Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Μάρτιος τοῦ 1430. Οἱ Τοῦρκοι κυριεύουν τή Θεσσαλονίκη. Ἦταν τό προανάκρουσμα τῆς πτώσης τῆς Κωνσταντινούπολης, πού ἀκολούθησε λίγα χρόνια μετά.
Από τα τέλη Οκτωβρίου 1912 οι ανταγωνισμοί μεταξύ των βαλκανικών δυνάμεων είχαν και πάλι αρχίσει να βγαίνουν στην επιφάνεια. Η κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τον Ελληνικό Στρατό είχε δώσει τη χαριστική βολή στην ενότητα της συμμαχίας. Για την ώρα βέβαια η παρουσία του κοινού εχθρού, επέβαλε στους Βαλκάνιους συμμάχους να τηρήσουν τα προσχήματα. Οι Βούλγαροι ήταν γνωστό ότι εποφθαλμιούσαν τη Θεσσαλονίκη.
Ο Έλληνας Πρωθυπουργός και Υπουργός των Στρατιωτικών Ελευθέριος Βενιζέλος στις 22 Φεβρουαρίου 1913, αμέσως μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, ενημέρωσε τον Αρχιστράτηγο Διάδοχο Κωνσταντίνο ότι υπέρτατο πολιτικό συμφέρον καθιστούσε αναγκαία τη συνέχιση της προελάσεως, με μέρος των δυνάμεων, για την απελευθέρωση και της υπόλοιπης Ηπείρου, μέχρι των οριστικών ορίων των εθνικών διεκδικήσεων, ενώ ο όγκος του Στρατού θα συγκεντρωνόταν στη Θεσσαλονίκη για την αντιμετώπιση της απειλής που είχε δημιουργηθεί από τις επεκτατικές βλέψεις των Βουλγάρων.
Από τις 5 Οκτωβρίου 1912 η Ελλάδα βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το πρωί της ίδιας ημέρας οι ελληνικές δυνάμεις περνούσαν τη μεθόριο. Ένα κλίμα συγκρατημένου ενθουσιασμού επικρατούσε καθώς οι στρατιώτες απελευθέρωναν μέτρο το μέτρο χώματα ελληνικά. Οι μνήμες όμως του «μαύρου ‘97» δεν επέτρεπαν, προς το παρόν τουλάχιστον, την εκδήλωση άκρατου ενθουσιασμού.
Η κήρυξη του πολέμου στις 5 Οκτωβρίου 1912, βρήκε το Πολεμικό Ναυτικό ενισχυμένο. Οι ναυτικές δυνάμεις της Ελλάδας αντιπροσώπευαν το σύνολο σχεδόν των ναυτικών δυνάμεων της χριστιανικής συμμαχίας.
Απέναντι τους στεκόταν το ισχυρό τουρκικό ναυτικό, έτοιμο να τους αμφισβητήσει την κυριαρχία στο Αιγαίο και να υποβοηθήσει την ενίσχυση των μαχόμενων τμημάτων του Τουρκικού Στρατού με ασιατικά στρατεύματα της Αυτοκρατορίας.
Ο Τούρκος αρχηγός στόλου, Ναύαρχος Ραμίζ, μπορούσε να ατενίζει με αισιοδοξία το μέλλον καθώς ο στόλος του υπερείχε σαφώς του ελληνικού σε εκτόπισμα και αριθμό πυροβόλων. Οι Τούρκοι διέθεταν 26 πολεμικά συνολικού εκτοπίσματος 48.000 τόνων έναντι 23 ελληνικών πολεμικών σκαφών συνολικού εκτοπίσματος 37.700 τόνων.
Το τουρκικό ναυτικό
Το τουρκικό ναυτικό διέθετε δύο ισχυρά θωρηκτά γερμανικής κατασκευής, τα «Μπαρμπαρόσα» και «Τουργκούτ-Ρέις». Τα πλοία αυτά, ναυπήγησης 1891, είχαν αγοραστεί από το τουρκικό ναυτικό το 1910, αφού προηγουμένως είχαν υποστεί εκσυγχρονισμό στους λέβητές τους. Είχαν εκτόπισμα 9.900 τόνων και μέγιστη ταχύτητα 17 κόμβων.
Διέθεταν ισχυρή θωράκιση και ήταν οπλισμένα, το καθένα, με 6 πυροβόλα των 11 ιντσών (280 χλστ.), σε τρεις δίδυμους πύργους, με 8 πυροβόλα των 4,2 ιντσών (120 χλστ.) και με 8 πυροβόλα των 3,4 ιντσών.
Τόσο το βάρος του οπλισμού όσο και η ισχυρή τους θωράκιση καθιστούσαν τα δύο αυτά πλοία τα ισχυρότερα στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Θεωρητικά, μόνο θωρηκτά τύπου Ντρέντνοτ ήταν σε θέση να σταθούν απέναντί τους.
Η τουρκική ναυαρχίδα, το ισχυρό θωρηκτό «Μπαρμπαρόσα». Ήταν οπλισμένο με 6 πυροβόλα των 11in.
Εκτός των «Μπαρμπαρόσα» και «Τουργκούτ-Ρέις», το τουρκικό ναυτικό διέθετε δύο ακόμα παλαιότερα θωρηκτά, τα «Μεσουδιέ» και «Ασάρ-ι-Τεφίκ». Το πρώτο ήταν ναυπήγησης του 1874. Είχε όμως υποστεί σειρά εκσυγχρονισμών, ώστε να θεωρείτε πλήρως αξιόμαχο. Είχε εκτόπισμα 9.140 τόνων και μέγιστη ταχύτητα 17 κόμβων.
Ήταν οπλισμένο με δύο πυροβόλα των 9,2 ιντσών (234 χλστ.), σε δύο απλούς πύργους στην πρύμνη και στην πλώρη, με 12 πυροβόλα των 6 ιντσών (152 χλστ.) και με 14 πυροβόλα των 76 χλστ.
Το «Ασάρ-ι-Τεφίκ», ήταν ναυπήγησης του 1868. Είχε και αυτό υποστεί σειρά εκσυγχρονισμών, αλλά δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ιδιαίτερα αξιόμαχο. Είχε εκτόπισμα 4.613 τόνων και μέγιστη ταχύτητα 13 κόμβων. Ήταν εξοπλισμένο με 3 πυροβόλα των 6 ιντσών (152 χλστ.), 7 πυροβόλα των 4,7 ιντσών, 6 πυροβόλα των 75 χλστ. και με 2 πυροβόλα των 47 χλστ.
Πέρα των θωρηκτών, ο τουρκικός στόλος διέθετε και δύο ισχυρά, σύγχρονα, καταδρομικά, τα «Χαμηδιέ» και «Μεντζιτιέ». Το πρώτο ήταν ναυπήγησης του 1903 και είχε εκτόπισμα 3.800 τόνων. Μπορούσε να αναπτύξει ταχύτητα τουλάχιστον 20 κόμβων και ήταν οπλισμένο με 2 πυροβόλα των 6 ιντσών (152 χλστ.) με 8 πυροβόλα των 4,7 ιντσών και με 10 πυροβόλα των 57 και των 47 χλστ. Το «Μεντζιτιέ» είχε εκτόπισμα 3.440 τόνων, έφερε τον ίδιο οπλισμό με το «Χαμηδιέ» και είχε την ίδια σχεδόν ταχύτητα.
Το τουρκικό προστατευμένο καταδρομικό «Χαμηδιέ».
Ο τουρκικός στόλος διέθετε ακόμα, δύο ισχυρές τορπιλλοβαρίδες («Πεΐκ-ι-Σεκέτ» και «Μπερκ-ι-Σατβέτ»), εκτοπίσματος 750 τόνων, οπλισμένες, η κάθε μία, με 2 πυροβόλα των 4,2 ιντσών, 4 πυροβόλα των 57 χλστ. και 2 πυροβόλα των 37 χλστ. Τα πλοία αυτά ήταν ικανά να αναπτύξουν μέγιστη ταχύτητα 22 κόμβων.
Υπήρχαν ακόμα τέσσερα σύγχρονα αντιτορπιλικά, κλάσης «Σιχάο», ναυπήγησης 1909, τα οποία είχαν εκτόπισμα 600 τόνων, μπορούσαν να αναπτύξουν ταχύτητα 35 κόμβων και ήταν οπλισμένα με 4 ελαφρά πυροβόλα (2 x 75, 2 x 57 χλστ.) και με 3 τορπιλοβλητικούς σωλήνες.
Υπήρχαν επίσης 10 τορπιλοβόλα σκάφη, εκτοπίσματος 290-165 τόνων, ταχύτητας 27 κόμβων, οπλισμένα το καθένα, με 1 ταχυβόλο των 75 και 1 ταχυβόλο των 37 χλστ. ή με δύο ταχυβόλα των 37 χλστ. και με δύο τορπιλοβλητικούς σωλήνες.
Το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό
Απέναντι στις δυνάμεις αυτές ο ελληνικός στόλος διέθετε τα εξής σκάφη:
– Το θωρακισμένο καταδρομικό «Γεώργιος Αβέρωφ», ναυπήγησης 1911, εκτοπίσματος 9.956 τόνων, ιταλικής σχεδίασης, κλάσης «Πίζα».
Το πλοίο έφερε 4 πυροβόλα των 9,2 ιντσών (234 χλστ.) σε δύο δίδυμους πύργους, 8 πυροβόλα των 7.5 ιντσών (170 χλστ.) σε τέσσερις δίδυμους πύργους, στις τέσσερις «γωνίες» της υπερκατασκευής και 16 πυροβόλα των 75 χλστ. Το μέγιστο πάχος της θωρηκτής ζώνης έφτανε τις 8 ίντσες (203 χλστ.). Η μέγιστη ταχύτητα του σκάφους ξεπερνούσε τους 22 κόμβους.
Σχέδιο δύο όψεων του Θ/Κ Αβέρωφ.
– Τα τρία παλαιά θωρηκτά της κλάσης «Ύδρα» («Ύδρα», «Σπέτσαι» και «Ψαρά»), ναυπήγησης 1889-90, εκτοπίσματος 4.800 τόνων και μέγιστης ταχύτητας 14 κόμβων. Ήταν οπλισμένα το καθένα, με 3 πυροβόλα των 10,6 ιντσών (270 χλστ.) και 14 μικρότερα πυροβόλα.
– Τα τέσσερα αντιτορπιλικά κλάσης «Θύελλα» ( «Θύελλα», «Σφενδόνη», «Λόγχη» και «Ναυκρατούσα»), εκτοπίσματος 360 τόνων, ταχύτητας 30 κόμβων, οπλισμένα με 2 πυροβόλα των 75 χλστ. 4 πυροβόλα των 57 χλστ και 2 τορπιλοβλητικούς σωλήνες. Τα πλοία είχαν ναυπηγηθεί το 1906.
– Τα τέσσερα αντιτορπιλικά της κλάσης «Νίκη» («Νίκη», «Ασπίς», «Δόξα» και «Βέλος»), εκτοπίσματος 380 τόνων, ίδιου οπλισμού και επιδόσεων με τα τύπου «Θύελλα».
– Τα τέσσερα ισχυρά αντιτορπιλικά, ανιχνευτικά, σύμφωνα με την ορολογία της εποχής, κλάσης «Λέων» («Λέων», «Πάνθηρ», «Αετός» και «Ιέραξ»), που είχαν ναυπηγηθεί το 1911. Τα σκάφη είχαν εκτόπισμα 980 τόνων, ταχύτητα 31 κόμβων και ήταν οπλισμένα με 4 πυροβόλα των 102 χλστ. και με 4 τορπιλοβλητικούς σωλήνες. Δυστυχώς τα πλοία αυτά δεν πρόλαβαν να εφοδιαστούν με τορπίλες, πριν την έκρηξη του πολέμου και πολέμησαν μόνο με το πυροβολικό τους.
Το αντιτορπιλικό «Ιέραξ».
– Τα δύο αντιτορπιλικά της κλάσης «Νέα Γενεά», ναυπήγησης 1911, εκτοπίσματος 560 τόνων. Τα πλοία ήταν ικανά να αναπτύσσουν ταχύτητα 32 κόμβων και ήταν οπλισμένα με 4 πυροβόλα των 3,5 ιντσών και με 2 τορπιλοβλητικούς σωλήνες.
– Ένα από τα δύο παραγγελθέντα υποβρύχια της κλάσης «Δέλφιν» («Δέλφιν» και «Ξιφίας»), εκτοπίσματος 295 τόνων (425 σε κατάδυση) και ταχύτητας 12 (σε ανάδυση) και 8 (σε κατάδυση) κόμβους.
– Τα πέντε παλαιά τορπιλοβόλα 11, 12, 14, 15 και 16, εκτοπίσματος 85 τόνων, ταχύτητας 17 κόμβων, οπλισμένα με δύο τορπιλοσωλήνες.
– Τα πέντε εξοπλισμένα εμπορικά σκάφη («Εσπέρια», «Αρκαδία», «Μακεδονία», «Μυκάλη» και «Αθήναι»).
– Το ναρκοθετικό «Κανάρης».
Με αυτόν τον στόλο ο νέος αρχηγός του, Υποναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης, πίστευε πως θα μπορούσε να εξαφανίσει τον αντίστοιχο τουρκικό από το ελληνικό αρχιπέλαγος, πως θα εξανάγκαζε τους Τούρκους να εγκαταλείψουν για πάντα το αφιλόξενο για αυτούς υγρό στοιχείο.
Οι πρώτες επιχειρήσεις στο Αιγαίο
Όταν το καλοκαίρι του 1912 ο πρωθυπουργός της χώρας Ελευθέριος Βενιζέλος ενημέρωνε τον τότε Πλοίαρχο Κουντουριώτη, πως σε περίπτωση πολέμου θα του ανέθετε το βαρύ έργο της αρχηγίας του στόλου του Αιγαίου, ο τελευταίος είχε αρκεστεί να απαντήσει: «Σας ευχαριστώ εξοχότατε. Θα πράξω το καθήκον μου μέχρι την τελευταία μου πνοή».
Λίγους μήνες αργότερα η πρόθεση του Βενιζέλου είχε γίνει πραγματικότητα. Την 5η Οκτωβρίου 1912 ο ελληνικός στόλος αναχώρησε στις 13.30 από το Φάληρο με προορισμό όχι το λιμάνι των Ωρεών της Εύβοιας, όπως είχε προγραμματιστεί, μα τη Λήμνο, το φυσικό «ανάχωμα» απέναντι από τα Δαρδανέλια.
Ο Κουντουριώτης δεν είχε συμφωνήσει ποτέ με τη λύση των Ωρεών ως ορμητηρίου του ελληνικού στόλου σε περίπτωση πολέμου με την Τουρκία.
Ο ελευθερωτής του Αιγαίου, ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης.
