Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
To 554 μ.Χ. ένας στρατός 75.000 Φράγκων, Αλαμανών , Θουρίγγιων και άλλων Γερμανών, υπό τους δούκες Λοθάριο και Βουτελίνο, διέσχισαν τον Πάδο και κινήθηκαν προς την κάτω Ιταλία. Ο στρατηγός Ναρσής, ο αντιβασιλιάς της Ιταλίας, στο άκουσμα όμως της είδησης της φραγκικής εισβολής κινήθηκε ταχύτατα, επικεφαλής ισχυρών δυνάμεων, προς την περιοχή.
Ο χειμώνας όμως του 554 μ.Χ. αποδείχθηκε ιδιαίτερα δριμύς. Έτσι οι επιχειρήσεις διακόπηκαν και οι δύο στρατοί διαχείμασαν στις περιοχές που κατείχαν. Την άνοιξη του 555 μ.Χ. οι επιχειρήσεις επαναλήφθηκαν. Οι Φράγκοι χώρισαν τις δυνάμεις τους. Οι δυνάμεις του Λοθάριου κινήθηκαν προς Βορρά, προσπαθώντας να γυρίσουν στην πατρίδα τους, αφού μαστίζονταν από επιδημική ασθένεια και οι δυνάμεις του Βουτελίνου, εβρισκόμενες σε καλύτερη κατάσταση, κινήθηκαν νότια για να κατακτήσουν την Ιταλία.
Η εμπροσθοφυλακή της στρατιάς του Λοθάριου έπεσε τελικά σε βυζαντινή ενέδρα και διαλύθηκε. Ελάχιστα μόνο υπολείμματα της στρατιάς αυτής έφτασαν στις φραγκικές χώρες. Ο ίδιος ο Λοθάριος πέθανε από ασθένεια. Ο Βουτελίνος όμως συνέχισε την πορεία του επί ιταλικού εδάφους. Τελικά οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στην περιοχή της Καμπανίας κοντά στην πόλη Καπύη, στην τοποθεσία Κασίλινουμ, στο Βολτούρνο.
Ο Βουτελίνος επιθυμούσε να επισπεύσει τη σύγκρουση γιατί και ο δικός του στρατός μαστίζονταν τώρα από επιδημία. Υπερείχε άλλωστε και αριθμητικά. Σύμφωνα με τον ιστορικό Αγαθία τον Σχολαστικό, ο Φραγκικός Στρατός διέθετε περί τους 30.000 άνδρες, πεζούς στη συντριπτική τους πλειοψηφία.
Απέναντί τους ο Ναρσής δεν διέθετε περισσότερους από 18.000 στρατιώτες. Ο Βουτελίνος έταξε τους άνδρες του σε τρείς τεράστιες σφήνες, με μεγάλο βάθος. Πρόθεση του ήταν να διασπάσει το βυζαντινό κέντρο. Για να αντιμετωπίσει αυτή την απειλή ο Ναρσής σχημάτισε το κέντρο του από τμήματα βαρέως πεζικού, με βαριά θωρακισμένους πεζούς (Προμάχους) στην πρώτη γραμμή.
Η βυζαντινή φάλαγγα ήταν ενισχυμένη στα άκρα της , όπως περίπου η αθηναϊκή οπλιτική φάλαγγα στη μάχη του Μαραθώνα. Πίσω από το βαρύ πεζικό τάχθηκαν σώματα τοξοτών για να υποστηρίζουν το βαρύ πεζικό με υπερκείμενες βολές. Πίσω από το πεζικό τάχθηκε ένα τμήμα ιππικού. Άλλοι 3.000 ιππείς τάχθηκαν στο δεξιό, με επικεφαλής τον ίδιο τον Ναρσή. Στο αριστερό τάχθηκαν 1.500 ιππείς. Άλλοι 2.000 ιππείς τάχθηκαν σε ενέδρα, πίσω από το δεξιό πλευρό των Φράγκων, καλυμμένοι από ένα δάσος.
Η μάχη άρχισε με ορμητική επίθεση του φραγκικού πεζικού κατά του βυζαντινού κέντρου. Οι βάρβαροι κατόρθωσαν να επιτύχουν ρήγμα στο βυζαντινό μέτωπο. Η την κατάλληλη στιγμή εμπλοκή των εφεδρειών όμως έφραξε το ρήγμα. Ακολούθησε γενική αντεπίθεση του βυζαντινού ιππικού. Οι Φράγκοι σχεδόν περικυκλώθηκαν και κυριολεκτικά αφανίστηκαν. Οι πηγές αναφέρουν ότι από τους 30.000 άνδρες του Βουτελίνου μόνο πέντε επέστρεψαν στην πατρίδα τους. Η νίκη του Ναρσή ήταν συντριπτική.
Πηγή: defence-point.gr
Οι Βάνδαλοι ήταν ένα ακόμα γερμανικό έθνος, το οποίο υπό την πίεση των Ούννων, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Μετανάστευσης των Λαών, είχε καταλήξει να κατοικεί στην περιοχή γύρω από την Αζοφική θάλασσα. Από εκεί, αναζητώντας καλύτερη τύχη, μετακινήθηκαν δυτικά και έφτασαν στον Ρήνο.
Αργότερα εγκαταστάθηκαν στην Ισπανία και από εκεί πέρασαν, τελικά, στη βόρεια Αφρική. Υπό τον βασιλιά τους Γιζέριχο ίδρυσαν ισχυρό κράτος. Σε μια από τις επιδρομές ο Γιζέριχος κυρίευσε και αυτή την Ρώμη (455 μ.Χ.), την οποία και ισοπέδωσε, προσθέτοντας στο παγκόσμιο λεξιλόγιο τη λέξη βανδαλισμός.
Ως και το 533 μ.Χ. οι σχέσεις του Βυζαντίου με τους Βανδάλους θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν από ουδέτερες, έως φιλικές. Τότε όμως ο Γελίμερος, ανέτρεψε τον νόμιμο βασιλιά και κατέλαβε πραξικοπηματικά τον θρόνο, στρεφόμενος κατά της Ανατολικής Αυτοκρατορίας, που υποστήριζε τον νόμιμο βασιλιά. Έτσι ο Ιουστινιανός αποφάσισε να στείλει τον στρατηγό Βελισάριο κατά των Βανδάλων, επικεφαλής μιας μικρής δύναμης 5.000 ιππέων και 10.000 πεζών.
Ο Βελισάριος αποβιβάστηκε στη βόρεια Αφρική και κατάφερε να νικήσει τους Βανδάλους στη μάχη του Δεκίμου. Ωστόσο ο Γελίμερος υποχώρησε με τον στρατό και ετοιμάστηκε για νέα μάχη στην περιοχή του Τρικάμαρου, νότια της Καρχηδόνας . Εκεί δόθηκε η αποφασιστική μάχη του πολέμου. Πριν τη μάχη ο Βελισάριος μίλησε στους άνδρες του.
«Παραίνεση σε εσάς, άνδρες, δεν νομίζω ότι χρειάζεται να κάνω καμιά, σε εσάς που προσφάτως νικήσατε ολοκληρωτικά τον εχθρό και κτήμα της πολεμικής σας αρετής καταστήσατε την Καρχηδόνα και τη Λιβύη ολόκληρη. Και δεν χρειάζεται να επικαλεστώ την τόλμη σας, αφού ως νικητές η αγωνιστικής σας διάθεση παραμένει ακμαία. Ένα μόνο, νομίζω πως είναι η κατάλληλη στιγμή να σας θυμίσω, πως αν δείξετε και τώρα την ίδια γενναιότητα θα προκαλέσετε την κατάρρευση των ελπίδων των Βανδάλων και έτσι θα τελειώσετε τον πόλεμο.
“Έχετε λοιπόν κάθε λόγο να πολεμήσετε με προθυμία στη σύγκρουση αυτή για να δείτε τους μόχθους σας να πιάνουν τόπο. Του δε Βανδάλους δεν πρέπει να τους σκέφτεστε καν, γιατί τον πόλεμο δεν τον κερδίζει ούτε το πλήθος των ανθρώπων, ούτε η σωματική δύναμη, αλλά η δύναμη της ψυχής…».
Αυτά είπε ο Βελισάριος και οι άνδρες του και κατόπιν διέταξε τον στρατηγό του Ιωάννη να αναλάβει τη διοίκηση του συνόλου του ιππικού, εκτός 500 επίλεκτων Βουκελάριων που κράτησε ο ίδιος δίπλα του. Με το ιππικό ως εμπροσθοφυλακή ο Βυζαντινός Στρατός κίνησε προς συνάντηση του εχθρού.
Οι Βάνδαλοι αποφάσισαν αυτή τη φορά να ακολουθήσουν αμυντική τακτική και να αναμένουν την έφοδο των Βυζαντινών πίσω από τις όχθες ενός μικρού ρυακιού. Ο Γελίμερος αποφάσισε να τάξει τον στρατό σε δύο γραμμές μάχης. Την πρώτη αποτελούσαν αποκλειστικά τμήματα Βανδάλων βαρέων ιππέων, επικεφαλής των οποίων θα ήταν ο αδερφός του Τζάζων. Πίσω, σε δεύτερη γραμμή, τάχθηκαν 6.000 Μαυριτανοί ελαφροί ιππείς.
Και ο Βυζαντινός Στρατός τάχθηκε σε δύο γραμμές μάχης. Την πρώτη την αποτελούσε αποκλειστικά ιππικό, ανεπτυγμένο σε διάταξη ακροβολισμού, ώστε να καλύπτει το σύνολο του εκτεταμένου εχθρικού μετώπου. Πίσω του αναπτύχτηκε το σύνολο του πεζικού και 500 Βουκελάριοι, υπό τη διοίκηση του ιδίου του Βελισάριου. Ξαφνικά ο Βελισάριος έδωσε το σύνθημα στον αρχηγό του ιππικού Ιωάννη να επιτεθεί κατά του εχθρικού κέντρου, με σκοπό να δημιουργήσει προγεφύρωμα στην ελεγχόμενη από τους Βανδάλους όχθη του μικρού ποταμού.
Ο Βελισάριος αποφάσισε να παρασύρει τους Βανδάλους να του επιτεθούν, διατάσσοντας τον στρατηγό Ιωάννη να περάσει τον ποταμό, με μικρές δυνάμεις, ως δόλωμα. Οι Βάνδαλοι δεν έπεσαν όμως στην παγίδα. . Ο Βελισάριος κατάλαβε τότε ότι οι αντίπαλοι σκόπευαν να τηρήσουν αμυντική στάση, παρά την αριθμητική τους υπεροχή. Έτσι διέταξε τον Ιωάννη να εξαπολύει συνεχείς επιθέσεις κατά του εχθρικού κέντρου, χωρίς όμως να εμπλέκεται σε εκ του συστάδην αγώνα, αλλά να υποχωρεί όταν δέχεται πίεση και να επανέρχεται αμέσως μετά.
Ο Ιωάννης, ενισχυμένος με όλους τους Βουκελάριους, ακολούθησε κατά γράμμα τις οδηγίες του στρατηγού. Κάθε φορά όμως οι επιθέσεις του εξαπολύονταν με όλο και περισσότερες δυνάμεις και με όλο και περισσότερη ορμή. Οι Βάνδαλοι δεχόμενοι τα βέλη των Βυζαντινών ιππέων προσπαθούσαν να τους πλησιάσουν για να εμπλακούν σε ατομική μάχη μαζί τους. Τότε επενέβαιναν οι βαρύτερα οπλισμένοι Βουκελάριοι, οι οποίοι δεν δίσταζαν να εμπλέκονται με τους Βανδάλους.
Τελικά, ισχυρά πιεζόμενος ο Ιωάννης διέταξε υποχώρηση. Σε λίγα λεπτά όμως το βυζαντινό ιππικό επιτέθηκε ξανά, καταπονώντας συνεχώς τους αντιπάλους. Αυτή τη φορά οι Βουκελάριοι άνοιξαν την επίθεση, υποστηριζόμενοι από τα βέλη των άλλων ιππέων, που ακολουθούσαν σε δεύτερο κλιμάκιο. Υπό το βάρος της συνδυασμένης εφόδου το εχθρικό μέτωπο άρχισε να παρουσιάζει σημεία κάμψης. Ο Βελισάριος το κατάλαβε και διέταξε το σύνολο του στρατού να επιτεθεί τώρα κατά των Βανδάλων. Εκείνη τη στιγμή ένας Βουκελάριος σκότωσε τον αδερφό του Βάνδαλου βασιλιά. Στη θέα του νεκρού αδερφού του ο Γελίμερος τράπηκε σε φυγή.
Οι Βάνδαλοι, χωρίς ηγεσία, και πληττόμενοι από το σύνολο του Βυζαντινού Στρατού κατέρρευσαν. Οι Μαυριτανοί επίσης σύμμαχοί τους, βλέποντας την διάλυση τους μετώπου τράπηκαν και αυτοί σε φυγή. Η μάχη είχε λήξει με νέα περιφανή νίκη του Βελισάριου. Δεν ήταν λόγω απωλειών που ο Βελισάριος είχε νικήσει. Οι επιζήσαντες Βάνδαλοι, ακόμα και χωρίς συμμάχους , ήταν περισσότεροι των Βυζαντινών. Ήταν το ηθικό τους και τη θέληση για αντίσταση που ο Βελισάριος είχε θραύσει και αυτό ήταν το χειρότερο για αυτούς. Αργότερα αιχμαλωτίστηκε και ο Γελίμερος και το κράτος των Βανδάλων καταλύθηκε, οριστικά.
Πηγή: defence-point.gr
Τα αρχαία Σάταλα, σημερινή Σαντάκ της Τουρκίας, ήταν μια σημαντική πόλη της Μεσοποταμίας. Το 530 μ.Χ. ήταν ένα από τα συνοριακά οχυρά μεταξύ της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και της Περσικής των Σασσανιδών. Οι δύο ισχυρές αυτοκρατορίες βρίσκονταν σε συνεχή, σχεδόν, διαμάχη καθώς οι Πέρσες επεδίωκαν να επεκταθούν προς τη Μικρά Ασία και την Αρμενία.
Την άνοιξη του 530 μ.Χ. οι Πέρσες εισέβαλαν στη βυζαντινή επικράτεια, αλλά υπέστησαν συντριπτική ήττα από τον Βελισάριο στο Δάρας. Παρόλα αυτά ο σάχης Κοβάδ(Καβάδης για τους Βυζαντινούς) διέταξε τον στρατηγό του Μιρ Μιρόη (Μερμερόης στις βυζαντινές πηγές) να συγκεντρώσει μια νέα στρατιά και να εισβάλει στα βυζαντινά εδάφη. Αυτός, πράγματι, συγκέντρωσε τις δυνάμεις του απέναντι από τη Θεοδοσιούπολη (το σημερινό Ερζερούμ) και από εκεί κινήθηκε βορειοδυτικά.
Ο Βυζαντινός στρατηγός Σίτας, σύζυγος της αδελφής της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, όταν πληροφορήθηκε τις περσικές κινήσεις, έστειλε κατασκόπους να παρακολουθούν τους εχθρούς. Ο ένας εκ των κατασκόπων συνελήφθη και εκτελέστηκε. Ο δεύτερος όμως κατάφερε να επιστρέψει, μεταφέροντας σημαντικές πληροφορίες. Έτσι ο Σίτας κινήθηκε με 15.000 στρατιώτες προς αντιμετώπιση των Περσών, αν και γνώριζε πως ο Μερμερόης διάθετε τουλάχιστον διπλάσιους στρατιώτες.
Οι Περσές κινήθηκαν προς τα Σάταλα και στρατοπέδευσαν σε μικρή απόσταση από τα τείχη της πόλης. Ο Σίτας όμως είχε ήδη φτάσει στην πόλη. Διέταξε τότε τον υποστράτηγο Δωρόθεο να παραμείνει εντός των τειχών, με 14.000 άνδρες, έτοιμος, με το πρώτο σήμα του, να επέμβει. Ο ίδιος με 1.000 επίλεκτους Βουκελάριους ιππείς τάχθηκε σε έναν λοφίσκο κοντά στην πόλη, παρακολουθώντας τους Πέρσες. Την επομένη οι Πέρσες έφτασαν στα τείχη και αναπτύχθηκαν περιμετρικά με σκοπό να πολιορκήσουν την πόλη.
Όταν οι Πέρσες είχαν περικυκλώσει την πόλη ο Σίτας με τους άνδρες του άρχισε να καλπάζει προς τους εχθρούς, σηκώνοντας όσο περισσότερη σκόνη μπορούσαν, ώστε να τους παραπλανήσουν σχετικά με τον αριθμό τους. Οι Πέρσες νομίζοντας πως έρχεται εναντίον τους μεγάλη δύναμη, συγκέντρωσαν και πάλι τις δυνάμεις τους και κινήθηκαν να την αντιμετωπίσουν.
Τότε όμως εξόρμησε εναντίον τους, από τα νώτα, ο Δωρόθεος, βάσει προσυμφωνημένου σήματος. Οι Πέρσες αρχικά πανικοβλήθηκαν, αλλά σύντομα συνειδητοποίησαν πως υπερείχαν συντριπτικά σε αριθμό και ανακτώντας το θάρρος τους, αντεπιτέθηκαν και πίεσαν τους Βυζαντινούς. Την κατάσταση έσωσε ένας γενναίος αξιωματικός, ο Φλωρέντιος, ο οποίος επικεφαλής του τάγματός του, όρμησε καταπάνω στον Πέρση στρατηγό.
Ο Μερμερόης απέφυγε την επίθεση, αλλά πάνω στην συμπλοκή ο Φλωρέντιος άρπαξε το λάβαρο του Πέρση στρατηγού. Αν και σκοτώθηκε, λίγες στιγμές αργότερα, οι Πέρσες, βλέποντας το λάβαρο του στρατηγού τους να πέφτει στο χώμα, υπέθεσαν ότι αυτός σκοτώθηκε και τράπηκαν σε άτακτη φυγή, με τους Βυζαντινούς να τους καταδιώκουν και να τους κατασφάζουν.
Η νέα ήττα υποχρέωσε τους Πέρσες να ζητήσουν διαπραγματεύσεις.
Πηγή: defence-point.gr
Το 1254 ο μεγάλος αυτοκράτορας Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης πέθανε, αφήνοντας την Αυτοκρατορία της Νίκαιας πανίσχυρη. Ο Ιωάννης είχε κατορθώσει όχι μόνο να αποκρούσει τις εναντίον του επιθέσεις των Λατίνων, αλλά και να απελευθερώσει πολλά εδάφη στη Θράκη και τη Μακεδονία. Παράλληλα είχε αντιμετωπίσει τον τουρκικό και τον βουλγαρικό κίνδυνο.
Ο γιος και διάδοχός του όμως έμελε να βρεθεί στην ανάγκη να αντιμετωπίσει, εκ νέου την επεκτατικότητα των Βουλγάρων.
Ο Ιωάννης Βατάτζης είχε νικήσει τους Βούλγαρους και τους είχε επιβάλει τους όρους του, επισφραγίζοντας την συμφωνία με τον γάμο του γιού του Θεόδωρου με την κόρη του Βούλγαρου τσάρου Ιωάννη Ασάν, Ελένη. Μετά τον θάνατο του Ιωάννη Ασάν τον βουλγαρικό θρόνο κατέλαβε ο γιος του Μιχαήλ Ασάν, αδελφός της αυτοκράτειρας Ελένης.
Αυτός δεν ενόχλησε την Αυτοκρατορία μέχρι τη στιγμή που ο Ιωάννης Βατάτζης πέθανε. Τότε θεώρησε κατάλληλη την στιγμή για να ανακτήσει όλα τα εδάφη που το βουλγαρικό βασίλειο είχε απολέσει από τον Ιωάννης Βατάτζη. Ο Βούλγαρος βασιλιάς υπολόγιζε ότι ο διάδοχος του Βατάτζη Θεόδωρος Β’ θα χρειαζόταν αρκετό χρόνο μέχρι να εδραιωθεί στον θρόνο του.
Εκμεταλλεύτηκε επίσης το γεγονός ότι εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν σοβαρές αυτοκρατορικές δυνάμεις στη Μακεδονία και τη Θράκη, με εξαίρεση τις ολιγάριθμες φρουρές στις διάφορες πόλεις. Τέλος, υπολόγιζε στον παράγοντα του αιφνιδιασμού, αφού οι σχέσεις των δύο κρατών, εκείνη την εποχή, ήταν ικανοποιητικές και υπήρχαν συγγενικοί δεσμοί μεταξύ των δύο βασιλικών οίκων και άρα οι Βυζαντινοί δεν ανέμεναν βουλγαρική επίθεση.
Ο Βούλγαρος βασιλιάς πάντως δεν επιτέθηκε αμέσως. Περίμενε να έρθει ο χειμώνας για να επιτεθεί, ώστε να μην είναι εύκολος ο ανεφοδιασμός με τρόφιμα των διαφόρων φρουρών – τον χειμώνα δεν μπορούσε να τραφεί ο στρατός εκ των ενόντων – αλλά και να μην είναι δυνατή άμεση βυζαντινή αντίδραση. Αυτό τουλάχιστον νόμιζε.
