Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Μια ιστορία που δυστυχώς λίγοι στις μέρες μας γνωρίζουν και αφορά στις σφαγές Ελλήνων από Βουλγάρους σε ναό του Νευροκοπίου.
Ύπεράνω της κεντρικής εισόδου της έκκλησίας του Άγιου Δημητρίου εις το Κάτω Νευροκόπι (το παλαιόν Ζίρνοβον) απλούται εκτενής τοιχογραφία φιλοτεχνηθείσα το 1874 και παριστάνουσα τον ύπό του Αγίου Δημητρίου κατά το 1207 φόνον του έπιχειρήσαντος να καταλάβη την Θεσσαλονίκην ήγεμόνος των Βουλγάρων Σκυλογιάννη.
Το ίδιον θέμα έπαναλαμβάνεται και εις το τέμπλον της ιδίας έκκλησίας, καθώς και εις μίαν μικράν νεωτέραν φορητην εικόνα εις το προσκυνητάρι επίσης της ιδίας έκκλησίας.
Οι Βούλγαροι, οι όποιοι κατέλαβον βιαίως την έκκλησίαν αύτήν, άπό το 1903 εως το 1913 και πάλιν άπό το 1941 εως το 1944, δεν κατενόησαν τον συμβολισμόν της παραστάσεως, ήρκέσθησαν δ’ απλώς να άπαλείψουν και άπό την τοιχογραφίαν και άπό το τέμπλον την έλληνικήν ονομασίαν του Αγίου και να την άντικαταστήσουν διά της σλαβικής.
'Н εκκλησία αύτη ολίγον επειτα άπό την άνέγερσίν της ύπό της Ελληνικής κοινότητας, αφ’ ένός μεν ύπό την πίεσιν των Βουλγάρων, αφ’ ετέρου δε λόγω της ελαστικής πολιτικής του Οικουμενικού Πατριαρχείου, έχρησιμοποιείτο έναλλάξ υπό των δύο μερίδων.
’Αλλά η συνεχής εκ μέρους των Βουλγάρων δημιουργία επεισοδίων έντός αύτης έναντίον των Ελλήνων, είχεν αναγκάσει τους Τούρκους το 1899 να άπαγορεύσουν την λειτουργίαν της.
Παρά τας επιμόνους προσπαθείας του μητροπολίτου Νικοδήμου επί δύο ολόκληρα έτη, δεν κατέστη δυνατόν το Οίκουμενικόν Πατριαρχείον να ένεργήση, ώστε να άνοιχθή και πάλιν αυτη και να παραχωρηθή εις τους 'Έλληνας.
’Αντί τούτου οι Βούλγαροι έπέτυχον τον Φεβρουάριον του 1903 η έκκλησία να παραχωρηθή από κοινού και εις αύτους και εις Έλληνας, διά να τελήται η λειτουργία έναλλάξ, την μίαν Κυριακήν ελληνιστί διά τους Έλληνας και την άλλην σλαβιστί διά τους Βουλγάρους.
’Αλλά την 26ην ’Οκτωβρίου του 1903 εις το διάστημα, κατά το όποιον έμεσολάβησε άπό της παραιτήσεως του Νικοδήμου μέχρι της έκλογής και της άφίξεως του Θεοδωρήτου, οι Βούλγαροι είσελθόντες έντός της εκκλησίας συνέλαβον και έσφαξαν τρεις εκ των προεστων του Κάτω Νευροκοπίου.
«Περί την δεκάτην λοιπόν ώραν της πρωίας, άφηγείται ο Θεοδώρητος, τα εν λόγω ανθρωπόμορφα τέρατα, άτινα, ως λέγεται, εύρίσκοντο εν Ζιρνόω άπό 2-3 ημερών φιλοξενούμενα ύπό του ούραγγοταγκομόρφου και διαβοήτου Ζίρνοβαλη φωτογράφου Ιβχν Τοδώρωφ, όστις και δίκην ’Ιούδα ώδήγησε τους κακούργους εις την έκκλησίαν ένοπλος και αύτός, με ξίφη παλλόμενα είσήλασαν εις αύτήν, και άφού έταξαν φρουρούς εν τε τφ νάρθηκι έπί των θυρών ήρξαντο, ως λύκοι αιμοχαρείς εν μέσω ποιμνίου, άναζητούντες τα θύματα αύτών, άτινα και άνευρόντες και δέσαντες διά σχοινιών, άπήγαγον της ’Εκκλησίας, μήτε την ιερότητα αύτης μήτε τον άγρυπνον δικαιοκρίτην σεβασθέντες μηδέ φοβηθέντες, ύπερακοντίσαντες δε εν τη άθεοφοβία και τη θηριωδία και αύτους τους αίμοβορωτέρους ειδωλολάτρας.
Το φρικώδες τούτο άνοσιούργημα των δολοφόνων ένέσπειρεν εκ νέου τον τρόμον και την φρίκην τοις τε εν Ζιρνόβω και τοις εν Κάτω Βροντού και οπουδήποτε άλλαχού άναθαρρήσασι τέως ήμετέροις, έξαναγκασθείσι μάλιστα μετά τινας μήνας να ύπογράψωσι άναφοράν προς την ενταύθα 'Υποδιοίκησιν, δηλούντες ότι, άνέκαθεν δήθεν Βούλγαροι όντες, ως έκκλησιαστικήν αρχήν άναγνωρίζουσι τον πρωτότοκον του Σατανά, τον εν Κωνσταντινουπόλει ’Έξαρχον, εν τε τη ’Εκκλησία δε και τη σχολή έπιθυμοϋσι να έχωσι την έθνικήν αύτων γλώσσαν.
Μάτην η Μήτηρ Έκκλησία, πληροφορηθείσα παρά του άγαπητου ’Αδελφού 'Αγίου Δράμας το φρικτον άνοσιούργημα, άπέστειλε μετ’ ολίγον ενθεν μεν εν μεγάλω σχήματι συλλυπητήριον Γράμμα, ένθεν δε 40 ολας τ. λίρας διά τας μάλλον έπειγούσας άνάγκας της Κοινότητας, οι λεγόμενοι ήμέτεροι τόσον ήσαν κατεπτοημένοι, ώστε οότε εύχαριστήριον Γράμμα να ύπογράψωσι προς την Έκκλησίαν, ουτε το προσημειωθέν αύτης συλλυπητήριον ν’ άναγνώσωσι επ’ Εκκλησίας έτόλμησαν διά τον φόβον των δολοφόνων, άπειλησάντων θάνατον παντί, όστις θα έτόλμα ούχί πλέον να πράξη τι, άλλά και μόνον να όμιλήση του λοιπού ύπέρ της ’Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού.