Οι Ωρεοί βρισκόταν σε απόσταση 175 ναυτικά μίλια (ν.μ.) από τα Δαρδανέλια, απόσταση απαγορευτική για τον επαρκή έλεγχο των κινήσεων του αντιπάλου. Έτσι ο νέος στόλαρχος διάλεξε ως ορμητήριο του στόλου το νησί της Λήμνου, το οποίο όμως τελούσε ακόμα υπό τουρκική κατοχή.
Ο Κουντουριώτης δεν ανησυχούσε όμως για αυτό. Όταν 24 ώρες μετά τον απόπλου από το Φάληρο ο στόλος έφτασε στη Λήμνο, μια διλοχία πεζικού αποβιβάστηκε αιφνιδιαστικά και κατέλαβε το νησί.
Η τύχη βοήθησε και πάλι τους τολμηρούς και η Λήμνος είχε την τιμή να είναι το πρώτο νησί του ανατολικού Αιγαίου που επανήλθε στην αγκάλη της Ελλάδας. Η κατάληψη της νήσου λειτούργησε ως πολλαπλασιαστής ισχύος, λόγω της στρατηγικής της θέσης για το Πολεμικό Ναυτικό.
Η Λήμνος απείχε 50 ν.μ. μόλις από την έξοδο των στενών των Δαρδανελίων. Έτσι ο έλεγχος των στενών ήταν πιο εύκολος. Ως βάση επιλέχθηκε το εξαίρετο φυσικό λιμάνι του Μούδρου στο οποίο δημιουργήθηκαν οι στοιχειώδεις υποδομές, για την λογιστική υποστήριξη του στόλου.
Όλο τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο ο ελληνικός στόλος, χωρίς αντίπαλο στο Αιγαίο, άρχισε να απελευθερώνει το ένα μετά το άλλο τα σκλαβωμένα νησιά. Πρώτα η Ίμβρος, η Θάσος, ο Άγιος Ευστράτιος, η Σαμοθράκη, τα Ψαρά, μετά η Τένεδος, η Ικαρία, η χερσόνησος του Άθω.
Το ελληνικό αντιτορπιλικό «Νέα Γενεά».
Από την Τένεδο μάλιστα ο Κουντουριώτης, ανυπομονώντας να συγκρουστεί και να νικήσει τον τουρκικό στόλο, δεν δίστασε να υποχρεώσει τον Τούρκο τηλεγραφητή του νησιού, να αποστείλει τηλεγράφημα στον Τούρκο υπουργό των Ναυτικών, με το οποίο του ζητούσε να διατάξει την έξοδο του στόλου του στο Αιγαίο.
«Καταλάβαμε την Τένεδο και αναμένομε τον αντίπαλο στόλο. Εάν ο στόλος σας δεν έχει γαιάνθρακας είμαι προθυμότατος παραχωρήσω. Κουντουριώτης»! Πώς θα μπορούσε ποτέ να έχει ηττηθεί ο ελληνικός στόλος υπό την αρχηγία τέτοιου ναυάρχου, ο οποίος όχι μόνο αψηφούσε τον εχθρό, αλλά και τον ταπείνωνε με αυτόν τον τρόπο;
Ο Υδραίος Κουντουριώτης ανήκε σε αυτή τη μικρή ομάδα ανθρώπων που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε ήρωες. Ήταν ένας γνήσιος απόγονος των ηρώων της οικογενείας του, ένας Έλληνας με την κλασική αποκοτιά της φυλής, την γνήσια και πηγαία αυτή «τρέλα», το φιλότιμο αυτό που μας κάνει διαφορετικούς. Ήταν βέβαια και θέμα συγκυριών. Ο Κουντουριώτης βρέθηκε στην κατάλληλη θέση την κατάλληλη ώρα.
Όλη αυτή την περίοδο ο στόλος εκτελούσε περιπολίες ή απελευθέρωνε νησιά. Το μόνο αξιοσημείωτο γεγονός ήταν η βύθιση της παροπλισμένης τουρκικής θωρακισμένης κορβέτας «Φετχ-ί-Μπουλέν», στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, από το τορπιλοβόλο 11 του υποπλοιάρχου Βότση, ανεψιού του αρχηγού στόλου.
Ο τουρκικός στόλος όμως δεν έλεγε να εξέλθει του αγκυροβολίου του. Προστατευμένος από τα επάκτια πυροβολεία αδρανούσε, παρά την πίεση της κυβέρνησης και της κοινής γνώμης. Έτσι ο ελληνικός στόλος με μόνο αντίπαλο τον βαρύ χειμώνα, συνέχισε να υποστηρίζει τις αποβάσεις στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Στις 8 Νοεμβρίου η ελληνική σημαία κυμάτιζε στην πόλη της Μυτιλήνης.
Έναν μήνα αργότερα οι τουρκικές δυνάμεις στο νησί παραδόθηκαν άνευ όρων, ύστερα από τις σφοδρές επιθέσεις των ελληνικών δυνάμεων. Στις 11 Νοεμβρίου απελευθερώθηκε η πόλη της Χίου. Στο νησί όμως παρέμεναν σημαντικές τουρκικές δυνάμεις οι οποίες μόλις στις 20 Δεκεμβρίου κατέθεσαν τελικά τα όπλα, ύστερα από σειρά φονικών συγκρούσεων με τα ελληνικά αποβατικά τμήματα.
Πηγή: slpress.gr
Στις 21 Φεβρουαρίου 1913 ο Ελληνικός Στρατός απελευθέρωνε τα Ιωάννινα μπαίνοντας θριαμβευτής στην πρωτεύουσα της Ηπείρου κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων. Ήδη από τις 5 Νοεμβρίου 1912 είχε απελευθερωθεί η Χιμάρα και από τις 7 Δεκεμβρίου 1912 η Κορυτσά, ενώ θα ακολουθούσε η απελευθέρωση του Αργυροκάστρου στις 3 Μαρτίου 1913 και την επομένη των Αγίων Σαράντα. Η Ήπειρος μετά από πέντε αιώνες σκλαβιάς έβλεπε και πάλι το φως της λευτεριάς. Όμως οι ισχυροί του πλανήτη είχαν άλλα σχέδια. Στις 17 Δεκεμβρίου 1913 οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφασίζουν με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας να αποδώσουν το βόρειο τμήμα της Ηπείρου στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος. Αν η Ελλάς δεν συμμορφωνόταν δεν θα τις επιδικάζονταν τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Έτσι από τα μέσα Φεβρουαρίου ο Ελληνικός Στρατός έπρεπε να αρχίσει την αποχώρηση του από τις περιοχές Αργυροκάστρου, Αγίων Σαράντα, Τεπελενίου, Χιμάρας και Κορυτσάς που είχε απελευθερώσει λίγους μήνες πριν.
Στο τέλος Δεκεμβρίου 1913 ανακλήθηκε στην Αθήνα ο Διοικητής του Ε΄ Σώματος Στρατού Αντιστράτηγος Παναγιώτης Δαγκλής (Σουλιώτης στην καταγωγή), τον οποίο αντικατέστησε ο Υποστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας. Η απομάκρυνση του Δαγκλή από τα Ιωάννινα συσχετίσθηκε με το θέμα της Βορείου Ηπείρου που μόλις είχε δημιουργηθεί και αποδόθηκε σε αξιώσεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Επειδή στις εφημερίδες της 22ης Νοεμβρίου 1913 δημοσιεύθηκε η είδηση παραιτήσεως του Στρατηγού Δαγκλή από τις τάξεις του Στρατού, για να αναλάβει τη διεύθυνση της άμυνας της Ηπείρου, η κυβέρνηση ζήτησε να γίνει επώνυμη διάψευση από τον Στρατηγό στην οποία θα αναγραφόταν: «ο βαθμός μου και η εθνική εν Ιωαννίνοις θέσις μου μοί επιβάλλουσι, οιαδήποτε κι αν ώσι τα αισθήματα μου, υπακούω πάντοτε μόνας τας διαταγάς του Βασιλέως μου και της Κυβερνήσεως του». Την ίδια εποχή πληθώρα από τηλεγραφήματα, επιστολές διαμαρτυρίας, εισηγήσεις και προτάσεις απ’ όλες τις επαρχίες της Ηπείρου και τα άλλα διαμερίσματα της χώρας άρχισαν να καταφθάνουν στη Γενική Διοίκηση Ηπείρου και την Κυβέρνηση, για το τι έπρεπε να γίνει προκειμένου να σωθεί το βόρειο τμήμα της Ηπείρου. Οι αντικρουόμενες πληροφορίες, οι διαδόσεις και τα δημοσιεύματα του τύπου έτρεφαν για αρκετό διάστημα την ανησυχία και προκαλούσαν αναστάτωση στους κατοίκους της περιοχής, παράλληλα όμως γιγάντωναν και το φρόνημα τους για αντίσταση.
Ήδη μετά την απελευθέρωση κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912 -1913) και το σχηματισμό της «Γενικής Διοίκησης των εν Ηπείρω υπό του Ελληνικού Στρατού Κατεχομένων Εδαφών», με έδρα τα Ιωάννινα και επικεφαλής τον Γεώργιο Χρ. Ζωγράφο, αποφασίστηκε αμυντική προπαρασκευή και σε κάθε διοικητική περιφέρεια της Ηπείρου συγκροτήθηκε από μία Επιτροπή Εθνικής Άμυνας, αποτελούμενη από 30-40 μέλη, από τους πιο εξέχοντες κατοίκους της περιοχής. Στις 7 Ιανουαρίου 1914 ο Άγγλος Συνταγματάρχης Murray σε διάλεξη του στο Λονδίνο έλεγε ότι «και να είχε ηττηθεί η Ελλάς, δεν θα επιβάλλονταν σκληρότεροι όροι για την Ήπειρο». Μέσα σε λίγο χρόνο οι διαδόσεις για επέκταση του αλβανικού κράτους προς τα νότια είχαν πάρει τη μορφή ασφαλών πληροφοριών και στον πληθυσμών των βορείων επαρχιών της Ηπείρου. Δεν γνώριζαν μόνο που ακριβώς θα έφταναν τα σύνορα και ποια στάση θα τηρούσε η Ελληνική Κυβέρνηση. Όσο μεγάλωνε όμως η ανησυχία των Χριστιανών, μεταβάλλονταν αντίθετα και οι διαθέσεις σημαντικής μερίδας των Μουσουλμάνων κατοίκων. Ορισμένα μάλιστα άτομα, που βαρύνονταν για την εγκληματική τους δράση στο παρελθόν και δυσαρεστημένοι τοπάρχες που δεν μπορούσαν να ξεχάσουν τα παλιά τους προνομία, άρχισαν να κινούνται ύποπτα στην περιοχή. Η ανεκτικότητα των ελληνικών αρχών άφηνε άλλωστε ανοικτά δρομολόγια για την είσοδο ξένων πρακτόρων και εύκολους τρόπους κυκλοφορίας ιταλικών και αυστριακών νομισμάτων στην περιοχή. Με βάση τα παραπάνω η διοίκηση του Ε΄ Σώματος Στρατού, εκτιμούσε ότι σε περίπτωση εισβολής αλβανικών δυνάμεων θα συμμετείχαν ασφαλώς και ένοπλες ομάδες ντόπιων Μουσουλμάνων. Και πράγματι δεν διαψεύσθηκε. Στις 12 Ιανουαρίου 1914, ισχυρή ομάδα ατάκτων υπό το Σαλί Μπούτκα κατόρθωσε να διεισδύσει στην περιοχή Βυθκούκι (νοτιοδυτικά της Κορυτσάς) και να συλλάβει δύο στρατιώτες αιχμαλώτους, ενώ άλλες συμμορίες με επικεφαλής τον Κιασίμ Μπέη, πρώην λοχαγό του τουρκικού στρατού, κατέλαβαν τα χωριά Μαλίντι, Μουζένσκα και Σέβρανη στην περιοχή βόρεια της Πρεμετής. Μέχρι τις 18 Ιανουαρίου διεξάγονταν μάχες, όταν ο Ελληνικός Στρατός έτρεψε τους Τουρκαλβανούς σε φυγή από την περιοχή. Όμως οι προκλήσεις από την πλευρά των Αλβανών σε συνεργασία με τους Ολλανδούς αξιωματικούς της Διεθνούς Επιτροπής Ελέγχου συνεχίζονταν με διάφορα διπλωματικά επεισόδια.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες η Επιτροπή Εθνικής Άμυνας του Αργυροκάστρου με πρόεδρο τον Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως Βασίλειο, αποφάσισε τη σύγκλιση Πανηπειρωτικού Συνεδρίου. Στις 23 Ιανουαρίου κοινοποίησε την απόφαση της με εγκύκλιο προς όλες τις Επιτροπές Εθνικής Άμυνας της Ηπείρου και τις κάλεσε να στείλουν τριμελή αντιπροσωπεία στο Αργυρόκαστρο, όπου στις 30 Ιανουαρίου 1914 θα άρχιζε τις εργασίες του το Συνέδριο για την εξέταση της καταστάσεως και τη λήψη αποφάσεων σχετικά με το ζήτημα της Βορείου Ηπείρου.
