Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
ΠΡΟΕΛΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΛΟΥ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΣΗΜΑΙΑΣ
ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ!!! ΟΣΟΙ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΤΟΥΡΚΙΚΙΑ Ή ΕΧΟΥΝ ΕΠΑΦΕΣ ΜΕ ΤΟΥΡΚΟΥΣ, ΑΣ ΤΟΥΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΟΥΝ!
ΝΑ ΤΟΥΝ ΓΝΩΡΙΣΟΥΝ ΕΠΙΣΗΣ, ΟΤΙ ΕΝΩ ΜΑΣ ΑΠΟΚΑΛΛΟΥΝ ΓΙΟΥΝΑΝΗΔΕΣ (ΙΩΝΕΣ), ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΝΑ ΚΑΤΕΧΟΥΝ ΤΗΝ ΙΩΝΙΑ !!!!!
ΠΩΣ ΕΓΙΝΕ Η ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ?
Αν δεν ξέρετε ορίστε η απάντηση
Είναι γνωστό ότι η Τούρκικη σημαία, και το αντίστοιχο "εθνικό σύμβολο" των Τούρκων, προέρχεται από ένα σύμβολο του Βυζαντίου, όχι της αυτοκρατορίας, αλλά της αρχαιοελληνικής πόλης που υπήρχε στην θέση της Κωνσταντινούπολης....
Αυτό το σήμα είναι πανάρχαιο και απαντάται ως λατρευτικό σύμβολο της θεάς Εκάβης. Έγινε σύμβολο της πόλης του Βυζαντίου όταν ο Φίλιππος, πατέρας του Μεγαλέξανδρου, προσπάθησε να καταλάβει αυτή την πόλη, και μια νύχτα με συννεφιά, έστειλε πολεμιστές (σαν καταδρομική επιχείρηση) να περάσουν τα τείχη, για να αλώσουν την πόλη. Και ξαφνικά, εμφανίστηκε το φεγγάρι, οι εισβολείς έγιναν αντιληπτοί, και αποκρούστηκε η επίθεση.... Από τότε, και επειδή θεωρήθηκε ως θεϊκή βοήθεια προς την πόλη, έγινε σύμβολο της πόλης του Βυζαντίου. Από εκεί έμεινε ως σύμβολο παραδοσιακά και στην Κωνσταντινούπολη, το βρήκε και ο Μωχάμεντ ο πορθητής (και οι επόμενοί του), και όπως χρησιμοποίησε τα πάντα που βρήκε από την Αυτοκρατορία, για να δώσει αυτοκρατορική χρειά στην πλιατσικολογική Οθωμανική κατάκτηση, έγινε ένα σύμβολο της Οθωμανικής κυριαρχίας, και επεκτάθηκε ως μουσουλμανικό σύμβολο....
Η συγκεκριμένη φωτογραφία είναι από ένα κέρμα των Βυζαντίων, και αν θα προσέξετε, το γράφει.... ΒΥΖΑΝΤΙΩΝ....
Αν ξέραμε την ιστορία μας, τουλάχιστον δεν θα ανεχόμασταν τα σημερινά ξεφτιλίκια..... Θα είχαμε τις απαιτούμενες απαντήσεις για τις χαζομάρες που μας σερβίρουν καθημερινά......
Ποια σχέση έχει το Λουξεμβούργο, η Ευρωπαική Πρωτεύουσα 2007 με την Κωνσταντινούπολη, την Βασιλεύουσα του 330
Αντίβαρο, Ιούνιος 2007 - Ειρήνη Γρυπάρη
Φέτος οι εκδηλώσεις της Ευρωπαϊκής Πρωτεύουσας του 2007 διοργανώνονται από το κράτος του Λουξεμβούργου, την γύρω περιοχή της Ρηνανίας/Παλατινάτου, και την γερμανική πόλη Τρίερ, και είναι αφιερωμένες στον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Μεγάλο. Η Τρίερ (Treveris), η „Augusta Treverorum“ (πόλη του Αυγούστου στην χώρα των Treverer - κελτική φυλή), ήταν από το 312 η πόλη του Κωνσταντίνου. Από την Τρίερ το 307 εξόρμησε ο Κωνσταντίνος και υπέταξε την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ως ηγεμών επέβαλλε την μετάβαση από την Αρχαιότητα των Εθνικών στον Μεσαίωνα των Χριστιανών.
Σήμερα, 1700 χρόνια αργότερα, η πόλη της Τρίερ σε συνεργασία με 160 μουσεία του κόσμου – βεβαίως και του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών - και των μουσείων του Λούβρου, του Βατικανού, του Καπιτωλίου της Ρώμης και του Βρεταννικού Μουσείου του Λονδίνου, αναφέρεται στον Κωνσταντίνο, ως ευρωπαϊκή μορφή με σημασία για το ευρωπαϊκό παρόν.
Το συνοδευτικό πρόγραμμα και η όλη παρουσίαση είναι υψιλότατου επιπέδου.
Ιδιαίτερο κατόρθωμα η ανακαίνιση της κεφαλής του κολοσσιαίου αγάλματος του Κωνσταντίνου που στήθηκε το 312 στην Βασιλική του Μαξεντίου στο Forum Romanum της Ρώμης. Πρόκειται για ένα από τα κολοσσιαία αγάλματα της ‘Υστερης Αρχαιότητας, ανάλογο του Κολοσσού της Ρόδου, του αγάλματος του Νέρωνα στο Κολοσσαίο της Ρώμης, και του χρυσελεφάντινου αγάλματος του Δία της Αρχαίας Ολυμπίας. Η κεφαλή του αγάλματος που έχει 12 μέτρα ύψος, ανακαινίστηκε με βάση τις διαστάσεις των σωζομένων τμημάτων της κεφαλής και του αριστερού πέλματος με την βοήθεια Laser και ψηφιακής τεχνολογίας.
Με σκοπό την προετοιμασία του Ευρωπαϊκού έτους 2007, έλαβε χώρα το 2005 στο Πανεπιστήμιο της Τρίερ ένα διεθνές επιστημονικό συνέδριο με θέμα την ιστορική και πολιτισμική σημασία του Κωνσταντίνου και της εποχής του για την σημερινή Ευρώπη. Το αποτέλεσμα ήταν πολλαπλές απόψεις, τις οποίες αναφέρουμε μόνο σε σχέση με το θέμα, γιατί ο Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας από την Ρώμη στο Βυζάντιο, πρώην αποικία των Μεγάρων περί το 658 π.Χ., και αργότερα από το 479 π.Χ. υπό σπαρτιατική αρχή.
Ποιοί ήταν οι λόγοι της ιδρύσεως μιάς ευρωπαϊκής πρωτεύουσας το 330 στην Ανατολή;
Στις 11 Μαίου του 330 εορτάστηκαν τα εγκαίνια της Νέας Ρώμης. Η λαμπρότητα της τελετής και το ότι η επέτειος της εορτάζετο ετησίως στις 11 Μαϊου, είναι γνωστά από ιστορικές πηγές του 8ου αιώνα. Το μεγαλειώδες έργο άρχισε το 326 υπό την επίβλεψη του ίδιου του Αυτοκράτορα. Η απόφαση για την θέση του Βυζαντίου ελήφθη το 325 κατά την διάρκεια της Συνόδου της Νικαίας και την επομένη της νίκης της Χρυσοπόλεως της Βιθυνίας, όπως αποδεικνύουν αναμνηστικά νομίσματα. Η ίδρυση μιάς νέας πρωτεύουσας βασίζετο σε μια παλαιότερη ιδέα. Ήδη ο Πλωτίνος εμπνέετο από την ιδέα της ιδρύσεως μιας πόλης των φιλοσόφων. Σύμφωνα με τον Σωζόμενο, ο Κωνσταντίνος είχε επιλέξει κατ΄αρχάς την περιοχή της Τροίας. Αλλά και η πόλις Σέρδικα στο Δούναβη, η σημερινή Σόφια, περιήλθε περί το 317 στην στενότερη επιλογή του, όπως αποδεικνύει το απόφθευγμα του: „ Η Σέρδικα είναι η Ρώμη μου“.
Ο μύθος της ιδρύσεως της Κωνσταντινουπόλεως, γνωστός στην Δύση από την διήγηση του μοναχού Gunther de Pairis „Historia Consmopolitana“(1220), αναφέρεται στο ενύπνιο του Κωνσταντίνου. Μια γηραιά γυναίκα με πορφυρό ένδυμα μεταβάλεται σε μια ωραία νέα. Την ερμηνεία του ενυπνίου την έδωσε στον Κωνσταντίνο ο Πάπας Σίλβεστρος :Η γηραιά γυναίκα είναι το Βυζάντιο, η νεαρά είναι η Κωνσταντινούπολη.
Οράματα και όνειρα ήταν συχνά στοιχεία της θρησκείας, της πολιτικής και της ιστοριογραφίας. Για την βιογραφία του Κωνσταντίνου είναι ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος γιατί είναι ένα κράμα ειδωλατρικών και χριστανικών, λογικών και παράλογων, ψυχολογικών και προπαγανδιστικών στοιχείων. Αυτό το τελευταίο, γιατί ο ίδιος ο Κωνσταντίνος έκανε προπαγανδιστικά λόγο για το ενύπνιο του.
Το χριστιανικό αστικό κέντρο, η Κωνσταντινούπολη, αντί της εθνικής μητροπόλεως, της Ρώμης, ήταν από θρησκευτικοπολιτικής απόψεως έργο πρωτοποριακό και μεταρρυθμιστικό. Το πολεοδομικό κατόρθωμα είναι και από σημερινής απόψεως πρωτοποριακό.
Μία σειρά νόμων συνετέλεσαν στην αύξηση του πληθυσμού της Πόλης:
Το Ius italicum - απαλλακτικό δiκαιο για τους κατοίκους από τον φόρο ακινήτου περιουσίας.
Γαι τους αριστοκράτες, παραχώρηση γαιών στην Μικρά Ασία, εφόσον θα κατοικούσαν στην Πόλη.
Για τον λαό δωρεάν ψωμί από κρατικούς φούρνους, εφόσον θα κατοικούσαν στην Πόλη.
Απαλλαγή των χριστιανών κατοίκων από τους φόρους munera (περιουσιακός φόρος) και lustralis collatio (φόρος μεγάλης περιουσίας).
Χωροταξικοί νόμοι για τις κυκλοφοριακές αρτηρίες, τις ιδιωτικές οικοδομές και την διαμόρφωση των δημοσίων χώρων.
Ο Ευσέβιος Καισαρείας(265 - 339) στο έργο του „Βίος Κωνσταντίνου του Βασιλέως“ τονίζει ότι η „Νέα Ρώμη“ ήταν χριστιανική πρωτεύουσα προς δόξαν Θεού. Στην παράδοση του Ευσέβιου, ο Θεοδοσιανός Κώδικας σε ένα νόμο του αναφέρει ότι ο Κωνσταντινος, θελήματος Θεού (deo iubente XII 5,7), ίδρυσε την Κωνσταντινούπολη. Αυτό το θεωρεί ο εθνικός ιστορικός Ζώσιμος του 5ου αιώνα εξιδανίκευση του Κωνσταντίνου στους πανηγυρικούς του Ευσέβιου. Και οι αρχαιολογικές ανασκαφές και οι αναφορές του Ζώσιμου επιβεβαιώνουν ότι παράλληλα συνυπήρχαν στην νέα πόλη, παγανιστικά μνημεία και ιερά ως απόδειξη της λατρείας της Αθηνάς, της Αρτέμιδος, της Αφροδίτης και κυρίως του Ηλίου, όπως το άγαλμα του ίδιου του Κωνσταντίνου ως „»’Ηλιος/Απόλλωνας“ στο Forum της Κωνσταντινουπόλεως.
Κατά τον Ζώσιμο η ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως ήταν πράξη εξαϋλωτική και λύτρωση μετά από τα αιματηρά εγκλήματα του Κωνσταντίνου κατά του Λικίνιου, της συζύγου του Φαύστας και του γιού του Κρίσπου.
Γνωστά είναι τα πολιτισμικά κριτήρια που υπαγόρευσαν την ίδρυση της νέας πόλης.Το γεγονός δηλαδή ότι εγειτόνευε με της ελληνιστικές πόλεις Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Πέργαμο, τα κυρίως πνευματικά κέντρα της εποχής με ακαδημίες και βιβλιοθήκες.
Από γεωπολιτικής απόψεως η τοπογραφική θέση του Βυζαντίου είχε αμυντική και ενωτική σημασία για το κράτος. Εξασφάλιζε την κυριαρχία στην Ανατολή , από την οποία η απειλή για την αυτοκρατορία στο παρελθόν ήταν πιο έντονη απ ότι από την Δύση. Συγχρόνως η Κωνσταντινούπολη εξασφάλιζε την ενώτητα του κράτους και τα δυναστικά δικαίωματα των απογόνων του Κωνσταντίνου στον αυτοκρατορικό θρόνο.
Η πολιτικοϊστορική ερμηνεία της ιδρύσεως της Κωνσταντινουπόλεως ακολουθεί στην Δύση λίγο πολύ μία γραμμή, αυτή του Ουμανισμού μέχρι και τον Γαλλικό Διαφωτισμό. Αρχίζει από τον 15ον και 16ον αιώνα και αποκορυφώνεται στον 18ον αιώνα.
Κατά την εποχή της διαμάχης μεταξύ Ουγενόττων και Καθολικών στην Γαλλία του 17ου αιώνα, η ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως κατανοείται πολιτικοθρησκευτικά ανάλογα με την πολιτικοθρησκευτική παρούσα κατάσταση. Ο Ουγενόττος Francois de la Nou εκθειάζει το 1630 τον Κωνσταντίνο. O Καθολικός Bénigne Bossuet (1627 1704) παραδέχεται τον Ευσέβιο, αλλά θεωρεί την ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως υπεύθυνη για την πτώση της Δύσης. Τα επιχειρήματα σφετερίζονται τον Κωνσταντίνο πολιτικοθρησκευτικά, ανάλογα με τα εκάστοτε καθολικά ή ουγενοττικά συμφέροντα. Ton 18ο αιώνα ο Montesquieu και ο Voltaire τελικά καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ή Κωνσταντινούπολη κατέστρεψε την Ρώμη. Ως σύντομη αναφορά στο θέμα, το έργο του Montesquieu „Considérations sur les causes de la grandeur des Romains et de leur decadence” και το έργο „Dictionaire philosophique” του Voltaire: Η ίδρυση της Νέας Ρώμης ήταν γέννημα της φιλοδοξίας του Κωνσταντίνου και είχε ως συνέπεια τον αποδεκατισμό του πληθυσμού της Ιταλίας, την καταστροφή των οικονομικών θεμελίων της Δύσεως και την διάλυση του κρατικού οργανισμού της Αυτοκρατορίας.
Ο Voltaire σε ηλικία 83 ετών το 1771 γράφει την τραγωδία „Ειρήνη“ που αναφέρεται στο Βυζάντιο των Κομνηνών και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η μεταφορά της αυτοκρατορίας από την Δύση στην Ανατολή είναι η αιτία της συμφοράς του κόσμου... „pour le malheur du monde“.
Μία άλλη γραμμή επιχειρημάτων είναι αυτή του άγγλου Edward Gibbon (1737-1794) στο έργο του „History of the decline and fall of the Roman Empire“, και του γερμανού Jacob Burckhardt. (1818 – 1897) στο έργο του „ Die Zeit Constantins des Großen“. Ο Gibbon έχει μια διαφοροποιημένη άποψη για τον Κωνσταντίνο, διότι κατ’αυτόν η άνοδος της Κωνσταντινουπόλεως δεν είναι αυτομάτως υπεύθυνη για τήν πτώση της Ρώμης. Και για τον Burckhardt ο Κωνσταντίνος ήταν μέγας, διότι σε μια μεταβατική εποχή ανεγνώρισε ότι η ισχύς του κράτους έγκειται στην ένωση θρησκείας και κράτους. Αυτό βεβαίως χωρίς να σημαίνει ότι και για το πολιτικό μέλλον, αυτή η πολιτικοθρησκευτική λύση θα μπορούσε να ισχύει. Η ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως δεν ήταν μόνο πολεοδομικό έργο, αλλά νομοθετικό έργο. ‘Ηταν δηλαδή η ολοκλήρωση του νομοθετικού έργου του Κωνσταντίνου.
Είναι ασύλληπτο, όχι το ότι ο Κωνσταντίνος ίδρυσε την Πόλη, αλλά το ότι διανοήθηκε να μεταφέρει την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας από την Ρώμη στο Βυζάντιο. Οι επιστημονικές έρευνες αποδεικνύουν ότι κατ’ αρχάς η Κωνσταντινούπολη ιδρύθηκε μόνο ως αστικό κέντρο. Πρωτεύουσα έγινε αργότερα. Η ίδρυσή της ανήκει στην παράδοση των αστικών ιδρύσεων του παρελθόντος. ’Ετσι π.χ. περί το 293 μ.Χ. οι Καίσαρες Γαλέριος και Κωνστάντιος Χλωρός διέμεναν στην Θεσσαλονίκη και στην Τριέρ, χωρίς αυτό να σημαίνει, ότι αυτά τα αστικά κέντρα διεκδικούσαν το τίτλο „Πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας“.
Την εποχή του Κωνσταντίνου, η Πόλη ήταν μόνο αστικό κέντρο. Η ονομασία „Νέα Ρώμη“ της εδόθηκε μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου. Και „Κωνσταντινούπολη“ εν αντιθέσει προς τις ιδρύσεις των Τετραρχών προηγουμένως, εσήμαινε πόλη του Κωνσταντίνου και κυριαρχία του ενός και μόνου αυτοκράτορα. Παρ’ όλα αυτά, κατά τους αιώνες της ‘Υστερης Αρχαιότητας, η Ρώμη παρέμεινε „Caput mundi“ δηλαδή „Κεφαλή του κόσμου“.
Πρατηρούμε ότι το πνευματικό κλίμα της Ενωμένης Ευρώπης συνειδητοποιεί την αξία του παρελθόντος για την ταυτότητα του μέλλοντος της Ενώσεως. Είναι αισθητό, ότι αυτή η απασχόληση με το παρελθόν, φέρνει στην επιφάνεια κενά στην αντίληψη ακριβώς αυτού του παρελθόντος.
‘Ετσι γίνεται εμφανής η ανάγκη να ενσωματωθεί στην μνήμη του ευρύτερου ευρωπαϊκού κοινού η βυζαντινή παράδοση, ως κεφάλαιο του κοινού παρελθόντος. Και βεβαίως πρόκειται για την κοινή συνείδηση και το ευρύτερο κοινό, και όχι για τις σχολές Βυζαντινολογίας στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Το θέμα της Ευρωπαϊκής Πρωτεύουσας 2007 είναι ένα βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση.
Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός είναι ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα και χριστιανική θρησκεία. Την αντίθεση αυτή μεταξύ Αρχαιότητας και Χριστιανισμού, την υπερέβη ο Imperator Caesar Flavius Constantinus.
Ο Κωνσταντίνος είναι κατά την γνώμη του μεγάλου προτεστάντη θεολόγου Johann Erst Gerhard(1582 - 1637), η „Σφιγξ“ στο κατώφλι της βυζαντινής ιστορίας. Eίναι δηλαδή φρουρός στην αρχή των βυζαντινών αιώνων. Και το Βυζάντιο με τις αντιφάσεις του, ως Χριστιανική Αυτοκρατορία και εξέλιξη του Imperium Romanum, είναι κατά τον βυζαντινολόγο Ralph-Johannes Lilie πολύ πιο μοντέρνο από όλα τα άλλα χριστιανικά κράτη του Μεσαίωνα.
|
ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ ΠΟΛΙΝ ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ
Σημαινει ο Θεός , σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια. Σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά το Μέγα Μοναστήρι που ‘χε τρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυο καμπάνες, κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος. Σιμά να βγούνε τα Άγια κι ο Βασιλεύς του κόσμου, φωνή τους ήρθε εξ’ ουρανού Αγγέλων απ’ το στόμα: «Αφήτ’ αυτή τη ψαλμουδιά να χαμηλώσουν τα Άγια, και στείλτε λόγο στη Φραγκιά να ’ρθουν τρία καράβια. Να πάρουν το Χρυσό Σταυρό και τΆγιο το Ευαγγέλιο και την Αγία Τράπεζα να μην την Αμολύνουν.» Σαν τα ’κουσε η Δέσποινα δακρύζουν οι εικόνες. Σώπασε Κυρά Δέσποινα και μην πολυδακρύζεις. Πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα’ναι.. |
Λέων ο Μαθηματικός ο μεγαλύτερος επιστήμονας του Βυζαντίου (Δημήτριος Ντούρτας)
Ο μεγάλος Βυζαντινός λόγιος και «πρύτανης» του Πανδιδακτηρίου της Κωνσταντινουπόλεως Λέων, ήταν γνωστός στην εποχή του ως Λέων ο φιλόσοφος ή μαθηματικός. Γεννήθηκε κάπου στη Θεσσαλία, γύρω στο 790 μ.Χ. Τη στοιχειώδη εκπαίδευση την έλαβε στην Άνδρο, όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Κατόπιν, σπούδασε γραμματική στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και φιλοσοφία. Η μεγάλη του αγάπη όμως ήταν οι θετικές επιστήμες. Γι’ αυτό ξαναγύρισε στην Άνδρο και, υπό την καθοδήγηση κάποιου σοφού δασκάλου – μοναχού, άρχισε την αναζήτηση σπάνιων χειρογράφων μαθηματικών και αστρονομίας.
