Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Στα βόρεια, της Φλώρινας και σε απόσταση τριάντα χιλιομέτρων βρίσκεται, από τα αρχαία χρόνια, η ελληνική πόλη Μοναστήρι (αρχ. Ηράκλεια).
Το πρωί της 2ας Νοεμβρίου 1912, από το λιμάνι του Μούδρου της Λήμνου, αποπλέει Μοίρα του Ελληνικού Στόλου με επικεφαλής το θρυλικό Θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ», υπό τον Ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, και κατευθύνεται προς το Άγιο Όρος.
Η παρουσία των πολεμικών σκαφών στα ανοικτά της χερσονήσου του Άθω, γίνεται αντιληπτή από τους μοναχούς των παραθαλασσίων μοναστηριών και κελλιών και κάτω από τις χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες εκατοντάδων καμπάνων τα πλοία πλησιάζουν τις ακτές του Αγίου Όρους.
Στις 11.30 οι Μονές φέρονται σημαιοστολισμένες ενώ οι μοναχοί αλλαλάζοντας από χαρά κανονιοβολούν και τυφεκιοβολούν. Το Θωρηκτό "Γ. Αβέρωφ" ανταποδίδει με 21 χαιρετιστήριες βολές.
Στη Δάφνη αγκυροβολεί το Αντιτορπιλικό «Θύελλα» και αποβιβάζει άγημα από 40 άνδρες, οι οποίοι ανεβαίνουν και απελευθερώνουν τις Καρυές. Ο επικεφαλής αξιωματικός του αγήματος «εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων» επικυρώνει την αποβατική ενέργεια και χαρακτηρίζει τον Καϊμακάμη, τους υπαλλήλους και τη μικρή τουρκική δύναμη «ως αιχμαλώτους πολέμου άνευ πολεμικής τινός ενεργείας». Ταυτόχρονα στη Δάφνη και στις Καρυές υψώνεται η Ελληνική Σημαία.
Το «Γ. Αβέρωφ» με τα ανιχνευτικά «Ιέραξ» και «Πάνθηρ» κατευθύνονται στον όρμο του Πρόβλακα, κοντα στα Νέα Ρόδα, όπου αποβιβάζουν 200 άνδρες, οι οποίοι καταλαμβάνουν την διώρυγα του Ξέρξη. Από τη στιγμή αυτή, στις 2 Νοεμβρίου 1912, μετά από 488 χρόνια υποδουλώσεως, ταπεινώσεων και πολλών περιπετειών, το Άγιον Όρος απελευθερώνεται. Στις 18.00 τα πλοία αποπλέουν για Λήμνο, εκτός του "Θύελλα" που σπεύδει προς Ικαρία.
Την επόμενη ημέρα, στις 3 Νοεμβρίου, συνήλθαν σε συνεδρίαση οι αντιπρόσωποι όλων των Μονών, εκτός της Ρωσικής, και υπεγράφη στον κώδικα των πρακτικών της συνεδρίας πράξη, δια της οποίας διαπιστωνόταν η κατάλυση των τουρκικών αρχών. Η επίσημη δε πράξη έγινε στις 5 Νοεμβρίου 1912.
Έλληνες στρατιώτες στην απελευθέρωση του Αγίου Όρους, το 1912. Αναμνηστική φωτογραφία με μοναχούς στην Κερασιά, στην πορεία τους προς την κορυφή του Άθω (πάνω)
Στρατιώτες στα K αυσοκαλύβια, 1912 (κάτω)
φωτογραφίες http://www.athosmemory.com
Στις 4 Νοεμβρίου 1912 η Ιερά Κοινότητα αποστέλλει ευχαριστήριο τηλεγράφημα για την απελευθέρωση του Αγίου Όρους στον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος και απάντησε ως εξής:
«Ο Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου
Εν Αθήναις τη 25η Νοεμβρίου 1912
Πανοσιολογιώτατοι,
Μετά βαθυτάτης συγκινήσεως αποδεχόμενος τον φιλόστοργον υμών ασπασμόν ευχαριστώ από μέσης καρδίας επί ταις τιμητικαίς εκφράσεσι, δι' ων με περιβάλλουσι αι υμέτεραι Αγιότητες.
Αντισυγχαίρων δε επί ταίς νίκαις, αίτινες θεία συνάρσει στέψασαι τα ελληνικά όπλα απελύτρωσαν και τους της Αθωνιάδος τόπους, επικαλούμαι τας προς τον Ύψιστον υμετέρας δεήσεις υπέρ της κατά τους κοινούς πόθους περατώσεως του Ιερού αγώνος.
Ελευθέριος Κ.Βενιζέλος».-
Η πλειοψηφία των μοναχών, πλην των Ρώσων, πανηγυρίζει το τέλος της αλλόθρησκης οθωμανικής κατοχής και κυρίως για την αυτονόητη προοπτική ενσωμάτωσης του Αγίου Όρους στον Εθνικό Κορμό. Ωστόσο η de jure αναγνώριση της Ελληνικής κυριαρχίας στον Άθω, που αρχικά επιχειρήθηκε να αποτραπεί από άλλα ορθόδοξα κράτη, έγινε το 1919 με τη Συνθήκη του Νεϊγύ και οριστικά το 1920 με τη Συνθήκη των Σερβών.
Και ενώ όλη η Ελλάδα πανηγύριζε την απελευθέρωση της Μακεδονίας και το Άγιον Όρος τη δική του, φανερά πλέον και απροσχημάτιστα στην Ιερά Μονή Ζωγράφου «βρέθηκε» εγκατεστημένος όχι ευκαταφρόνητος σε αριθμό και οπλισμό επίλεκτος για την αποστολή, βουλγαρικός στρατός και η Μονή υπό βουλγαρική κυριαρχία και κατοχή.
Στη φωτογραφία εικονίζεται το απόσπασμα του βουλγαρικού στρατού. Στο πίσω μέρος η φωτογραφία φέρει στα βουλγαρικά την υπογραφή του αρχηγού του αποσπάσματος «Αξιωματικός Γεώργιος Δημητρίεβιτς» και τη σημείωση: «Στρατιώται από την Βουλγαρίαν εις το Άγιον Όρος εις την Μονήν Ζωγράφου, 23 Μαρτίου 1913».
Οι βούλγαροι επιδίωξαν μόνιμη εγκατάσταση στη Μονή Ζωγράφου και στο επίνειο αυτής. Παράλληλα άρχισαν να διεκδικούν μέρος της Αγιορείτικης γης για το βουλγαρικό κράτος. Ύψωσαν τη βουλγαρική σημαία στη μονή και παρέμειναν και όλο το χειμώνα και την άνοιξη του 1913. Εν τω μεταξύ το απόσπασμα προχώρησε μέχρι τις Καρυές, πρωτεύουσα του Όρους, αλλά εκεί η παρουσία Ελληνικών δυνάμεων συνετέλεσε στην επιστροφή των Βουλγάρων στη μονή Ζωγράφου χωρίς να δημιουργηθούν επεισόδια.
Το ελληνικό κράτος όμως άρχισε να ανησυχεί και να λαμβάνει μέτρα προληπτικώς καθώς οι σχέσεις Ελλήνων και Βουλγάρων οξύνθηκαν τόσο ώστε να επίκειται η κήρυξη πολέμου μεταξύ τους, που άλλωστε συνέβη. Η δύναμη του Ελληνικού στρατού και της Χωροφυλακής, που είχε εγκατασταθεί στο Άγιον Όρος ήταν μικρή. Έτσι ύστερα από συνεννόηση του Έλληνα αστυνόμου με δύο κελιώτες μοναχούς, τους Γέρομτα Αβέρκιο και Ιωάννη Κομβολογά δημιουργήθηκε εθελοντικό σώμα στις Καρυές από 100 περίπου Έλληνες κελλιώτες και άλλους εργαζόμενους σε διάφορες μονές.