Έκκληση του Σπύρου Σπυρομήλιου για τη Χιμάρα και την Ήπειρο προς το Πανελλήνιον (14 Ιανουαρίου 1914): «Η Ελληνική φυλή από κτίσεως κόσμου υφίσταται τας επιδρομάς και τας επιθέσεις των εθνών καίτοι εις την ανθρωπότητα έδωκε, την όψιν της εικόνος του Θεού, την συμβολίζουσαν το ευγενές, το αγαθόν, το καλόν, το ανθρώπινον και αφήρεσε την όψιν και την έννοια του θηρίου. Η Φυλή μας, φυλή μη έχουσα συγγένειαν μετά των άλλων επί της γης, έζησε, ζη και θα ζήση εφ’ όσον ζη ο πλανήτης, διότι τούτον υπεσήμανε ο Θεός, ο δανεισθείς την γλώσσαν αυτής, και του Θεού μόνον η εντολή θα εκτελεσθή. Διότι είναι φυλή εκπολιτίσεως, φυλή διδαχής, φυλή ημερότατος, φυλή ηθικοποιήσεως. Διότι δεν είναι φυλή αρπαγής, φυλή δόλου, δεν είναι φυλή ληστρική, δεν είναι φυλή άπληστος. Κατά περιόδους, εις την συνέχειαν των αιώνων έφθασεν εις τον κολοφώνα της ισχύος, και κατά περιόδους κατέπεσεν. Αλλά, και εις την μίαν και εις την άλλην περίπτωσιν δεν έκαμε κατάχρησιν της δυνάμεως αυτής, επί βλάβη της ανθρωπότητος, ουδέ ανέκτησε την δύναμιν της με τη συνδρομή άλλων φυλών. Ιδού η παλιγγενεσία του 1821. Μόνοι εκ της τέφρας ανδρωθέντες οι πατέρες μας, εδημιούργησαν τον πυρήνα του μέχρι της χθες. Ιδού οι του 1912 και του 1913 απόγονοι αυτών, θαυματουργήσαντες απηλευθέρωσαν μέγα πλήθος αλυτρώτων. Αλλ’ ιδού και πάλιν οι εχθροί αναφαίνονται, ουχί πλέον υπό τον τύπον της προστασίας και της κηδεμονίας, αλλ’ αυθαιρέτως εν τη ισχύι αυτών και ζητούσιν όλοι συνασπισμένοι καθ’ ημών να αποκόψωσι και υποδουλώσωσι ότι το αίμα 60 χιλιάδων ηρώων ηλευθέρωσε, ότι μέγας Βασιλεύς, πολέμαρχος Βασιλεύς δια της ρομφαίας αυτού κατέλαβεν, όχι ξένον, αλλ’ ιδικόν του, κληρονομία των πατέρων του, αδελφούς και τέκνα αυτού στένοντα υπό ζυγόν βαρβάρων. Αλλ’ ο αυτός κανών διέπει την Ευρώπην! Όλα τα βαλκανικά κράτη εκαρπώθησαν τους τόπους τους οποίους το θηρίον είχεν εις τους όνυχάς του επί πέντε αιώνας. Πολλά τούτων έλαβον και τόπους μη ανήκοντας εις αυτά. Η Βουλγαρία έλαβε την Θράκην. Η Σερβία πόλεις Μακεδονικάς μη ανηκούσας αυτή, αλλά και πόλεις Αλβανικάς καθαρώς. Την Γιάκοβαν, την Πρισρένην, την Πρίστιναν, την Δίβραν. Η Ελλάς μόνον δεν πρέπει να λάβη τας Ελληνικάς νήσους και την Ελληνικήν Ήπειρον. Διατί; Διότι πρέπει η Τουρκία να εξασφαλίση την Ασίαν και η Αλβανία να δυνηθή να ζήση. Έλληνες ημείς από αιώνων, Χριστιανοί Ορθόδοξοι, πολιτισμένοι, ελευθερωθέντες από το θηρίον μας εκχωρούσιν εις άλλο θηρίον, την ουράν του μεγάλου, ούτινος η κεφαλή έμεινεν εις την Κωνσταντινούπολιν. Μας ετυράννει Τούρκος, να μας εξαφανίση άλλος Τούρκος αγριώτερος του πρώτου! Απλούς Έλλην, εκ των σφαζομένων καγώ Ηπειρωτών επικαλούμενος το όνομα του Θεού και του Βασιλέως ημών Κωνσταντίνου και επ’ αυτών στηριζόμενος, ζητώ τους Έλληνας πολεμιστάς, όσοι την πίστιν και την πατρίδαν υπηρέτησαν εις διαφόρους περιστάσεις, τους Μακεδονομάχους συντρόφους μου, τους γενναίους Κρήτας, τους αετούς της Ρούμελης και τους λεβέντες του Μωρηά. Ζητώ την συνδρομήν του Πανελληνίου δια 200 χιλιάδας Ελλήνων τους οποίους ασπλάχνως θυσιάζει η διπλωματία. Ζητώ βοήθεια όχι δι’ ημάς και τα σαρκία μας, αλλά δια το Έθνος, το οποίον μόνο με Ακροκεραύνεια, με Τεπελένι, με Κορυτσάν είναι ασφαλές, είναι ισχυρόν, είναι μέγα. Έλληνες! Αι κυβερνήσεις ρυθμίζουσι τα του Κράτους κατά την κρίσιν και αντίληψιν αυτών. Αι κυβερνήσεις δεν κυβερνώσι την Εθνικήν ψυχήν, διότι η εθνική ψυχή βλέπει και δρα καλλίτερον αυτών, διότι είναι ανωτέρα και σοφωτέρα αυτών. Αι Κυβερνήσεις έρχονται και παρέρχονται. Μόνον η πίστις, η εθνική ψυχή και ο Βασιλεύς μένει. Έλληνες! Εμπρός δια την Πίστιν, δια την μητέρα Πατρίδα. Εμπρός δια τον Βασιλέαν και την Μεγάλην Ελλάδα. Χειμάρρα, 14 Ιανουαρίου 1914. Δια την Χειμάρραν και την Ήπειρον, ΣΠ. ΣΠΥΡΟΜΗΛΙΟΣ»
Οι πρώτες αντιδράσεις της Ελληνικής Κυβέρνησης
Η Ελληνική Κυβέρνηση εξαναγκαζόμενη από τις περιστάσεις και τις πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, κοινοποίησε με εγκύκλιο της Γενικής Διοικήσεως Ηπείρου προς τους Διοικητικούς Επιτρόπους Περιφέρειας, τις ακόλουθες οδηγίες της για την ομαλή εκκένωση της Βορείου Ηπείρου από τον Ελληνικό Στρατό: – Να επιδιωχθεί, εφόσον είναι δυνατόν, η συνδιαλλαγή των δύο στοιχείων (ελληνικού και αλβανικού). – Να σταματήσει ο αφοπλισμός των Αλβανών και να επιστραφούν όσα είδη είχαν αφαιρεθεί. – Να απαγορευθεί η κυκλοφορία ατάκτων και όσοι υπάρχουν να αφοπλιστούν. Να καταδιωχθεί οποιαδήποτε παράνομη ενέργεια κατά των Αλβανών. – Να απαγορευθεί η είσοδος ανταρτών ή εθελοντικών σωμάτων στην Ήπειρο. Επιπλέον στην ίδια εγκύκλιο τονιζόταν και πάλι ότι έπρεπε να αναπτυχθεί πνεύμα συνεργασίας και αγαθών σχέσεων μεταξύ Αλβανών και Ελλήνων. Στα πλαίσια μάλιστα της προσπάθειας ομαλής εκκενώσεως της περιοχής δόθηκε εντολή στο Νομάρχη Κέρκυρας Βαρατάση να πάει στον Αυλώνα, όπου βρισκόταν η Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου για τη ρύθμιση ορισμένων σχετικών θεμάτων.
Πολλά από τα μέτρα αυτά της Κυβερνήσεως έγιναν γνωστά στους κατοίκους με αποτέλεσμα να επακολουθήσουν έντονες διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις στις πόλεις της Ηπείρου και στην Αθήνα. Χαρακτηριστικό δείγμα του τόνου των διαμαρτυριών και της οξύτητας της καταστάσεως που δημιουργήθηκε είναι και το παρακάτω τηλεγράφημα διαμαρτυρίας του Σ. Σπυρομήλιου πολιτικού και στρατιωτικού διοικητή Χιμάρας, με ημερομηνία 25 Ιανουαρίου 1914, προς τον αναπληρωτή διοικητή του Ε΄ Σώματος Στρατού: «Προ 15 μηνών, με διαταγή της Κυβερνήσεως επανεστάτησα την επαρχίαν και μέχριν σήμερον έμεινεν υπό τα όπλα πολεμούσα εις το πλευρόν του Στρατού. Ακόμη και χθες μετ’ αυτού εβάδισε κατά Μπολένας προς εκδίκησιν των φονευθέντων εν ενέδρα στρατιωτών. Αν Ευρώπη δεν εγκρίνη ενωθώμεν μετά μητρός πατρίδος και αυτή δεν δύναται να μας προστατεύση, τουλάχιστον ας μας αφήση όπλα μας, αμυνθώμεν μόνοι. Ενδεχομένη διαταγή Κυβερνήσεως προς αφοπλισμόν ατιμάζει φυλήν. Στρατός δε, παραδίδων αόπλους συστρατιώτας και αδελφούς εις εχθρούς σφαγείς, γίνεται δήμιος και παρουσιάζει πρωτοφανές εις την ιστορίαν παράδειγμα. Εν ονόματι Θεού και Ελληνισμού, εγκαταλείψατε μας, αλλά μη μας αφαιρείτε μέσα αμύνης. Φονεύσατε μας αλλά μη δεχθήτε να γίνετε συνεργοί δημίων. Ο Ελληνικός Στρατός, ο δοξασθείς εις δύο πολέμους, ας μη παρουσιάσει ηθικόν ίσον και κατώτερον με αλβανικάς ορδάς. Ενθυμηθείτε το Έθνος. Ενθυμηθείτε τον Βασιλέα. Σπυρομήλιος.»
Μετά από αυτό το Ε΄ Σώμα Στρατού διέταξε στις 9 Φεβρουαρίου την αντικατάσταση και σύλληψη του Ταγματάρχη Σπυρομήλιου και προχώρησε στη λήψη μέτρων για τη ματαίωση του Πανηπειρωτικού Συνεδρίου. Στις 11 Φεβρουαρίου όμως ο Αναπληρωτής Γενικός Διοικητής Ηπείρου Άγγελος Φορέστης ειδοποίησε τον Υποστράτηγο Παπούλα ότι η διαταγή του Ε΄ Σώματος Στρατού για τη σύλληψη του Σπυρομήλιου είχε ακυρωθεί από την Ελληνική Κυβέρνηση.
Τηλεγράφημα τοῦ Μητροπολίτου Δρυϊνουπόλεως πρός τόν Βασιλέα τῆς Ἑλλάδος,σχετικῶς μέ τήν ὑπεράσπισιν τῶν περιοχῶν τῆς Β.Ἠπείρου (ΕΙΕΜ-Ε.Βενιζέλος)
Η Πανηπειρωτική Συνέλευση του Αργυροκάστρου
(30 Ιανουαρίου – 5 Φεβρουαρίου 1914)
Παρά το μικρό χρονικό διάστημα που μεσολαβούσε μέχρι την έναρξη του Συνεδρίου και τις αντίξοες καιρικές συνθήκες, οι περισσότεροι από τους αντιπροσώπους κατόρθωσαν να φτάσουν έγκαιρα στο Αργυρόκαστρο, όπου στις 30 Ιανουαρίου 1914 σε ατμόσφαιρα έξαρσης,
πατριωτικού ενθουσιασμού και αποφασιστικότητας άρχισαν οι εργασίες του. Σύμφωνα με τον κανονισμό των εργασιών του Συνεδρίου καθήκοντα προέδρου θα αναλάμβαναν κατά σειρά οι Μητροπολίτες της Ηπείρου που ήταν παρόντες.
Οι πληρεξούσιοι αντιπρόσωποι που πήραν μέρος στη Συνέλευση, προέρχονταν απ’ όλες τις επαρχίες της Ηπείρου, όπου είχαν συγκροτηθεί Επιτροπές Εθνικής Άμυνας και ήταν οι εξής:
– Αργυροκάστρου: Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος, Απόστολος Δήμας, Βασίλειος Ζούστης, Αναστάσιος Νότσκας, Χαράλαμπος Παπαδόπουλος, Τηλέμαχος Λαμποβιτιάδης, Μιχαήλ Τσάκος, Σπυρίδων Φίδης, Αθανάσιος Νότης, Βίκτωρ Ζωγράφος.
– Αγ. Σαράντα: Θεμιστοκλής Μπαμίχας, Ιωάννης Κουρεμένος, Λάππας.
– Δελβίνου: Τιμολέων Γκιάτας, Κωνσταντίνος Κόντος, Ιωάννης Πράτσικας.
– Ιωαννίνων: Κωνσταντίνος Σούρλας, Δημήτριος Κίγκος, Σπυρίδων Μέκιος.
– Κολώνιας (Ερσέκας): Γεώργιος Χατζής δημοσιογράφος, Χαράλαμπος Αλεξίου, Αθανάσιος Κοντοφώτης.
– Κονίτσης: Μητροπολίτης Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδων, Γεώργιος Τζαβέλλας δικηγόρος, Νικόλαος Παπακώστας Διευθυντής Σχολών Κονίτσης.
– Κορυτσάς: Τσέλιος, Οικονόμος Παπαπέτρος, Κωνσταντίνος Πολένας.
– Λεσκοβικίου: Βασίλειος Ντίλιος (εξουσιοδοτήθηκε και ως αντιπρόσωπος Μαργαριτίου), Ιωάννης Βιτσόπουλος, Γεώργιος Κήτας.
– Μετσόβου: Έξαρχος Ιερόθεος
– Παραμυθιάς: Μητροπολίτης Παραμυθιάς Νεόφυτος, Γεώργιος Τζέτζος, Δημήτριος Κούτζικος.
– Πρεμετής: Χαράλαμπος Δονάτος, Βασίλειος Σωτηριάδης, Κυριάκος Παπαδόπουλος.
– Πρεβέζης: Κούτσικας, Ιωάννης Αυγερινός, Δημήτριος Γερογιάννης,
– Πωγωνίου: Κωνσταντίνος Πλατής, Αθανάσιος Κατούνας, ιερέας Λεωνίδας Βασιλειάδης.
– Φιλιατών: Γρηγόριος Τσάγκας (ή Τσόγκας).
– Φιλιππιάδας: ιατρός Κωλέτσης, Ν. Ναστούλης.
– Χειμάρρας: Χρήστος Δήμας, Νικόλαος Πέπας (Ν. Μήλιος ή Μήλιας)
– Τεπελενίου: Αλέξανδρος Μέξης, Π. Χαρίτων, Θωμάς Χατζηβασιλείου.
Με απόφαση της Συνελεύσεως δικαίωμα ψήφου είχαν μόνο τρεις αντιπρόσωποι. Οι άλλοι παρευρίσκονταν ως απλοί σύμβουλοι. Για σημαντικές αποφάσεις ψήφιζαν κατά περιφέρεια. Κάθε περιφέρεια είχε μία ψήφο.
Ο Μητροπολίτης Κορυτσάς Γερμανός δεν παρέστη στη Συνέλευση. Στο τηλεγράφημα του αναγράφει: «Λόγοι σπουδαίοι υψίστης ανάγκης δεν επιτρέπουσιν απουσία μου εντεύθεν. Εδώκαμεν πάσαν σχετικήν οδηγίαν ημετέρους αντιπροσώπους».
Διάφορες ενέργειες των αστυνομικών αρχών για την αναβολή των εργασιών δεν έφεραν αποτέλεσμα και από τις πρώτες συνεδριάσεις φάνηκε καθαρά ότι το Συνέδριο θα λειτουργούσε ως επαναστατική συντακτική συνέλευση των Ηπειρωτών. Για τη μυστικότητα των απόρρητων θεμάτων που συζητούνταν και των αποφάσεων που λαμβάνονταν, οι αντιπρόσωποι έδωσαν όρκο εχεμύθειας. Κατά τη συζήτηση του «κανονισμού των εργασιών» καθορίσθηκε να τηρούνται πρακτικά «απόρρητα» και στις συζητήσεις οι αντιπρόσωποι να περιορίζουν την ομιλία τους στα θέματα της ημερησίας διατάξεως και σε χρόνο όχι περισσότερο από ένα δεκάλεπτο.