Ένας χρονογράφος της εποχής αναφέρει τα εξής για τη δίψα του Λέοντος για γνώση: «Ενώ τον θαύμαζαν πολλοί για τη σοφία του και τον τρόπο κατά τον οποίο έφθασε στο ύψιστο σημείο όλων των επιστημών, λέγεται ότι είπε (ο Λέων) σε κάποιο φίλο του, πως τη γραμματική και την ποιητική την έμαθε όταν έμενε στην Κωνσταντινούπολη, τη δε ρητορική και τη (φυσική) φιλοσοφία και τη γνώση των αριθμών, την απέκτησε όταν ήρθε στην Άνδρο. Διότι εκεί, αφού συνάντησε κάποιον σοφό άνθρωπο και διδάχθηκε απ’ αυτόν κάποιες θεμελιώδεις γνώσεις, επειδή η ποσότητα της γνώσης που βρήκε δεν τον ικανοποίησε, άρχισε να τριγυρίζει στα μοναστήρια και ερευνούσε τα βιβλία που υπήρχαν και προσπαθούσε να τα αποκτήσει. Ανέβαινε κατόπιν στις κορυφές των βουνών και, με μεγάλη προσοχή, αφού εμβάθυνε στη μελέτη των βιβλίων, ανυψωνόταν κατ’ αυτόν τον τρόπο στο ύψος της γνώσης. Όταν χόρτασε πλέον να μαθαίνει, επέστρεψε στη Βασιλεύουσα και άρχισε να σπέρνει τα σπέρματα των επιστημών στη σκέψη όσων επιθυμούσαν». Από το παραπάνω απόσπασμα συμπεραίνεται αβίαστα, πέρα από τη μεγάλη μόρφωση του Λέοντος και το ότι πολλές μονές, ακόμη και απομακρυσμένων από την πρωτεύουσα περιοχών, φύλασσαν σπάνια επιστημονικά συγγράμματα στις βιβλιοθήκες τους και γίνονταν πόλοι έλξης και σημεία συνάντησης διαφόρων μορφωμένων Ελλήνων, κληρικών και λαϊκών.
Μετά την επιστροφή του στην Πόλη το 835, ο λέων εργάστηκε ως ιδιωτικός δάσκαλος, «μαϊστωρ» των θετικών επιστημών. Ζούσε μία πολύ ταπεινή και φτωχική ζωή μέχρι τη γνωριμία του με τον τότε εικονομάχο αυτοκράτορα Θεόφιλο (829 – 843 μ.Χ.). Ο Λέων, αν και φημισμένος στους κύκλους των λογίων της πρωτεύουσας, έγινε διάσημος χάρη σε τυχαίο περιστατικό. Ένας μαθητής του που ακολούθησε στρατιωτική σταδιοδρομία, σε συμπλοκή με Άραβες στρατιώτες, αιχμαλωτίστηκε και οδηγήθηκε στις φυλακές της Βαγδάτης, της τότε περίφημης πρωτεύουσας του πανίσχυρου Χαλιφάτου των Αββασιδών. Εκεί κατόρθωσε να γίνει δεκτός από τον φιλομαθή χαλίφη Αλ – Μαμούν (ανιψιό του γνωστού χαλίφη Χαρούν - αλ – Ρασίντ, πρωταγωνιστή στη συλλογή παραμυθιών «Χίλιες και μία νύχτες»). Ο χαλίφης εντυπωσιάστηκε από τις μαθηματικές γνώσεις του νεαρού Έλληνα που αποστόμωσε τους Άραβες μαθηματικούς. Αφού ελευθέρωσε αμέσως το νεαρό στρατιώτη και τον έκανε καθηγητή στο πανεπιστήμιο των ανακτόρων της Βαγδάτης, ζήτησε πληροφορίες για το επιστημονικό επίπεδο των Βυζαντινών. Ο Έλληνας, αφού τον διαβεβαίωσε ότι στη Ρωμανία υπήρχαν χιλιάδες νέοι που ασχολούνταν με τις επιστήμες (ενδεικτικό του γεγονότος ότι η γνώση στο Βυζάντιο ήταν προσιτή σε έναν αρκετά μεγάλο αριθμό λαϊκών που το επιθυμούσαν άσχετα από την κοινωνική τους θέση ή την οικονομική τους κατάσταση, πράγμα αδιανόητο ακόμα στη Δύση), του μίλησε για το Λέοντα. Τότε ο Αλ – Μαμούν εντυπωσιασμένος, στέλνει με το νεαρό μαθηματικό μία επιστολή στο Λέοντα θέτοντάς του διάφορα μαθηματικά προβλήματα. Ο Λέων τα επιλύει χωρίς δυσκολία. Κατενθουσιασμένος τότε ο χαλίφης στέλνει δύο ακόμα επιστολές, μία στο Λέοντα ζητώντας του να έρθει να διδάξει στη Βαγδάτη και μία στο Θεόφιλο ζητώντας του να επιτρέψει να έρθει ο σοφός δάσκαλος στο Χαλιφάτο, τάζοντας 2.000 λίτρες χρυσού και αιώνια ειρήνη! Και καταλήγει με τα εξής : «Αν γίνει αυτό (δηλαδή η αποστολή του Λέοντα στη Βαγδάτη), όλο το γένος των Σαρακηνών θα υποκλιθεί μπροστά σου και πλούτου θα αξιωθείς τόσου, όσον δεν είδαν μάτια ανθρώπου!». Ο Θεόφιλος, όμως, αρνήθηκε.
Από τότε ξεκινά για το Λέοντα μία λαμπρή σταδιοδρομία. Ο Θεόφιλος τον χρηματοδοτεί και του παραχωρεί το ναό των Αγίων Σαράντα μαρτύρων για να διδάσκει. Οι διαλέξεις του παραδίδονταν δωρεάν. Το 840 μ.Χ., κατόπιν ταχείας, αντικανονικής ανάβασης στις βαθμίδες της ιεροσύνης, ο Λέων χειροτονείται μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Γρήγορα, όμως, καθαιρείται, ως εικονομάχος επίσκοπος από τη θρόνο του το 843 μετά την οριστική αναστήλωση των εικόνων και επιστρέφει στην Βασιλεύουσα. Εκεί, με την αμέριστη συμπαράσταση της αυτοκράτειρας αγίας Θεοδώρας (η οποία ήταν που τον καθαίρεσε από τον επισκοπικό θρόνο της Θεσσαλονίκης), του γιου της αυτοκράτορα Μιχαήλ ΄Γ (του Μέθυσου) και του Καίσαρα (πρωθυπουργού) Βάρδα, ανασυγκροτεί το «Πανδιδακτήριον» της Μαγναύρας και το 855 μ.Χ. αναγορεύεται σε «Ύπατο των φιλοσόφων», δηλαδή σε ένα είδος πρύτανη. Στο νέο κρατικό «παιδευτήριον της σοφίας» συρρέουν χιλιάδες φοιτητές δωρεάν και παρακολουθούν τα μαθήματα που παραδίδει ο Λέων (μαθηματικά – άλγεβρα και γεωμετρία – αστρονομία και μουσική), η «τετρακτίς» των Βυζαντινών και εν συνεχεία το “quadrivium” των Δυτικών). Μαθητές του ήταν μεγάλα ονόματα της «Μακεδονικής Αναγέννησης» (867 – 1081), όπως ο Μέγας Φώτιος. Ο Αρέθας Πατρών, οι Κύριλλος και Μεθόδιος, ο αστρονόμος Θεοδήγιος που τον διαδέχθηκε στην «πρυτανεία» κ.α.).
Το έργο του Λέοντος ως μαθηματικού – αστρονόμου αλλά και μηχανικού ήταν πολυτιμότατο. Πρώτος παγκοσμίως εισήγαγε τα γράμματα αντί των αριθμών τόσο στη θεωρητική αριθμητική όσο και στην άλγεβρα (π.χ. στις εξισώσεις) και όχι οι Άραβες (οι οποίοι εισήγαγαν ως αριθμητικά σημεία τους ινδικούς αριθμούς που χρησιμοποιούμε μέχρι σήμερα). Διέσωσε όλα τα συγγράμματα μεγάλων Ελλήνων επιστημόνων όπως του Απολλωνίου, του Περγαίου, του Θεωνά του Αλεξανδρέως, του μεγάλου Ευκλείδη – με ερμηνευτικά σχόλια του ιδίου, χρησιμοποιημένα κατόπιν κατά κόρον στη Δύση – του Αρχιμήδη και του Πτολεμαίου και φρόντισε για τη μεταφορά πολλών εξ αυτών των έργων στην αυλή του χαλίφη. Επίσης, συνέταξε αστρονομικούς πίνακες και διόρθωσε ένα λάθος του αστρονόμου Πορφυρίου σχετικά με την κίνηση των πλανητών. Δυστυχώς από το μεγάλο συγγραφικό του έργο δεν σώζεται τίποτα, με την εξαίρεση των σχολίων του Ευκλείδη, λόγω του χρόνου και, κυρίως, του θρησκευτικού φανατισμού κάποιων εικονολατρών, που μετά τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας και την επικράτηση της λατρείας των εικόνων, «εξαφάνισαν» τα έργα του εικονομάχου επιστήμονα, μετά το θάνατό του.
Πιο γνωστός ,όμως, κατέστη για την τελειοποίηση του αρχαίου συστήματος τηλεπικοινωνίας, του οπτικού τηλέγραφου. Ως γνωστόν φρυκτωρικούς πύργους χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι από την αρχαιότητα για να προειδοποιούν για επικείμενες επιδρομές. Οι «αλυσίδες», όμως, των φρυκτωριών είχαν μήκος μόνο μερικών δεκάδων χιλιομέτρων. Ο Λέων δημιούργησε μία αλυσίδα μόλις επτά φρυκτωρικών πύργων – σταθμών, μήκους περίπου δύο χιλιάδων χιλιομέτρων (!) από την Κωνσταντινούπολη ως την Ταρσό της Κιλικίας, τους οποίους και έκτισε στις ψηλότερες κορυφές των οροσειρών που μεσολαβούσαν μεταξύ των δύο πόλεων, ώστε η φωτιά τους να είναι ορατή από εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά. Το σύστημα μετέδιδε όχι ένα αλλά δώδεκα διαφορετικά μηνύματα (όπως επιδρομή, νίκη ή ήττα, υποχώρηση του εχθρού, πυρκαγιά, σεισμό ή πλημμύρα κ.α.). αυτό ήταν δυνατό χάρη σε δύο τέλεια συγχρονισμένα μηχανικά ρολόγια (τα πρώτα μηχανικά ρολόγια στην ιστορία!) τοποθετημένα στα δύο άκρα της φρυκτωρικής αλυσίδας, που λειτουργούσαν με βάση μία διαίρεση της ημέρας σε σταθερές ώρες με αντίστοιχα συμφωνημένα 12 μηνύματα. Με το παραπάνω σύστημα, το αυτοκρατορικό επιτελείο στην Κωνσταντινούπολη μπορούσε να πληροφορηθεί για το τι συνέβαινε στο καίριας σημασίας ανατολικό μεθοριακό μέτωπο από μία έως το πολύ έντεκα ώρες! Αυτή η ταχύτητα μετάδοσης μηνυμάτων σε μεγάλες αποστάσεις ξεπεράστηκε μόλις το 19ο αιώνα με την ανακάλυψη του τηλέγραφου! Δυστυχώς, το σύστημα λειτούργησε για πολύ λίγο γιατί, όταν οι Άραβες κατέλαβαν την Ταρσό μερικές δεκαετίες αργότερα, κατέστρεψαν και το μηχανικό ρολόι της πόλης.
Τέλος, ο Λέων, βαθύς γνώστης της αλεξανδρινής τεχνολογίας, δημιούργησε διάφορα «αυτόματα» μεταλλικά αντικείμενα για τα βυζαντινά ανάκτορα, αξιοποιώντας την υδροστατική και αεροστατική πίεση. Έτσι, κατασκεύασε και τοποθέτησε στην αίθουσα του θρόνου, στον «Χρυσοτρίκλινο» (ανάκτορο του 6ου αι.), έναν επιχρυσωμένο πλάτανο που στα κλαδιά του κουνούσαν τα φτερά τους και κελαηδούσαν χρυσά πουλιά, ενώ στην κορυφή του ένας αυτόματος χρυσός άγγελος έπαιζε σάλπιγγα. Κάτω το δένδρο ολόχρυσοι αυτόματοι οινοχόοι κερνούσαν κρασί τους καλεσμένους του αυτοκράτορα! Στη μαρμάρινη βάση του θρόνου, ορειχάλκινα επιχρυσωμένα λιοντάρια, όποτε κάποιος πλησίαζε το θρόνο, σηκώνονταν όρθια, άνοιγαν το στόμα και βρυχιόνταν! Παρόμοια μηχανήματα είχε κατασκευάσει ο Ήρων ο Αλεξανδρεύς για τους Πτολεμαίους, ενώ άλλα αυτόματα προϋπήρχαν στα βυζαντινά ανάκτορα και στην αυλή του Άραβα χαλίφη για τον εντυπωσιασμό των ξένων.
Το πιο εντυπωσιακό επίτευγμα του Λέοντος στον τομέα του αυτοματισμού υπήρξε κατά το «Περί βασιλείου τάξεως», έργο του Κωνσταντίνου ΄Ζ Πορφυρογέννητου (912 – 949) το «μηχανικόν σάρωθρον», δηλαδή μια μηχανική χελώνη που καθάριζε τους δρόμους της Βασιλεύουσας, ίσως χρήσιμη και για τους σύγχρονους οδοκαθαριστές! Όλα αυτά τα εντυπωσιακά μηχανήματα, σύμφωνα με τις πηγές αχρηστεύτηκαν από τους ίδιους τους Βυζαντινούς σε εποχές οικονομικής δυσπραγίας, οπότε είτε τα έλιωναν για να κόψουν χρυσά και χάλκινα νομίσματα, είτε επειδή δεν μπορούσαν να τα συντηρήσουν, τα πετούσαν.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
· Ε. Λ. Μπουρδάκου : «Αρχαία ρομπότ», β΄ έκδοση, εκδόσεις «Ελεύθερη Σκέψις», Αθήνα, 2002.
· P. Lemerle : «Ο πρώτος βυζαντινός Ουμανισμός», εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 1981.
· Β. Σπανδάτου κ.λ.π. : «Οι θετικοί επιστήμονες της Βυζαντινής Εποχής», εκδ. «Αίθρα», Αθήνα, 1996.
* Ο Δημήτριος Ντούρτας είναι Δικηγόρος Αθηνών και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στον Τομέα Ιστορίας, Φιλοσοφίας, Κοινωνιολογίας και Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Συγγραφέας του άρθρου: Δημήτριος Ντούρτας
Απονομή δικαιοσύνης στα βυζαντινά διοικητικά πλαίσια
"Quod principi placuit legis habet vigorem"
«όπερ αρέσει τω βασιλεί νόμος εστίν»
"Princeps legibus solutus est"
«ο βασιλεύς τοις νόμοις ουχ υπόκειται»
Η απονομή δικαιοσύνης στο Βυζάντιο στηρίχθηκε στο ρωμαϊκό δίκαιο και δέχθηκε την επιρροή της ελληνιστικής φιλοσοφίας και του χριστιανισμού. Στη παρούσα έρευνα θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε τη δικαιοσύνη στα πλαίσια της κυρίαρχης ιδεολογίας που συνδέεται άμεσα με τον αυτοκράτορα, ως αποκλειστικό νομοθέτη και ερμηνευτή των νόμων, την κωδικοποίηση του δικαίου, ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα των βυζαντινών αυτοκρατόρων, τα συνήθη εγκλήματα και τις ποινές που επιβάλλονταν. Τέλος, θα ανιχνεύσουμε την παρέμβαση της Εκκλησίας στην κοσμική δικαιοσύνη, μέσω των επισκόπων της, για υποθέσεις, κυρίως, του οικογενειακού δικαίου, που οδήγησε τελικά στον πλήρη έλεγχο αυτής.
Γιώτα Μαδούρα, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο
Ο Αυτοκράτορας και οι νόμοι
όπερ αρέσει τω βασιλεί νόμος εστίν
«Κυριαρχία χωρίς ιδεολογία είναι σχεδόν αδιανόητη»[1]. Οι μονάρχες, όλων των εποχών, προσπαθώντας να στηρίξουν την απόλυτη εξουσία τους τοποθετούν τον εαυτό τους έξω από τα πλαίσια της συνταγματικής πραγματικότητας ενδύοντάς τον με γνωρίσματα και χαρίσματα ξεχωριστά. Η ελληνιστική πολιτική φιλοσοφία, ο χριστιανισμός και η ιδέα του θείου ανδρός διαμόρφωσαν την κυρίαρχη ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τρία συμπλέγματα ιδεών οριοθετούν αυτή την ιδεολογία: οι αρετές και η χαρισματική προσωπικότητα του ηγεμόνα, η μεταφυσική κάλυψη της απόλυτης μοναρχίας (θείος άνδρας) και η αξίωση του αυτοκράτορα να ενσαρκώνει τον νόμο και να είναι υπεράνω αυτού[2]. Το αίσθημα της δικαιοσύνης που χαρακτηρίζει τον ηγεμόνα συμβάλλει στην παγίωση της αντίληψης ότι είναι ανώτερος και ξεχωριστός και ενσαρκώνει τον νόμο γιατί τον κουβαλά μέσα του. Η αξίωση του αυτοκράτορα να ασκεί απόλυτη εξουσία και να μην δεσμεύεται από κανένα θεσμό θεωρείται επακόλουθο της θείας εύνοιας[3].
Στο κείμενο των Πανδεκτών και αργότερα στα Βασιλικά (βλ. σ. 6) δηλώνεται για πρώτη φορά ότι ο αυτοκράτορας είναι ο αποκλειστικός νομοθέτης του κράτους και συγχρόνως ότι εξαιρείται των νόμων, με συνέπεια την εδραίωση της απολυταρχίας. Στο πρωτότυπο λατινικό κείμενο αναφέρεται: quod principi placuit legis habet vigorem = όπερ αρέσει τω βασιλεί νόμος εστίν. Αυτό, βέβαια δεν μεταφράζεται «ότι επιθυμεί ο ηγεμών» ή «ότι αρέσει στον βασιλέα», αλλά «ότι εντέλλεται ή αποφασίζει ή ορίζει ή επιτάσσει ο ηγεμών έχει ισχύ νόμου»[4]. Ο αυτοκράτορας είναι δικαστής, νομοθέτης και ερμηνευτής του νόμου. Οι νόμοι δεν τον δεσμεύουν, γιατί έχει το δικαίωμα να τους καταργήσει, να τους τροποποιήσει ή να συντάξει καινούριους. Στους Πανδέκτες, επίσης, καταγράφεται: princeps legibus solutus est = ο βασιλεύς τοις νόμοις ουχ υπόκειται, και στο Στρατηγικό του Κεκαυμένου[5] αναφέρεται: «Κάποιοι λένε ότι ο αυτοκράτορας δεν υπόκειται στον νόμο, αλλά είναι νόμος ο ίδιος … [όμως] ο αυτοκράτορας καθώς είναι άνθρωπος, υπόκειται στους ευσεβείς νόμους»[6]. Πρόκειται, λοιπόν, για μια αρχή καθολικά αναγνωρισμένη που μοιάζει, όμως, να μεταχειρίστηκαν οι αυτοκράτορες με σύνεση και αυτοσυγκράτηση. Οι αρχές του χριστιανισμού και το κοινό αίσθημα του δικαίου αποτελούν ηθικούς φραγμούς στην απόλυτη εξουσία του αυτοκράτορα, ο οποίος οφείλει να προσεγγίζει τους νόμους με πνεύμα φιλάνθρωπο και επιεικές. «Το κύρος του δικαίου, αποτελεί προϋπόθεση για το κύρος της αυτοκρατορικής εξουσίας»[7].
Η συμμόρφωση του αυτοκράτορα με τους νόμους δεν σημαίνει άρνηση της απόλυτης εξουσίας του. Είναι πρέπον να διακηρύσσει ότι υπόκειται στους νόμους και θαυμάσια προβολή της αυτοκρατορικής πολιτικής, αλλά το πράττει εκ του ασφαλούς. Το δημόσιο δίκαιο τον τοποθετεί στην κορυφή της εξουσίας και έχει τη δυνατότητα να τροποποιήσει και να θεσπίσει νέους νόμους ή να ερμηνεύσει τους ήδη υπάρχοντες κατά το δοκούν, γιατί είναι ο μόνος που έχει την εξουσία να το κάνει[8]. «Έχει επιλεγεί από το Θεό να κυβερνά ως έμψυχος νόμος»[9].
Ο κοινός πολίτης δεν έχει το δικαίωμα να επιλέξει αν θα υπακούσει στους νόμους ή όχι. Η συνειδητή ή ακούσια παράβαση των αυτοκρατορικών εντολών ή νόμων ισοδυναμεί με ιεροσυλία. Ας μην ξεχνάμε, ότι, όλα όσα ήταν συνδεδεμένα με τον αυτοκράτορα είχαν τον μανδύα του θρησκευτικού κύρους: το παλάτι, η αυλή, η διοίκηση, η νομισματοκοπεία και οι νόμοι του (ιερόν παλάτιον, ιερόν κουβούκλειον, ιερόν κονσιστώριο, θεία οφφίκια, θείοι θησαυροί κ.ο.κ.). Αυτή όμως η ιδεολογία «υποχρεώνει τον αυτοκράτορα , αν θέλει να την κάνει αποδεκτή, να συμβιβάζεται αδιάκοπα με την κοινωνία που τον περιβάλλει»10.