Μετά την έναρξη του Β' Βαλκανικού πολέμου και την άρνηση του βουλγαρικού στρατού να παραδοθεί σε μονάδα του Ελληνικού στόλου, ομάδα κελλιωτών και λαϊκών με επί κεφαλής τον αστυνόμο, πολιόρκησε την οχυρωμένη μονή Ζωγράφου και έριξε μερικές εκφοβιστικές βολές. Η στενή πολιορκία και η πάροδος του χρόνου ανάγκασαν το βουλγαρικό τμήμα να παραδοθεί στις 21 Ιουνίου και να μεταφερθεί αιχμάλωτο στον Πειραιά. Εν τω μεταξύ είχε αναγγελθεί η νικηφόρος προέλαση και καταδίωξη του βουλγαρικού στρατού από τον Ελληνικό στις μάχες Κιλκίς- Λαχανά. Κάτι παρόμοιο είχε συμβεί και με την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τον Ελληνικό στρατό όπου οι Βούλγαροι εξεδιώχθησαν με μάχη.
Οι Έλληνες δεν προέβησαν σε καμιά ενέργεια κατά των Ζωγραφιτών μοναχών εφόσον είχαν αποχωρήσει και τα στρατεύματα από εκεί.
ΚΡΗΤΕΣ ΚΑΙ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΑΘΩΝΟΣ
του Παναγιώτη Μελικίδη
Το Άγιον Όρος απελευθερώθηκε στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων και συγκεκριμένα τον Νοέμβριο του 1912. Στο σημείωμα αυτό θα αναφερθούμε σε κάποιες πτυχές, αρκετά ενδιαφέρουσες πιστεύω, που αφορούν την απελευθέρωση του Άθωνα από τον τουρκικό ζυγό, βασισμένοι κυρίως στο πόνημα του ιστορικού Α. Στιβακτάκη «Το Άγιον Όρος και η Κρήτη».
Η διαταγή για την κατάληψη του Αγίου Όρους απευθυνόταν στο Πρώτο Ανεξάρτητο Τάγμα Κρητών-Τάγμα Κολοκοτρώνη- επικεφαλής του οποίου ήταν ο στρατηγός Ιωάννης Σ. Αλεξάκης. Το Τάγμα αυτό είχε ως πεδίο επιχειρήσεων την περιοχή της Χαλκιδικής και πήρε εντολή να κινηθή προς την Ιερισσό, την πύλη του Αγίου Όρους στην ανατολική πλευρά της χερσονήσου του Άθω. Αποστολή των Κρητικών ήταν να αποτραπή πιθανή προσπάθεια των βουλγαρικών στρατευμάτων να καταλάβουν το Περιβόλι της Παναγίας με την πρόφαση ότι η Ι.Μ. Ζωγράφου ανήκει στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Βουλγαρίας. Πράγματι η παρουσία ελληνικού στρατού στην πόλη της Ιερισσού έπαιξε αποτρεπτικό ρόλο ακόμα και στη σκέψη των Βουλγάρων να «ελευθερώσουν» πρώτοι τον Άθωνα από τους Τούρκους.
Για την επίτευξη του δεύτερου στόχου ο λόχος των Κρητών ξεκίνησε την Κυριακή 4 Νοεμβρίου 1912 και στις 10, περίπου, η ώρα για να πραγματοποιήση τη δεύτερη φάση του σχεδίου που ήταν η απελευθέρωση του Όρους, χωρίς όμως να γνωρίζη ότι δυό μέρες πριν τμήματα του ελληνικού στρατού και του ναυτικού κατέλαβαν τη μοναστική πολιτεία. Αφού, λοιπόν, προχώρησαν και φτάσανε στον λεγόμενο Ισθμό του Ξέρξη, πληροφορήθηκαν ότι το Όρος καταλήφθηκε ήδη από ελληνικές δυνάμεις και δίνονταν εντολή να μην προχωρήσουν άλλο αφού δεν υπήρχε πλέον λόγος.
Η μεταφορά της διαταγής στενοχώρησε τους Κρήτες, οι οποίοι εκείνες τις ημέρες ζούσαν με την ελπίδα, την χαρά και το όραμα ότι αυτοί πρώτοι θα απελευθέρωναν το Άγιον Όρος. Έτσι συγκεντρώθηκαν οι στρατιώτες ανά ομάδες και άρχισαν να εκδηλώνουν τα συναισθήματά τους. Οι ζωηρότεροι, κατά τη μαρτρυρία του στρατηγού Αλεξάκη, έλεγαν: «Ίσαμε επαέ ναρθούμε, στο κατώφλι του Αγίου Όρους, και να μην πάμε παραμέσα, να ίδωμεν έστω μίαν Μονήν, ποιός Θεός το θέλει;». Μάλιστα στην αναφορά του Λόχου (6 Νοεμβρίου 1912) παρουσιάστηκαν μερικοί στρατιώτες που ζητούσαν να μεταβούν στην Αθωνική πολιτεία, αλλά ο λοχαγός τους εξήγησε ότι βάσει των διαταγών κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον.
Πως όμως εξηγείται η αγάπη των Κρητικών για το Άγιον Όρος; Πέρα από την αίγλη που έχει σ' όλη την Χριστιανωσύνη, οι Αγιορείτες πατέρες συχνά έφερναν στη Κρήτη ιερά άμφια, θαυματουργές εικόνες, ιερά λείψανα κατά τη διάρκεια κυρίως των συχνών και αιματηρών κρητικών επαναστάσεων εναντίον του τουρκικού ζυγού, προκειμένου να ανυψώσουν το ηθικό των Κρητικών. Επίσης Αγιορείτες έφερναν το εργόχειρά τους για να τα πουλήσουν στο νησί. Ακόμη οι στρατιώτες του λόχου είχαν ακούσει για την ζωή αγιασμένων μοναχών του Άθω, για τα κειμήλια που φυλάσσει κάθε Μονή, για τις θαυματουργές εικόνες και για τα άγια λείψανα, όπως επίσης ξέρανε και για το μοναδικό φυσικό περιβάλλον της περιοχής αυτής.
Πηγή: Αγιορείτικες Μνήμες
Εκπομπή «Η ΙΣΤΟΡΙΑ με τον Γιώργο Ρωμανό», ο οποίος είναι συγγραφέας αναλυτής και ιστορικός ερευνητής. Παρουιάζει ο σύμβουλος του Neocleous Πτέραρχος ε.α. Χρήστος Πουγκιάλης.
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι έγιναν το 1912-13, αρχικά από τα συμμαχικά Χριστιανικά Κράτη των Βαλκανίων, Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία και Μαυροβούνιο εναντίον της Τουρκίας για την απελευθέρωση υποδούλων ομοεθνών τους (1ος Βαλκανικός) και στη συνέχεια από την Ελλάδα και τη Σερβία εναντίον της Βουλγαρίας,
Η Ελλάδα, επί κυβερνήσεως Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, αγοράζει το θωρηκτό Αβέρωφ, αντί 24 εκατομμυρίων δραχμών, από τα οποία τα 8 εκατομμύρια προέρχονται από κληροδότημα του Γεωργίου Αβέρωφ.
