Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Η μάχη στο Ρίμινι ήταν μία Στρατιωτική αναμέτρηση του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, κατά την οποία δοξάστηκαν τα Ελληνικά όπλα. Διεξήχθη από τις 13 έως τις 21 Σεπτεμβρίου 1944 επί ιταλικού εδάφους, στο πλαίσιο της συμμαχικής Επιχείρησης Ελαία (Operation Olive). Είχε ως αντικειμενικό σκοπό την διάσπαση της λεγόμενης «Γοτθικής Αμυντικής Γραμμής», που είχαν συμπήξει οι υποχωρούντες Γερμανοί.
Μετά την κατάληψη της Ρώμης από τα συμμαχικά στρατεύματα (4 Ιουνίου 1944), οι γερμανικές δυνάμεις που στάθμευαν στην Ιταλία συμπτύχθηκαν επί της «Γοτθικής Αμυντικής Γραμμής», που εκτεινόταν από την Πίζα έως το Ρίμινι στις ακτές της Αδριατικής. Την εκτέλεση της Επιχείρησης Ελιά ανέλαβαν η 5η Αμερικανική Στρατιά υπό τον αντιστράτηγο Μαρκ Κλαρκ στον δυτικό τομέα και η 8η Βρετανική Στρατιά υπό τον αντιστράτηγο σερ Όλιβερ Λις στον ανατολικό τομέα, ο οποίος εκτεινόταν έως την Αδριατική Θάλασσα.
Στην 8η Βρετανική Στρατιά είχε ενταχθεί η 3η Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία, αποτελούμενη από τρία τάγματα πεζικού, με διοικητή τον συνταγματάρχη Θρασύβουλο Τσακαλώτο (1897-1989). Η μονάδα αυτή είχε συγκροτηθεί στην Μέση Ανατολή μετά το ΕΑΜικό στασιαστικό κίνημα της 6ης Απριλίου 1944 και αποτελείτο κυρίως από νομιμόφρονες προς την εξόριστη Ελληνική κυβέρνηση του Εμμανουήλ Τσουδερού, Αξιωματικούς και στρατιώτες. Η Ταξιαρχία μεταφέρθηκε στο Τάραντα στις 11 Αυγούστου 1944 και από εκεί σιδηροδρομικώς στο χωριό Κατόλικα, 20 χιλιόμετρα νοτίως του Ρίμινι, όπου από τις 8 Σεπτεμβρίου ανέλαβε τον παραλιακό τομέα, ενταχθείσα αρχικά υπό τις διαταγές της 2ης Νεοζηλανδικής Μεραρχίας και στην συνέχεια υπό τη 1η Καναδική Μεραρχία.
Το ίδιο βράδυ, αλλά και στις 10 Σεπτεμβρίου, βρέθηκε κάτω από εχθρικά πυρά, τα οποία απέκρουσε επιτυχώς. Την περιοχή του Ρίμινι υποστήριζαν μονάδες της 76ης Μηχανοκίνητης Στρατιάς της Βέρμαχτ, υπό την διοίκηση του στρατηγού Τράουγκοτ Χερ.
Από τις 13 Σεπτεμβρίου η Ελληνική ταξιαρχία πέρασε στην αντεπίθεση. Υποστηριζόμενη από το πυροβολικό και τα τεθωρακισμένα των συμμάχων είχε ως αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη της πόλης του Ρίμινι. Οι Γερμανοί αμύνονταν λυσσωδώς, αλλά η Ελληνική επίθεση υπήρξε θυελλώδης.
Την νύχτα 13/14 Σεπτεμβρίου, η 1η Καναδική Μεραρχία συγκεντρώθηκε στην περιοχή νότια του ποταμού Μαράνο, για να επιτεθεί στις 06:30 της 14ης Σεπτεμβρίου. Η III EOT (Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία) διατάχθηκε να ενεργήσει νυχτερινή επίθεση στις 02:00 της ίδιας ημέρας, σε συνδυασμό με την 3η Καναδική Ταξιαρχία, η οποία θα ενεργούσε στο αριστερό πλευρό της. Η κίνηση των τμημάτων της Ταξιαρχίας για την κατάληψη της βάσεως εξορμήσεως άρχισε τις τελευταίες νυχτερινές ώρες 13/14 Σεπτεμβρίου.
Στις 15 Σεπτεμβρίου οι άνδρες του Τσακαλώτου επιτέθηκαν στο αεροδρόμιο του Ρίμινι, το οποίο κατέλαβαν μετά από τριήμερη μάχη. Ο δρόμος για το Ρίμινι ήταν ανοιχτός.
Η επίθεση της Ταξιαρχίας άρχισε στις 16:00 της 20ής Σεπτεμβρίου με το Ι Τάγμα μετά από δεκάλεπτο βομβαρδισμό πυροβολικού. Με την υποστήριξη των αρμάτων μάχης και με σκληρό αγώνα κατέλαβε την Σάντα Μαρία ντε λε Κολονέλε. Ακολούθησε στις 16:30 η επίθεση του II Τάγματος με την υποστήριξη πυροβολικού και αρμάτων μάχης.
Το Τάγμα, πολεμώντας ηρωικά, ανέτρεψε τις εχθρικές αντιστάσεις στον τομέα του και προωθήθηκε 1.200 μέτρα νοτιοανατολικά του Ρίμινι, καταλαμβάνοντας τον πρώτο αντικειμενικό σκοπό της ημέρας αυτής!
Στις 7:45 π.μ. ο Δήμαρχος του Ρίμινι παρέδωσε άνευ όρων την πόλη δια πρωτοκόλλου στον διοικητή του 2ου Λόχου του 3ου Τάγματος, λοχαγό Μιχαήλ Αποστολάκη. Το Ρίμινι έπεσε τελικά στις 09:00 της 21ης Σεπτεμβρίου 1944.
Η κατάληψή του ήταν το έπαθλο δεκαπενθήμερου αγώνα της III EOT εναντίον εχθρού που είχε ισχυρή αμυντική οργάνωση και έδωσε σκληρή μάχη από σπίτι σε σπίτι και από πολυβολείο σε πολυβολείο διεκδικώντας με πείσμα το έδαφος.
Τις απογευματινές ώρες της 21ης Σεπτεμβρίου έγινε στην πλατεία της πόλεως τελετή, με την παρουσία αντιπροσωπειών των μονάδων της Ελληνικής Ταξιαρχίας και των καναδικών και νεοζηλανδικών μονάδων, για να αποδοθούν τιμές στην πολεμική σημαία του II Τάγματος, που πρώτο εισήλθε στο Ρίμινι.
Από το γεγονός αυτό, η ΙΙΙ ΕΟΤ ονομάστηκε έκτοτε «Ταξιαρχία Ρίμινι».
Οι συνολικές απώλειες της Ελληνικής Ταξιαρχίας στις εννιά ημέρες που διάρκεσε η Μάχη του Ρίμινι ανήλθαν σε 116 νεκρούς (10 αξιωματικοί και 106 οπλίτες) και 316 τραυματίες (23 αξιωματικοί και 293 οπλίτες).
Ο Διοικητής των Συμμαχικών Στρατευμάτων στην Ιταλία, βρετανός Στρατάρχης Χάρολντ Αλεξάντερ, σε έκθεση του με τον τίτλο «Οι Σύμμαχοι Στρατοί στην Ιταλία από τις 3 Σεπτεμβρίου 1943 μέχρι τις 12 Δεκεμβρίου 1944» σημειώνει για την δράση της 3ης Ελληνικής Ορεινής Ταξιαρχίας τα εξής:
"Στις 20 Σεπτεμβρίου, έπειτα από πάλη χωρίς ελπίδα, εκκαθαρίσθηκε το Σαν Φορτουνάτο και στην διάρκεια της νύχτας οι Έλληνες, υπό την διοίκηση της 1ης Καναδικής Μεραρχίας, εισήλθαν στο Ρίμινι. Ήμουνα ευτυχής, γιατί η επιτυχία αυτή είχε τόσο έγκαιρα λαμπρύνει τα πεπρωμένα της Ηρωικής αυτής χώρας, που ήταν η μόνη μαχόμενη σύμμαχος στο πλευρό μας σε στιγμές ζοφερές και γιατί μία νέα νίκη στην Ιταλία είχε προστεθεί στην δόξα που αποκτήθηκε στα βουνά της Αλβανίας".
Πηγή: Περί Πάτρης
Ο Πλάτων Αϊβαζίδης (Αϊβάζης ή Αϊβαζόγλου) γεννήθηκε το 1852 στην Πάτμο απο τον χιώτη Νικόλαο και τη Μαρία. Μαθήτευσε στην Πατμιάδα Σχολή και σε ηλικία 15 ετών έγινε δόκιμος στην Ι.Μ Αγ. Ιωάννου Θεολογου, όπου μόναζαν δύο θείοι του μοναχοί και παρέμεινε ως τα 25 του έτη. Μετά πορεύεται στην Κωνσταντινούπολη και φοιτά στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, γνωρίζοντας τον εκεί φοιτητή Γερμανό Καραβαγγέλη. Παράλληλα, εκτελούσε χρέη Διακόνου στη Μητρόπολη Καστοριάς (1883› 1888) και Λήμνου (1888› 1894). Στη Λήμνο χειροτονείται πρεσβύτερος και γίνεται Πρωτοσύγγελος (δηλαδή δεύτερος τη τάξει) απο τον Μητρ. Αθανάσιο Καποράλη. Το 1899 ο Μητρ. Αθανάσιος μετατίθεται στην Καστοριά και παίρνει μαζί του τον Πρωτοσύγγελο Πλάτωνα. Σε ένα μόλις χρόνο ξαναμετατίθεται στη Σάμο και τη θέση του παίρνει ο Μητρ. Γερμανός, ο οποίος όμως κρατά κοντά του τον Πλάτωνα. Το διάστημα μέχρι το 1908, ουσιαστικά όλη την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, διακονεί πιστά τον Καραβαγγέλη, παραμείνει στην πόλη ως υπεύθυνος κατα τις μεγάλες περιοδείες του, φροντίζει για την αποκατάσταση των πληγέντων γυναικόπαιδων και τη σωστή λειτουργία ιδρυμάτων. Οι δύο μαζί τέλεσαν την κηδεία και τα τρισάγια στο μνήμα του Παύλου Μελά .
Μετά την απομάκρυνση του Γερμανού απο την Καστοριά, ο Πρωτοσύγγελος Πλάτων τον ακολουθεί στην Μητρόπολη Αμάσειας του Πόντου και την έδρα της την Αμισό (Σαμψούντα). Εκεί, πραγματοποιείται τα επόμενα χρόνια ένα πρωτοφανές έργο με την ανοικοδόμηση δεκάδων σχολείων, εκκλησιών και ιδρυμάτων στις ελληνικές κοινότητες. Ο Πλάτωνας πάλι ως έμπιστος αναλαμβάνει υπεύθυνος μαζί με τον Επίσκοπο Ζήλων Ευθύμιο κατα τις περιοδείες του Γερμανού στην επαρχία, αλλά και τα ταξίδια του στην Πόλη. Διδάσκει σε διάφορα σχολεία της περιοχής και βοηθά στον απελευθερωτικό αντάρτικο αγώνα των Ποντίων με κηρύγματα αφύπνισης και υλική βοήθεια. Την 4η Φεβρουαρίου 1921 φυλακίζονται οι προύχοντες και όλα τα εξέχοντα μέλη της ελληνικής κοινότητας Αμισού, μεταξύ των οποίων και ο Πλάτων για επαναστατική δράση. Παραμένει 8 μήνες στις άθλιες φυλακές Αμάσειας εμψυχώνοντας τους συγκρατούμενούς του. Δικάζεται δύο φορές, αρχικά με κάθειρξη φυλάκισης 7 ετών και αργότερα με την καταδίκη του θανάτου απο εκτακτα στρατοδικεία, χωρίς ανάλογες αποδείξεις. Απαγχονίστηκε στην πλατεία Ωρολογίου της Αμάσειας μαζί με άλλους 68 Έλληνες την 21 Σεπτεμβρίου 1921, μέρα που τιμάται η μνήμη του.
Η ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ Η ΦΥΛΑΚΙΣΗ ΤΟΥ
Ἤδη ἀπὸ τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1921, εἶχαν ἀρχίσει οἱ συλλήψεις πολλῶν προυχόντων τῆς περιοχῆς ὅπου ἡ Μητρόπολη τῆς Ἀμασείας. Τὴν νύχτα τῆς 4ης Φεβρουαρίου 1921, γίνεται ἔφοδος ἀπὸ τὶς τουρκικὲς ἀρχὲς στὸ Μητροπολιτικὸ Μέγαρο. Συλλαμβάνεται ὁ Ἐπίσκοπος Ζήλων Εὐθύμιος, ὁ Πρωτοσύγκελλος Πλάτων καὶ ἀρκετοὶ ἀπὸ τὸ διοικητικὸ προσωπικό, καὶ ἄλλοι ὑπάλληλοι τῆς Μητροπόλεως. Ὁ Χρῆστος Σαμουηλίδης σημειώνει:
Τὰ ὀνόματά τους ἦταν ἀπὸ τὰ πιὸ γνωστὰ τῆς Σαμψοῦντας. Ἀντιπροσώπευαν τὴν ἀφόκρεμα τῆς κοινωνίας, τὸν πλοῦτο, τὴν μόρφωση καὶ τὴν ἐπιῤῥοή. Ἀνάμεσά τους ἦταν ἐπιστήμονες, γιατροί, φαρμακοποιοί, δικηγόροι, καθηγητές, δάσκαλοι, ἀνώτεροι ὑπάλληλοι τῆς Ὀθωμανικῆς Τράπεζας, τοῦ Μονοπωλείου καπνοῦ τῆς Ῥεζῆ καὶ τῶν ἄλλων ἐταιρειῶν καὶ πρακτορείων τῆς πόλης. Τοὺς σήκωσαν ἀπὸ τὰ ζεστὰ κρεβάτια τους καὶ τοὺς ἔῤῥιξαν στὰ παγωμένα μπουντρούμια, ὑπόδικους, μὲ τὴν κατηγορία ὅτι συνεργάζονταν μὲ τοὺς ἀντάρτες τῶν βουνῶν γιὰ τὴν ἀπόσπαση τοῦ Πόντου ἀπὸ τὴν τουρκικὴ ἐπικράτεια[1].
Ταυτόχρονα, γίνονται ἐξονυχιστικὲς ἔρευνες στὰ γραφεῖα καὶ τὰ ὑπόλοιπα δωμάτια τοῦ Μητροπολιτικοῦ μεγάρου. Ἀδειάζονται ντουλάπια, ἀναποδογυρίζονται γραφεῖα καὶ συρτάρια, μὲ τὴν ἐλπίδα πῶς θὰ βρεθοῦν ἐνοχοποιητικὰ ἔγγραφα καὶ στοιχεῖα.
Παράλληλα, συλλαμβάνονται καὶ ἄλλοι προύχοντες καὶ μή, Ἀμιτσηνοί, Ἀλατζάνοι καὶ Παμφραῖοι ἔμποροι καὶ ἐπιστήμονες, οἱ ὁποῖοι ὁδηγοῦνται χειροδέσμιοι μὲ μεγάλη συνοδεία ἐνόπλων στρατιωτῶν καὶ χωροφυλάκων στὶς φυλακὲς τῆς Ἀμισοῦ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὶς φυλακὲς τῆς Ἀμασείας.
Ἡ ζωὴ μέσα στὶς φυλακὲς εἶναι ἀφόρητη καὶ ἡ ἀτμόσφαιρα βαρειὰ καὶ ἀποπνικτική, ἐξαιτίας τῶν μικρῶν χώρων, μέσα στοὺς ὁποίους εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ συνωστίζονται πολλοὶ φυλακισμένοι. Πολλὲς φυλακές, κατερειπωμένες καὶ ἀκατάλληλες καὶ γιὰ τὰ ζῶα ἀκόμη, εἶναι ἀναγκασμένοι νὰ τὶς ἐπισκευάζουν μὲ ἁδρὰ δικά τους ἔξοδα. Οἱ κακὲς μυρωδιὲς ἀπὸ τὰ ἀποχωρητήρια καὶ ἡ μυρωδιὰ τοῦ ἀνθρακικοῦ ὀξέος ἀπὸ τὰ κάρβουνα ποὺ ἀνάβουν γιὰ τὸ φαγητὸ τόσων φυλακισμένων καὶ γιὰ τὴν θέρμανσή τους, δημιουργοῦν τὴν πιὸ ἀπαίσια καὶ ἀνθυγιεινὴ κατάσταση.
Τὰ θερμουργὰ κηρύγματα τοῦ Πλάτωνα μέσα στὴν φυλακή, τονώνουν τὴν πίστη τῶν συγκρατουμένων του στὴν πρόνοια τοῦ Παναγάθου Θεοῦ. Δέχεται μὲ ἐγκαρτέρηση καὶ ὑποταγὴ κάθε σωματικὸ πόνο καὶ κάθε θλίψη τῆ ψυχῆς. Καταῤῥέει καθημερινὰ σωματικά, ἀλλὰ ἀναγεννᾶται πνευματικά. Δίδει τὸ ὁλοζώντανο παράδειγμα τῆς πλήρους, μὲ ἡρεμία ψυχῆς, ὑποταγῆς στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τὸ καθημερινό: Γεννηθήτω τὸ θέλημά Σου, ἦταν ἔκφραση τῆς ὁλόψυχης ἐμπιστοσύνης του στὸν Θεό, καὶ τὸ διαρκές: Δόξα Σοι ὁ Θεός, μαρτυρία της εὐγνωμονοῦσας ψυχῆς του.
