρατορία της Νίκαιας, η Λατινική αυτοκρατορία, το Δεσποτάτο της Ηπείρου και το βουλγαρικό βασίλειο του Ιωάννη Ασάν Β’. Συνεπώς, στην εξωτερική του πολιτική ο Ιωάννης Βατάτζης ασχολήθηκε αφενός με πολέμους και αφετέρου με συμμαχίες με το ένα ή το άλλο κράτος. Χάρη στην καλή του τύχη οι 3 αντίπαλοί του στη Βαλκανική χερσόνησο ποτέ δεν έδρασαν ενωμένοι και αποφασιστικά, αλλά εξασκούσαν αδύνατη και ασταθή πολιτική εσωτερικών εχθροπραξιών ή μια πολιτική παροδικών συμμαχιών. Ο Ιωάννης Βατάτζης πέτυχε σταθερά να εκμεταλλευτεί την πολύπλοκη διεθνή κατάσταση.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Για το Δεσποτάτο του Μορέως βλέπε και το αξιόλογο έργο του Δ. Ζακυνθηνού «Le Despotat Grec de Morèe» (δύο τόμοι), έκδοση «L’ Hellenisme Contemporaine», Αθήνα 1953.
[2] Ειδικά, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, με ιδρυτή τον Αλέξιο Α’ Κομνηνό, εγγονό του Ανδρόνικου Α’ Κομνηνού, περιλάμβανε όλη τα παράλια του Εύξεινου Πόντου μέχρι τον Καύκασο. Διήρκεσε μέχρι το 1461, οπότε καταλύθηκε από τους Τούρκους. Πρωτεύουσά της ήταν η Τραπεζούντα. Τον Αλέξιο Α’ τον διαδέχθηκαν 20 αυτοκράτορες, που λέγονταν Μεγάλοι Κομνηνοί.
[3] C. Neumann, «Die byzantinische Marine» (Historische Zeitschrift, LXXXI, 1898, 1-2).
[4] Βλέπε A. Gardner, «The Laskarids of Nicaea: The Story of an Empire in Exile» 53-54. Α. Μηλιαράκη, «Ιστορία του βασιλείου της Νίκαιας και του δεσποτάτου της Ηπείρου», 8. M.A. Andreeva «Δοκίμια σχετικά με τον Πολιτισμό της Βυζαντινής Αυλής κατά τον 13ο αιώνα», 82-85 (Ρωσικά).
[5] «Μιχαήλ Ακομινάτος», έκδοση Σ. Λάμπρου, ΙΙ, 276-277.
[6] Οι ιστορικοί αποκαλούν συνήθως τον Ιωάννη Βατάτζη, Ιωάννη Γ’, θεωρώντας ως δύο πρώτους τον Ιωάννη Τσιμισκή και τον Ιωάννη Κομνηνό.
[7] Villehardouin, «La Conquête de Constantinople», 323, έκδοση N. Wailly, 193.
[8] Nicetas Choniates, «Historia», στο «Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae», 808-809.
[9] Βλέπε V.N. Zlatarsky, «Η Ελληνο-βουλγαρική συμφωνία του έτους 1204-1205», 8-ii (Βουλγαρικά).
[10] Βλέπε P. Nikov, «Η Βουλγαρική διπλωματία από τις αρχές του 13ου αιώνα», (Βουλγαρική Ιστορική Βιβλιοθήκη, Ι, 1928, 103-104) (Βουλγαρικά).
[11] «Ο σχηματισμός του Β’ Βουλγαρικού Βασιλείου» (245-246) (Ρωσικά).
[12] Gardner, «Lascarids of Nicaea» (Αναφέρεται ότι ο Βαλδουίνος μεταφέρθηκε σαν αιχμάλωτος στο Τύρνοβο. Από τότε δεν τον είδε κανείς πια). E. Gerland «Geschichte des lateinischen Kaiserreiches von Konstantinopel», Ι, 92. (Φαίνεται ότι ο Καλογιάννης, σε μια στιγμή ξαφνικού θυμού, διέταξε τον θάνατο του αιχμαλώτου του). Nikov, «Βουλγαρική Διπλωματία» (Βουλγαρική Ιστορική Βιβλιοθήκη, Ι, 1928. 104-ο Βαλδουίνος συνελήφθηκε αιχμάλωτος, μεταφέρθηκε στο Τύρνοβο και κλείστηκε στη φυλακή όπου και πέθανε): η πληροφορία αυτή δίνεται με βάση το «Innocetii III Gesta», έκδοση J.P. Migne «Patrologia Latina» (CCXIV, 148).
[13] Βλέπε H. Kretschmayer, «Geschichte von Venedig» Ι, 321, 72.
[14] H. Gelzer, «Abriss der byzantinischen Kaisergeschichte» 1042.
[15] Θ. Ουσπένσκι, «Η Δημιουργία του Β’ Βουλγαρικού Βασιλείου» 250 (Ρωσικά).
[16] «Η Αναγέννηση του Βουλγαρικού Πατριαρχείου υπό τον βασιλιά Ιωάννη Β’» (Επιθεώρηση του Υπουργείου Δημόσιας Διαφώτισης, CCXXXVIII, 1885, Ι, 9, Ρωσικά).
[17] Georges Acropolita, «Annales» xiii στην «Opera Omnia» έκδοση A. Heisenberg, 23-24.
[18] Βλέπε J.A. Bouchon, «Recherches èt matèriaux pour servir a une histoire de la domination francaise» ΙΙ, 211.
[19] P. Nikov, «Μελέτες σχετικές με τις ιστορικές πηγές της Βουλγαρίας και την Ιστορία της Βουλγαρικής Εκκλησίας», 8, (Ανάτυπο από τον τόμο ΧΧ των Πρακτικών της Βουλγαρικής Ακαδημίας των Επιστημών, Βουλγαρικά).
[20] «Βουλγαρική Διπλωματία» (Βουλγαρική Ιστορική Βιβλιοθήκη Ι, 1928, 108, Βουλγαρικά).
[21] Η χρονολογία αυτή, 1208, υποστηρίχθηκε από τον A. Heisenberg «Neue Quellen zur geschichte des lateinischen Kaisertums und die Kirchen Union» ΙΙ, 5-12. Η από κοινού δεκτή χρονολογία ήταν το 1206. Βλέπε επίσης Andreeva, «Ο Πολιτισμός της Αυλής του Βυζαντίου», 85, 180-181 (Ρωσικά).
[22] G.L.F. Tafel και G.M. Thomas, «Urkunden zur ältern Handels-und Staatsgeschichte der Republik Venedig» II, 205.
[23] Για τη Μεσαιωνική Νίκαια βλέπε πολύ καλές πληροφορίες και εξαιρετική βιβλιογραφία στον J. Sölch «Historische-geographische Studien über bithynische Siedlungen. Nikomedia, Nikäa, Prusa» (Byzantinisch-neugriechische Jahrbücher, I, 1920, 263-286). Βλέπε και R. Jauin «Nicée, Étude historique et topographique» (Échos d’Orient, XXIV, 1925, 482-490). Andreeva «Ο Πολιτισμός της Αυλής του Βυζαντίου», 19-21, (Ρωσικά).
[24] «Indications sur les lieux de Pèlerinage», μετάφραση C. Schefer «Archives de l’orient latin», Ι, 590).
[25] Βλέπε π.χ. Nicetas Choniates «Historia» έκδοση Bonn, 318, Villehardouin «Conquête de Constandinople», 304.
[26] Nicephorus Blemmydes, «Curriculum vitae et carmina», έκδοση A. Heisenberg, 113, στ.22-21.
[27] Θ. Ουσπένσκι, «Περί των χειρογράφων της Ιστορίας του Νικήτα Ακομινάτου που βρίσκονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Παρισίων» (Επιθεώρηση κλπ., CXCIV, 1877, 77, Ρωσικά).
[28] Βλέπε Σάθα, «Bibliotheca Graeca medii aevi», I, 139 κ.ε.
[29] Βλέπε H. Grégoire, «Le véritable nom et la date de l’église de la Dormition à Nicée. Un texte nouveau et décisif» (Mélanges d’histoire offerts à Henri Plrenne I, 171-174). Βλέπε επίσης Charles Diehl, «Manuel d’art byzantin», ΙΙ, 520-521, 908. Το άρθρο του Grégoire παρουσιάστηκε αργότερα και δεν μπορούσε να το χρησιμοποιήσει ο Diehl. O.M. Dalton «East Christian Arts» 285.
[30] Βλέπε M. Alpatof και I. Brunov, «Σύντομη περιγραφή ενός ταξιδιού στην Ανατολή» (Vizantiysky Vremmenik, XXVI, 1923-1926 61, Ρωσικά). Diehl «Manuel d’art byzantin», ΙΙ, 908.
[31] Heisenberg, «Neue Quellen zur geschichte des lateinischen Kaisertums», ΙΙ, 11-12.
[32] Βλέπε Σάθα, «Bibliotheca Graeca medii aevi», I, 99, 105, 107.
[33] Βλέπε E. Gerland, «Geschichte der Kaiser Baldwin I und Heinrich», 102-114. Μετά το βιβλίο του Gerland η διατριβή του L. Neuhaus «Die Rechsverwesenschaft und Politik des Grafen Heinrich von Anjou, des Zweiten Kaisers im Lateinnerreiche zu Byzanz» δεν έχει καμιά σημασία.
[34] George Acropolita, «Annales», κεφ. 10, έκδοση Heisenberg, 17.
[35] Βλέπε G. d’Jerphanion, «Les Inscriptions Cappadociennes et l’histoire de l’empire Grec de Nicée» (Orientalia Christiane Periodica, Ι, 1935, 242-243). P. Wittek «Das Fürstentum Mentesche. Studie zur Geschichte Westkleinasiens im 13-15 Jahrhundert», 1-21. M.F. Köprülü «Les Origines de l’Empire Ottoman», 35-37. P. Wittek «The Rise of the Ottoman Empire», 16-32.
[36] Σάθα, «Bibliotheca Graeca medii aevi», Ι, 129-136.
[37] «Μιχαήλ Ακομινάτος», έκδοση Λάμπρου, ΙΙ, 353 κ.ε.
[38] George Acropolita, «Annales», κεφ. 15, έκδοση Heisenberg, 27.
[39] Gerland, «Kaiser Baldwin I und Heinrich», 216.
[40] Gerland, «Kaiser Baldwin I und Heinrich», 218.
[41] Σαν Brachium Sancti-Georgii εννοείται ο Βόσπορος.
[42] «Recueil des historiens des Gales et de la France» (δεύτερη έκδοση, 1879, VVIII, 530-533).
[43] Βλέπε M.P. Lauer, «Une Lettre inédite d’Henri 1er d’Angre, empereur de Constantinople, aux prêlats italiens(1213;)» (Melanges offerts a M. Gustav Schlumberger, Ι, 201). Δεν γνωρίζω γιατί ο Lauer τοποθετεί στο έτος 1213 (σελ. 194) το χρονολογημένο γράμμα του Ερρίκου (13 Ιανουαρίου 1212).
[44] Βλέπε Gardner, «The Laskarids of Nicaea» 85-86. Gerland, «Kaiser Baldwin I und Heinrich» 218-219. Μερικές φορές αναφέρεται ότι (βλέπε π.χ. N. Iorga, «Geschichte des Osmanischen Reiches», Ι, 120 και Gerland, «Kaiser Baldwin I und Heinrich I» Ι, 246) ο Θεόδωρος Α’ πέτυχε, όσον αφορά την πολιτική του προσπάθεια, και στη νότια Μ. Ασία όπου κατέλαβε την πόλη Αττάλεια, στις ακτές της Μεσογείου. Το γεγονός όμως αυτό δεν είναι σωστό. Πρόκειται για λάθος που οφείλεται στη λανθασμένη χρονολογία μιας επιγραφής που βρέθηκε στην Αττάλεια και που ανήκει στο έτος 915-916. Βλέπε H. Gregoire, «Receuil des inscriprions grecques chrétiennes d’Asie Mincure», Ι, 104. Βλέπε επίσης A.A. Vasiliev, «Το Βυζάντιο και οι Άραβες», ΙΙ, 153.
[45] Ephraemius Monachus, «Imperatorum et patriarcharum recensus», v. 7735, έκδοση Bonn, 312.
[46] Gerland, «Kaiser Baldwin I und Heinrich», 251.
[47] «The Laskarids of Nicaea», 93.
[48] «Μιχαήλ Ακομινάτος», έκδοση Σ. Λάμπρου, 150-151, 276, 354.
[49] Οι περισσότεροι συγγραφείς θεωρούν το έτος 1254 σαν το έτος του θανάτου του Βατάτζη. Ο Μηλιαράκης στην «Ιστορία του Βασιλείου της Νίκαιας και του Δεσποτάτου της Ηπείρου», 412 και ο Gardner στο έργο του «Lascarids of Nicaea». 192, τονίζουν ότι πέθανε στις 13 Οκτωβρίου του 1255. Στη Μεσαιωνική Ιστορία του Cambridge (IV, 430) αναφέρεται το έτος 1254.