Στις αρχές του 20ού αιώνα τα χριστιανικά έθνη της Βαλκανικής, λόγω της διάψευσης των ελπίδων από τις αλλαγές που ευαγγελίζονταν οι Νεότουρκοι και της καταπίεσης σε βάρος των χριστιανικών πληθυσμών, ανέπτυξαν έντονη δραστηριότητα με στόχο την απελευθέρωσή τους από τον οθωμανικό ζυγό. Οι συνθήκες για την ανάληψη δράσης μέσα στην παραπαίουσα αυτοκρατορία ήταν ιδανικές. Έτσι, το Μαυροβούνιο, η Σερβία, η Βουλγαρία και η Ελλάδα προχώρησαν το 1912 στη σύναψη διμερών αμυντικών συμβάσεων και τελικά από τις 25 Σεπτεμβρίου ως στις 5 Οκτωβρίου 1912, κήρυξαν διαδοχικά τον πόλεμο στην Πύλη. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η Τουρκία, θορυβημένη από την συμμαχική διακοίνωση, προσπάθησε να αποσπάσει την Ελλάδα από την συμμαχία, υποσχόμενη την παραχώρηση της Κρήτης και την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων της συνθήκης του Βερολίνου (1/13 Ιουλίου 1878)
Η επιτυχία της κατάληψης της Φιλιππιάδας δεν άφησε ασυγκίνητο το Υπουργείο Στρατιωτικών, που έστειλε για ενίσχυση του Στρατού Ηπείρου το Ανεξάρτητο Σύνταγμα Κρητών[1], δύναμης 2.000 ανδρών. Τώρα ο Σαπουντζάκης μπορούσε και επίσημα να διεξάγει επιθετικές επιχειρήσεις.
Καταγόταν ἀπὸ ὀνομαστὴ οἰκογένεια τῆς ὀρεινῆς Λακωνίας ποὺ ἀνέδειξε δεκάδες ἀγωνιστές, στρατιωτικούς, πολιτικούς, καὶ ἐπιστήμονες, ἀπὸ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 μέχρι καὶ τὴν πρόσφατη ἐθνική μας ἱστορία. Γενάρχης τῆς οἰκογένειας ἦταν ὁ καπετὰν Γιάννης Καψαμπέλης (1795- 1853) τοῦ ὁποίου ἡ πατρικὴ οἰκογένεια καταγόταν ἀπὸ τὰ Ὀλυμποχώρια τῆς Λακεδαίμονος, ἀλλὰ ἐγκαταστάθηκε στὴν Καστάνιτσα, ἱστορικὴ κωμόπολη στὶς πλαγιὲς τοῦ Πάρνωνα, ὅπου σώζεται μέχρι σήμερα πύργος μὲ τ’ ὄνομά του. Ἔλαβε μέρος καὶ διακρίθηκε σὲ ὅλα τὰ κινήματα καὶ τὶς μάχες τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, στὴν Πελοπόννησο, τὴ Ρούμελη καὶ τὴν Ἤπειρο. Τοῦ ἀπονεμήθηκε ὁ βαθμὸς τοῦ Στρατηγοῦ (1825) καὶ μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση, ἐγκαταστάθηκε στὸν Πειραιᾶ. Τὰ παιδιά του, τὰ ἐγγόνια καὶ τὰ δισέγγονά του, διακρίθηκαν στοὺς ἐθνικοὺς ἀγῶνες καὶ ἀναδείχτηκαν λαμπροὶ ἐπιστήμονες, διπλωμάτες καὶ στρατιωτικοί.
Ἐγγονός του ἦταν καὶ ὁ Καψαμπέλης Βασίλειος, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὸν Πειραιᾶ τὸ 1864. Κατὰ τὴν οἰκογενειακὴ παράδοση ἀκολούθησε τὸν στρατιωτικὸ κλάδο καὶ φοίτησε στὴν Στρατιωτικὴ Σχολὴ τῶν Βρυξελλῶν. Μετὰ τὶς σπουδές του ἐπανῆλθε στὴν Ἑλλάδα καὶ κατατάχθηκε στὸν ἑλληνικὸ στρατὸ μὲ τὸν βαθμὸ τοῦ Ἀνθυπίλαρχου. Ἔλαβε μέρος στὸν ἀτυχῆ πόλεμο τοῦ 1897. Στὴν περίοδο τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνα, κατὰ τὰ ἔτη 1908-1910, ὑπηρέτησε μὲ τὸν βαθμὸ τοῦ ὑπίλαρχου στὰ ἑλληνικὰ προξενεῖα Σερρῶν καὶ Ξάνθης, ὡς εἰδικὸς γραφέας, μὲ τὸ ψευδώνυμο Κατσιμάνης. Ὅταν κηρύχτηκε ὁ Α΄ Βαλκανικὸς Πόλεμος ὁ Βασίλειος Καψαμπέλης, ἴλαρχος πλέον, ἦταν ἐπιτελικὸς ἀξιωματικὸς (μὲ χρέη διαγγελέως) τῆς ΙΙΙ Μεραχίας Πεζικοῦ, τῆς ὁποίας ἡγεῖτο ὁ Ὑποστράτηγος Κων/νος Δαμιανός. Ἔλαβε μέρος στὶς μάχες τοῦ Σαρανταπόρου, τῶν Στενῶν τῆς Πόρτας καὶ στὴ νικηφόρα προέλαση τοῦ Στρατοῦ μας πρὸς Σέρβια, Κοζάνη, Βέροια, Νάουσα, Ἔδεσσα. Στὶς 18 Ὀκτωβρίου ὁ Στρατός μας ἑτοιμαζόταν γιὰ τὴν πολὺ κρίσιμη μάχη ποὺ ἐπρόκειτο νὰ δώσει τὴν ἑπομένη, γιὰ τὴν κατάληψη καὶ ἀπελευθέρωση τῶν Γιαννιτσῶν καὶ στὴ συνέχεια τῆς Θεσσαλονίκης. Τὰ Γιαννιτσά, ἱερὴ πόλη καὶ προσκυνηματικὸ κέντρο τῶν Μουσουλμάνων, τὸ τελευταῖο προπύργιο τῶν Τούρκων πρὶν ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη, ἦταν ἄριστα ἐξοπλισμένα καὶ ὀργανωμένα ἀμυντικά. Ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς χρειάστηκε ἐπὶ ἕνα διήμερο (19-20 Ὀκτωβρίου) καὶ ὑπὸ δυσμενέστατες συνθῆκες, νὰ δώσει μία ἀπὸ τὶς πιὸ ἀποφασιστικὲς καὶ πολυνεκρὲς μάχες τοῦ Πρώτου Βαλκανικοῦ Πολέμου, γιὰ νὰ ἀνοίξει ὁ δρόμος πρὸς τὴ Θεσσαλονίκη. Ἡ ΙΙΙ Μεραρχία εἶχε στρατοπεδεύσει μεταξὺ τῆς μονῆς Ἁγίου Λουκᾶ καὶ τῆς Καρυώτισσας καὶ εἶχε ὡς ἀποστολή της τὸν ἔλεγχο τοῦ νότιου τομέα τῶν ἐπιχειρήσεων, μὲ κίνηση ἀπὸ τὰ χωριὰ Καρυώτισσα καὶ Μπάλιτσα (Μελίσσι) καὶ τελικὸ προορισμὸ τὸ χωριὸ Τσέκρι (Παραλίμνη). Μὲ προφυλακὲς μονάδες τοῦ 12ου Συντάγματος εἶχε σκληρὲς καὶ αἱματηρὲς συγκρούσεις μὲ τουρκικὲς δυνάμεις γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῆς γέφυρας τοῦ Μελισσίου καὶ τοῦ Ἀσπροπόταμου, ἐνῷ δεχόταν, καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς 19ης Ὀκτωβρίου, καταιγισμὸ πυρός τοῦ τουρκικοῦ πυροβολικοῦ ἀπὸ τὰ ἀπέναντι ὑψώματα στὶς παρυφὲς τῶν Γιαννιτσῶν. Τὴν ἑπομένη, ἀπὸ τῆς 7ης πρωινῆς, ἡ ΙΙΙ Μεραρχία κινήθηκε πρὸς τὰ Γιαννιτσὰ μὲ ἐμπροσθοφυλακὴ τὸ 6ο Σύνταγμα, μέσα σὲ καταιγίδα πυρῶν πυροβολικοῦ καὶ πεζικοῦ. Χρειάστηκαν ὧρες φονικῶν συμπλοκῶν καὶ ἑκατοντάδες ἡρωικῶν θυμάτων τῶν ἑλληνικῶν μεραρχιῶν (2ης – 3ης – 4ης – 6ης καὶ 7ης) μέχρι τῆς 11ης πρωινῆς της 20ης Ὀκτωβρίου, γιὰ νὰ καμφθεῖ ὁριστικὰ ἡ τουρκικὴ ἀντίσταση καὶ νὰ ἐλευθερωθοῦν τὰ Γιαννιτσά. Κατὰ τὴ διάρκεια αὐτῶν τῶν πρωινῶν αἱματηρῶν συγκρούσεων τῆς 20ης Ὀκτωβρίου ἐφονεύθη ὁ ἡρωικὸς ἴλαρχος Βασίλειος Καψαμπέλης.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ παρακολουθήσουμε ἀποσπάσματα ἀπὸ λεπτομερεῖς περιγραφὲς τῶν συνθηκῶν τοῦ θανάτου του, ὅπως τὶς διέσωσε ὁ Γεώργιος Παρασκευόπουλος (1), αὐτόπτης μάρτυς τῶν γεγονότων, στὶς πολεμικές του ἀναμνήσεις: «Ἐνθυμοῦμαι ὅτι κατὰ τὴν κρισιμοτέραν στιγμὴν τῆς μάχης τοῦ Γλυκόβου ἀνεφάνη ἔφιππος ὁ ἴλαρχoς Β. Καψαμπέλης Διαγγελεύς τῆς 3ης Μεραρχίας, ἐρχόμενος ἐξ ἐπιθεωρήσεως τὴν ὁποία ἐνήργησεν ἐφ’ ὅλων τῶν μαχομένων τμημάτων καί, παρορμῶντας τοὺς ἄνδρας πρὸς ἕφοδον, ἀψηφῶν δὲ ἄμεσον κίνδυνον ἐκ τῆς βροχῆς τῶν ἐχθρικῶν σφαιρῶν προερχόμενον, συνανεμίχθη μετ’ αὐτῶν καὶ ἀπὸ τοῦ ἵππου τοῦ ἐνθαρρύνων τοὺς στρατιώτας: -Ἐμπρὸς παιδιά, ἐμπρὸς νὰ καταλάβωμεν τὰ ὀχυρώματα, ἐφώναζε καταπόρφυρος ἀπὸ πολεμικὴν ὁρμήν, ἐνῷ οἱ ὀφθαλμοί του ἀστραπὰς ἐξηκόντιζον, ἐνθουσιασμὸν καὶ παραδειγματικὴν αὐτοθυσίαν ἐμφαίνοντες. Καὶ (εἰς τὴν μάχην τῶν Γιαννιτσῶν) ἐπιβαίνων τοῦ ἵππου του, διαρκῶς ἐκτεθειμένος εἰς τὸν κίνδυνον, ἀφοῦ διέδραμε κατὰ μῆκος ὅλην τὴν γραμμὴν τῶν μαχομένων στρατιωτῶν τῆς Μεραρχίας, ἀπῆλθε καλπάζων εἰς συνάντησιν τοῦ Μεράρχου Δαμιανοῦ, πρὸς ὅν ἀνεκοίνωσε τὴν δρᾶσιν τῶν τμημάτων τὰ ὁποία λυσσωδῶς ἐμάχοντο ὑπὸ δυσμενεστάτας δι’ αὐτὰ συνθήκας καὶ ὡς ἐκ τῆς μειονεκτικῆς θέσεως αὐτῶν ἀπέναντί του ἐχθροῦ καὶ ἕνεκα τῆς ραγδαιοτάτης βροχῆς, ἡ ὁποία ἀπὸ τῆς 5ης μ.μ. ἀρχισασα, ἐξηκολούθησε συνεχῶς ἔτι ραγδαιοτέρα καθ’ ὁλόκληρον τὴν νύκτα τῆς 19ης πρὸς τὴν 20ην Ὀκτωβρίου, ὀρθῶς ὀνομασθεῖσαν ὑπὸ τῶν ἀξιωματικῶν «ἀπαισία» νύκτα. Ἀλλ’ ἐπέπρωτo, ὁ τόσον εὐσταλὴς καὶ ἀτρόμητος ἴλαρχος, ὁ οἰονεὶ ἐπιδιώκων καὶ ἀναζητῶν πανταχοῦ τὴν ἐχθρικὴν σφαῖραν, ἐπέπρωτo, λέγω, ὁ ἥρως Καψαμπέλης ν’ ἀξιωθεῖ τῆς ὑψίστης τιμῆς, τὴν ὁποίαν ἐπεδίωκεν, εἰς τὴν περίφημον μάχηv τῶν Γιαννιτσῶν, μάχηv διεξαχθεῖσαν καθ’ ὅλους τους κανόνας τῆς τακτικῆς, μάχην ἀληθῶς εὐρωπαϊκὴν. Διότι καθ’ἥν στιγμὴν ἐπέταξε διὰ τοῦ θυμοειδοῦς ἵππου του καὶ εὑρέθη εἰς τὴν πρώτην γραμμὴν τῶν στρατιωτώv, ἐνθουσιάζωv καὶ ἐνισχύων αὐτοὺς εἰς καταδίωξιν τοῦ ἐχθροῦ, σφαῖρα θανάσιμος ἐχθρική, φεισθεῖσα μέχρι τοῦδε τοῦ ὑποδειγματικοῦ καὶ ἀνδρoπρεπoὺς ἰλάρχου, ἐπέτυχεν αὐτὸν ἐπὶ τοῦ μετώπου καὶ τὸν κατέρριψεν ἐν τῷ ἅμα ἀπνοῦν ἀπὸ τοῦ ὑπερηφάνου, ὡς ὁ ἀναβάτης του, ἵππoυ. Ὁ γενναῖος στρατιώτης στεναγμὸν μόνον ἀνακουφίσεως ἐξέπεμψε, διότι τοιoῦτoν ἔντιμον, ἔνδοξον, ἡρωικὸν θάνατον ἐπέτυχε μαχόμενος πρὸ τῆς μακεδονικῆς πόλεως Πέλλης, τῆς γενέτειρας τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Τὸν νεκρὸν τοῦ ἰλάρχου παρέλαβον στρατιῶται καὶ ὑπὸ ραγδαίαν βροχήν, μετέφερον τῇ συνοδείᾳ τοῦ Ἐπιτελείου τῆς Μεραρχίας, τοῦ ὁποίου μέλος πολύτιμον καὶ γενναῖον διετέλεσεν ὁ Καψαμπέλης, εἰς τὸ μίαν ὥραν τῶν Γιαννιτσῶν ἀπέχον χωρίον Τσέκρι (2), ὅπου κατὰ τὴν ἑβδόμην ὥραν τῆς νυκτός της 20ης Ὀκτωβρίου ἐτάφη ὄπισθεν τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τοῦ Προφήτου Ἠλιού (3), βυζαντινοῦ ρυθμοῦ ναϊδρίου, ἐπὶ τοῦ τάφου τοῦ δ’ ἐτοποθετήθη ἀπέριττος ἐκ κλάδου ἀμαράντου δενδρυλλίου σταυρός, ἐφ οὗ ἐχαράχθη εὐναγνώστως τὸ ὄνομα «Καψαμπέλης».
ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΤΟΥ ΗΡΩΟΣ
Ἦτο δεκάτη προμεσημβρινὴ ὥρα, τῆς 21ης Ὀκτωβρίου, ἡμέρας ἀναπαύσεως τῶν ἀνδρῶν τῆς ΙΙΙ Μεραρχίας, κατόπιν τῆς διημέρου πολυνέκρου μάχης τῶν Γιαννιτσῶν οἱ ἄνδρες προσεπάθουν δὶ’ ἀνθρακιῶν νὰ θερμανθοῦν, νὰ ξηράνουν τὰς διαβρόχους στολᾶς τῶν καὶ τὰ κλινoσκεπάσματά των καὶ νὰ περισυλλεγοῦν ἐκ τῶν ἀπιστεύτων κακουχιῶν τῆς δευτέρας ἰδίως ἡμέρας τῆς ὑπὸ ἀκάθεκτον βροχὴν ἱστορικῆς μάχης. Αἴφνης ἀκούεται μεταλλική, βροντώδης καὶ ἐνθουσιώδης ἡ φωνὴ τοῦ ἡδυμόλπου ψάλτου τῆς γενεᾶς μας, τοῦ Σπύρου Ματσούκα (4). Στρέφομεν στρατιῶται καὶ ἀξιωματικοὶ καὶ βλέπομεν τὸν Σπύρον διὰ τῆς μιᾶς κραδαίνοντα τὴν ἑλληνικὴν σημαίαν καὶ διὰ τῆς ἄλλης ὑψοῦντα τὸν Σταυρόν, τὰ δύο τιμιώτατα ἐφόδια, τὰ ὁποῖα, ἔφερε πανταχοῦ εἰσδύων, φρονηματίζων καὶ ἐνθουσιάζων τους ἐν τῇ πρώτῃ γραμμῇ μαχομένους ἄνδρας, ἀψηφῶν βολίδας καὶ ὀβίδας ὁ ποιητὴς ἅμα καὶ ἥρως, μὲ τὸ τραγοῦδι του καὶ τὸν λυρισμόν του.
– Παιδιά μου, ἀδέλφια μου, ἀκούεται μεγαλοφώνως ὁ Ματσούκας. Ἐλᾶτε ὅλοι ἐδῶ μαζί μου νὰ πᾶμε ἐπάνω εἰς τὸν τάφον τοῦ γενναίου Καψαμπέλη, γιὰ νὰ κάνουμε ἔστω χωρὶς παπὰ τὸ μνημόσυνο τοῦ λαμπροῦ ἐκδικητοῦ τοῦ ἔθνους μας. Ἐπλησιάσαμεν ὅλοι τὸν τάφον τοῦ ἰλάρχου ἀποτελέσαντες κύκλον ἐν τῷ μέσῳ τοῦ ὁποίου ἵστατο ὁ Ματσούκας, ὡσεὶ ἐμπνευσμένος, ἀπευθύνας τὰ ἑξῆς μέχρι σπαραγμοῦ συγκινητικότατα λόγια πρὸς τοὺς καταπονημένους ἄνδρας: -Ἐδῶ, ἀδέλφια μου, ἐτάφη ἕνα ἀρχοντόπουλο, ἕνα παλληκάρι τοῦ Πειραιῶς, ἕνας φιλότιμος καὶ γενναῖος ἀξιωματικὸς ποὺ φόβον δὲν ἐγνώρισεν ἡ λεοντόκαρδη ψυχή του, ὁ ἴλαρχος Καψαμπέλης μεταξὺ τῶν πρώτων δώσας τὸ παράδειγμα τοῦ ριψοκινδύνου εἰς τοὺς φιλοτίμους ἀξιωματικούς μας… Ὅταν, παιδιά μου, ἔχετε διοικητὰς τέτοιους ἀνδρείους ἀξιωματικούς, νὰ εἶσθε βέβαιοι ὅτι γρήγορα θὰ φθάσουμε στὴ Θεσσαλονίκη, γρήγορα θὰ πάρουμε τὴν Πόλι! Μὲ αὐτὴν ἐδῶ τὴ γαλανή μας, ἐλᾶτε, ἀδέλφια μου, νὰ σκεπάσωμε τὸν τάφον τοῦ ὡραίου ἰλάρχου, αὐτὴ ἂς τοῦ γίνῃ σάβανο καὶ φλάμπουρο! Καὶ γονατίζων ὁ Ματσούκας, καλύπτει μὲ τὴν σημαίαν τὸν τάφον τοῦ Καψαμπέλη. Ἀξιωματικοὶ καὶ στρατιῶται ἀναλύονται εἰς λυγμούς, θρηνοῦντες τὸν ἀγαπητὸν ἡρωικὸν στρατιώτην, στρέφων δὲ πάλιν ὁ ποιητὴς πρὸς τοὺς στρατιώτας, ἀπευθύνει πρὸς αὐτοὺς τὴν ἑξῆς προσλαλιάν: -Ἀδέλφιά μου, ἡ μόνη ἱκανοποίησις καὶ χαρὰ τῆς γύρω μας πλανωμένης ψυχῆς τοῦ Καψαμπέλη θὰ εἶναι ἕνας ὅρκος τὸν ὁποῖον θὰ σᾶς πῶ, νὰ τὸν ἐπαναλάβετε, δέχεσθε;
Ὁ τάφος τοῦ Καψαμπέλη (πρῶτος ἀπὸ ἀριστερὰ)
– Δεχόμαστε, δεχόμαστε! ἀναφωνοῦν ἐν χορῷ συγκεκινημένοι οἱ στρατιῶται. Καὶ ὁ Ματσούκας ἀνελθὼν ἐπὶ ὑπερκειμένου λίθου, διὰ νὰ καθίσταται ὁρατὸς ἀπ’ ὅλον τὸ τεθλιμμένον στράτευμα, ἀρχίζει μὲ βροντώδη φωνὴν ἀπαγγέλλων ὅρκον, κάθε λέξιν τοῦ ὁποίου ἐπανελάμβανον ζωηρῶς οἱ στρατιῶται…. Ὅλοι οἱ ἄνδρες, ἀξιωματικοὶ καὶ στρατιῶται, ὡς ἕν σῶμα ἀπεκαλύφθημεν, ἐγονυπετήσαμεν πρὸ τοῦ τάφου τοῦ Καψαμπέλη καὶ δακρυρροοῦντες, ἠκούομεν τὴν πρὸς τὸν Θεὸν δέησιν τὴν ὁποίαν ἀπήγγελνε ὁ ποιητής:
-Μεγάλε προστάτα τῆς Πατρίδος μας, Παντοκράτωρ, σὺ ποὺ μὲ τὴ θεϊκὴ δύναμί Σου μᾶς ἀξίωσες νὰ φθάσουμε εἰς τὰ ἑλληνικώτατα αὐτὰ μέρη νικηφόροι γιὰ νὰ ἐλευθερώσουμε ἀδελφούς μας, ποὺ ἐπὶ 500 χρόνια παλεύουνε μὲ τὴ σκλαβιὰ τοῦ Τούρκου. Σ’ εὐχαριστοῦμεν, Ὕψιστε, καὶ σὲ παρακαλοῦμεν νὰ δώσῃς δύναμιν καὶ ὑγείαν εἰς τὸν Ἀρχιστράτηγον – Διάδοχον καὶ εἰς τὸν μαχόμενον Ἑλληνικὸν Στρατόν, νὰ συμπληρώσῃ τὸ ἔργον του διὰ νὰ ἐλευθερώσῃ καὶ τοὺς ἄλλους δούλους ἀδελφοὺς ποὺ μᾶς περιμένουν μὲ ἀνοικτὲς ἀγκάλες, νὰ χαρίσουμε καὶ εἰς αὐτούς, φῶς, ἥλιο, ἐλευθερία. Καὶ ἀτενίζων τὸν τάφον τοῦ Καψαμπέλη, προσέθεσεν:
-Ὡραῖε καὶ ἡρωικὲ Καψαμπέλη, ἡ ψυχή σου ποὺ αὐτὴν τὴν μεγάλην στιγμὴν περιφέρεται γύρω μας, βλέπει πὼς οἱ στρατιῶται γονατιστοὶ στὸν τάφον σου προσεύχονται καὶ ὁρκίζονται νὰ ἐκδικηθοῦν τὸν ἡρωικὸν θάνατόν σου καὶ ὅλων τῶν ἡρωικῶς πεσόντων εἰς τὰ χώματα τῆς Μακεδονίας. Νὰ εἰπῇς εἰς ὅλους τοὺς πεσόντας ἐνδόξως ὅπως σὺ ἥρωας, ὅτι μὲ τὴν γενναιότητα τοῦ στρατοῦ μας καὶ τοῦ Ἀρχιστρατήγου, Διαδόχου Κωνσταντίνου, τὰ ὄνειρα τῆς φυλῆς μας θὰ πραγματοποιηθοῦν καὶ ἡ μικρὰ ἕως τώρα Πατρίδα μας θὰ γίνῃ μεγάλη καὶ ἔνδοξη, ὅπως μεγάλη καὶ ἔνδοξη εἶναι ἡ ἱστορία της. Αἰωνία σου ἡ μνήμη, ἴλαρχε Καψαμπέλη. -Αἰωνία σου ἡ μνήμη! Ἀναφωνοῦν ὡς ἐνὶ στόματι οἱ γονυκλινῶς προσευχόμενοι ἀξιωματικοὶ καὶ στρατιῶται. Ἡ σκηνὴ εἶναι ὑπερόχως σπαρακτική, ὀφθαλμὸς δὲν ἔμεινεν ἀδάκρυτος, ὅλοι θρηνοῦν τὸν πεσόντα ἴλαρχον, μακαρίζοντες αὐτὸν διὰ τὸ ἔνδοξον τέλος του».
Σήμερα στὸ χωριὸ Παραλίμνη ὑπάρχουν ὁ τάφος τοῦ ἡρωικοῦ ἰλάρχου Βασιλείου Καψαμπέλη, πίσω ἀπὸ τὸν μικρὸ ναὸ τοῦ Ἁγ.Ἀθανασίου καὶ σὲ μικρὸ ἀλσύλλιο κοντὰ στὸ Σχολεῖο, ἡ προτομή του, ὅπου κατὰ τὶς ἐθνικὲς ἐπετείους οἱ μαθητὲς ὀργανώνουν τὶς σχολικές τους γιορτὲς καὶ καταθέτουν στεφάνια, τιμῶντας τὴ θυσία του.
ΠΗΓΕΣ – ΣΧΕΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΕΣ/Δ.Ι.Σ. «Ὁ Μακεδονικὸς Ἀγὼν καὶ τὰ εἰς Θρᾴκην γεγονότα» Ἀθῆνα 1979.
ΓΕΣ/Δ.Ι.Σ. «Ἐπίτομη ἱστορία τῶν Βαλκανικῶν Πολέμων 1912-1913» Ἀθῆνα 1987.
ΓΕΣ/Δ.Ι.Σ. «Ὁ Ἑλληνικὸς Στρατὸς κατὰ τοὺς Βαλκανικοὺς Πολέμους» τόμ. Α΄ Ἀθῆνα 1988.
Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια, τόμ. 14ος, σελ. 164.
Πρακτικὰ Πανελ. Ἱστορ. Συνεδρίου «Βαλκανικοὶ Πόλεμοι-Ἡ Μάχη τῶν Γιαννιτσῶν Γιαννιτσά, 2002.
Παρασκευόπουλος Γ. «Σελίδες ἀπὸ τὸν Πρῶτο Πόλεμο, Σαραντάπορο-Γιαννιτσὰ- Θεσ/νίκη, Ἀθῆναι 1914.
Σαραντόπουλος Φ. «Ἐμπρὸς διὰ τῆς λόγχης – Ἡ μεγάλη ἐξόρμηση (1912-1913), Ἀθῆνα 2012.
Χατζηβρέττας Δημ. «Ἡ Μάχη τῶν Γιαννιτσῶν», Γιαννιτσὰ 2010.
1. Παρασκευόπουλος Γεώργιος: Ἀνθυπολοχαγὸς κατὰ τὸν Α΄ Βαλκανικὸ Πόλεμο. Συνυπηρετοῦσε καὶ συμπολεμοῦσε μὲ τὸν Βασ. Καψαμπέλη ἀπὸ τὶς μάχες τοῦ Σαρανταπόρου μέχρι καὶ τὴ Μάχη τῶν Γιαννιτσῶν. Συνέγραψε τὰ πολεμικά του ἐνθυμήματα στὸ βιβλίο «Σελίδες ἀπὸ τὸν Πρῶτο Πόλεμο», Ἀθῆναι 1914.
2. Τὸ χωριὸ Παραλίμνη Γιαννιτσῶν.
3. Ὁ κοιμητηριακὸς ναὸς τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου Παραλίμνης (1878) ἀναστυλωμένος σήμερα ἀπὸ τὸ Ὑπ. Πολιτισμοῦ.
4. Ματσούκας Σπύρος: Λαϊκός ποιητής (1870-1928). Ἔλαβε μέρος στὸν πόλεμο τοῦ 1897 καὶ στοὺς δύο Βαλκανικοὺς Πολέμους, ὅπου πολεμοῦσε καὶ ἐνθάρρυνε τοὺς στρατιῶτες μὲ φλογερὰ ποιήματα καὶ λόγους. Πρωτοστάτησε σὲ πατριωτικὲς κινήσεις. Ποιητικά του ἔργα: «Πατριωτικὰ τραγούδια», «Σαλπίσματα» κ.ἄ.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Μετά την μεγάλη νίκη του Ελληνικού στρατού στο Σαραντάπορο και την απελευθέρωση των Σερβίων, της Κοζάνης και της Κατερίνης το σύνολο των Ελληνικών Μεραρχιών (ΙΙ, ΙΙΙ, ΙV, V, VI, VII) κινούνταν προς τα Γιαννιτσά με κατεύθυνση προς Θεσσαλονίκη. Ο Τουρκικός στρατός βρισκόταν σε συνεχή υποχώρηση, ενώ το ηθικό του ήταν στο κατώτατο όριο λόγω των συνεχών ηττών και του υπερδιπλάσιου εχθρού που προήλαυνε νικηφόρα!
