Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ήταν μια φορά ένα πριγκιπόπουλο, μοναχογιός και μονάκριβος, ο οποίος ντύθηκε και στολίστηκε με ακριβά και χρυσοκέντητα ρούχα για να λάβει μέρος στο κυνήγι. Καβάλα πάνω στ΄ άλογο προχωράει και σε κάποια στιγμή συναντάει τον πατέρα του, τον βασιλιά των Ρωμαίων (Ρωμηών). Ο βασιλιάς τον είχε προσέξει από μακριά, όπως ερχότανε, και το πρόσωπό του πήρε μια στενάχωρη όψη. Όταν φθάσανε σε πολύ κοντινή απόσταση το πριγκιπόπουλο ετοιμάστηκε να χαιρετήσει τον πατέρα του, αλλά εκείνος έκανε πως δεν τον είδε και προχώρησε στο δρόμο του. Ο πρίγκιπας ξαφνιάστηκε με την συμπεριφορά του γονιού του και αμέσως έτρεξε να τον προλάβει και να τον ρωτήσει για ποιο λόγο τον αγνόησε. Τότε ο βασιλιάς γυρίζει και με ύφος συμβουλευτικό του απαντάει : "Γιατί παιδί μου σπαταλάς τα χρήματα και το χρόνο σου άσκοπα; Και δεν γνωρίζεις ότι τα χρυσοκέντητα αυτά υφάσματα που φοράς είναι από το αίμα των υπηκόων σου και ότι έπρεπε γι' αυτούς να δαπανάς τα χρήματά σου, διότι ο πλούτος των βασιλέων ανήκει στους υπηκόους τους.[1] "
Η ανωτέρω διήγηση, δεν αποτελεί μέρος από κάποιο μυθιστόρημα, αλλά είναι ένα πραγματικό γεγονός το οποίο μας διασώζει ο ιστορικός του 13ου αιώνα Γεώργιος Παχυμέρης. Βεβαίως και τα δύο πρόσωπα που αναφέρουμε είναι και αυτά πραγματικά, πρόκειται για τους αυτοκράτορες της Ρωμανίας/Βυζαντίου Θεόδωρο Β΄ Δούκα Λάσκαρη (πριγκιπόπουλο) και τον Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη (βασιλιάς). Το περιστατικό έλαβε χώρα στην περιοχή του Νυμφαίου της Μικράς Ασίας, την τρίτη δεκαετία του 13ου αιώνα. Την εποχή εκείνη και πιο συγκεκριμένα από το 1204, η Βασιλεύουσα είχε πέσει στα χέρια των Φράγκων της Δ΄ σταυροφορίας. Στη Μικρά Ασία είχε δημιουργηθεί η κυριότερη εστία αντίστασης κατά των Φράγκων, με έδρα αρχικά τη Νίκαια της Βηθυνίας (όπου ήταν και η έδρα του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως) και μεταγενέστερα το Νύμφαιο της Λυδίας, όπου ήταν η αγαπημένη κατοικία του Ιωάννη Βατάτζη[2]. Ο Θεόδωρος Α΄ Λάσκαρης (1208-1222) ήταν αυτός που οργάνωσε το κράτος της Νίκαιας[3] (μετά την άλωση του 1204) και το κληροδότησε στο γαμπρό του Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη[4] (1222-1254). Ο Βατάτζης βασίλευσε 32 έτη και μετά την κοίμησή του όρισε διάδοχό του, τον υιό του Θεόδωρο Β΄ Δούκα Λάσκαρη (1254-1258).
Ο Θεόδωρος Β΄ Δούκας Λάσκαρης, ήταν το μοναδικό τέκνο του Ιωάννη Βατάτζη και της Ειρήνης Λάσκαρη, λόγω του ότι η μητέρα του είχε ένα ατύχημα καθώς ίππευε και δεν μπόρεσε να κάνει άλλα παιδιά. Ο Θεόδωρος γεννήθηκε το 1222, τη χρονιά δηλαδή που εκοιμήθη ο παππούς του (Θεόδωρος Α΄) και στέφθηκε αυτοκράτορας[5] ο πατέρας του (Ιωάννης Γ΄), και για το λόγο αυτό ονομάστηκε Θεόδωρος Λάσκαρης και όχι Βατάτζης, από τον πατέρα του κράτησε μόνο το επίθετο Δούκας. Υπήρξε άξιος διάδοχος του πατέρα του, ο οποίος φρόντισε (όπως μας φανερώνει το ανωτέρω περιστατικό) να εμφυσήσει στο γιό του την αγάπη προς τους υπηκόους του, την τιμιότητα καθώς και το λιτό βίο.
Συνοπτικά να αναφέρω ότι, ο Θεόδωρος νυμφεύθηκε σε νεαρή ηλικία την κόρη του τσάρου της Βουλγαρίας Ιωάννη Β΄ Ασάν, Ελένη. Με την Ελένη απέκτησε πέντε παιδιά, τέσσερα κορίτσια κι ένα αγόρι τον Ιωάννη Δ΄ Λάσκαρη Βατάτζη[6]. Το 1250 απεβίωσε η Ελένη, ο θάνατός της συνέτριψε ψυχικά τον ήδη καταβεβλημένο σωματικά από την ασθένεια της επιληψίας Θεόδωρο, μέχρι του σημείου να παρουσιάσει τάσεις ακραίου ασκητισμού, προσωπικού εγκλεισμού και αποξένωσης. Ο Ιωάννης Βατάτζης βρισκόμενος τότε σε εκστρατεία μακριά από το παλάτι, έστειλε επιστολές και κατάφερε να μεταπείσει τον υιό του ώστε να επανέλθει στην κανονική του ζωή. Το 1258 εκοιμήθη και ο Θεόδωρος σε μικρή ηλικία, μόλις 36 ετών, αιτία θανάτου του θεωρείται η επιληψία, μια ασθένεια η οποία ήταν αιτία θανάτου και του πατέρα του, μόνο που στον Ιωάννη Βατάτζη εκδηλώθηκε σε μεγάλη ηλικία.
Στην ουσία ο Θεόδωρος Β΄ κυβέρνησε μόλις για τέσσερα χρόνια, μέσα σ΄ αυτό το μικρό διάστημα όμως, κατόρθωσε να κρατήσει το κράτος της Νίκαιας δυνατό σε όλους τους τομείς, όπως το παρέλαβε από τον πατέρα του. Αντιμετώπισε με επιτυχία (χρησιμοποιώντας στρατιωτικά και διπλωματικά μέσα) τους Βουλγάρους, Τούρκους, Μογγόλους καθώς και τους ομοεθνείς Δεσπότες της Ηπείρου[7]. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια των διπλωματικών διενεργειών μεταξύ Νίκαιας και Ηπείρου, δημιουργήθηκε ένα συνοικέσιο μεταξύ της κόρης του Θεοδώρου, Μαρίας και του υιού του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄, Νικηφόρου. Την ευθύνη για την ευόδωση του υπόψη συνοικεσίου είχε αναλάβει και είχε φέρει εις πέρας η σύζυγος του Μιχαήλ, Θεοδώρα Πετραλείφα (δηλαδή η αγία Θεοδώρα πολιούχος της Άρτας) η οποία είχε συναντηθεί και με τον Ιωάννη Βατάτζη αλλά και με τον Θεόδωρο Λάσκαρη[8].
Το εκπληκτικό όμως με τον Θεόδωρο Β΄ Δούκα Λάσκαρη δεν είναι οι στρατιωτικές και διπλωματικές του επιτυχίες, αλλά η επιστημοσύνη του και το μεγάλο συγγραφικό έργο που μας έχει αφήσει. Ο Θεόδωρος θεωρείται από όλους τους ιστορικούς ως ένας μεγάλος λόγιος. Αυτό βέβαια δεν έγινε τυχαία, καθώς ο Ιωάννης Βατάτζης, είχε δημιουργήσει τις συνθήκες εκείνες που καθιέρωσαν τη Νίκαια ως ένα ακμάζων πνευματικό κέντρο της εποχής. Ο Παναγιώτης Νικολόπουλος ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, και τέως Διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, αναφέρει για την συνεισφορά της αυτοκρατορίας της Νίκαιας στην παιδεία τα παρακάτω : ¨Αλλά πέρα τούτων το σημαντικότερον είναι ότι δεν πρέπει να παροράται η πνευματική παραγωγή και κίνησης και η ζωή του βασιλείου της Νικαίας. Διότι εδώ αι σπουδαί δεν είναι σπουδαι και πνευματική ζωή περιφερείας, αλλά πνευματική ζωή αυτοκρατορικού κέντρου. Η Νίκαια υποκαθιστά το απολεσθέν Βυζάντιον και το υποκαθιστά ως πνευματική πρωτεύουσα του Βυζαντινού Ελληνισμού, όπως το υποκατέστησεν ως πολιτική και ως εκκλησιαστική πρωτεύουσα¨[9].
Ο Θεόδωρος μεγάλωσε και ανατράφηκε μέσα σ΄ αυτή την πνευματική ατμόσφαιρα, έχοντας σπουδαίους δασκάλους όπως : τον Νικηφόρο Βλεμμύδη[10] και τον Γεώργιο Ακροπολίτη[11]. Ο ίδιος ¨με την άνοδό του στο θρόνο κατέστησε την αυλή της Νίκαιας κέντρο ανθρωπιστικών ενασχολήσεων. Μεγάλος αριθμός λογίων συγκεντρώθηκε γύρω από τον φιλομαθή αυτοκράτορα και η αυτοκρατορία της Νίκαιας δοκίμασε τέτοια πολιτιστική άνθηση, που θύμιζε την εποχή του Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου¨[12]. ¨Ο Νικηφόρος Βλεμμύδης έγραψεν «Επίτομον Φυσικήν», περιλαμβάνουσα και αστρονομικά θέματα, ο Γεώργιος Παχυμέρης εξέδωκε «Σύνταγμα των τεσσάρων μαθημάτων», Αριθμητικής, Γεωμετρίας, Μουσικής και Αστρονομίας, ο Γεώργιος Ακροπολίτης περιέγραψε λεπτομερώς και ακριβώς ηλιακήν έκλειψιν, επισυμβάσαν επί της εποχής του κλπ¨[13].
Μεγαλώνοντας σε ένα τέτοιο περιβάλλον ο Θεόδωρος, και έτσι φιλομαθής όπως ήταν εξελίχτηκε σε ένα μεγάλο και πολυγραφότατο λόγιο με διευρυμένες γνώσεις. Επίσης συνέλεξε βιβλία που, κατά τον Θεόδωρο Σκουταριώτη Μητροπολίτη Κυζίκου (13ος αι.), ήσαν τόσα «όσα ούτε ο υπερηφανευόμενος για την βιβλιοθήκη του στην Αλεξάνδρεια Πτολεμαίος δεν είχε συγκεντρώσει»[14]. Ο ομότιμος καθηγητής της Εκκλησιαστικής Γραμματολογίας-Πατρολογίας και Ερμηνείας Πατερικών Κειμένων της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κος Χρήστος Κρικώνης αναφέρει σχετικώς : ¨Ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις δύναται, κατά την γνώμην μας, να θεωρηθεί ως σπάνια προσωπικότης, η οποία διεκρίθη παραλλήλως προς την φιλοσοφικήν παιδείαν και δια την θεολογικήν συγκρότησίν της. Διαθέτων ευρείαν γνώσιν εις φιλοσοφικά και θεολογικά θέματα, ως και εις τας μαθηματικάς και τας φυσικάς επιστήμας, επεδόθη εις την συγγραφήν και παρουσίασε αξιόλογα έργα, τα οποία αποκείμενα μέχρι πρότινος εις τας βιβλιοθήκας ανέμενον τους ερευνητάς δια να τα φέρουν εις το φως. Τας φιλοσοφικάς του γνώσεις αποδεικνύει σειρά φιλοσοφικών, με μαθηματικούς συλλογισμούς, έργων του, εις τα οποία αποκαλύπτεται η βαθειά γνώσις των μαθηματικών και φυσικών επιστημών και εις τα οποία, σημειωτέων, ο Αριστοτέλης είναι ο κυρίως αξιόπιστος επιστήμων, τον οποίον κατ΄ επανάληψιν αναφέρει. Τας θεολογικάς του γνώσεις αποδεικνύει αφ΄ ενός η ενεργός προσωπική συμμετοχή του εις διαφόρους, υψηλού επιπέδου, θεολογικάς συζητήσεις με θεολόγους του περιβάλλοντός του, αλλά και απεσταλμένους της Ρώμης, και αφ΄ ετέρου η υπ΄ αυτού σύνθεσης Δοκιμίων, Πραγματειών και Λόγων, καθαρώς θεολογικού περιεχομένου, βασιζομένων επί της Αγίας Γραφής και κυρίως πατερικής διδασκαλίας. η βαθειά δε θρησκευτική φύσις του αυτοκράτορος Θεοδώρου Β΄ Λασκάρεως αποδεικνύεται και δια της συνθέσεως του Μεγάλου παρακλητικού Κανόνος προς την αειπάρθενον και Υπεραγίαν Θεοτόκον Μαρίαν, την μητέρα του Κυρίου¨[15].
Όπως προαναφέραμε ο Θεόδωρος έπασχε από επιληψία, η ασθένεια αυτή τον δυσκόλευε σε όλη του τη ζωή. Σε διάφορες επιστολές που έστελνε παραπονιόταν για κεφαλαλγίες, για πόνους στη γλώσσα και το φάρυγγα, για συχνές αιμορραγίες καθώς και για τα φάρμακα και την αγωγή των ιατρών, γράφοντας τα εξής : ¨οι ιατροί φλυαρούν και δεν είναι σε θέση να τον θεραπεύσουν[16]¨. Το κυριότερο ¨απόσταγμα¨ της μεγάλης του μόρφωσης αλλά και της ανίατης ασθένειάς του, είναι η συγγραφή του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος προς την Παναγία, τον οποίο ψάλουμε εναλλάξ με τον Μικρό Παρακλητικό Κανόνα κατά τη διάρκεια της νηστείας του 15Αυγούστου[17]. Ο κύριος Κρικώνης αναφέρει σχετικώς : ¨Ο μέγας ούτος Παρακλητικός κανών είναι συντεθειμένος από έναν άνθρωπο με βαθύτατην ευσέβειαν και πολύ πονεμένον. Ιδού μερικοί στίχοι : «Παράκλησιν εν ταις θλίψεσιν οίδα και των νόσων ιατρόν σε γινώσκω …»[18]. Επίσης και ο μεγάλος Φώτης Κόντογλου αναφέρει : ¨Ο βασιλιάς Θεόδωρος Δούκας ο Λάσκαρης συνέθεσε τον Μέγαν Παρακλητικό Κανόνα στην Παναγία, που είναι γεμάτος από συντριβή, ταπείνωση και πίστη¨[19]. Την ίδια άποψη έχει και ο διαπρεπής λειτουργιολόγος, Ιωάννης Φουντούλης : ¨Του μεγάλου (παρακλητικού κανόνα) ποιητής είναι ο τελευταίος αυτοκράτωρ της Νικαίας Θεόδωρος Δούκας ο Λάσκαρης (1222-1258). Ο δεύτερος αυτός κανών έχει μάλλον προσωπικό χαρακτήρα και αναφέρεται ειδικώς στα παθήματα και τις περιστάσεις του βίου του πολυπαθούς αυτού βασιλέως¨[20].
Αξιοπρόσεκτο επίσης είναι το γεγονός της έντονης εθνικής συνείδησης που χαρακτήριζε τον Θεόδωρο. Είναι γνωστό ότι, ¨ύστερ’ από το 1204 χρησιμοποιείται από βασιλείς και λογίους ολοένα και περισσότερο το εθνικό όνομα «Έλλην» (με την τάση ν’ αντικαταστήσει το «Ρωμαίος»), τα παράγωγά του, καθώς και το «Ελλάς»¨[21]. Χαρακτηριστικές είναι οι σχετικές αναφορές του Θεοδώρου, ο οποίος μεταξύ άλλων ¨αναγγέλλοντας στον δάσκαλό του (Ν. Βλεμμύδη) τις νίκες του εναντίον του Μιχαήλ της Βουλγαρίας, τον προτρέπει να θαυμάσει «εκ βάθους καρδίας τα υψηλά ταύτα κατορθώματα της ελληνικής ανδρείας». Θαυμάζει τα αρχαία μνημεία της Περγάμου, τα οποία θεωρεί «ελληνικής μεγαλονοίας μεστά και σοφίας ταύτης ινδάλματα» και νομίζει ότι η πόλη τα προβάλλει «καταντροπιάζοντας εμάς, σαν απογόνους, με της πατρικής δόξας το μεγαλείﻨ[22]. Ο αείμνηστος καθηγητής της Βυζαντινής φιλολογίας Ν. Τωμαδάκης σχολιάζει σχετικώς : ¨Ο φωτισμένος αυτός μονάρχης έβλεπε τον εαυτόν του ως υπηρετούντα τον περιούσιον ελληνικόν λαόν : «μία γαρ εμοί η αλήθεια, εις ο σκοπός, εν δε μοι καθέστηκε και το σπούδασμα, το συνιστάν αεί την ποίμνην του Θεού και φυλάττειν εκ των εναντίων λύκων αυτήν» (επιστολή Θεοδώρου προς Βλεμμύδην 44,89-91 Festa)¨[23].
Ο Θεόδωρος στα τριάντα έξι του χρόνια, ταλαιπωρημένος από τη χρόνια και ανίατη ασθένειά του, παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο τον Αύγουστο του 1258. ¨Ο βασιλιάς είχε αλλάξει πρόθυμα τον τρόπο της ζωής του, λίγο πριν πεθάνει, παίρνοντας το μοναχικό σχήμα¨[24]. Εκοιμήθη δηλαδή ως μοναχός, κατά το μήνα της Παναγίας, την οποία αγαπούσε και ευλαβούνταν και στην οποία εκτός από το Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα, συνέγραψε και αφιέρωσε και άλλους κανόνες, στιχηρά προσόμοια και Θεοτοκία.
Προσπάθησα εν συντομία να παραθέσω μερικά στοιχεία που αφορούν τη ζωή και τα έργα του μεγάλου αυτοκράτορα της Ρωμανίας, Θεοδώρου Β΄ Δούκα Λάσκαρη. Ο γράφων ως Διδυμοτειχίτης, αισθάνομαι πολύ υπερήφανος που ο Θεόδωρος έλκει την καταγωγή του από το Διδυμότειχο[25], καθότι υιός του Διδυμοτειχίτη αγίου και ελεήμονα αυτοκράτορα Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη. Σε παλαιότερη ομιλία μου με θέμα : ¨Ο άγιος Ιωάννης Βατάτζης και το Διδυμότειχο¨ στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «Ελευθέρια 2010», που διοργάνωσε ο Δήμος Διδυμοτείχου, είχα προτείνει να ονομαστεί η πλατεία του Διδυμοτείχου ως πλατεία ¨Θεοδώρου Β΄ Δούκα Λασκάρεως¨ ή να λάβει το όνομά του ένα σχολείο της πόλης μας, με σκοπό να ¨ενισχυθεί¨ το Βυζαντινο/Ρωμαίικο υπόβαθρο του Διδυμοτείχου και να αναδειχθεί περισσότερο η προσωπικότητα του Θεοδώρου και ειδικότερα στους νέους ανθρώπους. Αποτελεί λοιπόν ένα τέλειο παράδειγμα για τους νέους μας, παράδειγμα αγωνιστικότητας, αφοσίωσης, φιλοπατρίας και ευσέβειας, καθώς αντιπάλεψε τα πολλά προβλήματα υγείας που βίωσε από μικρό παιδί και κατόρθωσε να αναδειχθεί ως ένας από τους μεγαλύτερους αυτοκράτορες και λογίους της Ρωμανίας.
[1]. Αντώνιος Μηλιαράκης «Ιστορία του Βασιλείου της Νικαίας και του δεσποτάτου της Ηπείρου» εκδόσεις Ιονικής Τράπεζας σελ 415-416.
[2]. Γκέοργκ Οστρογκόρσκι «Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους» Ιστορικές εκδόσεις Στ. Βασιλόπουλος Τόμος Γ΄ σελ 124.
[3]. Βλέπε βιβλίο Γιαρένη Ηλία «Η συγκρότηση και η εδραίωση της αυτοκρατορίας της Νίκαιας» εκδόσεις Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (Ε.Ι.Ε.). Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών.
[4]. Βλέπε βιβλίο Ιωάννη Α. Σαρσάκη «Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης ο άγιος αυτοκράτορας του Βυζαντίου» εκδόσεις Ορθόδοξος κυψέλη.
[5]. ¨Γιατί γεννήθηκε πολύ κοντά με την ανάρρηση του πατέρα του στο θρόνο.¨ Γεώργιος Ακροπολίτης «Χρονική Συγγραφή» Εκδόσεις Κανάκη σελ 177.
[6]. Ο Ιωάννης Δ΄ Λάσκαρης Βατάτζης, γεννήθηκε το 1250 και ήταν ο διάδοχος του Θεοδώρου Β΄, αλλά λόγω του ότι ήταν ανήλικος, όταν εκοιμήθη ο πατέρας του ανέλαβε την αντιβασιλεία κατόπιν συνομωσίας, ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος, ο οποίος για να κρατήσει το θρόνο τύφλωσε τον ενδεκαετή τότε διάδοχο. Ο Ιωάννης πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του ως μοναχός έως τον θάνατό του στα 1305.
[7]. Στην Ήπειρο μετά το 1204, είχε δημιουργηθεί επίσης μία εστία αντίστασης κατά των Φράγκων με έδρα την Άρτα.
[8]. Βλέπε κείμενο Ιωάννη Σαρσάκη «Αγία Θεοδώρα Πετραλείφα βασίλισσα της Άρτας. Σχέσεις οικογενειακής καταγωγής με το Διδυμότειχο και συγγενείας με τον αυτοκράτορα Άγιο Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη».
[9]. Νίκαια Ιστορία – Θεολογία – Πολιτισμός 325 – 1987 Παναγιώτης Γ. Νικολόπουλος «Τα γράμματα εις το Βασίλειον της Νικαίας (1204 – 1261) Ιερά Μητρόπολις Νικαίας.
[10]. Ο Νικηφόρος Βλεμμύδης ήταν ιερομόναχος και ένας από τους μεγαλύτερους λογίους της εποχής του, συνέγραψε θεολογικά έργα καθώς και Επιτομή Λογικής και Φυσικής, χημικές, ιατρικές, αστρονομικές και γεωμετρικές πραγματείες, ποιήματα και επιστολές.
[11]. Ο Γεώργιος Ακροπολίτης υπήρξε μαθητής του Ν. Βλεμμύδη και διετέλεσε Μέγας Λογοθέτης επί αυτοκράτορα Ι. Βατάτζη, επιπροσθέτως διακρίθηκε ως λόγιος και διπλωμάτης. Θεωρείται ο κυρίως ιστορικός της περιόδου της Νικαίας με το έργο του «Χρονική Συγγραφή». Επίσης συνέγραψε θεολογικά κείμενα, επιταφίους και πανηγυρικούς λόγους. Ένα γνώριμο κείμενο του (για τους ασχολούμενους με την ψαλτική) είναι ένα ποίημα που σχετίζεται με την Αποκαθήλωση και την Ταφή του Χριστού, το οποίο ψάλλεται κατά τη διάρκεια της Περιφοράς του Επιταφίου την Μεγάλη Παρασκευή.
[12]. Γκέοργκ Οστρογκόρσκι «Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους» Ιστορικές εκδόσεις Στ. Βασιλόπουλος Τόμος Γ΄ σελ 125-26.
[13]. Χρίστου Θ. Κρικώνη «Θεοδώρου Β΄ Λασκάρεως περί Χριστιανικής Θεολογίας Λόγοι» Εκδόσεις University Studio Press σελ 17.
[14]. Νικόλαος Τωμαδάκης «Οι λόγιοι του Δεσποτάτου της Ηπείρου και του Βασιλείου της Νικαίας» Εκδόσεις Πουρνάρα σελ 106.
[15]. Χρίστου Θ. Κρικώνη «Θεοδώρου Β΄ Λασκάρεως περί Χριστιανικής Θεολογίας Λόγοι» Εκδόσεις University Studio Press σελ 19.
[16]. Χρίστου Θ. Κρικώνη «Θεοδώρου Β΄ Λασκάρεως περί Χριστιανικής Θεολογίας Λόγοι» Εκδόσεις University Studio Press σελ 27.
[17]. Από την 1η Αυγούστου αρχίζει η νηστεία της Παναγίας, και τελειώνει τον 15Αύγουστο, όπου εορτάζουμε το γεγονός της Κοίμησης της Θεοτόκου, το οποίο θεωρείται και ως ¨το Πάσχα του καλοκαιριού¨. Καθ΄ όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου στην Εκκλησία μας ψάλλεται η Μεγάλη και η Μικρή Παράκληση προς την Υπεραγία Θεοτόκο (οι Παρακλήσεις δεν ψάλλονται μόνο, κατά τους εσπερινούς των Σαββάτων και της Εορτής της Μεταμορφώσεως του Κυρίου). Η Μικρή Παράκληση είναι έργο ενός μοναχού υμνογράφου ο οποίος ονομάζονταν ή Θεοστήρικτος ή Θεοφάνης. Η Μεγάλη Παράκληση είναι έργο του Αυτοκράτορα της Ρωμανίας (Βυζαντίου), Θεοδώρου Β΄ Δούκα Λάσκαρη.
[18]. Χρίστου Θ. Κρικώνη «Θεοδώρου Β΄ Λασκάρεως περί Χριστιανικής Θεολογίας Λόγοι» Εκδόσεις University Studio Press σελ 38.
[19]. Περιοδικό Ρωμνιός τεύχος 13 σελ 26 «Το αληθινό Βυζάντιο» (Από το βιβλίο Φώτη Κόντογλου Μυστικά Άνθη, εκδόσεις Αδερφών Παπαδημητρίου).
[20]. Ιωάννου Μ. Φουντούλη «Λογική Λατρεία» Θεσσαλονίκη 1971, σελ 178.
[21]. Απόστολος Βακαλόπουλος «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού» Θεσσαλονίκη 1974 σελ 75.
[22]. Απόστολος Βακαλόπουλος «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού» Θεσσαλονίκη 1974 σελ 78.
[23]. Νικόλαος Τωμαδάκης «Οι λόγιοι του Δεσποτάτου της Ηπείρου και του Βασιλείου της Νικαίας» Εκδόσεις Πουρνάρα σελ. 106.
[24]. Νικηφόρος Γρηγοράς «Ρωμαϊκή Ιστορία» Εκδόσεις Λιβάνη σελ 85.
[25]. Ο Θεόδωρος στις εκστρατείες που έκανε εναντίον των Βουλγάρων στη δυτική Θράκη, ¨χρησιμοποίησε το Διδυμότειχο ως τόπο αναπαύσεως και ως σταθμό για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του¨ (Αθανάσιος Γουρίδης «Διδυμότειχο μια άγνωστη πρωτεύουσα» Διδυμότειχο 2008 σελ 48..
Πηγή: Έκτακτο Παράρτημα
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
Στις αρχές του 13ου αιώνα, και πιο συγκεκριμένα στα 1204, η πρωτεύουσα της Ρωμανίας[1] , η Κωνσταντινούπολη ¨η πιο ισχυρή πόλη που υπήρξε σ΄ όλον τον κόσμο, που ήταν μεγάλη και η πιο καλά οχυρωμένη¨[2] πέφτει, λόγω των δυναστικών ερίδων και της κυβερνητικής ανεπάρκειας των αυτοκρατόρων της δυναστείας των Αγγέλων, στα ανίερα χέρια των Φράγκων της Δ΄ σταυροφορίας. Η πάλαι ποτέ κραταιά αυτοκρατορία, διαιρείται και διασπάται, κυρίως, σε 5 Λατινικά και σε 3 Ελληνικά κράτη. Οι Ελληνικές εστίες αντίστασης που δημιουργήθηκαν μετά την άλωση ήταν: το βασίλειο-αυτοκρατορία της Νίκαιας (στη Μικρά Ασία) η μετέπειτα ονομασθείσα αυτοκρατορία της Τραπεζούντας (στον Εύξεινο Πόντο) και το δεσποτάτο της Ηπείρου. Από τα τρία νεοσύστατα κράτη, η Νίκαια και η Ήπειρος ανέλαβαν άμεσα τον αγώνα για την απελευθέρωση της Βασιλεύουσας, και την αποκατάσταση της αυτοκρατορίας, αντιμαχόμενα όμως μεταξύ τους. Ο Διονύσιος Ζακυθηνός αναφέρει σχετικώς: ¨Το θεμελιώδες μειονέκτημα της ελληνικής αντιστάσεως συνίστατο εις το ότι αύτη είχε διασπασθεί εις πολλάς εστίας, όχι μόνον αυτονόμους, αλλά και φερομένας προς σκληράς συγκρούσεις¨[3]. Δυστυχώς οι προστριβές και οι διαμάχες των Λασκαριδών της Νίκαιας και των Αγγέλων-Κομνηνών της Ηπείρου, δεν άφηναν περιθώρια για μία ενιαία αντιμετώπιση των Λατίνων.
Γεγονός είναι πάντως πως τα δύο ελληνικά κράτη, παρόλο που ενεργούσαν αυτόνομα, κατάφεραν να περιορίσουν τους Λατίνους και να απελευθερώσουν μεγάλα τμήματα της αυτοκρατορίας. Από τα πρώτα χρόνια η Ήπειρος με τον Θεόδωρο Άγγελο, φάνηκε πιο επιθετική και εδραίωσε την κυριαρχία της από τη δυτική Ελλάδα μέχρι τη Μακεδονία και τη Θράκη. Το 1224 απελευθέρωσε την Θεσσαλονίκη η οποία αποτέλεσε μέχρι το 1230, την πρωτεύουσα του Δεσποτάτου και γι΄ αυτό το λόγω οι ιστορική ονομάζουν το κράτος της Ηπείρου και δεσποτάτο της Θεσσαλονίκης.
Η υπέρμετρη όμως φιλοδοξία του δεσπότη της Ηπείρου (Θεόδωρου Άγγελου), είχε ως αποτέλεσμα να ηττηθεί από τους Βουλγάρους το 1230, στη μάχη της Κλοκοτνίτσας ή Κλοκοτινίτζας (Περιοχή κοντά στο σημερινό Χάσκοβο της Βουλγαρίας) και να μειωθεί η ισχύς του δεσποτάτου. Την ήττα αυτήν εκμεταλλεύτηκε το αντίπαλο δέος της Ηπείρου, το βασίλειο της Νίκαιας. Ο Ιωάννης Καραγιαννόπουλος ιστορεί τα εξής : ¨Η ήττα της αυτοκρατορίας της Θεσσαλονίκης (Δεσπ. Ηπείρου) άφηνε την πρώτη θέση στον αγώνα για ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως στην αυτοκρατορία της Νίκαιας¨[4]. Την εποχή εκείνη βασιλιάς στη Νίκαια ήταν ο εκ Διδυμοτείχου καταγόμενος, Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης[5] (1222-1254), για τον οποίο ο πατριάρχης της Ελληνικής Ιστορίας Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος ιστορεί : ¨Η κατάλυση της εν Θεσσαλονίκη αυτοκρατορίας και η συνένωση του μεσαιωνικού ελληνισμού, υπό την αυτοκρατορία της Νίκαιας, μαρτυρεί ότι αυτός (ο ελληνισμός) όσο και αν είχε παρακμάσει, διατηρούσε κάποια συστατικά πολιτικής εμπειρίας, δεξιότητας και δυνάμεως περισσότερα από όσα με τον καιρό προσέλαβε ο προ μικρού σε νέο πολιτικό βίο ανακύψας νέος ελληνισμός. Η δε ένωσης αυτή υπήρξε το κυριότατο κατόρθωμα του Ιωάννη Βατάτζη αλλά όχι και το μόνο¨[6].
Ο Ιωάννης Βατάτζης ο οποίος ανήκει στη χορεία των αγίων της εκκλησίας μας, υπήρξε ένας από τους αξιολογότερους αυτοκράτορες της Ρωμανίας. Ο Αλεξάντερ Βασίλιεφ κάνοντας ένα απολογισμό του έργου του, παραθέτει τα παρακάτω : ¨Ο Ιωάννης Βατάτζης υπήρξε πολύ ικανός και πολύ δραστήριος πολιτικός, και ήταν αυτός ο κύριος δημιουργός της αποκατασταθείσης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας¨. ….. ¨Η εξωτερική δράση του Βατάτζη υπήρξε εξαιρετικά σημαντική, διότι εξαλείφοντας βαθμιαίως όλους τους υποψηφίους αποκαταστάτας της αυτοκρατορίας τους άρχοντες δηλαδή της Θεσσαλονίκης, της Ηπείρου και της Βουλγαρίας απέκτησε υπό την εξουσία του τόση έκταση, όση ουσιαστικώς αρκούσε για την επανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο κύριος ρόλος της αποκαταστάσεως ανήκει στον Ιωάννη Βατάτζη και το 1261 ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, απλώς, επωφελήθηκε από τα αποτελέσματα της επιμονής και της δραστηριότητας του καλύτερου αυτοκράτορα της Νίκαιας. Οι μετά τον Ιωάννη Βατάτζη γενεές τον θυμούνται ως Πατέρα των Ελλήνων ¨[7].
Επί της εποχής του Ιωάννη Βατάτζη έγιναν κάποιες προσπάθειες ώστε να ομονοήσουν τα δύο ελληνικά κράτη. Επιστέγασμα των ενεργειών αυτών ήταν το συνοικέσιο της εγγονής του Ιωάννη Βατάτζη, Μαρίας με τον πρωτότοκο γιο του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ Άγγελο, Νικηφόρο, το 1249.
Από την πλευρά της Ηπείρου πρωτοστάτης για την επίτευξη του συνοικεσίου και της ομαλοποίησης των σχέσεων των δύο πλευρών, υπήρξε μία άλλη αγία μορφή της εκκλησίας μας, η σύζυγος του δεσπότη Μιχαήλ και μητέρα του Νικηφόρου, Θεοδώρα Πετραλείφα[8], για την οποία θα αναφερθούμε παρακάτω. Έτσι τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, δύο άγιες μορφές της Ορθοδοξίας, συνεργάζονται για το κοινό όφελος της Ρωμηοσύνης.
Στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών γίνετε μνεία στο ήθος και στην υστεροφημία των δύο προαναφερθέντων αγίων, παραθέτοντας τα εξής : ¨Ο Ιωάννης Γ΄ (Βατάτζης) κατέχει τιμητική θέση ανάμεσα στους βυζαντινούς αυτοκράτορες. Επιπλέον υπήρξε, αντίθετα με τους αντιπάλους του της Ηπείρου, ένας τίμιος άνθρωπος, που ενέπνευσε αγάπη στους υπηκόους με αποτέλεσμα να τιμάται ως τοπικός άγιος στο Νυμφαίο, όπου πέθανε, και στη Μαγνησία, όπου τάφηκε. Το μόνο μέλος της ηγεμονικής οικογένειας της Ηπείρου, που «λατρεύθηκε» κατά τον ίδιο τρόπο, υπήρξε η βασίλισσα Θεοδώρα, σύζυγος του Μιχαήλ Β΄, που η μνήμη της τιμάται ακόμη και σήμερα στην Άρτα, και που ανάλωσε τη ζωή της στην προσπάθεια να συνεργασθούν όλοι οι Έλληνες για την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης¨[9].
Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΠΕΤΡΑΛΕΙΦΑ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΟ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΙΩΑΝΝΗ ΒΑΤΑΤΖΗ.
Το επώνυμο Πετραλείφας συναντάται στις ιστορικές πηγές από τον 11o μέχρι τον 13o αιώνα. Αναφορικά με τον ιδρυτή της οικογενείας (στη Ρωμανία), Πέτρο Πετραλείφα, από την εγκυκλοπαίδεια Δομή διαβάζουμε τα παρακάτω : ¨Πρώτος της οικογένειας αυτής αναφέρεται ο Πέτρος ντ’ Άλφια, από τη γαλλική Νορμανδία, ο οποίος το 1081 ακολούθησε τον ηγεμόνα των Νορμανδών της κάτω Ιταλίας Ροβέρτο Γυισκάρδο στην εκστρατεία του στην Αλβανία, κατά τη διάρκεια της οποίας αυτομόλησε μαζί με άλλους προς τους Βυζαντινούς και αργότερα εγκαταστάθηκε στη Θράκη. Έτσι έγινε ο γενάρχης της οικογένειας που εξελληνίστηκε και που κατά παραφθορά του ονόματός του ονομάστηκε Πετραλείφας¨[10]. Η Άννα Κομνηνή αναφερόμενη στην πολιορκία του Δυρραχίου από τους Νορμανδούς του Βοημούνδου, στις αρχές του 12ου αιώνα, χαρακτηρίζει τον Πέτρο Πετραλείφα περιβόητο πολεμιστή και έμπιστο του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού. Ενδεικτικά η σοφή πριγκίπισσα ιστορεί τα κατωτέρω : ¨Θέλοντας να σπείρει τη διχόνοια ανάμεσα στους κόμητες και στον Βοημούνδο (ο Αλέξιος Α΄) και να κλονίσει κάπως ή και να διαρρήξει τον μεταξύ τους συνασπισμό, στήνει το εξής τέχνασμα.
Καλεί κοντά του τον σεβαστό Μαρίνο από τη Νεάπολη και μαζί τον Ρογέρη, έναν επιφανή Φράγκο, και τον Πέτρο Αλίφα, πολεμιστή περιβόητο, που είχε κρατήσει ακράδαντη την πίστη του προς τον αυτοκράτορα¨[11].
Περί της εγκαταστάσεως του Πέτρου Πετραλείφα στην Θράκη και πιο συγκεκριμένα στο Διδυμότειχο, ο Αθανάσιος Γουρίδης (πολιτικός μηχανικός και αρχαιολόγος, διδάκτωρ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης) παραθέτει τα εξής : ¨Από το Διδυμότειχο καταγόταν και οι Πετραλείφες, οικογένεια Νορμανδών, ορμώμενων από το Pierre d’ Aulps της γαλλικής Προβηγκίας ή από την ιταλική Alifa, παρά της Caserta. Ο ιδρυτής της, Πέτρος, εγκαταστάθηκε στο Διδυμότειχο γύρω στα 1108, όπου απέκτησε εκτεταμένες γαίες σε αντάλλαγμα των υπηρεσιών που είχε προσφέρει στον Αλέξιο Α΄ τον Κομνηνό, κυρίως κατά τις νικηφόρες μάχες εναντίον των Νορμανδών του Βοημούνδου στο Δυρράχιο¨[12]. Σχετικά με την εγκαθίδρυση των Πετραλείφα στο Διδυμότειχο γίνετε μνεία και στο συναξάρι της αγίας Θεοδώρας : ¨Η Αγία Θεοδώρα υπήρξε γόνος της μεγάλης και αρχοντικής βυζαντινής οικογένειας Πετραλείφα (νορμανδικής καταγωγής), η οποία εγκατεστημένη αρχικά στο Διδυμότειχο προσέφερε πολλές και σημαντικές υπηρεσίες στην αυτοκρατορία και τιμήθηκε με υψηλά αξιώματα¨[13].
Όσον αφορά τον εξελληνισμό του ονόματος Πέτρος ντ’ Άλφια σε Πετραλείφας, παρενθετικά να αναφέρω ότι, καθ΄ όλη τη διάρκεια της ελληνικής ιστοριογραφίας από τα αρχαία χρόνια μέχρι και τα νεότερα ο εξελληνισμός των ξένων ονομάτων αποτελεί ένα συχνό φαινόμενο. Ο καθηγητής πολιτικών επιστημών Κωνσταντίνος Χολέβας αναφέρει σχετικώς : ¨Διαβάζοντας τους Αρχαίους Έλληνες και τους Βυζαντινο-Ρωμηούς συγγραφείς θαυμάζουμε την επιμονή τους να εξελληνίζουν τα ξένα ονόματα. …… Οι Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι συνεχίζουν με πάθος και με αντίστοιχη ευρηματικότητα (αντίστοιχη με τους αρχαίους Έλληνες για τους οποίους αναφέρει παραπάνω αλλά για την οικονομία του χώρου δεν το παραθέτω), θα έλεγα και με μια ευτράπελη διάθεση, τον πλήρη εξελληνισμό των ονομάτων ξένων, πολιτικών ή στρατιωτικών. Η εμμονή αυτή δείχνει τον μεγάλο σεβασμό των Ελλήνων συγγραφέων στη γλώσσας μας καθ΄ όλη τη μακρόχρονη πορεία και διαχρονική συνέχεια του Ελληνισμού¨[14].