 

Πηγή: Αβέρωφ

skylitzes ouranos kills bulgarians 01

Το 996 μ.Χ. οι Βούλγαροι, υπό τον τσάρο Σαμουήλ, εκμεταλλευόμενοι την εμπλοκή του αυτοκράτορα Βασιλείου Βουλγαροκτόνου με τους Άραβες, πολιόρκησαν την Θεσσαλονίκη. Αδυνατώντας όμως να καταλάβουν την καλά οχυρωμένη πόλη κινήθηκαν νότια και έφτασαν, λεηλατώντας, ως τη Λάρισα, την οποία ισοπέδωσαν, κυριολεκτικά και μέχρι την Κόρινθο.

Ο Νικηφόρος Ουρανός αντιμετωπίζει τους Βούλγαρους στον Σπερχειό


Το 996 μ.Χ. οι Βούλγαροι, υπό τον τσάρο Σαμουήλ, εκμεταλλευόμενοι την εμπλοκή του αυτοκράτορα Βασιλείου Βουλγαροκτόνου με τους Άραβες, πολιόρκησαν την Θεσσαλονίκη. Αδυνατώντας όμως να καταλάβουν την καλά οχυρωμένη πόλη κινήθηκαν νότια και έφτασαν, λεηλατώντας, ως τη Λάρισα, την οποία ισοπέδωσαν, κυριολεκτικά και μέχρι την Κόρινθο.

Η ένταση της βουλγαρικής επιδρομής υποχρέωσε τον αυτοκράτορα να διαθέσει δυνάμεις στην Ελλάδα, τις οποίες έταξε υπό τον στρατηγό Νικηφόρο Ουρανό. Καθώς οι Βούλγαροι κινούνταν πάλι προς Βορρά, φορτωμένοι λάφυρα και σέρνοντας μαζί τους χιλιάδες γυναίκες και παιδιά που είχαν αρπάξει, ο Ουρανός τους ακολουθούσε προσεκτικά, πλήττοντας, όταν αυτό ήταν δυνατό, τις οπισθοφυλακές τους.

Το παιχνίδι αυτό της γάτας με το ποντίκι εξακολούθησε μέχρι τις Θερμοπύλες. Εκεί ο Ουρανός πέρασε με τον στρατό του τον ποταμό και βρέθηκε μπροστά από τους Βούλγαρους, που λόγω λαφύρων και αιχμαλώτων, κινούνταν αργά. Οι Βούλγαροι στρατοπέδευσαν στη νότια όχθη, έχοντας μπροστά τους, τους Βυζαντινούς.

Λόγω των έντονων βροχοπτώσεων ο ποταμός ήταν αδιάβατος και έτσι οι Βούλγαροι τοποθέτησαν μικρές φρουρές κατά μήκος της ελεγχόμενης από αυτούς όχθης. Αδυνατώντας να κινηθούν, οι δύο στρατοί έμειναν αντιμέτωποι μερικές μέρες, δίνοντας μια αίσθηση ασφάλειας στους Βούλγαρους, οι οποίοι θεωρούσαν πως οι Βυζαντινοί δεν μπορούσαν να περάσουν τον ποταμό. Ωστόσο οι περίφημοι Τραπέζιτοι ελαφροί ιππείς του Βυζαντινού στρατού, ανακάλυψαν έναν σημείο από όπου μπορούσε, με προσπάθεια, να περάσει ο στρατός. Αμέσως ο Ουρανός έσπευσε στο σημείο και αφού βεβαιώθηκε διέταξε να ετοιμαστεί το στράτευμα να περάσει μόλις νύχτωνε.

Έτσι και έγινε. Με απόλυτη τάξη οι Βυζαντινοί πέρασαν τον ποταμό τη νύχτα και πλησίασαν στο βουλγαρικό στρατόπεδο. Δεν επιτέθηκαν όμως, περιμένοντας την αυγή, από το φόβο μήπως σκοτώσουν, μέσα στο σκοτάδι και την σύγχυση και τους Έλληνες αιχμαλώτους των Βουλγάρων. Ξαφνικά, μόλις άρχισε να χαράζει οι Βυζαντινοί με την ιαχή «Κύριε Ελέησον», εφόρμησαν. Οι αιφνιδιασμένοι Βούλγαροι δεν κατάφεραν να αντισταθούν, αλλά όσοι μπόρεσαν τράπηκαν σε φυγή, αφήνοντας πίσω τους λάφυρα και αιχμαλώτους. Περίπου 1.000 που προσπάθησαν να προβάλουν αντίσταση σκοτώθηκαν. Άλλοι 12.000 αιχμαλωτίστηκαν. Το σημαντικότερο όμως ήταν η απελευθέρωση των αιχμαλώτων, οι οποίοι με δάκρυα στα μάτια ευχαριστούσαν τους στρατιώτες που τους έσωσαν.

Ο Σαμουήλ και ο γιος του Ραντομίρ που τον ακολουθούσε σώθηκε. Αλλά η ήττα αυτή ήταν η αρχή του τέλους του Α΄ βουλγαρικού κράτους.


Πηγή: Βυζαντινών Ιστορικά, Αβέρωφ

polh 01


ΦΕΥΓΟΝΤΑΣ από την Αθήνα για την Πόλη ένας ποιητής, θα ένοιωθε γονιμότητα· σαν από βρύσες κρυφές θα ανάβρυζαν μέσα του παλιές ιστορίες, και λέξεις «θα μουρμούριζαν διαβαίνοντας. Η γνώση πως ταξιδεύει κατά την Ανατολή, θα του έλεγε λόγια χρυσά και παραμύθια. Εγώ είμαι γυμνός από αντιλαλιές, ξερός από αναβρυστικά νερά, και άδειος, και άγονος. Εγώ βλέπω πως όταν ο ήλιος πέφτει κατεπάνω τους, τα νησιά και η Αττική είναι τριανταφυλλιά και η θάλασσα πολύ βαθειά χρωματισμένη. Έκαναν δαντέλες τα κύματα που έσπαναν επάνω στα πλευρά του πλοίου. κ’ έπειτα οι δαντέλλες, ανοίγονταν, γίνουνταν ανθρωπάκια που βαστιούνταν από τα χέρια τους ανάλαφρα και χόρευαν τρελλούς χορούς. Και χάνουνταν έπειτα και γίνουνταν άλλοι, και πάλι χάνουνταν. Όταν σήκωσα το κεφάλι, ο ήλιος, σφαίρα ολόπυρη, κατρακυλούσε επάνω στον ορίζοντα της θάλασσας της σκοτεινής. Άμα τον αντίκρυσα, στάθηκε· φώτιζε χαϊδευτικά τα νερά που κουνούσαν, και τα περνούσε με στενώτατα φύλλα χάλκινα, και αγάλι βούλιαζε από το πολύ βάρος.