Μάτην έπίσης ο τότε διευθύνων το εν Σέρραις Έλληνικόν Προξενείον φέρελπις και άξιόλογος υιός του διάσημου Μακεδόνος εν Έλλάδι πολιτευτου Στεφάνου Δραγούμη κ. ’Ίων άμα τω θλιβερώ άγγέλματι άνέλαβε και έξετέλεσε το επίπονον, άλλα και τα μάλιστα ριψοκίνδυνον ταξείδιον άπό Σερρών εις Δράμαν, Ζίρνοβον, ενθα και λόγω και ε'ργω διά γενναίας συνδρομής παρεμύθησε τους τε άλλους και ιδία τας απορφανισθείσας οίκογενείας των δυστήνων θυμάτων».
Έκτοτε και μέχρι του 1913 το Κάτω Νευροκόπιον παρέμεινεν ύπό την τρομοκρατίαν των Βουλγάρων, οι όποιοι δεν παρέλειψαν να έπαναλάβουν τα έναντίον των Ελλήνων της μικράς αυτής πόλεως εγκλήματά των διά νέας επιθέσεως τα Χριστούγεννα του 1906.
Πηγή: Περί Πάτρης
Ο Jeffrey Younger, Ορθόδοξος Χριστιανός πατέρας, κάνει την τελευταία του νομική προσπάθεια στις 28 Οκτωβρίου, για να εμποδίσει την πρώην σύζυγό του παιδίατρο Anna Georgoulas να ευνουχίσει και να «αλλάξει το φύλο» του γιού τους James.
Α'
Επεχωρίαξε μεν και πρότερον ήδη το των Αρκιανών δόγμα τη Ρωμάιων επικρατεία, μέρη τε αυτής ελυμαίνεταιτο, και τους πολλούς το ομοούσιον καθαρώς πρεσβεύειν ουκ εια, αλλ' ούπω τοσαύτα επαρρησιάσατο το κακόν ουδέ τοσούτους είχε τους αυτώ προσκειμένους. Άρτι δε της βασιλείας επί Κωνστάντιον, τον του μεγάλου Κωνσταντίνου τρίτον παίδα ελθούσης, ον αι πράξεις μέγαν εκάλουν, ο του φθόνου πατήρ και τοις αγαθοίς άνωθες βασκαίνων εχθρός, επεί μη πείθειν οιός τε ήν τα Χριστιανών απωθείσθαι Χριστιανούς, διά τινών ου προς αξίαν, οίμοι, του της ιερωσύνης αξιώματος ηξιωμένων τον Κωνστάντιον υπελθών εις τα των Αρειανών όλον υπάγεται. Εντεύθεν το άθεον τούτο των Αρειανών δόγμα, ώσπερ όπλον την του κρατούντος περιθέμενον δυναστείαν, επλάτυνε τότε και ηύξετο, και πάσαν όσην η Ρωμαίων είχεν αρχή παραστήθασθαι προς βίαν εφιλονείκει. Και διά τούτο μυρίοις οι το ομοούσιον δοξάζοντες, και τα Χριστιανών ως θέμις Χριστιανοίς μετιόντες, περιεβάλλοντο τοις κακοίς, Ευσεβίου μάλιστα και Φιλίππου (ων ο μεν τη του πραιποσίτου τετίμητο δόξη, ο δε τα της επαρχίας δείπεν, ο Φίλιππος) υπέκκαυμα Κωνσταντίω του των Αρειανών έρωτος γενομένων.
Ούτοι και τον μακάριον απελαθήναι Παύλον της Εκκλησίας, αντεισαχθήναι δε τον δυσσεβή Μακεδόνιον, εβούλοντό τε και πάντα εποίουν· τίνος μεν λόγου, τίνος δε έργου, ποίας δε βλάβης κατά των πρεσβευόντων το ομοούσιον αοσχόμενι; Τους μεν γαρ την πόλιν εκλιπείν παρεσκεύασαν, των δε άδικον αειφυγίαν κατέκριναν, τοις δε και απαλλαγήν της ζωής προεξένησαν. Εντεύθεν άτιμοι κατά μετώπων ραφαί, υποσημαίνουσαι το ορθόδοξον, αλλά τε μύρια κατά Χριστιανών επενοείτο καινά, ει και μικρά πάντα δια Χριστόν εδόκει τοις ευσεβέσι, και των ελπίδων ουκ άξια. Εντεύθεν ο δεύτερος μεν ούτος Παύλος ο της ομολογίας επώνυμος, του της αρχιερωσύνης θρόνου αποδιώκεται, ανίπτοις δε χερσί, το του λόγου, βεβηλούται τα άγια.
Β'
Των γουν Κωνσταντίου τούτων καιρών έργον και Μαρκιανός και Μαρτύριος· οις πατρίς μεν άστυ το μέγα τε και βασίλειον, αναγωγή δε και παιδεία, οίας αν τις θεοφιλής ανήρ τυχείν εύξαιτο. Τρόποι, χρηστότης και επιείκεια το εκείνων ακριβές γνώρισμα. Ει δε δει συντόμως και αληθώς ειπείν, τούτο τοις πάσιν όντες εις αρετήν, όπερ η πατρίς ταις πόλεσιν εγνωρίζετο. Και ώσπερ αύτη των άλλων τε πασών προκάθηται πόλεων, και τω βασιλική και είναι και ονομάζεσθαι την πρώτην έχει τιμήν· τον υτόν δη και ούτοι τρόπον πάντων εν πάσιν εκράτουν επαινετοίς, και ζηλωτόν ην το παράπαν ουδέν, εφ ω μη ούτοι το πρωτείον είχον.
Τω θείω τοιγαρούν Παύλω συνόντες και των υπ' εκείνου πραττομένων όντες υπογραφείς, τω λαώ τε τας θείας υπαναγινώσκοντες βίβλους, ούτω θερμόν τον εις Χριστόν υπέτρεφον έρωτα, ως ουδέν υπολογισαμένους την του κρατούντος μανίαν οξείαις χωρήσαι κατά των Χριστομάχων ορμαίς, και τον του Θεού Λόγον εις κτίσμα κατάγεσθαι μηδ' όλως ανεκτόν ποιήσαι, αλλά συνάναρχον μεν τω Πατρί και ομοούσιον αυτόν αποδείξαι, τα δε των αρειανιζόντων βεβήλους κενοφωνίας εις το μηδέν είναι περιστήσαι.