Ὡστόσο οἱ ἑβδομάδες καὶ οἱ μῆνες περνοῦσαν ὅπως γράφει ὁ Χ. Σαμουηλίδης καὶ ἡ κατάστασή τους χειροτέρευε:
Μόνο ἡ ὑπομονὴ κρατοῦσε τοὺς ὑπόδικους στὴν ζωή. Ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ἐλπίδα πὼς οἱ Ἕλληνες ἀδελφοὶ τῆς Κωνσταντινούπολης θὰ εἶχαν ἄγρυπνο τὸ μάτι πάνω τους καὶ θὰ παρενοχλοῦσαν τοὺς συμμάχους μὲ τὰ διαβήματά τους γιὰ νὰ μὴν πάθουν κανένα ἀνεπανόρθωτο κακό. Οἱ πιὸ αἰσιόδοξοι μάλιστα, ὅπως ὁ Πρωτοσύγκελλος Πλάτων Αἰβαζίδης καὶ ὁ καθηγητὴς Βαλιούλης, στήριζαν τὶς ἐλπίδες του στὴν πυγμὴ τῆς Ἑλληνικῆς κυβέρνησης καὶ στὴν δύναμη τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ ποὺ πατοῦσε τὸ πόδι του στέρεα πάνω στὰ χώματα τῆς Μικρασίας. Βολεύονταν καλά, μὲ τὴν πεποίθηση τούτη, καὶ τὴν μετέδιναν καὶ στοὺς ἄλλους, προσθέτοντας ὅτι πολὺ σύντομα θὰ ἄλλαζαν τὰ πράγματα, θὰ ξαναγύριζαν στὰ σπίτια τους καὶ ὅλα τοῦτα τὰ φρικτὰ μερόνυχτα θὰ ξεχνιόνταν σὰν τὰ ἐφιαλτικὰ ὄνειρα.
Τὴν αἰσιοδοξία τους ὅμως αὐτή, λίγοι τὴν συμμερίζονταν.
Οἱ πιὸ πολλοί, ἦσαν ἄκεφοι καὶ ἀπαισιόδοξοι. Μερικοὶ μάλιστα, μὲ τελείως χαμένο τὸ ἠθικό τους, ἀποτραβιόνταν στὶς γωνίες μοναχικοί, ἤ ἔβρισκαν τὰ ταίρια τους καὶ σχημάτιζαν μικρὲς παρέες, ὅπου ἐκμυστηρεύονταν τοὺς τρομεροὺς φόβους τους γιὰ τὸ σκοτεινὸ μέλλον. Ἀνάμεσά τους, ὁ πρώην βουλευτὴς Τραπεζοῦντας Ματθαῖος Κωφίδης ἦταν ὁ πιὸ ἀπαγοητευμένος. Ἔβλεπε τὰ πάντα μαῦρα καὶ ἄραχνα, χωρὶς καμμία ἀχτίνα φωτός. Καὶ τούτη τὴν ἀπελπισμένη διάθεση τὴν μετέδινε σὰν κολλητικὴ ἀῤῥώστια σὲ ὅποιον τὸν πλησίαζε. Πολλοί, ἀκόμα καὶ ἀπαισιόδοξοι, ἀπέφευγαν τὴν παρέα του, γιὰ νὰ μὴν βασανίζονται ὑπερβολικὰ μὲ τὰ κακὰ προαισθήματα ποὺ τοὺς ὑπέβαλλε.
Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ Ἐπισκόπου Ζήλων Εὐθυμίου, ὁ ὁποῖος φυλακισμένος καὶ αὐτὸς ὑποφέρει μαζὶ μὲ τοὺς συγκρατούμενούς του, τὴν ἀφόρητη κατάσταση τῶν τρομερῶν φυλακῶν. Κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, 18 Ἀπριλίου τοῦ 1921, πηγαίνοντας πρὸς τὰ ἀποχωρητήρια τῶν φυλακῶν, περνώντας ἀπὸ τὸν διάδρομο, ὅπου βρίσκονταν καὶ ἄλλα κελλιὰ μὲ φυλακισμένους, εἶχε τὴν εὐτυχία νὰ τοὺς χαιρετήσει μὲ τό: Χριστὸς Ἀνέστη, καὶ νὰ τοὺς εὐχηθεὶ: καλὴ λευτεριά . Αὐτὸ ἦταν ἀρκετὸ νὰ κάνει τοὺς βαρβάρους δεσμοφύλακες νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὰ ὑπόγεια τῶν φυλακῶν, ὅπου κρατοῦνται οἱ βαρυποινίτες, ποὺ ἦσαν γεμάτοι βρωμιά, ψεῖρες καὶ μικρόβια. Σὲ 3› 4 μέρες μολύνθηκε ἀπὸ τὰ μικρόβια καὶ προσβλήθηκε ἀπὸ ἐξανθηματικὸ τύφο. Ὅταν τὸν μετέφεραν στὸν πάνω ὅροφο ἦταν στὰ κακά του χάλια. Σὲ λίγες ἡμέρες (30 Μαιου 1921) μαζὶ μὲ ἄλλους δύο συγκρατουμένους, τὸν Βασίλη Καλαϊτζή, καὶ τὸν Ἀνδρέα Κολλάρο, πεθαίνει ἀπὸ τὴν φοβερὴ αὐτὴ ἀῤῥώστεια. Μόλις καὶ μετὰ βίας οἱ Τοῦρκοι ἐπιτρέπουν στὸν φίλο καὶ συναγωνιστή του, Πρωτοσύγκελλο Πλάτωνα νὰ τὸν συνοδέψει νεκρὸ ὡς τὴν ἔξοδο τῆς φυλακῆς καὶ νὰ τοῦ ἀποδώσει τὸν τελευταῖον ἀσπασμόν[2]. Κάποιες ἄλλες πληροφορίες ἀναφέρουν ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἐπέτρεψαν στὸν Πλάτωνα νὰ τὸν κηδεύσει καὶ νὰ τὸν συνοδεύσει μέχρι τὸν τάφο του[3].
Ὅταν ἐπέστρεψε μὲ λυγμοὺς ὁ Πρωτοσύγκελλος στὴν φυλακή του, ἐλεεινολογοῦσε τὴν μοίρα τοῦ Ἐπισκόπου, ἀγνοώντας ὁ ἄτυχος ὅτι τοῦ ἐπιφυλάσσονταν χειρότερα, δεδομένου ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος ἀπέθανε, τουλάχιστον μὲ φυσικὸ θάνατο, ὁ ἴδιος ὅμως ἦταν πεπρωμένο νὰ μαρτυρήσει ἀργότερα μὲ τὸν δι᾿ ἀγχόνης θάνατον. Ἐκεῖ ὅπου θὰ λήξει ἡ περιπέτειά του καὶ θὰ τελεσιουργηθεῖ ἡ πνευματική του ὁλοκλήρωση.
Στὴν Ἀμάσεια καταρτίστηκε ἕνα ἔκτατο στρατοδικεῖο μὲ σκοπὸ νὰ δικάσει τοὺς Ἕλληνες ὑποδίκους. Οἱ ἐργασίες του ἄρχισαν τὴν παραμονὴ τῆς Κυριακῆς τοῦ Θωμᾶ μὲ τὴν ὑπόθεση τοῦ μουσικιοφιλολογικοῦ συλλόγου Ὀρφεύς. Οἱ πέντε ἀνώτεροι ἀξιωματικοὶ τοῦ στρατοδικείου κάλεσαν στὴν αἴθουσα τῆς ἀναμονῆς τῶν φυλακῶν σὲ ἀνάκριση τὰ μέλη τοῦ διοικητικοῦ συμβουλίου, στὰ ὁποῖα ἀνῆκε καὶ ὁ Πρωτοσύγκελλος Πλάτων μὲ τὴν κατηγορία ὅτι πίσω ἀπὸ τὶς μουσικοφιλολογικὲς ἐκδηλώσεις διατηροῦσαν σχέσεις μὲ τὸ ἐπαναστατικὸ κίνημα τῶν ἀνταρτῶν. Ὅλοι τους ὑπεστήριξαν, ὅτι ὁ σκοπὸς τοῦ συλλόγου ἦταν καλλιτεχνικός, καὶ φιλανθρωπικός, καὶ ὅτι ἦταν συνέχεια τοῦ παλαιοῦ Συλλόγου, χωρὶς νὰ γνωρίζουν ὅτι ἔπρεπε νὰ διαχωρίσουν τὶς εὐθύνες τους. Ὁ ἀνακριτὴς Σουκρῆ μπέης στὸ τελος τοὺς ἔδειξε ἐνοχοποιητικὰ ἔγγραφα: προκηρύξεις, σχέσεις μὲ μυστικὰ σωματεῖα, ἀποφάσεις γιὰ συγκέντρωση στρατιωτικῆς δύναμης ἀπὸ τοὺς νέους καὶ μιὰ ἐπιστολὴ ἀπὸ τὴν Ἀθήνα πρὸς τὸν παλιὸ σύλλογο ποὺ μιλοῦσε γιὰ ἀγορὰ ὅπλων. Στὸ τελος ὅλους τοὺς καταδίκασαν σὲ θάνατο, ἀλλὰ λόγω τοῦ ὅτι δὲν ἦσαν ἄμεσοι αὐτουργοὶ κακοβούλων ἐνεργειῶν τοῦ συλλόγου, ἀλλὰ βοηθητικὰ ὄργανα, μετρίασαν τὴν ποινή τους σὲ κάθειρξη ἑπτὰ ἐτῶν. Ὁ Χ. Σαμουηλίδης μᾶς διασώζει ἕναν διάλογο τοῦ Πλάτωνος μὲ τὸν ἀνακριτὴ στὴν δίκη ἐκείνη:
Ἔπειτα ἀπὸ δύο› τρεῖς μέρες, κάλεσαν ὅλους τοὺς προκρίτους τῆς Σαμψοῦντας καὶ τῶν ἄλλων πόλεων καὶ τοὺς ἀπάγγειλαν τὴν κοινὴ κατηγορία, ὅτι εἶναι συνεργάτες τῶν ἀνταρτῶν, ὅτι ἀποβλέπουν στὴν ἀπόσπαση ἀπὸ τὴν ἐπικράτεια τῆς Τουρκίας ἑνὸς μεγάλου μέρους της καὶ ὅτι ἐπιδιώκουν τὴν ἀνεξαρτησία καὶ αὐτονομία τοῦ Πόντου. Τὸν Πρωτοσύγκελλο Πλάτωνα Αἰβαζίδη τὸν χαρακτήρισαν ὑπαρχηγὸ τοῦ κινήματος, μὲ ἀρχηγὸ τὸν ἀπόντα Μητροπολίτη Γερμανὸ Καραβαγγέλη.
Ἀκούγοντας τὴν βαριὰ καὶ ἀναπάντεχη κατηγορία οἱ ὑπόδικοι, ἔμειναν ἔμβρόντητοι! Μιὰ σιωπὴ θανάτου ἁπλώθηκε μονομιᾶς στὴν αἴθουσα τῆς ἀνάκρισης. Κρύος ἱδρώτας ἔτρεχε ἀπὸ τὰ πρόσωπα πολλῶν, ποὺ ἤξεραν καλὰ τὶ σήμαινε ἡ φράση: ἀπόσπαση μέρους ἐκ τῆς ἐπικρατείας. Μόνο ὁ Πρωτοσύγκελλος κράτησε τὴν ψυχραιμία του καὶ εἶχε τὸ κουράγιο νὰ σηκωθεῖ καὶ νὰ πεῖ μὲ σταθερὴ φωνή:
› Ἀρνοῦμαι τὶς κατηγορίες ποὺ μᾶς ἀποδίδετε. Τὶς ἀποκρούω ὅλες ὡς ἀβάσιμες. Ὑποστηρίζω ἀντιθέτως, ὅτι ὅλοι οἱ ὑπόδικοι ποὺ ἔχετε αὐτὴ τὴν στιγμὴ μπροστά σας, εἶναι οἱ πιὸ φιλήσυχοι, νομοταγεῖς καὶ νοικοκύρηδες ἄνθρωποι ὁλόκληρου τοῦ Πόντου. Εἶναι ἀμέτοχοι σὲ κάθε κίνημα ἀνατρεπτικό...
› Εἶσαι βέβαιος γιὰ αὐτὰ ποὺ λές: τὸν διέκοψε ὁ ἀνακριτής.
› Τόσο πολύ, ὥστε ζητῶ νὰ δοθεῖ τέρμα στὴν κράτησή μας, ποὺ παρατείνεται τόσον καιρὸ παράνομα.
› Αὐτὸ θὰ τὸ δοῦμε, εἶπε ὀργισμένος ὁ Σουκρῆ μπέης. Τώρα πηγαίνετε στὸν θάλαμό σας.
Οἱ ὑπόδικοι γύρισαν στὸν θάλαμο χλωμοί, καὶ τσακισμένοι ἀπὸ τὴν ἀπρόσμενη ἐξέλιξη ποὺ ἔπαιρνε ἡ ὑπόθεσή τους. Οἱ πρῶτοι φόβοι γιὰ τὴν ἴδια τὴν ζωῆ τους ἄρχισαν κιόλας νὰ θρονιάζονται στὰ κατάβαθα τῆς ψυχῆς τους.
Μαρτυρίες γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ φρικώδη γεγονότα ἔχουμε ἀπὸ ὁρισμένους αὐτόπτες μάρτυρες ποὺ τὰ ἔζησαν ἀπὸ κοντά, καὶ τὰ περιγράφουν μὲ ζωντάνια καὶ γλαφυρότητα. Σὲ μιὰ ἀναφορά της πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἡ Διευθύντρια τοῦ Ἑλληνικοῦ (ἀργότερα Τουρκικοῦ) Παρθεναγωγείου Ἀμισοῦ, Ἑλένη Δημητριάδου, διεκτραγωδεῖ τὶς ταλαιπωρίες τῶν Ἑλλήνων τῆς περιοχῆς ἐκείνης γράφοντας:
Ἐν ἔτει 1920, ἐγκατασταθεῖσα ἐν Ἀμισῷ ὡς διευθύντρια τοῦ ἤδη τουρκικοῦ γενομένου Παρθεναγωγείου, ὅπερ σὺν τοῖς λοιποῖς ἐκπαιδευτηρίοις ἔπαυσε λειτουργοῦν ἀπὸ πέρυσιν, εἶδον ἰδίοις ὄμμασιν φρικαλέαν συμφοράν, ἐνσκήψασα πρῶτον ἐπὶ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως καὶ εἶτα ἐπὶ παντὸς τοῦ χριστεπωνύμου κοινοῦ, καθ᾿ ἣν ἄνδρες ἀκμαῖοι κατὰ χιλιάδας ἐξοριζόμενοι, αὐτὸ τὸ τῆς νεότητος ἄνθος, ἡ σφριγῶσα παρ᾿ ἀνθρώποις ζωὴ ἀπώλοντο.
Τῇ 18ῃ Ἰανουαρίου μηνός, 1921 ἔτους, περιπολία ἀστυνομικὴ ἐν συνοδείᾳ στρατιωτῶν μὲ ἐφ᾿ ὅπλου λόγχην περιζώσασα ἐξαπίνης ἀπάσας τὰς συνοικίας ὑπὸ τὸ πρόσχημα δῆθεν ἐρεύνης τῶν οἰκιῶν συνελάμβανε τοὺς ἄνδρας καὶ ἐν τοῖς πρώτοις τὸν Θεοφιλέστατον Ἐπίσκοπον τοῦ Ἁγίου Ἀμασείας ἀείμνηστον νῦν ἅγιον Ζήλων Εὐθύμιον μετὰ τοῦ Πρωτοσυγκέλλου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως ἀοιδίμου Πλάτωνος Αἰβατζίδου καὶ λοιποῦ προσωπικοῦ, οἳτινες πάντες σὺν τοῖς Ἐφόροις τῶν Ἐκπαιδευτηρίων, Ἐπιτρόποις τῆς Ἐκκλησίας, Διευθυνταῖς ἐφημερίδων, λεσχῶν, σωματείων κ.λ.π. ἐν συνοδείᾳ στρατιωτῶν ἐφυλακίζοντο τὸ πρῶτον μὲν ἐν ταῖς εἱρκταῖς Ἀμισοῦ, εἶτα δὲ μετὰ παρέλευσιν ἠμερῶν τινῶν ὡδηγοῦντο εἰς τὰς κεντρικὰς τοιαῦτας τῆς Ἀμασείας τέσσαρας μέρας ἀπεχούσης τῆς Ἀμισοῦ. Ἐκεῖ κατόπιν ἀνακρίσεως, αἳτινες διήρκεσαν ὀκτὼ ὅλους μῆνας ὑπὸ τοῦ δικαστηρίου τῆς ἀνεξαρτησίας, ἐξεδίδετο ἀπόφασις δι ἧς κατεδικάζοντο εἰς τὸν δι᾿ ἀγχόνης θάνατον (8 Σεπτεμβρίου 1921 ἐξετελέσθη ἡ θανατικὴ καταδίκη).
Σημειωτέον δέ, ὅτι ἐν ᾧ χρόνῳ οἱ Ἑθνομάρτυρες ἐκεῖνοι εἰσέτι ἐδικάζοντο περὶ τὰς ἀρχὰς Ἰουλίου μηνός, ἐτίθετο εἰς ἐφαρμογὴν τὸ τελείως ἐξοντωτικὸν πρόγραμμα τῶν διὰ προμελετωμένης ἐξορίας ἀπασῶν τῶν τάξεων τοῦ λαοῦ τῆς Ἀμισοῦ, ἣτις διήρκεσεν ἐπὶ ἕνα μήνα...[4]
Παρόμοιες ἕρευνες ἔχουμε καὶ ἀπὸ τὰ ἀπομνημονεύματα τοῦ ἀγωνιστῆ τοῦ Πόντου Παντελῆ Ἀναστασιάδη (Παντελ› Ἀγα) ποὺ ἔγραψε ἀπὸ τὸ 1963 ὡς τὸ 1965 στὸ χωριὸ Ποντολίβαδο τῆς Καβάλας καὶ ποὺ ἡ ἐγγονή του Μελίνα Παρασκευοπούλου παρεχώρησε στὸν Γιάννη Καψῆ. Παραθέτουμε μερικὰ ἀποσπάσματα ποὺ σὲ πολλὰ σημεῖα μᾶς θυμίζουν τὰ ἀπομνημονεύματα τοῦ Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη.