Μια μέρα ύστερα είμαι στην Ιωνία, κ’ επειδή ήταν άλλοτε λεπτός και πλούσιος ο πολιτισμός της, το όνομά της έχει μάγια. Εκείνη την ημέρα μόνο η Ιωνία υπάρχει στον κόσμο, τα νησιά της, τα βουνά της, και η θάλασσά της. Περνώ από τη Λέσβο τη νύχτα, το φεγγάρι φέγγει στα νερά και τη Σαπφώ μου φαίνεται πως την ακούω. Στην Πόλη που πηγαίνω, είναι μια κόρη νόστιμη και λιγερή, που είναι από τα νησιά της Ιωνίας και τη λένε Σαπφώ.

***

Όταν περνούσα τον Ελλήσποντο, τα ξημερώματα, ο νους μου στενοχωρημένος, σα φυλακισμένος, χτυπούσε παντού. Έλληνες ελεεινοί, σας σιχαίνουμαι!
Μπαίνω στην Πόλη με ρωσικό πλοίο. Με τι άλλο πλοίο μπορούσα να μπαίνω στην Πόλη, για να νοιώσω τελειότερα το ταπείνωμά μου; Στην πρώρη είναι ο δικέφαλος αητός, ο ρωσικός· το πλοίο είναι φορτωμένο Ρώσους στρατιώτες και πεζοναύτες Ρώσους που γυρίζουν, φαίνεται, από την Ιαπωνία στην Οδέσσα. Τα χώματα αυτά και τα δέντρα της Θράκης θέλουν να τα βιάσουν σλαυικοί τράγοι, και τα λερώνουν οι αβάσταχτοι πόθοι τους. Ποιος θα τα φυλάξει; Έλληνες ελεεινοί, μήπως θα τα φυλάξετε σεις; Χωρίς πίστη, ακούω και μουρμουρίζει στ’ αυτί μου μια φωνή: «Πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δική μας θάναι»

Ήμουν στην πλώρη και φυσούσε υγρασία στο πρόσωπό μου ο πρωινός αέρας. Κάτι Τούρκοι πίσω μου, κοίταζαν. Περπάτησα στο κατάστρωμα και είδα μερικούς Έλληνες, που είχαν ξυπνήσει να δουν, με κανέναν πόθο ίσως, τα Δαρδανέλια και την Πόλη (3). Ήταν και μια Ρωσίδα φουσκωμένη, που κοίταζε με βουλιμία. Κοίταζαν και δυο Αμερικάνοι με απλοϊκή περιέργεια. Ένας Γερμανός στάθηκε κοντά μου και είπε: «Οι Ρώσοι από πάνω την θέλουν, αν τους αφήσουν οι Άγγλοι από κάτω». Και, Έλληνες, επειδή είστε ελεεινοί και άκαρδοι, ντράπηκα να του πω πως θα την πάρουμε μεις. Μέσα μου μονάχα είπα: «Και όμως, είναι δική μας».

Μου ήρθε να ορκιστώ τότε στο όνομά της, πως θα κάνω κάτι για το γένος μου· και μόνον αργότερα συλλογίστηκα πως δεν μπορώ να κάμω, παρά μόνον ό,τι μ π ο ρ ώ, και τότε χάθηκα στην απελπισία της αδυναμίας μου και ήμουν κατάκαρδα κουρασμένος.

***

Γεμάτο πίκρα είναι το πρώτο αντίκρυσμα της Πόλης. Μα ο πλούτος της βράζει μέσα μου. Πού είναι η φτώχεια και ξεραΐλα που μ’ έδερναν τις περασμένες, όταν ταξίδευα! Γυρίζω τα μεσημέρια στους δρόμους και δεν ξέρω τις ώρες. Από έναν ανηφορικό δρόμο, που έχει αριστερά πύργους αραδιασμένους βυζαντινούς, κ’ έχουν χτισμένα σπίτια, αναμεταξύ, διαφόρων χρωμάτων, ανεβαίνω προς την Άγια Σοφιά. Μόλις μπήκα, ― δεν κοίταζε ούτε ο Εβραίος που θέλησε κ’ έγινε οδηγός μου, ούτε ο Χότζας Τούρκος, ― κ’ έκαμα, χωρίς να θέλω, το σταυρό μου.

Μπαίνω σε κάθε τζαμί, που ήταν πρώτα εκκλησιά! Τι δροσιά που είναι μέσα και τι θύμησες αλάλητες. Μπαίνω και σε τζαμιά που έχτισαν, με βυζαντινό πάντα σχέδιο, οι Τούρκοι. Αντί ψηφιδωτά, έχουν συχνά χρωματιστές πλάκες στους τοίχους, με κλαδιά, φύλλα και λουλούδια, άσπρα και μαβιά και πράσινα. Τα παράθυρα έχουν κάποτε γιαλιά χρωματιστά, όμορφα, με σχέδια απλά ή λουλούδια. Η Άγια Ειρήνη είναι κλειστή και ποτέ δεν την ανοίγουν για τους ξένους οι Τούρκοι, που την έχουν κάμει τζαμί· ο τρούλλος της όμως φαίνεται καλά απ’ έξω.

Περίεργη είναι η ανάγκη του προσκυνήματος. Μόνο να πάγω ως στο μέρος που με συγκινεί, μόνο αυτό με φτάνει. Αλλού είναι κάτι αρχαιότερα πράματα· η στήλη του Θεοδοσίου, και σ’ άλλη μεριά η καμένη στήλη. Στον Ιππόδρομο είναι ένας οβελίσκος, και των Πλαταιών το χάλκινο τριπλό φίδι, που δεν το είδα στους Δελφούς, όταν διάβαζα τον Παυσανία. Τι να θυμηθώ πρώτα στον Ιππόδρομο;
Τον Κωνσταντίνο, τον Ιουστινιανό, τους Ισαύρους, ή τον καιρό που άφιναν και γίνουνταν ερείπια ο τόπος αυτός της ζωής και της ταραχής; Αυτός ο καιρός είναι πιο σιμά μου. Όταν ξέπεφτε το κράτος και ο Ιππόδρομος, βασίλευαν οι Κομνηνοί και οι Παλαιολόγοι και ήταν οι ελληνικότεροι από τους βασιλιάδες. Πολεμούσαν, οι άτυχοι, πολεμούσαν να βαστάξουν κάτι, κοίταζαν να βρουν αλλού βοήθεια, και Φράγκοι να γίνουν ίσως για να σώσουν το κράτος θέλησαν, την αδυναμία τους την έβλεπαν, τη δύναμη την ένοιωθαν, και τίποτε δεν έκαναν. Σας αγαπώ, ω τελευταίοι βασιλιάδες, γιατί είστε Έλληνες και δυστυχισμένοι. Αν με είχαν μάθει καλλίτερα την ιστορία μου, τη βυζαντινή, εκείνοι που με μάθαιναν τα γράμματα, θα ήξερα να ξυπνώ περισσότερες ψυχές της περασμένης ζωής. Τώρα, σα λάβα πυρωμένη, χυμίζει από μέσα μου η αξεδιάλυτη, πλεγμένη ιστορία των Αυτοκρατόρων.

***

Σκύλοι κοιμούνται στους δρόμους, σκύλους βλέπω στα πόδια μου μπροστά, και είναι μερικοί άσπροι και οι περισσότεροι κιτρινωποί. Και κάθε τόσο παραμερίζω για να τους αφήσω να κοιμηθούν.

Οι Τούρκοι νοιώθουν τα ερείπια και τη σχέση τους με τη ζωή. Στους τοίχους τους αρχαίους, τους βυζαντινούς, ακουμπούν τα σπίτια τους, κι απάνω στους πύργους αφήνουν να φυτρώνουν δέντρα και χαμόκλαδα. Δεν τους μέλλει, τους ζωντανούς ποιος έχει χτίσει τα ερείπια, ούτε γιατί, και η αδιαφορία αυτή είναι η ζωή. Αντί να γκρεμίζουν και να ξαναχτίζουν τοίχους, μεταχειρίζονται τους παλιούς. Έτσι και στα νεκροταφεία τους περνοδιαβαίνουν σκύλοι και άνθρωποι και πατούν τα μνήματα· γυναίκες κάποτε κάθονται ώρες εκεί, όταν ο καιρός είναι καλός, και κουβεντιάζουν και λέγουν. Και τα κυπαρίσσια δεν είναι πένθιμα και οι πέτρινες στήλες των τάφων πέφτουν μία μία και σκεπάζονται, από των ανθρώπων τα βήματα και από το χώμα της βροχής και των άνεμων.

***

Την ώρα που περπατεί ο κόσμος ο Ελληνικός, ο Τούρκικος, ο Αρμένικος και των Φραγκολεβαντίνων η σάρα, ― ανακατωμένοι σαν τα νερά μεγάλου λασπωμένου ποταμού, ― στο Σαυροδρόμι, το Φανάρι, είναι ήσυχο και λίγες είναι στις πόρτες οι γυναίκες, λιγοστοί στους δρόμους οι άντρες. Βλέπω κάποιους παπάδες. Οι πλούσιοι έφυγαν· τους τράβηξε η ζωή και πήγαν κ’ έφτειασαν καινούρια σπίτια στο Πέρα του Γαλατά. Γι’ αυτό τα σπίτια, τα ξύλινα και τα πέτρινα, είναι παλιά και μαυρισμένα στο μεγάλο δρόμο του Φαναριού, ― σπίτια που είναι σα να μην κάθεται κανένας μέσα τους, και θέλω να καθίσω εγώ. Τα παράθυρα είναι βυζαντινά και μετρημένα, δροσιά δεν έχει θέση να περάσει, τ’ απόγεμα είναι πληχτικά κ’ η θάλασσα δε βλέπει τον παλιωμένο δρόμο. Τις ανηφορικές, τις άλλες στράτες, όμως και τα στενά σοκάκια, εκείνα πού και πού τα βλέπει η θάλασσα. Για να νοιώσω λίγη ζωή Ελληνική, τρέχω στα σχολεία· αλλ’ είναι κλειστά γιατί είναι καλοκαίρι κ’ έχουν τελειώσει τα μαθήματα. Ο καλόγερος, ο διευθυντής, μόνος μ’ ένα παιδί φυλάγει τη μεγάλη Σχολή του Γένους. Κ’ επειδή είμαι ξένος, ο νέος μ’ έδειξε το σχολείο, και ανεβαίνουμε μαζύ στον πύργο τον υπερήφανο, που περνά και σπίτια και μιναρέδες· βασιλεύει ο ήλιος μέσα στους ατμούς, και η φορτωμένη μέρα είναι γεμάτη ζέστη. Και είπα στο νέο: «Ποτέ να μην ξεχάσεις πως ζεις για το Γένος». Μαζί του έπειτα πήγα στην Παναγία τη Μουχλιώτισσα και στο αγίασμα του Άη Γιώργη του Ποτηρά. Ο καντηλανάφτης με πήγε σ’ ένα τζαμί εκεί κοντά, που φαίνονται ακόμη μερικά ψηφιδωτά χριστιανικά στο ταβάνι, αλλ’ ο χότζας είχε φύγει και κανείς άλλος δεν μπορούσε ν’ ανοίξει την πόρτα της παλιάς εκκλησίας. Ακούω φωνές, και τρέχει ο κόσμος, σωρός, παιδιά και άνδρες Τούρκοι. Λέγει ο καντηλανάφτης: «Πυρκαϊά».