Γ'
Τοις εκείνων τοιγαρούν ρήμασιν όε βέλεσιν οι κακοδαίμνες βλητέντες, και μηδέ αντιτείνειν, μηδέ εις λόγους αυτοίς χωρείν όλως έχοντες, ώσπερ εν σποδιά πυρ ταις αυτών διανοίαις το δολερόν υποκρύψαντες, πρώτα μεν τους επαγωγοίς των λόγων τους άνδρας υπήρχοντο· είτα και χρήματα δώσειν υπισχνούντο οι άφρονες εκείνοι, οι γε και τα ψυχάς ότι μη αφηρούντο παραχρήμα διά Χρισοεδυσχέρταινον. Ούτοι λουν ου κολακείαις κλεπηρμένοι, ου χρημάτων ηττώμενοι, αλλά της ευσεβείας και του ορθού δόγματος φύλακες ακριβείς είναι βουλόμενοι, προς το βραβείον της άνω κλήσεως έσπευδον· ο και μόνον αυτοίς εποθείτο, και ου τυχείν όλως επεθύμουν. Ως ουν απειλαί τε και κολακείαι και αγαθών πάντων επαγγελίαι τους Αρειανοίς εξησθένουν, και άμαχον τι πράγμα την καλήν εκείνην ένστασιν των μαρτύρων εώρων, θάνατον αυτών ον επόθουν διά Χριστόν κατακρίνουσιν.
Δ'
Επεί δε και προς τον ειρημένον ήδη γεγόνασι τόπον, καιρόν αιτούσιν εις προσευχήν. Και λαβόντες, τα όμματα τε όμου και τας χείρας αίρουσιν εις τον ουρανόν, και, Κύριε, ο Θεός, ο πλάσας καταμόναις τας καρδίας ημών, λέγουσιν, ο συνείς πάντα τα έργα ημών, εν ειρήνη τας των σων δούλων δέξαι ψυχάς, ότι ένεκα σου σανατούμεθα, και ως πρόβατα σφαγής λογιζόμεθα και χαίρομεν ούτω της παρούσης ζωής απαλλαττόμενοι διά σε, και προς την παρά σοι προθύμω ποδί επειγόμεθα. Τω Θεώ των όλων ευξάμενοι και το Αμήν επειπόντες, την διά ξίφους πληγήν υφίστανται· και το μαρτυρικόν ο Μαρτύριος συν Μαρκιανώ δέχονται τέλος, πέμπτην επί ταις είκοσι του Οκτωβρίου μηνός άγοντος. Τα δε τούτων τίμια λείψανα των ορθοδόξων τινές και πιστών ανελόμενοι, και λαμπρώς περιστείλαντες, εν ψαλμοίς και ύμνοις παρά τω της πόλεως τείχει εντίμως εν επισήμω λόφω κατέθεντο. Ένθα και την μαρτυρικήν εκείνην τελείωσιν και μακαρίαν υπέστησαν εις δόξαν Πατρός, Υιού και αγίου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ζῆλον ἔνθεον ἀναλαβόντες, ἠμαυρώσατε Ἀρείου πλάνην ὁμοούσιον Τριάδα κηρύττοντες, Μαρκιανὲ καὶ θέοφρων Μαρτύριε, ὀρθοδοξίας οἱ ἄσειστοι πρόβολοι, θεῖοι μάρτυρες, Χριστῷ τῷ Θεῷ πρεσβεύσατε δωρίσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς.
Ἀγωvισάμενοι καλῶς ἀπὸ βρέφους, Μαρκιανὲ σὺv τῷ σοφῷ Μαρτυρίῳ, τὸv ἀποστάτηv Ἄρειοv καθείλετε, ἄτρωτον τηρήσαντες, τὴν ὀρθόδοξοv πίστιν, Παύλῳ ἐφεπόμενοι, τῷ σοφῷ διδασκάλῳ, ὅθεν σὺv τούτῳ εὔρατε ζωήv, ὡς τῆς Τριάδος ὑπέρμαχοι ἄριστοι.
Πηγή: Ελληνική Πατρολογία, τόμος 115, Συμεών του Μεταφραστού, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Λέγεται συχνά, εντελώς λανθασμένα, ότι οι Ιταλοί ήταν δειλοί, ότι τρέπονταν σε φυγή έναντι των Ελλήνων, ότι δεν ήθελαν να πολεμήσουν, ακόμα και ότι επίτηδες έχασαν για να φέρουν τους Γερμανούς στα Βαλκάνια! Φυσικά όλα τα παραπάνω δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα, εκτός και αν δεχθούμε ότι οι 15.000 Έλληνες που έπεσαν στην Αλβανία σκοτώθηκαν μόνοι τους.
Η ΕΛΕΗΜΩΝ ΠΙΣΤΗ
Η αγία Ταβιθά, όπως μας αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ήταν μια πολύ φιλάνθρωπος χριστιανή, η οποία σε όλη της τη ζωή έκανε καλά έργα και ελεημοσύνες. Στη συριακή γλώσσα η λέξη Ταβιθά ερμηνεύεται ως «η Δορκάς», που στα αρχαία ελληνικά σημαίνει «ζαρκάδι». Η αγία Ταβιθά κατοικούσε στην πόλη Ιόππη, κι όπως πληροφορούμαστε από το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων, ασκούσε την τέχνη της υφάντριας, υφαίνοντας χιτώνες και ιμάτια, τα οποία πωλούσε και τα λεφτά που μάζευε, εκτός από μικροποσά απαραίτητα για τη διατροφή της, τα διέθετε για την ανακούφιση των φτωχών και ειδικά των χηρών και των ορφανών.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΠ.ΠΕΤΡΟΥ
Τη μέρα που ο Απόστολος Πέτρος έφτασε στη Λύδδα της Παλαιστίνης για να διαδώσει το λόγο του Ευαγγελίου, την ίδια μέρα η Ταβιθά αρρώστησε και πέθανε, οπότε ο θρήνος ήταν μεγάλος ανάμεσα σε αυτούς που προστατεύονταν από αυτήν. Κι ενώ οι πιστοί ετοιμάζονταν για την ταφή της, έμαθαν ότι ο Απόστολος Πέτρος βρισκόταν στη Λύδδα και έστειλαν δύο απεσταλμένους για να τον βρουν και να τον παρακαλέσουν να έλθει στην πόλη. Πράγματι, ο Απόστολος ανταποκρίθηκε στο αίτημά τους και φτάνοντας στην Ιόππη τον ανέβασαν στο υπερώο, όπου κειτόταν νεκρή η Ταβιθά.