Εἰς τὸ διάστημα τοῦ τριμήνου (Ἰανουάριος› Φεβρουάριος› Μάρτιος 1921) κατὰ τὰς ἀρχὰς Μαρτίου ἐγένοντο ὁρισμέναι συλλήψεις ἀτόμων οἵτινες ἀπεστάλησαν εἰς Ἀμάσειαν. Πάντως, παρ᾿ ἡμῶν ὑπελογίζετο τὸ 1915› 1916 ὡς ἐξορία εἰς διάφορα μεσογειακὰ μέρη, οἳτινες ἐπανῆλθον μετὰ τὴν Ἀνακωχὴν 1918, πλείστων δὲ ἀποθανόντων ἐκ κακουχιῶν καὶ πείνης. Ἐν μέσῳ Μαρτίου, ὅλως ἐξαφνικῶς ἀνεφάνησαν εἰς τὸν λιμένα Ἀμισοῦ μεταφορικὰ βαπόρια. Τὴν δὲ ἑπομένην ἔφυγαν ἐντελῶς. Μετὰ 2› 3 ἡμέρες συνελήφθησαν ὁ Σεβασμιώτατος Ζήλων Εὐθύμιος, ὁ Πρωτοσύγκελλος Ἅγιος Πλάτων Αἰβαζίδης μαζὶ μὲ τὸ ἐπιτελεῖόν του, γραμματεῖς τῆς Μητροπόλεως Παναγιώτη Χατζῆ Ἀναστασίου, Χαραλάμπου Φιλοθείδην, Λεφτὲρ Χότζα (καπετάνιου Ἑρπάα) καὶ ἄλλους προκρίτους Ἰατρούς, Φαρμακοποιούς κ.λ.π. Ἀμισιανούς, ὡς καὶ πολλοὺς προκρίτους ἐκ Πάφρας, τοὺς ὁποίους ἐπίσης ἔστειλαν μὲ μεγάλη συνοδεία αἱμοβόρων χωροφυλάκων (τζανταρμάδων) εἰς τὰς φυλακὰς Ἀμασείας...
... Ἐν συνεχείᾳ ἔγιναν καὶ ἄλλες 3› 4 ἀποστολὲς κατ᾿ ὅμοιον ἐξοντωτικὸν καὶ βάρβαρον τρόπον, δεκατισθέντος τοῦ πληθυσμοῦ Ἀμισοῦ καὶ Ἄνω Ἀμισοῦ (Κατὶ› Κιοι) εἰς ἄνδρας κατὰ 8% περίπου, τῶν δὲ ὑπολοίπων σταλέντων ὑπὸ τύπον ἐξορίας. Πάντοτε διαλέγοντες τοὺς προκρίτους καὶ διανοουμένους, τοὺς ἔστελναν εἰς τὰς φυλακὰς Ἀμασείας, ὡς καὶ Παφρούσης καὶ ἄλλων πόλεων τοῦ Πόντου, ἐκτὸς τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἐπισκόπου Εὐθυμίου Ζήλωνος καὶ τῆς ἱεραρχίας τῆς Μητροπόλεως Ἁγίου Πλάτωνος Πρωτοσυγκέλλου καὶ τῶν Γραμματέων Παναγιώτη Ἀναστασιάδου (ἀδελφοῦ μου καπετᾶν Παντελῆ) καὶ Χαραλάμπου Φιλοθείδη, τοὺς κ. κ. Νικόλαον Τελλόγλου, Θεαγ. Ἐνφιετζόγλου, Γεώργιον Τζινεκίδην, Ἀρζόγλου Παντελήν, Ἀνταβαλόγλου Γιουβὰν Ἀγὰ καὶ υἱόν του Σοφοκλὴν Ἐκχαράγογλου, Ἀλέξανδρον Χατζη Ἀντώνογλου καὶ πολλοὺς ἄλλους περίπου 1.000 ἐξ ὧν οἱ μὲν 200 περίπου γενομένου δῆθεν Ἀνωτάτου στρατοδικείου (ἱστισκλὰλ› Μουαχκεσή), ἐδικάσθησαν ἐλαφρυντικῶς καὶ εὑρέθησαν ἐν τέλει σῶοι μὲ μεγάλες ταλαιπωρίες. Οἱ δὲ λοιποὶ 800 ἐπέστησαν τὸν δι᾿ ἀγχόνην θάνατον μὲ μεθόδους βαρβάρους, ὡς δῆθεν ὑποκινηταὶ τῆς Ἀνεξαρτησίας τοῦ Πόντου. Σχετικῶς γιὰ τὸν Σεβασμιώτατον Ζήλων ἐλέγετο πὼς ἀπεβίωσεν ὑποφέρων ἀπὸ βασανιστήρια, ἄλλη δὲ ἐκδοχὴ τὸν ἐδηλητηρίασαν εἰς τὰς φυλακὰς Ἀμασείας. Οἱ ὑπόλοιποι, Πρωτοσύγκελλος Πλάτων καὶ λοιποὶ μετὰ τῶν προκρίτων ὑποστάντες τὸν δι᾿ ἀγχόνης θάνατον ἐτάφησαν ὁμαδικῶς χωρὶς ἱεροτελεστία, ἄγνωστον ποῦ. Τοιοῦτον αἰσχρὸν καὶ βάρβαρον ἦτο ὁ θάνατος τῶν ἐθνομαρτύρων πατριωτῶν τοῦ Πόντου. Αἰωνία των ἡ μνήμη ἄνδρες ἥρωες, οἳτινες ἀγογγύστως καὶ μὲ ὑπερηφάνειαν ὑπέστησαν τὸν μαρτυρικὸν θάνατον μακρὰν τῶν οἰκείων των.
Ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Γερμανὸς Καραβαγγέλης στὰ ἀπομνημονεύματά του σημειώνει:
Ὕστερ᾿ ἀπ᾿ τὴν ἀναπόφευκτη ἥττα μας μπροστὰ στὰ στενὰ τῆς Ἄγκυρας οἱ Τοῦρκοι ἀποθρασύνθηκαν καὶ ξέσπασαν τὴν μανία τους στὸν ἀνυπεράσπιστο πληθυσμὸ τοῦ Πόντου. Ὀκτὼ ὁλόκληρους μῆνες βρισκόντουσαν στὶς φυλακὲς τῆς Ἀμασείας ὁ βοηθός μου ἐπίσκοπος Εὐθύμιος, ὁ ἡρωϊκὸς καὶ ἀφοσιωμένος ἀπὸ τὸν Μακεδονικὸ ἀκόμα Ἀγώνα πρωτοσύγκελλός μου Πλάτων καὶ ἑκατοντάδες ἄλλοι ἐξέχοντες ὁμογενεῖς ἀπὸ τὴν Ἀμισό, τὴν Πάφρα, τὸ Ἁλάτζαμ, Μερζεφοῦντα, Βεζὺρ Κιοπροῦ, καθὼς καὶ ἀπὸ τὶς ἑπαρχίες Τραπεζοῦντος, Κερασοῦντος καὶ Νεοκαισαρείας, ποὺ ἀποτελοῦσαν τὸ ἄνθος τῶν ἑλληνικῶν κοινοτήτων, ἐπιστήμονες, μεγαλέμποροι, τραπεζίτες καὶ ὅ,τι ἄλλο ἐκλεκτὸ εἶχε νὰ ἐπιδείξει ὁ Πόντος. Καὶ σάπιζαν ἀδίκαστοι μέσα στὰ μπουντρούμια, γιατὶ οἱ Τοῦρκοι φοβόντουσαν νὰ τοὺς σκοτώσουν πρὶν ἀπὸ τὴν τελικὴ ἔκβαση τῶν πολεμικῶν ἐπιχειρήσεων. Μόλις ὅμως μαθεύτηκε ἡ ἥττα καὶ ἡ ὀπισθοσχώρηση τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ, στέλνεται ἀπὸ τὴν Ἄγκυρα στὴν Ἀμάσεια ὁ Ἀμισηνὸς κακοῦργος δικηγόρος Ἐμὶν βέης, ἄλλοτε Νεότουρκος καὶ τώρα φανατικὸς ὀπαδὸς τοῦ Κεμάλ. Καὶ μέσα σὲ μία νύχτα, μὲ συνοπτικὴ διαδικασία, χωρὶς νὰ ἐπιτρέψει καμιὰ ἀπολογία, τοὺς καταδικάζει ὅλους σὲ θάνατο. Καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺςὅλους τοὺς μητροπολίτες τοῦ Πόντου, καὶ πρῶτα› πρῶτα ἐμένα. Ἔτσι τὴν ἴδια νύχτα ἀπαγχονίζεται ὁ γηραιὸς πρωτοσύγκελλος Πλάτων μὲ ἑβδομήντα προύχοντες. Καὶ τὶς ἑπόμενες νύχτες εἶχαν τὴν ἴδια τύχη πολλὲς ἑκατοντάδες ἐπιφανεῖς ὁμογενεῖς. Σώθηκε μόνον ὁ ἐπίσκοπος Εὐθύμιος, γιατὶ εἶχε προφθάσει νὰ πεθάνει λίγες μέρες πρὶν στὴν φυλακή, ἀπὸ ἐξανθηματικὸ τύφο. Σώθηκα καὶ ἐγώ, γιατὶ βρισκόμουν συμπτωματικά, σὰν συνοδικός, στὸ Φανάρι. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ ἄλλοι μητροπολίτες ποὺ εἶχαν ἐκτοπισθεῖ πρὶν ἀπὸ καιρὸ στὴν Κωνσταντινούπολη[5].
ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ
Ὀκτὼ ὁλόκληροι μῆνες πέρασαν μέσα στὶς ἄθλιες ἐκεῖνες φυλακές, καὶ γιὰ τὴν κακὴ τύχη τῶν πατριωτῶν, καταργεῖται τὸ στρατοδικεῖο τῆς Ἀμισοῦ, τοῦ ὁποίου στρατοδίκης Πρόεδρος ἦταν ὁ μετριοπαθὴς Ταχτσῆ Μπέης. Μὲ τὴν ἐπικράτηση τοῦ Κεμὰλ Ἀτατούρκ, στήνεται νέο δικαστήριο, τὸ λεγόμενο Δικαστήριο τῆς Ἀνεξαρτησίας, ποὺ μόνο κατὰ τὸ ὄνομα ἦταν δικαστήριο, ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ἀπονέμει δικαιοσύνη. Πρόεδρός του διορίζεται ὁ κακεντρεχής, καὶ τρομερὸς μισέλληνας, ὁ ἀπαισίας μνήμης χριστιανομάχος δικηγόρος καὶ βουλευτὴς Ἀμισοῦ Ἐμὶν Μπέης. Στὸν ἐθνικὸν ὅρκον (μισάκι› μιλί), ποὺ ψηφίστηκε στὸ Συνέδριο τῆς Σεβαστείας τοῦ Κεμάλ, τὸν Ἰούλιο τοῦ 1919, ἡ λέξη Ἀνεξαρτησία ἦταν γραμμένη σὲ κάθε γραμμή του. Οἱ ὁπαδοὶ τοῦ Κεμάλ, ἤθελαν νὰ διώξουν τὶς συμμαχικὲς δυνάμεις, ποὺ εἶχαν καταλάβει τὴν Πόλη καὶ τὰ ἄλλα τουρκικὰ ἐδάφη καὶ τὸν ἑλληνικὸ στρατὸ ἀπὸ τὴν Μικρὰ Ἀσία. Ἤθελαν νὰ ξεκαθαρίσουν τὴν Τουρκία ἀπὸ τὰ ξένα στοιχεῖα, ποὺ κατέλυαν τὴν ἀνεξαρτησία της. Τὴν περίοδο αυτή, ἔπαιρναν ὅλα τὴν ὀνομασία ἀνεξαρτησία. Στὴν τάση τῆς ἀνεξαρτησίας στηρίζονταν τὰ Δικαστήρια τῆς Ἀνεξαρτησίας (Ἱστικλὰλ Μαχκεμεζί), ποὺ ἱδρύθηκαν ἀπὸ τὴν Ἐθνοσυνέλευση τῆς Ἄγκυρας στὰ 1921 καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὴν Ἀμάσεια, γιὰ νὰ δικάσουν τοὺς ἐσωτερικοὺς ἐχθροὺς τοῦ καθεστῶτος καὶ τῆς ἀνεξαρτησίας καὶ θὰ παραμείνουν στὴν παγκόσμια ἱστορία σὰν τὴν κορωνίδα τῆς ἠθικῆς παραβίασης καὶ κάθε ἕννοιας δικαίου.
Τὸ Δικαστήριο ἑδρεύει στὸ κτίριο τῆς Γαλλικῆς Σχολῆς τῆς Ἀμασείας. Ὁ Ἐμὶν Μπέης, ἀαφοῦ ἦλθε στὴν Ἀμάσεια στὶς 20 Αὐγούστου τοῦ 1921, καταδικάζει σχεδὸν ἀναπολόγητους στὸν δι᾿ ἀγχόνης θάνατον τοὺς καθηγητὲς καὶ μαθητὲς τοῦ Ἀμερικανικοῦ Κολλεγίου καὶ ἄλλους 52 χωρικούς, μὲ τὴν κατηγορία ὅτι ἦσαν μέλη τῆς ἐπαναστατικῆς ὀργανώσεως γιὰ τὴν ἀνακήρυξη τῆς Ἀνεξάρτητης Δημοκρατίας τοῦ Πόντου. Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο, στὶς 4 Σεπτεμβρίου, καλεῖ 95 φυλακισμένους Ἀμισηνοὺς καὶ Παμφραίους, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους βρίσκεται καὶ ὁ Πρωτοσύγκελλος Πλάτων. Ἀνάμεσα σὲ δύο στοίχους ἀπὸ ὁπλισμένους Τούρκους στρατιῶτες, ὁδηγοῦνται στὴν Γαλλικὴ Σχολή, ὅπου εἶναι τὸ Δικαστήριο. Στὴν ἕδρα ὁ Ἐμίν, μὲ δύο ἄλλους δικαστές, καὶ ἕναν γραμματέα.
Τὸ ἀκροατήριο ἀποτελεῖται κυρίως ἀπὸ Τούρκους, ποὺ ἦλθαν νὰ ἀπολαύσουν τὸν θρίαμβο γιὰ τὴν βέβαιη καταδίκη τῶν ὑποδίκων. Γιὰ τὸν τύπο ὁ Ἐμὶν ῥωτάει τοὺς κατηγορουμένους γιὰ τὴν ἰδιότητα τοῦ καθενός, καὶ σὲ κάθε ἀπάντηση ἔχει ἕτοιμη καὶ μιὰ κεραυνοβόλα ἀπειλή. Ἀπαιτεῖ νὰ ὁμολογήσουν πῶς εἶναι οἱ διοργανωτὲς τοῦ μυστικοῦ κινήματος τοῦ Πόντου καὶ ὅτι σχετίζονται μὲ τοὺς ἀντάρτες ποὺ εἶναι στὰ βουνά, καὶ ὅτι παίρνουν ὁδηγίες ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ κυβέρνηση μέσω τοῦ Πατριαρχείου. Ὁ Χρῆστος Σαμουηλίδης, μᾶς διασώζει ἕναν διάλογο τοῦ Προέδρου τοῦ Δικαστηρίου τῆς Ἀνεξαρτησίας καὶ τοῦ Πρωτοσυγκέλλου Πλάτωνος τὸν ὁποῖο παραθέτουμε γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸν ἀπολίτιστο καὶ ἀπαίσιο τρόπο ποὺ μιλάει ἕνας τούρκος δικηγόρος βουλευτής, καὶ δικαστής, σὲ ἕναν ὀρθόδοξο ἱερωμένο.
Κατακόκκινος ἀπὸ τὴν ἔξαψή του, ὁ Πρόεδρος τοῦ Ἱστικλὰλ Μαχκιμεσί, κάθησε στὴν θέση του καὶ ἐξακολούθησε νὰ κοιτάζει τοὺς ὑποδίκους, χωρὶς νὰ μαλακώνει διόλου τὸ βλέμμα του. Ἡ ὀργισμένη φωνή του πλανιόταν ἀκόμη στὴν μεγάλη αἴθουσα σὰν ἀντίλαλος. Ὅλοι μέσα ἐκεῖ, ὑπόδικοι καὶ ἀκροατές, σώπαιναν κρατώντας τὴν ἀναπνοή τους, γιὰ νὰ δοῦν τὶ θὰ ἐπακολουθήσει. Πέρασε λίγη ὥρα, καὶ μετά, ὁ Ἐμὶν ἐφέντης κάρφωσε τὰ μικρὰ καὶ παγερὰ μάτια του πάνω στὸν Πρωτοσύγκελλο. Τὸν κοίταξε ἄγρια καὶ βρυχήθηκε.
› Κατηγορούμενε Πλάτων Αἰβαζίδη, ὁμολογεῖς τὴν ἐνοχή σου;
Ὁ Πρωτοσύγκελλος Ἀρχιμανδίτης σηκώθηκε σὰν ἐλατήριο ὄρθιος καὶ μέσα στὴν γενικὴ σιγή, ἀκούστηκε νὰ λέει μὲ σταθερὴ καὶ καθαρὴ φωνή:
› Ὄχι κύριε Πρόεδρε! Θεωρῶ ὅλες τὶς κατηγορίες συκοφαντικές. Εἴμαστε ὅλοι ἀθῶοι τῶν κατηγορῶν ποὺ μᾶς ἀποδίδετε...
› Κάτσε κάτω τράγο, οὔρλιαξε ὁ Ἐμίν.
Ἐπειδὴ δὲν ἱκανοποιεῖται ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις τῶν ὑποδίκων, ἐξοργίζεται καὶ ἀναβάλλει τὴν συνέχεια τῆς δίκης γιὰ τὴν ἄλλη μέρα. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἀναβολὴ εἶναι βέβαιο πὼς εἶναι προανάκρουσμα τῆς καταδίκης τους, ἄσχετα ἂν αὐτοὶ γυρίζοντας στὶς φυλακὲς χαίρονται, γιατί... θὰ ζήσουν ἀκόμα μία μέρα!