Βουλγαρική εισβολή
Ο Μιχαήλ Ασάν συγκέντρωσε τις δυνάμεις του βόρεια του ποταμού Έβρου, ο οποίος αποτελούσε το σύνορο των δύο κρατών, τον Δεκέμβριο του 1254 και εισέβαλε στα αυτοκρατορικά εδάφη, στις αρχές Ιανουαρίου του 1255. Οι Βούλγαροι κινήθηκαν, κυριολεκτικά, με ρυθμούς κεραυνοβόλου πολέμου, παρά τις άσχημες καιρικές συνθήκες και κυρίευσαν ταχύτατα πολλές πόλεις, χωριά και οικισμούς, σχεδόν χωρίς αντίσταση.
Οι περισσότερες αυτοκρατορικές φρουρές παρέδιδαν τις πόλεις που κρατούσαν με τη συμφωνία να αφεθούν να φύγουν ελεύθερα, αφού γνώριζαν ότι χωρίς τρόφιμα δεν ήταν δε θέση να αντέξουν για καιρό. Αρκετές άλλωστε πόλεις και χωριά κατοικούνταν και από Βούλγαρους και οι βυζαντινές φρουρές δεν μπορούσαν να πολεμήσουν και με εξωτερικό και με εσωτερικό εχθρό.
Στα χέρια του Μιχαήλ Ασάν έπεσαν τότε η Στενήμαχος – σημερινό Ασάνοβγκραντ, ελληνική πόλη της πάλαι ποτέ Ανατολικής Ρωμυλίας – τα φρούρια Περιστίτζα, Κρυτζιμός (σημερινή Κρισίμ, 20 χλμ. νοτιοδυτικά της Φιλιππούπολης) και Τζέπαινα (στη βορειοδυτική Ροδόπη) και όλη η περιοχή μέχρι την λίμνη Αχρίδα, με εξαίρεση την μικρή πόλη Μνειάκο, την μόνη που απέμενε υπό βυζαντινό έλεγχο. Οι Βούλγαροι κατέλαβαν και άλλες μικρότερες πόλεις και φρούρια όπως τα Ούστρα, το Περπεράκιον και τη Κρυβού, φτάνοντας μέχρι έξω από την Ανδριανούπολη.
Μετά τις επιτυχίες αυτές ο Μιχαήλ Ασάν άρχισε την προσπάθεια εδραίωσης της βουλγαρικής κυριαρχίας στις περιοχές που κατέλαβε. Τοποθέτησε ισχυρές φρουρές στις πόλεις και τα φρούρια και τις εφοδίασε με όπλα και τρόφιμα – που είχε συγκεντρώσει – ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει την βυζαντινή αντεπίθεση – την οποία υπολόγιζε για την άνοιξη του 1255. Υπολόγιζε όμως χωρίς τον το θάρρος και το πείσμα του Θεόδωρου.
Η μάχη του Κλειδίου
Ακόμα σοβαρότερη όμως απειλή αποτέλεσε για τον Θεόδωρο η βουλγαρική επιχείρηση αντιπερισπασμού, στην περιοχή της Τζουμαγιάς, κατά της μικρής οχυρωμένης πόλης Μελένικο. Εναντίον της πόλης βάδισαν σημαντικές βουλγαρικές δυνάμεις, υπό τον στρατηγό Ντράγκαν (Δραγωτάς κατά τον Γ. Ακροπολίτη – πιθανότατα σερβικής καταγωγής).
Επικεφαλής της μικρής βυζαντινής φρουράς ήταν ο Ιωάννης Νεστόγγος και ο Ιωάννης Άγγελος. Οι Βούλγαροι επιτέθηκαν επανειλημμένα κατά της μικρής πόλης, αλλά αποκρούστηκαν με σοβαρές απώλειες. Ο αυτοκράτορας Θεόδωρος, όταν πληροφορήθηκε την βουλγαρική επίθεση στο Μελένικο αποφάσισε να δράσει αμέσως. Συγκέντρωσε τον στρατό του και, αφήνοντας πίσω τα μεταγωγικά, βάδισε, μέσα στην καρδιά του χειμώνα, σε 12 μέρες, στις Σέρρες.
Οι ιππείς είχαν φορτώσει στα άλογά τους τα εφόδια και τα τρόφιμα για όλο τον στρατό. Αφού ξεκούρασε, για μια μέρα, τον στρατό του στις Σέρρες, ο αυτοκράτορας βάδισε προς τη στενωπό του Ρούπελ (βυζαντινό Ρουπέλιο). Οι Βούλγαροι φυσικά είχαν φράξει τη στενωπό με τείχος και είχαν τοποθετήσει εκεί πολυάριθμη φρουρά πεζών, την οποία υποστήριζαν και λίγοι ιππείς.
Ο αυτοκράτορας, όταν έφτασε στη στενωπό, η οποία στο στενότερό τμήμα της είχε πλάτος τριών μέτρων περίπου – λόγω και της κοίτης του ποταμού Στρυμόνα – κατάλαβε ότι μια κατά μέτωπο επίθεση μόνο άσκοπη φθορά θα επέφερε στις δυνάμεις του και τίποτε άλλο. Για αυτό αποφάσισε να ακολουθήσει το παράδειγμα του Βασιλείου Β’ Βουλγαροκτόνου και του στρατηγού του, Νικηφόρου Ουρανού, κατά την περίφημη μάχη του Κλειδίου, το 1014. Η διαφορά ήταν ότι η μάχη του Κλειδίου δόθηκε τον Ιούλιο, ενώ τώρα ήταν Φεβρουάριος και το χιόνι είχε πάχος κοντά στο ένα μέτρο!
Ο Θεόδωρος δεν ήταν από αυτούς που απογοητεύονται εύκολα όμως. Αμέσως κατάλαβε ότι έπρεπε να υπερκεράσει τη βουλγαρική τοποθεσία και οι πλέον κατάλληλοι άνδρες για την αποστολή αυτή ήταν οι ψιλοί του, οι ελαφρά οπλισμένοι πεζοί του, δηλαδή.
Έτσι, ενώ ο ίδιος με το ιππικό και το βαρύ πεζικό τάχθηκε ενώπιον του βουλγαρικού οχυρώματος και άρχισε να παρενοχλεί τους Βουλγάρους με βολές τόξων και μικροεπιθέσεις, το ελαφρύ πεζικό, ως λοκατζήδες της εποχής, σκαρφάλωνε τις δασωμένες πλαγιές του όρους Άγκιστρου, εκεί όπου αργότερα θα κατασκευάζονταν το οχυρό Ρούπελ.
Όταν οι ελαφροί πεζοί έφτασαν στις κατάλληλες θέσεις δόθηκε το σύνθημα και ο Βυζαντινός Στρατός εξόρμησε κατά των Βουλγάρων. Οι τελευταίοι, βλέποντας ενώπιον τους, τους Βυζαντινούς, ετοιμάστηκαν να τους αντιμετωπίσουν, μάλλον ευχαριστημένοι από την «ανοησία» των αντιπάλων τους να τους επιτεθούν κατά μέτωπο. Ξαφνικά όμως βέλη και ακόντια άρχισαν αν τους πλήττουν στο αριστερό τους πλευρό. Έντρομοι τότε, διαπίστωσαν ότι είχαν υπερκερασθεί και τράπηκαν μαζικά σε φυγή. Οι ιππείς τους πρόλαβαν να διαφύγουν. Το πεζικό τους όμως εξουδετερώθηκε, στο σύνολό του.
Οι Βούλγαροι ιππείς που διέφυγαν ενώθηκαν με σώμα του Βουλγαρικού Στρατού, το οποίο διοικούσε ο Δραγωτάς, ο οποίος στάλθηκε εκεί για να σταματήσει τη βυζαντινή προέλαση και το οποίο στάθμευε βορειότερα, μεταδίδοντας και σε αυτό τον πανικό.
Οι Βούλγαροι τράπηκαν σε φυγή και μέσα στην ασέληνη νύκτα πολλοί σκοτώθηκαν πέφτοντας σε κρημνούς ή ποδοπατημένοι από τους πανικόβλητους συμπολεμιστές τους. Έτσι πέθανε και ο Δραγωτάς, ο οποίος έπεσε από το άλογό του και ποδοπατήθηκε από τα άλογα των συμπολεμιστών του. Πέθανε, με φριχτούς πόνους, τρεις μέρες αργότερα.
Μετά τη νίκη του ο Θεόδωρος κινήθηκε προς το Μελένικο αναγκάζοντας τους Βούλγαρους πολιορκητές να τραπούν, με τη σειράς τους, σε φυγή. Κατόπιν αυτού ο αυτοκράτορας επέστρεψε αρχικά στη Θεσσαλονίκη και κατόπιν κινήθηκε προς τα Βοδενά (την σημερινή Έδεσσα).
Εκεί όμως ο Θεόδωρος αρρώστησε και παρέμεινε, υποχρεωτικά, για μερικές ημέρες. Όταν ανάρρωσε κινήθηκε προς την πόλη Πρίλαπο, την οποία κατέστησε βάση επιχειρήσεων στη δυτική Μακεδονία. Όταν έφτασαν και οι πολιορκητικές του μηχανές, ο αυτοκράτορας βάδισε με τον στρατό του προς το Βελεσό (σημερινό Βέλες του κρατιδίου των Σκοπίων, πρώην Τίτο Βέλες).
Ο Θεόδωρος έφτασε ενώπιον της πόλης και ετοιμάστηκε να την πολιορκήσει. Ωστόσο η βουλγαρική φρουρά, στη θέα των πολιορκητικών του μηχανών παρέλυσε και παραδόθηκε με συνθήκη. Περίπου 500 Βούλγαροι αφέθηκαν να φύγουν ελεύθεροι. Στη συνέχεια ο αυτοκράτορας στράφηκε ανατολικά και έφτασε στην Στρώμνιτσα (αρχαία ελληνική πόλη Αστραίον) των σημερινών Σκοπίων και από εκεί βάδισε προς το Μελένικο και επέστρεψε στις Σέρρες.
Με τον τρόπο αυτό ο Θεόδωρος απελευθέρωσε όλα σχεδόν τα εδάφη που είχαν κυριεύσει οι Βούλγαροι, με εξαίρεση την Τζέπαινα και το μικρό φρούριο Πάτμο, στη Ροδόπη – το τελευταίο κυριεύτηκε τελικά από τον στρατηγό Αλέξιο Φιλανθρωπινό.
Πηγή: defence-point.gr
Υπό την απειλή των βαρβάρων ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός ανακάλεσε στην ενεργό δράση τον απόστρατο βετεράνο στρατηγό του Βελισάριο που τόσες νίκες του είχε χαρίσει στο παρελθόν και τώρα τελούσε σε δυσμένεια.
Τήν ὥρα πού ἔπεφτε ἡ Βασιλεύουσα τῶν Πόλεων, ἡ Πόλη τοῦ φωτός, ἀκουγόταν ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον ἡ κραυγή «ἑάλω ἡ πόλις», δηλαδή κυριεύθηκε ἡ Πόλη. Πράγματι, ἡ ἕως τότε ὡραιότερη Πόλη τοῦ κόσμου, πού ἦταν λουσμένη ἀπό τό φῶς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί τοῦ πολιτισμοῦ κυριεύθηκε ἀπό τούς Ὀθωμανούς.
Ὅμως, ὁ Νικηφόρος Βρεττάκος, ὡς ποιητής, πού ἤξερε νά συλλαμβάνη τά ἐσωτερικά μηνύματα τῶν κοινωνικῶν πραγμάτων, γράφει: «οὐκ ἑάλω ἡ Bασιλεύουσα... οὐκ ἑάλω ἡ Ρίζα, οὐκ ἑάλω τό φῶς». Καί αὐτό λέγεται γιατί ἡ Πόλη δέν εἶναι μόνον τά κτίρια, ἀλλά ὁ πολιτισμός της, ἡ παράδοσή της, ἡ ἐσωτερική ταυτότητά της. Αὐτό εἶναι ἀλήθεια γιατί ἡ ἔνδοξη Ρωμηοσύνη, ἔστω καί ἡ πονεμένη Ρωμηοσύνη δέν πέθανε, ἀφοῦ ἡ καρδιά της ἐξακολουθοῦσε νά κτυπᾶ ἀσταμάτητα καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας μέχρι σήμερα καί ἡ Ρωμηοσύνη ὡς φῶς καί ζωή ἀκτινοβολεῖ σέ ὅλον τόν κόσμο. Ὅμως, παρά τήν πτώση τῆς Πόλης καί τήν πτώση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, τό φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας ἄναψε πάλι μέ τήν παρουσία τοῦ Γενναδίου Σχολαρίου, πρώτου Πατριάρχου μετά τήν ἅλωση, καί κυριάρχησε σέ ὅλη τήν Τουρκοκρατία ὡς πονεμένη Ρωμηοσύνη.
Κατ’ ἀρχάς ἡ Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία διακρινόταν ἀπό μιά ἄλλη νοοτροπία, δέν κυριαρχοῦσε στόν κόσμο μέ τήν δύναμη καί τήν ἐξουσία, ἀλλά μέ τήν ὑψηλή στρατηγική της καί κυρίως μέ τόν πολιτισμό της.
Ὁ Καθηγητής Χαράλαμπος Παπασωτηρίου στό βιβλίο του μέ τίτλο: «Βυζαντινή ὑψηλή στρατηγική (6ος-11ος αἰώνας)» ἐρευνᾶ καί καταγράφει αὐτήν τήν πραγματικότητα.
Ὁ συγγραφεύς παρατηρεῖ: «Ἡ ἰδιαιτερότητα τῆς Βυζαντινῆς περίπτωσης πηγάζει ἀπό τόν συνδυασμό τριῶν στοιχείων. Πρῶτον, τό Βυζάντιο ἀντιμετώπιζε κατά τό μεγαλύτερο μέρος τῆς ἱστορίας του τουλάχιστον μία δύναμη στρατιωτικά ἰσχυρότερή του, καί ἐνίοτε περισσότερες ἀπό μία. Δεύτερον, τό Βυζάντιο ὑπῆρξε παρά ταῦτα ἡ μακροβιότερη πρωταγωνιστική δύναμη στήν ἱστορία τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ. Τρίτον, κατόρθωσε νά ἐξαπλώσει τόν πολιτισμό του σέ μεγάλες ἀπολίτιστες ἤ ἡμιβάρβαρες περιοχές τοῦ εὐρύτερου περιβάλλοντός του μέ συνέπειες πού συνεχίζουν σήμερα νά ἐπηρεάζουν τίς πολιτισμικές παραδόσεις ἑνός σημαντικοῦ μέρους τῆς εὐρασιατικῆς ἠπειρωτικῆς μάζας».
«Οἱ Βυζαντινοί συνδύαζαν τήν μακροπρόθεσμη προσήλωση στήν οἰκουμενική τους ἰδεολογία μέ τήν βραχυπρόθεσμη πολιτική εὐελιξία». Τό Βυζάντιο κυριαρχοῦσε στόν κόσμο ὄχι τόσο μέ τά ὅπλα, ἀλλά μέ τήν ἀνάπτυξη καί διάδοση τοῦ πολιτισμοῦ του. «Τό μακροβιότερο ἐπίτευγμα τῆς βυζαντινῆς ὑψηλῆς στρατηγικῆς ἦταν ἡ προώθηση μιᾶς διεθνοῦς τάξης, βασισμένης στόν βυζαντινό πολιτισμό, πού ἐξέφραζε τόν ἀταλάντευτο ἰδεολογικό οἰκουμενισμό τοῦ Βυζαντίου». Καί τό ἐκπληκτικότερο εἶναι ὅτι τό Βυζάντιο ἄφησε μιά μεγάλη πολιτιστική κληρονομιά, πού ἐπεκτάθηκε σέ μεγαλύτερες γεωγραφικές περιοχές ἀπό τήν ἐπικράτειά του, ἀκόμη καί μετά τήν πτώση τοῦ Βυζαντίου παραμένει αὐτή ἡ πολιτιστική κληρονομιά καί ἀλλοιώνει σήμερα καί τήν κοινωνική καί πολιτική ζωή τοῦ Δυτικοῦ κόσμου. Πολλοί ἄνθρωποι τοῦ Δυτικοῦ κόσμου μελετοῦν καί ἐπιδιώκουν νά ζήσουν αὐτόν τόν πολιτισμό, πού καλλιέργησε ἡ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία.
«Ἡ ἐξάπλωση τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ προϋπέθετε τήν ἐπιβίωση τοῦ Βυζαντίου ὡς μεγάλης δύναμης σέ ἕνα σκληρά ἀνταγωνιστικό διεθνές σύστημα. Ἡ ἐξαιρετική μακροβιότητα τοῦ Βυζαντίου ὡς πρωταγωνιστικοῦ διεθνοῦς κέντρου ἦταν ἀποτέλεσμα μιᾶς ὑψηλῆς στρατηγικῆς πού ἀπέφευγε τίς μετωπικές στρατιωτικές συγκρούσεις καί ἀποδυνάμωνε τούς ἀντιπάλους μέ ἔμμεσες στρατηγικές»
Εἶναι ἕνα μοναδικό γεγονός στήν ἱστορία νά καταλύεται τό Κράτος καί νά παραμένη γιά αἰῶνες ὁ πολιτισμός του καί νά ἔχη διαρκῆ ἐπικαιρότητα. Ἄς τονισθοῦν μερικά σημεῖα αὐτοῦ τοῦ πολιτισμοῦ.
Ὅταν μιλᾶμε γιά πολιτισμό ἐννοοῦμε «τό σύνολο τῶν πνευματικῶν καί ὑλικῶν ἐπιτηδευμάτων τοῦ ἀνθρώπου», τά «δημιουργήματα (πνευματικά καί ὑλικά) ἑνός συνόλου ἀνθρώπων σέ ὁρισμένο τόπο καί χρόνο», «τόν βαθμό ἀνάπτυξης τῶν πνευματικῶν καί ὑλικῶν συνθηκῶν ζωῆς ἑνός κοινωνικοῦ συνόλου», τήν διανόηση, τίς καλές τέχνες κ.λ.π. (Γεωργίου Μπαμπινιώτη)
Στήν Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία, αὐτήν πού ὀνομάζουμε Ρωμηοσύνη, καί εἶναι ἕνας συνδυασμός μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, τῆς Ἑλληνικῆς σκέψεως καί τῆς ρωμαϊκῆς νομοθεσίας, στόν ὁποῖο συνδυασμό προεξάρχοντα καί κυρίαρχο ρόλο ἔχει ἡ θεοπτική ἐμπειρία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τά δέ ἄλλα βοηθοῦν στήν ἔκφραση, ἀναπτύχθηκε ἕνας ἰδιαίτερος πολιτισμός πού προκάλεσε καί προκαλεῖ τό ἐνδιαφέρον πολλῶν. Αὐτός ὁ πολιτισμός, παρά τήν πτώση τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχη καί σήμερα.
Ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας διατυπώθηκε στίς Οἰκουμενικές Συνόδους μέ τά δόγματα-ὅρους, μέ τήν χρήση τῶν ὅρων πού κυριαρχοῦσαν στόν ἑλληνικό χῶρο. Οἱ ἀποφάσεις τῶν Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἐπικυρώθησαν ἀπό τούς Ρωμαίους Αὐτοκράτορες. Τό ἴδιο ἔγινε καί μέ τούς ἱερούς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ἡ θεραπευτική καί ποιμαντική πείρα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, καί συντελεῖ στήν καλή συγκρότηση καί λειτουργία τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν, στό συνοδικό σύστημα τῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτό ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχη σήμερα παρά τήν μή ὕπαρξη τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πού ἁπλώνεται σέ ὅλο τόν κόσμο, σέ ὅλα τά μήκη καί τά πλάτη τῆς γῆς, διακηρύσσει τά δόγματα καί τούς ἱερούς κανόνες, διατηρεῖ τό ἱεραρχικό καί συνοδικό σύστημα, πού καθιερώθηκε κατά τήν Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία καί διαφέρει σαφέστατα ἀπό τόν Παπισμό, πού διακρίνεται ἀπό τήν ἀπολυταρχία καί τόν δεσποτισμό, ἀλλά καί ἀπό τόν Προτεσταντισμό, πού διακρίνεται ἀπό τόν κατακερματισμό.
Ἡ δογματική καί κανονική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας πέρασε σέ ὅλους τούς αἰῶνες, κυριαρχεῖ καί σήμερα σέ ὅλη τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί δημιούργησε ἕναν λαμπρό πολιτισμό, πού διαπνέεται ἀπό τό φῶς. Ἔτσι, παρά τήν πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τήν ἀπώλεια τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας σήμερα βιώνεται ζωντανά ὁ πολιτισμός πού ἀναπτύχθηκε καί μεγαλούργησε σέ αὐτήν. Νά θυμίσω μερικά τέτοια ζωντανά παραδείγματα.