Corpus juris civilis
Ήδη από τον 4ο αι., ούτε οι δικαστές ούτε οι συνήγοροι ήταν σε θέση να γνωρίζουν με βεβαιότητα ποιοι νόμοι ίσχυαν ή πως έπρεπε να εφαρμόζονται. Ο Ιουστινιανός αποφάσισε να εξαλείψει κάθε αμφιβολία, συγκροτώντας ένα corpus (σώμα) υλικού, το οποίο θα διατύπωνε με κάθε σαφήνεια τους κανόνες του δικαίου που θα έπρεπε να εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση. Έτσι το ρωμαϊκό δίκαιο κωδικοποιήθηκε στο corpus juris civilis[11] (Σώμα, πλήρης συλλογή, του Αστικού Δικαίου)[12]. Το τεράστιο αυτό έργο χωρίστηκε σε τέσσερα μέρη: τον Κώδικα (Codex Iustianius)[13], τους Πανδέκτες (Digesta)[14], τις Εισηγήσεις (Instituta)[15] και τις Νεαρές (Novellae)[16]. Στις τελευταίες γίνεται προσπάθεια προσαρμογής του δικαίου στις χριστιανικές αρχές με τα πολυάριθμα χωρία που αναφέρονται ειδικά στην χριστιανική Εκκλησία, αλλά και τους νόμους που απέβλεπαν στην προστασία των γυναικών, των αδυνάτων και των φτωχών[17]. Το Corpus Iuris Civilis καταργείται οριστικά και αντικαθίσταται από τα Βασιλικά[18] τον 12 αι., κυρίως, λόγω της αδυναμίας των νομικών, που δεν γνώριζαν πια λατινικά, να το χρησιμοποιήσουν.
Σημαντικό βήμα στην εξέλιξη του δικαίου αποτελεί η έκδοση της Εκλογής των Νόμων[19], που περιγράφεται ως ο πρώτος χριστιανικός κώδικας νόμων[20]. Η αντικατάσταση της θανατικής ποινής με τον ακρωτηριασμό, για τα ποινικά αδικήματα, ωστόσο, συνιστά οπισθοδρόμηση ως προς την ιουστινιάνεια νομοθεσία η οποία προέβλεπε, αντίστοιχα, χρηματικές ποινές. Διακρίνουμε, σ’ αυτή τη στροφή, την επίδραση της Ανατολής και του είδους των ποινών που ήταν εκεί συνηθισμένες[21]. Αξιοσημείωτη είναι, επίσης, η έκδοση της συλλογής νόμων γνωστής ως Μικρά Σύνοψις[22], μέρη της οποίας διαπνέονται από πνεύμα φιλανθρωπίας και φιλελευθερισμού: η αρχή του ρωμαϊκού δικαίου «εν τοις αμφιβόλοις το φιλάνθρωπον επικρατεί», οι δηλώσεις «η ελευθερία πράγμα εστίν αδιατίμητον» και, «πλέον παντός πράγματος θάλπομεν την ελευθερίαν» και η ρήση του Ευαγγελίου «μην κρίνετε κατ’ όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνετε» (Ιωάννης Ζ΄, 24). Σε αυτή την τελευταία βυζαντινή περίοδο το νομοθετικό έργο επικεντρώνεται σε θέματα, όπως η απονομή δικαιοσύνης ή οργάνωση δικαστηρίων[23].
Η δικαιοσύνη στα διοικητικά πλαίσια: oι λειτουργοί του δικαίου
Όπως ήδη αναφέραμε, ο αυτοκράτορας, είναι ο αποκλειστικός νομοθέτης και ερμηνευτής των νόμων, αλλά ως κύριος ρυθμιστής των πάντων είναι και ο μοναδικός αρμόδιος για την απονομή δικαίου. Διορίζει τους δικαστές αλλά δικάζει και ο ίδιος. Οι αποφάσεις των δικαστηρίων εφεσιβάλλονται στον αυτοκράτορα και μπορούν να επικυρωθούν, τροποποιηθούν αλλά και να ακυρωθούν. Έτσι ο αυτοκράτορας και δικάζει αυτοπροσώπως υποθέσεις σε πρώτη εκδίκαση (εγκλήματα εσχάτης προδοσίας και ανώτατων αξιωματούχων) και δέχεται εφέσεις εναντίον αποφάσεων άλλων δικαστηρίων. Εκδικάζει στο consistorium principis, μέλη του οποίου είναι ανώτατοι αξιωματούχοι του κράτους[24].
Οι δικαστές απονέμουν δικαιοσύνη αποκλειστικά και μόνο γιατί ο αυτοκράτορας δεν μπορεί να παραβρίσκεται σε όλες τις περιπτώσεις και σε όλη την επικράτεια. Δικάζουν, όμως, έπειτα από ρητή εντολή και εξουσιοδότησή του και απονέμουν δίκαιο εξ ονόματός του και σύμφωνα με τους νόμους του[25]. Οι τακτικοί δικαστές (judices ordinarii) έχουν την γενική δικαιοδοσία (βοηθούμενοι από νομομαθείς συνεργάτες) και ο καθορισμός τους έχει ως βάση την υποδιαίρεση του κράτους σε επαρχίες, διοικήσεις και υπαρχίες[26]. Ανώτατος δικαστικός λειτουργός του κράτους (και ένα είδος υπουργού της δικαιοσύνης συγχρόνως) ήταν ο κοιαίστωρ του ιερού παλατίου (quaestor sacri palatii). Είχε δικαιοδοσία σε θέματα οικογενειακού δικαίου και συνέτασσε τις αυτοκρατορικές απαντήσεις σε κάθε είδους προσφυγή προς τον αυτοκράτορα. Δικαστική αρμοδιότητα για δίκες αστικού και ποινικού περιεχομένου στην πρωτεύουσα και στην γύρω περιοχή είχε ο έπαρχος της πόλεως (praefectus urbi), που δίκαζε πρωτοβάθμια και εκτελούσε τις επιβαλλόμενες ποινές και του οποίου οι αποφάσεις μπορούσαν να προσβληθούν μόνο ενώπιον του αυτοκράτορα[27]. Στην πρωτοβυζαντινή Κωνσταντινούπολη μνημονεύονται ακόμη οι curators regeonum, αστυνομικοί δηλαδή επιτηρητές των συνοικιών της Κωνσταντινούπολης, με μικρή δικαστική αρμοδιότητα και ο ερευνάς (quaesitor), αξίωμα που ίδρυσε ο Ιουστινιανός (539), με αποστολή την παρακολούθηση των υποθέσεων των επαρχιωτών που έρχονταν στην πρωτεύουσα[28].
Οι διοικητές των επαρχιών (ηγεμόνες, άρχοντες), των διοικήσεων (βικάριοι) και των υπαρχιών (ύπαρχοι) διορίζονταν από τον αυτοκράτορα για ένα χρόνο με δυνατότητα παράτασης της θητείας τους, ως τακτικοί δικαστές. Ως κατώτεροι δικαστές στις πόλεις κάθε επαρχίας χρησίμευαν οι άρχοντες της πόλεως (αστικές μικροδιαφορές) και οι έκδικοι (φορολογικά), που με το πέρασμα του χρόνου απέκτησαν και δικαστικές αρμοδιότητες. Λόγω του όγκου των υποθέσεων οι άρχοντες των επαρχιών αλλά και της πρωτεύουσας, ανέθεταν την εκδίκασή τους σε εντεταλμένους δικηγόρους (pedanei = κατώτεροι δικαστές)[29]. Αρμόδιοι για την εκδίκαση των εφέσεων ήταν είτε ο βικάριος (που σταδιακά καταργήθηκε) είτε ο ύπαρχος. Οι αποφάσεις των βικαρίων ήταν εφέσιμες προς το αυτοκρατορικό δικαστήριο, όχι όμως και οι αποφάσεις του υπάρχου γιατί θεωρούνταν ισοδύναμες με του αυτοκράτορα[30].
Οι δικαστές, όπως και όλοι οι δικαστικοί υπάλληλοι μισθοδοτούνταν από το κράτος, αλλά τα κύρια έσοδά τους προέρχονταν από τα έξοδα της δίκης, που πλήρωναν οι διάδικοι και δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητα. Αντίθετα οι χαμαιδικασταί (judices pedanei), δικηγόροι - συνήγοροι, κατά κανόνα, δεν είχαν υπαλληλική ιδιότητα. Ενίοτε, λόγω του φόρτου των δικαστηρίων, οι διοικητές των επαρχιών τους διαβίβαζαν ορισμένες υποθέσεις για εκδίκαση[31]. Εφέσεις στις αποφάσεις τους δίκαζαν οι θεματικοί κριτές. Οι συνήγοροι που ονομάζονταν αβοκάτοι (και στην Κύπρο επί Φραγκοκρατίας αβανπαρλιέρηδες ‘avan parleurs’ και φαρμπαλιέροι) έπρεπε να είναι τουλάχιστον 17 χρονών και χριστιανοί. Συχνά παράπονα εναντίον τους εξέφραζαν οι δικαστές για την πολυλογία τους και οι κατηγορούμενοι για την υψηλή αμοιβή τους - τα σπόρτουλα - , το ανώτατο όριο των οποίων ρυθμίστηκε τελικά με νόμο[32]. Οι τακτικοί δικαστές συνήθως δεν είχαν ειδικές νομικές γνώσεις. Το κενό κάλυπταν οι πάρεδροι (adsessores), που είχαν συμβουλευτική ψήφο και ενίοτε αναπλήρωναν τον δικαστή σε διαδικαστικά θέματα. Επί Ζήνωνος (474-475, 476-491), έγινε κάποια προσπάθεια να χρησιμοποιηθούν νομικοί στην απονομή της δικαιοσύνης (ορίζονταν με παραπομπή συνήγοροι για εκδίκαση υποθέσεων) που δεν απέδωσε γι αυτό και ο Ιουστινιανός (539) κατάρτισε ένα σώμα από 12 δικαστές (4 ανώτατους λειτουργούς και οκτώ δικηγόρους) και έναν πάρεδρο και τους έθεσε στη διάθεση όλων των δικαστηρίων της χώρας, στα οποία δίκαζαν ο καθένας ιδιαίτερα και όχι σαν συλλογικό σώμα[33].
Οι αλλαγές που παρατηρούνται ήδη από τον 6ο αι., είχαν αντίκτυπο και στον τομέα της απονομής δικαιοσύνης. Ο αυτοκράτορας αποτελεί πάντα το κέντρο της δικαιοσύνης. Παρατηρείται μεγάλη ανάπτυξη των δικαστηρίων που αντικατοπτρίζει τις αυξημένες ανάγκες (κοινωνικές, οικονομικές) αυτής της περιόδου που αποσκοπεί στην βελτίωση και την απονομής του δικαίου και ισχύει και μέχρι την κατάλυση του Βυζαντίου. Το δικαστήριό του μετονομάζεται σε αυτοκρατορικό και βασιλικό κριτήριον ή βήμα, και προεδρεύεται, όταν απουσιάζει ο αυτοκράτορας, από τον έπαρχο ή το δρουγγάριο της βίγλης. Τέσσερα είναι τα κύρια δικαστήρια της πρωτεύουσας: του δρουγγαρίου της βίγλης, του επάρχου, του κοιαίστωρος και του επί των κρίσεων[34]. Κατ’ εξοχήν δικαστής της πρωτεύουσας αναδεικνύεται, κατά την μεσοβυζαντινή περίοδο, ο έπαρχος της πόλεως (διάδοχος του επάρχου του πραιτωρίου), η δικαστική αρμοδιότητα του οποίου θα περιοριστεί με τη σειρά της τους επόμενους αιώνες[35]. Ο δρουγγάριος της βίγλης αντικαθιστά τον αυτοκράτορα στην προεδρία του βασιλικού κριτηρίου και προάγεται σε μέγα δρουγγάριο[36]. Στην Κωνσταντινούπολη έδρευε και ο κοιαίστωρ[37], οι αποφάσεις του οποίου μπορούσαν να προσβληθούν μόνο στο αυτοκρατορικό δικαστήριο. Υπήρχαν επίσης και πολλοί κριταί (οι οποίοι διορίζονταν και στην επαρχία για περιορισμένο χρόνο) και διακρίνονταν σε δύο κατηγορίες: οι κριταί του βήλου (αυτοκρατορικό δικαστήριο) και οι κριταί του ιπποδρόμου (δικαστήριο σκεπαστού ιπποδρόμου)[38]. Το δικαστήριο του επάρχου περιορίζεται σε υποθέσεις των συντεχνιών εξαιτίας, ίσως, της αύξησης των εμπορικών δραστηριοτήτων. Τον 11ο και 12ο αι., παρατηρούνται συνεχείς αναβολές δικών[39] αλλά και δυστοκία στην εκτέλεση του έργου των δικαστών. Έτσι ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός δημιουργεί τέσσερα νέα δικαστήρια για να επιταχύνει τη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης: το δικαστήριο του μεγάλου δρουγγαρίου της βίγλης, το δικαστήριο του προκαθημένου (ποινικό εφετείο), το δικαστήριο του πρωτασκρήτου (γραμματεία του αυτοκρατορικού ‘βήματος’) και τέλος το δικαστήριο του δικαιοδότου (πολιτικό εφετείο)[40]. Το 1296 ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος[41] θα αναδιοργανώσει τα δικαστήρια της Βασιλεύουσας ιδρύοντας 12μελές ανώτατο δικαστήριο από κληρικούς (σημαντικός νεωτερισμός) και λαϊκούς της συγκλητικής τάξης και το 1329 ο εγγονός του Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος προχωρεί στον σχηματισμό ενός ανώτατου δικαστικού οργάνου που το αποτελούσαν οι τέσσερις καθολικοί κριταί των Ρωμαίων[42]. Γύρω στα μέσα του 14ου αι., λόγω των αυξημένων αναγκών, εμφανίστηκε και ο θεσμός των τοπικών καθολικών κριτών[43]. Την δικαστική αρμοδιότητα στα κάστρα και τις μικρές περιφέρειες είχαν οι κεφαλικεύοντες βοηθούμενοι από κατάλληλα πρόσωπα που ασκούσαν χρέη κριτών.
Στα πλαίσια του κράτους δικαίου
Μην κρίνετε κατ’ όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε
Όπως ήδη αναφέραμε ο αυτοκράτορας θεωρείται ο εκλεκτός του Θεού και οι αρετές του απορρέουν από την προσπάθεια μίμησις Θεού. Εξ ορισμού, λοιπόν, έπρεπε να είναι, δίκαιος, φιλάνθρωπος, γενναιόδωρος, αγνός, φιλαλήθης, ευσεβής και πρώτιστα να διαπνέεται από ευνομία. Επομένως, η θέσπιση νόμων δεσμευόταν από την αρχή της δικαιοσύνης, καθώς, και από πνεύμα επιείκειας και φιλανθρωπίας. Οφείλει, όμως, να φροντίζει και για τη σωστή και δίκαιη εφαρμογή αυτών των νόμων[44]. Στην πρώτη περίοδο της αυτοκρατορίας «οι αυτοκράτορες είχαν τη διπλή φροντίδα να ασκείται η δικαιοσύνη τακτικά και εκ μέρους ικανών και ακέραιων δικαστών»[45]. Σε όλες τις περιόδους της βυζαντινής αυτοκρατορίας καταγράφονται προσπάθειες για τη δίκαιη απονομή δικαιοσύνης, είτε με τους ανάλογους νόμους, είτε με μεταρρυθμίσεις στη διοίκηση, αλλά κυρίως με την δυνατότητα που είχε ο κάθε πολίτης - ανεξάρτητα από κοινωνική ή οικονομική κατάσταση - να προσφύγει στον ίδιο τον αυτοκράτορα[46]. Οι αποφάσεις όλων των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων της επικράτειας ήταν εφέσιμες και μόνο η απόφαση του αυτοκράτορα ήταν μη αναστρέψιμη. Επίσης, αν οι διάδικοι θεωρούσαν ότι οι δικαστές θα μεροληπτήσουν εναντίον τους ή ανησυχούσαν για τον ισχυρό αντίπαλό τους, μπορούσαν πριν τη δίκη να ζητήσουν από τον αυτοκράτορα να επιληφθεί της υπόθεσής τους.
Οι εφέσεις υποβάλλονταν στο αυτοκρατορικό δικαστήριο με αναφορά ή υπόμνηση (relatio) των ενδιαφερομένων, με έκκληση (apellatio) ή με δέηση (supplicatio). Εκεί «μπορούσαν να επικυρωθούν, να τροποποιηθούν αλλά και να ακυρωθούν»[47] από τον αυτοκράτορα. Οι πολίτες παρέδιδαν την έγγραφη δέησιν ή το υπομνηστικόν σε έναν από τους δύο ιππείς που συνόδευαν τον αυτοκράτορα στις εξόδους του, ακριβώς για να συλλέγουν αυτά τα έγγραφα. Τα έγγραφα παράπονα κατέληγαν στον επί των δεήσεων ο οποίος τα μελετούσε και τα προωθούσε στον αυτοκράτορα ή απαντούσε απευθείας. «Με τον τρόπο αυτό εξασφαλιζόταν ένας ανεξάρτητος έλεγχος στις πράξεις της διοικήσεως και της τακτικής δικαιοσύνης»[48]. O Λέοντας Γ΄ (726), στην Εκλογή Νόμων, δίνει εντολή στους λειτουργούς της δικαιοσύνης να αποβάλλουν κάθε ανθρώπινο πάθος και να εκδίδουν δίκαιες αποφάσεις και για διασφαλίσει την ακεραιότητά τους, τους επιδοτεί με επαρκείς μισθούς, ώστε να τους προφυλάξει από δωροδοκίες και άλλους πειρασμούς. Τέλος παραπέμπει στη ρήση του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου: μην κρίνετε κατ΄όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε[49]. Ο Κωνσταντίνος Θ΄ ο Μονομάχος εγκαινίασε το 1047 την επίσημη διδασκαλία του δικαίου από τον νομοφύλακα, ο οποίος έλεγχε την νομιμότητα των αποφάσεων των δικαστηρίων, είτε είχε υποβληθεί έφεση είτε όχι, έλεγχος που προστάτευε κυρίως τους πένητες, για τους οποίους μια μετακίνηση στην πρωτεύουσα ήταν συχνά αδύνατη[50].
Οι συχνές αναδιοργανώσεις του δικαστικού συστήματος, πέρα από τις κοινωνικές εξελίξεις, δηλώνουν και τη δυστοκία στην άσκηση δίκαιης απονομής του δικαίου. Σ΄ αυτό συνηγορούν και οι νόμοι που συχνά εκδίδονταν με παραινέσεις προς τους λειτουργούς. Όπως, ήδη, αναφέρθηκε, ακόμη και φυσικές καταστροφές ή πολεμικές ήττες, αποδίδονταν στην διαφθορά των δικαστών. Ιδιαίτερα στην υστεροβυζαντινή περίοδο «η αστική δικαιοσύνη βρισκόταν σε πλήρη παρακμή, εφόσον οι κριτές δεν στέκονταν στο ύψος του έργου τους και γενικά πωλούσαν τη δικαιοσύνη. Οι δικηγόροι άπληστοι, αφήνονταν να αγοραστούν, έτοιμοι να προδώσουν τους πελάτες τους»[51]. Στα νέα δικαστήρια που ίδρυσαν οι Παλαιολόγοι, σε μια προσπάθεια αναδιάρθρωσης του συστήματος, «οι δικαστές κρίθηκαν ένοχοι κατάχρησης, αφού δέχονταν δώρα χωρίς ντροπή και από τα δύο μέρη»[52].
Έγκλημα και τιμωρία
Εγκλήματα
Με δεδομένη την έκταση της αυτοκρατορίας, την πολυφυλετικότητα, την πολυπολιτισμικότητα, τις κοινωνικές ανισότητες και τις εκτεταμένες εμπορικές συναλλαγές, δεν θα ήταν παρακινδυνευμένο να υποθέσουμε ότι η εγκληματικότητα, σε όλες τις μορφές της, ανθούσε. Σ’ αυτό συνηγορεί και η θέσπιση πάμπολλων νόμων που κατέγραφαν τα εγκλήματα και τις επιβαλλόμενες ποινές. Ιδιαίτερα τη νύχτα οι βυζαντινές πόλεις δεν ήταν ασφαλείς, λόγω της ανεπαρκούς αστυνόμευσης, του ελλιπή φωτισμού, αλλά και του πλήθους των κλεφτών, επαιτών και δολοφόνων. Η μεγαλύτερη, ίσως, κατηγορία εγκληματιών, που την συναντάμε στις πόλεις, την ύπαιθρο και το στρατό, είναι αυτή των κλεφτών. «Θα πρέπει να συμπεράνουμε, ότι μιας και είναι δεδομένος ο πολύ μεγάλος αριθμός των φτωχών στο Βυζάντιο, ο αριθμός των κλεφτών θα πρέπει να είναι εξίσου μεγάλος»[53]. Η μεγάλη αυτή «κοινότητα» αποτελείτο από πολλές συντεχνίες. Χοντρικά διαιρούνταν σε κλέπτας, γενικά, και νυχτοκλέπτας[54], αυτοί, δηλαδή, που έκλεβαν τη νύχτα και τιμωρούνταν αυστηρότερα. Έκλεβαν τα πάντα: χρήματα, ρούχα (που για να μην τα γνωρίσουν τα φορούσαν ανάποδα), οικιακά σκεύη, κοσμήματα, αλλά και κότες, αιγοπρόβατα, αγελάδες, άλογα και μουλάρια (μερικοί τα χρωμάτιζαν για να αποφύγουν τη σύλληψη), όπλα από τα στρατόπεδα, δεμάτια σταχυών και σταφύλια[55]. Δίπλα τους ανθούσαν οι κλεπταποδόχοι (που επίσης τιμωρούνταν αυστηρά από το νόμο). Οι ιδιώτες χρησιμοποιούσαν σκυλιά-φύλακες για να προστατευτούν και το κράτος προσπαθούσε να μειώσει την εγκληματικότητα με επαρκή φωτισμό των δρόμων, αλλά και με περιπολίες στρατιωτικών σωμάτων (εξέρκετον, κέρκετον ή βίγλα)[56], τα οποία συλλάμβαναν και μαστίγωναν όσους δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν την παρουσία τους[57]. Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο επιφορτισμένος με τη νυχτερινή ασφάλεια ήταν ο praefectus vigilum (ο λαμπρότατος της αγρυπνίας άρχων), τον οποίο αντικατέστησε ο νυκτέπαρχος, που επί Ιουστινιανού ονομάστηκε πραίτορας των δήμων. Προσλάμβανε στην υπηρεσία του «ληστογνώμονας τε και βενιφικαλίους και βαλαντιονόμους»[58], οι δε πολιτικοί και στρατιωτικοί άρχοντες «ληστοδιώκτας ή βωκολύτας ή τριβούνους»[59]. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στις πηγές για τους εμπρηστές από πρόθεση - κλέφτες συνήθως - που απειλούσαν με καταστροφή ολόκληρες συνοικίες και οι οποίοι, μέσα στη σύγχυση, προσπαθούσαν να αρπάξουν όσα περισσότερα μπορούσαν από τα φλεγόμενα νοικοκυριά.