Επανερχόμενοι στην ιστορική διαδρομή της οικογενείας Πετραλείφα, από το υπέροχο πόνημα του Αθανασίου Γουρίδη ανασύρουμε τα παρακάτω : ¨Η οικογένεια παρουσιάζει μια συνεχή και ουσιαστική συμμετοχή στην ιστορία των μέσων και ύστερων χρόνων του Βυζαντίου. Ο Νικήτας Χωνιάτης αναφέρει τέσσερις αδελφούς Πετραλείφα περί τον αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνό οι οποίοι «κατά το Διδυμότειχον την οίκησιν έχοντες», επέδειξαν μοναδική ανδρεία κατά την πολιορκία της Κέρκυρας στα 1149. Άλλα μέλη της οικογενείας, όπως ο Νικηφόρος, ο Αλέξιος ή ο Ιωάννης ξεχωρίζουν κατά το ταραγμένο δεύτερο μισό του 12ου αιώνα.
Στο τέλος του αιώνα αυτού ο Ιωάννης Πετραλείφας λαμβάνει τον τίτλο του σεβαστοκράτορα και τη διοίκηση της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Τότε τμήμα της οικογενείας εγκαθίσταται στα Σέρβια. Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, στα 1204, η οικογένεια εγκαταλείπει το Διδυμότειχο και μοιράζει τις υπηρεσίες της ανάμεσα στις δυναστείες της Νίκαιας και της Ηπείρου¨[15].
Ο Ιωάννης Πετραλείφας ήταν ο πατέρας της αγίας Θεοδώρας, κατά πάσα πιθανότητα ήταν αυτός ο οποίος : ¨Έδρασε στα χρόνια του αυτοκράτορα Ισαάκιου Άγγελου, τον οποίο το 1195 ακολούθησε στην εκστρατεία του εναντίον των Βλαχοβουλγάρων. Στη διάρκεια της εκστρατείας εκείνης πήρε μέρος σε συνωμοσία, που κατέληξε στην ανατροπή του αυτοκράτορα και στην άνοδο στον θρόνο του Βυζαντίου του Αλέξιου Γ΄ Άγγελου¨[16]. Ο Αντώνιος Μηλιαράκης αναφερόμενος στην οικογένεια της αγίας Θεοδώρας γράφει τα εξής : ¨Ο πατήρ της Θεοδώρας Ιωάννης ήτο σεβαστοκράτωρ, άρχων Μακεδονίας και Θεσσαλίας και γυναικάδελφος του Θεοδώρου Αγγέλου. Είχε δε η Θεοδώρα και αφελφόν Θεόδωρον, έχοντα σύζυγον την θυγατέρα του Δημητρίου Τορνίκη του Κομνηνού¨[17]. Από το συναξάρι της αγίας, αντλούμε για τον πατέρα της, τις παρακάτω πληροφορίες : ¨Ο δε Ιωάννης Πετραλείφας, ο πατήρ της μακαριωτάτης Αγίας Θεοδώρας, ήτο τότε νέος κατά την ηλικίαν και ανύπανδρος και εις τον οποίον ο βασιλεύς Αλέξιος (πιθανότατα ο Γ΄ Άγγελος και όχι ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός που αναφέρει το συναξάρι) έδωκεν ως νόμιμον σύζυγον μιαν ευγενεστάτην αρχοντοπούλα, θυγατέρα άρχοντος τινος του παλατιού του, διότι και ο πατήρ της Αγίας ήτο από γένος ευγενές και λαμπρόν. Έπειτα τον έκαμε και μέγα αυθέντην, ίνα εξουσιάζει όλην τη Θεσσαλονίκην και Μακεδονίαν¨[18].
Ο Θεόδωρος Πετραλείφας (ο αδελφός της αγίας) ήταν συγγενής και αξιωματούχος του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ B΄ Άγγελου. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Ιωάννη Βατάτζη το 1251 στη Μακεδονία εναντίον του αποστάτη[19] Μιχαήλ Β΄ ο βασιλιάς της Νίκαιας, ενώ ήταν σε δυσχερή θέση, δέχθηκε απρόσμενη βοήθεια από τον Θεόδωρο Πετραλείφα, ο οποίος αυτομόλησε στο στρατόπεδο του Βατάτζη. Ο Γεώργιος Ακροπολίτης ιστορεί τα παρακάτω : ¨Ενώ λοιπόν ο αυτοκράτορας βρισκόταν σ΄ αυτήν την (δυσχερή) κατάσταση, ήρθε απρόσμενα πρόσφυγας από την Καστορία ο Γλαβάς και στη συνέχεια ο Θεόδωρος Πετραλείφας, ο γαμπρός του Δημητρίου Τορνίκη του Κομνηνού, συνεργάτης στη διοίκηση του αυτοκράτορα Ιωάννη¨[20]. Η πράξη αυτή του Θεόδωρου ήταν ευεργετική για τον Ιωάννη Βατάτζη, διότι ο στρατός του δοκιμαζόταν από την έλλειψη τροφίμων και τον βαρύ χειμώνα. Λίγο αργότερα η Καστοριά και η γύρω περιοχές προσχώρησαν στην επικράτεια της Νίκαιας.
Την ίδια εποχή που στο δεσποτάτο της Ηπείρου δρα ως αξιωματούχος ο Θεόδωρος Πετραλείφας (που προαναφέραμε) στο στρατό της Νίκαιας επί βασιλείας του Ιωάννη Βατάτζη, υπηρετεί επίσης ως αξιωματούχος ο Ιωάννης Πετραλείφας. Αυτός διακρίθηκε κυρίως στους πολέμους εναντίον των Λατίνων κατακτητών της Κωνσταντινούπολης. Ο ιστορικός Γεώργιος Ακροπολίτης αναφέρει : ¨Με τη φρούρηση της πόλης (της Τζουρουλού πόλη της Ανατολικής Θράκης) ήταν επιφορτισμένος ο Ιωάννης Πετραλείφας, που ο αυτοκράτορας Ιωάννης τον είχε τιμήσει με το αξίωμα του μεγάλου Χαρτουλαρίου[21], άνδρας γενναίος και έμπειρος στα πολεμικά από μικρό παιδί. …… Οι Λατίνοι λοιπόν κατέλαβαν την Τζουρουλού (το 1240) και οδήγησαν δέσμιους τους κατοίκους της μαζί με τον Πετραλείφα στην Κωνσταντινούπολη και τους επέστρεψαν, αφού έλαβαν λύτρα, πίσω στους δικούς τους¨[22]. Το 1242 ο στρατός της Νίκαιας πέρασε στη Μακεδονία με σκοπό να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη η οποία ανήκε στο δεσποτάτο της Ηπείρου. Μεταξύ των αξιωματούχων, τους οποίους ο Ακροπολίτης τους αποκαλεί επιφανείς άνδρες[23], ήταν και ο Ιωάννης Πετραλείφας.
Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΝΑ ΕΙΡΗΝΕΥΣΟΥΝ ΤΑ ΔΥΟ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΡΑΤΗ
Η συμβολή της αγίας στα ιστορικά γεγονότα του 13ου αιώνα, συνίσταται στο γεγονός ότι, προσπάθησε να ειρηνεύσουν τα δύο ισχυρά ελληνικά κράτη της εποχής, το βασίλειο της Νίκαιας και το δεσποτάτο της Ηπείρου. Το 1249 υπήρξε μια πρώτη σοβαρή προσέγγιση μεταξύ των δύο κρατών, η οποία επιστεγάστηκε με το συνοικέσιο της εγγονής του Βατάτζη, Μαρίας και του Νικηφόρου, πρωτότοκου υιού του Μιχαήλ Β΄ και της Θεοδώρας.
Ας δούμε πως περιγράφουν το γεγονός του συνοικεσίου δύο ιστορικοί της Ρωμανίας, ο Γεώργιος Ακροπολίτης και ο Νικηφόρος Γρηγοράς : ¨Ο αυτοκράτορας Ιωάννης είχε κάνει συμφωνία με το δεσπότη Μιχαήλ και συγγένεψε μαζί του, γιατί αρραβώνιασε τον Νικηφόρο, τον γιό του Μιχαήλ, με τη Μαρία, την κόρη του γιού του, του βασιλιά Θεοδώρου. Η Θεοδώρα, μάλιστα, η γυναίκα του Μιχαήλ, πήρε τον γιο της, Νικηφόρο, και αφού πέρασε στην Ανατολή, συναντήθηκε με τον αυτοκράτορα που βρισκόταν στις Πηγές, και έγινε το συνοικέσιο των παιδιών τους. Η Θεοδώρα τότε και ο γιος της, αφού τους περιποιήθηκε ο αυτοκράτορας, γύρισαν στην πατρίδα τους κοντά στον σύζυγο της Μιχαήλ¨[24].
¨Αλλά προς το παρόν έστειλε πρέσβεις (ο Μιχαήλ Β΄) στο βασιλέα Ιωάννη (Βατάτζη), ζητώντας ως νύφη, για το γιό του Νικηφόρο, την κόρη του γιού του βασιλέα Θεοδώρου Λάσκαρη, Μαρία και κατόρθωσε το ζητούμενο. Έγιναν, λοιπόν, τότε αρραβώνες και συμφωνίες, αφού ακολούθησε τον Νικηφόρο στην Ανατολή και η μητέρα του, Θεοδώρα, με σκοπό να επισκεφθεί τη μνηστευόμενη νύφη και να βεβαιώσει τις συμφωνίες που έγιναν. Και αφού τελείωσαν αυτά, επέστρεψε στην πατρίδα της με το γιό της Νικηφόρο, η Θεοδώρα, η σύζυγος του Μιχαήλ, αφήνοντας εκεί στο σπίτι της τη νύφη και λαμβάνοντας εγγυήσεις από τους βασιλείς και κηδεμόνες ότι τον επόμενο χρόνο θα τελούνταν οι γάμοι¨[25]. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς σε αντίθεση με τον Ακροπολίτη αναφέρει ότι τις πρεσβείες για την επίτευξη του συνοικεσίου, τις έστειλε πρώτος ο δεσπότης της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ και ότι συμφωνήθηκε να τελεστεί ο γάμος τον επόμενο χρόνο.
Ο Αντώνιος Μηλιαράκης μνημονεύοντας το προαναφερθέν συνοικέσιο, αναφέρει για τις βλέψεις του Δεσπότη της Ηπείρου τα εξής : ¨Ο Μιχαήλ Β΄ διά των σχέσεων τούτων (του συνοικεσίου δηλ.) ήθελε μάλλον να αποκρύπτει τους αληθείς αυτού σκοπούς, υποκρινόμενος φαινομενικήν τινα υποτέλειαν, ην πράγματι ουδόλως απεδέχετο, άρχων ήδη κράτους μείζονος του της Νικαίας, διά τούτο μετ΄ ολίγον ενθαρρυνόμενος εκ της αδυναμίας των εν Βυζαντίο Φράγκων ανεκήρυξεν εαυτόν αυτόνομον, και έθετο εν νω παράτολμον σχέδιον εκ νεανικής ορμής να κυριεύσει την Κωνσταντινούπολη, και αναγορευθεί εν αυτή βασιλεύς Ρωμαίων¨[26]. Εν αντιθέσει με τον Δεσπότη της Ηπείρου, η σύζυγος του Θεοδώρα, η οποία έλαβε μέρος προσωπικά στην πραγματοποίηση του συνοικεσίου, εργάστηκε έτσι ώστε να επέλθει ειρήνη σε ανατολή και δύση. Χαρακτηριστικά ο Άγγλος ιστορικός Γουίλιαμ Μίλλερ στο κλασικό έργο του ¨Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα¨ (το οποίο αποτελεί τη σημαντικότερη πηγή για την ιστορία της Φραγκοκρατίας στην πατρίδα μας) αναφέρει : ¨Αλλά η Θεοδώρα που ένωνε τις πιο ασυμβίβαστες ιδιότητες, του αγίου και του διπλωμάτη, πρόθυμα ανέλαβε αποστολή για να πετύχει ένα συνοικέσιο μεταξύ του γιου της Νικηφόρου και της εγγονής του Έλληνα Αυτοκράτορα Βατάτζη[27]. Ο Αυτοκράτορας το αποδέχτηκε κι΄ αυτό έδειξε πως παγιώνονταν, οριστικά, η ειρήνη μεταξύ Νίκαιας και Ηπείρου. Πραγματικά τούτο φάνηκε όταν ο Αυτοκράτορας της (Γερμανίας) Φρειδερίκος Β΄ έγραψε στο Δεσπότη (της Ηπείρου), στα 1250, παρακαλώντας τον να αφήσει ελεύθερο το πέρασμα από την Ήπειρο, στα στρατεύματα που του έστελνε ο γαμπρός του Βατάτζης για να τον ενισχύσει στον αγώνα του εναντίον του πάπα Ιννοκέντιου IV¨[28].
Ο Γεώργιος Ακροπολίτης φύση και θέση δυσμενώς διακείμενος απέναντι στο δεσπότη της Ηπείρου, σχολιάζει την στάση του, χρησιμοποιώντας και δύο παροιμίες τις οποίες αναφέρουμε και σήμερα : ¨Όμως η παροιμία που λέει ότι το στραβόξυλο ποτέ δεν ισιώνει και ότι ο αράπης δεν ασπρίζει[29], επαληθεύτηκε στην περίπτωση του Μιχαήλ, αφού αποστάτησε εναντίον του αυτοκράτορα, έχοντας σαν σύμβουλό του σε αυτό το σχέδιο τον θείο του, Θεόδωρο Άγγελο¨[30]. Ο Ιωάννης Βατάτζης πληροφορούμενος για την αποστασία του Μιχαήλ Β΄ (1251), ετοίμασε τα στρατεύματά του και επετέθη στο δεσποτάτο της Ηπείρου (1252). Ο στρατός της Νίκαιας με την καθοριστική βοήθειά του Θεόδωρου Πετραλείφα αλλά και άλλων αρχόντων της δυτικής Ελλάδος (όπως προαναφέραμε), ανάγκασε το δεσπότη Μιχαήλ να έρθει σε διαπραγματεύσεις. Ο Γεώργιος Ακροπολίτης ο οποίος έλαβε μέρος στις διαπραγματεύσεις, ιστορεί τα παρακάτω : ¨Ξεκινήσαμε λοιπόν να συναντήσουμε τον Μιχαήλ και αφού τον συναντήσαμε στη Λάρισα, ρυθμίσαμε τα σχετικά με τη συνθήκη. Αφού πήραμε σαν όμηρο το γιό του Μιχαήλ, Νικηφόρο που ο αυτοκράτορας τον είχε τιμήσει με το αξίωμα του δεσπότη εξαιτίας της εγγονής του, καθώς και τον θείο του Μιχαήλ, Θεόδωρο Άγγελο δεσμώτη, επιστρέψαμε κοντά στον αυτοκράτορα που ήταν στρατοπεδευμένος στα Βοδηνά¨[31].
Τελικά ο γάμος των δύο παιδιών (Νικηφόρου και Μαρίας) τελέστηκε το 1256 δύο χρόνια μετά την κοίμηση του Ιωάννη Βατάτζη (1254), όταν αυτοκράτορας στη Νίκαια ήταν ο υιός του και πατέρας της νύφης, Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης. Πριν όμως γίνει ο γάμος είχαμε άλλη μία αποστασία του Μιχαήλ και άλλη μια προσπάθεια της αγίας Θεοδώρας ώστε να επιτευχθεί η ειρήνευση. Μετά την κοίμηση του Ιωάννη Βατάτζη οι Βούλγαροι και ο δεσπότης της Ηπείρου προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν την (όπως πίστευαν) διοικητική απειρία του Θεοδώρου Β΄ Λάσκαρη. Αθέτησαν τις συμφωνίες που είχαν συνάψει με την αυτοκρατορία της Νίκαιας και έκαναν επιδρομές στις επαρχίες της. Ο βασιλιάς Θεόδωρος όμως δεν αποδείχθηκε να υστερεί καθόλου ως προς τα ηγετικά του προσόντα, κινήθηκε άμεσα με τα στρατεύματά του και ανάγκασε τους Βούλγαρους και το δεσπότη Μιχαήλ να ανανεώσουν τις προηγούμενες συνθήκες. Η βασίλισσα Θεοδώρα και πάλι ανέλαβε το ρόλο του διαμεσολαβητή. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς αναφέρει σχετικώς : ¨Και για να μη μακρηγορούμε, μόλις ο ήλιος βρέθηκε στη φθινοπωρινή τροχιά[32], πήρε ο βασιλιάς (Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης) τα ρωμαϊκά στρατεύματα και κατευθύνθηκε προς τη Θεσσαλία. Αλλά δεν είχε προλάβει καλά καλά η Μακεδονία να υποδεχτεί τα βασιλικά στρατεύματα, και έφτασε σ΄ αυτόν η Θεοδώρα, η γυναίκα του αποστάτη Μιχαήλ, για να τελέσει τους γάμους του γιου της, Νικηφόρου, με τη θυγατέρα του βασιλέα, Μαρία, και για να επιστρέψει όσα μέρη της επικράτειας των Ρωμαίων είχε κυριεύσει ο άντρας της στις εξορμήσεις του. Πράγματι έτσι έγινε, και η Θεοδώρα αναχώρησε ήδη προς τον άντρα της, Μιχαήλ, παίρνοντας μαζί της και τη Μαρία, νύφη της από το γιο της¨[33]. Ο Ακροπολίτης αναφερόμενος στο συγκεκριμένο γεγονός ιστορεί ότι : ¨Αφού έφθασε, λοιπόν, στη Θεσσαλονίκη ο αυτοκράτορας, έκανε τους γάμους της κόρης του Μαρίας με το γιο του δεσπότη Μιχαήλ, Νικηφόρο, τον οποίο τίμησε και με το αξίωμα του δεσπότη¨[34]. Σχετικά με το γεγονός του γάμου, ο Αντώνιος Μηλιαράκης συνοψίζοντας τις πληροφορίες που παρέχουν ο Ακροπολίτης, ο Γρηγοράς και ο Ανώνυμος (χρονικογράφος της εποχής του οποίου το όνομα ο A. Heisenberg ταυτίζει με τον Θεόδωρο Σκουταριώτη), αναφέρει τα εξής : Μετά την προς τους Βουλγάρους συνθηκολόγησιν ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης ανεχώρησεν εκ Ρηγίνας εις Θεσσαλονίκην, διότι έμαθεν ότι ήρχετο εις συνάντησιν του η Θεοδώρα, σύζυγος του δεσπότου της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄, μετά του υιού της Νικηφόρου, ίνα τελέσει τους γάμους αυτού μετά της θυγατρός του Θεοδώρου Β΄ Λασκάρεως Μαρίας, ων η μνηστεία ετελέσθη προ εξ ετών. Συνηντήθησαν δε η τε Θεοδώρα και ο βασιλεύς περί το Βολερόν, εν τη χώρα του Λεντζά, όπου εώρτασαν και την ύψωση του Τιμίου Σταυρού «14 Σεπτεμβρ. 1257»[35] (με βάση την υποσημείωση που παραθέτει ο Μηλιαράκης, πιθανώς ο εορτασμός έγινε στον ναό της Παναγίας Κοσμοσώτειρας Φερών του Νομού Έβρου). Μετά τριήμερον δε διαμονήν ενταύθα εξηκολούθησαν την πορείαν εις Θεσσαλονίκην. Εν Θεσσαλονίκη ο τε Θεόδωρος Β΄ και η Θεοδώρα ετέλεσαν τους γάμους του Νικηφόρου και της Μαρίας, ευλογήσαντος τούτους του πατριάρχου Αρσενίου, επί τούτω εις Θεσσαλονίκην επιδημήσαντος¨[36].
Παρά τις συνεχείς συνθήκες και τις προσπάθειες της αγίας Θεοδώρας για την ειρήνευση των δύο κρατών, αυτή δεν επετεύχθη ποτέ. Ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης εκμεταλλευόμενος τη θέση ισχύος που κατείχε τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, κατόρθωσε να αποσπάσει από το κράτος της Ηπείρου, διά μέσω της συνθήκης που αναγκάσθηκε να υπογράψει ο Μιχαήλ Β΄, τα Σέρβια και το Δυρράχιο. Ο Μιχαήλ Β΄ μη ανεχόμενος τους όρους της συνθήκης που υπέγραψε, τους αθέτησε άμεσα και επιτέθηκε στις περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και της Ηπείρου που υπαγόταν στη Νίκαια, έχοντας ως συμμάχους τους Σέρβους.
Όσον αφορά το γάμο Νικηφόρου και Μαρίας, αυτός δεν κράτησε για πολύ, διότι η Μαρία πέθανε την εποχή κατά την οποία επαναστάτησε ο Μιχαήλ Β΄. Ο Ακροπολίτης αναφέρει ότι : ¨Η Μαρία πέθανε τον καιρό της ανταρσίας, ενώ άλλοι λένε ότι πέθανε επειδή τη χτύπησε πολλές φορές ο άντρας της, Νικηφόρος, και άλλοι από αρρώστια.¨[37]. Ο Νικηφόρος ήταν γραπτό να νυμφευτεί και πάλι με πριγκίπισσα από την αυτοκρατορία της Νίκαιας (που εντωμεταξύ το 1261 είχε απελευθερώσει την Κωνσταντινούπολη). Τα γεγονότα έχουν ως εξής : Επί της βασιλείας του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (1258-1282) τα δύο κράτη συνεπλάκησαν σε μάχες από το 1259 έως το 1264. Σχετικά με την ήττα του δεσποτάτου της Ηπείρου το 1264, ο Γκιόργκ Οστρογκόρσκι παραθέτει τα παρακάτω : ¨ο αδελφός του αυτοκράτορα (Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου) ο δεσπότης Ιωάννης Παλαιολόγος, κέρδισε το καλοκαίρι του 1264 μια σημαντική νίκη και ανάγκασε το δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ να δεχθεί την ειρήνη και να αναγνωρίσει την επικυριαρχία του αυτοκράτορα. Ο γιος του Μιχαήλ Β΄, ο δεσπότης Νικηφόρος Α΄ που ήταν προηγουμένως παντρεμένος με την κόρη του Θεοδώρου Β΄ Λάσκαρη, έλαβε τώρα ως σύζυγο μια ανιψιά του Μιχαήλ Η΄¨[38]. Στο γεγονός του δεύτερου συνοικεσίου μεταξύ των δύο κρατών, κάνει μνεία και ο Νικηφόρος Γρηγοράς : ¨Και πάνω σ΄ αυτά, ο Αιτωλός Μιχαήλ, ο δεσπότης, ζήτησε και πήρε νύφη για το γιο του, το δεσπότη Νικηφόρο, που ήταν χήρος, την ανιψιά του βασιλιά, Άννα. Και το συνοικέσιο αυτό ήταν εγγύηση για τις συνθήκες μεταξύ τους¨[39].
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της αγίας Θεοδώρας τα δύο κράτη δεν μπόρεσαν ποτέ να ενωθούν ειρηνικά. Όσον αφορά το δεσποτάτο της Ηπείρου ενημερωτικά να αναφέρουμε ότι, στα μέσα της δεκαετίας του 1330 ο Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος το ενσωμάτωσε στην επικράτεια της Ρωμανίας. Ακολούθως οι Σέρβοι, εκμεταλλευόμενοι τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου και του Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού, κατέλαβαν την Ήπειρο. Το 1356 ο Νικηφόρος Β΄ (δεσπότης Ηπείρου) την ανακατέλαβε προσθέτοντας στην επικράτειά του και τη Θεσσαλία. Το 1359 το δεσποτάτο ενσωματώθηκε και πάλι στην αυτοκρατορία. Στις επόμενες δεκαετίες η παρηκμασμένη Ρωμανία έχανε ένα προς ένα τα εδάφη της, έτσι και η Ήπειρος κατακτήθηκε από τις ιταλικές οικογένειες Μπουοντελμόντι και Τόκκων, και στη συνέχεια από τους Οθωμανούς.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Λαμβάνοντας υπόψη, τα παρατιθέμενα στοιχεία του παρόντος κειμένου καθώς βεβαίως και άλλες πηγές, που αναφέρονται στα ιστορικά γεγονότα του 13ου αιώνα, γίνεται ευκόλως αντιληπτό ότι, ο Άγιος Αυτοκράτορας Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης και η Αγία βασίλισσα Θεοδώρα, δικαιωματικά ανήκουν στις εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής αυτής. Μιας ταραγμένης εποχής, η οποία σημαδεύτηκε από την άλωση της Κωνσταντινούπολης από του Φράγκους, και θεωρείται ως μία από τις κρισιμότερες (αν όχι η κρισιμότερη) της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Ο νεόδμητος ναός του αγίου Ιωάννη Βατάτζη του ελεήμονος στο Διδυμότειχο.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διερεύνηση των καταστάσεων και των γεγονότων που συνδέουν και συσχετίζουν τα δύο πρόσωπα. Παρακάτω θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε τα κοινά σημεία που προκύπτουν από τους βίους, τους χαρακτήρες και τις πράξεις των δύο αγίων :
α. Πρώτο και κυριότερο κοινό τους σημείο, είναι ότι ανήκουν στη χορεία των αγίων της ορθοδόξου εκκλησίας μας. Και οι δύο κατάφεραν κάτι πολύ δύσκολο, να κερδίσουν την αγιοσύνη, όντες κάτοχοι εξουσίας και πλούτου[40]. Αντιμετώπισαν με υπομονή τις πρόσκαιρες δυσκολίες που προέκυψαν στη ζωή τους, και αναδείχθηκαν ελεήμονες, προσφέροντας ολόψυχα την αγάπη τους στο λαό που κυβέρνησαν.
β. Υπήρξαν κτήτορες, δωρητές και αναστηλωτές πολλών ναών και μοναστηριών. Ενδεικτικά αναφέρουμε για το Άγιο Ιωάννη Βατάτζη ότι : ¨ Έχτισε Ναούς και βοήθησε αποφασιστικά τα Μοναστήρια όχι μόνο της Μικράς Ασίας, αλλά και τα μοναστήρια του Σινά, της Αντιόχειας, Αλεξάνδρειας και της Κύπρου. Δεν μπορούσε βέβαια να αγνοήσει το περιβόλι της Παναγίας, στην Ιερά Μονή Χελανδαρίου έκανε δωρεά δύο σταυρούς με Τίμιο Ξύλο. Στη περιοχή της Μικράς Ασίας, στη Μαγνησία ο Ιωάννης Βατάτζης κατασκεύασε ναό και τον ονόμασε Σώσανδρα, αφιερωμένο στην Παναγία, επίσης στη Νίκαια ανέγειρε ναό στη μνήμη του Μεγάλου Αντωνίου¨[41]. Η Αγία Θεοδώρα : ¨Προς τούτοις συνεβούλευσε τον βασιλέα (σύζυγό της) και έκτισε δύο ωραιοτάτους και πανσέπτους Ναούς, της Παναγίας Παντανάσσης και της Παναγίας εν τη Οδώ της Βρύσεως, κτίσασα εκ θεμελίων και η ιδία Αγία Θεοδώρα Ναόν εις το όνομα του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, όπου έγινε και γυναικείο Μοναστήριον¨[42].
γ. Η οικογενειακή καταγωγή τους έλκει από το Διδυμότειχο, όπως προαναφέραμε οι πρόγονοι της Αγίας Θεοδώρας, εγκαταστάθηκαν στην παραπάνω καστροπολιτεία της Θράκης, όπου στις αρχές του 12ου αιώνα : ¨εξελίχθηκε σε ένα οχυρό πολύ σημαντικό για την περιοχή μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Αδριανούπολης¨[43]. Όπως πολλές Λατινικές οικογένειες, έτσι και η οικογένεια Πετραλείφα διαμένοντας στο Διδυμότειχο, αφομοιώθηκε διά μέσου της Ορθοδοξίας και του Ελληνικού πολιτισμού. Από το Διδυμότειχο βεβαίως κατάγεται και ο άγιος Ιωάννης Βατάτζης, γεγονός που μαρτυρούν οι ιστορικές πηγές : ¨και τότε ο αυτοκράτορας (Θεόδωρος Α΄ Λάσκαρης) έκανε γαμπρό του τον Ιωάννη Δούκα, που τον αποκαλούσαν Βατάτζη. Αυτός καταγόταν από το Διδυμότειχο και έφερε το αξίωμα του πρωτοβεστιαρίτη¨[44]. ¨Η οικογένεια Βατάτζη ήτο θρακική, γενέτειρα είχε την Αδριανούπολιν και το Διδυμότειχον¨[45].
δ. Διά μέσω του συνοικεσίου του υιού της Θεοδώρας, Νικηφόρου και της εγγονής του Βατάτζη, Μαρίας, στο οποίο αναφερθήκαμε εκτενώς, οι δύο άγιοι συνδέθηκαν με μια εξ αγχιστείας συγγένεια. Απώτατος σκοπός αυτού του συνοικεσίου ήταν η επίτευξη ειρήνης μεταξύ των δύο ελληνικών κρατών που τόσο επιθυμούσαν.
ε. Και οι δύο όπως προαναφέραμε προσπάθησαν να επιφέρουν ειρήνη ανάμεσα στα δύο ελληνικά κράτη (Νίκαια – Ήπειρος). Ο Ιωάννης Βατάτζης βέβαια, ως έχων τον τίτλο του αυτοκράτορα των Ρωμαίων, αποσκοπούσε στην ένωση των δύο κρατών, κάτω από το δικό του σκήπτρο. Όταν όμως κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη το 1244 και το 1246 και όταν νίκησε τα στρατεύματα της Ηπείρου το 1252, δεν έδειξε καμιά μνησικακία προς τους δεσπότες της Ηπείρου και της Θεσσαλονίκης, τους οποίους άφησε να κατέχουν τον τίτλο του δεσπότη δίχως να χρησιμοποιούν τα αυτοκρατορικά διάσημα[46]. Επίσης και η αγία Θεοδώρα, πάντοτε ήταν παρούσα στις προσπάθειες σύναψης ειρήνης, λαμβάνοντας μέρος η ίδια και προσπαθώντας διά μέσω του προαναφερθέντος συνοικεσίου να ευοδωθούν.
στ. Λαμβάνοντας υπόψη τη φράση του Γουίλιαμ Μίλλερ που παραθέσαμε ανωτέρω ότι : ¨η Θεοδώρα ένωνε τις πιο ασυμβίβαστες ιδιότητες, του αγίου και του διπλωμάτη¨, βρίσκουμε ακόμη ένα κοινό χαρακτηριστικό μεταξύ των δύο αγίων, διότι οι ιδιότητες του αγίου και του διπλωμάτη χαρακτηρίζουν και τον Ιωάννη Βατάτζη. Ενδεικτικά αναφέρουμε : ¨Ο Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης φάνηκε πιο ικανός και είχε μεγαλύτερες επιτυχίες ως πολιτικός και διπλωμάτης από τον πεθερό του και μπορεί να θεωρηθεί ως ένας από τους μεγαλύτερους βυζαντινούς αυτοκράτορες¨[47].
Ο λόγος που προσπάθησα να αναδείξω τα κοινά σημεία του ¨πατέρα των Ελλήνων¨ Αγίου Ιωάννη Βατάτζη του ελεήμονα και της ¨ειρηνοποιού¨ αγίας Θεοδώρας βασίλισσας της Άρτας (και της υπομονής), είναι διότι, υπήρξαν για τη ρωμιοσύνη του 13ου αιώνα, δύο φωτεινότατοι φάροι σε ανατολή και δύση. Ως άγιοι βέβαια, εξακολουθούν να λάμπουν διαχρονικά και να καθοδηγούν με το παράδειγμα του βίου τους όλους εμάς στο δρόμο του Θεού. Πιστεύω ότι οι δύο Μητροπόλεις (Διδυμοτείχου Ορεστιάδος και Σουφλίου) και (Άρτης) μπορούν να θεσμοθετήσουν ένα κοινό εορτασμό των δύο αγίων (αρχής γενομένης από τα φετινά «Βατάτζεια 2013» τα οποία ήταν αφιερωμένα στους δύο αγίους), ο οποίος δύναται να συνδυαστεί και με την ανάδειξη της ιστορίας των δύο πόλεων κατά την περίοδο της Ρωμαίικης Αυτοκρατορίας καθώς και την ανάδειξη των θρησκευτικών και πολιτιστικών μνημείων τους. Επιπροσθέτως σε πολιτειακό επίπεδο και με βάση πάντα τους δύο αγίους μας, νομίζω ότι οι δύο δήμοι Διδυμοτείχου και Άρτας θα μπορούσαν να προβούν σε μια διαδικασία αδελφοποίησης των πόλεων Διδυμοτείχου και Άρτας. Πέραν της σχέσεως των δύο αγίων, οι δύο πόλεις χαρακτηρίζονται από το «Βυζαντινό-Ρωμαίικο» υπόβαθρό τους και μπορούν να καταστούν δύο κέντρα μελέτης και προβολής της ένδοξης υπερχιλιετούς ιστορίας της αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης – Ρωμανίας.
[1]. Ρωμανία ή Ανατολική Ρωμαική Αυτοκρατορία είναι η ορθή ονομασία του κράτους το οποίο οι δυτικοί ιστορικοί μας ¨επέβαλαν¨ να ονομάζουμε Βυζάντιο. Διά του λόγου το αληθές παραθέτουμε μία φράση από την Χρονογραφία του Αγίου Θεοφάνους του Ομολογητού : ¨Τούτω τω έτει επεστράτευσαν οι Άραβες κατά Ρωμανίας ……¨ Μετάφραση Αρχιμανδρίτης Ανανίας Κουστένης Εκδόσεις Αρμός Τόμος Γ΄ σελ 942.
[2]. Γοδεφρείδου Βιλλαρδουίνου «Η Κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης» Εκδόσεις Χατζηνικολή σελ 119.
[3]. Διονύσιος Ζακυθηνός « Βυζάντιον Κράτος και Κοινωνία Ιστορική Επισκόπησις» Εκδόσεις Ίκαρος σελ 128.
[4]. Ιωάννης Καραγιαννόπουλος «Το Βυζαντινό Κράτος» Εκδόσεις Βάνιας σελ 192.
[5]. Γαμπρός του πρώτου βασιλιά της Νίκαιας Θεοδώρου Α΄ Λασκάρεως ο οποίος εκοιμήθη το 1222.
[6]. Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» Τόμος ΙΓ΄ Εκδόσεις Γαλαξίας Ερμείας σελ 82.
[7]. Αλεξάντερ Βασίλιεφ «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» Εκδόσεις Πελεκάνος σελ 659-660.
[8]. Στις ιστορικές πηγές το επίθετο Πετραλείφας το συναντάμε να γράφεται και με (ι) και (ει).
[9]. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών «Από την άλωση ως την ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως (1204-1261) σελ 91.
[10]. Ηλεκτρονική Εγκυκλοπαίδεια «Δομή» Λήμμα Πετραλείφας.
[11]. Άννα Κομνηνή ¨Αλεξιάς¨ Εκδόσεις ΔΟΛ Α.Ε. Τόμος Β΄ σελ 127-128.
[12]. Αθανάσιος Γουρίδης «Διδυμότειχο, μία άγνωστη πρωτεύουσα» Εκδόσεις Επικοινωνία Α.Ε. σελ 46.
[13]. Γιαννούλης Δημήτριος «Η αγία Θεοδώρα η βασίλισσα της Άρτας» Έκδοση Ι.Μ. Άρτης σελ 21.
[14]. Κωνσταντίνος Χολέβας «Ο γλωσσικός αφελληνισμός» Περιοδικό ΕΡΩ Τεύχος 7 σελ 48-49.
[15]. Όπως σημείωση 12 σελ 46.
[16]. Όπως σημείωση 10.
[17]. Αντώνιος Μηλιαράκης « Ιστορία του Βασιλείου της Νικαίας και του Δεσποτάτου της Ηπείρου» Εκδόσεις Ιονικής Τράπεζας σελ 326-325.
[18]. Επισκόπου Οινόης Ματθαίου Λαγγή «Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας» σελ 228.
[19]. Έτσι ονομάζουν τον Μιχαήλ Β΄ Άγγελο οι χρονικογράφοι της Ρωμανίας, οι οποίοι συνέγραψαν την ιστορία της εποχής, φίλα προσκείμενοι στο βασίλειο της Νίκαιας από το οποίο και προερχόταν.
[20]. Γεώργιος Ακροπολίτης «Χρονική Συγγραφή» Εκδόσεις Κανάκη σελ 157.
[21]. Τίτλος πολιτικού αξιώματος της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το οποίο καθιερώθηκε κατά τον 5ο αι.
[22]. Όπως σημείωση 20 σελ 107.
[23]. Όπως σημείωση 20 σελ 119 (Τον αυτοκράτορα εξάλλου συνόδευαν επιφανείς άνδρες, όπως ο Δημήτριος Τορνίκης, …………. και ο μέγας χαρτουλάριος Πετραλείφας).
[24]. Όπως σημείωση 20 σελ 155.
[25]. Νικηφόρος Γρηγοράς «Ρωμαϊκή Ιστορία» Εκδόσεις Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνη σελ 73.
[26]. Όπως σημείωση 17 σελ 376.
[27]. Και ο Βατάτζης ένωνε τις δύο ιδιότητες του αγίου και του διπλωμάτη (υπόμνηση του συγγραφέα του παρόντος κειμένου).
[28]. Γουίλιαμ Μίλλερ «Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα» Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα σελ 144-145.
[29]. Το στρεβλόν ξύλον ουδέποτ΄ ορθόν, και ο Αιθίοψ ουκ οίδε λευκαίνεσθαι (εκ του πρωτοτύπου κειμένου). Διά μέσω των παροιμιών αυτών, παρατηρούμε τη γλωσσική και εθνολογική συνέχεια του Ελληνισμού.
[30]. Όπως σημείωση 20 σελ 155.
[31]. Όπως σημείωση 20 σελ 159.
[32]. Στο σημείο αυτό ο Γρηγοράς χρησιμοποιεί αστρονομική ορολογία, διότι εκτός από ιστορικός ήταν λόγιος, θεολόγος, ρήτορας, μαθηματικός και βεβαίως αστρονόμος, ήταν αυτός που έκανε τη μεταρρύθμιση του ημερολογίου το οποίο υιοθέτησε διακόσια χρόνια αργότερα ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄. Τα σχετικά με την επιστημοσύνη του Γρηγορά αξίζει να αναφερθούν παρενθετικά, για να αποδειχθεί ότι καθόλη τη διάρκεια της αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης οι άνθρωποι δεν έπαψαν ποτέ να σπουδάζουν και να προάγουν τις θετικές επιστήμες.
[33]. Όπως σημείωση 25 σελ 81.
[34]. Όπως σημείωση 20 σελ 225.
[35]. Στο σημείο αυτό ο Μηλιαράκης παραθέτει ως υποσημείωση ότι : Τον τόπον της συναντήσεως της Θεοδώρας και του βασιλέως ορίζει μόνον ο Ανώνυμος, σ. 526, ουχί δε και ο Ακροπολίτης. Η θέσης της χώρας του Λεντζά, εν τη περιοχή πάντως κειμένη του Βολερού, άγνωστος. Πιθανώς έκειτο περί το σημερινόν χωρίον Λουτζιά-κιοϊ, του νομού Φερών, βρεχομένου υπό του Έβρου, εν ω υπάρχουσι και ύδατα θερμά. Μ. Μελιρρύτου, Περιγρ. Μαρωνείας, σ. 52. Επ’ ίσης ο Ανώνυμος ορίζει και τον χρόνον, καθ’ ον εν Λεντζά ευρίσκοντο ο βασιλεύς και η Θεοδώρα, την ημέραν της εορτής του ζωοποιού Σταυρού. Ο Γρηγοράς, σ. 57, ορίζει τον χρόνον «άρτι του ηλίου περί τροπάς τυγχάνοντος φθινοπωρινάς (11 Σεπτεμβρίου)», ο Ακροπολίτης, σ. 141, «επεί δε και ο Σεπτέμβριος εφεστήκει μην».
[36]. Όπως σημείωση 17 σελ 454.
[37]. Όπως σημείωση 20 σελ 257.
[38]. Γκιόργκ Οστρογκόρσκι «Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους» Ιστορικές Εκδόσεις Στ. Βασιλόπουλου σελ 137.
[39]. Όπως σημείωση 25 σελ 111-112.
[40]. Ευκοπώτερον γαρ εστι κάμηλον διά τρυμαλιάς ραφίδος εισελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν. Κατά Λουκά κεφ. 18 στ. 25.
[41]. Ιωάννης Σαρσάκης «Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης ο Άγιος Αυτοκράτορας του Βυζαντίου» Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη σελ 59.
[42]. Όπως σημείωση 18 σελ 233.