Τὴν ἄλλη μέρα εἶναι Κυριακή. Στὶς φυλακὲς τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία, στὴν ὁποία πρωτοστατεῖ ὁ Πρωτοσύγκελλος Πλάτων, ὁ ὁποῖος μετὰ τὴν ἀνάγνωση τῆς περικοπῆς τοῦ Εὐαγγελίου, ἀπευθύνει βαρυσήμαντη προσφώνηση καὶ μὲ λόγια γεμάτα πίστη καὶ θάῤῥος ἐμψυχώνει ὅλους τοὺς παρισταμένους καὶ προσπαθεῖ νὰ θωρακίσει μὲ τὴν βαθειά του πίστη τὶς ψυχὲς τοῦ κατατρεγμένου ποιμνίου του. Καὶ ὅταν ἔρχεται ἡ κατάλληλη ὥρα, ὅλοι εἶναι πρόθυμοι νὰ κοινωνήσουν τῶν ἀχράντων μυστηρίων, νιώθοντας πραγματικὴ ἀνακούφιση καὶ ἐνίσχυση. Πρῶτος κοινωνεῖ γιὰ τελευταία φορά, τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου ποὺ ὑπῆρξε σὲ ὅλο του τὸν βίο ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς του καὶ τώρα τὸ φάρμακο τῆς ἀθανασίας του ὁ Πρωτοσύγκελλος Πλάτων, ὁ ὁποῖος στρεφόμενος πρὸς τοὺς ὑπολοίπους προτείνει: Συγχωρήσατέ με καὶ ὁΘεὸς συγχωρήσῃ ὑμᾶς.[6] Τὴ λεπτομερῆ περιγραφὴ γιὰ αὐτὴ τὴν τελευταία λειτουργία μᾶς δίδει μὲ λογοτεχνικὴ γλώσσα ὁ Χρ. Σαμουηλίδης:
Τὴν ἄλλη μέρα, 18 Σεπτεμβρίου, ἀπὸ τὰ χαράματα κιόλας, οἱ θάλαμοι βρίσκονταν σὲ ζωηρὴ κίνηση. Ὁ Ῥαπτάρχης ποὺ κοιμόταν ἀκόμα, ξύπνησε ἀπὸ ἕνα ἐλαφρὸ σπρώξιμο ποὺ τοῦ ἔκανε ὁ Πάντζος.
› Τί τρέχει; ῥώτησε ξαφνιασμένος καὶ βαρύθυμος ὁ νέος.
› Σήκω παιδί μου. Εἶναι Κυριακή.
› Καὶ σὰν εἶναι; Μήπως εἴμαστε λεύτεροι γιὰ νὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία;
› Σήκω! Εἰδοποίησαν οἱ δικοί μας ὅτι θὰ γίνει λειτουργία.
› Λειτουργία; Καὶ ποῦ θὰ τὴν κάνουν;
› Θὰ δοῦμε. Ἑτοιμάσου νὰ πᾶμε. Ἀπὸ τὰ ἄλλα κελλιὰ ξεκίνησαν κιόλας.
Ὁ Ῥαπτάρχης ντύθηκε στὰ πεταχτά, καὶ ἀκολούθησε τὸν πατέρα τοῦ Στάθιου. Πέρασαν μαζὶ τὸν διάδρομο καὶ προχωρώντας πρὸς τὸ βάθος, εἶδαν μπροστά, στὸν ἀκρινὸ θάλαμο τῆς φυλακῆς, πολλοὺς συμπρατιῶτές τους ποὺ συνωστίζονταν γιὰ νὰ βροῦν μιὰ ἄνετη θέση. Σὲ λίγο ἄρχισε ἡ πρόχειρη λειτουργία. Ἀκούστηκε πρῶτα ἡ ἐπίσημη φωνὴ τοῦ παπα› Γιώργη καὶ κατόπιν ἀντήχησαν οἱ καμπανιστὲς ψαλμουδιὲς τοῦ διάκου Βασιλείου Φελέκη.
Ἀπόλυτη σιγὴ ἐπικράτησε στὸν κατάμεστο θάλαμο. Οἱ κρατούμενοι παρακολουθοῦσαν μὲ κατάνυξη τὴν λειτουργία. Οἱ πιὸ πολλοί, κινοῦσαν συγκινημένοι τὰ χείλη τους καὶ παρακαλοῦσαν βουβὰ τὸν Θεὸ νὰ τοὺς δώσει κουράγιο γιὰ νὰ ἀντέξουν στὸ μαρτύριο καὶ στὴν ἀγωνία τῆς δίκης. Ἱκέτευαν τὸν Χριστό, νὰ μαλακώσει τὶς καρδιὲς τῶν ἀγριεμένων Ὀθομανῶν καὶ νὰ σώσει τοὺς πιστούς του ἀπὸ τὴν ἐγκληματικὴ μανία τῶν φανατικῶν δικαστῶν καὶ ἰδιαίτερα τοῦ Ἐμίν. Καθὼς συνεχιζόταν κανονικὰ ἡ λειτουργία, ἡ συγκίνηση φούντωνε τὶς ψυχές, σὰν νὰ ἐπρόκειτο νὰ εἶναι ἡ τελευταία τῆς ζωῆς τους. Οἱ ψάλτες ἔβαζαν ὅλες τὶς δυνάμεις καὶ ὅλη τὴν τέχνη τους γιὰ νὰ συντελέσουν σὲ μία λαμπρὴ ἱερὴ ἀκολουθία, ποὺ θὰ ἔδινε κουράγιο καὶ λύτρωση στοὺς ὁμόδοξους συντρόφους τους. Οἱ φωνές τους ἀντιδονοῦσαν στὸ ταβάνι καὶ στοὺς τέσσερις γυμνοὺς τοίχους τοῦ θαλάμου. Μιὰ πανηγυρική, καὶ μεγαλοπρεπὴ ἀτμόσφαιρα δημιουργήθηκε. Οἱ πιστοί, ῥουφοῦσαν ὅλες τὶς λέξεις καὶ τοὺς μελωδικοὺς φθόγγους, ποὺ ἀνάμεσά τους κρυβόταν ἡ ποίηση τῆς θρησκείας τους καὶ στοχάζονταν πάνω στὸ λυτρωτικὸ νόημα τῶν φράσεων.
Μερικοί, ποὺ βρίσκαν λίγο ἄδειο χῶρο μπροστά τους, ἔπεφταν σὲ γονυκλισίες, καὶ ὁλόσωμους κλονισμούς. Λυγμοί, καὶ ἀναστεναγμοί, μουρμουρητά, καὶ εὐχές, γέμιζαν τὰ μακρὰ διάκενα τῆς λειτουργίας. Οἱ Τοῦρκοι φύλακες ποὺ στέκονταν παράμερα, ἄκουγαν μὲ φανερὴ εὐχαρίστσης τοὺς καλλίφωνους ψάλτες καὶ δὲν ἔκρυβαν τὸν θαυμασμό τους γιὰ τὴν ἐπισημότητα καὶ τὴν λαμπρότητα τῆς τελετῆς.
Τὴν ὥρα τῆς ἀνάγνωσης τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ Πρωτοσύγκελλος Πλάτων Ἀϊβαζίδης διάβασε μὲ θερμὴ καὶ σταθερὴ φωνή, τὴν περικοπή, προσπαθώντας νὰ θωρακίσει μὲ τὴν βαθειὰ πίστη του τὶς ψυχὲς τοῦ κατατρεγμένου ποιμνίου του. Τέλος ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ κηρύγματος. Ὁ Ἀρχιμανδίτης Βασίλειος Φελέκης ἄρχισε νὰ μιλάει μὲ πίστη καὶ πάθος. Ἡ καμπανιστὴ φωνή του συνεπῆρε ἀμέσως τὸ ἐκκλησίασμα, γιατὶ ὁ ῥήτορας ἔνιωθε μιὰ δυνατὴ ἔξαρση μέσα του. Τὴν ἔξαρση τοῦ μάρτυρα ποὺ εἶναι ἕτοιμος νὰ πεθάνει γιὰ τὴν πίστη του. Μὲ κάθε τρόπο, μὲ φραστικὰ σχήματα, μὲ τὴν ἔνταση στὸν τόνο τῆς φωνῆς καὶ τὴν θερμὴ συγκίνηση, πάσχιζε νὰ μεταδώσει καὶ στοὺς ἀδελφούς του τὴν ἱερὴ φλόγα ποὺ ἔκαιγε μέσα του. στὸ τέρμα τοῦ κηρύγματός του δὲν κρατήθηκε καὶ χρησιμοποιώντας μορφὴ ἀπαγγελίας εἶπε:
› Κάποτε, κάποια γίδα παλαβή, μπῆκε σὲ ἕνα ἀμπέλι καὶ χύθηκε μὲ λύσσα νὰ τὸ καταστρέψει! Μὰ τότε ἀνασηκώθηκε τὸ κλῆμα καὶ τῆς εἶπε: Γίδα τρελλή! Ὅσο καὶ ἂν τρῶς ἀλύπητα τὰ πράσινα βλαστάρια καὶ τὰ φύλλα, μάθε πῶς δὲν θὰ τελειώσουμε ποτέ! Γιατὶ καινούργια θὰ βλαστήσουνε κλαδιὰ σταφυλοβόλα, καὶ ὁ κόκκινος ζωμὸς τῶν σταφυλιῶν, σπονδὴ θὰ γίνει γιὰ τὸν θάνατό μου!...
Οἱ Ῥωμιοὶ ξαφνιάστηκαν, νιώθοντας τέλεια τὸ ἀλληγορικὸ νόημα τοῦ λόγου! Οἱ καρδιές τους χτύπησαν γρήγορα καὶ ζωηρά! Ἕνας δυνατὸς ἐνθουσιασμος τοὺς συνεπῆρε καὶ ἡ πίστη τους γιὰ τὴν νίκη τοῦ Καλοῦ πάνω στὸν Κακό, τονώθηκε. Ἐπὶ πλέον, ἔνιωθαν νὰ τοὺς διαποτίζει τὴν ψυχή, καὶ μιὰ ἰδέα δικαίωσης. Ἀπὸ τὸ χάος τοῦ φόβου γιὰ τὸ ἄτομό τους, ἔβλεπαν νὰ δημιουργεῖται μέσα τους κάποιος σκοπός, κάποιο βαθὺ νόημα στὴν δοκιμασία τους.
Ἡ πρόχειρη καὶ ἀστόλιστη τούτη μυσταγωγία, στάλαξε στὶς καρδιές τους δύναμη καὶ ἀποφασιστικότητα. Καὶ ὅταν στὸ τέλος τῆς Λειτουργίας ὁ παπα Γιώργης πρόφερε χαμηλόφωνα: Τοῦ Δείπνου Σου τοῦ μυστικοῦ, σήμερον Υἱὲ Θεοῦ..., οἱ κρατούμενοι παρατάχθηκαν πίσω ἀπὸ τὸν Πρωτοσύγκελλο, ποὺ προχωροῦσε πρὸς τὸν ἱερέα γιὰ νὰ μεταλάβει. Μιὰ μεγάλη οὐρὰ σχηματίστηκε. Οἱ φυλακισμένοι ἀκολούθησαν μὲ τὴν σειρὰ τὸ ποιμενάρχη τους, χωρὶς νὰ κάνουν τὸν παραμικρὸ θόρυβο, γιὰ νὰ κοινωνήσουν. Ὅσοι τελειώναν, γυρνοῦσαν μὲ τάξη στὰ κελλιά τους.
Τὴν ἴδια μέρα, ἂν καὶ ἦταν Κυριακὴ γιὰ τοὺς Χριστιανούς, συνεχίζεται ἡ δίκη, ἡ ὁποία ὅμως καὶ πάλι ἀναβάλλεται. Οἱ ὑπόδικοι κερδίσανε καὶ ἄλλη μιὰ μέρα ζωῆς. Ὅμως, τὴν τρίτη μέρα τῆς δίκης, στὶς 6 Σεπτεμβρίου τοῦ 1921, ὁ φανατικὸς 40χρονος πρόεδρος τοῦ δικαστηρίου Ἐμίν, ἐπιτίθεται μὲ ἄγριες φωνὲς ἐναντίον τῶν κατηγορουμένων. Τοὺς ἀποκαλεῖ ἐκμεταλλευτὲς τῶν ἁπλοϊκῶν τοῦρκων καὶ ἀχάριστους προδότες τῆς πατρίδος. Οἱ κατηγορούμενοι τὴν προηγούμενη μέρα εἶχαν συντάξει μιὰ ἔγγραφη ἀπολογία τὴν ὁποία παρέδωσαν στὸν Ἐμίν. Αὐτὸς τὴν δίνει στὸν γραμματέα νὰ τὴν διαβάσει. Στὴν ἀπολογία αὐτὴ ἀποῤῥίπτοται περιληπτικὰ οἱ παραπάνω κατηγορίες:
1. Ἀποῤῥίπτεται ἡ κατηγορία περὶ ἐνοχῆς καὶ διοργανώσεως κινήματος γιὰ τὴν ἀνεξαρτησία τοῦ Πόντου.
2. Γίνεται ἀπολογισμὸς τῶν ποσῶν ποὺ διαχειρίστηκε ἡ Ἐπιτροπὴ Προσφύγων χάριν φιλανθρωπικῶν σκοπῶν.
3. Ἀποδεικνύεται ἡ ἀθωότητα τῶν παρόντων ὑποδίκων, οἱ ὁποῖοι ἁρπάχτηκαν ἀπὸ τὰ σπίτια τους, χωρὶς νὰ ὑπάρχουν στοιχεῖα, χωρὶς νὰ βρεθεῖ τίποτε τὸ ἐνοχοποιητικὸ κατὰ τὴν λεπτομερῆ ἕρευνα τῶν σπιτιῶν τους.
4. Ἀποκρούεται ἡ κατηγορία ὅτι οἱ παρόντες ὑπόδικοι εἶχαν σχέση μὲ τοὺς ἀντάρτες, δεδομένου ὅτι οἱ ἀντάρτες ἦσαν φυγόστρατοι καὶ ἀνυπότακτοι, οἱ ὁποῖοι κατέφυγα στὰ βουνὰ γιὰ λόγους ἀσφαλείας, χωρὶς ἄλλο σκοπό.
5. Ἀνασκευάζεται ἡ κατηγορία ἐναντίον τοῦ ἀργοῦντος Συλλόγου τῆς Ἀμισοῦ Ὀρφεύς, καὶ ἐναντίον τῆς Ἐμπορικῆς Λέσχης, τῆς ὁποίας οἱ περισσότεροι θαμῶνες ἦσαν Τοῦρκοι.
6. Καὶ τέλος ἐξηγεῖται ἡ στάση τοῦ Μητροπολίτη Γερμανοῦ Καραβαγγέλη καὶ οἱ σχέσεις Κοινότητος καὶ Μητροπόλεως.
Μετὰ τὴν ἀνάγνωση τῆς ἀπολογίας αὐτῆς, διαβάζονται ἀπὸ τὸν γραμματέα τοῦ δικαστηρίου, σὰν ἀπάντηση σὲ αὐτήν, τὰ δῆθεν ἐνοχοποιητικὰ ἔγγραφα:
1. Μία προκήρυξη, χωρὶς χρονολογία καὶ ὑπογραφή, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς Ἀμισηνούς, καὶ τοὺς προτρέπει νὰ ἐργάζονται ἐθνικῶς.
2. Δύο ἐπιστολὲς μὲ ὑπογραφή: Λεωνίδας Παρασκευάς, καὶ μὲ σφραγίδες: Ἱερὸς Μικρασιατικὸς Σύνδεσμος, μὲ σταυρὸ στὴ μέση καὶ χρονολογία 1918.
3. Μία ἐπιστολὴ τοῦ Μητροπολίτη Τραπεζοῦντος Χρυσάνθου καὶ μετὰ τοῦ Γ. Τσόντου, χρονολογίας 1908, 13 χρόνια νωρίτερα, πρὸς τὸν Μητροπολίτη Ἀμασείας. Ἐκ μνήμης ὁ συγκρατούμενος καθηγητὴς θεολογίας Παντελῆς Βαλιούλης, διέσωσε τμῆμά της: ἐλάβομεν τὴν ἐπιστολὴν τοῦ Συλλόγου Ὀρφεύς, καὶ ὅτι τὰ ζητούμενα ὅπλα θέλουσι σταλῆ μέσον ἐμπίστου πλοιάρχου, ἐντὸς βαρελίων συσκευασμένα... Στὴν συνέχεια ἀναφέρει κάτι σχετικὰ μὲ τὴν κατάσταση στὴν Μακεδονία καὶ γιὰ ἐνέργειες τῶν ἐκεῖ Κρούμων... Ποιός, ὅσο ἀφελὴς καὶ ἂν εἶναι, θὰ μποροῦσε νὰ πιστέψει ποτέ, ὅτι ἦταν δυνατὸ νὰ γραφτεῖ μία τέτοια ἐπιστολὴ ἀπὸ ἕναν ἔμπειρο Μακεδονομάχο ὅπως ἦταν ὁ Γεώργιος Τσόντος, καὶ πολὺ περισσότερο νὰ κρατηθεῖ ἀφύλακτη μέσα στὰ ἀρχεῖα ἤ σὲ κάποιο συρτάρι τῆς Μητροπόλεως;
4. Ἕνας κανονισμός, γραμμένος μὲ μολύβι, χωρὶς χρονολογία καὶ ὑπογραφή, ἀποτελούμενος ἀπὸ 14 ἄρθρα.
5. Μερικὰ γράμματα κάποιου ἀντάρτη πρὸς τὸν Μητροπολίτη Ἀμασείας.