Τό τυπικό τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν εἶναι καταπληκτικό καί συγκινεῖ ὅποιον τό ἐξετάσει προσεκτικά καί βλέπει τόν σκηνοθέτη τῆς παραδόσεως πού τό δημιούργησε. Τό τυπικό τῆς θείας Λειτουργίας, πού θυμίζει τήν λειτουργία πού ἐτελεῖτο στά Ἀνάκτορα, ἀλλά καί ὅταν παρευρίσκονταν οἱ Αὐτοκράτορες σέ αὐτήν, ἐξακολουθεῖ νά διακρίνεται σαφῶς στόν τρόπο πού τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία. Αὐτό τό βλέπει κανείς καί σέ ἄλλες Ἀκολουθίες, ἰδίως στίς καταπληκτικές Ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος καί τοῦ Πάσχα. Ἐμεῖς τά ἔχουμε συνηθίσει καί τά θεωροῦμε δεδομένα, ἀλλά διαφεύγει τῆς προσοχῆς μας ὅτι τό τυπικό ἔχει ἀπαρτισθῆ, καί ἄς μοῦ ἐπιτραπῆ ἡ ἔκφραση «σκηνο-θετηθῆ» ἀπό ἀνθρώπους πού ἔχουν ἐσωτερική πνευματική ἐμπειρία.
Αὐτό τό βλέπουμε σέ ὅλες τίς ἐκκλησιαστικές τέχνες.
Ὁ τρόπος ἀνοικοδόμησης τῶν Ἱερῶν Ναῶν δείχνει ἕναν λαμπρό πολιτισμό, μιά ἰδιαίτερη στάση ζωῆς. Ὁ βυζαντινός ρυθμός μέ τόν τροῦλλο εἶναι κατά κάποιο τρόπο ἔνδειξη τῆς ἑνότητας τοῦ οὐράνιου κόσμου μέ τόν ἐπίγειο καί ἐκφράζει τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἐκκλησιαστική ποίηση, πού καί σήμερα τήν διαβάζουμε καί τήν ψάλλουμε στούς Ἱερούς Ναούς εἶναι ἕνα ἀριστούργημα πού δημιουργήθηκε ἀπό ἀνθρώπους πού εἶχαν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἐκκλησιαστική-βυζαντινή μουσική πού ἐπενδύει μουσικά τά ἱερά τροπάρια, ἀκολουθεῖ τά νοήματα τῶν τροπαρίων, καί ἐκφράζει, ἀνάλογα μέ τήν περίπτωση, τό ἱλαρό, τό κατανυκτικό, τό μεγαλοπρεπές καί τό πανηγυρικό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι στήν βυζαντινή μουσική, ἐνῶ χρησιμοποιεῖται ἡ ἴδια κλίμακα, ἐν τούτοις μέ τήν διαφορά τῶν διαστημάτων δημιουργοῦνται ὀκτώ ἦχοι, πράγμα πού ἐντυπω-σιάζει τούς δυτικούς μουσικολόγους.
Ἡ ἐκκλησιαστική ἁγιογραφία ἐκφράζει τό ἐσωτερικό βίωμα τοῦ ἁγίου καί δείχνει ὅτι τό ἄκτιστο φῶς πού βιώνουν οἱ ἅγιοι προχέεται διά τῆς ψυχῆς καί στό σῶμα, ἀκτινοβολεῖ καί σέ ὅλη τήν κτίση, καί δείχνει τήν μέθεξη τοῦ Φωτός ἀπό τούς ἁγίους, φανερώνει τήν μεταμόρφωση τοῦ σώματος καί τήν ἀνακαίνιση τῆς κτίσεως.
Ὅλα αὐτά τά ἐκκλησιαστικά ἐπιτεύγματα εἶναι ζωντανές πραγματικότητες σήμερα, μέσα σέ αὐτές κολυμπᾶμε, ζοῦμε καί ἀναπνέουμε καί μᾶς ἐπηρεάζουν σημαντικά. Πέρα ἀπό αὐτό ὁ Ὀρθόδοξος ἡσυχασμός, πού εἶναι ἡ νηπτική καί θεραπευτική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, δείχνει τό πῶς θεραπεύεται ὁ ἄνθρωπος, πῶς ἀπό τήν ἰδιοτελῆ ἀγάπη ὁδηγεῖται στήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, πῶς ἀπό τήν ἀνθρωποκεντρικότητα φθάνει στήν θεανθρωποκεντρικότητα καί βιώνει τήν θέωση.
Ὅλα αὐτά δείχνουν ὅτι «ἑάλω ἡ Πόλις», ἔπεσε ἡ Βασιλεύουσα, ἀλλά «οὐκ ἑάλω τό φῶς της καί ἡ δόξα της». Τό φῶς τῆς Ὀρθοδόξου Ρωμαίϊκης Παραδόσεως δέν μπορεῖ νά κρατηθῆ ἀπό φθαρτά πράγματα, ἀλλά αὐτό τό ἴδιο τά μεταμορφώνει, τά ἀνακαινίζει. Ἡ 29η Μαϊου διαπνέεται ἀπό τήν χαρμολύπη, λύπη γιά τήν πτώση τῆς Βασιλεύουσας, χαρά γιά τήν διάσωση τοῦ φωτός. Εἶναι ἕνα χαροποιόν πένθος. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διασώζει ὅλον αὐτό τόν πλοῦτο τῆς Παραδόσεως τῆς Πόλεως καί μᾶς προτρέπει νά λουζόμαστε μέσα σέ αὐτό τό φῶς. «Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι». «Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου Φωτός».
Πηγή: Εκκλησιαστική Παρέμβαση, Ακτίνες
Σὰν σήμερα πάρθηκε ἡ Πόλη ἀπ᾿ τὸν σουλτὰν Μεμέτη στὸ 1453, μέρα Τρίτη, βγαίνοντας ὁ ἥλιος.
Μιὰ τέτοια ἱστορία δὲ μπορεῖ νὰ τὴ γράψῃ ἄξια κανένας· δὲν πιστεύω νὰ βρίσκεται τέτοιος μεγάλος μάστορης. Κανένας, ἂς ἤτανε κι ὁ ἴδιος ὁ Ὅμηρος, ποὺ τραγούδησε μὲ λόγια σὰν κοτρώνια τὸν φημισμένον ἐκεῖνο πόλεμο τῆς Τρωάδας.
Κείνη τὴ μέρα, ποὺ δὲν πρέπει νὰ λογαριαστῇ μηδὲ στὶς μέρες τῶν χρονῶν, μηδὲ στὶς μέρες τῶν μηνῶν, παρὰ νὰ τὴ σκεπάσῃ σκοτάδι, ὅπως λέγει ὁ Ἰὼβ γιὰ τὴ μέρα ποὺ γεννήθηκε, ὁ φόβος ποὔπιασε τοὺς ἀνθρώπους ἤτανε τέτοιος, ποὺ τρεῖς καὶ τέσσερες γενιὲς δὲ φτάξανε γιὰ νὰ συνεφέρουνε. Ἀκόμα καὶ σήμερα, σὰ διαβάζει κανένας ὅσα γράψανε οἱ ἱστορικοὶ ἐκεινοῦ τοῦ καιροῦ, εἶνε στιγμὲς ποὺ τρέμει στ᾿ ἀλήθεια, σὰ νὰ βρίσκεται ὁ ἴδιος μέσα στὴν Πόλη, κι᾿ ὥρα μὲ τὴν ὥρα περιμένει νὰ δῇ τοὺς Τούρκους νὰ σφάξουνε τὸν κόσμο μπροστὰ στὰ μάτια του.
Ἀναλόγως τὰ μεγαλεῖα, ποὺ εἶδε αὐτὴ ἡ φημισμένη Κωνσταντινούπολη, ἀναλόγως τὰ χίλια χρόνια πὤξησε, ἀναλόγως στάθηκε καὶ τὸ ψυχομαχητό της. Ὅλος ὁ κόσμος ταράχτηκε· στὰ πειὸ ξέμακρα μέρη τῆς χριστιανωσύνης ἀκούστηκε ὁ βρόντος πὤκανε τὸ κορμί της σὰν ἔπεσε ἄψυχο ἀνάμεσα ἀνατολὴ καὶ δύση. Δὲ μιλῶ σὰ ρωμιός· μιλῶ σὰν ἄνθρωπος γιὰ μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ σκληρὲς συμφορὲς ποὺ πέρασε ἡ ἀνθρωπότητα. Θεριὸ πρέπει νἆνε κανένας γιὰ νὰ μὴ δακρύσῃ τὸ μάτι του.
Καὶ ποιὸς δὲν τὴν ἔκλαψε! Ἕλληνες, Βενετσάνοι, Γενοβέζοι, Βούλγαροι, Σέρβοι, Ροῦσσοι, Πολωνοί, Ἀρμεναῖοι, ἀκόμα κ᾿ οἱ ἴδιοι οἱ Τοῦρκοι, ὅλοι τὴν κλάψανε, γιατὶ στὰ καλὰ χρόνια της ὅλοι τὴν καμαρώνανε. Ὁ ἄνθρωπος εἶνε γιομάτος παραξενιές. Χαίρεται καὶ καυχιέται γιὰ τὰ σπουδαῖα πράγματα, ποὺ μπόρεσε νὰ φτιάσῃ, μὲ τόσους κόπους, μὲ τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς του, μὰ πάλι ὁ ἴδιος, σὰν νὰ τὸν σπρώχνῃ ὁ διάολος μὲ τὰ δικά του τὰ χέρια πάει καὶ τὰ χαλᾶ, ρίχνει χάμω τὸ εἴδωλο ποὺ λάτρεψε, τὸ τσακίζει καὶ τὸ ποδοπατᾶ. Σάμπως καὶ σήμερα, ποὺ λέγει πὼς τάχα μέρεψε, δὲ δουλεύει σὰ μερμήγκι νὰ φτιάξῃ ὄμορφα πράγματα, τέχνες, χτίρια, βιβλία, γιὰ νὰ τὸν πιάσῃ ἄξαφνα μιὰ μέρα ἡ τρέλλα νὰ τοὺς δώσῃ μιὰ κλωτσιὰ καὶ νὰ πιάσῃ πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχή! Ἔχω ἀκουστά, πῶς σ᾿ ἕνα νησὶ τῆς ἰνδίας, ἐκεῖ δὰ ποὺ οἱ ἄνθρωποι ζοῦνε εἰρηνικὰ καὶ κουβεντιάζουνε γνωστικά, στὰ καλὰ καθούμενα τοὺς πιάνει ἄξαφνα μιὰ μανία καὶ τρέχουνε σὰ λυσσασμένοι στοὺς δρόμους, σκοτώνοντας ὅποιον λάχῃ μπροστά τους. Ἕνα τέτοιο πράγμα πιάνει κάθε τόσο καὶ τὴν ἀνθρωπότητα, γίνεται θηρίο ἀνήμερο καὶ δαγκώνει τὰ κρέατά της.
Σὰν ἕνα μπουρίνι, ποὺ μὲ μιᾶς μελανιάζει ὁ οὐρανὸς καὶ γίνεται ἡ μέρα σὰ νύχτα κι᾿ ἀκούγονται ἀπὸ μακρυὰ βροντὲς κι᾿ ἀστροπελέκια, καὶ σὲ λίγο ξεσπᾷ ὁ δρόλαπας, κι᾿ ὁ φόβος σφίγγει κάθε καρδιά, ἀπὸ τοῦ πουλιοῦ ποὺ κελαϊδοῦσε πρὶν ἀπὸ λίγο, ἴσαμε τοῦ λιονταριοῦ, ποὖνε καμωμένη ἀπ᾿ ἀτσάλι, ἔτσι ξέσπασε ἀπάνω στὴ γερασμένη τὴν Πόλη ὁ σίφουνας καὶ τὴν ἔκανε στάχτη. Μέσα σὲ 55 μέρες χάθηκε ὅ,τι γίνηκε σὲ χίλια χρόνια.
Αὐτὸς ὁ θανατερὸς ἄνεμος ἐπίασε νὰ φυσᾷ ἀπὸ τὶς ἐρημιὲς τῆς Ἀσίας, ἀπὸ τοὺς τόπους ποὺ δὲ φυτρώνει χορτάρι, σπρώχνοντας κατὰ δῶθε ἕνα κοπάδι ἀνθρώπους δίχως σπίτια, δίχως χωράφια, ἀγρίμια ἄκαρδα, ποὺ τἆχε κάψει ἡ ἄπονη φύση μὲ τὸ κρύο, μὲ τὴν πείνα καὶ μὲ τὸν πόλεμο. Σὰν τοὺς λύκους, ποὺ λυσσᾶνε σὰν πέση, πολὺ χιόνι στὰ βουνὰ καὶ τρῶνε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἔτσι πλανιόντανε αὐτὰ τὰ πλάσματα, ὥς που φτάξανε σὲ τοῦτα τὰ σύνορα, ποὺ ζούσανε ἀρχαῖες φυλές, ἀνθρῶποι ποὔχανε σπίτια θεμελιωμένα ἀπὸ χιλιάδες χρόνια, ποὔχανε καὶ καράβια καὶ κουβαλούσανε ἀπὸ μακρυὰ κάθε τί, ποὖνε γιὰ τὴν καλοπέραση τ᾿ ἀνθρώπου.
Τὸ πειὸ μεγάλο κάστρο, ἡ Κωνσταντινούπολη, ἤτανε χτισμένο ἀπάνω στὴν ἀκρογιαλιά, ἀνάμεσά σε δυὸ στεριές, γιομάτο σπίτια, μαγαζιά, ἐκκλησιές, παλάτια, συντριβάνια, ὅλα ἀπὸ πέτρα καὶ μάρμαρο. Οἱ ἀνθρῶποι ἤτανε ντυμένοι μὲ ροῦχα ἀκριβά, γράφανε καὶ διαβάζανε ἀπάνω στὸ χαρτί, ξέρανε πράγματα λογῆς-λογῆς, τέχνες καὶ ζαναάτια (ἐπαγγέλματα) πολλά. Εἴχανε πλῆθος ἀγάλματα στεριωμένα ἀπάνω σε κολῶνες ἀπὸ χρωματιστὰ μάρμαρα, εἰκόνες ζωγραφισμένες ἀπάνω σε σανίδια μὲ μπογιὲς καὶ μὲ χρυσάφι, καμπάνες κρεμασμένες στὰ καμπαναριά, πράγματα ποὺ οἱ Τοῦρκοι ἀπορούσανε μὲ τί τρόπο τὰ φτιάνανε. Ἄλογα τρέχανε χλιμιντρίζοντας μέσα στὰ μεϊντάνια, κ᾿ οἱ ἄνθρωποι περπατούσανε ἀπάνω σε δρόμους ποὺ ἤτανε στρωμένοι μὲ πελεκητὲς πέτρες. Τί κάστρο ἤτανε τοῦτο, γιομάτο ἀπὸ θαυμαστὰ πράγματα, ποὺ μηδὲ ὁ Προφήτης δὲν τἆχε στὸν Παράδεισο!
Δίχως νὰ χάσουνε καιρὸ τὸ ζώσανε, ὁ σουλτὰν Μεμέτης σὰ φίδι τὸ περιτύλιξε. Τοῦτοι ποὔχανε ἔρθει ἀπὸ τὴν Ἀσία ἤτανε σὰ λιονταρόπουλα ἀδάμαστα· εἴχανε κότσα γερά, τὸ αἷμα τους ἔβραζε σὰ μοῦστος. Μὰ οἱ ἄλλοι ποὺ ἤτανε σφαλισμένοι μέσα στὸ σαραβαλιασμένο κάστρο, ἤτανε ράτσες γερασμένες, κουρασμένες ἀπ᾿ τὰ πάθια, ἀπ᾿ τὰ βιβλία κι᾿ ἀπὸ τὴν προσευχή, περήφανοι γιὰ τὸ σόϊ τους, θλιμμένοι γιὰ τὸ κατάντημά τους. Ὁ σουλτάνος ἔδερνε μὲ τὸ καμουτσὶ τοὺς στρατιῶτες του, τοὺς μαχαίρωνε, τσάκιζε τὸ κεφάλι τους μὲ τὸ χρυσὸ τοπούζι ποὺ βαστοῦσε στὸ χέρι του. Μὰ ὁ βασιλέας, ποὺ ἤτανε σφαλισμένος μέσα στὸ κάστρο, μιλοῦσε στοὺς δικούς του σὰ Χριστὸς μὲ τ᾿ ἀγκάθινο στεφάνι ὁποὺ τὦχε γιὰ κορῶνα βασιλική. Δὲ διάταξε τοὺς στρατιῶτες του, τοὺς παρακαλοῦσε μὲ τὴ θλιμμένη, φωνή του, μὲ τὰ μάτια του, ποὺ ἤτανε μελανιασμένα ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια.
Οἱ Τοῦρκοι ἤτανε ὡς τετρακόσιες χιλιάδες· ἀπ᾿ αὐτοὺς οἱ ἑκατὸ ἤτανε καβαλλαραῖοι. Οἱ Χριστιανοί, ποὺ σηκώνανε ἅρματα, μαζευόντανε ὅλοι ὅλοι ἑφτὰ χιλιάδες, Ἕλληνες, Βενετσάνοι καὶ Γενοβέζοι.
Ἡ πολιορκία ἄρχισε στὶς 5 Ἀπριλίου. Ὁ σουλτάνος ἔστησε τὴν τέντα του κοντὰ στὴν Καστρόπορτα Καλιγαρία καὶ κούρντισε ἀπάνω της τὸ μεγάλο κανόνι τοῦ Οὐρμπάν. Ὑστερώτερα ὅμως τὸ κουβάλησε μπροστὰ στὴν πόρτα τοῦ Ῥωμανοῦ. Γιὰ νὰ τὸ γιομίσουνε χρειαζόντανε δυὸ ὧρες σωστές, καὶ γιὰ τοῦτο βαροῦσε μονάχα ἑφτὰ φορὲς τὴ μέρα. Σαράντα ζευγάρια βόδια τὸ τραβούσανε, γιὰ νὰ τὸ φέρουνε ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη, καὶ γιὰ νὰ περάσουνε δυὸ μερῶν δρόμο κάνανε δυὸ μῆνες. Τετρακόσοι γενιτσάροι τὸ βαστούσανε γιὰ νὰ μὴ γύρῃ, διακόσοι ἀπὸ κάθε μεριά. Ὁ σουλτάνος κράτησε γύρω στὴν τέντα του δεκαπέντε χιλιάδες γενιτσάρους. Τὸ βουνὸ ποὖνε ἀπάνω ἀπ᾿ τὸ Γαλατᾶ, τὤπιασε ὁ Ζαγανὸ πασᾶς. Ναύαρχος ἤτανε ὁ Μπαλτάογλους, κ᾿ εἶχε στὸν ὁρισμό του καμμιὰ τετρακοσαριὰ καράβια, τὰ πειὸ πολλὰ μαοῦνες καὶ μικρὰ μπριγκαντίνια.
Τὰ καράβια πάλι, ποὔχανε οἱ Χριστιανοί, ἤτανε τρία γενοβέζικα, ἕνα γαλλικό, ἕνα σπανιόλικο, τρία κρητικὰ καὶ τρεῖς μεγάλες Βενετσάνικες γαλέρες.
Ἴσαμε τὶς 18 οἱ Τοῦρκοι βαρούσανε μὲ τὸ κανόνι καὶ κάνανε ψευτοπόλεμο. Οἱ γενιτσάροι χυμίζανε σὰν ζῶα χωρὶς νὰ λογαριάζουνε τὴ ζωή τους, κι᾿ ἅμα σκοτωνότανε κανένας, πηγαίνανε οἱ ἄλλοι καὶ τὸν παίρνανε στὸν ὦμο τους. Κι᾿ ἂν σκοτωνόντανε ἢ λαβωνόντανε καὶ τοῦτοι, τρέχανε πάλι ἄλλοι Τοῦρκοι καὶ τοὺς παίρνανε. Μποροῦσε νὰ σκοτωθοῦνε δέκα, παρὰ ν᾿ ἀφήσουνε ἕναν σκοτωμένον.
Ἐξὸν ἀπ᾿ τὸ μεγάλο κανόνι, οἱ Τοῦρκοι εἴχανε κι᾿ ἀλλὰ πολλὰ μικρότερα, καὶ πλῆθος μηχανές, βαλίστρες λεγόμενες, ποὺ σφεντονίξανε βροχὴ ἀπὸ πέτρες κι᾿ ἀπὸ σαΐτες.