Την έναρξη των εργασιών της Συνελεύσεως κήρυξε ο Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος, ο οποίος με την εναρκτήρια ομιλία του προέτρεψε τους Ηπειρώτες να αγωνισθούν «μέχρις εσχάτων» για την ελευθερία της «επιδικασμένης» Βορείου Ηπείρου.
Στο μεταξύ στις 31 Ιανουαρίου ανακοινώνεται επίσημα στην ελληνική κυβέρνηση η απόφαση του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας. Οι πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων στην Αθήνα ζήτησαν, μέσω του Άγγλου πρέσβη, την άμεση εκκένωση απ’ τον Ελληνικό Στρατό των παραχωρηθέντων στην Αλβανία εδαφών της Βορείου Ηπείρου και της νήσου Σάσων, απειλώντας την κυβέρνηση πως εάν δεν υπάκουγε δεν θα επέτρεπαν την προσάρτηση στην Ελλάδα των νησιών του ανατολικού Αιγαίου.
Η Συνέλευση στη διάρκεια των εργασιών της από τις 30 Ιανουαρίου ως τις 5 Φεβρουαρίου 1914 εξέτασε τα θέματα:
– Εξεύρεση ειρηνικής πολιτικής λύσεως
– Αντίσταση με τις δυνάμεις και τα οικονομικά μέσα που υπήρχαν
– Εκλογή πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας του αγώνα.
Για το πρώτο θέμα, επειδή η Συνέλευση ουσιαστικά δεσμευόταν από το τετελεσμένο γεγονός της Πρεσβευτικής Συνδιασκέψεως του Λονδίνου που παραχωρούσε οριστικά τη Βόρειο Ήπειρο στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος, κατέληξε ομόφωνα στις πρώτες συνεδριάσεις της, μετά από εξαντλητική συζήτηση, στην απόφαση της ένοπλης αντιστάσεως των κατοίκων της περιοχής.
Στο θέμα των δυνάμεων που θα απαιτούνταν για την κάλυψη των Βορείων επαρχιών της Ηπείρου, ύστερα από έντονες συζητήσεις και αντεγκλήσεις, μεταξύ των αντιπροσώπων πάνω σε διάφορες προτάσεις και εισηγήσεις που έγιναν, θεωρήθηκε ως αναγκαία για τον ένοπλο αγώνα δύναμη 10.000 – 12.000 αντρών.
Τα σχετικά με τη συγκρότηση δυνάμεως προβλήματα θα αντιμετωπίζονταν από την «Οργανωτική Επιτροπή», εκτελεστικό όργανο της Συνελεύσεως, που επρόκειτο να συγκροτηθεί.
Συγκεκριμένα κατά τους υπολογισμούς ανώτερων αξιωματικών ως απαραίτητη στρατιωτική δύναμη κρίθηκε ο αριθμός των 10.000 έως 12.000 ανδρών, 80 αξιωματικών και 50 υπαξιωματικών. Η δύναμη των Ιερών Λόχων όλης της Ηπείρου ήταν 5.000 άντρες (3.000 από τις βόρειες επαρχίες και 2.000 από την ελεύθερη Ήπειρο) και της Χιμάρας 1.400. Οι άντρες που είχαν καταταγεί στα Τάγματα Κατοχής (των δύο μεραρχιών VIII και IX) υπολογίζονταν σε 8.000 με 9.000. Επομένως 2.000 με 3.000 άντρες ήταν αρκετοί για να συμπληρωθεί η απαιτούμενη δύναμη.
Σύμφωνα με τη γνώμη των αντιπροσώπων η στρατιωτική αυτή δύναμη θα απαιτούσε οικονομική κάλυψη 2 εκατομμυρίων δραχμών την τριμηνία. Κατά συνέπεια 1 εκ. δραχμές θα αρκούσε να συντηρήσει τον αγώνα για ένα τουλάχιστον μήνα. Τα χρήματα αυτά, ύστερα από απόφαση της Συνελεύσεως, θα συγκεντρώνονταν από τις συνεισφορές των κατοίκων της Ηπείρου, τα κληροδοτήματα, τις δωρεές και τις καταθέσεις των ευεργετών και των απόδημων Ηπειρωτών. Με την ίδια απόφαση η οικονομική διαχείριση ανατέθηκε στην Οργανωτική Επιτροπή.
Παράλληλα με τα παραπάνω κύρια θέματα, η Συνέλευση, μετά από εισήγηση του Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως Βασιλείου, συζήτησε και το πρόβλημα των προσφύγων από τις περιοχές όπου θα διεξάγονταν επιχειρήσεις με τους Αλβανούς. Η μεγάλη σοβαρότητα του προβλήματος επέβαλε τη συνεννόηση με την Ελληνική Κυβέρνηση, γι’ αυτό αποφασίστηκε ο παραπέρα χειρισμός του από την Οργανωτική Επιτροπή.
Για το τρίτο και σοβαρότερο θέμα, της εκλογής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, η σκέψη που κυριάρχησε στη Συνέλευση (συνεδρίαση 1ης Φεβρουαρίου) ήταν να συγκεντρωθεί όλη η δύναμη, την οποία διέθετε η Ήπειρος στα χέρια ενός ικανού οργάνου. Στη βούληση του θα υπάγονταν οι Ένοπλες Δυνάμεις, οι Επιτροπές Εθνικής Άμυνας, η πολιτική εκπροσώπηση του κινήματος και τα οικονομικά μέσα. Η συζήτηση που επακολούθησε για να βρεθούν οι προσωπικότητες που θα το συγκροτούσαν, όπως φαίνεται από τα πρακτικά ήταν ασυνήθιστα έντονη.
Έγιναν πολλές προτάσεις και συζητήθηκαν όλες οι απόψεις των αντιπροσώπων.
Τελικά η Συνέλευση αποδέχθηκε να κληθούν και να συγκροτήσουν την «Οργανωτική Επιτροπή», όπως τιτλοφορήθηκε το υπόψη όργανο, οι: Γεώργιος Ζωγράφος, Αντιστράτηγος Παναγιώτης Δαγκλής, και οι Μητροπολίτες Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος, Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδων και Κορυτσάς Γερμανός.
Αμέσως μετά στάλθηκαν κρυπτογραφικά τηλεγραφήματα στους Δαγκλή, Ζωγράφο και Μητροπολίτη Γερμανό, με τα οποία αναγγελόταν η απόφαση.
Ο Αντιστράτηγος Π. Δαγκλής απάντησε ότι δεν μπορούσε να αποκρυπτογραφήσει το μήνυμα, γιατί έλειπε ο Αλέξανδρος Καραπάνος, Υπουργός Εξωτερικών αργότερα της Αυτόνομης Ηπείρου, που είχε τον κώδικα. Ο Γ. Ζωγράφος, σύμφωνα με πληροφορία του Αναπληρωτή Γενικού Διοικητή της Ηπείρου Άγγελου Φορέστη, βρισκόταν στην Κέρκυρα. Έτσι οι αντιπρόσωποι της Συνελεύσεως αποφάσισαν τη μετάβαση των Μητροπολιτών Βελλάς και Δρυϊνουπόλεως στην Κέρκυρα για να συναντήσουν το Ζωγράφο και παράλληλα να αποστείλουν από εκεί και νέο τηλεγράφημα στο Δαγκλή.
Από την Κέρκυρα επίσης ο Μητροπολίτης Βασίλειος έστειλε στο Δαγκλή και συγκινητική επιστολή, στην οποία εκφραζόταν η απόγνωση του Ηπειρωτικού λαού για την τροπή που έπαιρνε το ζήτημα της Βορείου Ηπείρου:
« …; Αν δεν δύναται να μας βοηθήσει ούτε εμμέσως χάριν των γενικότερων συμφερόντων του Έθνους, δεν λέγω του Ελληνισμού, καθότι και η Ήπειρος είναι Ελληνική, δεν είναι μόνον αι Νήσοι Ελληνικαί, τότε να παρακληθή να μας αφήσει ελευθέρους να σκεφθώμεν, ενεργήσωμεν, αποφασίσωμεν περί της σωτηρίας μας, της ανεξαρτησίας μας και μη μας θεωρή ως RES (πράγματα) ή ανταλλάγματα…».
Η απάντηση του Δαγκλή με κρυπτογραφικό τηλεγράφημα και ημερομηνία 3 Φεβρουαρίου 1914, προς τον Μητροπολίτη Βασίλειο στην Κέρκυρα ήταν αρνητική:
« …Βασιλεύς και Κυβέρνησις θεωρούσιν επιζημίαν εις συμφέροντα Ελληνισμού άμυναν Ηπειρωτών και ου μόνον ουδεμίαν δύνανται παράσχειν έμμεσον επικουρίαν, αλλά και ρητώς απαγορεύουσιν ανάμιξιν εις πάντα αξιωματικόν και στρατιώτην … αναγκάζομαι καταπνίξαι αισθήματα μου και μη αποδεχθήναι γενομένην μοι μεγίστην τιμήν …».
Την ίδια ημέρα έστειλε και επιστολή προς τον Μητροπολίτη Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδωνα, στον οποίο εξηγούσε διεξοδικότερα την άρνηση του και τους λόγους για τους οποίους η Ελληνική Κυβέρνηση δεν ήταν δυνατό να υποστηρίξει τον αγώνα των Βορειοηπειρωτών:
« …Το έθνος περιστοιχίζεται έτι υπό πολλών κινδύνων, των εχθρών αυτού καραδοκούντων πάσαν περιπλοκήν … θα ήτο δε προδοτικόν εκ μέρους Ελλήνων και δη κατεχόντων επίσημον θέσιν, να ωθήσωσι δι’ ασυνέτων ενεργειών το έθνος εις σοβαροτάτας περιπλοκάς προς την Ιταλίαν και Αυστρίαν …αντίστασις ενεργουμένη υπό ολίγων Ηπειρωτών, άνευ σχεδόν χρηματικών πόρων και άνευ φυσιγγίων …δύναται να βλάψη εν γένει το έθνος … και άκαρπος θέλει αποβή …».
Λίγες μέρες αργότερα, αφού έλαβε και την επιστολή του Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως ο Αντιστράτηγος Δαγκλής του έστειλε δεύτερη επιστολή με ημερομηνία 8 Φεβρουαρίου και παρόμοιο περιεχόμενο:
« …ρητώς μοι λέγωσιν (σ.σ. Βασιλιάς και Κυβέρνηση) ότι δεν θέλουσι χορηγήσει ούτε έναν στρατιώτην, ούτε εν φυσίγγιον … η αντίστασις κατά των Αλβανών … φοβούμαι …όμως ότι θα καταστή εις το μέλλον αδύνατος η συμφιλίωσις και συμβίωσις μεταξύ των δύο φυλών, προς μεγάλην ζημίαν του Ελληνισμού και προς όφελος των εχθρών αυτού …»
Στις 4 Φεβρουαρίου οι δύο Μητροπολίτες επέστρεψαν από την Κέρκυρα και ενημέρωσαν τη Συνέλευση για την αρνητική απάντηση του Αντιστράτηγου Π. Δαγκλή καθώς και τις απόψεις του Γ. Ζωγράφου ότι πριν αποδυθεί ο ηπειρωτικός πληθυσμός σε «απεγνωσμένο αγώνα υπέρ βωμών και εστιών» θα έπρεπε να εξαντληθεί κάθε προσπάθεια για την εξασφάλιση του εθνικού φρονήματος, της ασφάλειας της ζωής και της περιουσίας του.
Θα έπρεπε να συγκροτηθεί επιτροπή που θα παρουσιαζόταν στην Ελληνική Κυβέρνηση και στους Πρέσβεις στην Αθήνα για να τους επεξηγήσει τη θέση του ζητήματος και τον κίνδυνο τον οποίο διέτρεχαν οι Ηπειρώτες και να ζητήσει εγγυήσεις. Αν τα διαβήματα αυτά δεν σημείωναν επιτυχία τότε αποδεχόταν να συμμετάσχει στον αγώνα, χωρίς να μπορεί να αναλάβει και την ευθύνη για τα αποτελέσματα του, εφόσον η διεθνής κατάσταση, η θέση του Ελληνισμού και η έλλειψη των μέσων οδηγούσαν, κατά τη γνώμη του, σε απεγνωσμένο αγώνα του οποίου τα αποτελέσματα δεν μπορούσε να τα προβλέψει ως ευχάριστα.
Στην Αθήνα επίσης θα έπρεπε να βρίσκεται μια επιτροπή με μερική πληρεξουσιότητα για συζητήσεις με φανερό το αίτημα της αυτονομίας, ενώ θα συνεχίζονταν οι προετοιμασίες για την άμυνα.
Στην περίπτωση που η ελληνική κυβέρνηση θα άρχιζε να αφοπλίζει τους Ηπειρώτες και οι σχετικές ενέργειες της επιτροπής για την παρεμπόδιση του μέτρου δεν θα είχαν αποτέλεσμα, θα έπρεπε η Πανηπειρωτική Συνέλευση να κηρύξει αμέσως την επανάσταση και να αναθέσει σε επιτροπή να εκλέξει ως αρχηγό αυτόν που η κοινή γνώμη στην Ήπειρο θα υποδείκνυε.
Όσον αφορά τη λύση της αυτονομίας εκτιμούσε ότι η επιτροπή ήταν ενδεχόμενο να αντιμετώπιζε το θέμα της αναγνωρίσεως του αλβανικού καθεστώτος και θεωρούσε ότι ήταν σκόπιμο να γίνει δεκτή η αυτονομία έστω και υπό τον Βηδ. Αν και αυτό αποτύγχανε, υπολείπονταν σύμφωνα με τη γνώμη του, η ευρεία αυτοδιοίκηση υπό μορφή καντονίου ή κάποιας παρόμοιας περιπτώσεως και σε έσχατη ανάγκη η αποδοχή διεθνούς κατοχής για σειρά ετών.
Η ατμόσφαιρα που επικρατούσε στη Συνέλευση, μετά την ενημέρωση επί των προτάσεων του Γ. Ζωγράφου, ήταν βαριά και η κατήφεια γενική. Στο μεταξύ είχαν φτάσει και οι αντιπρόσωποι της Κορυτσάς και ορισμένων άλλων περιοχών που είχαν καθυστερήσει εξαιτίας της κακοκαιρίας, των αποστάσεων κτλ.
Οι αντιπρόσωποι της Κορυτσάς που πήραν αμέσως το λόγο δήλωσαν ότι χωρίς την υποστήριξη της Ελληνικής Κυβερνήσεως, ο αγώνας δεν θα είχε αποτέλεσμα και εξέφρασαν φόβους για την τύχη της περιοχής τους, αφού θα ήταν περισσότερο εκτεθειμένη στην αλβανική απειλή, εξαιτίας της ενάρξεως της αποχωρήσεως του Ελληνικού Στρατού από εκεί.