6. Ἕνας χάρτης τῆς Ποντιακῆς Δημοκρατίας, τὸν ὁποῖον ἔριξε κρυφὰ στὰ ἔγγραφα τῆς Μητροπόλεως ὁ Διευθυντὴς τῆς Ἀστυνομίας Ἀμισοῦ Σαμῆ, καὶ μερικὰ ἄλλα, ποὺ κατὰ πᾶσα πιθανότητα ἦσαν πλαστὰ καὶ ἐμβόλιμα. Γράφει ὁ Σαμουηλίδης:
Ὁ γραμματέας διάβασε ἕνα γράμμα τοῦ Μητροπολίτη Τραπεζοῦντος Χρύσανθου, ἕνα ἄλλο ἀπὸ τὴν Ἀθήνα πρὸς τον Μητροπολίτη Ἀμασείας καὶ Ἀμισοῦ μὲ τὴν ὑπογραφὴ Γεώργιος Τσόντος καὶ χρονολογία 1902, δύο ἄλλα γράμματα ἑνὸς ἀντάρτη πρὸς τὸν Μητροπολίτη Γερμανό, καὶ τέλος παρουσιάστηκε καὶ ἐπιδείχτηκε ἕνας χάρτης τῆς Δημοκρατίας τοῦ Πόντου ποὺ βρέθηκε μέσα στὰ χαρτιὰ τοῦ μακαρίτη Ἐπισκόπου Ζήλων Εὐθυμίου.
› Αὐτὸν τὸν χάρτη, φώναξε ὁ Πρωτοσύγκελλος Πλάτων, τὸν ἔβαλε στὰ χαρτιὰ τῆς Ἐπισκοπῆς ὁ Διοικητὴς τῆς Ἀστυνομίας Σαμῆ.
› Σκασμός, τραγόπαπα! Κραύγασε ἄγρια ὁ Ἐμὶν πρὸς τὸν ἱερωμένο.
Οἱ ὑπόδικοι διαμαρτυρήθηκαν μὲ ζωηρὲς φωνὲς γιὰ τὴν ἀσέβεια τοῦ Προέδρου καὶ γιὰ τὴν ἔλλειψη κάθε δισταγμοῦ στὴν προσκόμιση πλαστῶν καὶ ἄσχετων στοιχείων. Ἰδιαίτερα γιὰ τὸν χάρτη, ὅλοι οἱ κρατούμενοι ἐπανέλαβαν τὴν καταγγελία τοῦ Πρωτοσυγκέλλου ὅτι ἦταν ῥιγμένος ἐπίτηδες μέσα στὰ χαρτιὰ τοῦ Ἐπισκόπου ἀπὸ τὸν Σαμῆ...
Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ ἀναφέρουμε καὶ κάποιο δυσάρεστο περιστατικό. Ἕνας ἄπατρις ἐφιάλτης, Ἕλληνας καταδότης, ὁ Φεκέρης ἀπὸ τὴν Φάτσα, γνωστὸς καὶ μὲ τὸ παρώνυμο Φάτσαρης, παρουσιάστηκε στὸ δικαστήριο καὶ κατήγγειλε ὅτι οἱ φυλακισμένοι ἐπιχειροῦσαν νὰ δωροδοκήσουν τοὺς δικαστές, γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν θανατικὴ ποινή. Ὁ Ἐθνομάρτυς Πλάτων στὴν ἀπολογία του λέει:
Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικαστές. Σύμφωνα μὲ τὸ ἱερό μας Εὐαγγέλιο, κάθε ἐξουσία πηγάζει ἀπὸ τὸν Θεό. Ἑπομένως καὶ ἐσεῖς οἱ δικαστές, ἔχετε τὴν ἐξουσία ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸ δικαίωμα νὰ κρίνετε, ὄχι κληρονομικὰ ἀπὸ τὸν πατέρα σας ἢ τὴν μητέρα σας, καὶ γιὰ αὐτὸ θὰ δικάσετε μὲ δικαιοσύνη. Εἶμαι ἡλικίας 70 περίπου ἐτῶν καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγο θὰ πεθάνω. Ὁμολογῶ στὴν ἱερωσύνη μου καὶ στὴν συνείδηση μου καὶ στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἀπὸ τοὺς παρόντες κανεὶς δὲν γνωρίζει τίποτα γιὰ τὸ Ποντιακὸ Κίνημα καὶ οὔτε κἂν διανοήθηκε νὰ μετάσχει σὲ κάτι τέτοιο, ἀφοῦ εἶναι ἀνύπαρκτο. Ἄν ὅμως ἡ δικαιοσύνη σας πρόκειται νὰ καταδικάσει κάποιους ἀπὸ μᾶς, σᾶς παρακαλῶ πρῶτος νὰ εἶμαι ἐγώ[7].
Εἰρωνικὰ γέλια κάλυψαν τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Ἐθνομάρτυρα, τόσο ἀπὸ τὸν Ἐμὶν καὶ τοὺς δικαστές, ὅσο καὶ ἀπὸ τὸ ἀκροατήριο, ποὺ ἦσαν στὴν πλειονότητά τους Τοῦρκοι.
› Πολὺ καλά, θὰ σοῦ κάνουμε τὸ χατίρι· ἀπάντησε μὲ ἀρκετὴ δόση εἰρωνείας ὁ πρόεδρος Ἐμίν.
Στὶς 20 Σεπτεμβρίου, ἀπαγγέλθηκε ἡ τελεσίδικη ἀπόφαση:
Ἐπειδὴ ἀποδείχθηκε ὅτι οἱ παρόντες καὶ μερικοὶ ἁπόντες, σκόπευαν καὶ ἐνεργοῦσαν νὰ ἱδρύσουν Δημοκρατία τοῦ Πόντου, ἀποσπώντας μεγάλο τμῆμα τοῦ Ὀθωμανικοῦ Κράτους ἀπὸ τὴν Τραπεζοῦντα μέχρι τὴν Ζογκουάκ, καὶ μέχρι τὴν Σεβάστεια, καταδικάζονται ὀνομαστικὰ 69 παρόντες εἰς τὸν δι᾿ ἀγχόνης θάνατον, 15 ἐρήμην, τῶν ὁποίων οἱ περιουσίες θὰ δημευθοῦν. Ἑπτὰ καταδικάζονται σὲ 15ετῆ κάθειρξη στὶς φυλακὲς τοῦ Ἐρζικιάν. Δεκατρεῖς καταδικάζονται νὰ μείνουν μέχρι τὸ τέλος τοῦ πολέμου στὶς φυλακὲς τῆς Σεβαστείας.
Ἀνάμεσα στοὺς 15 ἐρήμην καταδικασθέντες, ἦσαν καὶ οἱ Μητροπολίτες Ἀμασείας Γερμανὸς Καραβαγγέλης, ὁ Τραπεζοῦντος Χρύσανθος, ὁ Νεοκαισαρείας Πολύκαρπος, ὁ Χαλδίας καὶ Κερασοῦντος Λαυρέντιος καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Ζήλων Εὐθύμιος, ποὺ εἶχε πεθάνει στὸ μεταξύ. Τὴν ὥρα τοῦ ἀποχωρισμοῦ τῶν μελλοθανάτων ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους καταδικασθέντες σὲ φυλάκιση, ὁ Πρωτοσύγκελλος ἀποχαιρέτησε τοὺς ἄλλους καὶ κάλεσε τὸν καθηγητὴ τῆς Θεολογίας Παντελῆ Βαλιούλη καὶ τὸν Κώστα Σερέψα, τοὺς παρέδωσε τὸ ῥολόϊ του καὶ τὰ λίγα χρήματά του καὶ τοὺς ἐπιτίμησε ἐπειδὴ κλαίγανε μὲ τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὅταν οἱ μαθητές του κλαίγοντας τὸν παρακαλοῦσαν νὰ φύγει ἀπὸ τὴν Καισάρεια καὶ νὰ πάει στὰ Ἱεροσόλυμα μήπως τὸν συλλάβουν οἱ Ἰουδαίοι:
› Τί ποιεῖτε κλαίοντες καὶ συνθρύπτοντές μου τὴν καρδίαν; Ἀποθνήσκομεν δολοφονούμενοι χάριν τῆς πίστεως καὶ τοῦ Ἔθνους κατὰ τὸν χριστιανικὸν τοῦτον διωγμὸν τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος.
Παίρνοντας δὲ παράμερα τὸν καθηγητὴ Παντελῆ Βαλιούλη, τοῦ λέει:
› Διαλαλήσατε παντοῦ ἀγαπητὲ Παντελῆ, τὸν ἄδικο χαμό μας. Ἐκφράσατε τὴν λύπη μας εἰς τὴν ἑλληνικὴν κυβέρνησιν, διότι ἐπὶ ἑπτὰ ὁλοκλήρους μῆνας ἀναμένομεν ματαίως νὰ φροντίσῃ διὰ τὴν διάσωσίν μας.
Τοῦ φίλησαν τὸ χέρι καὶ φύγανε γιὰ τὶς φυλακές. Γράφει ὁ Σαμουηλίδης:
Μέσα σὲ λίγη ὥρα, ὅλη ἡ Ἀμάσεια ἔμαθε ἀπὸ στόμα σὲ στόμα, τὴν ὁμαδικὴ καταδίκη τῶν διαλεχτῶν Ποντίων. Οἱ Ῥωμιοὶ τῆς Πόλης, ἄντρες γυναῖκες καὶ παιδιά, ἔτρεξαν στοὺς δρόμους ἀπὸ ὅπου θὰ περνοῦσαν οἱ κρατούμενοι γιὰ νὰ τοὺς δοῦν. Περίμεναν ἀνυπόμονα καὶ μὲ συντριμμένη την ψυχή, νὰ διαπιστώσουν μὲ τὰ ἴδια τους τὰ μάτια τὴν τρομερὴ ειδηση. Ὅταν κάποτε φανηκε ἡ συνοδεία τῶν 95 νὰ προχωρεῖ σιωπηλή, ἀπὸ μπροστά τους, συγκλονίστηκαν. Κάρφωσαν μὲ δέος τὰ μάτια τοὺς πάνω στοὺς συμπρατιῶτές τους ποὺ βάδιζαν στὸν Γολγοθᾶ τους ἄλλοι περήφανοι καὶ ἥρεμοι καὶ ἄλλοι χλωμοί, καὶ σκεφτικοί.
Οἱ Ἀμασιῶτες δάκρυσαν, ἐνῶ οἱ γυναῖκές τους ἄρχισαν νὰ κλαῖνε καὶ νὰ μοιρολογοῦν γοερὰ τοὺς ζωντανοὺς νεκρούς, ποὺ διάβαιναν μὲ ἀργὸ καὶ σταθερὸ βῆμα μπροστὰ ἀπὸ τὰ πλημμυρισμένα μὲ δάκρυα μάτια τους. Ἀκολουθώντας κατόπιν τὴν θλιβερὴ πομπή, ἔφθασαν μαζὶ ὡς τὶς φυλακές. Ἐκεῖ ὁ ὁμαδικός τους θρῆνος κορυφώθηκε. Τὰ δυνατὰ κλάματα, τὰ μοιρολόγια καὶ οἱ οἰμωγὲς ἀντιχτυπιόνταν στὰ τείχη τοῦ μεσαιωνικοῦ φρουρίου καὶ δονοῦσαν τὴν ἀτμόσφαιρα!...
Μπροστὰ στὴν πύλη, ἄρχισε νὰ γίνεται ὁ χωρισμὸς τω μελλοθανάτων ἀπὸ ἐκείνους τὴν γλύτωσαν τὴν ζωή τους. Ὁ διευθυντὴς των φυλακῶν διάβασε πρῶτα τὸν κατάλογο τῶν καταδικασμένων σὲ θάνατο. Ὅσοι ἄκουγαν τὰ ὀνόματά τους, ἔβγαιναν στὴν ἄκρη.
› Μὴν κλαῖτε ἀδέλφια! Ἔχετε γειά! Φώναζαν μερικοί. Πεθαίνουμε γιὰ τὴν πίστη μας! Χανόμαστε γιὰ τὸ ἔθνο! Γιὰ τὴν Ῥωμιοσύνη!...
› Ζήτω τὸ ἔθνος! Ζήτω ἡ Ἑλλάδα! Χαίρετε γιὰ πάντα ἀδέλφια, φώναζαν ἄλλοι. Καλὴ ἀντάμωση στὸν ἄλλο κόσμο!
Καὶ οἱ μὲν 69 δέσμιοι, ἀπηγοντο εἰς τὰς κεντρικὰς φυλακάς, νὰ θανατωθῶσι τὴν ἐπαύριον, βλέποντες καθ᾿ ὁδὸν τὰ δι᾿ αὐτοὺς ἐστημένα ἰκριώματα, ἡμεῖς δὲ ἐθρηνοῦμεν δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς ἐκείνης. Εἶναι ἀξιοθαύμαστος ἡ ἀνδροπεπὴς στάσις ἁπάντων ἀνεξαιρέτως τῶν ἰατρῶν καὶ τῶν ἐμπόρων καὶ εὔχομαι νὰ εὑρεθῆ φαντασία πτερωτή, καὶ κάλαμος ἐμπνευσμένος καὶ μοῦσα λυρική, νὰ ψάλη τῶν ἀοιδίμων ἐσαεὶ καὶ νὰ ἐξυμνήσῃ θάῤῥος ἀξιόλογον, χριστιανικὰς πεποιθήσεις ἀκραδάντους, περιφρόνησιν τοῦ θανάτου θαυμαστήν, αἰσθήματα ὑπέροχα ψυχικοῦ κάλλους ἐκλεκτοῦ.
ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΚΟ ΤΟΥ ΤΕΛΟΣ
Ἦταν ἡ τελευταία τους νύχτα στὴν φυλακή, μιὰ νύχτα ποὺ δὲν κοιμήθηκε κανείς, μιὰ νύχτα ποὺ μεταβλήθηκε σὲ ἐθνικὸ πανηγύρι. Ἄλλοι ἔψαλλαν καὶ προσευχόταν, ἄλλοι τραγουδοῦσαν πατριωτικὰ τραγούδια καὶ ζητωκραύγαζαν. Πρὶν νὰ χαράξει, ὁ Πρωτοσύγκελλος τοὺς καλεῖ νὰ ψάλλουν τὴν νεκρώσιμη ἀκολουθία τους[8]. Στὸ τέλος, παρ᾿ ὅλη τὴν καταπόνηση τῆς νυχτός, τοὺς ἐμψυχώνει μὲ θερμὰ πατριωτικὰ λόγια καὶ τοὺς ἀσπάζεται γιὰ τελευταία φορά. Μάλιστα, γράμματα ποὺ ἐγράφησαν ἀπὸ τοὺς συγκρατουμένους του μέσα στὴν φυλακή, καὶ ἐστάλησαν στοὺς συγγενεῖς τους, ἀποδεικνύουν τὴν πίστη, τὸ θάῤῥος, τὴν ψυχραιμία καὶ τὴν ἀποφασιστικότητα ποὺ τοὺς μετέδωσε.
Ἡ αὐγή, βρῆκε τὸ ἄνθος τῆς ἀριστοκρατίας, τῆς μορφώσεως καὶ τοῦ πλούτου, ἀλυσοδεμένους στοὺς δρόμους καὶ παρατεταγμένους σὲ δύο σειρές. Πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους ὁ Πλάτων, ἕνα πρόσωπο φορτωμένο μὲ ὅλη τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία τῆς Ἀνατολῆς, μὲ ὅλη τὴν ἑλληνορθόδοξη παράδοση, ἕνας πτωχὸς ὐπηρέτης τοῦ ἑλλήνισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας. Σύρθηκε στοὺς δρόμους τῆς πόλεως τῆς Ἀμασείας δεμένος στὴν οὐρὰ ἑνὸς ἀλόγου, ἐνῶ οἱ τσέτες οὐρλιάζοντας ἀπὸ χαρά, χτυποῦσαν τὰ πρωτόγονα τουρμπελέκια τους μὲ φανατικὸ ὑστερισμό[9]. Ἀνέβηκε τὸν δρόμο τοῦ δικού του Γολγοθᾶ καὶ μαρτυρίου, κουβαλώντας στὶς πλάτες του, τὸν βαρὺ σταυρὸ τῆς δοκιμασίας. Ἕνα δρόμο, ποὺ τὸν ὁδήγησε ἀπὸ τὴν ζωὴ τῆς διακονίας, στὴν αἰωνιότητα τοῦ οὐρανοῦ· ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἰδιότητα, στὴν ἰδιότητα τοῦ πνευματικοῦ καὶ ἐθνικοῦ συμβόλου. Δὲν τὸν συνόδεψε ἡ δόξα τῶν ἀνθρώπων, γιατὶ τὴν θεωρησε ἀπατηλότερη τῶν ὀνείρων. Τὸ μόνο ποὺ ἀναζήτησε ἐκεῖνες τὶς ὥρες ἦταν ἡ θεϊκὴ παντοδυναμία νὰ ἀγκαλιάσει τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία του καὶ ἕναν τόπο χλοερό, καὶ ἀναψύξεως γιὰ νὰ κατασκηνώσει τὸ πνεῦμά του.
Ὁδηγήθηκαν καὶ οἱ 69 μελλοθάνατοι στὴν πλατεία τοῦ Ὡρολογίου τῆς πόλεως, ὅπου ἐκεῖ εἶχαν μαζευθεῖ πολλοὶ συγγενεῖς τους, ποὺ θρηνοῦσαν ἀδιάκοπα γιὰ τὴν φρικτὴ ἐκτέλεσή τους. Στὸ στῆθος τοῦ Πρωτοσυγκέλλου, εἶχαν κρεμάσει ἕνα χαρτί, μὲ τὴν κατηγορία τῆς καταδίκης ὅλων. Σύντομα, ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον, θύματα ὅλοι τοῦ μίσους τῶν ἰσλαμιστῶν καὶ τῆς ἀδιαφορίας τῶν συμμάχων μας, ἀλλὰ κυρίως τοῦ καταραμένου διχασμοῦ τῶν Ἑλλήνων, ζητωκραυγάζοντας ὑπὲρ τῆς πατρίδος, παρατάσσονται κάτω ἀπὸ τὶς ἀγχόνες καὶ ἀπέρχονται στὴν χώρα τῆς μακαριότητος, ἐλπίζοντας ὅτι οἱ ἀγχόνες τους θὰ ἦσαν οἱ πρῶτες καὶ οἱ τελευταῖες. Μετὰ μία ὥρα δέ, ἀφοῦ τοὺς ἀπογύμνωσαν τοὺς μετέφεραν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ τοὺς ἔθαψαν ὅλους μαζί, σὲ ἕνα λάκκο, χωρὶς λιβάνι καὶ κερί, χωρὶς παπά, καὶ ψάλτη.