Στὶς 18 ἕνα κοπάδι Τοῦρκοι χύθηκε καταπάνω στὸ κάστρο μὲ τόση βουὴ καὶ τέτοιο οὔρλιασμα, π᾿ ἀκουγότανε ἴσαμε τὴν ἀνατολή, δώδεκα μίλια μακρυὰ ἀπ᾿ τὸ στρατόπεδο. Μὰ δὲ μπορέσανε νὰ κάνουνε τίποτα. Σκοτωθήκανε μονάχα διακόσιοι Τοῦρκοι. Κάνανε καὶ μιὰ μεγάλη τέντα ἀπὸ τομάρια ἄσπρα καὶ κόκκινα, καὶ φυλαγμένοι ἀπὸ τούτη τὴ σκεπή, σιμώσανε στὸ κάστρο κι᾿ ἀνοίξανε λαγούμια μέσα στὴ γῆ καὶ φτάξανε ἀπὸ κάτω ἀπ᾿ τὰ σπίτια. Μὰ οἱ Γραικοὶ ἀνοίξανε ἄλλες τρύπες καὶ διώξανε αὐτοὺς τοὺς τυφλοπόντικους. Ὕστερ᾿ ἀπὸ λίγες μέρες οἱ Τοῦρκοι σκαρώσανε πάλι μιὰ μεγάλη καὶ φοβερὴ μηχανή, ποὺ τὴν εἴπανε οἱ παλιοὶ Ἑλέπολι. Ἀπ᾿ ὄξω κι᾿ ἀπὸ μέσα τὴν εἴχανε καπλαντισμένη μὲ τρία ἀπανωτὰ βοδοτόμαρα, κι᾿ ἁπάν᾿ ἀπάνω εἶχε πύργους κλεισμένους πάλι μὲ τομάρια γιὰ νὰ φυλάγωνται οἱ πολεμιστές, κ᾿ ἕνα σωρὸ ρόδες γιὰ νὰ τὴν κυλᾶνε. Σὰν τὴν εἴδανε, ἄξαφνα τὸ πρωὶ οἱ Ἕλληνες, εἰδοποιήσανε τὸ βασιλιὰ καὶ πῆγε μὲ τὴν ἀκολουθία του νὰ δοῦνε αὐτὴ τὴν παράξενη μηχανή. Κι᾿ ἅμα τὴν εἴδανε, ἀπομείνανε σὰν πεθαμένοι. Οἱ Τοῦρκοι τὴ γεμίσανε μὲ ξύλα καὶ μὲ χώματα κι᾿ ἀφοῦ τὴν κολλήσανε κοντὰ στὸ κάστρο, πασχίσανε νὰ βουλώσουνε τὸ χαντάκι, ποὺ βρισκότανε ὁλοτρόγυρα στὸ φρούριο καὶ νὰ κατεβάσουνε ἁπάν· ἀπὸ τοὺς πύργους κάτι γιοφύρια ποὔχανε ἕτοιμα καὶ νὰ τὰ ρίξουνε ἀπάνω στὸ φρύδι τοῦ κάστρου. Μὰ οἱ Χριστιανοὶ πολεμήσανε μὲ παλληκαριὰ καὶ γκρεμνίξανε τοὺς Τούρκους μέσα στὸ χαντάκι. Τὶς τρύπες, ὁποὺ ἀνοίγανε οἱ μπάλλες πὤριχνε τὸ μεγάλο κανόνι, κάτι κοτρῶνες φοβερὲς ἀπὸ μάρμαρο τῆς Μαύρης Θάλασσας στρογγυλεμένες μὲ τὸ καλέμι, τὶς βουλώνανε γρήγορα μὲ ξύλα καὶ μὲ βαρέλια γιομάτα χῶμα. Σὲ τούτη τὴ δουλειὰ δουλεύανε γυναῖκες, παιδιά, παπάδες καὶ δεσποτάδες ἀκόμα. Καταφέρανε μάλιστα νὰ κάψουνε καὶ τὴ μεγάλη μηχανὴ κι᾿ ἄλλες πειὸ μικρές. Ὁ σουλτὰν Μεμέτης, σὰν τὴν εἶδε νὰ καίγεται, ὠρκίσθηκε πὼς κ᾿ οἱ τριανταεφτὰ χιλιάδες προφῆτες νὰ τοῦ τὸ λέγανε, πάλι ποτὲ δὲν θὰ τὸ πίστευε.
Οἱ δυστυχισμένοι οἱ Χριστιανοὶ πήρανε λιγάκι ἀπάνω τους, ποὖχε κόψει τὸ αἷμα τους. Μέρα νύχτα ἀκούγανε κεῖνο τ᾿ ἄγριο τ᾿ ἀνθρωπομάζωμα νὰ οὐρλιάζῃ κάτ᾿ ἀπ᾿ τὰ τειχιά. Καὶ τοῦτα δὰ ἤτανε τόσο σαραβαλιασμένα, ποὺ πολλὲς φορὲς γκρεμνιζόντανε μονάχα ἀπὸ τὸ βρόντο τοῦ κανονιοῦ. Νύχτες ὁλάκερες δὲ σφαλίξανε μάτι. Ἀπὸ τὰ μικρὰ παιδιὰ ὡς τοὺς γέρους ὅλοι δουλεύανε, κουβαλούσανε χώματα καὶ πέτρες. Κ᾿ οἱ καλογέροι εἴχανε ζωσθῆ τ᾿ ἅρματα καὶ βαστούσανε ἕνα κομμάτι τοῦ κάστρου. Στὴν πόρτα τοῦ Ῥωμανοῦ ἔστεκε ὁ βασιληᾶς, ἔχοντας κοντά του τὸ γενοβέζο Γιουστινιάνη, τὸν ἀρχιστράτηγο, καὶ τὸν δὸν Φραγκίσκο ἀπ᾿ τὸ Τολέδο, μαζὶ μὲ πεντακόσους διαλεχτοὺς γενοβέζους. Τὴν πόρτα, τὴ λεγόμενη Μυρίανδρο, τὴ βαστούσανε δυὸ ἀδέρφια ἀντρειωμένα, ὁ Παῦλος κι᾿ ὁ Ἀντώνης Μπογιάρδοι. Τὴν πόρτα τῆς Καλιγαρίας τὴ διαφεντεύανε ὁ Θόδωρος ἀπὸ τὴν Κάρυστο κι ὁ Γιάννης Γερμανός, ὁ ἕνας πρῶτος στὸ δοξάρι κι᾿ ὁ ἄλλος στ᾿ ἀρκεμπούζι. Στὴν Ξυλοπόρτα καὶ στὸν Πύργο τοῦ Ἀνεμᾶ στεκότανε ὁ γενοβέζος καπιτάνιος Ἀεονάρδος Ἀαγκάσκος. Στὴν κόρδα τοῦ κάστρου, ποὺ κύτταζε κατὰ τὸ λιμάνι, ἤτανε ὁ ναύαρχος Νοταρᾶς. Ὁ καπιτὰν Γαβριὴλ Τρεβιζάνος εἶχε ἀραδιασμένα τὰ καράβια του ἀπὸ τὴν κόχη τοῦ κάστρου ἴσαμε τὸ φάρο κι᾿ ὁ Ἀνδρέας Ντῖνος φύλαγε μὲ τὰ δικά του τὸ μπάσιμο τοῦ λιμανιοῦ. Ὁ σπανιόλος Πέτρος Τζουλιάνος βαστοῦσε τὸ μέρος ποὖνε ἀπ᾿ τὸ παλάτι τοῦ Βουκολέοντα ὡς τὸ Κοντοσκάλι. Ἤτανε κι᾿ ἄλλοι πολεμάρχοι σ᾿ ἄλλες μεριές.
Θέλω νὰ συντομέψω τὰ καθέκαστα, μὰ δὲν ξέρω τί νὰ πῶ καὶ τί ν᾿ ἀφήσω. Κατὰ τὴ στεριὰ νὰ κυττάξω, γιὰ κατὰ τὴ θάλασσα;
Στὶς 20 τοῦ Μαγιοῦ, τ᾿ ἀπόγευμα, φανήκανε τέσσερα χριστιανικὰ καράβια γιὰ νὰ δώσουνε βοήθεια. Ἐρχόντανε πρύμα, μὰ σὰ φτάξανε κοντὰ στὴν Πόλη, ἔπεσε μὲ μιᾶς ὁ ἀγέρας καὶ καρφωθήκανε στὸν τόπο. Ὁ σουλτάνος σὰν εἶδε πῶς τὸν βοηθοῦσε ὁ προφήτης, πρόσταξε εὐθύς τα καράβια του νὰ κινήσουνε καταπάνω τους. Τὰ τούρκικα χυμίξανε μὲ τούμπανα καὶ μ᾿ ἀλαλαγμὸ φοβερόν, κ᾿ ἔπιασε πόλεμος, ποὺ φοβηθήκανε ὡς καὶ τὰ ξύλα τ᾿ ἄψυχα. Τὸ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ τέσσερα χριστιανικὰ καράβια πάλευε ἄλλο μὲ πέντε, ἄλλο μὲ τριάντα κι᾿ ἄλλο μὲ σαράντα τούρκικα. Ἡ θάλασσα ἔπηξε, πὤλεγες πὼς ἤτανε νησὶ δασωμένο ἀπὸ κατάρτια. Τρεῖς ὧρες ἤτανε κολλημένα, δίχως νὰ μπορέσουνε οἱ Τοῦρκοι νὰ τὰ πατήσουνε. Ἀπάνω στὰ τέσσερα καράβια ἔπεφτε βροχὴ ἀπὸ σαγίτες, βροχὴ ἀπὸ φωτιά, ποὺ σφεντονίξανε οἱ ζαροβοτάνες. Οἱ τσάγκρες ἀμολούσανε στουπιὰ ἀναμμένα, δεμένα ἀπάνω σε σαγίτες. Βουτηχτὲς βουτούσανε ἀποκάτω ἀπ᾿ τὶς καρίνες καὶ πολεμούσανε νὰ τὰ τρυπήσουνε. Οἱ Χριστιανοὶ πάλι ἀδειάξανε ἀπάνω στοὺς Τούρκους λεβέτια μὲ κατράμι καὶ λυωμένο ξύγκι. Ὁ καπιτὰν Φλικτανέλος κ᾿ οἱ τρεῖς ἀντρειωμένοι σύντροφοί του ἀπὸ τἄλλα τρία καράβια, ὁ Κατανέος, ὁ Νοβάρας κι᾿ ὁ Βαλονάρης, πολεμούσανε σὰν λιοντάρια. Ἡ θάλασσα εἶχε γιομίσει ἀπ᾿ τὰ κοντάρια κι᾿ ἀπ᾿ τὶς σαγίτες καὶ τὰ τούρκικα δὲ μπορούσανε νὰ κουνηθοῦνε. Πολλὰ ἀπὸ δαῦτα τρακάρανε καὶ βουλιάξανε, ἀλλὰ πάλι λαμπαδίσανε καὶ γινήκανε στάχτη. Ὁ κόσμος εἶχε μαζευτῆ καὶ κύτταζε ἁπάν᾿ ἀπὸ τὸ κάστρο. Ὁ σουλτάνος ἄφριζε, φώναξε, σὰ νἆχε χάσει τὸ λογικό του. Στὸ τέλος, σὰν εἶδε πῶς θὰ ξεφεύγανε οἱ Χριστιανοί, καβαλλίκεψε τάλογό του, τὸ σπιρούνισε καὶ χύμιξε μέσα στὴ θάλασσα, τραβώντας κατὰ τὰ καράβια, κι᾿ ἀπὸ πίσω του πέσανε στὸ νερὸ οἱ πασάδες του. Οἱ ναῦτες, ποὺ δὲν ἤτανε μακρύτερα ἀπὸ μιὰ πετριά, βλέποντας τὸν ἀφέντη τους νὰ πέφτη στὸ νερό, ὡρμήσανε μὲ περισσότερη μανία στὴ φωτιά, μὰ ἀδιαφόρετα. Σὲ μιὰ στιγμὴ φύσηξε λίγος ἀγέρας καὶ τὰ τέσσερα καράβια περάσανε ἀνάμεσα στὰ τούρκικα, μπήκανε στὸ λιμάνι καὶ τὸ κλείσανε μὲ τὴν ἁλυσίδα. Μέσα σὲ τρεῖς ὧρες σκοτωθήκανε ἀπάνω ἀπὸ δώδεκα χιλιάδες, ὅπως λέγει ὁ Φραντζῆς, πρᾶγμα ἀπίστευτο.
Τὴν ἄλλη μέρα ὁ σουλτάνος εἶπε νὰ φέρουνε μπροστά του τὸ Μπαλτάογλου, τὸ ναύαρχο, κι᾿ ἀφοῦ τὸν ἔβρισε, ὥρμησε νὰ κόψῃ τὸ κεφάλι του μὲ τὸ σπαθί του, μὰ κεῖνος ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τοὖπε: «Ἀφέντη μου, κύτταξε μὲ τὰ μάτια σου πὼς μονάχα στὸ καράβι μου ἀπάνω σκοτωθήκανε ἑκατὸ δεκαπέντε δοῦλοι τοῦ Προφήτη, κ ἐγὼ δὲ ξεκόλλησα μηδὲ στιγμὴ ἀπὸ τὴν πρύμη τ᾿ ἄπιαστου καραβιοῦ. Βουλιάξανε καὶ καήκανε τόσα καράβια καὶ τόσος κόσμος σκοτώθηκε, ποὺ φαίνεται πὼς ἤτανε θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ ξεφύγουνε οἱ γκιαούρηδες. «Ὥστε, σὲ παρακαλῶ, πάψε τὸ θυμό σου καὶ συγχώρησέ με.» Ὁ Μεμέτης δὲν τὸν σκότωσε, μὰ τὸν ἔδειρε ἀλύπητα μὲ τὸ καμουτσί του ποὖχε χρυσὸ πόμολο καὶ τὸ βαστοῦσε πάντα στὸ χέρι του.
Ποῦ νὰ ξιστορήσῃ κανένας, ἀκόμα καὶ μὲ δυὸ λόγια, τὸ πῶς πέρασε ὁ σουλτάνος τὰ καράβια τοῦ μέσα στὸ λιμάνι, κυλώντας τα ἀπάνω στὴ στεριά, ποὺ τὴν ἄλειψε μὲ ξύγκι, τὸ πῶς ὁ Γιουστινιάνης θέλησε νὰ κάψῃ τὴ νύχτα τὴν τούρκικη ἁρμάδα, μὰ οἱ Τοῦρκοι γκρεμνίσανε ἕνα κανόνι ἁπάν᾿ ἀπὸ τὸ κάστρο καὶ βουλιάξανε τὸ πυρπολικό, ἐπειδὴς ἤτανε προδομένο τὸ σχέδιο τῶν Χριστιανῶν. Σὰν ξημέρωσε σφάξανε μπροστὰ στὰ μάτια τῶν Ἑλλήνων κάτ᾿ ἀπὸ τὸ κάστρο, τὰ παλληκάρια ποὔχανε πιασμένα. Μιὰν ἄλλη μέρα οἱ Ρωμιοὶ θελήσανε νὰ κάψουνε τὸ γεφύρι, ποὔχανε ρίξει οἱ Τοῦρκοι ἀπάνω στὸ λιμάνι. Προφτάξανε καὶ κάψανε μονάχα ἕνα καράβι τούρκικο, γιατὶ οἱ Τοῦρκοι βουλιάξανε μὲ τὶς πέτρες τὰ ἑλληνικὰ καΐκια. Τὴν ἄλλη μέρα πάλι σφάξανε ὅσους πιάσανε ἀπὸ βραδύς. Τότε κ᾿ οἱ Ἕλληνες σκοτώσανε ἀπάνω στὸ κάστρο καμμιὰ διακοσαριὰ Τούρκους, ποὔχανε πιασμένους.
Στὶς ἑφτὰ βδομάδες, ἔστειλε ὁ σουλτάνος τὸ γαμπρό του Ἰσφεντιάρογλου στὸ βασιλιὰ Κωνσταντῖνο νὰ τοῦ πῇ νὰ πάψουνε τὸν πόλεμο καὶ νὰ τοῦ παραδώσῃ τὴν Πόλη γιὰ νὰ μὴ χυθῇ ἄλλο αἷμα καὶ γιὰ νὰ μὴ σκλαβωθοῦνε τόσος λαός. Καὶ πῶς τὸν ἄφηνε νὰ πάρῃ μαζί του ὅ,τι ἤθελε καὶ νὰ πάγῃ νὰ βασιλέψῃ στὸ Μοριᾶ, δίχως νὰ τὸν πειράξῃ κανένας. Ὁ Παλαιολόγος ὅμως δὲν τὸ παραδέχτηκε κι᾿ ἀποφάσισε νὰ σκοτωθῇ. «Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ᾿ ἐμόν ἐστι, οὔτ᾿ ἄλλων τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ· κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν.»
Πηγή: Προσκυνητής
Ο Νικηφόρος Φωκάς, ο Ελ Νικφούρ των Αράβων, ο φόβος και ο τρόμος του Ισλάμ είναι μια εξόχως εμβληματική μορφή, πηγή παραδειγματισμού και έμπνευσης για όλους εμάς. Ουσιαστικά «ενσαρκώνει» και συγκεφαλαιώνει τον κεντρικό άξονα της πατρίδας μας της Ρωμανίας, της μίας δηλαδή διαχρονικής Ορθόδοξης Πολιτείας στη γη. Και αυτός ο άξονας δεν είναι άλλος παρά τα λόγια στην παράκληση που λένε: ”Σοι μόνω αμαρτάνομεν, αλλά και Σοι μόνω λατρεύομεν, ουκ οίδαμεν προσκυνείν Θεώ αλλοτρίω.”
Το ξέρομε δηλαδή ότι είμαστε αμαρτωλοί, το ξέρομε ότι είμαστε βρωτοί και πεπτωκότες, και οι πράξεις μας δεν είναι αυτές που θα έπρεπε, όμως δεν απελπιζόμαστε μέσα στον κόσμο, δεν λυγίζομε, δεν υποχωρούμε και ελπίζοντας μόνο σε Σένα αγωνιζόμαστε για το καλύτερο και ό,τι μπορέσομε να κάνομε, και ό,τι καταφέρομε και ό,τι αξιωθούμε. Ξέρομε τις αδυναμίες μας και τις δυσκολίες του κόσμου, όμως συνεχίζομε με τη βοήθειά Σου να καταφάσκομε τον κόσμο, μη απελπιζόμενοι και μη παραιτούμενοι από τον αγώνα να φέρομε τά πράγματα «ως εν ουρανώ και επί της γης».
Έχομε επίγνωση ότι το πλαίσιο δεν αποτελείται από παραδείσιες, «γλυκανάλατες», «πολιτικώς ορθές», ιδανικές καταστάσεις, αλλά αποτελείται από σκληρή πραγματικότητα, σκληρό εαυτό, σκληρούς εχθρούς και αντίπαλους, σκληρές αμαρτίες. Όμως και από την άλλη μεριά υπάρχει σκληρή ασκητική και αγώνας, μετάνοια, αγάπη και ελπίδα σε Σένα τον έναν Θεό. Ο καθένας από μάς μόνος του, ασυγχύτως αλλά και όλοι μαζί ενωμένοι, αδιαιρέτως, ως σώμα. Ενωμένοι όλοι διαχρονικά και εσχατολογικά ως ένας Λαός, ως ο Λαός του Θεού. Αυτό είναι ο Νικηφόρος Φωκάς: η έκφραση του αμαρτωλού και πεπτωκότος, αλλά ταυτόχρονα καταφάσκοντος και αγωνιζόμενου Λαού του Θεού.
Εμείς οι Ηρακλειώτες τον αγαπούμε πολύ τον Νικηφόρο . Είναι ο νικητής, ελευθερωτής μας από δεσμά αιώνων. Τον ένατο αιώνα ορδές Σαρακηνών μουσουλμάνων από την Ισπανία κατέλαβαν την Κρήτη. Ίδρυσαν Ισλαμικό Κράτος και έθεσαν πρωτεύουσα του εμιράτου τους το Ηράκλειο, το οποίο περιτείχισαν με απόρθητα τείχη περιβαλλόμενα από μεγάλο και βαθύ κανάλι, κανάλι στο οποίο οφείλεται και η τότε ονομασία της πόλης ως Χάνδακας. Η μόνη δραστηριότητα των Σαρακηνών ήταν η πειρατεία και το δουλεμπόριο. Όλη η Μεσόγειος υπέφερε από τις συνεχείς επιδρομές. Τα παράλια ερήμωσαν, το θαλάσσιο εμπόριο υπέστρεψε πλήρως και κυρίως χιλιάδες αρπαγέντες αθώοι πουλιούνταν ως σκλάβοι συνεχώς στο μεγαλύτερο σκλαβοπάζαρο που υπήρχε τότε, αυτό του Χάνδακα. Ήταν τόση η δύναμη του κράτους αυτού, ώστε σε μιάν επιδρομή του μπόρεσε να καταλάβει και την ίδια την πόλη της Θεσσαλονίκης, τήν περιτείχιστη δεύτερη σε σημασία πόλη της αυτοκρατορίας.