Πλήθος εγκλημάτων καταγράφεται στις πηγές εκτός από την κλοπή, τη ληστεία και τον εμπρησμό. Ανθρωποκτονία, παραχάραξη, στάση, νοθεία, καταπάτηση, συκοφαντία, απαγωγή, μοιχεία, πορνεία, ομοφυλοφιλία, ιεροσυλία, αιμομιξία, ασέλγεια, φαρμακεία (δηλητηριασμός), μαγεία, λιποταξία, κτηνοβασία, αποπλάνηση, ψευδορκία, βασκανία κ.α. Ακόμη θεωρούνταν εγκληματίες οι οπαδοί αιρέσεων όπως ο Μανιχαϊσμός και ο Μοντανισμός. Για όλα αυτά τα εγκλήματα υπήρχαν και οι ανάλογες, κατά περίπτωση, ποινές.
Οι ποινές
«Χωρίς αμφιβολία πρωταρχικός σκοπός της ποινής ήταν η αποκατάσταση της διαταραγμένης έννομης τάξης»[60]. Η ποινή επιβάλλεται για να σωφρονίσει, αλλά και να παραδειγματίσει. Ενδεικτική της ποινικής φιλοσοφίας ήταν η ρήση του επισκόπου Καισαρείας Βασιλείου: «τιμωρούμε αυτούς… για να γίνουν οι ίδιοι από εδώ και πέρα καλύτεροι ή για να είναι σε άλλους παραδείγματα για αυτοσυγκράτηση». Δεν είναι σίγουρο, όμως, ότι αυτό το πνεύμα επιβολής των ποινών είχε και τα αναμενόμενα αποτελέσματα, γιατί δεν παρατηρούμε με το πέρασμα των χρόνων μείωση της εγκληματικότητας, το αντίθετο μάλλον. Θα έπρεπε μάλλον να συνδέσουμε αυτή την επίδραση - στο ποινικό δίκαιο-, στα πρώτα χρόνια της αυτοκρατορίας, με τον χριστιανισμό και την ιδέα της φιλανθρωπίας που επικρατούσε τότε. Αργότερα «ο σκοπός της ποινής περιλαμβάνει την κάθαρση, την βελτίωση και τον εκφοβισμό»[61]. Τα παιδιά, χωρίς να είναι προσδιορισμένη ακριβής ηλικία, συνήθως απαλλάσσονταν από ποινές.
Οι ποινές διακρίνονταν σε κεφαλικές (έσχατες τιμωρίες για τους Βυζαντινούς) και μη. Στις πρώτες συμπεριλαμβάνονταν ο θάνατος (αποκεφαλισμός, λιθοβολισμός, πνίξιμο ή κάψιμο), η εξορία, ο μεταλλισμός (εξορία σε μεταλλεία) και η δουλεία, ενώ αργότερα προστέθηκαν η τύφλωση και ο ακρωτηριασμός. Στις δεύτερες περιλαμβάνονταν το χρηματικό πρόστιμο ή η σωματική τιμωρία[62]. Παρά το γεγονός ότι στην ιουστινιάνεια νομοθεσία έγιναν προσπάθειες περιορισμού της θανατικής ποινής, αυτή εξακολούθησε να ισχύει καθ’ όλη τη διάρκεια της βυζαντινής ιστορίας. « Η σταύρωση, η ρίψη στη θάλασσα ή σε ποταμό μέσα σε σάκο με φίδια και άλλα ζώα, η θηριομαχία, ο διαμελισμός από άλογα, το γδάρσιμο με σιδερένιους όνυχες, ο ενταφιασμός (εν ζωή)»[63] ήταν μερικές από τις μεθόδους που επιβάλλονταν συχνά. Οι Ίσαυροι (8ος αι.) προχώρησαν σε ποινική μεταρρύθμιση (η οποία έγινε αποδεκτή και από τη δυναστεία των Μακεδόνων) για τον καθορισμό του ύψους της ποινής για κάθε μεμονωμένη πράξη[64]. Η Εκλογή προέβλεπε την ποινή του θανάτου για μεγάλο αριθμό εγκλημάτων: αιμομιξία, ασέλγεια (ομοφυλοφιλία), δηλητηριασμό, μαγεία, ανθρωποκτονία κ.ά.
Παρά το γεγονός ότι ο Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος στην Εκλογή καυχάται ότι αναθεώρησε τους προγενέστερους νόμους «εις το φιλανθρωπότερον», εισήγαγε πολλές ποινές ακρωτηριασμού (ως υποκατάστατα της θανατικής ποινής) , που δεν απαντώνται στο ρωμαϊκό δίκαιο[65] και, μάλλον, οφείλουν την προέλευσή τους σε ανατολικές επιδράσεις. «Η αποκοπή της γλώσσας για ψευδορκία, η τύφλωση για κλοπή πραγμάτων αφιερωμένων στη λατρεία, η αποκοπή του ενός χεριού για παραχάραξη και μερικές άλλες μορφές ‘διακεκριμένης’ κλοπής, τη ρινότμηση για αποπλάνηση μοναχής… μοιχεία ή αιμομιξία και αποκοπή του γεννητικού μορίου για κτηνοβασία»[66]. Οι ερμηνείες που δίνονται για την επιβολή ακρωτηριασμών ποικίλουν: ανταποδοτική αφαίρεση του μέλους με το οποίο διαπράχθηκε το αδίκημα, μέτρο ειδικής πρόληψης για την μείωση της επικινδυνότητας του δράστη, οφθαλμοφανής στιγματισμός για συνεχή τιμωρία του ενόχου και παραδειγματισμό των υπολοίπων. Ίσως ίσχυαν όλα τα ανωτέρω, το σημαντικό, όμως, είναι ότι γινόταν εκτεταμένη χρήση των ποινών ακρωτηριασμού μέσα και έξω από τα δικαστήρια και «έξω από τα προβλεπόμενα από τους νόμους πλαίσια»[67].
Η ποινή του σωματικού κολασμού εφαρμοζόταν ως κύρια τιμωρία ή ως συμπληρωματική άλλων ποινών. Ήταν ο ροπαλισμός (fuctis) για τους ελεύθερους και το μαστίγωμα (fragelum) για τους δούλους[68]. Το κούρεμα επιβαλλόταν ως συμπληρωματικό του σωματικού κολασμού και θεωρείτο ιδιαίτερα ταπεινωτικό. Συχνά συναντάμε την ποινή της εξορίας, κατάλοιπο του ρωμαϊκού δικαίου[69], με παρεπόμενες ποινές, αυτές του σωματικού κολασμού και του κουρέματος. Διακρινόταν σε πρόσκαιρη και μόνιμη εξορία και στον περιορισμό (ο περιοριζόμενος έχανε την περιουσία του και τα πολιτικά του δικαιώματα, αλλά δεν στερείτο της ελευθερίας του και του δικαιώματος να συναλλάσσεται οικονομικά)[70]. Στις κεφαλικές ποινές περιλαμβάνονταν τα καταναγκαστικά δημόσια έργα και ο μεταλλισμός, η δια παντός εξορία σε μεταλλεία ο οποίος είχε δύο διαβαθμίσεις: α) εις μέταλλον και β) εις έργον μεταλλείου και επιβαλλόταν σε ελεύθερους και δούλους, ακόμη και σε γυναίκες. Ιδιαίτερα αυστηρές ποινές μιας και οι ένοχοι μετατρέπονταν σε δούλους, στιγματίζονταν (στην αρχή στο πρόσωπο και αργότερα στα χέρια ή στα πόδια), αλυσοδένονταν και με τη συνοδεία των μαστιγίων των μεταλλαρχών δούλευαν όλη μέρα σε σκοτεινές σήραγγες[71]. Η ποινή της δήμευσης (εισκομίζεσθαι) αφορούσε την αφαίρεση ολόκληρης της περιουσίας του ενόχου ή τα συγκεκριμένα είδη που συνδέονταν με την κολάσιμη πράξη και περιορίζεται, κατά την ύστερη περίοδο, στους υψηλόβαθμους κρατικούς αξιωματούχους.
Στερητικές ποινές της ελευθερίας, ουσιαστικά, δεν υπήρχαν στο Βυζάντιο. Ο εγκλεισμός ήταν υπαρκτός, αλλά δεν χρησιμοποιείτο ως τιμωρία. Τα οικήματα στα οποία περιορίζονταν οι παραβάτες ονομάζονταν: φυλακαί, δεσμωτήρια, δεσμά, δεσμοφυλακεία και ειρκταί. Διακρίνονταν σε δημόσιες (όπου φυλακίζονταν οι καταδικασθέντες από τα δικαστήρια και τους άρχοντες) και σε ιδιωτικές (όπου ιδιώτες φυλάκιζαν όσους θεωρούσαν ένοχους για πράξεις εναντίον τους) και οι οποίες απαγορεύονταν από τους νόμους και επέσυραν αυστηρές ποινές στους παραβάτες. Εκτός από αυτές αναφέρονται και οι σακέλλαι ή αφορίστριαι για παραβάτες κληρικούς και μοναχούς. Τέλος σαν γυναικείες φυλακές χρησιμοποιούντο τα μοναστήρια. Στις ενδότερες και εξώτερες φυλακές περιορίζονταν οι ένοχοι μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσής τους και οι τιμωρημένοι μέχρι την εφαρμογή της ποινής τους. Κοινό τους γνώρισμα το βαθύ σκοτάδι και οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης[72] με συνέπεια τη μεγάλη θνησιμότητα των φυλακισμένων[73].
Στην μακραίωνη βυζαντινή ιστορία πάμπολλες ήταν οι φορές που το σωφρονιστικό σύστημα χρησιμοποιήθηκε για πολιτικούς και θρησκευτικούς σκοπούς. Για λόγους προνοίας η εξορία χρησιμοποιείτο για την αποδυνάμωση ατόμων θεωρούμενων επικίνδυνων λόγω της πολιτικής ή θρησκευτικής δραστηριότητάς τους. Αναφέρεται συχνά η απομάκρυνση υψηλά ιστάμενων προσώπων, διαδόχων επίδοξων διαδόχων αλλά και πατριαρχών, ανώτερων κληρικών ή κρατικών λειτουργών[74], όπως και ακρωτηριασμοί αυτών[75]. Οφείλουμε, τέλος, να επισημάνουμε τον ταξικό χαρακτήρα επιβολής των ποινών. Για το ίδιο έγκλημα ή αδίκημα οι τιμωρίες ήταν διαφορετικές για τους ευτελείς (humiliores) και διαφορετικές για του έντιμους (honestiores). Παρότι στην Εκλογή γίνεται προσπάθεια κατάργησης των ταξικών ανισοτήτων, τέτοιες διακρίσεις διατηρήθηκαν μέχρι το τέλος της αυτοκρατορίας[76].
Ο ρόλος της Εκκλησίας
Οι επίσκοποι στα πλαίσια του ρόλου τους, ως καθοδηγητές και προστάτες του ποιμνίου της περιοχής τους, καλούνται από πολύ νωρίς να διευθετούν τα μικροπροβλήματα και τις διαφορές τους, για να περάσουν αργότερα (με απόφαση του Μεγάλου Κωνσταντίνου) στην εκδίκαση υποθέσεων του ιδιωτικού δικαίου (οικογενειακό και κληρονομικό δίκαιο)[77]. Στα πλαίσια, λοιπόν, της audientia episcopalis (επισκοπικής ακροάσεως), θεσμού με καθαρά διαιτητικό χαρακτήρα στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορικής του εξέλιξης, επιλύονταν ιδιωτικές διαφορές και μάλιστα ο λαός τους εμπιστευόταν περισσότερο από τους πολιτικούς άρχοντες. Επί Ιουστινιανού (6ος αι.), διευρύνεται ο πολιτικός ρόλος των επισκόπων και καθιερώνεται μια, κατά κάποιο τρόπο, εποπτεία τους για την αμεροληπτική εκδίκαση των υποθέσεων στα άλλα δικαστήρια[78]. Ο Αλέξιος Α΄ (1081-1118) διευρύνει την ανάμιξη της εκκλησίας στην κοσμική δικαιοσύνη προσδιορίζοντας το πατριαρχικό δικαστήριο ως ανώτατο δικαιοδοτικό όργανο του οικογενειακού δικαίου. Έτσι όταν το 1329 καθιερώθηκε ο θεσμός των καθολικών κριτών των Ρωμαίων, υπήρχε και το ανώτατο δικαστήριο της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης που εκδίκαζε υποθέσεις κληρικών αλλά και λαϊκών (ακόμη και υποθέσεις τοκογλυφίας, ερμηνείας συμβολαίων κ.α.)[79].
Από την έλλειψη σχετικής νομοθεσίας συνάγεται ότι ουδέποτε οι αυτοκράτορες ενοχλήθηκαν από την εθιμική αυτή επέκταση της δικαιοδοσίας των εκκλησιαστικών δικαστηρίων (η οποία μεταβαλλόταν όσο παράκμαζε το κράτος και η κοσμική δικαιοσύνη). Επί πλέον η αποσυμφόρηση που δημιουργούσαν στα κοσμικά δικαστήρια ήταν ευνοϊκά αποδεκτή. Οι ποινές που επέβαλαν τα εκκλησιαστικά δικαστήρια (αφορισμός, αποχή από τη μετάληψη, επιτιμία κ.ά) λειτουργούσαν περισσότερο ανασταλτικά από τις ποινές των κοσμικών, με δεδομένη τη θρησκευτικότητα και ευλάβεια του βυζαντινού ανθρώπου[80]. Η εμπέδωση της εκκλησιαστικής δικαστικής αρμοδιότητας επέτρεψε ώστε η εκκλησία να βρεθεί προετοιμασμένη για τον εθναρχικό ρόλο της, μετά την κατάλυση του Βυζαντίου.
Η απονομή της δικαιοσύνης στα διοικητικά πλαίσια του Βυζαντίου συναρτάται όχι μόνο από τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της κάθε περιόδου, αλλά και από την κυρίαρχη πολιτειακή ιδεολογία , που φέρνει στην κορυφή της εξουσίας τον αυτοκράτορα και τον αποδέχεται ως έμψυχον νόμον. Μέσω της θείας εύνοιας ενσαρκώνει το νόμο και μόνο αυτός έχει δικαίωμα να τον καταρτίσει, τροποποιήσει και ερμηνεύσει. Παρότι εξαιρείται των νόμων και δεν δεσμεύεται από αυτούς υπόκειται σ’ αυτούς και οφείλει κατά μίμησιν θεού να είναι φιλάνθρωπος και δίκαιος, ενισχύοντας έτσι το κύρος της εξουσίας του. Ακόμη και σήμερα η κωδικοποίηση του ρωμαϊκού δικαίου, στην οποία προχώρησαν μια σειρά αυτοκρατόρων με κορυφαίο τον Ιουστινιανό, θεωρείται μεγαλειώδες επίτευγμα. Με μία σειρά νόμων, αποφάσεων και διατάξεων επηρεασμένων από την ελληνιστική φιλοσοφία, τον χριστιανισμό και την Ανατολή, γίνεται προσπάθεια να περιληφθούν όλα τα σύγχρονα αδικήματα και να ορισθούν οι ανάλογες, κατά περίπτωση, ποινές. Οι ποινές, πολλές από τις οποίες θεωρούνται αρκετά σκληρές (θανατική, ακρωτηριασμός), επιβάλλονται αρχικά για να συνετίσουν και να παραδειγματίσουν ενόχους και μη και στη συνέχεια με σκοπό την κάθαρση, τη βελτίωση και τον εκφοβισμό. Η στέρηση της ελευθερίας δεν υφίσταται ως ποινή και οι φυλακές χρησιμοποιούνται για την κράτηση των ενόχων πριν τη δίκη τους ή μέχρι την εκτέλεση της ποινής τους. Η απονομή δικαίου χρησιμοποιείται σε αρκετές περιπτώσεις για να εξυπηρετήσει πολιτικούς ή θρησκευτικούς σκοπούς και διακρίνεται για τις «ταξικές» διακρίσεις της. Η Εκκλησία συμμετέχει στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης (το οποίο σε όλες τις περιόδους χαρακτηρίζεται από ανεπάρκεια των λειτουργών του), ως υποκατάστατο ή συμπλήρωμα των λαϊκών δικαστηρίων, προετοιμαζόμενη έτσι για την αποκλειστική διαχείριση του δικαίου, των υπόδουλων Ελλήνων, στα χρόνια της Οθωμανικής κατάκτησης.
Βιβλιογραφία
Ανάστος Μ. «Πνευματικός βίος και πολιτισμός», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Τόμ. Ζ΄ και Η’ Αθήνα: 1978.
------------- «Δίκαιο», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Τόμ. Θ΄. Αθήνα: 1978.
Beck, H.G., Η Βυζαντινή χιλιετία, μτφρ. Δ. Κούρτοβικ (Αθήνα 1990)
Ευθυμιάδης Σ. «Ο βυζαντινός θρησκευτικός βίος», στο Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα Ι: Από την αρχαιότητα έως και τα μεταβυζαντινά χρόνια. Τόμ. ΙΙ. Πάτρα: 2001.
Gerar, W., Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο. Στον αιώνα των Κομνηνών, μτφρ. Κ. Παναγιώτου (Αθήνα 1970)
Gillou, A. Ο Βυζαντινός Πολιτισμός, μτφρ. P. Odorito, Σ. Τσοχανταρίδου (Αθήνα 19982) Καραγιαννόπουλος Γ. Το Βυζαντινό κράτος. Αθήνα: 1993.
Κεκαυμένος. Στρατηγικόν,μτφρ. Τσαγκαράκης Δ. Αθήνα: 1993.
Κουκουλές Φ. Βυζαντινών βίος και πολιτισμός. Τόμ. Γ΄. Αθήνα 1957.
----------------. Βυζαντινών βίος και πολιτισμός. Τόμ. ΣΤ΄. Αθήνα 1957.
Οικονομίδης Ν. «Πολιτεία – Οικονομία – Κοινωνία. Το νέος κράτος της Μέσης Βυζαντινής περιόδου», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Τόμ. Η΄. Αθήνα: 1978.
Πέννα Β. «Βυζαντινοί θεσμοί», στο Ελληνική Ιστορία. Βυζάντιο και Ελληνισμός. Τόμ. Β΄. Πάτρα: 1999.
------------ «Ο δημόσιος, οικονομικός και κοινωνικός βίος των Βυζαντινών», στο Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα Ι: Από την αρχαιότητα έως και τα μεταβυζαντινά χρόνια. Τόμ. ΙΙ. Πάτρα: 2001.
Τρωϊανός Σ. (επιμ.). Έγκλημα και τιμωρία στο Βυζάντιο. Αθήνα 20012.
Χριστοφιλοπούλου Α. «Πολιτεία – Κοινωνία – Οικονομία κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο (324-610)», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Τόμ. Ζ΄. Αθήνα: 1978.
Παραπομπές-σημειώσεις
[1] H.G. Beck, Η Βυζαντινή χιλιετία, μτφρ. Δ. Κούρτοβικ (Αθήνα 1990): 106.
[2] Στο ίδιο: 108-109.
[3] Στο ίδιο: 109.
[4]. Μ. Ανάστος, «Πνευματικός βίος και πολιτισμός», στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ζ’ (Αθήνα 1978): 317.
[5] Συμβουλευτικό εγχειρίδιο πατέρα προς τα παιδιά του με νουθεσίες και προς τον αυτοκράτορα. Γραμμένο ανάμεσα στα 1075 – 1078, χωρίς να είναι ιστορική πηγή, αποτελεί ένα γνήσιο πορτρέτο της βυζαντινής κοινωνίας.
[6] Κεκαυμένος, Στρατηγικόν, μτφρ. Δ. Τσαγκαράκης (Αθήνα 1993): 262.
[7] Γ. Καραγιαννόπουλος, Το Βυζαντινό κράτος, (Αθήνα 1983): 26.
[8] Ανάστος: 320.
[9] Στο ίδιο: 321.
[10] Beck: 109.
[11] Η κωδικοποιημένη αυτή εκδοχή του ρωμαϊκού δικαίου παραμένει η βάση των νομικών συστημάτων της Ελλάδας, του μεγαλύτερου μέρους της Ηπειρωτικής Ευρώπης, της Σκωτίας, τμημάτων της Αφρικής, της Λατινικής Αμερικής, της καναδικής επαρχίας του Quebec και της πολιτείας της Λουϊζιάνας των Η.Π.Α. (Ανάστος: 324)
[12] Ανάστος: 324, 325.
[13] Αναδιατύπωση, σύντμηση και ανάπτυξη των ρωμαϊκών νόμων, ώστε να προσαρμοστούν στο πνεύμα της εποχής. Περιελάμβανε νόμους διατάγματα, αντιγραφές, αποφάσεις κ.α, που είχαν εκδώσει οι αυτοκράτορες. (Στο ίδιο: 325)
[14] Συλλογή ανθολογημένων αποσπασμάτων από έργα νομικών. Διαφέρει από τον Κώδικα ο οποίος περιελάμβανε αποκλειστικά αυτοκρατορικές διατάξεις. Λειτούργησε ως εγκυκλοπαίδεια της ρωμαϊκής νομολογίας και αποτελείτο από 20 τόμους και 20.000 περίπου σελίδες. (Στο ίδιο: 326)
[15] Εγχειρίδιο που συνόψιζε τους κυριότερους θεσμούς της αυτοκρατορίας, αλλά είχε και καθαυτό ισχύ νόμου. Αποτελούσε βασικό εγχειρίδιο των σπουδαστών των σχολών νομικής (Στο ίδιο: 326)
[16] Αυτό το όνομα έλαβε η νομοθεσία που εκδόθηκε μετά τη δημοσίευση του Κώδικα. Οι Νεαρές (Νέες Διατάξεις) γράφτηκαν στην ελληνική, σε αντίθεση με τα τρία προηγούμενα που είχαν γραφτεί στη λατινική, καταδεικνύοντας έτσι το βαθμό εξελληνισμού της βυζαντινής αυτοκρατορίας κατά τον 6ο αι. (Στο ίδιο: 327)
[17] Στο ίδιο: 327.