Ἥρεμος καὶ ταπεινὸς λοιπὸν καὶ ὁ Πλάτων, γεμάτος ἀπὸ τὴν γλυκύτητα καὶ τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, μέσα του ἀληθινὰ ἐξαϋλωμένος καὶ συνεχῶς προσευχόμενος, προετοιμασμένος, σὰν τὶς μὴ μωρὲς παρθένες ποὺ ὑποδέχθηκαν τὸν Νυμφίο Χριστό, παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν ἀγωνοθέτη Θεό.
Ἔτσι τὴν 21η Σεπτεμβρίου 1921 περνοῦσε ἀπὸ τὴν ἱστορία στὸν θρύλο, τυλιγμένος τὴν τιμιώτερη βασιλικὴ πορφύρα, τὴν πορφύρα τοῦ αἵματός του, ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμα τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ε´ καὶ γενόμενος πρόδρομος τοῦ μαρτυρίου τοῦ Σμύρνης Χρυσοστόμου μετὰ ἀπὸ μερικοὺς μῆνες.
Παραπομπές
[1] Σαμουηλίδη Χρήστου: Μαύρη Θάλασσα› Χρονικὰ ἀπὸ τὴν τραγωδία τοῦ Πόντου. Β´ Ἔκδοση, Ἀθῆναι 1970, Ι. Δ. Κολλάρος καὶ Σία Α. Ε.
[2] Ψαθᾶ Δημήτρη: Γῆ τοῦ Πόντου, Ἐκδόσεις Μαρία Δ. Ψαθᾶ, Ἀθήνα, χ.χ. &
Βαλιούλη Παντελή: Σελίδες ἐκ τῆς συμφορᾶς τοῦ Πόντου 1921› 1924, Ἀθῆναι, 1957
[3] Ἀνδρεάδη Γεωργίου: Ἀπὸ τὸν μύθο στὴν ἔξοδο. Ὁ ἑλληνισμὸς τῆς Μαύρης Θάλασσας. Ἐκδ. ἀφῶν Κυριακίδη Α. Ε. Θεσσαλονίκη, 1994
[4] Καψῆ Π. Γιάννη: 1922, Ἡ Μαύρη Βίβλος, Ἐκδόσεις Νέα Σύνορα› Λιβάνη, Ἀθήνα 1992.
[5] Μπέλου› Θρεψιάδη Ἀντιγόνης: Μορφὲς Μακεδονομάχων καὶ τὰ Ποντιακὰ τοῦ Γ. Καραβαγγέλη, ἐκδόσεις Τροχαλία, Ἀθήνα, 1984
[6] Ζουζούλα Στυλιανοῦ: Ὁ Ἑλληνισμὸς τοῦ Πόντου, Ἀθήνα, 1982.
[7] Ζουζούλα Στυλιανοῦ: Ὁ Ἑλληνισμὸς τοῦ Πόντου (60 χρόνια ἀπὸ τὴν καταστροφή), Ἀθήνα 1982, σελ. 42· &
Κυνηγοπούλου Νικολάου: Ἡ Πάφρα τοῦ Πόντου› ἡ χώρα τῶν γενναίων, Θεσσαλονίκη 1991, σ.σ. 188› 191.
[8] Βοβολίνη Κωνσταντίνου: Ἡ Ἐκκλησία εἰς τὸν Ἀγώνα τῆς Ἐλευθερίας (1453› 1953), ἐκδ. Παν. Κλεισιούνης, Ἀθῆναι 1952, σ.σ. 247› 252.
[9] Ἰωαννίδη Γιάννη: Μικρὴ Ἐγκυκλοπαίδεια Ἐθνομαρτύρων Κληρικῶν, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι, 1991, σ.σ. 16› 17.
Πηγή: («Ὁ Ἅγιος Ἐθνο› Ἱερομάρτυς Πλάτων», Ἑπτάλοφος, Ἀρχιμανδρίτης Πλάτων Κρικρής, Ἀθήνα, 1997), Ιστορικά Καστοριάς , users.uoa.gr/~nektar/
«Τοὺς Νινευΐτας, ψυχή, ἀκήκοας
μετανοοῦντας Θεῷ σάκκῳ καὶ σποδῷ·
τούτους οὐκ ἐμιμήσω,
ἀλλ᾿ ὤφθης σκαιοτέρα
πάντων τῶν πρὸ νόμου
καὶ μετὰ νόμον ἐπταικότων»
(Μέγας Κανών, ᾠδή η')
Πρόλογος
ΓΝΩΣΤΗ στους περισσότερους είναι η ιστορία τού προφήτη Ιωνά΄ γνωστή και χαριτωμένη και διδακτική. Για τον προφήτη, εκτός από το επεισόδιο που περιγράφεται στο ομώνυμο βιβλίο τής Παλαιάς Διαθήκης, τίποτε άλλο δεν γνωρίζουμε, παρά μόνο ότι ήταν γιός τού Αμαθεί, από τη φυλή Ζαβουλών, και έζησε τον 8ο αιώνα π.Χ.
Σύμφωνα με το βιβλίο, ο Ιωνάς παίρνει από το Θεό εντολή να πάει στη Νινευή, τη μεγάλη πρωτεύουσα του ασσυριακού κράτους, και να κηρύξει μετάνοια στους κατοίκους της. Αυτός όμως δεν υπακούει, αλλά φεύγει με πλοίο για την ισπανική πόλη Θαρσίς (την Ταρτησσό των Ελλήνων). Στη διάρκεια του ταξιδιού σηκώνεται με θεία βουλή φοβερή τρικυμία. Οι ναυτικοί, μετά από κλήρωση, ρίχνουν σαν ένοχο στη θάλασσα τον Ιωνά, που τον καταπίνει ένα τεράστιο ψάρι. Μέσα στην κοιλιά του ο προφήτης προσεύχεται τρία μερόνυχτα στο Θεό, ο οποίος προστάζει το κήτος να τον ξεράσει στη στεριά. Μετά απ’ αυτό ο προφήτης υπακούει στη θεϊκή εντολή, πηγαίνει στη Νινευή και αναγγέλλει την καταστροφή της, που αποτρέπεται όμως με τη βαθειά μετάνοια των κατοίκων της. Ο προφήτης λυπάται για τη σωτηρία της, αλλά παίρνει το κατάλληλο δίδαγμα από τον Κύριο.
Στο περιστατικό αυτό είναι αφιερωμένος ένας συγκλονιστικός λόγος τού κατανυκτικότατου οσίου Εφραίμ του Σύρου. Ένας λόγος με καυτή επικαιρότητα, μια και ολόκληρη η ανθρωπότητα ζει σήμερα στην κατάσταση της Νινευή: Σε κατάσταση ανταρσίας απέναντι στο Θεό και το νόμο Του.
Αλλά ο καρπός τής ανταρσίας και της αμαρτίας είναι ο θάνατος. Στο θάνατο οδηγούσε τότε τον Ιωνά η παρακοή του. Στο θάνατο οδηγούσε επίσης την κοσμοκράτειρα Νινευή το πλήθος των αμαρτιών της. Στο θάνατο όμως, με μεγαλύτερη από κάθε άλλη φορά βεβαιότητα, οδηγούμαστε κι εμείς σήμερα. Η γη μας βρίσκεται αντιμέτωπη με τις απειλές ποικίλων καθολικών καταστροφών, όπως είναι, ενδεικτικά, το πυρηνικό ολοκαύτωμα και η οικολογική φθορά καταστροφών, που έχουν ως κύρια αιτία τη γενική αποστασία μας από το Θεό.
Ας ξυπνήσουμε όλοι οι σύγχρονοι Νινευΐτες από την πνευματική μας νάρκη και ας ετοιμαστούμε. Ας ακούσουμε τη φωνή τού Ιωνά και του οσίου Εφραίμ. Γιατί δεν ξέρουμε τη μέρα και την ώρα, που θα έρθει ο Κύριος να κάνει την κρίση Του και να ζητήσει λόγο για τα έργα μας. Ο ίδιος μας προειδοποίησε: «Οι κάτοικοι της Νινευή θ’ αναστηθούν την ημέρα τής Κρίσεως μαζί με τη σημερινή γενεά και θα την καταδικάσουν, γιατί εκείνοι μετανόησαν με το κήρυγμα του Ιωνά, ενώ τώρα το κήρυγμα της μετάνοιας σας το κάνω εγώ ο ίδιος, που είμαι πολύ ανώτερος από τον Ιωνά»(Ματθ. 12:41) -και αλίμονο σ’ εκείνους που δεν θα το ακούσουν...
Ιωνάς και Νινευίτες
Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ Ιωνάς, αφού σώθηκε από τα δόντια τού κήτους και βγήκε από τη θάλασσα, άρχισε να κηρύσσει στους κατοίκους τής Νινευή, που ήταν ειδωλολάτρες. Αρχισε να τους κηρύσσει μετάνοια, όπως τον είχε προστάξει ο Θεός. Τους συμβούλευε να μετανοήσουν, γιατί αλλιώς σε τρεις μέρες η μεγάλη πόλη Νινευή θα καταστρεφόταν!
Το φοβερό προφητικό κήρυγμα ξάφνιασε τους Νινευίτες. Κατατρόμαξε την κυρίαρχη εκείνη πολιτεία, τη συγκλόνισε απ’ άκρη σ' άκρη. Κομμάτιασε τις καρδιές και του λαού και των αρχόντων, γιατί κατέστρεφε την πόλη τους και κάθε τους ελπίδα.
Ακουσαν την προφητική φωνή οι βασιλιάδες και ταράχθηκαν. Τόσο ταπεινώθηκαν, που πέταξαν τα στέμματά τους και πόθησαν τη μετάνοια.
Την άκουσαν οι άρχοντες, και θορυβήθηκαν. Έβγαλαν τα λαμπρά φορέματά τους κι έβαλαν τρίχινα και ταπεινά.
Την άκουσαν οι γεροντότεροι, κι έχωσαν από συντριβή τα κεφάλια τους μες στη στάχτη.
Την άκουσαν οι πλούσιοι, κι αμέσως άνοιξαν τους θησαυρούς τους στους φτωχούς.
Την άκουσαν οι δανειστές, και ξέσχισαν αμέσως τα γραμμάτιά τους.
Την άκουσαν οι οφειλέτες, κι έτρεξαν να ξοφλήσουν τα χρέη τους.
Την άκουσαν οι κλέφτες, κι έδιναν πίσω βιαστικά τα κλοπιμαία στους δικαιούχους.
Την άκουσαν όμως και οι δικαιούχοι, και προσποιούνταν πως τα κλεμμένα δεν ήτανε δικά τους, αφήνοντάς τα όλα στους κλέφτες.
Την άκουσαν οι φονιάδες, και εξομολογούνταν τα εγκλήματά τους, καταφρονώντας πια το φόβο τών δικαστών.
Την άκουσαν όμως και οι δικαστές, και τους συγχώρεσαν, γιατί μέσα σ’ εκείνη την απερίγραπτη συγκίνηση κανείς δεν είχε τη δύναμη να δικάσει.
Την άκουσαν οι αμαρτωλοί, και εξομολογήθηκαν τις κακές τους πράξεις.
Την άκουσαν οι δούλοι, κι έγιναν με το παραπάνω τίμιοι απέναντι στους αφέντες τους.
Την άκουσαν οι πλούσιοι και οι επίσημοι, και έριξαν την έπαρσή τους.
Κοντολογίς, άρχισε ο καθένας να φροντίζει για τη σωτηρία του και να παρακαλεί το Θεό. Δεν υπήρχε πια κανείς που να θέλει το κακό τού άλλου. Όλοι τώρα είχαν ένα μονάχα πόθο: Πώς να κερδίσουν την ψυχή τους. Και όλοι έσπερναν φιλανθρωπία για να θερίσουν τη συγχώρηση!
Ο προφήτης Ιωνάς στάλθηκε σαν γιατρός στη Νινευή. Και ο γιατρός ανοίγει τις πληγές και τις καθαρίζει με φάρμακα στυπτικά.
Σαν νυστέρι χρησιμοποίησε τη φοβερή φωνή του. Δεν τους κάλεσε να μετανοήσουν. Τους έκλεισε τελείως τη θύρα τής ελπίδας, για να φοβηθούν και να σταματήσουν τα κακά, που γεννούν τις ψυχικές αρρώστιες. Γιατί η χάρη τού Θεού δεν έστειλε τον Ιωνά στην πόλη για να την καταστρέψει, μα για να τη μεταστρέψει.
Ακουσε λοιπόν η Νινευή την προειδοποίησή του, και με νηστείες και προσευχές επέστρεψε στο σωστό δρόμο τής ζωής, δείχνοντας πόσα κατορθώνει η καταφυγή στο Θεό. Γιατί αυτή άλλαξε την απόφασή Του.
Σταμάτησαν τα πολυτελή δείπνα των αρχόντων... Αλλά τί λέω; Αφού τα βρέφη τους έπαψαν να θηλάζουν, ποιός θά ’ταν εκείνος που θ’ αναζητούσε την απόλαυση των νόστιμων φαγητών; Αφού στα ζώα τους δεν έδιναν νερό, ποιός απ’ αυτούς θα έπινε κρασί; Αφού ο βασιλιάς φόρεσε τρίχινο σάκκο, ποιός θα ντυνόταν με πολύτιμη φορεσιά; Αφού έβλεπαν τις γυναίκες τού δρόμου να σωφρονούν, ποιός θα έκανε γάμο ή θα πάντρευε τα παιδιά του; Αφού οι ακατάστατοι συμμαζεύονταν από το φόβο, από ποιό στόμα θά ’βγαινε γέλιο; Αφού όλοι έκλαιγαν και πενθούσαν, ποιός θα διασκέδαζε; Αφού οι κλέφτες αυτοτιμωρούνταν για τις κλοπές τους, πού θα βρισκόταν καταχραστής; Αφού η πόλη χανόταν, ποιός θα φύλαγε το σπίτι του;
Το χρυσάφι ήταν ριγμένο καταγής, και όλοι το περιφρονούσαν. Ανοιχτά ήταν τα θησαυροφυλάκια, και κανείς δεν τα πλησίαζε. Οι ακόλαστοι έκλειναν τα μάτια τους, για να μη δουν με πόθο τις ομορφιές τών γυναικών. Και οι γυναίκες κρύβονταν για να μη σκανδαλίζουν τους άνδρες.
Ο καθένας κοίταζε να ωφελήσει τον διπλανό του και να ωφεληθεί κι ο ίδιος, για να σωθούν στο τέλος όλοι. Ο καθένας παρακινούσε τον άλλο σε προσευχή και εξομολόγηση. Ο καθένας πρόσεχε να μην αμαρτήσει κανείς τους. Έτσι ολόκληρη η πόλη έγινε σαν ένα σώμα. Δεν προσευχόταν εκεί κανένας να σωθεί μονάχος του, αλλά ικέτευε για τη σωτηρία όλων. Γιατί όλοι, σαν ένας άνθρωπος, κινδύνευαν απ' τον αφανισμό και την καταστροφή. Οι δίκαιοι παρακαλούσαν για τους αμαρτωλούς. Και οι αμαρτωλοί φώναζαν στο Θεό ν’ ακούσει τους δικαίους.
Συμμάζεψε το νου σου, αδελφέ μου, και δες πως όλοι μαζί ζούσαν μέσα σε βαρύ πένθος. Το σπαραξικάρδιο κλάμα των νηπίων έκανε όλη την πόλη να οδύρεται. Το ξεφωνητό των παιδιών ξέσχιζε τις καρδιές των γονιών. Οι γέροι μαδούσαν τα μαλλιά τους. Κι οι νέοι, βλέποντάς τους, θρηνολογούσαν με κραυγές. Γιατί όλοι έβλεπαν να πεθαίνουν μαζί την ίδια στιγμή, θάβοντας ο ένας τον άλλο.
Πρωί και βράδυ μετρούσαν τις ημέρες που απόμεναν από την προθεσμία του Ιωνά... Αλλη μια μέρα πέρασε! Ελάχιστες είχαν ακόμα! Πλησίαζε η καταστροφή!
Τα παιδιά ρωτούσαν τους πατεράδες με δάκρυα: «Πέστε μας, ποιά είν' η ώρα που ο Εβραίος όρισε να κατεβούμε όλοι μαζί ζωντανοί στον άδη; Πότε θ’ αφανιστεί η ωραία μας πόλη; Ποιά είν’ η μέρα τής καταστροφής μας;». Κι οι πατεράδες, με κόπο συγκρατώντας το κλάμα τους, για να μην απελπίσουν τα παιδιά τους και τα στείλουν στον τάφο μια ώρα αρχύτερα, τους έλεγαν παρηγορητικά: «Μη φοβάστε, αγαπημένα μας. Έχετε θάρρος. Ο Κύριος είναι πολύ φιλάνθρωπος. Δεν θα εξαφανίσει το πλάσμα Του. Αν ένας ζωγράφος φροντίζει και συντηρεί με κάθε επιμέλεια την άψυχη εικόνα που φιλοτεχνεί, δεν θα φυλάξει ο Κύριος την έμψυχη και λογική εικόνα Του; Όχι, δεν θα καταστραφεί η πόλη μας! Απλά ο προφήτης, με την απειλή, μας καλεί σε μετάνοια. Εσείς, παιδιά μας, πόσες φορές φάγατε ξύλο από μάς; Είδατε την ωφέλεια της φοβέρας; Με την τιμωρία γίνατε πιο σοφοί και συνετοί. Σαν πατέρας λοιπόν και ο φιλάνθρωπος Θεός σηκώνει το ραβδί Του, για να φοβίσει και να σωφρονίσει τους γιούς Του. Παιδεύει μα δεν θανατώνει. Συνετίζει και οδηγεί στη μετάνοια... Παρηγορηθείτε, παιδιά, και σταματήστε να κλαίτε. Δεν θ’ αφανιστεί η πόλη μας...»