Η Ρωμανία είχε κάνει έξι σοβαρές προσπάθειες να απελευθερώσει το νησί. Όλες αποτυχημένες. Μέχρι που ήρθε η σειρά του στρατηγού Νικηφόρου . Ο Νικηφόρος είχε ήδη στο ενεργητικό του πολλούς θριάμβους στα πεδία των μαχών. Μάχες ατελείωτες στα ανατολικά σύνορα της πατρίδας μας, της Ρωμανίας για να απελευθερώσει και να ενισχύσει τους χριστιανούς απέναντι στη βία των εχθρών. Σκληρός και δίκαιος, ακούραστος ηγέτης, εδραίος και οραματιστής. Αυτόν διάλεξε η Ρωμανία για ηγούμενο της μεγάλης εκστρατείας. Και ο Νικηφόρος απεδέχθη το μεγάλο ρίσκο για την αγάπη του Χριστού και παρά τις τρομερές αντιξοότητες τα κατάφερε. Για τους Χριστιανούς και την αγάπη του Χριστού.
Αυτή η αγάπη του για τον Χριστό και το ερώτημά του πώς θα έπρεπε να Τον υπηρετήσει καλύτερα ήταν που διέτρεχε και καθόριζε όλη τη βιωτή του. Από μικρός αναρωτιόταν αν θα έπρεπε να μονάσει ή αν θα υπηρετούσε καλύτερα τον Θεό μένοντας στον κόσμο και αγωνιζόμενος κατά τα μέτρα του δυνατού. Ήξερε πως μένοντας στον κόσμο και μάλιστα στα πιο υψηλά επίπεδα της επαγγελματικής και κοινωνικής ιεραρχίας η προσφορά του θα ήταν μεν πολύ μεγάλη, αλλά οι πιέσεις και οι πειρασμοί θα ήταν αφόρητοι. Σε σημείο τέτοιο ώστε να κινδυνεύει να χάσει την ίδια του την ψυχή. Το δίλλημα του Νικηφόρου είναι και δίλημμα πολλών ορθοδόξων. Ο Νικηφόρος έδωσε την προσωπική του απάντηση. Έμεινε στον κόσμο και προσπάθησε όσο μπορούσε με την εκκλησιαστική και ασκητική του ζωή να παραμείνει και κοντά στον Χριστό. Τα κατάφερε όμως;
Πάντα με νοσταλγία θυμάμαι τις συναρπαστικές διηγήσεις του πατέρα μου όταν ήμουν ακόμα στο δημοτικό για τις μάχες του Νικηφόρου σ’ αυτά εδώ τα χώματα που πατάμε για να μάς απελευθερώσει. Τα χώματα του Ηρακλείου. Και αργότερα, όταν μεγάλωσα, τη συγκίνηση που ένιωθα και νιώθω κάθε φορά που μπαίνοντας στην Εκκλησία του Αγίου Τίτου αντικρίζω αριστερά τη μεγάλη αγιογραφία του Νικηφόρου.
Η ορθόδοξη μας αγιογραφία έχει δυό διαστάσεις για να προστατεύσει και να αναδείξει την πραγματική ουσία, την τρίτη διάσταση, το βάθος. Και αυτή η τρίτη διάσταση είναι η ζωντανή, πραγματική σχέση του εικονιζόμενου Αγίου με τον προσκυνητή, τον προστρέχοντα σ’ αυτόν. Χαιρετιούνται, ασπάζονται και συζητούν. Ζυμώνονται. Και ο εικονιζόμενος κατεβαίνει από το πλαίσιο και ξαναμπαίνει στο τώρα, στον τόπο και χρόνο του τωρινού φωτός, στην πραγματική σκιά του τωρινού βάθους. Αλλά και ο προστρέχων ανεβαίνει και τοποθετείται στο κάδρο της αιωνιότητας, στο φως και την ησυχία του Ιερού Θυσιαστηρίου.
Την τελευταία φορά που αντικριστήκαμε με τον Νικηφόρο με κοίταξε βαθειά και μού μίλησε στην καρδιά. Με ρώτησε: «Και η Ρωμανία μας σήμερα; Πώς πάει η Ρωμανία μας;» Τον κοίταξα σχεδόν δακρυσμένος από τον πόνο. Τι να του έλεγα; Πως η λήθη έχει απλωθεί και πιά λίγοι τη θυμούνται; Πως τα σύμβολα και τα ονόματα για τά οποία αυτοί έδωσαν το αίμα τους διαστρεβλώθηκαν και αλλάχθηκαν για να διακοπεί η συνέχεια και η συνοχή; Πως οι Ρωμηοί όσοι δεν φύγανε μακριά, χωρίστηκαν σε έθνη-κομμάτια και αντιπαλεύονται μεταξύ τους; Τί να του πώ; «Στρατηγέ, …» πήγα να ψελλίσω και σταμάτησα από τον κόμπο στον λαιμό. Κατάλαβε. Με κοίταξε αποφασιστικά και μού είπε: «Έλα. Μη δειλιάζετε. Σταθείτε όρθιοι. Είμαστε και μεις εδώ. Όλοι μαζί, ως ένα σώμα. Και να έχετε θάρρος, γιατί ό,τι και να γίνει, τον τελικό νικητή Τον ξέρομε ποιος θα είναι».
Του Νικηφόρου του οφείλομε και του οφείλω πολλά. Και πάντα τον σεβόμουν και τον τιμούσα ως ελευθερωτή, ως αγωνιστή στρατηγό και ως σπουδαίο άνθρωπο. Δεν ήξερα όμως αν θα έπρεπε να τον τιμώ και ως Άγιο. Είναι μεν αγιογραφημένος στην εκκλησία του Αγίου Τίτου, αλλά μερικοί αυτό το απέδιδαν στο γεγονός ότι ήταν ο κτήτωρ του ναού. Άλλοι πάλι ισχυρίζονταν ότι μόνο εμείς εδώ του αποδίδομε τέτοιο σεβασμό, επειδή μάς ελευθέρωσε, αλλά σε άλλους τόπους οι άνθρωποι επικεντρώνονται στην τραχύτητα του βίου του. Ήταν Άγιος τελικά ο Νικηφόρος; Τα είχε καταφέρει; Ήταν σωστή η απόφασή του να παραμείνει στον κόσμο;
Αρχές του νέου έτους ξεφύλλιζα το ημερολόγιο του 2018 που είχε εκδώσει μια από τις Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Κρήτης. Έπεσα τυχαία στο τοπικούς Άγιους της Εκκλησίας μας. Σκέφτηκα να δω αν στη χορεία ήταν και ο Νικηφόρος. Άρχισα να φυλλομετρώ. Γενάρης, Φλεβάρης, τίποτα· Ιούνιος, Ιούλιος, δυστυχώς όχι· Οκτώβριος, Νοέμβριος, ουδέν. Απογοήτευση. Πουθενά ο Νικηφόρος.
Ετοιμαζόμουν να κλείσω το ημερολόγιο. Γύρισα την τελευταία σελίδα. Δεκέμβριος. Και ξαφνικά η απογοήτευσή μου μετατράπηκε σε απέραντη χαρά. Ήταν γραμμένο ξεκάθαρα: Δεκεμβρίου 11, Νικηφόρου του Φωκά . Δόξα σοι ο Θεός. Ο Νικηφόρος τα κατάφερε. Κέρδισε τη μεγαλύτερη μάχη που έδωσε, κέρδισε τη μάχη της ψυχής του. Αποφάσισε να μείνει στον κόσμο και να προσφέρει, όντας και παλεύοντας στο υψηλότερο επίπεδο ανταγωνισμού, πειρασμών και πίεσης και τα κατάφερε. Και όχι μόνο τα κατάφερε, αλλά συνεχίζει και σήμερα δίπλα στους απλούς ανθρώπους να αγωνίζεται ασταμάτητα για τον Χριστό, την ορθοδοξία, τον άνθρωπο, την χαρά και την ειρήνη. Άγιε Νικηφόρε, Άγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ όλων ημών και υπέρ της αγαπημένης σου Ρωμανίας.
Σχόλιο Τ.Ι.: Αιτίες της άλωσης: προδοσία, εσωτερικές έριδες, γραφειοκρατία, συνεχείς εμφύλιοι πόλεμοι, διείσδυση δυτικών πολεμιστών και εμπόρων στα εσωτερικά του κράτους, κρατικά διεφθαρμένα μονοπώλια.
Τον Φεβρουάριο του 1071 ο στρατηγός-αυτοκράτορας της Ελληνικής Μεσαιωνικής Αυτοκρατορίας Ρωμανός Δ’ Διογένης αποφάσισε να εκστρατεύσει ανατολικά και να δώσει την κρίσιμη μάχη ώστε να συντρίψει μια νέα απειλή εξ ανατολών, τους Σελτζούκους Τούρκους. Νομάδες από τα υψίπεδα του Αλτάι, πρόσφατα προσηλυτισμένοι στο Ισλάμ και δεινοί έφιπποι πολεμιστές, οι Σελτζούκοι φάνταζαν μακρινή απειλή για την Κωνσταντινούπολη. Οι επιδρομές τους όμως στην Ανατολία ήταν τόσο σφοδρές και η βαρβαρότητα που επιδείκνυαν σε κάθε χωριό, πόλη ή επαρχία τόσο μεγάλη, που η άμεση αντιμετώπιση τους είχε καταστεί πρώτη προτεραιότητα για τον Αυτοκράτορα.
Η κρίσιμη μάχη δόθηκε στο Μάντζικερτ. Η εμπροσθοφυλακή του Βυζαντινού στρατού απέκρουσε με επιτυχία την πρώτη επίθεση των Τούρκων και με τον Ρωμανό ως επικεφαλή ξεκίνησε αντεπίθεση. Η ορμή της αντεπίθεσης ήταν τέτοια που διέρρηξε το μέτωπο των αντιπάλων, τους ανάγκασε να ξεκινήσουν άτακτη υποχώρηση αλλά κάπου εκεί «κάτι» πήγε στραβά. Το κύριο σώμα του στρατού όχι μόνο δεν ακολούθησε την καταδίωξη του εχθρού αλλά σήμανε και υποχώρηση (!) κάτι που ανάγκασε και την οπισθοφυλακή να θεωρήσει πως η μάχη χάθηκε και υποχώρησε και αυτή. Αυτή η συμπεριφορά των αξιωματικών του κυρίου σώματος ήταν μια ξεκάθαρη προδοσία προς το πρόσωπο του Αυτοκράτορα, αποτέλεσμα της δυσαρέσκειας των αυλικών και των γραφειοκρατών της Πόλης με τον Ρωμανό. Ήθελαν να τον ξεφορτωθούν και το έκαναν εις βάρος των κατοίκων όλης της Ανατολίας! Με το 1/3 του στρατού του μόνο ο Διογένης έφτασε πολύ κοντά στη νίκη αλλά ο αντίπαλος του, Σουλτάνος Αλπ Αρσλάν ήταν άξιος αντίπαλος. Κατάφερε και συγκράτησε την οπισθοχώρηση του στρατού του, τον αναδιοργάνωσε και περικύκλωσε την εμπροσθοφυλακή που είχε απομείνει μόνη της στο πεδίο της μάχης. Αιχμαλώτισε τον αυτοκράτορα και τους άντρες τους.
Ο Αρσλάν φέρθηκε βασιλικά στον αντίπαλο του και τον άφησε ελεύθερο μετά από λίγο καιρό, σε αντίθεση με τους πρώην υπηκόους του. Για να σωθεί ο Διογένης απαρνήθηκε τα επίγεια και περιβλήθηκε το μοναχικό σχήμα. Η Αυλή όμως δε μπορούσε να του συγχωρήσει το παρελθόν του και έβαλε να τον συλλάβουν και να τον τυφλώσουν με πρωτάρη βασανιστή που δεν χρησιμοποίησε καυτές σιδερένιες βελόνες ώστε να συντομεύσει το μαρτύριο του Διογένη αλλά απλές βελόνες. Κατάφερε και τον τύφλωσε με την τρίτη προσπάθεια. Σιδηροδέσμιος και με φρικτά μολυσμένα τραύματα, ο πρώην αυτοκράτορας οδηγούνταν στην Πόλη. Ξεψύχησε όμως στη διαδρομή. Ένας αργός και βασανιστικός θάνατος ύστερα από προδοσία….
Μετά τη μάχη η Βυζαντινή Αυτοκρατορία άρχισε να παραπαίει. Ολόκληρη σχεδόν η Ανατολία, μέσα σε είκοσι περίπου έτη έπεσε στα χέρια των Σελτζούκων μέσω συνεχών πολέμων και ανηλεών σφαγών του πληθυσμού που αντιστεκόταν. Οι περισσότεροι αιτιολογούν αυτή την καταστροφή ως συνέπεια της ήττας στο Μάντζικερτ, στιγματίζοντας πολύ σοφά τις ραδιουργίες της Αυλής (και του μέγιστου ανθρώπου των γραμμάτων Μιχαήλ Ψελλού) κατά του Αυτοκράτορα. Αν δούμε όμως τα δεδομένα της μάχης με ψυχρή λογική θα αποκομίσουμε διαφορετική αντίληψη. Οι απώλειες του Ελληνικού στρατού ήταν λιγότερες από το 1/3 του στρατεύματος (οι τουρκικές πολύ μεγαλύτερες). Το μεγαλύτερο μέρος του στρατού διέφυγε χωρίς καμία απώλεια. Ο Αυτοκράτορας αν και αιχμαλωτίστηκε, αφέθηκε ελεύθερος και θα μπορούσε να συνεχίσει τον αγώνα κατά των Σελτζούκων. Αυτά τα ψυχρά δεδομένα ανατρέπουν την εικόνα της δικαιολογημένης κατάρρευσης της αυτοκρατορίας στην Ανατολή. Ποια ήταν όμως τα αίτια, τα πραγματικά αίτια;
Στα γενικότερα αίτια κατάρρευσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας εντάσσονται οι εσωτερικές έριδες, η γραφειοκρατία, οι συνεχείς εμφύλιοι πόλεμοι καθώς και η διείσδυση δυτικών πολεμιστών και εμπόρων στα εσωτερικά του κράτους. Τα ειδικότερα αίτια της κατάρρευσης εκείνη την καταστροφική 20ετία μπορούν να εντοπιστούν σε δύο ενέργειες του διάδοχου του Ρωμανού Διογένη, Μιχαήλ Ζ’ Δούκα που είχε καταστεί υποχείριο ενός πανούργου ευνούχου, του Νικηφόρου ή αλλιώς Νικηφορίτζη. Διαβάζοντας την Ιστορία του βυζαντινού λόγιου και χρονικογράφου Μιχαήλ Ατταλειάτη μπορεί κάποιος εύκολα να διακρίνει τις αιτίες της ραγδαίας πτώσης της δύναμης της αυτοκρατορίας :
«Εν συνεχεία άρχισαν να απευθύνονται κατηγορίες και να εγείρονται απαιτήσεις εναντίον αθώων ώστε να καταβληθούν μη χρεωστούμενα, και διεξάγονταν δίκες όπου δεν λαμβανόταν υπόψιν το δίκαιο, αλλά το κέρδος του δημοσίου και οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα τη γενική ή τη μερική δήμευση των περιουσιών. Συχνές ήσαν οι κατηγορίες και πολλές οι δίκες για φορολογικά ζητήματα, με αποτέλεσμα τη δυσαρέσκεια όσων υπέφεραν και τη γενική δυσφορία». (εκδόσεις ΚΑΝΑΚΗ σελ.321)
«Ενώ λοιπόν, όπως το συνήθιζε πολλές φορές, δίκαζε ανθρώπους με τρόπο ανάρμοστο για βασιλιά και τους καταδίκαζε χωρίς εύλογες αιτίες, ακολουθώντας τις υποδείξεις των κακόβουλων, έφθαναν μηνύματα που έλεγαν ότι οι Τούρκοι επέδραμαν στη Χαλκηδόνα και τη Χρυσόπολη, πλησιάζοντας τότε για πρώτη φορά τόσο κοντά στη βασιλεύουσα. Εκείνος όμως δεν θορυβήθηκε διόλου, σαν η περιοχή που υπέφερε να ήταν ξένη και παράμενε αδιάφορος» (εκδόσεις ΚΑΝΑΚΗ σελ.349)
Η δίψα δηλαδή του Νικηφορίτζη για πλούτη και η εξουσία που ασκούσε στο νεαρό αυτοκράτορα ήταν τέτοιες που ο Μιχαήλ αδιαφορούσε πλήρως για την κατάσταση στην Ανατολή και η μοναδική του ασχολία ήταν η αφαίμαξη του λαού και η υφαρπαγή των περιουσιών των υπηκόων του. Η συλλογή φόρων μέσω παράνομων και ανήθικων διαδικασιών είχε γίνει καθημερινότητα, όπως και η συνεχής επέλαση των Τούρκων στη Μικρά Ασία. Ο Ατταλειάτης όμως εντοπίζει ακόμη έναν λόγο, ίσως πιο σοβαρό από τη φοροεπιδρομή, για την απώλεια τόσο μεγάλης περιοχής στους Σελτζούκους:
«Για τούτο και όταν πληροφορήθηκε ότι στη Ραιδεστό μεταφέρουν το σιτάρι πολλές άμαξες, που διασκορπίζονται στην περιοχή και το πουλούν εύκολα και χωρίς εμπόδια στους ξενώνες και στα καταστήματα των μοναστηριών, της μεγάλης Εκκλησίας και των ντόπιων, και έτσι εξελίσσεται η οικονομία του τόπου, φθόνησε ο άθλιος την ευτυχία του λαού και έχτισε μια αποθήκη έξω από την πόλη, ορίζοντας με βασιλικό διάταγμα να συγκεντρώνονται εκεί οι άμαξες. Μετέτρεψε λοιπόν το εμπόριο του σιταριού, που είναι το πιο αναγκαίο αγαθό, σε μονοπώλιο, αφού κανείς δεν είχε πλέον τη δυνατότητα παρά μόνον από αυτήν την πραγματικά καταραμένη αποθήκη. Γιατί από τότε που κατασκευάστηκε, χάθηκε η ευημερία των πόλεων και η οργή του Θεού ενέσκηψε ακόμη μεγαλύτερη στο κράτος των Ρωμαίων. Δεν μπορούσε, όπως στο παρελθόν, όποιος ήθελε να αγοράσει το σιτάρι να συναλλάσσεται με τον πωλητή και αν δεν του άρεσε το σιτάρι ενός καταστήματος να απευθυνθεί σε άλλο ούτε διεξάγονταν πλέον οι πωλήσεις από τις άμαξες, αλλά συγκέντρωνα όλους τους καρπούς μέσα στην αποθήκη, σαν σε φυλακή, και εκεί περίμεναν οι έμποροι σιτηρών. Αυτοί, αφού προκαταβολικά άρπαζαν το σιτάρι, το αγόραζαν στη συνέχεια και το αποθήκευαν, και κατόπιν συναγωνίζονταν να κερδίσουν για κάθε νόμισμα που δαπάνησαν τρία. Κανείς δεν αγόραζε πλέον από τις άμαξες, ούτε οι ναυτικοί που εισήγαγαν το εμπόρευμα στη βασιλεύουσα ούτε οι κάτοικοι της πόλης, ούτε οι χωρικοί ούτε άλλος κανείς. Η αγορά πραγματοποιούνταν από τους κερδοσκόπους της αποθήκης, με τον τρόπο που ήθελαν εκείνοι και ο διεφθαρμένος επικεφαλής τους αποθηκάριος. Αυτός εκμεταλλευόταν όσους έφερναν στην αποθήκη το σιτάρι, παίρνοντας τους παράνομα μέρος του εμπορεύματος, και επειδή εισέπραττε μεγάλο φόρο για τα τοπιατικά, αναγκαστικά η είσπραξη από την πώληση μειωνόταν εξαιτίας των διαφόρων φορολογιών. Η αποθήκη αυτή λοιπόν έγινε αιτία να πάρει η αδικία τεράστιες διαστάσεις και η παλιά ευημερία της πολιτείας ανατράπηκε. Κατά το παρελθόν με ένα νόμισμα αγόραζες δεκαοκτώ μοδίους (μονάδα μέτρησης σιτηρών) σιταριού, ενώ τώρα κατέληξε να αγοράζεις μόνον έναν». «Τέτοια αδικία δεν είχε ξανασυμβεί. Αν πληροφορούνταν ότι κάποιος πούλησε στο σπίτι του σιτάρι, από αυτό που ο ίδιος παρήγαγε, του δήμευαν την περιουσία-σαν να επρόκειτο για φονιά, βιαστή ή άλλο κακοποιό- η οποία και διαμοιραζόταν από τον επιστάτη τη αποθήκης.»(εκδόσεις ΚΑΝΑΚΗ σελ.353-357)
Οι συνέπειες για την Κωνσταντινούπολη και ολόκληρη την αυτοκρατορία ήταν καταλυτικές. Ο λαός έχανε την περιουσία του από τη φοροεπιδρομή και ταυτόχρονα επιβλήθηκε μονοπώλιο στο σιτάρι (και αργότερα και σε άλλα αγαθά) ανεβάζοντας την τιμή του, μετατρέποντας αυτό το βασικό είδος διατροφής ως είδος πολυτελείας. Η πείνα άρχιζε να μαστίζει τον πληθυσμό των πόλεων που έφτασαν σε σημείο να μην ενδιαφέρονται για τις νίκες των Τούρκων αφού είχαν έναν πιο επικίνδυνο εχθρό να αντιμετωπίσουν, τον ίδιο τους τον Βασιλιά!