Εκεί ο Απόστολος βρήκε πολλές φτωχές γυναίκες τις οποίες βοηθούσε η Ταβιθά, που έδειχναν τα ιμάτια και τους χιτώνες που τους είχε προσφέρει σ' αυτές η νεκρή: «πάσαι αι χήραι κλαίουσαι και επιδεικνύμεναι χιτώνας και ιμάτια όσα εποίει.» (Πράξ. θ΄39). Τότε, χωρίς να μιλήσει, ο Απόστολος τους έβγαλε όλους έξω κι αφού γονάτισε και προσευχήθηκε θερμά είπε: "Ταβιθά ανάστηθι". Και αμέσως η νεκρή Δορκάς αναστήθηκε. Τότε, όλοι οι παρευρισκόμενοι γέμισαν από χαρά και το νέο της ανάστασής της διαδόθηκε σ' όλη την πόλη μ' αποτέλεσμα πολλοί να πιστέψουν στον Χριστό. Η αγία Ταβιθά έκτοτε έζησε πολλά χρόνια γεμάτα από αγαθοεργίες και ελεημοσύνες, μέχρι την ειρηνική τελείωσή της σε βαθιά γεράματα.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Μαθήτρια ἔνθεος, ἐν τῇ Ἰόππῃ σεμνή, Χριστοῦ ἐχρημάτισας, καὶ ἐν πολλοῖς οἰκτιρμοῖς, αὐτὸν ἐθεράπευσας· ὅθεν ὑπὸ τοῦ Πέτρου, ὡς ἠγέρθης θανοῦσα, ἐδειξας τοῦ σοῦ βίου, Ταβιθᾶ μακαρία, πᾶσι τὴν κεκρυμμένην, θείαν λαμπρότητα.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Τοῖς θεαρέστοις σου ἔργοις καὶ πράξεσι, θεοπρεπῶς τῷ Σωτῆρι λατρεύουσα, ἀγάπης ὑπόδειγμα πέφηνας, ὦ Ταβιθᾶ ὡς θεόφρων μαθήτρια· διό σου τὴν μνήμην γεραίρομεν.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις θεοδόξαστε Ταβιθᾶ, στήλη θείων ἔργων, ὡς μαθήτρια τοῦ Χριστοῦ· ἐλεημοσύνης, πηγὴ γὰρ ἀνεδείχθης, ἐν πόλει τῇ Ἰόππῃ, γνώμῃ θεόφρονι.
Πηγή: Ακτίνες, Μέγας Συναξαριστής
Το μειοδοτικό ΕΛΙΑΜΕΠ που «συμβουλεύει» διαχρονικά τις Ελληνικές κυβερνήσεις να είναι υποχωρητικές σε σχέση με τις Τουρκικές διεκδικήσεις, ώστε δήθεν να υπάρχει ηρεμία, θεωρεί ότι η κυβέρνηση έχει δικαίωμα να διαπραγματευτεί τα πάντα.
Η Ελλάδα, επί κυβερνήσεως Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, αγοράζει το θωρηκτό Αβέρωφ, αντί 24 εκατομμυρίων δραχμών, από τα οποία τα 8 εκατομμύρια προέρχονται από κληροδότημα του Γεωργίου Αβέρωφ.
Ματαιότης ματαιοτήτων, λέγει ο Εκκλησιαστής, τα πάντα ματαιότης1. Είναι αλήθεια λοιπόν πως όλα όσα γίνονται στον κόσμο είναι ματαιότης. Γι’ αυτό συμβαίνει καμμιά φορά ώστε και άγιοι του Θεού, που δεν τους φλογίζει κανένα πάθος και καμμία σαρκική επιθυμία και δεν τους προσβάλλει κανένας μολυσμός φιληδονίας, αλλά αποκρούουν τα τεχνάσματα του πονηρού ακόμη και από τον νου τους, να θεωρήσουν πως είναι απόλυτα δίκαιοι και να πέσουν γεμάτοι από την υπερηφάνεια της αλαζονικής αυτής πεποιθήσεως. Αυτούς που δεν κατάφερε να τους πλήξη η μάχαιρα των μεγάλων αμαρτημάτων, τους έπνιξε εύκολα ο λίγος καπνός της κενοδοξίας! Κάτι τέτοιο συνέβη και σ’ εκείνον, στον οποίο θα αναφερθούμε. Αυτός, μολονότι είχε λαμπρυνθή με πολλές αρετές, θα είχε πέσει οπωσδήποτε στο βάραθρο της επάρσεως, αν δεν είχαν σπεύσει να τον νουθετήσουν πιστοί αδελφοί.
Ο όσιος Σενώχ (†24 Οκτωβρίου 576) ήταν Θεϊφαλός στην καταγωγή. Γεννήθηκε στην περιοχή του Πικταβίου που λεγόταν Θεϊφαλία. Πίστεψε στον Χριστό, έγινε κληρικός και ίδρυσε ένα μοναστήρι. Στην περιοχή της Τουρώνης βρήκε κάποια αρχαία ερείπια και έκτισε επάνω τους νέα οικοδομήματα. Εκεί βρήκε επίσης και έναν ναό, όπου λέγεται πως προσευχήθηκε ο επιφανής άγιός μας Μαρτίνος2. Το επισκεύασε με μεγάλη φροντίδα, και αφού έστησε σ’ αυτό μία αγία Τράπεζα με ειδικό χώρο για να τοποθετηθούν λείψανα αγίων, κάλεσε τον επίσκοπο για να το εγκαινιάση.
Πήγε λοιπόν ο μακάριος επίσκοπος Ευφρόνιος και μετά τον εγκαινισμό της Αγίας Τραπέζης τον χειροτόνησε διάκονο. Όταν τελείωσε η Λειτουργία και θέλησαν να τοποθετήσουν την λειψανοθήκη στον καθορισμένο χώρο, διαπίστωσαν ότι ήταν μακρύτερη απ’ ό,τι έπρεπε και ήταν αδύνατο να χωρέση. Τότε ο διάκονος γονάτισε και προσευχήθηκε μαζί με τον αρχιερέα και με δάκρυα και ικεσίες έλαβε αυτό που ζήτησε: Ω του θαύματος! Προς γενική κατάπληξι, ο χώρος διευρύνθηκε με θεία δύναμι, η λειψανοθήκη μίκρυνε, ώστε να χωρέση εκεί άνετα.
Στον τόπο αυτό, μαζί με τρεις μοναχούς, ο όσιος υπηρετούσε με προθυμία τον Θεό και στην αρχή ζούσε με μεγάλη εγκράτεια στην τροφή και στο νερό. Τις ημέρες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ο κόπος της εγκρατείας του αυξανόταν περισσότερο: έτρωγε μόνο ψωμί από κριθάρι κι έπινε μόνο νερό και μάλιστα όχι περισσότερο από τετρακόσια γραμμάρια από το καθένα την ημέρα. Ακόμη, υπέμενε το κρύο του χειμώνα ανυπόδητος και φορούσε σιδερένιες αλυσίδες στα χέρια, τα πόδια και τον λαιμό του. Αργότερα, για να ζήση αυστηρή ερημιτική ζωή, έφυγε από την θέα των αδελφών και κλείστηκε σ’ ένα μικρό κελλί, όπου προσευχόταν με προθυμία ημέρα και νύκτα, με αγρυπνίες και δεήσεις, χωρίς να επιτρέπη στον εαυτό του κανένα περισπασμό.