Κατά τη συζήτηση εξετάσθηκαν οι δυνάμεις και τα μέσα της περιοχής. Οι αντιπρόσωποι της Κορυτσάς ανέφεραν ότι διέθεταν 2.500 – 3.000 ενόπλους, τροφές για ένα εξάμηνο και ότι η αναλογία μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων ήταν 2:3. Δήλωσαν όμως παράλληλα ότι τους ανησυχούσε η έλλειψη αξιωματικών που κατάγονται από την περιοχή και ζήτησαν οι επιφυλάξεις τους για τον αγώνα να καταχωρηθούν στα Πρακτικά της Συνελεύσεως. Με τις επιφυλάξεις αυτές συμφώνησαν και οι αντιπρόσωποι της Κολώνιας και του Τεπελενίου. Για να τους καθησυχάσει ο Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως , ανέλαβε να γράψει σχετικά στον Ταγματάρχη Τσόντο – Βάρδα και το Λοχαγό Κοσμόπουλο που βρίσκονταν στην Κορυτσά.
Επακολούθησαν έντονες συζητήσεις, εξετάσθηκαν όλες οι προτάσεις και τέλος με εισήγηση του Μητροπολίτη Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδωνα αποφασίσθηκε μετά την άρνησηθηκαν όλες οι προτάσεις και τέλος με εισήγηση του Μητροπολίτη Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδωνα αποφασίσθηκε μετά την άρνηση του Δαγκλή, να κληθεί να αναλάβει ως στρατιωτικό ηγέτης ο Ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης.
Παράλληλα ο Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος έστειλε επιστολή και στον Αν/χη Πεζικού Δημήτριο Δούλη στη Χιμάρα ζητώντας του να ταχθεί, ως Ηπειρώτης, υπό τις διαταγές της Συνελεύσεως.
Στο διάστημα των έξι συνεδριάσεων της η Πανηπειρωτική Συνέλευση εξέτασε όλες τις δυνατότητες και τους τρόπους που θα μπορούσαν να οδηγήσουν το Ηπειρωτικό Ζήτημα σε κάποια ειρηνική λύση. Μια λύση που θα επέτρεπε στους Έλληνες Χριστιανούς να παραμείνουν στις πατρογονικές τους εστίες και να ζήσουν ειρηνικά, με εθνική αξιοπρέπεια, χωρίς το συνεχή εφιάλτη της εξοντώσεως και του αφανισμού τους.
Τελικά όμως, μη έχοντας άλλα περιθώρια για αναζήτηση πολιτικής λύσεως, πήρε ομόφωνα τη μεγάλη απόφαση για ένοπλη αντίσταση. Την απόφαση αυτή έκανε γνωστή η Οργανωτική Επιτροπή στην Ελληνική Κυβέρνηση με τηλεγράφημα της στις 9 Φεβρουαρίου.
Στο μεταξύ η Επιτροπή είχε πάρει στις 7 Φεβρουαρίου τηλεγράφημα από τον Αντισυνταγματάρχη Δημήτριο Δούλη, στο οποίο δήλωνε: «Ευγνωμονών δια προτίμησιν, δηλώ ότι τούτο ήτο όνειρον ζωής μου ν’ αποθάνω δια την γενέτειραν. Τιθέμενος διαταγάς σας παρακαλώ επισπεύσατε ενέργειαν. Τούτο επιβάλλει συμφέρον πατρίδος».
Στις 9 Φεβρουαρίου λαμβάνεται και η αρνητική απάντηση του Ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη.
Την ίδια μέρα η Επιτροπή πληροφορήθηκε ότι είχε αρχίσει η μεταφορά των υλικών των αποθηκών και των πυρομαχικών στα νότια των νέων ελληνοαλβανικών συνόρων, που καθόρισε η Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη του Λονδίνου.
Μετά από αυτό το γεγονός η Οργανωτική Επιτροπή έκρινε ότι είχε φτάσει η ώρα για τη μεγάλη απόφαση…
Ο Ταγματάρχης Σπύρος Σπυρομήλιος υψώνει πρώτος τη Σημαία της Αυτονόμου Ηπείρου στη Χιμάρα
Tο τηλεγράφημα του Σπυρομήλιου στους Μητροπολίτες Δρυϊνουπόλεως Βασίλειο και Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδωνα: «Χειμάρρα 9-2-1914, Προς Πρόεδρον Συνελεύσεως. Στρατηγός (σ.σ. Αναστάσιος Παπούλας) έρχεται Αργυρόκαστρον αύριον εξ Ιωαννίνων όπως φυλακίσει υμάς STOP. Έδωσεν διαταγήν συλλήψεως και ματαιώσεως ανταρσίας STOP. Εκκένωσις αρχίζει εκ Κορυτσάς 16 (σ.σ. Φεβρουαρίου) STOP. Αύριο πρωί κηρύξατε αυτονομίαν. Πράττω ίδιος. Σπυρομήλιος».
Στις 9 Φεβρουαρίου 1914 ο ταγματάρχης Σπύρος Σπυρομήλιος καταλύει τις ελληνικές αρχές και κηρύσσει την Χιμάρα αυτόνομη, εκδίδοντας άλλη μια ιστορική προκήρυξη:
«Όταν παν ιερόν και όσιον ποδοπατείται, όταν ο πολιτισμός του 20ου αιώνος μετατρέπεται σε αγριότητα προϊστορικών εποχών και η δουλεμπορία ανυψούται εις έργον φιλάνθρωπον, μόνον και μόνον δια να εξυπηρετηθώσι συμφέροντα και επιβληθή η βία των ισχυρών, οι λαοί οι υφιστάμενοι τοιαύτην κατάπτυστον αδικίαν είναι κύριον να προτιμήσωσιν τον θάνατον.
Η Ήπειρος, Ελληνική από αρχαιοτάτης εποχής, η Ήπειρος από έτους ηνωμένη μετά του Ελληνικού κράτους, η Ήπειρος πωλείται ως δούλη εις τους Τουρκαλβανούς, οίτινες δεν γνωρίζουσι ούτε δύνανται να προσδιωρίσωσι την εθνικότητα των και οι οποίοι σήμερον εξαπατώνται ίνα γίνωσι, μετ’ ολίγον, υποχείριον, ομού με τους Ηπειρώτας εις τας αρπακτικάς διαθέσεις των ισχυρών. Η Ήπειρος διαμαρτύρεται και κηρύσσει ότι δεν ανέχεται τοιαύτην δουλεία και αν η Μητέρα Ελλάδα δεν δύναται να την υπερασπίση ούτε θα υποδουλωθεί πάλιν ούτε τον εθνισμό της σκέπτεται να απωλέση. Δεν ενωνόμεθα με την Ελλάδα; Δεν θα αποτελέσωμεν όμως και τμήμα του αλβανικού Βασιλείου. Θα μείνωμεν Έλληνες έχοντες την θρησκείαν, τα γράμματα και την γλώσσα των πατέρων μας.
Εν ονόματι του Πανηπειρωτικού Συνεδρίου, ου αποφάσεις παμψηφών, κηρύσσω την επαρχίαν της Χειμάρρας ηνωμένην μετά της άλλης αδικουμένης Ηπείρου υπό την Κυβέρνησιν της Αυτονόμου Ηπείρου και καλώ τους πατριώτας μου να ταχθώσι υπό την υπηρεσίαν της. Οι Μουσουλμάνοι οι οποίοι τυχόν δεν αναγνωρίζουσι το νέον καθεστώς δύνανται ελεύθεροι και εντός τεσσάρων ημερών να αποχωρήσωσι μετά των πραγμάτων τους, αυτοί δε οίτινες θα το αναγνωρίσωσι, θα μείνωσι έχοντες τα αυτά με ημάς δικαιώματα. Ημείς δεν λησμονούμεν ότι ήσαν αδελφοί ημών, οίτινες αλλαξοπίστησαν, έτι δε ως Έλληνες δεν μνησικακούμεν δι’ όσα διέπραξαν εναντίον ημών.
Αι Ελληνικαί αρχαί καταργούνται και αυταί αι οποίαι ελειτούργουν μέχρις σήμερον θα λειτουργούσι εν ονόματι της Αυτονόμου Ηπείρου. Ο Ελληνικός Στρατός ο οποίος πρόκειται αποχωρήσει, θα θεωρείται πάντοτε ο εθνικός ημών στρατός, ον θα περιμένωμεν ως ελευθερωτήν. Οι αξιωματικοί και οι στρατιώται οίτινες επολέμησαν μεθ’ ημών για τα Ακροκεραύνεια και την Ήπειρον, είναι ελεύθεροι να εκλέξωσι μεταξύ του καθήκοντος της πειθαρχίας και του εθνικού. Δύνανται να μας βοηθήσωσι αλλά δύνανται και να μας φονεύσωσι. Ποτέ όμως δεν θα δεχθώμεν να μας παραδώσουσι δεσμώτας εις τους Αλβανούς.
Σας εξορκίζω Χειμαρριώται να πειθαρχήτε εις τον Αρχηγόν υπακούοντες εις την Αυτόνομον Ήπειρον. Επικαλούμαι την βοήθειαν του Θεού και την ανεγνωρισμένην ανδρεία υμών.
Ζήτω ο Ελληνισμός! Ζήτω η Αυτόνομος Ήπειρος!
Ο Αρχηγός ΣΠ. ΣΠΥΡΟΜΗΛΙΟΣ»
Η συγκρότηση της Προσωρινής Κυβέρνησης και οι τελευταίες προετοιμασίες για την επίσημη έναρξη του Αγώνα
Στις 10 Φεβρουαρίου η Οργανωτική Επιτροπή αποφάσισε να κηρύξει την Βόρειο Ήπειρο Αυτόνομη Πολιτεία. Παράλληλα η ελληνική κυβέρνηση διατάζει τον συνταγματάρχη Δημήτριο Δούλη από την Νίβιτσα να συλλάβει τον Σπύρο Σπυρομήλιο, μη γνωρίζοντας ότι τόσο αυτός, όσο και πλήθος άλλων αξιωματικών, έχουν προσχωρήσει στην Βορειοηπειρωτική Επανάσταση. Φυσικά ο Δούλης αρνείται να εκτελέσει την διαταγή παρά την απειλή του Βασιλιά Κωνσταντίνου ότι θα θεωρηθεί λιποτάκτης.
Την ίδια μέρα φτάνει στην Κορυτσά ο υποστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας, με αποστολή να επιβλέψει την εκκένωση και την παράδοση της περιοχής σύμφωνα με τις σχετικές αποφάσεις και διαταγές της Κυβερνήσεως. Αφού ενημέρωσε σχετικά σε συγκέντρωση τους αξιωματικούς, την επομένη κάλεσε στην Μητρόπολη όλα τα μέλη της Επιτροπής Εθνικής Άμυνας της Κορυτσάς και πολλούς προκρίτους της περιοχής και τους ανακοίνωσε ότι η Ελλάδα, χάρη ύψιστων εθνικών συμφερόντων, ήταν υποχρεωμένη να αποχωρίσει από την περιοχή. Τους διαβεβαίωσε όμως ότι η ζωή, η τιμή, η περιουσία, τα εκκλησιαστικά και σχολικά προνόμια των κατοίκων είχαν εξασφαλισθεί.
Η Επιτροπή Εθνικής Άμυνας συνήλθε την νύχτα σε έκτακτη σύσκεψη και με απόφαση της διαβιβάσθηκε στον υποστράτηγο Παπούλα έγγραφο, στο οποίο διατυπωνόταν η απαίτηση να της επαναλάβει γραπτώς τα όσα το πρωί ανακοίνωσε στην Μητρόπολη. Ο υποστράτηγος Παπούλας διαμήνυσε στην Επιτροπή μέσω του αστυνομικού διευθυντή, ότι έπρεπε να διαλυθεί αμέσως και στην συνέχεια, έστειλε στον Μητροπολίτη Γερμανό έγγραφη απάντηση στα αιτήματα, με την οποία τους διαβεβαίωνε ότι με μέριμνα της Ελληνικής Κυβερνήσεως η ζωή, η περιουσία, η εθνική οντότητα και τα προνόμια του Πατριαρχείου ήταν εξασφαλισμένα.
Η Επιτροπή συνεδρίασε για τελευταία φορά, πριν διαλυθεί οριστικά, στις 14 Φεβρουαρίου. Στην συνεδρίαση αυτή έγινε ενημέρωση των μελών της πάνω στα αποτελέσματα της Πανηπειρωτικής Συνελεύσεως από τους αντιπροσώπους της Κορυτσάς, οι οποίοι στο μεταξύ είχαν επιστρέψει και καταβλήθηκε προσπάθεια να πεισθεί κάποιος αξιωματικός να παραμείνει και να τεθεί επικεφαλής του αγώνα, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Την νύχτα 14 προς 15 Φεβρουαρίου ο υποστράτηγος Παπούλας αναχώρησε για το Αργυρόκαστρο, ενώ ο συνταγματάρχης Κοντούλης θα μεριμνούσε για την εκτέλεση των διαταγών που αφορούσαν στην εκκένωση και την παράδοση της περιοχής Κορυτσάς. Την επομένη, 15 Φεβρουαρίου, έγινε κανονικά η αποστράτευση των ντόπιων στρατιωτών των ταγμάτων Κατοχής, οι οποίοι και διατάχθηκαν να επιστρέψουν στα χωριά τους. Ταυτόχρονα άρχισε και η αποχώρηση των μονάδων της 8ης Μεραρχίας προς την Ερσέκα και την Φλώρινα. Στην Κορυτσά παρέμειναν μόνο μερικοί λόχοι για την επιτήρηση της τάξεως και την παράδοση της πόλεως.
Πένθος και αγωνία επικρατούσε σε ολόκληρη την πόλη. Οι Χριστιανοί είχαν διαταχθεί να παραμείνουν στα σπίτια τους. Πολλές όμως οικογένειες έφευγαν ή ετοιμάζονταν να αναχωρήσουν από την πόλη, μέσα στον βαρύτατο χειμώνα και παρά την έλλειψη μεταφορικών μέσων. Την παγερή σιωπή διέκοπτε κατά διαστήματα η φωνή του κήρυκα που ανακοίνωνε στους κατοίκους τα γεγονότα: «Την Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου οι Αλβανοί θα εισέλθουν στην Κορυτσά. Οι Χριστιανοί να παραμείνουν στα σπίτια τους». Στο μεταξύ είχε ήδη εκκενωθεί η Μοσχόπολη.