[18] Νομοθετικό έργο των Μακεδόνων που αντικατέστησε την Εκλογή και επανέφερε την ιουστινιάνεια νομοθεσία, επεξεργασμένη γλωσσικά και νοηματικά, και εισήγαγε την έννοια των δύο εξουσιών: ο αυτοκράτορας θα είναι υπεύθυνος για την ασφάλεια του κράτους και ο Πατριάρχης για την περιφρούρηση της ορθοδοξίας. (Β. Πέννα, «Βυζαντινοί θεσμοί», στο: Ελληνική ιστορία. Βυζάντιο και Ελληνισμός, τ. Β΄ (Πάτρα 1999): 56)
[19] Εκδόθηκε πιθανόν το 741 από τον εικονομάχο αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄.
[20] Κυρίως γιατί αναφέρεται στον πρόλογο, ότι γίνεται προσπάθεια να διαμορφωθούν οι υπάρχοντες νόμοι προς το φιλανθρωπότερον και γιατί παρατίθενται πολλά χωρία από την Παλαιά Διαθήκη. (Στο ίδιο: 55).
[21] Στο ίδιο: 55.
[22] Εκδόθηκε στην επικράτεια της αυτοκρατορίας της Νίκαιας επί βασιλείας του Ιωάννη Γ΄Βατάτζη (1222-1254).
[23] Πέννα: 58.
[24] Καραγιαννόπουλος: 104.
[25] Στο ίδιο: 104.
[26] Β. Πέννα, «Ο δημόσιος, οικονομικός και κοινωνικός βίος των βυζαντινών», στο Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα Ι: Από την αρχαιότητα έως και τα μεταβυζαντινά χρόνια, τ. ΙΙ (Πάτρα 2001):94.
[27] Α. Χριστοφιλοπούλου, «Πολιτεία-Κοινωνία-Οικονομία κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο (324-610), στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ζ΄ (Αθήνα 1978): 269.
[28] Καραγιαννόπουλος: 105.
[29] Στο ίδιο: 105.
[30] Χριστοφιλοπούλου: 269.
[31] Στο ίδιο: 269.
[32] Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, τ. ΣΤ΄ (Αθήνα 1957): 50.
[33] Χριστοφιλοπούλου: 270.
[34] Ν. Οικονομίδης, «Πολιτεία-Οικονομία-Κοινωνία. Το νέο κράτος της Μέσης Βυζαντινής περιόδου», στο υποσ. 27 , τ. Η΄ (Αθήνα 1978): 162.
[35] Καραγιαννόπουλος: 106.
[36] Η αρμοδιότητά του , κατά τον 12ο αι., περιορίζεται σε ζητήματα συντεχνιών και άλλα και αργότερα χάνει κάθε αρμοδιότητα και πέφτει στην αφάνεια. (Στο ίδιο: 106)
[37] Μαζί με τους συνεργάτες του αντιγραφείς, σκρίβας κ.α. ασχολούνταν γενικότερα με θέματα οικογενειακού δικαίου, είχε ειδική δικαιοδοσία σε θέματα πλαστογραφίας και γνησιότητας εγγράφων, επέβλεπε τις δραστηριότητες των επαρχιωτών που έρχονταν στην πρωτεύουσα και ήταν ένας από τους κύριους συντάκτες των νόμων. (Οικονομίδης: 162).
[38]. Στα δικαστήρια αυτά υπηρετούν , από τον 10 αι., διάφοροι υπάλληλοι του δικαστικού: ο μυστικός (που από έμπιστος σύμβουλος του αυτοκράτορα κατέληξε να γίνει δικαστής), οι μυθογράφοι, ο ύπατος, ο κένσωρ, ο θεσμοφύλαξ και από τον 11ο αι., οι μυστολέκτες και οι θεσμογράφοι. (Στο ίδιο: 164).
[39] Τα βυζαντινά δικαστήρια αργούσαν τις Κυριακές και τις άπρακτες ημέρες που τελικά πολλαπλασιάστηκαν τόσο πολύ, που ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός εξέδωσε Νεαρά, με την οποία ορίσθηκαν ακριβώς οι μέρες αργίας και ημιαργίας και πολλές άπρακται ημέρες (όπως οι σχετικές με τον αυτοκράτορα) ορίσθηκαν ως έμπρακτες. (Πέννα: 94).
[40] Ανάστος, «Δίκαιο», στο υποσ. 27, τ. Θ΄: 344.
[41] Τη χρονιά εκείνη μεγάλος σεισμός έπληξε την πρωτεύουσα προκαλώντας σοβαρές ζημιές. Ο ευσεβής αυτοκράτορας ερμήνευσε το γεγονός σαν εκδήλωση της θείας οργής για την αδικία που επικρατούσε στην αυτοκρατορία και ιδιαίτερα για τη διαφθορά των δικαστών. Λίγα χρόνια αργότερα ο εγγονός του Ανδρόνικος Γ’ Παλαιολόγος θα δώσει την ίδια ερμηνεία για τις στρατιωτικές συμφορές της αυτοκρατορίας. (Στο ίδιο: 345).
[42] Είχαν αρμοδιότητα σε όλα τα κάστρα και τις περιοχές της αυτοκρατορίας. Αρχικά δίκαζαν όλοι μαζί και εξέδιδαν τις αποφάσεις τους από κοινού. Λόγω των αυξημένων αναγκών, όμως, δόθηκε στον καθένα το δικαίωμα να εκδικάζει μόνος του, αλλά η απόφαση εκδιδόταν το όνομα και των τεσσάρων. (Καραγιαννόπουλος: 107).
[43] Αναφέρονται καθολικοί κριταί Θεσσαλλονίκης, Λήμνου, Μορέως, Τραπεζούντος.
[44] Πέννα, υποσ. 26: 45-52.
[45] A. Gillou, Ο Βυζαντινός Πολιτισμός, μτφρ. P. Odorito, Σ. Τσοχανταρίδου (Αθήνα 19982): 176.
[46] Αυτή η απόφαση δημοσιεύθηκε σε μία Νεαρά του Λέοντα ΣΤ΄ του Σοφού (842-867) και θα παραμείνει σε ισχύ μέχρι το τέλος της αυτοκρατορίας. (Στο ίδιο: 175).
[47] Πέννα.: 94.
[48] Οικονομίδης: 163.
[49] Ανάστος: 216.
[50] Οικονομίδης: 164.
[51]. Gillou: 181.
[52] Στο ίδιο: 181, 182.
[53] W. Gerar, Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο. Στον αιώνα των Κομνηνών, μτφρ. Κ. Παναγιώτου (Αθήνα 1970): 163.
[54] Ονομάζονταν, ακόμη, περσικάριοι, βαρτόβαροι αλλά και σκωπτικά «παιδιά του αρχιερέως». (Κουκουλές: 210).
[55] Στο ίδιο: 210-212.
[56] Οι νυχτοφρουροί είχαν άμεσου σχέση με τους Ρωμαίους vigiles που απέτρεπαν τις κλοπές αλλά φρόντιζαν και για την κατάσβεση των πυρκαγιών. (Στο ίδιο: 214).
[57] Στο ίδιο: 212-214.
[58] Στο ίδιο: 216.
[59] Στο ίδιο: 216.
[60] Πέννα: 98.
[61] Κουκουλές: 63.
[62] Τρωϊανός (επιμ.), Έγκλημα και τιμωρία στο Βυζάντιο (Αθήνα 20012): 27,28.
[63] Στο ίδιο: 29,30.
[64] Αν και στο βιβλίο Έγκλημα και τιμωρία στο Βυζάντιο (βλ. παραπ.:62: 32) διατυπώνεται η άποψη ότι αυτές οι ποινές δεν αποτελούν νεωτερισμό μιας και απαντώνται συχνά στα χρόνια του Ιουστινιανού.
[65] Ανάστος: 217.
[66] Τρωϊανός: 33-35.
[67] Στο ίδιο: 36.
[68] Εμφανιζόταν με δύο μορφές: ως relegatio (ελαφρά με συνέπεια την αναγκαστική παραμονή του ενόχου σε συγκεκριμένο τόπο) και ως deportatio (βαριά που περιελάμβανε δήμευση της περιουσίας του και απώλεια της ιδιότητας του πολίτη). (Στο ίδιο: 39).
[69] Κουκουλές: 57, 58.
[70] Η ζωή τους ήταν τόσο σκληρή που οι ¶γιοι Απόστολοι προτρέπουν τους φιλεύσπλαχνους χριστιανούς να τους επισκέπτονται και να τους στέλνουν χρήματα για τη διατροφή τους ή τους μισθούς των φυλάκων τους. (Στο ίδιο: 66-68).
[71] Πέννα: 98.
[72] Στον αιώνα των Κομνηνών εμφανίζεται η τάση εξανθρωπισμού των φυλακών. Επιτρέπονται οι καθημερινοί περίπατοι στο φως της ημέρας, επιθεωρητές (ένα είδος κοινωνικών λειτουργών) επισκέπτονται τις φυλακές κάθε Κυριακή και ελέγχουν την σίτιση των κρατουμένων και ακόμα επιτρεπόταν η προσωρινή απόλυση του κρατουμένου όταν η δίκη αργούσε πολύ και δεν κατηγορείτο για φόνο. ( Gerar: 167).
[73] Στο ίδιο: 224-232.
[74] Τα Πριγκιποννήσια έγιναν έτσι γνωστά γιατί χρησιμοποιούντο ως σωφρονιστήριο για εκθρονισμένους αυτοκράτορες ή πρίγκιπες. (Guillou: 184).
[75] Για παράδειγμα ο ακρωτηριασμός του Μαξίμου του Ομολογητή και δύο μαθητών του (662), η ρινότμηση του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Β΄ (695) ή η τύφλωση του Κωνσταντίνου ΣΤ΄ από την μητέρα του Ειρήνη (797), γιατί ήθελε να κυβερνήσει μόνη της. (Ανάστος: 217).
[76] Τρωϊανός: 39.
[77] Σ. Ευθυμιάδης, «Ο βυζαντινός θρησκευτικός βίος», στο υποσ. 26: 243, 244.
[78] Χριστοφιλοπούλου: 270, 271.
[79] Ανάστος: 345.
[80] Στο ίδιο: 345.
© Γιώτα Μαδούρα 2006
ΕΙΣΑΓΩΓΗ (Δ1)
Υπάρχουν στιγμές στην ιστορία της Ελλάδος, που η λαμπρότητα των προσδίδει ένα απίστευτο μεγαλείο. ΄Ενα ακτινοβόλο πέρασμα που όμοιο δεν έχει ξαναγίνει.
Υπάρχουν μορφές (Δ2) κάπου στο παρελθόν της ιστορίας μας, που είναι τόσο ζωντανές, ώστε το σύγχρονο παρόν να είναι στενά επηρεασμένο από αυτές.
Στιγμές και μορφές της ιστορίας των Ελλήνων. Γεγονότα και ήρωες, ενδόξου παρελθόντος, γεμάτες τιμή και θυσία. Για αυτές θα σας μιλήσω. Για τη θύμηση μίας ακτινοβόλου στιγμής που λαμπαδιάζει ακόμη και σήμερα τις ψυχές μας. Μιας στιγμής που η αίγλη της είναι προσευχή και ύμνος. Παιάνας και ψαλμός, ιαχή και υπερήφανος ανύψωση της ψυχής. Ανύψωση του πνεύματος, του ηρωισμού και της θυσίας.
Ναί πριν αιώνες, στο μαρτυρικό χώρο της Ελληνικής βυζαντινής Αυτοκρατορίας. ΄Οταν (Δ3) ο δικέφαλος αετός έβλεπε σ’ ανατολή και δύση. ΄Οταν η άγια πίστης της ορθοδοξίας, γαλήνευε τα βάθη της ανατολής. ΄Οταν εξανθρωπισμός σήμανε Ελλάδα. ΄Οταν ο πολιτισμός λεγόταν Ελλάδα. ΄Οταν η ανδρεία και η τιμή κυριαρχούσε υπερήφανος παντού. Μια εποχή που η ευγένεια της ψυχής είχε κλειστεί στον χώρο του Ομήρου και του Λεωνίδα, (Δ4) του Περικλή (Δ5) και του Αλεξάνδρου. (Δ6) Σε έναν κόσμο που το μίσος κυριαρχούσε δίπλα στην διαφθορά και την ακολασία. Σε έναν κόσμο που το αίμα χαροποιούσε, η λεηλασία έτρεφε, ο θάνατος θεοποιούταν.
Η θύμηση πικραμένη έρχεται σε αυτήν την εποχή (Δ7) και τα λόγια που βγαίνουν αντλούν από τις στιγμές εκείνες την δύναμη. Ηρωική εποχή το τέλος κάποτε θα ερχόταν. ΄Ομως και εάν ήλθε, ποτέ η θλίψη δεν αξίζει να γεμίζει την ψυχή μας.
ΘΥΜΙΣΗ (Δ8)
- Τον είδες με τα μάτια σου γιαγιά, τον Βασιλέα
ή μήπως και σε φάνηκε σαν όνειρο να πούμε στα
παραμύθια !
- Τον είδα με τα μάτια μου ωσάν και εσένα νέα
μα να γενώ εκατό χρονών κι ακόμη το θυμούμαι
σαν νάταν χθές μονάχα.
- Απέθανε γιαγιά ;
- Ποτέ, παιδάκι μου ! Κοιμάται ! Κοιμάται μόνο!
Την χρυσή του κορώνα στο κεφάλι, το σκήπτρο
του στο χέρι.
- Διπλό τριπλό θα πάρουμε αυτό που μας επάρθη
κι η Πόλη κι η (Δ9) Αγιά Σοφιά δική θε να γίνει.
- Πότε γιαγιά μου, πότε ;
- ΄Οταν τρανέψεις, γιόκα μου κι αρματωθείς
και κάμεις τον όρκο (Δ10) στην ελευθερία, συ και όλοι
η νέοι, να σώσετε τη χώρα.
Κι ο Βασιλεύς θα σηκωθεί τον Τούρκο να κτυπήσει
πίσω στην κόκκινη μηλιά και πίσω από τον ήλιο
μακριά θα τον πετάξει.»
Η σημερινή επέτειος της Αλώσεως (Δ11) της Πόλης, είναι μία ξεχωριστή σελίδα της ιστορίας μας. ΄Ενας σταθμός της ζωής των Ελλήνων, της μεγαλοπρέπειας του ΄Εθνους μας, της δύναμης της φυλής μας, η οποία έχει ως χαρακτηριστικό της γνώρισμα, να θυμάται όχι μόνο τις μεγάλες, αλλά και τις τραγικές ώρες της ιστορίας μας.
Η σημερινή επέτειος δεν έχει να επιδείξει νίκες, αλλά δόξα και λαμπρότητα. Συμβολίζει το αίμα που χύθηκε για τα ιδανικά του ΄Εθνους και την Ελευθερία. Είναι μία επέτειος ξεχωριστή από τις άλλες, μία επέτειος που μας θυμίζει (Δ12) περασμένα μεγαλεία και διηγόντας τα να κλαις. Είναι ένας σταθμός κάπου στο παρελθόν, για να θυμίζει σε εμάς το σύγχρονο παρόν, το πόσο μεγάλοι ήμασταν κάποτε πόσο τρανοί κυριαρχούσαμε στον τότε κόσμο και πόσο συρρικνωθήκαμε στις σύγχρονες ημέρες.
Το αφιέρωμα της Αλώσεως (Δ13) της Πόλης, απευθύνεται από την ιστορία των Ελλήνων σε όλους μας. Δεν είναι απλή ημερολογιακή σήμανση, ούτε δύο ή τρεις σελίδες από τα σημερινά σχολικά βιβλία, η 29η Μαίου 1453. Είναι μία υπερήφανη κραυγή αλλά και μια ευλαβική σελίδα της ιστορίας, στους θρύλους του παρελθόντος.
Ποτέ στην ψυχή των Ελλήνων μία ήττα, δεν υπήρξε καταστροφή. Ποτέ δεν θεωρήσαμε εμείς οι ΄Ελληνες τον εαυτό μας ηττημένο. Οι Θερμοπύλες (Δ14) έμειναν μοναδικό παράδειγμα ηρωισμού. Δεν ήταν μία μάχη, που η έκβαση της, ήταν η ήττα. ΄Ήταν μία νίκη των αθανάτων νεκρών, για να τονίζει, πώς πολλές φορές ο δοξασμένος θάνατος είναι και η μεγαλύτερη νίκη.
(Δ15) « Την Πόλη δε σου δίνω, γιατί δεν είναι δική μου. Και απόφαση όλων μας είναι να πεθάνουμε χωρίς να σκεφτούμε την ζωή μας.»
Αυτή ήταν η απάντηση του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, στον Μωάμεθ (Μεχμέτ το πραγματικό όνομα ), όταν τα στίφη των Μογγόλων περικύκλωναν την Βασιλεύουσα. (Δ16) Με αυτά τα λόγια, με αυτήν την προσευχή και ύμνο, τρέφουμε τις ψυχές μας.
29η Μαίου 1453. (Δ17) Είμαστε υπερήφανοι εγκατελειμένοι στην θύμηση σου βασιλεύουσα. Μας πήρες στα ατσάλινα φτερά, του δικέφαλου αετού σου και μας περιτριγύρισες στην ηρωική σου πραγματικότητα. Είσαι το ένδοξο λυκόφως (Δ18) του Δεύτερου Ελληνικού πολιτισμού.
Καμία φυλή, κανένα (Δ19) Έθνος δεν μπόρεσε να δώσει αυτό που έδωσε η Ελληνική. Δύο αυτοκρατορίες σε διάστημα χιλίων χρόνων και τούτες με ένα μοναδικό, ηρωικό και ακτινοβόλο πέρασμα. Με ένα πέρασμα από την ανθρωπότητα και έναν πολιτισμό, που καμία άλλη δεν τόλμησε να αγγίξει.
΄Όταν οι αυτοκρατορίες της Ανατολής διαλυόταν κατά τον πιο ευτελέστερο τρόπο .... ΄Όταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (Δ20) χανόταν μέσα στην ανηθικότητα της κραιπάλης και της παρακμής...... ΄Όταν η Ισπανική (Δ21) χανόταν το ίδιο αθόρυβα όπως έζησε... ΄Όταν η Γαλλική Αυτοκρατορία (Δ22) κατέρρεε στην Ρωσία με τον Αυτοκράτορα της επιστρέφοντα με ψευδώνυμο........ ΄Όταν η Αγγλική (Δ23) διασκορπιζόταν όπως συνετέθη, αφήνοντας στο διάβα της αγχόνες και κηλίδες του αίματος....΄Όταν η Ρωσική (Δ24) έπεφτε από την εσωτερική της σαπίλα, με το Τσάρο να παραθερίζει και ας μη μιλάμε καθόλου για την διάδοχο Σοβιετική, που ούτε κατάλαβε πώς έσβησε ....
Εσύ Βυζαντινή Αυτοκρατορία (Δ25) διέκοπτες της ιστορική σου διαδρομή, μαζί με το σπασμένο σπαθί του αγωνιζομένου σου τελευταίου στρατιώτη, που ήταν και Αυτοκράτορας σου. Του μαχόμενου Βασιλιά Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.
Μα ας επιτρέψουμε στην σκέψη μας (Δ26) να ξεστρατίσει στο παρελθόν. Η Ελληνική Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η πιο ένδοξη αυτοκρατορία της γης, στάθηκε για χίλια και πλέον χρόνια στο σταυροδρόμι δύο διαφορετικών κόσμων και διάσωσε τα ιερά και τα όσια από ποικιλώνυμους και αναρίθμητους βαρβάρους, πους σε αλλεπάλληλα κύματα απειλούσαν να καταλύσουν ολόκληρη τη Δύση.
Ας παρακολουθήσουμε τον Παλαιολόγο, σαν νεότερο Φίλιππο να συλλαμβάνει την ιδέα της ισχυράς (Δ27) και ενωμένης Ελλάδος. Την πόλη που τρεμόσβηνε μέσα πνιγηρό κουρνιακτό, των βαρβαρικών στιφών που περιτριγυρίζουν την γη μας.
Με στόχο την ένωση των Ελλήνων, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος απελευθερώνει, το 1429 (Δ28) την Πάτρα από τους Φράγκους. Το 1444 κυριεύει ολόκληρο την Πελοπόννησο και οχυρώνει με τείχος (Δ29) τον Ισθμό, εμποδίζοντας έτσι τον Μουράτ Πασά, να κατέλθει στην νοτιότερη Ελλάδα.
Στις 31 Οκτωβρίου 1448, λαός (Δ30) και εκκλησία, μαζί με τους άρχοντες με τον θάνατο του Ιωάννου Παλαιολόγου, ορίζουν νέον αυτοκράτορα τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Και αυτός ο πολέμαρχος αφήνει τον Μυστρά (Δ31) για να έλθει στην Κωνσταντινούπολη, να παίξει τον ρόλο που η ιστορία της φυλής μας του έχει αναθέσει.
Μάιος 1453 . (Δ32) Οι βάρβαροι με 180.000 πολεμιστές και 400 πλοία, περικυκλώνουν την Βασιλεύουσα. Η Πόλη (Δ33) με 7000 στρατιώτες και 26 πλοία (Δ34) με μεγάλη καλόγερους στα μοναστήρια, την τότε πληγή του Ελληνισμού, αντικειμενικά ανυπεράσπιστη, γυρίζει την τελευταία σελίδα της ιστορίας.