Με την έκρηξη του Ά Βαλκανικού Πολέμου, οι Ελληνικές ναυτικές δυνάμεις ενισχυμένες από την παρουσία του θωρηκτού Αβέρωφ, δεν τήρησαν αμυντική στάση έναντι του σαφώς ισχυρότερου Τουρκικού στόλου, αλλά αντιθέτως ακολούθησαν μια άκρως επιθετική πολιτική. Το σύνολο του Ελληνικού στόλου υπό την ηγεσία του Πλοιάρχου Κουντουριώτη απέπλευσε από το Φάληρο στις 5 Οκτωβρίου και έπλευσε απευθείας προς την Λήμνο την οποία απελευθέρωσε αιφνιδιαστικά, μόλις 24 ώρες μετά την κήρυξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου. Το λιμάνι της απελευθερωμένης Λήμνου, λόγω της στρατηγικής του σημασίας στην «καρδιά» του Βορείου Αιγαίου και κοντά στα Δαρδανέλια, θα αποτελούσε το ορμητήριο του Ελληνικού στόλου καθ΄ όλη την διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων.
Κατά την διάρκεια του Οκτωβρίου, ο Ελληνικός στόλος με επικεφαλής το Θωρηκτό «Αβέρωφ» διεξήγαγε συνεχώς περιπολίες στο Βόρειο Αιγαίο περιμένοντας την έξοδο του Τουρκικού στόλου από τα Δαρδανέλια, ενώ μικρότερες Ελληνικές ναυτικές μοίρες εκμεταλλευόμενες την Τουρκική αδράνεια, αποβίβαζαν αγήματα ναυτών και απελευθέρωναν διαδοχικά τα μεγαλύτερα νησιά του Αιγαίου.
Ο Πλοίαρχος Κουντουριώτης είχε αναθέσει σε μια μοίρα του στόλου να επιτηρεί την θαλάσσια ζώνη ανάμεσα στο Λιτόχωρο, την Κατερίνη και τον κόλπο του Θερμαϊκού προσφέροντας βοήθεια και ανεφοδιασμό στον προελαύνοντα Ελληνικό στρατό. Στην μοίρα αυτή είχαν ενταχθεί μικρές και χαμηλής δυναμικότητας ναυτικές μονάδες όπως το παλιό ναρκοβόλο «Κανάρης» που το χρησιμοποιούσαν ως πλοίο εφοδιασμού, η ναρκοθέτιδα «Άρης» και το «τορπιλοβόλο 11» με Πλοίαρχο τον Νικόλαο Βότση.
Ο Βότσης ήταν ένας αρκετά έμπειρος και μορφωμένος Αξιωματικός καθώς είχε φοιτήσει στην σχολή Ναυτικών Δοκίμων από το 1892 έως το 1896 ενώ είχε λάβει μέρος και στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 υπηρετώντας στο θωρηκτό «Ύδρα». Από την έναρξη του πολέμου δεν είχε μείνει ικανοποιημένος από τα «εύκολα» και ακίνδυνα καθήκοντα που του είχαν ανατεθεί. Έτσι ζητούσε επίμονα την άδεια τόσο από τον Ναύαρχο του στόλου Παύλο Κουντουριώτη, όσο και από το Υπουργείο Ναυτικών, να δοκιμάσει μια παράτολμη επίθεση κατά Τουρκικών πλοίων, είτε στο λιμάνι της Σμύρνης, είτε στα Δαρδανέλια είτε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Τελικώς, το Υπουργείο Ναυτικών, μετά από δισταγμούς λόγω του μεγάλου βαθμού δυσκολίας του εγχειρήματος, έδωσε άδεια στον Βότση να δοκιμάσει τον τορπιλισμό του «Φετχί Μπουλέντ» που ήταν αγκυροβολημένο εντός του λιμανιού της Θεσσαλονίκης.
Στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, από την έναρξη του πολέμου, ήταν αγκυροβολημένα πολλά πολεμικά πλοία Ευρωπαϊκών Χωρών, με κύρια αποστολή την προστασία των Ευρωπαίων που βρίσκονταν στην πόλη εν όψει των ραγδαίων και απρόσμενων εξελίξεων. Ανάμεσα σε αυτά βρισκόταν και το παλαιό Τουρκικό θωρηκτό (θωρακοδρόμων) «Φετχί Μπουλέντ» (Feth-i-Bulend).
Το πλοίο είχε παραγγελθεί και ναυπηγηθεί το 1871 στην Αγγλία και είχε επισκευασθεί εκ νέου το 1907 για να χρησιμοποιηθεί στον Ιταλοτουρκικό πόλεμο. Κατά την επισκευή αυτή, το πλοίο εξοπλίστηκε με νεότερα τηλεβόλα τύπου Κρουπ μεγάλης εμβέλειας. Το Θωρηκτό δεν βρισκόταν με τον υπόλοιπο Τουρκικό στόλο στα Δαρδανέλια αφού ουσιαστικά είχε τεθεί εκτός υπηρεσίας τα τελευταία χρόνια, ενώ τα πυροβόλα του είχαν αφαιρεθεί από το κατάστρωμα του και είχαν τοποθετηθεί στο Καραμπουρνού, (όπως και οι 90 ναύτες του πληρώματος που τα χειρίζονταν), για να ενισχύσουν την άμυνα του λιμανιού. Ουσιαστικά οι Οθωμανικές αρχές χρησιμοποιούσαν το «Φετχί Μπουλέντ» ως πλοίο διοίκησης και τυπικά κυβερνήτης του ήταν ο εκάστοτε ναυτικός διοικητής της Θεσσαλονίκης.
Την νύχτα της 18ης Οκτωβρίου, ο υποναύαρχος Βότσης αποφάσισε να εισέλθει με το «Τορπιλοβόλο 11» στον Θερμαϊκό κόλπο και να βυθίσει το απαρχαιωμένο Τουρκικό θωρηκτό. Το εγχείρημα αυτό φαινόταν ακατόρθωτο, καθώς τα στενά του λιμανιού της Θεσσαλονίκης φυλάσσονταν από το φρούριο του Καραμπουρνού το οποίο ήταν εξοπλισμένο με μεγάλου διαμετρήματος τηλεβόλα, τα νερά στο στόμιο του κόλπου ήταν αβαθή και ναρκοθετημένα, ενώ ένας μεγάλος προβολέας σάρωνε την περιοχή και επιτηρούσε άγρυπνα την είσοδο του λιμανιού.
Ο Βότσης όμως δεν δίστασε μπροστά στις δυσκολίες αυτές, ενθαρρυμένος από έγκυρες πληροφορίες που του έδωσαν Έλληνες ψαράδες (Νικόλας Βλαχόπουλος, Μιχάλης Κουφός) της περιοχής, που γνώριζαν τα νερά και αποφάσισε να δοκιμάσει το ακατόρθωτο! Αργά την νύχτα κατάφερε με την καθοδήγηση των δύο ψαράδων που βρίσκονταν ανάμεσα στο πλήρωμα, να εισέλθει στον Θερμαϊκό με το «Τορπιλοβόλο 11» χωρίς να γίνει αντιληπτός από τα παραθαλάσσια Τουρκικά φρούρια, ελισσόμενος ανάμεσα σε νάρκες και αποφεύγοντας κάποια αβαθή σημεία του κόλπου χάρις το μικρό βύθισμα που είχε το πλοίο του.
Ο Βότσης είχε ακριβείς πληροφορίες για την θέση στο λιμάνι που ήταν αραγμένο το «Φετχί Μπουλέντ» από τον Αξιωματικό του Ελληνικού ναυτικού Αντώνη Κριεζή που είχε υπηρετήσει ως ναυτικός ακόλουθος στην Ελληνική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη. Για τον λόγο αυτό, έπλευσε αμέσως προς το Τουρκικό θωρηκτό από ανατολικά, καθώς μόνο από εκεί μπορούσε να το χτυπήσει, χωρίς να διακινδυνέψει να πετύχει πλοία άλλων χωρών, κάτι που θα προκαλούσε αναμφίβολα σοβαρό διεθνές διπλωματικό επεισόδιο!