Η αυτοκρατορία δυστυχώς δε μπόρεσε να ανακάμψει ποτέ από την πρωτοφανή επίθεση της εξουσίας έναντι στον λαό. Η βασιλεία του Αλέξιου Κομνηνού ανέκοψε τα αντιλαϊκά μέτρα αλλά η ζημιά στην Ανατολή είχε γίνει μη-αναστρέψιμη. Η συντριπτική νίκη του Αλέξιου κατά των Τούρκων στο Φιλομήλιον το 1117μ.Χ σταμάτησε τη προέλαση των Τούρκων που είχαν κτυπηθεί και από τους Σταυροφόρους. Ο γιος του Αλέξιου, Ιωάννης συνέχισε τους πολέμους σε Ανατολή και Δύση και πήρε μόνιμη πρωτοβουλία κινήσεων έναντι των Σελτζούκων. Ο εγγονός του Αλέξιου, Μανουήλ Κομνηνός , ένας ακόμη αυτοκράτορας-στρατηγός συνέχισε τον πόλεμο σε όλα τα μέτωπα και τα πήγαινε περίφημα. Οι νίκες συνεχίστηκαν μέχρι το έτος 1176 μ.Χ και την ήττα στη μάχη του Μυριοκέφαλου, μια αναμέτρηση που θύμισε τόσο το Μάντζικερτ όσο και τη μάχη του Πύρρου στην Ηράκλεια κατά των Ρωμαίων το 280π.Χ, όπου ο Ηπειρώτης βασιλιάς έχασε όλους τους έμπιστους και ικανούς στρατιωτικούς τους διοικητές στο πεδίο της μάχης.
Ενώ λοιπόν φαίνεται ξεκάθαρα πως τα πραγματικά αίτια της προέλασης των Τούρκων στην Ανατολία δεν είναι η νίκη τους στο Μάντζικερτ αλλά οι αντιλαϊκές/εξοντωτικές φοροεισπρακτικές πολιτικές που ακολούθησαν και σκοπό είχαν την υφαρπαγή των περιουσιών των πολιτών, ο μεγάλος μου προβληματισμός είναι άλλος.. πως οι ίδιες πολιτικές εφαρμόζονται και σήμερα…
‘Τα αίτια της Πτώσεως και επίκαιρα συμπεράσματα.’
Αδαμαντία Μπούρτζινου: Χαίρετε κυρίες και κύριοι. Πεντακόσια πενήντα επτά χρόνια πέρασαν αφ’ ότου η Βασιλεύουσα, η Κωνσταντίνου Πόλις, έπεσε στα χέρια των Τούρκων. Όσοι την αγαπούσαν, την πόνεσαν και θρήνησαν για την άλωσή της όπως και η δημοτική μούσα, το κοινό αίσθημα, η αγάπη του λαού. Ο τελευταίος Αυτοκράτορας ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δεν παραδίδει την Πόλη αλλά αντιστέκεται μέχρις εσχάτων. Ας δούμε όμως ποια ήταν τα αίτια της Πτώσεως μιας και τα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας υπήρξαν όντως δύσκολα. …
Αποφράδα ημέρα η σημερινή και στο νου μας έρχονται όλα εκείνα τα γεγονότα και είναι ευκαιρία σήμερα μαζί σας να μιλήσουμε για τα αίτια της Πτώσεως. Δεν ξέρω αν μέχρι σήμερα τα έχουμε συνειδητοποιήσει, αν είναι σαφή για όλους εμάς τους νεοέλληνες. Είχε συντελεστεί προηγουμένως κυρία Μαντουβάλου μια άλλη άλωση;
Μαρία Μαντουβάλου: Πάρα πολύ ωραία το επισημαίνετε κυρία Μπούρτζινου γιατί για να αναλογιστούμε τα αίτια της Πτώσεως οπωσδήποτε δεν είναι για μουσειακούς λόγους, ούτε για να θρηνούμε διαρκώς κάθε χρόνο ‘έπεσε η Πόλη’, ‘έπεσε η Πόλη’. Αλλά, για να μπορέσουμε να δούμε ποια αίτια οδήγησαν ξαφνικά να πέσει σαν χάρτινος πύργος μέσα σε μια νύχτα μια ολόκληρη Αυτοκρατορία. Να πάρουμε και μερικά διδάγματα για σήμερα, δεδομένου ότι σήμερα θα πρέπει να αναλύσουμε τα ίδια αίτια δυστυχώς και μην σας εκπλήξει αυτό. Τα ίδια ακριβώς αίτια που σήμερα βλέπουμε να ανακύπτουν στην Ελληνική κοινωνία και στην Κυπριακή, τα ίδια ακριβώς ήτανε τα αίτια της Πτώσεως της Πόλης. Δεν θέλω μ’ αυτό να πω ότι θα έχουμε την ίδια μοίρα, αλλά προκειμένου να μην έχουμε την ίδια μοίρα -άλλωστε ο πρωθυπουργός είπε ότι βρισκόμαστε σε πόλεμο, μας το δήλωσε αυτό, ότι έχουμε μειωμένη εθνική κυριαρχία- ας δούμε λοιπόν τα αίτια της Πτώσης για να προλάβουμε ούτως ώστε να μην έχουμε τον τελευταίο Πρόεδρο Δημοκρατίας αντί για Βυζαντινό Αυτοκράτορα, να θρηνούμε πάλι με πολλούς θρήνους και με κλάματα που δεν φέρνουνε πουθενά.
Αδαμαντία Μπούρτζινου:Θα περάσουμε λοιπόν στα αίτια γιατί ξέρετε αυτό που μας είπατε το σκεπτόμουν λέγοντας ότι πολλά είναι τα κοινά των δύο εποχών. Να δούμε λοιπόν ποια είναι τα αίτια. Εμείς συνήθως στις μέρες μας μιλάμε για την οικονομία συνέχεια και για οικονομικά δεινά και προβλήματα.
Μαρία Μαντουβάλου:… Ποια είναι τα κυριότερα αίτια τα οποία οδήγησαν στην Πτώση;
Ένα, η Βυζαντινοτουρκική φιλία. Οι φιλίες με τους Τούρκους.
Και το δεύτερο, οι φιλίες με τον πάπα.
Την παραμονή της Πτώσης έχουμε ένα συλλείτουργο με τον πάπα ξαφνικά. Θα σας πω τώρα λοιπόν αναδρομικά τι έγινε με τους καθολικούς, τι έγινε στην Εκκλησία, τι καταστροφές φέρανε οι λεγόμενες Σταυροφορίες. Φαντάζομαι και άλλοι ομιλητές σας θα μιλήσουνε γι’ αυτά αλλά θα δούμε πως ξαφνικά είχε έρθει με την 4η Σταυροφορία ο βόρβορος στην επιφάνεια του καθαρού νερού. Δηλαδή όσο δεν υπήρχε ένας σάλος, μία αφορμή, όπως σήμερα παραδείγματος χάριν που σε μία νύχτα είδαμε ότι πτωχεύουμε, καταστρεφόμαστε, χάνουμε την κυριαρχία μας. Το ίδιο τότε, ένας σάλος ήτανε η Σταυροφορία. Τι ήτανε δηλαδή; Ξαφνικά λίγοι Σταυροφόροι ντροπιάσανε μία ολόκληρη Αυτοκρατορία η οποία μέχρι τον 11ο αιώνα έλαμπε, θριαμβολογούσε, ήτανε οικουμενική. Είχε κατορθώσει με τον Ελληνισμό και τον Χριστιανισμό, και κυρίως με την Ορθοδοξία μετά το Σχίσμα, να διατηρήσει την ενότητα, την κρατική ενότητα, την οντότητα την κρατική. Δεν είχανε χαλαρώσει οι θεσμοί όπως έγινε μετά τον Βασίλειο Βουλγαροκτόνο, αλλά κυρίως μετά τον 12ο και 13ο αιώνα που αρχίσανε .. Τι αρχίσανε τότε;
Πρώτον, άρχισε η μείωση των στρατιωτικών δαπανών και η περιφρόνηση των ενόπλων. Σας θυμίζει τίποτα σημερινό αυτό;
Δεύτερον, άρχισε η στρατολόγηση μισθοφόρων. Όχι Βυζαντινών. Ξένων. Ποιοι ήταν αυτοί που δίνανε τα στρατεύματα; Οι Τούρκοι. Από τους Τούρκους οι Αυτοκράτορες παίρνανε στρατεύματα για να υπερασπιστούνε την Πόλη και την οικουμενική Αυτοκρατορία!
Ποιοι ήταν αυτοί που οδήγησαν τα ταμεία να είναι άδεια; Μία υπαλληλία .. Μην σας φανεί παράξενο.
Να κάνω μια παρένθεση εδώ και να πω ότι οι πηγές μας για την Βυζαντινή ιστορία -επειδή υπάρχουνε πολλοί παραχαράκτες και πολλοί κύριοι και κυρίες δημοσίων σχέσεων και καριέρας με τους Βυζαντινούς και την Βυζαντινή ιστορία, να μην αναφέρω τώρα ονόματα- οι πηγές μας βέβαια είναι ιστορικοί της Αλώσεως. .. Υπάρχουνε θαυμάσιοι Βυζαντινοί, πραγματικοί Βυζαντινοί ιστορικοί, όχι παραχαράκτες που έχουμε πολλούς και στην Αθήνα, οι οποίοι τι κάνανε; Ο Καραγιαννόπουλος ας πούμε, ο Ράνσιμαν, ο Μπάμπιγκερ ο Μπιούρι, ο Ζακυνθινός, ο Άμαντος, ο Λάμπρος ο Σπυρίδων. Δώσανε τις πραγματικές διαστάσεις των αιτίων .. και μου έκανε εντύπωση που εσείς αναφέρατε ακόμη και το οικονομικό. Ο Καραγιαννόπουλος μιλάει σε ένα ολόκληρο βιβλίο γι’ αυτό το θέμα.
.. Η αποκάλυψη δηλαδή του τι είχε γίνει μετά τον 12ο, 13ο αιώνα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία φαίνεται από την 4η Σταυροφορία. Από τα 1204 τι ήρθε στην επιφάνεια; Σας είπα ότι ήρθε ένας βόρβορος που ήτανε στη βάση. Εάν δεν υπάρξει ένας σάλος, ένα τράνταγμα, δεν έρχεται στην επιφάνεια ότι υπάρχει κάτω.
Τι υπήρξε λοιπόν τότε; Λίγοι Σταυροφόροι ήρθανε και τι κάνανε; Σκίσανε κυριολεκτικά και ατιμώσανε την πορφύρα η οποία έφερνε επάνω της τον Σταυρό, οι περίφημοι Σταυροφόροι. Το επόμενο βήμα; Φυσικό ήτανε. Αιματόφυρτη αυτή η πορφύρα να πέσει κάτω από έναν βάρβαρο. Έναν βάρβαρο κατακτητή, ο οποίος παραδόξως όπως μας λένε οι ιστορικοί ήξερε και Εβραϊκά -δεν μας είπανε γιατί τα ‘μαθε-, ήξερε και Πέρσικα και δεν ξέρω ‘γω τι άλλο.
Αδαμαντία Μπούρτζινου: Έχουμε λοιπόν πολλά και διάφορα και είχαμε σταθεί στο σημείο που θα μας λέγατε για την υπαλληλία, δηλαδή κάτι που μας θυμίζει την σημερινή γραφειοκρατία
Μαρία Μαντουβάλου: Ακριβώς. Ακριβώς, μας θυμίζει τον υπέρογκο αριθμό υπαλλήλων οι οποίοι τροφοδοτούνταν, σιτίζονταν, δηλαδή πληρώνονταν απ’ το Δημόσιο Ταμείο και το Δημόσιο Ταμείο είχε μείνει άδειο. Το Δημόσιο Ταμείο είχε μείνει άδειο από τους δημοσίους υπαλλήλους. Θα ανατριχιάσει κανείς να ακούει αυτές τις συμπτώσεις αλλά έτσι είναι. Η φορολογία; Είχε φτάσει στον υπέρτατο βαθμό. Οι πολίτες; Δεν μπορούσανε να αναπνεύσουν. Το κράτος; Σιγά-σιγά περιοριζότανε στην Πρωτεύουσα .. Το οικουμενικό κράτος, η οικουμενική δηλαδή Αυτοκρατορία η Βυζαντινή, άρχισε σιγά-σιγά να συρρικνώνεται και να μαζεύεται στην Πρωτεύουσα. Γύρω-γύρω αρχίσανε να την καταλαμβάνουνε οι Σλάβοι, οι Βούλγαροι, οι Φράγκοι -οι Φράγκοι από τις Σταυροφορίες και μετά δεν αφήσανε την Αυτοκρατορία ήσυχη- και οι Τούρκοι. Τι κάνανε όλοι αυτοί; Είναι αυτό που λέμε η παγκοσμιοποίηση, που είχε έρθει στο Βυζάντιο πολύ νωρίς για να το καταστρέψει.
Αδαμαντία Μπούρτζινου:Έχουμε λοιπόν έναν ασφυκτικό κλοιό γύρω από την Πόλη από πολλούς εχθρούς, όχι από έναν.
Μαρία Μαντουβάλου: Έτσι. Από πάρα πολλούς εχθρούς, αλλά ο κυριότερος από όλους τους εχθρούς ήτανε ο Ασιάτης ο Τούρκος βάρβαρος. Γιατί ήτανε βάρβαρος πάντα.
Τώρα αυτά που γράφουνε μερικοί τύπου Μάνγκο, ο οποίος δυστυχώς έχει φέρει και μαθητές του καθηγητές Βυζαντινής φιλολογίας να μην πω που. Ο οποίος Μάνγκο, ο Βυζαντινολόγος, μας σήκωνε τη σημαία κάθε πρωί στο γραφείο του την τούρκικη για να ενοχλεί τους Έλληνες. Αυτός ήτανε Βυζαντινολόγος! Αλλά η μακαρίτισσα η Κυριακίδου-Νέστορος του ‘δωσε στ’ αυτιά και του είπε μην παίζεις εν ου παικτοίς κύριε Μάνγκο. Λοιπόν, αυτοί οι βυζαντινολόγοι εκθειάζουν τον Μωάμεθ! το 20αχρονο παιδί!, που ήτανε τόσο καλό!. Δηλαδή, ο 20αχρονος ο Μωάμεθ ήταν αυτός που ερήμαξε την Πόλη; Ε βέβαια δεν ήτανε ο Μωάμεθ, ήτανε χρόνια ολόκληρα που ετοιμαζόντουσαν οι Τούρκοι αφού είχανε καταλάβει όλες τις περιοχές γύρω από το Βυζάντιο και δεν είχαν αφήσει ούτε καν να τροφοδοτούνται.
Το τελευταίο που έκαναν οι σύμβουλοι του Μωάμεθ ποιο ήτανε; Να φτιάξει στο Βόσπορο ένα ολόκληρο κάστρο, ένα φυλάκιο και τι να κάνει εκεί πέρα; Το κάστρο αυτό ήτανε για να εμποδίζει όλα τα καράβια τα οποία ερχόντουσαν για τροφοδότηση του Βυζαντίου, να πληρώνουνε φόρο και να τα βουλιάζει εάν δεν υποχωρούσανε στις απαιτήσεις του. Δηλαδή, έκοψε και την Ανατολία ολόκληρη από τα σιτηρέσια της Κωνσταντινούπολης.
Αδαμαντία Μπούρτζινου:Έχουμε λοιπόν δεινές συνθήκες ..
Μαρία Μαντουβάλου: Πείνα. Εξάντληση. Ταπείνωση. Η μεγαλύτερη ταπείνωση που υπέστη ο Βυζαντινός Ελληνισμός ποια ήτανε; Τι ήθελαν οι Βυζαντινοί; Τον Χριστιανισμό. Τον Χριστιανισμό δεν επέβαλαν; Πάνω στα ερείπια του Ρωμαϊκού κράτους τα οποία κληροδότησε στο Βυζαντινό δεν χτίσανε τον Ελληνισμό και την Χριστιανοσύνη; Τους νόμους που κάνανε, η νομοθεσία, δεν διεπότανε από τις αρχές και τις αξίες του Χριστιανισμού; Φυσικά.
Άρχισαν όμως σιγά-σιγά οι νόμοι να αλλάζουνε και έτσι καταργήσαμε και τους Στρατηγούς, καταργήσαμε και τις Ένοπλες Δυνάμεις και τις ταπεινώ-σα-με...
Αδαμαντία Μπούρτζινου: Έχουμε λοιπόν αφενός την μείωση των στρατιωτικών δαπανών και την ταπείνωση των αξιωματούχων ή των στρατιωτικών για να το πω καλύτερα. Είπατε ότι είχαμε στρατολόγηση μισθοφόρων και κυριότατα από τους Τούρκους. Έχουμε φορολογία υπέρογκη που ο λαός δεν την αντέχει πλέον. Ασφυκτικό το περιβάλλον και από τους δημοσίους υπαλλήλους, τα Ταμεία αδειάζουν σιγά-σιγά. Έχουμε μήπως και κακοδιαχείριση από την πλευρά των αρχόντων;
Μαρία Μαντουβάλου: Πολύ μεγάλη. Όχι μόνο των αρχόντων και των δημοσίων υπαλλήλων. Και λένε καθαρά οι χρονογράφοι, ‘ε καλά, αυτή η υπαλληλία έφερε τη διαφθορά’. Σα να μιλάμε για σήμερα δηλαδή. Σαν όλα τα συμπτώματα αυτά να έχουνε ξαφνικά ανακύψει σήμερα. …
Αδαμαντία Μπούρτζινου: Έχουμε και καταστροφή της μεσαίας τάξης κυρία Μαντουβάλου;
Μαρία Μαντουβάλου:Έχουμε γενικά καταστροφή του λαού . Στα πρώτα χρόνια μέχρι τον 10ο – 11ο αιώνα ο λαός ήταν αυτός που πήγαινε στον ιππόδρομο και ανέβαζε και κατέβαζε τον Αυτοκράτορα. Ο Αυτοκράτορας δεν έκανε ό,τι ήθελε, ούτε έφευγε από την Χριστιανική πίστη για να κάνει τα δικά του. Έτσι και έφευγε, τον πετούσε ο λαός και του φώναζε και μάλιστα και σατυρικά, ‘πάλι τα ‘πιες πάλι τον νουν απώλεσες.’ Τα γνωστά. Αργότερα όμως μετά τον 12ο κυρίως που κορυφώθηκε στον 13ο αιώνα και φυσικά στον 14ο μέχρι την Πτώση τι γινότανε; .. Η περιφέρεια, οι επαρχίες .. ήτανε κατειλημμένες από Τούρκους οι οποίοι σφάζανε, εξανδραποδίζανε τον Ελληνικό πληθυσμό, καταστρέφανε τις καλλιέργειες, καταστρέφανε τα ζώα, καταστρέφανε τα δάση καταστρέφανε τα πάντα, ό,τι καταστρέψανε (σ)την Πελοπόννησο τώρα και (σ’) όλη την Ελλάδα πριν από λίγα χρόνια. Την καίγανε ολόκληρη και το αποτέλεσμα ήτανε οι χωρικοί να μην έχουνε ούτε να φάνε από τις επαρχίες και όλη η ζωτικότητά τους να περιορίζεται μόνο σε έναν κλοιό που ήτανε η Πόλη, η Κωνσταντινούπολη, τίποτε άλλο.
Αδαμαντία Μπούρτζινου: Από τις τελευταίες πόλεις που έπεσαν ήταν και η γειτονική Αδριανούπολη;
Μαρία Μαντουβάλου: Η γειτονική Αδριανούπολη βέβαια και έπεσε και όχι μόνο. Πολύ καλά το είπατε, μπράβο σας γι’ αυτό ..
Αδαμαντία Μπούρτζινου: Γιατί είχε χτίσει ..
Μαρία Μαντουβάλου: .. την έδρα του ..
Αδαμαντία Μπούρτζινου: .. την έδρα του ο Μωάμεθ.