Συχνά οι πιστοί, από ευλάβεια, του έδιναν χρήματα, αλλά αυτός προτιμούσε να γεμίζη τα βαλάντια των φτωχών αντί να τα βάζη σε κρυψώνες, ενθυμούμενος τον λόγο του Κυρίου: Μη θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επί της γης. όπου γαρ εστιν ο θησαυρός υμών, εκεί έσται και η καρδία υμών3. Ό,τι του έδιναν λοιπόν, το μοίραζε για τις ποικίλες ανάγκες των φτωχών, έχοντας τον νου του μόνο στον Θεό. Έτσι, κατά την διάρκεια της ζωής του ελευθέρωσε από τον ζυγό της δουλείας και το βάρος των χρεών περισσότερους από διακόσιους δυστυχείς.
Όταν φθάσαμε εμείς στην περιοχή της Τουρώνης, βγήκε από το κελλί του και ήρθε να μας δη. Μας χαιρέτησε, μας ασπάσθηκε και γύρισε πάλι πίσω. Ήταν, όπως είπαμε, πολύ ασκητικός και είχε το χάρισμα να θεραπεύη τους αρρώστους. Καθώς όμως με την άσκησι προώδευε στην αγιότητα, άρχισε σιγά-σιγά να υπεισέρχεται η κενοδοξία. Όταν λοιπόν βγήκε από το κελλί του, πήγε με πολλή υπεροψία να επισκεφθή τους γονείς του στην περιοχή του Πικταβίου, που αναφέραμε πιο πάνω. Κατόπιν επέστρεψε φουσκωμένος από υπερηφάνεια και κυττούσε να ικανοποιή μόνο τον εαυτό του. Όταν όμως τον επιπλήξαμε και άκουσε όσα του είπαμε για τους κενοδόξους, ότι εκδιώκονται από την βασιλεία του Θεού, καθαρίστηκε τελείως από την κενοδοξία και τόσο ταπείνωσε τον εαυτό του, ώστε δεν έμεινε μέσα του η παραμικρή ρίζα υπερηφανείας, πράγμα που το ωμολόγησε λέγοντας:
› Τώρα νοιώθω την αλήθεια των λόγων του Αποστόλου ο καυχώμενος, εν Κυρίω καυχάσθω4
Ο Κύριος επιτελούσε μέσω αυτού πολλά θαύματα στους αρρώστους, αλλά εκείνος έλεγε πως ήθελε να μείνη στο εξής έγκλειστος, ώστε να μην τον βλέπη άνθρωπος. Εμείς τον συμβουλεύσαμε να μην υποβληθή μονίμως σε τέτοιο εγκλεισμό, αλλά μόνο κατά το διάστημα από την κοίμησι του αγίου Μαρτίνου5 μέχρι την εορτή των Χριστουγέννων και κατά την Τεσσαρακοστή προ του Πάσχα —οπότε και οι Πατέρες ορίζουν να ασκούμε μεγαλύτερη εγκράτεια— ενώ τον υπόλοιπο καιρό να θέτη τον εαυτό του στην διάθεσι των αρρώστων. Άκουσε την συμβουλή μας και έκανε πρόθυμα υπακοή στα λόγια μας χωρίς αντιλογία.
Αφού λοιπόν αναφερθήκαμε σε κάποια γεγονότα της ζωής του, ερχόμαστε τώρα στα θαύματα, τα οποία μέσω αυτού ευδόκησε να επιτελέση η θεία χάρις προς θεραπείαν πολλών ασθενών. Κάποιος τυφλός, λεγόμενος Ποπούσιτος, προσέφυγε στον όσιο Σενώχ τον καιρό που ήταν ήδη πρεσβύτερος, και ζήτησε κάτι να φάη. Μόλις όμως το χέρι του αγίου ιερέως άγγισε τα μάτια του σχηματίζοντας το σημείο του σταυρού, ο τυφλός ξαναβρήκε αμέσως το φως του. Ένας άλλος νέος από το Πικτάβιο, που υπέφερε από την ίδια πάθησι, έμαθε για τα θαύματά του και τον παρεκάλεσε να του ξαναδώση το χαμένο φως του. Εκείνος χωρίς καθυστέρησι επικαλέστηκε το όνομα του Χριστού και έκανε το σημείο του σταυρού στα μάτια του τυφλού. Αμέσως έτρεξε από αυτά λίγο αίμα και φάνηκε το φως. Μετά από είκοσι χρόνια, το φως της ημέρας έλαμψε στα σβησμένα μάτια του δύστυχου ανθρώπου.
Κάποια άλλη φορά έφεραν μπροστά του δύο νέους που υπέφεραν φοβερά σ’ όλα τα μέλη τους και ήταν κουβαριασμένοι σαν μπάλλες. Μόλις τους άγγισε με το χέρι του, τα μέλη τους ίσιωσαν και μέσα σε μία ώρα θεράπευσε και τους δύο, ευεργετώντας τους με αυτό το διπλό θαύμα. Ωδήγησαν πάλι μπροστά του ένα αγόρι και ένα κορίτσι που τα χέρια τους ήταν γυρισμένα ανάποδα. Ήταν η εορτή της Μεσοπεντηκοστής και είχε συρρεύσει πολύς κόσμος στην εκκλησία. Γι’ αυτό, όταν ικέτευσαν τον δούλο του Θεού να θεραπεύση τα χέρια τους, εκείνος απέφευγε να το κάνη, λέγοντας ότι δεν είναι άξιος, ώστε μέσω αυτού ο Θεός να επιτελέση τέτοια θαύματα στους ασθενείς. Τελικώς ενέδωσε στις παρακλήσεις όλων και πήρε τα χέρια των δύο ασθενών στα δικά του. Αμέσως τα δάχτυλά τους ίσιωσαν και τα δύο παιδιά έφυγαν θεραπευμένα. Ομοίως, κάποια γυναίκα, λεγομένη Μπεναΐα, ήρθε με τα μάτια κλειστά και έφυγε με τα ίδια αυτά μάτια φωτισμένα, αφού εκείνος τα άγγισε με το ιαματικό του χέρι.
Νομίζω επίσης πως δεν πρέπει να αποκρύψουμε το ότι συχνά το δηλητήριο των ερπετών έχανε τη δραστικότητά του μόνο με τον λόγο του. Πράγματι, δύο άνθρωποι πρησμένοι από δάγκωμα κάποιου ερπετού, ήρθαν και έπεσαν στα πόδια του και τον παρακαλούσαν να βγάλη με την αρετή του το θανατηφόρο δηλητήριο, που έχυσε στα μέλη τους το φαρμακερό ερπετό. Εκείνος προσευχήθηκε στον Κύριο, λέγοντας:
› Κύριε Ιησού Χριστέ, συ που δημιούργησες στην αρχή όλα τα στοιχεία του κόσμου και που ώρισες ώστε ο όφις, που εφθόνησε την τιμή του ανθρώπου, να είναι επικατάρατος6, αφαίρεσε από το σώμα τούτων των δούλων σου το δηλητήριό του, για να θριαμβεύσουν αυτοί επάνω του και όχι εκείνος επάνω σ’ αυτούς.