***

Ένα πρωί, στο δρόμο, είδα την κόρη της Ιωνίας, τη μαυροφόρα, εκείνη που μονάχη με είχε φωτίσει στο ταξίδι, όταν η μεγάλη ξεραΐλα μ’ έδερνε. Ήθελα να της πω πράγματα ευχάριστα, μα ήταν αλλού ο νους μου, συλλογισμένος, κ’ ήμουν σκληρός. Αφού διηγήθηκε κείνη μερικές παλιές θύμησες, της είπα: «Αυτά μας αρέσουν, μα δεν μπορούν να μ’ εξηγήσουν τον πόνο μου που βρίσκομαι στην Πόλη. Θέλεις, λες, να γίνεις καλογριά, μα θα ήσουν πιο σύμφωνη με μένα αν ήθελες να μείνεις δασκάλισσα, όπως είσαι, και να δώσεις νέα ζωή, πνοή ελληνική στις Ελληνίδες». Φεύγοντας, με ρώτησε αν θα μπορούσε να με ξαναϊδεί προτού φύγω από την Πόλη. Αποκρίθηκα: «Όχι, γιατί πρέπει να πάω στο Φανάρι σήμερα, και αύριο θα δω τα κάστρα και τους τοίχους, και μεθαύριο θα φύγω». Τότε γύρισε να φύγει· έπεφτε πολύ φως επάνω της, και ήταν λιγνή και κατάχλωμη, το δέρμα της είχε χάσει τη δροσεράδα του, και είπε · «Τότε… χαίρε….» και πέρασε. Ξύπνησε τότε μέσα μου μια λαχτάρα για την περασμένη γνωριμία μας, και με τράβηξε η δυστυχία της, και θέλησα να γυρίσω να της πω να έλθει να με ιδεί όταν θέλει. Και δε γύρισα· κατέβηκα στο Γαλατά, πήρα ένα καΐκι και πήγα στο Φανάρι.

***

Γνώρισα έναν παπά στο αγίασμα της Άγιας Βλαχέρνας· ήλθε μαζί μου· περάσαμε από το Γαλατά και φτάσαμε στο Πενταπύργιο, κοντά στον εξωτερικό τοίχο. Είναι κάτι πύργοι εδώ κ’ εκεί, και έχουν φυτρώσει δέντρα πολλά και πυκνά γύρω τους· ανάμεσα σε κάτι τάφους τουρκικούς, πνιγμένους μες στον ίσκιο και στη δροσιά, και μπλεγμένους μέσα στα χαμόκλαδα, είναι κρυμμένο ένα ήσυχο τζαμί· τόπος ταιριασμένος για την ατάραχη, την απαλή, τη σιωπηλή την τουρκική τη σκέψη. Σ’ έναν πύργο είναι μια καταχωσμένη πόρτα, που μόλις χωρούσα να περάσω. Σηκώθηκε ένα κιρκινέζι, ή καμιά κουκουβάγια, και φτερούγισε στα σκοτεινά κ’ έφυγε από μια τρύπα· ένα σταχτί φτερό έπεσε κοντά μου. Ένα σκυλί, ή ήταν τσακάλι; ή αλεπού; τρόμαξε και βγήκε σιωπηλά από μια τρύπα, έξω στο φως, και χάθηκε στα χαμόκλαδα. Ανατρίχιασα.

Όταν βγήκα από κει μέσα, ηύρα τον παπά, χωρίς ράσα, και σκαρφάλωνε σ’ έναν άλλο πύργο· σκαρφάλωσα και γω· ήταν ψηλός κι από μέσα είχε μαυρισμένους τους τοίχους· φως έπεφτε από το χαλασμένο καμαρωτό ταβάνι· στον τοίχο φαίνουνταν οι τρύπες δυο πατωμάτων και κάτι ντολάπια μικρά, λίγο ψηλότερα απ’ το καθένα. Πριν πάγω στο Πατριαρχείο, πέρασα από το λόφο που ήταν τα υστερινά παλάτια των αυτοκρατόρων, τα παλάτια των Βλαχερνών.

***

Σ’ ένα σπίτι Ελβετικού ρυθμού, είδα τον Πατριάρχη, και φαίνουνταν σα να φοβάται τους Τούρκους, να σέβεται τους Ρώσους, και να μην του πολυαρέσει να μπλέκει με τους Έλληνες. Αλλά και σα να μην πρέπει να τα χαλάσει με κανένα. Δεν είδα το μέγα Λογοθέτη· θα είναι κανένας κύριος με φράγκικα. Ο Μέγας Χαρτοφύλαξ όμως, ο μικροκαμωμένος, με τα μακριά τα μαύρα ρούχα και τα γυαλιά του και την ποντικίσια μύτη του και το μουστάκι και τη γυναικεία του φωνή, ψευδίζει, και μου λέγει πράγματα βυζαντινά στο δρόμο καθώς πηγαίναμε.

― «Αυτά τα σπίτια είναι το πολύ διακοσίων χρόνων. Να, τούτο δω είναι του Παναγιώτη Νικουσίου, του διερμηνέως, τον ξέρετε; Μου έδειξαν ένα σπίτι εκεί πάνω στο λόφο του Φαναριού, και μου είπαν πως είναι πολύ παλιό. Θα είναι μόλις τριακοσίων χρόνων. Μη νομίσετε πως τα παλαιότερας βυζαντινά σπίτια ήταν έτσι. Ζούσαν κλεισμένες οι γυναίκες, χειρότερα από τις Τούρκισσες· ένα δυο παράθυρα μικρά, και όλο το άλλο τοίχος.. ..»
― «Ναι, τέτοιο είναι του Μπάμπουρα ή Φλάμπουρα το σπίτι, στο Μελένικο. Το είδα· λεν πως είναι 500 χρόνων».
― «Οι δρόμοι αυτοί είναι οι ίδιοι των Βυζαντινών. Οι Τούρκοι δεν τους έχουν αλλάξει. Αυτός όμως ο μεγάλος δρόμος· του Φαναριού, βλέπετε, είναι έξω από τα τείχη· πριν ήταν θάλασσα εδώ· ύστερα έγινε και ο δρόμος και τα σπίτια τούτα. Δεν ήταν όμως έτσι στρωμένοι οι δρόμοι, ήταν στρωμένοι με μεγάλες πέτρες. Θα σας δείξω ένα πλακόστρωμα τέτοιο έξω από τα τείχη, στο δρόμο της Σηλυμβρίας. Τον έστρωσε, λέγουν, ο Ιουστινιανός».
― «Τι είναι, δω;»
― «Α, αυτό είναι έμβολος».
― «Δηλαδή;»
― «Σκεπαστή αγορά, με θολωτά καμαρωτά ταβάνια, καθώς βλέπετε, η μόνη που μας απέμεινε· μοναδικό δείγμα τέτοιου χτιρίου. Οι Τούρκοι αυτούς τους έμβολους μιμήθηκαν κ’ έκαμαν τα παζάρια τους. Τίποτε δεν ανεκάλυψαν οι Τούρκοι· όλα τα έχουν πάρει από κείνους, αρχιτεκτονική, υδραγωγεία, κάστρα, δρόμους. Εδώ κοντά είναι και η παλαιότερη από τις εκκλησίες που μένουν ακόμη όρθιες στην Πόλη. Την έχουν κάμει και αυτήν τζαμί οι Τούρκοι».

Από το παλιό γεφύρι γύρισα στο Πέρα· στο δρόμο πουλούσαν, σε καλαθάκια, χαμοκέρασα, σμέουρα, φραγκοστάφυλα και βερύκοκα. Άλλοι πουλούσαν παγωτά του δρόμου και λεμονάδες παγωμένες, γιατί ήταν μεγάλη ζέστη.

***

Ύστερα πήγα στο Ζάππειο. Είναι κει για την τελετή ο Πατριάρχης και η Πρεσβεία· και η Σύνοδος, σε δυο αράδες, δεξιά κι αριστερά τους. Ο άλλος κόσμος είναι, χαμηλότερα καθισμένος, αναρίθμητος, στολισμένος και ανακατωμένος. Τα κορίτσια τραγούδησαν από μακριά, σ’ ένα μέρος μισοφωτισμένο από κίτρινα παραπετάσματα. Τραγουδούσαν οι Ελληνίδες, οι βυζαντινές· ένοιωθα πως ήταν δροσερές και καλοκαμωμένες οι αδερφές μου αυτές. Και η κόρη εκείνη της Ιωνίας εδώ ανατράφηκε· είναι το μεγαλύτερο σχολείο των κοριτσιών του Γένους. Την είδα μια στιγμή ανάμεσα στον κόσμο, μαυροφόρα και χλωμή, σαν την Παναγία στον τάφο του Γιου της.