Στις 13 Φεβρουαρίου ο Γεώργιος Χρηστάκης Ζωγράφος αναχωρεί από την Αθήνα, κάτω από τις αντιδράσεις της ελληνικής κυβέρνησης με την οποία προσπάθησε να έρθει σε συνεννόηση. Δύο μέρες μετά, στις 15 Φεβρουαρίου, φτάνει στο Αργυρόκαστρο, όπου οι κάτοικοι τον υποδέχονται με πρωτοφανή ενθουσιασμό. Κατά την εμφάνιση του διαδραματίζονται συγκλονιστικές σκηνές. Εκεί σχηματίζει την προσωρινή Κυβέρνηση της Αυτόνομης Βορείου Ηπείρου, αποτελούμενη από τα μέλη της Οργανωτικής Επιτροπής, η οποία και εκδίδει την πρώτη της προκήρυξη:
«Ηπειρώται!
Η εν Αργυροκάστρω συνελθούσα Συντακτική Συνέλευσις των αντιπροσώπων, ους ομόφωνος ανέδειξεν η γνώμη του Λαού, ανεκήρυξε την ίδρυσιν της «Αυτονόμου Πολιτείας της Βορείου Ηπείρου» αποτελεσθησομένης εκ των επαρχιών, τας οποίας εξαναγκάζεται όπως εγκαταλείπει ο Ελληνικός Στρατός.
Κατά τας αποφάσεις της Συντακτικής Συνελεύσεως, το οριστικόν Πολίτευμα της ιδρυθείσης Αυτονόμου Πολιτείας θέλει συντάξει νέα Συντακτική Συνέλευσις, συγκληθησομένη άμα ως αι περιστάσεις επιτρέψωσι. Προσωρινώς δε πάσας τας εν τη Αυτονόμω Πολιτεία εξουσίας θέλει διαχειρισθή Προσωρινή Κυβέρνησις, εντεταλμένη όπως κυβερνήση και διοικήση την χώραν υπό τας αρχάς της ισοπολιτείας και δικαιοσύνης, της ελευθερίας της συνειδήσεως και της προστασίας της ζωής, τιμής και περιουσίας των πολιτών ανεξαρτήτως θρησκεύματος.
Ηπειρώται!
Η εν Αργυροκάστρω συνελθούσα Συντακτική Συνέλευσις εις τας αποφάσεις ταύτας προέβη αναγνωρίσασα ότι η Πατρίς ημών κινδυνεύει, καταδικασθείσα υπό των Ισχυρών. Μία κατόπιν της άλλης απωλέσθησαν αι ελπίδες ημών. Μας αποσπώσιν από τα αγκάλας της μητρός μας Ελλάδος. Μας αρνούνται την ανεξαρτησίαν. Μας αρνούνται την αυτοδιοίκησιν εν τω Κράτει τω Αλβανικώ. Μας αρνούνται και αυτάς ακόμη τας εγγυήσεις αίτινες ηδύναντο να περιφρουρήσωσι λυσιτελώς την ζωήν, την θρησκείαν, την περιουσίαν, την ύπαρξιν μας την εθνικήν. Μας φέρουσιν εις τελείαν απόγνωσιν. Ούτε η παρουσία ξένων τινών αξιωματικών επί κεφαλής ατάκτων στιφών, ούτε αι πομπώδεις επαγγελίαι, ούτε αι αγαθαί προθέσεις του Ηγεμόνος, ούτε η προσωρινή παραμονή του Ελληνικού Στρατού εξασφαλίζει την Ήπειρον. Το πάτριον ημών έδαφος κείται σήμερον λεία, δυνάμει αδίκου και ακύρου βουλήσεως πάντων των ισχυρών της γης.
Αλλ’ ακλόνητον έμεινε το ημέτερον δίκαιον, το δίκαιον του Ηπειρωτικού λαού, να ρυθμίση τα της ιδίας του τύχης, διοργανούμενως πολιτικώς και ενόπλως, φρουρήση την ανεξαρτησίαν αυτού. Εναντίον του απαραγράπτου τούτου δικαιώματος εκάστου λαού, ανίσχυρος είναι κατά τας αρχάς του θείου και ανθρωπίνου δικαίου, η θέλησις των Μεγάλων Δυνάμεων να δημιουργήση υπέρ της Αλβανίας έγκυρον και σεβαστόν τίτλον κυριαρχίας επί της χώρας ημών και υποχρεώση ημάς. Ουδέν επίσης κέκτηται η Ελλάς δικαίωμα όπως εξακολουθεί κατέχουσα το ημέτερον έδαφος αποκλειστικώς ίνα παραδώσι αυτό εναντίον της ημετέρας βουλήσεως εις ξένον δυνάστην.
Ελευθέρα ήδη παντός δεσμού, μη δυνάμενη δε να συμβιώση, και δη υπό τοιούτους όρους, μετά της Αλβανίας, κηρύσσει η Βόρειος Ήπειρος την ανεξαρτησίαν της και προσκαλεί τους πολίτας της, όπως υποβαλλόμενοι εις πάσαν θυσίαν προασπίσωσι την ακεραιότητα του εδάφους και τας ελευθερίας της κατά πάσης προσβολής.
Εν Αργυροκάστρω τη 15η Φεβρουαρίου 1914
Η προσωρινή Κυβέρνησις
Ο Πρόεδρος
Γεώργιος Χρηστάκη Ζωγράφος
Τα μέλη
Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος
Μητροπολίτης Κορυτσάς Γερμανός
Μητροπολίτης Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδων»
Στις 16 Φεβρουαρίου 1914 το Δέλβινο και οι Άγιοι Σαράντα ανακηρύσσουν την Αυτονομία τους. Παρά τις διαταγές της Ελληνικής Κυβέρνησης προς τις Aρχές για παρεμπόδιση των εκδηλώσεων, η Προσωρινή Κυβέρνηση στο Αργυρόκαστρο αποφάσισε η ανακήρυξη της Αυτονομίας να γίνει επίσημα στις 17 Φεβρουαρίου και μάλιστα να λάβει πανηγυρικό χαρακτήρα για την τόνωση του ηθικού του λαού. Ως τόπος ορίσθηκε κατάλληλος χώρος κοντά στο Αργυρόκαστρο, στις όχθες του ποταμού Δρίνου.
Πηγές:
– «Ο Βορειοηπειρωτικός Αγώνας 1914» Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού
– «Χειμάρρα, το άπαρτο κάστρο του Ελληνισμού» Κώστα Χατζηαντωνίου, εκδόσεις «Πελασγός»
– «Ο Βορειοηπειρωτικός Αγών (1914)» Κωνσταντίνου Σκενδέρη, εκδόσεις «Πελασγός»
– «Ο Αυτονομιακός Αγώνας Β. Ηπείρου 1914 από τη σκοπιά των Αγωνιστών», Απόστολου Παπαθεοδώρου, εκδόσεις «Τήνος»
Ο Καπετάν Γιαγκλής και τα πρώτα παλικάρια του
Στις 25 Μαρτίου του 1937, το Κοινοτικό Συμβούλιο Νιγρίτας αποφάσισε την καθιέρωση της 21ης Φεβρουαρίου, ως «Τοπικής Εθνικής Εορτής ...συμβολιζούσης την απελευθέρωσιν της πόλεως ...εκ του τουρκικού ζυγού αφ’ ενός και εκ της βουλγαρικής βουλιμίας αφ’ ετέρου». Έκτοτε η επέτειος εορτάζεται αδιαλείπτως κάθε χρόνο σαν σήμερα ενώνοντας τα εξής τρία γεγονότα:
105 χρόνια λοιπόν μετά την 21 Φεβρουαρίου του 1913 αλλά και 81 περίπου μετά την καθιέρωση της ημέρας αυτής ως ημέρα απελευθερώσεως της πόλεως και της περιοχής από τον τουρκικό ζυγό αλλά και την ουδέποτε παύσασα Βουλγαρική βουλιμία, που έγινε γνωστή με την απανθρωπιά της 19ης Ιουνίου 1913 ότε μετέβαλαν την πόλη της Νιγρίτας σε στάχτη.
Μάλιστα οι θανατωθέντες υπέργηροι άντρες και γυναίκες υπερβαίνουν τους 470, ήταν όσοι δεν μπόρεσαν να διαφύγουν λόγω γήρατος προς το χωριό Αρέθουσα όπου κατέφυγαν οι περισσότεροι εκ των δυναμένων να κινηθούν. Την ίδια φυσικά μέθοδο και συμπεριφορά ακολούθησαν οι Βούλγαροι εναντίον των κατοίκων του Δημητριτσίου - Λυγαριάς - Αγίας Παρασκευής και όλων των γύρω χωριών της περιοχής. Τίποτε δεν έμεινε όρθιο, τα πάντα σαρώθηκαν από τη μανία του βουλγαρικού στρατού και των ακολουθούντων κομιτατζήδων.
Τα γεγονότα της Πέμπτης 19ης Ιουνίου 1913 μου διηγείται η γιαγιά μου 70 χρόνια αργότερα, που ήταν μικρό κοριτσάκι τότε.
«Με τον μεγαλύτερο αδερφό μου Σάββα αλλά και τα δίδυμα μικρότερα αδέλφια μου, που δεν ήταν πάνω από 2 ετών τον Σωτήρη και τον Γιώργο καθόμασταν στο σπίτι. Η νινέ, μάνα μας, Μαρία για να διασκεδάσει την πείνα των μωρών της έφτιαξε ένα νεροζούμι με ελάχιστο καφέ, λίγη ζάχαρη και μερικές μπουκιές ξερό ψωμί. Τα παιδιά καθώς ήμασταν πεινασμένα μαλώναμε για το ποιο θα φάει περισσότερο… Πάνω στον καβγά ακούγεται ένας εκκωφαντικός κρότος! Τα παιδιά μένουν βουβά! Οι γονείς τα χάνουν! Η νινέ δεν ήξερε τι να κάνει, μα δάκρια έτρεχαν από τα μάτια της, καθώς σκέπτονταν ότι παρότι 9 μήνες πριν είχαν απελευθερωθεί από τον ΚαπετάνΓιαγκλη και τα παλικάρια του, Ελληνικός Στρατός βρισκόταν ήδη μέσα στη Νιγρίτα, εν τούτοις κάτι της έλεγε ότι η κανονιά που πριν λίγο άκουσε δεν ήταν για καλό. Ο παππούς βγήκε έξω από το σπίτι, είδε τους στρατιώτες να υποχωρούν… Είχαν εντολή να αφήσουν την Νιγρίτα στο έλεος των Βουλγάρων και να υποχωρήσουν…
"ΜπαρμπαΠασχάλη", τον ήξεραν γιατί τους έφτιαχνε τα τσαρούχια που φορούσαν, ¨ ΜπαρμπαΠασχάλη πάρε τα παιδιά σου, μάζεψε ότι μπορείς από τα υπάρχοντά σου και φύγε… Εμείς φεύγουμε και οι Βούλγαροι προελαύνουν… Θα σκοτώσουν όποιον βρούν μπροστά τους και θα κάψουν την Νιγρίτα!¨ Μια σπαρακτική φωνή εκείνη την ώρα ακούστηκε… ¨ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΟΙ ΤΑΤΑΡΟΙ!!!¨
Ο παππούς δεν είχε κάρο, φόρτωσε τον μπόγο με τα λίγα ρούχα που μάζεψε η νινέ στην πλάτη του, πήρε το ένα από τα δίδυμα αγκαλιά έδωσε το άλλο στη γυναίκα του, μας πήραν και εμάς από ένα, τα μεγαλύτερα, ο καθένας από το χεράκι και ξεκινήσαμε τον δρόμο άλλοι για το Μασλάρι-Αρέθουσα και άλλοι για το Σοχό. Περπατούσαμε ώρες με τα πόδια… Κουραστήκαμε, μα δεν μιλούσε κανείς… τρέμαμε από τον φόβο…. Μαζί μας βρισκόταν πολλές εκατοντάδες Νιγριτινοί ξεσπιτωμένοι. Όλοι μαζί πήραμε τον δρόμο για τα βουνά, να σωθούμε. Μέσα μεταφοράς υπήρχαν μόνο τα κάρα με τα βόδια και τα γαϊδούρια, μα και εκείνα ήταν ελάχιστα. Έτσι λοιπόν κινήσαμε με τα πόδια τον ανήφορο για το βουνό! Πίσω μας αφήσαμε τους παππούδες και τις γιαγιάδες και όσους δεν μπορούσαν να μετακινηθούν γρήγορα. Έλεγαν οι παππούδες: ¨αφήστε μας εδώ, τι θα μας κάνουν; Εμείς είμαστε ανήμποροι να τους πειράξουμε. Δεν θα μας φοβηθούν άρα και δεν θα μας πειράξουν¨.
Στο Μασλάρι-Αρέθουσα μείναμε μερικές ημέρες. Δεν είχαμε να φάμε. Οι κάτοικοι του χωριού μοιράζονταν μαζί μας το ψωμί τους. Τελικά μετά από μέρες μας είπαν πως οι Βούλγαροι κατακτητές έφυγαν από τη Νιγρίτα και πήραμε το δρόμο του γυρισμού. Είχανε φόβο όλοι, μα και μεις στις παιδικές μας ψυχούλες, για το τι θα δούνε τα μάτια μας όταν επιστρέφαμε στη Νιγρίτα. Όσο γρήγορα φύγαμε από τη Νιγρίτα κυνηγημένοι άλλο τόσο γρήγορα επιστρέψαμε, έχοντας την αγωνία για το αν έκαναν κακό οι Βούλγαροι στα σπίτια και στους παππούδες μας! Φτάσαμε στο ύψωμα έξω από τη Νιγρίτα είδαμε αραιούς καπνούς πάνω από την πόλη. Πλησιάζοντας ακόμα περισσότερο η εικόνα ήταν εντελώς διαφορετική από αυτή που αφήσαμε πίσω. Η Νιγρίτα καμένη! Τα ψηλά (διώροφα και τριώροφα) σπίτια μακεδονικού ρυθμού πλέον δεν υπήρχαν. Υπήρχαν καμένα συντρίμμια, που ακόμα κάπνιζαν. Μόνο ο Αϊ Γιώργης και το καμπαναριό του δέσποζαν πλέον… μα και τα δυο βαριά πληγωμένα. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε καλά-καλά πού βρισκόταν τα σπίτια μας. Φτάσαμε στο χώρο που βρισκόταν η γειτονιά μας, ο παππούς Πασχάλης έκλαιγε ενώ η νινέ μας αγκάλιαζε και τα σαν ποτάμι δάκρυά της μας μούσκευαν τα ρούχα.
Ψάχναμε τους παππούδες, τις γιαγιάδες αλλά και τους άλλους ανήμπορους, που αφήσαμε πίσω μας. Μάταια όμως! Οι Βούλγαροι τους είχαν εκτελέσει και τους είχαν κάψει όλους! Ανθρώπινα μέλη κείτονταν παντού, σώματα κατακρεουργημένα και καμένα έβλεπες όπου γυρνούσες τα μάτια σου μαζί με σκοτωμένα ζώα, που είχαν την ίδια τύχη με τους ιδιοκτήτες τους.