Μαρία Μαντουβάλου: Για θυμηθείτε και κάτι σήμερα, να σας το θυμίσω εγώ γιατί το ‘πε ο διπλωμάτης ο Στοφορόπουλος, ο πρέσβης. Τι είπε ο πρέσβης; Ότι το 1964 ο Τούρκος τότε ζήτησε ένα κομμάτι να του δώσουμε στη Δυτική Θράκη. Θυμόσαστε την Αδριανούπολη στην Ανατολική Θράκη; Εκεί ήτανε η έδρα τους. Από εκεί ξεκίνησε.
Σήμερα βεβαίως ο Τούρκος, για να το θυμηθούμε κι αυτό, δεν ξεκίνησε από την Αδριανούπολη. Σήμερα επαναλαμβάνω ξεκίνησε από την Άγκυρα και έφτασε απ’ έξω από τις ακτές της Κερύνειας. Όπως έφτασε έξω από τον Βόσπορο και έχτισε τα κάστρα του, έτσι έφτασε στην Κερύνεια με ύπουλο τρόπο.
Να σας πω τι λέει .. φίλοι ήτανε. Οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες ήτανε φίλοι με τους Τούρκους .. Λέει ο Σφραντζής ο καημένος:
«Τι σου κάναμε βρε (στον Τούρκο απευθυνόμενος στον αμηρά) τι σου κάναμε και μας πρόδωσες, πρόδωσες τους όρκους σου, πρόδωσες την αγάπη μας ..»
Μήπως σας θυμίζει κανένα πρόσφατο γεγονός; Τώρα; Σημερινό;
Αδαμαντία Μπούρτζινου: Μας θυμίζει.
Μαρία Μαντουβάλου:Ναι. Ελπίζουμε να μην έχει τις ίδιες συνέπειες.
.. Γιατί έχουμε τουρκοκρατία σήμερα, μην το ξεχνάμε. Κάνουμε δήθεν ότι το ξεχνάμε, ‘η Πτώση’ και ‘η Πτώση’. Να μην έχουμε κι άλλες ‘Πτώσεις’ λοιπόν. Ας ξυπνήσουμε τέλος πάντων. Γιατί οι θρήνοι ξέρετε τι λένε; Θα σας διαβάσω κυρία Μπούρτζινου κάτι θρήνους εδώ πέρα οι οποίοι λένε:
«Ποιος χάλασε το Βασίλειο των Ρωμαίων;
Οι δημεγέρτες, οι δημαγωγοί, οι λαοπλάνοι Χριστιανοί.
Οι πονηριές τους, η φιλαργυρία τους.
Τι ήτανε την παραμονή της πτώσης;
Οι πάντες ήσαν πονηροί, χωρίς αγαθοσύνη»
Σας θυμίζει τίποτα σημερινό αυτό;
«και μόνον τρεις ή τέσσερις είχαν δικαιοσύνη.
Οι μεν ήσαν αιρετικοί οι άλλοι πνευματομάχοι.»
Από πνευματομάχους άλλο τίποτα, έχουμε χορτάσει, στα Πανεπιστήμια κυρίως.
«Άλλοι άθεοι, σχισματικοί, ασελγείς,
φόβον Θεού δεν είχασιν.»
Αδαμαντία Μπούρτζινου: Δηλαδή κυρία Μαντουβάλου είχε χαθεί αυτό το οποίο ήταν το πνεύμα της ενότητας όλα τα προηγούμενα χρόνια, δηλαδή οι άρχοντες και ο λαός κάτω από τη Σκέπη του Θεού;
Μαρία Μαντουβάλου:Ε βέβαια.
Αδαμαντία Μπούρτζινου: Και αυτό χάνεται δηλαδή, έχει απωλεσθεί.
Μαρία Μαντουβάλου: Σήμερα; Αλλοίμονο.
Αδαμαντία Μπούρτζινου: Και τότε δηλαδή.
Μαρία Μαντουβάλου:Ναι. Και έχουμε συμβάλει γενικά. Οι λόγιοι συμβάλλουμε, εμείς οι διανοούμενοι, το έχουμε έτσι πάρει επειδή είμαστε και φίλοι με τους Ευρωπαίους, να μην αναφέρω κανα όνομα τώρα πρόσφατο, γιατί μπορεί να βγει και στην εκπομπή σας.
.. Είχανε μπερδευτεί οι άνθρωποι. Οι Ρωμηοί, οι Ρωμαίοι της Νέας Ρώμης, της Αυτοκρατορίας ο λαός πίστευε, πίστευε στην Ορθοδοξία. Και τι είχε στο μυαλό του; Τα βάσανα, τις ταλαιπωρίες, τις βιαιότητες όλων των Δυτικών. Τις είχε στο μυαλό του, τις είχε στο πετσί του. Δυτικοί όλοι. Ιταλοί κυρίως, καθολικοί, Βενετσιάνοι, Γενοβέζοι. Οι Γενουάτες προδώσανε από μέσα από την Κωνσταντινούπολη -είχανε αποικία μέσα στην Κωνσταντινούπολη- προδώσανε στον Τούρκο τα σχέδια όταν με μία γεφυρούλα πέρασε στην ξηρά ας πούμε, πέρασε τα καράβια του πίσω από τον Γαλατά.
Δηλαδή ο Βυζαντινός Ελληνισμός ξαφνικά τι έβλεπε; Πάλι παρακάλια στους Δυτικούς. Πάλι παρακάλια με το χέρι. Επαίτης. Τι κάνουμε σήμερα; Σ’ αυτούς οι οποίοι απομύζησαν την οικονομία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Την απομύζησαν. Όλοι οι Φράγκοι δεν την απομύζησαν; Δεν πήρανε την ναυσιπλοΐα; Δεν είχε καράβια. Πού να πάει στον Βόσπορο και στον Κεράτιο. Τί καράβια; Τέσσερα καράβια είχε. Και γιατί είχε μόνον αυτά;
Οι Βενετσιάνοι κάτσανε στην ησυχία τους, όλοι οι Ιταλοί κάτσανε στην ησυχία τους. Ο πάπας έβαζε όρο σώνει και καλά την ‘ένωση’ ή τίποτα. Κόψτε το κεφάλι σας. Επήγαινε επαίτης ο άλλος, ο Παλαιολόγος, και τι του λέγανε αυτοί που τον φιλοξενούσανε; Του μαζεύανε δέκα δεκάρες και με οίκτο τον πετούσανε πίσω στην Πόλη. Σας θυμίζει τίποτα αυτή η αναξιοπρέπεια; Θυμίζει τα σημερινά;
Γιατί οδηγήσανε σ’ αυτήν την κατάσταση ούτως ώστε ξαφνικά ως χάρτινος πύργος να πέσει η Πόλη; Γιατί; Ποιοί ήταν αυτοί; Και θα πω λοιπόν εγώ εδωπέρα ..
Αδαμαντία Μπούρτζινου: Ποιοι ήτανε λοιπόν.
Μαρία Μαντουβάλου: Θα πω λοιπόν εγώ, η συμβολή των Αυτοκρατόρων ήτανε δυστυχώς πολύ μεγάλη. Έσωσε την τιμή της Αυτοκρατορίας ο τελευταίος Παλαιολόγος. Αυτός την έσωσε. Με τιμή και δόξα και φωτοστέφανο. Είπε, εν τάξει, δε θα φύγω, εδωπέρα να μου κόψτε το κεφάλι την Πόλη δεν θα σας τη δώσω.
Ποιοι είναι αυτοί που έχουν το δικαίωμα σήμερα να παραδίδουν τα πάντα;
Ποιοι έχουνε το δικαίωμα να λένε με συμφωνίες, δεν μπορούμε να πάμε στην Δυτική Θράκη, θα την εκτουρκίσουμε και μάλιστα με τις ευλογίες του κατ’ ευφημισμόν λεγομένου ‘Υπουργείου Παιδείας’ που είναι Υπουργείο Βαρβαρότητας; Και εκτουρκίζουνε με Ελληνικά λεφτά όλη τη Θράκη.
Ποιοι είναι αυτοί που απαγορεύουνε να πάμε στο Αγαθονήσι;
Ποιοι είναι αυτοί που απαγορεύουνε να πάμε στα Ίμια να πάμε στη Γαύδο;
Δεν σας θυμίζει Πτώση Βυζαντινής Αυτοκρατορίας; Δεν σας θυμίζει τις ίδιες μεθοδεύσεις;
Ποιοι είναι αυτοί οι οποίοι περιφρονούν τους Έλληνες; Όλη η Δύση δεν είναι; Δεν γίναμε ρεντίκολο σήμερα σε όλη τη Δύση, να μας λένε αναξιοπρεπείς, κλέφτες, άτιμους τα πάντα;
Αδαμαντία Μπούρτζινου: Εμείς τότε και τώρα περιφρονούμε τους ίδιους τους εαυτούς μας μήπως;
Μαρία Μαντουβάλου: Βεβαίως. Και τους περιφρονούμε γιατί μας έχουνε κάνει να μην έχουμε δύναμη αντίστασης. Δηλαδή, υπήρχανε και στο Βυζάντιο οι λαοπλάνοι, αυτοί οι δημεγέρτες οι οποίοι ξεσηκώνανε, αλλά κυρίως τι υπήρχε; Υπήρχε η αδυναμία, η αυτοταπείνωση. Όταν δεν έχεις να φας, όταν πεινάς δεν είναι δυνατόν, τι αντίσταση να κάνεις δηλαδή; Θα κόβεις κεφάλια αδιακρίτως, δεν μπορείς να κάνεις άλλη αντίσταση. Και όταν βλέπει ο λαός ο Βυζαντινός να κάνουνε οι Αυτοκράτορές του τι; -βρεθήκανε βέβαια και φωτεινές φωνές απέναντι σ’ αυτό- να πηγαίνουνε να γονατίζουνε. Την βοήθεια του πάπα! Την βοήθεια των καθολικών! Και να του φωνάζει ο άλλος: ‘Όχι. Στη Φερράρα. Ένωση. Ένωση. Αν δεν κάνεις ένωση δεν σου δίνω δεκάρα.’ Έγινε η ένωση, του ‘δωσε καμιά δεκάρα; Όχι. Τον έθαψε.
Μην ξεχνάτε ότι σήμερα έχουμε το ίδιο πρόβλημα. Διχασμό.
Αδαμαντία Μπούρτζινου: Ποιος θα ήταν ο άλλος τρόπος αντιμετώπισης σε όλα αυτά; Δηλαδή, μπορούσαν να τα αντιμετωπίσουν τα πράγματα διαφορετικά;
Μαρία Μαντουβάλου: Βεβαίως και μπορούσανε. Βεβαίως και μπορούσανε. Γιατί αρχίσανε ξαφνικά να καταργούνε όλον τον στρατό και ξαφνικά να δίνουν λεφτά σε ξένους; Για ποιο λόγο; Γιατί οι Αυτοκράτορες, για να περνάνε καλά; Και αρχίσανε οι Συγκλητικοί, οι τίτλοι, οι διαφωνίες και οι διαμάχες για τους θρόνους και άντε ποιος θα κόψει το κεφάλι του άλλου για να πάρει τον θρόνο. Εδώ και ο τελευταίος Αυτοκράτορας δεν στέφθηκε στην Αγιά Σοφιά. Εκείνο που έκανε δυστυχώς στην Αγιά Σοφιά ήτανε το συλλείτουργο. Και τα συλλείτουργα τα έχουμε μάθει και σήμερα και δεν ξέρουμε που θα οδηγήσουνε. Τέλος πάντων να μην προχωρήσω παραπέρα σ’ αυτό το θέμα.
Δηλαδή, μας λέει ακόμη ένας θρήνος για τους Τούρκους και για τις φιλίες με τους Τούρκους. Φιλίες μονίμως εμείς, λες και είμαστε .. Τι είμαστε; Οι δούλοι, τα θύματα τα οποία τον θύτη πάμε και τον προσκυνάμε. Τι άλλο κάνουμε; Μας λέει λοιπόν ένας θρήνος:
«Ο Τούρκος πάντα έξυπνος, ένι (είναι) και ου κοιμάται,
πάντα πεινά, πάντα διψά, ποτέ ουδέν χορταίνει
να τρώει σάρκες χριστιανών και να ρουφά το αίμα.»
Και μας δίνει ένας άλλος θρήνος μια άλλη συμβουλή. Ας την ακούσουνε και οι σημερινοί:
«Μην συντροφιάσεις μετ’ αυτόν
μηδέ δεκτείς ορκωμοτικά (όρκους)
μηδέ εις αυτόν πιστεύσεις,
γιατί, τον όρκο του ο ασεβής δεν τον φυλάει
γιατί είναι γένος άπιστο και γεμάτο-γεμάτο δόλο.»
Δεν είδατε τον δόλο των Τούρκων που είχανε κάνει ανακωχή για την Κερύνεια και κρυφά και ξαφνικά μπήκανε μέσα στις ακτές και την καταλάβανε; Είχανε κάνει ανακωχή, είχανε κάνει όρκους. Ποιόν όρκο κρατήσανε;
Και λέει ο Μόντης ο καημένος όπως θα ‘λεγε ο παλιός Αυτοκράτορας για να παραλλάξω λίγο:
«Βόσπορε γιατί μου ‘φερες αυτό το πλήθος των βαρβάρων στα πόδια μου;»
Λέει ο ίδιος ο Μόντης στην Κύπρο:
«Κερύνεια θα σταματήσω να μιλάω για σένα. Δεν περίμενα να μου τους φέρεις στα πόδια μου.»
Έφερε στα πόδια του, την Κερύνεια, τον Πενταδάκτυλο, την Πάφο. Και τι δεν έφερε. Ολόκληρη τη μισή Κύπρο, το μεγαλύτερο μέρος της Κύπρου έφερε στα πόδια του. ΣΗΜΕΡΑ.
ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΠΤΩΣΗ, ΑΛΛΗ ΠΤΩΣΗ ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΕΡΑ.
Αδαμαντία Μπούρτζινου:… Κυρία Μαντουβάλου να μείνουμε λίγο ακόμα στα της Πτώσεως και να μας περιγράψετε, να μας δώσετε κάποια ακόμα στοιχεία από την κατάσταση που επικρατούσε τα τελευταία χρόνια που ήταν πολύ δύσκολα και οδήγησαν στην Πτώση.
Μαρία Μαντουβάλου:Μάλιστα. Να σας επισημάνω δύο χαρακτηριστικά των τελευταίων ημερών.
Πεθαίνει ο Μουράτ ο πατέρας του Μωάμεθ. Τι γίνεται; Πηγαίνουν όλες οι πρεσβείες στην Αδριανούπολη. Όλες οι ξένες πρεσβείες οι Δυτικές, και πηγαίνουνε και οι εκπρόσωποι από την Κωνσταντινούπολη, πρέσβεις, μεγάλη αποστολή, για να κάνουνε τι; Να πάνε επάνω στον Μωάμεθ να τον συλλυπηθούνε για την απώλεια του πατέρα του που ήτανε πολύ καλός! και ήτανε φίλος!, όπως και ο Μουράτ ο μακαρίτης ο οποίος Μουράτ 30 χρόνια πριν την Πτώση είχε φροντίσει να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη πάλι -ήτανε φίλος και αυτός και ευγενικός, με ευγενικούς τρόπους. Πήγανε λοιπόν και με πολλά δώρα και τους γέμισε και δώρα και ο Μωάμεθ, τους ανανέωσε τις συνθήκες ειρήνης. Όλες τις συνθήκες ειρήνης τις ανανέωσε μια χαρά.
Αδαμαντία Μπούρτζινου: Έχουμε σύναψη συμφώνου φιλίας.
Μαρία Μαντουβάλου: ‘Συμφώνου φιλίας’ πολύ ωραία το τονίσατε αυτό. Κάνουνε λοιπόν συνθήκες ειρήνης. Ειρήνη απ’ εδώ, ειρήνη απ’ εκεί, ειρήνη παντού. Μα ήτανε ο άγγελος επί της γης λοιπόν αυτός ο διάδοχος ο Μωάμεθ, το νεαρό παιδάκι το πολύπροικισμένο!
Αυτό είναι ένα. Το δεύτερο λοιπόν. Μέσα στην Πόλη υπήρχε ένα χάος από πλευράς θρησκευτικής, Χάος κυριολεκτικό. Μετά τη Σύνοδο της Φεράρας και στη συνέχεια, οι διαμάχες ήταν τεράστιες. Γιατί; Οι Έλληνες Ρωμηοί τι θέλανε; Την Πίστη των Πατέρων τους. Τι ζητούσανε; μὴ μέταιρε ὅρια αἰώνια. Μην τα μετακινείς τα όρια. Αυτή είναι η Παράδοσή μας. Με αυτήν προχωρήσαμε, με αυτήν θριαμβεύσαμε.
Τι κάνεις τώρα; Τι θέλεις τώρα; Να υποδουλωθούμε;
Και είχε αρχίσει μία φοβερή διάσπαση. Εμφύλιοι και διαμάχη με θρησκευτικά αίτια. Είναι σχεδόν ακριβώς όπως υπάρχουνε και σήμερα. Και σήμερα ακόμη που πάει ο πάπας στην Κύπρο υπάρχουνε τεράστιες αντιδράσεις. Τεράστιες αντιδράσεις και όταν ο πάπας πάει στο Πατριαρχείο, ή ο Πατριάρχης πάει εκεί πέρα. Τεράστιες αντιδράσεις. Είναι τόσο πολλές που ομολογώ ότι μοιάζουνε και οι σημερινές όπως εκείνες της Πτώσης.
Και τότε υπήρχανε άνθρωποι όμως οι οποίοι ήτανε φωτεινοί, ολοφώτεινοι. Ο Μάρκος ο Ευγενικός. Αντιδρούσανε στην ένωση. Δεν ήτανε οι άνθρωποι φιλότουρκοι, όπως κάτι ‘ιστορικοί’ να μην τους χαρακτηρίσω πως .. Τι είπανε; Κάτι ‘προοδευτικοί’, δήθεν έτσι ‘σπουδαίοι’. Μας είπανε ότι, αχ στο Βυζάντιο ήτανε οι συντηρητικοί, οι οπισθοδρομικοί, οι οποίοι τι θέλανε; Σώνει και καλά να μην έχουμε τη βοήθεια της Δύσης.
Αυτό θέλανε οι άνθρωποι; Όχι. Δεν ήτανε φιλότουρκοι οι άνθρωποι. Όταν λένε δήθεν ότι ο Νοταράς, ο αρχηγός του στόλου -ποιού στόλου των 5 καραβιών- είπε καλύτερα το [τούρκικο] φακιόλι παρά την τιάρα των καθολικών, γιατί το είπε; Είχε κανα μίσος για τους καθολικούς; Όχι αλλά είδε τι κάνανε, τι κάνανε στην λατινοκρατία δηλαδή.
Αδαμαντία Μπούρτζινου: Είχαμε και το 1204.
Μαρία Μαντουβάλου: Το 1204 αλλά και μετά το 1204 οι Βενετσιάνοι πήρανε όλο το εμπόριο της Κωνσταντινούπολης. Δεν έμεινε τίποτα.
Αδαμαντία Μπούρτζινου:Ήτανε θέλω να πω πρόσφατες οι συνέπειες ..
Μαρία Μαντουβάλου:.. και οι αναμνήσεις. Και επίσης βλέπανε ότι φτωχύνανε επειδή η Δύση τους πήρε όλα τα αγαθά. Τα καράβια τους πήρε. Οι Βενετοί είχανε, οι Ιταλοί, οι Ιταλικές Δημοκρατίες είχανε και το εμπόριο και την ναυσιπλοΐα, όλα. Πού είναι η θαλασσοκράτειρα Βυζαντινή Αυτοκρατορία; Τίποτα. Χαντακώθηκε. Δεν είχε τίποτα.
Να σας πω τώρα ότι όταν άρχισε να κάνει το κάστρο στο Βόσπορο, στο στενό του Βοσπόρου, ο Μωάμεθ, ξανάστειλε ο Αυτοκράτορας πρεσβείες και τον παρακαλούσε. Τις πρεσβείες δεν τις δέχτηκε. Του είπε, δεν κάναμε συμφωνίες; Δεν κάναμε ειρήνη; Τι ήρθες απ’ έξω απ’ το μάτι μας να κάνεις, απ’ έξω απ’ τα τείχη μας; Έστειλε πίσω τις πρεσβείες χωρίς να τις δεχτεί. Ξανάστειλε πρεσβείες ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας. Τους έκοψε τα πόδια ο Μωάμεθ.
Και τότε κατάλαβε ο Αυτοκράτορας ότι πρέπει να κλείσει τι; -θα σας θυμίσω κάτι σημερινό- να κλείσει τις πύλες. Εμείς κλείσαμε κανα σύνορο; Κλείσαμε τα σύνορα; Τι κλείσαμε; Τί έχουμε γεμίσει; Έχουμε γεμίσει μουσουλμάνους τους οποίους και κάνανε και Έλληνες ούτως ώστε να πάνε στον στρατό. Να μην πάω παραπέρα γιατί δεν θέλω να ταράξω τον κόσμο που μας ακούει κι εσάς.