***

Τότε με πήραν οι γνώριμοι μ’ ένα καΐκι στο Βόσπορο, και τράβηξα κουπί. Περάσαμε ανάμεσα σε παλάτια, σπίτια και περιβόλια. Είναι πάρα πολύ η ζωή που γεμίζει αυτά τα μέρη και δεν έχω καιρό να ξεκαθαρίσω τις καλλονές από τα ξένα βάρη, από τα φράγκικα και ασιατικά στολίδια. Το βράδι- βράδι μόνο, όταν βασίλεψε ο ήλιος κ’ έγιναν όλα λεπτότερα και περασμένα, και μαλάκωσε το φως, και μεγάλωσαν οι ίσκιοι, οι καλλονές αυτές καθάρισαν μόνες τους και στέκουνταν σαν ανάγλυφα μπροστά μου. Διά μιας κοίταξα κατά την Ασία· είχαν ανάψει και άστραφταν όλα τα γυαλιά της Χρυσοπόλεως.

***

Έφαγα σ’ ενός το σπίτι που πάντα, μόλις τα πιάσει, χαλνά τα πράγματα που μαρέσουν, ξεσκεπάζει σκεπασμένα κάλλη, και τα λόγια του με κρυώνουν. Μ’ έκαμε και συλλογίστηκα πρώτα έναν που μ’ άρεσε, και τώρα τον καταφρονούν όλοι, κι αυτός. Ύστερα, με τα ανόητα χτυπήματά του, γκρέμισε έναν που πίστευα πως τα λόγια του ήταν αληθινά. Και αργότερα, στο θέατρο, που μια έπαιζε με όλου του κορμιού τη δύναμη τον γυναικείο έρωτα, αυτός έλεγε με ηρεμία πως το στόμα της είναι πολύ μεγάλο.

***

Πέρασαν τα μεσάνυχτα, και τώρα χορεύουν μέσα μου χορό σατανικό, όλες οι ταραχές της μέρας. Η μια, κουτρώντας με την άλλη, την ανάβει περισσότερο, και τσούζουν και καίουν σα λαβωματιές, και όλο ξετρελλαίνουνται και ζωντανότερες γίνονται, και θέλει η κάθε μια να γεμίσει τον κόσμο και τις άλλες να τις πνίξει. Κοντεύει να φέξει η αυγή και να χαράξει άλλη μέρα, κ’ εγώ μένω άγρυπνος, με μια θέρμη υπεράνθρωπη, και τόσο σκληρός που ο ύπνος δε με πιάνει.

***

Πώς ξέρουν και μπερδεύουν τη ζωή οι άνθρωποι! Θα ήταν τόσο απλό χωρίς αυτούς, και τόσο βαθύτερη, και τόσο πιο αληθινή! Θα ήμουν σαν το κύμα, θα ήμουν σαν το χορτάρι και σαν τον άνεμο και σαν το βράχο. Δεν είμαι άνθρωπος, αφού οι άνθρωποι δε μ’ αρέσουν. Μα ενώ έπρεπε να είμαι κάτι άλλο, έχω του ανθρώπου τη μορφή, και όλα τα πράματα με αναγκάζουν να πάγω στη θέση μου, να κάνω τον άνθρωπο, να ζω σαν άνθρωπος, να είμαι άνθρωπος.

***

Παθαίνουμαι στην Πόλη· αν και δεν ενδιαφέρει τους άλλους, όμως παθαίνουμαι· πρέπει να έβγω απ’ αυτή την πυρωμένη κατάσταση και να νοιώσω τι θέση έχω στην Πόλη … Θα ιδώ την Πόλη, το πρωί, από τον Άγιο Στέφανο.

***

Πρωί ― πρωί ήμουν εκεί, κι από το χωριό πήγα στους λόφους, όπου έχουν χτίσει οι Ρώσοι το μνημείο τους για τη νίκη του 1878. Από κείνους τους λόφους φαίνουνται κάπου κάπου, μακριά, ύστερ’ από τα κίτρινα χωράφια, στην καταχνιά της ζέστης, ο τοίχος της Πόλης, οι πύργοι, και μερικοί σβησμένοι μιναρέδες. Ας φύγουν μιαν ώρα αρχήτερα οι Τούρκοι, γιατί δεν μπορώ να νοιώθω από πάνω μου, σα Μοίρα, τη Σλαυική επιδρομή. Ας πάρουν δεύτερη φορά την Πόλη, ας την πάρουν Σλαύοι, όποιος άλλος θέλει, για να έρθει γρηγορώτερα η μέρα που θα την ξαναπάρουμε μεις. Γιατί θα ζήσει το Γένος ως εκείνη την ημέρα. Ίσως νοιώσουν τίποτα οι Έλληνες, άμα καταλάβουν πως την πήραν δεύτερη φορά ξένοι. Κι αν είναι ν’ αποκοιμηθούν οι νυσταγμένοι, μόλις δουν στην Πόλη χριστιανούς, κι ορθόδοξους μάλιστα, τότε ας πάγει να πνιγεί το Γένος μας στα νερά της Άσπρης θάλασσας. Αρκετά ζήσαμε, κι αν δεν μπορούμε να επιθυμήσουμε τίποτε άλλο, παρά μια βρωμοζωή, καλλίτερα να μην υπάρχουμε.

Είναι σκληρή η ιδέα πως χάνεται η Πόλη, αλλά δε με ταράζουν βυζαντινά όνειρα τόσο, όσο η γνώση πως είτε έχουμε είτε δεν έχουμε την Πόλη, είμαστε μέτριοι, ψόφιοι, κακομοιριασμένοι, κοιμισμένοι και μέτριοι, μέτριοι. Οι λέξεις «Να πάρουμε την Πόλη», είναι σύμβολο, που δεν σημαίνει «Να ξαναφτειάσουμε τη βυζαντινή αυτοκρατορία», αλλά «Να είμαστε δυνατοί». Πρέπει να νοιώθω την Πόλη, όπως πρέπει να νοιώθω την αρχαία Ελλάδα. Δε σημαίνει πως πρέπει να γίνουμε αρχαίοι Έλληνες, ούτε Βυζαντινοί. Σημαίνει πως πρέπει να ξέρω την περασμένη μου ζωή, να μη λησμονώ τα παλιά καλούπια που μπόρεσε να εύρει ο Ελληνισμός για να γίνει κράτος ανάμεσα στα κράτη, και ξανοίγοντας όσο μπορώ την τωρινή ζωή μου, να ξεκαθαρίζω το δρόμο, να εύρω το νέο τόπο που θα διαλέξει ο Ελληνισμός για να γίνει κράτος δυνατό.

***

Το μεσημέρι είχα φτάσει στα τείχη απ’ έξω από την Πόλη· ο πρώτος πύργος είναι μαρμαρένιος, και πλένει τα πόδια του γλυκά η θάλασσα. Καλοί είναι οι Τούρκοι που άφησαν και δεν εχάλασαν τα τείχη και τους πύργους. Και δούλεψε μόνη, όσο θέλησε, η πολυκαιρία. Πίσω, προς την Πόλη, είναι ο μεγάλος τοίχος με τους μεγάλους τετράγωνους πύργους, αραιά χτισμένους. Μπροστά είναι ο δεύτερος τοίχος, μικρότερος, με μικρότερους και πυκνότερα χτισμένους πύργους στρογγυλούς. Και πιο μπροστά είναι το χαντάκι· ο όχτος του φαίνεται σαν τρίτος τοίχος, χαμηλότερος. Σε πολλά μέρη το χαντάκι γέμισε χώμα, και οι άνθρωποι έχουν φυτέψει μέσα ζωηρούς λαχανόκηπους. Στα τείχη επάνω φυτρώνουν δέντρα και χαμόκλαδα, που οι ρίζες τους χώνουνται στο ασβέστι, αναμεταξύ στις πέτρες, σα να πεισμάτωσαν να διαλύσουν και καλά τους τοίχους. Πότε θα νικήσει τάχα τα βυζαντινά κάστρα η ζωή; Προχώρεσα και ηύρα την πρώτη πόρτα, και ύστερα άλλη, και ως στον Κεράτειο κόλπο άλλες πέντε· απ’ αυτές τις πόρτες βγαίνουν από την Πόλη οι δρόμοι οι μεγάλοι, προς όλα τα θέματα της Ευρώπης. Είδα και κείνη την αγιασμένη πόρτα, που κοντά εκεί πολέμησε κ’ έπεσε ο τελευταίος Κωνσταντίνος.

***

Αριστερά ήταν ένα νεκροταφείο απέραντο των Τούρκων, με φουντωτά, πυκνά, βαθυπράσινα κυπαρίσσια. Κοίταξα πίσω, και είδα χαμηλά τη θάλασσα, βαθειά μεσημεριάτικα βαμένη, ανάμεσα στα τείχη και στα κυπαρίσσια. Κοντά στο δρόμο ήταν ένας τάφος, χαμόκλαδα γεμάτος και χορτάρια σκονισμένα, και είχε γύρω κάγκελα και κυπαρίσσια· μόλις μπήκα μέσα, ξαφνίστηκε και ούρλιασε ένας σκύλος άγρια· σταμάτησα, και με κατεβασμένη την ουρά ο σκύλος έφυγε. Ήταν μέσα στα χαμόκλαδα και στα χορτάρια πέντ’ έξη βαμένες στήλες, με σαρίκια, όρθιες, αλλά γερμένες λίγο από διάφορες μεριές. Εκεί είναι θαμένος ο Αλή Πασσάς από το Τεπελένι. Πάρα πέρα, τριγυρισμένη από τα Τούρκικα απέραντα νεκροταφεία, είναι η Ζωοδόχο Πηγή, εκεί που ζωντάνεψαν τα ψάρια που τηγάνιζε ο καλόγερος στις 29 του Μάη του 1453, ημέρα Τρίτη. Όταν γύρισα απ’ αυτού, ανέβηκα και περπατούσα επάνω στον τοίχο· μέσα κοίτουνταν η Πόλη, απέραντη, μπερδεμένη με τη ζωή και γεμάτη σπίτια· απ’ έξω ερημιά και νεκροταφεία· απότομα κόβεται η ζωή. Από μέσα οι Γύφτοι έχουν κολλήσει στους τοίχους τα σανιδένια χάρβαλά τους, που τα στολίζουν τενεκέδες. Έβλεπα κάτι στενές αυλές, βρώμικες, και ήταν μέσα στιβαγμένες γύφτισσες μισόγυμνες, και γυφτόπουλα κουρελιασμένα.