Με ανδραγαθίες αντιδρά στο κάλεσμα του πεπρωμένου ο Ελληνισμός. Ο ανδρείος (Δ35) ΄Ελληνας πλοίαρχος Φλαντανελάς, καταναυμαχεί το Τουρκικό στόλο, μέσα στον αποκλεισμένο Κεράτιο κόλπο. ΄Ηταν μία στερνή επικύρωση του Ελληνικού σθένους από την ιστορία και πρακτική απάντηση στις Τουρκικές ονειροπολήσεις, που συνεχίζονται μέχρι και σήμερα.
Νεκρά μάτια (Δ36) που τα σώματα θωριασμένα κείτεστε στο χώμα. Ματωμένα χέρια που βαστάτε τα ξίφη της θυσίας ! Ηρωικό παρελθόν μίας εποχής αθάνατης! ΄Ελα στη θύμηση μας. ΄Ασε μας να νιώσουμε τις στιγμές εκείνες. Να νιώσουμε την αγωνία και τον ιδρώτα της μάχης. (Δ37) Να αναβαπτιστούμε στην μεγαλοπρέπεια των στιγμών εκείνων. Να φανταστούμε τους εαυτούς μας, δίπλα στα λαμπρά παλικάρια, που έπιπταν το ένα μετά το άλλο, για την ελευθερία.
Ασε μας να αντλήσουμε την δύναμη της φυλής μας, κάτω από τα φτερά του δικέφαλου αετού της. Να βαδίσουμε τον δρόμο της τιμής και της θυσίας.
......Να κάπου δίπλα μας ένας (Δ38) Βυζαντινός πολεμάει. Δεν έχει σημασία εάν βαστάει ακόντιο και ακόμη πιο πολύ, εάν έχει διαφορετική στολή από εμάς. Μέσα του καίει, η ίδια φλόγα. Η φλόγα της Ελλάδος.
Αυτός αγωνίζεται σε πολεμίστρες (Δ39) για ιδανικά, που λέγονται φίλοι και γονείς, παιδιά και Πατρίδα, θρησκεία και τιμή ....
Χύνει το αίμα του (Δ40) θεματοφύλακας ιδανικών που η αθανασία ποτίζει με το άρωμα της.
Κοντά σ’ αυτόν και εμείς. Επάνω στις πολεμίστρες με τους ίδιους εχθρούς και τα ίδια πιστεύω.... (Δ41) Κάπου πιό δίπλα μιά μάνα, προσεύχεται για τον βυζαντινό πολεμιστή, θύμηση γλυκειά που το αγιοκάνδηλο, της αγάπης, ποτίζει η Μητρότης. (Δ42) Οι ίδιες μάνες παντού, οι ίδιες προσευχές και πόθοι. Αιώνιες μητέρες του Ελληνισμού, που τα παιδιά σας γαλουχείτε με το «ΤΑΝ Η ΕΠΙ ΤΑΣ», μην κλάψτε τον θάνατο των παιδιών σας. Είναι γλυκός ο θάνατος για την Πατρίδα. Η μεγάλη μητέρα τα αγκαλιάζει στοργικά
........Πάνω στις πολεμίστρες υπερασπιστές του ΄Εθνους (Δ43) αγωνίζονται για την ελευθερία. Το αίμα κυλάει, μα η αποφασιστικότητα οπλίζει τις καρδιές. Δεν μετράνε οι αριθμοί στις αναμετρήσεις. Τα πιστεύω μετράνε. Ο θάνατος αναγεννά την θέληση για αγώνα. Και αγωνίζονται. Αγωνίζονται υπέρ βωμών και εστιών, για την Ελευθερία και την τιμή.
Εμπρός παιδιά του Βυζαντίου, (Δ44) αγωνιστείτε ! Μήν αφήσετε τους βαρβάρους να συλήσουν έργα πολιτισμού αιώνων.
.......Το αίμα κυλάει. Γέροντες και παιδιά, (Δ45) γυναίκες και ανάπηροι αγωνίζονται. Οι Τούρκοι αφρισμένοι ορμούν από παντού. Σαν λυσσιασμένοι σκύλοι που προσπαθούν να δαγκώσουν, χύνονται στις επάλξεις του ΄Εθνους μας.
Βυζαντινή δόξα, ηρωικά νιάτα του βυζαντίου, αγωνιστείτε, μην αφήστε τους Μογγόλους να σας νικήσουν. Γκρεμίστε τους, δεν μπορεί, είναι ψέμα, δεν μπορούν οι βάρβαροι να μολύνουν την Βασιλεύουσα.
......΄Αμοιρη Πατρίδα (Δ46) λίγες ψυχές σ’ απέμειναν ακόμη. Λίγα κορμιά, με τα σπαθιά στο χέρι οι υπερασπιστές σου. Σπαθιές και κραυγές πόνου απλώνονται παντού. Οι απόγονοι του Αττίλα, πολεμούν με τους γόνους του Αλεξάνδρου. Η βαρβαρότητα με τον πολιτισμό.
Στις πολεμίστρες επάνω (Δ47) συναντιούνται δύο διαφορετικοί κόσμοι. Ο κόσμος της τιμής και του πολιτισμού του Βυζαντίου και οι άρπαγες του Τουρκεστάν.
......... Ηρωικά νιάτα, εσείς που αγωνίζεστε στους αιώνες για θερμοπύλες,
και πύλες Ρωμανού, όσοι λίγοι και (Δ48) αν είστε είμαστε κοντά σας. Η καρδιά μας, τα πιστεύω μας, η ίδια η ζωή μας.
Κάθε θύμηση σας είναι για εμάς, αφύπνιση. Κάθε κραυγή αγώνος, πολεμική έγερση. Δεν (Δ49) αγωνίζεστε σε κάποια εποχή και δεν πεθάνατε κάπου στη ιστορία. Ο αγώνας σας είναι αιώνιος γιατί είναι αγώνας του ΄Εθνους. Και το ΄Εθνος χθές ήσασταν εσείς, σήμερα εμείς και αύριο οι αγέννητοι νεκροί.
Αυτός είναι ο προορισμός μας. Ο συνεχής αγώνας. Αυτή είναι η πορεία του Έθνους μας να αγωνίζεται στις Θερμοπύλες και στις Πύλες του Ρωμανού. Αυτή είναι η δύναμη της φυλής μας, ο αγώνας για την μεγαλοσύνη.
ΧΘΕΣ , ΣΗΜΕΡΑ , ΑΥΡΙΟ.
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΘΕΡΙΕΥΕΙ
18 Μαίου 1453. (Δ50) Μία ισχυρότατη επίθεση των Τούρκων αποκρούεται. Τις ρωγμές στα τείχη, φράζουν με πέτρες στήθη και χέρια οι γέροντες, οι γυναίκες και τα παιδιά της βασιλεύουσας, γιατί οι στρατιώτες πολεμούν ακατάπαυστα , στα τείχη τον αιμοσταγή εισβολέα.
Τότε ο Μωάμεθ (Δ51) στέλνει τον Ισμαήλ, αγγελιοφόρο στον Κωνσταντίνο με την πρόταση :
«Να φύγει από την πόλη και να πάει όπου θέλει, μαζί με τους άρχοντες και τα υπάρχοντα τους.»
Και η φυλή με τα χείλη του γνήσιου τέκνου της Αυτοκράτορα απαντά (Δ52):
« Την πόλη δεν σου δίνω , γιατί δεν είναι δική μου , ούτε κανενός άλλου των κατοίκων. Και κοινή απόφαση όλων μας είναι αυτοπροαιρέτως να πεθάνουμε, χωρίς να σκεφτούμε την ζωή μας.»
Αυτές είναι οι απαφάσεις των Ελλήνων ηγητόρων, να πολεμούν για το ΄Εθνος, μέχρι την τελευταία στιγμή και να θυσιάζονται για το καθήκον όταν χρειάζεται.
Και ενώ ξημερώνει η 29η Μαίου, ο Μωάμεθ (Δ53) ομιλεί στους στρατιώτες του λέγοντας τα παρακάτω :
«Σας παρακαλώ και σας προτρέπω στο όνομα του Αλλάχ και του προφήτου Μωάμεθ και στο δικό μου όνομα, που είμαι δούλος του. Αύριο θα κάνετε ένα έργο, που θα μείνει στην αιωνιότητα, όπως μέχρι τώρα είναι φανερό, ότι έχουν κάνει οι πρόγονοι μας. Να περάσετε πάνω από τα τείχη με τις σκάλες σαν πουλιά, με προθυμία, με γενναιότητα και με θάρρος. Ας ευχηθούμε να μην χάσουμε εμείς την δόξα, που κέρδισαν οι πρόγονοι μας . Και αν ακόμη μερικοί από εμάς σκοτωθούν όπως γίνεται φυσικά στον πόλεμο και έχει οριστεί από το ΚΙΣΜΕΤ, γνωρίζετε πολύ καλά από το ΚΟΡΑΝΙ , σε τέτοιες στιγμές πηγαίνετε κατ’ ευθεία ολόσωμοι στον παράδεισο. Εκεί τρώτε, πίνετε μαζί με τον Μωάμεθ και αναπαύεστε επάνω στους καταπράσινους και ανθισμένους τόπους , μαζί με τα παιδιά, τις ωραίες γυναίκες και όμορφα κορίτσια και λούζεστε μέσα σε πάρα πολύ όμορφα λουτρά. Και όλα αυτά θα τα χαρίσει ο Αλλάχ σε εκείνο τον τόπο.
Εδώ όμως στην γη αν νικήσουμε (Δ54), θα δώσω σε όλους τους στρατιώτες μου και στους αρχηγούς του παλατιού μου , τον διπλάσιο μισθό που παίρνουν τώρα. Και αυτό θα αρχίσει από τώρα και μέχρι το τέλος της ζωής τους.
Τρεις ημέρες όλη η πόλη θα είναι στη διάθεση σας, για να την λεηλατήσετε . Οτιδήποτε δε βρείτε και αρπάξετε, είτε αυτό είναι πράγμα από χρυσό, ή από ασήμι, είτε είναι ενδύματα ή αιχμάλωτοι, άνδρες ή γυναίκες, μικροί ή μεγάλοι, κανείς δεν θα έχει δικαίωμα να σας το πάρει πίσω, ή να σας ενοχλήσει σε κάτι».
ΛΟΓΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ (Δ55)
Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος τις λίγες στιγμές που έμειναν ακόμη μέχρι την τελική αναμέτρηση, τον παρακάτω λόγο εκφώνησε προς τους αγωνιζόμενους ΄Ελληνες:
« Ευγενέστατοι άρχοντες και λαμπρότατοι δήμαρχοι, στρατηγοί και γενναιότατοι στρατιώτες μου, όλος ο τιμημένος και ευσεβής λαός, εσείς γνωρίζετε πολύ καλά πως ήλθε η ώρα. Ο εχθρός της πίστεως μας, θέλει να μας περισφίξει πιό πολύ και με όλα τα τεχνάσματα και τα πολεμικά μέσα
.....Σας εμπιστεύομαι την λαμπρή και ένδοξη αυτή Πόλη και Πατρίδα μας, που είναι η Βασιλεύουσα όλων των πόλεων .......
…..Γνωρίζετε πολύ καλά αδελφοί μου ότι είμαστε υποχρεωμένοι όλοι για τέσσερα πράγματα να πολεμήσουμε μέχρι θανάτου, παρά να ζήσουμε δούλοι. Πρώτον για την Πίστη μας και την Θρησκεία μας....Δεύτερον για την Πατρίδα μας.....Τρίτον για τον Βασιλέα που είναι εκπρόσωπος του Κυρίου μας.... Τέταρτον για τους συγγενείς και φίλους μας.
Λοιπόν αδελφοί μου, εάν οφείλουμε να αγωνιζόμαστε μέχρι θανάτου για ένα από αυτά τα τέσσερα ιδανικά, πολύ περισσότερο πρέπει να είμαστε πρόθυμοι να δώσουμε την ζωή μας και για τα τέσσερα μαζί, αν ο θεός θελήσει να χαρίσει την νίκη στους απίστους, για τις δικές μας αμαρτίες.
Διατρέχουμε τον κίνδυνο για την Άγια πίστη μας. Και αυτή η πίστης είναι το σπουδαιότερο από όλα. Τι θα ωφεληθεί κανείς αν κερδίσει όλο τον κόσμο και χάσει την ψυχή του ;
Δεύτερον θα χάσουμε τέτοια ένδοξη Πατρίδα και την ελευθερία μας.
Τρίτον θα χάσουμε το κράτος μας , που άλλοτε ήταν ένδοξο, τώρα όμως είναι ταπεινωμένο και θα το κυριεύσει ο άπιστος τύραννος.
Τέταρτον θα στερηθούμε τα αγαπημένα μας παιδιά, τις γυναίκες και τους συγγενείς μας.
Τον πόλεμο με τους εχθρούς μας να τον θεωρήσετε ιερό και με αποφασιστικότητα να αγωνιστείτε εναντίον των άνευ λογικής κτηνών Τούρκων. Για να καταλάβουν ότι πολεμούν με εξουσιαστές ζώων και μάλιστα με απογόνους Ελλήνων.»
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΦΘΑΣΕ (Δ56)
29η Μαίου 1453, πρωτού ακόμη ανατείλει ο ήλιος, ο Μωάμεθ λυσσιασμένος από την οργή καλπάζει με τα άγρια στίφη του κατά των τειχών. Οι ΄Ελληνες αποκρούουν δύο επιθέσεις στην πύλη του Ρωμανού.Και όταν η κερκόπορτα επιτρέπει στους βαρβάρους εισβολείς να πλευροκοπήσουν τους αμυνόμενους ΄Ελληνες, όταν η τύχη της Βασιλευούσης έχει κριθεί, ο Παλαιολόγος κεντήσας το άλογο του όρμισε στο πυκνότερο των αντιπάλων τμήμα, αγωνιζόμενος ως ο τελευταίος των στρατιωτών και το αίμα ποταμηδόν από τα πόδια του και τα χέρια του έρεε.
« Η Πόλη αλίσκεται και εγώ ακόμη ζώ; Δεν υπάρχει Χριστιανικό χέρι να μου πάρει το κεφάλι ;»
Ορμά και πέφτει στον σωρό των μαρτύρων νεκρών συμπολεμιστών του.
Δαφνοστεφανωμένη Δόξα, ποτισμένη με το αίμα της θυσίας, ορθώσου. ΄Απλωσε τα φτερά της τιμής. Ο αυτοκράτορας έπεσε. Γύρω του ηρωικά κορμιά με το χαμόγελο στα χείλη.
Είναι γλυκός ο θάνατος για την Πατρίδα. ΄Ομορφα χορτάρια ας ανθίσουνε στο χώμα. Και κοντά σε αυτά η τιμή. Η τιμή της θυσίας.
Όχι δεν πρέπει η θλίψη ! Ο Βασιλεύς δεν πέθανε, δεν έπεσε από το άλογο του ! Ακόμη πολεμάει. Πολεμάει στις ψυχές μας, σπαθίζει της ορμές μας. Είναι ψέμα πώς πέθανε ! Ζεί παντοτινά, στην σκέψη μας, στα πιστεύω μας, στην θύμηση μας.
Τέτοιοι νεκροί δεν πεθαίνουν ποτέ. Η δόξα τους στεφανώνει με την αθανασία των αιώνων. Ο θάνατος είναι κάτι το άγνωστο, για τους ημιθέους του Ελληνικού μεγαλείου.
Ποτέ μα την αλήθεια δεν πέθανε ο Αυτοκράτορας. Αυτός βαστάει ακόμη τα όνειρα μας, τις ελπίδες μας, τα πιστεύω μας. Αυτός οδηγεί τις καρδιές μας, δυναμώνει τις ψυχές μας, μας δίνει τις προσδοκίες του μέλλοντος.
Ποτέ δεν θα πεθάνει η θύμηση εκείνη, τα κορμιά περνούν στο χώμα και χάνονται. Οι μορφές όμως των ηρώων μέσα στην ιστορία ζούν αιώνια. Μήν κλάψτε απόγονοι Σαλαμινομάχων και Μαραθωνομάχων. Δίπλα στούς Σπαρτιάτες του Λεωνίδα και τους Μακεδόνες του Αλεξάνδρου, κείτονται οι ηρωικοί Βυζαντινοί ήρωες του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Τέτοιοι νεκροί ζούν αιώνια. Αυτοί μας δείχνουν τον προορισμό μας.
Ποτέ δεν πέθανες Κωνσταντίνε Παλαιολόγε ! Ποτέ δεν υπήρξες ένα κορμί, που κάποιος τάφος σε δέκτηκε. Ο τάφος του κορμιού σου είναι οι ψυχές των Ελλήνων. Αυτές σε κοίμησαν, ζωντανό μέσα τους.
Δεν πέθανες ποτέ αθάνατε ήρωα. Ποτέ οι ήρωες δεν πεθαίνουν. Είναι μία ζωντανή κραυγή του παρελθόντος, για να ξυπνάει το παρόν.
Ως άγγελο η φυλή τον άρπαξε και τον φύλαξε στην χρυσή πύλη. Πάνω στο λευκό του άλογο, ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς περιμένει το πλήρωμα χρόνου. Την στιγμή που η φυλή θα ξαναπάρει την πρωτοπορία του πολιτισμού της ανθρωπότητας. Και τότε θα ανοίξει η πύλη για να ηγηθεί με το σπαθί στα χέρια διώχνοντας τους βαρβάρους, πέρα στην κόκκινη μηλιά.
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ
Τα χρόνια πέρασαν, από εκείνη την αποφράδα ημέρα. Δεν ήσαν προύχοντες, ούτε λόγιοι αυτοί που ονειρεύτηκαν να ξαναγίνει η Πόλη Ελληνική. Ο ίδιος ο λαός (Δ57) έπλασε τον θρύλο, ενώ στέναζε κάτω από τον βάρβαρο Τούρκο κατακτητή. Ενώ οι γενεές διαδεχόταν η μία την άλλη, ο μυστικός πόθος μεταβιβαζόταν ψιθυριστά από τους γονείς στα παιδιά, από τις γιαγιάδες στα εγγόνια . Η Πόλη ! Η Βασίλισσα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών.....
Σώπασε κυρά Δέσποινα, σώπασε και μην κλαίς. (Δ58) Πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θάναι !
Στην ψυχή του λαού μας ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ζούσε πάντα. Δεν σκοτώθηκε στην άλωση, τον έσωσε ένας άγγελος και τώρα κοιμάται, εκεί κοντά στην χρυσόπορτα, περιμένοντας πάλι την ώρα του.... Ο θρύλος αυτός του Μαρμαρωμένου Βασιλιά εμψύχωνε αιώνες ολόκληρους το δουλωμένο ΄Εθνος, (Δ59) που πάντα περίμενε να απελευθερώσει την Κωνσταντινούπολη, πολεμώντας πίσω από το σπαθί του.
Η μεγάλη ιδέα κράτησε πάντοτε υψηλό το φρόνημα του Ελληνικού λαού. Και αυτή τον προετοίμασε και τον εμψύχωσε στη ηρωική επανάσταση του 1821. (Δ60) ΄Ενας ολόκληρος λαός 400 χρόνια υπόδουλος στον πιό βάναυσο και αγροίκο κατακτητή, δεν έπαυσε να ονειρεύεται πάντα, όχι μόνον την ελευθερία του, μα και την επανίδρυση της Μεγάλης του Αυτοκρατορίας. Αυτό το πνεύμα οδήγησε (Δ61) τον Αλέξανδρο Υψηλάντη να αρχίσει την επανάσταση από την βορινή Μολδοβλαχία, αφού μέχρι εκεί έπρεπε να φθάνουν τα σύνορα της νέας Ελληνικής Αυτοκρατορίας.
Μα και αφού η Ελλάς απελευθέρωσε το νότιο τμήμα της, (Δ62) δεν έπαυσε να εμφορείται από τον ίδιο ζωογόνο μεγαλοιδεατικό πνεύμα. Ο αγώνας δεν είχε τελειώσει. Εκεί μόλις άρχιζε. Η ένωση των Επτανήσων το 1864 λύτρωσε ένα ακόμη τμήμα του Ελληνισμού. Και ο ενθουσιασμός του λαού που ακολούθησε (1868) ήταν μέγας, όταν γεννήθηκε ο νέος διάδοχος του θρόνου, . (Δ63) που πήρε σύμφωνα με την λαϊκή απαίτηση το όνομα Κωνσταντίνος. Ακατάβλητες δυνάμεις ωθούσαν το ΄Εθνος μας προς την πραγματοποίηση του αιωνίου του πόθου.
Στα σχολικά βιβλία οι μαθητές διάβαζαν « Αθήνα, η προσωρινή πρωτεύουσα της Ελλάδος - Η Κωνσταντινούπολις, έμελλε να γίνει η πραγματική πρωτεύουσα.»
Και ήλθε το θαύμα του 1912-13. (Δ64) Ο Στρατηλάτης Κωνσταντίνος, με την βοήθεια του φλογερού Ελευθερίου Βενιζέλου, ελευθέρωνε την θεσ/νίκη, τα Ιωάννινα, την Μακεδονία, την Κρήτη, τα νησιά. Ο ενθουσιασμός σε αυτόν τον αξέχαστο πόλεμο ήταν απερίγραπτος. Μέχρι που έφθασαν κατά χιλιάδες οι ομογενείς μας από την Αμερική, καλεσμένοι από την Ελληνική φωνή τόσων αιώνων, για να μεταβούν στο μέτωπο. (Δ65) Η Ελλάς διπλασιάστηκε. Η Μεγάλη Ιδέα εύρισκε ολίγο κατ’ ολίγο την πραγματοποίηση της.
Πριν περάσουν μάλιστα λίγα χρόνια, μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, (Δ66) οι συνθήκες του Νειγύ και ιδίως των Σεβρών (28 Ιουλίου 1920) κατακύρωναν στην Ελλάδα όλη την Θράκη, όπως και την πόλη Σμύρνη με ενδοχώρα 120 χιλιομέτρων περί αυτήν στην Ιωνία (κάτωθεν του Μαιάνδρου ποταμού ).