Το Ελληνικό τορπιλοβόλο πλησίασε το «Φετχί Μπουλέντ» και από απόσταση 150 μέτρων το έπληξε με τρεις παλαιού τύπου τορπίλες κατασκευής του 1870. Παρά την παλαιότητά τους, οι δύο από τις τρεις τορπίλες έπληξαν με μεγάλη ακρίβεια το παροπλισμένο Τουρκικό Θωρηκτό σε καίριο σημείο στην μέση του σκάφους προκαλώντας του ανεπανόρθωτες ζημιές!
Το Τουρκικό πλοίο άρχισε να μπάζει νερά και να βυθίζεται ταχύτατα γέρνοντας προς τα δεξιά. Η τρίτη τορπίλη δεν βρήκε τον στόχο της αλλά εξερράγη πάνω στον κυματοθραύστη δημιουργώντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο που ξάφνιασε και κατατρόμαξε τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης λόγω και του νυχτερινού της ώρας.
|
Η σημαία του Φετχί Μπουλέντ |
Οι εφημερίδες της εποχής ανέφεραν ότι η λάμψη από την ανατίναξη του «Φετχί Μπουλέντ» φώτισε σαν στιγμιαίο πυροτέχνημα την νύχτα της πόλης. Οι απώλειες του πληρώματος ήταν 13 ναύτες νεκροί καθώς και ο ιμάμης του σκάφους!
Το «τορπιλοβόλο 11» υπό τον Βότση έσπευσε να βγει από τον Θερμαϊκό εκμεταλλευόμενο και τον πλήρη αιφνιδιασμό των Τούρκων από την απρόσμενη και «θρασύτατη» αυτή επίθεση. Τα τηλεβόλα του Καραμπουρνού έριξαν βολές προς το «Τορπιλοβόλο 11» οι οποίες όμως ήταν όλες άστοχες! Χαρακτηριστικό της ευτολμίας του Ελληνικού πληρώματος και του Διοικητή του, ήταν ότι το «Τορπιλοβόλο 11» ανέκρουσε πρύμνη και απάντησε με βολές στα πυρά αυτά!
Συμπέρασμα
Αναμφίβολα, το παροπλισμένο θωρηκτό «Φετχι Μπουλέντ» δεν είχε την παραμικρή υπηρεσιακή αξία για το τουρκικό ναυτικό την εποχή εκείνη. Για τον λόγο αυτό, η βύθισή του από τον Βότση δεν επηρέασε αποφασιστικά την πορεία των θαλασσίων επιχειρήσεων στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο. Είναι όμως επίσης σίγουρο πως η τολμηρή αυτή επίθεση του Βότση εντός του σημαντικότερου λιμανιού της πρωτεύουσας της Μακεδονίας που θεωρητικώς ήταν απολύτως ασφαλές, κατάφερε μεγάλο πλήγμα στο ηθικό των Τούρκων εξυψώνοντας αντιστοίχως το φρόνημα των πληρωμάτων του Ελληνικού στόλου, αλλά και του Ελληνικού λαού γενικότερα.
Η σημασία του τορπιλισμού για τους Έλληνες φαίνεται και από το γεγονός ότι μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, οι Ελληνικές Αρχές χρησιμοποίησαν το κατάρτι του «Φετχί Μπουλέντ» ως ιστό για την Ελληνική σημαία που υψώθηκε στον Λευκό Πύργο και που συμβόλιζε την Ελληνική κυριαρχία στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας, ιστός που μάλλον παραμένει εκεί ως και σήμερα.
Η μεγάλη αυτή ναυτική επιτυχία αποτέλεσε τον μικρό ταιριαστό πρόλογο για τις δύο μεγάλες ναυμαχίες της Έλλης και της Λήμνου που ακολούθησαν και που εδραίωσαν τον Ελληνικό στόλο ως απόλυτο κυρίαρχο της θάλασσας του Αιγαίου, σηματοδοτώντας την απελευθέρωση των νησιών του Αιγαίου.
Επίσης η επιτυχία του Βότση, προανήγγειλε την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τον επελαύνοντα Ελληνικό στρατό που επετεύχθη λίγες μέρες μετά τον τορπιλισμό...
Πώς περιγράφει το γεγονός ο ίδιος ο Υποπλοίαρχος Βότσης:
“Απέπλευσα εκ Λιτοχώρου την πρωίαν και κατέπλευσα εις Σκάλαν Ελευθεροχωρίου, όπου παρέμεινα μέχρι 9ης εσπέρας, οπότε απέπλευσα διά την επίθεσιν. Το Καραμπουρνού εφώτιζε συνεχώς την θάλασσαν διά των προβολέων του, αλλά διήλθον απαρατήρητος μεταξύ Καραβοφανάρου και Βαρδάρη. Κατόπιν έφθασα εις τον λιμένα της Θεσσαλονίκης και την 11 και 20΄ διέκρινα άνευ αμφιβολίας το Τουρκικόν θωρηκτόν ανάπρωρον (εστραμμένον) προς τον πνέοντα Μέσην (Β.Α.) εις την δυτικήν άκραν του κυματοθραύστου.
Εις την αντίθετον δεξιάν άκραν (συνήθη τόπον αγκυροβολίας) υπήρχε Ρωσσικόν πολεμικόν, υποθέτω και άλλα. Εχώρησα ήρεμα, πάντοτε απαρατήρητος και κατηύθυνα την πρώραν εις το μέσον του Τουρκικού θωρηκτού. Εξεσφενδόνισα πρώτον την δεξιάν πρωραίαν τορπίλην την 11 και 35΄ από αποστάσεως 150 μέτρων. Έστρεψα είτα ολίγον αριστερά προχωρών και εξεσφενδόνισα την αριστεράν. Ανεπόδισα τότε ολοταχώς όπως απομακρυνθώ της εκρήξεως. Της πρώρας του πλοίου μου στρεφούσης ήδη αριστερά, εξεσφενδόνισα και την του καταστρώματος τορπίλλην, ήτις όμως εξέκλινε και εξερράγη, μετά τας πρώτας ταυτοχρόνους εκρήξεις, επί του κυματοθραύστου μετά κρότου μεγάλου, ον προς στιγμήν ενομίσαμεν ως πυροβολισμόν εκ ξηρας.
Άμα τη πρώτη εκρήξει παρετηρήθη κίνησις φώτων επί του εχθρικού πλοίου και συρίγματα. Τα διαμερίσματα των Αξιωματικών ήσαν φωτισμένα. Η έκρηξις εγένετο ολίγον πρώραν της καπνοδόχου δεξιά. Καπνός εξήλθεν άφθονος εκ της καπνοδόχου.
Ολοταχώς πλέων τότε εξείλθον, άνωθεν της γραμμής των έξω του λιμένος βυθισμένων τορπιλλών, στηριζόμενος εις το βύθισμα του πλοίου μου και διήλθον προ του Καραμπουρνού, το οποίο ειδοποιηθέν φαίνεται εν τω μεταξύ εκ Θεσσαλονίκης ήναψε πάντας τους προβολείς του. Διήλθον εν τούτοις και πάλιν απαρατήρητος και καθ΄ην στιγμήν εβρισκόμην απέναντι του Καραμπουρνού, κατά προηγούμενη υπόσχεσιν στους πυροβολητάς μου, διέταξα και έρριψαν επ΄ αυτού βολήν δια του ταχυβόλου των 37mm από απόστασιν 2.500 μέτρων…”
Πηγή: Περί Πάτρης
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...