Αδαμαντία Μπούρτζινου:Κατάλαβε λοιπόν ο Αυτοκράτορας ότι τα πράγματα πια έχουν στενέψει, δεν υπάρχουν περιθώρια και κατάλαβε ποιες ήταν οι προθέσεις ξεκάθαρα.
Μαρία Μαντουβάλου:.. και έκλεισε τις πύλες. Αλλά μέσα στις πύλες όμως είχε κλείσει και όσους είχανε κάνει αποικίες. Κάτι ραγκούσηδες -συγνώμη ραγκουζαίους δηλαδή- κάτι Γενουάτες, κάτι διαφόρους άλλους. Μέσα στην Κωνσταντινούπολη οι οποίοι και προδώσανε. Προδώσανε από μέσα.
Αλλά θα σας πω όμως κάτι φοβερά συγκινητικό. Που λες ότι το χέρι του Θεού εκείνη τη στιγμή έλεγε ‘Άντε. Τώρα θα σας δώσω μία διέξοδο’. Ποια ήταν η διέξοδος; Από την Κύπρο.
Όταν έπεφτε η Πόλη, την ίδια μέρα που έπεφτε η Πόλη, για πρώτη φορά στην Κύπρο -για όλα τα χρόνια της λατινοκρατίας, πρώτη φορά- ήτανε Βασίλισσα Ελληνίδα από την Πελοπόννησο. Η Ελένη Παλαιολογίνα. Κόρη του Θεοδώρου Β’ του Παλαιολόγου, αδελφού του τελευταίου Αυτοκράτορα, δηλαδή ανιψιά του.
Τί έκανε η ανιψιά λοιπόν του Κωνσταντίνου; Είχε πάρει στο κατόπι όλους τους Λατίνους. Ξέρετε στην Κύπρο, στην λατινοκρατία, όλοι οι επίσκοποι, τα πάντα, οι λειτουργίες είχαν αλλάξει. Δεν επιτρεπόταν ούτε να θάψει ο Ορθόδοξος στο Ορθόδοξό του νεκροταφείο κάποιον. Η Παλαιολογίνα λοιπόν, σαν πραγματική γυναίκα Σπαρτιάτισσα Μανιάτισσα, τι έκανε; Επήρε στο κατόπι όλους τους Λατίνους.
Και μας λέει πολύ ωραία το χρονικό του Μαχαιρά. Όταν άκουσε για την Πτώση έπεσε σε βαριά θλίψη αλλά δεν καθότανε να κλαίει, δεν έκλαιγε τη μοίρα της. Κυνήγησε τους Λατίνους. Υποδέχτηκε όλους τους Βυζαντινούς που καταφθάσανε μετά την Πτώση της Πόλης στην Κύπρο. Τους έδωσε χωράφια, τους έκανε επισκόπους, τους έδωσε λεφτά, τους έδωσε σπίτια, τους έβαλε στα υψηλότερα αξιώματα.
Έπεφτε η Πόλη, σηκωνότανε η Κύπρος. Για μια στιγμή της Πτώσης ..
Και αυτή .. ακόμη και στις Εκκλησίες επέβαλε Ορθόδοξους επισκόπους, άλλαξε το λειτουργικό που το είχανε κάνει καθολικό, έκανε τα πάντα. Ήτανε μια φωτεινή στιγμή που ο Θεός ήθελε να μας τη δώσει, για να μας δώσει ίσως κι ένα μάθημα. Γιατί ξέρετε εγώ το πιστεύω κι ας με πουν ό,τι θέλουνε, εάν ο Θεός δεν θέλει κάτι να γίνει δεν γίνεται.
Και βεβαίως υπάρχουνε πολλοί, ο Άνθιμος Ιεροσολύμων, Πατριάρχης τότε στα 1790, επίσης ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος, που λένε ότι δεν πέσαμε επειδή είχαμε αμαρτίες. Δεν πέσαμε γι’ αυτό, δεν είχαμε αμαρτίες. Και λέει μάλιστα ο Πάριος, δεν είμαστε σαν τους Εβραίους οι οποίοι διασκορπιστήκανε λόγω αμαρτιών και λοιπά, δεν έχουμε εμείς τα ίδια αίτια. Εμείς επέσαμε, λέει κάπου, για να διασώσουμε την Πίστη μας. Δηλαδή, δημιουργήθηκε το Ορθόδοξο κράτος και προτιμήθηκε το Ορθόδοξο κράτος απέναντι της πολιτικής υποταγής στους Δυτικούς, απέναντι της απώλειας της Πίστεως στον Τριαδικό Θεό. … Οι Λατίνοι και ο πάπας είχανε αλλάξει τα πάντα, δεν είναι μόνο το φιλιόκβε που μας είναι μόνο γνωστό. Και τι δεν είχανε αλλάξει. Δεν πιστεύανε καν σε Αγίους, δεν πιστεύανε σε Πατέρες δεν πιστεύανε τίποτα.
Αδαμαντία Μπούρτζινου:Είχε αλλάξει λοιπόν τελείως το κλίμα στην Βασιλεύουσα Πόλη και τις τελευταίες ημέρες ο Αυτοκράτορας ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο οποίος νομίζουμε ότι ήξερε τι θα αντιμετωπίσει όταν στεφόταν στον Μυστρά.
Μαρία Μαντουβάλου: Ναι. Το θέμα είναι ότι ο τελευταίος Αυτοκράτορας ο καημένος δεν στέφθηκε στην Αγιά Σοφιά. Είναι και αυτό ένα σημάδι της μοίρας. Ο τελευταίος Αυτοκράτορας δεν ήταν εστεμμένος. Στο Μυστρά δεν υπήρχε Πατριάρχης και Πατριάρχης δεν υπήρχε στην Πόλη γιατί ήτανε διχασμένοι. Ποιόν να βγάλουνε; Τον ανθενωτικό τον Γρηγόριο ή τους άλλους; Μετά άλλαξε ο Γεννάδιος, ήτανε ενωτικός ο Γεννάδιος και άλλαξε μετά, αλλά και αυτός ήτανε σε ένα Μοναστήρι. Δεν υπήρχε Πατριάρχης, δεν τον έστεψε κανείς, δηλαδή δεν μπήκε -δεν μπορώ να πω το χέρι του Θεού- αλλά πάντως στην Αγιά Σοφιά δεν στέφθηκε. Είναι και αυτό ένα σημάδι.
Αδαμαντία Μπούρτζινου:Ήξερε λοιπόν ότι και από πολιτικής απόψεως και από θρησκευτικής υπήρχανε προβλήματα. Το ήξερε.
Μαρία Μαντουβάλου: Φοβερά. Διχασμός, εμφύλιος.
Αδαμαντία Μπούρτζινου: Ήτανε προσωπικότητα.
Μαρία Μαντουβάλου: Ήτανε πολύ μεγάλη και όχι μόνο. Ήξερε αλλά κυρίως [ήτανε] αγωνιστής. Το φωτοστέφανο της δόξας επήρε. Καθότανε με όλους, αγωνιζότανε με όλους, με τον απλό λαό στις επάλξεις. Τους τόνωνε. .. Γυρνούσε γύρω στις Λιτανείες. Πήγε να κοινωνήσει, πήγε να δώσει λίγο θάρρος.
Αλλά σε ποιον να δώσει θάρρος; Σε ποιους; Στους ελάχιστους που είχανε μείνει; Ελάχιστοι ήτανε οι άνθρωποι, οι αγωνιστές. Όλοι και όλοι ήτανε 60 χιλιάδες ο λαός μέσα στην Κωνσταντινούπολη. Το μόνο .. είχανε εναποθέσει τις ελπίδες στους στον Θεό. Τίποτε άλλο.
Αδαμαντία Μπούρτζινου: Έχουμε λοιπόν αυτήν την κατάσταση να επικρατεί κυρία Μαντουβάλου και φτάνουν οι τελευταίες ώρες, οι τελευταίες στιγμές.
Μαρία Μαντουβάλου: Οι τελευταίες στιγμές. Πρέπει να τις θυμόμαστε. Να μην τις βάζουμε στο μουσείο και να θρηνούμε δήθεν. Πρέπει να τις θυμόμαστε γιατί πρέπει να καταλάβουμε ότι η μοίρα των λαών, των κρατών, αλλάζει από τη μια στιγμή στην άλλη κι αν έχουμε ανοιχτά τα μάτια μας πρέπει να δούμε τι άλλαξε όχι στις τελευταίες στιγμές. Βαθμηδόν. Οι τελευταίες στιγμές ήτανε το ξέσπασμα αυτής της διάβρωσης, της εσωτερικής διάβρωσης που δυστυχώς με τη βοήθεια πολλών ανθελλήνων και θεομάχων την έχουμε και στην Ελλάδα. Καταβάλουνε κάθε προσπάθεια να αλώσουνε -χρόνια ολόκληρα το κάνουνε αυτό- να διαβρώσουνε ό,τι Ελληνικό και Ορθόδοξο.
Σήμερα παρουσιάστηκαν καινούριοι εικονομάχοι. Μην ξεχνάτε ότι και παλαιότερα στο Βυζάντιο [υπήρχανε] άλλοι εικονομάχοι. Δηλαδή ποιοι; Να κατεβάσουμε τα σύμβολα, να κατεβάσουμε τα πάντα, να καταστρέψουμε τα πάντα. Τι είναι αυτά;
ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΙ.
Και θα μου επιτρέψετε να σας διαβάσω ένα κείμενο μιας ευρωβουλευτού από την Κύπρο για να δείτε τι λέει. Κύπρια. Οι τελευταίες στιγμές που ψυχοραγούσε η Πόλη και που ο Αυτοκράτορας με ηρωικό τρόπο στεκότανε αξιοπρεπής και έπαιρνε πάνω του όποια ντροπή είχε υποστεί το Βυζάντιο εδώ και χρόνια .. άφησε ένα μήνυμα για τον Ελληνισμό αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη. Γιατί τότε με την Πτώση αρχίσανε και οι συνέπειες για την Ευρώπη. Πολλές συνέπειες. Όταν έπεσε η Πόλη είχανε συνέπειες όλοι και η Πτώση της Πόλης τους οδήγησε να ξανασκεφτούν πολλά πράγματα. Όπως η χρεοκοπία η δικιά μας οδήγησε την Ευρώπη να βγάλει στην επιφάνεια τον δικό της βόρβορο και τα σχέδιά της, έτσι ακριβώς έγινε και τότε.
Ο Παλαιολόγος έπεσε ένδοξα. Του συγχωρείται και η τάση για την ένωση και οτιδήποτε. Έπεσε ένδοξα, έντιμα, σαν Έλληνας Ορθόδοξος και πιστός και εκπρόσωπος των αγωνιστών διαχρονικά του Ελληνισμού και της Ρωμηοσύνης.
Τι γράφει λοιπόν μια ευρωβουλευτής, για να βγάλουμε και λίγα επίκαιρα συμπεράσματα. Έκοψα τον λόγο της, τον είδα δημοσιευμένο κάπου, γιατί ομολογώ ότι όχι απλά συμφωνώ μαζί της αλλά μας βάζει θέματα τραγικά. Ευρωβουλευτής είναι. Δεν είναι καμιά συντηρητική ή φανατική. Λέγεται Ελένη Θεοχάρους, Κύπρια είναι. ..
«Ως κάθιδρη αγωνία επιθανατίου ρόγχου αισθάνομαι την παρακμή του Ελληνισμού και τη φθορά του λαού. Έχοντας άμεση εμπλοκή στην προσπάθεια διάσωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, της οποίας η ύπαρξη εξανεμίζεται από την ασύμμετρο απειλή που επικρέμεται επί του αυχένος του νησιού, και παρακολουθώντας την ηγεμονική συμπεριφορά των ξένων οικονομικά ισχυρών απέναντι στην Πατρίδα μου και την επέλαση των κερδοσκόπων, αισθάνομαι την βαθύτατη ανάγκη να καταθέσω την άποψή μου στους σχεδιασμούς για την διάσωσή μας.
Λοιπόν, αυτό που λέγω, δεν είναι παλιομοδίτικη κουβέντα και ξεπεσμένος εθνικισμός όπως πιθανόν να την εμφανίσουν οι πολλοί προχωρημένοι εκσυγχρονιστές, οι υπερμοντέρνοι ευρωπαϊστές που δεν τους κόφτει αν χαθεί για παράδειγμα η Σαμοθράκη φτάνει να πουλάμε τα ωραία κίτρα μας στις αγορές. Συβαριτισμός στην κλασσική εκδοχή του. Ειδικά, εμείς οι Έλληνες της Κύπρου που το νησί μας τελεί υπό στρατιωτική κατοχή και πάντοτε στρέφαμε το βλέμμα προς δυσμάς, προς την χώρα των λογισμών και των ονείρων της Κυπριακής ιστορίας, αισθανόμαστε παντελώς εγκαταλελημμένοι και αβοήθητοι. Όχι μόνο γιατί η μητροπολιτική Ελλάδα έχει νομικές και πολιτικές υποχρεώσεις απέναντι στην Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά κυρίως γιατί αν δεν διασωθεί η Κύπρος δεν θα μπορέσει να διασωθεί η Ελλάδα.
Άλλωστε, το φρόνημα του λαού βρίσκεται στο ναδίρ καθώς οι τουρκικές φρεγάτες περιπλέουν το Σούνιο, τα τουρκικά αεροπλάνα υπερίπτανται των νησιών του Αιγαίου. [και ο πρωθυπουργός ομιλεί για χώρα υπό κηδεμονία δηλαδή με μειωμένη κυριαρχία] Η πολιτική του εξευμενισμού του θηρίου και του ημερώματος της στρίγγλας έχει καταρρεύσει. Η Τουρκία αβρόχοις ποσίν πλέει πλησίστια προς την Ευρώπη χωρίς να έχει σεβαστεί στοιχειώδεις υποχρεώσεις της προς τους γείτονες της Ελλάδας, Κύπρο, Αρμενία, Ιράκ και Συρία. Χωρίς ουσιαστικά βήματα εκδημοκρατισμού.
Η Ελλάδα για λόγους που δεν είναι μόνον οικονομικοί έχει καταρρεύσει και η Κύπρος γονατιστή μπροστά στα πόδια του φονιά της ζητάει δικαιοσύνη.»
Αδαμαντία Μπούρτζινου: Μάλιστα. Είναι η σύγχρονη πραγματικότητα που μας θυμίζει το κείμενο αυτό, παράλληλες στιγμές της εποχής της Αλώσεως. Ίσως θα πρέπει να μιλάμε και για μια άλλη άλωση, για μια άλωση πνευματική δηλαδή.
Μαρία Μαντουβάλου: Μάλιστα. Και να αποφευχθεί με τη βοήθεια του Θεού η άλωση της Ελλάδας, γιατί μέχρι τώρα το χέρι επαιτείας το ‘χουμε. Το χέρι επαιτείας το έχουμε βγάλει όπως το βγάλανε και τότε οι Αυτοκράτορες που τους οικτίρανε οι μεγάλοι, οι οποίοι μεγάλοι τους είχανε πάρει τα πάντα. Σήμερα τι έχουμε με την παγκοσμιοποίηση; Τι έχουμε; Μας πήρανε τα πάντα. Καλλιεργείται η γη; Μας αλλάξανε τα πάντα. Χωματερές κάναμε, καταστρέψανε όλη τη γεωργία. Τι κάνουμε δηλαδή; Από που έρχονται οι πόροι; Έρχεται από πουθενά πόρος;
Ακόμη και τα καράβια μας τα αναγκάσαμε να φύγουνε με τις εφορίες και τα διάφορα πράγματα. Ακόμη και η ναυσιπλοΐα γίνεται από ξένους. Τι κρατήσαμε δηλαδή για την Ελλάδα; Μετά θα αρχίσουμε να δακρυχέουμε. Ας αφήσουν οι υποκριτές λοιπόν τα δάκρυα τα κροκοδείλια κι ας κοιτάξουνε τώρα να μην χαθεί η Ελλάδα. Και τουλάχιστον αυτοί που έχουνε τη δύναμη, την εξουσία. Και ας αφήσουμε την πνευματική ηγεσία, γιατί η πνευματική ηγεσία μην πω, την έχει ξεπουλήσει την Ελλάδα προ πολλού. Η πολιτική ηγεσία και αυτή ας βάλει μυαλό και η Εκκλησία ας κοιτάξουνε, όσοι τέλος πάντων έχουνε τη δύναμη, την εξουσία, να μην χαθούνε τελείως οι δεσμοί ενότητας που ήδη είναι πολύ χαλαροί, πάρα πολύ χαλαροί μέσα στην Ελλάδα.
Αδαμαντία Μπούρτζινου:Μιλήσατε και για δεσμούς ενότητας και την εποχή προ της Αλώσεως.
Μαρία Μαντουβάλου: Έτσι. Είχανε τελείως χαλαρώσει οι δεσμοί, οι θεσμοί, τα πάντα. Είχανε χαλαρώσει όλα. Όλα είχανε αρχίσει να ξεφτίζουνε όπως ξεφτίζουνε και σήμερα.
…
Αδαμαντία Μπούρτζινου:Μας λέει εδώ ακροατής μας από τα Κάτω Πατήσια, έχει ένα ερώτημα αν έχουν ευθύνη και οι Μοναχοί για την Άλωση.
Μαρία Μαντουβάλου: … Ο μοναχισμός αποτελεί μία έκφραση της Ορθοδοξίας .. η οποία χαρακτηρίζει τους ανθρώπους οι οποίοι θέλουνε να φύγουν από τα εγκόσμια και να πλησιάσουν την Ουράνια Πολιτεία. Δεν είναι εκείνοι που λένε στο Κράτος τι να κάνει. Δεν είναι εκείνοι που αποτρέπουνε το Κράτος από το να ασκήσει την πολιτική εξουσία. Αυτοί έχουνε με την Πίστη. Η εξουσία τους δεν υπάρχει. Έχουνε εκμηδενίσει τον άνθρωπο. Επικοινωνούνε μόνον με τον Θεό. … Οι μοναχοί, όπως και τώρα γίνεται και στο Άγιον Όρος, αντιδρούν απέναντι σε ό,τι πάει να παρεκκλίνει από την Ορθόδοξη Πίστη. Το ίδιο κάνανε και τότε. Οι μοναχοί όλοι είχανε συσπειρωθεί με τον Μάρκο τον Ευγενικό, είχανε συσπειρωθεί με αυτούς οι οποίοι δεν θέλανε τον πάπα και τους καθολικούς. Αντιδρούσανε. Δεν φταίνε αυτοί εάν η πολιτική εξουσία άρχισε να δίνει τίτλους και λεφτά στους Συγκλητικούς και αντί για τον Στρατηγό που κατάργησε, να κάνει Δούκα και να του δίνει τριπλάσια λεφτά. Θυμόσαστε και σήμερα κάτι που έγινε.
Αδαμαντία Μπούρτζινου:Έδιναν λοιπόν τη μάχη τους …
Μαρία Μαντουβάλου:.. σε άλλο επίπεδο ΚΑΙ ΔΙΑΤΗΡΟΥΣΑΝΕ ΤΗ ΣΥΝΟΧΗ. [σ.σ παρεμπιπτόντως οι μοναχοί του Άγιου Όρους οι οποίοι αντιδρούν -όπως αντέδρασαν και οι διατηρούντες την συνοχή μοναχοί στην Άλωση- σήμερα κατηγορούνται και από επίσημα χείλη της διοικούσας Εκκλησίας ως ‘αντάρτες’! και ‘σχισματικοί’!]
…
Αδαμαντία Μπούρτζινου: Πολύ σύντομα εγώ να πω ότι, η μείωση των στρατιωτικών δαπανών και η κατάργηση των στρατιωτικών. Η στρατολόγηση μισθοφόρων και κυρίως από τους Τούρκους -που μας κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση αυτό. Η υπαλληλία, η φορολογία η οποία ήταν πολύ βαριά για τους κατοίκους της Πόλεως. Η συμβολή των Αυτοκρατόρων. Τα θέματα που είχαν να κάνουν με την κατάργηση πολλών από τις αξίες και η ενότητα του λαού που δεν υπήρχε πια ..
Μαρία Μαντουβάλου: και οι διάλογοι με τους Τούρκους δήθεν για ειρήνη και ορκωμοσίες ..
Αδαμαντία Μπούρτζινου: .. αλλά και οι διαφορές που υπήρχαν όσον αφορά την ένωση ή την μη ένωση, δηλαδή το θρησκευτικό θέμα. .. Εμείς να πούμε να είναι αιωνία η μνήμη του ηρωικού Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και των συν αυτώ ..
Μαρία Μαντουβάλου: .. και θα είναι ..
Πηγή: (Από μία παλαιότερη εκπομπή για την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως.Προσκεκλημένη η κ. Μαρία Μαντουβάλου, αναπληρώτρια καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής του Παν. Αθηνών.), Άπαντα Ορθοδοξίας , Αβέρωφ (Α' Μέρος , Β' Μέρος )
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...