[43]. Ντίνος Χριστιανόπουλος «Σύντομη Ιστορία του Διδυμοτείχου» Θεσσαλονίκη 1993 σελ 12.
[44]. Όπως σημείωση 20 σελ 57.
[45]. Κωνσταντίνου Άμαντου «Η Οικογένεια Βατάτζη» Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών έτος κα΄ Αθήναι 1951 σελ 174.
[46]. Πλην της τραγικής περιπτώσεως του Δημητρίου Αγγέλου, δεσπότη της Θεσσαλονίκης, ο οποίος στο σύντομο χρονικό διάστημα που κυβέρνησε είχε καταφέρει να δυσαρεστήσει το σύνολο των Θεσσαλονικέων.
[47]. Όπως σημείωση 9 σελ 83.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι γιὰ πολὺ μεγάλο διάστημα κατὰ τὸ παρελθόν, τὸ Βυζάντιο ἀπετέλεσε, καὶ στὴν πραγματικότητα ἀποτελεῖ μέχρι σήμερα, τόσο γιὰ τὴν ἐπιστημονικὴ ἔρευνα ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἱστορικὴ συνείδηση τῶν Εὐρωπαίων, ἕνα κατ’ ἐξοχὴν ἀμφιλεγόμενο κρίκο στὴν ἐξέλιξη ποῦ ὁδήγησε στὴ διαμόρφωση τῆς Εὐρώπης. Αἰτία τῆς ἀντιμετώπισης αὐτῆς ὑπῆρξε τὸ φαινόμενο ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ γενικῶς ὡς ἀντιβυζαντινισμὸς ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ ἕνα σύνολο ἀπὸψεων, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο ἡ βυζαντινὴ περίοδος ὑπῆρξε μία ἐποχὴ διαφθορᾶς καὶ παρακμῆς. Τὶς ρίζες αὐτῆς τῆς ἀντίληψης θὰ πρέπει νὰ τὶς ἀναζητήσωμε πίσω στὸ ἱστορικὸ παρελθόν.
Κατὰ τὴν περίοδο τῆς κατάρρευσης τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, τὰ διάφορα βαρβαρικά, κυρίως γερμανικά, φῦλα, ἀνέπτυξαν, γιὰ εὐνοήτους λόγους, ἐχθρότητα πρὸς τοὺς Ρωμαίους, ἀλλὰ καὶ εἰδικῶς πρὸς τοὺς ἀνατολικοὺς Ρωμαίους, τοὺς Βυζαντινούς, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἰσχυρότεροι καὶ πλέον ἐπίφοβοι ἀπὸ τοὺς δυτικούς. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἐντοπίζεται στὶς ἱστορικὲς πηγὲς ἐχθρότητα τῶν βαρβαρικῶν λαῶν ἔναντι τοῦ Βυζαντίου, παράλληλα μὲ τὸν σεβασμὸ ποὺ ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑφίσταται γιὰ τὴν Ἀνατολικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία. Ἐκτὸς αὐτοῦ, οἱ θρησκευτικὲς ἔριδες ποὺ ἀκολούθησαν, πρὶν ἀπὸ τὸ σχίσμα τοῦ 1054, ἀλλὰ καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτό, συνέβαλαν πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση.
Ἐντούτοις, τὴν ἐποχὴ ποὺ τὸ Βυζάντιο ἐξέπνεε, τὸν 15ο αἰῶνα, οἱ κορυφαῖοι ἐκπρόσωποι τῆς Ἀναγέννησης μιλοῦσαν μὲ σεβασμὸ γι’ αὐτό, ὅπως καὶ γιὰ τοὺς λογίους του, τοὺς ὁποίους οἱ ἴδιοι θεωροῦσαν ὡς δασκάλους τους. Παρομοίως, ὅταν ξεκίνησαν οἱ βυζαντινὲς σπουδὲς στὴν Γερμανία καὶ στὴν Γαλλία (16ος– 17ος αἰ.) δὲν συναντοῦμε ἀρνητικότητα ἀπέναντι στὸ Βυζάντιο. Ἐκείνη τὴν ἐποχή, μὲ τὴν ὑποστήριξη τῶν βασιλέων τῆς Γαλλίας Λουδοβίκου 13ου καὶ Λουδοβίκου 14ου ἀναπτύσσεται ἕνα ἰσχυρὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὶς βυζαντινολογικὲς σπουδές. Παράγονται τότε διάφορα σημαντικὰ ἔργα βυζαντινoλoγίας, ὅπως τὸ λεξικὸ τοῦ Du Cange κ.ἄ. Μποροῦμε νὰ ποῦμε ἐπίσης ὅτι, κατ’ ἐκείνη τὴν ἐποχή, τμήματα τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορικῆς ἰδεολογίας χρησιμοποιήθηκαν ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς τῆς Γαλλίας, προκειμένου αὐτοὶ νὰ προπαγανδίσουν καὶ νὰ νόμιμοποιήσουν τὴ δική τους ἀπόλυτη μοναρχία, ἡ ἀποδοχὴ τῆς ὁποίας δὲν ἦταν καθόλου αὐτονόητη τότε, ἐφόσον ἀμφισβητοῦνταν ἀπὸ τὴν τάξη τῶν εὐγενῶν. Ἡ περιφρόνηση πρὸς τὸ Βυζάντιο καὶ ἡ ὑποτίμηση τῆς ἱστορίας του εἶναι κυρίως προϊὸν τῶν ἱστορικῶν καὶ τῶν διανουμένων, ὀπαδῶν τοῦ Διαφωτισμοῦ, τοῦ 18ου καὶ τοῦ 19ου αἰ., οἱ ὁποῖοι στράφηκαν ἐναντίον τοῦ Μεσαίωνα γενικῶς, ἀνατολικοῦ καὶ δυτικοῦ, γιὰ λόγους ἰδεολογικούς.
Ὁ Διαφωτισμὸς διαμόρφωσε τὴ δική του ἀντίληψη περὶ τῆς γραμμικῆς ἐξέλιξης τῆς ἱστορίας καὶ περὶ τῆς ἰδέας τῆς προόδου, σύμφωνα μὲ τὶς ὁποῖες τὸ ἱστορικὸ παρελθὸν γενικῶς ὑποτιμᾶται, διότι δὲν παρουσιάζει κάποιο ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ σύγχρονη ἐποχή. Ὄχι μόνο τὸ Βυζάντιο λοιπόν, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἡ ἀρχαιότητα, θεωρήθηκαν ἀπὸ τοὺς διαφωτιστὲς ὡς περίοδοι ἀγριοτήτων, βαρβαρότητος κ.τ.τ. Ἐδῶ θὰ πρέπει βεβαίως νὰ ἀναφέρουμε ἕνα ὄνομα, γνωστὸ σὲ ὅλους, ἐκεῖνο τοῦ Ἐδουὰρδου Γίββωνος. Ὁ Γίββων υἱοθέτησε καὶ ἐξέφρασε αὐθεντικὰ τὴν ἀκραία ἀπόρριψη τῆς βυζαντινῆς περιόδου στὸ ἔργο του, τὸ ὁποῖο χαρακτηριστικὰ ἐπιγράφεται «Ἱστορία τῆς παρακμῆς τοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους». Ἀνεξαρτήτως τῶν προθέσεων τοῦ συγγραφέως καὶ ἐπειδὴ τὸ ρωμαϊκὸ παρελθὸν διατηροῦσε ἀκόμη τὴ θετική του εἰκόνα, ὁ μὴ εἰδικὸς ἀναγνώστης θὰ μποροῦσε νὰ καταλήξει στὸ παράλογο συμπέρασμα ὅτι, ἀντὶ τῶν αὐθεντικῶν Ρωμαίων, τὸ θλιβερὸ φορτίο τῆς παρακμῆς ἀνέλαβαν νὰ φέρουν στοὺς ὤμους τους, γιὰ χίλια περίπου χρόνια, οἱ ἀνατολικοὶ Ρωμαῖοι, δηλαδὴ οἱ βυζαντινοὶ Ἕλληνες, ὡσὰν οἱ πρῶτοι νὰ ἀπέφυγαν τὴν περίοδο τῆς κατάπτωσης καὶ νὰ πέρασαν στὸ μουσεῖο τῆς ἱστορίας μὲ ἄφθαρτο τὸ μεγαλεῖο τους. Αὐτὴ ἡ ἀντίληψη, περὶ τῆς βυζαντινῆς ἱστορίας ὡς μιᾶς χιλιόχρονης περιόδου παρακμῆς, ἔχει ἐπίδραση μέχρι σήμερα στὴν κοινὴ γνώμη τῆς Εὐρώπης ἀλλὰ καὶ τῆς Ἑλλάδος, κυρίως βέβαια σὲ συγγράμματα ποὺ δὲν θὰ τὰ θεωρούσαμε αὐστηρῶς ἐπιστημονικά.
Ὅπως ἤδη ἀναφέραμε, ὁ Διαφωτισμὸς κατεδίκαζε συλλήβδην τὸ μεσαιωνικὸ παρελθὸν τῆς Εὐρώπης. Ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 18ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰ. ὅμως, οἱ εὐρωπαϊκοὶ λαοί, διαμέσου ἐκείνου τοῦ λογοτεχνικοῦ καὶ φιλοσοφικοῦ ρεύματος ποὺ ὀνομάστηκε Ρομαντισμός, ἡ περίοδος αὐτὴ τῆς εὐρωπαϊκῆς ἱστορίας ἀποκαταστάθηκε. Κάθε εὐρωπαϊκὸ ἔθνος στράφηκε στὴν ἔρευνα τῆς ἱστορίας του, ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τοὺς μύθους καὶ τὶς παραδόσεις του, γιὰ τὴν Τέχνη του κ.ο.κ. Πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση συνετέλεσε καὶ μία ἄλλη κίνηση, ἐπιστημονικὴ καὶ φιλοσοφική, ὁ ἱστορικισμός, ὁ ὁποῖος ἐμπέδωσε τὴν ἀντίληψη ὅτι κάθε ἱστορικὴ περίοδος ἔχει τὴν δική της αὐτοτελῆ ἀξία.
Τὸ Βυζάντιο παρέμεινε ὅμως ἐκτὸς τῆς ἀποκατάστασης αὐτῆς, γιὰ τὸν ἁπλούστατο λόγο ὅτι δὲν εἶχε συνήγορο. Δὲν ὑπῆρξε δηλαδὴ ἡ πνευματικὴ καὶ ἐπιστημονικὴ ἐκείνη ἐλίτ, ἡ ὁποία θὰ ἐπεδίωκε αὐτὴ τὴν ἀποκατάσταση, γιὰ λογαριασμὸ τοῦ ἔθνους στὸ ὁποῖο ἀνῆκε. Βεβαίως τὸ ἔθνος αὐτὸ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸ ἑλληνικό. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ὅμως, οἱ Ἕλληνες λόγιοι παρέμεναν δέσμιοι τοῦ Κλασικισμοῦ καὶ τοῦ Διαφωτισμοῦ. Ἑπομένως, δὲν ἐνδιαφέρονταν νὰ ἀνατρέψουν τὴν ὑποτίμηση τοῦ Βυζαντίου.
Ὅμως, τὰ αἴτια τῆς ἐχθρότητος πρέπει, κατὰ τὴν ἄποψή μας, νὰ ἀναζητηθοῦν καὶ σὲ ἕνα βαθύτερο στοιχεῖο τῆς ἱστορικῆς αὐτοσυνειδησίας τῶν δυτικοευρωπαίων. Λέγεται συνήθως ὅτι οἱ Εὐρωπαῖοι ἔλαβαν τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία, τὶς ἐπιστῆμες καὶ γενικῶς τὸν πολιτισμό, ἀρχικῶς ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους καὶ κατόπιν, κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Μεσαὶωνα, καὶ ἀπὸ τοὺς Ἄραβες. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πολὺ διαφορετική. Ἡ ρωμαϊκὴ ἐπίδραση στὴ Δύση δὲν εἶχε στὴν πραγματικότητα ἀγγίξει τοὺς γηγενεῖς λαούς, Κέλτες, Γερμανοὺς καὶ ἄλλους, στὸ ἐπίπεδό του πνευματικοῦ πόλιτισμοῦ, παρὰ μόνο σὲ πολὺ μικρὸ βαθμό. Ὑπῆρχαν βέβαια κάποια μέλη τῆς ἀριστοκρατίας, στὴν Γαλατία καὶ ἀλλοῦ, ποὺ διάβαζαν τοὺς κλασσικούς, Ἕλληνες καὶ Λατίνους, καὶ συνέγραφαν ἔργα ἔχοντας αὐτοὺς ὡς πρότυπό τους.
Αὐτὲς οἱ ἐνασχολήσεις ὅμως, παρέμειναν περιορισμένες σὲ ἕνα πολὺ μικρὸ τμῆμα τῆς κοινωνίας καὶ κατέπαυσαν, τὸ ἀργότερο λίγες δεκαετίες μετὰ τὴν κατάρρευση τοῦ Δυτικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους. Ὅταν οἱ λαοὶ καὶ οἱ χῶρες τῆς Δύσεως ξεκίνησαν τὴν προσπάθειά τους πρὸς τὴν συγκρότηση πολιτισμοῦ, διαθέτοντας λίγα ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ παρελθόντος, τὸ πρότυπό τους σ’ αὐτὴ τὴν πορεία δὲν τὸ παρεῖχε ἡ θολὴ ὁπωσδήποτε ἀνάμνηση τοῦ ρωμαϊκοῦ μεγαλείου καὶ τοῦ ἀρχαὶου ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ἀλλὰ ἡ ἁπτὴ πραγματικότητα τοῦ Ἀνατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους καὶ τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ. Ἡ Δύση ἀνδρώθηκε ἔχοντας γιὰ πολλοὺς αἰῶνες τὸ Βυζάντιο ὡς καθοδηγητικὴ εἰκόνα, ζῶντας γιὰ ἀρκετὸ διάστημα ὑπὸ τὴν πολιτικὴ του πρωτοκαθεδρία, ἀλλὰ καὶ προστατευομένη ἀπὸ αὐτὸ ἔναντι ἰσχυρῶν ἐξωτερικῶν ἐχθρῶν, στὴν Μεσόγειο, τὴν Ἐγγὺς Ἀνατολὴ καὶ τὴν νοτιοανατολικὴ Εὐρώπη. Γιατί λοιπὸν ἡ ἱστορικὴ ἔρευνα, ἀλλὰ καὶ ἡ διανόηση, μετὰ τὸν 18ο αἰ., ἀπώθησε τὸ Βυζάντιο στὸ περιθώριο;
Κατὰ τὸν 19ο αἰ., στὶς σημαντικότερες εὐρωπαϊκὲς χῶρες, ἡ ἀναδυομένη ἱστορικὴ ἐπιστήμη τέθηκε μπροστὰ σὲ ἕνα θεμελιῶδες ἐρώτημα: ἀπὸ ποιὸν παρέλαβαν τὸν πολιτισμὸ οἱ (δυτικο) εὐρωπαϊκοὶ λαοί; Γιὰ κάποιο διάστημα, τὰ ἀποτελέσματα τῶν ἐρευνῶν στὸν πεδίο τῶν ἀνατολικῶν σπουδῶν ὠθοῦσαν τὰ πράγματα πρὸς τὴν ἀπάντηση ὅτι ὁ πολιτισμὸς ἦλθε στὴν Εὐρώπη ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ τὴν Μεσοποταμία. Ὅμως, ἡ ἀπάντηση ποὺ τελικῶς δόθηκε, καὶ ἰσχύει μέχρι σήμερα, ἦταν διαφορετική: Οἱ Ἕλληνες καὶ κατόπιν οἱ Ρωμαῖοι δημιούργησαν πρῶτοι πολιτισμὸ ἐπὶ εὐρωπαϊκοῦ ἐδάφους καὶ αὐτοὶ μετέδωσαν τὸν πολιτισμὸ στὴν Δύση. Ὅπως ἦταν ἑπόμενο, τὸ ἀποτέλεσμα κρίθηκε στὸ πεδίο τῆς ἀρχαίας ἱστορίας. Αὐτὸ ὅμως εἶχε καὶ μία συνέπεια ποὺ ἀφορᾶ στὸ θέμα μας. Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω, τὸ Βυζάντιο ἀπωθήθηκε στὸ περιθώριο, διότι ἡ ἱστορικὴ αὐτοσυνειδησία καὶ ὁ ἐθνικὸς ἐγωισμὸς τῶν Εὐρωπαίων δὲν μποροῦσε νὰ ἀποδεχθῆ ὅτι, ὄχι μόνο στὴν ἀρχαιότητα ἀλλὰ καὶ στὴν μεσαιωνικὴ περίοδο ἡ δημιουργία τοῦ πολιτισμοῦ, κατὰ ἕνα μεγάλο μέρος, δὲν λάμβανε χώρα σὲ κάποιον δυτικοευρωπαϊκὸ πυρῆνα, ἀλλὰ στὴν περιοχὴ τοῦ βυζαντινοῦ ἑλληνισμοῦ. Οἱ Εὐρωπαῖοι δὲν θέλησαν νὰ δεχθοῦν ὅτι γιὰ δεύτερη φορὰ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἱστορίας οἱ πoλιτιστικοί τους πρόγονοι τοποθετοῦνται ἐκτὸς τῶν ὁρίων τῆς περιοχῆς τους, ὅπως τὰ καθορίζουν οἱ ἴδιοι. Αὐτός, κατὰ τὴν ἄποψή μας, ὑπῆρξε ὁ κυριότερος λόγος, γιὰ τὸν ὁποῖον τὸ Βυζάντιο τέθηκε στὸ περιθώριο. Ἡ ἄποψη αὐτὴ μεταφέρθηκε καὶ στὸν ἑλληνικὸ χῶρο, ὅπου ἀπέκτησε, καὶ ἐν μέρει διατηρεῖ ἀκόμη, πολλοὺς καὶ φανατικοὺς ὀπαδούς.
Ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἀδικίας αὐτῆς ξεκίνησε, ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰ., ἀπὸ ξένους ἱστορικούς, ὅπως ὁ Finlay καὶ ἀπὸ Ἕλληνες, ὅπως ὁ Παπαρηγόπουλος καὶ ὁ Ζαμπέλιος. Τὴν ἴδια ἐποχή, ἱδρύθηκε τὸ Βυζαντινολογικὸ Ἰνστιτοῦτο τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Μονάχου ἀπὸ τὸν Krumbacher, ὁ ὁποῖος μᾶς ἄφησε καὶ μία σημαντικὴ γιὰ τὴν ἐποχή της καὶ ἀκόμη ἀξιοπρόσεκτη Ἱστορία τῆς βυζαντινῆς λογοτεχνίας. Οἱ εἰδικοὶ βυζαντινολὸγοι ἔχουν ἔκτοτε συνεισφέρει πολλὰ στὴν ἔρευνα τῆς ἱστορίας τοῦ Βυζαντίου, ἀλλὰ καὶ στὴ μερική, τουλάχιστον, ἀποκατάστασή του, ὡς παράγοντος ὁ ὁποῖος συνέβαλε στὴ διαμόρφωση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Μεσαίωνος καί, κατὰ συνέπεια, τῆς νεώτερης εὐρωπαϊκῆς ἱστορίας. Παρὰ ταῦτα, ὅπως παρατηροῦν Εὐρωπαῖοι στοχαστὲς ποὺ ἐνδιαφέρθηκαν γιὰ τὸ ζήτημα, τὸ βυζαντινὸ παρελθὸν ἀποσιωπᾶται, σὰν νὰ ὑπάρχει κάποια συνωμοσία. Ἡ ἀποσιώπηση αὐτὴ ὀφείλεται καὶ σὲ ἕναν ἄλλο λόγο, ὁ ὁποῖος εἶναι ἐπιστημολογικός. Ἡ ὀργάνωση τῶν βυζαντινῶν σπουδῶν στὰ εὐρωπαϊκὰ πανεπιστήμια ὁδήγησε στὴν δημιουργία ξεχωριστῶν ἑδρῶν βυζαντινολογίας καὶ ἰνστιτούτων. Αὐτὸ σήμαινε βέβαια ὅτι ἡ βυζαντινολογία ἔμεινε ἐκτὸς τοῦ καθιερωμένου σχήματος, ἀρχαία (ἑλληνικὴ καὶ ρωμαϊκὴ) ἱστορία μεσαιωνικὴ (εὐρωπαϊκὴ) ἱστορία νεώτερη (εὐρωπαϊκὴ) ἱστορία καὶ θεωρήθηκε ὡς μία ἐπιστήμη ὅπως ἡ αἰγυπτιολογία, ἡ ἀσσυριολογία, ἡ ἰρανολογία, ἀργότερα ἡ ἀφρικανολογία κ.ἄ. Δηλαδὴ δὲν ἐντάχθηκε στὸ εὐρύτερο πλέγμα τῆς εὐρωπαϊκῆς ἱστορίας. Ἑπομένως, ἡ ἔρευνα τῆς βυζαντινῆς περιόδου καλλιεργεῖται ὡς ἕνα ἐξωτικό, ὅπως εὔστοχα χαρακτηρίσθηκε, γνωστικὸ ἀντικείμενο (1).
Μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, ἡ ἐρευνητικὴ κοινὸτητα ὕψωσε ἰσχυροὺς φραγμοὺς ἀπέναντι στὴν προσπάθεια τῶν βυζαντινολόγων νὰ ἐντάξουν τὸ Βυζάντιο στὸ εὐρωπαϊκὸ ἱστορικὸ παρελθόν. Ὁπωσδήποτε ὅμως, βαθμιαία ὑπῆρξε πρόοδος καὶ πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτή. Στὸ Ἐγχειρίδιο Εὐρωπαϊκῆς Ἱστορίας (Handbuch der europaischen Geschichte), τοῦ Th. Schieder, τὸ ὁποῖο ἐκδόθηκε στὴν Γερμανία τὶς δεκαετίες τοῦ 1970 καὶ τοῦ 1980, ἡ ἔννοια τῆς Εὐρώπης ἐπεκτείνεται γιὰ νὰ συμπεριλάβει καὶ τὴν ἀνατολικὴ Εὐρώπη, δηλαδὴ τὸν χῶρο τῶν ὀρθοδόξων λαῶν, ποῦ κατὰ τὴν μεσαιωνικὴ περίοδο ἀποτελοῦσε τὸν βυζαντινὸ κόσμο, τὴν βυζαντινὴ κοινοπολιτεία κατὰ τὸν Obolensky (2). Αὐτὸ ὑπῆρξε ὁπωσδήποτε μία πρόοδος στὴ θεώρηση τοῦ Βυζαντίου ὡς εὐρωπαϊκοῦ χώρου. Ἐντούτοις, παρατηρεῖ κανεὶς ὅτι γιὰ τὸ Βυζάντιο ἀφιερώνεται ἕνας μικρὸς ἀριθμὸς σελίδων.
Ὑπῆρξε βέβαια ἕνα βιβλίο ποὺ ἐκδόθηκε στὴν Βρετανία τὸ 1952 ἀπὸ τὸν Ἄγγλο ἱστορικὸ J. Lindsay, μὲ τίτλο Byzantium into Europe καὶ μὲ τὸν ἐνδιαφέροντα ὑπότιτλο, ὅπως ἀποδίδεται στὰ Ἑλληνικά, «Ἡ ἱστορία τοῦ Βυζαντίου ὡς τῆς πρώτης Εὐρώπης». Ὁ συγγραφέας, ἀσχολούμενος μὲ τὴν παραπάνω προβληματική, θεωρεῖ τὸ Βυζάντιο ὡς τὴν πρώτη Εὐρώπη, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι αὐτὸ προηγήθηκε σὲ πολλὲς ἀπὸ τὶς ἐξελίξεις ἐκεῖνες οἱ ὁποῖες διαμόρφωσαν τὸν εὐρωπαϊκὸ πολιτισμὸ τοῦ Μεσαίωνος καὶ τῶν νεωτέρων χρόνων καὶ ὅτι, ὡς ἐκ τούτου, τὰ κράτη τῆς Δύσεως ἀκολούθησαν τὴν ἐξέλιξή του. Τὸ βιβλίο αὐτὸ κρίθηκε ἀπὸ ἐξέχοντα μέλη τῆς ἀκαδημαϊκῆς κοινότητας ὡς δημοσιογραφικό, ἐρασιτεχνικὸ καὶ ἰδεολογικὰ μονομερές (3), μᾶς προσέφερε ὅμως μία θεωρία, ἡ ὁποία βαθμηδὸν μπορεῖ νὰ ἐπαληθευθῆ ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ ἔρευνα.
Μετὰ τὸν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συνεχίσθηκε ἡ προσπάθεια τῶν βυζαντινολόγων νὰ τεκμηριώσουν διπλωματικὲς ἐπαφές, σχέσεις τοῦ Βυζαντίου μὲ δυνάμεις τῆς Δύσεως, βεβαίως ἐντὸς τοῦ παραδεκτοῦ πλαισίου ὅτι τὸ Βυζάντιο ἦταν ἕνα κράτος σημαντικὸ καθεαυτό, ποὺ κινοῦνταν ὅμως στὸ περιθώριο τῆς εὐρωπαϊκῆς ἱστορίας. Ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ σημειώσωμε ὅτι καὶ στὴν ἱστορικὴ μνήμη, τόσο τῶν Ἑλλήνων ὅσο καὶ τῶν Δυτικο Εὐρωπαίων, εἶναι κυρίως οἱ συγκρούσεις τοῦ Βυζαντίου μὲ τοὺς Δυτικοὺς οἱ ὁποῖες τονίζονται. Ἐκτὸς τῶν παραπάνω, ἡ ἅλωση τοῦ 1453 ὁδήγησε ἀπὸ πολιτικῆς πλευρᾶς τὸν χῶρο τοῦ Βυζαντίου στὴν Ἀσία, σημαίνει ἑπομένως γιὰ τοὺς Εὐρωπαίους τὴν ἐπιβεβαίωση τῆς ἀντιλήψεώς τους ὅτι τὸ Βυζάντιο ἀνήκει ἐκεῖ.
Ἂν ὅμως ξεπεράσει κανεὶς αὐτὲς τὶς συλλογικὲς μνῆμες καὶ μείνει στὰ ἱστορικὰ γεγονότα, ἐντάσσοντάς τα στὰ πλαίσια τῆς κάθε ἐποχῆς καὶ ἐξετάζοντάς τα μὲ τὰ κριτήρια αὐτῆς, ἐὰν δηλαδὴ παύση νὰ θεωρεῖ τὸ Βυζάντιο μόνο ὑπὸ τὸ πρίσμα τῆς σύγκρουσής του μὲ τὴ Δύση καὶ τῆς τελικῆς πτώσης του στοὺς Ὀθωμανούς, τότε καταλήγει σὲ ἐντελῶς διαφορετικὰ συμπεράσματα. Ἄν, ἐπὶ παραδείγματι, ἐξετάσουμε τὰ γεγονότα καὶ τοὺς συσχετισμοὺς τοῦ 6ου ἢ τοῦ 10ου αἰῶνος εἶναι προφανὲς ὅτι θὰ ἑξαγάγουμε τὸ συμπέρασμα ὅτι τὸ Βυζάντιο ὄχι μόνο ἐντάσσεται στὶς εὐρωπαϊκὲς ἐξελίξεις ἀλλὰ καὶ τὶς καθορίζει σὲ σημαντικὸ βαθμό.
Διαπιστώνει κανεὶς ὅτι τὸ Βυζάντιο, ὡς πολιτιστικὰ ἀνώτερο, ὑπῆρξε κυρίως δότης πολιτιστικῶν στοιχείων, ἐνῷ ὁ συσχετισμὸς ἐξισορροπήθηκε μετὰ τὸν 13ο αἰ. Ἡ ἐπίδραση αὐτὴ ἀσκήθηκε σὲ πολλοὺς τομεῖς καὶ ὁπωσδήποτε στὴν φιλοσοφία καὶ στὶς ἐπιστῆμες. Εἶναι γνωστὸ ὅτι οἱ Δυτικοί, κατὰ τὴν ἀρχὴ τοῦ Μεσαίωνα, λίγο μετὰ τὸ 500, κατεῖχαν ἐλάχιστα συγγράμματα τοῦ Πλάτωνα (ἐξ ὁλοκλήρου μόνο τὸν Τίμαιο) καὶ τὴν Εἰσαγωγὴ (στὴν λογική) του Πορφυρίου. Στὴ συνέχεια ὁ ἐμπλουτισμὸς τοῦ γνωστικοῦ ἐξοπλισμοῦ τῶν Δυτικῶν πραγματοποιήθηκε μέσῳ συγγραμμάτων τὰ ὁποῖα ἔφθασαν σ΄ αὐτοὺς ἀπὸ διαφόρους δρόμους, προέρχονταν ὅμως στὸ σύνολό τους ἀπὸ τὸν βυζαντινὸ κόσμο. Ἔτσι, ἀπὸ τὸν 11ο αἰ., ἐμφανίζονται μεταφράσεις ἔργων ἀρχαίων φιλοσόφων, τὰ ὁποῖα εἶχαν διασωθῆ στὶς βιβλιοθῆκες τοῦ Βυζαντίου καὶ τὰ ὁποῖα κινοῦν πλέον τὸ ἐνδιαφέρον τῶν δυτικῶν λογίων. Ἡ μεταφραστικὴ προσπάθεια θὰ συνεχισθῆ κατὰ τοὺς ἑπόμενους αἰῶνες. Θὰ πρέπη νὰ σημειωθῆ ὅτι ἀκόμη καὶ τὰ κείμενα ποῦ ἔφθασαν στὴ Δύση μέσῳ τῶν Ἀράβων, εἶχαν παραληφθῆ ἀπὸ τοὺς Βυζαντινοὺς τῆς Συρίας, τῆς Παλαιστίνης καὶ τῆς Αἰγύπτου, οἱ ὁποῖοι συνέχισαν κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες τῆς ἀραβικῆς κυριαρχίας νὰ μιλοῦν καὶ νὰ γράφουν Ἑλληνικά, ὅπως παραδείγματος χάριν ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι σημαντικοὶ ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς.
Ὁ Ἰωάννης ἀποτελεῖ ἐπίσης παράδειγμα τῆς ἐπίδρασης ποὺ ἄσκησαν οἱ Βυζαντινοὶ στὴ Δύση στὸν θεολογικὸ τομέα, ὅπως καὶ ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, τὰ συγγράμματα τοῦ ὁποίου ἔφθασαν ἐκεῖ στὶς ἀρχὲς τοῦ 9ου αἰ., διὰ μέσου βυζαντινῆς διπλωματικῆς ἀποστολῆς καὶ περιεβλήθησαν ἀμέσως μὲ μεγάλο κῦρος. Ἔγιναν δύο προσπάθειες νὰ μεταφραστοῦν, ἐκ τῶν ὁποίων ἡ δεύτερη, ἐκείνη τοῦ Scotus Eriugena, θεωρήθηκε ἐπιτυχής. Ἡ σκέψη τοῦ Διονυσίου κυριάρχησε στὴ δυτικὴ θεολογία καὶ φιλοσοφία γιὰ τρεῖς περίπου αἰῶνες. Διὰ μέσου τῶν ἀρεοπαγιτικῶν συγγραμμάτων εἰσῆλθαν στὴ Δύση ὁ πλατωνισμὸς καὶ ὁ νεοπλατωνισμός. Ἀργότερα, κατὰ τὴν ἀκμὴ τοῦ δυτικοῦ σχολαστικισμοῦ, τὸ κυριώτερο σύγγραμμα τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη, ἡ περίφημη Summa theologica, ἡ συστηματικὴ ἔκθεση τῆς δογματικῆς τῆς ρωμαιοκαθολικῆς ἐκκλησίας, στηρὶχθηκε ἐν πολλοῖς στὴν διάταξη τοῦ ὑλικοῦ του ἀντιστοίχου ἔργου τοῦ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, «Ἔκθεσις ἀκριβής της ὀρθοδόξου πίστεως».
Γενικότερα, στὸν τομέα τῆς μόρφωσης μποροῦμε νὰ παρατηρήσουμε ὅτι τὸ Βυζάντιο ὄχι ἁπλῶς προηγήθηκε, ἀλλὰ ἀπετέλεσε τὸ πρότυπο, μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀναπτύχθηκαν ἐκπαιδευτικὲς δομὲς στὴ δυτικὴ Εὐρώπη. Στὴν Κωνσταντινούπολη ὀργανώθηκε ἀπὸ τὸν 5ο αἰ., ἀπὸ τὸν Θεοδόσιο Β΄ τὸ Πανδιδακτήριο (425). Τὸ Πανδιδακτήριο θὰ συνεχίση τὴν πορεία του, ὑπὸ διάφορες μορφὲς καὶ μὲ κάποιες διακοπὲς καὶ ἐπανιδρύσεις, καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ὑπάρξεως τοῦ Βυζαντίου. Δὲν εἴμαστε βέβαια σὲ θέση νὰ παρακολουθήσουμε τὴν ἐξέλιξή του στὶς λεπτομέρειές της, γνωρίζομε ὅμως τὶς συστηματικὲς προσπάθειες ἀναδιοργάνωσής του, τὸν 9ο καὶ τὸν 11ο αἰ. Χωρὶς ἀμφιβολία ὑπῆρξε ἕνα ἵδρυμα τὸ ὁποῖο ἐπηρέασε τὰ πράγματα εὐρύτερα. Ἔχομε ἄλλωστε πληροφορίες ὅτι σ’ αὐτὸ σπούδαζαν ὄχι μόνο βυζαντινοὶ ἀλλὰ καὶ ἀλλοδαποί, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ δυτικοευρωπαῖοι. Τὸ Βυζάντιο ὑπῆρξε γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα ἡ μοναδικὴ εὐρωπαϊκὴ χώρα ὅπου ὑπῆρχαν κρατικὲς βιβλιοθῆκες καὶ ὄχι μόνο στὴν Κωνσταντινούπολη ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες μεγάλες καὶ μεσαῖες πόλεις. Στὸν τομέα τοῦ δικαίου, τὸ Βυζάντιο παρέλαβε ἀπὸ τὴν Ρώμη τὸ ρωμαϊκὸ δίκαιο, τὸ ὁποῖο ἐκχριστιάνισε καὶ ἐμπλούτισε, ἔργο τὸ ὁποῖο παρουσιάζεται στὸ ἰουστινιάνειο δίκαιο. Θὰ πρέπη νὰ ἀναφέρουμε ὅτι, ὅταν οἱ βαρβαρικοὶ λαοὶ κατέκτησαν τὴ Δύση, ἡ κατάρρευση τῶν ρωμαϊκῶν δομῶν διοίκησης συμπαρέσυρε ἐν μέρει καὶ τὸ δίκαιο. Τὸ ρωμαϊκὸ δίκαιο στὴ μορφὴ τοῦ ἰουστινιάνειου ρωμαϊκοῦ δικαίου ἐπανεισήχθηκε στὴν Δύση ἀπὸ τὸ Βυζάντιο καὶ ἐπιβλήθηκε ἀπὸ τὸν 13ο αἰ. καὶ ἑξῆς. Στὴν ἐξέλιξη αὐτὴ ἔπαιξε κεντρικὸ ρόλο ἡ νομικὴ σχολὴ τῆς Μπολώνια, ἡ ὁποία, ὅπως ἀπέδειξε ὁ Γερμανὸς ἱστορικός του δικαίου Zacharia von Lingenthal, ἱδρύθηκε κατὰ τὰ πρότυπά της νομικῆς σχολῆς τοῦ παενεπιστημίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Μὲ τὴν ἴδια μέθοδο, ἐρευνόνταν ἐκεῖ τὰ νομικὰ κείμενα. Ἄλλο πεδίο βυζαντινῆς ἐπίδρασης ὑπῆρξε ἡ Τέχνη. Πέραν τῆς ὀρθόδοξης ἀνατολικῆς Εὐρώπης, ἕνα πολὺ μεγάλο τμῆμα τῆς Ἰταλίας ἔχει χαρακτηρισθῆ ἀπὸ τοὺς ἱστορικούς της Τέχνης ὡς πολιτιστικὴ ἐπαρχία τοῦ Βυζαντίου. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὶς περιοχὲς αὐτὲς δὲν κτίζονται ναοὶ γοτθικοῦ ρυθμοῦ, ἀλλὰ ἀκολουθοῦνται οἱ βυζαντινοὶ ρυθμοί, ὅπως, γιὰ παράδειγμα, στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Μάρκου τῆς Βενετίας, ὁ ὁποῖος ἀποτέλεσε ἀπομίμηση τοῦ ναοῦ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων τῆς Κωνσταντινούπολης, ὅπου θάβονταν οἱ βυζαντινοὶ αὐτοκράτορες, καὶ ὁ ὁποῖος καταστράφηκε ἀπὸ τὸν Μωάμεθ τὸν Πορθητή. Ἀλλὰ θὰ πρέπη νὰ σημειώσωμε ὅτι ἀκόμη καὶ ὁ γοτθικὸς ρυθμός, ὁ τυπικὸς ἀρχιτεκτονικὸς ρυθμὸς τοῦ δυτικοῦ μεσαίωνα, μὲ τὰ ὀξυκόρυφα τόξα καὶ τὰ πανύψηλα καμπαναριά, ἀποτελεῖ, ὅσο καὶ ἂν μᾶς φαίνεται περίεργο, ἔμμεσο ἀποτέλεσμα τῆς βυζαντινῆς ἐπίδρασης. Ἔχει διαπιστωθῆ ἀπὸ τὴν μεσαιωνολογικὴ ἔρευνα ὅτι μέσα ἀπὸ τὴν μελέτη τῶν συγγραμμάτων τοῦ Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου κατέληξαν οἱ ἐμπνευστὲς τοῦ ρυθμοῦ αὐτοῦ μοναχοί, τὸν 11ο αἰ., στὴν ἀναγκαιότητα τῆς δημιουργίας ἑνὸς ναοῦ, ὁ ὁποῖος νὰ ἀποτελῆ ἀπομίμηση τοῦ σύμπαντος, ἔτσι ὅπως αὐτὸ περιγραφόταν, μὲ νεοπλατωνίζοντα τρόπο, ἀπὸ τὸν Ἀρεοπαγίτη. Αὐτὸ ἀποτελεῖ ἴσως ἕνα ἱστορικὸ παράδοξο, δείχνει ὅμως τὴ δυναμικότητα τῆς βυζαντινῆς ἐπίδρασης καὶ τοὺς ποικίλους διαύλους διαμέσου τῶν ὁποίων αὐτὴ ἐξασκοῦνταν στὴ Δύση. Πολὺ περισσότερο γνωστὴ καὶ παραδεδεγμένη εἶναι ἡ συνεισφορὰ τῶν Βυζαντινῶν στὴν Ἀναγέννηση. Ἀποτελεῖ θέμα πρὸς συζήτηση τὸ ποὺ ἀπαντᾶται ἀρχικῶς τὸ φαινόμενο αὐτό, ἰδίως σὲ ὅτι ἀφορᾶ στὸν τομέα τῆς Τέχνης.
Βέβαια, ἡ προφανὴς ἀπάντηση εἶναι ὅτι αὐτὸ συνέβη στὴν Ἰταλία, ἐντούτοις δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι συγχρόνως μὲ τὴν ἰταλικὴ ἀναγεννησιακὴ ζωγραφικὴ ἢ ἴσως καὶ λίγο πρὶν ἀπ’ αὐτήν, ἐμφανίζεται στὸ Βυζάντιο ἡ λεγόμενη Μακεδονικὴ Σχολή, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἀναγεννησιακὴ τεχνοτροπία. Παράδειγμα τῆς σχολῆς αὐτῆς ἀντικρίζει ὁ ἐπισκέπτης στὴν Μονὴ τῆς Χώρας, στὴν Κωνσταντινούπολη. Τὰ γενικὰ χαρακτηριστικὰ τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας εἶναι ὅμως ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα κατὰ τὸ πέρασμα τῶν αἰώνων ἄσκησαν τὴν ἐπιρροὴ μὲ τὴν μεγαλύτερη σημασία. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἀποκομίζει κανεὶς ἀπὸ τὴν μελέτη τῆς ἱστορίας της εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ ἑνιαίου συγκεντρωτικοῦ κράτους. Ὁ συγκεντρωτισμὸς χαρακτηρίζει τὴν νεώτερη εὐρωπαϊκὴ ἱστορία, ἐνῷ ἡ ἐπιδίωξη τῆς δημιουργίας συγκεντρωτικῶν δομῶν διοίκησης ἀπετέλεσε μόνιμη πολιτικὴ τῶν εὐρωπαϊκῶν αὐλῶν ἤδη ἀπὸ τὸν Μεσαίωνα, περίοδο κατὰ τὴν ὁποία κυριαρχεῖ στὴν Εὐρώπη ἡ Φεουδαρχία, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν πολυδιάσπαση τῆς ἐξουσίας καὶ τὸν ἀποκεντρωτισμό. Ἡ φάση αὐτὴ ξεπεράστηκε ἀπὸ μία ἀργὴ ἐξέλιξη ποὺ διήρκεσε αἰῶνες. Τὸ Βυζάντιο βρισκόταν σὲ ἕνα πολὺ περισσότερο προηγμένο ἐπίπεδο ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτή.