Οι «αδίκω θανάτω τελειωθέντες», όπως μάθαμε στη συνέχεια, ήταν πάνω από 470, τόσους τουλάχιστον μπόρεσαν και κατέγραψαν, ενώ τα κατεστραμμένα σπίτια ήταν 1.450.
Εμείς πεινούσαμε, μα δεν υπήρχε τίποτα να φάμε! Ψάχναμε στα αποκαΐδια να βρούμε κάτι που τρώγονταν, βρίσκαμε κανένα καμένο κουτάλι και κανένα μισοσπασμένο πιάτο, και τα μαζεύαμε… αυτά ήταν η αρχή για το νοικοκυριό μας! Οι μεγάλοι μάζεψαν τα μέλη και τα σώματα των εκτελεσθέντων και τα έθαψαν τιμώντας τους όπως μπορούσαν, μιμούμενοι την αρχαία πρόγονό τους την Αντιγόνη! Στη συνέχεια προσπαθούσαν να ταιριάξουν τα σπίτια τους για να βάλουν τις οικογένειές τους. Ποιος να βοηθήσει ποιόν; Όλοι στην ίδια μοίρα βρισκόταν! Μα και έτσι που ήταν όλοι βοηθούσαν όλους! Αποτέλεσμα της φτώχειας μας, της δυστυχίας μας και της πείνας μας ήταν να δώσουμε το ένα από τα μικρά για υιοθεσία σε μια άτεκνη θεία μου. Αφού δεν είχαν να μας ταΐσουν! Καλύτερα 5 στόματα παρά 6. Τουλάχιστον το ζευγάρι που θα έπαιρνε το ένα θα μπορούσε να του δώσει κάτι να φάει. Η νινέ ήταν πονεμένη μα αμίλητη. Μάνα που δίνει το παιδί της για να μπορέσει να ζήσει και αυτό αλλά και τα άλλα 3 που κρατούσε. Μάνα με τύψεις για την δίκαιη όμως πράξη της αλλά και με βουβό πόνο μέχρι που έκλεισε τα μάτια της!»
Έτσι τελείωνε την διήγηση η γιαγιά κάθε φορά. Μα τα μάτια της και τα ρυτιδιασμένα μάγουλά της ήταν κατάφορτα από τα δάκρυα, τα οποία συνόδευαν οι λυγμοί! Και εμείς κάθε φορά που τελείωνε την διήγηση αυτή και βρισκόταν πάντοτε σε αυτή την βεβαρημένη συναισθηματικά κατάσταση, την αφήναμε στην κάμαρά της και πηγαίναμε στην κουζίνα και ξεσπούσαμε τα με δυσκολία συγκρατημένα μέχρι τότε δάκρυα μας.
Αυτοί οι άνθρωποι που έζησαν αυτά τα γεγονότα πλέον έφυγαν από τη ζωή! Μείναμε όμως εμείς, τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους να τα μεταφέρουμε στα δικά μας παιδιά και εγγόνια. Για να ξέρουν τι αντιμετώπισαν οι πρόγονοί τους. Να μην ξεχάσουν ποτέ την καταστροφή που υπέστη ο τόπος μας! Γιατί ο τόπος μας είναι διάσπαρτος από θυσία!
«Γιατί, σε κάθε βήμα μπορεί να πατήσεις χώμα ιερό, μπορεί να πατήσεις έναν τάφο, μπορεί να πατήσεις ένα λείψανο.»
Όλοι αυτοί που είτε θυσιάσθηκαν είτε υπέφεραν το έκαναν για του Χριστού την Πίστη την Αγία και της Πατρίδος την Ελευθερία! Θυσιάστηκαν και υπέφεραν για να κρατήσουν την ελληνικότητα σε αυτά τα χώματα που είναι ευλογημένα από τα αίματά τους! Θυσιάστηκαν για να ξυπνήσουν συνειδήσεις κοιμισμένες τότε αλλά και σήμερα!
Οφείλουμε σήμερα, εμείς, να μην ξεχνούμε την θυσία τους! Ευτελιστήκαμε οικονομικά, ηθικά, αξιακά! Δεν επιτρέπουμε όμως σε κανέναν, είτε «εντός των τοιχών» είτε εκτός να ευτελίσει την Πατρίδα μας!
Μέχρι εδώ!
Χρωστούμε σ’ όσους ήρθαν
πέρασαν
θα ‘ρθούνε θα περάσουν
Κριτές θα μας δικάσουν
οι αγέννητοι, οι νεκροί!
Ο Λαός δεν αντέχει πια! Να το καταλάβουν! Ήταν ένα ναρκωμένο λιοντάρι, το μέθυσαν και το νάρκωσαν κάποιοι με το χρήμα και την καλή ζωή! Τώρα το λιοντάρι ξύπνησε και θα κυνηγήσει όποιον το υποτιμήσει!
Σεβαστοί Κυρίες και Κύριοι που στα χέρια σας κρέμεται η Πατρίδα μας, και σήμερα δεν είστε εδώ, προσέξτε! Σας τιμούμε και προσευχόμαστε πάντοτε πρώτα για σας, τους καθ΄ ύλην αρμόδιους να διαφυλάξουν τα Ιερά και τα Όσια της Πατρίδας μας. Έχετε πίσω σας έναν ολόκληρο λαό, την συντριπτική πλειονοψηφία των Ελλήνων που σας στηρίζουν για να στήσετε μέτωπο και στήθος μπροστά σε όσους επιβουλεύονται την ιστορία μας, την αξία μας, τον πολιτισμό μας και την εδαφική μας ακεραιότητα! Μη μας προδώσετε! Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, που σήμερα δεν είστε εδώ, και λοιποί άρχοντες, ο καθένας από το μετερίζι του, με ψυχή ανδρεία αγωνιστείτε και εμείς σας στηρίζουμε! Η Μακεδονία είναι μόνο μία και δεν μπορεί να μην είναι Ελληνική!
Από την ψήφο σας και την έγκρισή σας κρέμεται η τύχη της Μακεδονίας μας! Από τις αποφάσεις που θα κληθείτε να πάρετε μέσα στο κοινοβούλιο, ως πρόσωπα πλέον, θα κριθούν πολλά! Για την Πατρίδα μας, για τους Έλληνες αλλά και για σας τους ευθυνοφόρους!
Φοβάμαι πως μια λάθος επιλογή σας στο κοινοβούλιο, θα σας φέρει αντιμέτωπους με αυτούς που σας ανέδειξαν και σας τοποθέτησαν εκεί!
Θα εκθέσετε οι ίδιοι τον εαυτό σας στο Λαό, που προδοσίες δεν σηκώνει! Θα ελεγχθείτε για ότι πράξετε γιατί στον λαό είστε υπόλογοι!
Δεν έχετε δικαίωμα να κλείσετε τα αυτιά σας στην ιστορία! Κλείστε τα στις σύγχρονες Σειρήνες που θα θέλουν να σας δελεάσουν!
Έχετε χρέος όχι μόνο απέναντι σε μας τους συγχρόνους συμπατριώτες σας! Έχετε κυρίως χρέος ιερό προς τους νεκρούς μας, που είναι πολύ περισσότεροι από τους ζωντανούς! Έχετε όμως χρέος ιερό και προς τα παιδιά σας, τα παιδιά μας, τα σημερινά αλλά και τα αυριανά Ελληνόπουλα για το status quo, το οποίο θα τους παραδώσουμε με ευθύνη σας!
Κριτές λοιπόν θα μας δικάσουν,
Οι αγέννητοι οι νεκροί!
Ο Θεός μαζί σας αν πάρετε την απόφαση να αγωνιστείτε υπέρ της Πατρίδος!
Ο Θεός ας σας συγχωρήσει, αν αποφασίσετε να ενδώσετε!
Καλή δύναμη!
Η Υπέρμαχος Στρατηγός του Έθνους μας Κυρία Θεοτόκος και Αειπάρθενος Μαρία, η Παναγία μας αγαπά την Ελλάδα και δεν θα μας αφήσει!
Σηκώστε Έλληνες το κεφάλι!
Ψηλά οι Σημαίες!
Γιατί όπως είπε και ο Γέρος του Μωριά Θεόδωρος Κολοκοτρώνης «Ψηλά μωρέ τα κεφάλια, εμείς και στο Θεό όρθιοι μιλούμε»!
Με νουν και καρδία Πατριωτική και υψηλόφρονα όπως οι Ήρωες πρόγονοί μας, που σήμερα τιμούμε, βροντωφωνάζουμε:
Ζήτω η Μακεδονία!
Ζήτω η Ελλάς!
Ζήτω οι Έλληνες!
Ο τορπιλισμός του «Φετχί Μπουλέντ» που οι Έλληνες αποκαλούσαν «Φετίχ Μπουλέντ» ήταν η πρώτη μεγάλη ναυτική επιτυχία των Βαλκανικών Πολέμων και γιορτάστηκε με πανηγυρισμούς σε όλη την Ελλάδα. Επρόκειτο για μια επιχείρηση που πραγματοποιήθηκε με την έναρξη του Α’ Βαλκανικών Πολέμων με την οποία ο υποπλοίαρχος Νικόλαος Βότσης πέτυχε το ακατόρθωτο.
Ο υποπλοίαρχος Νικόλαος Βότσης είχε εντολή να επιτηρεί την παραλιακή ζώνη της Κατερίνης με το τορπιλλοβόλλο «Τ- 11», προκειμένου να μην επιχειρηθεί εκφόρτωση πολεμικών εφοδίων από τουρκικά πλοία στα μαχόμενα Οθωμανικά στρατεύματά τους στη Μακεδονία.
Τότε με τις πρώτες ναυτικές συμπλοκές στις 18 Οκτωβρίου του 1912, κυβερνώντας το Τορπιλοβόλο 11 εισήλθε στο οχυρωμένο λιμάνι της Θεσσαλονίκης χωρίς να γίνει αντιληπτός, όπου και εκτόξευσε τρεις τορπίλες κατά της τουρκικoύ θωρηκτού "Φετίχ Μπουλέντ" 3.000 τόνων, με αποτέλεσμα οι δύο τορπίλες να ευστοχήσουν το τουρκικό πολεμικό πλοίο, να βυθιστεί και ο Ν. Βότσης να αποχωρήσει χωρίς καμία απώλεια.
Η πρωτοβουλία αυτή που ανέλαβε ο Ν. Βότσης πέτυχε χάρη στην ψύχραιμη εκτίμηση και τη γενναιότητα του καθώς δεν κινδύνευε μόνο να αναγνωρισθεί από τον εχθρό αλλά και από το ναρκοπέδιο το οποίο προσπέρασε. Την επομένη της επιτυχίας αυτής του Ν. Βότση, στις 19 Οκτωβρίου εκδίδεται από το Υπουργείο Ναυτικών το ακόλουθο τηλεγράφημα προς όλες τις ναυτικές μονάδες:
"Τορπιλοβόλο 11" υπό Κυβερνήτην Υποπλοίαρχον Ν. Βότσην εισελθόν εσπέρας χθες εις λιμένα Θεσσαλονίκης
ετορπίλισεν επιτυχώς τουρκικόν πολεμικόν "ΦΕΤΙΧ ΜΠΟΥΛΕΝ" αφήσαν βυθισμένο. Κατέπλευσεν Αικατερίνη αβλαβές.
Συγχαίρω από καρδίας Ελληνικόν Στόλον, πεποιθώς ότι η δράση του, μέχρι τέλους νικηφόρου αγώνος
είναι ανταξία ενδόξων παραδόσεων Ελλήνων ναυμάχων" Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΝΑΥΤΙΚΩΝ
Ο 35χρονος υδραίος αξιωματικός, Νικόλαος Βούτσης, γόνος ναυμάχων του '21, έβαλε ως στόχο ένα παλαιό θωρηκτό του οθωμανικού στόλου, το «Φετίχ Μπουλέντ», που ναυλοχούσε στο λιμάνι της τουρκοκρατούμενης τότε Θεσσαλονίκης, όταν έμαθε ότι από το πλοίο είχαν αφαιρεθεί τα μεγάλα κανόνια του, τα οποία είχαν τοποθετηθεί στην ξηρά για την καλύτερη υπεράσπιση της περιοχής. Έτσι, ζήτησε από το επιτελείο να δράσει και έλαβε θετική απάντηση.
Η επιχείρηση ορίστηκε για το βράδυ της 18ης Οκτωβρίου. Με τη βοήθεια δύο ελλήνων ψαράδων από την Κατερίνη, που γνώριζαν πολύ καλά τα κατατόπια του Θερμαϊκού, το ελληνικό τορπιλλοβόλο εισέδυσε με πάσα μυστικότητα και περισσή ικανότητα στο ναρκοθετημένο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και χωρίς να γίνει αντιληπτό έβαλε από απόσταση 150 μέτρων με δύο τορπίλες κατά του τουρκικού θωρηκτού στις 23:35, σύμφωνα με την αναφορά του κυβερνήτη.
Οι βολές ήταν επιτυχημένες και το «Φετίχ Μπουλέντ» έγειρε προς τα δεξιά και άρχισε να βυθίζεται, παρασύροντας στον υγρό τάφο του τον ιμάμη του πλοίου και έξι ναύτες. Μία τρίτη τορπίλη, που εκτοξεύτηκε από το «Τ-11», προσέκρουσε στον κυματοθραύστη. Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης, ο Βότσης ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός, καθώς στο λιμάνι ήταν αραγμένα δύο ακόμη πλοία, ένα αγγλικό και ένα ρωσικό, και θα μπορούσε να προκληθεί διπλωματικό επεισόδιο αν τους συνέβαινε το παραμικρό.
Αμέσως σήμανε συναγερμός στο τουρκικό στρατόπεδο. Ο εκκωφαντικός κρότος, που δόνησε την πόλη, αρχικά έδωσε την εντύπωση ότι προερχόταν από έκρηξη σε πυριτιδοποθήκη, αλλά το αρχικό ξάφνιασμα διαδέχθηκε η κατάπληξη, όταν οι Οθωμανοί αξιωματικοί πληροφορήθηκαν την ανατίναξη του πλοίου. Αμέσως, ο τεράστιος προβολέας από το Καραμπουρνάκι άρχισε να χτενίζει το λιμάνι για την επισήμανση του εισβολέα, αλλά το ελληνικό τορπιλλοβόλο διέφυγε, όπως ήλθε, απαρατήρητο, και στις 4 το πρωί της 19ης Οκτωβρίου 1912 επέστρεψε στη βάση του, στα παράλια της Κατερίνης. Την ίδια μέρα, ο Νικόλαος Βότσης απέστειλε την αναφορά του προς το επιτελείο και δέχθηκε τα συγχαρητήρια του υπουργού Ναυτικών, Νικολάου Στράτου.