Απ’ έξω από τον τοίχο σκύλοι κοιμώνταν στο ρίζωμα των ρημαγμένων πύργων, κι άλλοι περιδιάβαζαν σαν πεινασμένοι· άλλοι έχωναν μ’ απελπισία τη μούρη τους μες στα σκουπίδια και γύρευαν φαγί, ανταμωμένοι με τα κοράκια. Κάποτε περιδιάβαζε και κανένας Γύφτος, γυρεύοντας κουρέλια ή θησαυρούς. Σηκώνουνταν αγριοπερίστερα κάποτε, καθώς περνούσα. Κάργιες φτερούγιζαν πολλές μαζί, φωνάζοντας πάντα. Από ψοφίμια, τα σκουπίδια και τα κουρέλια που σύναζαν τους σκύλους και τα όρνια, έβγαζε η μεσημεριάτικη λάβρα μια βρώμα θεόρατη. Ο ήλιος είχε πιει το ζουμί των χορταριών, και αφού τάφησε ξερά, τα έκαψε ύστερα. Κάτι κακομοιριασμένα χαμόκλαδα ξεροψήνουνταν στον ήλιο, και πάντα με δρόσιζε κανένα βαθύ κυπαρίσσι, μέσα ή έξω από τον τοίχο. Κατέβηκα πάλι έξω, και από μια μεγάλη πόρτα μπήκα στην Πόλη. Από κει βγαίνει ο δρόμος που πάει στην Αδριανούπολη, και ο δρόμος αυτός μέσα στην Πόλη, τη διαπερνά, και από το ψήλωμα παίρνει τις ράχες των λόφων και πάγει κάτω. Πήγα στο Κεχριέ τζαμί, άλλοτε εκκλησία, που στον πρόναο έχουν αφήσει οι Τούρκοι τα μωσαϊκά. Έχουν ανοιχτά χρώματα, πολλή ζωή και όχι πολύ σωστήν ανατομία. Τα άλλα ψηφιδωτά της εκκλησίας τα χάλασαν οι Τούρκοι, αλλά ο χότζας λέγει πως τα χάλασε η πυρκαϊά. Από κει φαίνεται ψηλότερα έν’ άλλο τζαμί, μεγάλο, μαυρισμένο από την πολυκαιρία και ραγισμένο από τους σεισμούς, κλειστό και με γυαλιά και παράθυρα σπασμένα. Παλαιά σπίτια, σχεδόν ακατοίκητα, παλαιοί δρόμοι, πεσμένοι τοίχοι, ερημιά και ανωμαλία, τέτοιο είναι το μέρος εκείνο. Πήρα ένα δρόμο κατηφορικό κοντά στον τοίχο και από μέσα, ως που έφτασα σ’ ένα παλάτι όμορφο, του Πορφυρογέννητου, χτίριο βυζαντινό. Άλλο από εκκλησία, μεγάλο σπίτι βυζαντινό άλλοτε δεν είδα. Για να φανεί από την άλλη του πλευρά, πέρασα, από μια ξύλινη σκεπαστή είσοδο, από μιαν αυλή γεμάτη γυαλιά σπασμένα, χώματα, σανίδια και κάρβουνα· δεξιά, κοντά στα τείχη, ήταν ένας φούρνος πυρωμένος κ’ έφτειαναν μπουκάλες, εργάτες που ψήνονταν κ’ έλυωναν στην ανθρακιά. Αφού πέρασα την αυλή είδα το χαριτωμένο παλάτι, ολόκληρο, σχεδόν κολλημένο στο μεγάλο τοίχο. Είχε δυο πατώματα και δυο σειρές καμαρωτά παράθυρα. Το επάνω πάτωμα εφτά και το κάτω έξ. Το ισόγεια είχε στην αράδα έξ καμαρωτές πόρτες. Ο τοίχος ήταν στολισμένος με κεραμιδένια σχέδια. Βυζαντινές πριγκήπισσες και βασιλιάδες ξύπνησαν πάλι μέσα μου. Από το δεύτερο πάτωμα έβγαινε στον πρώτο πύργο του τοίχου μια βασιλοπούλα και, επειδή ήταν αντηλιά πολλή, είχε ανοίξει το χέρι της, σα στέγη, από πάνω από τα μάτια της, και κοίταξε έξω από την Πόλη, πέρα.

***

Πάλι βγήκα έξω από τα τείχη. Πάλι, νεκροταφείο τούρκικο με κυπαρίσσια ήταν απέναντι μου. Πάνω σε μια πλάκα τάφου ήταν ξαπλωμένος ένας σκύλος, σαν ανάγλυφο. Πέρασα, ήταν καταπράσινος ο τόπος από άλλα δέντρα. Δεξιά είδα μιαν άλλη θάλασσα, τον κόλπο τον Κεράτειο. Οι πύργοι ήταν πολυγωνικοί κι ο τοίχος μονός, τώρα, ψηλός και καλοχτισμένος· πέρασα αρκετά μακριά από τους πύργους του Ισαακίου Αγγέλου και του Ανεμά, επειδή ανάμεσα στο δρόμο και στον τοίχο, σε κείνο το μέρος, φυτρώνουν περιβόλια. Ένα δυο σπίτια ξύλινα, σαν κυψέλες γεμάτες ανθρώπους, ήταν κολλημένα στον τοίχο. Κι από την τελευταία πόρτα, προτού φτάσω στη θάλασσα, μπήκα πάλι στην Πόλη. Πέρασα το Γαλατά, τη Βλαχέρνα, το Φανάρι, σ’ έναν ατέλειωτο δρόμο, και τα πόδια μου πονούσαν. Το σώμα μου έκαιε και αγέρας δε φυσούσε.

Κοίταξα όλα τα μαυρισμένα σπίτια, για να ιδώ αν είναι βυζαντινά και να ποτιστώ από τον τύπο τους, αλλ’ ήμουν κατακομένος, τα μάτια μου πονούσαν κ’ έτσουζαν και μου ήρχονταν να πέσω.

Είμαι όλος άρνηση στην Πόλη και αντιλογία. Η διήγηση των άλλων για την Πόλη μου χαρίζει χίλια δώρα και δεν τα δέχουμαι. Η φράση, που την ακούω από μικρός, «Θα πάρουμε την Πόλη», μου λέγει ψέματα. Η Πόλη δεν είναι η Χάλκη, η Πρίγκηπο, τα Θεραπιά, δεν είναι τα Γλυκά Νερά της Ασίας. Η Πόλη δεν είναι οι δερβίσηδες, που άλλοι γυρίζουν σα σβούροι, άλλοι ουρλιάζουν σα λύκοι. Δεν είναι οι χοτζάδες, οι χαμάληδες, οι χανούμισσες, ούτε η πολύχρωμη ανακατωσούρα, που αρέσει μερικών ζωγράφων. Η Πόλη δεν είναι ο Σουλτάνος, το Γιλδίζ, το προσκύνημα, και τα παλάτια του στο Βόσπορο, και οι θησαυροί του στο Σταμπούλ. Ούτε οι Αρμένηδες, ούτε οι Λεβαντίνοι. Η Πόλη δεν είναι ίσως ούτε καν οι Έλληνες οι τωρινοί με το εμπόριό τους, ούτε οι Ελληνίδες που περιφέρουν την παχουλή τους χάρη και τα στολίδια τους στο Σταυροδρόμι, στα θέατρα και στα καφενεία. Ακόμης λιγώτερο είναι η Πρεσβεία και το Προξενείο, που έχουν μεταφερθεί εκεί με άπειρη πεζότητα και γραφειοκρατική ανοστιά από την Ελλάδα. Η Πόλη είναι άραγε πια και το Οικουμενικό Πατριαρχείο;

Πήγαινα κάθε μέρα στο Φανάρι και στην Πόλη την καθαυτό, κ’ εκεί έπαιρνα ό,τι εύρισκα δικό μου. Την Αγιά Σοφιά, με το Σταυρό που έκαμα την έκαμα δική μου, την πήρα πίσω τη Μεγάλη Εκκλησιά. Τις εκκλησιές, τις πέτρες και τους πύργους, τα φίλησα, τα τείχη τα αγάπησα μέσα στο λιοπύρι του μεσημεριού. Και σκληρά σκληρά στάθηκα στους ρωσικούς τους λόφους του Άγιου Στέφανου, εκεί που δεν είναι άλλο καλλίτερο μέρος για να σταθεί το Γένος όλο, να κοιτάζει την παρμένη Πόλη. Σκληρότατα οι Ρώσοι ξεδιάλυσαν τα όνειρά μου τα βυζαντικά και μ’ έδεσαν αλύπητα με την τωρινή κατάστασή μου. Η Πόλη, δεν είναι η Πόλη όπως την ήξερα· είμαι ε γ ώ. Δεν υπάρχει πια η Πόλη. Στην Πόλη ξύπνησαν και άναψαν μέσα μου όλες οι παλιές οι ταραχές μου και αποκάηκαν, και δεν απόμεινε μέσα μου παρά η στάχτη.

Ήμουν κουρασμένος και ψυχρός, και κοίταζα με απονιά την Πόλη, όταν έβγαινε το πλοίο μου από το Βόσπορο· και ίσως ήμουν έτοιμος να θελήσω μεγάλα έργα ελληνικά για τα ερχόμενα χρόνια.

 

Πηγή: Αβέρωφ

byzantio 11os aiwnas 01


Οι κυριότεροι σταθμοί στην Βυζαντινή ιστορία του 11ου αιώνος με χρονική σειρά. Πρόκειται για τον κρίσιμο 11ο αιώνα, κατά τον οποίο στο τέλος του τόσο η όψη στο εσωτερικό του βυζαντινού κράτους όσο και η θέση του στην διεθνή σκηνή είναι τελείως διαφορετικές από τις αντίστοιχες στις αρχές του. Το Βυζάντιο δεν θα είναι ποτέ το ίδιο. Ξεκινά η μακρά και αργόσυρτος παρακμή του που θα τερματιστεί το 1453 με την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τους Οθωμανούς. Κι όμως! Μέσα από τις ωδίνες του παλαιού που πεθαίνει γεννιέται, ταυτόχρονα, η ιδιοσυστασία του νεωτέρου ελληνισμού. Ουδέν κακόν αμιγές καλού λοιπόν.