Γιὰ πολλοὺς αἰῶνες ὑπῆρξε ἡ μοναδικὴ χριστιανικὴ δύναμη, ἡ ὁποία μποροῦσε νὰ ἀντιταχθεῖ στὶς προβαλλόμενες κατὰ τῆς Εὐρώπης ἀπειλὲς καὶ κυρίως στὴν ἀπειλὴ τοῦ ἀραβικοῦ χαλιφάτου. Ἡ διοικητικὴ καὶ στρατιωτική του ὀργάνωση βρισκὸταν σὲ ἕνα ἐπίπεδο ἀπλησίαστο γιὰ τὶς εὐρωπαϊκὲς χῶρες γιὰ πολλοὺς αἰῶνες καὶ ἀποτελοῦσε ὁπωσδήποτε ἕνα πρότυπο γιὰ τοὺς βασιλεῖς τῆς Εὐρώπης κατὰ τὴν ἐπιδίωξή τους νὰ ἐνισχύσουν τὴν κυριαρχία τους καὶ τελικῶς τὰ κράτη τους. Σύμφωνα μὲ κάποιους ἱστορικούς, ἡ βυζαντινὴ διοίκηση ὑπῆρξε, ὡς ἐκ τῆς χρονικῆς της διάρκειας, τῆς συνέχειάς της, τῆς ἰσχύος της, τῆς ἔκτασης στὴν ὁποία ἄσκησε τὴν ἐξουσία της, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀκτινοβολίας της πρὸς τὸ ἐξωτερικό, τὸ ἰσχυρότερο πρότυπο διοίκησης δυτικῶς τῆς Κινεζικῆς Αὐτοκρατορίας. Τὸ Βυζάντιο συγκέντρωνε φόρους μὲ ἑνιαῖο σύστημα ἀπὸ ὅλη τὴν ἐπικράτεια καὶ ἐξάπλωνε ἕνα δίκτυο ὑπηρεσιῶν σὲ ὅλες τὶς ἐπαρχίες. Ἂν καὶ αὐτὲς δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ συγκριθοῦν μὲ τὶς σημερινές, ἀφοροῦσαν ἐντούτοις σὲ ἕνα ποικίλλο πλέγμα δραστηριοτήτων, μεταξὺ ἄλλων στὴν συντήρηση νοσοκομείων, εἴτε μὲ ἄμεσο τρόπο εἴτε μὲ ἔμμεσο, μέσω τῶν μονῶν. Τὸ Βυζάντιο ὑπῆρξε τὸ πρῶτο εὐρωπαϊκὸ κράτος, τὸ ὁποῖο ἔθεσε ὡς ἕναν ἀπὸ τοὺς στόχους του τὴν περίθαλψη τῶν ἀναξιοπαθούντων, ἀπόρων, ἀσθενῶν κ.τ.τ. Συντηροῦσε ὀρφανοτροφεῖα, τὰ ὁποῖα ἐπιβλέπονταν ἀπὸ ἀξιωματοῦχο, ὁ ὁποῖος ἔφερε τὸν τίτλο τοῦ μεγάλου ὀρφανοτρόφου. Εἶχε ὀργανωμένη ὑπηρεσία ἀγορανομίας, ἡ ὁποία ἤλεγχε τὰ περιθώρια κέρδους τῶν ἐμπόρων καὶ τῶν βιοτεχνῶν, προκειμένου αὐτὰ νὰ μὴν ὑπερβαίνουν κάποια καθωρισμένα ὅρια. Διατηροῦσε ἐπίσης ὑγειονομικὴ ὑπηρεσία, ἡ ὁποία διευθύνονταν ἀπὸ γιατρούς. Ἀπὸ τὴν πρώιμη βυζαντινὴ περίοδο ἐμφανίζονται στὴν νομοθεσία, σὲ συνέχεια τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ δικαίου, πολεοδομικὲς διατάξεις.
Ὅλα τὰ παραπάνω προϋπέθεταν μία ἐκτεταμένη καὶ ἀποτελεσματικὴ κρατικὴ ὀργάνωση καὶ ἕνα ὁμοιόμορφο δίκαιο, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν πληθώρα τῶν δικαίων καὶ τῶν διατάξεων, ἐθνικῶν, τοπικῶν κ. ἄ. ποὺ ὑπῆρχε στὴ Δύση, ὅπου ἄλλοι νόμοι καθώριζαν τὶς νομικὲς ὑποχρεώσεις τῶν εὐγενῶν, ἄλλες τῶν κληρικῶν κ.ο.κ. Θὰ πρέπει νὰ τονίσουμε ἐδῶ τὴν σημασία τῆς ὕπαρξης τῆς Κωνσταντινούπολης, ἡ ὁποία ἦταν ἡ μεγαλύτερη πόλη τῆς Εὐρώπης, μὲ μεγάλη διαφορὰ ἀπὸ τὶς ἑπόμενες, ἐφόσον, σύμφωνα μὲ μέτριους ὑπολογισμούς, εἶχε περὶ τὶς ἑξακόσιες χιλιάδες, κατ’ ἄλλους ἴσως καὶ ἕνα ἑκατομμύριο κατοίκους, τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ μεγαλύτερες πόλεις τῆς Εὐρώπης, τὸ Παρίσι καὶ ἡ Βενετία δὲν ξεπέρασαν τὶς ἑκατὸ χιλιάδες κατοίκους κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Μεσαίωνα. Ἐπρόκειτο γιὰ μία μεγαλούπολη ἡ ὁποία ἐξέπληττε τὸν ἐπισκέπτη ὄχι μόνο μὲ τὸν πλοῦτο της ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν τάξη ποῦ ἐπικρατοῦσε σ΄ αὐτήν. Ὅλα ἐκεῖ ἐπεδίωκαν νὰ μεταδίδουν τὴν αἴσθηση τῆς εὐταξίας καὶ τῆς ἁρμονίας. Ἡ Κωνσταντινούπολη ἐξὲφραζε τὶς ἀντιλήψεις τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ καὶ τοῦ κράτους γιὰ τὴν ὀργάνωση τῆς κοινωνίας καὶ ἀποτελοῦσε τὸ πρότυπο τῆς πόλης ἐκείνης τῆς ἐποχῆς γιὰ ὁλόκληρη τὴν Εὐρώπη.
Ἔχουν διασωθῆ διηγήσεις περιηγητῶν, Δυτικῶν, οἱ ὁποῖοι ἐκφράζουν τὸν θαυμασμό τους, Ρώσων, οἱ ὁποῖοι συγκρίνουν τὴν Κωνσταντινούπολη μὲ τὴν Βαγδάτη καὶ καταλήγουν ὑπὲρ τῆς πρώτης ἀλλὰ καὶ Ἀράβων. Συμπερασματικά, καταλήγομε ὅτι τὸ Βυζάντιο ὑπῆρξε γιὰ ἐννέα περίπου αἰῶνες ἡ ἰσχυρότερη ἢ μία ἀπὸ τὶς ἰσχυρότερες δυνάμεις τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Κατόρθωσε νὰ ἀνασχέσει ἀπειλὲς ποὺ πραγματικὰ ἢ δυνητικὰ ἔθεταν σὲ κίνδυνο τὴν ἐξέλιξη τῆς Εὐρώπης (Περσία καὶ κυρίως Ἰσλὰμ) καὶ νὰ καταπολεμήσει ἄλλες ποὺ συνιστοῦσαν σοβαρὴ ἐνόχληση (Οὗννοι, Ἄβαροι). Ἐκχριστιάνισε καὶ εἰσήγαγε στὸν πολιτισμὸ σημαντικὸ τμῆμα τῆς εὐρωπαϊκῆς ἠπείρου (Σλάβοι τῆς Κεντρικῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Χερσονήσου τοῦ Αἵμου, Ρωσία). Μετέδωσε στοὺς λαοὺς τῆς Δύσης τὴν ἀρχαιοελληνικὴ κληρονομία, κυρίως ὡς πρὸς τὰ κείμενα. Ἀκτινοβόλησε μὲ τὴ θεολογικὴ γραμματεία καὶ τὴν Τέχνη του, μὲ τὴ δεύτερη ἰδίως στὴ χώρα ἐκείνη ποὺ ὑπῆρξε τὸ λίκνο τῆς Ἀναγέννησης, τὴν Ἰταλία. Τέλος, ἐξαιρετικὰ σημαντικὴ ὑπῆρξε ἡ ἐπιρροὴ ποὺ ἄσκησε τὸ Βυζάντιο ὡς πρότυπο κοινωνικῆς καὶ κρατικῆς ὀργάνωσης στὶς χῶρες τῆς Εὐρώπης. Αὐτὲς εἶχαν βέβαια ὡς ἀφετηρία τὶς δικές τους ἰδιαίτερες προϋποθέσεις, ἀποτελῶντας τὴν ὁδηγὸ παράσταση πρὸς τὴν ὁποία, ἀργὰ ἀλλὰ σταθερά, προσανατολίσθηκαν οἱ γενικότερες εὐρωπαϊκὲς ἐξελίξεις.
1. Εὐ. Χρυσός, «Τὸ Βυζάντιο καὶ ἡ διαμόρφωση τῆς Μεσαιωνικῆς Εὐρώπης. Ἕνα ἐρευνητικὸ πρόγραμμα», ἐν: Βυζάντιο καὶ Εὐρώπη. Α΄ Διεθνής Βυζαντινολογική Συνάντηση, (Δελφοί, Ἰούλιος 1985), Ἀθῆνα 1987, 75-84. Ζάκ Λέ Γκόφ, «Ἡ Δύση μπροστὰ στὸ Βυζάντιο, ἕλλειψη κατανόησης καὶ παρεξηγήσεις», ἐν: Βυζάντιο καὶ Εὐρώπη. Συμπόσιο, (Παρίσι, Maison De l’ Europe, Ἀπρίλιος 1994), 93-105, Ἀθῆνα 1996, 93.
2. Χρυσός, ὅπ. π., 75.
3. Ὅπ. π., 76.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Πολλοί νομίζουν πώς το filioque [δήλ ἡ προσθήκη τῆς λέξεως «καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ» γιά τήν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στό σύμβολο τῆς πίστεως] ἀποτέλεσε αἰτία τοῦ σχίσματος ἀνάμεσα στή «Ρωμαιοκαθολική» καί τήν Ἑλληνορθόδοξη Ἐκκλησία. Ἡ Ἱστορία αὐτή, εἶναι ἕνας μύθος πού πρέπει ἐπιτέλους κάποτε νά ἐκλείψει. Στήν πραγματικότητα οἱ Ρωμαῖοι Πάπες πολέμησαν το filioque μόλις αὐτό προστέθηκε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως ἀπό τούς Φράγκους. Ὁ Πάπας Λέων Γ’ (796-816), ἐπειδή γνώριζε ἀπό πρῶτο χέρι τίς πιέσεις τῶν Φράγκων σ’ αὐτό τό ζήτημα, προχώρησε σέ μιά πράξη πού φανερώνει τό πλῆρες μέγεθος τῆς παπικῆς ἀντίδρασης στίς φράγκικες αὐθαιρεσίες. Φρόντισε ὥστε τό ὀρθόδοξο Σύμβολο τῆς Πίστεως (χωρίς τό filioque ) νά ἀναγραφεῖ σέ δύο ἀσημένιες πλάκες (μιά στά λατινικά καί μιά στά ἑλληνικά) τίς ὁποῖες ἀνήρτησε σέ ψηλό σημεῖο στό ναό τοῦ Ἁγίου Πέτρου γιά νά εἶναι εὐανάγνωστες ἀπό ὅλους τους πιστούς. Οἱ μεγάλες ΑΣΗΜΕΝΙΕΣ ΠΛΑΚΕΣ πού ἔγραφαν τό Ὀρθόδοξο σύμβολο τῆς πίστης εἶχαν τήν ἐπιγραφή: «HAEC LEO POSUI AMORE ET CAUTELA ORTHODOXAE FIDEI»δηλαδή: «Ἐγώ, ὁ Λέων βάζω ἐδῶ (τίς πλάκες) γιά τήν ἀγάπη καί τήν προστασία τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης.» Σχετική ἀναφορά μπορεῖτε νά βρεῖτε στό: VITA LEONIS, LIBER PONTIFICALIS (Ed.Duchene, TII, p.26 -ἡ πηγή εἶναι ἀπό βιβλιογραφία τῶν Παπικῶν!)
Ὁ Λέων πίστεψε ὅτι οἱ Φράγκοι δέ θά τολμοῦσαν νά προσβάλουν τό ἱερότερο κέντρο τῆς δυτικῆς Χριστιανοσύνης. Τό 809 οἱ τελευταῖοι προχώρησαν στήν ἐπίσημη καθιέρωση τοῦ filioque μέ τή σύνοδο τοῦ Ἄαχεν. Μιά καί ὁ Πάπας ἐξακολουθοῦσε νά διατηρεῖ τήν Ὀρθόδοξη παράδοση, ὁ Καρλομάγνος ἔστειλε μιά ἀντιπροσωπεία στή Ρώμη ὑπό τόν μοναχό Σμάραγδο γιά νά τόν μεταπείσει. Στά πρακτικά της συνάντησης, πού διασώζονται μέχρι σήμερα, φαίνεται ξεκάθαρα ὅτι ὁ Λέων ἀρνήθηκε κατηγορηματικά. Οἱ διάδοχοί του συνέχισαν νά εἶναι ἀντίθετοι στό filioque μέχρις ὅτου οἱ Φράγκοι κατέλαβαν διά τῆς βίας τό Πατριαρχεῖο Ρώμης καί ἐγκατέστησαν ὁριστικά δικό τους Πάπα (πιθανόν ἀπό τό 1009 καί μετά).
Ἄλλη μία ΑΠΑΤΗ τῶν Φράγκων ἀποκαλύφθηκε τό 1948 ἀπό τόν μεγάλο ἱστορικό F. Dvornik στό ἔργο τοῦ «The Photian Schism», τό ὁποῖο πλέον εἶναι κλασσικό. Διαβάζοντας τό βιβλίο αὐτό, κάθε Ρωμηός θά σοκαριστεῖ ἀπό τίς μηχανορραφίες τῆς δύσης, ἐναντίον τῶν Ρωμηῶν. Σέ αὐτό μαθαίνουμε πώς τόν 12ο αἰώνα οἱ Φράγκοι πλαστογράφησαν κάποιον δῆθεν ἀφορισμό τοῦ Φωτίου ἀπό τόν Ρωμαῖο Πάπα Ἰωάννη Η΄. Βεβαίως κάτι τέτοιο δέν συνέβη ποτέ! Σέ αὐτόν τόν ψεύτικο ἀφορισμό στηρίχτηκαν οἱ θεωρίες τῶν Φράγκων παπικῶν, γιά τό Σχίσμα, μέχρι καί τόν εἰκοστό αἰώνα.
Ὁ Ρωμαῖος Πάπας Ἰωάννης Ἡ΄, δείχνει μέ τόν βίο του, τήν ἀγάπη του στήν Ρωμηοσύνη καί τήν Ὀρθόδοξη πίστη. Τό 873 πίεσε τόν Φράγκο αὐτοκράτορα Λουδοβίκο τόν Εὐσεβῆ καί κατάφερε νά τόν κάνει νά ἀπελευθερώσει τόν Ρωμηό ἱεραπόστολο τῶν Σλάβων Μεθόδιο, πού ἦταν φυλακισμένος στή Μοραβία ἀπό τούς Φράγκους γιά τρία χρόνια [ObolenskyDimitri, «Ἡ Βυζαντινή Κοινοπολιτεία», Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1991, τόμ. Ά΄, σ. 242]. Ἐπίσης, ἀγωνίστηκε γιά τό δικαίωμα τῶν Σλάβων νά τελοῦν τίς ἀκολουθίες στή γλώσσα τους. Σέ αὐτή τήν περίπτωση ἦρθε σέ ὀξύτατη σύγκρουση μέ τούς Φράγκους πού ὑποστήριζαν τή θεωρία τῶν τριῶν ἱερῶν γλωσσῶν (ἑβραϊκή, ἑλληνική, λατινική) [Obolensky σ. 244]. Συμμετεῖχε δέ, τό 879, (ὅταν Πατριάρχης ἦταν ὁ Μ Φώτιος) στήν Ἡ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο στήν Κωνσταντινούπολη (ἡ ὁποία σήμερα δέν ἀναγνωρίζεται ἀπό τούς Φράγκους Παπικούς), στήν ὁποία καταδικάστηκαν ὅσοι δέν ἀποδέχονταν τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Νίκαιας, δηλαδή οἱ Φράγκοι (πού τήν ἀπέρριψαν ἐπί Καρλομάγνου τό 794) [περισσότερα στό βιβλίο: «Ρωμηοσύνη Ἤ Βαρβαρότητα», τοῦ Ἀναστ. Φιλιππίδη, σέλ. 162].
Διαβάζουμε:
«Τήν γέννησιν τοῦ Φραγκικοῦ Πολιτισμοῦ περιγράφει εἰς ἐπιστολήν τοῦ ὁ Ἅγιος Βονιφάτιος πρός τόν Πάπα τῆς Ρώμης Ζαχαρίαν (natione Graecus) [Δηλαδή γέννημα τῆς Magna Graecia τῆς Κάτω Ἰταλίας.] τό 741. Οἱ Φράγκοι εἶχαν ἀπαλλάξει τήν Ἐκκλησίαν τῆς Φραγκίας ἀπό ὅλους τους Ρωμαίους ἐπισκόπους καί εἶχον αὐτοκατασταθῆ ἐπίσκοποι καί κληρικοί διοικηταί της. Ἤρπασαν τήν περιουσίαν τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἐχώρισαν εἰς τιμάρια, τῶν ὁποίων τήν ἐπικαρπίαν διένειμαν ὡς Φέουδα, συμφώνως πρός τόν βαθμόν πού κατεῖχε ἕκαστος εἰς τήν πυραμίδα τῆς στρατιωτικῆς φεουδαρχικῆς ἱεραρχίας. Αὐτοί οἱ Φράγκοι ἐπίσκοποι δέν εἶχον Ἀρχιεπίσκοπον καί δέν εἶχον συνέλθει εἰς σύνοδον ἐπί 80 χρόνια. Συνήρχοντο διά τά ἐθνικοεκκλησιαστικά θέματα μαζί μέ τούς βασιλεῖς καί λοιπούς συναδέλφους ὁπλαρχηγούς. Κατά τόν Ἅγιον Βονιφάτιον, ἤσαν «ἀδηφάγοι λαϊκοί, μοιχοί καί μέθυσοι κληρικοί, οἱ ὁποῖοι μάχονται εἰς τόν στρατόν μέ πλήρη πολεμικήν ἐξάρτησιν καί μέ τάς χείρας τῶν σφάζουν χριστιανούς καί εἰδωλολάτρας.» [ Migne P L, 89, 744; Mansi 12, 313-314 ]
Μόλις πενηντατρία χρόνια ἀργότερα οἱ διάδοχοι αὐτῶν τῶν ἀγραμμάτων βαρβάρων προσέθεσαν το filioque εἰς τό Σύμβολον τῆς Πίστεως καί κατεδίκασαν τήν Ἀνατολικήν Ρωμαϊκήν Αὐτοκρατορίαν ὡς αἱρετικήν καί «Γραικικήν,» εἰς τάς Συνόδους τῶν τῆς Φραγκφούρτης τό 794 περί εἰκόνων καί τῆς Ἀκυϊσγράνου τό 809 περί τῆς προσθήκης τοῦ filioque εἰς τό Σύμβολον τῆς Πίστεως τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καί εἰς ἐποχήν μάλιστα πού δέν ἐγνώριζον οὔτε ἕνα Πατέρα Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐπί 215 χρόνια, ἀπό τό 794 μέχρι τό 1012 οἱ Ρωμαῖοι Ὀρθόδοξοι Πάπαι ἠρνήθησαν νά ὑποταχθοῦν εἰς τούς Φράγκους κυρίους τούς εἰς τά θέματα τοῦ Filioque καί τῶν εἰκόνων. Ὁ τελευταῖος Ὀρθόδοξος Ρωμαῖος Πάπας πού μνημονεύεται στά δίπτυχά των ὑπολοίπων τεσσάρων Ρωμαίων Πατριαρχείων εἶναι ὁ Ἰωάννης ΙΗ΄ (1003-1009) καί ὁ πρῶτος αἱρετικός Ρωμαῖος Πάπας πού ἐξέπεσε ἀπό τά δίπτυχα, ἀφοῦ προσέθεσε τό filioque στήν ὁμολογίαν πίστεώς του, ἦτο ὁ Σέργιος Δ΄ (1009-1012), δηλαδή 42 χρόνια πρίν ἀπό τό λεγόμενον σχίσμα τοῦ 1054».
[π. Ἰωάννης Σ. Ρωμανίδης, «Ὀρθοδοξος και Βατικάνιος συμφωνία περί Οὐνίας», http://www.antibaro.gr/religion/rwmanidhs_ounia.htm]
Ἡ κίνηση ἑπομένως τῶν Φράγκων νά καταλάβουν τήν παλαιά Ρώμη καί νά ἐπιβάλλουν τίς ἀπόψεις τους δέν ἦταν τυχαία. Ἡ παλαιά Ρώμη περιεβάλετο μέ μία αἴγλη. Ἄν καί ἡ πόλη τῆς Ρώμης εἶχε ὁλόκληρη μεταφερθεῖ, ὡστόσο, ἡ κατάληψη τῆς παλαιᾶς Ρώμης θά ἔδινε τό (ψευτο)νομικό ἔρισμα πού χρειαζόντουσαν οἱ Φράγκοι γιά νά προβληθοῦν ὡς συνεχιστές τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Ἐπίσης ἡ διάσπαση τῆς Ἐκκλησίας, τούς βοηθοῦσε γιατί σήμαινε ἀποκοπή τῆς δύσης ἀπό τήν ἀνατολή καί ἄρα ἀποκοπῆ της ἀπό τήν Νέα Ρώμη. Ἦταν μία πολύ ἔξυπνη κίνηση.
Δρίτσας Θ.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Μετά το θάνατο του Μωάμεθ (632), ο συγγενής του Abu-Bakr εξελέγη αρχηγός των Μουσουλμάνων με τον τίτλο του χαλίφη (Khalifa). Οι τρεις μεταγενέστεροι χαλίφες, ο Ομάρ, ο Οτμάν και ο Αλή, εξελέγησαν επίσης αρχηγοί, αλλά δεν δημιούργησαν δυναστεία. Οι τέσσερις αυτοί άμεσοι διάδοχοι του Μωάμεθ είναι γνωστοί ως οι «ορθόδοξοι χαλίφες». Οι πιο σπουδαίες κατακτήσεις, τις οποίες έκαναν οι Άραβες στην περιοχή του Βυζαντίου, συμπίπτουν με την εποχή του χαλίφη Ομάρ.
Το ότι ο Μωάμεθ έγραψε στους αρχηγούς των άλλων κρατών, και στον Ηράκλειο, να δεχθούν τον Ισλαμισμό, και ότι ο Ηράκλειος απάντησε ευνοϊκά, θεωρείται τώρα ως μεταγενέστερο δημιούργημα το οποίο στερείται ιστορικής βάσης. Παρόλα αυτά όμως ακόμα και σήμερα υπάρχουν επιστήμονες που δέχονται την αλληλογραφία αυτή ως ιστορικό γεγονός.
Όσο ζούσε ο Μωάμεθ μόνο μεμονωμένες ομάδες των Βεδουίνων διέσχισαν τα βυζαντινά σύνορα. Την εποχή όμως του δεύτερου χαλίφη, Ομάρ, τα γεγονότα διεξήχθηκαν με μεγάλη ταχύτητα.
Η χρονολογική σειρά των στρατιωτικών γεγονότων του 7ου αιώνα είναι σκοτεινή και πολύπλοκη. Είναι όμως πιθανόν τα γεγονότα να εξελίχθηκαν ως εξής: Το 634 οι Άραβες κατέλαβαν το βυζαντινό οχυρό Bothra, πέρα από τον Ιορδάνη, το 635 έπεσε η πόλη της Συρίας Δαμασκός, το 636 η μάχη του ποταμού Yarmuk είχε σαν αποτέλεσμα να καταληφθεί όλη η Συρία και το 637 ή το 638 παραδόθηκε η Ιερουσαλήμ ύστερα από πολιορκία δύο ετών.
Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας αυτής έπαιξαν ρόλο κυρίως ο χαλίφης Ομάρ, από τη μια πλευρά και ο Πατριάρχης Σωφρόνιος από την άλλη. Το κείμενο της συμφωνίας, με βάση το οποίο ο Σωφρόνιος παρέδωσε την Ιερουσαλήμ στον Ομάρ και που καθιέρωσε ορισμένες θρησκευτικές και κοινωνικές εγγυήσεις για τους Χριστιανούς της πόλης, έχει διασωθεί με μερικές δυστυχώς μεταγενέστερες μεταβολές. Οι Χριστιανοί είχαν πετύχει να απομακρύνουν τον Τίμιο Σταυρό από την Ιερουσαλήμ και να τον στείλουν στην Κωνσταντινούπολη πριν μπουν οι Άραβες στην πόλη.
Η κατάκτηση της Μεσοποταμίας και της Περσίας, που συνέβη συγχρόνως με τις κατακτήσεις των περιοχών του Βυζαντίου, τερματίζει την πρώτη περίοδο των αραβικών επιτυχιών στην Ασία. Κατά τα τέλη των 30 πρώτων χρόνων του αιώνα αυτού ο αρχηγός των Αράβων, Άμβρος, παρουσιάστηκε στα ανατολικά σύνορα της Αιγύπτου και άρχισε την κατάκτησή της. Μετά το θάνατο του Ηρακλείου, το 641 ή το 642, οι Άραβες κατέλαβαν την Αλεξάνδρεια, ενώ ο θριαμβευτής Άμβρος έστελνε το εξής μήνυμα στον Ομάρ στη Μεδίνα:
«Κατάκτησα μια πόλη της οποίας θα αποφύγω την περιγραφή. Αρκεί μόνο να πω ότι κατέσχεσα σ’ αυτήν 4.000 βίλες με 4.000 λουτρά, 40.000 Ιουδαίους που πληρώνουν κεφαλικό φόρο και τετρακόσιους τόπους διασκεδάσεως».
Προς τα τέλη των 40 πρώτων χρόνων η Βυζαντινή αυτοκρατορία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει οριστικά την Αίγυπτο. Την κατάκτηση της Αιγύπτου ακολούθησε μια προώθηση των Αράβων προς τις δυτικές ακτές της Β. Αφρικής. Το 650 η Συρία, μέρος της Μ. Ασίας, η Άνω Μεσοποταμία, η Παλαιστίνη, η Αίγυπτος και μέρος των βυζαντινών επαρχιών της Β. Αφρικής είχαν ήδη περιέλθει στην εξουσία των Αράβων.
Οι κατακτήσεις των Αράβων, φέρνοντάς τους στις ακτές της Μεσογείου, τους δημιούργησαν νέα προβλήματα ναυτικής φύσης. Μη έχοντας στόλο οι Άραβες ήταν ανίσχυροι μπροστά στα πολυάριθμα πλοία των Βυζαντινών, για τα οποία οι νέες παραλιακές αραβικές επαρχίες ήταν πολύ προσιτές. Γρήγορα οι Άραβες κατάλαβαν τη σοβαρότητα της κατάστασης κι ο διοικητής της Συρίας και μελλοντικός χαλίφης Μωαβίας, άρχισε να κατασκευάζει αρκετά πλοία το πλήρωμα των οποίων αρχικά αποτελείτο από ντόπιους Ελληνο-Σύριους, οι οποίοι ήταν ειδικοί στη ναυσιπλοΐα.
Σύγχρονες μελέτες των παπύρων αποκαλύπτουν ότι κατά τα τέλη του 7ου αιώνα η κατασκευή των πλοίων και η επάνδρωσή τους με πεπειραμένους ναυτικούς ήταν ένα από τα μεγάλα προβλήματα της διοίκησης της Αιγύπτου.
ΚΩΝΣΤΑΣ Β’ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΑΒΕΣ
Την εποχή του Κώνστα Β’, τα αραβικά πλοία του Μωαβία άρχισαν τις επιδρομές τους στην περιοχή του Βυζαντίου και κατέλαβαν την Κύπρο, το σπουδαίο αυτό ναυτικό κέντρο. Κοντά στις ακτές της Μ. Ασίας νίκησαν το στόλο του Βυζαντίου, που διοικείτο από τον ίδιο τον αυτοκράτορα, κατέλαβαν τη Ρόδο (654), κατέστρεψαν εκεί τον περίφημο Κολοσσό του νησιού και έφτασαν σχεδόν μέχρι την Κρήτη και τη Σικελία, απειλώντας το Αιγαίο πέλαγος και την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας. Οι αιχμάλωτοι που συνελήφθηκαν κατά τη διάρκεια αυτών των επιδρομών, και ιδίως αυτοί από τη Σικελία, μεταφέρθηκαν στην αραβική πόλη Δαμασκό.
Οι αραβικές κατακτήσεις του 7ου αιώνα στέρησαν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία από τις ανατολικές και νότιες επαρχίες της και συντέλεσαν να χάσει τη σημαντική θέση που κατείχε ως το πιο δυναμικό κράτος του κόσμου. Εδαφικά περιορισμένη η Βυζαντινή αυτοκρατορία έγινε ένα κράτος με ελληνικό πληθυσμό κυρίως, αν και όχι πλήρως, όπως πιστεύεται από μερικούς επιστήμονες.
Οι περιοχές όπου οι Έλληνες αποτελούσαν τη μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού ήταν η Μ. Ασία με τα γειτονικά της νησιά του Αιγαίου Πελάγους και η Κωνσταντινούπολη με την κοντινή της επαρχία. Την εποχή αυτή η Βαλκανική χερσόνησος, μαζί με την Πελοπόννησο, είχε εθνογραφικά αλλάξει πολύ χάρη στην εμφάνιση μεγάλων εγκαταστάσεων Σλάβων.
Στη Δύση η Βυζαντινή αυτοκρατορία κατείχε ακόμα τα χωριστά εκείνα τμήματα της Ιταλίας που δεν συμπεριλαμβάνονταν στο βασίλειο των Λογγοβάρδων: το νότιο κομμάτι της Ιταλίας, με τη Σικελία, και αρκετά άλλα γειτονικά νησιά της Μεσογείου, τη Ρώμη και το εξαρχάτο της Ραβέννας. Ο ελληνικός πληθυσμός, που συγκεντρώθηκε κυρίως στο νότιο τμήμα αυτών των βυζαντινών κτήσεων της Ιταλίας, αυξήθηκε πολύ τον 7ο αιώνα, όταν η Ιταλία έγινε το καταφύγιο πολλών κατοίκων της Αιγύπτου και της Β. Αφρικής που δεν ήθελαν να γίνουν υποτελείς των Αράβων κατακτητών.
Μπορεί να πει κανείς ότι η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία μεταβλήθηκε, την περίοδο αυτή, σε μια Βυζαντινή αυτοκρατορία, της οποίας τα προβλήματα έγιναν πιο περιορισμένα χάνοντας την παλαιά τους έκταση. Μερικοί ιστορικοί, όπως για παράδειγμα ο Gelzer, πιστεύουν ότι οι μεγάλες απώλειες υπήρξαν εμμέσως ευνοϊκές για το Βυζάντιο, γιατί απομάκρυναν τους ξένους παράγοντες, ενώ «ο λαός της Μ.Ασίας και εκείνα τα μέρη της Βυζαντινής χερσονήσου που ακόμα αναγνώριζαν την εξουσία του αυτοκράτορα, σχημάτιζαν, με τη γλώσσα τους και την πίστη τους, μις τελείως ομοιογενή και συμπαγή πειθαρχημένη μάζα».
Από τα μέσα του 7ου αιώνα η προσοχή της αυτοκρατορίας έπρεπε να στραφεί κυρίως στην Κωνσταντινούπολη, στη Μ. Ασία και στη Βαλκανική χερσόνησο. Αλλά και αυτές οι κτήσεις ακόμα απειλούνταν συνεχώς από τους Λογγοβάρδους, τους Σλάβους, τους Βουλγάρους και τους Άραβες. Ο L. Brehier γράφει ότι «η περίοδος αυτή έδωσε στην Κωνσταντινούπολη τον ιστορικό εκείνο ρόλο της συνεχούς άμυνας, που κράτησε μέχρι τον 15ο αιώνα με εναλλασσόμενες περιόδους υποχώρησης και εξάπλωσης».
Σχετικά με τον αντίκτυπο των αραβικών κατακτήσεων είναι πολύ σημαντικό να ληφθούν υπόψη τα δεδομένα των βυζαντινών αγιογραφικών κειμένων, που έχουν παραμεληθεί ή παραβλεφθεί. Η βυζαντινή αγιογραφία δίνει μια ζωντανή και ζωηρή εικόνα της ομαδικής μετανάστευσης που έγινε κάτω από την πίεση της εισβολής των Αράβων από τις συνοριακές περιοχές στο κέντρο της αυτοκρατορίας. Η αγιογραφία επιβεβαιώνει, επαυξάνει και χρωματίζει καλά όλες τις εξαιρετικά σύντομες πληροφορίες τις οποίες δίνουν οι ιστορικοί και οι χρονογράφοι. Η μεγάλη σημασία του αραβικού κινδύνου για τη συγκέντρωση και τη συμπύκνωση του πληθυσμού στις κεντρικές περιοχές της αυτοκρατορίας μπορεί πλέον να θεωρείται ως τελείως αποδεδειγμένη.
Η περαιτέρω επέκταση των κατακτήσεων των Αράβων στη Β. Αφρική σταμάτησε, για ένα διάστημα, από την ενεργό αντίσταση των Βέρβερων. Η στρατιωτική δράση των Αράβων σταμάτησε επίσης λόγω των εσωτερικών αγώνων που ξέσπασαν μεταξύ των τελευταίων «ορθόδοξων χαλιφών» του Αλή και του διοικητή της Συρίας Μωαβιά. Ο αιματηρός αυτός αγώνας τέλειωσε το 661 με το θάνατο του Αλή και τον θρίαμβο του Μωαβιά, ο οποίος ανέβηκε στο θρόνο εγκαινιάζοντας τη νέα δυναστεία των Ομεϊάδων και ορίζοντας ως πρωτεύουσα του βασιλείου του τη Δαμασκό.
Μετά την επιτυχημένη ενίσχυση της δύναμής του στη χώρα του, ο Μωαβιά ανανέωσε τους επιθετικούς πολέμους εναντίον του Βυζαντίου στέλνοντας το στόλο του κατά της Κωνσταντινούπολης και επαναλαμβάνοντας τις κινήσεις του προς τη Δύση, στην περιοχή της Β. Αφρικής.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ’ – Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ
Την πιο μεγάλη της δοκιμασία αντιμετώπισε η Βυζαντινή αυτοκρατορία την εποχή του δραστήριου Κωνσταντίνου Δ’ (668-685), όταν ο αραβικός στόλος διέσχισε το Αιγαίο και τον Ελλήσποντο, μπήκε στην Προποντίδα και κατέφυγε στην Κύζικο, χρησιμοποιώντας το λιμάνι της πόλης αυτής για βάση τους οι Άραβες πολλές φορές, χωρίς όμως επιτυχία, πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη (673-677), επαναλαμβάνοντας την πολιορκία τους κάθε χρόνο, κυρίως κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Οι Άραβες δεν κατέκτησαν την πρωτεύουσα κυρίως γιατί ο αυτοκράτορας γνώριζε πώς να ετοιμάσει την πόλη για την απαραίτητη άμυνα.
Η επιτυχημένη όμως αντίσταση του στρατού του Βυζαντίου οφείλεται κυρίως στη χρήση του «υγρού ή ελληνικού πυρός» ή (όπως απλά ονομάζεται) «του θαλασσίου πυρός», το οποίο εφεύρε ο Καλλίνικος, μηχανικός από τη Συρία. Το κοινό όνομα αυτής της εφεύρεσης οδήγησε σε μερικές παρανοήσεις. Το «ελληνικό πυρ» ήταν ένα είδος εύφλεκτων ουσιών, το οποίο το εκσφενδόνιζαν με μακρούς σωλήνες «σίφωνες» ή «χειροσίφωνες», προκαλώντας πυρκαγιά στα εχθρικά πλοία.
Ο στόλος του Βυζαντίου ήταν εξοπλισμένος με ειδικά «σιφωνοφόρα» πλοία, τα οποία προκάλεσαν τρομερή σύγχυση στους Άραβες. Υπήρχαν επίσης και άλλες μέθοδοι για τη μετάδοση του πυρός στον εχθρό. Η ιδιορρυθμία του πυρός ήταν κυρίως το γεγονός ότι έκαιε ακόμα και πάνω στο νερό. Για ένα αρκετό μεγάλο διάστημα η σύνθεση του πυρός κρατήθηκε προσεκτικά μυστική και το νέο όπλο οδήγησε πολλές φορές το στόλο του Βυζαντίου στην επιτυχία.
Όλες οι προσπάθειες που έκανε ο στόλος των Αράβων για την κατάκτηση της πρωτεύουσας του Βυζαντίου απέτυχαν και το 677 ο εχθρικός στόλος απέπλευσε κατευθυνόμενος προς τις ακτές της Συρίας. Ενώ όμως κατευθυνόταν προς τα εκεί καταστράφηκε από μια τρομερή τρικυμία. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις των Αράβων στη Μ. Ασία απέτυχαν επίσης και ο ηλικιωμένος Μωαβιάς αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει με τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου, υπό τον όρο να του πληρώνει κάθε χρόνο ένα ορισμένο χρηματικό ποσό.
Με την επιτυχημένη αντιμετώπιση των Αράβων στην Κωνσταντινούπολη καθώς και με την πλεονεκτική για το Βυζάντιο συνθήκη ειρήνης, ο Κωνσταντίνος δεν πρόσφερε μεγάλη υπηρεσία μόνο στην αυτοκρατορία του, αλλά και στη Δυτική Ευρώπη, η οποία με τον τρόπο αυτό απαλλάχθηκε από τη σοβαρή απειλή των Μουσουλμάνων. Επίσης αξίζει να σημειωθεί ότι η επιτυχία του Κωνσταντίνου έκανε μεγάλη εντύπωση στη Δύση. Όπως λέει ένας χρονογράφος, όταν τα νέα των επιτυχιών του Κωνσταντίνου έφτασαν στον Χαν των Αβάρων και στους άλλους ηγέτες της Δύσης, «οι τελευταίοι έστειλαν πρεσβευτές με δώρα προς τον αυτοκράτορα ζητώντας του να καθιερώσει μαζί τους σχέσεις αγάπης και ειρήνης… και άρχισε μια μεγάλη περίοδος ειρήνης στην Ανατολή και στη Δύση».
ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ Β’ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΑΒΕΣ
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού Β’, διαδόχου του Κωνσταντίνου Δ’, συνέβη ένα γεγονός στα ανατολικά αραβικά σύνορα που ήταν πολύ σημαντικό για τις μετέπειτα σχέσεις Αράβων και Βυζαντίου. Τα βουνά του Λιβάνου και της Συρίας κατοικούνταν για αρκετό διάστημα από τους Μαρδαΐτες (που μπορούν να ονομαστούν «αντάρτες», «επαναστάτες» ή «αποστάτες»), που ήταν οργανωμένοι στρατιωτικά και χρησιμοποιούνταν στην περιοχή αυτή ως ένα είδος επάλξεων του Βυζαντίου.
Μετά την κατάκτηση της Συρίας από τους Άραβες, οι Μαρδαΐτες αποσύρθηκαν προς τα βόρεια, στα αραβο-βυζαντινά σύνορα, ενοχλώντας τρομερά τους Άραβες με τις διαρκείς επιδρομές τους στις γειτονικές περιοχές. Σύμφωνα με όσα γράφει ένα χρονικό οι Μαρδαΐτες αποτελούσαν «ένα ορειχάλκινο τείχος» που προστάτευε τη Μ. Ασία από τις εισβολές των Αράβων.