Η Κωνσταντινούπολη παρέμεινε μεν στην Τουρκία, υπό τον όρο όμως να μη φέρει αυτή αντίσταση στις ληφθείσες αποφάσεις. Την οποία όμως αντίσταση έφερε......
Παραλήρημα ενθουσιασμού. (Δ67) Ο βασιλεύς Αλέξανδρος εισήρχετο στην ελευθερωμένη Θράκη και έφθανε μέχρις αποστάσεως 30 χιλιομέτρων από την Κωνσταντινούπολη. Η Σμύρνη καταλαμβάνετο από τον Ελληνικό Στρατό και (Δ68) συναντώντας αντίσταση αναγκαζόταν να προχωρήσει μέχρι βάθους 900 χιλιομέτρων. Ολίγο πρό της ΄Αγκυρας.
Το όνειρο τόσων αιώνων εγένετο πραγματικότητα. Πλησιάζαμε πλέον στην Δημιουργία της Μεγάλης Ελλάδος.
Αλλά εάν ο λαός μας διετήρησε την ψυχή του άψογα Ελληνική και αγωνιστική, η διχόνοια τον πρόδωσε. Αντί να μοιράζονται σφαίρες στα χαρακώματα, άρχισαν μοιράζονταν προεκλογικά ψηφοδέλτια.
Τα θεμέλεια του ανεγειρομένου περίλαμπρου οικοδομήματος, κατετρωγόταν τον χρόνο που ο Στρατός μας έδινε (Δ69) στην Μικρά Ασία έναν μεγάλο αγώνα, τον αγώνα της Ελλάδος. Ενώ διεξαγόταν ο μέγιστος των Ελληνικών πολέμων, ο πόλεμος τον οποίο γενεές γενεών ποθούσαν, ονειρευόταν και τραγουδούσαν, δημιουργούταν εκλογές και διχαζόταν ο λαός. Ξεχνιόταν ο Στρατός (Δ70) και αλλάζονταν κυβερνήσεις. Ξοδευόταν πολύτιμο δημόσιο χρήμα για προεκλογικούς αγώνες, την στιγμή που χρειάζεταν μέχρι και η τελευταία σφαίρα στο μέτωπο. Οι εφημερίδες, τα πεζοδρόμια, απασχολούνταν πλέον σε άλλους τομείς και ο αγώνας του ΄Εθνους ξεχνιώταν. Σε διάστημα δύο ετών μικρασιατικού αγώνος 6 κυβερνήσεις διαδέχθηκαν η μία την άλλη. Και (Δ71) οι αλλαγές των Κυβερνήσεων έφερναν μεταθέσεις των Αξιωματικών κατά τα εκάστοτε κομματικά συμφέροντα. Ο πόλεμος της Μεγάλης Ελλάδος είχε (Δ72) εγκαταληφθεί και η καταστροφή επακολούθησε .
Μετά την συνθήκη της Λωζάνης που ακολούθησε (1923), απαγορεύτηκε αυστηρώς η υπόμνηση του θρύλου της Μεγάλης Ιδέας. (Δ73) Τα αναγνώσματα των μαθητών έπαψαν να γράφουν για τον μαρμαρωμένο Βασιλιά, οι δάσκαλοι να δακρύζουν μιλώντας για την Αγιά Σοφιά, οι γιαγιάδες να διηγούνται « πάλι με χρόνους με καιρούς »....
Μαρασμός βαρύς έπεσε στην ψυχή του λαού. Η Κωνσταντινούπολη, η Πόλη μας, ανεγνωρίστηκε από τους κυβερνώντες ως Τουρκική. Η Ελληνική νεολαία έμεινε χωρίς ιδανικά. Το ΄Εθνος χωρίς αύριο.
Και ευτυχώς μετά από 20 χρόνια η Ελλάς βρήκε την εθνική της υπερηφάνεια. Το υπερήφανο ΟΧΙ (Δ74) του Ιωάννου Μεταξά και οι επακολουθείσες νίκες εναντίον της Ιταλικής Αυτοκρατορίας, (Δ75) θύμισαν στους ΄Ελληνες τον προορισμό τους και η Ελλάς απέκτησε δικαιώματα σε δύο υπόδουλα ακόμη τμήματα της χώρας, στα Δωδεκάνησα και την Β. ΄Ηπειρο. Ο αγώνας δε για την τελευταία ακόμη δεν έχει δικαιωθεί.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Με (Δ76) άπειρο σεβασμό και ταπεινοφροσύνη. Με μοναδικό μας δικαίωμα την ζεστή μας Ελληνική καρδιά, ας μας επιτρέψει το Μεγαλείο Σου, Μαρμαρωμένε Θρύλε, να τολμήσουμε σήμερα να αφιερώσουμε αυτή την απλή γραφή μας, σε εσένα και τα αρχοντογεννημένα νειάτα της προσωπικής σου φρουράς. (Δ77) Σε εκείνα τα τραγικά παλικάρια που λεοντόθυμα, έπεσαν μαζί Σου, μέχρι το τελευταίο στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, ακολουθώντας σε.
Να την εφιερώσουμε σαν κλαρί αμάραντο πάνω στις χορταριασμένες πολεμίστρες της Πόλης Σου, που περιμένει υπομονετικά της ανάσταση Σας. Και κοντά σε αυτά, να Σου υποσχεθούμε ότι δεν ξεχνάμε τους Θρύλους Σου, μαρμαρωμένε Βασιλιά, που τόσο έντονα έζησες και ζείς στα όνειρα μας και συνεκλόνησες τις ψυχές μας.
29η Μαιου 1453. (Δ78) ΄Ενα σύμβολο που ξυπνά τις ψυχές μας και αναζωγονεί το είναι μας. ΄Ενας σταθμός από τον οποίο αναπνεύει ο λαός μας, δοκιμάζει την ίδια πηγαία υπερηφάνεια, δονείται από τα ίδια συναισθήματα.
Ας αναβαπτιστούμε σήμερα (Δ79) στις ηρωικές εκείνες στιγμές και ας αντλήσουμε από εκεί τα ιδανικά μας. Οι στρατιές τα αθανάτων νεκρών οδηγούν. Τα όνειρα της φυλής δεν πρέπει να λησμονούνται.
«ΔΙΠΛΟ ΤΡΙΠΛΟ ΘΑ ΠΑΡΟΥΜΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΠΑΡΘΗ
ΚΑΙ Η ΠΟΛΗ ΚΑΙ Η ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΠΑΛΙ ΘΑ ΓΕΝΕΙ».
Παρουσιάσεις:
Διέπραξε ο άγιος Κωνσταντίνος οικογενειακά εγκλήματα;
Ξεσκέπασμα της διαχρονικής Παγανιστικής διαβολής
Απόσπασμα από το εξαιρετικό βιβλίο του Κώστα Β. Καραστάθη: "Ο Άγιος Κωνσταντίνος ο Μέγας και η εναντίον του πολεμική. Ιστορική μελέτη". Εκδόσεις Μπαρτζουλιάνος. Αθήνα Μάιος 2006. Σελ. 35-41
Και ως ειδωλολάτρης ο Κωνσταντίνος, ήταν ένας άνθρωπος με εξαιρετικό χαρακτήρα και χαρίσματα, και δεν έχει καμία σχέση με τα ψεύδη που του καταμαρτυρούν οι εχθροί της Χριστιανικής Εκκλησίας. Ακόμα και αν δεν υπήρχαν άλλοι λόγοι για την αγιοποίηση του Κωνσταντίνου από τον Κύριο, θα αρκούσαν οι διαχρονικές συκοφαντίες των Παγανιστών και των αιρετικών εναντίον του, για να του δώσει ο Κύριος τον ουράνιο μισθό! Κατά τα λόγια του Κυρίου μας: "Μακάριοι αυτοί που έχουν διωχθεί εξαιτίας τής δικαιοσύνης· επειδή, δική τους είναι η βασιλεία των ουρανών. Μακάριοι είστε, όταν σας ονειδίσουν, και σας θέσουν υπό διωγμό, και πουν εναντίον σας κάθε κακό λόγο, λέγοντας ψέματα, εξαιτίας μου. Χαίρεστε και αγάλλεστε, επειδή ο μισθός σας είναι πολύς στους ουρανούς· επειδή έτσι, έθεσαν υπό διωγμό τούς προφήτες πριν από σας" (Ματθαίος ε/5: 10-12).
Για μια φορά ακόμα, όλες οι συκοφαντίες εναντίον του αγίου Κωνσταντίνου, αποδεικνύεται ότι οφείλονται στη μιαρή συκοφαντική φάρα των Παγανιστών, αρχαίων και νέων. Διάβολοι σαν τους θεούς τους, δεν παύουν να ψεύδονται ασύστολα σε όλους τους αιώνες, ενάντια στην αλήθεια και τη δικαιοσύνη, και να διαβάλλουν και να σπιλώνουν με τη συνέργεια των αιρετικών Προτεσταντών, κάθε έναν δίκαιο που έφραξε το δρόμο των δαιμόνων θεών τους, και βοήθησε την Εκκλησία του Κυρίου.
Το παρακάτω απόσπασμα από το εξαίρετο αυτό απολογητικό βιβλίο του Κώστα Β. Καραστάθη, (το οποίο συνιστούμε να διαβάσετε ολόκληρο και για τις υπόλοιπες συκοφαντίες), δείχνει το μέγεθος της συκοφαντίας.
Η τραγωδία τον Κρίσπου
Έναν χρόνο μετά τη Σύνοδο τη Νικαίας, το 326 μ. Χ., ο Κωνσταντίνος έρχεται στη Ρώμη για να γιορτάσει τα εικοσάχρονα της βασιλείας του (τα δεύτερα Δεκενάλια). Κλήθηκε στο Καπιτώλιο να συμμετάσχει σε μια στρατιωτική ειδωλολατρική γιορτή και να προσφέρει τις νενομισμένες θυσίες. Αρνήθηκε. Ύστερα απ' όσα είχε βιώσει στη Σύνοδο της Νικαίας, του φαίνονταν γελοία πια όλ' αυτά.
Η στάση του - κατά τον Ζώσιμο - προκάλεσε το μίσος σε όλες τις τάξεις. Ο όχλος λιθοβόλησε το άγαλμά του και στραπατσάρισε το πρόσωπο σ' αυτό. Την είδηση ανήγγειλαν οι παλατιανοί στον Κωνσταντίνο και εκείνος αποκρίθηκε με πικρόχολο χιούμορ: "Περίεργο, δεν είμαι σε θέση να ιδώ κανένα τραύμα αποτυπωμένο στο πρόσωπό μου. Και το κεφάλι και το πρόσωπό μου εμφανίζονται αρκετά υγιή»! [1]
Την ημέρα που στα ανάκτορα γιορτάζονταν τα Δεκενάλια με τη συμμετοχή όλων των επισήμων της Ρώμης, ο Κωνσταντίνος διατάζει τη σύλληψη του Κρίσπου και τη φυλάκισή του στη φυλακή της Πώλας, στην Ίστρια.
Η ενέργεια του αυτοκράτορα έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία!
Ο Κρίσπος ήταν ένας σοβαρός και αξιοπρεπής νέος με πολλά ηγετικά χαρίσματα. Δεκαεφτάχρονος είχε περιβληθεί την πορφύρα του καίσαρα και είχε πολεμήσει νικηφόρα τους Φράγκους και τους Αλαμαννούς. Τρεις φορές ως τότε είχε διατελέσει πρόξενος. Και, τελευταία, ως ναύαρχος τού στόλου του πατέρα του, είχε κατατροπώσει τον στόλο τού Λικίνιου στον Βόσπορο. Τι λοιπόν είχε προηγηθεί εκείνης της συλλήψεως;
Αυτός ο φέρελπις γιος τού Κωνσταντίνου, που παρά τη νεότητά του, είχε δοξαστεί στα πεδία τών μαχών, εκείνη την εποχή στο παλάτι είχε συγκεντρώσει πάνω του όλο το μίσος μιας κακιάς μητριάς. Η Φαύστα μισούσε θανάσιμα τον νεαρό Κρίσπο, που υπερτερούσε των τριών αγοριών της σε όλα! Και στην εξυπνάδα και στο σωματικό σφρίγος και στο κάλλος και στην ευγένεια. Τον ζήλευε και τον μισούσε. Και φοβόταν μήπως ο Κωνσταντίνος κληροδοτούσε σ' εκείνον την Αυτοκρατορία και όχι στα αγόρια της.
Τον μισούσε ακόμα γιατί η γριά πεθερά της, η Ελένη, αγαπούσε εκείνον περισσότερο από τα δικά της παιδιά. Και το ποτήρι τού μίσους της είχε ξεχειλίσει τις προηγούμενες ημέρες, που σε μια άλλη γιορτή στο παλάτι ο ποιητής Πορφύριος Οπτατιανός απάγγειλε ένα ωραίο ποίημα για τον ένδοξο Κρίσπο. Πλάνταξε η Φαύστα, που δεν άκουγε μια καλή κουβέντα και για τα δικά της παιδιά. Και άρχισε να κάνει σχέδια εξόντωσης τού Κρίσπου.
Μια διαβολική σκέψη πέρασε από τον νου της και εκμεταλλεύτηκε ένα επίκαιρο γεγονός: Ο Κωνσταντίνος, για να περιφρουρήσει τον θεσμό της οικογένειας, που βρισκόταν εκείνη την εποχή σε αποσύνθεση, εξαιτίας νόμων τού αυτοκράτορα Αυγούστου (ελευθερία στη μοιχεία για την αύξηση τού πληθυσμού και άλλα παρόμοια τρελά), είχε επιβάλει πριν από ένα μήνα νόμο, που όριζε θανατική εκτέλεση για τον άνδρα που θα διέπραττε το αδίκημα της μοιχείας με παντρεμένη γυναίκα. Αυτό ήταν! Η δολοπλόκα γυναίκα θα στήριζε εκεί πάνω τη συκοφαντία της για τον Κρίσπο, μαζί με την κατηγορία της συνωμοσίας! Αφού εξασφάλισε τους αναγκαίους ψευδομάρτυρες στην παλατιανή καμαρίλα, κατηγόρησε το παλικάρι στον πατέρα του ότι συνωμοτούσε εναντίον του με σκοπό να τον ανατρέψει από τον θρόνο, καθώς και ότι επιτέθηκε εναντίον της με ανήθικους σκοπούς! Οι μάρτυρες κατάλληλα δασκαλεμένοι, επιβεβαίωσαν ενώπιον του αυτοκράτορα τις άθλιες καταγγελίες της.
Ο ίδιος ο Ζώσιμος (5ος αιώνας μ.Χ.), παγανιστής και πολέμιος τού Κωνσταντίνου, αλλά και ο Ιωάννης Ζωναράς (12ος αιώνας) παραδέχονται ότι οι κατηγορίες εναντίον του Κρίσπου ήταν άδικες και ότι όλες ήταν εφευρήματα της Αυγούστας Φαύστας, Η όποια με τον τρόπο αυτό φρόντισε να βγάλει τον Κρίσπο από τη διαδοχή τού θρόνου για χάρη των τριών αγοριών της, που είχε με τον Κωνσταντίνο, και που αυτή την περίοδο βρίσκονταν ακόμα στην παιδική τους ηλικία.
Έτσι ο Κωνσταντίνος βρέθηκε στο τρομερότερο δίλημμα της ζωής του. Πώς έπρεπε να ενεργήσει; Ως στοργικός πατέρας ή ως αυτοκράτωρ και ψυχρός τηρητής του νόμου; Και πώς θα αξίωνε την εφαρμογή του νόμου από το λαό, αν ο ίδιος δεν τον εφήρμοζε; Αυτή η θέση ήταν η δυσκολότερη και τραγικότερη, που θα μπορούσε να βρεθεί ποτέ ένας νομοθέτης και συνάμα δικαστής και πατέρας: να εφαρμόσει δηλαδή για πρώτη φορά τον σκληρό νόμο πάνω στον γιό του. Δε διέταξε αμέσως την εκτέλεση του, όπως πολύ θα το 'θελαν η Φαύστα και οι εχθροί του, αλλά τη φυλάκισή του στις φυλακές της Πώλας, στην περιοχή Ίστρια. Αργότερα ο άτυχος νέος εκτελέστηκε, άγνωστο με ποιόν τρόπο. Όλοι πίστεψαν πως εκτελέστηκε με υπογραφή τού Κωνσταντίνου, αλλά δεν υπάρχουν μαρτυρίες γι' αυτό. Δεν υπάρχει κανένα ιστορικό στοιχείο, και όσα έχουν γραφεί είναι αυθαίρετα συμπεράσματα και εικασίες. Ποτέ δε βρέθηκε διάταγμα με την υπογραφή και τη σφραγίδα τού αυτοκράτορα για τη θανάτωση τού Κρίσπου. Οι σύγχρονοί του χρονικογράφοι Ευσέβιος και Σέξτος Αυρήλιος Βίκτωρ περιορίζονται στη δήλωση πως δε γνωρίζουν τους λόγους του θανάτου του Κρίσπου.
Γράφει ο Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο τού Χάρβαρντ Δ. Κούσουλας: «Οι δεσμοφύλακες τού Κρίσπου δε θα είχαν ενεργήσει ποτέ από μόνοι τους, χωρίς ένα ένταλμα θανατικής εκτελέσεως, που να φέρει την υπογραφή και τη σφραγίδα του Αυτοκράτορα. Εάν δεν το υπέγραψε ο Αυτοκράτορας, ποιος έβαλε την υπογραφή του; Ποιος θα μπορούσε να έχει χρησιμοποιήσει την αυτοκρατορική σφραγίδα έκτος από τη Φαύστα ή κάποιον άλλον μετά από διαταγή της; Δεν υπάρχει αρχαία μαρτυρία, για να υποστηρίξει αυτό το σενάριο. Ωστόσο, τούτο συνταιριάζει τους διάσπαρτους υπαινιγμούς και τις αποσπασματικές αναφορές και διατρυπά κάπως τον ιστό της αράχνης, που έχει κρατήσει το μυστήριο καλυμμένο για τόσους πολλούς αιώνες» [2].
Η λογική τού καθηγητή Κούσουλα, με βάση τα ως τώρα πεπραγμένα της Φαύστας, οδηγείται στην υπόνοια, ότι ίσως σ' αυτόν το θάνατο να έχει βάλει το χέρι της η πανούργα Αυγούστα.
Αληθινά, ποιος θα μπορούσε να μας βεβαιώσει ότι αυτός ο θάνατος δεν είναι έργο εκείνης της δόλιας γυναίκας; Ποιος θα μπορούσε να μας διαβεβαιώσει ότι αυτόν το θάνατο δεν τον παρουσίασαν στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο οι παρατρεχάμενοι της Φαύστας σαν αυτοκτονία, για να τον ηρεμήσουν μετά τον τραγικό χαμό τού γιου του;
Για τους παγανιστές όλα αυτά, βέβαια, δεν έχουν σημασία. Αυτοί απλά υιοθετούν πρώτα με μεγάλη ευχαρίστηση τις συκοφαντίες της Φαύστας, κυρίως σε ό,τι αφορά τη δήθεν ερωτική επίθεση τού Κρίσπου προς το άτομό της. Μάλιστα για να ταπεινώσουν περισσότερο το πρόσωπο τού μεγάλου αυτοκράτορα, προχωρούν κι άλλο και μιλούν για ισχυρό ερωτικό δεσμό Κρίσπου και Φαύστας! Ναι, και υπενθυμίζουν στους αναγνώστες τους τη δραματική ερωτική ιστορία τού Ιππόλυτου και της Φαίδρας, και την εκδικητική μανία τού απατημένου πατέρα στο πρόσωπο τού Κωνσταντίνου, που εκδικείται τον γιό...
Αλλά ως εδώ τελειώνει η πρώτη πράξη της τραγωδίας... Γιατί ακολουθεί και η δεύτερη...
Η Αυγούστα Ελένη εκείνες τις μέρες έλειπε από τη Ρώμη, μα όταν επέστρεψε, πληροφορήθηκε από τους αφοσιωμένους παλατιανούς της όλη την αλήθεια και έκλαψε πικρά τον αδικοχαμένο εγγονό της. Και αυτή την τραγική αλήθεια αποκάλυψε στον αυτοκράτορα γιο της μέσα από τους λυγμούς και τ' αναφιλητά της.
Οργισμένος ο Κωνσταντίνος διέταξε τη σύλληψη της Φαύστας.
Η τύχη της Φαύστας
Τι απέγινε η Φαύστα μετά το τρομερό έγκλημά της; Ποια σκληρή τιμωρία την περίμενε;
Εκατόν πενήντα χρόνια αργότερα «σπεύδει» ο παγανιστής και φανατικός αντιχριστιανός Ζώσιμος [3] να μας ενημερώσει, ότι ο Κωνσταντίνος, μόλις πληροφορήθηκε για την εγκληματική υπαιτιότητα της Φαύστας στον θάνατο τού Κρίσπου, διέταξε τους δούλους του να την πνίξουν στο λουτρό με καυτό νερό!
Αυτό το σενάριο το επαναλαμβάνουν εναντίον τού Κωνσταντίνου ως γεγονός αδιαμφισβήτητο όλοι οι παγανιστές χρονικογράφοι των επόμενων αιώνων (Ευτρόπιος, Σωκράτης ο Σχολαστικός κ.α.), παίρνοντας αναδρομικά την εκδίκηση τους εναντίον τού ανθρώπου, που κατέρριψε τη θρησκευτική τους πίστη και τη λατρεία των ειδώλων. Το επαναλαμβάνουν ατυχώς και κάποιοι χριστιανοί από αγνοία η ευπιστία. Γι' αυτό η αμερόληπτη ιστορική ερευνά οφείλει να δέχεται με πολλή δυσπιστία τις πληροφορίες τους. Και να λαβαίνει υπόψη της ότι μια τόσο σκληρή τιμωρία δε συνάδει προς την ευαισθησία και τον χαρακτήρα τού Κωνσταντίνου, (που θα σκιαγραφηθούν στις επόμενες σελίδες από τα έργα του). Τέτοιο φριχτό έγκλημα δε θα μπορούσε να διαπράξει ο άνθρωπος, που δέχτηκε την κλήση από τον Θεό, όπως ο Παύλος, και εγκολπώθηκε το χριστιανικό πνεύμα στις 28 Οκτωβρίου 312 μ.Χ. στη Μιλβία Γέφυρα.