Αλλά ας δούμε τις βασικές χρονικές στιγμές του βυζαντινού 11ου αιώνος:

1014: Η καθοριστική μάχη στο Κλειδί. Ο βυζαντινός στρατηγός Νικηφόρος Ξιφίας συντρίβει τον βουλγαρικό στρατό.

1018: Οριστική ήττα των Βουλγάρων από τον Βασίλειο Β’ και υπαγωγή τους στο Βυζάντιο ως επαρχία του.

1025: Θάνατος Βασιλείου Β’ και αναγόρευση σε αυτοκράτορα του ανίκανου αδερφού του Κωνσταντίνου Η’ (1025-1028).

1040-1041: Επανάσταση του Βούλγαρου Πέτρου Δελεάνου κατά των Βυζαντινών με αφορμή τα φορολογικά μέτρα του Ιωάννου του Ορφανοτρόφου, με τα οποία τους ζητούσε να αποδίδουν τους φόρους σε χρήμα και όχι σε είδος, όπως το είχε καθορίσει ο Βασίλειος ο Β’. Η επανάσταση καταπνίγεται.

1041-1042: Εκστρατεία του Γεωργίου Μανιάκη στην Σικελία για την ανακατάληψη όλης της νήσου από τους Βυζαντινούς Δεν τα καταφέρνει γιατί τον ανακάλεσαν στην Κωνσταντινούπολη με την κατηγορία της στάσεως.

1042: Ανεξαρτησία του Βασιλείου της Ζέντα υπό τον Στέφανο Βοϊσθλάβο. Η πρώτη ανεξαρτητοποίηση κράτους στην Βαλκανική.

1043: Πληγώνεται θανάσιμα ο Γεώργιος Μανιάκης κατά την διάρκεια της στάσης του εναντίον του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου Θ’ του Μονομάχου (1042-1055). Επρόκειτο για ικανότατο στρατηγό.

1045: Προσάρτηση του αρμενικού κράτους του Ανίου από τον Κωνσταντίνο Θ’ τον Μονομάχο στο Βυζάντιο.

Τέλη δεκαετίας 1040: Έναρξη των επιδρομών των Πετσενέγκων (ή Πατσινάκων), τουρκικού φύλου από τον Βορρά.

1054: Οριστικό Σχίσμα μεταξύ των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσης. Ο απεσταλμένος του Πάπα Καρδινάλιος Ουμβέρτος καταθέτει ανάθεμα πάνω στην Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας.

1059: Άνοδος στον βυζαντινό θρόνο του Κωνσταντίνου Ι’ του Δούκα, ενός εντελώς ανίκανου αυτοκράτορα που αδιαφόρησε για τον στρατό, με μοιραία αποτελέσματα για την αυτοκρατορία.

Τέλη δεκαετίας 1050: Ξεκινούν επιδρομές οι Σελτζούκοι Τούρκοι.

1071: Μάχη του Μαντζικέρτ. Οι βυζαντινοί ηττώνται και ο Ρωμανός Δ’ ο Διογένης (1068-1071) αιχμαλωτίζεται από τον Σελτζούκο Αρλπ Ασλάν. Η Μικρά Ασία απροστάτευτη στο έλεος των Σελτζούκων. Την ίδια χρονιά οι Νορμανδοί καταλαμβάνουν το Μπάρι στην Νότιο Ιταλία, τελευταίο βυζαντινό έρεισμα στην περιοχή.

1080: Ο Σουλεϊμάν ιδρύει το Σελτζουκικό σουλτανάτο του Ρουμ με πρωτεύουσα αρχικά την Νίκαια της Βιθυνίας, σχεδόν απέναντι από την Κωνσταντινούπολη. Το μεγαλύτεροι μέρος της Μικράς Ασίας βρίσκεται στα χέρια των Σελτζούκων, οι οποίοι στρατολογήθηκαν από τους βυζαντινούς στασιαστές στρατηγούς της δεκαετίας του 1070 (Νικηφόρος Βρυέννιος, Νικηφόρος Μελισσηνός κ.λ.π) και όσες περιοχές κατέλαβαν ουδέποτε τις απέδωσαν.

1081: Άνοδος στον Βυζαντινό θρόνο του Αλεξίου Α’ του Κομνηνού (1081-1118), ιδρυτή της Δυναστείας των Κομνηνών και ανορθωτή του βυζαντινού κράτους που ήταν στα πρόθυρα καταρρεύσεως.

1082: Ο Αλέξιος Α’ εκδίδει το μοιραίο Χρυσόβουλο, με το οποίο έδιδε υπέρογκα προνόμια στους Βενετούς. Αναγκάστηκε να προκρίνει αυτή την λύση προκειμένου να αντιμετωπίσει την εισβολή των Νορμανδών του Ροβέρτου Γυισκάρδου στην Βαλκανική. Με την βοήθεια των Βενετών ο Αλέξιος νικά και εκδιώκει τους Νορμανδούς από τα ευρωπαϊκά εδάφη του Βυζαντίου.

1091: Μάχη του Λεβουνίου, κατά την οποία οι Βυζαντινοί και οι σύμμαχοί τους Κουμάνοι συντρίβουν τους Πετσενέγκους (ή Πατσινάκους), εκμηδενίζοντας έτσι την απειλή τους από τον Βορρά.

1092: Νομισματική Μεταρρύθμιση του Αλεξίου του Α’. Εκδίδει νέο Χρυσό Νόμισμα, το «Υπέρπυρον», το οποίο είναι αξίας 20 ½ με 21 ½ Καρατίων.

1095: Σύνοδος στην πόλη Κλερμόν της Γαλλίας κατά την οποία ο Πάπας Ουρβανός ο Β’ κηρύσσει την Α’ Σταυροφορία για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους Μουσουλμάνους.

1096-1099: Α’ Σταυροφορία. Οι Σταυροφόροι μετά από λυσσαλέες μάχες με τους Σελτζούκους καταλαμβάνουν την Ιερουσαλήμ. Ο Αλέξιος ο Α’ με επιδέξιους διπλωματικούς χειρισμούς πετυχαίνει την δέσμευση των Σταυροφόρων να αποδώσουν στην Βυζαντινή αυτοκρατορία τις περιοχές που κατελάμβαναν. Με τον τρόπο αυτό ανακατέλαβε την δυτική και την βόρεια Μικρά Ασία καθώς και μέρος από τα νότια παράλιά της. Οι Σελτζούκοι, όμως, και οι Δανισμενίδες κρατούσαν ακόμη την κεντρική Μικρά Ασία και τα οροπέδια της Ανατολίας. Τότε οι Σελτζούκοι αναγκάστηκαν να μεταφέρουν την πρωτεύουσά τους από την Νίκαια (την οποία ανακατέλαβαν οι Βυζαντινοί) στο Ικόνιο.

 

Πηγή: Ιστορίας Αλήθεια, Αβέρωφ

rwsoi sth kwnstantinoypolh 01


Ενώ οι διάφορες πληροφοριακές πηγές, ασχολούνται με τις μεταξύ Αράβων και Βυζαντίου συγκρούσεις, ξαφνικά αρχίζουν να ομιλούν για την πρώτη επιδρομή των Ρώσσων εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως. Μέχρι τον τελευταίο, σχεδόν, καιρό το γεγονός αυτό ετοποθετείτο από τους περισσότερους ιστορικούς το 865 ή το 866 και συχνά συνδέετο με την εκστρατεία των Ρώσσων πριγκήπων
Ascold και Dir.

Αλλά από το 1894, οπότε ευρέθη στις Βρυξέλλες ένα σύντομο και ανώνυμο χρονικό, που δημοσιεύθηκε από τον Βέλγο επιστήμονα Franz Cumont, η γνώμη αυτή θεωρείται λανθασμένη. Το χρονικό αυτό μας δίδει πολύ ακριβείς πληροφορίες: Οι Ρώσσοι επλησίασαν στην Κωνσταντινούπολι με διακόσια πλοία στις 18 Ιουνίου, το 860, αλλά ηττήθησαν, χάνοντας πολλά από τα πλοία τους (σ.1).

Μερικοί επιστήμονες αμφέβαλαν για την τοποθέτησι της επιθέσεως ενωρίτερα• αρκετά πριν από τη δημοσίευσι του ανωνύμου χρονικού και, βάσει διαφόρων υπολογισμών, έτειναν να πιστεύσουν ότι το 860 ήταν η σωστή χρονολογία. Έτσι ο γνωστός Ιταλός λόγιος του δεκάτου ογδόου αιώνος Assemani, αναφέρει ότι η πρώτη επίθεσι των Ρώσσων έλαβε χώραν στα τέλη του 859 ή στις αρχές του 860, αν και οι μεταγενέστεροι επιστήμονες εξέχασαν τελείως τ’ αποτελέσματα των ερευνών του (σ.2).

Δέκα τέσσερα χρόνια πριν από την εμφάνισι του ανωνύμου χρονικού των Βρυξελλών και τελείως ανεξάρτητα από το Assemani, ο Ρώσσος εκκλησιαστικός ιστορικός Golubinsky έβγαλε επίσης το συμπέρασμα ότι η επίθεσι έγινε ή το 860 ή στις αρχές του 861 (σ.3).

Σε μία από τις ομιλίες του ο Πατριάρχης Φώτιος, που έζησε την εποχή της επιθέσεως, αναφέρει τους Ρώσσους ως «Σκύθας, τραχείς κι βαρβάρους», χαρακτηρίζοντας την επίθεσί τους σαν μία βάρβαρη, επίμονη και τρομερή (σ.4).

.