Με βάση μια συνθήκη που έγινε την εποχή του Ιουστινιανού Β’, ο αυτοκράτορας συμφώνησε να υποχρεώσει τους Μαρδαΐτες να εγκατασταθούν στις εσωτερικές επαρχίες της αυτοκρατορίας με τον όρο να πληρώσει ο χαλίφης κάποιο χρηματικό ποσό. Το διάβημα αυτό του αυτοκράτορα «κατέστρεψε το ορειχάλκινο τείχος».
Αργότερα βρίσκουμε τους Μαρδαΐτες ως θαλασσοπόρους στην Παμφυλία (νότια Μ. Ασία), στη Πελοπόννησο, στην Κεφαλληνία και σε αρκετές άλλες περιοχές. Η απομάκρυνσή τους από τα σύνορα της Αραβίας ασφαλώς ενίσχυσε τη θέση των Αράβων στις επαρχίες που κατέκτησαν και διευκόλυνε τις μεταγενέστερες επιθετικές κινήσεις τους στη Μ. Ασία. Δεν υπάρχουν αρκετά δεδομένα για να θεωρήσουμε το γεγονός αυτό ως μια πράξη στην οποία παρακινήθηκε ο αυτοκράτορας «από εκτίμηση των Χριστιανών που διοικούνταν από ανθρώπους μιας ξένης πίστης». Τα αίτια της μεταφοράς των Μαρδαϊτών υπήρξαν καθαρά πολιτικά.
Τον 7ο αιώνα, συγχρόνως με τις προσπάθειες που γίνονταν για την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης στην ανατολή, οι Άραβες άρχισαν στη Β. Αφρική τις κινήσεις τους προς τη δύση. Στα τέλη του 7ου αιώνα οι Άραβες πήραν την Καρχηδόνα, την πρωτεύουσα του εξαρχάτου της Αφρικής και στις αρχές του 8ου αιώνα κατέλαβαν το σημερινό οχυρό της Ισπανίας Θέουτα, κοντά στις Στήλες του Ηρακλέους.
Σχεδόν συγχρόνως οι Άραβες, υπό την ηγεσία του στρατηγού τους Ταρίκ, πέρασαν από την Αφρική στην Ισπανία και γρήγορα πήραν από τους Βησιγότθους το μεγαλύτερο μέρος της χερσονήσου. Από το όνομα του Ταρίκ προήλθε η σύγχρονη αραβική ονομασία του Γιβραλτάρ που σημαίνει «το βουνό του Ταρίκ». Έτσι στις αρχές του 8ου αιώνα η Μουσουλμανική απειλή παρουσιάστηκε στην Ευρώπη από διαφορετική κατεύθυνση, δηλαδή από τη χερσόνησο των Πυρηναίων.
Αξίζει να σημειώσουμε πόσο γρήγορη και έντονη ήταν η διάδοση της γλώσσας και του πολιτισμού των Αράβων στην Ισπανία. Ένας μεγάλος αριθμός Χριστιανών των πόλεων δέχθηκε τον αραβικό πολιτισμό χωρίς να γίνουν Μουσουλμάνοι, και μερικοί από αυτούς δημιούργησαν μια κοινωνική τάξη που ονομάστηκε με το αραβικής προέλευσης όνομα Mazarabs. Τον 9ο αιώνα ο επίσκοπος Κορδούης, Alvaro, ανέφερε σ’ αν κήρυγμά του τα εξής:
«Πολλοί από τους ομόθρησκούς μου διαβάζουν κείμενα και ιστορίες των Αράβων και μελετούν τα έργα των Μουσουλμάνων φιλοσόφων και θεολόγων όχι με το σκοπό να τα ανασκευάσουν, αλλά θέλοντας να μάθουν να εκφράζονται στην αραβική γλώσσα πιο σωστά και γλαφυρά. Ποιος από αυτούς μελετά τα Ευαγγέλια, τους Προφήτες και τους Αποστόλους; Αλλοίμονο! Όλοι οι ικανοί Χριστιανοί νέοι γνωρίζουν μόνο τη γλώσσα και τη φιλοσοφία των Αράβων και διαβάζουν, μελετώντας τα με προσοχή, τα αραβικά βιβλία… Εάν κανείς τους μιλήσει για χριστιανικά βιβλία απαντούν με περιφρόνηση ότι δεν αξίζει να τα προσέχει κανείς. Ουαί! Οι Χριστιανοί ξέχασαν τη γλώσσα τους και μόλις υπάρχει ένας στους χίλιους που μπορεί να γράφει σ’ ένα φίλο λατινικά ένα χαιρετιστήριο γράμμα. Όμως υπάρχουν πολλοί που εκφράζονται πολύ ωραία στα αραβικά και που γράφουν ποιήματα στη γλώσσα αυτή, ωραιότερα και με περισσότερη τέχνη από τους ίδιους τους Άραβες».
Κάτι παρόμοιο μπορεί να σημειωθεί και στην Αίγυπτο. Το 699, οπότε η αραβική γλώσσα καθιερώθηκε ως υποχρεωτική για το λαό, αποτελεί για την Αίγυπτο το τέλος της ελληνικής και αιγυπτιακής φιλολογίας. Μετά από αυτήν τη χρονολογία έχουμε την περίοδο της μετάφρασης των έργων των Κοπτών στα αραβικά.
Οι σχέσεις μεταξύ των Αράβων και του πληθυσμού της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου διαφέρουν πολύ από τις σχέσεις που δημιουργήθηκαν στη Β. Αφρική στις περιοχές της σύγχρονης Λιβύης, Τυνησίας, Αλγερίας και Μαρόκου.
Στη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο οι Άραβες δεν αντιμετώπισαν καμιά ισχυρή αντίσταση από τον πληθυσμό, αλλά μάλλον γνώρισαν την υποστήριξη και τη συμπάθεια του πληθυσμού που κατέκτησαν. Σε απάντηση της συμπάθειας αυτής οι Άραβες συμπεριφέρθηκαν στους νέους υπηκόους τους με μεγάλη ανοχή. Με λίγες εξαιρέσεις άφησαν στους Χριστιανούς τις εκκλησίες τους και το δικαίωμα να κάνουν τις θρησκευτικές τους ακολουθίες, απαιτώντας σαν αντάλλαγμα την τακτική μόνο πληρωμή ενός φόρου και την εξασφάλιση πολιτικής πειθαρχίας των Χριστιανών στους Άραβες διοικητές τους.
Η Ιερουσαλήμ, που ήταν ένα από τα πιο ιερά μέρη των Χριστιανών, παρέμεινε ανοιχτή στους προσκυνητές που έρχονταν στην Παλαιστίνη από τα μακρινά σημεία της Δ. Ευρώπης για να προσκυνήσουν στους Αγίους Τόπους και διατήρησε τα πανδοχεία και τα νοσοκομεία που είχε για τους προσκυνητές. Πρέπει επίσης να μη ξεχνάμε ότι στη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο, οι Άραβες ήρθαν σε επαφή με το βυζαντινό πολιτισμό και ότι η επιρροή του γρήγορα έγινε αισθητή ανάμεσα στους κατακτητές.
Με λίγα λόγια, στη Συρία και στην Παλαιστίνη οι κατακτητές δημιούργησαν ειρηνικές σχέσεις που κράτησαν για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Λιγότερο ικανοποιητικά ήταν τα πράγματα στην Αίγυπτο, αλλά και εκεί ακόμα η συμπεριφορά προς τους Χριστιανούς βασιζόταν τελείως στην ανεκτικότητα, τουλάχιστον στη διάρκεια των πρώτων χρόνων της αραβικής κατοχής.
Μετά την αραβική επικράτηση τα Πατριαρχεία των κατακτημένων επαρχιών ήρθαν στα χέρια των Μονοφυσιτών. Παρόλα αυτά όμως οι Μουσουλμάνοι έδωσαν ορισμένα προνόμια στον Ορθόδοξο πληθυσμό της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου και ύστερα από λίγο καιρό τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία της Αντιόχειας και της Αλεξανδρείας αποκαταστάθηκαν και πάλι μέχρι τις ημέρες μας.
Ο Άραβας ιστορικός και γεωγράφος Masudi λέει ότι κάτω από την αραβική κυριαρχία και τα τέσσερα ιερά βουνά: το όρος Σινά, το Χωρήβ, το όρος των Ελαιών, κοντά στην Ιερουσαλήμ και το όρος Θαβώρ, παρέμειναν στα χέρια των Ορθοδόξων. Μόνο που σιγά-σιγά, οι Μονοφυσίτες και άλλοι «αιρετικοί», συμπεριλαμβανομένων και των Μουσουλμάνων, πήραν από τους Ορθοδόξους τους Αγίους Τόπους. Αργότερα η Ιερουσαλήμ αναγνωρίστηκε (μαζί με τη Μέκκα και τη Μεδίνα) ως ιερή μουσουλμανική πόλη. Για τους Μουσουλμάνους η ιερότητα της Ιερουσαλήμ έγκειται στο γεγονός ότι ο Μωαβίας έγινε εκεί χαλίφης.
Τελείως διαφορετική ήταν η κατάσταση στη Β. Αφρική. Εκεί η μεγάλη πλειονότητα των Βέρβερων, παρά την επίσημη αναγνώριση του Χριστιανισμού, παρέμενε στην παλιά κατάσταση του βαρβαρισμού και αντιστεκόταν πολύ ισχυρά στον αραβικό στρατό, ο οποίος για αντίποινα λεηλατούσε και ερήμωνε τις περιοχές των Βέρβερων. Χιλιάδες αιχμαλώτων μεταφέρονταν στην Ανατολή όπου και τους πουλούσαν ως δούλους.
«Στις νεκρές πόλεις της Τύνιδας», λέει ο Diehl, «οι οποίες είναι σήμερα, στην πλειοψηφία τους, στην ίδια κατάσταση στην οποία είχαν μείνει μετά την εισβολή των Αράβων, μπορεί κανείς να βρει σε κάθε στροφή ίχνη των τρομερών αραβικών επιδρομών».
Όταν τελικά οι Άραβες πέτυχαν να κατακτήσουν τις επαρχίες της Β. Αφρικής, πολλοί από τους ντόπιους μετανάστευσαν στην Ιταλία και τη Γαλατία. Η Εκκλησία της Αφρικής, που κάποτε υπήρξε τόσο φημισμένη στα χρονικά της χριστιανικής ιστορίας, δέχτηκε ένα πολύ δυνατό χτύπημα. Σχετικά με τα γεγονότα της περιόδου αυτής, ο Diehl λέει τα εξής:
«Δύο αιώνες η Βυζαντινή αυτοκρατορία διατήρησε στις περιοχές αυτές τη δύσκολη κληρονομιά της Ρώμης, δύο αιώνες η αυτοκρατορία πέτυχε τη μεγάλη και σταθερή πρόοδο των επαρχιών αυτών χάρη στη δυναμική αντίσταση των οχυρών τους, δύο αιώνες διατήρησε στο τμήμα αυτό της Β. Αφρικής τις παραδόσεις του κλασικού πολιτισμού και μετέστρεψε τους Βέρβερους σ’ έναν ανώτερο πολιτισμό, με βάση τη θρησκευτική προπαγάνδα. Μέσα σε 50 χρόνια η εισβολή των Αράβων κατέστρεψε όλες αυτές τις επιτυχίες».
Παρά τη γρήγορη διάδοση του Ισλαμισμού ανάμεσα στους Βέρβερους, ο Χριστιανισμός συνέχισε να υπάρχει ανάμεσά τους και ακόμα και τον 14ο αιώνα, ακούμε για «μερικά μικρά χριστιανικά νησιά της Β. Αφρικής».
Η ΣΛΑΒΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗ Μ. ΑΣΙΑ
Στα 50 τελευταία χρόνια του 6ου αιώνα, οι Σλάβοι δε χτυπούσαν ή λεηλατούσαν μόνον τις βαλκανικές κτήσεις της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αλλά και έφτασαν μέχρι τον Ελλήσποντο, τη Θεσσαλονίκη, τη Ν. Ελλάδα και τις ακτές της Αδριατικής θάλασσας, όπου και εγκαταστάθηκαν αρκετοί από αυτούς. Η Άβαρο-Σλαβική επιδρομή εναντίον της πρωτεύουσας έγινε το 626, στη διάρκεια της βασιλείας του Ηρακλείου, ενώ η Θεσσαλονίκη πολιορκήθηκε από σλαβικές φυλές, οι οποίες έφεραν την πόλη σε πολύ δύσκολη θέση.
Με τα πλοία τους οι Σλάβοι κατέβηκαν στο Αιγαίο Πέλαγος κτυπώντας το στόλο του Βυζαντίου κι αποκόπτοντας συχνά την ενίσχυση της πρωτεύουσας σε τρόφιμα. Ο αυτοκράτορας Κώνστας Β’ αναγκάστηκε να αναλάβει μια εκστρατεία «εναντίον της Σκλαβωνίας».
Από την εποχή αυτή αρχίζει η μετανάστευση μεγάλων μαζών Σλάβων στη Μ. Ασία και στη Συρία. Κατά την εποχή του Ιουστινιανού Β’ μια ορδή 80.000 Σλάβων το λιγότερο, όπως αναφέρει ο V. I. Lamansky, μεταφέρθηκε στο Οψίκιο, ένα από τα «θέματα» της Μ. Ασίας. Περίπου 30.000 από αυτούς χρησιμοποίησε ο αυτοκράτορας στους αγώνες του εναντίον των Αράβων, με τους οποίους όμως τελικά συντάχθηκαν, εγκαταλείποντας τον αυτοκράτορα.
Για την τρομερή τους αυτή πράξη, οι υπόλοιποι Σλάβοι του Οψικίου υπέστησαν φοβερή σφαγή. Μια σφραγίδα της σλαβικής στρατιωτικής αποικίας της Βιθυνίας, που ανήκε στο Οψίκιο, υπάρχει ακόμα από την περίοδο εκείνη και αποτελεί μνημείο μεγάλης αξίας: «Ένα νέο κομμάτι της φυλετικής ιστορίας των Σλάβων», το οποίο (όπως αναφέρει ο B. A. Panchenko, που δημοσίευσε κι εξήγησε τη σφραγίδα αυτή) ρίχνει «μια φωτεινή αχτίδα στην αμυδρά φωτισμένη ιστορία των μεγάλων μεταναστεύσεων». Από τις αρχές του 7ου αιώνα το πρόβλημα των σλαβικών εγκαταστάσεων στη Μ. Ασία παρουσιάζει πολύ εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Τα 50 τελευταία χρόνια του 7ου αιώνα έχουν επίσης το χαρακτηριστικό ότι κατά τη διάρκειά τους σχηματίστηκε το νέο Βουλγαρικό βασίλειο, στα βόρεια σύνορα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, κατά μήκος των ακτών του κάτω Δούναβη. Ένα βασίλειο, του οποίου η μεταγενέστερη ιστορία υπήρξε εξαιρετικά σημαντική για την τύχη της αυτοκρατορίας. Την περίοδο αυτή κυρίως αναφέρονται οι παλαιοί Βούλγαροι, ένας λαός ουννικής (τουρκικής) προέλευσης, που ήταν πολύ συγγενικός με τη φυλή των Ονογουνδούρων.
Την εποχή του Κώνστα Β’, μια ορδή Βουλγάρων, με αρχηγό τον Ασπαρούχ, αναγκάστηκε από τους Χαζάρους να μετακινηθεί δυτικά, να εγκατασταθεί στο Δούναβη και αργότερα να μετακινηθεί νοτιότερα και να μπει στο τμήμα εκείνο του Βυζαντίου που σήμερα είναι γνωστό ως Δοβρουτσά. Οι Βούλγαροι αυτοί, όπως αναφέρει ο V. N. Zlatarsky, είχαν κλείσει προηγουμένως μια συμφωνία με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, με βάση την οποία, ως σύμμαχοι της αυτοκρατορίας, θα υπερασπίζονταν τα σύνορα στο Δούναβη από τις επιθέσεις άλλων βαρβάρων.
Είναι δύσκολο να πούμε αν η άποψη αυτή είναι σωστή ή όχι, επειδή γνωρίζουμε πολύ λίγα πράγματα για την ιστορία των πρώτων Βουλγάρων. Και αν όμως υπήρχε πράγματι μια τέτοια συμφωνία δεν κράτησε πολύ. Οι Βούλγαροι απασχολούσαν πολύ τον αυτοκράτορα και το 679 ο Κωνσταντίνος Δ’ ανέλαβε μια εκστρατεία εναντίον τους, η οποία όμως τέλειωσε με πλήρη ήττα του στρατού του Βυζαντίου και με υποχρέωση του αυτοκράτορα να πληρώνει στους Βουλγάρους ετήσιο φόρο και να τους παραχωρήσει ορισμένα εδάφη. Το Δέλτα του Δούναβη και μέρος των ακτών της Μαύρης Θάλασσας παρέμεινε στα χέρια των Βουλγάρων. Το νεοσχημάτιστο βασίλειο, αναγνωρισμένο με τη βία από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου, έγινε ένας επικίνδυνος γείτονας.
Αφού οι Βούλγαροι αναγνωρίστηκαν πολιτικά, άρχισαν σιγά-σιγά να αυξάνουν τις κτήσεις τους και να συγκρούονται με το σλαβικό πληθυσμό των γειτονικών επαρχιών. Οι νεοελθόντες Βούλγαροι εισήγαγαν τη στρατιωτική οργάνωση και την πειθαρχία ανάμεσα στους Σλάβους. Ενεργώντας ως ενωτικός παράγοντας ανάμεσα στις φυλές των Σλάβων της χερσονήσου, που ζούσαν μέχρι τότε σε χωριστές ομάδες, οι Βούλγαροι ανέπτυξαν σιγά-σιγά ένα δυναμικό κράτος που φυσικά αποτελούσε μεγάλη απειλή για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Αργότερα χρειάστηκε να οργανωθούν πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες κατά των Βουλγάρων και των Σλάβων. Αριθμητικά μικρότεροι από τους Σλάβους, οι Βούλγαροι του Ασπαρούχ, σύντομα βρέθηκαν κάτω από την έντονη επιρροή των Σλάβων. Μεγάλες φυλετικές αλλαγές έγιναν ανάμεσα σ’ αυτούς τους Βουλγάρους, οι οποίοι ενώ περνούσε ο καιρός, έχαναν την ουννική (τουρκική) τους εθνικότητα για να γίνουν σχεδόν τελείως Σλάβοι, στα μέσα του 9ου αιώνα, αν και σήμερα ακόμα φέρουν το παλιό τους όνομα: Βούλγαροι.
Το 1899 και το 1900 το Ρωσικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Κωνσταντινούπολης έκανε ανασκαφές στην υποτιθέμενη παλαιά θέση της Βουλγαρίας, με αποτέλεσμα να ανακαλυφθούν εξαιρετικής αξίας ευρήματα. Στη θέση της παλιάς πρωτεύουσας του βασιλείου (Pliska ή Pliskova) κοντά στο σημερινό χωριό Aboba, στη ΒΑ Βουλγαρία, κάπου ΒΑ της πόλης Shumla, οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν τα θεμέλια των ανακτόρων των παλαιών Χάνων της Βουλγαρίας καθώς και μέρος των τειχών της με πύργους και πύλες, τα θεμέλια μιας μεγάλης εκκλησίας, επιγραφές, πολλά καλλιτεχνικά και διακοσμητικά αντικείμενα, χρυσά και ορειχάλκινα νομίσματα καθώς και σφραγίδες.
Δυστυχώς όλα αυτά τα ευρήματα δεν μπορούν να αξιοποιηθούν και να εξηγηθούν όσο πρέπει, επειδή οι σχετικές πηγές με την περίοδο αυτή είναι πολύ σπάνιες. Προς το παρόν πρέπει κανείς να περιοριστεί σε υποθέσεις και εικασίες. Ο Θ. Ουσπένσκυ, ο οποίος διηύθυνε τις ανασκαφές, λέει ότι «οι ανακαλύψεις που έγιναν από το Ινστιτούτο στην πλευρά της πεδιάδας που είναι κοντά στη Shumla, έφεραν στο φως πολύ σημαντικά δεδομένα, που δίνουν αρκετές βάσεις για το σχηματισμό μιας καθαρής ιδέας για τη βουλγαρική ορδή που εγκαταστάθηκε στα Βαλκάνια, καθώς και για τις βαθμιαίες μεταμορφώσεις που προκλήθηκαν από την επιρροή των σχέσεών της με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία».
«Όπως αποδεικνύεται από παλαιά μνημεία που βρέθηκαν στη διάρκεια των ανασκαφών της παλαιάς πρωτεύουσας και που δείχνουν τις βουλγαρικές συνήθειες και τρόπους ζωής», λέει ο ίδιος επιστήμονας, «οι Βούλγαροι γρήγορα υπέστησαν την επίδραση του πολιτισμού της Κωνσταντινούπολης, ενώ οι Χάνοι τους σιγά-σιγά εισήγαγαν στις Αυλές τους συνήθειες και τελετές της Αυλής του Βυζαντίου». Το μεγαλύτερο μέρος των μνημείων που ανακαλύφθηκαν στη διάρκεια των ανασκαφών, ανήκει σε μια εποχή μεταγενέστερη της εποχής του Ασπαρούχ, και κυρίως στον 8ο και 9ο αιώνα.
ΠΡΟΤΑΣΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑΣ
Κατά τα μέσα του 7ου αιώνα, η κατάσταση της Κωνσταντινούπολης μεταβλήθηκε πολύ γρήγορα. Οι αραβικές κατακτήσεις των ανατολικών και ΝΑ επαρχιών του Βυζαντίου, οι συχνές αραβικές επιθέσεις στις επαρχίες της Μ. Ασίας, οι επιτυχημένες επιδρομές του αραβικού στόλου στη Μεσόγειο και το Αιγαίο Πέλαγος και η δημιουργία του βουλγαρικού βασιλείου στα βόρεια σύνορα, καθώς και η βαθμιαία κάθοδος των Σλάβων των Βαλκανίων προς την πρωτεύουσα, το Αιγαίο και την Ελλάδα, δημιούργησαν νέες και μοναδικές στο είδος τους συνθήκες για την Κωνσταντινούπολη, η οποία δεν μπορούσε να αισθάνεται καθόλου ασφαλής.
Η πρωτεύουσα αντλούσε πάντοτε τη δύναμή της από τις ανατολικές επαρχίες, ενώ τώρα ένα μεγάλο μέρος τους είχε κατακτηθεί και το υπόλοιπο τμήμα ήταν εκτεθειμένο σε κάθε είδους κινδύνους και απειλές. Μόνο με βάση αυτή τη νέα κατάσταση των πραγμάτων μπορούμε να αναλύσουμε, όπως πρέπει, την επιθυμία του Κώνστα Β’ να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη και να μεταθέσει την πρωτεύουσα πίσω στην Παλαιά Ρώμη ή σε κάποιο άλλο σημείο της Ιταλίας. Οι χρονογράφοι εξηγούν την αναχώρηση του αυτοκράτορα από την πρωτεύουσα σαν φυγή, στην οποία αναγκάστηκε να καταφύγει λόγω του μίσους που προκάλεσε στο λαό με τον φόνο του αδελφού του. Η εξήγηση αυτή όμως είναι δύσκολο να γίνει δεκτή από ιστορικής πλευράς.
Η πραγματικότητα είναι ότι ο αυτοκράτορας δεν θεωρούσε πλέον ασφαλή την παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη. Εκτός από αυτό όμως, είναι πολύ πιθανόν να αντιλήφθηκε την αναπόφευκτη προσέγγιση του κινδύνου των Αράβων από τη Β. Αφρική στην Ιταλία και τη Σικελία, και να αποφάσισε να ενισχύσει τη δύναμη της αυτοκρατορίας στο δυτικό τμήμα της Μεσογείου, με την παρουσία του, που θα του έδινε τη δυνατότητα να πάρει όλα τα μέτρα για να εμποδίσει τους Άραβες να επεκτείνουν τις κτήσεις τους πέρα από τα σύνορα της Αιγύπτου.
Είναι πιθανόν ότι ο αυτοκράτορας δεν είχε σκοπό να εγκαταλείψει για πάντα την Κωνσταντινούπολη και ότι επιθυμούσε μόνο να δημιουργήσει ένα δεύτερο κεντρικό σημείο της αυτοκρατορίας στη Δύση, όπως ακριβώς συνέβαινε τον 4ο αιώνα, ελπίζοντας ότι αυτό θα βοηθούσε να σταματήσει η επέκταση της κυριαρχίας των Αράβων. Όμως, οι σύγχρονοι ιστορικοί εξηγούν την επιθυμία του Κώνστα Β’ να κατευθυνθεί προς τη Δύση, με βάση πολιτικά και όχι προσωπικούς λόγους.
Στο μεταξύ η κατάσταση στην Ιταλία δεν προμήνυε ειρήνη. Οι Έξαρχοι της Ραβέννας, έχοντας πάψει να αισθάνονται την ισχυρή θέληση του αυτοκράτορα λόγω της μεγάλης απόστασης που τους χώριζε από την Κωνσταντινούπολη και λόγω των εξαιρετικά δύσκολων συνθηκών που επικρατούσαν στην Ανατολή, έτειναν επίσημα προς την αποστασία. Οι Λογγοβάρδοι κατείχαν ένα μεγάλο μέρος της Ιταλίας, αν και η εξουσία του αυτοκράτορα αναγνωριζόταν ακόμα στη Ρώμη, τη Νεάπολη και τη Σικελία, καθώς και στο νότιο τμήμα της Ιταλίας, όπου ο πληθυσμός ήταν κυρίως ελληνικός.
Αφήνοντας την Κωνσταντινούπολη ο Κώνστας Β’ ξεκίνησε, μέσω της Αθήνας, για την Ιταλία και ύστερα από μια παραμονή στη Ρώμη, τη Νεάπολη και τα νότια μέρη της Ιταλίας, εγκαταστάθηκε στις Συρακούσες της Σικελίας. Πέρασε τα 5 τελευταία χρόνια της βασιλείας του στην Ιταλία, χωρίς να πετύχει να εκπληρώσει τα σχέδιά του. Ο αγώνας του με τους Λογγοβάρδους απέτυχε, η Σικελία απειλείτο ακόμα από τους Άραβες και μια συνωμοσία εναντίον του αυτοκράτορα είχε σαν αποτέλεσμα το φόνο του μέσα σ’ ένα από τα λουτρά των Συρακουσών.
Μετά το θάνατό του, εγκαταλείφθηκε η ιδέα της μεταφοράς της πρωτεύουσας στη Δύση και ο γιος του Κώνστα, ο Κωνσταντίνος Δ’, έμεινε στην Κωνσταντινούπολη.
Πηγή: Βυζαντινή Ιστορία, Αβέρωφ
Όπως σε όλες τις μεσαιωνικές κοινωνίες, έτσι και στη Βυζαντινή, το παιδί δεν αποτελεί το κέντρο ενδιαφέροντος της οικογένειας και η θέση του δεν είναι προνομιακή μεταξύ των μελών της. Οι κοινωνικές αντιλήψεις επηρεάζουν την ενασχόληση της επιστήμης με το παιδί και η φροντίδα της υγείας του δε διαχωρίζεται από εκείνη των ενηλίκων. Οι πληροφορίες από τις ιστορικές, αγιολογικές και ιατρικές πηγές συνηγορούν στην έλλειψη της Παιδιατρικής ειδικότητας, αλλά ταυτόχρονα μαρτυρούν τη στάση της Εκκλησίας προς τον ανήλικο πληθυσμό σχετικά με τη ζωή του (απαγόρευση εκτρώσεων και έκθεσης βρεφών σε σύμφωνη νομοθετική ρύθμιση από την Πολιτεία) και την υγεία του (σωματική, ψυχική και κοινωνική) θέτοντας τη φιλανθρωπία στην κορυφή των αρετών και υλοποιώντας την με τη δημιουργία ευαγών ιδρυμάτων και με την αφιέρωση αρκετών αγίων αποκλειστικά στην προστασία των παιδιών και τη θαυματουργική θεραπεία τους από τις αρρώστιες.
ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΗΛΙΚΙΩΝ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Η νομική αναγνώριση της παιδικής ηλικίας ως αυτοτελές έννομο αγαθό είναι ανύπαρκτη στο μεγαλύτερο διάστημα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και μόνο στους τελευταίους αιώνες επιχειρείται να καλυφθεί το κενό με το έργο του Κωνσταντίνου Αρμενόπουλου «Εξάβιβλος». Στο κεφάλαιο «Περί άνηβων και αφηλίκων», του ανωτέρω συγγράμματος, ορίζεται η ανηλικότητα από τη γέννηση μέχρι το 25ο έτος και καταγράφονται οι ειδικότερες διακρίσεις.
«Ίμφαντες» ή «νήπιοι» ονομάζονται οι ανήλικοι μέχρι 7 ετών. «Άνηβοι» καλούνται τα αγόρια μέχρι το 14ο και τα κορίτσια μέχρι το 12ο έτος της ηλικίας τους και «αφήλικες» από τα όρια αυτά μέχρι το 25ο έτος.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΜΒΡΥΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΡΕΦΟΥΣ
Η διάθεση του νομοθέτη να προστατεύσει τον παιδικό πληθυσμό από κάθε επιβουλή εναντίον του είναι εμφανής στην αυξανόμενη αυστηρότητα με την οποία τιμωρούνται οι αξιόποινες πράξεις που στρέφονται κατά των ανηλίκων. Η μέριμνα αυτή επεκτείνεται στα έμβρυα, τα οποία έχουν τα ίδια δικαιώματα και θεωρούνται αναπτυσσόμενες ψυχοσωματικές οντότητες. Ο σεβασμός προς το έμβρυο επιβάλλει την αναστολή κάθε καταδίκης της μητέρας στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αλλά ακόμα και την υποχρεωτική αφαίρεση του κυήματος από την αποθανούσα έγκυο λόγω πιθανότητας να είναι ζωντανό. Η Πολιτεία φροντίζει επίσης σε περιπτώσεις θανάτου του πατέρα ή διαζυγίου να αναλάβει την προστασία του παιδιού που θα γεννηθεί διορίζοντας «κουράτορα» (επίτροπο) που οφείλει να μεριμνήσει για την ανατροφή του.
Υπό την επίδραση του Χριστιανισμού παγιώνεται η απαγόρευση των εκτρώσεων και καταδικάζονται τόσο από την Εκκλησία όσο και από την Πολιτεία ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίον γίνονται (κληρονομικά δικαιώματα, διαζύγιο, αντίδραση προς το σύζυγο, δωροδοκίες συγγενών, προσωπική επιθυμία της μητέρας), της οικογενειακής κατάστασης της μητέρας (νόμιμο ή νόθο έμβρυο) και της χρονικής στιγμής (πρώιμη ή πιο προχωρημένη εγκυμοσύνη). Η ποινή περιλαμβάνει τη μητέρα αλλά και το συνεργό της στην πράξη που ισοδυναμεί με φόνο, δηλαδή τον ιατρό, τη μαία ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο και κυμαίνεται από εξορία, σωματικές ποινές, δήμευση περιουσίας, ακόμα και θάνατο. Η Εκκλησία προσθέτει και 10ετές επιτίμιο.
Η μέριμνα της Πολιτείας επεκτείνεται σε όλη τη διάρκεια της εμβρυικής ζωής και στον τοκετό. Καταλογίζονται ευθύνες στη μητέρα αν χάσει το νεογνό από αμέλεια. Αποφασιστική είναι και η παρέμβαση της νομοθεσίας στο ευρύτατα διαδεδομένο φαινόμενο στις κοινωνίες της αρχαιότητας, την έκθεση βρεφών: εκείνος που εκθέτει ένα νεογέννητο, όποια έκβαση και αν προκύψει (αν επιζήσει ή όχι το νεογνό) χαρακτηρίζεται ως φονιάς. Ο νόμος θεωρεί ένοχο όποιον πνίγει, εκθέτει σε δημόσιο χώρο ή αρνείται την τροφή σε βρέφος. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός κατάργησε το δικαίωμα του πατέρα να απορρίπτει τα παιδιά του, απόρροια ενός αρχαίου δικαιώματος που διαιωνιζόταν μέχρι τότε. Ωστόσο η διαρκής ανανέωση της απαγόρευσης αυτής σε όλες τις νομοθεσίες είναι ενδεικτική ότι δεν ήταν εύκολο να καταργηθούν αντιλήψεις αιώνων παρά το πνεύμα του Χριστιανισμού που κυριαρχεί στο Βυζάντιο.
ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ ΠΑΙΔΙΟΥ
Το θέμα αυτό εξακολουθεί μέχρι σήμερα να απασχολεί τις σύγχρονες κοινωνίες χωρίς να έχει αντιμετωπιστεί ριζικά παρά τις συνεχείς νομικές ρυθμίσεις και τις αυστηρές ποινές που προβλέπονται για τους ενόχους. Στη Βυζαντινή εποχή οι νόμοι παρακάμπτονταν με ποικίλους νομότυπους τρόπους ή και καταπατούνταν τόσο συχνά, ώστε να απαιτείται η επανάληψη των διαταγμάτων και η αδιάλειπτη εφαρμογή τους. Ένας «ευέλικτος» τέτοιος νόμος επέτρεπε το γάμο από την ηλικία των 12 ετών για τα κορίτσια και των 14 για τα αγόρια και μια ακόμα πιο «ευέλικτη» τροποποίηση ευλογούσε τους αρραβώνες από την ηλικία των 7 ετών και για τα δύο φύλα. Ο σύζυγος αναλάμβανε την υποχρέωση να περιμένει τη συμπλήρωση της νόμιμης ηλικίας για τη σύναψη σχέσεων, αλλά το πλήθος των ακυρώσεων γάμων και αρραβώνων λόγω της παραβίασης αυτής είναι ενδεικτικό της κατάχρησης. Οι υποθέσεις που έφταναν μέχρι τους τοπικούς επισκόπους και το Πατριαρχείο αποτελούν μόνο την κορυφή του παγόβουνου. Αναφέρονται κατηγορίες για γονείς που παραποιούν ή αποκρύπτουν την ηλικία των θυγατέρων τους και επιπλέον δωροδοκούν τους ιερείς για την εκτέλεση του γάμου, αδιαφορώντας για τις συνέπειες της σεξουαλικής κακοποίησης σε ηλικία προεφηβική ή και νηπιακή. Οι σωματικές και ψυχολογικές επιπτώσεις είναι ολέθριες για τα νεαρά κορίτσια: 12χρονη, που βιάστηκε από τον μνηστήρα της ήδη από την ηλικία των 7 ετών, ζητούσε επίμονα διαζύγιο διότι «δεν μπορούσε να ανεχθεί ούτε τη θέα του» και αν δεν κατόρθωνε να διαζευχθεί απειλούσε ότι «θα έπεφτε στον γκρεμό». Άλλο 7χρονο κορίτσι, που ο πατέρας τη δήλωσε ψευδώς 12χρονη, βιάστηκε από τον μνηστήρα κατά τρόπο απάνθρωπο: επειδή δυσανασχετούσε της έφραξε το στόμα ώστε «αίμα εξήλθε από τα αυτιά» και έκτοτε κατατρόμαζε και μόνο «στη θέα ανδρός». Οι τιμωρίες όπως η διαπόμπευση, η δήμευση περιουσίας ή η χρηματική αποζημίωση, η εξορία, η ρινοκοπία και άλλες ανάλογα με τις περιστάσεις δε συνετίζουν τους παραβάτες.
Η νομική προστασία επεκτείνεται και στα μικρά αγόρια με θέσπιση αυστηρών ποινών για τους ενόχους σε ασέλγεια. Ο νομοθέτης είναι αυστηρός για όσους παρασύρουν παιδιά με δώρα και υποσχέσεις και η Εκκλησία καταδικάζει κάθε τέτοια πράξη. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος επισημαίνει τον κίνδυνο να δελεαστούν οι ανήλικοι από τους παιδεραστές «με γλυκά και λιχουδιές» και να βιαστούν ή να απαχθούν για να πουληθούν σε μακρινές αγορές. Η στάση της Εκκλησίας επηρεάζει τη νομοθεσία: από τον 4ο αιώνα θεσπίστηκε η ποινή της θανάτωσης με ξίφος που τυπικά διατηρήθηκε σε ισχύ για πολλούς αιώνες. Όμως στην πράξη η συνήθης ποινή ήταν η κοπή των γεννητικών οργάνων. Υπάρχουν μαρτυρίες ιστορικών και χρονογράφων για μια ομάδα παιδεραστών το δεύτερο χρόνο της βασιλείας του Ιουστινιανού, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονταν και οι επίσκοποι Ησαΐας ο Ρόδιος και Αλέξανδρος Διοσπόλεως Θράκης. Όλοι υποβλήθηκαν σε αποκοπή των γεννητικών οργάνων και διαπομπεύτηκαν «περιφερόμενοι γυμνοί στην αγορά» προς παραδειγματισμό των υπολοίπων αρσενοκοιτών. Φαίνεται μάλιστα, ότι ο φόβος που κατέλαβε μεγάλο μέρος των επιθυμούντων νεαρά αγόρια απέτρεψε την επέκταση του φαινομένου και, σύμφωνα με τον ιστορικό Γεώργιο Κεδρηνό «σωφρονίστηκαν». Η διαρκής ανάγκη όμως ανανέωσης των απαγορεύσεων στη νομοθεσία αποδεικνύει μάλλον το αντίθετο. Πρόνοια λαμβάνεται μόνο για το ανήλικο θύμα, το οποίο είτε εισάγεται σε μοναστήρι είτε εξακολουθεί και παραμένει στην οικογένεια απαλλασσόμενο από κάθε ευθύνη «διότι η ηλικία του δεν του επιτρέπει να συνειδητοποιήσει τη βλάβη που υπέστη».
Η παιδική πορνεία αποτελεί συνηθισμένη εκδήλωση σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών από τους μαστροπούς, που σε ορισμένες περιπτώσεις προέρχονται από την ίδια την οικογένεια. Άποροι και εξαθλιωμένοι γονείς δέχονται να πουλήσουν μικρά κορίτσια στους μαστροπούς έναντι 5 χρυσών νομισμάτων, παρά την απειλή του νόμου που τιμωρεί αμφότερους. Αναφέρονται πόρνες ηλικίας ακόμα και 10 ετών που αμείβονται όσο και οι μεγαλύτερες.
Η σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών κορυφώνεται σε καιρούς πολέμων και ιδιαίτερα σε εμπλοκές αμάχων, όπως συμβαίνει σε αλώσεις μικρών ή μεγαλύτερων πόλεων. Στην άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Σταυροφόρους το 1185 ο Ιωάννης Καμενιάτης γράφει: «πρώτους στα πλοία μετέφεραν τους νέους και τις νέες» και ακόμα ότι «η φύση των αγοριών μετατράπηκε σε γυναικεία χρήση». Στην άλωση της Κωνσταντινούπολης από Σταυροφόρους το 1204, ο Νικήτας Χωνιάτης αναφέρει ότι οι γονείς «με λάσπη άλειφαν τα πρόσωπα των κοριτσιών τους ώστε να μη φαίνεται η ομορφιά τους και προκαλούν τους θεατές αρχικά και μελλοντικά βιαστές ύστερα». Σχεδόν τρεις αιώνες αργότερα, οι σκηνές επαναλαμβάνονται στη Θεσσαλονίκη από Οθωμανούς, σύμφωνα με την περιγραφή του Μιχαήλ Δούκα: «μπορούσε κανείς να δει αυτά τα τέρατα (τους κατακτητές) να σέρνουν πίσω τους νέους και ανήλικες παρθένους και μικρά βρέφη, τραβώντας τους». Τέλος, το δράμα της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τον Μωάμεθ τον Πορθητή, είχε τραγικές συνέπειες στον άμαχο πληθυσμό και ιδιαίτερα στον ανήλικο. Οι σκηνές που περιγράφονται από τους ιστορικούς είναι χαρακτηριστικές για τη βιαιότητα που άσκησαν οι κατακτητές στα παιδιά που έπεσαν στα χέρια τους: «Ο καθένας από αυτούς άρπαζε ένα κορίτσι και καθώς το διεκδικούσε άλλος και το τραβούσε, το ξεμάλλιαζαν και το ξεγύμνωναν… παρθενικά πλάσματα που δεν τα είχε δει ο ήλιος ούτε καλά – καλά ο ίδιος πατέρας τους, τα τραβολογούσαν, τα έσπρωχναν με τη βία, χτυπώντας τα συγχρόνως με ραβδί».
ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ ΠΑΙΔΙΩΝ
Η έλλειψη φροντίδας από τους γονείς προς τα παιδιά τους επισύρει νομικές κυρώσεις. Το κράτος υποχρεώνει γονείς και κηδεμόνες να παρέχουν τροφή και υγειονομική περίθαλψη στα τέκνα και να τα προστατεύουν, αν πάσχουν από κάποιο ψυχικό νόσημα. Στο θέμα όμως της βίας μέσα στην οικογένεια και στο σχολείο, η νομοθεσία διαφοροποιεί τις ευθύνες των σωματικών βλαβών που επιφέρονται στους ανήλικους από γονείς, δασκάλους και συγγενείς, αν ο σκοπός είναι ο σωφρονισμός. Αντίθετα δεν δικαιολογούνται και τιμωρούνται οι πράξεις βίας ενήλικων κατά παιδιών που δεν συνδέονται με συγγενική ή παιδαγωγική σχέση μαζί τους. Στο σχολείο η παράδοση της σωματικής βίας συνεχίζεται από την αρχαιότητα με στόχο τη φιλομάθεια και την υπακοή. Η ρήση του Ορειβάσιου «από την ηλικία των 6-7 ετών αγόρια και κορίτσια να παραδίδονται σε δασκάλους με πράο και φιλάνθρωπο χαρακτήρα» απηχεί τη γνώμη ενός φωτισμένου ιατρού και φιλοσόφου για τη σωστή μεταχείριση των παιδιών στην πρώτη τους επαφή με την εκπαίδευση. Οι Πατέρες της Εκκλησίας αναγνωρίζουν κάποια χρησιμότητα στις σωματικές ποινές διότι συχνά τα απρόσεκτά παιδιά μετά τις πληγές που υπέστησαν «άνοιξαν τα αυτιά τους και διατήρησαν στη μνήμη τους τα μαθήματα». Η βιαιότητα των δασκάλων μερικές φορές λειτουργεί ως στοιχείο διαφήμισης, διότι οι γονείς τους προτιμούν και τους θεωρούν ως ικανότερους στην εκπαίδευση. Τα όργανα σωφρονισμού (ράβδος και μαστίγιο) είναι παρόντα και συνεχώς σε χρήση κατά των αμελών μαθητών, ενώ δεν υπάρχουν αντίθετες φωνές που να καταδικάζουν υπερβάσεις στην εξουσία των διδασκόντων.
Έτσι ο Μιχαήλ Ψελλός αποδέχεται ότι «η ήπια σωματική τιμωρία ευοδώνει τη μάθηση», ενώ δεν λείπουν περιγραφές (Ιωάννης Χρυσόστομος) μαθητή που τρέμει από το φόβο του για την επικείμενη τιμωρία μπροστά στο δάσκαλο που κρατάει απειλητικά το μαστίγιο ή (Γρηγόριος Νύσσας) ήδη τιμωρημένου μαθητή που έχει πρηστεί από τα κτυπήματα του μαστιγίου. Σ’ αυτή τη μορφή βίας προστίθενται, στο σχολείο και στο σπίτι, ραπίσματα, τραβήγματα μαλλιών, άλλες ταπεινώσεις όπως εμπτυσμός και μουτζούρωμα του προσώπου με μελάνι. Είναι χαρακτηριστική η παρουσία της βίας κατά των παιδιών σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, ακόμα και μέσα στην αυτοκρατορική οικογένεια: ο αυτοκράτορας Αρκάδιος γιος και διάδοχος του Μεγάλου Θεοδοσίου, έφερε σε όλη του τη ζωή τα σημάδια των πληγών που του είχε προξενήσει ο παιδαγωγός του Άγιος Αρσένιος για να τον τιμωρήσει για κάποιο σφάλμα του. Τα παιδιά των αυτοκρατόρων αντιμετωπίζουν σοβαρούς κινδύνους κατά της σωματικής τους ακεραιότητας και της ίδιας της ζωής τους από αντιπάλους και σφετεριστές του θρόνου. Περιγράφεται ο θάνατος του 6χρονου Τιβέριου, γιου του Ιουστινιανού Β’, τον οποίο οι έμπιστοι του νέου αυτοκράτορα Φιλιππικού άρπαξαν μέσα από την εκκλησία των Βλαχερνών, όπου είχε καταφύγει «και του έστριψαν το λαρύγγι σαν πρόβατο». Ο ίδιος ο πατέρας του προηγουμένως είχε διατάξει να θανατωθούν όλα τα παιδιά της πόλης Χερσώνας και διέταξε νέα εκστρατεία για να εκτελεστεί η διαταγή του.
ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Τα διδάγματα του Χριστιανισμού είχαν ευεργετικές επιδράσεις σε θέματα προστασίας της παιδικής ηλικίας, ιδίως ορφανών και περιπλανώμενων παιδιών, που ο αριθμός τους ήταν πολύ μεγάλος, όχι μόνο λόγω φυσικού θανάτου των γονέων, αλλά και των ποικίλων περιπετειών της αυτοκρατορίας (αλώσεις, αιχμαλωσίες, εκστρατείες) και των φυσικών καταστροφών (λοιμοί, λιμοί, σεισμοί). Το πνεύμα της φιλανθρωπίας υπαγόρευε τη δημιουργία ορφανοτροφείων και την εκπαίδευση των τροφίμων στα γράμματα ή σε χειρωνακτικά επαγγέλματα και την αποκατάσταση των κοριτσιών με γάμο. Ο αυτοκράτορας είχε υπό τη σκέπη του τα ορφανά των ευαγών ιδρυμάτων της Κωνσταντινούπολης, τα οποία επισκεπτόταν κάθε Τετάρτη μετά το Πάσχα μαζί με τον διευθυντή (ορφανοτρόφο), έψαλλαν μαζί, μοίραζε δώρα και τα φιλούσε ένα – ένα χωριστά κατά την αναχώρησή του, δίνοντας το καλό παράδειγμα για τους άλλους εύπορους πολίτες.
Μαρτυρίες για την ύπαρξη και τη δημιουργία ορφανοτροφείων και βρεφοκομείων υπάρχουν σε πλήθος πηγών ενδεικτικές για τις αντιλήψεις και τη νοοτροπία της Βυζαντινής κοινωνίας. Η Εκκλησία με τη σειρά της υλοποιεί τη χριστιανική διδασκαλία με τα ευαγή ιδρύματα και τις προσπάθειες να οικοδομηθούν συνθήκες δικαιοσύνης επίγειες, εναρμονίζοντας το κοσμικό με το υπερβατικό στοιχείο. Ο κοινωνικός χαρακτήρας της Βυζαντινής λατρείας εκδηλώνεται σε πλήθος αποσπασμάτων των ιερών κειμένων, όπως το κατωτέρω από τη Θεία Λειτουργία: «τα νήπια έκθρεψον, τη νεότητα παιδαγώγησον, ορφανών υπεράσπισον, νοσούντας ίασαι».
ΑΤΕΚΝΙΑ – ΓΕΝΝΗΣΗ – ΥΙΟΘΕΣΙΑ – ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΑΙΔΙΟΥ
Κάθε βυζαντινή οικογένεια θεωρούσε ύψιστο σκοπό τη συνέχειά της μέσω της απόκτησης απογόνων. Η τεκνοποίηση όχι μόνο ήταν αυτονόητη, αλλά και πηγή μεγάλης χαράς και ευλογίας για το ζευγάρι. Τα παιδιά αποτελούσαν στήριγμα για τους γονείς στα γηρατειά τους, αλλά και ελπίδα διατήρησης και διεύρυνσης των κοινωνικών οριζόντων τους είτε με την επαγγελματική τους άνοδο, είτε με επωφελείς γάμους. Η ατεκνία αποτελεί αιτία λύπης, αλλά και ντροπής για την οικογένεια, ως κοινωνικό στίγμα που προϋποθέτει αμαρτία, αλλά και «μέγιστο κακό διότι σβήνει εντελώς τη μνήμη των γονέων που απεβίωσαν». Ο ιστορικός Ιωάννης Κίνναμος παραθέτει μαρτυρία για την προμήθεια φαρμάκων από μάγους για να χορηγηθούν στους εχθρούς τους με σκοπό να μείνουν άκληροι. Αντίθετα κάθε άτεκνη γυναίκα κατέφευγε στην επιστήμη, στη θρησκεία και στη μαγεία για να αποφύγει τη μειονεκτική θέση στον οικογενειακό και κοινωνικό της περίγυρο. Οι ιατροί συνιστούν ορισμένες τροφές με συλληπτικές ιδιότητες και μερικά θεραπευτικά της ατεκνίας φυτά, όπως «την ιεράν βοτάνην ελελίσφακος, επειδή η γυναίκα εάν πιεί το χυμό της και έχει σεξουαλική επαφή θα συλλάβει οπωσδήποτε» (Αέτιος ο Αμιδηνός). Ο Συμεών Σηθ προτείνει διατροφή με γαρίδες «οι οποίες έχουν κάποια ιδιότητα που συντελεί στην εγκυμοσύνη» και επίσης εφαρμόζονται πεσσοί συλληπτικοί με σκοπό κυρίως τη μηχανική συγκράτηση του σπέρματος στο γυναικείο οργανισμό.
Οι Βυζαντινοί ιατροί γνωρίζουν ότι τα βιολογικά όρια τεκνοποίησης στις γυναίκες είναι περιορισμένα και δεν επιχειρούν να υποβοηθήσουν με οποιαδήποτε μέθοδο όποια έχει συμπληρώσει το 50ο έτος της ηλικίας της. Ο τοκετός, πέρα από τη διαχωριστική αυτή γραμμή, θεωρείται «θαυμαστός» και «πολύ σπάνια συμβαίνει», άποψη που υιοθετεί και η νομοθεσία: «η γυναίκα μετά το 50ο έτος της δεν δύναται πλέον να παιδοποιήσει».
Στον τομέα της σύλληψης (αλλά και της αντισύλληψης και των αμβλώσεων) κυριαρχεί η πρακτική ιατρική και η μαγεία. Αναφέρονται τα πιο παράδοξα αντικείμενα ως συλληπτικά: αίμα λαγού, λίπος χήνας, τερεβινθίνη, οστό από ελάφι, αετίτης λίθος, σαρδόνυξ λίθος (ο τελευταίος επιπλέον αποτρέπει και τις αποβολές). Οι γοητείες, οι μαγγανείες, τα φυλακτήρια και άλλες μορφές μαγείας ήταν η κατάληξη της απεγνωσμένης αναζήτησης τεκνοποίησης από τις άτυχες συζύγους. Ακόμα και απάτες μεταχειρίζονταν για την απόκτηση του πολυπόθητου απογόνου κάποιες άτεκνες παρουσιάζοντας στο σύζυγό τους ξένο παιδί, αφού προηγουμένως είχαν προσποιηθεί εγκυμοσύνη, πράξη αξιόποινη για το νομοθέτη. Ακόμα και η προτίμηση για το φύλο του παιδιού μπορεί να πραγματοποιηθεί με τη χορήγηση ειδικών βοτάνων για αρρενοτοκία, όπως «ρίζα σατυρίου και σεραπιάδος».
Σχετικά με την εξέλιξη του εμβρύου διατυπώνονταν ποικίλες αντιλήψεις κυρίως για το χρόνο εμφάνισης ανθρώπινης μορφής. Υπήρχε η άποψη ότι ο χρόνος αυτός ήταν διαφορετικός στα άρρενα έμβρυα (η 40η ημέρα της κύησης) από ό,τι στα θήλεα (80η ημέρα). Προοδευτικά όμως ενοποιήθηκε στην κοινή γνώμη αλλά και στον επιστημονικό κόσμο το χρονικό όριο των 40 ημερών και για τα δυο φύλα, πιθανότατα λόγω της ιδιαίτερης σημασίας του αριθμού αυτού στη φιλοσοφία των αριθμών και στη χριστιανική θρησκεία. Τις απόψεις αυτές εκφράζει ένα απόσπασμα που αποδίδεται στον Ιωάννη Δαμασκηνό: «Το σπέρμα μέσα στην κοιλιά την 3η ημέρα από τη σύλληψη αιματώνεται και σχηματίζεται η καρδιά, την δε 9η αποκτά σάρκα και συμπυκνώνεται, κατά δε την 40η αποκτά τέλεια μορφή. Ανάλογη είναι και η αναλογία και στους μήνες. Τον μεν 3ο μήνα κινείται το έμβρυο μέσα στη μήτρα και τον 9ο ολοκληρώνεται και ετοιμάζεται για την έξοδο». Ο Ορειβάσιος διατυπώνει την ιατρική άποψη σχετικά με τη διαμόρφωση του εμβρύου ως εξής: «Ο πρώτος σχηματισμός των εμβρύων λαμβάνει χώρα στις 40 ημέρες. Έως την 9η ημέρα σχηματίζονται τα μεγάλα αγγεία, έως τη 18η όργανα μυϊκά και οστικά και ανευρίσκεται πλέον ο καρδιακός σφυγμός. Περί την 27η ημέρα διαφαίνεται αμυδρά η ράχη και η κεφαλή, την 36η είναι ορατό πλέον ολόκληρο το ανθρώπινο σώμα και μέχρι την 40η ημέρα». Είναι σαφής η αναφορά στον αριθμό 9 και τα πολλαπλάσιά του και σύμφωνη με προγενέστερες αντιλήψεις (Εμπεδοκλής, Διοκλής, Αθηναίος).
Αν μελετηθούν τα αγιολογικά κείμενα της πρώτης και μέσης Βυζαντινής περιόδου, παρέχουν πλήθος πληροφοριών για την υγεία αλλά και τη ζωή των παιδιών της αυτοκρατορίας από διαφορετική οπτική γωνία. Η Εκκλησία αφιερώνει ορισμένους από τους αγίους της στη φροντίδα της παιδικής ηλικίας, μερικοί δε αποκτούν εξειδικεύσεις στην αντιμετώπιση νοσημάτων είτε διαθέτοντας ιατρικές σπουδές, είτε με τη δύναμη της θαυματουργικής χάρης. Από τις ιδιαίτερες ενασχολήσεις του καθενός μπορεί να ανασυντεθεί ο χάρτης των νοσολογικών προβλημάτων της εποχής και των σημαντικότερων θεμάτων παιδικής νοσηρότητας που απασχόλησαν τους ιατρούς και την κοινωνία της εποχής. Υπάρχουν άγιοι που θεραπεύουν τη στειρότητα των ζευγαριών, άλλοι που ειδικεύονται στις συγγενείς διαμαρτίες περί τη διάπλαση, άλλοι που χορηγούν νέα βρέφη σε όσες μητέρες χάσουν τα δικά τους και άλλοι που χορηγούν γάλα στις μητέρες που θηλάζουν καλύπτοντας τα ιατρικά κενά της βρεφικής ηλικίας: υψηλή περιγεννητική και βρεφική θνησιμότητα, έλλειψη υποκατάστατου του μητρικού γάλακτος, αδυναμία επέμβασης σε συγγενείς διαμαρτίες περί τη διάπλαση. Η Εκκλησία εκτιμά το μητρικό θηλασμό και παροτρύνει τις μητέρες να μην προσλαμβάνουν τροφούς…
Η υιοθεσία είναι συνηθισμένη στη Βυζαντινή κοινωνία, αλλά την πρώιμη νομοθεσία διέπουν αυστηροί κανόνες που η νεότερη απαλύνει ή και αναιρεί, όπως την άρση της απαγόρευσης σε ευνούχους ή μόνες γυναίκες να υιοθετούν παιδιά. Ακόμα πιο ευνοϊκή είναι η νομοθεσία των Ύστερων χρόνων επιτρέποντας να υιοθετούν παιδιά και όσοι «προτίμησαν την παρθενία» και όσοι έχουν δικά τους παιδιά ήδη και αδιακρίτως φύλου και επιπλέον και οι ευνούχοι.
Όπως σε όλες τις κοινωνίες των Μεσαιωνικών χρόνων, έτσι και στο Βυζάντιο, η βρεφική κι η παιδική θνησιμότητα ήταν ιδιαίτερα αυξημένες και οι περισσότερες οικογένειες είχαν την εμπειρία θανάτου τουλάχιστον ενός από τα παιδιά τους, ανεξάρτητα από την οικονομική τους κατάσταση και το επίπεδο διαβίωσης. Η απόκτηση πολλών παιδιών αποτελούσε ένα τρόπο εξορκισμού του κακού και κάποια διασφάλιση της οικογενειακής συνέχειας και είναι χαρακτηριστικός ο αριθμός που καθιστούσε πολύτεκνο έναν πατέρα: 16 παιδιά. Επιπλέον παρηγοριά εξασφάλιζε η χριστιανική πίστη με τη μέλλουσα ζωή και τη βεβαιότητα ότι τόσο πρόωρη αναχώρηση από τα εγκόσμια δεν άφηνε περιθώρια να γνωρίσουν πολλούς από τους πειρασμούς της ζωής. Τα επιτύμβια επιγράμματα και οι επιτάφιοι μαζί με τις παραμυθητικές επιστολές προς τους γονείς απεικονίζουν τις ηλικίες, τις αιτίες θανάτου (συχνά μητέρας – παιδιού κατά τον τοκετό), τη συχνότητα του φαινομένου, τη θλίψη που προξενεί το γεγονός και τις προσπάθειες επανόδου στη φυσιολογική ζωή μετά μια περίοδο πένθους. Αν και πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί και κοινωνιολόγοι θεωρούν ότι η συχνότητα των παιδικών θανάτων εξοικείωνε τους γονείς με το φαινόμενο και ίσως τους συγκρατούσε στα συναισθήματα που επένδυαν σ’ ένα τόσο «εφήμερο» πλάσμα, υπάρχει μεγάλος αριθμός αντίθετων απόψεων βασισμένων σε κείμενα και ταφικά ευρήματα που δε συνηγορούν στη «φειδωλή» αγάπη των γεννητόρων στις μεσαιωνικές κοινωνίες. Όσο και αν η «παιδοκεντρική» οικογένεια είναι φαινόμενο που γεννήθηκε στη διάρκεια του 18ου αιώνα, σήμερα έχουν απορριφθεί ή τουλάχιστον περιοριστεί οι θεωρίες ότι σε όλες τις προηγούμενες εποχές το παιδί δεν απολάμβανε τη στοργή και τις φροντίδες των γονέων του.
Οι σύγχρονοι προβληματισμοί προσανατολίζουν τις έρευνες στην αναζήτηση της εξέλιξης των κοινωνικών αντιλήψεων για την παιδική ηλικία εντάσσοντας τους ανηλίκους στο χώρο και στο χρόνο που ανήκουν και λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες των πολέμων, των πολιορκιών, των φυσικών καταστροφών, των λιμών και των λοιμών. Οι σύνθετες αυτές έρευνες προϋποθέτουν εκμετάλλευση όλων των διαθέσιμων πηγών, των γραπτών, αλλά και των εικονογραφικών που εμπλουτίζουν τις γνώσεις μας και απαντούν σε πολλά από τα ερωτήματα του παρελθόντος.
Πηγή: Βυζαντινή Ιστορία, Αβέρωφ
Όπως σε όλες τις μεσαιωνικές κοινωνίες, έτσι και στη Βυζαντινή, το παιδί δεν αποτελεί το κέντρο ενδιαφέροντος της οικογένειας και η θέση του δεν είναι προνομιακή μεταξύ των μελών της. Οι κοινωνικές αντιλήψεις επηρεάζουν την ενασχόληση της επιστήμης με το παιδί και η φροντίδα της υγείας του δε διαχωρίζεται από εκείνη των ενηλίκων. Οι πληροφορίες από τις ιστορικές, αγιολογικές και ιατρικές πηγές συνηγορούν στην έλλειψη της Παιδιατρικής ειδικότητας, αλλά ταυτόχρονα μαρτυρούν τη στάση της Εκκλησίας προς τον ανήλικο πληθυσμό σχετικά με τη ζωή του (απαγόρευση εκτρώσεων και έκθεσης βρεφών σε σύμφωνη νομοθετική ρύθμιση από την Πολιτεία) και την υγεία του (σωματική, ψυχική και κοινωνική) θέτοντας τη φιλανθρωπία στην κορυφή των αρετών και υλοποιώντας την με τη δημιουργία ευαγών ιδρυμάτων και με την αφιέρωση αρκετών αγίων αποκλειστικά στην προστασία των παιδιών και τη θαυματουργική θεραπεία τους από τις αρρώστιες.
ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΗΛΙΚΙΩΝ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Η νομική αναγνώριση της παιδικής ηλικίας ως αυτοτελές έννομο αγαθό είναι ανύπαρκτη στο μεγαλύτερο διάστημα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και μόνο στους τελευταίους αιώνες επιχειρείται να καλυφθεί το κενό με το έργο του Κωνσταντίνου Αρμενόπουλου «Εξάβιβλος». Στο κεφάλαιο «Περί άνηβων και αφηλίκων», του ανωτέρω συγγράμματος, ορίζεται η ανηλικότητα από τη γέννηση μέχρι το 25ο έτος και καταγράφονται οι ειδικότερες διακρίσεις.
«Ίμφαντες» ή «νήπιοι» ονομάζονται οι ανήλικοι μέχρι 7 ετών. «Άνηβοι» καλούνται τα αγόρια μέχρι το 14ο και τα κορίτσια μέχρι το 12ο έτος της ηλικίας τους και «αφήλικες» από τα όρια αυτά μέχρι το 25ο έτος.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΜΒΡΥΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΡΕΦΟΥΣ
Η διάθεση του νομοθέτη να προστατεύσει τον παιδικό πληθυσμό από κάθε επιβουλή εναντίον του είναι εμφανής στην αυξανόμενη αυστηρότητα με την οποία τιμωρούνται οι αξιόποινες πράξεις που στρέφονται κατά των ανηλίκων. Η μέριμνα αυτή επεκτείνεται στα έμβρυα, τα οποία έχουν τα ίδια δικαιώματα και θεωρούνται αναπτυσσόμενες ψυχοσωματικές οντότητες. Ο σεβασμός προς το έμβρυο επιβάλλει την αναστολή κάθε καταδίκης της μητέρας στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αλλά ακόμα και την υποχρεωτική αφαίρεση του κυήματος από την αποθανούσα έγκυο λόγω πιθανότητας να είναι ζωντανό. Η Πολιτεία φροντίζει επίσης σε περιπτώσεις θανάτου του πατέρα ή διαζυγίου να αναλάβει την προστασία του παιδιού που θα γεννηθεί διορίζοντας «κουράτορα» (επίτροπο) που οφείλει να μεριμνήσει για την ανατροφή του.
Υπό την επίδραση του Χριστιανισμού παγιώνεται η απαγόρευση των εκτρώσεων και καταδικάζονται τόσο από την Εκκλησία όσο και από την Πολιτεία ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίον γίνονται (κληρονομικά δικαιώματα, διαζύγιο, αντίδραση προς το σύζυγο, δωροδοκίες συγγενών, προσωπική επιθυμία της μητέρας), της οικογενειακής κατάστασης της μητέρας (νόμιμο ή νόθο έμβρυο) και της χρονικής στιγμής (πρώιμη ή πιο προχωρημένη εγκυμοσύνη). Η ποινή περιλαμβάνει τη μητέρα αλλά και το συνεργό της στην πράξη που ισοδυναμεί με φόνο, δηλαδή τον ιατρό, τη μαία ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο και κυμαίνεται από εξορία, σωματικές ποινές, δήμευση περιουσίας, ακόμα και θάνατο. Η Εκκλησία προσθέτει και 10ετές επιτίμιο.
Η μέριμνα της Πολιτείας επεκτείνεται σε όλη τη διάρκεια της εμβρυικής ζωής και στον τοκετό. Καταλογίζονται ευθύνες στη μητέρα αν χάσει το νεογνό από αμέλεια. Αποφασιστική είναι και η παρέμβαση της νομοθεσίας στο ευρύτατα διαδεδομένο φαινόμενο στις κοινωνίες της αρχαιότητας, την έκθεση βρεφών: εκείνος που εκθέτει ένα νεογέννητο, όποια έκβαση και αν προκύψει (αν επιζήσει ή όχι το νεογνό) χαρακτηρίζεται ως φονιάς. Ο νόμος θεωρεί ένοχο όποιον πνίγει, εκθέτει σε δημόσιο χώρο ή αρνείται την τροφή σε βρέφος. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός κατάργησε το δικαίωμα του πατέρα να απορρίπτει τα παιδιά του, απόρροια ενός αρχαίου δικαιώματος που διαιωνιζόταν μέχρι τότε. Ωστόσο η διαρκής ανανέωση της απαγόρευσης αυτής σε όλες τις νομοθεσίες είναι ενδεικτική ότι δεν ήταν εύκολο να καταργηθούν αντιλήψεις αιώνων παρά το πνεύμα του Χριστιανισμού που κυριαρχεί στο Βυζάντιο.
ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ ΠΑΙΔΙΟΥ
Το θέμα αυτό εξακολουθεί μέχρι σήμερα να απασχολεί τις σύγχρονες κοινωνίες χωρίς να έχει αντιμετωπιστεί ριζικά παρά τις συνεχείς νομικές ρυθμίσεις και τις αυστηρές ποινές που προβλέπονται για τους ενόχους. Στη Βυζαντινή εποχή οι νόμοι παρακάμπτονταν με ποικίλους νομότυπους τρόπους ή και καταπατούνταν τόσο συχνά, ώστε να απαιτείται η επανάληψη των διαταγμάτων και η αδιάλειπτη εφαρμογή τους. Ένας «ευέλικτος» τέτοιος νόμος επέτρεπε το γάμο από την ηλικία των 12 ετών για τα κορίτσια και των 14 για τα αγόρια και μια ακόμα πιο «ευέλικτη» τροποποίηση ευλογούσε τους αρραβώνες από την ηλικία των 7 ετών και για τα δύο φύλα. Ο σύζυγος αναλάμβανε την υποχρέωση να περιμένει τη συμπλήρωση της νόμιμης ηλικίας για τη σύναψη σχέσεων, αλλά το πλήθος των ακυρώσεων γάμων και αρραβώνων λόγω της παραβίασης αυτής είναι ενδεικτικό της κατάχρησης. Οι υποθέσεις που έφταναν μέχρι τους τοπικούς επισκόπους και το Πατριαρχείο αποτελούν μόνο την κορυφή του παγόβουνου. Αναφέρονται κατηγορίες για γονείς που παραποιούν ή αποκρύπτουν την ηλικία των θυγατέρων τους και επιπλέον δωροδοκούν τους ιερείς για την εκτέλεση του γάμου, αδιαφορώντας για τις συνέπειες της σεξουαλικής κακοποίησης σε ηλικία προεφηβική ή και νηπιακή. Οι σωματικές και ψυχολογικές επιπτώσεις είναι ολέθριες για τα νεαρά κορίτσια: 12χρονη, που βιάστηκε από τον μνηστήρα της ήδη από την ηλικία των 7 ετών, ζητούσε επίμονα διαζύγιο διότι «δεν μπορούσε να ανεχθεί ούτε τη θέα του» και αν δεν κατόρθωνε να διαζευχθεί απειλούσε ότι «θα έπεφτε στον γκρεμό». Άλλο 7χρονο κορίτσι, που ο πατέρας τη δήλωσε ψευδώς 12χρονη, βιάστηκε από τον μνηστήρα κατά τρόπο απάνθρωπο: επειδή δυσανασχετούσε της έφραξε το στόμα ώστε «αίμα εξήλθε από τα αυτιά» και έκτοτε κατατρόμαζε και μόνο «στη θέα ανδρός». Οι τιμωρίες όπως η διαπόμπευση, η δήμευση περιουσίας ή η χρηματική αποζημίωση, η εξορία, η ρινοκοπία και άλλες ανάλογα με τις περιστάσεις δε συνετίζουν τους παραβάτες.
Η νομική προστασία επεκτείνεται και στα μικρά αγόρια με θέσπιση αυστηρών ποινών για τους ενόχους σε ασέλγεια. Ο νομοθέτης είναι αυστηρός για όσους παρασύρουν παιδιά με δώρα και υποσχέσεις και η Εκκλησία καταδικάζει κάθε τέτοια πράξη. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος επισημαίνει τον κίνδυνο να δελεαστούν οι ανήλικοι από τους παιδεραστές «με γλυκά και λιχουδιές» και να βιαστούν ή να απαχθούν για να πουληθούν σε μακρινές αγορές. Η στάση της Εκκλησίας επηρεάζει τη νομοθεσία: από τον 4ο αιώνα θεσπίστηκε η ποινή της θανάτωσης με ξίφος που τυπικά διατηρήθηκε σε ισχύ για πολλούς αιώνες. Όμως στην πράξη η συνήθης ποινή ήταν η κοπή των γεννητικών οργάνων. Υπάρχουν μαρτυρίες ιστορικών και χρονογράφων για μια ομάδα παιδεραστών το δεύτερο χρόνο της βασιλείας του Ιουστινιανού, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονταν και οι επίσκοποι Ησαΐας ο Ρόδιος και Αλέξανδρος Διοσπόλεως Θράκης. Όλοι υποβλήθηκαν σε αποκοπή των γεννητικών οργάνων και διαπομπεύτηκαν «περιφερόμενοι γυμνοί στην αγορά» προς παραδειγματισμό των υπολοίπων αρσενοκοιτών. Φαίνεται μάλιστα, ότι ο φόβος που κατέλαβε μεγάλο μέρος των επιθυμούντων νεαρά αγόρια απέτρεψε την επέκταση του φαινομένου και, σύμφωνα με τον ιστορικό Γεώργιο Κεδρηνό «σωφρονίστηκαν». Η διαρκής ανάγκη όμως ανανέωσης των απαγορεύσεων στη νομοθεσία αποδεικνύει μάλλον το αντίθετο. Πρόνοια λαμβάνεται μόνο για το ανήλικο θύμα, το οποίο είτε εισάγεται σε μοναστήρι είτε εξακολουθεί και παραμένει στην οικογένεια απαλλασσόμενο από κάθε ευθύνη «διότι η ηλικία του δεν του επιτρέπει να συνειδητοποιήσει τη βλάβη που υπέστη».
Η παιδική πορνεία αποτελεί συνηθισμένη εκδήλωση σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών από τους μαστροπούς, που σε ορισμένες περιπτώσεις προέρχονται από την ίδια την οικογένεια. Άποροι και εξαθλιωμένοι γονείς δέχονται να πουλήσουν μικρά κορίτσια στους μαστροπούς έναντι 5 χρυσών νομισμάτων, παρά την απειλή του νόμου που τιμωρεί αμφότερους. Αναφέρονται πόρνες ηλικίας ακόμα και 10 ετών που αμείβονται όσο και οι μεγαλύτερες.
Η σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών κορυφώνεται σε καιρούς πολέμων και ιδιαίτερα σε εμπλοκές αμάχων, όπως συμβαίνει σε αλώσεις μικρών ή μεγαλύτερων πόλεων. Στην άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Σταυροφόρους το 1185 ο Ιωάννης Καμενιάτης γράφει: «πρώτους στα πλοία μετέφεραν τους νέους και τις νέες» και ακόμα ότι «η φύση των αγοριών μετατράπηκε σε γυναικεία χρήση». Στην άλωση της Κωνσταντινούπολης από Σταυροφόρους το 1204, ο Νικήτας Χωνιάτης αναφέρει ότι οι γονείς «με λάσπη άλειφαν τα πρόσωπα των κοριτσιών τους ώστε να μη φαίνεται η ομορφιά τους και προκαλούν τους θεατές αρχικά και μελλοντικά βιαστές ύστερα». Σχεδόν τρεις αιώνες αργότερα, οι σκηνές επαναλαμβάνονται στη Θεσσαλονίκη από Οθωμανούς, σύμφωνα με την περιγραφή του Μιχαήλ Δούκα: «μπορούσε κανείς να δει αυτά τα τέρατα (τους κατακτητές) να σέρνουν πίσω τους νέους και ανήλικες παρθένους και μικρά βρέφη, τραβώντας τους». Τέλος, το δράμα της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τον Μωάμεθ τον Πορθητή, είχε τραγικές συνέπειες στον άμαχο πληθυσμό και ιδιαίτερα στον ανήλικο. Οι σκηνές που περιγράφονται από τους ιστορικούς είναι χαρακτηριστικές για τη βιαιότητα που άσκησαν οι κατακτητές στα παιδιά που έπεσαν στα χέρια τους: «Ο καθένας από αυτούς άρπαζε ένα κορίτσι και καθώς το διεκδικούσε άλλος και το τραβούσε, το ξεμάλλιαζαν και το ξεγύμνωναν… παρθενικά πλάσματα που δεν τα είχε δει ο ήλιος ούτε καλά – καλά ο ίδιος πατέρας τους, τα τραβολογούσαν, τα έσπρωχναν με τη βία, χτυπώντας τα συγχρόνως με ραβδί».
ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ ΠΑΙΔΙΩΝ
Η έλλειψη φροντίδας από τους γονείς προς τα παιδιά τους επισύρει νομικές κυρώσεις. Το κράτος υποχρεώνει γονείς και κηδεμόνες να παρέχουν τροφή και υγειονομική περίθαλψη στα τέκνα και να τα προστατεύουν, αν πάσχουν από κάποιο ψυχικό νόσημα. Στο θέμα όμως της βίας μέσα στην οικογένεια και στο σχολείο, η νομοθεσία διαφοροποιεί τις ευθύνες των σωματικών βλαβών που επιφέρονται στους ανήλικους από γονείς, δασκάλους και συγγενείς, αν ο σκοπός είναι ο σωφρονισμός. Αντίθετα δεν δικαιολογούνται και τιμωρούνται οι πράξεις βίας ενήλικων κατά παιδιών που δεν συνδέονται με συγγενική ή παιδαγωγική σχέση μαζί τους. Στο σχολείο η παράδοση της σωματικής βίας συνεχίζεται από την αρχαιότητα με στόχο τη φιλομάθεια και την υπακοή. Η ρήση του Ορειβάσιου «από την ηλικία των 6-7 ετών αγόρια και κορίτσια να παραδίδονται σε δασκάλους με πράο και φιλάνθρωπο χαρακτήρα» απηχεί τη γνώμη ενός φωτισμένου ιατρού και φιλοσόφου για τη σωστή μεταχείριση των παιδιών στην πρώτη τους επαφή με την εκπαίδευση. Οι Πατέρες της Εκκλησίας αναγνωρίζουν κάποια χρησιμότητα στις σωματικές ποινές διότι συχνά τα απρόσεκτά παιδιά μετά τις πληγές που υπέστησαν «άνοιξαν τα αυτιά τους και διατήρησαν στη μνήμη τους τα μαθήματα». Η βιαιότητα των δασκάλων μερικές φορές λειτουργεί ως στοιχείο διαφήμισης, διότι οι γονείς τους προτιμούν και τους θεωρούν ως ικανότερους στην εκπαίδευση. Τα όργανα σωφρονισμού (ράβδος και μαστίγιο) είναι παρόντα και συνεχώς σε χρήση κατά των αμελών μαθητών, ενώ δεν υπάρχουν αντίθετες φωνές που να καταδικάζουν υπερβάσεις στην εξουσία των διδασκόντων.
Έτσι ο Μιχαήλ Ψελλός αποδέχεται ότι «η ήπια σωματική τιμωρία ευοδώνει τη μάθηση», ενώ δεν λείπουν περιγραφές (Ιωάννης Χρυσόστομος) μαθητή που τρέμει από το φόβο του για την επικείμενη τιμωρία μπροστά στο δάσκαλο που κρατάει απειλητικά το μαστίγιο ή (Γρηγόριος Νύσσας) ήδη τιμωρημένου μαθητή που έχει πρηστεί από τα κτυπήματα του μαστιγίου. Σ’ αυτή τη μορφή βίας προστίθενται, στο σχολείο και στο σπίτι, ραπίσματα, τραβήγματα μαλλιών, άλλες ταπεινώσεις όπως εμπτυσμός και μουτζούρωμα του προσώπου με μελάνι. Είναι χαρακτηριστική η παρουσία της βίας κατά των παιδιών σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, ακόμα και μέσα στην αυτοκρατορική οικογένεια: ο αυτοκράτορας Αρκάδιος γιος και διάδοχος του Μεγάλου Θεοδοσίου, έφερε σε όλη του τη ζωή τα σημάδια των πληγών που του είχε προξενήσει ο παιδαγωγός του Άγιος Αρσένιος για να τον τιμωρήσει για κάποιο σφάλμα του. Τα παιδιά των αυτοκρατόρων αντιμετωπίζουν σοβαρούς κινδύνους κατά της σωματικής τους ακεραιότητας και της ίδιας της ζωής τους από αντιπάλους και σφετεριστές του θρόνου. Περιγράφεται ο θάνατος του 6χρονου Τιβέριου, γιου του Ιουστινιανού Β’, τον οποίο οι έμπιστοι του νέου αυτοκράτορα Φιλιππικού άρπαξαν μέσα από την εκκλησία των Βλαχερνών, όπου είχε καταφύγει «και του έστριψαν το λαρύγγι σαν πρόβατο». Ο ίδιος ο πατέρας του προηγουμένως είχε διατάξει να θανατωθούν όλα τα παιδιά της πόλης Χερσώνας και διέταξε νέα εκστρατεία για να εκτελεστεί η διαταγή του.
ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Τα διδάγματα του Χριστιανισμού είχαν ευεργετικές επιδράσεις σε θέματα προστασίας της παιδικής ηλικίας, ιδίως ορφανών και περιπλανώμενων παιδιών, που ο αριθμός τους ήταν πολύ μεγάλος, όχι μόνο λόγω φυσικού θανάτου των γονέων, αλλά και των ποικίλων περιπετειών της αυτοκρατορίας (αλώσεις, αιχμαλωσίες, εκστρατείες) και των φυσικών καταστροφών (λοιμοί, λιμοί, σεισμοί). Το πνεύμα της φιλανθρωπίας υπαγόρευε τη δημιουργία ορφανοτροφείων και την εκπαίδευση των τροφίμων στα γράμματα ή σε χειρωνακτικά επαγγέλματα και την αποκατάσταση των κοριτσιών με γάμο. Ο αυτοκράτορας είχε υπό τη σκέπη του τα ορφανά των ευαγών ιδρυμάτων της Κωνσταντινούπολης, τα οποία επισκεπτόταν κάθε Τετάρτη μετά το Πάσχα μαζί με τον διευθυντή (ορφανοτρόφο), έψαλλαν μαζί, μοίραζε δώρα και τα φιλούσε ένα – ένα χωριστά κατά την αναχώρησή του, δίνοντας το καλό παράδειγμα για τους άλλους εύπορους πολίτες.
Μαρτυρίες για την ύπαρξη και τη δημιουργία ορφανοτροφείων και βρεφοκομείων υπάρχουν σε πλήθος πηγών ενδεικτικές για τις αντιλήψεις και τη νοοτροπία της Βυζαντινής κοινωνίας. Η Εκκλησία με τη σειρά της υλοποιεί τη χριστιανική διδασκαλία με τα ευαγή ιδρύματα και τις προσπάθειες να οικοδομηθούν συνθήκες δικαιοσύνης επίγειες, εναρμονίζοντας το κοσμικό με το υπερβατικό στοιχείο. Ο κοινωνικός χαρακτήρας της Βυζαντινής λατρείας εκδηλώνεται σε πλήθος αποσπασμάτων των ιερών κειμένων, όπως το κατωτέρω από τη Θεία Λειτουργία: «τα νήπια έκθρεψον, τη νεότητα παιδαγώγησον, ορφανών υπεράσπισον, νοσούντας ίασαι».
ΑΤΕΚΝΙΑ – ΓΕΝΝΗΣΗ – ΥΙΟΘΕΣΙΑ – ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΑΙΔΙΟΥ
Κάθε βυζαντινή οικογένεια θεωρούσε ύψιστο σκοπό τη συνέχειά της μέσω της απόκτησης απογόνων. Η τεκνοποίηση όχι μόνο ήταν αυτονόητη, αλλά και πηγή μεγάλης χαράς και ευλογίας για το ζευγάρι. Τα παιδιά αποτελούσαν στήριγμα για τους γονείς στα γηρατειά τους, αλλά και ελπίδα διατήρησης και διεύρυνσης των κοινωνικών οριζόντων τους είτε με την επαγγελματική τους άνοδο, είτε με επωφελείς γάμους. Η ατεκνία αποτελεί αιτία λύπης, αλλά και ντροπής για την οικογένεια, ως κοινωνικό στίγμα που προϋποθέτει αμαρτία, αλλά και «μέγιστο κακό διότι σβήνει εντελώς τη μνήμη των γονέων που απεβίωσαν». Ο ιστορικός Ιωάννης Κίνναμος παραθέτει μαρτυρία για την προμήθεια φαρμάκων από μάγους για να χορηγηθούν στους εχθρούς τους με σκοπό να μείνουν άκληροι. Αντίθετα κάθε άτεκνη γυναίκα κατέφευγε στην επιστήμη, στη θρησκεία και στη μαγεία για να αποφύγει τη μειονεκτική θέση στον οικογενειακό και κοινωνικό της περίγυρο. Οι ιατροί συνιστούν ορισμένες τροφές με συλληπτικές ιδιότητες και μερικά θεραπευτικά της ατεκνίας φυτά, όπως «την ιεράν βοτάνην ελελίσφακος, επειδή η γυναίκα εάν πιεί το χυμό της και έχει σεξουαλική επαφή θα συλλάβει οπωσδήποτε» (Αέτιος ο Αμιδηνός). Ο Συμεών Σηθ προτείνει διατροφή με γαρίδες «οι οποίες έχουν κάποια ιδιότητα που συντελεί στην εγκυμοσύνη» και επίσης εφαρμόζονται πεσσοί συλληπτικοί με σκοπό κυρίως τη μηχανική συγκράτηση του σπέρματος στο γυναικείο οργανισμό.