Και να που οι Νινευίτες, παρηγορώντας με τέτοια λόγια τα παιδιά τους, προφήτευαν χωρίς να το θέλουν. Έγιναν αληθινοί προφήτες. Η μετάνοια τους έκανε προφήτες. Εκείνοι, ωστόσο, δεν το ήξεραν. Γι’ αυτό και δεν σταμάτησαν να κλαίνε και να πενθούν. Με αυστηρή νηστεία και με αδιάκοπες προσευχές περνούσαν τις λίγες μέρες τής προθεσμίας ως την καταστροφή, που τους είχε αναγγείλει ο προφήτης.
Βγήκε ο βασιλιάς απ’ το παλάτι του, και η πόλη ολόκληρη ζάρωσε από το φόβο της, βλέποντάς τον ντυμένο με τρίχινο σάκκο. Είδε κι ό βασιλιάς την πόλη βυθισμένη στο θρήνο, και βούρκωσαν τα μάτια του. Έκλαψε η πόλη για το βασιλιά, όταν είδε τη συντριβή του. Έκλαψε κι ο βασιλιάς για την πόλη, όταν είδε το πένθος της. Κι ήταν τόσο το κλάμα, τόσος ο οδυρμός του, που έκανε και τις πέτρες να ραγίζουν.
Αν τώρα παραβάλουμε τη μετάνοια των Νινευϊτών με τη δική μας, αυτή μοιάζει με όνειρο και σκιά, που φεύγει και χάνεται γρήγορα. Ποιός από μας προσευχήθηκε έτσι; Ποιός παρακάλεσε με τέτοιο τρόπο; Ποιός ταπεινώθηκε τόσο αφάνταστα ενώπιον του Θεού; Ποιός έβγαλε από πάνω του τις φανερές και κρυφές του πράξεις; Ποιός, στο άκουσμα μιας απλής φωνής, μετανόησε τόσο πολύ για τις αμαρτίες του, που ένιωσε την καρδιά του να ραγίζει από την πολλή συντριβή; Ποιός άκουσε ένα λόγο και θόλωσε ο νους του; Ποιός άκουσε μιαν απειλή και στερέωσε μέσα του τη μνήμη τού θανάτου; Ποιός αντίκρυσε με τη μετάνοια μπροστά του τον φιλάνθρωπο Θεό;
Όλοι μαζί λοιπόν πενθούσαν, γιατί όλοι άκουσαν πως οι μέρες τους τελείωναν μια για πάντα. Ζωντανή κλήθηκε όλη η πόλη να κατεβεί στον άδη!
Ο βασιλιάς συγκέντρωσε το στρατό του κι άρχισε με δάκρυα στα μάτια να τους λέει:
«Σε πόσους πολέμους νίκησα! Και πόσες φορές δοξαστήκατε κι εσείς μαζί μου, πολεμώντας γενναία εναντίον τών εχθρών! Τώρα όμως δεν έχουμε να κάνουμε συνηθισμένο πόλεμο. Νικήσαμε πολλά έθνη και λαούς, μα σε τούτη την περίσταση κινδυνεύουμε να νικηθούμε από έναν άσημο Εβραίο! Η βροντερή φωνή μας τρόμαξε στρατηγούς και βασιλιάδες, και τώρα η φωνή αυτού του ασήμαντου ανθρώπου μάς προξενεί τόση φρίκη! Εμείς ερημώσαμε τόσες πόλεις, και τώρα μέσα στη δική μας πόλη κυριαρχεί ένας ξένος!
Η Νινευή, η μάνα τών γιγάντων, έπεσε σε τέτοια ταραχή μέσα στα ίδια της τα τείχη από την παρουσία ενός Εβραίου! Στην οικουμένη ολόκληρη βρυχιόταν η φοβερή λέαινα, η Νινευή. Και τώρα ένας Ιωνάς βρυχιέται εναντίον της!
› Ας μην αδρανήσουμε, φίλοι μου, στη δύσκολη αυτή στιγμή, ούτε και να χαθούμε σαν άνανδροι και δειλοί. Γιατί όποιος υπομένει με ανδρεία τον πειρασμό, κερδίζει δυο πράγματα: Και όσο ζει δοξάζεται, και αφού πεθάνει επαινείται σαν ανδρείος και γενναίος αθλητής. Ας δυναμώσουμε λοιπόν και ας αντισταθούμε γενναία. Ας αγωνιστούμε μ’ όλη μας τη δύναμη. Έτσι, κι αν δεν νικήσουμε, ας πεθάνουμε ηρωικά, αφήνοντας πίσω μας δοξασμένο όνομα.
› Έχουμε ακούσει, πως η δικαιοκρισία τού Θεού απειλεί τους κακούς και τους οδηγεί σε συναίσθηση, ενώ η φιλανθρωπία Του χαρίζει σωτηρία. Ας φοβηθούμε λοιπόν τη δικαιοκρισία Του και ας αυξήσουμε την ευσπλαχνία Του. Αν εξιλεωθεί η δικαιοκρισία τού Θεού, το πλήθος των οικτιρμών Του θα είναι μαζί μας.
› Ας μην καταφρονήσουμε τον Ιωνά. Ας μην παρακολουθούμε το κήρυγμά του επιπόλαια. Μπροστά σε όλους τον ρώτησα επανειλημμένα, για να δοκιμαστούν τα λόγια του. Τον κολάκεψα, μα δεν τον έπεισα. Τον φοβέρισα, μα δεν τον έκανα να δειλιάσει.
› Του πρόσφερα πλούτη, αλλά με περιγέλασε. Τον απείλησα με το σπαθί, και το ειρωνεύτηκε. Ούτε οι απειλές ούτε τα δώρα χαλάρωσαν το φρόνημά του.
› Ο λόγος του έγινε για μας καθρέφτης. Είδαμε να κατοικεί μέσα του ο Θεός και ν’ απειλεί τις πονηρές πράξεις μας. Ήρθε σ’ εμάς σαν ένας ευσυνείδητος γιατρός, που λέει πάντα στον άρρωστο την αλήθεια. Δεν διστάζει να πει ότι χρειάζεται χειρουργική επέμβαση.
› Ποιός θα μπορούσε να χαρακτηρίσει ψεύτη αυτόν που προφητεύει συμφορά; Αν ήταν ψεύτης, θα μας μιλούσε διπλωματικά και με επιφανειακή ευγένεια. Αν διαλαλούσε πως θα έχουμε νίκες και ειρήνη, τότε θα τον υποπτευόμασταν σαν κάποιον αισχροκερδή, που προφητεύει δήθεν καλά για μας, αποβλέποντας σε δώρα και απολαυές. Αυτός εδώ όμως ούτε λίγο ψωμάκι δεν δέχεται από τα χέρια μας. Νηστεύει και προσεύχεται. Ίσως φιλοδοξεί να καταστραφεί η πόλη μας, για να μη διαψευσθεί το κήρυγμά του. Ε λοιπόν, κι εμείς με νηστεία και προσευχή ας του εναντιωθούμε, γιατί δεν είν' εκείνος που αμάρτησε, αλλά εμείς.
› Την πόλη μας, φίλοι μου, δεν την καταστρέφει ο προφήτης. Την καταστρέφουν τα άνομα έργα μας. Εχθρός μας δεν είν' ο Ιωνάς. Έχουμε άλλον εχθρό, αόρατο, πανούργο. Μ' αυτόν πρέπει να πολεμήσουμε γενναία. Έχουμε ακούσει για τ’ αγωνίσματα του δίκαιου Ιώβ. Γνωστή είναι η δοκιμασία του, που κήρυξε σαν σάλπιγγα σ’ όλη την οικουμένη τη νίκη του εναντίον τού διαβόλου. Αν λοιπόν ο διάβολος πολεμάει τόσο σκληρά τους δικαίους, πόσο θα πολεμήσει άραγε εμάς, τους αμαρτωλούς;
› Εμείς νικήσαμε βασιλιάδες στον πόλεμο. Ας νικήσουμε τώρα το σατανά με τη μετάνοιά μας. Εμπρός, ας αναμετρηθούμε μαζί του! Βγάλτε τους θώρακες και βάλτε σάκκους τρίχινους! Πετάξτε τα τόξα και τρέξτε στις προσευχές! Αφήστε τα σπαθιά κι αρπάξτε την πίστη! Σπάστε τα βέλη και πιάστε τη νηστεία!...
› Αν νικήσουμε το σατανά, θα είν’ η νίκη μας η μεγαλύτερη απ’ όλες μέχρι τώρα. Και όπως έμπαινα εγώ πρώτος στους άλλους πολέμους, έτσι και σε τούτον τώρα μπαίνω πρώτος.»
Μ’ αυτά τα λόγια, πέταξαν τους χιτώνες τους οι στρατιωτικοί κι έβαλαν σάκκους, όπως ο βασιλιάς. Κι ήταν ντυμένοι όλοι τώρα ταπεινά, αυτοί που πάντα ήταν λαμπροφορεμένοι.
Σκόρπισε κήρυκες ο βασιλιάς, που καλούσαν όλη την πόλη σε μετάνοια, φωνάζοντας:
› Να εγκαταλείψει ο καθένας την κακία του, για να μην πληγωθεί και σκοτωθεί σ’ αυτόν τον πόλεμο. Ο άρπαγας να επιστρέψει αυτά που άρπαξε. Ο άσωτος να σωφρονιστεί. Ο οργίλος να γίνει πράος. Κανένας να μη μνησικακεί. Κανένας να μην καταριέται. Κανένας να μην κακοκαρδίζει ούτε να κακολογεί τον άλλον. Αν εμείς συγχωρέσουμε τα σφάλματα των συνανθρώπων μας, τότε και ο Θεός θα συγχωρέσει τα δικά μας σφάλματα. Εμπρός λοιπόν, ας οπλιστούμε με νηστείες και προσευχές κι ας αγωνιστούμε όλοι μαζί με ανδρεία και γενναιότητα για τη σωτηρία μας.
Με το διάγγελμα αυτό ο βασιλιάς έφερε στο λαό του την αγάπη, την πίστη και την ελπίδα, που έχουν πολλή δύναμη και προσφέρουν ανακούφιση και χαρά.
Έτσι ο γιός τού γενναίου γίγαντα Νεβρώδ εγκατέλειψε τα κυνήγια και, αντί γι’ άγρια ζώα, άρχισε να κυνηγάει και να χτυπάει τα πάθη του. Αντί για αγρίμια, έσφαξε τις αισχρές αμαρτίες. Αφήνοντας τα έξω θηρία, πολεμούσε την πονηριά που είχε μέσα του. Κατεβαίνοντας από το καταστόλιστο άρμα του, τριγυρνούσε με τα πόδια στην πόλη και καλούσε όλους σε μετάνοια. Απ’ άκρη σ’ άκρη διέσχιζε τη Νινευή και πάσχιζε να την καθαρίσει απ’ τη βρωμιά τής αμαρτίας.
Βλέπει ο Ιωνάς αυτή την απίστευτη μετάνοια και τα χάνει. Θαυμάζει τους Νινευΐτες και ταυτόχρονα πενθεί για τους Ισραηλίτες. Είδε τους απογόνους τής Χαναάν να δικαιώνονται με την πίστη, και τους απογόνους τού Αβραάμ να έχουν προδώσει το Θεό. Είδε τη Νινευή να μετανοεί πικρά, και τη Σιών να πορνεύει με μανία. Είδε αμαρτωλές τής Νινευή να σωφρονούν, και θυγατέρες τού Ιακώβ να ασωτεύουν. Είδε στη Νινευή ψεύτες να κηρύσσουν την αλήθεια, και στη Σιών ψευδοπροφήτες να παρασύρουν με δόλο το λαό στην ειδωλολατρία. Στη Νινευή τα είδωλα γκρεμίστηκαν στα φανερά, ενώ στην Ιερουσαλήμ λατρεύονταν στα κρυφά. Η Νινευή έγινε ναός και εκκλησία τού Θεού, ενώ των Ιεροσολύμων ο ναός κατάντησε σπήλαιο ληστών.
Βλέπει ο Ιωνάς τους Νινευΐτες να είναι πιο μυαλωμένοι και θεοσεβείς. Κι ενώ ο ίδιος με την απειλή του τους έκοβε την ελπίδα, η νηστεία τους την πολλαπλασίαζε και τους υποσχόταν ζωή. Βλέπει ο προφήτης τη μετάνοια και φοβάται μήπως βγει ψεύτικο το κήρυγμά του. Αυτός μετράει τις μέρες και τις νύχτες ως την καταστροφή, ενώ οι Νινευΐτες μετρούν τις αμαρτίες τους. Στέκονται στο στόμα τού θανάτου και τρέμοντας χτυπούν τις πύλες τού άδη, περιμένοντας τη δίκαιη οργή τού Θεού, μα δεν παύουν να ελπίζουν και στο άπειρο έλεός Του. Αισθάνονται πως ο Θεός είναι πολυέλεος και δείχνει την αγάπη και την ευσπλαχνία Του σ' όσους μετανοούν. Νιώθουν πως ο προφήτης είναι σκληρός, ενώ ο Θεός φιλάνθρωπος. Γι’ αυτό αφήνουν τον σκληρό και καταφεύγουν στον Εύσπλαχνο. Σ’ Εκείνον, που σηκώνει το ραβδί Του για να φοβερίσει και όχι για να συντρίψει, για να παιδαγωγήσει και όχι για να θανατώσει.
Συνέχεια λοιπόν νήστευαν και αδιάκοπα παρακαλούσαν. Δεν στέγνωσαν τα μάτια τους απ’ της μεταμέλειας τα δάκρυα. Δεν κουράστηκε η γλώσσα τους να εκλιπαρεί το θείο έλεος. Με τη μετάνοια έδεσαν τη νηστεία και με τη νηστεία την καθαρότητα και τη σωφροσύνη.
Όταν η χάρη τού Θεού είδε αυτά τα πράγματα, σπλαχνίστηκε τους Νινευΐτες κι έστειλε πάνω τους τη δροσιά τής ζωής και της συμπάθειάς Του. Γιατί ο Κύριος, ως φιλάνθρωπος και αγαθός και μακρόθυμος που είναι, δεν θέλει το θάνατο του αμαρτωλού, αλλά την επιστροφή και τη μετάνοια και τη σωτηρία του.
Έφτασε όμως και η μέρα τής γενικής καταστροφής τους. Και γέμισε κλάματα η πολιτεία. Το χώμα τής γης από την πλημμύρα των δακρύων είχε γίνει σαν πλίθρα.
Σήκωσαν οι πατεράδες τα παιδιά τους, για να θρηνήσουν μαζί τον πικρό τους θάνατο. Γέροντες και γερόντισσες πήγαν να κλάψουν στους τάφους, όπου κανένας δεν υπήρχε ούτε για να θάψει ούτε για να θαφτεί. Οι θρηνητικές κραυγές όλων υψώθηκαν ως τους ουρανούς. Ο ένας ρωτούσε τον άλλο με αγωνία: «Ποιά νά ’ναι η ώρα, που όρισε ο Θεός να κατεβούμε όλοι μαζί στον άδη; Με ποιό τρόπο θα έρθει ο θάνατος;...»
Κόντευε να βραδιάσει. Στάθηκαν οι Νινευΐτες στη θέση τού θανάτου και, κρατώντας ο ένας το χέρι τού άλλου, θρηνούσαν όλοι για όλους.
Αναρωτιόντουσαν, σε ποιά στιγμή θ’ ακουγόταν η φωνή τού εξολοθρεμού τους. Νόμιζαν πως το βράδυ θα καταστρεφόταν η πόλη. Περίεργο, όμως! Έφτασε το βράδυ, και δεν είχαν πάθει τίποτα. Ύστερα νόμισαν ότι τη νύχτα θα παραδοθούν στο χάος. Μα και η νύχτα πέρασε, και πάλι τίποτα! Περίμεναν, τέλος, πως θα χαθούν εξάπαντος το πρωί. Να, όμως, που το πρωί ήρθε, και το κακό δεν έγινε!...
Ε, τώρα πια όλα άλλαξαν! Την ώρα που νόμιζαν πως δεν θα υπάρχουν, η ελπίδα τους έγινε βεβαιότητα και η βεβαιότητα χαρά. Η ατμόσφαιρα, από σκυθρωπή, έγινε λαμπρή και γιορταστική. Όλοι μαζί, με συγγενείς και φίλους, δεν ήξεραν πώς να εκφράσουν τη χαρά τους, πώς να δοξάσουν το Θεό, που τους ελέησε, που δέχτηκε τη μετάνοιά τους.
Ο Ιωνάς στεκόταν και παρακολουθούσε από μακριά, γεμάτος φόβο μην αποδειχθεί ψεύτης. Μα η προσδοκία του δεν πραγματοποιήθηκε. Γιατί ο αγαθός Θεός, βλέποντας τα δάκρυα της μετάνοιας των Νινευϊτών, τους σπλαχνίστηκε και ξαναζωντάνεψε τη νεκρή πόλη. Γιατί, αν και δεν είχαν πεθάνει, όμως, με το να περιμένουν έναν τόσο σύντομο και κακό θάνατο, είχαν γίνει σαν νεκροί.
Τώρα τους ζωοποίησαν η ελπίδα κι η χαρά, γιατί είδαν τη θεϊκή οργή να έχει μεταβληθεί σε έλεος. Γονάτισαν λοιπόν σε προσευχή και, με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, ευχαριστούσαν το Θεό, που τους έσωσε απροσδόκητα από το θάνατο και με την ευσπλαχνία Του τους χάρισε τη ζωή.