Αλλά το μύθο του Ζώσιμου καταρρίπτει ο Ιερώνυμος, ο Λατίνος εκκλησιαστικός συγγραφέας (366 - 419 μ.Χ.), που έζησε εγγύτατα στα γεγονότα. Αυτός παρέχει την πληροφορία, ότι ο θάνατος της Φαύστας επήλθε τρία ή τέσσερα έτη μετά το θάνατο του Κρίσπου! Το σχετικό χωρίο τού Ιερώνυμου δημοσιεύει ο ιστορικός Edward Gibbon μαζί με την αμφισβήτησή του για ένα τέτοιο θάνατο της Φαύστας [4]. Ο Gibbon [5] ρίχνει περισσότερο φως στην υπόθεση. Γράφει: «Τόσο οι πολέμιοι όσο και οι υπέρμαχοι τού χαρακτήρα τού Κωνσταντίνου έχουν παραγνωρίσει δύο πολύ σημαντικά αποσπάσματα δύο ομιλιών που εκφωνήθηκαν στη διάρκεια της επόμενης βασιλείας. Στο πρώτο εξυμνούνται οι αρετές, η ομορφιά και η τύχη της αυτοκράτειρας Φαύστας, της κόρης, συζύγου, αδελφής και μητέρας τόσο πολλών πριγκίπων. Στο δεύτερο, αναφέρεται ρητώς ότι η μητέρα τού Κωνσταντίνου τού νεότερου, ο οποίος σφαγιάσθηκε τρία χρόνια μετά το θάνατο τού πατέρα του, (σ.σ. δηλαδή το 340 μ.Χ.), ήταν ζωντανή εφόσον έκλαψε για το πεπρωμένο τού γιου της. Παρά την κατηγορηματική μαρτυρία αρκετών παγανιστών και χριστιανών συγγραφέων, ενδέχεται να υπάρχουν κάποιοι λόγοι να πιστέψουμε, ή έστω να υποπτευθούμε, ότι η Φαύστα γλίτωσε από την τυφλή και ύποπτη ασπλαχνία τού συζύγου της». [6]
Την κατηγορία αυτή εναντίον τού Μ. Κωνσταντίνου αρνείται να υιοθετήσει και ο μεγάλος μας ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος.
Οι παγανιστές χρονικογράφοι κάνουν ένα βήμα περισσότερο ακόμα, για να ενισχύσουν τις εικασίες τους, γράφοντας ότι ο Κωνσταντίνος επέβαλε λησμοσύνη (domnatio memoriae) για τον νεκρό Κρίσπο. Αλλά ο Κωδινός, χρονικογράφος των μεταγενέστερων αιώνων, αναφέρει ότι ο Κωνσταντίνος έστησε χρυσό άγαλμα τού Κρίσπου, το όποιο εξαφάνισαν οι Αρειανοί. Σ’ αυτό το άγαλμα υπήρχε η επιγραφή: «Στον αδικοχαμένο γιο μου».
Ο θάνατος τόσο τού Κρίσπου όσο και της Φαύστας δεν μπορούν να καταλογισθούν στον Κωνσταντίνο δίχως πειστήρια. Τίποτε το βέβαιο. Αν, παρ' ελπίδα, οφείλονται σε αποφάσεις τού Αυτοκράτορα, και πάλι πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως εγκλήματα, γιατί ο Αυτοκράτωρ, ως ανώτατος κριτής και τηρητής των νόμων επιβάλλει και ποινές σ' ενόχους, ή τουλάχιστον σε κατηγορουμένους, που αποδεικνύονται ένοχοι, βάσει μαρτυριών. Και αφού κάθε δικαστής μπορεί βάσει ψευδών κατηγοριών να οδηγηθεί σε δικαστική πλάνη, πώς ένας αυτοκράτωρ εκείνων των εποχών ως ανώτατος δικαστής θα μπορούσε ν' αποφύγει κάτι παρόμοιο;
Εκείνες τις πικρές ημέρες για τον Κωνσταντίνο, άγνωστοι έγραψαν πάνω σε μια σανίδα και την κρέμασαν σε κτίριο τού παλατιού τούτη τη φαρμακερή για τον αυτοκράτορα φράση: «Ποιος τώρα αποζητάει το χρυσό δρεπάνι τού Κρόνου».
Ο Κωνσταντίνος εγκατέλειψε τη Ρώμη θλιμμένος και καταφαρμακωμένος, για να μη ξαναγυρίσει ποτέ πάλι εκεί. Και για όσο χρόνο χτιζότανε η νέα πρωτεύουσα, παρέμενε στη Νικομήδεια.
Σημειώσεις
1. Η χιουμοριστική φράση τού Μ. Κωνσταντίνου διασώζεται από τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο.
2. D. G. Kousoulas, "The life and time of Constantine the Great"
3. Νέα Ιστορία Β' 29, 1-2.
4. "The History of the Decline and Fall of the Roman Empire" XVIII, Foodnote 23.
5. Άγγλος Ιστορικός, από τους κορυφαίους ιστορικούς τού κόσμου, που έχει συγγράψει το σημαντικότερο βιβλίο για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορική περίοδο "The History of the Decline and Fall of the Roman Empire". (Σημείωση ΟΟΔΕ: Είναι σημαντική η μαρτυρία του, γιατί πρόκειται για έναν από τους κορυφαίους πολέμιους του Χριστιανισμού, λόγω αντιχριστιανικής υστερίας από την οποία έπασχε. Κάτι άλλωστε που είναι εμφανές στον τρόπο με τον οποίο μιλάει εναντίον του αγίου στο παρατεθέν κείμενο. Εδώ όμως, άθελά του, γίνεται αιτία να φανερωθεί μία απάτη).
6. Edward Gibbon: "The History of the Decline and Fall of the Roman Empire", Chapter XVIII.
Απόσπασμα από το εξαιρετικό βιβλίο του Κώστα Β. Καραστάθη: "Ο Άγιος Κωνσταντίνος ο Μέγας και η εναντίον του πολεμική. Ιστορική μελέτη". Εκδόσεις Μπαρτζουλιάνος. Αθήνα Μάιος 2006. Σελ. 35-41
ALEXANDER AND CHRISTIANITY
by His Excellency the Former Minister of the Hellenic Republic Nicholas Martis, Translated in English from Greek by Nina Gatzoulis, Supreme Secretary of the Pan-Macedonian Association, USA
PREAMBLE
Alexander the Great placed his stamp onto the history of nations as the precursor of Christ, since he:
The above theory can be further reinforced by the following arguments:
The Prophets of Israel not only portended about Alexander the Great, but Alexander's arrival to Jerusalem signified the encounter of Hellenism with Judaism and the meeting of monotheism with the pagan religion of the ancient world, which in reality prepared the world's transition to Christianity.
Plutarch considered Alexander the Great as a philosopher, "from the deeds of Alexander, from what Alexander taught and what he said".
Alexander's achievements had great influence on other religions and other nations.
ALEXANDER AND THE PROPHETS OF ISRAEL
Let us now review briefly the prophecies about Alexander the Great:
The Prophet Isaiah (8th century B.C.), in Chapter 18, paragraph 20 of his Prophecies, pronounced that "When (the people of Egypt) exclaim to the Lord, then the Lord will send them a man to save them. He will rule them and will save them from dangers". According to Professor Panagiotis Trempelas (Note about the Prophet Isaiah, page 232) Alexander is the liberator of the Egyptians, who were under the Persian dominion and he was considered the incarnation of the expected Messiah. The proclamation of Alexander the Great as Pharaoh by the Egyptian Hierarchy, as soon as they met him, is a further proof of Isaiah's prophecies.
The same Prophet of Israel lauds (Ch. 10, par. 23) the years "that was a happy period of free exchange between the Assyrians and Egyptians, that helped establish Judaism easier". According to Professor Trempelas (p. 234) this time is Alexander's period in Egypt. In the 6th Chapter (par. 18) Prophet Isaiah states, "I come to unite all the nations". Professor Trempelas clearly asserts that Alexander "did not only save the Jews, but rescued all the nations". Plutarch on the other hand writes that, during Alexander's speech at Opis, in front of 9,000 Greek and Asian officials and others, he pointed out among other manifestations, that "now all people everywhere, will enjoy concord, peace and a common society ".
Prophet Daniel, (6th c. BC) in Ch. B, par. 39 of his Prophesies, foresaw the reign of Alexander the Great, occupying the throne of Solomon. It is known that the Assyrian King Navuhudonosor had a terrifying dream, which was so terrible, to the point that the King was left without any memory of it. Daniel asked God about the Assyrian King's dream and the following prophecy was revealed through Daniel to the King: "King, you are the golden head and after you a smaller kingdom will emerge. Following this, a third kingdom will appear, which will be symbolized by bronze and this kingdom will dominate all Earth. After that a fourth kingdom will come and this kingdom will be as strong as iron". All experts agree that the second kingdom was that of the Persians and King Medes, the third was Alexander the Great’s and the reign of the Hellenes, while the fourth one was the Roman dominion. In addition, Prophet Daniel (Ch. 7, lines 1-22) prophesized that this Hellene King will conquer the Persian King and also this Greek King will be succeeded by four Kings of the same nation. Certainly the experts agree that the King Daniel refers to, is Alexander and the other four Kings of the same nationality are his Successors.
Prophet Joel (5th century BC) prophesized about the Macedonian Greeks (Chap. D, par. 6): "Children of Juda and Jerusalem you have been attracted to the Hellenes". He also portended that in subsequent times (during the period of Alexander's successors) distinguished Jewish individuals would receive Greek names and the Jews would adopt many Greek traditions.
ALEXANDER AND THE HEBREW ARCHPRIESTS
Around 70 A.D. the Hebrew historian Josepus Flavious (Hebrew Archeology, Ch. A 329) states that after the conquest of Tyre and the siege of Gaza, Alexander the Great visited Jerusalem, where right at the entrance of the city he was greeted by the Hebrew Archpriest, Simon the Just, accompanied by other Jewish priests and a multitude of people. Alexander descended his horse and went to greet the Jewish Archpriest. Parmenion, Alexander's General, approached him and advised Alexander that his soldiers are displeased that he rushed first to greet the Jewish Priest. Alexander however, answered, "I did not greet the Archpriest, but the God he represents". Following the Archpriest's indication, Alexander carried out a religious sacrifice at the Temple of Solomon and allowed the Hebrews of Jerusalem and other Jewish states to use their paternal religious rites. Alexander's act set an original pattern of respect for religious freedom, in an era that such a behavior was totally unprecedented.
However, when Alexander asked the Archpriest for his statue or his portrait to be placed at Solomon's Temple, the Archpriest responded that the God of the Jewish has ordered them that no statues or any other icons should be placed in the Temple. Nonetheless he assured Alexander, "We will do something that will remain in eternity. All the male children that will be born this year to priests and the descendants of the Levi clan, will receive your name, they will be named Alexander". According to the Talmud (the Jewish religious text of the Rabbis and the religious Rabbi schools) "this is how the name "Alexander" entered the Hebrew society in commemoration of the Great Greek General and it continues to be used for generation after generation". Let it be noted that many Hebrew individuals bear even to these days the name Alexander. The admission of Alexander's name into the genealogy of the Jewish community gave Alexander a divine quality and thus the Hellenic intellect and knowledge in close contact with the world of Revelation, prepared the ground for the expansion of Christianity.
An additional event that verifies the close ties of the Macedonian Greeks with the Jews is the following: When the three Wise Men, while going to Bethlehem, arrived in Jerusalem, they exchanged the currency of their fatherland with local cash. Most of the local money that they used was coins with Greek writings and on one side. They depicted Hercules' head (forefather of the Macedonian kings) and on the other side an eagle, symbol of the Selefkid Greeks of Syria. This was the official currency in Judaia until Christ's years and this kind of currency was also accepted in the Jewish temples.
According to Constantine Paparrigopoulos, the word Synagogue, which is Greek, dates back, probably to the command that Alexander gave, relating to freedom of various Jewish gatherings. Also the annual Hebrew Convention that used to take place in Jerusalem was called "Synitrins", from the Greek word Συνέδριο.
ALEXANDER AND ANCIENT SOURCES
As the ancient geographer, Strabo mentions, Alexander was constantly informed by the scientists who followed him about all the ethnographic, geographic, zoological and botanical new encounters they came upon, during the expedition to the East. He internationalized commerce, because he believed that commerce unites people and for this reason he used common currency in his Commonwealth. The Attic drachma became the means of commercial exchange amongst nations and people.
Diodorus in his writings mentions that the "conqueror (Alexander) coerced the enemies to be happy". If we take under consideration that during Alexander's era the word and meaning of the word "philanthropy" could not be comprehended, then we can conclude that Alexander the Great can be called the "national precursor of Christ". Alexander never followed his teacher's, Aristotle's, advice, who suggested to him to treat the Greeks well and to behave toward his subservient non-Greeks as the conqueror King. Alexander's aim was to elevate the conquered and to make them equal to the Greeks. Apostle Paul was the first one to utter such a phrase as, "there is no Jew or Greek", but Alexander the Great way before the Apostle's era, practiced it throughout his life and therefore he did establish himself as the first advocator against racial discrimination.
As Arrian mentions, liberating the Greek cities of Asia Minor from the Persians he "ordered the oligarchies everywhere to be dissipated and democratic laws to be established for each one of them".
Alexander was a compassionate man, especially to those that were not so fortunate; for this reason he exempted his Macedonian soldiers from their debts. At the same time however he showed great respect for public money. Arrian writes, "About the money that came through contributions he was very frugal, but about money for philanthropy he was very generous". The Greek scholar and politician Panagiotis Kanellopoulos mentions that Alexander severely punished the administrative personnel, when they exploited public funds and they mistreated citizens of his Commonwealth.
Holtzer in his book, “Paul” writes, "For a time came from Macedonia the young hero (Alexander) and along with his 22 years of youth, he brought with him the gifts of the West to the East, the Greek language and the Greek philosophy. Now the West is asking for the most beautiful gift that exists in the East, the teachings of the Man of Nazareth".
ALEXANDER AND CHRISTIANITY
Before Apostle Paul declared the equality of man and woman (letter to the Galatans, C28), Alexander always displayed chivalry toward women. Arrian was impressed with Alexander's attitude and Plutarch in his writings, mentions about Alexander that “conquering one's own passions seem more royal than to conquer his enemies”. Alexander never touched a woman until he was married. As soon as he saw Roxanne among the women that he captured in Petra of Sogdiani, he fell in love with her. He however did not disgrace her, but married her. The respect he showed to Darious' III mother, when he captured her resulted in the great maternal love she felt for Alexander. When Mazaios, one of Darious' men, tried to liberate her she refused to go and when she heard that Alexander was dead she went on a hunger strike for five days and finally she committed suicide.
Saint Vasilios the Great, addressing the youth, presents Alexander as the role model of self-discipline.
One outcome and result of Alexander's vision and achievements, is the fact that during the year 285 BC, the Old Testament was translated in Greek. This Greek translation is the formal text used in East and West. The New Testament was also written in Greek. This kind of scholarship, which was spread in the East, had its origins in Macedonia. It is also through Macedonia that Christianity was carried to Europe and to the rest of the then known world. Apostle Paul, influenced by the endeavors of Alexander the Great and his Successors, accepted the Greek intellect and teachings and he began spreading Christianity first in the city of Philippi, in Macedonia (Acts of the Apostles, chap. 6, par. 9, 10).
The historical significance of the Greek intellect, which during the Hellenistic years was epitomized by the Macedonians, it is crystallized in Chap. 12th, par. 20-23 of the Gospel, According to John, when Philip and Andrew, Christ's Disciples, said to the Lord that the Greeks came to see Him; Jesus answered them: "The time has come, for the Son of Man to be glorified". Christ's statement in reference to the events that would follow about His Own glorification and the glorification of Christianity, clearly prescribed the historical significance and the role that Hellenism played in conveying Christianity to the world.
ALEXANDER AND RELIGIONS
Now we can examine the influence and effects Alexander's deeds had on other religions and nations during that time. Up to his era Hindu Gods, especially Buddha, were not permitted to be depicted in any form or shape. However, since the Indians came in close contact with the Greek world, their Gods were portrayed full-bodied. The first statues of Buddha resembled ancient Greek Gods (especially Apollo) and they were wearing the Greek “chiton” and also their facial features carried the Greek art (art of Kantara in today's Pakistan and Afghanistan). Also the effect of the Hellenistic world, from the Selefkids era, can also be verified in the coins of Baktria and today's Pakistan area, where during the Hellenistic years thirty kings of Greek descend reigned, without an interruption.
In the West the Romans deified Alexander. The Romans were the first to name Alexander "Great". The Roman Senate and the Emperors of Rome were proud to be heirs of Alexander's Empire.
Prophet Mohamed in the Koran mentions Alexander (with the name Zaul Karnein) among the prophets who wished to lead the world in the practice of charitable deeds.
ALEXANDER AND SUCCESSORS
After Alexander's death, his Generals [“Diadohi” - Successors], who divided his vast empire, were able individuals to follow his plan, at least in the political field, since they succeeded to make his visions come true. The Ptolemies concentrated their energies in Alexandria, while the Selefkids' center was Antioch. Ptolemy A', who attended Aristotle's school the same years as Alexander, founded the legendary Library of Alexandria, which up till Ptolemy's VI era continued to be enriched with books (about 700,000 books). It should be mentioned that the first library of Rome was the one that was seized from the last King of Macedonia, Perseus, by the Roman government official, Emilius Paulus.
Alexandrian scholars, having the support of the Ptolemies, worked on the classical documents, classified them, translated them and sent copies to Rome's, Athens' and Constantinople's libraries. With these documents and readings, as intellectual and spiritual base, the Fathers of the Church, outlined and frameworked the teachings of the first centuries of Christianity. The work of the Alexandrian scholars was used in Europe during the Renaissance era and thus the culture of the ancient Greeks became property of today's societies of the world. Also Islam was influenced by the Greek way of thinking, when Islam reached such areas as Syria and Alexandia.
Alexandria was Alexander's and his Successors' creation and played an important role in passing on the bright lights of Christianity. During the flourishing of the Neo-Platonic theories from 160 to 405 AC, the first theological school thrived there. The Greek language was used as a vehicle to fulfill its mission toward the world, the spread of Christianity to the world. As it was mentioned prior, the Fathers of the Church, who were the first heralds of Christianity, became known mainly in Alexandria, due to the Greek culture and the Greek language.
The husbandry between Christendom and Greek intellect was accomplished in Alexandria due to the efforts in particular of Hierarchs Klemis and Origenis. The Fathers of the Church, especially the Three Hierarchs possessed theological knowledge and had a great Greek education. "Alexander's and his Successors' great achievement, the Hellenistic era and its culture, which later was inherited by the Romans, Byzantium and by the peoples of the Near East, had significant influence in the development of nations later", said Abraham Rankovitz.
Christianizing the Slavs by the Greek Thessalonikian brothers and monks, Methodius and Cyril, was such a milestone in European and international history and this was a consequence of Byzantium's glory and in reality the outcome, the end result of the Hellenistic period. Pop John Paul VIII, delivering a speech on April 22, 1990, in Czechoslovakia said: "…that we the Slavs are Christians today, we owe it to the Macedonian Greek brothers who were born in Thessaloniki, Methodius and Cyril. They are the ones who carried the Byzantine tradition in Europe". The cultural infrastructure of the Hellenistic period and especially the great monetary contributions and the interest of the Byzantine Emperors became the cause of establishing and creating the monastic city of Hagion Oros (Holy Mountain), the only monastic city that exists in the world. This city can be characterized as the Arc of Orthodoxy in its more that a millennium existence.
THE VISION AND DEEDS OF ALEXANDER
The vision and the achievements of Alexander the Great in the political, financial and cultural development of nations, resulted in a brilliant model, as mankind advances onto the third millennium. Launched from Macedonia with the aspiration to unite nations with peaceful ties, ties of cooperation and social intermingling, his intent was neither to conquer riches, nor to satisfy passions. Alexander expressed this aspiration when he met with the philosopher Diogenis in Corinth. His ideas about respecting the traditions of conquered peoples, their participation in governing themselves, the eventual elimination of discrimination between conquered and conquerors and finally the program of decentralization of the governing agencies, taught many nations in the international arena how to govern themselves. Also the social achievements of Alexander and his Successors are more significant than the battles that took place during his campaign. Nothing can surpass the social welfare, the public education and the justice for the weak during that era.
Alexander with his deeds transformed the shape of global history. He conceived the idea of humanism in government and he boldly made it happen. With the propagation of the Greek language as the official language of his Asiatic and African Commonwealth, Greek became the formal tongue of communication between the multiethnic peoples of the East. Alexander and his Successors became not only the bearers of the Greek tongue, but they also offered to the world the Greek culture and knowledge, elements that further prepared nations to accept the teachings of the Savior of Nazareth on the Holy Mountain.
Alexander’s own marriages to Roxanne, Oxiartis’ daughter from Vactria, as well as the massive marriage of his one hundred officers to Persian women, his trust to include non-Greeks in his government’s administrative positions, further validate his beliefs against inequity.
Now we have come to the conclusion that Alexander the Great, through his deeds and achievements, became "the vehicle of God". "Not even to me does it seem possible that he turned out to be unlike any other human being, without divine intervention," wrote the historian Arrian, as he completed his book, Alexandri anabasis [Expedition of Alexander].
--------------------------------------------------------------------------------
http://www.antibaro.gr
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...