Οι Βυζαντινοί ιατροί γνωρίζουν ότι τα βιολογικά όρια τεκνοποίησης στις γυναίκες είναι περιορισμένα και δεν επιχειρούν να υποβοηθήσουν με οποιαδήποτε μέθοδο όποια έχει συμπληρώσει το 50ο έτος της ηλικίας της. Ο τοκετός, πέρα από τη διαχωριστική αυτή γραμμή, θεωρείται «θαυμαστός» και «πολύ σπάνια συμβαίνει», άποψη που υιοθετεί και η νομοθεσία: «η γυναίκα μετά το 50ο έτος της δεν δύναται πλέον να παιδοποιήσει».
Στον τομέα της σύλληψης (αλλά και της αντισύλληψης και των αμβλώσεων) κυριαρχεί η πρακτική ιατρική και η μαγεία. Αναφέρονται τα πιο παράδοξα αντικείμενα ως συλληπτικά: αίμα λαγού, λίπος χήνας, τερεβινθίνη, οστό από ελάφι, αετίτης λίθος, σαρδόνυξ λίθος (ο τελευταίος επιπλέον αποτρέπει και τις αποβολές). Οι γοητείες, οι μαγγανείες, τα φυλακτήρια και άλλες μορφές μαγείας ήταν η κατάληξη της απεγνωσμένης αναζήτησης τεκνοποίησης από τις άτυχες συζύγους. Ακόμα και απάτες μεταχειρίζονταν για την απόκτηση του πολυπόθητου απογόνου κάποιες άτεκνες παρουσιάζοντας στο σύζυγό τους ξένο παιδί, αφού προηγουμένως είχαν προσποιηθεί εγκυμοσύνη, πράξη αξιόποινη για το νομοθέτη. Ακόμα και η προτίμηση για το φύλο του παιδιού μπορεί να πραγματοποιηθεί με τη χορήγηση ειδικών βοτάνων για αρρενοτοκία, όπως «ρίζα σατυρίου και σεραπιάδος».
Σχετικά με την εξέλιξη του εμβρύου διατυπώνονταν ποικίλες αντιλήψεις κυρίως για το χρόνο εμφάνισης ανθρώπινης μορφής. Υπήρχε η άποψη ότι ο χρόνος αυτός ήταν διαφορετικός στα άρρενα έμβρυα (η 40η ημέρα της κύησης) από ό,τι στα θήλεα (80η ημέρα). Προοδευτικά όμως ενοποιήθηκε στην κοινή γνώμη αλλά και στον επιστημονικό κόσμο το χρονικό όριο των 40 ημερών και για τα δυο φύλα, πιθανότατα λόγω της ιδιαίτερης σημασίας του αριθμού αυτού στη φιλοσοφία των αριθμών και στη χριστιανική θρησκεία. Τις απόψεις αυτές εκφράζει ένα απόσπασμα που αποδίδεται στον Ιωάννη Δαμασκηνό: «Το σπέρμα μέσα στην κοιλιά την 3η ημέρα από τη σύλληψη αιματώνεται και σχηματίζεται η καρδιά, την δε 9η αποκτά σάρκα και συμπυκνώνεται, κατά δε την 40η αποκτά τέλεια μορφή. Ανάλογη είναι και η αναλογία και στους μήνες. Τον μεν 3ο μήνα κινείται το έμβρυο μέσα στη μήτρα και τον 9ο ολοκληρώνεται και ετοιμάζεται για την έξοδο». Ο Ορειβάσιος διατυπώνει την ιατρική άποψη σχετικά με τη διαμόρφωση του εμβρύου ως εξής: «Ο πρώτος σχηματισμός των εμβρύων λαμβάνει χώρα στις 40 ημέρες. Έως την 9η ημέρα σχηματίζονται τα μεγάλα αγγεία, έως τη 18η όργανα μυϊκά και οστικά και ανευρίσκεται πλέον ο καρδιακός σφυγμός. Περί την 27η ημέρα διαφαίνεται αμυδρά η ράχη και η κεφαλή, την 36η είναι ορατό πλέον ολόκληρο το ανθρώπινο σώμα και μέχρι την 40η ημέρα». Είναι σαφής η αναφορά στον αριθμό 9 και τα πολλαπλάσιά του και σύμφωνη με προγενέστερες αντιλήψεις (Εμπεδοκλής, Διοκλής, Αθηναίος).
Αν μελετηθούν τα αγιολογικά κείμενα της πρώτης και μέσης Βυζαντινής περιόδου, παρέχουν πλήθος πληροφοριών για την υγεία αλλά και τη ζωή των παιδιών της αυτοκρατορίας από διαφορετική οπτική γωνία. Η Εκκλησία αφιερώνει ορισμένους από τους αγίους της στη φροντίδα της παιδικής ηλικίας, μερικοί δε αποκτούν εξειδικεύσεις στην αντιμετώπιση νοσημάτων είτε διαθέτοντας ιατρικές σπουδές, είτε με τη δύναμη της θαυματουργικής χάρης. Από τις ιδιαίτερες ενασχολήσεις του καθενός μπορεί να ανασυντεθεί ο χάρτης των νοσολογικών προβλημάτων της εποχής και των σημαντικότερων θεμάτων παιδικής νοσηρότητας που απασχόλησαν τους ιατρούς και την κοινωνία της εποχής. Υπάρχουν άγιοι που θεραπεύουν τη στειρότητα των ζευγαριών, άλλοι που ειδικεύονται στις συγγενείς διαμαρτίες περί τη διάπλαση, άλλοι που χορηγούν νέα βρέφη σε όσες μητέρες χάσουν τα δικά τους και άλλοι που χορηγούν γάλα στις μητέρες που θηλάζουν καλύπτοντας τα ιατρικά κενά της βρεφικής ηλικίας: υψηλή περιγεννητική και βρεφική θνησιμότητα, έλλειψη υποκατάστατου του μητρικού γάλακτος, αδυναμία επέμβασης σε συγγενείς διαμαρτίες περί τη διάπλαση. Η Εκκλησία εκτιμά το μητρικό θηλασμό και παροτρύνει τις μητέρες να μην προσλαμβάνουν τροφούς…
Η υιοθεσία είναι συνηθισμένη στη Βυζαντινή κοινωνία, αλλά την πρώιμη νομοθεσία διέπουν αυστηροί κανόνες που η νεότερη απαλύνει ή και αναιρεί, όπως την άρση της απαγόρευσης σε ευνούχους ή μόνες γυναίκες να υιοθετούν παιδιά. Ακόμα πιο ευνοϊκή είναι η νομοθεσία των Ύστερων χρόνων επιτρέποντας να υιοθετούν παιδιά και όσοι «προτίμησαν την παρθενία» και όσοι έχουν δικά τους παιδιά ήδη και αδιακρίτως φύλου και επιπλέον και οι ευνούχοι.
Όπως σε όλες τις κοινωνίες των Μεσαιωνικών χρόνων, έτσι και στο Βυζάντιο, η βρεφική κι η παιδική θνησιμότητα ήταν ιδιαίτερα αυξημένες και οι περισσότερες οικογένειες είχαν την εμπειρία θανάτου τουλάχιστον ενός από τα παιδιά τους, ανεξάρτητα από την οικονομική τους κατάσταση και το επίπεδο διαβίωσης. Η απόκτηση πολλών παιδιών αποτελούσε ένα τρόπο εξορκισμού του κακού και κάποια διασφάλιση της οικογενειακής συνέχειας και είναι χαρακτηριστικός ο αριθμός που καθιστούσε πολύτεκνο έναν πατέρα: 16 παιδιά. Επιπλέον παρηγοριά εξασφάλιζε η χριστιανική πίστη με τη μέλλουσα ζωή και τη βεβαιότητα ότι τόσο πρόωρη αναχώρηση από τα εγκόσμια δεν άφηνε περιθώρια να γνωρίσουν πολλούς από τους πειρασμούς της ζωής. Τα επιτύμβια επιγράμματα και οι επιτάφιοι μαζί με τις παραμυθητικές επιστολές προς τους γονείς απεικονίζουν τις ηλικίες, τις αιτίες θανάτου (συχνά μητέρας – παιδιού κατά τον τοκετό), τη συχνότητα του φαινομένου, τη θλίψη που προξενεί το γεγονός και τις προσπάθειες επανόδου στη φυσιολογική ζωή μετά μια περίοδο πένθους. Αν και πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί και κοινωνιολόγοι θεωρούν ότι η συχνότητα των παιδικών θανάτων εξοικείωνε τους γονείς με το φαινόμενο και ίσως τους συγκρατούσε στα συναισθήματα που επένδυαν σ’ ένα τόσο «εφήμερο» πλάσμα, υπάρχει μεγάλος αριθμός αντίθετων απόψεων βασισμένων σε κείμενα και ταφικά ευρήματα που δε συνηγορούν στη «φειδωλή» αγάπη των γεννητόρων στις μεσαιωνικές κοινωνίες. Όσο και αν η «παιδοκεντρική» οικογένεια είναι φαινόμενο που γεννήθηκε στη διάρκεια του 18ου αιώνα, σήμερα έχουν απορριφθεί ή τουλάχιστον περιοριστεί οι θεωρίες ότι σε όλες τις προηγούμενες εποχές το παιδί δεν απολάμβανε τη στοργή και τις φροντίδες των γονέων του.
Οι σύγχρονοι προβληματισμοί προσανατολίζουν τις έρευνες στην αναζήτηση της εξέλιξης των κοινωνικών αντιλήψεων για την παιδική ηλικία εντάσσοντας τους ανηλίκους στο χώρο και στο χρόνο που ανήκουν και λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες των πολέμων, των πολιορκιών, των φυσικών καταστροφών, των λιμών και των λοιμών. Οι σύνθετες αυτές έρευνες προϋποθέτουν εκμετάλλευση όλων των διαθέσιμων πηγών, των γραπτών, αλλά και των εικονογραφικών που εμπλουτίζουν τις γνώσεις μας και απαντούν σε πολλά από τα ερωτήματα του παρελθόντος.
Ημέρες μνήμης είναι οι τελευταίες ημέρες του Μαΐου. Είναι οι ημέρες που ο Ελληνισμός έζησε την τραγωδία της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως από βάρβαρο κατακτητή. Έτσι ολοκληρώθηκε ο κύκλος της ρωμαίικης αυτοκρατορίας, που για πάνω από 1100 χρόνια φώτιζε με τον πολιτισμό της την οικουμένη και ταυτόχρονα τον προστάτευε από τις βαρβαρικές ορδές.
Απότοκο της τραγωδίας της αλώσεως και της πάνω από 400 χρόνια δουλείας ήταν να επιτελεσθεί το θαύμα της επιβιώσεως και της ανάπτυξης του Νέου Ελληνισμού, συνέχεια του οποίου είναι η γενιά μας. Ο Θανάσης Πετσάλης - Διομήδης γράφει σχετικά στο προλογικό του σημείωμα, στο εξαίρετο ιστορικό μυθιστόρημά του «Οι Μαυρόλυκοι»:
«Ακαταμέτρητα, χιλιάδες – μυριάδες – ιερά των Ελλήνων κόκαλα στρώθηκαν και λίπαναν το φτωχό ελληνικό χώμα, για να βαστηχτεί στη ζωή Ζωή Ελληνική, Φυλή Ελληνική. Ελληνισμός. Κι’ από τ’ άσαρκο, το σκελεθρωμένο σώμα, από ετούτα τα κόκαλα φύτρωσε, βγήκε, άνθισε ο Καινούργιος Ελληνισμός, ο δικός μας Ελληνισμός, που έφτιασε το 21, το 12 και το 40. Στ’ αλήθεια, κατεβήκαμε ως το τελευταίο σκαλί, για ν’ αρχίσουμε το βαρύ, το κοπιαστικό ξανανέβασμα. Γιατί το θαύμα δε γίνηκε ωσάν τα θαύματα: μονοστιγμή. Ορίμασε λίγο – λίγο, δούλεψε δειλά – δειλά, κουφά σα φλόγα μες τη χόβολη, κομματιασμένη δύναμη, πολύν καιρό, πολλά, πολλά τραγικά χρόνια, μες στο σκοτάδι, στο διωγμό, στη φοβέρα στη φτώχεια και στην τύφλα της αγραμματοσύνης. Και λίγο – λίγο πάλι μα όχι πια δειλά, όχι κούφια ... ο Ελληνισμός ξέσπασε και νίκησε και φωτίζει».
Στο επιτελεσθέν θαύμα της επιβίωσης και της ανάπτυξης εκ της τέφρας του Νέου Ελληνισμού σπουδαία θέση κατέχει ο Θρακικός Ελληνισμός. Το μεγαλούργημα του είναι αξιοθαύμαστο, γιατί ήταν δυσκολότερο από των άλλων περιοχών του Ελληνισμού, αφού ήταν δίπλα στο κέντρο και άμεσα οι Οθωμανοί αντιδρούσαν. Γι’ αυτό ο φόρος αίματος και θυσιών που πλήρωσε από το 1361, όταν υποδουλώθηκε, έως το 1920 που απελευθερώθηκε ήταν βαρύτατος. Λεηλασίες, δηώσεις και σφαγές στις περιοχές Αδριανούπολης, Σωζοπόλεως, Διδυμοτείχου, Σαμοθράκης, Σηλυβρίας, Ραιδεστού, Καλλίπολης, Μυριόφυτου. Εκατόμβη ολόκληρη κληρικών Νεομαρτύρων, με πρώτο τον Πατριάρχη Κύριλλο Στ΄, που απαγχονίστηκε στην Αδριανούπολη, και σειρά μεγάλη λαϊκών, που τους ακολούθησαν στο μαρτύριο.
Οι Θρακιώτες είχαν συμμετοχή και στους εκτός της Θράκης διεξαχθέντες αγώνες για την απελευθέρωση της Πατρίδας και συνέβαλαν στην πνευματική άνθηση του Έθνους. Μεταξύ των άλλων, από τη Θράκη κατάγονταν ο Άγιος Νεκτάριος ο Κεφαλάς, οι Αρχιεπίσκοποι Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος και Χριστόδουλος Παρασκευαΐδης, ο συγγραφέας Γεώργιος Βιζυηνός, και ο ονομαστός μαθηματικός Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή.
Σήμερα η ελευθερία της Θράκης υπονομεύεται εσωτερικά και απειλείται εξωτερικά. Σήμερα, για να ζει ασφαλής και ευημερών στις πατρογονικές εστίες του και να μην υποστούμε μια νέα άλωση ο Θρακικός Ελληνισμός χρειάζεται να του ανταποδοθούν λίγα από αυτά που μας προσέφερε και μας προσφέρει.-
Πηγή: Ακτίνες
Τον 5ο ήδη αιώνα ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης, χωρίς τα προάστειά της, πρέπει να ήταν περίπου ένα εκατομμύριο και ο αριθμός αυτός διατηρήθηκε κατά προσέγγιση ως τη λατινική κατάκτηση. Μετά τη λατινική κατάκτηση όμως άρχισε να λιγοστεύει με γρήγορο ρυθμό, ώσπου το 1453 αυτοί που έμεναν δεν ήταν ούτε εκατό χιλιάδες.
Η έκταση της Πόλης ήταν πολύ πιο μεγάλη και από όσο θα δικαιολογούσε ένας τέτοιος αριθμός. Η βάση του Τριγώνου, όπου ήταν χτισμένη, είχε περίπου εφτάμιση χιλιόμετρα μήκος και εκεί, σε διπλή γραμμή, από τον Μαρμαρά ως τον Κεράτιο κόλπο, εκτείνονταν τα χερσαία τείχη, που είχε χτίσει ο Θεοδόσιος Β', με τις έντεκα πύλες τους, εκ περιτροπής μια στρατιωτική και μια πολιτική. Από τις δύο άκρες τους άρχιζαν τα θαλάσσια τείχη, που το καθένα είχε δέκα περίπου χιλιόμετρα μήκος, για να συναντηθούν στην αμβλεία κορυφή του τριγώνου στο Βόσπορο.
Μέσα στα τείχη υπήρχαν διάφορες πολυάνθρωπες πόλεις και χωριά, που τα χώριζαν περιβόλια με οπωροφόρα δέντρα και κήποι. Όπως η παλιά Ρώμη έτσι και η Κωνσταντινούπολη μπορούσε να υπερηφανεύεται για τους εφτά της λόφους. Οι λόφοι αυτοί ορθώνονταν απότομοι πάνω από το Βόσπορο και τον Κεράτιο κόλπο, προς τη θάλασσα όμως του Μαρμαρά οι πλαγιές ήταν πιο μαλακές και οι χώροι ανάμεσά τους πιο μεγάλοι.
Ο ταξιδιώτης που ερχόταν από τη θάλασσα, από το νότο ή από τη δύση, καθώς πλησίαζε την Πόλη, έβλεπε στο δεξί του χέρι τους θόλους και τις σκεπασμένες με κεραμίδια στοές του Μεγάλου Παλατίου, την Αγία Σοφία να υψώνεται από πίσω και κήπους να απλώνονται ως κάτω στο Βόσπορο. Ύστερα έβλεπε τον πελώριο κυρτό τοίχο, που ακόμα και σήμερα υποστηρίζει το νότιο άκρο του ιπποδρόμου, να υψώνεται πάνω από το κομψό λιμάνι του παλατιού, την εκκλησία των Αγίων Σεργίου και Βάκχου, και πιο χαμηλά μια συνοικία με παλάτια μικρότερα. Στα αριστερά το θαλάσσιο τείχος, με τους αραιούς πύργους του, ήταν κατά διαστήματα κομμένο, και στα σημεία αυτά υπήρχαν μικρά τεχνητά λιμάνια για τα πλοία που δεν ήθελαν να κάμουν το γύρο ως τον Κεράτιο κόλπο. Γύρω από τα λιμάνια αυτά ήταν ένα πλήθος σπίτια πυκνοχτισμένα.
Από πίσω, κυρίως στην κοιλάδα του μικρού ποταμού Λύκου, υπήρχαν περιβόλια με οπωροφόρα δέντρα, ακόμα και χωράφια με σιτάρι, στην κορυφή όμως του λόφου δέσποζε η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και άλλα μεγάλα κτίρια. Λίγο αριστερώτερα το τοπίο γινόταν πιο ομαλό. Στην όχθη βρισκόταν η πολυάνθρωπη συνοικία του Στουδίου με το ξακουστό μοναστήρι της. Από πίσω έβλεπε κανείς το απάνω μέρος των χερσαίων τειχών καθώς κατέβαιναν προς τη θάλασσα. Και έξω όμως από τα τείχη τα σπίτια των προαστείων ήταν πυκνά σε μια απόσταση τριών περίπου χιλιομέτρων κατά μήκος της ακτής.
Από την πλευρά του Κερατίου κόλπου η όψη της Πόλης ήταν τελείως διαφορετική. Εκεί, μπρος από τα τείχη, έβλεπε κανείς μια ακτή που, με την πάροδο των αιώνων, συνεχώς μεγάλωνε, γεμάτη προβλήτες, αποθήκες και αποβάθρες, όπου ήταν αγκυροβολημένα τα εμπορικά πλοία, και λίγο πιο πέρα έβλεπε κανείς και σπίτια χτισμένα μέσα στο νερό απάνω σε πασσάλους. Από πίσω ένα πλήθος πύλες έβγαζαν στις εμπορικές συνοικίες. Εκεί δεν έβλεπε κανείς πολλή πρασινάδα. Οι πιο απότομες πλαγιές, που ανέβαιναν στην κεντρική κορυφή, ήταν γεμάτες σπίτια, εκτός από τη συνοικία του φρουρίου στην ανατολική άκρη και την ακόμα μεγαλύτερη περιοχή των Βλαχερνών, στο ακρότατο δυτικό σημείο, όπου ένα αυτοκρατορικό παλάτι και μια πολύ ιερή εκκλησία έδιναν σε όλη τη συνοικία έναν τόνο αρχοντιάς.
Στον ενδιάμεσο χώρο βρισκόταν το κέντρο της εμπορικής δραστηριότητας της Πόλης, τα γραφεία των πλοιοκτητών και των εξαγωγέων και τα καταστήματα των ξένων εμπόρων. Σ' αυτό το μέρος επιτρέψανε στους Ιταλούς εμπόρους να εγκατασταθούν για πρώτη φορά.
Η συνοικία με τα κομψά μαγαζιά βρισκόταν στο εσωτερικό. Ξεκινώντας από την είσοδο του παλατιού και του Ιπποδρόμου η οδός που λεγόταν Μέση, ο κυριότερος δρόμος, προχωρούσε κατά μήκος του κεντρικού λόφου σε μια απόσταση τριών χιλιομέτρων προς τα αριστερά. Ήταν δρόμος πλατύς με στοές και από τις δύο πλευρές, και περνούσε μέσα από δύο φόρους ή αγορές (forum) - μεγάλες εκτάσεις στολισμένες με αγάλματα - το φόρο του Κωνσταντίνου κοντά στο παλάτι και τον ακόμα μεγαλύτερο του Θεοδοσίου. Τελικά χωριζόταν σε δύο μεγάλους δρόμους, που ο ένας, περνώντας από το φόρο του Βοός και του Αρκαδίου, πήγαινε στη συνοικία του Στουδίου, στη Χρυσή Πύλη και στην πύλη των Πηγών, ενώ ο άλλος περνούσε μπρος από την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και έφτανε στις Βλαχέρνες και στη Χαρισία πύλη ή πύλη του Πολυανδρίου.
Στις στοές της Μέσης ήταν τα πιο σπουδαία μαγαζιά, κατά ομάδες, ανάλογα με τα εμπορεύματα που πουλούσαν - Τα χρυσοχοεία και δίπλα τους τα αργυροχοεία, τα καταστήματα των υφασμάτων, τα επιπλοποιεία κ.ο.κ. Τα πολυτελέστερα ήταν κοντά στο παλάτι, στα λουτρά του Ζευξίππου. Εκεί ήταν τα καταστήματα των μεταξωτών, στη μεγάλη αγορά που την έλεγαν Λαμπτήρα ή Λαμπτήρων Οίκο γιατί τα παράθυρά της ήταν φωτισμένα τη νύχτα.
Ιδιαίτερη αριστοκρατική συνοικία δεν υπήρχε. Παλάτια, καλύβες και σπιτάκια ήταν όλα στριμωγμένα κοντά - κοντά. Οι πλούσιοι έχτιζαν τα σπίτια τους κατά τον παλιό ρωμαϊκό τρόπο: διώροφα, με πρόσοψη γυμνή, και με μια εσωτερική αυλή που πότε - πότε ήταν σκεπασμένη και που συνήθως την στόλιζαν με καμιά δεξαμενή, αλλά και με ό,τι άλλο εξωτικό στολίδι τους περνούσε από τη φαντασία τους. Τα φτωχότερα σπίτια είχαν μπαλκόνια ή παράθυρα, που εξείχαν πάνω από το δρόμο, και από κει οι πιο αργόσχολες νοικοκυρές παρακολουθούσαν την καθημερινή ζωή των γειτόνων τους. Οι δρόμοι αυτοί με τις κατοικίες είχαν χτιστεί κυρίως από ιδιώτες και εργολάβους, ένας νόμος όμως του Ζήνωνος προσπάθησε να βάλει κάποια τάξη.
Οι δρόμοι έπρεπε να έχουν 3,60 μέτρα πλάτος, τα μπαλκόνια έπρεπε να απέχουν τουλάχιστον 3 μέτρα από τον απέναντι τοίχο και να βρίσκονται σε 4,50 μέτρα ύψος από το έδαφος. Οι εξωτερικές σκάλες απαγορεύονταν και εκεί που οι δρόμοι ήταν κιόλας χτισμένοι και ήταν στενώτεροι από 3,60 μέτρα, δεν επιτρέπανε μεγάλα παράθυρα για θέα, μονάχα δικτυωτά για αερισμό. Αυτός ο νόμος έμεινε ως το τέλος ο καταστατικός χάρτης της βυζαντινής πολεοδομίας. Υπήρχαν αυστηροί κανονισμοί για τους υπονόμους, που όλοι έβγαζαν στη θάλασσα. Κανένας, εκτός από πρόσωπα αυτοκρατορικά, δεν μπορούσε να ταφεί μέσα στην Πόλη. Σε κάθε ενορία υπήρχαν υγειονομικοί υπάλληλοι που η δουλειά τους ήταν να φροντίζουν με κάθε λεπτομέρεια για τη δημοσία υγεία.
Σε αντίθεση με τους δρόμους που ήταν στενοί, υπήρχαν μεγάλα δημόσια πάρκα που τα συντηρούσε με έξοδά του ο δήμος. Το Μέγα Παλάτιον και ο περίβολός του έπιαναν ολόκληρη την νοτιοανατολική γωνία της Πόλης και τα διάφορα κτίριά του ήταν απλωμένα σε μια έκταση σχεδόν ενάμιση χιλιομέτρου. Δίπλα ήταν το παλάτι του πατριάρχη με τα παραρτήματά του και σε όλη την Πόλη υπήρχαν και πολλά άλλα αυτοκρατορικά παλάτια. Σε κάθε σχεδόν γωνία έβλεπε κανείς εκκλησίες. Υπήρχαν οι μεγάλες εκκλησίες της Αγίας Σοφίας, των Αγίων Αποστόλων και η Νέα του Βασιλείου Α' και πλήθος άλλες μικρότερες. Σε πολλές άπ' αυτές ήταν προσαρτημένα μοναστήρια, μέσα σε πελώριους σκυθρωπούς περιβόλους, καθώς και νοσοκομεία, ορφανοτροφεία και πανδοχεία. Υπήρχαν τα κτίρια του πανεπιστημίου, βιβλιοθήκες, υδραγωγεία, δεξαμενές, δημόσια λουτρά, και πάνω από όλα ο μεγάλος ιππόδρομος. Ένα άγαλμα της Αφροδίτης έδειχνε το μοναδικό οίκο ανοχής της Πόλης, στη συνοικία που λεγόταν Ζεύγμα, στον Κεράτιο κόλπο.
Οι κυριότεροι δρόμοι, και προπαντός οι φόροι, ήταν αληθινά μουσεία, όπου ήταν τοποθετημένα τα ωραιότερα έργα της αρχαίας γλυπτικής. Στους πρώτους αιώνες υπήρχε ένα πραγματικό μουσείο, το σπίτι του Lausus, κάηκε όμως μαζί με όλους τους θησαυρούς του το 476. Τα αγάλματα ωστόσο των δρόμων επιζήσανε ώσπου τα κατάστρεψαν ή τα έκλεψαν οι Λατίνοι σταυροφόροι.
Γύρω από την Πόλη ήταν τα προάστεια, που άλλα, όπως η Χαλκηδών και αργότερα ο ιταλικός Γαλατάς, ήταν πολυάσχολες εμπορικές πόλεις, και άλλα, όπως το Ιερόν, όπου η Θεοδώρα είχε το αγαπημένο της παλάτι, και τα χωριά του Βοσπόρου, ήταν κυρίως έξοχές όπου πήγαιναν το καλοκαίρι οι πλούσιοι. Στις Πηγές, έξω ακριβώς από τα τείχη, υπήρχε μια ονομαστή εκκλησία της Παναγίας. Στο Έβδομον, σε απόσταση δέκα χιλιομέτρων από το μίλιον, τον χιλιομετρικό δείχτη της πύλης του Μεγάλου Παλατίου, υπήρχε ένας περίφημος χώρος παρελάσεων, όπου διαδραματίστηκαν πολλά σημαντικά επεισόδια της βυζαντινής ιστορίας.
Για την εξωτερική όψη της Πόλης, την εποχή της ακμής της, μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε. Οι φανταστικοί θόλοι και τα αετώματα και οι χρωματιστές αψίδες, που αποτελούν το φόντο στις μικρογραφίες των ιστορημένων χειρογράφων, μας δίνουν μια εικόνα πιο λαμπρή άπ' την πραγματική, γιατί οι βυζαντινοί αρχιτέκτονες τις ωραιότερες δημιουργίες τους τις φύλαγαν για τα εσωτερικά. Ακόμα όμως και επί Παλαιολόγων, όταν τεράστιες εκτάσεις της Πόλης κείτονταν σε ερείπια και το ίδιο το Μέγα Παλάτιον δεν ήταν πια κατοικήσιμο, εξακολουθούσε και τότε να κάνει εντύπωση στους ταξιδιώτες η μεγαλοπρέπεια της Κωνσταντινούπολης.
Πηγή: e-ΙΣΤΟΡΙΑ, Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Από την εποχή του χαλίφη Ομάρ και των πρώτων μεγάλων κατακτήσεων για την πίστη, η ισλαμική παράδοση έχει καθορίσει το είδος της μεταχείρισης που πρέπει να επιφυλάσσεται στους κατακτημένους λαούς. Εάν μια πόλη ή περιοχή παραδίνεται στον κατακτητή με τη θέλησή της δεν πρέπει να λεηλατείται, αν και ίσως χρειαστεί να καταβάλει μια αποζημίωση. Οι Χριστιανοί και οι Εβραίοι κάτοικοί της μπορούν να διατηρήσουν τους τόπους λατρείας τους, υποκείμενοι σε συγκεκριμένους κανονισμούς σχετικά με τα ίδια τα κτίρια. Ακόμη και αν η συνθηκολόγηση οφείλεται σε αναπότρεπτη ανάγκη, επειδή η άμυνα δεν μπορεί να αντέξει άλλο, ο κανόνας εξακολουθεί να θεωρείται ότι ισχύει, αν και ο κατακτητής τώρα μπορεί να επιμείνει σε σκληρότερους όρους, επιβάλλοντας βαρύτερα πρόστιμα και απαιτώντας την τιμωρία των πιο αμετανόητων εχθρών του.
Όταν όμως μια πόλη καταληφθεί εξ εφόδου, οι κάτοικοι της δεν έχουν δικαιώματα. Στο στρατό των κατακτητών δίνεται το δικαίωμα τριών ημερών απεριόριστης λαφυραγωγίας, και οι πρώην τόποι λατρείας, μαζί με κάθε άλλο κτίριο, καθίστανται περιουσία του κατακτητή ηγέτη, που μπορεί να τα διαθέσει όπως θέλει.
Ο σουλτάνος Μωάμεθ είχε υποσχεθεί στους στρατιώτες του τις τρεις ημέρες της λαφυραγωγίας στις οποίες είχαν δικαίωμα. Εκείνοι ξεχύθηκαν μέσα στην πόλη. Μετά τη διάσπαση των τειχών από τα πρώτα στρατεύματά του επέμεινε σε μια συγκεκριμένη πειθαρχία. Τα συντάγματα βάδιζαν μέσα το ένα μετά το άλλο, με τη μουσική να παίζει και τις σημαίες να κυματίζουν. Μόλις όμως βρίσκονταν μέσα στην πόλη, όλοι συμμετείχαν στο άγριο κυνήγι της λείας. Στην αρχή δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι η άμυνα είχε τελειώσει. Έσφαζαν όποιον συναντούσαν στους δρόμους, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, αδιάκριτα.Το αίμα έτρεχε σε ποτάμια στους κατηφορικούς δρόμους από τα υψώματα της Πέτρας προς τον Κεράτιο. Αλλά σύντομα η δίψα για αίμα κατευνάστηκε. Οι στρατιώτες αντιλήφθηκαν ότι οι αιχμάλωτοι και τα πολύτιμα αντικείμενα θα τους προσπόριζαν μεγαλύτερο κέρδος.
Από τους στρατιώτες που πέρασαν μέσα από το φράχτη ή από την Κερκόπορτα πολλοί στράφηκαν να λεηλατήσουν το αυτοκρατορικό παλάτι στις Βλαχέρνες. Κατέβαλαν τη βενετική φρουρά του και άρχισαν να αρπάζουν όλους τους θησαυρούς του, καίγοντας βιβλία και εικόνες μόλις αποσπούσαν τα καλύμματα και τα πλαίσια με τα κοσμήματα, και σπάζοντας τα ψηφιδωτά και τα μάρμαρα στους τοίχους. Άλλοι κατευθύνθηκαν στις μικρές αλλά υπέροχες εκκλησίες κοντά στα τείχη, τον Άγιο Γεώργιο κοντά στη Χαρίσια πύλη, τον Άγιο Ιωάννη στην Πέτρα και τη χαριτωμένη εκκλησία της μονής του Σωτήρα στη Χώρα, για να τις απογυμνώσουν από τα άφθονα καλύμματά τους, τα άμφια και ότι άλλο ήταν δυνατό να αφαιρεθεί από αυτές.
Στη Χώρα άφησαν απείραχτα τα ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες αλλά κατέστρεψαν την εικόνα της Θεομήτορος, της Οδηγήτριας, της ιερότερης εικόνας σε όλο το Βυζάντιο, την οποία, όπως έλεγαν οι άνθρωποι, είχε ζωγραφίσει ο ίδιος ο Άγιος Λουκάς.Την είχαν μεταφέρει εκεί από την εκκλησία της πλάι στο παλάτι στην αρχή της πολιορκίας, ώστε η ευεργετική της παρουσία να είναι διαθέσιμη για να εμπνέει τους αμυνόμενους επάνω στα τείχη.Την έβγαλαν από τη βάση της και την έσπασαν σε τέσσερα κομμάτια.Έπειτα άλλοι από τους στρατιώτες έσπευσαν να μπουν στα κοντινά σπίτια, άλλοι προς τις αγορές και τα μεγάλα κτίρια στην ανατολική απόληξη της πόλης. Οι ναύτες από τα πλοία στον Κεράτιο είχαν ήδη εισέλθει από την Πλατεία πύλη και άδειαζαν τις αποθήκες κατά μήκος των τειχών.Σύντομα μερικοί από αυτούς συνάντησαν μια συγκινητική λιτανεία γυναικών που πήγαιναν προς την εκκλησία της Αγίας Θεοδοσίας, για να προσευχηθούν για την προστασία της αυτή την ημέρα, της γιορτής της. Οι γυναίκες περικυκλώθηκαν και μοιράστηκαν από τους άνδρες που τις συνέλαβαν, οι οποίοι στη συνέχεια προχώρησαν για να λεηλατήσουν την ανθοστόλιστη εκκλησία και να πιάσουν τους πιστούς εκεί.
Άλλοι ανέβηκαν στο λόφο για να συνενωθούν με τους στρατιώτες από τα χερσαία τείχη στην απογύμνωση της τριπλής εκκλησίας του Παντοκράτορα και των μοναστικών κτισμάτων που ήταν προσαρτημένα σ' αυτό, όπως και της γειτονικής εκκλησίας του Παντεπόπτη. Άλλοι, που είχαν μπει από την Ωραία Πύλη, σταμάτησαν για να λεηλατήσουν τη συνοικία της αγοράς προτού ανεβούν στο λόφο προς τον Ιππόδρομο και την ακρόπολη. Στο μεταξύ οι ναύτες από τα πλοία στην Προποντίδα είχαν ανοίξει δρόμο μέσα από το παλιό Ιερό Παλάτιο. Οι διάδρομοί του ήταν εγκαταλελειμένοι και μισοερειπωμένοι, αλλά εξακολουθούσαν να υπάρχουν λαμπρές εκκλησίες εκεί, όπως η Νέα Βασιλική την οποία είχε κτίσει ο Βασίλειος Α' περίπου πέντε αιώνες νωρίτερα. Λεηλατήθηκαν όλες εντελώς. Έπειτα οι ναύτες και από τους δύο στόλους και τα πρώτα στίφη στρατιωτών από τα χερσαία τείχη συνέκλιναν στη μεγαλύτερη εκκλησία του Βυζαντίου, τη μητρόπολη της Αγίας Σοφίας.
Η εκκλησία εξακολουθούσε να είναι γεμάτη με κόσμο. Η Θεία Λειτουργία είχε τελειώσει και έψαλλαν τη λειτουργία του Όρθρου. Με τους θορύβους της φασαρίας απέξω οι τεράστιες μπρούντζινες πόρτες του κτιρίου έκλεισαν. Μέσα το εκκλησίασμα προσευχόταν για το θαύμα που μόνο αυτό μπορούσε να τους σώσει. Προσεύχονταν μάταια. Δεν πέρασε πολλή ώρα προτού γκρεμιστούν οι πόρτες από τα σφυροκοπήματα. Οι πιστοί είχαν παγιδευτεί. Μερικοί από τους γέρους και τους ανήμπορους σκοτώθηκαν επιτόπου, αλλά οι περισσότεροι δέθηκαν ή αλυσοδέθηκαν μαζί. Τα πέπλα και τα μαντήλια των γυναικών σκίστηκαν για να χρησιμοποιηθούν ως σχοινιά. Πολλές από τις ωραιότερες κοπέλες και νέους και πολλοί από τους πιο πλούσια ντυμένους ευγενείς σχεδόν κατασπαράχθηκαν καθώς οι δεσμώτες τους τσακώνονταν γι' αυτούς. Σύντομα μια μακριά πομπή από αταίριαστες μικροομάδες ανδρών και γυναικών δεμένων σφιχτά μεταξύ τους συρόταν προς τους καταυλισμούς των στρατιωτών, για να γίνουν εκεί για μία ακόμη φορά αντικείμενα φιλονικιών. Οι ιερείς συνέχισαν να ψάλλουν στο Ιερό μέχρις ότου συνελήφθησαν και εκείνοι. Αλλά την τελευταία στιγμή, έτσι πίστευαν οι πιστοί, μερικοί από αυτούς άρπαξαν τα πιο ιερά σκεύη και κινήθηκαν προς το νότιο τοίχο του Ιερού. Εκείνος άνοιξε γι' αυτούς και έκλεισε πίσω τους, και εκεί θα παραμείνουν μέχρις ότου το ιερό κτίριο ξαναγίνει πάλι εκκλησία.
Η λεηλασία συνεχίστηκε όλη την ημέρα. Ανδρικά και γυναικεία μοναστήρια παραβιάστηκαν και οι κάτοικοι τους συνελήφθησαν. Μερικές από τις νεώτερες καλόγριες προτίμησαν το μαρτύριο από την ατίμωση και ρίχτηκαν σε πηγάδια, αλλά οι μοναχοί και οι πιο ηλικιωμένες καλόγριες συμμορφώθηκαν τώρα με την παλιά παράδοση παθητικότητας της Ορθόδοξης Εκκλησίας και δεν προέβαλαν αντίσταση. Τα ιδιωτικά σπίτια λεηλατήθηκαν συστηματικά. Κάθε ομάδα λεηλασίας άφηνε στην είσοδο μια μικρή σημαία για να δείχνει πότε ένα σπίτι είχε εκκενωθεί εντελώς. Οι ένοικοι μεταφέρονταν μαζί με τα υπάρχοντά τους.Όποιος κατέρρεε από αδυναμία σφαζόταν, μαζί με έναν αριθμό παιδιών που θεωρήθηκε ότι δεν είχαν αξία. Γενικά όμως τώρα δεν θυσίαζαν τις ζωές των αιχμαλώτων. Υπήρχαν ακόμη σπουδαίες βιβλιοθήκες στην πόλη, μερικές κοσμικές και πολύ περισσότερες σε μοναστήρια. Τα περισσότερα βιβλία κάηκαν, υπήρξαν όμως Τούρκοι αρκετά οξυδερκείς για να αντιληφθούν ότι αποτελούσαν αντικείμενα με εμπορική αξία και διέσωσαν έναν αριθμό ο οποίος αργότερα πουλήθηκε για λίγα νομίσματα σε όποιον ενδιαφερόταν.