Λέγοντας αυτά, άγγισε όλα τα μέλη τους και αμέσως το πρήξιμο υποχώρησε και το δηλητήριο έχασε την θανατηφόρο δράσι του.
Την ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου κάποιος, καθώς πήγαινε στην εκκλησία, είδε ένα πλήθος αγρίων ζώων να καταστρέφη το κτήμα του. Άρχισε τότε να θρηνή και να λέγη:
› Αλλοίμονό μου! Οι κόποι μου όλης της χρονιάς πάνε χαμένοι. Τίποτε δεν θα απομείνη!
Και παίρνοντας ένα τσεκούρι, άρχισε να κόβη κλαδιά για να κλείση μ’ αυτά το άνοιγμα του φράχτη. Ξαφνικά το χέρι του γύρισε άθελά του και σφηνώθηκε σ’ ένα κλαδί που κρατούσε απρόσεχτα. Μέσα στους πόνους και σέρνοντας πίσω του το κλαδί στο οποίο σφηνώθηκε το χέρι του, ο άνθρωπος αυτός πήγε λυπημένος στον όσιο και διηγήθηκε όσα του συνέβησαν. Εκείνος τότε αφού άλειψε το χέρι του με αγιασμένο λάδι, απομάκρυνε το κλαδί και τον θεράπευσε.
Ακόμη θεράπευσε πολλούς που υπέφεραν από δάγκωμα φιδιού και από το δηλητήριο των μολυσμένων πληγών τους, κάνοντας επάνω τους το σημείο του σταυρού. Σε άλλους επίσης, που βασανίζονταν από κάποιους αδυσώπητους δαίμονες, μόλις ακουμπούσε τα χέρια του επάνω τους φυγαδεύονταν οι δαίμονες και ανακτούσαν την διανοητική τους υγεία. Όλους αυτούς που θεράπευε με το χέρι του Θεού από διάφορες αρρώστιες, αν ήταν φτωχοί, τους έδινε με χαρά τροφή και ρούχα. Τόσο μεγάλη φροντίδα είχε για τους φτωχούς, ώστε ανέλαβε να τους κτίση γέφυρες στα ποτάμια, για να μη θρηνή κανείς εξ αιτίας των πνιγμών που συνέβαιναν όταν αυτά ήταν πλημμυρισμένα.
Όταν ήταν πλέον περιβόητος στον λαό για τα θαύματά του, σε ηλικία σαράντα περίπου ετών, προσβλήθηκε από ελαφρό πυρετό που τον κράτησε στο κρεββάτι τρία χρόνια, πράγμα που εγώ έμαθα όταν πλέον πλησίαζε το τέλος του. Έτρεξα στο προσκέφαλό του, αλλά δεν μπόρεσα να αποσπάσω καμμία λέξι από τα χείλη του, γιατί ήταν πολύ εξηντλημένος. Μετά από μία ώρα παρέδωσε το πνεύμα. Στην κηδεία συνέρρευσε πλήθος ανθρώπων που είχαν ευεργετηθή από αυτόν, όπως ανέφερα πιο πάνω -άλλοι είχαν λυτρωθή από τον ζυγό της δουλείας, άλλοι είχαν απαλλαγεί από χρέη, άλλοι είχαν δεχθή τροφή ή ενδύματα. Θρηνώντας τον, έλεγαν:
› Σε ποιον μας αφήνεις, άγιε πάτερ;
Αργότερα, όταν βρισκόταν στον τάφο, επιτελούσε συχνά μεγάλα θαύματα. Τριάντα ημέρες μετά την κοίμησί του και ενώ ετελείτο Θεία Λειτουργία στον τάφο του, ένας άρρωστος λεγόμενος Καϊδούλφος πλησίασε για να ζητήση ελεημοσύνη. Μόλις προσκύνησε το κάλυμμα που απλωνόταν στον τάφο, ανέκτησε την υγεία των ποδιών του. Έγιναν βέβαια και πολλά άλλα θαύματα εκεί, από τα οποία ανέφερα τα πιο αξιομνημόνευτα.
1. Εκκλ. α’ 2
2. Ένδειξις της μεγάλης ευλαβείας του λαού προς τον άγιο Μαρτίνο.
3. Ματθ. ς’ 19 και 21
4. Α’ Κορ. α’ 31
5. 8 Νοεμβρίου
6. Γεν. γ’ 14
Η Αγία Σεβαστιανή καταγόταν από την πόλη Σεβαστή της Φρυγίας και διδάχτηκε τη χριστιανική πίστη από τον απόστολο Παύλο, και πήρε τη θερμότητα και την ανδρεία του διδασκάλου της.
Βιογραφία
Ήταν ένας από τους προύχοντες της πόλεως Νεγράς στην Αιθιοπία επί εποχής Ιουστίνου (518 – 527 μ.Χ.), Ελεσβάαν του Χριστιανού βασιλιά της Αιθιοπίας και Δουναάν του Εβραίου βασιλιά της Ομηρίτιδος. Όταν ο βασιλιάς της Αιθιοπίας Ελεσβάαν καθυπέταξε τον Εβραίο βασιλιά Δουναάν, εγκατέστησε φρουρά στην πόλη. Τότε ο Εβραίος βασιλιάς επαναστάτησε, φόνευσε τους φύλακες και εκστράτευσε εναντίον της Νεγράς, την οποία και κατέλαβε σφάζοντας πολλούς Χριστιανούς. Μεταξύ αυτών και τον Αρέθα, ο οποίος, παρά τα γεράματα του, στήριζε τους Χριστιανούς και τους προέτρεπε στο μαρτύριο.
Στα χρόνια του ευσεβούς βασιλέως Ιουστίνου (518-527) στην Αξώμη της Αιθιοπίας βασιλεύει ο πιστός και ενάρετος Ελεσβαάν. Στη γειτονική όμως χώρα της ευδαίμονος Αραβίας (βασίλειο Σαβά, σημερινή Υεμένη) την εξουσία την κρατά τυραννικά ο αιμοδιψής Δου-Νοουάς. Επρόκειτο για ένα σκληρό βασιλιά που είχε ασπασθεί τον Ιουδαϊσμό και είχε το όνομα Γιουσούφ. Ο πονηρός αυτός βασιλιάς κατόρθωσε να συγκεντρώσει πλήθος στρατού. Και με τη δύναμη των όπλων να αιφνιδιάζει τις γειτονικές χριστιανικές πόλεις, με στόχο την εξόντωση των πιστών Χριστιανών «εφ’ όσον δε θα άλλαζαν την πίστη τους και δε θα ποδοπατούσαν τον τίμιο και ζωοποιό Σταυρό».
Δύσκολες πραγματικά ώρες για τους Χριστιανούς. Καλούνταν όλοι να δώσουν εξετάσεις γνησιότητος αγάπης προς τον Ιησού Χριστό.