Ο Ιωνάς όμως, βλέποντας ότι, με το να σωθούν οι Νινευΐτες, βγήκε ψεύτης, ήταν υπερβολικά λυπημένος. Όταν τον είδαν σ’ αυτή την κατάσταση, άρχισαν να τον καλοπιάνουν και να του λένε: «Μη λυπάσαι, Ιωνά. Να χαίρεσαι, γιατί εξαιτίας σου βρήκαμε καινούργια ζωή. Εξαιτίας σου γνωρίσαμε το Θεό, τον πλάστη και δημιουργό μας. Μη φοβάσαι, δεν φάνηκες ψεύτης, γιατί καταστράφηκε η κακία μας και οικοδομήθηκε η πίστη μας. Με την υπόδειξή σου βρήκαμε τη μετάνοια και απολαύσαμε ό,τι χρειαζόταν για τη σωτηρία μας από τους θησαυρούς τής ευσπλαχνίας τού Θεού. Πες μας, Ιωνά, τί θα ωφελούσε αν είχε καταστραφεί η πόλη μας; Αν είχαμε πεθάνει όλοι; Τί είχες να κερδίσεις, γιέ του Αμαθεί, αν μας είχε καταπιεί όλους ο άδης; Λυπάσαι εσύ, που μας θεράπευσες από τα κακά; Εμείς σ’ ευχαριστούμε μάλλον ως ευεργέτη. Γιατί λοιπόν αναστενάζεις; Επειδή κόπιασες για να έρθει η πόλη όχι στην καταστροφή, αλλά στη θεογνωσία; Και γιατί πενθείς; Επειδή σωθήκαμε με τη μετάνοια; Μα εσύ τώρα έχεις στεφανωθεί. Και αυτό πρέπει να σε γεμίζει χαρά. Χαροποίησες τους αγγέλους στα επουράνια. Πρέπει να χαρείς κι εσύ στη γη, αφού κι ο ίδιος ο Θεός χαίρεται τώρα για μας...»
Ας δοξάσουμε κι εμείς το Θεό, που μας παρέχει παράδειγμα μετάνοιας και αρραβώνα σωτηρίας μέσω των Νινευϊτών. Γιατί όπως έσωσε τότε εκείνους με τον Ιωνά, έτσι τώρα και πάντοτε σώζει το λαό Του με τον Υιό Του τον μονογενή και καταργεί τον ισραηλιτικό λαό, την άκαρπη συκιά, που εμποδίζει τα έθνη να σώζονται από τους καρπούς τής μετάνοιας στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον όποιο ανήκει η δόξα και η δύναμη, μαζί με τον Πατέρα και το Αγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Σάλπιγξ εὔηχος, θείων κριμάτων, κόσμῳ πέφηνας, ἀναφωνοῦσα, Ἰωνᾶ τοῖς Νινευΐταις μετάνοιαν· καὶ συσχεθεὶς ἐν τῷ κήτει προέγραψας, τὴν τοῦ Σωτῆρος τριήμερον ἔγερσιν· ὅθεν πρέσβευε, δοθῆναι τοῖς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν κοιλίᾳ ἔνδοξε, τριημερεύσας τοῦ κήτους, τοῦ Χριστοῦ τὴν κάθοδον, τοῖς ἐν τῷ Ἅδῃ προφαίνεις· πάθος γάρ, δεχθεὶς σαρκὶ ἑκὼν ὁ Δεσπότης, ἔλαμψεν, ἀπὸ τοῦ μνήματος τριημέρως· διὰ τοῦτό σε Προφῆτα, ὡς τύπον τούτου, Ἰωνᾶ μέλπομεν.
Μεγαλυνάριον.
Βροντὴ οὐρανία τῇ Νινευΐ, ἡ φωνή σου ὤφθη, μετανοίας τὰς ἀπαρχάς, ταύτῃ προξενοῦσα, ὦ Ἰωνᾶ Προφῆτα, καὶ παύουσα κακίας, ὁρμὴν τὴν ἄσχετον.
Πηγή: («Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ-14: Ιωνάς και Νινευίτες», Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής) Ιερά Μονή Παρακλήτου, Μέγας Συναξαριστής
Ὁ Ἀπόστολος Κοδράτος περιγράφεται στὰ Συναξάρια ὡς μέγας ἀπολογητὴς τοῦ Χριστιανισμοῦ, ζηλωτής, σοφὸς καὶ ρήτορας μὲ ἄριστη διαλεκτικὴ ἱκανότητα. Ὡς Ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν -μιᾶς πόλεως στὴν ὁποία ἀνθοῦσαν ἀκόμη οἱ διάφορες φιλοσοφικὲς Σχολὲς καὶ γι’ αὐτὸ ἦταν ἀπαραίτητη ἡ παρουσία Ἐπισκόπου μὲ τὰ παραπάνω προσόντα- ἤλεξγε τὴν ἀθεότητα τῶν εἰδωλολατρῶν φιλοσόφων καὶ ὁδήγησε πολλοὺς καλοπροαιρέτους στὴν ἀλήθεια. Ἐκεῖνοι, ἐπειδὴ ἀδυνατοῦσαν νὰ τὸν ἀντιμετωπίσουν τὸν συκοφάντησαν καὶ τὸν ἀπεμάκρυναν ἀπὸ τὸ ποίμνιό του, χωρὶς ὅμως νὰ μπορέσουν νὰ κάμψουν τὸ ἀγωνιστικό του φρόνημα. Τὸν ἐξόρισαν στὴν Μαγνησία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ κατάφερε μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἔνθεο ζῆλο του νὰ ὁδηγήση πλήθη ἀνθρώπων στὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας. Ἔγραψε δὲ καὶ ἀπολογία γιὰ τὴν ὀρθὴ πίστη καὶ τὴν ἀπέστειλε στὸν αὐτοκράτορα τῆς Ρώμης Ἀδριανό, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ συλληφθῆ, νὰ βασανισθῆ καὶ νὰ σφραγίση τὴν ὁμολογία του γιὰ τὸν Χριστὸ μὲ τὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου του.
Ὁ ἱερὸς Ὑμνογράφος τὸν ἀποκαλεῖ φωστήρα ἀπλανῆ, ὁ ὁποῖος ηὔγασε δόγματα ζωῆς. «Σοφίας ταῖς ἀκτίσι φαιδρύνας σου τὸν βίον, εἴλκυσας τοῦ Πνεύματος μάκαρ τὴν πυρίπνοον χάριν, καὶ ηὔγασας δόγματα ζωῆς, Κοδρᾶτε ὡς Ἀπόστολος Χριστοῦ διὰ τοῦτο ὡς φωστῆρα σὲ ἀπλανῆ, γεραίροντες ἐκβοῶμεν δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διά σου, πάσιν ἰάματα» (Ἀπολυτίκιο).
Στὴν συνέχεια θὰ τονισθοῦν τὰ ἀκόλουθα:
Πρῶτον. «Ηὔγασας δόγματα ζωῆς».
Οἱ ἱεροὶ ὑμνογράφοι τῆς Ἐκκλησίας, ὡς αὐθεντικοὶ θεολόγοι, κατάφεραν νὰ μεταφέρουν, μὲ συνοπτικὸ τρόπο, μέσα στὰ ὑμνολογικὰ κείμενα ὅλη τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτὸ κι ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ὅπως ἔλεγε χαρακτηριστικὰ μεγάλος σύγχρονος θεολόγος, «τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας τὶς ψάλλουμε, τὶς τραγουδᾶμε».
Οἱ ὅσιοι καὶ θεοφόροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὡς θεοπτες καὶ θεοδίδακτοι θεολόγοι, ἀλλὰ καὶ ὡς γνήσιοι ποιμένες τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, διετύπωσαν καὶ ἐπεκύρωσαν σὲ Τοπικὲς καὶ Οἰκουμενικὲς Συνόδους τὶς ἀλήθειες τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἐπειδὴ κατὰ καιροὺς αὐτὲς ἀλλοιώθηκαν ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς. Καὶ τὸ ἔκαναν αὐτὸ γιὰ νὰ προφυλάξουν τὰ μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὶς λοιμώδεις νόσους τῶν αἱρέσεων, οἱ ὁποῖες ὁδηγοῦν στὴν ἀσθένεια καὶ τὸν αἰώνιο θάνατο. Οἱ αἱρέσεις νοθεύουν καὶ ἀλλοιώνουν τὴν πίστη, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἰδεολογία, ἀλλὰ τρόπος ζωῆς. Καὶ ὅπως εἶναι γνωστόν, ὅταν ἀλλοιώνεται ἡ πίστη, τότε χάνεται ἡ μέθοδος θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ πάθη καὶ διακυβεύεται ἡ σωτηρία του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος ἀποκαλεῖ τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεως «δόγματα ζωῆς», ἐπειδὴ ἡ βίωσή τους ὁδηγεῖ στὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς. Ἑπομένως, ὁ τρόπος ζωῆς τῶν ἁγίων, ἀλλὰ καὶ ὅλων ἐκείνων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας ποῦ ἐπιθυμοῦν καὶ ἀγωνίζονται νὰ ἐπιτύχουν τὸν προσωπικό τους ἁγιασμό, συνδέεται ἄμεσα μὲ τὰ δόγματα, τὰ ὁποῖα ὀνομάζονται καὶ ὄροι, ἐπειδὴ ἀποτελοῦν τὰ ὅρια μεταξὺ ἀληθείας καὶ πλάνης.
Ἡ αἵρεση εἶναι ἀσθένεια τοῦ λογιστικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς, τὸ ὁποῖο καταλαμβάνεται καὶ ὑποδουλώνεται ἀπὸ τὸ πονηρὸ πνεῦμα καὶ ἑπομένως ἡ ἀσθένεια αὐτὴ θεραπεύεται κυρίως μὲ τὴν προσευχή. Οἱ ἅγιοι, ἐπειδὴ καταυγάζονται ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ἔχουν τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως τῶν πνευμάτων καὶ γι’ αὐτὸ μποροῦν νὰ διακρίνουν τὸ θεϊκὸ ἀπὸ τὸ δαιμονικό, τὸ ἀληθινὸ ἀπὸ τὸ κίβδηλο, τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὴν πλάνη, καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο προφυλάσσουν τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὶς αἱρέσεις.
Τὰ δόγματα δὲν δεσμεύουν τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία, ἀλλὰ ἀντίθετα τὴν διασφαλίζουν, ἐπειδὴ βοηθοῦν τὸν ἄνθρωπο νὰ ἐλευθερωθῆ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῶν παθῶν καὶ τὴν τυραννία τοῦ διαβόλου. Ἄλλωστε, αὐτὴ εἶναι στὴν πραγματικότητα ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν προσωπικό του ἀγώνα καθάρισε τὴν καρδιά του καὶ κυριάρχησε στὰ πάθη του, αὐτὸς εἶναι ἀληθινὰ ἐλεύθερος. Βέβαια, ὁ διάβολος δὲν θὰ παύση νὰ τὸν πολεμᾶ μέχρι τὸ τέλος τοῦ ἐπιγείου βίου του, εἶναι ὅμως ἀδύνατον νὰ τὸν κάνη ὑποχείριό του, ἐπειδὴ μέσα στὴν καθαρὴ ἀπὸ τὰ πάθη καρδιὰ του:
«κατοικεῖ καὶ ἐνεργεῖ ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ γι’ αὐτὸ στὴν περίπτωση αὐτὴ ὁ διάβολος, ὅπως τονίζει χαρακτηριστικὰ ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικής, δὲν μπορεῖ νὰ εἰσέλθη μέσα στὴν καρδιά, ἀλλὰ ἐνεργεῖ ἐξωτερικὰ στὸ περικάρδιο.»
Ἑπομένως, τὰ ὀρθόδοξα δόγματα εἶναι πνευματικὴ τροφή, ἀλλὰ καὶ τρόπος ζωῆς, ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ στὴν ἀπόκτηση τῆς ἐσωτερικῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς αὐθεντικῆς ἀγάπης.
Δεύτερον. «Διὰ τοῦτο ὡς φωστήρα σὲ ἀπλανῆ».
Ὅσοι ἔχουν τὴν εὐθύνη νὰ ὁδηγήσουν καὶ νὰ κατευθύνουν στὸν προορισμὸ τοῦ πλοῖο ἢ ἀεροπλάνο, αὐτοὶ γνωρίζουν ὅτι γιὰ νὰ τὸ κάνουν μὲ ἀσφάλεια πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ διαθέτουν, μεταξὺ ἄλλων, ἕνα εἰδικὸ ὄργανο ποῦ ὀνομάζεται πυξίδα. Ἐπίσης, ὅσοι ἀσχολοῦνται μὲ τὸν ἀθλητισμὸ γνωρίζουν καὶ αὐτοὶ ὅτι χωρὶς προπονητὴ δὲν μπορεῖ νὰ γίνη κανεὶς σωστὸς ἀθλητής, ὅπως ἐπίσης χωρὶς τὴν παρουσία διαιτητὴ εἶναι ἀδύνατο νὰ διεξαχθῆ ἀθλητικὸς ἀγώνας. Τὸ ἴδιο θὰ λέγαμε ὅτι συμβαίνει κατ’ ἀναλογία καὶ στὴν πνευματικὴ ζωή. Δηλαδή, δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ πορευθῆ τὴν «ὁδὸ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ» καὶ νὰ φθάση μὲ ἀσφάλεια στὸν προορισμό του, χωρὶς τὸν κίνδυνο νὰ ξεστρατίση καὶ νὰ πλανηθῆ, ἐὰν δὲν καθοδηγῆται ἀπὸ πνευματικὴ πυξίδα, ἤτοι ἀπὸ ἔμπειρο πνευματικὸ ὁδηγό, ἀπὸ ἀπλανῆ «φωστήρα».
Καὶ τέτοιοι ἀπλανεῖς φωστῆρες καὶ ὁδηγοὶ τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι οἱ ἅγιοι, καθὼς ἐπίσης καὶ ἐκεῖνοι οἱ πνευματικοὶ πατέρες οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται νὰ ἐπιτύχουν τὸν προσωπικό τους ἁγιασμό, καὶ ταυτόχρονα ἐμπνέονται ἀπὸ τὴν ἁγιασμένη ζωὴ τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπὸ τὴν θεόπνευστη διδασκαλία τους. Αὐτοὶ μποροῦν νὰ καθοδηγοῦν ἀπλανῶς τοὺς πιστοὺς στὴν ὁδὸ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς τελειότητος, ἐπειδὴ ἔχουν τὴν δυνατότητα νὰ εἰσέρχονται στὸ βάθος τῶν ἀνθρωπίνων προβλημάτων καὶ νὰ ἀντιλαμβάνονται τὰ βαθύτερα αἴτιά τους.
Ἡ διανοητικὴ ἐνασχόληση μὲ τὰ «δόγματα ζωῆς» δὲν ὠφελεῖ τὸν ἄνθρωπο, ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἀλλοιώση ἐσωτερικά. Αὐτὸ ποῦ τὸν ὠφελεῖ καὶ τὸν σώζει εἶναι ἡ μεταβολὴ τῶν δογμάτων σὲ πνευματικὴ βρώση καὶ πόση, δηλαδὴ σὲ καθημερινὸ τρόπο ζωῆς. Καὶ αὐτὸ πραγματοποιεῖται μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν προσωπικὸ ἀγώνα τοῦ καθενὸς καὶ ὑπὸ τὴν καθοδήγηση «ἀπλανοῦς φωστῆρος».
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Σοφίας ταῖς ἀκτῖσι φαιδρύνας σου τὸν βίον, εἴλκυσας τοῦ Πνεύματος μάκαρ τὴν πυρίπνοον χάριν, καὶ ηὔγασας δόγματα ζωῆς, Κοδρᾶτε ὡς Ἀπόστολος Χριστοῦ· διὰ τοῦτο ὡς φωστῆρά σε ἀπλανῆ, γεραίροντες ἐκβοῶμεν· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς Ἱεράρχην τίμιον, καὶ Ἀθλητὴν στερρότατον, ἡ οἰκουμένη προσάγει σοι Κύριε, Κοδρᾶτον τὸν Ἀπόστολον· καὶ τοῖς ὕμνοις γεραίρει τὴν σεπτὴν αὐτοῦ μνήμην, αἰτοῦσα πάντοτε πταισμάτων ἄφεσιν, δι’ αὐτοῦ δωρηθῆναι, τοῖς μέλπουσι τοῦτον Εὔσπλαγχνε.
Μεγαλυνάριον.
Ἱερῶν δογμάτων ὑφηγητά, στόμα εὐσεβείας, πνευματέμφορον καὶ τερπνόν, κοινωνὲ Μαρτύρων, Ἀπόστολε Κοδρᾶτε, μετάδος τῇ ψυχῇ μου, ἐκ τῆς σῆς χάριτος.
Η ιστορία είναι τραγική και αποτελεί άλλη μια απόδειξη ότι η γερμανική Βέρμαχτ ήταν ένας στρατός αδίστακτος. Πρόκειται για την ιστορία της εκτέλεσης των πρώην συμμάχων Ιταλών στη Κεφαλονιά.
Το NHS στην Αγγλία, αναζήτησε την αλήθεια για την αντιμετώπιση των παιδιών με δυσφορία φύλου και συνέταξε τη “Cass Review”. Εμείς ακόμη θα υποστηρίζουμε το ιδεολόγημα της «επιλογής του φύλου» και θα εγκαταλείπουμε τα παιδιά στο έλεος της αυθαιρεσίας;
Ο άγιος Ευστάθιος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ των ετών 1115 και 1135. Τα πρώτα του γράμματα τα διδάχθηκε στην σχολή, η οποία λειτουργούσε στην μονή της αγίας Ευφημίας, όπου και νωρίς εκάρη μοναχός.
Ο ιστορικός τόπος των Θερμοπυλών κατέστη πεδίο μάχης όχι μόνο στη διάσημη σύγκρουση του 480 π.Χ. αλλά αρκετές ακόμα φορές στην ιστορία, με τελευταία αυτή του 1941. Ωστόσο ιδιάζουσα σημασία έχει η μάχη των Θερμοπυλών του 279 π.Χ.
Αλήθεια, για τους Χριστιανούς είναι ο Ιησούς Χριστός, όπως ο ίδιος βεβαιώνει: «εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. 14, 6).
Από την Πέμπτη 29 Αυγούστου έως και το Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2024, η 336 Μοίρα της 116 Πτέρυγας Μάχης έλαβε μέρος στην άσκηση «Tarang Shakti 24», η οποία διεξήχθη στην Αεροπορική Βάση «Jodhpur», στην Ινδία.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...