Στις εκκλησίες γίνονταν σκηνές αίσχους. Πολλοί εσταυρωμένοι με πολύτιμες πέτρες μεταφέρθηκαν με τουρκικά σαρίκια να τους περιβάλλουν έκλυτα. Πολλά κτίρια έπαθαν ανεπανόρθωτες ζημιές. Το βράδυ δεν υπήρχαν πολλά για να λεηλατηθούν και κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε όταν ο σουλτάνος κήρυξε ότι η λεηλασία έπρεπε πια να σταματήσει. Οι στρατιώτες είχαν πολλά για να τους κρατούν απασχολημένους για τις επόμενες δύο ημέρες, με το να μοιράζονται τη λεία και να μετρούν τους αιχμαλώτους. Κυκλοφορούσε η φήμη ότι υπήρχαν περίπου πενήντα χιλιάδες από αυτούς, από τους οποίους μόνο πεντακόσιοι ήταν στρατιώτες. Ο υπόλοιπος χριστιανικός στρατός είχε χαθεί, με εξαίρεση τους λίγους άνδρες που είχαν ξεφύγει δια θαλάσσης. Οι νεκροί, συμπεριλαμβανομένων των αμάχων θυμάτων της σφαγής, λέγεται ότι έφθαναν τους τέσσερις χιλιάδες.
Ο ίδιος ο σουλτάνος μπήκε στην πόλη αργά το απόγευμα. Συνοδευόμενος από τους εκλεκτότερους γενίτσαρους της φρουράς του και ακολουθούμενος από τους υπουργούς του προχώρησε αργά μέσα από τους δρόμους προς την εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Μπροστά από τις πόρτες της αφίππευσε και έσκυψε να πάρει μια χούφτα χώμα το οποίο έχυσε επάνω από το σαρίκι του ως πράξη ταπεινοφροσύνης προς το Θεό του. Μπήκε στην εκκλησία και έμεινε για μια στιγμή σιωπηλός. Έπειτα, καθώς προχωρούσε προς το Ιερό, παρατήρησε έναν Τούρκο στρατιώτη που προσπαθούσε να σπάσει ένα κομμάτι από το μαρμάρινο δάπεδο. Γύρισε σ' αυτόν θυμωμένα και του είπε ότι στην άδεια για λεηλασία δεν συμπεριλαμβανόταν η καταστροφή των κτιρίων. Αυτά τα κρατούσε για τον εαυτό του. Υπήρχαν ακόμη μερικοί Έλληνες που κρύβονταν σε γωνίες και τους οποίους οι Τούρκοι δεν είχαν ακόμη δέσει για να τους πάρουν. Διέταξε να τους αφήσουν να πάνε στα σπίτια τους με την ησυχία τους. Έπειτα βγήκαν μερικοί ιερείς από τα μυστικά περάσματα πίσω από το Ιερό και ζήτησαν το έλεός του. Κι αυτούς τους απομάκρυνε υπό προστασία. Επέμεινε όμως ότι η εκκλησία θα έπρεπε να μετατραπεί αμέσως σε τζαμί. Ένας από τους ουλεμάδες του ανέβηκε στον άμβωνα και προσκύνησε το νικηφόρο Θεό του.
Φεύγοντας από τη μητρόπολη ο σουλτάνος πήγε στην απέναντι πλευρά της πλατείας, στο παλιό Ιερό Παλάτιο. Καθώς περνούσε από τους μισοερειπωμένους διαδρόμους και τις αίθουσές του λέγεται ότι μουρμούρισε τα λόγια ενός Πέρση ποιητή: «Η αράχνη υφαίνει τις κουρτίνες στο παλάτι των Καισάρων, η κουκουβάγια κρώζει στις περιπόλους, στους πύργους του Αφρασιάμπ». Με την περιοδεία του σουλτάνου μέσα από την πόλη η τάξη αποκαταστάθηκε. Ο στρατός του είχε κορεσθεί από λάφυρα και η στρατονομία του μερίμνησε ώστε οι άνδρες να επιστρέψουν στους καταυλισμούς τους. Ο ίδιος επέστρεψε στο στρατόπεδό του μέσα από έρημους δρόμους.
Την επομένη διέταξε να παρουσιαστούν ενώπιόν του όλα τα λάφυρα και από αυτά διάλεξε το ποσοστό που εδικαιούτο ως αρχηγός. Μερίμνησε να δοθεί επίσης ένα δίκαιο μερίδιο στους στρατιώτες του τα καθήκοντα των οποίων δεν τους είχαν επιτρέψει να λάβουν μέρος στη λεηλασία. Για τον εαυτό του κράτησε όλα τα αιχμάλωτα μέλη των μεγάλων οικογενειών του Βυζαντίου και όσους από τους υψηλόβαθμους αξιωματούχους είχαν διαφύγει από τη σφαγή. Απελευθέρωσε αμέσως τις περισσότερες από τις ευγενείς αρχόντισσες, παρέχοντας σε πολλές από αυτές χρήματα ώστε να μπορέσουν να απελευθερώσουν τις οικογένειές τους. Αλλά κράτησε τους πιο όμορφους από τους νεαρούς γιους και τις κόρες τους για το σεράι του. Σε πολλούς άλλους νέους δόθηκε ελευθερία και αξιώματα στο στρατό του, υπό τον όρο ότι θα αποκήρυσσαν τη θρησκεία τους. Μερικοί από αυτούς αποστάτησαν, αλλά το μεγαλύτερο μέρος προτίμησε να δεχθεί την ποινή για την πίστη στο Χριστό.
Μεταξύ των Ελλήνων αιχμαλώτων ανακάλυψε το Λουκά Νοταρά, το Μέγα Δούκα, καθώς και περίπου εννέα άλλους υπουργούς του αυτοκράτορα. Τους απελευθέρωσε ο ίδιος από τους δεσμώτες τους και τους δέχθηκε ευγενικά, απελευθερώνοντας το Μέγα Δούκα και δύο ή τρεις άλλους. Πολλοί όμως από τους άλλους αξιωματούχους του Κωνσταντίνου, μεταξύ των οποίων και ο Φραντζής, δεν αναγνωρίστηκαν και παρέμειναν στην αιχμαλωσία. Στους Ιταλούς αιχμαλώτους δεν επιδείχθηκε παρόμοιος οίκτος. Ο Μινόττο, ο Βενετός βάιλος, θανατώθηκε μαζί με έναν από τους γιους του και επτά από τους κυριότερους συμπατριώτες του. Μεταξύ τους ήταν ο Καταρίνο Κονταρίνι, ο οποίος είχε ήδη εξαγοραστεί από τα στρατεύματα του Ζαγανός πασά, αλλά ο οποίος συνελήφθη και πάλι και ζητήθηκαν άλλες επτά χιλιάδες χρυσά νομίσματα για την απελευθέρωσή του. Αυτό ήταν ένα ποσό το οποίο δεν μπορούσε να πληρώσει κανείς από τους φίλους του. Ο Καταλανός πρόξενος, ο Περέ Χούλια, επίσης εκτελέστηκε, μαζί με πέντε ή έξι συμπατριώτες του. Ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος είχε αιχμαλωτιστεί, αλλά δεν αναγνωρίστηκε και σύντομα εξαγοράστηκε από εμπόρους του Πέραν οι οποίοι είχαν σπεύσει στο τουρκικό στρατόπεδο για να σώσουν Γενοβέζους συμπατριώτες τους. Ο καρδινάλιος Ισίδωρος ήταν ακόμη πιο τυχερός. Είχε πετάξει τα εκκλησιαστικά του άμφια, δίνοντάς τα σε ένα ζητιάνο και φορώντας αντί γι' αυτά τα ράκη του ζητιάνου. Ο ζητιάνος συνελήφθη και θανατώθηκε, και το κεφάλι του επιδεικνυόταν ως το κεφάλι του καρδιναλίου, ενώ ο Ισίδωρος πουλήθηκε για ένα μηδαμινό ποσό σε έναν έμπορο του Πέραν που τον είχε αναγνωρίσει. Ο Τούρκος πρίγκιπας Ορχάν είχε επίσης προσπαθήσει να διαφύγει μεταμφιεσμένος. Είχε δανειστεί το ράσο ενός Έλληνα μοναχού, ελπίζοντας ότι η τέλεια γνώση του των Ελληνικών θα τον γλίτωνε από υποψίες. Αλλά αιχμαλωτίστηκε, προδόθηκε από ένα συγκρατούμενό του και αποκεφαλίστηκε επιτόπου. Η γενοβέζικη γαλέρα στην οποία είχε μεταφερθεί ο τραυματισμένος Τζουστινιάνι ήταν μία από εκείνες που κατόρθωσαν να διαφύγουν από τον Κεράτιο. Ο Τζουστινιάνι αποβιβάστηκε στη Χίο και πέθανε εκεί μία ή δύο ημέρες αργότερα. Για τους οπαδούς του παρέμεινε ήρωας, αλλά οι Έλληνες και οι Βενετοί, όσο και αν είχαν θαυμάσει πολύ την ενεργητικότητα, τη γενναιότητα και την ηγεσία του σε όλη τη διάρκεια της πολιορκίας, θεώρησαν ότι στο τέλος είχε φανεί λιποτάκτης. Θα έπρεπε να είχε το θάρρος να αντιμετωπίσει τον πόνο και το θάνατο παρά να διακινδυνεύσει την ολοκληρωτική κατάρρευση της άμυνας με τη φυγή του. Πολλοί, ακόμη και μεταξύ των Γενοβέζων, αισθάνονταν ντροπή γι' αυτόν. Ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος τον κατηγόρησε σφοδρά για τον άκαιρο τρόμο του.
Η τύχη των Ελλήνων αιχμαλώτων ποίκιλε. Μετά από τρεις ημέρες, όταν η επίσημη περίοδος της λεηλασίας είχε τελειώσει, ο σουλτάνος εξέδωσε μία προκήρυξη που έλεγε ότι όσοι Έλληνες είχαν ξεφύγει από την αιχμαλωσία ή είχαν εξαγοραστεί μπορούσαν να πάνε στα σπίτια τους, όπου η ζωή και η περιουσία τους θα παρέμεναν πλέον ανενόχλητα. Αλλά δεν υπήρχαν πολλοί από αυτούς, ούτε πολλά από τα σπίτια τους ήταν κατοικήσιμα. Λέγεται ότι ο ίδιος ο Μωάμεθ έστειλε τετρακόσια Ελληνόπουλα ως δώρα σε καθέναν από τους τρεις κυριότερους μωαμεθανούς δυνάστες της εποχής, το σουλτάνο της Αιγύπτου, το βασιλιά της Τυνησίας και το βασιλιά της Γρανάδας.
Πολλές ελληνικές οικογένειες δεν επρόκειτο να ξαναενωθούν. Ο Ματθαίος Καμαριώτης, στο θρήνο του για την πόλη, αφηγείται την απεγνωσμένη έρευνα που έκαναν αυτός και οι φίλοι του για να βρουν τους συγγενείς τους. Ο ίδιος έχασε γιους και αδελφούς. Για μερικούς έμαθε αργότερα ότι είχαν σκοτωθεί. Άλλοι απλά εξαφανίστηκαν, ενώ ένοιωσε τη ντροπή της ανακάλυψης ότι ο ανιψιός του είχε επιζήσει αποκηρύσσοντας την πίστη του.Η καλοσύνη που είχε δείξει ο Μωάμεθ στους επιζώντες υπουργούς του αυτοκράτορα είχε μικρή διάρκεια. Είχε αναφέρει ότι θα έκανε το Λουκά Νοταρά κυβερνήτη της κατακτημένης πόλης. Εάν αυτή ήταν η πραγματική του πρόθεση, σύντομα άλλαξε γνώμη. Η γενναιοδωρία του πάντοτε ελαττωνόταν από καχυποψία, και κάποιοι σύμβουλοι τον προειδοποίησαν να μην εμπιστεύεται το Μέγα Δούκα. Έθεσε λοιπόν την πίστη του σε δοκιμασία. Πέντε ημέρες μετά την άλωση της πόλης παρέθεσε ένα συμπόσιο.Στη διάρκειά του, όταν είχε βαρύνει για τα καλά από το κρασί, κάποιος του ψιθύρισε ότι ο δεκατετράχρονος γιος του Νοταρά ήταν ένα παιδί με εξαιρετική ομορφιά. Αμέσως ο σουλτάνος έστειλε έναν ευνούχο στο σπίτι του Μέγα Δούκα απαιτώντας το παιδί να του σταλεί για την ευχαρίστησή του. Ο Νοταράς, του οποίου οι δύο μεγαλύτεροι γιοι είχαν σκοτωθεί μαχόμενοι, αρνήθηκε να θυσιάσει το παιδί σε μια τέτοια τύχη.Στη συνέχεια στάλθηκε η αστυνομία να φέρει το Νοταρά με το γιο του και το νεαρό γαμπρό του, το γιο του Μεγάλου Δομέστιχου Ανδρόνικου Καντακουζηνού, ενώπιον του σουλτάνου. Όταν ο Νοταράς εξακολούθησε να αψηφά το σουλτάνο, δόθηκαν διαταγές να αποκεφαλιστούν επιτόπου ο ίδιος και τα δύο αγόρια. Ο Νοταράς ζήτησε απλά να εκτελεστούν πριν από εκείνον, μήπως το θέαμα του θανάτου του τα έκανε να λιποψυχήσουν. Όταν χάθηκαν και τα δύο, ξεσκέπασε το λαιμό του στο δήμιο. Την επομένη συνελήφθησαν άλλοι εννέα Έλληνες ευγενείς και στάλθηκαν στο ικρίωμα. Αργότερα λέγεται ότι ο σουλτάνος μετάνιωσε για τους θανάτους τους και ότι τιμώρησε τους συμβούλους που είχαν εγείρει τις υποψίες του. Είναι όμως πιθανό ότι η μετάνοιά του ήταν επίτηδες καθυστερημένη. Είχε αποφασίσει να εξοντώσει τους κυριότερους κοσμικούς αξιωματούχους της παλαιάς αυτοκρατορίας . Οι γυναίκες τους περιέπεσαν και πάλι στην αιχμαλωσία και αποτέλεσαν τμήμα της μακράς πομπής των αιχμαλώτων που συνόδευσε την Αυλή κατά την επιστροφή της στην Αδριανούπολη. Η χήρα του Νοταρά πέθανε καθ' οδόν στο χωριό Μεσσήνη. Ήταν από αυτοκρατορική γενιά και η σπουδαιότερη δέσποινα στο Βυζάντιο μετά το θάνατο της βασιλομήτορος, ενώ απολάμβανε βαθύτατου σεβασμού ακόμη και από τους αντιπάλους του άνδρα της για την αξιοπρέπεια και τη φιλανθρωπία της. Μία από τις κόρες της, η Άννα, είχε ήδη διαφύγει στην Ιταλία με μερικούς από τους θησαυρούς της οικογένειας.
Ο Φραντζής, του οποίου το μίσος για το Μέγα Δούκα δεν είχε κατευναστεί ούτε από τις αμοιβαίες δυστυχίες τους και ο οποίος παρέθεσε μια πικρόχολη, σκληρή και αναληθή περιγραφή του θανάτου του, χρειάστηκε να υποστεί ο ίδιος μια παρόμοια τραγωδία. Ήταν σκλάβος επί δεκαοκτώ μήνες στο υπηρετικό προσωπικό του επικεφαλής των αλόγων του σουλτάνου, προτού κατορθώσει να απελευθερώσει τον εαυτό του και τη γυναίκα του. Τα δύο παιδιά του όμως, και τα δύο βαφτισμένα από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, κλείστηκαν στο σεράι του σουλτάνου. Το κορίτσι, η Θάμαρ, πέθανε εκεί σε παιδική ηλικία, ενώ το αγόρι θανατώθηκε από το σουλτάνο επειδή αρνήθηκε να υποκύψει στις ακόλαστες επιθυμίες του.
Ο Κωνσταντίνος γεννήθηκε το 1403. Ήταν ο τέταρτος γιος του αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου (1391 -1425) και αδελφός του αυτοκράτορα Ιωάννη Η’ Παλαιολόγου (1425- 1449), Μητέρα του ήταν η Ελένη Δραγάτση γι’ αυτό και ονομάζεται και Δραγάτσης. Έζησε λίγο στην Ταυρική και μετά ήρθε στην Πελοπόννησο, στο Μιστρά, όπου μαζί με τον αδελφό του Θεόδωρο ανέκτησαν όλες τις φραγκοκρατούμενες περιοχές.
Στο Δεσποτάτο του Μυστρά, που δέσποζε τότε σ’ ολόκληρη την Πελοπόννησο, και ουσιαστικά είχε εξελιχθεί σ’ ένα δεύτερο Βυζάντιο, πιο σφριγηλό όμως και ακμαίο σπα το πρώτο; είχαν εγκατασταθεί και οι τρεις γιοι του Ανδρονίκου: Θεόδωρος, Κωνσταντίνος και Θωμάς, Επειδή μεταξύ των αδελφών ανεφύησαν διάφορες, αποφασίστηκε ν’ ανατεθεί η διοίκηση του Δεσποτάτου στους Θεόδωρο και Θωμά και ο Κωνσταντίνος να μεταβεί στην Πόλη, για να συμπαρασταθεί στον αυτοκράτορα αδελφό του Ιωάννη, που τότε αντιμετώπιζε άμεσα την τουρκική απειλή. Τον αντικατέστησε μάλιστα στο θρόνο, όταν ο Ιωάννης, επικεφαλής μεγάλης πρεσβείας, μετέβη στην Ιταλία και έλαβε μέρος στην περιβόητη σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (27 Νοεμβ.-1 Φεβρ. 1440). Μόλις ο Ιωάννης έφθασε στην Κωνσταντινούπολη, ο Κων/νος επέστρεψε στην Πελοπόννησο. Αναγκάσθηκε άλλη μια φορά να ξαναπάει στην Πόλη, για να στηρίξει τον αδελφό του που αντιμετώπιζε το στασιαστικό κίνημα του Δημητρίου Παλαιολόγου, το οποίο υποστήριζαν οι Τούρκοι. Είναι ενδεικτικό ότι η σήψη είχε προχωρήσει τόσο βαθειά, ώστε τα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας έβαζαν σαν επιδιαιτητή των διαφορών τους τον Τούρκο σουλτάνο. Έτσι οι άξεστοι Τούρκοι, χωρίς να έχουν γνώση των μυστικών της διπλωματίας, εφάρμοζαν χάρη σ’ εξωμότες Έλληνες εις βάρος των Ελλήνων την τεχνική του «διαίρει και βασίλευε», Χωρίς να έχουν γνώσεις στρατιωτικής τακτικής, οργάνωσαν μεγάλους τακτικούς στρατούς χάρη σε εξωμότες Έλληνες στρατιωτικούς, όπως ο Εβρενός, που τ’ όνομά του είναι αραβική γραφή της λέξης Ουρανός. Έτσι ο Ελληνισμός αυτοκαταλύθηκε.
Κι έμειναν μόνο μερικοί Ιππότες της Αυταπαρνήσεως ν’ αγωνίζονται έως την τελευταία πνοή τους για την τιμή και την περηφάνεια του Γένους. Ανάμεσα σ’ αυτούς, πρώτος στους πρώτους, και ο Κωνσταντίνος.
Aπό το 1443 έως το 1449, ο Κων/νος ως δεσπότης του Μιστρά, κάνει το Δεσποτάτο δεσπόζουσα δύναμη της Βαλκανικής κι εφαρμόζει μια πολιτική, που νεώτερη έκφρασή της είναι η βαλκανική πολιτική των ετών 1912-1913. Συναισθάνεται ότι μόνοι τους οι Έλληνες, καθώς μάλιστα είναι διεσπασμένοι, δεν θα κατορθώσουν ν’ αναχαιτίσουν τους γεμάτους πολεμική ορμή Τούρκους. Πρέπει οι Βαλκάνιοι να συνενωθούν και να συνασπισθούν. Ν ‘ αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό που ήδη τους έχει επιβληθεί και να συναντηθούν σ’ ένα ενιαίο μέτωπο.
Προϋπόθεση όμως μιας τέτοιας πολιτικής ήταν η ασφάλεια της Πελοποννήσου. Ο Κων/νος θέλησε να κάνει την Πελοπόννησο, που ήταν έδρα και βάση των εξορμήσεών του, νησίδα ασφαλείας. Ξανάχτισε το τείχος του Ισθμού, που είχε καταστραφεί με τις επιδρομές του φοβερού Τούρκου στρατηγού Τουραχάν κατά τα έτη 1422 και 1432. Το τείχος κτίσθηκε σε χρόνο ρεκόρ, μέσα σε διάστημα 30 ημερών! Θέλοντας μη θέλοντας όλοι οι άρχοντες της Πελοποννήσου συνέδραμαν στην ανέγερση του τείχους. Και ήταν ένα τείχος φτιαγμένο με την τελευταία λέξη της τεχνοδομής: με λίθους αλλά και ξύλα φερμένα ειδικά από τη Βενετία. Γράφει ο Λάκων ιστορικός Παν. Δούκας στο μνημειώδες έργο του «Η Σπάρτη διά μέσου των αιώνων» τα ακόλουθα: «Και δικαίως ο Κωνσταντίνος την ανάκτησιν του Ισθμού εθεώρησε αναγκαιότατης ουχί μόνον χάριν της αμύνης από νέων επιδρομών των Τούρκων, αλλά και χάριν της ανυψώσεως του καταπεπτωκότος φρονήματος των Πελοποννησίων, οίτινες θα είχαν ούτω το συναίσθημα της βεβαίας ασφαλείας» (σ. 533).
Δεν είναι αληθές ότι οι Έλληνες τότε δεν είχαν δυνάμεις. Δεν είχαν ψυχή. Είχαν χάσει το ηθικό τους, την πίστη στον εαυτό τους. Ζητούσαν τη σωτηρία από άλλους, όχι από τους ἰδιους. Ιστορικά είναι ερμηνεύσιμο αυτό. Για τελευταία φορά που οι Έλληνες αισθάνθηκαν ασφαλείς ήταν λίγο πριν το μοιραίο 1204. Έκτοτε ο ελληνικός κόσμος τεμαχίσθηκε σε ελληνικά και φραγκικά κρατίδια. Κι αν η Βασιλεύουσα ανακτήθηκε το 1261, η Αυτοκρατορία ανέζησε σαν σκιά του παλαιού εαυτού της. Επί δύο αιώνες εσύρετο, δεν εζούσε, γιατί δεν μεγαλουργούσε. Κανένα στρατιωτικό ή πολιτικό τρόπαιο δεν σημείωσε στη διάρκεια των διακοσίων χρόνων του ιστορικού επιλόγου της. Έτσι ο λαός, χωρίς ψυχή, χωρίς εσωτερικό δυναμισμό, είχε πέσει σε κατάσταση μοιρολατρίας. Μόνο τα θρησκευτικά πάθη ήταν σε έξαρση. Πάθη που δεν γεννούσαν πατριωτικό ενθουσιασμό, αλλά διχασμό. Οι Έλληνες περισσότερο μισούσαν οι μισοί τους άλλους μισούς παρά τους Τούρκους ή τους Δυτικούς. Έτσι «δειλοί, μοιραίοι, άβουλοι αντάμα, προσμένανε ίσως κάποιο θαύμα», θα μπορούσαμε να πούμε παραλλάσσοντας το στίχο του Βάρναλη. Για την Πόλη ουσιαστικά ισχύει ο καταδικαστικός στίχος που έγραψε στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου» ο Παλαμάς: «Και περίμενε τον Τούρκο να την πάρει».
Όμως ο Κωνσταντίνος ήταν παλληκάρι. Δεν περίμενε παθητικά τη σωτηρία από τη Θεία Χάρη. Η Θεία Χάρη είναι αρωγός, όταν οι άνθρωποι αξιοποιούν και εξαντλούν το δικό τους δυναμικό. Ο Κων/νος, επωφελούμενος από τους περισπασμούς του Σουλτάνου Μουράτ κατά του ηγεμόνα της Καραμανίας στην Ανατολή και κατά των Ούγγρων και του Σκεντέρμπεη στη Βαλκανική, θέλησε να προχωρήσει πέρα από τον Ισθμό και να απελευθερώσει από τον τουρκικό ζυγό όλη την ηπειρωτική Ελλάδα. Να γιατί ο Κων/νος θεωρείται ο πρώτος των Ελλήνων. Με αυτόν άρχισε η απελευθερωτική πολιτική του Ελληνισμού. Προς εφαρμογή του σχεδίου του ορμά στη Βοιωτία, απελευθερώνει τη Θήβα φθάνει μέχρι τη Λιβαδιά, το Λιδωρίκι και το Ζητούνι (Λαμία). Ο Κωνσταντίνος είναι ο πρώτος που κατενόησε και αξιοποίησε τη δύναμη των Βλάχων της Πίνδου. Οι Βλάχοι, οι αμφισβητούμενης ελληνικάτητος, από επιτήδειους πράκτορες, Βλάχοι, συνέπραξαν με τον Κων/νο, για να διώξουν από τη Θεσσαλία τους Τούρκους. Ο Κων/νος δεν είχε μεγάλες τακτικές μονάδες στρατού. Γι αυτό χρησιμοποίησε μικρά καταδρομικά σώματα. Είναι, μετά τον αρχαίο στρατηγό Ιφικράτη, ο πρώτος που χρησιμοποίησε σώματα επιλέκτων «κομάντος». Αυτό δημιούργησε παράδοση στην περιοχή της Πίνδου. Από τα καταδρομικά σώματα του Κων/νου βγήκαν τα αρματολικά και κλέφτικα σώματα της Τουρκοκρατίας, αυτά που ο Μακρυγιάννης ονόμασε εύστοχα «Μαγιά της Λευτεριάς».
Η απελευθερωτική κίνηση του Κων/νου επεξετάθηκε μέχρι Ηπείρου. Σκοπός του ήταν να συνενωθεί με τις δυνάμεις του θρυλικού Γ. Καστριώτη (Σκεντέρμπεη). Παράλληλα απέσπασε από το φραγκικό δουκάτο των Αθηνών τη Λιβαδιά και την Θήβα και υποχρέωσε τον δούκα Νέριο Β’ Ατζαγιόλι να γίνει φόρου υποτελής στο Δεσποτάτο του Μιστρά.
Η δράση του Κωνσταντίνου εθορύβησε τον Μουράτ, ο οποίος από την Αδριανούπολη, τότε πρωτεύουσα των Τούρκων, έσπευσε με στρατό 60.000 ανδρών κατά του Κων/νου, που είχε οχυρωθεί στον Ισθμό. Τη δύναμη του Κων/νου αποτελούσαν Έλληνες και Αλβανοί. Αλλ’ οι τελευταίοι στις 10 Φεβρουαρίου 1447 εγκατέλειψαν τον Κων/νο. Ίσως εκάμφθησαν από τον σφοδρό κανονιοβολισμό κατά του τείχους του Ισθμού, ίσως να δελεάσθηκαν από τις υποσχέσεις ή τις παροχές του σουλτάνου. Ο Κων/νος, μετά την προδοσία των Αλβανών, αναγκάσθηκε να υποχωρήσει στα ενδότερα της Πελοποννήσου. Κατά την υποχώρηση υπέστη μεγάλες απώλειες. Τριακόσιοι στρατιώτες του κυκλώθηκαν στο όρος Οξύ. πάνω από τις Κεγχρεές, και σφάχτηκαν από τους Τούρκους. Αλλοι εξακόσιοι, που πιάστηκαν αιχμάλωτοι, θυσιάστηκαν για να τιμηθεί η σκιά του πατέρα του Μουράτ.
Ο Μουράτ, μετά την υποχώρηση του Κων/νου, χώρισε το στρατό του σε τέσσερα τμήματα με σκοπό την πλήρη καθυπόταξη της Πελοποννήσου. Τότε είχαμε και την ηρωική αντίσταση της Πάτρας. Όμως ξαφνικά σταμάτησε την επιδρομική δράση. Ο Σκεντέρμπεης πίσω από την πλάτη του Σουλτάνου, κινούσε τις δυνάμεις του απειλητικά. Υπήρχε κίνδυνος να εγκλωβίσει τον Μουράτ στην Πελοπόννησο και να τον αφανίσει. Έτσι ο σουλτάνος υποχρεώθηκε να υποχωρήσει, αφού πήρε μαζί του χιλιάδες αιχμαλώτους και αφού ανάγκασε τους Παλαιολόγους ν’ αναγνωρίσουν την επικυριαρχία του.
Στο διάστημα αυτό ο Μιστράς είχε εξελιχθεί στο μεγαλύτερο πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο της Αυτοκρατορίας: Εκκλησίες με εκπάγλου καλλονής αγιογραφίες και ψηφιδογραφίες, ανάκτορα, μέγαρα πολυτελή, κάστρα φαινομενικώς απόρθητα. Ο Μιστράς ζούσε ένα ελληνικό όραμα. Να αναβιώσει το αρχαίο ελληνικό μεγαλείο. Εμψυχωτής της προσπάθειας αυτής ο ιδιόρρυθμος αλλά μεγάλος φιλόσοφος Γεμιστός ή Πληθών και ο μαθητής του Βησσαρίων. Ο τελευταίος είχε μείνει στη Δύση. Είχε πολύ αγαπήσει τη Λακωνία και τη θεωρούσε σαν μήτρα για τη γέννηση ενός νέου θαυμαστού Ελληνικού κόσμου. Συνέταξε ένα περισπούδαστο υπόμνημα και το έστειλε στον Κων/νο. Το υπόμνημα Βησσαρίωνα περιέχει ένα πλήρες πρόγραμμα πολιτικό, οικονομικό, στρατιωτικό. Λόγου χάρη, δημιουργία τακτικού επαγγελματικού στρατού, περιστολή της πολυτέλειας, οχύρωση του Ισθμού, ανάπτυξη της βιομηχανίας και της μεταξουργίας, αποστολή νέων στην Ιταλία για να μορφωθούν κ.λπ. Στην ίδια περίοδο ζούσε κοντά στον Κων/νο και ο Γ. Σφραντζής, ο γνωστός ιστορικός της Αλώσεως.
Ενώ ο Κων/νος συνέχιζε το ανορθωτικό έργο του στην Πελοπόννησο, έφθασε η είδηση ότι απέθανε ο Αυτοκράτορας αδελφός του, Ιωάννης Η’, στις 31 Οκτωβρίου 1448. Δημιουργήθηκε κενό εξουσίας, γιατί ο Ιωάννης ήταν άτεκνος. Ο Σουλτάνος Μουράτ, μια και ο Κων/νος ήταν φόρου υποτελής σ’ αυτόν, δεν είχε καμμία αντίρρηση για την ανάρρησή του. Έτσι πρεσβεία από την Κωνσταντινούπολη ήρθε στην Πελοπόννησο και προσέφερε στον Κων/νο τον αυτοκρατορικό θρόνο. Ο Κων/νος, ο τελευταίος βυζαντινός αυτοκράτορας, είναι ο πρώτος βασιλιάς που εστέφθη επί του μητροπολιτικού ελληνικού εδάφους, και μάλιστα επί λακωνικού εδάφους. Να ένας ακόμη λόγος που κάνει τον Κων/νο πρώτο Έλληνα βασιλιά. Η στέψη έγινε στις 6 Ιανουαρίου 1449 στον Άγιο Δημήτριο, τον μητροπολιτικό ναό του Μιστρά. Και αμέσως έφυγε για την Πόλη συνοδευόμενος από τον πιστό του Γεώργιο Σφραντζή.
Στην Πόλη έγινε δεκτός με θερμή υποδοχή. Ο θρύλος των κατορθωμάτων του είχε φθάσει μέχρι εκεί. Αμέσως άρχισε αθορύβως την οργάνωση για την άμυνα. Υποσχέσεις από τη Δύση για βοήθεια πολλές. Ανταπόκριση περιορισμένη. Ο Κων/νος αντιλήφθηκε ότι πρέπει να στηριχθεί σε δικές του δυνάμεις. Αλλά η δύναμη της πόλης ήταν περιορισμένη. Και οι άνθρωποι ήταν αφοσιωμένοι στα πολεμικά έργα. Ο Κων/νος παρέκαμψε όλα τα εμπόδια. Στην Πόλη άρχισε να πνέει ένας άνεμος παλληκαριάς. Η Πόλη ξαναζούσε. Όλα αυτά μέχρις ότου στο σουλτανικό θρόνο ανήλθε ο Μωάμεθ Β’. Ο Κων/νος κατάλαβε πως ήρθε η στιγμή της αλήθειας. Αγνόησε το θλιβερό παρόν, αδιαφόρησε για τον εαυτό του και ατένισε προς το ένδοξο παρελθόν. Έπρεπε να σταθεί αντάξιος των πιο ένδοξων προκατόχων του. Αυτό που είχε, αυτό που ήταν δεν ήταν δικά του, ανήκαν στο Γένος. Και το γένος απαιτούσε, θυσία, όχι παράδοση. Ο Κων/νος εν πολέμησε για να νικήσει, πολέμησε για να μην ηττηθεί η αξιοπρέπεια και η τιμή της Πόλης. Ο Αυτοκράτωρ πεθαίνει αλλά δεν παραδίδεται. Και αυτή η στάση ήταν εγγραφή ελευθερίας. Το Γένος δεν θα το έσωζε μία νίκη, θα το έσωζε μια θυσία. Ο Κων/νος και τα παλληκάρια του με το αίμα τους ξέπλυναν όλες τις προηγούμενες ντροπές της αυτοκρατορίας. Η Πόλη πέφτοντας στρατιωτικά, ανυψώθηκε ηθικά. Δεν θα σταθώ σε λεπτομέρειες της πολιορκίας, που άλλωστε είναι γνωστές. Στη διάρκεια της πολιορκίας ο Κων/νος στάθηκε άγρυπνος , ακαταπόνητος, ακατάβλητος. Ενέπνεε με τα λόγια και το παράδειγμα του. Υπερασπίστηκε με πάθος την πόλη, που ήταν όπως ο έλεγε ο ίδιος, «η ελπίς και η χαρά παντών των Ελλήνων». Ο Κων/νος είχε πέρα για πέρα Ελληνική συνείδηση. Είχε επίγνωση της ιστορικής αποστολής του. Με την τελευταία ομιλία του, το απόγευμα της 28ης Μαίου, την παραμονή της αλώσεως με εναν εμπνευσμένο Λογο προς τους στρατιώτες και αξιωματικούς του, καθόρισε με λακωνική επιγραμματικότητα την αποστολή αυτή, που έκτοτε έγινε ιερά παρακαταθήκη του Γένους:
«Παρακαλώ ημάς, ινα στήτε γενναίος. Καλώς ουν οϊδατε. αδελφοί, ότι δια τέσσερά τινα οφείλεται κοινώς έσμιέν πάντες, ϊνα προτιμησωμεν άποθανειν μάλλον ή ζην. πρώτον μεν υπέρ τής πίστεως ημών και εϋσεβειας, δεύτερον δέ ΰπέρ πατρίδος, τρίτον δέ υπέρ του βασιλέως, ώς χριστού κυρίου, και τέταρτον ύπέρ συγγενών και φίλων. Άλλως… πατρίδα περίφημον τοιαύτην υστερούμεθα και τήν έλευθερίαν ημών, βασιλείαν την ποτέ μεν περιφανή, vυv δε τεταπεινωμένην καί έξουθενωμένην άπωλεσαμεν» (Λεονάρδου Επ. παρ. 37).
Και έρχεται η ώρα της τελικής αναμετρήσεως. Ο Κων/νος αποχαιρετά στο παλάτι τους φίλους και συγγενείς και πάει να πάρει θέση ως πολεμιστής πάνω στις επάλξεις. Γράφει ο Σφραντζής που ήταν αυτόπτης: «Εν τήδε τή ώρα τις διηγησεται τους τότε κλαυθμούς καί θρήνους τους εν τω παλατίω: Ei και από ξύλου άνθρωπος n έκ πέτρας ην, ούκ ήδύνατο μή θρηνήσαι». Έχουν και οι ήρωες τις ανθρώπινες στιγμές τους. Η μάχη πάνω στα τείχη άρχισε. Ο Κων/νος, όπως ο Διάκος, πολεμούσε με σπασμένο σπαθί. Γύρω του πολεμούσαν εκλεκτοί και αφοσιωμένοι. Ένας από αυτούς, ο Θεόφιλος Παλαιολόγος, βλέποντας τον αυτοκράτορα κυκλωμένο, όρμησε ανάμεσα στους Τούρκους κραυγάζοντας: «Θέλω θανείν μάλλον ή ζην». Και σκοτώθηκε. Όπως σκοτώθηκαν όλοι οι γενναίοι, «μή ανεχόμενοι επιδείν σφίσι τήν πατρίδα δεδουλωμένην», όπως λέει ο Σφραντζής. Ο Κων/νος κάποια στιγμή ένοιωσε ότι ήταν μόνος, ότι πολεμούσε μόνος. Οι γενναίοι είχαν πέσει. Οι άλλοι τον είχαν εγκαταλείψει. Και τότε με παράπονο ανέκραξε: «Ουκ έστι τις των Χριστιανών του λαβείν την κεφαλήν μου απ’ εμού;». Ίσως η επίκληση αυτή του Κων/νου να δημιούργησε την κλεφταρματολική παράδοση να παίρνουν τα παλληκάρια την κεφαλή του καπετάνιου, για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων.
Ένας Τούρκος τον κτύπησε κατά πρόσωπο και άλλος από τα νώτα. Ο Κων/νος έπεσε από το άλογο και ξεψύχησε ανάμεσα στους σκοτωμένους στρατιώτες του. Αργότερα, λένε, το πτώμα του αναγνωρίστηκε από τα πορφυρά σανδάλια. Το κεφάλι του κόπηκε και στήθηκε πάνω σε πορφυρά στήλη στην Πλατεία Αυγουσταίου. Μέχρι το 1930 στην αυλή ενός ταπεινού τουρκικού σπιτιού μπορούσε ο επισκέπτης να δει μια μαρμάρινη πλάκα, που κατά μία παράδοση σκέπαζε το σεμνό σκήνωμα του Αυτοκράτορα. Ο Αλέξανδρος Πασπάτης, που μας έδωσε το 1890 την καλύτερη περιγραφή της άλωσης και που γνώριζε όσο κανείς την τοπογραφία της Κωνσταντινούπολης γράφει: «Εν τω στενώ τούτω περιβάλω, μάνδρα την σήμερον προβάτων, ρυπαρά και κακόσμω, κατέπεσεν άκλαυστος και αμνημόνευτος ο βασιλεύς Παλαιολόγος υπό πάντων εγκαταλελειμμένος και μέχρι τέλους ανδρείως αγωνιζόμενος προς μυρίους στρατούς και ηγεμόνα οξύνουν και μεγαλουργόν» (σ. 156).
Η πόλη έπεσε αλλά η Κολώνα μένει…
Το πτώμα του Παλαιολόγου, γράφει ο Πασπάτης, ουδέποτε βρέθηκε. Αλλά κι αυτό που βρέθηκε, σκυλευμένο από τους Τούρκους, δεν θεωρήθηκε βασιλικό σκήνωμα. Ο λαός έθαψε το βασιλιά στην ψυχή του. Και τον ανέστησε. Έτσι αναστήθηκε και το Γένος. Ο Κων/νος έγινε το πτηνό Φοίνικας, που αναγεννάται από την τέφρα του. Η αναγέννηση του Κων/νου μέσα στη λαϊκή ψυχή δίνει σε κάθε κρίσιμη στιγμή νέα πνοή στο Γένος. Γιατί, όπως λέει ο Σφραντζής, ο Κων/νος «εκομίσατο τον του μαρτυρίου στέφανον μή θελήσας προδούναι τους ανόμοις τά βασίλεια, μήτε θελήσας τον κίνδυνον διαφυγείν, δυνατού όντος». Αυτό ήταν μια κατ’ εξοχήν ελληνική στάση. Γι’ αυτό ο λαός θεώρησε τον Κων/νο όχι Ρωμαίο βασιλιά, όπως απαιτούσε η αυτοκρατορική παράδοση, αλλ’ Έλληνα. Ένα ποντιακό τραγούδι τον ονομάζει Έλληνα. Λέει: «Την Πόλιν όντας όριζεν ο Έλλεν Κωνσταντίνος». Ο Έλλεν, δηλαδή, ο Έλλην, ο Έλληνας. Κι ακόμη ο λαός ποτέ δεν πίστεψε στο θάνατο του. «Πεθαίνει ο άνεμος;», έλεγαν οι Μεξικανοί αγρότες για τον Αιμιλιανό Ζαπάτα. Όταν ένας άνθρωπος γίνεται με τη θυσία του ιδέα και σύμβολο, ασφαλώς δεν πεθαίνει. Ο άγνωστος στιχουργός του «Θρήνου της Πόλης» εκφράζει παραστατικά το λαϊκό αίσθημα: «Ω Κωνσταντίνε βασιλεύ, Δραγάζη το πινόμιν ειπέ μοι, πού ευρίσκεσαι· εχάθης; εκρυβήθης; ή ζης ή καί απέθανες επάνω στο σπαθί σου;» Ο Κων/νος πέθανε επάνω στο σπαθί του. Γι’ αυτό ζη και θα ζη, όσο το έθνος θα τον αναζητεί και θα λέει, «ειπέ μοι, πού ευρίσκεσαι;»
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...