Μία από τις πόλεις που αρίστευσε και ανέδειξε πλήθος μαρτύρων με επικεφαλής το μεγαλομάρτυρα Αρέθα είναι η πόλη Ναζράν (η σημερινή πόλη Νεγράν της βορείου Υεμένης). Μια πόλη με βαθιά χριστιανική Παράδοση από την εποχή του Κωνσταντίου υιού του Μ. Κωνσταντίνου. Προεστώς και υπεύθυνος της πόλης αυτής είναι ο Αρέθας, ένας πολύ σεβάσμιος και ενάρετος ηλικιωμένος με μεγάλο κύρος, αποδεκτός από όλους. Συνέβη λοιπόν τις ημέρες εκείνες ο μισόχριστος βασιλιάς Δου-Νοουάς να επιτεθεί στη χριστιανική πόλη Ναζράν. Ανέπτυξε μάλιστα έξω από τα τείχη της 12.000 στρατό. Και απειλούσε ότι «θα σφαγιασθούν όλοι, εάν δεν αρνηθούν την πίστη τους». Οι Χριστιανοί αντιστάθηκαν γενναία, και με σύνθημα: «ούτε ένας προδότης ανάμεσά μας» ήταν όλοι έτοιμοι για το μαρτύριο…
Βλέποντας όμως αυτή την αντίσταση ο πονηρός βασιλιάς άλλαξε τακτική. Έπεισε με κολακείες τους προύχοντες της πόλης για να τους κάνει μια εθιμοτυπική επίσκεψη. Ο Δου-Νοουάς φόρεσε το προσωπείο της ευγενείας και καλοσύνης και έφτασε στη χριστιανική πόλη, εγκωμίασε τους κατοίκους της για το ήθος τους, θαύμασε τα μνημεία τους, χάρηκε πολύ μαζί τους. Και καθώς αναχωρούσε, ζήτησε ανταπόδοση. Να τον επισκεφθούν και αυτοί στο δικό του στρατόπεδο.
Οι προύχοντες τον άκουσαν. Και μαζί με τον υπεύθυνο – προεστώτα τους Αρέθα εξήλθαν από την πόλη για τη συνάντηση της ανταποδόσεως. Την ώρα όμως εκείνη ξεδιπλώθηκε το άνομο σχέδιο του πονηρού εχθρού βασιλέως. Έγιναν βίαιες συλλήψεις του Αρέθα και των προυχόντων. Ακολούθησε αναστάτωση και σύγχυση στην πόλη. Οι στρατιώτες όρμησαν και λεηλάτησαν με αλλόφρονη μανία τα πάντα. Δε σεβάστηκαν ούτε τα τίμια Λείψανα του αγίου επισκόπου Παύλου, που είχε εκδημήσει πριν από δύο χρόνια. Τα έριξαν στη φωτιά… Μέσα στη μεγάλη αυτή αναταραχή ακούστηκε από παντού η ομολογία των πιστών: Είμαστε έτοιμοι με μια γνώμη «να πάθουμε δια την αγάπη του Χριστού σκληρά και πανώδυνα κολαστήρια». Οι διαταγές του βασιλιέως σκληρές. Τότε λοιπόν κάηκαν ζωντανοί συνολικά 477 ιερείς, μοναχοί και μοναχές. Μαζί με αυτούς ο συναξαριστής συμπληρώνει ότι μαρτύρησαν επιπλέον «127 λαϊκοί»…
Ήρθε και η σειρά του γενναίου μάρτυρος Αρέθα μαζί με τους 340 συντρόφους του. Τον έφεραν μπροστά στο θρόνο του τυράννου. Εκεί απολογείται με παρρησία… Αισθάνεται ευτυχής, διότι αξιώνεται από το Θεό παρά τη γεροντική του ηλικία των 95 ετών να στηρίζει και να εμπνέει ένα λαό και να – όπως έλεγε –
› Στέλνει στο Χριστό την πολυάριθμη αυτή πόλη και ένα έθνος ολόκληρο
Παρηγορεί και ενθαρρύνει τους συντρόφους του και τους λέει:
› Δεν υπάρχει ενδοξότερος θάνατος από το Μαρτύριο, διότι με αυτό συμμετέχουμε στο πάθος του Χριστού και γινόμαστε κοινωνοί της δόξης του.
Και όλοι μαζί με δάκρυα του απαντούν:
› Έχε θάρρος, τίμιε πάτερ, είμαστε πρόθυμοι να δεχτούμε μαζί σου αυτό το μακάριο τέλος.
Σκηνές μεγαλειώδεις εκτυλίσσονται… Ο τύραννος βασιλεύς δεν αντέχει άλλο.
Διατάσσει οργισμένος το σφαγιασμό τους. Τόπος μαρτυρίου θα είναι ο γειτονικός ποταμός. Εκεί οδηγήθηκαν όλοι. Εκεί προσευχήθηκαν για τελευταία φορά όλοι μαζί. Εκεί έδωσαν ο ένας προς τον άλλο τον τελευταίο τίμιο ασπασμό τους. Ασπασμό αγάπης και ειρήνης. Πρώτος θυσιάστηκε ο Αρέθας. Ακολούθησαν και οι άλλοι. Αφού προηγουμένως έχρησαν το μέτωπό τους με το αίμα του καθοδηγού Αρέθα. Τα τίμια Λείψανά τους στεφανώθηκαν με δόξα και οι λαμπρές ψυχές τους πέταξαν με συνοδεία αγγέλων στο φως του Παραδείσου. Εκεί αγάλλονται και υμνούν «ασιγήτως» τον πανάγιο Τριαδικό Θεό.
Μητρός και Βρέφους των συν τω Αρέθα Μαρτύρων
Δεν δύναμαι εδώ να σιωπήσω το περί του βρέφους τούτου και νηπίου διήγημα. Όπερ συνεγράφη μεν ελληνιστί, υπό του Aγίου Συμεών του Mεταφραστού, ευρίσκεται δε μεταφρασμένον εις τον Nέον Παράδεισον. Eπειδή και τη αληθεία είναι χαριέστατον, κατανυκτικώτατον και τριπόθητον εις τας των Xριστιανών ακοάς. Έστι δε τοιούτον. Mία γυναίκα ευλαβής και ενάρετος είχε παιδίον αρσενικόν, έως πέντε χρόνων. Όταν δε απεκεφαλίσθη ο ανωτέρω Άγιος Mάρτυς Aρέθας, επήγε κοντά εις το λείψανον, και πέρνουσα από το αίμα του Mάρτυρος, άλειψε τον εαυτόν της ομού και το τέκνον της. Έπειτα κατανυχθείσα και θερμανθείσα από τον θείον έρωτα, εκαταράτο και ύβριζε τον τύραννον Eβραίον. Oι δε στρατιώται τας ύβρεις ακούσαντες, άρπασαν αυτήν και την επήγαν εις τον βασιλέα, λέγοντες, όσα κατ’ αυτού ελάλησεν. Όστις παρευθύς έδωκεν απόφασιν να την καύσουν. Άψαντες λοιπόν οι στρατιώται πυρκαϊάν, έδεσαν την Aγίαν αγαλλομένην και χαίρουσαν. Tο δε παιδίον εθλίβετο και ανεστέναζε, μη υποφέρον την στέρησιν της μητρός του, καθώς και το μικρόν πωλάρι φωνάζει και θλίβεται, όταν χωρισθή από την μητέρα του. Όθεν το μακάριον εκείνο παιδίον, στρέφον τα ομμάτιά του εις ένα και άλλο μέρος, άλλο τι δεν επικαλείτο, πάρεξ το όνομα της ηγαπημένης μητρός του.