Το γεγονός του τορπιλλισμού και της βύθισης του «Φετίχ Μπουλέντ» προκάλεσε μεγάλο ενθουσιασμό στο λαό και το μαχόμενο στρατό. Ήταν η πρώτη μεγάλη ναυτική επιτυχία των Βαλκανικών Πολέμων και γιορτάστηκε με πανηγυρισμούς σε όλη την Ελλάδα.
Αναφορά στο κατόρθωμα του Βότση περιλαμβάνεται στον ύμνο του Πολεμικού Ναυτικού «Ο Ναύτης του Αιγαίου», που συνέθεσε το 1912 ο Κωνσταντίνος Λυκόρτας.
(Πηγή: OnAlert)
Είμαι ο Ναύτης του Αιγαίου
κρεβάτι έχω τα βαθιά νερά
και για την ένδοξη πατρίδα
είμαι όλος φλόγα και καρδιά
Εγώ της Θάλασσας δελφίνι
Τις τρικυμίες όλες αψηφώ
Και περιμένω να ΄ρθει η ώρα
Να πολεμήσω τον εχθρό
Να του κολλήσω μια τορπίλα
Το έταξα στην Παναγιά
Και τα καράβια τ΄όλα να βουλιάξω
Κάτω εις τα βαθιά νερά
Είμαι ο Ναύτης του Αιγαίου
Άλλος εγώ Θεμιστοκλής
Απόγονος της Μπουμπουλίνας
Και του Μιαούλη συγγενής
Με την ανδρεία του Κανάρη
Και με του Βότση την ψυχή
Τον δύστυχο εχθρό τρομάζω
Και δε τολμά να κινηθεί
Άγιε Νικόλα μας βοήθα
Ο Στόλος πάντα να νικά
Να προστατεύει την Ελλάδα
Την Κύπρο μας και τα νησιά.
(Πηγή: Ινφογνώμων Πολιτικά)
«Ο στόλος περιπολεί διαρκώς περί τα Δαρδανέλλια αναμένων ματαίως την έξοδον του εχθρού». Η αναφορά του ναύαρχου Κουντουριώτη, που απελευθέρωσε 4 νησιά σε 48 ώρες...
Πλημμυρισμένη στις γαλανόλευκες σημαίες η Χίος πανηγύριζε για τρίτη φορά μέσα σε ενενήντα χρόνια την απελευθέρωσή της. Οι Τούρκοι οχυρώνονταν στις Καρυές, ένα χωριό σε ύψωμα πάνω απ’ την πόλη, αλλά για την ώρα, κανένας δεν ασχολιόταν μαζί τους. Το σύνταγμα της 2ης μεραρχίας, η πυροβολαρχία Κρουπ και οι ναύτες της τέταρτης μοίρας του ελληνικού στόλου παρέλαυναν νικηφόρα, ενώ οι κάτοικοι στριμώχνονταν στους δρόμους να τους καμαρώσουν. Αργά το μεσημέρι τέλειωσαν οι τελετές. Οι στρατιώτες ανασυντάχτηκαν και βγήκαν στην εξοχή να συναντήσουν τον αντίπαλο. Τους ανακάλυψαν να περιμένουν ταμπουρωμένοι. Η ελληνική έφοδος τους βρήκε να τρέχουν προς το οχυρωμένο βουνό. Τους περικύκλωσαν.
Ήταν 12 Νοεμβρίου του 1912. Και ήταν η Χίος το τελευταίο νησί του Αιγαίου που γινόταν ελληνικό, με εξαίρεση τα Δωδεκάνησα. Αυτά είχαν προλάβει να τα κυριεύσουν οι Ιταλοί από τον προηγούμενο Απρίλιο.
Ο ελληνικός στόλος είχε να επιτελέσει πολύ σημαντική αποστολή, στη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού πολέμου. Σύμφωνα με την ελληνοβουλγαρική συνθήκη, έπρεπε να κυριαρχήσει στη θάλασσα και να κλείσει τους Τούρκους στα Δαρδανέλια. Έπρεπε όμως παράλληλα να κυριεύσει και τα νησιά του Αιγαίου. Με την έκρηξη του πολέμου, ο ελληνικός στόλος έσπευσε ν’ αποκλείσει τα στενά. Την απελευθέρωση των νησιών ανέλαβαν δυο επιταγμένα ατμόπλοια (τα «Πηνειός» και «Πέλοψ») με εξακόσιους ναύτες και μια διλοχία που αποσπάστηκε από το 20ό σύνταγμα πεζικού. Μαζί τους συνέπρατταν κατά περίπτωση και πλοία του στόλου.
Στις 6 Οκτωβρίου 1912, επομένη της κήρυξης του πολέμου, τα ατμόπλοια βρέθηκαν έξω από τη Λήμνο. Στις 8, οι άνδρες της διλοχίας έκαναν απόβαση. Στις 9, η Λήμνος ήταν ελληνική. Ως τις 18, είχαν ελευθερωθεί σχεδόν δίχως μάχες Θάσος, Αϊ Στράτης και Ίμβρος. Στις 19, η διλοχία απελευθέρωσε τη Σαμοθράκη, στις 21 τα Ψαρά, στις 24 την Τένεδο και στις 4 Νοεμβρίου την Ικαρία, έπειτα από ...γραπτό αίτημα των κατοίκων:
Η απελευθέρωση των νησιών γινόταν με τη σειρά, έτσι όπως τα συναντούσαν μπροστά τους τα ατμόπλοια. Όμως, στη Λήμνο όπου βρισκόταν ο αρχηγός του στόλου Παύλος Κουντουριώτης, είδε έκπληκτος μια μέρα μπροστά του εκπροσώπους της «Ελεύθερης Πολιτείας της Ικαρίας» να του επιδίδουν ψήφισμα των κατοίκων του νησιού. Κήρυσσαν από μόνοι τους την ένωση με την Ελλάδα και ζητούσαν ένα πολεμικό να πάει να τους κυριεύσει. Ο Κουντουριώτης διέθεσε το αντιτορπιλικό «Θύελλα». Πήγε στην Ικαρία κι αποβίβασε μερικούς ναύτες που την κατέλαβαν και τυπικά. Μετά τη δοξολογία, ο πρόεδρος της προσωρινής διοίκησης, Ι. Μαλαχίας, έβγαλε τον πανηγυρικό της ημέρας καλώντας τους νησιώτες «να αναδειχθούν άξιοι της ελευθερίας». Μετά, όλοι ξαναγύρισαν στις δουλειές τους καθώς Τούρκος είχε από καιρό να φανεί στο νησί.
Πιο πρακτικοί οι Σαμιώτες αποφάσισαν να δράσουν γι’ άλλη μια φορά μόνοι και να μην ενοχλήσουν τον στόλο. Είχαν ελευθερωθεί το 1821 με ήρωα της τότε επανάστασης τον Λυκούργο Λογοθέτη. Είχαν κατακυρωθεί στην Τουρκία μετά την αναγνώριση του ελεύθερου ελληνικού κράτους αλλά δεν το δέχτηκαν. Συνέχισαν να πολεμούν ως το 1834, όταν ο σουλτάνος αναγνώρισε το νησί ως υποτελή ηγεμονία με δική της διοίκηση. Στις αρχές του εικοστού αιώνα, οι Τούρκοι προσπάθησαν να καταργήσουν την αυτονομία των νησιωτών. Μια επανάσταση με αρχηγό τον Θεμιστοκλή Σοφούλη ξέσπασε στα 1907. Αυτή τη φορά, οι Τούρκοι την έπνιξαν στο αίμα. Ο Σοφούλης καταδικάστηκε σε θάνατο αλλά είχε προλάβει να καταφύγει στην Αθήνα. Τον Αύγουστο του 1912, δυο μήνες πριν να ξεσπάσει ο Βαλκανικός πόλεμος, ξαναβρέθηκε στο νησί κι οργάνωσε νέα επανάσταση. Καταλάγιασε με την επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων που εγγυήθηκαν επαναφορά του καθεστώτος του 1834.
Τον Νοέμβριο του 1912, η αυτονομία φαινόταν πια ξεπερασμένη στη Σάμο. Ο Σοφούλης συγκάλεσε την εθνοσυνέλευση του νησιού που κήρυξε την ένωση με την Ελλάδα και εξέλεξε προσωρινή κυβέρνηση με πρόεδρο τον αρχηγό της επανάστασης. Είχε προηγηθεί η Κρήτη που έστειλε τους δικούς της εκπροσώπους στο ελληνικό κοινοβούλιο.
Με εξαίρεση τα Δωδεκάνησα, στις αρχές Νοεμβρίου μόνο η Μυτιλήνη και η Χίος δεν ανήκαν ακόμη στην Ελλάδα. Σ’ αυτά τα νησιά, όμως, η διλοχία δεν αρκούσε. Οι Τούρκοι τα είχαν οχυρώσει κι έπρεπε ν’ ασχοληθεί στα σοβαρά ο στόλος.
Στις 7 Νοεμβρίου, έγινε η απόβαση στη Μυτιλήνη. Στο νησί, βγήκαν 1030 αξιωματικοί κι οπλίτες και 250 ναύτες. Κυνήγησαν τους Τούρκους, που υποχώρησαν στο εσωτερικό και οχυρώθηκαν σ’ ένα παλιό στρατόπεδο, στο χωριό Κλαπάδος. Ο ελληνικός στρατός ελευθέρωσε πανηγυρικά το υπόλοιπο νησί, στις 8 του μήνα, ενώ το οχυρωμένο στρατόπεδο των Τούρκων πολιορκήθηκε κι αποκλείστηκε από όλες τις μεριές. Το ξεκαθάρισμα του εχθρικού θύλακα αφέθηκε για πιο εύθετο χρόνο.
Όταν η απόβαση στη Μυτιλήνη ολοκληρώθηκε, ο ελληνικός στόλος έφυγε για τη Χίο. Στις 11 Νοεμβρίου του 1912, στάλθηκε τελεσίγραφο στον Τούρκο διοικητή του νησιού να παραδοθεί. Εκείνος αρνήθηκε. Ο στόλος μετακινήθηκε στη θέση Κοντάρι. Την ίδια μέρα, με βάρκες, ξεκίνησε η απόβαση ενός συντάγματος που είχε αποσπαστεί από τη 2η μεραρχία. Οι Τούρκοι μαζεύτηκαν απέναντι κι άρχισαν να πυροβολούν. Μια ομοβροντία από τα πλοία τους έπεισε ν’ αποσυρθούν στην πόλη. Ώσπου το σύνταγμα να βγει στη στεριά, είχε νυχτώσει. Η μεταφορά των κανονιών αναβλήθηκε για την επομένη, 12 του μήνα. Στη νύχτα που μεσολάβησε, οι Τούρκοι έφυγαν από την πόλη κι οχυρώθηκαν στις Καρυές.
Ξημερώματα, 12 Νοεμβρίου, μια πυροβολαρχία Κρουπ μεταφέρθηκε στην ξηρά, οι στρατιώτες παρατάχθηκαν και με βήμα παρέλασης μπήκαν στην πόλη της Χίου που πλημμύριζε στα γαλανόλευκα. Την ίδια μέρα, έγινε έφοδος εναντίον των Τούρκων που ανατράπηκαν, παράτησαν το χωριό που κρατούσαν και αποτραβήχτηκαν σε οχυρές θέσεις στο βουνό. Ως τη νύχτα, ολόκληρο το νησί είχε κυριευθεί, εκτός από το βουνό, όπου οχυρώθηκαν οι κύριες τουρκικές δυνάμεις. Οι Έλληνες τις περικύκλωσαν κι άρχισαν να κανονιοβολούν. Εθελοντές νησιώτες ήρθαν να προστεθούν στις ελληνικές δυνάμεις.
Στη Μυτιλήνη, οι Τούρκοι εξακολουθούσαν να μένουν οχυρωμένοι στο χωριό Κλαπάδος. Στις ελληνικές δυνάμεις ήρθαν να προστεθούν ένας λόχος προσκόπων, ένας στρατού και το 11/19 τάγμα πεζικού. Στις 2 Δεκεμβρίου, ξεκίνησε η έφοδος. Στις 7, οι Τούρκοι παραδόθηκαν. Στις 8, τα τμήματα του ελληνικού στρατού μετακόμισαν στη Χίο.
Είχε προηγηθεί η ναυμαχία της Έλλης στις 3 Δεκεμβρίου, μέρα που επρόκειτο να ξεκινήσουν οι ελληνοτουρκικές συνομιλίες στο Λονδίνο.
Ο τουρκικός στόλος έκανε εντυπωσιακή εμφάνιση: Τέσσερα θωρηκτά κι άλλα εννιά πολεμικά ξεμύτισαν απ’ τα στενά σε μια προσπάθεια να περισώσουν ό,τι μπορούσαν στο Αιγαίο. Αλλά και οι Έλληνες διαθέτανε τέσσερα θωρηκτά. Τους περίμεναν απλωμένοι, κοντά στο ακρωτήριο της Έλλης, στο σημείο που κατά τη μυθολογία έπεσε και πνίγηκε η σύντροφος του Φρίξου, καθώς τους κουβαλούσε το χρυσόμαλλο κριάρι. Οι Τούρκοι άνοιξαν πυρ στις 9.22' το πρωί. Οι Έλληνες πλησίασαν κι απάντησαν στα πυρά, στις 9.25'. Στις 9.35', το θωρηκτό «Αβέρωφ» αποσπάστηκε από τον σχηματισμό και, με συνεχές ζιγκ ζαγκ, βρέθηκε στην πορεία των τουρκικών που το έβλεπαν να πλέει καταπάνω τους με όλη του την ταχύτητα. Έπεσε πανικός. Οι Τούρκοι ανέκρουσαν πρύμνα κι έσπευσαν να φυλαχτούν στα στενά. Στις 10.25', η ναυμαχία της Έλλης είχε τελειώσει.
Στη Χίο, μπορούσαν πια να ετοιμαστούν μ’ όλη τους την ησυχία. Περίμεναν τις ενισχύσεις που έφθασαν, όταν έπαψε η αντίσταση στη Μυτιλήνη. Η γενική επίθεση ορίστηκε για τις 20 Δεκεμβρίου. Οι Τούρκοι δεν άντεχαν πια. Ένα ένα, τα οχυρά τους έπεφταν. Ως τη νύχτα, όσοι Τούρκοι έμεναν ζωντανοί, παραδόθηκαν. Σε λιγότερο από δυόμισι μήνες, το Αιγαίο είχε μετατραπεί σε κλειστή ελληνική θάλασσα. Εκτός από τα Δωδεκάνησα, δεν υπήρχε νησί, νησίδα ή βραχονησίδα που να μην είχε περάσει σε ελληνικά χέρια. Έμελλε όμως να ξαναδοθούν στην Τουρκία η Ίμβρος και η Τένεδος.
Πηγή: (Έθνος, 13.11.1997) (τελευταία επεξεργασία, 17.2.2009), History Report , Ινφογνώμων Πολιτικά
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...