Σημειώσεις:

1. Anecdota Bruxellensia, I. Chroniques Byzantines du Maruscrit 11376, έκδοσι F. Cumont, 33.
2. «Kalendaria Ecclesiae Universae» I, 240-243, IV, 9.
3. «Ιστορία της Ρωσσικής Εκκλησίας» I (i), 21-22 (δεύτερη έκδοσι, 1901) II (1), 40. (Ρωσσικά).
4. «In Rossorum incursionem Homilae» I-II. Lexicon Vindobonese (έκδοσι A. Nauck, 201, 209, 221)

 

Πηγή: Α. Α. Vasiliev, «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324 – 1453», μετάφρασι Δημοσθένους Σαβράμη, εκδόσεις Μπεργκαδή 1954, σελ. 345 – 346, Αβέρωφ

aytokratoras manuel II 01


Μέχρι τις αρχές της τρίτης δεκαετίας του 15ου αιώνος, οι μεταξύ του Μανουήλ και του διαδόχου του Βαγιαζήτ, Μωάμεθ Α΄ – ευγενούς εκπροσώπου του Οθωμανικού Κράτους – σχέσεις, εχαρακτηριζοντο, παρά το γεγονός ότι ο Αυτοκράτωρ έκαμε ωρισμένα σφάλματα, από ειρήνη και εμπιστοσύνη.

Κάποτε, εν γνώσει του Αυτοκράτορος, ο Σουλτάνος επέρασε από ένα προάστειο της Κωνσταντινουπόλεως όπου και συνηντήθη με τον Μανουήλ. Και οι δύο ηγεμόνες έμειναν στα πλοία τους και συζητούσαν, από αυτά, σε φιλικό τόνο• κατόπιν διέσχισαν τα Στενά κατευθυνόμενοι προς ην Ασιατική ακτή, όπου εστρατοπεύδευσε ο Σουλτάνος, ο δε Αυτοκράτωρ παρέμεινε στο πλοίο του. Την ώρα του γεύματος οι μονάρχαι αντήλλαξαν τα πιό εκλεκτά φαγητά που διέθετε ο καθένας στο τραπέζι του (σ.1). Την εποχή όμως του διαδόχου του Μωάμεθ, Μουράτ Β΄, τα πράγματα ήλλαξαν.

Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Μανουήλ απεσύρθη από την διοίκησι των υποθέσεων του Κράτους, τις οποίες ενεπιστεύθη στον υιό του Ιωάννη, που δεν είχε ούτε την πείρα ούτε τον ευγενικό χαρακτήρα του πατέρα του. Ο Ιωάννης εθέλησε να υποστηρίξη έναν από τους διεκδικητάς του Σουλτανικού θρόνου• αλλά η προσπάθεια της εξεγέρσεως απέτυχε και ο Μουράτ Β΄ ωργισμένος, απεφάσισε να πολιορκήση την Κωνσταντινούπολι και να καταλάβη αμέσως την πόλι αυτή, που για πολύ καιρό την εποφθαλμιούσε.

Αλλά η δύναμι των Οθωμανών, που δεν είχε προλάβει να αναλάβη μετά την ήττα της Άγκυρας και που είχε εξασθενήσει λόγω των εσωτερικών ανωμαλιών, δεν ήτο ακόμη επαρκής για να δώση ένα τέτοιο κτύπημα. Το 1422 οι Τούρκοι πολιώρκησαν την Κωνσταντινούπολι. Στην Βυζαντινή φιλολογία βρίσκεται ένα ειδικό έργο, γραμμένο από τον Ιωάννη Κομνηνό, υπό τον τίτλο «Διήγησι των πολέμων της Κωνσταντινουπόλεως του 6930 (1422) όπου ο Αμουράτ Μπέης επετέθη κατά της πόλεως, την οποίαν θα είχε καταλάβει, αν δεν την βοηθούσε η ευλογημένη Μητέρα του Θεού» (σ.2).

Ένας ισχυρός στρατός Μωαμεθανών, εξωπλισμένος με διάφορες πολεμικές μηχανές, επεχείρησε να καταλάβη αιφνιδιαστικά την πόλι, αλλά απωθήθη χάρι στις ηρωικές προπάθειες του πληθυσμού της πρωτευούσης. Μερικές ανωμαλίες που επαρουσιάσθησαν στα εσωτερικά ζητήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ηνάγκασαν τους Τούρκους να εγκαταλείψουν την πολιορκία. Η σωτηρία της πρωτευούσης από τον κίνδυνο συνδέεται, όπως πάντοτε, στην λαϊκή παράδοσι, με την επέμβασι της Θεοτόκου που εθεωρείτο ως η μόνιμος προστάτις της Κωνσταντινουπόλεως.

Εν τω μεταξύ οι Τούρκοι, οι οποίοι δεν ήσαν ικανοποιημένοι από την πολιορκία της πρωτευούσης, ύστερα από μια αποτυχημένη απόπειρα να καταλάβουν την Θεσσαλονίκη, εβάδισαν προς την Νότιο Ελλάδα, όπου κατέστρεψαν τα τείχη του Ισθμού της Κορίνθου, τα οποία είχε χτίσει ο Μανουήλ και ελεηλάτησαν τον Μορέα (σ.3).

Ο συν – αυτοκράτωρ του Μανουήλ, Ιωάννης Η΄, επέρασε ένα χρόνο περίπου στη Βενετία, το Μιλάνο και την Ουγγαρία, ζητώντας βοήθεια. Βάσει της ειρήνης που έγινε με τους Τούρκους, ο Αυτοκράτωρ ήτο υποχρεωμένος να πληρώνη στον Σουλτάνο φόρο και να του παραχωρήση αρκετές πολιτείες της Θράκης. Η περιοχή της Κωνσταντινουπόλεως περιωρίζετο όλο και περισσότερο. Μετά από αυτήν την πολιορκία, η πρωτεύουσα ζούσε μια αξιοθρήνητη ζωή, περιμένοντας τριάντα χρόνια, ανήσυχα, την αναπόφευκτη πτώσι της.

Το 1425 ο Μανουήλ απέθανε. Ο πληθυσμός της πόλεως ηκολούθησε, μ’ ένα αίσθημα μεγάλου πένθους, την κηδεία του νεκρού Αυτοκράτορος. Τέτοιο πλήθος λυπημένου λαού δεν είχε ποτέ παρουσιασθεί σε καμιά κηδεία των προκατόχων του Μανουήλ (σ.4). Ένας ειδικός μελετητής της δράσεως του Μανουήλ, ο Berger de Xivrey, γράφει ότι «το αίσθημα αυτό (του λαού) θα φανή ειλικρινές σε όποιον θυμηθή ολες τις δοκιμασίες τις οποίες ο Άρχων αυτός αντιμετώπισε, από κοινού, με τον λαό του, όλες τις προσπάθειές του να βοηθήση τον λαό, όλη την ειλικρινή του συμπάθεια, καθώς και τα αισθήματα που είχε πάντοτε για τους υπηκόους του» (σ.5).

Το πιο αξιόλογο γεγονός της εποχής του Μανουήλ ήτο η μάχη της Άγκυρας, η οποία ανέβαλε την πτώσι της Κωνσταντινουπόλεως για πενήντα χρόνια. Αλλά και αυτή η μικρή απαλλαγή από τον κίνδυνο των Οθωμανών, δεν έγινε χάρι στη δύναμι του Αυτοκράτορος του Βυζαντίου, αλλά χάρι στη δύναμι των Μογγόλων, οι οποίοι παρουσιάσθηκαν, τυχαίως, στην Ανατολή.

Το κύριο γεγονός στο οποίον απέβλεπε ο Μανουήλ, η δημιουργία δηλαδή μιάς
Σταυροφορίας, δεν έγινε πραγματικότης. Η πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεος από τους Τούρκους το 1422 ήτο, απλώς, ο πρόλογος της πολιορκίας και της επιθέσεως του 1453. Κρίνοντας κανείς τις μεταξύ Τούρκων και Μανουήλ σχέσεις, δεν πρέπει να παραβλέψη την προσωπική επιρροή, την οποία ασκούσε ο Αυτοκράτωρ στους Τούρκους Σουλτάνους και που, αρκετές φορές, ανέβαλε το τελευταίο κτύπημα της ετοιμοθάνατης Αυτοκρατορίας.

.

Σημειώσεις

1. Γεωργίου Φραντζή, «Annales» I, 37, έκδοσι Boon, 111–112.
2. John Gananus, «De Constantinopoli anno 1422 oppugnata narratio», έκδοσι Bonn, 457.
3. Ο Γεμιστός, ως αυτόπτης μάρτυς, περιέγραψε τις θηριωδίες των Τούρκων στην Ελλάδα. Το εκτενές του ποίημα «Ad S.D.N. Leonem X. Pout. Maximi Joannis Gemisti Graeci a secretis Anconae Protrepticon et Promosticon» ευρίσκεται εις Σάθα, «Documentis inedits relatifs a l’ historie de la Grece au moyen age» VIII, 546-591 κυρίως 548-550. Βλέπε επίσης ενθ. ανωτ. IX, vii.
4. Γεωργίου Φραντζή, «Annales» I, 40, έκδοσι Boon, 121.
5. «Memoire sur Manuel Paleologue», (Memoires de l’ Institut de France, XIX, 2, 180).

.

Πηγή: Α. Α. Vasiliev, «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324 – 1453», μετάφρασι Δημοσθένους Σαβράμη, εκδόσεις Μπεργκαδή 1954, σελ. 796 – 798, Αβέρωφ

Δεν ξεχνώ

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ [1986 - 2016]: 30 Χρόνια από τήν ψήφιση…

Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017

Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...

ΕΛΛΗΝΕΣ και ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ μποϊκοτάρετε τα προϊόντα εταιρειών που αφαιρούν…

Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017

Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...

Σύμφωνο Διαστροφικής Συμβίωσης

TIDEON 21-12-2015

Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...

ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: Δεν θα γίνω ευκολόπιστο θύμα!

Tideon 14-12-2015

Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...

Η καταιγίδα των αντιδράσεων για το «αντιρατσιστικό»

TIDEON 27-08-2014

  Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...

Δεν θα γίνω «δωρητής» οργάνων χωρίς να το θέλω! …

tideon.org 02-05-2013

  Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές...

Tideon 31-12-2012

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...

Όχι, δεν θα φύγω

Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012

Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...

ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων…

tideon 07-11-2011

  ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ...;

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011

   Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου;    Για να...

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου…

ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...