Έπειτα βλέπον τον βασιλέα επί θρόνου καθήμενον, τρέχει προς αυτόν και πίπτει εις τους πόδας του, κλαίον και παρακαλών αυτόν ως εδύνετο, με την άναρθρον και ψελλίζουσάν του φωνήν, διά την μητέρα του. O δε βασιλεύς ωρέχθη το παιδίον, τούτο μεν, διατί ήτον ωραίον εις την όψιν και χαριέστατον, τούτο δε, και διατί η λαλιά του, αγκαλά και άναρθρος, ήτον όμως γλυκυτάτη και νόστιμη. Πέρνωντας λοιπόν το παιδίον ο βασιλεύς, το εκάθισεν επάνω εις τα γόνατά του και λέγει αυτώ. Ποίον αγαπάς, παιδί μου, από όλα τα πράγματα του κόσμου καλλίτερα; Tο παιδίον απεκρίθη, την μητέρα μου αγαπώ. Kαι δι’ αυτήν ήλθον να σε παρακαλέσω, διά να προστάξης να την λύσουν. Ίνα πάρη μαζί της και εμένα εις το μαρτύριον. Ότι πολλαίς φοραίς με εδίδασκε, παρακινούσά με εις το μαρτύριον. O δε βασιλεύς, και τι είναι, του είπεν, αυτό το μαρτύριον; Tότε το βρέφος (ω των θαυμασίων σου Δέσποτα, όστις με την χάριν σου σοφίζεις τα νήπια!), τότε λέγω, το θεοφώτιστον νήπιον απεκρίθη. Mαρτύριον είναι, το να αποθάνω διά τον Xριστόν, και πάλιν να ζήσω με αυτόν. O τύραννος του λέγει. Kαι ποίος είναι αυτός ο Xριστός; Tο παιδίον απεκρίθη. Eλθέ να υπάγωμεν εις την Eκκλησίαν διά να σου τον δείξω. Tότε βλέπον το βρέφος, πως ετράβιζαν οι στρατιώται την μητέρα του, διά να την ρίψουν εις την πυρκαϊάν, έκλαυσε, λέγον προς τον τύραννον. Άφες με να τρέξω διά να φθάσω την μητέρα μου. O τύραννος του λέγει. Άφες την μητέρα σου, και έλα με εμένα. Kαι εγώ να σου δίδω πωρικά εύμορφα. Tότε το χαριτωμένον και θεόσοφον βρέφος απεκρίθη και λέγει του. Eγώ ελογίαζα πως είσαι Xριστιανός. Kαι διά τούτο ήλθον και σε επαρακάλουν διά την μητέρα μου. Tώρα δε οπού εκατάλαβα, πως είσαι Eβραίος, λέγω σοι, ότι με Eβραίον δεν θέλω να συγκατοικήσω ποτέ. Aλλ’ ούτε όλως καταδέχομαι να λάβω από λόγου σου τίποτε. Mόνον άφες με να υπάγω εις την μητέρα μου.
Θαυμάζοντος δε του βασιλέως την του παιδίου φρονιμάδα και σύνεσιν, συνεβούλευσάν τινες αυτόν να το στείλη εις την βασίλισσαν, μήπως εκείνη με κολακείας, δυνηθή να πείση αυτό ίνα μείνη εις το παλάτιον. Aλλ’ όμως η γνώσις του θεοσόφου παιδίου ενίκησε τας πανουργίας εκείνων και μηχανήματα. Tο γαρ θεοφώτιστον νήπιον, ουδέ απόκρισιν έδωκεν εις τας συμβουλάς του βασιλέως και λόγια, αλλά όλως διόλου προς μόνην την μητέρα του έβλεπεν. Όταν δε είδε, πως έρριψαν αυτήν εις την φωτίαν, εσυμπόνεσεν η καρδία του. Kαι καθώς ήτον καθήμενον εις τα γόνατα του βασιλέως, έσκυψε και εδάγκασε δυνατά το μηρί του. O δε βασιλεύς πονέσας, το έρριψεν από τα γόνατά του προστάσσωντας ένα άρχοντα διά να το πάρη, και να το κάμη να αρνηθή τον Xριστόν. Aλλά το παιδίον φεύγον επιτηδείως, από εκείνον οπού το έσυρνεν, έτρεξε δρομαίως εις την κάμινον, και πασίχαρον επήδησεν (ω της ανδρίας!) εις το μέσον της καμίνου, εναγκαλισθέν δε γλυκερώς την ποθουμένην μητέρα του, μαζί με αυτήν κληρονομεί του μαρτυρίου τον στέφανον.
Ας λάβουν παράδειγμα από το διήγημα τούτο αι τωριναί μητέρες των Xριστιανών, και ας διδάσκουν τα τέκνα των έτι νήπια όντα, να στέκωνται στερεά εις την πίστιν και ευσέβειαν. Kαι να αγαπούν ολοκαρδίως τον Iησούν Xριστόν τον ποιητήν και πλάστην τους. Kαι αν το καλέση ο καιρός και η χρεία, να προτιμούν θάνατον και μαρτύριον, πάρεξ να αρνηθούν το του Xριστού γλυκύτατον όνομα.
Ο άγιος μεγαλομάρτυς Αρέθας ας καθοδηγεί και το δικό μας έθνος, όλους μας, γονείς και νήπια και παιδιά και εφήβους. Μεγάλους και γέροντες…
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Εὐσεβεῖα ἐμπρέπων τὴ ἀθλήσει δεδόξασαι, τὴν τῶν Χριστοκτόνων κακίαν καθελῶν τὴ ἐνστάσει σου, διὸ καὶ προσενήνοχας Χριστῷ, Μαρτύρων ἀρραγῆ συνασπισμῶν, ὥσπερ θεῖος παιδοτρίβης καὶ ὁδηγός, Ἀρέθα παμμακάριστε. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πάσιν Ἰάματα.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Εὐφροσύvης πρόξεvος ἡμῖν ἐπέστη, ἡ φωσφόρος σήμερον, τῶν Ἀθλοφόρων ἑορτή, ἢv ἀvυμvοῦvτες δοξάζομεv, τὸν ἐv ὑψίστοις ὑπάρχοντα Κύριον.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...